Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
22 Νοεμβρίου 2024

gennhsh ths theotokou 01


….6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.

Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό

Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.

Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.

Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.

Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;

Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;

Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.

Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.

8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.

Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.

Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.

Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.

Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.

Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.

Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».

Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».

Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.

Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.

Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.

Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.

Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.

Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.

Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.

11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.

Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.

Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.

Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.

Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».

Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.

Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.

Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.

Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.

Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.

Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.

Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;

15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.

Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.

Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.

Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.

Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.

Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.

Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.

Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.

18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.

Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.

Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.

Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.

Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.

Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.

Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα 

koimhsh ths theotokou 03


Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἔτσι ὅπως ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐξιστορεῖ καὶ φιλοτεχνεῖ, αἰσθανόμαστε πὼς εἴμαστε παρόντες, ὄχι ἁπλὰ σὲ μία ἐξόδιο ἀκολουθία, ἀλλὰ σὲ μία μεγάλη Ἑορτὴ καὶ Πανήγυρη. Δυνάμεις ἀγγελικές, ὁ χορὸς τῶν ἐνδόξων Ἀποστόλων, Πατέρες ἀποστολικοί, Ὑμνογράφοι ἐκκλησιαστικοί, πιστοί, μὰ καὶ δύσπιστοι, πλαισιώνουν τὸ σεπτὸ σκήνωμα τῆς Παναγίας Παρθένου. Καὶ στὸ κέντρο τῆς ἱερᾶς εἰκόνος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κρατώντας στὰ χέρια του τὴν ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ναί, βρισκόμαστε ἐνώπιον μίας σπουδαίας Ἑορτῆς, τῆς Ἑορτῆς τῆς «ἑνότητος».

Τὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὴν πτώση, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀπώλεσε πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δωρήματα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ προσέφερε. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἦταν καὶ ἐκεῖνο τῆς «ἑνότητος».

Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, τὰ δύο πρῶτα ἀνθρώπινα πρόσωπα, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὸν ἕναν ἄνθρωπο. Δημιουργήθηκαν γιὰ νὰ ὑπάρχουν μὲ τὸν τρόπο τῆς Τριάδος. Ἕνας Θεός, τρεῖς ὑποστάσεις. Ἕνας ἄνθρωπος, δύο πρόσωπα ἀρχικά, καὶ μετὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ κατακυριεύσατε τὴ γῆ», μύρια στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ὅμως αὐτὴ ἡ προοπτική τῆς ἑνότητας διαρρηγνύεται μὲ τρόπο τραγικό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ ὁμοιάσει στὸ Θεό. Ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς ἰδιώτευσης, τῆς αὐτονομημένης πορείας, ὅπου ἡ ἀτομικότητα τοῦ καθενὸς νοεῖται ὡς τὸ κέντρο τῆς δημιουργίας. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἡ πλάση ὑπάρχει γιὰ νὰ τὴν κατακτήσεις καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλευτεῖς, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ξένοι ἢ ἀκόμα καὶ ἐχθροί, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα ὑπῆρξε ποτέ, ἀνακηρύσσεται νεκρός, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.

Ἔτσι ὁ κάθε ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κομμάτι, ἕνα σπάραγμα, ἕνα θλιβερὸ ὑπόλειμμα τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἑνότητος γιὰ τὴν ὁποία ἦταν πλασμένος. Ζεῖ καὶ πεθαίνει μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ἀκέραιος καὶ ὁλόκληρος. Μὰ τὸ κενὸ ποὺ νιώθει μέσα του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γεμίσει οὔτε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, οὔτε μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, οὔτε μὲ τὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους οὔτε ἀπό τόν δῆθεν ἀνθρωποκεντρισμό τῆς ἀριστερᾶς ἤ τόν δῆθεν κοινωνικοκεντρισμό τῆς φιλοσοφίας. Κάτι του λείπει, ἢ καλύτερα, κάποιος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή του. Τοῦτος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι Ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐναντιώθηκε, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέρριψε, Ἐκεῖνος ποὺ λησμόνησε καὶ Ἐκεῖνος ποὺ λαχταρᾶ, ὅσο τίποτε ἄλλο στὴ μίζερη ζωή του, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ ξέρει, ἀκόμα κι ἂν δὲν τολμᾶ νὰ τὸ συνειδητοποιήσει.

Σ’ αὐτὴ τὴν κεκρυμμένη λαχτάρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὁ Θεὸς ἀνταποκρίθηκε στέλνοντας τὸν Υἱό του τὸν μονογενὴ στὸν κόσμο, νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀληθινός. Στὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνας νέος Ἀδάμ, ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό καί καταδεικνύει τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον.

Μὲ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, κάθε πρόσωπο μπορεῖ νὰ ξαναγίνει ἀκέραιο μετέχοντας στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μετέχει τῆς Μυστηριακῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἑνώνεται μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνεται μὲ τὴν Ἐκκλησία. Συσωματώνεται, ὁλοκληρώνεται καὶ ἁγιάζεται καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς ἔχει ἐπιπτώσεις σὲ ὅλο του τὸ βίο, ἀγγίζει ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Ἡ χαμένη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναβρίσκεται καὶ ἐπισφραγίζεται στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τούτη τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὑπηρετεῖ ἡ Παναγία μητέρα Του, ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ βίου της, τότε ποὺ ὡς νήπιο κρατήθηκε στὴν ἀγκάλη τῶν δικαίων γονιῶν της, μέχρι καὶ τὴν ἁγία τελευτή της στὸ χωρίο τῆς Γεσθημανῆς. Δούλη Κυρίου μὰ καὶ σκεῦος ἐκλογῆς κατέστη ἡ Παρθένος Κόρη, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ κι ἀπὸ συμπόνια πρὸς τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ταπεινὰ καὶ μυστικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, συμμετέχοντας καὶ συνεργώντας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γή. Ἡ Παρθένος Κόρη ἀπαντώντας στὸν ἀρχαγγελικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὸ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γενοιτὸ μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου» ἀποδέχεται νὰ συντελεστεῖ μέσα στὴ μήτρα της τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἐνανθρωπήσεως. Στὸ ἱερὸ ἐκεῖνο «κατοικητήριο» ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται ὁριστικὰ μαζί του. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένος πλέον, κυοφορεῖται στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου κόρης. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, προσλαμβάνοντας ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πλέον γεγονός, γιὰ πάντα συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.

