Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Διαβάζοντας κάποιος την αφήγηση του Ματθαίου για τη γέννηση του Ιησού Χριστού παρατηρεί πως ο ευαγγελιστής τεκμηριώνει τα γραφόμενά του χρησιμοποιώντας προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμενος στις αμφιβολίες του Ιωσήφ, που επιθυμούσε να διακόψει τον αρραβώνα του με τη Μαρία, όταν διαπίστωσε την εγκυμοσύνη της (Ματθ. 1,18-21), κλείνει τη σχετική ενότητα, χρησιμοποιώντας την παρακάτω προφητεία του Ησαΐα (Ησ. 7,14), με προφανή στόχο να διαλύσει τις αμφιβολίες των αναγνωστών του σχετικά με τη θαυματουργή σύλληψη του Ιησού: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ματθ. 1,23 Μετάφραση: Να η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ).
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στην προσπάθεια του Ηρώδη να πληροφορηθεί τον τόπο γέννησης του Μεσσία, το κείμενο χρησιμοποιεί την προφητεία από το βιβλίο του Μιχαία (Μιχ. 5,1), που αναφέρεται στη Βηθλεέμ: «και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ» (Ματθ. 2,6)
Μετάφραση: Και εσύ Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα δεν είσαι διόλου ασήμαντη ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα, γιατί από σένα θα βγει αρχηγός, που θα οδηγήσει το λαό μου, τον Ισραήλ).
Η φυγή στην Αίγυπτο του Ιωσήφ, της Θεοτόκου και του Ιησού τεκμηριώνεται με προφητεία που ο Ματθαίος δανείζεται από τα βιβλίο του Ωσηέ (Ωσ. 11,1): «εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ματθ. 2,15 Μετάφραση: Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου).
Τέλος, η σφαγή των νηπίων, που συνδέεται με την προσπάθεια του Ηρώδη να ανακαλύψει το βρέφος Ιησού, δίνει την ευκαιρία στον πρώτο Ευαγγελιστή να αναφέρει την εξής προφητεία που την αποδίδει στον Ιερεμία (Ιερ. 31,15) : «φωνή εν Ραμά ηκούσθη, κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελεν παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ματθ. 2,18).
Μετάφραση: Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, κλάματα και στεναγμός βαρύς, για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ και πουθενά δε βρίσκει παρηγοριά, γιατί δεν υπάρχουν πια στη ζωή).
Η χρήση των παραπάνω προφητειών από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο είναι γεγονός αυτονόητο, αφού τα βιβλία που απαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη είναι μέρος του χριστιανικού κανόνα. Εντούτοις, θα πρέπει αυτές να τοποθετηθούν μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, για να γίνει η απόλυτη διασάφησή τους, ενώ είναι απαραίτητο να ερευνηθούν και οι λόγοι που χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης για να τεκμηριωθούν οι αναφορές στη γέννηση του Χριστού. Καταρχήν είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο Ματθαίος θεωρεί πολύ σημαντική την παράθεση των παλαιοδιαθηκικών χωρίων παράλληλα με την αφήγηση των γεγονότων από τη ζωή και τη δράση του Ιησού.
Για τα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, στις οποίες ανήκαν και οι Ευαγγελιστές, η χριστολογική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης ήταν αυτονόητη. Αυτό σημαίνει πως το κέντρο της, για τους χριστιανούς συγγραφείς, είναι ο Ιησούς Χριστός, ενώ ο σκοπός των συντακτών της ήταν να τονίσουν την προετοιμασία της ανθρωπότητας για να τον υποδεχτεί. Αυτή η θέση προβάλλεται σε έργα των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Έτσι, για παράδειγμα, στο υπόμνημα στο Άσμα Ασμάτων του Ιππόλυτου, που ήταν επίσκοπος στη Ρώμη, ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης και τα Ευαγγέλια θεωρούνται πως έχουν κοινό στόχο, ενώ ο Μωυσής ονομάζεται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα «Θεολόγος και Προφήτης» (Στρωματείς 1,22).
Η προφητεία του Ησαΐα που χρησιμοποιεί ο Ματθαίος, ανήκει στο πρώτο μέρος του βιβλίου του προφήτη. Οι ειδικοί ερευνητές το έχουν ονομάσει «Πρωτοησαΐας» και σε αυτό θεωρείται πως περιέχονται λόγοι που η αρχική τους καταγραφή έγινε τον 8ο αι. π.Χ. Είναι μία εποχή δύσκολη για το Νότιο βασίλειο των Ισραηλιτών, το οποίο, εκτός από την απειλή, που προβάλλει εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων της Ασσυριακής υπερδύναμης, έχει να αντιμετωπίσει και το συνασπισμό του βασιλιά της Συρίας Ρεσίν και του βασιλιά του Βορείου βασιλείου Πεκάχ (735-732 π.Χ.). Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι δύο ηγεμόνες προσπαθούν να δημιουργήσουν μία συμμαχία μαζί με το βασιλιά του Ιούδα Άχαζ (741-725) εναντίον του Ασσύριου αυτοκράτορα Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ (745-727). Ο Άχαζ όμως είναι αναποφάσιστος, προτιμάει την ουδετερότητα και ενημερώνει, όπως φαίνεται, τους Ασσύριους. Ξεσπάει τότε ο συροεφραϊμιτικός πόλεμος (π. 734), ενώ ο Ησαΐας διαφοροποιείται από την πολιτική του Άχαζ. Σε αυτό το πλαίσιο της αντιπαράθεσης ανήκει και η προφητεία του για τον Εμμανουήλ, που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αναφερόμενος στα γεγονότα της γέννησης του Χριστού.
Η προφητεία του βιβλίου του Μιχαία για την καταγωγή του Μεσσία από τη Βηθλεέμ φαίνεται να προέρχεται από τη μεταιχμαλωσιακή εποχή (δηλαδή την εποχή που ακολούθησε τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία). Μέσα σε ένα κλίμα που τόνιζε την ιδέα της αποκατάστασης του λαού από τον Θεό, αναδεικνύεται η ιδέα του απεσταλμένου Του που θα φέρει τη λύτρωση. Σαν τόπος γέννησής του προβάλλεται η Βηθλεέμ, που συνδέονταν με τον ένδοξο ηγέτη του Ισραήλ, τον Δαβίδ. Ο Μεσσίας, σύμφωνα με το βιβλίο του Μιχαία, θα είναι ένας ειρηνικός ποιμένας που θα φέρει την αγάπη και τη συναδέλφωση σε όλους τους ανθρώπους.
Η προφητεία που συνδέεται με τη φυγή στην Αίγυπτο ανήκει, όπως έχει τονιστεί, στο βιβλίο του Ωσηέ. Ο προφήτης κάνει μία σύντομη ανακεφαλαίωση στην ιστορία του λαού του Θεού για να δείξει πως η αγάπη είναι βασική ιδιότητά Του. Αν και οι άνθρωποι απομακρύνονταν από το δρόμο Του, αυτός τους κρατούσε με την καλοσύνη και την αγάπη.
Τέλος, στο επεισόδιο της σφαγής των νηπίων, χρησιμοποιείται η προφητεία του Ιερεμία (Ιερ. 31,15, Ο΄38,15) για την επιστροφή των τέκνων της Ραχήλ. Αν και αρχικά παρατίθεται από τον προφήτη ο θρήνος για την καταστροφή, στη συνέχεια ακούγεται ο παρηγορητικός λόγος του Θεού.
Δεν αποκλείεται η κοινότητα του ευαγγελιστή Ματθαίου να είχε μία συλλογή από μεσσιανικές προφητείες, σαν αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η οποία χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την περίσταση. Όλες φαίνεται να προέρχονται από τη μετάφραση των Ο΄ (Εβδομήκοντα. Είναι η μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα), και όχι από το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο. Οπότε το πιο πιθανό είναι τα μέλη της κοινότητας να ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι. Σαν τόπο κατοικίας τους πολλοί ερευνητές δέχονται την Αντιόχεια.
Ο λόγος για τον οποίο ο Ευαγγελιστής χρησιμοποιεί τις μεσσιανικές προφητείες στην αφήγηση της γέννησης του Ιησού, αλλά και σε άλλα μέρη του Ευαγγελίου του, εξηγείται από τον ίδιο: Η εκπλήρωσή τους έχει ήδη γίνει με την έλευση του Κυρίου στη γη. Επομένως τα γεγονότα, όπως η γέννηση του Ιησού, παρατίθενται, για να αποδείξουν την πραγματοποίηση των παλαιοδιαθηκικών λόγων, μέσα βέβαια σε ένα πλαίσιο χριστολογικής ερμηνείας τους.
Ο Ματθαίος με αυτό τον τρόπο ενώνει τις δύο Διαθήκες και φανερώνει πως αφηγούνται το ίδιο γεγονός, που είναι οι ενέργειες του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τοποθετώντας τις προφητείες, που περιέχονται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στο σώμα του Ευαγγελίου του, φανερώνει πως αυτή είναι ένα χριστιανικό βιβλίο, και δίνει έτσι απάντηση σε όλους αυτούς που αμφισβητούν τη θέση της στον κανόνα των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού.
Tου Νίκου Παύλου,Θεολόγου-Ιστορικού
Τί γὰρ μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;
Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς προφητεῖες, στὰ πολλὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται στὶς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων καὶ στὸν Ἑσπερινό, διακρίνουμε δύο κεντρικὲς θεολογικὲς ἀλήθειες, δύο ἀλήθειες ποὺ συνδέονται ἡ μία μὲ τὸ γεγονὸς καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὸν τρόπο τοῦ μυστηρίου. Ἡ πρώτη κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ βρέφους καὶ ἡ δεύτερη ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Θεοτόκου. Ἂς τὶς δοῦμε προσεκτικά.
