Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Όταν η Εκκλησία δοκιμαζόταν από τον κίνδυνο του Παπισμού, μετά τη Σύνοδο της Λυώνος το 1274, επί λατινόφρονος αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και Πατριαρχείας Ιωάννη Βέκκου (1276- 1282), το Άγιο Όρος ανέδειξε μάρτυρες, ομολογητές της Ορθοδοξίας. Τέτοιοι ήταν και οι Οσιομάρτυρες των Καρυών του Αγίου Όρους που η Εκκλησία μας εορτάζει στις 5 Δεκεμβρίου.
Ο Οσιομάρτυς Κοσμάς ο Πρώτος ο οποίος μαρτύρησε το 1279/1280 στις Καρυές του Αγίου Όρους μαζί με τους συν αυτώ, κατά την επίσκεψη του λατινόφρονος αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο οποίος και «την εκκλησίαν αυτών πυρπολήσας και τα των μοναχών σκηνώματα ληϊσάμενος» (Μ. Γεδεών ‘’Ο Άθως’’, Αθήνα 1990). Τον Οσιομάρτυρα Κοσμά τον Πρώτο τον κρέμμασαν και τους άλλους μάρτυρες Καρυώτες με ξίφος απέκοψαν την κεφαλή των.
Με ποιου την συνέργεια, οι Λατινόφρονες την εκκλησίαν επυρπόλησαν; Με ποιου την συνέργεια, οι Λατινόφρονες τον Οσιομάρτυρα Κοσμά τον Πρώτο τον κρέμμασαν; Με ποιου την συνέργεια, οι Λατινόφρονες με ξίφος απέκοψαν την κεφαλή των Καρυωτών μοναχών;
Ο Προφήτης Ησαΐας αναφέρει «Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, και εγώ μάρτυς Κύριος ο Θεός, και ο παις, ον εξελεξάμην, ίνα γνώτε και πιστεύσητε, και συνήτε, ότι εγώ ειμί» (κεφ. 43, 9-14).
«Τους του Άθω Πατέρας και αγγέλους εν σώματι, Ομολογητάς και Οσίους, Ιεράρχας και Μάρτυρας, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, μιμουμενοι αυτών τας αρετάς, η του Όρους πληθύς πάσα των μοναστών, κραυγάζοντες ομοφώνως∙ δόξα τω στεφανώσαντι υμάς, δόξα τω αγιάσαντι, δόξα τω εν κινδύνοις ημών προστάτας δείξαντι» (Απολυτίκιον των Αθωνιτών Αγίων από την Ασματική Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων).
Το μαρτύριο των Αγιορειτών Πατέρων της πολίχνης των Καρυών, από τους Λατινόφρονες άφησαν στην Εκκλησία στο σπουδαίο ομολογιακό κληροδότημα, το οποίο αποτελεί απάντηση και για όσους δεν πιστεύουν αυτό που Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει, ότι δηλαδή «η Εκκλησία δεν είναι μόνο μία, αλλά και μοναδική. Όντως είναι «θεία βλαστήματα», «έξοχα εγκαλωπίσματα», οι Οσιομάτυρες των Καρυών και αρωγοί σε κάθε αγώνα για την Ορθόδοξη Πίστη μας.
*Πάρθηκαν και στοιχεία από το βιβλίο «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους», Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου.
Πηγή: Ακτίνες
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΡΕΩΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ, ΟΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΩΝ ΑΖΥΜΙΤΩΝ ΞΙΦΕΙ ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΕΣ, ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΟΣΜΑΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΑΓΧΟΝΗ ΑΠΑΙΩΡΗΘΕΙΣ
Εν Πειραιεί 5-12-2012,
Η Καθολική Ορθόδοξος Εκκλησία στις 5 Δεκεμβρίου, εκτός από την μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου, εορτάζει και την μνήμη των αγίων ενδόξων οσιομαρτύρων Καρεωτών μοναχών του Αγίου Όρους, των υπό των λατινοφρόνων αζυμιτών ξίφει τελειωθέντων και του αγίου ενδόξου οσιομάρτυρος Κοσμά του Πρώτου του Αγίου Όρους, αγχόνη απαιωρηθέντος. Σύμφωνα με τον ιερό Συναξαριστή[1] : «τη αυτή ημέρα οι άγιοι οσιομάρτυρες οι εν τοις κελλίοις του Άθω κατοικούντες, οι τους Λατινόφρονας ελέγξαντες, τον βασιλέα, φημί, Μιχαήλ, και τον Πατριάρχην Βέκκον, ο μεν πρώτος απηγχονίσθη, οι δε λοιποί ξίφει ετελειώθησαν». Οι στίχοι του Συναξαρίου αναφέρουν : «Τη των οσίων πληθύι γνώμη μία, υπέρ πατρώων δογμάτων τεθνηκέναι».
Ας δώσουμε, όμως, τον λόγο στον πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη κυρό Γερβάσιο Ραπτόπουλο, να μας αφηγηθεί τα περί των οσιομαρτύρων[2].
«Κατά τέλη του 13ου αιώνος το Βατικανό στον αιματηρό πόλεμο εναντίον της Ορθοδοξίας, όταν δόθηκε η αφορμή, έβαλε στόχο και το Άγιον Όρος, το Κάστρο αυτό της Ορθοδοξίας. Όχι ο ίδιος ο Πάπας προσωπικά, βέβαια. Άλλα με το λατινόφρονα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο και τον λατινόφρονα επίσης Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον Ιωάννη Βέκκο. Φρονούντες και οι δύο ότι ο Πάπας θα ασκούσε την επιρροή του στη Δύση και θα ερχόταν στρατός στην απειλούμενη πόλη του Κωνσταντίνου, σκέφθηκαν να υπογράψουν ένωση με την λεγομένη εκκλησία του Πάπα.
Πώς όμως να πείσουν τον Ορθόδοξο λαό για την προδοσία αυτή; Με την πειθώ; Στάθηκε αδύνατον να το επιτύχουν. Έτσι χρησιμοποίησαν τη βία. Τη βία παντού. Ιδιαίτερα όμως στο «Κάστρο της Ορθοδοξίας, στον Άθωνα. Αλλά και εδώ συνάντησαν άρνηση. Αγιορείτες Πατέρες προτίμησαν τον θάνατο παρά. την προδοσία της Ορθοδοξίας και, σε τελική ανάλυση, την υποταγή της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού στον αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης. Αυτό στην Ιερά Μονή του Ζωγράφου. Αυτό στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου. Αυτό το ίδιο έγινε και στις Καρυές.
Απόσπασμα Λατίνων και λατινοφρόνων στρατιωτών, εκπροσώπων του Αυτοκράτορα, διέταξε τη σύναξη στις Καρυές των Μοναχών, πού διέμεναν στα γύρω από τις Καρυές κελλιά. Σκοπός της συνάξεως ήταν να πεισθούν οι Αγιορείτες Μοναχοί, με επικεφαλής τον Πρώτο, να συγκατατεθούν στην ένωση με την λεγομένη εκκλησία του Πάπα. Να λατινοφρονήσουν και να δεχθούν τα λατινικά δόγματα.
Στην πρόταση όμως αυτή της προδοσίας αντέδρασαν όλοι. Και ο Πρώτος και οι Μοναχοί. Με ένα λόγο και με μια απόφαση, αποκρίθηκαν ότι είναι πρόθυμοι και να μαρτυρήσουν για την ορθόδοξη πίστη, τη μόνη και αληθινή πίστη. Μάταια οι λατινόφρονες του αυτοκράτορα απειλούσαν τους Μοναχούς με κολαστήρια και με αυτόν τον θάνατο και τον Πρώτο με αγχόνη.
Με παρρησία και με την απόφαση του μαρτυρίου, ομιλούσαν κατά της ενώσεως με τον αντίχριστο Πάπα. Δεν μπορούν, έλεγαν, να συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα πράγματα. Μπορεί να συμβιβασθεί Χριστός και Βελιάρ, Χριστός και Διάβολος; «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ»[3]; Καμμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως. Από την Ανατολή προήλθε ο φωτισμός. Και από τη Δύση προήλθε το σκότος.
Ο διάλογος κρίθηκε μάταιος από μέρους των λατινοφρόνων. Οι Αγιορείτες Μοναχοί κι εδώ στις Καρυές αποδείχθηκαν αμετάπειστοι. Βράχοι ακλόνητοι. Γι’ αυτό και οι εχθροί της Ορθοδοξίας άρχισαν τα βασανιστήρια. Αλλά όσο βασανίζονταν οι Μοναχοί, τόσο και πιο πολύ, με όλη τους τη δύναμη, ομολογούσαν την ορθόδοξη πίστη. Γι’ αυτό και διατάχθηκε ό θάνατος. Θάνατος σκληρός. Η αγχόνη και η σφαγή. Η αγχόνη για τον Πρώτο του Αγίου Όρους. Η σφαγή για τους Μοναχούς. Κοκκίνισε το ιερό χώμα των Καρυών. Αλλά το αίμα αυτό ανέβηκε στον ουρανό, μπροστά στο Θεό, μαζί με τις ψυχές των οσιομαρτύρων πατέρων, σαν θυμίαμα ευωδιαστό. Ήταν η τελευταία λατρεία των Αγιορειτών Πατέρων, που την τέλεσαν στα άγια χώματα του Αγίου Όρους με το αίμα της καρδιάς τους. Αφού προσέφεραν στο Θεό τα πάντα, τελευταία προσέφεραν και το αίμα τους.
Αλλά, ας δώσουμε τον λόγο και στον λόγιο Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη, Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, για να περιγράψει με τη δική του γραφίδα τη θυσία αυτή των Αγιορειτών Προμάχων της Ορθοδοξίας[4].
«...Μεγάλος πόλεμος εγείρεται και πάλι κατά των ορθοδόξων και της Ορθοδοξίας. Πολλοί ενδίδουν, γίνονται λατινόφρονες. Οι εναπομείναντες ορθόδοξοι έχουν να παλαίσουν προς λατίνους και λατινόφρονες. Στους λατινόφρονες ανήκαν Αυτοκράτορες, Πατριάρχαι, Αρχιερείς, πολιτικοί ηγέται, με εξουσία και δύναμι κοσμική. Ανθίστανται οι πιστοί ορθόδοξοι παντού και εδώ στο Άγιον Όρος.
Έρχεται μάλιστα εποχή που οι Λατινόφρονες εκβιάζουν τους Αγιορείτας πατέρας να προσκυνήσουν τον πάπα. Οι πλείστοι όμως προτιμούν τον θάνατο πού είναι ζωή και όχι τη ζωή πού είναι θάνατος.
Τελειώνονται μαρτυρικά πολλοί Αγιορείτες στις ιερές Μονές Ιβήρων, Βατοπεδίου, Ζωγράφου. Αλλά και εδώ στις Καρυές, κατά τον ιερό Νικόδημο, «ευρίσκομεν και οσιομάρτυρας, τον Πρώτον του Αγίου Όρους, και τους κύκλω κατοικούντας εις τα κελλία, οίτινες, επειδή ήλεγξαν τους λατινόφρονας, Μιχαήλ τον Βασιλέα και Βέκκον τον Πατριάρχην, ο μεν πρώτος εκρεμάσθη, οι δε άλλοι ξίφει την κεφαλήν απετμήθησαν.»
Εδώ τελειούται μαρτυρικώς ο ομολογητής Πρώτος του Αγίου Όρους Ιερομάρτυς Κοσμάς, του οποίου το σεβάσμιο, ευωδιάζον και χαριτόβρυτο μαρτυρικό λείψανο ανεκαλύφθη, μερίμνη της Σεβαστής Ιεράς Κοινότητος, στον Νάρθηκα του πανσέπτου αυτού Ναού[5].
Εδέχθη τον μαρτυρικό θάνατο ο μακάριος από αγάπη προς τον Χριστό. Το μαρτύριο είναι ό, τι υψηλότερο έχει να προσφέρη ο άνθρωπος προς τον Θεό.
Μακάριε και Σεπτέ Πρώτε του Αγίου Όρους, Ιερομάρτυς του Χριστού Κοσμά, πρώτος στο ιερό διακόνημα του Πρώτου της Ιεράς Κοινότητος, πρώτος και στο μαρτύριο και την ομολογία το Χριστού.
Πρώτος στην έδρα του Πρωτάτου, πρώτος και στην αγχόνη και τον θάνατο και τον τάφο.
Το πολύαθλο και μαρτυρικό του σώμα ώς πολύτιμο θησαυρό έκρυψε και εφύλαξε η Ιερά αυτή γη.
Τώρα, με θεία νεύσι, ως αστήρ εωθινός ανατέλλεις πάλι στο Αγιώνυμο αυτό Όρος και στην απανταχού Εκκλησία του Θεού, για να φώτισης και οδήγησης τις ψυχές μας στην ακλινή ομολογία του Θεανθρώπου Χριστού.
Σφραγίζονται σήμερα τα στόματα όσων ηθέλησαν να αμφισβητήσουν την ομολογία των Αγιορειτών και την μαρτυρική τους τελείωσι από τους λατινόφρονες.
Χάρις στην ιδική του θυσία ημπορεί ή Ορθόδοξος Εκκλησία και το Άγιον Όρος να λέγουν προς τον σύγχρονο άνθρωπο «έρχου και ίδε»[6], τον αληθινό Χριστό, το πλήρωμα της Αληθείας Του και της Χάριτος Του, τον όλο Χριστό, την Κεφαλή και το Σώμα Του. Η φωνή σου ως φωνή υδάτων πολλών ακούγεται σήμερα.
Από τον τάφο σου ένας μυστικός ποταμός αναβλύζει, του οποίου τα ορμήματα ευφραίνουν την Πόλι του Θεου, την Αγία ανά την οικουμένην Ορθόδοξον Καθολική Εκκλησία.
Ευλογημένη η άσκησίς σου.
Ευλογημένη η ομολογία σου.
Ευλογημένος ο μαρτυρικός σου θάνατος.
Ευλογημένη η επί 700 χρόνια σπορά σου στην Αγιορείτικη γη.
Ευλογημένη και η φανέρωσίς Σου στους δύσκολους για τον κόσμο και την Εκκλησία καιρούς μας.
Το Άγιον Όρος στο πρόσωπο σου και στα πρόσωπα των άλλων αγίων Αγιορειτών οσιομαρτύρων των ελεγξάντων τους λατινόφρονες δεν συνεβιβάσθη ούτε συμβιβάζεται.
Η αγχόνη σου επιβάλλει και σε μας να ανανεώσουμε σήμερα την ομολογία την ιδική σου και των λοιπών οσιομαρτύρων, όντες διάδοχοί σας και συνεχισταί της Παραδόσεως σας.
Ομολογούμε λοιπόν, όπως έγραψαν οι Αγιορείται προς τον λατινόφρονα Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, λήγοντος του 13ου αιώνος, ότι «Πάσα η του Χριστού και Θεού ημών Ποίμνη εν σώμα εστίν, υπό μιάς κεφαλής διοικούμενον, ος εστι Χριστός Ιησούς».
Ομολογούμε επίσης ότι οι Λατίνου μη αφήσαντες «απαράτρεπτα» και «αμώμητα» τα κυριώτερα της Πίστεως, «αποκόπτονται του πανταχόθεν ίσου τε καλού ωραιομόρφου σώματος του Χριστού».
Η Μία, λοιπόν, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως, είναι η καθ’ημάς Ορθοδοξία, διότι μόνη αύτη διατηρεί αναλλοίωτη την πίστι των Αποστόλων…».
Αδελφοί,
Πάνω απ’όλα, και από αυτή τη ζωή μας, προέχει η ορθόδοξη πίστη, όπως μας την παρέδωσαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Πατέρες της Αγίας μας Εκκλησίας. Πρώτα η πίστη και ύστερα η ζωή. Ύστερα όλα τα άλλα, που μας είναι βασικά, απαραίτητα, στη ζωή μας. Ό Χριστός υπογράμμισε ιδιαίτερα τούτο. Είπε : «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης»[7]; Θα έλθει ο Κύριος και πάλι. Θα έλθει είτε με τον θάνατο για τον καθένα μας είτε κατά τη συντέλεια του κόσμου είτε με θλίψεις και συμφορές. Θα βρει στον καθένα μας τότε την πίστη την ορθόδοξη; Τη ζωντανή πίστη; Την ακλόνητη και σταθερή πίστη; Γιατί, ας μη ξεχνούμε ότι, όπως είπε ο Κύριος, «εγερθήσονται ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς»[8]
Ελληνες ορθόδοξοι χριστιανοί,
Μείνετε σταθεροί, βράχοι ακλόνητοι στην Ορθόδοξη πίστη. Την Ορθόδοξη πίστη και τα μάτια σας! Την Ορθόδοξη πίστη και την σωτηρία της ψυχής σας»!
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ. Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2003, σ. 248.
[2] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Παπισμός και πρόμαχοι Ορθοδοξίας, σσ. 281-288.
[3] Β' Κορ. 6, 15.
[4] Λόγος που εκφωνήθηκε το 1982 στον πάνσεπτο Ναό του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, από τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Αρχιμ. Γεώργιο, κατ’ εντολήν της Ιεράς Κοινότητος, με την ευκαιρία της ανακομιδής του ιερού Λειψάνου του νεοφανούς Ιερομάρτυρος Κοσμά, Πρώτου του Αγίου Όρους, που απαγχονίσθηκε από τους λατινόφρονας.
