Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
«Ἀνέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, λύσας θανάτου τὰ δεσμά∙ (αἶνοι, ἦχος βαρύς)
ἐν τῇ ἐγέρσει Του χαρᾶς τὰ πάντα ἐπλήρωσε καὶ (αἶνοι, ἦχος δ΄)
ἐν τῇ ἀναστάσει Του τὰ σύμπαντα ἐπλούτισε» (αἶνοι, ἦχος πλ. α΄)
Γιὰ μιὰ ἀκόμη χρονιὰ ἀξιωνόμαστε νὰ γιορτάσουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας ἀκολουθία τῆς Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἔβαλε ὡς στόχο τὸ νὰ ἀξιωθοῦμε «κατιδεῖν τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι» (Στιχηρὸν Κατανυκτικόν, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, Λυχνικόν). Ζήσαμε τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας, περάσαμε ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, συμπορευθήκαμε μὲ τὸν Κύριο στὸ πάθος Του καὶ σήμερα χαιρόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου συντριβὴ τοῦ θανάτου, τὴν κατάργηση τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου.
Μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀντικρύσαμε μὲ ἀπορία τὸν ἄνθρωπο νὰ σταυρώνει τὸν Θεό του, μὲ ἔκπληξη τὸν Θεάνθρωπο ἑκουσίως νὰ σταυρώνεται καὶ «ἐν νεκροῖς νὰ λογίζεται», τὴν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης προδοσίας, πτώσεως καὶ πνευματικῆς αὐτοκαταστροφῆς καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ μακροθυμίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Σήμερα ζοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ θεϊκοῦ θριάμβου, τὴν ἀπόδειξη τοῦ κενοῦ μνημείου, τὴ λάμψη τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, τὴν ἐλπίδα καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε ἀκατάπαυστα «Χριστὸς Ἀνεστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Κι ἐφέτος ὅμως, ζοῦμε τὸ Πάσχα μέσα στὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα μιᾶς κρίσης ποὺ καταστρέφει περιουσίες καὶ κόπους μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ποὺ ἀνακατεύει λαοὺς καὶ θρησκεῖες, ποὺ ἰσοπεδώνει ἱστορίες καὶ παραδόσεις, ποὺ καταργεῖ ἱερὲς ταυτότητες, ποὺ αἰφνιδιάζει μὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα καὶ ἐκβιάζει μὲ παράλογες ἀπαιτήσεις, πού, ἐνῷ ἐμφανίζει τοὺς ὑπεύθυνους, κρύβει τοὺς πραγματικοὺς ὑπαίτιους, ποὺ ἀπομακρύνοντας διαρκῶς τὸ φῶς μᾶς βυθίζει ὅλο καὶ περισσότερο στὸ σκοτάδι. Κυρίως ὅμως μιᾶς κρίσης ποὺ ἔχει σταυρώσει τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἐλπίδα καὶ ἐπιδιώκει ἢ νὰ Τὸν ἀγνοεῖ ἢ περισσότερο νὰ Τὸν ἐξαφανίσει.
Ἡ εἰκόνα τῆς ζωῆς μας μοιάζει μὲ μιὰ ἀτελείωτη Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἡ παροῦσα ἐμπειρία μας μὲ μιὰ ἀπαράκλητη Μεγάλη Παρασκευή. Γύρω μας σταυρωτὲς μὲ ἀσύλληπτο μῖσος, ὄχλοι μὲ ἀδιακαιολόγητη πνευματικὴ ἐπιπολαιότητα. Κι ἐμεῖς, σὰν τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, κάποιοι ἀρνούμεθα, κάποιοι ἐγκαταλείπουμε, οἱ περισσότεροι κρυβόμαστε μὲ φόβο ἢ ἀμήχανα εἴμαστε «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται», παραμένοντας στὴ νάρκη τῆς ὀλιγοπιστίας μας.
Παρὰ ταῦτα, ἀδελφοί μου, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ὅσο καὶ ἂν φωνάζει ὁ ὄχλος, ὅσο κι ἂν καρφώνουν οἱ σταυρωτές, ὅσο καὶ ἂν σφραγίζουν τὸν τάφο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ὅσο καὶ ἂν ἀπουσιάζουν οἱ μαθητὲς ἀπὸ τὰ γεγονότα, ὅσο καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία φαίνεται ἀδικαιολόγητα νὰ σιωπᾶ, τὸ ἅγιο Φῶς ἀναδύεται ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ σήμερα, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ζωὴ ἀνατέλλουν, διότι «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ΄ 9).
Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντος καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ μόνος τρόπος ὁ καθένας μας νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὶς ἁλυσίδες τῆς προσωπικῆς του κρίσης. Δὲν θὰ λυτρωθοῦμε μόνοι μας. Ὁ Ἀναστὰς θὰ μᾶς λυτρώσει. Αὐτὸς θὰ μᾶς ἀναστήσει, σὲ ἐμᾶς τοῖς «ἐν τοῖς μνήμασι» τῶν παθῶν μας θὰ χαρίσει τὴ ζωή.
Ἀλλὰ καὶ ὡς ἔθνος ἔχουμε βουλιάξει στὴν κρίση τῆς πνευματικῆς μας προδοσίας. Στηρίξαμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν θεὸ τοῦ χρήματος καὶ αὐτὸς μᾶς πρόδωσε. Καταστρέψαμε τὶς εὐλογημένες μνῆμες τῆς ἱστορίας μας. Ἐμπιστευθήκαμε τὸ μέλλον μας στὰ ἐπίγεια ἐπιτεύγματα. Καὶ αὐτὰ φάνηκαν ἀνεπαρκῆ. Ἀπομακρύναμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παιδεία μας. Γκρεμίσαμε τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὶς καρδιές μας. Τὸν ραπίσαμε μὲ τὰ χέρια τῆς ἀσεβείας μας, Τὸν σταυρώσαμε μὲ τὰ καρφιὰ τῆς σκληροκαρδίας μας καὶ Τὸν σφραγίσαμε μέσα στὸν τάφο τῆς λήθης, τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀπιστίας μας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως διατηρεῖ πολλὲς ἐλπίδες γιὰ τὸν κόσμο μας, γιὰ τὸ ἔθνος μας, γιὰ τὸν καθένα μας χωριστά. Καὶ τοῦτο, διότι ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ καὶ «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Ὁ Χριστὸς ἀνέστη γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀνέστη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, καὶ γιὰ τοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων διῶκτές Του καὶ γιὰ τοὺς ἀρνητές Του, καὶ γιὰ μᾶς.
Ἂς μιμηθοῦμε στὴν πίστη καὶ στὴν ἀφοσίωση τὶς μυροφόρες γυναῖκες καὶ ἂς κρατήσουμε μέσα στὶς καρδιές μας τὴν ἐλπίδα τους. Ὅσο μικρὴ καὶ νὰ εἶναι, δὲν θὰ μᾶς προδώσει. Τὰ δάκρυα τοῦ πόνου μας θὰ ἀναμειχθοῦν μὲ τὰ μύρα τῶν ἱερῶν πόθων καὶ ἐλπίδων μας καὶ θὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἁγία πίστη μας. «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον• ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. ε΄ 4). «Νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν» (Ρωμ. ιγ΄ 11).