Ἡ μία εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἀντικρύζουμε ταπεινωμένο, περιφρονημένο, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐξευτελιστική, κενωτική, θὰ λέγαμε, κατάσταση, μέσα στὸ σπήλαιο, μέσα στὴ φάτνη, μέσα στὸ κρύο, μὲ συντροφιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, αὐτὸ τὸ βρέφος, εἶναι ὁ τέλειος Θεός. Δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι κάποιος προφήτης, δὲν εἶναι ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι κάποιος σχεδὸν Θεός, δὲν εἶναι ἕνας Θεός• εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ λέγουν τὰ τροπάρια. Αὐτὸ ὑπογραμμίζουν τὰ ἀναγνώσματα. Αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη ἀλήθεια. Αὐτὴν τιμοῦμε κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία δεύτερη μεγάλη δογματικὴ ἀλήθεια• ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν εἰκονογραφία, στὴν ὑμνογραφία, στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, εἶναι παρθένος. Δηλαδὴ ὁ Κύριος γεννᾶται, ὁ Θεὸς ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ἔρχεται διὰ τῆς φυσιολογικῆς ὁδοῦ, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, δὲν συλλαμβάνεται «ἐκ σπέρματος ἀνδρός», ἀλλὰ ἔρχεται μ᾿ ἕναν «ξένον» τρόπο• ἀσπόρως καὶ παρθενικῶς.
Ὅσο κι ἂν ἡ ὀρθολογισμένη σκληροκαρδία τῆς ἐποχῆς μας σκανδαλίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος «ἐτέχθη ἐκ Παρθένου Μητρός». Γιὰ ποιόν ὅμως λόγο νὰ γεννηθεῖ ἐκ παρθένου; Τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ σως ταπεινῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε, τὴν ἴδια ἀπορία διατυπώνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ στοὺς ὕμνους τονίζεται αὐτὸς ὁ θαυμασμός, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη. «Ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;», «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον» κ.ο.κ. Οἱ ὕμνοι παλεύουν μὲ τὴν ἰδέα τῆς παρθενικῆς γεννήσεως. Ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀπορεῖ μὲ τὸ μυστήριο, δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ. Πιστεύει μόνον σ᾿ αὐτό. Αὐτὴ ἡ πίστη της γεννᾶ καὶ σαφεῖς ἀπαντήσεις, τόσο
ἰσχυρές, ποὺ θὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ μὴ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος. Ἂς δοῦμε ὁρισμένους λόγους ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μυστηριακὸς λόγος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ὄχι μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ ὑπερφυσικοὺς τρόπους. «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ ἐρχόταν ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ δημιουργήσει τὴν θεϊκὴ ὑποψία. Ἐρχόμενος ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἐρχόταν μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ ἔκανε εἶναι νὰ καταργεῖ ἐντελῶς τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ἀνακαινίζει τὰ πάντα. Γεννᾶ ἐλπίδες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Δὲν ἦλθε μὲ φυσικὸ τρόπο. Συνεπῶς δημιουργεῖ τὴν θεολογικὴ ὑποψία ὅτι κάτι γίνεται. Παρὰ ταῦτα, ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ γεγονός, ὅπως βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. α' 19). «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», ἐπαναλαμβάνει ὁ ὑμνογράφος. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία δὲν τὸ ὑποψιάστηκε τὴν στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ (Λουκ. α' 34). Καὶ μόνον ὅταν ὑπετάγη στὴν προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου, τότε ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει περίπου τὸ τί θὰ τῆς συμβεῖ.
Δεύτερη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς καθαρότητος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει μ᾿ ἕναν πεντακάθαρο, τὸν καθαρότερο τρόπο. Ὄχι μ᾿ ἕναν τρόπο ὁ ὁποῖος εἶναι πτωτικός, ὅπως ὁ φυσικός. Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ καθενός μας εἰσήχθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅ,τι ἡ μὲν σύλληψη εἶναι ἐνήδονη, δηλαδὴ ἡδονικῶς κανεὶς συλλαμ-βάνεται, ἡ δὲ γέννηση ἐπώδυνη, δηλαδὴ μὲ πόνους κανεὶς γεννᾶται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καὶ στὴν γέννηση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὴν γέννηση τῆς Θεοτόκου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἰδιάζοντα, μὴ ἡδονικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ γέρους, στείρους γονεῖς, ὥστε ἡ γέννησή της νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιθυμίας, διαθέσεως πρὸς ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πόθου πρὸς παιδοποιΐα καὶ μόνον. Ἂν αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν Παναγία, πολὺ περισσότερο ἔπρεπε νὰ συμβεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς παρθε-νικῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ καθαρότητα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ πεντακάθαρος Θεὸς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἡ ἐκ παρθένου γέννηση ὅμως παραπέμπει καὶ στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι, ὅπως ὁ Ἀδὰμ πλάσθηκε ἀπὸ τὴν παρθενικὴ γῆ, δίχως σπέρμα ἀνδρός, κατὰ μείζονα λόγο ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ ἐναθρωπήσας Κύριος, δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ προέλθει ἀπὸ παρθενικὴ γέννηση. Καὶ «ὥσπερ ὁ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικός γυναῖκα ἤνεγκεν, οὕτω καὶ σήμερον ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς ἄνδρα ἔτεκεν». Διαφορετικὰ πῶς θὰ ἦταν δυνατόν, ἂν ὁ Κύριος ἦταν ὑποκείμενος στοὺς νόμους τῆς φύσεως περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁ Ἀδάμ, νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν παίδευση καὶ τὴν σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία ὁ ἀρχέγονος πατέρας μας μᾶς ὑποδούλωσε;
Θὰ ἀναφέρω καὶ ἕναν ἄλλο θεολογικὸ λόγο. Ἂν ἐδέχετο ὁ Κύριος νὰ γεννηθεῖ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, δηλαδὴ ἀνθρώπου, θὰ εἶχε ὑποτάξει τὴν θεϊκή Του φύση στὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν συνέβη ὅμως αὐτό. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ δώσει νέα ζωὴ ὄχι γιὰ νὰ πάρει ζωή, νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα σπέρματος ἀνθρωπίνου, νὰ κληρονομήσει χαρακτηριστικὰ κάποιου ἐπίγειου πατέρα. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κυριαρχία ἀνθρώπινη στὴν ἔλευσή Του. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει κυριαρχία θεϊκὴ στὸν ἐρχομό Του, γιατί αὐτὸς θὰ ἀπεργάζετο τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἐρχομός Του προκάλεσε τὴν πνευματικὴ γονιμοποίηση, τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ἀναγέννηση τοῦ προσώπου τοῦ καθενός μας.
Θὰ κλείσω καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλον μυστικὸ λόγο, ποὺ δὲν φαίνεται μὲ πρώτη ματιὰ καὶ λίγο ὑπαινίχθην προηγουμένως. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ νὰ καθορίσει τοὺς τρόπους τῆς δικῆς μας πνευματικῆς γεννήσεως. Ὁ καθένας μας πρέπει νὰ πάρει τὸν Θεὸ μέσα του καὶ νὰ Τὸν γεννήσει ξανά. Αὐτὸ σημαίνει ἀναγέννηση. Καὶ δὲν γεννοῦμε τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶς γεννᾶται ὁ Θεὸς μέσα μας. Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔλεγε παντοῦ «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ ἐγέννησε...», (Ματθ. α' 2) ὁ ἕνας ἐγέννησε, ὁ ἄλλος ἐγέννησε καὶ καταλήγει ὁ εὐαγγελιστὴς «Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ίησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τὸν Κύριο δὲν τὸν γέννησε κανείς, ἀλλὰ ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ ἐνῶ ὅλους τοὺς γεννοῦσαν ἄνδρες, Αὐτὸς ἐγεννήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ Μόνος ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ ἄνδρα. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκε ὄχι ἀπὸ γυναῖκα ἀλλὰ ἀπὸ παρθένο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Ἔτσι ὁ καθένας μας γιὰ νὰ ἐπιτρέψει τὸν Θεὸ νὰ γεννηθεῖ μέσα του πρέπει νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τρόπο παρθενικὸ καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ὑπάρχουν τρεῖς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ζήσουμε ἐσωτερικὰ Χριστούγεννα καὶ νὰ προκύψει ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς ὑπάρξεώς μας ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας. Εἶναι οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὰ μητρικὰ ἰδιώματα τῆς Θεοτόκου: τὴν παρθενία, τὸ ἄσπορον καὶ τὸ ἀειπάρθενον. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἄσπιλον, ἡ καθαρότητα• αὐτὸ σημαίνει παρθενία. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ ἄσπορον τῆς Παρθένου, τὸ ὅτι δὲν δέχθηκε σπέρμα ἀνδρός• αὐτὸ σημαίνει λιτότητα καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ὅτι ἡ Παναγία γέννησε παρθενικῶς καὶ παρέμεινε παρθένος. Ἡ κοιλιά της, ἡ μήτρα της δηλαδή, ἦταν γιὰ μιὰ χρήση, τὴν θεϊκὴ χρήση τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἡ δική μας ἀκριβῶς μήτρα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως δὲν εἶναι δυνατόν, δὲν ἀντέχεται αὐτό, νὰ γεννήσει τὸν Θεὸ μὲ πτωτικούς τρόπους, ἀλλὰ πρέπει νὰ Τὸν γεννήσει, νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μέσα της μὲ πνευματικοὺς τρόπους. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται τὸ πρῶτο πρᾶγμα, παρθενικὴ καθαρότητα. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτό, ἔκτρωμα θὰ βγάλουμε. Θεὸς δὲν θὰ προκύψει στὴ ζωή μας.
