
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Το αρχικό του όνομα είναι Άβραμ, έχει επικρατήσει όμως να ονομάζεται Αβραάμ, που σημαίνει "πατέρας ενός λαού" ή "πατέρας πλήθους (πολλών)". Ήταν γιος του Θάρα (Θάρρα) και αδερφός του Ναχώρ και του Αρράν (Γένεση 11,26. Ιησούς του Ναυή 24,2). Ο Αβραάμ υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 2000 π.Χ., αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Αβραάμ θα πρέπει να έζησε περίπου το 2166-1991 π.Χ. Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο πατέρας του ο Θάρρα, όπως και όλη η οικογένειά του αρχικά ήταν ειδωλολάτρες (Ιησούς του Ναυή 24,2).
Παρόλα αυτά ο Αβραάμ στάθηκε ως παράδειγμα πίστης στην ιστορία γι' αυτό και πήρε τον τίτλο του "φίλου του Θεού" (Β' Παραλειπομένων 20,7). Σύζυγός του ήταν η Σάρρα ή Σάρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα (Γένεση 11,29 και 20,12). Ο Αβραάμ απέκτησε τον Ισαάκ από τη Σάρρα (Γένεση 21,1-8. Ιησούς του Ναυή 24,4), τον Ισμαήλ από την Άγαρ (Γένεση κεφ. 16) και τους Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ) από τη Χεττούρα (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33). Πέμπτος απόγονος του Αβραάμ και απόγονος του Ησαύ ήταν ο Ιώβ, γιος του Ζαρέ (Ζαρέθ) (Ιώβ 42,17γ).
Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ μετά το θάνατο του αδερφού του Ναχώρ, μαζί με την οικογένειά του, τον πατέρα του και τον ανιψιό του Λωτ, εγκατέλειψε την Ουρ για να πάει στη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γένεση 11,27-31).
Μια μέρα ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
› Φύγε από τη χώρα σου και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω, θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Μ' εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης.
Έτσι ο Αβραάμ αναχώρησε όπως του είπε ο Κύριος. Ήταν 75 ετών όταν έφυγε από τη Χαρράν. Μαζί του πήρε τη γυναίκα του τη Σάρα και το Λωτ, γιο του αδερφού του, όλα τα υπάρχοντα και τα κοπάδια των ζώων που είχαν συγκεντρώσει, καθώς επίσης τους δούλους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν και έφτασαν στη Χαναάν (Γένεση 12,1-5. Ιησούς του Ναυή 24,3).
Ο Αβραάμ διέσχισε τη χώρα ως την περιοχή της Συχέμ, την οποία τότε την κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε:
› Αυτήν τη γη θα τη δώσω στους απογόνους σου.
Τότε ο Αβραάμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και πρόσφερε θυσία προς τον Κύριο. Μετά από εντολή του Θεού ο Αβραάμ προχώρησε προς τα βουνά και εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ. Έχτισε ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ' αυτόν (Γένεση 12,6-9).
Εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν και ο Αβραάμ κατέβηκε στην Αίγυπτο γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. Εκεί φοβούμενος, μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, είπε ότι η Σάρρα ήταν αδερφή του μόνο από πατέρα και όχι από μητέρα. Η ομορφιά της Σάρρας τόσο πολύ γοήτεψε τους άρχοντες της Αιγύπτου, που την πήραν στα ανάκτορα του Φαραώ, προσφέροντας πλούσια δώρα στον Αβραάμ. Αλλά ο Κύριος χτύπησε με μεγάλες συμφορές το φαραώ και τους αυλικούς του και κάποια νύχτα, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο που τον ανάγκασε να δώσει πίσω τη Σάρρα στον Αβραάμ και να τους διατάξει να φύγουν από την Αίγυπτο (Γένεση 12,10-20).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ
Ο Αβραάμ μετά τη φυγή από την Αίγυπτο πήγε προς το νότιο τμήμα της Χαναάν, μαζί με τη γυναίκα του τη Σάρρα και το Λωτ. Προχώρησε προς τη Βαιθήλ όπου εγκαταστάθηκε. Και ο Αβραάμ και ο Λωτ είχαν αποκτήσει αρκετά πρόβατα, βόδια και σκηνές. Η χώρα όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, γιατί τα υπάρχοντα τους ήταν πάρα πολλά. Οι βοσκοί του Αβραάμ μάλωναν με τους βοσκούς του Λωτ.
Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη. Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων. Πριν καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος, σαν τη χώρα της Αιγύπτου. Έτσι ο Αβραάμ έμεινε στη Χαναάν ενώ ο Λωτ έστησε τις σκηνές του κοντά στα Σόδομα. Οι άνθρωποι όμως των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν πολύ κακοί και πάρα πολύ αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου (Γένεση 13,1-13).
Αβραάμ και Μελχισεδέκ Κατόπιν ο Αβραάμ έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Μαβρή κοντά στη Χεβρών όπου έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση 13,18). Αργότερα ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ μαζί με άλλους βασιλιάδες πολέμησαν με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Στον πόλεμο που ακολούθησε ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Καθώς έφευγαν πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,1-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ που γλίτωσε ειδοποίησε τον Αβραάμ, ο οποίος όταν άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και μαζί με τον Μαμβρή τον Αμοραίο και τα αδέρφια του, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι αριστερά της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λώτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,13-16). Επιστρέφοντας συνάντησε τον ιερέα Μελχισεδέκ και βασιλιά του Σαλήμ ο οποίος τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε του έδωσε το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα, ενώ τα υπόλοιπα τα έδωσε στο βασιλιά των Σοδόμων (Γένεση 14,17-24).
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος είπε σε όραμα στον Αβραάμ:
› Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Ο Αβραάμ απάντησε:
› Κύριε, εγώ φεύγω άτεκνος. Αφού δεν μου έδωσες απογόνους, κληρονόμος του σπιτιού μου θα είναι ο δούλος του σπιτιού μου, ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό.
Ο Κύριος του αποκρίθηκε:
› Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα γεννηθεί από τα σπλάχνα σου. Όπως είναι στον ουρανό τ' αστέρια, έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοι σου.
Ο Αβραάμ πίστεψε στον Κύριο και γι' αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο. Ο Κύριος του είπε ακόμα:
› Εγώ είμαι ο Κύριος, που σ' έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη χώρα για ιδιοκτησία σου. Οι απόγονοί του αφού πρώτα υποδουλωθούν στην Αίγυπτο θα επιστρέψουν και θα κατακτήσουν τη γη Χαναάν (Γένεση κεφ. 15).
Η ΑΓΑΡ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΗΛ
Τα χρόνια όμως περνούσαν και η Σάρρα επειδή δεν έκανε παιδιά, έδωσε στον Αβραάμ τη δούλη της Άγαρ για μια νύχτα. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. Τότε η Σάρρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, κι εκείνη έφυγε από κοντά της.
Η Άγαρ από παρότρυνση του Θεού επέστρεψε και γέννησε γιο και ο Αβραάμ τον ονόμασε Ισμαήλ. Εκείνη την εποχή ο Άβραμ ήταν 86 ετών (Γένεση κεφ. 16).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ο πατριάρχης Αβραάμ Όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, του φανερώθηκε πάλι ο Κύριος και του είπε:
› Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Να ζεις σύμφωνα με το θέλημα μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους.
Ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο του στη γη και ο Κύριος του είπε:
› Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου. Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά Αβραάμ γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. Θα αποκτήσεις πολλούς απογόνους και θα γίνεις γενάρχης λαών και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου, αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων σου. Θα είναι διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ' εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω όλη τη χώρα όπου τώρα κατοικείς, όλη τη χώρα της Χαναάν .
Είπε ακόμα ο Θεός στον Αβραάμ:
› θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε: Κάθε αρσενικό παιδί θα περιτέμνεται. θα κάνετε την περιτομή, κι αυτή θα αποτελεί το σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσάς. Κάθε παιδί θα περιτέμνεται την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του. Θα πρέπει οπωσδήποτε καθένας που γεννήθηκε στο σπίτι σου ή αγοράστηκε με χρήματα, να περιτέμνεται. Έτσι η διαθήκη μου θα μαρτυρείται στο σώμα σας και θα είναι διαθήκη αιώνια (Γένεση 17,1-14).
Έτσι ο Αβραάμ, σύμφωνα με τη διαταγή του Θεού άλλαξε το όνομά του, από "Άβραμ" που λεγόταν και σήμαινε "ο υψηλός ή υπέροχος πατέρας", σε "Αβραάμ" που σημαίνει "πατέρας πολλών". Την ίδια μέρα ο Αβραάμ έκανε περιτομή στο γιο του τον Ισμαήλ, αλλά και σε όλους τους άνδρες υπηρέτες του. Ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, όταν έκανε περιτομή στον εαυτό του και ο Ισμαήλ δεκατριών. Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ και τους απογόνους του αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,9-10).
Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Η φιλοξενία του Αβραάμ Αμέσως μετά ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Ο Αβραάμ είδε τρεις άνδρες να στέκονται απέναντι του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. Ο Αβραάμ είπε:
› Κύριε μου, αν έχω την εύνοια σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν' αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε.
Εκείνοι απάντησαν:
› Κάνε όπως είπες.
Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα:
› Πάρε γρήγορα αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσε το και κάνε πίτες.
Μετά πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άνδρες. Αυτός στεκόταν απέναντι τους κάτω από τα δέντρα ενώ εκείνοι έτρωγαν.
Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ:
› Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;
Αυτός απάντησε:
› Εκεί, στη σκηνή.
Και ο Κύριος είπε:
› Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο.
Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και γι' αυτό η Σάρρα γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν:
› Αφού γέρασα, είναι δυνατό να κάνω παιδί; Και ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας.
Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
›Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ' αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο (Γένεση 17,15-27. 18,1-15).
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΜΕΣΟΛΑΒΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΟΜΟΡΡΑ
Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την επερχόμενη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Αβραάμ παρακάλεσε να μην το πράξει (Γένεση 18,16-33). Μετά εγκαταστάθηκε στα Γέραρα όπου και πάλι παρουσίασε τη Σάρρα ως αδερφή του (Γένεση 20,2-12).
Από 'κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε:
› Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα.
Οι δύο από τους άνδρες έφυγαν από 'κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.
Αβραάμ και Λωτ Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε:
› θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;
Ο Κύριος του απάντησε:
› Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα (Γένεση 18,16-33).
Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λώτ τους φιλοξένησε και τους περιποιήθηκε. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι, οι οποίοι φώναζαν στο Λωτ και ήθελαν να κακοποιήσουν τους δύο ξένους. Τότε οι δύο άγγελοι τύφλωσαν όλους όσους ήταν έξω από το σπίτι και είπαν στο Λωτ να πάρει την οικογένειά του και να φύγει από την πόλη γιατί όλη η περιοχή θα καταστραφεί. Να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του ό,τι και να γίνει.
Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος (Γένεση 19,1-29).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΑΒΙΜΕΛΕΧ
Ο Αβραάμ αναχώρησε από 'κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Εκεί, όπως και στην Αίγυπτο, επειδή φοβόταν μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, παρουσίασε τη Σάρρα για αδερφή του.
Έτσι, ο Φιλισταίος βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη Σάρρα στο παλάτι του. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρο του και του πρόσταξε επειδή ήταν δίκαιος να μην αμαρτήσει παίρνοντας τη γυναίκα που ανήκει σε άλλο, και πολύ περισσότερο σ' ένα δίκαιο όπως ο Αβραάμ. Και εξαιτίας του περιστατικού έκανε ο Κύριος, ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι να μην μπορεί να γεννήσει.
Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε χίλια δίδραχμα, πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε ως δώρα στον Αβραάμ. Μαζί του έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του και του πρόσταξε να μείνει όπου του αρέσει. Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε και έτσι μπορούσαν η γυναίκα του και οι δούλες του να γεννούν και πάλι (Γένεση κεφ. 20).
Αργότερα ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκαναν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους. Κατά τη συμφωνία ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για τα πηγάδια που άνοιξε ο Αβραάμ και οι δούλοι του Αβιμέλεχ τα είχαν πάρει με τη βία. Ο Αβιμέλεχ δεν γνώριζε το περιστατικό και διέταξε να αποδοθούν στον Αβραάμ τα πηγάδια. Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσε ως δώρα στον Αβιμέλεχ. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά αρνιά και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, ως απόδειξη ότι αυτός άνοιξε το πηγάδι που ονομάστηκε Πηγάδι του όρκου. Ο Αβιμέλεχ επέστρεψε στο παλάτι του και ο Αβραάμ φύτεψε ένα κυπαρίσσι εκεί στο πηγάδι και προσευχήθηκε στον Κύριο. Και έμεινε ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό (Γένεση 21,22-34).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΑΓΑΡ
Η εκδίωξη της Άγαρ Ο Κύριος φρόντισε για τη Σάρρα, όπως είχε υποσχεθεί. Έτσι η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, στο χρόνο που του είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ (Γένεση 21,1-8).
Μια μέρα η Σάρρα είπε στον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και το παιδί της, έτσι ώστε ο Ισμαήλ να μην έχει δικαιώματα κληρονομιάς με τον Ισαάκ.
Τα λόγια αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ, αλλά με παρότρυνση του Κυρίου ότι θα φροντίσει ο ίδιος για την Άγαρ, ο Αβραάμ την έδιωξε μαζί με το παιδί.
Πράγματι ο Κύριος φρόντισε την Άγαρ όσο ήταν στην έρημο και όταν το παιδί μεγάλωσε εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και έγινε τοξότης. Κατόπιν η μάνα του του διάλεξε γυναίκα από την Αίγυπτο (Γένεση 21,9-21).
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο Κύριος θέλησε να δοκιμάσει τον Αβραάμ και του είπε:
› Αβραάμ! Πάρε το γιο σου το μονογενή, που τον αγαπάς, τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη γη Μοριά, σ' ένα από τα βουνά που εγώ θα σου δείξω.
Ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην εντολή του Κυρίου. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Θεός. Την τρίτη μέρα κοίταξε και είδε τον τόπο από μακριά. Τότε είπε στους δούλους του:
› Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε.
Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη φωτιά και το μαχαίρι, και προχώρησαν. Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του:
› Πατέρα μου, έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα, αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;.
Ο Αβραάμ αποκρίθηκε:
› Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου.
Και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του φώναξε από τον ουρανό και του είπε:
› Αβραάμ, Αβραάμ! Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου.
Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ' ένα θάμνο. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. Ο άγγελος του Κυρίου φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό και του είπε:
› Εγώ ο Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου, θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ' αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονος σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών του. Με τον απόγονο σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου.
Μετά ο Αβραάμ γύρισε στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το Πηγάδι του όρκου, και εγκαταστάθηκε εκεί (Γένεση κεφ. 22). Ο Αβραάμ επειδή δέχτηκε πρόθυμα να υπακούσει στο θέλημα του Θεού γι' αυτό και ονομάστηκε "πατήρ της πίστης" (Ρωμαίους 4,11)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΡΑΣ
Μετά από 12 χρόνια η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών (Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά), στη Χαναάν. Ο Αβραάμ τη θρήνησε και την πένθησε εκεί. Ύστερα πήγε και μίλησε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών και τους ζήτησε να του δώσουν έναν ιδιόκτητο τάφο για να θάψει τη γυναίκα του. Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή τον θεωρούσαν άνθρωπο ευνοημένο του Θεού, του είπαν να κάνει ότι είναι απαραίτητο.
Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χετταίους κατοίκους της πόλης και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Εφρών, γιο του Σαάρ, να του πουλήσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ' αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του, για ιδιόκτητο τάφο.
Ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι ως μάρτυρες, ότι του χαρίζει τον αγρό και το σπήλαιο που βρίσκεται σ' αυτόν. Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι, ότι θέλει ν' αγοράσει τον αγρό. Ο Εφρών είπε στον Αβραάμ ότι η γη αξίζει 400 ασημένιους σίκλους.
Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ' αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Αβραάμ ως ιδιόκτητος τάφος. Το δικαίωμα του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά (Γένεση κεφ. 23).
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ όταν ήταν 140 ετών, έστειλε στη Μεσοποταμία τον δούλο του Ελιέζερ για να βρει νύφη στον Ισαάκ. Έτσι ο Αβραάμ πάντρεψε το γιο του με τη Ρεβέκκα (Γένεση 24,1-28). Αργότερα, παρόλο που ήταν πολύ γέρος, παντρεύτηκε τη Χεττούρα από την οποία απέκτησε 6 γιους, τον Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ), οι οποίοι ίδρυσαν αντίστοιχες φυλές (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33).
Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη του την περιουσία στον Ισαάκ. Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ σε χώρα της Ανατολής (Γένεση 25,5).
Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Οι γιοι του Ισαάκ και Ισμαήλ τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, εκεί που είχε ταφεί και η Σάρρα (Γένεση 23,1-20. 25,7-10).
Ο ΑΒΡΑΑΜ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ζωή του Αβραάμ ήταν ζωή πίστης προς το Θεό και τον αποκάλεσαν "φίλο του Θεού". Την πίστη αυτή δεν την πρόδωσε ακόμα και όταν πήρε την εντολή από το Θεό να θυσιάσει τον μονογενή του γιο τον Ισαάκ. Ο Θεός φανερώθηκε αρκετές φορές στον Αβραάμ και του αποκαλύφθηκε μέσα από οράματα αλλά και την επίσκεψη αγγέλων στο σπίτι του. Εκτός όμως της πίστης του ήταν άνθρωπος φιλόξενος γεμάτος αγάπη για τους άλλους, πράος και ειρηνικός. Η μεγάλη του καρδιά φάνηκε και στα γεγονότα όπου χάρισε την πιο εύφορη γη στον αχάριστο Λωτ, αλλά και στη συνομιλία που είχε με το Θεό προκειμένου να Τον πείσει να ματαιώσει τα σχέδια Του για την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων.
Ο Αβραάμ θεωρείται ως "πατριάρχης" και γενάρχης του Ισραηλιτικού γένους (Πράξεις 13,26), του λευιτικού ιερατείου (Εβραίους 7,5), και του Ιησού Χριστού (Ματθαίος 1,17). Το πρόσωπο του Αβραάμ τιμάται με μοναδικό τρόπο από Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Η ιστορία του περιγράφεται με λεπτομέρειες στο βιβλίο της Γένεσης (11,26-25,10).
Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Αβραάμ αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,8-19). Ακόμη αναφέρεται στις γενεαλογίες των Ισραηλιτών (Α' Παραλειπομένων 1,27-28). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον ανιψιό του τον Λωτ.
Το συγκινητικό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, που ο Αβραάμ επιχείρησε να προσφέρει το παιδί του θυσία στο Θεό, για να δείξει τη μεγάλη του πίστη, έγινε πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα στην εποχή της Αναγέννησης. Ακόμη η θυσία του Αβραάμ ήταν το επεισόδιο που ενέπνευσε πολλούς ποιητές.
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΩΤ
Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν (Αράν) και ανιψιός του Αβραάμ (Γέν. 11,27). Εκτός από την περιγραφή της ζωής του, το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός μόνο στους απογόνους του (Δευτερονόμιο 2,9-19).
Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται από τον Ιησού (Λουκάς 17,28-32), όπου προβάλλει το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του Λωτ. Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται και στην Β' επιστολή Πέτρου, τον οποίο αποκαλεί "δίκαιο" (Β' Πέτρ. 2,7). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον θείο του Αβραάμ.
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ Ο ΛΩΤ
Όταν ο Αβραάμ, ο Θάρρα και η Σάρρα έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη Χαρράν, ο Λωτ τους συνόδευσε (Γέν. 11,31). Στη συνέχεια ο Λωτ ακολούθησε τον Αβραάμ, όταν ο Κύριος του να πάει στη Χαναάν (Γέν. 12,4,5). Επειδή όμως εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν ο Αβραάμ, η Σάρρα και ο Λωτ αναγκάστηκαν να πάνε στην Αίγυπτο (Γέν. 12,10). Όταν η πείνα πέρασε ξαναγύρισαν και πάλι πίσω στη Χαναάν (Γέν. 13,1).
Ο Λωτ, όπως και ο θείος του, είχε αποκτήσει κι αυτός αρκετά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές (Γέν. 13,5-6), η περιοχή όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί με τον Αβραάμ, με αποτέλεσμα οι βοσκοί τους να μαλώνουν μεταξύ τους. Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη (Γέν. 13,8-13). Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των αμαρτωλών κατοίκων των Σοδόμων.
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ, ο βασιλιάς των εθνών Θαργάλ, ο βασιλιάς της Σεναάρ Αμαρφάλ και ο βασιλιάς της Ελλασάρ Αριώχ κήρυξαν τον πόλεμο στο Βαλλά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρων, στο Σινόβ, βασιλιά της Αδαμά, στο Συμοβόρ, βασιλιά της Σεβωείμ, και στο βασιλιά της Βελά (Σηγώρ).
Στον πόλεμο που ακολούθησε οι τέσσερις πρώτοι βασιλιάδες νίκησαν τους πέντε δεύτερους. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο και τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα και έφυγαν (Γέν. 14,11-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ γλίτωσε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Αβραάμ. Όταν ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι βόρεια της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γέν. 14,13-16).
Ο ΛΩΤ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ
Κάποιο βράδυ δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο.
Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν:
› Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ' τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!
Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε,
› μην τους κάνετε κανένα κακό. Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ότι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου.
Εκείνοι όμως φώναζαν:
› Φύγε από 'κει!
Και μεταξύ τους έλεγαν:
› Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!
› Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ' ότι σ' εκείνους.
Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ:
› Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα.
Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε:
› Σηκωθείτε και φύγετε από 'δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη.
Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν:
› Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης.
Κι επειδή καθυστερούσε, οι δυο άγγελοι τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας άγγελος στο Λωτ:
› Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς.
Τότε ο Λωτ του είπε:
› Σε παρακαλώ, κύριε μου, επειδή δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά, εκεί κοντά είναι η πόλη που λέγεται Σηγώρ. Άσε με να καταφύγω σ' αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί.
Ο άγγελος του είπε:
› Θ' ακούσω κι αυτόν το λόγο σου και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. Τρέξε λοιπόν να καταφύγεις σ' αυτήν και δεν θα κάνω τίποτα, μέχρις ότου φτάσεις εκεί.
Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. Τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίηση του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή (Γέν. 19,1-29). Ο Κύριος δεν λυπήθηκε την πόλη, στην οποία κατοικούσε ο Λωτ, ούτε τους κατοίκους της για τις αμαρτίες τους (Σοφία Σειράχ 16,8).
Ο ΛΩΤ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ
Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ, γι' αυτό έφυγε και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. Εκεί, μια μέρα οι κόρες του αφού τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του και απέκτησαν παιδιά.
Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ, ο οποίος υπήρξε ο γενάρχης των Μωαβιτών. Γέννησε και η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Αμμών (Αμμάν), ο οποίος είναι ο γενάρχης των Αμμωνιτών (Γέν. 19,30-38).
Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.
Πηγή: Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Αβραάμ), Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Λωτ)
«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’ αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό.»
Κι άλλοτε είχαμε τονίσει: όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’ αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον, για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’ αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του:
«Χείρά μοι δίδου, θεόπτα και μαθητά του Χριστού Ιάκωβε, την σεπτήν σου εορτήν ευφημείν ορμήσαντι και φως τη καρδία μου ταις σαις πρεσβείαις έλλαμψον.»
Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως θεωρείται περιττή και αυτονόητη. Yμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο:
«…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’ ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως.»
Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.
Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο:
«Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας.»
Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’ αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, γλωσσοπυρσεύτω πνοή, ὡς θεῖος ἀπόστολος, ὑποδεχθεῖς τὴ ψυχή, Ἰάκωβε ἔνδοξε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἀστὴρ ἑωσφόρος, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν πολύθεον νύκτα. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὡς ἑωσφόρον ἐκλάμποντα πᾶσαν κτίσιν, τὸν τοῦ Χριστοῦ αὐτόπτην τε καὶ θεηγόρον, ὕμνοις Ἰάκωβον εὐφημήσωμεν, γεραίροντες τὴν τούτου πανήγυριν σήμερον· πρεσβεύει γὰρ ἀεὶ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ τῶν ἐθνῶν σαγηνευτὴς ὑπερθαύμαστος, καὶ Μαθητῶν ἀναδειχθεὶς τιμιώτατος, τῶν Ἀποστόλων σύσκηνος Ἰάκωβος, κόσμῳ τῶν ἰάσεων διανέμει τὸν πλοῦτον, λύει περιστάσεων, τοὺς αὐτὸν εὐφημοῦντας, διὸ συμφώνως κράζωμεν αὐτῷ: σῶζε τοὺς πάντας, εὐχαῖς σου Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Μύστης καὶ Ἀπόστολος πεφηνώς, τοῦ δι’ εὐσπλαγχνίαν, κενωθέντος μέχρι σαρκός, ἔφανας ἀδύτως, Ἰάκωβε θεόπτα, σωτήριον τὸ τούτου, πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Κάθισμα. Ἦχος πλ.δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν σοφίαν τὴν ὄντως παιδαγωγόν, ἐσχηκὼς σε μυοῦσαν τὰ ὑπὲρ νοῦν, σοφίαν ἐμώρανας, τῶν Ἑλλήνων θεόπνευστε, καὶ ἐθνῶν ἐγένου, φωστὴρ καὶ διδάσκαλος, εὐσεβείας λόγοις, ῥυθμίζων τοὺς ἄφρονας· ὅθεν οἱ ῥυσθέντες, διὰ σοῦ τῆς ἀπάτης, ἀξίως ὑμνοῦμέν σε, καὶ πιστῶς μακαρίζομεν. Θεηγόρε Ἰάκωβε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανόθεν τοῦ Λόγου μυηθέντα τὴν γνῶσιν, καὶ τρανῶς τοῖς ἐν γῇ τὸ Εὐαγγέλιον κηρύξαντα, Ἰάκωβον τὸν μέγαν προηρημένος, τοῦ Ἀλφαίου τὸν γόνον, ἀνευφημῆσαι, σὲ δυσωπῶ καταπέμψαι μοι χάριν, Χριστὲ Ἰησοῦ, ὁ πλήσας Πνεύματος θείου τὸν σοφὸν Μαθητήν σου, καὶ κήρυκα τοῦτον πᾶσι τοῖς πέρασι δωρησάμενος, καὶ πρέσβυν πρὸς σὲ εὐπρόσδεκτον· πρεσβεύει γὰρ ἀεὶ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ' αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας.
Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος, ο μέγας της Οικουμένης ο φωστήρας, ανέτειλεν ως άλλος ήλιος από την ανατολή, από την περιώνυμη πόλη Κίο, η οποία αυτή πόλη είναι παλαιά, ελληνική, των Ιώνων αποικία…
Του κ. Πολυχρόνη Στεφ.Νταλάση*
«Καί τρόπων μέτοχος καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων εὖρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν. Διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν καί τή πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Πολυχρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἠμῶν.»
Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα, 7ην Ὀκτωβρίου, τήν μήμην τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἠμῶν Πολυχρονίου τοῦ Ἱερομάρτυρος καί θαυματουργοῦ «ὅστις καί μίας τινός ἐκκλησίας τῶν κατά τήν Κύπρον κειμένων, Έπίσκοπος ἐχρημάτισεν»(2).
Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολυχρόνιος, κατάγονταν ἀπό τήν ἐπαρχία Γαμφανίτιδας(ἡ Γαμφάνης) της Μ. Άσίας.
«Οὗτος εἶλκε μέν τό γένος ἐκ τῆς τῶν Ἀλαμάνων χώρας, ἐξ εὐγενῶν γεννητόρων καί εὐσεβῶν καταγόμενος, ἀλλά νηπιόθεν τῆς τοῦ γένους λαμπρότητος καί τῶν βιωτικῶν ἁπάντων καταφρονήσας , ἐπειδή τά ἱερά γράμματα ἐξεπαιδεύθη, καί πλήρης τούτων ἐγένετο ταίς ἱεραίς ἐκκλησίαις ἐσχόλαζε , τάς θείας γραφάς καθ ‘ ἑκάστην ἐπαναγινώσκων, καί βίον λιτόν μετερχόμενος . Καί προϊούσης τῆς ἡλικίας, πάσαν ἔφεσιν αὐτοῦ εἰς ἐπίδοσιν ἀρετῆς καί Θεοῦ ἀρέσκειαν ἐπιδούς , πάση σκληραγωγία καί ἐγκρατεία ἑαυτόν καθυπέβαλε, καί πάντα βαθμόν ἐκκλησιαστικόν οὕτω παραλλάξας , ἀσκήσει καί γνώσει ἑλλαμφθεῖς(2)...»
Ἦταν σύγχρονός του Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἔζησε στά χρόνια του αὐτοκράτορα. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομάζονταν Βαρδάνης. Ἦταν εὐσεβής ἄνθρωπος καί στήν τέχνη, στό ἐπάγγελμα, γεωργός. Μέ φιλοπονία ἐκπαίδευσε τόν γυιό τοῦ Πολυχρόνιο στά ἱερά γράμματα.
Ὁ ἀοίδημος Πολυχρόνιος εἶχε μεγάλη σύνεση, φρόνηση καί ἐγκράτεια. Ἀξιώθηκε ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί νά λαβή χάρη ἀπό τόν Θεόν, διότι καί μέ τήν προσευχή του ἀνέβλυσε νερό. Ἐπειδή τό νερό πού ὑπῆρχε προτύτερα, καί ἀπό τό ὁποῖο ὑδρεύονταν αὐτός καί οἱ συμπατριῶτες του, ἦταν μακρυά ἀπό τήν πόλη καί προξενοῦσε σ' αύτούς πολύν κόπο, ὁ Πολυχρόνιος προσευχήθηκε εἰς τόν θεόν καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀνέβλυσε παραδόξως πηγή ὕδατος νεροῦ, δίπλα, κοντά εἰς τήν οίκίαν του πατέρα του.
Ὁ Πολυχρόνιος, ὅταν ἀνδρώθηκε (ἔφθασε σέ ἀνδρική ἡλικία), ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἐξοικονόμηση τά πρός τό ζῆν στήν πατρίδα του, ἀφοῦ συνενοήθηκε μαζί μέ μερικούς ἐργάτες συγχωριανούς του καί μετέπειτα συναθλητές του, τόν Παρμένιον, Πολυτέλειον, Ἐλυμᾶν, Μώκιον, Χριστοτελή, Μάξιμον, Λουκᾶν, Ἀβδίαν, Σέμνιον καί Ὀλυμπιάδην, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐκεῖ ἐργάζονταν μ’ αὐτούς στά ἀμπέλια.
Διακρίνονταν γιά τήν φιλοπονία(ἐργατικότητα) καί τήν εὐσέβειά του. Σέ διάστημα δυό-τριῶν ἡμερῶν ἔτρωγε μόνο μία φορά!.. Ὁ κυριός τῶν ἀμπελώνων, βλέποντας αὐτόν καί θαυμάζοντας αὐτόν τόν ἔργατήν του Θεοῦ, ὁ ἴδιος ντράπηκε γιά τήν ἀρετή του. Λοιπόν, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ποσότητα χρημάτων, τόν ἀπέστειλε λέγοντάς του:
› Πήγαινε στήν πατρίδα σου, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καί νά προσεύχεσαι γιά μένα.
Γιά τήν πίστη καί τήν εὐλάβεια πού εἶχε πρός αὐτόν ὁ κύριος τῶν ἀμπελώνων, κράτησε τό δικέλλι του, τό ὁποῖο πολλά θαύματα ἐνήργησε.
Ἀπό ἐκεῖ ὁ Πολυχρόνιος, ἀφοῦ ἐπέστρεψε εἰς τήν πατρίδα του, ἵδρυσε «Εὐκτήριον οἶκον» καί παρέμεινε σ αὐτόν, ὑπηρετώντας τόν Κύριον. Ὅπως εἴπαμε, τότε, συγκροτήθηκε ἡ Α'. Οἰκουμενική Συνοδός στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Συναξαριστή (Α, σ.112), ὁ Πολυχρόνιος παρευρέθη σ αὐτήν (3). Καί ἔγινε πρόμαχος τῆς εὐσεβείας.
Ὁ Πολυχρόνιος ἦταν πρῶτα Ἀναγνώστης καί ὕστερα ἔλαβε τό ἀξίωμα τού Διακόνου καί Πρεσβυτέρου. Κατά τόν ἐγκωμιαστή Νεόφυτο: «φασί δέ τινες ὅτι μετά ταῦτα καί εἰς τόν τῆς ἀρχιερωσύνης θρόνον ἀνακεκομίσθαι»(2).
Κατά τήν ἀκολουθίαν του Αγίου(2), ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἠμῶν Πολυχρόνιος, ὁ Ἱερομάρτυς καί Θαυματουργός, «Ὅστις, καί μιάς τινός ἐκκλησίας τῶν κατά Κύπρον κειμένων, Ἐπίσκοπος εχρηματισε»(2), ἐκεῖ (στήν Κύπρο), ἔγινε διδάσκαλος ἀκριβεστατος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦτο πράος, ἐλεήμων, ὀρφανῶν πατέρας, ὑπερασπιστής χηρῶν, ὁδηγός πλανεμένων, γιατρός των νοσούντων, παραμυθία (παρηγοριά) τῶν θλιβομένων. Καί ὅλοι χαίρονταν καί εὐφραίνονταν γιά τήν πρόνοια καί δικαιοσύνη του.
