Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἕνας ἄλλος σπουδαῖος μαθητής τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, εἶναι καὶ ὁ βιογραφούμενος ἐδῶ ὅσιος Ρωμύλος. Αὐτὸς ἐγεννήθη περὶ τὸ 1310 μ.Χ. εἰς τὴν περίδοξο πόλι τῆς Βιδύνης, ὅπου εὑρίσκεται εἰς τὸ ΒΔ ἄκρο τῆς Βουλγαρίας. Ὁ πατέρας του «ρωμαῖος ἦν τὸ γένος», δηλαδὴ Ἕλληνας, καὶ ἡ μητέρα του «ἐκ τῶν βουλγάρων».
Ἡ νεανικὴ σύνεσι καὶ ἡ ἄρετὴ του γίνονται γνωστές εἰς ὅλους, ἀλλὰ οἱ γονεῖς του προσπαθοῦν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἔστω καὶ χωρίς τὴν συγκατάθεσί του. Οἱ ἀρνήσεις του γιὰ ἕνα ἐπίγειο γάμο δέν εὕρισκουν κατανόησι ἔτσι ἀποφασίζει νὰ ἀσπασθῆ τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἔστω καὶ ἄνευ τῆς πατρικῆς συγκαταθέσεως, διότι ἐγνώριζε πὼς «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Ἔρχεται ἀνατολικότερα εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ζαγορᾶς καὶ εἰς τὴν τότε πρωτεύουσα τοῦ κράτους, τὸ κάστρο τοῦ Τυρνόβου. Ὡς «ἡ διψητικοτάτη ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», ἔτσι καὶ αὐτὸς φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο πόθο, εἰσέρχεται εἰς τὸ ἐκεῖ μοναστήρι τῆς Θεομήτορος Ὁδηγητρίας καὶ λαμβάνει τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομαζόμενος ἀπὸ Ράϊκος εἰς Ρωμανό.
Εἰς ὀλίγο χρονικὸ διάστημα, οἱ πολλὲς ἀρετές του, καὶ προπαντός «ἡ ἐνοικοῦσα τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ταπείνωσις», τὸν καθιστοῦν ἀγαπητὸ εἰς ὅλους, ὅπου τὸν ὀνομάζουν πλέον Καλορώμανο. Εἶναι ἡ εὐλογημένη ἐποχὴ ὁποὺ ἦλθε εἰς τὰ Παρόρια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἡ φήμη του ἐξαπλώνεται παντοῦ καὶ ὁ θεῖος Ρωμανὸς ζητεῖ καὶ λαμβάνει τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντός του νὰ ὑποταχθῆ εἰς τὸν Ἕλληνα ἡσυχαστή.
Τὸ διακριτικὸ βλέμμα τοῦ ἱεροῦ Σιναΐτου πατρὸς διακρίνει ὅτι ὁ νέος μοναχὸς εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, γι ̓ αὐτὸ καὶ δέν ἀμελεῖ νὰ τοῦ προσθέση κοπιώδη διακονήματα. Εἰς ὅλα ἀνταποκρίνεται πλήρως πρὸς τὶς προσδοκίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, καὶ μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ, περὶ τὸ 1346 μ.Χ., «διὰ τόν πειρασμὸν τῶν ληστῶν», ἀναχωρεῖ «τῶν Παρορίων καὶ εἰς τὴν Ζαγοράν» πάλι ἐπιστρέφει.
Μετ' ὀλίγoν, μαθαίνοντας ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης Ἀλέξανδρος ἀπεδίωξε τούς ληστάς, ἐπανέρχεται εἰς «τὴν ἔρημο τῶν Παρορίων», συνεχίζων τὴν ἄκρως ἀσκητικὴ βιοτή του καὶ κοσμούμενος μὲ «τὴν τῶν δακρύων δωρεὰν καὶ χάριν». Ὁ φόβος, ὅμως τῶν ἀγαρηνῶν δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ἐπὶ πολὺ νὰ ἀπολαύση τὴν ἐκεῖ ἡσυχία καὶ «ἄκων εἰς τὴν Ζαγορὰν ἀπέρχεται», ἀλλ ̓ ἐκ νέου «εἰς τὰ Παρόρια ἀφικνουται, ἐπειδὴ φιλέρημος ἦν».
Ἐδῶ λαμβάνει τὸ μέγα ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ «Ρωμύλος μετονομάζεται». Παραμένει ἐπὶ πενταετίαν «παλαίων μετὰ δαιμόνων», ἀλλ ̓ ἐπιστρέφει πάλι διὰ τελευταίαν φορὰν εἰς τήν Ζαγορά, ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν «τῶν τῆς Ἄγαρ ἀπογόνων». Ἀπ ̓ ἐκεῖ συντόμως ἀναχωρεῖ διὰ «τὸ ἅγιον ὄρος τοῦ Ἄθωνος» καὶ ἐγκαθίσταται «πλησίον τῆς ἱερᾶς λαύρας», ὅπου ἤδη ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστικὴ κίνησι καὶ πολλοὶ «πατέρες ὁμότροποι oἰκοῦν».
Ἀλλὰ τώρα πλέον, οἱ ἀρετές του εἶναι πολλὲς καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρυφθῆ, ὡς «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». «Πεπειραμένος ὢν τὰ τῶν μοναχῶν» προσελκύει πλήθη «ἀναχωρητῶν καὶ μιγάδων», οἱ ὁποῖοι σαγηνεύoνται ἀπὸ τοὺς θείους λόγους του, «ὡς ἡ μαγνῆτις λίθος ἕλκει τὸν σίδηρον». Βλέπει κανεὶς «κατηφεῖς, ξηρούς, σκληρούς, ἐκ δαιμόνων ἢ ἐξ ἀνθρώπων τοῦτο πάσχοντας», καὶ διὰ τῆς πλήρους χάριτος καὶ δυνάμεως νουθεσίας του, ἀλλα καὶ τῆς νηπτικῆς διδασκαλίας του, νὰ φεύγουν «φαιδροὶ τῷ προσώπῳ καὶ τῇ ψυχῇ».
Οἱ τραγικές, ὅμως, ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, καθὼς πλέον ἡ χιλιετὴς Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία συνταράσσεται ἀπὸ τὶς μουσουλμανικὲς βαρβαρικὲς ὀρδές, δὲν ἀφήνουν ἀνεπηρεάστους οὔτε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τότε, «οἱ πλείους τῶν ἀναχωρητῶν ἐξέφυγον», καὶ μαζί των οὗτος ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος φθάνει εἰς τὸν Αὐλῶνα τῆς Ἀλβανίας. Ἐδῶ, πρὸς χάριν τῶν «μυριοπαθῶν» ἐκείνων ἀνθρώπων, ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μὲ τὸν «κεχαριτωμένον λόγον του».
Ἐπειδή, ὅμως, «μεγάλως ὑπερετίμων αὐτόν, εἰς τὴν Σερβίαν ἀπέρχεται», πλησίον τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ραβενίτσης, ὅπου τελειώνει τὸν πολύαθλο ἐπίγειο βίο του περὶ τὸ 1380. Ὁ Θεός, καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του, τὸν δοξάζει μέ «τὴν χάριν τοῦ ἰᾶσθαι πᾶσαν ἀσθένειαν καὶ πᾶν πάθος», ὥστε νὰ προσέρχωνται πλήθη ἀνθρώπων διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια αὐτοῦ λείψανα, τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερον φυλάσσονται εἰς τήν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ραβανίτσης.
Τὸ γεγονὸς τῆς συντάξεως Ἀκολουθίας πρός τιμήν του, ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Βιδυνίου Ἰωάσαφ, δεκαετία μόλις ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, δείχνει τὴν γρήγορο ἐξάπλωσι τῆς φήμης του ὡς θαυματουργοῦ καὶ τήν ἄμεσο ἀναγνώρισί του ὡς Ἁγίου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ τῇ ιη ́ τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου. (Ἡ ἡμερoμηνία αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ πρῶτον εἰς μίαν παράφρασι τοῦ Βίου ἐν ἔτει 1904 -ὅρα σχετικῶς κατωτέρω καὶ εἰς ὅλους τοὺς νεωτέρους Συναξαριστάς. Εἰς τὸν κώδικα 73, ὅμως, τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου σημειώνεται: «Μὴν Νοέμβριος κατὰ α ́». Ὁ μακαριστὸς Σέρβος π. Ἰουστίνος Πόποβιτς [ἅγιος] καταχωρεῖ τήν μνήμη του τῇ ιϛ ́Ἰανουαρίου, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέν τὸν ἀναφέρει καθόλου).
Ἕνα ζήτημα τὸ ὅποιον θὰ ξενίση ἴσως τούς φιλοθέους ἀναγνωστας καὶ τὸ ὁποῖον ἀξιζει, ὅμως, νὰ ἐξετασθῆ εἶναι οἱ συχνὲς μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου. Καθ' ὅσον μάλιστα συνέβαιναν εἰς μίαν παλαιοτέρα ἐποχή, ὁπού οἱ μετακινήσεις ἦσαν δυσκολώτερες, ἀλλ ̓ ἰδίως ἐπειδὴ ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀνῆκε εἰς τὴν χορεία τῶν ἡσυχαστῶν Ἁγίων. Τί νὰ εἴπη ὁ σημερινὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν δώσει ὑπόσχεσι νὰ «παραμείνη τῷ Μοναστηρίῳ ἕως ἐσχάτης του ἀναπνοῆς», ἀλλα τὸν δελεάζει ἡ εὐκολία τῆς μετακινήσεως ὁπού εἶναι πολὺ μεγάλη, καὶ δὲν τὸν ἐνισχύει ἡ ἡσυχαστικὴ πνευματικότης ὁποὺ εἶναι τόσο χαμηλή; Εἶναι βεβαίως γεγονὸς ὅτι σήμερον δὲν μᾶς «χωρὰ ὁ τόπος», καὶ ὅλοι μας, εἴτε μοναχοὶ εἴτε λαϊκοί, μετακινούμεθα συνεχῶς, εὑρισκόμενοι εἰς μίαν διαρκῆ καὶ ἄσκοπο περιπλάνησι.
Ὅμως, δεν μᾶς «χωρᾶ ὁ τόπος», ὄχι χάριν τῆς μεγάλης κινητικότητος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ διότι ἔχομε, κατὰ βάθος, ἕνα ἀνυπότακτο «Ἐγώ», ὅπου δὲν θέλει νὰ δεσμευθῆ εἰς ἕνα ὁρισμένο τόπο, νὰ σταθῆ εἰς ἕνα σημεῖο ἐφ ̓ὅρου ζωῆς. Νιώθομε τὸν χῶρο ὡς ἕνα ἀφηρημένο πεδίο καὶ ἡ ἀντίληψί μας γι ̓ αὐτόν, ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς φυσιοκρατικῆς παιδείας μας, εἶναι μηχανιστικὴ ἢ ἔστω συναισθηματική. Δὲν διανοούμεθα νὰ δημιουργήσωμε ἕνα τύπο σχέσεως μὲ τὸν χῶρο, νὰ δεθοῦμε μὲ ἕνα τόπο, νὰ περιορισθοῦμε εἰς ἕνα μέρος, ὅπως τὸ οἰκιακὸ δωμάτιο ἢ τὸ μοναχικὸ κελλί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ «μᾶς διδάξη τὰ πάντα», κατὰ τὸν ἀββα Μωϋσῆ.
Ἀλλ' οἱ μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου εἶχαν ἕνα διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἀενάως περιπλανώμενο τρόπο ζωῆς μας, γιατὶ δὲν συνδέονται τόσο μὲ τὴν ἐσωτερική του παρόρμησι, ὅσο μὲ τὶς ἐξωτερικὲς ἱστoρικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἴδιος ἦτο ἕνας μοναχὸς ἄκρας ἡσυχαστικῆς νοοτροπίας, μὲ πλήρη ἀποταγὴ τῶν ἐγκοσμίων, βαθὺ πόθο τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, μεγάλη διάθεσι ὑπακοῆς, συνεχῆ ἀποφυγὴ τῆς συγχύσεως καὶ τῶν ματαίων μεριμνῶν.
Εἶχε τὴν συνείδησι κάθε φορὼ πῶς, εἰς τὸν τόπο ὁποὺ ἐξ ἀνάγκης μετεκινεῖτο, θὰ διέμενε ἕως τέλους τῆς ζωῆς του, κάτι ὁποὺ ἀποτελεῖ ἀσφαλὲς κριτήριο ἀπλανοῦς ἀσκητικοῦ βίου. Ἀλλ ̓ οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων, ὁποὺ ὁλοὲν καὶ περισσότερον εἰσέδυαν εἰς τὰ ἐδάφη τῆς ἐξησθενημένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν ἐπέτρεπαν ἐπὶ πολὺ εἰς τοὺς κατοίκους, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μοναχούς, νὰ ἡσυχάζουν καὶ νὰ ζοῦν ἀπερισπάστως.
Μέσα εἰς τέτοιες τραγικὲς συνθῆκες ἀκουσίου ξερριζωμοῦ, ἡ μόνη μετὰ Θεὸν παρηγορία των ἦτο ἡ οἰκουμενικὴ συνείδησι, τὴν ὁποίαν ἐνέπνεαν οἱ ἀρχαὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἐνεθάρρυνε ἡ πανορθόδοξος ἔννοια τοῦ Ρωμαίου (Ρωμηοῦ ἢ Βυζαντινοῦ) πολίτου, ὥστε μετακινούμενοι εἰς ὅλο τὸ πλάτος τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου νὰ αἰσθάνωνται γνώριμοι καὶ οἰκεῖοι, ὡσὰν εἰς τὴν ἰδιαιτέρα πατρίδα των.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ [ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, ἡγουμ. Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν] τοῦ βιβλίου: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ», σειρά «ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ» τ. 6, Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» ©)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βιδυνίου τὸν γόνον Βαλκανίων τὸ καύχημα, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἁπάντων, τὸν σεπτὸν ἀντιλήπτορα•Ῥωμύλον τοῦ Κυρίου ἀσκητήν, ὑμνήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, δι᾽ αὐτοῦ γὰρ φωτισθέντες τὸ ἡσυχάζειν ἐν Κυρίῳ ἐδιδάχθημεν. Δόξα τῷ ἀναδείξαντί σε ἡμῖν καθηγητῇ, δόξα τῷ σὲ χαριτώσαντι, δόξα τῷ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, κοινὸν προστάτην σε δείξαντι.
Μεταξύ των αρχαιότερων μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως συγκαταλέγονται η αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστις, Ελπίς και Αγάπη, αφού πρόσφεραν την ζωή τους ως «λογική λατρεία» στον Ιησού Χριστό, κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας στην Ρώμη ήταν ο Αδριανός (117-138).
ΣΗΜΕΡΑ ἡ Ἐκκλησία μας ὑψώνει καὶ προβάλλει τὸν τίμιο σταυρό. Πρὸ Χριστοῦ ὁ σταυρὸς προκαλοῦσε φρίκη, διότι ἦταν ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως. Μὲ τὴ θυσία ὅμως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε τελείως· ἔγινε «κοσμοπόθητος» (ὑμνολογ.).
Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν ως κύριο αντικείμενο την αντιμετώπιση αιρέσεων, που αφορούσαν το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι, η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει την θεότητα ή μη του Χριστού, την ομοιότητα, ανομοιότητα ή την ομοουσιότητά του προς τον Πατέρα, το αν το πρόσωπό του είναι θεϊκό ή ανθρώπινο, το εάν έχει δυο φύσεις ή μία, δυο θελήσεις ή μια, το αν επιτρέπεται η απεικόνισή του ή όχι και άλλες δευτερεύουσες θέσεις και απόψεις.
Η ΣΤ΄ Σύνοδος ασχολήθηκε με τον αν ο Χριστός έχει δυο θελήσεις και ενέργειες ή μια και δέχτηκε τις θέσεις των αγίων Μαξίμου ομολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνού και Σωφρονίου Ιεροσολύμων, για τις δυο θελήσεις και τις δυο ενέργειες.
Για πρώτη φορά σε Οικουμενική Σύνοδο έχουμε καταδίκη Πάπα της Ρώμης, αλλά και πληθώρας Πατριαρχών Κ/Πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και αυτό το γεγονός δείχνει, ότι η Εκκλησία "δεν αστειεύεται".
Επίσης, για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε πλήρως η θεότητα του αγίου Πνεύματος και η ομοουσιότητά του προς τον Πατέρα, παρεδέχθη δε η Σύνοδος, ότι δογματίζει «απλανώς», αλλά ουχί «αλαθήτως».
ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το 680 μ.Χ. (7.11.680-17.11.681) στην Κ/Πολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο, με σκοπό την καταδίκη της αίρεσης του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού. Στη Σύνοδο μετείχαν 174 Επίσκοποι, μεταξύ των οποίων οι: ΚΠόλεως Γεώργιος, οι αντιπρόσωποι του Πάπα Αγάθωνα, πρεσβύτεροι Θεόδωρος και Γεώργιος και ο Διάκονος Ιωάννης, ο Αντιοχείας Μακάριος με τον μαθητή του Στέφανο (που καθηρέθησαν ως αιρετικοί), ο νεοεκλεγείς Αντιοχείας Θεοφάνης, ο αντιπρόσωπος του Αλεξανδρείας πρεσβύτερος Πέτρος, ο αντιπρόσωπος του Ιεροσολύμων πρεσβύτερος Γεώργιος, τρεις Ιταλοί Επίσκοποι (Πόρτου, Πατέρνου, Ρηγίου), οι: Εφέσου Θεόδωρος, Ηρακλείας Σισίννιος, Κυζίκου Γεώργιος, Νικομηδείας Πέτρος, Νικαίας Φώτιος, Χαλκηδόνος Ιωάννης κ.ά.
Οι εναπομείναντες Μονοφυσίτες δίδασκαν, ότι ο Χριστός είχε μια θέληση και μια ενέργεια και η διδασκαλία αυτή είναι γνωστή ως Μονοθελητισμός και Μονοενεργητισμός. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος στράφηκε σ’ αυτούς επωφελούμενος από την απελευθέρωσή τους από τους Πέρσες, αλλά και από τον επαπειλούμενο Αραβικό κίνδυνο. Οι Μονοφυσίτες όμως δέχοντο με την προϋπόθεση να δεχτούν οι Ορθόδοξοι, ότι ο Χριστός έχει μια θέληση και μια ενέργεια. Ο Ηράκλειος ζήτησε τη συμβουλή του Σύρου Πατριάρχη Κ/Πόλεως Σέργιου, ο οποίος συγκατένευσε και μάλιστα συμπαρέσυρε και τους: Ρώμης Ονώριο, Φαράν Θεόδωρο και Φάσιδος Κύρο.