Τὸ δεύτερο, εἶναι ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἁπλότητα. Δὲν πρέπει νὰ Τὸν ἀναμεί-ξουμε τὸν Θεὸ μὲ τὸ σπέρμα τοῦ παχὺ ἑαυτοῦ μας: μὲ τὴ λογική μας, μὲ τὸν ὀρθολογισμό μας, μὲ τὰ συναισθήματά μας, μὲ τὴ μιζέρια μας, μὲ τὴν τραχύτητα της φύσης μας. Πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ μέσα μας, ὄχι ἀνθρώπινος Θεός, κατασκεύ-ασμα δικό μας, ἀλλὰ Θεὸς δῶρο καὶ χάρις νὰ ἐνανθρωπήσει στὴ καρδιά μας• Θεὸς ποὺ νὰ εἶναι Θεός. Γιατί ἐμεῖς συχνὰ ἐθελοθρησκοῦμε, μὲ δικούς μας ἄρρωστους τρόπους συλλαμβάνουμε τὸν Θεὸ μέσα μας: μὲ θελήματα, μὲ πάθη, μὲ ὀρθολο-γισμό, μὲ ἔντονα συναισθήματα, μὲ προκαταλήψεις, μὲ φυσικούς, νοσηρούς, πτωτικοὺς τρόπους. Ἀντὶ νὰ πιστεύουμε στὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, προκρίνουμε μέσα μας ὄχι τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ἀλλὰ ἕναν ἐξανθρωπισμένο δικό μας θεό.
Καὶ τὸ τρίτο ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τὴν ζωή μας εἶναι τὸ ἀειπάρθενο. Ὅπως ἦταν ἡ Παναγία. Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μέσα μας νὰ μὴ νοθευτεῖ, νὰ μὴν γεννάει «ἀλλότρια» ἡ ψυχή μας. Νὰ μὴν δημιουργεῖ γεννήσεις, ἀλλὰ νὰ φιλοξενεῖ τὴν μία γέννηση τῆς χάριτος.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ὑπερβολές. Εἶναι στοιχεῖα θεολογικὰ ποὺ ὑπαγο-ρεύουν τὸν τρόπο τῆς μυστικῆς πνευματικῆς ζωῆς γιὰ τὸν καθένα μας. Ὅταν ἀρχίζει ἡ νοθεία τοῦ φρονήματος μέσα μας, τότε βγαίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἰσάγουμε καὶ τὴν ἁμαρτία στὸ σπίτι, ὅταν ἐπιτρέπουμε καὶ τὰ πάθη στὴ ζωή μας, τότε ὁ Θεὸς ποὺ νομίζουμε ὅτι γεννήσαμε δὲν εἶναι Θεός, εἶναι προέκταση τῶν δικῶν μας παθῶν.
Ἡ παρθενικὴ γέννηση τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ προφητεία καὶ πρόρρησις τῶν προφητῶν. Ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ὅμως καὶ ἀνάγκη τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας. Ἀποτελεῖ πρότυπο πνευματικῆς ζωῆς. Μ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρότητα, μ᾿ αὐτὴν τὴν λιτότητα, καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴν μονιμότητα καὶ σταθερότητα καλεῖται ὁ καθένας μας ν᾿ ἀποτελέσει μιὰ μήτρα πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ βγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θὰ μαρτυρηθεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀφοῦ προηγουμένως θὰ ἔχει προκύψει ὡς χάρις καὶ εὐλογία καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή.
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.κ. Νικόλαος
Χριστούγεννα!!!
Μια γιορτή αφιερωμένη στην γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού μας.
Κατά τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων ό κόσμος είναι χαρούμενος, όλοι τουλάχιστον μέχρι πέρσι έπαιρναν κάποιον έξτρα μισθό, (δυστυχώς αβέβαιο για φέτος), και όλοι ξεχύνονται στους δρόμους και τα μαγαζιά που και αυτά με τον ιδιαίτερο, έντονο και πολύχρωμο στολισμό τους δελεάζουν τον κόσμο να αγοράσει τα διάφορα στολίδια, δώρα, δέντρα, και άλλα πολλά.
Ή παράδοση μας, έχει το πανάρχαιο έθιμο της ναυτικής πατρίδας μας μαζί με τα κάλαντα, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τα γλυκίσματα, τα δώρα και την λειτουργία στην εκκλησία, είναι το στολισμένο καραβάκι που σηματοδοτεί κι αυτό τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Το ελληνικό παραδοσιακό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, που τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικό νου κατασκεύαζαν τα παιχνίδια τους.
Αποτελούσε, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους.
Πρίν από 50 χρόνια, δηλαδή έως και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, συναντούσαμε το καραβάκι σε πολλά ελληνικά σπίτια και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.
Σήμερα, η παράδοση αυτή τείνει να εξαφανιστεί, μιας και έχει αντικατασταθεί από το ξενόφερτο έλατο.
Ό Αη-βασίλης τής coca-cola, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα αμέτρητα λαμπάκια, και κάτι μικρά αγαλματάκια, που είναι αντίθετα προς το πνεύμα αυτών των ημερών, και προς την παράδοση μας, είναι ξενόφερτα έθιμα, και δεν πρέπει να βρίσκονται σε κανένα σπίτι.
Πρός Θεού δεν θέλουμε να επιβάλλουμε απαραιτήτως την γνώμη μας, αλλά το σίγουρο είναι ένα.
Σίγουρο είναι ότι κάθε χρόνο ξοδεύονται εκατομμύρια για την αγορά τέτοιων περριτών πραγμάτων, και φέτος παρ'ολη την δυσχερή οικονομική κατάσταση, πιστεύουμε ότι θα ξοδευτούν πάλι ένα σωρό χρήματα... ΜΑΤΑΙΑ!!
Φέτος τά "στολίδια" πού θά πάρουμε, γίνεται εάν θέλουμε, με αυτά να "στολίσουμε" συνανθρώπους μας πού μπορεί νά έχουν κάποια ανάγκη.
Γιά αυτό στήν λέξη "στολίδια" βάζουμε εισαγωγικά , γιά να υποδείξουμε ότι ή έννοια τής λέξης είναι μεταφορική.
Καί είναι διπλή ή έννοια της.
Ή μία είναι ότι τα "στολίδια" που θά χαρίσουμε σημαίνουν τα διάφορα πράγματα ή χρήματα πού μπορεί κάποιος συνάνθρωπος μας νά τά έχει ανάγκη, καί ή άλλη έννοια είναι ότι παράλληλα χάριν τής μεγάλης αρετής τής ελεημοσύνης ενδυόμαστε καί εμείς με πνευματικά καί ψυχικά αναλλοίωτα στολίδια.
Λοιπόν η πρόταση μας για φέτος είναι να μην ξοδέψετε ούτε μισό ευρώ στην ματαιότητα.
Εαν διαθέτετε κάποια ποσά μικρά ή μεγάλα, μπορείτε να τα δώσετε εκεί που αξίζει και που υπάρχει ανθρωπιά και αγάπη.
Τα "στολίδια" που θα αγοράσετε θα είναι τα εξής... (σημ. απλά παραδείγματα).
1. Αγοράστε ένα πλήρες οικογενειακό γεύμα για μια οικογένεια που δεν θα έχει την δυνατότητα να πραγματοποιήσει αυτό το τραπέζι.
2. Πάρτε κάποιον που ζεί μόνος του και βάλτε τον να φάει μαζί με την οικογένεια σας.
3. Επισκεφτείτε ένα νοσοκομείο η γηροκομείο, έχοντας μαζί σας μερικά κουτιά γλυκά και αναψυκτικά και μοιράστε τα στους ασθενείς ή τους τρόφιμους με ένα χαμόγελο και μια χειραψία αγάπης.
Πηγαίνετε σε μια γιορτή που διοργανώνουν άνθρωποι με ειδικές ανάγκες ή άπορες οικογένειες ή γηροκομεία και πάρτε μερικά δώρα και μοιραστείτε την χαρά των άλλων και την δική σας.
4. Εαν δείτε κάποιον άστεγο σε κάποιο παγκάκι η σε καμμιά γωνιά να τουρτουρίζει χωρίς γάντια, πάρτε του ένα ζευγάρι, η έναν σκούφο.
5. Αγοράστε μερικά βιβλία και πηγαίνετε να τα δώσετε σε μια φυλακή.
6. Αγοράστε ένα μικρό δώρο ή γλυκά και επισκεφτείτε κάποιον που μένει μόνος του ηλικιωμένο κατά προτίμηση, και κάντε του συντροφιά λέγοντας του μερικούς καλούς λόγους.
7. Μιλήστε με γνωστούς σας, μάθετε ποιός η ποιά οικογένεια έχει πραγματική ανάγκη, και οργανώστε μια επίσκεψη με αυτά που χρειάζονται.
8. Βρείτε ή μάθετε που μένουν πολύτεκνοι και να είστε σίγουροι πώς ότι και να τους δώσετε θα το δεχτούν εγκάρδια και θα τους είναι χρήσιμο. Π.χ αγοράστε διάφορα τρόφιμα ή είδη πρώτης ανάγκης απο ένα σούπερ μάρκετ η μια λαική.
9. Βρείτε που υπάρχουν φτωχές οικογένειες με μικρά παιδάκια και πηγαίντε τους μερικά δώρα-γλυκά για αυτά. Ή χαρά που θα τους δώσετε δεν περιγράφεται.
10. Πηγαίνετε στο τοπικό συσσίτιο της ενορίας-γειτονίας σας, δώστε λίγο κρέας, όσπρια, λαχανικά, να φάνε μερικά στόματα μέσω της βοήθειας σας. Καθίστε να φάτε και εσείς μαζί τους και λάβετε μέρος σε κάποια εκδήλωση που τυχόν λαμβάνει χώρα.
