- Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
- Αγιολόγιο - Εορτολόγιο
- Τριώδιο- Μεγάλη Τεσσαρακοστή- Μεγάλη Εβδομάδα
- Εμφανίσεις: 1974

Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εὐχή ἱκετήριος εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα
{ Ἀπό τό Ἀπάνθισμα διαφόρων Εὐχῶν τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου }
Ἡ πανσθενής καί ζωοποιός Ἁγία Τριάς καί ἀρχίφωτος, ἡ τήν παγκόσμιον ἅπασαν καί ὑπερκόσμιον κτίσιν διά μόνην ἀγαθότητα ἐξ οὐκ ὂντων παραγαγοῦσα καί προμηθουμένη καί συνέχουσα, ἡ μετά τῶν λοιπῶν σου ἀνεκφράστων περί τό βρότειον γένος εὐεργεσιῶν, καί τήν μετάνοιαν διά τό τῆς σαρκός ἀσθενές ἕως θανἀτου χαρισαμένη, μή ἐάσης με τόν δείλαιον ταῖς πονηραῖς πράξεσί μου συναποθανεῖν, μηδέ τῶ ἀρχεκάκω καί φθονερῶ λυμεῶνι ἐπίχαρμα χρηματίσαι.
Ὁρᾶς γάρ εὒσπλαγχνε, ὅση μέν ἡ ἐκείνου καθ' ήμῶν ἐπιβουλή καί δυσμένεια, ὅση δέ ἡ ἐμή ταλαιπωρία καί χαύνωσις καί ἀμέλεια, ἀλλά τῆ ἀσυγκρίτω χρηστότητί σου χρῆσαι, δέομαι, ἐπ' ἐμέ τόν καθ' έκάστην ἡμέραν καί ὥραν σέ παροργίζοντα τῆ τῶν σεπτῶν σου καί ζωηρῶν ἐντολῶν παραβάσει. Καί πάντα μέν τά διά πάσης μου τῆς ζωῆς καί μέχρι τῆς παρούσης ὥρας πλημμεληθέντα μοι ἐν πράξεσιν ἢ ρήμασιν ἢ διανοήμασιν, ἂφες καί συγχώρησον, ἀξίωσον δέ τό ἑξῆς με διανῦσαι τόν βίον ἐν μετανοία καί κατανύξει καί τηρήσει τῶν ἁγίων σου προσταγμάτων.
Εἲτε οὒν ἡδονῇ δελεασθείς πολυτρόπως ἡμάρτηκα, εἲτε κοσμικαῖς ἐπιθυμίαις ἀνοήτοις, καί βλαβεραῖς ἐξαπατηθείς ἐνδιέτριψα, εἲτε ὀργῇ καί θυμῷ κινηθείς ἀλόγῳ τινά τῶν ἀδελφῶν μου λελύπηκα, εἲτε ταῖς διά τῆς γλώττης ἀφύκτοις καί ποικίλαις καί ἰσχυραῖς παγίσιν ἐάλων, εἲτε διά τινός τῶν αἰσθήσεών μου ἢ καί διά πασῶν, ἑκών ἢ ἂκων, εἰδώς ἢ ἀγνοῶν, ἐκ συναρπαγῆς ἢ καί μελέτης ἀφρόνως ὠλίσθησα, εἲτε δε πονηροῖς διαλογισμοῖς καί ματαίοις τό συνειδός κατεμόλυνα, εἲτε τινί τρόπω ἐξήμαρτον, ὑπό προλήψεως καί συνηθείας τυραννούμενος φαύλης, σύγγνωθί μοι καί ἂφες ἅπαντα, πανοικτίρμων καί ὑπεράγαθε, καί χάρισέ μοι τοῦ λοιποῦ προθυμίαν καί δύναμιν εἰς τό ποιῆσαι τό θέλημά σου τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον, ἵνα τῆς νυκτερινῆς καί ζοφερᾶς κακίας, διά φωτοειδοῦς μετανοίας ἀπαλλαγείς, καί ὡς ἐν ἡμέρα εὐσχημόνως περιπατήσας, κεκαθαρμένος ἐποφθῶ τῆ φιλανθρωπία σου ὁ ἀνάξιος, ἀνυμνῶν σε καί μεγαλύνων εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Αν θέλετε να απλωθεί περισσότερο αυτή η αλυσίδα προσευχής, τυπώστε και διαδώστε και σε άλλους το κείμενο αυτό (ΕΔΩ εκτυπώσιμη μορφή Pdf)
Μικρή περίληψη ομιλίας 11: Εις τον Τίμιον Σταυρόν, την Κυριακήν της Σταυροηροσκυνήσεως. Την ημέραν αυτήν εορτάζεται ο Σταυρός προ του Σταυρού· αυτή είναι προτύπωσις της πραγματικής εορτής του Σταύρου, κατά την 14 Σεπτεμβρίου, και το εορταζόμενον γεγονός είναι προτύπωσις του Σταύρου του Χριστου. Ο Σταυρός είναι αιώνιον φαινόμενον και κανείς ποτέ δεν συνεφιλιώθη με τον Θεόν χωρίς την δύναμιν του Σταύρου. Διότι ο Σταυρός του υπήρχε πάντοτε ως προτύπωσις και προαγγελία του Σταύρου του Κυρίου. Προϋπήρχεν αναμέσον των προπατόρων, ενεργών εις αυτούς το μυστήριον του Σταυρού. Το μυστήριον του Σταυρού είναι διπλούν, σημαίνον πρώτον μεν φυγήν ημών από τον κόσμον, δεύτερον δε φυγήν των παθών από ημάς· το πρώτον είναι σταύρωσις του κόσμου δι' ημάς, ήτοι η πραξις, το δεύτερον είναι σταύρωσις ημών δια τον κόσμον, ήτοι η θεωρία.
(απόσπασμα της ομιλίας) … ο ίδιος ο Κύριος, για τον οποίο και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δεν έλεγε πριν από τον Σταυρό, «όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του για να με ακολουθήση, δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 38); Βλέπετε ότι και πριν εμπηχθή, ο Σταυρός ήταν που έσωζε; Αλλά και όταν ο Κύριος προέλεγε καθαρά στους μαθητάς το πάθος του και τον θάνατο δια του Σταυρού, ο δε Πέτρος μη υποφέροντας να τ' ακούση και γνωρίζοντας ότι αυτός έχει εξουσία τον παρακαλούσε, «έλεος σ' εσένα, Κύριε, δεν θα σου συμβή τούτο» (Ματθ. 16, 22), αυτόν μεν ο Κύριος τον επετίμησε, διότι στο θέμα τούτο συλλογιζόταν ανθρωπίνως και όχι θείως· αφού δε προσκάλεσε τον όχλο μαζί με τους μαθητάς του τους είπε· «όποιος θέλει να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή τον εαυτό του, ας σήκωση τον σταυρό του και ας με ακολουθήση· διότι όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, θα την χάση, όποιος δε χάση την ψυχή εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Ματθ. 16, 25).
Προσκαλεί βέβαια και τον όχλο μαζί με τους μαθητάς και τότε διαμαρτύρεται και παραγγέλλει αυτά τα μεγάλα και υπερφυή φρονήματα, τα πραγματικά όχι ανθρώπινα αλλά θεία, για να δείξη ότι δεν απαιτεί αυτές τις προσπάθειες μόνο από τους εκλεκτούς μαθητάς, αλλά και από κάθε άνθρωπο που πιστεύει σ' αυτόν. Ν' ακολουθή τον Χριστό σημαίνει να ζη κατά το ευαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε αρετή και ευσέβεια. Ν' απαρνήται τον εαυτό του αυτός που θέλει ν' ακολουθήση και να σηκώνη τον σταυρό του, σημαίνει να μη λυπήται τον εαυτό του όταν το απαιτή ο καιρός, αλλά να είναι έτοιμος για τον ατιμωτικό θάνατο υπέρ της αρετής και της αληθείας των θείων δογμάτων. Τούτο δε, το ν' αρνηθή κανείς τον εαυτό του και να παραδοθή σ' έσχατη ατιμία και θάνατο, αν και είναι μέγα και υπερφυές, δεν είναι παράλογο· διότι οι βασιλείς της γης δεν θα εδέχονταν ποτέ, όταν μάλιστα μεταβαίνουν σε πόλεμο, να τους ακολουθήσουν άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι' αυτούς. Πού λοιπόν είναι το αξιοθαύμαστο, εάν και ο βασιλεύς των ουρανών, αφού επεδήμησε στη γη κατά την επαγγελία του, τέτοιους ακολούθους ζητεί προς αντιμετώπισι του κοινού εχθρού του γένους; Αλλά οι μεν βασιλείς της γης δεν μπορούν να αναζωώσουν τους φονευθέντας στον πόλεμο ούτε ν' ανταποδώσουν κάτι ταιριαστό στους πρωταγωνιστάς από αυτούς· τί θα μπορούσε τάχα να λάβη από αυτούς κάποιος που δεν ζη πλέον; Αλλά και γι' αυτούς, αν ο θάνατος είναι υπέρ ευσεβών, η ελπίς είναι στον Κύριο· έτσι δε ο Κύριος ανταποδίδει ζωή αιώνια σ' αυτούς που επρωτοστάτησαν στο να τον ακολουθούν.
Και οι μεν βασιλείς της γης ζητούν από τους ακολούθους των να είναι έτοιμοι προς θάνατο, ο δε Κύριος τον μεν εαυτό του έδωσε σε θάνατο υπέρ ημών, σ' εμάς δε παραγγέλλει να είμαστε έτοιμοι για θάνατο όχι υπέρ αυτού αλλά υπέρ ημών των ιδίων. Και δεικνύοντας τούτο, ότι ο θάνατος είναι υπέρ των εαυτών μας, προσθέτει, «όποιος θέλει να σώση την ψυχή του θα την χάση και όποιος την χάση εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Μάρκ. 8, 35). Τί σημαίνει τούτο, όποιος θέλη να την σώση, θα την χάση, και όποιος θα την χάση, θα την σώση; Διπλός είναι ο άνθρωπος, ο εκτός, δηλαδή το σώμα, και ο εντός μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν λοιπόν ο εκτός από εμάς άνθρωπος παραδώση τον εαυτό του στον θάνατο, χάνει την ψυχή του που χωρίζεται από αυτόν· αυτός λοιπόν που την έχασε έτσι υπέρ του Χριστού και του ευαγγελίου, πραγματικά θα την σώση και θα την κερδίση, προξενώντας σ' αυτήν ζωή ουράνια και αιώνια και παραλαμβάνοντάς την κατά την ανάστασι σ' αυτήν την κατάστασι, ενώ δι' αυτής θα φανή και αυτός ουράνιος και αιώνιος, ακόμη και στο σώμα. Ο φιλόζωος όμως που δεν είναι έτσι έτοιμος να χάση τη ζωή, διότι αγαπά τον πρόσκαιρο τούτον αιώνα και τα πράγματα του αιώνος τούτου, θα ζημιώση την ψυχή του στερώντας την την πραγματική ζωή και θα την χάση, παραδίδοντάς την, αλλοίμονο, στην αιώνια κόλασι μαζί του. Αυτόν θρηνώντας κατά κάποιον τρόπο και ο πανοικτίρμων Δεσπότης και δεικνύοντας το μέγεθος του δεινού, λέγει,«τί θα ωφελήση τον άνθρωπο, αν κερδίση όλον τον κόσμο, αλλά χάση την ψυχή του; Ή τί μπορεί να δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του;» (Μάρκ. 8, 36). Διότι δεν πρόκειται να κατεβή μαζί του η δόξα του ούτε τίποτε άλλο από αυτά που φαίνονται πολύτιμα και τερπνά στον αιώνα τούτο, τα οποία προέκρινε από τον σωτηριώδη θάνατο. Τί δε μεταξύ αυτών θα μπορούσε να ευρεθή αντάλλαγμα της λογικής ψυχής, της οποίας δεν είναι ισάξιος όλος αυτός ο κόσμος;
Εάν λοιπόν και τον κόσμο όλον ημπορούσε να κερδίση ένας άνθρωπος, αδελφοί, τούτο δεν θα πρόσφερε σ' αυτόν κανένα όφελος, εφ' όσον θα έχανε την ψυχή του· πόσο είναι το κακό, αφού ο καθένας μόνο ελάχιστο πολλοστημόριο απ' αυτόν τον κόσμο μπορεί ν' αποκτήση, αν με την προσπάθεια για το ελάχιστο τούτο χάση την ψυχή του, μη επιθυμώντας να σήκωση τον τύπο και το λόγο του Σταυρού και ν' ακολουθήση τον δοτήρα της ζωής; Διότι σταυρός είναι και ο προσκυνητός τύπος και ο λόγος του τύπου τούτου.
