Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios paisios 55


Εντύπωση έκανε στους Κονιτσιώτες και η επικοινωνία που είχε ο «Καλόγερος» με τα ζώα.

Μία Κυριακή, μετά την Θεία Λειτουργία, ο Πατήρ Παΐσιος είχε αποσυρθεί στο κελλί του, όταν ακούσθηκαν τρομαγμένες φωνές. Βγήκε έξω, και τι να δει; Μία μεγάλη αρκούδα είχε μπει στο Μοναστήρι από την πύλη. Την πλησίασε και της είπε: «Τώρα πρέπει να φύγεις, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται. Αύριο να έρθεις, όχι όμως από εδώ, αλλά από το  κάτω μέρος».

Η αρκούδα σηκώθηκε στα δυο της πόδια και έφυγε προς το βουνό. Κάθε Δευτέρα επτά-οκτώ αρκούδες πήγαιναν στην πίσω πλευρά της Μονής, έξω από το μαγειρείο, και ο Πατήρ Παΐσιος τους έριχνε τα αποφάγια που είχαν αφήσει οι επισκέπτες το Σαββατοκύριακο.

Μια μέρα ένα παιδί, βλέποντας τον τάφο που είχε ανοίξει ο Όσιος, του είπε:

– Πάτερ, ο τάφος δεν έχει ανοιχθεί πολύ, θέλει κι άλλο σκάψιμο.

– Πήγαινε στην αποθήκη να φέρεις φτυάρι και κασμά, να τον σκάψουμε πιο βαθιά, είπε εκείνος.

Μπαίνοντας το παιδί στην αποθήκη, είδε να ξεδιπλώνονται μπροστά του δύο φίδια και τρόμαξε. Ο Πατήρ Παΐσιος όμως πήγε από πίσω του, το έπιασε από τον ώμο και του είπε: «Είναι αθώα, Γιώργο, τα φίδια, μη φοβάσαι».

Και στα φίδια είπε: «Πηγαίνετε πίσω, δεν βλέπετε ότι ο Γιώργος σας φοβάται;». Τα φίδια υπάκουσαν και αμέσως γύρισαν πίσω και μαζεύτηκαν σε μία γωνιά.

Στο Στόμιο είχε πολλά φίδια, αλλά ο Όσιος δεν τα σκότωνε, ούτε άφηνε άλλους να σκοτώσουν φίδι. Τόση πνευματική ευαισθησία είχε, που ούτε μυρμήγκι δεν ήθελε να πατήσει. Σε ένα παιδί, που μάθαινε την τέχνη του ξυλουργού, είπε μια φορά:

– Παναγιώτη, πρόσεχε να μην πατήσεις κανένα μυρμήγκι.

– Ε, Πάτερ, τόσα μυρμήγκια υπάρχουν, απάντησε το παιδί.

– Εσύ να προσέχεις, του επανέλαβε.

 Μια μέρα, το καλοκαίρι του 1960, ο Όσιος είδε έναν λαγό να τρώει φασολάκια στον μικρό κήπο που είχε φτιάξει σε πεζούλια κάτω από το Μοναστήρι. Πήγε σιγά σιγά πίσω από τον λαγό, άνοιξε το ζωστικό του και τον έπιασε μέσα. Τον πήρε πάνω στο Μοναστήρι, τον κούρεψε στο μέτωπο, του ζωγράφισε με κόκκινο χρώμα έναν σταυρό και έπειτα τον άφησε ελεύθερο λέγοντας:

«Άντε, να πας στην ευχή του Θεού κι άλλη φορά να μην τρως τα φασολάκια· έχεις τόσα χόρτα να φας, τόσα έχει δώσει ο Θεός».

Ύστερα έλεγε στους κυνηγούς.

– Προσέξτε μη σκοτώσετε τον λαγό μου. Έχει έναν σταυρό στο μέτωπο για να τον αναγνωρίζετε κι εσείς!

– Προλαβαίνεις, Πάτερ Παΐσιε, να δεις αν έχει σταυρό ο λαγός; Ο λαγός φεύγει βολίδα, έλεγαν οι κυνηγοί.

– Θα τον δείτε, θα τον δείτε, απαντούσε, και έτσι τους εμπόδιζε να κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι.

Φιλία είχε και με τα ζαρκάδια. Όταν πήγαινε για ξύλα στο δάσος, εκείνα τον αναγνώριζαν από το χτύπημα του τσεκουριού και τον πλησίαζαν. «Έλα, να δεις τα ζαρκάδια, είπε μια μέρα σε έναν κυνηγό. Και σε παρακαλώ πολύ, μη σκοτώσεις κανένα από αυτά τα ζώα».

Ο κυνηγός πλησίασε και έκπληκτος είδε πέντε-έξι ζαρκάδια να βόσκουν κοντά του. Έλεγε μετά: «Το πιο ωραίο θέαμα είναι να δείτε τον Καλόγερο παρέα με ζαρκάδια!»

 

Πηγή: (εκ του νέου βιβλίου ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ

agia skeph 02

Η εορτή της Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία αναγράφεται στο Μέγα Συναξαριστή την 1η Οκτωβρίου, αλλά τιμάται στις 28 Οκτωβρίου για να συμ­πίπτει με την Εθνική Επέτειο, ανήκει στις εορτές προς τιμήν των θεομητορικών άμφιων, δηλαδή της Τίμιας Εσθήτος και της Τίμιας Ζώνης και έχει ως υπόθεση την εμφάνιση της Θεοτόκου στον Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορος Λέοντος τού Σοφοί (βλ. Ράμφου Ιω. «Σκέπης, Θεοτόκου Εορτή», άρθρον εν Θ.Η.Ε., τόμος 11ος, Αθήναι 1967, στ. 218).

Η Αγία Σκέπη. Από τον Ι. Ναό Αγίας Σκέπης της «Χριστιανικής Εστίας» Πατρών. Έργο τού αγιογράφου Γερβασίου.


