Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εἶναι ἐγκώμιο μέ λαμπρό ὕφος καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Προσφέρει στήν ἀρχή μία ἔκθεση σχετικά μέ τήν παιδεία καί τήν ἀρετή τοῦ Δημητρίου, γιά τή διδασκαλική του προσφορά πρός τούς νέους στόν τόπο τῆς Καταφυγῆς καί γιά τό μαρτύριό του.
Δίνει ὅμως καί ἀλληγορική ἑρμηνεία στά ἐπεισόδια, κάθε φορᾶ πού προσφέρονται. Ἔτσι τό μαρτυρικό σῶμα εἶναι ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ γεμάτη μύρα καί ὁ κῆπος τῶν ἀρετῶν καί τῶν χαρίτων, ἐνῶ τά στόματα τῶν τυράννων εἶναι οἱ πύλες τοῦ Ἅδη. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τό λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου βρισκόταν ἀκόμη στόν ναό του, γιατί λέγεται ἐδῶ, ὅτι τό σῶμα τοῦ «ἀνίησι μύρα», ἀναδίδει τώρα μύρα. Ἡ εὐωδία τῶν μύρων ἀνέδειξε τήν Θεσσαλονίκη «πόλιν Θεοῦ ἤ παράδεισον ἄλλον, εἰ μή τί καί πλέον». Πιθανῶς καί κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα ἦταν παρόντες οἱ βασιλεῖς, ἤ τουλάχιστον ἡ Ἄννα, γιατί λέγεται, «βασιλεῖς δέ τή εὐσεβεία μᾶλλον, ἤ τή βασιλεία, κοσμούμενοι συμπαριστάσιν ἠμίν καί συνεπικροτούσιν εὐφημοῦντες τάς ἀριστείας τοῦ μάρτυρος».
ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ
Τά ἐφόδια γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος ἄλλα βέβαιά τα ἔχομε ὁ καθένας ἀπό τά ἐπαγγέλματά μας, καί ἄλλα τά παίρνομε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο, προσφέροντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο τά δικά του. Γιατί δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ὁ γραμματικός καί ὁ γεωργός, ὁ ράπτης καί ὁ ὑφαντῆς, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ὑποδηματοποιός, ὁ ἰατρός καί καθένας ἀπό τούς ἄλλους ἐπαγγελματίες. Ἐπειδή λοιπόν ὁ καθένας δέν ἔχει ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται, ὁπωσδήποτε ὅμως τά ἔχει ἀνάγκη ὅλα αὐτά ὁ καθένας, βρέθηκε ὡς μέσο το νόμισμα, μέσω τοῦ ὁποίου μέ τρόπο κοινωφελῆ καί τά ἀγαθά πού περισσεύουν προσφέρονται σέ ἄλλους, καί ἀποκτῶνται αὐτά πού λείπουν. Πράγματι ὁ γεωργός δίνει τά περισσεύματά του στούς μή γεωργούς, καί ἀφοῦ λάβει τό ἀντίτιμο γι’ αὐτά, ἀγοράζει τό σπίτι τυχόν ἤ τό ὕφασμα· καί ὁ ὑποδηματοποιός, ἀφοῦ πωλήσει τά ὑποδήματα καί λάβει ἱκανοποιητικά χρήματα, ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη τῶν ἐλλείψεων, καί ἔτσι μέ τήν μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτεῖται ὁ βίος ὅλων μας, καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν οἰκισμοί καί πόλεις, καί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ζῶο.
Στίς πνευματικές ἀσχολίες ὅμως καί στά σχετικά μέ τήν ἀρετή δέν συμβαίνει τό ἴδιο· γιατί ἐκεῖνος πού εἶναι σώφρων, ἀλλ’ ὄχι δίκαιος, δέν μπορεῖ νά δώσει κάτι ἀπό τή σωφροσύνη του στόν δίκαιο καί νά πάρει ἀπό ἐκεῖνον δικαιοσύνη οὔτε αὐτός πού εἶναι ἀληθής στούς λόγους, ἀλλά δέν εἶναι ἀνεξίκακος, θά μποροῦσε ν’ ἀποκτήσει κάτι ἀπό ἄλλον μέ ἀνταλλαγή ἤ νά μεταδώσει ἀπό τήν ἀλήθεια σέ ὅποιον δέν ἔχει, ἐννοῶ ἀπό τήν ἀλήθεια πού αὐτός εἶπε· οὔτε ὑπάρχει σ’ αὐτά μέσο, σάν κάποιο νόμισμα, πού νά ρυθμίζει τίς μεταξύ τους ἀνταλλαγές καί νά τίς καθιστά ἰσότιμες. Γι’ αὐτό πρέπει καί εἶναι ἀναγκαῖο, ἀδελφοί, ὁ καθένας μας νά ἀσκεῖ κάθε ἀρετή. Γιατί δέν εἶναι δυνατό αὐτός πού δέν κατόρθωσε κάποιαν ἀπό αὐτές νά τήν πάρει ἀπό ἄλλον, οὔτε νά διαφύγει τήν καταδίκη καί τιμωρία γιά τή στέρηση αὐτῆς. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Δαβίδ, «ἀδελφός δέν τόν σώζει, θά τόν σώσει ξένος ἄνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.
Ἀλλά, πόση, ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἀφάνταστη φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ! Γιατί αὐτό πού δέν εἶναι δυνατό νά λάβει κανεῖς οὔτε ἀπό τίς ἰσότιμες καί ἀληθινά πολύτιμες ἀρετές τῆς ψυχῆς μέ ἀνταλλαγή, τό κατέστησε μέ ἄλλον τρόπο πάμφθηνο. Γιατί μπορεῖ κανείς μέ αὐτές τίς γήινες καί χαμηλές ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἐννοῶ μέ τά φαγητά καί τά ποτά, μέ τά ἐνδύματα, μέ τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι πού καθένας ἔχει (γιατί ὅλα αὐτά εἶναι γῆ καί χῶμα καί τίποτε δέν ὑπάρχει ἀτιμότερο ἀπό αὐτά), μπορεῖ λοιπόν κανείς σύμφωνα μέ τή δεσποτική ὑπόσχεση καί παραίνεση μέ αὐτά τά ἀσήμαντα, ἄν προσφέρει τά περισσεύματα σ' αὐτούς πού ἔχουν τίς ἀρετές (γιατί αὐτοί εἶναι τελείως φτωχοί ὡς πρός τά ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα), μέ αὐτή τή μετάδοση ν’ ἀναπληρώσει τήν ἔλλειψη τῶν ἀρετῶν καί νά διαφύγει τήν εὐθύνη γιά τήν στέρησή τους. Καί αὐτό δηλώνοντας ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας πρός τούς Κορινθίους, ὀνομάζει αὐτή τή μετάδοση κοινωνία πρός τούς ἁγίους, καί προχωρώντας προσθέτει, «τό περίσσευμά σας πρέπει νά ἀναπληρώνει τό ὑστέρημα ἐκείνων, ὥστε καί τό περίσσευμα ἐκείνων νά ἀναπληρώσει τό δικό σας ὑστέρημα». Ὁ Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, ὥστε, ὅταν ἀποδημήσετε, νά σᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες σκηνές», μαμωνά ἀδικίας ὀνομάζοντας τό περίσσευμα τῶν ἀναγκαίων, πού δέν δίνεται σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.
Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἶπα, ὁ καθένας σας, ἀδελφοί, νά ἀσκεῖ ὀρθά κάθε ἀρετή, καί ἄν μᾶς λείπει κάποια ἀπό αὐτές, ν’ ἀναπληρώνομε τήν ἔλλειψη μέ τή μετάδοση ἀπό αὐτά πού ἔχομε. Αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος πλοῦς τοῦ λόγου, καί μάλιστα πρός ἐσάς πού ζεῖτε μέσα στόν κόσμο, μέ τόν ὁποῖο θά ἐξασφαλίσομε τή σωτηρία τῶν ψυχῶν σας. Ἄν ὅμως παραμελήσομε καί αὐτόν, ὑπάρχει πολύς φόβος μήπως μᾶς δεχθεῖ ἐκείνη ἡ ἄσβεστη φωτιά καί ἡ αἰώνια στέρηση. Αὐτό θέλοντας νά δείξει ὁ Κύριος, πρόβαλε τήν παραβολή πού διαβάζεται σήμερα στήν ἐκκλησία· «κάποιος ἀνθρωπος ἦταν πλούσιος, καί φοροῦσε πορφύρα καί μεταξωτά ἐνδύματα, ζωντας καθημερινά μέσα σέ λαμπρή πολυτέλεια». Ὅλη ἡ φροντίδα τοῦ πλουσίου ἦταν γιά τόν ἱματισμό καί τόν καλλωπισμό καί τήν πολυτέλεια τῶν ἐνδυμάτων, καί γιά τά τραπεζώματα καί τά φαγοπότια καί τίς ἀπολαύσεις. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἕνας φτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν ξαπλωμένος κοντά στήν πύλη τοῦ πλουσίου γεμάτος πληγές καί ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου, ἀλλά καί τά σκυλιά ἔρχονταν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του».
Βλέπετε τήν πλήρη ἔλλειψη κοινωνίας τοῦ πλουσίου πρός τόν φτωχό Λάζαρο; Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινά ἀπό τήν τράπεζά του πού ἦταν γεμάτη ἀπό παντός εἴδους φαγητά καί πολυτελῆ καρυκεύματα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει καί ἀπό τά εὐτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δέν εἶχε χορτάσει. Ἐκεῖνος ἔλαμπε ἀπό τήν πορφύρα καί τά μεταξωτά πού φοροῦσε καί ἀπό τόν ὑπερβολικό ἐξωραϊσμό τοῦ εὔρωστου σώματος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος εἶχε καί τά ξεσχισμένα ράκη τοῦ γεμάτα ἀπό βρωμιά καί δυσωδία, γεμάτος πληγές καί περιρρεόμενος ἀπό πύο. Ἐκεῖνος καθόταν σέ ψηλό θρόνο περικυκλωμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ξαπλωμένος κάτω στό ἔδαφος κοντά στήν πύλη μή ἔχοντας κάποιον οὔτε γιά νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά.
Ἀλλά γιά ποιό λόγο τόν φτωχό ἀποκαλεῖ μέ τό ὄνομά του, ἐνῶ τόν πλούσιο τόν ἀνέφερε χωρίς τό ὄνομά του; Μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε, ὅτι τό ὄνομα αὐτοῦ του φτωχοῦ σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο εἶναι γραμμένο στούς οὐρανούς, ἐνῶ τοῦ πλουσίου ἐξαλείφθηκε καί χάθηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἡ μνήμη μαζί μέ τό ὄνομα. Γιατί καί ὁ Ψαλμωδός λέγει γιά τούς ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴδους· «δέν θά ἀναφέρω τά ὀνόματά τους μέ τά χείλη μου». Ἐπειδή ὅμως καί κάθε πλούσιος μπορεῖ ν’ ἀποδώσει στόν ἑαυτό τοῦ τήν παραβολή καί θεωρώντας ἐκεῖνον ὡς τόν ἑαυτό του, νά λάβει ἀπό αὐτό ἀφορμή μετάνοιας, ὁ πλούσιος ἀναφέρθηκε χωρίς τό ὄνομά του, ὥστε ἔτσι ὁ λόγος ν’ ἀφορᾶ πρός κάθε πλούσιο, ὁ κάθε φτωχός ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωρήσει τόν ἑαυτό τοῦ Λάζαρο, ἀκόμη καί ἄν βρίσκεται σέ κατάσταση σάν ἐκείνου· γιατί πρέπει νά περιμένει μέ ταπείνωση τή δεσποτική ἀπόφαση. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ φτωχός ἀναφέρθηκε μέ τό ὄνομά του.
«Συνέβηκε ὅμως», λέγει, «νά πεθάνει ὁ φτωχός καί νά μεταφερθεῖ ἀπό τούς ἀγγέλους στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ». Ὁ φτωχός ὁδηγεῖται μέ ὑπερκόσμια τιμή ὡς ἀθλητής πρός τά στεφάνια. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Κύριος ἔδειξε τόν μή σωζόμενο πλούσιο, μᾶς δείχνει εὐθύς ἀμέσως καί τόν σωζόμενο πλούσιο· τέτοιος βέβαια εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Δέν τόν ὀνομάζει ὅμως αὐτόν πλούσιο, ἐπειδή θεωροῦσε ἀνώτερη ἀπό τόν πλοῦτο τήν ἀρετή. Γιατί ἔδειχνε πρός ὅλους ἀγάπη καί διάθεση πατέρα· γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται μέ τό ἀνώτερο ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, δηλαδή τήν ἀρετή· γιατί τό ὄνομα Ἀβραάμ ἑρμηνευόμενο σημαίνει «πατέρας πολλῶν». Ὁ πλούσιος ὅμως ἐκεῖνος δέν εἶχε τίποτε ἀνώτερο ἀπό τόν γήινο καί παρερχόμενο πλοῦτο· γι’ αὐτό καί ἔφερε τό ὄνομα ἀπό ἐκεῖνον. Δέν ἔχασε ὅμως τή σωτηρία ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιληδονίας καί τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς μισοξενίας. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀσφαλῶς ἦταν πλούσιος, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιλοθεΐας καί τῆς εὐσπλαγχνίας καί τῆς φιλοξενίας ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλά καί ἔγινε τόπος τῶν σωζομένων. Γι’ αὐτό καί ὁ Λάζαρος, ὅταν πέθανε, μεταφέρθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους (γιατί αὐτοί εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, διάκονοι «γιά ἐκείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν τή σωτηρία»· μεταφέρθηκε λοιπόν ἀπό αὐτούς στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· κόλπος ἀσφαλῶς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων, ἡ κατοικία τῶν αἰώνια εὐφραινομένων, ἡ περιοχή τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.
«Πέθανε ὅμως», λέγει, «καί ὁ πλούσιος καί τάφηκε». Ἴσως ὁ Λάζαρος δέν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς ὅταν πέθανε, ἀφοῦ δέν εἶχε κάποιον νά τόν κηδεύσει· γι’ αὐτό στήν περίπτωση ἐκείνου δέν ἀνέφερε καθόλου ταφῆ, ἐδῶ ὅμως ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, «καί τάφηκε». Ἀναφέρεται ἐπίσης καί γιά τόν λόγο ὅτι ἡ φαντασία καί πολυτέλεια τῶν πλουσίων φθάνει μέχρι τόν τάφο. Ἀλλά ὁ τέτοιου εἴδους τάφος τῶν τέτοιου εἴδους πλουσίων γίνεται γι’ αὐτούς θύρα, ἀλλοίμονο!, τοῦ ἅδη καί τῶν βασάνων στά καταχθόνια. Γιατί λέγει, τάφηκε ὁ πλούσιος «καί βρισκόμενος στόν ἅδη, σηκώνοντας τά μάτια του, ἐνῶ βασανιζόταν, βλέπει τόν Ἀβραάμ ἀπό μακριά καί τόν Λάζαρο στούς κόλπους του». Κάποτε ὁ πλούσιος ἔβλεπε τόν Λάζαρο πεσμένο μπροστά στόν πυλώνα του, πληγωμένον ἀπό τήν πείνα καί κυλιόμενον στή σκόνη τοῦ ἐδάφους καί μή ἔχοντας τή δύναμη οὔτε νά κινεῖται, καί τόν περιφρονοῦσε, τώρα βρισκόμενος κάτω αὐτός ὁ ἴδιος καί βασανιζόμενος καί μή μπορώντας ν’ ἀποφύγει τούς βασανισμούς, σηκώνοντας τά μάτια τοῦ βλέπει τόν Λάζαρο πάνω σε σκηνές ἀναψυχῆς νά διαμένει μέ πολλή ἄνεση καί νά ζεῖ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καί δέν προσπαθεῖ νά τόν παραβλέπει, ἀλλά μᾶλλον ζητεῖ νά μή παραβλεφθεῖ ἀπό ἐκεῖνον πού προηγουμένως παραβλέφθηκε ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ βέβαια πού ἦταν τόπος ἐλέους, δηλαδῆ στή γῆ, δέν τόν ζήτησε οὔτε τόν ἐπεδίωξε, ἐκεῖ ὅμως πού ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνελέητη, ζητεῖ μάταιά το ἔλεος· γιατί λέγει, «φώναξε καί εἶπε· πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησε μέ καί στεῖλε τόν Λάζαρο, γιά νά βυθίσει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου· γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὕτη τή φλόγα». Περιόρισε τήν παράκληση στό πολύ ἐλάχιστο, γιατί δέν εἶχε τό θάρρος νά ζητήσει τίποτε παραπάνω, ἔχοντας αὐτοκατάκριτη τή συνείδηση.
Φώναξε βέβαια, ἐπειδή τό μεταξύ τους διάστημα ἦταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε ἐπίσης νά λέγει πατέρα τόν Ἀβραάμ, γιά νά διδαχθοῦμε ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν θεοσεβῶν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, καί νά μή νομίζομε ὅτι τηγανίζεται ὡς δυσσεβῆς. Γιατί περιζώσθηκε ἀπό τήν ἄσβεστη φλόγα τοῦ πυρός ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος, ἄν καί κατά τήν καταγωγή ἦταν συγγενής του Ἀβραάμ. Λέγει ὅμως, «ἐλέησε μέ, γιατί ὑποφέρω, καί στεῖλε τόν Λάζαρο», τόν ὁποῖο αὐτός δέν ἐλέησε ὅταν ὑπέφερε μπροστά στόν πυλώνα· γι’ αὐτό καί δέν ἀπηύθυνε πρός αὐτόν τήν παράκληση. Παρακαλεῖ γιά μιά σταλαγματιά καί μιά μικρή ρανίδα πού δροσίζει τή γλώσσα, καί δέν τό πετυχαίνει. Βλέπετε τήν ἀνταπόδοση τῆς τιμωρίας μέ τό παραπάνω; Γιατί ὁ κάποτε φτωχός Λάζαρος δέν μποροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι του, τώρα ὅμως αὐτός ὄχι μόνο το χόρτασμα καί τῶν πλέον ἀκόμη εὐτελῶν πραγμάτων ἔχει στερηθεῖ, ἀλλά δέν ἀξιώνεται οὔτε μιᾶς μικρῆς στάλας νεροῦ. Γιατί λέγει, «εἶπε πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ, τέκνο, θυμήσου ὅτι σύ ἀπολάμβανες τά ἀγαθά σου στή ζωή, καί ὁ Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· τώρα ὅμως αὐτός ἀπολαμβάνει τήν ἀναψυχή καί σύ ὑποφέρεις».
Λυπᾶται βέβαια ὁ Ἀβραάμ τόν πλούσιο πού βρισκόταν στή φλόγα· γι’ αὐτό καί τόν ἀποκαλεῖ μέ συμπάθεια, «τέκνο». Τόν λυπᾶται ὅμως, νομίζω, ὄχι μᾶλλον γιά τήν τιμωρία του, ἀλλά γιά τήν ἀκόμη ἐνεργούμενη σ’ αὐτόν κακία. Γιατί δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη σέ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι δίκαια τηγανιζόταν. Δέν λέγει, ἐλέησε μέ, γιατί ἐγώ ἄναψα αὐτή τή φωτιά γιά τόν ἑαυτό μου, ἐγώ θησαύρισα αὐτές τίς ὀδύνες γιά τόν ἑαυτό μου· ἀντί γιά τούς αὐλούς καί τούς θορύβους καί τά σιχαμερά ἄσματα ἔχω τίς κραυγές καί τούς θρήνους καί τούς φρικωδέστατους ἤχους τοῦ πυρός πού παφλάζει ἐπάνω μου, ἀντί γιά τίς εὐχάριστες ὀσμές τόν ἀτμό τοῦ πυρός, ἀντί γιά τά περιττά φαγητά καί τά ποτά καί τήν ἀπόλαυση ἀπό αὐτά ἔχω τή γλώσσα πού ξηραίνεται τελείως ἀπό αὐτή τή φλόγα καί τήν μέχρι σταγόνας ἔλλειψη, ἀντί γιά τίς πορνικές πυρώσεις ὅλο το σῶμα μου τό καταφλέγει ἡ φωτιά. Δέν εἶπε αὐτά, ἀλλά παραπονεῖται κλαίοντας γιά τίς ὀδύνες μόνο. Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ; Ἔλα κάποτε στόν ἑαυτό σου· ὁμολόγησε ὅτι δίκαια παραδόθηκες στή φλόγα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπόλαυσες στή ζωή σου τά ἀγαθά σου, αὐτά πού νόμισες ὅτι εἶναι ἀγαθά σου, πού προτίμησες ν’ ἀποκτήσεις ἀπό ἐκεῖνα πού προσφέρθηκαν στή διάθεσή σου, τά ὁποῖα ἐπεδίωξες καί ἔλαβες, δηλαδή τά πρόσκαιρα. Γιατί αὐτά προτίμησες ἀπό τά αἰώνια. Ὁ Λάζαρος ὅμως, λέγει, δοκίμασε τά ἀντίθετα κακά, δηλαδή τίς κακώσεις τοῦ σώματος· γι’ αὐτό τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει αἰώνια ἀναψυχή, ἀφοῦ τότε ἔπασχε πρόσκαιρα ἀπό τά κακά, καί σύ ὑποφέρεις ἀκατάπαυστα, ἀφοῦ τότε καλοπερνοῦσες καί ἀπολάμβανες πρόσκαιρα τίς ἡδονές.
Πῶς ὅμως δέν εἶπε «ἔλαβες», ἀλλ’ «ἀπέλαβες»; Γιά νά δείξει ὅτι αὐτός πού στή ζωή αὐτή εἶναι προσκολλημένος στίς ἡδονές καί τίς ἀπολαύσεις κι ἔχει μέ ὑπεραφθονία τά χρήματα καί τόν πλοῦτο καί κάνει κατάχρηση τῆς εὐπορίας, κι ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάτι ἀπό τά ἄλλα, δέν θά λάβει μισθό· γιατί ἀντί γιά μισθό ἔχει τήν τωρινή εὐπορία καί καλοπέραση, ὅπως ἐκεῖνος πού κατατρύχεται ἀπό τή φτώχεια καί τήν ἀσθένεια καί τά ὑπομένει γενναῖα ἔχει ὡς ἀνταπόδοση τῶν πλημμελημάτων τήν ἐδῶ κακοπάθεια τῆς σάρκας.
Ἀλλ’ «ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί σέ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, γιά νά μή μποροῦν νά περάσουν αὐτοί πού θέλουν ἀπό ἐδῶ πρός ἐσάς, οὔτε νά περνοῦν ἀπό ἐκεῖ πρός ἐμᾶς». Βλέπετε ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ δέν μπορεῖ, καί ἄν ἀκόμη θέλει, νά βοηθήσει τούς ἐκεῖ καταδικασμένους; Γιατί τό ἀναμεταξύ χάσμα εἶναι ἀδιάβατο γιά ὅλους, ὥστε καί ὅσοι θέλουν νά περάσουν νά μή μποροῦν· «οὔτε οἱ ἀπό ἐκεῖ», λέγει, «μποροῦν νά περνοῦν πρός ἐμᾶς». Φαίνεται νά βρίσκονται πιό μέσα ἀπό τή φλόγα οἱ ἄλλοι τιμωρούμενοι, τούς ὁποίους ὁ Ἀβραάμ λέγει «ἀπό ἐκεῖ», ἀλλά καί δοκιμάζουν σφοδρότερα τή φωτιά, ὥστε νά μή μποροῦν νά μιλοῦν καθόλου. Αὐτοί ἐνδεχομένως νά εἶναι ἐκεῖνοι πού στόν παρόντα κόσμο ἐκτός ἀπό τό ὅτι δέν δίνουν ἀπό τά ἀγαθά τους πλουτοῦν καί μέ ἁρπαγή, πράγμα γιά τό ὁποῖο δέν κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος αὐτός· γιατί δέν κατακρίνεται ὡς ἅρπαγας καί ἄδικος, ἀλλά μόνο ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος. Πρός αὐτόν λέγει ὁ Ἀβραάμ ὅτι, ἐπειδή προτίμησες τόν ἀπολαυστικό καί ἄνετο καί πρόσκαιρο βίο ἀντί γιά τόν ἐγκρατῆ, τώρα δίκαια σέ κυρίευσε ὀδύνη καί θλίψη καί στενοχώρια. Ἐπειδή ὅμως καί πρός τούς φτωχούς δέν εἶχες καμμιά κοινωνία μέ τήν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἀπέκτησες φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, οὔτε ἔδωσες τό περίσσευμά σου πρός ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρός τούς ἁγίους, ἀπομακρυσμένος ἀπό αὐτούς ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν ἀρετή ἡ κακία, γι’ αὐτό τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς πού ἔχομε ζήσει μέ ἀρετή καί σ’ ἐσάς πού ἔχετε ζήσει μέ κακία ὑπάρχει μεγάλο καί ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νά μή μποροῦμε ποτέ νά μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο. Παριστάνει βέβαια μέ αὐτά τό ἀτελείωτο καί ἀμετάθετο τόσο τῆς κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καί τῆς ἄνεσης τῶν δικαίων.
Ἀλλ’ ὁ πλούσιος, ὄντας ἀνόητος, οὔτε ἔτσι σωφρονίσθηκε, οὔτε σταμάτησε τήν κακία, οὔτε κατέκρινε τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ ἀκόμη νά δικαιώνει τόν ἑαυτό του καί, σάν νά μή τόν εἶχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως γιά τόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων, λέγει, «σέ παρακαλῶ λοιπόν, στεῖλε τόν Λάζαρο στόν πατρικό μου οἶκο (γιατί ἔχω πέντε ἀδελφούς), γιά νά τούς διαβεβαιώσει, ὥστε νά μή ἔρθουν καί αὐτοί στόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων». Δείχνει δηλαδή ὅτι, ἄν εἶχε καί αὐτός ἕνα μάρτυρα προηγουμένως, δέν θά ἔκαμνε ἐκεῖνα, γιά τά ὁποῖα καταδικάσθηκε στή γέεννα. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀβραάμ εἶπε, «ἔχουν τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἅς ἀκούσουν αὐτούς» (γιατί ὁ Μωϋσῆς σάν ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ λέγει στήν ὠδή, «ἔχει ἀνάψει φωτιά ἀπό τόν θυμό μου, θά φθάσει ἡ φλόγα μέχρι τά βάθη τοῦ ἅδη», ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας, συμφωνώντας μέ τούς ἄλλους προφῆτες, λέγει· «θά κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καί οἱ ἁμαρτωλοί συγχρόνως καί δέν θά ὑπάρχει κανείς νά σταματήσει τή φωτιά»)· λέγοντας αὐτά ὁ Ἀβραάμ, ἐκεῖνος πάλι ἀντιλέγοντας λέγει· «ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἄν κάποιος ἀπό τούς νεκρούς πάει πρός αὐτούς, θά μετανοήσουν». Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πάλι σ' αὐτό ὁ Ἀβραάμ; «Ἄν δέν ἀκοῦνε τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, οὔτε, ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά πιστέψουν», σάν νά τοῦ ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ἐπειδή πρίν πεθάνεις δέν ἐνδιαφερόσουν καθόλου γιά τούς μωσαϊκούς καί προφητικούς λόγους, κι ἄν ἀκόμη ἔβλεπες νεκρό ἀναστημένο, δέν ἐπρόκειτο νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τή σπατάλη καί τήν ἀσπλαγχνία πιστεύοντας σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό τώρα, πού ἔχεις περικυκλωθεῖ δίκαια ἀπό τό πῦρ τῆς γέεννας ἀντιμετωπίζεις ἀνελέητους καί ἀκατάπαυστούς τους φρικτούς πόνους.
Ὁ πλούσιος λοιπόν ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἔχοντας τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἀπό τούς ὁποίους κανένας δέν ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, φαινόταν νά ἔχει κάποια πρόφαση, ἐμεῖς ὅμως μαζί μ’ ἐκείνους ἀκοῦμε καί ἐκεῖνον πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς γιά χάρη μας νά λέγει· «μή θησαυρίζετε γιά τούς ἑαυτούς σᾶς θησαυρούς πάνω στή γῆ, ἀλλά θησαυρίζετε θησαυρούς γιά τόν οὐρανό»· ἐπίσης «σ’ ὅποιον σου ζητεῖ δίνε, καί αὐτόν πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπό σένα μή τόν διώξεις»· καί «δῶστε ἀπό αὐτά πού ἔχετε ἐλεημοσύνη, καί νά ὅλα θά εἶναι καθαρά γιά σᾶς». Ἐάν ὅμως κάποιος τρώγει καί πίνει μαζί μέ μέθυσους, καί πρός τούς φτωχούς εἶναι σκληρός καί ἄσπλαχνος, «θά ἔρθει», λέγει, «ὁ Κύριος σέ ἡμέρα πού δέν τήν περιμένει καί σέ ὥρα πού δέν τή γνωρίζει, καί θά τόν ξεχωρίσει καί θά τόν τοποθετήσει στή μερίδα τῶν ἀπίστων».
Ἀφοῦ λοιπόν δέν σᾶς μένει καμμιά πρόφαση, ἐπειδή «κανενός ἡ ζωή δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του», ὅποιος ἔχει κάτι πού τοῦ περισσεύει ἅς τό δίνει σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, εἰσαγόμενος μέ αὐτόν τόν τρόπο στόν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοί νά μιμοῦνται τήν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μέ τήν ὑπομονή τούς τίς ψυχές τους καί μέ τήν ταπείνωσή τους ἀποκτώντας μόνοι τους τούς κόλπους ἐκείνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπό τούς ὁποίους «ἔχει ἀποδράσει κάθε ὀδύνη καί λύπη καί στεναγμός», καί ἐπικρατεῖ χαρά καί ἀπόλαυση καί θυμηδία ἔνθεη καί ἀτελείωτη. Γι’ αὐτό μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τά ἐκεῖ μ’ αὕτη τήν παραβολή, ὥστε, ἀφοῦ βελτιωθοῦμε μέ τή μετάνοια, νά μᾶς καταστήσει ἄξιους ἐκείνων τῶν αἰώνιων ἀπολαύσεων, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπό τά βάσανα πού ἐπιφυλάσσονται ἐκεῖ· γιατί λέγει, «αὐτός πού γνώρισε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του καί δέν τό ἔπραξε, θά δεχθεῖ μεγάλη τιμωρία».
Ἀφοῦ μᾶς εἶπε αὐτά καί τά παρόμοια καί μᾶς διεβεβαίωσε αὐτός πού ἔπαθε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ἀνέδειξε ὅμως πολυάριθμο πλῆθος μαρτύρων τῆς παρουσίας του καί τῆς ἀληθείας τῶν ὅσων κηρύχθηκαν ἀπό αὐτόν,...
...ἅς δείχνομε ὑπακοή στήν αὐτοαλήθεια ζωντας μέ τρόπο θεάρεστο,... νά ποθήσομε, καί μέ ἔργα μέχρι τέλους νά ἐπιζητήσομε τήν μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσεται στούς οὐρανούς γιά ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ μέ τρόπο θεοφιλῆ.
Αὐτή τή μακαριότητα εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι ἐμεῖς μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή καί προσκύνηση μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», ἡ ἄλλη ὄψις
Άγια Λείψανα - Οδηγός προσκυνητή
Τα περισσότερα ιερά Λείψανα των Αγίων της Ορθοδοξίας αποθησαυρίζονται σήμερα σε μοναστήρια και μάλιστα, τα περισσότερα στην Ελλάδα. Για αιώνες, τα πιο πολλά βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, τον 13ο αιώνα, πολλά άγια λείψανα, τα έκλεψαν οι Φράγκοι και τα μετέφεραν στη Δυτική Ευρώπη.
Ακολουθεί μέρος της μελέτης του καθηγητού Αγιολογίας Αντωνίου Μάρκου με τίτλο Άγια Λείψανα - Οδηγός του προσκυνητή, που παρουσιάστηκε στην ιστοσελίδα του Κέντρου Αγιολογικών Ερευνών «Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής» και αντλήθηκε από το blog «Λειψανοθήκη» leipsanothiki.blogspot.gr .
Ο κάθε άγιος παρουσιάζεται αλφαβητικά:
Α.
ΑΒΕΡΚΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἱεραπόλεως (+ 167, 22α Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Φανερωμένης Σαλαμίνος.
ΑΒΙΒΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Νεκρέσι Γεωργίας (6ος αἰ., 4η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μτσχέτα Γεωργίας.
ΑΒΡΑΜΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Πετσένγκας Ρωσίας (15ος αἰ., 4η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό τοῦ χωριοῦ Βλαντιμήρσκο – Πετσένγσκυ Βολόγδας Ρωσίας.
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Μοναστηρίου (+ 1727):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Νέου (+ 1818, 19η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΑΓΑΘΗΣ Μάρτυρος, τῆς Σικελίας (+ 251, 5η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Λουκούς Ἄστρους Κυνουρίας.
Σχετικά μέ τό Λείψανο τῆς ἁγ. Ἀγάθης οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέχονται (βλ. ἔργα Γρηγορίου DAHMAN), ὅτι αὐτό ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τόν 11ο αἰ. μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, ἀπ' ὅπου τό 1204 μετεφέρθηκε καί πάλι ἀπό τούς Σταυροφόρους στή Σικελία, ὅπου διαμοιράσθηκε μεταξύ διαφόρων προσώπων. Σήμερα στήν Κατάνη φυλάσσονται: Τά χέρια, τά πόδια καί τό στῆθος τοῦ Λειψάνου σέ ἀδιάφθορη κατάσταση, ἐκτεθημένα σέ γυάλινη θήκη. Ἡ Κάρα καί τά μεγάλα ὀστά μέσα σέ ἀνθρωπόσχημη Λειψανοθήκη, στήν ὁποία εἰκονίζεται ἡ Ἁγία μέχρι τήν μέση. Στό κεφάλι αὐτῆς τῆς λειψανοθήκης - ἀγάλματος, εἶναι τοποθετημένο πολύτιμο στέμμα, ἐνῶ ὅλο τό ἄγαλμα εἶναι καλλυμένο μέ πολύτιμα ἀφιερώματα κατοίκων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διασωθεῖ σέ διάφορες ἐποχές διά πρεσβειῶν της ἀπό ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας.
ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ Μάρτυρος (+ 298, 22α Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στό Ναό Τιμίου Προδρόμου Καβάλας.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΑΓΑΘΩΝΟΣ Ὁσίου, κτίτορος τῆς ὁμωνύμου Μονῆς Ὑπάτης Φθιώτιδος (14ος αἰ., 7η Αὐγ.):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΑΓΑΠΗΣ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Ζερμπίτσης Σπάρτης.
Δέν διευκρινίζεται ἄν πρόκειται γιά τήν θυγατέρα τῆς ἁγ. Μάρτυρος Σοφίας (17/9) ἤ τήν μετά τῆς μ. Χιονίας (16/4).
ΑΓΑΠΗΣ τοῦ Ριαζάν Ρωσίας, τῆς διά Χριστόν Σαλῆς (+ 1921, 8η Φεβρ.):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στό Ριαζάν.
ΑΓΑΠΙΟΥ Μάρτυρος, υἱοῦ Μεγαλομ. Εὐσταθίου (+ 118, 20ή Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βενετίας.
ΑΓΓΕΛΙΝΑΣ Ὁσίας, Βασιλίσσης τῆς Σερβίας (15ος αἰ., 10η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Κουπίνοβο Σερβίας.
ΑΓΛΑΪΟΥ Μάρτυρος, ἑνός τῶν Ἁγίων 40 Μαρτύρων (+ 320, 9η Μαρτίου):
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΓΝΗΣ Μάρτυρος, τῆς Ρωμαίας (+ 304; , 21η Ἰαναουαρίου).
Ἡ Κάρα στό ΡΚ Ναό τῆς ἁγ. Ἀγνῆς "ἐκτός τῶν Τειχῶν" Ρώμης.
ΑΔΡΙΑΝΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 1/11, τῆς 3/2 ἤ τῆς 26/8 (δύο).
ΑΕΙΘΑΛΑ Μάρτυρος:
Ἡ Κάρα στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Κλειστῶν Ἀττικῆς.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 9/3, τῆς 2/9, τῆς 3/11 ἤ τῆς 11/12.
ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ Ὁσίας, τῆς μετά ὁσ. Ἀνδρονίκου (5ος ἤ 6ος αἰ., 9η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+ 373, 18η Ἰανουαρίου):
Μέρος παλάμης στό Προσκύνημα ἁγ. Νεκταρίου Καμαρίζης Λαυρίου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Ζωγράφου καί Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους, Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 1003, 5η Ἰουλίου).:
Στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους. Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ὁσίου, ἐκ τῶν κτιτόρων τῆς Μ. Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους (10ος – 11ος αἰ., 17η Δεκ.):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μετεωρίτου (+ 1380, 20ή Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγάλου Μετεώρου.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α' Ἁγίου, Πατρ. ΚΠόλεως, τοῦ Ἐσφιγμενίτου (+ 1340, 28η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Ζαχαρία Βενετίας.
Μία πλευρά στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καί στό Ναό ἁγ. Κων/νου καί Ἑλένης Ἀνδρούσης Μεσσηνίας.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Α' μεταφέθηκε στή Βενετία ἀπό τήν ΚΠόλη τό 1455, μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), ἀπό τόν Βενετό πλοιοκτήτη Δομήνικο Zottarello, ὡς λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου ἀρχιεπ. 'Αλεξανδρείας καί ὡς τέτοιο τιμᾶται μέχρι σήμερα ἀπό τούς Βενετούς. Τό 1705 ἡ Κάρα τοῦ Λειψάνο καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἐπιχρυσωμένη κεφαλή. Τό 1807 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ζαχαρία, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἰβηρίτου (+ 1628):
Ἡ δεξιά ἀδιάφθορος στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Κατά τόν μ. Μωϋσῆ Ἁγιορείτη ἡ μνήμη τοῦ Ὁσιομ. Ἀθανασίου εἶναι ἄγνωστη στούς Συναξαριστές καί ἡ μνήμη του θά μποροῦσε νά τιμᾶται τήν 13η Μαϊου μετά τῶν Ἰβηριτῶν Ἁγίων. (Βλ. μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, «Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», σελ. 435).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Γ' Ἁγίου, Πατρ. ΚΠόλεως, τοῦ Πατελάρου (+ 1654, 2α Μαϊου).
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Χαρκόβου Οὐκρανίας.
Ἀπότμημα στόν ἐνοριακό Ναό Ἀξοῦ Μυλοποτάμου Κρήτης.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Θεσσαλονίκης (+ 1774, 8η Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Χριστιανουπόλεως (+ 1735, 17η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Προδρόμου Γορτυνίας.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Παρίου (+ 1813, 24η Ἰουνίου):
Μέρος Κάρας στή Μητρόπολη Χίου.
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Παροναξίας καί στή Μονή ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας.
Κατά τήν ἀνακομιδή τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου κατατέθηκαν στό Ναό τοῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγ. Γεωργίου Ρεστῶν Χίου, ὅπου καί ἀσκήθηκε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ τά Λείψανα καταστράφηκαν σχεδόν ὁλοσχερῶς ἀπό φωτιά, κατά τήν καταστροφή τῆς Χίου ἀπό τούς Τούρκους, τό 1822. Ἡ ἁγιότητα τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου διακηρύχθηκε τό 1995 ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Μητροπ. Παροναξίας Ἀμβροσίου.
ΑΘΗΝΟΓΕΝΟΥΣ Ἱερομάρτυρος, ἐπ. Ἡρακλειουπόλεως (+ 311, 16η Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ Μεγαλομάρτυρος (+ 305 – 313, 25η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα ἀδιάφθορα στή Μονή Σινᾶ.
Δάκτυλος στή Συλλογή τῶν Ἀνακτόρων τοῦ Μπάκινγχαμ Λονδίνου.
Ἀποτμήματα στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους, στόν ὁμώνυμο Ναό Ν. Λιοσίων Ἀττικῆς, στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΚΑΚΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Καυσοκαλυβίτου (+ 1730, 12η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ σιαγόνα στήν ὁμώνυμη Καλύβη Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΚΑΚΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἰβηροσκητιώτου (+ 1814, 1η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΚΕΨΙΜΑ Μάρτυρος:
Ἀποτμήματα στή Μονή Κλειστῶν Ἀττικῆς καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 3/11, τῆς 7/12 ἤ τῆς 11/12.
ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 2/11, τῆς 20/4 ἤ τῆς 22/8.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Μάρτυρος, τῆς Πύδνης (3ος αἰ., 14η Μαρτίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Μάρτυρος, τοῦ "ἐν Κεντουκέλλαις" (4ος αἰ., 15η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Μονή ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ Πιστόϊας Ἰταλίας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ἁγίου:
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Ἰωαννίνων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 30/8 (Πατρ. ΚΠόλεως), τῆς 16/5 καί 12/12 (Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων), τῆς 29/5 (Πατρ. Ἀλεξανδρείας), τῆς 16/3 (Πάπα Ρώμης), τῆς 30/11 (ἐπ. Μηθύμνης), τῆς 13/5 (ἐπ. Τιβεριανῶν), τῆς 9/6 (ἐπ. Προύσσης), τῆς 22/10 (Ἱερομάρτυρος), τῆς 29/10 (Ἱερομάρτυρος, + 1653), τῆς 14/5, 28/9 καί 30/10 (Μαρτύρων), τῆς 7/11 (Μάρτυρος Θεσσαλονικέως), τῆς 24/11 (Μάρτυρος Κορινθίου), τῆς 25/2, 9/3, 14/3, 10/4, 14/5, 20/5, 10/6, 1/8, 21/8, 15/3 (δύο· ὅλων Μαρτύρων), τῆς 17/12 (Ὁσιομάρτυρος) ἤ τῆς 26/5 (Νεομάρτυρος, + 1794).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Νέβσκι Ἁγίου, Μεγ. Ἡγεμόνος Βλαδιμήρ Ρωσίας, (+ 1263, 30ή Αὐγούστου καί 23η Νοεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Λαύρα Ἁγ. Πετρουπόλεως.
Τό Λείψανό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1380. Τό 1723 ὁ Μεγάλος Πέτρος, ἵδρυσε Λαύρα πρός τιμή του στή νέα πρωτεύουσσα τῆς Ρωσίας Ἁγία Πετρούπολη καί τό 1724 κατέθεσε ἐκεῖ τό Λείψανό του. Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 οἱ Μπολσεβίκοι σεβάσθηκαν τό Λείψανο τοῦ ἡρωϊκοῦ Ἡγεμόνα. Τό 1922 ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἱστορίας τῆς Θρησκείας, ἀπ' ὅπου τό 1989 ἐπιστράφηκε στή Ρωσική Ἐκκλησία, γιά νά κατατεθῆ καί πάλι στήν Λαύρα του, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ λάρνακα ἐξαιρετικῆς τέχνης. ( Con. Logatsev, "Ἡ παλινόρθωση τῶν Λειψάνων τοῦ Πρίγκιπα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι"· στό "Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας", φ. 9/1989, σελ. 25 – 27, ἀγγλική ἔκδοση).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σβίρ της Ρωσίας (+ 1533, 17η Ἀπριλίου καί 30ή Αὐγούστου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή τῆς Ρωσίας.
Μέρος Λειψάνου στή Λαύρα ἁγ. Αλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τήν 17η Ἀπριλίου 1641, κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν ἀνεγέρσεως τοῦ κατεστραμμένου ἀπό τούς Πολωνούς Ναοῦ τῆς Μεταμ. Σωτῆρος. Τό Λείψανο κατατέθηκε τό 1643 σέ ἀργυρή λάρνακα καί ἀναπαύθηκε ἐκεῖ μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.
Τήν 5η Ἰανουαρίου 1918 ἡ περιοχή τῆς Μονῆς τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου καί εὑρύτερα τοῦ Ὄλονετς καταλήφθηκε ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Τήν ἑπομένη 6η Ἰανουαρίου οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τήν Μονή, ἀλλά δέν βεβήλωσαν τό Λείψανο. Σταδιακά ἡ Μονή μετατράπηκε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως (τό γνωστό "Σβίρλαγκ"), ἵδρυμα ἀναπήρων πολέμου καί ἔπειτα παιδιῶν, τεχνική σχολή καί τελικά ψυχιατρικό ἄσυλο.
Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 1918, τό Λείψανο ρίχθηκε στήν πυρά ἀπό ὁμάδα ὁπλισμένων Μπολσεβίκων, οἱ ὁποῖοι ἐκτέλεσαν τόν Ἡγούμενο Εὐγένιο καί 6 Μοναχούς τῆς Μονῆς, ὅμως δέν κάηκε, ἀντιθέτως διατήρησε τό ἀπολύτως φυσιολογικό χρῶμα του! Μόνο κατά τήν ἕκτη προσπάθειά τους, τήν 20ή Δεκεμβρίου 1918, οἱ Μπολσεβίκοι πέτυχαν νά μετακινήσουν τό Λείψανο καί νά τό μεταφέρουν στό Λοντεϊνογιε Πόλιε. Ἐκεῖ τό Λείψανο ἐξετάστηκε ἀπό Σοβιετικούς ἐπιστήμονες, σέ μία προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι τό σῶμα τοῦ Ὁσίου εἶχε ταριχευθεῖ ἤ ὅτι ἐπρόκειτο γιά κάποια ἀπάτη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν... ἀποβλάκωση τῶν πιστῶν! Ὅμως ἡ ἐξέταση ἀπέδειξε, ὅτι τό Λείψανο ἦταν αὐθεντικό. Ἡ ὁμοιότητα τοῦ προσώπου μέ τίς εἰκόνες τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου ἦταν ἐντυπωσιακή καί ὅλες οἱ σχετικές λεπτομέρειες (λευκότητα καί ἐλαστικότητα τοῦ δέρματος), ἦσαν σύμφωνες μέ ἐκεῖνες πού καταγράφτηκαν κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ 1641. Ἕνας Ἀκαδημαϊκός τῆς ἐποχῆς, ὁ Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν, σέ ἀπάντησή του σέ αἴτημα τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας, ἔγραψε σχετικά: "Ἀναγνωρίζοντας, ὅτι τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέσις τοῦ ὁποίου πρέπει νά εἶναι σέ μία ἐκκλησία, ζητοῦμε νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξι αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ"!
Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ καί παρέμεινε ἐκεῖ χάρις στίς προσπάθειες τοῦ διακεκριμένου ἐπιστήμονος Β. Ν. Τόνκωφ.
ΑΛΕΞΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ (+ 410, 17η Μαρτίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Ἀπότμημα Κάρας στή Μονή Γενν. Θεοτόκου - Πελαγίας Ἀκραιφνίου Βοιωτίας.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους, στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ἡ Κάρα τοῦ ὁσ. Ἀλεξίου δωρήθηκε στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων τό 1398 ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μανουήλ τόν Παλαιολόγο. Κατά τήν πυρπόληση τῆς Μονῆς ἀπό τούς Ὀθωμανούς τοῦ ἔτους 1585 διασώθηκε ἀπό δύο μοναχούς.
ΑΛΕΞΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1378, 12η Φεβρ. καί 20ή Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανείων Μόσχας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΛΕΞΙΟΥ Ἁγίου (Toth, + 1909, 7η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Τύχωνος Νοτίου Χαναάν Πενσυλβάνιας.
ΑΛΥΠΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κιονίτου (+ 608, 26η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
ΑΛΦΑΙΟΥ Ἀποστόλου (1ος αἰ., 26η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων (+ 397, 7η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στή Ρ Κ Ἀμβροσιανή Βασιλική τοῦ Μιλάνου.
Μέρος Κάρας στή Σκήτη Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους·
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Βατοπεδινοῦ (+ 1822, 22α Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρος.
ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κυπρίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Κατά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ' , «καταριθμεῖται μεταξύ τῶν Κυπρίων Ἁγίων, καίτοι οὐδεμία μνεία τούτου γίνεται εἴτε εἰς τά Συναξάρια εἴτε ὑπό τῶν Κυπρίων χρονογράφων» (Ἀρχιεπ. Κύπρου Μακαρίου Γ' «Κύπρος, ἡ Ἁγία Νήσος», σελ. 8).
ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ὁσίου, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1891, 10η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Καλούγας Ρωσίας.
Ὁ ὅσ. Ἀμβρόσιος πρίν τήν κοίμησή του εἶχε προφητεύσει στό διάδοχό του Στάρετς Ἰωσήφ, ὅτι τό σῶμα του θά ἀνέδιδε ὀσμή σήψης (γεγονός πού περιγράφει ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ στούς «Ἀδελφούς Καραμάζωφ»), ἐπειδή στή ζωή του εἶχε ἀπολαύσει ἀνάξια μεγάλες δόξες. Πράγματι, στήν ἀρχή ἔγινε αἰσθητή κάποια δυσάρεστη μυρωδιά, ἡ ὁποία ὅμως σταδιακά ἐξαφανίσθηκε καί τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νά ἀναδίδει μία καταπληκτική εὐωδία. Ἐνταφιάσθηκε στήν Ὄπτινα τήν 15η Ὀκτωβρίου 1891, ἡμέρα τιμῆς τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Σιτοδότριας, ἡ ὁποία εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ ἐντολή του.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο κατά τήν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς (μετά τήν πτώση τοῦ μαρξιστικοῦ καθεστώτος, τό 1988) καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ σέ ἄριστη κατάσταση, ἐνῶ διατηρεῖ καί τό καταπληκτικό του ἄρωμα.
ΑΜΜΟΥΝ Ὁσίου:
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ὁσίου πρόκειται· τῆς 4/10 (τοῦ Αἰγυπτίου) ἤ τῆς 7/12.
ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου (+ 395, 23η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου καί στό Μουσεῖο Μπενάκη τῶν Ἀθηνῶν.
ΑΝΑΝΙΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 1η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ὑψηλοῦ Λέσβου καί Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΑΝΙΟΥ Ὁσίου (14ος αἰ):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Ρωμαίας (+ 256, 29η Ὀκτωβρίου):
Οἱ κνῆμες "μετά δέρματος" καί ἡ δεξιά στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς Φαρμακολυτρίας (+ 284 – 305, 22α Δεκεμβρίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας καί ἕνας τῶν ποδῶν στήν ὁμώνυμη Μονή Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης.
Ἡ δεξιά καί μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνα δάκτυλο χεριοῦ μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀπότμημα δεξιᾶς στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς μετά μ. Βασιλίσσης (+ 68; , 15η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή Ρ Κ Βασιλική τῆς ἁγ. Μαρίας τῆς Εἰρήνης Ρώμης.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Πέρσου (7ος αἰ., 22α Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Μονή "Tre Fontane" Ρώμης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ρ Κ Ναό τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου Βενετίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καί Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Σχετικά μέ τά Λείψανα τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου ἐπικρατοῦν τρεῖς παραδόσεις.
Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ὁποία δέχεται καί ὁ Ἄγγλος ἱστοριογράφος ὅσ. Βέδας ὁ Αἰδέσιμος, τά Λείψανα μεταφέρθηκαν στή Ρώμη κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἡρακλείου καί κατατέθηκαν στήν Ἑλληνική Μονή τῶν Τριῶν Πηγῶν ("Tre Fontane"). Ἡ δεύτερη δέχεται μεταφορά τῶν Λειψάνων στήν ΚΠολη, ἐπίσης κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἡρακλείου, ἀπ' ὅπου ἡ Κάρα μεταφέρθηκε στή Ρώμη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί πιθανῶς Ἱεροσολυμίτου Πάπα Θεοδώρου Α' (642 – 649). Ἡ Τρίτη τέλος παράδοση (Βενετική), δέχεται ὅτι τά Λείψανα μετέφερε στήν ΚΠολη ὁ Ἡράκλειος, ἀπ' ὅπου τό 1204 τά ἀφαίρεσε ὁ Δόγης Ἐρρίκος Δάνδολος καί τά κατέθεσε στό Ναό Ἁγίας Τριάδος Βενετίας.
Σήμερα τά φυλασσόμενα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου Λείψανα, ἔχουν τήν μορφή ἀκεφάλου σώματος, συναρμολογημένου μέσα σέ στολή τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Σοφρώνιος Εὐστρατιάδης, Μητροπ. πρ. Λεοντοπόλεως, δέχεται ὅτι κάποιος Ρωμαῖος Ἐπίσκοπος μετέφερε τά Λείψανα στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης (αὐτά μεταφέρθηκαν στή συνέχεια στήν ΚΠολη) καί τήν Κάρα στή Ρώμη (ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Ἀντινόης Αἰγύπτου (+ 283 – 305, 21η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΝΔΡΕΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Πρωτοκλήτου (1ος αἰ. 30ή Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἕνας δάκτυλος στόν ὁμώνυμο Ναό τῶν Πατρῶν.
Ἀπότμημα Κάρας στήν ὁμώνυμη Σκήτη Καρυῶν Ἁγίου Ὄρους.
Μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ρ Κ Ναό Ἀμάλφι Ἰταλίας.
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς στό ΡΚ Ναό τῆς Παναγίας τῶν Δούλων Βενετίας.
Τό δεξί πέλμα στήν ὁμώνυμη Μονή Κεφαλληνίας.
Μεγάλο τεμάχιο τοῦ δεξιοῦ ποδός, τεμάχιο πέλματος καί τεμάχια τῆς δεξιᾶς στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή ἁγ. Νικολάου Γαλατάκι Εὐβοίας.
Ἕνας δάκτυλος στόν ὁμώνυμο Ναό Λουτρακίου Κορινθίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας, Διονυσίου, ἁγ. Παντελεήμονος, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Καρακάλου, Ξενοφῶντος καί Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους, στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στίς Λαύρες Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας καί ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως, στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας καί στόν Kαθεδρικό Ναό τῆς Ρίγας.
Ἡ Κάρα καί τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ ἀπ. Ἀνδρέου μετακομίσθηκαν κατά τόν 4ο αἰ. στήν Κ/Πολη ἀπό τόν ἅγ. Μεγαλομ. Ἀρτέμιο, κατά τήν βασιλεία Κωνσταντίου (υἱοῦ τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου) καί κατατέθηκαν στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τήν 3. 3. 357. Ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου ἐπιστρέφηκε στήν Πάτρα τόν 10ο αἰ., ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο Α' τόν Μακεδόνα (867 – 884). Στή Δύση ἐπικρατεῖ παράδοση σύμφωνα μέ τήν ὁποία Λείψανα τοῦ ἀπ. Ἀνδρέου μεταφέρθηκαν καί στή Σκωτία, κατά τήν βασιλεία Θεο-δοσίου Β' τοῦ Μικροῦ (408 – 450), τό γεγονός αὐτό ὅμως δέν μνημονεύεται ἀπό τούς συγχρόνους Βυζαντινούς Χρονογράφους. Τό 1204, κατά τήν ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους, τά Λείψανα τοῦ Ἀποστόλου πού ἦσαν κατατεθημένα στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, συλήθηκαν ἀπό τόν Καρδινάλιο Πέτρο τῆς Καπούης καί μεταφέρθηκαν στό Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας. Τήν 16. 11. 1460 ὁ Δεσπότης τῆς Πελοποννήσου Θωμᾶς Παλαιολόγος μετέφερε τήν Κάρα τοῦ Ἁγίου στή Ρώμη, ἀπ' ὅπου ἐπιστράφηκε στήν Πάτρα τό 1964. (Βλ. περισσότερα Παν. Τρεμπέλα, «Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας – Βίος, δρᾶσις καί μαρτύριον αὐτοῦ ἐν Πάτραις»).
Εἴναι χαρακτηριστικό, ὅτι τά Λείψανα τοῦ ἀπ. Ἀνδρέου ἔρρεαν εὐωδέστατο μύρο, ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ ἅγ. Μαρτίνος Ἐπίσκοπος Τουρώνης (+ 594). Σήμερα τά Λείψανά του πού φυλάσσονται στό Ἀμάλφι, ἀναβλύζουν μύρο σέ ὑγρή μορφή, τό ὁποῖο στή συνέχεια στερεοποιεῖται. (C. Cruz αὐτ., σελ. 191 - 195).
ΑΝΔΡΕΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης (+ 740, 4η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους, Ὑψηλοῦ καί Λειμῶνος Λέσβου, Ἄνω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας καί στόν ὁμώνυμο Ναό Ἐρεσσοῦ Λέσβου.
ΑΝΔΡΕΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Στρατηλάτου (+ 289, 19η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΝΔΡΕΟΥ Ἁγίου, τῆς Θείας Ἀγάπης, Μεγ. Ἡγεμόνος Κιέβου (+ 1175, 30ή Ἰουν. καί 4η Ἰουλ.):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Βλαδιμήρ Ρωσίας.
ΑΝΔΡΕΟΥ Ἁγίου, Ἡγεμόνος Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ρωσίας (15ος αἰ., 6η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ρωσίας.
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 6/9, τῆς 12/10, τῆς 6/9 (τοῦ στρατιώτη) ἤ τῆς 2/3.
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Ὁσίου, τοῦ μετά ὁσ. Ἀθανασίας (5ος ἤ 6ος αἰ., 9η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΘΙΜΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Νικομηδείας (+ 284 – 305, 3η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος δέρματος στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΑΝΘΙΜΟΥ Ὁσίου, τῆς Κεφαλληνίας (+ 1782, 4η Σεπτεμβρίου):
Ἕνας πύχης στή Μονή Παν. Πορταϊτίσσης Ἀστυπαλαίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Λεπέδων Κεφαλληνίας.
ΑΝΙΚΗΤΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά Μάρτυρος Φωτίου (+ 284 – 305, 12η Αὐγούστου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΝΗΣ Ἁγίας, Θεοπρομήτορος (1ος αἰ., 25η Ἰουλίου):
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς χειρός στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀδιάφθορου ἀριστεροῦ ποδός στήν ὁμώνυμη Σκήτη Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου δεξιοῦ ποδός στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ἀδιαφθόρου σαρκός στή Συλλογή τῆς ΡΚ Διεθνούς Σταυροφορίας Ἁγίων Λειψάνων.
Ἕνας καρπός στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Παύλου «ἐκτός τῶν Τειχῶν» Ρώμης.
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Λυγαριᾶς Λαμίας καί στή Μονή ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Σουρωτῆς.
ΑΝΝΙΝΙΑΝΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+ 82 – 86, 25η Ἀπριλίου):
• Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό ἁγ. Θωμᾶ Βενετίας.
Ὁ ἅγ. Ἀννινιανός ἦταν ὑποδηματοποιός καί διαδέχθηκε τόν Εὐαγγ. Μάρκο σάν β' Ἐπίσκοπος στό Θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν στή Βενετία τό 1128.
ΑΝΤΙΠΑ Ἱερομάρτυρος, Περγάμου (+ 92, 11η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Μέρος Κάρας στή Μονή ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Πάτμου.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου, Καρακάλου καί Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Γηροκομείου Πατρῶν καί Χρυσοπηγῆς Δίβρης Ἠλείας, στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, τόν Μητροπ. Ναό τῆς Μυτιλήνης καί τόν ὁμώνυμο Ναό τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
ΑΝΤΙΠΑ Ὁσίου, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 1882, 10η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βαλαάμ Ρωσίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 306, 17η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό ἁγ. Ἰουλιανοῦ Ἀρελάτης Γαλλίας.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ὁμώνυμο ΡΚ Προσκύνημα Ντωφινέ Γαλλίας.
Ἀποτμήματα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό ἁγ. Ἰωσήφ, Γουάτον Ἰλλινόις Η.Π.Α.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου ἀνακαλύφθηκαν στήν Αἰγυπτιακή ἔρημο μετά ἀπό ὅραμα τό 561 καί μεταφέρθηκαν στήν Ἀλεξάνδρεια. Περί τό 635, λόγῳ τῆς προελάσεως τῶν Ἀράβων, μεταφέρθηκαν στήν ΚΠολη. Σύμφωνα μέ μία Δυτική συναξαριστική παράδοση περί τό 1070, ἕνας ἄρχοντας τῆς Γαλλικῆς πόλεως Ντωφινέ τά μετέφερε στήν πατρίδα του, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται, στό ὁμώνυμο γνωστό προσκύνημα. Οἱ λόγοι τῆς μεταφορᾶς αὐτῆς δέν ἀναφέρονται. («Νέος Συναξαριστής...», τ. Ἰανουαρίου, σελ. 193).Σύμφωνα μέ ἄλλη Δυτική παράδοση, τόν 10ο – 11ο αἰ. μεταφέρθηκαν σέ μία Ἐπισκοπή ἔξω ἀπό τήν Βιέννη καί ἀπό ἐκεῖ τόν 15ο αἰ. στή Γαλλία, στόν ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Ἰουλιανοῦ Ἀρελάτης (Arles). ( Βλ. Ἰστοσελίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς - Metropolia) .
Ἡ παράδοσις αὐτή περί τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου εἶναι ἄγνωστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν Ὁποία δέν σώζονται Λείψανα τοῦ Ἁγίου. Ἀπότμημα Λειψάνων κάποιου ἁγ. Ἀντωνίου, φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Κων/νου Καλαμῶν.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Βεροίας (11ος αἰ., 17η Ἰανουαρίου).
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Βεροίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, ἐκ τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους (10ος – 11ος αἰ., 17η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἐσφιγμενίτου, ἱδρυτοῦ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1073, 10η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ρωμαίου (+ 1147, 17η Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ Ρωσίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Λιθουανίας (+ 1347, 14η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Βίλνιους Λιθουανίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σίγια Ρωσίας (+ 1556, 7η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή περιοχῆς Ἀρχαγγέλου Ρωσίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ραντονέζ Ρωσίας (+ 1877, 1η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
ΑΝΥΣΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος (+ 298, 30ή Δεκεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Βασιλική ἁγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀναλήψεως Πρώτης Σερρῶν καί Κύκκου Κύπρου.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ Ἁγίου:
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ Ἁγίου.
Μέρος ἀδιαφθόρου σαρκός στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ Ὁσίου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου:
Μία τῶν χειρῶν ἀδιάφθορος, σέ σχῆμα εὐλογίας, στή Μονή Τιμίου Σταυροῦ Πολτάβας Οὐκρανίας.
ΑΝΩΝΥΜΩΝ Ὁσίων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου:
Ἀδιάφορα Λείψανα καί 30 εὐωδιάζουσες Κάρες στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΑΝΩΝΥΜΩΝ δύο Ρώσων Νεομαρτύρων:
Ἀποτμήματα στό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Χαρκόβου Οὐκρανίας.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Δημητριάδος (+ 1686, 16η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Δημητριάδος.
ΑΡΓΥΡΗΣ Νεομάρτυρος, τῆς ΚΠόλεως (+ 1725, 30ή Ἀπριλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό ἁγ. Παρασκευῆς ΚΠόλεως.
ΑΓΡΥΡΙΟΥ Νεομάρτυρος (+ 1806, 11η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Μηνᾶ Ἀνθούσας Ἀττικῆς.
ΑΡΕΘΑ Μεγαλομάρτυρος (6ος αἰ., 24η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀγάθωνος Φθιώτιδος, Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας καί Φανερωμένης Σαλαμῖνος καί στή Σκήτη Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΡΕΘΑ Ὁσίου, τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (12ος αἰ., 24η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ Ὁσίου, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 1918, 24η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Μόσχας.
ΑΡΚΑΔΙΟΥ Ὁσίου, υἱοῦ ὁσ. Ξενοφῶντος (6ος αἰ., 26η Ἰανουαρίου):
Τά 2/3 τῆς σιαγόνας "μετά 10 ὀδόντων", στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 448, 8η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Κερκύρας (+ 953, 19η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Παντοκράτορος Κερκύρας·
Ἀπότμημα στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Βαρνάκοβας Ναυπακτίας (11ος αἰ., ):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Βαρνάκοβας Ναυπακτίας.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Τβέρ Ρωσίας (+ 1409, 2α Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κόνεβιτς Ρωσίας (+ 1447, 12η Ἰουνίου καί 8η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κόνεβιτς Ρωσίας.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Ἐλασσῶνος καί Σούζνταλ (+ 1626, 8η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας.
Ἀπότμημα στόν ὁμώνυμο Ναό Ἐλασσῶνος.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Παρίου (+ 1877, 31η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Χριστοῦ Δάσους Πάρου.
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Καππαδόκη (+ 1924, 10η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Σουρωτῆς Θεσσαλονίκης.
ΑΡΤΕΜΑ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ, 30ή Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί Κύκκου Κύπρου.
ΑΡΤΕΜΙΟΥ Μεγαλομάρτυρος (+ 362, 20ή Ὀκτωβρίου):
Τό ἤμισυ τῆς σιαγόνος στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας, 40 Μαρτύρων Σπάρτης καί Ζάβορδας Γρεβενῶν καί στόν ὁμώνυμο Ναό τῶν Ἀθηνῶν (τῆς Διευθύνσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας).
ΑΤΤΑΛΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Νικολιτσέλ Ρουμανίας (4ος αἰ., 4η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κοκός, Τούλτσεας Ρουμανίας.
Τά Λείψανα τῶν ἁγ. Μαρτύρων Ἀτταλοῦ, Ζωτικοῦ, Κάμασι καί Φιλίππου βρέθηκαν τήν 21. 11. 1971 σέ κρύπτη, κοντά στήν πόλη Νικολιτσέλ, τοῦ νομοῦ Τούλτσεας Ρουμανίας, καί κατατέθηκαν στή Μονή Κοκός τῆς ἴδιας περιοχῆς. Τό μόνο γνωστό γιά τούς Μάρτυρες αὐτούς εἶναι ὅτι τελειώθηκαν κατά τόν 4ο αἰ.
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἰππῶνος (+ 430, 15η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό ἁγ. Πέτρου Ciel D' Oro Παβίας Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς.
ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά Μάρτυρος Ὀρέστου (284 - 305, 13η Δεκεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους καί Κοιμ. Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης.
ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Νεομάρτυρος (+ 1720, 25η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους.
ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Κατερλί Μ. Ἀσίας (19ος αἰ.):
Ἀπότμημα στό Ναό ἁγ. Παρασκευῆς Κάτω Σταυροῦ Χαλκιδικῆς.
ΑΧΙΛΛΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Λαρίσης (+ 330, 15η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Λαρίσης.
Κατά τήν Εὕρεση τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου, ἀπό τόν Καθηγητή τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Μουτσόπουλο (κατά τήν ἀνασκαφή τῆς Βασιλικῆς τῆς νησίδας Ἀχίλ τῆς Μικρῆς Πρέσπας, 1965 καί ἑξῆς), "παρ' ὅλα τά θετικά ἀποδεικτικά στοιχεῖα, ὁ κ. Καθηγητής ἐνδιεφέρθη καί διά τόν ἐπιστημονικόν προσδιορισμόν τῆς ἐποχῆς εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆκον τά ὀστᾶ καί ἀπηυθύνθη εἰς 45 Ἐργαστήρια Ραδιοϊσοτόπων τοῦ ἐξωτερικοῦ... Ἡ ἔρευνα ἐπεβεβαίωσε τά ἀδιάσειστα ἀρχαιολογικά εὑρήματα (ὅτι τά ὀστᾶ ἀνήκουν ἀρκετούς αἰῶνας πρό τῆς ἀνιδρύσεως τοῦ χώρου ἀνευρέσεώς των, δηλαδή πρό τοῦ ὁρίου 985 - 990, ὁπότε ἱδρύθη ἡ Βασιλική). Ἀλλά καί ἡ μυρόβλυσις τῶν Λειψάνων κατά τήν ἑόρτιον διά πρώτην φοράν Ἀκολουθίαν πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, ἐνώπιον τῆς ἐκπλήκτου 40μελοῦς μοναστικῆς ἀδελφότητος (τῆς Μονῆς Ὁρμυλείας Χαλκιδικῆς) καί ἡ εὐωδία ἡ ὁποία τά περιλούει, εἶναι ἀκράδαντος ἄνωθεν μαρτυρία, ὅτι πράγματι μᾶς ἐπιφύλαξεν ὁ Κύριος τήν χαράν τῆς ἀνακαλύψεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου".
Στή σχετική διαδικασία συμμετεῖχε καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἰω. Φουντούλης. (Βλ. Μητροπ. Λαρίσης Σεραφείμ, "Ἡ Ἀνεύρεσις τῶν Ἱ. Λειψάνων τοῦ Μυροβλύτου ἁγ. Ἀχιλλίου", 1981, σελ. 28).
Β.
ΒΑΚΧΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Σεργίου (+ 290 – 303, 7η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κούρτεα Ἄρτζες Ρουμανίας.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό ἁγ. Πέτρου Καστέλλο Βενετίας, στή ΡΚ Μονή ἁγ. Φίλικος Παβίας, στό ΡΚ Ναό ἁγ. Μαρτίνου στό Heiligenstadt, στή ΡΚ Μονή Wiessenburg τῆς Βοημίας καί στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό ἁγ. Βίτου Πράγας.
Ἀποτμήματα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό ἔτος 547 ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἀνήγειρε στήν ΚΠολη λαμπρό ναό πρός τιμήν τῶν ἁγ. Μαρτύρων Σεργίου καί Βάκχου, τόν ἐπονομαζόμενο «Μικρή Ἁγία Σοφία», ὅπου καί κατέθεσε τά Λείψανά τους.
Στή Δύση πολλές πόλεις διεκδικοῦν Λείψανα τῶν Μαρτύρων μέ πρώτη τήν Βενετία, ὅπου Λείψανα ἀποδιδόμενα σ' αὐτούς φυλάσσονται στό Ναό τοῦ ἁγ. Πέτρου στό Καστέλλο. Τά Λείψανα αὐτά ἔγιναν ἀντικείμενο ἀναγνωρίσεως τό 1991.
Στήν Παβία, στή Μονή τῶν Βενεδικτίνων τοῦ ἁγ. Φίλικος, φυλάσσονται Λείψανα τῶν δύο Μαρτύρων, δωρεά τοῦ Αὐτοκράτορα Ὄθωνα Β'. Τά Λείψανα αὐτά περιλαμβάνονται στά κειμήλια πού ἔφερε μαζί της στή Δύση ἡ σύζυγός του Βυζαντινή Πριγκίπισσα Θεοφανῶ καί γιά τόν λόγο αὐτό δέν ὑπάρχουν ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν γνησιότητά τους.
Σύμφωνα μέ μία ἄλλη παράδοση τό 1152, κατά τήν διάρκεια τῶν Σταυροφοριῶν, ὁ Κόμης Γοφρέδος ὁ Ἀνδεγαβός μετέφερε Λείψανα τῶν Μαρτύρων ἀπό τήν Συρία στά ἐδάφη του.
Λείψανα τῶν δύο Μαρτύρων φυλάσσονται ἀκόμη καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Μαρτίνου στό Heiligenstadt, ὅπως μαρτυρεῖ βούλα τοῦ Πάπα Παύλου Β', τοῦ ἔτους 1469. Τά Λείψανα αὐτά κατά τούς Βολλανδιστές μετεφέρθηκαν τόν 13ο ἤ 14ο αἰ. ἀπό τήν Συρία.
Λείψανα τῶν Μαρτύρων φυλάσσονται άκόμη καί στή Μονή τοῦ Wiessenburg τῆς Βοημίας, ἀπ' ὅπου τό 1354 ὁ Αὐτοκράτορας Κάρολος Δ' δώρησε μέρος τους στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Βίτου Πράγας.
ΒΑΛΒΟΥΡΓΑΣ Ὁσίας, τῆς Ἱεραποστόλου (+ 779, 25η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Eichstatt Βαυαρίας.
ΒΑΛΛΕΝΤΙΝΟΥ Ἱερομάρτυρος, τῆς Ρώμης (+ 269, 14η Φεβρουαρίου):
Λείψανα στούς ΡΚ Ναούς τῆς ἁγ. Πραξίδης καί τοῦ ἁγ. Σεβαστιανοῦ Ρώμης.
ΒΑΛΕΡΙΑΝΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά τοῦ μ. Τιβουρτίου (+ 288, 22α Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Βασιλική ἁγ. Κικιλίας Ρώμης.
ΒΑΡΒΑΡΑΣ Μεγαλομάρτυρος (+ 306, 4η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στό ΡΚ Ναό τοῦ Montecotini Ἰταλίας.
Μέρος Κάρας στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων. Μέρος Κάρας στον Ιερό Ναό Παναγίας Επισκέψεως Τρικάλων.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Μάρκου Βενετίας, στή ΡΚ Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Τορτσέλλο Βενετίας καί στό ΡΚ Κάθεδρικό Ναό τοῦ Ριέτι Ἰταλίας.
Μέρος τῆς δεξιᾶς καί ἕνας βραχίονας στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Χιλανδαρίου, Καρακάλου καί Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, στό ὁμώνυμο Προσκύνημα Δήμου Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς, στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Βλαδιμήρου Κιέβου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τά Λείψανα τῆς ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στήν ΚΠολη μέχρι τόν 11ο αἰ., ὁπότε ἕνα μέρος τους μεταφέρθηκε στή Βενετία, ὅταν Δόγης ἦταν ὁ Πέτρος Β' Orseol (991 – 1009). Τά Λείψανα μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Πριγκίπισσα Μαρία Ἀργυροπούλα, ἡ ὁποία νυμφεύθηκε τόν γιό τοῦ Δόγη Πρίγκιπα Ἰωάννη. (Σύμφωνα μέ μέρος τῶν πηγῶν - Ἰωάννη τόν Διάκονο καί Ἀνδρέα Δάνδολο - ἡ Μαρία ἦταν ἀνηψιά ἤ καί ἀδελφή τῶν Αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β' τοῦ Βουλγαροκτόνου καί Κωνσταντίνου Η', ὅμως τό πλέον πιθανό εἶναι νά ἦταν μία ἀπό τίς ἀδελφές τοῦ μελλοντικοῦ Αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Γ').
Ὁ Πριγκιπικός Γάμος εὐλογήθηκε στήν ΚΠολη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, μέ παρανύμφους τούς Αὐτοκράτορες. Μάλιστα ἡ παραμονή τοῦ ζεύγους στή Βασιλεύουσσα παρατάθηκε μέχρι τό 1004 (ἐκεῖ γεννήθηκε καί τό πρῶτο παιδί τους).
Στή Βενετία τά Λείψανα τῆς Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου. Ὁ Ἰωάννης πέθανε ἀπό πανώλη στή Βενεντία, τό 1009. Μετά τόν θάνατό του δύο ἀδέλφια του, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Τορτσέλλο Ὄρσο καί ἡ Φιληκίτη, Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐπίσης στό Τορτσέλλο, πέτυχαν τήν μεταφορά τῶν Λειψάνων στή Μονή αὐτή, ὅπου παρέμειναν μέχρι τόν 18ο αἰ.
Τά Λείψανα μεταφέρθηκαν καί πάλι στό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου κατά τήν περίοδο τῶν Ναπολεοντίων Πολέμων, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Πάντως μέρος τους παρέμεινε καί στή Μονή τοῦ Τορτσέλλο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθῆκες ἡ Κάρα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στό Μοντεκοτίνι τῆς Ἰταλίας, ὅπου σήμερα φυλάσσεται, ὅπως καί τό μέρος τῶν Λειψάνων πού φυλάσσεται στό Ρωμαιοκαθολικό Ναό τοῦ Ριέτι.
Τήν 1η Ἰουνίου 2003, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου πρός τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐπισκοπή τῆς Βενετίας καί τόν Ἐπίσκοπό της Ἄγγελο Scolla, δόθηκε μέρος τῶν Λειψάνων τῆς Ἁγίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τό Λείψανο παραλήφθηκε μέ τίς δέουσες τιμές ἀπό τόν Γενικό Διευθυντή τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐπίσκοπο Φαναρίου Ἀγαθάγγελο καί κατατέθηκε στό ὁμώνυμο Προσκύνημα τοῦ Δήμου Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς.
ΒΑΡΒΑΡΑΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς μετά τῆς Νεομάρτυρος Μεγ. Δουκίσσης Ἐλισσάβετ (+ 1918, 18η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα (ἡ Κάρα ἀδιάφθορος) στή Ρωσική Μονή ἁγ. Μαγδαληνῆς Ἱεροσολύμων.
ΒΑΡΒΑΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μυροβλύτου (9ος αἰ., 15η Μαϊου):
Τά Λείψανα σέ ΡΚ Ναό τῆς πόλεως Dignano τῆς Κροατίας.
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Βαρβάρου ἀρχικά μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Ἀκαρνανία στήν Κέρκυρα, τήν 15η Μαϊου ἀγνώστου ἔτους καί ἔτσι ἐπικράτησε σάν ἡμέρα μνήμης του ἡ 15η Μαϊου, ἀντί τῆς 23ης Ἰουνίου πού κοιμήθηκε. Τόν 14ο αἰ. βρίσκονταν στή Βενετία. Δέν εἶναι γνωστό πότε μετακομίσθηκαν στήν Κροατία.
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ, 11η Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ποδός στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιατζίν, στό Μπενεβέντο τῆς Ἰταλίας καί στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Ρώμης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Ξηροποτάμου καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στόν ὁμώνυμο Ναό τῆς Ρώμης.
ΒΑΡΛΑΑΜ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 30/5 ἤ τῆς 19/11.
ΒΑΡΛΑΑΜ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1065, 19η Νοεμ.):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΒΑΡΝΑΒΑ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 11η Ἰουνίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας, Ξενοφῶντος καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Λειμῶνος Λέσβου, Ζάβορδας Γρεβενῶν, Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΒΑΡΝΑΒΑ Ὁσίου, τοῦ Κυπρίου (; 11η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του, στή Βάσα Κοιλανίου Κύπρου.
ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΒΑΡΝΑΒΑ Ὁσίου, τῆς Σκήτης Γεθσημανῆ (+ 1906, 17η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Σκήτη Γεθσημανῆ, Μετόχιο τῆς Λαύρας Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Ρωσίας.
ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Τβέρ Ρωσίας (+ 1409, 2α Μαρτίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας (+ 379, 1η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Ν. Φιλαδελφείας Ἀττικῆς.
Μέρος τῆς δεξιᾶς στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μέρη χειρός στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Διονυσίου (δύο), Παντοκράτορος (τρία) καί ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους, ἁγ. Θεοδοσίου Ἄργους, Κύκκου Κύπρου, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (+ 895, 1η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Ἀγκύρας (+ 362;, 2α Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος.
Ἀπότμημα στή Μονή Μακρυμάλλης Ψαχνῶν Εὐβοίας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τῆς Ἀγκύρας (+ 362, 22α Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μποῦρα Μεγαλοπόλεως.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, τῆς Μόσχας (+ 1557, 2α Αὐγούστου)
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Κόκκινης Πλατείας Μόσχας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπ. Ὀστρόβου Μαυροβουνίου (+ 1671, 29η Ἀπριλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ὀστρόβου Μαυροβουνίου.
Τό 1678 τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Βασιλείου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφάνισή του στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Λουκᾶ ἀρχιμ. Ραφαήλ. Τό 1714 οἱ μοναχοί ἔκρυψαν τό Λείψανο στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ζέτα, γιά νά ἀποφύγουν τήν καταστροφή του ἀπό τόν Χουμάν Πασά. Ὅταν μετά ἀπό ἕνα χρόνο μία πλημμύρα κατέστρεψε τίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, τά νερά θαυματουργικά δέν τό ἄγγιξαν! Τό 1852 καί τό 1876 - 77, τό Λείψανο μεταφέρθηκε γιά προφύλαξη στό Τσετίνιε.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Ποϊάνα Μαρουλούϊ Ρουμανίας (+ 1767, 25η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στήν Ποϊάνα Μαρουλούϊ Ρουμανίας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Νεομάρτυρος, Ἐπικόπου Κινέσμα Ρωσίας (+ 1945, 29η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου Ἰβάνοβο Ρωσίας.
ΒΑΣΙΛΕΩΣ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἀμασείας (+ 322, 26η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Βασιλείου ρίχθηκε ἀπό τούς δημίους του στή θάλασσα καί κατά τήν πρόρρησή του, ὅτι "θέλει ἀποδοθεῖ σῶον καί ὁλόκληρον", βρέθηκε ἀδιάφθορο στή Σινώπη, μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθῆκες τό Λείψανο διαλύθηκε.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ Μάρτυρος, τῆς μετά μ. Ἀναστασίας (+ 68;, 15η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Βασιλική τῆς ἁγ. Μαρίας τῆς Εἰρήνης Ρώμης.
ΒΕΔΑ (Bede) Ὁσίου, τοῦ Αἰδέσιμου (+ 735, 27η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Ντάραμ Βρεττανίας.
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ Ὁσίου, τῆς Νουρσίας (+ 543, 14η Μαρτίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Μονή τοῦ Montecasino Ἰταλίας καί στό ὁμώνυμο ΡΚ Ἀββαεῖο Loire Γαλλίας.
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μετεωρίτου (+ 1543, 17η Μαϊου):
Τό δεξί πέλμα ἀδιάφθορο στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ἱερομάρτυρος, Διακόνου, τοῦ Πέρσου (+ 424;, 13η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΒΕNΣΕΣΛΑΟΥΣ (Wenceslaus) Μάρτυρος, Βασιλέως τῆς Βοημίας (+ 935, 28η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Βίτου Πράγας.
ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΟΣ Β' Ἁγίου, Μητροπολίτου Λαρίσης (+ 1541, 15η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἡ σιαγόνα στή Μονή Δουσίκου Τρικάλων.
Ἀπότμημα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΒΙΒΙΑΝΑΣ (Vibiana) Μάρτυρος, τῆς Ρωμαίας (3ος αἰ., 2α Δεκεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τῆς Παναγίας Tour Γαλλίας.
ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Ἰσπανίας (+ 304, 11η Νοεμβρίου):
Μία τῶν χειρῶν στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Βαλένθιας Ἰσπανίας.
ΒΙΚΤΩΡΟΣ Νεομάρτυρος, Ἐπισκόπου Βιάτκας Ρωσίας (+ 1934, 2α Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Βιάτκας Ρωσίας.
Ὁ Ὁμολογητής ἐπ. Βίκτωρ ἀπεβίωσε ἀπό πνευμονία τήν 2. 5. 1934, ἐξόριστος στήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἐπειδή συνήθιζε νά προσεύχεται στό ὕπαιθρο, στήν παγωμένη τάϊγκα, καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τήν μυστική Μοναχή Μαρία, ἡ ὁποία τόν εἶχε ἀκολουθήσει στήν ἐξορία του. Τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό, τήν 1. 7. 1997. Πολλοί ἀπό τούς ἀπίστους πού ἦσαν παρόντες στήν ἀνακομιδή του, συγκλονίστηκαν τόσο πολύ ἀπό τήν θέα τοῦ λειψάνου του, ὥστε μεταστράφηκαν στήν πίστη καί βαπτίσθηκαν! Τήν 2. 12. 1998 τό Λείψανο κατατέθηκε στόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Μακαρίου Βιάτκας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΒΙΤΩΝΟΣ (Vitus – Guy) Μάρτυρος, τῆς Σικελίας (; 15η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Πράγας καί στή ΡΚ Μονή Κορμπιέ τῆς Σαξωνίας.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ Ἱσαποστόλου, τοῦ Μεγάλου (+ 1015, 15η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Βλαδιμήρου ἐπεστράφησαν στή Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Ρωσίας Δημ. Μεντβέντεφ τό 2008, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 1020 χρόνων ἀπό τό Βάπτισμα τῆς Ρωσίας (988), μαζί μέ ἀκόμη 8 Λείψανα Ἁγίων τά ὁποῖα ἐπί πολλές δεκαετίες παρέμεναν φυλασσόμενα σέ εἰδικό Μουσεῖο τοῦ Κρεμλίνου, καθώς ἐπίσης καί ἕνα μέρος χιτῶνα ὁ ὁποῖος ἀποδίδεται στήν Παναγία.
ΒΛΑΣΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Σεβαστείας (+ 316, 11η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Τρικάλων Κορινθίας, στή Μονή ἁγ. Θεοδοσίου Ἄργους καί στό ὁμώνυμο ΡΚ Ἀββαεῖο τοῦ Μαύρου Δάσους Βαυαρίας.
ΒΛΑΣΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τῆς Ἀκαρνανίας (+ 1006, 11η Φεβρουαρίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Σκλαβαίνων Ἀκαρνανίας.
ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά τῆς μ. Ἀγλαϊδος (+ 290, 19η Δεκεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Γηρομερίου Φιλιατῶν, Φανερωμένης Σαλαμίνος, ἁγ. Νικολάου Ἄνδρου καί ἁγ. Κυπριανοῦ Φυλῆς Ἀττικῆς.
ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Γερμανίας (+ 754, 5η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς FULDA Ὀλλανδίας.
ΒΟΥΚΟΛΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Σμύρνης (+ 100;, 6η Φεβρουαρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Θεοδοσίου Ἄργους.
ΒΡΙΓΙΤΗΣ (Brigid – Briga) Ἁγίας, τοῦ Kildare Ἰρλανδίας (6ος αἰ., 21η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Down, Βορείου Ἰρλανδίας.
Γ.
ΓΑΒΡΙΗΛ Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1193, 24η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὁσίου, τοῦ Ἰβηρίτου (10ος αἰ., 13η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Νέα Θηβαϊδα Ἁγίου Ὄρους.
ΓΑΒΡΙΗΛ Παιδομάρτυρος, τοῦ Σλούτσκ Πολωνίας (+ 1690, 20ή Ἀπριλίου καί 9η Μαϊου):
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο στήν Μονή Ἁγίας Τριάδος Σλούτσκ Πολωνίας.
Κατά τόν 18ο αἰ. μία ἐπιδημία θανάτωσε χιλιάδες ἀνθρώπους καί πολλά παιδιά ἐνταφιάσθηκαν κοντά στόν τάφο τοῦ Παιδομάρτυρος. Ὅταν, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐκσκαφῆς ἑνός τάφου, φάνηκε τό φέρετρό του, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἡ ἐπιδημία ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ! Τότε τό Λείψανο μεταφέρθηκε στόν Ναό τοῦ χωριοῦ του. Τό 1794, ὁ Ναός καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά, ἀλλά τό Λείψανο διασώθηκε ἀνέπαφο, μέ ἕνα μικρό ἔγκαυμα στό χέρι, τό ὁποῖο ὅμως ἀποκαταστάθηκε θαυματουργικά! Τότε μεταφέρθηκε στήν Μονή Ζαμπλούντωφ. Τό 1894 ἐγκαινιάσθηκε Ναός πρός τιμή του πάνω στόν τάφο του. Ὅταν ἑννέα χρόνια ἀργότερα ὁ Ναός καταστράφηκε ἀπό πυρκαγιά, ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε ἄθικτη ἀνάμεσα στίς στάχτες!
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὁσίου, τοῦ Ἐρημητηρίου τῆς Παναγίας τῶν Ἑπτά Λιμνῶν (+ 1915, 7η Ὀκτωβρίου).
Τά Λείψανα στή Μονή Ραϊθῶ Ζελενοντόλσκ Ταταριστάν (τῆς Ἐπισκοπῆς Καζάν).
ΓΕΔΕΩΝ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Τυρνάβου Λαρίσης (+ 1818, 30ή Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Τυρνάβου.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΕΛΑΣΙΟΥ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ριμέτς Ἄλμπας Ρουμανίας (15ος αἰ., 30ή Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Διονυσιάτου (+ 1818, 6η Ἀπριλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΕΝΕΒΙΕΒΗΣ (Genevieve) Ἁγίας, Προστάτιδος τῶν Παρισίων (+ 500, 3η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό ἁγ. Στεφάνου Du Mont Παρισίων.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἰορδανίτου (+ 475, 5η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Πέρμ Ρωσίας (+ 1441, 24η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Οὔστβιμ Βολόγδας Ρωσίας.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Ὁσίου, τῆς Κεφαλληνίας (+ 1579, 16η Αὐγούστου καί 20ή Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Ὁμαλῶν Κεφαλληνίας.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Β' Ἁγίου, Πατρ. Ἀλεξανδρείας (Παλλαδᾶ, + 1714, 15η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Ὁσίου, κτίτορος Μονῆς Σουρβιᾶς Μαγνησίας (+ 1740, 15η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Ὁσίου, τοῦ Βυζαντίου (+ 1740, 7η Ἀπριλίου) :
Ἡ Κάρα στή Μονή Τσαγκαρόλων Χανίων.
Ἡ δεξιά στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου Πάτμου.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Μεγ. Χωριοῦ Εὐρυτανίας (+ 1812, 3η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα καί οἱ βραχίονες στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Τά λοιπά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Μεγ. Χωριοῦ Εὐρυτανίας.
Τρεῖς σπόνδυλοι στό Κυριακό τῆς Σκήτης Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Προτάσιου (+ 54 – 68, 14η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα καί τά λοιπά Λείψανα στή ΡΚ Ἀμβροσιανή Βασιλική τοῦ Μιλάνου.
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 740, 12η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό Bort les Orgues Γαλλίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Εὐαγγελιστρίας Συκαμίνου Ὠρωποῦ.
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 20/10, 12/11 καί 7/7 (Μαρτύρων) ἤ τῆς 12/5 (Πατρ. ΚΠόλεως).
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Μ. Βαλαάμ Ρωσίας (28η Ἰουνίου καί 11η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σολόβκι Ρωσίας (+ 1484, 30ή Ἰουλίου)
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Καζάν Ρωσίας (+ 1567, 23η Ἰουνίου καί 25η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Καζάν.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΓΕΡΜΑΝΟΥ Ὁσίου, τῆς Ἀλάσκας (+ 1837, 15η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βαλαάμ Ρωσίας.
Μέρος Λειψάνων στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, ν. Κodiac τῆς Ἀλάσκας.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Τροπαιοφόρου (+ 303, 23η Ἀπριλίου):
Μέρος Κάρας καί ἄλλα Λείψανα στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας.
Μέρος Κάρας στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Ἕνας βραχίονας στό ΡΚ Κοινόβιο τῶν Βενεδικτίνων τοῦ ἁγ. Νικολάου Lido Βενετίας.
Μέρος βραχίονος κ. ἄ. Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Φερράρας Ἰταλίας.
Μέρος Κάρας στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Velabro Ρώμης.
Τμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Ξενοφῶντος καί Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας καί στίς Λαύρες Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας καί ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκαν τά Λείψανα τοῦ Μεγαλομάρτυρος ἀπό τήν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης στήν ΚΠολη, μέχρι τό 1207 πάντως στήν ὁμώνυμη Μονή τῶν Μαγγάνων ὑπῆρχε ἡ Κάρα του. Ὅταν τό 1207 ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ Λατίνοι Μοναχοί, ἡ Κάρα μεταφέρθηκε ἀπό τούς Καταλανούς στό φρούριο τῆς Λειβαδιᾶς, ἀπ' ὅπου τό 1393, μέ τήν ἐκδίωξη τῶν Καταλανῶν ἀπό τό Φραγκικό Δουκάτο τῶν Ἀθηνῶν, μεταφέρθηκαν στήν Αἴγινα, τότε Καταλανική κτήση. Στή Λειβαδιᾶ πάντως πρέπει νά ἔμεινε μέρος Κάρας καί κάποια Λείψανα, διότι σήμερα στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας φυλάσσονται μέρος Κάρας καί ἄλλα Λείψανα πού ἀποδίδονται στόν ἅγ. Γεώργιο.
Τό 1462, ὅταν οἱ Βενετοί ἀντικατέστησαν τούς Καταλανούς στήν Αἴγινα, πέτυχαν τήν κλοπή τῆς Κάρας τοῦ Ἁγίου καί τήν μεταφορά της στή Βενετία, ὅπου κατατέθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος, ὅπου σήμερα φυλάσσεται μέρος Κάρας.
Στή Βενετία ἐπίσης, στό Κοινόβιο τῶν Βενεδικτίνων τοῦ ἁγ. Νικολάου Lido, φυλάσσεται ἕνας βραχίονας τοῦ Ἁγίου, τμηματικά ἀδιάφθορος, πού ἔφθασε ἐκεῖ τό 1296 ἀπό τήν Μονή ἁγ. Γεωργίου da fiore τῆς Καλαβρίας. Τό Λείψανο αὐτό προσκύνησε τό Σαββάτο τῆς Τυρινῆς τοῦ 1438 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἰωσήφ, παρά τίς ἀμφιβολίες τοῦ Χαρτοφύλακος Μιχαήλ Βαλσαμῶνος γιά τήν γνησιότητά του.
Σύμφωνα μέ μία δεύτερη παράδοση πού ἐπικρατεῖ στή Δύση (τήν Ρωμαϊκή), τά Λείψανα τοῦ Μεγαλομάρτυρος δωρήθηκαν ἀπό τήν ἁγ. Ἰσαπόστολο Ἑλένη στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀμέσως μετά τήν εὕρεσή τους (4ος αἰ.). Τά Λείψανα αὐτά κατατέθηκαν στήν Παπική Καθέδρα τοῦ Λατερανοῦ, ἀπ' ὅπου ἀργότερα μεταφέρθηκαν στό Ναό ἁγ. Γεωργίου Velabro. Τό 1600 ὁ Πάπας Κλήμης Η' δώρησε μέρος τῶν Λειψάνων αὐτῶν στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Φερράρας. Ἐκεῖ φυλάσσεται καί μέρος βραχίονος πού μετέφερε ἀπό τήν Παλαιστίνη κατά τίς Σταυροφορίες ὁ Κόμης Ροβέρτος τῆς Φλάνδρας. Τό Λείψανο αὐτό δωρήθηκε στό Ναό τό 1100 ἀπό τήν σύζυγό του Ματθίλδη.
Στήν Ἑλλάδα πρόβλημα ὑπάρχει μέ τήν εὐωδιάζουσα Κάρα πού φυλάσσεται στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς καί ἀποδίδεται στόν ὅσ. Μελέτιο τοῦ Κιθαιρῶνος, διότι ἡ ἐπιγραφή τῆς ἀργυρῆς θήκης τῆς Κάρας ἀναφέρει, ὅτι πρόκειται γιά τήν Κάρα τοῦ ἁγ. Μεγαλομ. Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου!
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Χοζεβίτου (7ος αἰ., 8η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Χοζεβᾶ Ἱεροσολύμων.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Κυπρίου (+ 1752, 23η Ἀπριλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό ἁγ. Ἰωάννου Λευκωσίας.
Μέρος Κάρας στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἀπότμημα στή Μονή Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Νεαπολίτου (+ 1797, 3η Νοεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς.
Τό Λείψανο τοῦ Νεομ. Γεωργίου ἀνακομίσθηκε "σῶον καί ἀκέραιον καί ἄφθαρτον καί πλῆρες οὐρανίου εὐωδίας καί χάριτος", μετά ἀπό ἐμφάνισή του "ἐν ὀράματι εἰς τινα γυναῖκα χήραν, εὐλαβῆ καί φοβουμένην τόν Θεόν". Ἀρχικά φυλάχθηκε στήν κατοικία τοῦ συνεφημερίου του Νεοφύτου καί μετά τόν θάνατό του στόν ἐνοριακό ναό τῆς Νεαπόλεως. Ἐκεῖ τό πρσκύνησαν καί "οἱ ἀείμνηστοι Μητροπολῖται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος καί Ἰωάννης, οἵτινες τακτικῶς ἤρχοντο εἰς Νεάπολιν καί ἐθαύμαζον καί ὡμολόγουν τήν χάριν τήν ὁποίαν ἔλαβεν παρά Θεοῦ, ἀναδειχθείς θαυματουργός". Μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922, τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Ἑλλάδα (μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, τό 1924), ἀπό τόν τότε ἐφημέριο Νεαπόλεως ἀρχιμ. Ἰγνάτιο καί κατατέθηκε στόν Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ ἀρίστη κατάσταση.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Ἐφέσου (+ 1801, 5η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Σάμου καί Ἰκαρίας.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Χίου (+ 1807, 26η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στό Μουσεῖο Μπενάκη τῶν Ἀθηνῶν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος:
Ἡ Κάρα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Νεομάρτυρος πρόκειται· τῆς 11/2 (τοῦ Σέρβου), τῆς 14/2 (Μυτιλήνης), τῆς 26/3 (Βουλγαρίας), τῆς 5/4 (Ἐφέσου), τῆς 6/4 (Σαμοθράκης), τῆς 2/10 (Φιλαδελφείας), τῆς 26/11 (Χίου) ἤ τῆς 31/12 (τοῦ Θαυματουργοῦ).