11. Έχετε μια σοκολάτα στην τσέπη σας, και εαν στο πρώτο καροτσάκι απο αυτά που κουβαλάνε παλιά πράγματα και αντικείμενα οί αλλοδαποί, δείτε μέσα σε αυτό να είναι και κανένα παιδάκι, δώστε του την σοκολάτα.
12. Τελειώσατε το φαγητό από τό πλούσιο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, καί έχουν περισσέψει από λίγα φαγητά σε διάφορα πιάτα πού ίσως θα οδηγηθούν στόν κάδο. Μαζέψτε τα όλα σε ένα τάπερ ή ένα πακετάκι και θα δείτε ότι όλα μαζί βγαίνουν ένα καλό γεύμα, γιά έναν, ίσως καί δύο συνανθρώπους μας που πεινάνε. Όταν βγείτε από το σπίτι, πάρτε το μαζί, και να είστε σίγουροι, ότι κάποιον θα βρείτε να τού το δώσετε.
Τέλος, στο τραπέζι έχουν περισσέψει μισοτελειωμένα ψωμάκια καί έχει παντού ψίχουλα, μαζέψτε τα καί πετάξτε τα στο μπαλκόνι ή τήν κεραμοσκεπή σας, τα σπουργιτο-αλητάκια καί άλλα πουλάκια ψάχνουν διαρκώς γιά φαγητό τόν χειμώνα.
Να είστε σίγουροι πώς ένα αληθινό χαμόγελο που θα εισπράξετε για ένδειξη ευγνομωσύνης απο αυτόν που θα κάνετε το καλό, θα σας πλημμυρίσει με αγνά αισθήματα και σκιρτήματα αγάπης και ικανοποίησης τον εσώψυχο κόσμο σας, αισθήματα που για τέτοια η καρδιά και η ψυχή μας διψάνε, μιας και αυτές προέρχονται απο τον δημιουργό της ΑΓΑΠΗΣ τον ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ.
Μήν ξεχνάτε ότι αυτός πού ελεήθηκε γιά σας, θα σας "στολίσει" καί αυτός με τίς "χρυσές" ευχές του πού έχουν τήν δύναμη να λυγίζουν Τον Ουράνιο Πατέρα, και Αυτός με τήν σειρά Του, δείχνοντας το άπειρο Του έλεος, νά μάς σβύνει αμαρτήματα.
Τέλος να ξέρετε ότι τέτοιου είδους πράξεις αγάπης ό Θεός δεν τις παραβλέπει, και ό μισθός τους αποθηκεύεται στο ουράνιο θησαυροφυλάκιο όπου κανένας και καμμία δύναμη δεν μπορούν να σας τον κλέψουν και θα είναι αυτός που θα σας οδηγήσει στην επουράνια βασιλεία Του,γένοιτω επιτυχείν σε όλους μας, ΑΜΗΝ.
ΠΗΓΗ: http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4466.html
Η ιερή ακολουθία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και η σχετική εικόνα υπηρετούν ένα βαθύτερο σκοπό: χειραγωγούν τον πιστό στο μυστήριο της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού.
Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι το προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας, οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο της εορτής.
«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν Ναω του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαίρε της οικονομίας του Κτιστού η εκπλήρωσις».
Ο ορθόδοξος αγιογράφος με βάση τις παραπάνω πληροφορίες της απόκρυφης διήγησης και τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκου συνθέτει την εικόνα των Εισοδίων.
Το κύριο πρόσωπο της εικόνας είναι η τριετής Παναγία. Εικονίζεται τη στιγμή που την υποδέχεται στο ναό ο ιερέας Ζαχαρίας, ο μετέπειτα πατέρας του Προδρόμου, καθώς την παραδίδουν ευλαβικά οι θεοσεβείς γονείς της. Πίσω τους ακολουθούν οι παρθένες, «οι αμίαντες θυγατέρες των Εβραίων», που κρατούν αναμμένες λαμπάδες.
Η Παναγία δε ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δεν εμφανίζει δηλαδή τίποτε το παιδικό, εκτός από το μικρό μέγεθος του σώματός της. Αυτό γίνεται σκόπιμα. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλει να μάς απομακρύνει από το γράμμα της διήγησης («τριετής η παις»), για να συλλάβουμε το πνεύμα της, την εκκλησιολογική της διάσταση. Η Παναγία είναι η Θεοτόκος, η Μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό ο υμνωδός μάς καλεί «την νηπιάζουσαν φύσει και υπέρ φύσιν Μητέρα αναδειχθείσαν του Θεού ευφημήσωμεν ύμνοις» (Τροπάριο του όρθρου).
Η Παναγία εικονίζεται ως ώριμη γυναίκα με το γνωστό μαφόριό της, όπως τη βλέπουμε στις εικόνες της.
Το ίδιο κάνει και ο υμνωδός της Εκκλησίας και για τις λαμπάδες των παρθένων. Οι αναμμένες λαμπάδες δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν την τριετή παιδίσκη να γυρίσει πίσω, στο σπίτι της, καθώς ήταν στο δρόμο προς το ναό –αυτό λέει η απόκρυφη διήγηση- αλλά τούτο: να υποδείξουν τη νοητή λαμπάδα, την Παναγία, και προδηλώσουν έτσι την ανείπωτη μελλοντική αίγλη. Αυτή η αίγλη θα ήταν ο Χριστός, γιατί από την Παναγία θα ανέλαμπε (θα γεννιόταν) φωτίζοντας τους καθισμένους στο σκοτάδι της αμαρτίας ανθρώπους. Αυτόν το συμβολισμό παρουσιάζει το δ’ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού, ήχος δ’ «Αι νεανίδες χαίρουσαι και λαμπάδας κατέχουσαι, της λαμπάδος σήμερον προπορεύονται της νοητής και εισάγουσιν αυτήν εις τα Άγια των Αγίων ιερώς προσηλούσαι την μέλλουσαν αίγλην άρρητον εξ αυτής αναλάμψειν και φωτίσειν τους εν σκότει καθημένους, της αγνωσίας εν Πνεύματι».
Σε πολλές εικόνες πίσω από το Ζαχαρία, αριστερά, παριστάνεται η Παναγία να κάθεται σε καθέδρα με τρία σκαλιά (είναι η αναβαθμοί του θυσιαστηρίου του απόκρυφου κειμένου) και να περιμένει την τροφή που της φέρνει ο άγγελος Γαβριήλ. Η Παναγία να παραμείνει στο Άγιο των Αγίων ως νέα Κιβωτός της Διαθήκης, ως η «έμψυχος κιβωτός» και στα δώδεκα χρόνια της παραμονής της εκεί θα τρέφεται θαυματουργικά με ουράνια τροφή.
Από το βιβλίο Ο Μυστικός κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων (τόμος δεύτερος) Χρήστου Γ. Γκότση Εκδ. Αποστολική Διακονία
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2078
ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Κύριε Παπαζάχο, σεις πώς τον γνωρίσατε το Γέροντα Ιάκωβο;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Είχε έρθει στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών για τα προβλήματα, πού είχε με την καρδία του. Μόλις έμαθα ότι ήταν εκεί, πήγα να τον δω. Ήταν ή μέρα, πού τον είχαν μετακινήσει από τη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης σ' ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια κι ένα ράντζο, πάνω στο όποιο είχαν βάλει τον Γέροντα Ιάκωβο. Ή πρώτη εντύπωση μου μόλις τον είδα είναι κάτι πού δεν περιγράφεται. "Αν σας πω ότι ό άνθρωπος αυτός ακτινοβολούσε, θα είναι λίγο. Ή μορφή του ήταν το κάτι άλλο, πράγματι ακτινοβολούσε. Την ώρα πού μπήκα στο δωμάτιο του, ήταν εκεί οι γιατροί, πού έκαναν την καθημερινή επίσκεψη τους στους θαλάμους των ασθενών. Κατά σύμπτωση οί γιατροί εκείνοι ήταν πρώην φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, μόλις με είδαν, ήρθαν κοντά μου καί με ενημέρωσαν για την κατάσταση της υγείας του Γέροντα. Όταν τελείωσαν κι έφυγαν οί γιατροί, πήγα καί κάθησα δίπλα στο Γέροντα Ιάκωβο, ό οποίος, μόλις με είδε, μου είπε το εξής, το όποιο μ' εκανε πραγματικά ν' άνατριχιάσω,γιατί ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ.
- Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ό άγγελος σου.
Με συγκλόνισε κυριολεκτικά αυτό πού μου είπε. Δεν το λέω για υπερηφάνεια, Καί πρόσθεσε:
- Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο. Άλλα τον δικό σου τον είδα. Πρόσεξε να μη τον διώξεις από κοντά σου. Ανατριχιάζω ολόκληρος κάθε φορά, πού το σκέφτομαι, το ίδιο όπως την ώρα εκείνη. Κι ολοκλήρωσε ό Γέρων Ιάκωβος: -Αυτός ό άγγελος έχει κατονομασθεί την ήμερα της βαπτίσεώς σου. Από την ήμερα της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει καί δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ό οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του καί θα την οδηγήσει την ήμερα της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οί δαίμονες καί θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία καί την άλλη», τότε ό άγγελος σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε καί το άλλο καλό». Αυτός είναι ό δικηγόρος, πού θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοίπόν, να μη τον απομακρύνεις. Τον είδα να είναι κοντά σου. Από εκείνη την ώρα, ουδέποτε σταμάτησα να έχω την αίσθηση ότι δίπλα μου υπάρχει ένας άγγελος, ό δικός μου, προσωπικός άγγελος. Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα χαράς προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Όρθόδοξοι χριστιανοί.
ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Αληθινά εντυπωσιακή εμπειρία αυτή, κύριε Παπαζάχο να δεί ό Γέρων Ιάκωβος το φύλακα άγγελο σας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Όταν έβλεπες τον Γέροντα Ιάκωβο είχες την αίσθηση ότι ήταν άλλου κόσμου, ότι μιλούσε μεν για τα προβλήματα σου, αλλά με μια άλλη προοπτική. Καταλάβαινες ότι, όντας δίπλα σου, ζούσε κάπου άλλου. Κι αυτό σε γέμιζε μ' ένα αίσθημα πανηγύρεως.
ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Ήταν απ'άλλου φερμένος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Καί σου μετέδιδε ότι κι εσύ είσαι για άλλου πλασμένος,ότι δεν είσαι για εδώ.
Από το βιβλίο του ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, «Σύγχρονοι Άγιοι Γέροντες», έκδ. Ι.Μ. Αγ. Μαρίνας καί 'Αγ. Ραφαήλ Ξυλοτύμπου, Λευκωσία 1994.
ΠΗΓΗ: http://proskynitis.blogspot.com/
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά της αγιότητας του εθνομάρτυρα και ιερομάρτυρα αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Ασφαλώς αυτοί που τις διατυπώνουν κάποιους λόγους επικαλούνται μέσα στην καλοπροαίρετη αναμφίβολα διάθεσή τους να διαφυλάξουν τον τρόπο που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας διακηρύσσει την αγιότητα των εξαίρετων μελών της. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα αγιασμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι’ αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.
Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μία ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σαν να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια της ομιλίας αυτής:
«Θα μου επιτρέψετε, λέει λοιπόν ο ακαδημαϊκός, να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International college της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘ βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απάντησα. « Έλεγε, «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην ορθόδοξη πίστη μας εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μη ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους αγίους μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι’ αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ’ Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου. «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»
Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Ας επιτραπεί όμως ως κατακλείδα στη μικρή αυτή αναφορά να μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από ένα ποίημα που έχει γραφεί ακριβώς για τον άγιο.
Στον άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης
Ό,τι θεριά ‘νθρωπόμορφα δεν βλέπαν και δεν νιώθαν,
το ‘δαν τα δέντρα, τα πουλιά, ο ήλιος και το χώμα:
τ’ άγιο κορμί που κείτουνταν ακρωτηριασμένο
με πύρινη όμως την ψυχή και με αγάπης χρώμα!
Τα χείλη του ψιθύριζαν βαμμένα μες στο αίμα,
την ώρα που του ρολογιού οι δείκτες σταματούσαν -
κείνο που πήρε ο άνεμος, με δέος και με φόβο,
για να το φέρει όπου γης, και δάκρυα ξεσπούσαν.
«Πατέρα, τη συχώρηση δώσ’ τους, μη τους γδικιέσαι,
γιατί δεν ξέρουνε κι αυτοί, σαν τότε οι εχθροί Σου»,
λέγαν τα χείλη τ’ άγια, του Χρυσοστόμου Σμύρνης,
λίγο πριν φύγει του η ψυχή, σώμα ψυχή χωρίσουν.
Εσείστηκαν οι ουρανοί απ’ τη βαθειά αγάπη
κι ευθύς εφάνη ο Χριστός, που ‘ σκυψε κει σιμά του.
«Δούλε, καλέ και αγαθέ, μην τον φοβάσαι διόλου,
όποιον σου παίρνει τη ζωή, μικρό τ’ ανάστημά του»!
Κι έφυγε ο Χρυσόστομος, ο της θυσίας άγιος,
μα άφησε το σώμα του τη γη μας να λιπαίνει.
Από ψηλά τώρα θωρεί κι από την προτομή του
θυμίζοντας το χρέος μας – φωνή που δεν σωπαίνει!
Πηγή: http://pgdorbas.blogspot.gr/2011/09/blog-post_11.html
Τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης
Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καταφωτίζεται. Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλη ἡ οἰκουμένη φωταγωγεῖται καί γεμίζει μέ ἀκτῖνες θεϊκῆς χαρᾶς. Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου τό σκοτάδι (τῆς ἁμαρτίας) ἐδιώχθη, καί ἦλθε τό φῶς (τῆς ἀρετῆς). Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὑψούμεθα πνευματικῶς μαζί μέ τόν Σταυρωθέντα Σωτῆρα μας, ἀφήνοντας κάτω τήν γῆ μέ τήν ἁμαρτία, διά νά κερδίσωμε τά ἄνω ἀγαθά. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ὑψώνει μαζί του τήν ἀνθρωπότητα, πού λόγῳ τῆς ἁμαρτίας της, ἦταν πεσμένη κάτω. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ταπεινώνει τήν αὐθάδη ἔπαρσι τῶν δαιμόνων. Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, καί ἡ ἐναντία δύναμις τοῦ Πονηροῦ ὑποχωρεῖ καί ταπεινοῦται. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί συναθροίζεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί αἱ πόλεις ἑορτάζουν πανηγυρικῶς· οἱ δέ λαοί προσφέρουν χαρούμενοι τάς ἀναιμάκτους θυσίας εἰς τόν Θεόν. Διότι καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὑπόθεσις μεγάλης χαρᾶς, καί ἀποδίωξις τῆς λύπης.
Ἀλλά καί τό νά βλέπῃ κανείς τό τύπον τοῦ Σταυροῦ, πόσον μεγάλο πρᾶγμα εἶναι! Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τόν Σταυρόν, γεμίζει ἀνδρείαν καί διώχνει τήν δειλίαν. Τόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ Σταυρός! Καί αὐτός πού τόν κάνῃ κτῆμα του, θά ἔχῃ ἀποκτήσει ἕνα θησαυρόν. Ἴσως νά νομίζετε ὅτι ὀνομάζω θησαυρό τόν χρυσόν, ἤ τά μαργαριτάρια, τούς βαρύτιμους Ἰνδικούς λίθους, διά τά ὁποῖα χαίρουν οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι, ἀσχολούμενοι μέ τά μικρά καί ἀνάξια λόγου πράγματα. Ἐγώ ὅμως ὀνομάζω θησαυρόν –καί δικαίως- ἐκεῖνο τό ὡραιότατο καί πολύτιμο πρᾶγμα καί ὄνομα ἐπάνω στό ὁποῖο καί διά τοῦ ὁποίου, ἐπετεύχθη ὅλη ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας μας. Διότι ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, ὁ Χριστός δέν θά ἐσταυρώνετο. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, ὁ Χριστός -ἡ ἀληθινή ζωή –δέν θά ἐκαρφώνετο ἐπάνω εἰς τό Ξύλον αὐτό· καί ἐάν δέν ἐκαρφώνετο δέν θά ἀνέβλυζον ἀπό τήν Πλευράν οἱ βρύσες τῆς ἀφθαρσίας «αἷμα καί ὕδωρ», τά ὁποῖα ἐστάθησαν καθάρσια ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν θά ἐσχίζετο τό χειρόγραφο τῆς ἁμαρτίας· δέν θά εἴχαμε τήν πνευματική ἐλευθερία μας· οὔτε θά ἀπελαμβάναμε τό «ξύλον τῆς ζωῆς»· ὁ Παράδεισος δέν θά ἀνοιγόταν· ἡ «στρεφομένη φλογίνη ῥομφαία» δέν θά ἄφηνε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο πρός τήν Ἐδέμ· οὔτε ὁ Λῃστής θά εἰσήρχετο εἰς τόν Παράδεισον.
Διατί τά λέγω αὐτά; Ἐάν δέν ἦτο ὁ Σταυρός, δέν θά ἤρχετο ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς· καί ἐάν ὁ Χριστός δέν ἤρχετο, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Παρθένος. Καί ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ Παρθένος, οὔτε Γέννησις Χριστοῦ δευτέρα θά ὑφίστατο. Δέν θά συνανεστρέφετο ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους· δέν θά ὑπῆρχε τόκος, οὔτε φάτνη, οὔτε σπάργανα, οὔτε ὀκταήμερος περιτομή, οὔτε ὑποταγή εἰς τούς γονεῖς Του, οὔτε αὔξησις ἡλικίας, οὔτε αὔξησις σώματος, οὔτε φανέρωσις Αὐτοῦ, οὔτε βάπτισμα, οὔτε θαύματα, οὔτε ὁ προδότης Ἰούδας, οὔτε ἡ δίκη τοῦ Πιλάτου, οὔτε τό θράσος τῶν Ἰουδαίων πού ζητοῦσαν ἐπιμόνως νά σταυρώσουν τόν Ἀθῷον.
Καί ἐάν δέν ὑπῆρχε Σταυρός, δέν θά συνετρίβετο ὁ θάνατος, δέν θά ἐγυμνοῦτο ὁ ᾅδης, δέν θά ἐνεκρώνετο τό πονηρό φίδι, ὁ διάβολος. Δι᾽ αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί τίμιο πρᾶγμα ὁ Σταυρός. Μεγάλο, διότι πάρα πολλά ἀγαθά καί εὐεργεσίαι ἔγιναν δι᾽ αὐτοῦ. Τόσο πολλά, καθ᾽ ὅσον καί τά θαύματα καί τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ ὑπερνικοῦν κάθε δύναμι λόγου καί ἐκφράσεως. Εἶναι τίμιον ἐπίσης, διότι ὁ Σταυρός σημαίνει: Θεῖον Πάθος καί τρόπαιον. Πάθος, λογῳ τοῦ ὅτι ὁ ἀπαθής Χριστός, ἑκουσίως ὑπέστη σταυρικόν θάνατον· τρόπαιον δέ, διότι ὁ διάβολος ἐτραυματίσθη διά τοῦ Σταυροῦ, καί μαζί του ἐνικήθη καί ὁ θάνατος. Συνετρίβησαν ἐπίσης αἱ πύλαι του ᾅδου, καί τέλος, ὁ Σταυρός ἔγινε δι᾽ ὅλον τόν κόσμον κοινή σωτηρία.