Η εορτή της Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία αναγράφεται στο Μέγα Συναξαριστή την 1η Οκτωβρίου, αλλά τιμάται στις 28 Οκτωβρίου για να συμ­πίπτει με την Εθνική Επέτειο, ανήκει στις εορτές προς τιμήν των θεομητορικών άμφιων, δηλαδή της Τίμιας Εσθήτος και της Τίμιας Ζώνης και έχει ως υπόθεση την εμφάνιση της Θεοτόκου στον Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορος Λέοντος τού Σοφοί (βλ. Ράμφου Ιω. «Σκέπης, Θεοτόκου Εορτή», άρθρον εν Θ.Η.Ε., τόμος 11ος, Αθήναι 1967, στ. 218).

Σύμφωνα με τον βίο τού Αγίου Ανδρέου τού δια Χριστόν σαλού, τον οποίο έγραψε ο Νικη­φόρος ο πρεσβύτερος και επεξεργάστηκε ο Αγιολόγος Σέργιος, αρχιεπίσκοπος Βλαδιμήρου (βλ. Ράμφου Ιω. έ.α.), ο Αγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός και ο συνοδός του Επιφάνιος βρίσκονταν στον Ιερό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ενώ ετελείτο δοξολογία ολονύ­χτια (P.G. 11,848). Κατά την τέταρτη ώρα της νύχτας ο Αγιος Ανδρέας είδε μία γυναικεία μορφή και δίπλα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και άλλους Αγίους ενδεδυμένους στα λευκά, οι οποίοι ακολουθούσαν με υμνωδίες και άσματα πνευματικά. Όταν έφτασε κοντά στον άμβω­να, ρώτησε τον Επιφάνιο: «Οράς την Κυρίαν και Δέσποιναν τού κόσμου;» (P.G. 111,848). Και η απάντηση τού Επιφανίου ήταν «Ναι, Πάτερ μου πνευματικέ» (P.G. 111,848).

Και ενώ αυτοί έβλεπαν το όραμα, η Θεοτό­κος, της οποίας την μορφή εθεώντο, προσευχό­ταν κλαίοντας. Μετά την προσευχή της, πλη­σίασε στο θυσιαστήριο και δεόταν για τον λαό τού Θεού, ο οποίος βρισκόταν σε εκείνο τον ναό. Και όταν τελείωσε την δέησή της, άφησε σε όλο τον λαό το κάλυμμα της κεφαλής της, αφού το απετύλιξε με την ωραία σεμνότητα και με τα πανάχραντα χέρια της (P.G. 111,848- 849). Ο όσιος Ανδρέας και ο συνοδός του Επιφάνιος έβλεπαν για πολλή ώρα το κάλυμμα αυτό πάνω από τον λαό να ακτινοβολεί την δό­ξα τού Θεού.

Όσο η Υπεραγία Θεοτόκος βρισκόταν εκεί φαινόταν και εκείνο. Όταν η Θεοτόκος αναχώρησε, δεν ξαναφάνηκε. Το βέβαιο είναι ότι η Παναγία έλαβε αυτό το κάλυμμα μαζί της, άφησε όμως την χάρη της σε όσους βρίσκο­νταν εκεί (P.G. 111,849). Αυτά τα είδε ο Επιφάνιος με την μεσιτεία τού Άγιου Ανδρέα. Διότι, επειδή ο τελευταίος είχε παρρησία προς τον Θεό, τού χαριζόταν ως δώρο η θέα τού Θεού και αποκτούσε δόξα (P.G. 111,849).

Ο αρχιεπίσκοπος Βλαδιμήρου Σέργιος απέδειξε ότι «η εν τω ναώ των Βλαχερνών εμφάνισις, εν οράματι, της Θεομήτορος εις τον Άγιο Ανδρέα και τον συνοδόν του Επιφάνιον, εγένετο πιθανώς κατά το β' τέταρτον τού I' αι., μικρόν προ της Κοιμήσεως τού Άγιου Ανδρέου (936)» (Ράμφου Σπ. Ιω. έ.α.).

Στην Ελλάδα στις 31 Οκτωβρίου 1952 σε Εγκύκλιο προς τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος τονίζεται: «Η Ιερά Σύνοδος εν τη συνεδρία αυτής εισηγουμένου, όπως η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, αγομένη τη 1η Οκτωβρίου, συμπανηγυρίζηται τη 28η αυτού εν συνδυασμώ προς την κατ’ αυτήν την ημέραν τελουμένην Εθνικήν Εορ­τήν, δεδομένου ότι το Έθνος ημών ανέκαθεν συνέδεσε τα μεγάλα αυτού εθνικά γεγονότα μετά θρησκευτικών εκδηλώσεων και δη και μάλιστα εορταστικώς απέδωκε τα ευχαριστήρια αυτού εις την Υπέρμαχον Στρατηγόν, την αείποτε προστατεύσασαν και σωτηρίω σκέπη σκεπάσασαν το ευσεβές των Ελλήνων Γένος» («Εκκλησία», επίσημον δελτίον της Εκκλη­σίας της Ελλάδος, Αριθ. 20, 1 Νοεμβρίου 1952, σελ. 305).

Σύμφωνα με τον π. Ιω. Σπ. Ράμφο «την Ακο­λουθίαν της εορτής ταύτης εν συνδυασμώ προς το περιεχόμενον της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου συνέταξεν ο εν τω αγιωνύμου Όρει, υμνογράφος της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλη­σίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης» (Ράμφου Σπ. Ιω, ε.α., στ. 219). Όπως παρατη­ρεί ο ανωτέρω σημειωθείς συγγραφεύς, «ανέκ­δοτοι Ακολουθίαι της εορτής ως και υπομνή­ματα, διηγήσεις και εγκώμια εύρηνται εις κώ­δικας των Αγίω Όρει μονών» (Ράμφου Σπ. Ιω., ε.α., στ. 219).