Στά χρόνια ἐκεῖνα, μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἔλαβε μεγάλη ἔκταση ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἅγιος Πολυχρόνιος κρατοῦσε στερά τήν εὐσεβῆ πίστη καί σπούδαζε νά τήν αὐξάνη καί νά τήν στερεώνη. Ἑπόμενο ἦταν, οἱ κακόδοξοι ἀρειανοί, βλέποντας τόν ἐνάρετον καί εὐσεβῆ βίον του, νά λειώνουν ἀπό τόν φθόνο τους, συλλαβόντες αὐτόν, τόν ἀποκεφάλισαν.
Κατά τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου (2) , ἔγινε ἐπιδρομή τῶν ἀλλοφύλων Ἀράβων κατά τῆς Κύπρου «ὅποτε καί Μοναστήρια πολλά καί ἐκκλησίαι ὕπ αὐτῶν κατεσκάφησαν, καί πολλούς ἀνηλεῶς κατέσφαξαν». Κάποια, μέρα, τόν βρῆκαν νά ἱερουργῆ στό ἅγιο θυσιαστήριο. Πήδηξαν μέσα (σ’ αὐτό καί μέ τα ξίφη τους κατέσφαξαν τόν ἀοίδημον καί τόν κατάκοψαν καί ἔσμιξαν τό μαρτυρικό του αἷμα μέ τό μυστικό καί θεῖον αἷμα τοῦ Κυρίου καί τόν παρέπεμψαν, χωρίς νά θέλουν θυσίαν εις τόν Θεόν.
Περί τό σῶμα τοῦ μακαρίου Πολυχρονίου, ὠδές καί μελωδίες ἀσωμάτων δυνάμεων κατεπέμποντο καί τό παράξενο θέαμα ἐκίνησε τούς πιστούς εἰς εὐχαριστίαν. Τούς δέ σφαγεῖς κετέπληξε καί μεταμελήθηκαν γιά τό ἄνομο αὐτό ἀτόπημα. Κηδεύτηκε ἀπό τούς πιστούς, «τήν ἀτελεύτητο καί ἀγήρω μακαριότητα κεκλήρωται», καί τό τίμιον αὐτοῦ λείψανον μετεκομίσθη, ὅπως λέγουν, εἰς τήν Βασιλεύουσαν τῶν Πόλεων (τήν Κωνσταντινούπολη).
Χριστέ ὁ Θεός μας, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Πολυχρονίου, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς.
Ἀμήν.
Σημειώσεις
(1)Τό παρόν σημείωμα ἀφιερώνεται εἰς τήν ὀνομαστικήν ἑορτήν τοῦ συνεορτάζοντος ἐγγονοῦ μας Πολυχρόνη (γέν.21-9-2006).
(2) Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυχρονίου τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀνατύπωση στήν Κύπρο (Τυπογραφεῖο & Ὄφφσετ «ΛΟΝΤΟΣ», Λούης Χρ. Παπακυριακού, τηλ 031-24588 Μακαρίου 50 Δερύνεια, Ἀμμόχωσατος). Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας ἀναγράφονται τά ἑξῆς: «Μνήσθητι, ὤ ἀδελφοί ἱερεῖς , κατά τήν παροῦσαν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐν τῇ θείᾳ προσκομιδή καί τοῦ ἐμοῦ ὀνόματος ΑΝΤΩΝΙΟΥ ζῶντος καί τελευτήσαντος καί ἔξετε τόν μισθόν παρά Θεοῦ. Ἔτος 1893, ὁ Γράψας Α. ΚΑΛΛΙΑΔΗΣ».
(3) Μεγάλη Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια.
* Ο Πολυχρόνης Στέφ. Νταλάσης, είναι: Διδάσκαλος, Καθηγητής Μουσικής, Μουσικοδιδάσκαλος Βυζαντινής Μουσικής, Πρωτοψάλτης Ι.Ν.Ζ.Πηγής Τρικάλων. Ὀφφικιάλιος (μὲ χειροθεσία) Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἱ.Μ. Τρίκκης καὶ Σταγῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐργάτης γενόμενος, τῆς ἀρετῆς ἐκ παιδός, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν δωρεὰν ἐκ Χριστοῦ, σοφὲ Πολυχρόνιε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Θεῷ θεοφρόνως, ἤθλησας καὶ καθεῖλες, τοῦ Ἀρείου τὴν πλάνην· διὸ Ἱερομάρτυς, ἀξίως δεδόξασαι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεὺς θεόληπτος Πάτερ ἐδείχθης, καὶ στερρῶς ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Ἱερομάρτυς σοφὲ Πολυχρόνιε.
Μεγαλυνάριον
Ἀρετῆς ἐργάτης ὢν ἐκ παιδός, τῆς ἱερωσύνης, ἀνεδείχθης στήλη λαμπρά, καὶ ὑπὲρ τῆς δόξης, Χριστοῦ ἤθλησας χαίρων, ἐκχέας σου τὸ αἷμα, ὦ Πολυχρόνιε.
Πηγή: συν-οδοιπορία, Μέγας Συναξαριστής
Οι Μάρτυρες αποτελούν την πλέον επίλεκτη και εκλεκτή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας, διότι με την ομολογία τους στο Χριστό αντάλλαξαν τη δόξα, τις τιμές και τα αξιώματα του κόσμου με την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Αυτοί υπήρξαν οι ισχυροί κυματοθραύστες κατά των λυσσαλέων επιθέσεων κατά της Εκκλησίας. Με το τίμιο αίμα τους πότισαν το δένδρο της σώζουσας πίστης. Δύο από τους μυριάδες Μάρτυρες υπήρξαν οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος, αξιωματικοί του Ρωμαϊκού στρατού.
Καταγόταν από τη Ρώμη και έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Καταγόταν από ευγενείς οικογένειες και είχαν λάβει σοβαρή μόρφωση. Η αριστοκρατική τους καταγωγή τους ευνόησε να κάνουν καριέρα στο ρωμαϊκό στρατό. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους είχαν αναχθεί σε υψηλά αξιώματα στη «Σχολή Κιντιλίων». Οι «Σχολές» ήταν επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες είχαν καθιερωθεί από τον Διοκλητιανό (284-305) και υπάγονταν κατ’ ευθείαν στον αυτοκράτορα. Λειτουργούσαν ως σώματα όπου εκπαιδεύονταν οι αξιωματικοί των ρωμαϊκών λεγεώνων. Γι’ αυτό όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτές, επιλέγονταν με μεγάλη προσοχή και εκτιμώντο τα φυσικά και πνευματικά τους πλεονεκτήματα και οι σπάνιες στρατιωτικές τους ικανότητες. Οι δύο νέοι αξιωματικοί είχαν διαλεχτεί ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους νέους για την αξιοζήλευτη θέση τους στη «Σχολή». Έχοντας επιδείξει ασυνήθιστη ανδρεία και αρετή, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο μεν Σέργιος είχε οριστεί Πριμηκήριος, ο δε Βάκχος Σεκουνικήριος.
Όμως οι δύο νέοι λαμπροί αξιωματικοί γνώρισαν την νέα, χριστιανική πίστη, κατηχήθηκαν και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα. Η κοινή τους πίστη στο Χριστό τους ένωσε σε μια αδελφική φιλία. Όμως δεν το αποκάλυψαν σε κανέναν διότι, όπως είναι γνωστό, οι χριστιανοί διώκονταν για την πίστη τους, με εξοντωτική μανία από το ρωμαϊκό κράτος, υπό την παρότρυνση των φανατικών ειδωλολατρικών ιερατείων και του αμαθούς ειδωλολατρικού όχλου. Χιλιάδες χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν με τη βία στα ειδωλολατρικά «ιερά» για να θυσιάσουν στους δαιμονικούς «θεούς» των ειδώλων. Αυτό θα τους έσωζε τη ζωή, ενώ αν αρνούνταν τη θυσία οδηγούνταν στα πλέον φρικτά μαρτύρια και εν τέλει στο θάνατο.
Μάλιστα, οι ρωμαϊκές αρχές είχαν καθιερώσει και τη δημόσια θυσία, ώστε να γνωρίζουν ποιοι είναι νομιμόφρονες και ποιοι όχι. Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν, θεωρούνταν εχθροί του κράτους και άρχιζαν οι διώξεις τους. Μια τέτοια θυσία στους «θεούς» της Ρώμης είχε οργανώσει ο αυτοκράτορας για να διαπιστώσει το στέρεο της εξουσίας του. Οι δύο νεαροί αξιωματικοί του δεν παρουσιάστηκαν να θυσιάσουν. Αυτό έβαλε σε υποψία και ανησυχία τον αυτοκράτορα. Θεώρησε την άρνησή τους ως ανταρσία εναντίον της εξουσίας του και γι’ αυτό διέταξε με οργή να παρουσιαστούν μπροστά του για να απολογηθούν για την ανυπακοή τους.
Οι δύο νεαροί αξιωματικοί οδηγήθηκαν ενώπιών του και ο αυτοκράτορας τους ζήτησε γιατί αθέτησαν τη διαταγή του, Με ένα στόμα του απάντησαν χωρίς φόβο:
› Έχουμε υποχρέωση βασιλιά μας, να υπακούμε και να υπηρετούμε την επίγειο στράτευμά σας, ως δούλοι ευγνώμονες. Όμως δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι να προσκυνούμε κωφούς και αναίσθητους “θεούς”. Δεν θα αρνηθούμε τον αληθινό Θεό και δεν θα χωριστούμε από Αυτόν με καμιά δύναμη. Δεν θα καμφθούμε ούτε από τα σίδερα, ούτε από τη φωτιά, ούτε από άλλο βασανισμό της σάρκας μας. Διότι τίποτε δεν είναι πιο μακάριο από το να βασανίζεσαι και να πεθαίνεις για την ευσέβεια!
Ακούγοντας ο φανατικός ειδωλολάτρης αυτοκράτορας την θαρραλέα απολογία των δύο χριστιανών αξιωματικών του, έγινε θηρίο από το θυμό του. Διέταξε να καθαιρεθούν αμέσως από το αξίωμά τους και να τους διαπομπεύσουν. Τους έντυσαν γυναικεία ενδύματα, τους κρέμασαν βαρείς σιδερένιους κλοιούς στον τράχηλο και τους περιέφεραν στην πόλη για να τους χλευάσει ο αμαθής και δεισιδαίμονας όχλος.
Κατόπιν παραδόθηκαν στον θηριώδη διοικητή της επαρχίας της Ανατολής Αντίοχο, ο οποίος ήταν διαβόητος για τις ωμότητές του, να τους συνετίσει. Η έδρα του βρισκόταν στις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Βαρβαλισσό, εκατό χιλιόμετρα από το σημερινό Χαλέπι. Οδηγήθηκαν μπροστά του να απολογηθούν. Στην αρχή χρησιμοποίησε κολακείες και ταξίματα για να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά οι δύο νέοι έμειναν αμετακίνητη στην απόφασή τους να μην προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό. Τότε ο Αντίοχος τους έκλεισε στη φυλακή, όπου άρχισε να βασανίζει αρχικά τον Βάκχο. Τον έδερναν αλύπητα για ώρες ατέλειωτες με φοβερά και επώδυνα βούνευρα. Το σώμα του είχε μεταβληθεί σε μια πελώρια πληγή, γι’ αυτό και δεν άντεξε για πολύ. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.
Την άλλη μέρα οδήγησαν τον Σέργιο ενώπιον του Αντιόχου. Ο άγιος νέος ήταν πολύ θλιμμένος διότι ο εν Χριστώ αγαπημένος αδελφός του Βάκχος ήταν πλέον στα ουράνια δώματα του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού και γι’ αυτό επιθυμούσε να τον ακολουθήσει το συντομότερο. Ο ανελέητος τύραννος του ζήτησε για μια ακόμη φορά να απαρνηθεί το Χριστό για να του χαρίσει τιμές και αξιώματα. Τον απείλησε με φρικτά βασανιστήρια, όμως εκείνος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα μαρτύρια. Του φόρεσαν υποδήματα με αιχμηρά καρφιά στο εσωτερικό τους και τον υποχρέωσαν να τρέχει μπροστά από το άρμα του. Δεκαπέντε ολόκληρα χιλιόμετρα διάνυσε. Τα καρφιά είχαν καρφωθεί στα πόδια του, το αίμα έτρεχε ποτάμι, οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αλλά εκείνος υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο και αντί να ουρλιάζει από τους πόνους, έψελνε ύμνους στο Χριστό! Το βράδυ τον έριξαν στη φυλακή, όπου άγγελος Κυρίου θεράπευσε τις πληγές του. Το πρωί ο Αντίοχος έδωσε διαταγή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Μάρτυρας αφού προσευχήθηκε θερμά για τη συγχώρηση των βασανιστών του, έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε το φονικό ξίφος, το οποίο τον ένωσε με το Χριστό και ξαναβρήκε τον αγαπημένο του φίλο Βάκχο.
Οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής περιμάζεψαν τα τίμια λείψανα και τα έθαψαν με τιμές σε ασφαλές τόπο. Μετά τη λήξη των διωγμών, μετονόμασαν την περιοχή σε Σεργιούπολη. Το 547 ο Ιουστινιανός έκτισε περίλαμπρο ναό στην Κωνσταντινούπολη, όπου εναπέθεσε τα τίμια λείψανά τους. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 7 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος τῆς Ἁγίας ὀπλίται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὠράθητε ἐν ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής, διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν νοῦν πρὸς ἐχθροὺς ἀνδρείως παρατάξαντες, τὴν πᾶσαν αὐτῶv ἀπάτην κατελύσατε, καὶ τὴν νίκην ἄνωθεv, εἰληφότες Μάρτυρες πανεύφημοι, ὁμοφρόνως ἐκράζετε. Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὰ τῆς πίστεως ἄνθη, τοὺς νοητοὺς μαργαρίτας Κυρίου καὶ ἀθλητάς, Σέργιον τιμήσωμεν, καὶ τὸν Βάκχον τοὺς Μάρτυρας, ὡς τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην, ἐνθέως πατήσαντας, καὶ τῶν εἰδώλων πᾶσαν ἰσχὺν ἐδαφίσαντας· ὅθεν ἐπαξίως, οὐρανόθεν τὸ στέφος, τῆς νίκης δεξάμενοι, σὺν Ἀγγέλοις χορεύουσι· διὸ πίστει βοήσωμεν· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἐν οὐρανοῖς Χριστέ, κατοικοῦντες, Σέργιός τε καὶ Βάκχος, καὶ τοῦ θείου φωτὸς τοῦ παρὰ σοῦ ἐμφορούμενοι, ἐμὲ τὸν ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας πορευόμενον, προφθάσειαν διὰ τάχους, καὶ τῶν παθῶν ἀφαρπάσειαν, μόνε ἀθάνατε, στολὴν μοι τῆς ἀφθαρσίας καταπέμποντες· ὅπως λευχειμονῶν, τὴν φωτοφόρον αὐτῶν ἑορτὴν ἀνυμνῶ, καὶ κραυγάζω σοι Κύριε· Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Πηγή: Ακτίνες, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Καταγωγή
Ο άγιος Απόστολος Θωμάς ήταν μεταξύ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Γεννήθηκε στην Ιουδαία από γονείς φτωχούς. Ήταν πιστός στο Μωσαϊκό Νόμο, με αγνό βίο και ανήκε σε οικογένεια αλιέων.
Το όνομά του στην αραμαϊκή γλώσσα «Τέομα» σημαίνει δίδυμος. Στο ιερό Ευαγγέλιο του δίδεται όντως η προσωνυμία «Δίδυμος» (Ιωάν. 11,16). Οι γιογραφικές πληροφορίες για το Θωμά είναι σχετικά λίγες και γι’ αυτό έχουν εγερθεί κατά καιρούς αυθαίρετες ερμηνείες για το πρόσωπό του. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τίνος δίδυμος αδελφός ή αδελφής υπήρξε. Κάποιοι τον ταυτίζουν με τον αναφερόμενο από τον Ματθαίο (13,55) αδελφόθεο Ιούδα. Μάλιστα οι πολέμιοι του Χριστού συγγραφείς, θέλοντας να λήξουν την υπερφυσική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, υποστηρίζουν ότι αυτός υπήρξε δίδυμος αδελφός του Κυρίου, παρά τις αντίθετες μαρτυρίες των Ευαγγελίων. Αρχαία παράδοση, την οποία αποδέχεται η Εκκλησία μας ο Θωμάς ήταν δίδυμος αδελφός κάποιας Λυδίας ή Λυσίας. Κάποιοι άλλη παράδοση αναφέρει ότι ήταν δίδυμος αδελφός κάποιου Ελεάζαρου. Όμως όλες αυτές οι θεωρίες δεν μπορεί να επιβεβαιωθούν.
