Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὀνομάζονται Ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου καὶ παίρνουν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων, ποὺ ἀναγινώσκεται τὴ Μεγάλη Τρίτη. Ποιὰ θέση ἔχει ὅμως μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ παραβολὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὴ μορφὴ τοῦ Νυμφίου, καθὼς σὲ ἕνα πρῶτο βλέμμα δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάποια σχέση μὲ τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου;
Στήν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων ὁ Κύριος παρουσιάζει τὸν Ἑαυτό του ὡς Νυμφίο μας. Τὸ κάνει, διότι ἐξαρχῆς ὡς Δημιουργός μας μᾶς ἔπλασε ὅμοιους μὲ τὸν Ἑαυτό του, «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» δική Του.
Αὐτὸς ὁ δεσμός μας μὲ τὸν Πλαστουργό μας παρουσιάζεται στὴ Γραφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Νύμφης ψυχῆς. «Γιατί ὁ Θεὸς ὀνομάζει τὴν ψυχή μας Νύμφη; Τὴν ὀνομάζει Νύμφη, διότι τὴν ἔχει μνηστευθεῖ ὡς Θεὸς Λόγος» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Ἡ σχέση ἀγάπης ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴ δημιουργία μας μὲ τὸν Θεό, ἦταν ἀρραβώνας καὶ πρόγευση αἰώνιας κοινωνίας ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Ὅταν ὅμως οἱ Πρωτόπλαστοι ἔπεσαν, ἀρνήθηκαν τὸν Νυμφίο τους καὶ Τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ ζωή τους. Πῆραν διαζύγιο ἀπὸ Αὐτόν.Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνθρωπότητα πλέον ἦ αν «μοιχαλίδα» (πρβλ. Ἰεζ. ις΄ 38).
Οἱ ἄνθρωποι ἀπαρνήθηκαν τὸν ἀγαθὸ Νυμφίο καὶ ἐγκατέστησαν στὴν ψυχή τους τὸν ἐχθρὸ διάβολο. Παραδόθηκαν ἔτσι θεληματικὰ σὲ φρικτὴ κόλαση καὶ ἀργοπέθαιναν.
Ὥσπου ὁ Δημιουργός τους, ὁ ἀληθινὸς Νυμφίος τους, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλ. μδ΄ [44] 3), κατέβηκε στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι μαζί τους, μὲ τὸν καθένα μας.
Πῶς ὅμως μποροῦσε νὰ γίνει αὐ τό; Ἡ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ μας εἶχε μέσα μας ἀμαυρωθεῖ. Οἱ ψυχές μας εἶχαν διαφθαρεῖ. Πῶς μποροῦσε ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ ἑνωθεῖ μ’ αὐτές, ποὺ ἦταν κα άστικτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ἔπρεπε πρῶτα νὰ καθαριστοῦν, νὰ γίνουν ἅγιες, ὡραῖες.
Αὐτὸ τὸ ἔργο ἐργάστηκε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός μας, σηκώνοντας στοὺς δικούς Του ὤμους τὴ δική μας ἁμαρτωλότητα. Τὸ ἔκανε κυρίως ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς καὶ κοσμοσωτήριες ὧρες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἐκεῖ, πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Θεάνθρωπος Νυμ φί ος μας, τὸ ὡραιότερο καὶ ἁγιότερο πρόσωπο τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μᾶς ξα να δώ σει τὴ χα μέ νη μας ὡραιότητα, πῆρε πάνω του τὴ δική μας ἀσχήμια. Φορτώθηκε Ἐκεῖνος τὶς δικές μας ἁμαρτίες! Ὅπως τὸ εἶπε αἰῶνες πρὶν ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (νγ΄ 4).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παρουσιάζει τὸν Κύριο νὰ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὴ Νύμφη, τὴν Ἐκκλησία, καὶ νὰ λέει: «‘‘Κἂν ἐμπτυσθῆναι δέῃ, κἂν ραπισθῆναι, κἂν εἰς αὐτὸν ἀναβῆναι τὸν σταυρόν, οὐδὲ σταυρωθῆναι παραιτήσομαι, ὥστε τὴν νύμφην λαβεῖν’’». Κι ἂν ἀκόμη χρειαστεῖ νὰ ἐμπτυσθῶ, νὰ ραπισθῶ, ἀκόμη καὶ νὰ ἀνεβῶ στὸ Σταυρό· ἀκόμη καὶ τὸ νὰ σταυρωθῶ δὲν θὰ τὸ ἀποφύγω, προκειμένου νὰ κερδίσω τὴ Νύμφη... Καὶ τὴν κέρδισε!
Μέσα ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐκείνη ἀτίμωσή Του ὁ Κύριος ἐργάστη κε τὴ δική μας ἀνάπλαση. Μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία Του πλευρὰ μᾶς ἀνέπλα σε. Τὸ νερὸ τῆς ἁγίας πλευρᾶς Του εἶναι ποὺ μᾶς λούζει στὸ Μυστή ριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ μᾶς ἑνώνει καὶ πάλι μαζί Του.
«Ὁ Κύριος ἀγάπη σε τὴν Ἐκκλησί α Του», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη της, ὥστε νὰ τὴν ἁγιάσει καθαρίζοντάς την μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, προκειμένου νὰ τὴν παρουσιάσει ὡς Νύμφη Του ἄμωμη καὶ ἔνδοξη, χωρὶς κανένα σπίλο ἢ ρυτίδα» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Ἀγάπη σε ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησία Του ὡς σύνολο, ἀγάπησε ὅμως μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν καθένα μας, τὴν καθεμία ψυχὴ ξεχωριστά.
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα θὰ δοῦ με καὶ πάλι τὸν Νυμ φί ο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόσοι ὅμως ἀπὸ μᾶς θὰ κατανοήσουμε ὅ τι ὁ πληγωμένος Κύριός μας θέλει νὰ εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει οὐράνια ἀγαλλίαση; Ναί! Ποθεῖ ὁ Κύριος νὰ ἑνωθεῖ μὲ μᾶς, μὲ μᾶς ποὺ Τὸν προδώσαμε καὶ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Ἰδιαιτέρως λοιπὸν τὶς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος νὰ τὶς ζήσουμε μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, γιὰ νὰ μὴ μείνου με ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριό μας νὰ καθαρίσει μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του τὴν «δυσείμονα» (ἄσχημη) μορφή μας, νὰ καθαρίσει «τὸν ρύπον» (βρωμιά) τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ζήσουμε τὰ ἄχραντα Πάθη Του μὲ συναίσθηση καὶ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν». Καὶ μὲ συγκίνηση ἱερὴ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήσει σὲ νέα ζωὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ εἰσέλθουμε μαζί Του στοὺς οὐράνιους γάμους σὲ αἰώνια κοινωνία ἀ γάπης.
“Ο ΣΩΤΗΡ”, 15/04/2013
Εισαγωγικά
Ο εόρτιος κύκλος της Μ.Εβδομάδας κατέχει εξέχουσα θέση στο εορτολόγιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.Αποτελεί «χρυσοφόρο πνευματική φλέβα ανυπολόγιστου πλούτου και αξίας στο απέραντο χρυσωρυχείο της Ορθοδόξου πίστεως και λατρείας».(Α.Θεοδώρου)
Οι ιεροί υμνογράφοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας διέθεσαν όλο το ποιητικό τους τάλαντο αλλά και όλην την ευσέβεια της ψυχής των, γιά να περιγράψουν, να εξυμνήσουν και να ερμηνεύσουν τα εορταζόμενα γεγονότα. Οι εμπνευσμένοι ύμνοι των, ψαλλόμενοι επί αιώνας ολοκλήρους στους ορθοδόξους ναούς, γεννούν κατάνυξη και ευλάβεια στις ψυχές των Χριστιανών και τους βοηθούν να εννοήσουν και να ζήσουν κυριολεκτικά το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, να συμπορευθούν, να συσταυρωθούν και να συναναστηθούν μαζί του.
Είδη ύμνων.
Από τους ύμνους της Μ. Εβδομάδος διακρίνονται οι κανόνες,τα κοντάκια όλων των ημερών της Μ. Εβδομάδος είναι πιθανότατα ποίημα Ρωμανού του Μελωδού, ο οποίος έζησε κατά τον στ´ αιώνα.
Πλήθος ιδιομέλων, τα οποία ψάλλονται στους Εσπερινούς και στους Όρθρους συμπληρώνουν την υμνολογία της Μ. Εβδομάδος. Πολλά εξ αυτών είναι ποιήματα των Κοσμά του Ιεροσολυμίτου και Ιωάννου του Δαμασκηνού, μερικά άλλων ποιητών και πολλά επίσης αγνώστων ποιητών. Αρχαιότατη είναι μακρά σειρά ιδιόμελων κατατεταγμένων σε 15 αντίφωνα, που ψάλλεται στον Όρθρο της Μ. Παρασκευής. Μερικά εξ αυτών επαναλαμβάνονται και στις Ώρες της αυτής ημέρας, που φέρονται σαν ποίημα του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας ή του αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων.
Ιδιαιτέρως κατανυκτικά και αγαπητά σε όλους είναι τα Εγκώμια του Μ. Σαββάτου,με τα οποία κατά τρόπο διδακτικώτατο και συγκινητικώτατο περιγράφεται, ερμηνεύεται και αναλύεται ο θάνατος, η ταφή και «η εις άδου κάθοδος του Κυρίου».
Ο Επιτάφιος Θρήνος
Ο Επιτάφιος Θρήνος, γνωστός και ως τα εγκώμια ή μεγαλυνάρια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, αποτελείται από μία μακρά σειρά προσόμοιων τροπαρίων σε τρεις στάσεις, τα οποία συμψάλλονταν αρχικά με τους στίχους του ριη΄ ψαλμού. Ο εν λόγω ψαλμός ονομάζεται και Άμωμος από τον πρώτο στίχο του, , και αποτελεί το ιζ΄ κάθισμα του Ψαλτηρίου, το οποίο στιχολογείται, σύμφωνα με τη μοναστική βυζαντινή λειτουργική παράδοση, κατά τον Όρθρο του Σαββάτου.
Η ερευνήτρια FRANCISCO JAVIER GARCÍA BÓVEDA σε σχετική της εργασία σημειώνει τα εξής:
«Στη σημερινή κατάσταση της έρευνας δεν βρισκόμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε την ταυτότητα τον ποιητή του Επιταφίου. Ίσως η μελέτη των εκατοντάδων χειρογράφων όπου διασώζονται οι γνωστές σήμερα αλλά και οι μέχρι σήμερα ακόμα άγνωστες συλλογές μεγαλυναρίων να μας οδηγήσει κάποτε στην αποκάλυψη του ονόματός του. Αδύνατη κατέστη η ταύτιση του ποιητή του Επιταφίου με κάποιο από τους γνωστούς λόγιους υμνογράφους της εποχής, τα έργα των οποίων εντάσσονται στα παραδοσιακά πλέον υμνογραφικά είδη και αρχαΐζουν ως επί το πλείστον. Οι συνθέσεις των υμνογράφων αυτών διαφέρουν έντονα από το ύφος, τη γλώσσα και την αισθητική του Επιταφίου, ένας ύμνος που χαρακτηρίζεται για την πρωτοτυπία του αλλά και για τη δυνατότητα του να έλθει σε άμεση επικοινωνία με τον πιστό. Ο ποιητής του Επιταφίου, σε αντίθεση με άλλους λόγιους
υμνογράφους της ίδιας εποχής, οι οποίοι είναι συνήθως κάτοχοι τόσο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όσο και των πατέρων της Εκκλησίας, φαίνεται να είναι εξοικειωμένος κυρίως με τους ύμνους και τα βιβλικά αναγνώσματα των ιερών ακολουθιών».
Αναλυτικότερα οι ποιητές της Μεγάλης Εβδομάδος και τα υμνογραφήματα τους είναι:
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ
1.1. Τριώδιο του Αποδείπνου της Κυριακής των Βαΐων
1.2. Τριώδιο του Αποδείπνου της Μεγάλης Δευτέρας
1.3. Τριώδιο του Αποδείπνου της Μεγάλης Τρίτης
1.4. Τριώδιο του Αποδείπνου της Μεγάλης Τετάρτης
1.5. Τριώδιο του Αποδείπνου της Μεγάλης Πέμπτης
1.6. Τετραώδιο του Αποδείπνου της Μεγάλης Παρασκευής
2. ΚΟΣΜΑΣ ΜΕΛΩΔΟΣ.
2.1. Τριώδιο του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας
2.2. Διώδιο του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης
2.3. Τριώδιο του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης
2.4. Κανόνας του Όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης
2.5. Τριώδιο του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής
3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
3.1.Το τετραώδιο της ωδής ς΄ του Όρθρου του Σαββάτου του Λαζάρου
4. ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Ο ΓΡΑΠΤΟΣ
4.1. Κανόνας του Μεγάλου Σαββάτου
5. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
5. 1. Τριώδιο της Μεγάλης Δευτέρας
5. 2. Τριώδιο της Μεγάλης Τρίτης
5. 3. Τριώδιο της Μεγάλης Τετάρτης
5. 4. Τριώδιο της Μεγάλης Πέμπτης
5. 5. Τριώδιο της Μεγάλης Παρασκευής
5. 6. Κανόνας του Μεγάλου Σαββάτου
6. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ
6. 1. Κανόνας της Μεγάλης Δευτέρας
6. 2. Κανόνας της Μεγάλης Τρίτης
6. 3. Κανόνας της Μεγάλης Τετάρτης
7.ΜΑΡΚΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Ο Μάρκος (†900), σαββαΐτης μοναχός και επί Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886‐912) επίσκοπος
Υδρούντος164, συνέθεσε τα τροπάρια, τρία για την κάθε ωδή, των πρώτων τεσσάρων ωδών (α΄, γ΄, δ΄ και ε΄ ωδή) του κανόνα του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου
'Αρθρα Μ. Εβδομάδας
(Νέο) Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου
Με αρκετά πρόσφατη την ανάσταση του Λαζάρου, μόλις χθες, με τη μνήμη των επί τριετία θαυμάτων του και ιλαρών κηρυγμάτων του, όλος ο κόσμος υποδέχεται στην είσοδο της πόλεως των Ιεροσολύμων, μετά βαΐων και κλάδων, τον καθήμενο επί πώλου όνου Χριστό, κραυγάζοντας συνεχώς τα "ωσαννά".
Πρόκειται για μια απρόσμενα και απροετοίμαστα θερμή υποδοχή από το ενθουσιασμένο πλήθος. Σαν να επιστρέφει ένας βασιλιάς από περιφανή νίκη σε πόλεμο. Η επιφυλαχθείσα θριαμβική υποδοχή προβληματίζει, ως και η σιωπηλή διάβαση του Ιησού. Το πέρασμά του από τους στενούς δρόμους της ανηφορικής Ιερουσαλήμ γίνεται δίχως στάσεις. Δεν φαίνεται καθόλου να επηρεάζεται από τις φωνές, τις ιαχές, τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες. Δεν προκάλεσε τότε αλαλαγμούς, συλλαλητήρια, διαδηλώσεις και συγχαρητήριες εκδηλώσεις. Δεν μιλά, δεν χαιρετά, δεν χαμογελά ικανοποιημένα. Δεν έχει κάτι άλλο να πει. Τους τα είπε με σαφήνεια κι ευκρίνεια όλα. Δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει. Δεν συμφωνεί με τις θορυβώδεις εκδηλώσεις του πλήθους. Ποτέ δεν θέλησε να δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς, φωνασκούντες, χειροκροτητές, αλαλάζοντα όχλο. Δεν σταθμεύει στο προσωρινό πανηγύρι, στον επιπόλαιο δοξασμό, στο δυνατό χειροκρότημα.
Δεν αντιλαμβάνονται οι φωνασκούντες τη διδαχή της τωρινής σιωπής του, τη θέση του πάνω σ' ένα ονάριο, τη μη ανταπόκρισή του στις ιαχές των "ωσαννά". Γνωρίζει καλά ότι ο δρόμος αυτός θα καταλήξει στην κορυφή του Γολγοθά. Μόνο σε τέσσερις ημέρες τα δυνατά "ωσαννά" θα γίνουν δυνατότερα "σταυρωθήτω". Δεν κατάλαβαν το ήθος και το ύφος του, το βάθος της ταπεινώσεώς του, την ωραιότητα της σεμνότητός του. Εκείνοι δεν τον κατενόησαν. Εκείνος όμως τους κατανόησε βαθύτατα. Τους μίλησε με αγάπη, κατανόηση, συμπάθεια και σεβασμό, αλλά δεν τους φέρθηκε, ούτε για μια στιγμή, επιφυλακτικά, καχύποπτα, διπλωματικά, προκλητικά, δεσμευτικά, ανελεύθερα και αναληθή. Δεν χάιδεψε κανενός τ' αυτιά και μάλιστα των εξουσιαστών γραμματέων και φαρισαίων. Δεν πήγε με τα νερά τους, δεν τους έκανε τον καλό, τον κακόμοιρο, τον συγκαταβατικό, τον ψεύτικο φίλο, τον καιροσκόπο, τον διπρόσωπο, τον φιλόδωρο, τον φοβισμένο, τον δειλό, τον ανέτοιμο, τον υποσχόμενο λαγούς και πετραχήλια.
Γνωρίζει πολύ καλά πού πορεύεται. Δεν κάνει καμία κίνηση επιστροφής ή αποφυγής. Πηγαίνει ν' αγκαλιάσει τον σταυρό, να υψωθεί πάνω σε αυτόν, να μαρτυρήσει. Κατά ένα τροπάριο της ωραιότατης υμνολογίας μας. Ο Χριστός "γενόμενος άνθρωπος πάσχει ως θνητός και διά πάθους το θνητόν αφθαρσίας ενδύει ευπρέπειαν". Βλέπει πάνω από το γαϊδουράκι τόση οχλοβοή και συλλογίζεται, πώς αυτά τα ίδια χείλη σε λίγο θα πουν τα φοβερά "σταυρωθήτω"; Πόσο ευόλισθος, ευκολοπαρασυρόμενος, αχάριστος, αγνώμων, αμνήμων, ασεβής και κακός γίνεται ο άνθρωπος από τη μία ώρα στην άλλη;
Ο Χριστός παραμένει καταπληκτικά νηφάλιος, ειρηνικός, γαλήνιος και ατάραχος και στα "ωσαννά" και στα "σταυρωθήτω". Όπως έλεγε ένας αρχαίος αββάς: Ν' ακούς με το ίδιο αυτό και τον έπαινο και την κατηγορία ... Ο Χριστός χαρίζει στους αληθινούς εραστές του την υπέρ πάνω νου ειρήνη. Στην παραζάλη των καιρών γίνεται προσπάθεια να ξεγυμνωθεί η Εκκλησία του Χριστού. Η Εκκλησία μπορεί να ζήσει γυμνή. Ο Χριστός γυμνός ήταν στον σταυρό και στη ζωή του μονοχίτων. Ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει γυμνός. Το να θέλει βίαια να ξεγυμνώσει την Εκκλησία, φανερώνει την εσωτερική του γύμνια. Ο Χριστός δεν θέλει ούτε "ωσαννά" ούτε "σταυρωθήτω" αλλά ειλικρινή σεμνότητα και σοβαρότητα.
Οι τελευταίες ημέρες της επίγειας διαβάσεως του Θεανθρώπου πλησιάζουν. Με σταθερό βηματισμό πορεύεται στο πάθος, στο σταυρό και στην ανάσταση. Ο λαός, ενθουσιασμένος από το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς πλησιάζει στα Ιεροσόλυμα βγήκε να τον προϋπαντήσει με ζητωκραυγές κι επευφημίες.
Παιδιά, νέοι και γέροι, μετά βαΐων και κλάδων στα χέρια και στρώνοντας υφαντά οι γυναίκες, για να περάσει, τον υποδέχονται. Ο Χριστός δεν καμαρώνει, ξέρει πολύ καλά ότι μέσα από τα δυνατά “ωσαννά” σε λίγο θα γεννηθούν τα “σταυρωθήτω”. Ήρεμος, λοιπόν, πράος, ταπεινός, πάνω στο ήσυχο ζώο, διασχίζει τα πλήθη, δίχως να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από το πάθος της λαμπρής όντως αυτής υποδοχής. Τον ακολουθούν οι μαθητές του, που ακόμη και τώρα δεν γνωρίζουν επακριβώς ποιος είναι ο διδάσκαλός τους.