Ο Μέγας Συναξαριστής δικαιολογεί την κα­θιέρωση της εορτής της Αγίας Σκεπής ως εξής:

«Θυμόμαστε την ένδοξη φανέρωση της Υπε­ραξίας Θεοτόκου στις Βλαχέρνες, την οποία είδαν οι Άγιοι Ανδρέας και Επιφάνιος. Κατά την εορτή ευχαριστούμε την προστάτιδά μας για την τόση ευσπλαχνία της και την παρακαλούμε να σκεπάζει πάντοτε εμάς, οι οποίοι ζη­τούμε την Σκέπη της. Διότι χωρίς την Σκέπη και Βοήθεια της Θεοτόκου είναι αδύνατο να ζούμε πάνω στην γη εμείς, οι οποίοι παροργί­ζομε τον Θεό. Επομένως αν δεν προσευχόταν για μας η προστάτιδά μας, κανείς δεν θα μας λύτρωνε από τόσους κινδύνους, κανείς δεν θα μας διατηρούσε ελεύθερους μέχρι σήμερα. Σε κανένα άλλο πρόσωπο δεν βρίσκομε σκέπη, για να καταφύγομε, παρά μόνο στην Δέσποι­να τού κόσμου». (πρβλ. Κ. Χρ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής, Έκδοσις δευτέρα, Μην Οκτώ­βριος, Αθήναι 1949, σελ. 21).

Ο Μέγας Συναξαριστής καταλήγει τον λόγο του στην Aγία Σκέπη της Θεοτόκου ως εξής: «Σκέπασον ημάς εν τη Σκέπη σου η Προστα­σία ημών, Παναγία Παρθένε˙ εν ταις πονηραίς ημέραις σκέπασον ημάς. Πάσαι γαρ αι ημέραι της ζωής ημών πονηραί εισί, και βλέπομεν εν αυταίς πονηρά και πράττομεν εν αυταίς πονη­ρά, θησαυρίζοντες εαυτοίς οργήν εν ημέρα οργής. Άπασαι δε αι πονηραί εκείναι ημών ημέραι χρήζονσι της σης, παvευσπλάγχνου Σκέπης. Σκέπασον ουν ημάς εν πάσαις ταις ημέραις ημών, μάλιστα δε εν τη δεινή ημέρα, εν η η ψυχή ημών μέλλει τού σώματος χωρισθήναι, πρόστηθι ημίν εις βοήθειαν, και σκέπασον ημάς εκ των εναερίων πονηρών πνευμά­των αλλά και εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως σκέπασον ημάς εν τη μυστική σου Σκέπη, Αμήν» (Κ. Χρ. Δουκάκη, ε.α.).


Πηγή: (ΑΠΟ Ο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ" ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

agios dimitrios 08


Εἶναι ἐγκώμιο μέ λαμπρό ὕφος καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Προσφέρει στήν ἀρχή μία ἔκθεση σχετικά μέ τήν παιδεία καί τήν ἀρετή τοῦ Δημητρίου, γιά τή διδασκαλική του προσφορά πρός τούς νέους στόν τόπο τῆς Καταφυγῆς καί γιά τό μαρτύριό του.

Δίνει ὅμως καί ἀλληγορική ἑρμηνεία στά ἐπεισόδια, κάθε φορᾶ πού προσφέρονται. Ἔτσι τό μαρτυρικό σῶμα εἶναι ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ γεμάτη μύρα καί ὁ κῆπος τῶν ἀρετῶν καί τῶν χαρίτων, ἐνῶ τά στόματα τῶν τυράννων εἶναι οἱ πύλες τοῦ Ἅδη. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τό λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου βρισκόταν ἀκόμη στόν ναό του, γιατί λέγεται ἐδῶ, ὅτι τό σῶμα τοῦ «ἀνίησι μύρα», ἀναδίδει τώρα μύρα. Ἡ εὐωδία τῶν μύρων ἀνέδειξε τήν Θεσσαλονίκη «πόλιν Θεοῦ ἤ παράδεισον ἄλλον, εἰ μή τί καί πλέον». Πιθανῶς καί κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα ἦταν παρόντες οἱ βασιλεῖς, ἤ τουλάχιστον ἡ Ἄννα, γιατί λέγεται, «βασιλεῖς δέ τή εὐσεβεία μᾶλλον, ἤ τή βασι­λεία, κοσμούμενοι συμπαριστάσιν ἠμίν καί συνεπικροτούσιν εὐφημοῦντες τάς ἀριστείας τοῦ μάρτυρος».

 


ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ

 

Τά ἐφόδια γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος ἄλλα βέβαιά τα ἔχομε ὁ καθένας ἀπό τά ἐπαγγέλματά μας, καί ἄλλα τά παίρνομε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο, προσφέροντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο τά δικά του. Γιατί δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ὁ γραμματικός καί ὁ γεωργός, ὁ ράπτης καί ὁ ὑφαντῆς, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ὑποδηματοποιός, ὁ ἰατρός καί καθένας ἀπό τούς ἄλλους ἐπαγγελματίες. Ἐπειδή λοιπόν ὁ καθένας δέν ἔχει ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται, ὁπωσδήποτε ὅμως τά ἔχει ἀνάγκη ὅλα αὐτά ὁ καθένας, βρέθηκε ὡς μέσο το νόμισμα, μέσω τοῦ ὁποίου μέ τρόπο κοινωφελῆ καί τά ἀγαθά πού περισσεύουν προσφέρονται σέ ἄλλους, καί ἀποκτῶνται αὐτά πού λείπουν. Πράγματι ὁ γεωργός δίνει τά περισσεύματά του στούς μή γεωργούς, καί ἀφοῦ λάβει τό ἀντίτιμο γι’ αὐτά, ἀγοράζει τό σπίτι τυχόν ἤ τό ὕφασμα· καί ὁ ὑποδηματοποιός, ἀφοῦ πωλήσει τά ὑποδήματα καί λάβει ἱκανοποιητικά χρήματα, ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη τῶν ἐλλείψεων, καί ἔτσι μέ τήν μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτεῖται ὁ βίος ὅλων μας, καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν οἰκισμοί καί πόλεις, καί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ζῶο.