Εὔχομαι ἡ εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νὰ πλημμυρίζει τὴ ζωή σας, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη Του νὰ ἐπιστρέψει στὸν κόσμο μας, καὶ τὸ φῶς Του νὰ δείξει διεξόδους στὶς κρίσεις μας καὶ νὰ ὁδηγεῖ τὰ διαβήματά μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Μετὰ πασχαλίων εὐχῶν
καὶ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ † Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Eίναι σε όλα Μοναδικός ο Θεός μας αλλά η Μοναδικότητά Του κορυφώνεται στην Ταπείνωση και στην Υπακοή Του.
Από αυτά γνωρίζεται και από αυτά ξεχωρίζει.
Αυτή Του η συμπεριφορά είναι εκείνη που προσδιορίζει σε μας τη Σοφία και την Παντοδυναμία Του. Αυτή μας αποκαλύπτει το πόσο η Αγάπη απέχει από τις καρδιές μας, γιατί αγάπη χωρίς ταπείνωση και υπακοή δεν μπορεί να υπάρξη. Αυτή Του η συμπεριφορά ντροπιάζει τη σοφία μας και την αποδεικνύει «μωρία», αυτή καταρρίπτει ο,τιδήποτε θεωρούμε σωστό, δίκαιο, δικαίωμά μας ή επιδίωξή μας.
Έχουμε σχηματίσει στο νού μας πολλές εικόνες για τον Χριστό και Θεό μας, όμως μας λείπει η Εικόνα του Θεού Υποτακτικού και γι’ αυτό η Πίστη μας, παρ’ ότι στο γράμμα φαντάζει Ορθόδοξη, στην πράξη είναι νεκρή. Μας λείπει η μοναδική Εικόνα Του, που Τον εκφράζει απόλυτα, αφού έτσι έζησε ως Θεάνθρωπος επί της γης και το ίδιο θα συμπεριφέρεται αιωνίως ως Θεάνθρωπος και στην Ουράνια Βασιλεία Του σε εκείνους που έκαναν σκοπό της ζωής τους να μένουν μαζί Του: «Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, ούς ελθών ο Κύριος ευρήσει γρηγορούντας. Αμήν λέγω υμίν ότι περιζώσεται και ανακλινεί αυτούς, και παρελθών διακονήσει αυτοίς».
Λείπει από τον καθένα μας ο Αληθινός Θεός, γι’ αυτό Τον αποζητάει με Λατρεία η Εκκλησία μας στο τέλος κάθε Ιεράς Ακολουθίας: «Χριστός ο Αληθινός Θεός ημών, ελεήσαι και σώσαι ημάς».
Όλοι οι ψεύτικοι θεοί –τα μασκαρεμένα δαιμόνια– γνωρίζονται από την τρομοκρατική και κατακτητική προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στις ανθρώπινες ψυχές και να επικρατήσουν στην κτίση, εμπνέοντας φόβο και τρόμο. Στον Αληθινό Θεό μας η όντως Παντοδυναμία Του αναγνωρίζεται στην δουλική Του μορφή, στην Υπακοή Του σε κάθε αίτημα της προσευχής και της ανάγκης μας: «Καί ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσειμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος» (Βασ.Γ´ 19,11-12).
Είναι ο Θεός μας, Θεός Υπηρέτης, υποτακτικός του καθενός μας. Ακούει συνεχώς τα αιτήματά μας και σπεύδει να τα εκπληρώση.Μας πλένει τα πόδια, γιατί αυτά αποταμιεύουν το μόχθο μας αλλά και ευθύνονται για το βάδισμά τους στα βρώμικα μονοπάτια που υπα¬γορεύει ο νούς και η καρδιά μας. Μας πλένει τα πόδια, ταπεινώνεται για να συντρίψη την πέτρα που έχει αιχμαλωτίσει την καρδιά μας. Γίνεται εξουσιαστής της πέτρας, για να γίνη«ελευθερωτής των ψυχών» μας. Γίνεται δούλος, για να μας ελευθερώση από την δουλεία των αμαρτιών μας και να μας κάνη φίλους Του, μετόχους της Βασιλείας Του!
Ραπίζεται και δέχεται «εμπτυσμούς και μάστιγας» για να σβήση το πάθος της μνησίκακης εκδικήσεως, που κρύβουμε μέσα μας. Στρέφει και το άλλο Του μάγουλο στα ραπίσματά μας για να μας εξοικονομήση περισσότερο χρόνο μετανοίας, θέλει να προλάβουμε να συναισθανθούμε το κατάντημά μας πριν κλείσουμε τα μάτια μας σ’ αυτή τη γη.
Θέλει να κάνουμε και μείς το ίδιο, να Τον μιμηθούμε, γιατί μόνο τότε θα γίνουμε καλά από τη μεγαλομανία της αρρώστιας μας, που μας έχει κάνει να αισθανόμαστε «το γλυκύ πικρόν και το πικρόν γλυκύ».
Υπομένει και χαίρεται την εκούσια δουλεία Του, γιατί μας δημιούργησε εικόνες του Εαυτού Του και δεν θέλει να μας χάση. Η αγάπη Του για μας Τον οδηγεί σε άφατη κένωση. Καί ο Ουράνιος Πατέρας και Θεός μας δεν απελπίζεται από την αμετανοησία μας αλλά ελπίζει ακόμη και απαντά στους αγγέλους που απορούν για την ανείπωτη φιλανθρωπία Του: «Εντραπήσονται τον Υιόν μου»!
Η αγάπη Τού Θεού μας δεν Τον αφήνει να δεχθή και να παραδεχθή πως δεν θα λυγίση η σκληρότητά μας. Πιστεύει σε μας και μας περιμένει. Μακάρι κάποτε και μείς, με όλη μας την ύπαρξη, να πιστέψουμε σ’ Εκείνον!
Καλή Ανάσταση στις ψυχές μας!
Πηγη: http://www.agioritikovima.gr/eipan/21320-chritos-o-panto
Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώμάτα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού! Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.
Μια μέρα, καθώς προσευχόταν [ο Αγιος Συμεών] με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν. Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα.
Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του. Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του. Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του. Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως. Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».
Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;» Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άυλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος. Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».
Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».
Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής. Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές, από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.
(Δακτυλογράφηση: Astrokatastro)
Πηγή: Η άλλη όψη
Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.
Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.
Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μονο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.
Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. Εν πλω, 2008 σ. 70-72), Η άλλη όψη
1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.
Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή, http://www.alopsis.gr/alopsis/kathodos.htm
Τὸ Πάσχα τοῦ 1549 μ.Χ. οἱ Ἀρμένιοι κατώρθωσαν νὰ δωροδοκήσουν τὸν Τοῦρκον Διοικητήν, καὶ νὰ ἐκδώσῃ ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν πρὸς τὸν Ἕλληνα–Ὀρθόδοξον Πατριάρχην Σωφρόνιον Δ΄, ὥστε νὰ μὴν ἔχει πρόσβασιν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ διὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτός. Οἱ φρουροὶ ἔκλεισαν τὴν Ἁγίαν Πόρτα καὶ ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄ μὲ τὸ ἱερατεῖον καὶ τοὺς πιστούς του παρέμειναν ἔξω προσευχόμενοι, ἀναμένοντες τὴν ἔκβασιν τῶν γεγονότων. Πράγματι ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἄμεσος. Παρὰ τὰς ἀπέλπιδας προσπαθείας τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἔλαμψε εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἢ εἰς ἄλλον σημεῖον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Τὸ Ἅγιον Φῶς ἐξῆλθε διαπερνὸν τὴν Κολόναν, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη καὶ μαυρισμένη, καὶ πρὸς μεγάλην κατάπληξιν ἤναψαν τὰ κεριά, τὰ ὁποῖα ἐκρατοῦσε εἰς τὰς χεῖρας του ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης. Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Πατριάρχης ἔδωσε τὸ Ἅγιον Φῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν αὐλήν, ἐνῶ ὁ Ἀρμένιος ἔφυγε ντροπιασμένος. Τὸ ἀξιοθαύμαστον γεγονὸς ἐμαρτύρησε ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, ὁ ὁποῖος ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦτο φρουρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόρτα. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ Χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν σκότωσαν διὰ νὰ μὴν μαθευθῇ τὸ γεγονός. Συμφώνως πρὸς ἄλλην ἐκδοχήν, ὅταν ἀντελήφθη τὸ θαῦμα ἀνεφώνησε πρὸς τοὺς συγκεντρωμένους: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις». Οἱ Τοῦρκοι διὰ τὴν ἀλλαξοπιστίαν του τὸν ἔκαψαν ζωντανόν. Τὰ ὀστᾶ του σήμερον φυλάσσονται εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς. Ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθη τὸ θαῦμα, ἐξέδωσε φιρμάνιον καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα διὰ τὴν λῆψιν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς εἰς τὸν Ἑλληνορθόδοξον Πατριάρχην.
ΠΗΓΗ: http://www.jerusalem-patriarchate.info/gr/sxismeni_kolona.htm
Αποσπάσματα από την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Νεαπόλεως και Σαμαρείας κ. Αμβροσίου, που εκφωνήθηκε στο Συνοδικό της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου την 24ην Οκτωβρίου 1986.
******
α) Περί του Αγίου Φωτός
Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, αφού τελείωση η ακολουθία του Επιταφίου, το Ιερατείο φέρει τον Επιτάφιο μέσα στο Ιερό Βήμα και περιφέρεται γύρω από την αγία Τράπεζα τρεις φορές ψάλλοντας το: «Ο Ευσχήμων Ιωσήφ...». Στην πομπή είναι παρατεταγμένοι εξ αρχιερείς αριστερά, εξ δεξιά και στο μέσον ο Πατριάρχης, ενώ τέσσαρες αρχιερείς κρατούν στις πλάτες των το Αντιμήνσιο, το οποίον είναι γεωργιανό και πολύ ωραίο. Όταν πρόκειται να το εναποθέσουν στην Αγία Τράπεζα, λέγουν το Ευαγγέλιο, στο οποίο ερωτούν τι θα γίνη με εκείνον τον πλάνο, ο οποίος είπε ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθή, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και γίνη η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Στο σημείο αυτό που λέγει: «Έχετε κουστωδίαν ασφαλίσατε τον τάφο, ως οίδατε», έχουν σβηστή όλα τα καντήλια μέσα στον Πανάγιο Τάφο, ενώ τρεις αστυνομικοί εβραίοι και δύο κληρικοί, ένας αρμένιος και ένας ημέτερος σφραγίζουν τον Τάφο με βουλοκέρι.
Την Παρασκευή το πρωί ανοίγουμε εμείς τη θύρα του ναού της Αναστάσεως και το Σάββατο την ανοίγουν οι Αρμένιοι με την σειρά. Ο κόσμος έχει κατακλύσει τον Ναό από την Παρασκευή το βράδυ, όπου και διανυκτερεύουν. Το πρωί άλλοι άνθρωποι από τις 3.30 περιμένουν έξω από την θύρα του ναού. Μόλις ανοίξη, μπαίνουν μέσα και καταλαμβάνουν όλους τους χώρους. Το μεσημέρι στις 12 η ώρα ο Πατριάρχης αναμένει εις την αίθουσα του Πατριαρχείου με άλλους επισήμους, αρχιερείς από άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, προξένους διαφόρων κρατών και άλλους επισήμους.
Στις 12 το μεσημέρι κτυπά η μεγάλη καμπάνα, της οποίας ο απόηχος ακούγεται μέχρι την Βηθανία. Τότε σηκώνεται ο Πατριάρχης με εγκόλπιο και επανωκαλλύμμαυχο, μπαίνει στο Ιερό του Ναού της Αναστάσεως, όπου από το 1770, επί πατριάρχου Πολυκάρπου, εδόθη ευλογία να μπαίνουν μέσα και οι γυναίκες, αλλά μόνο για εκείνη την ημέρα. Τούτο γίνεται διότι τότε, αλλά και τώρα, ήταν δύσκολο να έρχωνται οι προσκυνηταί στους Αγίους Τόπους πολλές φορές, οπότε, όταν ήρχοντο μίαν φοράν, θα έπρεπε παντοιοτρόπως να ιδούν το Άγιο Φως. Επί πλέον η Αγία Τράπεζα έχει απογυμνωθή απ’ όλα τα ιερά αντικείμενα, τα οποία απαγορεύεται να τα εγγίζουν οι λαϊκοί. Μαζί με τον Πατριάρχη μπαίνουν στο Ιερό και δύο υπάλληλοι του υπουργείου Θρησκευμάτων, ο στρατιωτικός διοικητής των Ιεροσολύμων και της Βηθλεέμ και ο Πολιτικός διοικητής. Αμέσως μετά έρχονται οι Εβραίοι, οι Κόπται και οι Συριανοί, δηλαδή οι παλαιοί Χαλδαίοι, και φιλούν το χέρι του Πατριάρχου, για να πάρουν κατόπιν το Άγιο Φως. Μόλις φύγουν αυτοί, δίνει την ευλογία στους ιερείς να ντυθούν και τελευταίος φεύγει ο ίδιος για να ντυθή στο Σκευοφυλάκιο.