Ὁ Σταυρός εἶναι ἐλπίς τῶν Χριστιανῶν, σωτήρ τῶν ἀπεγνωσμένων, λιμάνι γι᾽ αὐτούς πού εὑρίσκονται σέ δύσκολες βιωτικές περιστάσεις, ἰατρός γιά τούς ἀσθενεῖς· ἀπομακρύνει τά πάθη, δίδει τήν ὑγεία, δίδει τήν ζωή στούς πνευματικά νεκρούς, καθοδηγεῖ πρός τήν εὐσέβεια, ἀποστομώνει τήν βλασφημία.
Ὁ Σταυρός εἶναι ὅπλο κατά τῶν ἐχθρῶν, πνευματική ῥάβδος διά τούς βασιλεῖς· τό κάλλος τοῦ βασιλικοῦ στέμματος· τύπος πού ἔχει ἕνα βαθύτερο πνευματικό νόημα, ῥάβδος δυνάμεως, εἶναι τό στήριγμα τῆς Πίστεως, πνευματική βακτηρία γιά τά γηρατειά, ὁδηγός τῶν τυφλῶν, φῶς διά τούς ἐσκοτισμένους, παιδαγωγός τῶν ἀφρόνων, διδάσκαλος τῶν νηπίων, συντριβή τῆς ἁμαρτίας, φανέρωσις μετανοίας· ἀποτελεῖ ἐγγύησιν ἀρετῆς καί δικαιοσύνης.
Ὁ Σταυρός εἶναι σκάλα πού ἀνεβάζει εἰς τούς Οὐρανούς· ὁδός, πού ὁδηγεῖ πρός τήν ἀρετήν· εἶναι πρόξενος ζωῆς πνευματικῆς· κατάργησις τοῦ θανάτου, ἀπαλλαγή ἀπό τήν φθορά. Ἔχει τήν δύναμιν νά σβήσῃ τήν φλόγα τῶν παθῶν καί τοῦ αἰωνίου πνευματικοῦ θανάτου· δίδει εἰς τήν ψυχήν τήν παῤῥησία πρός τόν Θεόν· εἶναι τό κλειδί διά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ Σταυρός εἶναι φύλαξ κατά τήν νύκτα, πύργος κατά τήν ἡμέρα, χειραγωγός μέσα εἰς τό σκοτάδι, χαλινάρι σέ περιπτώσεις ὑπερβολικῆς χαρᾶς, ψυχαγωγός σέ περιστάσεις θλίψεων, συντελεῖ εἰς συμφιλίωσιν· εἶναι παρακλητικός, φιλικός, ὑπερασπιστής· μᾶς προφυλάττει καί μᾶς βοηθεῖ.
Ὁ Σταυρός εἶναι βοηθός εἰς τούς πειρασμούς μας, σωτήρ εἰς τους κινδύνους, παρήγορος εἰς τάς θλίψεις, βοηθός εἰς τάς ἀνάγκας, κυβερνήτης εἰς τήν θάλασσαν, ἀνακούφισις εἰς τάς συμφοράς. Ὁ Σταυρός φυλάσσει αὐτούς πού ἀναπαύονται τήν νύκτα, ἀγρυπνεῖ μέ τούς ἀγρυπνοῦντας, βοηθᾷ τούς κουρασμένους.
Ὁ Σταυρός εἶναι ἐνδυνάμωσις τῶν ἐξηντλημένων καί ἀδυνάτων, ἀνάπαυσις τῶν κοπιώντων, τροφή τῶν πεινασμένων, ἰσχύς τῶν νηστευόντων, ἐκπαιδευτής τῶν ἀγωνιστῶν, σκέπη τῶν γυμνῶν, σύντροφος εἰς τάς ὁδοιπορίας τῶν ξενιτευόντων.
Ὁ Σταυρός εἶναι σωφρονιστής τῶν πλουσίων, προνοητής διά τούς πτωχούς, προστάτης τῶν χηρῶν, ἀντιλήπτωρ τῶν ὀρφανῶν. Ὁ Σταυρός εἶναι τιμή διά τούς ἄρχοντας, δύναμις διά τούς βασιλεῖς, νίκη διά τούς στρατηγούς, δόξα διά τούς Ἱερεῖς· εἶναι ἐπίσης σύντροφος τῶν Παρθένων, σφραγίς, ἐπικύρωσις καί ἀσφάλεια τῆς ἁγνότητος, σύνδεσμος τῆς συζυγίας.
Ὁ Σταυρός εἶναι φύλαξ τῶν πόλεων, ἀσφάλεια τῶν σπιτιῶν, σύνδεσμος τῆς φιλίας, ὀχύρωμα κατά τῶν ἐχθρῶν, ἀντίπαλος τῶν πολεμίων, διώκτης τῶν παθῶν, σκόνταμα καί ἐμπόδιον τῶν βαρβάρων, βραβευτής τῆς εἰρήνης, συμφιλίωσις τοῦ κόσμου, κατάργησις τῶν ὁρίων, παροχή καί ἐξασφάλισις τῆς ἀγάπης, ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, βάθος τῆς γῆς, σύνθεσις ὅλης τῆς κτίσεως, τοῦ μήκους αὐτῆς πού βλέπουμε, καί τοῦ πλάτους τῆς οἰκουμένης· καί διά νά εἰπῶ μέ λίγα λόγια: ὁ Σταυρός εἶναι τό κεφάλαιον τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ κορυφή τῶν θαυμάτων πού ἔγιναν δι᾽ ἡμᾶς.
Ἀλλ᾽ ὦ Τίμιε Σταυρέ, τό πολυδοξασμένο καύχημα τοῦ Κυρίου καί ἡμῶν! Ὦ Ξύλον ἔνδοξον, ἐπάνω εἰς τό ὁποῖον ὁ Χριστός ἐτεντώθη! Φυτόν πού ἐξασφαλίζει τήν ἀθανασίαν, ἐκ τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός βότρυς, ἀνέβλυσε γιά μᾶς ποτόν πού δίδει ἀληθινή ζωή. Ὦ Σταυρέ, διά τοῦ ὁποίου ἐσχίσθη τό χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας, καί ἔτσι ἔγινε αἰτία νά γραφῇ τό συμβόλαιον τῆς ἐλευθερίας. Ὦ Σταυρέ, θησαυρέ ἀπείρων ἀγαθῶν! Πρόξενε τοῦ Παραδείσου, κάτοχε τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, σύ πού ἐλευθερώνεις ἀπό τά ἁμαρτήματα καί δίδεις τά κατορθώματα. Σέ ὁ Χριστός μέ τήν Σταύρωσίν Του ἀνέδειξε Ξύλον ἀθανασίας. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό νά προσηλωθῇ ἐπάνω σου, ἐτοποθέτησε σάν ἄλλη σκάλα πού ὁδηγεῖς πρός τούς οὐρανούς. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό νά κρεμασθῇ ἐπάνω σου, ἀνέδειξε πρόξενον εὐλογίας. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό τάνυσμά Του, κατέστησε ἱκανόν νά ἐλευθερώνῃς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι εἰς αὐτήν.
Πηγή: http://www.orthodoxmathiteia.blogspot.gr/2012/09/blog-post_13.html#more
Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.
Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό.
Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.
Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;
Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;
Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.
Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.
8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.
Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.
Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.
Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.
Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».
Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.
Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.
Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.
Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.
11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.
Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.
Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.
Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.
Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;
12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.
13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.
Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.
Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.
Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.
Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;
14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.
Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.
Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;
15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.
Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.
Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.
16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.
Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.
Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.
Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.
17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.
Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.
18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.
Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.
Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.
Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.
Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.
Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: imaik.gr)
Η λέξη «Ινδικτίων» προέρχεται από τη λατινική λέξη «indictio». Ινδικτίων σήμαινε το φορολογικό σύστημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο είχε χρονικό κύκλο 15 ετών. Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου καθιερώθηκε ως το επίσημο σύστημα καταμέτρησης του χρόνου, λόγω της πρακτικότητάς του. Καταρχάς αρχή της Ινδίκτου (πρωτοχρονιά), καθορίστηκε να είναι η 23η Σεπτεμβρίου, τόσο για το Κράτος όσο και για την Εκκλησία. Αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα, η Εκκλησία όρισε όπως η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους να είναι η 1η Σεπτεμβρίου.
Ανήμερα της 1ης Σεπτεμβρίου τελείται η «Ακολουθία της Ινδίκτου» και η Εκκλησία τελεί την εορτή:
Τα ονόματα των 40 αγίων γυναικών είναι: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αρηβοϊα, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεονόη, Θεονύμφη, Θεοφάνη, Καλλιρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάδα, Χάιδω, Χαρίκλεια, Ωδώνη.
Ημέρα προσευχής για την προστασία του περιβάλλοντος
Η Ορθόδοξη Εκκλησία καθόρισε η ημέρα αυτή να θεωρείται ως η «Παγκόσμια Μέρα Προσευχής για την Προστασία του Περιβάλλοντος».
Επιμέλεια: Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος.
Ενημερώθηκε: Αύγουστος 31. 2012 15:41
Πηγή: http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=807
Ο Άγιος Φανούριος είναι αναμφίβολα μια άγια, σημαντική νεανική μορφή, που ξεχωρίζει με τον δικό του τρόπο ανάμεσα στους άλλους Αγίους της χριστιανοσύνης, γιατί δεν τιμάται απλώς σε μια μόνον ημερομηνία, αλλά η πίστη των χριστιανών κάνει συχνά τη γνωστή φανουρόπιτα.
