
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Στην Εκκλησία ο θάνατος γίνεται πανηγύρι. Δεν λέγεται θάνατος ή τελευτή. Αποκαλείται «Κοίμηση». Δεν εξαντλούνται τα πάντα στο εδώ και τώρα. Υπάρχει το γεγονός της μετά του τάφου η αιώνια ζωή. Ὁ Χριστιανός πιστεύει ότι κοιμάται προσωρινώς, για να ξυπνήσει στην αιωνιότητα. Ὁ θάνατος, με την Ανάσταση του Χριστού, γίνεται ένας μεγάλος ύπνος. Αυτό το πανηγύρι, την ελπίδα της αιώνιας βασιλείας, την αγάπη μας στην Παναγία Μητέρα όλων μας, θα δούμε και μέσα από αυτή την παρουσίαση μας, τιμώντας την Κοίμηση της Θεοτόκου . Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών, η οποία εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Στην Ελλάδα γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε πολλά μέρη της χώρας, ονομάζεται δε και «Πάσχα του καλοκαιριού». Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους. Επειδή κατά την ημέρα της κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος. Η Παναγία ανελήφθη στους ουρανούς.
Κατά την παράδοση, είθισται περίοδος νηστείας για τη συγκεκριμένη εορτή, που καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους, εκείνη πριν την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και εκείνη πριν της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου. Το 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται το ψάρι. Κατά τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός κι αν η γιορτή πέσει σε ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι.
Στις 15 Αυγούστου χιλιάδες πιστών με την ψυχή γεμάτη ελπίδα και κατάνυξη, προστρέχουν στα αμέτρητα προσκυνήματα, όπου λιτανεύονται οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας για να μαρτυρήσουν τη πίστη τους στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεανθρώπου και να την ικετέψουν να μεσολαβήσει στον Υιό της για τη σωτηρία της ψυχής τους, αφού, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση η Παναγία λίγο πριν τη μετάστασή της στους Ουρανούς υποσχέθηκε ότι δεν θα σταματήσει να φροντίζει για όλον τον κόσμο και θα γίνει η μεσίτρια στον Υιό της για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Η Παναγία, όμως, δεν έχει μόνο θρησκευτική σημασία για τους Έλληνες αλλά και εθνική, αφού πολλές φορές το πρόσωπό της έχει συνδεθεί με τους αγώνες του έθνους και έτσι ο ελληνικός λαός την τιμά και τη σέβεται περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο.
Ο Αύγουστος είναι η εποχή διακοπών και ξεγνοιασιάς για τους σύγχρονους Έλληνες. Μήνας «προσκυνήματος» των Ελλήνων και των Αποδήμων αδελφών μας στα άγια χώματα των περήφανων πλην ερημωμένων χωριών της Ελληνικής υπαίθρου που κάθε χρόνο αυτές τις μέρες ξαναπαίρνουν ζωή και κουράγια. Επίσης είναι ο Μήνας της Παναγιάς η γιορτή της μετάστασής της ισοδυναμεί με Πάσχα. Άρρηκτα δεμένα η πίστη και η παράδοση, σ' ένα μείγμα που χαρακτηρίζεται ως Ελληνική ταυτότητα, μια και παίρνει τις εκφράσεις όλων των αισθημάτων και συναισθημάτων κάθε τόπου κάθε περιοχής, κάθε τοπικής κοινωνίας.
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια μέρα κατά την οποία η ορθόδοξη Ελληνική ψυχή στρέφει τα μάτια της με βαθειά κατάνυξη και προσμονή προς την υπεραγία Θεοτόκο. Η ψυχή του λαού μας είναι στενά συνδεδεμένη με το μυστήριο το οποίο δημιουργούν για την Παναγιά οι θρύλοι και οι ιστορίες γύρω από το όνομά της. Η μεγάλη πίστη που τρέφει ο λαός μας προς την Παναγία είναι ο φάρος που φωτίζει την πολυκύμαντη ζωή του και των εθνικών του αγώνων. Η Παναγιά είναι παρούσα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του λαού και του έθνους μας γιατί μόνο κοντά της ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος κλυδωνισμένος από τα ισχυρά κύματα των δοκιμασιών, των πόνων και δακρύων, των θλίψεων και κακιών, βρίσκει καταφυγή και παρηγοριά. Μόνο κοντά στην Παναγιά κατευνάζεται η ορμή της δοκιμασίας, διαλύονται τα μαύρα σύννεφα της θλίψης, λησμονείται ο πόνος, σταματούν τα δάκρυα και ο άνθρωπος ζει εν ειρήνη και αγαλλίαση. Οδηγήτρια και υπέρμαχος του έθνους μας η Παναγιά στάθηκε στις δύσκολες στιγμές αρωγός στους αγώνες του.
Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης, ενώ η προετοιμασία των πιστών αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία που διαρκεί μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελώντας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς το «Πάσχα του καλοκαιριού» όπως αανφερθήκαμε και πιο πάνω.
Ορισμένα από τα Ονόματα που έχουν δοθεί στην Παναγιά
Τα ονόματα της Παναγίας που ο λαός έχει δώσει στην είναι πολλά. Ο ευσεβής λαός μας αποδίδει στην Παναγιά και διάφορες επωνυμίες δια των οποίων εκδηλώνει τον σεβασμό και ευλάβειά του. Το όνομα της «Παρθένου Μαρίας», το ιερότερο ίσως πρόσωπο της Ορθοδοξίας, συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν δοθεί, λόγω των ιδιοτήτων της, του χρόνου που γιορτάζει, της θέσης που βρέθηκε η εικόνα της, της τοποθεσίας που βρίσκεται η εκκλησία της. Οι λαϊκές αυτές επωνυμίες αποδίδονται στην Παναγιά από διάφορες αιτίες. Έτσι: Από τον εικονογραφικό τύπο της Παράστασής της έχουμε την Παναγιά βρεφοκρατούσα, γλυκοφυλούσα, ρόδον το αμάραντο, τριχερούσα, θρυηνωδούσα... Από τις Ιδιότητες της Παναγιάς έχουμε την Παναγιά Βαγγελίστρα, Ελεούσα, Μεγαλόχαρη, Ορφανή, Παρηγορήτρια, Οδηγήτρια... Από την Παλαιότητα της εικόνας της έχουμε Παναγιά Μαχαιρωμένη, Παλαιοπαναγιά, Μαυριώτισσα... Από τον τρόπο Εύρεσης της εικόνας της έχουμε την Παναγιά Θεοσκέπαστη, Μυρτιδιώτισσα, Σπυλαιώτισσα, Κρεμαστή, Πλατανιώτισσα... Από τον Τόπο Προέλευσης έχουμε την Παναγιά την Ατταλιώτισσα, Καναλιώτισσα, Ξενιά, Πολίτισσα, Παναγιά Σουμελά...
Λόγω τη Τοποθεσίας που βρέθηκε η Εικόνα της ή όπου υπάρχει ο Ναός της, της δίδονται επίθετα όπως, Παναγία η Σουμελά (στο όρος Μελά), Παναγία η Μελικαρού (στη Σκύρο), Παναγία η Φοδελιώτισσα (στο Φόδελε Ηρακλείου), Παναγία η Λιθινιώτισσα (Λιθίνες Σητείας), Παναγία η Θαλασσινή, (στην Ανδρο, σε βράχο μέσα στη θάλασσα), Παναγία η Ανέμη, (στη Σαμοθράκη επειδή φυσά δυνατός άνεμος σε ξωκλήσι της). Στη Μάνη, την ονομάζουν Παναγία η Γιάτρισσα για τις θεραπευτικές της ικανότητες, στη Σαμοθράκη, Παναγία η Κουφή γιατί θεραπεύει προβλήματα ακοής, στις Σέρρες Παναγία η Λεχούσα γιατί προστατεύει τις λεχώνες. Προσωνυμίες της δίδονται επίσης, λόγω της ημερομηνίας που γιορτάζει. Έτσι στην Σίφνο, βρίσκεται η Παναγιά η Δεκαπεντούσα, (γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο), στη Σαντορίνη Παναγιά η Τριτιανή (γιορτάζει την τρίτη μέρα του Πάσχα), στη Σαμοθράκη Παναγιά η Εικοσπενταρούσσα (γιορτάζει της Μεσοπεντηκοστή).
Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα επίθετα Μεγαλόχαρη και Φανερωμένη. Η δεύτερη προσωνυμία, αποδίδεται σε εικόνες που φανέρωσαν την ύπαρξη τους με κάποιο θαύμα. Πολλές φορές, αυτό γίνεται μέσω κάποιου οράματος, όπως η εμφάνιση της Παναγίας, στη μοναχή Πελαγία και η εν συνεχεία ανεύρεση της εικόνας της στις 30 Ιανουαρίου του 1823.
Ορισμένες περιοχές που είναι ιδιαίτερα ονομαστές για την Γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταγουστου
Με επίκεντρο την Παναγία της Τήνου και την Παναγία Σουμελά εορτάζεται σε ολόκληρη τη χώρα η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Παναγία, το ιερότερο από τα πρόσωπα της Ορθοδοξίας, δοξάζεται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά και στις χώρες τις Διασποράς, όπου διαμένουν οι Απόδημοι Έλληνες. Πιο κάτω θα σας περιγράψουμε μια χαρακτηριστική εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Στην εικόνα αυτή με το ελλειψοειδές σχήμα παριστάνονται η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Μετάσταση και το επεισόδιο του Ιεφωνία. Η Κοίμηση της Θεοτόκου με τη μεγάλη νεκρική κλίνη, τον Χριστό που παραλαμβάνει την ψυχή της Παναγίας, τους αποστόλους και τους δύο υμνογράφους, Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Μελωδό, αναπτύσσεται στο κεντρικό τμήμα της επιφάνειας. Οι απόστολοι έρχονται από τα πέρατα του κόσμου επάνω σε δύο νεφελώματα. Όπως συνηθίζεται, το επεισόδιο με τον αρχάγγελο Μιχαήλ που κόβει τα χέρια του Ιεφωνία, παριστάνεται σε μικρότερη κλίμακα μπροστά από την κλίνη και στον ουρανό βρίσκεται η Μετάσταση της Θεοτόκου. Στο τελευταίο επεισόδιο η Παναγία μεταφέρεται επάνω σε νεφέλωμα από δύο αγγέλους στον ουρανό. Δύο άλλοι άγγελοι έχουν ανοίξει τις πύλες του ουρανού για να την υποδεχτούν. Η κορνίζα είναι ξυλόγλυπτη με διάτρητη διακόσμηση σε στυλ μπαρόκ, που περιλαμβάνει την αετωματική επίστεψη, αγγέλους, γιρλάντες και ερωτιδείς. Αλλά ας μελετήσουμε περιλιπτικά τις Παναγιές των Περιοχών.
Η Παναγία της Τήνου
Η εικόνα της Παναγίας της Τήνου βρέθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1823, έπειτα από πολλές προσπάθειες και με την υπόδειξη της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία, στην ιστορική Μονή της «Κυράς των Αγγέλων», στο Κεχροβούνι. Η αξίνα χτύπησε σε ξύλο και η εικόνα κόπηκε στα δύο. Αλλά κόπηκε στη μέση, χωρίς να χαλάσουν οι μορφές της Παρθένου και του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Με Βασιλικό Διάταγμα του 1836, καθιερώθηκε ο εορτασμός της Παναγίας στην Τήνου να είναι οκταήμερος και διαρκεί έως τα «εννιάμερα της Θεοτόκου», στις 23 Αυγούστου, όπου μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης, κατάνυξης και σεβασμού, ψάλλονται ύμνοι και εγκώμια, μπροστά στον επιτάφιο και την εικόνα.
Παναγία Σουμελά
Η Παναγία Σουμελά αποτελεί το σύμβολο της ποντιακής πίστης, αν και η πρώτη ονομασία της θαυματουργής εικόνας ήταν Αθηνιώτισσα. Την εικόνα της Παναγίας Σουμελά αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και μετά το θάνατό του τη μετέφερε στην Αθήνα ο μαθητής του Ανανίας και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Έτσι αρχικά ονομάστηκε ως Παναγία η Αθηνιώτισσα. Στο τέλος του 4ου αιώνα (380-386 μ.Χ.), η Παναγία η Αθηνιώτισσα εμφανίστηκε ως όραμα στους μοναχούς Σωφρόνιο και Βαρνάβα, στη Αθήνα και τους κάλεσε στην εκκλησία. Εκεί είδαν την εικόνα να σηκώνεται από το προσκυνητάρι, να βγαίνει από το παράθυρο και να πετάει προς τα ουράνια. Συγχρόνως, άκουσαν την Θεοτόκο να λέει: «Πηγαίνω στην Ανατολή. Προπορεύομαι στο όρος Μελά. Ακολουθήστε με...». Οι μοναχοί την ακολούθησαν και στο όρος Μελά, στον Πόντο, όπου στάθηκε, κτίστηκε μεγάλος Ναός και Μονή. Έτσι η εικόνα πήρε την ονομασία Σουμελά από τη φράση «στου Μελά».
Η Παναγία στο Μικρόκαστρο Κοζάνης
Ιδιαίτερος είναι ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας στο Μικρόκαστρο του δήμου Σιάτιστας. Κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας που χρονολογείται από το 1603, ενώ εντύπωση προκαλεί η αναβίωση του εθίμου των προσκυνητών καβαλάρηδων από τη Σιάτιστα. Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών έρχεται από την τουρκοκρατία, όταν αποτελούσε μια ευκαιρία στους σκλαβωμένους να δείξουν τη λεβεντιά και τον πόθο τους για λευτεριά. Στις 14 και 15 Αυγούστου όλη η Σιάτιστα δονείται στους ρυθμούς των χάλκινων και του ασταμάτητου γλεντιού.
Παναγία της Εκατονταπυλιανής
Ο ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής βρίσκεται στην Παροικία, της Πάρου. Για το ναό αυτό υπάρχουν δύο ονομασίες: «Καταπολιανή» και «Εκατονταπυλιανή». Σύμφωνα με την παράδοση η Κατοπολιανή έχει ενενήντα εννέα φανερές πόρτες, ενώ η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Η πόρτα αυτή θα φανεί και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη. Πολλές παραδόσεις αναφέρονται στην ίδρυση της Εκατονταπυλιανής. Η πρώτη μας πληροφορεί ότι, όταν η Αγία Ελένη μητέρα πήγαινε στην Παλαιστίνη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, έφτασε στην Πάρο και προσευχήθηκε σε έναν μικρό ναό που βρίσκονταν στη θέση της Εκατονταπυλιανής. Κατά την προσευχή της έκανε τάμα ότι αν βρει τον Τίμιο Σταυρό, να χτίσει στη θέση αυτή έναν μεγάλο ναό. Η προσευχή της εισακούστηκε, βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και, πραγματοποιώντας το τάμα της, ανήγειρε τον μεγαλόπρεπο ναό της Εκατονταπυλιανής. Μια δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι το τάμα της Αγίας Ελένης ολοκλήρωσε ο γιος της Άγιος Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καθώς η ίδια δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της.
Παναγία στην Κεφαλονιά
Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως. Εκεί από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου) εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας». Στο μέρος αυτό, όπως λέει η παράδοση, υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι της Παναγιάς, μεγάλο και πλούσιο. Όταν το μοναστήρι δέχτηκε επίθεση από πειρατές οι καλόγριες για να μην πέσουν στα χέρια τους παρακάλεσαν την Παναγία να τις κάνει πουλιά ή φίδια. Έτσι σαν φίδια Ιερά πλέον γυρίζουν κάθε χρόνο στις αρχές του Αυγούστου και όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Τα φίδια είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο. Στο πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους. Σύμφωνα με την παράδοση αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.
Η Παναγία στην περιοχή Καλαμπάκας
Η περιοχή της Καλαμπάκας, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, τιμά ιδιαίτερα την Παναγία κάτι που αποδεικνύεται από το πλήθος των εκκλησιών και μοναστηριών που αναφέρονται στο πρόσωπό της. Πολλές είναι και οι εικόνες που δίνουν, η κάθε μία με ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο, αυτό το στοιχείο που ο λαός αντιλαμβάνεται και θέλει να προσδώσει στο πρόσωπο της Παναγίας. Κατ' αρχήν υπάρχει η ανεκτίμητης αξίας αμφιπρόσωπη εικόνα του Αρχαίου Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας όπου από τη μια πλευρά εικονίζεται η κοίμησή της και από την άλλη η σταύρωση του κυρίου. Είναι η Παναγιά της Καλαμπάκας (Παναγιά η Καλαμπακιώτισσα) αφού έτσι αντιμετωπίζεται από τους Καλαμπακιώτες. Η εικόνα λόγω των περιπετειών που είχε στο παρελθόν (εκλάπη δυο φορές) φυλάσσεται, για λόγους ασφαλείας, στην Ι. Μονή Βαρλαάμ απ' όπου και μεταφέρεται τον δεκαπενταύγουστο για προσκύνημα στον ναό της. Η εικόνα σύμφωνα με απόψεις ειδικών είναι της Παλαιολογείων χρόνων ΙΔ΄ αιων. δώρο Ιωάννου Καντακουζινού και Θεοδώρας Καντακουζινής ενώ κατ' άλλους (καθ. Ευθ. Τσιγαρίδας) είναι έργο του μεγάλου κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη Στρελίτζα Μπάθα (1527) χρόνια που αγιογράφησε το καθολικό της Μονής Αγίου Νικολάου αναπαυσά Μετεώρων.
Στην Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου υπάρχουν δυο εικόνες της Παναγιάς. Στη μια (δεσποτική εικόνα τέμπλου) εμφανίζεται με βασιλική περιβολή κρατώντας στο αριστερό χέρι τον Ιησού Χριστό και στο δεξί άνθος. Πρόκειται για την Παναγιά «Ρόδον το αμάραντον» έργο, σύμφωνα με επιγραφή στο αριστερό τμήμα της εικόνας, κάποιου αναγνώστου οικονόμου Καπετσοβίτου εκ Ζαγορίου (12 Μαρτίου 1790). Η δεύτερη (επαργυρωμένη) είναι η Παναγιά Γλυκοφιλούσα της Καναλιώτισσας. Πρόκειται για έργα παλαιολογείας περιόδου 14ου αιώνα (1388 – 1393) και πιθανόν προέρχονται από το τέμπλο του αρχικού καθολικού της Μονής. Φέρει το όνομα Καναλιώτισσα γιατί προέρχεται κατά την παράδοση, από την γυναικεία Μονή Λοξάδας ή Λυκουσάδας της Λοξάδας Καρδίτσας κοντά στα Κανάλια Καρδίτσας η οποία κατά την Τουρκοκρατία ήταν μετόχι του Μεγ. Μετεώρου.
Η μονή είχε ιδρυθεί από τη Βασίλισσα – Μοναχή Υπομονή Δούκαινα Κομνηνή σαν παραλαύριο του Μοναστηριού Αγίας Τριάδας Μετεώρων η δε εικόνα αποτελεί το μόνο σωζόμενο κειμήλιο μετά την πυρπόλησή της από τους Τούρκους. Η εικόνα, σύμφωνα με το έθιμο μεταφέρεται από την Μονή του Μεγ. Μετεώρου και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα ένα μήνα κάθε χρόνο (6 Αυγούστου – 6 Σεπτεμβρίου) στη Λοξάδα και τα Κανάλια Καρδίτσας. Η Θεοτόκος Υψηλοτέρας ήταν το ομώνυμο μοναστήρι των Μετεώρων που αποκαλούνταν και Μονή των Καλλιγράφων όπου στο τέλος του 14ου και αρχή του 15ου αιώνα, ήκμασε σχολή βιβλιογράφων και τιμώνταν τα εισόδεια της Θεοτόκου.
Στην διαλυμένη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου (τοποθεσία «Νέγκρι» δίπλα στον ομώνυμο παραπόταμο Ασπροποτάμου), υπήρχε πριν την πυρπόληση της από τους Γερμανούς, εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας με εγχάρακτη αφιέρωση που μεταξύ άλλων ανέφερε: «...Η παρούσα εικών, γαλακτοτροφούσα επικαλουμένη, από Βενετίας ηνέχθη εν έτεσιν 1761... ήτις εστίν παλαιοτάτη των Γότθων ιστορία...». Ανάλογες είναι και οι εικόνες της Παναγιάς Βυτουμά και Σταγιάδων.
Λαογραφικά του Δεκαπενταυγούστου
Η Καθηγ. Μιχ. Μερακλή χαρίζει τις γνώσεις σε όλους τους Έλληνες , Κυπρίους Ομογενείς και Απόδημους αδελφούς μας όσον αφορά τον Δεκαπενταυγουστο. Και αναφέρει:
"... Ο Γεώργιος Μέγας, στό βιβλίο του γιά τά λατρευτικά έθιμα (βασικό γιά ζητήματα τού θρησκευτικού εορτολογίου στή λαϊκή εκδοχή τους), αφού σημειώσει ότι οι μεγαλύτερες γιορτές τού Αυγούστου είναι τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (στίς 6 τού μηνός) καί της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, κάνει στή συνέχεια τήν εξής παρατήρηση: «Αλλά οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές δέν παρουσιάζουν πάντοτε τό μεγαλύτερο λαογραφικό ενδιαφέρον». Καί ειδικά γιά τή γιορτή τού Δεκαπενταύγουστου γράφει: «Αν εξαιρέσουμε τόν Επιτάφιο τής Παναγίας, όπου σέ μερικούς τόπους, όπως στήν Πάτμο, τήν Κασσιόπη τής Κέρκυρας κ.ά., στολίζεται μέ λουλούδια καί περιφέρεται, ενώ οι πιστοί ακολουθούν μέ αναμμένα κεριά, καί τά κατά τόπους πανηγύρια καί τίς λιτανείες τής 15ης Αυγούστου, δέν έχουμε ν' αναφέρουμε άλλα ιδιαίτερα τής ημέρας αυτής». Προσθέτει ωστόσο κάτι, που πρέπει νά δεχθούμε ότι ανάγεται πλέον στό παρελθόν, παρά τη χρήση του παροντικού χρόνου (η πρώτη έκδοση τού βιβλίου έγινε το 1956, πρίν, λοιπόν, από μισόν αιώνα σχεδόν): «Σε μερικούς μόνο τόπους συνηθίζουν νά κάνουν τότε τά συμβόλαια οι τσελιγκάδες μέ τούς πιστικούς (βοσκούς), ν' απαλλάσσονται οι υπηρέτες από κάθε εργασία καί νά παρέχεται απολυσιό, δηλαδή ελευθερία νά μπαίνουν στ' αμπέλια καί τούς κήπους»".
Ο Στίλπων Κυριακίδης δημοσιεύοντας, γιά νά διευκολύνει τούς συλλογείς λαογραφικού υλικού, τα «Ερωτήματα διά τήν λαϊκήν λατρείαν», σημείωνε για τον Δεκαπενταύγουστο: «1. Πανηγύρεις καί τά κατ' αυτάς. Απαρχαί μέλιτος. 2. Παραδόσεις σχετικαί περί ευρέσεως εικόνων τής Παναγίας (εντός θάμνων, επί δένδρων, τοποθέτησις επί αμάξης συρομένης υπό αδαμάστων βοών, ίνα ευρεθή ο τόπος πρός ίδρυσιν τής εικόνος κ.τ.λ.) 3. Εναρξις σφαγής χοίρων».
Πανηγύρια - Θυσίες - Προσφορές
Τελικά συγκροτείται λοιπόν ένα σύνολο εκδηλώσεων. Αναμφισβήτητα η πιο διαδεδομένη - και ενεργότατη, έως σήμερα - είναι αυτή των πανηγυριών, τα οποία άλλωστε συνιστούν μιαν από τις πιο αυθεντικές μαρτυρίες τής ελληνικής (και νεοελληνικής) νοοτροπίας, γιατί συνδυάζουν με τρόπον ιδιάζοντα το θρησκευτικό με το κοσμικό βίωμα.