 

Στίς πνευματικές ἀσχολίες ὅμως καί στά σχετικά μέ τήν ἀρετή δέν συμβαίνει τό ἴδιο· γιατί ἐκεῖνος πού εἶναι σώφρων, ἀλλ’ ὄχι δίκαιος, δέν μπορεῖ νά δώσει κάτι ἀπό τή σωφροσύνη του στόν δίκαιο καί νά πάρει ἀπό ἐκεῖνον δικαιοσύνη οὔτε αὐτός πού εἶναι ἀληθής στούς λόγους, ἀλλά δέν εἶναι ἀνεξίκακος, θά μποροῦσε ν’ ἀποκτήσει κάτι ἀπό ἄλλον μέ ἀνταλλαγή ἤ νά μεταδώσει ἀπό τήν ἀλήθεια σέ ὅποιον δέν ἔχει, ἐννοῶ ἀπό τήν ἀλήθεια πού αὐτός εἶπε· οὔτε ὑπάρχει σ’ αὐτά μέσο, σάν κάποιο νόμισμα, πού νά ρυθ­μίζει τίς μεταξύ τους ἀνταλλαγές καί νά τίς καθιστά ἰσότιμες. Γι’ αὐτό πρέπει καί εἶναι ἀναγκαῖο, ἀδελφοί, ὁ καθένας μας νά ἀσκεῖ κάθε ἀρετή. Γιατί δέν εἶναι δυνατό αὐτός πού δέν κατόρθωσε κάποιαν ἀπό αὐτές νά τήν πάρει ἀπό ἄλλον, οὔτε νά διαφύγει τήν καταδίκη καί τιμωρία γιά τή στέρηση αὐτῆς. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Δαβίδ, «ἀδελφός δέν τόν σώζει, θά τόν σώσει ξένος ἄνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.

 

Ἀλλά, πόση, ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἀφάνταστη φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ! Γιατί αὐτό πού δέν εἶναι δυνατό νά λάβει κα­νεῖς οὔτε ἀπό τίς ἰσότιμες καί ἀληθινά πολύτιμες ἀρετές τῆς ψυχῆς μέ ἀνταλλαγή, τό κατέστησε μέ ἄλλον τρόπο πάμφθηνο. Γιατί μπορεῖ κανείς μέ αὐτές τίς γήινες καί χαμηλές ἀνάγκες τοῦ σώμα­τος, ἐννοῶ μέ τά φαγητά καί τά ποτά, μέ τά ἐνδύματα, μέ τό χρυ­σάφι καί τό ἀσήμι πού καθένας ἔχει (γιατί ὅλα αὐτά εἶναι γῆ καί χῶμα καί τίποτε δέν ὑπάρχει ἀτιμότερο ἀπό αὐτά), μπορεῖ λοιπόν κανείς σύμφωνα μέ τή δεσποτική ὑπόσχεση καί παραίνεση μέ αὐτά τά ἀσήμαντα, ἄν προσφέρει τά περισσεύματα σ' αὐτούς πού ἔχουν τίς ἀρετές (γιατί αὐτοί εἶναι τελείως φτωχοί ὡς πρός τά ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα), μέ αὐτή τή μετάδοση ν’ ἀναπληρώσει τήν ἔλλειψη τῶν ἀρετῶν καί νά διαφύγει τήν εὐθύνη γιά τήν στέρησή τους. Καί αὐτό δηλώνοντας ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας πρός τούς Κορινθίους, ὀνομάζει αὐτή τή μετάδοση κοινωνία πρός τούς ἁγίους, καί προχωρώντας προσθέτει, «τό περίσσευμά σας πρέπει νά ἀναπληρώνει τό ὑστέρημα ἐκείνων, ὥστε καί τό περίσσευμα ἐκείνων νά ἀναπληρώσει τό δικό σας ὑστέρημα». Ὁ Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, ὥστε, ὅταν ἀποδημήσετε, νά σᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες σκηνές», μαμωνά ἀδι­κίας ὀνομάζοντας τό περίσσευμα τῶν ἀναγκαίων, πού δέν δίνεται σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.

 

Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἶπα, ὁ καθένας σας, ἀδελφοί, νά ἀσκεῖ ὀρθά κάθε ἀρετή, καί ἄν μᾶς λείπει κάποια ἀπό αὐτές, ν’ ἀναπληρώνομε τήν ἔλλειψη μέ τή μετάδοση ἀπό αὐτά πού ἔχομε. Αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος πλοῦς τοῦ λόγου, καί μάλιστα πρός ἐσάς πού ζεῖτε μέσα στόν κόσμο, μέ τόν ὁποῖο θά ἐξασφαλίσομε τή σωτηρία τῶν ψυχῶν σας. Ἄν ὅμως παραμελήσομε καί αὐτόν, ὑπάρχει πολύς φόβος μήπως μᾶς δεχθεῖ ἐκείνη ἡ ἄσβεστη φωτιά καί ἡ αἰώνια στέρηση. Αὐτό θέλοντας νά δείξει ὁ Κύριος, πρόβαλε τήν παραβολή πού διαβάζεται σήμερα στήν ἐκκλησία· «κάποιος ἀν­θρωπος ἦταν πλούσιος, καί φοροῦσε πορφύρα καί μεταξωτά ἐνδύματα, ζωντας καθημερινά μέσα σέ λαμπρή πολυτέλεια». Ὅλη ἡ φροντίδα τοῦ πλουσίου ἦταν γιά τόν ἱματισμό καί τόν καλλωπισμό καί τήν πολυτέλεια τῶν ἐνδυμάτων, καί γιά τά τραπεζώματα καί τά φαγοπότια καί τίς ἀπολαύσεις. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἕνας φτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν ξαπλω­μένος κοντά στήν πύλη τοῦ πλουσίου γεμάτος πληγές καί ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέ­ζι τοῦ πλουσίου, ἀλλά καί τά σκυλιά ἔρχονταν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του».

