
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ποιες αρετές πρέπει να έχει ο πιστός Χριστιανός; Ερωτούν αρκετοί άνθρωποι. Την απάντηση μάς την δίνει το Αποστολικό Ανάγνωσμα (Ρωμ. ιβ' 6-14) αλλά την βλέπουμε και στο πρόσωπο του μεγάλου Αγίου, του Οσίου Πατρός ημών Παϊσίου τού Αγιορείτου τού οποίου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας θα τιμά την ιεράν του μνήμην εφ' εξής κάθε έτος κατά την ΙΒ' τού μηνός Ιουλίου.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ των πραγμάτων α) ότι ουδέποτε θα παύσουν να υπάρχουν οι Άγιοι, β) ότι οι Άγιοι είναι οι ευλογημένοι καρποί που ανθούν μόνο στον λειμώνα τής Εκκλησίας και γ) ότι αποτελούν τα φωτεινά παραδείγματα αλλά και τους οδηγούς μας στην ουρανοδρόμον πορεία μας.
Εάν μελετήσουμε τον βίο και την πολιτεία τού Οσίου πατρός ημών Παϊσίου θα διαπιστώσουμε ότι διέθετε κατά τρόπο καταπληκτικόν τον καρπόν τού Αγίου Πνεύματος με όλες του τις εκφάνσεις που ξεκινούσε με την ρίζα τής Ορθοδόξου πίστεως και εκάλυπτε ολόκληρη την κτίση με επιστέγασμα την αγάπη. Την αγάπη τής εικόνος του Θεού δηλ. τον άνθρωπον.
Αυτό ακριβώς τον έκαμε να λησμονεί κόπους, ταλαιπωρίες και ασθένειες και να δίνεται ολοκληρωτικά στην διακονία τού εν Χριστώ αδελφού. Αν και δεν κατείχε κάποια θέση στην διοίκηση· δεν είχε επιδείξει πτυχία και διάφορα άλλα προσόντα που θαμπώνουν τούς πολλούς· δεν είχε “κοσμικά προσόντα”, όμως για να έχει φθάσει χάριτι Θεού στην θέωση όσο ελάχιστοι Άγιοι, είχε καταστεί το κέντρο όλων των Πιστών στην πτωχική του καλύβη εις το περιβόλι τής Παναγίας. Ακριβώς δε για όσους ήσαν άγευστοι της Πνευματικής ζωής, ο Γέροντας ήταν ένα φαινόμενο ανεξήγητο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις κάποιοι άγγιζαν τα όρια και αυτής της συκοφαντίας.
Ό,τι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν υψηλά ιστάμενοι, το έφερε εις πέρας και ανάπαυε τις καλοδιάθετες ψυχές ο ταπεινός ασκητής τής Παναγούδας. Κληρικοί όλων των βαθμίδων, μοναχοί και λαϊκοί κάθε ηλικίας, προπαντός νέοι, έσπευδαν ως διψασμένα ελάφια να γευθούν και ξεδιψάσουν από το “ύδωρ το ζών” που ξεχείλιζε εκ μέσης καρδίας τού πτωχού και ρακένδυτου ασκητού Γέροντος – Οσίου Παϊσίου. Πράγματι δεν υπάρχει περισσότερο ευλογημένη εφαρμογή τού Αποστολικού λόγου από αυτό που όλοι βιώναμε πλησιάζοντας τον Όσιο. “Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ· τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες, τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες... Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε” (Ρωμ. ιβ' 9-14).
Πόσο δίκαιο είχε αυτός που ετόνισε πως η ζωή των Αγίων αποτελεί το εικονογραφημένο Ευαγγέλιο! Την θεωρία εφαρμοσμένη στην πράξη. Αλλά όχι μόνο όσοι ευρίσκονται στα ύψη τής αρετής, αλλά και οι απλοί πιστοί οφείλουμε να καλλιεργούμε τα χαρίσματα που λάβαμε διά του βαπτίσματος. Χωρίς ο ένας να παρεμβάλλει εμπόδια στο χάρισμα του άλλου, άνευ ζήλειας (επειδή δεν έχει ο ένας το χάρισμα που διαθέτει ο άλλος). Διότι συμβαίνει, δυστυχώς, το να παραμελεί κάποιος το έργο του, επειδή κοιτάζει και επιθυμεί την διακονία τού άλλου. Αλλά αυτός ο πειρασμός παύει να ενεργεί όταν ο κάθε ένας εργάζεται το χάρισμά του “ως κατενώπιον Θεού”. Όταν εκτελεί το καθήκον του όσο το δυνατόν κατά τον καλύτερο τρόπο, επίσης με την σκέψη ότι ο Θεός έδωσε στον καθένα ανάλογα και σχετικά προς τις δυνάμεις του. Αποτελεί δε απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι ασύνετος όταν ζητά άλλα χαρίσματα από αυτά που του έδωσε η αγάπη τού Θεού. Αυτό δε, διότι το χάρισμα που ζητά είναι δυνατόν να τον οδηγήσει όχι σε προκοπή, αλλά σε καταστροφή και απώλεια της σωτηρίας του.
Αλλά μακριά από εμάς τούς πιστούς τέτοιου είδους καταστάσεις, τοσούτω μάλλον καθ΄όσον εμπρός μας υψώνεται προς κατάκτησιν η υψηλή κορυφή τής χάριτος “Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε”! Και οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου τονίζει δύο φορές το “ευλογείτε”! Δεν ζητεί να μην μνησικακούμε απλώς κατά των εχθρών μας, αλλά ότι πρέπει – επιβάλλεται να ευχώμεθα αγαθά γι' αυτούς στον κοινό μας Πατέρα τον “εν τοις ουρανοίς”.
Αλλά στο σημείο αυτό και πάλι σελαγίζει ενώπιόν μας ο Όσιος Παϊσιος που με την όλη του βιοτή εκπροσωπούσε την ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό και την αγάπη προς τους συνανθρώπους. Διά της κορυφαίας μάλιστα αρετής τής διακρίσεως που ήταν αναμεμειγμένη με πόνο και αγάπη, στα καθ' αυτό Εκκλησιαστικά και δη Εκκλησιολογικά θέματα, σχοινοβατούσε κατά τρόπον μοναδικό. Από την μια δηλ. απέρριπτε τον επάρατο οικουμενισμό και διά του λόγου του και της γραφίδος του, από την άλλη προφύλαξε τόσες σκανδαλισμένες ψυχές από το βάραθρο του σχίσματος και της αποκοπής εκ της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Ο ίδιος δε παρέμενε πάντοτε στους κόλπους τής Εκκλησίας (Άγιος γαρ) και όταν ερχόταν η ώρα να ορθοτομήσει – ελέγξει, τα λόγια του και τα χαρακτηριστικά του κείμενα, απέπνεαν το σεβασμό προς τους θεσμούς αλλά και αυτά τα πρόσωπα. Συνδύαζε σπάνια ευγένεια ψυχής και αδελφική ειλικρίνεια. Η καρδιά του ήταν ξάστερος ουρανός. Τα δέ λόγια του; γλυκόγευστο μέλι και η κάθε λέξη άρωμα εξαγιασμένης ζωής.
Όσοι πλησιάζαν κοντά του προκατειλημμένοι, γίνονταν φίλοι και ξεσπούσαν σε δάκρυα συγνώμης και όσοι έφθαναν δίπλα του ως φίλοι τούς έκανε να αισθάνονται αδελφοί. Πόσο αλήθεια έχουμε ανάγκη ιδίως σήμερα τέτοιες υπάρξεις και πόσο νοσταλγούμε με συγκίνηση τον Όσιο Γέροντα τώρα που φαίνονται μαύρα σύννεφα να καλύπτουν τον ορίζοντα.
Αλλά όπως όλοι οι Άγιοι έτσι και ο Γέροντας περισσότερο τώρα ευρίσκεται κοντά μας και μας καθοδηγεί.
Μας οδηγεί στις τόσες δυσκολίες που κατέπεσαν στο ταλαίπωρο έθνος μας με κυριαρχούσα τη χολέρα τής κολάσεως που ονομάζεται αθεΐα, αλλά και μας χειραγωγεί στους Εκκλησιαστικούς αγώνες ώστε να αποφεύγουμε τα άκρα τού διαβόλου (οικουμενισμό και σχίσματα).
Δεν έχουμε παρά να τον παρακαλούμε. Όσιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ο Όσιος Παΐσιος ως νέος μοναχός στην Ι.Μονή Στομίου Κονίτσης
Ο φετινός πρώτος επίσημος εορτασμός της μνήμης του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου αποτελεί αφορμή πνευματικής ανάτασης των ορθοδόξων πιστών της πατρίδας μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Δικαίως μεταξύ των τόπων που ιερώς καυχώνται για τον Όσιο είναι και η Κόνιτσα, η πόλη στην οποία ο όσιος Γέροντας πέρασε τα παιδικά του χρόνια αλλά και τέσσερα από τα πρώτα χρόνια των ασκητικών του παλαισμάτων.
Η παιδική ηλικία του Οσίου Παϊσίου μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Κόνιτσα, που ακολούθησε την προσφυγιά από την Καππαδοκία όπου γεννήθηκε ο Γέροντας, είναι γεμάτη από το φως του Χριστού που τον έλουσε.