Αλλ' επειδή προηγήθηκε ο λόγος και το μυστήριο αυτού του τύπου, κι' εμείς σήμερα θα εξηγήσωμε τούτο προηγουμένως προς την αγάπη σας. Μάλλον δε πριν από μας εξήγησε και τούτο ο Παύλος· ο Παύλος που καυχάται στον Σταυρό, που φρονεί ότι δεν γνωρίζει τίποτε έκτος από τον Κύριο Ιησού, κι' αυτόν εσταυρωμένον. Τί λέγει λοιπόν εκείνος; Σταυρός είναι το να σταυρώσωμε την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ότι είπε τούτο μόνο για την τρυφή και τα υπογάστρια; Πώς τότε γράφει στους Κορινθίους ότι, «επειδή υπάρχουν έριδες ανάμεσά σας, είσθε ακόμη σαρκικοί και περιπατείτε κατά το ανθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ώστε και αυτός που αγαπά δόξα ή χρήματα, ή απλώς θέλει να επιβάλη το θέλημά του και προσπαθεί έτσι να νικήση, είναι σαρκικός και περιπατεί κατά την σάρκα. Γι' αυτά ακριβώς δημιουργούνται και οι έριδες, όπως λέγει και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος· «από πού προέρχονται οι μεταξύ σας πόλεμοι και μάχες; Δεν προέρχονται από εδώ, δηλαδή από τις ηδονές σας που αγωνίζονται μέσα στα μέλη σας; Αγωνίζεσθε αλλά δεν μπορείτε να επιτύχετε, μάχεσθε και πολεμείτε» (Ιακ. 4, 1). Τούτο λοιπόν είναι το να σταυρώση την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, το να καταστή ο άνθρωπος αδρανής προς κάθε τι που απαρέσκει στον Θεό. Εάν δε και το σώμα τον ταλαιπωρή και τον στενοχωρή, πρέπει ο καθένας να το ανεβάζει εναγωνίως προς το ύψος του Σταυρού. Τί θέλω να ειπώ; Ο Κύριος, όταν ήλθε επί της γης, έζησε βίον ακτήμονα, και δεν έζησε μόνο, αλλά και εκήρυξε λέγοντας, «όποιος δεν αποτάσσεται από όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκά 14. 33).
Αλλά κανείς, παρακαλώ, αδελφοί, ας μη δυσανασχετή, όταν ακούη που διακηρύσσομε ανόθευτο το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο, μήτε να δυσαρεστηθή νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τα παραγγέλματα· αλλά πρώτο μεν να αντιλαμβάνεται εκείνο, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και βιασταί την αρπάζουν, και ν' ακούη τον κορυφαίο των Αποστόλων του Χριστού Πέτρο, ότι «ο Χριστός έπαθε για χάρι μας, αφήνοντας σ' εμάς υπογραμμό, για ν' ακολουθήσωμε τα ίχνη του» (Α' Πέτρ. 2, 21). Έπειτα να συλλογίζεται επίσης και τούτο, ότι ο καθένας, αφού κατανοήση αληθινά πόσα οφείλει στον Δεσπότη, όταν δεν μπορή ν' ανταποδώση το παν, το ένα μέρος να το προσφέρη με μετριοφροσύνη, όσο μπορεί και προαιρείται, ως προς δε το μέρος πάλι που ελλείπει να ταπεινώνεται εμπρός του και ελκύοντας την συμπάθεια δια της ταπεινώσεως αυτού του είδους αναπληρώνει την έλλειψι. Εάν λοιπόν κανείς βλέπη τον λογισμό του να ορέγεται πλούτο και πολυκτημοσύνη, ας γνωρίζη ότι ο λογισμός αυτός είναι σαρκικός, και γι' αυτό κινείται έτσι· αντιθέτως ο προσηλωμένος στον Σταυρό δεν μπορεί να κινήται προς κάτι τέτοιο. Είναι γι' αυτό ανάγκη να τον ανεβάσωμε τον λογισμό στο ύψος του Σταυρού, για να μη ρίψη ο ίδιος τον εαυτό του κάτω και χωρισθή από τον σταυρωθέντα σ' αυτόν Χριστό.
Πώς λοιπόν θ' αρχίση να τον ανεβάζη στο ύψος του Σταυρού; Ελπίζοντας στον Χριστό, τον χορηγό και τροφέα του σύμπαντος, ας απόσχη από κάθε πόρο που προέρχεται από αδικία, το δε εισόδημα που έχει από δίκαιο πορισμό, χωρίς να προσκολλάται πολύ ούτε σ' αυτό, ας το χρησιμοποιή καλά, καθιστώντας όσο είναι δυνατό κοινωνούς σ' αυτό τους πτωχούς. Η εντολή διατάσσει ν' αρνήται κανείς το σώμα και να σηκώνη τον σταυρό του· και το έχουν μεν το σώμα οι φίλοι του Θεού και ζώντες κατά τον Θεό, αλλά αν δεν είναι πολύ προσδεδεμένοι σ' αυτό, το χρησιμοποιούν ως συνεργό στα αναγκαία, αν δε το καλέση ο καιρός, είναι έτοιμοι να το προδώσουν και αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σωματικά κτήματα και μέσα· ενεργώντας κανείς κατά τον ίδιο τρόπο, αν δεν μπορή να κάμη τίποτε μεγαλύτερο, καλώς και θεαρέστως πράττει. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του να κινήται βιαιότερα ο λογισμός της πορνείας; Αυτός ας γνωρίζη ότι δεν έχει ακόμη σταυρώσει τον εαυτό του. Πώς λοιπόν θα τον σταυρώση; Ας αποφεύγη τις περίεργες θέες των γυναικών, καθώς και τις αταίριαστες προς αυτές συνήθειες και τις άκαιρες συνομιλίες, ας μειώνη τις τροφές που ενισχύουν το πάθος, ας απέχη από την πολυποσία, από την οινοφλυγία, την αδηφαγία, την πολυϋπνία· ας αναμιγνύη την ταπεινοφροσύνη με αυτήν την αποχή των παθών, επικαλούμενος με συντριβή καρδίας τον Θεό κατά του πάθους· τότε θα ειπή και αυτός, «είδα τον ασεβή να υπερυψώνεται και ν’ ανεβαίνη σαν οι κέδροι του Λιβάνου, και προσπέρασα δια της εγκρατείας, και δεν ήταν εκεί, και τον ανεζήτησα δια της προσευχής με ταπείνωσι, και δεν ευρέθηκε σε μένα ο τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ε. ερμηνευτική απόδοσις).
Πάλι, ενοχλεί ο λογισμός της φιλοδοξίας; Εσύ στη σύγκλητο και στην συνεδρίασι να ενθυμήσαι την γι' αυτό συμβουλή του Κυρίου στα ευαγγέλια· στις συνομιλίες να μη ζητής να υπερέχης των άλλων, τις αρετές, αν έχης, να τις ασκής μόνο στα κρυφά, αποβλέποντας μόνο προς τον Θεό και από αυτόν μόνο βλεπόμενος και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου το ανταποδώση στα φανερά (Ματθ. 6, 6). Εάν δε και μετά την αποκοπή κάθε πάθους πάλι σ' ενοχλή ο εσωτερικός λογισμός, να μη φοβηθής· διότι σου γίνεται πρόξενος στεφάνων, επειδή δεν πείθει με τις ενοχλήσεις του ούτε ενεργεί, αλλ' είναι κίνημα νεκρό, νικημένο από τον αγώνα σου κατά Θεόν.
Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προφήτες πριν συντελεσθή, αλλά και τώρα μετά την τέλεσί του, είναι μυστήριο μέγα και πραγματικά θείο. Πώς; Διότι φαινομενικώς μεν παρουσιάζεται να προξενή ατίμωσι στον εαυτό του αυτός που εξευτελίζει τον εαυτό του και τον ταπεινώνει σε όλα, και πόνο και οδύνη αυτός που αποφεύγει τις σωματικές ηδονές, και αυτός που δίδει τα υπάρχοντα καθίσταται αίτιος πτωχείας στον εαυτό του· αλλά δια της δυνάμεως του Θεού αυτή η πτωχεία και η οδύνη και η ατιμία γέννα δόξα αιώνια και ηδονή ανέκφραστη και πλούτο ανεξάντλητο, τόσο στον παρόντα όσο και στον μέλλοντα εκείνον κόσμο. Εκείνους δε που δεν πιστεύουν σ' αυτόν και δεν επιδεικνύουν δι' έργων την πίστι ο Παύλος τους τοποθετεί δίπλα στους αφανιζομένους, και σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες μάλιστα. Διότι λέγει, «κηρύσσομε Χριστόν εσταυρωμένο, που είναι στους Ιουδαίους μεν σκάνδαλο λόγω της απιστίας των προς το σωτηριώδες πάθος, στους Έλληνες δε μωρία, διότι δεν προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από τα πρόσκαιρα λόγω της απιστίας προς τις θείες επαγγελίες οπωσδήποτε· σ' εμάς δε τους προσκεκλημένους Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).
