Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι' αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.
Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι' αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι' ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι' ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι' ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ».
Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι' ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ' ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».
Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι' αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ' αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι' ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.
Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι' αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ' εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.
Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι' αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.
«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.
Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί· ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ' ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .
Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι' ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι' αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι' ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπράκτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.
Γι' αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ' αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ' αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι' αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι' αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι' αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».
Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι' αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν' ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;
Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι' ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ' ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι' αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ' αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι' αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι' αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι' ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.
Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι' ἐγώ εἶδα κι' ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ' αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.
Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ' αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ' αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ' αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ' αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι' αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.
Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι' Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ' ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι' ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.
Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι' ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι' αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι' αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.
Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ' αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Πηγή: Η Άλλη Όψη
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά καταθέσωμε εἰς τήν ἀγάπη σας κάποιες πατερικές θέσεις, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται εἰς τό ἱερό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί ξεκινᾶμε ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, πού ἐδῶ καί λίγες ἡμέρες ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, κατά τήν ὁποίαν ἑορτή πανηγυρίζομε τήν εἴσοδο τῆς Παναγίας Μητέρας μας εἰς τόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί μάλιστα σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καί αὐτό, ἐν προκειμένῳ, γιά νά ἀφιερωθῆ ἡ πάναγνος Κόρη εἰς τόν Θεόν σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν.
Οἱ γονεῖς της, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα κατήγοντο ἀπό τήν βασιλική φυλή τοῦ Δαυΐδ καί ἐπειδή ἐπί χρόνια πολλά δέν ἠμποροῦσαν νά τεκνοποιήσουν ὠνειδίζοντο ἀπό τό περιβάλλον τους καί μάλιστα πάρα πολύ. Καί αὐτό, ἐπειδή ἀκόμη τότε δέν ὑπῆρχε ἐλπίς ἀθανασίας, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶχε ἀκόμη γίνει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί γι᾽ αὐτό ἡ διαδοχή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐφαίνετο κάτι τό ἀναγκαιότατο. Ἦταν δηλαδή, τρόπον τινά, μία παρηγοριά. Τότε, εἰς τούς Ἰσραηλῖτες ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο τόσο μεγάλο κακό, ὥστε ἀκόμη καί αὐτοί οἱ δίκαιοι νά μήν ἐπαινοῦνται τόσο γιά τήν ἀρετή τους ἀπό ὅσο ὑβρίζοντο γιά τήν ἀτεκνία τους καί μάλιστα ἐπεριφρονοῦντο πάρα πολύ.
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀφορήτου πλέον αὐτῆς καταστάσεως, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἐπεδόθησαν σέ διαρκεῖς καρδιακές καί ἀκατάπαυστες προσευχές καί πολυποίκιλες ἐν γένει πνευματικές ἀσκήσεις. Ἔτσι ὅμως, μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἐξαγνίσθησαν πλήρως χωρίς καί οἱ ἴδιοι καλά-καλά νά τό καταλάβουν. Καί ὁ πάνσοφος Κύριος, μέσα σέ αὐτό τό παιδαγωγικό, σοφό ὀδυνηρό ἀλλά καί πάντα σωτήριο σχέδιό Του, κατέστησε, μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό ζεῦγος Ἰωακείμ καί Ἄννα, ἄξιο, ὄχι ἁπλῶς νά ἀποκτήση κάποιο συνηθισμένο τέκνο, ἀλλά τούς εὐλόγησε σέ βαθμό ὑπερθετικό, ἀφοῦ τούς ἀξίωσε νά γεννήσουν τήν θαυμασιώτερη ἀπό ὅλες τίς θαυμάσιες πού ἐφάνησαν ποτέ. Αὐτήν δηλαδή τήν Γεννήτρια τοῦ Κτίστη, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων δηλαδή, διά τῆς ὁποίας κατόπιν ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ἐθέωσε τό ἀνθρώπινο γένος καί οὐράνωσε τήν γῆ. Αὐτήν πού ἔκανε τόν μέν Θεό Υἱό ἀνθρώπου, τούς δέ ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ.
Ἔτσι βλέπομε, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν καρπός ὄχι ἡδονῆς, ἀλλά καρπός προσευχῆς, καθ᾽ ὅτι, ὅπως εἴπαμε, οἱ γονεῖς Της ἦσαν πολύ γερασμένοι. Μόλις δέ Αὐτή ἀπεγαλακτίσθη, τριῶν χρονῶν, τότε ἀμέσως οἱ γονεῖς Της Τήν ἀφιέρωσαν εἰς τόν Ναό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσι πού οἱ ἴδιοι εἶχαν δώσει ἀπό πρίν εἰς τόν Θεόν. Ὅτι δηλαδή, ἐάν τελικά ἐτεκνοποιοῦσαν, τό γεννώμενον τέκνον νά τό ἀφιέρωναν εἰς τόν Θεόν.
Τηρῶντας δέ κατά γράμμα τήν ὑπόσχεσί τους, Τήν παρέδωσαν εἰς τόν τότε ἀρχιερέα ὀνόματι Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος Τήν παρέλαβε καί Τήν ἔβαλε εἰς τά ἐνδότατα τοῦ Ναοῦ, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου μόνος ὁ ἀρχιερεύς μία φορά τόν χρόνο εἰσήρχετο. Αὐτό βέβαια τό ἔκανε ὁ Ζαχαρίας χωρίς καί ὁ ἴδιος νά καταλαβαίνη τόν βαθύτερο λόγο.
Πολλές φορές, ἀλήθεια, ἡ Θεία Πρόνοια χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπους καί καταστάσεις γιά τό πνευματικό καί αἰώνιο συμφέρον μας, πού πολλές φορές ἐμεῖς, δυστυχῶς, τίς παραθεωροῦμε, ὅλες αὐτές τίς θεϊκές εὐκαιρίες καί οἱ ὁποῖες, ἄν δέν μετανοήσωμε καί ἄν δέν τίς ἐκμεταλλευθοῦμε μέ τόν πνευματικό τρόπο ὅσο εἶναι καιρός, θά μᾶς κρίνουν ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Ὁ Ζαχαρίας εἰσήγαγε τήν Θεοτόκο σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων προκειμένου Αὐτή νά προπαρασκευασθῆ καί νά καταστῆ ἀξία νά γεννήση κατόπιν τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐδανείσθηκε ἀπό τήν Μητέρα Του ἐμψυχωμένη ἀνθρωπίνη σάρκα. Διότι οὕτως ηὐδόκησε ὁ Θεός νά θεώση τούς ἀνθρώπους, ὥστε κατόπιν νά ἠμποροῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι νά γίνωνται εἰς τό διηνεκές ὁλοένα καί περισσότερο μέτοχοι τῆς ἀτελευτήτου θείας δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμεινε ἡ ἀειπάρθενος Κόρη ἐπί δώδεκα χρόνια τρεφομένη ξενοπρεπῶς ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ μέ τροφή οὐρανία. Περιττό νά ποῦμε, ὅτι ἀξιώθηκε καί τῆς τοῦ Θεοῦ ἐμφανείας μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ καιρός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της.
Μέ αὐτήν τήν θεϊκή τροφή, ἡ Θεοτόκος ἐδυνάμωσε καλύτερα τήν φύσι Της καί ἐτελειοποιοῦσε τόν ἑαυτό Της τόσο, ὥστε ἔγινε καθαρωτέρα καί ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτές τίς ἀσώματες ἀγγελικές δυνάμεις. Εἶχε δέ ὡς ὑπηρέτες ἀγγέλους. Ἄν θέλωμε λίγο νά ἐμβαθύνωμε, δέν εἰσῆλθε ἁπλῶς καί μόνον εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοπικά, ἀλλά κατά κάποιον τρόπο παρελήφθη ἀπό τόν Θεό σέ συνοίκησι μέ Αὐτόν. Εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ''ἡ ἐν Θεῷ σύγκρασις''.
Περιττόν βέβαια νά διευκρινήσωμε, ὅτι τά πιό πολλά ἀπό αὐτά πού ἀναφέραμε ἤδη καί θά ἀναφέρωμε τά ἀναλύει εἰς τό ἔπακρον ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἰς τόν ὁποῖον συγκεντρώνεται ἡ συνισταμένη τῆς γνησίας ἀνοθεύτου διαχρονικῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἑορτάζομε τήν νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως καί γνώμης γιά τό ποιός εἶναι ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός εἰς τό ἀνθρώπινο γίγνεσθαι, τήν δευτέρα Κυριακή, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑορτάζομε τήν ὄντως Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τόν ὀρθό καί τέλειο τρόπο τοῦ ''εὖ πνευματικῶς ἀγωνίζεσθαι'', ὥστε νά καταστῆ δυνατόν νά μετέχωμε καί ἐμεῖς εἰς τίς ἡδονικώτατες ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Τό ''σύν Θεῷ κραθῆναι'', κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, αὐτή ἡ δυνατότητα νά γίνη ὁ Χριστιανός ἕνα κρᾶμα μέ τήν θεία δόξα, αὐτό θά πῆ Ὀρθοδοξία. Καί αὐτό συνέβη σέ πάρα πολλούς θεόπτες Ἁγίους καί ἀγωνιστάς. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ὅτι δηλαδή εἰς τήν πραγματική, ἀληθινή προσευχή ἔχομε ''συνουσία'' μετά τοῦ Θεοῦ.
Καί, ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἁγίους εἰς τό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, πού ἔβλεπαν ἀοράτως τόν ὄντως μόνον Ἀόρατον, ἐβίωναν δηλαδή τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾷ καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, καί σέ κάθε ἄλλη συντεταγμένη κάθε νόμιμη καί παράνομη ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔ, τότε, κατά μείζονα λόγον ἰσχύουν γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί γιά νά κυριολεκτήσωμε ἀκόμη πιό πολύ, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἔπαιρνε τιμή καί ἀπό αὐτά τοῦτα τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἔδινε τιμή σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Διότι, εἰς τόν Ναό ἐφυλάσσοντο, μέ κάθε εὐλάβεια, οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης πού ἐπῆρε ὁ θεόπτης Μωϋσῆς ἀπό τόν Θεό Λόγο - ''ἄσαρκο Χριστό'' - ἀπό τόν Χριστό δηλαδή πρίν σαρκωθῆ... Διότι, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁ Χριστός, ὡς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἦταν Ἐκεῖνος πού ἐνεργοῦσε τά θαυμάσια εἰς τό Σινᾶ. Ὅμως, ἡ Θεοτόκος ἐχώρησε μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού εἶχε δώσει τίς πλάκες τῆς Διαθήκης. Ἐχώρησε λοιπόν μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού δέν Τόν χωροῦν τά σύμπαντα.
Τά Χριστούγεννα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἕνα τροπάριο λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;». Ἔγινε δηλαδή ἡ Παναγία Μητέρα μας δοχεῖο τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Χριστόν κατοικῆ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος. Καί γι᾽ αὐτό, πολύ εὔστοχα ἡ Παναγία ὀνομάζεται καί ''χώρα τοῦ ἀχωρήτου''.
Τό μεγαλεῖο Της εἶναι ἀκατανόητο καί ἀπροσπέλαστο, ὄχι μόνον εἰς τήν ἀνθρωπίνη διάνοια, ἀκόμη κι ἄν αὐτή εἶναι ἁγιασμένη, ἀλλά καί σέ αὐτούς τούς ἀγγελικούς νόες.
Μέ τήν ἀγαθή Της πάντα προαίρεσι καί μέ τόν τέλειο προσωπικό Της ἀγῶνα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε, ἀξίως καί δικαίως, ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ἀγγέλων, καί τῆς ἀλόγου κτιστῆς Δημιουργίας. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες δέν εἶχε διαπράξει καμμία προσωπική ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ προγνώστης Θεός Τήν προώρισε. Διότι, ὁ Θεός ποτέ δέν προορίζει κάποιον μέ τό ζόρι, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Θεόν δέν ὑπάρχη προσωποληψία. Ἁπλῶς, εἰς τόν Θεόν, ἐπειδή εἶναι ἐκτός χρόνου, δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ἄν ὁμιλήσωμε μέ τά ἰδικά μας ἀνθρώπινα δεδομένα, γιά τόν Θεόν ὅλα εἶναι σάν ἕνας διαρκής ἐνεστῶτας. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός προεγνώριζε τήν ἑκουσία Της λαμπρή μοναδική πορεία, γι᾽ αὐτό καί Τήν προώρισε.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς σταθοῦμε λίγο εἰς τήν παντελῆ ἁγνότητα τῆς Παναγίας Μητέρας μας. Ἀλλά, ἀλήθεια, πῶς μποροῦμε, ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ βουτηγμένοι εἰς τήν ἁμαρτία, νά ἐννοήσωμε τήν καθαρότητα τῆς Παναγίας μας; Εἶναι ἀσύλληπτη, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀκόμη καί σ᾽ αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Νά τήν ὁρίσωμε καί νά τήν ἐννοήσωμε, τήν καθαρότητά Της, εἶναι ἀδύνατον, εἰς τό βάθος της. Ἁπλῶς, ἄς προσπαθήσωμε νά συλλάβωμε κάποια ἐλάχιστα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πού ἀπορρέουν ἐκ τῆς παντελοῦς καθαρότητός Της. Προφανῶς, αὐτά δέν ἀποτελοῦν παρά ἕνα ἐλαχιστώτατο μέρος τῶν ὄντως ὑπεραρίθμων παραμέτρων πού συνθέτουν τήν παναγιότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Θεός, πού ἀπό καταβολῆς κόσμου ἐδιψοῦσε τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου ἐπερίμενε πότε θά ἐμφανιζόταν αὐτό τό ἀθῶο πλάσμα - κατά τόν π. Παΐσιο -, ἡ Παναγία μας, γιά νά φιλοξενηθῆ ὁ Θεός Λόγος εἰς τά ἄχραντα σπλάγχνα τῆς παντάνασσας Κόρης καί νά δανεισθῆ ἀπό Αὐτήν ἀνθρωπίνη σάρκα, τήν ὁποία ποτέ πλέον δέν ἐπρόκειτο νά ἀποβάλη. Καί ὄχι μόνον δέν ἐπρόκειτο νά ἀπεκδυθῆ ποτέ, ἀλλά τήν ἀνέβασε, διά τῆς ἐνδόξου ὑπερφυοῦς Ἀναλήψεώς Του, σέ αὐτό ἀκριβῶς τό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Λοιπόν, πῶς ἡ Παναγία ἔμενε ὄντως ἀμόλυντη; Καλά, τόν ἑαυτό Της ἀσφαλῶς τόν ὥριζε. Ἀλλά, τό περιβάλλον Της ἦταν τέλειο; Δέν ὑπῆρχε γύρω Της ἡ πολυποίκιλη ἁμαρτία, εἰς τόν περιβάλλοντα χῶρο Της; Ἀσφαλῶς καί ὑπῆρχε. Πῶς λοιπόν δέν ἐλερώθηκε, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, ἀπό τίς ἀθέλητες ἔστω ἁμαρτωλές προσβολές πάσης φύσεως;
''Ἁπλούστατα'', εἶχε μέσα Της καί γύρω Της ἕναν ''πνευματικό μηχανισμό'', πού ὁ,τιδήποτε ἁμαρτωλό προσέκρουε ἐπάνω Της πάραυτα ἐκαθαρίζετο ἀπό Αὐτήν τήν ἰδία. Εἰς τήν Παναγία ὑπῆρχε ἕνας παντοειδής ἐσωτερικός φυσικός πνευματικός καθαριστικός μηχανισμός, πού εἶχε τήν αὐτόματη δυνατότητα ὁ,τιδήποτε βρώμικο ἔπεφτε ἐπάνω Της, ὄχι ἁπλᾶ νά μή τό δέχεται, νά μήν εἰσχωρῆ μέσα Της, ἀλλά, ἐπί πλέον, νά τό ἐπιστρέφη, καί μάλιστα πεντακάθαρο, καί νά τό ἐκπέμπη, ὡς πεντακάθαρο, πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Καί μάλιστα, ὅσο πιό ἁμαρτωλό ἦτο, τόσο πιό ἁγιασμένο τό ἐπέστρεφε. Διότι, ὅπως ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος, καί περί ἀρετῆς νά ὁμιλῆ, τελικά ἐμπαθῶς θά ὁμιλῆ, δέν γίνεται διαφορετικά, ἔτσι ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο μέ πολυσήμαντες δυνατότητες καί ἐφαρμογές...! Γενικώτερα, ὁ ἔχων ἀρετή καί καθαρότητα, καί ''ἐμπαθῶς'' φαινομενικά νά ὁμιλῆ, τελικά ἀπαθῶς καί ἐναρέτως θά ὁμιλῆ. Φυσικά, αὐτό συνήθως τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἔχοντες ὑγιῆ πνευματικότητα, ἤ ἔστω καλή προαίρεσι.