Τα θρησκευτικά πανηγύρια είναι καθαρές λαϊκές εκδηλώσεις μίας διπλής χαράς, τροφοδοτούμενης απ' τη θρησκευτική πίστη και μιαν ενδοκοσμική αγαλλίαση, όπως αυτή εκπηγάζει από τη δεδομένη ελληνική εξωστρέφεια. Αυτό τον ιδιάζοντα συγκερασμό τής μιας και τής άλλης χαράς, του sacrum και του profanum, εκφράζει με τρόπο σχεδόν συμβολικό και η θυσία, που αποτελεί στοιχείο (και μάλιστα κεντρικό) της γιορτής του Δεκαπενταύγουστου σε πολλά μέρη.
Ο Γεώργιος Αικατερινίδης αναφέρει τουλάχιστον είκοσι παραδείγματα (απ' την Καππαδοκία και την 'Ίμβρο παλιότερα, από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Εύβοια και τις Σποράδες, την Πελοπόννησο, τα Δωδεκάνησα) ήδη αυτή η διάχυση υποδηλώνει τη μεγάλη διάδοση που πρέπει να είχε - και εξακολουθεί να έχει ως ένα σημαντικό βαθμό - η τέλεση ζωοθυσίας. Μία κατά βάση μεταφυσική ενέργεια, όπως είναι η θυσία, με μυστικιστικό βάθος, εξελίσσεται στις πλείστες από τις περιπτώσεις εν προκειμένω σε αφορμή και πρόκληση για μιαν ευφρόσυνη ξεφάντωση.
Ο Δημήτριος Λουκάτος μιλάει για «τα μεγάλα πανηγύρια» της ημέρας, «τα χαρούμενα και καλοκαιρινά, με τα ελεύθερα φαγοπότια». Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις θυσιάζονταν μεγάλα ζώα (βόδια κατεξοχήν) κάποτε μάλιστα και σε μεγάλο αριθμό, δέκα ή δεκαπέντε, όπως στην Ίμβρο ή την Κύμη (όπου τα έβραζαν σε 101 καζάνια!).
Για την περιφορά του επιταφίου της Παναγίας (ανάλογα προς τη νεκρική πομπή, που αναφέρει το συναξάρι της) δίνω ένα παλαιότερο παράδειγμα από την Ικαρία: «Στον Καμαρόκαμπο είναι ένα ξωκκλήσι, η Κοίμηση τής Παναγίας. Εκεί είναι ο επιτάφιος τής Παναγίας, μικρός, μικρότερος από μέτρο. Κάθε χρόνο, την παραμονή της Κοίμησης τής Παναγίας, το δεκαπενταύγουστο, ο ψάλτης τού καταφυγιού παίρνει τον επιτάφιο και τον πηγαίνει στην εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Το βράδυ από νωρίς χτυπούνε οι καμπάνες, γυναίκες και κορίτσια στολίζουνε τον επιτάφιο με λουλούδια, τον ραίνε με λεβάντες, κι όλη τη νύχτα γίνεται αγρυπνία, ψέλνουνε της Παναγίας τα γράμματα και διαβάζουνε προσευχές. Ξημερώματα, τις αυγές, χτυπούνε οι καμπάνες και με ψαλμουδιές κι όλοι με τα αναμμένα κεριά πάνε τον επιτάφιο στον Κακαρόκαμπο και αφού διαβάσουνε την λειτουργία, τον αφήνουνε στο ξωκκλήσι τής Παναγίας ως το χρόνο».
Η προσφορά των απαρχών (ο όρος δηλώνει ότι πρωτοβγαίνει από κάθε προϊόν) στις ανώτερες εκείνες δυνάμεις, που επιτηρούν και ρυθμίζουν τα ανθρώπινα, είναι μία πανάρχαια και καθολική συνήθεια βασισμένη προφανώς στην πρωτογενή αρχή τού dontoles που διέπει και αυτές τις σχέσεις λατρείας τού ανθρώπου προς την υπέρτερη δύναμη ή το θείο. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι πολλές φορές αυτή η και δεισιδαιμονικά προσδιοριζόμενη αρχή (αν δεν ανταποδώσω στο θείο το καλό που μού έκανε ή θα μού κάνει, αυτό θα με τιμωρήσει) παραβλέπεται ως προς τον ειδικό ντετερμινισμό της, αντ' αυτού γνωρίζει ένα άπλωμα φιλάνθρωπης φροντίδας, η οποία έτσι στρέφεται προς τα εδώ, προς τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πολύ όμορφα το εκφράζει αυτό μία μαρτυρία από τη Θράκη: «Όταν πρωτόβγαινε οπωρικό, δροσιές (αγγουράκια), κουκιά φρέσκα ή άλλο τι, πριν να 'τρωγαν οι ίδιοι, τα 'βρέχανε, γι να δροσισθούνε οι ψυχές, κι ύστερα τα μοίραζαν στη γειτονιά». Κι ακόμα: «Την πρώτη ζυμωσιά απ' το νέο στάρι η νοικοκυρά ζύμωνε δέκα, είκοσι μικρές πίτες, την μία πήγαινε στη βρύση, την έβρεχε και την μοίραζε σ' όσους βρίσκουνταν εκεί ή την έριχναν στο πηγάδι, τις άλλες έδινε στη γειτονιά και στα συγγενικά σπίτια». Ειδικότερα ως προς τις απαρχές του μελιού, που το «τρυγούσαν» κατά κανόνα τον Αύγουστο, έχουμε π.χ. την ακόλουθη μαρτυρία, για ανάλογα ανθρωπιστικά - κοινωνικά μεταπλασμένη χειρονομία: Όταν μετά τον τρυγητό γυρίζουν στα σπίτια τους, οι μελισσουργοί αφήνουν σε μία πέτρα μιαν πίτα, που παίρνει ο πρώτος διαβάτης που θα περάσει από κει. Σαν συναντήσουν κανένα άνθρωπο στο δρόμο τους οι μελισσουργοί, όταν γυρίζουν στα σπίτια τους μετά τον τρυγητό, τού προσφέρουν μέλι και ο δεχόμενος το δώρον αυτό εύχεται: «Και του χρόνου, να τες χιλιάσεις» (εννοείται τις κυψέλες).
Η Κοίμηση της Θεοτόκου
Αλλά η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επειδή ακριβώς είναι μεγάλη γιορτή, ασκεί και μιαν ακτινοβολία γύρω της, ώστε να σχηματίζεται ένας «εορταστικός κύκλος», όπως τονίζει ο Δημήτρης Λουκάτος, μάλιστα «καθαρά ελληνικός και ορθόδοξος». Αρχίζει με τις καθημερινές «Παρακλήσεις» από την πρώτη του μηνός, κορυφώνεται ασφαλώς στις δεκαπέντε και εκτείνεται ως τις 23, με την Απόδοση ή τα «Αντίμερα – Εννιάμερα» της Παναγίας. Σ' αυτό το συνεχές παρεμβάλλεται η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος, ημέρα, βέβαια, όχι της Παναγίας αλλά του Γυιού της, με τον οποίο ωστόσο έχει καλλιεργηθεί, στη λαϊκή ευσέβεια και φαντασία, μία τρυφερή σχέση. Αλλά είναι η έκτη του Αυγούστου και μία αντίστιξη στην περισυλλογή και σοβαρότητα τουλάχιστον εκείνων των χριστιανών, που νηστεύουν κιόλας ολόκληρο το πρώτο δεκαπενθήμερο (και αν η νηστεία είναι ένα είδος καθαρμού, τότε εννοούμε, γιατί ο Μέγας ονομάζει «νηστευτικό έθιμο» και τον καθαρισμό των χάλκινων αγγείων, με τον οποίον ασχολούνται οι γυναίκες τις ημέρες εκείνες// ο καθαρμός έπρεπε να επεκτείνεται και στα πράγματα, αφού όλα όσα καταλαμβάνουν χώρο μέσα στον χρόνο, υπόκεινται στη μοίρα του να ρυπαίνονται και να μιαίνονται): η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος είναι μία «μέρα χαρούμενη, που επιτρέπει και τη διακοπή τής νηστείας τού Δεκαπενταύγουστου, με ψάρι και σκορδαλιά». Είναι και η κατ' εξοχήν ημέρα προσφοράς απαρχών των σταφυλιών// προσφοράς απαρχών των σταφυλιών// την κράτηση στη μνήμη τους και οι ποιητές: Τής Μεταμορφώσεως. «Ένα πανέρι με μαύρα σταφύλια έξω απ' την εκκλησιά, πώς μοσχοβολούσαν!».
Ο εκκλησιαστικός όρος «απόδοσις» της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, που σημαίνει τη μετά οκτώ ημέρες κανονικήν επανάληψη μίας γιορτής, για το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα σχεδόν δεν σημαίνει τίποτα// έτσι, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, «ο λαός θυμήθηκε το εννιάμερο μνημόσυνο που κάνει στους δικούς του τούς νεκρούς, και θεώρησε την Απόδοση ένα ανθρώπινο μνημόσυνο ("τής Παναγίας τα νιάμερα")».
Αυτή η quasi εξανθρώπιση της Παναγίας (ιδιαίτερα, αλλά όχι και αποκλειστικά) παραπέμπει με τον τρόπο της στην ιδιαίτερη προσέγγιση που πραγματοποιεί συνήθως ο «Έλληνας στα θεϊκά και μεταφυσικά, μικραίνοντας ως το βαθμό μίας στενής οικειότητας την (αβυσσαλέα σε άλλους) απόσταση που χωρίζει το εδώ απ' το επέκεινα. 'Έτσι δεν είναι ο θεός κάποιος Deus absconditus// αυτός ο κόσμος με το συναίσθημά του, την εξωστρέφεια και την κοινωνικοποιητική φορά του έχει σχεδόν καταργήσει το «μη μού άπτου» - αγγίζει τον Θεό». Αυτό ισχύει, όπως είπα, σε υπέρτερο βαθμό για την Παναγία. Γι' αυτό και η γιορτή της και το σχεδόν παντού αξεχώριστο απ' αυτή πανηγύρι της τελούνται σε μέγα πλήθος τόπων, στις «αναρρίθμητες σε βουνά και σε νησιά εκκλησίες τής "Παναγίας τού Δεκαπενταύγουστου"».
Συντέλεσε σ' αυτή την εξοικείωση και η βαθύτερη ανάγκη παραδοχής τής γυναικείας οντότητας ως πηγής γονιμότητας και μητρότητας (και η παρθένος Μαρία γέννησε παιδί) αλλά και του κόσμου των συναισθημάτων, ιδίως εκείνων που συσχετίζονται με τη μητρότητα και δένουν με τη μοναδικότητα τής σχέσης μητέρας - παιδιού. Εδώ φαίνεται πως έδωσε έμφαση και η χριστιανική διδασκαλία και πράξη. Η Παναγία δεν είναι η Μεγάλη Θεά τής γονιμότητας, αλλά το καταφύγιο των οδυνωμένων, η Μεγάλη Δύναμη τού ελέους, η Μητέρα των παιδιών που επιζητεί την απαλλαγή τους, χωρίς να εξετάζει τον βαθμό τής ενοχής τους.
Οπωσδήποτε είναι ανθρωπολογικά κατανοητό ότι, παρά την ιστορική αλληλοδιαδοχή θρησκειών, μία νοητή αλλά και ρεαλιστικά υπαρκτή γραμμή συνδέει τις μορφές αυτής τής γυναικείας οντότητας. Από την εξαιρετικά πλούσια βιβλιογραφία αναφέρω μία πρόσφατη εργασία, που εξετάζει «την επίδραση των θρησκειών της Μητέρας Θεάς στη διαμόρφωση της Μαριαλογίας, η οποία αφενός διατήρησε και αφετέρου ανέπτυξε ορισμένες από τις ευγενέστερες ιδέες της αρχαίας θρησκείας».
Η ποίηση του Δεκαπενταύγουστου
Η λαογραφία είναι από τις επιστήμες εκείνες (τουλάχιστον όταν, εκτός από κοινωνιολογική επιστήμη Sozialwissenschaft, παραμένει, συνδυαστικά, και επιστήμη τού πνεύματος Geisteswissenschaft), που μπορούν να συνδιαπλέκουν στις θεωρήσεις τους λ.χ. το θρησκευτικό φαινόμενο με την ανθρωπολογία αλλά και με την ποίηση. Στην περίπτωση της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου η συνδιαπλοκή με την τελευταία γίνεται αφ' εαυτής, αφού επί δεκατέσσαρες ημέρες ψάλλονται στις εκκλησίες κείμενα (τού Μεγάλου και τού Μικρού Παρακλητικού Κανονός) «εκ των καλλίστων της Εκκλησίας», όπως τα αξιολογούσε ο Παπαδιαμάντης. Τη Μεγάλη Παράκληση έγραψε ο βασιλιάς Θεόδωρος Λάσκαρης, εξόριστος από τη Βασιλεύουσα απ' τούς Λατίνους. «Ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, γράφει ο Παπαδιαμάντης, ευγλώττως εκχέει τα παραπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα». Αλλά η ατομική περίπτωση μπορεί πολύ εύκολα να γενικευθεί, φράσεις όπως αυτές τού ποιητή βασιλιά μπαίνουν στο στόμα κάθε «απηλπισμένου» που ζητάει κάποιαν ελπίδα: «Προς τσινά καταφύγω άλλην, Αγνή; Πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; Πού πορευθώ; (...) Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον...». Απόδειξη ότι ο Παπαδιαμάντης ενέταξε τα στοιχεία αυτά στον έξοχο «Ρεμβασμόν τού Δεκαπευνταύγουστου», όπου ο «πάντοθεν πολεμούμενος» (από χωρισμούς, θανάτους αδίστακτους τοκογλύφους) Φραγκούλας ζητεί ενδυνάμωση μέσα από τα κείμενα αυτά. Άλλωστε η μικρή παράκληση ψάλλεται «εν πάση περιστάσει, καί ψυχής θλίψει». Σύμφωνα με μία λαϊκή παράδοση, που τη μνημονεύει και ο Παπαδιαμάντης, στην έσχατη κρίση, και «πρό τής φρικτής αποφάσεως τού αδεκάστου δικαστού», η γεμάτη από ευσπλαγχνία Μητέρα και Παρθένος θα υψώσει την τελευταία στιγμή τα χέρια σε ικεσία προς τον γιό της, επικαλούμενη τη συγκατάβασή Του για τούς αμαρτωλούς. Η καθαρότητα και η αγνότητα του είναι της, θα μπορούσαμε να πούμε, αδυνατεί να εννοήσει την αμαρτία// το μόνο που η Παναγία μπορεί να εννοήσει είναι ο πόνος των αμαρτωλών. 'Έτσι συμβαίνει με κάθε αθώο. Η αθωότητα, που φύσει αδυνατεί να συμμετέχει στο κακό, αδυνατεί να μη συμμετέχει στη θλίψη όσων πληρώνουν, έστω, για την κακότητά τους. Η Παναγία δεν είναι μόνο εκείνη, όπου «παρθενεύει ο τόκος» (στό κάτω κάτω παρθένες μητέρες γνωρίζουν καί άλλες λατρείες), αλλά και αυτή που φύλαξε και στην ωριμότητά της μία παρεθνική παιδικότητα. Θα έλεγα ότι η παρθενία εδώ μεταβάλλεται σε σύμβολο τής παιδικής αθωότητας, που παραμένει άφθαρτη και μετά την παιδικότητα. Εύστοχα πρόσεξε ο καθηγητής Λουκάτος στην ορθόδοξη εικονογραφία τής Κοιμήσεως το θέμα της «φασκιωμένης βρεφικής ψυχής τής Παναγίας», που την κρατάει μάλιστα, - μέσα σε μία βαθιά υποβλητική νοηματική σύλληψη, - ο γιός της, ο Ιησούς!
Καθηγ. Μιχ. Μερακλή
Η Θεοτόκος Μαρία
Κορυφαία εορτή για ολόκληρη την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα για μας του Έλληνες, που ευλαβούμαστε τη Θεοτόκο κατά τρόπο ξεχωριστό. Ευκαιρία ολόθυμης έκφρασης τιμής και σεβασμού στο ιερό Της πρόσωπο, αφού η προσωπική και εθνική μας ζωή είναι συνυφασμένη με την υψηλή σκέπη και προστασία της Μεγάλης Μάνας, του κόσμου.
Στην εικόνα παριστάνεται σε χρυσό βάθος μετάλλιο με την Παναγία εν δόξη, καθισμένη σε χερουβείμ και περιβαλλόμενη από τα σύμβολα των ευαγγελιστών. Στο κάτω μέρος βρίσκονται δώδεκα προφήτες, ολόσωμοι και σε δύο ομάδες. Είναι ελαφρά στραμμένοι προς το κέντρο και κρατούν τα σύμβολα των προεικονίσεων της Παναγίας και ειλητά με τις προφητείες τους. Στις δύο άκρες εικονίζονται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο αφιερωτής της εικόνας, που φοράει το τυπικό βενετικό μαύρο ένδυμα και σκούφο. Από τα δύο επιγράμματα που είναι γραμμένα στην εικόνα, φαίνεται ότι ο αφιερωτής της εικόνας είναι ο Ιωάννης Μούρμουρης, ο οποίος παρακαλεί τον ομώνυμό του άγιο και τους Προφήτες να μεσιτεύσουν στην Παναγία για τη σωτηρία του. Στην παράσταση αυτή συνδυάζεται το θέμα «Άνωθεν οι Προφήται» με την Δέηση.
Το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία μας, μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό, Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Εκλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, αμέτρητων γενεών, ως η καθαρότερη και αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, προκειμένου να γίνει Θεοτόκος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό του τον μονογενή και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία. Στο ιερό πρόσωπο Εκείνης έγινε η μεγάλη συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Μέσα στο πάναγνο σώμα Εκείνης έγινε η μεγάλη καταλλαγή (Εφεσ.2:16) και από αυτό ξεκίνησε η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, η αναδημιουργία και η θέωση του πεπτωκότος ανθρώπου. Το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα, στο οποίο αποκαταστάθηκε η ανθρώπινη φύση στην αρχαία προπτωτική της μορφή και ωραιότητα, υπήρξε η Θεοτόκος. Με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ.1: 35), καθαρίστηκε από τον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος, τον οποίο έφερε και Αυτή εκούσα, ως μέτοχος της ανθρώπινης φύσεως, καθιστώντας Την πλέον άμωμη κηλίδος ώστε, να δεχτεί στα αγνά σπλάχνα Της το «πυρ της θεότητος » και να μην καεί. Από τότε έγινε η «Κεχαριτωμένη», η αγιοτέρα ύπαρξη μετά τον Τριαδικό Θεό. Στο πρόσωπό Της έγινε η απαρχή της λυτρώσεως του κόσμου και της θεώσεως του ανθρώπου.
Η συμβολή της Παναγίας μας κατά τη διάρκεια του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού υπήρξε τεράστιο. Βρισκόταν συνεχώς πλάι στον Λυτρωτή μας, από τη Γέννηση ως το Πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Δοκίμασε, ως μητέρα, τις πίκρες των παθημάτων του Θείου Γιου της, με αποκορύφωμα εκείνη του σταυρικού θανάτου Του. Ένοιωσε κοντά Του την αγωνία Εκείνου για την υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου . Σύμφωνα επίσης με την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησία μας Αυτή ήταν που εμψύχωνε τους διωκόμενους πρώτους χριστιανούς της νεαράς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Ο Αύγουστος και ιδιαίτερα το πρώτο δεκαπενθήμερο του, είναι αφιερωμένο στην Παναγία μας. Οι Ορθόδοξοι πιστοί, συμμετέχουμε καθημερινά στις ακολουθίες των υπέροχων Παρακλητικών Κανόνων, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε.
Τρέχουμε με δάκρυα στα μάτια να εναποθέσουμε σε Αυτή τις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής μας, Την παρακαλούμε με ζέση ψυχής να ελαφρώσει τον βαρύ ζυγό μας, διότι πιστεύουμε ακράδαντα πως η γλυκιά Θεομάνα και μετά την σεπτή Της Κοίμηση συνεχίζει να αγαπά και να νοιάζεται για μας τους ανθρώπους. Μέσα στη μεγάλη καρδιά Της υπάρχει χώρος για τον κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους αμαρτωλούς και ασεβείς , ακόμα και για τους υβριστές Της! Η μακάρια θέση Της κοντά στον Υιό Της και Θεό μας Ιησού Χριστό, της δίνει την ευχέρεια να προσεύχεται για τον καθένα μας, για κάθε μας πρόβλημα. Τα αποτελέσματα των βοηθειών Της είναι απτά. Γι' αυτό ψάλλουμε στον περίφημο Μικρό Παρακλητικό Κανόνα προς Αυτήν: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ' αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως».
Πηγή: Άγια Μετέωρα
Ὅπως ὅλα τά γεγονότα πού μᾶς διηγοῦνται οἱ ἅγιοι Εὐαγγελισταί ἔγιναν διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν, ἔτσι καί ἡ Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἔγινε δι’ ἡμᾶς καί διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν. Δέν ὑπάρχει κάτι στή ζωή τοῦ Κυρίου μας, πού νά μήν ἔχει σωτηριολογική σημασία, πού νά μήν ἀφορᾶ τήν σωτηρία μας. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἐνηνθρώπισε ἔγινε ἄνθρωπος διά τήν σωτηρία μας.
Καί ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας μᾶς ὑποδεικνύει ὄχι μόνον τήν θεότητα τοῦ Κυρίου καί τήν δόξαν τήν ὁποίαν εἶχε πλησίον τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, προαιωνίως -καί τήν ὁποίαν ἐπ’ ὀλίγον ἐφανέρωσε εἰς τούς Μαθητάς του, δέν ἐφανέρωσε τήν πλήρη δόξα Του, ἀλλά κάτι ἀπ’ τή δόξα Του, καθώς ἠδύναντο, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας-, ἀλλά κι ἔτσι μᾶς ὑπέδειξε ποιός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι νά μετέχουμε τοῦ Θείου Φωτός, τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι κατά τούς Ἁγίους Πατέρες ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Δόξα Του, εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Εἶναι ἡ θέα τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀπ’ τή μιά λοιπόν μεριά ὁ Κύριος μεταμορφώνεται γιά νά βεβαιωθοῦν καί οἱ Μαθηταί Του, πού θά ἐσκανδαλίζοντο μετά ἀπό λίγο μέ τόν Σταυρικό Του θάνατο, ὅτι ὄντως εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός. Ἀλλά καί μεταμορφώνεται γιά νά πεῖ καί σέ μᾶς πώς ὅ,τι συνέβη σέ μένα πρέπει νά γίνει καί σέ σᾶς. Εἴμεθα κεκλημένοι ὅλοι νά μεταμορφωθοῦμε. Βέβαια, ὁ Κύριος μετεμορφώθη δι’ ἰδίας Αὐτοῦ δυνάμεως. Ἐμεῖς θά πρέπει νά μεταμορφωθοῦμε «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι διά τῆς δικῆς μας δυνάμεως, ἀλλά διά τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός τοῦ Μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Γιά τό Φῶς αὐτό μιλοῦσε καί ἡ Παλαιά Διαθήκη καί κάποιοι ὅπως ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἀκούσαμε, ἔλαβαν δόξαν Θεοῦ. Ἀλλά κανείς δέν τόλμησε νά πεῖ στήν Παλαιά Διάθηκη, ὅσο κι ἄν ἔλαβε κάποια Χάριν καί Δόξαν ἀπό τόν Θεόν, ὅτι «ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ Κόσμου». Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐτόλμησε νά τό πεῖ γιατί Αὐτός εἶναι καί ἡ ζωή, εἶναι τό πᾶν. Καί τώρα πῶς ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, θά μετάσχουμε τοῦ Θείου Φωτός; Πῶς θά γίνουμε κι ἐμεῖς φῶς; Πῶς θά ὑποχωρήσουν τά πάθη μας πού εἶναι σκότος; Καί οἱ ἁμαρτίες πού εἶναι σκότος; Καί πῶς σιγά – σιγά τό σκότος πού εἶναι ἐν ἡμῖν θά λιγοστεύει καί θά αὐξάνει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός εἶναι ὁ ἀγῶνας μας καί γι’ αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο Μεταμορφωθέντα καί βλέπουμε ποῦ πρέπει νά φθάσουμε κι ἐμεῖς. Διότι κάθε Χριστιανός πρέπει νά γίνει μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνει καί στήν δική μας ζωή, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι πρέπει νά ὁδεύσωμεν διά τῶν βαθμίδων τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, τῆς πνευματικῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνη καί σέ μᾶς.