Στην Κόνιτσα σώζεται η οικία του Οσίου όπου μεγάλωσε μέσα στο πνευματικό κλίμα που είχε εμφυσήσει και στους δικούς του αγιασμένους γονείς ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Στο πρώτο δημοτικό σχολείο που λειτουργεί ακόμη στην άνω Κόνιτσα έμαθε τα γράμματα ο όσιος Παΐσιος. Σώζεται μάλιστα φωτογραφία του ως μαθητή στο κτίριο του σχολείου αυτού. Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οδηγεί μονοπάτι που ξεκινά από την άνω Κόνιτσα, ο Γέροντας, σε μικρή ηλικία, είχε την πρώτη γνωστή στους πολλούς θεοφάνεια, την εμφάνιση σε εκείνον αυτού του Ίδιου του Κυρίου Ιησού που τον στήριξε στην πίστη διαλύοντας τις αμφιβολίες που επιχείρησε να γεννήσει στην παιδική του ψυχή άθεος συμπατριώτης του.
Στην Ιερά Μονή Στομίου Κονίτσης, στην χαράδρα του Αώου ποταμού, ο Όσιος Παΐσιος επιδόθηκε σε υψηλά πνευματικά παλαίσματα ήδη από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής του πολιτείας. Ο πόλεμος του διαβόλου υπήρξε σφοδρός κατά τα τέσσερα χρόνια παραμονής του στη Μονή την οποία ανοικοδόμησε σε μεγάλο μέρος καθώς την είχε βρει ερειπωμένη από τις λεηλασίες και τη φωτιά των Γερμανών κατακτητών. Σώζονται σήμερα στην Μονή Στομίου όχι μόνο τα οικοδομήματα που χτίστηκαν με τη φροντίδα του αγίου Γέροντος αλλά και πολλά ξύλινα έπιπλα που ο ίδιος έφτιαξε με τα χέρια του ως επιδέξιος ξυλουργός. Τα στασίδια στους χορούς του Καθολικού της Μονής, τραπέζια και καναπέδες στην τράπεζα της μονής αλλά και πολλά άλλα έργα των χειρών του αγίου. Κυρίως όμως σώζεται το κελλάκι του Οσίου Παϊσίου το ιερό αυτό «πολυβολείο» που δέχτηκε τις αμέτρητες γονυκλισίες, τα δάκρυα, τους στεναγμούς, τις δεήσεις και τις ολονύκτιες στάσεις του Οσίου.
Η αντιαιρετική του δράση, ο αγώνας του για τη διαφύλαξη των πιστών της Κόνιτσας από την αίρεση του Προτεσταντισμού υπήρξε τόσο καρποφόρα ώστε σήμερα οι οπαδοί της αίρεσης στην Κόνιτσα να μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Το πέρασμα του Οσίου Παϊσίου από την Κόνιτσα την κατέστησε διαχρονικά «ουδαμώς ελαχίστην» μεταξύ των άλλων αγιοτόκων πόλεων της πατρίδας μας.
Το κελλί του Οσίου Παϊσίου στην Ι. Μονή Στομίου Κονίτσης
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 10/7/2015), Θρησκευτικά
Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι ''ἀπόστολος'' σημαίνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλά ἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι ἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν.
Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ ''αὐτόπται τοῦ Λόγου'', ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούς Ἀποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες...» (Πράξ. α´, 8). ''Θά μοῦ εἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτά καί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους''. Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο.
Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοί ἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των.
Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπική ἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.
Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε, ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν - δηλαδή οἰκουμενικήν - καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δέν ἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ''ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο'', γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναι ἕνα μεταπτωτικό κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: '' Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε''.
Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο.
Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη ''Ἀποστολική Παράδοσις'', ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπως ὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότε Ἀποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο - αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος ''συνοδικός θεσμός'' τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Τότε οἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁ μακαριστός Ἅγιος Σέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς - πού σημειωτέον ἐγνώριζε ἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι ''τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆς ἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα''.
Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε, ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ Πατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι - διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θά ἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί θά τά τήν ἑρμηνεύη ὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του - εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι - θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια.
Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσαν ἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.
Καί ὅταν λέμε ''Ἐκκλησία'' ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε ''συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή'', ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένη ἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.
Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.
Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτως ὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Λαμίας -29/6/1997)
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία.
Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησίαβρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία.
Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει.
Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Νέον ἅγιον τοῦ Παρακλήτου, σέ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καί θλίψεων Νόσους μέν ὡς ἰατρός ἐθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ὡς ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καί μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω
Συμφερουπόλεως Λουκάν τόν αρχιποίμενα, και ιατρόν τον επιστήμονα τον άριστον, οι φιλάγιοι υμνήσωμεν εγκαρδίως, εν Ρωσία γαρ βιώσας ώσπερ άγγελος, ωμολόγησε Χριστού το θείον όνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ αοίδιμε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτί βαθεῖα, διωγμοῦ, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, τό ἐκ Θεοῦ σύ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων ὁ κοινωνός, τῆς Ρωσίας πάσης, ὁ θεόσοφος ἰατρός, χαίροις τῆς Κριμαίας, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, Λουκᾶ τῶν Ορθοδόξων ὁ νέος Ἅγιος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις της Ρωσίας νέος βλαστός, και των θεραπευομένων ο προστάτης και βοηθός, χαίροις Εκκλησίας Χριστού ο Ιεράρχης, Λουκά ποιμήν θεόφρον, αξιοτίμητε.
Ας έχει δόξα ο Θεός, αδελφοί μου, διότι εκτός των άλλων ανήκουμε στην Εκκλησία των Αγίων. Των προσωπικοτήτων εκείνων που αγωνίσθηκαν για το καθ' ομοίωσιν, περνώντας από την κάθαρση στα επίπεδα του φωτισμού και της θεώσεως. Οι Άγιοι είναι όχι απλώς πολλοί, αλλά εκατομμύρια και πλήθος αμέτρητον τους οποίους τιμά ο Θεός, αφού εμείς γνωρίζουμε ολιγότερους σε σχέση με τους αγνώστους που ενώπιον του επουρανίου θυσιαστηρίου δοξολογούν και πρεσβεύουν υπέρ ημών.
Και επειδή υπάρχει αυτό το “νέφος των μαρτύρων και των αγίων” γνωστών και αγνώστων, η Αγία Εκκλησία έχει ορίσει την συγκεκριμένη Κυριακή των Αγίων Πάντων να εορτάζουμε όλες αυτές τις ψυχές που αγωνίστηκαν και ευαρέστησαν τον Κύριο, ευρισκόμενοι τώρα “εις τας μονάς τού Παραδείσου”.
Θα χρειάζοταν του κόσμου τα βιβλία για να καταγραφεί ο βίος και η πολιτεία των “φίλων τού Θεού”. Από τα υπάρχοντα συναξάρια κατανοεί κανείς τον πλούτο τής αγιότητος και τον θησαυρόν τής χάριτος που μπορεί κανείς να αποκομίσει μελετώντας αλλά κυρίως μιμούμενος τα μυρίπνοα αυτά άνθη τού Παραδείσου”.
Ο Απόστολος των Εθνών στο Αποστολικό Ανάγνωσμα που θα ακούσουμε στη λατρευτική μας σύναξη, με μια φράση περιγράφει αυτή την πραγματικότητα τόσο του αγώνος, όσο και του αποτελέσματος των μεγάλων μας προστατών.“Οι άγιοι πάντες, τονίζει, διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών” (Εβρ. ια' 33).
Φυσικά εδώ γίνεται λόγος για τις μορφές τής Παλαιάς Διαθήκης και τα όσα αναφέρονται ισχύουν απολύτως και για τον χώρο της Καινής. Για την Εκκλησία μας που μέσω των αιώνων καρποφορεί διά πάντων των Αγίων τους παραδείσιους καρπούς τής αγιότητος. Η όλη Αποστολική περικοπή γίνεται άκρως συγκινητική με την ζωντανή της περιγραφή. Άλλωστε εάν αφαιρεθούν οι διαστάσεις τού χώρου και του χρόνου, οι άγιοι παρελαύνουν έμπροσθέν μας ως νικητές και τροπαιούχοι. Αλλά εκείνο ιδίως που τους ενώνει είναι ότι δια τής χάριτος λατρεύουν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, τόσο στην Π. Διαθήκη ως άσαρκον Λόγον, όσο και στην Καινή τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον τού Θεού.
Οι Άγιοι λοιπόν “κατηγωνίσαντο βασιλείας”. Ποιές όμως είναι αυτές οι βασιλείες; Είναι εκείνα τα έθνη και τα ποικίλα πολιτικοθρησκευτικο-κοινωνικά συστήματα που δεν θέλησαν και επιμένουν να αρνούνται να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν τον Τριαδικό Θεό. Επιπλέον δε οι ειδωλολατρικές – σατανικές δυνάμεις που στο πρόσωπο των πιστών, επιχειρούσαν να χτυπήσουν Αυτόν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν.