Ο Ηράκλειος έπεισε τους επισκόπους βασιζόμενος στη διδασκαλία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη για τη μια «θεανδρική ενέργεια» του Χριστού. Γράφει ο άγιος Διονύσιος σε επιστολή του στον μοναχό Γάιο (Δ΄):
«Και το λοιπόν, ου κατά Θεόν τα θεία δράσας, ου τα ανθρώπεια κατά άνθρωπον, αλλ’ ανδρωθέντος θεού, καινήν τινα την θεανδρικήν ενέργειαν ημίν πεπολιτευμένος.»
Κατά τον Αντιοχείας Σεβήρο πρόκειται για μια ενέργεια, ενώ για τον άγιο Διονύσιο (ψευδο-Διονύσιο) είναι δυο, που εκφράζεται ως μια θεανθρώπινη ενέργεια.
Μια παραπλήσια διατύπωση βλέπουμε και στον δικό μας καθηγητή Π. Χρήστου. Στο έργο του, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, καταγράφει:
«Κατά ταύτα ο Χριστός, ως συνιστάμενος εκ δυο φύσεων, έχει δυο φυσικά θελήματα, ως αποτελών δε ενιαίον πρόσωπον έχει ενιαίον γνωμικόν θέλημα, ενιαίαν δύναμιν εκλογής.»
Στο κείμενο αυτό υπάρχει μια σύγχυση. Ο Χριστός παρουσιάζεται έχοντας «ενιαίο πρόσωπο». Αυτή η έκφραση είναι απαράδεκτη και φυσικά μπορεί να δημιουργήσει χίλιες δυο παρερμηνείες και νεστοριανικές παραστάσεις. Το δόγμα της Χαλκηδόνας λέγει ότι ο Χριστός έχει ένα πρόσωπο, ενώ το «ενιαίο» είναι κάτι άλλο και ανήκει μάλλον στο Νεστοριανισμό. Έπειτα εκτός από το «ενιαίο», υπάρχει και «ενιαίο γνωμικό θέλημα», οπότε ο Χριστός παρουσιάζεται να έχει τρία θελήματα: δυο φυσικά και ένα «ενιαίο γνωμικό θέλημα». Η πατερική όμως θεολογία απορρίπτει το γνωμικό θέλημα, ως θέλημα του Χριστού.
Ο Ηράκλειος εξέδωσε το 638 διάταγμα, την «Έκθεση», με το οποίον επέβαλλε τον Μονοθελητισμό και απηγορεύετο κάθε συζήτηση γύρω από τις δυο θελήσεις. Το διάταγμα αποδέχθηκαν οι: Κ/Πόλεως Σέργιος, Αλεξανδρείας Κύρος, Αντιοχείας Μακάριος, ενώ αντετάχθη ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος με τη συνοδική επιστολή του 634, την οποίαν συνοδική αυτή επιστολή ενέκρινε η Σύνοδος και την ψήφισε, ως αυθεντικό δογματικό κείμενο.
Εκτός του αγίου Σωφρονίου, αγώνα κατά του Μονοθελητισμού ανέλαβε και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής με τη βοήθεια της Ρώμης, στο πρόσωπο των Παπών: Θεοδώρου Α΄, Ιωάννη Δ΄, που καταδίκασε την αίρεση με τη σύνοδο της Ρώμης το 641, Μαρτίνου Α΄, Ευγένιου Α΄ και Βιταλιανού, εκ των οποίων ο τρίτος καταδίκασε τον Μονοθελητισμό στη σύνοδο του Λατερανού το 649 και εκ του λόγου αυτού μαρτύρησε. Ο Κ/Πόλεως Πέτρος είχε μάλιστα διακόψει κοινωνία με τη Ρώμη, λόγω της απόρριψης της αίρεσης από αυτήν.
Ο νέος αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ και αφού οι χώρες των Μονοφυσιτών είχαν καταληφθεί από τους Άραβες απέσυρε την «Έκθεση» του Ηράκλειου, εκδίδοντας τον «Τύπον», που απαγόρευε κάθε θεολογική συζήτηση για μια ή δυο θελήσεις, χωρίς όμως να επιτύχει ειρήνευση στη διαμάχη αυτή.
Οι Πάπας Μαρτίνος και Μάξιμος Ομολογητής συνελήφθησαν και δικάστηκαν στην Κ/Πολη, γιατί αρνήθηκαν τον «Τύπον». Και οι δυο εξορίσθηκαν και απέθαναν από τις κακουχίες. Μετά τη δολοφονία του Κώνσταντα Β΄, ανέλαβε ο Κων/νος Δ΄ Πωγωνάτος, ο οποίος αποφάσισε τη σύγκλιση Οικουμενικής Συνόδου το 680, για την καταδίκη του Μονοθελητισμού.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί η συμβολή του πάπα Αγάθωνα στην προετοιμασία της Συνόδου. Έτσι καταγράφεται, ότι Ρώμης άγιος Αγάθωνας (20 Φεβρουαρίου) (678-681), με την ευκαιρία που του δόθηκε, άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο εξουσίας. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την επικύρωση της εκλογής του από τον αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη για την προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό.
Η Σύνοδος ξεκίνησε τις εργασίες της στις 7 Νοεμβρίου 680 και τις τερμάτισε στις 16 Σεπτεμβρίου 681, καταδίκασε δε τον Μονοθελητισμό, δηλ. ότι υπάρχει μια θέληση και μια ενέργεια στο Χριστό και αναθεμάτισε τους πρωτεργάτες: Πάπα Ρώμης Ονώριο Α΄, Πέργης Απέργιο και κάποιο Πολυχρόνιο, Πατριάρχες ΚΠόλεως: Σέργιο, Πύρρο, Παύλο, Πέτρο, Αλεξανδρείας Κύρο, Αντιοχείας Μακάριο και το μαθητή του Στέφανο και Φαράν Θεόδωρο, μετά των οπαδών αυτών. Βάση της δογματικής διδασκαλίας και θεολογίας της ΣΤ΄ Οικουμενικής αποτελεί η Δογματική και Χριστολογική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δηλ. ότι στο Χριστό υπάρχουν δυο φυσικά θελήματα και ενέργειες και ότι δεν υπάρχει γνωμικό θέλημα σ’ αυτόν.
Η Σύνοδος επικύρωσε τις προηγούμενες πέντε Οικουμενικές Συνόδους, θεώρησε δε εαυτήν ως Οικουμενικήν. Εξέδωσε Όρο Πίστεως, στον οποίον καθορίζονται σαφώς οι δυο φυσικές θελήσεις και οι δυο φυσικές ενέργειες του Χριστού «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως» λογιζόμενες. Δεν έχει δε κανένα γνωμικό θέλημα, διότι τούτο (κατά τον άγιο Μάξιμο) είναι κατώτερος βαθμός ελευθερίας, διότι επιτρέπει και τη «γνωμική» αμαρτία. Τη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου (που βασίζεται στους προ αυτού Πατέρες, κυρίως Μ. Αθανάσιο και Καππαδόκες) ακολούθησε κατόπιν και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Έτσι, στο ένα πρόσωπο του Χριστού, τη θεότητα, αποδίδονται ιδιώματα των δυο φύσεων, της κτιστής και της άκτιστης, της παθητής και της απαθούς. Η ένωση του Λόγου με τη σάρκα έγινε δια μέσου του νου.
Ο Πάπας Λέων Β΄ βεβαίωσε και δέχθηκε όλα όσα έκαμε η Σύνοδος και μάλιστα αναφέρει, ότι η Σύνοδος επικύρωσε, όσα προηγούμενως είχε αποφασίσει παρόμοια σύνοδος στη Ρώμη, αναθεματίζει δε και ο ίδιος τον προκάτοχό του Ονώριο:
«... ο οποίος αυτή την αποστολική (Ρωμαϊκή) Εκκλησία δεν φώτισε με τη διδασκαλία της αποστολικής παραδόσεως, αλλά άφησε την άσπιλη πίστη να μιανθεί με τη βέβηλη προδοσία.» (Mansi XI, 733A, 1055)
Οι Πάπες Ιωάννης Δ΄, Θεόδωρος και άγιος Αγάθωνας παραβλέπουν την καταδίκη του, ως αιρετικού, ο δε Αδριανός Β΄ προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Τελικά, η Α΄ Βατικανή σύνοδος (1870) απάλλαξε τον Ονώριο της κατηγορίας και κήρυξε το δόγμα, για το παπικό «αλάθητο».
Ο επόμενος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ Ρινότμητος υποστήριξε τα της ΣΤ΄ Οικουμενικής, ο ίδιος δε συγκάλεσε το 691 μεγάλη Σύνοδο από 215 Επισκόπους, οι οποίοι υπέγραψαν τις συνοδικές αποφάσεις της ΣΤ΄ και ασχολήθηκαν μόνο με κανονικά ζητήματα, θεωρείται δε αυτή, ως συνέχεια των Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες δεν εξέδωσαν κανένα κανόνα, αναφέρεται δε ως Πενθέκτη Οικουμενική ή συνέχεια της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Εξέδωσε 102 Ιερούς Κανόνες, ορισμένοι των οποίων καταφέρονται κατά πρακτικών της Εκκλησίας της Ρώμης (αγαμία κλήρου, νηστεία Σαββάτου κ.λπ.), τους οποίους υπέγραψαν και οι αποκρισάριοι του Πάπα, πλην όμως αργότερα οι Επίσκοποι Ρώμης δεν αποδέχτηκαν. Αναφέρεται, ότι όταν ο Πάπας Κων/νος Α΄ επισκέφθηκε το 711 την Κ/Πολη, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ τον υποδέχτηκε γονατίζοντας μπροστά του, προφανώς, ως ένδειξη υποταγής με την προοπτική της υπογραφής των Κανόνων της Πενθέκτης. Πράγματι, ο Πάπας υπέγραψε τους μισούς Κανόνες της Πενθέκτης (αυτούς που τον συνέφεραν), πάντως όχι και εκείνον, που έδιδε στον Κ/Πόλεως τα ίσα πρεσβεία τιμής με εκείνα της Ρώμης (λς΄ κανόνας).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι η Σύνοδος αυτή άλλαξε την αρχή χρονολόγησης, που υπήρχε μέχρι τότε και είχε καθιερωθεί από την Α΄ Οικουμενική και ήταν από του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι, η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική τη χρονολόγηση από Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ:
«…ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν.»
Η αρίθμηση αυτή από Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το Πατριαρχείο Κ/Πόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Το ερώτημα είναι αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου.
Ο επόμενος αυτοκράτορας Βαρδάνης Φιλιππικός άλλαξε στάση προς το Μονοθελητισμό. Σύνοδος στην Κ/Πολη (υπό τον Κ/Πόλεως Ιωάννη) καταδίκασε την ΣΤ΄ Οικουμενική και αποκατέστησε το Μονοθελητισμό. Η Ρώμη αντέδρασε και η προσπάθεια απέτυχε. Ο νέος αυτοκράτορας Αναστάσιος Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στην Κ/Πολη, η οποία καταδίκασε το Μονοθελητισμό και αποκατέστησε την ΣΤ΄ Οικουμενική.
Μεγάλο ρόλο στη Σύνοδο έπαιξε και η εγκύκλιος του Ιεροσολύμων Σωφρόνιου (634-638), για την Χριστολογία των δυο φύσεων, δυο θελήσεων και δυο ενεργειών, που είχε σαφέστατα διατυπωθεί στην εγκύκλιό του αυτή. Σ’ αυτήν διατυπώνεται επίσης για πρώτη φορά ξεκάθαρα η θεότητα του αγίου Πνεύματος, ότι είναι φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, καθώς και η ομοουσιότητα με τον Πατέρα:
«Πιστεύω τοίνυν, μακάριοι, καθάπερ αρχήθεν πεπίστευκα, εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, άναρχον παντελώς και αϊδιον, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον αϊδίως και απαθώς εξ αυτού γεννηθέντα του Θεού και Πατρός και ουκ άλλην αρχήν ή τον Πατέρα γινώσκοντα, αλλ’ ουδέ αλλόθεν πόθεν ή εκ του Πατρός την υπόστασιν έχοντα, φως εκ φωτός ομοούσιον, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού συναϊδιον. Εις εν Πνεύμα άγιον, το εκ Θεού Πατρός εκπορευόμενον, το φως και Θεόν και αυτώ γνωριζόμενον, και ον αληθώς Πατρί και Υιώ συναϊδιον, ομοούσιόν τε και ομόφυλον, και της αυτής ουσίας και φύσεως, και ωσαύτως δε και θεότητος.»
Όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο αυτή έγιναν δεκτά από τους πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής.
Η Σύνοδος επίσης, για πρώτη φορά αναφέρει δι’ εαυτήν ότι δογμάτισε «απλανώς» (και όχι «αλαθήτως»). Ο όρος «απλανής και απλανώς» χρησιμοποιείται στην Ορθόδοξη παράδοση. Οι Σύνοδοι και οι Πατέρες δογμάτισαν «απλανώς» και όχι «αλαθήτως». Πρβλ. Mansi XI, 632A:
«... όρον εξεφώνησαν απλανή» και 632D: «και τη των αγίων και εκκρίτων πατέρων απλανώς ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα...»
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε για την καταδίκη του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού.
2. Η φροντίδα για τη σύγκλιση της Οικουμενικής Συνόδου ανατέθηκε από τον αυτοκράτορα στον Πάπα Ρώμης Αγάθωνα.
3. Ο Πάπας της Ρώμης φρόντισε, με την ευκαιρία που του δόθηκε, να ασκήσει το πρωτείο εξουσίας σ’ όλη την Εκκλησία, όπως οι προ αυτού Πάπες.
4. Στην απόφαση της Συνόδου έχουμε καταδίκη του Πάπα Ρώμης Ονώριου Α΄, η οποία ανεκλήθη από την Α΄ Βατικανή σύνοδο, διότι ήταν εμπόδιο στην καθιέρωση του αλαθήτου του Πάπα από τη σύνοδο αυτή.
5. Για πρώτη φορά σε Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε επίσημα η Θεότητα του αγίου Πνεύματος, καθώς και η ομοουσιότητά του με τον Πατέρα και ότι είναι και αυτό, Φως εκ Φωτός και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.
6. Η Σύνοδος αναφέρει ότι δογμάτισε «απλανώς» και δεν αναφέρει, ότι δογμάτισε «αλαθήτως».
7. Η Πενθέκτη Σύνοδος καθιέρωσε για πρώτη φορά χρονολόγηση από Κτίσεως Κόσμου και άλλαξε τη χρονολόγηση που ίσχυε μέχρι τότε και ήταν από του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου.
(Πηγή: «Η Αγία Έκτη Οικουμενική Σύνοδος», Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας(Ι))
ΟΡΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΗΣ ΣΤ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ ἡμῶν Σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν καὶ πανευσεβὲς θέσπισμα τοῦ εὐλαβεστάτου καὶ πιστοτάτου μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου συναχθεῖσα ἐν ταύτῃ τῇ θεοφυλάκτῳ καὶ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλει νέᾳ Ῥώμῃ, ἐν τῷ σεκρέτῳ τοῦ θείου παλατίου τῷ ἐπιλεγομένῳ Τρούλλῳ, ὥρισε τὰ ὑποτεταγμένα.
Ὁ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς μονογενὴς Υἱός τε καὶ Λόγος ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν ἐν εὐαγγελικαῖς διαπρυσίως ἐκήρυξε φωναῖς· «᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[1]· καὶ πάλιν· «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν»[2]. Ταύτῃ τοι τῇ θεολέκτῳ τῆς εἰρήνης διδασκαλίᾳ θεοσόφως ὁ πρᾳότατος ἡμῶν βασιλεὺς ὁδηγούμενος, ὁ τῆς μὲν ὀρθοδοξίας ὑπέρμαχος τῆς δὲ κακοδοξίας ἀντίμαχος, τὴν καθ’ ἡμᾶς ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν συναθροίσας ὁμήγυριν τὸ τῆς ἐκκλησίας ἅπαν ἥνωσε σύγκριμα. Ὅθεν ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν ἀπό τινων καὶ ὧδε χρόνων τῆς δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν ἀπελάσασα καὶ τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐκκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ κατακολουθήσασα, ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις ἐν ἅπασιν εὐσεβῶς ὡμοφώνησε· φαμὲν δὴ τῇ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων ἁγίων Πατέρων κατὰ τοῦ μανιώδους Ἀρείου, καὶ τῇ μετ’ αὐτὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφόρων ἀνδρῶν κατὰ Μακεδονίου τοῦ πνευματομάχου καὶ Ἀπολιναρίου τοῦ δυσσεβοῦς, ὁμοίως καὶ τῇ ἐν Ἐφέσῳ τὸ πρότερον κατὰ Νεστορίου τοῦ ἰουδαιόφρονος συναγηγερμένων διακοσίων θεσπεσίων ἀνδρῶν, καὶ τῇ ἐν Χαλκηδόνι τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοπνεύστων Πατέρων κατ’ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου τῶν θεοστυγῶν, πρὸς ταύταις καὶ τῇ τελευταίᾳ τούτων πέμπτῃ ἁγίᾳ Συνόδῳ τῇ ἐνταῦθα συναθροισθείσῃ κατὰ Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας, Ὠριγένους, Διδύμου τε καὶ Εὐαγρίου, καὶ τῶν συγγραμμάτων Θεοδωρήτου τῶν κατὰ τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἀοιδίμου Κυρίλλου καὶ τῆς λεγομένης Ἴβα ἐπιστολῆς πρὸς Μάρην γεγράφθαι τὸν Πέρσην· ἀκαινοτόμητα μὲν ἐν πᾶσι τὰ τῆς εὐσεβείας ἀνανεωσαμένη θεσπίσματα, τὰ βέβηλα δὲ τῆς δυσσεβείας ἐκδιώξασα δόγματα, καὶ τὸ παρὰ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρων ἐκτεθὲν καὶ αὖθις παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφρόνως βεβαιωθέν, ὅπερ καὶ αἱ λοιπαὶ ἅγιαι Σύνοδοι ἐπ’ ἀναιρέσει πάσης ψυχοφθόρου αἱρέσεως ἀσπασίως ἐδέξαντο καὶ ἐπεκύρωσαν Σύμβολον, καὶ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ θεοπνεύστως ἐπεσφράγισε Σύνοδος.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητήν. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα ‹καὶ› ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Τοὺς δὲ λέγοντας «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καὶ «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν», καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἢ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἢ «οὐσίας» φάσκοντας εἶναι, ἢ «κτιστὸν» ἢ «τρεπτὸν» ἢ «ἀλλοιωτὸν» τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν. Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶπεν· Ἤρκει μὲν εἰς ἐντελῆ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως ἐπίγνωσίν τε καὶ βεβαίωσιν τὸ εὐσεβὲς καὶ ὀρθόδοξον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον· ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἐπαύσατο ἀρχῆθεν τῆς κακίας ὁ ἐφευρετὴς συνεργὸν τὸν ὄφιν εὑράμενος καὶ δι’ αὐτοῦ τὸν ἰοβόλον τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει προσαγόμενος θάνατον, οὕτω καὶ νῦν ὄργανα πρὸς τὴν οἰκείαν αὐτοῦ βούλησιν εὑρηκὼς ἐπιτήδεια, Θεόδωρόν φαμεν τὸν γενόμενον τῆς Φαρὰν ἐπίσκοπον, Σέργιον, Πύρρον, Παῦλον, Πέτρον τοὺς γενομένους προέδρους τῆς βασιλίδος ταύτης Πόλεως, ἔτι δὲ καὶ Ὁνώριον τὸν γενόμενον πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, Κῦρον τὸν Ἀλεξανδρείας ἐπισκοπήσαντα, Μακάριόν τε τὸν Ἀντιοχείας προσεχῶς γενόμενον πρόεδρον καὶ Στέφανον τὸν τούτου μαθητήν, οὐκ ἤργησε δι’ αὐτῶν τῷ τῆς ἐκκλησίας πληρώματι τῆς πλάνης ἐπεγείρειν τὰ σκάνδαλα, ἑνὸς θελήματος καὶ μιᾶς ἐνεργείας ἐπὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ ἑνὸς τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τῷ ὀρθοδόξῳ λαῷ καινοφώνως ἐνσπείρας τὴν αἵρεσιν τῇ Ἀπολιναρίου, Σεβήρου καὶ Θεμιστίου τῶν δυσσεβῶν φρενοβλαβεῖ κακοδοξίᾳ συνᾴδουσαν, καὶ τὸ τέλειον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ αὐτοῦ ἑνὸς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀνελεῖν διά τινος δολερᾶς ἐπινοίας σπουδάζουσαν, ἀθέλητον ἐντεῦθεν καὶ ἀνενέργητον τὴν νοερῶς ἐψυχωμένην αὐτοῦ σάρκα δυσφήμως εἰσάγουσαν.