Ἡ Παναγία ἑνώνει τὰ παλαιὰ μὲ τὰ καινά. Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἦρθε ἡ Μαριὰμ εἶναι ἐκεῖνος τῆς προσμονῆς. Ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὸν Νόμο, τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς εὐεργεσίες· ἐκεῖνος ποὺ προσκύνησε εἴδωλα καὶ ψεύτικους θεούς· ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτεινε τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες· συνεχίζει νὰ περιμένει τὸν Μεσσία, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ξεδιαλύνει τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ παρέδωσε. Ἡ Θεοτόκος Μαρία γίνεται τὸ πρόσωπο ποὺ ἑρμηνεύει καὶ ἐξηγεῖ, ὄχι μὲ λόγους μὰ μὲ τὴν ἴδια της τὴν ὕπαρξη, πῶς ὁ Θεὸς μὲ ἔργα, μὲ ρήματα, μὲ σύμβολα κατεργάζεται τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι «ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη βάτος», εἶναι «ἡ ἐπουράνιος κλίμαξ», εἶναι «ἡ γὴ τῆς ἐπαγγελίας», εἶναι «ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου», εἶναι «ἡ πύρινη στήλη, τὸ μάννα, ἡ στάμνος, ἡ ἑπτάφωτος λυχνία». Ὅλα τὰ παλαιὰ ἐξηγοῦνται μὲ ἕνα καινὸ νόημα. Ὅλα ὅσα ἔγιναν εἶχαν τὸ νόημά τους, τὸ ὁποῖο τώρα ἀποκαλύπτεται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔτσι ὁ χρόνος ἑνοποιεῖται, τὰ πάντα προβάλλουν καινὰ καὶ σημερινά. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, στοὺς καιροὺς τῆς Διαθήκης τῆς Καινῆς ἡ Θεοτόκος προσφέρει τὸ ἀνθρώπινο παρελθὸν καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀέναο παρόν.

Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιπτώσεις τῆς πτώσεως ἀποτέλεσε ἡ ἀπόσταση ποὺ δημιουργήθηκε μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἀνάμεσά τους παρεμβλήθηκαν ἡ ἐξουσιαστικὴ διάθεση, ἡ κτητικότητα καὶ τελικὰ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀντιπαλότητα. Ὁ Χριστὸς στὶς ἀπαρχὲς τοῦ λυτρωτικοῦ του ἔργου παραβρέθηκε σὲ ἕνα γάμο στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἦταν μαζί του καὶ ἡ Μητέρα του. Ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπευθύνθηκε στὸν Υἱό της, ὅταν ὁ οἶνος τῆς γαμήλιας τράπεζας τελείωσε, ζητώντας του νὰ παρέμβει καὶ νὰ ἐνεργήσει τὰ δέοντα, γιὰ νὰ μὴ μειωθεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κατὰ Θεῷ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα μὲ μία γυναίκα. Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀπευθύνθηκε στοὺς ὑπηρέτες τῆς ἑορτῆς, προτρέποντάς τους νὰ δείξουν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὰ λεγόμενα τοῦ Υἱοῦ της. Μὲ αὐτὸ τὸν διακριτικὸ τρόπο ἡ Παναγία μας συντελεῖ τὰ μέγιστα στὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ἀνύμφευτος νύμφη, πρέπει ὅλοι νὰ γνωρίζουμε καλά, πὼς εἶναι ἡ ἐγγυήτρια κάθε συζυγικῆς σχέσης καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες τοῦ ἔγγαμου βίου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες μποροῦμε πρὸς ἐκείνη νὰ προστρέχουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ κινδύνους, γιὰ νὰ ἑνώνει τὰ διεστῶτα, μὴ ἐπιτρέποντας τὴν διχόνοια καὶ τὸν χωρισμό.