Ο Θωμάς ήδη από νεαρή ηλικία αγαπούσε την ανάγνωση και τη μελέτη της Γραφής. Η γνώση αυτή του λόγου του Θεού και η καλή προαίρεσή του, του επέτρεψαν να αναγνωρίσει δίχως δισταγμούς ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας που είχαν προαναγγείλει οι Προφήτες, αμέσως μόλις Εκείνος του παρουσιάστηκε και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Άφησε τη βάρκα και τα δίχτυα του και έγινε ένας από τους δώδεκα Μαθητές του Κυρίου.
Ο Θωμάς ως μαθητής του Κυρίου
Ήταν από τους ένθερμους και αφοσιωμένους μαθητές, πρόθυμος και υπηρέτης πιστός. Αγάπησε πολύ τον Κύριο, κι όταν οι Ιουδαίοι ήθελαν να τον θανατώσουν, ο Θωμάς έλεγε στους άλλους μαθητές «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του. Είναι καλύτερα να σταυρωθούμε με το Δεσπότη, παρά να ζούμε χωρίς Αυτόν» . Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (14, 4-5) παρατηρούμε στη ρήση του Κυρίου, πως οι μαθητές δε γνωρίζουν που πηγαίνει και ποια είναι η οδός που οδηγεί σε αυτό το δρόμο. Ο Θωμάς τότε θέτει ευθέως το ερώτημα «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;».
Όταν ο Ιησούς αναστήθηκε από τον τάφο, παρουσιάστηκε στους μαθητές Του που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, με κλειστές τις πόρτες, για το φόβο των Ιουδαίων. Ο Θωμάς δεν ήταν τότε μαζί τους και, όταν οι υπόλοιποι μαθητές του διηγήθηκαν ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο, δε θέλησε να τους πιστέψει. Αλλά ο Κύριος εμφανίστηκε ξανά, οκτώ μέρες αργότερα, ενώπιον των μαθητών, και προέτρεψε το Θωμά να ψηλαφήσει τις πληγές από τα καρφιά και την πλευρά που είχε τρωθεί από τη λόγχη. Εκθαμβωμένος ο Θωμάς, προσκύνησε και ανεβόησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Η απάντηση του Κυρίου ήταν τέτοια, που θα διδάσκει όλους όσους θέλουν να δυσπιστούν στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. 20,26). Δηλαδή, λέει ο Κύριος στο Θωμά, πίστεψες επειδή με είδες. Μακαριότεροι και περισσότερο καλότυχοι είναι εκείνοι, που αν και δεν με είδαν, πίστεψαν.
Επανόρθωσε έτσι ο Κύριος την ολιγοπιστία του Θωμά και μας δίδαξε ότι και εμείς καλούμαστε να θέσουμε τον δάκτυλο – όχι σωματικά, αλλά πνευματικά – στην πλευρά Του, για να ποτιστούμε από την αναβλύζουσα Χάρη (Ιω. 20, 19-29). Γι΄ αυτό το λόγο, η Εκκλησία όχι μόνο δεν καταδικάζει τον Θωμά, αλλά τιμά την “μακαρία αυτού απιστία” την πρώτη Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα.
Ο Θωμάς βρισκόταν μαζί με τους άλλους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, κατά την Κοίμηση της Παναγίας μας με θεία οικονομία, ο Θωμάς και πάλι δεν παραβρισκόταν στη σύναξη των άλλων Αποστόλων. Έφτασε όμως και αυτός μετά τρεις μέρες και παρεκάλεσε του άλλους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν ως τον τάφο, για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο, μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμός τους κυρίευσε όλους. Το σώμα έλειπε και στο μνήμα κείτονταν μόνο το σεντόνι που είχαν τυλίξει το σώμα της Παναγίας. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από την γη στους ουρανούς χαρίζοντας θαυμαστή δύναμη στους Αποστόλους για το δύσκολο και τεράστιο έργο που είχαν ήδη ξεκινήσει.
Ο Θωμάς ως Απόστολος
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Θωμάς κληρώθηκε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Πέρσες, Μήδους, Πάρθους και τους Ινδούς. Γι' αυτό οι χριστιανοί των Ινδιών ονομάζονται "Θωμαϊστές". Οι Ινδοί ήταν οι πιο ωμοί και βάρβαροι τότε άνθρωποι. Βλέποντας ο Θωμάς ότι έπρεπε να πάει σε τέτοιο άγριο έθνος στεναχωρήθηκε. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, εμφανίζεται σ' αυτόν μια νύχτα ο Κύριος και του λέει:
›Μη φοβάσαι Θωμά, αλλά πήγαινε στις Ινδίες, κήρυξε το Ευαγγέλιο κι η χάρις μου θα είναι μαζί σου .
Ο Θωμάς στην Ανδράπολη
Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος, ονόματι Αμβάνης, ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να χτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών, ένα ανάκτορο που να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια, πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του. Ο Κύριος γνωρίζοντας, τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία, φάνηκε σαν άνθρωπος μια μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη:
› Θέλεις ν' αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη, που έχω;
› Ναι, του αποκρίθηκε ο Αμβάνης.
Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου. Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί:
«Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ, του τέκτονος, επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη, τον δούλο μου Θωμά».
Ο αγοραστής ρώτησε τον Θωμά αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού. Ο Θωμάς απάντησε:
› Ναι, αυτός είναι ο Κύριος μου, που μ' αγόρασε με μεγάλη τιμή.
Ακολούθησε λοιπόν, ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας:
› Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου.
Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία. Μετά από πολυήμερο ταξίδι έφθασε στην Ανδράπολη που είχε μεγάλο πανηγύρι εκείνη την μέρα, γιατί ο ηγεμόνας πάντρευε την κόρη του. Οι κήρυκες καλούσαν όλο τον κόσμο στους γάμους. Πήγαν κι ο Αμβάνης με το Θωμά. Ενώ όλοι έτρωγαν από τα φαγητά, μόνο ο Θωμάς δεν έτρωγε, αλλά καθόταν σκεφτικός προσέχοντας τον εαυτό του. Βλέποντας τον Θωμά ένας από τους υπηρέτες, τον χτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας:
› Αφού είσαι καλεσμένος σε γάμο πρέπει να χαίρεσαι και να γιορτάζεις.
Ο Απόστολος του αποκρίθηκε:
› Το σφάλμα σου μακάρι να στο συγχωρήσει ο Κύριος στον μέλλοντα αιώνα. Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία στον παρόντα αιώνα, για να σωφρονισθούν και να παραδειγματισθούν κι άλλοι.
Πραγματικά, καθώς εκείνος ο υπηρέτης πήγε να φέρει νερό, τον καταξέσχισε ένα θηρίο, που παραμόνευε στο πηγάδι και έτσι ο υπηρέτης πέθανε. Το χέρι του το πήρε ένας σκύλος και το έφερε στο συμπόσιο. Οι καλεσμένοι που το είδαν απορούσαν ποιανού ήταν το χέρι. Τότε μια Εβραία, που έπαιζε στον γάμο, είπε:
› Φοβερό μυστήριο έγινε σήμερα ανάμεσα μας. Ακούστε όλοι, διότι σήμερα ο Θεός ή Απόστολος του Θεού καταδέχτηκε να καθίσει μαζί μας. Γιατί εγώ ενώ έπαιζα, άκουσα ένα άνθρωπο πατριώτη μου να λέει στα εβραϊκά σ' ένα υπηρέτη που τον κτύπησε: " Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία για να σωφρονισθούν οι άλλοι". Και να ο λόγος του έγινε πραγματικότητα.
Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της πόλεως. Κάλεσε, λοιπόν τον Απόστολο και του είπε:
› Αν εσύ με την κατάρα σου μπορείς να προκαλέσεις θάνατο, δείξε και τη δύναμη, που έχει η ευχή σου στην κόρη μου που παντρεύτηκε σήμερα.
Ο Θωμάς με χαρά πήγε στο δωμάτιο των νεόνυμφων και τους στήριξε στη σωφροσύνη. Τους έπεισε να φυλάξουν παρθενία και αφού τους αφιέρωσε στο Θεό, έφυγε. Μετά από λίγη ώρα βλέπει ο γαμπρός κάποιον άνθρωπο, που έμοιαζε με το Θωμά, να συνομιλεί με τη νύφη. Επειδή νόμισε ότι είναι ο Θωμάς του είπε:
› Εσύ δεν έφυγες; Πως ήλθες πάλι εδώ ξαφνικά;
Τότε ο άλλος αποκρίθηκε:
› Δεν είμαι ο Θωμάς, αλλά αδελφός του Θωμά κατά χάρη. Όποιος με ακολουθήσει και αρνηθεί τον κόσμο, όπως ο Θωμάς, θα γίνει όχι μόνο αδελφός μου, αλλά και κληρονόμος της βασιλείας του Πατέρα μου.
Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε. Οι νεόνυμφοι έκλεισαν στην καρδιά τους αυτά τα λόγια κι όλη τη νύχτα προσεύχονταν στον Κύριο. Το πρωί πήγε ο πατέρας της κόρης στο δωμάτιο και βλέποντας τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο ταράχθηκε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
› Εμείς ευχόμαστε αυτός ο χωρισμός να φυλαχθεί, μεταξύ μας μέχρι το τέλος, για να μείνουμε αχώριστοι στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας έδωσε ο ξένος.
Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας στεναχωρήθηκε και υποσχέθηκε ότι θα δώσει πολλά δώρα, αν βρεθεί αυτός που τους είπε τέτοια λόγια. Έψαχναν λοιπόν και ζητούσαν τον ξένο, αλλά σταμάτησαν τις έρευνες. Ο Απόστολος σ' εκείνους, που τον ζητούσαν με κακό σκοπό δεν φανερωνόταν, αλλά παρουσιαζόταν στους νέους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, και τους στήριζε. Οι νεόνυμφοι παρακαλούσαν τον Κύριο, να καταπραΰνει την οργή του πατέρα τους και να τον αξιώσει να μάθει την αλήθεια. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει χριστιανός. Διδάχτηκε δηλαδή από τους νέους την πίστη και πίστεψε ολόψυχα στο Χριστό. Ο Θωμάς τους βάπτισε κι έγιναν κι αυτοί κήρυκες του Ευαγγελίου.
Ο Θωμάς και ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος
Στη συνέχεια ήλθε ο Θωμάς στο βασιλιά της Ινδίας Γουνδιαφόρο, που τον ρώτησε τι ξέρει να κατασκευάζει από ξύλα και τι από λίθους. Ο Απόστολος απάντησε ότι από ξύλα ξέρει να κατασκευάζει αλέτρια, κουπιά και ζυγούς για βόδια. Από λίθους κολώνες, ναούς και βασιλικά ανάκτορα. Τότε του λέει ο βασιλιάς:
› Μπορείς, λοιπόν, να μου κατασκευάσεις ένα ανάκτορο στον τόπο, που αγαπώ;
Ο Θωμάς υποσχέθηκε, ότι μπορεί. Τον οδήγησε ο βασιλιάς σ' ένα πραγματικά ωραίο τόπο με βρύσες και δέντρα, και του είπε:
› Σχεδίασε μου σε πάπυρο το σχήμα της οικοδομής για να δω αν μου αρέσει, διότι θα απουσιάσω τρία χρόνια σ' άλλη χώρα για κάποια υπηρεσία. Θέλω, όταν θα επιστρέψω να είναι έτοιμο το ανάκτορο.
Ο Απόστολος έκαμε ένα ωραιότατο σχέδιο. Ο βασιλιάς χάρηκε για το ωραίο σχέδιο και είπε:
› Αληθινά, είσαι άριστος τεχνίτης και πρέπει να υπηρετείς το βασιλιά αφού είσαι έμπειρος.
Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δώσουν στον Απόστολο χρυσάφι, για να αγοράσει τα απαραίτητα για την οικοδομή. Παρακαλούσε εν το μεταξύ τον Απόστολο να βάλει αμέσως τα θεμέλια. Εκείνος του αποκρίθηκε:
› Δεν γίνεται να κτίσουμε παλάτι αυτό το μήνα, αλλά τον ερχόμενο, τον Οκτώβριο.
Λέγοντας αυτά εννοούσε τη μέλλουσα ζωή. Σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή έδωσαν στο Θωμά ότι χρειαζόταν και αυτός έφυγε για τον τόπο της κατασκευής. Εκεί όμως άρχισε να ετοιμάζει ουράνιο παλάτι για το βασιλιά. Κάθε μέρα δίδασκε και βάπτιζε τους ειδωλολάτρες και μοίραζε τα πλούτη στους φτωχούς.
Μετά από καιρό ζήτησε ο βασιλιάς πληροφορίες αν τελείωσε το οικοδόμημα. Ο Θωμάς του απάντησε ότι χρειάζεται κι άλλα ακόμη έξοδα για να κατασκευάσει τη στέγη. Ο βασιλιάς έστειλε πολύ χρυσάφι κι ένα γράμμα, που έλεγε:
› Να την κατασκευάσεις το γρηγορότερο τη στέγη των ανακτόρων, όσο πιο ωραία γίνεται για να το δεις τελειωμένο και να σε δοξάσω με επαίνους και εγκώμια.
Ο Απόστολος μόλις πήρε τα χρήματα, ευχαριστώντας το Θεό είπε:
› Σ' ευχαριστώ φιλάνθρωπε Κύριε, διότι γνωρίζεις με πολλούς και ποικίλους τρόπους να ετοιμάζεις τη σωτηρία κάθε ανθρώπου.
Και μοίρασε πάλι τα χρήματα στους φτωχούς.
Μετά από λίγο καιρό έτυχε να πάνε στο βασιλιά κάποιοι άνθρωποι από τον τόπο, όπου έμενε ο Θωμάς. Τους ρώτησε λοιπόν, ο βασιλιάς, για να πληροφορηθεί την ομορφιά και το μεγαλείο των ανακτόρων. Εκείνοι του είπαν:
› Μην περιμένεις, βασιλιά, απ' εκείνον οικοδομές, γιατί αυτός μοίρασε στους φτωχούς, όλο το χρυσάφι. Όχι μόνο αυτό, αλλά και κηρύττει ένα Θεό άγνωστο και κάνει θαύματα.
Ο βασιλιάς ταράχθηκε και διέταξε να φέρουν μπροστά του το Θωμά. Παρουσιάστηκε ο Θωμάς κι ο βασιλιάς με θυμό τον ρώτησε αν έκτισε το παλάτι. Ο Απόστολος αποκρίθηκε:
› Το παλάτι εκείνο, που έμαθα να κτίζω από τον μόνο αρχιτέκτονα Χριστό, το έκτισα πολύ ωραίο.
Και ο βασιλιάς του είπε:
› Αυτή την ώρα να πάμε να το δούμε.
Ο Θωμάς του είπε:
› Νομίζω ότι δεν χρειάζεται για τον παρόντα κόσμο. Όταν φύγεις από τον κόσμο αυτό, τότε θα σου χρησιμεύσει.
Ο βασιλιάς νόμισε, ότι τον κορόιδευε και σαν θηρίο θυμωμένος είπε:
› Αυτόν τον απατεώνα να τον κλείσετε σε σκοτεινό λάκκο μαζί με τον έμπορο, που τον έφερε εδώ.
Ενώ ο Απόστολος ήταν στη φυλακή, ο αδελφός του βασιλιά, κυριευμένος από λύπη για την ζημιά, αρρώστησε βαριά. Κάλεσε λοιπόν, τον αδελφό του και του είπε:
› Εγώ λυπήθηκα για τη ζημιά, που πάθαμε από εκείνο τον απατεώνα, αρρώστησα και φεύγω από αυτή τη ζωή.
Ύστερα από λίγη ώρα έμεινε νεκρός. Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και την έφερε στις σκηνές των Δικαίων και τον ρωτούσε σε ποιά θέλει να κατοικήσει. Βλέποντας η ψυχή μια ωραιότατη παρακαλούσε να μείνει σ' αυτή. Τότε ο Άγγελος του είπε:
› Σ' αυτή δεν μπορείς να κατοικήσεις, επειδή είναι του αδελφού σου, που του την έκτισε ο Θωμάς.
Η ψυχή τότε αποκρίθηκε:
› Σε παρακαλώ άφησε με να γυρίσω πίσω στον αδελφό μου για να την αγοράσω και μετά επιστρέφω πάλι εδώ.