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Ραψάνης Λαρίσης (+ 1818, 5η Μαρτίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Ραψάνης Λαρίσης.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Μυτιληναίου (+ 1693, 14η Φεβρουαρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῶν Ἰωαννίνων (+ 1838, 17η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα καί τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Ἰωαννίνων.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Πτολεμαϊδος Αἰγύπτου (+ 1752, 23η Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Γοματίου Χαλκιδικῆς (19ος αἰ., α' Σάββατο Μαϊου):
Ἀπότμημα στό Ναό Παναγίας Γοματίου Χαλκιδικῆς.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ἁγίου (Λαζάρ, + 1916, 15η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βαράτεκ Ρουμανίας.
ΓΟΡΔΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Καισαρείας (+ 314;, 3η Ἰανουαρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΓΟΥΘΒΕΡΤΟΥ (Cuthbert) Ὁσίου, Ἐπισκόπου Farne Βρεττανίας (+ 687, 20η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Ντάραμ Βρεττανίας.
ΓΟΥΡΙΑ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Καζάν Ρωσίας (+ 1630, 5η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Εὐαγγελισμοῦ Καζάν.
Ἀποτμήματα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, πατρός Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (+ 374, 1η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Θεολόγου, Ἀρχιεπισκόπου ΚΠόλεως (+ 389, 25η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας στή Μονή Μεταμορφώσεως - Μεγ. Μετεώρου.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν Πατριαρχικό Ναό ἁγ. Γεωργίου Φαναρίου ΚΠόλεως καί στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης,
Ἀπότμημα Κάρας στή Μονή Σλάτινας Ρουμανίας.
Ἡ δεξιά στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ ἀριστερός πύχης στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
Τρία τμήματα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Χιλανδαρίου, Διονυσίου, Ξενοφῶντος, Σταυρονικήτα, Γρηγορίου καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Λειμῶνος Λέσβου, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων.
Στο ὁμώνυμο Προσκύνημα Ν. Καρβάλης Καβάλας.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Νύσσης (+ 390, 10η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μία παλάμη στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Ντέτσανης Κοσυφοπεδίου.
Ἀποτμήματα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
Περί τῆς Κάρας ἡ ὁποία ἐκτίθεται στόν Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς, βλ. τήν σχετική ἀναφορά στό περί γνησιότητος τῶν ἁγίων Λειψάνων κεφάλαιο.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Πάπα Ρώμης, τοῦ Διαλόγου (+ 604, 12η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μποῦρα Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἀκραγαντίνων (+ 680, 23η Νοεμβρίου):
Μέρη Κάρας στή Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος καί στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὅρους καί Παλαιοκαστρίτσας Κερκύρας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας (+ 266, 17η Νοεμβρίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου Πιερίας.
Μέρος χειρός στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παναγίας Σουμελᾶ Βερμίου καί Καστρίτσης Ἰωαννίνων.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Φωτιστοῦ, Ἐπισκόπου Μεγάλης Ἀρμενίας (+ 335, 30ή Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἡ ἀριστερά στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιατζίν Ἀρμενίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς Νυσίρου.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου: Μία τῶν χειρῶν στή Μητρόπολη Ἰωαννίνων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου ἀπό τούς 22 Ἁγίους Γρηγορίους πρόκειται.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Κεφαλληνίας (4ος αἰ., 24η Αὐγούστου καί 11η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Ρ. Κ. Μονή ἁγ. Ζαχαρίου Βενετίας.
Οἱ Μάρτυρες Γρηγόριος, Θεόδωρος καί Λέων εἶναι ἄγνωστοι στούς Συναξαριστές. Γιά πρώτη φορά ἀναφέρονται τόν 14ο αἰ. ἀπό τόν Δομηνικανό Πέτρο Calo (+ 1348) σάν στρατιώτες ἀπό τήν Σικελία κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀρειανοῦ Αὐτοκράτορα Κωνστάντιου Β' (+ 360). Ὀρθοδόξου φρονήματος, διαφεύγοντας τούς διωγμούς τῶν Ἀρειανῶν, κατέφυγαν ἀρχικά στή Σάμο καί τελικά στήν Κεφαλλονιά, ὅπου τελειώθηκαν μαρτυρικά τήν 24η Αὐγούστου ἀγνώστου ἔτους. Στήν Κεφαλλονιά τιμῶνται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων καί στή Σάμο τήν 11η Σεπτεμβρίου. Τά Λείψανά τους βρίσκονταν στό Ναό τοῦ ἁγ. Ζαχαρία Βενετίας πρίν τό 1001, ὁπότε τά προσκύνησε ὁ Γερμανός Αὐτοκράτορας Ὄθων Γ'. (Πρωτ. Γεωργίου Ἀντζουλάτου, «Οἱ φανέντες Ἅγιοι Μάρτυρες στήν Κεφαλλονιά Γρηγόριος, Θεόδωρος καί Λέων», στά Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 8/1999, σελ. 177 - 207).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Δεκαπολίτου (+ 816, 20ή Νοεμβρίου).:
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Μπίστριτσας Ρουμανίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό Λείψανό τοῦ ὁσ. Γρηγορίου ἀγοράσθηκε ἀπό τούς τοπικούς Ἡγεμόνες τῆς Κράγιοβας Ρουμανίας (σπουδαιότερος ἀπό αὐτούς ὁ Μπάρμπου Κραγιοβέσκου, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε ἐρημητικά σέ σπήλαιο) καί κατατέθηκε στή μεγάλη Μονή τῆς Μπίστριτσας στήν Ὀλτένια, τό 1490. Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ πανήγυρις τοῦ Ὁσίου εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἄσσου Λέσβου (+ 1150, 4η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Σκόπελο Γέρας Λέσβου.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Θαυματουργοῦ, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (13ος - 14ος αἰ., 8η Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νέου Σιναϊτου (+ 1346, 6η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ζτρέλο Σερβίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης, τοῦ Παλαμᾶ (+ 157, Β' Νηστειῶν):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους, Παναγίας Ἔβρου καί Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Δομεστίχου (+ 1405, 1η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε' Ἱερομάρτυρος, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 1821, 10η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.
Τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ γέροντα Πατριάρχη ἔμεινε τρεῖς ἡμέρες στήν ἀγχόνη καί μετά παραδόθηκε στόν ὄχλο, ὁπότε συρόμενο στούς δρόμους ρίχθηκε στήν θάλασσα. Ἀπό ἐκεῖ τό ἀνέσυρε ὁ Κεφαλλονίτης Πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος καί τό μετέφερε στήν Ὀδησσό. Τό Λείψανο - κατά τόν λόγιο ἀρχιμ. Κων/νο Οἰκονόμο τόν ἐξ Οἰκονόμων - διατηρήθηκε "ἄφθορο καί ἀκήρατο" γιά διάστημα μεγαλύτερο τῶν δύο μηνῶν, μέχρι τόν ἐνταφιασμό του τήν 17η Ἰουνίου 1921, στόν Ναό Ἁγίας Τριάδος Ὀδησσοῦ, μέ τιμές Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Γερουσιαστή "ἐν ἐνεργείᾳ". Δέν εἶναι γνωστό σέ ποια κατάσταση ἀνακομίσθηκε στήν Ἑλλάδα τό 1871 καί κατατέθηκε στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ καλλιτεχνική μαρμαρόγλυπτη λάρνακα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἁγίου, τοῦ Διδασκάλου, Μητροπ. Οὐγγροβλαχίας (+ 1834, 22α Ἰουνίου):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στή Μονή Καλνταρουσάνι Ρουμανίας.
Δ.
ΔΑΒΙΔ Ὁσίου, τῆς Θεσσαλονίκης (5ος αἰ., 26η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα μετά δέρματος στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης καί σέ Ρ. Κ. Ναό τῆς Παβίας Ἰταλίας.
150 χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Δαβίδ, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς του καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Σέργιος, ἀνακόμισε τό Λείψανό του ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Τό Λείψανο σύλησε καί μετέφερε στήν Ἰταλία, τό 1204, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε, τό 1978 πάντως ἀποδόθηκαν στήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἡ Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀρκετά Λείψανά του, τά ὁποία ἔκτοτε φυλάσσονται στή Μονή ἁγ. Θεοδώρας. (βλ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, "Ἡ ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην (17η Ἰουλίου 1978)", 1979).
ΔΑΒΙΔ Ἁγίου, υἱοῦ τοῦ Ἡγεμόνος Θεοδώρου τοῦ Γιαροσλάβ Ρωσίας (14ος αἰ., 5η Μαρτίου καί 19η Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΔΑΒΙΔ Ὁσίου, τῆς Εὐβοίας (16ος αἰ., 1η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή Ροβιών Εὐβοίας.
ΔΑΛΜΑΤΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Σιβηρίας (+ 1697, 15η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἀναλήψεως Κουργκάν Σιβηρίας.
ΔΑΛΜΑΤΟΥ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Δαλμάτων (4ος αἰ., 3η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Νέα Θηβαϊδα Ἁγίου Ὄρους.
ΔΑΜΙΑΝΟΥ τοῦ Ἀναργύρου:
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Λειμῶνος Λέσβου, Ντέτσανης καί Σοπόσανι Κοσσυφοπεδίου.
Δέν διευκρινίζεται ποιάς ἀπό τίς τρεῖς συζυγίες τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
ΔΑΜΙΑΝΟΥ Ἀναργύρου, τοῦ Ρωμαίου (1η Ἰουλίου):
Τεμάχια Κάρας στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στό ΡΚ Ναό ἁγ. Ἀναργύρων Ρώμης.
ΔΑΜΙΑΝΟΥ Ἀναργύρου, τοῦ ἐκ τῆς Ἀσίας (3ος αἰ., 1η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Ρώμης.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τρεῖς συζυγίες αὐταδέλφων Ἁγίων Ἀναργύρων μέ τά ὀνόματα Κοσμᾶς καί Δαμιανός:
Α. Τήν 1η Ἰουλίου τιμῶνται οἱ Ἀνάργυροι τῆς α' συζυγίας, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπό τήν Ρώμη καί θανατώθηκαν μέ λιθοβολισμό ἀπό τόν ζηλόφθονο δάσκαλό τους.
Β.Τήν 17η Ὀκτωβρίου τιμῶνται οἱ Ἀνάργυροι τῆς β' συζυγίας, Ἀραβικῆς καταγωγῆς, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς ἀδελφούς τους Λεόντιο, Ἄνθιμοκαί Εὐπρέπιο ἀσκοῦσαν ἀναργύρως τήν ἰατρική ἐπιστήμη καί μαρτύρησαν στίς Αἰγές τῆς Κιλικίας κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305).
Γ. Τήν 1η Νοεμβρίου τιμῶνται οἱ Ἀνάργυροι τῆς β' συζυγίας, οἱ «ἐκ τῆς Ἀσίας, υἱοί Θεοδότης», οἱ ὁποῖοι κοιμήθηκαν εἰρηνικά σέ τόπο πού ὀνομάζονταν Φερεμᾶ (3ος αἰ.).
Στή Δύση ὑπάρχουν δύο παραδόσεις σχετικά μέ τά Λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, χωρίς νά διευκρινίζεται ποιὰς συζυγίας. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη (Ρωμαϊκή) μεταφέρθηκαν στή Ρώμη ἀπό τόν Πάπα ἅγ. Γρηγόριο τόν Διάλογο, ἀπ' ὅπου τόν 10ο αἰ. κάποια ἀπό αὐτά μαζί μέ τίς Κάρες τους μεταφέρθηκαν στή Βρέμη. Τόν 11ο αἰ. οἱ Κάρες προσφέρθηκαν στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Βαμβέργης, ἀπό τόν Γερμανό Αὐτοκράτορα Ἐρρίκο Β'. Ὅμως τήν ἴδια περίοδο ὑπάρχουν ἰσχυρές μαρτυρίες, ὅτι οἱ Κάρες τῶν Ἁγίων βρίσκονταν στήν ΚΠολη.
Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη παράδοση (Βενετική), μεταφέθηκαν τό 1154 στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας, ἐπί Ἡγουμένου Πασχάλη, ἀπ' εὐθείας ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἡ παράδοση αὐτή δέν διαθέτει ἰσχυρά ἐρείσματα.
ΔΑΝΙΗΛ Ὁσίου, τοῦ Στυλίτου (+ 490, 11η Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΔΑΝΙΗΛ Ὁσίου, Ἡγεμόνος τῆς Μόσχας (+ 1303, 4η Μαρτίου καί 30ή Αὐγούστου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή τῆς Μόσχας.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Δανιήλ ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1652 ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί μέ ἐντολή τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς κατατέθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στή μονή του, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1930. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἐπ. Νικολάου ὁ ὁποῖος τοῦ ἄλλαζε τά ἐνδύματα, "ἦταν ὁλοζώντανο". Τό 1930 οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή καί τό Λείψανο ἔμεινε κρυμμένο σέ κάποιο Παρεκκλήσιο, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Ἡγουμένου Τύχωνος. Τά ἴχνη τοῦ Λειψάνου χάθηκαν τό 1932. Ὅταν τό 1988 ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία, τό Λείψανο βρέθηκε καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ.
ΔΑΝΙΗΛ Β' Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Σερβίας (+ 1337, 13η Ἰουλίου καί 20ή Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Σερβίας.
ΔΑΝΙΗΛ Ὁσίου, τοῦ Ἡσυχαστοῦ, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Βορονέτς Ρουμανίας (+ 1496, 23η Ἀπριλίου καί 14η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΔΑΝΙΗΛ Ὁσίου, τοῦ Περεγιασλάβλ Ρωσίας (+ 1540, 7η Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΔΑΝΙΗΛ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 16/2 καί τῆς 10/7 (Μαρτύρων), τῆς 12/9 (Ὁσίου) ἤ τῆς 11/12 (Στυλίτη).
ΔΑΣΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Δορυστόλου (+ 303, 20ή Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Κυριακοῦ Ἀγκῶνος Ἰταλίας.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Χύτρων Κύπρου (10ος αἰ., 6η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Μυροβλύτου (4ος αἰ., 26η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Βασιλική τῆς Θεσσαλονίκης.
Μέρος στό ΡΚ Ἀββαεῖο τοῦ San Lorentzo in Campo Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Πρῶτος τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἦταν τό πηγάδι τοῦ λουτροῦ στό ὁποῖο τό ἔρριξαν εἴτε οἱ ἐθνικοί γιά νά μήν τό βροῦν οἱ Χριστιανοί, εἴτε οἱ μαθητές του γιά νά τό σώσουν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Κατά τήν παράδοση, "ἀπό τό πηγάδι ἐκεῖνο πού κρατοῦσε τό ἅγιο σῶμα, ἀνέβλυσε τό πρῶτο καί ἅγιο μῦρο"! Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Πάνω ἀπό τόν τάφο αὐτό ὑψώθηκε ἀρχικά μικρός Ναός (Μαρτύριο) καί κατά τόν 5ο αἰ. ἡ περίφημη Βασιλική, τήν ὁποία ἔκτισε ὁ θεραπευμένος ἀπό θαῦμα τοῦ ἁγ. Δημητρίου Ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος. Ἡ Βασιλική αὐτή ἀκολούθησε ὅλες τίς ἱστορικές περιπέτειες τῆς Θεσσαλονίκης, μέ τήν ὁποία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἔχει ταυτισθεῖ. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες καί μεγαλύτερες βεβηλώσεις τοῦ Ναοῦ καί τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τίς προκάλεσαν "Χριστιανοί"! Λ.χ. τό 1185 οἱ Νορμανδοί λεηλάτησαν τόν Ναό, "πυρπόλησαν τίς ἅγιες εἰκόνες του καί μέ τό μῦρο πού ἀνέβλυζε ἄφθονο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, γυάλισαν τά παπούτσια τους καί τηγάνισαν ψάρια"! (Μ. Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Ἅγιος Δημήτριος - Βίος καί Ναός τοῦ Προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 14).
Μέχρι τήν καταστροφή τῆς Βασιλικῆς ἀπό τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917 (ἡ ὁποία κατέστρεψε τά 2/3 τῆς Θεσσαλονίκης), ἦταν κοινά ἀποδεκτό, ὅτι τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἦσαν στόν τάφο του. Ὅμως, κατά τίς ἀνασκαφές πού διενήργησε κατά τήν ἀναστηλωτική περίοδο 1926 - 1949, ὁ τότε Ἔφορος Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Καθηγητής Γ. Σωτηρίου, ὁ τάφος βρέθηκε κενός. Ὅπως ἀποδείχθηκε στή συνέχεια, κατά τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Σταυροφόρους, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός, ἀφαίρεσε τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου καί τοῦ ὁσ. Δαβίδ καί τά μετέφερε στήν Ἰταλία.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἀνακομίσθηκε τότε ἀδιάφθορο. Ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Λορέτζου In Campo, ὅπου τό Λείψανο φυλάχθηκε ἀπό τό 1236 μέχρι καί τό 1978 - 80, "τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιον καί εὐωδιάζον μέχρι τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ὁ Καρδινάλιος Νεγκρόνι, Ἐπίτροπος τότε τοῦ Ἀββαείου, τό ἀπέστειλεν εἰς τήν Ρώμην δι' ἀναγνώρισιν, ἐπεστράφη δέ ἀπό ἐκεῖ κατά τι ἠλαττωμένον, εἰς τά τέλη τοῦ 17ου αἰ." (Μητροπ. πρ. Παραμυθίας Τίτου Ματθαιάκη, "Θέματα Ἁγιολογίας", 1987, σελ. 253).
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε τό Λείψανο, κατά τήν ἀναγνώριση πάντως τήν ὁποία διενήργησε τό Βατικανό τό 1968, βρέθηκαν ὀστά καί ὄχι ἀδιάφθορο Λείψανο.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Μυροβλύτου Μεγαλομάρτυρος ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1978 καί μεγάλο μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων τό 1980 (Βλ. Πρωτ. Δημ. Βακάρου, "Ἡ ἐπανακομιδή τῆς τιμίας Κάρας τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1978, σελ. 384 - 389· καί Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Περί τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1983, σελ. 203 - 213).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μπασαράμπη (13ος αἰ., 26η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Βουκουρεστίου·
Ἡ δεξιά στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Δημητρίου ἀνακομίσθηκε εὐωδιαστό καί ἄφθαρτο, 400 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ὅταν τόν 17ο αἰ. παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος "κατ' ὄναρ" σέ μία παράλυτη κόρη καί τῆς εἶπε "Ἐάν, παιδί μου, μέ βγάλουν οἱ γονεῖς σου ἀπό τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Λόμο, ἐγώ θά σέ θεραπεύσω". Στό σημεῖο πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ κατά καιρούς ἕνα ὑπεκόσμιο φῶς νά καταυγάζει τήν περιοχή. Φαίνεται πῶς σέ κάποια μεγάλη πλημμύρα, ὁ ποταμός παρέσυρε τό Λείψανο ἀπό τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τοῦ Ὁσίου καί τό "κράτησε" θαμένο στήν λάσπη του, χωρίς ὅμως νά ὑποστεῖ καμμία βλάβη ἤ φθορά, μέχρι τήν ἐμφάνισή του στήν παράλυτη κόρη καί τήν θεραπεία της.
Τό Ἱερό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του.'Αργότερα ὁ Ἡγεμόνας τῆς Οὐγγροβλαχίας ἔκτισε ἐκεῖ Ναό πρός τιμή του καί τό κατέθεσε. Κατά τόν Ρωσο - Τουρκικό πόλεμο τοῦ 1769 - 1774, ὁ Στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωφ πῆρε τό Λείψανο μέ σκοπό νά τό μεταφέρει στήν Ρωσία, ὅμως στό Βουκουρέστι Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι (μέ προεξάρχοντα τόν Δημήτριο Χάτζη), τοῦ ζήτησαν νά τό ἀφήσει εὐλογία στήν Ρουμανία, "σάν παρηγοριά τῶν Ρουμάνων λόγῳ τῶν πολλῶν ληστειῶν πού ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στήν Ρουμανική χώρα". Ὁ Στρατηγός δέχθηκε καί πῆρε μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου σάν εὐλογία γιά τήν χώρα του (σήμερα φυλάσσεται στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ἁγίου, Μεγ. Ἡγεμόνος τῆς Μόσχας (Ντόσκοϊ, + 1389, 19η Μαϊου).
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἀρχαγγ. Μιχαήλ Κρεμλίνου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπ. Ροστώφ Ρωσίας (+ 1709, 21η Σεπτ. καί 28η Ὀκτωβρίου):
Μέρος ἀδιαφθόρου Λειψάνου στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Ροστώφ Ρωσίας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Πελοποννησίου (+ 1803, 13η Ἀπριλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καί Κοιμ. Θεοτόκου Σισανίου Σιατίστης καί στή Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Τριπόλεως (+ 1803, 13η Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Σαμαρίνης (+ 1808, 18η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή ὁσ. Νικάνορος Γρεβενῶν.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν (+ 96, 3η Ὀκτωβρίου):
Μέρη Κάρας στίς Μονές Δοχειαρίου καί Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Δέρμα καί δύο τμήματα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἄκρο μικροῦ δακτύλου μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου Πιερίας, Νταοῦ Πεντέλης καί Βουλκάνου Μεσσηνίας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Κορίνθου (+ 182, 29η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἱερουσαλήμ Δαύλειας Βοιωτίας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α' Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (15ος αἰ., 23η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Παν. Εἰκοσιφοινίσσης Δράμας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, μαθητοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου (+ 1520, 1η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Διδυμοτείχου καί στή Μονή ἁγ. Ἀναστασίας Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ὀλύμπου (+ 1541, 24η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά καί ἡ σιαγόνα στήν ὁμώνυμη Μονή Λιτοχώρου Πιερίας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Αἰγίνης (+ 1622, 17η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Ζακύνθου.
Ἡ δεξιά στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος χειρός στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Διονυσίου ἀνακομίσθηκε τό 1625, "ὁλόκληρον, ἀκέραιον, ἀνελλιπές, μετά τῶν Ἀρχιερατικῶν αὐτοῦ ἐνδυμάτων, πνέον εὐωδίαν θαυμάσιον", μετά ἀπό "κατ' ὄναρ" ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στροφάδων, καί κατατέθηκε στό νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Τό 1716 ὁ Τουρκικός στόλος πλέοντας πρός τήν Κέρκυρα, πέρασε ἀπό τίς Στροφάδες καί οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τό Λείψανο σέ παραθαλάσσιο σπήλαιο. Κατά τήν ἐπιστροφή τους οἱ Τοῦρκοι, μετά τήν ἀποτυχία τους νά καταλάβουν τήν Κέρκυρα (λόγῳ τοῦ γνωστοῦ θαύματος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος), ἀποβιβάσθηκαν στό νησί, συνέλλαβαν τόν Ἡγούμενο καί τούς μοναχούς καί τούς βασάνισαν νά ὁμολογήσουν τήν κρύπτη τῶν κειμηλίων καί τοῦ Λειψάνου. Οἱ Ὀθωμανοί πῆραν πράγματι τούς θησαυρούς, ἀλλά ἄφησαν τό Λείψανο, τέσσερεις ὅμως Χριστιανοί ναύτες ἀπέκοψαν τά χέρια τοῦ Ἁγίου, "χάριν εὐλογίας" ! Τελικά τά τμήματα αὐτά τοῦ Λειψάνου ἀγοράσθηκαν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο καί τόν μ. Ἀκάκιο καί ἐπιστράφηκαν στή Μονή.
Τήν 24η Αὐγούστου 1716, τέσσερεις διασωθέντες Μοναχοί, μετέφεραν τό Λείψανο γιά ἀσφάλεια στήν πόλη τῆς Ζακύνθου. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ λαμπρό Ναό ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε στήν Παραλία τῆς Ἄμμου (σέ οἰκόπεδο τῆς Μονῆς Στροφάδων), κατατεθημένο σέ δύο λάρνακες, ἀπό τίς ὁποίες ἡ ἐσωτερική ἀργυρή, ἐκτός ἀπό τήν δεξιά του ἡ ὁποία φυλάσσεται στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ὁσίου, Ἀρχιμανδρίτου τῆς Λαύρας Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας (+ 1633, 10η Μαϊου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Λαύρα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Βατοπεδινοῦ (+ 1822, 31η Ἰουλίου καί 10η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρος.
ΔΟΜΕΤΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 23/3, τῆς 16/10, τῆς 30/10, τῆς 7/8 ἤ τῆς 7/12.
ΔΟΜΕΤΙΑΝΟΥ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Τοπλοῦ Λασιθίου Κρήτης.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 10/3 (ἐπ. Μελιτηνῆς), τῆς 9/3 καί τῆς 20/8 (Μαρτύρων) ἤ τῆς 7/8 (Ὁσιομάρτυρα).
ΔΟΝΑΤΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Εὐροίας Ἠπείρου (+ 387, 30ή Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Μία πρώτη ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Δονάτου μαρτυρεῖται κατά τόν 6ο αἰ., ὅταν Ἰλλυρικοί πληθυσμοί κατέφυγαν στήν Κέρκυρα λόγῳ τῶν Ἀραβο-Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθῆκες τά Λείψανα μεταφέρθηκαν στήν Κεφαλλονιᾶ, τό 1126 πάντως τά ἀφαίρεσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Δόγης Δομήνικος Michiel, ἐπιστρέφοντας ἀπό στρατιωτική ἀποστολή στήν Παλαιστίνη (κατά τήν ἴδια ἀποστολή ἀφαιρέθηκαν ἀπό τήν Χίο τά Λείψανα τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου). Τά Λείψανα κατατέθηκαν στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Torcello. Σήμερα φυλάσσονται ἐκεῖ, σέ λειψανοθήκη σχήματος ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὕπτια στάση, ἐνδεδυμένης μέ ἀρχιερατικά ἄμφια. Τό πρόσωπο τῆς λειψανοθήκης ἀπό τό 1964 καλύπτεται μέ γύψινη προσωπίδα!
ΔΩΡΟΘΕΑΣ Ὁσίας, τοῦ Κασίν Ρωσίας (+ 1629, 6η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κασίν Ρωσίας.
ΔΥΜΦΝΑΣ (Dymphna) Παρθενομάρτυρος (; 15η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Gheel Βελγίου.
Ε.
ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ (Edward) Μάρτυρος, Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας (+ 978, 18η Μαρτίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Ὀρθόδοξη Μονή Broukwood Βρεττανίας.
ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ (Edward) τοῦ Ὁμολογητοῦ, Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας (+ 1066, 5η Ἰανουαρίου καί 13η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ἀγγλικανικό Ἀββαεῖο τοῦ Γουεστμίστερ Λονδίνου.
ΕΘΕΛΔΡΕΔΑΣ (Etheldreda) Ὁσίας, τοῦ Ἔλυ Βρεττανίας (+ 679, 23η Ἰουνίου):
Μία τῶν χειρῶν ἀδιάφθορη στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἔλυ Βρεττανίας.
ΕΚΤΟΡΟΣ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Τιμίου Σταυροῦ Σάμου.
Δέν μνημονεύεται στίς συναξαριστικές πηγές.
ΕΙΡΗΝΗΣ Μεγαλομάρτυρος (1ος – 2ος αἰ., 5η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΕΙΡΗΝΗΣ Νεομάρτυρος, τῆς Λέσβου (+ 1462, Τρίτη τοῦ Πάσχα):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ραφαήλ Θέρμης Λέσβου.
ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ Μάρτυρος, ἑνός τῶν Ἑπτά Μακκαβαίων (+ 166 π. Χ., 1η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΕΛΕΝΗΣ Ἰσαποστόλου (+ 327, 21η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη ΡΚ Ὀλιβετιανή Μονή τῆς Βενετίας, στό Θησαυροφυλάκιο τοῦ Βατικανοῦ, στό ΡΚ Ναό τῆς ἁγ. Μαρίας in Aracogli Ρώμης καί στό ΡΚ Ἀββαεῖο Hautvillers τῆς Ρέμς Γαλλίας.
Μέρος πέλματος στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Ὑψηλοῦ Λέσβου καί Κύκκου Κύπρου καί στό Ναό ἁγ. Κων/νου Ν. Ἰωνίας Ἀττικῆς.
Ἡ ἁγ. Ἑλένη ἐνταφιάσθηκε στή Ρώμη, σέ λάρνακα ἀπό πορφυρίτη (σώζεται στό Μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ), στό μαυσωλείο τῆς ὁδοῦ Labicana (τήν πληροφορία αὐτή μεταφέρει καί ὁ Ἱστορικός Εὐσέβιος). Γιά τήν τύχη τῶν Λειψάνων της στήν ἱστορική πορεία ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές.
Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ὁποία δέχεται καί ὁ ἡμέτερος Νικηφόρος Κάλλιστος, τά Λείψανα τῆς Ἰσαποστόλου μεταφέρθηκαν τό 337 ἀπό τήν Ρώμη στήν ΚΠολη καί κατατέθηκαν στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀπό ἐκεῖ συλήθηκαν ἀπό τούς Βενετούς τό 1211 ἤ 1212 καί κατατέθηκαν στό Ὀλιβετιανό Μοναστήρι τῆς ἁγ. Ἑλένης. Ὅταν τό 1807 ὁ Ναπολέων ἔκλεισε τό μοναστήρι, τά Λείψανα μεταφέρθηκαν προσωρινά στόν ἅγ. Πέτρο τοῦ Καστέλλο. Σήμερα βρίσκονται στήν ἀρχική τους θέση, σέ κρυστάλλινη λάρνακα, σέ λειψανοθήκη σχήματος ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὕπτια θέση. Τά Λείψανα αὐτά ἀναγνωρίσθηκαν τό 1929 καί τό 1991.
Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη ἐκδοχή τά Λείψανα τῆς ἁγ. Ἑλένης δέν ἔφυγαν ποτέ ἀπό τήν Ρώμη. Τό 841 – 842 μέρος τῶν Λειψάνων αὐτῶν δόθηκαν στή Μονή Hautvillers, στή Ρέμς τῆς Γαλλίας. Τό 1140 ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Β' τά μετέφερε τά ὑπόλοιπα στό Ναό τῆς Παναγίας in Aracogli στό Καπιτώλιο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται.
ΕΛΕΝΗΣ Νεομάρτυρος, τῆς Σινωπίτιδος (18ος αἰ., 1η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στό Ναό ἁγ. Μαρίνης Ἄνω Τούμπας Θεσσαλονίκης.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἰλλυρικοῦ (+ 126, 15η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Κρεμαστῆς καί Σεπετοῦ Ἡλείας καί Γουμενίσσης Κιλκίς.
Περί τῶν Λειψάνων τῶν ἀποδιδομένων στόν ἅγ. Ἐλευθέριο καί ἐκτιθεμένων στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Περισσοῦ Ἀττικῆς, καθώς καί περί τῆς Κάρας πού ἀποδίδεται σ' αὐτόν καί φυλάσσεται στήν Καρυά Ὀλύμπου, βλ. τήν σχετική ἀναφορά στό περί γνησιότητος τῶν ἁγίων Λειψάνων κεφάλαιο.
ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Ὁσίας, τῆς Θαυματουργοῦ (+ 540, 24η Ἀπριλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας καί Νταοῦ Πεντέλης.
ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Ὁσίας, Ἑλένης Στυλιάνοβιτς, Βασιλίσσης τῆς Σερβίας (13ος αἰ., 17η Ὀκτωβίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Γκραντάτς τῆς Σερβίας.
ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Νεομάρτυρος, Μεγ. Δουκίσσης τῆς Ρωσίας (+ 1918, 18η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα (μερικῶς ἀδιάφθορα) στή Μονή ἁγ. Μαγδαληνῆς Ἱεροσολύμων.
Ἡ Νεομάρτυς Ἐίσσάβετ βρῆκε μαρτυρικό θάνατο, ὅταν τό βράδυ τῆς 17ης πρός 18η Ἰουλίου 1918, ρίχθηκε ζωντανή μαζί μέ ἄλλους κρατουμένους στό πηγάδι ἑνός ὀρυχείου, ὅπου βρῆκε ἀργό τραγικό θάνατο, ἀπό τά τραύματα, τήν πεῖνα καί τήν δίψα. Τήν Μεγ. Δούκισσα ἀκολούθησε μέ τήν θέλησή της στό μαρτύριο ἡ Μοναχή Βαρβάρα Γιακόβλεβνα, ἀπό τῆς πρώτες ἀδελφές τῆς Μονῆς της.
Ὅταν τά Λευκά Στρατεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ ἔφθασαν στήν περιοχή, ἄρχισε προσπάθεια νά ἀνασυρθοῦν τά σώματα. Τό Λείψανο τῆς μ. Βαρβάρας βρέθηκε τήν 8η Ὀκτωβρίου καί τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἐλισάβετ τήν 11η Ὀκτωβρίου. Ἄν καί εἶχαν περάσει τρεῖς περίπου μῆνες ἀπό τόν μαρτυρικό τους θάνατο, τά Λείψανα βρέθηκαν ἀδιάφθορα, μέ τά χέρια σέ σχῆμα Σταυροῦ! Στό στῆθος τοῦ μωλωπισμένου Λειψάνου τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ, βρέθηκε μία πολύτιμη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, μέ τήν ὁποία τήν εἶχε εὐλογήσει ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Γ', κατά τήν προσχώρησή της στήν Ὀρθοδοξία, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1891.
Τά Λείψανα ἀρχικά ἐνταφιάσθηκαν στό κοιμητήριο τοῦ Ἀλαπαγιέφσκ. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1919 ὁ πνευματικός τῆς Μεγ. Δούκισσας Ἡγούμενος Σεραφείμ, τά μετακίνησε μέ ἄδεια τοῦ Στρατηγοῦ Κόλτσακ στήν Τσίτα, λόγῳ τῆς προελάσεως τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Τά φέρετρα ἀνοίχθηκαν στήν Μονή τῆς Ἁγίας Σκέπης καί τά Λείψανα βρέθηκαν καί πάλι ἀδιάφθορα. Τότε εὐπρεπίσθηκαν μέ μοναχικά ἐνδύματα καί ἐνταφιάσθηκαν στό δάπεδο ἑνός κελλιοῦ. Ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 26. 2. 1920, φυγαδεύθηκαν στό Πεκίνο, ὅπου τά ὑποδέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος. Ἐκεῖ, μέ παρέμβαση τῶν ἀδελφῶν τῆς Μεγ. Δούκισσας, ἀποφασίσθηκε νά μεταφερθοῦν στήν Παλαιστίνη καί νά κατατεθοῦν στήν Ρωσική Μονή τῆς ἁγ. Μαγδαληνῆς (στά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς ὁποίας εἶχε παρευρεθεῖ ἡ Μεγ. Δούκισσα, τό 1888).
Ἡ ἁγιότητα τῶν δύο Νεομαρτύρων διακηρύχθηκε τό 1981, ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπολίτη Φιλάρετο Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Κατά τήν ἐπίσημη Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων διαπιστώθηκε, ὅτι ἦσαν μερικῶς ἄφθαρτα (τά πόδια, τά πέλματα καί ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἁγ. Ἐλισάβετ καί ἡ Κάρα τῆς ἁγ. Βαρβάρας). (Βλ. Λ. Μίλλαρ, "Ἡ ἁγία Μεγάλη Δούκισσα Ἐλισσάβετ τῆς Ρωσίας - Νεομάρτυς ἐπί Κομμουνισμοῦ", 1988).
Τό 2008 ἀποτμήματα τοῦ Λειψάνου της, καθώς καί της Ὁσιομάρτυρος Βαρβάρας, περιόδευσαν στή Ρωσία, ὅπου ἔσπευσαν να τά προσκυνήσουν περίπου δέκα ἑκατομμύρια πιστοί!
ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Κύπρου (+ 403, 12η Μαϊου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ Μάρτυρος (; 5η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Κύκκου Κύπρου.
ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Σάμου:
Μέρος Κάρας στό Ναό ἁγ. Νάπας Λεμεσοῦ Κύπρου.
ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ Ἱερομ., Πατριάρχου Ρωσίας (+ 1612, 17η Φεβρ. καί 12η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΕΡΜΙΠΠΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ μετά Ἱερομ. Ἑρμολάου (+ 305, 26η Ἰουλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου Βενετίας.
ΕΡΜΟΛΑΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἰαματικοῦ (+ 305, 26η Ἰουλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου Βενετίας, στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό Μπενεβέντου Καμπανίας καί στό Calci τῆς ΡΚ Ἐπισκοπῆς Πίζας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, ἁγ. Νικάνορος Γρεβενῶν, Λειμῶνος Λέσβου καί Κύκκου Κύπρου, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΕΡΜΟΚΡΑΤΟΥΣ Ἱερομάρτυρος, τοῦ μετά Ἱερομ. Ἑρμολάου (+ 305, 26η Ἰουλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου Βενετίας.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμόλαος (διδάσκαλος τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος), Ἕρμιππος καί Ἑρμοκράτης, διέφυγαν ἀπό τόν ἐμπρυσμό τοῦ Ναοῦ τῆς Νικομήδειας ἀπό τόν Μαξιμιανό καί τελειώθηκαν ἀργότερα μέ ἀποκεφαλισμό. Τά Λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Λατινοκρατούμενη Νικομήδεια στή Βενετία κατά τόν 13ο αἰ., κατά τήν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν.
ΕΥΓΕΝΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος (+ 262, 24η Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μποῦρα Μεγαλοπόλεως.
ΕΥΓΕΝΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Τραπεζοῦντος (+ 303, 21η Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Παν. Σουμελᾶ Βερμίου καί στή Μητρόπολη Ν. Κρήνης καί Καλαμαριᾶς.
ΕΥΓΕΝΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Αὐξεντίου (+ 284 – 305, 13η Δεκεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Κοιμ. Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης καί Κύκκου Κύπρου.
ΕΥΔΟΚΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος (+ 152, 1η Μαρτίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους, Φανερωμένης Σαλαμῖνος, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων καί Βουλκάνου Μεσσηνίας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ τοῦ Δικαίου, τῆς Καππαδοκίας (9ος αἰ., 31η Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Κατά τήν Ἀνακομιδή τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ευδοκίμου βρέθηκε "φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα" καί μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, τήν 6η Ἰουλίου 831. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο διαλύθηκε.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 473, 20ή Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Σάρδεων (+ 840, 26η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στόν ὁμώνυμο Ναό Κερατσινίου Πειραιῶς.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νέου (+ 889, 15η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Περιστερᾶς Θεσσαλονίκης.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1404, 1η Ἀπριλίου καί 4η Ἰουλίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό ἁγ. Κων/νου Σούζνταλ.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ἁγίου, Πατρ. Τυρνόβου Βουλγαρίας (+ 1401 – 1402, 20ή Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Μπάσκοβο Βουλγαρίας.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἰβηροσκητιώτου (+ 1814, 22α Μαρτίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΕΥΛΑΛΙΑΣ Μάρτυρος (3ος αἰ., 22α Αὐγούστου).
Τά Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Βαρκελώνης.
ΕΥΛΑΜΠΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Εὐλαμπίας (+ 303 – 311, 10η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΕΥΜΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Γορτύνης Κρήτης (7ος αἰ., 18η Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στό Ναό ἁγ. Νικολάου Γόλας Σερβίας.
ΕΥΜΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Κρήτης (+ 1920, 10η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κουδουμᾶ Κρήτης·
ΕΥΠΛΟΥ τοῦ Ἀρχιδιακόνου, τῆς Κατάνης Σικελίας (+ 304, 11η Αὐγούστου):
Μέρος Κάρας καί μία κνήμη στή Μητρόπολη Πολυανῆς καί Κιλκισίου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Δοχειαρίου καί Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ Ὁσίας, τῆς Ταβέννης (+ 413, 25η Ἰουλίου):
Ἡ δεξιά στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀγάθωνος Φθιώτιδος, Φανερωμένης Σαλαμῖνος καί Λειμῶνος Λέσβου.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Πλακίδα (+ 118, 20ή Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Κυπριανοῦ Φυλῆς Ἀττικῆς.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βενετίας.
Ἀπότμημα χειρός στή Μητρόπολη Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης.
Τρία τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἄνω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Γουμενίσσης Κιλκίς καί ὁσ. Θεοδοσίου Ἄργους.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Ἐπισκόπου:
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 21/2 (Πατρ. Ἀντιοχείας), τῆς 31/5 (Πατρ. ΚΠόλεως), τῆς 29/3 (Ἐπισκόπου Κίου) ἤ τῆς 7/7 (Ἱερομάρτυρα).
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Α' Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (+ 1286, 4η Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Ζέτας Σερβίας.
Ὁ ἅγ. Εὐστάθιος ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τῆς Ζίτσας - σέ μία κρύπτη πού εἶχε ἀνοίξει ὁ ἴδιος - καί ὁ τάφος του ἀναδείχθηκε πηγή θαυμάτων. Μαρτυρεῖται, ὅτι κάποτε τρία ἄνθη ἄνοιξαν πάνω στήν πλάκα τοῦ τάφου του! Ὅταν ὁ Κράλης Μιλοῦτιν πληροφορήθηκε τό σημεῖο αὐτό, διέταξε νά ἀνοιχθεῖ ὁ τάφος. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου βρέθηκε ἄφθαρτο καί εὐωδιαστό. Κατά τήν περίοδο τῶν Τουρκικῶν εἰσβολῶν καί τῆς κατακτήσεως, τό Λείψανο φυλάχθηκε στό Πατριαρχεῖο τοῦ Πεκίου μέχρι τό 1737, καί στή συνέχεια μεταφέρθηκε στή Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Ζέτας.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Νεομάρτυρος:
Ἡ Κάρα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν μνημονεύεται στίς συναξαριστικές πηγές.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Λιθουανίας (+ 1347, 14η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Βίλνιους Λιθουανίας.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Αὐξεντίου (+ 284 – 305, 13η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1097, 28η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΕΥΤΥΧΙΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 582, 6η Ἀπριλίου):
Μέρος τῆς Κάρας καί τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Μέρος τῆς Κάρας στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Τά Λείψανα καί ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Εὐτυχίου μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΚΠόλεως στή Μονή ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας τό 1246, ἐπί Ἡγουμένου Πέτρου Querini.
ΕΥΤΥΧΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Ράξου Κρήτης (4ος αἰ., 17η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ὁδηγητρίας Τυμπακίου Κρήτης.
ΕΥΤΥΧΙΟΥ Ὁσίου, κτίτορος τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων (4ος αἰ.):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΕΥΤΥΧΙΑΝΟΥ Ὁσίου, τῆς Ράξου Κρήτης (4ος αἰ., 17η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ὁδηγητρίας Τυμπακίου Κρήτης.
ΕΥΦΗΜΙΑΣ Μεγαλομάρτυρος (+ 304, 16η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου Φαναρίου ΚΠόλεως.
Ἀποτμήματα στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 630 Θεοφόρων Πατέρων (Χαλκηδόνα, 451), Ὀρθόδοξοι καί Μονοφυσίτες ἔγραψαν τίς Ὁμολογίες τους σέ δύο διαφορετικούς τόμους καί τούς ἔθεσαν μέσα στή λάρνακα μέ τό Λείψανο τῆς Ἁγίας. Τήν ἑπομένη, μετά ἀπό προσευχή, ὁ τόμος τῶν Ὀρθοδόξων βρέθηκε στό στῆθος τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου, ἐνῶ ὁ τόμος τῶν αἱρετικῶν στά πόδια του!
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, τῆς Ἀλεξανδρείας (5ος αἰ., 25η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων (9ος αἰ., 18η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἡ δεξιά στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, Πριγκιπίσσης τοῦ Πολότσκ Ρωσίας (+ 1173, 23η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή τοῦ Σωτῆρος Πολότσκ Ρωσίας.
Ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη κοιμήθηκε κατά τήν διάρκεια προσκυνήματος στούς Ἁγίους Τόπους, ἐνῶ τήν μετέφεραν ἀδιάθετη στή Ρωσική Μονή, καί ζήτησε νά κηδευθεῖ στή Μονή τοῦ ἁγ. Σάββα, ὅπου στό παρελθόν εἶχαν ἐνταφιασθεῖ δίκαιες γυναίκες (λ.χ. οἱ μητέρες τοῦ ἁγ. Σάββα καί τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων).
Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε ἀπό Ρώσους προςκυνητές, ἀρχικά στήν Ἄκρα τῆς Παλαιστίνης καί τελικά στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, γιά νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τόν Σουλτάνο τῆς Αἰγύπτου Σαλαδίν. Τό Λείψανο ἐπέστρεψε στό Πολότσκ μετά ἀπό πάροδο ὀκτώ αἰώνων καί πολλές ἐμφανίσεις τῆς Ὁσίας, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β'. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, οἱ Μπολσεβίκοι τοποθέτησαν τό Λείψανο στό τοπικό Μουσεῖο Ἀθεϊσμοῦ. Κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εὐσεβεῖς κάτοικοι τοῦ Πολότσκ παραβίασαν τό μουσεῖο, πῆραν τό Λείψανο καί τό κατέθεσαν στό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης. Τελικά τό 1943 τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στή Μονή Πολότσκ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (μ. Βαρβάρας, "Ὁ Βίος τῆς ὁσ. Εὐφροσύνης τοῦ Πολότσκ"· Περιοδικό "Orthodox Life", φ. 2/1959).
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, Φεβρωνίας Πριγκιπίσσης τοῦ Μούρωμ Ρωσίας (+ 1228, 25η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Μούρωμ Ρωσίας.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, Πριγκιπίσσης τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1250, 25η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Σούζνταλ Ρωσίας.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Ὁσίας, Πριγκ. Εὐδοκίας τῆς Μόσχας (+ 1407, 17η Μαϊου καί 7η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἀρχαγγ. Μιχαήλ Κρεμλίνου.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΥ Μάρτυρος (; 6η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Ἀνδρέου Κεφαλληνίας.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μαγείρου (9ος αἰ., 11η Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Λουκούς Ἄστρους Κυνουρίας.
ΕΦΡΑΙΜ Ὁσίου, τοῦ Σύρου (+ 373, 28η Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, στήν Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως και στην ομώνυμη Μονή στην Κονταριώτισσα Πιερίας.
ΕΦΡΑΙΜ Ὁσίου, τοῦ Νοβοτόρζχκ Ρωσίας (+ 1053, 28η Ἰαν. καί 11η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΕΦΡΑΙΜ Ἁγίου, Πατριάρχου Σερβίας (+ 1399, 15η Ἰουνίου καί 30ή Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Κοσσυφοπεδίου.
ΕΦΡΑΙΜ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ὄρους Ἀμώμων (+ 1426, 5η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἀμώμων, Νέας Μάκρης Ἀττικῆς.
Ζ.
ΖΑΧΑΡΙΟΥ τοῦ Προφήτου, πατρός τοῦ Τιμίου Προδρόμου (1ος αἰ., 5η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Σίντζας Ἀρκαδίας.
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ρ. Κ. Ναό τῆς Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Κατά τόν Ἐκκλησιαστικό Ἱστορικό Σωζόμενο, τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ζαχαρία βρέθηκαν θαυματουργικά στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης τήν 11η Φεβρουαρίου τοῦ 415, κατά τήν βασιλεία τοῦ Θεοδοσίου Β' τοῦ Μικροῦ (408 – 450), ὅπως δέχεται καί ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, καί μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Ἔπαρχο τῆς ΚΠόλεως Οὐρσό στή Βασιλεύουσσα, ὅπου κατατέθηκαν στό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, μαζί μέ τά Λείψανα τοῦ Δικαίου Ἰωσήφ. Τόν 9ος αἰ. ὁ Εἰκονομάχος Αὐτοκράτορας Λέων Ε' ὁ Ἀρμένιος (813 – 820), δώρησε τά Λείψανα στόν Δόγη τῆς Βενετίας Ἄγγελο Particiano (811 – 827), ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Ἀνδρέα Δάνδολου τά Λείψανα δωρήθηκαν περί τό 829. Τά Λείψανα σήμερα φυλάσσονται σέ ἀνθρωπόσχημη λειψανοθήκη.
ΖΑΧΑΡΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Χοζεβίτου.
Ἡ Κάρα στή Μονή Εὐαγγ. Θεοτόκου Συκαμίνου Ὠρωποῦ.
ΖΗΝΟΒΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Αἰγῶν Κιλικίας, τοῦ μετά μ. Ζηνοβίας (+ 285, 30ή Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κάτω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας.
ΖΗΝΟΒΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς μετά Ἱερομάρτυρος Ζηνοβίου (+ 285, 30ή Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κάτω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας.
ΖΗΝΩΝΟΣ Μάρτυρος, τοῦ Ρωμαίου (+ 371, 12η Ἀπριλίου):
Λείψανα στό ΡΚ Ναό τῆς ἁγ. Πραξίδης Ρώμης καί στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βερόνας Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Κάτω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας.
ΖΩΤΙΚΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Νικολιτσέλ Ρουμανίας (4ος αἰ., 6η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κοκός, Τούλτσεας Ρουμανίας.
ΖΩΣΙΜΑ Ὁσίου, τοῦ Σολόβκι Ρωσίας (+ 1478, 17η Ἀπριλίου καί 8η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΖΩΣΙΜΑ Ὁσίου, τοῦ Τουμάνε Σερβίας (14ος αἰ., 6η Μαϊου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
Η.
ΗΛΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μούρωμ Ρωσίας (+ 1188, 19η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΗΛΙΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Ἀρδούνη (+ 1686, 31η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας.
ΗΛΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Βερκοτουρί Σιβηρίας (+ 1900, 30ή Νοεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό τῆς Μεταμ. Σωτῆρος, τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου Βερκοτουρί Σιβηρίας
ΗΛΙΟΦΩΤOY Ὁσίoυ, τῆς Κύπρου (; 13η Ἰουλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΗΡΑΚΛΕΙΔΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ταμασοῦ Κύπρου (1ος αἰ., 17η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή Κύπρου.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΗΡΩΔΙΩΝΟΣ Ὁσίου, τῆς Σκήτης Λαϊνίτσι Ρουμανίας (+ 1900):
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο ἐνταφιασμένο στή Σκήτη Λαϊνίτσι Ρουμανίας.
ΗΣΑΪΟΥ τοῦ Προφήτου (8ος αἰ. π. Χ., 9η Μαϊου):
Ἀπότμημα Κάρας στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.
ΗΣΑΪΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ροστώφ Ρωσίας (+ 1090, 15η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
Θ.
ΘΑΔΔΑΙΟΥ (ΙΟΥΔΑ) Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ., 21η Αὐγούστου ):
Ἡ δεξιά στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιατζίν.
Ἀποτμήματα στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης, στήν ὁμώνυμη ΡΚ Μονή τῶν Δομηνικανῶν στό Σικάγο (μία κερκίδα) καί στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΘΑΛΕΛΑΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Ἰαματικοῦ (3ος αἰ., 20ή Μαϊου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΚΛΗΣ τῆς Ἰσαποστόλου (1ος αἰ., 24η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στόν ὁμώνυμο Ναό Λάρνακος Κύπρου, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΘΕΟΓΝΩΣΤΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1353, 14η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΘΕΟΔΟΣΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς ΚΠόλεως (+ 730, 29η Μαϊου):
Μέρος Κάρας στή Μονή ἁγ. Θεοδοσίου, Ἁγίου Στεφάνου Ἀττικῆς.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κοινοβιάρχου (+ 529, 11η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή Ἱεροσολύμων.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἄργους (+ 862, 7η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή Ἄργους.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου (+ 1074, 3η Μαϊου καί 14η Αὐγούστου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μινβόντι Καυκάσου (+ 1948, 26η Ἰουλίου ):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Μινβόντι Σταυρουπόλεως Καυκάσου.
Ὁ ὅσ. Θεοδόσιος τοῦ Μινοβόντι ἦταν Κληρικός τῆς μαρτυρικῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Κοιμήθηκε τό 1948 σέ ἡλικία 148 ἐτῶν ! Τά θαύματά του, ἀλλά καί λόγοι ποιμαντικῆς σκοπιμότητος, ἀνάγκασαν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας νά ἀποδεχθεῖ τήν ἁγιότητά του.
ΘΕΟΔΩΡΑΣ Ὁσίας, τῆς Θεσσαλονίκης (9ος αἰ., 5η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Θεσσαλονίκης.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους καί στόν ὁμώνυμο Ναό Λιβαδίου Αἰγίνης.
Δέκα μήνες μετά τήν κοίμηση τῆς ὁσ. Θεοδώρας τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφανίσεις της στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰωάννη, καί τοποθετήθηκε σέ λάρνακα μέ εἰδική ὀπή, ἀπ' ὅπου ἔρρεε τό θαυματουργό μῦρο! (Διασώθηκαν μέχρι τήν ἐποχή μας εἰδικά μικρά δοχεία γιά τήν μεταφορά του, τά λεγόμενα κουτρούβια).
Περίπου τό 1420 ἐπισκέφθηκε τήν Μονή της ὁ Ρώσος Διάκονος Ζωσιμᾶς, ὁ ὁποῖος "ἔμεινε ἔκπληκτός ἀπό τήν θέα τῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας, διότι φαινόταν σά νά ζοῦσε καί προσθέτει ὅτι τά ἐνδύματα τοῦ Λειψάνου ἦταν διαποτισμένα ἀπό τό μυρίπνοο ἔλαιο πού πήγαζε ἀπ' αὐτό"! (Δ. Β. Χιτρώφ, "Ρώσοι Προσκυνητές στήν Ἀνατολή", Γενεύη 1889, σελ. 208· στή Γαλλική).
Τό 1430, μέ τήν Ὀθωμανική κατάκτηση, ἡ Μονή λεηλατήθηκε καί τό Λείψανο τεμαχίσθηκε. Διάφορα τμήματά του κατάφεραν κάποιοι πιστοί νά τά περισυλλέξουν, "ἅ καί εἰς ἑνός συναρμοσθέντα σώματος ὁλομέλειαν, θαυμάτων ἐνέργειαν καθ' ἑκάστην ἀφθόνως πηγάζουσιν". Τό 1459 ὁ Μωάμεθ Β' ὁ Πορθητής ἐπικύρωσε τήν Μονή στή Χριστιανή μυτριά του Μάρα Μπράνκοβιτς. Στά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ἡ Μονή εἶχε 200 περίπου μοναχές. Τό 1661 τό Λείψανο κατατέθηκε σέ μαρμάρινη λάρνακα. Τό 1669 ὁ Γάλλος περιηγητής Ροβέρτος Dre, εἶδε τό Λείψανο στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Σήμερα στή Μονή ὁσ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, φυλάσσονται πολλά τῶν ὁστῶν τῆς Μυροβλύτιδος Ὁσίας, διότι τό ἀδιάφθορο Λείψανό της, ἄγνωστο πότε, διαλύθηκε. (Βλ. Συμ. Πασχαλίδη, "Ὁ Βίος τῆς Ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ - Διήγηση περί τῆς Μεταθέσεως τοῦ Λειψάνου τῆς ὁσ. Θεοδώρας", 1991).
ΘΕΟΔΩΡΑΣ Ἁγίας, τῆς Αὐγούστας (+ 867, 11η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο (πλήν τῆς Κάρας, ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ), ἀδιάφθορο στον Μητροπολιτικό Ναό Παναγίας Σπηλαιώτισσας Κερκύρας.
ΘΕΟΔΩΡΑΣ Ἁγίας, Βασιλίσσης τῆς Ἄρτης (+ 1275 ; ,11η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μητρόπολη Ἄρτης.
ΘΕΟΔΩΡΑΣ Ἁγίας:
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίας Ἁγίας πρόκειται.
ΘΕΟΔΩΡΑΣ Ὁσίας, τῆς Σύχλας Ρουμανίας (17ος - 18ος αἰ., 7η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ἡ ὁσ. Θεοδώρα κοιμήθηκε σέ μεγάλη ἡλικία καί κηδεύθηκε στό σπήλαιό της. Τό ἀσκητικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί δοξάσθηκε μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων. Διατηρήθηκε ἀνέπαφο γιά ἑκατό περίπου χρόνια καί διαλύθηκε πρίν τό 1828 (ἤ τό 1834), ὁπότε τά εὐωδιάζοντα ὀστά της μεταφέρθηκαν στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Θαυματουργό παραμένει μέχρι σήμερα τό Ἁγίασμά της, τό ὁποῖο συγκεντρώνεται σέ ἕνα κοίλωμα στό σπήλαιό της καί δέν ἐξαντλεῖται ποτέ.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Τύρωνος (+ 306; , 17η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στό Ναό ἁγ. Θεοδώρων Σερρῶν.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βρινδισίου Ἰταλίας.
Μέρος τοῦ δεξιοῦ ποδός στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς δεξιᾶς χειρός στή Μονή Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ὁ ἀριστερός βραχίονας στή Μητρόπολη Πολυανῆς καί Κιλκισίου·.
Δύο τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων στή Μονή Χόποβο Σερβίας.
Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἡ Κάρα του βρίσκεται στήν πόλη Γαέτα τῆς Ιταλίας.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Στρατηλάτου (+ 319, 8η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς.
Μέρη Κάρας στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Τρία τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ποδός στήν Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Μέρος Κάρας καί Λειψάνων στό Ναό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Σύμφωνα μέ τίς Συναξαριστικές πηγές, τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ Μεγαλομ. Θεοδώρου ἐνταφιάσθηκε στό πατρικό του κτῆμα στά Εὐχάϊτα τοῦ Πόντου, ἀπ' ὅπου ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη τήν 8η Ἰουνίου ἀγνώστου ἔτους. Τό 1347 ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός δώρησε μέρος τοῦ Λειψάνου στό Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Συμεών τόν Ὑπερήφανο (1341 – 1353). Πιθανῶς ἀπό τά Λείψανα αὐτά νά προέρχεται τό μέρος πού φυλάσσεται στή Λαύρα Νέβσκι τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθῆκες τά Λείψανα μετακομίσθηκαν στή Μεσημβρία τῆς Θράκης, ἀπ' ὅπου τό 1257 ὁ Βενετός Giacomo Daudolo τά ἀφαίρεσε ἀπό τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Ramiero Ziani, καί τά κατέθεσε στό Βενετικό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου Γαλατᾶ ΚΠόλεως. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τό 1267, τά Λείψανα μεταφέρθηκαν στή Βενετία καί κατάτέθηκαν στό Ναό τοῦ Σωτῆρος, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Στά Λείψανα αὐτά περιλαμβάνονται κρανίο καί πολλά ὀστά.
Στή Ρωμαϊκή Δύση Λείψανα τοῦ ἁγ. Θεοδώρου διεκδικεῖ καί τό Μπρίντεζι. Τά Λείψανα αὐτά ἔφθασαν στή ναυτική αὐτή Ἰταλική πόλη κατά τήν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν, ἀλλά μᾶλλον πρόκειται περί Λειψάνων τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.
Τό 1204 τέλος ὁ Λατίνος Αὐτοκράτορας ΚΠόλεως Βαλδουϊνος δώρησε στόν Ἐπίσκοπο Πέτρο τοῦ Ἀμάλφι τήν Κάρα τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία ἔφθασε στή Γαέτα τήν 30. 11. 1210.
Εἶναι ἐξαιρετικά πιθανό τά λείψανα πού ἀποδίδονται στόν ἅγ. Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη, νά ἀνήκουν σέ ἄλλο Θεόδωρο. Ἄλλωστε ὁ Μαρίνος Σανοῦδος στήν καταγραφή τῶν Λειψάνων τοῦ Ναοῦ τοῦ Σωτῆρος ἀναφέρει λείψανα «Θεοδώρου Ἐπισκόπου».
Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἀξιόλογοι μελετητές, παλαιοί καί νεώτεροι (λ.χ. ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης), ἀναφέρονται σέ «διπλασιασμό τοῦ Μεγαλομ. Θεοδώρου πού πραγματοποιήθηκε στόν Ἑλληνικό κόσμο» (ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθάγγελος).
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἡγιασμένου (+ 368, 16η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μάρτυρος, τῆς Κεφαλληνίας (4ος αἰ., 24η Αὐγ. καί 11η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Ζαχαρίου Βενετίας.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Συκεώτου, ἐπ. Ἀναστασιουπόλεως (+ 613, 22α Ἀπρ.):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μάρτυρος, τοῦ "ἐν Πυργίῳ":
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, κτίτορος τῆς Μονῆς Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων (9ος αἰ., 18η Ὀκτ.):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἀρχιεπ. Ἀλεξανδρείας (+ 606, 3η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (12η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Γραπτοῦ (+ 840, 27η Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στό Ναό ἁγ. Αἰκατερίνης Θεσσαλονίκης.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Στουδίτου (+ 826, 11η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ἁγίου, ἐπ. Ροστώφ καί Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1023, 8η Ἰουνίου):
Μέρη ἀδιαφθόρου Λειψάνου στό Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν Σούζνταλ Ρωσίας.
Ἕνας ἀδιάφθορος δάκτυλος στό Ναό ἁγ. Κων/νου -Ἑλένης Σούζνταλ.
Τό Λείψανό τοῦ ἁγ. Θεοδώρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό τοπικό Μουσεῖο τοῦ Σούζνταλ. Λίγο πρίν τήν πτώση τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, τό Λείψανο ἦταν σέ κατάσταση ὁλοκλήρου ξηροῦ σώματος, μέ μαλλιά καί γενειάδα, ἀλλά καί ἐμφανεῖς τίς κακοποιήσεις του ἀπό τούς ἀθεϊστές.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μάρτυρος, Βογιάρου τοῦ ἁγ. Μιχαήλ Ἡγεμόνος τοῦ Τσερνίκωφ Ρωσίας (+ 1245, 14η Φεβρουαρίου καί 20ή Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Κρεμλίνου.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Ροστώφ Ρωσίας (+ 1394, 28η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Ροστώφ Ρωσίας.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Νεομάρτυρος, τῶν Δαρδανελλίων (+ 1690, 2α Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στό Ναό ὁσ. Ξένης Νικαίας Πειραιῶς.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νέου (+ 1750, μετά τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Μυτιλήνης (+ 1784, 30ή Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Μυτιλήνης.
Τό Λείψανο τοῦ Νεομάρτυρος Θεοδώρου ἐνταφίασαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί στό Ναό τῆς Παναγίας Χρυσομαλούσσας. Κατά τήν ἀνακομιδή του, τό 1798, βρέθηκε ἀδιάφθορο.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Βυζαντίου (+ 1795, 17η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τῶν Κυθήρων (+ 922, 12η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή Κυθήρων.
ΘΕΟΚΤΙΣΤΗΣ Ὁσίας, τῆς Λέσβου (+ 881, 9η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Λευκάδος Ἰκαρίας.
Μία τῶν χειρῶν στό Ναό Παν. Ἑκατονταπυλιανῆς Πάρου.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Νικητῶν Καβάλας.
ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 4/2, τῆς 6/9 ἤ τῆς 3/10.
ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ Μάρτυρος, συζύγου Μεγαλομ. Εὐσταθίου (+ 118, 20ή Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βενετίας.
ΘΕΟΠΙΣΤΟΥ Μάρτυρος, υἱοῦ Μεγαλομ. Εὐσταθίου (+ 118, 20ή Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βενετίας.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Ὁσίου, τοῦ Γραπτοῦ (+ 850, 11η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Ὁσίου, τοῦ Μετεωρίτου (+ 1544, 17η Μαϊου):
Ἡ ἀριστερή παλάμη ἀδιάφθορη στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Ὁσίου, τῆς Ναούσης (16ος αἰ., 19η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Ναούσης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Βεροίας.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ τοῦ Ἐγκλείστου, Ἐπισκόπου Ταμπώφ Ρωσίας (+ 1894, 6η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βισένσκυ, Ρυαζάν Ρωσίας.
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Ἁγίας, Αὐτοκράτειρας τοῦ Βυζαντίου (+ 893, 16η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, Φαναρίου ΚΠόλεως·
Μέρος Κάρας στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΦΙΛΟΥ Παιδομάρτυρος, τῆς Ρώμης (284 – 304, ):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ἀββαεῖο τῶν Τραπιστῶν τοῦ Rogersville, New Brunswick Καναδᾶ.
Τά Λείψανα εἶναι συναρμολογημένα μέ κερί, σέ ὁμοίωμα παιδιοῦ ἡλικίας 10 περίπου ἐτῶν.
ΘΕΟΦΙΛΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μυροβλύτου (+ 1548, 8η Ἰουλίου):
Ἡ δεξιά ἀδιάφθορη, σέ σχῆμα εὐλογίας, στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΘΕΟΦΙΛΟΥ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, τοῦ Κιέβου (+ 1853, 28η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στή Σκήτη Κιτάγιεβο Κιέβου.
ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου εἰς Κύπρον (; 26η Μαϊου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους καί στόν ὁμώνυμο Ναό Λεμεσοῦ Κύπρου.
ΘΕΩΝΑ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (16ος αἰ., 4η Ἀπριλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή ἁγ. Ἀναστασίας Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΘΥΡΣΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Νικάνορος Γρεβενῶν.
ΘΩΜΑ Ὁσίου, τοῦ "ἐν Μαλεῷ" Πελοποννήσου (10ος αἰ., 7η Ἰουλίου):
• Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μητρόπολη Μονεμβασίας καί Σπάρτης.
ΘΩΜΑ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ., 6η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου Πάτμου.
Ἀποτμήματα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, στό Κοπτικό Πατριαρχεῖο τῆς Αἰγύπτου καί στόν Συρο - Ἰακωβιτικό Ναό τῆς Μοσούλης.
Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἡ Κάρα καί τά περισσότερα Λείψανα φυλάσσονται στή ΡΚ Βασιλική τῆς Ὀρτόνα Ἰταλίας.
ΘΩΜΑΪΔΟΣ Μάρτυρος, τῆς Ἀλεξανδρείας (14η Ἀπριλίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ι.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Ζεβεδαίου (1ος αἰ., 30η Ἀπριλίου):
Tά Λείψανα στό ὁμώνυμο ΡΚ Προσκύνημα τῆς Καμποστέλλα Ἰσπανίας.
Ἀπότμημα στήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη Ἁγίου Ὄρους.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Ἀλφαίου (1ος αἰ., 9η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ρώμης.
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Ἀδελφοθέου (10ος αἰ., 23η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ρώμης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου (δύο τεμάχια) καί Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους, Κορνοφωλιᾶς Ἔβρου, Τιμίου Προδρόμου Ἀκριτοχωρίου Σερρῶν καί Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΑΚΩΒΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Πέρσου (+ 421, 23η Νοεμβρίου):
Ἕνας μηρός στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας, Ἰβήρων, Διονυσίου (περισσότερα τοῦ ἑνός) καί Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, Κύκκου Κύπρου καί στήν Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Νισίβεως (13η Ἰανουαρίου):
Ἡ δεξιά στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιατζίν.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Διδυμοτείχου (+ 1520, 1η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Διδυμοτείχου, στή Μονή ἁγ. Ἀναστασίας Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης καί στό Μητροπ. Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Καστοριᾶς.
ΙΑΚΩΒΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Διακόνου (+ 1520, 1η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Διδυμοτείχου καί στή Μονή ἁγ. Ἀναστασίας Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης.
ΙΑΚΩΒΟΥ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, τοῦ Μποροβίτσι Ρωσίας:
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τῆς Νεαπόλεως Ἰταλίας (+ 305, 21η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Καθεδρικό Ναό Νεαπόλεως Ἰταλίας.
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι στή Νεάπολη φυλάσσεται καί στερεοποιημένο αἷμα τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἰανουαρίου, τό ὁποῖο ὑγροποιεῖται 18 φορές τόν χρόνο.
ΙΑΣΩΝΟΣ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 29η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Θηβῶν.
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Κερκύρας καί στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Θεοφόρου (+ 107, 20ή Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Βεροίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Βαρνάκοβας Ναυπακτίας καί Νταοῦ Πεντέλης, στήν Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Σμολένσκ Ρωσίας (+ 1210):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σμολένσκ Ρωσίας.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μηθύμνης Λέσβου (+ 1578):
Τά Λείψανα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καί Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Γοτθίας (+ 1786):
Ἀπότμημα στό Ναό ἁγ. Νικολάου - Μεταμορφώσεως, Μαριουπόλεως Οὐκρανίας.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἰβηροσκητιώτου (+ 1814, 1η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 1814):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους.
ΙΔΗ (Idus) Ἁγίου, Ἐπισκόπου Βίντσεστερ Βρεττανίας (+ 705):
Τά Λείψανα στήν Ἐπισκοπή Βίντσεστερ Βρεττανίας.
ΙΕΡΟΘΕΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν (1ος αἰ., 4η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παν. Κυπαρισιωτίσσης Μεγάρων Ἀττικῆς.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΙΕΡΟΘΕΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἰβηρίτου (+ 1745, 13η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Βεροίας (; 26η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Βεροίας.
ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 371, 21η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Κύκκου Κύπρου.
ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Νεομάρτυρος, τοῦ Κρητός, τῆς ΚΠόλεως (+ 1804, 20ή Σεπτεμβρίου):
Μέρος Λειψάνων στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἰρκούτσκ Σιβηρίας (+ 1731):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ζναμένσκυ Ἰρκούτσκ Σιβηρίας.
ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπ. Μόσχας (Βενιαμίνωφ, + 1879, 31η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ τῆς Παρθένου, Πριγκιπίσσης Ὀσλάνσκυ (16ος αἰ., 6η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΙΟΥΔΑ Ἀποστόλου του Θεαδέλφου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ., 19η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Ρ Κ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης καί στό ΡΚ Ναό ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου Βενετίας.
ΙΟΥΛΙΟΥ Πρεσβυτέρου, τοῦ Αἰγινήτου (+ 401, 31η Ἰανουαρίου).
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ Κοζάνο Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στό Ναό τῶν Αἰγηνιτῶν Ἁγίων Λειβαδίου Αἰγίνης.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ Διακόνου, τοῦ Αἰγινήτου (+ 391, 7η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ Καζάνο Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στό Ναό τῶν Αἰγηνιτῶν Ἁγίων Λειβαδίου Αἰγίνης.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τῶν δύο Αἰγινητῶν Ἁγίων - πού ἔδρασαν στή Β. Ἰταλία ὡς συνεργάτες τοῦ ἁγ. Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων – τιμᾶται τήν 19η Μαϊου.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Ταρσέως (+ 305, 21η Ἰουνίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντοκράτορος καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ Μάρτυρος (μητρός μ. Κηρύκου, + 305, 15η Ἰουλίου):
Μία ὠλένη μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Παλαιοκαστρίτσης Κερκύρας καί Κύκκου Κύπρου.
ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ Μάρτυρος (τῆς μετά Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ, + 304, 2α Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Μέρος Κάρας στό Ναό ἁγ. Κυπριανοῦ Μενίκου Λευκωσίας.
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Κυπριανοῦ καί Ἰουστίνης Φυλῆς Ἀττικῆς.
ΙΣΑΑΚΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Νέα Θηβαϊδα Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 21/4, τῆς 16/5 ἤ τῆς 20/11.
ΙΣΑΑΚΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Δαλμάτων (; 3η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΙΣΑΑΚΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1090, 14η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Μέρος Λειψάνων στή Μονή Κουντίν Τοροπέτς Ρωσίας.
ΙΣΙΔΩΡΟΥ Μάρτυρος, τῆς Χίου (+ 251, 14η Μαϊου):
Ἡ Κάρα καί μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων στό ὁμώνυμο Παρεκκλήσιο τοῦ ΡΚ Καθεδρικοῦ Ναοῦ ἁγ. Μάρκου Βενετίας.
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Χίου καί στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ὕπαρξη τῶν Λειψάνων τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου στή Χίο, μαρτυρεῖται ἤδη κατά τόν 6ο αἰ. ἀπό τόν ἁγιολόγο ἅγ. Γρηγόριο Τουρώνης. Προηγουμένως, τόν 5ο αἰ., ὁ ἅγ. Μαρκιανός, Οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας ΚΠόλεως, εἶχε μεταφέρει στή Βασιλεύουσσα τήν Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Μάρτυρος, τά ὁποῖα κατέθεσε σέ παρεκκλήσιο τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας στό Πέραν. Τά ὑπόλοιπα Λείψανα τοῦ Μάρτυρος ἀφαιρέθηκαν ἀπό τήν Χίο τό 1125, μέ τήν βοήθεια τοῦ Βενετικοῦ Στόλου, ἀπό τόν Ἑλληνόφωνο Λατίνο Κληρικό Cebrano Cebrani, μέ τήν εὐκαιρία στρατιωτικῆς ἀποστολῆς στήν Ἀνατολή τοῦ Δόγη Δομηνίκου Michiel. Τό 1356 (1η Μαϊου) τά Λείψανα τοῦ Μάρτυρος κατατέθηκαν σέ Παρεκκλήσιο πρός τιμήν του, μέσα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου.
Τήν 17. 9. 1626 ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου κλάπηκε ἀπό τήν Τουρκοκρατούμενη ΚΠολη μέ τήν βοήθεια ντόπιου Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος πληρώθηκε ἀδρότατα ἀπό τίς Βενετικές Ἀρχές. Ἡ Κάρα ἔφθασε στή Βενετία τήν 1. 3. 1627 καί κατατέθηκε στό Θησαυρό τοῦ ἁγ. Μάρκου.
ΙΣΙΔΩΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Πηλουσιώτου (+ 436 – 440, 4η Φεβρουαρίου):
•Ἀποτμήματα στίς Μονές Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους καί Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΙΣΙΔΩΡΟΥ τοῦ Ροστώφ Ρωσίας, διά Χριστόν Σαλοῦ (+ 1474, 14η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό Ναό Ἀναλήψεως Ροστώφ Ρωσίας.
ΙΩΑΚΕΙΜ τοῦ Δικαίου, πατρός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (1ος αἰ., 9η Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στό Ναό τῆς Παναγοῦδας Θεσσαλονίκης.
ΙΩΑΚΕΙΜ - ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπ. Ζιχνῶν Μακεδονίας (+ 1333, 12η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.
ΙΩΑΚΕΙΜ Ὁσίου, τῶν Νοτενῶν Ἀχαϊας (16ος - 17ος αἰ., 3η Ἰουλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Νοτενῶν Ἀχαϊας καί Χρυσοπηγῆς Δίβρης Ἡλείας.
Μία δεκαετία μετά τόν θάνατο τοῦ ὁσ. Ἰωακείμ, ἐμφανίσθηκε "ἐν ὁράματι" στόν τότε Πατριάρχη ΚΠόλεως καί τοῦ ζήτησε τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του, τήν ὁποία διενήργησε ὁ τότε Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν. Κατά τήν ἀνακομιδή τό Λείψανο βρέθηκε ἀδιάφθορο, "σῶον καί ἄφθαρτον καί πλῆρες οὐρανίου εὐωδίας"! καί κατατέθηκε στό Καθολικό τῆς Μονῆς Νοτενῶν. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε, σέ κάποια ἀπό τίς ἱστορικές περιπέτειες τῆς Μονῆς πάντως, ἡ τιμία Κάρα μαζί μέ ἄλλα κειμήλια χάθηκε.
ΙΩΑΚΕΙΜ Ὁσίου, τοῦ Ἰθακησίου (+ 1868, 2α Μαρτίου καί 23η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Τά λοιπά Λείψανα στό Ναό ἁγ. Βαρβάρας Ἰθάκης.
ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 846, 4η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἡ σιαγόνα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας.
Ἀπότμημα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Σκήτης Τσετατσούϊα Ρουμανίας (+ 1638):
Τά Λείψανα στή Σκήτη Τσετατσούϊα Ρουμανίας.
ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ντεβίτς Κοσσυφοπεδίου (14ος αἰ., 7η Μαϊου καί 15η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ντεβίτσυ Κοσσυφοπεδίου.
ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ Α' Ἁγίου, Πατρ. Σερβίας (+ 1279, 25η Μαϊου καί 3η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Σοπόσανι Σερβίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Προδρόμου (1ος αἰ., 7η Ἰανουαρίου):
Μέρη Κάρας στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους, στό Μεγάλο Τζαμί τῆς Δαμασκοῦ καί στό Μουσεῖο Τόπ Καπί τῆς ΚΠόλεως.
Μέρος τῆς σιαγόνας "μετά τριῶν ὀδόντων" στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά ἀδιάφθορη στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα δεξιᾶς στή Μητρόπολη Μαυροβουνίου.
Ἡ ἀριστερά στό Μουσεῖο Τόπ Καπί ΚΠόλεως.
Ὁ δείκτης τῆς δεξιᾶς στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Τέσσερα τμήματα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα τῆς ἀριστερᾶς "μετά αἵματος" στή Μονή Μακρυνοῦ Μεγάρων.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Παντοκράτορος καί ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Κύκκου Κύπρου, στίς Λαύρες Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας καί ἁγ. Ἀλξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως, στόν ὁμώνυμο Ναό Tournai Γαλλίας καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Ἡ "πλεξίδα" του στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας.
Τό Λείψανο τοῦ Τιμίου Προδρόμου κήδευσαν οἱ μαθητές του (Μάρκ. 6, 21 - 29). Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκε, κατά τήν ἀνακομιδή πάντως βρέθηκε ἀδιάφθορο, ἀφοῦ κατά τόν διωγμό τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, κάηκε ὁλόκληρο στήν Σεβαστούπολη. Ἀπό τήν καταστροφή αὐτή διασώθηκαν μόνο τά χέρια του καί βέβαια ἡ τιμία του Κεφαλή, ἐπειδή δέν φυλάσσονταν μαζί μέ τό σῶμα.Περί τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Τιμίου ΠροδρόμουΚατά τόν Ἱστορικό Δοσίθεο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ἀδιάφθορη διαφυλάχθηκε καί ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Βαπτιστοῦ.
Γιά πρώτη φορά ἡ Κάρα βρέθηκε στά Ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἀπό δύο μοναχούς, "δι' ἐπιφανείας καί ἀποκαλύψεως τοῦ ἰδίου τοῦ Βαπτιστοῦ" καί μεταφέρθηκε στήν Ἔμεσσα τῆς Συρίας, ὅπου ἀλληλοδιαδόχως ἔφθασε στά χέρια τοῦ Ἀρειανοῦ Ἱερομονάχου Εὐσταθίου.
Γιά δεύτερη φορά ἡ Κάρα βρέθηκε κρυμμένη σέ σπήλαιο, "ἐντός ὑδρίας", καί ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη, ὅπου κατατέθηκε στόν πρός τιμή τοῦ Προδρόμου Ναό, στό Ἕβδομο.
Γιά τήν τρίτη Εὕρεση τῆς Κάρας δέν σώθηκαν ἰδιαίτερες λεπτομέρειες. Εἶναι γνωστό μόνο, ὅτι βρέθηκε στά Κόμμανα τῆς Καππαδοκίας, "ὑπό τινος Ἱερέως, ἐντός ἀργυροῦ ἀγγείου καί εἰς τόπον ἱερόν" καί ἀπό ἐκεῖ ἀνακομίσθηκε καί πάλι στήν ΚΠολη.
Ἀπό Ἐγκώμιο τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πιθανολογεῖται ὅτι ἴσως ὑπῆρχε στή Μονή τοῦ Στουδίου μέρος ἤ καί ὅλη ἡ ἁγία Κάρα. Στήν ἱστορική συνέχεια ἡ Κάρα διαφυλάχθηκε στή Βλαχία (ἄγνωστο ἀπό ποιόν καί πότε δωρήθηκε), διότι τόν 16ο αἰ. μέρος της δωρήθηκε στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νεάγκο Μπασαράμπη (1512 - 1521), ὁ ὁποῖος πλήρωσε καί τήν δαπάνη κατασκευῆς τῆς χρυσῆς λειψανοθήκης της. Τό 1765, ἐνῶ Διονυσιάτες μοναχοί τήν μετέφεραν στό μετόχι τους στό νησί τοῦ ἁγ. Εὐστρατίου, γιά τήν σωτηρία τῶν κτημάτων ἀπό καταστροφική ἀκρίδα, τό πλοῖο τους λαφυραγωγήθηκε ἀπό πειρατές καί ἡ Προδρομική Κάρα κατέλειξε στό Μεγάλο Τζαμί τῆς Δαμασκοῦ, ὅπου φυλάσσεται σέ εἰδικό κουβούκλιο. (Σωτ. Ν. Καδᾶ, "Ἡ Ἱερά Μονή ἁγ. Διονυσίου - Προσκυνηματικός Ὁδηγός - Ἱστορία - Τέχνη - Κειμήλια", 2002, σελ. 130).
Ἄλλο μέρος τῆς Κάρας διαφυλάχθηκε στή Μονή Καλούτι τῆς Βλαχίας (Μετόχιο τοῦ Παναγίου Τάφου). Τό τμῆμα ἐκεῖνο "ἔνεκα τῶν περιστάσεων", μετέφερε στά Ἱεροσόλυμα ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος, χωρίς νά εἶναι γνωστό πού βρίσκεται σήμερα. Ὁ ἴδιος γράφει στήν Ἱστορία του: "Ἀπεδημήσαμεν ἀπό ΚΠόλεως εἰς Βλαχομπογδανίαν, ὅτε καί τά Μοναστήρια Καλούη καί Οὐγκρέη ἐλάβομεν· ἐν δέ τῷ Καλούῃ μοναστηρίῳ, ἦν μέρος τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Προδρόμου, ὅπερ - τό ἀμφίβολον τοῦ τόπου κατανοήσαντες - ἀνηνέγκαμεν εἰς Ἱερουσαλήμ" (σελ. 1216).
Μετά τίς Σταυροφορίες ἐμφανίσθηκε στή Δύση κάρα πού ἀποδόθηκε στόν Τίμιο Πρόδρομο, γιά τήν διαφύλαξή της μάλιστα κτίσθηκε ὁ Κάθεδρικός Ναός τῆς Ἀμμιένης, ὁ μεγαλύτερος Γοτθικοῦ ρυθμοῦ Ναός τῆς Εὐρώπης .
Περί τῶν χειρῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου
Ἡ ἀδιάφθορη δεξιά τοῦ ἁγ. Ἰωάννη ὑπέστη καί αὐτή ἀνάλογες μέ τήν Κάρα ἱστορικές περιπέτειες. Κατά τήν συναξαριστική παράδοση τήν δεξιά τοῦ Προδρόμου ἔλαβε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τήν κατέθεσε στήν πατρίδα του Ἀντιόχεια. Μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη κατά τήν βασιλεία τῶν Αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ' καί Ρωμανοῦ Β'.
Τό 1403, ὁ Ρούϊ Γκονζάλες Ντέ Καλβίχο (Ἰσπανός ἀπεσταλμένος στήν Αὐλή τοῦ Ταμερλάνου), τήν προσκύνησε στήν Μονή Περιβλέπτου ΚΠόλεως (κτίσμα Ρωμανοῦ Γ, 1031 - 1034). "Ἦταν τό δεξί του χέρι - γράφει - ἀπό τόν ἀγκῶνα ὡς τήν παλάμη, πολύ γερό καί νωπό, ἄν καί λένε πώς ὅλο τό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ἰωάννη στέγνωσε, ἐκτός ἀπό τό δάκτυλο τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ, μέ τό ὁποῖο ἔδειξε ὅταν εἶπε, "ἰδού ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ". Καί τό χέρι αὐτό ἔμοιαζε νά εἶναι ζωντανό· ἦταν πλαισιομένο ἀπό ἕνα λεπτό χρυσό σύρμα, ἔλειπε ὅμως τό μεγάλο δάκτυλο.» (Ρούϊ Γκονζάλες Ντέ Καλβίχο, "Ταξείδι στήν Αὐλή τοῦ Ταμερλάνου", σελ. 101 - 102· καί Νικ. Κοντάκωφ, "Βυζαντινές Ἐκκλησίες καί μνημεία τῆς ΚΠόλεως", Ὀδησσός 1886, σελ. 69).
Ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Γεράσιμος Σμυρνάκης σημειώνει γιά τήν δεξιά τοῦ Ἁγίου, ὅτι, "ἡ χείρ αὕτη ὡς καί ἡ Κάρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, κομισθεῖσαι εἰς ΚΠολιν, ἐπί πέντε ἑκατονταετηρίδας εὑρίσκοντο ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Πετρίου, κατά δέ τήν Ἅλωσιν τῆς ΚΠόλεως μετά τοῦ Ἀκανθίνου Στεφάνου, τῆς Λόγχης καί τοῦ Σπόγγου, κατετέθησαν ἐν τῷ Σουλτανικῷ Θησαυροφυλακίῳ... Κατά Σεπτέμβριον τοῦ 1482 ὁ Σουλτάνος Βαγιαζήτ συνωμολόγησε συνθήκην μετά τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχου τῆς Ρόδου, ἐπί τοῖς ὅροις, ἵνα εἰρήνη κρατῆ κατά ξηράν καί θάλασσαν, ἐμπορική ἐλευθερία, κ.λ.π. - ἔτι δέ μυστικήν συνθήκην ἀφορῶσαν εἰς τόν ἀδελφόν αὐτοῦ Τζέμ, τόν διεκδικοῦντα τόν Θρόνον, δι' ἧς ἀνεδέχετο νά πληρώση 45.000 δουκάτα τῷ Μεγάλῳ Ταξιάρχῃ, ἄν τό Τάγμα αὐτοῦ καθείργνυε τόν Τζέμ. Μαθών δέ ὅτι ὁ Ταξιάρχης ἐξεπλήρωσεν τήν ἀφορῶσαν αὐτόν ὑποχρέωσιν, ἀπέστειλε καί αὐτός - κατά Μάϊον τοῦ 1438 - τό συνομολογηθέν ποσόν τῶν δουκάτων, συγχρόνως δέ βαρυτιμότατον δῶρον ἐντός κυπαρρισίνης θήκης, τήν δεξιάν χεῖρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐπιμελῶς ἐν σηρικῷ ὑφάσματι ἐνειλημένην". (Γερασίμου Σμυρνάκη, "Τό Ἅγιον Ὄρος", σελ. 511).
Ἡ δεξιά τοῦ Ἁγίου φυλάχθηκε στή Μάλτα, ὅπου ἡ ἕδρα τῶν Ἰωαννιτῶν Ἰπποτῶν, μέχρι τό 1799. Τότε, μέ τήν κατάληψη τῆς νήσου ἀπό τούς Γάλλους, οἱ Ἰππότες στράφηκαν γιά βοήθεια πρός τήν Ρωσία καί τήν 12η Ὀκτωβρίου 1799 πρόσφεραν στόν Τσάρο Παῦλο Α' τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας Φιλερήμου καί τήν δεξιά τοῦ Προδρόμου. Τά κειμήλια κατατέθηκαν στό Παρεκκλήσιο τοῦ Χειμερινοῦ Ἀνακτόρου. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό τό 1800, τιμᾶ τό γεγονός τήν 12η Ὀκτωβρίου. Δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἡ Προδρομική δεξιά ἔφθασε στήν Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἐπίσης δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες τό κειμήλιο βρέθηκε στήν ΚΠολη. Ἤδη ἀπό το 1878, ὁ Μητροπολίτης πρ. Βελεγράδων Ἰερεμίας ὁ ὁποῖος κοινοβίασε στήν Μονή Διονυσίου, κατέβαλε προσπάθειες γιά τήν ἐπανάκτηση τοῦ κειμηλίου. Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. τό κειμήλιο ἦταν στήν κατοχή τοῦ μυστικοσύμβουλου τῆς Πρωσίας στήν ΚΠολη Ἰωάννη Φραγκόπουλου, ὁ ὁποῖος καί τό εἶχε διακοσμήσει. Ἐπεστράφη στήν Μονή Διονυσίου τήν 10. 3. 1802, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Προηγουμένου Ἰωακείμ Ἁγιοστρατίτη (σέ ἀνάμνηση τελεῖται ἀγρυπνία τήν Δ' Κυριακή τῶν Νηστειῶν).
Στό ἴδιο ἔργο του ὁ Καλβίχο σημείωνει γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς Ἰσπανικῆς Ἀποστολῆς στόν Ναό τοῦ Προδρόμου. Πρόκειται γιά Ναό πού ἔκτισε ὁ Θεοδόσιος Α' ὁ Μέγας, κοντά στά Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν. Εἶχε μορφή βαπτιστηρίου καί ἦταν διακοσμημένος μέ ἐξαίρετα ψηφιδωτά. Ὁ ψηλός θόλος του στηριζόταν σέ τέσσερεις κίονες ἀπό πράσινο ἴασπι! Οἱ θύρες του ἦσαν ἀργυρές ἐπιχρυσωμένες! "Κοντά στίς πόρτες - γράφει - βλέπεις τέσσερεις μικρές κολόνες ἀπό ἴασπι, μέ ἀργυρές καί ἐπίχρυσες γραμμές, οἱ ὁποίες συμπλέκονται σέ σχῆμα σταυροῦ μέ πολλά πετράδια"!. Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἡ ἀδιάφθορη ἀριστερά τοῦ Ἁγίου. "Τήν ἴδια ἡμέρα - γράφει - μᾶς ἔδειξαν τό ἀριστερό χέρι (ἀπό τόν ὤμο ὡς τήν παλάμη) τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή. Εἶχε τόσο στεγνώσει, πού ἔβλεπες μόνο δέρμα καί ὀστά· ἡ ἄρθρωση τοῦ ἀγκῶνα ἦταν ἀπό χρυσό καί πολύτιμα πετράδια" (αὐτ. σελ. 97 - 98).
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπ. ΚΠόλεως (+ 407, 13η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα μέ ἀδιάφθορο τό ἀριστερό αὐτί στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά ἀδιάφθορη στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους.
Δύο τμήματα τῆς ἀριστερᾶς στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί ἕνα τμῆμα της στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Μεγάλο τεμάχιο κνήμης καί τέσσερα τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Δάκτυλος στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀδιάφθορο μέρος στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τοῦ Δαμασκηνοῦ (+ 760, 4η Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Πολεμιστοῦ:
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Ἀναργύρου (+ 311, 31η Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τοῦ Ἐλεήμονος, Ἀρχιεπ. Ἀλεξανδρείας (+ 620, 12η Νοεμβρίου):
Μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό ἁγ. Μαρτίνου Μπρατισλάβας Σλοβακίας.
Μέρη Κάρας στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, Μεγ. Μετεώρου καί Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους, Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων (περισσότερα τοῦ ἑνός), Γκούρας Τρικάλων καί Κύκκου Κύπρου καί στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Λεμεσοῦ Κύπρου.
Με τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος ὑφίσταται πρόβλημα. Γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς τό Λείψανό του βρίσκεται ἀδιάφθορο στή Βενετία (βλ. Περιοδικό "Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν" Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Ναυπάκτου, φ. 46, σελ. 61), ἐνῶ - σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή - τό σύνολο τῶν Λειψάνων του σήμερα βρίσκεται στό ΡΚ Ναό ἁγ. Μαρτίνου Μπρατισλάβας Σλοβακίας (Δημ. Καππαῆ, "Οἱ ἐν Λεμεσῷ διαλάμψαντες Ἅγιοι", σελ. 139).
Οἱ μαρτυρίες σχετικά μέ τήν γνησιότητα τοῦ Λειψάνου πού φυλάσσεται στή Βενετία δέν εἶναι ἰσχυρές. Τό 1249 ὁ Βενετός Λορέντζος Bragadin, μέ διαταγή τοῦ Δόγη Giacomo Tiepolo, ἔφερε από τήν Ἀλεξάνδρεια στή Βενετία ἕνα ἄφθαρτο σῶμα τό ὁποῖο ἀποδόθηκε στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε στήν Κύπρο καί ὄχι στήν Αἴγυπτο. Τό λείψανο αὐτό κατατέθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννη στή Bragora τῆς Βενετίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἀντίθετα ἰσχυρά τεκμηριωμένη εἶναι ἡ ἄποψη, ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Ἁγίου εἶχε ἀνακομισθεῖ στήν ΚΠολη, ὅπου τόν 14ο καί 15ο αἰ. διάφοροι ἐπώνυμοι προσκυνητές τό προσκύνησαν στή Μονή τῆς κυρά – Μάρθας (Μαρίας Παλαιολογίνας, ἀδελφῆς τοῦ Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου). Μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), ὁ Μωάμεθ Β' Πορθητής τό δώρησε στό Βασιλιᾶ τῆς Οὐγγαρίας Ματθαῖο Κορβῖνο (1458 – 1490), ὁ ὁποῖος τό κατέθεσε στό Ἀνακτορικό Παρεκκλήσιο τοῦ Φρουρίου τῆς Βούδας. Στή συνέχεια τό 1530 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό Tell τῆς Μπρατισλάβας, ἀπό τόν Φερδινάνδο Α'. Ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, τό 1630, ὁ Φερδινάνδος Β' τό κατέθεσε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μαρτίνου Μπρατισλάβας, ὅπου μέχρι τό 1830 γίνονταν οἱ στέψεις τῶν Οὔγγρων Βασιλέων.
Σχετικά μέ τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου, ὁ Κύπριος Ἱστορικός ἀρχιμ. Κυπριανός γράφει σχετικά: "Τά ἅγια Λείψανα αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου... πολλάκις αὐτός ἐγώ ἐπροσκύνησα κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν 12ην Νοεμβρίου. Ἦταν ὁ Ἅγιος, ὡς φαίνεται ἀπό τό Λείψανό του, μακρύς εἰς τήν ἡλικίαν καί θεωρητικώτατος" ("Ἱστορία χρονολογική τῆς ν. Κύπρου", Βενετία 1788, σελ. 349). Ἡ ἔκφραση αὐτή προϋποθέτει ὅτι φυλάσσονταν στήν Κύπρο ὁλόκληρο λείψανο καί ὄχι ὀστά, τουλάχιστον μέχρι τήν ἐποχή τοῦ ἀρχιμ. Κυπριανοῦ.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κασσιανοῦ (+ 435, 29η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Μονή ἁγ. Βίκτωρος Μασσαλίας Γαλλίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Δαμάστας Φθιώτιδος καί Κύκκου Κύπρου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τῆς Κλίμακος (+ 649, 30ή Μαρτίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παν. Δαμάστας Φθιώτιδος καί Παν. Τουρλιανῆς Μυκόνου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μοναγρίου (; 4η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα Κάρας στή Μονή Παναγίας Ἀμασγοῦς Κύπρου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τοῦ Νηστευτοῦ, Πατρ. ΚΠόλεως (+ 595, 2α Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους καί Βαρνάκοβας Ναυπακτίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Δουκός τῆς Ἀλεξανδρείας (19η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Πέτρου Καστέλλο Βενετίας.
Ἄγνωστος στούς Ὀρθοδόξους Συναξαριστές. Κατά τήν Βενετική παράδοση τά Λείψανά του ἀφαίρεσε τό 1214 ἀπό τόν Ναό τῆς Παναγίας Ψυχοσώτηρας ΚΠόλεως, ὁ ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Δανιήλ Βενετίας Ραλάνδος, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Πέτρου Zianni. Ἀργότερα τά Λείψανα μεταφέρθηκαν στό Ναό τοῦ ἁγ. Πέτρου Καστέλλο Βενετίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται, παραδόξως ἐνδεδυμένα ἀρχιερατικά ἄμφια! Ἡ μνήμη του τήν 19η Μαϊου κατά τήν Βενετική παράδοση.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Παλαιολαυρίτου (; 20ή Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παν. Τουρλιανῆς Μυκόνου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Κουκουζέλη (+ 1341; 1η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἄλλα Λείψανα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, Ἐπισκόπου Κολωνίας (+ 558, 3η Δεκεμβρίου):
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ὑόρκης Βρεττανίας (+ 721, 7η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Μπέβερλυ Βρεττανίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Καλυβίτου (450; 15η Ἰανουαρίου):
Ἡ δεξιά ἀδιάφθορη στή Μονή Χρυσοπηγῆς Χανίων.