 

Βλέπετε τήν πλήρη ἔλλειψη κοινωνίας τοῦ πλουσίου πρός τόν φτωχό Λάζαρο; Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινά ἀπό τήν τράπεζά του πού ἦταν γεμάτη ἀπό παντός εἴδους φαγητά καί πολυτελῆ καρυκεύματα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει καί ἀπό τά εὐτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δέν εἶχε χορτάσει. Ἐκεῖνος ἔλαμπε ἀπό τήν πορφύρα καί τά μεταξωτά πού φο­ροῦσε καί ἀπό τόν ὑπερβολικό ἐξωραϊσμό τοῦ εὔρωστου σώμα­τος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος εἶχε καί τά ξεσχισμένα ράκη τοῦ γεμάτα ἀπό βρωμιά καί δυσωδία, γεμάτος πληγές καί περιρρεόμενος ἀπό πύο. Ἐκεῖνος καθόταν σέ ψηλό θρόνο περικυκλωμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ξαπλωμένος κάτω στό ἔδαφος κοντά στήν πύλη μή ἔχοντας κάποιον οὔτε γιά νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά.

 

Ἀλλά γιά ποιό λόγο τόν φτωχό ἀποκαλεῖ μέ τό ὄνομά του, ἐνῶ τόν πλούσιο τόν ἀνέφερε χωρίς τό ὄνομά του; Μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε, ὅτι τό ὄνομα αὐτοῦ του φτωχοῦ σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο εἶναι γραμμένο στούς οὐρανούς, ἐνῶ τοῦ πλουσίου ἐξαλείφθηκε καί χάθηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἡ μνήμη μαζί μέ τό ὄνομα. Γιατί καί ὁ Ψαλμωδός λέγει γιά τούς ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴ­δους· «δέν θά ἀναφέρω τά ὀνόματά τους μέ τά χείλη μου». Ἐπει­δή ὅμως καί κάθε πλούσιος μπορεῖ ν’ ἀποδώσει στόν ἑαυτό τοῦ τήν παραβολή καί θεωρώντας ἐκεῖνον ὡς τόν ἑαυτό του, νά λάβει ἀπό αὐτό ἀφορμή μετάνοιας, ὁ πλούσιος ἀναφέρθηκε χωρίς τό ὄνομά του, ὥστε ἔτσι ὁ λόγος ν’ ἀφορᾶ πρός κάθε πλούσιο, ὁ κάθε φτωχός ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωρήσει τόν ἑαυτό τοῦ Λάζαρο, ἀκόμη καί ἄν βρίσκεται σέ κατάσταση σάν ἐκείνου· γιατί πρέπει νά περιμένει μέ ταπείνωση τή δεσποτική ἀπόφαση. Γι’ αὐτό λοι­πόν ὁ φτωχός ἀναφέρθηκε μέ τό ὄνομά του.

 

«Συνέβηκε ὅμως», λέγει, «νά πεθάνει ὁ φτωχός καί νά μετα­φερθεῖ ἀπό τούς ἀγγέλους στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ». Ὁ φτωχός ὁδηγεῖται μέ ὑπερκόσμια τιμή ὡς ἀθλητής πρός τά στεφάνια. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Κύριος ἔδειξε τόν μή σωζόμενο πλούσιο, μᾶς δεί­χνει εὐθύς ἀμέσως καί τόν σωζόμενο πλούσιο· τέτοιος βέβαια εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Δέν τόν ὀνομάζει ὅμως αὐτόν πλούσιο, ἐπειδή θεω­ροῦσε ἀνώτερη ἀπό τόν πλοῦτο τήν ἀρετή. Γιατί ἔδειχνε πρός ὅλους ἀγάπη καί διάθεση πατέρα· γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται μέ τό ἀνώτερο ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, δηλαδή τήν ἀρετή· γιατί τό ὄνομα Ἀβραάμ ἑρμηνευόμενο σημαίνει «πατέρας πολλῶν». Ὁ πλούσιος ὅμως ἐκεῖνος δέν εἶχε τίποτε ἀνώτερο ἀπό τόν γήινο καί παρερχόμενο πλοῦτο· γι’ αὐτό καί ἔφερε τό ὄνομα ἀπό ἐκεῖνον. Δέν ἔχασε ὅμως τή σωτηρία ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιληδονίας καί τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς μισοξενίας. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀσφαλῶς ἦταν πλούσιος, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς φιλοθεΐας καί τῆς εὐσπλαγχνίας καί τῆς φιλοξενίας ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλά καί ἔγινε τόπος τῶν σωζομένων. Γι’ αὐτό καί ὁ Λάζαρος, ὅταν πέθανε, μετα­φέρθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους (γιατί αὐτοί εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, διάκονοι «γιά ἐκείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν τή σωτηρία»· μεταφέρθηκε λοιπόν ἀπό αὐτούς στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· κόλπος ἀσφαλῶς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων, ἡ κατοικία τῶν αἰώνια εὐφραινομένων, ἡ περιοχή τῶν αἰώ­νιων ἀγαθῶν.