Ο Άγιος Φανούριος, που έζησε στα Ρωμαϊκά χρόνια, συγκρούσθηκε τότε θαρρετά με τον κόσμο της ειδωλολατρίας, γιατί το χριστιανικό πνεύμα του θεανθρώπου, δεν του επέτρεπε ν' αρνηθεί τις αναμφισβήτητα ενάρετες αρχές του. Έτσι τα 12 μαρτύρια που υπόφερε ο Άγιος, αποτελούν για μας ένα δυνατό κίνητρο για αντοχή και προσκόλληση στις ηθικές αξίες του χριστιανισμού, για να βγούμε νικητές από ένα αδιάκοπο αγώνα, ενάντια στην απιστία και αδικία της εποχής μας. Ο Άγιος μας δίδαξε με την πραγματική θυσία του, πως εμείς τώρα δεν παλεύουμε βέβαια με στρατοκράτες Ρωμαίους και απαίσιους Αγαρηνούς, αλλά έχομε ν' αντιμετωπίσουμε τις πιο έντεχνα στημένες παγίδες του υλισμού και αθεϊσμού, που προσπαθούν μαζικά να σαρώσουν τις τάξεις των χριστιανών.
Ο Άγιος Φανούριος ακόμα μας δίδαξε, πως το στεφάνι της ενάρετης ζωής δεν κερδίζεται εύκολα, αλλά μόνον με συνεχείς δοκιμασίες, με θάρρος, υπομονή και αντοχή. Επομένως σαν αληθινοί αγωνιστές της πίστεως ας μιμηθούμε την υποδειγματική και άμεμπτη ζωή του Αγίου, για να καταξιωθούμε κάποτε κι εμείς να τιμήσουμε το χριστιανικό όνομα που φέρουμε, όπως κι αυτός επάξια το τίμησε.
Γενικά για τη ζωή του
Για την καταγωγή και τη ζωή του Αγίου Φανουρίου δεν υπάρχει τίποτε συγκεκριμένο, επειδή όλα τα στοιχεία της ζωής του χάθηκαν σε καιρούς ανωμαλίας.
Τα μόνα στοιχεία που έχομε αναφορικά με τον Άγιο είναι η εύρεση της εικόνας του, γύρω στα 1500 μ.Χ., σύμφωνα με τα συναξάρια, ή κατ' άλλους γύρω στα 1355-1369 μ.Χ. Άλλοι υποστηρίζουν πως η εικόνα του Αγίου βρέθηκε στη Ρόδο και άλλοι στην Κύπρο.
Η εύρεση της εικόνας
Επιστρέφομε στο παρελθόν, όταν οι Αγαρηνοί εξουσίαζαν τη Ρόδο και αποφάσισαν να ξαναχτίσουν τα τείχη της πόλης, που βάρβαρα κατέστρεψαν και κατεδάφισαν στον πόλεμο λίγα χρόνια πριν.
Άρχισαν λοιπόν να στέλλουν εργάτες έξω απ' το νότιο μέρος του φρουρίου και να μαζεύουν πέτρες απ' τα μισογκρεμισμένα σπίτια των κατοίκων, για να ξαναφτιάξουν τα νέα και ισχυρά τείχη της πόλης τους. Ξαφνικά μέσα στα χαλάσματα βρήκαν μια ωραιότατη, αλλά μισοχαλασμένη στη μια πλευρά εκκλησία κι εκεί μέσα βρήκαν ένα σωρό εικόνες, που απ' την πολυκαιρία δεν ξεχώριζαν τις μορφές των Αγίων καθώς και τα γράμματα, που είχανε επάνω τους.
Μια μόνο καταπληκτική εικόνα ξεχώριζε απ' όλες, που ο χρόνος δεν την άγγιξε και παρίστανε ένα νέο ντυμένο σαν στρατιώτης. Ο Μητροπολίτης της Ρόδου Νείλος έτρεξε αμέσως επί τόπου και διάβασε καθαρά το όνομα του Αγίου, που λεγόταν Φανούριος.
Συγκινημένος ο Σεβασμιώτατος, για τη φανέρωση του Αγίου, παρατήρησε, πως ήταν ντυμένος σαν Ρωμαίος στρατιωτικός, κρατώντας στο αριστερό χέρι του ένα σταυρό και στο δεξιό μια αναμμένη λαμπάδα. Ο αγιογράφος ακόμα ολόγυρα της εικόνας ζωγράφισε σε δώδεκα παραστάσεις τα μαρτύρια, που υπόφερε ο Άγιος και, που εξιστορούν ολοφάνερα την όλη ζωή του.
Οι παραστάσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
Α΄. Ο Άγιος παρουσιάζεται όρθιος μπροστά στο Ρωμαίο ανακριτή του και φαίνεται ν' απολογείται με θάρρος και να υπερασπίζει την χριστιανική πίστη του.
Β΄. Οι στρατιώτες εδώ επεμβαίνουν και χτυπούν με πέτρες στο κεφάλι και στο στόμα τον Φανούριο, για ν' αναγκασθεί να υποκύψει και ν' αρνηθεί τον Κύριο.
Γ΄. Οι στρατιώτες έχουν εξαγριωθεί πια απ' την επιμονή του Φανουρίου, γι' αυτό τον έριξαν κάτω και τον χτυπούν τώρα άγρια με ξύλα και ρόπαλα, για να κάμψουν το ακμαίο ηθικό του.
Δ΄. Ο Φανούριος είναι στη φυλακή κι εκεί βασανίζεται με αποτρόπαιο τρόπο. Φαίνεται εντελώς γυμνός κι οι στρατιώτες ολόγυρα του ξεσχίζουν τις σάρκες του με αιχμηρά σιδερένια εργαλεία. Ο Άγιος υπομένει αγόγγυστα το τρομερό μαρτύριό του.
Ε΄. Ο Φανούριος βρίσκεται και πάλι στη φυλακή και προσεύχεται στον θεό, για να τον ενισχύσει ν' αντέξει μέχρι τέλους τα βασανιστήρια.
ΣΤ΄. Ο Άγιος παρουσιάζεται και πάλιν μπροστά στον Ρωμαίο ανακριτή για ν' απολογηθεί για τη στάση του. Απ' την ατάραχη έκφραση του προσώπου του φαίνεται, πως ούτε τα βασανιστήρια που υπόφερε, ούτε οι μελλοντικές απειλές του τυράννου του εκλόνισαν την πίστη και έτσι απτόητος περιμένει ακόμη χειρότερα μαρτύρια.
Ζ΄. Οι δήμιοι του Φανουρίου με μανία και σκληρότητα καίουν με αναμμένες λαμπάδες το ολόγυμνο σώμα του, που φαίνεται έτσι η ανυπέρβλητη θυσία του για τον Εσταυρωμένο. Ο Άγιος νικά και πάλιν με την αδάμαστη θέληση και καρτερία του στον Κύριο.
Η΄. Εδώ οι άγριοι βασανιστές του χρησιμοποιούν και μηχανικά μέσα για να φθάσουν στο κορύφωμα του μαρτυρίου του. Έχουν δέσει τον Άγιο πάνω σ' ένα μάγκανο κι αυτό σαν περιστρέφεται, του συντρίβει τα κόκκαλα. Υποφέρει εκείνος αγόγγυστα αλλά στο ωραίο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένη ανέκφραστη αγαλλίαση, γιατί υποφέρει για χάρη του Κυρίου.
Θ΄. Ο Φανούριος ρίπτεται σ' ένα λάκκο, για να γίνει βορά άγριων θηρίων κι οι δήμιοί του από πάνω παρακολουθούν να δούνε το τέλος του. Τα θηρία όμως έχουν κυριολεκτικά εξημερωθεί απ' τη χάρη του Θεού, γι' αυτό τον περιτριγυρίζουν ήσυχα σαν αρνάκια και απολαμβάνουν θαυμάσια τη συντροφιά του.
Ι΄. Οι δήμιοί του δεν ικανοποιούνται απ' το προηγούμενο αποτέλεσμα κι έτσι τον βγάζουν απ' τον λάκκο και τον καταπλακώνουν μ' ένα μεγάλο λίθο, βέβαιοι πια πως θα τον αποτελειώσουν. Τίποτε όμως δεν πετυχαίνουνε κι αυτή τη φορά.
ΙΑ΄. Η σκηνή παρουσιάζει τον Άγιο μπροστά σε βωμό, όπου οι δήμιοί του τον προτρέπουν να θυσιάσει, βάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα. Ο Φανούριος βγαίνει και απ' αυτή τη δοκιμασία νικητής και αυτό διακρίνεται από ένα διάβολο, που έχει τη μορφή δράκου, που πετά στον αέρα και κλαίει για την αποτυχία του.
ΙΒ΄. Η τελευταία σκηνή είναι το τέλος του μαρτυρίου του, με τον Φανούριο ριγμένο σ' ένα μεγάλο καμίνι να στέκεται όρθιος πάνω σ' ένα σκαμνί και να τον περιζώνουν φλόγες και καπνοί. Ο Άγιος φαίνεται να προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό, χωρίς να εκφράζει κανένα παράπονο ή γογγυσμό κι έτσι άκαμπτος κι ανυποχώρητος πέταξε στα ουράνια, γεμάτος ικανοποίηση για όσα βάσανα υπόφερε για χάρη του Κυρίου.
Το χτίσιμο του ναού
Ο Μητροπολίτης τότε του νησιού, ο Νείλος, όταν μελέτησε επισταμένα την εικόνα που βρέθηκε, αποφάνθηκε, πως ο Φανούριος ήταν ένας απ' τους σπουδαιότερους μεγαλομάρτυρες της Πίστεώς μας. Αμέσως έστειλε αντιπροσωπεία στον ηγεμόνα του νησιού και τον παρακαλούσε να του δώσει άδεια για ν' ανακαινίσει την εκκλησία. Όταν όμως ο ηγεμόνας αρνήθηκε, τότε ο Μητροπολίτης μετέβη ο ίδιος προσωπικά στην Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσε να εξασφαλίσει απ' τον Σουλτάνο την άδεια που ζητούσε. Επέστρεψε σύντομα στη Ρόδο κι αναστήλωσε το ναό ακριβώς στην παλιά θέση του, έξω από τα τείχη του. Ο ναός σώζεται ως τα σήμερα και αποτελεί από τότε ιερό προσκύνημα όλων των Χριστιανών.