Ἀποτμήματα στή Βουλγαρική Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί στίς Μονές Λειμῶνος Λέσβου καί Γκούρας Τρικάλων.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Λαμπαδιστοῦ (; 4η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Μέρος τῶν Λειψάνων στίς Μονές Κύκκου καί Σταυροβουνίου Κύπρου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἐρημίτου, τῆς Κρήτης (16ος, 7η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Ἀθανασίου Ὀμβριακῆς Φθιώτιδος.
Ἀπότμημα στή Μονή Γουβερνέτου Χανίων.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Θεριστοῦ (11ος αἰ., 23η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Στῦλο Καλαβρίας Ἰταλίας.
Ἀπότμημα στήν ὁμώνυμη Μονή Στύλου Καλαβρίας Ἰταλίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τῆς Ρίλας Βουλγαρίας (10ος αἰ., 19η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Ρίλας Βουλγαρίας.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Κεχροβουνίου Τήνου.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ Ἁγίου, Ἡγεμόνος τῶν Σέρβων (+ 1015, 22α Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ἐλβασάν τῆς Ἀλβανίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ξένου, τῆς Κρήτης (11ος αἰ., 20ή Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στόν ὁμώνυμο Ναό Τσουρουνιανῶν Κισσάμου Κρήτης.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τοῦ Καλοκτένους, Μητροπ. Θηβῶν (12ος αἰ., 29η Ἀπριλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Βενετία.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Σουτσεάβας Ρουμανίας (+ 1292, 2α Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Σουτσεάβας Ρουμανίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Μάρτυρος, τῆς Λιθουανίας (+ 1347, 14η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Βίλνιους Λιθουανίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1373, 15η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Δεσπότου τῆς Σερβίας (Μπράνκοβιτς, + 1493, 10η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Κουπίνοβο Σερβίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ποταμίτου:
Ἡ Κάρα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, τῶν Ἰωαννίνων (+ 1526, 18η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Ἀπότμημα στή Μονή Δουσίκου Τρικάλων.
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, τῆς Μόσχας (+ 1589, 3η Ἰουλίου)
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Βασιλείου Κόκκινης Πλατείας Μόσχας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, Οἰκονόμου Νεομ. Ἡγεμόνος Κων/νου Μπρινκοβεάνου (Βακαρέσκου, + 1714, 16η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Μητροπ. Τομπόλσκ Σιβηρίας (+ 1715, 10η Ἰουνίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό Ἁγίας Σκέπης Τομπόλσκ Σιβηρίας.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Λιθουανίας Τύχων (ὁ ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας καί Ἱερομάρτυς, + 1925), διενήργησε ἐξέταση μέ ἐντολή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1916.
Τό χαριτόβρυτο Λείψανό του εἶναι σήμερα κατατεθημένο στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης, στό Τομπόλσκ. Τά θαύματά του εἶναι τόσα (ἀπό τά ὁποῖα προσωνομάσθηκε Θαυματουργός), ὥστε λέγεται χαρακτηριστικά, ὅτι "τό μονοπάτι πρός τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, δέν θά χορταριάσει ποτέ" !
ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Ρώσου, τοῦ Ὁμολογητοῦ (+ 1730, 27η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ὁμώνυμο Προσκύνημα Προκοπίου Εὐβοίας.
Ἡ δεξιά στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωάννου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μετά ἀπό ἐμφάνισή του σέ γέροντα Κληρικό, καί κατατέθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Προκόπιο τῆς Καππαδοκίας. Τό 1832 στρατιώτες τοῦ Ὀσμάν Πασά προσπάθησαν νά τό πυρπολήσουν, ἀλλά διαφυλάχθηκε "ὑπό θείας δυνάμεως" καί διασώθηκε ἀπό τίς φλόγες θαυματουργικά. Τό 1924, κατά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν Ἑλλάδας καί Τουρκίας, μεταφέρθηκε ἀπό πρόσφυγες τοῦ Προκοπίου στό σημερινό Νέο Προκόπιο Εὐβοίας, ὅπου τό 1930 ἄρχισε ἡ ἀνέγερση μεγάλου πρός τιμήν του Ναοῦ. Ἡ δεξιά τοῦ ὁσ. Ἰωάννου δόθηκε ἀπό τούς κατοίκους τοῦ παλαιοῦ Προκοπίου τό 1881, στόν ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους Ἱερομόναχο Διονύσιο, σέ ἀντάλλαγμα γιά τήν μεγάλη βοήθεια τῆς Μονῆς στήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ Ὁσίου πάνω στόν τάφο του.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Μονεμβασίας (+ 1773, 21η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα καί τμήματα χειρῶν καί ποδῶν στή Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης.
Μέρος Λειψάνων στό Ναό Ἁγίων 40 Μαρτύρων Λαρίσης.
Μέρος χειρός στή Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, τῶν Ἀγράφων:
Ἡ Κάρα στή Μονή Δουσίκου Τρικάλων.
ΙΩΑΝΝΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Κονίτσης (+ 1814, 23η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσιομάρτυρος (;):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό Παναγίας Ἀμασγοῦς Κύπρου.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τῆς Κροστάνδης Ρωσίας (+ 1905, 20ή Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τῆς Ρίλας Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, τῆς Κόρμας Λευκορωσίας (+ 1917, 18η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν ἐνοριακό Ναό τῆς Κόρμα Λευκορωσίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μπόλνιζι Γεωργίας (11ος αἰ., 10η Μαρτίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Μπόλνιζι Γεωργίας.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἴβηρος (19ος - 20ός αἰ., 13η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Γενν. Θεοτόκου Βηθανίας Τιφλίδος.
ΙΩΑΣΑΦ Ὁσίου, υἱοῦ Ἀβενήρ Βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν (4ος αἰ., 26η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους.
ΙΩΑΣΑΦ Ὁσίου, τοῦ Μετεωρίτου (+ 1422, 20ή Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
ΙΩΑΣΑΦ Ὁσίου, Ἡγεμόνος Ἀνδρέου τοῦ Κουμπένσκ Ρωσίας (+ 1453, 10η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Σωτηρόπετρας Βολόγδας Ρωσίας.
ΙΩΑΣΑΦ Ἁγίου, Ἐπ. Μπέλγκοροντ Ρωσίας (+ 1754, 4η Σεπτεμβρίου καί 10η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Μεταμ. Σωτῆρος Μπέλγκοροντ Ρωσίας.
Τό σκήνωμα τοῦ ἁγ. Ἰωάσαφ ἐνταφιάσθηκε στό Μπέλγκοροντ τρεῖς περίπου μῆνες μετά τήν κοίμησή του (στό τέλος Φεβρουαρίου 1755), χωρίς νά παρουσιάζει σημεία φθορᾶς! Τό 1756 ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς ἕδρας του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό Μουσεῖο Ἀθεϊας τοῦ Λένινγκραντ (προηγουμένως Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν). Τό 1970 γλύτωσε τήν καταστροφή, χάρη στήν πίστη ἑνός τεχνικοῦ τοῦ Μουσείου, τοῦ Ἀρκαδίου Σοκολώφ, ὁ ὁποῖος τό ἔκρυψε στή στέγη τοῦ Ναοῦ. Μετά τήν θαυμαστή Εὕρεση τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ στόν ἴδιο Ναό, τό 1991 (βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ"· Περιοδικό "Κήρυξ", τ. 1991, σελ. 267 - 271), μέ ὑπόδειξη τοῦ Σοκολώφ βρέθηκε καί τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωάσαφ καί ἐπιστράφηκε στήν Ἐπισκοπή Μπέλγκοροντ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΙΩΒ Ὁσίου, τοῦ Σιναϊτου (14ος αἰ, 6η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ντράχας Σερβίας.
ΙΩΒ Ἁγίου, πρώτου Πατριάρχου Ρωσίας (+ 1609, 5η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΙΩΒ Ὁσίου, τοῦ Ποτσάεφ Οὐκρανίας (+ 1651, 28η Αὐγούστου, 10η καί 28η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Λαύρα Ποτσάεφ Οὐκρανίας.
ΙΩΝΑ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Δαμάστας Φθιώτιδος.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 21/9 (Ὁσίου, τοῦ Σαββαϊτη) ἤ τῆς 29/5 (Μάρτυρα).
ΙΩΝΑ Ἁγίου, Μητροπ. Ρωσίας (+ 1461, 31η Μαρτίου, 27η Μαϊου καί 5η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωνᾶ ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1472 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1547.
ΙΩΝΑ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Πέρμ Ρωσίας (+ 1470, 29η Ἰαν. καί 6η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στό Ναό Ευαγγ. Θεοτόκου Οὔστβιμ Βολόγδας Ρωσίας.
ΙΩΝΑ Ὁσίου, τῆς Ὀδησσοῦ (+ 1902, 17η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Ὀδησσοῦ.
ΙΩΝΑ Ὁσίου, Στάρετς τοῦ Κιέβου (+ 1902, 9η Ἰανουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Κιέβου.
ΙΩΣΗΦ Ἁγίου, τῆς Ἀριμαθαίας (1ος αἰ., 31η Ἰουλίου):
Ἕνας τῶν ὀδόντων στή Συλλογή τῆς ΡΚ Διεθνούς Σταυροφορίας Ἁγίων Λειψάνων.
ΙΩΣΗΦ Ὁσίου, τοῦ Ἀλαβέρντ Γεωργίας (+ 570, 15η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀλαβέρντ Γεωργίας.
ΙΩΣΗΦ Ὁσίου, τοῦ Σαμάκου, τοῦ Κρητός (+ 1511, 22α Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό Παντοκράτορος Γαϊτανίου Ζακύνθου.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἀναπαύθηκε στή Μονή του στό σημερινό Ἡράκλειο, μέχρι τήν μεγάλη ἔξοδο τῶν Κρητῶν τοῦ 1669, κατά τήν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Τούρκους, ὁπότε μεταφέρθηκε ἀπό πρόσφυγες στή Ζάκυνθο. (Βλ. Ἀρχιμ. Χατζῆ - Παρθενίου Κάρδαρη, "Ὁ ἅγ. Ἰωσήφ ὁ ἐκ Κρήτης - Βίος, Πολιτεία καί Ἀκολουθία αὐτοῦ", 1947).
ΙΩΣΗΦ Ἁγίου, Μητροπ. Τιμισοάρας Ρουμανίας (+ 1656, 15η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Τριῶν Ἱεραρχῶν Τιμισοάρας.
ΙΩΣΗΦ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ἀστραχάν Ρωσίας (+ 1672, 11η Μαϊου)
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἀναλήψεως Ἀστραχάν Ρωσίας.
ΙΩΣΗΦ Ὁσίου, τοῦ Καππαδόκου (18ος - 19ος αἰ.):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Κυπριανοῦ Φυλῆς Ἀττικῆς.
ΙΩΣΗΦ Ὁσίου, τοῦ Κρητός, τοῦ Γεροντογιάννη :
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Κ.
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Μάρτυρος:
Μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 22/3, τῆς 24/5, τῆς 29/7, τῆς 28/9, τῆς 7/11 ἤ τῆς 14/12.ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 705, 23η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Φρασινέϊ Ρουμανίας.
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ρίμνικ Ρουμανίας (+ 1868, 11η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Τσέρνικας Βουκουρεστίου.
ΚΑΜΑΣΙ Μάρτυρος, τοῦ Νικολιτσέλ Ρουμανίας (4ος αἰ., 6η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κοκός Τούλτσεας Ρουμανίας.
ΚΑΝΔΙΔΟΥ Μάρτυρος, τῆς Τραπεζοῦντος, τοῦ μετά μ. Εὐγενίου (+ 303, 21η Ἰανουαρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παναγίας Σουμελᾶ Βερμίου.
ΚΑΡΠΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Θυατείρων, τοῦ μετά μ. Παπύλου (+ 251, 13η Ὀκτωβρίου):
Ἀπομήματα στίς Μονές Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους καί Τιμίου Σταυροῦ Σάμου.
ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ Ὁσίας, τῆς Ράξου Κρήτης (4ος αἰ., 17η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ὁδηγητρίας Τυμπακίου Κρήτης.
ΚΕΝΔΕΟΥ Ὁσίου, τῆς Κύπρου (; 6η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΚΑΤΕΒΑΝ Μεγαλομάρτυρος, Βασιλίσσης τῆς Γεωργίας (+ 1624, 13η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί ἡ δεξιά στό Ναό ἁγ. Γεωργίου Ἀλαβέρντ Γεωργίας.
Τά λοιπά Λείψανα στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης.
ΚΗΡΥΚΟΥ Παιδομάρτυρος (+ 305, 15η Ἰουλίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς δεξιᾶς στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
Μία ἀδιάφθορος παλάμη στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς χειρός καί τοῦ δεξιοῦ ποδός στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ποδός στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους.
Μία κερκίδα στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας.
Μέρος τῆς δεξιᾶς καί ἕνα τεμάχιο στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου Ὀλύμπου, Σταγιάδων Καλαμπάκας, Δουσίκου Τρικάλων, Ἀσωμάτων Πετράκη Ἀθηνῶν, ὁσ. Θεοδοσίου Ἄργους καί Κύκκου Κύπρου καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΚΙΚΙΛΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς Ρώμης (+ 288, 22α Νοεμβρίου):
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο στήν ὁμώνυμη ΡΚ Βασιλική τῆς Ρώμης.
Ἀπότμημα στή Συλλογή τοῦ ΡΚ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου, Φάργκο Νεβάδας Η.Π.Α.
Οἱ σύγχρονοι τοῦ μαρτυρίου τῆς ἁγ. Κικιλίας Χριστιανοί, ἔντυσαν τό σῶμα τῆς Μάρτυρος μέ χρυσοϋφαντα ὑφάσματα, τό τοποθέτησαν σέ ἕνα φέρετρο ἀπό κυπαρίσσι καί τό ἐνταφίασαν στήν Κατακόμβη τοῦ ἁγ. Καλλίστου.
Τό 822 ὁ Πάπας Πασχάλης Α', κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναστηλώσεως τοῦ Ναοῦ πού ἀφιερώθηκε στή μνήμη της (πρόκειται γιά τήν ὁμώνυμη Βασιλική πού κτίσθηκε στή θέση τοῦ σπιτιοῦ της μετά τούς διωγμούς), θέλησε νά μεταφέρει τά Λείψανά της στό νέο Ναό, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ἐντοπίσει τόν τάφο της. Τότε ἡ Ἁγία μέ ἐμφάνισή της τοῦ ὑπέδειξε τήν θέση τοῦ τάφου! Τό Λείψανο τῆς Μάρτυρος Κικιλίας βρέθηκε τότε ἀδιάφθορο, ἀνάμεσα στούς σκελετούς τῶν ἄλλων Μαρτύρων πού μαρτύρησαν μαζί της (τοῦ συζύγου της Βαλεριανοῦ, τοῦ ἀδελφοῦ του Τιβουρτίου καί τοῦ δημίου Μαξίμου).
Μία ἀπό τίς πλέον τεκμηριωμένες ἀνακομιδές τοῦ σώματος ἔγινε τό 1599, ὅταν ὁ Καρδινάλιος Σφονδράτο (ἐπί Πάπα Κλήμεντος Η'), προχώρησε στήν ἀναστήλωση μερικῶν τμημάτων τῆς Βασιλικῆς. Στίς 20 Ὀκτωβρίου αὐτοῦ τοῦ ἔτους, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ, βρέθηκαν δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι πού περιεῖχαν ἡ μία τά Λείψανα τῶν ἄλλων Μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τό ἀδιάφθορο σῶμα τῆς ἁγ. Κικιλίας. 1422 χρόνια μετά τό μαρτύριο καί τόν ἐνταφιασμό τῆς Μάρτυρος, τό κυπαρισσένιο φέρετρο βρέθηκε ἄσηπτο καί τό Λείψανο ἄριστα διατρημένο. Ἕνα μεταξωτό πέπλο κάλυπτε τό παρθενικό σῶμα, κάτω ἀπό τό ὁποῖο διακρινόταν τό χρυσοϋφαντο ἔνδυμα τῆς Ἁγίας, τό θανάσιμο τραῦμα στό λαιμό καί τά λεκιασμένα μέ τό αἵμα της ἄλλα ἐνδύματα! Τό Λείψανο βρισκόταν σέ πλάγια θέση καί ἡ Ἁγία ἦταν μικροῦ ἀναστήματος.
Μέ ἐντολή τοῦ Πάπα τό Λείψανο ἐκτέθηκε σέ λαϊκό προσκύνημα μέχρι τήν μνήμη τῆς Ἁγίας, τήν 22α Νοεμβρίου. Στή συνέχεια τό Λείψανο τοποθετήθηκε καί πάλι στό ἀρχικό φέρετρο καί στή συνέχεια σέ μία ἀσημένια λάρνακα, ἡ ὁποία ἐνταφιάσθηκε κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἀπό τόν ἴδιο τόν Πάπα, παρουσίᾳ 42 Καρδιναλίων, καθώς καί διπλωματικῶν ἐκπροσώπων πολλῶν χωρῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ὁ γλύπτης Στέφανος Μαντέρνο (1576 - 1636), φιλοτέχνισε ἕνα ἄγαλμα τῆς Ἁγίας, τό ὁποῖο ἀναπαριστᾶ τήν ἀκριβή στάση τοῦ Λειψάνου της. Τό ἄγαλμα αὐτό στήθηκε ἐμπρός ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί δίνει τήν ἐντύπωση ἀνοικτῆς σαρκοφάγου.
Ἡ Βασιλική τῆς ἁγ. Κικιλίας διατηρήται σέ ἄριστη κατάσταση καί δέν ὑπάρχει ἱστορική μαρτυρία, ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανό της μετακινήθηκε ἀπό τήν θέση του, κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα (ἄν καί ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου της φυλάσσεται στό Παπικό Ἀββαεῖο τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου, στό Φάργκο Νεβάδας Η.Π.Α.). Τό δεύτερο Παρεκκλήσιο στό δεξιό κλίτος τοῦ Ναοῦ εἶναι τό δωμάτιο στό ὁποῖο καταδικάσθηκε σέ θάνατο ἡ Ἁγία. Ἐκεῖ βρέθηκαν ὑπολλείματα Ρωμαϊκοῦ λουτροῦ. Ἀκόμη, ἡ μαρμάρινη πλάκα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἶναι ἐκείνη πάνω στήν ὁποία ἐπέζησε ἡ Ἁγία κατά τό μαρτύριο τῆς ἀσφυξίας. (Rev. Prosper Gueranger, "Abbe de Solesmes", σελ. 283).
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, τοῦ μετά τοῦ μ. Ἀγαθαγγέλου (+ 296, 23η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας·
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους καί Φανερωμένης Σαλαμῖνος.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ἱερομάρτυρος, Πάπα Ρώμης (+ 101, 24η Νοεμβρίου):
Μέρη Κάρας στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, στή Μονή Ἴνκερμαν Σεβαστουπόλεως Κριμαίας καί στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης.
Ἀπότμημα στή Μονή Πετράκη Ἀθηνῶν.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας (+ 916, 22α Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Βεροίας.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ὁσίου, τοῦ Σαγματᾶ (+ 1111):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή Θηβῶν.
ΚΟΔΡΑΤΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 21η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀρτοκωστᾶς Κυνουρίας καί Κύκκου Κύπρου.
ΚΟΛΟΥΜΒΑ Ἁγίου, Ἱεραποστόλου τῆς Σκωτίας (+ 597, 9η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Down Βορείου Ἰρλανδίας.
ΚΟΝΩΝΟΣ Μάρτυρος (5η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Δέν διευκρινίζεται ἄν πρόκειται γιά τόν Μάρτυρα Κόνωνα τόν Κηπουρό ἤ τόν Μάρτυρα Κόνωνα τῆς Ἰσαυρίας, πού ἑορτάζουν τήν ἴδια ἡμέρα.
ΚΟΝΩΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ Ἀκάμαντος (1ος αἰ., 5η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΚΟΠΡΙΟΣ Ὁσίου, τῆς Πετσένγκας Ρωσίας (15ος αἰ., 4η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό τοῦ χωριοῦ Βλαντιμήρσκο – Πετσένησκυ τῆς Βολόγδας Ρωσίας.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ρωσίας (+ 1693, 22α Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή ἁγ. Νικολάου Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ρωσίας.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Κορνηλίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1702. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ ἅγ. Δημήτριος ἐξέτασε τό Λείψανο τό 1705 καί πρῶτος φιλοπόνησε τό Ἀπολυτίκιο καί τό Κοντάκιο τοῦ Ἁγίου.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, Ἡγουμένου Μονῆς Σπηλαίων Πσκώφ (+ 1570, 20ή Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Κορνηλίου, ἀμέσως μετά τήν ἐν ψυχρῶ δολοφονία του ἀπό τόν παρανοϊκό Τσάρο Ἰωάννη Δ' τόν Τρομερό, κατατέθηκε σέ κρύπτη. Τό 1690 ὁ Μητροπολίτης Πσκώφ Μάρκελλος ἀνακόμισε τό Λείψανό του ἀδιάφθορο. Τότε συντάχθηκε καί ἡ Ἀσματική του Ἀκολουθία. Τό Λείψανο ἔμεινε σέ ἄφθαρτη κατάσταση γιά 120 χρόνια, μέχρι τό 1810, ὁπότε καί διαλύθηκε. Τό 1872 καί τό 1892 τά ὀστά τοῦ Ἁγίου κατατέθηκαν σέ νέες λάρνακες καί σήμερα φυλάσσονται στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ.
ΚΟΣΜΑ τοῦ Ἀναργύρου:
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Λειμῶνος Λέσβου, Ντέτσανης καί Σοπόσανι Κοσσυφοπεδίου.
Δέν διευκρινίζεται ποιάς συζυγίας τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
ΚΟΣΜΑ Ἀναργύρου, τοῦ Ρωμαίου (+ 284, 1η Ἰουλίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στό ΡΚ Ναό ἁγ. Ἀναργύρων Ρώμης.
ΚΟΣΜΑ Ἀναργύρου, τοῦ ἐκ τῆς Ἀσίας (3ος αἰ., 1η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΚΟΣΜΑ τοῦ Ἐρημίτου, τοῦ Κρητός (+ 658, 2α Σεπτεμβρίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Ἄγνωστος στούς Συναξαριστές. Στοιχεῖα τοῦ βίου του παρουσιάσε ὁ Καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης στή διδακτορική του διατριβή μέ τήν ὁποία ἀποκάλυψε πολλούς Ἁγίους Κρήτης τῆς Α' Βυζαντινῆς Περιόδου («Οἱ Ἅγιοι τῆς Α' Βυζαντινῆς Περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία», 1970). Τόν Βίο τοῦ ὁσ. Κοσμᾶ συνέγραψε ὁ Μητροπ. Ρόδου Κύριλλος Κογεράκης («Κρητικόν Πανάγιον, ἤτοι Ἀκολουθίαι Πάντων τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων», τόμος 2ος , 2000, σελ. 53).
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Κοσμᾶ μεταφέρθηκαν στή Βενετία τό 1058 ἀπό Βενετούς ἐμπόρους καί κατατέθηκαν στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Οἱ Βενετοί τιμοῦν τήν μετακομιδή του τήν 2α Σεπτεμβρίου.
ΚΟΣΜΑ Ὁσιομάρτυρος, Πρώτου Ἁγίου Ὄρους (+ 1279, 18η Νοεμ. καί 5η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στό Ναό τοῦ Πρωτάτου Ἁγίου Ὄρους.
Μία πλευρά στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΚΟΣΜΑ Ὁσίου, τοῦ Βερχότσκ Ρωσίας (+ 1704, 1η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Βερχότσκ Αἰκατερίενμπουργκ Ρωσίας.
ΚΟΣΜΑ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Αἰτωλοῦ (+ 1779, 24η Αὐγούστου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀλβανίας.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἀποτμήματα στό Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, τόν ὁμώνυμο Ναό Κονίτσης καί στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Ναυπάκτου.
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας (+ 304, 2α Ὀκτ.):
Ἕνας τῶν ποδῶν στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας στόν ὁμώνυμο Ναό Μένικου Λευκωσίας.
Μέρος χειρός στό Ναό Ζλάταρι Βουκουρεστίου.
Ἀπότμημα στήν ὁμώνυμη Μονή Φυλῆς Ἀττικῆς.
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1406, 16η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ Μεγαλομάρτυρος (305 – 311, 7η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα, ἡ δεξιά καί δύο τεμάχια στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα Κάρας στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Παναγίας Ἔβρου, ἁγ. Ἀναργύρων Καστοριᾶς, Σεπετοῦ Ἠλείας καί Κύκκου Κύπρου.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Μάρτυρος:
Μία τῶν χειρῶν στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἐπισκοπῆς Χούς Ρουμανίας.
Ἀποτμήματα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί στό Ναό Ζλάταρι Βουκουρεστίου.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Κυριακοῦ πρόκειται. Τῆς 28ης Ὀκτωβρίου (Ἱερομάρτυρος), τῆς 6ης Σεπτεμβρίου (Μάρτυρος, δημότου), ἐπίσης τῆς 6ης Σεπτεμβρίου (Μάρτυρος), τῆς 1ης Αὐγούστου (Μάρτυρος), τῆς 2ας Μαϊου (Μάρτυρος), τῆς 24ης Μαϊου (Παιδομάρτυρος) ἤ τῆς 25ης Ἰουνίου (Μάρτυρος).
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀναχωρητοῦ καί Ἐπισκόπου (+ 269, 30ή Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Λειμῶνος Λέσβου καί Κύκκου Κύπρου.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+ 444, 18η Ἰαν. καί 9η Ἰουλίου):
• Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων (+ 386, 18η Μαρτίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ τοῦ Ἰσαποστόλου, Φωτιστοῦ τῶν Σλαύων (+ 869, 11η Μαϊου):
Ἀπότμημα στόν ὁμώνυμο Προσκυνηματικό Ναό Θεσσαλονίκης.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ὁσίου, τῆς Πάρου (+ 1833):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Λαγκάδας Πάρου.
ΚΥΡΟΥ τοῦ Ἀναργύρου (+ 311, 31η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Τιμ. Προδρόμου Λουτρακίου Κορινθίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί Κύκκου Κύπρου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ἰσαποστόλου, τοῦ Μεγάλου (+ 337, 21η Μαϊου):
Μία ὠμοπλάτη στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στίς Λαύρες Ἁγίας Τριάδος – ἁγ. Σεργίου Μόσχας καί ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἡγεμόνος Μούρωμ Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ (+ 1129, 21η Μαϊου) :
Τά Λείψανα στή Μονή Εὐαγγ. Θεοτόκου Μούρωμ Ρωσίας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἡγεμόνος τοῦ Γιαροσλάβ Ρωσίας (+ 1257, 3η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Γιαροσλάβ.
Τό Λείψανο τοῦ Ἡγεμόνος Κωνσταντίνου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1501 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Γιαροσλάβ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Ὑδραίου (+ 1800, 14η Νοεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Ὕδρας.
Μία κνήμη στή Μονή Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου.
Ἀποτμήματα στό Ναό Εἰσοδείων Θεοτόκου Νεοχωρίου Ρόδου καί στή Μονή Νταοῦ Πεντέλης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Μπρινκοβεάνου, Νεομάρτυρος, Ἡγεμόνος τῆς Βλαχίας (+ 1714, 16η Αὐγ.):
Τά Λείψανα στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Νεομάρτυρος, υἱοῦ Νεομ. Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (+ 1714, 16η Αὐγούστου).
Τά Λείψανο στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Ὑδραίου (+ 1802):
Μέρος Λειψάνων στίς Μονές Ἰβήρων καί Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Νέου (Ποντγκόρσκυ, + 1918):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό Ἀρχαγγέλλου Μιχαήλ, Κιρζεμάνι Μορντοβίας Ρωσίας.
Τό 1918 (ἄγνωστο ποιά ἡμερομηνία), μετά τό πέρας μιᾶς Ἀκολουθίας, δύο ἀθεϊστές συνέλαβαν τόν Ἱερέα Κωνσταντῖνο (ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ Κιρζεμάνι, τῆς περιοχῆς Μπολσόγιε Ἰγνάτιεβο τῆς Μορντοβίας, τῆς σημερινῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας) , τοῦ ἔσχισαν τά ράσα, τοῦ πέρασαν χαλινό στό στόμα ! καί ἀφοῦ τόν περιέφεραν σέ ὅλο τό χωριό, τόν σταύρωσαν στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας! Ἐνταφιάσθηκε στό ἄκρο τοῦ κοιμητηρίου, διότι οἱ ἐκτελεστές του δέν ἐπέτρεψαν νά ταφεῖ μέσα σ' αὐτό.
Ἀπό τό 1992, ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ π. Ἀλέξανδρος Νικίτιν, ἄρχισε τήν συλλογή πληροφοριῶν ἀπό τούς χωρικούς καί τελικά βρῆκε τόν τάφο τοῦ Ἱερομάρτυρος, τήν 13η Ἰουνίου 2001. Τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό· "Ἄν καί ἔμεινε στή γῆ γιά 83 χρόνια - γράφει ὁ π. Ἀλέξανδρος - διατηρήθηκε σέ ἐξαιρετικά καλή κατάσταση· τό δέρμα, τά ὀστᾶ, τά νύχια καί τά μαλλιά, δέν ὑπέστησαν καμμία φθορά... Ὁ Ἱερέας ἦταν μέ ἄμφιά του καί μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος του. Στό ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε σταυρό καί κάτω ἀπό τό δεξί του χέρι ἦταν ἕνα Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἀνοίξαμε καί ξεφυλλίσαμε... Στά χέρια του ἦσαν ὁρατά τά τρυπήματα τῶν καρφιῶν· βρήκαμε τέσσερα καρφιά μέσα στό φέρετρο". (Περιοδικό "Ἅγιος Κυπριανός", φ. 308/2002, σελ. 142 - 143). Ἕνα ἄλλο παράδοξο γεγονός εἶναι ἡ ἀνεύρεση μιᾶς πηγῆς καθαροῦ νέρου μέσα στόν τάφο καί κάτω ἀπό τό φέρετρο τοῦ Ἱερομάρτυρος! (οἱ ἐνορῖτες πιστεύουν, ὅτι πρόκειται περί θαύματος).
Ἡ μνήμη του, μέχρι τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του ἀπό κάποια Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, τιμᾶται τήν 25η Ἰανουαρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων.
Λ.
ΛΑΖΑΡΟΥ τοῦ Τετραημέρου (1ος αἰ., 17η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῆς Κάρας καί μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Λάρνακος Κύπρου.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τοῦ Autum Γαλλίας.
Ἀπότμημα χειρός στή Μονή Παντανάσσης Περιστερᾶς Θεσσαλονίκης.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ Ρωσίας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΛΑΖΑΡΟΥ Μάρτυρος, Κράλη τῶν Σέρβων (+ 1389, 15η Ἰουνίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου.
Ὁ μ. Λάζαρος ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τῆς Ραβάνιτσας. Τό 1391 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἔμεινε ἐκεῖ. Τό 1683 οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν τήν Μονή καί τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Μονή Νέα Ραβάνιτσα. Τό 1942 τό Λείψανο μεταφέρθηκε γιά ἀσφάλεια στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (Περιοδικό "Ἅγιος Κυπριανός". φ. 290 - 291/1999, σελ. 198 - 199 καί 212).
ΛΑΖΑΡΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Βουλγάρου (+ 1823, 23η Ἀπριλίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀρχιδιακόνου (+ 258, 10η Αὐγούστου):
Μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό "ἐκτός τῶν Τειχῶν" Ρώμης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἐγκλείστου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (14ος - 15ος αἰ., 20ή Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Λαύρα.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγαρέως (+ 1770, 7η Μαρτίου):
Ἡ Κάρα, ἡ σιαγόνα καί τμήματα τῶν χειρῶν στή Μονή Φανερωμένης Σαλαμῖνος.
ΛΕΟΝΤΟΣ Μάρτυρος, τῆς Κεφαλληνίας (4ος αἰ., 24η Αὐγ. καί 11η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Ζαχαρίου Βενετίας.
ΛΕΟΝΤΙΟΥ Μάρτυρος, τῆς Τριπόλεως τῆς Συρίας (+ 73, 18η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΛΕΟΝΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μυροβλύτου (+ 1605, 18η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ζερμπίτσης Σπάρτης.
ΛΕΟΝΤΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Ἀχαϊας (+ 1452, 11η Δεκεμβρίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας.
ΛΕΟΝΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ραντάουτς Ρουμανίας (15ος αἰ., 1η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ραντάουτς.
Δέν εἶναι γνωστός ὁ χρόνος κοιμήσεως τοῦ ὁσ. Λεοντίου, οὔτε ὁ χρόνος ἀνακομιδῆς τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στόν Ἐπισκοπικό Ναό τοῦ Ραντάουτς. Τό 1621 - 22 ὁ Οὐκρανός περιηγητής Θεολόγος Ἱερομόναχος Ζαχαρίας Κοπηνστένσκυ, ἔγραψε ὅτι "στό Ραντάουτς, στήν Ἐπισκοπή, ὁ ἅγ. Λαυρέντιος ὁ Θαυματουργός βρέθηκε μέ τό σῶμα ἀκέραιο". Στήν ἱστορική πορεία δέν εἶναι γνωστό τί ἀπέγινε τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ἄλλοι δέχονται, ὅτι χάθηκε τό 1639 (ὅταν λεηλατήθηκε ὁ Ναός ἀπό κατακτητές) καί ἄλλοι, ὅτι ἐνταφιάσθηκε στόν Ναό τό 1783, γιά νά ἀσφαλισθεῖ. Ἐπικρατέστερη εἶναι ἡ δεύτερη ἐκδοχή.
ΛΕΩΝΙΔΟΥ Μάρτυρος καί τῶν "σύν αὐτῷ"
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Ἐπιδαύρου Τροιζηνίας.
ΛΟΓΓΙΝΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Ἑκατοντάρχου (1ος αἰ., 16η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Συλλογή τῆς ΡΚ Διεθνούς Σταυροφορίας Ἁγίων Λειψάνων.
ΛΟΥΚΑ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ (1ος αἰ., 18η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Βίτωνος Πράγας.
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Μονή τῶν Βενεδικτίνων τῆς ἁγ. Ἰουστίνης, στήν Πάδουα τῆς Ἰταλίας. Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους. Μία τῶν χειρῶν στό Ναό ἁγ. Νικολάου Κλειτσοῦ Εὐρυτανίας.
Τρία τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας, Ἰβήρων, Παντελεήμονος καί Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στόν ὁμώνυμο Ναό τῶν Θηβῶν, ὅπου καί ὁ τάφος του.
ΛΟΥΚΑ Ὁσίου, τοῦ Στειριώτου (10ος αἰ., 7η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Στειρίου Βοιωτίας.
Ἡ Κάρα στήν Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ὁσ. Λουκᾶ τοῦ Στειριώτη φυγαδεύθηκε στή Λύση μέσῳ Ἄρτας καί Βοσνίας, λόγῳ τῆς προελάσεως τῶν Ὀθωμανῶν. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1463 ἔφθασε στή Βενετία, ὅπου ἔγινε δεκτό ὡς Λείψανο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Ἡ ἀπόδοση τοῦ Λειψάνου στόν ὅσ. Λουκᾶ τόν Στειριώτη ἄρχισε τόν 19ο αἰ. καί κορυφώθηκε τό 2001 μέ τήν ἐγγραφή τοῦ Ἁγίου στό Νέο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη Παύλο Β'. Τό 1986, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ τότε Μητροπ. Θηβῶν καί Λεβαδείας Ἱερωνύμου, ἡ ΡΚ Ἐκκλησία ἐπέστρεψε τό Λείψανο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί κατατέθηκε στή Μονή του. Πάντως τό πρόβλημα τῆς γνησιότητος τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσ. Λουκᾶ παραμένει ἐφ' ὅσον τό λείψανο πού ἐπιστράφηκε φέρει Κάρα καί στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους φυλάσσεται Κάρα πού ἀποδίδεται στόν ἴδιο Ἅγιο. (Βλ. περισσότερα ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου..., αὐτ., σελ. 215 – 240).
ΛΟΥΚΑ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Μυτιλήνης (+ 1802, 23η Μαρτίου):
Μέρος Λειψάνων στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
ΛΟΥΚΙΑΣ Μάρτυρος, τῶν Συρακουσῶν (304, 13η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Ἱερεμίου Βενετίας.
Ἕνας βραχίονας στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Νταοῦ Πεντέλης.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τῆς Μάρτυρος Λουκίας μεταφέρθηκε τό 1040 στήν ΚΠολη ἀπό τόν Βυζαντινό Στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη, ὁ ὁποῖος ἀνακατέλαβε τίς Συρακούσες ἀπό τούς Ἄραβες. Τό Λείψανο ἀφαίρεσε ἀπό τήν ΚΠολη τό 1204 ὁ Δόγης Ἐρρίκος Δάνδολος καί τό μετέφερε στή Βενετία, ὅπου τό κατέθεσε στόν ἅγ. Γεώργιο τόν Μείζονα. Τό 1280 τό Λείψανο μεταφέρθηκε γιά περισσότερη ἀσφάλεια στόν πρός τιμήν τῆς Μάρτυρος Ναό, στήν εἴσοδο τοῦ Μεγάλου Καναλιοῦ. Τό 1860 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἱερεμίου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Σύμφωνα μέ μία δεύτερη παράδοση πού ὑπάρχει στή Δύση, τό Λείψανο τῆς Μάρτυρος δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό τίς Συρακούσες γιά τήν ΚΠολη. Ἐκεῖ τό βρῆκε τόν 8ο αἰ. ὁ Δούκας τοῦ Σπολέτο Φεροβάλδος Β', κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐπιδρομῆς του, καί τό μετέφερε στό Κορφίνιο. Τό 970 – 972 ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόριχος τῆς Μαγεντίας, συνοδεύοντας τόν ἐξάδελφό του Αὐτοκράτορα Ὄθωνα Α', ἀφαίρεσε τό Λείψανο καί τό μετέφερε στήν Ἐπισκοπή του, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, στό Ναό τοῦ ἁγ. Βικεντίου.
ΛΟΥΜΠΟΥΪΝΟΥ (Lubuinus) Ἁγίου, Ἱεραποστόλου (+ 773, 16η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ Deventer Ὀλλανδίας.
ΛΟΥΝΤΙΜΙΛΛΑΣ Μάρτυρος, Βασιλίσσης τῆς Τσεχίας (+ 970, 16η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό ἁγ. Γεωργίου Πράγας.
Μ.
ΜΑΓΩΝ Τριῶν, Γασπάρ, Μελχιόρ καί Βαλτάσαρ (1ος αἰ., 25η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Ἀρχιεπισκοπή τῆς Κολωνίας καί ἀποτμήματα στή Συλλογή τῆς ΡΚ Διεθνούς Σταυροφορίας Ἁγίων Λειψάνων.
Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς τά Λείψανα τῶν Τριῶν Μάγων ἀνακλύφθηκαν στήν Περσία ἀπό τήν ἁγ. Ἱσαπόστολο Ἑλένη, ἀπό τήν ὁποία καί μεταφέρθηκαν στήν ΚΠολη. Τόν 5ο αἰ. μαρτυρεῖται μεταφορά τους στό Μιλάνο, ἀπ' ὅπου τό 1163 μεταφέρθηκαν στήν Κολωνία, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Αἰγυπτίου (; 390, 19η Ἰανουαρίου):
Ἡ σιαγόνα στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς.
Ἀπότμημα στήν Μονή ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας.
Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Κοπτική Μονή τῆς Αἰγύπτου.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, Μητροπολίτου Κιέβου (+ 1497, 1η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Βλαδιμήρου Κιέβου.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1563, 13η Ἰουλίου καί 30ή Αὐγούστου, κατά τήν Σύναξη Πάντων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου Σερβίας (+ 1574, 13η Ἰουλίου καί 30ή Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Κοσσυφοπεδίου.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἀθωνίτου (πρό τοῦ 1508, 14η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Σκήτη Ἁγίας Ἄννας Ἁγίου Ὄρους.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Κάνεφ Ρωσίας (+ 1678, 13η Μαϊου, 7η Σεπτ. καί 10η Ὀκτ.):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό Ἀναλήψεως Περεγιασλάβλ Ρωσίας.
Ὁ ἅγ. Μακάριος φονεύθηκε τό 1678 ἀπό Ὀθωμανούς ἐπιδρομεῖς. Ἐνῶ τό Λείψανό του ἦταν στό Ναό τῆς Μονῆς του γιά νά κηδευθῆ, ὁ Ναός πυρπολήθηκε ἀπό τούς εἰσβολεῖς, ἀλλά τό Λείψανο ἔμεινε ἄθικτο! Ἐνταφιάσθηκε τήν 8η Σεπτεμβρίου 1678. Τό 1688 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στό Περεγιασλάβλ. Τό 1713 κατατέθηκε στό νεόδμητο Ναό τοῦ Μιχαήλοβσκ καί τό 1786 στή Μονή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Περεγιασλάβλ. Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, οἱ ἐπαναστάτες σεβάσθηκαν τό Λείψανο, τό ὁποῖο τό 1942 μεταφέρθηκε στό Ναό Ἁγίας Τριάδος, στή πόλη Χερκάς, καί τό 1965 στό Ναό Γενν. Θεοτόκου τῆς ἰδίας πόλεως, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ἁγίου, τοῦ Νοταρᾶ, Ἐπισκόπου Κορίνθου (+ 1805, 17η Ἀπριλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Νέα Μονή Χίου.
Ἀπότμημα στή Μονή Παναγίας Κορυφῆς Καμαρίου Κορινθίας.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσίου, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1860, 7η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Καλούγας Ρωσίας.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Βατοπεδινοῦ (+ 1822, 22α Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρος.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Πατμίου:
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Κρημνῶν Ζακύνθου.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ταμάσου Κύπρου:
Μέρος στή Μονή ἁγ. Ἡρακλειδίου Κύπρου.
Ἄγνωστος στούς Συναξαριστές, μνημονεύεται ἀπό τόν Κύπριο Χρονογράφο Μαχαιρᾶ.
ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Ἁγίων (+ 166 π. Χ., 1η Αὐγούστου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΜΑΚΡΙΝΗΣ Ὁσίας, ἀδελφῆς Μεγ. Βασιλείου (+ 380, 19η Ἰουλίου):
Μέρος τοῦ δεξιοῦ ποδός στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς χειρός στή Μονή Παναχράντου Ἄνδρου.
Μέρος στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΜΑΜΑΝΤΟΣ Μάρτυρος: Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Βαρνάκοβας Ναυπακτίας καί Κύκκου Κύπρου.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται, τῆς 7ης Νοεμβρίου, τῆς 20ής Νοεμβρίου, τῆς 2ας Σεπτεμβρίου, τῆς 3ης Δεκεμβρίου, τῆς 24ης Ἰανουαρίου, τῆς 12ης Ἰουλίου ἤ τῆς 29ης Ἰουλίου.
ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ (+ 662, 21η Ἰανουαρίου):
Ἡ δεξιά στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους.
ΜΑΞΙΜΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Βλαχίας (+ 1546, 18η Ἰανουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Κουπίνοβο Σερβίας.
ΜΑΞΙΜΟΥ Ὁσίου, τοῦ Γραικοῦ (+ 1556, 21η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
Ἀποτμήματα στίς Μητροπόλεις Ἄρτης καί Σπάρτης καί στό Παρεκκλήσιο τῆς ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΜΑΞΙΜΟΥ Ἱερομάρτυρος (Σάντοβιτς, + 1914):
Τά Λείψανα στό χωριό Ζντένια Πολωνίας.
ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Αὐξεντίου (284 - 305, 13η Δεκεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους καί Κοιμ. Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης.
ΜΑΡΙΑΜΝΗΣ Ἁγίας, ἀδελφῆς Ἀποστόλου Φιλίππου (1ος αἰ., 17η Φεβρουαρίου):
Μία πτέρνα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΜΑΡΙΑΣ Μυροφόρου, τῆς Μαγδαληνῆς (1ος αἰ., 22α Ἰουλίου):
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἀριστερά ἀδιάφθορη στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας καί 40 Μαρτύρων Σπάρτης, στή Ρ. Κ. Βασιλική τοῦ Λατερανοῦ Ρώμης, στή Ρ Κ Βασιλική τοῦ ἁγ. Μαξιμίνου Μασσαλίας καί στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Vezelau Γαλλίας.
ΜΑΡΙΑΣ Ἁγίας, τῆς Μυροφόρου (1ος αἰ., 23η Μαϊου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παν. Τουρλιανῆς Μυκόνου.
ΜΑΡΙΑΣ Ὁσίας, τῆς Αἰγυπτίας (+ 530, 1η Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στόν Ὀρθόδοξο Ναό ἁγ. Ἰωσήφ, Γουάτον Ἰλλινόις Η.Π.Α.
Στήν Ὀρθόδοξη Συναξαριστική παράδοση δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά Λείψανα τῆς ὁσ. Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
ΜΑΡΙΑΣ Ὁσίας, τῆς μετονομασθείσης Μαρίνος (; 12η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τῆς Παναγίας Formosa Βενετίας.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τῆς ὁσ. Μαρίας (ἀπό τό ὁποῖο λείπει τό ἀριστερό χέρι) μεταφέρθηκε στή Βενετία τό 1231 ἤ 1233 ἀπό τήν ΚΠολη, ἀπό τόν Ἰωάννη Da Borea, ὡς Λείψανο τῆς ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης. Τό 1806 – 1810 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό Ναό τῆς Παναγίας Formosa, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΜΑΡΙΝΗΣ Μεγαλομάρτυρος, τῆς Ἀντιοχείας (4ος αἰ., 17η Ἰουλίου):
Μέρη τῆς Κάρας στίς Μονές ἁγ. Κυπριανοῦ Φυλῆς Ἀττικῆς (τό μέτωπο) καί Παναχράντου Ἄνδρου.
Ἡ δεξιά στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἀριστερά στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα ἰσχυακοῦ στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Σοφικοῦ Κορινθίας καί στή Μονή Παν. Γουμενίσσης Κιλκίς.
ΜΑΡΚΕΛΛΗΣ Μάρτυρος, τῆς Χίου (; 1500, 22α Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Νταοῦ Πεντέλης.
ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ (1ος αἰ., 25η Ἀπριλίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη ΡΚ Βασιλική τῆς Βενετίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Κύκκου Κύπρου καί Εὐαγγελιστρίας Συκαμίνου Ὠρωποῦ καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΜΑΡΚΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Χίου (+ 1801, 5η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μητρόπολη Χίου.
ΜΑΡΤΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Τουρώνης Γαλλίας (+ 397, 11η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό Tour Γαλλίας.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 5, Ἀπότμημα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίων Μαρτύρων πρόκειται.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 10, τῶν Μεγάρων Ἀττικῆς (; 16η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Μεγάρων Ἀττικῆς.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 10, τῆς Κρήτης (+ 250, 23η Δεκεμβρίου):
Μία πλευρά (ἀγνώστου Μάρτυρος) στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 40, τῆς Σεβαστείας (+ 320, 9η Μαρτίου):
Μία Κάρα στό Μητροπ. Ναό ἁγ. Νικολάου Ἀλεξανδρουπόλεως.
Μέρος στή Μονή Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Σπάρτης καί στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς, Νταοῦ Πεντέλης, ἁγ. Ἀνθίμου τοῦ Ἴβηρος Βουκουρεστίου καί ἁγ. Ἀντωνίου Φοίνικος Ἀριζόνας Η.Π.Α. καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 14.000 Παίδων (1ος αἰ., 29η Δεκεμβρίου):
Μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
Ἀποτμήματα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ 20.000, τῆς Νικομήδειας (4ος αἰ., 28η Δεκεμβρίου):
Ὀγκώδες μῖγμα Λειψάνων στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
ΜΑΤΘΑΙΟΥ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ (1ος αἰ., 16η Νοεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Σαλέρνο Ἰταλίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ζωγράφου καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1085, 5η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΜΑΤΘΑΙΟΥ Νεομάρτυρος, υἱοῦ Νεομ. Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (+ 1714, 16η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΜΑΤΘΙΑ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ., 9η Αὐγούστου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τῆς ἁγ. Μαρίας Magiorre Ρώμης.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΜΑΤΡΩΝΗΣ Ὁσίας, τῆς Χίου (+ 1462, 20ή Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Ὕδρας καί στή Μονή ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου.
ΜΑΤΡΩΝΗΣ Ὁσίας, τῆς ἀομάτου, τῆς Μόσχας (+ 1952, 19η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἁγίας Σκέπης Μόσχας.
Ἡ ὁσ. Ματρῶνα ἡ ἀόματος ἀνῆκε στή μαρτυρική Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν· τά θαύματά της, ἀλλά καί λόγοι ποιμαντικῆς σκοπιμότητος, ἀνάγκασαν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας νά προχωρήση στήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός της.
ΜΑΥΡΑΣ Μάρτυρος, τῆς μετά μ. Τιμοθέου (+ 286, 3η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στόν ὁμώνυμο Ναό Κοιλανίου Λεμεσοῦ Κύπρου.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στό Ναό ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Θεσσαλονίκης.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 1/7 καί 10/7 (Μαρτύρων) ἤ τῆς 27/12 (Ἱερομάρτυρος).
ΜΕΘΟΔΙΑΣ Ὁσίας, τῆς Κιμώλου (+ 1908, 5η Ὀκτωβρίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό Ὁδηγητρίας Κιμώλου.
ΜΕΘΟΔΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Πατάρων (+ 312, 20η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΜΕΘΟΔΙΟΥ τοῦ Ἱσαποστόλου, Φωτιστοῦ τῶν Σλαύων (+ 885, 11η Μαϊου):
Ἀπότμημα στόν ὁμώνυμο Προσκυνηματικό Ναό Θεσσαλονίκης.
ΜΕΘΟΔΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Νιβρύτου Κρήτης (16ος αἰ., 25η Ἰουνίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Ἐπανωσήφη Ἡρακλείου Κρήτης·
Ἀπότμημα στή Μονή Καλυβιανῆς Μοιρῶν Κρήτης.
ΜΕΛΑΝΗΣ Ὁσίας, τῆς Ρωμαίας (+ 439, 31η Δεκεμβρίου):
Μία τῶν χειρῶν στόν Οἴτυλο Λακωνίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Νταοῦ Πεντέλης, Παν. Δαμάστας Φθιώτιδος, Μποῦρα Μεγαλοπόλεως καί Καλαμίου Ἐπιδαύρου.
ΜΕΛΕΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νέου (+ 1105, 1η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή Οἰνόης Βιλίων Ἀττικῆς.
Βλ. σχετικά στό περί γνησιότητος τῶν ἁγίων Λειψάνων κεφάλαιο.
ΜΕΛΕΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Χαρκόβου Οὐκρανίας (+ 1840, 29η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Χαρκόβου Οὐκρανίας.
ΜΕΛΕΤΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Ρόδου:
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Παναγίας Ὑψενῆς Ρόδου.
ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ Μάρτυρος (; 259, 25η Νοεμβρίου):
Τμήματα τῆς Κάρας στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους (καί ἀπότμημα).
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς, Ζερμπίτσης Σπάρτης καί Κύκκου Κύπρου.
ΜΗΝΑ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Αἰγυπτίου (+ 304, 11η Νοεμβρίου):
Μέρος χειρός στή Μονή ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου Μεγάρων.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Παναγίας Ἔβρου καί στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Ἡρακλείου Κρήτης.
ΜΗΝΑ Μάρτυρος, τοῦ Καλλικελάδου (; 313, 10η Δεκεμβρίου):
Ἡ ἀδιάφθορη γλῶσσα στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
Ἀποτμήματα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους καί στό Μουσεῖο Μπενάκη τῶν Ἀθηνῶν.
ΜΗΝΟΔΩΡΑΣ Μάρτυρος (+ 305, 10η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Παν. Γουμένισσας Κιλκίς.
ΜΗΤΡΟΔΩΡΑΣ Μάρτυρος (+ 305, 10η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, Παν. Γουμενίσσης Κιλκίς, Ἀγάθωνος Φθιώτιδος καί Πετράκη Ἀθηνῶν.
ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Βορονέζ Ρωσίας (+ 1703, 7η Αὐγ. καί 23η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο Ναό Βορονέζ Ρωσίας.
ΜΙΧΑΗΛ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Συννάδων (+ 818, 23η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Λειμῶνος Λέσβου καί Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΜΙΧΑΗΛ Ὁσίου, τοῦ Μαλεϊνοῦ (+ 962, 12η Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΜΙΧΑΗΛ Ἁγίου, πρώτου Μητροπολίτου Κιέβου (+ 992, 15η Ἰουνίου καί 30ή Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΜΙΧΑΗΛ Μάρτυρος, Ἡγεμόνος τοῦ Τσερνίκωφ Ρωσίας (+ 1245, 14η Φεβρ. καί 20ή Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Κρεμλίνου Μόσχας.
ΜΙΧΑΗΛ Ἁγίου, Ἡγεμόνος Μούρωμ Ρωσίας (12ος αἰ., 21η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Εὐαγγ. Θεοτόκου Μούρωμ Ρωσίας.
ΜΙΧΑΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ραντονέζ Ρωσίας (+ 1385, 5η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
ΜΝΑΣΩΝΟΣ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Ταμασοῦ Κύπρου (1ος αἰ., 19η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στίς Μονές Κύκκου καί ἁγ. ἩρακλειδίουΚύπρου.
ΜΟΔΕΣΤΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων:
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας στή Μητρόπολη Πολυανῆς καί Κιλκισίου.
Ἡ δεξιά στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Πέντε τμήματα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀρχαγγέλου Ἀριδαίας, Ἄνω καί Κάτω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας, Δουσίκου καί Γκούρας Τρικάλων, Πεντέλης Ἀττικῆς, Χρυσοπηγῆς Δίβρης Ἠλείας καί Βουλκάνου Μεσσηνίας.
Δέν διευκρινίζεται ἄν πρόκειται περί τοῦ ἁγ. Μοδέστου Α' (4ος αἰ., 18η Δεκεμβρίου) ἤ τοῦ ἁγ. Μοδέστου Β΄ (+ 634, 16η Δεκεμβρίου).
ΜΟΝΙΚΑΣ Ἁγίας, μητρός Ἱεροῦ Αὐγουστίνου (4ος αἰ., 4η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό ἁγ. Αὐγουστίνου Campo Marzio Ρώμης.
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Σεραφείμ Σάρωφ καί Αὐγουστίνου Τρίκορφου Δωρίδος.
ΜΠΟΒΟΥ (Bovo) Ὁσίου, τοῦ Ἐγκλείστου (+ 659, 1η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ Χάρλεμ Ὀλλανδίας.
ΜΥΡΩΝΟΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ταμάσου Κύπρου (1ος - 2ος αἰ., 17η Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Ἡρακλειδίου Κύπρου.
ΜΥΡΩΝΟΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Κνωσσοῦ Κρήτης (+ 305, 8η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΜΥΡΩΝΟΣ Ἱερομάρτυρος, τῆς Κυζίκου (+ 250, 17η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΜΥΡΩΠΗΣ Μάρτυρος, τῆς Ἐφεσσίας (+ 251, 2α Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΜΩΥΣΕΩΣ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1362, 25η Ἰανουαρίου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΜΩΚΙΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἰαματικοῦ (+ 295, 11η Μαϊου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Διονυσίου καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ν.
ΝΑΟΥΜ τοῦ Προφήτου (7ος αἰ. π. Χ., 1η Δεκεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους.
ΝΑΤΑΛΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς μετά μ. Ἀδριανοῦ (+ 305 – 311, 26η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΝΕΙΛΟΥ Ὁσίου, τοῦ Στολμπένσκ Ρωσίας (+ 1554, 27η Μαϊου καί 7η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Σημείου, Ὀστάκοβας Ρωσίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΝΕΙΛΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μυροβλύτου (+ 1651, 12η Νοεμβρίου καί 7η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος βραχίονος στό Κυριακό τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Παναγίας Μαλεβῆς Κυνουρίας.
ΝΕΚΤΑΝ (Nectan) Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Χάρτλαντ Βρεττανίας (+ 500, 17η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Ρωσική Ἐνορία τοῦ Ντέβον Βρεττανίας.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 1500, 5η Δεκεμβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Νέα Θηβαϊδα Ἁγίου Ὄρους.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μετεωρίτου (+ 1550, 17η Μαϊου):
Ἡ δεξιά παλάμη ἀδιάφθορος στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἁγιαννανίτου (+ 1820, 11η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στή Σκήτη Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως (+ 1920, 9η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί τά περισσότερα Λείψανα στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης.
Ἕνας ἀστράγαλος στό ὁμώνυμο Προσκύνημα Καμάριζας Λαυρίου.
Ἕνας σπόνδυλος στό ὁμώνυμο Προσκύνημα Χανίων Κρήτης.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ἐπ. Πενταπόλεως ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του, τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, τό 1920, καί κατά τήν ἑπόμενη 20ετία διατηρήθηκε ἀδιάφθορο, ὅπως προέκυπτε ἀπό τίς ἀνακομιδές πού ἔγιναν. Στή συνέχεια τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου τοῦ 20ου αἰ. διαλύθηκε, γιά νά μεταφερθεῖ ἡ εὐλογία του σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος σέ μία «κατ' ὄναρ» ἐμφανισή του.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ὁσίου, Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1928, 29η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Καλούγας Ρωσίας.
Ὁ Στάρετς Νεκτάριος κοιμήθηκε ἐξόριστος στό Χόλμισι τοῦ Μπριάνσκ, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε. Τό 1935 ὁ τάφος τοῦ μακαρίου Γέροντος ἔγινε στόχος τυμβωρύχων. Ἄγνωστοι τόν ἄνοιξαν, ἔβγαλαν τό φέρετρο, ἐρεύνησαν γιά πολύτιμα ἀντικείμενα καί ἐπειδή δέν βρῆκαν τίποτα, ἄφησαν τό φέρετρο ἔξω ἀπό τήν γῆ καί ἔφυγαν! Τό ἑπόμενο πρωϊ κάποια παιδιά πού ἔφερναν τά ἄλογά τους ἀπό τήν νυκτερινή βοσκή, εἶδαν τό ἀνοικτό φέρετρο καί εἶπαν στούς χωρικούς, ὅτι "ἕνας μοναχός σηκώθηκε ἀπό τόν τάφο"! Τότε τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου βρέθηκε ἄφθαρτο, μέ τό δέρμα στό χρῶμα τοῦ κεριοῦ καί τά χέρια εὐλύγιστα καί μαλακά! Οἱ χωρικοί, ἀφοῦ τίμησαν τό Λείψανο, τό ἔβαλαν καί πάλι στόν τάφο του. Τό 1987 ἡ Μονή τῆς Ὄπτινα ἐπιστράφηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τήν 16. 7. 1989 ἀνοίχθηκε ὁ τάφος τοῦ Στάρετς Νεκταρίου στό Χόλμισι. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τό Λείψανο τοῦ Γέροντος εἶχε διαλυθεῖ καί τά ὀστά του εὐωδιαζαν!
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ 4, τοῦ Ρεθύμνου (+ 1824, 28η Ὀκτωβρίου) :
Τρεῖς Κάρες στόν ὁμώνυμο Ναό τοῦ Ρεθύμνου.
Μία Κάρα στή Ρωσία (ἄγνωστο ποῦ).
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ 5, τῆς Σαμοθράκης (+ 1835, 6η Ἀπριλίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Χώρας Σαμοθράκης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Ἀετοχωρίου Ἀλεξανδρουπόλεως, Παναγίας Ἔβρου καί ὁσ. Νικοδήμου Πενταλόφου Κιλκίς.
ΝΕΟΦΥΤΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἐγκλείστου (12ος αἰ., 24η Ἰανουαρίου καί 28η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί τά λοιπά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Κύπρου.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΝΕΟΦΥΤΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἄρτζες Ρουμανίας (16ος αἰ.):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Στηνισιοάρα Ἄρτζες Ρουμανίας.
ΝΕΟΦΥΤΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Βατοπεδινοῦ (+ 1822, 22α Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρος.
ΝΕΣΤΟΡΟΣ Μάρτυρος, μαθητοῦ Μεγαλομ. Δημητρίου (4ος αἰ., 27η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων καί Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Ζάβορδας Γρεβενῶν, Κύκκου Κύπρου καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΝΕΣΤΟΡΟΣ Ὁσίου, Χρονικογράφου τῆς Λαύρας Σπηλαίων (+ 1114, 28η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΝΕΣΤΟΡΟΣ Ὁσίου, μαθητοῦ ὁσ. Ρωμύλου τῆς Ραβάνιτσας Σερβίας (14ος αἰ.).
Τά Λείψανα στήν πόλη Ντγιούνις τῆς Σερβίας.
ΝΗΦΩΝΟΣ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 1508, 11η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα καί ἡ δεξιά στή Μονή Κούρτεα Ἄρτζες Ρουμανίας.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κράγιοβας Ρουμανίας καί στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μία ὠμοπλάτη στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ Ὁσίου, τῆς Ζάβορδας Γρεβενῶν (+ 1519, 7η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΝΙΚΑΝΔΡΟΥ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 15/3, 5/6, 8/6 (δύο), 6/11 καί 7/11 (Μαρτύρων) ἤ τῆς 4/11 (ἐπ. Μύρων, Ἱερομάρτυρα).
ΝΙΚΑΝΔΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Γκοροντέσκ Ρωσίας (+ 1603, 15η Μαρτ. καί 4η Νοεμ.):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Νόβγκοροντ Ρωσίας.
ΝΙΚΗΤΑ Μάρτυρος, τοῦ Γότθου (+ 372, 15η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἀριστερή παλάμη (μέ τόν καρπό) ἀδιάφθορη στή Μονή Ντέτσανης Κοσσυφοπεδίου.
Ἀρχικά τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Μεγαλομ. Νικήτα, μεταφέρθηκε καί ἐνταφιάσθηκε στή Μοψουεστία, ἀπό τόν φίλο του Κίλικα. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, τόν 13ο αἰ. πάντως ἦταν κατατεθημένο στό Ναό τοῦ ἁγ. Ρωμανοῦ, μαζί μέ τά Λείψανα τοῦ Προφήτου Δανιήλ καί τοῦ Μάρτυρος Ρωμανοῦ. Ἀπό τήν Πόλη συλήθηκε κατά τήν Φραγκοκρατία καί μεταφέρθηκε στή Βενετία, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, στό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου τῶν Μεντίκολι.
Σχετικά μέ τήν γνησιότητα τοῦ Λειψάνου αὐτοῦ πάντως ὑφίσταται πρόβλημα, ἐφ' ὅσον στή Μονή Ντέτσανης Κοσσυφοπεδίου φυλάσσεται ἡ ἀδιάφθορη ἀριστερά του καί στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους ἡ Κάρα του.
ΝΙΚΗΤΑ Παιδομάρτυρος, τῆς Νικομηδείας (12η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ Βενετίας.
Στήν περίπτωση τοῦ Παιδομάρτυρος Νικήτα τῆς Νικομηδείας ἡ Βενετική παράδοση ἀντιγράφει τόν βίο τοῦ Μάρτυρος Νικήτα τοῦ Γότθου. (Βλ. περισσότερα στόν ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθάγγελο, αὐτ. σελ. 267 – 268).
ΝΙΚΗΤΑ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Νόβγκοροντ Ρωσίας, τοῦ Ἐγκλείστου (+ 1108, 31η Ἰανουαρίου καί 30ή Ἀπριλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Ναό ἁγ. Νικολάου Νόβγκοροντ Ρωσίας.
ΝΙΚΗΤΑ Νεομάρτυρος, τῆς Νισύρου (+ 1732, 21η Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Ναό Νισύρου.
ΝΙΚΗΤΑ Ἱερομάρτυρος, πολιούχου Σερρῶν (+ 1808, 4η Ἀπριλίου):
Μέρος στή Σκήτη Ἁγίας Ἄννης Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στό Μητροπ. Ναό Ἁγίων Ταξιαρχῶν Σερρῶν.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 829, 2α Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Μαλεσσίνας Φθιώτιδος.
Ἡ ἀδιάφθορη εὐλογοῦσα δεξιά στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Καλαμίου Ἐπιδαύρου.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (+ 1325, 11η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Κοσσυφοπεδίου.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ὁσίου, τῆς Τισμάνας Ρουμανίας (+ 1406, 13η Ἰουλ. καί 26η Δεκεμβρίου):
Ἕνας ἀδιάφθορος ἀντίχειρας καί ἄλλα Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ρουμανίας.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἡσυχαστοῦ (+ 1322, 11η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ἐλβασάν Ἀλβανίας (+ 1722, 11η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Παναγίας Ἐλβασάν.
Ἀπότμημα στή Σκήτη ἁγ. Ἄννης Ἁγίου Ὄρους.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἁγιορείτου (+ 1809, 14η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στό Κελλί τῶν Σκουρταίων Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς Κάρας στήν ὁμώνυμη Μονή Πενταλόφου Κιλκίς.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μύρων (+ 345, 6η Δεκεμβρίου):
Ἡ δεξιά στόν Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
Ὁ ἀριστερός βραχίονας στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τοῦ Ρίμινι Ἰταλίας.
Ἀπότμημα τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος στό Μητροπολιτικό Ναό Βόλου.
Μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη ΡΚ Βασιλική τοῦ Μπάρι Ἰταλίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἁγ. Νικολάου Ἄνω Βάθειας Εὐβοίας καί Φανερωμένης Σαλαμίνος, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σωτῆρος Μόσχας, στόν ὁμώνυμο Ναό Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως·
Ἕνας τῶν ὁδόντων στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Ὁ τάφος τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Βασιλική τοῦ Μπάρι, ἀνοίχθηκε ἀναγκαστικά τό 1953, κατά τήν διάρκεια ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν, τήν νύκτα τῆς 5ης πρός 6η Μαϊου. Γιά τόν σκοπό αὐτό συγκροτήθηκε Ἐπιτροπή ἀπό τόν Πάπα, μέ Πρόεδρο τόν τότε Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπάρι Ἐρρῖκο Νικόδημο, στήν ὁποία ἀνατέθηκε ἡ κανονική ἀναγνώριση τῶν λειψάνων τοῦ τάφου. Παράλληλα ὁ ἀναγνωριστικός ἔλεγχος καί ἡ καταμέτρηση τῶν ὀστῶν ἀνατέθηκε στόν Καθηγητή τῆς Ἀνατομίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάρι Λουϊτζι Μαρτῖνο καί τόν βοηθό του Γιατρό Ἀλφρέντο Ρουγγίερι.
Τά Λείψανα μέσα στή λάρνακα ἔπλεαν σέ ἕνα διαυγές, ἄχρωμο καί ἄοσμο ὑγρό, τό ὁποῖο εἶχε βάθος τρία περίπου ἑκατοστά. Ἡ ἐξέταση τοῦ ὑγροῦ αὐτοῦ ἀπό τά Ἰνστιτοῦτα Χημείας καί Ὑγιεινῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπάρι ἀπέδειξε, ὅτι ἐπρόκειτο γιά καθαρό νερό, ἐλεύθερο ἀπό ἅλατα καί στεῖρο ἀπό μικροοργανισμούς ! Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε, ὅτι τό ὑγρό αὐτό προήρχετο ἀπό τίς μυελοκυψέλες τῶν σπογγωδῶν ὀστέων!
Ἡ τρίτη ἱστορικά ἀνακομιδή ἔγινε τήν νύκτα τῆς 7ης πρός 8η Μαϊου 1957, μέ σκοπό νέα ἀναγνώριση, καταμέτρηση, ἀνατομική καί ἀνθρωπολογική μελέτη, πρίν τήν ὁριστική κατάθεση στήν λάρνακα, μετά τό πέρας τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν. Στήν ἰατρική ὁμάδα συμμετεῖχε τήν φορά αὐτή καί ὁ Γιατρός Λουϊτζι Βενέζια... Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἐξετάσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων ὑπῆρξαν ἐντυπωσιακά. Διαπιστώθηκε, ὅτι ἀνῆκαν σέ ἕνα καί τό αὐτό ἄτομο καί μάλιστα σέ ἄνδρα πού εἶχε ὕψος 1.67 περίπου, τρεφόταν κυρίως μέ φυτικά προϊόντα καί πέθανε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν 70 ἐτῶν. Τό ἄτομο αὐτό ἀνῆκε στήν λευκή Ἰνδοευρωπαϊκή φυλή.
Ἡ κατάσταση ὁρισμένων ὀστῶν ἔδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ἄτομο στό ὁποῖο ἀνῆκαν, πρέπει νά εἶχε ὑποφέρει πολύ κάτω ἀπό ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσης, πού τοῦ ἄφησαν σημάδια στήν ὑπόλοιπη ζωή του. Ἡ ἀγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα καί ἡ διάχυτη ἐνδοκρανιακή ὑπερόστωση, πρέπει νά κληρονομήθηκαν ἀπό κάποια ὑγρή φυλακή, ὅπου πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του καί μάλιστα σέ προχωρημένη ἡλικία.
Ἡ ἰχνογραφική ἀνάπλαση τοῦ προσώπου, μέ τήν μέθοδο τῆς ὑπερσκελετικῆς ἀναπλάσεως τῶν μαλακῶν μερῶν τῆς κεφαλῆς, ἀπέδωσε ἐπίσης θεαματικά ἀποτελέσματα...Τά σχετικά ἰχνογραφήματα πού δημοσίευσε ὁ Καθηγητής Μαρτῖνο..., βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τίς παλαιότερες ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου, ἐκείνη τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Πρώτης (στή Ρώμη, 8ος ἤ 9ος αἰ.) καί αὐτή τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, στόν Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου (στή Βενετία, ψηφιδωτό τοῦ 12ου αἰ.)".
Δηλαδή, μέ τίς ἐξετάσεις τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου, πιστοποιήθηκε ἡ γνησιότητά τους, ἀποδείχθηκε ἐπιστημονικά ἡ μυροβλυσία του καί ἐπίσης ὅτι ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δέν ἄμβυνε τήν μνήμη τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς του, ὅπως τά διέσωσε ἡ Ὀρθόδοξη εἰκονογραφική παράδοση (πρόσωπο ἀσκητικό, εὐγενικό, μέ ἀρμονικές ἀναλογίες, ὑψηλό καί πλατύ μέτωπο, μεγάλα μάτια - ἐλαφρά βαθουλωτά - ἔντονα ζυγωματικά, φαλάκρα). (Βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί οἱ ἱστορικές τους περιπέτειες"· Περιοδικό "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" Λευκωσίας, φ. 44/1994, σελ. 98 - 106· ἀγγλική ἔκδοση ἀπό τό Κέντρο Παραδοσιακῶν Ὀρθοδόξων Σπουδῶν Ἔτνας Καλιφορνίας, 1994).
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ ἐν Βουνένοις Θεσσαλίας (10ος αἰ., 9η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Ἄνδρου.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ὁ μ. Νικόλαος τελειώθηκε ἀπό τούς Ἄραβες δεμένος σέ μία βελανιδιά, μετά ἀπό βασανιστήρια. (Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, τό δένδρο τοῦ μαρτυρίου του "ὑδρώνει" ἕνα αἱματώδες ὑγρό!). Τό μαρτυρικό του Λείψανο βρῆκε ἀδιάφθορο (ἄν καί ἄταφο) στή ρίζα τῆς βελανιδιᾶς, ὁ λεπρός Διοικητής τῆς Θεσσαλονίκης Εὐφημιανός, ὁ ὁποῖος θεραπεύθηκε καί ἔκτισε Ναό πρός τιμήν τοῦ Μάρτυρος, ὅπου σήμερα ὑπάρχει καί ὁ τάφος του. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ὁσίου, ἐκ τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους (10ος – 11ος αἰ., 17η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (29η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στήν Ἁγία Μονή Ναυπλίου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σικελιώτου (23η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μητρόπολη Χαλκίδος.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται. Τῆς 9/3, τῆς 22/9 ἤ τῆς 7/12.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ἱερομάρτυρος, τῆς Λέσβου (+ 1462, Τρίτη τοῦ Πάσχα):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ραφαήλ Θέρμης Λέσβου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ ἐξ Ἰχθύος Κορινθίας (+ 1554, 14η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ τοῦ Πσκώφ Ρωσίας, τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ (+ 1576, 28η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Τριάδος Πσκώφ Ρωσίας.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Μετσόβου (+ 1617, 16η Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Παντοπώλου (+ 1672, 23η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῶν Λειψάνων στίς Μονές Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους καί Τατάρνας Εὐρυτανίας.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Ἀπότμημα στόν ὁμώνυμο Ναό Καρπενησίου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Νεομάρτυρος, τοῦ Θεσσαλονικέως:
Ἀπότμημα στή Βασιλική ἁγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β' Νεομάρτυρος, Τσάρου τῆς Ρωσίας καί τῶν σύν αὐτῷ μελῶν τῆς Τσαρικῆς Οἰκογενείας ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Τσαρίνας, ΑΛΕΞΙΟΥ Τσάρεβιτς, ΜΑΡΙΑΣ, ΟΛΓΑΣ, ΤΑΤΙΑΝΑΣ καί ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ τῶν Μεγάλων Δουκισσῶν (+ 1918, 4η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Πέτρου καί Παύλου Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΝΙΚΩΝΟΣ Ὁσίου, Ἡγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου (+ 1088, 23η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΝΙΚΩΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ "ξηροῦ", τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου (12ος αἰ., 11η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΝΙΚΩΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ Ραντονέζ Ρωσίας (+ 1426, 17η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
ΝΙΚΩΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ Νέου, τοῦ Ξηροῦ Ὄρους (8η Δεκεμβρίου):
Ἡ σιαγόνα στή Μονή ὁσ. Παταπίου Λουτρακίου Κορινθίας.
ΝΙΝΑΣ Ἱσαποστόλου, Φωτιστρίας τῆς Γεωργίας (+ 335, 14η Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στό Ναό ἁγ. Μαρίνης Θεσσαλονίκης καί στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΝΤΟΒΜΟΝΤ - ΤΙΜΟΘΕΟΥ Ἁγίου, Ἡγεμόνος τοῦ Πσκώφ Ρωσίας (+ 1299, 20ή Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Τριάδος Πσκώφ Ρωσίας.
ΝΥΜΦΟΔΩΡΑΣ Μάρτυρος (+ 305, 10η Σεπτεμβρίου):
Ἡ δεξιά στή Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης·
Ἀπότμημα στή Μονή Παν. Γουμένισσας Κιλκίς.
Ξ.
ΞΕΝΗΣ Ὁσίας, τῆς Ρωμαίας (5ος αἰ., 24η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στό Ναό Τιμίου Προδρόμου Καβάλας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀγάθωνος Φθιώτιδος, Μεταμ. Σωτῆρος Νικητῶν Χρυσουπόλεως Καβάλας, Λειμῶνος Λέσβου καί Νταοῦ Πεντέλης καί στόν ὁμώνυμο Ναό Νικαίας Πειραιῶς.
ΞΕΝΗΣ τῆς Ρωσίδος, τῆς διά Χριστόν Σαλῆς (17ος – 18ος αἰ., 24η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα ἐντός τοῦ τάφου της, στό Κοιμητήριο τοῦ Σμολένσκ Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Ὁσίου, συζύγου ὁσ. Μαρίας (6ος αἰ., 26η Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
Ο.
ΟΛΥΜΠΙΑΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Λέσβου (+ 1253, Τρίτη τοῦ Πάσχα):
Μέρος τῶν Λειψάνων στήν Μονή ἁγ. Ραφαήλ Θέρμης Λέσβου.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ Ἁγίας, τῆς Διακονίσσης (+ 409, 25η Ἰουλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἀγάθωνος Φθιώτιδος καί Νταοῦ Πεντέλης.
ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ Ὁσιομάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς.
ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ Ἁγίου, τῆς Ἀναρίτης Πάφου (; 18η Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ Μάρτυρος (+ 284 – 305, 9η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Αἰγυπτίου (+ 400, 12η Ἰουνίου):
Ἀποτμήματα στήν ὁμώνυμη Μονή Κερατέας Ἀττικῆς καί στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου.
ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Βορονέτς Ρουμανίας (+ 1789, 9η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα καί τά Λείψανα χειρῶν καί ποδῶν στή Σκήτη Βορονέτς, Μποτοσάνι Ρουμανίας.
ΟΡΕΣΤΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά Ἱερομάρτυρος Αὐξεντίου (+ 284 – 305, 13η Δεκεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχαγγ. Μιχαήλ Ἀριδαίας Πέλλας καί Κοιμ. Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης.
ΟΡΕΣΤΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά Μάρτυρος Ριγίνου (20ή Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στό Ναό Παναγίας Φασοῦλας Κύπρου.
ΟΣΒΑΛΒΟΥ Ἁγίου, Βασιλέως Νορθουμβρίας Βρεττανίας (+ 641, 5η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ντάραμ Βρεττανίας.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ Μονῆς Χοζεβᾶ Ἱεροσολύμων:
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ἱεροσολύμων.
Ἀποτμήματα στή Μονή Σαγματά Βοιωτίας.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ Σινᾷ καί Ραϊθῷ (14η Ἰανουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Σινᾶ.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους καί Παρακλήτου Παιανίας Ἀττικῆς.
Πρόκειται γιά δύο χορούς Ὁσιομαρτύρων, 38 καί 33 Πατέρων ἀντιστοίχως, πού μαρτύρησαν ἀπό τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305), μέχρι καί τό τέλος τοῦ 4ου αἰ.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ 44 Μονῆς ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων, ὑπό Περσῶν (+ 614, 13η Μαϊου) :
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ἱεροσολύμων.
Ἀποτμήματα στή Μονή Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ Μονῆς ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων (20ή Μαρτίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ἱεροσολύμων.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ 179 Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης (+ 1680):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Πεντέλης.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ 6.000 τῆς Μονῆς Γκαρετζύ Γεωργίας (+ 1615, 26η Μαρτίου):
Λείψανα στή Μονή Ἀναστάσεως Γκαρεντζύ Γεωργίας.
ΟΣΙΩΝ 99 ΠΑΤΕΡΩΝ Κρήτης (; 7η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, στό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους καί στόν ὁμώνυμο Ναό Χανίων Κρήτης.
ΟΥΑΛΕΝΤΙΝΗΣ Μάρτυρος, τῆς Παλαιστίνης (+ 308, 10η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Σεβαστιανοῦ Ρώμης.
ΟΥΑΡΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Αἰγυπτίου (+ 307; , 19η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΟΥΡΣΟΥΛΑΣ Μάρτυρος (+ 383, 21η Ὀκτωβρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Κολωνίας.
Π.
ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (13ος αἰ., 9η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΠΑΪΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Βελιτσκόφσκι (+ 1794, 15η Νοεμβρίου):
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο ἐνταφιασμένο στό Καθολικό τῆς Μονῆς Νεάμτς Ρουμανίας.
ΠΑΪΣΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Γαλικίας Ρωσίας (+ 1460, 23η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή Οὐσπένσκαγια Σλόμποντα τῆς Κοστρόμας.
ΠΑΝΑΓΗ - ΠΑΪΣΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μπασιᾶ (+ 1888, 9η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στό Ληξούρι Κεφαλληνίας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Καισαρείας (+ 1765, 24η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Σκήτη ἁγ. Παντελεήμονος τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Νεομάρτυρος, τῶν Ἱεροσολύμων (+ 1820):
Τά Λείψανα στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἱεροσολύμων.
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Ἰαματικοῦ (+ 305, 27η Ἰουλίου):
Τμήματα τῆς Κάρας στίς Μονές Παντελεήμονος καί Γρηγορίου (τό μετωπιαῖο) Ἁγίου Ὄρους, Παναχράντου Ἄνδρου καί ἁγ. Γεωργίου Βουλγαρελίου Ἄρτης.
Τμῆμα Κάρας καί μέρος χειρός στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Ὁ δεξιός καρπός καί τρία τεμάχια στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ δεξιοῦ ποδός στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ποδός στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους.
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Δάκτυλος στή Μονή Χουρέζ Ρουμανίας.
Μεγάλο μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Lucca Ἰταλίας.
Ἕξη τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Λειμῶνος Λέσβου, ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας καί Ἀρχαγγελιωτίσσης Ξάνθης, στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Ravella, κοντά στή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, σώζεται στερεοποιημένο αἷμα τοῦ Μεγαλομάρτυρος, τό ὁποῖο ὑγροποιεῖται κάθε Ἰούλιο, πρίν καί μετά τήν μνήμη του. Ὁμοίως αἷμα του πού ὑγροποιεῖται σώζεται καί στήν πόλη Lucca τῆς Ἰταλίας.
ΠΑΠΥΛΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Διακόνου, τοῦ μετά Ἱερομάρτυρος Κάρπου (+ 251, 13η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους καί Τιμίου Σταυροῦ Σάμου.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Ρωμαῖας (2ος αἰ., 26η Ἰουλίου):
Μέρη τῆς Κάρας στίς Μονές Κουτλουμουσίου, Σιμωνόπετρας, Παντοκράτορος καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Πετράκη Ἀθηνῶν καί Προφ. Ἡλιοῦ Θῆρας.
Ἡ σιαγόνα στή Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος.
Μέρη τῆς δεξιᾶς στίς Μονές Διονυσίου καί Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Ἀμυαλῶν Γορτυνίας.
Μέρος χειρός στή Μονή Μεγ. Μετεώρου.
Τέσσερα τεμάχια στήν Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Ἀνθίμου τοῦ Ἴβηρος Βουκουρεστίου, Παν. Γουμενίσσης Κιλκίς, Σαγματᾶ Βοιωτίας, ἁγ. Νικολάου Καλτεζῶν Ἀρκαδίας, ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου Πιερίας, Λουκούς Κυνουρίας, Τιμίου Προδρόμου Καστρίτσης Ἰωαννίνων, Γηροκομείου Πατρῶν, Σταγιάδων Καλαμπάκας, Σεπετοῦ Ἠλείας, Δουσίκου Τρικάλων, ὁσ. Θεοδοσίου Ἄργους, ἁγ. Κων/νου Καλαμῶν, Παν. Κορώνης Καρδίτσης καί Ἀμπελακιωτίσσης Ναυπακτίας καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ὁσίας, τῆς Ἐπιβατινῆς (11ος αἰ., 14η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν ὁμώνυμο Ναό Ἰασίου Ρουμανίας.
Μέρος χειρός στό Βελιγράδι καί τήν Σρέμσκα Καμένιτσα Σερβίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Ἡ ἁγ. Παρασκευή κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Καλλικράτεια, ὅπου ἡσύχασε τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της. Κηδεύθηκε σέ τόπο παραθαλάσσιο. Ἄγνωστο πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν χωρικοί θέλησαν νά ἐνταφιάσουν δίπλα της τό σῶμα ἑνός ναυτικοῦ, τό ὁποῖο ἐκβράστηκε στήν ἀκτή καί ἡ Ὁσία μέ ἐμφάνισή της ζήτησε νά τήν μεταφέρουν!
Τήν περίοδο τῆς βασιλείας τῶν Βουλγάρων Βασιλέων Πέτρου καί Ἰωάννη Ἀσάν (1290 - 1310), οἱ Βυζαντινοί δώρησαν τό Λείψανο τῆς Ὁσίας στόν Ὀρθόδοξο Βουλγαρικό λαό, σάν σημεῖο φιλίας καί ἑνότητος στήν Ὀρθόδοξη Πίστι. Τό 1393, ὅταν ὁ Σουλτάνος Βαγιαζίτ κατέλαβε τό Τύρνοβο καί κατέλυσε τό Βουλγαρικό Κράτος, δώρησε τό Λείψανο στούς τότε ὑποτελεῖς του Σέρβους, οἱ ὁποῖοι τό κατέθεσαν στό φρούριο τοῦ Βελιγραδίου. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Σουλτάνος Μουράτ Β' κατέκτησε τήν Σερβία, τό Λείψανο ἀγοράσθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας δωρήθηκε μέρος μιᾶς τῶν χειρῶν, φυλασσόμενο σήμερα στό Βελιγράδι καί τήν Σρέμσκα Καμένιτσα.
Τό 1640, ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας Βασίλειος Λούπου, ἀνέλαβε τό τεράστιο χρέος τοῦ Πατριαρχείου πρός τήν Τουρκική Κυβέρνηση (περίπου 2.000.000 ἄσπρων) καί γιά λόγους εὐγνωμοσύνης ὁ Πατριάρχης Παρθένιος δώρησε τό Λείψανο στόν Ὀρθόδοξο Μολδαβικό λαό. Τό Λείψανο κατατέθηκε μέ μεγάλες τιμές στό Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στό Ἰάσιο (ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρίγκιπας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τήν Ἐπανάσταση κατά τῶν Τούρκων στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες - τό 1821 - καί δέχθηκε τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βενιαμίν Κώστακε). Τό 1888 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στόν νέο, πρός τιμή τῆς Ὁσίας, Καθεδρικό Ναό, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Λαμψάκου (4ος αἰ., 7η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μακρυμάλλης Ευβοίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Ροβελίστας Ἄρτας καί Κύκκου Κύπρου.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Ἀγαπίας Ρουμανίας (+ 1660):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα σέ ἄγνωστο σημεῖο τῆς περιοχῆς Ἀγαπίας Ρουμανίας.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ραδοβυζίου Ἄρτης (+ 1777, 21η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα στόν Ἐνοριακό Ναό Βελετζικοῦ Τρικάλων.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος χειρός στή Μονή Δουσίκου Τρικάλων.
Μία κλείδα στό Ναό ἁγ. Γεωργίου Κωστακιῶν Ἄρτης.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Κρήτης (+ 1905, 10η Ἰουλίου):
Ἡ Κάρα καί Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Κρήτης.
Μία τῶν πλευρῶν στό Ναό ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Ἀττικῆς.
Μέρος πλευρᾶς στίς Μονές Μεταμ. Σωτῆρος Σλατιοάρας Ρουμανίας καί ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἔτνα Καλλιφορνίας καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Χίου:
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Μάρκου Χίου.
ΠΑΤΑΠΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Αἰγυπτίου (7ος αἰ., 8η Δεκεμβρίου):
διάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Λουτρακίου Κορινθίας.
ΠΑΤΑΠΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νέου, τοῦ Ξηροῦ Ὄρους (8η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ὁσ. Παταπίου Λουτρακίου Κορινθίας.
ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΡΙΩΝ Ὁσίων (Νικήτα, Ἰωάννου καί Ἰωσήφ), ἱδρυτῶν τῆς Νέας Μονῆς Χίου (11ος αἰ., 20ή Μαϊου):
Μία Κάρα (ἄγνωστο ποίου) στή Νέα Μονή Χίου.
ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ Ἁγίας, τῆς ΚΠόλεως (7ος αἰ., 25η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τῶν ἁγ. Νικάνδρου καί Μαρκιανοῦ Νεαπόλεως Ἰταλίας.
Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι στό ΡΚ Μονή τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἐπ. Ἀρμενίας Νεαπόλεως Ἰταλίας, φυλάσσεται στερεοποιημένο αἷμα τῆς Ἁγίας, τό ὁποῖο ὑγροποιεῖται!
ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ Ἁγίου, Ἱεραποστόλου τῆς Ἰρλανδίας (+ 461, 17η Μαρτίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Ντόουν Βορείου Ἰρλανδίας.
ΠΑΤΡΩΒΑ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 5η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΠΑΥΛΗΣ Ὁσίας, τῆς Κυπρίας (; 1η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΠΑΥΛΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Νόλων Ἰταλίας (+ 431, 22α Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Συλλογή τοῦ ΡΚ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου, Φάργκο Νεβάδας Η.Π.Α.
ΠΑΥΛΟΥ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν (1ος αἰ., 29η Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Λατερανοῦ Ρώμης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό "Ἐκτός τῶν Τειχῶν" Ρώμης.
Ἕνας τῶν ὀδόντων στήν Συλλογή τῶν Ἀνακτόρων τοῦ Μπάκινχαμ Λονδίνου.
Ἀπότμημα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἁλυσίδα καί τό ὁδοιπορικό του ραβδί στό ΡΚ Παρεκκλήσιο "Φιόρι" τῆς Ρώμης.
ΠΑΥΛΟΥ Ὁσίου, τοῦ Θηβαίου (+ 341, 15η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Ἰουλιανοῦ Βενετίας, στή ΡΚ Μονή τοῦ ἁγ. Παύλου τοῦ πρώτου Ἐρημίτου Βούδας Οὐγγαρίας καί στή ΡΚ Βασιλική τῆς ἁγ. Μαρίας in Porto τῆς Ραββένας.
Ἀπότμημα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Παύλου μετακομίσθηκαν ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν ΚΠΟλη ἐπί Αὐτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνοῦ καί κατατέθηκαν στή Μονή τῆς Περιβλέπτου. Ὅταν μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Φράγκους (1204), ἡ Μονή περιῆλθε στήν κατοχή Λατίνων μοναχῶν, ὁ Ἡγούμενός της Πέτρος δώρησε τά Λείψανα στό Βενετό εὐπατρίδη Giacomo Lanzeolo ὁ ὁποῖος τά μετέφερε στή Βενετία καί τά κατέθεσε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰουλιανοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Στά Λείψανα αὐτά ἔγιναν ἀναγνωρίσεις τό 1850 καί τό 1992 καί διαπιστώθηκε ὅτι πρόκειται γιά μέρη τῆς Κάρας, τοῦ κορμοῦ καί τῶν κάτω ἄκρων.
Τό 1381 μέρος τῶν Λειψάνων αὐτῶν δόθηκε στήν Ἀδελφότητα τοῦ ἁγ. Παύλου τοῦ πρώτου Ἐρημίτου στήν Βούδα τῆς Οὐγγαρίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται στήν ὁμώνυμη Μονή.
Τό 1998 τά κάτω ἄκρα δόθηκαν στήν Ἀδελφότητα τοῦ ἁγ. Παύλου τοῦ πρώτου Ἐρημίτου στή Ραββένα τῆς Ἰταλίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται στήν ὁμώνυμη Βασιλική.
Τέλος, στήν Κοπτική Μονή τοῦ ἁγ. Παύλου στήν Ἐρυθρά Θάλασσα, φυλάσσεται ἄφθαρτο λείψανο πού ἀποδίδεται στόν ὅσ. Παῦλο, γιά τό ὁποῖο δέν ὑπάρχουν ἀποδείξεις γνησιότητος.
ΠΑΥΛΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 350, 6η Νοεμβρίου):
Μέρος τῆς Κάρας στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους.
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ (πού ἔπνιξαν οἱ Ἀρειανοί μέ τό ὠμοφόριό του, ἐξόριστο στήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας), μετακομίσθηκε τό 385 στήν ΚΠολη, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Ἀρχικά κατατέθηκε στό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καί ἔπειτα σέ ναό πρός τιμή του. Τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Βενετία τό 1226 καί κατατέθηκε στή γυναικεία Μονή τοῦ ἁγ. Λορέντζου, ὅπου φυλάσσονταν καί τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Βαρβάρου τοῦ Μυροβλύτου καί τῆς ἁγ. Κανδίδης. Ἄγνωστο κάτω ἀπό ποιες συνθήκες τό Λείψανο χάθηκε, γιά νά βρεθεῖ τό 1493. Κατά τήν ἀναγνώριση τοῦ 1686 ὁ Βολλανδιστής C. Jannik διαπίστωσε καί περιέγραψε τήν ἀκεραιότητα τοῦ Λειψάνου.
ΠΑΥΛΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Νέου, τοῦ Καϊουμᾶ (8ος αἰ., 8η Ἰουνίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Ὁ Ὁσιομ. Παῦλος τοῦ Καϊουμᾶ δέν αναφέρεται ἀπό τούς γνωστούς Ἁγιολόγους Ἀνατολῆς καί Δύσεως (λ.χ. τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν Ἱππόλυτο Delehaye), ἀλλά ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν 8η Ἰουνίου. Τό Λείψανό του, βρέθηκε ἄφθαρτο, μέ φανερά τά σημεῖα τοῦ μαρτυρίου του (κομμένη μύτη, ἐγκαύματα), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἀντωνίου Β' τοῦ Καυλέα (893 – 901). Μέχρι τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους (1204), ἦταν κατατεθημένο στή Μονή τοῦ Χριστοῦ Παντεπόπτου, ἡ ὁποία κατά τήν διανομή δόθηκε στούς Βενεδικτίνους Μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μείζονος Βενετίας.
Τό 1222 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Βενετία ἀπό τόν Ἡγούμενο Παῦλο (1206 – 1222), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Πέτρου Ziani (1206 - 1239), ὁ ὁποῖος «ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀξιοθαύμαστη κατάσταση διατηρήσεως τοῦ λειψάνου λέγεται ὅτι ἔβγαλε τό Δουκικό «κέρας» καί τό τοποθέτησε στήν Κάρα τοῦ Μάρτυρα» (ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου αὐτ. σελ. 292). Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ κοσμήματος στήν ἱστορική συνέχεια ὁ Ἅγιος πῆρε τήν προσωνυμία τοῦ Δοῦκα.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάπα Κλήμη Η' (1592 – 1605) τό Λείψανο τοποθετήθηκε μέσα στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ λεγομένου Παρεκκλησίου τῶν Νεκρῶν τῆς αὐτῆς Μονῆς, μαζί μέ τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Παύλου Πατριάρχου ΚΠόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΠΑΥΛΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ ἀπό Καλαβρύτων (+ 1818, 22α Μαϊου):
Λείψανα στή Μονή Βαρσῶν Ἀρκαδίας.
Τό τρίχινο ματωμένο ἔνδυμά του στή Μονή ἁγ. Ματρώνας Ὕδρας.
ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μπορόβσκ Ρωσίας (+ 1478, 1η Μαϊου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Καλοῦγας Ρωσίας.
ΠΑΧΩΜΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 346, 15η Μαϊου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Ἁγίας Τριάδος Ἑξαμιλίων Κορινθίας καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΠΑΧΩΜΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Σλάτινας Ρουμανίας (16ος αἰ.):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ρουμανίας.
ΠΑΧΩΜΙΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Ρώσου (+ 1730, 21η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου.
Μέρος στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στή Μονή ἁγ. Παύλου καί στή Νέα Θηβαϊδα Ἁγίου Ὄρους καί στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Κρημνῶν Ζακύνθου.
ΠΑΧΩΜΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Νερέτκα Ρωσίας (+ 1384, 15η Μαϊου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Κοστρόμας Ρωσίας.
ΠΑΧΩΜΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Χίου (+ 1905):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἁγίων Πατέρων Χίου.
ΠΕΛΑΓΙΑΣ Μάρτυρος, τῆς Ταρσοῦ (+ 287, 4η Μαϊου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Νταοῦ Πεντέλης καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΠΕΛΑΓΙΑΣ Ὁσίας, τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (+ 457, 8η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΠΕΛΑΓΙΑΣ Ὁσίας, τῆς Τήνου (+ 1834, 23η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κεχροβουνίου Τήνου.
ΠΕΤΡΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Πρωτοκορυφαίου (1ος αἰ., 29η Ἰουνίου):
Ἡ Κάρα στή ΡΚ Βασιλική ἁγ. Ἰωάννου Λατερανοῦ Ρώμης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική ἁγ. Πέτρου Ρώμης.
Ἀποτμήματα στό ΡΚ Ναό τῆς ἁγ. Πουντεντιάνας Ρώμης καί στίς Μονές Ἰβήρων καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Οἱ ἁλυσίδες στή Ρ. Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου «τῶν Δεσμῶν» Ρώμης.
ΠΕΤΡΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+ 311, 24η Νοεμβρίου):
Τμήματα τῆς Κάρας στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κλειστῶν Ἀττικῆς.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΠΕΤΡΟΥ Μάρτυρος (ἑνός τῶν Πεντεκαιδέκα Μαρτύρων):
Ἡ δεξιά στή Μητρόπολη Πολυανῆς καί Κιλκισίου.
ΠΕΤΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἀθωνίτου (+ 734, 12η Ἰουνίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές ἁγ. Διονυσίου καί Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους καί Λειμῶνος Λέσβου.
ΠΕΤΡΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἄργους (+ 928, 3η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό Ἄργους.
ΠΕΤΡΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Μαυροβουνίου (+ 1830, 31η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Τσετίνιε Μαυροβουνίου.
ΠΕΤΡΟΥ Ὁσίου, τῆς Κορίσης Κοσσυφοπεδίου (13ος αἰ., 18η Ἰουνίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή τοῦ Μαύρου Ποταμοῦ Κοσσυφοπεδίου.
ΠΕΤΡΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1326, 24η Αὐγ. καί 21η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
ΠΕΤΡΟΥ Ὁσίου, τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἡγεμόνα Δαβίδ τοῦ Μούρωμ Ρωσίας (13ος αἰ., 25η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Μούρωμ Ρωσίας.
ΠΙΤΙΡΙΜ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Πέρμ Ρωσίας (+ 1456, 29η Ἰανουαρίου καί 19η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Οὔστβιμ Βολόγδας Ρωσίας.
ΠΙΤΙΡΙΜ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ταμπώφ Ρωσίας (+ 1698, 27η Φεβρ. καί 28η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Σκέπης Ταμπώφ Ρωσίας.
ΠΛΑΤΩΝΟΣ Μάρτυρος, τῆς Ἀγκύρας (+ 302 ; , 18η Νοεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Ζωοδ. Πηγῆς Πόρου καί Φανερωμένης Σαλαμῖνας.
ΠΟΙΜΕΝΟΣ Ὁσίου, τοῦ Μεγάλου (+ 450, 27η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Λευκωσίας (+ 1794, 3η Σεπτεμβρίου):
Ἡ Κάρα στό Ναό ἁγ. Αἰκατερίνης Ἀθηνῶν.
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΥ Μάρτυρος:
Ἀποτμήματα στίς Μονές Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους καί Κλειστῶν Ἀττικῆς.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 9/1, τῆς 19/12 (δύο) ἤ τῆς 1/8.
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Σμύρνης (+ 167, 23η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Ἡ δεξιά στή Μονή Παν. Ἀμπελακιωτίσσης Ναυπάκτου.
Ἀπότμημα στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Μάρτυρος:
Ἡ Κάρα στή Μονή Κλειστῶν Ἀττικῆς.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 8/2, τῆς 2/4 ἤ τῆς 7/7.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 10/2, τῆς 16/2, τῆς 15/9 ( τοῦ ἀπό μίμων), τῆς 4/11 (τῆς Ἐφέσου) ἤ τῆς 9/11.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Γάζης (+ 420, 26η Φεβρουαρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΠΟΥΔΕΝΔΙΑΝΑΣ (Pudenziana) Μάρτυρος, τῆς Ρωμαίας, ἀδελφῆς μ. Πραξίδης (+ 160, 19η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τῆς ἁγ. Πραξίδης Ρώμης.
ΠΡΑΞΙΔΗΣ (Prassede - Praxedes) Μάρτυρος, τῆς Ρωμαίας (+ 164, 21η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Ρώμης.
ΠΡΟΚΛΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 447, 20ή Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Μεγαλομάρτυρος, (+ 303, 8η Ἰουλίου):
Τμήματα τῆς Κάρας στίς Μονές Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Τριάδος Λιβαδίου Ἐλασσῶνος καί Μακαριωτίσσης Δομβραίνης Θηβῶν.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Κορνοφωλιᾶς Ἔβρου καί Σεπετοῦ Ἠλείας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Ὁσίου, τῆς Σαζάβας Βοημίας (+ 1053, 16η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Πράγας.
ΠΡΟΤΑΣΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Γερβασίου (+ 54 – 68, 14η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Ἀμβροσιανή Βασιλική τοῦ Μιλάνου.
ΠΡΟΧΟΡΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 28η Ἰουλίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ρ.
ΡΑΔΟΥ Νεομάρτυρος (Μπρινκοβεάνου, υἱοῦ Ἡγεμόνος μ. Κων/νου· + 1714, 16η Αὐγούστου).
Τό Λείψανο στόν Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΡΑΦΑΗΛ Ἱερομάρτυρος, τῆς Λέσβου (+ 1462, Τρίτη τοῦ Πάσχα):
Ἡ Κάρα καί τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή Θέρμης Λέσβου.
ΡΑΦΑΗΛ Ὁσίου, τῆς Μονῆς Ἀγάπια Ρουμανίας (16ος - 17ος αἰ.):
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα σέ ἄγνωστο σημεῖο τῆς περιοχῆς Ἀγαπίας Ρουμανίας.
ΡΑΦΑΗΛ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μπρούκλυν Νέας Ὑόρκης (+ 1915, 27η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Τύχωνος South Canaan Πενσυλβάνιας ΗΠΑ.
ΡΙΓΙΝΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Σκοπέλου (+ 355, 25η Φεβρουαρίου):
Ὁ δεξιός βραχίονας στή Σκόπελο.
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΡΙΓΙΝΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Ὀρέστου (; 16η Ἰουλίου):
Ἀπότμημα στό Ναό Παναγίας Φασούλας Κύπρου.
ΡΟΔΩΝΟΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ταμάσου Κύπρου (1ος αἰ.):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή ἁγ. Ἡρακλειδίου Κύπρου.
ΡΩΜΑΙΟΥ Ὁσίου, μαθητοῦ τοῦ ὁσ. Ρωμύλου τῆς Ραβάνιτσας Σερβίας (14ος αἰ., 18η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν πόλη Ντγιούνη τῆς Σερβίας.
ΡΩΜΑΝΟΥ Ἁγίου, Πρίγκιπος τοῦ Οὔγκλιτς Ρωσίας (+ 1285, 3η καί 24η Φεβρουαρίου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Οὔγκλιτς Ρωσίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΡΩΜΑΝΟΥ Ὁσίου, τῆς Ραβάνιτσας Σερβίας (14ος αἰ., 6η Μαϊου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Ρωμανοῦ Ντζιούνις Σερβίας.
ΡΩΜΟΥ Ἱερομάρτυρος, τοῦ Σιρμίου:
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τῆς Κονκορδίας Ἰταλίας.
Σ.
ΣΑΒΒΑ Ὁσίου, τοῦ Ἡγιασμένου (+ 532, 5η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στήν ὁμώνυμη Μονή Ἱεροσολύμων.
Δάκτυλος "μετά σαρκός" στή Μονή ἁγ. Ραφαήλ Γρίβας Κιλκίς.
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σάββα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 584, ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του γιά νά ἐνταφιαστεῖ ὁ Ἡγούμενος Κασσιανός. Ἀρχικά διαφυλάχθηκε στή Μονή του καί στή συνέχεια μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, κατά τήν περίοδο τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν.
Γιά τόν χρόνο ἄφιξής του στή Βενετία ἐπικρατοῦν δύο παραδόσεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη τό Λείψανο εἶχε μεταφερθεῖ στήν ΚΠολη, ἀπ' ὅπου τό 1026 τό ἔκλεψε ὁ Βενετός εὐγενής Πέτρος Centranico (ἔπειτα Δόγης, 1026 – 1031), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Tribunio Menio (982 - 1026), τό μετέφερε στή Βενετία καί τό κατέθεσε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀντωνίνου.
Κατά τήν δεύτερη παράδοση τό Λείψανο δέν μεταφέρθηκε ποτέ στήν ΚΠολη, ἀλλά διαφυλάχθηκε στόν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ἄκρας, ἀπ' ὅπου μεταφέρθηκε ἀπό τούς Γενουάτες στήν ἀνταγωνίστρια τῆς Βενετίας πόλη τους. Τό 1257 οἱ Βενετοί πέτυχαν νά μεταφέρουν τό Λείψανο στή Βενετία.
Ἡ παρουσία τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σάββα στή Βενετία ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν σχετική ὁμολογία τοῦ Σαββαϊτου Μοναχοῦ Σωφρονίου στόν Μητροπολίτη Ρωσίας ἅγ. Μακάριο, τό 1547.
Τό 1965, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Βενεδίκτου, ἡ ΡΚ Ἐκκλησία ἐπέστρεψε τό Λείψανο στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί φυλάσσεται ἔκτοτε στή Μονή του.
ΣΑΒΒΑ Μάρτυρος, τοῦ Γότθου, τοῦ Στρατηλάτου (+ 372, 18η Ἀπριλίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΣΑΒΒΑ Β' Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (+ 1271, 8η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Κοσσυφοπεδίου.
ΣΑΒΒΑ Γ' Ἁγίου, Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (+ 1316, 26η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου Κοσσυφοπεδίου.
ΣΑΒΒΑ - "ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ" Ὁσίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ (14ος αἰ., 5η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο "ἐν δέρματι" στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Τήν 5η Ὀκτωβρίου 1840 βρέθηκαν στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, τά Λείψανα ἑνός ἀγνώστου Ὁσίου. Τά Λείψανα αὐτά κατά τόν Ἁγιορείτη Μοναχό Ἀνδρέα Θεοφιλόπουλο, "βρέθηκαν ἀδιάφθορα μέ ἄρρητη εὐωδία" ("Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους", σελ. 294) καί σήμερα σώζονται στή Μονή "ἐν δέρματι". Τόν ἄγνωστο αὐτό ἀσκητή οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἀποκάλεσαν Εὐδόκιμο, ἐπειδή εὐδοκίμησε - πέτυχε στή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἀπέδειξαν καί τά θαύματά του. Ἀργότερα ὁ ἄγνωστος Ὅσιος ἐμφανίσθηκε σέ ἕνα ἐνάρετο ἀσκητή καί στόν Ἡγούμενο καί τούς εἶπε: "Σάββας εἶναι τό ὄνομά μου, ἀλλά δέν πειράζει· οἱ Πατέρες ἄς μέ λένε Εὐδόκιμο". Ἔτσι στήν Ἁγιορειτική συνείδηση ὁ ἅγ. "Εὐδόκιμος" ταυτίζεται μέ τόν ὅσ. Σάββα τόν διά Χριστόν Σαλό (Βλ. Δημ. Τσάμη, "Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος ἁγ. Σάββα τοῦ Νέου", σελ. 1983).
Ὁ Ἱερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης στό "Νέο Συναξαριστή..." του, μνημονεύει χωριστά τούς ἁγίους Εὐδόκιμο καί Σάββα (τήν 5η Ὀκτωβρίου), σημειώνοντας, ὅτι "ἡ παράδοσι τοῦ Βατοπεδίου συνεχίζει τήν ταύτιση τοῦ ἁγ. Εὐδοκίμου μέ τόν ἅγ. Σάββα, παρά τίς ἀμφιβολίες πού ἔχουν ἐκφρασθεῖ, λαμβανομένου ὑπ' ὄψη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἅγ. Σάββας ἀναφέρεται ὅτι ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη· ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀποφασίσει ἐπ' αὐτοῦ, ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Σάββα εἶναι προσωρινά τοποθετημένη ἐδῶ, μετά ἀπό ἐκείνη τοῦ ἁγ. Εὐδοκίμου" (τ. 1, Σεπτεμβρίου - Ὀκτωβρίου, σελ. 286).
ΣΑΒΒΑ Ὁσίου, τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων (15ος αἰ., 3η Φεβρουαρίου):
Μέρος ποδός στή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
ΣΑΒΒΑΤΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σολόβκι Ρωσίας (+ 1435, 27η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή Ἀρχαγγέλου Ρωσίας.
ΣΑΜΨΩΝ Ὁσίου, τοῦ Ξενοδόχου (+ 530, 27η Ἰουνίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Κρεμαστῆς Ἠλείας.
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ Μάρτυρος (+ 66, 26η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό Ρώμης.
Ἡ Κάρα στό ΡΚ Παρεκκλήσιο τῶν Τεσσάρων Ἐστεμμένων Μαρτύρων Ρώμης.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Medard στή Soissons Γαλλίας.
ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ἱερομάρτυρος, Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου (+ 1601, 4η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα ἀδιάφθορη στή Μονή Παν. Κορώνας Καρδίτσης.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἱερομάρτυρος καί Ἐθνομάρτυρος Ἱεράρχου, παρά τίς κακοποιήσεις καί τίς κακουχίες πού ὑπέστει, ἀποτελεῖ ἕνα διαρκές θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ "περιβάλλεται ἀπό τό δέρμα, τό ὁποῖο σέ μερικά μέρη ἔχει ἀποσπασθῆ ἀπό τούς πιστούς, γιά φυλαχτό καί φέρει τά σημάδια τοῦ μαρτυρίου· ἐνῶ τό ἀριστερό μάτι τοῦ Ἁγίου εἶναι γαλήνια κλεισμένο, τό δεξί φέρει ἐμφανῆ τά ἴχνη κακοποιήσεων, καθώς ἐπίσης ἐμφανέστατα φαίνεται καί ἡ ἀποκοπή τῆς μύτης!". (Ἀρχιμ. Μακαρίου Τόγκα, "Ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ἁγίου τοῦ Χριστοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ, Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου καί Νεοχωρίου, τοῦ Θαυματουργοῦ (+ 1601)"· καί "Ἀκολουθία..."· ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).
ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ὁσίου, τοῦ Δομβοῦ Βοιωτίας (+ 1602, 6η Μαϊου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Μονή Βοιωτίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.
ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ὁσίου, τοῦ Σάρωφ Ρωσίας (+ 1833, 2α Ἰανουαρίου καί 19η Ἰουλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ντιβίγιεβο Ρωσίας.
Ἀποτμήματα στή Μονή ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου Πενταλόφου Κιλκίς καί στό Ναό ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Ἀττικῆς.
Σχετικά μέ τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Σεραφείμ ἐπικρατοῦν δύο ἀπόψεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη βρέθηκαν στό Μουσεῖο Ἀθεϊας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως (Ναός Παναγίας τοῦ Καζάν), μετά τήν κατάρρευση τοῦ Μαρξιστικοῦ καθεστώτος (1989). Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη, τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Σεραφείμ δέν κατασχέθηκαν ποτέ ἀπό τούς Μπολσεβίκους, διότι εἶχαν κρυφτεῖ ἀπό πιστούς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Ἀκόμη, μεταξύ τῶν Κατακομβιτῶν πιστῶν κυκλοφορεῖ καί προφητεία τοῦ Ἁγίου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά Λείψανά του δέν θά βγοῦν ἀπό τήν Ρωσία, «ἄχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας». (Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ"· Περιοδικό «Κ. Γ. Ο.», τ. 1991, σελ. 115 – 117).
ΣΕΡΒΑ (Servaas) Ἁγίου, Ἐπισκόπου Μάαστριχτ Ὀλλανδίας (+ 384, 13η Μαϊου):
Τά Λείψανα στόν ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Ὀλλανδίας.
ΣΕΡΓΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Βάκχου (+ 290 – 303, 7η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κούρτεα Ἄρτζες Ρουμανίας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΣΕΡΓΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἡ Κάρα στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 2/1, τῆς 24/5, τῆς 28/6 ἤ τῆς 7/10.
ΣΕΡΓΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ραντονέζ Ρωσίας (+ 1329, 5η Ἰουλίου καί 25η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος Μόσχας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΣΕΡΓΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Βαλαάμ Ρωσίας (14ος αἰ., 28η Ἰουνίου καί 11η Σεπτεμβρίου):
Τά Λείψανα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΣΕΡΓΙΟΥ Ὁσίου, τοῦ Τσουχτόμ Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1609, 19η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ὁμώνυμης Μονῆς.
ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ Ἁγίου:
Ἀπότμημα στή Μονή Προφήτη Ἡλία Σάμου.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 2/1 (Πάπα Ρώμης) ἤ τῆς 1/3 (δύο, Πατριάρχη καί Μάρτυρος).
ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ Ὁσίου, τῆς Ὀμπνόρας Ρωσίας (+ 1397, 25η Ἀπριλίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Παγαγίας Μπορόκ Κοστρόμας Ρωσίας.
ΣΙΜΩΝΟΣ Ἀποστόλου, τοῦ Ζηλωτοῦ (1ος αἰ., 10η Μαϊου):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου Ρώμης καί στό ΡΚ Ναό ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου Βενετίας.
Ἀπότμημα στή Μονή Παν. Κορώνας Καρδίτσης.
ΣΙΜΩΝΟΣ Ὁσίου, τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, Ἐπισκόπου Βλαδιμήρ καί Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1226, 10η Μαϊου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΣΙΜΩΝΟΣ Ὁσίου, Κράλη τῶν Σέρβων Στεφάνου Β' τοῦ Πρωτοστεφοῦς (+ 1224, 24η Σεπτεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Στουντένιτσας Σερβίας.
ΣΟΛΩΜΟΝΗΣ Ἁγίας, μητρός τῶν Ἁγίων 7 Μακκαβαίων + 167 π. Χ., 1η Αὐγούστου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου Φαναρίου ΚΠόλεως.
Ἀπότμημα στή Μονή Ξηροποτόμου Ἁγίου Ὄρους.
ΣΟΥΪΔΒΕΡΤΟΥ (Swidbert) Ἁγίου, Ἐπισκόπου Friesland (+ 713, 1η Μαρτίου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Καθεδρικό Ναό τοῦ Ντίσελντορφ Γερμανίας.
ΣΟΦΙΑΣ Ἁγίας, μητρός τῶν Μαρτύρων Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης (+ 137, 17η Σεπτ.):
Ἀπότμημα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Καλτεζῶν Ἀρκαδίας.
ΣΟΦΙΑΣ Ὁσίας, τοῦ Σούζνταλ Ρωσίας, Μεγ. Πριγκιπίσσης Σολωμονῆς, συζύγου Μεγ. Ἡγεμόνος Βασιλείου Γ', (16ος αἰ., 16η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Ἁγίας Σκέπης Σούζνταλ Ρωσίας.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος (+ 348, 12η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν ὁμώνυμο Ναό Κερκύρας.
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε ἀπό τήν Κύπρο στήν ΚΠολη, πρίν τήν Ἅλωση πάντως τοῦ 1453, μεταφέρθηκε ἀρχικά στήν Παραμυθιᾶ τῆς Θεσπρωτίας καί τελικά στήν Κέρκυρα, ἀπό τόν Ἱερέα Γρηγόριο Πολύευκτο, ὁ ὁποῖος τό δώρησε στόν ἐπίσης πρόσφυγα Ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη. Ἔκτοτε καί ἐπί σειρά πολλῶν ἐτῶν, τό Λείψανο ἀποτέλεσε ἀντικείμενο... προικοδοσίας!
Τό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, στή συνέχεια στό Ναό τοῦ ἁγ. Λαζάρου καί τελικά - τό 1489 - στό Ναό τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ. Τό 1527, ὁ "ἰδιοκτήτης" του Σταμ. Βούλγαρης ἔκτισε Ναό πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, στόν ὁποῖο κατατέθηκε τό Λείψανο (τό 1531). Ὁ Ναός αὐτός κατεδαφίσθηκε ἀπό τούς Ἐνετούς τό 1557, γιά νά γίνουν κάποια ὀχυρωματικά ἔργα.
Σήμερα τό Λείψανο φυλάσσεται στό ἱστορικό Ναό τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος (ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε τό 1589), σέ ἀργυρόχρυση θήκη μέ κρυστάλλινο κάλλυμα (τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στούς πιστούς νά τό βλέπουν κατά τίς λιτανεύσεις). Ἡ θήκη αὐτή εἶναι συνήθως τοποθετημένη μέσα σέ λαμπρή ἀργυρή λάρνακα. Οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι τῆς Κερκύρας λιτανεύουν μέ κάθε ἐπισημότητα τό Λείψανο, τέσσερεις φορές τόν χρόνο:
Τήν 11η Αὐγούστου (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως τῆς Κερκύρας ἀπό τούς Τούρκους, τό 1716)·
Τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως ἀπό ἐπιδημία χολέρας, τό 1673)·
Τήν Κυριακή τῶν Βαϊων (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως ἀπό ἐπιδημία πανώλης, τό 1630· πρόκειται γιά τήν μεγαλοπρεπέστερη λιτάνευση)· καί
Τό Μεγάλο Σαββάτο (σέ ἀνάμνηση τῆς ἀφίξεως σιτοφόρου πλοίου, τό ὁποῖο ἔσωσε τήν Κέρκυρα ἀπό λοιμό· πρόκειται περί παλαιοῦ θαύματος, γι' αὐτό καί ἡ λιτανεία αὐτή εἶναι ἡ χρονολογικά παλαιότερη).
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Νεομάρτυρος, τῆς Δημητριάδος (+ 1680, 16η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Ταξιαρχῶν Πηλίου Μαγνησίας.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου (1ος αἰ., 27η Δεκ. καί 2α Αὐγούστου):
Μέρος τῆς Κάρας καί τῆς σιαγόνος στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρη τῆς Κάρας στίς Μονές Βατοπεδίου καί Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, καθώς καί στή Μητρόπολη Πολυανῆς καί Κιλκισίου.
Μέρος τῆς σιαγόνας στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά (πλήν τῆς παλάμης) στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Νεάμτς Ρουμανίας.
Μέρος μιᾶς τῶν χειρῶν στή Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος ὠμοπλάτης στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος χειρός στόν ὁμώνυμο Ναό Ν. Ἰωνίας Ἀττικῆς.
Μέρος τῶν Λειψάνων στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας, στόν ὁμώνυμο ΡΚ Καθεδρικό Ναό τῆς Βιέννης καί στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου Βεράνο Ρώμης.
Ἀποτμήματα στίς Λαύρες Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας καί ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως, στή Συλλογή τῶν Ἀνακτόρων τοῦ Μπάκινχαμ Λονδίνου, στήν ὁμώνυμη Μονή τῶν Μετεώρων καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
Τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου κηδεύθηκε ἀπό τόν Νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, στά πλάγια μέρη τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε στόν ἐνάρετο Ἱερέα Λουκιανό καί τοῦ ὑπέδειξε τήν θέση τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στήν Ἁγία Σιών. Ἀπό τούς αὐτόπτες τῆς Ἀνακομιδῆς μαρτυρεῖται, ὅτι "αἱ πληγαί αἱ προελθοῦσαι ἐκ τῶν λιθοβολημάτων ἔλαμπον ὡς οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ"!
Κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου τό Λείψανο - ἐκτός τῆς δεξιᾶς χειρός - ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη. Ἀργότερα ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β' ὁ Μικρός, ἔστειλε στή Σιωνίτιδα Ἐκκλησία μεγάλες δωρεές καί πέτυχε νά δωρηθῆ ἡ δεξιά τοῦ Πρωτομάρτυρος στήν ἀδελφή του ἁγ. Πουλχερία.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθήκες τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Στεφάνου διαλύθηκε.
Στή Βενετία, Λείψανα τοῦ Πρωτομάρτυρος φυλάσσονται στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος. Ἡ σχετική Βενετική παράδοση δέχεται, ὅτι τό 1109 ἤ 1110, κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξίου Α' Κομνηνοῦ καί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάπα Πασχάλη Β', ἕνας μοναχός τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μείζονος μέ τό ὄνομα Πέτρος, προϊστάμενος κάποιου μετοχίου τῆς Μονῆς στήν ΚΠολη, ἔκλεψε Λείψανα τοῦ Ἁγίου μέ τήν βοήθεια κάποιου Ἕλληνα μοναχοῦ (τό γεγονός μαρτυρεῖται καί ἀπό τόν Βυζαντινό Ρήτορα Μανουήλ τόν Ἰταλικό).
Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ., κατά τήν κατοχή τῆς Βενετίας ἀπό τούς Ἀψβούργους, μέρος τῶν Λειψάνων αὐτῶν ἀφαιρέθηκε ἀπό τούς Αὐστριακούς καί κατατέθηκε στόν ἐπ΄ ὀνόματι τοῦ ἁγ. Στεφάνου Καθεδρικό Ναό τῆς Βιέννης. Λείψανα τοῦ ἁγ. Στεφάνου φυλάσσονται ἀκόμη καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου, στό Βεράνο τῆς Ρώμης.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ὁσιομάρτυρος:
Μέρος "μετά δέρματος" στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Νέου:
Ἡ Κάρα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος Κάρας στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων καί Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους καί Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ἁγίου πρόκειται· τῆς 21/10 (Μάρτυρος, τοῦ νεοφανούς), τῆς 28/11 (Ὁσίου, τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ) ἤ τῆς 9/12 (Ὁσίου, τοῦ Νεολαμπούς).
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ὁσιομάρτυρος, τοῦ Νέου, τοῦ Ὅρους τοῦ ἁγ. Αὐξεντίου (+ 767, 28η Νοεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σιναϊτου (6ος αἰ.):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο (σέ καθήμενη στάση) στή Μονή Σινᾶ.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Σαββαϊτου (+ 807, 28η Ὀκτωβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, Βασιλέως τῆς Οὐγγαρίας (+ 1031, 15η Αὐγούστου):
Ἡ ἀδιάφθορη δεξιά κ. ἄ. Λείψανα στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βουδαπέστης.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, Κράλη τῶν Σέρβων (Μιλοῦτιν, + 1322, 30ή Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο (πλήν τῆς Κάρας, ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ) ἀδιάφθορο στό Ναό ἁγ. Κυριακῆς Σόφιας Βουλγαρίας.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, Κράλη τῶν Σέρβων (Ντετσάνσκι, + 1331, 12η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ντέτσανης Κοσσυφοπεδίου.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Οὖρος, Ἁγίου, Κράλη τῶν Σέρβων (+ 1371, 15η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, Δεσπότη τῶν Σέρβων (Μπράνκοβιτς, + 1476, 9η Ὀκτωβρίου):
Τμήματα ἀδιαφθόρου Λειψάνου στή Μονή Κουπίνοβο Σερβίας.
Ὁ Δεσπότης Στέφανος Μπράνκοβιτς κοιμήθηκε ἐξόριστος στήν Τεργέστη, ἔχοντας ὑποφέρει σάν ἄλλος Ἰώβ πολλούς πειρασμούς. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς ἄρχισε νά ἐπισκιάζει τόν τάφο του. Τό Λείψανο μετέφερε στή Σερβία καί κατέθεσε στή Μονή τοῦ Κουπίνοβο (Κρούσεντολ), ἡ σύζυγός του ὁσ. Ἀγγελίνα (ἡ ὁποία μετά τόν θάνατό του ἔγινε μοναχή). Τό 1716 ἡ Μονή καταστράφηκε ἀπό τούς Τούρκους. Τότε κομματιάσθηκε καί τό ἅγιο Λείψανο καί μεγάλα τμήματά του χάθηκαν. Σήμερα στή Μονή φυλάσσονται κάποια μικρά τμήματά του.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, τοῦ Μεγάλου, Ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας (+ 1504, 2α Ἰουλίου).
Τά Λείψανα ἐνταφιασμένα στή Μονή Ποῦτνας Μολδαβίας.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ἁγίου, Δεσπότη τῶν Σέρβων (Στυλιάνοβιτς, + 1540, 4η Ὀκτωβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου.
Ὁ ἅγ. Στέφανος ἐνταφιάσθηκε στό λόφο τοῦ Djuntir, ὅπου ἡ σύζυγός του Πριγκίπισσα Ἑλένη εἶχε καταφύγει κατά τήν διάρκεια πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Λίγο μετά τόν θάνατό του, ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καταύγασε τόν τάφο του καί ὅταν οἱ Ὀθωμανοί τόν ἀνέσκαψαν γιά νά βροῦν... θησαυρό, ἀποκαλύφθηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του. Κατ' οἰκονομία Θεοῦ, τό Λείψανό του βρῆκε ὁ ἐξισλαμισμένος συγγενής του ἀρχηγός τῶν Γενιτσάρων Ἀμίρ, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε σέ κάποιους Σέρβους μοναχούς νά τό μεταφέρουν στή Μονή τοῦ Σισάτοβατς (τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τό 1520 ἡ σύζυγός του Ἑλένη). Μετά τήν ἀνακομιδή ἡ Πριγκίπισσα Ἑλένη ἔγινε μοναχή στήν ἴδια μονή, μέ τό ὄνομα Ἐλισσάβετ. Κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά μετά ἀπό τρία χρόνια καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή. (Τιμᾶται ἐπίσης ὡς Ἁγία, τήν 4η Ὀκτωβρίου). Ἡ Μονή τοῦ Σισάτοβατς καταστράφηκε ἀπό τούς Παπικούς Κροάτες Οὐστάσι κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὁποῖοι ἐκτέλεσαν τούς Μοναχούς. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Στεφάνου μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Πιπέρσκ Σερβίας (+ 1697, 2α Ἰουνίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ἀρχαγγέλων Πιπέρσκ Σερβίας.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Νεομ. Μπρινκοβεάνου, υἱοῦ Ἡγεμόνος Κων/νου (+ 1714, 16η Αὐγούστου):
Τό Λείψανο στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Ὁσίου, τοῦ Παφλαγῶνος (; 26η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Δαμάστας Φθώτιδος, Λειμῶνος Λέσβου, Δαδίου Φθιώτιδος καί Κάτω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ Μαγνησίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ἁγίου, τοῦ Θεοδόχου (1ος αἰ., 3η φεβρουαρίου):
Μέρος Λειψάνων στόν ὁμώνυμο ΡΚ Ναό τῆς Βενετίας καί στό ΡΚ Ναό Aix La Chapelle Ἄαχεν Γερμανίας.
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Συμεών, ἄγνωστο πότε, μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Παλαιστίνη στήν ΚΠολη καί κατατέθηκαν στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου φυλάσσονταν καί τά Λείψανα τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός τοῦ Προδρόμου. Ἀπό ἐκεῖ ἀφαιρέθηκαν τό 1204, πέντε ἡμέρες μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Φράγκους, ἀπό τούς Βενετούς Πέτρο Steno, Ἄγγελο Drusiano καί Ἀνδρέα Balduino καί μεταφέρθηκαν στή Βενετία. Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ 1317 τά Λείψανα τοποθετήθηκαν σέ μαρμάρινη σαρκοφάγο, ἡ ὁποία τό 1733 τοποθετήθηκε κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ πρός τιμήν του Ναοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται.
Λείψανα τοῦ ἁγ. Συμεών φυλάσσονται ἐπίσης στό Ναό Aix La Chapelle, στό Ἄαχεν τῆς Γερμανίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, τοῦ Στυλίτου (+ 459, 1η Σεπτεμβρίου):
Μέρος ποδός στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς δεξιᾶς στή Μονή Μουτσιάλης Βεροίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Τιμίου Προδρόμου Βεροίας καί ἁγ. Βλασίου Τρικάλων Κορινθίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, κτίτορος τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων (9ος αἰ., 18η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στήν ὁμώνυμη Μονή.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, τοῦ Θαυμαστορείτου (+ 596, 24η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Νεάμτς Ρουμανίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, Στεφάνου Α' Νεμάνια, Ἡγεμόνος τῶν Σέρβων (+ 1199, 28η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Στουντένιτσας Σερβίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, τοῦ Πιγκαράς Ρουμανίας (15ος αἰ.):
Μέρος τῶν Λειψάνων στή Σουτσεάβα Ρουμανίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, τοῦ Ἀνυποδήτου (+ 1594, 19η Ἀπριλίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Φλαμουρίου Μαγνησίας.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Κομνηνείου Λαρίσης καί ἁγ. Γερασίμου Ζαγορᾶς Μαγνησίας.
ΣΥΜΕΩΝ Ὁσίου, τοῦ Βερχότσκ Ρωσίας (+ 1694, 12η Σεπτεμβρίου καί 18η Δεκεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Μονή ἁγ. Νικολάου Βερχότσκ Αἰκατερίενμπουργκ Ρωσίας.
ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗΣ Ὁσίας, ἀδελφῆς ὁσ. Βενεδίκτου (6ος αἰ., 10η Φεβρουαρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Μονή τοῦ Μοντεκασίνο Ἰταλίας.
ΣΩΖΟΝΤΟΣ Μάρτυρος, τῆς Κιλικίας (+ 304, 7η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Σταγιάδων Καλαμπάκας, Παν. Κρεμαστῆς Ἠλείας καί Κύκκου Κύπρου.
ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 10η Νοεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας.
Ἀποτμήματα στή Μητρόπολη Κερκύρας, στό Μητροπ. Ναό Βέροιας καί στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων (+ 638, 11η Μαρτίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Φανερωμένης Χιλιομοδίου Κορινθίας.
Τ.
ΤΑΡΑΣΙΟΥ Ἁγίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 806, 25η Φεβρουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Τατάρνης Εὐρυτανίας.
ΤΑΡΑΣΙΟΥ τοῦ Ἐρημίτου (7η Μαϊου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Ζαχαρίου Βενετίας.
Ὁ ὅσ. Ταράσιος ὁ Ἐρημίτης δέν εἶναι γνωστός στούς Συναξαριστές, ἀλλά ἀναφέρεται στό Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70, φ. 217 β. Ὁ χρόνος ἀκμῆς του δέν εἶναι γνωστός. Τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν ἀπό τήν ΚΠολη στή Βενετία πιθανῶς κατά τήν βασιλεία τοῦ Βασιλείου Β' τοῦ Βουλγαροκτόνου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1018 καί 1025, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Ὄθωνα Orselo, ὡς Λείψανο τοῦ ἁγ. Ταρασίου Πατριάρχου ΚΠόλεως. Σήμερα φυλάσσεται σέ σαρκοφάγο πού ὑπέρκειται τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Ζαχαρίου Βενετίας.
ΤΑΡΣΙΖΙΟΥ Μάρτυρος (3ος αἰ., 15η Αὐγούστου):
Τά Λείψανα στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Σιλβέστρου in Capite Ρώμης.
Μέρος χειρός στή Συλλογή τῆς ΡΚ Διεθνοῦς Σταυροφορίας.
ΤΑΡΣΩΣ τῆς διά Χριστόν Σαλῆς (+ 1989, 7η Ὀκτωβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς.
Μέρος ἀδιαφθόρου δέρματος στό Παρεκκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς.
ΤΑΤΙΑΝΗΣ Μάρτυρος, τῆς Ρωμαῖας (+ 226 – 235, 12η Ἰανουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κούρτεα Ἄρτζες Ρουμανίας.
ΤΕΡΕΝΤΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 13/3, τῆς 10/4, τῆς 5/4, τῆς 16/10, τῆς 17/10, τῆς 28/10 (τρεῖς) ἤ τῆς 11/122.
ΤΙΒΟΥΡΤΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Βαλεριανοῦ (+ 288, 22α Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή ΡΚ Βασιλική τῆς ἁγ. Κικιλίας Ρώμης.
ΤΙΜΟΘΕΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 22α Ἰανουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Κύκκου Κύπρου, στό Κοπτικό Πατριαρχεῖο τῆς Αἰγύπτου καί στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων Βενετίας.
ΤΙΜΟΘΕΟΥ Ὁσίου:
Μία τῶν χειρῶν στήν Σκήτη ἁγ. Παντελεήμονος, τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ὁσίου πρόκειται· τῆς 1/2 (τοῦ Ὁμολογητή), τῆς 21/2 (τοῦ "ἐν Συμβόλοις") ἤ τῆς 27/2 (τῆς Καισαρείας)· ἴσως πρόκειται περί τοῦ Ὁσιομάρτυρα Τιμοθέου (+ 1820).
ΤΙΜΟΘΕΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Εὐρίπου (+ 1740, 16η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων στή Μονή Πεντέλης Ἀττικῆς.
ΤΙΤΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (1ος αἰ., 25η Αὐγούστου):
Ἡ Κάρα στόν ὁμώνυμο Ναό Ἡρακλείου Κρήτης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας, Παντοκράτορος καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, Λειμῶνος Λέσβου καί στήν Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΤΙΤΟΥ Ὁσίου, τοῦ Πρεσβυτέρου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1190, 27η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
ΤΟΥΝΟΜ Νεομάρτυρος, τοῦ Ἐμίρη (+ 1580):
Τά Λείψανα στή Μονή Μεγάλης Παναγίας Ἱεροσολύμων.
ΤΡΙΦΥΛΛΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Λεδρῶν Κύπρου (4ος αἰ.) :
Ἡ Κάρα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Ὁ ἅγ. Τριφύλλιος ἐνταφιάσθηκε στό Ναό πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, στή Λευκωσία. Ὁ ὅσ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος στό ἔργο του "Ἐγκώμιον κεφαλαιῶδες εἰς τόν Ὅσιον καί Θαυματουργόν Πατέρα ἡμῶν Διομήδην τόν Νέον, τόν ἐγγύς Λευκουπόλεως Κύπρου καί κώμης Λευκομιάδος τηλαυγῶς διαλάμψαντα", ἀναφέρει ὅτι ὁ ὅσ. Διομήδης κατά τήν διάρκεια μιᾶς Ἀραβικῆς ἐπιδρομῆς κατά τῆς Λευκωσίας, προσπάθησε νά περισώσει τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τριφυλλίου, ὅμως οἱ Ἄραβες τό ἀποκεφάλισαν. Τότε συνέβη παράδοξο θαῦμα. Ἀπό τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔρρευσε αἷμα, "σημεῖον ὅτι ὁ Θεός ἐβράβευσεν αὐτόν ὡς Μάρτυρα". Παρά τήν φοβερή αὐτή θεοσημεία, τό Λείψανο ρίχθηκε στή φωτιά καί καταστράφηκε καί μόνον μικρά τμήματά του καί ἡ τιμία Κάρα διασώθηκαν.(Βλ. Περιοδικό "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" Λευκωσίας, φ.59/1999, σελ. 26).
ΤΡΥΦΩΝΟΣ Μάρτυρος (+ 250, 1η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
Μέρη Κάρας στή Μητρόπολη Ἄρτης καί τίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί Ζωοδόχου Πηγῆς Ἄνδρου.
Ἡ δεξιά (πλήν τῆς παλάμης) στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τῆς δεξιᾶς στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ δεξιά παλάμη στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
Τεμάχια τῆς δεξιᾶς καί 9 ἄλλα τεμάχια στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνας βραχίονας στή Μονή Φρασινέϊ Ρουμανίας.
Μέρος χειρός στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας.
Μία πτέρνα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Μέρος τοῦ ἀριστεροῦ ποδός στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Κορνοφωλιᾶς Ἔβρου, Γουμένισσας Κιλκίς, ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου, Θεοτοκιοῦ Ἄρτης, Κορώνας Καρδίτσας, Κοιμ. Θεοτόκου Λιγοβιτσίου Αἰτ/νίας, Ἀμπελακιώτισσας Ναυπακτίας, Σαγματᾶ Βοιωτίας, Πεντέλης Ἀττικῆς, Νταοῦ Πεντέλης, ὁσ. Θεοδοσίου Ἄργους, Χρυσοπηγῆς Δίβρης Ἠλείας, Βουλκάνου Μεσσηνίας, καθώς καί Κουτλουμουσίου, Καρακάλου καί Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
ΤΣΑΔ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Λίτσφιλντ Βρεττανίας (+ 672, 2α Μαρτίου):
Τά Λείψανα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Μπίρμινγχαμ Βρεττανίας.
ΤΥΧΩΝΟΣ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Κύπρου (4ος αἰ, 16η Ἰουνίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΤΥΧΩΝΟΣ Ἁγίου, τοῦ Ζαντόνσκ, Ἀρχιεπισκόπου Βορονέζ Ρωσίας (+ 1783, 13η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα ἀφθάρτου Λειψάνου στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
ΤΥΧΩΝΟΣ Ἱερομάρτυρος, Πατριάρχου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (+ 1925, 25η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Ντόνσκοϊ Μόσχας.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β' - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Υ.
ΥΑΚΙΝΘΟΥ Μάρτυρος:
Ἀποτμήματα στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 3/7 (τοῦ Κουβικουλάριου), τῆς 18/7, τῆς 24/7 ἤ τῆς 24/12.
ΥΠΑΤΙΟΥ Ἁγίου, Ἐπισκόπου Γαγγρῶν (+ 360; 31η Μαρτίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Βουλκάνου Μεσσηνίας, Ἱερουσαλήμ Διαυλείας Βοιωτίας καί Προφήτου Ἡλιοῦ Ζάχολης Κορινθίας.
ΥΠΑΤΙΟΥ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρος πρόκειται. Τῆς 19/1, τῆς 3/6, τῆς 12/6 ἤ τῆς 14/12.
ΥΠΟΜΟΝΗΣ Ὁσίας, Βασιλίσσης Ἑλένης Παλαιολογίνας, (+ 1450, 29η Μαϊου):
Ἡ Κάρα στή Μονή ὁσ. Παταπίου Λουτρακίου Κορινθίας.
Φ.
ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ Ἁγίου, τοῦ Ἐλεήμονος (+ 792, 1η Δεκεμβρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ Ἁγίου, Μητροπολίτου Μόσχας (+ 1867, 19η Νοεμβρίου):
Τά Λείψανα στή Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου Μόσχας.
ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ἀποστόλου, ἐκ τῶν Δώδεκα (1ος αἰ., 14η Νοεμβρίου):
Μία παλάμη στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
Ἕνας δάκτυλος στή Μονή Νεάμτς Ρουμανίας.
Μέρος τῶν Λειψάνων στή ΡΚ Βασιλική τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ρώμης.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου καί Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ἀποστόλου, τοῦ Διακόνου (1ος αἰ, 11η Ὀκτωβρίου):
Μέρος Κάρας στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου Πάτμου.
ΦΙΛΙΠΠΟΥ Μάρτυρος, τοῦ Νικολιτσέλ Ρουμανίας (4ος αἰ., 6η Ἰουνίου):
Τά Λείψανα στή Μονή Κοκός Τούλτσεας Ρουμανίας.
ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ἱερομάρτυρος, Μητροπολίτου Μόσχας (+ 1659, 9η Ἰαν. καί 3η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Μέρος Λειψάνου στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
ΦΙΛΟΘΕΗΣ Ὁσιομάρτυρος, τῆς Ἀθηναίας (+ 1589, 19η Φεβρουαρίου):
Τό Λείψανο (πλήν τῆς Κάρας, ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ), ἀδιάφθορο στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.
Ἕνας δάκτυλος στήν ὁμώνυμη Μονή Ἐκάλης Ἀττικῆς.
ΦΙΛΟΘΕΗΣ Ἁγίας, τοῦ Ἄρτζες Ρουμανίας (13ος αἰ., 7η Δεκεμβρίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή Κούρτεα Ἄρτζες Ρουμανίας.
Ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς καί γεννήθηκε στό Τύρνοβο ἀπό πτωχούς γονεῖς. Στήν τρυφερή παιδική της ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, ἀπό τήν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Βρῆκε τόν θάνατο σέ ἡλικία 11 ἐτῶν, ἀφοῦ ὑπέφερε τά πάνδεινα ἀπό τήν μυτριά της, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Κάποια φορά πού ὁ πατέρας της δούλευε στήν ἐξοχή, ἡ μυτριά της τῆς ἔδωσε φαγητό γιά νά τοῦ τό πάει. Ἡ Φιλοθέη, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς πτωχούς, μοίρασε τό φαγητό κατά τήν διαδρομή καί ἔτσι ὁ πατέρας της τό βράδυ ἐπέστρεψε νηστικός καί κουρασμένος. Τό περιστατικό αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές. Κάποτε ὁ πατέρας της παραφύλαξε σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, γιά νά διαπιστώσει τί κάνει ἡ κόρη του τό φαγητό πού προοριζόταν γι' αὐτόν. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε νά τό μοιράζει στούς πτωχούς, "ὥρμησε μέ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της, τήν ἔδεσε μέ σχοινιά καί ἄρχισε νά τήν κτυπάει καί νά τήν τσαλαπατάη μέ τά πόδια του"!
Στόν τόπο ἐκεῖνο καί ἀπό τά χέρια τοῦ πατέρα της, ἡ Φιλοθέη ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλεημοσύνης. Ὁ παιδοκτόνος μετά τό ἔγκλημά του, στήν προσπάθειά του νά κρύψει τό σῶμα τοῦ θύματος, διαπίστωσε ὅτι ἦταν ὑπερφυσικά βαρύ! Ἔσπευσε λοιπόν νά παραδωθεῖ στίς Ἀρχές, ἐνῶ στόν τόπο τοῦ συμβάντος πῆγε ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, μέ τήν συνοδεία Κληρικῶν καί πολλῶν Χριστιανῶν. Παρά τίς δεήσεις τό σῶμα τῆς Φιλοθέης παρέμενε ἀμετακίνητο! Ἔτσι, "ἀποφάσισαν νά μνημονεύσουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, μήπως εἶναι θέλημά Της νά ἐγκατασταθῆ σέ κάποιο ἱερό τόπο. Ἀφοῦ τελείωσαν τήν μνημόνευση τῶν ἱερῶν τόπων τῆς Βουλγαρίας καί τό Λείψανο παρέμενε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νά μνημονεύουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Ρουμανίας. Ὅταν ἐμνημόνευσαν τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τό σῶμα τῆς Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τό φυσικό του βάρος! Ἔτσι ὅλοι ἐγνώρισαν, ὅτι εἶναι θέλημά Της νά μεταφερθῆ στήν Μονή ἐκείνη, μακριά ἀπό τήν πατρίδα Της".
Τό παρθενικό Λείψανο τῆς Παιδομάρτυρος Φιλοθέης, ὑποδέχθηκε στή βόρεια ὄχθη τοῦ Δουνάβεως ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας, μέ κάθε πολιτική καί ἐκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια καί τό ἐναπέθεσε στόν περίφημο γιά τό κάλλος του Ναό τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, πρώτης πρωτεύουσσας τῆς Οὐγγροβλαχίας. Τό Λείψανο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἴδια Μονή, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
ΦΙΛΟΘΕΟΥ Ὁσίου, τοῦ Διονυσιάτου (+ 1650):
Ἡ Κάρα στή Μονή Κορώνης Καρδίτσης.
Μέρος Κάρας καί Λειψάνων στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΦΙΛΟΘΕΟΥ Ὁσίου, τοῦ Ἁγιορείτου:
Ἡ Κάρα στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ὁσίου πρόκειται· τῆς 24/1 (τοῦ Ἀθωνίτη), τῆς 21/10 (ἐπίσης Ἀθωνίτη) ἤ τῆς 5/12 (τοῦ Καρεώτη).
ΦΙΛΟΥΜΕΝΗΣ Παρθενομάρτυρος (4ος αἰ., 11η Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Συλλογή τοῦ ΡΚ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου, Φάργκο Νεβάδας Η.Π.Α.
ΦΡΙΔΕΣΓΟΥΪΔΗΣ (Frideswide) Ὁσίας, τῆς Ὀξφόρδης Βρεττανίας (+ 735, 19η Ὀκτωβρίου):
Τά Λείψανα στό Ναό τοῦ Χριστοῦ Ὀξφόρδης Βρεττανίας.
ΦΩΚΑ Μάρτυρος:
Ἀπότμημα στή Μονή Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Μάρτυρα πρόκειται· τῆς 2/8, τῆς 22/9 (τοῦ κηπουροῦ) ἤ τῆς 18/12.
ΦΩΚΑ Μάρτυρος, τοῦ Κηπουροῦ (+ 320, 22α Σεπτεμβρίου):
Ἀπότμημα στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας.
ΦΩΚΑ Ἱερομάρτυρος, Ἐπισκόπου Σινώπης (+ 117, 22α Σεπτεμβρίου):
Μέρος τῆς Κάρας στή Μονή Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους καί Παναγίας Σουμελᾶ Βερμίου.
ΦΩΤΙΟΥ τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου ΚΠόλεως (+ 891, 6η Φεβρουαρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου, Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΦΩΤΙΟΥ Μάρτυρος, τοῦ μετά μ. Ἀνικήτου (+ 305, 12η Αὐγούστου):
Μέρη τῆς Κάρας στίς Μονές Ἰβήρων καί Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
ΦΩΤΕΙΝΗΣ Μεγαλομάρτυρος, τῆς Σαμαρείτιδος (+ 66, 26η Φεβρουαρίου):
Ἡ Κάρα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνας τῶν ποδῶν καί μία ὠμοπλάτη στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Μία ὠλένη μέ σάρκα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Γηρομερίου Φιλιατῶν, Νταοῦ Πεντέλης καί Κύκκου Κύπρου.
ΦΩΤΕΙΝΗΣ Ἁγίας, τῆς Καρπασίτιδος (; 2α Αὐγούστου):
Ἀπότμημα στή Μονή Κύκκου Κύπρου.
ΦΩΤΙΟΥ Ἁγίου, τοῦ Πελοποννησίου, Μητροπολίτου Ρωσίας (+ 1431, 27η Μαϊου, 2α Ἰουλίου καί 27η Αὐγούστου).
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Χ.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Ἱερομάρτυρος (+ 202, 10η Φεβρουαρίου):
Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς Κάρας στή Μονή ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων.
Τμήματα τῆς Κάρας στή Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας, στή Μονή Κλειστῶν Ἀττικῆς καί στό Ναό Φανερωμένης Ν. Ἡρακλείτσας Καβάλας.
Ἡ σιαγόνα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἀριστερά ἀδιάφθορη καί μία πλευρά "μετά δέρματος" στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέρμα καί ἀπότμημα στό Παρεκκλησίο τῆς ὁσ. Ξένης τῆ Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς
Ἡ δεξιά παλάμη ἀδιάφθορη "εἰς σχῆμα εὐλογίας" στή Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἕνας δάκτυλος στή Μονή Τσιολάνου Μπουζέου Ρουμανίας.
Μέρος ποδός στή Μονή Παν. Πορταϊτισσας Κορνοφωλιᾶς Ἔβρου.
Μεγάλο τμῆμα χειρός στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Φενεοῦ Κορινθίας.
Ἕξι τμήματα στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνας δάκτυλος καί 9 τμήματα στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Δαδίου Φθιώτιδος, Λειμῶνος Λέσβου, Παν. Γουμενίσσης Κιλκίς, Ἀρχαγγέλου Ἀριδαίας, ὁσ. Διονυσίου Λιτοχώρου, Ζάβορδας Γρεβενῶν, ἁγ. Ἀναργύρων Καστοριᾶς, Ροβελίστας Ἄρτης, Σταγιάδων Καλαμπάκας, Παν. Σπηλιᾶς Καρδίτσης, Ἀμπελακιώτισσας καί Βαρνάκοβας Ναυπακτίας, Σαγματᾶ Βοιωτίας, Πεντέλης Ἀττικῆς, Βουλκάνου Μεσσηνίας, Γηροκομείου Πατρῶν, ὁσ. Θεοδοσίου Ἄργους, ἁγ. Νικολάου Καλτεζῶν Ἀρκαδίας καί Σεπετοῦ Ἠλείας καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Περί τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους δέν ὑπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες. Ἡ μ. Θεοτέκνη Ἁγιοστεφανίτισσα στό Συναξάρι τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους (1995), καταχωρεῖ πληροφορίες σχετικά μέ τήν τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων. Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες αὐτές ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου δωρήθηκε στή Μονή ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Βλαδισλάβο, τό 1412 – 1413, μαζί μέ δύο κτήματα στό Μετόχι Μπουτόϊ. Γιά τήν ἐποχή καί τίς συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες βρέθηκε τό πολύτιμο αὐτό κειμήλιο στή Βλαχία, δέν σώθηκαν πληροφορίες.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Ὁσίου, τῆς Καλυβιανῆς Κρήτης (+ 1788):
Τά Λείψανα στή Μονή Παν. Καλυβιανῆς Μοιρῶν Ἡρακλείου.
ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ Ὁσίου:
Μία ὠμοπλάτη στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίου Ὁσίου πρόκειται· τῆς 28/9 (τοῦ Ὁμολογητοῦ) ἤ τῆς 28/11.
ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ τοῦ Ὁμολογητοῦ (3ος – 4ος αἰ., 28η Σεπτεμβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κύκκου Κύπρου.
ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ Μάρτυρος (+ 284 – 305, 5η Ὀκτωβρίου):
Ἀποτμήματα στίς Μονές Κύκκου Κύπρου καί Ἱερουσαλήμ Βοιωτίας.
ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ Μάρτυρος:
Μία τῶν χειρῶν στή Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί Κύκκου Κύπρου.
Δέν διευκρινίζεται περί ποίας Μάρτυρος πρόκειται· τῆς 13/3 (τῆς Περσίας), τῆς 18/5, τῆς 30/5 ἤ τῆς 24/7 (τῆς Μεγαλομάρτυρος).
ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ Μεγαλομάρτυρος (+ 193 – 211, 24η Ἰουλίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στό ΡΚ Ναό τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου Βενετίας.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τῆς Μεγαλομ. Χριστίνας, ἄγνωστο πότε, μεταφέρθηκε ἀπό τήν Συρία ὅπου μαρτύρησε στήν ΚΠολη καί κατατέθηκε σέ Ναό πρός τιμήν της στήν περιοχή τοῦ Ἱεροῦ Παλατίου, ἀπ' ὅπου ἀφαιρέθηκε κατά τήν Φραγκοκρατία καί μεταφέρθηκε στή Βενετία. Τό 1252 τό Λείψανο κατατέθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Μάρκου στό Τορσέλλο καί τό 1340 μεταφέρθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ματθαίου στό Μουράνο. Τό 1435 ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ' διέταξε τήν μεταφορά του στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἐπίσης στό Τορσέλλο. Τό 1793 μεταφέρθηκε στή Μονή τῆς Μάρτυρος Ἰουστίνης Βενετίας καί τό 1810 στό Ναό τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σέ κρυστάλλινη λάρνακα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ὁσίου, τοῦ Λατρινοῦ (+ 1094, 16η Μαρτίου):
Τό Λείψανο ἀδιάφθορο στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου.
XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ Μεγαλομάρτυρος (+ 249 – 251, 9η Μαϊου):
H Κάρα στή Μονή Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους.
Ἀποτμήματα στίς Μονές Προυσοῦ Εὐρυτανίας, Γενν. Θεοτόκου Αἰγίνης, ἁγ. Ἀναργύρων Καστοριᾶς καί Κύκκου Κύπρου.
Πηγή: Η λειψανοθήκη
Πᾶσα μὲν ἡ ἀπὸ τῶν χειρόνων ἐπὶ τὰ κρείττονα μεταβολὴ μεγίστην χαρὰν καὶ εὐφροσύνην τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων κατεργάζεται. Πέφυκε γὰρ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, τῶν κρειττόνων ὀρεγομένη, ἀεὶ σπεύδειν ἐπὶ τὴν τῶν βελτιόνων κατάληψιν. Οὕτω γοῦν ἡδεῖα τοῖς πλέουσιν ἡ ἐκ χειμῶνος εἰς εὐδίαν καὶ γαλήνην μετάβασις· ἡδεῖα δὲ καὶ τοῖς ὁδοιπόροις ἡ ἐκ καμάτου ἐπ᾿ ἀνάπαυσιν ἡσυχία· ἡδεῖα δὲ καὶ τοῖς λυπουμένοις ἡ ἐκ κατηφείας εἰς εὐφροσύνην μετάθεσις· ἡδυτέρα δὲ καὶ τοῖς νοσοῦσιν ἡ ἐξ ἀσθενίας εἰς ὑγίειαν καὶ εὐρωστίαν ἀνάληψις· ἡδεῖα δὲ καὶ τοῖς πολεμίοις ἡ ἀπὸ ἔχθρας εἰς φιλίαν καὶ εἰρήνην βεβαίωσις· ἡδυτέρα δὲ καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ σκότους καὶ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν ἡμέραν μετάπτωσις. Καὶ πᾶσα πρᾶξις, ὡς ἔστιν εἰπεῖν, ἡδυτέραν ἔχει τὴν ἐργασίαν, ὅταν ὄφελος μετὰ τοῖς ποθοῦσιν αὐτὴν ἀπεργάζηται.
Οὕτω γοῦν ὁρῶμεν καὶ τὴν ὑπὸ Θεοῦ δεδομένην ἡμῖν ἀπόλαυσιν, τῇ μεταβολῇ τὴν εὐφροσύνην ἡμῖν παρεχομένην. Σῖτος μὲν γάρ ἐστιν οὕτως ἡδύς· εἰς δὲ τὴν γῆν μετὰ κόπου καταβαλλόμενος καὶ πολυπλασιαζόμενος, ἡδύτερος ἀναδείκνυται μετὰ πάσης χαρᾶς εἰς πλῆθος τροφῆς λαμβανόμενος. Εἷς μὲν γάρ ἐστι τῷ σπόρῳ κόκκος εἰς ἀδηλίαν ῥιπτόμενος. Οὕτω καὶ φύσις ἀμπέλου ἡδυτέραν ἡμῖν παρέχει τὴν ἀνάπαυσιν, τῇ μεταβολῇ τοῦ καρποῦ τὸ ποτὸν ἀπὸ τοῦ ξύλου προφερομένη. Ἕλικες μὲν γὰρ καὶ φύλλα δριμυτάτην καὶ στυπτικωτάτην ἔχουσι τὴν ἐνέργειαν, ὡς μηδὲ στόματι δυνατὸν πρὸς γεῦσιν ἐφάψασθαι· σταφυλὴ δὲ σὺν ἕλιξι καὶ φύλλοις ἐν ἑνὶ ξύλῳ συμφυομένη, τοιαύτην γλυκεῖαν ἔχει τὴν αἴσθησιν, ὡς γλυκαίνειν τῶν πικρῶν καὶ λυπηρῶν τὴν ἕξιν, τὸν ἴδιον καρπὸν εἰς εὐφροσύνην τῇ πόσει παρεχομένη. Οὕτω καὶ τῆς ἐλαίας τὸ πρέμνον ἀειθαλὲς μὲν ἔχει τὸ φύλλον, ἀεὶ δὲ νεάζον τὸ δένδρον· φέρεται δὲ κατὰ καιρὸν ὁ καρπὸς, οὐχ ὁμοίως τοῖς πᾶσιν ἀπὸ τοῦ ξύλου φαινόμενος, ἀλλ᾿ ἰδίαν τινὰ φύσιν ἐν ἑαυτῷ ἐπιδεικνύμενος. Ἄνθος μὲν γὰρ πρῶτον ὡς χοῦν λεπτότατόν ἐστι περιβαλλόμενος, ἐν μέσῳ δὲ τούτου αὐτός ἐστιν ὡς κέγχρος ἀναφυόμενος· καὶ βότρυϊ μὲν παρεοικὼς πλῆθος ἀναρίθμητον ἐπιδείκνυται, εἰς αὔξησιν δὲ προϊὼν, τοῦ πλήθους μὲν ὡς ἀνωφελοῦς ἀπαλλάττεται, καὶ πικρὸς μέν ἐστιν ἕως τέλους ἀπογευόμενος, ἄγευστος δὲ διὰ χειρῶν λαμβανόμενος· φύλαξ δὲ διὰ τούτου τῆς ἑαυτοῦ πιότητος γινόμενος, ἤδη τῆς πικρότητος τῇ μεταβολῇ τοσαύτην ἡδεῖαν παρέχει τὴν γεῦσιν, ὡς πάσης μὲν τρυφῆς ἄρτυμα παρεισφέρεσθαι, πάσης δὲ ἑστιάσεως κέρασμα πρὸς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων γίνεσθαι. Καὶ οὕτω πᾶσα φύσις φυτῶν τε καὶ σπερμάτων τῇ μεταβολῇ τῶν καρπῶν τὴν εὐφροσύνην τοῖς πᾶσι παρέχουσιν.
Ἐπεὶ τοίνυν τῶν χαλεπωτέρων ἐπὶ τῇ τῶν βελτιόνων μεταβολῇ τοσαύτην χαρίζεται τὴν ἀπόλαυσιν, φέρε δὴ, μεταβάντες ἐπὶ τὰ τούτων τιμιώτερα; θεασώμεθα πόσων ἡμῖν ἀγαθῶν πρόξενος γέγονεν ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας τοσαύτην μεταβολὴν ἀγαθῶν κατεργασάμενος. Εἰ γὰρ καὶ λυπηρὸς καὶ στυγνὸς ὁ τοῦ Κυρίου σταυρὸς ἀκουόμενος, ἀλλὰ χαρᾶς πλήρης καὶ φαιδρότητος ἔμπλεος, οὐ πάθους, ἀλλ᾿ ἀπαθείας αἴτιος γενόμενος. Εἰ δὲ καὶ σκάνδαλόν ἐστιν Ἰουδαίοις ὀνομαζόμενος, μωρία δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσι κηρυττόμενος, ἀλλ᾿ ἡμῖν τοῖς πιστεύουσι σωτηρία μνημονευόμενος. Εἰ γὰρ καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ σταυροῦ ἀναγινωσκομένου, καὶ πάθους διὰ σταυροῦ μνημονευομένου, λαὸς ὁ σταυρῷ πιστεύων ἀγανακτεῖ ἐλεεινὴν φωνὴν καὶ γογγυσμὸν ἀφιέμενος, οὐ διὰ τὸν σταυρόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς σταυρώσαντας καὶ ἀπιστήσαντας. Σταυρὸς γὰρ σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας, σταυρὸς τὸ καύχημα τῶν εἰς αὐτὸν ἠλπικότων, σταυρὸς ὁ ἀπαλλάξας ἡμᾶς τῶν προλαβόντων κακῶν, καὶ ἀπαρχὴ τῶν ἐπιγενομένων ἡμῖν ἀγαθῶν, σταυρὸς ἡ πρὸς Θεὸν ἐχθρῶν καταλλαγὴ, καὶ ἐπὶ Χριστὸν ἁμαρτωλῶν ἐπιστροφή. Διὰ σταυροῦ γὰρ τῆς ἔχθρας ἐῤῥύσθημεν, καὶ διὰ σταυροῦ τῷ Θεῷ εἰς φιλίαν συνήφθημεν· διὰ σταυροῦ τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἠλευθερώθημεν, καὶ διὰ σταυροῦ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀπωλείας ἀπηλλάγημεν. Διὰ τοῦτο ὁ λαὸς πρότερον μὲν περὶ σταυροῦ ἀκούων ἐγόγγυζεν, αὖθις δὲ περὶ ἀναστάσεως ἀκούων τὸν γογγυσμὸν εἰς χαρὰν μετέβαλε, καθαρᾷ τῇ φωνῇ τὴν δόξαν προφερόμενος. Σταυρὸς τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν εἰς ἀγγελικὴν μετέβαλε τάξιν, πάσης φθαρτῆς πράξεως ἀλλοτρίαν ἀποδείξας, καὶ τῆς ἀφθάρτου ζωῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καταξιώσας. Οὐκ ἔτι γὰρ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ θεοὺς προσηγόρευσε λέγων· Ἐγὼ εἶπα, Θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες. Οὐκ ἔτι δούλους, ἀλλὰ φίλους καὶ ἀδελφοὺς ὠνόμασεν, Ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, λέγων. Ὁρᾷς πόσην μεταβολὴν ὁ σταυρὸς κατειργάσατο; Ἵνα δὲ μάθῃς ἀκριβέστερον τὴν δύναμιν τοῦ σταυροῦ, κατανόησον τί πρὸ σταυροῦ, καὶ τί μετὰ σταυρόν, καὶ εὑρήσεις τοῦ σταυροῦ τὴν ἐνέργειαν. Πρὸ σταυροῦ Υἱὸς οὐκ ἦν γινωσκόμενος, σήμερον σταυροῦ κηρυττομένου Υἱὸς ὀνομάζεται, καὶ Πατὴρ δι᾿ Υἱοῦ γνωρίζεται· πρὸ σταυροῦ διάβολος προσεκυνεῖτο, νῦν σταυροῦ κηρυττομένου διάβολος πέπτωκε, καὶ δαίμονες φυγαδεύονται· πρὸ σταυροῦ πορνείαις καὶ ἀσελγείαις ἐσχολάζομεν, νῦν δὲ σταυροῦ κηρυττομένου οὐ μόνον πορνείας ἀπέστημεν, ἀλλὰ καὶ γάμων κατεφρονήσαμεν, παρθενίαν δὲ, ἣν οὐκ ᾔδειμεν, δεξάμενοι, ὡς ἰδίαν φυλάττομεν. Οὐκ ἦν σταυρὸς κηρυττόμενος, καὶ διάβολος τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τοῦ Χριστοῦ συνήγαγε· σήμερον σταυρὸς κηρύσσεται, καὶ οἱ ἀπόστολοι Ἰουδαίους διὰ τῆς πίστεως προσάγουσιν. Οὐκ ἦν σταυρὸς κηρυττόμενος, καὶ ὑπὸ θανάτου κατειχόμεθα· νῦν σταυρὸς κηρύσσεται, καὶ ὡς μὴ ὄντος θανάτου κατεφρονήσαμεν· τὴν δὲ αἰώνιον ζωὴν ἐποθήσαμεν. Οὐκ ἦν σταυρὸς κηρυττόμενος, καὶ παραδείσου ἀλλότριοι ἦμεν· σταυροῦ δὲ φανέντος παραχρῆμα λῃστὴς παραδείσου ἠξιώθη. Ὢ μεγάλης δυνάμεως σταυροῦ, ὅσην μεταβολὴν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων κατειργάσατο! Ἀπὸ τοσούτου σκότους εἰς φῶς ἀπέραντον μετέστησεν, ἀπὸ θανάτου εἰς ζωὴν αἰώνιον ἀνεκαλέσατο, ἀπὸ φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν ἀνεκαίνισεν. Οὐκ ἔτι γὰρ ὀφθαλμοὶ καρδίας ἀπὸ ἀγνοίας ὑπὸ τοῦ σκότους καλύπτονται, ἀλλὰ διὰ σταυροῦ τῷ φωτὶ τῆς γνώσεως καταυγάζονται· οὐκ ἔτι ὦτα κωφῶν ὑπὸ ἀπιστίας κέκλεισται· οἱ κωφοὶ γὰρ ἤκουσαν λόγον Κυρίου, καὶ οἱ τυφλοὶ ἀνέβλεψαν τοῦ ἰδεῖν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα τοῦ σταυροῦ τὰ κατορθώματα, ταῦτα ἡμῖν διὰ σταυροῦ τὰ δωρήματα. Τί γὰρ καλὸν ἡμῖν οὐκ ἀπὸ σταυροῦ δεδώρηται; τί δὲ ἀγαθὸν οὐ διὰ σταυροῦ ἡμῖν κατώρθωται; Διὰ σταυροῦ εὐσεβεῖν ἐδιδάχθημεν, καὶ τῆς θείας φύσεως τὴν δύναμιν ἐπέγνωμεν· διὰ σταυροῦ δικαιοσύνην Θεοῦ παιδευόμεθα, καὶ σωφροσύνης ἀρετὴν μεταδιώκομεν· διὰ σταυροῦ ἀλλήλους γνωρίζομεν, καὶ οἱ μακρὰν ὄντες Χριστῷ συνήφθημεν, καὶ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἠξιώθημεν· διὰ σταυροῦ ἀγάπης τὴν δύναμιν ἔγνωμεν, καὶ ὑπὲρ ἀλλήλων ἀποθανεῖν οὐ παραιτούμεθα· διὰ σταυροῦ πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ καταπεφρονήκαμεν, καὶ ὡς οὐδὲν αὐτὰ εἶναι ἡγησάμεθα, τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ὀρεγόμενοι, καὶ τῶν ἀοράτων ὡς ὁρωμένων ἀντιποιούμενοι.
Σταυρὸς κηρύττεται, καὶ πίστις ἡ εἰς Θεὸν ὁμολογεῖται, καὶ ἀλήθεια εἰς ἅπασαν τὴν οἰκουμένην πολιτεύεται· σταυρὸς κηρύττεται, καὶ μάρτυρες ἀναδείκνυνται, καὶ ἡ εἰς Χριστὸν ὁμολογία κρατύνεται· σταυρὸς κηρύττεται, καὶ ἡ ἀνάστασις ἀναδείκνυται, καὶ ἡ ζωὴ πεφανέρωται, καὶ ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία καταπιστεύεται, καὶ οἱ ἄπιστοι τῷ σταυρῷ πιστεύουσι, καὶ σωτηρίας τυγχάνουσιν οἱ τὸν σταυρὸν κατὰ τῆς ζωῆς ἐπινοήσαντες. Σταυρὸς τούτων ἁπάντων ἡμῖν πρόξενος γέγονε, καὶ διὰ σταυροῦ ᾄδειν ἐδιδάχθημεν. Τί τοίνυν σταυροῦ τιμιώτερον; τί δὲ τούτου ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς ὠφελιμώτερον; Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῶμεν σταυρὸν ὀνομάζοντες, ἀλλὰ μετὰ πάσης παῤῥησίας αὐτὸν ὁμολογήσωμεν, δι᾿ οὗ εἰς σωτηρίαν ἀνεκλήθημεν, καὶ εἰς αἰώνιον ζωὴν παραπεμπόμεθα. Ὁρᾷς πόσην ὁ σταυρὸς οὗτος οἰκονομίαν τῷ κόσμῳ κατειργάσατο; Μετέβαλεν αὐτοῦ τὰ ἄνομα πράγματα, καὶ ἠλλοίωσε τὰ ἄθεα δόγματα, οὐκ ἔτι νόμοις διαβολικοῖς ἐμπολιτεύεται, οὐ θεσμοῖς θανατικοῖς ἀναστρέφεται. Θεὸς γὰρ ἐπεδήμησε, καὶ τῆς οἰστρηλασίας τὰ πάθη ἐξέτεμε, τὰ ἴδια ἐνομοθέτησε, καὶ τὰ συμφέροντα καὶ ἐπωφελῆ ἐδογμάτισε· δόγματα σωφροσύνης ἐθέσπισε, καὶ τὴν ἡδυπάθειαν ἐξέκοψεν· ὅρους ἁγιωσύνης ἐνέθηκε, καὶ νόμον ἁγνείας ἥρμοσε, καὶ ἄνομον πορνείαν ἐκποδὼν ἐποίησε· τοὺς τῆς ἐγκρατείας ἐνομοθέτησε κανόνας, καὶ τὰς τῶν ἡδονῶν ἐπικρατείας ἀνέτρεψε· δόγματι θεϊκῷ τὰ τῶν ἐπιθυμιῶν ὄργανα κατέσπασε, καὶ πᾶσαν τὴν δι᾿ ἡδονῆς ἐντικτομένην ἁμαρτίαν ἐμείωσεν. Ἐπειδὴ γὰρ ἀρχὴ πορνείας, ἐπίνοια εἰδώλων, εὕρεσις δὲ αὐτῶν, φθορὰ ζωῆς, διὰ τοῦτο τὴν ῥίζαν τῆς ἀνομίας ἐξέκοψεν, ἵνα παύσῃ πάντα τὰ ῥεύματα τῆς ἀσεβείας. Καὶ κατήργησε μὲν τὰ μυσαρὰ σεβάσματα τῆς εἰδωλολατρείας, διέφθειρε δὲ τὰ τῶν ἀθεμίτων ἐπιτηδεύματα, ἠχρείωσε τὰ σχίσματα τῆς βακχικῆς παρανομίας, καὶ ἠμαύρωσε τὰ πλάσματα καὶ τὰ καλλωπίσματα τῆς ἀσεβείας· τὰ τῆς ἀπάτης ἐνέκοψεν ἀδικήματα, καὶ τὰ τῆς ἀπωλείας ἐνέφραξε ῥεύματα· ἐκαθάρισε τὰς ψυχὰς ἐκριζώσας τὰς ἀκάνθας τῆς ἀσεβείας, καὶ ἤνεγκεν ὡς κόκκον σίτου τὰ σπέρματα τῆς θεοσεβείας, ἵν᾿ ἀποδείξῃ τὰς ψυχὰς καρποφορούσας γεννήματα δικαιοσύνης· ἤνοιξε τοὺς καταῤῥάκτας τῆς πνευματικῆς σιτοδοσίας, καὶ ἐπλήρωσε τὰς λογικὰς ἀποθήκας τῶν θεϊκῶν γεννημάτων τῆς ἐπουρανίου σοφίας· ἐνεφόρησε τοὺς πιστεύοντας τῆς τοῦ Πνεύματος ἁγιαστίας, καὶ γέγονεν ἕκαστος δοχεῖον τῆς ἐνθέου ἁγιωσύνης, καὶ ποταμὸς τῆς θείας εὐπρεπείας. Τούτων ἡμῖν ἁπάντων ὁ σταυρὸς ἐχορήγησε τὴν κτῆσιν, καὶ πάντων τῶν τηλικούτων ἀγαθῶν διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπολαύομεν. Τούτων ἁπάντων τὴν γνῶσιν διὰ σταυροῦ εἰλήφαμεν, καὶ ταῦτα πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐδιδάχθημεν. Ἵνα δὲ μάθῃς τοῦ σταυροῦ τὴν δύναμιν καὶ πόσον ἰσχύει σταυροῦ ἐνέργεια, κατάμαθε τὰ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γενόμενα, καὶ εὑρήσεις ἔργα θεϊκῆς δυνάμεως δι᾿ αὐτοῦ τελούμενα. Σταυρὸς κατὰ τῆς ζωῆς πήγνυται, καὶ ζωὴ τῷ κόσμῳ διὰ σταυροῦ εἰς θάνατον ἐπινενόηται, καὶ θάνατος νεκρὸς δι᾿ αὐτοῦ ἀποδέδεικται· σταυρὸς κατὰ τῆς ἀληθείας ἥπλωται, καὶ διὰ σταυροῦ κόσμος τῆς ἀληθείας πεπλήρωται· σταυρὸς ἐκτέταται κατὰ τοῦ Δεσπότου, καὶ ὁ Δεσπότης δι᾿ αὐτοῦ τὰς χεῖρας ἐκτείνας, τὰ πάντα πρὸς ἑαυτὸν συνήγαγε. Χριστὸς ἐπὶ σταυροῦ κρέμαται, καὶ διάβολος νενέκρωται· Χριστὸς ἐπὶ σταυροῦ ἥπλωται, καὶ σημεῖον σωτηρίας τῷ κόσμῳ δεδώρηται· Χριστὸς ἐπὶ σταυροῦ προσήλωται, καὶ πᾶσα ψυχὴ ἐκ δεσμῶν λελύτρωται· Χριστὸς ἐπὶ σταυροῦ πέπηγε, καὶ ἡ σύμπασα κτίσις ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς δουλείας ἠλευθέρωται· Χριστὸς ἐπὶ σταυροῦ ἀναπέπαυται, καὶ τεράστιον καινότερον τῷ κόσμῳ ἀναδέδεικται· ἡλίου γὰρ τὸ φῶς σκοτίζεται. Σύμβολον τοῖς μὲν ἀπίστοις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως τὸ σκότος ταμιευόμενον, τοῖς δὲ πιστεύουσι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ σκότους μεταβαλλόμενον. Τοῦτο δὲ καὶ προφητικόν που λόγιον βοᾷ λέγον· Καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας, καὶ συσκοτάσει ἐν ἡμέρᾳ τὸ φῶς, καὶ μεταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος, καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς ὑμῶν εἰς θρήνους. Ὁρᾷς, ἀγαπητὲ, ἡλίκον περιέχει μυστήριον τὸ προφητικὸν λόγιον; Ἐνταῦθα γὰρ ἀμφοτέρων αἰνίττεται τὰ πράγματα, Ἰουδαίων τε λέγω τῶν ὑπὸ νόμον, καὶ ἐθνῶν ἔξω τοῦ νόμου τὴν ἀνομίαν ἐπιτελούντων. Οἱ μὲν γὰρ κατὰ νόμον ἑορτάζοντες πενθήσουσι τὰς ἑορτὰς ἀποτελέσαντες, καὶ ἀντὶ ᾠδῶν κοπετὸν περὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ποιήσονται. Οὐκ ἔτι γὰρ ἔσται Ἱερουσαλὴμ ἔχουσα τὰς λατρείας, οὔτε ἐπιτελεσθήσεται ἑορτὴ ἐν αὐτῇ, τέλος εἰληφότων ἁπάντων μετὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν καὶ τὸ πάθος αὐτοῦ καὶ τὴν οἰκονομίαν. Διὰ τοῦτο οὖν φησι· Μεταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος, καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς ὑμῶν εἰς θρήνους· τῶν νομικῶν ἀποστερούμενοι καὶ εἰς δουλείαν παντὶ ἔθνει παραδιδόμενοι, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσαν τῷ θείῳ καὶ παραδόξῳ τοῦ σταυροῦ κηρύγματι. Πενθήσει δὲ καὶ ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἐξομολογούμενα ἔθνη πένθος μακαρισμοῦ πρόξενον. Μακάριοι γὰρ, φησὶν, οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Πενθήσουσιν οὖν ἐπὶ ταῖς ματαίαις αὐτῶν ἑορταῖς, καὶ ᾄσμασιν ἀθεμίστοις, οἷς ἐπετέλουν τοῖς ἀκαθάρτοις δαίμοσιν. Ὅρα γάρ μοι σήμερον, πῶς μετανοήσας ἐθνικὸς, ὁ πρότερον τοῖς εἰδώλοις ἑορτάζων, μεταστρέφει τὴν ἑορτὴν εἰς πένθος, μετανοῶν ἐφ᾿ οἷς κακῶς ἔπραττε, καὶ λέγει θρηνῶν τὸ προφητικὸν ἐκεῖνο λόγιον· Ἐπλανήθημεν ἐν τῇ αἰσχύνῃ ἡμῶν, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς τὰ ἁμαρτήματα ἡμῶν, ὅτι ἐπλήσθημεν ἀσεβείας ἡμῶν. Ἔγνωμεν ἀδικίας πατέρων ἡμῶν. Οὕτως οὖν καὶ ἡμεῖς καλῶς θρηνοῦντες καὶ πενθοῦντες ἐν τοῖς προγεγραμμένοις ἡμῖν κακοῖς, τῷ σταυρῷ ἑαυτοὺς προσπλέξωμεν, σταυρῷ τὰς ἐλπίδας ἀνατιθέντες, ἵνα διὰ σταυροῦ παιδαγωγηθέντες, καὶ εἰς οὐρανὸν τὴν διάνοιαν τείναντες, Χριστῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν πλησιάσαντες, ἐγγὺς Θεοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν γενέσθαι καταξιωθῶμεν, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: http://users.uoa.gr
IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
«Αύτη ημέρα Κυρίου, αγαλλιάσθε λαοί. Ιδού γαρ του φωτός ο νυμφών και η βίβλος του λόγου της ζωής εκ γαστρός προελήλυθε».
Με τους παρά πάνω λόγους, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός υμνογράφος, προτρέπει στο δοξαστικό των αίνων της εορτής σε πνευματική χαρά και αγαλλίαση και σε επάξιο πνευματικό εορτασμό του χαρμοσύνου γεγονότος της εορτής της γεννήσεως της Θεοτόκου, του ευωδεστάτου αυτού άνθους, που βλάστησε «εκ της ρίζης Ιεσσαί». Το Γενέθλιο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι η πρώτη, (χρονολογικά), των θεομητορικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης εορτάζομε «παγκοσμίου ευφροσύνης γενέθλιον», που καθίσταται «η είσοδος όλων των εορτών και το προοίμιο του μυστηρίου του Χριστού». Και τούτο διότι η γέννηση της Θεοτόκου έγινε το σκεύος εκείνο της εκλογής, που προόρισε ο Θεός προαιωνίως να γίνει η πρόξενος της αναγεννήσεως και αναπλάσεως των πάντων, διά της εν χρόνω γεννήσεως κατά ανερμήνευτο και παράδοξο τρόπο, του αχρόνου και προαιωνίου Θεού Λόγου.
Ο μοναδικός και ανεπανάληπτος ρόλος τον οποίο διεδραμάτισε η Θεοτόκος στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, προαναγγέλθηκε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης από πλήθος προφητειών και προεικονίστηκε από πλείστες όσες προεικονίσεις και προτυπώσεις. Η άφλεκτος βάτος στο όραμα του Μωϋσή, οι θεόγραφες πλάκες και η κιβωτός του Νόμου, το ουράνιο μάννα και η χρυσή στάμνα, η λυχνία και η τράπεζα, η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα, η κλίμακα του Ιακώβ, ο πόκος του Γεδεών, το αλατόμητον όρος του Δανιήλ, η κάμινος που με το πυρ εδρόσιζε τους τρεις Παίδες, αλλά και αυτά τα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, προεικόνιζαν την Θεοτόκο. Αλλά και σε πολλούς προφήτες, όπως στον προφήτη Ησαΐα (7,14), στον προφήτη Ζαχαρία (2,14), στον προφήτη Ιεζεκιήλ (44,1-3), στον προφήτη Δανιήλ, (2,31-35), στον προφήτη Αββακούμ (3,3), έχουμε σαφέστατες αναφορές στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Για την Παλαιά Διαθήκη η Θεοτόκος αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών και την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή γίνεται «η τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ο «γλυκασμός των αγγέλων και των θλιβομένων η χαρά», η δόξα των αποστόλων και το καύχημα των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων και το κεφάλαιον της σωτηρίας όλου του γένους των ανθρώπων.
Καμιά πληροφορία δεν μας δίδουν τα ευαγγελικά κείμενα γύρω από την γέννηση της Παναγίας και τους γονείς της, αλλ’ ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με το θέμα αυτό προέρχεται από την αρχαία παράδοση, που ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Σ’ ένα από τα απόκρυφα βιβλία της εποχής εκείνης, το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, διασώζονται ορισμένα γνήσια στοιχεία της αρχέγονης παράδοσης, τα οποία μας πληροφορούν για την γέννηση της Θεοτόκου και την παιδική και νεανική της ηλικία. Βέβαια αν και οι άγιοι Πατέρες γενικά απέρριψαν τα απόκρυφα ευαγγέλια και δεν τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα της αγίας Γραφής, διότι περιείχαν πολλές ανακρίβειες και πλάνες, ωστόσο όμως η εκκλησιαστική συνείδηση σεβάστηκε τα στοιχεία εκείνα, που αναφέρονται στην γέννηση της Θεοτόκου και τα συμπεριέλαβε στην γνήσια εκκλησιαστική μας Παράδοση, διότι τα θεώρησε κατά τον πυρήνα τους ως γνήσια. Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω Παράδοση, γονείς της Θεοτόκου ήταν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα, τους οποίους μνημονεύει η Εκκλησία μας πάντοτε στις ιερές ακολουθίες της και στην απόλυση πριν από την μνημόνευση των εκάστοτε εορταζομένων αγίων. Παρά το γεγονός δε ότι και οι δύο ήταν άμεμπτοι και δίκαιοι και κατ’ εξοχήν ενάρετοι, εν τούτοις ήταν άτεκνοι, διότι η αγία Άννα ήταν στείρα και επί πλέον είχαν φθάσει σε γεροντική ηλικία, οπότε και λόγω ηλικίας ήταν αδύνατη η τεκνογονία. Ωστόσο παρά το προχωρημένο της ηλικίας των δεν έπαυαν να παρακαλούν τον Θεόν με θερμές προσευχές να τους δώσει ο Θεός τέκνο και να πάρει από πάνω τους το όνειδος της ατεκνίας. Υποσχέθηκαν δε ότι αν φέρουν στον κόσμο παιδί, να το προσφέρουν ως αφιέρωμα σ’ Εκείνον. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά οι γονείς της Θεοτόκου «περίλυποι από τις προσβολές, αφού εθυμήθηκαν τον Αβραάμ και την Σάρα και όλους τους άλλους, που εδοκίμασαν την λύπη για την ατεκνία…απεφάσισαν να καταφύγουν και αυτοί στη παράκληση προς τον Θεόν. Και ο μεν σώφρων Ιωακείμ αναχωρεί προς την έρημο, κατοικεί σ’ αυτήν και τηρεί νηστεία, αναπέμποντας προς τον Θεόν προσευχή να γίνει πατέρας. Και δεν σταμάτησε την δέηση, ούτε επέστρεψε από εκεί, πριν δεχθεί την βεβαίωση περί της αποδοχής του αιτήματός του από τον Θεόν. Η δε ομόφρων με αυτόν Άννα κλείνεται σ’ ένα γειτονικό κήπο και με πονεμένη καρδιά βοά προς τον Κύριο ‘εισάκουσέ με Θεέ των πατέρων μου και ευλόγησέ με όπως ευλόγησες την μήτρα της Σάρας’». Πράγματι ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έστειλε άγγελο, καθ’ όν χρόνον εκείνοι προσηύχοντο, για να τους αναγγέλει το χαρμόσυνο γεγονός. Και τους έδωσε κόρη «την θαυμασιωτάτην από όλες τις θαυμάσιες που φάνηκαν ανέκαθεν», κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «το κειμήλιον της Οικουμένης», κατά την έκφραση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, την γεννήτρια του δημιουργού των όλων, την «του πεσόντος Αδάμ ανάκλησιν και των δακρύων της Εύας την λύτρωσιν», αυτήν που έκαμε τη γη ουρανό και τον Υιόν του Θεού άνθρωπον, τους δε ανθρώπους υιούς του Θεού κατά Χάριν.
Εάν ο Υιός του Θεού υπήρξε η «προσδοκία των εθνών» και η προσδοκία πάσης της κτίσεως, τους αυτούς προσδιορισμούς μπορούμε να αποδώσουμε κατά παρόμοιο τρόπο και στην Θεοτόκο. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας προχωρεί ακόμη περισσότερο και θεωρεί την Παναγία, όχι απλώς την κόρη που περίμενε όλη η κτίση, αλλά τον «καρπό των κτισμάτων», δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Όπως το δένδρο υπάρχει για τον καρπό, έτσι η κτίση υπάρχει για την Παρθένο και η Παρθένος για τον Χριστό. Κατά τους αγίους Πατέρες, όταν ο Θεός στην αρχή των αιώνων ατενίζοντας προς τα δημιουργήματά του, είπε ότι είναι «καλά λίαν», ουσιαστικά έβλεπε μπροστά του τον καρπό όλης της δημιουργίας, την υπεραγία Θεοτόκο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, το κεφάλαιο της θεολογίας των αγίων Πατέρων, πλημμυρισμένος από ανέκφραστη χαρά, σκιρτών και αγαλόμενος, «αρπάζει την κιθάρα του Πνεύματος» καθώς αναφέρει σ’ ένα λόγο του στη γέννηση της Θεοτόκου και «τραγουδάει την γέννησή της»: «Κοριτσάκι τόσο όμορφο και τόσο γλυκό. Κρίνο που ξεφύτρωσες ανάμεσα στ’ αγκάθια από την πιο ευγενική και βασιλική ρίζα του Δαυΐδ… Τριαντάφυλλο που ξεφύτρωσες μέσα από τ’ αγκάθια των Ιουδαίων και πλημμύρισες με το θεϊκό σου άρωμα τα σύμπαντα. Κόρη του Αδάμ και μητέρα του Θεού. Ευλογημένη η μέση και τα σπλάγχνα, απ’ όπου ξεφύτρωσες. Ευλογημένη η αγκαλιά που σε βάσταξε και τα χείλη που απολαύσανε τα αγνά σου φιλιά, δηλαδή τα χείλη των γονιών σου μονάχα, για να μείνης πάντοτε σ’ όλα παρθένος. Σήμερα αρχίζει η σωτηρία του κόσμου. Δοξολογήστε τον Κύριο όλη η γη, τραγουδήστε και χορέψτε και παίξτε τα όργανα».
Ήταν επίμονες οι προσευχές του Ιωακείμ και της Άννης, προσευχές θερμές με πολλά δάκρυα, για να τους χαρίσει ο Θεός την πανάμωμη κόρη. Προσευχές που συνοδεύονταν με πολλή πίστη, υπομονή και καρτερία, ότι ο Θεός θα εκπληρώσει τελικά το αίτημά τους. Η παράδοση αναφέρει, ότι μετά από πενήντα χρόνια στειρότητας απέκτησε η Άννα την Θεοτόκο. Αυτή η στάση των Θεοπατόρων αποτελεί για όλους μας έξοχο παράδειγμα καρτερίας και υπομονής. Ιδιαίτερα για τα ανδρόγυνα εκείνα, που θέλουν, αλλά για κάποιους λόγους δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, οι οποίοι αντί να κάνουν υπομονή και θερμή προσευχή και αντί να αφήσουν το θέμα αυτό στα χέρια του Θεού, απελπίζονται, δυσφορούν και αγανακτούν. Η σφοδρή επιθυμία να αποκτήσουν παιδί τούς οδηγεί συχνά στο να καταφεύγουν στις δυνατότητες της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας και σε διάφορες τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποιήσεως. Ωστόσο ειδικοί μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα, επισημαίνουν ότι τα προβλήματα που δημιουργούν οι τεχνικές αυτές, ηθικά, ιατρικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και νομικά, είναι τεράστια και συνήθως ανυπέρβλητα και σε πολλές περιπτώσεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές της χριστιανικής ηθικής και το θέλημα του Θεού. Όπως αναφέρουν: «Άμεση συνέπεια της εξωσωματικής γονιμοποιήσεως είναι η δημιουργία ‘πλεοναζόντων εμβρύων’. Η Εκκλησία αρνείται τον όρο αυτόν, γιατί δεν μπορεί να δεχθεί, ότι υπάρχουν περισσευούμενοι άνθρωποι, την τύχη των οποίων μάλιστα καθορίζουν κάποιοι τρίτοι. Ο κάθε άνθρωπος -και συνεπώς το κάθε έμβρυο- έχει την μοναδικότητα του προσώπου, την ιερότητα της ανεπανάληπτης εικόνας του Θεού και την αναγκαιότητα της κοινωνίας των υπολοίπων μαζί του. Τα ατυχώς αποκαλούμενα ‘πλεονάζοντα έμβρυα’ διατηρούνται εν καταψύξει, είτε προς μελλοντική χρήση από τους φυσικούς γονείς, είτε προς δανεισμό σε άλλους ‘γονείς’, είτε για επιτέλεση επ’ αυτών πειραμάτων, είτε για να αποτελέσουν εργαστήρια οργανογένεσης για την κάλυψη μεταμοσχευτικών αναγκών, είτε τέλος για να καταστραφούν».
Αντί λοιπόν να καταφύγουμε σε τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποιήσεως, ας καταφύγουμε στην προσευχή, ας μάθουμε να κάνουμε υπομονή και να υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού. Μπορούμε ακόμη να καταφύγουμε σε προσκυνήματα, σε τάματα και σε θαυματουργές εικόνες, σε άγια λείψανα, όπως αυτό της αγίας Άννης, που έχει την ειδική Χάρη, να θεραπεύει περιπτώσεις στειρώσεως και να χαρίζει την ευλογία της τεκνογονίας. Ιδιαίτερη Χάρη να θεραπεύει περιπτώσεις στειρώσεως έχει επίσης η αγία Ζώνη της Θεοτόκου, η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου αγίου Όρους. Και όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση της ριζικής αλλαγής της ζωής μας και της τακτικής συμμετοχής μας στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, διότι η θαυματουργός δύναμις της Θείας Χάριτος δεν ενεργεί κατά τρόπο μαγικό χωρίς την ενεργό συμμετοχή του ανθρώπου με διαρκή μετάνοια και αγώνα πνευματικό.
Ευχόμεθα η Κυρία μας Θεοτόκος και η Θεοπρομήτωρ Άννα, να θεραπεύσουν τις στείρες από πνευματικά έργα καρδιές μας, ώστε ο άγιος Θεός να πέμψει στις ψυχές μας την θεία Χάρη του και να μας χαρίσει των επουρανίων αγαθών. Αμήν.
Πηγή: (Εν Πειραιεί τη 7η Σεπτεμβρίου 2015, Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Στις 24 Αυγούστου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του νεομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Θα όφειλε να τον τιμά και η Πολιτεία, καθώς υπήρξε ο μεγαλύτερος φωτιστής του σκλαβωμένου Γένους μας, αφού με τις προτροπές του κτίστηκαν πλήθος σχολείων, όπως ο ίδιος γράφει σε επιστολή του προς τον αδελφό του Χρύσανθο, δάσκαλο, λίγους μήνες προ του μαρτυρίου του: «Έως τριάντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά Γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος δια τινών επακολουθησάντων σημείων».
Η Πολιτεία, δια των εκπροσώπων του λαού υποτίθεται, αρνείται την τιμή στον άγιο, επειδή το νεοελληνικό κράτος – προτεκτοράτο δομήθηκε κατά τα δυτικά πρότυπα από τους «προστάτες» μας, που έδιωξαν τους Τούρκους, για να γίνουν οι νέοι αφέντες μας. Αυτοί οι «προστάτες» μας, μετά τη δολοφονία του λαμπρού πρώτου κυβερνήτη μας, του Καποδίστρια, διαφεντεύουν τη χώρα και επιβάλλουν διαχρονικά την προς άσκηση πολιτική στους πρόθυμους να υποταχθούν στις απαιτήσεις τους πολιτικούς «δια μίαν δολεράν καλημέραν των πρέσβεγων», που γράφει και ο Μακρυγιάννης με δόση αφέλειας βέβαια.
Οι «προστάτες» μας δεν είναι διόλου φειδωλοί έναντι των επιόρκων πολιτικών, οι οποίοι ξεπουλούν τη χώρα τους στις αγορές του κόσμου. Πέρα από τις «εγκάρδιες» σχέσεις προσφέρουν αδρές αμοιβές όχι μόνο προς ικανοποίηση της φιλοδοξίας τους, αλλά και προς ικανοποίηση της απληστίας τους για πλούτο! Για τους πολιτικούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δυστυχώς, ο άγιος Κοσμάς, αλλά και ο Καποδίστριας είναι ανυπόφοροι. Γι’ αυτό απαξιώνουν και τον δεύτερο, καθώς αποτελεί κάρφος στους οφθαλμούς τους, ως υπόδειγμα πιστού στον Θεό δημοσίου προσώπου με ανιδιοτελή προσφορά στο έθνος και πνεύμα θυσίας!
Πώς το ήθελε το σχολείο, στην ίδρυση του οποίου προέτρεπε τους σκλαβωμένους ο άγιος Κοσμάς; Αναγράφεται σε κάποια από τις σωζόμενες διδαχές του: «Να μαζευθήτε όλοι, να κάμετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν, να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία. Τι είναι ψυχή, σώμα κλπ. Διότι χωρίς σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος. Από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον. Αν δεν ήτο σχολείον, πού θα ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω;». Πρόσθετε μάλιστα: «Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και γεφύρια. Και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος». Ας εξετάσουν οι «φωτισμένοι», αν υπήρχαν τότε στη Δύση κοινοτικά σχολεία για τα παιδιά του λαού.
Στους οπαδούς του αθέου «διαφωτισμού» της Εσπερίας, οι λόγοι του αγίου φαντάζουν αστειότητες, καθώς απορρέουν, γι’ αυτούς, από τον «σκοταδισμό» του παρελθόντος! ΟΙ δυτικόφρονες όλου του πολιτικού φάσματος, με την αμέριστη συμπαράσταση των «προστατών» μας, επέτυχαν επί τέλους να «ημερέψουν» (=εκπολιτίσουν, εκσυγχρονίσουν, εντάξουν στη χωρία των ανεπτυγμένων κρατών) το Γένος μας! Τι τάχα θα μπορούσε να πετύχει ο άγιος Κοσμάς με τόσο μόχθο, αφού έμενε προσκολλημένος στην αφελή, γι’ αυτούς, πίστη του λαού και δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη; Μπορεί να θεωρούν ορθή τη διαπίστωσή του: «Δεν βλέπετε πώς αγρίεψε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν θηρία;». Όλοι όμως, όσοι μας κυβέρνησαν μετά τον βαθειά πιστό Καποδίστρια, δόμησαν την εκπαίδευση στα ιδεαλιστικά, αρχικά, υλιστικά, στη συνέχεια, δυτικά πρότυπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Παιδεία μας καταβαραθρώθηκε. Στην ουσία έπαψε να υφίσταται και υποβιβάστηκε σε εκπαίδευση γνωσικεντρική, αρχικά, και άκρως χρησιμοθηρική, στη συνέχεια, πιστή θεραπαινίδα του άκρως αντιευαγγελικού και, συνεπώς, αντιανθρώπινου καπιταλιστικού συστήματος. Και στην καταβαράθρωση αυτή συνέβαλαν και εξακολουθούν να συμβάλλουν όχι μόνο αστοί, αλλά και μαρξιστές, υπερακοντίζοντας μάλιστα αυτοί με την ελπίδα ότι κάποτε θα διαδεχθούν τους πρώτους στην εξουσία χωρίς να χρειαστεί να αστικοποιηθούν. Όλοι τους εχθρικοί προς την πίστη στον Χριστό, κρυφοί ή φανεροί πολέμιοι της Εκκλησίας του, θαμβώθηκαν από τον «ουμανισμό» της Εσπερίας και υποκατέστησαν το ανθρώπινο πρόσωπο, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού με το άτομο, που λογίζεται ως αριθμός μητρώου και συνιστά στις ημέρες μας αναλώσιμο είδος, όπως τα αδρανή υλικά!