Έχουν παραταχθή τώρα οι ψάλται, έλληνες και άραβες, ακολουθούν οι κληρικοί με τα ράσα τους, μετά οι ντυμένοι κληρικοί και τελευταίος ο Πατριάρχης με τους διάκους του. Καθένας απ’ αυτούς κρατεί από ένα δίσκο, στους οποίους υπάρχουν από μία δέσμη με 33 κεριά δεμένα εξωτερικά με άσπρες κορδέλλες. Ο ένας διάκονος λέγει: «Ευλόγησον, Δέσποτα, την Αγίαν Είσοδον». Εκατέρωθεν της πομπής προπορεύονται και καμμιά σαρανταριά λάβαρα, ενώ στο τέλος, πίσω από τον Πατριάρχη, ακολουθεί το τελευταίο λάβαρο που εικονίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ο Πατριάρχης λέγει: «Ευλογημένη η είσοδος...» και όλοι αρχίζουν το «Η Ανάστασίς Σου, Χριστέ Σωτήρ...» και το «φως ιλαρόν...» αργά. Και τα δύο αυτά ψάλλονται τρεις φορές ελληνικά και τρεις αραβικά. Έτσι περιφέρονται πέριξ του Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου. Τα καντήλια είναι όλα σβηστά· και των Λατίνων, και των Αρμενίων, και τα ιδικά μας. Στην τρίτη περιφορά μπαίνουν όλοι μέσα στο Ιερό και ο Πατριάρχης στέκεται μπροστά στην πύλη του Παναγίου Τάφου. Εκεί του βγάζουν την μίτρα, τα εγκόλπια, τον σάκκο, το ωμοφόριο, το επιγονάτιο και μένει με το στιχάριο, την ζώνη, τα επιμανίκια και το επιτραχήλιο. Δίπλα είναι και ο αρμένιος αρχιμανδρίτης κατά τον ίδιο τρόπο. Ανοίγει λοιπόν η πύλη, αφού πρώτα βγάλουν τα βουλοκέρια και τα μοιράζουν στους πιστούς χάριν ευλογίας. Τότε παίρνει τους δύο πυρσούς στα χέρια, τις δύο δέσμες κεριών κάτω από την μασχάλη του, κάνει στον λαό υπόκλισι και εισέρχεται πρώτος μέσα στο Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, εμπρός δε μένει ο αρμένιος και κλείνει η πόρτα.
Τώρα τελειώσαμε την διαδικασία περί του Αγίου Φωτός.
Εφέτος το Πάσχα ήταν μαζί μας ο μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος. Με ερώτησε:
— Βγαίνει το Άγιο Φως, Σεβασμιώτατε;
— Δεν θα σου δώσω την άπάντησι εγώ, Δέσποτα μου. Θα την πάρης ο ίδιος, κατά την διάρκεια της τελετής.
Τον τοποθετήσαμε στα μπροστινά στασίδια του Παναγίου Τάφου, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για προξένους άλλων χωρών. Εκεί πρώτος στεκόμουν εγώ, δίπλα μου ο Άγιος Γρεβενών. Του λέγω:
— Παρατήρησε, Δέσποτά μου, υπάρχει κανένα καντήλι αναμμένο;
Ήταν εκεί περί τα 50 καντήλια των ορθοδόξων, λατίνων και αρμενίων. Πράγματι δεν υπήρχε κανένα αναμμένο.
Μπήκε λοιπόν, ο Πατριάρχης μέσα και άρχισε να διαβάζη την ευχή του Αγίου Φωτός. Ο αρμένιος στέκεται στον αποκυλισθέντα λίθο, ο Πατριάρχης, όπως είπαμε, γονατιστός μέσα και παντού υπάρχει σκοτάδι.
Εφέτος (1986) για πρώτη φορά -παραδόξως- διέταξαν οι αστυνομικοί εβραίοι τους φωτορεπόρτερς να σταματήσουν τα φλας και τις κάμερες για να φαίνεται καλλίτερα η παρουσία του Θείου Φωτός.
Ενώ ο Πατριάρχης ήταν ακόμη μέσα στον Πανάγιο Τάφο, σε μια στιγμή με σκουντάει ο Άγιος Γρεβενών και μού λέγει:
— Για κοίταξε απέναντι, στα καντήλια των λατίνων, είναι κανένα αναμμένο; Και πες μου.
Κυττάζοντας προς ανατολάς, είδα ένα καντήλι αναμμένο. Όπως βλέπουμε από δεξιά το δεύτερο.
— Αν έβλεπες, Δέσποτα μου, πώς ήλθε το Άγιο Φως σ' αυτό το καντήλι! Έτσι σιγά-σιγά, όπως ακριβώς την νύκτα φέγγουν τ' άστρα. Έτσι ήλθε κατ' ευθείαν μετά προσοχής και έπεσε επάνω στο φυτίλι και άναψε.
— Χαίρω πάρα πολύ, Δέσποτα μου, του λέγω, διότι ο Κύριος σου έδωσε την απάντησι που ζητούσες από εμένα, και μπορεί να νόμιζες ότι θα ήταν ευσεβοφάνειες. Τώρα κύττα και στον Πανάγιο Τάφο και πες μου, ποια καντήλια βλέπεις αναμμένα;
Κυττάζει προς τα εκεί, όπου είναι έξι και έξι και στο μέσον ένα μεγάλο. Από τα ευρισκόμενα στα αριστερά ήταν αναμμένο όχι το πρώτο, αλλά το δεύτερο και το τρίτο. Του λέγω:
— Τι είναι αυτό; Και μου άπαντα:
— Θα διακηρύξω σ' ολόκληρο τον κόσμο και πάντοτε σ' όλη την ζωή μου ότι είδα εγώ με τα μάτια μου το Άγιο Φως ν' ανάβη τα καντήλια.
Συζητούντες ακούσαμε φωνές και σφυρίγματα από τους άλ\λους. Τι συνέβαινε; Είχε βγει το Άγιο Φως. Ο Πανάγιος Τάφος έχει δύο οπές, την μία δεξιά και την άλλη αριστερά από την οποία δίνει τον πυρσό με το Θείο Φως στους Αρμενίους, ενώ από την πρώτη στους Ορθοδόξους. Μόλις έδωσε ο Πατριάρχης τον πυρσό στον αρμένιο αρχιμανδρίτη, για να δώση αυτός προς τον πατριάρχη του το Άγιο Φως, τι γίνεται; Φεύγει το Φως από κάτω με ταχύτητα και τρέχει επάνω στο μπαλκόνι, όπου στεκόταν ο αρμένιος πατριάρχης, και του ανάβει τα κεριά.
Ο Πατριάρχης κλώτσησε με τα πόδια του την πόρτα, διότι δεν μπορούσε με τα χέρια, επειδή κρατούσε τις αναμμένες δέσμες των κεριών, και στάθηκε να πάρουμε το Θείο Φως. Αυτό, όπως βγαίνει, έχει γαλάζιο χρώμα, όπως το οινόπνευμα, και κατόπιν σιγά-σιγά παίρνει το κανονικό του χρώμα. Αλλά στην αρχή, όταν ακόμη είναι γαλάζιο, δεν καίει καθόλου.
Εφέτος ήλθαν τρεις αμερικανίδες κυρίες και τους είπα να πάνε μέσα στο Ιερό για να το ιδούν καλλίτερα. Μου λέγουν:
— Μα, Σεβασμιώτατε, μέσα στο Ιερό δεν θα ιδούμε τίποτε. Τους λέγω:
— Εγώ δεν έχω κάρτες εισόδου να σας δώσω, αλλά νομίζω ότι είναι προτιμώτερο να ιδήτε το Άγιο Φως από το Ιερό.
Εκεί ήταν και αρκετοί ιερείς από την Ελλάδα και κόσμος πολύς.
Σε μια στιγμή λοιπόν, το βλέπουμε, και εγώ το είδα, παρά την αναξιότητά μου, και άλλοι πιστοί το είδαν, ενώ μερικοί από τους παπάδες δεν το έβλεπαν και μου έλεγαν: «Πού είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε». Από εκείνες τις δύο οπές, αγαπητοί μου, βγήκαν δύο φλόγες, προτού βγη ο Πατριάρχης, και έφθασαν αργά και παράλληλα μπροστά στην πόρτα του Παναγίου Τάφου. Έφυγαν από εκεί, επέρασαν το Καθολικό και ήρχοντο προς το Ιερό. Φώναζε ο κόσμος από το Ιερό, οι αμερικανίδες το έβλεπαν, ενώ κάτι κυρίες και δύο παπάδες έλεγαν: «Μα, που είναι, πάτερ; Δεν το βλέπουμε».