Ἡ Παναγία ἑνώνει τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ὁ θάνατος. Ὅμως ὁ Ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τούτη τὴν δουλεία. Ἀναρωτιώνται ὅμως οἱ ἄνθρωποι: Μὰ γιατί ὁ θάνατος παραμένει νὰ ὑπάρχει στὴ ζωή μας; Γιατί στερούμαστε πρόσωπα ἀγαπημένα; Γιατί νὰ παλεύουμε μὲ ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται νὰ δώσει ἱκανὲς ἀπαντήσεις, ἔρχεται νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ ξεκουράσει. Ἡ Παναγία μας παρ’ ὅλο ποὺ κατέστη «σκεῦος ἀμίαντο», «καθαρὴ καὶ ἄσπιλος», ξένη ἀπὸ κάθε πτώση καὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μετά τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώρισε καὶ ἐκείνη τὸν θάνατο. Στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως βλέπουμε αὐτὴ τὴ τραγικὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ τῆς παναγίας ψυχῆς της ἀπὸ τὸ ἄμωμο σῶμα της. Ὅμως ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἡ ψυχὴ τῆς κεκοιμημένης Μαρίας δὲν φυλακίζεται στὸν Ἅδη, δὲν παραδίδεται στὸν θάνατο ὁριστικά, ἀλλὰ παραλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ἐναποτίθεται στὴν ἀγκάλη Του, στὰ χέρια ἐκείνα ποὺ κρατοῦν καὶ ἀσφαλίζουν καὶ σώζουν τὸν ἄνθρωπο. Μὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους σὲ μνῆμα ἐνταφιάζεται, δὲν ἐγκαταλείπεται στὴ φθορὰ καὶ στὴ σήψη, ἀλλὰ ἀνίσταται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ παραλαμβάνεται κι αὐτὸ εἰς τὸν οὐρανό. Ἔτσι ἡ Παναγία μὲ τὴν σεπτή Της Κοίμηση καὶ τὴν ἁγία της Μετάσταση ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὁ θάνατος πλέον εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὰ παρόντα στὰ μέλλοντα, ἀπὸ τὰ ὀδυνηρὰ στὰ εὐφρόσυνα, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ παντοτινά. Ἡ ψυχὴ κάθε κεκοιμημένου, στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ παραδίδεται, καὶ τὸ σῶμα του, στὴ γῆ ἀποτίθεται μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἐγέρσεως. Γι΄αὐτὸ ὁ θάνατος στὴ σκέψη τῶν χριστιανῶν ὡς ὕπνος νοεῖται, ὡς κοίμηση καὶ ἀνάπαυση λογίζεται, ἀφοῦ «ἀνάστασιν νεκρῶν» προσδοκοῦμε «καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Στὶς μέρες μας πολὺς λόγος γίνεται καὶ πολλὰ ἐγχειρήματα ἀποτολμοῦνται στὸ πλαίσιο τῆς ἑνότητας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι σίγουρα σημαντικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ συναισθανθοῦμε πὼς ἡ ζωὴ μας γίνεται μία κόλαση ἀληθινή, ὅταν παραμένουμε κεχωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν κτίση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ θελήσουμε ἀληθινὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ μεταξύ μας. Ὅμως ἂς μὴ ξεγελαστοῦμε πιστεύοντας ὅτι ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίτευγμα τῶν δικῶν μας ἐνεργειῶν καὶ πράξεων. Ἡ ἑνότητα εἶναι ποιότητα θεϊκή· εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό· εἶναι γέννημα τῆς ἀληθείας· εἶναι ἀπότοκος τοῦ δόγματος· εἶναι ἄρνηση τοῦ ψεύδους· εἶναι ἀποδοχὴ τοῦ μαρτυρίου· εἶναι δώρημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα καταφάσκουμε, αὐτὴ ζητοῦμε, γι’ αὐτὴν προσευχόμαστε. Ὅλες οἱ ἄλλες, οἱ κοσμικὲς καὶ οἱ ἀνθρώπινες, εἶναι ἐπίπλαστες καὶ περιστασιακὲς καὶ δυστυχῶς ὁδηγοῦν σὲ βαθύτερους χωρισμούς, σὲ μεγάλα δεινὰ καὶ σὲ ἀνείπωτες θλίψεις.

Παρακαλοῦμε τὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν Σκέπη καὶ Προστασία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν, νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποία τόσο ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

metamorfwsh 02


1. - Ἡ σημερινή λαμπρή ἡμέρα τῆς Μεταμόρφωσης, ἀπαιτεῖ νά ἐξηγήσω στήν ἀγάπη σας -ἀνάλογα μέ τή Χάρη πού μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Χριστό πού μεταμορφώθηκε- τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς. Καί ἔτσι, ἀφοῦ μάθουμε τή δύναμη τοῦ μυστηρίου πού κρύβεται μέσα της, νά ἑορτάζουμε ἀπό δῶ καί πέρα ὄχι μόνο ψάλλοντας ἱερούς ὕμνους, ἀλλά καί μέ σωστή ζωή. Ἐπειδή αὐτό ἀκριβῶς, δηλαδή ἡ προκοπή μας στά καλά ἔργα, ἀποδεικνύει καί ὅτι ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς δωρεᾶς πού ἀξιωθήκαμε καί ὅτι ἔχουμε ἀνακαλύψει τό θησαυρό της, τιμώντας ἔτσι σεβαστικά τήν ἑορτή καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα μας.

 

2. - Ἐκεῖνος πού βαδίζει σέ πεδιάδα περπατάει εὔκολα, ἐπειδή ὁ τόπος εἶναι ὁμαλός καί διευκολύνει τήν ὁδοιπορία. Ὅποιος ὅμως ἀνεβαίνει σέ βουνό κοπιάζει καί λούζεται στόν ἱδρώτα, ἐξαιτίας τῆς ἀνηφοριᾶς, τῆς σωματικῆς πίεσης καί τῆς κόπωσης πού ἐκείνη προκαλεῖ.

 

Μέ ἴσια, ὁμαλή καί εὐκολοπερπάτητη γῆ, παρομοίασε τό βίο μέσα στίς ἡδονές, τήν ἄνεση καί τήν τρυφή τῆς “κατά σάρκαν” ζωῆς. ᾿Eπειδή ἡ ζωή αὐτή περνάει μέσα στήν ἄνεση καί τήν εὐκολία τῶν μάταιων ἡδονῶν.

 

Μέ βουνό πάλι, παρομοίασε τήν ἐνάρετη ζωή, ἐξαιτίας τῆς ἐγκράτειας σέ ὅλα, τῆς ἀγριάδας τῆς ἄσκησης καί τοῦ πόνου πού ὑποφέρουμε ἀπ' ὅσα θλιβερά μᾶς ἀπαντοῦν στή ζωή.

 

3. - Ὅποιος συζεῖ μέ τήν ἐγκράτεια καί πορεύεται σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ὅποιος καταμαραίνει τίς σωματικές ἡδονές, ἐκεῖνος ἀποδεικνύεται, σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο, πιστός καί θερμός μαθητής τοῦ Κυρίου. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θανατώνει τό κοσμικό φρόνημα, καταργεῖ τούς σαρκικούς λογισμούς, ἑτοιμάζεται γιά τήν κακοπάθεια πού συνεπάγεται τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐλέγχει ἐκείνους πού ζοῦν ἄσχημη καί ἁμαρτωλή ζωή καί ὑπομένει γιά χάρη τῆς ἀλήθειας τίς κακώσεις πού αὐτοί τοῦ προκαλοῦν, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι τό ζῆλο τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου.