Τούτο λοιπόν είναι η σοφία και δύναμις του Θεού, το να νικήση δι' ασθενείας, το να υψωθή δια ταπεινώσεως, το να πλουτήση δια πτώχειας. Όχι μόνο δε ο λόγος και το μυστήριο του Σταυρού, αλλά και ο τύπος είναι θείος και προσκυνητός, διότι είναι σφραγίς ιερά, σωστική και σεβαστή, αγιαστική και τελεστική των υπερφυών και απορρήτων αγαθών που ενεργήθηκαν στο γένος των ανθρώπων από τον Θεό, αναιρετική κατάρας και καταδίκης, καθαιρετική φθοράς και θανάτου, παρεκτική αϊδίου ζωής και ευλογίας, σωτηριώδες ξύλο, βασιλικό σκήπτρο, θείο τρόπαιο κατά ορατών και αοράτων εχθρών, έστω και αν οι οπαδοί των αιρετικών φρενοβλαβώς δυσαρεστούνται. Αυτοί οι τελευταίοι δεν επέτυχαν την αποστολική ευχή, ώστε να κατορθώσουν να καταλάβουν μαζί με όλους τους αγίους, τι είναι το πλάτος και το μήκος, το ύψος και το βάθος· ότι ο Σταυρός του Κυρίου παριστάνει όλη την οικονομία της σαρκικής παρουσίας και περικλείει όλο το κατ’ αυτήν μυστήριο, εκτείνεται προς όλα τα πέρατα και περιλαμβάνει όλα, τα άνω, τα κάτω, τα γύρω, τα ενδιάμεσα. Προβάλλοντας δε κάποια πρόφασι, για την οποία έπρεπε κι' αυτοί, αν είχαν νου, να τον προσκυνούν μαζί μας, αποτροπιάζονται το σύμβολο του βασιλέως της δόξης, το οποίο κι' ο ίδιος ο Κύριος ονομάζει φανερώς ύψος και δόξα του, όταν επρόκειτο ν' ανεβή σ' αυτό· κατά την μέλλουσα δε παρουσία κι' επιφάνειά του προαναγγέλλει ότι θα έλθη το σημείο τούτου του Υιού του ανθρώπου με πολλή δύναμι και δόξα.
Αλλά, λέγουν· σ' αυτό προσηλωμένος επέθανε ο Χριστός και γι' αυτό δεν ανεχόμαστε να βλέπωμε το σχήμα και το ξύλο στο οποίο έχει θανατωθή. Το δε εναντίον μας χρεώγραφο, που συντάχθηκε δια της παρακοής μας ως προς το ξύλο, με το άπλωμα του χεριού του προπάτορος, σε τί προσηλώθηκε και με τί πράγμα έφυγε από τη μέση και αφανίσθηκε κι' έτσι επανήλθαμε στην ευλογία από τον Θεό; Με τί δε ο Χριστός απέβαλε και απεμάκρυνε τελείως τις αρχές και τις εξουσίες των πνευμάτων της πονηρίας, οι οποίες επεβλήθηκαν στην φύσι μας από το ξύλο της παρακοής, και τις κατήσχυνε θριαμβευτικώς και έτσι εμείς ανακτήσαμε την ελευθερία; Με τί ελύθηκε το μεσότοιχο και καταργήθηκε κι' εθανατώθηκε η προς τον Θεό έχθρα μας και δια μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε με τον Θεό κι' εδιδαχθήκαμε την προς αυτόν ειρήνη; όχι στον Σταυρό και δια του Σταυρού; Ας ακούσουν τον απόστολο, που στους μεν Εφεσίους γράφει, «ο Χριστός είναι η ειρήνη σας, αυτός που έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, για να οικοδομήση μέσα του τους δύο σ' ένα νέον άνθρωπο, επιβάλλοντας ειρήνη, και για να συνδιαλλάξη και τους δύο σ' ένα σώμα με τον Θεό δια του Σταυρού, φονεύοντας την έχθρα που είναι σ' αυτόν (Εφ. 2, 14-16). Προς τους Κολοσσαείς δε γράφει, «ενώ ήσαστε νεκροί από τα παραπτώματα και την ακροβυστία της σάρκας σας εζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας όλα τα παραπτώματα, εξαλείφοντας το χειρόγραφο που περιείχε τις εναντίον μας αποφάσεις, σηκώνοντάς το από τη μέση και καρφώνοντάς το στον Σταυρό· ξεγυμνώνοντας δε τις αρχές και τις εξουσίες, τις διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες επάνω στο Σταυρό» (Κολ. 2, 13).
Δεν θα τιμήσωμε λοιπόν εμείς και δεν θα χρησιμοποιήσουμε το θείο τούτο τρόπαιο της κοινής ελευθερίας του γένους, το οποίο και μόνο με τη θέα του τον μεν αρχέκακο όφι φυγαδεύει και διαπομπεύει και καταισχύνει, διακηρύσσοντας την ήττα και την συντριβή του, δοξάζει δε και μεγαλύνει τον Χριστό, επιδεικνύοντας στον κόσμο τη νίκη του; Και όμως, αν ο Σταυρός είναι παραβλεπτέος, διότι σ' αυτόν υπέμεινε τον θάνατο ο Χριστός, ούτε ο θάνατός του δεν πρέπει να είναι σεβαστός και σωτήριος· πώς λοιπόν κατά τον απόστολο εβαπτισθήκαμε στον θάνατό του (Ρωμ. 6, 3); Πώς δε θα συμμετάσχωμε και στην ανάστασί του, αν βέβαια εγίναμε σύμφυτοι με τον θάνατό του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, αν κανείς προσκυνούσε σχήμα σταυρού που δεν έφερε επιγεγραμμένο το δεσποτικό όνομα, δικαίως θα κατηγορείτο ότι πράττει κάτι ανάρμοστο. Επειδή δε «στο όνομα του Ιησού Χριστού θα καμφθούν όλα τα γόνατα, των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τούτο δε το προσκυνητό όνομα επιφέρει ο Σταυρός, πόσο παράφρον δεν θα ήταν να μη γονατίζωμε στον Σταυρό του Χριστού;
Αλλ' εμείς, κλίνοντας μαζί με τα γόνατα και τις καρδιές, εμπρός, ας προσκυνήσωμε μαζί με τον ψαλμωδό και προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στον τόπο όπου εστάθηκαν τα πόδια του και όπου εξαπλώθηκαν τα χέρια που συνέχουν το σύμπαν και όπου ετεντώθηκε για μας το ζωαρχικό σώμα, και, προσκυνώντας και ασπαζόμενοι αυτόν με πίστι, ας παίρνωμε πλούσιον τον από εκεί αγιασμό και ας τον φυλάττωμε. Έτσι και κατά την υπερένδοξη μέλλουσα παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, βλέποντάς τον να προηγήται λαμπρώς, θα αγαλλιάζωμε και θα χοροπηδούμε διαπαντός, διότι επετύχαμε την από τα δεξιά θέσι και την υπεσχημένη μακαρία φωνή και ευλογία, σε δόξα του σαρκικώς σταυρωθέντος για μας Υιού του Θεού.
Διότι σ' αυτόν πρέπει δοξολογία μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2215
Στὶς 4 Φεβρουαρίου 2012 ἔλαβε χώρα ἡ τελετὴ τῆς ἁγιοποίησης τοῦ Ἀλέξανδρου Schmorell ἀπὸ τὴν Ρώσικη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς καὶ ἀναγνωρίστηκε ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη Ρώσικη ἐκκλησία. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μονάχου τελεῖται τὴν 13 Ἰουλίου.
Ὅπως καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Γερμανίας (Ρόστοκ καὶ Κάσελ) καὶ στὸ Μόναχο, πλατε?ἔς, σχολεῖα καὶ δρόμοι ἀφιερώθηκαν στὴ μνήμη τοῦ Ἀλέξανδρου Schmorell καὶ ἄλλων μελῶν τῆς ὁμάδας «Λευκὸ Ρόδο (White Rose)» – νεαροὶ φοιτητὲς Χριστιανοὶ – οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν στὸ τέρας τοῦ ναζισμοῦ, κατὰ τοῦ Φύρερ τῆς NSDAP καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.
Ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell γεννήθηκε στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1917 στὸ ¨Ὄρενμπουρκ τῆς Ρωσίας ἀπὸ πατέρα Γερμανό, τὸν Hugo Schmorell, ἕνα φημισμένο γιατρό, καὶ μητέρα Ρωσίδα, τὴν Ναταλία Vvedenskaja, κόρη ἑνὸς ὀρθόδοξου ἱερέα καὶ φοιτήτρια τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία βάφτισε τὸ παιδὶ ὀρθόδοξο.
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν 2 ἐτῶν ἔχασε τὴν μητέρα τοῦ στὸ ἐμφύλιο πόλεμο ἀπὸ τύφο. Ὁ πατέρας φρόντισε νὰ μεγαλώσει τὸ παιδὶ Ὀρθόδοξα μὲ τὴν Ρωσίδα γκουβερνάντα Feodosija Lapschina (Nanny), μία εὐσεβῆ μὲ θερμὴ πίστη γυναίκα, ἐνῶ ξαναπαντρεύτηκε, μία καθολικὴ Γερμανίδα τὴν Ἐλισάβετ. Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς χώρας ἀπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς ἡ οἰκογένεια ἀναγκάζεται νὰ μεταναστεύσει. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι μόλις 4 ἐτῶν καὶ οἱ γονεῖς παίρνουν μαζί τους στὸ Μόναχο καὶ τὴν ἀφοσιωμένη γκουβερνάντα Nanny. Ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος πηγαίνει στὸ σχολεῖο καὶ συνεχίζει τὴν πνευματική του ζωὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσικὴ Ἐκκλησία τοῦ Μονάχου μὲ τὴν ὁποία πάντα τὸν συνέδεε ἐσωτερικὰ ἡ εἰκόνα τῆς μητέρας του, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθόδοξη στάση καὶ ἐκπαίδευση τῆς ἁπλῆς καὶ πιστῆς γκουβερνάντας του.
Ὅταν ἦταν φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς, ξεσπάει ὁ Β Παγκόσμιος πόλεμος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ὑπηρετεῖ στὸ Γερμανικὸ στρατὸ στὴν Τσεχοσλοβακία καὶ ἀργότερα στὴν Γαλλία μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Hans Scholl, ἐπίσης φοιτητῆ τῆς ἰατρικῆς. Καὶ οἱ δυὸ σηκώνουν τὴν μονότονη στρατιωτικὴ καθημερινότητα, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ξεχωρίζει μὲ τὸ μεγαλόψυχο χαρακτήρα του, γεμάτο χαρὰ καὶ ἐλευθερία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν εὐθυμία ὅμως διακρινόταν κάποιες φορὲς μία βαθειὰ ἀναζήτηση καὶ σοβαρότητα.
«Πῆγα ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο». Ἔτσι σχολίασε ὁ Ἀλέξανδρος τὴν μετανάστευσή τους ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη Ρωσία στὸ ναζιστικὸ Μόναχο. Πάντα ἐπισήμαινε, ὅτι τὸ καθεστὼς τοῦ Stalin καὶ τὸ καθεστὼς τοῦ Hitler ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀντίχριστα, εἶχαν τὴν ἴδια κακὴ ρίζα.