Ο άγιος Κοσμάς είχε τη φώτιση του Θεού να σπουδάσει στην Αθωνιάδα έχοντας μάλιστα δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρι. Γράφει σε κάποια διδαχή του: «Ἐμαθα και πέντε-εξ ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από άλλα έθνη, με την χάριν του Χριστού μας, και πολλά εδιάβασα. Και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύρα. Όλα ευρέματα και σπέρματα του διαβόλου, και κατά την αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα. Καθώς ο χρυσικός λαγαρίζει το ασήμι και δεν το αφήνει τελείως αζούραν, και τότε είναι λαμπρόν και καθαρόν,…έτσι και εγώ ηύρα καθαρά, άγια και αληθινά, λαμπρά και υπερλαμπρότερα από τον ήλιον τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού». Όμως διαχρονικά οι αρμόδιοι για την Παιδεία μας δεν συμφωνούσαν με τον άγιο και επιχειρούσαν να εξοβελίσουν τον ευαγγελικό λόγο από τα σχολεία εισάγοντας παράλληλα εκείνα, που ο μοναχός Παπουλάκος αποκάλεσε άθεα γράμματα.
Υπάρχει κριτήριο για να διαπιστώσουμε ποιος έχει δίκαιο; Ασφαλώς και είναι πολύ απλό: Ο άγιος μαρτύρησε, έδωσε δηλαδή τη ζωή του, όπως αργότερα και ο Καποδίστριας. Ο πρώτος εκτελέστηκε κατά παραγγελίαν, με χρηματισμό δηλαδή του Κούρτ πασά του Βερατίου από τους άπληστους για πλούτο Εβραίους, ηθικούς αυτουργούς του φόνου. Ο δεύτερος εκτελέστηκε με υποκίνηση των Άγγλων «προστατών» μας και των Εβραίων τραπεζιτών, που βιάζονταν να αποπληρώσει η χώρα μας τα δάνεια που συνήψε εν καιρώ επαναστάσεως. Όσο για τον Παπουλάκο, οι κρατούντες ανέθεσαν την ακανθώδη υπόθεσή του στην Ιεραρχία της αυτοκέφαλης και υποταγμένης στους νέους αφέντες ελλαδικής Εκκλησίας. Και αυτή τον φυλάκισε δια βίου σε μοναστήρι της Άνδρου. Οι κρατούντες απολαμβάνουν την εξουσία και οδηγούν τη χώρα μας από συμφορά σε συμφορά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «προστατών» μας. Και ο λαός περιμένει από ανθρώπους, που κατά καιρούς στέλλει ο Θεός, λόγο παρηγοριάς στα μύρια όσα βάσανά του, τα οποία δεν είναι πρωτίστως οικονομικής φύσεως, αλλά προέρχονται από την πνευματική του αλλοτρίωση. Και ενώ από το σχολείο απουσιάζει παντελώς η διδασκαλία ήθους και φρονήματος, από τον άμβωνα ακούγεται λόγος χλιαρός, που ελάχιστα θυμίζει τον ρηξικέλευθο ευαγγελικό. Το Γένος μας αγρίεψε και πάλι και προβάλλει πλήθος κακιών, με συνέπεια να έχουμε καταστεί περίγελως του κόσμου και όνειδος για τους προγόνους μας! Έχουμε υποταγεί πλήρως και εκδηλώνουμε απέναντι στους «εταίρους» μας φρόνημα άκρως δουλοπρεπές, σ’ αυτούς, πού πάλι ο Μακρυγιάννης χαρακτήριζε «ανθρωποφάγους, που τρώνε ζωντανούς τους ανθρώπους»! Και συνεχίζουμε με συμπλέγματα κατωτερότητας έναντί τους να τους αποκαλούμε προοδευμένους και φωτιστές!
Πόσο δίκαιο είχε ο προγραμμένος Παπαδιαμάντης όταν έγραφε: «Άγγλος ή Γερμανὸς ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμει δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάσει εις ύψος και φανεί και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον αλλ’ ουδέν ήττον και τό ελεύθερον, έχει και θα έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας του.»
Σύλλογος «Μακρυγιάννης»
Απόστολος Παπαδημητρίου
Πηγή: Ακτίνες
Μία ἀλληγορικὴ ἀπεικόνιση
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἦταν μόνο ἕνας συναρπαστικὸς διδάσκαλος, ποὺ ἐκλαΐκευε τὶς μεγάλες θεολογικὲς ἔννοιες καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ ζωντανὰ παραδείγματα τὶς ἔκανε προσιτὲς στὸ ἁπλοϊκὸ ἀκροατήριό του. Ἦταν συγχρόνως καὶ προφήτης. Ἀρκετὲς προφητεῖες ἐπιβεβαίωσαν τὴ διδασκαλία του, τὸν ἀπέδειξαν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καθιέρωσαν στὴ συνείδησι τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἱστορία ὡς προφήτη.
Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μετάνοια ψυχῶν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ σημεῖα ἔκανε καὶ προφητεῖες εἶπε. Ὑποστηρίζεται ὅτι στὶς προφητεῖες του ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν «Ὀπτασία τοῦ Ἀγαθαγγέλου», ἕνα χρησμολογικὸ κείμενο ποὺ κυκλοφοροῦσε εὐρύτατα στὶς μέρες του ἀνάμεσα στοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες καὶ καλλιεργοῦσε ψεύτικες ἐλπίδες κούφιας παρηγοριᾶς γιὰ τὸ «ξανθὸ γένος», ποὺ θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀπελευθέρωσι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ πουθενὰ μέσα στὶς «Διδαχές» του, ὅπου διαφυλάσσεται ἡ αὐθεντικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, δὲν ὑπάρχει δεῖγμα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ ἐντύπωσι αὐτὴ δημιουργήθηκε ἐξ αἰτίας ὠρισμένων πλαστῶν προφητειῶν καὶ διαφόρων λαϊκοθρησκευτικῶν χρησμῶν, ποὺ ἀποδόθηκαν στὸν Πατροκοσμᾶ καὶ διεκδικοῦν σήμερα τὴν πατρότητά του. Αὐτὰ προκαλοῦν βέβαια κάποια ἐντύπωσι στοὺς ἀδαεῖς, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιζήμια εἶνε, διότι, ὅταν ἀποδεικνύεται τὸ νόθο τους, τίθεται σὲ ἀμφισβήτησι καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἀληθινῶν προφητειῶν.
Εἶνε ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ γίνῃ ἕνας διαχωρισμός, ἕνα ξεκαθάρισμα ἀνάμεσα στὶς πραγματικὲς προφητεῖες τοῦ ἁγίου καὶ στοὺς ἀνεύθυνους χρησμοὺς καὶ ἀφορισμούς, ποὺ τόσο ἄφθονοι κυκλοφοροῦν. Τὸ ὑγιὲς καὶ δοκιμασμένο κριτήριο καὶ τὴ διάκρισι αὐτὴ θὰ μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἁγία μας Γραφή, ἡ πηγὴ καὶ τὸ ταμεῖο τῆς ἀληθινῆς προφητείας.
Καμμία ἀπὸ τὶς χιλιάδες προφητεῖες, τῆς ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔχει σχέσι μὲ χρησμοὺς καὶ ἐλλιπογράμματες προτάσεις, ὅπου προσθέτοντας τὰ ἀνάλογα φωνήεντα ἢ σύμφωνα, σχηματίζεται ἡ προφητικὴ ρῆσι. Ὅλα αὐτὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀπορρίπτει καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν τὰ υἱοθέτησε ποτέ.
Ἡ προφητεία στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅτι συμπλέκεται μὲ ἱστορικὰ γεγονότα, συνδέεται μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς ἱστορίας καὶ ἐκπληρώνεται σταδιακὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. «Ἡ προφητεία ποὺ λέγεται συγκαλυμμένα, ξεκαθαρίζεται μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκβασι τῶν πραγμάτων καὶ ποτὲ πρὶν ἀπὸ αὐτά», σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ ἀλλοῦ παρατηρεῖ· «Ὁ Θεὸς συνδέει τὴ μία προφητεία μὲ ἄλλες, τὴν ἐγγύτερη μὲ τὶς ἀπώτερες. Ἔτσι παρέχει ὡς μέγιστη ἀπόδειξι τῶν μελλόντων τὴν προφητεία ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν παροῦσα γενιά». Ἔχουμε δηλαδὴ μία ἁλυσίδα ἀλληλένδετων προφητειῶν, στὴν ὁποία ἡ τελευταία προφητεία ἀναφέρεται στὸ μεγάλο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ οἱ προηγούμενες ἀφοροῦν σὲ διάφορα περιστατικὰ τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, καθὼς ἐκπληρώνονται μία μία με τὴ σειρὰ οἱ προφητεῖες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα, χαλκεύεται ἡ ἐγγύησι καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι καὶ ἡ τελευταία, ἡ ἐσχάτη μεγάλη προφητεία, εἶνε γνήσια καὶ θὰ ἐκπληρωθῆ ὁπωσδήποτε. Ἐξ ἄλλου, καθὼς κάθε προφητεία τῆς σειρᾶς ἐκπληρώνεται σὲ διαδοχικὲς γενιὲς καὶ ἐποχές, ἡ δύναμι τῆς προφητείας διατηρεῖται ἀκέραιη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ διατυπώθηκε, μέχρι τὴν τελευταία ὥρα ποὺ θὰ ὁλοκληρωθῆ.
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ βιβλικὴ προφητεία προσφέρεται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ μάλιστα ἡ προφητεία προηγεῖται τῆς ἱστορίας καὶ ἡ ἱστορία προωθεῖ τὴν προφητεία. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικὰ τῆς ἱστορίας μεταφέρουν τὴν προφητεία καὶ διαφυλάσσουν τὸ μήνυμά της ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Τὸ προφητικὸ βλέμμα προσηλώνεται βέβαια στὸν Μεσσία καὶ τὴ μεσσιακὴ ἐποχή. Γιὰ νὰ φθάση ὅμως ἐκεῖ, διασχίζει τοὺς ἐνδιάμεσους αἰῶνες, σταματᾶ σὲ καίρια ἱστορικὰ συμβάντα, τὰ ἐπισημαίνει, τὰ προβάλλει καὶ τὰ καθιστᾶ μάρτυρες ἀξιόπιστους γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς μεσσιακῆς προφητείας.
Οἱ προφῆτες ἐπίσης τῆς ἁγίας Γραφῆς συχνὰ χρησιμοποιοῦν διάφορα σύμβολα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἄφωνοι ἀλλὰ παραστατικοὶ μάρτυρες τῆς προφητείας.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διατυπώνονται καὶ οἱ προφητεῖες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Κύριος π.χ. προφητεύοντας τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου περιπλέκει τὴν περιγραφὴ μὲ τὴν προφητεία γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ (Ματθ. 24, Μάρκ. 13, Λουκ. 21, 5-38). Ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ συνέβη, ὅταν ζοῦσαν ἀκόμη πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐκπλήρωσι αὐτῆς τῆς προφητείας ἐγγυᾶται ὅτι καὶ ἡ ἄλλη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε συγχρόνως, σχετικὰ μὲ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ ἐκπληρωθῆ στὸν κατάλληλο καιρό.
Σὲ ἄλλες περιπτώσεις οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου συνδέονται μὲ διάφορα σημεῖα. Ὅταν π.χ θεράπευσε τὸ δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου, προφήτευσε καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία· «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 8,11). Ἔτσι, οἱ σύγχρονοί του ποὺ εἶδαν τὸ σημεῖο τὸ ἔχουν ὡς ἐγγύησι γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας καὶ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας, βεβαιωνόμαστε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ σημείου καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ πραγματοποίησε εἶνε ὁ Θεός.
Τὰ γνωρίσματα τῆς βιβλικῆς προφητείας παρουσιάζουν ὑπὸ κλίμακα καὶ οἱ προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Συμπλέκονται δηλαδὴ μὲ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ λαμβάνουν ὡς μάρτυρες διάφορα σημάδια, κυρίως σταυρούς, ποὺ ἔστηνε ὁ ἴδιος. Θὰ ἀναφέρω μερικὲς τέτοιες προφητεῖες, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦνται ἀναμφισβήτητα, ἂν καὶ εἶνε ἀπὸ τὶς πλέον ἄγνωστες. Οἱ δυὸ πρῶτες εἶνε ἀνέκδοτες καὶ ἀποτελοῦν προσωπική μου κατάθεσι. Ἡ τρίτη καὶ ἡ τέταρτη δὲν ἔχουν ἐπισημανθῆ, ὅσο γνωρίζω, ἀπὸ ἄλλον ἑρμηνευτή, τὴν δὲ πέμπτη θεωρῶ κατ᾿ ἐξοχὴν χαρακτηριστικὴ τῆς προφητικῆς νοοτροπίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ...
ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ
Σημείωσις: Οἱ προφητεῖες αὐτούσιες καὶ τὰ σχόλια στὶς παρενθέσεις ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ» τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου Καντιώτου.
1. «Αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ γίνῃ Ρωμαίϊκο καὶ καλότυχος ὅποιος ζήση σὲ ἐκεῖνο τὸ βασίλειο».
(Συνήθιζε νὰ λέγη εἰς διάφορα μέρη τῆς ὑποδούλου Ἑλλάδος, τὰ ὁποῖα μετὰ ταῦτα ἀπηλευθηρώθησαν).
2. Ὦ εὐλογημένο βουνό, πόσες ψυχὲς γυναικόπαιδα θὰ σώσης ὅταν ἔλθουν τὰ χαλεπὰ χρόνια!».
(Εἶπε τὴν προφητεία αὐτὴν ἐν Σιατίστῃ καὶ ἀλλαχοῦ ἀντικρύζων τὰ βουνά, τὰ ὁποῖα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἔγιναν κρησφύγετα τῶν γυναικοπαίδων).
3. «Καλότυχοι σεῖς, οἱ ὁποῖοι εὑρέθητε ἐδῶ πάνω εἰς τὰ ψηλὰ βουνά, διότι αὐτὰ θὰ σᾶς φυλάξουν ἀπὸ πολλὰ δεινά. Θὰ ἀκοῦτε καὶ δὲν θὰ βλέπετε τὸν κίνδυνο. Τρεῖς ὦρες ἢ τρεῖς μέρες θὰ ὑποφέρετε».
(Ἐλέχθη εἰς τὴν περιφέρειαν Σιατίστης).
4. «Τὸ ποθούμενο θὰ γίνῃ στὴν τρίτη γενεά. Θὰ τὸ ἰδοῦν τὰ ἐγγόνια σας».
(Ἐλέχθη ἐν Χειμάρρᾳ).
5. «Θἄρθη καιρὸς νὰ σᾶς πάρουν οἱ ἐχθροὶ σας καὶ τὴ στάχτη ἀπὸ τὴ φωτιά, ἀλλὰ σεῖς νὰ μὴν ἀλλάξετε τὴν πίστιν σας, ὅπως θὰ κάμουν οἱ ἄλλοι».
(Ἐλέχθη ἐν Σιατίστῃ).
6. «Σᾶς λυπᾶμαι γιὰ τὴν περηφάνεια, ὁποὺ ἔχετε. Τὸ ποδάρι μου ἐδῶ δὲν θὰ ξαναπατήση. Καὶ ἐὰν δὲν ἀφήσετε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ κάνετε, τὴν αὐθαιρεσία καὶ ληστεία, θὰ καταστραφῆτε. Σὲ κεῖνο τὸ κλαρί, ποὺ κρεμᾶτε τὰ σπαθιὰ σας, θαρθῆ μιὰ μέρα ποὺ θὰ κρεμάσουν οἱ γύφτοι τὰ ὄργανά τους».
(Ἐλέχθη εἰς χωρίον Ἅγιος Δονάτος Σουλίου).
7. «Θἄρθουν οἱ κόκκινοι σκοῦφοι κι᾿ ὕστερα οἱ Ἄγγλοι ἐπὶ 54 χρόνια, καὶ κατόπιν θὰ γίνῃ Ρωμαίϊκο».
(Ἐλέχθη ἐν Κεφαλληνίᾳ περὶ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑπτανήσου).
8. «Τὰ ὅρια τοῦ Ρωμαίϊκου θἆνε ἡ Βωβοῦσα (ὁ ποταμὸς Ἀῶος)».
(Ἐλέχθη ἐν Παλαιᾷ Ἄρτη).
9. «Ἐκεῖθε θἄρθη τὸ Ῥωμαίϊκο».
(Τὴν προφητεία ταύτην εἶπεν ὁ Ἅγιος ἐν Πρεβέζῃ δεικνύων τὸ μέρος τῆς Στερεᾶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον θὰ προήρχετο ὁ στρατὸς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ προφητεία ἐπραγματοποιήθη τῷ 1912).
10. «Τὰ βάσανα εἶνε ἀκόμη πολλά. Θυμηθῆτε τὰ λόγιά μου· προσεύχεσθε, ἐνεργεῖτε καὶ ὑπομένετε στερεά. Ἕως ὅτου νὰ κλείσῃ αὐτὴ ἡ πληγὴ τοῦ πλατάνου, τὸ χωριό σας θἆνε σκλαβωμένο καὶ δυστυχισμένο».
(Ἐλέχθη εἰς Τσαραπλανά, τὸ σημερινὸν Βασιλικὸν τῆς Ἠπείρου. Ἡ πληγὴ τοῦ πλατάνου ἔκλεισε τῷ 1912, ἔτος ἀπελευθερώσεως τῆς Ἠπείρου).
11. «Πότε θαρθῆ τὸ ποθούμενον;», ἠρώτησαν τὸν Ἅγιον εἰς Τσαραπλανὰ τῆς Ἠπείρου. «Ὅταν σμίξουν αὐτά», ἀπήντησεν ὁ Ἅγιος δεικνύων δυὸ δενδρύλια.
(Τὰ δενδρύλια ἐμεγάλωσαν, ἐπάχυναν καὶ ἔσμιξαν τῷ 1912).
12. «Τὸ ποθούμενον θὰ ἔρθη ὅταν θαρθοῦν δυὸ πασχαλιὲς μαζί».
(Πράγματι τῷ 1912 αἱ ἑορταὶ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Πάσχα συνέπεσαν).
13. «Ἅμα κλείση τὸ δένδρον καὶ κλεισθῆ μέσα τὸ παλούκι, τότε θὰ ἔλθη τὸ ποθούμενον. Θὰ γίνῃ κάποιο σημάδι καὶ νὰ μὴ φοβηθῆτε. Νὰ πηγαίνετε βασίλεμα ἡλιοῦ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ βουνὰ (τῆς Ὁμάλιας καὶ τῆς Μερόπης), ὅπου θὰ γλυτώσουν πολλὲς ψυχές. Μαζί σας μὴ πάρετε τίποτε, μόνον τὶς ψυχές σας νὰ γλυτώσετε. Καὶ δὲν θὰ βαστάξη τὸ κακὸ περισσότερο ἀπὸ 24 ὦρες».
14. «Τὰ χωριὰ τοῦ κάμπου θὰ πάθουν χαλάστρα, ἐνῶ στὶς ποδιὲς τοῦ Κισσάβου θὰ κοιμηθοῦν σκλάβοι καὶ θὰ ξυπνήσουν ἐλεύθεροι».
(Ἐλέχθη ἐν Λαρίσῃ).
15. «Ἂν τὸ κυπαρίσσι αὐτὸ ξεραθῆ ἀπὸ τὴν κορυφή, ἡ Ἑλλὰς θὰ ἐλευθερωθῆ· ἂν ξεραθῆ ἀπὸ κάτω, δὲν θὰ ἐλευθερωθῆ».
(Ἐλέχθη ἐν Ζελενίτσᾳ (Πρασιά) τῆς Εὐρυτανίας).
16. «Μὲ δυσκολία θἄρθη».
(Ἐννοεῖται τὸ ποθούμενον).
17. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενο στὴν Ἄσπρη θάλλασα, θἄρθη τὸ ποθούμενον».
18. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενο στὰ ἑλληνικὰ νερά, τότε θἄρθη».
(Πρβλ. προηγουμένην).
19. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενον στὰ ἑλληνικὰ ὕδατα, τότε θὰ λυθῆ τὸ ζήτημα τῆς Πόλης».
20. «Θἄρθη ξαφνικά. Νὰ ἔχετε ἕνα σακκούλι σιτάρι κρεμασμένο στὴ θύρα. Αὐτὸ θὰ σᾶς ἐμποδίση φεύγοντας. Μὴ τὸ ἀφήσετε. Νὰ τὸ πάρετε μαζὶ σας, γιὰ νὰ φᾶνε τὰ παιδιά σας».
21. «Στὴν Αὐλώνα θὰ γίνῃ χαλασμός. Θὰ ἔλθουν στρατεύματα νὰ ἐλευθερώσουν τὸν τόπο».
22. «Στὸ Μπουκορμὲ θὰ χυθῆ πολὺ αἷμα».
23. «Ὅταν ἀκούετε ὅτι ὁ πόλεμος ἄρχισε, τότε κοντὰ εἶνε».
24. «Ὅσα χωριὰ εἶνε κοντὰ σὲ δρόμο πολλὰ θὰ τραβήξουν».
25. «Ἡ Δρόπολις θὰ πάθη, διότι ὁ τόπος εἶνε γυμνός».
26. «Ἡ Δρόπολις θὰ εἶνε γεμάτη στρατεύματα».
27. «Θὰ χαθῇ ἡ σοδιὰ τῆς χρονιᾶς ἀπὸ τὴν εὔφορη Δρόπολι καὶ - μάνα μου! - αἷμα πολὺ ποὺ ἔχει νὰ χυθῇ».
28. «Λάκκοι καὶ βράχοι στὴ Δρόπολι θὰ εἶνε γεμάτοι φεύγοντας».
29. «Εἰς τὰ χωρία Πέπελη, σεῖς ἄδικα θὰ φοβάσθε· τίποτε δὲν θὰ πάθετε. Μόνον τὰ παιδιά σας ποὺ θὰ εἶνε στοὺς δρόμους θὰ κλαῖτε».
30. «Οἱ ἀντίχριστοι θὰ φύγουν, ἀλλὰ θἄρθουν πάλι· ἔπειτα θὰ τοὺς κυνηγήσετε ἕως τὴν Κόκκινη Μηλιά».
31. «Θἄρθῃ ὅταν ἔρθουν δυὸ καλοκαίρια καὶ δυὸ πασχαλιὲς μαζί».
32. «Ξένος στρατὸς θὰ ἔλθη, Χριστὸ θὰ πιστεύη, γλώσσα δὲν θὰ ξέρη...».
33. «Θἄρθῃ καὶ μία φορὰ ἀσκέρι ξένο ποὺ τὸ Χριστὸ θὰ πιστεύη. Ἀλλὰ σεῖς δὲν θὰ τὸ ξέρετε».
34. «Μὲ ἄλλους θὰ κοιμηθῆτε καὶ μὲ ἄλλους θὰ ξημερώσετε».
35. «Θὰ ἰδῆτε τρεῖς φαμίλιες σ᾿ ἕνα σπίτι».
36. «Ἐσεῖς θὰ πᾶτε νὰ κατοικήσετε ἀλλοῦ καὶ ἄλλοι θἀρθοῦν νὰ κατοικήσουν σὲ σᾶς».
37. «Θὰ δῆτε 40 ἄλογα νὰ τὰ δένουν σὲ ἕνα παλούκι».
38. «Πολλοὶ θὰ χάνωνται ἀπὸ τὴν πείνα».
39. «Οἱ πλούσιοι θὰ γίνουν πτωχοὶ καὶ οἱ πτωχοὶ θὰ πεθάνουν».
40. «Μιὰ χούφτα μάλαμα μία χούφτα ἀλεύρι».
41. «Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ οἱ Ρωμιοὶ θὰ τρώγωνται ἀναμεταξύ τους. Ἐγὼ συστήνω ὁμόνοιαν καὶ ἀγάπην».
42. «Θὰ ἰδῆτε καὶ τακτικὸ στρατό, θὰ ἰδῆτε καὶ ρέμπελο (ἀντάρτικο)· ἀπὸ αὐτοὺς πολλὰ θὰ ὑποφέρετε».
43. «Θὰ σᾶς ζητήσουν τὰ ντουφέκια· νὰ ἔχετε διπλά· νὰ δώκετε τὸ ἕνα καὶ νὰ κρατήσετε τὸ ἄλλο. Ἕνα ντουφέκι 100 ψυχὲς θὰ γλυτώσῃ».
44. «Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ θὰ διευθύνουν τὸν κόσμο τὰ ἄλαλα καὶ τὰ μπάλαλα».
45. «Ἡ αἰτία τοῦ γενικοῦ πολέμου θὰ εἶνε ἀπὸ τὴ Δαλματία».
46. «Ἡ αἰτία τοῦ γενικοῦ πολέμου θἄρθη ἀπὸ τὴ Δαλματία. Πρῶτα θὰ διαμελισθῆ ἡ Αὐστρία καὶ ὕστερα ἡ Τουρκία».
47. «Ὁ χαλασμὸς θὰ γίνῃ ἀπὸ ἕνα κασσιδιάρη».
48. «Θὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ λύσουν μὲ τὴν πέννα, μὰ δὲν θὰ μποροῦν. 99 φορὲς μὲ τὸν πόλεμο καὶ μία με τὴν πέννα».
49. «Ἂν βρεθοῦν 3 δυνάμεις σύμφωνες, τίποτε δὲν θὰ πάθετε».
50. «Ἂν τὸ ζήτημα λυθῇ μὲ τὸν πόλεμο, θὰ πάθετε πολλὲς καταστροφές· σὲ τρεῖς χῶρες μία θὰ μείνη...».
51. «Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ δὲν θὰ ἀκοῦτε (μαθαίνετε) τίποτε».
52. «Ὅ,τι σᾶς ζητοῦν, νὰ δίνετε· ψυχὲς μόνον νὰ γλυτώνετε».
53. «Ἂν βρίσκουν στὸ δρόμο ἀσήμι, δὲν θὰ σκύβουν νὰ τὸ πάρουν. Γιὰ ἕνα ὅμως ἀστάχυ θὰ σκοτώνωνται ποιὸς νὰ τὸ πρωτοπάρη...».
54. «Τὸ κακὸ θὰ σᾶς ἔρθη ἀπὸ τοὺς διαβασμένους».
55. «Ἢ τρεῖς μέρες ἢ τρεῖς μῆνες ἢ τρία χρόνια θὰ βαστάξη».
56. «Θἄρθη καιρὸς ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχη αὐτὴ ἡ ἁρμονία ποὺ εἶνε σήμερα μεταξὺ λαοῦ καὶ κλήρου».
57. «Οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων».
58. «Στὴν Πόλι θὰ χυθῆ αἷμα ποὺ τριχρονίτικο δαμάλι θὰ πλέξη (πλεύση)».
59. «Καλότυχος ὅποιος ζήσει μετὰ τὸ γενικὸ πόλεμο. Θὰ τρώγη μὲ ἀσημένιο κουτάλι...».
60. «Μετὰ τὸ γενικὸ πόλεμο θὰ ζήση ὁ λύκος μὲ τ᾿ ἀρνί».
61. «Θἄρθη πρῶτα ἕνα ψευτορωμαίϊκο· νὰ μὴ τὸ πιστέψετε· θὰ φύγη πίσω».
62. «Θὰ μαζωχτῆ τὸ χιλιάρμενο στὸ Σκάλωμα (Ἅγιοι Σαράντα) καὶ θἄρθουν κοκκινογέλεκοι, νὰ πολεμήσουν γιὰ σᾶς».
63. «Οἱ Τοῦρκοι θὰ φύγουν, ἀλλὰ θὰ ξανάρθουν πάλι καὶ θὰ φθάσουν ὡς τὰ Ἑξαμίλια. Στὸ τέλος θὰ τοὺς διώξουν εἰς Κόκκινη Μηλιά. Ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1/3 θὰ σκοτωθῆ, τὸ ἄλλο τρίτο θὰ βαπτισθῆ καὶ μονάχα τὸ 1/3 θὰ πάη στὴν Κόκκινη Μηλιά».
64. «Τόσα πολλὰ θὰ γίνουν, ποὺ οἱ μανάδες θὰ γεννήσουν πρόωρα ἀπὸ τὸ φόβο τους».
65. «Ζῶα δὲν θὰ μείνουν· θὰ τὰ φᾶνε. Φᾶτε καὶ σεῖς μαζὶ μ᾿ αὐτούς. Στὰ Τζουμέρκα θὰ πάρετε σπόρο».
66. «Σπίτια μεγάλα μὴ κάμετε. Λιάσες νὰ κάμνετε νὰ μὴ σᾶς ἔρχωνται μέσα».
67. «Θὰ σᾶς ἐπιβάλουν μεγάλο καὶ δυσβάστακτο φόρο, ἀλλὰ δὲν θὰ προφθάσουν».
68. «Θὰ βάλουν φόρο στὶς κότες καὶ στὰ παράθυρα».
69. «Θὰ ζητήσουν νὰ σᾶς πάρουν καὶ στρατιῶτας. Δὲν θὰ προφθάσουν ὅμως».
70. «Οἱ Τοῦρκοι θὰ μάθουν τὸ μυστικὸ 3 μέρες γρηγορώτερα ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς».
71. «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι ὁ πόλεμος πιάστηκε ἀπὸ κάτω, τότε κοντὰ θὰ εἶνε».
72. «Ἂν ὁ πόλεμος πιαστῆ ἀπὸ κάτω, λίγα θὰ πάθετε· ἂν πιαστῆ ἀπὸ πάνω, θὰ καταστραφῆτε».
73. «Οἱ βράχοι καὶ οἱ λάκκοι θὰ εἶνε γεμάτοι κόσμο».
74. «Θἄρθη ξαφνικά· ἢ τὸ βόϊδι στὸ χωράφι ἢ τὸ ἄλογο στ᾿ ἁλώνι».
75. «Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ· σήμερον, αὔριον καρτεροῦμεν δίψες, πεῖνες μεγάλες ποὺ νὰ δίδωμεν χιλιάδες φλουριὰ καὶ νὰ μὴν εὑρίσκωμεν ὀλίγον ψωμί».
76. «Μετὰ τὸν πόλεμον οἱ ἄνθρωποι θὰ τρέχουν μισὴ ὥρα δρόμο, γιὰ νὰ βρίσκουν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάμνουν ἀδελφό».
77. «Ἀμπέλια μὴ φυτεύετε, διότι θὰ χαλάσουν καθὼς ἐκεῖνα στὴ Δρυϊνούπολι».
78. «Θὰ γίνῃ ἕνα χαρτοβασίλειο, ποὺ θὰ ἔχη μέγα μέλλον στὴν Ἀνατολή».
79. «Ὁ κόσμος τόσον θὰ πτωχεύση, ποὺ θὰ ζώνεται μὲ κληματσίδες».
80. «Ἡ αἰτία θὰ ἔλθη ἀπὸ τὰ Δελειατά».
81. «Ἡ Γαλλία θὰ ἐλευθερώση πολλὰ ἑλληνικὰ μέρη καὶ ἰδίως οἱ Ἰταλοί».
82. «Ἡ Γαλλία θὰ λευτερώση τὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἤπειρο ἡ Ἰταλία».
83. «Ἀπὸ τρία μπουγάζια στενά, Κρά, Κράψη καὶ Μουζίνα, θὰ περνοῦν πολλὰ στρατεύματα γιὰ τὴν Πόλι. Καλὸν εἶνε τὰ γυναικόπαιδα νὰ βγοῦν στὰ βουνά. Θὰ σᾶς ρωτοῦν ἂν εἶνε μακρυὰ ἡ Πόλι· ἐσεῖς νὰ μὴ λέτε τὴν ἀλήθεια, διότι θὰ σᾶς κακοποιήσουν. Ὁ στρατὸς αὐτὸς δὲν θὰ φθάση στὴν Πόλι, στὴ μέση του δρόμου θὰ μάθη ὅτι ὁ πόλεμος ἐτελείωσε».
84. «Θὰ ἔρθη καιρός, ποὺ θὰ φέρη γύρες ὁ διάβολος μὲ τὸ κολοκύθι του».
85. «Θὰ βλέπετε νὰ πηγαίνουν ἄλλοι ἐπάνω καὶ ἄλλοι κάτω».
86. «Ἡ λευτεριὰ θἀρθῆ ἀπὸ κάτω ἀπὸ ὅπου χύνονται τὰ νερά».
87. «Ἀπὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὴ σκάλα χαλασμὸ μὴ περιμένετε».
88. «Ἕνα ψωμὶ θὰ χαθῆ τὸ μισό, καὶ ἕνα ὁλόκληρο».
89. «Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ μιὰ γυναίκα θὰ διώχνη δέκα Τούρκους μὲ τὴ ρόκα».
90. «Τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶνε ἡ αἰτία».
91. «Ὁ χαλασμὸς στὸν τόπο θὰ γίνῃ ἀπὸ ἕνα ὄνομα ἀξιωματούχου... (δυσανάγνωστον)».
92. «Πολλὰ χωριὰ θὰ καταστραφοῦν, οἱ τρεῖς χῶρες θὰ γίνουν μία».
93. «Νὰ ἔχετε τρεῖς θύρες· ἂν σᾶς πιάσουν τὴ μιά, νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν ἄλλη».
94. «Πίσω ἀπὸ τὴ μιὰ θύρα νὰ κρυφθῆ κανείς, γλυτώνει· θὰ εἶνε βιαστικό».
95. «Νὰ παρακαλῆτε νὰ εἶνε μέρα καὶ ὄχι νύκτα, καλοκαίρι καὶ ὄχι χειμώνας».
96. «Οἱ ἄνθρωποι θὰ μείνουν πτωχοί, γιατὶ δὲν θἄχουν ἀγάπη στὰ δένδρα».
97. «Οἱ ἄνθρωποι θὰ καταντήσουν γυμνοί, γιατὶ θὰ γίνουν τεμπέληδες».
98. «Ἀπὸ ψηλά, μέσα ἀπὸ τὸ λιμάνι θἄρθη ὁ χαλασμός».
99. «Θὰ σᾶς ρίξουν παρὰ πολύ· θὰ σᾶς ζητήσουν νὰ τὸν πάρουν πίσω, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσουν».
100. «Ἐσεῖς θὰ σώσετε ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι ἐσᾶς».
101. «Ἐσεῖς θὰ φύγετε ἀπ᾿ τ᾿ ἀριστερὰ βουνά· ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριὰ ὄχι· ἀπὸ τὶς σπηλιὲς μὴ φοβάστε».
102. «Θἀρθῆ ξαφνικά· τ᾿ ἄλογα θ᾿ ἀπομείνουν ζεμένα στὶς δουλειές τους καὶ σεῖς θὰ φύγετε».
103. «Θἆνε ὄγδοος αἰώνας ποὺ θὰ γίνουν αὐτά».
104. «Νὰ κρυφθῆτε ἢ κοντὰ στὴν πόρτα ἢ κοντὰ στὴν πλάκα, ἂν εἶνε βιαστικὸ καὶ γρήγορο».
105. «Πολλὰ θὰ συμβοῦν. Οἱ πολιτεῖες θὰ καταντήσουν σὰν μπαράγκες».
106. «Θἀρθῆ καιρὸς ποὺ θὰ βγῆ ὁ καταραμένος δαίμονας ἀπὸ τὸ καυκί του».
107. «Θἀρθῆ μία φορὰ ἕνας ψευτοπροφήτης· μὴ τὸν πιστέψετε καὶ μὴ τὸν χαρῆτε. Πάλι θὰ φύγη καὶ δὲν θὰ μεταγυρίση».
108. «Θἀρθῆ καιρὸς ποὺ οἱ χριστιανοὶ θὰ ξεσηκωθοῦν ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου».
109. «Νἄχετε τὸ σταυρὸ στὸ μέτωπο, γιὰ νὰ σᾶς γνωρίσουν ὅτι εἶσθε χριστιανοί».
110. «Δὲν θὰ φτάση ὁ στρατὸς στὴν Πόλι· στὴ μέση του δρόμου θἄρθη τὸ μαντᾶτο, ὅτι ἔφθασε τὸ ποθούμενο».
111. «Πήγαινε καὶ στὸ δρόμο θ᾿ ἀνταμειφθῆς».
(Ἐλέχθη ἐν Δερβιστάνῃ περὶ τίνος, ὅστις εἰρωνεύθη τὸν Ἅγιον. Οὗτος μετ᾿ ὀλίγον ἐτραυματίσθη καθ᾿ ὁδὸν ὑπό τινος ἐχθροῦ του).
112. «Εἰπὲ εἰς τὰ εἴδωλα ἐκεῖνα νὰ μὴν ἔρθουν ἐδῶ, ἀλλὰ νὰ γυρίσουν εἰς τὰ ὀπίσω».
(Καθὼς ὁ Ἅγιος ἐδίδασκεν εἰς Ἄσσον τῆς Κεφαλληνίας, διέκοψε μίαν στιγμὴν τὸ κήρυγμά του καὶ ἀπέστειλεν ἕνα ἀκροατήν του εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος τοῦ τόπου εἰπὼν τοὺς λόγους τούτους. Οὗτος ἀπελθὼν εὗρε 4 κυρίας τῆς ἀριστοκρατίας ἀσέμνως ἐνδεδυμένας, «κατὰ τὸν τότε ἑνετικὸν συρμὸν ξεστήθωτες», αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἔλθουν καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἁγίου).
113. «Φτιάνετε σπίτια τορνευτὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ κατοικήσετε σ᾿ αὐτά».
(Εἶπε τοὺς λόγους τούτους ὁ ἅγιος εἰς Ἄσσον τῆς Κεφαλληνίας, ὅταν μίαν ἡμέραν διήρχετο πρὸ μιᾶς νεοκτίστου οἰκίας. Μετ᾿ ὀλίγον ὅλοι οἱ ἰδιοκτῆται ἀπέθανον πλὴν μιᾶς μοναχῆς).
114. «Τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ προκόψῃ, θὰ κυβερνήσῃ τὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ δοξασθῇ».
(Ἐλέχθη περὶ τοῦ Ἰωάννου Κωλέττη).
115. «Θὰ γίνῃς μεγάλος ἄνθρωπος, θὰ κυριεύσης ὅλη τὴν Ἀρβανιτιά, θὰ ὑποτάξης τὴν Πρέβεζα, τὴν Πάργα, τὸ Σούλι, τὸ Δελβίνο, τὸ Γαρδίκι καὶ αὐτὸ τὸ τάχτι τοῦ Κούτρ πασᾶ. Θὰ ἀφήσης μεγάλο ὄνομα στὴν οἰκουμένη. Καὶ στὴν Πόλι θὰ πᾶς, μὰ μὲ κόκκινα γένεια. Αὐτὴ εἶνε ἡ θέλησι τῆς θείας προνοίας. Ἐνθυμοῦ ὅμως εἰς ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἐξουσίας σου νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι τοὺς χριστιανούς, ἂν θέλης νὰ μείνη ἡ ἐξουσία εἰς τοὺς διαδόχους σου».
(Ἐλέχθη ἐν Τεπελενίῳ περὶ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ).
116. «Θὰ βγοῦν πράγματα ἀπὸ τὰ σχολεῖα ποὺ ὁ νοῦς σας δὲν φαντάζεται».
117. «Θὰ δῆτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχη γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν λαγό».
(Ἐλέχθη ἐν Βουλιαράταις παρὰ τὴν Δρόπολιν).
118. «Θαρθῆ καιρὸς ποὺ θὰ ζωσθῆ ὁ τόπος μὲ μιὰ κλωστή».
(Ἐλέχθη ἐν Ἄσσῳ τῆς Κεφαλληνίας).
119. «Θαρθῆ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὁμιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρυνὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νἆνε σὲ πλαγιανὰ δωμάτια, π.χ. ἀπὸ τὴν Πόλι στὴ Ρωσία».
120. «Θὰ δῆτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο. Ὅσοι θὰ ζοῦν τότε θὰ τρέξουν στὰ μνήματα καὶ θὰ φωνάζουν: Ἐβγᾶτε σεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ μποῦμε μεῖς οἱ ζωντανοί».
121. «Τὸ κακὸ θὰ ἔλθη μέχρι τὸν Σταυρὸν καὶ δὲν θὰ μπορέση νὰ πάη κάτω. Μὴ φοβηθῆτε. Μὴ φύγετε ἀπὸ τὰ σπίτια σας».
(Ἐλέχθη εἰς τὴν περιοχὴν Πολυνερίου Γρεβενῶν. Πράγματι τῷ 1940 οἱ Ἰταλοὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν τοποθεσίαν Σταυρός, ὅπου εἶχε κηρύξει ὁ Ἅγιος, καὶ ἐσταμάτησαν).
122. «Ὅταν θὰ πέση ὁ κλῶνος (ποὺ εἶνε στημένος ὁ Σταυρός), θὰ γίνῃ μεγάλο κακόν, ποὺ θὰ ἔλθη ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου θὰ δείξη ὁ κλῶνος· καὶ ὅταν θὰ πέση τὸ δένδρον, θὰ γίνῃ ἕνα μεγαλύτερον κακόν».
(Ἐλέχθη εἰς χωρίον Τσιράκι (σήμερον Ἅγιος Κοσμᾶς) Γρεβενῶν. Πράγματι τῷ 1940 ἔπεσεν ὁ κλῶνος καὶ ὁ Σταυρὸς πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀλβανίας, ὅθεν ἐπετέθησαν οἱ Ἰταλοί, καὶ τῷ 1947 τὸ δένδρον, ὅτε ἡ περιοχὴ κατεστράφη ἐντελῶς λόγῳ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου).
Πηγή: (Τοῦ Στεργίου Σάκκου Καθηγητοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς διδάσκων
ΔΙΔΑΧΗ Α´
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγαθότητα ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς κάμη νὰ ἔβγωμεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ μᾶς κάμῃ υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαίρωμεν πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ νὰ μὴ καιώμεθα εἰς τὴν κόλασιν μὲ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς διαβόλους.
Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάνει ἐργάτας, οὕτω καὶ ὁ Κύριος ὡσὰν ἕνα ἀμπέλι ἔχει ὅλον τὸν κόσμον· καὶ ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἔδωκεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογία του, καὶ τοὺς ἔστειλεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ διδάξουν τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρωνται πάντοτε· νὰ μετανοοῦν, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν των. Καὶ εἰς ὅποιαν χώραν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ εὐλογοῦν τὴν χώραν ἐκείνην· εἰς ὅποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν καὶ τὰ τσαρούχια των καὶ νὰ φεύγουν.Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς φρόνιμοι καὶ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ μας, ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους, καὶ τὸ μεγαλύτερον μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζον τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνεσταίνοντο. Καὶ εἰς ὅποιαν χώραν ἐπήγαινον οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ἔκαμνον χριστιανούς, ἐχειροτόνουν ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, συνέστηναν Ἐκκλησίας, καὶ εὐλογοῦσαν τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ ἐγίνετο ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Εἰς ὅποιαν χώραν πάλιν ἐπήγαινον καὶ δὲν τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τοὺς παρήγγειλε νὰ τινάζουν τὰ ὑποδήματά των, καὶ ἔμενεν εἰς ἐκείνην τὴν χῶραν κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε ἕνας διδάσκαλος, ὅταν θέλῃ νὰ διδάξῃ, νὰ ἐξετάζῃ πρῶτον τί ἀκροατὰς ἔχει, ὁμοίως καὶ οἱ ἀκροαταὶ νὰ ἐξετάζουν τί διδάσκαλος εἶνε. Καὶ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ποὺ ἠξιώθην καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικὸν διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ἐξέτασα πρῶτον διὰ λόγου σας καὶ ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ δὲν εἶσθε Ἕλληνες, δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ᾿ εἶσθε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε καὶ εἶσθε βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ εἶσθε τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶνε τιμιώτερος ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρετε καὶ ἡ εὐγένειά σας διὰ λόγου μου, τὸ ἠξεύρω, πὼς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα, ὅμως ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν ἐγὼ σᾶς τὴν λέγω.
Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνος καὶ ματαία, εἶνε ἀπὸ τοῦ ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀπόκουρο. Ὁ πατήρ μου, ἡ μήτηρ μου, τὸ γένος μου, εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶμαι λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπὸ ὅλους· εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ. Ὄχι πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ Χριστός μου μὲ καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του. Τὸν Χριστόν μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: Τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλην, νὰ κηρύξω εἰς ὅλον τὸν κόσμον (17), πὼς μόνος ὁ Χριστός μας εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα νὰ τὸ κάμω τοῦτο τὸ μικρόν, καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶνε.
Πόθεν παρεκινήθην, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ σᾶς φανερώσω τὴν αἰτίαν. Ἀναχωρῶν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενήντα ἐτῶν, ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας, καὶ χωριά, καὶ μάλιστα εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ περισσότερον ἐκάθησα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιον διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὅπου μου ἐχάρισεν ὁ Κύριος μου, μὲ ἠξίωσε καὶ ἔμαθα ὀλίγα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγηρος.
Μελετώντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιν εὗρον μέσα πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶνε ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα εὗρον καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, πὼς δὲν πρέπει κανένας χριστιανός, ἄνδρας ἡ γυναίκα, νὰ φροντίζη διὰ τὸν ἑαυτόν του μόνον πῶς νὰ σωθῆ, ἀλλὰ νὰ φροντίζη καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούωντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου τοῦτον τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, νὰ φροντίζωμεν καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ᾿ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὁποὺ τρώγει τὸ ξύλον, τί νὰ κάμω καὶ ἐγὼ στοχαζόμενος εἰς τὴν ἀμάθειάν μου. Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, τοὺς ἐφανέρωσα τὸν λογισμόν μου, ἀνίσως καὶ εἶνε θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω, καὶ μοῦ εἶπον πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε. Μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην - νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχή του - καὶ λαμβάνωντας τὰς ἁγίας του εὐχάς, ἄφησα τὴν ἰδικήν μου προκοπήν, τὸ ἰδικόν μου καλόν, καὶ ἐβγήκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου.
Κάμνοντας ἀρχὴν νὰ διδάσκω μου ἦλθεν ἕνας λογισμὸς ἐδῶ ὁποὺ περιπατῶ· νὰ ζητῶ ἄσπρα διότι ἤμην φιλάργυρος καὶ ἀγαποῦσα τὰ γρόσια, ναί, μὰ καὶ τὰ φλωρία περισσότερον, ὄχι ὡσὰν τὴν εὐγένιάν σας ποὺ τὰ περιφρονεῖτε, ἢ δὲν τὰ καταφρονεῖτε; Μελετώντας πάλιν τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, εὗρον καὶ ἄλλον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας· πὼς χάρισμά σου ἔδωσα καὶ ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δώσῃς καὶ ἐσὺ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, χάρισμα νὰ διδάσκης, χάρισμα νὰ συμβουλεύης, χάρισμα νὰ ἐξομολογῆς, καὶ ἀνίσως καὶ ζητήσῃς νὰ πάρης τίποτε πληρωμὴν διὰ τὴν διδαχήν, ἢ πολλὰ ἢ ὀλίγα, ἢ ἕνα ἄσπρο, ἐγὼ σὲ θανατώνω καὶ σὲ βάνω εἰς τὴν κόλασιν.
Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, αὐτὸν τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, χάρισμα νὰ δουλεύωμεν καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, εἰς τὴν ἀρχήν μου ἐφάνη βαρὺς ὁ λόγος, ὕστερον ὅμως μου ἐφάνη γλυκύτερος ὥσπερ μέλι καὶ κηρίον, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάζω χιλιάδες φορὲς τὸν Χριστόν μου ὁποὺ μ᾿ ἐφύλαξε ἀπὸ τοῦτο τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μῆτες κασέλα, μήτε ἄλλο ράσο ἀπὸ αὐτὸ ὁποὺ φορῶ, ἀλλὰ ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ μὲ ἀξιώση νὰ μὴν ἀποκτήσω σακκούλα, διότι ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα, εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δυό, ἢ τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον.
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, χριστιανοί μου, καθὼς μανθάνομεν ἀπὸ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς, ν᾿ ἀρχίζωμεν τὴν διδασκαλίαν μας ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν· ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος ν᾿ ἀναφέρω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, ἀλλὰ ὁ Θεὸς καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν του.
Ἀφήνομεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὰς φλυαρίας τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀθέων, καὶ λέγομεν μόνον ὅσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Προφήτας, Ἀποστόλους καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διότι δὲν εἶνε δυνατόν· θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς· ἀλλὰ μερικὰ ὁποὺ φαίνονται ἀναγκαιότερα· καὶ ὅστις εἶνε φιλομαθής, ἂς ζητήση νὰ μάθῃ καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Ὁ πανάγαθος λοιπόν, ἀδελφοί μου, καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶνε ἕνας, καὶ ὅποιος λέγει ὅτι εἶνε πολλοὶ θεοί, εἶνε διάβολος. Εἶνε δὲ καὶ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Εἶνε δὲ ἀκατάληπτος, Κύριος ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος, ὅλος φῶς, ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαγχνία, ὅλος ἀγάπη. Δὲν ἔχομεν κανένα παράδειγμα νὰ παρομοιάσωμεν τὴν Ἁγία Τριάδα, ἐπειδὴ καὶ δὲν εὑρίσκεται ἄλλο εἰς τὸν κόσμον. Μὰ διὰ νὰ λάβη παραμικρὴν βοήθειαν ὁ νοῦς μας, φέρνουν μερικὰ παραδείγματα οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα μᾶς φέρνουν καὶ τὸν ἥλιον. Ὁ ἥλιος ἠξεύρομεν ὅλοι πὼς εἶνε ἕνας, ἕνας εἶνε καὶ ὁ Θεός· καὶ καθὼς ὁ ἥλιος φωτίζει τοῦτον τὸν κόσμον τὸν αἰσθητόν, οὕτω καὶ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, φωτίζει τὸν νοητόν. Εἴπομεν, ἀδελφοί μου, πῶς ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί· ἔχει ἀκτίνας, ὁποὺ ἔρχονται εἰς τὰ ὄμματά μας ὡσὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί· ἔχει καὶ φῶς, ὅπου ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζομεν τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὰς ἀκτίνας τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα. Εἶνε καὶ ἄλλος τρόπος νὰ καταλάβετε τὴν Παναγίαν Τριάδα. Πῶς; Νὰ ἐξομολογηθῆτε καθαρά, νὰ μεταλάβετε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ τότε θὰ σᾶς φωτίση ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ καταλάβετε καλύτερα.
Αὐτὴν τὴν Παναγίαν Τριάδα ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν· αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοὶ εἶνε δαίμονες. Καὶ ὄχι μόνον ἡμεῖς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνοῦμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἀλλὰ ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡσὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, Προφῆται, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ἀσκηταὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα των διὰ τὴν ἀγάπην τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἠγόρασαν τὸν παράδεισον καὶ χαίρονται πάντοτε (19). Ὁμοίως ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἠρνήθησαν τὸν κόσμον, ἐπῆγαν εἰς τὰς ἐρήμους καὶ ἀσκήτευον εἰς ὅλην των τὴν ζωήν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Ἐπίσης ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἔζησαν μέσα εἰς τὸν κόσμον μὲ σωφροσύνην καὶ παρθενίαν, μὲ νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας, μὲ ἔργα καλά, καὶ ἐπέρασαν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.
Δὲν εὑρίσκεται τόπος ὁποὺ νὰ λείπη ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν θέλωμεν νὰ κάμωμεν καμμίαν ἁμαρτίαν, νὰ στοχαζώμεθα ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, εἶνε πανταχοῦ παρὼν καὶ μᾶς βλέπει· νὰ ἐντρεπώμεθα τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς Ἁγίους, καὶ μάλιστα τὸν ἄγγελον, τὸν φύλακα τῆς ψυχῆς μας, ὁποὺ μᾶς βλέπει. Ἀπὸ ἕνα μικρὸν παιδίον ἐντρεπόμεθα, ὅταν θὰ κάμωμεν τὴν ἁμαρτίαν, καὶ πῶς νὰ μὴν ἐντρεπώμεθα ἀπὸ τόσους Ἁγίους καὶ Ἀγγέλους;
Ὁ πανάγαθος καὶ πολυέλεος Θεός, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα· λέγεται καὶ φῶς, καὶ ζωή, καὶ ἀνάστασις. Ὅμως τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε καὶ λέγεται ἀγάπη. Πρέπει ἡμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον, καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δυὸ ἀγάπας· ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶνε νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας· παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴ τὰς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δυὸ πτερούγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν. Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, διότι μας ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην ἐδῶ νὰ κατοικῶμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θάλασσας, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, οὐρανόν, ἥλιον κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμεν, εἰμὴ δι᾿ ἡμᾶς; Τί μᾶς ἐχρεώστει; Τίποτε. Ὅλα χάρισμα· μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους, δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ ὄχι ἀσεβεῖς αἱρετικούς· ἂν καὶ ἁμαρτάνωμεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ περιμένει τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθῶμεν, νὰ διορθωθῶμεν, νὰ μᾶς ἐναγκαλισθῆ, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μας; Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸν οἶκον του καὶ θέλει νὰ σὲ φιλεύση ἕνα ποτήρι κρασί, καὶ πάντοτε εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ τὸν τιμᾶς· καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὁποὺ σοῦ ἐχάρισε τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε διὰ τὴν ἀγάπην σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιά του καμμίαν φοράν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστόν μας; Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν καθ᾿ ἡμέραν μὲ τὰς ἁμαρτίας ὁποὺ κάμνομεν. Ἀμὴ ποίον θέλετε νὰ ἀγαπῶμεν, ἀδελφοί μου; Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν διάβολον, ὁποὺ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ μᾶς ἔφερεν εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον κόσμον καὶ παθαίνομεν τόσα κακά; Καὶ ἔχει προαίρεσιν ὁ διάβολος, ἂν ἠδύνατο αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ μᾶς θανατώση ὅλους καὶ νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασιν, τὸ ἔκαμνε. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε ποίον πρέπει, νὰ μισοῦμεν τὸν διάβολον, τὸν ἐχθρόν μας, ἢ ν᾿ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, τὸν ποιητήν μας, τὸν πλάστην μας; - Ναί, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. - Πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, νὰ ἔχω τὴν εὐχὴν σας, καὶ ἐγὼ τὸ λέγω, μὰ καὶ ὁ Θεὸς χρειάζεται στρῶμα διὰ νὰ καθίση· ποίον δὲ εἶνε; Ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχωμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ μᾶς χαροποιεῖ, καὶ μᾶς φυτεύει εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνομεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ εὐφραινώμεθα πάντοτε.
Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν ἔχομεν τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ ἔχομεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ μισοῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας· ἔρχεται ὁ πονηρὸς διάβολος καὶ μᾶς πικραίνει καὶ βάνει τὸν θάνατον εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ κακά, καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καιόμεθα πάντοτε.
Φυσικόν μας εἶνε ν᾿ ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας· διότι εἴμεθα μιᾶς φύσεως, ἔχομεν ἕνα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν ν᾿ ἀπολαύσωμεν. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Διότι ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν του, ἔχει πάντα τὰ ἀγαθά, καὶ ἁμαρτίαν δὲν ὑποφέρει νὰ κάμη· καὶ ὅστις δὲν ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν, ἔχει τὸν διάβολον, καὶ κάμνει πάντα τὰ κακὰ καὶ ὅλας τὰς ἁμαρτίας. Χίλιας χιλιάδας καλὰ νὰ κάμνωμεν, ἀδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὸν Χριστόν μας, καὶ δὲν ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, ἀλλὰ ἔχωμεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁποὺ ἐκάμαμεν εἶνε τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν. Μὰ καλὰ, λέγετε, ἐκεῖ μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν ὁποὺ ἔχομεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ἔχοντας τόσα καλὰ καμωμένα, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν; Ναί, ἀδελφοί μου, διότι ἐκείνη ἡ ἔχθρα εἶνε φαρμάκι τοῦ διαβόλου· καὶ καθὼς βάνομεν μέσα εἰς ἑκατὸν ὀκάδας ἀλεύρι ὀλίγον προζύμι, καὶ ἔχει τόσην δύναμιν καὶ ἀνακουφίζει ὅσον ζυμάρι καὶ ἂν εἶνε, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἔχθρα· ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁποὺ ἐκάμαμεν, τὰ γυρίζει καὶ τὰ κάμνει φαρμάκι τοῦ διαβόλου (20).
Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Ἔχετε τὴν ἀγάπην ἀνάμεσόν σας; Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ σωθῆτε, κανένα ἄλλο πράγμα νὰ μὴ ζητήσετε ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἀγάπην. Εἶνε ἐδῶ κανένας ἀπὸ τὴν εὐγένιάν σας ὁποὺ νὰ ἔχη αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τοὺς ἀδελφούς του; Ἂς σηκωθῆ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάνω καὶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁποὺ νὰ ἔδινεν χιλιάδες φλωρία δὲν τὴν εὕρισκεν. -Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου. -Καλά, παιδί μου, ἔχε τὴν εὐχήν. Πῶς σὲ λέγουν τὸ ὄνομά σου; -Κωστα. -Τί τέχνη κάμνεις; -Πρόβατα φυλάγω. -Τὸ τυρὶ ὅταν τὸ πωλῆς τὸ ζυγιάζεις; -Τὸ ζυγιάζω.
-Ἐσύ, παιδί μου, ἔμαθες νὰ ζυγιάζης τὸ τυρί, καὶ ἐγὼ νὰ ζυγιάζω τὴν ἀγάπην. Τὸ ζύγι ἐντρέπεται τὸν αὐθέντην του; -Ὄχι. -Τώρα νὰ ζυγιάσω καὶ ἐγὼ τὴν ἀγάπην σου, καὶ ἂν εἶνε σωστὴ καὶ δὲν εἶνε ξύγκικη, τότε νὰ σὲ εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Πῶς νὰ σὲ καταλάβω, παιδί μου, πῶς ἀγαπᾶς τοὺς ἀδελφούς σου; Ἐγὼ τώρα ἐδῶ ὁποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω εἰς τὸν κόσμον, λέγω πὼς τὸν κὺρ - Κωστα τὸν ἀγαπῶ ὡσὰ τὰ μάτια μου· μὰ ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύεις· θέλεις νὰ μὲ δοκιμάσῃς πρῶτον, καὶ τότε νὰ μὲ πιστεύσῃς. Ἐγὼ ἔχω ψωμὶ νὰ φάγω, ἐσὺ δὲν ἔχεις· ἀνίσως καὶ σοῦ δώσω κομμάτι καὶ σέ, ὁποὺ δὲν ἔχεις, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ φάγω ὅλο τὸ ψωμὶ καὶ ἐσὺ νὰ πεινᾶς, τί φανερώνω; Πὼς ἡ ἀγάπη ὁποὺ ἔχω εἰς σὲ εἶνε ψεύτικη. Ἔχω δυὸ ποτήρια κρασὶ νὰ πίω, ἐσὺ δὲν ἔχεις· ἀνίσως καὶ δώσω καὶ σὲ ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πίης, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἀνίσως καὶ δὲν σοῦ δώσω, εἶνε κάλπικη ἡ ἀγάπη. Εἶσαι λυπημένος· ἀπέθανεν ἡ μήτηρ σου, ὁ πατήρ σου· ἀνίσως καὶ ἔλθω νὰ σὲ παρηγορήσω, τότε εἶνε ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη μου. Ἀμὴ ἀνίσως σὺ κλαίης καὶ θρηνῆς καὶ ἐγὼ τρώγω, πίνω καὶ χορεύω, ψεύτικη εἶνε ἡ ἀγάπη μου. Τὸ ἀγαπᾶς ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ παιδί; -Τὸ ἀγαπῶ. -Ἂν τὸ ἠγάπας, τοῦ ἔπαιρνες ἕνα ὑποκάμισο ὁποὺ εἶνε γυμνό, νὰ παρακαλῆ καὶ ἐκεῖνο διὰ τὴν ψυχήν σου. Δὲν εἶνε ἔτσι, χριστιανοί μου; Μὲ ψεύτικην ἀγάπην δὲν πηγαίνομεν εἰς τὸν παράδεισον. Τώρα σὰν θέλης νὰ κάμης τὴν ἀγάπην μάλαμα, πάρε καὶ ἔνδυσε τὰ φτωχὰ παιδιά, καὶ τότε νὰ βάλω νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Τὸ κάμνεις τοῦτο; Τὸ κάμνω. Χριστιανοί μου, ὁ Κωστας ἐκατάλαβε, πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχεν ἕως τώρα ἦτο ψεύτικη, καὶ θέλει νὰ τὴν κάμη μάλαμα, νὰ ἐνδύση τὰ πτωχὰ παιδιά. Ἐπειδὴ καὶ τὸν ἐπαιδεύσαμεν, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε διὰ τὸν κὺρ Κωστα τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.
Ὁ πανάγαθος λοιπὸν καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶνε καὶ λέγετε ἀγάπη· εἶνε καὶ λέγετε Τριάς. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Οἱ Ἄγγελοι εἶνε πνεύματα πύρινα, ἄϋλα, καθὼς εἶνε ἡ ψυχή μας. Τὸ κάθε τάγμα εἶνε ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ποίος ἐπαρακίνησε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔκαμεν; Ἡ εὐσπλαχνία του. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδεφοί μου, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας πατέρα, νὰ εἴμεθα εὔσπλαχνοι, νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ εὐφραίνωνται, καὶ τότε νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν πατέρα: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...». Εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἄσπλαχνοι, σκηροκάρδιοι καὶ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ φαρμακεύονται καὶ βάνομεν τὸν θάνατον εἰς τὴν καρδίαν των, δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας πατέρα, ἀλλὰ τὸν διάβολον, διότι ὁ διάβολος θέλει νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ φαρμακεύωνται, καὶ ὄχι ὁ Θεός.
Καὶ ἔτσι, ἀδελφοί μου, τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ προείπομεν, ἔπεσεν εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ ἐζήτησε νὰ δοξασθῆ ἴσα μὲ τὸν Θεόν. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἦτο ἄγγελος φωτεινὸς καὶ λαμπρότατος, ἔγινε διάβολος σκοτεινότατος, καὶ πολέμιος τῶν ἀνθρώπων· καὶ ἔχει νὰ καίεται πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ὅταν ἀκούωμεν διάβολον, αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἦτο πρῶτος ἄγγελος· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπερηφανεύωνται, νὰ φονεύουν, νὰ κλέπτουν· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἐμβαίνει μέσα εἰς ἀποθαμένον ἄνθρωπον καὶ φαίνεται ὡς ζωντανὸς καὶ τὸν λέγομεν βρυκόλακα· αὐτὸς εἶνε ὁποὺ ἐμβαίνει καὶ μέσα εἰς ζωντανὸν ἄνθρωπον καὶ παίρνει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τινὸς Ἁγίου, τρέχων ἄνω καὶ κάτω ὡσὰν δαιμονισμένος καὶ λέγει ὅτι κάμνει θαύματα· αὐτὸς εἶνε ὁ διάβολος ὁποὺ ἐμβαίνει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ σεληνιάζεται καὶ δαιμονίζεται. Καὶ ἂς εἶνε δεδοξασμένος ὁ Θεὸς ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε τρία ἄρματα μὲ τὰ ὁποῖα νὰ τὸν πολεμῶμεν. Ἀνίσως καὶ εἶνε ἐδῶ τίνας ἀπὸ σᾶς καὶ δαιμονίζεται, καὶ θέλη νὰ μάθῃ τὰ ἰατρικά, εὔκολον εἶνε· ἐξομολόγησις, νηστεία καὶ προσευχή. Ὅσον ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, νηστεύει καὶ προσεύχεται, τόσον κατακαίεται καὶ φεύγει ὁ διάβολος.
Ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔγιναν δαίμονες, τὰ ἄλλα ἐννέα τάγματα ἐταπεινώθησαν καὶ ἔπεσον καὶ προσεκύνησαν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ ἐστάθησαν εἰς τὸν τόπον τῶν νὰ χαίρωνται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχαζώμεθα τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια· ἐκρήμνισε τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔχει νὰ καίεται εἰς τὴν κόλασιν πάντοτε· καὶ πῶς ἡ ταπείνωσις ἐβάσταξεν τοὺς Ἀγγέλους εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ χαίρωνται πάντοτε εἰς ἐκείνην τὴν δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρέπει ἀκόμη νὰ στοχασθῶμεν πῶς ὁ πανάγαθος Θεὸς μισεῖ τὸν ὑπερήφανον καὶ ἀγαπᾶ τὸν ταπεινόν. Καὶ ὄχι μόνον ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾿ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν. Ἂς φύγωμεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερηφάνειαν, διότι εἶνε ἡ πρώτη θυγατέρα τοῦ διαβόλου, εἶνε δρόμος ποὺ μᾶς πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ταπείνωσιν, διότι εἶνε ἀγγελική, εἶνε δρόμος ὁποὺ μας πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Τὴν ταπείνωσιν ἀγαπᾶτε ἡ τὴν ὑπερηφάνειαν; Ὅστις ἀγαπᾶ τὴν ταπείνωσιν, ἂς σηκωθῆ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ. -Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὴν ταπείνωσιν. -Ἔκβαλε τὰ φορέμετά σου, ἐνδύσου πενιχρὰ φορέματα, καὶ γύριζε εἰς τὴν ἀγοράν. Δὲν τὸ κάμνεις; Ἐντρέπεσαι; Κἀμὲ ἄλλο. Κόψε τὸ μισό σου μουστάκι καὶ ἔβγα εἰς τὸ παζάρι. Μήτε καὶ αὐτὸ τὸ κάμνεις; Δὲν τὸ λέγω δι᾿ ἐσὲ μόνον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι· νὰ μὴ λέγητε ὅτι εἶσθε ταπεινοί. Μὲ βλέπετε καὶ ἐμὲ μὲ αὐτὰ τὰ γένεια; Εἶνε γεμάτα ὑπερηφάνειαν, καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὴν ξερριζώση ἀπὸ τὴν καρδίαν μας (21). Ὁ χριαστιανὸς χρειάζεται δυὸ πτέρυγας διὰ νὰ πετάξη νὰ ὑπάγη εἰς τὸν παράδεισον, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀγάπην.
Ὡσὰν ἐξέπεσεν τὸ πρῶτον τάγμα καὶ ἔγιναναν δαίμονες, τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος οὗτος. Καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἔκαμε τὸν κόσμον εἶνε 7288 χρόνοι. Εἶνε δὲ ὁ κόσμος οὗτος ὡς αὐγό, καὶ καθὼς εἶνε ὁ κρόκος εἰς τὴν μέσην του αὐγοῦ, ἔτσι εἶνε ἡ γῆ ποιημένη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ στέκη χωρὶς νὰ ἐγγίζη εἰς κανὲν ἄλλο μέρος. Καὶ καθὼς εἶνε τὸ ἀσπράδι ὁλόγυρα εἰς τὸν κρόκον, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἀέρας εἰς τὴν γῆν. Καὶ καθὼς εἶνε ὁ φλοιὸς ὁλόγυρα, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ οὐρανὸς ὁλόγυρα ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα εἶνε κολλημένα εἰς τὸν οὐρανόν. Ἡ γῆ εἶνε στρογγυλή, καὶ ὅπου πηγαίνει ὁ ἥλιος, ἐκεῖ γίνεται ἡμέρα, ἡ νύκτα δὲ εἶνε ὁ ἴσκιος τῆς γῆς. Τώρα ἐδῶ ἔχομεν βράδυ, εἰς ἄλλο μέρος εἶνε αὐγή· καὶ καθὼς εἶνε ἄνθρωποι ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι εἶνε καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο ἐνομοθέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ βάφωμεν τὰ αὐγὰ κόκκινα τὴν Λαμπράν. Διότι τὸ αὐγὸ σημαίνει τὸν κόσμον, τὸ δὲ κόκκινον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁποὺ ἔχυσεν εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ ἁγίασεν ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα χιλιάδες φορές, πὼς ἔχυσεν ὁ Χριστὸς τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου· μὰ πάλιν νὰ κλαίωμεν καὶ νὰ θρηνῶμεν, πὼς αἱ ἁμαρτίαι μας ἐσταύρωσαν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστόν μας.
Ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι· καὶ πρώτην ἔκαμε τὴν Κυριακὴν καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του· καὶ τὰς ἄλλας ἓξ τὰς ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς νὰ ἐργαζώμεθα διὰ τὰ ψεύτικα ταῦτα γήϊνα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ σχολάζωμεν καὶ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ ἱστάμεθα μὲ εὐλάβειαν, ν᾿ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τί μᾶς παραγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάμνωμεν; Νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, ὁμοίως καὶ τὰ ροῦχα μας τὰ ἀρκετά, τὸν δὲ ἐπίλοιπον καιρὸν νὰ τὸν ἐξοδεύωμεν διὰ τὴν ψυχήν μας, νὰ τὴν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ τότε πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι. Εἰ δὲ καὶ ζητοῦμεν πῶς νὰ τρώγωμεν, πῶς νὰ πίνωμεν, πῶς νὰ ἁμαρτάνωμεν, πῶς νὰ στολίζωμεν τοῦτο τὸ βρώμικο σῶμα, ὁποὺ αὔριον θὰ τὸ φάνε τὰ σκουλήκια, καὶ ὄχι διὰ τὴν ψυχὴν ὁποὺ εἶνε ἀθάνατος, τότε δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα. Λοιπὸν κάμετε τὸ σῶμα δοῦλον τῆς ψυχῆς, καὶ τότε νὰ λέγεσθε ἄνθρωποι.
Τὴν πρώτην ἡμέραν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε φῶς. Τὴν δευτέραν ἡμέραν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὰ νερά, ὁ ἀέρας κ.λπ. Τὴν τρίτην ἔγιναν τὰ χόρτα καὶ τὰ φυτά. Τὴν τετάρτην ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα. Τὴν πέμπτην ἡ θάλασσα, τὰ ὀψάρια καὶ τὰ πετεινά. Τὴν παρασκευὴν ἐπρόσταξε τὴν γῆν καὶ ἔβγαλεν ὅλα τὰ ζῶα.
Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦσαν. Ἐπῆρεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν χῶμα καὶ ἔπλασεν ἕνα ἄνδρα ὡσὰν ἡμᾶς, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἐχάρισε ψυχὴν ἀθάνατον. Καὶ καθὼς ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι βάνομεν ἀλεύρι καὶ νερὸ καὶ τὰ ζυμώνομεν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, οὕτω καὶ ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ στοχασθῶμεν τί εἶνε τὸ σῶμα καὶ τί εἶνε ἡ ψυχή. Τὸ σῶμα εἶνε χῶμα καὶ αὔριον θὰ τὸ φάγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἀνάγκη εἶνε ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, ἀνίσως καὶ κάμη καλά. Τοῦτο τὸ σῶμα ὁποὺ βλέπετε, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ φόρεμα τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ εἶνε ἄνθρωπος· ἡ ψυχὴ εἶνε ὁποὺ βλέπει, ἀκούει, ὁμιλεῖ, περιπατεῖ, μανθάνει ἐπιστήμας, δίδει ζωὴν εἰς τὸ σῶμα καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ βρωμήση. Καὶ ἅμα ἔβγη ἡ ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκιάζει τὸ σῶμα. Τὸ κορμὶ ἔχει τὰ ὄμματα, μὰ δὲν βλέπει· ἔχει τὰ ὦτα, μὰ δὲν ἀκούει· ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὅλα ἐνεργοῦνται διὰ τῆς ψυχῆς.
-Τὸν κλαίετε τὸν ἀποθαμένον; -Τὸν κλαίομεν. -Ὡς φαίνεται, σᾶς πονεῖ δι᾿ αὐτόν. Καὶ πόσας ἡμέρας τὸν φυλάγετε; -Δυὸ - τρεῖς ὥρας. -Τόσην ἀγάπην ἔχετε εἰς τὸν ταλαίπωρον; Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες· καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ μὴ τοὺς κλαίετε τοὺς ἀποθαμένους, διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ ἐκείνους. Καὶ αἱ γυναῖκες ὅσες ἔχετε λερωμένες μπόλιες νὰ τὰς ρίψετε.
Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα, ἔλαβεν ὁ πανάγαθος μίαν πλευρὰν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν γυναίκα, καὶ τοῦ τὴν ἔδωκε διὰ σύντροφον. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; -Διὰ κατωτέρας. -Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἶσθε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ αὐτάς· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ; Εἴμεθα ἄνδρες καὶ κάμνομεν χειρότερα. Ἐγὼ βλέπω ἐδῶ ποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω· εἶπα ἕνα λόγον διὰ τὰς γυναῖκας καὶ σκέπτονται νὰ ρίψουν τὰ περιττὰ σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς (22). Βλέπω ὁποὺ τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε. Εἶπα καὶ ἕνα λόγον διὰ τοὺς ἄνδρας· φυσικὸν εἶνε τοῦ ἀνδρὸς ὅταν πηγαίνῃ πενήντα χρονῶν νὰ βγάνη γένεια· καὶ ἐγὼ βλέπω ἐδῶ καὶ εἶνε ἑξήντα καὶ ὀγδοήντα χρονῶν γέροντες, καὶ ἀκόμη ξυρίζονται. Δὲν τὸ ἐντρέπεσθε νὰ ξυρίζεσθε; Δὲν ἤξευρεν ὁ Θεὸς ὁποὺ ἔδωκε τὰ γένεια; Καὶ καθὼς εἶνε ἄπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα νὰ στολίζεται καὶ νὰ βάνη φτιασίδια, ὁμοίως καὶ ἕνας γέρων, ὅταν ξυρίζεται. Τὸ σιτάρι, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί θέλει; Θερισμόν. Ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί φανερώνει; Τὸν θάνατον. Εἶνε κανένας ἐδῶ καὶ θέλει νὰ ἀφήση τὰ γένεια του; Ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ γίνωμεν ἀδελφοί, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι. -Ἐγὼ εἶμαι, διδάσκαλε. -Καλά, ἔχε τὴν εὐχήν μου. Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν δι᾿ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν, νὰ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ διὰ λόγου σας, ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήσω. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε, δι᾿ ὅσους ἀφήσουν τὰ γένεια, τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσαι καὶ ἐλεήσαι αὐτούς. Ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένειά σας συγχώρησιν, καὶ ἄμποτε καὶ σᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός, καθὼς ἀφήκατε τὰ γένεια, νὰ ἀφήσετε καὶ τὰς ἁμαρτίας. Καὶ ἐσεῖς οἱ νέοι νὰ τοὺς τιμᾶτε· καὶ ἂν τύχῃ ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶνε τριάντα χρόνων ὁποὺ ἄφησε τὰ γένειά του, ἔτυχε καὶ ἕνας 50 ἢ 60 ἢ 100 καὶ ξυρίζεται, νὰ βάλῃς ἐκεῖνον ὁποὺ ἄφησε τὰ γένεια παραπάνω νὰ καθήση ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποὺ ξυρίζεται, τόσον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅσον καὶ εἰς τὸ τραπέζι. Δὲν σᾶς λέγω πάλιν ὅτι τὰ γένεια σᾶς πᾶνε εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ τὰ φορέμετά σου νὰ εἶνε ταπεινά, καὶ τὸ φαγί σου καὶ τὸ πιοτό σου, καὶ ὅλη σας ἡ συμπεριφορὰ νὰ εἶνε χριστιανική, διὰ νὰ δίδετε καλὸν παράδειγμα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἄνδρας, ἀδελφοί μου, ἐγέννησε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὴν πλευράν του χωρὶς γυναίκα, καὶ πάλιν ἔγινε γερός. Ἐδανείσθη ἐκείνη τὴν πλευρὰν ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Ἐγεννήθησαν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ δὲν ἐφάνη καμία ἀξία νὰ γεννήση ἄνδρα, νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν ὁποὺ ἐχρεωστοῦσε, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη διὰ τὴν καθαρότητά της καὶ ἐγέννησε τὸν γλυκύτατον Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν ἔμεινε παρθένος, καὶ ἐπλήρωσεν ἐκείνην τὴν πλευράν. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί χαρμόσυνα μυστήρια ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Διὰ τοῦτο νὰ μάθετε ὅλοι σας γράμματα, διὰ νὰ καταλαμβάνετε πῶς περιπατεῖτε. Πρέπει καὶ σύ, ὦ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου ὡσὰν σκλάβα, διότι πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ. Τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾿ ἐσέ, ὅσον καὶ δι᾿ ἐκείνην. Πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεόν, πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστιν, ἕνα βάπτισμα· Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν. Διὰ τοῦτο δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὸ κεφάλι, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ τὸν ἄνδρα. Ὁμοίως πάλιν δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὰ ποδάρια, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ ὁ ἄνδρας τὴ γυναίκα. Ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα Ἀδάμ, τὴν δὲ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕναν παράδεισον εἰς τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε ἀρρώστια, μήτε κανὲν λυπηρόν. Τοὺς ἐστόλισε μὲ τὰ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοὺς ἔβαλε μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται ὡς ἄγγελοι. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας: Ἐγὼ νὰ ὁποὺ σᾶς ἔκαμα ἀνθρώπους λαμπροτέρους ἀπὸ τὸν ἥλιον. Σᾶς ἔβαλα μέσα εἰς τὸν παρέδεισον, νὰ χαίρεσθε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Μὰ διὰ νὰ γνωρίζετε πὼς ἔχετε Θεὸν ποιητὴν καὶ πλάστην σας, σᾶς δίδω μίαν παραγγελίαν· μόνον ἀπὸ μίαν συκὴν νὰ μὴ φάγητε σύκα· μὰ νὰ ἠξεύρητε καὶ αὐτό, πὼς ἀνίσως καὶ παραβῆτε τὴν προσταγήν μου καὶ φάγετε, θὰ ἀποθάνετε. Καὶ ἔτσι τοὺς ἄφησεν ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς ἄγγελοι. Διὰ τοῦτο τοὺς ἐστόλισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ ἡ ἐντροπὴ νὰ τοὺς φυλάγη ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα. Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅσον καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μου, ὅσον ἠμπορεῖτε, νὰ εἶσθε σκεπασμένες μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ φαίνεσθε ὡσὰν μάλαμα.
Ἀπέθανον ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους διὰ μίαν ἁμαρτίαν· ἀμὴ ἡμεῖς ὁποὺ κάμνομεν πολλάς, καὶ μάλιστα ἐγώ, τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν; Ὁ Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος, ἀλλὰ καὶ δίκαιος. Ἔχει ράβδον σιδηράν· καὶ καθὼς ἐπαίδευε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, ἔτσι παιδεύει καὶ ἡμᾶς, ἂν δὲν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὸν παράδεισον. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου, ἡμεῖς; Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι εἰς τοὺς πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους ὅλοι ὅσοι ἀπέθνησκον ἐπήγαινον εἰς τὴν κόλασιν. Εὐσπλαχνίσθη ὁ Κύριος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἦλθε καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος τέλειος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου· Κυριακὴν ἡμέραν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν Ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον· ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐπῆγε εἰς τὴν κόλασιν, ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος του· ἔγινε χαρὰ εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸν ἅδην καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον· φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὸν διάβολον· ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησε ἐκ δεξιῶν του Πατρός, νὰ συμβασιλεύη αἰωνίως, νὰ προσκυνῆται καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ζητήσατε νὰ μάθετε, πῶς σήμερον, αὔριον περιμένομεν τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί· καταλάβατε καὶ μόνοι σᾶς τὸ καλὸν καὶ κάμνετέ το.
Τώρα τί σᾶς φαίνεται εὔλογον νὰ κάμωμεν; Ἔχω δυὸ λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει: Φθάνουν αὐτὰ ὁποὺ εἶπες εἰς τοὺς χριστιανούς, καὶ σήκω πρωΐ πήγαινε καὶ εἰς ἄλλο μέρος νὰ διδάξης. Ὁ ἄλλος μοῦ λέγει: Μὴ πηγαίνεις· κάθισε νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα καὶ αὔριον φεύγεις. Σεῖς τί λέγετε νὰ φύγω ἢ νὰ καθήσω; -Νὰ καθήσῃς, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου, νὰ καθήσω· ἀμὴ εἶνε καλὰ νὰ δουλεύη ἕνας ἄνθρωπος ἕνα ἀμπέλι, ἢ νὰ βόσκη πρόβατα, καὶ νὰ μὴ φάγη ἐκ τοῦ καρποῦ των; Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴ μοῦ δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τί πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τί νὰ τὰ κάμω; Ἐγώ, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ράσο· καὶ τὸ σκαμνὶ ὁποὺ ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει ἐξουσίαν νὰ διδάξη βασιλεῖς, πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπεριπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελὸς καὶ ἀνόητος· ἀμὴ τί εἶνε ἡ πληρωμή μου; Νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε, δέκα, νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ σᾶς προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωὴν (24). Δὲν εἶνε, ἀδελφοί μου, λόγοι ἰδικοί μου ὅσα σᾶς εἶπον, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶνε ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ. Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνεται καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.
Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν σας νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά; -Δὲν ἔχομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Νὰ μαζευθῆτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλον νὰ μανθάνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά. Διότι ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λπ. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος· ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὸ μοναστήριον (25). Ἂν δὲν ἦτο τὸ σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω;
Ἐγὼ ἐδιάβασα καὶ περὶ ἱερέων, καὶ περὶ ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καὶ ἀθέων· τὰ βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τὸ τέλος· νὰ εὐφραίνεσθε ὁποὺ εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καὶ νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος (26). Ἡμεῖς, χριστιανοί μου, τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶνε καιρὸς νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμνωμεν τὰ καλά· διότι ἕως αὔριον δὲν ἠξεύρομεν τί θὰ πάθωμεν. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ ὑπερηφανεῦσθε, νὰ μὴ φονεύετε, νὰ μὴ μοιχεύετε, νὰ μὴ κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴ λέγετε ψεύματα, νὰ μὴ συκοφαντῆτε, νὰ μὴ προδίδετε, νὰ μὴ στολίζετε τὸ σῶμα, διότι θὰ τὸ φάγουν οἱ σκώληκες, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νὰ προσεύχεσθε, νὰ νηστεύετε, νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην, νὰ ἔχετε τὸν θάνατον ἔμπροσθέν σας, πότε νὰ φύγετε ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον, νὰ ὑπάγετε εἰς ἐκεῖνον τὸν αἰώνιον. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου: Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει δέκα δούλους καὶ σφάλλει ἕνας ἐξ αὐτῶν τὸν διώκει καὶ βάνει ἄλλον, οὕτω καὶ ὁ Κύριος, ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα τῶν ἀγγέλων, ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινεν οὗτος ὁ κόσμος, καὶ ἔκαμεν ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν τόπον τῶν ἀγγέλων. Ἡμεῖς, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθούς, καὶ μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ συμβουλεύω, πλὴν τολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν Του καὶ τὴν εὐλογίαν Του εἰς αὐτὴν τὴν χῶραν, καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῆ καὶ νὰ συγχωρήση τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ διέλθετε καὶ ἐδῶ καλὴν καὶ εἰρηνικὴν αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ θάνατον εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, νὰ δοξάζωμεν καὶ προσκυνῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παρακαλῶ σας, ἀδελφοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φοράς: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθῆτε καὶ μεταξύ σας.
ΔΙΔΑΧΗ Β´
«Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὁ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγον αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν πέτραν, καὶ φυέν, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα ἐξηράνθη· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν καὶ ἔπνιξαν αὐτό· καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆν καὶ φυὲν ἐποίησεν ὃ μὲν τριάκοντα, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ ἑκατόν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος εἰς τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον: Ἦτο ἕνας γεωργὸς καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἐπῆρε σπόρον καὶ ἐπήγαινε νὰ σπείρη εἰς τοὺς ἀγρούς του. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἔσπερνεν, ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλος εἰς τὴν πέτραν, ἄλλος εἰς τὰς ἀκάνθας καὶ ἄλλος εἰς τὴν καλὴν γῆν. Ἐκεῖνος ὁ σπόρος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδὸν δὲν ἐφύτρωσε, διότι ἡ γῆ ἦτο σκληρὰ καὶ καταπατημένη καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ τὸν ἔφαγον καὶ ἔμεινεν ἡ ὁδὸς ἄκαρπος. Ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν πέτραν, εἶχεν ὀλίγον χῶμα, ἐφύτρωσεν, ἀλλ᾿ εὐθὺς ὁποὺ ἐβγῆκεν ὁ ἥλιος, ὡς μὴ ἔχων ρίζαν ἐξηράνθη καὶ ἔμεινεν ἄκαρπος καὶ αὐτὸς ὁ σπόρος. Ἄλλος ἔπεσεν ἀνάμεσα εἰς τὰ ἀγκάθια, ἐφύτρωσε καὶ αὐτός, ἀλλ᾿ ἐβγῆκαν καὶ τὰ ἀγκάθια καὶ τὸν ἔπνιξαν καὶ αὐτόν. Ἐκεῖνος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν καλὴν γῆν ἐκαρποφόρησε. Π.χ. ἔσπειρεν ἕνα κιλὸν καὶ ἔκαμε ἑκατόν. Ἄλλος ἔπεσεν εἰς κατωτέραν γῆν καὶ ἔκαμεν ἑξήκοντα, ἄλλος εἰς ἔτι κατωτέραν καὶ ἔφερε τριάκοντα.
Μοῦ φαίνεται ὅτι ἐκαταλάβατε αὐτὴν τὴν παραβολήν. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐννοήσητε καλύτερα, λέγομεν καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ προσέχετε νὰ ἀκούσητε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα. Λέγεται Θεός, Υἱὸς Θεοῦ, Υἱὸς ἀνθρώπου, σοφία, ζωή, ἀνάστασις καὶ γεωργός. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν οἶκόν Του, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· κατεδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσαρκώθη εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος· ὅλος μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλος πανταχοῦ παρών. Καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ εἶνε ὁ νοῦς του ὅλος εἰς τὴν πόλιν καὶ ὅλος εἰς τὸν οἶκον του, καὶ πάλιν ὅλος ὁ νοῦς του νὰ εἶνε μέσα εἰς τὸ κεφάλι του, ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ εἶνε πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα, καὶ ὁ Θεὸς δὲν δύναται νὰ εἶνε ὅλος εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὅλος εἰς κάθε μέρος; Οὕτως ἐβγῆκεν, ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οἶκόν του καὶ ἐπῆρε σπόρον νὰ σπείρη τὰ χωράφια του, τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Ποίος εἶνε ὁ σπόρος; Τὸ ἅγιον Ἐευαγγέλιον, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Ποία εἶνε ἡ ὁδός; Εἶνε ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ὁποὺ εἶνε σκληρὰ καὶ καταπατημένη ἡ καρδία του ἀπὸ τὰς βιωτικὰς μερίμνας· ἀκούει τὸν λόγον, ἀλλὰ δὲν ἐμβαίνει εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες καὶ παίρνουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ μένει ἄκαρπος ἤγουν χωρὶς ψυχικὴν ὠφέλειαν. Πέτρα εἶνε ἡ καρδία ἐκείνου ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δέχεται μετὰ χαρᾶς, μὰ ἔχει ὀλίγην εὐλάβειαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἅμα τοῦ ἔλθη ὁ πειρασμός, τὸν ἀρνεῖται καὶ πηγαίνει μὲ τὸν διάβολον. Ἄκανθαι εἶνε ἐκεῖνος ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὕστερον ἔρχονται τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὸν πνίγουν, καὶ μένει καὶ αὐτὸς ἄκαρπος. Ἡ καλὴ γῆ εἶνε ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅστις ἔφερεν ἑκατόν, ὁ μεσαῖος ἑξήκοντα καὶ ὁ κατώτερος τριάκοντα.
Μὰ τὸ κεκρυμμένον νόημα τῆς παραβολῆς δὲν τὸ ἐννοήσατε, καὶ πρέπει εἰς ἕκαστον μέρος νὰ εἴπωμεν ἀπὸ ἕνα παράδειγμα.
Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας βασιλεὺς τῶν Ἑβραίων λεγόμενος Μανασσής, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐβασάνιζε μὲ πολλὰ παιδευτήρια. Τὸν ἐσυμβούλευαν οἱ προφῆται καὶ διδάσκαλοι νὰ κυβερνᾶ τὸν λαὸν μὲ πραότητα, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἤκουε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, δὲν μετενόησε. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην τί κάμνει; Σηκώνει ἕνα βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ τὸν πολεμεῖ καὶ τὸν παίρνει σκλάβον, καὶ τὸν κλειδώνει μέσα εἰς ἕνα καζάνι διὰ νὰ τὸν κάψη. Τί κάμνει ἐκεῖ ὁ Μανασσής, μέσα εἰς τὸ χάλκωμα; Ἐνεθυμήθη τὰς ἁμαρτίας του, ἔκλαυσε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐλευθερώση καὶ πλέον δὲν ἁμαρτάνει. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην ἤκουσε τὴν μετάνοιάν του, ἐδέχθη τὰ δάκρυά του καὶ ἔστειλεν ἕνα ἄγγελον καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον.Ὕστερον ἐπώλησε τὰ πράγματά του καὶ τὰ ἔδωσεν ἐλεημοσύνην καὶ ὑπῆγε καὶ ἀσκήτευεν εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν μὲ νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχάς, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ εἶνε κανεὶς ἀπὸ σᾶς καὶ εἶνε σκληροκάρδιος ὡσὰν τὸν Μανασσῆ καὶ ἐνθυμηθῆ τὰς ἁμαρτίας του καὶ μετανοήση καὶ κλαύση, ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι δέχεται τὴν μετάνοιάν του καθὼς τοῦ Μανασσῆ.
Νὰ εἴπωμεν δὲ καὶ διὰ τὴν πέτραν· ἔχομεν πολλά, ἀλλὰ μόνον ἕνα παράδειγμα θὰ εἴπωμεν, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ ἑσπέρας ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς ὅλα τὰ μέλλοντα, καὶ μάλιστα τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐκάθησε καὶ ἐδίδαξε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε καὶ τοῦτον τὸν λόγον: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ πωλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τριάντα φλωρία, καὶ θὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, θὰ μὲ ὑβρίσουν, θὰ μὲ δείρουν καὶ θὰ μὲ σταυρώσουν. Ὅμως μὴ λυπεῖσθε, διότι ἐγὼ θέλω νὰ σταυρωθῶ, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ νὰ δώσω ζωὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ν᾿ ἀναστηθῶ καὶ νὰ χαροποιήσω ὑμᾶς καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, καὶ νὰ φαρμακώσω τὸν ἅδην καὶ τοὺς Ἑβραίους καὶ μάλιστα τὸν διάβολον. Μάθετε δὲ καὶ τοῦτο, μαθηταί μου, ὅτι τότε θὰ μὲ ἀφήσετε ὅλοι καὶ θὰ φύγετε. Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ λέγει: Κύριε, ὅλοι καὶ ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι ποτέ. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: Καλά, Πέτρε· ὁ καιρὸς θέλει τὸ δείξει. Λέγει ὁ Πέτρος: Ὄχι, Κύριε, μὴ γένοιτο νὰ σὲ ἀρνηθῶ ποτέ. Λέγει τοῦ ὁ Κύριος: Ἐσὺ ὁποὺ λέγεις ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς ἀπόψε· πρὶν λαλήση ὁ πετεινὸς δίς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς τρίς. Διότι καλύτερα ἤξευρεν ὁ Κύριος τὴν καρδίαν τοῦ Πέτρου παρὰ ὁ ἴδιος. Πάλιν λέγει ὁ Πέτρος: Ὄχι, Κύριε· ὅλοι ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: Τὸ σιτάρι ὅταν τὸ πυρώση ὁ ἥλιος, τότε φαίνεται πῶς εἶνε ριζωμένον, ἂν δὲν ξηρανθῆ. Ὁμοίως καὶ κάθε χριστιανός· ὅταν τοῦ ἔλθη πειρασμὸς καὶ δὲν ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν, τότε εἶνε ἀληθὴς χριστιανός.
Ἦλθεν ἡ ὥρα, παρεδόθη ὁ Κύριος θεληματικῶς εἰς τοὺς Ἰουδαίους· εὐθὺς ἔφυγον οἱ ἀπόστολοι, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· ἐπῆραν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὰ παλάτια τοῦ Ἄννα καὶ Καϊάφα καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν ἐξετάζουν πόθεν εἶνε. Ἐπῆγεν ὁ Πέτρος καὶ ἵστατο μακρόθεν διὰ νὰ ἴδη τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔρχεται ἕνας Ἑβραῖος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος: Ὄχι, δὲν τὸν γνωρίζω τί ἄνθρωπος εἶνε. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ὁ Πέτρος; Ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγεν μὲ τὸν διάβολον. Πρωτύτερα ἔστεκε νὰ ἰδῆ τί κάμνουν τοῦ Χριστοῦ· ὕστερον ἐκοίταζε τὴν πόρταν νὰ φύγη. Ἔρχεται καὶ ἄλλος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Λέγειν πάλιν ὁ Πέτρος: Δὲν ἠξεύρω τί μου λέγεις. Ὅταν ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὴν πόρταν νὰ φύγη, τὸν πιάνει καὶ ἄλλος Ἑβραῖος καὶ τοῦ λέγει: Καὶ σὺ μαθητής του εἶσαι; Λέγει ὁ Πέτρος: Νὰ ἔχω τὸ ἀνάθεμα ἂν τὸν ἠξεύρω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις ἔλεγεν ὅτι χύνει τὸ αἷμα του διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τώρα τὸν ἀρνεῖται; Καὶ καθὼς ἠρνήθη τὸ τρίτον, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλάλησεν ὁ πετεινός, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἀκούσας ὁ Πέτρος τὸν πετεινὸν ἐνεθυμήθη τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐξελθῶν ἔξω ἔκλαυσε μὲ μαῦρα δάκρυα, καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ὅταν ἤκουε τὸν πετεινόν, ἔκλαιεν ἐνθυμούμενος τὴν ἄρνησιν.
Ἐσταυρώθη ὁ Κύριος, ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφανερώθη εἰς τὰς μυροφρους καὶ τὰς λέγει: Ὑπάγετε καὶ εἴπατε εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ εἰς τὸν Πέτρον ὅτι ἀνέστην, καὶ τοὺς περιμένω εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διατὶ ἐξεχώρισε τὸν Πέτρον; διὰ νὰ μάθῃ ὅτι ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του ὁ Κύριος καὶ τὸν ἐσυγχώρησεν. Ἐπῆγαν οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβον τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐπῆγε καὶ ὁ Πέτρος, ἀμὴ ἔστεκε σκυθρωπός. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος; Πέτρε, μὲ ἀγαπᾶς; Καὶ τὸν ἠρώτησε τρεῖς φοράς, εἰς διόρθωσιν τῶν τριῶν ἀρνήσεων, καὶ τὸν ἐπανέφερεν εἰς τὴν πρώτην του ἀξίαν.