 

Ὅποιος πάλι ἔχει κάνει ἀπόλαυση καί τροφή τῆς διανοίας του τά ἱερά λόγια, ὅποιος φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς μελέτης καί ἀσχολεῖται ἐπίμονα καί εὐχάριστα μέ τούς λόγους τῆς φύσεως καί τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας, αὐτός μιμεῖται τόν τρόπο σκέψεως καί ζωῆς τοῦ εὐαγγελιστή Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου. Αὐτός μέ τό σῶμα, τήν ψυχή καί τή διάνοια ἀκολουθεῖ κατά βῆμα τόν Κύριο. Αὐτός πάντα τρέχει τό θλιβερό δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἀνεβαίνει στό νοητό ὄρος καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα. Ἐπειδή ἐκεῖ ἐκτελεῖται ἡ καθαρή προσευχή, πού διώχνει μακριά κάθε ἔννοια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί φωτίζει ὁλόκληρο τό νοῦ, αὐξάνοντάς τον μέ τό λάδι τῆς θείας ἀγάπης καί καταυγάζοντάς τον μέ θεῖες φωτοχυσίες.

 

4. - Ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ὅταν, μέ τήν ἀπερίσπαστη προσευχή, λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ ἀπό τή θεία γνώση, ὅταν ἐπίσης διατηρεῖ καθαρά ὅλα τά κινήματα τοῦ σώματός του, τότε ἀπό τό στόμα βγαίνουν λόγια γεμάτα σύνεση καί σοφία. Τότε τά αἰσθητήριά του καλύπτονται ἀπό τή ὀμορφιά τῆς σεμνότητας καί τά σωματικά μέλη του κοπιάζουν στή διακονία τῶν καλῶν πράξεων. Τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται φῶς, γιατί ἡ ψυχή γίνεται λυχνάρι του φωτεινό, πού φέγγει ‘τό φῶς τό ἀληθινό, ἐκεῖνο πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο” τῶν ἀρετῶν. (Ἰωάν. 1,19).

 

5. - Αὐτός πού ζεῖ καί πορεύεται μ’ αὐτό τόν τρόπο «δέν συμμορφώνει τή ζωή του μέ τό φρόνημα αὐτοῦ τοῦ κόσμου» (Ρωμ. 12,2 & Γαλ. 1,4) πού φθείρεται καί πεθαίνει. Αὐτός, ἀκούγοντας τόν ἀπόστολο Παῦλο -ὁ ὁποῖος βλέποντας τά ἀθέατα, λέει ὅτι ‘ὁ Θεός θά ἀφανίσει τή μορφή αὐτοῦ τοῦ κόσμου” (Α΄ Κορ. 7, 31)- δέν γυρίζει πίσω στά ἐπίγεια πράγματα. Αὐτός ξεπερνάει ὅσα φθείρονται καί χάνονται, ὅσα ἔχουν μόνο σχῆμα καί ὄχι ὕπαρξη. Γιατί, ὅπως τό σχῆμα ἐμφανίζεται γιά λίγο καί μετά ἀφανίζεται, ἔτσι καί τά πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς δέν ἔχουν τίποτα σίγουρο καί σταθερό. Γι’ αὐτό λοιπόν, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, καί τό λογισμό του ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τά εὐχάριστα αὐτῆς τῆς ζωῆς, τά περιφρονεῖ ὡς κάτι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο. Αὐτός ἀγκαλιάζει μ’ ὅλη του τήν ὕπαρξη τά ἀθάνατα πράγματα τῆς μέλλουσας ζωῆς. Αὐτός μεταμορφώνεται συνεχῶς, μέ τό νά ἐπιστρέφει καθημερινά στόν ἑαυτό του καί μέ τό νά ἀναμορφώνει κάθε ὥρα καί στιγμή τόν τρόπο τῆς σκέψης του, ἔτσι ὥστε, μέ τήν ἐπίδοση καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, νά ἀποχωρίζεται τά κακά καί νά ἐγκολπώνεται τά ἀγαθά.

 

6. - Ὅταν ὁ ἀγωνιστής τῆς εὐσέβειας καλλιεργεῖ τόν ἑαυτό του καί προκόβει ἀνεβαίνοντας σέ τέτοια πνευματικά ὕψη -ἐπειδή ἀκριβῶς οἰκοδομεῖται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπειδή λάμπει σάν φωτεινό ἀστέρι- παρακινεῖ καί ἀνάβει καί τῶν ἄλλων τόν ζῆλο, γιά τή μίμηση τοῦ καλοῦ. Ἔτσι τιμάει τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέ ὅλο του τό σῶμα καί μέ ὅλο του τό πνεῦμα, γνωρίζοντας βαθιά καί οὐσιαστικά τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς καί ἑρμηνεύοντάς το ἔμπρακτα στό περιβάλλον του. Γιατί ὁ Χριστός μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση, προμήνυσε ταυτόχρονα καί τήν ἄρρητη δόξα, μέ τήν ὁποία θά ἔρθει νά κρίνει τόν σύμπαντα κόσμο. Ἔκανε ἀκόμα ὁλοφάνερη τήν λαμπρότητα τῆς ὁποίας θά γίνουν μέτοχοι ἐκεῖνοι πού θά εὐαρεστήσουν στόν Θεό. Τέλος δίδαξε κάθε πιστό νά προετοιμάζει πάντα τόν ἑαυτό του, ὥστε νά εἶναι κάθε στιγμή δοχεῖο κατάλληλο καί χωρητικό τῆς θείας ζωῆς καί τῆς μέλλουσας μακαριότητας, ὄντας σάν τό κερί πάντα σέ θέση νά δεχθεῖ τό θεῖο φῶς.