Μια ματιά εάν ρίξει κανείς στην Ιστορία επιβεβαιώνεται του λόγου το αληθές. Διαφαίνεται καθαρά ότι πάντοτε έως και σήμερα , ο διάβολος μέσω των οργάνων του κτυπούσε και θα συνεχίζει έως τέλους να κτυπά και να λυσσά εναντίον τού Σώματος του Χριστού. Εναντίον τής Αγίας μας Ορθοδοξίας. Βεβαίως κατά καιρούς ο εχθρός αλλάζει τακτική . Από τη φάση τής βίας και του θανάτου περνά σε εκείνη τής πλάνης και των αιρέσεων για να φθάσει τώρα με τον διάτρητο μανδύα τού οικουμενισμού να βεβηλώσει τα άγια των αγίων. Πάντως, όπως και να σχεδιάζει, να ενεργεί και να εφαρμόζει η “βασιλεία τού κόσμου τούτου”, πάντοτε μπροστά της θα βρίσκει τους γενναίους και ατρόμητους προασπιστές και ομολογητές τής πιστεώς μας, δηλ. τους αγίους τής Εκκλησίας μας.
Ναι, εκεί που διηνεκώς δίνεται η μεγάλη μάχη και κερδίζονται οι λαμπρότερες νίκες· εκεί που στήνονται τα υψηλά τρόπαια, δεν είναι για θέματα επίγεια και για εδαφικές ή ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις. Οι μεγάλες μάχες που συνέχουν και προάγουν την ανθρωπότητα συντελούνται στο πνευματικό πεδίο. Εκεί που ο άνθρωπος συμπλέκεται μετά των δαιμονίων παρατάξεων και διά της χάριτος εξέρχεται νικητής. Και οι άγιοι αντιμετωπίζουν κυρίως την εξουσία τού άρχοντος του σκότους, του λυσσαλέου αλλά τελικώς νικηθέντος διαβόλου, αφού ο αρχηγός μας και Κύριός μας “εξήλθε νικών και ίνα νικήση” (Αποκ. στ' 2).
Φυσικά ο αγώνας αυτών των αγίων και των όπου γης πιστών είναι ισόβιος και ακατάπαυστος. Περνούν τη ζωή τους όχι με την επηγγελμένη καλοπέραση της “Νέας Εποχής” και την εμετική χλιαρότητα των οικουμενιστικών ξεπεσμένων διδασκαλιών (Αποκ. γ' 16), αλλά “υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι”, αφού η Ορθοδοξία μας είναι ασκητική – ησυχαστική – ομολογιακή – μαρτυρική!
Και ναι μεν μπορεί να σημειωθούν και οι εκ συναρπαγής πτώσεις, όμως η άμεση μετάνοια καλύπτει το κενόν και επαναφέρει στην τροχιάν τού αγώνος και της αληθείας. Άψευστος μάρτυρας περί τούτου ο προφητάναξ Δαυίδ, ο Πέτρος, ο Παύλος, τόσοι άλλοι άνδρες που μας διδάσκουν και από τα λάθη τους. Λόγω τής Μεγάλης Συνόδου τού 2016, για όσους υπερέβησαν τα εσκαμμένα, παράδειγμα μετανοίας και εν επιγνώσει ομολογίας ας είναι ο Άγιος Γεννάδιος. Ο πρώτος πατριάρχης μετά την πτώση τής Κων/πόλεως, ο οποίος καίτοι υπέγραψε εις την Φερράραν-Φλωρεντίαν, τελικώς μετενόησε και κατέστη ο ηγέτης τού ανθενωτικού – ου μην αλλά και Εθνικού αγώνος, κηρύττοντας ότι στην Σύνοδον εκείνην “Όλα ήσαν σαφής προδοσία τής αληθείας και καταφρόνησις Θεού και “παίγνια εν ου παικτοίς””.
Και ας τα προσέξουν καλώς τα διδάγματα αυτά όσοι ορκίσθηκαν να φυλάττουν την “παρακαταθήκην” και όσοι ετοιμάζονται να “διαβούν τον ρουβίκωνα”.
Οι Άγιοι λοιπόν αφού “κατηγωνίσαντο βασιλείας” ταυτοχρόνως “ειργάσαντο δικαιοσύνην” και τέλος “επέτυχον επαγγελιών”. Δεν υπάρχει αρετή που να μην έγινε πραγματικότης στη ζωή τους. Ανέδειξαν την Ευαγγελική αρετή, δείχνοντας ταυτοχρόνως και το πώς αυτή κατορθώνεται αλλά και ποιά αξία έχει.
Στο πρόσωπό τους ο κόσμος είδε ότι η Χριστιανική πίστη δεν είναι μια θεωρία, ούτε ένα φιλοσοφικό ή κοινωνικό σύστημα, αλλά τρόπος ζωής. Βίωμα μετανοίας εξαγιαστικόν. Ταυτοχρόνως δε οι Άγιοι αποτελούν την απόδειξη ότι δεν υφίστανται “πολλές” και “σώζουσες Εκκλησίες”, αλλά πλάνες και αιρέσεις, αφού εκήρυξαν και μαρτύρησαν για την αυθεντικότητα και την μοναδικότητα της Εκκλησίας μας. Έτσι λοιπόν, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι και όχι οι διεστραμμένοι, κατανοούν πόσο αναγκαίο είναι για τον κόσμο να υπάρχει η Ορθοδοξία αμόλυντη, ώστε να παράγει τον καρπό τής αγιότητος. Να καταρτίζει Αγίους οι οποίοι κυβερνούν τα έθνη και καθοδηγούν τους λαούς στον υψηλό προορισμό τού αγιασμού και της σωτηρίας. Αυτούς λοιπόν τους Αγίους ας παρακαλέσουμε να μας ευλογούν ώστε αμετακινήτως στα του δόγματος και με ενθουσιασμό να πορευόμαστε στον δρόμο που οι ίδιοι πριν από εμάς εβάδισαν. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
«…Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδη περιστεράς.
Εμφανίσθηκε, όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά έτσι συμβολικά ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό:δηλαδή,
την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι.
Όταν οι Απόστολοι συγκεντρώθηκαν την Πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι.
Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής τους και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Γνωρίζεις ότι η φωτιά, φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Άγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φώς και για την πνευματική ζεστασιά.
Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης.
Μ΄ αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Άγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.
Γιατί όμως το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω άπό τα κεφάλια τους;
Επειδή οι Απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την Ευαγγελική αλήθεια και ζωή, την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης.
Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία.
Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ό Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10,20).
Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το όποιο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, δηλαδή ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής;
Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου;
Με τίποτα και ποτέ !
Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος Αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.
Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα.
Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντας σου δάκρυα στα μάτια;
Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.
Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.
Πηγή: Απάντηση σ΄ ένα γράμμα του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς από το βιβλίο του «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», Εκδ. Εν πλω, σ. 104
Τό σημερινό μας θέμα ἀναφέρεται εἰς τήν Ἁγία Τριάδα καί κυρίως εἰς τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἐκπόρευσις εἶναι μία ἀπό τίς πάμπολλες διαφορές μας πού ἔχομε μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς.
Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μέ τήν Θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
κατά τόν τέταρτο αἰῶνα, ὁ ὁποῖος διεσφάλισε τήν ''ὁμοουσιότητα'' τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά καί μεταξύ των, ὅτι δηλαδή ἔχουν καί τά τρία Πρόσωπα, ὄχι ἁπλῶς ὁμοία, ἀλλά τήν ἰδία κοινή οὐσία μεταξύ των.
Ἐτόνισε ἐπί πλέον τήν ἑνότητα τῆς ἐνεργείας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκδηλουμένης ''ἐκ τοῦ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι''. Ὑπάρχει δηλαδή κοινή ἐνέργεια τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί φυσικά κοινή βούλησις, ἤ θέλησις. ''Ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή'' - γιά τόν Θεό ὅμως ἀχρόνως - καί τά τρία Πρόσωπα ἐνεργοῦν καί θέλουν τά ἴδια ἀκριβῶς πράγματα. Εἶναι καί αὐτό ἄλλωστε ἕνα ἰδίωμα διά τοῦ ὁποίου κατ᾽ ἄνθρωπον προσεγγίζεται ἐντελῶς ἁμυδρᾶ ἡ ὄντως ἀκατάληπτη μονοθεΐα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου μιᾶς Θεότητος.
Ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἀλλά δέν εἶναι μόνος. Ὁ ἕνας Θεός εἶναι τρία Πρόσωπα. Ἐνῷ, ἐπί παραδείγματι, ἄν πάρωμε τρεῖς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί ἄν εἶναι κατά τό δυνατόν ἴδιοι σέ ὅλα - πρᾶγμα ἀδύνατον βέβαια -, ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή θά σκέφτωνται καί θά θέλουν διαφορετικά πράγματα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. Δηλαδή εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρξη ταυτόχρονα κοινή βούλησις καί κοινή ἀνθρωπίνη ἐνέργεια.