Ἄρα, λοιπόν, καί σέ μᾶς πρέπει νά γίνη Μεταμόρφωσις διά τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας. Κι ἐδῶ εἶναι ὁ ἀγῶνας μας. Πῶς μέ τήν μετάνοιά μας, μέ τήν προσευχή μας, μέ τήν ταπείνωσί μας, μέ τήν ὑπακοή μας, μέ τήν συμμετοχή στό φωτιστικό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου -διότι καί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Φῶς- ὡς μετέχοντες αὐτῶν ὅλων τῶν ἁγίων χαρισμάτων τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς λίγο – λίγο νά λιγοστεύουμε μέσα μας τό σκότος καί νά αὐξάνη τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ;
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βλέποντας τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον βλέπουν καί τόν ἑαυτόν τους. Διά μέν τόν ἑαυτόν μας λυπούμεθα, διότι δέν βλέπουμε τό Φῶς αὐτό νά λάμπη στήν ὕπαρξή μας. Διά δέ τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον χαιρόμεθα καί τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν δοξάζουμε. Τόν παρακαλοῦμε ὅμως σήμερα ταπεινά νά μᾶς βοηθήση νά ποθήσωμε τό ἄκτιστον Φῶς, τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Νά ποθήσωμε νά ἀντικαταστήσωμε τόν ἔσω ἄνθρωπο, νά τόν κάνουμε φωτεινό, ὅπως φωτεινός εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ὅλος Φῶς καί ὅλος Ζωή καί ὅλος Ἀνάστασις καί ὅλος Ἀλήθεια.
Κι ἔτσι, ἀγωνιζόμενοι τόν καλόν ἀγῶνα, ἐφαρμόζουμε τό Ἅγιον Θέλημα τοῦ Κυρίου, γιατί τό Θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως πολλές φορές τό ἔχουμε πεῖ, εἶναι νά γίνουμε θεοί κατά Χάριν. Καί πῶς θά γίνει κανείς θεός κατά Χάριν ἄν εἶναι μέσα στό σκότος καί ἄν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει πλημμυρίσει τήν ὕπαρξί του;
Ψάλλουμε δέ καί στήν Δοξολογία «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Πράγματι μποροῦμε νά δοῦμε φῶς μόνο ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν Χριστόν λάμποντα. Ἔχομεν Θεοτόκον φωτεινοτάτην. Ἔχομεν Ἁγίους φωτεινούς καί ἐμεῖς καλούμεθα νά γίνουμε φῶς.
Ὁ Θεός νά μᾶς βοηθήση καί οἱ εὐχές ὅλων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τόν φωτισμόν, τήν ἔλλαμψι, τήν θέωσι, εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως καί ἐθεάθησαν πολλοί ἀπό αὐτούς μέσα στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Διότι, οἱ Ἅγιοι ὄχι μόνο εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀλλά καί τούς εἶδαν μέσα σ’ αὐτό τό φῶς ὅσοι ἦσαν ἄξιοι νά τούς ἴδουν. Θυμᾶστε ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ὅταν ἦταν ἡ ὥρα νά παραδώση τήν ἁγία του ψυχή, δύο ἱερεῖς πού ἦταν ἐκεῖ, ἕνας ἱερομόναχος καί ἕνας ἔγγαμος, ἄξιοι ἱερεῖς, εἶδαν τό πρόσωπό του νά λάμπη ὅλο μές στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Μποροῦσε ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς, πού ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος εἴκοσι ἐτῶν καί λαχταροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σκότος φωνάζοντας συνεχῶς «φώτισόν μου τό σκότος», μποροῦσε νά μήν εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή του καί νά μήν λάμψη μέσα του τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτό τό φῶς λοιπόν ἄς ζηλέψουμε κι ἐμεῖς κατά κάποιον τρόπο. Μέ ἕναν ἅγιον ζῆλον κι ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώση νά ἀγωνιστοῦμε γι’ αὐτό τό φῶς, τό αἰώνιο φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό φῶς πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ὁποῖο εἴμεθα κεκλημένοι. Καί ἐάν ἀπό αὐτή τή ζωή κάτι κι ἐμεῖς δοῦμε ἀπό αὐτό τό φῶς ἔχωμε ἐλπίδα ὅτι θά μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νά ζήσωμε καί ἐν τῷ φωτί τῆς οὐρανίου Βασιλείας, τήν ὁποίαν εὔχομαι εἰς πάντας ὑμᾶς. Ἀμήν.-
Πηγή: Η άλλη όψη
Ο μωσαϊκός νόμος, ο οποίος επρόσταζε να προσφέρεται κάθε πρωτότοκο αρσενικό βρέφος στον Ναό του Σολομώντος την τεσσαρακοστή ημέρα από της γεννήσεώς του, απέβλεπε στο να προετοιμάση τον Ισραηλιτικό λαό, όπως και άλλες διατάξεις του Νόμου, για την έλευσι του Μεσσίου. Για εκείνον τον μοναδικό πρωτότοκο Υιό τής Παρθένου, ο οποίος θα ήτο ολοκληρωτικά αφιερωμένος εις τον Θεόν, δηλαδή τον Μεσσίαν. Είχε λοιπόν μεσσιανικό χαρακτήρα αυτή η εντολή. Και με παρόμοιες εντολές διατηρήθηκε στον Ισραηλιτικό λαό η συνείδησις της ανεπαρκείας του Νόμου για την σωτηρία των ανθρώπων και της προσδοκίας του ερχομένου Μεσσίου, ο οποίος θα επλήρωνε τον Νόμο και θα έφερε το πλήρωμα της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής στους ανθρώπους.
Αφορούσε λοιπόν τον Χριστόν η διάταξις αυτή, και ο Κύριος, προς τον οποίον κατέτεινε αυτή η εντολή, δεν εχρειάζετο να προσφερθή εις τον Ναόν, διότι ήτο ο ίδιος ο Ναός της Θεότητος. Ηθέλησε όμως αυτός ο Ποιητής του Νόμου να πληρώση τον Νόμον, τιθέμενος υπό τον Νόμον. Και ως δούλος και αυτός να προσφερθή εις τον Ναόν από την Μητέρα Του και τον θετό πατέρα Του και να γίνουν τα ειθισμένα και υπό του Νόμου προβλεπόμενα, οι τελετουργίες και οι προσφορές ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών.
Έτσι ο Κύριος, όπως και με την Περιτομή και με το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό και με άλλες πράξεις Του, κατέστησε τον εαυτό Του υπό τον Νόμον, ώστε να υπερβή τον Νόμον διά της υπακοής του εις τον Νόμον, να πληρώση τον Νόμον και να χαρίση εις τους ανθρώπους, δι’ αυτής της υποταγής Του εις τον Νόμον, την αληθινή ελευθερία. Δεν είχε ανάγκη Εκείνος να κερδίση την ελευθερία υποτασσόμενος εις τον Νόμον, διότι ήτο ο Ίδιος ο χορηγός της ελευθερίας, η όντως Ελευθερία. Αλλά για να δώση σε μας ελευθερία, εμπήκε υπό τον Νόμον. Συγχρόνως δε, για να δώση και σε μας παράδειγμα ότι, εάν θέλουμε να αποκτήσουμε την αληθινή ελευθερία, πρέπει να μπούμε και εμείς εκουσίως υπό τον Νόμον του Χριστού. Όχι βέβαια τώρα υπό τον Νόμον του γράμματος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά υπό τον Νόμον της Χάριτος της Καινής Διαθήκης.
Αυτός είναι και ο σκοπός του Μοναχού. Ο Μοναχός εκουσίως θέτει τον εαυτό του υπό τον νόμον της υπακοής, για να αποκτήση την αληθινή ελευθερία. Και όσο καλυτέρα υπακοή κάνει, τόσο πιο ελεύθερος γίνεται. Ελεύθερος από τα πάθη, ελεύθερος από τον εγωισμό, ελεύθερος από κάθε δουλεία, ελεύθερος τελικά και από αυτόν τον θάνατον.
Θυμάστε τον μακαριστό πατέρα Αυξέντιο, ο οποίος είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής; Όταν του λέγαμε ότι είναι πια γεροντάκι και να μη πηγαίνη στην Εκκλησία, διότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, αυτός απαντούσε: «δεν είναι κατά Θεόν στην Εκκλησία αισθάνομαι ελευθερία». Αυτή την ελευθερία αισθάνεται ο Μοναχός, όταν κάνη την αδιάκριτο υπακοή, όπως την θέλει ο Θεός. Εάν ταλαιπωρούμεθα από λογισμούς ή από ακαταστασίες πνευματικές, αυτό συμβαίνει διότι δεν κάνουμε την υπακοή που πρέπει. Και γνωρίζετε και εσείς εκ πείρας, ότι, οσάκις κάνετε υπακοή όπως την θέλει Θεός, τότε αισθάνεσθε ελευθερία. Ας το υποσημειώσωμε λοιπόν αυτό σήμερα επ’ ευκαιρία της υπακοής που έκανε ο Κύριος -και που δεν εχρειάζετο να την κάνη για τον εαυτό Του, αλλά την έκανε για μας- στον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για να πορευώμεθα και εμείς διά της πιστής υπακοής στην αληθινή ελευθερία των τέκνων του Θεού, την οποία ο ίδιος ο Κύριος μας εχάρισε.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015), Η άλλη όψη, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει:
Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ:
«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».
Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο.
Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας».
Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.
Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.
Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».
Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη.
Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).
Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».
Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στὰ Θεοφάνεια ἢ γνωστὰ καὶ ὡς Ἐπιφάνεια ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τῆς Βάπτισης τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, αὐτὴ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ διαχωρίστηκε ἐπὶ πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336 – 352 μ. Χ.), καὶ ἔκτοτε τὰ μὲν Χριστούγεννα ἑορτάζονται στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῷ ἡ Βάπτιση στὶς 6 Ἰανουαρίου. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἡ συνήθεια στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, οἱ κατηχούμενοι νὰ βαπτίζονται τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων.
Τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται τὰ περισσότερα ἔθιμα εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων. Ὁ ἁγιασμὸς γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς στὴν ἐκκλησία καὶ λέγεται πρωτάγιαση, φώτιση, πρῶτος ἁγιασμός, μικρὸς ἁγιασμός. Καὶ ἡ παραμονὴ λέγεται ἐπίσης Πρωτάγιαση, μέρα τοῦ Σταυροῦ ἢ μέρα τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἐνῷ ἡ καθεαυτὴ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς λέγεται Ὁλόφωτα ἢ Ἁγιάση.
Ὁ ἱερέας γυρίζει τὴν παραμονὴ στὰ σπίτια ραντίζοντάς τα μὲ ἁγιασμό, διώχνοντας ἔτσι μακριὰ κάθε κακό. Παλαιότερα, συνέδεαν τὸν «φωτισμὸ» (ραντισμὸ) τῶν σπιτιῶν μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῶν καλικαντζάρων, τοὺς ὁποίους φαντάζονταν νὰ φεύγουν περίτρομοι στὴν παρουσία τοῦ παπᾶ.
Στὰ παλιὰ χρόνια, ἕνα πολὺ διαδεδομένο ἔθιμο τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων ἦταν ἡ πλειοδοσία μεταξὺ τῶν πιστῶν γιὰ νὰ σηκώσουν τὴν εἰκόνα τῆς Βάπτισης καὶ τὸν Σταυρό, καθὼς καὶ τὰ ἄλλα εἰκονίσματα, προτοῦ ξεκινήσουν γιὰ τὸ μέρος ὅπου θὰ τελεστεῖ ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Στὰ παραθαλάσσια μέρη, οἱ νέοι συναγωνίζονται ἀκόμη καὶ σήμερα ποιὸς θὰ ἀνασύρει πρῶτος τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα, μόλις τὸν ρίξει ὁ ἱερέας. Καθὼς ἔτσι θὰ ἔχει τὸ προνόμιο νὰ τὸν περιφέρει πάνω στὸ στολισμένο δίσκο καὶ νὰ δέχεται συνάμα τὶς τιμὲς καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων τῶν παρευρισκομένων.
Ἕνα ἀκόμη ἐνδιαφέρον ἔθιμο σχετικὰ μὲ τὴν κατάδυση τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ πλύσιμο τῶν εἰκόνων ἢ καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων, ὅπως συνηθίζεται σὲ ὁρισμένα μέρη. Στὴ Λῆμνο π.χ. ὅταν ρίξει ὁ παππὰς τὸν σταυρὸ στὴ θάλασσα, οἱ γυναῖκες παίρνουν ἀπὸ σαράντα κύματα νερὸ καὶ μὲ αὐτὸ πλένουν τὰ εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ τους δίχως νὰ μιλοῦν. Τὸ νερὸ αὐτό, ἐπειδὴ θεωρεῖται ἁγιασμένο, τὸ ρίχνουν μετὰ στὴν ἐκκλησία σὲ μέρος ποὺ νὰ μὴν πατιέται.
Ὅπως στὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά, ἔτσι καὶ στὰ Φῶτα συνηθίζεται νὰ ἑτοιμάζουν εἰδικὰ ψωμιά, ὅπως στὴν Κεφαλονιὰ ἡ λεγόμενη φώτιστα, στολισμένη μὲ σταυρὸ καὶ μὲ σχέδια γενικὰ ποὺ θυμίζουν ἁγιασμὸ (κουβαδάκι κ.λπ.). Εἰδικὰ ψωμιά, ἐπίσης, παρασκευάζονται καὶ γιὰ τὰ ζῶα τοῦ σπιτιοῦ. Στὴ Νάξο π.χ. κάνουν τὸ λεγόμενο «βουδόψωμο», καθότι σὲ πολλὰ μέρη ὑπάρχει ἡ δοξασία ὅτι τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων τὰ ζῶα μιλοῦν, γι’ αὐτὸ οἱ γεωργοὶ φροντίζουν νὰ τὰ περιποιηθοῦν ὅσο μποροῦν καλύτερα, γιὰ νὰ εἶναι εὐχα- ριστημένα καὶ νὰ μὴν παραπονεθοῦν στὸν Θεὸ γιὰ κακοπέραση!
Πηγή: Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη
Ἡ πηγὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ῥύακας, καὶ εἴ τις διψῶν πίνει ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς, καὶ ζωοποιεῖται· ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος. Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων· οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν, καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει. Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος· Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος· ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι.
Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι; Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει· ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται...
Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων· Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου. Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις, ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα. Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν· Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Οὗ τὸ πτύον ἐν χειρὶ αὐτοῦ· καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος, καὶ τὸν ἰσχυρότερον Κύριον σαλπίζοντος, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτιζόμενοι ἀντέβαινον τῷ Ἰωάννῃ, λέγοντες· Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα, ὦ προφῆτα;
Τί σεαυτὸν συκοφαντεῖς; σὺ τοῦ μεγάλου Ζαχαρίου υἱὸς, σὺ καὶ ἀνθρώποις ποθητὸς,
καὶ θηρίοις φοβερός. Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα; τί ἀδολεσχεῖς; Οὐκ ἔστι σοῦ ἰσχυρότερος. Σὺ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν ἐτέχθης, σὺ ὑπὸ Γαβριὴλ ἐμηνύθης, σὺ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ἐφανερώθης, σὺ τὴν γλῶτταν τοῦ γεννήσαντός σε δεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ διέλυσας, σὺ Ἰωάννης κέκλησαι, ὃ χάρις Θεοῦ ἑρμηνεύεται.
Tί τοίνυν συκοφαντεῖς ἑαυτόν; Οὐκ ἔχεις τὸν ἰσχυρότερόν σου. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς δοῦλος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου μαρτυρῶν, θεϊκὴν ἀξίαν σφετερίσασθαι μὴ καταδεξάμενος, ἀντεβόα τοῖς ἀντιβαίνουσιν ὄχλοις λέγων· Ὑμεῖς, ὃ οὐκ οἴδατε, λέγετε· ἐγὼ, ὃ οἶδα, μαρτυρῶ. Ἰσχυρότερός μου ἔρχεται. Ἐγὼ δι' ἐκεῖνον, ἐκεῖνος οὐ δι' ἐμέ· ἐγὼ ἐκ στείρας, ἐκεῖνος ἐκ παρθένου· ἐγὼ στρατιώτης, ἐκεῖνος βασιλεύς· ἐγὼ πρόδρομος, ἐκεῖνος οὐράνιος· ἐγὼ τὸ Πνεῦμα δεδανεισμένος, ἐκεῖνος ζωὴν παρέχει πᾶσιν ἀνθρώποις· ἐγὼ μετανοίας κήρυξ, ἐκεῖνος υἱοθεσίας δοτήρ· ἐγὼ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, προκαθαίρων ὑμᾶς ὡς σκεύη ῥερυπωμένα ταῖς ἁμαρτίαις, ἐκεῖνος ἐμβαλεῖ τὸ μύρον τῆς χάριτος· Αὐτὸς βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρὶ, οὐ καυστικῷ, ἀλλὰ ἁγιαστικῷ. Ἐγὼ νουθεσίας γλῶτταν κινῶ, ἐκεῖνος δικαιοκρισίας πτύον βαστάζων, καὶ τοὺς μὲν δικαίους ὥσπερ σῖτον ὡραῖον ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῶν οὐρανῶν ἀνενέγκει, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ μὴ μετανοήσαντας ὡς ἄχυρα τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ παραδώσει. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ἐκεῖνον προσμείνατε, παρ' ἐκείνου τὸ τέλειον δέξασθε βάπτισμα· ἐγὼ λύχνος ἐν μέρει, ἐκεῖνος ἥλιος πανταχοῦ. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστί.
Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος καὶ παραπλήσια τούτων, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθέντες ὄχλοι προσέμενον ἀντιβάλλοντες πρὸς ἀλλήλους, καὶ λέγοντες· Καρτερήσωμεν καὶ ἴδωμεν τὴν μέλλουσαν διαβαίνειν βασιλείαν ἢ φαντασίαν· ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις· ἰσχυρότερον αὐτοῦ παραγενέσθαι λέγει, πτύον καὶ πῦρ καὶ Πνεῦμα φέροντα.
Ἐν τούτοις τῶν ὄχλων καραδοκούντων κοσμικῆς βασιλείας παρουσίαν, ἑνὶ ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης καὶ Θεὸς ἄνωθεν διαβαῖνον, ἰδὲ καὶ ὁ Κύριος τῇ ὄψει τῆς ἐνανθρωπήσεως, μόνος, λιτὸς, μονοχίτων, ὡς εἷς τῶν ὅλων ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην φθάσας, προσέκλινε τὴν κεφαλὴν τῷ Ἰωάννῃ, θέλων ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθῆναι.
Ταύτην τοίνυν τὴν ταπεινὴν θέαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιστασίας ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης παρὰ πολλὴν προσδοκίαν θεασάμενος, ἰλιγγίασεν, ἠπόρησε, καὶ ἐξεπλάγη· τόπος φυγῆς περιεβλέπετο, θέλων δραπετεῦσαι· καὶ οὐχ ηὕρησεν· ἀοράτος γὰρ ἦν κρατούμενος καὶ συνεχόμενος· ἐβόα πρὸς τὸν κρατοῦντα Κύριον λέγων·
Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Τί ποιεῖς, Δέσποτα; τί προδίδως με τοῖς ὄχλοις εἰς θάνατον; Νῦν ὡς ψευδολόγον. ὄχλοι λιθάσουσιν· ἐγὼ μεγάλα περὶ σοῦ ἐκήρυξα, καὶ σὺ ὡς λιτὸς καὶ ξένος παραγέγονας. Τί ποιεῖς, Δέσποτα; καὶ ἄνω Υἱὸς βασιλέως, καὶ κάτω Υἱὸς βασιλέως· καὶ οὐδαμῶς σκῆπτρον βασιλικόν; Δεῖξόν σου τὴν ἀξίαν· τί μόνος καὶ λιτὸς παραγέγονας; ποῦ σου τὸ τῶν ἀγγέλων στῖφος; ποῦ τὸ τῶν ἀρχαγγέλων τάγμα; ποῦ σου ἡ ἑξαπτέρυγος τῶν Χερουβὶμ λειτουργία; ποῦ τὸ πτύον; ποῦ τὸ πῦρ; ποῦ σου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον; Μωϋσῆν ἐδόξασας, νεφέλην φωτεινὴν παρέστησας, στῦλον πυρὸς πορεύεσθαι αὐτῷ αρεσκεύασας, τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀγγελικῇ δόξῃ περιήστραψας, τὸν δοῦλον ἐν τοσαύτῃ δόξῃ ἠμφίασας, καὶ σὺ ὁ Δεσπότης ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι παραγενόμενος τὴν κεφαλήν μοι προσκλίνεις; Ἀνάνευσον, κεφαλὴ πάντων ὑπάρχεις· δεῖξον ὅπερ εἶς· ἔδειξας τὰ ταπεινὰ, δεῖξον καὶ τὰ ὑψηλά· βάπτισον τοὺς παρόντας, καὶ πρὸ πάντων ἐμέ. Τί βαπτίσαι θέλων;
Ὁ Ἰορδάνης οὐ δέξεται· ἐγνώρισέ σε τὸν ποιητὴν, ἀνέτρεψε τὰ ῥεῖθρα εἰς τὰ ὀπίσω, οὐ προβαίνει εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀρνεῖται τὴν τάξιν. Τὰ στοιχεῖα γνωρίζουσι, κἀγὼ μὴ γνωρίσω; Εἰ θέλεις βαπτισθῆναι, ἑαυτὸν βάπτισον. Οὐκ ἐκτείνω τὰς χεῖρας· ἀρνοῦνται τὴν σύνθεσιν, ναρκῶσι, συστέλλονται· ὃ οὐκ ἐδιδάχθησαν κρατεῖν, οὐκ ἐπιδέχονται. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Οἶδά σε τίς εἶ, καὶ γινώσκεις ὅτι οἶδά σε. Τί με κρύπτεις τὸν εἰδότα σε; Ἐν τῇ νηδύϊ τῆς μητρός μου ὑπάρχων κατεσφαλισμένος, καὶ πρὸ καιροῦ τὴν ἔξοδον μὴ εὑρίσκων, μόνον ἐθεασάμην σε φερόμενον ὑπὸ τῆς παρὰ σοῦ φερομένης· ἐγνώρισά σε, καὶ τί λαλεῖν μὴ εὑρίσκων, τὸ τῆς μητρός μου χρησάμενος στόμα, ἐβόησα δι' αὐτῆς τὰ ἐμὰ λέγων· Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἐκεῖ οὐκ ἐσφάλην, καὶ ὧδε οὐ γινώσκω; Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτὸν, καθὼς ἀρτίως ἤκουες· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες ἄρτι· οὐκ οἶδας ὃ λέγεις· ἐγὼ οἶδα ὃ πραγματεύομαι. Τὴν δόξαν τῆς θεότητός μου ζητεῖς ἀποκαλυφθῆναί σοι· οὐκ ἔχει ὁ καιρός· πάντα καλὰ ἐν καιρῷ αὐτῶν. Σὺ ἀληθεύεις, ἀλλ' οὐ πιστεύῃ· ἄπιστον γὰρ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος· οὐ γεννήματα ἐχιδνῶν αὐτοὺς προσηγόρευσας; Πῶς οὖν τούτοις ἀνακαλυφθῆναί με θέλεις; Οὐ δέχονταί σου τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν· ὑπονοοῦσί σε διὰ τὸ ὕποπτον, ὡς εἶναι πρόδρομον· Ἄφες ἄρτι, μείζονα μαρτυρίαν δέξονται. Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.