[5] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σ. 245. «Αφού ο Μιχαήλ ανεχώρησε από εκεί (τη μονή Ζωγράφου), έφθασε στην κελλιώτικη Λαύρα των Καρεών, στην οποία είναι εγκατεστημένη και η έδρα του Πρώτου του Αγίου Όρους. Ο δε πρώτος και οι συνασκηταί του εναντιώθηκαν στον βασιλέα με γενναιότητα, ελέγχοντάς τον, όπως και οι προηγούμενοι Πατέρες. Ο βασιλεύς τότε ωργίσθηκε και διέταξε να τους σφάξουν όλους με τα ξίφη και έτσι ετελειώθησαν οι άγιοι Ομολογηταί. Στην συνέχεια ο Μιχαήλ κατέκαυσε την εκκλησία τους και λεηλάτησε τα κελλιά των μοναχών». (Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Ο Άθως, σσ. 142-143). «Εις τον ναόν του Πρωτάτου σώζονται δύο κενοτάφια, και έτερον εις την μονήν του Ζωγράφου αποδιδόμενα εις τους τότε υπέρ της Ορθοδοξίας σφαγιασθέντας» (Κ. ΒΛΑΧΟΣ, Η χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω, σ. 54). Μερικοί ισχυρίζονταν ότι η ιστορία αυτή δεν ήταν αληθινή. Όμως οι Αγιορείται Πατέρες, που επί επτακόσια έτη άναβαν ακοίμητο κανδήλι στον τάφο - και όχι κενοτάφιο - του αγίου Κοσμά είχαν απόλυτο δίκαιο. Το έτος 1982 βρέθηκε με την πρωτοβουλία της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους «το σεβάσμιο, ευωδιάζον και χαριτόβρυτο μαρτυρικό λείψανο» (ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ορθοδοξία και Ουμανισμός - Ορθοδοξία και Παπισμός, σ. 52) του Ιερομάρτυρος Κοσμά (+1282), ο οποίος ήταν ο Πρώτος του Αγίου Όρους κατά την επιδρομή των Λατινοφρόνων (Ι. ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Ο άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς, σ. 14).
[6] Ιω. 1, 47.
[7] Λκ. 18, 8.
[8] Μτθ. 24, 24.
Η ζωή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού υπήρξε ζωή συνεχών αγώνων. Αγωνίστηκε εναντίον της νέας αιρέσεως των εικονομάχων γιατί έζησε κατά τον 8ον αιώνα που η εικονομαχία συγκλόνιζε τα θεμέλια της Εκκλησίας. Εναντίον της υπερηφάνειας και της υψηλοφροσύνης, γιατί ήταν κάτοχος όλης της επιστημονικής γνώσεως της εποχής του, όπως φαίνεται και από έργα του που μας άφησε.
Κατά τούς χρόνους τού ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού έν έτει ση' (290), ύπήρχεν τοπάρχης τις είς τινα πόλιν της Ανατολής όνομαζομένην Ηλιούπολιν. Ούτος δέ όνομάζετο Διόσκορος, καί ήτον άνθρωπος άρκετά πλούσιος κατώκει δέ είς τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, τό όποίον ήτο μακράν άπό τήν Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια. Είχε δέ μονογενή θυγατέρα, ή όποία ήτο πολύ ώραία, καί ώνομάζετο Βαρβάρα.
Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου διεδόθη σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, τοῦ Καρπενησίου, τοῦ Ἀσπροποτάμου καὶ τοῦ Θεσσαλικοῦ κάμπου. Πολλοὶ ναοὶ ἀνοικοδομήθηκαν πρὸς τιμήν του. Πολλὰ χωριὰ προσκαλοῦν τὴν Τιμία Κάρα του πρὸς ἁγιασμὸν τῶν κατοίκων καὶ ευφορίαν τῶν καρπῶν της γῆς. Πολλοὶ βαπτίζονται καὶ πέρνουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Γεμάτα εἶναι τὰ χωριὰ ἀπὸ Σεραφίμηδες.
Στὴν μακρινὴ Κωνσταντινούπολι (μακρινὴ γιὰ μᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς τότε), οἱ ἐκεῖ Εὐρυτάνες γιὰ προστάτη εἶχαν τὸν Ἅγιο Σεραφείμ. Πολὺ πρὶν τὴν ἐπανάστασι τοῦ ’21, εἶχαν δωρήσει στὸν Ναὸ τῶν Εἰσοδίων στὸ Πέραν μεγάλη εἰκόνα του. Στὴν μνήμη του συνηθροίζοντο ὅλοι ἐκεῖ καὶ ἔκαναν αρτοκλασία καὶ πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία. Θεωροῦσαν τὸν Ἅγιο δικό τους.
Σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριά, ὑπάρχουν παλιὲς εἰκόνες τοὺ Ἁγίου Σεραφείμ, με στολὴ ἀρχιερατική. Σὲ πολλὲς μάλιστα ζωγραφίζεται νὰ πατάει ἐπάνω σὲ μιὰ δύσμορφη γυναίκα. Εἶναι... ἡ πανούκλα.
Μεγάλο τὸ μαρτύριό του, μεγάλη καὶ ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ λαός. Ο λαὸς γνωρίζει.
(Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας, Ἱ. Μ. Τατάρνης)
Η παιδική και εφηβική ζωή του Αγίου
Τὰ Ἄγραφα δὲν ἀνέδειξαν μόνον ἀρματωλοὺς καὶ κλέφτες ἀλλὰ καὶ μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος καὶ ἁγίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν πρώτη θέση κατέχει ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σεραφείμ, Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ὁ θαυματουργὸς, μία ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἁγίες μορφὲς τῶν Ἑλλήνων νεομαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Πεζούλα τοῦ Δήμου Νεβροπόλεως, σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς λίμνης Πλαστήρα, ἕνα ἀπὸ τὰ πλησιέστερα πρὸς τὴν Καρδίτσα χωριὰ τῶν Ἀγράφων, τὸ ὁποῖο ἀπέχει 42 χιλιόμετρα ἀπὸ αὐτήν. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε, δὲν γνωρίζομε· πάντως περὶ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος.
Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Σωτήριος. Οἱ γονεῖς του, Σωφρόνιος Ἀθανασίου καὶ Μαρία, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι χριστιανοί, προσπάθησαν νὰ ἀναθρέψουν τὸν μικρὸ Σωτήριο «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. στ΄ 4). Χωρὶς νὰ γνωρίζουν πολλὰ γράμματα, ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὸ καλό τους παράδειγμα ἔκαναν τὸ παιδί τους ν’ ἀγαπήση τὸν Χριστό. Τὸν δίδαξαν νὰ μὴν ἀγαπᾶ τὰ πλούτη, νὰ μὴ ζητᾶ τὴν φθαρτὴ δόξα, οὔτε νὰ ὑποχωρῆ στὶς ταπεινὲς καὶ ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου.
Ὁ μικρὸς Σωτήριος μετὰ προσοχῆς ἄκουγε τὶς συμβουλὲς τῶν γονέων του, τοὺς σεβόταν καὶ τοὺς ἀγαποῦσε πολύ. Ἐπίσης, ἦταν ὑπάκουος καὶ στοὺς μεγαλυτέρους τοῦ χωριοῦ καὶ πρόθυμος νὰ κάνη διάφορα θελήματά τους. Ἰδιαιτέρως σεβόταν τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς.
Τὰ πρῶτα γράμματα διδάχθηκε στὸ σχολεῖο τῆς Μικρῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, κοντὰ στὸ χωριό του, καὶ ἀναδείχθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἐπιμελοῦς μαθητῆ. Διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα: τὸ Ψαλτήρι, τὴν Ὀκτώηχο καὶ τὸν Ἀπόστολο. Προπαντὸς τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Τοῦ ἄρεσε ἀκόμη νὰ ἐντρυφᾶ στοὺς βίους τῶν ἁγίων, τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμῆται τὸ παράδειγμα. Εἶχε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἡ ψυχή του εἱλκύετο πρὸς τὸν ἡσυχαστικὸ βίο.
Ἐπιθυμοῦσε ἐν ὀλίγοις ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτόν του, νὰ ἄρη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Αὐτὸς ὁ πόθος κατέκαιε τὴν καρδιά του. Τὸν πόθο του ὅμως καὶ τὸν ζῆλο ἐκεῖνον ἐνίσχυε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἢ τῆς Κρυερᾶς Πηγῆς τῶν Ἀγράφων, ὅπως τότε λεγόταν ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης, ἡ ὁποία δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν Πεζούλα. Γι’ αὐτὸ οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν μοναχῶν στὸ χωριό, οἱ συνομιλίες τοῦ Ἁγίου μαζί τους καὶ τὸ καλὸ παράδειγμά τους ἔθελγαν τὸν φλογερὸ νέο καὶ τὸν προετοίμαζαν νὰ δοξάση μίαν ἡμέρα τὸν Χριστό.
Ο Άγιος ως Μοναχός, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κορώνης και Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου
Δὲν γνωρίζομε σὲ ποιὰ ἀκριβῶς ἡλικία οἱ εὐσεβεῖς του πόθοι ὤθησαν τὸν Ἅγιο σὲ ἀναζήτηση μοναστηρίου. Νέος πάντως λαμβάνει ὁριστικὰ πλέον τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀρνηθῆ τὸν κόσμο. Ἀφήνει λοιπὸν τὸ χωριό του, ἀποχαιρετᾶ τοὺς δικούς του καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐπισκεφθῆ τὶς Ἱερὲς Μονὲς τῶν Ἀγράφων. Τέλος, φθάνει καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Κορώνης. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα ἄξιο πνευματικὸ ἐργαστήριο, ὅπου ἡ ἐργασία, τὰ γράμματα καὶ ἡ ἀρετὴ τὸν ἐντυπωσίασαν. Αὐτὰ μαγνήτισαν τὴν ψυχή του καὶ παρέμεινε πλέον ἐκεῖ, ἀφοῦ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ κατατάχθηκε στὸν χορὸ τῶν μοναχῶν. Ἀγαποῦσε τὴν ἀγρυπνία, τὴν νηστεία, τὰ δάκρυα, τὴν προσευχή, τὶς ψαλμωδίες, καθὼς καὶ τὴν μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν. Πρὸ πάντων διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὴν τέλεια ὑπακοὴ στὸν Ἡγούμενο. Ὅταν ἄκουγε τὸ σήμαντρο, ὅπως τὸ ἐλάφι ἔτρεχε στὸν Ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ καὶ νὰ ψάλη, καὶ δὲν ἔβγαινε ἀπὸ ἐκεῖ, πρὶν τελειώση ἡ ἀκολουθία. Ἔτσι, κατόρθωσε νὰ κερδήση τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀρετὴ.
Γι’ αὐτὸ, μὲ κοινὴ ψῆφο καὶ ἀπόφαση, χειροτονήθηκε Διάκονος, κατόπιν Ἱερέας, καὶ ἀργότερα ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας του ἡ Ἱερὰ Μονὴ γνώρισε ἡμέρες λαμπρές. Οἱ προσκυνητές, μὲ τὰ τόσα δεινοπαθήματα τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, ἔβρισκαν ἐκεῖ ἀσφαλὲς λιμάνι καὶ ἔρχονταν γιὰ νὰ πάρουν δύναμη, θάρρος, καὶ παρηγοριά. Ἀλλὰ καὶ τὰ σκλαβόπουλα στὸν νάρθηκα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πολλὲς φορὲς ἄκουγαν τὰ λόγια του Ἁγίου, ἐνθαρρυντικὰ σὰν αὐτὰ τοῦ ποιητῆ:
«….Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη·
ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρη». (Ἰ. Πολέμης)
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ὡς Ἡγουμένου ξεπέρασε τὰ στενὰ ὅρια τῆς Κρυερᾶς Πηγῆς τῶν Ἀγράφων. Γι’ αὐτὸ, ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ἀπεβίωσε ὁ Ἐπίσκοπος Καπούας - Φαναρίου Λαυρέντιος, κατόπιν πολλῆς σκέψεως ἐκλέχτηκε παμψηφεὶ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου ὁ ἀξιάγαστος Σεραφεὶμ καὶ ὡς λύχνος φωτεινὸς τέθηκε ἐπὶ τὴν λυχνίαν, γιὰ νὰ φωτίση ὅλους τοὺς ὑπ’ αὐτὸν πιστούς.
Δὲν ποίμανε ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸ ποίμνιό του· ἀναδείχθηκε ὅμως πράγματι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ε΄11). Ἡ πίστη πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ἀφοσίωση πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου κίνησαν τὸν ζῆλο καὶ τὸν φθόνο τῶν Τούρκων. Ἔτσι, κατὰ τὸ Γραφικό «ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον ἀφ’ ἡμῶν, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστὶν» (Σοφία Σολομ. β΄12), ζητοῦσαν ἀφορμὴ νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο.
Ἡ ἀφορμὴ βρέθηκε μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ ἐπισκόπου Λαρίσης (Τρίκκης) Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου. Αὐτός, βλέποντας τὶς πιέσεις καὶ τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα κάθε μέρα ὑφίσταντο οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ συγκρίνοντας τὴν ζωή τους πρὸς τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Εὐρώπης, ἐξήγειρε σὲ ἐπανάσταση, τὸ φθινόπωρο τοῦ 1601, τοὺς Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας, ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τὰ Τρίκαλα. Ἡ ἐπανάσταση ἐκείνη ἀπέτυχε, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων δεινῶν ἐπέφερε καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου.
Το Μαρτύριο του Αγίου
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου διήρκεσε δύο ἡμέρες, τὴν 3ην καὶ τὴν 4ην Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1601.
Τὸν καιρὸ ποὺ ξέσπασε ἡ ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου Σεραφεὶμ ἀπουσίαζε σὲ περιοδεία στὰ χωριὰ τῶν Ἀγράφων κηρύττοντας τὸν Σταυρωμένο Ἰησοῦ, ἐνισχύοντας καὶ νουθετώντας τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του.
Στὶς 3 Δεκεμβρίου ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὸ Φανάρι, φέροντας κατὰ τὴν συνήθεια διάφορα δῶρα (πεσκέσια) πρὸς τὶς Τουρκικὲς Ἀρχὲς. Ὅμως οἱ ἀσεβεῖς Τοῦρκοι ἀγάδες, μόλις τὸν εἶδαν, ἄρχισαν νὰ λένε: «Κι αὐτὸς μὲ τὸν Διονύσιο ἦταν· καὶ τώρα πῶς τόλμησε καὶ ἦρθε μπροστά μας;» Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, τελείως ἀθῶος, μόλις τοὺς ἄκουσε, ρώτησε «Περὶ τίνος λέγετε ταῦτα;», καὶ ἐκεῖνοι μὲ θυμὸ ἀπήντησαν: «Γιὰ σένα, ἀποστάτη καὶ προδότη...τώρα θὰ λάβης καὶ σὺ ἐκεῖνο πού σοῦ ἀξίζει, ἐκτὸς κι ἄν ἀλλάξης τὴν πίστη σου καὶ γίνης Τοῦρκος· τότε θὰ σὲ συγχωρήσουμε καὶ θὰ σὲ τιμήσουμε κιόλας».
Ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὴν ψυχὴ διακατεῖχε ὁ πόθος πρὸς τὸ μαρτύριο, δὲν δείλιασε, οὔτε δελεάσθηκε ἀπὸ τὶς ἐπίγειες τιμές. «Κατ’ οὐδένα τρόπον θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου· τὴν ἰδικήν σας τιμὴν οὔτε νὰ ἀκούσω θέλω», εἶπε, καὶ μὲ θάρρος ἀρνήθηκε ὅτι συμμετεῖχε εἰς τὸ κίνημα τοῦ Διονυσίου. Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι, ὅρμησαν κατὰ τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ βία οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἀπάνθρωποι ὁδήγησαν τὸν ἀθῶο Ἱεράρχη στὸν τότε Διοικητὴ τοῦ Φαναρίου Χαμουζάμπεη, φωνάζοντας καὶ συκοφαντώντας τὸν δίκαιο καὶ λέγοντας: «Κι’ αὐτὸς ἐπαναστάτης εἶναι καὶ συνεργαζόταν μὲ τὸν καταραμένο Διονύσιο· ἐχθρὸς καὶ φοβερὸς ἀντίπαλός μας. Θάνατος στὸν προδότη». Ὁ Τοῦρκος Διοικητής, ὅταν ἄκουσε αὐτά, κάλεσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείση ν’ ἀρνηθῆ τὴν πίστη του, ὑποσχόμενος συγχρόνως πολλὲς τιμές: «Σεραφείμ, ἐσὺ εἶσαι ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἀπορῶ πῶς τὸ ἔπαθες καὶ συμφώνησες μὲ τὸν ἀνόητο ἐκεῖνο Διονύσιο καὶ δὲν σκέφθηκες πὼς τὸ κίνημά σας, ὄχι μόνον ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐπικρατήση, ἀλλὰ θὰ στοίχιζε καὶ τὸ κεφάλι σας. Νά, πιάστηκες καὶ κινδυνεύεις νὰ τιμωρηθῆς παραδειγματικὰ μὲ φρικτὸ θάνατο. Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω, νὰ γίνης Τοῦρκος, ἄν θέλης νὰ σοῦ χαρίσουμε τὸ κεφάλι· ἀκόμα καὶ μεγάλη θέση σοῦ δίνουμε καὶ πλούτη καὶ δόξα σοῦ ἐξασφαλίζουμε».
Ὁ Δεσπότης παρακολουθεῖ μετὰ προσοχῆς τὰ λόγια τοῦ Διοικητῆ, ἐνῶ παραλλήλως διατηρεῖ ζωηρὰ στὸν νοῦ του τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεον: «Τὴν καλὴν παρακαταθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β΄ Τιμ. α΄14). Δὲν δειλιάζει λοιπὸν οὔτε πτοεῖται ἐνώπιον τοῦ Χαμουζάμπεη, ἀλλ’ ἀπαντᾶ σύντομα καὶ σταθερά: «Ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν θ’ ἀποχωρισθῶ ποτέ. Ἀντιθέτως, μετὰ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης θὰ δεχθῶ τὸν θάνατον χίλιες φορὲς γιὰ τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον. Δι’ αὐτὸ σφάξε, κόψε, κάμε ὅ,τι σοῦ λέγει ὁ νόμος». Δὲν προφθάνει ὁ γλυκὺς τὴν ὄψη νὰ τελειώση τοὺς λόγους καὶ ὁ αἱμοβόρος καὶ ἄδικος ἐκεῖνος κριτὴς προστάζει νὰ τὸν δείρουν καὶ νὰ τοῦ κόψουν κομμάτια τὴν μύτη.