Ὁ καθορισμός ὅμως τῶν σχέσεων τῶν τριῶν Προσώπων καί τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Των, ἔγινε ἀπό τούς Καππαδόκες μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Αὐτοί, γιά πρώτη φορά, ἐταύτισαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' μέ τόν ὅρο ''πρόσωπο''. Ὕστερα ἀποδέσμευσαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' ἀπό τό ὅρο ''οὐσία''. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες τόν ἀποδέσμευσαν ἅπαξ διά παντός καί εἰσήγαγαν ἐπί πλέον τήν ἔννοια τῆς ''αἰτίας'' στό εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Δηλαδή, εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται. Ὅπως λέγουν «ἐκ τοῦ ὄντος, ἐκ τοῦ προσώπου δηλαδή, ἡ οὐσία» καί ποτέ «ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν.
Τό πρόσωπο εἶναι λοιπόν τό αἴτιο τῆς ὑπάρξεως καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει ἐλεύθερα καί ὄχι λόγῳ μιᾶς δεδομένης οὐσίας, μιᾶς δεδομένης ἀρχικῆς πραγματικότητος.
Ὁ Θεός ὑπάρχει μόνον ἐπειδή τό θέλει ὁ ἴδιος καί ὄχι γιατί ἐπειδή τό ἠθέλησε κάποιος ἄλλος νά ὑπάρχη. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά ἰδιώματα τοῦ ἀκτίστου ὄντος. Ἐνῷ ἐμεῖς, πού εἴμαστε κτιστοί, ὑπάρχωμε ὄχι ἐπειδή τό ἠθελήσαμε ἀπό μόνοι μας - ἄλλωστε, πῶς νά τό θελήσωμε ἀφοῦ κἄν δέν ὑπήρχαμε -, ἀλλά ὑπάρχομε ἐπειδή τό ἠθέλησε ὁ Θεός.
Ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι πρωταρχική ὀντολογική ἔννοια καί δέν πρόκειται γιά κάτι πού προσθέτομε στό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει καί προσθέτομε στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ τήν Ἁγία Τριάδα. Αὐτό εἶναι βλάσφημο καί αἱρετικό, εἶναι λάθος. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει. Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ κάπου ἕτοιμη, ἤ σχεδόν ἕτοιμη, ἤ κάποια μορφή θεότητος, κάποια μορφή ''θεϊκῆς στόφας'' ἀκατέργαστης, κατεργασμένης, κλπ. - συγγνώμη γιά τίς ἐκφράσεις - καί μετά ἔρχεται ἡ Τριάς καί γίνεται ὁ τελικός γνωστός Θεός, ἔστω κι ὅλα αὐτά ἀχρόνως. Αὐτό εἶναι ἐσφαλμένο.
Τό λάθος τῶν Δυτικῶν εἶναι ὅτι ἀναζητοῦν ἀνθρωπομορφικό μοντέλλο σέ ἕναν ἄνθρωπο γιά τόν Θεό. Ἐνῷ οἱ Καππαδόκες χρειάζονται τρεῖς ἀνθρώπους. Στούς Δυτικούς, ὁ ἕνας Θεός εἶναι ἡ μία οὐσία. Ἔτσι ξεκινοῦν. Ἡ ἀπρόσωπη οὐσία. Δηλαδή, γι᾽ αὐτούς ὁ Πατήρ, τό πρῶτο Πρόσωπο, εἶναι δευτερογενής ἔννοια ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ εἶναι τό πρῶτο μεγάλο καθοριστικό λάθος τους. Πρῶτα ὁμιλοῦν περί ἑνός Θεοῦ ὡς οὐσία καί μετά περί Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἄλλων, χάνεται ἡ ἔννοια τῆς αἰτιότητος καί ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας εἰς τήν Ἁγία Τριάδα.
Ἐπίσης, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἔκαναν πρῶτοι διάκρισι μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο ἡ ἀμέθεκτος καί ἀκοινώνητος οὐσία τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅ,τι ξεκινάει ἀπό τόν Θεό καί ''φθάνει'' εἰς τά κτίσματα καί τά διέπει.
Ἡ ἑνότης τοῦ Θεοῦ περιποιεῖ δύο κατηγορίες λοιπόν. Τήν οὐσία, πού εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητη, ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος, καί στούς ἀγγέλους, καί στούς ἀνθρώπους, καί τήν ἄκτιστο θεία ἐνέργεια.
Ἡ οὐσία εἶναι μία εἰς τόν Τριαδικό Θεό καί εἶναι κοινή εἰς τίς τρεῖς Ὑποστάσεις, εἰς τά τρία δηλαδή Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἰς τό κάθε Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ θεία οὐσία, ἡ κοινή θεία οὐσία, ἤ, ὅπως λέγωμε διαφορετικά, ὑπάρχει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συνιστοῦν τίς παντοειδεῖς σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τήν κτίσι. Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Χάρις, στήν ὁποία μετέχουν οἱ ἄξιοι, κλπ., ὅλα αὐτά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας τούς Πατέρες, λέγει τά ἑξῆς:
Κατά τόν Μέγαν Βασίλειον τά ποιήματα εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι καί τῆς οὐσίας Του. «Ἡμεῖς, ἔγραφε εἰς τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν, τῇ δέ οὐσίᾳ Αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα· αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι Αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Καί «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Διά τόν ἄνθρωπον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατανόητος καί ἄρρητος· γνωστή εἶναι μόνον εἰς τόν Μονογενῆ καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ''τά ἅγια τῶν ἁγίων'', ἅ καί τοῖς Σεραφείμ συγκαλύπτεται καί δοξάζεται τρισίν ἁγιασμοῖς, εἰς μίαν συνιοῦσι κυριότητα καί θεότητα».
Πάντως ὅμως εἶναι εἰς τόν κτιστόν νοῦν δυνατόν νά σκιαγραφήσῃ ποιάν τινα ἁμυδράν εἰκόνα τῆς ἀληθείας, πού ἐμπερικλείεται εἰς τό ἀπέραντον πέλαγος τῆς θείας οὐσίας, ὄχι ὅμως ἐκ τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ««ἐκ τῶν περί Αὐτῶν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει: «Ἡ θεία φύσις παντελῶς ἐστιν ἀκατάληπτος καί ἀσύγκριτος, διά δέ μόνων τῶν ἐνεργειῶν Αὐτῆς γινώσκεται», ὅλα δέ, ὅσα λέγομεν περί τοῦ Θεοῦ, δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά «τά περί Αὐτήν», τάς ἐνεργείας Της. Ἡ θεία φύσις εἶναι ἀκατάληπτος, ἀνώνυμος, ἄρρητος. Τά πολυάριθμα σχετικά ὀνόματα πού ἀποδίδονται εἰς τόν Θεόν ὁμιλοῦν ὄχι διά τήν φύσιν ἤ οὐσίαν Του, ἀλλά διά τάς θείας ἰδιότητάς Του. Ὅμως αἱ θεῖαι ἰδιότητες...... εἶναι δυνάμεις καί ἐνέργειαι πραγματικαί, οὐσιώδεις, ζωοποιοί· ἀποκαλύψεις τῆς θείας ζωῆς· πραγματικαί εἰκόνες τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν, πού συνδέονται ἄμεσα μέ τήν εἰκόνα τῆς κτίσεως ἐν τῇ αἰωνίᾳ γνώσει καί περί αὐτῆς βουλῇ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέ εἶναι «τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ».
Δέν ὑπάρχει διαίρεσις ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ εἰς οὐσίαν καί ἐνεργείας. Ἡ διαφορά ἔγκειται κυρίως εἰς τό ὅτι ἡ μέν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀκοινοποίητος (ἀμέθεκτος) καί ἀπρόσιτος εἰς τά κτίσματα, ἐνῷ διά τῆς μεθέξεως ἔρχονται εἰς πραγματικήν καί τελείαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν μέ τόν Θεόν καί λαμβάνουν τήν θέωσιν, πού εἶναι «φυσική καί ἀχώριστος ἐνέργεια καί δύναμις τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ἡ κοινή καί θεία δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ». Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ''προΐησι'', ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί «προϊοῦσα'' δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ὅπως ἀναφέρεται εἰς τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχομεν «.... ἕνωσιν θείας οὐσίας καί ἐνεργείας ἀσύγχυτον.... καί διαφοράν ἀδιάστατον...».
Ὁ Θεός εἶναι πολυώνυμος, διότι εἰς τήν πραγματικότητα εἶναι ἀνώνυμος. Καί εἶναι ἀνώνυμος, διότι τό ὄνομα ὁρίζει, ἐνῷ ὁ Θεός δέν ὁρίζεται.
Τήν διάκρισι ἐντός τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ ἡ ὕπαρξις τῶν τριαδικῶν Ὑποστάσεων - Προσώπων. Ἑκάστη Ὑπόστασις ἔχει τά αὐστηρῶς προσωπικά Της ἰδιώματα - χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ των καί διακρίνουν, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἄν καί εἶναι σέ γένος οὐδέτερο εἰς τά Ἑλληνικά, ὅμως εἶναι πρόσωπον. Εἶναι τό τρίτο Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμόδοξα, ἔχουν τήν ἴδια δόξα, ὁμόθρονα, τήν ἴδια τιμή καί ἀξία, καί εἶναι συναΐδια, δηλαδή δέν ἔχει, τό καθένα ἀπό αὐτά, οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε χρονικό τέλος. Εἶναι ἐκτός χρόνου. Ἄλλωστε, καί τά τρία ἐδημιούργησαν τόν χωροχρόνο. Γιά κανένα ἀπό τά τρία Πρόσωπα δέν ἰσχύει ἡ φρᾶσις «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Εἶναι ἄκτιστα, δηλαδή ἀδημιούργητα, σύνθρονα, εἶναι καί συμπλαστουργά, ἔχουν δηλαδή συμμετάσχει στήν Δημιουργία τῆς κτίσεως.
Ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἐξασφαλίζεται ἀπό τήν μοναρχία τοῦ Πατρός. Δηλαδή, αἰτία ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ - τοῦ δευτέρου Προσώπου - καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - τοῦ τρίτου Προσώπου - εἶναι μόνον ὁ Θεός Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀναίτιος, δέν ἔχει δηλαδή αἰτία ὑπάρξεως.
Κατά τήν τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός καί ὄχι ἡ φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία τῶν δύο ἄλλων ὑποστάσεων, δηλαδή τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «τό αἴτιον εἶναι τό ἀκοινώνητον ὑποστατικόν ἰδίωμα τοῦ Πατρός», διά τοῦτο ἡ ἔννοια τῆς αἰτίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοσθῆ καί εἰς τόν Υἱόν. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ ἐστί πλήν τῆς αἰτίας». Διά τοῦτο ὁ Πατήρ εἶναι τό μοναδικόν αἴτιον τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν ἐκπορεύσεως Αὐτοῦ.
Ὅλα τά ἰδιώματα-χαρακτηριστικά τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινά, ἐκτός ἀπό τά λεγόμενα ''ὑποστατικά'' - προσωπικά, πού εἶναι ἄκρως ἀκοινώνητα. Αὐτά τά ἄκρως προσωπικά ἰδιώματα κάνουν νά διαφέρουν μεταξύ των τά τρία Πρόσωπα. Αὐτά τά ''ὑποστατικά'' ἰδιώματα εἶναι ἡ ''ἀγεννησία'' γιά τόν Πατέρα, ἡ ''γέννησις'' γιά τόν Υἱό καί ἡ ''ἐκπόρευσις'' γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἔχουν σχέσι τώρα μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχουν, ἐννοεῖται ἀχρόνως, τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διάφορος τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ.
Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἑνότης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δηλοῖ τήν ὁμοουσιότητα καί τήν ἰσότητα Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, μαρτυρεῖται πολλαχοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Ματθ. ΚΗ´, 19) (Ἰωάν. ΙΔ´, 2) (Α´ Κορ. ΙΒ´, 4-6) (Β´ Κορ. ΙΓ´, 13) (Α´ Ἰωάν. Α´, 5) (Ἑβρ. Α´, 3).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἰς τήν ἐπιστολήν του πρός Σεραπίωνα σημειώνει, ὅτι ὁλόκληρος ἡ Τριάς εἶναι Θεός καί ὄχι ὡρισμένα Πρόσωπα Αὐτῆς. Αὕτη εἶναι ἀδιαίρετος καί ἡνωμένη. Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Υἱός ὑπάρχει ἐκ τοῦ Πατρός γεννητῶς, τό Πνεῦμα ἐκπορευτῶς, «αὐθυποστάτως μέν ἀμφότερα - ἔχουν ἰδίαν ὑπόστασιν - τά δέ ἄλλα πάντα ὡς κτίσματα ἐκ τοῦ Δημιουργοῦ».
Ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἀϊδίως, ἐκτός χρόνου δηλαδή, ''πρό τῶν αἰώνων'', καί ἐλευθέρως, ὄχι δηλαδή κατ᾽ ἀνάγκην, ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἐπειδή τό θέλει ἀπό μόνος Του. Γεννᾶ ἀχρόνως, ἀϊδίως τόν Υἱό, τόν μονογενῆ καί ἐκπορεύει, πάλι ἀχρόνως, μόνον τό τρίτο ξεχωριστό καί αὐτοτελές Πρόσωπο, τό ὁμόδοξον μέ τά ἄλλα δύο, πού εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἑνώσεως καί τῆς διακρίσεως τῶν θείων Προσώπων εἶναι ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός. Ὁ Πατήρ, ὡς ὑπόστασις, μεταδίδει τήν κοινήν θείαν οὐσίαν εἰς τόν Υἱόν διά τῆς γεννήσεως καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως, ''ἀχρόνως'' καί ''ἀγαπητικῶς''. Διά τοῦτο ἡ πρός τόν κόσμον κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος δηλώνεται κάποιες φορές, ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο, μέ τόν ὅρο ''ἔρως''.
Τώρα, εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Καππαδόκες Πατέρες κατηγορηματικώτατα ἀποφεύγουν νά δώσουν θετικό περιεχόμενο στίς ὑποστατικές ἰδιότητες τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Π.χ. ἀποφεύγουν νά προσδιορίσουν τήν διαφορά μεταξύ γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως. Γιατί οὐσιαστικά, τί σημαίνει ''γέννησις'' καί τί σημαίνει ''ἐκπόρευσις'' κανείς ἄνθρωπος ποτέ, κανείς ἄγγελος, κανέν κτῖσμα δέν ἠμπορεῖ νά τό συλλάβη, νά τό ἐννοήση καί νά τό καταλάβη, οὔτε κἄν φυσικά νά τό πλησιάση.
Ἔτσι, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀρκοῦνται μόνον εἰς τό νά λέγουν ὅτι ὁ Υἱός διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα, διότι δέν εἶναι Πατήρ. Καί τό Πνεῦμα δέν εἶναι Υἱός, κ.ο.κ. Καί αὐτό τό κάνουν διά νά μήν ὑπάρξη κίνδυνος ἀνθρωπομορφισμοῦ εἰς τόν ὁποῖο μοιραῖα πέφτουν ὅλοι οἱ Δυτικοί, καί ἀφ᾽ ἑτέρου γιά νά μή κινηθοῦμε ὑποχρεωτικά σέ λογική ἀνάγκη ὡς πρός τήν Οἰκονομία.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει μόνον διά τῆς ἐκπορεύσεως μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ἄνευ δηλαδή συμμετοχῆς τοῦ Υἱοῦ.
Ὡρισμένα δέ χωρία τῶν Καππαδοκῶν, ὡς καί πολλῶν μεταγενεστέρων Πατέρων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κλπ., εἰς τά ὁποῖα φέρεται ὁ Υἱός ὡς αἴτιον τοῦ Πνεύματος, ὅλοι αὐτοί ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποστολήν καί φανέρωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι εἰς τήν αἰτιατήν ὕπαρξίν Του.
Τά χωρία αὐτά, δυστυχῶς, ἐχρησιμοποίησαν οἱ λατινόφρονες, κυρίως τοῦ 13ου αἰῶνος, προκειμένου νά θεμελιώσουν τήν αἱρετική τους θέσι πού εἶναι ἡ ''καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ'' ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τό filioque, στά Λατινικά).
Ἐάν ὁ ἕνας Θεός εἶναι ὁ Πατήρ, τότε μέ τό νά κάνωμε καί τόν Υἱό πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σάν νά εἰσάγωμε δύο θεούς, δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα. Κινδυνεύει ὁ μονοθεϊσμός.
Στήν Δύσι ὅμως, δέν ὑπῆρχε αὐτό τό πρόβλημα, διότι γι᾽ αὐτούς ὁ μονοθεϊσμός διησφαλίζετο μέ τήν μία κοινή οὐσία. Ἡ μία κοινή οὐσία ἐξέφραζε τόν ἕνα Θεό. Ἔτσι ἐδῶ ὑπῆρχε οὐσιαστικά μία διακοπή ἐπικοινωνίας. Διότι τό ἐπιχείρημα πού προέβαλε ἡ μία πλευρά δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη. Καί δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη, διότι ἔκαναν τό πρῶτο μεγάλο ὀλίσθημα οἱ Δυτικοί, πού ἐξασφάλιζαν τήν μονοθεΐα μέ τήν κοινή οὐσία, καθ᾽ ὅ,τι γι᾽ αὐτούς προϋπάρχει δῆθεν ἡ οὐσία καί μετά ἡ Ἁγία Τριάς, ἐνῷ γιά ἐμᾶς εἴπαμε τί ἰσχύει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει.
Μέ τό filioque, στήν Ἀνατολή, αὐτόματα εἰσάγονται δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα, ἐφ᾽ ὅσον τό Ἅγιον Πνεῦμα θά ὤφειλε τήν ὕπαρξί Του καί εἰς τόν Πατέρα, καί εἰς τόν Υἱόν, δηλαδή ἔχομε αὐτόματη εἰσαγωγή διθεΐας καί σπάει ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἐπί πλέον τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑποβιβάζεται.
Τελικά ὅμως τό filioque εἶναι ἡ παρονυχίς τῆς ὑποθέσεως καί ὄχι ἡ οὐσία. Εἶναι τό αἰτιατόν καί ὄχι τό αἴτιον. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα. Παρά ταῦτα, εἶναι τελικά, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀρχικοῦ αἰτίου πού προαναφέραμε, μία δογματική παρέκκλισις ἱκανή καί ἀπό μόνη της ὥστε νά ἐκπέσουν οἱ Δυτικοί τῆς ἅπαξ παραδοθείσης ἀποκεκαλυμμένης θεϊκῆς καί ἐν προκειμένῳ τριαδολογικῆς παναληθείας.