Ἐξήγειρε τοίνυν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸν πιστὸν βασιλέα, τὸν νέον Δαυίδ, «ἄνδρα κατὰ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν εὑρηκώς», ὃς «οὐκ ἔδωκε», κατὰ τὸ γεγραμμένον, «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ καὶ τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ νυσταγμόν»[3], ἕως ὅτου διὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσυλλέκτου ταύτης καὶ ἱερᾶς ὁμηγύρεως τὸ τῆς ὀρθοδοξίας εὗρε τέλειον κήρυγμα· κατὰ γὰρ τὴν θεόλεκτον φωνὴν «ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι συνηγμένοι, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[4]· ἥ τις παροῦσα ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος πιστῶς δεξαμένη καὶ ὑπτίαις χερσὶν ἀσπασαμένη τήν τε τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἀγάθωνος γενομένην ἀναφορὰν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον καὶ πιστότατον ἡμῶν βασιλέα Κωνσταντῖνον, τὴν ἀποβαλλομένην ὀνομαστὶ τοὺς κηρύξαντας καὶ διδάξαντας, ὡς προδεδήλωται, ἓν θέλημα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὡσαύτως δὲ προσηκαμένη καὶ τὴν ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἁγιώτατον πάπαν ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πέντε θεοφιλῶν ἐπισκόπων ἑτέραν συνοδικὴν ἀναφορὰν πρὸς τὴν αὐτοῦ θεόσοφον γαληνότητα, οἷά τε συμφωνούσας τῇ τε ἁγίᾳ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδῳ καὶ τῷ Τόμῳ τοῦ πανιέρου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς αὐτῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Λέοντος, τῷ σταλέντι πρὸς Φλαβιανὸν τὸν ἐν ἁγίοις, ὃν καὶ «στήλην Ὀρθοδοξίας» ἡ τοιαύτη Σύνοδος ἀπεκάλεσεν· ἔτι μὴν καὶ ταῖς συνοδικαῖς ἐπιστολαῖς ταῖς γραφείσαις παρὰ τοῦ μακαρίου Κυρίλλου κατὰ Νεστορίου τοῦ δυσσεβοῦς καὶ πρὸς τοὺς τῆς ἀνατολῆς ἐπισκόπους.
Ἑπομένη τε ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ ἐκκρίτοις Πατράσι καὶ συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἕνα τῆς ἁγίας ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας[5]· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου –τῆς κυρίως καὶ κατὰ ἀλήθειαν Θεοτόκου– κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως ἀτρέπτως ἀχωρίστως ἀδιαιρέτως γνωριζόμενον· οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως, καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης· οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Υἱὸν μονογενῆ Θεοῦ Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον.
Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν· καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα καὶ μὴ ἀντιπῖπτον ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι· «ἔδει γὰρ τὸ τῆς σαρκὸς θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δὲ τῷ θελήματι τῷ θεϊκῷ» κατὰ τὸν πάνσοφον Ἀθανάσιον· ὥσπερ γὰρ ἡ αὐτοῦ σὰρξ σὰρξ τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστιν, οὕτω καὶ τὸ φυσικὸν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ θέλημα ἴδιον τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστι, καθά φησιν ὁ αὐτός, «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός»[6]· ἴδιον λέγων θέλημα αὐτοῦ τὸ τῆς σαρκός, ἐπεὶ καὶ ἡ σὰρξ ἰδία αὐτοῦ γέγονεν· ὃν γὰρ τρόπον ἡ παναγία καὶ ἄμωμος ἐψυχωμένη αὐτοῦ σὰρξ θεωθεῖσα οὐκ ἀνῃρέθη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτῆς ὅρῳ τε καὶ λόγῳ διέμεινεν, οὕτω καὶ τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα θεωθὲν οὐκ ἀνῃρέθη, σέσωσται δὲ μᾶλλον κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «τὸ γὰρ ἐκείνου θέλειν, τοῦ κατὰ τὸν Σωτῆρα νοουμένου, οὐδὲ ὑπεναντίον Θεῷ, θεωθὲν ὅλον»[7].
Δύο δὲ φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως ἐν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν δοξάζομεν· τουτέστι θείαν ἐνέργειαν καὶ ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν κατὰ τὸν θεηγόρον Λέοντα τρανότατα φάσκοντα· «ἐνεργεῖ γὰρ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅπερ ἴδιον ἔσχηκε, τοῦ μὲν Λόγου κατεργαζομένου τοῦτο ὅπερ ἐστὶ τοῦ Λόγου, τοῦ δὲ σώματος ἐκτελοῦντος ἅπερ ἐστὶ τοῦ σώματος». Οὐ γὰρ δήπου μίαν δώσομεν φυσικὴν τὴν ἐνέργειαν Θεοῦ καὶ ποιήματος, ἵνα μήτε τὸ ποιηθὲν εἰς τὴν θείαν ἀναγάγωμεν οὐσίαν μήτε μὴν τῆς θείας φύσεως τὸ ἐξαίρετον εἰς τὸν τοῖς γεννητοῖς πρέποντα καταγάγωμεν τόπον. «Ἑνὸς γὰρ καὶ τοῦ αὐτοῦ τά τε θαύματα καὶ τὰ πάθη γινώσκομεν, κατ’ ἄλλο καὶ ἄλλο τῶν ἐξ ὧν ἐστι φύσεων καὶ ἐν αἷς τὸ εἶναι ἔχει», ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφησε Κύριλλος. Πάντοθεν γοῦν τὸ ἀσύγχυτον καὶ ἀδιαίρετον φυλάττοντες συντόμῳ φωνῇ τὸ πᾶν ἐξαγγέλλομεν· ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ μετὰ σάρκωσιν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν εἶναι πιστεύοντες, φαμὲν τὰς δύο αὐτοῦ φύσεις ἐν τῇ μιᾷ αὐτοῦ διαλαμπούσας ὑποστάσει, ἐν ᾗ τά τε θαύματα καὶ τὰ παθήματα δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς οἰκονομικῆς ἀναστροφῆς οὐ κατὰ φαντασίαν ἀλλ’ ἀληθῶς ἐπεδείξατο, τῆς φυσικῆς ἐν αὐτῇ τῇ μιᾷ ὑποστάσει διαφορᾶς γνωριζομένης τῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας ἑκατέραν φύσιν θέλειν τε καὶ ἐνεργεῖν τὰ ἴδια· καθ’ ὃν δὴ λόγον καὶ δύο φυσικὰ θελήματά τε καὶ ἐνεργείας δοξάζομεν πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καταλλήλως συντρέχοντα.
Τούτων τοίνυν μετὰ πάσης πανταχόθεν ἀκριβείας τε καὶ ἐμμελείας παρ’ ἡμῶν διατυπωθέντων ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως, τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ προκομίζειν ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον Σύμβολον τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαισμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασοῦν, ἢ καινοφωνίαν ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν πρὸς ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι εἶεν ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ μονάζοντες εἶεν ἢ λαικοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς.
* * * * * *
[1] Ἰω. 8,12.
[2] Ἰω. 14,27.
[3] Ψαλμ. 131,4.
[4] Ματθ. 18,20.
[5] Ἑβρ. 4,15.
[6] Ἰω. 6,38.
[7] Λογ. 30,12, MPG, 36,117.
(Πηγή: «Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἰωάννη Καρμίρη, τ. Α΄, ἔκδ. β΄, ἐν Ἀθήναις, 1960, σ. 221-224, sathanasoulias.blogspot.com/)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Τὴν Σύνοδον τὴν Ἕκτην ἱερῶς συγκροτήσαντες, θεόσοφοι Πατέρες ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, αἱρέσεων ἐλύσατε ἀχλύν, λαμπρότητι δογμάτων εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς τῷ φωτὶ τῶν ἀρετῶν ἐκλάμψαντας, καὶ ἐν Συνόδῳ τῇ Ἕκτῃ κηρύξαντας, τὸν Χριστὸν διπλοῦν ταῖς φύσεσι, καὶ ἐνεργείαις καὶ θελήσεσι, Πατέρας τοὺς θεόφρονας τιμήσωμεν, ὡς μύστας εὐσεβείας καὶ ἐκφάντορας· Χριστῷ γὰρ ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς τὴν ἕκτην Σύνοδον τὴν σεπτήν, ἐν τῷ Βυζαντίῳ, συγκροτήσαντας, εὐσεβῶς, ἱεροὺς Πατέρας, τιμήσωμεν συμφώνως, ὡς πρεσβευτὰς ἐνθέους, ἡμῶν πρὸς Κύριον.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας(Ι), sathanasoulias.blogspot.com/, Μέγας Συναξαριστής
Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος
Στις 22 Ιουνίου του 431 συγκλήθηκε στην Έφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η πλέον ταραχώδης και επεισοδιακή Σύνοδος στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Είναι η μοναδική Σύνοδος, που ξεκίνησε με αντίδραση του αυτοκράτορα, για το γρήγορο ξεκίνημά της και δεν υπήρξε τελετή λήξης των εργασιών της, ούτε και προσυπογραφή των κειμένων της από τον αυτοκράτορα. Το τελικό κείμενο του Όρου της υπεγράφη δυο χρόνια μετά (!) με συμβιβασμούς και δια περιφοράς.
Στη διάρκεια της Συνόδου και με διαταγή του αυτοκράτορα φυλακίστηκε ο Πρόεδρός της (!) και έγινε αλληλοαφορισμός των Προκαθημένων των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, οπότε απειλήθηκε Σχίσμα στην Εκκλησία.
Η Σύνοδος τελικά καταδίκασε τις δυο κύριες αιρέσεις, του Νεστοριανισμού και του Πελαγιανισμού, ανακήρυξε δε την Εκκλησία της Κύπρου, ως αυτοκέφαλη. Επίσης, στη Σύνοδο αυτή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η διακήρυξη του πρωτείου εξουσίας του Πάπα Ρώμης, η οποία δυσαρέστησε τους Πατέρες, αλλά αναγκάστηκαν να σιωπήσουν, για να μην προκληθεί ένα νέο Σχίσμα στην Εκκλησία.
Θα απορήσει κανείς με αυτές τις συμπεριφορές κάποιων αγίων και θεοφόρων Πατέρων, αλλά όπως έχει τονιστεί, τα μέλη της Εκκλησίας, ενώ είναι άγια, πλην όμως δεν είναι ούτε αλάνθαστα, ούτε αναμάρτητα και έτσι ενδέχεται να πέφτουν σε σφάλματα. Να μην ξεχνάμε, ότι μετά την Πεντηκοστή, ο απόστολος Παύλος κατηγόρησε δημόσια τον απόστολο Πέτρο για υποκρισία και τον έκρινε, ως άξιο κατακρίσεως, αφού παρέσυρε και άλλους, στο να μην συντρώγουν με τους εξ εθνικών Χριστιανούς (Γαλ. 2. 11-14).
Όλες αυτές τις παρεκτροπές και τα ανθρώπινα σφάλματα σπεύδει να επουλώσει η Εκκλησία και αυτό έκανε και στην περίπτωση της Γ΄ Συνόδου, όπου μετά από διαπραγματεύσεις και εκατέρωθεν υποχωρήσεις αποφεύχθηκε η διάσπαση και επαναβεβαιώθηκε η ενότητα της, κατά το γνωστόν «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μτ. 16. 18).
Από τις 10 Απριλίου 428, όταν ο αντιοχειανής θεολογική παιδείας και παραδόσεως Νεστόριος έγινε αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, η θεολογική δράση του Αλεξανδρείας Κυρίλλου επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση της διδασκαλίας του Νεστορίου και έτσι έγινε το κεντρικό θεολογικό πρόσωπο στην ιστορία της Εκκλησίας, έως την κοίμησή του (444) και μερικώς έως την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο (553).
Ο Νεστόριος, θαυμαστής του Μοψουεστίας Θεοδώρου, αρνήθηκε για την Παρθένο Μαρία τον χαρακτηρισμό – όρο Θεοτόκος και απέδιδε σ’ αυτήν μόνο τον όρο Χριστοτόκος, διότι θεωρούσε αδύνατη τη γέννηση του Θεού Λόγου από την (άνθρωπο) Μαρία.
Τις αντιλήψεις αυτές του Νεστόριου, τις οποίες κήρυττε στην Κων/πολη, πληροφορήθηκε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος και αντέδρασε ακαριαία, διότι διέγνωσε κακοδοξία. Το 429 στην πασχάλια Ομιλία του, αλλά και στις επιστολές: Προς μοναχούς και προς τον ίδιο το Νεστόριο, καταδικάζει την κακοδοξία και εκθέτει συνοπτικά την Ορθόδοξη πίστη. Ενημερώνει τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄, ο οποίος απορρίπτει συνοδικά (430) τις απόψεις του Νεστόριου και αναθέτει πάλι συνοδικά τον χειρισμό του όλου θέματος στον Κύριλλο.
Η ανάθεση αυτή έδωσε στον Κύριλλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παπικό κάλυμμα (παπική τιάρα), πράγμα που κληρονόμησαν έκτοτε όλοι οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας μέχρι σήμερα (Ι. Φουντούλη: Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 179).
Ο Νεστόριος επέμεινε στην κακοδοξία του, έχοντας στήριγμα τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (υιό του Αρκάδιου) (408-450), που θεωρούσε τον Κύριλλο επικίνδυνο για την ειρήνη και την κεντρική διοίκηση στην πρωτεύουσα. Το 430, στη πασχάλια Ομιλία του, ο Κύριλλος, επιχείρησε να πείσει τον Νεστόριο, εκθέτοντας και θεμελιώνοντας ευρύτερα την ορθή διδασκαλία περί των φύσεων του Χριστού, απέστειλε δε και ειδική διατριβή για το χριστολογικό θέμα στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Με την κάλυψη του Ρώμης Κελεστίνου Α΄, ο Κύριλλος συνέταξε: Τα Δώδεκα Κεφάλαια (αναθεματισμούς), που όφειλε να υπογράψει ο Νεστόριος, για να μη καθαιρεθεί. Το κείμενο παραδόθηκε στο Νεστόριο, που αρνήθηκε τον διάλογο, αλλά και στους άλλους επισκόπους της Ανατολής. Η Αντιόχεια συμβούλευσε τον Νεστόριο να δεχθεί τον όρο Θεοτόκος, αλλά αυτός επέμενε, ότι άλλος ο Ιησούς και άλλος ο Χριστός.
Ο Νεστόριος έπεισε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, τον επικαλούμενο Μικρό, για την ανάγκη σύγκλισης Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε τελικά στην Έφεσο στις 22 Ιουνίου του 431. Ο Νεστόριος είχε την ελπίδα να μην εξετασθούν όσα για τη διδασκαλία του περιλαμβάνονταν στα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου, αλλά μόνο τα κατά του Απολιναρισμού (12οΚεφάλαιο – αναθεματισμός). Οι ανατολικοί (Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος κ.ά.) ενημερώθηκαν σχετικά από τους Κύριλλο και Νεστόριο. Οι αντιοχειανοί συμβούλευσαν στο δεύτερο την αποδοχή του όρου Θεοτόκος. Μάταια όμως, διότι ο Νεστόριος επέμενε ότι το Χριστοτόκοςείναι συμβιβαστικό και αποκλείει τόσο την αρειανική, όσο και την απολιναριστική ερμηνεία.
Το κύρος του Κυρίλλου ήταν αυξημένο, διότι οι αιγύπτιοι, οι μικρασιάτες, οι παλαιστίνιοι και οι δυτικοί επίσκοποι βρίσκονταν στο πλευρό του. Εναντίον του ήταν ο Νεστόριος και η αυτοκρατορική αυλή, ενώ οι αντιοχειανοί ήταν ουδέτεροι, ειδικά δε με τα Δώδεκα Κεφάλαια, που θεώρησαν ύποπτα για απολιναρισμό και θεωρούσαν υπερβολικά υποτιμητική την απαίτηση να τα υπογράψει ο Νεστόριος για να μη καταδικασθεί.