Καὶ τὰ δύο αὐτὰ μαρτύρια ὑπομένει ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὄχι ἁπλῶς ἀγογγύστως ἀλλὰ εὐχαριστώντας καὶ εὐλογώντας τὸν Θεό. Ἡ μαύρη ψυχὴ τοῦ Τούρκου Διοικητῆ δὲν ἱκανοποιεῖται. Ἐκδίδει λοιπὸν νέα διαταγή: «Ρίξτε τον στὸ μπουντρούμι, μωρὲ, κι ἀφῆστε τον ἐκεῖ χωρὶς ψωμί, χωρὶς νερό, ἴσως καὶ ἀλλάξει γνώμη». Μάταια ὅμως ὁ Χαμουζάμπεης ἐλπίζει. Αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνη, διότι οἱ Ἕλληνες Ἱεράρχες γνωρίζουν γιατί πεθαίνουν. Ὅλη τὴν νύκτα ἐκείνη τῆς 3ης Δεκεμβρίου ὁ Ἅγιος προσεύχεται, ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύση στὸ μαρτύριο· καὶ γονυπετής ἔλεγε: «Μεσίτευσον, Δέσποινα, πρὸς τὸν Υἱόν Σου».
Τὴν ἄλλην ἡμέρα, 4η Δεκεμβρίου, ὁ Χαμουζάμπεης, ἀφοῦ κάθισε καὶ πάλιν ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ θρόνου, κάλεσε τὸν Σεραφεὶμ ἐκ νέου, γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύση, ὡς φίλος του δῆθεν τώρα: «Ἐ, Σεραφείμ, πιστεύω νὰ σωφρονίσθηκες μὲς τὴν φυλακή. Ἔλα, λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ πίστεψε στὸν Μεγάλο Προφήτη». Ὁ Ἅγιος μὲ φαιδρὸ πρόσωπο ἀρνεῖται νὰ ὑπακούση στὶς ἀσεβεῖς συμβουλὲς τοῦ Χαμουζάμπεη καὶ νὰ πιστέψη στὸν ψευδοπροφήτη καὶ ἀσεβῆ Μωάμεθ. Πρὶν καλὰ τελειώση τοὺς λόγους του ὁ Σεραφείμ, προστάζει ὁ Διοικητὴς νὰ τὸν δείρουν γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἀλλὰ τώρα σφοδρότερα, καὶ ἐπὶ πλέον προσθέτει: «Τανύστε του τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ βάλτε στὴν κοιλιὰ του μία μεγάλη πέτρα· χωρὶς καμία λύπη κατακόψτε καὶ ξεσχίστε τὶς σάρκες του». Ὁ Ἅγιος ὑφίσταται ἀγογγύστως ὅλα τὰ ἀνωτέρω μαρτύρια καὶ, ὅπως ἦταν φυσικό, κατόπιν τῆς φοβερῆς αἱμορραγίας, διψᾶ˙ ἀλλά, καθ’ ὅν τρόπο δίψασε ὁ Κύριος καὶ «ἔδωκαν εἰς τὴν δίψαν αὐτοῦ χολὴν καὶ ὄξος», τοιουτοτρόπως καὶ τώρα ποτίζουν τὸν βαρέως αἱμορραγοῦντα Ἀρχιεπίσκοπο λασπῶδες νερὸ μετὰ χολῆς ἀναμεμειγμένο. Τοῦτο ὁ Ἱερομάρτυρας Σεραφεὶμ τὸ δέχθηκε μὲ μεγάλη χαρά, διότι τοῦ ὑπενθύμιζε τὸ ὄξος καὶ τὴν χολὴ τῶν σταυρωτῶν τοῦ Κυρίου, τὸν Ὁποῖον ἀξιώθηκε νὰ μιμηθῆ. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ ἐκείνη ἐξόργισε ἀκόμη περισσότερο τὸν Διοικητή, ὁ ὁποῖος γιὰ μία στιγμὴ αἰσθάνεται «τὸ αἷμα του νὰ ἀνεβαίνη στὸ κεφάλι», ὅπως συνήθως λέμε, καὶ δίνει τὴν τελευταία του ἐγκληματικὴ διαταγή: «Σουβλίστε τον».
Δέσμιος πλέον, ὡς «πρόβατον ἐπὶ σφαγήν» ὁδηγεῖται ὁ ἀθῶος Ἱεράρχης στὴν τότε ἀγορὰ τοῦ Φαναρίου καὶ κοντὰ σ’ ἕνα κυπαρίσσι, ὅπου σήμερα βρίσκεται μεγαλοπρεπὴς Ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, ὑφίσταται τὸν ὑπεράνω πάσης περιγραφῆς μαρτυρικὸ θάνατο.
Καθὼς ὁ πρᾶος Σεραφεὶμ προχωροῦσε πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, μία Ἀράπισσα, «μελανωτέρα εἰς τὴν ψυχὴν παρὰ εἰς τὸ σῶμα», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ συγγραφέας τοῦ Μαρτυρολογίου, στηριζόταν σ’ ἕναν τοῖχο πάνω ἀπὸ τὴν βρύση «Λουτρόν». Μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζη μὲ αἰσχρὲς καὶ ἀτιμωτικές φράσεις. Ὁ Ἱερομάρτυρας ὅμως, μιμούμενος καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ ὁποῖος προσευχόταν ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του λέγοντας «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ 34), δὲν εἶπε τίποτα κατὰ τῆς ἀσεβοῦς καὶ ἄπιστης ἐκείνης γυναίκας· ἁπλῶς ἔρριξε ἐπάνω της μόνο ἕνα βλέμμα οἴκτου. Καὶ -ὤ τοῦ θαύματος!- ἐστράφη ἀμέσως τὸ κεφάλι της πρὸς τὰ πίσω, ἔμεινε δὲ στὴν κατάσταση αὐτὴ ἐπὶ δέκα πέντε ὁλόκληρα χρόνια.
Λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας χωρίζουν τὸν Ἱερομάρτυρα ἀπὸ τὸ φρικτὸ τοῦ σουβλισμοῦ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ προσεύχεται θερμότερα. Ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, σουβλίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄσπλαχνους καὶ σκληροὺς Τούρκους, παρέδωσε δὲ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του ἔλαβε ὄψη μεγαλειώδη.
Ὁ Τοῦρκος Διοικητὴς, θέλοντας καὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου νὰ τρομοκρατήση τοὺς χριστιανοὺς, διέταξε νὰ μείνη ἐκτεθειμένο πολλὲς ἡμέρες. Ἀλλά, «ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Τὸ σῶμα δὲν ἔπαθε ὅ,τι συνήθως παθαίνουν τὰ νεκρὰ σώματα, δηλαδὴ οὔτε διογκώθηκε, οὔτε δυσοσμία ἐξέπεμπε, ἀλλὰ ἀντιθέτως διατήρησε τὴν φυσική του κατάσταση καὶ εὐωδίαζε, προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ ὅλων ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ· οἱ δὲ Χριστιανοὶ χαίρονταν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό. Ἕνα μόνον τοὺς λυποῦσε: ὅτι δὲν ἐπέτρεπαν σ’ αὐτοὺς νὰ λάβουν τὸ πολυβασανισμένο ἐκεῖνο σῶμα καὶ νὰ τὸ θάψουν, διότι ὁ Χαμουζάμπεης τοποθέτησε σκοποὺς γιὰ νὰ τὸ φυλάγουν ἡμέρα καὶ νύκτα.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὅμως κόπηκε ἡ μακαρία κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου κατὰ διαταγὴ τοῦ Διοικητῆ καὶ στάλθηκε στὰ Τρίκαλα μαζὶ μὲ τὶς κεφαλὲς δυὸ ἄλλων ἐπαναστατῶν. Ἐκεῖ, στὸ μέσον της πλατείας τῆς πόλεως, στήθηκαν τὰ κεφάλια σὲ κοντάρια μὲ τὸ μέτωπο δυτικά. Ἀλλὰ, ἐνῶ τὰ κεφάλια τῶν ἄλλων ἔμειναν ἀκίνητα, τὸ κεφάλι τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ βρέθηκε τὸ πρωὶ στραμμένο πρὸς τὴν Ἀνατολή· τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε ἐπὶ ἡμέρες.
Κατὰ θεία οἰκονομία τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες βρέθηκε στὰ Τρίκαλα ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δουσίκου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ θαῦμα, ἀποφάσισε νὰ βρῆ τρόπο καὶ νὰ πάρη στὸ Μοναστήρι του τὴν εὐλογημένη ἐκείνη κεφαλή, γιὰ νὰ τὴν ἔχη ὡς θησαυρὸ πολύτιμο.
Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου δὲν βρέθηκε, διότι ρίχθηκε κάπου κάτω ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Φρούριο τοῦ Φαναρίου, ὅπως διασώζει ἡ παράδοση τῶν Φαναριωτῶν.
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια μερικὰ ἁγνὰ Φαναριωτόπουλα ἔβλεπαν ἐπὶ συνεχῆ ἔτη κατὰ τὴν νύκτα τῆς 3ης πρὸς τὴν 4ην Δεκεμβρίου, τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, φωτεινὴ στήλη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ φθάνη στὴν γῆ, βόρεια τοῦ φρουρίου κοντὰ στὸ τζαμί. Ἀλλά, ὅταν πήγαιναν ἐκεῖ, τὸ φῶς ἔσβηνε. Γι’ αὐτὸ, πρὶν μποῦν τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ, ἔγιναν ἀνασκαφὲς στὸν χῶρο ἐκεῖνο, μήπως βροῦν τὸ μαρτυρικό τοῦ Ἁγίου σῶμα. Δυστυχῶς δὲν βρέθηκε, ὅπως δὲν βρέθηκαν καὶ τόσων ἄλλων μαρτύρων τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν σώθηκε τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Σεραφεὶμ, ἔπρεπε τοὐλάχιστον νὰ σωθῆ ἡ Ἁγία του Κάρα.
Καὶ νὰ, ὁ καλὸς Θεὸς παρουσίασε στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Δουσίκου ἕναν Ἀλβανὸ χριστιανό, στὸν ὁποῖο ὑποσχέθηκε 50 γρόσια, γιὰ νὰ πάρη τὴν θαυματουργὸ κάρα τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, παραφύλαξε τὴν νύκτα καὶ περίπου τὰ ξημερώματα, ὅταν εἶδε τοὺς φύλακες νὰ παραδίδωνται στὸν ὕπνο, πῆγε καὶ ἅρπαξε τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ, ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν βιάσθηκε καὶ ἀφ’ ἑτέρου φοβήθηκε, ἄφησε τὸ κοντάρι καὶ ἔπεσε. Ὁ θόρυβος ξύπνησε τοὺς φύλακες, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀντιλήφθηκαν τὸ γεγονός, ἔτρεξαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἀλβανὸ χριστιανό.
Ἐκεῖνος τότε, κινούμενος ἀπὸ ζῆλο καὶ ἀποβλέποντας στὰ χρήματα, κράτησε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τὴν ἁγία κάρα καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη, ἐνῶ πίσω του ἔτρεχαν ἐξοργισμένοι οἱ φύλακες. Ὅταν ἔφθασε στὴ γέφυρα τοῦ Πηνειοῦ, στὸν Καραβόπορο, βλέποντας τοὺς Γενίτσαρους νὰ πλησιάζουν, ἔρριξε τὴν κάρα στὸ ποτάμι γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ἀνάγκασε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιστρέψουν ἄπρακτοι.
Ανέυρεση και ανακομιδή της κάρας του αγίου Σεραφείμ
Κάτω ἀπὸ τὴν γέφυρα στὸν Καραβόπορο, δύο ψαράδες ἔχουν τοποθετήσει ἀπὸ τὴν μία ὡς τὴν ἄλλην ὄχθη δίχτυα (βρόχια) γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια. Τὸ βράδυ ὁ ἕνας ἔφυγε γιὰ τὰ Τρίκαλα καὶ ἔμεινε ὁ ἄλλος γιὰ νὰ φυλάξη τὰ δίχτυα. Ἀλλὰ -παρόδοξο θέαμα καὶ ἄκουσμα!- ἐνῶ καθόταν ἄγρυπνος, ξαφνικὰ εἶδε φωτεινὴ στήλη νὰ ὑψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ συγχρόνως ἄκουσε θαυμαστὲς ψαλμωδίες. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, προξένησε σὲ αὐτὸν πολὺ φόβο καὶ ἔμεινε ἄυπνος ὅλη τὴν νύκτα στὴν κουφάλα ἑνὸς δένδρου. Μόλις ἀντίκρισε τὸ φῶς τῆς νέας ἡμέρας, ἔτρεξε στὴν πόλη καὶ ἔντρομος τὸ διηγήθηκε στὸν σύντροφό του. Τὴν δεύτερη νύκτα παραφύλαξαν καὶ οἱ δύο μαζί. Τὰ μάτια τους ἦταν στραμμένα στὰ δίχτυα καὶ μὲ ἀγωνία ἀνέμεναν νὰ δοῦν ἐὰν καὶ αὐτὴ τὴν νύκτα θὰ ἐπαναλαμβανόταν τὸ ἴδιο· καὶ ἐπαναλήφθηκε! Δέος τότε καὶ ρίγη συγκινήσεως τοὺς κατέλαβαν. Τώρα μὲ πρωφανῆ λαχτάρα περιμένουν τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ἡμέρας, ἡ ὁποία θὰ διαλεύκανε τὸ μυστήριο. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε νὰ ροδίζη ἡ ἀνατολή, μὲ πολὺ φόβο πλησιάζουν στὸ μέρος ἐκεῖνο. Ξαφνικὰ ὁ φόβος φεύγει καὶ τὸν διαδέχεται ἡ χαρά, διότι βρίσκουν τὴν τιμία κάρα μπλεγμένη στὰ δίχτυα. Μὲ εὐλάβεια τὴν ἀποσποῦν ἀπὸ τὰ δίχτυα καὶ τὴν πηγαίνουν στὸ Μοναστήρι τοῦ Δουσίκου, ἐνῶ εὐτυχὴς ὁ Ἡγούμενος σκιρτᾶ ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐχαρίστως τοὺς δίνει τὰ 50 γρόσια.
Πέρασαν ἀπὸ τότε περίπου ἕξι μῆνες. Ἔγινε γνωστὴ ἡ εὕρεση τῆς τιμίας κάρας καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης. Οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔστειλαν ἀμέσως τὸν Ἡγούμενο μὲ τὸν προεστὸ τοῦ Νεοχωρίου Παναγιώτη Κουσκουλᾶ, γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Δουσίκου τὴν Ἁγίαν Κάρα τοῦ κοινοβιάτου καὶ ἄλλοτε Ἡγουμένου αὐτῶν Ἁγίου Σεραφείμ.
Ὅταν ἔφθασασν στὰ Τρίκαλα, κατὰ θεία πάλι οἰκονομία βρῆκαν τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης Θεωνᾶ, τὸν ὁποῖον παρακάλεσαν νὰ μεσολαβήση. Αὐτὸς εὐχαρίστως μεσολάβησε νὰ λάβη ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Δουσίκου τὴν τιμίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ κεφαλή, ἀφοῦ καταβάλη τὰ 50 γρόσια, ὅσα εἶχε ξοδέψει γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση. Ἔτσι καὶ ἔγινε· ἔλαβαν τὴν ἁγία κεφαλὴ μὲ μεγάλη χαρά, καὶ τὴν πῆγαν στὴν Μονὴ Κορώνης, ὅπου τὴν τοποθέτησαν σὲ κατάλληλο κιβώτιο.
Ὅσοι μὲ πίστη προσέρχονται καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε εἴδους νόσημα. Προπαντὸς ὁ Ἅγιος θεραπεύει καὶ πατάσσει τὴν ὀλέθρια πανώλη, ὅπως γράφει μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου:
«Ὁ Σεραφεὶμ πατάσσει ἐμέ, πανώλην
τὴν βροτολοιγόν,φεῦ μοὶ φεῦ, πῶς ὁρῶμαι,
ὑπτία, γυμνή, δυσειδής, κτεινομένη.»
Θαύματα του Αγίου
Παρατίθενται τρία θαυμαστὰ γεγονότα και τρεῖς προσωπικὲς μαρτυρίες, ποὺ καταδεικνύουν τὴν θαυματουργία τοῦ Ἁγίου.
1. Περὶ τὸ ἔτος 1920, στὸ χωριὸ Μιζδάνι, Ἀγναντερό ὅπως λέγεται σήμερα, ἔπεσε θανατηφόρος ἀσθένεια σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ ζῶα. Σχεδὸν καθημερινὰ πέθαινε καὶ κάποιος. Μία μέρα πέθαναν πάρα πολλοὶ καὶ οἱ κάτοικοι ἀνησύχησαν. Εἶπαν ὅτι κάτι πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ σταματήση τὸ θανατικό. Ἔτσι, σκέφθηκαν νὰ ἔρθουν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ, γιὰ νὰ κάνη αὐτὸς τὸ θαῦμα του.
Πράγματι, τὴν Πέμπτη τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μία ὁμάδα ἀνθρώπων φεύγει ἀπὸ τὸ χωριὸ πεζή, μὲ προορισμὸ τὴν Μονὴ τῆς Κορώνης. Ἔφτασαν στὸ μοναστήρι τὸ ἀπόγευμα, κοιμήθηκαν ἐκεῖ, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ σηκώθηκαν, ἔκαναν τὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, πῆραν τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό τους. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ εἶχαν συγκεντρωθῆ καὶ περίμεναν ὅλοι στὴν εἴσοδο αὐτοῦ. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες πεζοπορίας ἔφτασαν στὸ χωριὸ, ὅπου ὅλοι γονυπετεῖς καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὑποδέχτηκαν τὸν Ἅγιο Σεραφείμ καί σχηματίσθηκε πομπὴ πρὸς τὸ χωριό. Φτάνοντας στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ, γονάτισαν ὅλοι καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔκαναν δέηση ὑπὲρ ὑγείας καὶ ταχείας ἀναρρώσεως. Καὶ πράγματι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ ἀσθενεῖς ἄρχισαν νὰ γίνωνται καλὰ καὶ νὰ σηκώνωνται ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα νὰ σηκώνωνται καὶ αὐτὰ. Τότε ἔκαναν εὐχαριστήρια δέηση πρὸς τὸν Ἅγιο γιὰ τὸ πολύτιμο ἀγαθὸ τῆς ὑγείας ποὺ τοὺς χάρισε καὶ τὴν ἔφεραν στὸ μοναστήρι.