Κατά τήν Δυτικήν ''ἐκκλησίαν'', ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι δύο ἀρχές. Διότι, λέγουν, ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι ἕνας Θεός καί ἕνας Ποιητής σέ σχέσι μέ τά κτίσματα, ἔτσι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή, ἐν σχέσει μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ Δυτική ''ἐκκλησία'' ταυτίζει οὐσίαν καί ἐνεργείας, ἀποδέχεται κτιστή Χάρι, κλπ. Μέγα τό ὀλίσθημα. Διά τῆς ταυτίσεως ὅμως ταύτης ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνδέεται ἀφ᾽ ἑνός μέν, μετά τοῦ τρόπου τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ὡς αἰτίας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ, μετά τῆς κοινῆς ἐνεργείας τῆς θεότητος. Τοιουτοτρόπως, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἕνεκα τῆς μή διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Γενικώτερα, τό ὅτι εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται, ἡ μή διάκρισις μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ὅπως ὑποστάσεως καί ἐνεργειῶν, εἰς τήν ''Σχολαστική'', ὅπως λέγεται, Θεολογία τῆς Δύσεως, ἀποτελοῦν τήν βασική αἰτία τοῦ filioque καί πολλῶν ἄλλων βέβαια πλανῶν, καί σέ δογματικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ σωτηριολογικό ἐπίπεδο.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε; ''Φθάνομε, λέγουν, εἰς τόν Θεό μέ τήν διαλεκτική, μέ τήν ὀρθή σκέψι, μέ τούς συλλογισμούς, μέ τόν στοχασμό''. Οἱ σκέψεις, αὐτές καθ᾽ ἑαυτές, ὅταν αὐτονομοῦνται, εἶναι ἕνας ἐγκεφαλικός λαβύρινθος χωρίς ἀρχή καί χωρίς τέλος.
Εἰς τόν Θεόν ''φθάνομε'', πλησιάζομε, γνωρίζομε, μέ τήν ἐν Θεῷ σύγκρασι, μέ τό νά μετέχη δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικά μέ ὅλο του τό εἶναι εἰς τίς θεῖες ἐνέργειες, εἰς τήν θεία δόξα, εἰς τό Θαβώρειον ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτό εἶναι Ὀρθοδοξία, αὐτό ὄντως εἶναι θεοκοινωνία, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός εἰς τήν γῆ, αὐτήν τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα μᾶς ἐφανέρωσε. Οἱ ἄξιοι ἠμποροῦν, θείᾳ Χάριτι πάντα, νά μετέχουν καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, εἰς τό μέτρον τοῦ δυνατοῦ, εἰς τήν ἀτέρμονη δόξα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μία κατάστασις, μία θεογνωσία, μία ἐμπειρία, προοίμιο τῆς μελλοντικῆς ἐσχατολογικῆς δόξης πού θά ἔχουν ὄχι μόνον οἱ Ἅγιοι, ἀλλά γενικῶς ὅλοι οἱ σεσωσμένοι. Μία δόξα, ἡ ὁποία θά εἶναι ὄχι στατική, ἀλλά δυναμική, συνεχῶς αὐξάνουσα ἀκόπως ''σύν τῷ χρόνῳ'', ἄν καί δέν θά ὑπάρχη τότε ἐκεῖ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ἐπίσης νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅλα αὐτά τά προβλήματα κατ᾽ ἀρχάς ἐνεφανίσθησαν εἰς τήν Ἰσπανία τόν 6ο αἰῶνα, μετά εἰσήχθησαν τόν 8ο αἰῶνα εἰς τό φραγκικό κράτος ἀπό τόν Κάρολο τόν Μέγα καί μετά εἰσήχθησαν εἰς τήν Γερμανία καί τήν Ἰταλία, παρά τήν ἀντίδρασι τοῦ Πάπα Λέοντος τοῦ Γ´. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α´, ἐκτός ἀπό τίς δογματικές, εἶχε καί κάποιες ἄλλες διοικητικές ἀξιώσεις, πού ἀπεκρούσθησαν ἀπό τόν Μέγα Φώτιο.
Ὁ τελευταῖος, ὑπομνημάτισε πλήρως τούς Καππαδόκες Πατέρες. Εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὁ Υἱός τότε καθίσταται αἴτιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί αἰτιατόν, ἐννοεῖται τοῦ Πατρός, τοῦ πρώτου Προσώπου, πού οὕτως ἤ ἄλλως ὄντως εἶναι, καί ἔτσι τό ἴδιον Πρόσωπον, ὁ Υἱός, καθίσταται καί αἴτιον καί αἰτιατόν, πρᾶγμα ἄτοπον, καί προσβάλλεται ἐπί πλέον ἡ ἰσοτιμία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης, ἡ ὑποτιθέμενη καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθιστᾶ τόν Πατέρα ἀτελές αἴτιον, πρᾶγμα πού ἀντιβαίνει εἰς τήν τελειότητα τοῦ Πατρός. Ὅμως, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Πατήρ, ὡς τέλειος Θεός, τελείαν τήν ἐκπόρευσιν ποιεῖται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μηδενός προσδεόμενος τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἐξάρτησις ἄλλωστε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ διπλοῦ αἰτίου, ὅπως προενεφέρθη, ὑποβιβάζει Αὐτό ἔναντι τῶν ἄλλων θείων Προσώπων καί ὡς ἐκ τούτου προσβάλλει τήν ἰσοτιμίαν τοῦ Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν. Περιττόν νά εἴπωμε ὅτι ἔτσι θά ἔπιπτε εἰς τό κενόν τό ὅτι ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ''ἐξασφαλίζεται'' ἀπό τήν μοναρχία τοῦ μόνου ἀναιτίου Πατρός.
Διέκρινε ἐπίσης μεταξύ ὑπάρξεως τῶν θείων Προσώπων καί ἀποστολῆς Αὐτῶν, καθώς καί μεταξύ ὑποστάσεως καί κοινῆς ἐνεργείας. Ὑπεγράμμισε ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν ἐνέργεια, εἶναι μία ἀρχή ποιητική καί συντηρητική τῆς κτιστῆς Δημιουργίας. Καί τά τρία Πρόσωπα, πιό ἁπλᾶ, συντηροῦν τήν Δημιουργία, τήν ὁποίαν ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἐκ τοῦ μηδενός, ἔφεραν εἰς τήν ὕπαρξιν. Ἀντιθέτως, λέγει ὁ Μέγας Φώτιος: Ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα «ἑνός ἐστί μόνον τῶν τριῶν». Δηλαδή, ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἀνήκει μόνον σέ ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα.
Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι κοινόν, ἀλλά εἶναι ὑποστατική - αὐστηρῶς προσωπική - ἰδιότης. Ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς ἕνα Πρόσωπον, πού εἶναι ὁ Πατήρ. Ἡ ἀποστολή ὅμως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τῆς ἐνεργείας Του) εἰς τόν κόσμον εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος καί πραγματοποιεῖται ὑπό τῶν τριῶν Προσώπων, ἄρα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Τελικά, τό ἐπί Μεγάλου Φωτίου ἀρξάμενο Σχίσμα κατέστη ὁριστικό τό 1054 ἐπί τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Μετά τό Σχίσμα ἔγιναν κατά καιρούς ἑνωτικές προσπάθειες. Αὐτό φυσικά πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ὁ Θεός στήν κάθε ἐποχή εἶχε τούς ἰδικούς Του ἀνθρώπους γιά νά περισώζουν, θείᾳ Χάριτι, τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτήν μόνον ἀπεκάλυψε καί παρέδωσε ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς, ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄλλωστε, τότε δέν ὑπῆρχε παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἀρχαία Ἐκκλησία. Καί αὐτήν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας θά ἀπαιτήση ὅταν θά ξαναέλθη ὡς ἄνθρωπος μετά δόξης ἀφάτου γιά νά κρίνη τά σύμπαντα.
Ἔτσι, συμπερασματικά, ὁ Υἱός συμμετέχει μόνον εἰς τήν ἐν χρόνῳ Ἀποστολήν τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλο ''πέμψις'' - ἀποστολή -, καί ἄλλο ''ἐκπόρευσις''. Ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ''οὐ ταὐτόν'', δέν εἶναι δηλαδή τό ἴδιον πρᾶγμα. Καί τοῦτο, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχη σχέσιν μέ τόν τρόπον ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει ὡς μοναδική αἰτία τό πρῶτο Πρόσωπον, τόν Θεόν Πατέρα.
Εὔχομαι, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ἐνέργειά Του δηλαδή, νά μᾶς διέπη ἐξ ὁλοκλήρου καί νά μᾶς καθοδηγῆ ὅλους μας σέ ἀληθῆ ἐμπειρική Ὀρθόδοξη θεογνωσία. Ἀμήν.