Στη Σύνοδο είχαν κληθεί μόνο Μητροπολίτες και «ολίγοι» μόνον επίσκοποι από κάθε επαρχία – Μητρόπολη. Ο Κύριλλος, μόνος Μητροπολίτης με έξη επαρχίες και εκατό περίπου επισκοπές, είχε στο πλευρό του 46 επισκόπους, γεγονός που επικρίθηκε. Ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, για την τάξη, προσήλθε στην Έφεσο ο κόμης Κανδιδιανός, με εντολή όμως να μη λάβει μέρος σε συζητήσεις «περί των δογμάτων».
Η Σύνοδος της Ρώμης έστειλε δυο εκπροσώπους και ο Ρώμης Κελεστίνος έναν, με εντολή να ακολουθούν τον Κύριλλο, που στη Σύνοδο επίσημα «διείπε» (κατείχε) και τον «τόπον» (θέση) του επισκόπου Ρώμης. Οι δυτικοί έφθασαν στις 10 Ιουλίου, αλλά και αυτών παρόντων, τα πρακτικά – αποφάσεις υπέγραφε πρώτος ο Κύριλλος. Ο Νεστόριος προσήλθε στην Έφεσο «συν πολλή δυνάμει όχλων», και μόνο με ομόφρονες επισκόπους από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και ο Κύριλλος δεν υστερούσε σε «δύναμη όχλων» (με δύναμη 500 Παραβάλανων – ροπαλοφόρων μοναχών).
Στη Σύνοδο συμμετείχαν 200 θεοφόροι πατέρες από τους οποίους διακρίνονται οι: Αλεξανδρείας Κύριλλος, Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, οι εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, επίσκοποι Αρκάδιος και Προϊεκτος, με τον πρεσβύτερο Φίλιππο, Εφέσου Μέμνων, Κύπρου Ρηγίνος, Φιλίππων Φλαβιανός, Αγκύρας Θεόδοτος, Καισαρείας Φίρμος, Μελιτινής Ακάκιος, Κύρου Θεοδώρητος κ.ά.
Η Σύνοδος πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρία στις 22 Ιουνίου 431 στον μητροπολιτικό ναό της Μαρίας μεπρόεδρο τον Κύριλλο. Για την εσπευσμένη έναρξη της Συνόδου αντέδρασε ο Νεστόριος, που ανέμενε τον Αντιοχείας Ιωάννη και τους «ανατολικούς» επισκόπους (σύνολο 43), αλλά και ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, που προσήλθε στην πρώτη συνεδρία, κατέθεσε την ένστασή του και αποχώρησε. Επίσης δεν είχαν φθάσει και οι «δυτικοί» επίσκοποι.
Ο Κύριλλος πιεζόταν από πολλούς εμπερίστατους επισκόπους να αρχίσει η Σύνοδος, αλλά και ο ίδιος επιθυμούσε ίσως να τελειώσει γρήγορα το θεολογικό έργο της Συνόδου, πριν από την άφιξη των «ανατολικών», των οποίων την υποστήριξη ανέμενε ο Νεστόριος. Για τη βιασύνη του αυτή, όχι μόνο κατηγορήθηκε, αλλά και καθαιρέθηκε (με όλους τους συνοδικούς) από τη σύναξη των περί τον Αντιοχείας Ιωάννη επισκόπων, μόλις αυτοί έφθασαν στην Έφεσο στις 27 Ιουνίου.
Στη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας έγινε δεκτή, από τους παρόντες επισκόπους, η θεολογία της Β΄ επιστολής Κυρίλλου προς Νεστόριο, όπου το δόγμα της καθ’ υπόστασιν ενώσεως (αληθινής δηλ. ενώσεως) των δυο φύσεων του Χριστού, η καταδίκη της διδασκαλίας του Νεστόριου και η καθαίρεσή του. Τις αποφάσεις αυτές υπέγραψαν τελικά 197 επίσκοποι.
Ο Κύριλλος προήδρευσε και στις επτά συνεδρίες της Συνόδου (μέχρι 31 Ιουλίου), διότι (μέχρις ότου φθάσουν οι δυτικοί επίσκοποι) «επείχε» και «τον τόπον» του Ρώμης, του πρώτου τη τάξει και διότι ο δεύτερος τη τάξει Νεστόριος και απείχε των συνεδριών και ήταν υπόδικος. Στην τετάρτη συνεδρία (16-17 Ιουλίου), ο Κύριλλος επέβαλε ακοινωνησία και αργία στον Αντιοχείας Ιωάννη και στους 34 επισκόπους, που είχαν συγκροτήσει αντικανονική («ακανονίστως») εναντίον του (όταν έφτασαν στην Έφεσο) συνέλευση.
Για τα συμβάντα στην Έφεσο ενημέρωσαν τον αυτοκράτορα ο Κανδιδιανός, ο Κύριλλος και ο Ιωάννης. Ο αυτοκράτορας κήρυξε άκυρες τις αποφάσεις και των μεν και των δε και διέταξε κοινή συνεδρία. Ο Κύριλλος δεν υπάκουσε και συνέχισε με τους περί αυτόν τις συνεδρίες, την 1η Ιουλίου. Στις 22 Ιουλίου διάταγμα του αυτοκράτορα κηρύσσει έκπτωτο τους Κύριλλο, Νεστόριο και Εφέσου Μέμνονα και διατάσσεται αυστηρός κατ’ οίκον περιορισμός τους.
Μετά από 3 μήνες εγκλεισμού, στις 31 Οκτωβρίου, χωρίς την άδεια των αρχών, ο Κύριλλος διέφυγε από τη φυλακή και αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, χωρίς βέβαια τη λήξη της Συνόδου και χωρίς επικύρωση του έργου της Συνόδου από τον αυτοκράτορα, ο οποίος, σύμφωνα με τις εισηγήσεις, έκανε δεκτή μόνο την καθαίρεση του Νεστόριου, που αποτραβήχτηκε στη μονή της μετανοίας του στην Αντιόχεια (μονή Ευπρεπίου), όπου έμεινε ως το 435, όταν διατάχθηκε η εξορία του.
Καταγράφεται, ότι ο Κύριλλος, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους αξιωματούχους της αυλής και τον ίδιο τον αυτοκράτορα χρησιμοποίησε αφειδώς χρήματα. Διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: «Οι περισσότεροι (περί τους διακόσιους) επίσκοποι, τρομοκρατημένοι από τους ρωμαλέους μοναχούς, που συνόδευαν τον Κύριλλο, καταδίκασαν, καθήρεσαν και αφόρισαν ερήμην τον Νεστόριο, χωρίς να περιμένουν την άφιξη των επισκόπων της Συρίας. Μετά την προσέλευση των τελευταίων, ο Νεστόριος, με την υποστήριξη του εκπροσώπου του αυτοκράτορος κόμητος των δομεστίκων Κανδιδιανού, πέρασε στην αντεπίθεση. Οργάνωσε και αυτός σώμα ροπαλοφόρων και σε αντισύνοδο καθήρεσε και αφόρισε τον Κύριλλο και τον επίσκοπο Εφέσου Μέμνονα. Αλλά ήταν ήδη αργά. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, που κατέφθασαν στο μεταξύ, συντάχθηκαν με τον Κύριλλο και, το σπουδαιότερο, τα τεράστια ποσά, που αφειδώς μοίρασε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας σε αξιωματούχους της αυλής είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή και του αυτοκρατορικού ζεύγους» (τ. Ζ΄, σελ. 113). «Έμαθε (ο Κύριλλος) την τέχνη της δολοπλοκίας, κολακείας, δωροδοκίας, ραδιουργίας και εμπάθειας κοντά στο θείο του Θεόφιλο, επίσκοπο Αλεξανδρείας» (385-412) (σελ. 409). «Οπωσδήποτε ο Νεστόριος δεν διέθετε τα μέσα επιβολής (υπερβολικό πλούτο, δόλο, εμπάθεια) που διέθετε ο αντίπαλος του Κύριλλος» (σελ. 410). Διερωτάται κανείς, πως τέτοιος πλούτος στα χέρια του Αλεξανδρείας. Η απάντηση: Ο Αλεξανδρείας διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που διενεργούσε εμπόριο στη Μεσόγειο: «Το πατριαρχείο Αλεξανδρείας (5ο αι.) διαθέτει αξιόλογο εμπορικό στόλο. Για ένα ταξίδι στην Αδριατική διαθέτει πλοίο 20000 μοδίων (600 περίπου τόννων) φορτωμένο με εμπορεύματα και ρευστό χρήμα αξίας 25000 χρυσών νομισμάτων» (σελ. 296).
Είναι γεγονός, ότι όλη αυτή η έκρυθμη κατάσταση δημιούργησε σχίσμα μεταξύ των αλεξανδρινών και των ανατολικών (αντιοχειανών κλπ.), για την άρση του οποίου έγιναν πολλές διαβουλεύσεις, που διήρκεσαν περίπου δυο χρόνια. Ο Κύριλλος ζητούσε από τον Ιωάννη να ομολογήσει τον όρο Θεοτόκος και να καταδικάσει τον Νεστόριο, ενώ ο Ιωάννης ζητούσε από τον Κύριλλο να παραμερίσει τα 12 Κεφάλαια (αναθεματισμούς) ή τουλάχιστον να ανακαλέσει σημεία τους. Τη διαμεσολάβηση ανέλαβαν ο Εμέσης Παύλος, ο Βεροίας Ακάκιος και άλλοι, με ταυτόχρονη πίεση του αυτοκράτορα προς τον Ιωάννη για ειρήνευση της Εκκλησίας, το δε κείμενο – ομολογία συντάχθηκε από τον Κύρου Θεοδώρητο. Ο Κύριλλος συντάχθηκε με το κείμενο, που περιελάμβανε βασικές θέσεις του, το δε κείμενο έμεινε στην ιστορία με το όνομα Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών ή Όρος των Διαλαγών και αποτελεί τον Όρο – απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Πισιδίας Μεθόδιου: «Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού…..», σελ.100-101).
Ο Ιωάννης έστειλε το κείμενο στον Κύριλλο, που τελικά το δέχθηκε και το κυκλοφόρησε (Απρίλιο 433) με δική του Επιστολή (με τίτλο: «Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη») προς τον Ιωάννη, ενώ δεν έπαυσαν οι ακραίοι αλεξανδρινοί να εκτιμούν τη στάση του ως υπαναχώρηση σε βάρος της αυστηρής Ορθοδοξίας. Τόσον ο Κύριλλος, όσον και ο Ιωάννης διατύπωναν την άποψη, ότι αυτών η διδασκαλία είχε επικυρωθεί, πρέπει δε να τονισθεί ότι έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να γεφυρωθεί το χάσμα και να εκλείψει το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί. Τελικά βέβαια, ο κάθε ένας θεωρούσε τον συμφωνηθέντα Όρο της Συνόδου σύμφωνο με τις δικές του απόψεις και θέσεις και έτσι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι με την ειρήνευση που επιτεύχθηκε στην Εκκλησία.
Παρενθετικά αναφέρεται, ότι ο Κύριλλος, στη σύνοδο Ιεροσολύμων του 439, έκρινε μη αναγκαία τη συνοδική καταδίκη των Ταρσού Διόδωρου (+394) και του μαθητή του, του Μοψουεστίας Θεόδωρου (+428), δεδομένου ότι και οι δυο είχαν πεθάνει σε κοινωνία με την Εκκλησία. (Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 23-40 και 181-202).
Έτσι, εκτός από την Έκθεση Πίστεως των Διαλλαγών, που υπεγράφη δια περιφοράς, δυο χρόνια μετά τη λήξη της Συνόδου, κανένας άλλος Όρος, του τύπου των Α΄ και Β΄ Συνόδων υπεγράφη και τούτο διατυπώνεται στην παρακάτω δήλωση:
«Τούτων τοίνυν αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία Σύνοδος,ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γουν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει συν αγίω Πνεύματι. Τους δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν ή προφέρειν τοις εθέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν, τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτε επίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί, ή φρονούντες ή διδάσκοντες τα εν τη προσκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστόριου δόγματα, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου, ώστε δηλονότι τον μεν επίσκοπον αλλοτριούσθαι της επισκοπής και είναι καθηρημένον, τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου, ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθώς προείρηται» (Δ. Κοντοστεργίου, καθ. ΑΠΘ, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», σελ. 77).
Η Γ΄ Σύνοδος, εκτός του μείζονος εκκλησιαστικού ζητήματος και ουσιαστικού λόγου συγκλήσεως, που ήταν ο Νεστοριανισμός, αντιμετώπισε και το ζήτημα τουΠελαγιανισμού. Η επίσκοποι έτσι καταδίκασαν τους οπαδούς των Πελάγιου και Κελεστίου, οι οποίοι θεολογούσαν, πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί χωρίς τη συνέργεια της θείας χάριτος. Πατέρες μάλιστα της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Κασσιανός, μαθητής του Ιωάννη Χρυσοστόμου, διείδε και συγγένεια αυτής της αιρέσεως με το Νεστοριανισμό, άποψη που ενστερνιζόταν και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. O Πελαγιανισμός άλλωστε είχε ήδη καταδικαστεί από τοπικές συνόδους που έλαβαν χώρα στην Καρχηδόνα το 411 και 418, με αποτέλεσμα η συνοδική, υπό της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη, να αποτελεί απλώς την επικύρωσή τους.
Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο δηλώθηκε πανηγυρικά (defacto) το πρωτείο εξουσίας του Πάπα Ρώμης, στο πρόσωπο του Ρώμης Κελεστίνου: Πιθανότατα, ο Κύριλλος για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και του διαδόχου του Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων) παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους, για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στην Γ΄ Σύνοδο που κατετέθηκαν στη Σύνοδο, χωρίς ίχνος αντίδρασης: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..» (αγίου Νεκταρίου: Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 143-144). Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κων/πολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου, που αφορίσθηκε και έναντι της Κων/πολης με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης. Αλλά γιατί ανέχθηκαν οι πατέρες της Συνόδου την καταφανή άσκηση της εξουσίας από τον Πάπα; Ο άγιος Νεκτάριος απαντά: «Η τοιαύτη γλώσσα του πρεσβυτέρου (Φιλίππου) απήρεσε λίαν προς τους αγίους πατέρας, αλλ’ η προς την ειρήνην της Εκκλησίας στοργή έθετο κατά την στιγμήν εκείνηνφυλακήν τοις χείλεσιν αυτών, διότι τοις αντιπροσώποις περί εν μάλλον έμελλε, περί της αρχής του Πάπα και εάν αυτή προσεβάλλετο, αμ’ έπος ο της συνόδου σκοπός ηδύνατο να ματαιωθή». Προφανώς βέβαια πρόκειται περί της αρχής του Πάπα, όχι ως primusinterpares (πρώτος μεταξύ ίσων), αλλά ως primussineparibus (πρώτος άνευ ίσων).
Η Σύνοδος συνέταξε και εξέδωσε 8 Ι. Κανόνες, που αφορούν κυρίως διάφορα θέματα κληρικών και τις σχέσεις τους με τον Νεστόριο. Ειδικά όμως, ο η΄ κανόνας της Συνόδου αναγνωρίζει στην Εκκλησία της Κύπρου το αυτοκέφαλον. Η Κύπρος διατελούσε πολιτικά υπό τον Δούκα της Αντιόχειας, ο οποίος έστελλε στρατηγόν για την άσκηση της διοίκησης. Τούτο εκμεταλλεύτηκε ο Αντιοχείας και θέλησε να υπαγάγει, υπό την δική του εκκλησιαστική εξουσία και την Κύπρο. Οι Κύπριοι Επίσκοποι αντέδρασαν, προσέφυγαν στη Σύνοδο, η οποία τους δικαίωσε και διακήρυξε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, εκτός της εκκλησιαστικής εξουσίας κατέχει και την πολιτική εξουσία με διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα: Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε dejure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Η Κύπρος, κατασταθείσα αυτοκέφαλος με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής, καθίσταται η 6η Εκκλησία, η οποία έχει ιδρυθεί από Οικουμενική Σύνοδο, πέραν των 5 Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), οι οποίες αναγνωρίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους (β΄ και γ΄ κανόνες της Β΄ και κη΄ της Δ΄). Όλες οι μετέπειτα δημιουργηθείσες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, είτε ονομάζονται Πατριαρχεία, είτε Αρχιεπισκοπές (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Ελλάδας, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας-Σλοβακίας, έχουν εκκρεμότητα, ως προς την αναγνώριση τους, γιατί δεν έχουν καταστεί αυτοκέφαλες Εκκλησίες, από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ΚΠόλεως (Συνοδικό Τόμο αυτοκεφαλίας).
Οι καταδικασθέντες Νεστοριανοί εξεδιώχθησαν από την αυτοκρατορία και ειδικώς από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (489) και κατέφυγαν στην Περσία, όπου δημιουργήθηκε δική τους αιρετική νεστοριανική εκκλησία, η οποία απεσχίσθη από το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για δογματικούς, αλλά και πολιτικούς λόγους, μετά από απόφαση που έλαβαν κατά τη σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον πρώτο νεστοριανό πατριάρχη Βαβαίο, το 498.
Συμπεράσματα
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη Σύνοδο κατά την οποία «εμφαίνει ούτω την πρώτη βαθμίδα εις την Οικουμενικήν διαμόρφωσην του Χριστολογικού δόγματος, καθ’ ήν απεκρούετο η υπό εμπειρικοορθολογιστικού πνεύματος κυριαρχούμενη προσπάθεια επίλυσης του χριστολογικού ζητήματος». Σκοπός της συνόδου υπήρξε η επίλυση του αναφυέντος Χριστολογικού ζητήματος και σαν στόχο είχε «να περισώσει και να αναδείξει την πίστη της Νίκαιας, ότι αυτός ο Θεός Λόγος είναι ο ενανθρωπήσας και επιτελέσας ούτω την πραγματική λύτρωση και σωτηρία». Ταυτόχρονα όμως, με την κοινή συμφωνία και πίστη της «Εκθέσεως πίστεως των διαλλαγών», επήλθε και ουσιαστική δογματική σύγκλιση, ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεολογικές σχολές της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Μία πίστη στηριγμένη σε ένα δογματικό όρο ο οποίος «δετυπούτο εν αριστοτεχνική συνθέσει των υγιών αρχών» (Ι. Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α΄, σελ. 189-198) των δύο θεολογικών τάσεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους η επωνομαζόμενη και «Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου» «υπήρξε χωρίς αμφιβολία σταθμός στην ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας» αφού «όχι απλώς καταδίκασε δύο γνωστούς της εποχής αιρετικούς, αλλά κυρίως διότι με τη διδασκαλία της δόθηκε απάντηση σ’ ένα ερώτημα το οποίο είχε τεθεί μερικές δεκαετίες πριν», ενώ «απετέλεσε την απάντηση στο ερώτημα και την αραγή βάση πάνω στη οποία η εκκλησία θεμελίωσε τη Χριστολογία και τη σωτηριολογία της» (Κ. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Β΄, σελ. 748-749).