Ὁ δὲ Ἰωάννης λέγει πρὸς αὐτόν· Πῶς, Δέσποτα;
Καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ὥσπερ περιετμήθην, ἵνα τὸν νόμον πληρώσω, βαπτίζομαι ἵνα τὴν χάριν κυρώσω. Ἐὰν μέρος πληρώσω, καὶ μέρος καταλείψω, κολοβὸν καταλιμπάνω τὴν οἰκονομίαν· δεῖ με πάντα πληρῶσαι, ἵνα μετὰ ταῦτα γράψῃ Παῦλος· Πλήρωμα νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες, Ἰωάννη, τὴν τοῦ ὕδατος φύσιν ἁγιασθῆναι· δεῖ με πάντα πληρῶσαι. Εἰ μὴ ἐγὼ ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, οὐ καταδέξεται βασιλεὺς ὑπὸ ἱερέως πτωχοῦ βαπτισθῆναι. Ἄφες ἄρτι, ἄφες ἄνωθεν τὸν Πατέρα ἐπιβοῆσαι, Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἵνα μὴ ἄρχωνται οἱ Ἰουδαῖοι λέγειν υἱὸν τοῦ τέκτονος, ἀλλὰ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἄφες ἄρτι· μὴ ἀντίβαινε τῷ Ἀδάμ· δεύτερος Ἀδὰμ γέγονα, τὸν ἐκείνου ῥύπον τῶν πλημμελημάτων ἐκπλῦναι θέλων· εἰ μὴ ἐγὼ βαπτισθῶ, πῶς ἐκεῖνος καθαρισθήσεται; Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τριάκοντα ἐτῶν βαπτίζομαι, τὸν ἐκείνου χρόνον ἐκδεχόμενος, ἵνα τῷ ἐκείνου τὸ ἐμὸν κυρωθῇ. Ἄφες ἄρτι, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου· Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Καὶ ἦν ἰδεῖν θεωρίαν φρικώδη.
Ἥψατο μὲν τῆς κορυφῆς τοῦ Δεσπότου σύντρομος ὁ Ἰωάννης· ἄνωθεν δὲ οὐρανῶν ἀνοιχθέντων, κατεσκόπουν ἄγγελοι τὸ γενόμενον· Πνεύματος δὲ χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς τῇ τοῦ Δεσπότου κεφαλῇ προσφοιτῶσα, τὴν τοῦ Ἰωάννου δεξιὰν παρωθεῖτο. Εἱστήκει δὲ τὸ πλῆθος ἀπορούμενον ἐπὶ πλέον, καὶ τὸ, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους λαλοῦν. Εἶτα ὡς ἀποκρινάμενος τοῖς πλήθεσι, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους ζητοῦσιν, ἐβόησεν ὁ Πατὴρ, λέγων· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε. Βοᾷ τὴν εἰς τὸν Υἱὸν ὁ γεννήτωρ φιλοστοργίαν, ἵνα μάθῃς τὴν τοῦ Κτίστου περὶ τὸν κόσμον διάθεσιν, ὅτι τοιοῦτον ὑπὲρ τῶν τοιούτων δούλων Υἱὸν ἀπέδωκεν, ὑπὲρ μισουμένων τὸν ποθούμενον, ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν τὸν ἀναμάρτητον, ὑπὲρ ἀδόξων τὸν ἔνδοξον.
Δοξάσωμεν οὖν τὸν ἐπιφανέντα Δεσπότην σὺν τῷ Πατρὶ, καὶ τὸν Υἱὸν, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νῦν, καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή:Θρησκευτικά
Τριπλή εορτή σήμερα! Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, Ουρανοφάντορος. Και κοντά σ’ αυτές τις δύο γιορτές υπάρχει θα λέγαμε και η πολιτική εορτή της ενάρξεως του νέου πολιτικού έτους, η πρωτοχρονιά και η πρωτομηνιά, η οποία όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία για όλους μας, πνευματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία κοσμική εορτή και να κάνουμε κι εμείς τα του κόσμου. Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της σημερινής ημέρας, το μεν Ευαγγέλιο του Όρθρου, από το κατά Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο, ορίστηκε εξ αιτίας της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου· και εκεί, όσοι ήσαν το πρωί στον Όρθρο, άκουσαν ότι ο Χριστός μάς ομίλησε για τον καλό ποιμένα, ποιος είναι ο καλός ποιμήν· κι ότι τα πρόβατα ακούν τη φωνή του καλού ποιμένος, ενώ του κακού ποιμένος την φωνήν ως ξένου, ως αλλοτρίου, δεν την ακούν. Αλλοτρίω δε, ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν (Ιωάν., 10, 5). Και ορίστηκε αυτή η περικοπή, διότι καλός ποιμήν, κατ’ εξοχήν, καθ’ υπερβολήν μέγας ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο εορταζόμενος σήμερα άγιος, ο Μέγας Βασίλειος.
Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Κυριακής έχουν σχέση με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας, η οποία βέβαια δεν αναπτύσσεται εκτενώς μέσα στο Ευαγγέλιο· όπως ακούσαμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας είπε ότι συμπληρώθηκαν οι οχτώ ημέρες του περιτεμείν το παιδίον (Λουκ., 2, 21) και ότι οδήγησαν στο ναό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά από οκτώ ημέρες και εκεί έγινε η περιτομή, όπως προέβλεπε ο Μωσαϊκός νόμος και συγχρόνως του έδωσαν και το όνομα Ιησούς, κατά την περιτομήν, το οποίο ήδη είχε αναγγείλει ο Άγγελος.
Η Αποστολική περικοπή, από την προς Κολασσαείς επιστολή, έχει κι αυτή σχέση με την περιτομή, κάνει λόγο για την περιτομή την χειροποίητο, αυτήν την οποίαν υπέστη και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την Ιουδαϊκή περιτομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από μας τους χριστιανούς. Γνωρίζετε όλοι ότι κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας μας έγινε πολύ μεγάλο ζήτημα, ανάμεσα στους ιουδαΐζοντας χριστιανούς και στους μη ιουδαΐζοντας, αν θα έπρεπε και οι χριστιανοί, και εμείς, να περιτεμνόμαστε· κάποιο διάστημα μάλιστα και ο Απόστολος Πέτρος παρασύρθηκε και υποστήριζε και αυτός ότι πρέπει όλοι μας να περιτεμνόμαστε, όπως οι Ιουδαίοι, και τον ήλεγξε αυστηρώς ο Απόστολος Παύλος και τελικώς η Α’ Αποστολική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49-50 μ.Χ., αποφάσισε ότι δεν πρέπει οι χριστιανοί να τηρούν τη διάταξη αυτή του Μωσαϊκού νόμου και να περιτεμνόμαστε. Αυτά όμως είναι εισαγωγικά.
Αυτό το οποίο σήμερα εδώ επέλεξα να σας αναπτύξω εν ολίγοις, είναι κάτι που έχει σχέση με την αποστολική περικοπή, η οποία είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αλλά έχει σχέση επίσης και με μία νοοτροπία, η οποία έχει καλλιεργηθεί στις ημέρες μας, νοοτροπία και συνήθειες, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούσαν οι χριστιανοί στις Κολοσσές και τις οποίες συνήθειες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος. Και οι συνήθειες αυτές τις οποίες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος είναι ότι, ενώ είχαν γίνει πολλοί χριστιανοί, εξακολουθούσαν να τηρούν διατάξεις παλαιές, να παρασύρονται από την κοσμική νοοτροπία κι από τον κοσμικό τρόπο διαβιώσεως και ζωής, κι έτσι ουσιαστικώς να μην τηρούν όσα προβλέπει το Ευαγγέλιο, όσα προβλέπουν οι εντολές του Κυρίου.
Ακούσατε λοιπόν πριν από λίγο, ότι μας είπε ο Απόστολος Παύλος Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν (Προς Κολασ., 2, 8). Να προσέχετε, λέγει, να μην υπάρξει κάποιος ο οποίος θα σας ξεγελάσει, θα σας παρασύρει με την φιλοσοφία αλλά και με την ψεύτικη απάτη, όπως επίσης και κατά τα στοιχεία του ανθρώπου, του κόσμου, κατά τις συνήθειες του κόσμου και ου κατά Χριστόν. Διότι στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα σωματικώς κι εμείς είμαστε γεμάτοι από το Χριστό, και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, κι όποιος είναι γεμάτος από το Χριστό δεν έχει ανάγκη να γεμίζει και από τις κοσμικές συνήθειες και από τις κοσμικές εορτές. Και στη συνέχεια μας κάνει λόγο για την περιτομή την αχειροποίητο εν ω περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω· έχουμε υποστεί κι εμείς οι χριστιανοί μία περιτομή, σε μας όμως δεν απέκοψαν τμήμα του δέρματός μας, όπως στη σωματική περιτομή τη χειροποίητο, αλλά σε μας περιέκοψαν τα αμαρτήματα, το σώμα της αμαρτίας εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού αυτή είναι η δική μας αχειροποίητος περιτομή, ότι με το βάπτισμά μας απεκδυόμεθα τα αμαρτήματά μας, κόπτονται τα αμαρτήματά μας· και περισσότερο ότι αυτή την περιτομή εμείς την κάνουμε πράξη στη ζωή μας, περικόπτοντας όχι σωματικό μέρος, αλλά περικόπτοντας τις αμαρτίες μας. Αυτή λοιπόν εδώ η περικοπή του Αποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι όντως έχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, η οποία εξακολουθεί και η οποία επιδεινώνεται τις ημέρες αυτές των εορτών και κατά την ημέρα της σημερινής εορτής. Δεν ξέρω αν και σε άλλες χρονιές ήταν και σε μας το εκκλησίασμα τόσο αραιωμένο, πάντοτε ήταν αραιωμένο διότι οι περισσότεροι ξενυχτούν, πολλοί από το εκκλησίασμα το δικό μας έχουν φύγει και βρίσκονται αλλού, αλλά παρατηρώ κάθε χρόνο ερχόμενος το πρωί στην εκκλησία ότι η Πρωτοχρονιά είναι η μόνη μέρα που η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη αυτοκίνητα, σαν να είναι καθημερινή. Τις Κυριακές που έρχομαι υπάρχει ησυχία, ξεκουράζονται όλοι, κοιμούνται τις Κυριακές, δεν παν στην εκκλησία· τώρα κυκλοφορούν, κυκλοφορούν, κυκλοφορούν και γιατί κυκλοφορούν; Διότι τη νύχτα ξενυχτούν, διότι υπάρχει αυτή η εσφαλμένη αντίληψις ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι αυτή την ημέρα· τα στοιχεία του κόσμου, κατά την παράδοση των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Θεόν· κι ότι πρέπει να γλεντήσουμε τη βραδιά αυτή της Πρωτοχρονιάς, να ξεδώσουμε, να χαρούμε, εις τρόπον ώστε αν αυτή η μέρα μας πάει καλά, όλες οι άλλες ημέρες θα πάνε καλά. Πολλές φορές αναφέρθηκα σ’ αυτή την κακή πρόληψη, την κακή δεισιδαιμονία και είπα ότι ο χρόνος μας και η ζωή μας αγιάζεται όχι παρατηρώντας μήνας και καιρούς και ενιαυτούς, όχι βλέποντας αν την 1η του μηνός θα πάμε καλά ή αν την 1η της χρονιάς, του έτους, θα πάμε καλά, αλλά αγιάζοντας τη ζωή μας με την αρετή.
Υπάρχει επίσης και μια άλλη συνήθεια και νοοτροπία κοσμική, η οποία και αυτή κυριαρχεί αυτές τις ημέρες, η ευχή –πολλές φορές το έχω πει κι αυτό, ας το επαναλάβω- η ευχή «Χρόνια πολλά». Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, αφού και όλοι μας, κι εγώ από συνήθεια, όπου βρεθώ λέω «Χρόνια πολλά», τι να πω; Και για να μειώσω λίγο αυτή την ευχή, που δεν είναι χριστιανική ευχή το «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλά και ευλογημένα»· τουλάχιστον να είναι ευλογημένα, να μην είναι απλώς «χρόνια πολλά», αλλά να είναι ευλογημένα, να είναι κατά Χριστόν τα «χρόνια πολλά». Και η άλλη ευχή «πάνω απ’ όλα υγεία»· όπου βρεθείς «πάνω απ’ όλα υγεία», υγεία, υγεία, υγεία, υγεία να έχετε, πάνω απ’ όλα υγεία. Κι όλοι εύχονται για μακροημέρευση, εις έτη πολλά, για χρόνια πολλά, να είσαι γερός, να ζήσεις, να χαρείς, να είσαι υγιής… Όλα αυτά, αγαπητοί μου, είναι στοιχεία του κόσμου, είναι παραδόσεις ανθρώπων, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, και δεν είναι χριστιανική νοοτροπία, δεν είναι χριστιανική διδαχή, δεν προκύπτουν όλα αυτά από το Ευαγγέλιο, δεν προκύπτουν από τη ζωή των Αγίων, δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν είναι παράδοση των Αγίων Πατέρων.
Σχετικώς λοιπόν με αυτά σήμερα, ήθελα να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, λέγοντας γενικώς τα εξής: κατά την Πίστη, της Εκκλησίας μας στο σχέδιο του Θεού ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ένα ον, το οποίο θα ζούσε αιωνίως, όχι απλώς χρόνια πολλά, θα ζούσε αιωνίως ο άνθρωπος· δεν θα υπήρχε ούτε το γήρας, ούτε η φθορά, ούτε ο θάνατος, αλλά θα είχαμε μία αιώνια ζωή. Και το Ευαγγέλιο μας λέει ότι αυτή την αιώνιο ζωή πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας, διότι αυτή η αιώνιος ζωή μπορεί ξανά να κερδηθεί. Την χάσαμε αυτή τη ζωή στον Παράδεισο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή η αιώνιος ζωή είναι μπροστά μας· γιατί λοιπόν να κοιτάζουμε και να ενδιαφερόμαστε εδώ για τα «χρόνια πολλά», πόσο θα ζήσουμε και να μην ενδιαφερόμαστε για την αιώνια ζωή, την ατελεύτητη ζωή και να ευχόμαστε, όπως πολλές φορές έχω πει, «Καλό Παράδεισο»! Πού να ευχηθείς «Καλό Παράδεισο»; Θα θεωρηθεί αυτό ότι αυτό είναι μία ευχή, που λες να πεθάνει: «Καλό Παράδεισο», άντε να πεθάνεις τώρα. Αλλά υπάρχει καλύτερη ευχή; Σαν να του λες να κληρονομήσεις την αιώνια ζωή, να κληρονομήσεις τον Παράδεισο. Δεν υπήρχε λοιπόν στο σχέδιο του Θεού η φθορά και ο θάνατος και το γήρας. Ο Αδάμ και η Εύα δεν γεννήθηκαν βρέφη, για να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν· πλάστηκαν και δημιουργήθηκαν από το Θεό στην κατάσταση της νεότητος, για να μείνουν αιώνια νέοι και αθάνατοι και να φτάσουν στην αγήρω μακαριότητα, στην αγήραστη ευφροσύνη της αιωνίου ζωής. Η εμφάνιση όμως του κακού, της αμαρτίας, η ανυπακοή και ο εγωισμός του ανθρώπου απέναντι του Θεού ανέτρεψαν αυτόν τον αρχικό σχεδιασμό και οδήγησαν το Θεό σε προσαρμογή του σχεδίου, στις νέες πλέον συνθήκες της αμαρτίας, τις οποίες συνθήκες δημιούργησε ο άνθρωπος. Αν ο άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι αθάνατος, μετά από την αμαρτία, θα διαιώνιζε το κακό στην ύπαρξή του και θα έδινε στο κακό αιώνια υπόσταση. Για να μη γίνει, λοιπόν, το κακό αθάνατο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται ,πολύ ωραία φράση από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός δρώντας ευεργετικά και θεραπευτικά, επιτρέπει την εκδήλωση της φθοράς, του γήρατος, και του θανάτου με τη διαδικασία αυτή της φθοράς των κυττάρων του οργανισμού, για να διακοπεί η συνέχιση του κακού της αμαρτίας. Δεν υπάρχει ούτε μία ημέρα στη ζωή μας χωρίς αμαρτία. Γιατί ουδείς καθαρός από ρύπου, κι αν μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης. Γι’ αυτό η παράταση της ζωής, η μακροβιότητα, τα πολλά χρόνια, τα οποία ευχόμαστε όλοι μας και τα οποία οραματίζονται να επιτύχουν οι ιατροί με έρευνα κτλ, αν δεν συνοδεύονται όλα αυτά, η μακροβιότητα, τα χρόνια πολλά, αν δεν συνοδεύονται και από προσπάθεια τελειοποιήσεως στην αρετή και στην αγιότητα, αν είναι απλώς χρόνια πολλά κι όχι χρόνια άγια, χρόνια ενάρετα είναι επιζήμια, γιατί παρατείνουν τη διάπραξη της αμαρτίας και του κακού και οδηγούν σε συσσώρευση αμαρτιών. Όσο πιο πολύ ζούμε, όσο πιο πολλά χρόνια ζούμε, τόσο πιο πολλές αμαρτίες συγκεντρώνουμε και συσσωρεύουμε.
Αυτή η νέα, λοιπόν, θεώρηση του χρόνου της ζωής, σε σχέση με την αρετή και με την αγιότητα, άλλαξε ριζικά την αξιολόγηση όλων αυτών, της μακροβιότητος, της ευχής «χρόνια πολλά» και στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική Παράδοση. Από την Αγία Γραφή να σας σημειώσω εδώ, μόνον, αυτό που κι άλλη φορά και στο Αρχονταρίκι κάτω είπαμε, ότι εκεί ο Απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του, τι λέει για την ζωή μας; Ελάτε, λέει, εσείς που προγραμματίζετε για αύριο και μεθάυριο, όπως προγραμματίζουμε όλοι μας: το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε εκείνο, ας πάμε εδώ και ας πάμε εκεί, ας κάνουμε το χρόνο αυτό εκείνο και το άλλο. Ποία γαρ η ζωή υμών; Πώς σχεδιάζετε, λέει, εσείς για όλα αυτά, το χρόνο αυτό θα κάνουμε αυτό, το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, να ζήσουμε χρόνια πολλά. Ποία γαρ η ζωή υμών; ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη. Τι είναι η ζωή μας; Η ζωή μας είναι ένας ατμός, μία ατμίς, η οποία ξαφνικά εμφανίζεται όπως ο ατμός και σε λίγο εξαφανίζεται, αυτός ο ατμός. Μας λέει λοιπόν, κι άλλη φορά το είπαμε, αντί να λέμε θα κάνουμε αυτό κι αυτό κι αυτό τα χρόνια που θα ζήσουμε, να λέμε εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσομεν και ποιήσομεν και ζήσομεν ετούτο και εκείνο.
Και σε πολλά άλλα χωρία η Αγία Γραφή μας ομιλεί για το πόσο η ζωή μας είναι σύντομη, ο καιρός συνεσταλμένος εστί (Α’ Κορινθ., 7, 29). Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει στην Πατερική Παράδοση κι επειδή σήμερα γιορτάζει ο Μέγας Βασίλειος, ιδιαίτερα από τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, θέλω να παρουσιάσω μερικές σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό, σχετικά με το θέμα αυτό της μακροβιότητος και του γήρατος και του θανάτου. Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι υπάρχουν γέροντες -όλοι ευχόμαστε να φθάσουμε στη γεροντική ηλικία και ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, φτάνει αυτό; – υπάρχουν γέροντες λέει, οι οποίοι με την αμαρτωλή ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν το γήρας και αποδεικνύονται αφρονέστεροι και των νηπίων ακόμη· ενώ αντιθέτως υπάρχουν νέοι, οι οποίοι χωρίς να έχουν λευκές τρίχες, άσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σαν να ήσαν γέροντες και αξίζουν γι’ αυτό σεβασμού και τιμής αυτοί οι νέοι που συμπεριφέρονται ως γέροντες. Ενθυμείστε ότι ο Άγιος Σάββας, τον οποίον εδώ ιδιαιτέρως τιμούμε και τον εικονογραφήσαμε στις αγιογραφίες μας, τόσο συνετός ήταν από νεαράς ηλικίας είκοσι ετών, ώστε ο Μεγάλος Ευθύμιος τον ονόμαζε παιδαριογέροντα· παιδάκι, που είχε τη σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πλείον γαρ τω όντι εις πρεσβυτέρου σύστασιν της εν θριξίν λευκότητας το εν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εις τον προφήτην Ησαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, για να θεωρηθεί κανένας πρεσβύτερος, δεν είναι οι λευκές τρίχες, η λευκότητα στις τρίχες, αλλά είναι το εν φρονήσει πρεσβυτικόν, να είναι κανείς πρεσβύτης στη φρόνηση, στην αρετή και στην αγιότητα.