Φυσικά, γιά νά ἐννοούσαμε πλήρως τήν ὅλη πνευματική κατάστασι τῆς Παναγίας θά ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά ἤμαστε εἰς τά ἰδικά Της πνευματικά μέτρα, ἀπό τά ὁποῖα, οἰκειοθελῶς δυστυχῶς, μᾶς χωρίζει μέγα ἁμαρτωλό προσωπικό χάσμα. Καί, ἐκ τῶν ἰδίων, δέν ἠμποροῦμε νά κρίνωμε τά ἀλλότρια ἀκόμη καί ὅταν ἔχωμε τήν πιό καλή προαίρεσι. Δέν ἠμποροῦμε δηλαδή νά καταλάβωμε τήν πλήρη καθαρότητα τῆς Παναγίας. Μόνον ὁ Θεός τήν γνωρίζει καί ἀκριβῶς, ἐπειδή τήν γνωρίζει, γι᾽ αὐτό καί Τήν ἐδόξασε, καί Τήν ἐδιάλεξε καί ἐμεγαλύνθη τό πανάγιο ὄνομά Της σέ Οὐρανό καί γῆ.
Κατά τόν Εὐαγγελισμό Της ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἐκαθαρίσθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἐδάνεισε σάρκα εἰς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά νά γίνη ἄνθρωπος. Καί αὐτό ἔγινε γιά νά ἠμπορέσωμε νά δοῦμε καί νά ἀκούσωμε τόν Θεό. Γιά νά γίνη ὁ ἴδιος, ὁ σαρκωμένος Θεός, προσιτός σέ ἐμᾶς, τύπος καί ὑπογραμμός καί νά μᾶς διδάξη. Διότι διαφορετικά, ὅπως εἶναι εἰς τήν φύσι Του ὁ Θεός, δέν ἠμποροῦμε νά Τόν καταλάβωμε, οὔτε ἐμεῖς, οὔτε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, καθ᾽ ὅτι ἡ θεία φύσις εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητος καί ἀμέθεκτος.
Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας, ''Θεόν νοῆσαι χαλεπόν, φρᾶσαι δέ ἀδυνατότερον'', τό ὁποῖο βέβαια ἀντέστρεψαν, ἀκόμη ἐπί τό ρεαλιστικώτερον, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες μας, καί συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Λοιπόν, ὄχι μόνον τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτήν τήν δόξα Του δέν ἠμποροῦμε νά δοῦμε, ἔστω καί στό ἀπειροστό της, ἐκτός καί ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εὐδοκήση, καί μόνον ἐάν εὐδοκήση καί μᾶς ἀποκαλύψη λίγο ἀπό τήν γλυκυτάτη Του θεία δόξα.
Τό γιατί συνήθως δέν εὐδοκῆ ὁ Θεός, εἶναι ἕνα ἐρώτημα, ἤ μᾶλλον εἶναι ἕνα δυστύχημα, πού βαρύνει κατά κανόνα ἐμᾶς καί ὄχι τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἤ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ - δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ -, ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθη ἕως θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, χάριν ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν.
Ἐκτός ὅμως ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου. Οἱ ἄγγελοι ἐπαγιώθησαν καί ἐσταθεροποιήθησαν εἰς τό ἀγαθόν καί δέν κινδυνεύουν πλέον, παρά μόνον μετά τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Σωτῆρος. Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶναι ἀπό τήν φύσι τους ἄτρεπτοι, ἀναλλοίωτοι δηλαδή, διότι μόνος ὁ Θεός εἶναι ἀπό τήν φύσι Του ἄτρεπτος. Ἀλλά, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι, μετά τήν Ἐνανθρώπησι ποσῶς δέν θέλουν πλέον νά ἀποστοῦν ἀπό τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ, πρίν τήν Ἐνανθρώπησι ἐκινδύνευαν, ἐάν βέβαια δέν ἐπρόσεχαν. Ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἑωσφόρος καί ὅσοι τόν ἀκολούθησαν, κάνοντας κακή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας τους, κατήντησαν δαίμονες ἀπό πρώην ἄγγελοι.
Κάτι ἀντίστοιχο, κατ᾽ ἀναλογίαν, θά συμβῆ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, μετά ὅμως τήν κοίμησί μας, ἐάν σωθοῦμε. Τότε, ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, εἰς τόν Παράδεισον, δέν θά κινδυνεύουν πλέον νά πέσουν. Ἐνῷ οἱ ζῶντες πάντα κινδυνεύουν. Οἱ κεκοιμημένοι ὠφελοῦνται, ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἀπό τίς προσευχές τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως, ἐφ᾽ ὅσον, δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πῆρε πλήρη ἀνθρωπίνη φύσι ἀπό τήν Παναγία, πλήν ἁμαρτίας, ἄνευ ὅμως σπέρματος ἀνδρός, ὅλη ἡ κτίσις θά μεταβληθῆ καί θά μετασκευασθῆ σέ μορφή καί σχῆμα πού τώρα δέν μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ἤ νά φαντασθοῦμε.
Λέγει σχετικά ὁ θαυμασιώτατος Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὅτι ὁ Χριστός, κατά τήν πρώτη Του ἐμφάνισι, περιέκρυψε τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, διότι θά ἐπυρπολῆτο, ὄχι ἁπλῶς ἡ γῆ, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία. Θέλετε παράδειγμα; Εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως, ἄν καί ἀμυδρῶς ἐφανέρωσε τό θεῖο Του Φῶς ὁ Χριστός, οἱ Μαθηταί, γοητευμένοι ἀπό αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν ἡδονή, ἔπεσαν κάτω, χαμαί, '' ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπωλέσωσι'', ὅπως λέγη ὁ ὑμνογράφος. Γιά νά μή χάσουν δηλαδή, καί τήν ζωή τους, ταυτόχρονα μέ αὐτήν τήν θεϊκή ὅρασι, οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι παρευρέθησαν εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως.
Γι᾽ αὐτό, ἄν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε, ἔχομε μέν ἀποκάλυψι τῆς Θεότητος ἀσφαλῶς εἰς τόν Χριστόν γιά λόγους σωτηριολογικούς, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχομε καί συγκάλυψι αὐτῆς τῆς Θεότητός Του γιά λόγους φιλανθρωπικούς, γιά νά μή πυρποληθῆ τό σύμπαν.
Κατά τήν Δευτέρα ὅμως ἐμφάνισί Του ὁ Κύριός μας, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, θά κάνη πλέον φανερή τήν δόξα Του, φανερό τοῦτο τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, φυσικά ὄχι γιά νά καταστρέψη τήν κτίσι, ἀλλά ὅπως εἴπαμε γιά νά τήν μεταβάλη εἰς τήν τελική ἄφθαρτη κατάστασί της, ἤ, ὅπως λέγωμε ἐπί τό θεολογικώτερον, γιά νά γίνη ἡ προσαγωγή τῶν πάντων εἰς τόν Θεόν Πατέρα.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τό μεθόριον μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἡ μοναδική γέφυρα πού ἑνώνει τόν ἄκτιστο, ἄπειρο καί ἀκατάληπτο Θεό μέ τά κτιστά δημιουργήματά Του.
Σύμφωνα δέ μέ τήν Ὀρθόδοξη πατερική Γραμματολογία, εἶναι τό μόνο δημιούργημα πού ἀπό τώρα εὑρίσκεται εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τό τελικό Της ἄφθαρτο ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως δηλαδή εἶναι καί ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασί Του.
Λίγο-πολύ θεωροῦμε γνωστά τά ἱστορικά γεγονότα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ἐκεῖνα πού συνέβησαν ὅταν ἐπῆγε, ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε, ὅταν ὁ πάνδημος χορός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκήδευσε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὅταν λοιπόν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καί ἐζήτησε ἀργοπορημένα νά προσκυνήση εἰς τόν τάφο Της τό τίμιο λείψανό Της, τότε διεπιστώθη ὅτι ἔλειπε τό σῶμα Της καί ὑπῆρχε μόνον ἡ σχετική σινδόνα μέ τήν ὁποία ἦτο τυλιγμένη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Βέβαια, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική κατοχύρωσι, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστοιχη προφητική. Ἀρκεῖ μόνο νά ἀναφέρωμε ἀπό τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ τό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Ἀνάστηθι, κύριε, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, σύ - Κύριε, ἐννοεῖται - καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ, 131, 8). Τό ''σύ'' ἀναφέρεται ἀναμφισβήτητα εἰς τόν Χριστόν, εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅπως ἤδη προαναφέραμε ''κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος'' δέν εἶναι παρά αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού ἐχώρησε μέσα Της, ὄχι ἁπλῶς τίς πλάκες τῆς Διαθήκης, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Νομοδότη.
Τώρα, στηριζόμενοι σέ αὐτά τά ἱστορικά καί προφητικά δεδομένα, οἱ ἅγιοι καί θεοκατευθυνόμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κατέθεσαν, κατωχύρωσαν καί διεσαφήνισαν, γραπτά καί ἀναλυτικά, τήν ὁλόσωμη εἰς τούς Οὐρανούς μετάστασι τῆς Παναγίας μας. Καί αὐτό τό ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τούς παλαιοτέρους ἕως τούς νεωτέρους. Περίτρανα εἶπαν, ὅτι εἰς τήν παναγία Μητέρα μας ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι, ὄχι ''ὡς εἰς οὐρανόν'', ὅπως εἰς τόν Προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἀκόμη ἔχει τό φθαρτό του σῶμα - καί αὐτό βέβαια θαῦμα εἶναι. Δέν ἔχει γνωρίσει θάνατο. Ἀλλά εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι ''εἰς τούς οὐρανούς'', εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Βέβαια, δέν εἶναι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτό, διότι, ἁπλούστατα, κανείς δέν τό ἀμφισβήτησε ποτέ. Ὁπότε, εἰς τό διάβα, εἰς τό πέρασμα τῆς ὅλης διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δέν ἐχρειάσθηκε, γιά τό θέμα αὐτό, νά συγκληθῆ κάποια οἰκουμενική σύνοδος καί νά προκύψη ἀπό αὐτήν τό ἀντίστοιχο δόγμα.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, πού ἐπανειλημμένα Τήν εἶχε δῆ, '' ὅποιος δέν ἔχει γευθῆ τήν ἀνέκφραστη γλυκύτητα καί παρηγοριά τῆς Παναγίας μοιάζει μέ τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου πού δέν νοιώσαν τήν οἰκογενειακή ζεστασιά''. Καί αὐτήν τήν σοφή ρῆσι τοῦ Γέροντα μποροῦμε νά τήν ἐπεκτείνωμε λέγοντας ὅτι εἶναι μεγάλη τραγωδία νά ἔχης, ὡς Χριστιανός, τήν ἀσυγκρίτως καλυτέρα ὅλων τῶν μητέρων, τήν Παναγία, καί νά αἰσθάνεσαι ὀρφανός.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἐπιγραμματικά κάποιες τελευταῖες, γνωστές, ζωντανές, ἐγγυημένες ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας σέ γνωστούς ἀσκητάς τοῦ αἰῶνα μας.
Ἐμφανίσθηκε τρεῖς φορές εἰς τόν Μικρασιάτη Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, πού ἐκοιμήθη τό 1924, μέ τήν γνωστή ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν ἀπό τήν Μικρά Ἀσία. Τήν πρώτη φορά Τήν εἶδε νά ἀστράφτη, τό πρόσωπό Της, ἐνῷ ἔβγαινε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἀπό τόν ναό, καί ἐχάνετο μπροστά στά μάτια του. Τήν δευτέρα φορά, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος εἶχε πέσει ἀπό ὕψος πενήντα μέτρων, τόν ἔσωσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Τόν ἐπῆρε εἰς τήν ἀγκάλη Της καί τόν ἐκατέβασε κάτω θαυματουργικά χωρίς νά πάθη τίποτε. Τήν τελευταία φορά, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τόν Ἅγιο Ἀρσένιο δύο ἡμέρες πρίν τήν κοίμησί του καί τόν ἐξενάγησε ''δωρεάν'' σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ αὐτός τότε εὑρίσκετο σωματικῶς εἰς τήν Κέρκυρα.