Εἰς ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος πολλοὶ κάτοικοι, καὶ μάλιστα νέοι, ἔρχονται κάθε χρόνο μέχρι καὶ σήμερα τὴν ἴδια ἡμέρα γιὰ νὰ πάρουν τὴν Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ νὰ τὴν μεταφέρουν πεζοὶ στὸ χωριό τους, ὅπου γίνεται δεκτὴ μὲ τιμές. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς της ἐκεῖ περιφέρεται σὲ ὅλα τὰ σπίτια πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν. Ἐπιστρέφει δὲ καὶ πάλι στὴν Μονή τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων.
2. Περὶ τὸ ἔτος 1927 στὴν Καρδίτσα ὑπῆρξε μεγάλη ξηρασία. Γιὰ πάρα πολλοὺς μῆνες, ἀκόμη καὶ τὸ χειμώνα, δὲν ἔβρεχε. Τὰ σπαρτὰ τους ἄρχισαν νὰ ξεραίνωνται. Τὰ ζῶα ἄρχισαν νὰ πεθαίνουν. Οἱ κάτοικοι βρέθηκαν σὲ ἀπόγνωση.
Πῆγαν στὸν Μητροπολίτη, κυρὸ Ἰεζεκιὴλ, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ κάνη κάτι. Τότε ὁ Μητροπολίτης τοὺς εἶπε ὅτι θὰ πάρουν τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ θὰ κάνουν λιτανεία. Ὁ Μητροπολίτης παρήγγειλε στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Κορώνης, Ἀρχιμ. Ἰάκωβο Κουτρούμπα, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, νὰ μεταφέρη τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Καρδίτσας, ὅπου θὰ γινόταν Θεία Λειτουργία καὶ στὴν συνέχεια λιτανεία καὶ δέηση γιὰ τὴν ἀνομβρία.
Πράγματι, ὁ Ἡγούμενος ἔφερε τὴν Ἁγία Κάρα, τελέσθηκε Θεία Λειτουργία καὶ στὴν συνέχεια λιτανεία. Στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως ἄρχισε νὰ γίνεται δέηση. Καὶ ὤ τοῦ θαύματος! Ἐκεῖ ποὺ ὁ οὐρανὸς ἦταν καταγάλανος καὶ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἄρχισαν νὰ μαζεύωνται σύννεφα, ἔκλεισε ὁ οὐρανὸς καὶ ἄρχισε νὰ βρέχη καταρρακτωδῶς. Εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήματός τους καὶ ἐπέστρεψαν πίσω στὸν Ναό. Τόση ἦταν ἡ βροχή, ποὺ ὁ Μητροπολίτης βράχηκε, κρύωσε καὶ ἐπὶ ἕνα μῆνα ἦταν ἄρρωστος.
Εἰς ἀνάμνηση λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος καὶ μὲ ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Ἰεζεκιήλ, καθιερώθηκε μὲ προεδρικὸ διάταγμα ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.
3. Ὁ Κων/νος Ματίκας στὸ ἔργο του «Ἱστορικὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ Γούρα» γράφει:
Τὸ ἔτος 1815 ἐνέσκηψε στὸ χαρούμενο καὶ ζωντανὸ ὡς τότε χωριὸ ἐπιδημία πανώλης, τὴν ὁποία μετέφεραν, ὅπως ἰσχυρίζονταν τότε, τὰ καραβάνια ποὺ μετέφεραν μαλλιὰ ἀπὸ τὴ Μακεδονία (Νάουσα, Βέροια). Ἡ ἐπιδημία ἔκανε μεγάλη ζημιά, σκόρπισε τὸ θανατικὸ σὲ ὁλόκληρες οἰκογένειες. Κάποιος παπὰς ἔγραψε τὸ χρονικὸ αὐτὸ στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου, Ὡρολοόγιον νομίζω, ποὺ ἦταν στὸν Ἅγιο Δημήτριο, τὸ εἶδα καὶ ἐγὼ καὶ ὁ ἀείμνηστος ἱερέας Εὐστάθιος Λύτρας, ποὺ ἀνέλαβε νὰ τὸ φυλάξη.
Ἔγραφε λοιπὸν τὸ χρονικό: «Τὸ 1815 ἦλθε μεγάλο θανατικό, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς θάψουν ὅλους καὶ μικρὰ παιδιὰ ἔμειναν κοντὰ στὶς νεκρὲς μητέρες τους… πολλάκις γιὰ νὰ μὴν προσβληθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ συγγεννεῖς ἀπὸ τὴν ἐπιδημία, ὅταν ὁ θάνατος ἦταν οἰκογενειακός, τοὺς ἔκλειναν μέσα στὰ σπίτια τους καὶ οἱ ἱερεῖς διάβαζαν τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἀπ΄ ἔξω… (Ὅταν ὁ Ἀργύρης Ζαχαρῆς τὸ ἔτος 1950 – 51, ἔκανε τὸ σπίτι του στὴ θέση Λαγούτση, μάζευε τὴν πέτρα ἀπὸ τὰ θεμέλια παλαιοτέρων σπιτιῶν. Σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια αὐτὰ βρῆκε πολλὰ ἀνθρώπινα ὀστᾶ καὶ κρανία, ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ κλείστηκαν καὶ πέθαναν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τους). Τὴν ἑπόμενη μᾶλλον χρονιά, ἔφεραν ἀπὸ τὴ Μονὴ Κορώνης Καρδίτσης τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἔκαναν λιτανεία καὶ σταμάτησε τὸ θανατικό.»
Ἡ προφορικὴ παράδοση συμπληρώνει: «Τὴν ὥρα ποὺ γινόταν ἡ λιτανεία, κάποιοι γέροντες ἀντιλήφθηκαν, σὰν σκιά, μία γριὰ νὰ φεύγη ΄΄σκούζοντας΄΄ πρὸς τὴν Ἀνάβρα καὶ ἕνας παπὰς πίσω νὰ τὴν κυνηγάη μὲ τὸ μπαστοῦνι του. Ἧταν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὴν κυνηγοῦσε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ.» Οἱ Γουργιῶτες κράτησαν μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀργότερα, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο, μετέφεραν τὴ γιορτή του ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του, 4 Δεκεμβδρίου, στὶς 29 Μαΐου, ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ λιτανεία καὶ τὸ θαῦμα. Ἔκτοτε οἱ Γουργιῶτες, ὅπου καὶ νὰ βρίσκωνται, τιμοῦν τὴν ἡμέρα αὐτή. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς Γουργιῶτες μετοίκησαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Λαμία, καὶ συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸ Κάστρο, ἔκτισαν ἐκεῖ μία μικρὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ γιορτάζουν κανονικὰ μέχρι καὶ σήμερα στὶς 29 Μαΐου, τὴν ἡμέρα τοῦ θαύματος. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ἀνάβρα (Γούρα) τῆς Ὄρθρυος» τοῦ ἱεροδιδασκάλου Ἀθανασίου Γ. Μηλιώνη σελ. 227).
4. «Θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα γεγονός, ποὺ γιὰ μένα προσωπικὰ καὶ τὴν οἰκογένειά μου ἀποτελεῖ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὸ σπίτι μας καὶ στὴ ζωή μας.
Ὀνομάζομαι Θωμᾶς Μπαλτὰς τοῦ Ἀποστόλου. Ἡ οἰκογένειά μου ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δυό γονεῖς καὶ ἑπτὰ παιδιά. Ἡ ζωή μας δύσκολη καὶ ἡ ἐνασχόλησή μας μὲ τὰ χωράφια σκληρή.
Ἐγὼ ὡς ἀγόρι ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ στηρίζω τὴν οἰκογένεια καὶ νὰ ἀναλαμβάνω ὅλες τὶς εὐθύνες τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν, ἀφοῦ ὁ πατέρας μας ἦταν φιλάσθενος.
Γύρω στὸ 1933, ὁ πατέρας ἀρρώστησε σοβαρὰ καὶ γιὰ μῆνες. Ὅταν βρέθηκα στὸ παζάρι τοῦ Μουζακίου προκειμένου νὰ πουλήσω τὰ ἀγροτικὰ προϊόντα, κατὰ τὴν ἐπιστροφή μου στὸ χωριό μου, τὸ Φανάρι Καρδίτσας, συνάντησα ἕνα μοναχὸ ἀπὸ τὴ Μονὴ Κορώνης. Ἐκεῖνος μετέφερε τὴν Ἁγία Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἔμενε στὸ χωριὸ σὲ κάποιο σπίτι καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δείξω τὸ σπίτι.
Τότε σκέφτηκα τὸν ἄρρωστο πατέρα μου καὶ τοῦ πρότεινα νὰ μείνη στὸ σπίτι μας. Τοῦ εἶπα ὅτι, ἂν καὶ τὸ σπίτι μας ἦταν μικρό, δυὸ δωματίων, θὰ τὸν δεχόμασταν μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη ἡ μητέρα, ἐγὼ καὶ τὰ ἀδέλφια μου. Πίστευα βαθιὰ μέσα μου ὅτι ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ θὰ ἔκανε τὸ θαῦμα του καὶ θὰ ἔσωζε τὸν πατέρα μου.
Ὁ μοναχὸς δέχτηκε. Πήγαμε στὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ δυσκολία ἀπὸ τὴν μακρόχρονη ἀσθένεια προσκύνησε τὴν Ἁγία Κάρα. Ὁ μοναχὸς διάβασε μία εὐχὴ καὶ ὅλοι μαζὶ προσευχηθήκαμε καὶ παρακαλέσαμε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ πατέρα μας.
Πράγματι, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ πατέρας μου ξύπνησε τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἀπύρετος, δεῖγμα ὅτι ἄρχισε νὰ καλυτερεύη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔμεινε στὴν μνήμη μου, ἂν καὶ ἤμουν μικρὸ παιδί.
Τώρα μένω στὸν Βόλο καὶ συχνὰ ἀναφέρω αὐτὸ τὸ συμβὰν στὸν περίγυρό μου, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Ἅγιο Σεραφείμ.
Βόλος 19-5-2003
Θωμᾶς Μπαλτὰς»
5. «ΧΩΡΙΑΝΕ ΜΟΥ ΑΓΙΕ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΕΛΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΚΑΙ ΣΩΣΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ».
Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια ποὺ φώναξα δυνατὰ στὸ θάλαμο τῆς ἐντατικῆς μονάδος τοῦ μεγάλου παιδικοῦ νοσοκομείου τοῦ Λονδίνου, ὅταν ἡ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ἐγγονή μου Μαρία ἔπαθε ἀνακοπὴ καρδιᾶς.
Ἡ μικρὴ Μαρία ἤτανε χειρουργημένη ἀπὸ καρδιολογικὴ πάθηση. Ὅλα πηγαίνανε καλά. Σὲ κάποια στιγμὴ πνίγηκε ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ ἔπαθε ἀνακοπή. Τὸ μόνιτορ ποὺ ἔδειχνε συνεχῶς τὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς σταμάτησε νὰ δείχνη τεθλασμένη γραμμὴ καὶ ἔδειχνε πλέον μία εὐθεῖα γραμμή. Στὴν ἐντατικὴ μονάδα σήμανε συναγερμός. Πεπειραμένοι γιατροὶ μὲ πολλὰ σύγχρονα μέσα προσπαθούσανε νὰ ἐπαναφέρουν στὴ ζωὴ τὴ Μαρία. Εἰς μάτην ὅμως. Τότε ἐγὼ ἔβγαλα ἕνα σταυρὸ ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ φώναξα δυνατά! «Χωριανέ μου ἅγιε Σεραφεὶμ, ἔλα στὸ Λονδίνο καὶ σῶσε τὴ Μαρία. Μὴ μ’ ἀφήσης νὰ πάω φέρετρο στὴν Ἑλλάδα». Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπα νὰ μὴν συνέρχεται τὸ παιδί, ξαναφώναξα: «Ποῦ εἶσαι, Ἅγιέ μου; Τρέξε μὴν ἀργῆς». Τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκα ὅτι δὲν πατῶ στὸ ἔδαφος, ἀλλὰ σὰ νὰ βρίσκωμαι μισὸ μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
Τότε εἶδα τὸν Ἅγιο μὲ τριμμένα ράσα νὰ σταματᾶ μπροστά μου μὲ τὰ χέρια του σὲ ἔκταση, σχηματίζοντας μὲ τὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ μικρὰ Μαρία συνῆλθε ἀμέσως. Ὁ ὑπεύθυνος γιατρὸς μὲ φώναξε στὸ γραφεῖο του ζητώντας νὰ τοῦ ἐξηγήσω τὰ λόγια ποὺ εἶπα τὴν ἄσχημη ἐκείνη στιγμή, καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς σὰν ἐπιστήμη θὰ κάνουμε πολλὲς ἐξετάσεις στὸ παιδὶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν αἰτία». Ὅταν μετὰ ἀπὸ 7 ἡμέρες δὲν βρήκανε τίποτα, μὲ ξανακάλεσε στὸ γραφεῖο του καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν βρήκαμε τίποτα στὸ παιδί, φαίνεται πὼς ἡ πίστη σου ἔκανε τὸ θαῦμα της. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανὸς Καθολικὸς καὶ πιστεύω πὼς ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό».
Λονδίνο, 31 Ὀκτωβρίου 1985, ὥρα 9.30 βράδυ.
Υ.Γ. Καταθέτω τὸ θαῦμα αὐτὸ στὴ συλλογὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης Καρδίτσης, ὅπου φυλάσσεται ἡ Ἁγία Κάρα τοῦ συγχωριανοῦ μου ἐκ Πεζούλας Ἁγίου Σεραφείμ. Ὁ γιατρὸς λέγεται MARTIN ELLIOTT καὶ εἶναι ἀκόμα στὸ παιδικὸ νοσοκομεῖο τοῦ Λονδίνου.
Λαμὶα 12.5.2000
Γεώργιος Παπαθανασίου
6. Ἡ μητέρα μου Χρυσάνθη ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ Καρδίτσης, ὅταν ἤμουν μωράκι, μὲ μετέφερε ἐπειγόντως σὲ γιατρὸ τῆς Καρδίτσης λόγω τῆς σοβαρότητος τῆς ὑγείας μου.
Μετὰ τὴν ἐξέταση πού μου ἔκανε ὁ γιατρὸς, εἶπε στὴ μητέρα μου νὰ μὲ πάρη καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸ χωριὸ γιὰ νὰ ἀποβιώσω ἐκεῖ. Ὅπως μὲ εἶχε στὴν ἀγκαλιά της καὶ προχωροῦσε στὸν δρόμο, εἶδε τὴν πομπή˙ γινόταν ἡ περιφορὰ τῆς Ἁγίας Κάρας τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Σεραφείμ. Ρώτησε κάποια κυρία (γιατί δὲν γνώριζε τί γινόταν), τῆς εἶπε καὶ τότε προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: Ἅγιε Σεραφείμ, εἶναι τὸ μονάκριβο παιδί μου, κάν’το καλά. Δὲν πρόλαβε νὰ φτάση στὸν Παλαμᾶ, ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ ἔγινα τελείως καλά.
Τὰ παραπάνω διαδραματίστηκαν ἐν ἔτει 1931 καὶ τὰ καταθέτω. Ὀνομάζομαι δὲ Χρῆστος Καραβασίλης καὶ διαμένω στὸ Βόλο.
Στὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπάρχουν καταγεγραμμένα καὶ ἄλλα θαύματα τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ ἀποδικνείουν ὅτι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.
Τιμές προς τον Ιερομάρτυρα
Ὁ Ἱερομάρτυρας Σεραφείμ, ὄχι μόνο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους κατέχει ἐξέχουσα θέση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δοξάζεται καὶ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐλογημένος. Ὄντως «μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ», καθὼς λέγει ἡ Γραφὴ (Παροιμ.ι΄8).
Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὑπήρξε πρότυπο χριστιανοῦ, μοναχοῦ, Ἡγουμένου καὶ Ἱεράρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν σταθερή του πίστη πρὸς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ παραδίδοντας τὴν ἁγία του ψυχὴ μποροῦσε δίκαια νὰ ἐπαναλάβη μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα» (Β΄ Τιμοθ. δ΄7). Προβάλλεται ἀκόμη πρὸς μίμηση γιὰ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς γονεῖς του, τὸν Ἡγούμενο καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν Χριστόν.
Γι’ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ συγκινεῖ καὶ συναρπάζει τὰ πλήθη τῶν Θεσσαλῶν, ἰδιαιτέρως κάθε Χριστιανὸ τῶν Ἀγράφων, τοῦ Φαναρίου καὶ ὅλου τοῦ Νομοῦ τῆς Καρδίτσας, διότι αὐτὸς ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Δικαίως ἀνακηρύχθηκε Πολιοῦχος τῆς πόλεως καὶ τοῦ Νομοῦ Καρδίτσας καὶ μεγαλοπρεπῶς ἑορτάζεται τὴν 4ην Δεκεμβρίου.
Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1928, χάρις στὴν πρωτοβουλία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Ἰεζεκιήλ, τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων γίνεται Πανθεσσαλικὴ λιτανεία καὶ περιφορὰ τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου στὴν Καρδίτσα. Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ 1936, τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, θεσπίσθηκε πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο Μητροπολίτη νὰ γίνεται λιτανεία στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου στὸ Φανάρι. Ἰδιαιτέρως ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὸν Ἅγιο ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης, στὴν ὁποία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐξελέγη Ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πέραν τῶν Θεσσαλικῶν ὁρίων τιμᾶται ὁ Ἅγιος, ὅπως στὶς ἐπαρχίες Εὐρυτανίας, Βάλτου κ.λπ.
Ἐκτὸς τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ ἐπ΄ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ βυζαντινοῦ ρυθμοῦ στὸ Φανάρι, ὑπάρχουν ἐπ’ ὀνόματί του δύο παρεκκλήσια: στὴν Ρεντίνα Καρδίτσας ἡμικατεστραμμένο καὶ στὴν Γούρα (Ἀνάβρα) Ἁλμυροῦ μὲ ἐπιγραφὴ 1802. Ἐπὶ πλέον στὴν Καρδίτσα ἀνηγέρθη ἐπὶ Ἰταλογερμανικῆς κατοχῆς ὡς Μετόχιο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς ἕτερος ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, πρωτοβουλίᾳ τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου Κουτρούμπα.
Τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου συνέθεσε τὸ 1640 ὁ συντοπίτης αὐτοῦ Ἱερομόναχος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, φημισμένος λόγιος τῆς ἐποχῆς του, ποὺ σπούδασε στὴν Εὐρώπη.
Ἡ καλύτερη τιμὴ βέβαια πρὸς τοὺς ἁγίους εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἀρετῶν αὐτῶν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καλούμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ, διότι κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἡ ὑπακοὴ εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ ἀνυπακοὴ εἶναι θάνατος.
Ἐὰν λοιπὸν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ στρατιῶτες τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, πρέπει νὰ παραδοθοῦμε ἄνευ ὅρων εἰς Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι, ὄχι μόνον καθῆκον ἀλλὰ καὶ συμφέρον μας. Ἐὰν ὑπακοῦμε στὸν Θεὸ καὶ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς Αὐτοῦ, θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του σὲ κάθε μας ἔργο. «Ἐὰν θελήσητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε», λέει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως δέ, «ἐὰν μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», προσθέτει (Ἠσαΐου α΄19-20).
Ἀναρωτιέμαστε συχνὰ: Γιατί πολλὲς φορές, ἐνῶ σπείρουμε, δὲν θερίζουμε; Γιατί, ἀφοῦ ἐργαζόμαστε, δὲν ἀπολαμβάνουμε; Γιατί ἀκόμη ὑποφέρουμε καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς κοινωνία; Ἁπλούστατα διότι δὲν μάθαμε ἀκόμη νὰ ὑποτάσσουμε τὸ δικό μας θέλημα στὸ Θεῖο.
Θέλουμε λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὴν θεία εὐλογία καὶ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου; Ἐπιθυμοῦμε οἱ ἐργασίες μας νὰ πηγαίνουν καλά; Θέλουμε ἀκόμη ἡ ὑγεία, ἡ εἰρήνη, ἡ ὁμόνοια νὰ βασιλεύη εἰς τὴν οἰκογένεια καὶ στὴν Πατρίδα μας; Τότε ὀφείλουμε ὡς Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ νὰ μιμούμαστε στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν πίστη τὸν Ἱερομάρτυρα Σεραφεὶμ λέγοντας καὶ ἐμεῖς τὸ «Ὄχι» στὸν κάθε ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, ὅποιο ὄνομα καὶ ἂν φέρη αὐτός. Τότε καὶ τὸ δικό μας ὄνομα θὰ εἶναι εὐλογημένο καὶ τιμημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος δ'.
Οσίως τον βίον σου διεκπεράσας σοφέ, ποδήρει κεκόσμησαι ιεροσύνης φαιδρώς, Σεραφείμ αξιάγαστε` όθεν δικαιοσύνης τον χιτώνα φορέσας, νυν εν αγαλλιάσει, τω Χριστώ συναγάλλη, πρεσβεύων υπέρ πάντων ημών των ευφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
Τοῦ Ἀρχιποίμενος λαμπρὸν ἀπαύγασμα καί τοῦ ποιμνίου σου στῦλος καὶ καύχημα, θύτης καὶ θῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐξέλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ. ᾿Εν τοῖς μαρτυρίοις σου ᾿Εκκλησίαν ἐκόσμησας, Γένος χειμαζόμενον δαψιλῶς εὐηργέτησας· ὅθεν, Σεραφεὶμ ἱερώτατε, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἀγράφων κόσμημα καὶ Φαναρίου τὸν λύχνον, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, Ἀρχιερέων τὸ κλέος, πρόφθασον ταῖς σαῖς δεήσεσι, ἀθλοφόρε. Σύντριψον τὰς τοῦ ἀλάστορος μεθοδείας, ἵν’ εὐφροσύνως γεραίρομεν τῇ σῇ ἀθλήσει, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον καὶ Φαναρίου τὸν ποιμένα τὸν θεόκριτον Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις· Ἀνατείλας γὰρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως καταυγάζει Ὀρθοδόξων τὰ πληρώματα, Χαίροις λέγοντα, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ήχος β'. Τα άνω ζητών.
Θυσία Θεώ προσάγων την αναίμακτον, ως ων ιερεύς της χάριτος πανένδοξε, εν οικείοις ύστερον σε αυτόν ιερεύσας αίμασι` διά τούτο διπλοίς εκ Θεού στεφάνοις, εστέφθης εις την άνω ζωήν.
Κάθισμα. Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφραίνου η κρηπίς, ιερεών ιδού γαρ, επέφανεν ημίν Σεραφείμ του γενναίου, η ένδοξος άθλησις, τους πιστούς καταυγάζουσα` όθεν σκίρτησον μετά ποιμένων βοώσα` δόξα αίνεσις, συ των Μαρτύρων υπάρχεις, Χριστέ ο Θεός ημών.
Ὁ Οἶκος
Ο υποφήτης των του Θεού μεγάλων μυστηρίων, το σκεύος το της εκλογής, Παύλος ο θεηγόρος, τον μέγαν διαγράφων Αρχιερέα Ιησούν, τον κατά την τάξιν Μελχισεδέκ τας θυσίας εκτελούντα` τοιούτος φησίν έπρεπεν ημίν Αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος. Ταύτας ουν τας ιερατικάς αρετάς, ας ο Ιησούς φύσει εν εαυτώ είχε, τοις Μαθηταίς αυτού μετέδωκεν` εκ του πληρώματος γαρ αυτού, ημείς πάντες ελάβομεν` διό και τον Ιερομάρτυρα Αυτού, Σεραφείμ τον αοίδιμοντον γνησίως Αυτώ ακολουθήσαντα, διπλοίς στεφάνοις κατέστεψεν εις την άνω ζωήν.
Μεγαλυνάριον
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γὰρ ἐπῃσχύνθης, τὸν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφεὶμ διό σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἀγράφων τὸν γόνον τὸν ἐκλεκτὸν καί τοῦ Φαναρίου τὸν ᾿Επίσκοπον τὸν σεπτόν, τὸν ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῷ δούλῳ Γένος πολλὰ προσενεγκόντα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν τοῦ Φαναρίου πιστὸν φρουρὸν καὶ Χριστοῦ τῶν δούλων τὸν σοφώτατον ὁδηγόν, τὸ τῶν ᾿Επισκόπων ἀγλάϊσμα, τὸν νέον Σεραφεὶμ πάντες ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Οὐρανίαν τάξιν ὑποδηλῶν τῷ ὀνόματί σου καὶ τὸν κόσμον διακονῶν, ἀνάστασιν Γένους δεήσει μεθοδεύεις, θυσίαν ἐντυγχάνεις, Σεραφεὶμ ἔνδοξε.
Πηγή: Ιερά Μονή Κορώνης, Orthodox Fathers, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ευλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος και ευσεβής ο Αγγελής, εξασκούσε το λειτούργημα του ιατρού στο Άργος. Σε κάποια θρησκευτική συζήτηση με έναν Γάλλο, υπεραμύνθηκε της χριστιανικής πίστεως και δέχτηκε να μονομαχήσει χωρίς όπλο με τον Γάλλο, που ήταν οπλισμένος. Ο Γάλλος μπροστά στην πίστη του Αγγελή δείλιασε και ο Αγγελής αναδείχτηκε και επίσημα νικητής. Μετά τη νίκη αυτή ο Αγγελής αποφάσισε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εγκατέλειψε λοιπόν την ιατρική και κλείστηκε στο υπερώο του σπιτιού του. Ξαφνικά όμως, άγνωστο για ποιο λόγο, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε Μουσουλμάνος. Επειδή δημιούργησε επεισόδιο σε καφενείο του Ναυπλίου, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, οι αρχές τον εξόρισαν στη Χίο. Εκεί μετανοημένος, έβρεχε κάθε μέρα με δάκρυα μετανοίας τους ναούς και προσευχόταν. Επίσης έδινε αφορμές στους Τούρκους, επιζητώντας το μαρτύριο. Κάποτε μπήκε σε κάποιο τελωνείο και ομολόγησε ότι ήταν Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα και τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στη φυλακή του Κάστρου της Χίου. Αλλά επειδή παρέμεινε σταθερός στη χριστιανική ομολογία του, αποκεφαλίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1813 μ.Χ.
Ο άγιος Αγγελής ανήκει στη χορεία των λεγομένων νεομαρτύρων, εκείνων δηλαδή των μαρτύρων που έφυγαν από τη ζωή αυτή με μαρτυρικό τρόπο κατά την περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας. Συνήθως το μυαλό μας, όταν μιλάμε για μάρτυρες, πηγαίνει στους παλαιούς πρώτους μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων με τους μεγάλους διωγμούς: τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γεώργιο, την αγία Παρασκευή κλπ. Όμως για την Εκκλησία μας οι νέοι αυτοί μάρτυρες δεν είναι λιγότερο μάρτυρες και άγιοι από τους παλαιούς, ίσα ίσα, θα λέγαμε, υπάρχει μία ευθεία γραμμή που ενώνει τους παλαιούς με τους νέους, έτσι ώστε να μπορεί να πει κανείς ότι οι νέοι φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια τον ενθουσιασμό και τη δόξα των πρώτων μαρτύρων, σαν να έχουμε δηλαδή μία δυναμική επάνοδο της πίστης τους, κάτω από άλλο απλώς πρόσωπο αλλά με ίδιο σχεδόν όνομα.
Δεν είναι υπερβολές οι παραπάνω εκτιμήσεις. Είναι η πεποίθηση της Εκκλησίας μας, όπως είπαμε, την οποία κατέγραψε και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο γνωστό «Νέον μαρτυρολόγιόν» του με τα παρακάτω λόγια: «Οι τωρινοί χριστιανοί…αυτούς εκείνους τους παλαιούς μάρτυρας βλέπουσι, ότι μαρτυρούσι και τώρα υποκάτω εις το πρόσωπον των νέων τούτων μαρτύρων, και ότι φαίνονται πάλιν εις τον κόσμον δεύτεροι Γεώργιοι, δεύτεροι Δημήτριοι, νέοι Θεόδωροι, όχι μόνον διά την ταυτότητα των ονομάτων, αλλά πολλώ μάλλον διά την ομοιότητα των μαρτυρίων…Οι νέοι μάρτυρες δεν είναι κατώτεροι από τους παλαιούς μάρτυρας…Ο γαρ Ιησούς Χριστός και τους παλαιούς και τους νέους τούτους μάρτυρας…ίσους αυτούς εποίησεν». Την ίδια ακριβώς βεβαίως εκτίμηση έχει και ο υμνογράφος του αγίου Αγγελή, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ιεράν προσθήκην σε, η των Μαρτύρων χορεία, Αγγελή, εδέξατο, εν ουρανώ γηθομένη», δηλαδή: η χορεία των μαρτύρων, Αγγελή, σε δέχτηκε στον ουρανό με χαρά, σαν ιερά προσθήκη του.
Εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να τονιστεί από το μαρτύριο του αγίου Αγγελή είναι το εθελούσιο αυτού: ο άγιος επεζήτησε μόνος του το μαρτύριο. Κατά την έκφραση του υμνογράφου: «εθελουσίως φέρων σεαυτόν παρέδωκας τη ωμότητι και ιταμότητι των τυράννων». (Φέρνοντας τον εαυτό σου με τη θέλησή σου τον παρέδωσες στην ωμότητα και την επιθετικότητα των τυράννων). Δεν πρέπει να μας παραξενέψει το γεγονός. Πέραν του ότι το συναντάμε επανειλημμένως και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στην Τουρκοκρατία ήταν σχεδόν παγιωμένη κατάσταση για εκείνους που είχαν αρνηθεί τον Χριστό σε κάποια φάση της ζωής τους και είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, τους αρνησιχρίστους. Σ’ αυτούς θεωρείτο δεδομένο το εθελούσιο μαρτύριο, προκειμένου να ξεπλύνουν την άρνησή τους. Γι’ αυτό και έσπευδαν μετά τη μετάνοιά τους και την με μεγάλη άσκηση και πνευματικό αγώνα προετοιμασία τους – με την καθοδήγηση συνήθως κάποιου πνευματικού, του ονομαζομένου αλείπτη (=πνευματικού προπονητή) – να ομολογήσουν την πίστη τους στον Χριστό ενώπιον των Μουσουλμάνων, ώστε να τους εξαναγκάσουν για το μαρτύριό τους. Ίσως η εθελούσια αυτή εκζήτηση του μαρτυρίου να μην ακούγεται πολύ χριστιανική, αλλά, είπαμε: αφενός έτσι είχαν παγιωθεί τα πράγματα τότε, αφετέρου δεν μπορούσαν να ησυχάσουν τη συνείδησή τους οι αρνησίχριστοι, παρά μόνον προσφέροντας την ίδια τη ζωή. Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κρίνει τη φωτισμένη και πνευματοκίνητη απόφαση ενός μάρτυρα; Ο Θεός πάντως δέχτηκε το μαρτύριό τους και τους στεφάνωσε με τιμές και δόξα. «Παρά Χριστού το στέφος της αφθαρσίας είληφας, μάρτυς Αγγελή, υπέρ Αυτού ξίφει την κάραν τμηθείς». (Έλαβες από τον Χριστό το στεφάνι της αφθαρσίας, μάρτυς Αγγελή, αφού αποκόπηκε με ξίφος το κεφάλι σου για χάρη Του).
Ανεξάρτητα πάντως από το δοξασμένος μαρτυρικό τέλος του αγίου Αγγελή και των ομοίων του αρνησιχρίστων μαρτύρων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η στιγμή της αδυναμίας του: ευρισκόμενος ο άγιος σε πνευματική έξαρση - απομονωμένος, κατά το συναξάρι του, στο υπερώο του σπιτιού του και αφιερωμένος σε προσευχή, με ετοιμότητα για μαρτύριο – κάτι γίνεται (προφανώς κάποια αποδοχή υπερήφανου λογισμού) και ξεπέφτει πνευματικά. Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του, όσο βρίσκεται στον κόσμο τούτο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι Πατέρες μας χαρακτήρισαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως το «αεί σχοινοβατείν». Σχοινοβατούμε καθημερινά, που σημαίνει ότι αν δεν προσέξουμε, αν έστω και επ’ ελάχιστον υπερηφανευτούμε και χαλαρώσουμε, μπορούμε να εκπέσουμε από την πίστη μας. Θα πρέπει να μας συνέχουν πάντοτε τα λόγια του Κυρίου μας: «γρηγορείτε, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται», όπως και του αγίου εκείνου ασκητή που ακόμη και την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του και ο διάβολος του ψιθύρισε «σώθηκες», εκείνος απάντησε: «όχι ακόμη». Γι’ αυτό και το μόνο στέρεο και άπτωτο έδαφος στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όταν κανείς ομολογεί ενσυνείδητα «εγώ ειμι γη και σποδός», τότε, και μόνον τότε, δεν υπάρχει περιθώριο πτώσης στην απιστία και στην αμαρτία.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Χορός αγγελικός Αγγελή Νεομάρτυς, και δήμος Αθλητών, επεκρότησαν άνω, την σην υπέρ της πίστεως, καρτερίαν και ένστασιν, και το πνεύμα σου μετ` ευφροσύνης λαβόντες, ανεβίβασαν, εις ουρανού μετά δόξης, Χριστώ τω Θεώ ημών.
Κοντάκιον Ήχος γ'.
Ιεράν προσθήκην σε, η των Μαρτύρων χορεία, Αγγελή εδέξατο, εν ουρανώ γηθομένη, ηθλήσας και νυν νομίμως γενναιόφρον, ήσχυνας το των τυράννων άθεον θράσος, και το στέφος εκομίσω, της αφθαρσίας, ξίφει την κάραν τμηθείς.
Κάθισμα Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Ρείθροις αιμάτων σου, την γην επίανας, αλλά και θάλασσαν συ καθηγίασας, τω σώματι σου Αγγελή, ο έρριπται απηνεία, και δεινή ωμότητι, εν αυτή του δικάζοντος, όθεν δυσωπούμεν σε, τους εν γη και τους πλέοντας, περίσωζε εκ παντός κινδύνου, τη θεία σου Αθλητά επισκέψει.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1730 στήν μικρή πόλη Salistea Σιμπίου τῆς Τρανσυλβανίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ρωμαιοκαθολικισμός μέσω τῆς Οὐνίας κυριαρχοῦσε στήν περιοχή αὐτή τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, μέ ἀποκορύφωμα τίς διώξεις ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων ἱερῶν μονῶν τοῦ τόπου. Γι’ αὐτό καί ὁ πόθος τοῦ νεαροῦ τότε Ἁγίου νά μονάσει βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή του στό Ἅγιον Ὄρος.
Καθ’ ὁδόν πρός τόν Ἄθωνα, πέρασε ἀπό τό Βουκουρέστι ὅπου γνωρίστηκε μέ ἕναν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐπίσκοπο ὀνόματι Ρόσκα, πού βρισκόταν γιά ὑποθέσεις στή ρουμανική χώρα, καί τόν ὁποῖον ἀκολούθησε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμεινε μαζί του ὡς ὑποτακτικός του ἐπί τρία ἔτη. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος, ἐπιθυμοῦσε, λόγῳ τῆς προχωρημένης του ἡλικίας, νά ἀποσυρθεῖ στήν ἡσυχία. Ἔτσι, συνοδευόμενος ἀπό τό μαθητή του, ἦλθαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔκειρε σταυροφόρο μοναχό ἐνῶ ἀργότερα τόν χειροτόνησε διάκονο.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ ἅγιος Γεώργιος βρῆκε νέο πνευματικό καθοδηγητή στό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), πού ἐκείνη τήν ἐποχή δροῦσε στή σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Λόγῳ ὅμως τῶν ποικίλων δυσκολιῶν πού ἀντιμετώπιζε ἡ πολυμελής ἀδελφότητα τῆς σκήτης, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος μαζί μέ ὅλη τή συνοδία του ἀνεχώρησαν γιά τή Μολδαβία, ὅπου τό 1763 ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Ντραγκομίρνα, ἐνῶ τό 1769 μετακινήθηκαν πρός τή μονή τοῦ Σέκου καί κατόπιν στή μονή Νεάμτς. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἀκολουθοῦσε τόν ὅσιο Παΐσιο σ’ ὅλες αὐτές τίς μετακινήσεις, ὅμως δέν ἄργησε νά τόν κυριεύσει ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στόν ἱερό Ἄθω.
Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, παρέμεινε γιά λίγο στό Βουκουρέστι, ὅπου καί γνωρίστηκε μέ τόν μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Γρηγόριο Β’, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε ἐπιμόνως νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του. Θέτοντας τό παραπάνω ὡς αἴτημα προσευχῆς, ὁ Ἅγιος ἔτυχε τῆς ἐμφανίσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Νικολάου Μύρων, ὁ ὁποῖος γεμίζοντάς τον πνευματική χαρά, τόν παρότρυνε νά παραμείνει στή ρουμανική χώρα, «καθαρίζοντας τόν τόπο του ἀπό τά ἄγρια θηρία».
Ὡς ἐγκαταλελειμένος τόπος ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ ἔρημη σκήτη πού βρισκόταν σέ ἕνα νησάκι μιᾶς λίμνης κοντά στό Βουκουρέστι, καί ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν βόρνικο Cernica. Τό 1608 ὅμως ὁ τόπος ἐγκαταλείφθηκε καί εἶχε καταληφθεῖ ἀπό ἄγρια θηρία, φίδια, ἀγριογούρουνα καί ἄλλα ἄγρια ζῶα, ἐνῶ στήν ἐκκλησία φώλιαζαν φίδια καί σαῦρες. Φθάνοντας μέ πολλή δυσκολία ὁ ἅγιος στήν ἐρειπωμένη ἐκκλησία, καί προχωρώντας στό Ἅγιο Βῆμα, εἶδε μπροστά του ἕνα φοβερό φίδι. Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε ἤρεμα: «Ἀγαπητό μου, μέχρι τώρα κατοικοῦσες ἐσύ ἐδῶ. Τώρα φύγε ἀπό τόν τόπο αὐτό νά κατοικήσουν μοναχοί». Καί ἀμέσως τό φίδι ἔφυγε.
Μετά ἀπό αὐτά καί ἔχοντας τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτη, ὁ Ἅγιος, μέ δύο μαθητές του, ἐγκαταστάθηκαν τό 1781 στή Τσερνίκα, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἐπιδόθηκαν στόν καθαρισμό τοῦ τόπου. Ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια τό κοινόβιο ἀπαριθμοῦσε 33 ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κτίσει ἤδη τά κελλιά καί τό ἀρχονταρίκι, ἐνῶ ἀργότερα, φθάνοντας οἱ πατέρες τούς 130, τούς παραχωρήθηκε καί ἡ μονή Καλνταρουσάνι, ὅπου ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔστειλε μέρος τῆς ἀδελφότητας.
Τό ἔτος 1785 ὁ Ἅγιος συνέταξε τό Τυπικό του, ἐνῶ στίς 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1806, προγνωρίζοντας τό τέλος του, συγκέντρωσε τούς μοναχούς καί τῶν δύο μονῶν, ὅπου ἀφοῦ ἀλληλοσυγχωρήθηκαν, τούς ἀποχαιρέτισε μέ λόγια διδακτικά καί ἐκοιμήθη ὁσιακά ἐν Κυρίῳ.
Ὅπως ὁ γέροντάς του, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, ἀναζωογόνησε τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἐπίσης γιά τήν ἁπλότητά του καί τόν γλυκύ του λόγο, ἐπανέφερε τήν παραμεληθεῖσα κοινοβιακή τάξη στήν περιοχή τῆς Μουντένιας κατά τήν ἀθωνική παράδοση.
Στίς 20-21 Ὀκτωβρίου τοῦ 2005, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, κατέταξε τόν ἡγούμενο τῆς Τσερνίκα Γεώργιο στήν χορεία τῶν ἁγίων της, ὁρίζοντας τήν 3η Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα μνήμης του.
Πηγή: Αγιορείτικος Λόγος
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιάχβε κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει.
Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομάζει ἐπιφανή, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τέλος, χαιρετίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν μέλλουσα ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Σιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μίλησε μὲ τὸ Στόμα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἄνομους ἀνθρώπους: «Ἐξάρω τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος... Καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τους ἀνόμους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν μὲ τὴν προσευχή τους τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγμά τους».
Ὁ προφήτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
(Πηγή: «Προφήτης Σοφονίας», Μέγας Συναξαριστής)
«Καινιεῖ σε ἐν τῆ ἀγαπήσει αὐτοῦ»
Θὰ σὲ ξεκαινουργώσει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Νέα θὰ σὲ καταστήσει. Ἀνακαινισμένη. Μὲ τὴν πρώτη σου ὡραιότητα. Αὐτὴν ποὺ ἔχασες ἐν τῷ μεταξύ. Τὴν ἔχασες, καθὼς σπίλοι καὶ ρυτίδες ἦρθαν νὰ χαρακώσουν τὸ πρόσωπό σου καὶ νὰ τὸ ἀμαυρώσουν. Τὸ γῆρας καὶ ἡ φθορὰ σὲ πρόφθασαν. Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ τὰ ἀποσείσει ἀπὸ πάνω σου καὶ θὰ σὲ ξανακάνει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του.
Ποιός; Ποιά;
Ὁ Χριστός. Τὴν ψυχή.
Εἶναι προφητικὸς ὁ λόγος. Καὶ ἀναφέρεται (καὶ μὲ ἄλλους ἀκόμα στίχους) στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὴν Ἀνάστασή Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμπεριέχεται στὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Προμηνύει ὁ προφήτης Σοφονίας τὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅταν θὰ ξανακατοικηθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπόλειμμα τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Συγχρόνως ὅμως τὸ μάτι του βυθίζεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων (650 χρόνια ἔπειτα) καὶ βλέπει τὴν εὐφροσύνη τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Μεσσία Χριστοῦ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Εἶναι οἱ τελευταῖοι στίχοι τῆς ὅλης προφητείας του, καὶ ἐδῶ ὁ τόνος γίνεται κατεξοχὴν ἑορταστικός, πανηγυρικός, θριαμβικός:
«“Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών”», ἀνακράζει ὁ Προφήτης, «διαλάλησε παντοῦ τήν ἀπερίγραπτη χαρά σου. “Εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ”.
Σκίρτα ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι ὁ Κύριος τράβηξε ἀπὸ πάνω σου τὰ ἀδικήματα, τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σὲ λύτρωσε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τώρα ὁ Κύριος, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, κατοικεῖ ἀνάμεσά σου· γι’ αὐτὸ καὶ πλέον δὲν πρόκειται νὰ δεῖς συμφορές.
Πάρε θάρρος, Σιών. Μὴν ἀφήνεις τὰ χέρια σου νὰ πέφτουν κάτω ἀδύναμα καὶ παραλελυμένα ἀπὸ φόβο καὶ δειλία. “Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί”, ἀνάμεσά σου εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. Αὐτὸς εἶναι δυνατὸς καὶ θὰ σὲ σώσει. “Ἐπάξει ἐπὶ σὲ εὐφροσύνην”, θὰ σὲ γεμίσει μὲ εὐφροσύνη, “καὶ καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ”, θὰ σὲ κάνει νέα μὲ τὴν ἀγάπη Του, “καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ σὲ ἐν τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς”· θὰ εὐφραίνεται μαζί σου μὲ τὴν ἴδια ἀγαλλίαση καὶ τέρψη ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μέσα στὶς εὐφρόσυνες μέρες τῶν ἑορτῶν καὶ τὰ χαρμόσυνα πανηγύρια.» (Σοφον. γ΄ 14-17)
Ὢ ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ! Αὐτὴ ποὺ Τὸν ὤθησε νὰ παραδώσει τὸν Ἑαυτό Του σὲ θάνατο «ὑπὲρ αὐτῆς... ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Γι᾿ αὐτὸ θυσιάστηκε ὁ Νυμφίος μας. Γιὰ νὰ κάνει τὴ Νύμφη Του Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή μας νέα, ἔνδοξη, ἀφθαρτισμένη, χωρὶς κανένα σημάδι φθορᾶς καὶ γηράνσεως, χωρὶς κανένα «μῶμον», ψεγάδι ἐπάνω της.
Τί παράδοξη ἡ ἰσχὺς τῆς θεϊκῆς αὐτῆς ἀγάπης! Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ καθιστᾶ καινούργια τὴν ψυχὴ ποὺ περιπτύσσεται. Καμιὰ ἀνθρώπινη ἀγάπη δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα. Ὅσο καὶ ἂν ἀγαπᾶς κάποιον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κάνεις πιὸ νέο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Οὔτε ἡ ἀγάπη σου νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὰ σημάδια τῆς φθορᾶς ποὺ ἄφησε ἐπάνω του ὁ χρόνος καὶ ἡ καταβολὴ ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τῆς ζωῆς. Τὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσεις κάποιον, ἐπειδὴ εἶναι ἀξιοσυμπάθητος ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ἔχει περάσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ περνᾶ.
Νὰ τὰ ἐξαλείψει ὅμως αὐτὰ ἡ ἀγάπη σου, ἀδύνατον.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἰδιότητα. Διότι εἶναι ἀγάπη θεϊκή. Ἀγάπη αἰώνια, ἄφθαρτη, ποὺ μετασχηματίζει πρὸς τὸν ἑαυτό της ὅποιον περικλείει στοὺς κόλπους της. Ὁ εὐτελὴς καὶ φθαρτὸς ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν» ἄφθαρτος, λαμπρὸς καὶ αἰώνιος, ὅπως εἶναι «κατὰ φύσιν» ὁ Θεός, γιατὶ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ ἡ ἀνακαινιστικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκχύνεται ἀπὸ τὸν Σταυρό Του καὶ πιστώνεται στὴν Ἀνάστασή Του.
Ψυχή μου!
Πῶς μπορεῖς πιὰ νὰ ἀθυμεῖς; Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐλακιὲς λύπης καὶ σκυθρωπότητας νὰ χαρακώνουν τὸ πρόσωπό σου; Τί ἀκόμα κάθεσαι καὶ θρηνεῖς χωρὶς ἐλπίδα πάνω στὰ συντρίμμια τῶν σφαλμάτων ποὺ διέπραξες στὴ μακρινὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας; Δὲν βλέπεις Αὐτὸν ποὺ στέκεται δίπλα σου, νέος, ὡραῖος, λαμπρός, μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του; Αὐτὸς δὲν ἔπαθε καὶ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Γιὰ σένα ἔπαθε καὶ γιὰ σένα ἀναστήθηκε. Γιὰ νὰ σὲ καταστήσει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του. Γιὰ νὰ σὲ τιμήσει στὰ δεξιά Του, σὲ μιὰ αἰώνια σύναψη γάμου πνευματικοῦ μαζί σου. Αὐτή Του ἡ ἀγάπη σὲ ἀνακαινίζει, δὲν τὸ βλέπεις;
Ὅλα μέσα σου καὶ γύρω σου τώρα πιὰ καινούργια. «Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β΄ Κορ. ε΄ 17). Μέσα ἀπὸ τὸν καινὸ Τάφο ξεπήδησε τὸ «καινὸ» φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καὶ αὐτὸ ἀνακαινίζει ὅλο τὸν κόσμο. Τώρα καὶ ἡ τροφή σου καὶ τὸ ποτό σου εἶναι «καινό». Καὶ καλεῖσαι πιὰ νὰ κοινωνεῖς τὴν «καινὴ» βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸ «καινὸν τῆς ἀμπέλου γέννημα», τὴ θεία εὐφροσύνη, τὴν ἄληκτη μακαριότητα. Καὶ μπορεῖς νὰ περιπατεῖς τώρα «ἐν καινότητι ζωῆς», μὲ καινούργιες σκέψεις, καινούργια αἰσθήματα, διαθέσεις, προοπτικές.
Καὶ νὰ ἀνακαινίζεσαι συνεχῶς μπορεῖς. Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ μετανοεῖς κάθε στιγμή, νὰ ἀφήνεις μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια Του, νὰ ἀνανεώνεις τὴν ἀφοσίωσή σου πρὸς Αὐτόν! Τὸν δικό σου Νυμφίο. Αὐτὸν ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ σένα, καὶ μὲ αὐτή Του τὴν ἀγάπηση σὲ καθιστᾶ συνεχῶς νέα. «Καινή». Δοξασμένη στοὺς αἰῶνες..
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνιεὶς φερωνύμως τῶν μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ἐκφαντορικῶς προεκφαίνεις, τὴν αἰώνιον λύτρωσιν. Σιὼν γὰρ βασιλέα τὸν Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία ἐμφανῶς· παρ’ αὐτοῦ γὰρ ἐλυτρώθημεν τῆς ἀρᾶς, Προφῆτα οἱ βοῶντές σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι συγχώρησιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος β'.
Του Προφήτου σου Σοφονίου την μνήμην, Κύριε εορτάζοντες, δι’ αυτού σε δυσωπούμεν· Σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπαξίως σύνεσιν, προφητικὴν γεωργήσας, τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν, προανεφώνησας κράζων· τέρφθητι, Σιὼν ἡ πόλις ἡ πανολβία, ἄνακτα, Χριστὸν ἐν πώλῳ εἰσδεχομένη· Ὃν δυσώπει Σοφονία, ὑπὲρ τῶν πίστει μακαριζόντων σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν ἐν Νόμῳ ἐκπληρωτά, καὶ τῶν ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ προμηνυτά· χαίροις οὐρανίων, χαρίτων μυστηπόλε, Προφῆτα Σοφονία, ἀξιοθαύμαστε.
Παιδικά χρόνια
Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας, που είναι κοντά στο Αλιβέρι. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, αλλ’ ευσεβείς γεωργοί. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και η μητέρα του Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου. Ο πατέρας του είχε κλήση μοναχική, αλλά τελικά δεν έγινε μοναχός. Υπήρξε, όμως, ψάλτης στο χωριό του και δίδαξε στο Γέροντα την παράκληση της Παναγίας και ό,τι άλλο μπορούσε από την αγία πίστη μας.
Ο Γέροντας Πορφύριος κατά τη βάπτισή του πήρε το όνομα Ευάγγελος, ήταν δε το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των γονέων του. Η φτώχεια ανάγκασε τον πατέρα του Γέροντα να ξενιτευτεί και να πάει να δουλέψει στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο για δύο χρόνια. Από οκτώ χρονών εργαζόταν. Έπιασε δουλειά στο ανθρακωρυχείο της περιοχής του και στη συνέχεια σε παντοπωλείο στη Χαλκίδα και στον Πειραιά.
Ο Γέροντας ως παιδί είχε έντονα πρόωρη ανάπτυξη. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος, από οκτώ χρονών ξυριζόταν. Από την παιδική ηλικία ήταν σοβαρός, εργατικότατος, επιμελής και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Στο Άγιον Όρος -Η μοναχική κλήσις
Διαβάζοντας το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη συλλαβιστά, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα, αλλά και όταν δούλευε στο παντοπωλείο, αισθάνθηκε τον πόθο να τον μιμηθεί. Αρκετές φορές ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, αλλά για διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Τελικά, μεταξύ δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών, ξεκίνησε με σταθερή απόφαση να φθάσει. Και ο Κύριος ευλόγησε την απόφασή του και έφθασε.
Ο προνοητής των πάντων και κυβερνήτης της ζωής μας Κύριος έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να συναντήσει μέσα στο καράβι, που πήγαινε από τη Θεσσαλονίκη στο Άγιον Όρος, το μέλλοντα Γέροντά του, τον ιερομόναχο και πνευματικό Παντελεήμονα. Αυτός τον ανέλαβε υπό την προστασία του μέσα από το καράβι, τον παρουσίασε ως ανεψιό του και τον έμπασε στο Άγιον Όρος, παρόλον που δεν επιτρεπόταν τότε η είσοδος στα παιδιά.
Η μοναχική ζωή
Ο Γέροντάς του, ο παπα-Παντελεήμονας, τον οδήγησε στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου, στην οποία ασκήτευε μαζί με τον ομομήτριο αδελφό του παπα-Ιωαννίκιο.
Έτσι ο Γέροντας Πορφύριος απέκτησε ταυτόχρονα δύο Γεροντάδες και έκανε και στους δύο άκρα, αδιάκριτη και χαρούμενη υπακοή. Επιδόθηκε με ζήλο στην εκούσια άσκηση και το παράπονό του ήταν ότι οι Γέροντές του δεν του απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη. Δεν γνωρίζουμε ακόμη επακριβώς τα ασκητικά παλαίσματά του, γιατί δεν μιλούσε γι’ αυτά. Από τα λίγα, που ανέφερε σπανίως σε ελάχιστα πνευματικά του παιδιά, συμπεραίνουμε ότι η άσκησή του ήταν συνεχής, εντατική, χαρούμενη και σκληρή.
Ξυπόλυτος στα χιόνια και στα κακοτράχαλα μονοπάτια. Με λίγο ύπνο στο πάτωμα, με μια κουβέρτα και με ανοιχτό το παράθυρο, ακόμη κι όταν χιόνιζε. Με πολλές μετάνοιες, με γυμνό το σώμα από τη μέση και πάνω για να μην τον ενοχλεί η νύστα.
Με εργασία την ξυλογλυπτική και στο ύπαιθρο, για ξύλα, για σαλιγκάρια, για κουβάλημα χώματος στην πλάτη από μεγάλες αποστάσεις, προκειμένου να δημιουργηθεί μικρός κήπος στα βραχώδη μέρη της καλύβης του Αγίου Γεωργίου.
Και ταυτόχρονα εντονώτατη συγκέντρωση της προσοχής στα αναγνώσματα και τα τροπάρια των ιερών ακολουθιών και αποστήθισή τους. Επί πλέον αποστήθιση των ιερών Ευαγγελίων κατά τη διάρκεια του εργοχείρου και συνεχής επανάληψή τους, ώστε στο μυαλό να μη μπορεί να μπει αργός λόγος ή μη καλός λογισμός. Ήταν, κατά το χαρακτηρισμό, που ο ίδιος έδωσε στη ζωή του εκείνα τα χρόνια «αεικίνητος».