Ο Άγγελος έδωσε την ψυχή στο νεκρό σώμα. Αμέσως ο νεκρός αναστήθηκε και ζήτησε τον αδελφό του. Ο βασιλιάς ήλθε κοντά του κι εκείνος τότε του είπε:
›"Αδελφέ μου πιστεύω, ότι προτιμάς να δώσεις το μισό της βασιλείας σου, για να με δεις ζωντανό. Τώρα μια μικρή χάρη σου ζητώ.
Του είπε ο βασιλιάς:
› Πες το και θα κάνω ότι μπορώ.
Ο αδερφός του του είπε:
› Δώσε μου το παλάτι, που έχεις στους ουρανούς και πάρε, όσα χρήματα θέλεις.
Του είπε ο βασιλιάς:
› Εγώ έχω παλάτι στον ουρανό; Από που;
Ο αδερφός του του είπε:
› Ναι, έχεις, αν και συ δεν το γνωρίζεις. Σου το έκτισε ο ξένος, που είναι στη φυλακή. Είναι ωραιότατο, το είδα, όταν μ' άρπαξε Άγγελος Κυρίου.
Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε και απέφυγε να εκπληρώσει την υπόσχεση του λέγοντας:
› Αν το θέμα, αδελφέ μου, ήταν στη βασιλεία μου και στην εξουσία μου θα τηρούσα την υπόσχεση μου. Τώρα όμως αυτό βρίσκεται στον ουρανό. Πάρε όμως εσύ τον ίδιο το Θωμά για να σου κατασκευάσει καλύτερο.
Μετά απ' αυτά ελευθέρωσε το Θωμά και τον Αμβάνη και τους ζήτησε συγνώμη για το σφάλμα του. Ο Θωμάς ευχαρίστησε τον Κύριο και βάπτισε αυτούς και όλους τους άρχοντες. Το παράδειγμα του Γουνδιαφόρου ακολούθησαν πολλοί και βαπτίσθηκαν και αυτοί Χριστιανοί.
Ο βασιλιάς Μίσδιος και ο θάνατος του Αποστόλου
Απ' αυτή την πόλη αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έφυγε ο Απόστολος και πήγε σ' άλλη μεγάλη πόλη των Ινδιών. Εκεί συνάντησε στους βαρβάρους ριζωμένη βαθιά την ασέβεια και την ειδωλολατρία. Σιγά σιγά με αγάπη και υπομονή τους έφερε στο φως της μόνης αλήθειας. Εκείνοι άρχισαν να του αποδίδουν τιμές για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους.
Σ' αυτό τον τόπο βάπτισε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τη γυναίκα του βασιλιά Μίσδιου, Μιγδονία και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου, Τερτιανή. Αυτές οι δύο μάλιστα συμφώνησαν να ζήσουν ασκητικά στ' ανάκτορα τους. Ο βασιλιάς και ο Χαράσιος θύμωσαν επειδή δε ζούσαν οι γυναίκες τους, όπως αυτοί ήθελαν και γνωρίζοντας, ότι ο Θωμάς είναι ο αίτιος διέταξαν να τον φέρουν μπροστά τους. Έπειτα έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή, που ο Απόστολος, την άνοιξε με την προσευχή κι έμειναν κοντά του, για να τους στηρίζει στην πίστη. Αυτή τη νύχτα πήγε ο Θωμάς σ' ένα σπίτι, όπου είχαν ετοιμάσει όλα για τη Θεία Ευχαριστία και για το Άγιο Βάπτισμα. Εκεί βάπτισε τον Ουαζάνη, γιο του βασιλιά Μίσδιου και την κόρη του Τέρτια. Τη στιγμή που τους κοινωνούσε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό λέγοντας:
› Αλήθεια σας λέω, μη φοβάστε, αλλά πιστεύετε.
Μετά από αυτά ο Θωμάς γύρισε πάλι στη φυλακή και κλείστηκε, όπως πρώτα. Τον ακολούθησαν οι αρχόντισσες Τερτία, Μιγδονία και Μαρκία θέλοντας να μείνουν μαζί του. Ο Απόστολος τότε τους είπε:
› Θυγατέρες μου, και συνδούλες του Κυρίου Ιησού Χριστού, ακούστε τον τελευταίο μου λόγο. Αύριο θα πάω στο Δεσπότη μου, για να απολαύσω το μισθό του κόπου μου. Χαίρομαι γι' αυτό και ευφραίνομαι, γιατί ήλθε ο καιρός της ανταποδόσεως. Εσείς να μείνετε ατάραχοι στην πίστη, όταν με δείτε νεκρό. Αν φυλάξετε την πίστη θα συναντηθούμε στον ουρανό.
Έπειτα κλείστηκε στο δεσμωτήριο για να προσευχηθεί:
Οι γυναίκες έκλαιγαν, γιατί ήξεραν ότι θα τον θανατώσει ο Μίσδιος, στον οποίον πήγαν οι φύλακες και του είπαν τα εξής:
› Βασιλιά, ελευθέρωσε εκείνο τον μάγο, γιατί όσες φορές θέλει, ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλλά και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου έρχονται και συνομιλούν μαζί του.
Πήγε ο ίδιος ο βασιλιάς τότε στις φυλακές και βλέποντας τις πόρτες κλειστές, όπως τις άφησε, θαύμασε κι αφού εξέτασε τον Θωμά, τον ρώτησε αν είναι δούλος κανενός ή ελεύθερος. Εκείνος λοιπόν αποκρίθηκε:
› Είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού που είναι Θεός αληθινός και κατοικεί στους ουρανούς και μ' έστειλε εδώ για να σώσω πολλούς από εσάς.
Απάντησε ο Μίσδιος:
› Βαρέθηκα τις μαντείες σου, και θα σου δώσω το θάνατο που σου πρέπει για να γλυτώσω το γένος μου από τις μαγείες και κακουργίες σου.
Αυτά είπε, αλλά επειδή φοβόταν τον όχλο γιατί είχαν πιστέψει πολλοί, και για να μη γίνει εκεί μέσα σύγχυση, τον οδήγησε έξω απ' την πόλη με λίγους στρατιώτες σε κάποια απόσταση τον παρέδωσε σε πέντε στρατιώτες να τον ανεβάσουν πάνω στο βουνό και να τον φονεύσουν. Έτσι ο βασιλιάς γύρισε στην πόλη, ενώ ο λαός έτρεχε με προθυμία ν' αρπάξει τον Απόστολο από τα χέρια των στρατιωτών. Αυτός όμως τους εμπόδιζε και όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του ο Απόστολος, ευλόγησε και ευχήθηκε στους πιστούς και κατόπιν είπε στους στρατιώτες:
› Εκτελέστε τώρα την διαταγή του Βασιλιά.
Εκείνοι αμέσως τον λόγχισαν και τον χτύπησαν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και έτσι τελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Απόστολος Θωμάς στην πόλη Μαλιαπούρ (προάστιο του σημερινού Μαδράς), που λέγεται και Άγιος Θωμάς, στην ανατολική πλευρά της Ινδικής χερσονήσου.
Οι πιστοί αφού τον έκλαψαν πικρά, τον τύλιξαν σε σεντόνια και πολύτιμα υφάσματα που έφερε η Τερτία και τον έθαψαν σε μέρος που έθαβαν τους βασιλιάδες. Η βασίλισσα και ο Ουζάνης με τους υπόλοιπους έμειναν στον τάφο όλη την ημέρα και τη νύχτα και έκαναν αγρυπνία. Κατά την νύχτα φάνηκε ο Θείος Απόστολος και τους είπε:
› Τι κάθεστε στον τάφο μου; Δεν είμαι σ' αυτόν όπως νομίζετε, αλλά ανέβηκα στους ουρανούς. Εσείς, Τερτία και Μιγδονία, μη ξεχάσετε όσα σας είπα, αλλά να φυλάξετε την ευσέβεια και ο Χριστός θα σας βοηθήσει.
Ο Ουζάνης που ήταν διάκονος και ο Ονησίφορος ο πρεσβύτερος, που τους χειροτόνησε ο Θωμάς όταν πήγαινε στο μαρτύριο, δίδασκαν με παρρησία το Ευαγγέλιο και πίστευαν καθημερινά αμέτρητο πλήθος. Έπειτα από καιρό δαιμονίστηκε ένας γιός του Μισδαίου και μη μπορώντας να βρει τη γιατρειά του, πήγε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου να πάρει ένα κομμάτι απ' το άγιο λείψανο για να το βάλει στο γιό του να θεραπευτεί. Όταν άνοιξε τον τάφο δεν βρήκε το λείψανο, γιατί κάποιος χριστιανός το πήρε κρυφά και το πήγε στην Έδεσσα της Συρίας. Ο Θωμάς φάνηκε στον βασιλιά και του είπε:
› Όταν ζούσα απίστησες και τώρα πιστεύεις; Αλλά για να δεις τη φιλανθρωπία του Δεσπότου μου, πάρε χώμα απ' τον τάφο μου και βάλε το στο γιό σου για να βρει αμέσως την υγεία του.
Έφερε λοιπόν ο βασιλιάς εκεί τον γιό του και παίρνοντας λίγο χώμα απ' τον τάφο με πολλή πίστη το έβαλε στον δαιμονιζόμενο και αμέσως θεραπεύθηκε ο γιός του. Έπειτα βαπτίσθηκε ο ίδιος και όλο του το παλάτι και οι λοιποί απ' την πόλη και έγινε μεγάλο πανηγύρι παντού σ' εκείνα τα μέρη. Ο βασιλιάς παρακαλούσε με δάκρυα τη γυναίκα του Τερτία και Μιγδονία να παρακαλέσουν το Δεσπότη Χριστό να συγχωρήσει τα προηγούμενα αμαρτήματα του καθώς και τα κακά που έπραξε εναντίον του Αγίου Του Αποστόλου.
Η Εκκλησία μας τιμάει τη μνήμη του αποστόλου Θωμά κάθε χρόνο στις 6 Οκτωβρίου. Από τον 3ο αιώνα, μαρτυρείται το προσκύνημα στον τάφο του Αποστόλου στην Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα της Νοτιοανατολικής Τουρκίας), της οποίας ήταν πολιούχος. Αλλά κατά μία παράδοση που αναφέρεται από τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο (ο οποίος, μετά την κατάληψη της πόλης της Νίσιβης από τους Πέρσες το 363, έφυγε για την Έδεσσα όπου έζησε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του διδάσκοντας στην περιβόητη Σχολή των Περσών), φαίνεται ότι ήταν το τίμιο λείψανο του Αποστόλου Θωμά που είχε διακομισθεί στην Έδεσσα από έναν έμπορο το 232. Το ιερό λείψανο του αγίου παρέμεινε εκεί έως ότου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 το λείψανο μεταφέρθηκε στην Ρώμη, μαζί με τα λείψανα άλλων αγίων που είχαν συγκεντρωθεί στην Βασιλεύουσα.
Στο όνομα του Θωμά έχουν διασωθεί τρία απόκρυφα κείμενα του 2ου μ. Χ. αιώνα. Πρόκειται αναμφίβολα για ψευδεπίγραφα κείμενα αρχαίων αιρετικών γνωστικών, οι οποίοι θέλοντας να δώσουν κύρος στις αιρετικές τους δοξασίες, τις απέδωσαν στον απόστολο Θωμά.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Θωμᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοίᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ἀπόστολον πάντες καὶ μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις ἐπὶ τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· θεοπρεπῶς γὰρ τὰς ἡμῶν διανοίας αὐτός, τύπους τῶν ἥλων ψηλαφῶν, βεβαίαν πίστιν ἐκζητῶν, ἐστήριξεν ἐν Κυρίῳ, ἀδιαλείπτως πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῇ σαγήνῃ τῶν λόγων τῶν θεϊκῶν, τοὺς ἰχθύας ζωγρήσας τοὺς λογικούς, τούτους σὺ προσήγαγες, ἀπαρχὴν τῷ Θεῷ ἡμῶν, καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ στηρίγματα, παθῶν ἐπενδύσασθαι, μιμητὴς τοῦ πάθους, αὐτοῦ πεφανέρωσαι· ὅθεν συνελθόντες, κατὰ χρέος τιμῶμεν, Ἀπόστολε ἔνδοξε, τὴν πανέορτον μνήμην σου, καὶ συμφώνως βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Πρὸς τὸν Χριστοῦ Μαθητήν, καὶ μέγαν μυστολέκτην, Θωμᾶν τὸν θεηγόρον τοῦ Πέτρου ἐκβοῶντος· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», ἔφησεν οὗτος. «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, ψηλαφήσω δὲ καὶ τὴν πλευράν, οὐ μὴ πιστεύσω». Ἀλλ' ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων καὶ Δεσπότης, ὥσπερ δοῦλος ἐλήλυθε, θέλων πάντας σῶσαι, καὶ λέγει τῷ Θωμᾷ. «Ψηλάφησον χειρῶν καὶ πλευρὰς τοὺς τύπους, καὶ μὴ ἀπίστει· ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου». ὁ δὲ ἐν μετανοίᾳ ἐβόησε. Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού.»
Τα λόγια τούτα του ψαλμωδού βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους στον όσιο Κενδέα τον θαυματουργό, που τη μνήμη του γιορτάζει ή Εκκλησία μας στις 6 του Οκτώβρη. Με ανυπολόγιστες τιμές ή αγάπη του Θεού τον στεφάνωσε απ' τον καιρό που ζούσε. Μια σύντομη ματιά στη ζωή του μας το βεβαιώνει.
Ό όσιος Κενδέας ήταν ένας από τους Αλαμάνους αγίους, που ήρθαν στο νησί μας από την Παλαιστίνη. Όταν έφυγε απ' την Αλαμανία για τα Ιεροσόλυμα ήταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων. Εκεί ασπάστηκε τη μοναχική ζωή κι έφυγε για την έρημο του Ιορδανού. Στο μέρος αυτό σε μια απόκρημνη πλαγιά βρήκε ένα μικρό σπήλαιο και με χαρά εγκαταστάθηκε σ' αυτό και τρεφόταν με ακρίδες, όπως άλλοτε κι ο μέγας πολιστής της ερήμου, ο Πρόδρομος Ιωάννης.
Στην ίδια ερημική περιοχή ζούσε τότε κι ένας άλλος ασκητής με μεγάλη φήμη, που είχε τ' όνομα Ανανίας. Σε τούτο τον ασκητή κάποια μέρα έστειλε το δαιμονιζόμενο παιδί του ένας ευγενής άρχοντας, για να του το θεραπεύσει. Ό Ανανίας όμως από ταπεινοφροσύνη αρνήθηκε και να συναντήσει το άρρωστο παιδί και τό έστειλε παρακάτω προς τον Κενδέα. Ύστερα από αρκετή περιπλάνηση στα έρημα εκείνα μέρη οι συνοδίτες του δύστυχου παιδιού βρήκαν τον Κενδέα, και με παρακλήσεις του ζήτησαν να κάμει καλά τον άρρωστο τους. Ό ιερός ασκητής στην αρχή δεν θέλησε ούτε και ν' ακούσει την αίτηση τους. Αργότερα όμως μπροστά στις παρακλήσεις τους υποχώρησε, κι αφού προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στο άρρωστο παιδί και με φωνή επιβλητική είπε:
› Πνεύμα πονηρό κι ακάθαρτο! Στο όνομα του Ιησού Χριστού ο δούλος του Θεού Κενδέας σε διατάζει να βγεις από το άρρωστο παιδί και να το αφήσεις ήσυχο.
Το πονηρό πνεύμα υπήκουσε την ίδια στιγμή. Και βγήκε απ' το παιδί, χωρίς να το βλάψει καθόλου. Μετά τη θαυματουργική τούτη θεραπεία ο Κενδέας χειροτονήθηκε Ιερέας και μπήκε σ' ένα μοναστήρι. Ή ζωή όμως στο μοναστήρι, δεν ήταν όπως την περίμενε κι έτσι πολύ γρήγορα ο μακάριος ασκητής έφυγε και γύρισε πάλι στην έρημο.
Εκεί ένα πρωί τον ξύπνησαν τα κλάματα κάποιου παιδιού, που ήταν πεταμένο μπροστά στη σπηλιά του. Όταν ο άγιος βγήκε να δει τι συμβαίνει, αντιλήφθηκε, πώς το παιδί βασανιζόταν από πονηρό πνεύμα. Το σπλαγχνίστηκε, και το θεράπευσε. Το δαιμονόπληκτο παιδί ήταν του ασκητή Ανανία.