Παρατηρήσεις
1.- Η Σύνοδος ξεκίνησε με παρουσία μόνον της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και απουσία των άλλων Εκκλησιών, αλλά και του εκπροσώπου του αυτοκράτορα.
2.- Η Σύνοδος δεν περάτωσε τις εργασίες της, δεδομένου, ότι ο Πρόεδρός της Κύριλλος φυλακίστηκε από την Πολιτεία για 3 μήνες, καθαιρέθηκε δε από τη σύναξη των Ανατολικών και τελικά διέφυγε στην Αλεξάνδρεια.
3.- Τα αποτελέσματα της Συνόδου, μετά από δραματικές διαβουλεύσεις δυο περίπου ετών και αμοιβαίες υποχωρήσεις των αντιθέτων μερών εγκρίθηκαν τελικά με τη σύνταξη του Όρου.
4.- Ο αυτοκράτορας ούτε κήρυξε την έναρξη της Συνόδου, αφού η έναρξη υπήρξε μονομερής ενέργεια του Κυρίλλου, ούτε τη λήξη, αφού επίσημη λήξη δεν υπήρξε.
5.- Ο Ρώμης Κελεστίνος, είχε εξουσιοδοτήσει τον Κύριλλο να χειριστεί εν λευκώ το θέμα με το Νεστόριο, γι’ αυτό δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή διαφορετική θεώρηση από τη Ρώμη.
6.- Η κάθε πλευρά (Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια) διατυμπάνιζε, ότι αυτής η θέση είχε πρυτανεύσει τελικά και μετά από πιέσεις του αυτοκράτορα αποφεύχθηκε μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία.
7.- Για πρώτη φορά εκδηλώνεται σε Οικουμενική Σύνοδο πανηγυρικά και χωρίς αντίδραση των Πατέρων το πρωτείο εξουσίας του Αρχιεπισκόπου Ρώμης. Αυτό θα εκδηλωθεί εντονότατα στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με την άσκηση εξουσίας από τον πανίσχυρο πάπα Λέοντα Α΄.
8.- Η Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζεται από τη Σύνοδο, ως αυτοκέφαλη και ο Αρχιεπίσκοπός καθίσταται αργότερα ταυτοχρόνως και φορέας της πολιτικής εξουσίας.
22.6.2014
(Πηγή : «Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος», Ιωάννης Καρδάσης, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας)
Ὅρος τῆς Συνόδου περὶ τῆς Πίστεως
ἐν ᾧ καὶ περὶ ὧν ἀνήνεγκεν ὁ Χαρίσιος
Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν τῇ Νικαέων συναχθέντων πόλει σὺν ἁγίῳ πνεύματι. τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ γοῦν προσκομίζειν ἢ προφέρειν τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἢ ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαϊσμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν, τούτους, εἰ μὲν εἶεν ἐπίσκοποι ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκοὶ εἶεν ἀναθεματίζεσθαι. κατὰ τὸν ἴσον δὲ τρόπον, εἰ φωραθεῖέν τινες, εἴτε ἐπίσκοποι εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἢ φρονοῦντες ἢ διδάσκοντες τὰ ἐν τῇ προσκομισθείσῃ ἐκθέσει παρὰ Χαρισίου τοῦ πρεσβυτέρου περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἤγουν τὰ μιαρὰ καὶ διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ὑποκείσθωσαν τῇ ἀποφάσει τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, ὥστε δηλονότι τὸν μὲν ἐπίσκοπον ἀλλοτριοῦσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ εἶναι καθῃρημένον, τὸν δὲ κληρικὸν ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθὼς προείρηται.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν «διαλλαγῶν»
Περὶ δὲ τῆς θεοτόκου παρθένου ὅπως καὶ φρονοῦμεν καὶ λέγομεν τοῦ τε τρόπου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἀναγκαίως, οὐκ ἐν προσθήκης μέρει, ἀλλ' ἐν πληροφορίας εἴδει, ὡς ἄνωθεν ἔκ τε τῶν θείων Γραφῶν ἔκ τε τῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων πατέρων παρειληφότες ἐσχήκαμεν, διὰ βραχέων ἐροῦμεν, οὐδὲν τὸ σύνολον προστιθέντες τῇ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ἐκτεθείσῃ πίστει· ὡς γὰρ ἔφθημεν εἰρηκότες, πρὸς πᾶσαν ἐξαρκεῖ καὶ εὐσεβείας γνῶσιν καὶ πάσης αἱρετικῆς κακοδοξίας ἀποκήρυξιν. ἐροῦμεν δὲ οὐ κατατολμῶντες τῶν ἀνεφίκτων, ἀλλὰ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς οἰκείας ἀσθενείας ἀποκλείοντες τοῖς ἐπιφύεσθαι βουλομένοις, ἐν οἷς τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον διασκεπτόμεθα.
Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ὁμοούσιον τῷ πατρὶ τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· δι’ ὃ ἕνα Χριστόν, ἕνα υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. τὰς δὲ εὐαγγελικὰς καὶ ἀποστολικὰς περὶ τοῦ Κυρίου φωνάς, ἴσμεν τοὺς θεολόγους ἄνδρας τὰς μὲν κοινοποιοῦντας ὡς ἐφ’ ἑνὸς προσώπου, τὰς δὲ διαιροῦντας ὡς ἐπὶ δύο φύσεων· καὶ τὰς μὲν θεοπρεπεῖς κατὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὰς δὲ ταπεινὰς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ παραδιδόντας.
(Πηγή: «ΟΡΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ», Συμβολή)
Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Στη σύνοδο αυτή καταδικάστηκε το κίνημα του Νεστοριανισμού και διακηρύχτηκε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, έχοντας πλήρη ένωση των δύο φύσεων του, ενώ αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία ο τίτλος Θεοτόκος.
Κανών Α'
Επειδή εχρήν και τους απολειφθέντας της αγίας συνόδου, και μείναντας κατά χώραν, ή πόλιν, δια τινα αιτίαν, ή εκκλησιαστικήν, ή σωματικήν, μη αγνοήσαι τα εν αυτή τετυπωμένα, γνωρίζομεν τη υμετέρα αγιότητι και αγάπη, ότι περ, ει τις μητροπολίτης της επαρχίας, αποστατήσας της αγίας και οικουμενικής συνόδου, προσέθετο τω της αποστασίας συνεδρίω, ή μετά τούτο προστεθείη, ή τα Κελεστίου εφρόνησεν, ή φρονήσει, ούτος κατά των της επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαί τι ουδαμώς δύναται, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της συνόδου εκβεβλημένος, και ανενέργητος υπάρχων. Αλλά και αυτοίς τοις της επαρχίας επισκόποις, και τοις πέριξ μητροπολίταις, τοις τα της ορθοδοξίας φρονούσιν, υποκείσεται εις το πάντη και του βαθμού της επισκοπής εκβληθήναι.
Κανών Β'
Ει δε τινες επαρχιώται επίσκοποι απελείφθησαν της αγίας συνόδου, και τη αποστασία προσετέθησαν, ή προστεθήναι πειραθείεν, ή και υπογράψαντες τη Νεστορίου καθαιρέσει, επαλινδρόμησαν προς το της αποστασίας συνέδριον· τούτους πάντη κατά το δόξαν τη αγία συνόδω αλλοτρίους είναι της ιερωσύνης, και του βαθμού εκπίπτειν.
Κανών Γ'
Ει δε τινες των εν εκάστη πόλει, ή χώρα κληρικών, υπό του Νεστορίου, και των συν αυτώ όντων, της ιερωσύνης εκωλύθησαν δια το ορθώς φρονείν, εδικαιώσαμεν και τούτους τον ίδιον απολαβείν βαθμόν. Κοινώς δε τους τη ορθοδόξω και οικουμενική συνόδω συμφρονούντας κληρικούς, κελεύομεν τοις αποστατήσασιν, ή αφισταμένοις επισκόποις, μηδόλως υποκείσθαι κατά μηδένα τρόπον.
Κανών Δ'
Ει δε τινες αποστατήσαιεν των κληρικών, και τολμήσαιεν ή κατ' ιδίαν, ή δημοσία, τα Νεστορίου, ή τα Κελεστίου φρονήσαι, και τούτους είναι καθηρημένους υπό της αγίας συνόδου δεδικαίωται.
Κανών Ε'
Όσοι δε επί ατόποις πράξεσι κατεκρίθησαν υπό της αγίας συνόδου, ή υπό των οικείων επισκόπων, και τούτοις ακανονίστως, κατά την εν άπασιν αδιαφορίαν αυτού, ο Νεστόριος, και οι τα αυτού φρονούντες, αποδούναι επειράθησαν, ή πειραθείεν, κοινωνίαν, ή βαθμόν, ανωφελήτους είναι, και μένειν ουδέν ήττον καθηρημένους εδικαιώσαμεν.
Κανών ΣΤ'
Ομοίως δε και ει τινες βουληθείεν, τα περί εκάστου πεπραγμένα εν τη αγία συνόδω, τη εν Εφέσω, οιωδήποτε τρόπω παρασαλεύειν, η αγία σύνοδος ώρισεν, ει μεν επίσκοποι είεν, ή κληρικοί, του οικείου παντελώς αποπίπτειν βαθμού· ει δε λαϊκοί, ακοινωνήτους υπάρχειν.
Κανών Ζ'
Τούτων αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει, συν αγίω Πνεύματι. Τούς δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή προφέρειν τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ ελληνισμού, ή εξ ιουδαϊσμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν· τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι, ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου· ει δε λαϊκοί είεν αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτενεπίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί ή φρονούντες, ή διδάσκοντες τα εν την προκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου, περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστορίου δόγματα, α και υποτέτακται, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου· ώστε δηλονότι, τον μεν επίσκοπον, απαλλοτριούσθαι της επισκοπής, και είναι καθηρημένον· τον δε κληρικόν, ομοίως εκπίπτειν του κλήρου ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθά προείρηται.
Κανών Η'
Πράγμα παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τους κανόνας των αγίων Αποστόλων καινοτομούμενον, και της πάντων ελευθερίας απτόμενον, προσήγγειλεν ο θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος ηγίνος, και οι συν αυτώ θεοφιλέστατοι επίσκοποι της Κυπρίων επαρχίας, Ζήνων και Ευάγριος. Όθεν, επειδή τα κοινά πάθη μείζονος δείται της θεραπείας, ως και μείζονα την βλάβην φέροντα, και μάλιστα ει μηδέ έθος αρχαίον παρηκολούθησεν, ώστε τον επίσκοπον της Αντιοχέων πόλεως τας εν Κύπρω ποιείσθαι χειροτονίας, καθά δια των λιβέλλων και των οικείων φωνών εδίδαξαν οι ευλαβέστατοι άνδρες, οι την πρόσοδον τη αγία συνόδω ποιησάμενοι, έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι' εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται· ώστε μηδένα των θεοφιλεστάτων επισκόπων επαρχίαν ετέραν, ουκ ούσαν άνωθεν και εξ αρχής υπό την αυτού, ή γούν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν αλλ' ει και τις κατέλαβε, και υφ'εαυτόν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι· ίνα μη των Πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας προσχήματι, εξουσίας τύφος κοσμικής περεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής. Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική συνόδω, σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος, άδειαν έχοντος εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλαβείν. Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω.
(Πηγή: «Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης
Απάντησις εις την εγκύκλιον του Πίου ΙΑ΄ «Lux Veritatis»,
Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών (†)
Η εγκύκλιος «Lux veritatis»
Κατά το παρελθόν έτος 1931, επί τη δεκάτη Πέμπτη εκατονταετηρίδι της εν Εφέσω συνελθούσης Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431), λόγος πολύς εγένετο περί αυτής εν πάσαις ταις Εκκλησίαις, πολλαχού δε και εορταί επί τη αναμνήσει αυτής ετελέσθησαν. Ο δε Μακαριώτατος Πάπας Ρώμης Πίος ΙΑ΄ τη ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων, και εγκύκλιον ειδικήν εξέδωκεν, αρχομένην δια των λέξεων «Lux Veritatis» (το φως της αληθείας), ουχί μόνο ίνα εξάρη το μέγα γεγονός της συγκροτήσεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και της υπ' αυτής κατακρίσεως της πλάνης του Νεστοριανισμού, αλλά και ίνα παραστήση την Σύνοδον ταύτην, ως διακηρύξασαν, δήθεν, το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτου πρεσβεύει και διδάσκει ως δόγμα πίστεως η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Το φως της αληθείας, λέγει αρχόμενος της εγκυκλίου (1) ο Πίος ΙΑ΄, και η μαρτυρία των αιώνων, τουτέστι της ιστορίας, διδάσκουσιν ότι ο Κύριος κατά την επαγγελίαν αυτού (Ματθ. 27, 20) εύρηται πάντοτε μετά της Εκκλησίας Αυτού. Όσο αγριωτέρα αποβαίνει η ορμή των κυμάτων, άτινα εν τη παρόδω των αιώνων πλήττουσιν το ακάτιον του Πέτρου, τοσούτω καταδείκνυται η παρουσία και το ανεξάλειπτον της ουρανίας χάριτος. Το πλήγματα δεν προήλθον μόνον δια των διωκτών του Χριστιανισμού, αλλά και παρά των διαφόρων αιρέσεων, αίτινες εν τη Ανατολή ιδίως ανεφάνησαν. Εν μέσω των τρικυμιών η Εκκλησία εξηκολούθησε την πορείαν αυτής στηριζομένη μόνον επί του Θεού και διασώζουσαν ακεραίαν την ιερήν παρακαταθήκην της ευαγγελικής αληθείας, ην ενεπιστεύθη αυτή ο ιδρυτής αυτής.
Τοιαύτας έχων τας σκέψεις ο Πίος ΙΑ΄ επί τη ιε΄ εκατονταετηρίδι της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθήκον αυτού θεωρεί, λέγει, αποστολικόν, ίνα εκθέση τα κατά τη σύνοδον ταύτην, πέποιθε δε ότι ου μόνον θα ευχαριστήση και θα ωφελήση τα πιστά της Εκκλησίας τέκνα, αλλ' επιπλέον και τους κεχωρισμένους απ' αυτής αδελφούς και δη τους προϊσταμένους αυτών Ιεράρχας, θα προκαλέση εις σκέψεις προς επιστροφήν εις την αληθή πίστιν, ην η Ρωμαϊκή Εκκλησία διατηρεί ευλαβώς εν πάση ασφαλεία και ακεραιότητι.
Φρονεί δε ότι τρία δόγματα της «καθολικής θρησκείας» διετυπώθησαν εν τη Γ΄ Οικουμενική Συνόδω: α) ότι το πρόσωπον του Χριστού εν εστι και θείον, β) ότι η Αγία Παρθένος Μαρία δέον ν' αναγνωρίζηται και τιμάται ως αληθώς και πραγματικώς «Θεοτόκος», γ) ότι ο Ποντίφηξ της Ρώμης εκτιθέμενος την πίστιν και τα ήθη, απολαύει εκ Θεού, εν σχέσει προς έκαστον και προς πάντας, κύρους ανωτάτου, κυριάρχου και ανεξαρτήτου.
Συμφώνως προς ταύτα ο Πίος ΙΑ΄ διαιρεί την Εγκύκλιον αυτή ταύτην εις τρία μέρη: α) Η Σύνοδος και το Ρωμαϊκόν πρωτείον, β) το δόγμα της υποστατικής ενώσεως, γ) το δόγμα της θείας μητρότητος. Και εν μεν τω πρώτω μέρει εκτίθησι την ιστορίαν της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού, της συγκλίσεως της Συνόδου και των εργασιών αυτής, ίνα δείξη ότι υπό πάντων ανεγνωρίσθη και επισήμως ανεκηρύχθη το Πρωτείον, εν δε τω δευτέρω και τω τρίτω αναπτύσσει την διδασκαλίαν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Θεοτόκου και της οφειλομένης εις αυτήν τιμής, ως Μητρός του εναθρωπήσαντος Κυρίου. Προσκαλεί δε ο Πίος ΙΑ΄ πάντας ίνα προθύμως δεχθώσι τα τρία ταύτα δόγματα και ενωθώσι μετ' αυτού, ως αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης. Ιδιαιτέρως δε απευθύνει προτροπήν προς τοιαύτην ένωσιν προς τους τιμώντας την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον και εύχεται ίνα ταχέως έλθη η ημέρα η ευτυχής, καθ' ην πάντα τα κεχωρισμένα τέκνα θα ενωθώσι μετ' αυτού και θα τιμήσωσι την Θεοτόκον πραγματοποιούσαν ούτω το γεγονός, όπερ ο προκάτοχος αυτού Σίξτος Γ΄ παρέστησεν εν μωσαϊκώ της Λιβεριανής βασιλικής εν Ρώμη.
Τοιούτο εν γενικωτάτες γραμμαίς το περιεχόμενον της παπικής Εγκυκλίου. Και προκειμένου δε περί των δογματικών αληθειών, ήτοι της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Αγίας Μητρός του Κυρίου ως Θεοτόκου, εξ ης εγεννήθη ως άνθρωπος ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, αληθειών περί ων η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι επεφάνθη εναντίον του αρνούμενου αυτάς Νεστορίου, ουδεμία δύναται να υπάρξη διαφωνία. Ο ούτως όμως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερόμενος ισχυρισμός, καθ' ον η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος ανεγνώρισε το Πρωτείον και δη και το αλάθητον του Επισκόπου Ρώμης, προκαλεί αληθώς κατάπληξιν.