Οι γνωστοί Ιουδαίοι, Γραμματείς, Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, ξαφνικά συναντήθηκαν και συνενώθηκαν, για να εξοντώσουν τον κοινό τους εχθρό, τον Χριστό. Οι άνθρωποι αυτοί της εξουσίας ήταν κακεντρεχείς, ανασφαλείς, φοβισμένοι και υποκριτές. Ως ανειλικρινείς ήταν δόλιοι κι επικίνδυνοι. Το εσωτερικό τους κενό το ενοχλούσε η παρουσία του Χριστού, που δεν φοβήθηκε να τους ξεσκεπάσει και ξεμασκαρέψει. Η αρετή και σιωπώσα ελέγχει τους φαύλους. Οι κύριοι αυτοί ήταν εκμεταλλευτές, μεθοδευτές κακών, ατομιστές κι εγωιστές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει ότι όλοι αυτοί ζητούσαν να εξαφανίσουν τον Χριστό, φοβόντουσαν όμως τον λαό, γιατί τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση.
Δεν ανέχονται οι Φαρισαίοι το ξεσκέπασμα. Το σκοτεινό παρασκήνιο συνωμοτεί για την εξαφάνισή του. Δεν αντέχει το ξεγύμνωμα και την αποκάλυψη της υποκριτικής ζωής του. Αντιδρά στο φανέρωμα της αλήθειας. Η δόλια εξουσία δολοπλοκεί για να διατηρείται στο θρόνο της και να απολαμβάνει το μεγαλείο της, το τελικά ψεύτικο. Αν η πολιτική εξουσία έχει τέτοια στοιχεία για να επιβιώνει είναι εντελώς ανεπίτρεπτο κάθε πνευματική εξουσία να χρησιμοποιεί επαίσχυντους τρόπους για να παραμένει στο βάθρο της. Ο Χριστός υπέδειξε τρόπο στάσεως ζωής την ταπεινότητα, τη σεμνότητα, την ειλικρίνεια.
Οι μέρες που πέρασαν ήταν προετοιμασίας για την υποδοχή των Παθών του Κυρίου. Κι αν δεν νηστέψαμε και προσευχηθήκαμε, τουλάχιστον τώρα ας μετανοήσουμε και ας ταπεινωθούμε. Ας συγκινηθούμε που ένας απαθής παθαίνει για μας τους εμπαθείς. Όπως η έλλειψη του φωτός δίνει το σκοτάδι και η στέρηση της ζωής το θάνατο, έτσι και το πάθος είναι η παρουσία του αγαθού. Μέσα στο πάθος δεν μπορεί να υπάρχει αρετή. Ο Θεός που είναι η αυτοαγαθότητα αδυνατεί να συναντηθεί με την κακία, την ακαθαρσία, την εμπάθεια. Δεν αποστρέφεται τον αμαρτωλό, τον κατανοεί, τον συνδράμει, του δίνει πολλές ευκαιρίες να μετανοήσει ειλικρινά.
Ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Σήμερα βροντοφωνάζει “ωσαννά” και μετά από λίγο “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”. Τραγικό πρόσωπο ο άνθρωπος. Προτιμά το ψέμα από την αλήθεια, σαρκάζει τον δημιουργό του, αγνωμονεί, υποδουλώνεται στα πάθη του. Ο άνθρωπος πνιγμένος στα προβλήματα, τις δραστηριότητες και τις πολλές σκέψεις δεν συγκινείται ούτε ενώπιον του σταυρού. Στη θέση του Θεού έχει τοποθετήσει την ηδονή, την επικράτηση, την κυριαρχία. Είναι τέλεια ελεύθερος ο άνθρωπος να δεχθεί ή να απορρίψει ό,τι θέλει.
Για μια ακόμη φορά εισερχόμεθα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Ας μην εξαντλήσουμε τα “θρησκευτικά μας καθήκοντα” ανάβοντας ένα κερί ή περνώντας από μια εκκλησία. Ας σταθούμε λίγο στη σκιά του σταυρού. Μη σαν τους Ιουδαίους σκανδαλισθούμε από τον Σταυρωμένο ή μη κι εμείς, σαν τους ειδωλολάτρες, τον θεωρήσουμε μωρία. Πρέπει να περάσουμε οπωσδήποτε από τη Μεγάλη Παρασκευή, για να πάμε στη λαμπροφόρα Κυριακή του Πάσχα. Δεν υπάρχει ποτέ ανάσταση, αν δεν προηγηθεί σταυρός. Δεν μπορούμε να πάμε κατευθείαν στο Πάσχα. Και μη λησμονάμε ότι σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο σταυρός. Ενώπιόν του ας γίνουμε όλοι πιο σώφρονες, συνετοί, σοβαροί, σεμνοί και ταπεινοί. Ο σταυρός μειώνει την ένταση των φωνών. Διδάσκει την αγία υπομονή και την οσία σιωπή.
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1420
Θά σας ενθυμίσω ένα ώραίο ρητό του μεγάλου μας πατρός Επιφανίου Επισκόπου Κύπρου, το όποιον έξεφώνησε κάποτε στην άρχή ενός λόγου του. «Προ έξ ήμερων του πάσχα, διά των πέντε αισθήσεων, τον τετραήμερον ο τριήμερος, ταις δυσί τον έναν χαρίζεται».
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο όποιος αποτελείωσε την αποστολή Του και θεράπευσε το πανανθρώπινο τραύμα και σε έξι ημέρες θα παρεδίδετο στα πανάχραντα Του πάθη, όπου θα έσφράγιζε την επιτυχία της σωτηρίας μας, έδειξε, σαν προοίμιο σε μας τους μαθητές Του και γενικά σε όλον τον κόσμο, ότι υπάρχει ανάσταση νεκρών και ότι Αυτός είναι όντως «η Ανά-στασις και η Ζωή».
Ακριβώς πριν από τα συνταρακτικά τούτα γεγονότα, της αναστάσεως δηλαδή του Κυρίου, προηγήθηκεν κατά έξι μέρες η ανάσταση του Λαζάρου, ο όποιος, όπως ξέρετε, ήταν φίλος του Χριστού. Και ο Σίμων ο λεπρός, ο Φαρισαίος, ο πατέρας του Λαζάρου, επειδή ήταν πιστός, αρεσκόταν ο Κύριος να συχνάζη στην οικία του και να έχη φιλικές σχέσεις με αυτήν την οικογένεια.
Άνέστησε φυσικά τον Λάζαρο, όχι τόσο για να δείξη την δύναμη της θεοπρεπούς Του μεγαλωσύνης, άλλωστε το είχε κάνει και ενωρίτερα αυτό σε άλλες περιπτώσεις, αλλά για να δείξη ότι πλησιάζει το προοίμιο της συντριβής του θανάτου και της γενικής αναστάσεως της ανθρωπινής φύσεως και της αποκαταστάσεως συμπάσης της κτίσεως «της ύποταγείσης εις την φθοράν» έξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου.
Το ιστορικό γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου το φέρομε στην αναγωγή, καθώς πολλές φορές κάνουν οι Πατέρες μας ερμηνεύοντας την Γραφή, για να ορθάσωμεν έτσι σ’ ένα πόρισμα πνευματικό, το όποιο πολύ θα μας ώφελήση.
Κάθε τί το όποιο περιέχεται στην Γραφή, έχει πολλαπλές ερμηνείες.
Η ανάσταση του ιστορικού Λαζάρου έγινε τότε, αλλά αυτό, μεταφερόμενο στην αλληγορία, ενεργείται κάθε μέρα στις ψυχές των ανθρώπων. Η αναγωγή λοιπόν είναι η εξής. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο όποιος είναι πάντοτε μαζί μας, όπως ο Ίδιος ομολογεί, «ιδού εγώ μεθ’ υμών είμι πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος», περιστρέφεται και ανασκοπεί του καθενός την κατά¬σταση και μυστικώς εκφράζει στις ουράνιες Του δυνάμεις και στους σεσωσμένους· «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται».
Κάθε ένας από μας είναι νεκρός Λάζαρος και φίλος του Ιησού μας, χάριν του ότι για μας έθυσιάσθη, για όλους ενδιαφέρεται. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο παντογνώστης Θεός, ο πανάγαθος Δεσπότης και ο αληθινός μας πατέρας, βλέποντας την νέκρωση μας, συνεχώς φωνάζει προς τις ουράνιες δυνάμεις Του. «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται».
Τώρα ποιος από μας τους κεκοιμημένους θα είναι ικανός να προκαλέση την συμπάθεια Του, ούτως ώστε να επέμβη και να τον αναστήση; Γιατί αυτός μόνος Του ομολόγησε ότι, «εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή». Όπως αναφέρεται, όταν η αδελφή του Λαζάρου η μεγαλύτερη, η Μάρθα, αν και πίστευε στον Ιησού Χριστό, έν τούτοις, από το βόγγο του πόνου πού έχασε τον μονάκριβο της αδελφό, ξεχνώντας την δύναμη της αναστάσεως πού βρισκόταν σ’ Αυτόν, άρχισε να του λέη με παράπονο: «Κύριε, εί ής ώδε, ούκ αν απέθανε μου ο αδελφός».
Και ο Ιησούς απαντά: «Αναστήσεται ο αδελφός σου». Πάλιν αυτή δεν καταλαβαίνει το νόημα και επιμένει: «Ναί, Κύριε, ξέρω ότι στην έσχατη ήμερα της παλιγγενεσίας και αυτός θα αναστηθή». Τότε ο Ιησούς διακηρύττει: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή.
Λοιπόν αυτός είναι ο Ιησούς μας ο όποιος μένει μαζί μας σαν η αιωνία και μόνιμος ανάσταση και προσδοκά του καθενός μας την ανάσταση. Πότε θα στραφούμε προς Αυτόν να έκφράσωμε τον πόνο της νεκρώσεως μας, για να φωνάξη και σε ‘μάς: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Για να γίνη αυτό χρειαζόμαστε συμπαραστάτες, όπως είχε και ο Λάζαρος τις δύο αδελφές, την Μάρθα και την Μαρία.
Η μέν Μάρθα συμβολίζει κατά τους Πατέρες την πρακτική εργασία, την πρακτική μετάνοια και τα σωματικά έργα. Η δε Μαρία συμβολίζει την θεωρία, την πνευματική εσωστρέφεια μέσω της οποίας επικοινωνεί κάθε λογική ψυχή με τον Θεό.
Η πρακτική μετάνοια συνίσταται στον πόνο, στο πένθος και στο κλάμα «υπέρ των προτέρων αμαρτημάτων» και στο πένθος υπέρ της ανακτήσεως των αρετών και των χαρισμάτων, τα όποια κληρονομικά μας παρέδωσε ο Ιησούς μας και ανήκουν στον καθένα από ‘μάς.
Όύπω γάρ έφανερώθη – λέγει ο Άγιος Ιωάννης – τί έσόμεθα, όίδαμεν δέ, όταν φανερωθή, όμοιοι αύτώ έσόμεθα». Δηλαδή θα δούμε τον Κύριο μας στην ήμερα εκείνη της παλιγγενεσίας και θα είμεθα όμοιοι με αυτόν. «Ο Θεός έν μέσω Θεών» εκμαγεία του αρχετύπου.
Για να φθάσωμε σ’ αυτήν την αξία, πρέπει, όπως είπα, να αποκτήσωμε πρωτίστως την συνεχή ειλικρινή πρακτική μετάνοια, πού αυτή θα μας όδηγήση στην θεωρία. Επειδή πρακτικά αμαρτήσαμε, πρακτικά αρνηθήκαμε τον Ιησού μας, πρακτικά τον προσβάλαμε και τον προδώσαμε, πρακτικά τώρα να επιστρέψωμε πίσω και ν’ αποδείξωμεν ότι πλέον δεν θα ξανακάμψωμε τα γόνατα μας μπροστά σε κάθε είδωλο της αμαρτίας.
Είμεθα υπόχρεοι τώρα, ο καθ’ ένας από ‘μάς, ν’ αποκτήσωμε τις δύο αδελφές, την πραγματική πράξη της μετανοίας πού μας οδηγεί μακριά από κάθε παράβαση της εντολής. Άρνηση στον Θεό δεν υπάρχει από κανένα λογικό όν, και από αυτούς ακόμα τους άθεους, τους ύλιστές, τους αναρχικούς.
Ας κομπάζουν με τα χείλη.
Δεν μπορούν ν’ αρνηθούν τον Θεό, διότι, για να μπορέσωμε να αρνηθούμε ένα πράγμα, πρέπει να είμαστε δυνατοί να το καταργήσωμε. Τότε θα καυχηθούμε πάνω στην απιστία μας ότι όντως αυτό δεν υπάρχει, το καταστρέψαμε.
Αν εμείς αρνηθούμε Αυτόν, λέει ο Παύλος, αυτός πιστός μένει. Ποία λοιπόν είναι η άρνηση αφού τα πράγματα είναι έτσι; Η άρνηση είναι στην παράβαση της εντολής.
Αυτό μας διδάσκει η παγκόσμια ιστορία. Και τα δύο στοιχεία, το ανθρώπινο και το αγγελικό, τα όποια κατέβησαν και συνετρίβησαν, δεν άρνήθησαν τον Θεό, αλλά την εντολή. Και ακριβώς η παράβαση της εντολής, πού θεωρείται άρνηση, προκάλεσε την πτώση, την συντριβή και τον θάνατο. Τώρα και σε μας ο τρόπος της επιστροφής είναι η πρακτική ομολογία.
Από εκεί πού πλανηθήκαμε και παρασυρθήκαμε και αρχίσαμε να παραβαίνουμε τις εντολές του Χριστού μας και καταρρακώσαμε την προσωπικότητα μας, από την Ίδια θύρα θα επιστρέψωμε. Να παύσωμε να άμαρτάνωμε, να τον άρνούμεθα και να τον προδίδουμε. Αφού φθάσωμε σ’ αυτήν την κατάσταση διά της Χάριτος Του, τότε βαθύτερα μέσα στο είναι μας θα ριζώση η αίσθηση αυτή της μετανοίας πού θα μας προκαλέση το πένθος και τον πόνο και το δάκρυ.
Τότε ο νους ελεύθερος από την επίδραση και την αιχμαλωσία των εξωτερικών σφαλμάτων, της εξωτερικής χρεωκοπίας, γυρίζει προς τον Θεό και συνεχώς πενθών ζητεί το έλεος Του και αυτή είναι η θέση της Μαρίας. Όταν οι δύο αδελφές αποκτηθούν, να είστε βέβαιοι ότι τότε ο Λάζαρος νους, το ψυχικό μας είναι, θα αναστηθή, όπως τότε στον ιστορικό Λάζαρο.
Και τότε, όπως αναφέρει τό ευαγγέλιο, επισκέφθηκε ο Ιησούς μας την οικία του Λαζάρου και του παρέθεσαν εκεί τράπεζα και όΛάζαρος «ήν εις των συνανακειμένων». Έτσι και όΛάζαρος νους θα ευρίσκεται μαζί με τον Ιησού μας στην πνευματική ευφροσύνη, εκεί όπου μας διαβεβαιώνει ότι «ετοιμάσω ημίν τόπον».
Εκεί στην ουράνια πανευφροσύνη, ως κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Ιησού μας, θα ευρισκόμαστε και ‘μείς, όπως τότε ο Λάζαρος, στην ιδία τράπεζα «συνευοχούμενοι» και όχι πενθούντες για τον θάνατο, αλλά χαίροντες για την δική μας ανάσταση.
Ο καθένας από μας λοιπόν ας επίσπευση να απόκτηση χωρίς χρόνοτροβή τις αρετές πού αντιπροσωπεύουν οι δύο αδελφές, Μάρθα και Μαρία, πού είναι ικανές να πείσουν τον Ιησού μας να παρουσίαση το πτώμα του νεκρού νού και να διάταξη ως Πανσθενουργός Λόγος το «Λάζαρε, δεύρο έξω» από τον τάφο της αναισθησίας και «έίσελθε είς την χαράν του Κυρίου σου». Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνικά μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά,Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999.
1. Σε καιρό ευνοίας σε επήκουσα και σε ημέρα σωτηρίας σ' εβοήθησα», είπε ο Θεός δια του Ησαΐα (Ησ. 49, 8). Καλό λοιπόν είναι να ειπώ σήμερα το αποστολικό εκείνο προς την αγάπη σας· «Ιδού καιρός εύνοιας, ιδού ημέρα σωτηρίας· ας απορρίψωμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας εκτελέσωμε τα έργα του φωτός, ας περιπατήσωμε με σεμνότητα, σαν σε ημέρα» (Β΄ Κορ. 6,2· Ρωμ. 13,12). Διότι προσεγγίζει η ανάμνησις των σωτηριωδών παθημάτων του Χριστού και το νέο και μέγα και πνευματικό Πάσχα, το βραβείο της απαθείας, το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος.
Και το προκηρύσσει ο Λάζαρος που επανήλθε από τα βάραθρα του άδη, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς την τετάρτη ημέρα με μόνο τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού, που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, και προανυμνούν παιδιά και πλήθη λαού άκακα με την έμπνευση του θείου Πνεύματος αυτόν που λυτρώνει από τον θάνατο, που ανεβάζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρίζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.
2. Αν λοιπόν κανείς θέλη ν' αγαπά τη ζωή, να ιδή αγαθές ημέρες, ας φυλάττη την γλώσσα του από κακό και τα χείλη του ας μη προφέρουν δόλο· ας εκκλίνη από το κακό και ας πράττη το αγαθό· (Πέτρ. 3, 10ε, Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν είναι η γαστριμαργία, η μέθη και η ασωτία· κακό είναι η φιλαργυρία, η πλεονεξία και η αδικία· κακό είναι η κενοδοξία, η θρασύτης και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγη λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελή τα αγαθά.
Ποιά είναι αυτά; Η εγκράτεια, η νηστεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ελεημοσύνη, η μακροθυμία, η αγάπη, η ταπείνωσις. Ας επιτελούμε λοιπόν αυτά, για να μεταλάβωμε αξίως του θυσιασθέντος για χάρι μας αμνού του Θεού και ας λάβωμε από αυτόν τον αρραβώνα της αφθαρσίας για να τον φυλάξωμε κοντά μας σ' επιβεβαίωσι της υπεσχημένης προς εμάς κληρονομίας στους ουρανούς.
Αλλά είναι μήπως δυσκατόρθωτο το αγαθό και οι αρετές είναι δυσκολώτερες από τις κακίες; Εγώ πάντως δεν το βλέπω· διότι περισσοτέρους πόνους υφίσταται από εδώ ο μέθυσος και ο ακρατής από τον εγκρατή, ο ακόλαστος από τον σώφρονα, ο αγωνιζόμενος να πλουτήση από τον ζώντα με αυτάρκεια, αυτός που επιζητεί ν' αποκτήση δόξα από τον διαγοντα σε αφάνεια· αλλ' επειδή λόγω της ηδυπαθείας μας οι αρετές μάς φαίνονται δυσκολώτερες, ας βιάσωμε τους εαυτούς μας· διότι ο Κύριος λέγει «η βασιλεία του Θεού είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν» (Ματθ. 11, 12).
3. Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι προσπάθεια και προσοχή, ένδοξοι και άδοξοι, άρχοντες και αρχόμενοι, πλούσιοι και πτωχοί, ώστε ν' απομακρύνωμε από την ψυχή μας τα πονηρά αυτά πάθη και αντί αυτών να εισαγάγωμε σ' αυτήν όλη τη σειρά των αρετών. Πραγματικά ο γεωργός και ο σκυτοτόμος, ο οικοδόμος και ο ράπτης, ο υφαντής και γενικώς ο καθένας που εξασφαλίζει τη ζωή του με τους κόπους και την εργασία των χεριών του, εάν αποβάλουν από την ψυχή τους την επιθυμία του πλούτου και της δόξας και της τρυφής, θα είναι μακάριοι· διότι αυτοί είναι οι πτωχοί για τους οποίους προορίζεται η βασιλεία των ουρανών, και γι' αυτούς είπε ο Κύριος, «μακάριοι είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα» (Ματθ. 5, 3). Πτωχοί δε κατά το πνεύμα είναι αυτοί που λόγω του ακαυχήτου και αφιλοδόξου και αφιληδόνου του πνεύματος, δηλαδή της ψυχής, ή έχουν εκουσίαν και την εξωτερική πτωχεία ή την βαστάζουν γενναίως, έστω και αν είναι ακουσία. Αυτοί όμως που πλουτούν και ευημερούν και απολαύουν την πρόσκαιρη δόξα και γενικώς όσοι είναι επιθυμητοί αυτών των καταστάσεων θα περιπέσουν σε δεινότερα πάθη και θα εμπέσουν σε μεγαλύτερες, περισσότερες και δυσχερέστερες παγίδες του Διαβόλου· διότι αυτός που επλούτησε δεν αποβάλλει την επιθυμία του πλουτισμού, αλλά μάλλον την αυξάνει, ορεγόμενος περισσότερα από προηγουμένως. Έτσι και ο φιλήδονος και ο φίλαρχος και ο άσωτος και ο ακόλαστος αυξάνουν μάλλον τις επιθυμίες των παρά τις αποβάλλουν. Οι δε άρχοντες και οι αξιωματούχοι προσλαμβάνουν και δύναμι, ώστε να εκτελούν αδικίες και αμαρτίες.