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τον χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικά απευθυνόμενος σε γέροντες, που αξίωναν σεβασμό, απλώς λόγω μόνον του γήρατος: «Η πολιά τότε αιδέσιμος, όταν τα της πολιάς πράττη. όταν δε νεωτερίζη, των νέων καταγελαστότερος έσται…» (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65). Οι γέροντες, λέει, τότε είναι σεβαστοί, όταν συμπεριφέρονται σαν γέροντες, όταν όμως νεωτερίζουν –και σκεφτείτε τώρα, που έχουν καταντήσει οι γέροντες της εποχής μας· οι γέροντες της εποχής μας έχουν εκτραπεί οι περισσότεροι τελείως, μ’ αυτήν τη συνήθεια των Κ.ΑΠ.Η. και τους γάμους των γερόντων σε μεγάλη ηλικία- τι να σεβαστούν σ’ αυτούς τους γέροντες; Οι οποίοι φτάνουν σε ηλικία 65 κι 70 και 80 ετών και σκέφτονται γάμους, είτε όντες εν χηρεία, είτε ακόμη από διαζύγια· αυτοί νεωτερίζουν, τι να σεβαστείς σ’ αυτούς τους γέροντες; Και γαρ την πολιάν τιμώμεν, ουκ επειδή το λευκόν χρώμα του μέλανος προτιμώμεν, τιμούμε, λέει, την πολιάν, τ’ άσπρα μαλλιά, όχι γιατί προτιμούμε το λευκό χρώμα από το μαύρο, αλλ’ ότι τεκμήριόν εστι της εναρέτου ζωής, το να είναι κανένας γέροντας σημαίνει πως είναι ενάρετος, και ορώντες από τούτου στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν, κι όπως βλέπουμε να είναι κανένας άσπρος απ’ έξω, τι ωραία εικόνα, σκεφτόμαστε και πως μέσα είναι κάτασπρος, είναι λευκός και στην ψυχή, και από τούτου στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν· τώρα πολλοί βάφουν τα μαλλιά τους, οι γέροντες, ακόμα και οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους, ενώ δέστε τι συμβολισμός είναι αυτός· τα άσπρα μαλλιά είναι σύμβολο της εσωτερικής καθαρότητος. Και από τούτου ορώντες στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν, την εσωτερική λευκότητα. Μη αξίου τοίνυν διά την πολιάν τιμάσθαι, όταν αυτήν αυτός αδικής (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μην αξιώνεις λοιπόν να τιμάσαι για τα λευκά μαλλιά, όταν εσύ τα αδικείς. Αυτή, λοιπόν, η αντιμετώπιση αποσυνδέει τον άνθρωπο από τα σωματικά γνωρίσματα και τον αξιολογεί με βάση τα πνευματικά γνωρίσματα. Κι έτσι η Αγία Γραφή μας λέει πως μπορεί κανένας να είναι διαρκώς νέος, να υπάρχει διαρκής νεότης· μη σκέφτεστε τα χρόνια πολλά, τα χρονολογικά, τα αστρονομικά έτη, τα πολιτικά έτη, μη σας νοιάζει αυτό, μπορεί να υπάρξει διαρκής νεότης, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Υπάρχει πολιά σφριγώσα και γήρας ακμάζον· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός, νενεύρωτο ο τόνος της πίστεως, ακόμη, λέει, κι αν γεράσει κανένας μπορεί να είναι νέος· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός; Ατόνησε η σάρκα; Μπορεί να νευρωθεί ο τόνος της Πίστεως. Και επικαλείται γι’ αυτό, το παράδειγμα του πατριάρχου Αβραάμ, ο οποίος ενώ στη νεότητά του δεν είχε πνευματικές επιτυχίες – αυτό είναι για όλους μας που βρισκόμαστε σε μεγάλη ηλικία, μπορούμε και σε μεγάλη ηλικία να έχουμε πνευματικές επιτυχίες. Ο πατριάρχης Αβραάμ ξέρετε σε τι ηλικία εκλήθη από τον Θεόν; Σε ηλικία 75 ετών. Μεγαλύτερος από μένα– από την ηλικία των 75 ετών ο πατριάρχης Αβραάμ έκανε αυτά που έκανε και διέπρεψε ως άγιος και ως πατριάρχης. Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στον Αβραάμ, ο οποίος σε τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε τόσο πολλά, τοιαύτα γαρ της Εκκλησίας τα κατορθώματα, ότι η ατονία του σώματος ουδέν λυμαίνεται την προθυμίαν της πίστεως· το σώμα αν είναι άτονο, αυτό δε σημαίνει πως και η πίστις μπορεί να ατονήσει. Κόσμος γαρ Εκκλησίας πολιά κατεσταλμένη, και πίστις επτερωμένη και εν τούτω χαίρει η Εκκλησία μάλλον, η Εκκλησία χαίρεται πιο πολύ αν κάποιος στην Πίστη, στην ψυχή του είναι επτερωμένος, όχι αν το σώμα του είναι υγιές και ζωντανό. Επί μεν γαρ των έξω πραγμάτων ο γέρων άχρηστος, έξω στον κόσμο λέει ότι ο γέροντας είναι άχρηστος. Αλλ’ ου τα της Εκκλησίας τοιαύτα, στην Εκκλησία δεν ισχύει αυτό, αλλ’ όταν γηράσωσιν οι εν αρετή διάγοντες, τότε μάλλον χρήσιμοι καθίστανται· ου γαρ σαρκών ευτονία, αλλά πίστεως επίτασις ζητείται όταν λοιπόν γεράσουν οι άνθρωποι και διάγουν εν αρετή, τότε είναι περισσότερο χρήσιμοι. (Λόγος εις τον μακάριον Αβραάμ 1, PG 50, 737-738).
Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή άλλωστε, πολλές φορές το ακούμε στα αναγνώσματα, ιδιαίτερα στους εσπερινούς, μας λέγει γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον· γιατί εύχεστε να ζήσετε πολλά χρόνια; Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται· ούτε τα γηρατειά μετρώνται με το πόσων ετών είναι κανένας, καυχόμαστε μερικοί, εγώ είμαι 80, 85 ετών, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστί φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. (Σοφία Σολομώντος, 4, 8) Από την Αγία Γραφή, από την Παλαιά Διαθήκη είναι αυτό, η πολιά λέει, το γήρας είναι η φρόνησις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος και τα γεράματα φαίνονται από τον ακηλίδωτο βίο.
Υπάρχουν νέοι, οι οποίοι κατορθώνουν σε λίγα χρόνια την αρετή και την τελειότητα κι είναι έτοιμοι γι’ αυτό να εισέλθουν στην αιωνιότητα. Τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς, (Σοφ. Σολ. 4, 13), υπάρχουν νέα παιδιά, τα οποία φεύγουν σε ηλικία 20-25 ετών κι ήταν ήδη άγια, τα παιδιά αυτά· δεν ισχύει γι’ αυτούς το «χρόνια πολλά», πολύ καλύτερα όμως που έφυγαν σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία· οι άγιοι δεν επιθυμούν να έχουν πολυχρόνια ζωή στον παρόντα βίο, χρόνια πολλά και χρόνια πολλά, οι άγιοι βιάζονται να φύγουν, να παν στην αιώνια ζωή, εκεί είναι ο κλήρος μας· και επείγονται και βιάζονται να αποθάνουν, για να είναι μαζί με τον Χριστό, αισθάνονται εδώ ως πάροικοι και ως παρεπίδημοι, ως μετανάστες και ζητούν να τελειώσει ο χρόνος αυτός της παροικίας, για να κατοικήσουν στον μόνιμο και κατάλληλο χώρο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει ένα δύο καταπληκτικά κείμενα γύρω από το θέμα, κι άλλη φορά σας έχω μνημονεύσει, ας τα υπενθυμίσω απλώς τώρα. Απευθυνόμενος προς τους νέους ο Μέγας Βασίλειος τους λέγει τα εξής: ότι εμείς, λέγει, παιδιά μου –άντε να τα πεις τώρα αυτά στα νέα παιδιά· ελάχιστοι νέοι είναι που ακούν αυτόν τον λόγο, τα παιδιά μας απόψε βρισκόταν τα περισσότερα στις καφετέριες και στα μπαρ κι εδώ κι εκεί- εμείς, λέει, παιδιά μου, τον ανθρώπινον τούτον βίον ουδέν είναι χρήμα παντάπασιν υπολαμβάνουμεν, θεωρούμε ότι αυτή η ζωή, την οποίαν εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε, να ζήσουμε, να ζήσουμε πολλά, ν’ απολαύσουμε αυτή τη ζωή, ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι εμείς αυτή τη ζωή δεν την εκτιμούμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318). Τίποτα από τα θεωρούμενα αγαθά αυτής της ζωής δεν έχει αξία, γιατί έχει χρονικό τέλος. Κι ονομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, όχι η καταγωγή μας, δεν είναι μεγάλο πράγμα, οὐκ ἰσχὺν σώματος, όχι να έχουμε δυνατό σώμα, οὐ κάλλος, όχι ομορφιά, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, όλα αυτά δεν τα κρίνουμε ούτε άξια ευχής. Εμείς όμως αντίθετα ευχόμαστε «Χρόνια πολλά», να καλοπεράσουμε, να ζήσουμε, να είμαστε υγιείς, τα σώματά μας να είναι ισχυρά, ουδέ ευχής άξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ή βλέπουμε σ’ αυτούς οι οποίοι τα έχουν και τους ζηλεύουμε· αλλά τι κάνουμε εμείς; Να τι κάνουμε, που έλεγα η αιώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Εμείς, η δική μας η προοπτική, των χριστιανών, δεν είναι μικρή και στενή, δεν περιορίζεται εδώ σ’ αυτή τη ζωή αλλ’ επί μακρότερον πρόιμεν ταις ελπίσι, πηγαίνουμε πολύ μακριά με τις ελπίδες μας και τα κάνουμε όλα για την αιώνια ζωή. Αυτό από τον «Λόγο προς τους νέους».
Υπάρχει επίσης κι ένα άλλο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, από ένα θαυμάσιο λόγο «Εις το πρόσεχε σεαυτώ», το οποίο επέλεξα ακριβώς γιατί κάνει λόγο γι’ αυτά που συζητούμε την ημέρα αυτή, για την μακροημέρευση, να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μακροημερεύσουμε. Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος, εξηγώντας της Παλαιάς Διαθήκης το «Πρόσεχε σεαυτώ», να προσέχεις τον εαυτό σου. Τι σημαίνει, λέει, αυτό το «πρόσεχε τον εαυτό σου»; Μή τη σαρκί πρόσεχε, μη νομίζεις όταν λέει η Αγία Γραφή πρόσεχε σεαυτώ, ότι λέει να προσέχουμε την υγεία μας, τη σάρκα μας. Μή τη σαρκί πρόσεχε, μηδέ το ταύτης αγαθόν εκ παντός τρόπου δίωκε· και ποιο είναι το αγαθό της σαρκός; Εμείς πάνω απ’ όλα η υγεία· μην προσέχετε την υγεία, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Υγείαν και κάλλος και ηδονών απολαύσεις, και μακροβίωσιν· μηδέ χρήματα και δόξαν, και δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μη τα θαυμάζετε αυτά, ούτε την υγεία, ούτε την μακροημέρευση, ούτε τίποτα, μην τα θαυμάζετε όλα αυτά· τι να κάνομε όμως; Υπερόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου. Τα σαρκικά αφήστε τα, γιατί είναι προσωρινά, να φροντίζεται για την ψυχή σας που είναι αθάνατη.
Και υπάρχει επίσης ένα πολύ ωραία χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου, αφού σήμερα γιορτάζει, εδώ να το υπενθυμίσουμε. Ο Μέγας Βασίλειος, στο «Λόγο προς τους νέους» λέγει γι’ αυτή τη μακροημέρευση και για το να φτάσουμε σε πολύ γεροντική ηλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά- λέει: Εγώ δε καν το Τιθωνού τις γήρας, καν το Αργανθωνίου λέγη, καν το του μακροβιωτάτου παρ’ ημίν Μαθουσάλα, εγώ λέει, ακόμα κι αν με παρουσιάσει κανένας τα γηρατειά του Τιθωνού, από την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αυτό, ή του Αργανθωνίου, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία, αν μου φέρει κανείς σαν παράδειγμα ακόμη και τον Μαθουσάλα – μαθουσάλεια χρόνια – ος χίλια έτη, τριάκοντα δεόντων, βιώναι λέγεται, ο οποίος λέγεται ότι έζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μείον τριάκοντα, καν σύμπαντα τον αφ’ ου γεγόνασιν άνθρωποι χρόνον αναμετρή, κι αν μετρήσει όλο το χρόνο αφ’ ότου έγιναν οι άνθρωποι, ως επί παίδων διανοίας γελάσομαι, εγώ για όποιον σκέφτεται έτσι, να φτάσει να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει χρόνια πολλά, εγώ θα τον περιπαίξω σαν να είναι παιδί, εις τον μακρόν αποσκοπών και αγήρω αιώνα, γιατί εγώ βλέπω στον μακρόν αιώνα, τον ατελεύτητο, ακόμα και χίλια χρόνια να ζήσει κανένας δεν είναι τίποτε μπροστά στον αιώνα τον αγήρω και αιώνιο, ου πέρας ουδέν έστι τη επινοία λαβείν, ου μάλλον γε η τελευτήν υποθέσθαι της αθανάτου ψυχής, ο οποίος δεν έχει τελειωμό. (Προς τους νέους 8, PG 31, 588.).
Σήμερα, λοιπόν, αγαπητοί μου, που γιορτάζουμε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος κάνει αυτές τις θαυμάσιες σκέψεις και που όλοι μας παρασυρμένοι από τη νοοτροπία αυτή την κοσμική, ευχόμαστε «Χρόνια πολλά» και «πάνω απ’ όλα υγεία», ας ξανασκεφτούμε ότι όλα αυτά είναι κοσμική νοοτροπία, ανθρώπινες παραδόσεις, δεν είναι κατά Χριστόν. Ο Θεός θέλει η ζωή μας να είναι γεμάτη αρετή και αγιότητα, είτε σύντομη, είτε μακρά· η μακρινή ζωή δεν μας προσφέρει τίποτε περισσότερο, εκτός αν, η μακρινή ζωή από τον Θεόν δίδεται για να βοηθήσουμε τους άλλους ανθρώπους. Και η μόνη μας επιδίωξη πρέπει να είναι, όχι εδώ τα χρόνια πολλά, αλλά η αιώνιος ζωή, την οποία μακάρι κι εμείς να κληρονομήσουμε μαζί με τους αγίους. Αμήν.
Πηγή: (Απομαγνητοφωνημένο Κύρηγμα, Πηγή και Απομαγνητοφώνηση: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου), Η άλλη όψη
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι μοναδικός καί ἀσύγκριτος, ὅπως ἀποδεικνύεται σέ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του. Εἶναι ὁ μόνος πού ἦταν γνωστός καί ἀναμενόμενος πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐμφάνισή του στή σκηνή τῆς Ἱστορίας. Ὑποσχέθηκε τήν ἔλευσή του ἀμέσως μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων μέ τό γνωστό «πρωτευαγγέλιον» (βλ. Γέ 3,15). Ὑπῆρξε ὄντως ἡ «προσδοκία ἐθνῶν» (Γέ 49,1), ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ἡ νοσταλγία καί ἡ λαχτάρα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας προσανατολίσθηκε πρός τό μέλλον, στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀνασύνδεση μαζί του καί τή λύτρωσή της. Ἡ προσμονή αὐτή ἄφησε ἔντονα ἴχνη σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἰδιαίτερα ὅμως στούς Ἰσραηλῖτες. Οἱ θεόπνευστοι προφῆτες ἐκεῖ κηρύττουν τόσο ἔντονα καί μέ βεβαιότητα τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, σάν νά πρόκειται γιά ἤδη βιωμένη πραγματικότητα.
Σαφής, ὅμως, καί ξεκάθαρη εἶναι ἡ προσδοκία καί στούς ἄλλους λαούς, Ἕλληνες, Ρωμαίους, Κινέζους, Ἰνδούς, Ἰρανούς, Αἰγύπτιους. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες θά ἀναφέρω ἐπιγραμ- ματικά τίς ἔξοχες φωνές, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων, πού σάν ἀστραπές προσπάθησαν νά σχίσουν τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, στό ὁποῖο κυλιόταν ὁ ἀρχαῖος εἰδωλολατρικός κόσμος, καί νά ἀναθερμάνουν τή γλυκειά ἀπαντοχή τοῦ Σωτήρα.
Ὁ μεγάλος τραγικός ποιητής Αἰσχύλος συνέγραψε τή θαυμάσια τριλογία «Προμηθεύς Πυρφόρος», «Προμηθεύς Δεσμώτης» καί «Προμηθεύς Λυόμενος», ἀπό τήν ὁποία διασώθηκε μόνον ἡ δεύτερη τραγωδία. Ὁ Προμηθέας, λέγει, ἁμάρτησε βαρύτατα, γιατί θέλησε νά γίνει ἴσος μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καταδικάζεται στήν τρομερή τιμωρία τῆς προσπασσάλωσής του σέ φαράγγι δυσχείμερο τοῦ ὄρους Καυκάσου. Ἕνας γύπας, γεννημένος ἀπό ἔχιδνα, πού κατά τό ἥμισυ ἦταν γυναίκα, καθημερινά πλησίαζε τόν δεσμώτη, βύθιζε τό ράμφος του μέσα στό στῆθος του καί κατέτρωγε τό ἧπαρ τοῦ Προμηθέα, τό ὁποῖο ἀναπληρωνόταν τή νύχτα. Ἀπό αὐτή τήν τραγική θέση ἐκφράζει πρός στιγμή τήν ἐλπίδα ὅτι θά συγχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δίκαιος, ἀλλά καί «μακρόθυμος». Λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ λυτρωτής του θά εἶναι τό παιδί τό ὁποῖο θά γεννηθεῖ ἀπό τήν παρθένο Ἰώ καί τόν Θεό, θά εἶναι υἱός Θεοῦ καί υἱός Παρθένου, δηλαδή θεάνθρωπος, καί θά γεννηθεῖ ὑπερφυσικά. Ὁ παρθενογέννητος αὐτός θεάνθρωπος θά ἐξαφανίσει τό κράτος τῶν παλαιῶν θεῶν. Ὁ Ἑρμῆς μάλιστα προλέγει στόν Προμηθέα:
«Καί μήν προσμένεις στό μαρτύριο αὐτό σου τέλος,
πρίν νά βρεθεῖ κανείς θεός πού νά θελήσει
νά πάρει ἐπάνω του τά πάθια σου καί πάει
στοῦ ἄφεγγου τ’ Ἅδη τ’ ἄραχλα βαθιά σκοτάδια».
Μιά ἁπλή ἀντιπαραβολή τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς εἰκόνας μέ τό 53ο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα ἀρκεῖ γιά νά μείνει κανείς ἔκπληκτος ἀπό τό θάμβος τῆς θείας Πρόνοιας, πού κυβερνᾶ τά πάντα καί ἡ ὁποία μέ τόσο θαυμαστό τρόπο προεξαγγέλλει τά θαυμάσια τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν θεάνθρωπο Λυτρωτή, προετοιμάζοντας ὅλο τόν κόσμο γιά τόν ἐρχομό του.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ Σωκράτη ἀσίγητη μένει ἡ προσμονή τοῦ Λυτρωτῆ καί ἀσίγαστη σιγοκαίει ἡ λαχτάρα γιά τήν ἔλευσή Του. Ἔτσι, ὁ μεγάλος φιλόσοφος μέ σαφήνεια ἐξαγγέλλει ἀπολογούμενος στούς δικαστές του: «Σέ πνευματικό λήθαργο θά εἶσθε, ἐάν ὁ Θεός φροντίζοντας γιά σᾶς δέν στείλει κάποιον ἄλλον πρός ἐσᾶς».
Ὁ Πλάτων στήν «Πολιτεία» του, μέ ἐνάργεια πού θυμίζει τό 40ό κεφάλαιο τοῦ μεγαλοφωνότατου προφήτη Ἠσαΐα, λέγει: «Χωρίς νά ἔχει κάμει ποτέ τήν παραμικρότερη ἀδικία, ἄς τόν θεωροῦν ὡς τόν χειρότερο κακοῦργο, γιά νά περάσει ἡ ἀρετή του ἀπό τίς μεγαλύτερες δοκιμασίες... Καί ἔτσι συμπεριφερόμενος ὁ δίκαιος θά μαστιγωθεῖ, θά ριχτεῖ στά σίδερα καί, ἀφοῦ περάσει ἀπ’ ὅλα τά βασανιστήρια, θά ἀνασκολοπιστεῖ». Τό χωρίο αὐτό ἤδη ἀπό τήν πρώτη χριστιανική γραμματεία θεωρήθηκε ὡς σαφῶς μεσσιανικό.
Καταπληκτική ἐπίσης γιά τό θέμα μας εἶναι καί ἡ μεταξύ Σωκράτη καί Ἀλκιβιάδη στιχομυθία στό ἔργο τοῦ Πλάτωνα «Ἀλκιβιάδης Δεύτερος», πού ἀφορᾶ στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ἀπό τή συζήτηση συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά περιμένει πότε θά φθάσει ὁ καιρός -καί δέν θά ἀργήσει- πού κάποιος θά τόν διδάξει πῶς πρέπει νά διάκειται ἀπέναντι στούς θεούς καί στούς ἀνθρώπους. Ὁ προφητικός αὐτός διάλογος βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή του στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (11ο κεφάλαιο). Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Χριστός ἀνταποκρινόμενος στό αἴτημα τῶν μαθητῶν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι», δίδαξε στήν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νά ζητεῖ, ὅταν γονατίζει μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα.
Στόν χῶρο τῶν Ρωμαίων ὁ Κικέρων, 50 χρόνια πρίν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, νοσταλγεῖ τήν ἐποχή πού θά κυβερνᾶ παντοῦ ἕνας Διδάσκαλος καί Κυρίαρχος, ὁ Θεός!
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία πρόρρηση τοῦ Βιργιλίου, πού διατυπώθηκε 41 χρόνια πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Στήν «4η Ἐκλογή» του μιλᾶ γιά τό θεῖο Παιδί, τό ὁποῖο θά ἐπαναφέρει στήν ἀνθρωπότητα τόν χρυσό αἰώνα, καί δέεται: «Ἐλθέ, πολυτίμητε Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μεγάλε Υἱέ τοῦ Ὑψίστου. Σέ λίγο φτάνει ἡ ἐποχή. Ρίξε τό βλέμμα σου στήν ἀνθρωπότητα, πού κλονίζεται ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Ρίξε τό βλέμμα σου καί δές πῶς τά πάντα σκιρτοῦν γιά τήν ἐποχή ἡ ὁποία σύντομα φτάνει!».
Καί σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα προσδεμένη στόν βράχο τῆς ἀποστασίας της ἀναζητεῖ ἐναγωνίως Λυτρωτή. Μοιάζει σπαρταρώντας νά κραυγάζει: «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρω 7,24). Καί φέτος, 2016 χρόνια μετά Χριστόν, θά ἀνοίξουν καί πάλι οἱ οὐρανοί, γιά νά ἀκουσθεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ἀγγελικό μήνυμα «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Δέν ἔχουμε παρά «ὅσοι πιστοί», ὅπως τότε οἱ ἀγραυλοῦντες ποιμένες καί οἱ ὁδοιποροῦντες μάγοι, νά σπεύσουμε στή φάτνη, νά βροῦμε καί ταπεινά νά προσκυνήσουμε τό θεῖο Βρέφος, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου καί προσωπικό μας Σωτήρα. Ἀμήν.
Πηγή: Ακτίνες
Ἐλᾶτε ὅλα τὰ ἔθνη, κάθε ἀνθρώπινη γενιά, καὶ κάθε γλώσσα, καὶ κάθε ἡλικία, καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ γιορτάσουμε μὲ ἀγαλλίαση τὴ γέννηση τῆς παγκόσμιας χαρᾶς. Γιατὶ ἂν οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ ψεύτικα δαιμονικὰ παραμύθια ποὺ ξεγελοῦν τὸ μυαλὸ καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἀλήθεια, κι᾿ ἂν ἀκόμα προσφέροντας ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν τιμοῦσαν γενέθλια βασιλιάδων, ποὺ τοὺς τυραννοῦσαν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ τιμοῦμε τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνώρθωσε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ ἄλλαξε τὴ λύπη τῆς πρώτης μας μητέρας, τῆς Εὔας, σὲ χαρά; Ἐκείνη ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: «Μὲ πόνους νὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου». Αὐτή: «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη». Ἐκείνη: «Στὸν ἄνδρα σου ἡ ὑποταγή σου». Αὐτή: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου».
Τί ἄλλο λοιπὸν ἀπὸ λόγο νὰ προσφέρουμε στὴ Μητέρα τοῦ Λόγου; Ὅλη ἡ κτίση ἂς γιορτάσει μαζί μας κι᾿ ἂς ὑμνήσει τὸν ἁγιασμένο καρπὸ τῆς ἁγίας Ἄννας. Γιατὶ γέννησε στὸ κόσμο παντοτινὸ θησαυρὸ ἀγαθῶν, δηλ. τὴν Παναγία. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς Παναγίας ὁ Πλάστης ξανάπλασε πρὸς τὸ καλύτερο ὁλόκληρη τὴν πλάση, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ἀφοῦ ὁ δημιουργικὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε συνάμα μ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας σὲ πνεῦμα καὶ σὲ ὕλη, εἶναι σύνδεσμος ὅλης της ὁρατῆς καὶ ἀόρατης δημιουργίας. Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν τὴν λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας, γιατὶ πῆρε τέλος γιὰ μᾶς ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν.
Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα; Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο», ἡ βάση καὶ τ᾿ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νάρθουν τὰ πιὸ μεγάλα.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιὸ ὑψηλὸς καὶ πιὸ θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπὸ τὴ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δὲν εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει αὐτὴ πρώτη. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπὸ τὴν Ἄννα, δὲν τολμοῦσε ἡ φύση νὰ καρποφορήσει πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἀλλὰ ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τὸν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».
Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὅλη ἡ κτίση σᾶς εὐγνωμονεῖ. Γιατὶ μὲ τὴ μεσολάβησή σας δώρισε ἡ πλάση στὸ Δημιουργὸ τὸ πιὸ ὑπέροχο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δῶρα· πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, ἄξια τοῦ Πλάστη. Εὐλογημένος εἶσαι Ἰωακείμ, ἀπ᾿ ὅπου βγῆκε τὸ ἀκηλίδωτο σπέρμα. Θαυμαστὴ μήτρα τῆς Ἄννας, ποὺ μέσα της ἀναπτύχθηκε σιγὰ-σιγά, σχηματίσθηκε καὶ γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, ποὺ κυοφόρησες μέσα σου τὸν ἔμψυχο οὐρανό, πλατύτερο ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν οὐρανῶν. Ἁλώνι, ποὺ κράτησες ἐπάνω σου τὴ θημωνιὰ τοῦ ζωοποιοῦ σιταριοῦ, ὅπως τὸ δήλωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἂν δὲν πέσει ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ στὴ γῆ καὶ πεθάνει, παραμένει ὁλομόναχος». Μαστοὶ ποὺ θηλάσατε ἐκείνη, ποὺ ἔθρεψε τὸν τροφοδότη τοῦ κόσμου. Θαυμάτων θαύματα καὶ παραδόξων παράδοξα. Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, ν᾿ ἀνοίξει μὲ τὰ θαύματα ὁ δρόμος, ἀπ᾿ ὅπου μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, ἀπὸ ἀγάπη, κατέβηκε κοντά μας ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σαρκωθεῖ.
Ἀλλὰ πῶς νὰ προχωρήσω περισσότερο; Τὸ μυαλό μου σαστίζει, φόβος καὶ λαχτάρα μὲ κυριεύουν. Ἡ καρδιά μου χτυπάει καὶ ἡ γλώσσα μου δέθηκε. Δὲν ἀντέχω στὴ χαρά, μὲ καταβάλλουν τὰ θαύματα, ὁ πόθος μὲ γεμίζει ἐνθουσιασμό. Ἂς νικήσει λοιπὸν ὁ πόθος, ἂς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἂς τραγουδήσει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος: «Ἂς χαροῦν οἱ οὐρανοὶ κι᾿ ἂς πηδήσει ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ γῆ».
Σήμερα ἀνοίγονται οἱ πύλες τῆς στειρώσεως, καὶ παρουσιάζεται θεϊκή, παρθενικὴ πύλη, ποὺ ἀπὸ μέσα της θὰ περάσει καὶ θὰ μπεῖ στὴν οἰκουμένη «σωματικὰ» ὁ Θεός, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ ἀκροατὴς τῶν ἀνέκφραστων μυστικῶν. Σήμερα ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ ξεφύτρωσε κλωνάρι, ποὺ πάνω του βλάστησε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου θεοϋπόστατο ἄνθος.
Σήμερα ἀπὸ τὴ γήινη φύση ἔφτιαξε οὐρανὸ πάνω στὴ γῆ, ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε παλιὰ δημιούργησε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τὸ στερέωμα καὶ τὸ ἀνέβασε στὰ ὕψη. Κι᾿ ἀληθινὰ ὁ οὐρανὸς αὐτὸς εἶναι πολὺ πιὸ θεϊκὸς καὶ πολὺ πιὸ καταπληκτικὸς ἀπὸ τὸν πρῶτο. Γιατὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε στὸν πρῶτο οὐρανὸ τὸν ἥλιο, θὰ ἀνατείλει ὁ Ἴδιος στὸ δεύτερο οὐρανό, ἥλιος δικαιοσύνης. Ἔχει δύο φύσεις, κι ἂς λυσσομανοῦν οἱ Ἀκέφαλοι· ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση, κι ἂς σκάσουν ἀπ᾿ τὸ κακό τους οἱ Νεστόριοι. Τὸ ἄναρχο φῶς, ποὺ ἔχει τὴν προαιώνια ὕπαρξή του ἀπὸ ἄναρχο φῶς, τὸ ἄυλο καὶ ἀσώματο, παίρνει σῶμα ἀπὸ γυναίκα καὶ «σὰν νυμφίος βγαίνει ἀπὸ νυφικὸ δωμάτιο», καί, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι Θεός, γίνεται ἔπειτα γήινος ἄνθρωπος. Σὰν «γίγαντας» θὰ τρέξει μὲ χαρὰ τὸ δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ πάθη θὰ προχωρήσει γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ δέσει τὸν ἰσχυρό, τὸ διάβολο, καὶ νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν περιουσία, τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, καὶ νὰ ξαναφέρει στὴν οὐράνια γῆ τὸ χαμένο πρόβατο.
Σήμερα ὁ «γιὸς τοῦ μαραγκοῦ», ὁ παντεχνίτης Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα, τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἔχοντας, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν δάχτυλά του, ἀκονίσει τὸ στομωμένο σκεπάρνι τῆς φύσεως, ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔμψυχη σκάλα, ποὺ ἡ βάση της στηρίζεται πάνω στὴ γῆ καὶ τὸ κεφάλι της ἀκουμπάει στὸν οὐρανό, ποὺ πάνω της ἀναπαύεται ὁ Θεός, ποὺ τὴν εἰκόνα της ἀντίκρισε ὁ Ἰακώβ. Ἀπ᾿ αὐτὴ ἀφοῦ κατέβηκε, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του ὁ Θεός, πιὸ σωστὰ ἀφοῦ ταπεινώθηκε, «φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ» καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ ὅλα λοιπὸν σημαίνουν ἡ κατάβαση, ἡ συγκαταβατικὴ ταπείνωση, ἡ πολιτεία του πάνω στὴ γῆ, τὴν πιὸ βαθιὰ γνώση, ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
Πάνω στὴ γῆ στηρίχθηκε ἡ νοητὴ σκάλα, ἡ Παρθένος· γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ γῆ· καὶ ἡ κεφαλή της φθάνει στὸν οὐρανό. Ἡ κεφαλή, βέβαια, κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄνδρας· γιὰ τὴν Παρθένο ὅμως μία καὶ δὲν γνώρισε ἄνδρα, ἔγινε κεφαλή της ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἀφοῦ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε συμφωνία μὲ τὴν Παρθένο κι ἀφοῦ ἔστειλε σὰν κάποιο θεϊκὸ πνευματικὸ σπόρο, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, τὴν παντοδύναμη δύναμή Του. Πραγματικὰ μὲ τὸ εὐλογημένο θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε ὑπερφυσικά, χωρὶς μεταβολή, ὁ Λόγος σάρκα, ὄχι μὲ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ξεπερνώντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ «κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας». Γιατὶ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γίνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅποιος μπορεῖ ἂς τὸ καταλάβει. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσει».
Ἂς ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις. Ἄνθρωποί μου, ἡ θεότητα εἶναι ἀπαθής, δὲν παθαίνει ἀλλοιώσεις. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν πρώτη φορὰ γέννησε ἀναλλοίωτα μὲ τρόπο φυσικό, γεννάει ἀναλλοίωτα τὸν ἴδιο Υἱὸ γιὰ δεύτερη φορὰ μὲ «κατὰ θεία οἰκονομία». Καὶ εἶναι μάρτυρας ὁ Δαβίδ, ὁ προπάτορας τοῦ Θεοῦ, λέγοντας: «Ὁ Κύριος εἶπε σὲ μένα. Ἐσὺ εἶσαι Υἱός μου, ἐγὼ σήμερα σὲ γέννησα». Αὐτὴ ἡ λέξη «σήμερα» δὲν ἔχει θέση στὴν προαιώνια γέννηση, γιατὶ ἡ γέννηση ἐκείνη βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Σήμερα χτίζεται ἡ πύλη ποὺ κοιτάει στὴν ἀνατολή, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Χριστὸς «θὰ μπεῖ καὶ θὰ βγεῖ», ἀφήνοντάς την κλεισμένη· στὴν πύλη αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ θύρα τῶν προβάτων». «Ἀνατολὴ» εἶναι τὸ ὄνομα Ἐκείνου, ποὺ μᾶς ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἀρχιφωτο Πατέρα. Σήμερα φύσηξαν χαρᾶς πνοές, προμηνύματα τῆς παγκόσμιας Χαρᾶς.
Ἂς χαμογελᾶ πάνω ὁ οὐρανός, κι᾿ ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρὰ της κάτω ἡ γῆ, ἂς πάλλεται ἡ θάλασσα τοῦ κόσμου. Μέσα της γεννιέται τὸ κογχύλι, τὸ στρείδι, ποὺ μὲ τὴν ἀστραπὴ τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὰ οὐράνια θὰ συλλάβει στὰ σπλάχνα του, καὶ θὰ γεννήσει τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στρείδι θὰ βγεῖ ὁ «δοξασμένος βασιλιάς», ντυμένος τὴν πορφύρα τῆς σάρκας, ποὺ ἀφοῦ ἐπισκεφθεῖ τοὺς αἰχμαλώτους θὰ διακηρύξει τὴν ἀπελευθέρωσή τους.
Ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ φύση· γεννιέται ἡ ἀμνάδα, ἡ προβατίνα, ποὺ ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ βοσκὸς θὰ ντύσει τὸ πρόβατο, καὶ θὰ ξεσχίσει τὸ ροῦχο τῆς παλιᾶς θανατικῆς καταδίκης μας. Ἂς χορεύει ἡ παρθενία, ἀφοῦ γεννήθηκε ὅπως εἶπε ὁ Ἡσαΐας παρθένος, ποὺ θὰ «συλλάβει στὴν κοιλιά της καὶ θὰ γεννήσει υἱό, ποὺ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ», ποὺ σημαίνει «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας», μάθετε τὸ καλὰ Νεστόριοι κι᾿ ἀναγνωρίστε τὴν ἥττα σας. «Εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί μας»! Ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἀπεσταλμένος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος θἄρθει καὶ θὰ μᾶς σώσει. «Εὐλογημένος Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε μπροστά μας».
Ἂς γιορτάσουμε γιὰ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου. Χαμογέλασε Ἄννα, «στείρα ποὺ δὲν γεννοῦσες, ξέσπασε σὲ κραυγὲς χαρᾶς, ξεφώνισε, σὺ ποὺ δὲν δοκίμαζες τῆς γέννας πόνους». Πήδησε ἀπ᾿ τὴ χαρά σου Ἰωακείμ, ἀπὸ τὴ θυγατέρα σου «γεννήθηκε τὸ παιδί μας», ὁ υἱὸς ποὺ μᾶς δόθηκε δῶρο καὶ τ᾿ ὄνομά του λέγεται «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, δηλ. ἀγγελιοφόρος ποὺ φέρνει τὸ μεγάλο θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, Θεὸς δυνατός», ἡ σωτηρία ὅλου του κόσμου. Ἂς ντροπιαστεῖ ὁ Νεστόριος, κι ἂς κλείσει μὲ τὸ χέρι του τὸ στόμα. Τὸ παιδὶ εἶναι Θεός, πῶς δὲν θάναι Θεοτόκος αὐτὴ ποὺ τὸ γέννησε; «Ἂν κάποιος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγία Παρθένο ὡς Θεοτόκο, βρίσκεται χωρισμένος ἀπ᾿ τὸν Θεό». Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου λόγια, ἂν καὶ τὰ λέω ἐγώ. Τὰ πῆρα, θεολογικὴ κληρονομιά, ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Θεολόγο Γρηγόριο.
Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, κι ἀληθινὰ ἁγνότατο. Ἀπ᾿ τὸν καρπὸ τῶν σπλάγχνων σας γίνατε γνωστοί, καθὼς εἶπε ὁ Κύριος κάπου: «Θὰ τοὺς γνωρίσετε καλὰ ἀπὸ τοὺς καρποὺς ποὺ θὰ κάνουν». Μὲ τὴ ζωή σας δώσατε χαρὰ στὸ Θεὸ καὶ γίνατε ἄξιοι τῆς κόρης ποὺ γεννήσατε. Ζώντας τὴ ζωή σας μὲ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα καρποφορήσατε τὸ στολίδι τῆς παρθενίας, παρθένο προτοῦ νὰ γεννήσει, παρθένο τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε, καὶ παρθένο ἀφοῦ γέννησε, τὴ μοναδικὴ ποὺ μένει καὶ σὲ νοῦ καὶ σὲ ψυχὴ καὶ σὲ σῶμα πάντοτε παρθένος.
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει, ἡ παρθένος ποὺ βλάστησε ἀπ᾿ τὴ δική σας ἁγνότητα νὰ γεννήσει σωματικὰ τὸ μονάκριβο, μονογέννητο φῶς, μὲ τὴν εὐδοκία ἐκείνου ποὺ τὸ γέννησε ἀσώματα. Φῶς ποὺ δὲν γεννάει, ἀλλὰ πάντοτε γεννιέται ἀπὸ φῶς, ποὺ ἡ γέννηση εἶναι ἡ ξεχωριστὴ προσωπική του ἰδιότητα.
Σὲ πόσα θαύματα καὶ σὲ πόσες συμφωνίες ἔγινε ἐργαστήριο αὐτὴ ἡ Κόρη! Ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ στείρα, γέννησε μὲ τρόπο παρθενικὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἕνωσε θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα, πόνο καὶ ἀπάθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἔτσι σ᾿ ὅλα τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλύτερο.
Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική μου σωτηρία, Δέσποτα. Τόσο πολὺ μ᾿ ἀγάπησες, ὥστε μ᾿ ἔσωσες ὄχι μὲ ἀγγέλους, οὔτε μὲ κάποιο ἄλλο δημιούργημα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἐσὺ ὁ ἴδιος μὲ ἔπλασες τὴν πρώτη φορά, ἔτσι πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐργάσθηκες καὶ γιὰ τὴν ἀνάπλασή μου. Γι᾿ αὐτὸ χορεύω καὶ λέω μεγάλα λόγια καὶ νιώθω μεγάλη χαρά, καὶ ξαναγυρίζω πάλι πίσω στὴ πηγὴ τῶν θαυμάτων καὶ πλημμυρισμένος μὲ τὸ νάμα τῆς εὐθυμίας, ἁρπάζω τὴν κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θεϊκὸ ὕμνο τραγουδῶ στὴ γέννησή της.
Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ζευγάρι λογικὰ τρυγόνια σωφρονέστατο! Ἐσεῖς, μὲ τὸ νὰ κρατήσετε τὸ φυσικὸ νόμο τῆς σωφροσύνης, ἀξιωθήκατε μὲ δῶρα ὑπερφυσικά· γεννήσατε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνέγγιχτη ἀπὸ ἄνδρα. Ἐσεῖς, ἀφοῦ ζήσατε μὲ εὐσέβεια καὶ ὁσιότητα μέσα στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, γεννήσατε τὴν ἀνώτερη ἀπὸ ἀγγέλους Κόρη, τὴν Κυρία τῶν ἀγγέλων.
Ὦ Κόρη, πανέμορφη καὶ γλυκύτατη. Κρίνο ποὺ ξεφύτρωσες ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴν πιὸ εὐγενικὴ καὶ βασιλικὴ ρίζα τοῦ Δαβίδ. Χάρη σὲ Σένα, Παρθένε, πλουτίσθηκε ἡ βασιλεία μὲ τὴν ἱεροσύνη. Χάρη σὲ Σένα μετακινήθηκε ὁ νόμος καὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ πνεῦμα, ποὺ κρυβότανε κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα, ἀφοῦ ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία πέρασε ἀπὸ τὴ λευιτικὴ στὴ δαβιτικὴ φυλή. Ρόδο (τριαντάφυλλο), ποὺ ξεφύτρωσες μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια τῶν Ἰουδαίων, καὶ πλημμύρισες μὲ τὸ θεϊκό σου ἄρωμα τὰ σύμπαντα. Κόρη τοῦ Ἀδὰμ καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένη ἡ μέση καὶ τὰ σπλάγχνα ἀπ᾿ ὅπου βλάστησες.
Εὐλογημένη ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ σὲ κράτησε καὶ τὰ χείλη ποὺ ἀπολαύσανε τὰ ἁγνά σου φιλιά, δηλ. τὰ χείλη τῶν γονιῶν σου μονάχα, γιὰ νὰ μείνεις πάντοτε, σ᾿ ὅλα παρθένος.
Σήμερα ἀρχίζει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. «Δοξολογῆστε τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ, τραγουδῆστε καὶ χορέψτε καὶ παῖξτε τὰ ὄργανα»! Φωνάξτε δυνατά, φωνάξτε, μὴ φοβάστε, γιὰ χάρη μας γεννήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγία Προβατικὴ Πύλη, ἀπ᾿ ὅπου καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρε πάνω του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Σκιρτῆστε βουνά, λογικὲς φύσεις, ποὺ μὲ λαχτάρα ὑψώνεστε στὶς κορυφὲς τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Γεννιέται τὸ ἀστραποβόλο ὅρος τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἀγγελικὸ ὄρος καὶ κάθε ἀνθρώπινη μεγαλοσύνη, ἀπ᾿ ὅπου εὐδόκησε ν᾿ ἀποκοπεῖ σωματικὰ τὸ ἀχειροποίητο ἀγκωνάρι, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ὁ Χριστός, ἡ μία ὑπόσταση, ποὺ ἕνωσε τὰ πρὶν χωρισμένα, τὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸ σαρκικὸ Ἰσραὴλ σ᾿ ἕνα καὶ μόνο πνευματικὸ Ἰσραήλ. «Ὄρος τοῦ Θεοῦ, γεμάτο ἀπὸ δῶρα, γεμάτο πλούτη, πλούσιο ὅρος, τὸ ὄρος ποὺ πάνω του καταδέχθηκε νὰ κατοικεῖ ὁ Θεός». Τὸ «ἅρμα τοῦ Θεοῦ» ἀγγελοκυκλωμένο μὲ χίλιες – μυριάδες θεοχαριτωμένα χερουβὶμ καὶ σεραφίμ. Ἡ πανάγια κορυφή, ποὺ ξεπερνάει τὸ Σινᾶ, ποὺ δὲν σκεπάζει καπνὸς καὶ σκοτεινιά, θύελλα καὶ τρομερὴ φωτιά, ἀλλὰ ἡ ἀστραφτερὴ λάμψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Στὸ Σινᾶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε, μὲ δάχτυλο τὸ Πνεῦμα, νόμο σὲ πέτρινες πλάκες. Στὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὸ αἷμα της σαρκώθηκε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ παρέδωσε λυτρωτικὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας φύση τὸν Ἑαυτό του. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τὸ μάννα. Ἐδῶ στὴν Παναγία Αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ γλυκύτητα στὸ μάννα. Ἂς σκύψει τὸ κεφάλι ἡ περίφημη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἔφτιαξε στὴν ἔρημο ὁ Μωυσῆς, ἀπὸ πολύτιμα καὶ λογιῶν – λογιῶν ὑλικά, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ ἡ σκηνὴ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, μπροστὰ στὴν ἔμψυχη καὶ λογικὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔμψυχη αὐτὴ σκηνή, ἡ Παναγία, ὑποδέχθηκε ὄχι ἐνέργεια Θεοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο τὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ. Ἂς νιώσουν καλὰ πὼς σὲ τίποτα δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μαζί της ἡ «χρυσοσκέπαστη σ᾿ ὅλα της κιβωτὸς» καὶ ἡ χρυσὴ στάμνα ποὺ εἶχε τὸ μάννα καὶ ἡ ἑπτάφωτη λυχνία καὶ ἡ χρυσὴ τράπεζα τῆς προθέσεως κι ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ παλιά. Τὴν τιμή τους τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεικόνιζαν, σὰν σκιὲς τοῦ ἀληθινοῦ προτύπου.
Σήμερα καινούργιο βιβλίο ἑτοίμασε ὁ Λόγος – Θεός, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα καὶ ποὺ ἀνάβλυσε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ γραφτεῖ ὁ ἴδιος μέσα σ᾿ αὐτὸ σὰν μὲ κοντύλι, μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βιβλίο ποὺ δόθηκε σὲ γραμματισμένο ἄνδρα, καὶ δὲν τὸ διάβασε. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν γνώρισε τὴν Μαρία οὔτε τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου, ποὺ ἔκρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ποὺ ξέφυγες ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, καὶ τὰ φλογερὰ βέλη τοῦ πονηροῦ, ποὺ πέρασες τὴ ζωή σου στὸ νυφικὸ θάλαμο τοῦ Πνεύματος, καὶ κρατήθηκες ἀνέγγιχτη γιὰ νὰ γίνεις νύφη Θεοῦ, καὶ Μητέρα τοῦ ἀληθινοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Παναγία Κόρη, ποὺ φανερώθηκες πάνω στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας καὶ γέμισες φόβο τὶς δυνάμεις ποὺ ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Θεό.
Παναγία Κόρη, τὴν ὥρα ποὺ θήλαζες τὸ γάλα σὲ περιτριγύριζαν οἱ ἄγγελοι. Κόρη ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Θεό, δόξα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ γέννησαν. Θὰ Σὲ μακαρίζουν οἱ γενεὲς τῶν γενεῶν, ὅπως στ᾿ ἀλήθεια τὸ εἶπες προφητικά. Κόρη ἄξια του Θεοῦ, ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ἐπανόρθωση τῆς πρώτης μας μητέρας τῆς Εὔας. Μὲ τὴ γέννησή σου ἀναστήθηκε ἡ πεσμένη.
Ἀστραποβόλημα τῶν γυναικῶν. Ἂν ἡ πρώτη Εὔα, μπαίνοντας στὴ ὑπηρεσία τοῦ φιδιοῦ ἐναντίον τοῦ πρώτου μας πατέρα, τοῦ Ἀδάμ, ἔπεσε στὴν παράβαση, κι ἔτσι «ἦρθε στὸν κόσμο μας ὁ θάνατος», ἡ Μαρία ὑπηρετώντας μὲ ὑποταγὴ τὴ θεία βουλή, ξεγέλασε τὸ φίδι ποὺ μᾶς ξεγέλασε κι ἔφερε στὸν κόσμο τὴν ἀφθαρσία.
Ἀειπάρθενε Κόρη, ποὺ παιδοποίησες, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἄνδρα, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ γέννησες ἔχει πατέρα αἰώνιο. Κόρη, γέννημα τῆς γῆς, ποὺ βάσταξες στὴ θεομητορική σου ἀγκαλιὰ τὸν Πλάστη. Οἱ αἰῶνες παράβγαιναν στὸ τρέξιμο ποιὸς θὰ πρωτοπρολάβει νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴ γέννησή σου. Ἀλλὰ ἡ προκαθορισμένη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφτίαξε καὶ τοὺς αἰῶνες, νίκησε τὸ συναγωνισμὸ τῶν αἰώνων κι ἔγιναν οἱ τελευταῖοι αἰῶνες πρῶτοι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔλαχε νὰ γεννηθεῖς σ᾿ αὐτούς.