Στοιχεία που συνάγονται από τη μελέτη της εικόνας
1. Βλέποντας την εικόνα του Αγίου Φανουρίου που βρέθηκε στη Ρόδο, εξάγουμε πολλά αξιόλογα στοιχεία που είναι τα ακόλουθα:
2. Σαν διαβάσουμε στην εικόνα το όνομα του Αγίου συμπεραίνομε αμέσως, πως είναι ελληνικής καταγωγής.
3. Επίσης συμπεραίνομε πως οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς, για να του δώσουν ένα τόσο χριστιανικό όνομα.
4. Ο νέος αυτός ακόμα θα ήταν πολύ μορφωμένος για να γίνει στρατιωτικός.
5. Υπολογίζουμε ακόμα πως τα μαρτύρια του Αγίου Φανουρίου έγιναν τον β' και γ' αιώνα, όταν οι διωγμοί των χριστιανών βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους.
6. Ο Φανούριος ολοφάνερα αποδεικνύεται πως ήταν Μεγαλομάρτυρας απ' τα πολλά και φοβερά μαρτύρια που υπέφερε.
7. Βεβαιωνόμαστε επίσης πως ετιμάτο απ' τους πιστούς χριστιανούς απ' τα χρόνια του μαρτυρίου του σε χριστιανικούς ναούς, για να βρεθεί μάλιστα ένας τέτοιος ναός και στη Ρόδο.
8. Απ' την απεικόνιση του Αγίου φαίνεται πως ο Φανούριος μαρτύρησε σε νεαρά ηλικία.
Θαύματα του Αγίου
Ο Άγιος Φανούριος έκανε αρκετά θαύματα στους πιστούς που επικαλούνται το όνομά του κι ένα απ' αυτά είναι το ακόλουθο:
Σε μια περίοδο της ιστορικής ζωής της η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη στους Λατίνους (1204 - 1669 μ.Χ.), που είχαν δικό τους Αρχιεπίσκοπο και γι' αυτό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παρασύρουν τους κατοίκους του νησιού στον Καθολικισμό (Παπισμό).
Έτσι οι Λατίνοι πήρανε σαν καταπιεστικό μέτρο ενάντια στην Ορθοδοξία να μην επιτρέπουν να χειροτονούνται ιερείς στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα) για να χειροτονηθούν ιερείς από Ορθόδοξο Αρχιερέα, που έδρευε εκεί.
Κάποια εποχή λοιπόν ξεκίνησαν απ' την Κρήτη τρεις διάκονοι για το Τσιρίγο κι αφού χειροτονήθησαν εκεί ιερείς, επέστρεφαν τρισευτυχισμένοι στο πολύπαθο τότε απ' τη σκλαβιά νησί τους. Κατά κακή τους τύχη Αγαρηνοί πειρατές τους συνέλαβαν στο πέλαγος, τους μετέφεραν στη Ρόδο, όπου τους πώλησαν σε τρεις διαφορετικούς Αγαρηνούς αφέντες.
Η θέση των τριών ιερέων ήταν αξιοθρήνητη κι όμως μια γλυκειά προσμονή ήλθε να γλυκάνει το πικρό παράπονό τους. Μάθανε πως στη Ρόδο ο Άγιος Φανούριος θαυματουργούσε και σ' αυτόν στήριξαν τις ελπίδες τους κι ολοένα προσεύχονταν και τον επικαλούνταν ο καθένας τους ξεχωριστά, για να τους λυτρώσει απ' την σκληρή αιχμαλωσία στους μιαρούς Αγαρηνούς.
Ζήτησε, λοιπόν, ο κάθε ιερέας, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απ' τον αφέντη του, να του δώσει άδεια να μεταβεί στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οι τρεις τους μ' ευκολία την άδεια, προσκύνησαν μ' ευλάβεια την εικόνα του Αγίου βρέχοντας τη γη με τα δάκρυά τους γονατιστοί σαν προσεύχονταν και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους παρακαλούσαν τον Άγιο Φανούριο να μεσολαβήσει για να γλυτώσουν πια απ' τα χέρια των Αγαρηνών.
Αφού οι ιερείς αναχώρησαν, ανακουφισμένοι απ' τον πόνο τους, ο Άγιος Φανούριος παρουσιάστηκε τη νύχτα και στους τρεις αφέντες τους και τους διέταξε να ελευθερώσουν τους σκλάβους ιερείς τους, διαφορετικά θα τους τιμωρούσε σκληρά. Οι Αγαρηνοί όμως άρχοντες θεώρησαν την επέμβαση του Αγίου σαν κάποια μαγεία, γι' αυτό αλυσόδεσαν τους σκλάβους τους κι άρχισαν να τους βασανίζουν με χειρότερο τρόπο.
Την άλλη όμως νύχτα ο Άγιος Φανούριος επέμβηκε πιο αποτελεσματικά, έλυσε τους τρεις ιερείς απ' τα δεσμά τους και τους υποσχέθηκε, πως θα τους ελευθέρωνε από τους Αγαρηνούς την άλλη μέρα. Φανερώθηκε και πάλι στους Αγαρηνούς και τους απείλησε αυτή τη φορά, πως αν δεν ελευθέρωναν το πρωί τους ιερείς, θα μεταχειριζότανε σκληρά μέτρα γι' αυτούς.
Το άλλο πρωί οι Αγαρηνοί αισθάνθησαν την τιμωρία, γιατί έχασαν όλοι το φως τους και το κορμί τους έμεινε παράλυτο. Έτσι αναγκάσθησαν τότε να συμβουλευτούν τους συγγενείς τους, για να συζητήσουν το κακό που τους βρήκε. Όλοι δε οι άρχοντες αποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς, μήπως μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Οι ιερείς την μόνη απάντηση που έδωσαν ήταν, πως αυτοί θα παρακαλούσαν τον Θεό τους κι Εκείνος θα αποφάσιζε.
Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό του τη συγκατάθεση τους για την απελευθέρωση των ιερέων, δεν θα ξανάβρισκαν πια την υγεία τους.
Οι Αγαρηνοί τότε θέλοντας και μη έγραψαν το γράμμα που ζήτησε ο Άγιος Φανούριος και δήλωναν απερίφραστα, πως παραχωρούσαν, στους τρεις ιερείς την ελευθερία τους. Αυτές οι δηλώσεις τους κατατέθηκαν στον ιερό ναό του Αγίου.
Πριν ακόμα επιστρέψει η αντιπροσωπεία των Αγαρηνών απ' το ναό, οι τυφλοί και παράλυτοι άπιστοι έγιναν εντελώς καλά με το θέλημα του Αγίου. Οι πλούσιοι Αγαρηνοί έδωσαν στους τρεις ιερείς όλα τα έξοδα του ταξιδιού τους κι αυτοί πριν αναχωρήσουν κατέφυγαν στην εκκλησία, και αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την απελευθέρωσή τους, αντέγραψαν πιστά την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στην Κρήτη, όπου την τιμούσαν κάθε χρόνο με δοξολογίες και λιτανείες.
Η πίτα του Αγίου Φανουρίου
Η μεγάλη τιμή που τρέφουν οι χριστιανοί στον Άγιο Φανούριο, έγινε αιτία να δημιουργηθεί στο λαό το παραδοσιακό έθιμο της πίττας του Αγίου ή καλύτερα της φανουρόπιτας, που φτιάχνεται με παραδοσιακή συνταγή, διαβάζεται στην εκκλησία και μοιράζεται για ευλογία σε όλους.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 27 Αυγούστου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/A6774D6F.el.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Βασίλειον διάδημα
Ουράνιον εφύμνιον εν γη τελείται λαμπρώς, επίγειον πανήγυριν νυν εορτάζει φαιδρώς Αγγέλων πολίτευμα, άνωθεν υμνωδίαις, ευφημούσι τους άθλους, κάτωθεν Εκκλησία την ουράνιον δόξαν. ην εύρες πόνοις και άθλοις τοις σοις, Φανούριε ένδοξε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄστρον ἀνέτειλας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ πάντας κατηύγασας, φανερωθεὶς θαυμαστῶς, Φανούριε ἔνδοξε· ὅθεν τοῖς εὔφημοῦσι, τὴν σὴν ἄθλησιν Μάρτυς, νέμεις τῶν σῶν θαυμάτων, τῆν σωτήριον χάριν, πρεσβεύων τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεῖς διέσωσας, αἰχμαλωσίας ἀθέου, καὶ δεσμὰ συνέθλασας, δυνάμει θείᾳ θεόφρον, ᾔσχυνας, τυρράνων θράση γενναιοφρόνως· ηὔφρανας, Ἀγγέλων τάξεις Μεγαλομάρτυς· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεῖε ὁπλῖτα, Φανούριε ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Φανούριε Ἀθλητά, ὁ πᾶσι παρέχων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς· χαίροις εὐσεβούντων, ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ, καὶ πάσης Ἐκκλησίας, θεῖον ἀγλάϊσμα.
Έτερον Μεγαλυνάριον.
Τους ασπαζομένους την σην σεπτήν εικόνα εν πίστει και αιτούντας σην αρωγήν, Μάρτυς, κληρονόμους της Θείας Βασιλείας, Φανούριε, λιταίς σου πάντας ανάδειξον.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...