4. Γι' αυτό είναι δύσκολο να σωθή άρχων και να εισέλθη στη βασιλεία του Θεού πλούσιος. «Πώς», λέγει, «μπορείτε να πιστεύετε σ' εμένα λαμβάνοντας δόξα από τους ανθρώπους και μη ζητώντας την δόξα από τον Θεό μόνο» (Ιω. 5, 44); Αλλ' όποιος είναι εύπορος ή αξιωματούχος ή άρχων ας μη ταράσσεται· διότι μπορεί, αν θέλη, να ζήτηση τη δόξα του Θεού και να πιέση τον εαυτό του, ώστε ανακόπτοντας την προς τα χειρότερα ροπή να αναπτύξη μεγάλες αρετές και ν' απωθήση μεγάλες κακίες, όχι μόνο από τον εαυτό του, αλλά και από πολλούς άλλους που δεν θέλουν. Μπορεί πραγματικά όχι μόνο να δικαιοπραγή και να σωφρονή, αλλά και αυτούς που θέλουν ν' αδικούν και ν' ακολασταίνουν να τους εμποδίζη ποικιλοτρόπως, και όχι μόνο να παρουσιάζεται ο ίδιος ευπειθής στο ευαγγέλιο του Χριστού και στους κήρυκές του, αλλά και τους θέλοντας ν' απειθούν να τους φέρη σε υποταγή στην Εκκλησία του Χριστού και στους προϊσταμένους της κατά Χριστόν, όχι μόνο δια της δυνάμεως και εξουσίας που έλαβε από τον Θεό, αλλά και με το να γίνεται τύπος στους υποδιεστέρους σε όλα τα αγαθά· διότι οι αρχόμενοι εξομοιούνται με τον άρχοντα.
5. Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια και βία και προσοχή σε όλους μεν, αλλ' όχι εξ ίσου. Σ' αυτούς που ευρίσκονται σε δόξα, πλούτο και εξουσία, καθώς και στους ασχολούμενους με τους λόγους και την απόκτηση της σοφίας, αν θα ήθελαν να σωθούν, χρειάζεται περισσότερη βία και προσπάθεια, επειδή από την φύσι τους είναι δυσπειθέστεροι. Αυτό μάλιστα γίνεται καταφανές και από τα ευαγγέλια του Χριστού που αναγνώσθηκαν χθες και σήμερα. Πραγματικά, με το θαύμα που ετελέσθηκε στον Λάζαρο και παρέστησε ολοφάνερα ότι αυτός που το έκαμε είναι Θεός οι μεν άνθρωποι του λαού επείσθηκαν και επίστευσαν οι δε τότε άρχοντες, δηλαδή οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τόσο αμετάπειστοι έμειναν, ώστε να εκμανούν περισσότερο εναντίον του και να θέλουν λόγω φρενοβλαβείας να τον παραδώσουν σε θάνατο, αυτόν που και με όσα είπε και με όσα έπραξε αναφάνηκε κύριος ζωής και θανάτου.
Δεν έχει δε να ειπή κανείς ότι το γεγονός ότι τότε ο Χριστός εσήκωσε επάνω τους οφθαλμούς του και είπε, «Πάτερ, σ' ευχαριστώ που με άκουσες», εστάθηκε εμπόδιο για το να θεωρήσουν ότι αυτός είναι ίσος με τον Πατέρα· διότι αυτός προσθέτει εκεί λέγοντας προς τον Πατέρα, «εγώ δε εγνώριζα ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά τα είπα για χάρι του όχλου που παρευρίσκονταν, για να πιστεύσουν ότι εσύ με απέστειλες» (Ιω. 11, 42).
Για να γνωρίσουν δηλαδή αφ' ενός μεν ότι είναι Θεός και έρχεται από τον Πατέρα, αφ' ετέρου δε ότι ενεργεί τα θαύματα όχι εναντίον αλλά με συναίνεσι του Πατρός, εσήκωσε μεν εμπρός σε όλους τους οφθαλμούς του προς τον Πατέρα, είπε δε προς αυτόν εκείνα που αποδεικνύουν ότι αυτός που ωμίλησε επί γης είναι ίσος με τον υψηλά στους ουρανούς Πατέρα.
Έτσι, όπως στην αρχή, όπου επρόκειτο να πλασθή ο άνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, έτσι και τώρα στο Λάζαρο, όπου επρόκειτο ν' αναπλασθή ο άνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Αλλά εκεί, που επρόκειτο να πλασθή ο άνθρωπος, είπε ο Πατήρ προς τον Υιό «ας κατασκευάσωμε άνθρωπο» και ο Υιός άκουσε, και έτσι ο άνθρωπος παρήχθηκε στην ύπαρξι· εδώ δε τώρα είπε ο Υιός και ο Πατήρ άκουσε, και έτσι εζωοποιήθηκε ο Λάζαρος.
6. Βλέπετε πόση είναι η ομοτιμία και η ομοβουλία; Διότι η μεν μορφή της προσευχής χρησιμοποιήθηκε για τον παρευρισκόμενο όχλο, τα δε λόγια δεν ήταν λόγια προσευχής, αλλά δεσποτείας και εξουσίας· «Λάζαρε, ελθέ έξω», και αμέσως ο τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σ' αυτόν ζωντανός· άραγε τούτο έγινε με πρόσταγμα αναζωούντος ή με προσευχή ζωοποιούντος; Εφώναξε δε με μεγάλη φωνή επίσης για τους παρευρισκομένους· διότι μπορούσε όχι μόνο με μετρία φωνή, αλλά και με την θέληση μόνο να τον αναστήση, όπως μπορούσε να το κάμη και απέχοντας μακριά και με την πέτρα επάνω στον τάφο. Αλλά και προσήλθε στον τάφο και είπε στους παρευρισκομένους, που εσήκωσαν οι ίδιοι την πέτρα και αισθάνθηκαν τη δυσωδία, κι εφώναξε με μεγάλη φωνή και τον εκάλεσε κι έτσι τον ανέστησε, ώστε και με την όρασί τους (διότι τον έβλεπαν επάνω στον τάφο) και με την όσφρησί τους (διότι αισθάνονταν τη δυσωδία του νεκρού που ήταν ήδη στην τετάρτη ημέρα) και με την αφή (διότι χρησιμοποιώντας τα χέρια τους κατά πρώτον εσήκωσαν την πέτρα από το μνημείο, ύστερα έλυσαν το δέσιμο στο σώμα και το σουδάριο στο πρόσωπο) και με τα αυτιά τους (αφού η φωνή του Κυρίου έφθανε σε όλων τις ακοές) να καταλάβουν όλοι και να πιστεύσουν, ότι αυτός είναι που καλεί τα μη όντα σε όντα, που βαστάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς του, που και στην αρχή με λόγο μόνο εδημιούργησε τα όντα από μη όντα.
7. Ο μεν άκακος λαός λοιπόν επίστευσαν σ' αυτόν με όλα αυτά έτσι, ώστε να μη κρατούν την πίστι σιωπηρά, αλλά να γίνουν κήρυκες της θεότητός του με έργα και λόγια. Διότι μετά την τετραήμερη έγερσι του Λαζάρου ο Κύριος ευρήκε ένα γαϊδουράκι, που προετοιμάσθηκε από τους μαθητάς, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, εκάθησε σ' αυτό, εισήλθε στα Ιεροσόλυμα κατά την προφητεία του Ζαχαρίου που προείπε, «μη φοβήσαι, θυγατέρα Σιών, ιδού έρχεται ο βασιλεύς σου δίκαιος και σωτήριος, πράος επάνω σε υποζύγιο, σε πωλάρι όνου»(Ζαχ. 9,9· Ματθ. 21,5), Με τα λόγια αυτά ο προφήτης εδείκνυε ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος βασιλεύς, που είναι ο μόνος πραγμαπκά βασιλεύς της Σιών διότι, λέγει, ο βασιλεύς σου δεν είναι φοβερός στους παρατηρητάς, ούτε είναι κάποιος βαρύς και κακοποιός, συνοδευόμενος από υπασπιστάς και δορυφόρους, ή σύροντας πλήθος πεζών και ιππέων, ζώντας με πλεονεξία και απαιτώντας τέλη και φόρους, δουλείες και υπηρεσίες αγενείς και επιβλαβείς· αντιθέτως σημαία του είναι η ταπείνωσις, η πτωχεία και η ευτέλεια, εφ' όσον εισέρχεται επάνω σε όνο χωρίς καμμιά έπαρσι. Γι' αυτό αυτός είναι ο μόνος δίκαιος βασιλεύς που σώζει με δικαιοσύνη και αυτός είναι πράος έχοντας ως ιδιότητά του την πραότητα· διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον εαυτό του, «μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».
8. Ο μεν βασιλεύς λοιπόν που ανέστησε τον Λάζαρο εισήλθε τότε στα Ιεροσόλυμα καθήμενος επάνω σε όνο· αμέσως δε όλοι οι λαοί, παιδιά, άνδρες, γέροντες, στρώνοντας τα ενδύματα και παίρνοντας βαΐα από φοίνικες, που είναι σύμβολα νίκης, τον προϋπαντούσαν σαν ζωοποιό και νικητή του θανάτου, τον προσκυνούσαν, τον προέπεμπαν, ψάλλοντας με μια φωνή όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στον ιερό περίβολο, «ωσαννά στον υιό του Δαβίδ, ωσαννά εν τοις υψίστοις». Το ωσαννά λοιπόν είναι ύμνος που αναπέμπεται προς τον Θεό και ερμηνευόμενο σημαίνει «σώσε μας λοιπόν»· η δε προσθήκη «εν τοις υψίστοις» δεικνύει ότι αυτός δεν ανυμνείται μόνο επί γης ούτε από τους ανθρώπους μόνο, αλλά στα ύψη από τους ουράνιους αγγέλους.
9. Όχι δε μόνο τον ανυμνούν και τον θεολογούν έτσι, αλλά στη συνέχεια εναντιώνονται και στην κακόβουλη και θεομάχο γνώμη των Γραμματέων και Φαρισαίων και στις φονικές προθέσεις των. Αυτοί μεν έλεγαν γι' αυτόν φρενοβλαβώς, «αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό κι επειδή πραγματοποιεί πολλά θαύματα, αν το αφήσωμε χωρίς να τον θανατώσωμε, όλοι θα πιστεύσουν σ' αυτόν και θα έλθουν οι Ρωμαίοι που θα μας πάρουν την πόλι και το έθνος» (Ιω. 11, 47). Ο δε λαός τι λέγει; «Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου· ευλογημένη η ερχόμενη βασιλεία του πατρός μας Δαβίδ» (Μάρκ. 11, 10). Με την φράσι «ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου», υπεδείκνυαν ότι είναι από τον Θεό και Πατέρα και ότι ήλθε στο όνομα του Πατρός, όπως λέγει και ο ίδιος ο Κύριος περί εαυτού, «ότι εγώ ήλθα στο όνομα του Πατρός μου και από τον Θεό εξήλθα και σ' αυτόν πηγαίνω» (Ιω. 8, 42). Με την φράσι δε «ευλογημένη η βασιλεία του πατρός μας Δαβίδ», υπεδείκνυαν ότι αυτή είναι η βασιλεία στην οποία πρόκειται να πιστεύσουν τα έθνη κατά την προφητεία, και μάλιστα οι Ρωμαίοι. Διότι ο βασιλεύς αυτός όχι μόνο είναι ελπίς του Ισραήλ, αλλά και προσδοκία των εθνών κατά την προφητεία του Ιακώβ (Γεν. 49, 10), «δένοντας στην άμπελο την όνο του», δηλαδή τον υποκείμενο σ' αυτόν λαό από τους Ιουδαίους, «και στο κλήμα το πωλάρι της όνου του» (Γεν. 49, 11). Κλάδος δε του κλήματος είναι οι μαθηταί του Κυρίου, προς τους οποίους έλεγε, «εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα» (Ιω. 15, 5). Με το κλήμα λοιπόν αυτό συνέδεσε ο Κύριος προς τον εαυτό του το πωλάρι της όνου του, δηλαδή το νέο Ισραήλ από τα έθνη, του οποίου τα μέλη έγιναν κατά χάρι υιοί του Αβραάμ. Εάν λοιπόν η βασιλεία αυτή είναι ελπίς και των εθνών, πώς, λέγουν, αφού επιστεύσαμε σ' αυτήν εμείς, θα φοβηθούμε τους Ρωμαίους;
10. Έτσι λοιπόν οι νηπιάζοντες όχι στα μυαλά αλλά στην κακία, εμπνευσθέντες από το άγιο Πνεύμα, ανέπεμψαν στον Κύριο πλήρη και τέλειον ύμνο, μαρτυρώντας ότι ως Θεός εζωοποίησε τον Λάζαρο ενώ ήταν τετραήμερος νεκρός. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, μόλις είδαν τα θαυμάσια αυτά και τα παιδιά να κράζουν στο ιερό λέγοντας, «αίνος στον σωτήρα μας υιό του Δαβίδ», αγανάκτησαν κι έλεγαν προς τον Κύριο· «δεν ακούεις τι λέγουν αυτά;», πράγμα που έπρεπε μάλλον ο Κύριος να ειπή τότε προς αυτούς, ότι δηλαδή "δεν βλέπετε και δεν ακούετε και δεν καταλαβαίνετε;". Γι' αυτό ο ίδιος αντικρούοντάς τους που τον κατηγορούσαν ότι ανέχεται την υμνωδία που μόνο στον Θεό ταιριάζει, λέγει, ναι, ακούω αυτούς που σοφίζονται από εμέ αοράτως και εκφέρουν τέτοιους λόγους για μένα, εάν δε σιωπήσουν αυτοί, θα κράξουν οι λίθοι (Λουκ. 19, 40). Εσείς όμως δεν ανεγνώσατε ποτέ εκείνον τον προφητικό λόγο, ότι από στόμα νηπίων που θηλάζουν συντόνισες ύμνον(Ματθ. 21, 16); Διότι και τούτο ήταν άξιο μεγάλου θαυμασμού, ότι τα αμόρφωτα και αμαθή παιδιά θεολογούσαν τελείως τον Θεό που ενανθρώπησε για μας, παίρνοντας στο στόμα τους αγγελικό ύμνο· όπως δηλαδή οι άγγελοι έψαλλαν για τη γέννησι του Κυρίου, «δόξα προς τον Θεό στα ύψη και επί γης» (Λουκ. 2, 14· 19, 38), έτσι και αυτά τώρα κατά την είσοδό του αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο, λέγοντας, «δόξα στο σωτήρα μας τον υιό του Δαβίδ, δόξα στο σωτήρα μας στα ουράνια» (Ματθ. 21, 9).
11. Αλλά ας νηπιάσωμε κι εμείς αδελφοί, κατά την κακία, νέοι και γέροντες, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, για να ενδυναμωθούμε από τον Θεό, να στήσωμε τρόπαιο και να βαστάσωμε τα σύμβολα της νίκης, όχι μόνο κατά των πονηρών παθών, αλλά και κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, ώστε να ευρούμε την χάρι του λόγου για βοήθεια εύκαιρη. Διότι ο νέος πώλος, όπου καταξίωσε ο Κύριος να καθήση για χάρι μας, αν και είναι ένας, προετύπωνε την προς αυτόν υποταγή των εθνών, από τα οποία προερχόμαστε όλοι εμείς, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι.
12. Όπως λοιπόν στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, ούτε Έλλην ούτε Ιουδαίος, αλλά όλοι είναι ένα κατά τον θείο απόστολο (Γαλ. 3, 28), έτσι σ' αυτόν δεν υπάρχει άρχων και αρχόμενος, αλλά με την χάρι του είμαστε ένα κατά την πίστι σ' αυτόν και ανήκομε στο ένα σώμα της Εκκλησίας του, έχοντας μία κεφαλή, αυτόν και ένα πνεύμα εποτισθήκαμε δια της παναγίας χάριτος του Πνεύματος και ένα βάπτισμα ελάβαμε όλοι και μια είναι η ελπίς όλων και ένας ο Θεός μας, ο επάνω από όλους και δια μέσου όλων και μέσα σε όλους μας (Εφ. 4, 6). Ας αγαπούμε λοιπόν αλλήλους, ας ανεχώμαστε και ας φροντίζωμε ο ένας τον άλλον, αφού είμαστε μέλη αλλήλων διότι το σήμα της μαθητείας μας προς εκείνον, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι η αγάπη και η πατρική κληρονομία που μας άφησε αναχωρώντας από αυτόν τον κόσμο είναι η αγάπη και η τελευταία ευχή που μας έδωσε ανεβαίνοντας προς τον Πατέρα αναφέρεται στην προς αλλήλους αγάπη μας (Ιω. 13, 33ε.).
13. Ας σπεύδωμε λοιπόν να επιτύχωμε την πατρική ευχή και ας μη αποβάλλωμε την από αυτόν κληρονομία ούτε το σήμα που μας έδωσε, για να μη αποβάλλωμε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς αυτόν μαθητεία, και τότε θα ξεπέσωμε από την ελπίδα που μας αναμένει και θα κλεισθούμε έξω από τον πνευματικό νυμφώνα. Όπως δε πρίν από το σωτηριώδες πάθος, καθώς ο Κύριος εισερχόταν στην κάτω Ιερουσαλήμ, του έστρωναν τα ιμάτια όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι πραγματικοί άρχοντες των εθνών, οι Απόστολοι του Κυρίου δηλαδή, έτσι κι' εμείς άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, ας στρώσωμε τα έμφυτα ιμάτιά μας, υποτάσσοντας την σάρκα και τα θελήματά της στο πνεύμα. Έτσι όχι μόνο θ' αξιωθούμε να ιδούμε και να προσκυνήσωμε το σωτηριώδες πάθος του Χριστού και την αγία ανάστασι, αλλά και ν' απολαύσωμε την κοινωνία προς αυτόν «διότι», λέγει ο απόστολος, «εάν εγίναμε σύμφυτοι με το ομοίωμα του θανάτου του, είναι φανερό ότι θα γίνωμε σύμφυτοι και της αναστάσεως» (Ρωμ. 6, 5).
14. Αυτήν την ανάστασι είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, με την χάρι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1828
Το προοίμιο του Σταυρού.
«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …»
Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου .
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού». Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά . Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πως είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ · Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της oι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…») · στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Τα μεγαλύτερα γεγονότα της Αγίας μας Εκκλησίας πλησιάζουν, και φυσικά παρατηρείται μία έξαρση οικοκυρικής φύσεως, που εστιάζεται κυρίως στην εξωτερική καθαριότητα αλλά και στον προγραμματισμό της αντίστοιχης μαγειρικής της ημέρας του Πάσχα.
Με μια απλή βόλτα στους δρόμους της γειτονιάς βλέπεις κυρίως τις κουρτίνες να στολίζουν τα μπαλκόνια, δείγμα ακριβώς της καθαριότητας αλλά και της προετοιμασίας της ορθόδοξης νοικοκυράς για το καλό των αγίων ημερών που μας έρχονται. Στην ίδια συχνότητα περιστρέφονται και οι σκέψεις γύρω από την μαγειρική της κυριώνυμης ημέρας. Φυσικά εδώ τον κύριο λόγο τον έχουν τα κρεμμυδάκια σε όλες τις πολυποίκιλες χρήσεις τους! Κοντά σε όλα αυτά πληθωρικά θα ακούγεται και η ευχή από τα χείλη όλων μας «καλό Πάσχα»!