Αλλά το βασικό, το κύριο γνώρισμα της άσκησής του, δεν ήταν τα σωματικά παλαίσματα. Ήταν η πλήρης υποταγή στο Γέροντά του, η απόλυτη εξάρτησή του από αυτόν, η ολοκληρωτική εξαφάνιση του θελήματός του μέσα στο θέλημα εκείνου, η γεμάτη αγάπη, εμπιστοσύνη και θαυμασμό αφοσίωσή του στο Γέροντά του, η ταύτισή του με εκείνον, η οποία τον έκανε δεκτικό της διοχέτευσης των βιωμάτων του στη δική του ζωή. Αυτό είναι το μυστικό, αυτό είναι το κλειδί, το ουσιώδες και κύριο.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς, αλλά φαίνεται ότι σύντομα μετά την εγκαταβίωσή του στο Άγιον Όρος, εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Νικήτας.
Η Ιερά Καλύβη Αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια (εδώ)
Η επίσκεψη της θείας Χάριτος
Σ’ αυτόν το γεμάτο φλόγα νέο μοναχό, που τά 'δωσε όλα για την αγάπη του Χριστού και που δεν υπολόγισε ποτέ κόπους και αγώνες, δεν είναι παράδοξο ότι αναπαύθηκε αισθητά η θεία Χάρις. Ήταν ξημερώματα, ο κεντρικός ναός των Καυσοκαλυβίων, το Κυριακό, ήταν ακόμη κλειστός. Ο μοναχός Νικήτας, όμως, περίμενε σε μια γωνιά του προνάρθηκα να κτυπήσουν οι καμπάνες και ν’ ανοίξει η εκκλησία.
Δεύτερος μπήκε στον προνάρθηκα ο γερο-Δημάς, πρώην Ρώσος αξιωματικός, ενενηκοντούτης, ασκητής, κρυφός άγιος και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν άλλος εκεί (δεν είδε το μοναχό Νικήτα που ήταν απόμερα), άρχισε να κάνει στρωτές μετάνοιες και να προσεύχεται μπροστά στην κλειστή πόρτα του ναού. Η θεία Χάρις ξεχείλισε από τον όσιο γερο-Δημά και έλουσε και κατεκάλυψε τον έτοιμο να τη δεχθεί νεαρό Νικήτα. Τα αισθήματά του δεν περιγράφονται. Γεγονός είναι ότι μετά τη θεία Λειτουργία και τη θεία Κοινωνία του ο νεαρός μοναχός Νικήτας αισθανόταν τέτοια αισθήματα, ώστε, πηγαίνοντας για το καλύβι του, σταμάτησε, άνοιξε τα χέρια του τεντωμένα και φώναζε δυνατά “Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός”.
Την επίσκεψη της Χάριτος ακολούθησε μια ριζική αλλαγή των ψυχοσωματικών ιδιοτήτων του νεαρού μοναχού Νικήτα. Ήταν η αλλοίωσις, η εκ της δεξιάς του Υψίστου. Ενεδύθη δύναμιν εξ ύψους και απέκτησε χαρίσματα υπερφυσικά.
Πρώτο σημείο ήταν ότι «διείδε» από μεγάλη απόσταση τους Γέροντές του, που επέστρεφαν από μακριά. Τους “διείδε” εκεί που ήσαν, ενώ ανθρωπίνως δεν ήσαν ορατοί. Αυτό το εξομολογήθηκε στον παπα-Παντελεήμονα, ο οποίος του σύστησε προσοχή και σιωπή. Συμβουλές, προς τις οποίες συμμορφώθηκε, μέχρις ότου έλαβε άλλη εντολή. Έπειτα ακολούθησαν και άλλα. Τα αισθητήριά του ευαισθητοποιήθηκαν σε ανυπέρβλητο βαθμό και οι ανθρώπινες δυνατότητές του αναπτύχθηκαν στο έπακρο.
Άκουε και γνώριζε τις φωνές των πουλιών και των ζώων, τόσο ως προς την προέλευση όσο και προς το νόημά τους. Οσφραινόταν τις ευωδιές από μεγάλες αποστάσεις. Αναγνώριζε τα αρώματα και τη σύνθεσή τους. Διέκρινε από πάρα πολύ μακριά τις ευωδιές των λουλουδιών. “Έβλεπε”, όταν ύστερα από ταπεινή προσευχή ερχόταν στην κατάλληλη κατάσταση, στα βάθη της γης και στο χάος του ουρανού, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα αρχαία, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στα έγκατα της γης, υπόγειες, πηγές, χαμένες εικόνες, σκηνές που είχαν διαδραματισθεί αιώνες πριν, προσευχές που είχαν αναπεμφθεί, πνεύματα αγαθά και πονηρά, την ψυχή την ίδια το κάθε τι.
Δοκίμαζε το νερό από το βάθος της γης και μετρούσε τα απρόσιτα. Ρωτούσε τα βράχια και του διηγόντουσαν τα παλαίσματα των προ αυτού ασκητών. Κύτταζε και θεράπευε. Έψαυε και ιάτρευε. Ηύχετο και εγένοντο. Αλλά ποτέ δεν διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα αυτά του Θεού για δικό του όφελος. Ποτέ δεν παρακάλεσε να γίνει καλά από δική του αρρώστια. Ποτέ δεν θέλησε να κερδίσει κάτι από κάποια γνώση που του πρόσφερε η θεία Χάρη.
Η διόρασή του, όσες φορές ενεργούσε, του αποκάλυπτε τα απόκρυφα των ανθρωπίνων διαλογισμών. Μπορούσε με τη χάρη του Θεού να βλέπει το παρελθόν και το παρόν και το μέλλον ταυτόχρονα. Επιβεβαίωνε ότι ο Θεός είναι παντογνώστης και παντοδύναμος. Κατόπτευε και ψηλαφούσε την κτίση από τα άκρα του σύμπαντος μέχρι τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και Ιστορίας. Ίσχυε γι’ αυτόν το: «Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. ιβ' 15).
Η ζωή μέσα στη Χάρη όμως είναι ένα άγνωστο μυστήριο για μας. Και κάθε επιπλέον λέξις θα είναι αυδάδης ενασχόληση με θέματα που αγνοούμε. Αυτά ο Γέροντας τα τόνιζε πάντοτε σε όλους όσοι απέδιδαν τις ικανότητές του σε άλλα αίτια εκτός από τη Χάρη του Θεού. Έλεγε επιγραμματικά και ξανάλεγε: «Δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τέχνη, είναι ΧΑΡΙΣ».
Η επάνοδος στον κόσμο
Ο μοναχός Νικήτας ποτέ δεν σκέφθηκε να αφήσει το Άγιον Όρος και να γυρίσει στον κόσμο. Ο πύρινος θείος έρωτάς του προς το Σωτήρα Χριστό μας τον έσπρωχνε να επιθυμεί και να ονειρεύεται να βρεθεί στην απόλυτη έρημο, μόνος με μόνον τον άκρον των εφετών, τον γλυκύτατο Ιησού.
Όμως, μια βαρειά πλευρίτιδα, που άρπαξε μαζεύοντας σαλιγκάρια στα απόκρημνα βράχια, η οποία τον βρήκε καταεξαντλημένο από τη συνεχή υπεράνθρωπη άσκηση, ανάγκασε τους Γεροντάδες του να του δώσουν εντολή να εγκατασταθεί σ’ ένα μοναστήρι στον κόσμο, για να γίνει καλά. Υπάκουσε και γύρισε, αλλά, μόλις συνήλθε, επέστρεψε στην καλύβη της μετανοίας του. Ξαναρρώστησε όμως, και έτσι οι Γέροντές του με μεγάλη θλίψη τον ξανάστειλαν στον κόσμο οριστικά.
Έτσι τον βρίσκουμε να μονάζει στα δεκαεννέα του χρόνια στη Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στη γενέτειρά του. Συνέχισε κι εδώ την αγιορείτικη τακτική του, “τα ψαλτήρια του” και τα όμοια, μόνο που αναγκαστικά περιόρισε τη νηστεία του μέχρις ότου αποκατασταθεί η υγεία του.
Χειροτονείται ιερεύς
Στο μοναστήρι αυτό τον βρήκε, όταν έμενε για λίγο εκεί ως φιλοξενούμενος επισκέπτης, ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος ο Γ'. Από τη συζήτηση μαζί του διέγνωσε την αρετή του και τα θεία χαρίσματά του και τόσο εντυπωσιάσθηκε, ώστε στις 26 Ιουλίου του 1927, εορτή της Αγίας Παρασκευής, τον χειροτόνησε διάκονο και την επομένη, εορτή του Αγίου Παντελεήμονος, τον προεχείρισε πρεσβύτερο, ως σιναΐτη και τον ονόμασε Πορφύριο. Οι χειροτονίες έγιναν στο παρεκκλήσιο του εν Κύμη επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας, συμπροσευχομένου και του τότε Μητροπολίτου αυτής κυρού Παντελεήμονος Φωστίνη. Ήταν τότε ο Γέροντας εικοσιενός μόνο ετών.
Πνευματικός
Στη συνέχεια ο τότε επιχώριος Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων του ανέθεσε, με την κεκανονισμένη ενταλτήρια επιστολή, έργον πνευματικού. «Δεικνύς το ανθρώπινον» ο Γέροντας και «φιλοπόνως» εργαζόμενος το δοθέν σ’ αυτόν νέο τάλαντον μελέτησε το Εξομολογητάριον. Αλλ’ όταν εδοκίμασε να εφαρμόσει κατά γράμμα τα αναγραφόμενα σ’ αυτό επιτίμια, διαπίστωσε ότι χρειαζόταν εξατομικευμένη μεταχείριση των πιστών και πολύ προβληματίστηκε.
Αλλά βρήκε στον Άγιο Βασίλειο τη λύση, που συμβουλεύει: «Πάντα δε ταύτα γράφομεν, ώστε τους καρπούς δοκιμάζεσθαι της μετανοίας. Ου γαρ πάντως τω χρόνω κρίνομεν ταύτα, αλλά τω τρόπω της μετανοίας προσέχομεν» (Επιστ., 217, αρ. 84). Και αποστήθισε τη συμβουλή και την εφάρμοσε. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα την υπενθύμιζε στους νεώτερους πνευματικούς.
Έτσι ωριμασμένος ο νεαρός ιερομόναχος Πορφύριος άσκησε ευδοκίμως, με τη χάρη του Θεού, το έργο του πνευματικού στην Εύβοια μέχρι το 1940. Αναδεχόταν καθημερινώς τις εξομολογήσεις πλήθους πιστών, πολλές μάλιστα φορές για πολλές αδιάκοπες ώρες.
Γιατί η φήμη του ως πνευματικού, γνώστου της ψυχής και ασφαλούς οδηγού, πολύ σύντομα διαδόθηκε στα περίχωρα και πολύς κόσμος συνέρεε στο εξομολογητήριό του στην Ιερά Μονή Λευκών, κοντά στο Αυλωνάρι της Ευβοίας, ώστε μερικές φορές να περνά όλη την ημέρα και τη νύχτα χωρίς διακοπή και χωρίς ανάπαυση, στην εκπλήρωση του ιερού αυτού έργου και Μυστηρίου.
Τους προσερχομένους βοηθούσε και με το διορατικό του χάρισμα, με το οποίο τους οδηγούσε στην αυτογνωσία, την ειλικρινή εξομολόγηση και την εν Χριστώ ζωή. Με το ίδιο χάρισμα αποκάλυπτε και πολλές πλεκτάνες του πονηρού και έσωζε ψυχές από τα δίκτυά του και τις μεθοδείες του.
Αρχιμανδρίτης
Το 1938 του απονεμήθηκε, και πάλι από το Μητροπολίτη Καρυστίας, το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη: «προς βράβευσιν των υπηρεσιών σου, ας υπέρ της Εκκλησίας προσήνεγκας μέχρι σήμερον ως Πνευματικός Πατήρ και δια τας χρηστάς ελπίδας, ας τρέφει εις σε η Αγία ημών Εκκλησία», όπως επί λέξει γράφει το υπ’ αριθμ. πρωτ. 92/10-2-1938 έγγραφον του εν λόγω Μητροπολίτου, του οποίου, πράγματι, με τη χάρη του Θεού επιβεβαιώθηκαν οι χρηστές ελπίδες.
Εφημέριος στους Τσακαίους Ευβοίας και στη Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας
Για λίγους μήνες τοποθετήθηκε από τον οικείο Μητροπολίτη ιερέας στο χωριό Τσακαίοι της Εύβοιας, όπου η αγαθή ανάμνηση του περάσματός του διατηρείται ακόμη σε μερικούς από τους παλαιότερους. Γύρω στο 1938 τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στην εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη (τότε) ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας Ευβοίας, που υπάγεται στην ιερά Μητρόπολη Χαλκίδας. Είχε αποχωρήσει από την ιερά Μονή του Αγ. Χαραλάμπους, επειδή μετετράπη σε γυναικεία.
Άγιος Γεράσιμος Πολυκλινικής
Στην έρημο της Ομονοίας
Ενώ η λαίλαπα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου προσήγγιζε την Ελλάδα, ο πανάγαθος Κύριος επιστράτευσε τον πιστό δούλο του Πορφύριο σε νέα υπηρεσία, πλησιέστερη προς το δοκιμαζόμενο λαό του. Από τις 12 Οκτωβρίου 1940 του ανατέθηκαν καθήκοντα προσωρινού εφημέριου στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, που βρίσκεται στη γωνία των οδών Σωκράτους και Πειραιώς, δίπλα στην Ομόνοια.
Στη θέση αυτή ζήτησε ο ίδιος να διορισθεί, διότι, από μεγάλη και σφοδρή αγάπη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, ήθελε να βρίσκεται κοντά του στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, όταν ο πόνος και η νόσος και ο επικείμενος θάνατος απεδείκνυαν άχρηστες όλες τις άλλες ελπίδες, εκτός της ελπίδας του Χριστού.
Για το διορισμό στη θέση αυτή υπήρχε και άλλος ενδιαφερόμενος με μεγάλα τυπικά προσόντα, αλλά ο Κύριος φώτισε το διευθύνοντα στην Πολυκλινική να προτιμήσει τον αγράμματο κατά κόσμον και σοφό κατά Θεόν, ταπεινό, αλλά χαριτωμένο Πορφύριο. Για την εκλογή του αυτή ο επιλέξας έχαιρε αργότερα και διηγείτο έκθαμβος ότι βρήκε αληθινό ιερέα λέγοντας: «Βρήκα παπά τέλειο, όπως τον θέλει ο Χριστός».
Στην Πολυκλινική άσκησε τα καθήκοντα του εφημέριου επί τριάντα συνεχή έτη ως εν ενεργεία εφημέριος και επί τρία εν συνεχεία οικειοθελώς και περιορισμένος κάπως, προς εξυπηρέτηση των αναζητούντων αυτών εκεί πνευματικών του τέκνων. Ασκήθηκε συνολικά 33 έτη στην έρημο της Ομονοίας, όπως έλεγε ο ίδιος, αντί της ερήμου του Αγίου Όρους, όπως ποθούσε η ψυχή του.
Εδώ, παραλλήλως προς το έργο του εφημερίου, το οποίο ασκούσε με τέλεια ευλάβεια και αφοσίωση, τελώντας με θαυμαστή ιεροπρέπεια της εκκλησιαστικές ακολουθίες, εξομολογώντας, νουθετώντας και θεραπεύοντας τις ψυχικές και πολλάκις και τις σωματικές αρρώστιες των ασθενών, ασκούσε και το έργο του πνευματικού για όλους όσους πήγαιναν σ’ αυτόν. «Ταις χρείαις μου και τοις ούσιν μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ., κ', 34)
Ο Γέροντας Πορφύριος, ελλείψει τυπικών προσόντων, ελάμβανε ως εφημέριος της Πολυκλινικής γλισχρότατες αποδοχές, οι οποίες δεν επαρκούσαν για τη συντήρηση τόσο του εαυτού του, όσον και των γονέων του και μερικών άλλων στενών οικείων του, των οποίων την προστασία είχε αναλάβει. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να εργασθεί βιοποριστικά και οργάνωσε μαζί τους διαδοχικά ορνιθοτροφείο και πλεκτήριο.
Επιπλέον, από ζήλο για τη μυσταγωγικότερη τέλεση των ιερών ακολουθιών, επιδόθηκε στη σύνθεση αρωμάτων, καταλλήλων για την παρασκευή του χρησιμοποιουμένου στη θεία λατρεία μοσχοθυμιάματος, επιτυγχάνοντας άριστα αποτελέσματα. Μάλιστα, κατά την δεκαπενταετία του 1970 είχε επιτύχει την πρωτότυπη εφεύρεση, να ενοποιήσει το καρβουνάκι με το άρωμα του θυμιάματος και να θυμιατίζει μόνο με το ιδικής του συνθέσεως σιγοκαίον καρβουνάκι, το οποίο απέπνεε πνοή ευωδίας πνευματικής.
Ο Άγιος Πορφύριος στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων
Άγιος Νικόλαος Καλλισίων
Από το 1955 είχε μισθώσει από την ιερά Μονή Πεντέλης το ευρισκόμενο στην Παλαιά Πεντέλη μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή του, την οποία καλλιεργούσε συστηματικά και φιλόπονα, θέλοντας να συστήσει εκεί το ησυχαστήριο, που τελικά εγκατέστησε αλλού. Βελτίωσε τις πηγές, κατασκεύασε αρδευτικό δίκτυο, φύτευσε πολλά δένδρα και με σκαπτικό μηχάνημα, το οποίο χειριζόταν ιδιόχειρα, καλλιεργούσε τη γη. Όλα δε αυτά παράλληλα προς το νυχθήμερο εφημεριακό και εξομολογητικό του έργο.
Εκτιμούσε ιδιαιτέρως την εργασία και καμιά ανάπαυση δεν επέτρεπε στον εαυτό του, γνωρίζοντας από πείρα και όχι από τα βιβλία αυτό, που γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος : “Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ο δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει”.
Αποχωρεί από την Πολυκλινική
Στις 16.3.1970 έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος, ως συμπληρώσας τριακονταπενταετία και αποχώρησε τυπικά από την υπηρεσία του στην Πολυκλινική.