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος - 16/6/2003)
Πηγή: Θρησκευτικά
Από τα μεγαλύτερα γεγονότα τής πίστεώς μας σε Παγκόσμια κλίμακα είναι το γεγονός τής Πεντηκοστής. Δηλ. η έλευσις του Αγίου Πνεύματος και η ίδρυσις της Εκκλησίας τού Χριστού.
Κατά την ημέρα αυτή οι μαθητές τού Χριστού “επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου”. Εφωτίσθηκαν και έλαβαν τα εφόδια της χάριτος για να γίνουν οι διδάσκαλοι πάσης τής οικουμένης και φυσικά οι πρώτοι ιερουργοί των μυστηρίων τής σωτηρίας που κατά αποκλειστικό τρόπο κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Ήδη όμως με την καταγραφή των χαρακτηριστικών αυτών περάσαμε στο θέμα μας που είναι η Εκκλησία.
Και προβάλλει το ερώτημα τι είναι Εκκλησία;
Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού που κεφαλήν του έχει τον ίδιο τον Χριστό και μέλη αυτού τού Σώματος είναι οι βαπτισμένοι και πιστεύοντες στην θεότητα του Χριστού και σε ό,τι ακριβώς διδάσκει αυθεντικώς η Εκκλησία, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Όπου ευρίσκονται τα μέλη τού Σώματος συγκεντρωμένα “ομοθυμαδόν επί το αυτό”, όπως οι Απόστολοι κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής για να λατρεύσουν ορθώς τον Θεό και να δεχθούν την χάριν Του διά των ιερών μυστηρίων, εκεί έχουμε “Εκκλησίαν Θεού ζώντος”. Εκεί ευρίσκεται ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, εκεί ο Πατήρ, εκεί και το Πνεύμα το Άγιον, για να φωτίσει και αγιάσει τους πιστούς. Ακριβώς εκεί με κέντρο τη θεία λατρεία οι Ορθόδοξοι πιστοί καταρτίζονται σε Σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους.
Η Εκκλησία ονομάζεται ΜΙΑ. Και είναι όντως μία διότι ο ιδρυτής της και αρχηγός της, ο Χριστός είναι ένας και μία είναι η αλήθεια την οποία κηρύσσει η Εκκλησία. Εάν ένας αρνείται να παραδεχθεί την μοναδικότητα της Εκκλησίας και θεωρεί τις δογματικές αυτές αλήθειες ξεπερασμένες· εάν κηρύσσει δικά του οθνεία διδάγματα και αλλοιώνει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αυτός είναι αιρετικός και αποκόπτεται από το Σώμα τής Εκκλησίας. Όπως επίσης δυνάμει αιρετικοί έχουν καταντήσει οι οικουμενιστές που κακοδόξως διδάσκουν ότι υπάρχουν πολλές σώζουσες Εκκλησίες.
Και μόνο που θα κηρύξει ένας “ορθόδοξος ποιμένας” τέτοιου είδους απαράδεκτες δοξασίες και οικουμενιστικές ανοησίες, προσωπικώς έχει χάσει την χάρι τού Θεού καίτοι τα μυστήρια που τελεί είναι έγκυρα. Επομένως ομιλούμε περί κακού ποιμένος, πλανεμένου και λύκου εν δορά προβάτου.
Εννοείται δε ότι η σωτηρία τόσο αυτού αλλά και όσων επιμένουν να τον ακολουθούν αντί να τον ελέγξουν και να τον αποκόψουν, καθίσταται προβληματική. Αυτά μάς διδάσκει η Ιερά Αποστολική παράδοσις, αυτά διασαλπίζουν επί του θέματος οι Άγιοι και αυτά πιστεύουμε και ομολογούμε έστω κι αν ορισμένοι δυσαρεστούνται, που μακάρι να συμβαίνει αυτό, μήπως και κάποιες ψυχές αφυπνιστούν από τον ύπνο τής πνευματικής ραστώνης και του επάρατου συμβιβασμού. Ο πιστός λοιπόν Ορθόδοξος Χριστιανός ενωμένος με την Εκκλησία του και καθοδηγούμενος από τους Αγίους και από τους φωτισμένους και θεούμενους ποιμένες και μοναχούς πιστεύει και ακολουθεί επακριβώς όσα διδάσκει η Εκκλησία. Ζει στο φως, αγωνίζεται κατά τής ποικίλης πλάνης και των εκφραστών αυτής , όποια θέση και αν κατέχουν τα τέκνα τού σκότους και προσανατολίζει την ζωή του στις εντολές τού Θεού.
Δεν αρκεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι ευρίσκεται εντός τού σκάφους της Εκκλησίας απλώς και μόνον. Φυσικά, αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ. Χρειάζεται επιπλέον να υπακούει στα κελεύσματα της αληθείας εφαρμόζοντας αυτά σε κάθε πτυχή τής ζωής. Και τούτο διότι, ναι μεν το σκάφος, παρά τις θύελλες και τα κύματα που αντιμετωπίζει, παρά τις συμπληγάδες των αιρέσεων και του οικουμενισμού, της αθεΐας και της Νέας Εποχής, είναι βέβαιον ότι θα φθάσει στον προορισμό του, στον ακύμαντο λιμένα τής Βασιλείας των Ουρανών, όσοι όμως επιβαίνουν επί του σκάφους δεν είναι βέβαιον ότι και αυτοί θα προσορμισθούν και θα λάβουν το ποθούμενον. Και αυτό όχι διότι υπάρχει πρόβλημα εις το σκάφος-Εκκλησία, αλλά διότι αυτοί ως επιβάτες, αντί να υπακούσουν στις εντολές των Αγίων, υψώνουν την θρασείαν κεφαλήν τού εγωισμού, νομίζοντες ότι θα διορθώσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια.
Ναι, η Εκκλησία είναι η σώζουσα διότι είναι ΑΓΙΑ. Ομολογούμε όλοι μας πίστιν “εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν”. Αυτό, διότι ο αρχηγός της, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, είναι Άγιος. Ο Άγιος των αγίων. Και άγιος είναι ο σκοπός τής Εκκλησίας. Παρά τα ανθρώπινα λάθη, παρά τις αμαρτίες και τις ελλείψεις, η Εκκλησία μας είναι Αγία και μόνο εντός Αυτής καθαρίζουμε εαυτούς “από παντός μολυσμού σαρκός και Πνεύματος και επιτελούμεν αγιοσύνην εν φόβω Θεού”. Αυτός είναι και ο λόγος που όχι μόνο σεβόμαστε την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, αλλά με την σφενδόνην τού Πνεύματος είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όσους έρχονται έξωθεν μη φέροντες την διδαχήν, ή όσους έχει παρασύρει ο Σατανάς έσωθεν για να αλλοιώσουν τόσο το δόγμα όσο και τον αγιαστικόν τρόπον ζωής που κατέχει το Σώμα τού Χριστού.
Πεντηκοστή λοιπόν. Γενέθλιος ημέρα τής Εκκλησίας μας.
Επιβάλλεται ως καθήκον ιερό η εγκάρδιος δοξολογία και ευγνωμοσύνη προς τον Παράκλητον – το Πνεύμα τής αληθείας, αλλά και ιερά απόφασις να παραμείνουμε εδραίοι και αμετακίνητοι επί των επάλξεων της αληθείας όποιο και αν είναι το κόστος.
Και ας μη λησμονούμε ποτέ τον καταπληκτικό λόγο τού Αγίου Κυπριανού.
Extra Ecclesiam nulla salus. Δηλ. εκτός Εκκλησίας (Ορθοδόξου) ουκ έστι σωτηρία. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ: Οι Ιουδαίοι κατά την περίοδο της Π. Διαθήκης γιόρταζαν την Πεντηκοστή, ή εορτή των εβδομάδων (7 επί 7), που ονομαζόταν ακόμη “εορτή θερισμού των πρωτογεννημάτων” (Εξ. κγ΄16). Κατά τη γιορτή προσφέρονταν στο Θεό θυσίες πρωτογεννημάτων (καρπών σιτηρών, οικιακών ζώων). Επίσης, κατά παράδοση, ο Δεκάλογος δόθηκε στο Μωυσή την 50η μέρα μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Κατ' αντιστοιχία, όπως κατά την εβραϊκή Πεντηκοστή, εκφράζονταν ευχαριστίες για τα πρωτογεννήματα, έτσι για την χριστιανική Πεντηκοστή εκφράζονται ευχαριστίες για “τας απαρχάς του Πνεύματος”.
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ: Η πρώτη αναφορά στην εορτή βρίσκεται στην απόκρυφη “Επιστολή των Αποστόλων”. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, Πεντηκοστή ονομαζόταν ολόκληρο το διάστημα των 50 ημερών από την Ανάσταση του Κυρίου μέχρι και την έβδομη Κυριακή μετά από αυτή. “Πάσα η Πεντηκοστή της εν τω αιώνι προσδοκώμενης αναστάσεως εστί υπόμνημα. Η γαρ μία και πρώτη εκείνη ημέρα (Ανάσταση), επτάκις πολλαπλασιασθείσα, τας επτά της ιεράς Πεντηκοστής εβδομάδας αποτελεί.” (Μ. Βασίλειος, PG 32, 192) Αυτές τις πενήντα μέρες απαγορευόταν γονυκλισία και νηστεία, λόγω του χαρμοσύνου των ημερών.