Μετὰ τὶς ἐμπειρίες στὸ μέτωπο – ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Hans Scholl καὶ ὁ Willi Graf παρακολούθησαν ὁμαδικοὺς φόνους στὴν Πολωνία καὶ τὴν δυστυχία στὸ Γκέτο τῆς Βαρσοβίας – ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφάσισε τὸν Ἰούνιο 1942, ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε πιὰ νὰ ἀκοῦνε συζητήσεις, ἀλλὰ χρειαζόταν δράση. Ἔτσι πῆρε τὴν πρωτοβουλία μαζὶ μὲ τὸν Hans Scholl καὶ σύνταξαν τὶς πρῶτες τέσσερεις προκηρύξεις, οἱ ὁποῖες μοιράστηκαν ἀνώνυμα μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Ὀνομάσανε τὸ κίνημα ἀντίστασης «Λευκὸ Ρόδο (White Rose)» ῾Η ὀνομασία προτάθηκε ἀπὸ τὸν Νεομάρτυρα, ἐμπνευσμένη ἀπὸ ἕνα ἀπόσπασμα τῶν «᾿Αδελφῶν Καραμαζώφ» τοῦ Ντοστογέφσκυ, τοῦ ἀγαπημένου του συγγραφέα· Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ περιγράφεται ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν ἕνα κοριτσάκι. «Τὸ κοριτσάκι ἀνασηκώνεται στὸ φέρετρο καὶ κοιτάζει τριγύρω, χαμογελώντας μὲ ὀρθάνοιχτα ἀπορημένα μάτια, κρατώντας ἕνα μάτσο ἀπὸ ἄσπρα τριαντάφυλλα, ποὺ εἶχαν βάλει στὰ χέρια της…». Τότε, ὁ Μέγας ῾Ιεροεξεταστὴς ἀναγνώρισε καὶ συνέλαβε τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε ὁ περίφημος μονόλογός του…῾Αργότερα ἦρθε καὶ ὁ φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς Christoph Probst, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μία παλιὰ φιλία ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ ἡ ἀδελφή του Hans, ἡ Sophia Magdalena Scholl, φοιτήτρια τῆς Βιολογίας καὶ Φιλοσοφίας, καθὼς καὶ ὁ Willi Graf, καὶ αὐτὸς φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς.
Αὐτόπτες μάρτυρες ἀναφέρουν, ὅτι μία βαθειὰ πίστη ὁδηγοῦσε αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ ἀντισταθοῦν. Ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένα ἀπὸ ἔγκυρες πηγές, ξεκίνησε τὴν ἀντίσταση – κάτι, ποὺ οἱ Γερμανικὲς ἀρχὲς στὶς ἐπίσημες γιορτὲς καὶ ἀναφορὲς ἀποσιωποῦνε – τοὺς ἐνέπνευσε μὲ ἱστορίες καὶ ποιήματα γεμάτα πνευματικότητα ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁδηγώντας τοὺς πνευματικά. Συχνὰ συγκεντρώνονταν στὸ σπίτι τοῦ Hans γιὰ νὰ διαβάζουν ποιήματα καὶ ἐντρυφοῦσαν στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν σὲ θέση νὰ τοὺς ἀνοίξει τὸν θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Σὲ γράμματα στὴν ἀδελφή της Inge ἀναφέρει ἡ Sophia, ὅτι ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος τοὺς στήριξε ἠθικὰ καὶ πνευματικά. Εἶχε, λέει ἡ Sophia, μία εὐθυμία καὶ δύναμη, ἡ ὁποία σὲ ἀνέβασε πάνω ἀπὸ κάθε μικροψυχία καὶ ἀμφιβολία γιὰ τὴν πίστη.
Ἂν καὶ οἱ δυό, ὁ Hans καὶ ἡ Sophie, μεγαλώσανε μὲ πολὺ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τῆς πρεσβεῖες στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς ἐνέπνευσε γιὰ νὰ ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ ἀποκλειστικὰ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἔχοντας τὴν βαθειὰ πεποίθηση καὶ σιγουριά, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ ὁ, τί πράττουμε καὶ πιστεύουμε, ὁμολόγησαν χωρὶς κανέναν δισταγμὸ μπροστὰ στὰ SS καὶ ἀργότερα στὸ ναζιστικὸ δικαστήριο, ὅτι πράγματι πολέμησαν ἕνα κράτος, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐνάντια σὲ κάθε ἠθικὴ καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Hans ξεκίνησαν τὴν ἀντίσταση, ὅταν οἱ SS μαζεύανε τὰ ἀνάπηρα παιδιὰ ἀπὸ τὰ ἱδρύματα καὶ τὰ πήγαινε γιὰ ἐκτέλεση ἢ θανάτωση μὲ ἀέριο. Τὸ «Λευκὸ Ρόδο» φωτοτύπησε ἀντιφασιστικὰ ποιήματα μὲ τὴν ἔκκληση στὸ Γερμανικὸ λαὸ γιὰ ἀντίσταση. Οἱ πρῶτες τέσσερες προκηρύξεις δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Hans τὸ Μάιο μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 καὶ στάλθηκαν στὸ σπίτια τῆς Νότιας Γερμανίας καὶ τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν οἱ πρῶτες προκηρύξεις ἐμφανιστῆκαν καὶ στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου καὶ ἔκαναν τὸν κύκλο στοὺς φοιτητές, – μία ἔκκληση νὰ πάρει κάθε πολίτης τὴν εὐθύνη ἐναντίον στὶς σκοτεινὲς ἐνέργειες μίας κλίκας τυραννίας καὶ ὁ καθένας νὰ προβάλλει παθητικὴ ἀντίσταση, γιὰ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ἀθεϊστικῆς μηχανῆς πολέμου – πολλοὶ φοιτητὲς ἀντέδρασαν παράξενα, μὲ ἕνα εἶδος ἐνθουσιασμοῦ. Ἄλλοι ὅμως ἀπέρριψαν αὐτὲς τὶς προκηρύξεις μὲ θυμό.
Στὰ τέλη Ἰουλίου τοῦ 1942 ὁ Ἀλέξανδρος παίρνει μέρος ἀναγκαστικὰ ὡς λοχίας ὑγειονομικοῦ στὴν ἐκστρατεία τοῦ γερμανικοῦ στρατοῦ κατὰ τῆς Ρωσίας μαζὶ μὲ τὸν Hans Scholl καὶ τὸν Willi Graf, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεκόμισε μία καλύτερη κατανόηση τῆς πατρίδας του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Μόναχο στὶς σπουδές του, στὶς 30 Ὀκτωβρίου, ὁ Ἀλέξανδρος ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις στὸ Βερολίνο καὶ τὸ «Λευκὸ Ρόδο» συντάσσει τὴν 5ο προκήρυξη – μὲ ἀριθμὸς ἀντιτύπων 6000 – 9000 – , τὸ ὁποῖο μοιράστηκε στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὰ γραμματοκιβώτια σὲ ὁρισμένες πόλεις τῆς Γερμανίας, μέχρι καὶ τὴν Αὐστρία καὶ στὴν Ἀγγλία.
Τέλος Ἰανουαρίου, μετὰ τὴν μάχη τοῦ Στάλινγκραντ, ξεσπάει μία φοιτητικὴ πορεία ἐναντίων του πολέμου καὶ μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ συντάχτηκε ἀπὸ τὸ «Λευκὸ Ρόδο» ἡ 6ο προκήρυξη, ἡ ὁποία μοιράστηκε στὰ σπίτια τοῦ Μονάχου. Στὶς 18 Φεβρουαρίου τὰ ἀδέλφια Sophie καὶ Hans Scholl πῆραν καὶ μοίρασαν τὰ ὑπόλοιπα φυλλάδια στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου. Τοὺς παρακολούθησε ὅμως ὁ θυρωρὸς Jakob Schmid καὶ ἐνημέρωσε τὰ SS. Τὰ παιδιὰ συλλαμβάνονται ἔπ΄ αὐτοφώρω καὶ ὁδηγοῦνται στὴν GESTAPO. Στὴ συνέχεια συλλαμβάνεται καὶ ὁ Christoph Probst ἐνῶ ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell διαφεύγει πρὸς στιγμὴν τὴν σύλληψη.
Λίγες μέρες ἀργότερα, τὶς 22 Φεβρουαρίου γίνεται ἡ πρώτη δίκη καὶ τὰ τρία παιδιὰ καταδικάζονται ἀπὸ τὸν δικαστὴ Roland Freisler ἐν καιρῷ πολέμου γιὰ ἐσχάτη προδοσία σὲ θάνατο διὰ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ μὲ λαιμητόμο. Ο Hans Scholl, 25 ἐτῶν, ἡ Sophia Magdalena Scholl, 22 ἐτῶν καὶ ὁ Christoph Probst, 24 ἐτῶν, ἐκτελέστηκαν τὶς 22 Φεβρουαρίου τοῦ 1943, – κατὰ παράβαση τοῦ νόμου – τὴν ἴδια μέρα τῆς δίκης.
Ὁ Ἀλέξανδρος συλλαμβάνεται στὶς 24 Φεβρουαρίου καὶ καταδικάζεται στὶς 19 Ἀπριλίου στὴν δεύτερη δίκη, ἐπίσης ἀπὸ τὸν Roland Freisler μαζὶ μὲ τὸν Willi Graf καὶ τὸν καθηγητὴ τοὺς Prof. Kurt Huber γιὰ ἐσχάτη προδοσία σὲ θάνατο διὰ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ μὲ λαιμητόμο. Ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell, 25 ἐτῶν, ὁ Kurt Huber, 50 ἐτῶν καὶ ὁ Wilhelm Graf,25 ἐτῶν, ἐκτελοῦνται στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1943.
Γράμμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στοὺς γονεῖς του ἀπὸ τὴ φυλακὴ Σταντελχάϊμ τοῦ Μονάχου στὶς 18 Μαΐου 1943
Ἀγαπητοί μου γονεῖς…διάβασα πρόσφατα κάτι σὲ ἕνα πολὺ καλὸ μὲ βαθιὰ νοήματα βιβλίο ποὺ φαίνεται νὰ ταιριάζει σὲ ὅλους : «ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ τραγωδία στὴ ζωὴ κάποιου, τόσο δυνατότερη πρέπει νὰ εἶναι ἡ πίστη του. ?σὸ πιὸ πολὺ φαίνεται ὅτι εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι, τόσο περισσότερο πρέπει μὲ ἐμπιστοσύνη νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς ψυχές μας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας». Ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἔγραψε : «Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς συμφορές μου καὶ ὑποτάσσομαι τελείως στὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς τῆς προνοίας Του. Αὐτὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Του γνωρίζει ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τοῦ θανάτου γιὰ κάθε ἄνθρωπο». Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πού σας εἶχα ἤδη γράψει. Θὰ ἤμουν πολὺ χαρούμενος, ἂν μπορούσατε νὰ σκὲ φτεστε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τότε θὰ ἔφευγε μακριά σας ἕνα μεγάλο μέρος λύπης καὶ πόνου…
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ Ἀλέξανδρου στοὺς γονεῖς του, λίγο πρὶν τὴν ἐκτέλεση)
«Μόναχο, 2 Ἰουλίου 1943
… Ἀλλὰ τώρα εἶμαι στὸ σημεῖο, ποὺ – ἀκόμα καὶ στὴ σημερινὴ κατάσταση – εἶμαι χαρούμενος, ἤρεμος καὶ αἰσιόδοξος. Μπορεῖ νὰ ἔρθει ὁ, τί θέλει. Ἐλπίζω, ὅτι ἔχετε περάσει μία παρόμοια πορεία καὶ ὅτι μετὰ τὸ βαθὺ πόνο τοῦ χωρισμοῦ μας, φτάσατε μαζί μου στὸ σημεῖο, ποὺ εὐχαριστεῖτε γιὰ τὰ πάντα τὸν Θεό.
Ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ μένα, νὰ ἀνοίξω τὰ μάτια μου – ὄχι μόνο γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας, ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι παθόντες καὶ ἡ οἰκογένειά μας. Ἂς ἐλπίζουμε, ὅτι καὶ ἐσεῖς ἔχετε καταλάβει τὴ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα σας παρακαλῶ ἀπὸ καρδιᾶς: Μὴ ξεχάστε τὸν Θεὸ !!!»