— Τι να σας κάνω; Τι φταίω εγώ; Τους λέγω. Να! να! δεν το βλέπετε;
Οι δύο φλόγες μπαίνουν μέσα από την Ωραία Πύλη και εκεί χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Η μία επήγε προς την κόγχη της Προθέσεως και εκεί εξαφανίσθηκε και η άλλη προς την κόγχη του Διακονικού και επίσης εξαφανίσθηκε.
Μόλις χάθηκαν αυτές οι δύο φλόγες, κτύπησε η πόρτα και βγήκε ο Πατριάρχης έξω από τον Πανάγιο Τάφο με το Άγιο Φως.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός του Θείου Φωτός με τις αμερικανίδες έγινε το Πάσχα του 1985.
Εγώ, όταν ήμουνα μικρό παιδί, έβλεπα το Άγιο Φως ως αστραπή να γυρίζη μέσα στο Καθολικό του Ναού της Αναστάσεως κάνοντας πολλές στροφές.
Τώρα θα σας ειπώ πώς είδαν το Άγιο Φως ο παπά-Βασίλειος Μπαραμπούτης, προϊστάμενος του ναού Αγίου Λουκά Αθηνών και η κόρη του Ελένη που είχαν έλθει αυτό το Πάσχα του 1986 με την πρεσβυτέρα του στους Αγίους Τόπους.
Η κόρη του Ελένη διηγείται ως έξης περί της εμφανίσεως του Θείου Φωτός:
— Όταν μπήκε ο Πατριάρχης μέσα, μετά από λίγο είδα να ανοίγη το Κουβούκλιο και να βγαίνουν απ’ εκεί δεκάδες άσπρα-ολόασπρα περιστέρια, τα οποία κατέκλυσαν όλο τον ναό, εγύριζαν μέσα παντού πολλές φορές και μετά έφυγαν.
Ο πατήρ Βασίλειος είπε στην παπαδιά του:
— Σήμερα, παπαδιά, αν πεθάνω, είμαι κατενθουσιασμένος...
— Γιατί, παπά-Βασίλη; Τι σου συμβαίνει και είσαι χαρούμενος;
— Είδα το Άγιο Φως.
— Πώς το είδες;
— Όταν μπήκε μέσα ο Πατριάρχης και περίμενα, τι να ιδώ; Άνοιξε από επάνω ο τρούλλος και μπήκαν μέσα με ταχύτητα δεκάδες περιστέρια άσπρα, τα οποία μπήκαν όλα μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Κατόπιν βγήκαν από τις οπές και εγέμισαν το Ναό της Αναστάσεως.
Κάποτε ερώτησα εγώ τον μακαριστό πατριάρχη Βενέδικτο:
— Πες μου, Μακαριώτατε, πώς βγαίνει το Άγιο Φως; Και μου λέγει:
— Εάν ποτέ γίνης πατριάρχης και βγάλης το Άγιο Φως, θα ήθελα να σε ερωτούσα, τι αισθάνθηκες και πώς επήρες το Άγιο Φως, για να το μεταδώσης στον κόσμο που με λαχτάρα το περιμένει.
Άρα η λήψις του Θείου Φωτός γίνεται κατά θαυματουργικό τρόπο μέσα από τον τάφο και δεν έχει καμμία λογική εξήγησι.
β) Περί του οσίου ερημίτου
Όταν επήγα στους Αγίους Τόπους και εόρτασα για πρώτη φορά Πάσχα το 1954, είδα ένα κληρικό με άσπρα γένεια, αδύνατο, χλωμό και ξυπόλητο που ερχόταν με ένα φαναράκι στο χέρι το Μέγα Σάββατο, ακολουθούμενος και από δύο επίσης ξυπόλητες καλόγριες. Ένας διάκος τότε ονόματι Χρυσόστομος, άκουσα να λέη:
— Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν εδώ την εμφάνισί τους μία φορά τον χρόνο. Πού και πώς ζουν κανείς δεν ξέρει. Συνέχισαν αυτοί να έρχωνται ακόμη επί 4-5 χρόνια δηλαδή μέχρι το 1959 και έκτοτε εξαφανίσθηκαν.
Σε διάφορες συζητήσεις που έκαναν μερικοί τότε έλεγαν ότι αυτός ο ερημίτης ήταν κάποιος μητροπολίτης επαρχίας της Πελοποννήσου και, αφού παραιτήθηκε του αξιώματος και της θέσεώς του, ήλθε ν' ασκητεύση στον Ιορδάνη ποταμό, πλησίον του ασκητηρίου της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας μαζί με τις δύο μοναχές.
Το επόμενο έτος 1955, ενθυμούμαι, είπε στον Σεβασμιώτατο Βενέδικτο ο ανωτέρω διακο-Χρυσόστομος ότι θέλει να παρακολουθήση αυτούς τους τρεις ερημίτας, να ιδή, όταν παίρνουν το Άγιο Φως πού πηγαίνουν. Πράγματι επήρε την ευλογία του Σεβασμιωτάτου, ο οποίος δεν είχε γίνει τότε πατριάρχης και περίμενε στον πύργο να ιδή τον κληρικό με το φαναράκι του αναμμένο, όπως συνήθιζε. Πράγματι έφθασε ο ερημίτης αυτός με τις δύο μοναχές στο μέσον της αυλής και ο διακο-Χρυσόστομος έτρεξε να τους προλάβη. Εκείνοι για συντομία επέρασαν από το πορτάκι της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας. Όταν έφθασε εκεί ο διάκος, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε εμπρός τους είδε κατά πού έκαμαν. Κανείς δεν ξέρει πού επήγαν και πού ακριβώς ασκούντο. Μετά το 1959 έπαυσαν να έρχωνται. Φαίνεται ότι κοιμήθηκαν εν Κυρίω.
γ) Πώς είδε το Άγιο Φως μία αγράμματη και απλοϊκή γυναίκα
Στα Ιεροσόλυμα ήλθε μία απλή γυναίκα και επήρε και ένα εισιτήριο το Πάσχα για να ιδή το Άγιο Φως. Αυτό το εισιτήριο είναι τιμητικές κάρτες, τις οποίες έχει τυπώσει το Πατριαρχείο χρώματος λευκού, ροζ και πρασίνου. Οι λευκές προσφέρονται δωρεάν για τους επισήμους που στέκονται μπροστά στον Πανάγιο Τάφο, οι χρώματος ροζ γι' αυτούς που στέκονται πέριξ του Παναγίου Τάφου και οι πράσινες γι' αυτούς που θα σταθούν πέριξ του τρούλλου του Παναγίου Τάφου.
Ήλθε λοιπόν, αυτή η απλή και αγράμματη γυναικούλα και μου λέγει:
— Εγώ γράμματα δεν ξέρω, πάτερ, και ήλθα εδώ να ιδώ το Άγιο Φως.