 

 

«Πέθανε ὅμως», λέγει, «καί ὁ πλούσιος καί τάφηκε». Ἴσως ὁ Λάζαρος δέν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς ὅταν πέθανε, ἀφοῦ δέν εἶχε κάποιον νά τόν κηδεύσει· γι’ αὐτό στήν περίπτωση ἐκείνου δέν ἀνέφερε καθόλου ταφῆ, ἐδῶ ὅμως ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, «καί τάφηκε». Ἀναφέρεται ἐπίσης καί γιά τόν λόγο ὅτι ἡ φαντασία καί πολυτέλεια τῶν πλουσίων φθάνει μέχρι τόν τάφο. Ἀλλά ὁ τέτοιου εἴδους τάφος τῶν τέτοιου εἴδους πλουσίων γίνε­ται γι’ αὐτούς θύρα, ἀλλοίμονο!, τοῦ ἅδη καί τῶν βασάνων στά καταχθόνια. Γιατί λέγει, τάφηκε ὁ πλούσιος «καί βρισκόμενος στόν ἅδη, σηκώνοντας τά μάτια του, ἐνῶ βασανιζόταν, βλέπει τόν Ἀβραάμ ἀπό μακριά καί τόν Λάζαρο στούς κόλπους του». Κάποτε ὁ πλούσιος ἔβλεπε τόν Λάζαρο πεσμένο μπροστά στόν πυλώνα του, πληγωμένον ἀπό τήν πείνα καί κυλιόμενον στή σκόνη τοῦ ἐδάφους καί μή ἔχοντας τή δύναμη οὔτε νά κινεῖται, καί τόν περιφρονοῦσε, τώρα βρισκόμενος κάτω αὐτός ὁ ἴδιος καί βασανιζόμενος καί μή μπορώντας ν’ ἀποφύγει τούς βασανισμούς, σηκώνοντας τά μάτια τοῦ βλέπει τόν Λάζαρο πάνω σε σκηνές ἀναψυχῆς νά διαμένει μέ πολλή ἄνεση καί νά ζεῖ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καί δέν προσπαθεῖ νά τόν παραβλέπει, ἀλλά μᾶλλον ζητεῖ νά μή παραβλεφθεῖ ἀπό ἐκεῖνον πού προηγουμένως παραβλέφθηκε ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ βέβαια πού ἦταν τόπος ἐλέους, δη­λαδῆ στή γῆ, δέν τόν ζήτησε οὔτε τόν ἐπεδίωξε, ἐκεῖ ὅμως πού ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνελέητη, ζητεῖ μάταιά το ἔλεος· γιατί λέγει, «φώναξε καί εἶπε· πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησε μέ καί στεῖλε τόν Λά­ζαρο, γιά νά βυθίσει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου· γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὕτη τή φλό­γα». Περιόρισε τήν παράκληση στό πολύ ἐλάχιστο, γιατί δέν εἶχε τό θάρρος νά ζητήσει τίποτε παραπάνω, ἔχοντας αὐτοκατάκριτη τή συνείδηση.

 

Φώναξε βέβαια, ἐπειδή τό μεταξύ τους διάστημα ἦταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε ἐπίσης νά λέγει πατέρα τόν Ἀβραάμ, γιά νά διδαχθοῦμε ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν θεοσεβῶν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, καί νά μή νομίζομε ὅτι τηγανίζεται ὡς δυσσεβῆς. Γιατί περιζώσθηκε ἀπό τήν ἄσβεστη φλόγα τοῦ πυρός ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος, ἄν καί κατά τήν καταγωγή ἦταν συγγενής του Ἀβραάμ. Λέγει ὅμως, «ἐλέησε μέ, γιατί ὑποφέρω, καί στεῖλε τόν Λάζαρο», τόν ὁποῖο αὐτός δέν ἐλέησε ὅταν ὑπέφερε μπροστά στόν πυλώνα· γι’ αὐτό καί δέν ἀπηύθυνε πρός αὐτόν τήν παράκληση. Παρακαλεῖ γιά μιά σταλαγματιά καί μιά μικρή ρανίδα πού δροσίζει τή γλώσσα, καί δέν τό πετυχαίνει. Βλέπετε τήν ἀνταπόδοση τῆς τιμω­ρίας μέ τό παραπάνω; Γιατί ὁ κάποτε φτωχός Λάζαρος δέν μπο­ροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι του, τώρα ὅμως αὐτός ὄχι μόνο το χόρτασμα καί τῶν πλέον ἀκόμη εὐτελῶν πραγμάτων ἔχει στερηθεῖ, ἀλλά δέν ἀξιώνεται οὔτε μιᾶς μικρῆς στάλας νεροῦ. Γιατί λέγει, «εἶπε πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ, τέκνο, θυμήσου ὅτι σύ ἀπολάμβανες τά ἀγαθά σου στή ζωή, καί ὁ Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· τώρα ὅμως αὐτός ἀπολαμβάνει τήν ἀναψυχή καί σύ ὑποφέρεις».

 

Λυπᾶται βέβαια ὁ Ἀβραάμ τόν πλούσιο πού βρισκόταν στή φλόγα· γι’ αὐτό καί τόν ἀποκαλεῖ μέ συμπάθεια, «τέκνο». Τόν λυ­πᾶται ὅμως, νομίζω, ὄχι μᾶλλον γιά τήν τιμωρία του, ἀλλά γιά τήν ἀκόμη ἐνεργούμενη σ’ αὐτόν κακία. Γιατί δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη σέ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι δίκαια τηγανιζόταν. Δέν λέγει, ἐλέησε μέ, γιατί ἐγώ ἄναψα αὐτή τή φω­τιά γιά τόν ἑαυτό μου, ἐγώ θησαύρισα αὐτές τίς ὀδύνες γιά τόν ἑαυτό μου· ἀντί γιά τούς αὐλούς καί τούς θορύβους καί τά σιχα­μερά ἄσματα ἔχω τίς κραυγές καί τούς θρήνους καί τούς φρικωδέστατους ἤχους τοῦ πυρός πού παφλάζει ἐπάνω μου, ἀντί γιά τίς εὐχάριστες ὀσμές τόν ἀτμό τοῦ πυρός, ἀντί γιά τά περιττά φαγητά καί τά ποτά καί τήν ἀπόλαυση ἀπό αὐτά ἔχω τή γλώσσα πού ξηραίνεται τελείως ἀπό αὐτή τή φλόγα καί τήν μέχρι σταγόνας ἔλλειψη, ἀντί γιά τίς πορνικές πυρώσεις ὅλο το σῶμα μου τό καταφλέγει ἡ φωτιά. Δέν εἶπε αὐτά, ἀλλά παραπονεῖται κλαίοντας γιά τίς ὀδύνες μόνο. Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πρός αὐτόν ὁ Ἀβρα­άμ; Ἔλα κάποτε στόν ἑαυτό σου· ὁμολόγησε ὅτι δίκαια παραδό­θηκες στή φλόγα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπόλαυσες στή ζωή σου τά ἀγαθά σου, αὐτά πού νόμισες ὅτι εἶναι ἀγαθά σου, πού προτίμη­σες ν’ ἀποκτήσεις ἀπό ἐκεῖνα πού προσφέρθηκαν στή διάθεσή σου, τά ὁποῖα ἐπεδίωξες καί ἔλαβες, δηλαδή τά πρόσκαιρα. Γιατί αὐτά προτίμησες ἀπό τά αἰώνια. Ὁ Λάζαρος ὅμως, λέγει, δοκίμα­σε τά ἀντίθετα κακά, δηλαδή τίς κακώσεις τοῦ σώματος· γι’ αὐτό τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει αἰώνια ἀναψυχή, ἀφοῦ τότε ἔπασχε πρόσκαιρα ἀπό τά κακά, καί σύ ὑποφέρεις ἀκατάπαυστα, ἀφοῦ τότε καλοπερνοῦσες καί ἀπολάμβανες πρόσκαιρα τίς ἡδονές.