Ἀπόσπασμα τῆς 4ης προκήρυξης
«Κάθε λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χίτλερ εἶναι ἕνα ψέμα. Ὅταν μιλᾶ γιὰ εἰρήνη, ἐννοεῖ τὸν πόλεμο καὶ ὅταν κατὰ τρόπο βλάσφημο χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδύναμου, ἐννοεῖ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, τὸν ἐκπεσόντα ἄγγελο, τὸ Σατανᾶ. Τὸ στόμα τοῦ εἶναι τὸ δύσοσμο στόμιο τῆς Κολάσεως καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐκ βάθρων καταραμένη.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ τρομοκρατικοῦ κράτους μὲ ὀρθολογικὰ μέσα. Ὅμως, ὁποιοσδήποτε ἐξακολουθεῖ νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὕπαρξη δαιμονικῶν δυνάμεων, θὰ ἔχει ἀποτύχει σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ μεταφυσικὴ διάσταση αὐτοῦ τοῦ πολέμου. Πίσω ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα, ὁρατὰ περιστατικά, πίσω ἀπὸ ὅλες τὶς ἀντικειμενικὲς καὶ λογικὲς διαπιστώσεις, βρίσκουμε τὸ ὑπέρλογο στοιχεῖο: Τὸν ἀγώνα ἐνάντια στὸ δαίμονα, ἐνάντια στοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου.
Παντοῦ καὶ πάντοτε, οἱ δαίμονες παραμόνευαν στὸ σκοτάδι, περιμένοντας τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος: ὅταν μὲ τὴ δική του βούληση ἐγκαταλείπει τὴ θέση του στὴν τάξη τῆς Δημιουργίας, ὅπως δημιουργήθηκε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐν ἐλευθερίᾳ – ὅταν ὑποχωρεῖ στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὶς ἄνωθεν δυνάμεις – κι ἀφοῦ θεληματικᾶ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα, ὁδηγεῖται ὀλένα στὸ ἑπόμενο μὲ ραγδαία ἐπιταχυνόμενο ρυθμό.
Παντοῦ καὶ σὲ ὅλους τους καιροὺς τῆς μεγαλύτερης κρίσης, ἔχουν ἐμφανισθεῖ ἄνθρωποι, προφῆτες καὶ ἅγιοι, ποὺ πονοῦσαν γιὰ τὴν ἐλευθερία, κήρυξαν τὸν Μοναδικὸ Θεό, καὶ μὲ τὴ βοήθειά Του ὁδήγησαν τὸ λαὸ στὴν ἀντιστροφὴ τῆς πτωτικῆς του πορείας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, βέβαια, ἐλεύθερος, ἀλλὰ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ εἶναι ἀνυπεράσπιστος ἐνάντια στὸ κακό. Εἶναι σὰν καράβι χωρὶς πηδάλιο, στὸ ἔλεος τῆς θύελλας, σὰν μικρὸ παιδὶ χωρὶς τὴ μητέρα του, σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται στὸν ἀέρα. Καὶ σὲ ρωτάω, σὰν Χριστιανὸ ποὺ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ πιὸ πολύτιμου θησαυροῦ σου, μήπως διστάζεις, μήπως ξεπέφτεις στὴ δολιότητα, τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὴν ἀναβλητικότητα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος ἄλλος θὰ σηκώσει τὸ χέρι γιὰ νὰ σὲ ὑπερασπίσει; Δὲν σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ἀγωνιστεῖς; Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ κακὸ ἐκεῖ ποὺ εἶναι πιὸ δυνατό, καὶ εἶναι πιὸ δυνατὸ στὴν ἐξουσία τοῦ Χίτλερ».
Εστία Πατερικών Μελετών
Θέλω να σας αναγγείλω ότι ήλθε η αγία Τεσσαρακοστή, που είναι το φάρμακο των ψυχών μας. Διότι ο Κύριός μας, σαν Πατέρας φιλόστοργος θέλει να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες, που κάναμε επί τόσον καιρό. Κανόνισε μάλιστα ως μέσο θεραπείας και τη νηστεία.
Κανείς λοιπόν ας μη γίνεται κατσούφης, κανείς ας μη σκυθρωπάζει, αλλά ας σκιρτά και ας χαίρεται και ας δοξάζει το Θεό, ο οποίος φροντίζει για τις ψυχές μας. Αυτός μας καθόρισε την άριστη οδό της νηστείας, που με πολλή χαρά πρέπει ο καθένας μας να την υποδεχθεί.
Οι ειδωλολάτρες νομίζουν για γιορτές και πανηγύρεις τη μέθη και όλη την άλλη ακολασία και τις ελεεινότητες και ασχήμιες, που ακολουθούν. Η Εκκλησία του Θεού όμως θεωρεί ως γιορτή και πανηγύρι τη νηστεία και την απάρνηση της κοιλιοδουλείας και όλες τις αρετές, που προέρχονται από αυτήν.
Διότι η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο πνευματικό. Γι’ αυτό πρέπει εκείνοι που έρχονται στην Εκκλησία να παίρνουν τα κατάλληλα φάρμακα και να τα τοποθετούν στα τραύματα της ψυχής τους και έτσι να επιστρέφουν στο σπίτι τους.
Η ακρόαση του θείου λόγου από μόνη της δεν ωφελεί, αν δεν έχεις να παρουσιάσεις ανάλογα έργα αρετής. «Οὐχ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρωμ. β΄ 13), λέει ο μακάριος Παύλος. Και ο Χριστός διδάσκοντας το λαό έλεγε: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ζ΄ 21).
Το γνωρίζουμε, αγαπητοί, ότι, εάν περιοριζόμαστε μόνο να ακούμε το λόγο του Θεού, χωρίς να επακολουθεί η έμπρακτη εφαρμογή, δεν έχουμε να ωφεληθούμε τίποτε. Ας μη γινόμαστε λοιπόν μόνο ακροατές, αλλά και ας εφαρμόζουμε τις θείες εντολές. Γιατί όταν τα έργα συνοδεύουν τους λόγους, τότε θα έχουμε πολλή παρρησία. Με πολύ ενδιαφέρον λοιπόν και με πολλή προσοχή ακούστε όσα θα πω περί της νηστείας.
Όπως η πολυφαγία προξενεί αναρίθμητα κακά στο ανθρώπινο γένος, έτσι και η νηστεία και η απαλλαγή από την κοιλιοδουλεία υπήρξε πάντοτε αιτία ανέκφραστων αγαθών σε μας. Όταν στην αρχή έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, γνώριζε ότι αυτό ακριβώς το φάρμακο της νηστείας ήταν χρήσιμο για τη σωτηρία της ψυχής του. Γι’ αυτό αμέσως και εκ των προτέρων αυτή την εντολή έδωσε στον πρωτόπλαστο: «Από τους καρπούς όλων των δέντρων που βρίσκονται στον Παράδεισο έχετε την άδεια να τρώτε. Από τους καρπούς όμως του δέντρου «του γινώσκειν καλόν και πονηρόν» δε σας επιτρέπω να φάτε» (Γενεσ. β΄ 16).
Αυτό που είπε τότε στον πρωτόπλαστο, δηλαδή «φάε αυτό και εκείνο μη το φας», ήταν εικόνα της νηστείας. Ενώ όμως έπρεπε να τηρήσει την εντολή, δεν την τήρησε, νικήθηκε από τη λαιμαργία και με την παρακοή καταδικάσθηκε να πεθάνει.
Είδες, αγαπητέ, με ποιον τρόπο εισήλθε ο θάνατος στο ανθρώπινο γένος με τη λαιμαργία; Είδες τη βλάβη, η οποία προήλθε από αυτήν; Πρόσεξε τώρα να δεις και την ωφέλεια από τη νηστεία. Νήστευσαν οι Νινευίτες, στέρησαν την τροφή ακόμη και από τα ζώα τους και μετανόησαν, άφησαν τα αμαρτωλά τους έργα, και έτσι παρακίνησαν τον Κύριο να τους δείξει τη φιλανθρωπία Του και να ανακαλέσει την απόφαση που είχε λάβει για να καταστρέψει την πόλη τους.
Κατανοώντας, λοιπόν, όλα αυτά, αγαπητοί, και έχοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τη σωτηρία μας, ας καταφρονήσουμε τις ανωφελείς και επιβλαβείς απολαύσεις. Ας αγαπήσουμε τη νηστεία και όλη γενικά τη χριστιανική συμπεριφορά. Ας παρουσιάσουμε μεγάλη μεταβολή στο βίο μας και κάθε μέρα ας φροντίζουμε δραστήρια να πράττουμε καλά έργα.
Έτσι, αφού εμπορευθούμε καθ’ όλη την περίοδο της αγίας Τεσσαρακοστής το πνευματικό εμπόριο των αρετών, θα συγκεντρώσουμε πολύ πλούτο αρετής. Θα αξιωθούμε με αυτόν τον τρόπο να φτάσουμε και στη μεγάλη ημέρα του αγίου Πάσχα και με παρρησία να προσέλθουμε στη φρικτή και πνευματική τράπεζα. Θα μετάσχουμε στα ανέκφραστα εκείνα και αθάνατα αγαθά με καθαρή συνείδηση και θα γεμίσουμε με τη χάρη που αυτά δίνουν.
(Αποσπάσματα από τον παραινετικό λόγο «Εις την είσοδον της αγ. Τεσσαρακοστής» του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)
Τὰ ἑξῆς παραγγέλνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους: «κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἂς μὴ διατηρεῖ στὴν καρδιά του κακία γιὰ τὸν ἀδελφό του» (Ζαχ. ζ´ 10) καὶ «κανεὶς ἂς μὴν συλλογίζεται τὴν κακία τοῦ ἄλλου» (Ζαχ. η´ 17). Δὲν λέει μόνο, συγχώρεσε τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ μὴν τὸ ἔχεις οὔτε στὴ σκέψη σου, μὴ τὸ συλλογίζεσαι, ἄφησε ὅλη τὴν ὀργή, ἐξαφάνισε τὴν πληγή.
Νομίζεις, βεβαίως, ὅτι μὲ τὴν ἐκδικητικότητα τιμωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔβλαψε. Γιατὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος σὰν ἄλλο δήμιο ἐγκατέστησες μέσα σου τὸ θυμὸ καὶ καταξεσκίζεις τὰ ἴδια σου τὰ σπλάχνα.Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις. Γιατὶ, ἐὰν θελήσεις, ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του εἴτε μὲ τὰ λόγια σου, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου, ἢ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ᾿ αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο.
Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐσὺ θέλεις. Σὲ σένα ἔδωσε μόνο τὴν ἐντολὴ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λύπησε.
Ἐμάλωσες μὲ κάποιον καὶ κρατᾶς μέσα σου κακία; Μὴν προσέλθεις στὴ Θεία Κοινωνία! Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρῶτα καὶ τότε νὰ ἔλθεις νὰ ἐγγίσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια! Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώσει μὲ τὸν Πατέρα, δὲν ἀρνήθηκε οὔτε νὰ σφαγιασθεῖ, οὔτε τὸ αἷμα Του νὰ χύσει. Καὶ σύ, γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, οὔτε μία λέξη δὲν καταδέχεσαι νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸ στόμα σου; Καὶ διστάζεις νὰ τρέξεις πρῶτος; Ἄκουσε τί λέει γιὰ ὅσους κρατοῦν τὴ στάση αὐτή: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου» (Ματθ. ε´ 23-24).