— Όταν τελείωσης τα προσκυνήματα, της λέγω, να πέρασης από εδώ να σου δώσουμε πτυχίο θεολογίας.
— Δίνετε εδώ τέτοιο πτυχίο; Με ρώτησε.
— Ναι, λέγω, το δίνει το Πατριαρχείο, αφού πρώτα εξετασθής.
— Καλά, εγώ τι εξετάσεις να κάνω;
Όταν εγύρισε από τα προσκυνήματα, την ερώτησα:
— Τι είδες, γιαγιά;
— Τι να σου ειπώ, παιδάκι μου, μου έκανε εντύπωσι εκεί στο πηγάδι που συνάντησε ο Χριστός την Αγία Φωτεινή.
— Και ποια είναι αυτή η Φωτεινή;
— Δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η Φωτεινή που είχε πέντε άνδρες και της είπε ο Χριστός ότι πρέπει με το πνεύμα μας να λατρεύουμε τον Θεό;
— Καλά, πού αλλού επήγες;
— Πήγαμε και στην Κανά.
— Θυμάσαι τι ήταν η Κανά;
— Πώς! Έμενα μ' αρέσει και το κρασάκι και επλύναμε και τις στάμνες που ευλόγησε ο Χριστός!
Την ερώτησα για τα άλλα προσκυνήματα. Είπε σχετικά.
Μερικά τα είχε μπερδέψει. Της λέγω:
— Γιαγιά, θα πέρασης εδώ και την Μεγάλη Εβδομάδα και μετά θα έλθης εδώ να σου δώση ο Πατριάρχης το πτυχίο.
— Ώστε έτσι, θα μου το δώση;
— Ναι, θα σου το δώση. Σου έκανα εγώ μερικές ερωτήσεις, θα σε ρωτήση και εκείνος και θα σου δώση το πτυχίο.
Όταν τελείωσε το προσκύνημα, το Μεγάλο Σάββατο ήλθε η καϋμένη και επήρε μία κάρτα από τον νυν Πατριάρχη Διόδωρο για να ιδή το Άγιο Φως. Αντί όμως να έλθη το πρωί στις Οκτώ, ήλθε το μεσημέρι στις 12.30. Τότε ως διάκονος ήταν ο νυν έξαρχος Ειρηναίος και του λέγει:
— Να μπω, πάτερ, μέσα;
— Δεν έχει μέρος, κυρά μου. Πού θα πας;
— Ε, πώς δεν έχει μέρος για; Έκανε αυτή• ήταν τουρκομερίτισσα.
— Δεν βλέπεις που είναι μέχρι την πόρτα παντού κόσμος;
— Ε, φώναξε εκείνη, κάντε λίγο στην πάντα.
— Πήγαινε κάτω στον Πανάγιο Τάφο, μπορεί να σε βάλουνε εκεί, της λέγει ο Διάκονος.
Πάει η καϋμένη κάτω και εκεί οι Αρμένιοι στην πόρτα δεν την άφηναν να περάση. Ήταν αργά και το ιδικό μας μέρος ήταν κατάμεστο κόσμο που έφθανε περί τις 25 χιλιάδες.
Όποτε ξαναανεβαίνει πάλι επάνω και, αφού είδε και απόειδε η καϋμένη, έδωσε και τα 33 κεράκια της σ' άλλον και έβαλε τα κλάμματα λέγοντας: «Εγώ τόσα χρόνια εργαζόμουνα και μάζευα δραχμή-δραχμή για να έλθω και ιδώ το Άγιο Φως και σήμερα να μη μπορώ να μπω μέσα; Θεέ μου και Χριστέ μου, γιατί μου κάνεις αυτό το κακό σήμερα;»
Εκάθισε λοιπόν στο καμπαναριό, δίπλα στην ταράτσα απελπισμένη σχεδόν και έβλεπε τους άλλους κάτω που εγύριζαν εδώ και εκεί και μιλούσαν περί του Αγίου Φωτός.
Είχε πάει η ώρα 1.20, όταν σε μια στιγμή η γερόντισσα βγάζει μία φωνή:
— Το Άγιο Φως! το Άγιο Φως!
Είδε τους ουρανούς ν' ανοίγουν και να κατέρχεται το Φως, όπως η αστραπή, και να εισέρχεται διά του τρούλλου του Παναγίου Τάφου. Ήταν η πρώτη που είδε το Άγιο Φως. Όταν κατέβαινε κάτω, συνήντησε και τους άλλους και πριν να φύγη, μου είπε:
— Θα μου δώσης το πτυχίο;
— Ναι, θα σου το δώσω.
Επήγα στο Πατριαρχείο, επήρα ένα πιστοποιητικό προσκυνητού, έγραψα το όνομά της και της το έδωσα. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1958.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΤΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΕΤΟΣ 1987 ΑΡΙΘΜ. 12
Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;
Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο-κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα-στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα• γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;
Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι-κρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω-ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα• αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε-λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ• Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος• μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
1) Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από τον περίφημο Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ που ανέφερε τα εξής στο Μ. Συνέδριο του Ισραήλ: «Τον τελευταίο καιρό εμφανίσθηκε ο Θευδάς που ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος μεγάλος και του προσκολλήθηκαν περίπου τετρακόσιοι άνδρες. Αλλά φονεύθηκε εκείνος και όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και εξαφανίσθηκαν. Μετά από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος... και παρέσυρε αρκετό λαό πίσω του. Χάθηκε κι εκείνος, και όσοι τον πίστευαν διασκορπίσθηκαν» (Πράξ. 5, 36-37).
2) Εννοεί τον Απ. Θωμά, πρβλ. Ιωάν. 11, 16.
Πηγή: Η άλλη όψη
Σκέψου, αγαπητέ, την αιτία της αρνήσεως του Αποστόλου Πέτρου, που είναι η αμέλεια, η οποία φαίνεται φανερή σ’ αυτά τα τρία· στον τρόπο, με τον οποίον ακολουθούσε τον διδάσκαλο του• στον σκοπό για τον οποίον τον ακολουθούσε και στα αποτελέσματα που του προξένησε η αμέλεια. Ο τρόπος που τον ακολουθούσε ήταν από μακριά· «Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά» (Ματθ. 26,58} που σημαίνει ότι ο Πέτρος κυριευόταν από μία χλιαρότητα και αμέλεια και ούτε εντελώς ήθελε να εγκαταλείψει τον διδάσκαλό του, ούτε τελείως να τον ακολουθεί, αλλά ήθελε στην περίπτωση αυτή και να φαίνεται ότι είναι μαθητής του και να μη κινδυνεύσει για τον διδάσκαλο του.
Πάλι, το τέλος και ο σκοπός του Πέτρου, για τον οποίον ακολουθούσε τον Ιησού, δεν ήταν να πάει να πεθάνει μαζί του, αλλά κάποια περιέργεια, για να κάνει μία θεωρία, όχι σαν δικός του μαθητής, αλλά σαν ένας ξένος περιηγητής και να δει το τέλος του τόσο μεγάλου έργου. «Και όταν μπήκε μέσα κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος» (Ματθ. 26,58).