 

7. - Συμβαίνει μέ τόν πιστό ὅ,τι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό κερί. Αὐτό καθώς λυώνει μέ τήν πύρωση τῆς φωτιᾶς, λόγῳ τῆς λιπώδους του φύσεως, τρέφει καί συντηρεῖ τή φωτιά, διατηρώντας ἔτσι τό φῶς καί καταφωτίζοντας ὅσους τό πλησιάζουν. Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ἔχοντας συμπήξει μέσα του τά κεριά τῆς θείας γνώσεως -πού εἶναι ἀκριβῶς τά ἄνθη τῆς ἀρετῆς- καί ἔχοντας ξεκόψει, μέ τή βοήθεια καί τή θέρμη τοῦ θείου ἔρωτος, ἀπό κάθε γήινη ἐπιθυμία, ἔχει οὐσιαστικά προετοιμάσει ἀπό ἐδῶ κιόλας τόν ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἐκεῖνο τό κατάλληλο λυχνάρι. Βασισμένος στό νόμο τῆς θείας ἀγάπης, περιμένει κι αὐτός μέ λαχτάρα νά ὑποδεχθεῖ, ὅταν ἔρθει ἡ μέλλουσα ζωή, τό θεῖο καί ἄρρητο ἐκεῖνο Φῶς καί νά ἀπολαύσει τήν συνεχή καί ἀτελεύτητη λαμπρότητα, πού πηγάζει ἀπό ἐκεῖ.

 

8. - Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὁ κόπος πού καταβάλλεται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, γίνονται τροφοδότες τῆς θείας δόξας. Ὁ Κύριος, καθώς γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἔχει πεῖ: ‘Θά ἀγαπήσω αὐτόν πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου” (Ἰωάν. 14,21). Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, τό αἰσθητό φῶς καταναλώνει τό κερί γιά νά συντηρηθεῖ, ἔτσι καί ἡ δόξα τοῦ Θείου φωτός, τροφοδοτεῖται ἀπό τίς ἀρετές τῆς ψυχῆς καί καταλάμπει ἐκείνους, πού τή δέχονται μέσα τους.

 

Ὁ Χριστός ἔχει πεῖ: ‘Τροφή μου εἶναι τό νά κάνω τό θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου, πού μέ ἔχει στείλει καί νά τελειώσω τό ἔργο Του” (Ἰωάν. 4,34). Καί ὁ προφήτης Δαυίδ λέει: ‘Μέσα στό θέλημά Του εἶναι κρυμμένη αἰώνια ζωή” (Ψαλμ. 29,6).

 

9. - Κατά συνέπεια, ὁ ἐργάτης τοῦ ἀγαθοῦ καί θά ζήσει καί θά θερίσει τούς καρπούς τῶν κόπων του, μέ τή Χάρη τοῦ Καθηγητή τῆς σωτηρίας μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δοξάζει αὐτούς πού Τόν δοξάζουν.

 

Σ’ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν Ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή:Η άλλη όψη

panagia astypalaia 01

Το όνομα της αειπαρθένου Μαρίας, του ιεροτέρου ανθρωπίνου προσώπου της Ορθοδοξίας, συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν αποδοθεί.

Η Θεοτόκος κυρίως όμως αποκαλείται Παναγία.

Επίσης στον Μικρό και Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός θεοτοκωνυμίων, όπως φαίνεται στην αλφαβητική καταγραφή που δημοσιεύουμε:

 

Α.

Αγαθή

Αγαλλίαμα

Αγνή

Αειμακάριστος

Αειπάρθενος

Αντίληψις θερμή

Αντίληψις καταπονουμένων

Αντίληψις ταχεινή

Αντίληψις οξεία

Αντίληψις θλιβομένων

Απαλλαγή ασθενούντων

Αποτεκούσα Σωτήρα Χριστόν

Άσπιλος

Άχραντος.

 

B.

Βακτηρία τυφλών

Βοήθεια ταχινή

Βοηθός ορφανών

Βοηθός εν ταις θλίψεσι

Βοηθός των προστρεχόντων εκ πίστεως

 

Γ.

Γαλήνη χειμαζομένων

Γεννήσασα ευφροσύνης τον Αίτιον

Γεννήσσασα φώς

Γλυκασμός των Αγγέλων

 

Δ.

Δεξαμένη της χαράς το πλήρωμα

Δέσποινα του κόσμου

Διαλύουσα όχλον πειρασμών

Διώκτης της ζάλης του βίου

Δόξα των Παρθένων

Δοχείον φωτός καθαρόν και άμωμον

Δύναμις αβοηθήτων

 

Ε.

Ειρήνη πολεμουμένων

Ελαύνουσα επήρειαν δαιμόνων

Ελπίς απηλπισμένων

Ελπίς των πιστών.

Ενδοξοτέρα των Σεραφείμ

Εξαφανίσασα αμαρτίας την λύπην

Επίσκεψις ασθενούντων

Ευφροσύνη εν ταις λύπαις.

 

Θ.

Θαύμα ακατανόητον

Θεογεννήτρια

Θεομακάριστος

Θεομήτωρ

Θεονύμφευτος

Θεόνυμφος

Θεοτόκος

Θησαυρός σωτηρίας

Θησαυρός αδαπάνητος.

Θρόνος ηλιοστάλακτος

Θύρα μετανοίας.

 

Ι.

Ιατρός νόσων

 

Κ.

Καθαρωτέρα λαμπηδόνων ηλιακών

Καθέδρα Βασιλέως

Καταφυγή

Καταφύγιο κόσμου

Καταφύγιο Χριστιανών

Καύχημα

Κεχαριτωμένη

Κλέος μητέρων

Κόρη

Κυήσασα (Χριστόν, Θεόν, Σωτήρα, Λυτήρα νόσων, εύσπλαχνον και Σωτήρα)

 

Λ.

Λαμπάς άσβεστος

Λιμήν εν ταις ζάλαις

Λοχεύτρια

Λυτρωσαμένη εκ της κατάρας

Λυχνία χρυσή.

 

Μ.

Μεσιτεία αμετάθετος

Μεσίτρια

Μεταβολή θλιβομένων

Μήτηρ (Δεσπότου Θεού,Θεού,Λόγου,Λυτρωτού,Θεού Υψίστου,Κυρίου)

Μητροπάρθενος.

 

O.