Οι εχθροί της πίστεως του Χριστού που με φθονερό μάτι παρακολουθούσαν την πρόοδο των ασκητών στην έρημο εκείνη περιοχή του Ιορδάνου, άρχισαν να τους παρενοχλούν. Κι αυτοί, για να γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μια μέρα όλοι στην παραλία και μπήκαν σ' ένα καράβι που τους έφερε στο πολύπαθο νησί. Βγήκαν στην περιοχή της Πάφου, γιατί το πλοίο τους τσακίσθηκε πάνω στους βράχους. Με πολύ κόπο σώθηκαν κι απ' εκεί σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, για να μονάσουν ό καθένας, όπου θα 'βρισκε τον κατάλληλο χώρο.
Ό άγιος Κενδέας στην αρχή τακτοποιήθηκε σε μια καλύβα που έστησε σ' ένα απόκρημνο βράχο κοντά στην ακρογιαλιά της Πάφου. Ή ταπείνωση κι ή γλυκύτητα της μορφής του τράβηξαν αμέσως την προσοχή των κατοίκων της περιοχής, που τον επισκέπτονταν καθημερινά, για ν' ακούσουν από το στόμα του λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας. Οι επισκέπτες έπαιρναν μαζί τους κι άρρωστους, που τους θεράπευε ά άγιος με τις προσευχές του. Την εποχή αυτή δοκίμασε και τους πιο πολλούς πειρασμούς από μέρους του μισόκαλου δαίμονα. Αναφέρουμε μερικούς:
• Κάποιο πρωινό, την ώρα που ο άγιος έβγαινε από την καλύβα του, ο διάβολος πήρε μορφή ανθρώπινη κι έπεσε στα πόδια του ζητώντας ευλογία. Ό άγιος τρόμαξε τόσο, που έχασε την ισορροπία κι έπεσε στον γκρεμό με το κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μα δεν έπαθε τίποτα. Τον έσωσε ή χάρη του Θεού.
• Μια άλλη φορά ο Σατανάς, παρουσίασε μπροστά στον άγιο μια όμορφη γυναίκα που, αφού έπεσε στα πόδια του, τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάει στο σπίτι της και να το ευλογήσει. Ό όσιος στη φαινομενική συντριβή της με συγκίνηση δέχτηκε να πάει. Μόλις όμως έφτασε και μπήκε στο σπίτι ή διεφθαρμένη εκείνη γυναίκα σαν μια «άλλη Πετεφρή» πέταξε από πάνω της τα ενδύματα της, για να σκανδαλίσει τον άγιο και να προσβάλει την αγνότητα του. Τρομερή αλήθεια ή δοκιμασία. Μα ο όσιος σώθηκε και τούτη τη φορά με τη δύναμη της προσευχής.
• Κάποια μέρα πάλι ο διάβολος παρέδωκε τον άγιο στα χέρια ενός σκληρού κι άγριου ληστή, που καθημερινά τον βασάνιζε με διάφορους τρόπους. Πότε τον κτυπούσε, πότε του έκαιε την καλύβα, πότε του έσχιζε τα ρούχα, πότε τον πετούσε χαμαί. Ό άρχοντας του τόπου που σεβόταν πολύ τον άγιο, έστειλε κι έπιασαν τον ληστή και τον θανάτωσαν.
Τα δείγματα αυτά των πειρασμών μας παρέχουν μια εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι ούρανοπολίτες αυτοί αθλητές από τον άρχοντα του Σκότους. Ένας συνεχής αγώνας και μια πορεία για την κατάκτηση της τελειότητας. Ένας αγώνας και μια επίμονη πορεία είναι κι ή ζωή του κάθε πιστού. Μια πορεία προς την αγιότητα, για την οποία είμαστε πλασμένοι.
Στους αγώνες τους αυτούς οί άγιοι με τον διάβολο, που κατά τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο, «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε', 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Με τη βοήθεια του όπλου του Σταυρού και της προσευχής οι έμπειροι τούτοι αγωνιστές περνούσαν πάνω από τις παγίδες του διαβόλου και νικούσαν. Με το όπλο του Σταυρού και τη θερμή προσευχή μπορούμε κι εμείς της ζωής οι αγωνιστές και μαχητές να νικήσουμε. Ναι! Μπορούμε να νικήσουμε, αρκεί μονάχα να το θελήσουμε, και ν' αγωνισθούμε με συνέπεια, επιμονή κι υπομονή και πάθος για μια ανώτερη ζωή, που θα 'χει σαν σκοπό της την ασταμάτητη ανάβαση στα σκαλοπάτια της ενάρετης ζωής.
Αυτό τον σκοπό έβαλε κι ό άγιος Κενδέας στη ζωή του. Γ' αυτό κι ή αγάπη του Θεού τον ελέησε και τον χαρίτωσε, τον εξύψωσε και τον αξίωσε, ώστε και τα αδύνατα να μπορεί να τα κάμει δυνατά. Ένα τέτοιο θάμα είναι και τούτο που έκαμε ή Πρόνοια του Θεού για να ικανοποιήσει ευγενικό του πόθο:
Σ' ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου έμαθε ό Κενδέας πώς διέμενε ό συνασκητής του Ίωνάς. Θερμός ό πόθος άναψε στην ψυχή του να επισκεφθεί τον φίλο του και ν' ανταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικής οικοδομής. Ένα πρωί άφησε την καλύβα του κι αφού έκαμε την προσευχή του, σταυροκοπήθηκε και ξεκίνησε. Απ' τα χωριά που περνούσε οι χριστιανοί που το μάθαιναν έτρεχαν κοντά του να τον ιδούν και να πάρουν την ευλογία του. Πολλοί του έφερναν κι αρρώστους. Κι ό καλοκάγαθος ασκητής τους θεράπευε με την προσευχή του. Όταν έφτασε σ' ένα τόπο, που είναι γνωστός με τ' όνομα Μάνδρες της Τραχιάς, κοντά στο Αυγόρου, ό μακάριος αθλητής βρήκε μια σπηλιά και κουρασμένος, όπως ήταν, μπήκε μέσα με την απόφαση να μη ξαναβγεί από εκεί. Ή φλογερή επιθυμία όμως να συναντήσει τον φίλο του, τον βασάνιζε πολύ. Και να!
Μια μέρα που ό άγιος έκαμνε την προσευχή του, ένας Άγγελος σήκωσε στα χέρια τον όσιο Ίωνά και τον έφερε μπροστά στη σπηλιά του. Οι δύο φίλοι άγιοι, αφού με βαθιά συγκίνηση ασπασθήκανε ό ένας τον άλλο «φιλήματι άγίω» δόξασαν τον Θεό για τη θαυμαστή συνάντηση, κι άρχισαν να συνομιλούν για την άπειρη αγάπη Του και τις αμέτρητες ευεργεσίες Του.
› Δόξα να έχει ό Κύριος, έλεγε ό Κενδέας, που με αξίωσε, αδελφέ μου, να σε ιδώ. Ευλογημένο να 'ναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομα Του.
Σαν του μιλούσε, και προτού ακόμη προφθάσει να αποτελειώσει τον λόγο του, ό φίλος του Ίωνάς χάθηκε από κοντά του. Ένας άγγελος τον πήρε και τον ξανάφερε στη σπηλιά που ασκήτευε. Η παράδοξη αυτή περιπέτεια έβαλε σε πολλές σκέψεις τον άγιο μας.
› Μήπως έπεσα θύμα φαντασιοπληξίας, έλεγε και ξανάλεγε μόνος του.
Γι' αυτό, παρά τον όρκο που έκαμε να μη ξαναβγεί από τη σπηλιά του, ένα πρωί σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για το κελί του φίλου του. Ποθούσε να μάθει την αλήθεια. Κάποιο δειλινό έφτασε. Ό φίλος του Ίωνάς σαν τον είδε, με ενθουσιασμό του διηγήθηκε τον θαυμαστό τρόπο με τον όποίο ο άγγελος τον είχε μεταφέρει κοντά του. Οι άγιοι με δάκρυα στα μάτια δόξασαν τον Θεό κι αφού ασπασθήκανε και πάλι ό ένας τον άλλο «ασπασμόν άγιον» αποχωριστήκανε. Ό Κενδέας ξεκίνησε πάλι για τη σπηλιά του. Ύστερα από μεγάλη οδοιπορία έφτασε κι έμεινε πια εκεί, όπου κι απέθανε σε βαθιά γηρατειά.
Ν' αναφερθούμε σ' όλα τα θαύματα του αγίου δεν μας είναι δυνατό. Ωστόσο λέμε, πώς όλα τα θαύματα του είναι πράξεις και έργα, τα όποια ή αγάπη του Θεού επιτελούσε μέσον του υστέρα από θερμές προσευχές και δεήσεις. Πολλοί άρρωστοι βρήκαν τη θεραπεία τους από τον άγιο. Πολλά δαιμόνια έβγαλε από πάσχοντες ανθρώπους. Κάποτε που ή ανομβρία είχε απειλήσει επικίνδυνα τον τόπο ό όσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμά στον Θεό, που άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού κι έβρεξε πολύ. Ή διψασμένη γη χόρτασε, κι οι άνθρωποι ευφράνθηκαν και δόξα σαν τον Θεό. Με την προσευχή και την αγάπη του ό ιερός αυτός αθλητής στάθηκε γενικά προστάτης και πατέρας κάθε πονεμένου και πάσχοντα.
Πόσα δεν πρέπει να μας πει το παράδειγμα του. Στην εποχή μας που ό εγωισμός κι ή υλοφροσύνη έκλεισαν τις καρδιές κι ό καθένας τόσο από τους μεγάλους, όσο κι από τους μικρούς κοιτούν μονάχα το δικό τους το συμφέρον και τη δική τους ικανοποίηση, το παράδειγμα του μεγάλου ασκητή κι ή φιλανθρωπία του πρέπει να στέκεται πάντα μπροστά μας. Για να μας διδάσκει. Να μας ενισχύει. Να μας δείχνει και τον δικό μας δρόμο. Και να μας υπενθυμίζει. Να μας υπενθυμίζει πώς και σήμερα μια θερμή προσευχή και λίγο νερό από το άγιασμα του είναι αρκετά, για να σκορπίσουν τη θεραπεία σ' εκείνους που υποφέρουν από δερματικές ενοχλήσεις και ρευματισμούς και νευραλγίες (τζιεγκές), αλλά και που μ' ευλάβεια και πίστη καταφεύγουν στη χάρη του.
Μ' ευλάβεια και πίστη ας πάμε κι εμείς να προσκυνήσουμε στους μεγαλόπρεπους ναούς που φέρουν τ' όνομα του, και βρίσκονται ό ένας στο Αυγόρου κι ό άλλος στην πόλη της Πάφου. Είναι κι οι δύο τα μεγάλα προσκυνήματα, που ή ευσέβεια του λαού μας ανήγειρε για τον άγιο. Μα και που θυμίζουν σ' όλους το μεγάλο και ιερό καθήκον μας να τιμούμε τις άγιες αυτές μορφές.
Ναι! Να τις τιμούμε. Και με πίστη στην ψυχή κι ευλάβεια στην καρδιά να γονατίζουμε νοερά κάθε φορά μπροστά στην άγια εικόνα τους και να ζητούμε τις ικεσίες τους. Τις θεοπειθείς προς Κύριον ικεσίες τους.
Για την ενότητα του λαού μας.
Την ειρήνευση της αγίας του Εκκλησίας.
Την επικράτηση σ' αύτη του ορθοδόξου φρονήματος που είναι το καύχημα κι ό πιο πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.
Για τον φωτισμό και τη μετάνοια όλων μας. Την ειλικρινή μετάνοια για να έλθει και πάλι σαν επιστέγασμα κι ή λύτρωση και ή απαλλαγή μας από τα δεινά. Της σκλαβιάς τα δεινά και το μίασμα του βάρβαρου κατακτητή.
Με κραυγή ισχυρά και συντριβή ψυχής ας παρακαλούμε κι ας λέμε στην προσευχή μας:
Τέκνα της Κύπρου, ευλογημένα. Απόστολοι ευκλεείς και μάρτυρες ιερείς και θείοι ιεράρχες. Όσιοι και δίκαιοι και όλος ό χορός των αγίων. Το νησί που αγαπήσατε και που σ' αυτό ζήσατε την επίγεια ζωή σας, στενάζει τούτο τον καιρό εξαιτίας των αμαρτιών του λαού μας. Εχθροί φοβεροί το πάτησαν. Αρπάζουν και σκοτώνουν χωρίς οίκτο. Γκρεμίζουν σπίτια κι εκκλησίες. Μολύνουν τα ιερά. Ξαπλώνουν παντού τη συμφορά.
Λυπηθήτέ το... Βοηθήστε το... Ικετεύσατε σεις τον Κύριο και Θεό μας να το σπλαγχνιστεί. Να μας λυπηθεί. Να μας απαλλάξει από τα φοβερά δεινά. Να αξιώσει τα καταδιωγμένα αδέλφια μας να γυρίσουν και πάλι στα χωριά και ατά σπίτια τους. Να ξαναδούν οι πονεμένοι τους δικούς τους. Κι ακόμη να χαρούμε όλοι την ποθητή λευτεριά μας. Τη λευτεριά που σώζει. Και λεύτεροι στο εξής, με ευγνωμοσύνη στην ψυχή να υμνούμε και να δοξάζουμε το Πανάγιο και υπερύμνητο Όνομα του Θεού μας, του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος.
Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών τη ασκήσει Πάτερ κοσµούµενος, εν τη Κύπρω εκλάµπεις ως εωσφόρος αστήρ, των αγγέλων µιµητά Κενδέα Όσιε, και θαυµάτων τω φωτί, την οµίχλην των παθών, εκάστοτε διαλύεις, και τω Σωτήρι πρεσβεύεις, ελεηθήναι τας ψυχάς ηµών.
Πηγή: pigizois.net , Ἱερά Μητρόπολις Πάφου
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού».
Τα λόγια τούτα του ψαλμωδού βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους στον όσιο Κενδέα τον θαυματουργό, που τη μνήμη του γιορτάζει ή Εκκλησία μας στις 6 του Οκτώβρη.
Με ανυπολόγιστες τιμές ή αγάπη του Θεού τον στεφάνωσε απ' τον καιρό που ζούσε. Μια σύντομη ματιά στη ζωή του μας το βεβαιώνει.
Ό όσιος Κενδέας ήταν ένας από τους Αλαμάνους αγίους, που ήρθαν στο νησί μας από την Παλαιστίνη.
Όταν έφυγε απ' την Αλαμανία για τα Ιεροσόλυμα ήταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων.
Εκεί ασπάστηκε τη μοναχική ζωή κι έφυγε για την έρημο του Ιορδανού.
Στο μέρος αυτό σε μια απόκρημνη πλαγιά βρήκε ένα μικρό σπήλαιο και με χαρά εγκαταστάθηκε σ' αυτό και τρεφόταν με ακρίδες, όπως άλλοτε κι ο μέγας πολιστής της ερήμου, ο Πρόδρομος Ιωάννης.
Στην ίδια ερημική περιοχή ζούσε τότε κι ένας άλλος ασκητής με μεγάλη φήμη, που είχε τ' όνομα Ανανίας.
Σε τούτο τον ασκητή κάποια μέρα έστειλε το δαιμονιζόμενο παιδί του ένας ευγενής άρχοντας, για να του το θεραπεύσει. Ό Ανανίας όμως από ταπεινοφροσύνη αρνήθηκε και να συναντήσει το άρρωστο παιδί και τόστειλε παρακάτω προς τον Κενδέα. Ύστερα από αρκετή περιπλάνηση στα έρημα εκείνα μέρη οι συνοδίτες του δύστυχου παιδιού βρήκαν τον Κενδέα, και με παρακλήσεις του ζήτησαν να κάμει καλά τον άρρωστο τους. Ό ιερός ασκητής στην αρχή δεν θέλησε ούτε και ν' ακούσει την αίτηση τους. Αργότερα όμως μπροστά στις παρακλήσεις τους υποχώρησε, κι αφού προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στο άρρωστο παιδί και με φωνή επιβλητική είπε:
- Πνεύμα πονηρό κι ακάθαρτο! Στο όνομα του Ιησού Χριστού ο δούλος του Θεού Κενδέας σε διατάζει να βγεις από το άρρωστο παιδί και να το αφήσεις ήσυχο.
Το πονηρό πνεύμα υπήκουσε την ίδια στιγμή. Και βγήκε απ' το παιδί, χωρίς να το βλάψει καθόλου.
Μετά τη θαυματουργική τούτη θεραπεία ο Κενδέας χειροτονήθηκε Ιερέας και μπήκε σ' ένα μοναστήρι. Ή ζωή όμως στο μοναστήρι, δεν ήταν όπως την περίμενε κι έτσι πολύ γρήγορα ο μακάριος ασκητής έφυγε και γύρισε πάλι στην έρημο.