Ακολούθησε τον Ιησού και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής αλλά όχι από μακριά, αλλά από κοντά και μπήκε στην αυλή του αρχιερέως όχι για να δει το τέλος και το αποτέλεσμα, αλλά, αν τύχαινε, να πεθάνει μαζί με τον διδάσκαλο του· και αυτό συνέβαινε, επειδή δεν ήταν χλιαρή η αγάπη του προς τον Κύριο, αλλά τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ούτε για ώρα δεν δεχόταν να φύγει από κοντά του. Γι’ αυτό και δεν πήγε μόνος του να βάλει μέσα τον Πέτρο, αλλά είπε στη θυρωρό και εκείνη τον έβαλε μέσα, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος· «Βγήκε τότε ο μαθητής ο άλλος, ο οποίος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και έβαλε τον Πέτρο μέσα» (Ιω. 18,16).
Πια ήταν τα αποτελέσματα της αμέλειας του Πέτρου; η τέλεια λησμοσύνη και ο λήθαργος, για να πω έτσι, που τον έπιασε στα λόγια του διδασκάλου του, ακόμη και τότε που τον αρνήθηκε, σε σημείο που αν ο Κύριος δεν γύριζε να τον δει, σίγουρα ο Πέτρος δεν θα αισθανόταν καθόλου ότι τον αρνήθηκε• «Ο Κύριος γύρισε και κοίταξε στο πρόσωπο τον Πέτρο και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο του Κυρίου» (Λουκ. 22,61} και η τέλεια άγνοια και η αθέτηση των παραγγελιών, που έδωσε ο Κύριος στο υπερώο και στον κήπο, για να παραμένει ο ίδιος άγρυπνος· «Σιμών, Σίμων ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει, όπως το σιτάρι» (Λουκ. 22,31)· και πάλι• «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις» (Μάρκ. 14,37). Και επί πλέον η μεγάλη λύπη που τον κατέβαλε ολοκληρωτικά εξ αιτίας της οποίας και κοιμόταν και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του, όπως λέει ο Λουκάς· «Ήλθε στους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη» (Λουκ. 22,45).
Τώρα αυτή η μεγάλη αμέλεια του Πέτρου πώς ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάτι άλλο, παρά σε μία φανερή πτώση; «Από τεμπελιές πέφτει το δοκάρι της στέγης» (Εκκλ 10,18). Γι’ αυτό η αμέλεια αυτή του Πέτρου παρομοιάζεται με την ψυχρότητα του τότε καιρού· γιατί λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης• «Στέκονταν εκεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, οι οποίοι είχαν ανάψει κάρβουνα για να ζεσταθούν, διότι έκανε κρύο· στεκόταν δε μαζί τους και ο Πέτρος και ζεσταινόταν» (Ιω. 18,18). Και πραγματικά ο Πέτρος ήταν ψυχρός από την αγάπη του Θεού και του διδασκάλου του, όπως λέει ο σοφός Θεοφάνης ο Κεραμέας και γι’ αυτό θερμαινόταν από τη φωτιά και από τη ζέστη του κόσμου και της σάρκας την οποία ανάβουν οι υπηρέτες του διαβόλου, η οποία κατόπιν συνέχεια εξευτελίζει και διαπομπεύει τον ταλαίπωρο αμαρτωλό και τον κάνει αρνητή του Θεού· ο Ιωάννης όμως όντας θερμός στην αγάπη του Θεού δεν χρειάσθηκε να ζεσταθεί από τέτοια καταραμένη φωτιά.
Ω παγκάκιστη αμέλεια! Καλά σε ονόμασε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής άθεη στην επιστολή του προς τον Νικόλαο, διότι σε όλο το μέλλον κάνεις τους ανθρώπους άθεους και αρνητές του Χριστού· καλά είπε ο ίδιος Μάρκος ότι οι τρεις μεγάλοι γίγαντες του διαβόλου κα των παθών είσαι εσύ και η λησμοσύνη και η άγνοια· καλά σε τοποθέτησαν οι θεολόγοι στην πρώτη θέση από εκείνα που οδηγούν στην καταστροφή, η οποία παρασύρεις μαζί σου και τους άλλους τρεις βαθμούς της απώλειας την τύφλωση του νου, την πώρωση της καρδιάς και τον αδόκιμο νου.
Τώρα εσύ, αγαπητέ, που διαβάζεις αυτά, μπες μέσα στον εαυτό σου και εξέτασε καλά την καρδιά σου, η οποία μερικές φορές είναι τόσο μυστική, ώστε όχι μόνο στους άλλους είναι αγνώριστη, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό σου, όπως αναφέρεται· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και ποιός μπορεί να την γνωρίσει;» (Ιερεμ, 17,9). Μπες μέσα στην καρδιά σου και ίσως βρεις εκεί όλα αυτά τα ελαττώματα, διότι και συ, όταν σου συμβεί κάποια περίπτωση και κάποιος πειρασμός, αμέσως όπως ο Πέτρος λησμονείς όλους τους φωτισμούς και τις υποσχέσεις που σου έδωσε ο Θεός μέσα από τις άγιες Γραφές του, για να γνωρίσεις την μηδαμινότητα που έχουν οι ηδονές και τα καλά του κόσμου· και το παράξενο είναι ότι ξεχνάς και αυτήν την εμπειρία και την δοκιμή, που έκανες τόσες και τόσες φορές στα καλά του κόσμου, δοκιμάζοντάς τα πάντοτε και βρίσκοντάς τα ψεύτικα όλα, πράγμα το οποίο ο Πέτρος δεν το έπαθε, γιατί αυτός δεν δοκίμασε άλλη φορά τι είναι η άρνηση. Κάνεις μερικές φορές κάποιο καλό έργο, αλλά ποιός ξέρει μήπως το καλό αυτό το έχεις ανακατεμένο μαζί με κάποιο κοσμικό σκοπό; δηλαδή ή για να σε δοξάσει ο κόσμος ή για να κερδίσεις κάτι ή για να φαίνεσαι καλλίτερος από τους άλλους; Θέλεις να ακολουθείς τον Ιησού, αλλά με μία ενδιάμεση κατάσταση δηλαδή ούτε όλος να δοθείς στον Θεό, ούτε όλος στον κόσμο· δηλαδή ζητάς έναν δρόμο που να μη είναι ούτε ο πλατύς δρόμος που οδηγεί στην απώλεια ούτε ο στενός και γεμάτος θλίψεις που οδηγεί στην σωτηρία· αλλά ζητάς έναν δρόμο, που να μπορείς και συ να ακολουθήσεις τον Χριστό, όπως ο Πέτρος από μακριά, αλλά χωρίς να παραιτείσαι καθόλου από την υπηρεσία των παθών σου.