Το απλό ερώτημα που αυθόρμητα βγαίνει από τα χείλη: Να κατηγορήσουμε τις παραπάνω προετοιμασίες, αφού έστω και τυπικά φανερώνουν την «θρησκευτικότητα» του λαού μας; Ασφαλώς όχι. Όμως για να είμαστε θεολογικά και εκκλησιαστικά δίκαιοι πρέπει απαραιτήτως να προχωρήσουμε σε βάθος, ύψος και πλάτος των θεϊκών γεγονότων και ακόμα περισσότερο, πώς πρέπει να βιώσουμε προσωπικά όλα τα Σταυροαναστάσιμα, λυτρωτικά γεγονότα.
Δυστυχώς, στην οικονομική ζόφωση των ημερών που στροβιλιζόμαστε με άγνωστες ακόμα τις συνέπειες, απεγνωσμένα ζητάμε τους οικονομικούς αλλά- και κυρίως αυτό- τους ηθικούς υπεύθυνους.
Η «σταυροειδής» κίνηση της κανδήλας της Αγίας Άννης μήπως είναι η έντονη διαμαρτυρία για την έξαρση ενός οικουμενιστικού αχταρμά με στόχο την επίτευξη μιάς «πανθρησκείας»; Η μήπως η ανεπίτρεπτη Πατριαρχική «εκτροπή» της Ρώμης; Μήπως οι εγχώριοι ασπόνδυλοι πολιτικοί μας με τους σοδομιτικούς νόμους που προετοιμάζουν; Οι αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις και τα τυφλά χτυπήματα μήπως λογίζονται ως «σημεία των καιρών¨; Μήπως και αυτός ο ορθόδοξος λαός μας ζεί ακόμα και σήμερα «αμεριμνοαμερίμνως» αφού τα ενδιαφέροντά του περιορίζονται στο εδώ και στο σήμερα; Πολλά τέλος από κλήρο και λαό τα φταιξίματα !
Το απόλυτο και κατεπείγον ζητούμενο «εδώ και τώρα» είναι μία δυναμική «Νινευϊτική μετάνοια»! Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ζητά δικαιωματικά την ολόκαρδη, ολοπρόθυμη και ψυχοσωματική μας συμμετοχή. Ο ιερός υμνωδός μας ξεσηκώνει με το πνευματικό του εμβατήριο «…συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν». Και η συμπόρευση πρέπει να γίνει επίπονα και επώδυνα, και κάτι περισσότερο, να συνοδοιπορήσουμε πνευματικά και μυστικά με το Σωτήρα Χριστό, που πορεύεται τη λυτρωτική Του για μας πορεία από τη Βηθανία ως το Γολγοθά.
Την Μ. Πέμπτη ο Κύριός μας φορά το λέντιο της διακονίας, και εμείς πρέπει να πάρουμε μέρος «ταις υψηλαίς φρεσί» στην σύναξη των αθανάτων «εν Υπερώω τόπω». Με την Ευχαριστιακή Κοινωνία μπολιαζόμαστε στο Σώμα του Χριστού, γευόμαστε την αθανασία, και κάτι απείρως ωραιότερο κατά τον Ιερό Χρυσόστομο: «ημείς και ο Χριστός έν εσμεν».
Δυστυχώς ο οδοστρωτήρας της καταστροφικής συνήθειας, μαζί με την άγνοια της «υποχρεωτικής» θείας Κοινωνίας ξεθωριάζουν έντονα το θεϊκό μεγαλείο του Μυστηρίου.
Στον Κήπο της προδοσίας η θέση μας είναι εκεί δίπλα στον «εν αγωνία εκτενέστερο προσευχόμενο» Χριστό. Εκεί όλες οι σατανοκίνητες επίγειες και καταχθόνιες δυνάμεις εφορμούν για την σύλληψη και καταδίκη του Αναμαρτήτου. Εδώ οι αγγελικές λεγεώνες του ουρανού εξίστανται απορούν και θαυμάζουν. Πάντοτε η αγάπη Του θα είναι σε αγωνία μέχρι την ώρα που εμείς οι ορθόδοξοι πιστοί του θα γίνουμε οι αμετάκλητα αφοσιωμένοι λάτρεις του ονόματός Του.
Μήπως η προδοσία του Ιούδα και η άρνηση του Πέτρου δεν είναι πολλές φορές μακριά και από τη δική μας ζωή στους χώρους των θεολογικών διαλόγων και διαπλοκών με αθέμιτους και προδοτικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις;
Τα επώδυνα και φρικτά γεγονότα που εκτυλίσσονται από το Πραιτώριο του Πιλάτου μέχρι τον αιματόβρεκτο φρικτό Γολγοθά, πασίγνωστα σε όλους τους πιστούς, προβάλλουν όλο το απροσμέτρητο ύψος της παντοδυναμίας της αγάπης Του για τον κόσμο, η οποία δεν γνωρίζει όρια. Της αγάπης που υψώνεται ως τη θυσία και υπέρ αυτών ακόμη των σταυρωτών. Υπέρ όλων των αμαρτωλών.
Και για να κλείσουμε τις ολίγες σταυρώσιμες σκέψεις μας τονίζουμε με έμφαση πως ο Σταυρός είναι το καύχημα και η Δόξα της Εκκλησίας μας. Υποχρεωτικά και εμείς ως αγαπημένα παιδιά του Εσταυρωμένου της αγάπης Του θα σηκώσουμε τον προσωπικό μας Σταυρό με οποιοδήποτε κόστος ή τίμημα και πάντοτε πρόθυμα και αγόγγυστα! Επειδή και η Ανάσταση δεν είναι μακριά, είναι ζήτημα τριών μόλις ημερών!
Να ευχηθούμε και να προσευχηθούμε και τούτο το ταλαίπωρο γένος μας γρήγορα και με μετάνοια να περάσει από τον Γολγοθά του στην Ανάσταση και τη χαρά για να βρει τον δρόμο και τον σωστό του προορισμό.
Έτσι να βιώσουμε, ιδιαίτερα φέτος, «τα Πάθη τα σεπτά» για να έχουν οι σκέψεις μας απήχηση στις καρδιές των αναγνωστών. Τότε θα συμφωνήσουμε με την ευχή: Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!
α΄. Οὐκ ἀθρόον ἀναβαίνει εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς Γαλιλαίας ἐλθών· ἀλλὰ πρότερον θαυματουργήσας καὶ ἐπιστομίσας Φαρισαίους, καὶ διαλεχθεὶς τοῖς μαθηταῖς περὶ ἀκτημοσύνης. Εἰ γὰρ θέλεις τέλειος εἶναι, φησί, πώλησόν σου τὰ ὑπαρχοντα· καὶ περὶ παρθενίας. Ὁ δυνάμενος χωρεῖν, χωρείτω· καὶ περὶ ταπεινοφροσύνης. Ἐὰν μὴ στραφῆτε γάρ, καὶ γένησθε ὡς παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθετε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν· καὶ περὶ ἀντιδόσεων τῶν ἐνταῦθα Ὅστις γὰρ ἀφῆκες οἰκίας, ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφάς, ἑκατονταπλασίονα λήψεται ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ· καὶ περὶ τῶν ἀμοιβῶν τῶν ἐκεῖ· Καὶ ζωὴν γὰρ, φησίν, αἰώνιον κληρονομήσει· τότε προσβάλλει τῇ πόλει λοιπόν, καὶ μέλλων ἀνιέναι, πάλιν περὶ τοῦ πένθους διαλέγεται. Ἐπειδὴ γὰρ εἰκὸς ἦν αὐτοὺς, διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι τοῦτο συμβῆναι, ἐπιλανθάνεσθαι, συνεχῶς αὐτοὺς ἀναμιμνήσκει, ἐγγυμνάζων αὐτῶν τῆν διάνοιαν τῇ πυκνότητι τῆς ἀναμνήσεως, καὶ τὴν λύπην ὑποτεμνόμενος. Κατ’ ἰδίαν δὲ αὐτοὶς διαλέγεται ἀναγκαίως· οὐ γὰρ ἔδει εἰς πολλοὺς ἐξενεχθῆναι τὸν περὶ τούτων λόγων, οὐδὲ σαφῶς λεχθῆναι· οὐδὲν γὰρ ἐκ τούτου πλέον ἐγίνετο. Εἰ γὰρ οἱ μαθηταὶ ἐθορυβοῦντο ταῦτα ἀκούοντες, πολλῷ μᾶλλον ὁ τῶν πολλῶν δῆμος. Τι οὖν; οὐκ ἐλέχθη τοῖς πολλοῖς, φησίν. Ἐλέχθη μὲν καὶ πρὸς τοὺς πολλούς, οὐχ οὕτω δὲ σαφῶς. Λύσατε γὰρ, φησί, τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμεραις ἐγειρῶ αὐτόν· καὶ Σημεῖον ἐπιζητεῖ ἡ γενεὰ αὕτη, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ, εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ· καὶ πάλιν. Ἔτι μικρὸν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ ζητήσετέ με, καὶ οὐχ εὑρήσετε. Τοῖς δὲ μαθηταῖς οὐχ οὕτως ἀλλ’ ὥσπερ τὰ ἄλλα σαφέστερον ἔλεγεν, οὕτω καὶ τοῦτο εἶπε. Καὶ τίνος ἔνεκεν, εἰ μὴ συνιέσαν οἱ πολλοὶ τῶν λεγομένων τὴν δύναμιν, καὶ ἐλέγετο; Ἵνα μάθωσι μετὰ ταῦτα, ὅτι προειδὼς ἐπὶ τὸ πάθος ἤει καὶ ἑκών, οὐκ ἀγνοῶν, οὐδὲ ἀναγκαζόμενος. Τοῖς μαθηταῖς δὲ οὐ διὰ τοῦτο μόνον προὔλεγεν, ἀλλ’ ὅπερ ἔφην, ἵνα ἐγγυμνασθέντες τῇ προσδοκία ρᾴδιον ἐνέγκωσι τὸ πάθος, καὶ μὴ ἀμελέτητον ἐπελθὸν ταράξῃ σφόδρα αὐτούς. Διὰ τοι τοῦτο ἐξ ἀρχῆς μὲν τὸν θάνατον ἔλεγε μόνον· ὅτε δὲ ἐμελέτησαν καὶ ἐνεγυμνάσαντο· καὶ τὰ ἄλλα προστίθησιν οἷον ὅτι παραδώσουσιν τοῖς ἔθνεσιν· ὅτι ἐμπαίξουσι καὶ μαστιγώσουσι· τούτου τε ἔνεκεν, καὶ ἵνα ὅταν τὰ σκυρθωπὰ ἐξελθόντα ἴδωσι, καὶ τὴν ἀνάστασιν ἐντεῦθεν προσδοκήσωσιν. Ὁ γὰρ τὰ λυποῦντα οὐκ ἀποκρυψάμενος, καὶ τὰ δοκοῦντα εἶναι ἐπονείδιστα, εἰκότως ἔμελλε καὶ περὶ τῶν χρηστῶν πιστεύεσθαι. Σκόπει δέ μοι, πῶς καὶ ἀπὸ τοῦ καιροῦ σαφῶς τὸ πρᾶγμα οἰκονομεῖ. Οὔτε γὰρ ἐξ ἀρχῆς αὐτοῖς εἶπεν, ἵνα μὴ διαταράξῃ· οὔτε πρὸς αὐτῷ τῷ καιρῷ, ἵνα μὴ κἀντεῦθεν θορυβήσῃ· ἀλλ’ ὅτε πεῖραν αὐτοῦ τῆς δυνάμεως ἔλαβον ἀρκοῦσαν, ὅτε μεγάλας ἔδωκε τὰς ἐπαγγελίας περὶ τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου, τότε καὶ τὸν περὶ τούτων ἐμβάλλει λόγον, καὶ ἅπαξ καὶ δὶς καὶ πολλάκις, ἐνυφαίνων αὐτὸν τοῖς θαύμασι καὶ ταῖς διδασκαλίας. Ἕτερος δὲ εὐαγγελιστής φησιν, ὅτι καὶ τοὺς προφήτας παρῆγε μάρτυρας· ἄλλος δὲ φησιν, ὅτι καὶ αὐτοὶ οὐ συνίεσαν τὰ λεγόμενα, ἀλλ’ ἦν κεκρυμμένον τὸ ρῆμα ἀπ’ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἐθαμβοῦντο ἀκολουθοῦντες αὐτῷ. Οὐκοῦν ἀνήρηται, φησί, τῆς προρρήσεως τὸ κέρδος. Εἰ γὰρ μὴ ἤδεσαν ἅπερ ἤκουσαν, οὐδὲ προσδωκᾷν εἶχον· μὴ προσδοκοῦντες δὲ οὐδὲ γυμνάζεσθαι ταῖς ἐλπίσιν. Ἐγὼ δὲ καὶ ἕτερον τούτου ἀπορώτερόν φημι, ὅτι εἰ μὴ ἤδεσαν, πῶς ἐλυποῦντο; Καὶ γὰρ ἕτερός φησιν, ὅτι ἐλυποῦντο. Εἰ τοίνυν μὴ ἤδεσαν, πῶς ἐλυποῦντο; πῶς Πέτρος ἔλεγεν· Ἵλεώς σοι, οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο; Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν; Ὅτι μὲν ἀποθανεῖται, ἤδεσαν, εἰ καὶ μὴ σαφῶς τῆς οἰκονομίας ἠπίσαντο τὸ μυστήριον· οὔτε δὲ τὴν ἀνάστασιν σαφῶς ἠπίσαντο οὔτε ἅπερ ἔμελλε κατορθοῦν· καὶ τοῦτο ἦν κεκρυμμένον ἀπ’ αὐτῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ἤλγουν. Ἑτέρους μὲν γὰρ ὑφ’ ἑτέρων ἀναστάντας, εἶδον· αὐτὸν δὲ τινα ἀναστήσαντα ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἀναστήσαντα ὡς μηκέτι λοιπὸν ἀποθανεῖν, οὐδέποτε εἶδον. Τοῦτο οὖν οὐ συνίεσαν πολλάκις λεγόμενον· ἀλλ’ οὐδὲ αὐτὸς οὗτος ὁ θάνατος τί ποτέ ἐστι, καὶ πῶς ἐπελεύσεται σαφῶς ἠπίσαντο. Δι’ ὅ καὶ ἐθαμβοῦντο ἀκολουθοῦντες αὐτῷ· οὐ διὰ τοῦτο δὲ μόνον, ἀλλ’ ἔμοιγε δοκεῖ καὶ ἐκπλήττειν αὐτοὺς περὶ τοῦ πάθους διαλεγόμενος. β΄. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν τούτων ἐποίει θαρρεῖν αὐτούς, καὶ ταῦτα συνεχῶς περὶ τῆς ἀναστάσεως ἀκούοντας. Καὶ γὰρ μετὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦτο μάλιστα αὐτοὺς ἐθορύβει, τὸ ἀκούειν ὅτι ἐμπαίξουσι καὶ μαστιγώσουσι, καὶ ὅσα τοιαῦτα. Ὅτε γὰρ ἐνενόησαν τὰ θαύματα, τοὺς δαιμονῶντας οὕς ἠλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς οὕς ἤγειρε, τὰ ἄλλα πάντα ἅπερ ἐθαυματούργει, εἶτα ἤκουσαν τούτων, ἐξεπλήττοντο, εἰ ὁ ταῦτα ποιῶν ταῦτα πείσεται. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἀπορίαν ἐνέπιπτον, καὶ νῦν μὲν ἐπίστευον, νῦν δὲ ἠπίστουν, καὶ νοῆσαι οὐκ εἶχον τὰ λεγόμενα. Οὕτω γοῦν οὐ συνῆκαν σαφῶς τὸ λεγόμενον, ὡς τοὺς υἱοὺς Ζεβεδαίου παραυτὰ προσελθεῖν, καὶ περὶ προεδρίας αὐτῷ διαλεχθῆναι. Θέλομεν γάρ, φησίν, ἵνα εἰς ἐκ δεξιῶν σου καθίσῃ, καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Πῶς οὖν οὗτος ὁ εὐαγγελιστής φησιν, ὅτι ἡ μήτηρ προσῆλθεν; Ἀμφότερα γενέσθαι εἰκός. Τὴν γὰρ μητέρα παρέλαβον ὡς μείζονα τὴν ἱκετηρίαν ἐργασόμενοι, καὶ ταύτῃ τὸν Χριστὸν δυσωπήσοντες. Ὅτι γὰρ τοῦτο ἀληθὲς ὅπερ ἔφην, καὶ αὐτῶν μᾶλλον ἡ αἴτησις ἦν, καὶ αἰσχυνόμενοι προβάλλονται τὴν τεκοῦσαν, σκόπει πῶς πρὸς αὐτοὺς ἀποτείνει τὸν λόγον ὁ Χριστός.