Εκεί ένα πρωί τον ξύπνησαν τα κλάματα κάποιου παιδιού, που ήταν πεταμένο μπροστά στη σπηλιά του. Όταν ο άγιος βγήκε να δει τι συμβαίνει, αντιλήφθηκε, πώς το παιδί βασανιζόταν από πονηρό πνεύμα. Το σπλαγχνίστηκε, και το θεράπευσε. Το δαιμονόπληκτο παιδί ήταν του ασκητή Ανανία.
Οι εχθροί της πίστεως του Χριστού που με φθονερό μάτι παρακολουθούσαν την πρόοδο των ασκητών στην έρημο εκείνη περιοχή του Ιορδάνου, άρχισαν να τους παρενοχλούν. Κι αυτοί, για να γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μια μέρα όλοι στην παραλία και μπήκαν σ' ένα καράβι που τους έφερε στο πολύπαθο νησί. Βγήκαν στην περιοχή της Πάφου, γιατί το πλοίο τους τσακίσθηκε πάνω στους βράχους. Με πολύ κόπο σώθηκαν κι απ' εκεί σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, για να μονάσουν ό καθένας, όπου θα 'βρισκε τον κατάλληλο χώρο.
Ό άγιος Κενδέας στην αρχή τακτοποιήθηκε σε μια καλύβα που έστησε σ' ένα απόκρημνο βράχο κοντά στην ακρογιαλιά της Πάφου. Ή ταπείνωση κι ή γλυκύτητα της μορφής του τράβηξαν αμέσως την προσοχή των κατοίκων της περιοχής, που τον επισκέπτονταν καθημερινά, για ν' ακούσουν από το στόμα του λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας. Οι επισκέπτες έπαιρναν μαζί τους κι άρρωστους, που τους θεράπευε ά άγιος με τις προσευχές του. Την εποχή αυτή δοκίμασε και τους πιο πολλούς πειρασμούς από μέρους του μισόκαλου δαίμονα.
Αναφέρουμε μερικούς:
Κάποιο πρωινό, την ώρα που ο άγιος έβγαινε από την καλύβα του, ο διάβολος πήρε μορφή ανθρώπινη κι έπεσε στα πόδια του ζητώντας ευλογία. Ό άγιος τρόμαξε τόσο, που έχασε την ισορροπία κι έπεσε στον γκρεμό με το κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μα δεν έπαθε τίποτα. Τον έσωσε ή χάρη του Θεού.
Μια άλλη φορά ο Σατανάς, παρουσίασε μπροστά στον άγιο μια όμορφη γυναίκα που, αφού έπεσε στα πόδια του, τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάει στο σπίτι της και να το ευλογήσει. Ό όσιος στη φαινομενική συντριβή της με συγκίνηση δέχτηκε να πάει. Μόλις όμως έφτασε και μπήκε στο σπίτι ή διεφθαρμένη εκείνη γυναίκα σαν μια «άλλη Πετεφρή» πέταξε από πάνω της τα ενδύματα της, για να σκανδαλίσει τον άγιο και να προσβάλει την αγνότητα του. Τρομερή αλήθεια ή δοκιμασία. Μα ο όσιος σώθηκε και τούτη τη φορά με τη δύναμη της προσευχής.
Κάποια μέρα πάλι ο διάβολος παρέδωκε τον άγιο στα χέρια ενός σκληρού κι άγριου ληστή, που καθημερινά τον βασάνιζε με διάφορους τρόπους. Πότε τον κτυπούσε, πότε του έκαιε την καλύβα, πότε του έσχιζε τα ρούχα, πότε τον πετούσε χαμαί. Ό άρχοντας του τόπου που σεβόταν πολύ τον άγιο, έστειλε κι έπιασαν τον ληστή και τον θανάτωσαν.
Τα δείγματα αυτά των πειρασμών μας παρέχουν μια εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι ούρανοπολίτες αυτοί αθλητές από τον άρχοντα του Σκότους. Ένας συνεχής αγώνας και μια πορεία για την κατάκτηση της τελειότητας.
Ένας αγώνας και μια επίμονη πορεία είναι κι ή ζωή του κάθε πιστού. Μια πορεία προς την αγιότητα, για την οποία είμαστε πλασμένοι.
Στους αγώνες τους αυτούς οί άγιοι με τον διάβολο, που κατά τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο, «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε', 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Με τη βοήθεια του όπλου του Σταυρού και της προσευχής οι έμπειροι τούτοι αγωνιστές περνούσαν πάνω από τις παγίδες του διαβόλου και νικούσαν. Με το όπλο του Σταυρού και τη θερμή προσευχή μπορούμε κι εμείς της ζωής οι αγωνιστές και μαχητές να νικήσουμε. Ναι! Μπορούμε να νικήσουμε, αρκεί μονάχα να το θελήσουμε, και ν' αγωνισθούμε με συνέπεια, επιμονή κι υπομονή και πάθος για μια ανώτερη ζωή, που θα 'χει σαν σκοπό της την ασταμάτητη ανάβαση στα σκαλοπάτια της ενάρετης ζωής
Αυτό τον σκοπό έβαλε κι ό άγιος Κενδέας στη ζωή του. Γ' αυτό κι ή αγάπη του Θεού τον ελέησε και τον χαρίτωσε, τον εξύψωσε και τον αξίωσε, ώστε και τα αδύνατα να μπορεί να τα κάμει δυνατά. Ένα τέτοιο θάμα είναι και τούτο που έκαμε ή Πρόνοια του Θεού για να ικανοποιήσει ευγενικό του πόθο.
Σ' ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου έμαθε ό Κενδέας πώς διέμενε ό συνασκητής του Ίωνάς. Θερμός ό πόθος άναψε στην ψυχή του να επισκεφθεί τον φίλο του και ν' ανταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικής οικοδομής. Ένα πρωί άφησε την καλύβα του κι αφού έκαμε την προσευχή του, σταυροκοπήθηκε και ξεκίνησε. Απ' τα χωριά που περνούσε οι χριστιανοί που το μάθαιναν έτρεχαν κοντά του να τον ιδούν και να πάρουν την ευλογία του. Πολλοί του έφερναν κι αρρώστους. Κι ό καλοκάγαθος ασκητής τους θεράπευε με την προσευχή του. Όταν έφτασε σ' ένα τόπο, που είναι γνωστός με τ' όνομα Μάνδρες της Τραχιάς, κοντά στο Αυγόρου, ό μακάριος αθλητής βρήκε μια σπηλιά και κουρασμένος, όπως ήταν, μπήκε μέσα με την απόφαση να μη ξαναβγεί από εκεί. Ή φλογερή επιθυμία όμως να συναντήσει τον φίλο του, τον βασάνιζε πολύ. Και να!
Μια μέρα που ό άγιος έκαμνε την προσευχή του, ένας Άγγελος σήκωσε στα χέρια τον όσιο Ίωνά και τον έφερε μπροστά στη σπηλιά του. Οι δύο φίλοι άγιοι, αφού με βαθιά συγκίνηση ασπασθήκανε ό ένας τον άλλο «φιλήματι άγίω» δόξασαν τον Θεό για τη θαυμαστή συνάντηση, κι άρχισαν να συνομιλούν για την άπειρη αγάπη Του και τις αμέτρητες ευεργεσίες Του.
- Δόξα να έχει ό Κύριος, έλεγε ό Κενδέας, που με αξίωσε, αδελφέ μου, να σε ιδώ. Ευλογημένο να 'ναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομα Του.
Σαν του μιλούσε, και προτού ακόμη προφθάσει να αποτελειώσει τον λόγο του, ό φίλος του Ίωνάς χάθηκε από κοντά του. Ένας άγγελος τον πήρε και τον ξανάφερε στη σπηλιά που ασκήτευε.
Η παράδοξη αυτή περιπέτεια έβαλε σε πολλές σκέψεις τον άγιο μας.
- Μήπως έπεσα θύμα φαντασιοπληξίας, έλεγε και ξανάλεγε μόνος του.
Γι' αυτό, παρά τον όρκο που έκαμε να μη ξαναβγεί από τη σπηλιά του, ένα πρωί σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για το κελί του φίλου του. Ποθούσε να μάθει την αλήθεια. Κάποιο δειλινό έφτασε. Ό φίλος του Ίωνάς σαν τον είδε, με ενθουσιασμό του διηγήθηκε τον θαυμαστό τρόπο με τον όποίο ο άγγελος τον είχε μεταφέρει κοντά του. Οι άγιοι με δάκρυα στα μάτια δόξασαν τον Θεό κι αφού ασπασθήκανε και πάλι ό ένας τον άλλο «ασπασμόν άγιον» αποχωριστήκανε. Ό Κενδέας ξεκίνησε πάλι για τη σπηλιά του. Ύστερα από μεγάλη οδοιπορία έφτασε κι έμεινε πια εκεί, όπου κι απέθανε σε βαθιά γηρατειά.
Ν' αναφερθούμε σ' όλα τα θαύματα του αγίου δεν μας είναι δυνατό. Ωστόσο λέμε, πώς όλα τα θαύματα του είναι πράξεις και έργα, τα όποια ή αγάπη του Θεού επιτελούσε μέσον του υστέρα από θερμές προσευχές και δεήσεις. Πολλοί άρρωστοι βρήκαν τη θεραπεία τους από τον άγιο. Πολλά δαιμόνια έβγαλε από πάσχοντες ανθρώπους. Κάποτε που ή ανομβρία είχε απειλήσει επικίνδυνα τον τόπο ό όσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμά στον Θεό, που άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού κι έβρεξε πολύ. Ή διψασμένη γη χόρτασε, κι οι άνθρωποι ευφράνθηκαν και δόξα σαν τον Θεό. Με την προσευχή και την αγάπη του ό ιερός αυτός αθλητής στάθηκε γενικά προστάτης και πατέρας κάθε πονεμένου και πάσχοντα.
Πόσα δεν πρέπει να μας πει το παράδειγμα του. Στην εποχή μας που ό εγωισμός κι ή υλοφροσύνη έκλεισαν τις καρδιές κι ό καθένας τόσο από τους μεγάλους, όσο κι από τους μικρούς κοιτούν μονάχα το δικό τους το συμφέρον και τη δική τους ικανοποίηση, το παράδειγμα του μεγάλου ασκητή κι ή φιλανθρωπία του πρέπει να στέκεται πάντα μπροστά μας. Για να μας διδάσκει. Να μας ενισχύει. Να μας δείχνει και τον δικό μας δρόμο. Και να μας υπενθυμίζει. Να μας υπενθυμίζει πώς και σήμερα μια θερμή προσευχή και λίγο νερό από το άγιασμα του είναι αρκετά, για να σκορπίσουν τη θεραπεία σ' εκείνους που υποφέρουν από δερματικές ενοχλή σεις και ρευματισμούς και νευραλγίες (τζιεγκές), αλλά και που μ' ευλ βεια και πίστη καταφεύγουν στη χάρη του,
Μ' ευλάβεια και πίστη ας πάμε κι εμείς να προσκυνήσουμε στους μεγαλόπρεπους ναούς που φέρουν τ' όνομα του, και βρίσκονται ό ένας στο Αυγόρου κι ό άλλος στην πόλη της Πάφου. Είναι κι οι δύο τα μεγάλα προσκυνήματα, που ή ευσέβεια του λαού μας ανήγειρε για τον άγιο. Μα και που θυμίζουν σ' όλους το μεγάλο και ιερό καθήκον μας να τιμούμε τις άγιες αυτές μορφές.
Ναι! Να τις τιμούμε. Και με πίστη στην ψυχή κι ευλάβεια στην καρδιά να γονατίζουμε νοερά κάθε φορά μπροστά στην άγια εικόνα τους και να ζητούμε τις ικεσίες τους. Τις θεοπειθείς προς Κύριον ικεσίες τους.
Για την ενότητα του λαού μας.
Την ειρήνευση της αγίας του Εκκλησίας.
Την επικράτηση σ' αύτη του ορθοδόξου φρονήματος που είναι το καύχημα κι ό πιο πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.
Για τον φωτισμό και τη μετάνοια όλων μας. Την ειλικρινή μετάνοια για να έλθει και πάλι σαν επιστέγασμα κι ή λύτρωση και ή απαλλαγή μας από τα δεινά. Της σκλαβιάς τα δεινά και το μίασμα του βάρβαρου κατακτητή.
Με κραυγή ισχυρά και συντριβή ψυχής ας παρακαλούμε κι ας λέμε στην προσευχή μας:
Τέκνα της Κύπρου, ευλογημένα. Απόστολοι ευκλεείς και μάρτυρες ιερείς και θείοι ιεράρχες. Όσιοι και δίκαιοι και όλος ό χορός των αγίων. Το νησί που αγαπήσατε και που σ' αυτό ζήσατε την επίγεια ζωή σας, στενάζει τούτο τον καιρό εξαιτίας των αμαρτιών του λαού μας. Εχθροί φοβεροί το πάτησαν. Αρπάζουν και σκοτώνουν χωρίς οίκτο. Γκρεμίζουν σπίτια κι εκκλησίες. Μολύνουν τα ιερά. Ξαπλώνουν παντού τη συμφορά.
Λυπηθήτέ το... Βοηθήστε το... Ικετεύσατε σεις τον Κύριο και Θεό μας να το σπλαγχνιστεί. Να μας λυπηθεί. Να μας απαλλάξει από τα φοβερά δεινά. Να αξιώσει τα καταδιωγμένα αδέλφια μας να γυρίσουν και πάλι στα χωριά και ατά σπίτια τους. Να ξαναδούν οι πονεμένοι τους δικούς τους. Κι ακόμη να χαρούμε όλοι την ποθητή λευτεριά μας. Τη λευτεριά που σώζει. Και λεύτεροι στο εξής, με ευγνωμοσύνη στην ψυχή να υμνούμε και να δοξάζουμε το Πανάγιο και υπερύμνητο Όνομα του Θεού μας, του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών τη ασκήσει Πάτερ κοσµούµενος, εν τη Κύπρω εκλάµπεις ως εωσφόρος αστήρ, των αγγέλων µιµητά Κενδέα Όσιε, και θαυµάτων τω φωτί, την οµίχλην των παθών, εκάστοτε διαλύεις, και τω Σωτήρι πρεσβεύεις, ελεηθήναι τας ψυχάς ηµών.
Πηγή: pigizois.net http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/kendeas_o_thaumatourgos.htm, Ἱερά Μητρόπολις Πάφου http://www.impaphou.org/agios_kendeas.aspx
Η Αγία Χαριτίνη, που η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 5 Οκτωβρίου, έζησε όταν βασίλευε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Διοκλητιανός και ο κόμης Δομέτιος περίπου το 290 μ.Χ. Από μικρή ηλικία γνώριζε τις Χριστιανικές Αλήθειες που πιθανότατα διδάχτηκε από τους γονείς της και δε σταμάτησε να τις κηρύττει στο περιβάλλον που ζούσε σαν δούλη σε κάποιον που ονομάζονταν Κλαύδιος. Μάλιστα δε, κατάφερε να αγαπηθεί από όλους και απολάμβανε ξεχωριστής τιμής από το αφεντικό της.
Όμως, μ’ αυτή της τη δραστηριότητα, κάποιοι ενοχλήθηκαν και ήθελαν να τη σταματήσουν με κάθε τρόπο, έτοιμοι και αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν, ακόμη και τη βία. Έτσι, μόλις, ο κόμης Δομέτιος, πληροφορήθηκε ότι η νεαρή Χαριτίνη, είναι Χριστιανή και ότι κηρύττει τις Χριστιανικές Αλήθειες αδίστακτα, θέλησε να την δει από κοντά, προκειμένου να της ζητήσει, να δώσει, τις ανάλογες εξηγήσεις. Για το σκοπό αυτό, στέλνει αμέσως επιστολή στο αφεντικό της τον Κλαύδιο και του ζητά, να την μεταφέρει γρήγορα μπροστά του προκειμένου να την ανακρίνει ο ίδιος.
Μόλις, η επιστολή έφθασε στα χέρια του Κλαύδιου και γνώρισε το περιεχόμενό της, ξεσπά στα κλάματα, γιατί γνώριζε πολύ καλά, το κακό που περιμένει τη μικρή Χαριτίνη. Έδειχνε να είναι απαρηγόρητος και μάταια προσπαθούσε η μικρή Χαριτίνη, να τον παρηγορήσει. Συνέχεια δε του τόνιζε, ότι πρέπει να δείχνει ευχαριστημένος, γιατί θα γίνει θυσία ευπρόσδεκτη στο Σωτήρα Χριστό, που δε σταμάτησε σ’ όλη της τη ζωή, να πιστεύει και να κηρύττει. Μάλιστα δε του έλεγε, ότι με τη θυσία αυτή, θα της συγχωρεθούν οι αμαρτίες και «οι δικές μου και οι δικές σου» . Εκείνος δε με τη σειρά του της απαντούσε:
> Δούλη του Θεού, να θυμάσαι και εμένα, πλησίον του Επουράνιου Βασιλέα.