Αὐτά ἀναφέρει ὁ π. Παΐσιος, στό βιβλίο πού ἔγραψε τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ὁ ἴδιος εἶχε δῆ καί τόν Ἅγιο Ἀρσένιο σέ ὀπτασία καί τήν ἰδία τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία, μεταξύ τῶν ἄλλων, τόν προέτρεψε νά δέχεται τόν κόσμο. Βέβαια, ὁ π. Παΐσιος καί πολλούς ἄλλους Ἁγίους εἶχε δῆ.
Ἐπίσης, ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶχε καί ὁ μεγάλος Ρῶσος ἀσκητής τῆς Καψάλας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὀνόματι παπα-Τύχων. Ἐκοιμήθη τό 1968. Μάλιστα, ὁ παπα-Τύχων εἶχε ἐμφάνεια τῆς Παναγίας καί πρίν γίνη μοναχός. Σέ μία του προσκυνηματική περιοδεία εἰς τήν Ρωσία, πού δέν μποροῦσε νά φάγη τό ψωμί τῆς περιοχῆς πού ἦταν ἀπό σίκαλη, ἀπεγνωσμένα, μέ τήν τότε παιδική του ἁπλότητα, ἔκανε προσευχή εἰς τήν Παναγία, λέγοντας: «Παναγία μου, θέλω νά μέ βοηθήσης, γιατί θά πεθάνω στόν δρόμο πρίν γίνω καλόγηρος''. Σημειωτέον δέ ὅτι ἔτρωγε μόνο ψωμί.
Καί ξαφνικά, τοῦ παρουσιάζεται μία Κόρη μέ λαμπερό πρόσωπο, τοῦ δίνει μία φραντζόλα ἄσπρο ψωμί, ὄχι δηλαδή ἀπό σίκαλη, καί ἀμέσως ἐξαφανίζεται. Φυσικά, τά ἔχασε ὁ παπα-Τύχων - τότε ἐλέγετο Τιμόθεος -, δέν ἠμποροῦσε νά τό ἐξηγήση. Καί ἔτσι ἐπέρασε ἀρκετό διάστημα μέ τήν ἀπορία αὐτή. Ἀλλά, ἀργότερα, ὅταν τοῦ ἔδωσε ἕνας μοναχός ἕνα βιβλίο μέ τίς θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Ρωσίας καί εἶδε τήν Παναγία τοῦ Κρεμλίνου, σκίρτησε ἡ καρδιά του ἀπό εὐλάβεια, τά μάτια του πλημμύρισαν ἀπό δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί εἶπε: «Αὐτή ἡ Παναγία μοῦ ἔδωσε ἄσπρο ψωμί». Καί ἀπό τότε πιά Τήν ἔνοιωθε πιό κοντά, ὅπως τό παιδί τήν μάνα του. Αὐτά τά ἀναφέρει ὁ Γέροντας Παΐσιος στό βιβλίο του μέ τίτλο ''Ἁγιορεῖτες πατέρες καί ἁγιορείτικα''. Σημειωτέον, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλαβε τό Μέγα Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν παπα-Τύχωνα.
Ἐπίσης, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε εἰς τόν Ἁγιορείτη ἀσκητή Χατζηγιώργη - ἐκοιμήθη τό 1886. Ἀνάλογες ἐμπειρίες εἶχαν ὁ Ἅγιος Σιλουανός, πού ἄκουσε τήν φωνή Της - ἐκοιμήθη τό 1935 -, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ Σπετσιέρης - ἐκοιμήθη τό 1943. Αὐτός μάλιστα εἰς τά Ἱεροσόλυμα εἶχε δῆ ἄκτιστο θεῖο Φῶς νά βγαίνη ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καί ἐζητοῦσε πληροφορίες. Ἔλεγε ''Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἱερέας;''...!
Ἐμπειρία τῆς Παναγίας εἶχε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής - ἐκοιμήθη τό 1959. Τελευταία δέ γνωστή ἐγγυημένη ἐμφάνεια τῆς Παναγίας μας εἶχε ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας - ἐκοιμήθη τό 1987 -, πού ἡ Παναγία ἐκρατοῦσε σχετικό βιβλίο πού κατέγραφε ποιοί μοναχοί ἀγωνίζονται καί ποιοί ἐγκαταλείπουν τόν ἀγῶνα καί φεύγουν ἀπό τό Περιβόλι Της καί πλέον ζοῦν κοσμικά.
Ἐξαιροῦμε βέβαια τόν Γέροντα Παΐσιο, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔλεγε, ἡ φυσιογνωμία τῆς Παναγίας μας ἔμοιαζε, ὅπως Τήν εἶδε, πιό πολύ μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας.
Ἄς ἀναφέρωμε ἕνα περιστατικό, εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ἡ εὐλάβεια κάποιων Ρουμάνων Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἐγνώριζε ὁ π. Παΐσιος. Ἦταν σέ ἕνα Κελλί ἕνας Γέροντας καί κάποιος ὑποτακτικός, μεγάλης ἡλικίας καί οἱ δύο, καί ὁ ὑποτακτικός ψυχορραγοῦσε. Ὁπότε, καθηκόντως τούς ἐπισκέφθηκε κάποιος ἄλλος μοναχός πού ἐκτελοῦσε χρέη πρακτικοῦ γιατροῦ γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα Ρουμᾶνο μοναχό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες βοήθειες πού ἦταν δυνατές. Τό ὄνομα τοῦ πρακτικοῦ γιατροῦ ἦταν Δανιήλ. Ἡ ἡμέρα δέ πού τό ἔμαθε καί ἐπῆγε ὁ πρακτικός γιατρός ἦταν ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Ὁπότε, ὅταν ἐξεκίνησε νά προσφέρη τίς πρῶτες του βοήθειες, τότε, μέ μεγάλη ἀγωνία, παραδοξώτατα γιά τήν ἰδική μας λογική, ὁ Γέροντας τοῦ μοναχοῦ πού ψυχορραγοῦσε εἶπε στόν πρακτικό γιατρό: «Μή, μή, Ντανῆλο - ἤξερε σπαστά Ἑλληνικά -, σήμερα πρέπει πεθάνη. Σήμερα μεγάλη γιορτή στόν οὐρανό. Γιορτή μεγάλη. Σήμερα εὐλογία Παναγία''. Ἐθεωροῦσε δηλαδή ἀναμφισβήτητα προτιμώτερο πνευματικά γιά τόν ὑποτακτικό του νά πεθάνη ἀνήμερα τῆς Παναγίας παρά νά τοῦ προσέφερε ὁ πρακτικός γιατρός κάποιες βοήθειες μέ τίς ὁποῖες ἴσως ἐπέθαινε λίγες ἡμέρες ἀργότερα, πού ὅμως ἀργότερα δέν θά ἦταν ἡ μεγάλη γιορτή τῆς Παναγίας. Τί διαφορά φρονήματος καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου! Πόσο διαφέρουν ἀπό τά δικά μας δεδομένα, πῶς ἐμεῖς ἀντιμετωπίζομε τόν θάνατο!
Καί στό σημεῖο αὐτό μοῦ ἦλθε εἰς τό μυαλό μου ἡ περίπτωσις τοῦ Γερο-Νικήτα, πού αὐτός ἐζοῦσε εἰς τήν Καψάλα καί εἶχε ἕνα Κελλί, τί νά ποῦμε;... Ἀπό παντοῦ ἔβαζε ἀέρα. Ἀπό παντοῦ ἔπεφταν σοβάδες. Μάλιστα, γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἀπό ὑπερβολική εὐλάβεια, δέν ἤθελε νά κάνη Λειτουργία στό Κελλί του. Πήγαινε δηλαδή ἀλλοῦ νά λειτουργηθῆ. Καί ὅταν, κάποια φορά, ἔκανε Λειτουργία, πιεζόμενος ἀπό τόν Γέροντά μου Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο, ὁ Γερο-Νικήτας ἐφοβεῖτο μήπως τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου ἔπεφτε ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ κανένα κομμάτι σοβᾶ μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο καί δέν ἠμποροῦσε νά κάνη κατάλυσι ὁ ἱερέας.
Ἔ, λοιπόν, αὐτός ὁ Γερο-Νικήτας, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Κελλί του ἄφηνε τήν πόρτα του ἀνοικτή, δέν τήν κλείδωνε - ἄλλωστε, τέτοια πόρτα πού ἦταν καί τέτοιο Κελλί, τέλος πάντων... Καί τό μόνο πού εἶχε ἦταν μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή, ἡ Παναγία τοῦ Καζάν. Καί, ὅταν τοῦ εἶπε ἕνας γνωστός μου '' μά, Γέροντα, νά κλειδώνης, μή σοῦ κλέψουν τήν εἰκόνα'', ἀπαντοῦσε μέ περίσσεια εὐλάβεια καί βεβαιότητα: '' Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, ἐγώ ἦλθα στό Ἅγιο Ὄρος γιά νά φυλάγη ἡ Παναγία ἐμένα καί ὄχι ἐγώ νά φυλάγω τήν Παναγία»...
Θά μοῦ πῆτε ''πάτερ, ὑπερβολικό''. Ἀναμφισβήτητα, γιά μᾶς εἶναι ὑπερβολικό. Πρέπει νά κάνωμε τά ἀνθρώπινα. Ἀλλά, ἐφ᾽ ὅσον ἐγίνετο ἀπό τό περίσσευμα τῆς εὐλαβείας του καί τῆς ἁπλῆς καρδιᾶς του πρός τήν Παναγία, ἔχομε τήν ταπεινή γνώμη, σύμφωνα καί μέ τούς Γέροντες, ὅτι καί ἡ Παναγία Μητέρα μας ἐπροστάτευε καί τήν εἰκόνα Της, καί τόν ἴδιο τόν μοναχό. Νά προσθέσωμε δέ, κλείνοντας γι᾽ αὐτόν τόν μοναχό, ὅτι ἐπερπατοῦσε ξυπόλυτος χειμῶνα-καλοκαῖρι. Ἦταν Κρητικός καί μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν ἔφυγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος τήν Κρήτην δέν τήν ξαναεῖδα οὔτε εἰς τόν χάρτην''. Σέ μία φωτογραφία πού ἔχω ἀκουμπάει σέ μία καρέκλα πού εὑρῆκε ἐκεῖ, τῆς ὁποίας ὑπῆρχε μόνον ὁ σκελετός...
Ὁ π. Παΐσιος ἐγνώριζε κάποιους χωρικούς, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔβλεπαν τά γαϊδουράκια πού ἐκουβαλοῦσαν τό λάδι γιά τά κανδήλια ἑνός ἀπομεμακρυσμένου Μοναστηριοῦ πού ἐτιμᾶτο πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό εὐλάβεια ἔβαζαν μετάνοια στά γαϊδουράκια, ἐπειδή μόνο καί μόνο ἦσαν φορτωμένα μέ τό λάδι τῆς Παναγιᾶς. Καί συνέχισε λέγοντας ὁ σοφός Γέροντας: «Σκεφθεῖτε, ἄν ἔβαζαν μετάνοια καί τόσο ἐσέβοντο τά γαϊδουράκια, πόσο περισσότερο ἐσέβοντο τήν Παναγία μας καί πόσο περισσότερο τόν ἴδιο τόν Θεό»! Διότι, γιά νά μιλήσωμε πατερικά, τελικά, ἡ τιμή ''ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει''. Καί, ὅταν προσκυνοῦμε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἤ τήν Τιμία Ζώνη Της, κλπ., δέν προσκυνοῦμε τό ξύλο, τό χρῶμα, τό σχέδιο ἤ τό ὕφασμα, ἀλλά ἡ τιμή τῆς προσκυνήσεως πηγαίνει εἰς τό πρόσωπο πού ἀπεικονίζεται.
Βέβαια, εἰς τίς εἰκόνες δέν ἁρμόζει λατρεία, ἡ ὁποία ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς τον Θεόν, ἀλλά τιμή καί σεβασμός. Καί εἶναι πολύ ἀνόητο, πολύ ἄστοχο, ὅταν κάποιοι ''προοδευμένοι'' σοκάρωνται ἀπό τήν πηγαία εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, ὅταν βλέπουν ἀτελείωτες οὐρές πού περιμένουν νά προσκυνήσουν ἐπί παραδείγματι μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί ὁμιλοῦν δῆθεν γιά εἰδωλολατρία. Ἄν εἶναι αὐτή εἰδωλολατρία! Αὐτοί εἶναι οἱ πραγματικοί εἰδωλολάτρες, γιατί λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κτίσι καί ὄχι τόν Κτίσαντα.
Ἡ παρρησία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι τεραστία, ἐφ᾽ ὅσον μέ μία λέξι ὁ Θεός Της ταυτόχρονα, ὡς ἄνθρωπος, εἶναι καί Υἱός Της. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά Τήν αἰσθανώμεθα καλύτερα κι ἀπό τήν μάνα μας. Γι᾽ αὐτό καί ἐθαυματουργοῦσε, θαυματουργεῖ καί θά θαυματουργῆ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἀναφέρω τήν ἱερά κανδήλα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκείνη πού εἶναι κρεμασμένη ἐπάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, πού κάποιες φορές κινεῖται ἀπό μόνη της θαυματουργικά. Μάλιστα, τό 1979, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς Της, ἀξιωθήκαμε, τότε πού γιά πρώτη φορά εἴχαμε εἰσέλθει εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, νά τό δοῦμε αὐτό τό θαῦμα, ἀνάμεσα βέβαια σέ τόσο πλῆθος, νά κινῆται ἀπό μόνο του τό κανδῆλι.
Οἱ θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας μας εἶναι πάμπολλες. Νά ἀναφέρω μόνο τήν Παναγία Μαλεβῆ, πού βγάζει αὐτό τό ἐξωτικό μύρο, ἕνα μύρο χαρακτηριστικό, θεϊκό, πού δέν μποροῦν νά συνθέσουν ἀνθρώπινα χέρια. Καί μάλιστα, γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἔχουν ὄντως, ἐγγυημένα, ὄχι κατά φαντασίαν, αἰσθανθῆ αὐτήν τήν συγκεκριμένη εὐωδία τοῦ μύρου τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς καί μάλιστα ἐκ τοῦ μακρόθεν.