Εἶσαι πραγματικὰ ἡ πιὸ πολύτιμη ἀπ᾿ ὅλη τὴν πλάση, γιατὶ μόνο ἀπὸ σένα πῆρε μικρὸ μέρος ὁ Πλάστης τὶς ἀπαρχὲς τῆς δικῆς μας φύσεως. Σάρκα Του ἔγινε ἡ σάρκα σου, καὶ αἷμα Του τὸ αἷμα σου, καὶ γάλα ἀπὸ σένα θήλασε ὁ Θεός, κι ἑνώθηκαν τὰ χείλη σου μὲ τοῦ Θεοῦ τὰ χείλη. Ἀκατανόητα κι ἀνείπωτα θαύματα. Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων προγνώρισε ὅτι ἐσὺ ἄξια θὰ γίνεις τῆς ἀγάπης Του καὶ σ᾿ ἀγάπησε, κι ἀπὸ ἀγάπη σὲ προόρισε, καὶ «στοὺς στερνοὺς καιροὺς» σ᾿ ἔφερε στὸ φῶς καὶ σ᾿ ἀνάδειξε μητέρα καὶ τροφὸ τοῦ δικοῦ Του Υἱοῦ καὶ Λόγου.
Λέγουν πὼς τὰ ἀντίθετα γιατρεύουν τ᾿ ἀντίθετά τους, μὰ δὲν μπορεῖ τ᾿ ἀντίθετα καὶ νὰ γεννοῦν τ᾿ ἀντίθετά τους. Μολονότι κάθε πλάσμα ὑφαίνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἶναι, ἀντιμετωπίζοντας τ᾿ ἀντίθετά του – τὸ κατορθώνει βέβαια ἀπ᾿ τὸν πλοῦτο τῆς δύναμης ποὺ κλείνει μέσα στὴ φύση του. Κι ὅπως ἀκριβῶς «ἡ ἁμαρτία χρησιμοποίησε τὸ καλό, τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου, γιὰ τὸν θάνατό μου, κι ἔγινε ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλή», ἔτσι κι ὁ αἴτιος τῶν καλῶν, ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀντίθετό τους, τὸν θάνατο, κατεργάζεται γιὰ μᾶς τὸ καλό, ποὺ τοῦ εἶναι φυσικό. «Ἐπειδὴ ὅπου πλήθυνε ἡ ἁμαρτία, περίσσεψε ἡ χάρη».
Ἂν εἴχαμε φυλάξει τὴν πρώτη μας κοινὴ ζωὴ μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἀξιωνόμαστε τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τὴν πιὸ θαυμαστὴ ζωὴ μαζί Του. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτία, κριθήκαμε ἀνάξιοί της πρώτης μας κοινῆς ζωῆς μὲ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν κρατήσαμε τὸ δῶρο, ποὺ μᾶς δόθηκε. Ἀλλὰ μὲ τὴν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ ἐλεηθήκαμε καὶ μᾶς πῆρε πάνω του καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του, γιὰ νὰ γίνει πιὸ σίγουρη ἡ κοινὴ ζωὴ μαζί Του. Γιατὶ Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγκάλιασε καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήσει ἀδιάσπαστη τὴν ἕνωση. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε πόρνη καὶ γέννα τέκνα πορνείας, γι’ αυτὸ κι ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «πλανήθηκε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας», μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ τὸν ἔκανε λαὸ δικό του μὲ «δυνατὸ χέρι καὶ ψηλὸ βραχίονα», καὶ ποὺ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς σκλαβιᾶς τοῦ Φαραώ, καὶ τὸν πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, καὶ τὸν ὁδήγησε «μὲ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ στήλη φωτιᾶς κάθε νύχτα». Καὶ πῆρε στροφὴ ἡ καρδιά τους γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔγινε ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «μὴ λαὸς τοῦ Κυρίου», κι᾿ αὐτὸς ποὺ ἐλεήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐλεήθηκε, κι αὐτὸς ποὺ ἀγαπήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπήθηκε.
Γι᾿ αὐτὸ γεννιέται τώρα Παρθένος, ἀντίπαλος τῆς προγονικῆς πορνείας κι ἀρραβωνιάζεται μὲ τὸ Θεὸ τὸν ἴδιο, καὶ γεννᾶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν πρῶτα λαὸς τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν ἐλεημένος ἐλεήθηκε, κι ὁ μὴ ἀγαπημένος ἀγαπήθηκε. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὴ γεννιέται ὁ «ἀγαπητὸς Υἱὸς» τοῦ Θεοῦ, ποὺ σ᾿ αὐτὸν εὐδόκησε ὁ Πατέρας – Θεός.
«Ἀμπέλι καλοκλήματο» βλάστησε ἀπ᾿ τὴν Ἄννα, κι ἄνθισε σταφύλι ὁλογλυκό, πιοτὸ θεϊκό, νὰ τὸ πιοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ζήσουν στὸν αἰώνα. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔσπειραν «δικαιοσύνη» καὶ θερίσανε «καρπὸ ζωῆς». Φωτισθήκανε μὲ τὸ «φῶς τῆς γνώσεως» καὶ ψάξανε νὰ βροῦν τὸν Κύριο, καὶ τοὺς βρῆκε καρπὸς δικαιοσύνης.
Ἂς πάρει θάρρος ἡ γῆ καὶ «γεμίστε χαρὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σιῶν γιὰ τὸν Κύριο καὶ Θεό σας», γιατὶ πρασίνισε ἡ ἔρημος. Ἡ στείρα καρποφόρησε. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα σὰν μυστικὲς κορφὲς βουνῶν στάλαξαν γλύκα. Νιῶσε χαρά, εὐλογημένη Ἄννα, γιατὶ γέννησες κορίτσι. Γιατὶ αὐτὴ ἡ κόρη θὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πύλη τοῦ φωτός, πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ θὰ ἐξαφανίσει τὸ ἔγκλημα τῆς γυναίκας.
Τὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς κόρης «θὰ ἱκετεύσουν οἱ πλούσιοί του λαοῦ». Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ προσκυνήσουν οἱ βασιλιᾶδες τῶν ἐθνῶν προσφέροντας δῶρα. Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ ὁδηγήσεις στὸ Θεό, στὸ βασιλιὰ τῶν ὅλων, ντυμένο στὰ «χρυσὰ κρόσσια» τὰ στολίδια τῶν ἀρετῶν, καὶ στολισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, κι «ἡ δόξα τῆς εἶναι μέσα της». Γιατὶ ἂν δόξα κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ στέκεται στὸ πλάι της, τῆς Παναγίας ἡ δόξα εἶναι ἀπὸ μέσα, ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων της.
Ὦ Κόρη ποθητὴ καὶ τρισευλογημένη· «εὐλογημένη μέσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σύ, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων σου». Κόρη, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, καὶ Μητέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν ὅλων, τοῦ Θεοῦ. Θεϊκὸ κι ὁλοζώντανο ἄγαλμα, ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε, ποὺ ἔχεις τὸ πνεῦμα σου θεοκυβέρνητο καὶ μόνο στὸ Θεὸ γυρνᾶς τὴν προσοχή σου. Κάθε σου πόθος στρέφει στὸν μόνο ποθητὸ κι ἀγαπημένο. Τὸ θυμό σου χύνεις μοναχὰ στὴν ἁμαρτία καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ γέννησε τὴν ἁμαρτία. Ζοῦσες ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φύση. Ὄχι ζωὴ δική σου, γιατὶ ἐσὺ δὲν γεννήθηκες γιὰ σένα.
Γιὰ τὸν Θεὸ λοιπὸν ζοῦσες, γι᾿ Αὐτὸν ἦλθες στὴ ζωή, Αὐτὸν πιστὰ νὰ ὑπηρετήσεις στὴν παγκόσμια σωτηρία, γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἡ «προαιώνια ἀπόφαση» τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας θέωση. Ὁ πόθος σου μὲ θεϊκὰ νὰ τρέφεσαι λόγια, καὶ μὲ τὸ χυμό τους νὰ δυναμώνεις, σὰν «ἐλιὰ ὁλοκαρπη στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, σὰν δένδρο, ποὺ φυτεύτηκε στὴν ἀκροποταμιὰ» τοῦ Πνεύματος, σὰν δένδρο τῆς ζωῆς, ποὺ καρποφόρησε στὸν καιρὸ ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ταχθεῖ, Θεὸ ἐνσαρκωμένο, τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὰ πλάσματά Του ὅλα. Κρατᾶς κάθε λογισμὸ ποὺ τρέφει κι ὠφελεῖ τὴ ψυχή, καὶ ρίχνεις πέρα, πρὶν κἂν τὸ δοκιμάσεις, κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ σένα ἄχρηστο καὶ βλαβερό. Μάτια «στραμμένα πάντοτε στὸν Κύριο» βλέπουν τὸ αἰώνιο κι «ἀπλησίαστο φῶς».
Αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε τὸν θεϊκὸ λόγο κι εὐφραίνονται μὲ τὴν κιθάρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀπὸ μέσα τους πέρασε ὁ Λόγος γιὰ νὰ σαρκωθεῖ. Ὄσφρηση γοητευμένη μὲ τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀρωμάτων τοῦ Νυμφίου, ποὺ ἄρωμα θεϊκὸ ξεχύνεται ἐλεύθερα καὶ χρίει τὴν ἀνθρώπινή Του φύση. «Ἄρωμα ποὺ χύθηκε εἶναι τὸ ὄνομά σου» λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Χείλη ποὺ δοξολογοῦν τὸν Κύριο καὶ μένουν κολλημένα στὰ δικά Του χείλη. Ἡ γλώσσα κι ὁ οὐρανίσκος ποὺ ξέρουν νὰ διακρίνουν τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ ποὺ χορταίνουν μὲ τὴ θεϊκή τους γλυκύτητα. Καρδιὰ καθαρὴ κι ἀμόλυντη, ποὺ βλέπει καὶ ποθεῖ τὸν ἀόρατο Θεό.
Σπλάχνα, ποὺ μέσα τους κατοίκησε ὁ ἀχώρητος, καὶ στῆθος, ποὺ μὲ τὸ γάλα του, τράφηκε ὁ Θεός, τὸ παιδὶ Ἰησοῦς. Πύλη τοῦ Θεοῦ παρθενικὴ γιὰ πάντα. Χέρια, ποὺ κράτησαν τὸν Θεό, καὶ γόνατα, ποὺ ἔγιναν θρόνος ψηλότερος κι ἀπὸ τὰ χερουβίμ.
Μ᾿ αὐτὰ στερεώθηκαν τὰ «παράλυτα χέρια καὶ τ᾿ ἀδύναμα πόδια». Πόδια ὁδηγημένα μὲ τὸ φωτεινὸ λυχνάρι τοῦ θείου νόμου, τρέχουν ἀσταμάτητα πίσω του, ὥσπου κι τράβηξαν τὸν Ποθητὸ σ᾿ αὕτη ποὺ Τὸν ποθοῦσε. Ὁλόκληρη εἶσαι δωμάτιο νυφικὸ τοῦ Πνεύματος, πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν «εὐφραίνουν τὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ», τὰ κύματα δηλ. τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Πεντάμορφη καὶ πολυαγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀφοῦ ξεπέρασε τὰ χερουβὶμ κι ἀνέβηκε ψηλότερα κι ἀπὸ τὰ σεραφίμ, ἔγινε πραγματικά του Θεοῦ ἡ πολυαγαπημένη.
Θαῦμα, τὸ πιὸ τρανὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα! Γυναίκα νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ σεραφίμ, κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Θεὸς φανερώθηκε «λιγάκι πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους». Σιώπα, Σολομῶν πολύσοφε, καὶ μὴ λές: «Τίποτα καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο». Παρθένε θεοχαριτωμένη, ἅγιε ναὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ πνευματικὸς Σολομώντας, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, σ᾿ ἔχτισε καὶ σ᾿ ἔκανε κατοικία του, ναέ, ποὺ δὲν στολίζεσαι μὲ χρυσάφι κι ἄψυχες πέτρες, ἀλλὰ λαμποκοπᾶς ἀντὶ χρυσάφι Ἅγιο Πνεῦμα· κι ἀντὶ γι᾿ ἄλλα ἀκριβὰ πετράδια ἔχεις τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό, τὸν ἄνθρακα τῆς θεότητας.
Αὐτὸν παρακάλεσε ν᾿ ἀγγίξει τὰ χείλη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁγνισμένοι νὰ Τὸν ὑμνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνακράζοντας: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ», μία φύση τῆς θεότητας μὲ τρία πρόσωπα. Ἅγιος ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ποὺ εὐδόκησε μέσα σὲ σένα καὶ ἀπὸ σένα νὰ τελεσιουργηθεῖ τὸ μυστήριο, ποὺ εἶχε προκαθορίσει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες. Ἅγιος ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ὁ Μονογενής, ποὺ σήμερα ἐνεργεῖ τὴν γέννησή σου ἀπὸ στείρα μητέρα, γιὰ νὰ γεννηθεῖ αὐτὸς ποὺ ἦταν μονογενὴς ἀπὸ Πατέρα καὶ «πρωτογέννητος ἀπ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση», μονογενὴς κι ἀπὸ σένα Παρθένο Μητέρα, πρωτογέννητος «ἀνάμεσά σε πολλὰ ἀδέλφια», ἴδιος μ᾿ ἐμᾶς, Κοινωνὸς χάρη σὲ Σένα στὴ «δική μας σάρκα καὶ στὸ δικό μας αἷμα».
Ὡστόσο δὲν σ᾿ ἄφησε νὰ γεννηθεῖς κι ἐσένα μόνο ἀπὸ πατέρα ἢ μόνο ἀπὸ μητέρα, γιὰ νὰ κρατήσει τὸ προνόμιο τῆς μοναδικῆς γεννήσεως, ὁ μοναδικὸς σ᾿ ὅλα του μονογενής. Αὐτὸς εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ ὁ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ Πατέρα καὶ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ μητέρα. Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ μὲ τὴ δροσιὰ τῆς θεότητάς Του σὲ κράτησε σώα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά. Γιατὶ αὐτὸ προέλεγε αἰνιγματικὰ ἡ βάτος τοῦ Μωυσῆ.
Χαῖρε, πύλη προβατική, ἱερώτατε ναὲ τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, πύλη προβατική, προγονικὴ κατοικία τῆς βασίλισσας. Χαῖρε, πύλη προβατική, ποὺ ἤσουν κάποτε μαντρὶ τῶν προβάτων τοῦ Ἰωακείμ, τώρα ἡ οὐρανομίμητη Ἐκκλησία τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Πύλη, ποὺ κάποτε μία φορὰ τὸ χρόνο δεχόσουν τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταράσσοντας τὸ νερό, ἔδινε σ᾿ ἕναν ἄρρωστο τὴ δύναμη καὶ τὸν γιάτρευε.
Τώρα ἔχεις στρατιὲς ἀπὸ δυνάμεις ἀγγέλων, ποὺ δοξολογοῦν μαζὶ μὲ μᾶς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄβυσσο τῶν θαυμάτων, τὴ πηγὴ ποὺ γιατρεύει ὅλους τους ἀνθρώπους. Μητέρα Θεοῦ, ποὺ δέχθηκε ὄχι ἄγγελο ὑπηρέτη, ἀλλὰ τὸν Ἄγγελο τῆς μεγάλης βουλῆς, ποὺ κατέβηκε πάνω στὸ ἁπαλὸ μαλλὶ ἀθόρυβα σὰν ἄφθονη βροχὴ καλοσύνης, καὶ ξανάφερε σ᾿ ἀκλόνητη ὑγεία καὶ σ᾿ ἀγέραστη ζωὴ ὅλη τὴν ἀρρωστημένη μας φύση, ποὺ ὑποτάχθηκε στὴ φθορά. Χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ παράλυτός σου ἔτρεξε πηδώντας σὰν ἐλάφι.
Χαῖρε, τίμια προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ χάρη σου ν᾿ αὐξάνει.
Χαῖρε, Μαρία, γλυκύτατη Κόρη τῆς Ἄννας. Σὲ σένα μὲ παρασύρει πάλι ἡ λαχτάρα τῆς ἀγάπης. Πῶς ν᾿ ἀναπαραστήσω τὸ ὅλο σεμνότητα βάδισμά σου; Πῶς τὸ ντύσιμό σου; Πῶς τὸ χαριτωμένο πρόσωπό σου; Τὸ γεροντικό σου φρόνημα στὸ νεαρό σου σῶμα; Σεμνὸ ντύσιμο χωρὶς πολυτέλεια καὶ μαλθακότητα. Βῆμα συγκρατημένο, χωρὶς βιασύνη καὶ χωρὶς νωθρότητα.
Τὸ σοβαρὸ ὕφος, ποὺ γλύκαινε κάποια ἱλαρότητα, κρατημένο πάντα μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄντρες. Κι ἀπόδειξη ὁ φόβος ποὺ ἔδειξες μὲ τὴν ἀπροσδόκητη προσφώνηση τοῦ ἀγγέλου. Πρόθυμη κι ὑπάκουη στοὺς γονεῖς σου· κρατοῦσες τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως στὶς πιὸ μεγάλες ἀποκαλύψεις. Τὰ λόγια σου καλοσυνάτα ἔβγαιναν ἀπὸ ἤρεμη ψυχή.
Καὶ τί χρειάζονται τὰ πολλὰ λόγια, ἄξια νὰ κατοικήσει μέσα σου ὁ Θεός! Μὲ τὸ δίκιο τους σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές, ἐσένα τὴν πιὸ διαλεχτὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων. Καύχημα τῶν ἱερέων, ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν, στήριγμα βασιλιάδων, πολύκαρπη φυτὸ τῆς παρθενίας, γιατὶ ἀπὸ σένα ἁπλώθηκε πλατιὰ ἡ ὀμορφιὰ τῆς παρθενίας. «Ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σὺ εἶσαι ἡ εὐλογημένη κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι σ᾿ ἀναγνωρίζουν Θεοτόκο, καὶ μένουν στὴν κατάρα ὅσοι σ᾿ ἀρνιοῦνται.
Ἱερὸ ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, δεχτεῖτε ἀπὸ μένα τούτη τὴν ὁμιλία στὴ γέννηση τῆς Μαρίας. Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας καὶ Δέσποινά μου, δέξου τὰ λόγια τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου, ποὺ ὁ πόθος ὅμως τὸν καίει κι ἀπόκτησε Ἐσένα μοναδικὴ ἐλπίδα χαρᾶς, προστάτισσα τοῦ βίου του. Καὶ μεσίτριά του κοντὰ στὸν Υἱό σου καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία του.
Σκόρπισε πέρα τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ διάλυσε τὸ σύννεφο, ποὺ μοῦ σκοτίζει τὸ μυαλὸ καὶ τὸ παχὺ στρῶμα τῆς ὕλης. Σταμάτησε τοὺς πειρασμοὺς καὶ κυβέρνησε μ᾿ ἐπιτυχία τὴ ζωή μου, καί, παίρνοντάς με ἀπ᾿ τὸ χέρι, ὁδήγησέ με ψηλὰ στὴν οὐράνια εὐτυχία, καὶ στὸν κόσμο σου δῶσε δῶρο τὴν εἰρήνη. Καὶ σ᾿ ὅλους τους κατοίκους τῆς πόλεώς μας, τέλεια τὴν χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, μὲ τὶς παρακλήσεις τῶν γονιῶν σου κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς γίνει ἔτσι! Ἂς γίνει!
«Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μαζί σου, εὐλογημένη σὺ ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα μαζὶ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
« Μετέστη προς την ζωήν »
H ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, η αειπάρθενος Μαριάμ, αξιώθηκε να ζήσει την τιμιότερη ζωή, που έζησε ποτέ άνθρωπος! Γιατί μόνη Αυτή «εν γυναιξί» εξελέγη για να προσφέρει στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού τις μητρικές Της υπηρεσίες! Απέβη έτσι το Πρόσωπο της ευδοκίας αυτής της Αγίας Τριάδος! Κατέστη όντως το πιο κοντινό και στενό Πρόσωπο που συνεδέθη ποτέ με τον Κύριο του παντός!
Πρώτη Αυτή πληροφορή- θηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ για τη θεία υπόσταση του μέλλοντος να γεννηθεί εξ αυτής υπερφυώς, ότι δηλαδή θα είναι ο Υιός του Θεού. Και πρώτη Αυτή άκουσε από το αρχαγγελικό στόμα το όνομα, το όποιο θα είχε ως άνθρωπος: « Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν » ( Λουκ. α', 31).
Για εννέα μήνες Τον έφερε στα σπλάγχνα Της! Και όταν « ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» ( Λουκ. β', 7), με πόση στοργή θα έσκυβε επάνω Του και θα ατένιζε το θείο Βρέφος! Με πόση ευλάβεια θα Το κρατούσε στην αγκάλη Της και θα Το γαλουχούσε ως νήπιο!
Και ανέθρεψε ως παιδί το δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος η άσημη Κόρη της Ναζαρέτ! Παρακολούθησε κατόπιν όλη Του την άγια ζωή και δράση στον κόσμο. Έζησε την οδύνη του θείου Πάθους και του σταυρικού Του θανάτου ως ρομφαία, που διαπέρασε τα μητρικά Της σπλάγχνα! Αλλά και γεύτηκε η Παναγία μας την ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση της Ανάστασης του Υιού Της! Παραβρέθηκε στο θαύμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της ίδρυσης της Εκκλησίας στο υπερώο της Ιερουσαλήμ! Είδε και πληροφορήθηκε το θρίαμβο του Υιού Της με τη θαυμαστή εξάπλωση της Εκκλησίας στον κόσμο!
Τι απέμενε άραγε γι' Αυτήν πλέον; Πως μπορούσε να παραμένει ακόμα στη γη, η περισσότερο από όλους τους αγίους αγιασμένη, η Κεχαριτωμένη Μαρία; Γι' αυτό, όταν ήλθε η ώρα που ο Θεός ορίζει για κάθε άνθρωπο, το σώμα Της έμεινε χωρίς πνοή στο νεκρικό κρεβάτι! Και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας παρέδωσε το πνεύμα Της στα χέρια του Υιού Της!
Ναι. Και την Παναγία την επισκέφτηκε ο θάνατος!
Ο θάνατος! Ο κοινός κλήρος όλων εκείνων που φέρουν την ανθρώπινη φύση. Δεν κάνει εξαίρεση ούτε και σ' αυτούς τους άγιους του Θεού. Πως ήταν δυνατό, επομένως να εξαιρεθεί και η Θεοτόκος, καίτοι υπήρξε των αγίων αγιωτέρα και ενδοξότερα των ουρανίων δυνάμεων και τιμιωτέρα των Χερουβίμ;
Ο ιερός Δαμασκηνός -στο σχετικό λόγο για την Παναγία- μας παρουσιάζει τη Θεοτόκο όχι μόνο να αποδέχεται το θάνατο, αλλά και να επείγεται να συναντήσει το Μονογενή Της- γι' αυτό και Τον παρακαλεί να δεχθεί στα θεϊκά Του χέρια την « φίλην » σ' Αυτόν ψυχή Της. Γράφει ο άγιος Πατήρ: «Στα χέρια Σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίδω. Δέξου μου τη δική σου φίλη ψυχή, που άμεμπτη κράτησες. Σε Σένα και όχι στη γη το σώμα μου αφήνω. Φύλαξε το σώο εκείνο, το όποιο έκανες κατοικία, το οποίο διατήρησες παρθενικό και όταν γεννήθηκες. Πλησίον Σου πάρε με, για να κατοικήσω με Σένα και εγώ, με Σένα που είσαι των σπλάγχνων μου η φύτρα. Προς Σένα βιάζομαι να έλθω. Προς Σένα, ο Όποιος ήλθες και με επισκέφθηκες, χωρίς να χωρισθείς από τον Πατέρα Σου» (1).