Όμως, η τακτική τους αυτή, έγινε αφορμή, να υπάρξει καθυστέρηση στη μεταφορά και παράδοσή της, στον κόμη Δομέτιο, ο οποίος έδειχνε ενοχλημένος και ανήσυχος. Αφού εξάντλησε τα όρια της υπομονής του, αποφασίζει να πάει ο ίδιος, προκειμένου να συλλάβει, τη μικρή Χαριτίνη. Τη βρίσκει, μόνη της στο σπίτι της και να προσεύχεται. Σαν θηρίο ανήμερο, ορμά κατά πάνω της και αφού τη μαστιγώνει αλύπητα, την παραδίδει στο κόμη της περιοχής, για να υποστεί τις συνέπειες.
Εκείνος με τη σειρά του, αρχίζει αμέσως την ανάκριση και της λέγει:
› Σωφρονίσου, πριν καν τιμωρηθείς , λυπήσου τον εαυτό σου και θυσίασε στους θεούς, προκειμένου να κερδίσεις, τρία μεγάλα καλά. Το πρώτο που θα πετύχεις είναι να σε συγχωρήσουν οι Θεοί, το δεύτερο να αγαπηθείς από το βασιλιά και το τρίτο, να μην αφανιστεί η νιότη σου, από τα σκληρά βασανιστήρια .
Η Αγία Χαριτίνη, χωρίς να δειλιάσει, σηκώνει το βλέμμα της στον Ουρανό, κάνει το Σταυρό της και του απαντά:
Είσαι πλάνος ηγεμόνα μου και η πονηριά σου, δεν μπορεί να με φοβίσει. Οι δήθεν συμβουλές σου δεν είναι ικανές να με πείσουν, να αλλάξω την πίστη μου, για το Σωτήρα Χριστό, που είναι ο μόνος Αληθινός. Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω και σ’ Αυτόν, έχω αφιερώσει, όλη μου τη ζωή. Εσύ οφείλεις να σωφρονιστείς, από την πλάνη των ειδώλων, που διάλεξες, γιατί οι θεοί των ειδώλων, που λατρεύεις, είναι κωφά δαιμόνια».
Ο δικαστής άστραψε και βρόντηξε από το κακό του και οργισμένος, δίδει εντολή στους δήμιους, να τη μαστιγώσουν αλύπητα και να της ξυρίσουν τις τρίχες, από το κεφάλι της. Όμως Άγγελος Κυρίου, που την προστάτευε, γέμιζε το κεφάλι της, με τα ίδια μαλλιά. Ο σκληρόκαρδος δικαστής, δεν πίστευε στα μάτια του, αυτά τα οποία έβλεπε, που αντί να τον συμμορφώσουν και να του μαλακώσουν την καρδιά, τον αγρίευαν περισσότερο. Γι’ αυτό, δίδει αμέσως εντολή, να τοποθετήσουν στο κεφάλι της αναμμένα κάρβουνα, με την ελπίδα ότι θα της κάψουν το κεφάλι και δε θα αντέξει άλλο τους φοβερούς πόνους, αλλά και απ’ αυτό το μαρτύριο, βγήκε νικήτρια η Αγία, γιατί Άγγελος Κυρίου την προστάτευε. Ακόμη και όταν της έκαιγαν το αγνό νεανικό της σώμα, με αναμμένες λαμπάδες, η Αγία δε δείλιασε καθόλου και δεν τους έκανε το χατίρι, να θυσιάσει στα είδωλα.
Όμως, όσο η Αγία παρέμενε ζωντανή, ο δικαστής δεν κοιμόνταν ήσυχος. Το διεστραμμένο του μυαλό, έψαχνε να βρει, πιο αποτελεσματικό βασανιστήριο, που να τον απαλλάξει οριστικά, από την παρουσία της. Το πωρωμένο του μυαλό αποφασίζει, να τη ρίξει στη θάλασσα. Δίδει λοιπόν, εντολή στους δήμιους, να της δέσουν ένα μεγάλο λίθο στο λαιμό και να την πετάξουν στη θάλασσα, όσο πιο μακριά μπορούσαν. Μ’ αυτό τον τρόπο πίστεψε, ο ασεβής δικαστής, ότι θα απαλλάσσονταν οριστικά, από την παρουσία της. Στο διεστραμμένο του μυαλό, δεν μπορούσε να χωρέσει, ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει η Αγία και όχι αυτός ο ίδιος.
Έτσι, μόλις, η Αγία ρίχτηκε στη θάλασσα, άρχισε να προσεύχεται και αμέσως λύθηκε ο λίθος από το λαιμό της και η ίδια, άρχισε να περιπατεί στην επιφάνεια της θάλασσας, χωρίς να βυθίζεται. Δεν παρέλειψε δε, να ευχαριστήσει το Θεό, που την αξίωσε να καθαρίσει το σώμα της με το θαλάσσιο νερό, ώστε να βρεθεί καθαρή, την ημέρα της Ανάστασης των νεκρών.
Από τη μεριά του, ο αιμοβόρος δικαστής, παρακολουθούσε τα θαύματα που εκτυλίσσονταν μπροστά του, άφωνος και με κομμένη την ανάσα. Κάποια στιγμή ακούστηκε να παραμιλά και να λέει:
›Όλα αυτά που βλέπω, με κάνουν να θαυμάζω τη δύναμη του Γαλιλαίου, αλλά εγώ θέλω να αποδείξω, ότι είναι μαγείες και ψεύδη .
Έτσι, χωρίς να χάνει χρόνο, δίδει εντολή, να γυμνώσουν την Αγία και να δέσουν τα χέρια της επάνω σε τροχό. Η εντολή που τους έδωσε ήταν, να υπάρχουν κάτω από τον τροχό αναμμένα κάρβουνα και να τον γυρίζουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για να συντρίψουν όσο γίνεται περισσότερο, το σώμα της. Όμως και σ’ αυτό το βασανιστήριο απέτυχε ο αιμοβόρος τύραννος, γιατί Άγγελος Κυρίου, που προστάτευε την Αγία, τα μεν κάρβουνα έσβησε, τη δε δύναμη των δήμιων, που γυρνούσαν τον τροχό εξασθένησε και έτσι, βγήκε και πάλι, νικήτρια η Αγία.
Ο ασεβής δικαστής, βλέποντας ότι δε μπορούσε να απαλλαγεί τόσο εύκολα από την παρουσία της και θέλοντας τουλάχιστον να την κάμει να πονέσει περισσότερο, δίδει εντολή να της αφαιρέσουν τα νύχια από τα χέρια και τα πόδια. Μετά από λίγο δίδει εντολή να της αφαιρέσουν όλα της τα δόντια και στη συνέχεια καλεί, όλους τους ανθρώπους, που ανήκαν στη δικαιοδοσία του να συγκεντρωθούν, προκειμένου, να της ατιμάσουν το σώμα της.
Η Αγία, ύψωσε τα χέρια και το βλέμμα της στον Ουρανό και άρχισε να προσεύχεται. Παρακαλούσε το Θεό, να δεχτεί το πνεύμα της καθαρό, όπως και το σώμα της. Ήταν στις 5 Οκτωβρίου και τη μέρα αυτή γιορτάζεται, από την Εκκλησία μας.
ΠΗΓΕΣ:
1. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
2. Απολυτίκια Αγίων, Bysmusic.gr, π. Νικόδημος Καβαρνός.
Θαύμα της Αγίας Χαριτίνης
Ας μεταφερθούμε πολλά χρόνια πριν. Ένας ολόκληρος αιώνας μας χωρίζει από τότε που η εορτάζουσα Αγία μας αποφάσισε να διαδραματίσει ανεξίτηλο ρόλο στη ζωή του αλησμόνητου αδελφού μας Γεωργίου Κοινούση. Είχε ξενιτευτεί πάλι ο θαλασσόλυκος ο Γιώργης.
Με δάκρυα τον αποχαιρετούσαν οι δικοί του, μη ξέροντας αν η πολύβουη λεβεντοπνίχτρα θάλασσα θα τον άφηνε να γυρίσει πίσω. Κι εκείνος μοναδικό του στήριγμα είχε ένα Σταυρό και την εικόνα του Άη Νικόλα στο πλευρό του. Το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί.
Η μανία των κυμάτων η ακατάπαυστη, η φοβερή ορμή τους βύθισαν το καράβι του Γιώργη, που σύντομα πάλευε με το ακατάλυτο θεριό του Ατλαντικού κι αγωνιζόταν ένα αβέβαιο και ίσως μάταιο αγώνα. Απελπισμένος αναπολούσε την οικογένειά του , που πίστευε ότι δε θα ξαναδεί πια. Ετοιμαζόταν για το τελευταίο ταξίδι του.
Τότε αχνά μέσα στα αγριεμένα κύματα εμφανίστηκε η σωτηρία του . Ήταν η Αγία Χαριτίνη που τη μέρα της χάρης της 5 του Οκτώβρη , είδε από την παραδείσια κατοικία της την αγωνία του συμπατριώτη μας και αποφάσισε με τη γαλήνια της όψη να καθησυχάσει τον αποκαμωμένο ναυτικό ,να του δώσει δύναμη λέγοντάς του ποια είναι και να μη φοβάται πλέον.
Σε λίγο και εντελώς ανέλπιστα ,το πλοίο Τζίνα θα περισυλλέξει τον ταλαίπωρο ναυτικό, για να διαλαλήσει το θαύμα της Αγίας στο νησί μας και να διακηρύξει τη ιαματική χάρη της σε όλους.
Από τότε ο αξέχαστος Γιώργης Κοινούσης δεν έπαψε να τελεί κάθε χρόνο Θεία Λειτουργία και αρτοκλασία για να ευχαριστήσει την αγαπημένη του Αγία ,ανέθεσε σε ζωγράφο τη φιλοτέχνηση πίνακα με θέμα τη διάσωσή του από την Αγία, έδωσε το όνομα της Αγίας σε πολλά νέα μέλη της αγαπητής και εκλεκτής οικογένειάς του, φιλοδοξούσε να οικοδομήσει εκκλησάκι προς τιμήν της και η πιο τρανή και απτή απόδειξη της πίστης του προς αυτήν η σεμνή και ευπρεπής συνάθροιση και εορτή των εγγονών του, Αντωνίου ,Σμαράγδας και Δέσποινας στους οποίους μεταλαμπάδευσε την πίστη και την ειλικρινή αγάπη του προς την Αγία.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’.
Θείας πίστεως.Θεία χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ἤσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοὶς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Σταυριανάκης Κωνσταντίνος, politischios.gr, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο όσιος πατήρ ημών Αμμούν καταγόταν από τήν Αίγυπτο. Οταν πέθαναν οί γονείς του ανέλαβε τήν ανατροφή του ένας θείος του, ο οποίος τον υποχρέωσε να νυμφευθεί- ο Άμμούν ήταν τότε είκοσι δύο χρόνων. Τήν ίδια εκείνη νύκτα του γάμου, οταν οί νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στή νυφική παστάδα, ο Άμμούν άνοιξε τήν Αγία Γραφή και διάβασε το χωρίο τής προς Κορινθίους επιστολής όπου ο Απόστολος μιλά γιά τά δεινά του γάμου, τις ταραχές και τις μέριμνες πού προκαλεί στους εγγάμους, ενώ οί έν παρθενία αφιερωμένοι στον Κύριο μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στήν προσευχή και στα πνευματικά εργα (Α’ Κορ., 7). Τηρώντας κατά γράμμα τους αποστολικούς λόγους: Οί έχοντες γυναίκας ώς μή έχοντες ώσι … και οί χρώμενοι τω κόσμω τούτω ώς μή καταχρώμενοι οί νεόνυμφοι πήραν τήν απόφαση νά ζήσουν έν παρθενία και νά αποσυρθούν μαζί σέ τόπο έρημο γιά νά αφιερωθούν στή νηστεία και στήν προσευχή. Πήγαν λοιπόν στήν έρημο της Νιτρίας, πού βρίσκεται σέ κάποια απόσταση από τήν Αλεξάνδρεια, και εγκαταστάθηκαν σέ μια μικρή καλύβα. Σύντομα, όμως, αντελήφθησαν ότι δεν ήταν θεμιτό νά θέτουν τους εαυτούς τους σέ πειρασμούς συζώντας άνδρας και γυναίκα μαζί, γι’ αυτό και χώρισαν γιά νά μπορέσει καθένας τους νά άσκητεύσει μόνος.
Ό Άμμούν άφησε λοιπόν τήν καλύβα και πήγε στήν έρημο, όπου δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια. Έκτισε δυο κελλιά θολωτά και επί είκοσι δύο χρόνια ο βίος του ήταν ισάξιος τών αγγέλων. Λάδι και κρασί δέν γνώριζε, μόνο ξερό ψωμί έτρωγε, κι αυτό μόνον κάθε δύο ή τρεις μέρες. Ή διαγωγή του εύαρέστησε τον Κύριο και σύντομα μεγάλος αριθμός αδελφών, πού επιθυμούσαν νά ασπασθούν και εκείνοι τον μοναχικό βίο, μαζεύτηκε γύρω του. Όταν έφθανε ένας νέος υποψήφιος, ο Άμμούν του παραχωρούσε αμέσως τό κελλί του κι όλα του τά υπάρχοντα, και οί άλλοι αδελφοί έφερναν κρυφά είτε κάποιες προμήθειες είτε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο στον νέο τους σύντροφο, κι έτσι ή αδελφική αγάπη ήταν ο πρώτος νόμος πού κυβερνούσε τή συνεχώς αυξανόμενη αυτή κοινωνία. Μετά άπό μερικά χρόνια, υπό τις οιαταγές του οσίου Άμμούν, ή έρημος τής Νιτρίας μεταμορφώθηκε σέ πόλη αληθινή, σέ βαθμό πού ορισμένοι αδελφοί επιθυμούσαν νά κτίσουν τό κελλί τους πιο μακριά, ώστε νά μπορούν νά ζουν πιό απερίσπαστοι. Μία ήμερα, ήρθε νά επισκεφθεί τον αββά Άμμούν ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας. Ο Αμμούν του ανέφερε τό θέμα και τον ρώτησε ποιο θά ήταν τό πλέον κατάλληλο μέρος. Άφού έφαγαν τό λιτό τους γεύμα τήν ενάτη ώρα, άρχισαν νά περπατούν στήν έρημο μέχρι τό ηλιοβασίλεμα κι έμπηξαν στό χώμα έναν σταυρό στο μέρος πού έφθασαν, ώστε όσοι ήθελαν θά μπορούσαν νά κτίσουν έκεί τό κελλί τους μέ τήν ευλογία τών δύο Γερόντων. «Μέ αυτό τον τρόπο», είπε ο άββάς Αντώνιος, «όταν οί αδελφοί έλθουν άπό τή Νιτρία γιά νά συναντήσουν όσους ζουν έδώ, αμέσως μετά τό γεύμα τής ενάτης ώρας, θά φθάσουν εγκαίρως. Και όσοι ξεκινήσουν άπό έδώ γιά νά φθάσουν στή Νιτρία, πράττοντας το αυτό, θά διατηρήσουν τήν -ησυχία τους». Έτσι δημιουργήθηκε ή έρημος τών «Κελλίων» (δεκαεννέα χιλιόμετρα μακριά άπό τή Νιτρία), όπου μερικά χρόνια αργότερα ζούσαν περί τους εξακόσιους μοναχούς, ό καθένας στο κελλί του.
Ο άγιος Άμμούν και ο άγιος Αντώνιος ήταν δεμένοι μέ βαθειά έν Θεώ αγάπη τέτοια πού όταν ο αββάς Άμμούν παρέδωσε τήν ψυχή του στον Κύριο, ο Αντώνιος πού βρισκόταν στο όρος του, τό όποιο απείχε δεκατεσσάρων ημερών πεζοπορία, διέκοψε τή συνομιλία πού είχε μέ κάποιους νέους μοναχούς, περιήλθε σέ έκσταση και είδε τήν ψυχή τοΰ Άμμούν νά ανέρχεται στον ουρανό ενώ άγγελοι έψαλλαν ύμνους χαράς.
Μεταξύ τών λόγων πού ένέπνεε τό Άγιο Πνεύμα στον άββά Άμμούν, ήταν και ή φράση: «Βάσταζε πάντα άνθρωπον καθώς βαστάζει σε ο Θεός».
Πηγή: (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος) Αναλογία
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...