Ἂν ἔβλεπες ἕνα μέλος τοῦ σώματός σου ἀποκομμένο, δὲν θὰ ἔκανες τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ ἑνώσεις μὰ τὸ σῶμα σου; Αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου. Ὅταν τοὺς δεῖς νὰ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, τρέξε γρήγορα καὶ περιμάζεψέ τους· μὴν περιμένεις ἐκείνους νὰ ἔλθουν, σπεῦσε ἐσὺ πρῶτος, γιὰ νὰ λάβεις τὰ βραβεῖα! Ἕνα μόνο ἐχθρὸ διαταχθήκαμε νὰ ἔχουμε, τὸν διάβολο. Μὲ αὐτὸν νὰ μὴν συμφιλιωθεῖς ποτέ· πρὸς τὸν ἀδελφό σου ὅμως ποτὲ νὰ μὴν ἔχεις βαριὰ καρδιά.Κι ἂν ἀκόμη συμβεῖ κάποια μικροψυχία, ἂς εἶναι παροδική, ἂς μὴν ὑπερβαίνει τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. «Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς προφθάνει ὀργισμένους», λέει ὁ Ἀπόστολος (Ἐφεσ. δ´ 26). «…Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…» (Ματθ. στ´ 12).
Βλέπεις; Ὁ Θεὸς ἐσένα τὸν ἴδιο ἔκανε κριτὴ τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων σου. Ἂν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θὰ σοῦ συγχωρεθοῦν. Ἂν συγχωρήσεις πολλά, θὰ σοῦ συγχωρηθοῦν πολλά. Ἂν τὰ συγχωρήσεις μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σου ὁ Θεός.Ἂν μετὰ τὴν συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τὸν ἐχθρό σου, ἔτσι θὰ διάκειται καὶ ὁ Θεὸς ἀπέναντί σου.
Ποιᾶς, λοιπόν, τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐνῷ πρόκειται νὰ κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, ἐὰν χάσει ἑκατὸ μόνο δηνάρια, οὔτε καὶ τὰ λίγα δὲν συγχωρεῖ, ἀλλὰ στρέφει ἐναντίον του τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς προσευχῆς; Γιατί ὅταν λὲς στὸν Θεὸ «συγχώρεσέ μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας» καὶ κατόπιν ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλεῖς τὸν Θεό, παρὰ νὰ σὲ στερήσει ἀπὸ κάθε ἀπολογία καὶ συγγνώμη…
(Ἀπό τὴν ὁμιλία κ´ «Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας»)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2632
Στὶς 4 Φεβρουαρίου 2012 ἔλαβε χώρα ἡ τελετὴ τῆς ἁγιοκατάταξης τοῦ Ἀλέξανδρου Schmorell ἀπὸ τὴν Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς καὶ ἀναγνωρίστηκε ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη Ρωσική ἐκκλησία. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μονάχου τελεῖται τὴν 13 Ἰουλίου.
Ὅπως καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Γερμανίας (Ρόστοκ καὶ Κάσελ) καὶ στὸ Μόναχο, πλατεῖες, σχολεῖα καὶ δρόμοι ἀφιερώθηκαν στὴ μνήμη τοῦ Ἀλέξανδρου Schmorell καὶ ἄλλων μελῶν τῆς ὁμάδας «Λευκὸ Ρόδο (White Rose)» – νεαροὶ φοιτητὲς Χριστιανοὶ – οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν στὸ τέρας τοῦ ναζισμοῦ, κατὰ τοῦ Φύρερ τῆς NSDAP καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.
Ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell γεννήθηκε στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1917 στὸ ¨Ὄρενμπουρκ τῆς Ρωσίας ἀπὸ πατέρα Γερμανό, τὸν Hugo Schmorell, ἕνα φημισμένο γιατρό, καὶ μητέρα Ρωσίδα, τὴν Ναταλία Vvedenskaja, κόρη ἑνὸς ὀρθόδοξου ἱερέα καὶ φοιτήτρια τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία βάφτισε τὸ παιδὶ ὀρθόδοξο.
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν 2 ἐτῶν ἔχασε τὴν μητέρα του στὸν ἐμφύλιο πόλεμο ἀπὸ τύφο. Ὁ πατέρας φρόντισε νὰ μεγαλώσει τὸ παιδὶ Ὀρθόδοξα μὲ τὴν Ρωσίδα γκουβερνάντα Feodosija Lapschina (Nanny), μία εὐσεβῆ μὲ θερμὴ πίστη γυναίκα, ἐνῶ ξαναπαντρεύτηκε, μία καθολικὴ Γερμανίδα τὴν Ἐλισάβετ. Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς χώρας ἀπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς ἡ οἰκογένεια ἀναγκάζεται νὰ μεταναστεύσει. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι μόλις 4 ἐτῶν καὶ οἱ γονεῖς παίρνουν μαζί τους στὸ Μόναχο καὶ τὴν ἀφοσιωμένη γκουβερνάντα Nanny. Ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος πηγαίνει στὸ σχολεῖο καὶ συνεχίζει τὴν πνευματική του ζωὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσικὴ Ἐκκλησία τοῦ Μονάχου μὲ τὴν ὁποία πάντα τὸν συνέδεε ἐσωτερικὰ ἡ εἰκόνα τῆς μητέρας του, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθόδοξη στάση καὶ ἐκπαίδευση τῆς ἁπλῆς καὶ πιστῆς γκουβερνάντας του.
Ὅταν ἦταν φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς, ξεσπάει ὁ Β Παγκόσμιος πόλεμος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ὑπηρετεῖ στὸ Γερμανικὸ στρατὸ στὴν Τσεχοσλοβακία καὶ ἀργότερα στὴν Γαλλία μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Hans Scholl, ἐπίσης φοιτητή τῆς ἰατρικῆς. Καὶ οἱ δυὸ σηκώνουν τὴν μονότονη στρατιωτικὴ καθημερινότητα, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ξεχωρίζει μὲ τὸν μεγαλόψυχο χαρακτήρα του, γεμάτο χαρὰ καὶ ἐλευθερία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν εὐθυμία ὅμως διακρινόταν κάποιες φορὲς μία βαθειὰ ἀναζήτηση καὶ σοβαρότητα.
«Πῆγα ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο». Ἔτσι σχολίασε ὁ Ἀλέξανδρος τὴν μετανάστευσή τους ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη Ρωσία στὸ ναζιστικὸ Μόναχο. Πάντα ἐπισήμαινε, ὅτι τὸ καθεστὼς τοῦ Stalin καὶ τὸ καθεστὼς τοῦ Hitler ἦταν καὶ τά δυὸ ἀντίχριστα, εἶχαν τὴν ἴδια κακὴ ρίζα.
Μετὰ τὶς ἐμπειρίες στὸ μέτωπο – ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Hans Scholl καὶ ὁ Willi Graf παρακολούθησαν ὁμαδικοὺς φόνους στὴν Πολωνία καὶ τὴν δυστυχία στὸ Γκέτο τῆς Βαρσοβίας – ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφάσισε τὸν Ἰούνιο 1942, ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε πιὰ νὰ ἀκοῦνε συζητήσεις, ἀλλὰ χρειαζόταν δράση. Ἔτσι πῆρε τὴν πρωτοβουλία μαζὶ μὲ τὸν Hans Scholl καὶ σύνταξαν τὶς πρῶτες τέσσερεις προκηρύξεις, οἱ ὁποῖες μοιράστηκαν ἀνώνυμα μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Ὀνομάσανε τὸ κίνημα ἀντίστασης «Λευκὸ Ρόδο (White Rose)» ῾Η ὀνομασία προτάθηκε ἀπὸ τὸν Νεομάρτυρα, ἐμπνευσμένη ἀπὸ ἕνα ἀπόσπασμα τῶν «᾿Αδελφῶν Καραμαζώφ» τοῦ Ντοστογέφσκυ, τοῦ ἀγαπημένου του συγγραφέα· Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ περιγράφεται ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν ἕνα κοριτσάκι. «Τὸ κοριτσάκι ἀνασηκώνεται στὸ φέρετρο καὶ κοιτάζει τριγύρω, χαμογελώντας μὲ ὀρθάνοιχτα ἀπορημένα μάτια, κρατώντας ἕνα μάτσο ἀπὸ ἄσπρα τριαντάφυλλα, ποὺ εἶχαν βάλει στὰ χέρια της…». Τότε, ὁ Μέγας ῾Ιεροεξεταστὴς ἀναγνώρισε καὶ συνέλαβε τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε ὁ περίφημος μονόλογός του…῾Αργότερα ἦρθε καὶ ὁ φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς Christoph Probst, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μία παλιὰ φιλία ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ ἡ ἀδελφή του Hans, ἡ Sophia Magdalena Scholl, φοιτήτρια τῆς Βιολογίας καὶ Φιλοσοφίας, καθὼς καὶ ὁ Willi Graf, καὶ αὐτὸς φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς.
Αὐτόπτες μάρτυρες ἀναφέρουν, ὅτι μία βαθειὰ πίστη ὁδηγοῦσε αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ ἀντισταθοῦν. Ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένα ἀπὸ ἔγκυρες πηγές, ξεκίνησε τὴν ἀντίσταση – κάτι, ποὺ οἱ Γερμανικὲς ἀρχὲς στὶς ἐπίσημες γιορτὲς καὶ ἀναφορὲς ἀποσιωποῦνε – τοὺς ἐνέπνευσε μὲ ἱστορίες καὶ ποιήματα γεμάτα πνευματικότητα ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁδηγώντας τους πνευματικά. Συχνὰ συγκεντρώνονταν στὸ σπίτι τοῦ Hans γιὰ νὰ διαβάζουν ποιήματα καὶ ἐντρυφοῦσαν στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν σὲ θέση νὰ τοὺς ἀνοίξει τὸν θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Σὲ γράμματα στὴν ἀδελφή της Inge ἀναφέρει ἡ Sophia, ὅτι ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος τοὺς στήριξε ἠθικὰ καὶ πνευματικά. Εἶχε, λέει ἡ Sophia, μία εὐθυμία καὶ δύναμη, ἡ ὁποία σὲ ἀνέβαζε πάνω ἀπὸ κάθε μικροψυχία καὶ ἀμφιβολία γιὰ τὴν πίστη.