Ἔπειτα διῆλθε δύσιν καὶ ἀνατολὴν καὶ ἔκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τὸν συνέλαβεν ἕνας βασιλεὺς τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἔλεγε ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα. Ὁ δὲ Πέτρος τοῦ λέγει: Δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Ὅθεν τὸν ἐσταύρωσε μὲ τὸ κεφάλι κάτω καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χείρας τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον.
Νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὰ ἀγκάθια. Ἡ ὁσία Μαρία ἀπὸ δώδεκα χρονῶν κορίτσι ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου· ἡμέραν καὶ νύκτα εὑρίσκετο εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἐφώτισεν ὁ ἐλεήμων Θεὸς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ πηγαίνει εἰς τὴν ἔρημον. Ἐκεῖ ἀσκήτευον σαράντα χρόνους, καὶ ἐκαθαρίσθη καὶ ἔγινε σὰν ἄγγελος. Θέλων ὁ Κύριος νὰ τὴν ἀναπαύση ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητὴν Ζωσιμᾶν νὰ τὴν ἐξομολογήση καὶ νὰ τὴν μεταλάβη τὰ Ἄχραντα μυστήρια. Καὶ ὕστερον παρέλαβε τὴν ἁγίαν της ψυχὴν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ σᾶς ὡσὰν τὴν ὁσίαν Μαρίαν, αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ κλαύση καὶ μετανοήση, τώρα ὁποὺ ἔχει καιρόν, καὶ ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι θὰ σωθῆ καθὼς καὶ ἡ ὁσία Μαρία.
Νὰ εἰποῦμεν καὶ διὰ τὴν καλὴν γῆν. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της. Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς. Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος. Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν. Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν. Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ.Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰατρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς. Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν. Λέγει του ἡ Ἁγία: Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας. Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας: Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω. Λέγει του ἡ ἁγία: Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου. Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήση ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ - τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία της λέγει: Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι. Λέγει της ὁ βασιλεύς: Ραντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει; Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς. Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Αὐτὴ ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
Νὰ εἴπωμεν καὶ δι᾿ ἐκεῖνον ὁποὺ ἔφερε τὰ ἑξήκοντα. Εἰς 9 τοῦ Ὀκτωβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον μὲ τὴν σύζυγόν του Ἀθανασίαν. Τοὺς εἶχε χαρίσει ὁ ἅγιος Θεὸς δυὸ παιδία ἀρσενικά, καὶ μίαν ἡμέραν ἀπέθανον καὶ τὰ δυό. Κλαίουσα ἡ Ἀθανασία διὰ τὰ τέκνα της, ἔρχεται ἄγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει: Τὰ τέκνα σου χαίρονται εἰς τὸν παράδεισον καὶ θὰ τὰ ἀπολαύσῃς εἰς τὴν Δευτέρα Παρουσίαν, καὶ μὴ λυπεῖσαι. Καὶ ἔτσι τὴν ἐπαρηγόρησε. Λέγει ἡ Ἀθανασία τοῦ Ἀνδρονίκου: Ἀφέντη, χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐφύλαξαν παρθενίαν εἰς ὅλην των τὴν ζωήν. Ἡμεῖς ὑπανδρευθήκαμεν καὶ ἀπελαύσαμεν τὰ σωματικά. Δὲν γινόμεθα καλόγηροι νὰ κάμωμεν καὶ τὰ ψυχικά, νὰ ὑπάγωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον; Ἀπεκρίθη καὶ ὁ εὐλογημένος Ἀνδρόνικος καὶ τῆς λέγει: Ἂς γίνῃ, ἀδελφή μου, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔζων ὡς ἀδελφοί(33). Ἐμοίρασαν τὴν περιουσίαν των, ἐπῆγαν καὶ οἱ δυὸ εἰς μοναστήριον καὶ ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἔζησαν μὲ νηστείας καὶ σκληραγωγίας καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτοὶ ἔκαμον τὰ ἑξήκοντα, διότι ἔκαμον πρῶτον τὰ σωματικὰ καὶ δεύτερον τὰ ψυχικά. Αὐτοὶ βέβαια εἶνε κατώτεροι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Παρασκευήν. Ἀνίσως καὶ θέλη κανένας ἀπὸ σᾶς νὰ κάμη τὰ ἑξήκοντα, ἂς ἀγωνίζεται ὡσὰν τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον καὶ τὴν ἁγίαν Ἀθανασίαν καὶ σώζεται.
Πάλιν ἂν δὲν ἠμπορῆτε νὰ κάμετε τὰ ἑξήκοντα, μιμηθῆτε ἐκεῖνον ὁποὺ ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ἱερεύς, τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ὑπανδρευμένος. Εἶχεν εἴκοσι παιδία. Μίαν ἡμέραν ὑπῆγεν ἕνας Δεσπότης εἰς τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ, βλέπει τὰ παιδία καὶ ἐρωτᾶ τίνος εἶνε. Ἰδικά μου, λέγει ὁ παπάς. Τότε λέγει ὁ Δεσπότης: Πόσους χρόνους εἶσαι ὑπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ὁ παπάς. Τότε λέγει ὁ Δεσπότης: Διὰ δεκαοκτὼ χρόνους ἔχεις 20 παιδία; Ἐσὺ πρέπει νὰ καθαιρεθῆς. Λέγει του ὁ παπάς: Νὰ ἐξομολογηθῶ, Δεσπότη μου, καὶ ἂν τὸ εὕρης εὔλογον, ἂς γίνῃ ὁ ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ. Ἤρχισεν ὁ παπὰς καὶ λέγει: Ἐγώ, Δεσπότη μου, ἔμαθα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα δεκαοκτῶ χρονῶν ἀναγνώστης, εἰκοσιπέντε διάκονος καὶ τριάκοντα ἱερεὺς χωρὶς νὰ δώσω κἂν ἕνα ἄσπρο. Κατὰ τοὺς θείους νόμους ὑπανδρεύτηκα. Πρῶτον ἐξωμολογηθήκαμε μὲ τὴν παπαδιά μου, ἐπήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐστεφανωθήκαμεν, ἔπειτα ἐκοινωνήσαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐσμίξαμεν. Καὶ ὡσὰν ἐγκαστρώθη, ἐχωρίσαμεν ἕως ὁποὺ ἐγέννησεν. Ἐσαράντισε, καὶ τότε πάλιν ἐσμίξαμεν, καὶ πάλιν ἐχωρήσαμεν, καὶ μὲ τέτοιον τρόπον ἐκάμαμε εἴκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λέγει ὁ Δεσπότης: Συγχωρημένος καὶ εὐλογημένος νὰ εἶσαι· νὰ κάμης πενήντα καὶ ἑκατὸν τέκνα. Ἔτσι ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης ἔμαθε τὰ τέκνα του γράμματα, τὰ ἐπαίδευσε μὲ νουθεσίας καλάς, καὶ ἐπέρασεν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτὸς ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Θέλεις καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ κάμης τὰ τριάκοντα; Μιμήσου τὸν παπὰ Ἰωάννην τώρα ὁποὺ ἔχεις καιρὸν (34). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐξήγησις τῆς παραβολῆς. Ὁδὸς εἶνε οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶνε διὰ τὴν κόλασιν. Πέτρα εἶνε οἱ ἀσεβεῖς. Καὶ καλὴ γῆ εἶνε οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι σώζονται. Ἀλλὰ πῶς σώζονται; Ὁ καθένας καθὼς ἔπραξεν· ἂν δηλαδὴ ἔκαμε καλά, πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον· ἂν κακά, πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν.
ΔΙΔΑΧΗ Γ´
Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφᾶς ὅτι ἐν αὐταῖς εὑρίσκετε ζωὴν αἰώνιον. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος Δεσπότης καὶ ποιητῆς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν καὶ πολλήν του ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν τὴν αὐγὴν καὶ τὸν δοξάζομεν. Καὶ ἐδιαβάσαμεν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, καὶ ἐχρίσθημεν εἰς βοήθειάν μας, καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῆ διὰ πρεσβειῶν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, νὰ συγχωρήση τὰς ἁμαρτίας μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, νὰ εὐφραινώμεθα καὶ νὰ δοξάζωμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Τὸν παλαιὸν καιρόν, χριστιανοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν καθαροὶ καὶ ὠμίλουν μὲ τὸν Θεὸν (35)· ὕστερον ὅμως ἐξέπεσον εἰς ἁμαρτίαν καὶ δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ ὁμιλοῦν μὲ τὸν Θεόν. Ἐφώτισε πρῶτον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ἁγίους Προφήτας καὶ μᾶς ἔγραψαν τὴν Ἁγίαν Γραφήν· ἐφώτισε δεύτερον τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους· ἐφώτισε καὶ τρίτον τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ μᾶς ἐξήγησαν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν ποῦ περιπατοῦμεν.
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἐλέγετο Μωϋσῆς. Αὐτὸς ἀπὸ μικρὸν παιδίον ὁποὺ ἦτον, ἔλαβε δυὸ χαρίσματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Ὥστε πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, καὶ αὕτη εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς». Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί λέγει ὁ Χριστός; Ὅτι καθὼς ἐγὼ ὑβρίσθηκα, ἐδάρθηκα, ἐπείνασα, ἐδείψασα, καὶ ἐσταυρώθηκα, καὶ ἔχυσα τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην σας, διὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, ἔτσι πρέπει καὶ ἐσεῖς ν᾿ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς σας, καί, ἂν τύχη καὶ ἀνάγκη, νὰ χύνετε καὶ τὸ αἷμα σας διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ σας. Ἡ τελεία ἀγάπη εἶνε νὰ πωλήσῃς ὅλα σου τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ δώσῃς ἐλεημοσύνην, καὶ σὺ νὰ πωληθῆς σκλάβος, καὶ ὅσα παίρνεις νὰ τὰ δίδης ἐλεημοσύνην. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦτον ἕνας Δεσπότης, τοῦ ἐπῆραν ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του ἑκατὸν σκλάβους, ἐπώλησεν ὅλα του τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἐξεσκλάβωσεν. Ἕνα παιδὶ μιᾶς χήρας ἀπέμεινε σκλαβωμένο. Τί κάμνει ὁ Δεσπότης; Ξυρίζεται καὶ πηγαίνει καὶ παρακαλεῖ τὸν ἀφέντη, ὁποὺ εἶχε τὸ παιδί, νὰ τὸ ἐλευθερώση, καὶ νὰ κρατήση ἐκεῖνον σκλάβον, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Καὶ ἐπερνοῦσε μεγάλην σκληραγωγίαν, ἕως ὁποὺ διὰ τὴν ὑπομονήν του τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε θαύματα. Ὕστερα τὸν ἠλευθέρωσεν ὁ ἀφέντης του καὶ πάλιν ἔγινεν ἀρχιερεύς. Αὐτὴν τὴν ἀγάπην θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς. Εὑρίσκεται κανένας νὰ ἔχη αὐτὴν τὴν ἀγάπην; Ὄχι! Μὴ πωλεῖσαι σύ, πώλησον μόνον τὰ πράγματά σου καὶ δός τα ἐλεημοσύνην. Δὲν δύνασαι νὰ τὸ κάμης; Δόσε τὸ ἥμισυ, τὸ τρίτον, ἢ τὸ τέταρτον. Δὲν δύνασαι καὶ τοῦτο; Μὴ παίρνης τὸ ψωμὶ τοῦ ἀδελφοῦ σου, μὴ τὸν κατατρέχης, μὴ τὸν συκοφαντῆς. Πῶς θέλομεν νὰ σωθῶμεν, ἀδελφοί μου; Τὸ ἕνα μας φαίνεται βαρύ, τὸ ἄλλο πικρόν. Ὁ Θεὸς εἶνε εὔσπλαγχνος, ναί! ἀλλ᾿ εἶνε καὶ δίκαιος· ἔχει καὶ ράβδον σιδηρᾶν. Λοιπὸν ἂν θέλωμεν νὰ σωθῶμεν, πρέπει νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.
Ἐνήστευσεν ὁ Μωϋσῆς σαράντα ἡμερόνυκτα καὶ ἔγινεν ὡσὰν ἄγγελος. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς νὰ νηστεύωμεν τὴν Τετάρτην, διότι ἐπωλήθη ὁ Χριστός μας, καὶ τὴν Παρασκευήν, διότι ἐσταυρώθη. Καὶ καθὼς ὁ Μωϋσῆς ἔμαθε γράμματα, ἔτσι πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ μανθάνωμεν, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ γονεῖς, πρέπει νὰ μάθουν τὰ τέκνα σας. Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσε τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡσὰν θηρία; Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε σχολεῖον, διὰ νὰ ἐννοῆτε τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία.
Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην τὸν ἠξίωσε καὶ ἔγινε βασιλεὺς εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐβασίλευσε τεσσαράκοντα χρόνους· τὸν ἠξίωσε καὶ ἔγινε προφήτης. Καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ προφήτης; Νὰ ἠξεύρη τὰ περασμένα καὶ τὰ μέλλοντα. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἀδελφοί μου, ὅταν κάμωμεν καλὰ ἔργα, μᾶς ἀξιώνει καὶ ἡμᾶς, καὶ ὅ,τι τοῦ ζητήσωμεν μὲ πίστιν μᾶς τὸ δίδει. Εἰ δὲ καὶ κάμνομεν κακὰ καὶ δὲν ἔχομεν ἀγάπην καὶ ἔχομεν τὸ μίσος, τότε δὲν ἔχομεν μέρος μὲ τὸν Θεόν, ἀλλὰ μὲ τὸν διάβολον εἰς τὴν κόλασιν νὰ καιώμεθα πάντοτε.
Τὸν παλαιὸν καιρόν, ἀδελφοί μου, ὁ μισόκαλος διάβολος ἔβγαλεν ὅλας του τὰς κακίας καὶ παρεκίνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπερηφανεύωνται, νὰ φονεύωνται, νὰ πορνεύουν, νὰ μοιχεύουν, νὰ κάμνουν πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ἔκαμνον μήτε τὰ ἄλογα ζῶα, καὶ τὸ χειρότερον, ἐπροσκυνοῦσαν διὰ Θεὸν τὸν ἥλιον, ἄλλος τὴν σελήνην, ἄλλος τὴν θάλασσαν. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ κάμη κατακλυσμὸν νὰ χαλάση τὸν κόσμον, ἐπρόσταξε τὸν Νῶε νὰ κάμη ἕνα καράβι ἐπάνω εἰς τὴν γῆς, διὰ νὰ τὸν ἐρωτοῦν οἱ ἄνθρωποι, διατὶ τὸ κάμνεις; Νὰ τοὺς λέγη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν περιγελοῦν, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν μέλη. Ἤρχισεν ὁ Νῶε τὸ καράβι. Τὸν ἐρωτοῦσαν οἱ ἄνθρωποι: Διατὶ κάμνεις τὸ καράβι; Ὁ Νῶε τοὺς ἔλεγε: Διότι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον. Ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγον ὅτι εἶνε τρελλός. Τί ἔπαθεν ὁ Θεὸς νὰ χαλάση τὸν κόσμον; Ὁ Νῶε ἐτήραγε τὴν δουλειά του, καὶ εἰς 100 χρόνους ἐτελείωσε τὸ καράβι (36). Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὀκτὼ ἄνθρωποι εὑρέθησαν καλοί· Ὁ Νῶε, ἡ γυναίκα του, τὰ τρία του τέκνα καὶ αἱ τρεῖς του νυφάδες. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ αὐτοὺς τοὺς ὀκτώ, ἐπρόσταξε τὸν Νῶε νὰ πισσώση τὸ καράβι, διὰ νὰ μὴ ἔμβη μέσα βροχή, καὶ νὰ ἐμβάση μέσα ὅλα τὰ ζῶα, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς μέσα μὲ τὴν γυναῖκά του, τὰ παιδιά του, καὶ οἱ νυφάδες του, ἔκλεισε τὸ καράβι. Οἱ ἄνθρωποι ἔξω ἔτρωγον, ἔπινον, ἔκαμνον πραγματείας καὶ ἄλλα διαβολικὰ ἔργα. Τότε ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔπιπτεν ἡ βροχὴ ὡς ποταμὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐφώναζον οἱ ἄνθρωποι: Νῶε, ἄνοιξόν μας νὰ ἔμβωμεν εἰς τὸ καράαβι. Ὁ Νῶε τοὺς ἔλεγε: Ποῦ εἶσθε ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνους ὁποὺ σᾶς ἔλεγον ὅτι ὁ Θεὸς θὰ χαλάση τὸν κόσμον; Τώρα τί νὰ σᾶς κάμω; Ἐν τῷ ᾅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοιαν! Καὶ τότε ἐπλημμύρισεν ἡ γῆ, καὶ τὸ νερὸ ἐσκέπασεν ὅλα τὰ ὄρη, καὶ ἐπνίγησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς τοῦ Νῶε καὶ τῆς οἰκογενείας του. Καὶ πάλιν ἀπὸ αὐτοὺς ἐγέμισεν ὅλος ὁ τόπος, καθὼς λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον. «Ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», ἤγουν: Καθὼς εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Νῶε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπίστευον, ἀλλὰ τὸν περιγέλων, ἕως ὅτου ἦλθεν ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ κατακλυσμός, καὶ ἔπνιξεν ὅλον τὸν κόσμον, ὁμοίως καὶ τώρα, χριστιανοί μου, εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ πιστεύωσιν οἱ ἄνθρωποι καθὼς καὶ τότε. Τὰ λόγια ὅπου σᾶς λέγω δὲν εἶνε ἰδικά μου, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅστις θέλει ἂς πιστεύση. Ἐγὼ τὸ χρέος μου τὸ ἔκαμα. Ἔπαθα μίαν ἀπάτην, ἀδελφοί μου· ὅταν ἤμουν νέος ἔλεγα: Ἂς κάμω ἁμαρτίας, καὶ ὅταν γηράσω κάμνω καλὰ καὶ σώζομαι. Τώρα ἐγήρασα καὶ αἱ ἁμαρτίαι ἔκαμον ρίζας καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω κανένα καλόν. Λοιπὸν προσέξετε καὶ σεῖς νὰ μὴ πάθητε τὰ ὅμοια, ἀλλὰ τώρα, ὁποὺ ἔχετε καιρόν, κάμνετε καλὰ διὰ νὰ σωθῆτε.
Τριακόσιους χρόνους μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τὸ ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἔφερε τὸν Τοῦρκον καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε διὰ ἰδικόν μας καλόν, καὶ τὸ ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καὶ διατὶ ἔφερεν ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον καὶ δὲν ἔφερεν ἄλλο γένος; Διὰ ἰδικόν μας συμφέρον· διότι τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ μᾶς ἔβλαπτον εἰς τὴν πίστιν, ὁ δὲ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσῃς κάμνεις ὅ,τι θέλεις.
Θέλων ὁ Κύριος νὰ μᾶς φυλάξη ἀπὸ τὴν κατάκρισιν μᾶς ἐχάρισεν ἕνα λόγον, τὸν ὁποῖον ἂν φυλάξωμεν θὰ σωθῶμεν. Ποίος εἶνε ὁ λόγος οὗτος; «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς», δηλαδή: Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμη ἄλλος, μὴ τὸ κάμνεις καὶ σὺ εἰς ἄλλον. Καθὼς δὲν θέλεις νὰ σὲ κλέψουν οἱ ἄλλοι, ἔτσι καὶ σὺ νὰ μὴ κλέπτης, νὰ μὴ φονεύης τοὺς ἄλλους.
Τώρα σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε ἀπὸ ἕνα κομβολόγι μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ νὰ τὸ κρατῆτε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι, καὶ μὲ τὸ δεξιὸ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ λέγετε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου (37).Ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἐχάρισε τὸν τίμιον Σταυρὸν μὲ τὸν ὁποῖον νὰ εὐλογῶμεν, καὶ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Μὲ τὸν σταυρὸν νὰ ἀνοίγωμεν τὸν παράδεισον, μὲ τὸν σταυρὸν νὰ διώκωμεν τοὺς δαίμονας· ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸ χέρι μας καθαρὸν ἀπὸ μαρτίας, καὶ τότε κατακαίεται ὁ διάβολος καὶ φεύγει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἢ τρώγετε ἢ πίνετε ἢ δουλεύετε, νὰ μὴ σᾶς λείπη αὐτὸς ὁ λόγος καὶ ὁ σταυρός· καὶ καλὸν καὶ ἅγιον εἶνε νὰ προσεύχεσθε πάντοτε τὴν αὐγήν, τὸ βράδυ καὶ τὰ μεσάνυκτα.
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Πρῶτον· ὅπως ἡ Ἁγία Τριὰς δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, οὕτω καὶ σὺ νὰ σμίγης τὰ τρία σου δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός· καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀναβῆς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὴν χείραν σου εἰς τὴν κεφαλήν σου (διότι ἡ κεφαλὴ σημαίνει τὸν οὐρανόν) καὶ λέγεις: Καθὼς οἱ Ἄγγελοι δοξάζουσι τὴν Ἁγία Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγὼ ὡς δοῦλος δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα· καὶ καθὼς τὰ δάκτυλα εἶνε τρία, εἶνε ξεχωριστά, εἶνε καὶ μαζί, ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶνε τρία πρόσωπα, ἀλλ᾿ εἷς Θεός. Κατεβάζων τὸ χέρι σου εἰς τὴν κοιλίαν σου νὰ λέγης: Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις λοιπὸν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλης εἰς τὰ δεξιά σου μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλης εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, Σὲ προσκυνῶ καὶ Σὲ λατρεύω, ὅτι καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνει τὴν ἀνάστασιν καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω καὶ Σὲ προσκυνῶ, Κύριέ μου, ὅτι ἀνέστης ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς ζωὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ Σταυρός!
Νὰ εἴπωμεν καὶ ἕνα παράδειγμα, νὰ ἰδῆτε τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ.
Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς ἀσεβῆς· εἶχε καὶ ἕνα Ἑβραῖο βεζίρην, ὅστις ἔπειτα ἔγινε Τοῦρκος. Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον ἕνας Πατριάρχης, τὸ ὄνομα Ἰωακείμ, ἅγιος ἄνθρωπος καὶ σοφός. Ἀκούων ὁ βασιλεὺς ὅτι ἦτο ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Πατριάρχης, τὸν ἠγάπα πολύ. Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: Κάτι πολλὴν ἀγάπην ἔχεις εἰς τὸν Πατριάρχην. Τοῦ λέγει ὁ βασιλεύς: Ὁ Πατριάρχης εἶνε καλὸς ἄνθρωπος. Τοῦ λέγει ὁ Ἑβραῖος: Κράξε, βασιλεῦ, τὸν Πατριάρχην νὰ ἔλθη νὰ διαλεχθῶμεν μαζί, καὶ νὰ ἰδῆς ὅπου θὰ μείνη ἀναπολόγητος. Ἔκραξεν ὁ βασιλεὺς τοῦ Πατριάρχη νὰ ἔλθη. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Ἐγὼ θέλω, Πατριάρχη, νὰ διαλεχθῶμεν μερικὰ περὶ πίστεως. -Μὲ τὸν ὁρισμόν σου. Ἕτοιμος εἶμαι διὰ τὴν πίστιν μου νὰ χύσω καὶ τὸ αἷμα μου. Καὶ κάμνων ἀρχὴν ὁ Πατριάρχης νὰ φιλονικῆ μὲ τὸν Ἑβραῖον, μὲ ἕναν τρόπον ἐπειδέξιον πάντοτε τὸν ἑνίκα τὸν Ἑβραῖον. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος τοῦ Πατριάρχη:
Διατὶ νὰ φιλονεικῶμεν; Ἀκούω ὁποὺ λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅτι, ὅστις ἔχει πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, μεταφέρει ἕνα βουνὸ ἀπὸ ἕνα μέρος εἰς ἄλλο (38). -Μάλιστα, τοῦ λέγει ὁ Πατριάρχης. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Λοιπόν, ἂν εἶσαι ἄξιος, πρόσταξε καὶ σὺ νὰ γίνῃ, καὶ τότε νὰ πιστεύσω. Τότε ἐζήτησεν ὁ Πατριάρχης τρεῖς ἡμέρας διορίαν, καὶ λέγει τοῦ βασιλέως: Ἕτοιμος εἶμαι διὰ τὸ πρόσταγμα ὁποὺ εἴπομεν. Ἦτο ἐκεῖ ἕνα βουνὸ τρεῖς ὥρας μακράν. Λέγει ὁ Ἑβραῖος τοῦ Πατριάρχη νὰ σηκώση ἐκεῖνο τὸ βουνό. Τότε πιάνει ὁ Πατριάρχης καὶ θυμιάζει ἐκεῖνο τὸ βουνό, καὶ κάμνει τὸν σταυρόν του τρεῖς φορὰς λέγων καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶτα λέγει: Σὲ προστάζω, ἐσέ, βουνό, νὰ σηκωθῆς νὰ ἔλθης εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Εὐθὺς ἀσηκώθη τὸ βουνὸ καὶ ἔγινεν εἰς τρία, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἐκίνησε καὶ ἤρχετο. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Πατριάρχη, βοήθησέ μας, διότι ἐχαθήκαμεν. Καὶ κάμνων δέησιν πάλιν ὁ Πατριάρχης, ἐστάθη τὸ βουνὸ εἰς ἓξ μίλια μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἑβραῖος δὲν ἐπίστευσε καὶ λέγει τοῦ βασιλέως: Ὁ Χριστός, λέγει καὶ ἄλλο· ὅτι ὅποιος ἔχει πίστιν, ἂν πίη θανάσιμον φαρμάκι, δὲν ἀποθνήσει. Λοιπόν, εἰπὲ τοῦ Πατριάρχη νὰ τοῦ κάμω ἕνα φαρμάκι νὰ τὸ πίη, καὶ ἂν δὲν ἀποθάνη, νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἡμεῖς. Νὰ ἠξεύρης καὶ τοῦτο, βασιλεῦ, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὸν σταυρόν· κάμνοντές τον τὰ διαλύουν ὅλα· καὶ τὸ πικρὸ τὸ κάμνουν γλυκό. Κάμνει λοιπὸν ὁ Ἑβραῖος τὸ φαρμάκι ἵνα ἅμα τὸ ἐγγίξη εἰς τὸ στόμα του ὁ Πατριάρχης ἀποθάνη. Τὸ πηγαίνει εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέγει: Πρόσταξε τὸν Πατριάρχην νὰ τὸ πίη καὶ νὰ μὴ κάμη τὸν σταυρόν του. Κράζει ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν προστάζει νὰ πίη τὸ φαρμάκι ὡς ἤθελεν ὁ Ἑβραῖος. Καλά, λέγει ὁ Πατριάρχης· μοῦ ἔδωσες, βασιλεῦ, τοῦτο τὸ ποτήρι, μὰ δὲν μοῦ εἶπες πόθεν νὰ τὸ πίω, καὶ κάμνων τὸ δεξιόν του χέρι ὡς νὰ εὐλογῆ εἰς τύπον, ἐρωτᾶ πόθεν νὰ τὸ πίη, ἐδῶθεν ἢ ἐκεῖθεν, καὶ τὸ σταυρώνει. Ἀμὴ ἐκεῖνος δὲν τὸ ἐκατάλαβε. Λέγει του ὁ Ἑβραῖος: Πίε το ὅθεν θέλεις. Καὶ πίνοντάς το ὁ Πατριάρχης ἔμεινεν ὑγιής. Λέγει τότε τοῦ βασιλέως: Ἐγὼ ἔπια ὅλο τὸ φαρμάκι, ὁ δὲ Ἑβραῖος νὰ ξεπλύνη τὸ ποτήρι μὲ ὀλίγο νερὸ καὶ νὰ τὸ πίη. Καὶ ἂν δὲν πάθη τίποτε, νὰ πιστεύσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν πίστιν του. Δὲν ἤθελεν ὁ Ἑβραῖος νὰ τὸ πίη, τὸν ἐβίασεν ὅμως ὁ βασιλεὺς καὶ τὸ ἔπιε, καὶ ὢ τοῦ θαθύματος! ἔσκασεν εὐθὺς καὶ ἀπέθανεν. Ἐκαταλάβατε, ἀδελφοί μου; Ὅστις ἔχει πίστιν εἰς τὸν Χριστόν μας καὶ εἶνε καθαρὸς δὲν παθαίνει κανὲν κακόν.
Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε καὶ ἄλλο διὰ τὸν σταυρόν, πῶς δὲν ἐνεργεῖ, ὅταν εἶνε μολυσμένο τὰ χέρι ἀπὸ ἁμαρτίας; Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅστις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπὸν καὶ εὑρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖον καὶ τοῦ λέγει: Εἶσαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κάμω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος: Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ σὲ κάμω. Λέγει του ὁ Ἰουλιανός: Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει: Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆμα ἑλληνικὸ καὶ ρίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες· καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῆς καὶ νὰ μὴ κάμῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν. Ἐπῆγεν ὁ Ἰουλιανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ρίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνοντας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαίμονες. Πηγαίνει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γενόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος: Πήγαινε νὰ σφάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Ἐπῆγε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρδία. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μάγος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν· ἀλλ᾿ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν, διότι ἦτο μολυσμένος ἀπὸ τὸν φόνον. Ἔτσι ἔκαμε τὸ θέλημά του καὶ ἐβασίλευσε δυὸ χρόνους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ εἴμεθα καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ τότε φεύγει ὁ διάβολος.
Ἤθελα, χριστιανοί μου, νὰ εἶμαι πάντοτε μαζὶ σας, νὰ σᾶς λέγω πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο· μὰ τί νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ εἶνε χιλιάδες χῶρες, ὁποὺ δὲν ἤκουσαν λόγον Θεοῦ ποτὲ καὶ μὲ περιμένουν. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, ἅγιοι ἱερεῖς, καὶ σᾶς παραγγέλλω νὰ φροντίσητε διὰ τοὺς κοσμικοὺς πῶς νὰ σωθῶσι καὶ ἐκεῖνοι καὶ σεῖς. Ὁμοίως πάλιν οἱ κοσμικοὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας· καὶ ἂν τύχη ἕνας ἱερεὺς καὶ ἕνας βασιλεύς, τὸν ἱερέα νὰ προτιμήσῃς· καὶ ἂν τύχη ἕνας ἱερεὺς καὶ ἕνας ἄγγελος, τὸν ἱερέα νὰ προτιμήσῃς, διότι ὁ ἱερεὺς εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ὁ δὲ ἱερεὺς ὁποὺ θέλει τὸ καλόν του, νὰ διαβάση τὸν Νόμον, νὰ καταλάβη τὸ χρέος του. Διὰ τοὺς ἁγίους ἱερεῖς δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ τίποτε. Ἐγὼ ἔχω χρέος ὅταν ἀπαντήσω ἱερέα νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Διότι ὅλος ὁ κόσμος νὰ παρακαλέσῃ τὸν Θεὸν δὲν δύνανται νὰ τελειώσουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καὶ ἕνας ἱερεύς, ἔστω καὶ ἁμαρτωλός, δύναται μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ τὰ τελειώση.
Λέγω μόνον ὅτι ὅστις θέλει νὰ γίνῃ ἱερεύς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸς ὡς ἄγγελος· νὰ ἠξεύρῃ γράμματα νὰ ἐξηγῇ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον. Καὶ ὅταν γίνῃ 30 χρονῶν καὶ τὸν παρακαλέσουν οἱ κοσμικοὶ καὶ ὁ Δεσπότης, τότε νὰ γίνεται ἱερεύς, χωρὶς νὰ δώση χρήματα. Καὶ νὰ κατοικῆ πλησίον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅποιαν ὥραν τὸν ζητήσουν οἱ κοσμικοὶ νὰ τὸν εὑρίσκουν. Νὰ στοχάζεται ποῖος εἶνε μαλωμένος μὲ τὴ γυναῖκα του, ποῖος ἀδελφὸς μὲ τὸν ἀδελφόν του, ποῖος γείτονας μὲ τὸν γείτονά του, νὰ τοὺς φέρη εἰς ἀγάπην, καὶ νὰ θυσιάζεται διὰ τὸ ποίμνιόν του. Καὶ ὅταν λειτουργῆ καὶ τελειώνη τὸ Εὐαγγέλιον, νὰ τὸ ἐξηγῆ εἰς τοὺς χριστιανούς, τί παραγγέλλει ὁ Χριστὸς νὰ κάμνουν. Καὶ νὰ στοχάζεται ὅτι οἱ φοῦντες, ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ ἐπιτραχήλι, σημαίνουν τὰς ψυχὰς τῶν χριστιανῶν· καὶ ἂν χαθῆ μία ψυχή, ἔχει νὰ δώση λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Καὶ νὰ στοχάζεται ὅτι τὸ φαιλόνι ὁποὺ φορεῖ καὶ δὲν ἔχει μανίκια, φανερώνει πὼς ὁ ἱερεὺς δὲν πρέπει νὰ ἔχη χέρια νὰ ἀνακατώνεται εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἔχη πάντοτε τὸν νοῦν του εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ὅταν μαζεύη τὸ φαιλόνιον καὶ γίνεται ὡσὰν δυὸ πτέρυγες, φανερώνει πὼς ἂν κάμνη καλὰ ἔργα, ὡσὰν ἄγγελος θὰ πετάξη νὰ ὑπάγη εἰς τὸν παράδεισον. Ἂν δὲ εἶνε ἀνάξιος, ἀγράμματος, μολυσμένος μὲ ἁμαρτίας, καὶ δίδη γρόσια, καὶ βάνη μεσίτας νὰ γίνῃ ἱερεύς, τότε μὲ αὐτὰ ἀγοράζει τὴν κόλασιν· καὶ ὅταν λέγη τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ λέγη τόσα ψεύματα, ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν ἱερέα (39).
Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἤθελον νὰ παιδεύσουν κανένα ἄνθρωπον, ἔκανον ὅρκον καὶ ἔλεγον, νὰ δώση ὁ Θεὸς νὰ τὸν βάλη μὲ τοὺς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰῶνος. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, εἶνε δύσκολον τὴν σήμερον νὰ σωθοῦν πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, κ.λπ. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω, ἅγιοι ἱερεῖς, τώρα ποὺ ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε, ἵνα σωθῆτε.
Οἱ προεστοὶ ὁποὺ εἶσθε εἰς χωρία, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε, πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καθὼς καὶ τὰ παιδιά σας, καὶ νὰ ρίχνετε τὰ χρέη κατὰ δύναμιν ἑκάστου, καὶ νὰ μὴ κάμνετε φιλοπροσωπείαν. Ὁμοίως καὶ σεῖς οἱ κατώτεροι νὰ τιμᾶτε τοὺς μεγαλυτέρους σας. Οἱ ἄνδρες ν᾿ ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας σας· καὶ ἂν ἡ γυναίκα σου εἶνε κακὴ καὶ τὴν ὑπομένης καὶ τὴν συμβουλεύης, ἔχεις μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες νὰ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε εἰς τοὺς ἄνδρας, διότι μὲ τὴν ὑπομονὴν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸ καλὸν ἔχετε μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν σας. Καὶ ἂν ἔχη καὶ κανένα σφάλμα, νὰ τὸ παραβλέπετε, διότι ὁ ἄνδρας ἔχεις περισσοτέρας φροντίδας ἀπὸ τὴν γυναίκα. Λοιπὸν πρέπει ἀμφότεροι ν᾿ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ὁμοίως καὶ τὰ τέκνα νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ σέβεσθε τοὺς γονεῖς σας, διότι ὅστις δὲν τιμᾶ καὶ δὲν ὑπακούει τοὺς γονεῖς του εἰς τὸ καλόν, κολάζεται.
Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Πάλιν, ἔτυχεν οἱ γονεῖς σου καὶ ἠρνήθησαν τὸν Χριστὸν καὶ σὲ παρακινοῦν καὶ σὲ νὰ τὸν ἀρνηθῆς; Τότε νὰ μὴν ἀκούσῃς, καὶ ἔχεις μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, καθὼς ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ, ὁποὺ τὸν ἔστειλεν ὁ πατήρ του Θαρά, ὁ εἰδωλολάτρης, νὰ φέρη ἕνα πρόβατον νὰ θυσιάση εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπήγαινεν ὁ Ἀβραὰμ ἐσκέφθη μὲ τὸν νοῦν του, ὅτι τοῦτος ὁ κόσμος, ὁποὺ στέκει πάντοτε καινούργιος, τάχα δὲν ἔχει ἀφέντη; Καὶ διατὶ ὁ πατέρας μου νὰ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, κωφὰ καὶ ἀναίσθητα, καὶ νὰ μὴ προσκυνᾶ τὸν ἀληθῆ Θεὸν ὁποὺ ἐποίησε τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν κ.λπ.; Καὶ εὐθὺς ἤκουσε φωνὴν οὐρανόθεν: Καλὴ εἶνε ἡ γνώμη σου καὶ πήγαινε εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας καὶ κάθησε ἐκεῖ ἕως νὰ σοῦ εἴπω τί νὰ κάμης· διότι ἂν ὑπάγης ὀπίσω εἰς τὸν πατέρα σου νὰ τοῦ εἴπης αὐτὰ ποὺ ἐστοχάσθης, θὰ σὲ θανατώση· ἀλλὰ φεύγα (40). Ἔτσι ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν ἔκαμεν ὁ Θεὸς ὑπέρπλουτον ὡς βασιλέα. Καὶ ηὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸ σπέρμα του καὶ ἔγιναν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶχε καὶ 318 δούλους, τοὺς ὁποίους εἶχεν ὡς ἀδελφούς του. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅστις ἔχει τὸν νοῦν του εἰς τὸν Θεόν, πῶς ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ περνᾶ καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅταν τὰ τέκνα σας θέλουν νὰ γίνουν καλόγηροι, μὴ τὰ ἐμποδίζετε, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι ἀκολουθοῦν τὸν καλὸν δρόμον. Ὅταν ὅμως τὰ βλέπης εἰς τὸν κακὸν δρόμον, νὰ τὰ ἐμποδίζης.
Νὰ ἔχετε εὐλάβειαν εἰς ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ περισσότερον εἰς τὴν Δέσποιναν Μαρίαν, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶνε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ Θεοτόκος εἶνε Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἥτις παρακαλεῖ τὸν εὔσπλαχνον Χριστὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τιμῶμεν τὴν Δέσποινάν μας μὲ νηστείας καὶ ἐλεημοσύνας.
Ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωάννης ἐνικήθη καὶ ἔγινε κλέπτης, ἔγινε καὶ καπετάνιος εἰς 100 κλέπτας· ἀλλὰ εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τήν Θεοτόκον καὶ κάθε πρωΐ καὶ ἑσπέρας ἔλεγε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Θέλων ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸν σώσῃ διὰ τὴν εὐλάβειαν ὁποὺ εἶχεν εἰς τὴν Θεοτόκον, ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητήν, τὸν ὁποῖον ἅμα εἶδον οἱ κλέπται τὸν ἔπιασαν. Τοὺς λέγει ὁ ἀσκητής: Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὲ ὑπάγετε εἰς τὸν καπετάνιον σας, διότι ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ λόγον διὰ τὸ καλόν σας. Τὸν ὑπῆγαν εἰς τὸν καπετάνιον καὶ τοῦ λέγει: Κράξε μου ὅλα τὰ παλληκάρια νὰ ἔλθουν νὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα λόγον. Τοὺς κράζει ὁ καπετάνιος καὶ ἦλθαν. Λέγει ὁ ἀσκητής: Δὲν ἔχεις ἄλλον; Ἔχω, λέγει, ἕνα μάγειρον. Λέγει του ὁ ἀσκητής: Κράξε τον νὰ ἔλθη. Καὶ ἅμα ἦλθε, δὲν ἠδύνατο νὰ ἰδῆ τὸν ἀσκητὴν ὁ μάγειρος, ἀλλ᾿ ἐγύριζε τὸ πρόσωπόν του εἰς ἄλλο μέρος. Τότε λέγει ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸν μάγειρον: Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ προστάζω νὰ μὲ εἰπῆς ποῖος εἶσαι καὶ τὶς σὲ ἔστειλε καὶ τί κάμνεις ἐδῶ ποὺ κάθεσαι; Ἀπεκρίθη ὁ μάγειρος καὶ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ψεύστης καὶ πάντοτε τὸ ψεῦδος λαλῶ· ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ μὲ ἔδεσες μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἠμπορῶ παρὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν. Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι διάβολος, καὶ μὲ ἔστειλεν ὁ μεγαλύτερός μου νὰ δουλεύω τοῦτον τὸν καπετάνιον καὶ νὰ τὸν φυλάγω νὰ τὸν εὑρὼ καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, νὰ τὸν βάλω εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ἔχω τώρα 14 χρόνους ὁποὺ τὸν φυλάγω, καὶ δὲν εὗρον καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης». Τότε λέγει ὁ ἀσκητής: Σὲ προστάζω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ γίνης ἄφαντος καὶ πλέον νὰ μὴ πειράξης τοὺς χριστιανούς. Καὶ εὐθὺς ἔγινεν ἄφαντος ὁ διάβολος ὡσὰν καπνός. Τότε ἐδίδαξεν ὁ ἀσκητὴς τοὺς κλέπτας καὶ ἄλλοι ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἄλλοι ὑπανδρεύθηκαν καὶ ἔκαμαν καλὰ ἔργα καὶ ἐσώθησαν. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ὅλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ μάθετε τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης», νὰ τὸ λέγετε εἰς τὴν προσευχήν σας. Καὶ ἂν θέλετε, πάρετε τὸ «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία», ὁποὺ ἔχει 70 θαύματα τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σᾶς εἶπα ἕνα διὰ νὰ καταλάβετε.
Ἦτο μία κόρη ὀνομαζομένη Μαρία. Ὁ πατήρ της ἦτο χριστιανὸς καὶ ἐζήτει νὰ τὴν ὑπανδρεύση· ἐκείνη δὲν ἤθελε, θέλουσα νὰ φυλάξῃ παρθενίαν. Τὴν ἔβαλεν εἰς ἕνα μοναστήριον γυναικεῖον καὶ τὴν παρέδωκε τῆς ἡγουμένης νὰ τὴν ἔχη ὡς παιδί της. Καὶ ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ πατήρ της, ἔγινεν ἄλλος ἀφέντης εἰς τὴν χῶραν ἐκείνην, ὅστις ἐβγῆκε μίαν ἡμέραν καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ μοναστήριον ὁποὺ ἦτο ἡ Μαρία. Καὶ εὐθὺς ὁποὺ τὴν εἶδεν ὁ ἀφέντης, ἐτρώθη ἡ καρδιά του ἔρωτα σατανικόν· καὶ γυρίζοντας σπίτι του ἔστειλε γράμματα εἰς τὴν ἡγουμένην καὶ τῆς ἔλεγε: Ἀμέσω νὰ μοῦ στείλης τὴν Μαρίαν, διότι τὴν εἶδον καὶ μὲ εἶδε, μὲ ἠγάπησε καὶ τὴν ἠγάπησα. Διαβάζει τὸ γράμμα ἡ ἡγουμένη, κράζει τὴν Μαρίαν καὶ τῆς λέγει: Παιδί μου, τί καλὸν εἶδες εἰς πασὰν καὶ τὸν ἐκοίταξες μὲ ἀγάπην; Κοίταξε τί μοῦ γράφει ἐδῶ! Λέγει ἡ Μαρία: Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω τίποτε· τὸν ἐκοίταξα μὲ ἄλλον σκοπὸν καὶ εἶπα: Ἄρα, Θεέ μου, ταύτην τὴν δόξαν ὁποὺ ἔχει ἐδῶ τοῦτος ὁ πασάς, θὰ τὴν ἔχη καὶ εἰς ἄλλον κόσμον; Καὶ αὐτὸς μ᾿ ἐκοίταξε μὲ διαβολικὸν σκοπόν. Ἐγὼ ἂν ἤθελα ὑπανδρείαν, μὲ ὑπάνδρευε καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ἔπαιρνα χριστιανόν. Τότε γράφει ἡ ἡγουμένη εἰς τὸν πασάν: Καλύτερα σοῦ στέλνω τὸ κεφάλι μου, παρὰ τὴν Μαρίαν. Στέλλει πάλιν ὁ πασὰς καὶ λέγει τῆς ἡγουμένης: Ἢ νὰ μοῦ στείλης τὴν Μαρίαν, ἢἡ ἔρχομαι καὶ τὴν παίρνω μόνος μου καὶ καίω τὸ μοναστήρι. Τὸ ἤκουσεν ἡ Μαρία καὶ λέγει τῆς ἡγουμένης: Ὅταν ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι, στεῖλε τους εἰς τὸ κελλί μου καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίνομαι. Ἦλθον οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὸ κελλίον τῆς Μαρίας, καὶ τοὺς ἠρώτησε τί θέλουν. Τῆς εἶπον ἐκεῖνοι: Μᾶς ἔστειλεν ὁ πασᾶς νὰ σὲ πάρωμεν, διότι εἶδε τὰ μάτια σου καὶ τὰ ὠρέχθηκε. Τοὺς εἶπε νὰ περιμείνουν νὰ ὑπάγη εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τότε παίρνει ἕνα μαχαίρι καὶ ἕνα πιάτο, καὶ πηγαίνει εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐμπρὸς καὶ λέγει: Κύριέ μου, μοῦ ἔδωκες τὰ μάτια τὰ αἰσθητὰ διὰ νὰ πηγαίνω εἰς τὸν καλὸν δρόμον, καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω μὲ τὸ θέλημά μου εἰς τὸν κακὸν δὲν εἶνε πρέπον. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ θὰ μοῦ βγάλουν τὰ νοητά, ἰδοὺ ὁποὺ τὰ βγάνω διὰ τὴν ἀγάπην σου, διὰ νὰ φύγω ἀπὸ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ εὐθὺς βάζει τὸ μαχαίρι μέσα εἰς τὸ μάτι της καὶ τὸ βγάνει εἰς τὸ πιάτο. Ἐπῆγεν ἐμπρὸς καὶ εἰς τὴν Παναγίαν καὶ βγάζει καὶ τὸ ἄλλο της μάτι καὶ τὰ βάνει μαζί. Τότε τὰ στέλλει τοῦ πασᾶ· καὶ ἀφοῦ τὰ εἶδεν ὁ πασάς, ἐγύρισεν εὐθὺς ὁ σατανικὸς ἔρως εἰς κατάνυξιν· καὶ σηκώνεται εὐθὺς καὶ πηγαίνει εἰς τὸ μοναστήριον, καὶ παρακαλεῖ τὰς καλογραίας νὰ ὑπάγουν νὰ κάμουν δέησιν εἰς τὸν Θεόν, νὰ ἰατρευθῆ ἡ Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα ὅλαι μαζὶ μὲ τὸν πασᾶν καὶ πίπτουσαι κατὰ γῆς παρεκάλουν τὸν Κύριον καὶ τὴν Θεοτόκον νὰ δώση τὸ φῶς τῆς Μαρίας. Ἐφάνη ἡ Θεοτόκος τότε ὡς ἀστραπὴ εἰς τὴν Μαρίαν καὶ τῆς λέγει: Χαῖρε, Μαρία! Ἐπειδὴ ἐπροτίμησες νὰ βγάλης τὰ μάτια σου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἰδικήν μου, ἰδοὺ πάλιν ἔχε τὰ μάτια σου καὶ πλέον πειρασμὸς νὰ μὴ σοῦ συμβῆ. Βλέποντας δὲ τὸ θαῦμα οἱ παρόντες ἐχάρησαν πολὺ καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν. Ἔπειτα ὁ πασᾶς ἀφιέρωσε πολὺ χρυσίον εἰς τὸ μοναστήρι καὶ ἐπῆρε συγχώρησιν ἀπὸ τὰς καλογραίας καὶ ἀνεχώρησε καὶ ἔκαμε καλὰ καὶ ἐσώθη.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ἡ Μαρία μὲ τὴν δύναμιν τῆς Παναγίας; Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τιμῶμεν τὴν Παναγίαν Θεοτόκον μὲ ἔργα καλά.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, ἀνάμεσα εἰς τὰ καλά, τὰ ὁποῖα μας διδάσκει εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, μᾶς λέγει καὶ τοῦτον τὸν λόγον· ὅτι ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον ὁποὺ σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν του καὶ δὲν ζητήση συγχώρησιν προτοῦ νὰ δύση ὁ ἥλιος διότι κολάζεται. Τώρα εἶνε δυνατὸν καὶ ἐγὼ ὁποὺ ἦλθα ἐδῶ νὰ μὴ ἐσκανδάλισα τινὰ ἀπὸ λόγου σας; Λοιπὸν μὲ ἄλλον τρόπον δὲν δυνάμεθα παρὰ μὲ τὸν ἑξῆς (41). Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε ἡ εὐγένειά σας τρεῖς φοράς: Συγχώρησόν μας καὶ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Τώρα, ἂν θέλετε νὰ χαρῆ ὁ Χριστός, νὰ χαρῆ ἡ Παναγία μας Θεοτόκος καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι, νὰ πικρανθῆ ὁ διάβολος, ὁ ἐχθρός μας, τώρα ὁποὺ εἶσθε ἐδῶ μαζευμένοι, νὰ εἰπῆτε μεταξύ σας τρεῖς φοράς: Συγχωρεῖτε μας, ἀδελφοί, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σας.
ΔΙΔΑΧΗ Δ´
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του καὶ πολλὴν ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξίωσε καὶ ἀπόψε καὶ τὸν ἐδοξάσαμεν καὶ ἐτιμήσαμεν καὶ τὴν Δέσποινάν μας Θεοτόκον, καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν της νὰ συγχωρήση τ᾿ ἁμαρτήματά μας, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τῆς βασιλείας του, νὰ προσκυνῶμεν καὶ νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ νὰ χαιρώμεθα καὶ εὐφραινώμεθα πάντοτε. Μὲ ἠξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ εἴπαμεν μερικὰ νοήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Παρακινούμενος ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινε τοῦτος ὁ κόσμος καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἡμᾶς· τὸ σῶμα ἀπὸ λάσπην, καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατον. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς Ἄγγελοι. Τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκῆν καρπόν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· καὶ δὲν μετενόησαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον 930 χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ ἀπέθανον, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο 5.500 χρόνους. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος μας καὶ κατελθῶν ἐσαρκώθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίαν, καὶ μᾶς ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδειξε τὴν ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν ποῦ περιπατοῦμεν.
Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ ἐπῆρεν ὁ Κύριος ἄρτον καὶ οἶνον καὶ τὰ εὐλόγησε· καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον σῶμα Του καὶ αἷμα Του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
Ἕως ἐδῶ ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν εἰς δυὸ λόγους καὶ τὴν ἀφήσαμεν. Τώρα δὲ ἐλπίζοντες εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, νὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἴπωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν.
Καὶ πρῶτον, πρέπει ἀδελφοί μου, νὰ προσέχετε εἰς ὅλα τὰ νοήματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διότι εἶνε ὅλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος, καὶ περισσότερον ἐδῶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ πρῶτον νὰ στοχασθῶμεν τί ἔκαμεν ὁ Χριστός μας. Δὲν ἐφύλαξε μίσος καὶ ἔχθρα νὰ μὴ μεταλάβη τὸν Ἰούδαν τὸν ἐχθρόν του, ἀλλ᾿ ὅπως ἐμετάλαβε καὶ τοὺς ἕνδεκα μαθητάς, τοὺς φίλους του τοὺς καλούς, ἔτσι καὶ τὸν Ἰούδαν, τὸν ἐχθρόν του.
Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευε πάντοτε, προσηύχετο, ὑπάνδρευε πτωχὰς γυναίκας, ἔκτιζεν ἐκκλησίας, ποτέ του δὲν ἔβλαψεν, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε τὸ δίκαιον. Ἦτο καὶ ἕνας ἄλλος ὀνομαζόμενος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ποτέ του καλὸν δὲν ἔκαμε, μάλιστα ἔκλεπτεν, ἀδικοῦσε τὸν κόσμον, ἐπόρνευεν, ὅλα τὰ κακὰ τὰ εἶχε κάμει. Ἤθελε δὲ νὰ φονεύση καὶ τὸν ἀδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ἡμέραν στέλλει ὁ βασιλεὺς καὶ παίρνει τὸν Σαπρίκιον καὶ τοῦ λέγει: Νὰ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ. Τὸν ἐβασάνισεν ὁ βασιλεὺς δυνατὰ καὶ ὡσὰν εἶδε πὼς δὲν εἶνε τρόπος νὰ νικήση τὴν γνώμην του, ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώση. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ὁ δήμιος νὰ τὸν ὑπάγη εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸ ἔμαθεν ὁ Νικηφόρος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει τοῦ Σαπρικίου: Ἐγώ, ἀδελφέ, σοῦ ἔπταισα· καὶ ἔμαθα ὅτι θὰ σὲ θανατώσουν. Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νὰ μὲ συγχωρήσῃς· σοῦ ἔσφαλα. Πάλιν κύπτει ὁ Νικηφόρος καὶ τὸν παρακαλεῖ, τοῦ φιλεῖ τὰ πόδια. Ἀδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διὰ τὸν Θεόν. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός του δὲν τὸν συγχωρεῖ. Ἔφθασαν καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Τὸν παρεκάλει ὁ Νικηφόρος μετὰ δακρύων, καὶ δὲν τὸν ἐσυγχώρησε. Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Νικηφόρος: Ἰδού, ἀδελφέ, τώρα θὰ σὲ κόψουν· διατὶ δὲν μὲ συγχωρεῖς; Ἐσὺ θὰ κολασθῆς· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ δὲν σὲ συγχωρῶ ποτέ! Καὶ καθὼς ἐσήκωσεν ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψη τὸ κεφάλι, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην, σηκώνει τὴν χάριν του, καὶ ἐρωτᾶ ὁ Σαπρίκιος τὸν στρατιώτην: Διατὶ θέλης νὰ μὲ φονεύσῃς; Λέγει του ὁ στρατιώτης: Καὶ δὲν τὸ ἠξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δὲν προσκυνᾶς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Διὰ τοῦτο μὲ βασανίζεις; Ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν καὶ προσκυνῶ τὰ εἴδωλα! Καὶ εὐθὺς λέγοντας τὸν λόγον δὲν τὸν ἐφόνευσεν, ἀλλ᾿ ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγε μὲ τὸν διάβολον. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ ἔστεκαν μὲ ἕνα στέφανον χρυσοῦν, λέγει εἰς τὸν δήμιον: Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν μου. Λέγει τοῦ Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, ἀδελφέ, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Καὶ ἀμέσως ἔκοψεν ὁ στρατιώτης τὸ κεφάλι τοῦ Νικηφόρου καὶ παρέλαβον οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον.
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωρῶμεν· νὰ τοὺς τρέφωμεν, νὰ τοὺς ποτίζωμεν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τότε νὰ λέγωμεν εἰς τὸν Θεόν: Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσῃς καθὼς καὶ ἐγὼ συγχωρῶ τοὺς ἐχθρούς μου. Εἰ δὲ καὶ δὲν συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ τὸ αἷμά μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν (42).
Κάμνετε ἐδῶ ἀφορισμούς; Νὰ προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας νὰ μὴ κάμνετε, διότι ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ξεχωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ παραδομὸς εἰς τὸν διάβολον, εἰς τὴν κόλασιν. Δι᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀδελφὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν κόλασιν, καὶ σὺ διὰ μικρὸν πράγμα τὸν ἀφορίζεις καὶ τὸν βάνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος εἶσαι; Μὰ καλὰ στοχάσου· ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἐγεννήθης πόσες ἁμαρτίες ἔχεις πράξει μὲ τὸ μάτι ἢ μὲ τὸ αὐτὶ ἢ μὲ τὸ στόμα ἢ μὲ τὸν νοῦν; Ἀναμάρτητος νομίζεις εἶσαι; Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε ἀναμάρτητος, ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί. Ὥστε νὰ μὴ κάμνετε ἀφορισμούς.
Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ἂν θέλετε νὰ σᾶς συγχωρήση ὁ Θεὸς ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ σᾶς γράψη διὰ τὸν παράδεισον, εἰπέτε καὶ ἡ εὐγένιά σας διὰ τοὺς ἐχθρούς σας τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Αὐτή, ἀδελφοί μου, ἡ συγχώρησις ἔχει δυὸ ἰδιώματα, ἕνα νὰ φωτίζῃ καὶ ἕνα νὰ κατακαίῃ. Ἐγὼ σᾶς εἶπα νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας διὰ ἰδικόν σας καλόν. Ἐσὺ πάλιν ὁποὺ ἀδίκησες τοὺς ἀδελφούς σου καὶ ἤκουσες ὁποὺ εἶπον νὰ σὲ συγχωρήσουν, μὴ χαίρεσαι, ἀλλὰ μάλιστα νὰ κλαῖς, διότι αὐτὴ ἡ συγχώρησίς σου ἔγινε φωτιὰ εἰς τὸ κεφάλι σου, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψης τὸ ἄδικον ὀπίσω. Νὰ κλαύσῃς καὶ νὰ παρακαλέσῃς νὰ σὲ συγχωρήση ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήση, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήση; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες. Καὶ ἂν ἐξετάσωμεν καλά, πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸ ἕνα τέσσαρα, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τότε νὰ λάβης συγχώρησιν. Ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσῃς; Πήγαινε καὶ πώλησον τὰ πράγματά σου, καὶ ὅσα πάρεις δόσε τα· καὶ καλύτερα νὰ εἶσαι σκλάβος ἐδῶ εἰς τὸ σῶμα πέντε, δέκα χρόνους, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἐδῶ καὶ αὔριον νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι πάντοτε.
Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώση τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς.
Τὸ πρῶτον μας νόημα εἶνε αὐτό: Ὅσοι ἠδικήθημεν νὰ συγχωρῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας διὰ τὸ ἰδικόν μας καλόν, καὶ ὅσοι ἀδικήσαμεν νὰ δίδωμεν τὰ ἄδικα ὀπίσω. Τὸ δεύτερον εἶνε τοῦτο: Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς θέλωμεν νὰ ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὡσὰν τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους τοὺς καλούς, καὶ νὰ μὴ βλαφθῶμεν ὡσὰν τὸν Ἰούδαν τὸν κακόν, νὰ ἐξομολογούμεθα καθαρὰ καὶ νὰ κοινωνῶμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ τότε νὰ φωτισθῶμεν. Εἰ δὲ καὶ πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίας, καὶ τολμῶμεν νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιὰ καὶ καιόμεθα.
Ποῖος ἠξεύρει, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆ, ὁ ἥλιος φωτεινὸς εἶνε ἢ σκοτεινός; Μοῦ φαίνεται ὅλοι σας τὸ γνωρίζετε, ὅτι εἶνε φωτεινὸς καὶ τὰ πάντα φωτίζει. Εἶνε ὅμως μερικὰ ζῶα ὁποὺ τὰ λέγουν νυχτερίδες, καὶ ἄλλα κουκουβάγιες, καὶ ὅταν βγῆ ὁ ἥλιος θαμβώνονται καὶ σκοτίζονται καὶ δὲν βλέπουν. Ἔτσι εἶνε καὶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· τὸν καλὸν τὸν φωτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν ἄγγελον· ὁμοίως καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν πάλιν τὸν σκοτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν διάβολον. Καθὼς καὶ ἡ φωτιὰ ὅλα τὰ πράγματα δὲν τὰ καίει, μάλιστα τὸ χρυσάφι τὸ λαμπρύνει καὶ τὸ καθαρίζει, καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τὰ καίει. Λοιπὸν ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς μάλαμα νὰ καθαρισθῶμεν, καὶ ὄχι ξύλα νὰ καιώμεθα.
Ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαρὰν μεγάλην καὶ μίαν λύπην μεγάλην. Καὶ χαρὰν μεγάλην ἔλαβα βλέπων τὴν καλήν σας γνώμην καὶ τὴν καλήν σας μετάνοιαν· λύπην ἔλαβα πάλιν στοχαζόμενος τὴν ἀναξιότητά μου, πὼς δὲν ἔχω καιρὸν νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρὸς ἕνα, νὰ μοῦ εἰπῆ καθένας τὰ ἁμαρτήματά του, νὰ τοῦ εἴπω καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ φωτίση ὁ Θεός (42). Θέλω ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, τέκνα μου. Καθὼς ἕνας πατέρας εἶνε ἄρρωστος, πηγαίνει τὸ παιδί του νὰ τὸ παρηγορήση, ἐκεῖνος μὴ δυνάμενος τὸ διώχνει· μὰ πῶς τὸ διώχνει; Μὲ τὴν καρδιὰ καημένη! Θέλει νὰ τὸ παρηγορήση, μὰ δὲν ἠμπορεῖ. Μὰ πάλιν διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῆτε τελείως, σᾶς λέγω τοῦτο: Ἂν θέλετε νὰ ἰατρεύσετε τὴν ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθητε ἕως τώρα, ὅσα ἁμαρτήματα ἐπράξατε, νὰ τὰ πάρω ἐγὼ εἰς τὸν λαιμόν μου· καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Καὶ τί θὰ κάμω; Ἔχω μία καταβόθρα καὶ τὰ ρίχνω μέσα. Ποία εἶνε ἡ καταβόθρα; Εἶνε ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ μας.
Πρώτη τρίχα εἶνε ὅταν θέλετε νὰ ἐξομολογῆσθε, τὸ πρῶτον θεμέλιον εἶνε αὐτὸ ὁποὺ εἴπομεν, νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἐπήρατε τὴν πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα εἶνε νὰ εὑρίσκετε πνευματικὸν καλόν, γραμματισμένον, ἐνάρετον, νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ ἔχης 100 ἁμαρτίας νὰ εἰπῇς τὰς 99 εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ μίαν νὰ μὴ φανερώσῃς, ὅλες σου ἀσυγχώρητες μένουν. Καὶ ὅταν κάμνης τὴν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νὰ ἐντρέπεσαι, καὶ ὅταν ἐξομολογῆσαι, πρέπει νὰ μὴ ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.
Μιὰ γυναίκα ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητὴς εἶχεν ἕναν ὑποτακτικὸν ἐνάρετον. Λέγει ὁ ἀσκητὴς τοῦ ὑποπτακτικοῦ του: Πήγαινε, νὰ ἐξομολογηθῆ ἡ γυναίκα. Ὁ ὑποτακτικὸς ἐμάκρυνεν ἕως ὁποὺ ἔβλεπε, μὰ δὲν ἤκουεν. Ἐξωμολογήθη ἡ γυναίκα καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικὸς καὶ λέγει: Γέροντα, εἶδα ἕνα παράδοξο θαῦμα. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐξωμολογεῖτο ἡ γυναίκα, ἔβλεπα ὁποὺ ἔβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω καὶ ἐκρεμᾶτο ἕνα μεγάλο· ἔκανε νὰ βγῆ, καὶ πάλιν ἐτραβήχθη ὀπίσω. Λέγει ὁ Γέροντας: Πήγαινε νὰ τὴν κράξης νὰ ἔλθη ὀπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικὸς τὴν εὖρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καὶ τὸ λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτὸς μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοήση τὸ θαῦμα, παρεκάλεσεν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώση ἂν ἡ γυναίκα ἐσώθη ἢ ἐκολάσθη. Καὶ φαίνεται ἔμπροσθέν του μία ἀρκούδα μαύρη καὶ τοῦ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ἡ γυναίκα ὁποὺ ἐξωμολογήθηκα, καὶ δὲν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποὺ εἶχα πράξει, καὶ διὰ τοῦτο ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα, καὶ μὲ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίωμαι πάντοτε. Καὶ ἀμέσως ἐξῆλθε μία βρόμα ὡσὰν καπνὸς καὶ ἐχάθη ἀπὸ ἔμπροσθέν του.
Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογῆσθε, νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καθαρά· καὶ πρῶτον νὰ εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: Πνευματικέ μου, θὰ κολασθῶ, διότι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ὡσὰν ἑαυτόν μου (44). Καὶ νὰ εἰπῆς ἐκεῖνα ὁποὺ σὲ τύπτει ἡ συνείδησίς σου· ἢ ἐφόνευσας ἢ ἐπόρνευσας ἢ ὅρκον ἔκαμες ψεύματα ἢ τοὺς γονεῖς σου δὲν ἐτίμησας καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. Ἰδοὺ ἐπῆρες τὴν δευτέραν τρίχα.
Ἡ τρίτη τρίχα εἶνε, ὡσὰν ἐξομολογηθῆς θὰ σὲ ἐρωτήση ὁ πνευματικός: Διατί, παιδί μου, νὰ κάμης αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα; Σὺ νὰ προσέχης νὰ μὴ κατηγορήσῃς ἄλλον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ εἰπῆς: Αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ τὴν κακήν μου προαίρεσιν. Βαρὺ εἶνε νὰ κατηγορήσῃς τὸν ἑαυτόν σου; -Ὄχι. -Λοιπὸν ἐπῆρες τὴν τρίτην τρίχα.
Ἔχομεν καὶ τέταρτην. Ὅταν σου δώση ἄδειαν ὁ πνευματικὸς καὶ ἀναχωρήσῃς, νὰ ἀποφασίσῃς μὲ στερεὰν γνώμην καὶ ἀπόφασιν, καλύτερα νὰ χύσῃς τὸ αἷμα σου, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃς. Τὸ κάμνεις αὐτό; -Μάλιστα. -Ἐπῆρες καὶ τὴν τέταρτην τρίχα.
Αὐτὰ τὰ τέσσαρα εἶνε τὰ ἰατρικά σου, καθὼς εἴπομεν. Τὸ πρῶτον εἶνε νὰ συγχωρήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου· τὸ δεύτερον νὰ ἐξομολογῆσαι καθαρά· τὸ τρίτον εἶνε νὰ κατηγορῆτε τὸν ἑαυτόν σας· τὸ τέταρτον νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴ ἁμαρτήσετε πλέον. Καὶ ἂν ἠμπορεῖτε νὰ ἐξομολογῆσθε καθ᾿ ἑκάστην· εἰ καὶ δὲν ἠμπορεῖτε καθ᾿ ἡμέραν, ἂς εἶνε μίαν φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ μία φορὰ τὸν μήνα ἢ ὀλιγώτερον τέσσαρας φορὰς τὸν χρόνον. Καὶ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ εἰς τὸν καλὸν δρόμον, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς δίδουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας καὶ ἄλλα, δὲν εἶνε ἰατρικά, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ πέσετε ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὅστις τὰ βάλη μέσα εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰ τὰ τέσσαρα, νὰ ἀποθάνη ἐκείνην τὴν ὥραν, σώνεται· εἰ δὲ χωρὶς αὐτά, χιλιάδες καλὰ νὰ κάμη, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνει.
Δυὸ ἄνθρωποι, χριστιανοί μου, ἦλθον μίαν φορὰν καὶ ἐξωμολογήθηκαν εἰς ἐμέ, Πέτρος καὶ Παῦλος, καὶ νὰ ἰδῆτε πῶς τοὺς ἐδιώρθωσα, καλὰ ἢ κακά. Ἐγὼ σᾶς φανερώνω τὴν καρδίαν μου. Μοῦ λέγει ὁ Πέτρος: Ἐγώ, πνευματικέ μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ἕως τώρα, ἐνήστευα, ἐπροσευχόμην πάντοτε, ἔκαμνα ἐλεημοσύνας, εἰς τοὺς πτωχούς, ἔκτισα μοναστήρια, ἐκκλησίας καὶ ἄλλα καλὰ ἔκαμα. Τὸν ἐχθρόν μου δὲν τὸν συγχωρῶ. Ἐγὼ τὸν ἀποφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ἔρχεται ὁ Παῦλος καὶ μοῦ λέγει: Ἐγὼ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ποτὲ κανένα καλὸν δὲν ἔκαμα, ἀλλὰ μάλιστα ἔχω κάμει τόσα φονικά, ἐπόρνευσα, ἔκλεψα, ἔκαψα ἐκκλησίας, μοναστήρια· ὅλα τὰ κακὰ τὰ ἔκαμα, μὰ τὸν ἐχθρόν μου τὸν συγχωρῶ. Νὰ ἰδῆτε τί ἔκαμα ἐγὼ εἰς αὐτόν. Εὐθὺς τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν ἐφίλησα· τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη. Καλὰ τοὺς ἐδιώρθωσα ἢ κακά; Φυσικὰ θέλετε νὰ μὲ κατηγορήσετε καὶ νὰ μοῦ εἰπῆτε: Ὁ Πέτρος ὁποὺ ἔκαμε τόσα καλά, καὶ διότι δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρόν του, διὰ τόσον ὀλίγον πράγμα τὸν ἀπεφάσισες διὰ τὴν κόλασιν; Καὶ τὸν Παῦλον ὁποὺ ἔκαμε τόσα κακά, καὶ διότι ἐσυγχώρει τοὺς ἐχθρούς του, τὸν ἐσυγχώρησες καὶ τοῦ ἔδωκες τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη; Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι ἔκαμα. Θέλετε νὰ καταλάβετε μὲ τί ὁμοιάζει ὁ Πέτρος; Καθὼς μέσα σε 100 ὀκάδας ἀλεύρι βάνεις ὀλίγον προζύμι καὶ ἔχει τόσην δύναμιν τὸ προζύμι ἐκεῖνο, νὰ γυρίση καὶ τὰς 100 ὀκάδας τὸ ζυμάρι καὶ νὰ τὸ κουφίζη ὅλο, ἔτσι εἶνε καὶ ὅλα τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Πέτρος· μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν, ὁποὺ δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρό του, τὰ ἐγύρισε καὶ τὰ ἔκαμε φαρμάκι τοῦ διαβόλου, καὶ ἔτσι τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ὁ Παῦλος πάλιν μὲ τί ὁμοιάζει; Εἶνε ἕνας σωρὸς λιανόξυλα καὶ βάνεις ἕνα μικρὸ κερὶ ἀναμμένον καὶ καίει ὅλον τὸν σωρὸν ἐκείνη ἡ ὀλίγη φλόγα. Ἔτσι εἶνε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Παύλου, ὡσὰν τὸν σωρὸν τὰ λιανόξυλα· καὶ ἡ συγχώρησις ὁποὺ ἔκαμε τοῦ ἐχθροῦ του εἶνε ὡσὰν τὸ κερί, ὁποὺ ἔκαψε ὅλα τὰ λιανόξυλα, ἤγουν τὰς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὸν παράδεισον.
Παρεδόθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὰς χεῖρας τῶν παρανόμων Ἑβραίων· ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον· Τὴν Μεγάλην Τετάρτην ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ἐσταυρώθη. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ νηστεύωμεν πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Τετάρτην, διότι ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Παρασκευήν, διότι ἐσταυρώθη. Ὁμοίως ἔχομεν χρέος νὰ νηστεύωμεν καὶ τὰς Τεσσαρακοστάς, καθὼς ἐφώτισεν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνομοθέτησαν νὰ νηστεύωμεν, διὰ νὰ νεκρώνωμεν τὰ πάθη καὶ νὰ ταπεινώνωμεν τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα μὲ τὰ ὀλίγα ζῶμεν μὲ εὐκολίαν.Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ 100 δράμια ἄρτου· ἐκεῖνα τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός, διότι εἶνε ἀναγκαῖα· καὶ ὄχι νὰ τρώγωμεν 110· ἐκεῖνα τὰ 10 τὰ καταρᾶται, διότι εἶνε χαράμι· εἶνε ἐκείνου ὁποὺ πεινᾶ (45). Φυλάγετε αὐτὰς τὰς τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, πρέπει νὰ τὰς φυλάγετε· μάλιστα τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατεῖτε τὸ τριήμερον ἐδῶ; Τὴν Καθαρὰν Δευτέραν εἶνε καλὸν καὶ ἅγιον ὅποιος τὴν φυλάγει. Ὁ Ἀβραὰμ εἶχε τὸ σπίτι του ἀνοικτὸν πάντοτε, καὶ ὅπου πτωχός, ἐκεῖ ἐκόνευε· καὶ χωρὶς ξένον ἄνθρωπον ὁ Ἀβραὰμ ποτέ του δὲν ἐκάθητο νὰ φάγη ψωμί. Ὁ διάβολος τὸν ἐφθόνησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐμπόδιζε τοὺς διαβάτας νὰ μὴ περνοῦν ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ τὴν καλύβαν. Ἐβγῆκεν εἰς τὸν δρόμον ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε τρεῖς ἡμέρας νηστικός. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεῖς ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἐπῆρε εἰς τὴν καλύβαν του καὶ τοὺς ἐφίλευσεν· ὕστερον ἔγιναν ἄφαντοι ἀπ᾿ ἔμπροσθέν του. Τότε κατάλαβε πὼς ἦτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος (46). Ὅποιος νηστεύει τὸ τριήμερον ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του, καὶ πάλιν δὲν λέγω ἐκεῖνο ὁποὺ δὲν δύναται. Καὶ μίαν ἡμέραν νὰ νηστεύση ὠφελεῖται.
Θέλων ὁ Κύριος νὰ δείξη τὸ μέγα κακὸν ὁποὺ ἀπετόλμησαν νὰ κάμουν τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, οἱ Ἑβραῖοι, ἐσκότισε τὸν ἥλιον ἀπὸ τὰς ἓξ ὥρας ἕως τὰς ἐννέα (47) εἰς ὅλον τὸν κόσμον· αἱ πέτραι ἐσχίζοντο, ὅλη ἡ γῆ ἔτρεμεν. Ἐτέθη ὁ Κύριος εἰς τὸν τάφον, καὶ εὐθὺς ἀνεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, ὁποὺ ἦσαν χιλιάδες χρόνους ἀποθαμένοι, καὶ ἐκήρυξαν πὼς μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν νεκρῶν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ἀπὸ σήμερον καὶ ὕστερα νὰ μὴ κλαίωμεν τοὺς ἀποθαμένους ὡσὰν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους, ὁποὺ δὲν ἐλπίζουν ἀνάστασιν. Οὗτος ὁ κόσμος, ἀδελφοί μου, εἶνε ὡσὰν μία φυλακή. Πότε πρέπει νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὅταν ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν; Μοὶ φαίνεται, ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ κλαίη καὶ νὰ λυπῆται, καὶ ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ χαίρεται. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ λυπῆσθε διὰ τοὺς ἀποθαμένους, ἀλλὰ ἂν ἀγαπᾶτε τοὺς ἀποθαμένους, κάμνετε ὅ,τι ἠμπορεῖτε διὰ τὴν ψυχήν των· συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας (48). Καὶ ὅσες γυναῖκες φορεῖτε λερωμένα διὰ τοὺς ἀποθαμένους σας, νὰ τὰ βγάλετε· διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τοὺς ἀποθαμένους. Φυσικὸν εἶνε ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθῆ καὶ ν᾿ ἀποθάνη. Ὅταν γεννώμεθα, τότε πρέπει νὰ κλαίωμεν καὶ ὅταν ἀποθνήσκωμεν, νὰ χαιρώμεθα· καὶ μάλιστα νὰ μὴ κλαίετε διὰ τὰ μικρὰν παιδιά, ὁποὺ εἶνε ὡσὰν Ἄγγελοι μέσα εἰς τὸν παράδεισον. Τὸ παιδί σου τοῦ Θεοῦ ἦτο· καὶ ὅταν σοῦ τὸ ἐχάρισε ὁ Θεός, σὲ ἐτίμησε· καὶ τώρα πάλιν ὁποὺ σοῦ τὸ ἐπῆρε, σοῦ ἐτίμησε τὸ παιδί σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σὺ κάθεσαι νὰ κλαῖς εἶνε ἄπρεπον. Ἕνας βασιλεὺς σοῦ γυρεύει τὸ παιδί σου νὰ τὸ κάμη βεζίρη (49) καὶ χαίρεσαι νὰ τοῦ τὸ δώσῃς· πολὺ μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ χαίρεσαι ὁποὺ σὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἐπῆρε καρπὸν ἀπὸ τὴν βρωμισμένην κοιλίαν σου, καὶ σοῦ ἔβαλε τὸ παιδί σου μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σοῦ τὸ φυλάγει νὰ σοῦ τὸ παραδώση εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν νὰ λάμπη περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, διὰ νὰ λάβης τὸν μισθόν σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Εἶνε μερικοὶ ὁποὺ ἔχουν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν των καὶ λέγουν πὼς δὲν εἶνε ἀνάστασις καὶ δὲν εἴδατε καμμίαν φορὰν νὰ ἀναστηθῆ κανένας ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ εἶνε ἐδῶ, προτοῦ νὰ γεννηθοῦν, δὲν ἦσαν ἀποθαμένοι; Καθὼς ἠδυνήθη ὁ Κύριός μας καὶ μᾶς ἀνέστησεν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας, ἔτσι δύναται νὰ μᾶς ἀναστήση καὶ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς γῆς. Ἡ κοιλία τῆς μητρός μας καὶ ὁ τάφος τί διαφέρει; Δὲν βλέπομεν φανερὰ τὴν ἀνάστασιν; Ὅταν κοιμώμεθα δὲν εἴμεθα ἀποθαμένοι; Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος. Καὶ καθὼς τὸ σιτάρι ὁποὺ πίπτει εἰς τὴν γῆν, ἀνίσως καὶ δὲν βρέχη νὰ σαπηθῆ νὰ γίνῃ ὡσὰν χυλός, δὲν φυτρώνει, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ὁποὺ ἀποθνήσκομεν καὶ θαπτόμεθα εἰς τὴν γῆν. Ἀνίσως καὶ δὲν ἐθάπτετο πρῶτον εἰς τὸν τάφον ὁ Χριστός μας, δὲν μᾶς ἐπότιζε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ τὴν ἀνάστασιν. Δὲν βλέπετε φανερὰ τὰ χόρτα πῶς τὰ ἀνασταίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν κατ᾿ ἔτος; (50). Γνῶσιν δὲν ἔχομεν, χριστιανοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τὰ πάντα.Ὅλα μᾶς τὰ ἐχάρισεν ὁ Θεός. Ὅθεν διὰ τὸ παρόν, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ὅλους τοὺς ἀποθαμένους τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς.
Ἐπῆγεν ὁ Κύριος εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἔβγαλε τὸν Ἀδάμ, τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος του. Ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν. Ἐφάνη δώδεκα φορὰς εἰς τοὺς Ἀποστόλους του. Ἔγινε χαρὰν εἰς τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον· φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ Ἑβραῖοι δὲν κατακαίονται ἄλλην ἡμέραν τόσον, ὡσὰν τὴν Κυριακήν, ὁποὺ ἀκούουν τὸν παπά μας νὰ λέγη: «Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν». Διότι ἐκεῖνο ὁποὺ ἐσπούδαζον οἱ Ἑβραῖοι νὰ κάμουν διὰ νὰ ἐξαλείψουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, ἐγύρισεν ἐναντίον τῆς κεφαλῆς των. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἐργαζώμεθα τὰς ἓξ ἡμέρας διὰ ταῦτα τὰ μάταια, γήϊνα καὶ ψεύτικα πράγματα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ κάμνωμεν ἁμαρτίας· οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν· καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴν γυναῖκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶόν σου ψοφᾶ, ἢ ἄλλον κακόν σου κάμνει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, διὰ νὰ μὴ πάθετε κανένενα κακόν, μήτε ψυχικὸν μήτε σωματικόν, ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τὴν φυλάγετε τὴν Κυριακήν; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, νὰ τὴν φυλάγετε. Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς τί τὸ κάμνετε; Ἄκουσε, παιδί μου· νὰ τὸ σμίγης ὅλο καὶ νὰ τὸ κάμνης ἑπτὰ μερίδια· καὶ τὰ ἓξ μερίδια κράτησέ τα διὰ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τὸ ἄλλο μερίδιον τῆς Κυριακῆς, ἂν θέλης, δῶσε το ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πράγματά σου. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλης νὰ πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακήν, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγεις εἰς τὴν σακκούλα σου, διότι τὴν μαγαρίζει· ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σᾶς φυλάγη ὁ Θεὸς (51).
Εἰς τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας εὐλόγησεν ὁ Κύριος τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησεν ἐκ δεξιῶν τοῦ προανάρχου Πατρός, νὰ συμβασιλεύση αἰωνίως καὶ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἕνα πράγμα θὰ σᾶς φανερώσω, χριστιανοί μου· τὸ ἠξεύρω πὼς θὰ σᾶς καύσω τὴν καρδία· εἶνε φοβερὸν καὶ λυπηρόν· τρέμει ἡ καρδιά μου νὰ τὸ εἰπῶ, ἀλλὰ τί νὰ κάμω, ὁποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός μας πὼς ἀνίσως καὶ δὲν τὸ φανερώσω, μὲ θανατώνει καὶ μὲ βάνει εἰς τὴν κόλασιν; Μᾶς φανερώνει ἡ θεία Γραφή, τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πὼς εἰς ὄγδοον αἰῶνα θὰ γίνῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ μέλλει νὰ χαλάση τοῦτος ὁ κόσμος.
Καὶ θὰ στείλη ὁ Θεὸς τὸν προφήτην Ἠλίαν νὰ διδάξη τοὺς χριστιανοὺς νὰ φυλάγουν τὴν πίστιν των. Ὁ ἀντίχριστος, ἀδελφοί μου, εἶνε ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει κακὴν γνώμην, κακὴν προαίρεσιν, καὶ κατοικεῖ ὁ διάβολος εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ λέγει πὼς εἶνε Θεός· καὶ ὁ ἀντίχριστος θὰ θανατώση τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἐξετάζοντας ἔμαθα καὶ ἐκατάλαβα, πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθε· καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ὁ προφήτης Ἠλίας, χριστιανοί μου, εἶνε ζωντανὸς τόσους χρόνους καὶ ἠξεύρει ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ἔχει φυλαγμένον ἕως τὴν σήμερον. Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε ποὺ εὑρίσκεται, ἐδῶ κοντὰ εἶνε καὶ αὐτός· τὰ λόγια ὁποὺ σᾶς λέγω ἐκείνου εἶνε. Ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἔλθη νὰ διδάξη, δὲν θὰ φανερωθῆ εἰς τὸν κόσμον, καθὼς λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἵνα μὴ ἐλθὼν πατάξη τὴν γῆν ἄρδην, ἤτοι, λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διὰ νὰ μὴ φοβίση καὶ ταράξη τὸν κόσμον καὶ τὴν γῆν, δὲν θέλω τὸν φανερώσει εἰς σᾶς τοὺς χριστιανούς. Ἀμὴ τί ἔχει, παιδιά μου, νὰ φανερωθῆ; Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ διδασκαλία του. Αὐτὰ τὰ δυό μὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του καὶ μοῦ ἐχάρισε, καὶ μὴ καρτερῆτε ἄλλον Ἠλίαν νὰ σᾶς διδάξη.
Ἀμὴ τί καρτεροῦμεν; Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἴπω! Σήμερον, αὔριον καρτεροῦμεν δίψας, πείνας μεγάλας, ὁποὺ νὰ δίνωμεν χιλιάδας φλωρία καὶ νὰ μὴ εὑρίσκωμεν ὀλίγον ψωμὶ ἢ νερό. Σήμερον, αὔριον περιμένομεν θανατικὰς ἀσθενείας μεγάλας, ὁποὺ νὰ μὴ προφθάνωμεν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάπτωμεν τοὺς ἀποθαμένους. Σεισμὸς παγκόσμιος θὰ γίνῃ, ὅλος ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἕνας κάμπος. Θὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὅλα τὰ σπίτια. Ἡ Θάλασσα θὰ σηκωθῆ ὑψηλὰ δέκα πέντε πήχεις ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα βουνά. Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη θὰ σκοτισθοῦν· ὁ οὐρανὸς ὁποὺ φαίνεται, ἡ γῆ καὶ τὰ πάντα, καὶ ὅλος ὁ κόσμος θὰ χαλάση. Πότε θὰ γίνουν αὐτά; Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: Ἐπλησίασε τώρα κοντά, ἔγγιξε τὸ μαχαίρι εἰς τὸ κόκκαλον. Ἔξαφνα θὰ γίνουν· ἠμποροῦν νὰ γίνουν καὶ ἀπόψε. Τάχα νὰ μὴ εἶνε καὶ τώρα ἡ ἀρχή; Δὲν βλέπετε πῶς ἐχάθησαν τὰ γεννήματά σας καὶ τὰ σπαρτά σας; Ἐστέρεψαν αἱ βρύσες, τὰ ποτάμια· σήμερον μᾶς ὑστερεῖ τὸ ἕνα, αὔριον τὸ ἄλλο, καὶ ἀπὸ ὀλίγον μᾶς τὰ δίδει ὁ Θεός, καὶ ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι δὲν στοχαζόμεθα.
Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλω· κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατεβῆ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε. Τώρα, ἀδελφοί μου, τί σημεῖον καρτεροῦμεν; Δὲν καρτεροῦμεν ἄλλο παρὰ πότε νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἑπτὰ φορὰς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μὲ χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες Ἀγγέλους, μὲ δόξαν θεϊκήν.
Καὶ ἔχει ν᾿ ἀναστήση ὁ Κύριος ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ οἱ καλοὶ θὰ εἶνε ὡς Ἄγγελοι, καὶ οἱ κακοὶ ὡσὰν δαίμονες, πρῶτον τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν μας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. Τότε θὰ ἴδουν ἐκείνην τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ μας νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἀμὴ ἐκείνη ἡ πίστις δὲν τοὺς ὠφελεῖ τότε. Τώρα χρειάζεται ἡ πίστις. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι οἱ χριστιανοὶ ὁποὺ πιστεύουν τώρα, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀπίστους. Καλύτερα ἂν μὴ εἶχον γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον (53). Τότε θὰ ξεχωρίση ὁ Κύριος τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, καθὼς ξεχωρίζει ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θὰ βάλη τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του, καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά του. Καὶ θὰ εἴπη εἰς τοὺς δικαίους: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους μου πάντοτε, διότι ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ πράγματά μου». Εἰς δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς θὰ εἴπη ὁ Κύριος: «Πηγαίνετε σεῖς κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσθε μαζὶ μὲ τὸν διάβολον, τὸν πατέρα σας, πάντοτε, διότι δὲν ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ προστάγματά μου». Καὶ θὰ ἀνοίξη ὁ Κύριος ἕνα πύρινον ποταμόν, ὡς θάλασσα, νὰ ρίψη ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς, ἀπίστους, αἱρετικούς, ἀθέους καὶ ἁμαρτωλοὺς μέσα, νὰ καίωνται πάντοτε· καὶ θὰ βάλη τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ δικαίους μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.
Ὅθεν πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Καὶ ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι. Ἀνίσως δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρὸν νὰ μετανοήσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ πράξωμεν τὰ καλά. Ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ· πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον, μεθαύριον καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν. Διότι δὲν ἠξεύρομεν ἕως αὔριον τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι. Πόσον κακὸν πράγμα εἶνε, χριστιανοί μου, νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος εἰς ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ μετανοήση! Στοχασθῆτε!
Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ Ἑβραῖοι ἐθανάτωσαν ὅλους τοὺς προφῆτας, ὅλους τοὺς δικαίους διδασκάλους· χιλιάδες φορὲς ἄφησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν διάβολον, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔκαμαν ἕνα μοσχάρι καὶ τὸ ἐπροσκυνοῦσαν διὰ Θεόν, καθὼς τὸ ἔχουν ἕως τὴν σήμερον (54). Καὶ τώρα τὸ αὐτὸ εἶνε νὰ συναναστρέφεσαι καὶ νὰ πραγματεύεσαι, νὰ τρώγης καὶ νὰ πίνης μὲ τὸν διάβολον.Ἐτόλμησαν καὶ ἐσταύρωσαν καὶ τὸν Χριστόν μας. Ὁ Πανάγαθος εἰς ὅλα αὐτὰ τοὺς ἐφύλαγε, τοὺς ἐσκέπαζεν. Ἐκαρτέρησεν ὁ Κύριος ὕστερα ἀπὸ τὴν σταύρωσίν του τριάντα χρόνια νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ δὲν μετενόησαν. Τότε τοὺς κατηράσθη, τοὺς ἀφώρισε, τοὺς ὠργίσθη καὶ ἀφῆκε τὸν διάβολον μέσα εἰς τὴν καρδίαν των, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως σήμερον. Ἐσκοτίσθησαν, ἔφυγον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Σηκώνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ρώμην καὶ πολιορκεῖ τοὺς Ἑβραίους μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες ἔσφαζον τὰ τέκνα των καὶ τὰ ἔτρωγον (55)· Ὁ διάβολος θέλει νὰ τρώγουν οἱ γονεῖς τὰ τέκνα των, καὶ ὄχι ὁ Θεός.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος τί κακὸν παθαίνει ὅταν ἁμαρτάνη καὶ τὸν ἐγκαταλείψη ὁ Θεός; Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. Μεγάλην εὐσπλαχνίαν ἔχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἔχει καὶ μεγάλην ὀργήν· καὶ καθὼς ἐπαίδευσε τοὺς Ἑβραίους, παιδεύει καὶ ἡμᾶς, ἀνίσως καὶ δὲν κάμνωμεν καλά.
Βάνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θανατώνει χίλιες ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες Ἑβραίους, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔγινε τὸ αἷμα ὡσὰν θάλασσα. Τριάντα φλωρία ἐπώλησαν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστόν μας, τριάντα εἰς τὸ φλωρὶ ἐπώλησεν ὁ Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Ἑβραίους. Ἐσὺ ἔμαθες καὶ πωλεῖς τὸν Χριστόν, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σὲ πωλήση;
Καὶ τώρα μὴ δυνάμενοι οἱ Ἑβραῖοι νὰ τὸν μετασταυρώσουν τὸν Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευὴν τὸν κάνουν ἀπὸ κερὶ καὶ τὸν σταυρώνουν, καὶ ὕστερα τὸν καίουν· ἢ παίρνουν ἕνα ἀρνὶ καὶ τὸ κτυποῦν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸ σταυρώνουν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκούετε κακίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ διαβόλου; Καθὼς γεννηθῆ τὸ Ἑβραιόπαιδον, ἀντὶ νὰ τὸ μαθαίνουν νὰ προσκυνῇ τὸν Θεόν, οἱ Ἑβραῖοι, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν πατέρα των διάβολον, εὐθὺς ὁποὺ γεννηθῆ, τὸ μαθαίνουν νὰ βλασφημᾷ καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας· καὶ ἐξοδεύουν πενήντα, ἑκατὸν πουγγιὰ νὰ εὕρουν κανένα χριστιανόπουλο νὰ τὸ σφάξουν, νὰ πάρουν τὸ αἷμα του, καὶ μὲ ἐκεῖνο νὰ κοινωνοῦν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ πίνωμεν τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν, καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλει νὰ εὐχώμεθα ὅλον τὸν κόσμον. Ὁ Ἑβραῖος, ὅσον καὶ ἂν εἶνε φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, καὶ βάλε τὸ αὐτί σου νὰ ἀκούσῃς τί σοῦ λέγει. Ἐσὺ τὸν εὔχεσαι καὶ τὸν χαιρετᾶς καὶ ἐκεῖνος σὲ καταρᾶται καὶ σοῦ λέγει, κακὴ ἡμέρα σου, διότι ἡ καλὴ ἡμέρα εἶνε τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ οὔτε νὰ τὴν εἴπῃ ὁ Ἑβραῖος. Κοίταξε εἰς τὸ πρόσωπον ἕνα Ἑβραῖον ὅταν γελᾷ· τὰ δόντια του ἀσπρίζουν, τὸ πρόσωπόν του εἶνε ὡσὰν πανὶ ἀφωρισμένο, διότι ἔχει τὴν κατάραν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ δὲν γελᾶ ἡ καρδία του. Ἔχει τὸν διάβολον μέσα του ὁποὺ δὲν τὸν ἀφήνει. Κοίταξε καὶ ἕνα χριστιανὸν εἰς τὸ πρόσωπον, ἂς εἶνε καὶ ἁμαρτωλός· λάμπει τὸ πρόσωπόν του, χύνει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σφάζει ὁ Ἑβραῖος ἕνα πρόβατον, καὶ τὸ μισὸ τὸ ἐμπροσθινὸν τὸ κρατεῖ διὰ λόγου του, καὶ τὸ πισινὸν τὸ μουντζώνει καὶ τὸ πωλεῖ εἰς τοὺς χριστιανοὺς διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσῃ. Καὶ ἂν σοῦ δώσῃ ὁ Ἑβραῖος κρασὶ ἢ ρακί, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ τὸ μαγαρίσῃ πρῶτον· καὶ ἂν δὲν προφθάση νὰ κατουρήσῃ μέσα, θὰ πτύσῃ. Ὅταν ἀποθάνῃ κανένας Ἑβραῖος, τὸν βάζουν μέσα εἰς ἕνα σκαφίδι μεγάλο καὶ τὸν πλένουν μὲ ρακί, καὶ τοῦ βγάνουν ὅλην του τὴν βρόμα, καὶ ἐκεῖνο τὸ ρακὶ τὸ φτιάνουν μὲ μυριστικά, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανοὺς εὐθηνότερον, διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσουν. Πωλοῦν ψάρια εἰς τὴν πόλιν οἱ Ἑβραῖοι; Ἀνοίγουν τὸ στόμα τοῦ ὀψαρίου καὶ κατουροῦν μέσα, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανούς.
Ὁ Ἑβραῖος μοῦ λέγει πὼς ὁ Χριστός μου εἶνε μπάσταρδος (56), καὶ ἡ Παναγία μου πόρνη. Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον λέγει πὼς τὸ ἔγραψεν ὁ διάβολος. Τώρα ἔχω μάτια νὰ βλέπω τὸν Ἑβραῖον; Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Καὶ ἡ εὐγένειά σας πῶς σᾶς βαστᾶ ἡ καρδία νὰ κάνετε πραγματείας μὲ τοὺς Ἑβραίους; Ἐκεῖνος ὁποὺ συναναστρέφεται μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἀγοράζει καὶ πωλεῖ, τί φανερώνει; Φανερώνει καὶ λέγει, πὼς καλὰ ἔκαμαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς προφήτας καὶ ὅλους τοὺς διδασκάλους καὶ ὅλους τοὺς καλούς. Καλὰ ἔκαμαν καὶ κάμνουν νὰ ὑβρίζουν τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας. Καλὰ κάμνουν καὶ μᾶς μαγαρίζουν καὶ πίνουν τὸ αἷμα μας. Ταῦτα διατὶ σᾶς τὰ εἶπα, χριστιανοί μου; Ὄχι διὰ νὰ φονεύετε τοὺς Ἑβραίους καὶ νὰ τοὺς κατατρέχετε, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς κλαίετε, πῶς ἄφησαν τὸν Θεὸν καὶ ἐπῆγαν μὲ τὸν διάβολον. Σᾶς τὰ εἶπα νὰ μετανοήσωμεν ἡμεῖς τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ μᾶς ὀργισθῆ ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀφήση ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὸ πάθωμεν καὶ ἡμεῖς σὰν τοὺς Ἑβραίους καὶ χειρότερα.