Ἀπό ὅλες αὐτές ὅμως τίς εἰκόνες, ἄς ἀναφέρωμε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παραμυθίας, ἡ ὁποία φυλάσσεται εἰς τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Διά μέσου λοιπόν αὐτῆς τῆς εἰκόνας, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τούς μοναχούς τῆς Μονῆς νά ἀσφαλισθοῦν καλά τό βράδυ λόγῳ ἐπερχομένης πειρατικῆς ἐπιδρομῆς. Τότε, ὁ εἰκονιζόμενος Χριστός, τῆς ἰδίας εἰκόνος, ἀντέδρασε λέγοντας εἰς τήν Μητέρα του: ''Μή τούς προστατεύης αὐτούς τούς μοναχούς. Δέν τό ἀξίζουν, γιατί ἔχουν παραμελήσει τά καλογερικά τους καθήκοντα''. Καί ἀμέσως τό χέρι τοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε, κατά θαυματουργικό τρόπο, θέσι καί πῆγε νά κλείση τό στόμα, τρόπον τινά, τῆς Παναγίας γιά νά μή μιλήση καί γιά νά μή προστατεύση μέ τήν σειρά της τούς ἀμελεῖς ἐκείνους μοναχούς. Αὐτόματα, ὅμως καί ταυτόχρονα, καί τό χέρι τῆς Παναγίας ἄλλαξε θέσι καί ἔπιασε ''βίαια'' τό χέρι τοῦ Χριστοῦ καί τό ἐμπόδισε ἀπό τοῦ νά Τῆς κλείση τό στόμα ὁ Χριστός.
Τά πράγματα εἰς τήν εἰκόνα αὐτή ὁμιλοῦν ἀπό μόνα τους, ἐφ᾽ ὅσον ἀλλοιώτικα τήν ὑπελόγισε σχεδιαστικά ὁ τότε ἁγιογράφος Της καί ἀλλοιῶς τελικά διεμορφώθη, θαυματουργικά, σχεδιαστικά μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα, μέ τό ὁποῖο φαίνεται ἡ παρρησία καί ἡ προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν κι ἐμεῖς, μέ τήν σειρά μας, ἄς λέγωμε παντοῦ καί πάντοτε, ψυθιριστά ὅταν εἴμεθα μόνοι μας τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'', καί νοερά, ἀπό μέσα μας, ὅταν εἴμεθα σέ δημόσιο χῶρο. Ἤ, τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς'', γιά ὅλους μας, δηλαδή γενικά, καί ἰδιαίτερα γιά πρόσωπα συγγενικά, ἤ πού ἔχουν κάποια ἀνάγκη, ἤ πού τούς ἔχομε κάποια ὑλική ἤ πνευματική ὑποχρέωσι. Ἤ, νά λέγωμε τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου'' γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Βέβαια, τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'' ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ''πρέσβευε'', γιατί ἡ Παναγία δέν εἶναι ὀντολογικός, ἀλλά εἶναι παμμέγιστος ἠθικός μεσίτης πρός τόν Θεό Πατέρα. Καί λέγομε ''σῶσον με'', διότι ἡ πρεσβεία Της, σέ σχέσι μέ τούς ἄλλους Ἁγίους, εἶναι μοναδική.
Λοιπόν, εὔχομαι ὁλόψυχα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ἀγωνιζώμεθα μέ ταπείνωσι καί φιλότιμο χρησιμοποιῶντας τήν μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Τήν ὁποία πρέπει νά παρακαλοῦμε ἀδίστακτα καί νά εὐγνωμονοῦμε αἰώνια, ἐφ᾽ ὅσον Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ὁποίας θεώσεως εὔχομαι ὅλοι μας νά τύχωμε διά τῶν πρεσβειῶν Της.
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας - 1999)
Πηγή: Θρησκευτικά
Σήμερα, όμως, όσο ποτέ άλλοτε, χρειαζόμαστε την Αγία Σκέπη της Κυρίας Θεοτόκου. Οπωσδήποτε κατά κοινή ομολογία δεν είναι εύκολα τα πράγματα. «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», ορατοί και αόρατοι εχθροί μας προσπαθούν να αρπάξουν την ψυχή μας, να μας ξεσκίσουν ό,τι φορούμε πάνω μας ως ένδυμα του Χριστού και της Ελληνοορθοδοξίας. «Λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και «τα πετεινά του [σκοτεινού] ουρανού» επέπεσαν πάνω στην ιερή Μάνδρα και στην «Άμπελον» της Εκκλησίας μας και της Ελληνικής Πατρίδας. Κατατρώγουν τις σάρκες της και απομυζούν τους εύχυμους καρπούς της.
Χρειαζόμαστε βοήθεια. Όπως τότε το 1940. Και πιο παλιά. Όπως πάντοτε, από τότε δηλαδή που σα λαός ασπαστήκαμε την Νέα Πίστη του Χριστού και γίναμε ορθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί Έλληνες. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές, εκεί που τα ανθρώπινα πρόσωπα και τα γήϊνα μέσα αδυνατούσαν, είχαμε στο πλευρό μας την Υπέρμαχο Στρατηγό, τη Μεγάλη Βοήθεια, την Φοβερά Προστασία και την Γοργοεπήκοο Παναγία μας. Ήταν, είναι και θα είναι η μεγάλη Μητέρα μας, το Απόρθητον Τείχος και η «πάντα τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής» από το πολυπαθές Γένος των Ελλήνων.
Σήμερα λοιπόν καλούμε την Παναγία μας με την Αγία Σκέπη της:
Να σκεπάσει τα παιδιά μας, τις ψυχές και τα σώματα, από του πολέμου της πορνείας και την μάστιγα των εμπόρων του λευκού θανάτου.
Να σκεπάσει τους μαθητές μας, το μυαλό και τη διάνοια, από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», μέσα κι έξω από την τάξη. Τα λόγια της αθεϊας, της αναρχίας, του υλισμού, του εθνικού αποπροσανατολισμού και του ηθικής αδιαφορίας και αναισθησίας.
Να σκεπάσει τη νεολαία μας από τα κηρύγματα του αντιεκκλησιαστικού μένους και της ανατροπής της παραδόσεώς μας, από ιδεολογίες που είναι ξένες προς την εμπειρία και τη μαρτυρία της Εκκλησίας μας και οι οποίες όπου εφαρμόστηκαν κατέστρεψαν το ανθρώπινο πρόσωπο και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Να σκεπάσει την οικογένεια, η οποία κυριολεκτικά βομβαρδίζεται από ένα πλήθος τηλεοπτικών σκουπιδιών, τα οποία εκπέμπονται μέσα στον ιερό χώρο κάθε σπιτιού και διδάσκουν: πώς να διαλύεται η ελληνική οικογένεια, πως οι σύζυγοι ακίνδυνα μπορούν να προδίδουν ο ένας τον άλλον, πως να συζούν πρόσωπα του ιδίου φύλου, πως η οικογένεια βλάπτει, πως τα παιδιά να μπαίνουν στην αμαρτία εξ απαλών ονύχων κι από την κούνια τους, πως όλοι να συμβιώνουν με συντρόφους χωρίς γάμο ορθόδοξο και πόσο καλοί είναι οι τούρκοι, οι γείτονες....
Να σκεπάσει τη θεολογία μας, από τους λαοπλάνους, όπως έλεγε και ο μακαριστός Φώτιος Κόντογλου, «ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός».
Να σκεπάσει την κοινωνία μας, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με ακραίες συμπεριφορές και κινείται παρορμητικά σε μαζικές επιλογές που δεν διασώζουν τη διάρκεια της αληθινής σχέσεως με το Θεό.
Να σκεπάσει τους νέους γονείς, από τον κίνδυνο της απιστίας. «Η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην» ( ΦΚ).
Να σκεπάσει τον στρατό μας, από τη δειλία, την ανανδρία, την υποχωρητικότητα, τη βλασφημία των θείων και τα διάφορα ψεκτά πάθη της νεότητας και της αγνοίας.
Να σκεπάσει τις απελπισμένες ψυχές, τους ανέργους, τους φτωχούς, τους μοναχικούς, τους ατέκνους, τους αστέγους, τους απολυμένους, τους αφίλους, τους προδομένους και εγκαταλελειμμένους, τους καρκινοπαθείς και ανιάτως και διαρκώς νοσούντες, τους αξαπατημένους και παντοιοτρόπως αδικημένους, από την αυτοκτονία, την εκδίκηση, την κατάρα και την απιστία.
Να σκεπάσει την πολιτική ζωή και το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα, από την περιφρόνηση, από την απειλή των ασπόνδων φίλων μας, από τον υπολογισμό, από την υποκρισία, από τον φόβο, και τη σατανοπληξία, τον χρηματισμό, την ξενοδουλεία και τη φαλκίδευση της αξιοπρεπείας μας.
Να σκεπάσει την πατρίδα και το Έθνος μας, από ανθρώπους μέσα και έξω από τα σύνορα, οι οποίοι «Θεόν δεν φοβούνται και ανθρώπους δεν εντρέπονται» και στηρίζουν την εξουσία τους στο ψέμα, στη βία και την καταστολή και στη συνδρομή ξένων κέντρων και προσώπων.
Να σκεπάσει την Εκκλησία μας, κλήρο και λαό, μοναχούς και λαϊκούς, από την εκκοσμίκευση, από την αίρεση από τον μοντερνισμό, τον επάρατο οικουμενισμό και τον άθεο συγκρητισμό, τον συμβιβασμό και την αλλοίωση του ορθοδόξου ευαγγελικού μηνύματος.
Να σκεπάσει τα αγέννητα παιδιά, από το φονικό νυστέρι του γιατρού, από την ολιγοπιστία της δύστυχης μάνας και από τον εγκληματικό λογισμό και την ολέθρια απόφαση του πατέρα.
Να σκεπάσει την απανταχού της Γης Ορθοδοξία μας και ιδιαίτερα τη χειμαζόμενη και διωκόμενη Μ. Ανατολή από την ισλαμική βία, αλλά και τη χώρα και τα νησιά μας, τα σύνορά μας και τις πόλεις μας, την Κύπρο, τη Θράκη και τη Μακεδονία μας, από τον φανατισμό και την εισαγόμενη πληθυσμιακή εισβολή, η οποία διαλύει τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης και σύγκρουσης.
Τέλος, να μας σκεπάζει η Παναγία μας από τις εισηγήσεις, πλεκτάνες, σκάνδαλα και παγίδες του διαβόλου, αλλά και «της φοβεράς του σεισμού απειλής, από αιφνιδίου θανάτου και εμφυλίου πολέμου, από λιμού, λοιμού καταποντισμού και την ώραν της εξόδου μας, την ψυχήν μας, από τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων».
Μέσα σ΄ αυτά τα δύσκολα χρόνια που όρισε ο Άγιος Θεός να ζήσουμε και στα οποία κινδυνεύουμε από «τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα», και «από πάσαν σατανικήν ενέργειαν των στυγερών δαιμόνων και των φθοροποιών ανθρώπων» δεν μας άφησε μόνους και ορφανούς, απροστάτευτους και ακάλυπτους, αλλά μαζί με τα άγια Μυστήρια, τα άγια τάγματα των αγγέλων και των αγίων, μας χάρισε και την Παναγία Μητέρα του.
Η κυρία λοιπόν Θεοτόκος, Της οποίας ως «Μητρός η δέησις πολλά ισχύει προς ευμένειαν Δεσπότου», μπορεί όχι μόνο να εισηγηθεί να κάνει ο Κύριος και Θεός μας το νερό κρασί, αλλά και από το πικρό της παρούσης καταστάσεως να βγάλει το γλυκύ της πνευματικής ωφελείας. Οπωσδήποτε δε να μας γλυτώσει από το μεγάλο πέρασμα της ζωής μας στην ατέρμονη αιωνιότητα. Για αυτό κι εμείς την παρακαλούμε προσκυνώντας την τιμητικά και λέγοντας από τα βάθη της ψυχής μας την ευχήν του Αποδείπνου:
«Αλλ' ως του Φιλανθρώπου Θεού Μήτηρ, φιλανθρώπως σπλαγχνίσθητι επ' εμοί τω αμαρτωλώ και ασώτω, και δέξαι μου την εκ ρυπαρών χειλέων προσφερομένην Σοι δέησιν, και τον Σον Υιόν, και ημών Δεσπότην και Κύριον, τη μητρική Σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα ανοίξη καμοί τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα της Αυτού αγαθότητος, και, παριδών μου τα αναρίθμητα πταίσματα, επιστρέψη με προς μετάνοιαν, και των Αυτού εντολών εργάτην δόκιμον αναδείξη με. Και πάρεσό μοι αεί ως ελεήμων, και συμπαθής, και φιλάγαθος, εν μεν τω παρόντι βίω, θερμή προστάτις και βοηθός, τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα, και προς σωτηρίαν καθοδηγούσα με. Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα, και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα. Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της αιωνίου με ρυομένη κολάσεως, και της απορρήτου δόξης του Σου Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα. Ης και τύχοιμι, Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, δια της Σης μεσιτείας και αντιλήψεως, χάριτι και φιλανθρωπία του Μονογενούς Σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί, και τω Παναγίω, και αγαθώ, και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
….6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.
Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό
Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.
Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;
Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;
Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.
Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.
8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.
Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.
Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.
Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.
Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».
Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.
Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.
Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.
Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.
11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.
Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.
Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.
Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.
Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;
12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.
13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.
Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.
Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.
Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.
Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;
14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.
Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.
Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;
15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.
Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.
Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.
16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.
Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.
Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.
Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.
17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.
Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.
18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.
Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.
Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.
Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.
Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.
Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα
Θεολογικὴ προσέγγιση τῆς ἐν Χριστῷ ἐνσωμάτου Μεταστάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας στὴν Βασιλεία τῆς Τριάδος.
Εἶναι γεγονὸς βεβαιωμένο καὶ ἀναντίρρητο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐπιστήμη τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὅτι οἱ περὶ τὸν βίο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μητρὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ λυτρωτοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαρτυρίες εἶναι πενιχρότατες στὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ στὰ λοιπὰ βιβλία τοῦ «Ἱεροῦ Κανόνος» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐν τούτοις πάμπολλες ὑπῆρξαν οἱ λεγόμενες «ἀπόκρυφες διηγήσεις» ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένες ὀνομάστηκαν «Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια» γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὰ χαρακτηριζόμενα ὡς «ἱστορικὰ κενὰ» σχετικὰ μὲ τὸν βίο τῆς Ἀπειράνδρου Θεομήτορος καὶ Πανάγνου Μαρίας. Οἱ δὲ σημαντικότερες ἀπόκρυφες πηγὲς περὶ τοῦ Ἱεροῦ προσώπου τῆς Παναγίας Ἀχράντου Μαρίας εἶναι: α) τὸ «Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου καὶ β) τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ψευδο-Ματθαίου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως διὰ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπὸ τῶν θεοφόρων Πατέρων καθιερώσεως τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὡς γνησίας ἐκφράσεως τῆς ἀληθοῦς εὐαγγελικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας ἀπεμάκρυνε ὅλα τὰ μυθώδη, ἐφήμαρτα καὶ αἱρετικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν καθόλου ζωὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Ἔτσι, οἱ θεοφόροι Πατέρες θεοπνεύστως κατέγραψαν τὴν Ὀρθόδοξη θεολογικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ ἱεροῦ προσώπου τῆς Πανάγνου Θεομήτορος, ὅπως τοῦτο ἀποδεικνύεται στοὺς «Ὅρους» τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία μετὰ πολλῆς προσοχῆς ἀπεδέχθη καὶ υἱοθέτησε τὰ ἐκ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως διδάγματα περὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας.