Παρέμεινε όμως κατ’ ουσίαν λίγο ακόμη, μέχρι προσλήψεως του διαδόχου του. Αλλά και μετά ταύτα συνέχισε για λίγο διάστημα να μεταβαίνει στην Πολυκλινική, για να συναντά τα πολυπληθή πνευματικά του τέκνα, που τον αναζητούσαν εκεί. Τελικά, γύρω στο 1973, περιόρισε στο ελάχιστο τις μεταβάσεις του στην Πολυκλινική και δεχόταν τα πνευματικά του τέκνα στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, όπου λειτουργούσε και εξομολογούσε.
«Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται»
Ο Γέροντας Πορφύριος πέρα από την αρχική ασθένειά του, εξαιτίας της οποίας και βγήκε από το Άγιον Όρος , δοκιμάσθηκε και με πολλές άλλες, κατά καιρούς, ασθένειες.
Προς το τέλος της υπηρεσίας του στην Πολυκλινική αρρώστησε από πάθηση των νεφρών και εγχειρίσθηκε πολύ καθυστερημένα. Αυτό έγινε, διότι εργαζόταν ακούραστα, παρά την ασθένειά του. Είχε συνηθίσει να υπακούει «μέχρι θανάτου» και έτσι υπάκουσε ακόμη και στο Διευθυντή της Πολυκλινικής, ο οποίος του είπε να αναβάλει την εγχείρηση, για να να εκτελέσει τις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος… Το αποτέλεσμα ήταν να περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και να ειδοποιηθούν οι οικείοι του από τους ιατρούς να μεριμνήσουν για την κηδεία του. Αλλά ο Γέροντας επανήλθε στην κατά σάρκα ζωή, για να συνεχίσει να υπηρετεί το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Παλαιότερα είχε υποστεί και κάταγμα του ποδιού, για το οποίο διηγήθηκε ένα θαυμαστό γεγονός μερίμνης γι’ αυτόν του Αγίου Γερασίμου, στο ναΰδριο του οποίου, στην Πολυκλινική, ιερουργούσε.
Επίσης, λόγω των κόπων του κατά τη μεταφορά βαριών φορτίων στο σπίτι του στα Τουρκοβούνια, όπου έμενε για πολλά χρόνια, επεδεινώθη η κήλη του, από την οποία πολύ εταλαιπωρείτο μέχρι της κοιμήσεώς του.
Στις 20.8.1978, ευρισκόμενος στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων, υπέστη έφραγμα του μυοκαρδίου και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσηλευτήριο «Υγεία», όπου ενοσηλεύθη επί 20ήμερον. Όταν βγήκε από την κλινική, συνέχισε τη νοσηλεία του σε σπίτια μερικών πνευματικών του παιδιών μέσα στην Αθήνα, γιατί στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων δεν μπορούσε να μεταβεί ελλείψει δρόμου, αφού έπρεπε να διανύσει πεζός μεγάλη απόσταση, ενώ το σπίτι του στα Τουρκοβούνια δεν παρείχε ούτε τις στοιχειωδέστερες ανέσεις και, ακόμα, γιατί έπρεπε να είναι κοντά στους γιατρούς.
Αργότερα, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί σε προχειρότατο οικίσκο του κατασκευαζομένου στο Μήλεσι μετοχίου του Ησυχαστηρίου που είχε ιδρύσει, υποβλήθηκε σε εγχείρηση καταρράκτη στο αριστερό μάτι και από σφάλμα του γιατρού καταστράφηκε το μάτι και μετά από λίγα χρόνια (1987) ο Γέροντας τυφλώθηκε εντελώς.
Κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως ο γιατρός, χωρίς την έγκριση του Γέροντα, που είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στα φάρμακα και ακόμη μεγαλύτερη στην κορτιζόνη, του έκανε ένεση ισχυρής δόσεως κορτιζόνης. Συνέπεια αυτού ήταν ότι υπέστη μετά από λίγο χρόνο συνεχείς γαστρορραγίες που επαναλαμβανόντουσαν επί τρίμηνον και πλέον.
Εξαιτίας της καταστάσεως αυτής δεν μπορούσε να τραφεί κανονικά και διατηρήθηκε με μερικές κουταλιές γάλα και νερό την ημέρα, με αποτέλεσμα να φτάσει στον έσχατο βαθμό της εξαντλήσεως, μέχρι σημείου να μη μπορεί ούτε καθιστός να σταθεί. Του έγιναν περίπου 12 μεταγγίσεις, όλες στο κατάλυμά του στο Μήλεσι και τελικώς επεβίωσε, χάριτι Θεού, παρ’ όλον ότι και πάλι δρασκέλισε το κατώφλι του θανάτου.
Έπασχε επίσης από σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στο χέρι, χρονία βρογχίτιδα και αδένωμα (καρκίνο) της υποφύσεως στο κρανίο.
Από τότε διεταράχθη σφοδρά η σωματική του υγεία, αλλά συνέχισε το έργο του πνευματικού συμβούλου και, όσο μπορούσε, του εξομολόγου, διεκπεραιώνοντας αυτά πάρα πολλές φορές μέσα σε φρικτούς πόνους.
Αποκαλυπτική και συγκλονιστική μαρτυρία για τις ασθένειες και την ιώβειο υπομονή του Γέροντα απέναντι σ’ αυτές αποτελεί η επιστολή του Γεωργίου Παπαζάχου (περιοδ. Σύναξη, Ιαν.-Μάρτιος 2002, σελ. 93-97), επίκουρου Καθηγητήτης Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θεράποντος ιατρού τουΓέροντος Πορφυρίου.
Ο Γέροντας Πορφύριος κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1991 στο Κελί του στα Καυσοκαλύβια.
Η πνευματική διαθήκη του
Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά,
Τώρα που ακόμη έχω τας φρένας μου σώας, θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν πτωχοί, είχε πάει στη διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί που έβοσκα τα ζώα, συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές, σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά. Και θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύ αγώνα, έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχθηκα σε δύο Γέροντες αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς το Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, για τις αμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ και οι Γέροντές μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιο Ιωάννην Ευβοίας.
Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες, όταν ξαναπήγα στον κόσμο, συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήραν από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα και γνωρίζω ότι γι’ αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ, όταν ζούσα, πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας. Αλλά όμως, τώρα που θα πάω για τον ουρανό, έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πη: Τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω: Δεν είμαι άξιος, Κύριε, για εδώ, αλλά ό,τι θέλει η αγάπη σου ας κάμη για μένα. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρω τι θα γίνη. Επιθυμώ όμως να ενεργήση η αγάπη του Θεού.
Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώση να μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχωμαι και να διαβάζω τους ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρι του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.
Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ό,τι σας στενοχώρησα
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/17 Ιουνίου 1991
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰχνηλάτης τῶν πάλαι πατέρων γέγονας, Ἁγιωνύμου τοῦ Ὄρους ἀσκήσας Σκήτῃ σεπτῇ, Τριάδος τῆς Ζωαρχικῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄβυσσος θείων δωρεῶν, λυτήρ δεινῶν ἀσθενειῶν, ἐδείχθης ὦ θεοφόρε. Πορφύριε οἰκουμένης, πάσης, ποιμήν ἡμῶν καί στήριγμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τὸν Γέροντα), τῆς Θεολογίας τὸν μύστην καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός. Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται, καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Προγιγνώσκειν τὸ μέλλον σοφῶς, Πορφύριε, ὡς ἀντιμίσθιον πόνων καὶ βιοτῆς εὐσεβοῦς χάριν δέδωκέ σοι ἄνωθεν ὁ Κύριος· ἄνθος Εὐβοίας ἱερόν, ἐκ τοῦ Ἄθω μυστικῶς πρὸς κήπους μετεφυτεύθης ἀλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστῷ ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ´. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Φωτὸς χωρίον τοῦ Θεοῦ καὶ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως, τῶν ἱερέων καλλονή, τῶν μοναστῶν κανὼν ἀκριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τῇ διακρίσει λάμψας καὶ θαύμασι, Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Ὁσίως διέπρεψας ἐν μέσῳ ἄστει σοφέ, τὴν κλῆσιν δεξάμενος ἀπὸ κοιλίας μητρός· ὅθεν προσκαρτεροῦντες τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθῆναι, ἵνα ἀκαταπαύστως τὴν δόξαν σου ὑμνοῦμεν, αἰτούμενοι ἐλέους τῷ σὲ ἁγιάσαντι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Πνευματέμφορος ὅλος καὶ ἀπαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ἱερατεύων τῷ Χριστῷ, ὡς ἰσάγγελος ὤφθης. Προφήτης θαυμαστός, τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακράν, προβλέπεις ὅσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Ἁγίου Ὄρους τὸ ἀγαλλίαμα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Ὡς παιδιόθεν τὸν Χριστὸν χαίρων ἠγάπησας, καὶ τὰ τοῦ βίου ἀγαθὰ ἀπαρνησάμενος, τὴν τοῦ Ἄθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τὸν τῆς πτώσεως χιτῶνα ἐκδυσάμενος, ἀνεδείχθης τῆς Τριάδος ἐνδιαίτημα καὶ πρεσβεύεις ἀεί, Πάτερ ὅσιε, σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Τὸν ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ ταπεινώσεως, ὑπακοῆς τε καὶ ἀγάπης στολισάμενον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὸ ἔνδυμα καὶ ὀφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος ἐκσφράγισμα εὐφημήσωμεν σοφίας ὡς διδάσκαλον ἀνακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τοῦ Παρακλήτου τὸν ναὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ἀνυμνήσωμεν Πορφύριον ἐκ καρδίας. Ἀγαπᾷ γὰρ καὶ ἰᾶται πάντας καὶ φρουρεῖ καὶ πρεσβεύει ὅπως τύχωμεν θεώσεως. Ὅθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἁγίων Πάντων ὁ χορός νῦν εὐφραινέσθωσαν καί ὀρθοδόξων τά πληρώματα χαιρέτωσαν, ὅτι ἄρτι τῇ Ἐκκλησίᾳ, λαμπρός ἀστήρ ἐφάνη. Τριάδος τῆς Ἁγίας Σκήτης σεπτῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διό κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε καί εὐφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, ἐν σοί ηὔγασεν ἀληθῶς, ἄστρον καταυγάσαν, τήν οἰκουμένην πάσαν, καί πάντας ἀφυπνίζων, πρός βίον κρείττονα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Χαίροις χαρισμάτων ὁ θησαυρὸς καὶ τῶν ἰαμάτων ἡ πηγὴ ἡ θαυματουργός. Χαίροις ὁ προφήτης ὁ νέος Ἐκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, ὁ χαρίτων πλησθεὶς πολλῶν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καὶ ἰθύνας πιστοὺς καλῶς πρὸς λειμῶνας θείους, ἀστὴρ θεοσοφίας καὶ ἀκραιφνοῦς ἀγάπης, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος ἐσθλός, καὶ ὑπερουσίου τῆς Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς τοῦ Θαβωρίου, αἱρέτης καὶ δοχεῖον, Πάτερ Πορφύριε.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση, Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλιβίτης, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η ιστορική γη της Εφέσου καυχάται δικαίως για τους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, που γεννήθηκαν, έλαμψαν ή τελείωσαν τον επίγειο βίο τους στην αγιασμένη αυτή μικρασιατική γη, αποτελώντας για τους χριστιανούς του 21ου αιώνα λαμπρά παραδείγματα ηρωϊκού φρονήματος και ακλόνητης πίστης και προσήλωσης στον Ιησού Χριστό.
Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και σε μία περίοδο, κατά την οποία η Εκκλησία του Χριστού δοκιμαζόταν από σκληρούς διωγμούς, γεννήθηκε στην Έφεσο η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη. Ο πατέρας της απεβίωσε νωρίς και η χιακής καταγωγής μητέρα της, που ονομαζόταν Άφρα, την ανέθρεψε χριστιανικά. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση η Μυρόπη επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της Αγίας Ερμιόνης, της τέταρτης θυγατέρας του Αγίου Φιλίππου, ο οποίος ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Από τον τάφο αυτό η Μυρόπη έπαιρνε το μύρο, που ανέβλυζε και το μοίραζε για ευλογία στους χριστιανούς. Το γεγονός αυτό της έδωσε μάλιστα και το όνομα Μυρόπη.
Όμως τον Σεπτέμβριο του 249μ.Χ. και μόλις ξέσπασε ο σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Δεκίου, η Μυρόπη και η μητέρα της, η Άφρα, εγκατέλειψαν την Έφεσο και με ένα μικρό πλοίο έφτασαν στο μυροβόλο νησί της Χίου και εγκαταστάθηκαν σε κτήμα στην περιοχή του χωριού Θυμιανά. Στον τόπο, όπου αποβιβάστηκαν, ανήγειραν ένα προσκυνητάρι προς τιμήν της Αγίας Ερμιόνης, η οποία αργότερα έδωσε και την ονομασία της στην περιοχή αυτή της Χίου, που κοσμείται μέχρι τις ημέρες μας με ομώνυμο ιερό ναό.
Την περίοδο όμως αυτή, κατά την οποία βρισκόταν στη Χίο η Μυρόπη με τη μητέρα της, έφτασαν στο νησί και τα ρωμαϊκά πολεμικά πλοία, στα οποία μεταξύ άλλων υπηρετούσε ως αξιωματικός και ένα νεαρό αρχοντόπουλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Ισίδωρος, ο οποίος είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Ο νεαρός Ισίδωρος άρχισε να έρχεται σε επαφή με τη χριστιανική κοινότητα της Χίου, αλλά το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον ειδωλολάτρη ναύαρχο Νουμέριο, ο οποίος άρχισε να τον παρακαλεί να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα των ψεύτικων θεών. Ο γενναίος Ισίδωρος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και μετά από πολλά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε στις 14 Μαΐου του 250 μ.Χ.
Το λείψανο του πρωτομάρτυρος της Χίου Αγίου Ισιδώρου ρίχθηκε μέσα σε φαράγγι και ο Νουμέριος διέταξε, να το φρουρούν για να μην κλαπεί. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας και την ώρα, που οι φρουροί κοιμόνταν, η Μυρόπη έκλεψε μαζί με τις υπηρέτριες της το αιμόφυρτο σώμα του νεαρού Ισιδώρου και αφού το άλειψε με μύρο, το ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές στο ρωμαϊκό νεκροταφείο, όπου μέχρι σήμερα σώζονται τα ερείπια του παλαιού ναού του Αγίου Ισιδώρου.
Την άλλη ημέρα μόλις έγινε γνωστό το γεγονός της αρπαγής του λειψάνου, ο ναύαρχος Νουμέριος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε απείλησε τους φρουρούς με αποκεφαλισμό, εάν δεν έβρισκαν το λείψανο και αυτόν, ο οποίος το έκλεψε. Μάλιστα για να τους εκφοβίσει και να τους ταλαιπωρήσει, τους έδεσε με σίδερα και διέταξε, έτσι όπως ήταν σιδεροδέσμιοι, να βρουν το κλεμμένο λείψανο. Μόλις η Μυρόπη είδε τους σιδεροδέσμιους φρουρούς να ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το λείψανο, τους λυπήθηκε και με παρρησία ομολόγησε σ’ αυτούς την πράξη της. Στη συνέχεια οδηγήθηκε από τους φρουρούς στον Νουμέριο, όπου με ηρωϊκό φρόνημα ομολόγησε την αρπαγή του ιερού λειψάνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την περιφρονητική στάση της Μυρόπης απέναντι στο πρόσωπο του Νουμερίου και την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων εξαγρίωσαν τόσο πολύ τον σκληρόκαρδο ειδωλολάτρη ναύαρχο, ώστε διέταξε να τη χτυπήσουν αλύπητα με χονδρά ραβδιά και να τη σύρουν από τις τρίχες του κεφαλιού της σε όλη την πόλη της Χίου.
Από τα βασανιστήρια η Μυρόπη βγήκε μισοπεθαμένη και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου μάλιστα τοποθετήθηκε και φύλακας για να τη φρουρεί. Ο φύλακας έμεινε άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά έμεινε έκπληκτος από τα θαυμαστά και παράδοξα, που έλαβαν χώρα μέσα στη φυλακή και τα οποία έζησε με τα ίδια του τα μάτια. Η Μυρόπη προσευχόταν στον Πανάγαθο Θεό, όταν τα μεσάνυχτα ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το δωμάτιο, μέσα στο οποίο ήταν φυλακισμένη. Στη συνέχεια ακολούθησε μέσα σ’ αυτό το φως χορός Αγγέλων, που έψαλλε τον Τρισάγιο Ύμνο. Στη μέση αυτών βρισκόταν ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος κοίταζε επίμονα την Αγία Μυρόπη και της είπε, ότι η παράκλησή της εισακούστηκε στον Θεό και θα έρθει μαζί του στην αιώνια χαρά του Παραδείσου, αφού θα λάβει τον στέφανο της αγιότητος.
Μόλις τελείωσε τον λόγο του ο Άγιος Ισίδωρος, η Μυρόπη παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Θεό και η φυλακή γέμισε από άρρητη ευωδία. Βλέποντας οι φύλακες τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψαν να χάσουν και τον νου τους. Μάλιστα ο φύλακας, που έμεινε άγρυπνος και βίωσε το παράδοξο γεγονός, βαπτίσθηκε χριστιανός και μαρτύρησε αργότερα για τη χριστιανική του πίστη.
Το λείψανο της Αγίας παρθενομάρτυρος Μυρόπης τοποθετήθηκε στον τόπο, όπου η Αγία είχε πρωτύτερα ενταφιάσει το λείψανο του Αγίου Ισιδώρου. Αργότερα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος ανήγειρε περικαλλή ναό πάνω στους τάφους των δύο Αγίων πρωτομαρτύρων της Χίου Ισιδώρου και Μυρόπης, τον οποίο μάλιστα διεκόσμησε με μάρμαρα και ψηφιδωτά, που σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη της ενδόξου πρωτομάρτυρος γυναικός της νήσου Χίου Αγίας Μυρόπης, που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 2 Δεκεμβρίου, εορτάζεται στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Ισιδώρου στον Βροντάδο της Χίου, όπου το δεξιό κλίτος είναι αφιερωμένο επ’ ονόματί της, τη δε ασματική της Ακολουθία εποίησε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
Κοντάκιον Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Κάθισμα Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...