Χριστιανοί μου, φθάνουν αὐτά· δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Σᾶς εἶπα καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ ἐφώτισεν ὁ Θεός· ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὰ ἄλλα (57). Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί· καταλάβατε τὸ καλόν σας καὶ κάμετέ το. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου; Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω, ἀμὴ δὲν μὲ συμβουλεύετε καὶ ἡ εὐγενία σας; Ἡ ἐργασία ἡ ἰδική μου, εἶνε καὶ ἰδικὴ σας, εἶνε τῆς πίστεώς μας, τοῦ Γένους μας. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ μὲ εὐχηθῆτε, καὶ νὰ σηκωθῶ νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί μας ὁποὺ μὲ καρτεροῦν. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μοῦ λέγει: Ὄχι, μὴ πηγαίνης, μόνον κάθησε νὰ κάμης καθὼς ἔκαμες καὶ εἰς τὰ ἄλλα χωρία, νὰ τελειώσῃς καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Διότι αὐτὰ ὁποὺ εἴπομεν εἰς τρεῖς λόγους μὲ συντομίαν, ὁμοιάζουν ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος νὰ κτίση μία ἐκκλησίαν χωρὶς σκεπήν. Τὰ ἄλλα ὁποὺ ἔχομεν νὰ εἴπωμεν ὁμοιάζουν ὡσὰν σκεπήν. Ποία εἶνε ἡ σκεπή; Ἐγὼ βλέπω τὸ Γένος μας ὁποὺ ἔπεσεν εἰς πολλὰ κακά· ἔχουν κατάρες, ἀφορισμούς, ἀναθεματισμούς, ὅρκους, βλασφημίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Νὰ καθαρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ νὰ ἁγιασθοῦν τὰ χωρία των καὶ νὰ καθαρισθοῦν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Τὸ δεύτερον παρακινῶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ φτιάσουν σταυροὺς καὶ κομποσχοίνια, καὶ παρακαλῶ τὸν Χριστόν μας καὶ τὰ εὐλογεῖ, διὰ νὰ τὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ φυλακτήρια. Τρίτον εἶνε ὁποὺ κάμνω τοὺς χριστιανοὺς ὅλους καὶ συγχωροῦν ζωντανοὺς καὶ ἀποθαμένους. Ἀλλὰ τώρα μοῦ δίνετε τὴν εὐχήν σας νὰ πηγαίνω, καὶ τὰ ἄλλα τὰ τελειώνετε ἡ εὐγένιά σας; -Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε, σὲ παρακαλοῦμεν νὰ καθήσῃς νὰ μᾶς τελειώσῃς, διότι δὲν ἠξεύρομεν νὰ τὰ κάμωμεν. -Καλά, χριστιανοί μου, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὴν ἰδικήν σας θὰ καθήσω.
Εἶνε πολλοὶ παπάδες ἐδῶ; Κάμνετε τὸν κόπον, ἅγιοι ἱερεῖς, νὰ σηκωθῆτε ἐπάνω νὰ ἰδῶ, εἶσθε πολλοί; Ἅγιοι ἱερεῖς, μοῦ κάμνετε μίαν χάριν, νὰ διαβάσωμεν ἕνα ἅγιον Εὐχέλαιον, νὰ χρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ οἱ ἀδελφοί μας; -Ὁρισμός σου, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἔχω φλωρία πολλὰ νὰ σᾶς πληρώσω, μὰ δὲν σᾶς τὰ δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι μὲ πληρωμὴν δὲν ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παναγίου Πνεύματος· διότι ἔτσι λέγει ὁ Χριστός μας: Χάρισμα σᾶς ἔδωσα ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δίδετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς ἀδελφούς σας. Τὸ κάμνετε ἅγιοι ἱερεῖς; -Μάλιστα, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Παρακαλῶ καὶ ἐγὼ τοὺς χριστιανοὺς καὶ σᾶς συγχωροῦν δι᾿ αὐτὸ τὸ χάρισμα. Θέλετε νὰ βάλω τοὺς χριστιανοὺς νὰ σᾶς συγχωρήσουν, ἢ δὲν ἔχετε ἁμαρτίας; Καὶ σᾶς φιλεύω αὔριον ἀπὸ ἕνα βιβλίον, ὄχι διὰ πληρωμήν, ἀλλὰ διὰ μίαν εὐχήν. -Ὁρισμός σου. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε διὰ τοὺς ἁγίους ἱερεῖς, ὁποὺ θὰ σᾶς διαβάσουν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Ἂν θέλετε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Ἅγιε ἐφημέριε, μοῦ χρειάζονται ἀπόψε νὰ ἑτοιμάσῃς εἴκοσι φλετζάνια καὶ δυὸ ὀκάδες λάδι. Χριαλίδια ἔχει τὸ παιδὶ τὸ ἰδικό μου καὶ σοῦ δίδει (58). Καὶ ἂν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εἰς τὰ σπίτια νὰ μαζεύσῃς καμμιὰ διεκαριὰ ὀκάδες λάδι, καὶ βάνεις διὰ τὸ Εὐχέλαιον μία ὀκά, καὶ τὸ ἄλλο τὸ δίνεις τῆς παπαδιᾶς καὶ τὸ τρώγει. Δὲν εἶνε καλὰ ἔτσι; Τὸ κάμνεις; -Τὸ κάμνω, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἂν δὲν τὸ κάμης, αὔριον σὲ κηρύττω ψεύστη καὶ σὲ ἐντροπιάζω. Σηκωθῆτε ἐπάνω δέκα ἐντόπιοι· ἀκούσατε. Οἱ πέντε νὰ κάμετε ἀπόψε δεκαπέντε σακκιά· καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ φέρετε ψωμὶ καὶ τὸ σιτάρι ἀπόψε· καὶ σεῖς οἱ πέντε νὰ σταθῆτε ἐπίτροποι, καὶ νὰ κόψετε τὰ ψωμιὰ καὶ νὰ τὰ βάλετε μέσα στὰ σακκιά, καὶ τὸ σιτάρι. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι πέντε νὰ φέρετε πέντε καζάνια νερὸ ἀπόψε νὰ ξημερωθοῦν ἕτοιμα διὰ νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Χριστὸν αὔριον νὰ τὰ εὐλογήση καὶ νὰ πάρουν οἱ χριστιανοὶ δι᾿ ἁγιασμόν. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου. Καθήσατε νὰ τελειώσωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Προχέτε λοιπόν, παιδιά μου, νὰ μὴ ὑπερηφανεύεσθε.
(Τὰ ἐπίλοιπα εἶνε εἰς τὸ τέλος τῆς Α´ διδαχῆς).
ΔΙΔΑΧΗ Ε´
Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς κ.λπ., λέγει ὁ προφήτης Μωϋσῆς πεφωτισμένος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν.
Τὸν παλαιὸν καιρόν, χριστιανοί μου, ἐγίνοντο καλοὶ ἄνθρωποι. Μεταξὺ εἰς τοὺς πολλοὺς ἔχομεν καὶ ἕνα ὀνομαζόμενον Μωϋσῆν. Ὁ Μωϋσῆς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μικρὸν παιδίον ἔλαβε δυὸ πράγματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας νὰ ἔχετε, χαράν, δόξαν, ἀγαλλίασιν, πλοῦτον, θησαυρόν· νὰ χαιρώμεθα μὲ αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας πάντοτε. Σαράντα χρόνους ἐσπούδασεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς νὰ μάθῃ τὰ γράμματα, διὰ νὰ καταλάβῃ ποῦ περιπατεῖ. Νὰ σπουδάζετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μανθάνετε γράμματα ὅσον ἠμπορεῖτε. Καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικήν. Καὶ ἂν δὲν σπουδάσῃς τὰ ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβης ἐκεῖνα ὁποὺ ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχης ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χῶραν σου, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποτάμια· καὶ ὡσὰν μάθης τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰς ἐκκλησίας· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια (59).
Σαράντα χρόνους παρεκάλει ὁ Μωϋσῆς τὸν Θεὸν διὰ νὰ ξεσκλαβώση τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Πρέπει καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ παρακαλῆς τὸν Θεὸν ὅσον ἠμπορεῖς διὰ τὸ καλὸν τοῦ ἀδελφοῦ σου· ὄχι, ἀδελφέ μου, νὰ τὸν κλέπτης καὶ νὰ τὸν φονεύης καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὸ κακόν του. Σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἐνήστευσεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, ὡσὰν ὁποὺ ἐκαθαρίσθη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τί καλὰ ποὺ ἔκαμεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, νὰ ἰδῆτε καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς τί μεγάλο καλὸν ὁποὺ τοῦ ἐχάρισε. Τὸν ἐχειροτόνησε βασιλέα καὶ ἐβασίλευσε σαράντα χρόνους· τὸν ἔκαμε καὶ προφήτην εἰς ὅλον τὸν κόσμον, νὰ ἠξεύρη ὅλα τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρελθόντα· τὸν ἔκαμεν ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του ὁ Θεός. Ἔζησεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς ἑκατὸν εἴκοσι ὀκτὼ χρόνους καὶ ἐπέρασε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἔτσι πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ παιδευώμεθα καὶ ἡμεῖς, νὰ πιστεύωμεν ὅσον εἶνε δυνατόν, νὰ καθαριζώμεθα ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν, καὶ νὰ γινώμεθα ὡσὰν Ἄγγελοι. Καὶ ἂν δὲν παιδευώμεθα, ἀδελφοί μου, παρὰ τρώγωμεν καὶ πίνωμεν, καὶ χαιρώμεθα, καὶ χορεύωμεν, δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα ἄλογα.
Ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἐφώτισε τὸν προφήτην Μωϋσῆν καὶ μᾶς ἔγραψε πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Ἐκεῖνα ὁποὺ εἴπομεν ἐψές, εἶνε ἀπὸ τὸν προφήτην Μωϋσῆν. Εἴπομεν ἐψές, ἀδελφοί μου, πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε ἕνας, ἀκατάληπτος, ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος· πὼς εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· πὼς ἔκαμε δέκα τάγματα Ἀγγέλους πρῶτον· πὼς τὸ ἕνα τάγμα ἔγιναν δαίμονες διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, καὶ τότε ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὸ πρῶτον τάγμα τῶν Ἀγγέλων.
Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα. Καθὼς ζυμώνομεν ἡμεῖς τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ νερὸν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἐπῆρε χῶμα καὶ τὸ ἐζύμωσε καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἔδωσε ψυχὴν ἀγγελικὴν ἀθάνατον. Γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦτο, καὶ ἔβγαλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα μίαν πλευρὰν καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν, διὰ τὴν καθαρότητά της. Παρθένος ἦτο καὶ παρθένος ἔμεινε, καὶ ἔγινε Βασίλισσα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως.
Ἔκαμε δὲ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς Ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνην. Ἔβαλε δὲ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ τοὺς ἐχάρισε καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου, καὶ τοὺς παρήγγειλεν ὁ πανάγαθος Κύριος, διὰ νὰ γνωρίζουν Θεόν, διὰ νὰ γνωρίζουν Ποιητήν, μίαν μικρὰν παραγγελίαν, λέγων εἰς αὐτούς, ὅτι ἀπὸ μίαν συκῆν νὰ μὴ φάγητε σύκα, καὶ ἂν δὲν φυλάξετε τὴν ἐντολήν μου καὶ φάγετε σύκα, ἐγὼ θὰ σᾶς θανατώσω. Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον. Νὰ ἀπέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου· νὰ μὴ κάμνετε ὡσὰν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, νὰ καταφρονῆτε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ (60), διότι, ἀδελφοί μου, ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος ἀλλὰ εἶναι καὶ δίκαιος. Ἔχει καὶ ράβδον σιδηρὰν εἰς τὰς χεῖρας του. Ἐξόχως σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ προσέχετε νὰ μὴ τὸ πάθετε ὡσὰν τὴν Εὔα.
Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· τοὺς ἐξώρισεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἦλθον εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον τόπον. Λέγουσι δὲ πὼς ἔκαμαν τριαντατρία παιδιὰ ἀρσενικά, καὶ εἴκοσι ἑπτὰ θυγατέρας, καὶ ἔζησαν ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους καὶ ὑπῆγον εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο καὶ ἐφλογίζοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνια.
Ἕως ἐδῶ τὸ ἐφέραμεν ἐψές. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ἐγεννήθημεν, καὶ ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί. Ὁ διάβολος, ἀδελφοί μου, ὁ μισόκαλος (61) ἐχθρός μας, βλέποντας τὸν κόσμον πῶς πληθαίνει, ἐφθόνησε καὶ ἐβουλήθη εἰς τὴν καρδίαν του νὰ ἐξολοθρεύση τὸν κόσμον καὶ ἔβαλε μίσος εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦν ἀλλήλους καὶ νὰ μὴ ὑπανδρεύωνται καὶ γεννῶσι τέκνα καὶ αὐξάνη ὁ κόσμος. Καὶ ἔριψε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίας, κτηνοβασίας καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποὺ δὲν τὰ ἔκαμνον οὔτε τὰ ἄλογα ζῶα. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς πὼς ὁ μισόκαλος διάβολος ἔβαλε σκοπὸν εἰς τὴν καρδίαν του νὰ τελειώση τὸν κόσμον, παρήγγειλεν ὅτι ὅποιος δὲν κάμνει παιδιὰ νὰ εἶνε κατηραμένος. Καὶ ἀπὸ τότε ὑπανδρεύοντο καὶ ἔπαιρνον γυναίκας. Ἄκουσε καὶ σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ δὲν κάμνεις παιδιά· λοιπὸν ἔχεις κατάρα; Λοιπὸν κακὰ κάμνεις νὰ λυπᾶσαι. Ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ νὰ κόψη ἐκεῖνο τὸ κακὸν τὸ ἔκαμε. Σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ λυπᾶσαι πὼς δὲν κάμνεις παιδιά, γογγύζεις πὼς ἔχεις κατάρα; Δὲν ἔχεις κατάρα.
Χιλιάδες, μυριάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ὁποὺ ἐφύλαξαν τὴν παρθενίαν καὶ δὲν ἔκαμον παιδιά. Καὶ ἂν ἔχης σὺ τὴν κατάραν, τὴν ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι· τὴν ἔχω καὶ ἐγὼ ὁποὺ εἶμαι καλόγηρος. Καὶ τί σὲ βλάπτει νὰ γεννήσῃς ὅλους τούτους τοὺς ἀνθρώπους τέκνα πνευματικά; Πάρε, ἀδελφέ μου, δυὸ πτωχὰ εἰς τὸ σπίτι σου νὰ τὰ κάμης τέκνα σου πνευματικά, νὰ ἔχης μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· νὰ γεννήσῃς τὴν ταπείνωσιν, νηστείαν, προσευχήν, ἐλεημοσύνην, ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, καὶ τότε σώζεσαι. Ἐσὺ πάλιν, ἀδελφέ μου, ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ κλαίης καὶ νὰ λυπᾶσαι, διότι ὅσας ἁμαρτίας κάμνουν τὰ παιδιά σου ἀναφέρονται καὶ εἰς τὴν ψυχήν σου. Μένεις ἀνύπανδρος; Ἕνα χρέος χρωστᾶς. Ὑπανδρεύθης; Ἔχεις χρέος νὰ σώσῃς καὶ τὴν γυναίκα σου, δυὸ παιδιά, τρία, πέντε ἢ δέκα ἔκαμες. Ὅσα παιδιὰ καὶ ἂν κάμης, τόσα χρέη χρεωστεῖς. Δὲν ἀκούεις ὁποὺ λέγουν τὰ παιδιά σου: Ἀνάθεμα τὸν πατέρα ὁποὺ τὰ ἔσπερνε; Ἐγὼ ἀγροικῶ πολλοὺς ὁποὺ τὸ λέγουν. Διὰ τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ τὰ παιδεύης καὶ νὰ τὰ μανθάνης γράμματα καὶ ἐξόχως ἑλληνικά, διότι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν. Δὲν σᾶς λέγω περισσσότερα, διότι εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί.
Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωακείμ, εἶχε δὲ καὶ μίαν γυναίκα ὀνομαζομένην Ἄνναν. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, καὶ ἀπὸ γένος βασιλικὸν καὶ οἱ δυό, ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἦτο καλυτέρα. Πολλὲς γυναῖκες εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ εἶνε καλύτερες ἀπὸ τοὺς ἄνδρας. Τί σὲ ὠφελεῖ νὰ καυχᾶσαι πὼς εἶσαι ἄνδρας, καὶ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὴν γυναίκα καὶ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίεσαι πάντοτε, καὶ ἡ γυναίκα σου πηγαίνη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε; Ἦσαν δέ, ἀδελφοί μου, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, σώφρονες, ἐνάρετοι, ταπεινοί. Εἶχαν τὸν οἶκον των ξενοδοχεῖον, ἀλλὰ παιδιὰ δὲν ἔκαμνον. Γνωρίζοντες πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς δίδει ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς δώση ἕνα τέκνον, ἀρσενικὸν ἢ θηλυκόν, καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουν εἰς τὸν Ναόν. Βλέπων ὁ πανάγαθος τὴν καλήν των γνώμην καὶ τῶν δυό, εὐθὺς ἐγγαστρώθη ἡ γυναίκα τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ ἐγέννησε τὴν Δέσποιναν Θεοτόκον, τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ τὴν ὠνόμασε Μαρίαν, καὶ θέλει εἰπῆ Κυρία -Βασίλισσα. Ἀκούετε ἀδελφοί μου, πῶς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα εἶχον τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔδωκεν τὴν χάριν ὁποὺ τοῦ ἐζήτησαν. Οἱ μάρτυρες ἠγόρασαν τὸν παράδεισον μὲ τὸ αἷμα των, οἱ ἀσκηταὶ μὲ τὴν ἀσκητικήν των ζωήν, καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, ὁποὺ κάμνομεν τὰ παιδιά, μὲ τί θὰ ἀγοράσωμεν τὸν παράδεισον; Μὲ τὴν φιλοξενίαν· νὰ φιλεύωμεν τοὺς πτωχούς, τοὺς τυφλοὺς καὶ χωλοὺς ἀδελφούς μας, ὡσὰν τὸν Ἰωακείμ, καὶ ὄχι τοὺς πλουσίους, διότι ἔχουν ἐκεῖνοι ἐδῶ, καὶ μᾶς ἐξαγοράζουν εἰς ταύτην τὴν ζωὴν τὴν ματαίαν· μὰ οἱ πτωχοὶ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἐξαγοράσουν ἐδῶ, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰς τὸν παράδεισον ἑκατονταπλασίως. Σεῖς, ἀδελφοί μου, ὁποὺ δὲν κάμνετε παιδιά, νὰ ἔχετε τὴν ἐλπίδα σας εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὄχι νὰ κάμνετε γοητείας καὶ μαγικὰ καὶ ἄλλα διαβολικά, νὰ βλέπετε τὴν τύχην σας, τὴν μοίραν σας μὲ μαγείας. Ἐγὼ νομίζω πὼς βγαίνουν μερικὰ τέκνα τοῦ διαβόλου καὶ περιπατοῦν εἰς τὸν κόσμον καὶ λέγουν: Δῶσε μου ἕνα γρόσι, καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω φυλακτὸν νὰ κάμης παιδίον ἀρσενικόν. Ἐν τούτοις νὰ μὴ τοὺς πιστεύετε, διότι πράττουν ἔργα διαβολικὰ καὶ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἐπῆγεν ἡ Δέσποινα Θεοτόκος τριῶν χρόνων, ἐθυμήθηκε τὸ χρέος του ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὁποὺ τὴν εἶχον ἀφιερωμένην εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἐπῆραν τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἦτο ὁ προφήτης Ζαχαρίας ὁ ἀρχιερεύς, ὁ πατέρας τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ εὐθὺς ἐγνώρισεν ὁ ἀρχιερεὺς πὼς ἐκείνη μέλλει νὰ γεννήση τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα· παρθένος νὰ γεννήση, καὶ πάλιν μετὰ τὴν γέννησιν παρθένος ν᾿ ἀπομείνη. Καὶ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἐφίλησεν ὁ Ζαχαρίας, καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διότι ἐγνώρισε πὼς μέλλει νὰ γίνῃ ἡ Δέσποινα θρόνος τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἔκαμε δώδεκα χρόνους ἡ Θεοτόκος μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα καὶ κανεὶς ἐκεῖ δὲν ἐπήγαινε παρὰ ὁ ἀρχιερεὺς μίαν φορὰν τὸν χρόνον καὶ τὴν ἔβλεπε. Καὶ ἐτρέφετο μὲ οὐράνιον ἄρτον καὶ ἐγένετο πλέον καλυτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ ἅγιον Βῆμα φανερώνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, τὸ καθολικὸν φανερώνει τὸν παράδεισον καὶ ὁ νάρθηκας φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου. Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἀπέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα. Δὲν πρέπει νὰ ἐμβαίνη κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν παπὰ ὁποὺ λειτουργεῖ καὶ ὁ διάκονος. Νὰ χαίρεσθε, ἀδελφοί μου, καὶ σεῖς οἱ κοσμικοί, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ καθολικόν, ὁποὺ φανερώνει τὸν παράδεισον. Νὰ χαίρεσθε καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες, ἀδελφαί μου, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸν νάρθηκα, ὁποὺ φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου.
Καὶ ἐμβαίνετε, ἀδελφοί μου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ νὰ μὴ κάμνετε κουβέντες· καὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ βλέπετε οἱ ἄνδρες τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, ἀλλὰ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας μὲ φόβον καὶ τρόμον, νὰ ἀκούετε τὴν θείαν Λειτουργίαν, νὰ φωτίζεσθε καὶ νὰ καθαρίζεσθε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σας.
Νὰ προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ κατηγορῆτε τοὺς παπάδες σας, νὰ μὴ τοὺς ὑβρίζετε καὶ νὰ μὴ τοὺς παραμελῆτε, διότι βάνετε φωτιὰ καὶ καίεσθε· διότι οἱ παπάδες εἶνε ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς (62). Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μὲ λέγει νὰ κάμω. Ἐὰν ἀπαντῶ ἕνα παπὰ καὶ ἕνα βασιλέα, μὲ φαίνεται εὔλογον τὸν παπὰ νὰ βάλω νὰ καθήση ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν βασιλέα· καὶ ἐὰν ἀπαντήσω ἕνα παπὰ καὶ ἕνα ἄγγελον, πρῶτα θὰ χαιτερήσω τὸν παπὰ καὶ ἔπειτα τὸν ἄγγελον. Διότι, ἀδελφοί μου, εἶνε ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιον Ποτήριον· διότι τὸ ἅγιον Ποτήριον εἶνε ἄψυχον, μὰ ὁ ἱερεὺς μεταλαμβάνει τὰ ἄχραντα Μυστήρια καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, τὸ τίμιον σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχω καμμίαν κατηγορίαν νὰ κάμω τῶν παπάδων, διότι εἶνε παπάδες καὶ ἔχουν τὸν Χριστὸν ὁποὺ τοὺς παιδεύει καὶ ὅ,τι σφάλμα κάμουν οἱ παπάδες, ἔχει ὁ ὁ Χριστός μας ράβδον σιδηρᾶν δι᾿ αὐτούς.
Ἔχω νὰ ὁμιλήσω τώρα δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἔχουν νὰ γίνου παπάδες. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ ἔχεις νὰ γίνης παπάς, δεκαοκτὼ χρονῶν πρέπει νὰ γίνης ἀναγνώστης, εἴκοσι ὑποδιάκονος, εἰκοσιπέντε ἱεροδιάκονος καὶ τριάντα ἱερεύς. Καὶ νὰ μανθάνης ἑλληνικὰ γράμματα, νὰ ἠξεύρης νὰ ἐξηγῆς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· νὰ τὸ κλείης καὶ ἔπειτα νὰ τὸ ἐξηγῆς εἰς τοὺς χριστιανοὺς (63), καὶ τότε νὰ γίνεσαι, ἀδελφέ μου, παπάς· εἰ δὲ καὶ γίνεσαι παπὰς δι᾿ ἀνάπαυσιν ἢ γίνεσαι διὰ δόξαν ἢ γίνεσαι παρανόμως, σοῦ κόβει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν παράκαιρα καὶ πηγαίνει ἡ ψυχή σου εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Καὶ νὰ σὲ παρακαλέσουν, ἀδελφέ μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ γίνης παπάς, χωρὶς ἄσπρα, τότε εἶσαι μακάριος καὶ τρισμακάριος, τότε εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.
Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους ἐφώτισεν ὁ Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὰς οἰκονομίας. Ἔστειλε κατόπιν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει τῆς Θεοτόκου: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι περισσότερον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρίας ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος νὰ μείνης, διὰ νὰ σώσῃ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀποκρίνεται ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ λέγει: Κύριέ μου, ἀπορῶ καὶ σὲ δοξάζω, σὲ προσκυνῶ, σὲ λατρεύω, ὁποὺ κατεδέχθης νὰ γεννηθῆς ἀπὸ ἐμένα τὴν δούλην σου. Ἑτοίμη εἶμαι λοιπὸν καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου. Καὶ εὐθὺς ἔμεινεν ἔγκυος ἡ Θεοτόκος καὶ ἐγέννησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν μας, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος ἔμεινεν. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα· διότι ἡ γυναίκα ἔλαβεν τὴν κατάραν πρώτη καὶ μᾶς ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα πάλιν ἔπρεπε νὰ λάβη τὴν εὐλογίαν νὰ μᾶς βάλη πάλιν εἰς τὸν παράδεισον. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ παρθένον, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ θέλεις νὰ φυλάξῃς παρθενίαν, νὰ μισήσῃς τὸν κόσμον· τότε εἶσαι καλὸς νὰ γίνης τρισμακάριος καὶ τότε φυλάγεις παρθενίαν, τότε γίνεσαι ὡσὰν ἄγγελος. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον.
Νὰ χαιρώμεθα, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ εὐφραινώμεθα ὁποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριός μας εὐλογημένον γάμον. Καὶ παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ παίρνη ὁ ἄνδρας μίαν γυναίκα· ὁμοίως καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα. Καὶ ἀφοῦ ἀρραβωνιασθοῦν, νὰ ἐξομολογηθοῦν τὸ ἀνδρόγυνον μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ νὰ μεταλαμβάνουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν. Καὶ ἀφοῦ μεταλάβουν, νὰ στεφανώνωνται μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας νὰ σμίγουνε. Καὶ ἂν θέλετε, ἀδελφοί μου, νὰ κάμνετε χαράς, νὰ παίρνετε ψαλτάδες νὰ ψάλλουν ὅλην τὴν ἡμέραν, νὰ δοξάζουν τὸν Κύριόν μας. Τότε, ἀδελφοί μου, λέγεται εὐλογημένος ὁ γάμος· τότε, ἀδελφοί μου, χιλιάδες, μυριάδες ἀμποδέματα καὶ μαγικὰ νὰ σᾶς κάμουν, δὲν σᾶς κολλᾶ τίποτε· τότε, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον κάμνει παιδιὰ εὐλογημένα, τὸ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἀφήνει ἐδῶ εἰς ταύτην τὴν ματαίαν ζωὴν καὶ περνᾶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ πηγαίνει καὶ εἰς τὸν παράδεισον. Εἰ δὲ καὶ παίρνετε οἱ ἄνδρες δυὸ ἢ τρεῖς γυναίκας, ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες ἀπὸ δυὸ ἢ τρεῖς ἄνδρας, δὲν εἶνε εὐλογημένος ὁ γάμος, ἀλλὰ λέγεται ἐκεῖνος ὁ γάμος πορνεία καὶ μοιχεία. Ἕναν ἄνδρα ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ μίαν γυναίκα νὰ παίρνωνται νὰ κάμνωσι παιδιά. Ἐπανδρεύθης, ἀδελφέ μου, ἔκαμες παιδιά; Δὲν ἔκαμες, ἀπέθανεν ἡ γυναίκα σου; Μὴ παίρνης ἄλλην γυναίκα· ἀμὴ γίνου καλόγηρος νὰ δουλεύης διὰ τὴν ψυχήν σου, νὰ ὑπάγης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ παίρνης πολλὰς γυναίκας καὶ νὰ κερδήσῃς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν. Ὡσὰν πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν, τί ὄφελος κάμνεις; ἄλλο ὄφελος δὲν κάμνεις, ἀδελφέ μου, παρὰ ποὺ καίεσαι πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν.
Καὶ δὲν παρατηρεῖς εἰς τὸ μηνολόγιον τὰς ἐννέα Ὀκτωβρίου νὰ ἰδῆς τὸν βίον τοῦ ἁγίου Ἀνδρονίκου καὶ τῆς ἁγίας Ἀθανασίας, νὰ ἰδῆς τί ἀγώνα ἔκαμον; Καλότυχοι!
Ἦσαν ἀνδρόγυνον καὶ εἶχον δυὸ παιδία. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐθέλησε νὰ τοὺς δοκιμάση καὶ ἐπῆρε καὶ τὰ δυὸ τὰ παιδία μίαν ἡμέραν. Τί ἔκαμεν, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένον ἀνδρόγυνον; Εὐθὺς ἐμοίρασαν τὰ πράγματά των καὶ ἔγιναν καὶ οἱ δυὸ καλόγηροι εἰς μοναστήρια καὶ ἐπέρασαν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ ὑπῆγαν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε μὲ τὰ καλότυχα παιδιά των.
Ἀλλὰ ἂν κάμνετε τοὺς γάμους σας μὲ τραγούδια καὶ βαρῆτε τύμπανα καὶ βιολιὰ καὶ κάμνετε ἐκεῖνα ὁποὺ ἀγαπᾶ ὁ διάβολος, τὸ καταρᾶται ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ δὲν προκόπτει. Ἢ ὁ ἄνδρας ἀποθνήσκει ἢ ἡ γυναίκα παράκαιρα, καὶ τὰ παιδιὰ κάμνουν, καὶ ἐκεῖνα ὅλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, ἀναποδιασμένα. Δὲν σᾶς λέγω περισσότερα.
Μᾶς ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμε τιμιωτέρους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· μᾶς ἔδωκεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, τὰ μάτια, νὰ βλέπωμεν τὸν οὐρανόν, τὴν σελήνην καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λέγωμεν: Ὦ Θεέ μου, ἐὰν ὁ ἥλιος, ὁποὺ εἶνε πλάσμα σου, εἶνε τόσον λαμπρός, ἀμὴ τὸ ἅγιόν σου ὄνομα, ὁποὺ εἶσαι ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποιητὴς καὶ πλάστης, πόσον εἶσαι λαμπρότερος (64); Ὦ Θεέ μου, ἀξίωσόν με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μᾶς ἔδωσεν, ἀδελφοί μου, τὸν νοῦν εἰς τὴν κεφαλήν μας, καὶ εἶνε ὁ νοῦς μας ὡσὰν μέσα εἰς ἕνα πιάτο, νὰ βάνωμεν ὅλα τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ βάνωμεν μύθους καὶ φλυαρίσματα τῆς τέχνης τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδωσε τὸ στόμα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Κύριόν μας, νὰ λέγωμεν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν μας καὶ συγχώρησόν μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου», καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ πίστιν καθαράν, καὶ νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ πίστιν καθαρὰν καὶ φόβον καὶ τρόμον. Ἔτσι μας θέλει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς καὶ ὄχι νὰ βλασφημοῦμεν, ὄχι νὰ προδίδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ λέγωμεν ψεύματα, ὄχι νὰ κλέπτη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὸ πράγμα τοῦ ἄλλου, ὄχι νὰ ὀμνύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ παραμικρόν.
Θέλεις, ἀδελφέ μου, νὰ εἰπῆς, μὰ τὸν Θεόν; Δὲν λέγεις, μὰ τὴν ἀλήθειαν; Ἐκεῖ ὁποὺ θὰ κάμης ὅρκον τοῦ ἀδελφοῦ σου, πές του ἐπ᾿ ἀληθείας, καὶ ἂν δὲν σοῦ πιστεύση, τράβα τὸ δρόμο σου. Νὰ ἀπέχωμεν, ἀδελφέ μου, νὰ ὁρκιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἢ νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ ὀνομάζωμεν τοὺς Ἁγίους μας· ἢ ὁποὺ ὀμνύουν κάποιοι ἄγνωστοι τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους· φωτιὰ πύρινη τοὺς καίει καὶ τοὺς φλογίζει.
Ἠξεύρεις, ἀδελφέ μου, πῶς σὲ θέλει ὁ Θεός; Καθὼς δὲν θέλης ἐσὺ νὰ ἔχη ἡ γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφὴν μὲ ἄλλον, ἔτσι σὲ θέλει καὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχης καμμίαν μερίδα μὲ τὸν διάβολον. Εὐχαριστεῖσαι ἡ γυναίκα σου νὰ πορνεύη μὲ ἄλλον; Ὄχι. Νὰ τὴν φιλήση ἄλλος τὴν γυναῖκα σου; Μήτε καὶ αὐτὸ δὲν θέλεις. Ἔτσι θέλει καὶ σένα ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ ἔχης καμμίαν συναναστροφὴν μὲ τὸν διάβολον.
Καὶ μὲ τί στόμα, ἀνόητε καὶ πονηρὲ ἄνθρωπε, ἀποτολμᾶς καὶ ὑβρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ παραδίδεις; Ὁμοίως καὶ τοὺς Ἁγίους; Δὲν φοβᾶσαι, τρισάθλιε, μήπως ἀνοίξη ἡ γῆ καὶ σὲ καταπίη; Ὁ διάβολος δὲν ἀποτολμᾶ νὰ ὑβρίζη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι φοβεῖται μήπως πέση ἀστραπὴ καὶ τὸν κατακαύση· καὶ σύ, ἄγνωστε ἄνθρωπε, ἀνοίγεις αὐτὸ τὸ κατηραμμένον σου στόμα καὶ παραδίδεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποὺ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ τοὺς καίη ὁ πύρινος ποταμὸς πάντοτε.
Μᾶς ἔδωκε τὰ χέρια νὰ κάμνωμεν τὸν σταυρόν μας μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον, τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ ὄχι νὰ πιάνωμεν τὸ τουφέκι καὶ νὰ σκοτώνωμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ νὰ τὸν κλέπτωμεν καὶ νὰ τὸν κατατρέχωμεν καὶ νὰ τὸν θανατώνωμεν καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζωμεν. Μᾶς ἔδωκε τὰ πόδια νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν δρόμον τὸν καλόν, καὶ ὄχι νὰ περιπατῶμεν καὶ νὰ κάμνωμεν κακὸν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.
Ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, διὰ νὰ δείξη καὶ εἰς ἡμᾶς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ νὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας σας μὲ τὴν γνώμην καὶ σκοπὸν τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀνατολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τὰ βουτᾶτε μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀναδύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
ΔΙΔΑΧΗ ΣΤ´
Ἁγία Τριάς, Ἐλέησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ὑπεραγία Θεοτόκε, Βοήθησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, καὶ Θεός, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρον εὐσπλαχνίαν του καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα καὶ πολλὰ χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους πάντοτε, διὰ νὰ μὴ καιώμεθα μὲ τοὺς τρισάθλιους δαίμονας πάντοτε.
Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ὁποὺ ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάζει ἐργάτας, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔχει ἡμᾶς ἀμπέλι. Ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εἰ μὲν θελήσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ περάσουν καὶ ἐδῶ εἰς τοῦτον τὸν μάταιον κόσμον καλὰ καὶ εἰρηνικά, θέλει τοὺς εὐσπλαχνισθῆ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τοὺς βάλη εἰς τὸν παράδεισον. Τοῦτο τοὺς ἐπαρήγγειλε, νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγωμεν τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ μας. Εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν τὰ τσαρούχια καὶ νὰ φεύγουν (66). Λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔτρεξαν ὡς ἀστραπὴ καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἰάτρευαν χωλούς, κουτσούς, τυφλοὺς καὶ δαιμονισμένους καὶ μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ Χριστοῦ μας ἀνέστησαν νεκρούς.
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδέλφια μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλὸς δοῦλος του τὴν καρδίαν καθαράν, ὡσὰν τοὺς ἁγνοὺς Ἀποστόλους, καὶ νὰ ἔχω καὶ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἐγὼ ποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν χῶραν σας. Ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, παρακαλῶ ὅμως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σας. Καὶ τὸ πρῶτον νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση, παιδιά μου, νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζετε τὴν Ἁγίαν Τριάδα.
Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, χειροτονοῦσαν ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, εὐλογοῦσαν τὴν χῶραν ἐκείνην καὶ γίνουνταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν δὲν τοὺς ἐδέχονταν, ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.
Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἁγία Τριὰς εἶνε, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἰρετικούς. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδέλφια μου, νὰ μὲ εἰπῆτε, ποίον θέλετε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Τὸν Θεὸν θέλομεν. Ναί, πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα, νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἄρα νὰ εἶνε πιστή, νὰ εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπει τίποτε πουθενά (67); Πρέπει νὰ τὸ καταλάβωμεν ἀπὸ λόγου μας· ἐσύ, ἀδελφέ μου χριστιανέ, ἔχεις ἕνα παιδί· ἐγὼ σὲ τιμῶ καὶ λέγω καλὸν εἶνε τὸ παιδί σου, ἀλλὰ τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, παίρνω τὸ ψωμίον του καὶ τὸ τρώγω. Τί λέγεις, ἔτσι εἶνε ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη, μὲ φαίνεται νὰ λέγης, ὄχι δὲν εἶνε ἔτσι. Καὶ ἡμεῖς καθὼς ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας νὰ ἀγαποῦμεν καὶ τὸν ἀδελφόν μας, διατὶ εἶνε φυσικὸν νὰ ἀγαποῦμεν τὸν ἀδελφόν μας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶμεν. Πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφόν μας, ὅτι ἔχομεν μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Πανάχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας.
Ἀδέλφια μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα δυναμώνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο ἀδυνατίζει εἰς τὰ κακά. Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμίον νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίω, μὰ ἐσὺ καλὰ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός σου, ἀλλὰ δῶσε καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Ἔχω φορέματα, μὰ ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Δῶσε του ἕνα τὸν ἀδελφόν σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, ἡ ἀγάπη ὅμως νεκρώνει τὸ στόμα μου, τὸ βουλώνει. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει. Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη;
Τὴν ἀγάπην, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἠξεύρετε, πρέπει, παιδιά μου, νὰ στερεώνετε σχολεῖα· διατὶ πάντα εἰς τὰ σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἠξεύρουν καὶ μανθάνουν τὸ τί ἐστι ὁ Θεός, τὸ τί εἶνε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καὶ τὸ τί εἶνε ἡ ἀρετὴ τῶν δικαίων. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τὰ ὀμάτια τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ μυστήρια.
Διαβάζοντας, ἀδελφοί μου, τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφὴν εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους καὶ μέλλει νὰ τὸν στείλη καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὁ κόσμος. Καὶ πάλιν ἐρευνώντας τὴν ἱερὰν Γραφὴν τὸ εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, ἦλθεν καὶ ὁ ἀντίχριστος, τὸν ὁποῖον ἔχομεν καὶ εἰς τὸ κεφάλι μας, καὶ δὲν πρέπει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ὅτι τὸν ἠξεύρετε (68). Καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν οὔτε προφήτην Ἠλίαν οὔτε ἀντίχριστον.
Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ἀδέλφια μου, μὰ ἡ Ἱερὰ καὶ Ἁγία Γραφὴ μὲ προστάζει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες, λοιμούς, θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάνουν τοὺς ἀποθαμένους. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν νὰ γίνῃ μέγας σεισμός, νὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι νὰ σκοτίζωνται, τὰ ἄστρα νὰ πέσουν καὶ ὁ οὐρανὸς νὰ τυλιχθῆ ὡσὰν ἕνα χαρτίον καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποθάνουν.
Καὶ ἔπειτα μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἑπτὰ φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὴν ἥλιον καὶ νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὸ σῶμα (καὶ ὁ καλὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν ἄγγελον καὶ ὁ κακὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν τρισκατάρατον τὸν διάβολον) καὶ νὰ εἰπῆ εἰς τοὺς δικαίους: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρός μου, διότι ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Ἔπειτα θὰ εἰπῆ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀματωλούς: Πηγαίνετε ἐσεῖς οἱ κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν, νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον, διατὶ δὲν ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Καὶ τότε θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕνα πύρινο ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν νὰ φλογίζη τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ νὰ βάλη τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά, τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά.
Ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, τί εἴμαστε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· εἰ δὲ καὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθοῦμεν.
Σᾶς παραγγέλω λοιπὸν τοῦτο νὰ κάμετε· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον καὶ αὐτὸ κομπολόγιον νὰ ἔχη ἑκατὸν τρία σπυρία καὶ εἰς κάθε σπυρίον νὰ λέγετε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἀματρωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Λοιπὸν ἐγὼ μέλλω νὰ σᾶς ἀφήσω τὴν ὑγείαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Μέσα εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀδέλφια μου, θεωρεῖται Ἁγία Τριὰς (69) καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι μὲ τὸν τίμιον Σταυρόν, μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρώθηκαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀδελφοί μου, ἡμεῖς πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὴν γῆν, τὸν οὐρανόν, τὴν θάλασσαν καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε πάντοτε.
Ἦτον ἕνας βασιλεὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον Πατριάρχης, τὸ ὄνομά του Ἰωακείμ, ἁγιώτατος ἄνθρωπος, καλός, εὐλαβής, σοφός. Ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον τὸν ἠγάπησε περισσῶς καὶ κοντὰ εἰς τὴν ἀγάπην ὁποὺ τὸν εἶχεν ὁ βασιλεὺς ἐβγῆκεν ἕνας Ἑβραῖος καὶ ἔγινεν Τοῦρκος καὶ κοντὰ ὁποὺ ἐτούρκεψε ἔγινε καὶ βεζίρης. Λέγει ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, τί τὸν ἀγαπᾶς τόσον τὸν Πατριάρχην αὐτόν; Καὶ ὁ βασιλεὺς ἀποκρίνεται πρὸς τὸν τρισκατάρατον τὸν Ἑβραῖον καὶ τὸν λέγει: Ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης εἶνε καλὸς ἄνθρωπος, εὐλαβής, σοφός, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀγαπῶ. Λέγει πάλιν ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἐπειδὴ λέγεις ὅτι τὸν ἀγαπᾶς τὸν Πατριάρχην, κράξε τον νὰ ἔλθη εἰς τὸ παλάτιόν σου καὶ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ συνομιλήσωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ νὰ ἰδῆς πῶς θὰ τὸν κάμω νὰ μείνη ἀναπολόγητος. Ἔπειτα κράζει ὁ βασιλεὺς τὸν Ἰωακείμ. Καὶ ἦλθεν ὁ Ἰωακεὶμ εἰς τὸ παλάτιον καὶ ἤρχισεν ὁ Ἑβραῖος νὰ φολονικῆ μὲ τὸν Πατριάρχην. Λέγει ὁ Ἑβραῖος: Πατριάρχη, δὲν λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅτι ὅποιος ἀπὸ σᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἔχει πίστιν, νὰ σηκώνη τὰ βουνὰ ἀπὸ τὸν τόπον τους; Λοιπὸν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην νὰ σηκώση ἕνα βουνὸν ἀπὸ τὸν τόπον του καὶ τότε νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν. Καὶ λοιπὸν τί κάνει ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης; Προστάζει καὶ συνάζει τοὺς εὐλογημένους τοὺς χριστιανοὺς καὶ κάνει δέησιν εἰς τὸν Ἅγιον Θεὸν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας· καὶ ἔπειτα τελειώνοντας ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ χριστιανοὶ τὴν δέησίν τους καὶ ἄρχισεν ὁ Πατριάρχης νὰ θυμιάζη τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἦτο μεγάλο ἕως ἓξ ὥρας τοῦ μάκρους. Καὶ τοῦ λέγει τοῦ βουνοῦ ὅτι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ μου σὲ προστάζω, βουνόν, νὰ σηκωθῆς ἀπὸ αὐτοῦ καὶ νὰ ἔλθης εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόπηκε τὸ βουνὸν ἐκεῖνο καὶ ἔγινεν εἰς τρία εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκίνησε καὶ ἦλθε κατεπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἔπειτα φωνάζει ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην καὶ τοῦ λέγει: Διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχη, πρόσταξε τὸ βουνὸν νὰ σταθῆ νὰ μὴ μᾶς πλακώση. Καὶ εὐθὺς ὁ Πατριάρχης ἔτρεξε μετὰ θερμῶν δακρύων καὶ ἐπρόσταξε τὸ βουνὸν καὶ ἐστάθη ἐπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ τὸ βουνὸν ἐκεῖνο τὸ ὀνομάζουν ἕως σήμερον Ντουρντᾶς. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐπίστευσαν λαὸς πολύς, χιλιάδες ἕξ. Λέγει δὲ πάλιν ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: Βασιλέα μου, ἤξευρε ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν εἰς τὴν γλώσσαν τους στάσου, βουνόν... καὶ ἐπίστευσαν πάλιν ἕξ χιλιάδες (70). Λέγει καὶ ἄλλον λόγον ὁ Ἑβραῖος τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο· ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν πὼς λέγει τὸ Εὐαγγέλιόν τους πὼς ὅποιος ἔχει πίστιν νὰ πίη ἕνα ποτήρι φαρμάκι καὶ δὲν ἀποθαίνει (71). Καὶ ἔπειτα ὁ βασιλεὺς πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον καὶ κάμνει ἕνα ποτήρι φαρμάκι, ὁποὺ δὲν εὑρίσκονταν χειρότερον εἰς τὸν κόσμον. Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἑβραῖος ἄλλον λόγον τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὸν σταυρὸν καὶ σταυρώνουν τὸ πικρὸν καὶ γίνεται γλυκόν. Πρέπει λοιπὸν νὰ προστάξετε τὸν Πατριάρχην, ὅταν θὰ τοῦ δώσῃς τὸ φαρμάκι νὰ τὸ πίη, νὰ μὴ κάμη τὸν σταυρόν του οὔτε ἀπάνω του οὔτε ἀπάνω εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ἔπειτα ἐπῆρεν ὁ βασιλεὺς τὸ ποτήριον εἰς τὸ χέρι του καὶ τὸ ἔδωσε τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ τοῦ λέγει: Νὰ ἐτοῦτο τὸ ποτήριον· νὰ τὸ πίης καὶ νὰ μὴ κάμης τὸν σταυρόν σου οὔτε ἐπάνω σου οὔτε εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης θέλησε νὰ τοὺς γελάση καὶ νὰ τοὺς πομπεύση εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ τοὺς κάμη μασκαράδες. Τότε λέγει τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, καλά με προστάξατε νὰ τὸ πίω ἐτοῦτο τὸ ποτήριον, μὰ δὲν μὲ εἶπες πόθεν νὰ τὸ πίω τὸ ποτήριον. Καὶ κάμνει μὲ τὸ χέρι του ἀπὸ τὸ πλευρὸν καὶ ἀπὸ κάτω καὶ ἀπὸ ἐπάνω καὶ εὐθὺς ἔπιε τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς εὐθὺς ἄνοιξέ του μίαν τρύπαν εἰς τὴν δεξιὰν πλευρὰν καὶ ἐχύθη τοῦ ποτηρίου τὸ φαρμάκι καὶ ἔμεινεν ἄβλαβος. Καὶ ἔπειτα μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ ποτήριον ἔμεινε παραμικρὸν καὶ τὸ ἐξέπλυνε καὶ λέγει τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, ἐγὼ ἔπια τὸν καρπόν, πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον νὰ πίη καὶ αὐτὸς καὶ ἐὰν δὲν ἀποθάνη, νὰ πιστεύσωμεν εἰς αὐτόν. Καὶ ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πίη. Καὶ τὸν ἐπίεσεν ὁ βασιλεὺς μεγάλως καὶ τὸ ἔπιεν τὸ ποτήριον ὁ Ἑβραῖος καὶ ἔσκασεν ὁ τρισκατάρατος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν καὶ καίεται μαζὶ μὲ τὸν τρισκατάρατον διάβολον. Καταλαμβάνετε λοιπόν, παιδιά μου, τί δύμαμιν ἔχει ὁ πανάγιος Σταυρός. Ὅμως μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον.
Πάντοτε, παιδιά μου, ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, ἔχω χαρὰν καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας νὰ μοῦ εἰποῦν τὸ παράπονόν τους, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύση δυὸ αὐθεντάδες, καὶ δὲν δύναμαι νὰ τοὺς ἐξομολογήσω ἀπὸ ἕνα καὶ τοὺς διώχνω, καὶ ἡ καρδία μου κόπτεται ὡσὰν ἕνας ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδίον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἄρρωστον, καὶ δὲν τὸ δέχεται. Ἀλλὰ πρέπει νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία. Καὶ ἂν οὕτως, παιδιά μου, θέλετε πάρει τέσσερις τρίχες ἀπὸ τὰ γένεια μου, καὶ ἐγὼ παίρνω τὸ βάρος ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά σας. Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννηθήκατε ὅλα ἐπάνω μου εἶνε. Καὶ σεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσερα νοήματα καὶ νὰ τὰ μάθετε (Ἰδὲ Διδαχὴν Δ´, σελ. 163 κ.ἑ.). Καὶ ἂν θέλετε, παιδιά μου, νὰ σᾶς εἰπῶ, νὰ εὑρῆτε ἕνα πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ ἀρετῆς ἄνθρωπον, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ εἰπῆτε τὰ ἁμαρτήματά σας. Νὰ μὴ ἀφήσετε κανένα· καὶ ἂν ἀφήσετε, ὅλον τὸν μισθὸν τὸν χάνετε. Καὶ νὰ συγχωρᾶτε τὸν ἐχθρόν σας καὶ νὰ μὴ φροντίζετε μοναχὰ διὰ λόγου σας, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνεύετε καὶ τὰ ἀδέλφια σας καὶ τὰ παιδιά σας. Καὶ νὰ ἔχετε τὴν εὐχήν μου καὶ τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας καὶ τὴν εὐχὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΔΙΔΑΧΗ Ζ´
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός μας, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του, ἀπὸ τὴν πολλήν του καθαρότητα, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην, ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξιωσε καὶ σήμερον τὴν αὐγὴν (73) καὶ τὸν ἐδοξάσαμε καὶ ἐτιμήσαμε τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον. Καὶ ἄμποτες ὁ Κύριος νὰ εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήση καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, καὶ νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα.
Μὲ ἀξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ μένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦρθα ἐχθὲς ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην χῶραν σας καὶ σᾶς ἀπόλαυσα καὶ εἴπαμεν καὶ μερικὰ νοήματα εἰς τὴν ἁγίαν σας ἐκκλησίαν, καθὼς ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοὺς Προφήτας, τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ εἴπαμεν καὶ διὰ τὸν Θεόν μας, ποὺ εἶνε ἕνας, ἡ ἀγάπη, ἡ δὲ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτα δέκα τάγματα Ἀγγέλων. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος ἐτοῦτος. Καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἐμᾶς, τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν λάσπην καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατην. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴν γυναίκα Εὔαν καὶ ἔκαμεν καὶ ἕνα παράδεισον ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλο χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔλαβε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίρονταν ὡσὰν οἱ ἄγγελοι. Τοὺς ἐπαράγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκιὰν σύκα. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐκαταφρόνησαν τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἔφαγαν. Δὲν εἶπαν ὅ,τι ἔκαμαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Ἀπέθανεν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίγονταν καὶ ἐφλογίζονταν πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνια διὰ μίαν ἁμαρτίαν μόνον, καθὼς ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν ἐψὲς τὸ βράδυ καὶ τὴν ἀφήκαμεν.
Τώρα πάλιν ἐλπίζοντας εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, θὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἰποῦμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διατὶ δὲν εἶνε δυνατόν, θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ μερικά, ὅπου φαίνονται ἀναγκαιότερα.
Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους οἱ ἄνθρωποι ὅπου ἀπέθαναν ἐπήγαιναν εἰς τὴν κόλασιν, ἐπειδὴ καὶ ὁ παράδεισος ἦτον κλεισμένος. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ εὑρίσκοντας ἄξιον ὑποκείμενον τὴν Δέσποινάν μας τὴν Θεοτόκον, ἐκαταδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν ἁπάντων, ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου.
Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους πάλιν ὁ διάβολος ἔβγαλε ὅλες του τὶς κακίες καὶ ἔβαλε σκοπὸν νὰ χαλάση τὸν κόσμον καὶ ἐπαρακινοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν ἄλλος τὸν ἥλιον καὶ ἄλλος τὸ φεγγάρι, ἄλλος τὴν γῆν καὶ ἄλλος τὴν θάλασσαν καὶ ἄλλος τὰ πετεινὰ καὶ τὰ χερσαῖα. Ἔβαλεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦνε τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, διὰ νὰ μὴν ὑπανδρεύωνται καὶ κάμουν παιδιὰ καὶ αὐξήση ὁ κόσμος. Καὶ ἔτσι δὲν ἐφρόντιζαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν παιδιὰ καί, τὸ μεγαλύτερον, ἔρριχνεν ὁ διάβολος τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίες, κτηνοκοιτίες καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποῖα δὲν τὰ ἔκαμε μήτε σκύλος μήτε γάϊδαρος (74).
Θέλοντας ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ κόψη τὸ κακὸν ἐπαράγγειλε πὼς ὅποιος δὲν κάνει παιδιά, εἶνε κατηραμένος· καὶ ἔτσι, ἀκούοντες οἱ ἄνθρωποι τὴν κατάραν τοῦ Θεοῦ, ἐφοβοῦντο καὶ ἔπαιρνε ἕνας ἄνδρας μίαν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα.
Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἐδῶ ἀπὸ τὴν εὐγένιά σας, ὁποὺ δὲν κάμνει παιδιά, ἂς μὴν λυπᾶται· δὲν τὸ εἶπε διὰ ἐσένα ὁ Θεός, διατὶ δὲν κάμνεις παιδιά, νὰ ἔχης κατάρα, διατὶ καὶ ἐγὼ δὲν κάμνω παιδιά, μὰ ὡσὰν ἐγὼ ἔχω κατάρα, ἔχεις καὶ σύ. Αὐτὸ τὸ εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ διακόψῃ τὸν κακὸν σκοπὸν τοῦ διαβόλου καὶ μὴν λυπᾶσαι, δὲν ἔχεις καμμίαν κατάραν.
Πάλιν ὡσὰν θέλης νὰ κάμης παιδιά, εὔκολον εἶνε· ἔπαρε ἕνα πτωχὸ παιδὶ καὶ κάμε το πνευματικό σου παιδὶ νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι καὶ σύ, νὰ χαίρεται καὶ ἐκεῖνο. Διὰ ἐκεῖνο τὸ παιδί, ὁποῦ σοῦ γεννᾶ ἡ γυναίκα σου, δὲν σοῦ χρεωστεῖ ὁ Θεὸς χάριν, διότι τὸ κάμνεις ἀπὸ σαρκικὸν πάθος· μὰ διὰ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ παιδὶ ἔχεις χίλιες φορὲς μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διατὶ τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου πνευματικὸν παιδί.
Καὶ νὰ προσέχης ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου μὲ ἄγριον μάτι, πὼς δὲν σοῦ κάμνει παιδιά. Δὲν ἔχει κανένα φταίξιμο ἡ γυναίκα σου εἰς αὐτό, εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς τὸ ἔκαμεν ἕνα τρελὸς καὶ ἀνόητος· διατὶ δὲν ἔκαμεν ἡ γυναίκα του παιδιά, τὴν ἐχώρησε καὶ ἐπῆρεν ἄλλην· καὶ ἄλλος πάλιν, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἔκαμεν ἡ γυναίκα του ἀρσενικὰ παιδιά, παρὰ μόνον θηλυκά, τὴν ἐχώρησεν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ χωρίζουνε τὰ ἀνδρόγυνα καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὡς λέγει ὁ νόμος πὼς κανένα πράγμα δὲν τοὺς χωρίζει, ἐκτὸς ἂν πέσουν εἰς πορνείαν· καὶ ὅποιος ἀφήση τὴν γυναῖκα του καὶ πάρη ἄλλην, ἐκεῖνος θὰ κριθῆ ὡς μοιχός.
Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτο ἕνας ἄνδρας καὶ ἐλέγετο Ἰωακείμ, εἶχε καὶ μίαν γυναίκα καὶ ἐλέγετο Ἄννα. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας, καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, ἀπὸ βασιλικὸν γένος καὶ οἱ δυό, μὰ πλέον καλυτέρα ἡ γυναίκα. Εὑρίσκονται πολλὲς γυναῖκες ὁποὺ εἶνε καλύτερες καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Ἀνίσως καὶ θέλετε οἱ ἄνδρες νὰ εἴσαστε καλύτεροι ἀπὸ τὶς γυναῖκες, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνες· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουσι εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνδρες κάνομεν κακὰ ἔργα καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ ὁποὺ εἴμαστε ἄνδρες; Καλύτερα νὰ μὴν εἴχαμε γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον.
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνοιξαν τὸ σπίτι τους καὶ τὸ εἶχαν ξενοδοχεῖον· καὶ ὅπου πτωχός, κουτσός, τυφλός, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας ἐπήγαιναν καὶ ἀναπαύονταν. Ἔτσι πρέπει καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ εἴσαστε φιλόξενοι, διατὶ μὲ τὴν φιλοξενίαν, ὁποὺ κάμνετε εἰς τοὺς πτωχούς, μετ᾿ ἐκείνην ἀγοράζετε τὸν παράδεισον.
Δὲν ἔκαμεν παιδιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Ὡς φρόνιμοι καὶ γνωστικοὶ ὁποὺ ἦταν, ἐκατάλαβαν πὼς ἕνας εἶνε ὁ Θεός, ὁποὺ δίδει παιδιὰ καὶ παίρνει.Ἐπαρακάλεσαν τὸν πανάγαθον Θεὸν νὰ τοὺς χαρίση ἕνα παιδίον ἀρσενικὸν ἢ θηλυκὸν καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουνε εἰς τὸν Θεόν. Βλέποντας ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν τους γνώμην τοὺς εὐλόγησε καὶ ἐγέννησαν τὴν Δέσποιναν τὴν Θεοτόκον καὶ τὴν ἔβγαλαν Μαρίαν.
Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐζητοῦσαν παιδίον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας ὅ,τι θέλετε νὰ ζητήσετε, ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ζητᾶτε καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον. Ὁ διάβολος ἔβγαλε πολλὰ τέκνα καὶ θυγατέρας, καὶ ἔρχεται ἕνας καὶ σὲ λέγει: Δός μου ἐμένα ἕνα γρόσι ἢ δυὸ καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω βότανα νὰ κάμης ἀρσενικά, νὰ σὲ δώσω φυλακτὰ νὰ μαντεύσῃς, νὰ γοητεύσῃς, νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου, τὴν μοῖρα σου, τὸ ριζικό σου καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐκεῖνα ὁποὺ ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὅσα εἶνε τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶνε καλὰ καὶ ἅγια, καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἂν θέλης νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου ἢ τὴν μοῖραν σου, σήκω κομμάτι αὐγὴ καὶ πήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ κοίταξε τοὺς τάφους (75) τῶν ἀποθαμένων τί εἶνε. Στοχάσου καὶ εἰπέ: Δὲν ἦταν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ὡσὰν καὶ ἐμένα καὶ ἀπέθαναν; Ἔτσι μέλλω νὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ αὔριο καὶ νὰ μὴν ἀποτολμήσω νὰ κάμω αὐτὰ τὰ διαβολικὰ καμώματα, διότι χάνομαι καὶ ἀφανίζομαι, καὶ λέγει ὁ νόμος πὼς ὅποιος κάμνει αὐτὰ ἢ παρακινεῖ ἄλλους, εἴκοσι χρόνους νὰ μὴν μεταλάβη.
Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν ἐπροτίμησαν τὸ ἀρσενικὸν ἀπὸ τὸ θηλυκόν, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μὴν προτιμᾶτε τὰ ἀρσενικὰ παιδιά σας ἀπὸ τὰ θηλυκά, διατὶ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔβγαλαν τὴν Θεοτόκον τὸ ὄνομα μὲ νόημα Μαρία, ὁμοίως καὶ ἡ εὐγενία σας, ὅταν βαπτίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ ἐβγάνετε εἰς τὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων (76), ὁποὺ ἔχουμε νόημα. Μαρία θέλει νὰ εἰπῆ Κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῆ διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Νικόλαος τὸ ὄνομα λέγεται ἐκεῖνος ὁποὺ ἐνίκησε τοὺς λαούς, τοὺς δαίμονας, τὰ πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένον φυτόν, στολισμένον μὲ καρπούς, μὲ ἀρετὰς χριστιανικάς. Παρασκευὴ λέγεται ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάσθη διὰ τὸν Χριστόν.
Νὰ κάμης μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχης καὶ τὸν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδίον σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ σοῦ γυρεύη ψωμί, νὰ τὸ βάλης ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάμης τὸν σταυρόν σου, νὰ παρακαλέσωμεν τὸν ἅγιόν σου νὰ παρακαλέση τὸν Χριστὸν νὰ σοῦ τὸ δώση. Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθὺς ὁποὺ ξυπνᾶ, τὸν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τὸ παιδίον πὼς ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὸν ἅγιόν του κατακαίεται καὶ φεύγει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, διὰ νὰ συνηθίζουν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.
Καὶ ἂν θέλης νὰ ζήση τὸ παιδίον, ἐγὼ νὰ σὲ εἴπω πῶς νὰ κάμης· νὰ κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα καὶ ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ· καὶ διὰ τὸ χατίρι ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὰ πτωχὰ τὰ παιδιὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἐδικά σου· εἰ δὲ καὶ νὰ ζητᾶς πῶς νὰ δίνης τοῦ παιδιοῦ σου νὰ τρώγη καὶ νὰ πίνη καλά, νὰ ἔχη εὔμορφα φορέματα, καὶ δι᾿ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ νὰ μὴ σὲ μέλη, αὔριο βλέπεις τὸ παιδί σου ἀποθαμένο καὶ καίγεται ἡ καρδιά σου. Καὶ ἐνῶ τὸ πτωχό, τὸ ξυπόλητο, τὸ γυμνό, τὸ πεινασμένο, τὸ καταφρονεμένο τὸ βλέπεις θρεμμένο καὶ εἶνε ὡσὰν γουρουνόπουλο, καὶ τὸ ἐδικό σου γίνεται ὡσὰν χτικιασμένο.
Καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁποὺ εἶνε ὁ ἅγιος τοῦ παιδιοῦ σου, ἂν θέλης νὰ κάμης κούρμπανο (77) νὰ ἑορτάσῃς τὸν ἅγιον, πῶς πρέπει νὰ κάμης, ἐγὼ σὲ λέγω. Γίνεται τὸ κούρμπανο θεϊκόν, γίνεται καὶ διαβολικόν.
Θεϊκὸν κούρμπανον εἶνε· τώρα θέλεις νὰ δώσῃς τρία γρόσια νὰ πάρης ἕνα πρόβατο· δόσε τὸ ἕνα γρόσι τοῦ παπᾶ σου νὰ σοῦ διαβάση τόσες Λειτουργίες, τὸ ἄλλο γρόσι πάρε κερί, λιβάνι καὶ λάδι καὶ σύρ᾿ τα εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ τὰ κάψουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἅγιον καὶ τὸ ἄλλο γρόσι μοίρασέ το μὲ τὸ χέρι σου κρυφὰ ἐλεημοσύνην, νὰ μὴ σὲ ξεύρη κανένας. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεϊκὸ κούρμπανο. Καὶ νὰ διαβάσῃς τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου (78) νὰ ἀκούη τὸ παιδί σου. Καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἀκούεις, παιδί μου, τί ἔκαμνεν ὁ ἅγιός σου; Ἔτσι νὰ κάμης καὶ σύ. Ἀκούοντας τὸ παιδίον τέτοια θαύματα ζηλεύει καὶ λέγει; Ἄχ, πότε νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν ἅγιόν μου!
Διαβολικὸν κούρμπανο εἶνε νὰ πάρης ἕνα πρόβατο, νὰ τὸ μαγειρέψης καὶ νὰ κράξης τοὺς φίλους σου, τοὺς συγγενεῖς σου, νὰ τρώγετε, νὰ πίνετε, νὰ μεθᾶτε, νὰ ξερνᾶτε ὡσὰν τοὺς σκύλους. Αὐτὸ εἶνε τὸ διαβολικὸν κούρμπανο.
Ἕνα δένδρο ὡσὰν τὸ κόψης, εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά· ἀμὴ ὡσὰν ποτίζης τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε καὶ οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δένδρον. Καὶ ὅταν ποτίζεται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, ποὺ εἴστενε ἡ ρίζα τῶν παιδιῶν, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, μὲ καλὰ ἔργα, φυλάγει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας· ὡσὰν ξηραίνεστε οἱ γονεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες, θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν μαζί τους. Εἶνε μιὰ μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμεν τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁποὺ εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνωνται καὶ τὰ μῆλα γλυκά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, εἴχανε περάσει τρεῖς ἥμισυ χιλιάδες χρόνοι, ὁποὺ δὲν εἶχε πεθάνει παιδίον πρωτύτερα ἀπὸ τὸν πατέρα. Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον ἕνας ἄνθρωπος, τὸ ὄνομά του Θαρας (79). Ἔβαλε τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἔβγαλεν εἴδωλα νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισαν καὶ ἀποθαίνουν τὰ παιδιὰ πρωτύτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς, καθὼς καὶ τώρα ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονέων θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας.
Ὅταν ἔγινεν ἡ Δέσποιναν ἡ Θεοτόκος τριῶν χρονῶν, ἐνθυμήθηκαν οἱ γονεῖς τὸ χρέος ὁποὺ εἴχανε εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί χρέος εἴχανε; Τὴν εἴχανε ταμένη τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τὴν ἐπῆγαν καὶ τὴν ἀφιέρωσαν.
Καὶ καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐνθυμήθηκαν τὸ χρέος τους καὶ τὸ ἔκαμαν, ἔτσι πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἐνθυμούμεθα πάντοτε τὸ χρέος μας, ὁποὺ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν, νὰ τὸ κάμνωμεν, καὶ τότε νὰ ζητοῦμεν τὸν παράδεισον πληρωμήν. Καὶ τί χρέος ἔχομεν; Τὸν παράδεισον τὸν θέλομεν, καὶ τὸ χρέος μας δὲν τὸ ξεύρομεν. Σᾶς λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζητήσετε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὸ περισσότερον.
Μᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ τηράζωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ βλέπωμεν τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιον, τὸ φεγγάρι, τὰ πάντα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγωμεν: Θεέ μου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἥλιος εἶνε τόσον λαμπρός, ὁποὺ εἶνε κτίσμα, ἀμὴ ἐσύ, ὁποὺ ἔκαμες τὸν ἥλιον, πόσον εἶσαι λαμπρότερος!
Ἄχ, Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ βλέπωμεν οἱ γυναῖκες ἄνδρας καὶ οἱ ἄνδρες γυναίκας ἢ καὶ νὰ βλέπωμεν τοῦ ἀδελφοῦ μας τὸ πράγμα νὰ τὸ κλέπτωμεν καὶ νὰ φονεύωμεν τοὺς ἀδελφούς μας, ἢ νὰ παίζωμεν τὰ χαρτιά, τὰ παιγνίδια τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ αἵματα καὶ ἀδικίες τῶν ἀδελφῶν μας.
Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας. Ἔχομεν χρέος νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμεθα μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν καλὸν δρόμον. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας νὰ περιπατῶμεν εἰς τὰ βουνὰ ὡσὰν τοὺς σκύλους, ὡσὰν τὰ θηρία, νὰ πέρνωμεν τὸ σεγγούνι τους, νὰ τοὺς ψένωμεν καὶ νὰ παίρνωμεν τὰ πράγματά τους.
Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς πλοῦτον. Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετά, καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ἐξοδιάζωμεν εἰς τοὺς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάμωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριον, καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου· ἔτσι τὸ ἠξεύρετε. Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα ἔτσι νὰ κάμνετε, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε.
Θέλεις νὰ καταλάβης, ἀδελφέ μου, τὸ χρέος ὁποὺ ἔχεις εἰς τὸν Θεόν; Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ἔχεις μίαν γυναίκα. Εἶσαι εὐχαριστημένος νὰ τὴν φιλήση ἄλλος σὲ ἕνα μήνα; Ὄχι. Σὲ ἕνα χρόνο; Ὄχι. Σὲ δέκα χρόνους; Ὄχι. Σὲ πενήντα χρόνους; Ὄχι. Σὲ ἑκατὸ χρόνους; Ὄχι. Νὰ πορνεύση ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου δὲν τὸ εὐχαριστεῖσαι, νὰ ἐγγίζη τὸ δάκτυλό του ἄλλος ἐπάνου της μήτε αὐτὸ δὲν θέλεις. Τόσην μερίδα σὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχης καὶ σὺ μὲ τὸν διάβολον, ὅσην μερίδα δὲν θέλεις καὶ ἐσὺ νὰ ἔχη ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου. Δὲν μᾶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὸν διάβολον καὶ διὰ τὴν κόλασιν, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου του καὶ διὰ τὸν παράδεισον. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας χριστιανοί μου.
Εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἐπῆγαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκον, ἦτο ἀρχιερεὺς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ὁ πατὴρ τοῦ τιμίου Προδρόμου. Καὶ καθὼς τὴν εἶδε, τὸν ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκατάλαβε πὼς αὐτὴ εἶνε ὁποὺ μέλλει νὰ γεννήση τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὸν Χριστόν. Καὶ εὐθὺς τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν ἐφίλει, τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα.
Διατὶ τὸ ἅγιον Βῆμα σημαίνει καὶ τὸν ἅγιον Τάφον τοῦ Χριστοῦ μας. Πηγαίνετε καμμίαν φορὰν εἰς τὸν ἅγιον Τάφον νὰ προσκυνήσετε; Εἰς ἄλλα κοσμικὰ καὶ διαβολικὰ πηγαίνετε, καὶ ἐκεῖ, ὁποὺ ἐβάλθηκεν ὁ Χριστός μας διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν πηγαίνετε; Τόσην ἀγάπην ἔχετε τοῦ Χριστοῦ;
Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα μίαν φορὰν τὸν χρόνον ἐπήγαινε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὴν ἔβλεπεν τὴν Θεοτόκον.
Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, ἅγιοι ἱερεῖς· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισε καὶ τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ σημαίνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ φυλάγεσθε ἐσεῖς οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴν μπαίνετε εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διατὶ βάνετε φωτιὰ καὶ καίγεσθε. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸ καθολικόν, ὁποὺ σημαίνει τὸν παράδεισον. Ὁμοίως πάλιν νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς καὶ οἱ γυναῖκες· εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸν νάρθηκα ὁποὺ σημαίνει τὴν πόρταν τοῦ παραδείσου.
Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμαστε μὲ εὐλάβειαν, μὲ φόβον καὶ τρόμον, διὰ νὰ λάβωμεν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Καὶ καθὼς ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸν τάφον καὶ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κοσμικά, ὁμοίως καὶ ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸ στασίδι πρέπει νὰ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κακά. Τὸ στασίδι τί εἶνε; Ἕνας τάφος ὀρθὸς καὶ μᾶς τὸν ἐχάρισεν ὁ Θεὸς διὰ διδάσκαλον, νὰ μπαίνωμεν μέσα καὶ νὰ στοχαζώμαστε τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον.
Ἂν τὸ κάμνετε ἔτσι, πολὺ καλὰ τὸ κάμνετε· εἰ δὲ καὶ πηγαίνετε καὶ στολίζεστε καὶ περιεργάζεστε ἕνας τὸν ἄλλον καὶ κάνετε κουβέντες καὶ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, βάνετε φωτιὰ καὶ καίεστε.
Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Κάμετε λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν; -Κάνουμε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἀμὴ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τί τοὺς λέγετε; -Τοὺς λέγουμε νὰ μὴ κουβεντιάζουνε, μὰ αὐτοὶ δὲν μᾶς ἀκοῦν. -Καὶ τί εἶνε ἡ ἀφορμὴ καὶ δὲν σᾶς ἀκοῦν; Μὲ φαίνεται πὼς νὰ εἴστενε ἡ αἰτία ἡ ἁγιωσύνη σας καὶ δὲν σᾶς ἀκοῦν. Ἂς σηκωθῆ ἐπάνω ἕνας παπὰς ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη σας νὰ τὸν ἐρωτήσω ἕνα ἐρώτημα. Ἔχεις παιδιὰ παπά μου; -Ἔχω. Ὅταν βάνης τὴν τράπεζαν νὰ φάγουν ψωμὶ τὰ παιδιά σου, ποὺ πρέπει νὰ τὴν βάλης, εἰς τὴν μέσην ἀπὸ τὰ παιδιά σου, διὰ νὰ σώνουν ὅλα, ἢ εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴ τρώγουν; -Εἰς τὴν μέσην διὰ νὰ σώνουν ὅλα. Μὰ ἂν τύχη καὶ τὴν βάλης εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴν τρώγουν, δὲν πρέπει νὰ σὲ κατηγορήσουν τὰ παιδιά σου; -Πρέπει. -Νὰ ἰδοῦμε τώρα, δέσποτά μου, ποίος εἶνε πατέρας, τράπεζα ποιὰ εἶνε, τὸ φαγὶ ποίον εἶνε καὶ ποῖα εἶνε τὰ παιδιά.
Πατέρας πνευματικὸς καὶ ἐπίτροπος εἶσαι σύ, ἡ ἁγιωσύνη σου, ὁποὺ σὲ ἔκαμεν ὁ Θεός, μητέρα εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τράπεζα τὸ ἀναλόγι, φαγὶ εἶνε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, παιδιὰ πνευματικὰ εἶνε οἱ χριστιανοί. Τώρα δὲν μὲ φαίνεται πὼς ὁμοίως πρέπει νὰ κάνης καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου (δὲν τὸ λέγω μόνον διὰ λόγου σου, ἀλλὰ νὰ ἀκούουν καὶ οἱ ἄλλοι), νὰ βάλης τὸ ἀναλόγι εἰς τὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας, νὰ διαβάζης παστρικὰ καὶ μεγαλοφώνως διὰ νὰ ἀκούουν ὅλοι οἱ χριστιανοί; (80). Καὶ ὡσὰν ἀκούουν, δὲν κουβεντιάζουν· ἀμὴ ὅταν διαβάζης ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὰ λέγης μέσα σου, ὁποὺ ὁ Χριστὸς τὰ ἠξεύρει καὶ τὰ ἀκούεις μοναχός σου, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὡσὰν δὲν ἀκούουν καὶ δὲν ἔχουν φαγί, ἀρχινοῦνε τὰ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ λέγει ἡ μία γυναίκα τὴν ἄλλην ποία ἔχει καλύτερον φόρεμα καὶ στολίδια, ὕστερα παίρνουν καὶ φεύγουν καὶ δὲν ἔχουν ὄρεξιν νὰ ματαέρθουν. Καὶ γίνεσαι αἰτία καὶ κολάζονται καὶ ἐκεῖνες καὶ κολάζεσαι καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου.
Μὰ τί πρέπει νὰ κάμης, παπά μου, διὰ νὰ μὴν κολασθῆς; Ἐτραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Ἐγὼ εἶδα μίαν φορὰν ἕνα πόρνον, ὁποὺ ἐδιάβαινε ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα σπίτι ὑψηλό, καὶ εἰς ἕνα παράθυρον μίαν κόρη. Τὴν εἶδε ὁ πόρνος, μὰ δὲν τὴν ἔβλεπε τόσον καλά. Ἀνέβηκε εἰς ὑψηλότερον τόπον καὶ τὴν ἔβλεπε καλύτερα. Ἀρχίνισε καὶ ἐτραγούδα καὶ ἔλεγε: Ἂχ μαῦρα μάτια, μαῦρα φρύδια (νὰ εἰπῶ καὶ ἄλλο ἕνα) στοῦ παπᾶ τὰ παραθύρια. Τί ἤτανε ὁ σκοπός του; Νὰ διώξη τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς κόρης καὶ νὰ τῆς φέρη τὸν διάβολον· νὰ διώξη τὴν παρθενίαν καὶ νὰ φέρη τὴν πορνείαν.
Τώρα δὲν πρέπει ἡ ἁγιωσύνη σου νὰ κάμης ὁμοίως; Νὰ ἀνεβῆς ὑψηλὰ καὶ νὰ λέγης μὲ κατάνυξιν καὶ μεγαλοφώνως: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου». Καὶ ἂν ἠμπορής, νὰ κλαίης, διὰ νὰ διώξης τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ φέρης τὸν Χριστόν· νὰ διώξης τὴν πορνείαν καὶ νὰ φέρης τὴν παρθενίαν· νὰ διώξης τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ νὰ φέρης τὴν ταπείνωσιν. Ἂν θέλετε, ἱερεῖς, νὰ σωθῆτε καὶ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ χριστιανοί, αὐτὸ κάμετε.
Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἦτο δώδεκα χρόνους. Ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔτρεφε μὲ οὐρανίαν τροφήν, μὲ τοὺς Ἀγγέλους ἐσυνομιλοῦσε καὶ ἔγινε καὶ καλλιωτέρα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους (81) ἐφώτισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα της καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὲς οἰκονομίες. Καὶ ἔρχεται ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον περισσότερον καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Ἀγγέλους, διότι ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινόν, τὸν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν νὰ μείνεις παρθένος, διὰ νὰ ἐλευθερώση ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, καθὼς οἱ Προφῆται προεκήρυξαν. Τότε ἐσηκώθηκε ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πῶς ἐκαταδέχθης νὰ γίνης ἄνθρωπος ἀπὸ μένα τὴν δούλην σου. Ἕτοιμη εἶμαι λοιπὸν ἡ δούλη σου καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον. Εὐθὺς συνέλαβε τὸν γλκύτατόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν.
Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα, ἐπειδὴ καὶ ἡ γυναίκα ἔλαβε πρῶτον τὴν κατάραν εἰς τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα ἐκρήμνισε τὸν κόσμον καὶ τὸν ἐπήγε εἰς τὴν κόλασιν, πάλιν ἡ γυναίκα ἐγέννησε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν.
Ἐγεννήθηκεν ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον, ἐπειδὴ καὶ ἡ ἀρραβώνα εἶνε ἀρχὴ τοῦ γάμου, διὰ νὰ δείξη καὶ ἐσένα παράδειγμα, πὼς τὸ δακτυλίδι ὁποὺ πρῶτον δίδει ὁ ἄνδρας εἰς τὴν γυναίκα πρέπει νὰ εἶνε μαλαματένιο καὶ νὰ τὸ βάλη εἰς τὸ δάκτυλό της ἡ γυναίκα καθαρὴ ὡσὰν ἐτοῦτο τὸ μάλαμα. Ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ προτιμήσῃς νὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου παρὰ νὰ καταπατήσῃς τὴν τιμὴν τοῦ ἀνδρός σου. Ὁμοίως στέλνεις καὶ ἐσὺ ἡ γυναίκα εἰς τὸν ἄνδρα ἕνα δακτυλίδι ἀσημένιο, νὰ τὸν διδάξης καὶ αὐτόν. Τοῦ φανερώνεις μὲ τὸ δακτυλίδι καὶ λέγεις πὼς ἀνίσως καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας καὶ εἶσαι στέρεος ὡσὰν τὸ ἀσήμι, ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ βάνης τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου διὰ τὴν γυναῖκά σου. Αὐτὸ φανερώνει ἡ ἀρραβώνα τοῦ γάμου. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς οἱ παντρεμένες τίμια διὰ τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός· σᾶς ἐχάρισε καὶ εὐλογημένον γάμον. Νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους· ἀνάμεσα εἰς τὰ πολλὰ κακὰ ὁποὺ ἔχουν, ἔχουν καὶ καταφρονεμένον γάμον.
Πῶς γίνεται ὁμοίως ὁ γάμος τῶν χριστιανῶν εὐλογημένος καὶ πῶς γίνεται καταφρονημένος, ἤγουν κατηραμένος, δὲν εἶνε ἐδικόν μου ἔργον νὰ ἠξεύρω καὶ νὰ τὸ διδάσκω· ἐγὼ πρέπει νὰ ἠξεύρω τὴν καλογερικήν μου νὰ σωθῶ. Εἶνε ἄπρεπον ὁ καλόγηρος νὰ διδάσκη περὶ γάμων. Μὰ πάλιν ἀπὸ τὸ ἄπρεπον ἐβγαίνομεν κέρδος. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ, παιδί μου, ἔπρεπεν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου νὰ σοῦ τὰ εἰπῆ. Μὰ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠξεύρουν νὰ σοῦ τὰ εἰποῦν, σοῦ λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζήτησε καὶ ἀπὸ λόγου σου νὰ μάθης τὰ πολλά.
Ἄκουσε, παιδί μου· ὅταν θέλης νὰ ὑπανδρευθῇς, νὰ ζητήσῃς πρῶτον, γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ἀπὸ τὴν συγγένειά σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας· δεύτερον, νὰ ἔχη τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν της· καὶ τρίτον, νὰ εἶνε στολισμένη μὲ τὴν ἐντροπήν. Ἐπῆρες γυναίκα πτωχή, ἐπῆρες σκλάβα· ἐπῆρες γυναίκα πλούσια, ἔγινες ἐσὺ σκλάβος, ἐπῆρες ραβδὶ τῆς κρεφαλῆς σου. Πρώτον νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ στεφανώνεστε εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ πῶς πρέπει νὰ στεφανώνεστε; Νὰ πάρη ὁ παπὰς τὸ νουνό, τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύφη, ἕνα δυὸ ἀνθρώπους, νὰ πάρη μία λειτουργία, νὰ βάλη τὰ στέφανα, δυὸ δακτυλίδια καὶ δυὸ λαμπάδες. Νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Νὰ βάνη τὸν ἄνδρα εἰς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν γυναίκα εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ νὰ πηγαίνη μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ὁ παπὰς νὰ ἀνάψη τὰς δυὸ λαμπάδας καὶ νὰ κρεμάση τὰ στεφάνια ἐμπρὸς εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν καὶ νὰ βάνη τὰ δυὸ δακτυλίδια ἐπάνω, τὸ ἕνα νὰ τηράζη μέσα καὶ τὸ ἄλλο ἔξω, διατὶ φανερώνει πὼς ὅταν γυρίζη ὁ ἀρραβωνιαστικὸς καὶ τηράζη τὴν ἀρραβωνιαστικήν, νὰ γυρίζη τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος· ὁμοίως καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικὴ τὸν γαμβρόν. Καὶ ὡσὰν τελειώση τὴν Λειτουργίαν, νὰ πάρη τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύμφη νὰ τοὺς βάλη ἀντάμα. Καὶ νὰ πάρη τὸ θυμιατὸ καὶ τὶς δυὸ λαμπάδες ἀναμμένες, νὰ θυμιάση τὸ γαμβρὸ σταυροειδῶς τρεῖς φορές.
Τὸ θυμιατὸ σημαίνει τὴν Δέσποινα, τὴν Θεοτόκον· τὰ κάρβουνα εἶνε μέσα στὸ θυμιατὸ καὶ δὲν καίεται· ἔτσι καὶ ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἐδέχθηκε τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἐκάηκε, ἀλλὰ μάλιστα ἐφωτίσθηκε. Τὸ θυμίαμα σημαίνει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ κούπωμα τοῦ θυμιατοῦ σημαίνει τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ τρεῖς ἁλυσίδες σημαίνουν τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ἔτσι θυμιάζει ὁ ἱερεὺς τὸν γαμβρόν, τὸν διδάσκει λέγοντάς του: Ἐγὼ ἐτοῦτο προσκυνῶ· καὶ ἂν θέλης καὶ ἐσὺ καὶ εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, ἐτοῦτο προσκύνα. Καὶ ἔτσι σκύφτει καὶ προσκυνεῖ καὶ ὁ παπὰς καὶ ὁ γαμβρός. Αὐτὸ σημαίνει τὸ θυμιατό.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ παπὰς τὸν γαμβρόν: Θέλεις τὴν Μαρίαν διὰ γυναῖκά σου; Ἀνίσως καὶ εἰπῆ: Τὴν θέλω, τοῦ δίδει τὴν λαμπάδα. Ὁμοίως ρωτᾶ καὶ τὴν νύμφην: Θέλεις ἐσύ, Μαρία, τὸν Ἰωάννην διὰ ἄνδρα; Ἀνίσως καὶ τὸν θέλη, δὲν ὁμιλεῖ, μόνον σκύπτει τὴν κεφαλήν της· εἰ δὲ καὶ δὲν τὸν θέλει καὶ εἶνε χωρὶς τὸ θέλημά της, φωνάζει: Δὲν τὸν θέλω. Καὶ ὡσὰν εἰπῆ πὼς δὲν τὸν θέλει, ὁ παπὰς νὰ μὴ βάλη χέρι νὰ τοὺς στεφανώση, διότι κολάζονται. Ἂν εἶνε μὲ τὸ θέλημα καὶ τῶν δυό, ε, τότες νὰ τοὺς στεφανώνει. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ στεφάνωμα νὰ τοὺς μεταλαμβάνη τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἀνίσως ἔχουν κανένα ἐμπόδιο, ἂς τοὺς κοινωνήση τὸ κοινὸν ποτήριον. Ὕστερα τοὺς παίρνουν ψάλλοντας, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι κάνει δέησιν ὁ παπάς, εὐλογεῖ τὴν τράπεζαν καὶ φεύγει.
Καὶ ὡσὰν περάσουν τρεῖς ἡμέρες, ε, τότες νὰ σμίγετε τὸ ἄνδρογυνον· καὶ νὰ φυλάγετε τὶς Κυριακές, ἑορτὲς μὲ εὐγένειαν, ὡσὰν χριστιανοί. Δὲν ἔδωσεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα διὰ πορνείαν, ἀλλὰ διὰ παιδιά. Καὶ νὰ μὴν κοιμᾶστε εἰς ἕνα στρῶμα τὴν Κυριακήν, διότι μᾶς γκρεμνίζει ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα τὶς ἑορτές. Καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ φεύγης τὴν ξένην γυναίκα καθὼς φεύγεις τὸ φίδι. Καὶ ὄχι μόνον τὴν ξένην γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φεύγης καὶ τὴν ἐδικήν σου. Ἔτυχεν ἡ γυναῖκα σου καὶ ἔχη συνήθειαν ἢ ἐγγαστρώθη, πρέπει νὰ φυλάγεσαι, ἢ ἐγέννησε καὶ δὲν ἐσαράντισε, δὲν ἐκαθαρίστηκε. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ σμίξης μὲ τὴ γυναῖκά σου, πάρε παράδειγμα· ρώτησε τὸν γεωργὸν νὰ ἰδῆς πόσες φορὲς σπέρνει τὸ χωράφι τὸ χρόνο. Μίαν φορὰν καὶ τὸ ἀφήνει ὡς ὁποὺ γίνεται, καὶ τότε τὸ θερίζει· καὶ ὕστερα πάλιν, ὡσὰν θέλη, τὸ ματασπέρνει. Ὁμοίως καὶ ἐσύ, ἀδελφέ μου. Ἔσμιξες μὲ τὴν γυναῖκά σου, ἐγγαστρώθηκε; Ἀναχώρησε ἕως ὁποὺ γεννήση, νὰ σαραντίση καὶ καθαρισθῆ, καὶ τότε σπέρνεις καὶ ἄλλο. Καὶ κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά. Ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα λόγον, μὰ εἶνε αἰσχρὸς κομμάτι καὶ θέλετε μὲ κατηγορήσετε. Δὲν βλέπετε τὰ ζῶα ποὺ σμίγουν ἕως ποὺ ἐγγαστρωθῆ τὸ θηλυκὸν καὶ ὡσὰν γεννήση, ε, τότες ματασμίγουν; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ ντρεπόμαστε νὰ εἴμαστε χειρότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα; Μὰ πάλιν δὲν ἠμπορεῖς νὰ κάμνης αὐτό, σοῦ πέφτει βαρύ; Κἀμὲ ἄλλο· ταπεινώσου καὶ εἰπὲ πὼς εἶσαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλὸς καὶ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῶα· κατηγόρησε τοῦ λόγου σου, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖ νὰ σὲ σπλαχνισθῆ ὁ Θεὸς νὰ σὲ σώσῃ. Ἀμὴ νὰ κάμης τὴν ἁμαρτίαν, νὰ καυχᾶσαι, νὰ λέγης πὼς εἶσαι ἅγιος, γίνεται τοῦτο νὰ εἶνε; Ὡσὰν παιδιά μου πνευματικὰ σᾶς συμβουλεύω· σᾶς τὸ εἶπα πὼς εἰς σὲ λόγου μου εἶνε ἄπρεπον νὰ τὰ λέγω αὐτά, μὰ τί νὰ κάμω πάλιν; Βλέποντας τὸ γένος μας εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται, ἐστενεύτηκα καὶ σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε τίποτες.
Καὶ νὰ εἶνε ὁ ἄνδρας ὡς βασιλεὺς καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν βεζίρης, ἤτοι ὁ ἄνδρας ὡσὰν κεφαλὴ καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν σῶμα, τότε εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ σας καὶ δὲν σᾶς κολλᾶ κανένα κακὸν πράγμα, μήτε ἀμποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα. Ἔτσι περνᾶτε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνετε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεστε πάντοτε. Καὶ πλέον ἐξουσίαν δὲν ἔχετε νὰ χωρίζεστε καὶ μόνον ὁ θάνατος καὶ ἡ πορνεία σᾶς χωρίζει. Καὶ ἂν τύχη καὶ ξεπέση ἡ γυναίκα μὲ ἄλλον ἄνδρα ἢ ὁ ἄνδρας μὲ ἄλλην γυναίκα, ἔχουν χρέος νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν ἀρχιερέα νὰ τοὺς χωρίζη. Μὰ πάλιν ἐκεῖνος ὁποὺ ἀδικηθῆ ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, καὶ δὲν τὴν χωρίση, ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του. Ἀμὴ εἶνε τρόπος ἡ γυναῖκα σου νὰ πορνεύσῃ μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὴν συγχωρήσῃς; Εἶνε. Καὶ τί τρόπος εἶνε; Ἐσύ, παιδί μου, πηγαίνεις τὴν ξενειτιά, εἰς τὸ χωράφιον, ἡ γυναῖκα σου ἐξέπεσε μὲ ἄλλο πρόσωπον. Ἦλθες εἰς τὸ σπίτι σου. Τί πρέπει νὰ κάμῃ ἡ γυναίκα σου; Πρέπει νὰ πάρη ἕνα τσεκούρι καὶ ἕνα ξύλο καὶ νὰ σοῦ βάλη μίαν μετάνοιαν καὶ νὰ σοῦ φιλήση τὸ χέρι καὶ νὰ εἰπῆ: Πάρε ἐτοῦτο τὸ τσεκούρι καὶ τὸ ξύλο καὶ νὰ μὲ κάμης χάριν· βάλε με ἐπάνω νὰ μὲ κάμης λιανὰ κομμάτια, ρίξε με νὰ μὲ φᾶνε οἱ σκύλοι, διατὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω τὸ πρόσωπόν σου, ἐπειδὴ καὶ ἐκαταπάτησα τὴν τιμήν σου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν θυγατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἔγινα θυγατέρα τοῦ διαβόλου. Τί λέγεις, παιδί μου, σὲ βαστᾶ ἡ καρδιά σου νὰ τὴν σκοτώσῃς ἢ νὰ τὴν συγχωρέσῃς; Μὲ φαίνεται πὼς θὰ πῆς: ἂς εἶσαι συγχωρεμένη, μὰ ἄλλην φορὰν νὰ μὴ τὸ ματακάμῃς. Ἀμὴ πότε τὴν χωρίζεις; Ὅταν ἔλθης ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ καὶ τὸ μάθης ἀπὸ τὸν γείτονά σου, τότε βιάζεσαι ἐξ ἀνάγκης νὰ τὴν χωρίσῃς. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος αὔριον εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, ἀνίσως καὶ μᾶς εὕρῃ ἀνεξομολόγητους, ἀμετανοήτους, ἀδιορθώτους, βιάζεται νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν· εἰ δὲ ὅταν μᾶς εὕρῃ μετανοημένους, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς βάνει εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμαστε πάντοτε.
Γίνεται πάλιν κατηραμένος ὁ γάμος νὰ πάρης γυναίκα ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, καὶ νὰ βάνης τύμπανα καὶ βιολιά, χοροὺς καὶ τραγούδια, ντουφέκια, στολίδια, καὶ ἄλλα διαβολικὰ καμώματα. Τότε γίνεται κατηραμένος ὁ γάμος, γεννῶνται τὰ παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά, κουτσά, κακορρίζικα, σεληνιάζονται καὶ τὰ βλέπετε ἐσεῖς οἱ γονεῖς καὶ καίεται ἡ καρδιά σας καὶ σᾶς θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ νὰ μὴν τὸν κάμνετε τὸν γάμον τὴν Κυριακήν, μόνον ὅποια ἡμέρα θέλετε τῆς ἑβδομάδος. Ὄχι πὼς τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀταξίας ὁποὺ γίνονται καὶ μάλιστα λείπετε καὶ ἀπὸ τὴν Λειτουργίαν· καὶ ἡ Λειτουργία πρέπει νὰ γίνεται ξεχωριστὴ διὰ τὸν γαμβρὸν καὶ διὰ τὴν νύφην.
Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἐκείνην τὴν ἡμέραν, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦμεν τὸ μάλαμα ἀπὸ τὸ ἀσήμι, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν γάμον, ναί, μὰ περισσότερον τὴν παρθενίαν, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα πὼς ἀνίσως καὶ ἠμπορῆς νὰ φυλάξῃς παρθενίαν καὶ θέλης νὰ γίνης καλόγηρος ἢ ἡ γυναίκα καλογραία, εἶσαι καλότυχος καὶ τρισμακάριος, εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ ἐτοῦτα τὰ κοσμικά, εἶσαι ὡσὰν ἄγγελος.
Ἀμὴ ὡσὰν θέλης νὰ φυλάξῃς τὴν παρθενίαν, πρέπει πρῶτον θεμέλιον νὰ βάλης τὴν ἀκτημοσύνην καὶ νὰ μὴν ἔχης σακκούλαν, νὰ μὴν ἔχης κασέλα καὶ νὰ τηγανίζης τὸ σῶμα σου καθὼς τηγανίζεις τὸ ψάρι μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, μὲ κακοπάθειες, διὰ νὰ νεκρώνης, νὰ ταπεινώνης τὴν σάρκα, ὁποὺ εἶνε ἕνας λύκος, ἕνα γουρούνι, ἕνα θηρίον, ἕνα λεοντάρι.
Καὶ νὰ φεύγης τὸν κόσμον, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα· καὶ ὄχι πάλιν νὰ μισῆς τὴν γυναίκα, διατὶ εἶνε πλάσμα Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ πάθη ὁποὺ ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἂν τύχη καὶ περάσῃς ἀπὸ ἕνα σοκάκι καὶ εἰς τὸ ἕνα μέρος εἶνε ἡ γυναίκα καὶ εἰς τὸ ἄλλο εἶνε ὁ διάβολος, νὰ μὴν ἀπεράσῃς ἐκεῖθεν ὁποὺ εἶνε ἡ γυναίκα, μόνον ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἶνε ὁ διάβολος, διατὶ κάνεις τὸν σταυρό σου καὶ φεύγει, μὰ ἡ γυναίκα δὲν φεύγει. Καὶ καθὼς εἶνε δύσκολον τὸ ἀρνὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τὸν λύκον καὶ νὰ μὴν φαγωθῆ ἢ τὰ λιανόξυλα μὲ τὰ κάρβουνα νὰ μὴν καγοῦν, ἔτσι εἶνε δύσκολον ὁ καλόγηρος νὰ συναναστρέφεται μὲ γυναῖκες καὶ ἡ καλογριὰ μὲ ἄνδρες καὶ νὰ μὴν μολυνθοῦν καὶ νὰ σκανδαλισθοῦν. Μὲ ἄλλον τρόπον δὲν ἠμπορεῖ ὁ καλόγηρος νὰ σωθῆ παρὰ μακρυὰ νὰ φεύγη τὸν κόσμον. Εἶνε κανένας καλόγηρος ἐδῶ; Φύγε, καλόγηρέ μου, πήγαινε εἰς τὴν ἔρημον, ἐὰν θέλης νὰ σωθῆς (82).