Ἡ μετάστασις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Στὸ θεολογικὸ αὐτὸ πλαίσιο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ δόγμα αὐτῆς ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ καὶ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀποδέχεται τὴν διδασκαλία περὶ τὴν ἐν Χριστῷ «Μεταστάσεως» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας. Σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση ἀφ᾿ ὅτου οἱ «ἐκ περάτων» τῆς γῆς Ἀπόστολοι ἔθαψαν τὸ Πάναγνο σῶμα τῆς Παναγίας Θεομήτορος στὴν Γεσθημανῆ, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ὁ ὁποῖος ἠθέλησε διακαῶς νὰ προσκυνήσει τὸ σεπτὸ σῶμα τῆς Πανάγνου Μητρὸς τοῦ Κυρίου. Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἄνοιξαν τὸ μνῆμα, διεπίστωσαν ὅτι τὸ Πανάγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου «μετέστη ἐν Χριστῷ», εἶχε ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς. Ἐνσάρκως, δηλαδὴ ἐν σώματι, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἰσῆλθε στὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, ἡ ἐν σώματι μετάσταση τῆς Θεοτόκου συνέβη ἐν Χριστῷ ὄχι ὅμως μὲ τὸ γήϊνο καὶ φθαρτὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐν Χριστῷ μεταμορφωμένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο σῶμα, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς «ἀθανατοποίησε» καὶ μὲ τὸ ὁποῖο «ἅπαν τὸ γένος τῶν βροτῶν», ὅλοι οἱ φθαρτοὶ ἄνθρωποι, θὰ λάβουμε κατὰ τὴν τελικὴ καὶ μεγάλη κρίση τῆς ἐνδόξου δευτέρας παρουσίας τοῦ Παμβασιλέως Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία ὡς θνητὸς ἄνθρωπος, ὅπως κάθε ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ἐγεύθη τὸν φυσικὸ θάνατο, καθὼς κάθε ἀνθρώπινη κτιστὴ ὕπαρξη πλασθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ δὲν ἐξαιρεῖται τοῦ «κοινοῦ κλήρου» τῆς ἀνθρωπότητος, τῆς φθαρτῆς καὶ πεπερασμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. Πλὴν ὅμως ἡ Ὑπερευλογημένη ἐκ τοῦ Παναγίου Πνεύματος Θεοτόκος μὲ τὴν «κατ᾿ ἄνθρωπον κοίμηση» αὐτῆς εἰσῆλθε «εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς ἀλήκτου Βασιλείας τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Μετὰ τὴν φυσικὴ κοίμησή της, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, παρέμεινε «ἄφθορη» ἡ ψυχή της καὶ «ἄφθαρτο» τὸ πάναγνο καὶ ἄσπιλο καὶ ἀμόλυντο σῶμα της. Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πάναγνο αὐτὸ σῶμα ποὺ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς ἦταν δυνατόν, νὰ ὑποστεῖ μετὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος «φθορὰ καὶ διαφθορά», γενόμενο «λάφυρο» τοῦ θανάτου, ὑποκείμενο στὶς συνέπειες, τὶς φυσικὲς καὶ ὀντολογικές, κατ᾿ ἄνθρωπον καὶ κατὰ τὴν φυσικὴ ἀκατανίκητη νομοτέλεια, ὥστε νὰ ἐκπέσει σὲ «σκεῦος φθορᾶς» ἐνῶ ὑπῆρξε, ὡς ἡ μόνη μετὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος ἐπὶ τῆς γῆς ὕπαρξη, «σκεῦος χάριτος καὶ ζωῆς». Ἔτσι παρέμεινε ἄφθορο καὶ ἄφθαρτο τὸ «Θεοδόχον σκήνωμα» τῆς Θεοτόκου Παναγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ φυσικὸς θάνατος τῆς Θεοτόκου ὑπῆρξε «ζωηφόρος» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνῶ ὁ θάνατος γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς εἶναι «Κοίμησις» ἐν τούτοις γιὰ τὴν Ὑπερευλογημένη καὶ Κεχαριτωμένη Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι «Μετάστασις», ἀφοῦ καθὼς ψάλλει θεολογικώτατα ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας: «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησαν», ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου χαρακτηρίζεται ὡς «δεύτερο Πάσχα», ὡς «Πάσχα τοῦ θέρους», ὑμνολογεῖ τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει Σου, οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα. Πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται…».
Εἰσέρχεται ἐν Χριστῷ ἡ Θεοτόκος Παναγία στὴν αἰώνια καὶ ἄληκτη Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καθὼς «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε. Παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα…», ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο ἐκ κοιλίας Ἅδου» χωρὶς νὰ ὑποστεῖ φθορὰ καὶ διαφθορὰ στὴν ἀθάνατη ψυχὴ καὶ στὸ τίμιο καὶ ὑπερευλογημένο σῶμα του. Ἡ Θεοτόκος Μαρία «μετέστη πρὸς τὴν ζωὴν Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς» καὶ κατὰ τὴν θεόπνευστη διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ χορηγός τῆς ἀφθάρτου, ἀθανάτου καὶ αἰωνίου ζωῆς: «Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ Παναγίᾳ ταύτῃ καὶ θειοτάτῃ οἴα Μητρὶ λειτουργῶν, τὴν Ἱερὰν ψυχὴν ὑποδέχεται».
Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁ μέγας τῆς Δογματικῆς Θεολογίας Πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἑρμηνεύοντας τὸ «διάφθορον καὶ ἄφθαρτον» τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μετὰ τὴν ἔνδοξη κοίμηση αὐτῆς καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ποὺ τὸ «θεοδόχον σκήνωμα» αὐτῆς παρέμεινε ἐντός τοῦ γήϊνου μνήματος, γράφει θεοπνεύστως: «Πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ καταπίει αὐτήν, ἡ ὁποία στὴν ὁλότητά της ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεόν; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ Ἅδης νὰ τὴν δεχθεῖ στὰ σπλάχνα του; Πῶς ἡ φυσικὴ διαφθορὰ θὰ ἀποτολμοῦσε νὰ καλύψει τὸ ζωοδόχο σῶμα της; Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀλλότρια καὶ παντελῶς ξένα τῆς θεοφόρου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ὁ θάνατος τὴν ἀντίκρυσε στὰ κατώτατα τοῦ κράτους του, φοβήθηκε, ἐπειδὴ καὶ ὅταν προσέλαβε τὸν Υἱό της, ἔμαθε ἐξ αὐτῶν ποὺ ἔπαθε καὶ λαβὼν πεῖραν ἐσωφρονίσθη».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ «δεύτερο Πάσχα», στὸ λεγόμενο «Πάσχα τοῦ θέρους», δὲν θρηνεῖ, οὔτε πενθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ παραδόξως γιὰ τὰ κοσμικὰ μέτρα καὶ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ γεραίρει, μεγαλύνει καὶ δοξολογεῖ τὴν «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεομήτορος Μαριάμ, στὴν ὁποία ὡς «ὑπερκόσμιον καὶ ὑπερβατικὸν μυστήριον» συνετελέσθη ἡ «ἐν Χριστῷ ἐνσώματος μετάσταση» ἀπὸ τὰ γήϊνα στὰ οὐράνια, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὶς φυσικὲς νομοτελειακὲς συνέπειες τῆς «διαφθορᾶς καὶ φθορᾶς» τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της κατὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ εὑρέθη στὸ μνημεῖο τῆς Γεσθημανῆ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μεγαλοφώνως ἀνακράζει: «Ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις», ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μεγαλοφρόνως ψάλλει ἀγαλλομένη: «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ Κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος. Θαῦμα ἐν θαύμασι διπλοῦν συνέδραμε, Θεοτόκε». Ἔτσι δὲν θρηνοῦμε οὔτε πενθοῦμε, διότι ἡ Θεοτόκος «ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπεν», ἀλλὰ ζεῖ αἰωνίως.
Θαῦμα θαυμάτων καὶ μυστήριον μυστηρίων ἀποτελεῖ τὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς τριημέρου ἐντός τοῦ χοϊκοῦ μνήματος παραμονῆς τῆς Θεομήτορος ὡς ἀφθάρτου καὶ ἀδιαφθόρου ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως, ἐλευθέρας τῶν φθοροποιῶν δεσμῶν τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ὅμως κυριαρχεῖ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Ὁ μόνος Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἡ «αὐτοζωὴ» καὶ μόνη ἀληθὴς καὶ ἄκτιστη πηγὴ τῆς ζωῆς, ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ κράτους τοῦ Ἅδου παρέμεινε τριήμερος, ἄφθορος, ἀδιάφθορος καὶ ἀπολύτως ψυχοσωματικὰ ἄφθαρτος.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πρώτη ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διὰ τοῦ θανάτου της καὶ τῆς τριημέρου ἀφθάρτου καὶ ἀδιαφθόρου ἐν τῷ μνήματι παραμονῆς της, καθὼς καὶ τῆς ἐνσώματης στοὺς οὐρανοὺς μεταστάσεώς της, «προμνηστεύεται τὴν αἰώνια ζωήν». Καὶ ἐνῶ γιὰ ὅλους τοὺς θνητοὺς καὶ φθαρτοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀπόλυτη ἀφθαρσία καὶ «ἀθανατοποίηση» θὰ συμβεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως πάντων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, στὰ ἔσχατα, κατὰ τὴν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν τελικὴ κρίση τῶν πάντων, ἐν τούτοις ἡ Θεοτόκος Μαρία μετέστη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἀφθαρτοποιημένη» καὶ «ἀθανατοποιημένη» κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν βροτῶν. Τοῦτο δὲ συνέβη κατ᾿ εὐδοκίαν τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνει ἡ Πάναγνος Μητέρα του «λάφυρο» καὶ ὑποχείριο τοῦ θανάτου, ἐπειδὴ «ὁ Κύριος ἦταν κατὰ φύσιν ἀναμάρτητος», ἐνῶ ἡ Θεοτόκος κατὰ χάριν ἀναμάρτητη», καὶ γι᾿ αὐτὸ ρητορικὰ διερωτᾶται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: « Ἡ γὰρ τοῖς πᾶσι τὴν ὄντως ζωὴν ἀναβλύσασα, πῶς θανάτῳ γένοιτ᾿ ἂν ὑποχείριος;».
Ἡ «ἀθάνατος κοίμησις» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Κατὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὀντολογικῶς «ἀθάνατος κοίμησις», ὅπως εὔστοχα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος διήρκησε ἐλάχιστα, μόλις γιὰ τρεῖς ἡμέρες, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐν Χριστῷ μετάστασή της ἑνώθηκαν καὶ πάλι τὰ δύο ὡς ἄφθαρτη καὶ ἀναλλοίωτη ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ ὀντότητα, ὅπως ἀκριβῶς μέλλει νὰ συμβεῖ σὲ ὅλους τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους λίγο πρὶν τὴν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, ὅταν θὰ συντελεσθεῖ ἡ κοινὴ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων. Γι᾿ αὐτὸ μὲ τὴν ἐνσώματη μετάστασή της «ὡς δὲ Θεοῦ ζῶντος μήτηρ ὑπάρξασα πρὸς αὐτὸν ἀξίως ἀνακομίζεται», διότι ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «τὴν ζωὴν ἡ κυήσασα πρὸς ζωὴν μεταβέβηκεν».
Συνεπῶς δὲν κάνουμε λόγο γιὰ ἀνάσταση, ἀλλὰ γιὰ ἔνδοξη ἐνσώματη μετάσταση, διότι ἡ Θεοτόκος ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς ζῶσα μέσα στὴν ἄληκτη Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ξαναπεράσει ἀπὸ τὴ γῆ. Ὅσοι θαυματουργικὰ ἀνεστήθησαν ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Λάζαρος καὶ ἄλλα πρόσωπα γιὰ τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν σχετικῶς τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, ξαναπέθαναν καὶ ἀναμένουν τὴν κοινὴ ἀνάσταση γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι ἡ ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα τους, ὥστε ὡς ψυχοσωματικὲς ὀντότητες νὰ εἰσέλθουν στὴν ἐπέκεινα τοῦ τάφου αἰώνια, ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη ζωή. Μόνη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δὲν θὰ ἀναστηθεῖ, ὅπως ἅπαντες οἱ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου κεκοιμημένοι, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ μετάστασή της εὑρίσκεται ἤδη καὶ σωματικῶς ζῶσα στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὡς «ἐκ τῆς ζωῆς εἰς ζωὴν μεθισταμένη».
Ἡ «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεοτόκου «διαβατήριον» αἰωνίου ζωῆς.