Μᾶλλον δὲ μάθωμεν τί πρότερον αἰτοῦσι, καὶ ἀπὸ ποίας γνώμης, καὶ πόθεν ἐπὶ τοῦτο ἦλθον. Πόθεν οὖν ἐπὶ τοῦτο ἦλθον; Ἑώρων ἑαυτοὺς τιμωμένους παρὰ τοὺς ἄλλους, καὶ προσεδόκησαν ἐντεῦθεν ἐπιτεύξασθαι καὶ τῆς αἰτῆσεως ταύτης. Ἀλλὰ τί ποτέ ἐστιν ὅ αἰτοῦσιν; Ἄκουσον ἑτέρου εὐαγγελιστοῦ τοῦτο σαφῶς ἐκκαλύπτοντος. Διὰ γὰρ τὸ ἐγγὺς εἶναι φησί, τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ δοκεῖν ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀναφανεῖται, ταῦτα ἤτουν. Ἐνόμιζαν γάρ, ὅτι ἐπὶ θύρας αὕτη, καὶ αἰσθητή, καὶ ἀπολαύσαντες ὧν ἤττουν, οὐδὲν ὑποστήσονται τῶν λυπηρῶν. Οὐδὲ γὰρ δι’ αὐτῆν μόνον αὐτὴν ἐζήτουν, ἀλλ’ ὠς καὶ διαφευξόμενοι τὰ δυσχερῆ. Διὸ καὶ ὁ Χριστὸς τούτων πρῶτον αὐτοὺς ἀπάγει τῶν λογισμῶν, κελεύων σφαγὰς καὶ κινδύνους καὶ τὰ ἔσχατα ἀναμένειν δεινά. Δύνασθε γάρ, φησί, πιεῖν τὸ ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω; Ἀλλὰ μηδεὶς θορυβείσθω, τῶν ἀποστόλων οὕτως ἀτελῶς διακειμένων. Οὔπω γὰρ ὁ σταυρὸς ἦν τελεσθείς, οὔπω Πνεύματος χάρις δοθεῖσα. Εἰ δε βούλει μαθεῖν αὐτῶν τὴν ἀρετήν, μετὰ ταῦτα αὐτοὺς κατάμαθε, καὶ ὄψει παντὸς πάθους ἀνωτέρους. Διὰ γὰρ οτῦτο ἐκκαλύπτει αὐτῶν τὰ ἐλαττώματα, ἵνα μετὰ ταῦτης γνῷς, τίνες ἀπὸ τὴς χάριτος ἐγένοντο. Ὅτι μὲν οὖν οὐδὲν πνευματικὸν ἤτουν, οὐδὲ ἔννοιαν τῆς ἄνω βασιλείας εἶχον, δῆλον ἐντεῦθεν. Πλῆν ἴδωμεν καὶ πῶς προσέρχονται, καὶ τί λέγουσι. Θέλομεν, φησίν, ἵνα ὅ ἐὰν αἰτήσωμέν σε ποίησῃς ἡμῖν. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ὁ Χριστός· Τί θέλετε; οὐκ ἀγνοῶν, ἀλλ’ ἵνα ἀναγκάσῃ αὐτοὺς ἀποκρίνασθαι, καὶ ἀνακαλύψῃ τὸ ἕλκος, καὶ οὕτως ἐπιθῇ τὸ φάρμακον. Οἱ δὲ ἐρυθριῶντες καὶ αἰσχυνόμενοι, ἐπειδὴ ὑπὸ πάθους ἀνθρωπίνου πρὸς τοῦτο ἤεσαν, κατ’ ἰδίαν ἐκτὸς τῶν μαθητῶν λαβόντες αὐτὸν ἠρώτησαν. Προεπορεύθησαν γάρ, φησίν, ὥστε μὴ γενέσθαι αὐτοῖς κατάδηλον, καὶ οὕτως εἶπον ἅπερ ἐβούλοντο. Ἐβούλοντο δέ ὡς ἔγωγε οἶμαι, ἐπειδὴ ἤκουον, ὅτι Ἐπὶ δώδεκα θρόνους καθεδεῖσθε, τὴν προεδρίαν τῆς καθερδίας ταύτης λαβεῖν. Καὶ ὅτι μὲν τῶν ἄλλων πλέον εἶχον ἤδεσαν· ἐδεδοίκεσαν δὲ Πέτρον, καὶ λέγουσιν· Εἰπέ, ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καθίσῃ καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων· καὶ κατεπείγουσι λέγοντες. Εἰπέ. Τί οὖν αὐτός; Δηλῶν, ὅτι οὐδὲν πνευματικὸν ἤτουν, οὔτε εἰ ἤδεσαν πάλιν ὅπερ ἤτουν ἐτόλμησαν ἄν τοσοῦτον αἰτῆσαι φησίν· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε· πῶς μέγα, πῶς θαυμαστόν, πῶς ὑπερβαῖνον καὶ τὰς ἄνω δυνάμεις. Εἶτα ἐπάγει· Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὅ ἐγὼ μέλλω πίνειν, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι, βαπτισθῆναι; Εἶδες πῶς εὐθέως ἀπήγαγε τῆς ὑπονοίας, ἀπὸ τῶν ἐναντίων αὐτοῖς διαλεχθείς; Ὑμεῖς μὲν γὰρ περὶ τιμῆς καὶ στεφάνων μοι διαλέγεσθε, φησίν· ἐγὼ δὲ περὶ ἀγώνων ὑμῖν καὶ ἱδρώτων. Οὐ γάρ ἐστιν οὗτος ὁ τῶν ἐπάλθων καιρός, οὐδὲ νῦν ἡ δόξα μου φανεῖται ἐκείνη· ἀλλὰ σφαγῆς καὶ πολέμων καὶ κινδύνων τὰ παρόντα. Καὶ ὅρα πῶς τῷ τρόπῳ τῆς ἐρωτήσεως καὶ προτρέπει καὶ ἐφέλκεται. Οὐ γὰρ εἶπε, Δύνασθε σφαγῆναι; δύνασθε τὸ αἷμα ὑμῶν ἐκχεῖν; ἀλλὰ πῶς; Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον; Εἶτα ἐφελκόμενος φησιν Ὅ ἐγὼ μέλλω πίνειν· ἵνα τῇ πρὸς αὐτὸν κοινωνίᾳ προθυμότεροι γένωται. Καὶ βάπτισμα αὐτὸ πάλιν καλεῖ, δεικνὺς μέγαν ἀπὸ τὼν γινομένων τὸν καθαρμὸν ἐσόμενον τῇ οἰκουμένῃ. Λέγουσιν αὐτῷ · Δυνάμεθα. Ἀπὸ τῆς προθυμίας εὐθέως ἐπηγγείλαντο, οὐδὲ τοῦτο εἰδότες ὅπερ εἶπον, ἀλλὰ προσδοκῶντες ἀκούσεσθαι ὅπερ ἤτησαν. Τί οὖν αὐτός; Τὸ μὲν ποτήριον μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπτίζομεια, βαπτισθήσεσαθε, Μεγάλα αὐτοῖς προεφήτευσεν ἀγαθά· τοὐτέστι, Μαρτυρίου καταξιωθήσεσθε, καὶ ταῦτα πείσεσθε ἅπερ ἐγώ· βιαίῳ θανάτῳ τὴν ζωὴν καταλύσετε, καὶ τούτων μοι κοινωνήσετε. Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’οἷς ἡτοίμασται παρὰ τοῦ Πατρός μου. γ΄ Ἐπάρας αὐτῶν τὰς ψυχάς, καὶ ὑψλοτέρας ποιήσας, καὶ πρὸς λύπην ἀχειρώτους ἐργασάμενος, τότε διορθοῦναι αὐτῶν τὴν αἰτησιν. Ἀλλὰ τί ποτέ ἐστιν τὸ νῦν εἰρημένον; Καὶ γὰρ δύο ἐστὶ τὰ ζητούμενα παρὰ πολλῶν· ἕν μέν, εἰ ἡτοίμασταί τισι τὸ καθίσαι ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· ἕτερον δέ, εἰ ὁ πάντων Κύριος ἐκείτοις, οἷς ἡτοίμασται, κύριος οὐ ἔστι παρασχεῖν. Τί οὖν ἐστι τὸ εἰρημένον; Ἄν τὸ πρότερον λύσωμεν, τότε καὶ τὸ δεύτερον τοῖς ζητοῦσιν ἔσται σαφές. Τί οὖν ἐστι τοῦτο; Οὐδεὶς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καθεδεῖται, οὐδὲ ἐξ εὐωνύμων. Ἄβατος γὰρ πᾶσιν ὁ θρόνος ἐκεῖνος· οὐκ ἀνθρώποις λέγω καὶ ἁγίοις καὶ ἀποστόλοις, ἀλλὰ καὶ ἀγγλέλοις καὶ ἀρχαγγέλοις, καὶ πάσαις ταῖς ἄνω δυνάμεσιν. Ὡς γοῦν ἐξαίρετον τοῦ Μονογενοῦς τίθησιν αὐτὸ ὁ Παῦλος λέγων· Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου; Καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἀγγέλους φησίν· Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦς πνεύματα· πρὸς δὲ τὸν Υἱόν, Ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός. Πῶς οὖν φησι, Τὸ καθίσαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων, οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ὡς ὄντων τινῶν τῶν καθεδουμένων; Οὑχ ὡς ὄντων, ἅπαγε· ἀλλὰ πρὸς τὴν ὑπόνοιαν ἀπεκρίνατο τῶν ἐρωτώντων, συγκαταβαίνων αὐτῶν τῇ διανοίᾳ. Οὐδὲ γὰρ ἤδεσαν τὸν ὑψηλὸν θρόνον ἐκεῖνον, καὶ τὴν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς καθέδραν, ὅπου γε καὶ τὰ πολλῷ τούτων καταδεέστερα καὶ καθ’ ἡμέραν αὐτοῖς ἐνηχούμενα ἠγνόουν· ἀλλ’ ἕν ἐζήτουν μόνον τῶν πρωτείων ἀπολαῦσαι, καὶ πρὸ τῶν ἄλλων στῆναι, καὶ μηδένα εἶναι πρὸ αὐτῶν παρ’ αὐτῷ· ὅπερ καὶ ἤδη ἔφθην εἰπών, ὅτι ἐπειδὴ δώδεκα θρόνοις ἤκουσαν, ἀγνοήσαντες ὅ,τι ποτέ ἐστι τὸ εἰρημένον, τὴν προεδρίαν ἐπεζήτησαν. Ὅ τοίνυν φησὶν ὁ Χριστὸς τοῦτό ἐστιν· Ἀποθανεῖσθε μὲν δι’ ἐμέ, καὶ σφαγήσεσθε τοῦ κηρύγματος ἔνεκεν, καὶ κοινωνήσετέ μοι κατὰ τὸ πάθος οὐ μὴν ἀρκεῖ τοῦτο ποιῆσαι τῆς προεδρίας ὑμᾶς ἀπολαῦσαι, καὶ τὴν πρώτην τάξιν κατασχεῖν. Ἄν γὰρ τις ἕτερος ἔλθῃ μετὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴν ἄλλην ἅπασαν ἀρετὴν κεκτημένος πολλῷ πλείονα ὑμῶν, οὐκ ἐπειδὴ φιλῶ νῦν ὑμᾶς, καὶ τῶν ἄλλων προκρίνω, διὰ τοῦτο παρωσάμενος ἐκεῖνον τὸν ἀπὸ τῶν ἔργων κηρυττόμενον, ὑμῖν δώσω τὰ πρωτεῖα. Ἀλλ’ οὕτω μὲν οὐκ εἶπεν, ὥστε μὴ λυπῆσαι· αἰνιγματωδῶς, δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο αἰνίττεται λέγων· Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων, οὐκ ἐστιν ἐμον τοῦτο δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. Τίσι δὲ ἡτοίμασται; Τοῖς ἀπὸ τῶν ἐργων δυναμένοις γενέσθαι λαμπροῖς. Διὰ τοῦτο οὐκ εἶπεν, Οὐκ ἐστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς μου, ἵνα μὴ ἀσθενεῖν, μηδὲ ἀτονεῖν αὐτὸν φαίη τις πρὸς τὴν ἀντίδοσιν· ἀλλ’ πῶς; Οὐκ ἔστιν ἐμόν, ἀλλ’ ἐκείνων οἷς ἡτοίμασται. Τίσι δὲ ἡτοίμασαι; Τοῖς ἀπὸ τῶν ἔργων δυναμένοις γνέσθαι λαμπροῖς. Διὰ τοῦτο οὐκ εἶπεν, Οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλὰ τοῦ Πατρός μου, ἵνα μὴ ἀσθενεῖν, μηδὲ ἀτονεῖν αὐτὸν φαίη τις πρὸς τὴν ἀντίδοσιν· ἀλλὰ πῶς; Οὐκ ἔστιν ἐμόν, ἀλλ’ ἐκείνων οἷς ἡτοίμασται. Ἵνα δὲ καὶ σαφέστερον ὅ λέγω γένηται ἐπὶ ὑποδείγματος αὐτὸ γυμνάσωμεν, καὶ ὑποθώμεθα εἶναί τινα ἀγωνοθέτην, εἶτα ἀθλητὰς ἀρίστους πολλοὺς εἰς τὸν ἀγῶνα κατιέναι τοῦτον, καί τινας δύο προσελθόντας τῶν ἀθλητῶν τῶν μάλιστα ᾠκειωμένων τῷ ἀγωνοθέτῃ λέγειν, ὅτι Ποίησον ἡμᾶς στεφανωθῆναι καὶ ἀνακηρυχθῆναι, θαρροῦντας τῇ πρὸς αὐτὸν εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ· ἐκεῖνον δὲ πρὸς αὐτοὺς λέγειν. Οὐκ ἔστιν ἐμὸν τοῦτο δοῦναι ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ἀπὸ τῶν πόνων καὶ τῶν ἱδρώτων· ἆρ’ οὖν καταγνωσόμεθα αὐτοῦ ἀσθένειαν; Οὐδαμῶς ἀλλ’ ἀποδεξόμεθα αὐτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺ ἀπροσωπολήπτου. Ὥσπερ οὖν ἐκεῖνον οὐκ ἄν φαίημεν ἀτονοῦντα μὴ διδόναι τὸν στέφανον ἀλλὰ μὴ βουλόμενον διαφθεῖραι τῶν ἀγώνων τὸν νόμον, μηδὲ συνταράξαι τοῦ δικαίου τὴν τάξιν· οὕτω δὴ καὶ τὸν Χριστὸν εἴπομι ἄν τοῦτο εἰρηκέναι πανταχόθεν αὐτοὺς συνελαύνοντα, μετὰ τὴν τοῦ Θεοῦ, χάριν, εἰς τὴν οἰκείων κατορθωμάτων ἐπίδειξιν τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας καὶ τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχειν. Διὰ τοῦτο φησιν. Οἷς ἡτοίμασται. Τί γάρ, φησίν, ἐὰν ἕτεροι φανῶσιν ὑμῶν βελτίους; τί δὲ ἄν μείζονα ἐργάσωνται; Μὴ γὰρ ἐπειδὴ μαθηταί μου γεγόνατε, διὰ τοῦτο τῶν πρωτείων ἀπολαύσεσθε, ἐὰν μὴ τῆς ἐκλογῆς αὐτοὶ ἄξιοι φανῆτε; Ὅτι γὰρ αὐτὸς Κύριός ἐστι τοῦ παντός, δῆλον ἐξ ὧν αὐτὸς πᾶσαν ἔχει τὴν κρίσιν. Καὶ γὰρ Πέτρῳ οὕτῳ φησίν· Ἐγὼ σοι δώσω τὰς κλεῖς τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὁ Παῦλος δὲ τοῦτο δηλῶν ἔλεγε· Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ὁ δίκαιος κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. Ἐπιφάνεια δὲ τοῦ Χριστοῦ γέγονεν. Ὅτι δὲ Παύλου οὐδεὶς πρῶτος στήσεται, παντί που δῆλον. Εἰ δὲ ἀσαφέστερον ταῦτα εἴρηκε, μὴ θαυμάσῃς. Παραπεμπόμενός τε γὰρ αὐτοὺς οἰκονομικῶς, ὥστε μὴ ὑπὲρ πρωτείων ἐνοχλεῖν εἰκῇ καὶ μάτην· (καὶ γὰρ ἀπὸ πάθους τοῦτο ἔπασχον ἀνθρωπίνου·) καὶ μὴ ληπῆσαι βουλόμενος αὐτούς, τῇ ἀσαφείᾳ ἀμφότερα ταῦτα κατορθοῖ. Τότε ἠγανάκτησαν οἱ δέκα περὶ τῶν δύο. Τότε, πότε; Ὅτε ἐπετίμησεν αὐτοῖς. Ἕως μὲν γὰρ τοῦ Χριστοῦ ἡ ψῆφος ἦν, οὐκ ἠγανάκτουν, ἀλλ’ ὁρῶντες αὐτοὺς προτιμωμένους, ἔστεργον καὶ ἐσίγων, αἰδούμενοι τὸν Διδάσκαλον καὶ τιμῶντες· καὶ εἰ κατὰ διάνοιαν ἤλγουν, ἀλλ’ εἰς μέσον τοῦτο ἐξενεγκεῖν οὐκ ἐτόλμουν. Καὶ πρὸς Πέτρον δὲ τι παθόντες ἄνθρώπινον, ὅτε τὰ δίδραχμα ἔδωκεν, οὐκ ἐδυσχέραναν, ἀλλ’ ἠρώτησαν μόνον. Τίς ἄρα μείζων ἐστίν; Ἐπειδὴ δὲ τῶν μαθητῶν ἐνταῦθα ἡ αἴτησις ἦν ἀγανακτοῦσι. Καὶ οὐδὲ ἐνταῦθα εὐθέως ἀγανακτοῦσιν, ὅτε ἤτησαν ἀλλ’ ὅτε αὐτοῖς ἐπετίμησεν ὁ Χριστός, καὶ ἔφησεν οὐκ ἀπολαύσεσθαι τῶν πρωτείων αὐτοὺς, εἰ μὴ παράσχοιεν ἑαυτοὺς τούτων ἀξίους. δ΄. Εἶδες πῶς ἀτελέστερον πάντες διέκειντο, καὶ οὗτοι κατεξανιστάμενοι τῶν δέκα, καὶ ἐκεῖνοι φθονοῦντες τοῖς δυσίν; Ἀλλ’ ὅπερ ἔφην, μετὰ ταῦτά μοι αὐτοὺς δεῖξον, καὶ ὄψει πάντων τούτων ἀπηλλαγμένους τῶν παθῶν. Ἄκουσον γοῦν πῶς οὗτος αὐτὸς ὁ Ἰωάννης, ὁ νῦν προσελθὼν ὑπὲρ τούτων, πανταχοῦ τῶν πρωτείων τῷ Πέτρῳ παραχωρεῖ, καὶ δημηγοροῦντι καὶ θαυματουργοῦντι ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων. Καὶ οὐκ ἀποκρύπτει αὐτοῦ τὰ κατοθρώματα, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁμολογίαν λέγειν, ἥν πάντων σιγώντων ἐπεδείξατο, καὶ τὴν εἰς τὸν τάφον εἴσοδον, καὶ προτίθησιν ἑαυτοῦ τὸν ἀπόστολον. Ἐπειδὴ γὰρ ἀμφότεροι παρέμειναν σταυρωμένῳ τὸ ἑαυτοῦ ἐγκώμιον ὑποτεμνόμενός φησιν, ὅτι Γνώριμος ἦν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τῷ ἱερεῖ. Ὁ δὲ Ἰάκωβος μακρὸν μὲν οὐκ ἐπέζησε χρόνον· ἐκ παροιμίων δὲ οὕτω διεθερμάνθη, καὶ πάντα τὰ ἀνθρώπινα ἀφεὶς πρὸς ὕψος ἀνέδραμεν ἄφατον, ὡς εὐθέως σφαγῆναι. Οὕτω πάντων ἕνεκεν μετὰ ταῦτα ἄκροι ἐγένοντο. Ἀλλὰ τότε ἠγανάκτησαν. Τί οὖν ὁ Χριστός;Προσκαλεσάμενος αὐτούς φησιν· Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν. Ἐπειδὴ γὰρ ἐθορυβήθησαν καὶ ἐταράχθησαν, τῇ κλήσει πρὸ τοῦ λόγου αὐτοὺς κταπραΰνει, καὶ τῷ πλησίον αὐτοὺς ἐπισπάσασθαι. Καὶ γὰρ οἱ δύο, τοῦ χοροῦ τῶν δέκα ἑαυτοὺς ἀπορρήξαντες, ἐγγύτερον εἱστήκεσαν ἰσολογούμενοι. Διὰ τοῦτο καὶ τούτους πλησίον ἅγει τούτῳ τε αὐτῷ, καὶ τῷ τὸ εἰρημένον ἐκπομπεῦσαι καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἐξαγαγεῖν, παραμυθούμενος τὸ πάθος καὶ τούτων κἀκείνων. Καὶ οὐχ ὡς ἔμπροσθεν, οὕτω καὶ νῦν καταστέλλει. Πρότερον μὲν γὰρ παιδία ἅγει εἰς μέσον, καὶ τὸ ἀφελὲς αὐτῶ καὶ τὸ ταπεινὸν μιμεῖσθαι κελεύει· ἐνταῦθα δὲ πληκτικώτερον ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐντρέπει λέγων· Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύσουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ μεγάλοι καταεξουσιάζουσι παρὰ δὲ ὑμῖν οὐ ἔσται οὕτως· ἀλλ’ ὁ θέλων ἐν ὑμῖν γενέσθαι μέγας, οὗτος ἔστω πάντων διάκονος, καὶ ὁ θέλων εἶναι πρῶτος, ἔστω πάντων ἔσχατος· δεικνὺς ὅτι ἐθνικῶν τὸ τοιοῦτον, τὸ τῶν πρωτείων ἐρᾷν. Καὶ γὰρ τυραννικὸν τὸ πάθος, καὶ συνεχῶς ἐνοχλοῦν καὶ μεγάλοις ἀνδράσι· διὰ τοῦτο καὶ σφοδροτέρας δεῖται πληγῆς. Διὸ καὶ αὐτὸς βαθύτερον αὐτῶν καθικνεῖται, τῇ τῶν ἐθνῶν παραθέσι φλεγμαίνουσαν αὐτῶν τὴν ψυχὴν ἐντρέπων· καὶ τῶν μὲν τὸν φθόνον, τῶν δὲ τὴ ἀπόνοιαν ὑποτέμνεται, μόνον οὐχὶ λέγων· Μὴ ἀγανακτεῖτε ὡς ὑβρισμένοι. Ἑαυτοὺς γὰρ μάλιστα βλάπτουσί τε καὶ καταισχύνουσιν οἱ οὕτω τὰ πρωτεῖα ζητοῦντες· ἐν γὰρ τοῖς ἐσχάτοις εἰσίν. Οὐ γὰρ ἐστι τὰ παρ’ ἡμῖν οἷα τὰ ἔξωθεν. Οἱ μὲν γὰρ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύσουσιν αὐτῶν· παρ’ ἐμοὶ δὲ ὁ ἔσχατος οὗτος πρῶτός ἐστιν. Ὅτι δὲ οὐχ ἁπλῶς ταύτα λέγω, δι’ὧν ποιῶ καὶ πάσχει λάμβανει τὴν ἀπόδειξιν τῶν εἰρημένων. Ἐγὼ γὰρ τι καὶ πλέον ἐποίησα. Βασιλεὺς γὰρ τῶν ἄνω δυνάμεων ὤν, ἄνθρωπος ἠβουλήθην γενέσθαι, καὶ καταφρονηθῆναι κατεδεξάμην, καὶ ὑβρισθῆναι. Καὶ οὐδὲ τούτοις ἠρκέσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ θανάτον ἦλθον. Διὰ τοῦτό φησιν· Ὥσπερ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴ ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. Οὐδὲ γὰρ μέχρι τούτον ἔστην φησίν, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν ἔδωκκα λύτρον· καὶ ὑπὲρ τίνων; Τῶν ἐχθρῶν. Σὺ δὲ ἄν ταπεινωθῇς, ὑπὲρ σαυτοῦ· ἐγὼ δὲ ὑπὲρ σοῦ. Μὴ τοίνυν φοβηθῇς, ὡς τιμῆς σου καθαιρουμένης. Ὅθεν