 

Πῶς ὅμως δέν εἶπε «ἔλαβες», ἀλλ’ «ἀπέλαβες»; Γιά νά δείξει ὅτι αὐτός πού στή ζωή αὐτή εἶναι προσκολλημένος στίς ἡδονές καί τίς ἀπολαύσεις κι ἔχει μέ ὑπεραφθονία τά χρήματα καί τόν πλοῦτο καί κάνει κατάχρηση τῆς εὐπορίας, κι ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάτι ἀπό τά ἄλλα, δέν θά λάβει μισθό· γιατί ἀντί γιά μισθό ἔχει τήν τωρινή εὐπορία καί καλοπέραση, ὅπως ἐκεῖνος πού κατατρύχεται ἀπό τή φτώχεια καί τήν ἀσθένεια καί τά ὑπομένει γενναῖα ἔχει ὡς ἀνταπό­δοση τῶν πλημμελημάτων τήν ἐδῶ κακοπάθεια τῆς σάρκας.

 

Ἀλλ’ «ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί σέ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, γιά νά μή μποροῦν νά περάσουν αὐτοί πού θέλουν ἀπό ἐδῶ πρός ἐσάς, οὔτε νά περνοῦν ἀπό ἐκεῖ πρός ἐμᾶς». Βλέπετε ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ δέν μπορεῖ, καί ἄν ἀκόμη θέλει, νά βοηθήσει τούς ἐκεῖ καταδικασμένους; Γιατί τό ἀναμεταξύ χάσμα εἶναι ἀδιάβατο γιά ὅλους, ὥστε καί ὅσοι θέλουν νά περά­σουν νά μή μποροῦν· «οὔτε οἱ ἀπό ἐκεῖ», λέγει, «μποροῦν νά περ­νοῦν πρός ἐμᾶς». Φαίνεται νά βρίσκονται πιό μέσα ἀπό τή φλόγα οἱ ἄλλοι τιμωρούμενοι, τούς ὁποίους ὁ Ἀβραάμ λέγει «ἀπό ἐκεῖ», ἀλλά καί δοκιμάζουν σφοδρότερα τή φωτιά, ὥστε νά μή μποροῦν νά μιλοῦν καθόλου. Αὐτοί ἐνδεχομένως νά εἶναι ἐκεῖνοι πού στόν παρόντα κόσμο ἐκτός ἀπό τό ὅτι δέν δίνουν ἀπό τά ἀγαθά τους πλουτοῦν καί μέ ἁρπαγή, πράγμα γιά τό ὁποῖο δέν κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος αὐτός· γιατί δέν κατακρίνεται ὡς ἅρπαγας καί ἄδικος, ἀλλά μόνο ὡς ἄσπλαχνος καί φιλήδονος. Πρός αὐτόν λέγει ὁ Ἀβραάμ ὅτι, ἐπειδή προτίμησες τόν ἀπολαυστικό καί ἄνετο καί πρόσκαιρο βίο ἀντί γιά τόν ἐγκρατῆ, τώρα δίκαια σέ κυρίευσε ὀδύνη καί θλίψη καί στενοχώρια. Ἐπειδή ὅμως καί πρός τούς φτω­χούς δέν εἶχες καμμιά κοινωνία μέ τήν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἀπέκτησες φίλους ἀπό τόν μαμωνά τῆς ἀδικίας, οὔτε ἔδωσες τό περίσσευμά σου πρός ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρός τούς ἁγίους, ἀπομακρυσμένος ἀπό αὐ­τούς ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν ἀρετή ἡ κακία, γι’ αὐτό τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς πού ἔχομε ζήσει μέ ἀρετή καί σ’ ἐσάς πού ἔχετε ζήσει μέ κακία ὑπάρχει μεγάλο καί ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νά μή μποροῦμε ποτέ νά μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο. Παριστάνει βέβαια μέ αὐτά τό ἀτελείωτο καί ἀμετάθετο τόσο τῆς κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καί τῆς ἄνεσης τῶν δικαίων.