Ἂν καὶ οἱ δυό, ὁ Hans καὶ ἡ Sophie, μεγαλώσανε μὲ πολὺ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τῆς πρεσβεῖες στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς ἐνέπνευσε γιὰ νὰ ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ ἀποκλειστικὰ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἔχοντας τὴν βαθειὰ πεποίθηση καὶ σιγουριά, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ ὅ,τι πράττουμε καὶ πιστεύουμε, ὁμολόγησαν χωρὶς κανέναν δισταγμὸ μπροστὰ στὰ SS καὶ ἀργότερα στὸ ναζιστικὸ δικαστήριο, ὅτι πράγματι πολέμησαν ἕνα κράτος, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐνάντια σὲ κάθε ἠθικὴ καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Hans ξεκίνησαν τὴν ἀντίσταση, ὅταν οἱ SS μαζεύανε τὰ ἀνάπηρα παιδιὰ ἀπὸ τὰ ἱδρύματα καὶ τὰ πήγαιναν γιὰ ἐκτέλεση ἢ θανάτωση μὲ ἀέριο. Τὸ «Λευκὸ Ρόδο» φωτοτύπησε ἀντιφασιστικὰ ποιήματα μὲ τὴν ἔκκληση στὸ Γερμανικὸ λαὸ γιὰ ἀντίσταση. Οἱ πρῶτες τέσσερες προκηρύξεις δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Hans τὸν Μάιο μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 καὶ στάλθηκαν στά σπίτια τῆς Νότιας Γερμανίας καὶ τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν οἱ πρῶτες προκηρύξεις ἐμφανίστηκαν καὶ στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου καὶ ἔκαναν τὸν κύκλο στοὺς φοιτητές, – μία ἔκκληση νὰ πάρει κάθε πολίτης τὴν εὐθύνη ἐνάντια στὶς σκοτεινὲς ἐνέργειες μίας κλίκας τυραννίας καὶ ὁ καθένας νὰ προβάλλει παθητικὴ ἀντίσταση, γιὰ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ἀθεϊστικῆς μηχανῆς πολέμου – πολλοὶ φοιτητὲς ἀντέδρασαν παράξενα, μὲ ἕνα εἶδος ἐνθουσιασμοῦ. Ἄλλοι ὅμως ἀπέρριψαν αὐτὲς τὶς προκηρύξεις μὲ θυμό.
Στὰ τέλη Ἰουλίου τοῦ 1942 ὁ Ἀλέξανδρος παίρνει μέρος ἀναγκαστικὰ ὡς λοχίας ὑγειονομικοῦ στὴν ἐκστρατεία τοῦ γερμανικοῦ στρατοῦ κατὰ τῆς Ρωσίας μαζὶ μὲ τὸν Hans Scholl καὶ τὸν Willi Graf, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεκόμισε μία καλύτερη κατανόηση τῆς πατρίδας του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Μόναχο στὶς σπουδές του, στὶς 30 Ὀκτωβρίου, ὁ Ἀλέξανδρος ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις στὸ Βερολίνο καὶ τὸ «Λευκὸ Ρόδο» συντάσσει τὴν 5η προκήρυξη – μὲ ἀριθμὸς ἀντιτύπων 6000 – 9000 – , ἡ ὁποία μοιράστηκε στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὰ γραμματοκιβώτια σὲ ὁρισμένες πόλεις τῆς Γερμανίας, μέχρι καὶ τὴν Αὐστρία καὶ στὴν Ἀγγλία.
Τέλος Ἰανουαρίου, μετὰ τὴν μάχη τοῦ Στάλινγκραντ, ξεσπάει μία φοιτητικὴ πορεία ἐναντίων τοῦ πολέμου καὶ μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ συντάχτηκε ἀπὸ τὸ «Λευκὸ Ρόδο» ἡ 6η προκήρυξη, ἡ ὁποία μοιράστηκε στὰ σπίτια τοῦ Μονάχου. Στὶς 18 Φεβρουαρίου τὰ ἀδέλφια Sophie καὶ Hans Scholl πῆραν καὶ μοίρασαν τὰ ὑπόλοιπα φυλλάδια στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου. Τοὺς παρακολούθησε ὅμως ὁ θυρωρὸς Jakob Schmid καὶ ἐνημέρωσε τὰ SS. Τὰ παιδιὰ συλλαμβάνονται ἐπ΄ αὐτοφώρῳ καὶ ὁδηγοῦνται στὴν GESTAPO. Στὴ συνέχεια συλλαμβάνεται καὶ ὁ Christoph Probst ἐνῶ ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell διαφεύγει πρὸς στιγμὴν τὴν σύλληψη.
Λίγες μέρες ἀργότερα, στὶς 22 Φεβρουαρίου γίνεται ἡ πρώτη δίκη καὶ τὰ τρία παιδιὰ καταδικάζονται ἀπὸ τὸν δικαστὴ Roland Freisler ἐν καιρῷ πολέμου γιὰ ἐσχάτη προδοσία σὲ θάνατο διὰ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ μὲ λαιμητόμο. Ο Hans Scholl, 25 ἐτῶν, ἡ Sophia Magdalena Scholl, 22 ἐτῶν καὶ ὁ Christoph Probst, 24 ἐτῶν, ἐκτελέστηκαν στὶς 22 Φεβρουαρίου τοῦ 1943, – κατὰ παράβαση τοῦ νόμου – τὴν ἴδια μέρα τῆς δίκης.
Ὁ Ἀλέξανδρος συλλαμβάνεται στὶς 24 Φεβρουαρίου καὶ καταδικάζεται στὶς 19 Ἀπριλίου στὴν δεύτερη δίκη, ἐπίσης ἀπὸ τὸν Roland Freisler μαζὶ μὲ τὸν Willi Graf καὶ τὸν καθηγητὴ τοὺς Prof. Kurt Huber γιὰ ἐσχάτη προδοσία σὲ θάνατο διὰ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ μὲ λαιμητόμο. Ὁ Ἀλέξανδρος Schmorell, 25 ἐτῶν, ὁ Kurt Huber, 50 ἐτῶν καὶ ὁ Wilhelm Graf,25 ἐτῶν, ἐκτελοῦνται στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1943.
Γράμμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στοὺς γονεῖς του ἀπὸ τὴ φυλακὴ Σταντελχάϊμ τοῦ Μονάχου στὶς 18 Μαΐου 1943
Ἀγαπητοί μου γονεῖς…διάβασα πρόσφατα κάτι σὲ ἕνα πολὺ καλὸ μὲ βαθιὰ νοήματα βιβλίο ποὺ φαίνεται νὰ ταιριάζει σὲ ὅλους : «ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ τραγωδία στὴ ζωὴ κάποιου, τόσο δυνατότερη πρέπει νὰ εἶναι ἡ πίστη του. Ὅσο πιὸ πολὺ φαίνεται ὅτι εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι, τόσο περισσότερο πρέπει μὲ ἐμπιστοσύνη νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς ψυχές μας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας». Ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἔγραψε : «Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς συμφορές μου καὶ ὑποτάσσομαι τελείως στὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς τῆς προνοίας Του. Αὐτὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Του γνωρίζει ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τοῦ θανάτου γιὰ κάθε ἄνθρωπο». Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πού σᾶς εἶχα ἤδη γράψει. Θὰ ἤμουν πολὺ χαρούμενος, ἂν μπορούσατε νὰ σκὲφτεστε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τότε θὰ ἔφευγε μακριά σας ἕνα μεγάλο μέρος λύπης καὶ πόνου…
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ Ἀλέξανδρου στοὺς γονεῖς του, λίγο πρὶν τὴν ἐκτέλεση)
«Μόναχο, 2 Ἰουλίου 1943
… Ἀλλὰ τώρα εἶμαι στὸ σημεῖο, ποὺ – ἀκόμα καὶ στὴ σημερινὴ κατάσταση – εἶμαι χαρούμενος, ἤρεμος καὶ αἰσιόδοξος. Μπορεῖ νὰ ἔρθει ὅ,τι θέλει. Ἐλπίζω, ὅτι ἔχετε περάσει μία παρόμοια πορεία καὶ ὅτι μετὰ τὸν βαθὺ πόνο τοῦ χωρισμοῦ μας, φτάσατε μαζί μου στὸ σημεῖο, ποὺ εὐχαριστεῖτε γιὰ τὰ πάντα τὸν Θεό.
Ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ μένα, νὰ ἀνοίξω τὰ μάτια μου – ὄχι μόνο γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας, ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι παθόντες καὶ ἡ οἰκογένειά μας. Ἂς ἐλπίζουμε, ὅτι καὶ ἐσεῖς ἔχετε καταλάβει τὴν ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα σᾶς παρακαλῶ ἀπὸ καρδιᾶς: Μὴ ξεχάστε τὸν Θεὸ !!!»
Ἀπόσπασμα τῆς 4ης προκήρυξης
«Κάθε λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χίτλερ εἶναι ἕνα ψέμα. Ὅταν μιλᾶ γιὰ εἰρήνη, ἐννοεῖ τὸν πόλεμο καὶ ὅταν κατὰ τρόπο βλάσφημο χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδύναμου, ἐννοεῖ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, τὸν ἐκπεσόντα ἄγγελο, τὸν Σατανᾶ. Τὸ στόμα του εἶναι τὸ δύσοσμο στόμιο τῆς Κολάσεως καὶ ἡ ἰσχὺς του ἐκ βάθρων καταραμένη.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ τρομοκρατικοῦ κράτους μὲ ὀρθολογικὰ μέσα. Ὅμως, ὁποιοσδήποτε ἐξακολουθεῖ νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὕπαρξη δαιμονικῶν δυνάμεων, θὰ ἔχει ἀποτύχει σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ μεταφυσικὴ διάσταση αὐτοῦ τοῦ πολέμου. Πίσω ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα, ὁρατὰ περιστατικά, πίσω ἀπὸ ὅλες τὶς ἀντικειμενικὲς καὶ λογικὲς διαπιστώσεις, βρίσκουμε τὸ ὑπέρλογο στοιχεῖο: Τὸν ἀγώνα ἐνάντια στὸ δαίμονα, ἐνάντια στοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου.
Παντοῦ καὶ πάντοτε, οἱ δαίμονες παραμόνευαν στὸ σκοτάδι, περιμένοντας τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος: ὅταν μὲ τὴ δική του βούληση ἐγκαταλείπει τὴ θέση του στὴν τάξη τῆς Δημιουργίας, ὅπως δημιουργήθηκε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐν ἐλευθερίᾳ – ὅταν ὑποχωρεῖ στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὶς ἄνωθεν δυνάμεις – κι ἀφοῦ θεληματικά κάνει τὸ πρῶτο βῆμα, ὁδηγεῖται ὀλοένα στὸ ἑπόμενο μὲ ραγδαία ἐπιταχυνόμενο ρυθμό.
Παντοῦ καὶ σὲ ὅλους τους καιροὺς τῆς μεγαλύτερης κρίσης, ἔχουν ἐμφανισθεῖ ἄνθρωποι, προφῆτες καὶ ἅγιοι, ποὺ πονοῦσαν γιὰ τὴν ἐλευθερία, κήρυξαν τὸν Μοναδικὸ Θεό, καὶ μὲ τὴ βοήθειά Του ὁδήγησαν τὸν λαὸ στὴν ἀντιστροφὴ τῆς πτωτικῆς του πορείας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, βέβαια, ἐλεύθερος, ἀλλὰ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ εἶναι ἀνυπεράσπιστος ἐνάντια στὸ κακό. Εἶναι σὰν καράβι χωρὶς πηδάλιο, στὸ ἔλεος τῆς θύελλας, σὰν μικρὸ παιδὶ χωρὶς τὴ μητέρα του, σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται στὸν ἀέρα. Καὶ σὲ ρωτάω, σὰν Χριστιανὸ ποὺ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ πιὸ πολύτιμου θησαυροῦ σου, μήπως διστάζεις, μήπως ξεπέφτεις στὴ δολιότητα, τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὴν ἀναβλητικότητα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος ἄλλος θὰ σηκώσει τὸ χέρι γιὰ νὰ σὲ ὑπερασπίσει; Δὲν σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ἀγωνιστεῖς; Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ κακὸ ἐκεῖ ποὺ εἶναι πιὸ δυνατό, καὶ εἶναι πιὸ δυνατὸ στὴν ἐξουσία τοῦ Χίτλερ».