Ἔτσι, ἡ «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεομήτορος καθίσταται «διαβατήριον» αἰωνίου ζωῆς καὶ τὴν βεβαιότητα αὐτὴ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Ζωῆς ἀϊδίου καὶ κρείττονος ὁ θάνατός σου γέγονε διαβατήριον», ἐνῶ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα πανευλαβικῶς ὑμνολογεῖ: «Μέλποντες ἐξόδιον σοὶ ὠδήν, Μῆτερ τοῦ Ὑψίστου, σὴν μετάστασιν εὐλαβῶς γῆθεν πρὸς τὰ ὕψη σὺν Ἀποστόλων δήμου ὑμνοῦμεν ἐκβοῶντες. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ παρακάτω ἐξαίσιος ὕμνος ποὺ ἐκφράζει τὸ βαθύτερο θεολογικὸ περιεχόμενο τῆς εὐδόξου κοιμήσεως καὶ μεταστάσεως τῆς Θεομήτορος: Χαῖρε, Παντάνασσα. Χαίροις παρ᾿ ἡμῶν Μαρία Θεοτόκε, τὸ σεμνὸν κειμήλιον ἁπάσης τῆς Οἰκουμένης, ἡ λαμπὰς ἡ ἄσβεστος, ὁ στέφανος τῆς παρθενίας, τὸ σκῆπτρον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ναὸς ὁ ἀκατάλυτος καὶ χωρίον τοῦ Ἀχωρήτου, ἡ Μήτηρ καὶ Παρθένος. Δι᾿ ἧς ὀνομάζεται ἐν τοῖς Ἁγίοις Εὐαγγελίοις εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Χαίροις ἡ τὸν Ἀχώρητον χωρήσασα ἐν μήτρᾳ ἁγίᾳ Παρθενικῇ δι᾿ ἧς Τριὰς ἁγιάζεται, δι᾿ ἧς Σταυρὸς τίμιος ὀνομάζεται καὶ προσκυνεῖται εἰς πᾶσαν τὴν Οἰκουμένην, δι᾿ ἧς ὁ Οὐρανὸς ἀγάλλεται, δι᾿ ἧς ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι εὐφραίνονται, δι᾿ ἧς βάπτισμα ἅγιον γίνεται τοῖς πιστεύουσι, δι᾿ ἧς ἔλεον ἀγαλλιάσεως, δι᾿ ἧς εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία τεθεμελίωνται, δι᾿ ἧς ἔθνη ἄγονται εἰς μετάνοιαν. Καὶ τί δεῖ πολλὰ λέγειν; Δι᾿ ἧς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ φῶς ἔλαμψεν τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένοις. Δι᾿ ἥν προφῆται προεμήνυσαν, δι᾿ ἧς Ἀπόστολοι κηρύττουσι σωτηρίαν τοῖς ἔθνεσιν, δι᾿ ἧς νεκροὶ ἐγείρονται, δι᾿ ἧς Βασιλεὺς Βασιλεύουσιν διὰ Τριάδος Ἁγίας».
Ἡ Παναγιὰ Βαθυρρύακος, ἡ δική μας Παναγιὰ.
«Σύμφωνα μὲ προφορικὲς μαρτυρίες, γιατί δὲν ἔχουμε γραπτὰ μνημεῖα λόγου, πρὶν ἀπὸ πεντακόσια περίπου χρόνια βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι βρέθηκε πρὶν ἀπὸ τριακόσια χρόνια στὴν περιοχὴ Φατὴρ Γιακᾶ μὲ θαυμαστὸ καὶ ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀπὸ Ὀθωμανὸ ἀγᾶ τσιφλικᾶ καὶ ὄχι σὲ Ὀρθόδοξο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀγᾶ τσιφλικᾶ τοῦ τεραστίου τσιφλικιοῦ τοῦ Φατὴρ Γιακᾶ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τρεῖς νύκτες, μόνον αὐτὸς καὶ κανεὶς ἄλλος, ἔβλεπε φωτεινὸ ὅραμα μέσα στὸν γαλανὸ οὐρανὸ τῆς Θράκης καὶ αὐτὸ τὸ φωτεινὸ ὅραμα ἦταν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἑνὸς δένδρου, καὶ συγκεκριμένα ἐπάνω σὲ καραγάτσι. Δὲν πίστευε στὴν ἀρχή, ὥσπου κατ᾿ ὄναρ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τοῦ ὑπέδειξε, προειδοποιώντας τον ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθεῖ τὴν ἀμέλειά του, νὰ ἐνημερώσει τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, νὰ ἀνασκάψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο στὴν ρίζα τοῦ δένδρου ὅπου ἐμφανίζονταν ὁ σταυρὸς καὶ σὲ πολὺ μικρὸ βάθος κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα της. Ὁ ἀγὰς ὑπάκουσε καὶ ἐνημέρωσε τὸν τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας, ἀνέσκαψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια παρουσία τοῦ τότε Ἐπισκόπου καὶ τῶν προυχόντων τῆς τότε Γκιουμουλτζίνας, ποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ ὁμώνυμου Καζᾶ, ἀλλὰ καὶ πολλῶν Ὀθωμανῶν, καὶ ὡς ἐκ θαύματος στὰ χέρια του βρέθηκε ἡ μικρὴ φορητὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης, ἡ ὁποία ἀνήκει ὡς ἁγιογραφικὸς βυζαντινὸς τύπος στὴν Παναγία τὴν Βρεφοκρατοῦσα. Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἀνήκει καὶ στὴν ἰδιαίτερη μορφὴ ἐκείνου τοῦ ἁγιογραφικοῦ τύπου Παναγιᾶς ποὺ εἶναι ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ἀλλὰ τὸ πιὸ σωστὸ εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ τύπο τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας.
Τὸ σημεῖο τῆς εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος εἶναι ὁ χῶρος ἐντός τοῦ σημερινοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ Αἰγείρου, ὅπου εὑρίσκεται τὸ μικρὸ παρεκκλήσι τῆς «Παναγίας τῶν Ρόδων», ὅπως ὀνομάζεται καὶ τὸ ὁποῖο ἀνακαινίσθηκε τὸ 1994 μὲ δαπάνες τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Φυτωρίου Κομοτηνῆς. Τὸ σημερινὸ παρεκκλήσιο εἶναι τὸ ἀνακαινισμένο, τὸ ὁποῖο ἀνήγειραν στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰῶνα δύο μεγάλοι εὐεργέτες τῆς Κομοτηνῆς. Αὐτὸ τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν Ἀμπελουργικὸ Σταθμὸ ἀποτελεῖ τὸ τρίτο ἀνακαινισμένο κτίσμα τοῦ πρώτου παρεκκλησίου ποὺ ἔκτισαν γύρω στὰ 1910-1912 ἐκεῖνοι οἱ Κομοτηναῖοι. Σήμερα τὸ παρεκκλήσι ὀνομάζεται «Παναγιὰ τῶν Ρόδων» καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἄλλη παλαιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν θαυματουργὸ ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ ὑπάρχει στὸ παρεκκλήσιο εἶναι τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ φέρει ἀναγεγραμμένη τὴν ὀνομασία, τὸ λεγόμενο «Θεομητορικὸ προσωνύμιο», τῆς Παναγίας ὡς «Παναγίας τῶν Ρόδων». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προῆλθε ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς εἰκόνας ἀπεικονίζεται ὁ μικρὸς Χριστὸς καὶ κρατεῖ στὸ χεράκι του ρόδα, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν καὶ στὰ πόδια τῆς Παναγίας. Ἔτσι, θὰ μποροῦσε ἡ συγκεκριμένη εἰκόνα νὰ φέρει καὶ τὸ προσωνύμιο: «Ρόδον τὸ Ἀμάραντον».
Ὅταν βρέθηκε ἡ Ἱερὰ εἰκόνα, τὴν διεκδικοῦσαν πολλὲς ἐνορίες ὅπως τοῦ Ἰάσμου, τῆς Ἀμβροσίας, τῆς Σάλπης, τοῦ Πολυάνθου καὶ τοῦ παλαιοῦ χωριοῦ ὅπου εὑρίσκεται σήμερα ἡ Μεσσούνη, διότι ἡ Αἴγειρος δὲν ἦταν χωριὸ ἁπλὰ ὑπῆρχε τὸ τσιφλίκι τοῦ Φατὴρ Γιακᾶ. Τὴ λύση τὴν ἔδωσε ἡ ἴδια Παναγία, διότι ἡ διαμάχη ἦταν μεγάλη. Ἐνῶ βρέθηκε στὸ Φατὴρ Γιακᾶ Τσιφλίκ, ὁ τσιφλικὰς ἀρχικὰ δὲν ἔδινε τὴν ἄδεια νὰ κτιστεῖ ἐκκλησάκι γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἡ εἰκόνα. Ἐπίσης, ὅπως προεῖπα, δὲν ὑπῆρχε ὀργανωμένη κοινότητα καὶ ὑπῆρχε φόβος μήπως χαθεῖ ἡ εἰκόνα. Γιὰ αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης ἐπειδὴ οἱ ἐνορίες διεκδικοῦσαν τὴν εἰκόνα, ἀποφάσισε τὴ λύση νὰ τὴ δώσει ἡ Παναγιά. Ἔτσι τοποθέτησε τὴν εἰκόνα σὲ καινούργια ἅμαξα ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ξανὰ καὶ μάλιστα ζωήλατη, ποὺ τὴν ἔσερναν ἀρσενικὰ ζῶα πλυμμένα καὶ ἁγιασμένα ἀπὸ τὸ Δεσπότη, ἔντυσαν τὸ ἁμάξι καὶ ἀφοῦ ἔκανε δέηση ὁ Μητροπολίτης πρὸς τὴ Θεοτόκο τὴν παρεκάλεσε αὐτὴ νὰ δείξει τὸ σημεῖο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα. Ἡ πομπὴ ξεκίνησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁδηγὸς ἀναβάτης (καμουτσίκης) ποὺ νὰ κατευθύνει τὴν ἅμαξα. Ξεκίνησε μὲ τὸ χτύπημα τοῦ Δέσποτα καὶ πῆρε τὴ στράτα. Δὲν σταμάτησε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ χωριὰ ποὺ τὴ διεκδικοῦσαν, ἀλλὰ ἔφθασε στὴν Κομοτηνή, μπροστὰ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας, κοντὰ στὴν σημερινὴ ὁδὸ Βενιζέλου. Ἐκεῖ σταμάτησαν τὰ ζῶα, ἐκεῖ θέλησε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ Θεοτόκος. Τὸ δέχθηκαν οἱ κάτοικοι. Ὁ Δεσπότης τοποθετεῖ τὴν εἰκόνα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Συνέβη ὅμως καὶ κάτι ἄλλο θαυμαστό. Ὅταν ἔβαλαν τὴν εἰκόνα ἐπάνω στὸ ἁμάξι καὶ τὰ ζῶα πῆραν τὸ δρόμο ἐπιβιβάσθηκε καὶ ἡ ἀνάπηρη καὶ κωφάλαλη ἐγγονὴ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ τσιφλικιοῦ. Αὐτὸ ἔγινε μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς κόρης του. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφθανε ἡ ἅμαξα μὲ τὴν Παναγία μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, τὸ μικρὸ κορίτσι σηκώθηκε στὸ κάρο καὶ φώναξε στὰ τουρκικὰ «Meri ane», Μητέρα Μαρία. Εἶχε βρεῖ καὶ τὴ φωνή της καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἀπὸ τότε ὁ Ὀθωμανὸς ἀγὰς πίστευσε καὶ ἔδωσε λόγο τιμῆς στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς ὅτι γιὰ κάθε τί ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν προστασία αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τόπου, θὰ τὸ ἔχουν.
Οἱ δύο εὐεργέτες Τελωνίδης καὶ Σκουτέρης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγὰς Ἀμὲτ Μποσνάκογλου, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ τσιφλικιοῦ, παρεχώρησαν τὸ κτῆμα τους στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Κομοτηνῆς. Τὸ βέβαια πάντως εἶναι ὅτι μέχρι τὸ ἔτος 1907 δὲν εἶχε ἀνεγερθεῖ τὸ πολὺ μικρὸ παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας ποὺ βλέπουμε σήμερα στὸ σημεῖο ὅπου εὑρέθη, ἐντός τοῦ νῦν ἀμπελουργικοῦ σταθμοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα. Θὰ πρέπει, μὲ κάθε ἐπιφύλαξη νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ μικρὸ παρεκκλήσιο νὰ ἀνηγέρθη στὸ χρονικὸ διάστημα 1910-1912, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ κατοχή τοῦ τότε Καζὰ Γκουμουλτζίνας. Τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παρεκκλήσιο ἀνακαινίστηκε τὸ 1994 καὶ σήμερα ὑπάρχει πανέμορφο μὲ τὸν ὀνομασία «Παναγιὰ τῶν Ρόδων» γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς ἱστορικῆς καὶ θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας Φανερωμένης.
Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ἀποκαταστάσεως προσφύγων ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα της στὴν Κομοτηνὴ προσφέρουν χρήματα καὶ στὰ 1930 στὸ νέο σημεῖο τῆς ἔκτασης ποὺ παραχώρησε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ὁ τότε ἀείμνηστος μεγάλος Μητροπολίτης Μαρωνείας καὶ Θάσου Ἄνθιμος ὁ Δ΄ κτίζει ἕνα μικρὸ ναΐσκο. Στὴ συνέχεια ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος (1957-1974) ἀποφασίζει ἡ εἰκόνα νὰ μὴν βρίσκεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Κομοτηνῆς, ἀλλὰ νὰ μεταφερθεῖ στὸν φυσικό της χῶρο. Στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 1955 ἐγκαθίσταται ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας στὴ σημερινὴ μονὴ Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος μὲ εἰδικὴ τελετή. Ἀπὸ τότε ξεκινᾶ ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ 1960-1962 ἔγινε ἡ ὁλοκλήρωση τῶν κελλιῶν ποὺ ξεκίνησε τὸ 1958 καὶ τὸ 1971 κτίσθηκε τὸ κωδωνοστάσιο. Ἀρχικὰ (1957) λειτούργησε ὡς ἀνδρικὸ μοναστήρι καὶ ἀργότερα τὸ 1960 γυναικεῖα μονή. Τὸ 1969 ἔγινε καὶ πάλι ἀνδρῲα μονή. Τὸ 1970 ἔγινε τὸ μαρμάρινο θρονὶ ποὺ βρίσκεται ἡ Παναγιὰ ἀπὸ τὴ δωρεὰ τῆς Χριστίνας Μουρίκη στὴ μνήμη τοῦ συζύγου της Ἀναστασίου καὶ τὸ 1971 ἐγκαινιάστηκε τὸ παρεκκλήσι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ἕνα τελευταῖο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ πῶ εἶναι ὅτι συγχέει ὁ κόσμος τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ. Ἀναφέρουν ἐσφαλμένα ὅτι, ὅταν τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ καὶ τὴν πήγαιναν στὸ Μοναστήρι, ἡ εἰκόνα γύριζε πίσω. Δὲν εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Φανερωμένης ποὺ γύριζε πίσω, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ποὺ βρίσκεται ἐντός τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ στὸ μικρὸ παρεκκλήσι. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸ 1955 ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὸ νέο μοναστήρι δὲν μετακινήθηκε. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς ποὺ γύριζε πίσω εἶναι αὐτὴ ποὺ βρίσκεται στὸ προσκυνητάρι μέσα στὸν Ἀμπελουργικὸ σταθμὸ ἡ Παναγία τῶν Ρόδων. Αὐτὴ ὄντως προσπάθησαν νὰ τὴν πάρουν ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο καὶ νὰ τὴν τοποθετήσουν στὸ νέο μοναστήρι. Μέρα τὴν πήγαιναν καὶ τὴ νύχτα ἕνα φῶς ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ κατευθύνονταν στὸν Ἀμπελουργικὸ Σταθμό. Τὸ πρωΐ ἔβρισκαν τὴν εἰκόνα στὸ μικρὸ παρεκκλήσι. Τρεῖς φορὲς ἔγινε αὐτό, ὥσπου ὁ Μαρωνείας Τιμόθεος εἶπε ὅτι ἡ Παναγία τῶν Ρόδων «ἐδῶ θέλει νὰ μείνει. Ἂς τὴν ἀφήσουμε στὸ μικρὸ παρεκκλήσι, γιατί δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν τόπο της. Καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἐκεῖ στὸ προσκυνητάρι στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ ποὺ οἱ γιαγιᾶδες τῆς Αἰγείρου τὸ παρομοίαζαν πρὶν ἀνακαινισθεῖ μὲ μικρὸ φοῦρνο. Σὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ φοῦρνο σώζεται ἡ Παναγιὰ τῶν Ρόδων μία μικρὴ φορητὴ εἰκόνα. Ἐκεῖ ποὺ βρέθηκε ἡ Φανερωμένη».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἔτσι ὅπως ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐξιστορεῖ καὶ φιλοτεχνεῖ, αἰσθανόμαστε πὼς εἴμαστε παρόντες, ὄχι ἁπλὰ σὲ μία ἐξόδιο ἀκολουθία, ἀλλὰ σὲ μία μεγάλη Ἑορτὴ καὶ Πανήγυρη. Δυνάμεις ἀγγελικές, ὁ χορὸς τῶν ἐνδόξων Ἀποστόλων, Πατέρες ἀποστολικοί, Ὑμνογράφοι ἐκκλησιαστικοί, πιστοί, μὰ καὶ δύσπιστοι, πλαισιώνουν τὸ σεπτὸ σκήνωμα τῆς Παναγίας Παρθένου. Καὶ στὸ κέντρο τῆς ἱερᾶς εἰκόνος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κρατώντας στὰ χέρια του τὴν ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ναί, βρισκόμαστε ἐνώπιον μίας σπουδαίας Ἑορτῆς, τῆς Ἑορτῆς τῆς «ἑνότητος».
Τὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὴν πτώση, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀπώλεσε πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δωρήματα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ προσέφερε. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἦταν καὶ ἐκεῖνο τῆς «ἑνότητος».
Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, τὰ δύο πρῶτα ἀνθρώπινα πρόσωπα, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὸν ἕναν ἄνθρωπο. Δημιουργήθηκαν γιὰ νὰ ὑπάρχουν μὲ τὸν τρόπο τῆς Τριάδος. Ἕνας Θεός, τρεῖς ὑποστάσεις. Ἕνας ἄνθρωπος, δύο πρόσωπα ἀρχικά, καὶ μετὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ κατακυριεύσατε τὴ γῆ», μύρια στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅμως αὐτὴ ἡ προοπτική τῆς ἑνότητας διαρρηγνύεται μὲ τρόπο τραγικό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ ὁμοιάσει στὸ Θεό. Ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς ἰδιώτευσης, τῆς αὐτονομημένης πορείας, ὅπου ἡ ἀτομικότητα τοῦ καθενὸς νοεῖται ὡς τὸ κέντρο τῆς δημιουργίας. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἡ πλάση ὑπάρχει γιὰ νὰ τὴν κατακτήσεις καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλευτεῖς, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ξένοι ἢ ἀκόμα καὶ ἐχθροί, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα ὑπῆρξε ποτέ, ἀνακηρύσσεται νεκρός, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Ἔτσι ὁ κάθε ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κομμάτι, ἕνα σπάραγμα, ἕνα θλιβερὸ ὑπόλειμμα τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἑνότητος γιὰ τὴν ὁποία ἦταν πλασμένος. Ζεῖ καὶ πεθαίνει μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ἀκέραιος καὶ ὁλόκληρος. Μὰ τὸ κενὸ ποὺ νιώθει μέσα του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γεμίσει οὔτε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, οὔτε μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, οὔτε μὲ τὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους οὔτε ἀπό τόν δῆθεν ἀνθρωποκεντρισμό τῆς ἀριστερᾶς ἤ τόν δῆθεν κοινωνικοκεντρισμό τῆς φιλοσοφίας. Κάτι του λείπει, ἢ καλύτερα, κάποιος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή του. Τοῦτος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι Ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐναντιώθηκε, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέρριψε, Ἐκεῖνος ποὺ λησμόνησε καὶ Ἐκεῖνος ποὺ λαχταρᾶ, ὅσο τίποτε ἄλλο στὴ μίζερη ζωή του, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ ξέρει, ἀκόμα κι ἂν δὲν τολμᾶ νὰ τὸ συνειδητοποιήσει.
Σ’ αὐτὴ τὴν κεκρυμμένη λαχτάρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὁ Θεὸς ἀνταποκρίθηκε στέλνοντας τὸν Υἱό του τὸν μονογενὴ στὸν κόσμο, νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀληθινός. Στὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνας νέος Ἀδάμ, ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό καί καταδεικνύει τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον.
Μὲ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, κάθε πρόσωπο μπορεῖ νὰ ξαναγίνει ἀκέραιο μετέχοντας στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μετέχει τῆς Μυστηριακῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἑνώνεται μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνεται μὲ τὴν Ἐκκλησία. Συσωματώνεται, ὁλοκληρώνεται καὶ ἁγιάζεται καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς ἔχει ἐπιπτώσεις σὲ ὅλο του τὸ βίο, ἀγγίζει ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Ἡ χαμένη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναβρίσκεται καὶ ἐπισφραγίζεται στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τούτη τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὑπηρετεῖ ἡ Παναγία μητέρα Του, ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ βίου της, τότε ποὺ ὡς νήπιο κρατήθηκε στὴν ἀγκάλη τῶν δικαίων γονιῶν της, μέχρι καὶ τὴν ἁγία τελευτή της στὸ χωρίο τῆς Γεσθημανῆς. Δούλη Κυρίου μὰ καὶ σκεῦος ἐκλογῆς κατέστη ἡ Παρθένος Κόρη, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ κι ἀπὸ συμπόνια πρὸς τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ταπεινὰ καὶ μυστικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, συμμετέχοντας καὶ συνεργώντας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γή. Ἡ Παρθένος Κόρη ἀπαντώντας στὸν ἀρχαγγελικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὸ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γενοιτὸ μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου» ἀποδέχεται νὰ συντελεστεῖ μέσα στὴ μήτρα της τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἐνανθρωπήσεως. Στὸ ἱερὸ ἐκεῖνο «κατοικητήριο» ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται ὁριστικὰ μαζί του. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένος πλέον, κυοφορεῖται στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου κόρης. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, προσλαμβάνοντας ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πλέον γεγονός, γιὰ πάντα συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὰ παλαιὰ μὲ τὰ καινά. Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἦρθε ἡ Μαριὰμ εἶναι ἐκεῖνος τῆς προσμονῆς. Ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὸν Νόμο, τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς εὐεργεσίες· ἐκεῖνος ποὺ προσκύνησε εἴδωλα καὶ ψεύτικους θεούς· ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτεινε τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες· συνεχίζει νὰ περιμένει τὸν Μεσσία, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ξεδιαλύνει τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ παρέδωσε. Ἡ Θεοτόκος Μαρία γίνεται τὸ πρόσωπο ποὺ ἑρμηνεύει καὶ ἐξηγεῖ, ὄχι μὲ λόγους μὰ μὲ τὴν ἴδια της τὴν ὕπαρξη, πῶς ὁ Θεὸς μὲ ἔργα, μὲ ρήματα, μὲ σύμβολα κατεργάζεται τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι «ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη βάτος», εἶναι «ἡ ἐπουράνιος κλίμαξ», εἶναι «ἡ γὴ τῆς ἐπαγγελίας», εἶναι «ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου», εἶναι «ἡ πύρινη στήλη, τὸ μάννα, ἡ στάμνος, ἡ ἑπτάφωτος λυχνία». Ὅλα τὰ παλαιὰ ἐξηγοῦνται μὲ ἕνα καινὸ νόημα. Ὅλα ὅσα ἔγιναν εἶχαν τὸ νόημά τους, τὸ ὁποῖο τώρα ἀποκαλύπτεται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔτσι ὁ χρόνος ἑνοποιεῖται, τὰ πάντα προβάλλουν καινὰ καὶ σημερινά. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, στοὺς καιροὺς τῆς Διαθήκης τῆς Καινῆς ἡ Θεοτόκος προσφέρει τὸ ἀνθρώπινο παρελθὸν καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀέναο παρόν.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιπτώσεις τῆς πτώσεως ἀποτέλεσε ἡ ἀπόσταση ποὺ δημιουργήθηκε μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἀνάμεσά τους παρεμβλήθηκαν ἡ ἐξουσιαστικὴ διάθεση, ἡ κτητικότητα καὶ τελικὰ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀντιπαλότητα. Ὁ Χριστὸς στὶς ἀπαρχὲς τοῦ λυτρωτικοῦ του ἔργου παραβρέθηκε σὲ ἕνα γάμο στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἦταν μαζί του καὶ ἡ Μητέρα του. Ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπευθύνθηκε στὸν Υἱό της, ὅταν ὁ οἶνος τῆς γαμήλιας τράπεζας τελείωσε, ζητώντας του νὰ παρέμβει καὶ νὰ ἐνεργήσει τὰ δέοντα, γιὰ νὰ μὴ μειωθεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κατὰ Θεῷ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα μὲ μία γυναίκα. Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀπευθύνθηκε στοὺς ὑπηρέτες τῆς ἑορτῆς, προτρέποντάς τους νὰ δείξουν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὰ λεγόμενα τοῦ Υἱοῦ της. Μὲ αὐτὸ τὸν διακριτικὸ τρόπο ἡ Παναγία μας συντελεῖ τὰ μέγιστα στὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ἀνύμφευτος νύμφη, πρέπει ὅλοι νὰ γνωρίζουμε καλά, πὼς εἶναι ἡ ἐγγυήτρια κάθε συζυγικῆς σχέσης καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες τοῦ ἔγγαμου βίου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες μποροῦμε πρὸς ἐκείνη νὰ προστρέχουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ κινδύνους, γιὰ νὰ ἑνώνει τὰ διεστῶτα, μὴ ἐπιτρέποντας τὴν διχόνοια καὶ τὸν χωρισμό.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ὁ θάνατος. Ὅμως ὁ Ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τούτη τὴν δουλεία. Ἀναρωτιώνται ὅμως οἱ ἄνθρωποι: Μὰ γιατί ὁ θάνατος παραμένει νὰ ὑπάρχει στὴ ζωή μας; Γιατί στερούμαστε πρόσωπα ἀγαπημένα; Γιατί νὰ παλεύουμε μὲ ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται νὰ δώσει ἱκανὲς ἀπαντήσεις, ἔρχεται νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ ξεκουράσει. Ἡ Παναγία μας παρ’ ὅλο ποὺ κατέστη «σκεῦος ἀμίαντο», «καθαρὴ καὶ ἄσπιλος», ξένη ἀπὸ κάθε πτώση καὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μετά τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώρισε καὶ ἐκείνη τὸν θάνατο. Στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως βλέπουμε αὐτὴ τὴ τραγικὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ τῆς παναγίας ψυχῆς της ἀπὸ τὸ ἄμωμο σῶμα της. Ὅμως ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἡ ψυχὴ τῆς κεκοιμημένης Μαρίας δὲν φυλακίζεται στὸν Ἅδη, δὲν παραδίδεται στὸν θάνατο ὁριστικά, ἀλλὰ παραλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ἐναποτίθεται στὴν ἀγκάλη Του, στὰ χέρια ἐκείνα ποὺ κρατοῦν καὶ ἀσφαλίζουν καὶ σώζουν τὸν ἄνθρωπο. Μὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους σὲ μνῆμα ἐνταφιάζεται, δὲν ἐγκαταλείπεται στὴ φθορὰ καὶ στὴ σήψη, ἀλλὰ ἀνίσταται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ παραλαμβάνεται κι αὐτὸ εἰς τὸν οὐρανό. Ἔτσι ἡ Παναγία μὲ τὴν σεπτή Της Κοίμηση καὶ τὴν ἁγία της Μετάσταση ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὁ θάνατος πλέον εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὰ παρόντα στὰ μέλλοντα, ἀπὸ τὰ ὀδυνηρὰ στὰ εὐφρόσυνα, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ παντοτινά. Ἡ ψυχὴ κάθε κεκοιμημένου, στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ παραδίδεται, καὶ τὸ σῶμα του, στὴ γῆ ἀποτίθεται μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἐγέρσεως. Γι΄αὐτὸ ὁ θάνατος στὴ σκέψη τῶν χριστιανῶν ὡς ὕπνος νοεῖται, ὡς κοίμηση καὶ ἀνάπαυση λογίζεται, ἀφοῦ «ἀνάστασιν νεκρῶν» προσδοκοῦμε «καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Στὶς μέρες μας πολὺς λόγος γίνεται καὶ πολλὰ ἐγχειρήματα ἀποτολμοῦνται στὸ πλαίσιο τῆς ἑνότητας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι σίγουρα σημαντικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ συναισθανθοῦμε πὼς ἡ ζωὴ μας γίνεται μία κόλαση ἀληθινή, ὅταν παραμένουμε κεχωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν κτίση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ θελήσουμε ἀληθινὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ μεταξύ μας. Ὅμως ἂς μὴ ξεγελαστοῦμε πιστεύοντας ὅτι ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίτευγμα τῶν δικῶν μας ἐνεργειῶν καὶ πράξεων. Ἡ ἑνότητα εἶναι ποιότητα θεϊκή· εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό· εἶναι γέννημα τῆς ἀληθείας· εἶναι ἀπότοκος τοῦ δόγματος· εἶναι ἄρνηση τοῦ ψεύδους· εἶναι ἀποδοχὴ τοῦ μαρτυρίου· εἶναι δώρημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα καταφάσκουμε, αὐτὴ ζητοῦμε, γι’ αὐτὴν προσευχόμαστε. Ὅλες οἱ ἄλλες, οἱ κοσμικὲς καὶ οἱ ἀνθρώπινες, εἶναι ἐπίπλαστες καὶ περιστασιακὲς καὶ δυστυχῶς ὁδηγοῦν σὲ βαθύτερους χωρισμούς, σὲ μεγάλα δεινὰ καὶ σὲ ἀνείπωτες θλίψεις.