Επειδή δε κύριος σκοπός της Εγκυκλίου είναι η υποστήριξις του ισχυρισμού τούτου και επειδή εν ονόματι της ιστορικής αληθείας ζητείται η θεμελίωσις αυτού επί των πεπραγμένων της Συνόδου και των συναφών προς αυτήν γεγονότων, εν τη παρούση απαντήσει εις την Εγκύκλιον «Lux Veritatis», το φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας διερμηνεύοντες και υπό του φωτός της αληθείας καθοδηγούμενοι, θα εξετάσωμεν όλως αντικειμενικώς και επί τη βάσει αναντιρρήτων μαρτυριών και αποδείξεων, αν τω όντι είναι βάσιμος ο εν τη Εγκυκλίω επισήμως διατυπούμενος ισχυρισμός. Χωρίς να εισέλθωμεν εις τας λεπτομερείας της ιστορίας του Νεστοριανισμού και της Οικουμενικής Συνόδου, θα λάβωμεν υπόψη μόνον τα σημεία εκείνα , άτινα σχέσιν έχουσι προς την θέσιν του Επισκόπου Ρώμης εν τη καθόλου Εκκλησία και άτινα προσάγονται εν τη Εγκυκλίω ως αποδείξεις της υπό της Συνόδου ανακηρύξεως, δήθεν, και αναγνωρίσεως του Πρωτείου. Αλλά ταυτοχρόνως θα προσαγάγωμεν και εκείνας τας μαρτυρίας παρά των συνδεθέντων προς τον Νεστοριανισμόν και την Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον προσώπων και δη του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αίτινες αναφέρονται εις το προκείμενον ζήτημα, προς πληρεστέραν αυτού διαφώτισιν.
Ο Νεστόριος και το πρωτείον
Είναι γνωστή η κακοδοξία του Νεστορίου, αρνουμένου την υποστατικήν ενότητα των δύο εν Χριστώ φύσεων εις εν πρόσωπον και τον θεολογικόν όρον «Θεοτόκος», αλλ' ουδαμόθεν συνάγεται το συλεγόμενον περί αυτού εν τη Εγκυκλίω "Lux Veritatis" ότι «ανεγνώριζε το ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της οικουμενικής Εκκλησίας». Ο Νεστόριος εκλεγείς και χειροτονηθείς Επίσκοπος ΚΠόλεως (428), πάντως δια των χειροτονησάντων αυτόν, κατά το κρατούν εκκλησιαστικόν έθος, ανεκοίνωσεν αμέσως την εκλογήν αυτού προς τον Ρώμης Επίσκοπον Κελεστίνον Α΄ (423-432), ως έπραξε προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον (412-444), απαντήσαντα προς αυτόν και επευχηθέντα ως «ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ». Προ του Νεστορίου, επί ικανόν χρόνου διάστημα, ένεκα του ζητήματος της εγγραφής του ονόματος του αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου εν τοις Διπτύχοις, ήσαν διακεκομμέναι αι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κπόλεως, αλλ' ήδη ο προκάτοχος του Νεστορίου Αττικό (406-425), λύσας τη διαφοράν εκείνην, αποκατέστησε τας σχέσεις. Επομένως ηδύνατο ο Νεστόριος να επικοινωνήση προς τον Ρώμης Κελεστίνον, αν παρίστατο ανάγκη.
Ο Νεστόριος επί τριετίαν μόλις αρχιερατεύσας εν ΚΠόλει, δεν επρόφθασε να εκδηλώση τι σχετικώς ως προς την ιεραρχικήν αυτού θέσιν εν τη καθόλου Εκκλησία, είναι δε γνωστόν μόνο ότι κατεδίωξε τους αιρετικούς και εκτός της ΚΠόλεως. Ήτο δε η θέσις αυτού αύτη καθωρισμένη δια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381), διαγορεύοντος «Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν Ρώμης ἐπίσκοπον διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην». Κατά το χρόνο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), δεν ήτο εισέτι ιδρυμένη η «νέα Ρώμη», ήτοι η νέα του Κράτους πρωτεύουσα, όθεν κατά τον καθορισμόν των «πρεσβείων», ήτοι της ιεραρχικής τάξεως των Επισκόπων των μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων, δια του στ΄ κανόνος καθωρίσθησαν τα «πρεσβεία»του Ρώμης, του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας. Υπό της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, δια του β΄ κανόνος, επανελήφθη ο καθορισμός των «πρεσβείων» του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας, εν σχέσει προς τας επισκοπάς των Διοικήσεων, αίτινες υπ' αυτούς υπήγοντο, «κατά τους κανόνας», εξησφαλίσθη δε και η εκκλησιαστική αυτοτέλεια των τριών μεγάλων Διοικήσεων, Ασίας, Πόντου και Θράκης, απαγορευθείσης της εις ξένην δικαιοδοσίαν επεμβάσεως. Η διάταξις του γ΄ κανόνος παρενέβαλε μεταξύ του Ρώμης και του Αλεξανδρείας τον της «νέας Ρώμης» Επίσκοπον, αλλά δεν απέδωκεν εις αυτόν δικαιοδοσίαν τινά. Ουχ ήττον οι προκάτοχοι του Νεστορίου, και δη ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ήσκησαν πραγματικήν δικαοδοσίαν εν ταις ανωτέρω τρισί Διοικήσεσι και ιδίως εν τη της Ασίας. Αύται δε βραδύτερον υπήχθησαν υπό τον ΚΠόλεως δια του κη΄ κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), δι' ου και ηρμηνεύθη αυθεντικώς η έννοια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δια των εξής: «καί γάρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τά πρεσβεῖα, καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν΄ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καί τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Τα «πρεσβεῖα» δεν ανεφέροντο εις εξαιρετικά τινα δικαιώματα υπέρ τους άλλους Προέδρους των εκκλησιαστικών κέντρων, αλλ' ήσαν «πρεσβεία τιμής», καθώριζον την ιεραρχικήν τάξιν και σειράν των «θρόνων». Ούτω δε ο Ρώμης κατά τα «πρεσβεία τιμής» εθεωρείτο πρώτος, αλλ' η πραγματική δικαιοδοσία αυτού δεν εξετείνετο πέραν της μέσης και κάτω Ιταλίας και των πέριξ νήσων (2) , όπως δεν εξετείνετο η δικαιοδοσία του Αλεξανδρείας ή του Αντιοχείας έξω των ορισμένων ορίων του μεν της Αιγύπτου, Πενταπόλεως και Λιβύης, του δε της Διοικήσεως της «Ανατολής». Εν αυτή τη Ιταλίᾳ οι Επίσκοποι της Διοικήσεως Ακηλύιας ηρνούντο να αποδεχθώσι τας αποφάσεις του Επισκόπου Ρώμης. Δέκα έτη προ της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού η Εκκλησία της Β. Αφρικής εν Συνόδω της Καρχηδόνος (418) απηγόρευσε πάσαν ανάμειξιν του Ρώμης εις τα της Εκκλησίας εκείνης.
Ώστε ο Ρώμης Επίσκοπος είχε μεν τα «πρεσβεία» μεταξύ των Επισκόπων ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, αλλά ταύτα ήσαν «πρεσβεία τιμής», όθεν το «πρωτείον» αυτού ήτο «Πρωτείον τιμής». Ως Επίσκοπος του πρώτου «θρόνου», της αρχαίας πρωτευούσης του Κράτους, απέλαυε της τιμητικής ταύτης θέσεως, κατά τους κανόνας της Εκκλησίας. Δεν εδικαιούτο ούτε να επεμβή εις τα των λοιπών εκκλησιαστικών Διοικήσεων, ούτε να λύη μόνος γενικά εκκλησιαστικά ζητήματα. Ότε είκοσι και πέντε περίπου έτη προ του Νεστορίου ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος απετάθη και προς τον τότε Επίσκοπον Ρώμης Ιννοκέντιον Α΄ (402), ζητών την επέμβασιν αυτού και των λοιπών Επισκόπων κατά των αδίκων αποφάσεων και αυθαιρέτων επεμβάσεων του Θεοφίλου Αλεξανδρείας (†412), ο Ιννοκέντιος εζήτησε την σύγκλησιν μείζονος Συνόδου προς εξέτασιν και επίλυσιν του προκληθέντος ζητήματος. Ο Επίσκοπος Ρώμης δεν απετέλει την ανωτέραν εκκλησιαστικήν αρχήν δι' άπασαν την Εκκλησίαν, αλλά δια μόνην την εκκλησιαστικήν αυτού Διοίκησιν. Υπεράνω δε πάντων ίστατο η Οικουμενική Σύνοδος. Ουδέν γενικόν εκκλησιαστικόν ζήτημα ελύθη άνευ Συνόδου και ουδεμία επετράπη παράβασις των περί εκκλησιαστικών Διοικήσεων διατάξεων της Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ως μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας. Συνοδικώς δε διεξήγοντο ου μόνον τα γενικά, αλλά και τα των επί μέρους Εκκλησιών ζητήματα.
Δυστυχώς εν Ρώμη ήρξαντο κατά την υπ' όψει ημών εποχήν διαδιδόμεναι ξέναι τινές και αντίθετοι προς την κανονικήν ιεραρχικήν τάξιν και προς τας διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων θεωρίαι περί του αξιώματος του Επισκόπου αυτής, συνδεόμεναι προς τας περί του Απ. Πέτρου αποκρύφους παραδόσεις, αλλ' αι θεωρίαι εκείναι ήσαν εντελώς άγνωστοι εν τη Ανατολή, απεκρούοντο δε και εν τη Δύσει (3) . Παρά τας θεωρίας εκείνας, αίτινες μεταγενεστέρως προετάθησαν υπό την έννοιαν «Πρωτείου εξουσίας», ο Κελεστίνος και οι διάδοχοι αυτού δεν ήσκησαν εξουσίαν επί της καθόλου Εκκλησίας, εν τη πραγματικότητι δε το Πρωτείον αυτών ήτο «Πρωτείον τιμής», ως καθωρίσθη υπό των Οικουμενικών Συνόδων, και ως τούτο ανεγνωρίζετο υπό των λοιπών Επισκόπων.
Δεν είναι λοιπόν ακριβές το λεγόμενον εν τη Εγκυκλίω «Lux Veritatis» ότι ο Νεστόριος ανεγνώριζε τον ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της Οικουμενικής Εκκλησίας, διότι τοιούτο κύρος είχε μόνη η Οικουμενική Σύνοδος. Η Εγκύκλιος ως μόνον επιχείρημα τοιούτου ανακριβούς ισχυρισμού προσάγει το γεγονός ότι ο Νεστόριος απετάθη προς τον Επίσκοπον Ρώμης Κελεστίνον, γράψας περί του ζητήματος αυτού.
Αλλ' είναι γνωστόν ότι ο Νεστόριος έγραψε το πρώτον προς το Κελεστίνον εξ αφορμής των Πελαγιανών κατά τρόπον μαρτυρούντα ακριβώς ότι δεν ανεγνώριζε τον Ρώμης ως έχοντα κύρος απόλυτον, προκειμένου περί δογματικών ζητημάτων, ουδ' εν τη Ιταλία. Πελαγιανοί τινές ιταλοί Επίσκοποι, Ιουλιανός ο Εκλάνου, Φλώρος, Ορόντιος και Φάβιος μετά του Κελεστίου, του εκ των αρχηγών της αιρέσεως, μετά την καταδίκην αυτών εν τη Δύσει καταφυγόντες εις ΚΠολιν εποιήσαντο έκκλησιν προς τον Βασιλέα και προς τον Επίσκοπον της βασιλευούσης Νεστόριον, ισχυριζόμενοι ότι αδίκως κατεδικάσθησαν ενώ είναι ορθόδοξοι. Ο Νεστόριος, πριν να εξετάση τα κατ' αυτούς, έγραψε προς τον Ρώμης Κελεστίνον, εν αρχή του 429, ζητών πληροφορίας διατί και πως οι Πελαγιανοί κατεδικάσθησαν. Προσέθετε δε ότι γενόμενος Επίσκοπος ΚΠόλεως ανέλαβε την θεραπείαν πολλών κακών και την απόκρουσιν των κακοδοξιών του Απολλιναρίου και του Αρείου, ων οι οπαδοί επρέσβευον βλάσφημόν τινα σύγχυσιν εν τω προσώπω του Σωτήρος. Ο εν Κπόλει τότε ευρισκόμενος Μάριος Mercator , δι' υπομνήματος αυτού προς τον Βασιλέα, εξέθηκε τας κακοδοξίας των Πελαγιανών. Δεν είναι απίθανον ότι ο Νεστόριος συνεπάθει προς τους Πελαγιανούς και ότι εσκόπει ν' αναθεωρήση την υπόθεσιν των Πελαγιανών, ει και ούτος δημόσια κατεδίκαζε τας δοξασίας αυτών. Διότι θεωρητικώς υπεστήριζε τους Πελαγιανούς ο διδάσκαλος του Νεστορίου Θεόδωρος ο Μοψουεστίας (†428) και διότι εν ΚΠόλει μεν ο Κελέστιος συνειργάσθη μετ' αυτού εναντίον του διαπρεπούς πρεσβυτέρου Φιλίππου του εκ Σίδης (4) και βραδύτερον Πελαγιανοί και «Κελεστιανοί», ήτοι οπαδοί του Κελεστίου Επισκόπου συνειργάσθησαν ωσαύτως μετ' αυτού εν Εφέσω. Μη τυχών απαντήσεως παρά του Επισκόπου Ρώμης Κελεστίνου εις την πρώτην επιστολήν έγραψε το δεύτερον «τῷ ἀδελφῷ Κελεστίνῳ» ζητών τας αυτάς πληροφορίας και επιπροστιθείς ότι ανεφάνησαν αιρετικοί τινες ανανεούντες τας βλασφημίας του Απολλιναρίου και του Αρείου. Διαστρέφοντες την ορθοδοξίαν περί του προσώπου του Ιησού Χριστού και άνευ φρίκης ονομάζοντες την Αγίαν Παρθένον «Θεοτόκον» (5) . Συναπέστειλε δε δύο αυτού ομιλίας και ανέπτυσσε την εαυτού πεπλανημένην διδασκαλίαν, ρητώς ονομάζων την Παρθένον Μαρίαν «Χριστοτόκον» (6) . Εκ Ρώμης και πάλιν δεν εδόθη απάντησις. Εν τω μεταξύ χρόνω ο Βασιλεύς διέταξε την απομάκρυνσιν των Πελαγιανών, γράφων δε ο Νεστόριος προς τον Κελέστιον παρεμυθείτο αυτόν, επί τοις παθήμασι και τοις διωγμοίς ους υφίστατο, παρέλαβε δε αυτόν προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, καταδιωκόμενον υπό του Ηρώδου (7) .
Πρόδηλον εκ των ανωτέρω καθίσταται ότι ο Νεστόριος δεν ανεγνώριζε το υπέρτατον εν απάση τη Εκκλησία κύρος του Επισκόπου Ρώμης. Προς αυτόν απευθύνεται ως προς ίσον «αδελφόν» και εν τόνω αδελφικώ παρίσταται δε μάλλον αντίθετος προς τοιαύτην θεωρίαν, διότι ζητεί να υποβάλη υπό έλεγχον τας περί των Πελαγιανών αποφάσεις των εν Ρώμη. Περί του προκληθέντος υπ' αυτού ζητήματος γράφει προς τον Ρώμης μάλλον παρεμπιπτόντως, ουχί την κρίσιν αυτών ζητών, αλλ' απλώς καταγγέλων τους αντιδοξούντας, ων τινας κληρικούς και κατεδίωξε και καθήρεσε του αξιώματος. Ορθώς δε κρίνων ο αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, έγραφε βραδύτερον, ότι ο Νεστόριος εζήτησε να παραπείση και παρασύρη τους εν Ρώμη, «οἰηθείς δε ὅτι καί τήν Ρωμαίων Ἐκκλησίαν συναρπάσαι δυνήσηται, ἔγραψε πρός τόν κύριόν μου, τόν εὐλαβέστατον καί θεοσεβέστατον ἀδελφόν καί συλλειτουργόν Κελεστῖνον, τῆς Ρωμαίων Ἐκλλησίας ἐπίσκοπον, ἐνθείς ταῖς ἐπιστολαῖς τῶν αὑτοῦ δογμάτων διαστροφή» (8) . Καίτοι δε, ως παρετηρήθη ήδη (9) , τοις εν Ρώμη ήτο γνωστόν το κατά Νεστορίου σύγγραμμα του Ιωάννου Κασσιανού Libri VII de incarnatione Christi , καίτοι είχον αποσταλεί υπ' αυτού του Νεστορίου ομιλίαι αυτού και δύο επιστολαί, οι εν Ρώμη δεν εκινήθησαν κατά του Νεστορίου, έγραψαν δε μόνον προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον ότι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν». Η γνώμη τινών, καθ' ην η εν Ρώμη κρατούσα διδασκαλία ήτο εγγυτέρα προς την του Νεστορίου και δια τούτο δεν εγένετο αμέσως απάντησις προς αυτόν, δεν είναι ορθή (10) . Διότι είναι βέβαιον, ως περαιτέρω δειχθήσεται, ότι οι εν Ρώμη αντελήφθησαν την πλάνην του Νεστορίου μόνον εκ ων έγραψε προς τον Κελεστίνον ο Πάπας Αλεξανδρείας Κύριλλος, συναποστείλας εν λατιινική μεταφράσει και διάφορα σχετικά κείμενα.
Ο Αγ. Κύριλλος και το πρωτείον
Ο αγ. Κύριλλος, ο διαπρεπέστερος των Ιεραρχών και των θεολόγων της εποχής αυτού, πρώτος κατεπολέμησε την πλάνην του Νεστορίου και πρώτος διεφώτισε περί αυτής τον χριστιανικόν κόσμον. Αλλά κατά την Εγκύκλιον «Lux Veritatis» πριν ο Κύριλλος, όστις ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας εθεωρείτο «πρῶτος ἐν Ἀνατολῇ» να καταδικάση οριστικώς τον Νεστόριον, απετάθη προς την Ρώμην, διότι «ἦτο τελείως πεπληροφορημένος περί τοῦ κύρους τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί ἀκαταμάχητος πρόμαχος αὐτοῦ». Η ούτως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερομένη διαβεβαίωσις αύτη δεν στηρίζεται επί του πραγματικού φρονήματος του Κυρίλλου και επί του αληθούς χαρακτήρος των ενεργειών αυτού και δη της σχέσεως προς την Ρώμην.