Μὰ θέλετε εἰπῆ; Καὶ ἐσὺ καλόγηρος εἶσαι διατὶ συναναστρέφεσαι εἰς τὸν κόσμον; Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, κακὰ κάμνω· μὰ ἐπειδὴ τὸ γένος μας ἔπεσεν εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἂς χάση ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καὶ ἂς κερδίση τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή σας σώση καὶ ἐμένα.
Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δείξη τὸν τρόπον, πῶς νὰ βγάνωμεν ἐκείνην τὴν κατάραν, ὁποὺ ἔλαβεν ὁ πατέρας μας ὁ Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡ μητέρα μας, ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον.
Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε χιλιάδες φορὲς εἰς τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ μας ἐχάρισεν ὁ Κύριος καὶ μάλιστα εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ φυλάγωμεν τὸ Βάπτισμα καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον ὅσον εἶνε δυνατόν.
Εἰ δὲ καὶ τύχει καὶ σφάλωμεν ὡς ἄνθρωποι, ἂς εἶνε δεδοξασμένος ὁ πανάγαθος Θεός, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ δεύτερον Βάπτισμα, τὴν ἁγίαν Ἐξομολόγησιν· διατὶ ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄνθρωπος εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῆ.
Καλύτερα, ἀδελφέ μου νὰ θανατώσῃς ἑκατὸν ἄνθρωπους βαπτισμένους, παρὰ νὰ ἀφήσῃς ἕνα παιδίον ἀβάπτιστον νὰ ἀποθάνη. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη ἀποθάνη τὸ παιδίον καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸ βαπτίση, ἂς τὸ βαπτίση ὅποιος τύχη, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀδελφός, γείτονας καὶ μάλιστα ἡ μαμή. Βάλε ἀρκετὸ νερὸ καὶ λάδι, σταύρωσέ το καὶ βάπτισέ το. Εἰπέ: Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Καὶ ἂν ζήση, τὸ τελειώνει ὁ παπάς. Μὰ ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νερό; Πάρε τρεῖς φοῦχτες χῶμα καὶ χύσε το στὸ κεφάλι του καὶ εἰπὲ καθὼς καὶ πρῶτα. Ἔτυχε πάλιν καὶ δὲν ἔχεις καὶ χῶμα; Βάπτισε τὸ εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰπὲ ὁμοίως. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς ἕνας τρελλὸς καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος· ἔλεγε πὼς γίνεται κουμπάρος καὶ ἄφησε τὸ παιδίον ἀβάπτιστον καὶ ἀπέθανε, διὰ νὰ μὴ χωρισθῆ ἀπὸ τὴν γυναῖκά του. Εἰς τὴν ἀνάγκην δὲν γίνονται κουμπάροι καὶ ὁ ἄνδρας ὡσὰν θέλη ματασμίγει μὲ τὴν γυναῖκα του, δὲν ἔχουν κανὲν ἐμπόδιον.
Ὁμοίως πάλιν, ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη νὰ ἀποθάνη καὶ ἕνας ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸν ἐξομολογήση, ἂς ἐξομολογηθῆ εἰς ὅποιον τύχη καὶ νὰ ἀποθάνη ἐξωμολογημένος· εἶνε ἐλπίδα πὼς ἠμπορεῖ νὰ σωθῆ· εἰ δὲ νὰ μεταλάβη ἀνεξομολόγητος, δὲν ὠφελεῖ τίποτες.
Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα.
Ὅποιος θέλει νὰ κάμη διὰ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν εὐγένιάν σας καμμίαν κολυμβήθραν, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ τοῦ εἰπῶ πῶς πρέπει νὰ τὴν κάμη καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁποὺ νὰ ἔδινε χίλια πουγγιὰ δὲν τὴν εὕρισκε. Ἄκου ἐσύ, παιδί μου, ἐσὺ ποὺ θέλης νὰ τὴν κάμης τὴν κολυμβήθραν· νὰ πῆς τοῦ μαστόρου νὰ τὴν κάμη δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ ἀπὸ μέσα καὶ μίαν ἀπιθαμὴν κάτω πλατειὰ καὶ ἀπάνω δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ πλατειά. Νὰ ἔχη δυὸ δάκτυλα πάτο ἀπουκάτου διὰ νὰ στέκη. Νὰ τῆς κάμης δυὸ χερούλια διὰ νὰ πιάνεται καὶ ἕνα καπάκι ἀπὸ πάνω διὰ νὰ σκεπάζεται. Καὶ νὰ εἶνε ὅλα χαλκωματένια, νὰ τὴν γανώσῃς. Καὶ πὲς τοῦ μαστόρου νὰ γράψη τὸ ὄνομά σου ἐπάνω διὰ νὰ μνημονεύεσαι.
Ἐσεῖς, παιδιά μου, παρακαλεῖτε νὰ βαπτίζετε παιδιά· καὶ δὲν εἶνε καλύτερα νὰ κάμετε κολυμβήθραν, νὰ βαπτίζετε χιλιάδες παιδιά, διὰ νὰ ἔχετε περισσότερον μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν σας; Καὶ νὰ ἐξετάζετε ὅποια ἐκκλησία δὲν ἔχει νὰ κάμετε. Καὶ εἰς τὴν Πόλιν νὰ φθάσῃς νὰ στείλης καὶ πανταχοῦ τὸν ἴδιον μισθὸν ἔχεις. Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ τὸν κὺρ Ἰωάννην, ὁποὺ θέλει νὰ φτιάση μιὰ κολυμβήθραν, νὰ εἰπῆτε τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.
Ὡσὰν ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον, ἀρχίνισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμον νὰ μετανοοῦν, νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ ξερριζώση κάθε ἀπιστία καὶ κάθε κακίαν ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐμεταχειρίσθη νὰ δίνει ἄσπρα καὶ φλωρία καὶ καθὼς οἱ αἱρετικοὶ καὶ μάλιστα ὁ ἀντίχριστος· ἀλλ᾿ ἀρχίνισε νὰ κάμνη θαύματα καθὼς τὸν ἔπρεπε ὡσὰν Θεός, νὰ ἰατρεύη τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους καί, τὸ μεγαλύτερον, νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς νὰ ἀνασταίνωνται. Ἀνάστησε καὶ τὸν Λάζαρον, ὁποὺ εἶχε τέσσαρες ἡμέρας εἰς τὸν τάφον· ἔζησε καὶ τριάντα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἔγινε καὶ ἀρχιερεύς. Καὶ βλέποντας οἱ ἄνθρωποι φανερὰ τὸν Χριστόν μας νὰ κάμνη θαύματα ἐκατάλαβαν πὼς εἶνε Θεός, διατὶ μόνος ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνωνται.
Ἔπιπταν ἐκεῖ ἄνθρωποι χιλιάδες καὶ ἐπίστευαν καὶ ἐβαπτίζονταν. Καὶ ἐπίστεψαν καὶ μερικοὶ Ἑβραῖοι, μὰ οἱ μεγαλύτεροι, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν, ἀλλὰ ἔβαλαν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδιάν τους, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως τὴν σήμερον, καὶ ἔβαλαν σκοπὸν νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστόν μας.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς πάντα τὰ μέλλοντα καὶ μάλιστα τὴν κακίαν τῶν ἱερέων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα, καὶ βασιλεὺς νὰ εἶσαι, πάντοτε νὰ ταπεινώνεσαι καὶ νὰ τιμᾶς ἐκεῖνον τὸν πτωχὸν καὶ νὰ τὸν ἔχης καλύτερα ἀπὸ λόγου σου καὶ νὰ μὴν τὸν καταφρονᾶς διότι αὔριον βλέπεις ἐκεῖνον τὸν πτωχόν, τὸν γυμνόν, τὸν πεινασμένον, τὸν καταφρονημένον μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται, καὶ ἐσὺ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι.
Ἐκάθησεν ὁ Κύριος καὶ ἐδίδαξεν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ διάφορα τοὺς διδάσκει καὶ ἐτοῦτα καὶ λέγει: Νὰ ἠξεύρητε, μαθηταί μου, πὼς ἕνας ἀπὸ σᾶς, ὁ Ἰούδας, θέλει νὰ μὲ πουλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τρία φλωρία καὶ νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ μὲ ὑβρίσουν, νὰ μὲ δείρουν, νὰ μὲ σταυρώσουν· ὅμως μὴ λυπεῖσθε, μαθηταί μου, διατὶ ἐγὼ θέλω σταυρωθῶ μὲ τὸ θέλημά μου, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θέλω νὰ ἀναστηθῶ, νὰ δώσω ζωὴν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ ἀνάστασίς μου θέλει προξενήσει χαρὰ εἰς ὅλον τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς ὅλον τὸν κόσμον, φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου.
Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώση ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὴν οὐράνιον τροφήν, ἐπῆρε ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ τὸ εὐλόγησε καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον Σῶμα καὶ Αἷμά του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους. Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι εὐθὺς ὁποὺ ἐμετάλαβαν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ καλὴν γνώμην, μὲ καλὴν προαίρεσιν, ἐφωτίσθηκαν, ἐλαμπρύνθηκαν, ἔγιναν ὡς σοφοὶ διδάσκαλοι τοῦ κόσμου καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χαρὰν ἐλαλούσανε ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, καὶ ἐπέρασαν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.
Ὁ Ἰούδας ὁ κακὸς ὁποὺ ἐμετάλαβε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ κακὴν γνώμην, μὲ κακὴν προαίρεσιν, ἐσκοτίσθη, ἐμπῆκεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδιάν του καὶ ἐπρήσθηκε τόσον, ὁποὺ εἰς ἕνα σοκάκι, ὁποὺ ἐχωροῦσαν νὰ περάσουν δυὸ ἁμάξια μὲ εὐκολία, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐχωροῦσε. Καὶ ἀπέθανε μὲ κακὸν θάνατον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε.
Ἦταν μία χώρα ποὺ ἐλέγετο Ἰσκαρία, κοντὰ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας Ἑβραῖος μὲ τὴ γυναῖκα του. Βλέπει ἡ γυναίκα του εἰς τὸν ὕπνον της πὼς θέλει νὰ γεννήσῃ ἕνα διάβολο νὰ κάψη ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ ἐφανέρωσε εἰς τὸν ἄνδρα της τί καὶ τί εἶδε. Τέλος πάντων ἐγέννησε τὸν Ἰούδα. Τὸν ἐφύλαξαν δυὸ μῆνες καὶ ὕστερα τὸν ἔβαλαν μέσα εἰς μίαν κασέλα καὶ τὸν ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἶπαν, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, νὰ γλυτώσῃ· ἀλλέως, ἂς χαθῇ. Ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα ἦταν κάποιοι περαστικοὶ καὶ βλέποντας τὴν κασέλα εἰς τὸ πέλαγος ἔκαμαν τρόπο καὶ τὴν ἔβγαλαν. Τὴν ἀνοίγουν καὶ ηὗραν τὸ παιδίον μέσα καὶ τὸ ἔβγαλαν καὶ τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν χώραν τους, τὴν Ἰσκαρίαν, καὶ δὲν τὸ εἶπαν κανενὸς πὼς τὸ ηὗραν εἰς τὴν θάλασσαν, μόνον εἶπαν πὼς εἶνε ὀρφανὸ παιδί. Εἶπαν οἱ γονεῖς του: Δὲν τὸ παίρνουμε νὰ τὸ κάμωμε παιδί μας; Καὶ ἔτσι τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἔθρεψαν. Εἰς τὸν χρόνον ἐγέννησε καὶ ἄλλον ἕνα παιδὶ ἡ μάνα του. Ὅταν ἐγένηκαν δώδεκα χρονῶν τὰ παιδία, ἐκάκισαν ἀνάμεσόν τους καὶ ὁ Ἰούδας ἔδειρε τὸ ἀληθινὸν παιδίον. Λέγουν οἱ γονεῖς τοῦ Ἰούδα: Διατί τὸ ἔδειρες τὸ παιδί μας; Ἐσένα σὲ ἔχουμε ψυχοπαίδι. Ἐμεῖς, παιδί μου, ἴσα θὰ σᾶς ἀφήσωμεν κληρονόμους νὰ μοιράσετε εἰς τὴν μέσην. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς ἴσα θὰ νὰ πάρη μερτικὸ μὲ τὸ ἄλλο παιδί, τί τὸν παρακίνησε ὁ διάβολος νὰ κάμῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του; Μίαν ἡμέρα ἐσήκωσε ἕνα λιθάρι καὶ ἐσκότωσε τὸν ἀδελφό του. Τί νὰ κάμη ὁ πατέρας; Νὰ τὸν σκοτώση; Τὸν ἐλυπήθη. Ὁ Ἰούδας, ὡσὰν ἐσκότωσε τὸ παιδί, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐμπῆκεν εἰς ἕνα βασιλέα δοῦλος. Καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσίαν, τὴν σακκούλαν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ ἐξοδιάζῃ, ἤτοι νὰ δίνῃ καὶ νὰ παίρνῃ. Διατί ἐμπῆκε εἰς τὸν βασιλέα; Ἀπὸ τὴν πολλήν του φιλαργυρίαν ποὺ εἶχε, ἐστοχάσθη πὼς κάτι ἔχει νὰ καζαντίσῃ. Θέλει νὰ δώσει δέκα παράδες νὰ πάρῃ ψάρια, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἔδινε τοὺς πέντε. Οἱ γονεῖς του, ὡσὰν δὲν εἶχαν ἄλλο παιδίον, τί νὰ κάμνουν, ἐπῆγαν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τὴν Σιών, ὁποὺ ἔκτισε ὁ Σολομών. Καὶ ὡσὰν ἐπῆγαν ἐκεῖ, τοὺς ἄρεσεν ὁ τόπος καὶ ἀγόρασαν ἕνα περιβόλι καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο ζούσανε. Ὁ Ἰούδας ἐπήγαινε καὶ ἔπαιρνε λάχανα ἀπὸ τὸ περιβόλι. Ἐδιάβηκε καιρὸς καὶ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὶς πολλὲς λέγει ὁ περιβολάρης: Διατί μοῦ κρατεῖς τὸ δίκαιόν μου; Τὰ λάχανα ὁποὺ ἔχεις παρμένα, κάνουν δέκα γρόσια, καὶ ἐσὺ μοῦ δίνεις τὰ πέντε· θέλω νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ βασιλέως πὼς μὲ ἀδικεῖς. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς θέλει νὰ τόνε μαρτυρήσῃ εἰς τὸν βασιλέα, ἔβγαλε ἕνα μαχαίρι καὶ τὸν ἔσφαξε. Φωνάζει ἡ γυναίκα: Πῶς νὰ κάμω, λέγει, βασιλεῦ; Ὁ δοῦλος σου ἐσκότωσε τὸν ἄνδρα μου. Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Τί νὰ κάμω; Λέγει του ἡ γυναίκα: Μὲ τί ἔχω νὰ κυβερνηθῶ, ποῖος θὰ μὲ θρέψῃ, ὁποὺ εἶμαι μέλος ἀδύνατον; Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Πάρε τὸν Ἰούδα διὰ ἄνδρα σου νὰ σὲ θρέψῃ. Τί νὰ κάνη ἡ στενεμένη, τὸν ἐπῆρε γιὰ ἄνδρα. Μίαν ἡμέραν ἐσυνομιλοῦσαν ἐκεῖ ποὖθε εἶνε ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος. Καὶ ἐρωτώντας καὶ ἐξετάζοντας ἐγνωρίσθηκαν πὼς εἶνε μάνα καὶ υἱός. Τότε λέγουν: Ἀλλοίμονον εἰς ἐμᾶς. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐπεριπάταγε ὁ Χριστός μας καὶ ἐδίδασκε. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας καὶ ἡ μητέρα, ἡ γυναίκα του, πὼς κάμνει θαύματα καὶ δὲν παίρνει ἄσπρα, εἶπεν ὁ Ἰούδας: Τώρα εἶνε καιρὸς νὰ πάγω νὰ καζαντίσω. Ἐπήγανε εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐξωμολογηθήκανε. Καὶ τοὺς ἐσυγχώρησε. Τοὺς εἶπε νὰ ὑπάγουν ὀπίσω. Ὁ Ἰούδας ἀπόμεινε καὶ ἔγινεν Ἀπόστολος. Ὁ Χριστός μας εὐθὺς τὸν ἐκατάλαβε πὼς εἶνε φιλάργυρος καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν σακκούλαν νὰ ἐξοδιάζῃ. Αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἐπούλησε καὶ τὸν Χριστόν μας διὰ τριάντα ἀργύρια εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ φιλαργυρία; Ἔτσι τὸ ἔκαμε καὶ ἕνας παπὰς εἰς μίαν χώραν· ἐπούλαγε τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του, διὰ νὰ παίρνῃ ἄσπρα. Καὶ τοῦ ἔκοψεν ὁ Θεὸς τὴν ζωήν του μὲ κακὸν θάνατον, ὡσὰν τὸν Ἰούδα, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μὲ τὸν διάβολον. Ἐκαταλάβατε, ἀδελφοί μου, τὸ νόημα, ὅποιος ἔχει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τί παθαίνει; Παθαίνει καθὼς ἔπαθε καὶ ὁ Ἰούδας.
Φθάνουν αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα, χριστιανοί μου. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμοὺς καθὼς καὶ ἐψές. Ὁ ἕνας λογισμὸς μὲ λέγει καθὼς καὶ ἐψὲς νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ εὐχηθῆτε, νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι χριστιανοί, ὁποὺ δὲν ἄκουσαν ποτὲ λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μὲ λέγει: Μίαν φορὰν ὁποὺ ἦλθες ἕως ἐδῶ, μὴ πηγαίνης· κάθησε καὶ τὸ βράδυ νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα· τότε εὔχεσαι τοὺς χριστιανούς, σὲ εὔχονται καὶ ἐκεῖνοι καὶ τότε πηγαίνεις. Τώρα τί σᾶς φαίνεται εὔλογον, ἀδελφοί μου, νὰ κάμω, νὰ πηγαίνω ἢ νὰ καθήσω; -Νὰ καθήσῃς ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου, ἂς εἶνε· διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διὰ τὴν ἀγάπην σας κάθομαι, μόνον νὰ συμμαζωχθῆτε εἰς τὶς ὀχτὼ ὧρες, νὰ διαβάσωμεν τὸν Ἑσπερινόν μας, νὰ εἰποῦμε καὶ μίαν Παράκλησιν, νὰ βάλωμεν τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον μεσίτρια, νὰ μεσιτεύση εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ καὶ Υἱός της εἶνε ὠργισμένος κατὰ πάνου μας ἀπὸ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ θέλει νὰ μᾶς καταποντίση. Τί καρτεροῦμε, ἀδελφοί μου; σήμερον αὔριον τὸ τέλος τοῦ κόσμου· διὰ τοῦτο φροντίζετε νὰ διορθωθῆτε.
Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν τώρα εἰς τὸ τέλος· νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε, πὼς ἀξιωθήκατε καὶ εἶσθε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Ὁμοίως πάλιν νὰ κλαίγετε καὶ νὰ θρηνῆτε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὑπερηφανεύεστε, νὰ μὴν φονεύετε, νὰ μὴν κλέφτετε, νὰ μὴν κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴν λέγετε ψέματα, νὰ μὴν κατατρέχετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν συκοφαντῆτε, νὰ μὴν στολίζετε ἐτοῦτο τὸ σῶμα τὸ βρώμικο, ὁποὺ αὔριον θὰ τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν σας, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νηστεύετε τὸ κατὰ δύναμιν, προσεύχεσθε τὸ κατὰ δύναμιν καὶ νὰ ἔχετε τὸν θάνατον πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σας. Καὶ ἕτερος καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον.
Δὲν εἶμαι ἄξιος, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω· πλὴν ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση καὶ αὐτὴν τὴν χῶραν καὶ ὅλα τὰ χωρία τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τὰ σπίτια σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος, νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, νὰ δοξάζητε, νὰ προσκυνῆτε Πατέρα, Υἱόν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον.
Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ λόγου σας νὰ ἀφήση τὰ γένειά του, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν φιλεύσω ἕνα χτένι καὶ νὰ βάνω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ γίνωμεν καὶ ἀδελφοί.
Ὅποια γυναίκα θέλει νὰ κάμη φερετζέ, διὰ νὰ σκεπάζεται ὅταν πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν (84), ἂς μοῦ τὸ εἴπῃ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὴν συγχωρέσουνε καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸν εἰς ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήση διὰ τὴν ψυχήν της καὶ διὰ τὰ παιδιά της.
Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζῃ ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθη ἕως τώρα, καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὅπου ἂν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά, δὲν τὴν ἐματάβρισκε.
Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτόν. Συγχωρεῖτε με καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι.
ΔΙΔΑΧΗ Η´
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης (85) καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, βλέποντας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζαν νὰ τὸν πιστεύσουν, ὁποὺ αὐτὸς εἶνε καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλα τὰ ποιήματα αὐθέντης καὶ κυβερνήτης, καὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας οὐδὲν ἕνα δύναται νὰ στερεωθῆ, καὶ βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ τοὺς ἐπλανοῦσε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τοὺς εἶχεν ὅλους εἰς τὸ ἰδικόν του θέλημα καὶ τοὺς ἔκαμεν ὅλους εἰδικούς του καὶ φαμελίτες του, καὶ ἠθέλησεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἐντροπιάση τὸν διάβολον καὶ νὰ ξεσκλαβώση τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν διάβολον, νὰ ἔχη μεγάλην χάριν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Διὰ τοῦτο ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, νὰ τὸν ἰδοῦμεν καὶ νὰ τὸν μάθωμεν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτὸν ἄλλος δὲν εἶνε, καὶ νὰ πιστεύσωμεν, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς μιαρᾶς χείρας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὸν παράδεισον πάντοτε καὶ νὰ μὴ καιγώμαστε εἰς τὴν κατηραμένην κόλασιν μαζὶ μὲ τοὺς κατηραμένους δαίμονας.
Καὶ νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου· ἐτούτην τὴν γῆν, ὁποὺ κατοικοῦμεν, τὴν ἔχει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καθὼς ἔχει ἕνας βασιλεὺς καὶ μαζώνει ὅλα τὰ βασιλικὰ χρέη καὶ παίρνει ἀπὸ χωράφια, ἀπὸ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ στέλνει ἀνθρώπους ἰδικούς του καὶ τὰ μαζώνουν κάθε χρόνον, καὶ ὅταν τὰ πηγαίνουν ἐκεῖνοι ἔμπροσθεν εἰς τὸν βασιλέα χαίρεται ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς δίδει μεγάλα χαρίσματα καὶ τοὺς ἔχει φίλους ἠγαπημένους, ἔτσι ἔχει καὶ ὁ Χριστός μας τὴν γῆν ὡσὰν ἀμπέλι, ὅλον τὸν κόσμον.
Καὶ ἔβαλεν ἐργάτας τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εὐθὺς ἔμαθον γράμματα καὶ ὅλες τὶς γλῶσσες, ὅτι πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀγράμματοι καὶ μίαν γλώσσαν μόνον ἤξευραν· καὶ ἀφοῦ τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς ἐφύσησεν εἰς τὸ στόμα τους καὶ ἔλαβον χάριν, ὅλα τὰ γράμματα καὶ τὶς γλῶσσες τὶς ἔμαθον. Καὶ τοὺς ἔστειλεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τοὺς εἶπεν: Σύρτε εἰς ὅλον τὸν τόπον καὶ εἰς ὅλην τὴν γῆν, κάστρα καὶ χωρία καὶ εἰπέτε τους, ἂν ἴσως θέλουν νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τοὺς βάλω εἰς τὸν παράδεισον, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγουν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος: Νὰ τινάζετε καὶ τὰ παπούτσια σας ἀπὸ τὸν κονιορτὸν καὶ νὰ δώσητε κατάραν καὶ νὰ φύγετε.
Καὶ ὡσὰν ἔλαβον οἱ Ἀπόστολοι τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐθὺς ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ μετ᾿ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλούς, λεπρούς, ἀρρώστους καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· καί, τὸ μεγαλύτερον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζαν τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνονταν. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διακόνους, ἀναγνώστας ἔκαμναν καὶ ἐκκλησίας· καὶ εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη καὶ ἐγίνονταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος (86), μία μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, δὲν εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη· ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.
Πρέπον καὶ εὔλογον ἦτον, ἀδελφοί μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν καρδίαν καθαρὴν ὡσὰν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, διὰ νὰ φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, νὰ ἀκουσθῆ ἕως ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. Ἰδοὺ ὁποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ σᾶς ἀπόλαυσα. Μὰ ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ ὅλα τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, νὰ εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση παιδιά μου, ὁ Θεὸς νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζητε τὴν ἁγίαν Τριάδα. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου ἀπὸ τὸν Θεόν· καὶ παρακαλῶ τὴν αὐθεντίαν σας νὰ ἀκούσητε μὲ κάθε προθυμίαν τὸν λόγον μου, καθὼς τὸν ἄκουσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.
Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον καὶ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη· καὶ λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Ὅμως πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσην μεγάλην γῆν, νὰ κατοικοῦμεν ἐδῶ τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, φωτιάν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Καὶ ἡμᾶς μᾶς ἔκαμε ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἱρετικοὺς (87).
Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, παιδιά μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε τὴν πάσαν ἀλήθειαν· ποίον ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Ἐσεῖς τώρα μὲ τὸν νοῦν σας τὸν Θεὸν ἀγαπᾶτε· πολλὰ καλὰ τὸ γνωρίζετε καὶ τὸ θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα καὶ γνωστικὰ εἶσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας. Μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν εἶνε σωστή, εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπεται καὶ ἄλλο τίποτας; Πόθεν νὰ καταλάβωμεν; Ἀπὸ λόγου μας. Ἐσὺ ἔχεις ἕνα παιδί, ἀδελφέ. Ἐγὼ ἐσένα σὲ ἀγαπῶ, σὲ ἐκτιμῶ, σὲ λέγω καλὸν διὰ λόγου σου, καὶ τὸ παιδί σου τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, λέγω κακὸν διὰ λόγου του καὶ παίρνω τὸ ψωμί του καὶ τὸ τρώγω καὶ τὸ ροῦχο του τὸ παίρνω καὶ τὸ φορῶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοι φαίνεται νὰ λέγεται ὄχι ἔτσι. Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πατέρα, πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τὸ παιδί. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφόν του, τὸν χριστιανόν· διατὶ ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν, μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, ἕνα νόμον, ἕνα προσκύνημα καὶ εἴμαστε ἀδελφοὶ ὅλοι.
Ἀκόμη νὰ ἠξεύρετε, ἀδελφοί μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα νὰ δυναμώνη τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸν ἀδυνατίζη εἰς τὰ κακά. Νὰ ἠξεύρετε, τέκνα μου, πὼς ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμὶ νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίνω καλά· ἐσεῖς δὲν ἔχετε. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός, δῶσε καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ φάγε καὶ σὺ τὸ ἄλλο. Ἔχω φορέματα. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Δῶσε τὸ ἕνα τὸν ἀδελφόν σου καὶ ἐσὺ φόρει τὸ ἄλλο. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, νὰ σὲ γελάσω, καὶ εὐθὺς θυμοῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ μοῦ νεκρώνει τὸ στόμα καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ εἰπῶ ψεύματα. Ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω τὸ πράγμά σου, τὰ ἄσπρα σου, τὸν βίον σου ὅλον. Ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ τὸ πάρω. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη (88).
Διατί, παιδιά μου, νὰ μὴ ἠξεύρετε γράμματα, νὰ μάθετε ποῖον εἶνε τὸ καλὸν καὶ ποῖον εἶνε τὸ κακόν, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη καὶ τί κακὸν εἶνε ἡ ἀμάχη καὶ ἡ ἔχθρα; Νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου, εἰς ὅποιαν πολιτείαν ἢ τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι εἶνε ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶνε ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε εὐλογία, ὑγεία, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, ζοῦν τὰ παιδιά των, τὰ ζῶα των, γίνονται οἱ καρποὶ τῶν σιταριῶν, τῶν ἀμπελιῶν καὶ κάθε σπαρτῶν ὁποὺ τρέφονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τοὺς φυλάγει ὁ Χριστός μας ἀπὸ κάθε κίνδυνον, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ὅταν ἀποθάνη κανείς, πηγαίνει ἡ ψυχή του εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ εἰς ὅποιον τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι ἔχουν ἀμάχην καὶ ἔχθραν, δὲν προκόβουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν ζοῦν οὔτε παιδιὰ ἀποκτοῦν οὔτε τὰ ζῶα τους μήτε οἱ καρποὶ ἀπὸ τὰ σπέρματά τους γίνονται καὶ εἰς βατρύτατα χρέη ἐμβαίνουσι καὶ καμμίαν χάριν δὲν ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς γελοῦν καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τοὺς στέλλει ὁ Θεὸς ἢ ἄνεμον καυτὸν ἢ χαλάζια ἢ νερὸ ἀχαμνὸν καὶ ζημιώνει τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ἔχθρα, πόσα παιδιὰ γεννᾶ. Μόνον σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν ἔχετε τελείως ἔχθραν, ὅτι ὁ διάβολος τὴν ἔχει ἀδελφήν· καὶ ὅποιος τὶς ἀγαπήση, θέλει περάσει καὶ ἐδῶ κακὰ καὶ καταφρονημένα, καὶ ἡ ψυχή του θέλει κολασθῆ.
Διατί, ἅγιοι ἱερεῖς καὶ τίμιοι προεστῶτες, δὲν ἑρμηνεύετε τὰ εὐλογημένα μας ἀδέλφια νὰ στερεώνωσι καὶ νὰ βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νὰ μανθάνουν τὰ παιδιὰ γράμματα, νὰ γνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν; Ὅτι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἔμαθα τὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἔμαθα καὶ πέντε ἓξ ἑλληνικὰ καὶ ἔμαθα πολλῶν λογιῶν γράμματα, ἑβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ πολλὰ τὰ ἐδιάβασα. Καὶ ὅλα τὰ ἐθνικὰ κάλπικα τὰ ηὕρα· ὅλα εὑρέματα καὶ σπέρματα τοῦ διαβόλου, καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, τόσον τὰ ἐμελέτησα τὰ γράμματα. Καθὼς ὁ χρυσικὸς λαγαριάζει τὸ ἀσήμι καὶ δὲν τὸ ἀφήνει τελείως ἀζούραν, καὶ τότε εἶνε λαμπρὸν καὶ καθαρὸν καὶ τὸ ἀγοράζει μὲ κάθε προθυμίαν ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ἐγὼ ηὕρα καθαρά, ἅγια καὶ ἀληθινά, λαμπρὰ καὶ ὑπερλαμπρότερα ἀπὸ τὸν ἥλιον τὰ λόγια καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος πιστεύει τὸν Χριστὸν καὶ τὸν λέγει Θεὸν καὶ κάμνει τὰ πράγματά του, ὁποὺ λέγει Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐκεῖνος εἶνε καλότυχος καὶ τρισμακάριστος καὶ καμμίαν φορὰν δὲν θέλει ἐντροπιασθῆ.
Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν (89), μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν.
Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοίγουν καὶ μανθάνουν τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ διαβάζουν τὰ ἀδέλφια τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφήν, τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους· καὶ λέγει ὁ Θεὸς νὰ στείλη τὸν προφήτην Ἠλίαν, νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὕστερα νὰ ἔλθη ὁ ἀντίχριστος· καὶ θέλει θανατώσει τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἐξετάζοντας, ἀδελφοί μου, καὶ ἐρευνώντας τὰς Γραφὰς καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθεν καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας (90) καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του· τὸ καταλαμβάνετε, μὰ λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικωσύνη.
Ὅμως ἡ Γραφή μας λέγει νὰ τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον κατεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες λοιμικές· θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάσουν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν σεισμούς, πολέμους καὶ ἀκαταστασίες. Καὶ θέλουν πέσει ὅλα τὰ βουνὰ κάτω καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ ἀποθάνουν.
Καὶ τότε θέλει λάμψει ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν τρεῖς φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον· καὶ θέλει λάμψει ὁ πανάγαθος Θεός, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον, τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, καὶ νὰ εἴμαστε ὅλοι εἰς μίαν ἡλικίαν, τριαντατριῶν χρόνων ἡλικίαν. Καὶ θέλει εἶνε ὅλα τὰ πρόσωπα ἀπὸ τοὺς δικαίους λαμπρὰ καὶ εὔμορφα ὡσὰν τὸν ἥλιον καὶ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θέλουν εἶνε μαῦρα τὰ πρόσωπα ὡσὰν ἀράπικα καὶ ἀκόμα ἀσχημότερα. Καὶ τοὺς δικαίους θέλει τοὺς φωνάξει μὲ μίαν μεγάλην γλυκείαν καὶ πολλὰ ἠγαπημένην φωνήν, ὡσὰν πατέρας ὁποὺ νὰ ἔχη ἕνα υἱὸν μόνον πολλὰ ἠγαπημένον· καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὡσὰν κριτὴς φοβερός μὲ κάκητα θέλει τοὺς διώξει ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Καὶ θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕναν πύρινον ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν, νὰ φλογίση τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ καίγωνται μέσα πάντοτε. Καὶ τότε θέλει εἰπῆ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τοὺς δικαίους: Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σεβῆτε εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ἀντάμα μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ὅτι πολλὰ κακὰ ἐβαστάξατε διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην.
Καὶ τώρα ἡμεῖς τί νὰ εἴμαστε τάχα, ἁμαρτωλοὶ ἢ δίκαιοι; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· καὶ ἀνίσως εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὅπου ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθῶμεν.
Τώρα σᾶς λέγω νὰ κάμητε τοῦτο· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον, καὶ τὸ κομπολόγιόν σας νὰ ἔχῃ τριαντατρία σπυριά, καὶ νὰ προσεύχεσθε καὶ νὰ λέγητε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Μέσα εἰς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἀδελφοί μου, τί θεωρεῖ; Θεωρεῖ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός μας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ πάντες οἱ Ἅγιοὶ μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅποιος λέγει αὐτὸν τὸν λόγον καὶ κάμνει καὶ τὸν Σταυρόν του, κἂν ἄνδρας, κἂν γυναίκα εὐλογεῖ τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἰατρεύονται κάθε ἀρρωστεῖες. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» οἱ Ἀπόστολοι ἀναστοῦσαν νεκροὺς καὶ ἰάτρευαν πάσαν ἀσθένειαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἀποστομώνει ὁ ἄνθρωπος κάθε αἱρετικόν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἁγιάζει ὁ ἄνθρωπος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ὡσὰν οἱ Ἄγγελοι.
Καὶ ἀκούσατε τί κάμνει ὁ τίμιος Σταυρός.
Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς κ.λπ...(91).
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὁ τίμιος καὶ ἅγιος Σταυρὸς πόσον βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅποιος τὸν κάμνει τὸν Σταυρόν, ποτὲ δὲν ἔχει ζημίαν, ἀλλὰ τὸν φυλάγει ἀπὸ κάθε λογῆς φαρμακερὸν πράγμα καὶ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν πείραξιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἔχει σημαδεμένον ἀπάνω του. Νὰ ἀνταμώση τὰ τρία δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός του καὶ νὰ τὰ βάλη πρῶτον εἰς τὸ μέτωπον, εἶτα εἰς τὸν ὀμφαλόν, ἔπειτα εἰς τὸ δεξιὸν βυζίον, ὕστερα εἰς τὸ ζερβὶ βυζίον, ὕστερα καὶ νὰ σκύπτῃ ἕως χαμηλὰ καὶ πάλιν νὰ σηκώνεται.
Καὶ ὁ Σταυρός, ἀδελφοί μου, πῶς εἶνε, μάθετε: Ὅταν βάνωμεν τὸ χέρι μας εἰς τὸ κεφάλι, φανερώνει ὁ Θεός, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸν ὀμφαλόν, φανερώνει πὼς ἐκατέβη εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσαρκώθη· καὶ ὅταν τὸ βάνωμεν εἰς τὸ δεξιόν, μέρος ἄνωθεν τοῦ βυζίου, φανερώνει πὼς εἶνε δίκαιος καὶ ἀθάνατος καὶ πὼς θέλει βάλει τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του μέρη· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸ ζερβιὸν μέρος, φανερώνει πὼς θέλει κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θέλουν στέκονται εἰς τὸ ζερβιόν του μέρος καὶ νὰ τοὺς βάλη εἰς τὴν κόλασιν.
Ὁ τίμιος Σταυρός, ἀδελφοί μου, εἶνε αὔλαξ ὅλης τῆς γῆς. Ὁ τίμιος Σταυρὸς ἁγιάζει ὅλα τὰ πέρατα, ὅλα τὰ θεῖα καὶ ἅγια τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ κάθε Ἀκολουθίαν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τοὺς Ἁγίους. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει καὶ στερεώνει τὴν Βάπτισιν. Ὁ Σταυρὸς εὐλογεῖ τὰ ἀνδρόγυνα. Ὁ Σταυρὸς κυνηγᾶ τοὺς δαίμονας καὶ φεύγουσιν ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀστραπήν. Ὁ Σταυρὸς εἶνε ὅπλον φωτεινὸν καὶ ὅποιος τὸν κάμνει, τὸν φωτίζει καὶ τὸν ἁγιάζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, καὶ εἶνε ὡσὰν δίστομον σπαθίον, καὶ δὲν ζυγώνουν σιμὰ οἱ δαίμονες νὰ παρακινοῦν τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ κάμωσιν ἁμαρτήματα. Καὶ ὅπου κινήση νὰ πηγαίνη ὁ ἄνθρωπος πρῶτον νὰ κάμη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ λέγη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἢ εἰς τὸ παζάρι κινᾶς ἢ εἰς τὸ χωράφι ἢ εἰς τὸ ἀμπέλι ἢ ὅταν φάγης ψωμὶ ἢ ὅταν πίνης κρασὶ ἢ νερὸν ἢ ὀπωρικὸν ἢ ὅταν κοιμηθῆς, νὰ προσκυνήσῃς τὸν Θεόν, νὰ σταυρώνῃς καὶ τὸ σῶμα σου, καὶ ὕστερα νὰ πλαγιάσῃς. Νὰ κοιμηθῇς, καὶ θέλεις σηκωθῇ τὸ πρωΐ γερὸς καὶ χαρούμενος. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἐκαταλάβατε καὶ τὸ ἠξεύρετε ὅλοι σας.
Ἐδῶ, παιδία μου, ὁποὺ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν, ἔχω χαράν, ἔχω καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας ὁ καθένας νὰ εἰπῆ τὸ παράπονόν του, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύη δυὸ ἀφεντάδες, καὶ τοὺς διώχνω καὶ ἡ καρδιά μου πονάει κόπτεται· ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ μόνον καὶ ἔχει γνῶσιν καὶ φρονιμάδαν καὶ εἶνε ἄρρωστον καὶ δὲν τὸ δέχεται ἡ στρῶσις, ἀλλ᾿ ὅμως κρούγεται διὰ νὰ ξεψυχήση, καὶ δὲν δύναται νὰ ὁμιλήση, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν δύναμαι νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἀπὸ ἕναν ἕναν. Ὅμως νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία· νὰ πάρετε τέσσαρες τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω τὰ ἁμαρτήματά σας· καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσαρα νοήματα ὁποὺ σᾶς λέγω καὶ νὰ τὰ μάθετε. Καὶ νὰ σᾶς τὰ εἰπῶ· πρῶτον, νὰ εὕρητε πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ καλόν, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ πλυθῆ ἡ βρῶμα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸ σῶμα σας· δεύτερον, νὰ ἔχητε ἀγάπην καὶ νὰ μὴ προδίνεσθε εἰς κρίσεις τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ζημιώνεσθε· τρίτον, νὰ προσκυνᾶτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴ χωρισθῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, νὰ βάνητε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κάθε ἡμέραν, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ χώρα σας καὶ νὰ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ δώση ὁ Χριστὸς κάθε ὑγείαν καὶ καλὴν προκοπήν.
Καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ πεισμώσουσι, νὰ μὴ δέχωνται κατάκρισιν, νὰ μὴ βάνουσιν σκάνδαλα, νὰ μὴ γίνωνται μάρτυρες εἰς κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, νὰ μὴ γίνωνται καπεταναραῖοι, νὰ μὴ γίνωνται χασάπηδες, νὰ μὴ γίνωνται παραγματευτᾶδες, νὰ μὴ γίνωνται κομιρικαραῖοι. Διότι αὐτοὶ παρακαλοῦν διὰ τὰς ψυχάς σας, σᾶς βαπτίζουν, σᾶς κοινωνοῦν, σᾶς θυμιάζουν, σᾶς εὐαγγελίζουν, σᾶς ἀντιδωρίζουν, σᾶς ἀρραβωνίζουν, σᾶς στεφανώνουν, σᾶς ἁγιάζουν μὲ Ἁγιασμούς, μὲ Εὐχέλαια, μὲ Παρακλήσεις, μὲ εὐχάς, σᾶς ὑψώνουν. Ἀσθενεῖτε; Σᾶς διαβάζουν. Αὐτοὶ ἔχουσι τὰ βάρη. Χαράτζι νὰ μὴ τοὺς ρίξετε καὶ βαρὺ χρέος. Καὶ αὐτοὶ νὰ εἶνε ταπεινοί, φρόνιμοι, νὰ μὴν ἀφορίζουν, νὰ μὴν ὀργίζωνται, νὰ μὴ καταρίζωνται, νὰ μὴν ἔχουν ἔχθραν, νὰ μὴ μεθοῦσι, νὰ εἶνε λαμπροὶ ὡσὰν ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.
Καὶ νὰ ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Καὶ εἰς ξένην κρίσιν νὰ μὴ κριθῆτε καὶ προδοθῆτε εἰς κρίσεις Τούρκων· ὅτι δώδεκα χρόνους νὰ μένη ἀκοινώνητος ὁ προδότης (92). Καὶ ἂν σοῦ πταίση ὁ ἀδελφός σου ἢ ἄλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εἰς τὸν δεσπότην καὶ μὴ τὸν πηγαίνης εἰς κρίσιν τῶν Τούρκων, ὅτι μεγάλην ἁμαρτίαν ἔχεις καὶ θέλεις κολασθῆ αἰώνια· καὶ νὰ μὴν τὸν ἀδέχουνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν οἱ ἀδελφοί, ὅτι ἐπῆγε ἐξωτερικὰ καὶ δὲν ἐπῆγε νομικά. Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλέψητε ὁλότελα. Μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε μήτε νὰ φωκαλίζετε τὰ ἀχούρισά σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνοι καθὼς τὸ βλέπομεν καθ᾿ ἑκάστην. Καὶ ὅσον βίον ἔχομεν, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ εἰς τὴν γῆν θέλει ἀπομείνει· μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη ἐδώσατε, αὐτὸ θέλετε ἔχει βοήθειαν εἰς τὴν ψυχήν σας· καὶ ὅ,τι ἐδώσατε τῶν πτωχῶν δι᾿ ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλετε νὰ λάβετε τὸ ἕνα ἑκατὸν παρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν πλουτίζει καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ἔχει ἀγαθὸν τέλος· τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ γίνεται ἁγία. Καὶ ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην. Μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισες καὶ πτωχές.
Καὶ τὸ τέταρτον νόημα εἶνε νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς δίνετε ψωμὶ νὰ τρώγουσιν καὶ νὰ γευματίζουν καὶ ἀπὸ κανένα κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ὥραν καλήν τους.
Διότι ἀκούομεν, ἀδελφοί μου, ὁποὺ λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ παρτριάρχης Ἀβραὰμ δὲν εἶχεν υἱὸν διὰ νὰ κληρονομήση τὸν βίον του, καὶ εἶχε παράπονον πολύ. Καὶ τί κάμνει ὁ εὐλογημένος; Βάνει καὶ κτίζει ἕνα σπίτι καὶ ἀνοίγει τρεῖς θύρας καὶ ἔβαλε ψωμὰν καὶ ἐζύμωνεν, καὶ ὅσοι ἄνθρωποι ἐδιάβαινον, ὅλους τοὺς ἐφίλευεν. Καὶ εἶχε συνήθειαν, κάθε ἡμέραν, ἂν ἴσως δὲν ἐπήγαινε ξένος νὰ φάγη ψωμί, μήτε ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔτρωγεν. Καὶ ὅσον ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην περισσότερον ἀβγάτιζεν ὁ βίος του. Ὁ διάβολος, ὁποὺ φθονεῖ πάντοτε, τί κάμνει ὁ τρισκατάρατος; Πηγαίνει καὶ σχηματίζεται ὡσὰν ζήτουλας εἰς τὶς στράτες ὁποὺ ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὅποιος ἐπήγαινε, τοῦ ἔλεγεν ὁ διάβολος: Ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Ἐκεῖνος ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸν ἐμπόδιζεν ὁ διάβολος. Ἔλεγεν: Ἐγὼ εἶμαι ἕνας πτωχός, καὶ ἄκουσα πὼς ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν τοῦ Μαμβρὴν εἶνε ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, Ἀβραὰμ τὸ ὄνομά του, καὶ μὲ εἶπαν δίδει ἐλεημοσύνη καὶ εἶνε φιλόξενος πολύ· καὶ ἦλθα καὶ ἐγὼ ὁ δύστηνος νὰ μὲ κυβερνήση τίποτας, καὶ ἡ τύχη μου, τὸ κακὸν ριζικόν μου, δὲν ἐπρόφθασε νὰ μοῦ δώση καὶ ἐμένα. Ἐπῆγα σήμερα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐζήτησα κομμάτι ψωμί, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐλεημοσύνην ὁποὺ ἔδιδεν ὁ καημένος, ἐπτώχυνεν πολύ, καὶ μήτε ψωμὶ τὸν ἔλαχεν μήτε στάμνα μὲ νερόν· καὶ ἦτον ὁ ἄνθρωπος θυμωμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν πτωχείαν ὁποὺ τὸν ἦλθεν, καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω καὶ μὲ ἐξύλισεν τόσον, ὁποὺ ἐμαζώχθηκε ὅλος ὁ μαχαλάς, οἱ ἄνθρωποι, καὶ μὲ ἐγλύτωσαν· καὶ εἶμαι ἄρρωστος ἀπὸ τὸν δαρμόν, καὶ μὴ πᾶτε κανένας. Καὶ ἀκούοντας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπῆγαν κανένας τρεῖς ἡμέρας. Καὶ ὁ Ἀβρὰμ δὲν ἔφαγε τρεῖς ἡμέρας μήτε ψωμὶ μήτε νερὸν ἔπιεν αὐτὸς καὶ ἡ Σάρρα, διατὶ ἐλυποῦνταν πὼς ἔγινεν αὐτό, καὶ δὲν ἐπήγαινεν κανένας ἄνθρωπος νὰ φάγη ψωμί· καὶ προσκυνοῦσαν καὶ παρακαλοῦσαν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν τους καὶ ἔλεγον: Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, ὁποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἥλιον, τὰ ἄστρα καὶ κυβερνᾶς ὅλα τὰ στοιχεῖα, τὰ ὅσα βλέπουν τὰ ὀμμάτιά μας, καὶ τὰ ὅσα δὲν βλέπομεν, καὶ ὁρίζεις καὶ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας, νὰ τοὺς φιλεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς δίδωμεν καὶ ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ τὸ εὕρωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι εἴμαστε ἄτεκνοι, καὶ θὰ μαλώσουσιν οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ γείτονές μας. Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ εὐλογημένος Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σαρρα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεὸς ὁποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀγαπῶντα αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἀφήνει λυπημένον, τί κάμνει; Καθὼς ἐκάθονταν ὁ Ἀβραὰμ ἔμπροσθεν εἰς τὴν θύραν καὶ ἡ Σαρρα εἰς τὴν ἄλλην θύραν καὶ ἐκοίταζον ἴσως περάσῃ τινὰς νὰ τὸν κράξουν νὰ φάγη ψωμὶ διὰ νὰ φάγωσιν καὶ αὐτοί, καὶ βλέπουσι τρεῖς νέους πολὺ ὡραίους, ὁποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτούς, καὶ εἰσέβησαν μέσα εἰς τὸν οἶκον ἀπὸ τὰς τρεῖς θύρας, καὶ μέσα ἕνας ἐφαίνονταν, καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν τους χαρὰν εἶπον ἀναμεταξύ τους: Ἀκόμα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καὶ ἂς σφάξωμεν τὸ καλλιώτερον καὶ παχύτερον μοσχάρι. Καὶ εὐθὺς τὸ ἔσφαξαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον νὰ ψηθῆ καὶ ἡ μάνα τοῦ μόσχου ἐρχόταν ὁλόγυρα τὸν φοῦρνον καὶ ἐφώναζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσεν ἡ μόσχα, καὶ βλέπουν ἐβύζαινεν ὁ μόσχος. Κοιτάζουσι μέσα εἰς τὸν φοῦρνον τὸ ἀγγεῖον, καὶ ἦτο γεμάτον φαγητόν· καὶ ἐθαύμασαν (93). Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ ὁμιλήση μὲ τοὺς νέους, καὶ ὀμιλώντας τῷ εἶπον οἱ νέοι: Ἀπὸ τώρα καὶ κάθε ὅλον χαρὰν θέλεις ἔχει, Ἀβραάμ, καὶ θέλεις γεννήσει υἱόν, τὸν Ἰσαάκ. Καὶ ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάση τράπεζαν, διὰ νὰ τοὺς φιλεύση, καὶ γυρίζοντας δὲν τοὺς ηὖρεν· καὶ ἐστοχάσθηκεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐφάνη, καὶ ἀσπάζονταν καὶ καταφιλοῦσε τὸν τόπον, ὁποὺ ἐκάθονταν οἱ νέοι, καὶ ἦτον ἡ Τριάς, ὁ Θεός. Βλέπετε καὶ ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τὸ θαῦμα καὶ τὸ ἀκούετε ἕως τὴν σήμερον. Ὁμοίως νὰ κάμετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, ἂν θέλετε νὰ ἔλθη ὁ Θεὸς εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ ἀβγατίζη ὁ βίος σας.
Ἀπὸ τὸν Χριστὸν μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ὁποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε, καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὴ ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούετε τὴν Ἀκολουθίαν μὲ προσοχήν. Ὁμοίως καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ νὰ ἑρμηνεύετε τὰ παιδιά σας, ὅσον καὶ δύνασθε, νὰ μὴ ἁμαρτήσουσιν, νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ εὐλογοῦνται, διὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ προκόψουν.
Καὶ ὅποιος ἀδελφός, ἀδελφοί μου, ἀκούσῃ τὸ σήμαντρον καὶ ὀκνεύει νὰ πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, θέλει πνιγῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, καθὼς ἐπνίγησαν καὶ εἰς τὸν κατακλυσμόν. Ἀκόμη, μάθετε, ἀδελφοί μου, ὁ Νῶε, ἀφοῦ ἔκαμεν τὴν κιβωτὸν καὶ ἐμαζώχθηκαν ὅλα τὰ ζῶα μέσα, τὸ ταχὺ ἄνοιγεν τὴν κιβωτὸν καὶ πήγαιναν καὶ ἔβοσκαν, καὶ τὸ ἑσπέρας βαροῦσε τὸ σήμαντρον καὶ ὅλα ἐμαζώνονταν εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἀπὸ τότε ἐβγῆκεν ὁ σήμαντρος καὶ σημαίνουσιν οἱ ἱερεῖς. Ὁ σήμαντρος σημαίνει σημαίαν τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἱερεὺς κήρυκας τῆς κιβωτοῦ, κιβωτὸς εἶνε ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας· καὶ ὅσοι ἀδελφοὶ σέβουν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους.
Ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶνε ὡσὰν ἡ μάνα. Ὅταν σφάλλη ὁ υἱός της, τὸν μαλώνει, καὶ πάλιν τὸν συμπαθᾶ. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶνε μία πηγή, καὶ ποτίζει ὅλους τοὺς διψασμένους· καὶ πρέπει κάθε ἡμέραν νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱερεῖς, διὰ νὰ εὐλογῆ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ φυλάγη τὴν χῶραν ἀπὸ πάσαν νόσον καὶ πάσαν μαλακίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὴν χῶραν σας, τὰ χωράφια σας, τὰ ἀμπέλια σας, τὸν τόπον σας καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας.
Καὶ νὰ παρακαλῆτε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζοῦν πολὺν καιρὸν οἱ προεστοὶ τῆς χώρας σας, νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σᾶς κοιτάζουν καλά, ὅτι ὁ προεστὼς εἶνε ὡσὰν πατέρας· καὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας καὶ τοὺς τρανητέρους σας. Αἱ γυναῖκες νὰ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρες σας, οἱ ἄνδρες νὰ ἔχετε ἀγάπην μὲ τὶς γυναῖκες σας καὶ τὶς μάνες σας, καὶ αἱ νύμφες νὰ τιμᾶτε τοὺς πενθερούς σας καὶ πενθερές σας, καὶ οἱ γαμβροὶ τὰ πεθερικά σας, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ θέλετε φάγει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ὅσον ζήσετε εἰς τὴν γῆν τὴν πρόσκαιρην καὶ ὀλίγην ζωήν, καὶ εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θέλετε κερδίσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Καὶ νὰ μὴν παραδίνεσθε, νὰ μὴν καταργιέσθε, νὰ μὴν ἀναθεματίζεσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, ἀδελφοί μου, συγχωρεῖτε με καὶ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέση καὶ ἐσᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀπολαύσωμεν ὅλοι ὁμοῦ τὸν παράδεισον, νὰ χαροῦμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.
Ἀφιέρωμα πενιχρὸ στὸν ἁγιορείτη μείζονα διδάσκαλο τοῦ γένους, Ὁσιομάρτυρα Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό (1714-1779).
Συναξάριον. Τῇ ΚΔ´ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου, ἀθλήσαντος δι᾿ ἀγχόνης κατὰ τὸ ἔτος 1779.
Στίχ. Κόσμος τῶν πιστῶν Κοσμᾶς ὁ θεῖος ὤφθη,
Ἀποστόλων ἴχνεσι στεῤῥῶς βαδίσας.
Εἰκάδι τετάρτῃ Κοσμᾶν θεήπνουν δυσσεβεῖς ἀπῆγξαν.
Οὗτος ὁ μακάριος ἦν κατὰ τὸν δέκατον καὶ ὄγδοον αἰῶνα. Πατρίδα ἔσχε τὸ ἐν Αἰτωλίᾳ χωρίον, οὗ ἡ κλῆσις Μέγα Δένδρον, ἐκ γονέων εὐσεβῶν βλαστήσας. Τὸν μονήρη ποθήσας βίον, καὶ ἐν τῇ κατὰ τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθω ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Φιλοθέου ἀσκητικῶς ἀγωνισάμενος καὶ θείαν ἔλλαμψιν λαβὼν καὶ θεόθεν χρηματισθείς, ἀπεστάλη κηρύξαι τὸν λόγον τῆς σωτηρίας, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος, ἐν τοῖς ζοφεροῖς τῆς δουλείας χρόνοις, ἣν οἱ τῆς Ἄγαρ ἀπόγονοι τοῖς ὁμοφύλοις καὶ ὁμοπίστοις αὐτοῦ ἐπήνεγκαν, ἀῤῥήτοις τοῦ Θεοῦ κρίμασι. Καὶ πλείστας πόλεις καὶ χωρία καὶ νήσους περιελθών, καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, συνελόντι φάναι, τῷ φθόγγῳ περιλαβών, ἐν Ἠπείρῳ μαρτυρικῷ τέλει τὸν βίον ἐσφράγισεν, ἀγχόνῃ θανατωθεὶς παρὰ τῶν δυσσεβῶν. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σκῆνος, χαριτωθὲν θείῳ Πνεύματι, πλείστας ἰάσεις καὶ θαύματα παρέχει τοῖς πίστει προσερχομένοις τῇ τούτου χάριτι καὶ πρεσβείᾳ.
Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἱερομάρτυρος, Ἐθνομάρτυρος καὶ Ἰσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ Φιλοθεΐτου
Ἡ Ἑλλὰς τιμῶσα τὸν πνευματικὸν ἡγέτην αὐτῆς Ἅγιον Κοσμᾶν
Ὑπάρχουν στὴ ζωὴ τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν μερικὰ φωτεινὰ ὁρόσημα ποὺ ἔντονα σημαδεύουν τὴν ἱστορική τους πορεία. Συνήθως τέτοια ὁρόσημα, εἶναι σπάνια, ἀναφαίνονται ποὺ καὶ πού, ἀλλὰ ἡ ἐπίδρασή τους εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ξεπερνάει τὰ στενὰ πλαίσια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, γίνεται διαχρονικὴ καὶ ὑπερόρια.
Οἱ λαοί, ποὺ ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ διαθέτουν στὴν ἱστορία τους εἴτε φυσιογνωμίες, εἴτε συμβάντα ποὺ μποροῦν νὰ παίξουν τὸ ρόλο τέτοιων ὁροσήμων, λογίζονται εὐτυχεῖς καὶ τρισόλβιοι, γιατί μποροῦν μὲ αὐτὰ νὰ προσδιορίζουν τὴν πορεία τους μέσα στὴν ἱστορικὴ κονίστρα, νὰ διδάσκονται καὶ νὰ πορεύονται σωστά, μακρυὰ ἀπὸ παρεκλίσεις καὶ ἐπικίνδυνες λοξοδρομήσεις, ποὺ κοστίζουν ἀκριβὰ καὶ πληρώνονται ἀδυσώπητα.
Ἕνας τέτοιος λαὸς εἴμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ποὺ κατοικοῦμε τούτη τὴν ὄμορφη καὶ χιλιοτραγουδισμένη γωνιὰ τῆς γῆς. Στὸ στερέωμά μας τὸ ἐθνικὸ λάμπουν, κατὰ καιρούς, ἀστέρια πολύφωτα καὶ λαμπρά, ποὺ ἄλλο περισσότερο καὶ ἄλλο λιγώτερο καταυγάζουν τὸν ὁρίζοντα τοῦ Γένους μας καὶ ὁριοθετοῦν τὴν πορεία του.
Χάρις σ᾿ αὐτὰ ὁ λαός μας βάδισε μέχρι τώρα μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλους, πέρασε συμπληγάδες, ἀντιμετώπισε παγίδες καὶ χάη, ἀπέφυγε κρημνοὺς καὶ διασώθηκε ἀλώβητος. Τὸ φῶς ποὺ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ὁρόσημα διέχυναν στὸ διάβα του ἦταν πολύτιμο, γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν σκοπέλων καὶ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῶν παγίδων.
Οἱ Ἕλληνες μπορεῖ νὰ μὴν εἴμαστε λαὸς πλούσιος σε παραγωγικὰ ἀγαθά, οὔτε ἀπόλυτα αὐτάρκεις στὴν οἰκονομία μας.
Εἴμαστε ὡστόσο ἰδιαίτερα εὐνοημένοι ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια στὸν πνευματικό μας τομέα, γιατὶ ἡ παράδοσή μας, αὐτὴ ἡ ζωντανὴ ἔκφραση τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἔντονα διαποτισμένη ἀπὸ τὴν παρουσία ὑπέροχων μορφῶν, κυριολεκτικὰ θείων καὶ ἐμπνευσμένων, ποὺ φανερώθηκαν στὸν τόπο σὲ χρόνια δύσκολα, καὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ ξεπήδησε ἀπὸ τὴν ψυχή τους, σκόρπισαν στὴ γῆ μας τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τὴν κληρονομιὰ τῆς ὀρθοφροσύνης.
Ἔτσι οἱ μορφὲς αὐτές, στέκονται ἐπὶ αἰῶνες τώρα σωστοὶ ὁδοδεῖκτες πάνω στὰ βάθρα, ὅπου τὶς ἐτοποθέτησε ἡ συνείδηση τοῦ Γένους μας καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διδάσκουν καὶ νὰ παρακινοῦν κι᾿ ἐμᾶς σήμερα στὸ δικό μας ἀγώνα.
Μιὰ τέτοια μορφή, σχεδὸν ἀνεπανάληπτη καὶ κορυφαία, ὑπῆρξε ὁ νεοϊερομάρτυς καὶ ἐθναπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια της τουρκικῆς σκλαβιᾶς, πρὶν ἀπὸ 220 περίπου χρόνια (1714-1779).
Ταπεινὸς καλόγερος στὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση ὁ Πατρο-Κοσμᾶς, φλογερὸς ὅμως στὴν ψυχὴ καὶ ἀδούλωτος στὸ φρόνημα, ξεπετάχθηκε μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τοῦ λαοῦ μας στὴν κατάλληλη στιγμή, μὲ γονιμοποιημένη τὴ σκέψη ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες της Ὀρθοδοξίας μας.
Τὰ πρῶτα γράμματα ἐδιδάχθει ἀπὸ τὸν ἱεροδιάκονον Ἀνανίαν, τὸν καλούμενον Δερβισάνον. Κατόπιν φοίτησε στὴν φημισμένη παλαιὰ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθωνιάδα· ἐμαθήτευσε κοντά σε μεγάλους καὶ ὀνομαστοὺς διδασκάλους (Εὐγεν. Βούλγαρη, Ν. Τζαρτζούλη) καὶ ὁλοκλήρωσε τὴ μόρφωσή του στὸ ἀσκητικό του κελλί, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ λάβει τὴ βαθύτερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, ὄχι μόνο θεία ἀλλὰ καὶ κατὰ κόσμον παιδεία.
Μὲ ἀλύγιστη δύναμη ψυχῆς, μὲ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ μὲ τέσσερις κατὰ σειρὰν περιοδεῖες, ἔσπειρε αὐτὸς ὁ φτωχὸς καὶ καταφρονεμένος Ἅγιος τῆς Πίστεώς μας, τὸ σπόρο τῆς Λευτεριᾶς τόσο τῆς πνευματικῆς, ἀπὸ τὰ νύχια τῆς ἁμαρτίας, ὅσο καὶ τῆς ἐθνικῆς, ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ τυράννου, μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ραγιάδων.
Στ᾿ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει στὸ στερέωμα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἄλλο πνευματικὸ ἀστέρι μὲ τέτοια λάμψη καὶ τέτοια προσφορὰ στὸ λαό μας, ἀπὸ τὸν Πατρο-Κοσμᾶ.
Ὁ βιογράφος του Φάνης Μιχαλόπουλος γράφει: «Ἡ φλογερὴ καὶ καυτερὴ γλώσσα τοῦ Κοσμᾶ, ἐνῶ συγκινοῦσε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη, ἀπεναντίας στοὺς πλουσίους καὶ τοὺς ἄρχοντες ποὺ κατέκρινε, δὲν ἄρεσε». Ἀμφισβητήσεις σηκώθηκαν. Ἄρχισαν ν᾿ ἀντιδροῦν καὶ νὰ βλέπουν τὸν ἱεροκήρυκα, σὰν ἀντίπαλο κι᾿ ἐχθρό τους.
Τί δὲ ἐκήρυττε γενικῶς ὁ Κοσμᾶς;
Μιλώντας τὴν ἁπλὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ, ποὺ χειριζόταν θαυμάσια, συμβούλευε τὴν ἀγάπη, τὴν ὁμόνοια, τὴν ἀφιλοκέρδεια, τὴν παύση τῆς κερδοσκοπίας τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν πλουσίων καὶ πρὸ πάντων στηλίτευε τοὺς ἐξισλαμισμούς. Μοίραζε ἐλεημοσύνες, ἵδρυε ἐκκλησίες καὶ κυρίως φρόντιζε τὸν κόσμο ποὔβλεπε πεσμένο θρησκευτικῶς καὶ ἡθικῶς. «Τούς ἀγρίους ἡμέρευε, τοὺς λῃστὰς κατεπράϋνε, τοὺς ἀνελεήμονας ἔδειχνε ἐλεήμονας, τοὺς ἀνευλαβεῖς εὐλαβεῖς, τοὺς ἀμαθεῖς ἐμαθήτευε».
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε τὸν ἅγιο μόνο του, νὰ μᾶς ἐκθέσει τοὺς σκοπούς του· «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνη καὶ μάταιη, εἶναι ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀπόκουρο. Ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου, εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶμαι, λοιπόν, κι᾿ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους. Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ ὄχι πὼς ἐγὼ εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ποὺ μὲ καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν Του. Τὸν Χριστό μας, λοιπόν, ἀδελφοί μου πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίση, ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστὸ παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώσῃ νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν πειρασμόν. Τὸν Χριστόν μου παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου, διὰ τὴν ἀγάπην Του.
Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνέβω εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλη, νὰ κηρύξω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμον πὼς μόνον ὁ Χριστός μας εἶναι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα τὸ κάμει. Καὶ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμω τοῦτο τὸ μικρὸν καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός. Διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶναι.»
Καὶ μόνον ἡ ἀνάγνωση τῶν γραμμῶν αὐτῶν, δύναται νὰ δείξη τὴν ὑψηλὴ διάθεση τοῦ Κοσμᾶ καὶ τὴ ρωμαλέα διατύπωση τῶν ἰδεῶν του. Ἴσως νὰ μὴ κυριολεκτεῖ. Ἴσως νὰ μὴ βρίσκει τὶς κατάλληλες λέξεις.
Ὁποῖος χείμαρρος μέσα στὶς φράσεις! Ὁποία ταπείνωση, ἀλλὰ κι᾿ ἔξαρση μέσα στὶς ἰδέες! Μέχρι τότε, κανένας Ρωμηὸς δὲν εἶχε μιλήσει μία τέτοια γλώσσα ἁπλὴ καὶ βαθειὰ στοὺς σκλαβωμένους. Κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε συγκινήσει περισσότερο. Κανεὶς δὲν δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο πιὸ ἁπλὰ καὶ ζωηρά.
Διδαχές
Οἱ «Διδαχές» του μᾶς δείχνουν, πὼς δὲν ὑπῆρξε μονάχα ἕνας ὑπέροχος ἑρμηνευτὴς τοῦ Εὐαγγελίου, μὰ κι᾿ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἐκκλησιαστικούς μας ρήτορες, ἕνας ἐμπνευσμένος καὶ παμφεγγὴς ἀστήρ, ἕνας γλυκύφθογγος καὶ ὑψιπετὴς ποιητής.
«Το ὕφος του δυνατό, οἱ ἰδέες ἁπλὲς κι᾿ ὑψηλὲς κι᾿ ἡ στάση του ταπεινή, σεμνὴ κι᾿ ὑπέροχη. Ἡ ἐντύπωση ποὺ προκαλοῦσε ἡ γλώσσα του, ἦταν καταπληκτική. Κατακτοῦσε καὶ γοήτευε» (Φάνη Μιχαλόπουλου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός).
Αὐτὸν τὸν μεγάλο ἐθνεγέρτη ὁ λαός μας, τώρα ἄρχισε νὰ γνωρίζει. Καὶ οἱ πνευματικοί του ἡγέτες, μόλις τώρα ἄρχισαν νὰ καταπιάνονται μὲ αὐτόν, ἀναλύοντας τὶς περίφημες «Διδαχές» του, τὶς προφητεῖες του, τὰ θαύματά του καὶ τὴν πίστη του στὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους μας.
Σπάνια, ἀνθρώπινη προσωπικότητα συγκέντρωσε στὸν ἑαυτό της τόσα χαρίσματα, καὶ τόσες ἰδιότητες, ὅσες ὁ ἅγιος Κοσμᾶς.
Φύση πλούσια, προικισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ὀξυδέρκεια καὶ εὐφυΐα, ὁ Διδάχος αὐτὸς τοῦ Γένους, προσθέτοντας στὰ φυσικά του χαρίσματα, τὰ ἐπίκτητα, ποὺ μὲ κόπο καὶ ἀγῶνες κατώρθωσε νὰ ἀποκτήσει, ἔδωσε τὸν ἑαυτόν του ὁλόκληρο στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ διακονία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπὸ τὶς «Διδαχές» του ἀποδεικνύεται βαθὺς γνώστης τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του, ψυχολόγος ἄριστος καὶ δεξιὸς ὁδηγὸς ψυχῶν. Ξέρει σὲ ποιοὺς ἀπευθύνεται, γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε φορὰ ὁ λόγος του παραλλάσει. Ὄντως ὁ Πατροκοσμᾶς ἀναδεικνύεται κληρικὸς μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
Μιλώντας γιὰ τὸν Πατρο-Κοσμᾶ, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ὑπογραμμίσουμε τὸ προφητικό του χάρισμα.
Εἶπε πολλὲς προφητεῖες καὶ μὲ συμβολικὸ τρόπο ἐκφράσθηκε γιὰ πρόσωπα καὶ καταστάσεις τῆς ἐποχῆς του, καθὼς καὶ γιὰ τὸ μέλλον τῆς φυλῆς μας.
Εἶναι ἄξιες μεγάλης προσοχῆς οἱ προφητεῖες αὐτές, γιατί ἀποδεικνύουν ὄντως θεοφόρο καὶ θεόπνευστο τὸν ἄνδρα αὐτόν, πολλὲς δὲ ἀπ᾿ αὐτὲς ἐκπληρώθηκαν στὸ ἀκέραιο, ἐνῶ ἄλλες ἀκόμη ἀναμένουν τὸν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν.
Τέλος, ὁ Πατροκοσμᾶς ὑπῆρξε καὶ θαυματουργός.
Συχνὰ τὰ λόγια του ἀκολουθοῦσαν θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἔκαμναν τοὺς ἀκροατές του, νὰ κυριεύονται ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη, ἐμπρὸς στὴ δύναμη τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἐκείνου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε σύμμαχο τὸν Θεό. Ἔχοντας τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐθεράπευσε παραλύτους, κωφούς, δαιμονιζομένους καὶ ἐτέλεσε τὴν ἀνάβλυσιν ὑδάτων, σὲ ξηρὰ καὶ ἄνυδρα μέρη. Ἀναφέρομεν ἐνδεικτικά:
Εἰς τὴν νῆσον τῆς Κεφαλληνίας, ὑπῆρχε ἕνας πτωχὸς ράπτης, ὁ ὁποῖος εἶχε παράλυτο, πολλὰ χρόνια, τὸ δεξί του χέρι. Ἐζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου κι ἐκεῖνος τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ ἔλθη εἰς τὴν διδαχήν του. Ὑπήκουσεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ πολυέλεος Θεὸς τὸν εὐσπλαχνίστηκε καὶ τοῦ δώρησε τὴν ὑγείαν του, τὴν ἑπομένη κιόλας ἡμέρα.
Ἄλλος παράλυτος, ἀκούοντας τὸ παράδοξο συμβάν, ἐζήτησε νὰ τὸν ὁδηγήσουν μὲ τὸ κρεββάτι του μπροστὰ στὸν Πατροκοσμά. Ἤκουσε τὴν διδαχὴν καὶ ὀλίγες ἡμέρες μετὰ ἐθεραπεύθη.
Ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του, συνεχίστηκαν τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκταφῆς του, μία δαιμονισμένη γυναίκα ἐθεραπεύθη ἐντελῶς ἀντικρύζοντας τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ.
Ὁ Πατρο-Κοσμᾶς πολυεδρικὸς καὶ ταλαντοῦχος, ὅσον ἐλάχιστοι, εἶναι δύσκολο νὰ περιγραφεῖ.
Οἱ πινελιὲς ποὺ ἐδώσαμε γιὰ τὸν χαρακτήρα του, μιὰ σκιαγραφία του ἁπλή μας προσφέρουν, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅμως ἀναφαίνεται ἔστω καὶ ἁδρά, ἡ πολυτάλαντη, ἡ ἀσύγκριτη, ἡ γενναία καὶ ἡ θαυμαστὴ προσωπικότητά του, ἀληθινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸ λαό του.
Τί νὰ πρωτοθίξει κανεὶς ἀπὸ τὶς «Διδαχές» του.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ διαπιστώσει κανεὶς διαβάζοντας αὐτὲς τὶς «Διδαχές» εἶναι ὅτι, δυὸ ἦσαν οἱ κεντρικοὶ ἄξονες, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιός μας ἔπλεξε τὸ ὑφάδι τοῦ λόγου του: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ».
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Χριστὸ δηλ. ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη μας, προσπαθοῦσε νὰ καλλιεργήσει στὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του τὴν θρησκευτικότητα. Στὴν θρησκευτικὴ ἀνύψωση τοῦ Γένους, ἔβλεπε τὴν ἡθικήν του ἀναγέννηση.
Ὁ κόσμος ἦταν κατατρομαγμένος ἀπὸ τὴν θηριωδία τοῦ Τούρκου, ποὺ δὲν ἀναγνώριζε δικαιώματα στοὺς ραγιάδες. Ἀγραμματοσύνη βασίλευε παντοῦ.
Ὁ ἱερὸς κλῆρος ἦταν κατὰ τὸ πλεῖστον ἀγράμματος καὶ σπάνιο πράγμα ἦταν ἡ ὕπαρξη ἱερέως.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταπτώσεως, ἦταν τὸ θλιβερὸ φαινόμενο τῶν ἐξισλαμισμῶν: Δηλαδὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἄτομα καὶ ὁλόκληρα χωριὰ πολλὲς φορὲς προσέρχονται στὸν Μουσουλμανισμό, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν ἀφόρητη καταπίεση τῆς τουρκικῆς ἀσυδοσίας.
Αὐτὸ τὸ ἀνέμενε ὁ Πατροκοσμᾶς, γι᾿ αὐτὸ βλέποντας τοὺς μαζικοὺς ἐξισλαμισμούς, καὶ ἄλλα πολλά, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀφήσει τὸ μοναστήρι του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ ἔρθη στὸν κόσμο, καλώντας τον σὲ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Χριστό.
Ἀπ᾿ ὅτι μᾶς λέγει ὁ ἴδιος, στὸ Ἅγιον Ὄρος κάθησε δέκα ἑπτὰ (17) χρόνους καὶ ἔκλαιε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων του. Ἐπίσης λέει, ὅτι μελετώντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον βρῆκε μέσα πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ ἡ οὐράνιος.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὅταν τὸν ρώτησαν, γιατί ἄφησε τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γυρίζει στὸν κόσμο: « ... ἐπειδὴ τὸ Γένος μας ἔπεσεν εἰς τὴν ἀμάθειαν, εἶπα· Ἂς χάσει ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατο, κι᾿ ἂς κερδίσει τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχὴ ἡ δική σας, σώσῃ κι᾿ ἐμένα».
Γιὰ νὰ πῆς τέτοια λόγια χρειάζεται πλοῦτος, ὠκεανὸς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ φτάσεις στὸ σημεῖο νὰ παραβλέπεις τὸ δικό σου συμφέρον, χάριν τοῦ συμφέροντος τοῦ ἄλλου.
Ἀρχίζει τὶς περιοδεῖες του μὲ μιὰ τιτάνια προσπάθεια νὰ ἀναχαιτήσει τὸ κύμα τῶν ἐξισλαμισμῶν, φέρνοντας τὸν Χριστὸ κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὸ πετυχαίνει. Ἀνάβει πυρκαϊὲς καὶ καίει τὴν ἀδιαφορία γύρω ἀπὸ τὰ πνευματικά.
Ὁ δεύτερος βαθμὸς τοῦ κηρύγματός του, εἶναι ἐθνικός.
Μετὰ τὴν ἡθικὴ ἀναγέννηση καὶ ταυτόχρονα μ᾿ αὐτὴν καλλιεργεῖ τὸν Ἐθνισμό, τὰ Γράμματα, τὴν Παιδεία. Εἶναι ἀκαταπόνητος καὶ ἀκατάβλητος. Ὅπου σταθεῖ ἀνοίγει σχολεῖα. Σὲ 247 ἀνέρχονται τὰ σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε καὶ μέσα σ᾿ αὐτὰ ἐδιδάσκοντο τὰ ἑλληνόπουλα ἀνάγνωση καὶ γραφή. Ἄλλα 1100 κατώτερα, ἄρχισαν νὰ λειτουργοῦν.
Τόσο ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ σχολεῖα, ὅπου χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «...καλύτερα ἀδελφέ μου, νὰ ἔχεις ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴν χώρα σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια, διότι οἱ βρύσες ποτίζουν τὸ σῶμα, τὰ δὲ σχολεῖα ποτίζουν τὴν ψυχή. Καὶ ὡσὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος· τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὰς Ἐκκλησίας, ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ μανθάνουν ὀλίγα ἔστω, ἀλλὰ γερὰ γράμματα, ποτισμένα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ περικλείει μέσα της ὅλα τὰ ἀναγεννητικὰ στοιχεῖα.
Ἐπίσης, λαχταροῦσε νὰ γνωρίσουν οἱ σκλαβωμένοι ἀδελφοί του, τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ μορφωθοῦν χριστιανικά. Γι᾿ αὐτὸ τόνιζε· «Ἀπὸ τὸ σχολεῖο μανθάνομεν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶναι ψυχή, σῶμα. Ἀνοίγουν τὰ ὄμματα τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ Μυστήρια. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖο περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς φρόντισε καὶ γιὰ τὸ βάπτισμα ὅλων τῶν παιδιῶν.
Ἔδινε σ᾿ αὐτὸ πάρα πολλὴ σημασία, διότι γνώριζε καλῶς ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ μάλιστα τὸ ὀρθὸν βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση διὰ τὴν σωτηρία μας. «Ἄνευ βαπτίσματος οὐκ ἔστι τῆς ἀγαθῆς ἐλπίδος ἐπιτυχεῖν (=σωθῆναι) κἂν πάντων τῶν εὐσεβῶν εὐσεβέστερος τὶς γέγοναι» (Ἅγιος Ἰωάννης Σαββαΐτης).
Χάρις στὶς προσπάθειές του λοιπὸν ἐσκόρπισε στὴ χώρα μας πάνω ἀπὸ 4.000 κολυμβῆθρες, βαπτίζοντας δεκάδες παιδιὰ καὶ προτρέποντας τοὺς γονεῖς νὰ μὴν ἀμελοῦν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιά τους· «Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ θανατώσεις ἑκατὸ ἀνθρώπους, παρὰ νὰ ἀφήσεις ἕνα παιδὶ ἀβάπτιστον νὰ ἀποθάνη. Γιατί ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθεῖ».
Βλέποντας δὲ τὴν ἀμάθεια καὶ ἀδιαφορία τῶν κληρικῶν ὄχι μόνον διὰ τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν τύπον τοῦ βαπτίσματος ποὺ ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία μας (βάπτισμα καὶ βύθισμα μέσα εἰς τὸ νερὸ μὲ τρεῖς καταδύσεις καὶ τρεῖς ἀναδύσεις) ἔλεγε ἐπίμονα καὶ αὐστηρὰ εἰς τοὺς ἱερεῖς· «Νὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη καὶ τὸν σκοπὸν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τὰ βουτᾶτε (τὰ παιδιά) μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀναδύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Γιὰ τὴν γυναίκα Ἑλληνίδα ποὺ τόσο τὸν ἀπασχόλησε ἐπειδὴ τότε ἦταν στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ κυρίαρχου ἄνδρα της, καὶ προορισμός της ἦταν νὰ δουλεύει σὰν σκλάβα του, ἡ δὲ θέσις της ἦταν πραγματικὰ οἰκτρὰ ἡ ἐθεωρεῖτο κατώτερο πλάσμα, ἀφήνει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸ στόμα του πραγματικὰ μαργαριτάρια ἀπὸ τὸν ἀστείρευτο θησαυρὸ τοῦ Εὐαγγελίου: «Πρέπει, ὦ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴν γυναίκα σου σὰν σκλάβα, γιατί πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι κι᾿ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστη, ἕνα βάπτισμα καὶ γι᾿ αὐτὴν σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ὅπως καὶ γιὰ σένα. Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατώτερή σου. Δὲν τὴν ἔπλασε οὔτε ἀπὸ τὴν κεφαλή σου διὰ νὰ εἶναι ἀνώτερή σου, οὔτε ἀπὸ τὰ πόδια σου διὰ νὰ εἶναι κατώτερή σου, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν πλευράν σου. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πλευρά, ποὺ εἶναι ἡ καρδιά σου, γιὰ νὰ σὲ διδάξει ὅτι πρέπει νὰ τὴν ἀγαπᾶς καὶ ὄχι νὰ τὴν περιφρονεῖς».
Στὶς «Διδαχές» του ἀποκαλύπτεται ὁ πατριωτισμός του, ἡ φλογερὴ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐλευθερία, ὁ ἀσίγαστος πόθος του γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση.
Γι᾿ αὐτὸν δυὸ πράγματα ἦταν τὰ πιὸ πολύτιμα καὶ χρήσιμα, ποὺ χωρὶς αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει. Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ ἦταν ἡ ΨΥΧΗ καὶ ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Ἂς τὸν ἀκούσουμε νὰ διδάσκει: «Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλω, κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβει κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλει τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμὶ σας, ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας, ἂς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλλη. Δώσατέ τα δὲν εἶναι ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάττετε νὰ μὴν τὰ χάσετε».
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἦτο ἀληθινὸς προφήτης ἀναφέρουμε ἀπὸ τὶς 122 καὶ πλέον προφητεῖες του ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες:
Στὰ Τσαραπλανᾶ τῆς Ἠπείρου εἶχε πῆ: «Τὰ βάσανα εἶναι ἀκόμη πολλά. Θυμηθεῖτε τὰ λόγια μου· προσεύχεσθε, ἐνεργεῖτε καὶ ὑπομένετε στερεά. Ἕως ὅταν νὰ κλείσει αὐτὴ ἡ πληγὴ τοῦ πλατάνου, τὸ χωριό σας θά ῾ναι σκλαβωμένο καὶ δυστυχισμένο».
Νὰ καὶ μία ἄλλη προφητεία χωρὶς σχόλια: «Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ οἱ Ρωμιοὶ θὰ τρώγονται ἀναμεταξύ τους. Ἐγὼ συστήνω ὁμόνοιαν καὶ ἀγάπην». Καὶ δυὸ ἄλλες πολὺ ἐπίκαιρες: «Θἄρθη καιρὸς ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἁρμονία ποὺ εἶναι σήμερα μεταξὺ λαοῦ καὶ κλήρου», καὶ «Τὸ κακὸ θἄρθη ἀπὸ τοὺς διαβασμένους».
Γιὰ τὸν Ἀλὴ Πασᾶ εἶχε πῆ: «Θὰ γίνεις μεγάλος ἄνθρωπος, θὰ κυριεύσεις ὅλη τὴν Ἀρβανιτιά, θὰ ὑποτάξεις τὴν Πρέβεζα, τὴν Πράγα, τὸ Σούλι, τὸ Δελβίνο, τὸ Γαρδίκι καὶ αὐτὸ τὸ τάχτι τοῦ Κοὺρτ Πασᾶ. Θὰ ἀφήσεις μεγάλο ὄνομα στὴν οἰκουμένη. Καὶ στὴν Πόλη θὰ πᾶς... μὲ κόκκινα γένεια».
Πράγματι ὅλα ὅσα προφήτευσε ἔγιναν. Στὸ τέλος στὴν Πόλη στάλθηκε ματωμένο τὸ κομμένο κεφάλι του.
Εἶχε προφητεύσει τὰ αὐτοκίνητα: «Θὰ βγοῦν πράγματα ἀπὸ τὰ σχολεῖα ποὺ ὁ νοῦς σας δὲ φαντάζεται. Θὰ δῆτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχει γρηγορότερα, ἀπὸ τὸν λαγό».
Εἶχε προφητεύσει τὰ τηλέφωνα: «Θἄρθη καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὁμιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο σὰν νάναι σὲ πλαγινὰ δωμάτια π.χ. ἀπὸ τὴν Πόλη στὴ Ρωσία».
Εἶχε προφητεύσει τὰ ἀεροπλάνα: «Θὰ δῆτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο. Ὅσοι θὰ ζοῦν τότε θὰ τρέξουν στὰ μνήματα καὶ θὰ φωνάζουν. Ἐβγᾶτε σεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ μποῦμε ἐμεῖς οἱ ζωντανοί».
Γιὰ τὸν ἀρχιαιρεσιάρχη καὶ ἀντίχριστο δὲ πάπα τὸν σφαγέα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ εἶχε τὸ θράσος πρόσφατα νὰ ἔλθει εἰς τὴν Ἑλλάδα, μᾶς λέγει: «ὁ ἀντίχριστος ὁ ἕνας εἶναι ὁ πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι στὸ κεφάλι μας. Χωρὶς νὰ εἴπω τὸ ὄνομά του, τὸ καταλαβαίνετε»· καὶ συνεχίζει: «Τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία». Ποιὰ αἰτία; ἡ αἰτία τῶν κακῶν, πολλῶν κακῶν εἰς τὸν κόσμον.
Θὰ χρειαζόταν τόμος ὁλόκληρος καὶ τόννοι χάρτου καὶ μελάνης γιὰ νὰ ἀναπτύξει κανεὶς τὸ τιτάνειο ἔργο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ καὶ τὴν θρυλικὴ προσωπικότητά του. Δίκαια χαρακτηρίστηκε «ὁ μεγαλύτερος μετὰ τὴν ἅλωση Ἕλληνας καὶ Πατέρας τοῦ νεοελληνικοῦ ἔθνους».
Ἐμεῖς θὰ τὸν χαρακτηρίσουμε πρότυπό του νεοελληνικοῦ ἤθους, πατέρα τῆς ἐθνικῆς μας ἑνότητας καὶ ἐνσαρκωτὴ τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ ἰδεώδους: «Εἶναι ὁ ἡρωικώτερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων».
Καὶ κλείνω μὲ λίγα λόγια γιὰ τὸ μαρτύριό του.
Ὅποιος γνωρίζει ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἠξεύρη καλῶς ὅτι πίσω σχεδὸν ἀπὸ πολλὰ μεγάλα γεγονότα βρίσκονται οἱ Ἑβραῖοι.
Τὸ παμπόνηρον λοιπὸν καὶ μιαρὸν αὐτὸ γένος τῶν Θεοκτόνων καὶ ἀντιχρίστων Ἑβραίων, ἐσυκοφάντησε τὸν Πατρο-Κοσμᾶ εἰς τὸν Κούρτ-Πασᾶ κι ἐζήτησε τὸν θάνατόν του. Μὲ δόλο πλησίασαν τὸν Ἅγιο οἱ ἀπεσταλμένοι, ἀπὸ τὸ Χότζα, δήμιοι καὶ τοῦ ἔκαναν γνωστή τη διαταγὴ ὅπου εἶχαν.
Ὁ Πατροκοσμᾶς ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν θανατικὴν ἀπόφασιν, γονυκλινὴς προσευχήθη εἰς τὸ Θεόν, ηὐλόγησε σταυροειδῶς τὰ τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου καὶ ὁδηγήθη εἰς τὴν ἀγχόνην.
Ἀφοῦ ἐξέπνευσε καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ ἐπέταξε στὰ οὐράνια, κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, οἱ δήμιοί του ἐγύμνωσαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἔριξαν στὸν ποταμὸ μὲ μιὰ μεγάλη πέτρα στὸν λαιμό. Παρῆλθαν τρεῖς ἡμέρες, ὅταν τὸ ἅγιο λείψανο εὑρέθη ἀπὸ ἕναν ἱερέα Μάρκον ὀνόματι,νὰ πλέη στὸ νερὸ ὄρθιο ὡσὰν νὰ ἦτο ζωντανό. Ὁ παπα-Μάρκος τὸ ἔφερε στὴν ἐκκλησία καὶ στὴ συνέχεια ἀφοῦ τοῦ ἀπέδωσαν τὶς πρέπουσες τιμὲς τὸ ἔθαψαν κοντὰ στὴν ἐκκλησία στὸ Καλλικόντασι.
Ἂς ἔχουμε τὴν εὐλογία του ὅλοι μας κι ἂς εἶναι αἰωνία ἡ Μνήμη του.
Ὁ Ὑμνωδὸς ἐὰν ἤθελε νὰ ὑμνήσει τὸν Πατροκοσμᾶ μὲ ἕνα δίστιχο θὰ τὸν ὑμνοῦσε μὲ τὰ λόγια ποὺ ὑμνήθη καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
«Κοσμᾶν καὶ θανόντα ζῆν λέγω·
Οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες·
καὶ Κοσμᾶν ἐπαινῶν ἀρετὴν ἐπαινέσομαι».
Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας στοὺς χαλεποὺς καὶ ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς, ποὺ ζῶμεν, νὰ ἀναδείξει ὁ Θεὸς γνησίους ἱεραποστόλους μὲ τὴν θερμουργὸν πίστιν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ. Ἂς εὐχηθῶμεν ὅτι αὐτοὶ θὰ φωτίσουν τὸν πλανηθέντα λαὸν ποὺ ζῆ μέσα στὴν σῆψιν τῆς ἁμαρτίας καὶ κυλιέται στὸν βοῦρκον τῆς αἰσθησιακῆς ἀπολαύσεως καὶ ἡδονῆς, μέσα στὸν κόσμο τῆς ἀδικίας, τῆς πορνείας, τῆς ἀπάτης, τῆς κλοπῆς καὶ τοῦ ψεύδους.
Ἂς εὐχηθῶμεν τέλος, μέσῳ αὐτῶν νὰ ἀνανήψωμεν, ἀφήνοντας τὸν παλαιὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἔλθωμεν στὸν καινούριο κόσμο τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ φωτισθῶμεν ὥστε νὰ ἔλθωμεν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
ΑΜΗΝ-ΓΕΝΟΙΤΟ.
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 17ῃ Αὐγούστου 2015
Ἀριθ. Πρωτ . 35
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 182α
ΘΕΜΑ: Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός : Ἀπόστολος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
«Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. ι΄ 24). Αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἦταν λόγος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐδιάβασε μιὰ μέρα ὁ ἱερομόναχος Κοσμᾶς, ποὺ ἐμόναζε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν ἡ ἐποχή, ποὺ θύελλα μεγάλη χτυποῦσε τὸν Ἑλληνισμό, ἰδιαίτερα τῆς Βορείου Ἠπείρου. Οἱ Τοῦρκοι, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας, τὸν Σατανᾶ, ἔκαναν ὁλομέτωπη ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, πιέζοντας τοὺς χριστιανοὺς ν’ ἀλλαξοπιστήσουν. Καί, δυστυχῶς, ἀρκετοὶ προσχωροῦσαν στὸν μωαμεθανισμό, εἴτε ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν ζωή τους, εἴτε γιὰ νὰ σώσουν τὴν ὅποια περιουσία τους, εἴτε γιὰ ἄλλους λόγους. Χάνοντας, ὅμως, τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔχαναν συγχρόνως καὶ τὴν ἐθνική τους συνείδηση, γινόντουσαν ἐξωμότες, κι’ ἀπὸ τοὺς Τούρκους χειρότεροι μισέλληνες. Γιατί, χωρὶς τὴν Θρησκεία του, ὁ Ἕλληνας παύει νὰ ἀνήκει στὸν Ἑλληνισμό. Αὐτὸ εἶναι ἕνα βασικὸ δίδαγμα τῆς Ἱστορίας.
-Β-
Ἦταν φυσικό, λοιπόν, ὁ Ἱερομόναχος Κοσμᾶς νὰ ἔχῃ ἰσχυροὺς λογισμούς, γιὰ τὸ τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ γιὰ νὰ σωθῇ ὁ Ἑλληνισμός. Ἔτσι, μιὰ μέρα, διαβάζοντας στὸ κελλί του τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ βλέμμα του προσηλώθηκε σ’ ἕνα λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τὸν εἶχε διατυπώσει στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου : μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητεῖτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. ι΄24). Αὐτὸν τὸν λόγο, ὁ Κοσμᾶς τὸν θεώρησε σὰν ἀπάντηση τοῦ Οὐρανοῦ στὶς ἀνησυχίες καὶ τοὺς λογισμούς του : Μὴ σκέφτεσαι μόνο τὸ δικό σου πνευματικὸ συμφέρον, ἀλλὰ καὶ τὸ συμφέρον τῶν ἄλλων χριστιανῶν. Αὐτὸ σοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσῃς τὴν Μονὴ τῆς μετανοίας σου καὶ νὰ ξεκινήσῃς τὸ δύσκολο. ἀλλὰ ὡραῖο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8).
-Γ-
Τὸν λόγο αὐτὸν τῆς Γραφῆς ὁ Κοσμᾶς τὸν θεώρησε ὅπως καὶ ἦταν, δηλαδὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ Ἱεραπόστολος τῶν συνελλήνων ἀδελφῶν του, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τὸν ἀδυσώπητο ζυγὸ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη προσηλυτιστικὴ προπαγάνδα τῶν παπικῶν καὶ τῶν προτεσταντῶν λεγομένων «χριστιανῶν», ποὺ ἐκμεταλλευόμενοι τὴν δυστυχία τοῦ λαοῦ, προσπαθοῦσαν, μὲ χρήματα κυρίως, νὰ ἀποκτήσουν ὀπαδούς.
-Δ-
Ἔτσι, ὁ ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἐκεῖνος ἁγιορείτης Ἱερομόναχος ξεκίνησε τὸ σωτηριῶδες ἔργο του, ἔχοντας τὴν εὐλογία τῆς Μονῆς του καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σεραφεὶμ τοῦ Β΄. Ἐπραγματοποίησε τέσσερις ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες, ὀργώνοντας κυριολεκτικὰ ὅλο τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, ἰδιαίτερα ὅμως τὴν πολύπαθη περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅπου οἱ ἐξισλαμισμοὶ εἶχαν προσλάβει ἐξαιρετικὰ ἀνησυχητικὲς διαστάσεις, ὁπότε ἐκινδύνευε ἄμεσα ὁ ἐκεῖ Ἑλληνισμός. Μιλοῦσε, συνεσκιασμένα βέβαια, ἐναντίον τῶν Τούρκων, πιὸ φανερὰ ἐναντίον τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ πάπα, καὶ ἐντελῶς ξεκάθαρα γιὰ τοὺς ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι, τελικά, μεθόδευσαν τὴν ἐξόντωσή του. Ἔτσι ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἱτωλός, στὶς 24 Αὐγούστου 1779 ἀπαγχονίστηκε στὸ χωριὸ Μόγιαλι τοῦ Φίερι, ἐνῷ ἐνταφιάστηκε στὸ Κολικόντασι, διότι ἐκεῖ βρέθηκε τὸ σεπτὸ λείψανό του, παρασυρμένο ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ἄψου.
-Ε-
Ἡ τοπική μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ τιμήσῃ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὸν Ἅγιο, ὀργανώνει τὶς ἀκόλουθες ἐκδηλώσεις: α) Τὴν Κυριακή, 23 Αὐγούστου, θὰ ψαλῇ ὁ μέγας πανηγυρικὸς ἑσπερινός, στὶς 7 μ.μ. β) Στὴν συνέχεια θὰ πραγματοποιηθῇ σύντομη λιτανεία τῆς Εἰκόνας καὶ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου μέχρι τὴν πλατεῖα, ὅπου θὰ γίνῃ δέηση. Κατόπιν ἐπιστροφὴ στὸν Ναό, ἀπόλυση καὶ διανομὴ τῆς ἀρτοκλασίας. γ) Τὴν Δευτέρα, 24 Αὐγούστου, ὄρθρος καὶ ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία. Στοὺς τόσο δύσκολους καιροὺς ποὺ περνᾶμε, ἡ συμμετοχή μας στὶς παραπάνω ἐκδηλώσεις θὰ μᾶς αὐξήσῃ τὴν πίστη, ὥστε μὲ τὴν δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ξεπεράσουμε τὶς δεινὲς αὐτὲς περιστάσεις.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...