Αυτό μαρτυρείται ήδη από νωρίς (Τερτυλλιανός). Ακόμη, λόγω της ιερότητας της περιόδου, αποφεύγονταν ιπποδρομίες και θεατρικές παραστάσεις. Από τα χρόνια του Χρυσοστόμου, αποκλειστικό αποστολικό ανάγνωσμα ήταν οι περικοπές του βιβλίου των Πράξεων, που αφορούσαν άλλωστε στη γέννηση και εξάπλωση της Εκκλησίας.
Η τελευταία ημέρα της Πεντηκοστής αποκτά σπουδαιότερη από τις προηγούμενες σημασία, γιατί θεωρείται δικαίως ως η ημέρα “η τελειώσασα την Εκκλησίαν αιτία” (Θρ. Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια). Η εκκλησία βεβαίως, ως σύνολο πιστών υπήρχε και πριν την Πεντηκοστή, εφόσον υπήρχε ιεραρχία, οργανωτικές βάσεις, παράδοση Μυστηρίων, αλλά έλειπε η κινώσα ζωτική πνοή του Θεού. Αυτή του Αγίου Πνεύματος, της τρίτης υποστάσεως του Αγίου Τριαδικού Θεού. “Εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καιί την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καί την εκπλήρωση της ελπίδας.”, γράφει ο Γρηγόριος Θεολόγος. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει σχετικά: “Ει (εάν) μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία. Ει δε συνίσταται η Εκκλησία εύδηλον ότι Πνεύμα πάρεστιν”. Η Πεντηκοστή, “μητρόπολις των εορτών” κατά τον Ι. Χρυσόστομο, κατέστη η αφετηρία της Εκκλησίας ή καλύτερα η γενέθλιος μέρα του έργου της, διότι εκείνη τη μέρα κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον στους πρώτους Μαθητές. Γράφει ο ίδιος Πατέρας για την εορτή: “Η φύσις η ημετέρα προ δέκα ημερών (διά της Αναλήψεως) εις τον θρόνον ανέβη τον βασιλικόν και το Πνέυμα το Άγιον κατέβη σήμερον προς την φύσιν την ημετέραν. Ανήνεγκεν ο Κύριος την απαρχήν την ημετέραν καικατήνεγκε υο Πνεύμα το Άγον.” (PG 50,454,456)
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ: Το Άγιο Πνεύμα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει και θα υπάρχει, δεν έχει αρχή ούτε τέλος, αλλ' είναι πάντοτε ενωμένο και συναριθμείται με τον Πατέρα καί τον Υιό. [Το Άγιο Πνεύμα] πάντοτε και αιώνια μεταλαμβάνεται [με τις θείες ενέργειές Του], δεν μεταλαμβάνει, οδηγεί στην τελείωση [τους ανθρώπους], δεν τελειώνεται, παρέχει την πνευματική πλήρωση, δεν έχει ανάγκη πληρώσεως, αγιάζει, δεν αγιάζεται, κάνει [τους ανθρώπους] θεούς, (...) είναι πάντοτε το ίδιο και απαράλλακτο, αόρατο, άχρονο, αχώρητο, αναλλοίωτο, υπεράνω από κάθε έννοια ποιότητας, ποσότητας και μορφής, αψηλάφητο, κινούμενο αφ' Εαυτού, κινούμενο συνεχώς, έχοντας αφ' Εαυτού εξουσία, έχοντας αφ' Εαυτού δύναμη, παντοδύναμο (...). Είναι ζωή και πρόξενος ζωής, το φως και χορηγεί φως, αφ' Εαυτού αγαθό και πηγή αγαθότητας. Πνεύμα ευθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεί και] αποστέλλει [τους άξιους, όπως ο Πατήρ και ο Υιός], θέτει όρια [σε όλη την κτίση] κάνει τους ανθρώπους ναούς οίκους Του, οδηγεί, ενεργεί όπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Είναι Πνεύμα υιοθεσίας [κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού], αληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσέβειας, βουλής, δυνάμεως, φόβου [θείου], (...). Δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός, και από Αυτούς μόνο γνωρίζεται Αυτό, είναι δηλαδή τα τρία πρόσωπα Εν, μία είναι η λατρεία και η προσκύνηση [που προσφέρεται], μία η δύναμη, η τελειότητα, ένας ο αγιασμός [που παρέχεται].
ΟΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Τι χορηγεί το Άγιο Πνεύμα; “Πάντα χορηγεί: βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξε, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας” (Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον). Τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, δύο εκ των κορυφαίων δωρεών του Αγίου Πνεύματος, τελούνταν τους πρώτους αιώνες κατά την εορταστική αγρυπνία της εορτής της Πεντηκοστής (όπως άλλωστε και των Χριστουγέννων και της Αναστάσεως). Το Άγιο Πνεύμα ακόμη και σήμερα πρέπει να εμψυχώνει τους ορθοδόξους λειτουργούς του Υψίστου, διότι κατά τον Χρυσόστομο “δυνάμεθα αεί Πεντηκοστήν επιτελείν”. Εξάλλου πρέπει να γνωρίζουμε ότι: “Το Πνεύμα το Άγιον αποτελεί την πηγή του ανακαθαρμού, της αναγέννησης και εξαγιασμού των πιστών.” (Π. Ν. Τρεμπέλας, Ομιλητική, σ.220, από τον Γρηγορίο Παλαμά).
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και της μυστικής επικοινωνίας τη ψυχής του πιστού με Αυτό, η ψυχή δέχεται και αντανακλά δόξα Κυρίου, και μεταμορφώνεται σε όμοια εικόνα με τον Αυτόν, προχωρώντας βαθμηδόν από “δόξης εις δόξαν” (Β΄Κορ. γ΄18), προοριζόμενη να φτάσει στο καθ' ομοίωσιν με τον Δημιουργό, που ήταν και ο κορυφαίος σκοπός του έργου του Τριαδικού Θεού κατά τη δημιουργία του κόσμου. Το Θείο Πνεύμα φέρνει στην ψυχή μια ατμόσφαιρα Παραδείσου, μέσα στην οποία γονιμοποιούνται όλα τα άνθη της και ωριμάζουν οι καρποί του Πνεύματος: “αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις,πραότης, εγκράτεια” (Γαλ. ε΄22). Επισφράγιση δε των δωρεών του Πνεύματος είναι η υιοθεσία που αποτελεί και τον αρραβώνα της αιώνιας κληρονομίας του Θεού.
ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ: “Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού (...) Αυτό το Πνεύμα συμμαρτηρεί τω πνεύματι ημών, ότι εσμέν τέκνα Θεού, ει δε τέκνα καικληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού.” (Ρωμ. η΄14-17). Όλη αυτή η αγιοπνευματική βιοτή επιτυγχάνεται μόνο δια της μυστηριακής ζωής της γεννημένης δια του Αγίου Πνεύματος Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Χριστός τήρησε την υπόσχεση που έδωσε και την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε στους μαθητές το Πανάγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία και δι'αυτών σ' όλους όσοι ανοίγουν σ' αυτό την πόρτα της ψυχής τους. Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα ψυχή ζωούται» και «περικρατείται πάντα τα ορατά συν τοις αοράτοις». Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα η κτίσις καινουργείται», δι' αυτού «ο πας πλούτος της δόξης, εξ ου χάρις και ζωή πάση τη κτίσει» δι' αυτού «πάσα ψυχή ζωούται», δι' αυτού «τα σύμπαντα το είναι έχει». (Αναβαθμοί Όρθρου)
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Ο Χρυσορρήμων Πατέρας της Ορθοδοξίας τονίζει ότι διά του Αγίου Πνεύματος: “δουλείας απαλλαττόμεθα, εις ελευθερίαν καλούμεθα, εις υιοθεσίαν αναγόμεθα, άνωθεν αναπλαττόμεθα, το βαρύ και δυσώδες των αμαρτημάτων φορτίων αποτιθέμεθα. Διά του Πνεύματος του Αγίου, ιερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων έχουμε τάγματα. (...)
Διά της τούτου δυνάμεως εξ ανθρώπων άγγελοι γεγόναμεν οι τη χάριτι προσδραμόντες ,” χωρίς να μεταβάλλουμε τη φύση μας, αλλά κάτι το περισσότερο θαυμαστό: μένοντας στην ανθρωπινη φύση, “την των αγγέλων πολιτείαν επιδεικνύμεθα.” Και όπως η αισθητή φωτιά, όταν θερμάνει τον πηλό, όστρακον ισχυρόν τον αναδεικνύει, “ούτω δη και το πυρ του Πνεύματος, επειδάν λάβη ψυχήν ευγνώμονα και εύρη πηλού μάλλον διαλελυμένην, σιδήρου στερροτέραν αυτήν απεργάζεται. Και τον προ μικρού τω βορβόρω των αμαρτημάτων μεμολυσμένον, αθρόον του ηλίου λαμπρότερον αναδείκνυσιν” (PG 50, 463-5).
Πηγή: Ακτίνες
Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).
Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.'Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).
Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).
Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.
Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).
Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).
Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι " ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).
Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).
Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).
Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)
Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).
Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·" ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα", ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).
Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ". (Πράξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖα του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).
Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).
Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).
Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.
Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).
Πηγή: Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...