Οδηγήτρια

Όπλο σωτηρίας

 

Π.

Πάναγνος

Παναγία

Παναμώμητος

Πανάμωμος

Πανάχραντος

Πανύμνητος

Παράκλησις ξένων

Παράκλησις εν ταις Θλίψεσι

Παραμυθία

Παρθένος

Πηγή αφθαρσίας

Πηγή ελέους

Πλατυσμός εν ταις θλίψεσιν

Πόλις δωδεκάτειχος

Ποταμός ζωής

Πρεσβεία θερμή

Προστασία (ακαταίσχυντος, ανθρωπίνη, θερμή, πιστών, χριστιανών)

Προστατεύουσα (αεί, ταχέως)

Προστάτις (Χριστιανών, ζωής αδικουμένων, εν τοις πειρατηρίοις)

Πύργος χρυσοπλοκώτατος

Ποταμός ζωής

Πύλη Ευσπλαχνίας.

 

Ρ.

Ρύστις εν τοις κινδύνοις

 

Σ.

Σεμνή

Σκέπη κραταιά

Σκέπη θεία

Στάμνος (θεία και μανναδόχος)

Στήριγμα

Συντριμμός του θανάτου

Συμμαχία ασθενών

Σωτηρία ψυχών

Σωτηρία των προστρεχόντων εκ πίστεως.

 

Τ.

Τείχος (απροσμάχητον, ακράδαντον, απόρθητον, καταφυγής)

Τεκούσα (αδιαφθόρως, την αιωνίαν λύτρωσιν, την ειρήνην την πάντα νούν υπερέχουσα, το φώς, τον Κυβερνήτην)

Τετοκυία Φώς

Τιμιωτέρα Χερουβείμ

Τροφή πενομένων

 

Υ.

Υπεραγία

Υψηλοτέρα ουρανών

 

Φ.

Φρουρά ασφαλεστάτη

Φυσίζωος.

 

Χ.

Χαρά θλιβομένων

Χαρά εν ταις λύπαις

 

Ω.

Ωράϊσμα μητέρων

 

Θεολογική Ερμηνεία των Θεοτοκονυμίων

panagia iviron 01

 

ΑΓΑΘΗ:

Ο ιερός υμνογράφος αποδίδει το θεοπρεπές αυτό κατηγόρημα στο Πρόσωπο της Θεοτόκου, σαν την κατά χάρη αγαθή,μετά τον κατά φύση αγαθό Θεό. Η Παναγία είναι κατά τους Αγίους της Εκκλησίας το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, γι’αυτό και μπόρεσε να δανείσει σάρκα στον «Παντεχνήμονα Λόγο» του Θεού και Υιό της .

 

AΓΝΗ:

Αγνή σημαίνει καθαρή, άσπιλη, αμόλυντη. Ετυμολογικά η λέξη αγνός παράγεται από την λέξη άγος, με το οποίο χαρακτηρίζεται ό,τι αφιερώνεται στο θείο και επί προσώπων σημαίνει τον ηθικά καθαρό και άξιο του Θεού, εφ’όσον η λέξη χρησιμοποιείται για περιπτώσεις θείας τάξεως. Η Παναγία είναι η «Αγνή» και για την απόλυτη καθαρότητά της και για την ολοκληρωτική της αφιέρωση στο Θεό.

 

ΑΕΙΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ:

Σύνθετη λέξη από το επίρρημα «αεί» που σημαίνει «πάντοτε, αιώνια, δια παντός» και το επίθετο «μακαριστός», που παράγεται από το ρήμα μακαρίζω. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης διευκρινίζει ότι «μακαριότης εστί, περίληψις παντός αγαθού». Επομένως κατά κυριολεξία μακάριος είναι ο Θεός αλλά και κάθε ένας που κοινωνεί με το θείο. Η μέθεξη της μακαριότητας του Θεού πραγματοποιείται κατά το μέτρο της προσωπικής αγιότητας του ανθρώπου.

Η Θεοτόκος σαν «Αγία αγών μείζων» μετέχει της θείας μακαριότητας στον μεγαλύτερο βαθμό, επειδή δέχτηκε μέσα Της «πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».

 

ΑΣΠΙΛΟΣ:

Σύνθετη λέξη: α+σπίλος (=κηλίδα). Σημαίνει αυτή που είναι χωρίς σπίλο,η καθαρή, η ακηλίδωτη, η αμόλυντος Παρθένος Μαρία.

 

ΑΧΡΑΝΤΟΣ:

Σύνθετη λέξη: α+χραίνω (=μιαίνω). Άχραντος είναι η αμίαντος, η καθαρή Θεοτόκος.

 

ΓΛΥΚΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ:

Η λέξη γλυκασμός παράγεται από το ρήμα γλυκάζω και σημαίνει γλυκύτητα. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν οι Προφήτες Αμώς (Aμ..θ,13) και Ιωήλ (Ιωήλ δ,18) για να περιγράψουν την γλυκύτητα που θα ρέει και θα ευφραίνει κάθε κτιστή ύπαρξη κατά την ημέρα Κυρίου, δηλαδή κατά τον καιρό και τον χρόνο που ο Θεός θα συντρίψει ολοσχερώς το κακό. Η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «γλυκασμός των αγγέλων», διότι με την σάρκωση του Θεού-Λόγου στη θεοδόχο γαστέρα Της, κατά κοινή και σύμφωνη γνώμη των Αγίων και αυτή η αόρατη κτίση δηλ.τα αγγελικά τάγματα απέλαβαν την ύψιστη δωρεά και χάρη από τον Θεό. Ενώ μέχρι τότε ήταν δύστρεπτα αλλά όχι και άτεπτα προς το κακό, κατέστησαν πλέον ακίνητα προς αυτό. Έγινε λοιπόν η Αειπάρθενος και για τους Αγίους Αγγέλους η αιτία ανείπωτης γλυκύτητας για την δωρεά του Θεού προς αυτούς, πού έρρευσε από τα παρθενικά Της σπλάχνα.( Ιγνάτιος Θεοφόρος –Ιωάννης Δαμασκηνός P.G.94,872)

 

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:

Σημαίνει την Κυρία, την Ηγεμονίδα, την Βασίλισσα. Και τούτο επειδή:

-αναδείχθηκε Νύμφη Ανύμφευτη του Παντάνακτος Θεού. Νύμφη «εφ΄όσον συνέλαβε και εγέννησε ,πράγμα που προυποθέτει «γάμο» και Ανύμφευτος, εφ’ όσον η σύλληψις του Υιού Της έγινε όχι φυσικώς αλλά εκ Πνεύματος Αγίου»

-αξιώθηκε να καταστεί Μητέρα του Παμβασιλέως Χριστού.