Ω παγκάκιστη αμέλεια, που κυριεύει ακόμη κι εσένα αδελφέ! Μη κατηγορείς, λοιπόν, στο εξής τον μακάριο Πέτρο, που νικήθηκε από την αμέλεια, αλλά να κατηγορείς τον εαυτό σου, διότι νικιέσαι από αυτήν. Και εκείνος βέβαια, νικήθηκε μία φορά, ενώ εσύ νικιέσαι καθημερινά. Μη κατακρίνεις τον Πέτρο, γιατί αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά να κατακρίνεις τον εαυτό σου· διότι μολονότι ομολογείς τον Θεό με τα λόγια, τον αρνείσαι όμως με τα έργα, κάνοντας αντίθετα σ’ εκείνα που διατάζει, όπως λέει ο Παύλος· «Ομολογούν ότι γνωρίζουν τον Θεό, τον αρνούνται όμως με τα έργα». Να κατακρίνεις τον εαυτό σου, γιατί όσες φορές ορκίζεσαι ψεύτικα, ή όσες φορές αρνείσαι την αλήθεια και δεν θέλεις να την ομολογήσεις ή από πείσμα ή από υπερηφάνεια ή αυταρέσκεια, τόσες φορές αρνείσαι τον Χριστό, που είναι η αλήθεια• «Εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιω. 14,6) όσες φορές βασίζεσαι στην δύναμή σου και προσκυνείς σαν είδωλο την περιουσία σου, αρνείσαι τον Χριστό· γι’ αυτό και ο άγιος Παύλος ονόμασε την πλεονεξία ειδωλολατρεία (Κολοσ. 3,5). Και για να μιλήσω γενικά· οτιδήποτε προτιμάς περισσότερο από την αγάπη του Χριστού, κι αν ακόμη εκείνο είναι μία βελόνα, λέγεται άρνηση του Χριστού· γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος, ότι με πολλούς τρόπους μπορεί κάνεις να αρνείται τον Χριστό.
Γι’ αυτό, και συ αδελφέ, μιμήθηκες τον Πέτρο στην αμαρτία, ας μιμηθείς και την μετάνοιά του· επειδή, σύμφωνα με τον σοφό Νικήτα, γι’ αυτό τον λόγο γράφτηκαν τα σφάλματα των αγίων, για να μιμηθούμε εμείς την μετάνοια τους· «Μαθαίνουμε από τις άγιες Γραφές τις πτώσεις των άγιων, για να γίνουμε μιμητές και της μετάνοιάς τους» (Σειρ. Εις το κατά Ματθαίον). Εκείνος μία φορά αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά μετανοούσε σε όλη του τη ζωή• διότι, λέει ο άγιος Κλήμης, ο μαθητής του, ότι όσες φορές ο Πέτρος άκουγε τον πετεινό που φώναζε, θυμόταν την άρνηση που έκανε και έκλαιγε· λέει και ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Πέτρο ότι «Άρχισε να κλαίει» (Μάρκ. 14,72), πράγμα, που ερμηνεύοντας ο ιερός Θεοφύλακτος το λέει αντί το ‘αρξάμενος’. Διότι αφού άρχισε μία φορά να κλαίει, δεν σταμάτησε να κλαίει σε όλη του την ζωή.
Και συ να μετανοήσεις από τα βάθη της καρδιάς σου προς τον Θεό σε όλη σου την ζωή· και, όσες φορές θυμάσαι τις αμαρτίες σου, να κλαις και να χύνεις γι’ αυτές δάκρυα πολύ πικρά· γιατί λέει ο άγιος Ιερώνυμος, ότι «Η μεν προσευχή καταπραΰνει τον Θεό, που είναι οργισμένος, ενώ τα δάκρυα τον αναγκάζουν να ελεήσει». Και ο άγιος Χρυσόστομος λέει ότι μετά την βροχή ο αέρας γίνεται καθαρός και ξάστερος, και μετά τα δάκρυα η ψυχή και ο νους γίνονται καθαρά και ξάστερα. Ο Πέτρος ακούγοντας εκείνον τον πετεινό, πού φώναξε, ξύπνησε και συναισθάνθηκε την αμαρτία του και εσύ ακούγοντας τον Κύριο, που σου φωνάζει «Γρηγορείτε» (Μάρκ. 13,37), ξύπνα από την αμέλεια, έλα σε συναίσθηση των αμαρτιών σου και στάσου άγρυπνος.
Εκείνος όσο ήταν στην αυλή του αρχιερέως μαζί με τους στρατιώτες δεν μπορούσε να κλάψει και να μετανοήσει, αλλά έκλαψε μόλις βγήκε έξω από την αυλή• «Και. μόλις βγήκε έξω έκλαψε πικρά» (Ματθ. 26,75). Και εσύ, αν δεν βγεις έξω από την αναισθησία του νου σου, που έχει πωρωθεί, όπως λέει αλληγορικά ο ιερός Θεοφύλακτος και αν δεν απομακρυνθείς από τα αίτια της αμαρτίας και αν δεν απομακρυνθείς εντελώς από το κακό, δεν μπορείς να κλάψεις τις αμαρτίες σου και να δείξεις αληθινή μετάνοια.
Εκείνος από την αμαρτία της αρνήσεως απέκτησε μετάνοια, απέκτησε ταπείνωση, δηλαδή το να μην έχει εμπιστοσύνη στη δύναμή του, αλλά στη βοήθεια του Θεού· απόκτησε το να μην απελπίζεται και τη συμπόνοια στους αμαρτωλούς Και συ από τις προηγούμενες αμαρτίες που έχεις κάνει, μάθε να ταπεινώνεσαι· μάθε όχι να κατηγορείς τους άλλους όταν αμαρτάνουν, αλλά να τους συμπονάς και να τους διδάσκεις να μην απελπίζονται.
Εκείνος με τη μεγάλη μετάνοια, που έδειξε, δέχθηκε πάλι την αποστολική αξία, που έχασε και έγινε πάλι κορυφαίος των Αποστόλων· και εσύ εάν μετανοείς με τέτοια θερμότητα, μπορείς να δεχθείς την χάρι της υιοθεσίας που έχασες με την αμαρτία σου, και να γίνεις πάλι υιός Θεού και κληρονόμος της βασιλείας του.
Γνώρισε, λοιπόν, ότι αιτία όλων σου των πταισμάτων ήταν η αμέλειά σου και να ντραπείς μπροστά στον θεϊκό σου διδάσκαλο· και από δω και πέρα αποφάσισε να αρχίσεις μία καινούργια ζωή με νέα θερμότητα και με σκοπούς όλους θεϊκούς δηλαδή για να δοξάζεις τον Θεό και για να ασφαλίσεις τη σωτηρία σου. Και, τέλος πάντων, επειδή η αμέλεια έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί πάλι να σε ρίξει στην πτώση της αμαρτίας μολονότι είναι φοβερή και η δύναμη του διαβόλου• «Αυτοί όμως αμέλησαν (οι καλεσμένοι στους γάμους) και πήγαν ο ένας στο χωράφι του και ο άλλος στο εμπόριό του» (Ματθ. 22,5) γι’ αυτό παρακάλεσε τον Κύριο να σε ελευθερώσει από την μία και από την άλλη, αλλά το σπουδαιότερο να σε ελευθερώσει από τον εαυτό σου, γιατί συ ο ίδιος είσαι για τον εαυτό σου ένας εχθρός χειρότερος από κάθε διάβολο, καθώς αναφέρεται· «Εκείνοι που αμαρτάνουν είναι εχθροί της ζωής τους» (Τωβίτ 12,10).
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πνευματικά Γυμνάσματα», εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, σ. 291-295)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2705
“Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:
- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.
Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.
Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.
Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.
Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.
Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".
Πηγή: (Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ), Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...