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.
1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν' αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ' επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη. Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι' αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.
2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ' εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.
3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι' αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη".
4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· "δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης". Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ' αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός. Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ' αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι' αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.
5. Γι' αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι "προσήλθαν" στον ναό, αλλά "ανέβηκαν" στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, "ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών", έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.
6. Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ'ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, "εταπεινώθηκα, και μ' έσωσε ο Κύριος". Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, "γι' αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε". Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, "κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου", και "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους", και "αλλοίμονο σ' αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες".
7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ' αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεούγια να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, "κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας", και αυτός που λέγει "καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις".
8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδκετη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι' αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ' εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· "Θεέ, σ' ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".
9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά τηναδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ' εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε "σ' ευχαριστώ", δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν' αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια. Γι' αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζωμε.
10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, "σ' ευχαριστώ, Θεέ", όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά "διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι"· σαν να διέθετε αφ' εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· "δεν είμαι" λέγει, "όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης". Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ' εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλ' αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ' απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι' όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. "Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".
11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ' επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ' ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλ' αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, "νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ". Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!
12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν' αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ' αυτόν που το έδωσε και σ' αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι' αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.
13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ' εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρασυστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, τηνακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με τηνπροσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα». Δεν είπε 'σταθείς', όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.
14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ' ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι' αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν' ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».
15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι' αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη. Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν' ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ' αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο». Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.
16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ' έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;
17. Αλλ' ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.
18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ' αυτούς που σε καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότιπρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου. Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ' αυτούς που ήθελαν ν' αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.
19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».
20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι' αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι' αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ' αυτόν»".
21. Είθε κι' εμείς, παιδευόμενοι μ' ευσπλαγχνία, αλλ' όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν' ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Ομιλία Β', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2605
Δεν φορεί μόνο σάρκα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, για να μην έχη πρόφασι η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για χάρι του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώση τους μαθητές του μέσω της πίστεως που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή. Έκανε αναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνηθούν, Αυτόν, ο οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφασι.
«Όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.
Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα... Για ποια λοιπόν αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ογδόη γίνεται ανώτερη από την εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιουδαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις, δηλαδή η Κυριακή, έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη; Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ογδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι' αυτό, αγαπητέ μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πιστούς υπό την έννοια του αγίου βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σωματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ' αυτά.
Λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο, αλλά να τον εκπληρώση, περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του». Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος.
«Και όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνη εξω.
«Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως» — καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλ' όμως εκπληρωνόταν ετσι ο νόμος — «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»· όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου». Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας προφήτης κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του τα υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.
«Όπως είναι γραμμένο στον νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι' αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.
Έπειτα ανεβαίνουν «για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊκού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι του Ευαγγελίου.
«Και να, υπήρχε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν επάνω του. Αυτός είχε λάβει αποκάλυψι από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και περίμενε την εκπλήρωσι της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθή, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιασθή.
«Αυτός ήλθε κατ' έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεσι. Τότε όμως οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβη την εκπλήρωσι της υποσχέσεως.
«Αυτός δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη τέλειος στην πίστι.
Εκείνος όμως έλεγε: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει καταφθάσει.
Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη, γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει; Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου. Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου, να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών». Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι διδάσκαλος όλων των ανθρώπων.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως; Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Επειδή τα σκοτισμένα ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.
«Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήση κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάννη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, έχεις αυτούς που πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4]. Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5]. Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθηκε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ' αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοίμασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου. Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακούσαμε στα Ευαγγέλια. Ώστε, όπως και εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη εκλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι, αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Και έγινε στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ ακόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λόγια του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].
Ο Συμεών λοιπόν που είναι προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι' αυτούς που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.
Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδησι, οι μάγοι τον εγνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η Άννα η κόρη του Φανουήλ προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον εγνώρισαν, η μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την έκβασι των γεγονότων.
«Και ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνη πτώσις και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για ποιους; Σαφώς γι' αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν με ευγνωμοσύνη.
«Και σημείο αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυρού, που η Εκκλησία το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήση η αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε λοιπόν να εμφανισθή η αντιλογία, για να εκδώση την απόφασί του ο δικαστής, αφού μακροθυμήση μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι' αυτό λέει «και σημείο αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.
Και συ, λέει, θεωρείσαι μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνης μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσης την μήτρα σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος). Άραγε λοιπόν θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεοτόκος, επειδή συνέλαβες χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν όμως Τον δης κρεμασμένο στον Σταυρό, όταν Τον δης να υποφέρη για όλο τον κόσμο, όταν δης στον Σταυρό τα χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσης να αμφιβάλλης και να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μίλησε ο άγγελος; Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως; Παρθένος ήμουν και γέννησα και έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;
«Κι εσένα την ιδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μαθητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους, ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμεινε μόνος κρεμασμένος στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυτής την ψυχή την διεπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.
«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή, ώστε να αποκαλυφθούν από πολλές καρδιές οι λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξη την απιστία και για να γεμίση από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε άποψι αναντίρρητη για τους ανθρώπους, τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη. Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή της αλήθειας. Αντιλέγεται το σημείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν νικητές με την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέλησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς απλώς, όπως θάλεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξι της χάριτος του Χριστού με την καρτερία τους.
Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώσι την προξενεί αυτός, ούτε την ανάστασι την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστασιν» εκείνων που πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κείται». Σαν να έλεγε κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψι του φωτός. Γιατί πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους προαίρεσι, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο Συμεών «και εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήση η αντιλογία απορία στους πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλη καμμιά αντίρρησι, αν δεν το επιτρέψη αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η παραχώρησι αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.
Θα έλθη όμως εποχή που δεν θα υπάρχη πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο και δεν φαίνεται πουθενά ο σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος αποκαλύψη τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά να αντιλογήση στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούνται. Τότε εκείνοι που προηγουμένως είχαν δεχθή το σημείο θα δοξασθούν από αυτόν που εκείνο υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικασθούν από τον υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
[1] πρβλ. Ιωάν. ζ' 41-43
[2] Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα παρουσία θα αποτελέση την «περιτομή» δηλ. την οριστική απομάκρυνσι του κακού και της αμαρτίας από ολόκληρη την κτίσι.
[3] Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4] Ησ. α’ 9
[5] Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6] Ματθ. κβ’ 12
[7] Ιωάν. γ’ 30
[8] Φιλιπ. β’ 10-11
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΣΟΣΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2583
Σαράντα μέρες μετὰ τὰ Χριστούγεννα, οἱ ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιορτάζουν τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἐπειδὴ συνήθως ἡ γιορτὴ πέφτει σὲ ἐργάσιμη μέρα, ἔχει σχεδὸν μισοξεχαστεῖ· παρ’ ὅλα αὐτά ἔρχεται ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὁλοκληρώνει “τὸ χρόνο τῶν Χριστουγέννων”, ἀποκαλύπτοντας καὶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων σ’ ἕνα ρεῦμα καθαρῆς καὶ βαθιᾶς χαρᾶς. Ἡ ἑορτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα γεγονὸς πού καταγράφεται στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ.
Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, ἀκολουθώντας τὴ θρησκευτικὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, “ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παράστησαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου…” (Λουκ. 2, 22-23). Τὸ εὐαγγέλιο συνεχίζει:
«Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». (Λουκ. 2. 26-35).
Πόσο ἐκπληκτικὴ καὶ ὄμορφη εἶναι ἡ εἰκόνα, ὁ πρεσβύτερος νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ βρέφος, καὶ πόσο παράξενα τὰ λόγια του: “ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…”.
Συλλογιζόμενοι αὐτά τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ τὴ σχέση πού ἔχει μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. Ὑπάρχει στὸν κόσμο κάτι πιὸ χαρούμενο ἀπὸ μιὰ συνάντηση, μιὰ “ὑπαπαντὴ” μὲ κάποιον πού ἀγαπᾶς; Εἶναι ἀλήθεια πώς τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ περιμένεις, νὰ ἀποβλέπεις σὲ μιὰ συνάντηση. Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσδοκία τοῦ Συμεὼν τὸ σύμβολό της; Δὲν εἶναι ἡ πολύχρονη ζωὴ του σύμβολο τῆς προσδοκίας, αὐτὸς ὁ “πρεσβύτης” πού περνᾶ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του περιμένοντας τὸ φῶς πού φωτίζει τοὺς πάντες καὶ τὴ χαρὰ πού πληρώνει τὰ πάντα; Πόσο δὲ ἀπροσδόκητο, πόσο ἄρρητα ὄμορφο εἶναι τὸ ὅτι τὸ πολυαναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ ἔρχεται στὸν πρεσβύτη Συμεὼν μὲ ἕνα παιδί!
Φαντασθεῖτε τὰ τρεμάμενα χέρια τοῦ γέροντα Συμεὼν καθὼς παίρνει στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαρανταήμερο βρέφος τόσο τρυφερὰ καὶ προσεκτικά, ἀτενίζοντας τὸ μικρὸ πλάσμα, καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ δοξολογία: “νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου”. Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, καὶ εἶναι βέβαιο πώς στοχαζόταν, προσευχόταν καὶ βάθαινε καθὼς περίμενε ἔτσι, ὥστε στὸ τέλος ὁλόκληρη ἡ ζωή του νὰ εἶναι μιὰ συνεχὴς “Παραμονὴ” τῆς χαρούμενης συνάντησης.
Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθοῦμε τί περιμένουμε; Τί ἐπιμένει ἡ καρδιά μας νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς; Μεταμορφώνεται βαθμιαία ἡ ζωή μας σὲ μιὰ ἀναμονή, καθὼς περιμένουμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ οὐσιώδη; αὐτά εἶναι τὰ ἐρωτήματα πού θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτή τὴ γιορτὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται ὡς ἀνυπέρβλητη ὀμορφιὰ μιᾶς ὥριμης ψυχῆς, πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ, βαθύνει καὶ καθαριστεῖ ἀπὸ καθετί τὸ μικρόψυχο, τὸ ἀνόητο καὶ τυχαῖο. Ἀκόμη καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ ὁ θάνατος, ἡ γήινη μοίρα πού ὅλοι μας μοιραζόμαστε, παρουσιάζονται ἐδῶ τόσο ἁπλά καὶ πειστικὰ ὡς ἀνάπτυξη καὶ ἄνοδος πρὸς ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅταν μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, στὴν πληρότητα τῆς εὐχαριστίας, θὰ πῶ: “νῦν ἀπολύεις”. Εἶδα τὸ φῶς πού διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Εἶδα τὸ “Παιδίον”, πού φέρνει στὸν κόσμο τόση θεϊκὴ ἀγάπη, καὶ πού παραδίνεται σὲ μένα. Τίποτε δὲν προκαλεῖ φόβο, τίποτε δὲν εἶναι ἄγνωστο, ὅλα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία, ἀγάπη.
Αὐτά φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ἑορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μ’ Αὐτὸν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ πού μοῦ ἔδωσε τὸ κουράγιο νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ ἀναμονή.
ΠΗΓΗ: Ἀπό τό βιβλίο:ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟ,
Ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...