γὰρ ἄν ταπεινωθῇς, οὐ δύνασαι τοσοῦτον κατελθεῖν, ὅσων ὁ δεσπότης σου. Ἄλλ’ ὅμως ἡ κατάβασις αὕτη πάντων ἀνάβασις γέγονε, καὶ τὴν δόξαν ἐκλάμψαι πεποίηκε τὴν ἑαυτοῦ. Πρὸ μὲν γὰρ τοῦ γενέσθαι ἄνθρωπος, παρ’ ἀγγέλοις ἐγνωρίζετο μόνοις· ἐπειδὴ δὲ ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ ἐσαρκώθη, οὐ μόνον ἐκείνην οὐκ ἠλάττωσε τὴν δόξαν, ἀλλὰ καὶ ἑτέραν προσέλαβεν, τὴν ἀπὸ τῆς γνώσεως τῆς οἰκουμένης. Μὴ δὴ φοβηθῇς ὡς τῆς τιμῆς σου καθαιρουμένης, ἐὰν ταπεινώσῃς σαυτόν· ταύτῃ γὰρ μᾶλλον ἐπαίρεταί σου ἡ δόξα· ταύτη γίνεται μείζων. Αὕτη τῆς βασιλείας ἡ θύρα. Μὴ δὴ τὴν ἐναντίον ἔλθωμεν μηδὲ ἑαυτοῖς πολεμῶμεν. Ἐὰν γὰρ βουληθῶμεν μεγάλοι φαίνεσθαι, οὐκ ἐσόμεθα μεγάλοι, ἀλλὰ καὶ πάντων ἀτιμότεροι. Εἶδες πῶς πανταχοῦ ἀπὸ τῶν ἐναντίων αὐτοὺς προτρέπει, διδοὺς αὐτοῖς ὅπερ ἐπιθυμοῦσι; Καὶ γὰρ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν διὰ πολλῶν τοῦτο ἐδείξαμεν· καὶ ἐπὶ τῶν φιλοχρημάτων καὶ τῶν κενοδοξούντων οὕτως ἐποίησε. Τίνος μὴ ποίει οὕτω, καὶ ἀπολαύσῃ πάντως. Τίνος δὲ ἔνεκεν θησαυρίζεις; ἵνα πλουτῇς; Οὐκοῦν μὴ θησαυρίσῃς, καὶ πλουτήσεις; Οὕτω καὶ ἐνταῦθα τίνος ἔνεκεν τῶν πρωτείων ἐρᾷς;ἵνα πρὸ τῶν ἄλλων ᾗς; Οὐκοῦν τὴν ἐσχάτην ἐπέλεξαι τάξιν καὶ τότε τῶ πρωτείων ἀπολαύσῃ. Ὥστε εἰ θέλεις γενέσθαι μέγας, μὴ ζήτει γνέσθαι μέγας, καὶ τότε ἔσῃ μέγας. Ἐκεῖνο γὰρ μικρόν ἐστιν εἶναι. ε΄. Ὁρᾷς πῶς αὐτοὺς ἀπήγαγε τοῦ νοσήματος, τῷ δεῖξαι καὶ ἐκεῖθεν ἐκπίπτωντας, καὶ ἐντεῦθεν ἐπιτυγχάνοντας· ἵνα τὸ μὲν φύγωσι, τὸ δὲ διώκωσι. Καὶ τῶν ἐθνῶν δὲ διὰ τοῦτο ἀνέμνησεν, ἵνα καὶ ταύτη τὸ πρᾶγμα ἐπονείδιστον καὶ βδελυτκὸν ἀποδείξῃ. Τὸν γὰρ ἀπονενοημένον ἀνάγκη ταπεινὸν εἶναι, καὶ τοὐναντίον τὸν ταπεινόφρονα, ὑψηλόν. Τοῦτο γὰρ τὸ ὕψος τὸ ἀληθὲς καὶ γνήσιον, καὶ οὐκ ἐν ὀνόματι μόνον οὐδὲ ἐν προσηγορίᾳ ὄν. Καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἀνάγκης ἐστὶ καὶ φόβου· τοῦτο δὲ τῷ τοῦ Θεοῦ προσέοικεν. Ὁ τοιοῦτος, κἄν παρὰ μηδενὸς θαυμάζηται, ὑψηλὸς μένει· ὥσπερ οὖν ἐκεῖνος, κἄν παρὰ πάντων θεραπεύηται, πάντων ἐστὶ ταπεινότερος. Καὶ ἡ μὲν κατὰ ἀνάγκην ἐστὶ τιμή, ὅθεν καὶ διαρρεῖ ρᾳδίως ἡ δὲ ἐκ προαιρέσεως, ὅθεν καὶ μένει βεβαία. Ἐπεὶ καὶ τοὺς ἁγίους διὰ τοῦτο θυαμάζομεν, ὅτι πάντων ὄντες μείζους, πάντων μᾶλλον ἑαυτοὺς ἐταπείνουν. Διὸ καὶ μέχρι τῆς σήμερον μένουσιν ὄντες ὐψηλοί, καὶ οὐδὲ ἡ τελευτὴ τὸ ὕψος ἐκεῖνο κατήνεγκεν. Εἰ δὲ βούλεσθε, καὶ ἀπὸ λογισμῶν ἐξετάσωμεν τοῦτο αὐτό. Ὑψηλὸς εἶναι λέγεται τις, ἤ ὅταν τῷ μήκει τοῦ σώματος τοῦτο ᾗ, ἤ ὅταν ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου ἑστηκὼς τύχη· καὶ ταπεινὸς ὡσαύτως ἀπὸ τῶν ἐναντίων. Ἴδωμεν οὖν τίς τοιοῦτός ἐστιν, ὁ ἀλαζών, ἤ ὁ μετριάζων· ἵνα ἴδῃς, ὅτι οὐδὲν ταπεινοφροσύνης ὑψηλότερον, καὶ οὐδὲν ἀλαζονείας χθαμαλώτερον. Ὁ μὲν οὖν ἀλαζὼν πάντων βούλεται εἶναι μείζων, καὶ οὐδὲν ἑαυτοῦ ἄξιον εἶναί φησι, καὶ ὅσης ἄν τύχῃ τιμῆς, πλείονος ἐρᾷ καὶ ἀντέχεται, καὶ οὐδεμιᾶς τετυχηκέναι νομίζει, καὶ διαπτύει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τῆς παρ’ αὐτῶν ἐφίεται τιμῆς· οὗ τί γένοιτ’ ἄν ἀλογώτερον; Καὶ γὰρ αἰνίγματι τοῦτο ἔοικεν. Οὕς γὰρ οὐδὲν ἡγεῖται, παρὰ τούτων δοξάσεσθαι βούλεται· Εἶδες πῶς ὁ ἐπαρθῆναι βουλόμενος καταπίπτει, καὶ χαμαὶ ἕστηκεν; Ὅτι γὰρ οὐδὲν εἶναι νομίζει πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἑαυτὸν, αὐτὸς ἀποφαίνεται· τοῦτο γὰρ ἀλαζονεία. Τί τοίνυν πρὸς τὸν οὐδὲν ὄντα πίπτεις; τί παρ’ ἐκείνου ζητεῖς τιμήν; Τί τοσούτους ὄχλους περιάγεις; Ὁρᾷς ταπεινὸν καὶ ἐπὶ ταπεινοῦ ἑστηκότα; Φέρε οὖν ἐξετάσωμεν τὸν ὑψηλόν. Οἶδε οὗτος ὅσον ἄνθρωπος, καὶ ὅτι μέγα ἄνθρωπος, καὶ ὅτι πάντων ἐστὶν ἔσχατος, καὶ διὰ τοῦτο ἧς ἄν ἀπολαύσῃ τιμῆς, μέγα τοῦτο τίθεται. Ὥστε οὗτος μὲν ἑαυτῷ ἀκολουθεῖ, καὶ ἔστιν ὑψηλός, καὶ τὴν ψῆφον οὐ μετατίθησιν· οὕς γὰρ ἡγεῖται μεγάλους, καὶ τὰς παρὰ τούτων τιμὰς μεγάλας εἶναι νομίζει, κἄν μικραὶ τύχωσιν οὖσαι, ἐπειδὴ μεγάλους ἐκείνους ἡγεῖται. Ὁ δὲ ἀλαζὼν τοὺς μὲν τιμῶντας οὐδὲν εἶναι νομίζει, τὰς δὲ παρ’ αὐτῶν τιμὰς μεγάλας εἶναι ψηφίζεται. Πάλιν ὁ ταπεινὸς ὑπ’ οὐδενὸς ἀλίσκεται πάθους· οὐκ ὀργὴ τούτῳ διενοχλῆσαι δυνήσεται, οὐ δόξης ἔρως, οὐ βασκανία, οὐ ζηλοτυπία· τῆς δὲ τούτων ἀποηλλαγμένης ψυχῆς τί γένοιτ’ ἄν ὑψηλότερον; Ὁ δὲ ἀλαζὼν ἅπασι τούτοις κατέχεται, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ καὶ γὰρ καὶ ζηλοτυπία καὶ βασκανία καὶ θυμὸς ἀεὶ τὴν ἐκείνου διενοχλεῖ ψυχήν. Τίς οὖν ὑψηλός; ὁ τῶν παθῶν ἀνώτερος, ἤ ὁ δοῦλος αὐτῶν; ὁ τρέμων αὐτὰ καὶ δεδκοικώς, ἤ ὁ ἀχείρωτος καὶ οὐδαμῶς ὑπ’ αὐτῶν ἁλισκόμενος; Ποῖον ὄρνιν ὑψηλότερον πέτεσθαι φαίημεν ἄν; τὸν τῶν χειρῶν καὶ τῶν καλάμων τοῦ θηρατοῦ ὑψηλότερον ὄντα ἤ τὸν μηδὲ καλάμου ἀφιέντα δεηθῆναι τὸν θηρατὴν, ἐκ τοῦ χαμαῖ πέτεσθαι, καὶ μὴ δύνασθαι μετεωρίζεσθαί ποτε; Οὐκοῦν τοιοῦτος ὁ ἀπονενοημένος ἐστί· καὶ γὰρ ἑκάστη παγὶς εὐκόλως αὐτὸν αἱρεῖ, ἅτε χαμαὶ ἕρποντα. στ΄. Εἰ δὲ βούλει, καὶ ἀπὸ τοῦ πονηροῦ δαίμονος ἐκείνου τοῦτο ἐξέτασον. Τί γὰρ διαβόλου ταπεινότερον γένοιτ’ ἄν, ἐπειδὴ ἐπήρθη; τί δὲ ἀνθρώπου ὑψηλότερον, τοῦ ταπεινοῦν ἑαυτὸν βουλομένου; Ὁ μὲν γὰρ χαμαὶ σύρεται ὑπὸ τὴν πτέρνα κείμενος τὴν ἡμετέραν· (Πατεῖτε γὰρ, φησίν, ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων) ὁ δὲ μετὰ τὼν ἀγγέλων ἕστηκεν ἄνω. Εἰ δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπων τοῦτο βούλει μαθεῖν ὑπερηφάνων, ἐννόησαν τὸν βάρβαρον ἐκεῖνον, τὸν τοσαύτην ἄγοντα στρατιάν, ὅς οὐδὲ τὰ πᾶσι δῆλα ἠπίστατο · οἷον, ὅτι ὁ λίθοςἦν λίθος, καὶ τὰ εἴδωλα, εἴδωλα· διὸ καὶ τούτων κατώτερον ἦν. Οἱ δὲ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ καὶ ὑπὲρ τὸν ἥλιον ἵενται· ὧν τί γένοιτ’ ἄν ὑψηλότερον; οἵ καὶ αὐτὰς ὑπερβαίνουσι τοῦ οὐρανοῦ τὰς ἁψῖδας, καὶ ἀγγέλους παρερχόμενοι, παρεστήκασιν αὐτῷ τῷ θρόνῳ τῷ βασιλικῷ. Ἵνα δὲ καὶ ἑτέρωθεν μάθῃς, αὐτῶν τὴν εὐτέλειαν, τίς ἄν ταπεινωθείῃ; ὁ βοηθούμενος παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἤ ὁ πολεμούμενος; Εὔδηλον ὅτι ὁ πολεμούμενος. Οὐκοῦν ἄκουσον περὶ ἑκατέρων τούτων τί φησιν ἡ Γραφή. Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν. Πάλιν σε καὶ ἕτερον ἐρήσομαι. Τίς ὑψηλότερος, ὁ ἱερωμένος τῷ Θεῷ, καὶ θυσίαν προσάγων, ἤ ὁ πόρρῳ που τῆς παρρησίας ὤν τῆς πρὸς αὐτόν; Καὶ ποίαν θυσίαν προσφέρει ὁ ταπεινός; Φησίν. Ἄκουσον τοῦ Δαυΐδ λέγοντος· Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Εἶδες τούτου τὸ καθαρόν; Βλέπετε καὶ κείνου τὸ ἀκάθαρτον. Ἀκάθαρτος γὰρ παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος. Πρὸς τούτοις ὁ μὲν ἔχει ἀναπαυόμενον ἐπ’ αὐτῷ τὸν Θεόν. Ἐπί τίνα γὰρ ἐπιβλέψω, φησίν, ἀλλ’ ἤ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους; ὁ δὲ μετὰ τοῦ διαβόλου σύρεται· ὁ γὰρ τετυφωμένοις τὰ ἐκείνου πείσεται. Διὸ καὶ Παῦλος ἔλεγε Μήπως τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. Καὶ τοὐναντίον δὲ οὗ βούλεται αὐτῷ συμβαίνει. Βούλεται μὲν γὰρ ἀπονοεῖσθαι, ὥστε τιμᾶσθαι· ὁ δὲ μάλιστα πάντων καταφρονούμενος οὗτός ἐστιν. Οἱ γὰρ καταγέλαστοι, οἱ πᾶσιν ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι οἱ εὐχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς, οἱ πρὸς ὀργὴν εὐέμπτωτοι, οἱ ἀκάθαρτοι παρὰ Θεῷ, οὗτοι μάλιστα πάντων εἰσί. Τί τοίνυν τούτου χεῖραν γένοιτ’ ἄν; Τὸ γὰρ πέρας τοῦτό ἐστι τῶν κακῶν. Τί δὲ τῶν ταπεινῶν ἥδιον; τί δὲ μακαριώτερον, ὅταν ποθεινοὶ καὶ ἐπέραστοι ὧστι τῷ Θεῷ; Καὶ τῆς παρ’ ἀνθρώπου δὲ οὗτοι μάλιστα ἀπολαύουσι δόξης, καὶ πάντες αὐτοὺς Ὡς πατέρας τιμῶσιν, ὡς ἀδελφοὺς ἀσπάζονται, ὡς οἰκεῖα μέλη προσίενται. Γενόμεθα τοίνυν ταπεινοί, ἵνα γενώμεθα ὑψηλοί. Καὶ γὰρ μεθ’ ὑπερβολῆς πολλῆς ταπεινοῖ ἡ ἀπόνοια. Τοῦτο ἐταπείωνσε τὸν Φαραώ. Οὐκ οἶδα γάρ, γησί, τὸν Κύριον, καὶ μυιῶν καὶ βατράχων καὶ κάμπης ἐγένετο χείρων, καὶ μετὰ ταῦτα αὐτοῖς ὅπλοις καὶ ἵπποις κατεποντίζετο. Ἀπεναντίας τούτῳ Ἀβράμ, Ἐγὼ δέ, φησίν, εἰμὶ γῆ καὶ σποδὸς, καὶ μυρίων βαρβάρων ἐκράτησε, καὶ εἰς μέσον ἐμπεσὼν Αἰγπτίων, ἐπανῄει λαμπρότερον τοῦ προτέρον τρόπαιον φέρων, καὶ ταύτης ἀντεχόμενος τῆς ἀρετῆς ἀεὶ ὑψηλότερος ἐγίνετο. Διὰ τοῦτο ᾂδεται πανταχοῦ διὰ τοῦτο στεφανοῦται καὶ ἀνακηρύττεται· ὁ δὲ Φαραὼ καὶ γῆ καὶ σποδός, καὶ εἴ τι τούτων εὐτελέστερον ἕτερον. Οὐδὲν γὰρ οὕτος ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς ὡς ὑπερηφανίαν. Διὰ τοῦτο ἐξ ἀρχῆς πάντα ἐποίησεν , ἵνα τουτο ἐξέλῃ τὸ πάθος. Διὰ τοῦτο θνητοὶ γενόναμεν, καὶ ἐν λύπαις καὶ ἐν ὀδυρμοῖς· διὰ τοῦτο ἐν πόνῳ καὶ ἐν ἱδρῶτι καὶ ἐν ἐργασίᾳ διηνεκεῖ καὶ τεταλαιπωρημένῃ. Καὶ γὰρ ἐξ ἀπονοίας ἥμαρτεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, προσδικήσας ἰσοθεΐαν. Διὰ τοῦτο οὔτε ἅπερ εἶχεν ἔμεινεν ἔχων, ἀλλὰ καὶ τούτων ἐξέπεσε. Τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀπόνοια· οὐ μόνον οὐδὲν ἡμῖν προστίθησι κατόρθωμα βίου, ἀλλὰ καὶ ἅ ἔχομεν ὑποτέμνεται· ὥσπερ οὖν ἡ ταπεινοφροσύνη οὐ μόνον τῶν ὄντων οὐδὲν ὑποτέμνεται, ἀλλὰ καὶ τὰ μὴ ὄντα προστίθησι. Ταύτην τοίνυν ζηλώσωμεν ταύτην διώξωμεν, ἵνα καὶτῆς παρούσης ἀπολαύσωμεν τιμῆς, καὶ τῆς μελλούσης ἐπιτύχωμεν δόξης, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα κράτος σὺν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α΄. Ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας. «Ὅποιος μπορεῖ νὰ καταναοήση, ἄς κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης· «Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς· «Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν αἰώνια». Τότε φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη, καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται πάλι στὸ πάθος του. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ γίνη αὐτό, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸ ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό. Καλά, καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς; θὰ ρωτοῦσε κανείς. Εἰπώθηκαν ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸση σαφήνεια. Κατεδαφίσετε, εἶπε, αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ὑψώσω πάλι. Κι ἀλλοῦ· Σημάδι ζητεῖ αὐτὴ ἡ γενιὰ καὶ σημάδι δὲ θὰ τῆς δοθῆ, παρὰ τὸ σημάδι τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ ἄλλη φορά· λίγο ἀκόμα διάστημα θὰ εἶμαι μαζί σας· ἔπειτα θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲ θὰ μὲ βρῆτε. Στοὺς μαθητάς του ὅμως δὲ μίλησε ἔτσι. Ὅπως φανέρωσε τὰ ἄλλα πιὸ καθαρὰ, τὸ ἴδιο καὶ τοῦτο. Καὶ ἄν πολλοὶ δὲν κατανοοῦσαν τὸ νόημα τῶν λόγων του, τί χρειαζόταν καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ; Γιὰ νὰ νιωσουν ἔπειτα, ὅτι μὲ προηγούμενη γνώση βάδιζε πρὸς τὸ πάθος καὶ μὲ τὴ θέλησή του· ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, οὔτε ἀπὸ ἀνάγκη. Στοὺς μαθητάς του δὲν ἔκανε τὴν παραγγελία γι’ αὐτὸ μόνο. Ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπα: Νὰ προετοιμαστοῦν μὲ τὴν προσμονὴ καὶ νὰ βαστήξουν εὐκολώτερα τὸ πάθος· μὴν ἔρθη ἀπροσδόκητο καὶ τοὺς ταράξη ὑπερβολικά. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο μόνο. Κι ὅταν τὸ καλοστοχάστηκαν καὶ ἐξοικειώθησαν μὲ τὴν ἰδέα του, προσθέτει καὶ τὰ ἄλλα· ὅτι θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη, ὅτι θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τοῦτο ἀκόμα· ὅταν δοῦνε ὅτι πραγματοποιήθηκαν τὰ δυσάρεστα, νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπ’ αὐτὰ καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔκρυψε τὰ λυπηρά, κι ὅσα θεωροῦνται ντροπή, εὔλογα θὰ γινόταν πιστευτός καὶ τὰ εὐχάριστα. Πρόσεξε καὶ τὴ σοφὴ χρονικὴ οἰκονομία τοῦ πράγματος. Δὲν τοὺς ἐμίλησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξη. Οὕτε πάλι τὴν ὥρα τῆς ἐκτελέσεως, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προκαλέση διπλῆ ἀναστάτωση. Τοὺς μίλησε, ὅταν τοὺς εἶχε δώσει ἀρκετὰ δείγματα τῆς δυνάμεώς του· ὅταν τοὺς ἔδωσε μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τότε εἰσάγει καὶ τὸ λόγο γι’ αὐτὰ καὶ μία καὶ δύο καὶ πολλὲς φορὲς, συνδυάζοντάς τον μὲ τὰ θαύματα καὶ τὶς διδαχές του. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι φέρνει μάρτυρες, καὶ τοὺς προφῆτες. Ἄλλος ὅτι κι αὐτοὶ ἀκόμα δὲν ἐνοοῦσαν τοὺς λόγους του ἀλλὰ ἔμεναν μυστικοὶ καὶ γι’ αὐτοὺς κι ὅτι θαμπωμένοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Χανόταν λοιπόν, συμπεραίνει, τὸ κέρδος τῆς παραγγελίας. Ἄν δὲν ἐγνώριζαν τὸ περιεχόμενο ὅσων εἶχαν ἀκούσει, δὲν μποροῦσαν καὶ νὰ περιμένουν· κι ἄν δὲν περίμεναν πῶς νὰ προετοιμασθοῦν μὲ τὶς ἐλπίδες; Ἄλλη μεγαλύτερη ἀπορία διατυπώνω ἐγώ· ἄν δὲν ἐγνώριζαν πῶς ἐλυποῦνταν; Πῶς ἔλεγε ὁ Πέτρος· Σὲ καλό σου, μακριὰ αὐτὸ ἀπὸ σένα; Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ; Ἐγνώριζαν ὅτι θὰ πεθάνη κι ἄς μὴ ἤξεραν καθαρὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Οὕτε τὴν ἀνάσταση ἐγνώριζαν οὔτε ὅσα ἔμελλε νὰ κατορθώση. Καὶ τοῦτο ἦταν κρυμμένο ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ λυποῦνταν. Εἶχαν δεῖ μερικοὺς, ποὺ εἶχαν ἀναστηθῆ ἀπὸ ἄλλους. Ποτὲ δὲν εἶδαν ὅμως κάποιον νὰ ἀναστήση τὸν ἑαυτὸ του καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ξαναπεθάνη πιά. Αὐτὸ δὲν ἦταν κατανοητὸ κι ἄς λεγόταν πολλὲς φορές. Ἀκόμα, δὲν ἐγνώριζαν καθαρὰ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ τὸν τρόπο, τῆς πραγματοποιήσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν θαμπωμένοι. Κι ὄχι μονάχα γι’ αὐτό· νομίζω ὅτι τοὺς ξάφνιαζε κι ὅλας, καθὼς μιλοῦσε γιὰ τὸ πάθος του.