Ο αγ. Κύριλλος εν συγγραμμάσιν αυτού ουδεμίαν έχει είδησιν περί κύρους τοιούτου, οίον υπονοεί η Εγκύκλιος και δη περί Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, εν σχέσει προς τον Απόστολον Πέτρον. Είναι αληθές ότι τον Απόστολον τούτον καλεί «κορυφαῖον» καί «πρόκριτον τῶν μαθητῶν» (11) , αλλ' ουχί εν τη εννοία πρωτείου εξουσίας τινός, διότι διδάσκει ότι οι Απόστολοι ήσαν ίσοι προς αλλήλους (12) , ειδικώτερον δε περί του Πέτρου και του Ιωάννου σημειοί «Πέτρος καί Ἰωάννης ἄμφω μέν ἤστην ἀπόστολοί τε καί ἅγιοι καί ταῖς ἰσομέτροις τιμαῖς καί δυνάμεσιν ταῖς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατηγλαϊσμένοι παρά τοῦ πάντων Σωτῆρος Χριστοῦ...Ἄρα οὖν ἐξ ἰσομοιρούσης ἀξίας ἤγουν αὐθεντίας αὐτοῖς ὑπάρξαι φαμέν τό εἰς ἄνθρωπον ἕνα καταλογίζεσθαι τούς δύο» (13) . Τα αυτά επαναλαμβάνει εν τη Γ΄ προς Νεστόριον επιστολή «Τοῦ Σωτῆρος» γράφων «οὐ γάρ ἑνοῖ τάς φύσεις ἡ ἰσοτιμία καί γοῦν Πέτρος καί Ἰωάννης ἰσότιμοι μέν ἀλλήλοις καθό καί ἀπόστολοι καί ἅγιοι μαθηταί, πλήν οὐχ εἷς οἱ δύο» (14). Πολλαχοῦ των συγγραμμάτων αυτού εξαίρει τον Απ. Παύλον (15) ότι δε δεν εθεώρει τον Απόστολον Πέτρον ειδικόν τι παρά του Κυρίου αξίωμα λαβόντα, πολλαχού ωσαύτως μαρτυρεί. Ούτω δ' ερμηνεύων το χωρίον «Σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν (16) , διδάσκει ότι δια των λόγων τούτων ο Κύριος την Εκκλησίαν «θεμελιοῦν ἐπαγγέλλεται, τό ἀκατάσειστον αὐτῇ προσνέμων, ὡς αὐτός ὑπάρχων τῶν δυνάμεων Κύριος· καί ταύτην ποιμένα τόν Πέτρον ἐφίστησιν» (17) . Προστιθείς δε και την ερμηνείαν του «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» λέγει ότι ο Θεός ήταν ο τούτο δωρούμενος, «πλήν ὁ τοῦ δώρου καιρός ἦν ἡ τῆς ἀναστάσεως ὥρα ὅτε εἶπε Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατεῖτε κεκράτηνται» (18). Ώστε κατά τον αγ. Κύριλλον η επαγγελία περί των κλειδών της βασιλείας ουδέν έτερον ην παρά επαγγελία του δεσμείν και λύειν, ήτις ουχί μόνω τω Πέτρω προσωπικώς, αλλά πάσιν εδόθη τοις Αποστόλοις. Έτι σαφέστερον ο αγ. Κύριλλος διδάσκει επί του χωρίου: «Σύ εἶ Πέτρος...» λέγων «πέτραν, οἶμαι, παρωνύμως ἕτερον οὐδέν ἤ τήν ἀκατάσειστον καί ἑδραιότατην τοῦ μαθητοῦ πίστιν ἀποκαλῶν ἐφ' ᾗ καί ἀδιαπτώτως ἐρήρεισταί τε καί διαπεπέπηγεν ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ καί αὐταῖς ἀνάλωτος ταῖς ἅδου πύλαις ἐσαεί διαμένουσα» (19) , «πέτραν οἶμαι, λέγειν τό ἀκρἀδαντον εἰς πίστιν τοῦ μαθητοῦ» (20) . Ταύτα ουδέ μίαν καταλειπούσιν αμφιβολίαν περί του φρονήματος του αγ. Κυρίλλου εν σχέσει προς τον Αποστ. Πέτρον. Εδίδασκε δε ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας ότι η Εκκλησία εστιν οικοδομημένη επί του Χριστού (21) «τεμεθελίωκε τοίνυν τήν Ἐκκλησίαν αὐτός ὤν θεμέλιος» (22).
Ερμηνεύων το χωρίον Λουκ. 22, 31.32 «Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σίτον· ἐγώ δε ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μη ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου», συνδέει τούτο προς τας επιτημίσεις των Αποστόλων παρά του Κυρίου εξ αφορμής της φιλονεικίας αυτών περί του τις εστιν εν αυτοίς μείζων (Λουκ. 22, 24). Μετά τας επιτημίσεις ο Κύριος λέγει προς τον Πέτρον ότι ο Σατανάς πολλάκις ηθέλησεν ίνα δοκιμάση και πειράση αυτόν, αλλ' ο Κύριος εδεήθη εδεήθη υπέρ αυτού ίνα μη εκλίπη η πίστις αυτού. Υπηνίσσετο δε την άρνησιν αυτού ενώπιον της παιδίσκης. Εάν ο Πέτρος παρεδίδετο εντελώς εις τον πειρασμόν «ἄπιστος ἄν ἐγένετο παντελῶς». Ίνα μη δε ο Πέτρος περιέλθη εις απόγνωσιν, ως αρνηθείς τον Κύριον, ούτος λέγει εις αυτόν «Καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον στήριξον τούς ἀδελφούς σου» , τοὐτέστι γενοῦ στήριγμα καί διδάσκαλος τῶν διά πίστεως προσιόντων μοι». Ώστε ο Απ. Πέτρος εξ αφάτου φιλανθρωπίας του Κυρίου απεκαταστάθη και πάλιν εις τ' αποστολικά αξιώματα· «οὔπω γέγονεν ἡ ἁμαρτία καί τήν ἄφεσιν ἐκομίσατο καί πάλιν αὐτόν ἐν τοῖς ἀποστολικοῖς κατέταξεν ἀξιώμασιν» (23) . Περαιτέρω μνημονεύων της αρνήσεως του Πέτρου (Λουκ. 22, 57) και της μετανοίας αυτού λέγει ο αγ. Κύριλλος «Ἐπιστρέψας δε (ο Πέτρος) οὐ διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· μεμένηκε γάρ ὅπερ ἦν, γνήσιος μαθητής, πεπλουτηκώς τῆς ἀφέσεως τοῦ πλημελλήματος» (23) . Ταύτα ως άριστα μαρτυρούσιν ότι ο αγ. Κύριλλος ουδαμώς εδίδασκεν ότι ο Απ. Πέτρος έτυχε παρά του Κυρίου εξαιρετικών προνομίων και δη του αλαθήτου, ως οι παρερμηνευταί των ανωτέρω χωρίων ισχυρίζονται, προσεπινοούντες ότι ταύτα μετέδωκεν ο Απ. Πέτρος τω Επισκόπω Ρώμης!
Αλλά και έτερον χωρίον της Αγ. Γραφής ερμηνεύων, το Ιωαν. 21, 15-17 «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με;...» εσημείωσεν ο αγ. Κύριλλος: «Φαμέν οὖν ὅτι κεχειροτόνητο μέν ἤδη πρός τήν θείαν ἀποστολήν ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις μαθηταῖς ὁ θεσπέσιος Πέτρος. Αὐτός γάρ αὐτούς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀποστόλους ὠνόμασε κατά τό γεγραμμένον. Ἐπειδή δε παραχθῆναι συμβέβηκε τά τῆς Ἰουδαίων ἐπιβουλῆς καί τι μεταξύ διεπταίσθη, καί γέγονε (ἀκράτῳ γάρ δείματι καταληφθείς ὁ θεσπέσιος Πέτρος ἠρνήσατο τρίς τόν Κύριον), θεραπεύει τό πεπονθός καί ἀνταπαιτεῖ ποικίλως τήν εἰς τρίτον ὁμολογίαν, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς καί ἀντίρροπον τοῖς πταίσμασιν ἐξαρτύων τήν ἐπανόρθωσιν...Ἐξαιτεῖ δε εἰπεῖν εἰ καί πλέον τῶν ἄλλων ἀγαπᾷ. Καί γάρ τοι κατά ἀληθείαν ἅτε δή καί μείζονος ἀπολελαυκώς ἀνεξικακίας καί οἱονεί πλουσιωτέρᾳ χειρί τήν τοῦ πλημμελήματος κομισάμενος ἄφεσιν, τῆς τῶν ἀλλήλων ἀγάπης μείζονα, πῶς οὐκ ἄν εἰκότως συλλέξας ἐν ἑαυτῷ ταῖς εἰς ἄκρον ἡκούσαις εὐνοίαις τόν εὐεργέτην ἠμείψατο;» Περαιτέρω λέγει ότι κοινόν πταίσμα των μαθητών ήτο το ότι ετράπησαν πάντες εις φυγήν, αλλά ιδιαζόντως μέγα υπήρξε το πλημμέλημα του Πέτρου, το δια εις τρίτον αρνήσεως, «Οὐκοῦν ὡς πλείονα τῶν ἄλλων τήν ἄφεσιν κομισάμενος, ἐξαιτεῖται λέγειν εἰ καί πλεῖον ἀγαπᾷ...Βοσκέ τά ἀρνία μου, ἀνανέωσις ὥσπερ τις τῆς ἤδη δοθείσης ἀποστολῆς αὐτῷ γενέσθαι νοεῖται, τόν μεταξύ λύουσα τῶν πταισμάτων ὀνειδισμόν, καί τήν ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας μικροψυχίαν ἐξαφανίζουσα» (24) . Ώστε δια των ανωτέρων λόγων του Κυρίου, κατά τη διδασκαλία του αγ. Κυρίλλου δεν λαμβάνει ο Πέτρος νέα τινά εξουσίαν. Δια της αρνήσεως απολέσας ό,τι είχεν ο Απόστολος, απολαμβάνει νυν αυτό, αποκαθιστάμενος εις το αποστολικόν αξίωμα. Κατά ταύτα ο Απόστολος Πέτρος ουδέν ιδιαίτερον είχεν αξίωμα υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, κατά τον αγ. Κύριλλον, επομένως και ουδενί ηδύνατο να μεταδώση τοιούτο αξίωμα. Ο αγ. Κύριλλος περί του κηρύγματος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου εν τη Δύσει εσημείωσεν «ὅτι δε καί ὁ θεσπέσιος Πέτρος καί αὐτός ὁ πάνσοφος».
Παῦλος τά τῆς ἑσπέρας καταλαβόντες μέρη, κατηγγέλκασι τόν Ἰησοῦν, ἐνδοιάσειεν ἄν οὐδείς» (25) , αλλ' ουδένα απολύτως λόγον ουδέ καν υπαινιγμόν ποείται περί σχέσεως οιασδήποτε του Επισκόπου Ρώμης προς τον Απ. Πέτρον.
Κατά τον ΙΓ΄ αιώνα παρουσιάσθησαν εν τη Δύσει πλαστά τινα κείμενα και χωρία Πατέρων, εν οις και του αγ. Κυρίλλου συνηγορούντα υπέρ του Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, ταύτα δε ο Θωμάς Ακουϊνάτος (†1274) συμπεριέλαβε, καλή τη πίστει, ως γνήσια εν τω «Opusculum contra errors Graecorum», αλλ' η πλαστότης και νοθεία αυτών είναι αποδεδειγμένη (26) . Εξ ίσου πλαστή και νόθος απεδείχθη και τις ομιλία μεταξύ των διαφορετικών μιλιών παρατιθεμένη, η ια΄ εν παρίσταται ο αγ. Κύριλλος ονομάζων τον Ρώμης «ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον πάσης τῆς οἰκουμένης Πατέρα τε καί Πατριάρχην Κελεστῖνον, τόν τῆς μεγαλοπόλεως Ρώμης» (27) . Ακριβώς εκ των φράσεων τούτων ο A . Ehrhard (28) απέδειξε την νοθεία και την πλαστότητα της ομιλίας. Ουδαμού λοιπόν των γνησίων συγγραμμάτων αυτού ο αγ. Κύριλλος ποιείται έστω και την ελάχιστην μνείαν Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης.
Είναι δε γνωστή η πρώτη σχέση του αγ. Κυρίλλου προς την Ρώμην, οφειλομένη εις την αίρεσην των Πελαγιανών. Εκ της Δύσεως η εξ αυτής κίνησις είχε μεταδοθεί εις την Ανατολήν, όπου και προσωπικώς μετέβη ο Πελάγιος. Εν τη Ανατολή ομογνώμων αυτού ήτο μάλλον, ως είπομεν, ο διαπρεπής Αντιοχεύς θεολόγος Θεόδωρος Μοψουσεστίας, ο διδάσκαλος του Νεστορίου. Ο αγ. Κύριλλος είχεν όλως αντιθέτους ιδέας (29) και επομένως ουδόλως συνεπάθει προς τον Πελάγιον και τους ομόφρονας αυτού. Αλλ' εξ εσφαλμένων φαίνεται, πληροφοριών του Ουαλερίου, μαθητού του Πελαγίου, επισκεφθέντος αυτός εις Αλεξάνδρειαν το 416 και εκ των ευνοϊκών υπέρ του Πελαγίου αποφάσεων των εν Ιεροσολύμοις και Διοσπόλει συνελθουσών Συνόδων (415) διετέθη ευμενώς προς αυτόν, προεχειρίσατο δε αυτόν εις Πρεσβύετερον. Εξακριβώσας όμως την πραγματικήν διδασκαλίαν των Πελαγιανών, διέκοψεν την προς αυτόν κοινωνίαν. Συμπαθώς προς τους Πελαγιανούς διέκειτο κατ' αρχάς και ο Ρώμης Επίσκοπος Ζώσιμος (417-418), όστις όμως καταδικάσας ύστερων την αίρεσιν αυτών ανήγγειλεν το γεγονός και προς τον Κϋριλλον Αλεξανδρείας (30) . Κατά τα κρατούντα έθη εκάστη Εκκλησία ανήγγελλεν εις τας λοιπάς τα εν αυτή συμβαίνοντα γεγονότα, ιδίως τα εις την πίστιν και την διδασκαλίαν αναφερόμενα. Τούτο έπραξε και ο Ζώσιμος. Αλλ' ούτος στηριζόμενος επί τινων κανόνων της εν Σαρδική Συνόδου (5.14) και παρουσιάζων αυτούς ως κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ηξίου να κρίνη αυτός οριστικώς την υπόθεσιν Πρεσβυτέρου τινός Απιαρίου, καθαιρεθέντος υπό Συνόδου (418) των Επισκόπων Αφρικής. Ούτοι δε ου μόνον απέκρουσαν πάσαν επέμβασιν του Επισκόπου Ρώμης, ως και ανωτέρω είπομεν, αλλά και υποπτεύοντες την γνησιότητα των προβαλλομένων υπό του Ζωσίμου ως κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, απετάθησαν δι' απεσταλμένων εις Κπολιν, Αλεξάνδρειαν και Αντιόχειαν, ζητούντες πιστά αντίγραφα των κανόνων της ειρημένης Συνόδου. Εις Αλεξάνδρειαν, μεσούντος πιθανώς του 4189, αφήκετο αποστολή των Επισκόπων Αφρικής εκ του Πρεσβυτέρου Ιννοκεντίου και του Υποδιακόνου Μαρκέλλου. Ο αγ. Κύριλλος απέστειλε δι' αυτών αντίγραφα των κανόνων της Α΄ Οικλουμενικής Συνόδου μετά ιδίας επιστολής, καθορίσας και τα κατά την ημέραν της εορτής του Πάσχα του έτους εκείνου, περί ης ηρωτήθη (31).
Εκ πάντων λοιπόν τούτων προκύπτει αναντιρρήτως ότι ο αγ. Κύριλλος, παρά τας διαβεβαιώσεις της Εγκυκλίου «Lux Veritatis», ήτο όλως ξένος προς πάσαν ιδέαν περί πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτο παρίσταται εν τη Εγκυκλίω.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Acta Apostolicae Sedis . Litterae Encyclicae ... de Oecumenica Ephesina Synodo quindecim ante saeculis celebrate . Num . 14. Citta di Vaticano 1931, 493- 517. Γαλλική μετάφρασις εν τω περιοδικώ , La documentation catholique, XIV, n. 594, 9 Janvier 1932.
2. Πρβλ . Ρουφίνου , Historia ecclesiastique I, 6.
3. P. Batiffol, Le siège apostolique, Paris 1924, 203.
4. PG 77, 89.
5. PG 77, 96.
6. Mansi IV, 1021- 1023.
7. Fr. Loofs, Nestoriana, Halle 1905, 172-3.
8. PG 77, 104.
9. Fr. Loofs, Nestoriana, 49, 57. P. Batiffol, Le siège apostolique, 351. F . Caspar, Geschichte des Papstums I, Tübingen 1930, 392.
10. PG 77, 1025. PG 74, 661.
11. PG 77, 305. PG 75, 703.
12. PG 76, 65.
13. PG 77, 112.
14. PG 77, 1037. PG 76, 17.
15. Μτθ 16, 16 εξ .
16. PG 72, 424. Εν τη πατρολογία του Migne κείται «ταύτης» αντί του ακριβεστέρου «ταύτης», υποσημειούται δε ο εκδότης «animadverte testimonium pro Petri primatu»!
17. PG 72, 424.
18. PG 75, 865.
19. PG 70, 344, 940.
20. PG 70, 729.
21. Αυτόθι PG 70, 968. Εν τη ερμηνεία του χωρίου Ιω. 1, 42 λέγει ο αγ. Κύριλλος «φερωνύμως δε ἀπό τῆς πέτρας μετωνόμαζε Πέτρον· ἐπ' αὐτῷ γάρ ἔμελλε τήν αὑτοῦ θεμελιοῦν Ἐκκλησίαν» PG 73, 220, αλλά προφανώς το «ἐπ' αὐτῷ» δεν έχει την έννοιαν του επί του προσώπου αυτού, αλλά της ομολογίας αυτού, ως αλλαχού λέγει.
22. PG 72, 916.
23. PG 72, 928.
24. PG 74, 748 · 749 · 751, · 752.
25. PG 70, 336.
26. F . H. Reusch, Die Fälschungen in dem Tractat des Thomas von Aquin gegen die Griechen, Abhandungen der Hist.- Classe der Bayer. Akademie der Wissenschaften zu München 1889, 673- 742.
27. PG 77, 1010.
28. Eine unechte Marien homelie des heilegen Cyrill von Alexandrien, Rönische Quartalschrift 1889, III, 97- 113.
29. PG 68, 145, 149, 244, 489, 949 . PG 79, 164, 385.
30. Marius Mercator, Communitorium , PL 48, 82, 93.
31. PG 77, 376.
(Πηγή: «Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης», (†) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Συμβολή, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Σεμνό καί δυναμικό τό μήνυμα τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου, ἀναδύεται ἀπό τή φωτεινή μορφή μιᾶς γυναίκας, τῆς ἁγίας διακόνισσας Φοίβης (+3 /9). Στόν μυθικό θεό τοῦ φωτός, τόν ᾿Απόλλωνα Φοῖβο, παραπέμπει τό ὄνομά της. ῾Η ἔνταξή της ὅμως στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἁγία ζωή της συνέδεσαν τή Φοίβη μέ τόν ζωντανό Θεό, τόν ἄδυτο ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τήν ἀνέδειξαν στιλπνό κάτοπτρο τοῦ δικοῦ του ἀνεσπέρου φωτός.