-υψώθηκε στην ύψιστη αξία και τιμή από κάθε άλλο κτίσμα της ορατής και της αόρατης κτίσης, γιατί υποτάχθηκε απόλυτα στη βουλή του Θεού και μετείχε κατά μοναδικό τρόπο στο μαρτύριο της απόλυτης ταπείνωσης του Υιού Της για την σωτηρία του κόσμου.

 

ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΑ ΤΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ:

Τα Σεραφείμ είναι το τάγμα των αγγελικών Δυνάμεων ,που ο Προφήτης Ησαίας είδε γύρω από το θρόνο του Θεού να ψάλλει «μετά φόβου και τρόμου τον Τρισάγιο ύμνο «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ…». Σύμφωνα με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τα Σεραφείμ είναι ιεραρχικά ο πρώτος αγγελικός χορός. Το όνομά τους σημαίνει «τα φλογερά,τα πύρινα» (Ησ. στ, 1-3)

Η Θεοτόκος είναι ενδοξοτέρα των Σεραφείμ και κατά την φήμη («από του νύν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί») και κατά την μετοχή της στη θεία δόξα,όπως παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Είδες διαφορά της στάσεως. Μάθε από αυτήν και τη διαφορά της θέσεως.Πραγματικά γύρω από το Θεό είναι τα Σεραφείμ, πλησίον δε δίπλα σ΄αυτόν τον ίδιο μόνη η παμβασιλίς, η οποία θαυμάζεται και εγκωμιάζεται από τον ίδιο το Θεό, που είναι σαν να την ανακηρύττει προς τις γύρω του δυνάμεις και να λέγει σύμφωνα με το γραμμένο στο Άσμα Ασμάτων, «πόση καλή είναι η πλησίον μου»; Είναι φαιδρότερη από το φώς, περισσότερο ανθισμένη από τον Παράδεισο, καλλίτερα στολισμένη από όλο τον κόσμο, ορατό και αόρατο.» (Ομιλία ΝΕ,34-ΕΠΕ)

 

ΛΟΧΕΥΤΡΙΑ:

Λοχεύτρια είναι η λεχώ,η γυναίκα μετά τον τοκετό, η μητέρα.

Η Παναγία επονομάζεται ως «Θεού λοχεύτρια», επειδή είναι αληθινά Θεοτόκος, Θεομήτωρ. Με το επώνύμιο αυτό τονίζεται ότι πραγματικά ο Θεός «σάρξ εγένετο» εκ της Αειπαρθένου Μαρίας, πέρα από κάθε φαντασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατ’αναλογία προς την άσπορο σύλληψη του Κυρίου στην θεοδόχο μήτρα της Παρθένου και την άφθορη κύηση, εφ’όσον ετηρήθησαν «σώα τα σήμαντρα» της παρθενίας Της, και η λοχεία της Θεοτόκου υπήρξε αλόχευτος (οθ΄Κανόνας της ΣΤ Οικ. Συνόδου).

 panagia proswpo 01

 

ΘΕΟΝΥΜΦΟΣ – ΘΕΟΝΥΜΦΕΥΤΟΣ:

Η Θεοτόκος είναι νύμφη του Θεού αλλά και αυτή που νυμφεύθηκε τον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή σαν Νυμφίος, που ζητά από την νύμφη (δηλ.τον λαό του) πιστότητα και αποκλειστικότητα.

Η Θεοτόκος, σαν αειπάρθενος, κατακύρωσε την πλήρη αφιέρωσή της στον Θεό και πραγματοποίησε στον ύψιστο βαθμό τον σκοπό της ορατής και αόρατης δημιουργίας, που είναι η θέωση.

 

ΘΡΟΝΟΣ ΠΥΡΙΜΟΡΦΟΣ:

Η φωτιά χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην Παλαιά Διαθήκη σαν έκφραση της αγιότητας του Θεού και της δόξας Του. Στο βιβλίο του Δανιήλ ο Προφήτης βλέπει τον Άναρχο Θεό («Παλαιός των Ημερών») να κλάθεται θρόνο και «ο θρόνος ωσεί φλόξ πυρός». Αυτή το θαυμαστό όραμα έχει στον νούν του ο υμνογράφος, όταν αποκαλεί την Θεοτόκο «θρόνο πυρίμορφο», διότι πραγματικά υπήρξε ο έμψχος και αληθινός θρόνος του Θεού, εφ’ όσον μέσα Της σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, στον οποίο κατοικεί σωματικά όλο το πλήρωμα της Αγίας Τριάδος. (Κολ. β,9)

 

ΘΡΟΝΟΣ ΗΛΙΟΣΤΑΛΑΚΤΟΣ:

Πρόκειται για επωνύμιο της Θεοτόκου, στο οποίο δεν κυριαρχεί η φωτιά αλλά το φώς. Οι βιβλικές ρίζες του χαρακτηρισμού αυτού βρίσκονται στην θαυμαστή όραση του Προφήτη Ησαία, όπου είδε τον Θεό να κάθεται σε θρόνο «εκπάλγου δόξης», καθώς και στον ψαλμό πη στιχ.37, που αναφέρεται στην Βασιλεία του Δαβίδ η οποία διαιωνίζεται με τον Ιησού Χριστό. «Και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος». Η Θεοτόκος είναι θρόνος ηλιοστάλακτος του Θεού, γιατί αναπαύεται πλήρως πάνω Της η Θεότητα. Έτσι το πλήθος των θείων χαρισμάτων της σαν ηλιακές ακτίνες λαμπρύνουν υπερκοσμίως την πάνσεπτη μορφή Της και μέσω Αυτής διαχέονται στην ορατή και στην αόρατη κτίση.