β΄. Ὡστόσο κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔδινε λίγο θάρρος, κι ἄς ἄκουγαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο, τοὺς ἀνησυχοῦσε ὑπεβολικὰ καὶ τοῦτο· ὅτι ἄκουγαν πὼς θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια. Ὅταν ἔφεραν στὸ νοῦ τὰ θαύματα, τοὺς δαιμονισμένους ποὺ ἐλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς ποὺ σήκωσε, ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ θαυματαργοῦσε κι ἔπειτα ἄκουσαν κι αὐτά, ἔνιωθαν ἔκπληξη γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔπραττε αὐτὰ τὰ θαύματα θὰ πάθαινε αὐτὰ τὰ παθήματα. Γι’ αὐτό κι ἔπεφταν σὲ ἀπότοματα. Τώρα ἐπίστευσαν κι ἔπειτα δὲν δυσπιστοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀντιλήφθηκαν καθαρὰ τὸ λόγο, ὥστε ἀμέσως τὸ ἐπλησίασαν οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ μίλησαν γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία· Θέλομε, λέει, νὰ καθίσωμε ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ Εὐγγελιστὴς λέει ὅτι ἐπλησίασε ἡ μετέρα; Καὶ τὰ δύο εἶναι πιθανά. Πῆραν τὴ μητέρα τους, γιὰ νὰ κάμουν τὴν παράκληση τους πιὸ ἀποτελεσματικὴ κι ἔτσι νὰ κάμψουν τὸ Χριστό. Ὅτι εἶναι ἀληθινὸ τοῦτο ποὺ εἶπα -ἦταν δική τους ἡ αἴτηση κι ἀπὸ ντροπὴ πορβάλουν τὴ μήτερα- προσέξετε πῶς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο.
Ἄς δοῦμε καλύτερα τί ζητοῦν πρῶτα, καὶ μὲ ποιό σκοπό, καὶ πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή. Πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή; Ἔβλεπαν νὰ δέχωνται τιμὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπιτύχουν καὶ τὴν αἴτησή τους αὐτή. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητοῦν; Ἄκουσε κάποιον ἅλλον εὐαγγελιστὴ ποὺ τὸ ἀποκαλύπτει φανερά. Βρίσκονταν κοντὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἐνόμιζαν ὅτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ φανερωνόταν ἡ βασιλεία, γι’ αὐτὸ τὴ ζητοῦσαν. Νόμιζαν ὅτι αὐτὴ ἦταν πολὺ κοντὰ κι ὅτι ἀπὸ τὴ φύση της ὑλικὴ κι ὅταν ἀπολάμβαναν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν, δὲ θὰ δοκίμαζαν κανένα λυπηρό. Γιατὶ δὲν τὴ ζητοῦσαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποφύγουν δυσκολίες. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπομακρύνει πρῶτα ἀπ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις, συνιστῶντας τους νὰ περιμένον σφαγὲς καὶ κινδύνους καὶ τὰ ἔσχατα δεινά. Μπορεῖτε, τοὺς λέει, νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι πού πίνω; Κανένας ὡστόσο ἄς μὴ σκανδαλιστῆ γιὰ τὴν ἀτέλεια τῶν ἀποστόλων. Δὲν εἶχε ἀκόμα συντελεσθῆ ἡ σταύρωση, οὔτε ἦταν δοσμένη ἡ χάρη. Κι ἄν θέλης νὰ μάθης τὴν ἀρετή τους, σπούδασέ τους ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ θὰ τοὺς εὔρης ἀνώτερους ἀπὸ κάθε πάθος. Γι’ αὐτὸ φανερώνει τὰ ἐλαττώματά τους γιὰ νὰ καταλάβης τὴν ἀλλαγὴ ποὺ δέχτηκαν ἀπὸ τὴ χάρη. Ὅτι δὲ ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε κι εἶχαν κάποια ἰδέα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι φανερό τοῦτο. Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ πῶς πλησιάζουν καὶ τί λένε. Θέλομε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μᾶς παραχωρήσης ὅ,τι σοῦ ζητήσωμε. Κι ὁ Χριστὸς τούς ρωτάει, Τί θέλετε; Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάση ν’ ἀποκριθοῦν καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴν πληγὴ καὶ ἔτσι νὰ βάλη ἐπάνω τὸ φάρμακο. Κι αὐτοὶ κατακόκκινοι ἀπὸ τὴν ντροπή, γιατὶ τοὺς ἐκινοῦσε ἀνθρώπινο πάθος, τὸν πῆραν ξεχωριστά, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν παρακάλεσαν. Γιατὶ λέει ὅτι προχώρησαν, ὥστε νὰ μὴ γίνη τὸ πρᾶγμα ὁλοφάνερο στοὺς μαθητὰς κι ἔτσι εἶπαν ὅ,τι ἐπιθυμοῦσαν. Καὶ ἐπειδὴ ἄκουαν, Θὰ καθίσετε σὲ δώδεκα θρόνους, ἐπιθυμοῦσαν κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ πρωτεῖο τῆς συμπαρακαθήσεως αὐτῆς. Ἤξεραν ὅτι εἶχαν τὴν προτίμηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Φοβοῦνται ὅμως τὸν Πέτρο καὶ λένε· Πὲς νὰ καθίση ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Τὸν βιάζουν λέγοντας, Πές. Κι ἐκεῖνος κάνοντας γνωστό, ὅτε δὲν ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε θὰ τολμοῦσαν νὰ ζητήσουν τόσο μεγάλο πρᾶγμα, ἄν ἤξεραν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν, τοὺς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Πόσο μεγάλο, πόσο ὑπέροχο, πόσο ἀνώτερο κι ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Προσθέτει ἔπειτα· Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ εἶναι νὰ πιῶ καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάφτισμα, ποὺ θὰ δεχτῶ; Βλέπετε πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀμέσως ἀπὸ τὴ σκέψη τους, μιλῶντας ἀπὸ τὰ ἀντίθετα; Μοῦ κάμετε λόγο γιὰ τιμὲς καὶ στεφάνωμα, τοὺς λέει. Σᾶς μιλῶ ἐγὼ γιὰ ἀγῶνες κι ἱδρῶτες. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ὥρα τῶν ἐπάλθων οὔτε θὰ φανερωθῆ τώρα ἐκείνη ἡ δόξα μου· τὸ παρὸν εἶναι σφαγὲ καὶ πόλεμοι καὶ κίνδυνοι. Προσέξετε ἀκόμα πῶς μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐρωτήσεως καὶ τοὺς παρακινεῖ καὶ τοὺς ἐλκύει. Δὲν τοὺς εἶπε, Μπορεῖταε νὰ ὑπομείνετε τὴ σφαγή; Μπορεῖτε νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας; Τοὺς εἶπε· Μπρεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι; Κι ἔπειτα ἐλκύοντας τους· ποὺ εἶναι νὰ πιῶ. Γιὰ νὰ γίνουν πιὸ πρόθυμοι μὲ τὸ συνδεσμό τους μ’ ἐκεῖνον. Κι ἀποκαλεῖ τὸ πάθος του βάπτισμα, δείχνοντας ὅτι θὰ προκύψη μεγάλος καθαρμὸς στὴν οἰκουμένη ἀπ’ αὐτό. Μποροῦμε, τοῦ ἀπάντησαν, περιμένοντας ν’ ἀκούσουν τὸ ναὶ στὴν αἴτησή τους. Κι ἐκεῖνος· Τὸ ποτήρι νὰ τὸ πιῆτε καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ θὰ δεχτῶ. Τοὺς προφητεύει μεγάλα ἀγαθά, ὅτι θ’ ἀξιωθοῦν τὸ μαρτύριο καὶ θὰ πάθουν ὅ,τι κι αὐτός· θὰ τελειώσετε τὴ ζωή σας μὲ βίαιο θάνατο, θὰ εἶστε σ’ αὐτὰ συμμέτοχοί μου. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ σᾶς τὸ παραχωρήσω. Τὸ δίνει ὁ Πατέρας σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅποιους τὸ ἑτοίμασε.
γ΄. Ἀφοῦ ἐτόνωσε τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἀνέβασε ψηλότερα καὶ τὶς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴ λύπη, τότε διορθώνει τὴν αἴτησή τους. Ἀλλὰ τί σημαίνει ὁ τωρινός λόγος; Δύο πράγματα ζητοῦν οἱ πολλοί· ἄν ἔχη ἑτοιμαστῆ γιὰ μερικοὺς ἡ παρακάθιση στὰ δεξιὰ του καὶ δεύτερο ἄν ὁ Κύριος τῶν ὅλων δὲν εἶναι Κύρος νὰ κάμη παραχώρηση σἐ ἐκείνους, γιὰ ὅσους ἔγιεν ἡ προετοιμασία. Τί σημαίνει λοιπόν ὁ λόγος; Ἄν ἀπαντήσωμε στὸ πρῶτο, θ’ ἀοσαφηνισθῆ καὶ τὸ δεύτερο. Τὸ πρῶτο λοιπὸν σημαίνει ὅτι κανένας δὲ θὰ καθίση δεξιὰ κι ἀριστερά του. Εἶναι γιὰ ὅλους ἀπλησίαστος ὁ θρόνος αὐτός. Δὲ λέγω γιὰ τούς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀποστόλους μονάχα ἀλλἀ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Παῦλος τὸ θεωρεῖ σὰν ἐξαιρετικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Μονογενῆ ὅταν λέη· Σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτέ, κάθισε στὰ δεξιά μου; Ἀκόμα καὶ στοὺς ἀγγέλους λέει· Αὐτὸς ποὺ κάμει τοὺς ἀγγέλους του πνεύματα. Ἐνῶ στὸ γιό του, Θρόνος σου, ὁ Θεός. Πῶς λέει λοιπόν, Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω τὴν παρακάθηση στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά μου; Ἐπειδὴ ἦσαν μεγάλα πρόσωπα αὐτοὶ ποὺ θὰ κάθονταν; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ἀποκρίθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτῶν ποὺ ρωτοῦσαν, συγκατεβαίνοντας στὸ διανοητικό τους ἐπίπεδο. Γιατὶ δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ ἐκεῖνο θρόνο καὶ τὸ κάθισμα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν καὶ τὰ πολὺ χαμηλὰ ἀπ’ αὐτά, ποὺ τὰ εἶχαν καθημερινὰ στ’ αὐτιά τους. Ἕνα ζήτοῦσαν μόνο, ν’ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ σταθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη κοντινώτερος σ’ ἐκεῖνον ἀπ’ αὐτούς. Αὐτὸ εἶπα καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο· ἄκουσαν δώδεκα θρόνους καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴ σημασία τοῦ λόγου, ἐπιδίωξαν τὸ προκάθισμα. Ἰδοὺ τὸ νόημαα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Θὰ βρῆτε θάνατο γιὰ μένα, καὶ θὰ θυσιαστῆτε γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ θὰ γίνετε μέτοχοι στὸ πάθος μου. Δὲν φτάνει ὅμως αὐτὸ νὰ σᾶς δώση τὴν ἀπόλαυση τοῦ προκαθίσματος καὶ τὴν κατοχὴ τῆς πρώτης θέσης. Ἄν καποιος ἔρθη μὲ τὸ εὔσημο τοῦ μαρτυρίου κι ἔχοντας περισσότερες ἀρετὲς ἀπὸ σᾶς, μπορεῖ νὰ σᾶς ἀγαπῶ τώρα καὶ νὰ σᾶς προτιμῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲ θὰ παραμερίσω ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὸν διαλαλοῦν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ δώσω τὰ πρωτεῖα σὲ σᾶς. Δὲν τοὺς μίλησε ἔτσι ὡστόσο, γιὰ νᾶ μῆν τοὺς λυπήση. Μ’ αἰνιγματικὴ ὅμως ἔκφραση ὑπονοεῖ λέγοντας τὸ ἴδιο. Θὰ πιῆτε τὸ δικὸ μου ποτήρι, καὶ θὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ δέχομαι. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς τὸ δώσω, μὰ σ’ ὅποιους ἔχει ἑτομαστῆ. Καὶ γιὰ ποιούς ἑτοιμάστηκε; Γι’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ λάμψουν μὲ τὰ ἔργα τους. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ τὸ δώσω ἀλλὰ στὸν Πατέρα μου, γιὰ νὰ πῆ κανένας ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμη μὴν πῆ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀντίδοσης. Εἶπε μόνο, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα ἀλλὰ σ’ ὅσους ἑτοιμάστηκε. Γιὰ νὰ γίνη σαφέστερο ὅ,τι λέω, ἄς τὸ ἐφαρμόσωμε σ’ ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσωμε πὼς ὑπάρχει ἕνας ἀγωνοθέτης κι ἔπειτα ὅτι συμμετέχουν σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα πολλοὶ ἄριστοι ἀθληταί. Δύο ἀπ’ αὐτοὺς, πολὺ γνωστοὶ στὸν ἀγωνοθέτη, ἔρχονται καὶ τοῦ λένε μὲ τὸ θάρρος τῆς φιλίας τους. Κάμε νὰ στεφανωθοῦμε καὶ ν’ ἀνακηρυχθοῦμε ἐμεῖς νικηταί. Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει· Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀλλὰ σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσους ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὸν ἱδρῶτα. Θὰ τοῦ καταλογίσουμε τάχα ἀδυναμία; Καθόλου βέβαια. Θὰ παραδεχτοῦμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀπροσωποληψία του. Θὰ λέγαμε λοιπὸν πὼς ἐκεῖνος δὲ δίνει, ὄχι ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλει νὰ καταπατήση τοὺς κανόνες τῶν ἀγώνων οὔτε νὰ ταράξη τὴν τάξη τοῦ δικαίου. Ἔτσι θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πεῖ, τὸ ἴδιο κατευθύνοντάς τους ἀπὸ παντοῦ νὰ ἔχουν, ἔπειτα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς προκοπῆς τους στηριγμένη στὴν ἐπίδειξη τῶν δικῶν τους κατορθωμάτων. Γι’ αὐτὸ λέει· γιὰ ὅσους ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Σὰ νὰ τοὺς λέει· ἄν φανοῦν ἄλλοι καλύτεροί σας; Κι ἄν ἐπιτύχουν ἔργα ἀνώτερα; Μήπως ἐπειδὴ γίνατε μαθηταί μου, γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀπολαύσετε τὰ πρωτεῖα, χωρὶς νὰ φανῆτε ἄξιοι τῆς ἐκλογῆς μου; Ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν ὅλων, φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁλόκληρη ἡ κρίση εἶναι ἔργο του Ἔτσι λέει στὸν Πέτρο. Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῶν οὐρανῶν. Κι ὁ Παῦλος τὸ ἴδιο λέει· Μοῦ ἀπομένει ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸν δώση ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Κι ὄχι σ’ ἐμένα μονάχα, ἀλλὰ σ’ ὅλους ποὺ ἐπιθύμησαν τὴν ἐπιφάνειά του. Κι ἔχει γίνει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι σ’ ὅλους φανερὸ ὅτι κανένας δὲ θὰ σταθῆ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Μὴν ἀπορήσης ἄν ἐκφράστηκε γι’ αὐτὰ μὲ κάποια ἀσάφεια. Οἰκονομοῦσε τὴν ἀποτροπὴ τους ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν ἀνώφελα γιὰ πρωτεῖα. Ἦταν ἀνθρώπινο τὸ πάθος τους καὶ δὲν ἤθελε συνάμα νὰ τοὺς λυπήση· τὰ πετυχαίνει μὲ τὴν ἀσάφεια καὶ τὰ δύο. Τότε ἀγανάκτησαν οἱ δέκα γιὰ τοὺς δύο. Πότε τότε; Ὅταν τοὺς ἔκαμε τὴν ἐπιτίμηση. Ὥσπου ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε βγάλει ἀπόφαση, δὲν ἀγανακτοῦσαν. Ἔβλεπαν τὴ προτίμηση σ’ αὐτούς, τὴ δέχονταν ὅμως καὶ σιωποῦσαν, ἐπειδὴ ἐσέβονταν καὶ τιμοῦσαν τὸ Δάσκαλο. Κι ἄν ἐδοκίμαζαν μέσα τους κάποια λύπη, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὴ φανερώσουν. Κάτι ἀνθρώπινο εἶχαν πάθε καὶ μὲ τὸ Πέτρο, ὅταν ἔδωσε τὰ δίδραχμα, ἀλλὰ δὲ θύμωσαν· ρώτησαν μόνο. Ποιός εἶναι λοιπὸν μεγαλύτερος; Ἐδῶ ὅμως θύμωσαν, ἐπειδὴ ἡ αἴτησή ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Μὰ κι ἐδῶ πάλι δὲν ἀγανακτοῦν ἀμέσως, μόλις τὸ ἐζήτησαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτίμησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι δὲ θἀ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα, ἄν δὲν κάμουν τὸν ἑαυτό τους ἄξιο γι’ αὐτό.