Πόσο εκπληκτικό! Η Μητέρα της ζωής, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η μεγαλώνυμη Θεοτόκος, δέχεται νέκρωση!
Αλλά, γιατί η Κοίμηση της Θεοτόκου να είναι άξια και αφορμή απορίας; Ε άν ο Κύριος Ιησούς, που έγινε άνθρωπος, γεύθηκε το ποτήριο του θανάτου, πως να μη το γευθεί η Κόρη της Ναζαρέτ, που υπήρξε γυναίκα θνητή; Υπάρχει κανείς άνθρωπος, ο όποιος θα ζήσει επάνω στη γη και δεν θα πεθάνει;» (2) αναρωτιέται ο Προφήτης. Και ο απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει: «Επιφυλάσσεται σε κάθε άνθρωπο να πεθάνει μια φορά» (3).
Εξαιτίας των παραπάνω λόγων και η Παναγία γεύθηκε τον πικρό θάνατο. Διότι, όπως σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Εάν δεν υπάρχει, κατά το λόγιο, άνθρωπος, ο οποίος έζησε και δεν δοκίμασε θάνατο-άνθρωπος δε, και του ανθρώπου πέρα, και η υμνουμένη τώρα Παναγία, έχει δειχθεί βεβαίως τρανώς ό τι και Αυτή ξεπλήρωσε το ίδιο με μας νόμο της φύσεως, εάν όχι ίσα με μας, αλλά πάνω από μας» (4).
Αναντίρρητα, ο θάνατος είναι σκληρός. Αλλά από τη στιγμή που ο Χριστός νίκησε το θάνατο και ανέστη εκ νεκρών, ο θάνατος έπαυσε να προκαλεί τη φρίκη και την απόγνωση στους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο ο θάνατος των αγίων δεν είναι γεγονός θλιβερό. Είναι χαρά και αγαλλίαση, διότι καταργήθηκε πλέον το κράτος του θανάτου και η ανθρώπινη φύση ντύθηκε την αθανασία. «Εγώ ο άνθρωπος θεώθηκα», γράφει ο ιερός Δαμασκηνός, «απαθανατίσθηκα εγώ ο θνητός... διότι ξεντύθηκα το ένδυμα της φθοράς και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχθηκα την αλουργίδα της Θεότητας» (5).
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό γιατί θ άνατος της « ζωαρχικής Μητέρας» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε να μην ονομάζεται κάματος, αλλά «κοίμηση» και «θεία μετάσταση» και « εκδημία >> ή «ενδημία» προς τον Κύριο. Και εάν ακόμη λεχθή «θάνατος», όμως είναι θάνατος ζωηφόρος και «αρχή δευτέρας υπάρξεως», της αιωνίου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό (6).
Πότε κοιμήθηκε η Θεομήτωρ; Δεν γνωρίζομε. Η Καινή Διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για το πότε γεννήθηκε η κόρη της Ναζαρέτ, αλλ' ούτε και για το πότε απέθανε. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου έγραφε τα εξής σχετικά:
«Οι Γραφές δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για το τέλος της Θεοτόκου, ούτε εάν απέθανε, ούτε εάν δεν απέθανε1 ούτε εάν τάφηκε, ούτε εάν δεν τάφηκε » (7). Και προσθέτει χαρακτηριστικά ο αυτός πατήρ: «Αν απέθανε η αγία Παρθένος και τάφηκε, με τιμή η κοίμηση Της και με αγνεία η τελευτή και με παρθενία το στεφάνι. Αν δέχθηκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς έχει γραφεί "την καρδιά σου θα διαπεράσει μεγάλο και οδυνηρό μαχαίρι" και τότε μεταξύ των μαρτύρων η δόξα Της και το άγιο Της σώμα με μακαριότητα αναπαύθηκε» (8).
Οπωσδήποτε ο θάνατος της Μητροπάρθενης Κόρης δεν υπήρξε ένα άδοξο γι' Αυτή γεγονός. Αυτός ο ίδιος ο Υιός Της και Σωτήρας, κατά την ώρα της Κοίμησης της Μητέρας Του ήλθε « πρός τήν οἰκείαν λοχεύτριαν »· και «υπηρετεί με δεσποτικές παλάμες την παναγία και θεϊκωτάτη Μητέρα και υποδέχεται την ιερή ψυχή» (9). Συνοδευόμενος δε από όλους τους αγγέλους και τους άγιους την αναφέρει όχι απλώς στον ουρανό, αλλ' έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, στα επουράνια ’για των Αγίων.
Ο ιερός Δαμασκηνός περιγράφει με πολύ στοργικό και τρυφερό τρόπο αυτήν την υποδοχή της ψυχής της Παναγίας μας εκ μέρους του Υιού Της. Μας παρουσιάζει τον Κύριο Ιησού να προσκαλεί να έλθει κοντά Του η πάναγνη Μητέρα Του, της Όποιας η αρετή υπερβαίνει σε θελκτικότητα όλα τα αρώματα. Λέει , λοιπόν, ο Νυμφίος Χριστός στην Αειπάρθενο:
«Έλα, ευλογημένη μου Μητέρα, να ξεκουρασθείς. Σήκω, έλα κοντά Μου, η ενάρετη μεταξύ των γυναικών, διότι ο χειμώνας αφού παρήλθε, ήλθε η ώρα για να κόψουμε κλαδιά. Η ωραία κοντά Μου, και μώμος δεν υπάρχει σ ε Σένα. Η ευωδία των μύρων Σου ξεπερνά όλα τα αρώματα » (10) .
Και γεμάτος θαυμασμό για τη μετάσταση Της απορεί και γράφει: «Ω πως ο ουρανός υποδέχθηκε Αυτή, που υπήρξε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πως δέχθηκε ο τάφος Αυτήν, η οποία δέχθηκε τον Θεό! Ναι, Τη δέχθηκε, και Τη χώρεσε, διότι δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με το σωματικό Της όγκο- διότι πως ένα σώμα τριών πήχεων, που όλο και φυραίνει, θα μπορούσε να ξεπεράσει το πλάτος και το μάκρος του ουρανού; Με τη θεία χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, διότι το θεϊκό είναι πέραν από κάθε σύγκριση. Ω, το ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα» (11).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν παρευρέθηκαν στην εκδημία της Παναγίας μας βασιλείς και αυτοκράτορες. Δεν συνόδευσαν την πομπή οι πρίγκιπες και οι ηγεμόνες των κοσμικών βασιλείων. Παρίσταντο όμως «οι αυτόπται του Λόγου θεράποντες», οι άγιοι Απόστολοι! Το εκφράζει ο υμνωδός, όταν ψάλλει εκ μέρους της Θεοτόκου: « Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανή τῷ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μον, παράλαβέ μου τό πνεῦμα » (12).
Αλλά και στους αίνους ομολογούμε: « Ἐκ περάτων, συνέδραμον, Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, θεαρχίῳ νεύματι τοῦ κηδεύσαί Σε· καί ἀπό γῆς αἰρομένην Σέ πρός ὕψος θεώμενοι, τήν φωνήν τοῦ Γαβριήλ ἐν χαρά ἀνεβόων Σου, χαῖρε ὄχημα τῆς Θεότητος ὅλης, Χαῖρε, μόνη τά επίγεια τοῖς ἄνω τῷ τοκετῷ Σον συνάψασα» (13) .
Και ήταν φυσική αυτή η σύναξη -«εκ περάτων» της γης- των Αγίων Αποστόλων, με σκοπό να αποδώσουν την αρμόζουσα τιμή στην Πάναγνη Μητέρα του θείου Διδασκάλου τους. Και τούτο, διότι ο ενταφιασμός της Θεοτόκου μόνο των άξιων Αποστόλων ήταν καθήκον.
Έπρεπε να προπέμψουν οι οικείοι και οι μαθητές τη Μητέρα του Διδασκάλου. Αυτοί ενετύλιξαν το σεπτό σώμα Της με τη σινδόνα και το ενταφίασαν.
Αυτή η πράξη των αγίων Αποστόλων υπήρξε απόλυτα σύμφωνη και με την προτύπωση της Θεοτόκου με την Κιβωτό της Π. Διαθήκης και την ερμηνεία της. Γι' αυτό και ο ιερός Δαμασκηνός, υπενθυμίζοντας την προτύπωση, γράφει:
«Εσένα, την αληθινή Κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσαν στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την Κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή Σου, Σένα ακούμπησαν στον τάφο και Σένα έστειλαν με αυτόν, σαν να ήταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την "άνω Ιερουσαλήμ", τη μητέρα όλων των πιστών, αυτήν "που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός" (14).
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας - την οποία αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος, όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.) - κατέφθασε στη βασίλισσα Πουλχερία, μετά την ταφή της Αειπαρθένου Μαρίας, ένας από τους αγίους Αποστόλους, που δεν κατόρθωσε να είναι παρών την ήμερα της ταφής Της, και ζήτησε να προσκυνήσει το « θεοδόχον σώμα» Της. Τότε « ἤνοιξαν τήν σορόν », αλλά « τό μέν σῶμα Αὐτῆς τό πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν »· βρήκαν μόνο « τά ἐντάφια Αυτῆς ». Και αφού δοκίμασαν « ἄφατον εὐωδίαν ἠσφαλίσαντο τήν σορόν ». Γεμάτοι έκπληξη από « τό τοῦ μυστηρίου θαῦμα » σκέπτονταν αυτό μόνο: " Ὅπως ὁ Θεός Λόγος καί Κύριος τῆς δόξης εὐδόκησε «κατ' ἰδίαν ὑπόστασιν » να σαρκωθεί και να γίνει άνθρωπος « ἐξ Αὐτῆς » και να γεννηθεί με σάρκα, και όπως «μετά τόν τόκον » διαφύλαξε άφθορη την παρθενία Της, έτσι πάλι ο Ίδιος « εὐδόκησε καί μετά τήν ἐντεῦθεν ἀποβίωσιν » της Θεοτόκου να τιμήσει « τό ἄχραντον καί ἀ μίαντον σῶμα Της» με την αφθαρσία και την μετάθεση του στη αιωνιότητα «προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως» (15).
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ομιλεί όμως περί αναστάσεως της Θεοτόκου την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση Της. Λέγει το εξής:
«Το να αναστηθεί από των νεκρών η Παναγία και να αναληφθεί με το σώμα και να είναι ήδη ζωντανή στους ουρανούς το δεχόμαστε, διότι αυτό είναι « ἀσυγκρίτως θεομητροπρεπέστερον τοῦ νεκράν αὐτήν εἶναι », δηλαδή από του να μένει « τό ἄχραντο σῶμα Της νεκρόν » στην γη, « ὡς χωρισμένον τῆς ζωοποιούσης αὐτό ἁγιωτάτης ψυχῆς » (16).
Σεβόμενοι βέβαια την άποψη του αγίου Νικόδημου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας δεν δίδαξε ότι η Θεοτόκος ανελήφθη με το πανάσπιλο σώμα Της στον ουρανό και ότι μετέστη με αυτό στην αΐδιο δόξα και μακαριότητα. Διότι ούτε η Αγία Γραφή, ούτε η Αποστολική Παράδοση αναφέρουν το γεγονός αυτό. Για το γεγονός αυτό δίνουν διάφορες λεπτομέρειες μόνο τα Απόκρυφα, και αυτά τον τέταρτο αιώνα.
Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία «πρώτη μνεία» περί της Μεταστάσεως της Θεοτόκου γίνεται σε κάποιο λόγο, ο όποιος αποδίδεται «ψευδώς εις το Μόδιστον των Ιεροσολύμων (700)» (17).
Η γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε να γιορτάζεται από τον έκτο αιώνα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι τρεις λόγοι του ιερού Δαμασκηνού δεν αναφέρονται στη Μετάσταση, αλλά « εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Πανυμνήτου καί ὑπερενδόξου εὐλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας» (18).
Και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου -μένοντας πιστός στη σιωπή των Γραφών ως προς το τέλος της Θεοτόκου- αφήνει μετέωρη τη σκέψη μας ως προς το θέμα αυτό, ενώ παράλληλα εξηγεί τον πιθανό λόγο για τον όποιο ο Θεός θέλησε να ταφεί στην σιωπή το μυστήριο του θανάτου της Παναγίας μας. Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Επιφάνιος :
«Πέθανε η αγία Παρθένος και έχει θαφτεί, με τιμή αυτής η κοίμηση (...) με μαρτυρία η δόξα Της, και με μακαρισμούς το άγιο Της σώμα (...). Το τέλος Της κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά και εάν νομίζουν μερικοί ότι κάνουν λάθος, να ζητήσουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, και θα βρουν ότι δεν αναφέρεται ο θάνατος της Μαρίας. Ούτε εάν πέθανε, ούτε εάν δεν έχει πεθάνει· ούτε εάν έχει θαφτεί·(...) απλώς σιώπησε η Γραφή για το υπερβολικό του θαύματος, για να μην οδηγήσει σε έκπληξη τη διάνοια των ανθρώπων. Διότι εγώ δεν τολμώ να πω, αλλά σκεπτόμενος να ασκώ σιωπή(...) δεν λέω ότι έμεινε αθάνατη- αλλά δεν πείθομαι, εάν έχει πεθάνει. Διότι υπερέβαλε η Γραφή τη διάνοια την ανθρώπινη, και την άφησε μετέωρη για το σκεύος το τίμιο και εξοχότατο· για να μην υποπτευθεί κάποιος περί Αυτής σαρκικά πράγματα» (19).
Επιπλέον η Ορθόδοξη αγιογραφία εικονογραφεί την « Κοίμησιν της Θεοτόκου» και όχι την « ανάληψίν » Της. «Η Θεομήτορ ιστορείται νεκρά, εξαπλωμένη επί φερέτρου » (20).
«Τίμιος ὁ θάνατος τῶν ὁσίων ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» ( Ψαλμ. ριε', 6). Ομολογουμένως τιμιότατος υπήρξε ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το διαλαλεί η Παράδοση, η οποία παρουσιάζει την Παναγία μας να μεταβαίνει προς την πραγματική Ζωή με τη σεπτή Της Κοίμηση· και ενώ κυκλώνεται από το νέφος των ουρανίων Δυνάμεων και των αγίων Αποστόλων, παραδίδει την αγία και ακηλίδωτη ψυχή Της στον Υιό και Θεό Της. Κι οι εμπνευσμένοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ψάλλουν:
«Την Ζωήν ἡ κυήσασα, πρός τήν Ζωήν μεταβέβηκας, τῇ σεπτῇ Κοιμήσει Σον, τήν ἀθάνατον, δορυφορούντων ἀγγέλων Σοι, Ἀρχῶν καί Δυνάμεων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, καί ἁπάσης τῆς κτίσεως δεχόμενου τε ἀκηράτοις παλάμαις τοῦ Υἱοῦ Σον τήν ἀμώμητον ψυχήν Σον, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε » (21). .
Και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς κατά την ένδοξη γιορτή της Κοιμήσεως Της, διακηρύττουν την εγκόσμιο και υπερκόσμιο δόξα της Θεοτόκου:
« Τῇ ἐνδόξω Κοιμήσει Σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται, καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δέ εὐφραίνεται, ὠδήν Σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί, Τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἀπειρόγαμε Παναγία Παρθένε, ἡ τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένη προγονικῆς ἀποφάσεως » (22) .
Με πάλλουσα δε από συγκίνηση καρδιά κάθε ευσεβής πιστός μυστικά δέεται προς τη Μητέρα όλων των ανθρώπων: « Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σε ἀνατίθημι...».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) « Εἰς χεῖρας σου, τέκνον, τό πνεῦμα μου παρατίθημί · δέξαι μου τήν σήν φίλην ψυχήν, ἥν ἐτήρησας ἄ μεμπτον σοι τόν ἐ μόν σῶμα καί οὐ τῇ γῇ παραδίδω· φύλαξον σῶον, ὅ κατοικῆσαι ηὐδόκησας καί γεννηθείς παρθένον ἐτήρησας · πρός σέ μέ μετάστησον , ἵ ν ' ὅπου εἶ σύ, τῶν ἐμῶν σπλάγχνων τό κύημα, ἔσομαι κἀγώ σοι συνέστιος · πρός σέ γάρ ἐπείγομαι τόν πρός ἐμέ ἀδιαστάτως τοῦ Πατρός καταφοιτήσαντα » (Ρ. G. 96, 736).
(2). « Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὔκ ὄ ψεται θάνατον;» ( Ψαλμ. πη', 49).
(3). « Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν » (Εβρ. θ΄, 27).
(4). « Εἰ γάρ οὐκ ἐστί, κατά τό λόγιον, ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον ἄνθρωπος δε καί ἀνθρώπου ἐ πέκεινα καί ἡ νῦν ὑμνούμένη (η Παναγία), δέδεκται δήπου τρανῶς ὡς καί αὕτη τόν ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως εἰ καί μή καθ' ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ ' ὑπέρ ἡμᾶς » (Ρ G. 97, 1053).
(5). « Τεθέωμαι ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός ἠ θανάτισμαι, την φθοράν ἀπημφίεσμαι, τήν ἀ φθαρσίαν περίκειμαι τῇ περιβολῇ τῆς Θεότητος » (Ρ G . 96, 725).
(6). Ρ G 96, 716 ΑΒ C.
(7). « Ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν καί εὕρωσιν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται, οὔτε εἰ μή τέθαπται » (Ρ G 42, 716).
(8). « Ἤτοι ἄν ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος, καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις, καί ἐν ἀγνεία ἡ τελευτή καί ἐν παρθενίᾳ ὁ στέφανος· ἤτοι ἄν ἀνηρέθη, καθώς γέγραπται " καί τήν ψυχήν αὐτῆς διελεύσεται ρομφαῖα " ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαριστῷ τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα » (Ρ G 43, 737).
(9). « Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καί θειοτάτη οἵα μητρί λειτουργῶν τήν ἱεράν ψυχήν ὑποδέχεται » (Ρ G 96, 705).
(10). « Δεῦρο, εὐλογημένη μου Μήτηρ, εἰς τήν ἀνάπαυσίν μου ἀκούσασα. Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, ἡ καλή μου, ἡ καλή ἐν γυναιξίν, ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν, ὁ καιρός τῆς τομῆς ἔφθασε. Καλή ἡ πλησίον μου, καί μῶμος οὐκ ἐστίν ἐν σοι. Ὀσμή μύ ρων σου ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα » (Ρ G 96, 736).
(11). «Ὤ, πῶς οὐρανός ὑπεδέξατο τήν πλατυτέρα οὐρανῶν χρηματίσασαν·πῶς δέ τάφος τό τοῦ θεοῦ δοχεῖον ἐχώρησε · καί ἐδέξατο, καί κεχώρησεν. Οὐ γάρ σω ματικοῖς ὄγκοις οὐρανοῦ πλατύτερον χωρίον ἐγένετο · πῶς γάρ τό τρίπηχον τό ἀεί λεπτυνόμενον σῶμα, εὕρεσί τε καί μήκεσιν οὐρανοῦ παραβληθῆναι δυνήσεται ; Τῇ δέ χάριτι μᾶλλον διά ὕψους καί πλάτους τό μέτρον ὑ περηκόντισε " τό γάρ θεῖον ἀσύγκριτον. "Ὤ, ἱεροῦ καί θαυμαστοῦ καί σεβασμίου καί προσκυνητοῦ μνήματος» (Ρ G 96, 720).
(12). « Oἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ συναθροισθήκατε ἐδῶ στό χωρίο Γεσθημανῆ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβε μου τήν ψυχή».
(13). «Από τα πέρατα του κόσμου έτρεξαν οι πρόκριτοι Απόστολοι, με το νεύμα του Θεού για να Σε κηδεύσουν και από τη γη υψωμένη προς τα άνω, ενώ Την έβλεπαν, με την προσφώνηση του Γαβριήλ με χαρά Σε εφώναζαν Χαίρε όχημα όλης της Θεότητας" Χαίρε, μόνη που με τον τοκετό Σου σύναψες τα επίγεια με τα ουράνια».
(14). « Σέ τῶν Ἀποστόλων ὁ δῆμος τήν ἀληθῆ κιβωτόν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν ὤμων ἀράμενος, ὡς πάλαι ποτέ οἱ ἱερεῖς τήν τυπικήν κιβωτόν, καί ἐν τάφῳ θέμενοι δι' αὐτοῦ ὡς δι' Ἰορδανοῦ τινός ἐπί τήν ἀληθῆ τῆς ἐπαγγελίας παρέπεμπον γῆν, τήν ἄνω φημί Ἱερουσαλήμ, τήν πάντων τῶν πιστῶν μητέρα, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ρ G 96, 717-720).
(15). Ρ G 96, 741 Β, 728 C .
(16). Νικόδημου Αγιορείτου : « Ἑρτοδρόμιον », σελ. 653.
(17). Π. Ν. Τρεμπέλα: Δογματική τῆς Ὀ ρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Β' σελ. 215-216.
(18). Ρ G 96, 700, 721, 753.
(19). « Ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις (...) ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαρισμοῖς τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα (,..). Τό τέλος Αὐτῆς οὐδείς ἔγνω. Ἀλλά καί εἰ δοκοῦσί τίνες ἐσφάλθαι, ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν, καί εὕρωσιν ἄν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται· (...) ἁπλῶς ἐσιώπησεν ἡ Γραφή, διά τό ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἵνα μή εἰς ἔκπληξιν ἀγάγῃ τήν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ γάρ οὐ τολμῷ λέγειν, ἀλλά διανοούμενος σιωπήν ἀσκῶ (...) οὐ λέγω ὅτι ἀθάνατος ἔμεινεν ἀλλ' οὔτε διαβεβαιοῦμαι ὅτι τέθνηκεν. Ὑπερέβαλε γάρ ἡ Γραφή τόν νοῦν τόν ἀνθρώπινον, καί ἐν μετεώρῳ εἴασε διά τό σκεῦος τό τίμιον καί ἐξοχώτατον · ἵνα μή τίς ἐν ὑπονοίᾳ γένηται περί αὐτῆς σαρκικῶν πραγμάτων» (Ρ G 42, 737 Α, 716 Β C ).
(20). Κ. Καλοκύρη : «Μαρία» (εικονογραφία) Θ.Η.Ε. τόμος 8ος, σελ. 700.
(21). «Συ η οποία γέννησες τη Ζωή (τον Χριστό), προς τη Ζωή έχεις μεταβεί, με τη σεπτή Σου Κοίμηση, την αθάνατη, ενώ δορυφορείσαι από αγγέλους. Αρχές και Δυνάμεις, Αποστόλους, Προφήτες, και όλη την κτίση που γίνεται δεκτή από τα καθαρά χέρια του Υιού σου η άμωμη ψυχή Σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε ».
(22). «Με την ένδοξη Κοίμηση Σου οι ουρανοί χαίρονται, και των αγγέλων τα στρατεύματα πανηγυρίζουν και όλη η γη ευφραίνεται, με εξόδιο ύμνο στη Μητέρα Εκείνου, που δεσπόζει όλων των ανθρώπων Συ που είσαι άπειρη από γάμο, Παναγία Παρθένε, εκείνη που λυτρώνεις το ανθρώπινο γένος από την προγονική απόφαση».
Πηγή: (Αρχιμ. Καλλιστράτου Ν. Λυράκη, Η Παρθενομήτωρ, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003, σσ. 256-268.), ΤΡΙΒΩΝΙΟ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...