 

Ἀλλ’ ὁ πλούσιος, ὄντας ἀνόητος, οὔτε ἔτσι σωφρονίσθηκε, οὔτε σταμάτησε τήν κακία, οὔτε κατέκρινε τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ ἀκόμη νά δικαιώνει τόν ἑαυτό του καί, σάν νά μή τόν εἶχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως γιά τόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων, λέγει, «σέ παρακαλῶ λοιπόν, στεῖλε τόν Λάζαρο στόν πατρικό μου οἶκο (γιατί ἔχω πέντε ἀδελφούς), γιά νά τούς διαβεβαιώσει, ὥστε νά μή ἔρθουν καί αὐτοί στόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων». Δείχνει δη­λαδή ὅτι, ἄν εἶχε καί αὐτός ἕνα μάρτυρα προηγουμένως, δέν θά ἔκαμνε ἐκεῖνα, γιά τά ὁποῖα καταδικάσθηκε στή γέεννα. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀβραάμ εἶπε, «ἔχουν τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἅς ἀκούσουν αὐτούς» (γιατί ὁ Μωϋσῆς σάν ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ λέγει στήν ὠδή, «ἔχει ἀνάψει φωτιά ἀπό τόν θυμό μου, θά φθάσει ἡ φλόγα μέχρι τά βάθη τοῦ ἅδη», ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας, συμφωνώντας μέ τούς ἄλλους προφῆτες, λέγει· «θά κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καί οἱ ἁμαρτωλοί συγχρόνως καί δέν θά ὑπάρχει κανείς νά σταματήσει τή φωτιά»)· λέγοντας αὐτά ὁ Ἀβραάμ, ἐκεῖνος πάλι ἀντιλέγοντας λέγει· «ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἄν κάποιος ἀπό τούς νεκρούς πάει πρός αὐτούς, θά μετανοήσουν». Τί ἀπαντᾶ λοιπόν πάλι σ' αὐτό ὁ Ἀβραάμ; «Ἄν δέν ἀκοῦνε τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, οὔτε, ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά πιστέψουν», σάν νά τοῦ ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ἐπειδή πρίν πεθάνεις δέν ἐνδιαφερόσουν καθόλου γιά τούς μωσαϊκούς καί προφητικούς λόγους, κι ἄν ἀκόμη ἔβλεπες νεκρό ἀναστημένο, δέν ἐπρόκειτο νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τή σπατάλη καί τήν ἀσπλαγχνία πιστεύοντας σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό τώρα, πού ἔχεις περικυκλωθεῖ δίκαια ἀπό τό πῦρ τῆς γέεννας ἀντιμετωπίζεις ἀνελέητους καί ἀκατάπαυστούς τους φρικτούς πόνους.

 

Ὁ πλούσιος λοιπόν ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἔχοντας τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες, ἀπό τούς ὁποίους κανένας δέν ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, φαινόταν νά ἔχει κάποια πρόφαση, ἐμεῖς ὅμως μαζί μ’ ἐκείνους ἀκοῦμε καί ἐκεῖνον πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς γιά χάρη μας νά λέγει· «μή θησαυρίζετε γιά τούς ἑαυτούς σᾶς θησαυρούς πάνω στή γῆ, ἀλλά θησαυρίζετε θησαυρούς γιά τόν οὐρανό»· ἐπίσης «σ’ ὅποιον σου ζητεῖ δίνε, καί αὐτόν πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπό σένα μή τόν διώξεις»· καί «δῶστε ἀπό αὐτά πού ἔχετε ἐλεημοσύνη, καί νά ὅλα θά εἶναι καθαρά γιά σᾶς». Ἐάν ὅμως κάποιος τρώγει καί πίνει μαζί μέ μέθυσους, καί πρός τούς φτωχούς εἶναι σκληρός καί ἄσπλαχνος, «θά ἔρθει», λέγει, «ὁ Κύριος σέ ἡμέρα πού δέν τήν περιμένει καί σέ ὥρα πού δέν τή γνωρίζει, καί θά τόν ξεχωρίσει καί θά τόν τοποθετήσει στή μερίδα τῶν ἀπίστων».

 

Ἀφοῦ λοιπόν δέν σᾶς μένει καμμιά πρόφαση, ἐπειδή «κανενός ἡ ζωή δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του», ὅποιος ἔχει κάτι πού τοῦ περισσεύει ἅς τό δίνει σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, εἰσαγόμενος μέ αὐτόν τόν τρόπο στόν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοί νά μιμοῦνται τήν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μέ τήν ὑπομονή τούς τίς ψυχές τους καί μέ τήν ταπείνωσή τους ἀποκτώντας μόνοι τους τούς κόλπους ἐκείνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπό τούς ὁποίους «ἔχει ἀποδράσει κάθε ὀδύνη καί λύπη καί στεναγμός», καί ἐπικρατεῖ χαρά καί ἀπόλαυση καί θυμηδία ἔνθεη καί ἀτελείωτη. Γι’ αὐτό μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τά ἐκεῖ μ’ αὕτη τήν παραβολή, ὥστε, ἀφοῦ βελτιωθοῦμε μέ τή μετάνοια, νά μᾶς καταστήσει ἄξιους ἐκείνων τῶν αἰώνιων ἀπολαύσεων, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπό τά βάσα­να πού ἐπιφυλάσσονται ἐκεῖ· γιατί λέγει, «αὐτός πού γνώρισε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του καί δέν τό ἔπραξε, θά δεχθεῖ μεγάλη τιμωρία».

 

Ἀφοῦ μᾶς εἶπε αὐτά καί τά παρόμοια καί μᾶς διεβεβαίωσε αὐτός πού ἔπαθε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ἀνέδειξε ὅμως πολυάριθμο πλῆθος μαρτύρων τῆς παρουσίας του καί τῆς ἀληθείας τῶν ὅσων κηρύχθηκαν ἀπό αὐτόν,...

 

...ἅς δείχνομε ὑπακοή στήν αὐτοαλήθεια ζωντας μέ τρόπο θεάρεστο,... νά ποθήσομε, καί μέ ἔργα μέχρι τέλους νά ἐπιζητήσομε τήν μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσεται στούς οὐρανούς γιά ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ μέ τρόπο θεοφιλῆ.

 

Αὐτή τή μακαριότητα εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι ἐμεῖς μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή καί προσκύνηση μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», ἡ ἄλλη ὄψις

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...