δ΄. Εἶδες τὴν ἀτέλεια ὅλων; Κι αὐτῶν ποὺ ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν δέκα κι ἐκείνων ποὺ φθονοῦσαν τοὺς δύο. Δεῖξε μού τους ὅμως ἔπειτα, ὅπως εἶπα καὶ θὰ τοὺς δῆς ἐλεύθερους ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Ἄκουσε λοιπὸν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, αὐτὸς ποὺ τώρα ἦρθε γιὰ τὰ πρωτεῖα, ὑποχωρεῖ παντοῦ μπροστὰ τὸν Πέτρο, ὅταν μιλᾶ καὶ θαυματουργεῖ μέσα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δὲν κρύβει τὰ κατορθώματά του οὔτε ἀποσιωπᾶ τὴν ἀπολογία του, ποὺ ἔκαμε ἐνῶ ὅλοι σιωποῦσαν καὶ τὴν εἴσοδό του στὸν τάφο καὶ θέτει τὸν Πέτρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ ἔμειναν κι οἱ δύο κοντά του τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως μετριάζοντας τὸν αὐτοέπαινό του λέει, ὅτι Ἦταν γνώριμος στὸν ἱερέα ἐκεῖνος ὁ μαθητής. Ὁ Ἰάκωβος πάλι δὲν ἔζησε πολὺ ἔπειτα. Ἀπὸ τὴν ἄρχὴ ἔνιωσε τόση φλόγα μέσα του καὶ παραιτῶντας ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀνέβηκε σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, ὥστε νὰ θυσιαστῆ ἀμέσως. Ἔτσι μὲ ὅλες τὶς πράξεις τους ἔφτασαν ἀργότερα στὸ ἄκρο τῆς τελειότητας. Τότε ὅμως εἶχαν ἀγανακτήσει. Καὶ ὁ Χριστός; Ἀφοῦ τοὺς κάλεσε κοντά το τοὺς λέει· θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν. Ἐπειδὴ ἐτρόμαξαν καὶ ταράχτηκαν, τοὺς καταπαραΰνει πρὶν ἀπὸ τὸ λόγο μὲ τὴν πρόσκληση καὶ μὲ τὴν προσέλκυσή τους κοντά του. Γιατὶ οἱ δύο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν δώδεκα, στέκοντα πιὸ κοντά του καὶ τοῦ μιλοῦσαν σὰν ἴσοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς φέρνει κοντά του μ’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ γιὰ νὰ διακωμωδήση τὸ ζήτημά του καὶ νὰ τὸ ξεσκεπάση στοὺς ἄλλους, διασκεδάζοντας τὸ πάθος κι αὐτῶν κι ἐκείνων. Καὶ δὲν τὸ μετριάζει τώρα ὅπως πρῶτα. Πρῶτα παρουσιάζει μικρὰ παιδιὰ καὶ τοὺς προτρέπει νὰ μιμηθοῦν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινωσύνη τους. Ἐδῶ τοὺς προτρέπειι ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ἐντονώτερα· οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν καὶ οἱ μεγάλοι θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν. Δὲ θὰ γίνη ὅμως ἔτσι σ’ ἐμᾶς· ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος ἀνάμεσά μας, αὐτὸς θὰ εἶναι ὑπηρέτης ὅλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἄς εἶναι ὁ πιὸ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Δείχνει πὼς ὁ ἔρωτας τῶν πρωτείων εἶναι γνώρισμα τῶν ἐθνικῶν. Γιατὶ τὸ πάθος εἶναι τυραννικὸ καὶ συνεχῶς ἐνοχλεῖ ἀκόμα καὶ μεγάλους ἄνδρες. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἐντονώτερη καταδίκη καὶ τοὺς ἀγγίζει κι ἐκείνους βαθύτερα παρουσιάζοντας ἄρρωστη τὴν ψυχή τους μὲ τὴν παράθεση τῶν ἐθνῶν. Μετριάζει ἔτσι ἐκείνων τὸ φθόνο κι αὐτῶν τὴν παραφροσύνη, σχεδὸν λέγοντάς τους. Μὴν ἀγανακτῆτε, γιατὶ τάχα σᾶς ἔχουν προσβάλει. Τὸν ἑαυτὸ τους πιὸ πολύ βλάπτουν κι ἐξευτελίζουν ὅσοι ζητοῦν ἔτσι τὰ πρωτεῖα· βρίσκονται στὴν ἔσχατη θέση. Δὲ γίνεται σ’ ἐμᾶς ὅ,τι στοὺς ἔξω. Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τοὺς ἐξουσιάζουν. Στὸ δικό μου βασίλειο, πρῶτος γίνεται ὁ τελευταῖος. Ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος ἁπλός, δέξου τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ ὅσα πράττω κι ὅσα παθαίνω. Ἐγὼ ἔκαμα καὶ κάτι περισσότερο. Ἄν καὶ ἤμουν βασιλιὰς τῶν δυνάμεων τοῦ οὐρανοῦ, θέλησα νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ καταδέχτηκα νὰ περιφρονηθῶ καὶ νὰ ἐξευτελιστῶ. Μὰ δὲν περιωρίστηκα σ’ αὐτά· ἔφτασα ὡς τὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ λέει· Καθὼς ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθῆ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή του ἐξαγορά πολλῶν. Καὶ δὲ σταμάτησα λέει ὡς ἐδῶ· ἀλλὰ ἔδωσα ἐξαγορὰ λυτρώσεως τὴν ψυχή μου. Καὶ λύτρωση ποιῶν; Τῶν ἐχθρῶν μου. Σὺ ἄν ταπεινωθῆς, τὸ κάμεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου· ἐγὼ ὅμως γιὰ σένα. Μὴ φοβηθῆς λοιπόν, γιατὶ τάχα μειώνεται ἡ ἀξία σου. Ὅσο κι ἄν ταπεινωθῆς, δὲν μπορεῖς νὰ κατεβῆς τόσο, ὅσο ὁ Κύριός σου. Ἡ κατάβαση ὅμως ἐγινε ἀνάβαση ὅλων κι ἔκαμε νὰ λάμψη ἡ δόξα του. Προτοῦ γίνη ἄνθρωπος, ἦταν γνωστὸς στοὺς ἀγγέλους μόνο. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἀνθρωπος τὴ δόξα δὲν ἐλάττωσε ἀλλὰ πῆρε κι ἄλλη, τοῦ γνωρισμοῦ του μὲ τὴν οἰκουμένη. Μὴ φοβηθῆς λοιπὸν ὅτι μειώνεται ἡ ἀξία σου, ἄν ταπεινωθῆς. Ἀντίθετα ἔτσι αὐξάνεται ἡ δόξα σου· ἔτσι γίνεται μεγαλύτερη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πύλη τῆς Βασιλείας. Ἄς μὴν ἀκολουθήσωμε τὸν ἀντίθετο δρόμο κι ἄς μὴν πολεμοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας. Ἅν ἐπιθυμήσωμε νὰ φανοῦμε μεγάλοι, δὲ θὰ γίνουμε μεγάλοι ἀλλὰ πιὸ ἀνάξιοι ἀπ’ ὅλους. Εἶδες πῶς τοὺς παρακινεῖ μὲ τὰ ἀντίθετα παραδείγματα, δίδοντάς τους ὅ,τι ἐπιθυμοῦν; Στὰ προηγούμενα τὸ ἐδείξαμε ἀναλυτικά. Ἔτσι ἔκαμε καὶ στὴ περίπτωση τῶν φιλοχρήματων καὶ τῶν κενόδοξων. Γιὰ ποιὸ λόγο, ρωτάει ἐλεεῖς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους; Γιὰ νὰ κερδίσης δόξα; Μὴν κάμης ἔτσι λοιπὸν καὶ θὰ κερδίσης δόξα ἐξάπαντος. Γιὰ ποιό λόγο μαζεύεις θησαυρούς; Γιὰ νὰ πλουτήσης. Μὴ μαζέψης θησαυροὺς καὶ θὰ πλουτήσης. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο ἐπιθυμεῖς πρωτεῖα; Γιὰ νὰ πηγαίνης μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Διάλεξε λοιπὸν τὴν τελευταία θέση καὶ τότε θ’ ἀπολαύσης τὰ πρωτεῖα. Ἄν θέλης λοιπὸν νὰ γίνης μεγάλος μὴν ἐπιδιώκης νὰ γίνης μεγάλος καὶ τότε θὰ γίνης μεγάλος. Ἐκεῖνο σὲ κάνει μικρό. ε΄. Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ νόσημά τους; Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξη ὅτι κι ἀπὸ κεῖνο ξεπέφτουν καὶ μὲ τοῦτο πετυχαίνουν. Γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸ ἕνα καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὸ ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐθύμισε καὶ τὰ ἔθνη· γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ πρᾶγμα κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν πλευρὰ αἰσχρὸ καὶ σιχαμερό. Γιατὶ ὁ ὑπερήφανος εἶναι ἀνάγκη νὰ ταπεινώνεται καὶ ἀντίθετα ὁ ταπεινὸς νὰ ὑψωθῆ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τὸ ἀληθινὸ καὶ γνήσιο, ποὺ δὲ βρίσκεται μόνο στὸ ὄνομα καὶ τὴν προσωνυμία. Καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης καὶ φόβου, τοῦτο ὅμως ἁρμόζει στὸ Θεό. Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος μένει ἀνώτερος κι ἄς μὴν τὸν θαυμάζη κανένας, ὅπως κι ἐκεῖνος πάλι εἶναι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνάξιος κι ἄς τὸν ὑπηρετοῦν ὅλοι. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀναγκαστικὴ τιμὴ γι’ αὐτὸ κι εὔκολα διαρρέει· ἡ ἄλλη ὅμως ἐλεύθερη, γι’ αὐτὸ καὶ παραμένει σταθερή. Ἐξ ἄλλου καὶ τοὺς ἁγίους τοὺς θαυμάζομε γι’ αὐτό· ἐπειδὴ ταπείνωναν τὸν ἑαυτό τους περισσότερο ἀπ’ τὸν καθένα, ἐνῶ ἦσαν ἀνώτεροι ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ κι ὡς σήμερα μένουν στὸ ψηλό τους βάθρο καὶ μήτε ὁ θάντατος δὲν τὸ χαμήλωσε. Ἄν θέλης ἄς ἐξετάσωμε τὸ ἴδιο πρᾶγμα καὶ μὲ συλλογισμούς. Λέμε κάποιον πὼς εἶναι ψηλὸς ἤ γιὰ τὸ ὕψος τοῦ σώματός του ἤ ὅταν τύχη νὰ στέκεται σὲ ψηλὸ τόπο. Ὅμοια καὶ ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ἄς δοῦμε λοιπὸν ποιός ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα· ὁ ἀλαζόνας ἤ ὁ μετριοπαθής. Γιὰ νὰ δῆς ὅτι τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τίποτα πιὸ χαμηλὸ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία. Ὁ ἀλαζόνας θέλει νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ τίποτα δὲ νομίζει πὼς τοῦ εἶναι ἄξιο· ὅση κι ἄν τοῦ προσφερθῆ τιμή, ἐπιθυμεῖ περισσότερη κι ἐπιδιώκει. Νομίζει πὼς τίποτα δὲν τοῦ προσφέρθηκε, περιφρονεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν τιμή τους ὡστόσο ἀποζητᾶ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία. Μοιάζει μὲ αἴνιγμα· αὐτοὺς ποὺ γιὰ μηδὲν τοὺς λογαριάζει, ἀπ’ αὐτοὺς θέλει νὰ δοξάζεται. Εἶδες πῶς ὅποιος θέλει νὰ ἐπαρθῆ καὶ νὰ ψηλώση πέφτει καὶ μένει στὰ χαμηλά; Δογματίζει ὅτι θεωρεῖ μηδενικὰ τοὺς ἄλλους σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του· κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Γιατί λοιπὸν καταφεύγεις στὸ μηδενικό; Γιατὶ ζητᾶς ἀπὸ κεῖνον τιμή; Γιατὶ σέρνεις μαζί σου τόσο πλῆθος; Βλέπετε τὸν ταπεινὸ στὴν ταπεινὴ του θέση; Ἄς στρέψωμε σ’ αὐτὸν τὴν προσοχή μας. Γνωρίζει αὐτὸς τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ὅποια τιμὴ κι ἄν τοῦ κάνουν τὴ θεωρεῖ σημαντική. Ὥστε αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτὸ του, μένει ὑψηλὸς καὶ δὲ μεταβάλλει τὴν ἀπόφασή του. Ὅποιος δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ἄλλους μεγάλους, μεγάλες θεωρεῖ καὶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς , ἀκόμα κι ἄν εἶναι μικρές, ἐπειδὴ αὐτοὺς τοὺς θεωρεῖ μεγάλους. Ὁ ἀλαζόνας ὅμως θεωρεῖ μηδενικὰ ὅσους τὸν τιμοῦν, ἐνῶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς τὶς χαρακτηρίζει μεγάλες. Ἀκόμα, ὁ ταπεινὸς δὲν εἶναι αἰχμάλωτος κανενὸς πάθους· δὲν μπορεῖ νὰ τον πειράξη ἡ ὀργή, οὔτε ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, οὔτε ὁ φθόνος, οὔτε ἡ ζήλεια. Ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ ψυχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπ’ αὐτά; Ὁ ἀλαζόνας ὅμως ἐξουσιάζεται ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν τὸ σκουλήκι ποὺ κυλιέται στὸ βόρβορο, γιατὶ κι ἡ ζήλεια κι ὁ φθόνος κι ὁ θυμὸς βασανίζουν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή του . Ποιός εἶναι λοιπὸν ὑψηλός; ὁ νικητὴς τῶν παθῶν ἤ ὁ δοῦλος τους; Αὐτὸς ποὺ τρέμει ἐξ αἰτίας τους καὶ φοβᾶται ἤ αὐτὸς ποὺ δὲν ὑποτάζεται οὔτε αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτά; Ποιό πουλὶ θὰ ποῦμε ὅτι πετᾶ ψηλότερα; Αὐτὸ ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ καλάμια τοῦ κυνηγοῦ ἤ ἐκεῖνο ποὺ μήτε καλάμι δὲν ἀφίνει τὸν κυνηγό του νὰ χρησιμοποιήση, ἐπειδὴ χαμοπετᾶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ψηλώση; Τέτοιος εἶναι ὁ ὑπερήφανος· ἕρπει στὸ χῶμα καὶ τὸν πιάνει εὔκολα κάθε παγίδα. στ΄. Ἄν θέλης κοίταξε τὸ πρᾶγμα κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονα. Τὶ πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τότε ποὺ ψήλωσε τὸν ἑαυτό του, καὶ πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ταπεινώση τὸν ἑαυτό του; Ἐκεῖνος σέρνεται χάμω κι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ φτέρνα μας –πατεῖτε, ὁρίζει, πάνω στὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέση ψηλὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἄν θέλης αὐτὸ νὰ τὸ διαπιστώσης κι ἀπὸ ὑπερήφανους ἀνθρώπους, σκέψου ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο ποὺ ὁδηγεῖ τόσο στρατὸ καὶ δὲ γνωρίζει μήτε ὅσα εἶναι σ’ ὅλους γνωστά, ὅτι ἡ πέτρα εἶναι πέτρα καὶ τὰ εἴδωλα εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ τοῦτα ἦσαν κατώτερος. Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως καὶ πιστοὶ ἀνεβαίνουν ψηλότερα ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ἀπὸ τουτους δὲν ὑπάρχει ψηλότερο. Ἀφου ξεπερνοῦν τοὺς θόλους τοῦ οὐρανου καὶ προσπερνῶντας τοὺς ἀγγέλους στέκονται δίπλα στὸ βασιλικὸ θρόνο. Μπορεῖς νὰ συμπεράνης κι ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τὴ μηδαμινόητά τους. Ποιός εἶναι πιθανὸ νὰ ταπεινωθῆ; Ὅποιος βοηθεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἤ ὅποιος πολεμεῖται ἀπ’ αὐτόν; Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅποιος πολεμεῖται. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς δύο ἡ Γραφή. Ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερηφάνους, δίνει τὴ χάρη του στοὺς ταπεινούς. Θὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ποιὸς εἶναι ὑψληλότερος; Ὅποιος ἔχει ἀφιερωθῆ στὸ Θεὸ καὶ προσφέρει τὴ θυσία ἤ ὄποιος δὲν ἔχει καθόλου παρρησία μπορστά του; Καὶ ποιὰ θυσία προσφέρει ὁ ταπεινός; ρωτᾶ. Ἄκουσε τὸ Δαυΐδ· θυσία στὸ Θεὸ εἶναι ἡ συντετριμμένη ψυχή. Μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἐκμηδενίζει. Αὑτὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦτου. Κοίταξε ἐκείνου τὴν ἀκαθαρσία. Κάθε ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος γιὰ τὸ Θεό. Στὸν ἕνα λοιπὸν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ Θεός. Σὲ ποιὸν νὰ ρίξω τὰ βλέμματά μου, λέει ὁ Θεός, ἄν ὄχι στὸν πρᾶο καὶ στὸν ἥσυχο καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τρέμει τὰ λόγια του; Ὁ ἄλλος σέρνεται μαζί μὲ τὸ διάβολο. Γιατὶ ὁ φαντασμένος παθαίνει ὅ,τι κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἔλεγε· Μήπως πέση σὲ κρῖμα τυφλωμένος ἀπὸ ἕπαρση. Καὶ τοῦ τυχαίνει τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Θέλειν νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν. Κι εἶναι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ εἶναι καταγέλαστοι, οἱ ἐχθροὶ κι οἱ ἀντίπαλοι ὅλων, τὰ εὔκολα θύματα, οἱ εὔκολοι στὸ θυμό, οἱ ἀκάθαρτοι γιὰ τὸ Θεό. Ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ αὐτό; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτο τῶν κακῶν. Καὶ τί εἶναι πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τοὺς ταπεινούς; Καὶ τί θὰ τοὺς δώση περισσότερη μακαριότητα, παρὰ ὅταν εἶναι ποθητοὶ κι ἀξιαγάπητοι ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ὅλοι τοὺς τιμοῦς σὰν πατέρες τους, τοὺς ἀσπάζονται σὰν ἀδελφούς, τοὺς δέχονται σὰν δικούς τους. Ἄς γίνωμε λοιὸν ταπεινοί, γιὰ νὰ γίνωμε ὑψηλοί. Γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει ὑπερβολικά. Αὐτὴ ἐταπείνωσε τὸν Φαραώ. Δὲν γνωρίζω λέει τὸν Κύριο κι ἔγινε χειρότερος ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ βατράχια καὶ τὶς κάμπιες καὶ μὲ τὰ ὅπλα μαζὶ καὶ τὰ ἄλογα καταποντίστηκε. Ἀντίθετα μ’ αὐτὸν ὁ Ἀβραὰ λέει· Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ τέφρα καὶ νίκησε ἀμέτρητους βαρβάρους. Ἔπεσε μέσα στοὺς Αἰγυπτίους καὶ γύρισε κερδίζοντας λαμπρότερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο τρόπαιο. Κρατῶντας σταθερὰ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ γινόταν ὅλο καὶ ψηλότερος. Γι’ αὐτὸ παντοῦ μιλᾶνε γι’ αὐτὸν, γι’ αὐτὸ τὸν δοξάζουν καὶ τὸν διαλαλοῦν. Ἐνῶ ὁ Φαραὼ ἔγινε χῶμα καὶ τέφρα καὶ ὅ,τι χειρότερο ἀπ’ αὐτά. Τίποτα δὲ μισεῖ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ ἔκαμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐξαλείψη τοῦτο τὸ πάθος. Γι’ αὐτὸ γίανμε θνητοὶ καὶ ταλαιπωρούμαστε μὲ λύπες καὶ θρήνους, μὲ ἀσταμάτητο πόνο, ἱδρῶτα καὶ ἐργασία. Ἀπὸ ἀλαζονεία ἀμάρτησε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅταν ἤλπισε πὼς θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔμεινε μὲ ὅσα εἶχε ἀλλὰ τὰ στερήθηκε κι αὐτά. Τέτοια ἡ ἀλαζονεία ὄχι μονάχα δὲ δίνει κανένα ὄφελος στὴ ζωὴ ἀλλὰ μᾶς περιορίζει κι ὅσα ἐπιτύχαμε. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνο δὲν περιορίζει ὅσα ἔχουμε ἀλλὰ μᾶς προσθέτει κι ὅ,τι δὲν ἔχουμε. Αὐτὴ λοιπὸν ἄς ζηλέψουμε, αὐτὴ ἄς ἐπιδιώξουμε γιὰ ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν τωρινὴ τιμή καὶ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ μελλοντικὴ δόξα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2012/03/blog-post_8836.html
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...