Καθέδρα σημαίνει θρόνος. Η Παναγία είναι η καθέδρα πάνω στην οποία «κάθησε η Θεότητα», με την Ενσάρκωση του Χριστού και επιτέλεσε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου. «Όπου δε κάθηται ο βασιλεύς ,εκεί ο θρόνος ίσταται» (Άγ.Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία ΝΓ 24, ΕΠΕ)

 

ΛΑΜΠΑΣ:

Η λαμπάδα σαν σύμβολο είναι συνώνυμη με την έννοια του φωτός. Οι βιβλικές ρίζες του επωνυμίου πρέπει να αναζητηθούν στα προφητικά λόγια του Ησαία. «Για την Σιών πλέον δεν θα σιωπήσω και για την Ιερουσαλήμ δεν θα κρατηθώ, έως ότου η δικαιοσύνη μου λάμψει σαν φώς και η σωτηρία που θα της παράσχω θα ανάψει και θα φωτίσει σαν λαμπάδα.» (ξβ 1).»

Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδιδόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο ερμηνεύεται ως εξής.

-Η Θεοτόκος υπήρξε λαμπάδα πάνω στην οποία με την σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε το άυλο και ανέσπερο φώς της θεότητας, «το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»

-Η Θεοτόκος με την παναγία ζωή Της, σαν το πλέον εξαίρετο «τέκνο φωτός» σ΄ολόκληρη την λογική δημιουργία αποτελεί το απόλυτο το απόλυτο παράδειγμα της κατά Θεόν ζωής. Είναι το φως που δείχνει το δρόμο της σωτηρίας στον άνθρωπο, για να τον αναδείξει κάτοικο της Νέας Ιερουσαλήμ, της Βασιλείας του Θεού.

 

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΘΕΡΜΗ:

Πρέσβυς είναι αυτός που αποστέλλεται για να διαμεσολαβήσει μεταξύ δύο πλευρών και να εξασφαλίσει τα άριστα.Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει πως η Θεοτόκος «έλαβε την σοφία από τον Υιόν, ως Μήτηρ αυτού,δια να ηξεύρη να φιλιώνη τον ουρανόν με την γήν και τον Θεόν με τον άνθρωπο».Η έννοια της πρεσβείας είναι συνώνυμη με αυτή της μεσιτείας, με την παρατήρηση ότι η δεύτερη είναι θεολογικά ισχυρότερη.

Στο κάθισμα εξαίρεται το μεσιτικό έργο της Δέσποινας του κόσμου και ιδιαίτερα η βοηθητική παρέμβασή της στη ζωή των πιστών τέκνων της ,που μαστίζουν η θλίψη και η κακοπάθεια της ζωής.

Η Θεοτόκος τιμάται σαν θερμή προσευχή προς τον Υιό της για την σωτηρία των μελών της Αγίας Εκκλησίας του. Είναι τείχος προστατευτικό των πνευματικών τέκνων της, που δεν μπορούν να διαλύσουν οι επιθέσεις των δαιμονικών δυνάμεων και των εχθρών της πίστεως. Είναι πηγή, από την οποία αναβλύζει αγάπη και έλεος για τους πιστούς. Είναι το καταφύγιο του κόσμου, όπου προστρέχουν οι πιστοί, για να βρούν αναψυχή και σωτηρία στον δύσκλο αγώνα κατά της αμαρτίας. Είναι τέλος η ταχέως προστατεύουσα, η γοργοεπήκοος, πουακούει γρήγορα τις προσευχές που της απευθύνονται και άμεσα σπεύδει να προστατέψει τους πιστούς από κάθε κίνδυνο που τους περιβάλλει και απειλεί να τους καταστρέψει.

 

ΠΑΝΑΓΝΟΣ:

Σύνθετη λέξη από τα επίθετα πάν + αγνός. Χαρακτηρίζεται έτσι με ιδιαίτερη έμφαση η απόλυτη καθαρότητα της Θεοτόκου και η ολοκληρωτική αφιέρωσή της στον Θεό.

 

ΤΙΜΙΩΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ:

Η λέξη Χερουβείμ ερμηνεύεται σαν «ο ευλογών, ο μεσάζων, ο προσευχόμενος». Τα Χερουβείμ, είναι ένα από τα εννέα αγγελικά τάγματα. Μνημονεύονται στην Αγία Γραφή σαν παραστάτες Θεού και διάκονοι του θελήματός Του. Ο Θεός μνημονεύεται ως «ο καθήμενος επί των Χερουβείμ». Την ασύλληπτη αυτή αξία και τιμή των Χερουβείμ ,μόνη η Θεοτόκος έχει ξεπεράσει, εφ΄όσον ο Θεός δανείστηκε σάρκα από τα αγνά αίματά της για να σκηνώσε σωματικά «πάν πλήρωμα της θεότητας».

 

ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΟΥΡΑΝΩΝ:

Με την λέξη ουρανοί στους ύμνους των Παρακλητικών Κανόνων χαρακτηρίζεται η ορατή και η αόρατη κτίση. Η Θεοτόκος, επειδή βρίσκεται στο σύνορο της κτιστής και της ακτίστου φύσεως, είναι υψηλοτέρα των ουρανών, δηλ. ανθρώπων και αγγέλων και ευθύς μετά τον Θεό.

 

ΦΥΣΙΖΩΟΣ:

Πρόκειται για σύνθετη λέξη: φύω+ζωή. Φυσίζωος είναι αυτός που παράγει και δωρίζει τη ζωή.

 

Πηγή: Θησαυρός γνώσεων και ευσέβειας, Πεμπτουσία

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...