Τό βιογραφικό της σημείωμα τό διασώζει ἐγκωμιαστικά ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλός της, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα σέ δύο μόλις στίχους (Ρω 16,1-2): «᾿Αδελφήν ἡμῶν», δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅλων τῶν χριστιανῶν, τήν ὀνομάζει. Τή μνημονεύει μέ τό εἰδικό ἀξίωμα πού τῆς εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς «διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». ῾Η πληροφορία ὅτι προστάτευσε καί βοήθησε πολλούς -καί αὐτόν τόν Παῦλο- ἀποκαλύπτει πόσο ἄριστα ἀξιοποίησε τό ἀξίωμά της ἡ σεμνή διακόνισσα, ἀναπτύσσοντας ἕνα πλούσιο κοινωνικό καί πνευματικό ἔργο. ᾿Αδιαμφισβήτητη καταξίωση τοῦ προσώπου καί τῆς διακονίας τῆς Φοίβης συνιστᾶ τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος τῆς ἀνέθεσε νά μεταφέρει τήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή ἀπό τήν Κόρινθο στή Ρώμη.
῾Η᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πνευματική μας οἰκογένεια. ῎Αν σέ μία ἁρμονική οἰκογένεια τό κάθε μέλος προσπαθεῖ νά προσφέρει ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ -ὁ πατέρας τόν κόπο, ἡ μάνα τή στοργή, τά παιδιά τήν ὑπακοή κτλ.-, καί κανείς δέν μένει ἀδιάφορος, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή στάση μας ἔναντι τῆς πνευματικῆς μας οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. Ποικίλο καί πολύπλευρο τό ἔργο της, ὅπως πολυποίκιλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ὅμως τά δικά μας χέρια, τά δικά μας πόδια, τή δική μας σκέψη καί καρδιά γιά νά πραγματωθεῖ. ᾿Ανεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, κοινωνικοῦ καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, καλούμαστε ὅλοι νά συμμετέχουμε στή ζωή καί στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἐργοδότης Κύριος λογαριάζει ἀκόμη κι ἕνα ποτήρι νερό πού τό δίνουμε στό ὄνομά του, καταγράφει τήν κάθε προσφορά στό βιβλίο τῆς ζωῆς!
Σήμερα, στίς περισσότερες ἐνορίες ἀλλά καί στίς χριστιανικές ἀδελφότητες, πού ἐργάζονται παράλληλα, ἐπιτελεῖται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιόλογο ἔργο, πνευματικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό· Λειτουργοῦν συσσίτια, περιθάλπονται ἀναξιοπαθοῦντες, τροφοδοτεῖται ἡ ἱεραποστολή (ἐσωτερική καί ἐξωτερική), ὀργανώνονται κατασκηνώσεις, ἐκδίδονται πνευματικά βιβλία καί περιοδικά. Τά ἔργα αὐτά καί πολλά παρόμοια προγραμματίζονται, βέβαια, ἀπό τούς λίγους ὑπευθύνους. ᾿Απαιτοῦν ὅμως συνεργάτες, πολλούς καί ἀφοσιωμένους, πού μέ τό ζῆλο καί τήν ταπείνωση τῆς Φοίβης θά ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ Κυρίου, θά ἐγκολπωθοῦν τό σταυρό του καί μέ πρότυπο τήν Παναγία μητέρα του θά γίνουν συνεργοί Θεοῦ.
Καταρτίζοντας τό πρόγραμμά σου στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, σκέφθηκες, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, τί μπορεῖς νά προσφέρεις ἐσύ στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας; Εἶναι χρέος καί τιμή σου!
(Πηγή: «Διακόνισσα Φοίβη. Χρέος καί τιμή», Στέργιος Ν. Σάκκος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ακτίνες)
Συνεργάτριες του Αποστόλου Παύλου. 4
Η Αγία Φοίβη
«Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν... και γάρ αύτη προστάτις πολλών έγενήθη και αυτού εμού.» (Ρωμ. ιστ, 1-2)
Στον κύκλο των συνεργατριών του απ. Παύλου περίοπτη θέση κατέχει ή Διακόνισσα Φοίβη.
Ή Φοίβη ήταν εξαίρετη ψυχή. Ψυχή με πνευματικά ενδιαφέροντα. Γι' αυτό και όταν ό απ. Παύλος επισκέφτηκε τις Κεγχρεές, στην Κόρινθο, και κήρυξε τη νέα διδαχή, τη διδαχή του Χριστού, ή ευγενής Φοίβη προσκολλήθηκε στον κήρυκα του Χριστού με αφοσίωση. Με τέτοια μάλιστα αφοσίωση, όση ή Λυδία στους Φιλίππους και όση ή Πρίσκιλλα στην Κόρινθο. Και έγινε μια ακούραστη συνεργάτρια τού μεγάλου Αποστόλου στην ιεραποστολή, μέσα στον γυναικείο κόσμο.
Ή Φοίβη είναι ή πρώτη γυναίκα πού αναφέρεται σαν Διακόνισσα στην Καινή Διαθήκη. Ήταν ένα υπούργημα πού της εμπιστεύτηκε ό Απόστολος τού Χριστού. Και φάνηκε αντάξια στην σχετική αποστολή. Ανταποκρίθηκε απόλυτα στις προσδοκίες του πνευματικού της Διδασκάλου με αποτέλεσμα να πάρει εξέχουσα θέση στην καρδιά του, πού χτυπούσε αδιάκοπα για το Χριστό.
Ό απ. Παύλος περιέβαλε την πιστή και αφοσιωμένη του συνεργάτρια της Εκκλησίας των Κεγχρεών με μεγάλη εμπιστοσύνη. Μπορούσε να της εμπιστευτεί όλο του τον κόπο και μόχθο για το Ευαγγέλιο τού Χριστού. Και το απέδειξε αυτό έμπρακτα. Έτσι, όταν έγραψε στην Κόρινθο την επιστολή του «προς Ρωμαίους» και χρειάσθηκε να τη στείλει στην Εκκλησία της Ρώμης, στα χέρια της Φοίβης την εμπιστεύτηκε. Σ' αυτήν ανέθεσε να μεταφέρει τον πνευματικό αυτό θησαυρό στους χριστιανούς της Ρώμης. Και εκείνη τη μετέφερε με ασφάλεια.
Λίγες ψυχές έδειξαν μεγάλη, απεριόριστη αφοσίωση στον απ. Παύλο. Και ανάμεσα σ' αυτές τις λίγες εξαίρετη θέση κατέχει και ή καλή Άγια Φοίβη. Όταν μάλιστα ό πνευματικός της Διδάσκαλος διακινδύνευσε στις Κεγχρεές απόλυτα τούς εχθρούς τού Ευαγγελίου, αυτήν τον προστάτεψε. Τον ασφάλισε απόλυτα κάθε κίνδυνο. Και ό Απόστολος αυτός του Χριστού σημείωσε αυτήν την πράξη της συνεργάτριάς του. Τη σημείωσε στην «προς Ρωμαίους» επιστολή του. Έγραψε εκεί:
«... Και γάρ αύτη προστάτις πολλών έγενήθη και αυτού εμού.» (Ρωμ. ιστ, 2)
Σ' αυτήν την ίδια επιστολή την αποκαλεί και αδελφή του, πνευματική του αδελφή.
(Πηγή: «Συνεργάτριες του Αποστόλου Παύλου. 4: Η Αγία Φοίβη», π. Γερβάσιου Ραπτόπουλου, Ιεροκήρυκος, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ἀπολυτίκιον. Ήχος α'. Της έρήμον πολίτης.
Συνόμιλος του Παύλου και διάκονος ένθεος, της εν Κεγχρεαίς Εκκλησίας του Θεού έχρημάτισας, ώ Φοίβη ως θεράπαινα Χριστού, και πλήρης ουρανίων αρετών διά τούτο σε ενδιαφέροντα ύμνοις πνευματικοίς, τιμώμεν άνακράζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι διά σου, ήμίν τα κρείττονα.
Κοντάκιον. Ήχος δ'. Έπεφάνης σήμερον.
Αποστόλων σύσκηνος, Φοίβη θεόφρον, και Χριστού διάκονος, γεγενημένη έπί γης, ενδιαφέροντα ούρανοίς καθικέτευε, ύπέρ των πίστει τιμώντων την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Φώς εισδεδεγμένη το του Χριστού, Φοίβη μακαρία, έργων θείων σου τω φωτί, Κεγχρεών πυρσεύεις, σεμνή την Εκκλησίαν, και ταύτης θεοφόρος, ώφθης διάκονος.
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Πῶς ἀρχίζει; «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔχει σημασία ἡ ἀρχὴ αὐτή. Σημαίνει, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε παραμύθι, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότης. Σημαίνει, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἱστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιο συνέβη σὲ ὡρισμένο χρόνο.
Κατά τήν περίοδο πού Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἤτοι τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., στίς Ἰνδίες βασίλευε ὁ Ἀβενίρ. Αὐτός ἀπέκτησε ἕναν υἱό, τόν Ἰωάσαφ, γιά τόν ὁποῖο οἱ ἀστρολόγοι εἶπαν ὅτι, ὅταν μεγαλώση θά γίνη Χριστιανός. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἀβενίρ, ταράχθηκε, ἀνησύχησε καί προκειμένου νά ματαιώση αὐτήν τήν πρόρρηση ἔκλεισε τόν Ἰωάσαφ σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι. Συνέστησε δέ στούς ὑπηρέτες καί τούς δασκάλους νά μή ὁμιλήσουν ποτέ μπροστά του γιά τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Τά χρόνια πέρασαν, ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε, ἔλαβε λαμπρή μόρφωση, ἀλλά δέν μποροῦσε νά διώξη ἀπό μέσα του τήν μελαγχολία καί τήν ἀπορία γιά τόν περιορισμό του. Ρωτοῦσε νά μάθη γιατί συνέβαινε αὐτό, ἀλλά κανείς δέν τοῦ ἀπαντοῦσε. Κάποτε ὁ πατέρας του τοῦ ἐπέτρεψε νά βγαίνη λίγο ἔξω, γιά ἕναν περίπατο, ἀλλά ὑπό αὐστηρή ἐπιτήρηση. Σέ κάποιον περίπατό του συνάντησε δύο φτωχούς ἡλικιωμένους ἀνθρώπους, τούς πλησίασε μόνος του καί τούς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη. Αὐτοί συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τό μυστικό τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπό τότε διψοῦσε νά μάθη γιά τήν χριστιανική πίστη. Ὁ Θεός, πού δέν ἦταν δυνατό νά παραβλέψη τόν πόθο τοῦ καλοπροαίρετου Ἰωάσαφ, τοῦ ἔστειλε στό παλάτι τόν εὐλαβέστατο ἱερέα Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος προσποιήθηκε τόν πραματευτή, καί ἔτσι μπόρεσε νά συναντήση τόν Ἰωάσαφ, νά τόν κατηχήση καί νά τόν βαπτίση. Ἀργότερα βαπτίσθηκε καί ὁ Ἀβενίρ.
Ὁ Ἰωάσαφ, τελικά, ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί ἔγινε κήρυκας καί διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου στήν χώρα του.
Αὐτήν τήν διήγηση τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ τήν συνέγραψε, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ Ὁσίου μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Τούς ἀνθρώπους μπορεῖ, ἴσως, κανείς νά τούς ξεγελᾶ καί νά κρύβεται ἀπό αὐτούς, ἀλλά τόν Τριαδικό Θεό δέν μπορεῖ νά τόν ξεγελάση καί δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ ἀπό Αὐτόν, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ὁ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», καί τίποτε δέν εἶναι ἀφανές ἐνώπιόν Του. Τήν ἀλήθεια αὐτήν τονίζει καί ὁ ἱερός Ψαλμωδός, στόν 138ο Ψαλμό. Λέγει: «Ἰδού, Κύριε, σύ ἔγνως πάντα, τά ἔσχατα καί τά ἀρχαῖα», καί συνεχίζει γιά νά πῆ, ἐρωτώντας τόν Θεό: «Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν, σύ ἐκεῖ εἶ, ἐάν καταβῶ εἰς τόν ᾅδην, πάρει· ἐάν ἀναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καί γάρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καί καθέξει με ἡ δεξιά σου».
Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά διακατέχη συνεχῶς τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, ἐπειδή θά μᾶς βοηθήση νά εἴμαστε πιό προσεκτικοί στά λόγια μας, τά ἔργα μας καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά μας. Ἀκόμη, θά μᾶς προφυλάσση ἀπό τήν ἐμπερίστατη ἁμαρτία καί τά σοβαρά λάθη, κυρίως δέ ἀπό τά πνευματικά λάθη, τά ὁποῖα ἔχουν τραγικές συνέπειες, ὄχι μόνον στόν παρόντα αἰώνα, ἀλλά καί στόν μέλλοντα. Ὅμως, αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἶναι πάντοτε ἐναργής καί νά μή ξεθωριάζη, θά πρέπει κανείς νά ζῆ μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, καί νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Ἔτσι, θά ἑλκύη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά τόν παρηγορῆ, θά τόν προστατεύη, θά τόν ἐνδυναμώνη καί θά τόν στηρίζη πάντοτε, καί ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς του, ἤτοι κατά τήν περίοδο τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀποτυχιῶν, τῶν δυσκολιῶν καί τῶν θλίψεων.
Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἀπό αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῆς προστασίας Του, ἀναφωνεῖ: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μή σαλευθῶ». Δηλαδή, ἔχω ἐπίγνωση ὅτι ὁ Κύριος εἶναι πάντα παρών κοντά μου, καθώς στά δεξιά μου στέκεται, γιά νά μή κλονισθῶ.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη στό δικαστήριο ὁ ὑπερασπιστής (συνήγορος) στεκόταν στά δεξιά τοῦ κατηγορουμένου. Ἑπομένως, ὁ Δαβίδ αἰσθάνεται τόν Θεό ὡς βοηθό καί ὑπερασπιστή τῆς ζωῆς του, ὡς βακτηρία καί στήριγμά του. Καί εἶναι σημαντικό τό νά αἰσθάνεται κανείς τόν Θεό ὡς βοηθό καί ὑπερασπιστή τῆς ζωῆς του, ὡς βακτηρία καί στήριγμά του, γιατί θά μπορῆ νά ὑπερβαίνη τίς δυσκολίες καί νά παραμένη ἀκλόνητος καί ἀσάλευτος.
Δεύτερον. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι». Αὐτό σημαίνει ὁ Τριαδικός Θεός «ἐργάζεται» συνεχῶς γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο δημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή» Του. Μάλιστα, ἐνδιαφέρεται καί φροντίζει γιά τόν κάθε ἕναν ξεχωριστά, γιά τήν πνευματική πρόοδό του καί τήν σωτηρία του. Γι’ αὐτό καί ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάνει σωστή χρήση τῆς ἐλευθερίας του, βρίσκει πάντα τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν σωτηρία.
Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Ἀμφιλόχιο, Ἐπίσκοπο Ἰκονίου, σχετικά μέ τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, καί ἰδιαίτερα γιά ἐκείνους πού πρόκειται νά γίνουν διδάσκαλοι τῶν πιστῶν καί κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Γράφει: «Εὐλογητός εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ κάθε γενεάν ἐκλέγει τούς εὐαρεστοῦντας σέ Αὐτόν καί γνωρίζει τά σκεύη τῆς ἐκλογῆς καί τά χρησιμοποιεῖ διά τήν ὑπηρεσίαν τῶν ἁγίων∙ Αὐτός τώρα ἐσαγήνευσε καί σέ, μέ τά ἀναπόφευκτα δίκτυα τῆς Χάριτος... ὥστε νά θηρεύσης διά τόν Κύριον ἀνθρώπους, καί κατά τό θέλημά Του νά ἑλκύσης ἀπό τόν βυθόν ὅσους εἶχαν συλληφθῆ ὑπό τοῦ διαβόλου».
Τά παραπάνω, πιστεύω, ὅτι ἰσχύουν καί γιά τόν ὅσιο Ἰωάσαφ, τόν ὁποῖο ὁ Θεός «ἐξέλεξε καί ἐσαγήνευσε μέ τά ἀναπόφευκτα δίκτυα τῆς Χάριτος» καί στήν συνέχεια καί αὐτός ἐθήρευσε «διά τόν Κύριον ἀνθρώπους», ἀφοῦ κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν πατρίδα του, τήν Ἰνδία, καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν προσωπικό του ἀγώνα καί μέ τό φωτεινό παράδειγμά του «ἥλκυσε ἀπό τόν βυθόν ὅσους εἶχαν συλληφθῆ ὑπό τοῦ διαβόλου».
Ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀγάπης Του γιά μᾶς θά πρέπει νά μᾶς συνέχη, νά μᾶς ἐμπνέη καί νά μᾶς στηρίζη πάντοτε, καί ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, οὕτως ὥστε νά παραμένουμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά μή «σαλευθοῦμε».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ εἰσηγήσει, φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, Ἰωάσαφ Ὁσίων ἀγλάισμα, τοῦ Βαρλαὰμ λαμπρυνθεῖς γὰρ τοὶς ρήμασι, πρὸς ἀρετῶν τὴν ἀκρώρειαν ἔφθασας. Μεθ' οὐ πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Σὲ καιροὺς δυσχείμερους γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος, ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ Ἐθναπόστολος καὶ Ἐθνοϊερομάρτυς Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779).
Στον καιρό του ασεβέστατου Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, μάς μεταφέρει το Συναξάρι του σήμερα εορταζομένου Αγίου Ανδρέου του Στρατηλάτου, αδελφοί μου. Ο Ανδρέας ήταν Χριστιανός αξιωματικός, υπό τις διαταγές του ειδωλολάτρη Αρχιστρατήγου Αντιόχου. Απ’ αυτόν ετέθη επικεφαλής ενός μικρού στρατιωτικού σώματος και έλαβε την εντολή να αποτρέψει τους Πέρσες οι οποίοι είχαν παραβιάσει ένα σημείο των ρωμαϊκών συνόρων. Οι στρατιώτες του, όμως, ήταν κυριευμένοι από φόβο, επειδή ο εχθρός ήταν πολυάριθμος και είχε πολλές νίκες στο ενεργητικό του.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...