Παρακαλοῦμε τὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν Σκέπη καὶ Προστασία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν, νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποία τόσο ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἀπό ὅλες τίς Θεομητορικές ἑορτές, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ἀναμφισβήτητα ὑπερδεσπόζει ἡ σημερινή τοιαύτη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἑορτή περιλαμβάνει δύο τμήματα.
Τό πρῶτο τμῆμα της εἶναι ἡ Κοίμησις καί ἡ ταφή τῆς Παναγίας Μητέρας μας καί τό δεύτερο τμῆμα εἶναι ἡ ὁλόσωμος Μετάστασις Αὐτῆς εἰς τούς Οὐρανούς, τοὐτέστιν ἡ Ἀνάστασίς Της καί ἡ ταυτόχρονη Ἀνάληψίς Της. Ἔτσι, ἡ Παναγία εὑρίσκεται σωματικῶς μέ ἄφθαρτον σῶμα εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό, νά διευκρινήσωμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ αὐτή καθ᾽ ἑαυτή. Εἶναι ἡ θεωρία περί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ Ἀποκάλυψις καί ἡ Πεντηκοστή τοῦ καθενός πιστοῦ εἶναι γεγονότα προσωπικά πού ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πνευματική του προσωπική ἰδιοσυχνότητα καί χωρητικότητα.
Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή χωρίς τήν Ἱερά Παράδοσι δέν στέκεται ἀπό μόνη της. Χρειάζονται καί τά δύο. Ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρη μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι κάποια στιγμή ἦλθε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καί καθώρισε συγκεκριμένα ποιά θά εἶναι ἀκριβῶς ἡ Καινή Διαθήκη, ποιά βιβλία δηλαδή εἶναι τά θεόπνευστα, ποιά εἶναι ἁπλῶς τά ὠφέλιμα καί ποιά εἶναι τά ψευδεπίγραφα.
Μέ αὐτά ὅλα θέλω νά τονίσω τήν ἀξία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως ἐν πρώτοις, ἡ ὁποία φαίνεται σέ πάρα πολλά σημεῖα, ἀκόμη καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή (Κυριακή Η´ Ματθαίου), πού ὑπάρχει ἡ μεσολάβησις τῶν Ἀποστόλων μεταξύ Χριστοῦ καί πλήθους. Ὅπως λέγει ὁ Κύριός μας: «Δότε ὑμεῖς αὐτοῖς φαγεῖν». ''Ἐσεῖς νά τούς δώσετε νά φάγουν''.
Βλέπομε δηλαδή σέ ὅλο αὐτό τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό φράσεις εὐχαριστιακῆς διαστάσεως πού μᾶς θυμίζουν καί μᾶς ἀνάγουν εἰς τήν Θεία Εὐχαριστία, καί τήν μεσολάβησι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού εἶναι βέβαια τό θεμέλιο τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Ὅπως λέγομε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ''...Εἰς μίαν Ἁγίαν Καθολικήν, δηλαδή Οἰκουμενικήν, καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στήν Ἱερά Παράδοσι.
Ἔτσι λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι, ἐφ᾽ ὅσον ἡ Καινή Διαθήκη σκοπίμως τίποτε δέν ἀναφέρει γιά τήν Κοίμησι τῆς Παναγίας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπληροφορήθη κατά τρόπον, μυστικόν μέν ὡς πρός ἐμᾶς σαφέστατον βέβαια ὡς πρός Αὐτήν, κατά τρόπον δηλαδή ἄρρητον, καί συγκεκριμένα ἐπληροφορήθη διά μέσου ἀγγέλου. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι οἱ τρόποι τῆς θεϊκῆς πληροφορίας πού παίρνουν οἱ πραγματικοί Ἅγιοι καί κατά μείζονα λόγον ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἶναι ποικίλοι, ἄρρητοι καί ἀπόρρητοι. Διότι, προφανῶς ἀπείρους τρόπους ἔχει ὁ Θεός γιά νά πληροφορῆ τούς πραγματικούς Ἁγίους Του. Ὅμως, ὅλοι αὐτοί οἱ θεϊκοί τρόποι εἶναι ὑπέρ πᾶσαν νόησιν καί αἴσθησιν. Ἄν τό θέλετε ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι νά μᾶς τούς ἐξηγοῦσαν, πού δέν ἐπιτρέπεται βέβαια τίς πλεῖστες ὅσες φορές, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός νά μᾶς τά ἐξηγοῦσε - ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς καί φανταστικό, μέ τήν καλή τήν ἔννοια -, πάλι ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι δέν θά μπορούσαμε νά καταλάβωμε τόν ἀκριβῆ τρόπο τῆς θεϊκῆς πληροφορίας.
Σημασία ὅμως ἔχει γιά τό ἐν λόγῳ θέμα μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὄντως ἐπληροφορήθη δι᾽ ἀγγέλου ὅτι σέ τρεῖς ἡμέρες θά ἀπήρχετο ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Κατά τρόπον δέ θαυμαστόν εὑρέθησαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι δίπλα εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης πού τότε εὑρίσκοντο καταναλώνοντες ἑαυτούς εἰς τό κήρυγμα καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί ὅταν λέμε ''εὑρέθησαν'' ἐννοοῦμε ὅτι καί οἱ ἴδιοι δηλαδή δέν μποροῦσαν νά τό ἐξηγήσουν. Ἐδῶ φαίνεται πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά μεταθέτη, ὅταν θέλη νά μεταθέση, κάποιον Ἅγιό Του ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο μέρος σέ μηδέν χρόνο. Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλῆ. Θεός εἶναι καί «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις», νικᾶται φύσεως τοπική τάξις, καί χρόνου τάξις, κ.ο.κ.
Καί ἔτσι σέ μηδέν χρόνο θαυματουργικῶς εὑρέθησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς ''Γεθσημανῆ τό χωρίον'', διότι τιμῆς ἕνεκεν καί ἀξίως καί δικαίως ἔπρεπε νά προλάβουν νά ἀσπασθοῦν καί νά εὐλογηθοῦν ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο πρίν Αὐτή ἀναχωρήση ἀπό αὐτόν τόν κόσμον. Ἔτσι ἡ Παναγία μας τούς εὐλόγησε καί ὅπως Ἐκείνη ἤθελε, ἤ μᾶλλον ὅπως ὁ Θεός ηὐδόκησε, ἁπλᾶ καί ταπεινά καί ἀθόρυβα, ἐκοιμήθη εἰς τό μικρό Της κρεββάτι.
Κατόπιν τούτου, μέ ὅλην τήν πρέπουσα καί δέουσα εὐλάβεια πού ἔτρεφαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι πρός τό πάνσεπτο Πρόσωπό Της, Τήν ἐκήδευσαν, εἰς ''Γεθσημανῆ τό χωρίον'', ὅπως ψάλλομε συνέχεια εἰς τίς Παρακλήσεις, ὅπου βέβαια καί ὁ τάφος Της σώζεται ἕως καί τῆς σήμερον. Ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας, γιά τήν ὁποία ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος ὅτι ὁμοιάζει πιό πολύ ἀπό τίς ἄλλες εἰκόνες τῆς Παναγίας μέ τήν μορφή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βέβαια, ἄν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε, ἡ μορφή τῆς ἀναστημένης Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι ἄρρητος, ὅμως ὁμοιάζει μέ τήν μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας, σύμφωνα δηλαδή μέ τίς γνωστές ἐμφανίσεις πού ἔκανε ἡ Παναγία Μητέρα μας.
Ἀλλά ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Μαθητάς, κατ᾽ οἰκονομίαν καί κατά Θείαν Πρόνοιαν ἀπουσίαζε. Καί πάλιν αὐτός, ὄχι τυχαῖα, ἦτο ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε καί ὅταν πρωτοενεφανίσθη ὁ Χριστός εἰς ὁλόκληρη τήν ὁμάδα τῶν Μαθητῶν. Εἶχαν προηγηθῆ, πρό αὐτῆς τῆς κοινῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ στό σύνολο τῶν Μαθητῶν, καί ἄλλες πολλές ἐμφανίσεις, μέ πρώτη βέβαια ἐμφάνισι εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί εἰς τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή πού ἐδιαβάσαμε σήμερα στό ἑωθινό Εὐαγγέλιο, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἐννόησε ἀμέσως τά τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού ἔκλαιγε καί ἐνόμισε ὅτι ὁ Κύριος ἦτο ὁ κηπουρός καί ἐζητοῦσε νά μάθη διάφορες πληροφορίες. Ἀλλά ὁ Χριστός τῆς εἶπε «μή μου ἅπτου». Ἐνῶ δηλαδή ὁ Κύριος ἀργότερα προκαλῆ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ νά τόν ἀγγίση, εἰς τήν Ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή λέγει ''μή με ἀκουμπᾶς''.
Ὦδε ἡ διάκρισις τῶν Ἁγίων. Ὦδε ἡ διάκρισις τῆς Πηγῆς τῆς διακρίσεως, πού εἶναι ἡ Αὐτοαγιότης, ὁ Χριστός, πού τόν μέν ἕναν προκαλεῖ μέ τήν καλή ἔννοια νά τόν ἀκουμπίση, τόν Θωμᾶ δηλαδή, γιά νά πιστωθῆ ἡ Ἀνάστασις καλύτερα, ἀλλά εἰς τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή λέγει «μή μου ἅπτου» γιατί εἶχε ἄλλη ψυχολογία. Ἀπό ἄλλο ἔπασχε ὁ α´, ἀπό ἄλλο ἔπασχε ὁ β´.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐνόμιζε ὅτι θά ἦταν ὁ ἀναστημένος Χριστός ὅπως ἡ παληά καλή ἁγία παρέα καί ἔπρεπε νά τῆς κάνη ἕνα πρῶτο μάθημα νά τήν ταρακουνήση καί νά τήν ξυπνήση ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι ''ναί μέν ἀναστήθηκα, ἀλλά ἀλλάζουν τά πράγματα καί γι᾽ αὐτό μή μέ ἀκουμπᾶς''.
Βλέπετε, πῶς οἱ Ἅγιοι, ἀναλόγως τοῦ προβλήματος καί τῆς θέσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ διάκρισι συμπεριφέρονται. Ἀλλοιῶς στόν α´, ἀλλοιῶς στόν β´. Ἄς μή πᾶμε καί πολύ μακρυά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μέν Ἀπόστολο Τίτο πού ἦταν εἰς τήν Κρήτη λέγει νά μή περιτμηθῆ, ἐνῶ στόν Ἀπόστολο Τιμόθεο ὁ ἴδιος ὁ ''Γέροντας'' - νά τό ποῦμε μέ τά σημερινά δεδομένα - ὁ ἴδιος Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο του πνευματικό παιδί, κι αὐτό ἐξ ἴσου ἄξιο καί ἅγιο, ἐπειδή εὑρίσκετο σέ ἄλλη περιοχή ὅπου ὑπῆρχαν ἄλλα ρεύματα πνευματικά, προκειμένου νά περάση τό κυριώτερο, πού ἦταν ἡ διάδοσις τοῦ Εὐαγγελίου καί νά μή σκαλώσουν σέ κάποιες προλήψεις πού μέχρι τότε δικαιολογημένα εἶχαν, τοῦ ἐπιβάλλει νά περιτμηθῆ. Κλείνει αὐτή ἡ παρένθεσις ''περί διακρίσεως'', πού βλέπομε ἐδῶ καί στόν Χριστό, πῶς ἐνήργησε ἀλλοιῶς στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή καί ἀλλοιῶς στόν ἅγιο Ἀπόστολο Θωμᾶ.
Καί ἐπανερχόμεθα εἰς τό κύριό μας θέμα. Σκοπίμως τότε ἔλειπε ὁ Θωμᾶς ἀπό τόν ὅμιλο τῶν ἄλλων Μαθητῶν κατά τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Θωμᾶς δέν ἦτο περισσότερο ἄπιστος ἀπό τούς λοιπούς Μαθητές, διότι κανείς Μαθητής δέν ἐπίστευσε ὅτι ὁ Χριστός ἀνεστήθη πρίν ὁ ἴδιος προσωπικά δῆ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἔστω κι ἄν οἱ ἄλλοι τόν ἐπληροφοροῦσαν περί αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Θυμηθεῖτε τί εἶπαν γιά τήν Ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή. «Ἐφάνησαν ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῆς». Τούς ἐφάνησαν δηλαδή σάν γυναικεῖες φαντασιώσεις τά λόγια τῆς Ἁγίας.
Λοιπόν τότε ἔλειπε ὁ Θωμᾶς γιά νά πιστωθῆ κατά τόν καλύτερο καί πιό ρεαλιστικό ἱστορικό τρόπο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι, μέχρι τότε δέν εἶχε δοθῆ ἡ καθολική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχαν τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τους οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού καθόλου γι᾽ αὐτό βέβαια δέν μειώνονται. Ἔτσι, ὅπως τότε συνέβη αὐτό γιά νά πιστωθῆ κατά τόν καλύτερο τρόπο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί τώρα, ὄχι τυχαῖα, εἰς τήν Κοίμησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔλειπε πάλι ὁ Θωμᾶς. Καί ὅταν πῆγε ἐκεῖ καθυστερημένα τόν ἔπιασε ἕνα λευκό ἅγιο παράπονο, ἕνα ἀπαθές παράπονο καί ἤθελε κι αὐτός νά ἀσπασθῆ τό νεκρό σῶμα καί νά εὐλογηθῆ, ἔστω καί ἀπό τήν νεκρά ὅπως ἐνόμιζαν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Γι᾽ αὐτό, ἀξίως καί δικαίως, μετά τρεῖς ἡμέρες οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤνοιξαν τόν τάφον γιά νά πάρη τήν εὐλογία καί ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ἔστω κι ἄν εἶχε ἤδη κοιμηθῆ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Καί ὅταν ἤνοιξαν τόν τάφον τῆς Παναγίας διεπίστωσαν ὅλοι, παρά πᾶσαν ἐλπίδα καί προσδοκίαν, ὅτι ἔλειπε τό σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί εὑρίσκετο ἐκεῖ μόνον ἡ σινδόνα μέ τήν ὁποίαν εἶχε τυλιχθῆ, ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ μέ τόν Χριστό, πού εὑρέθησαν ἐκεῖ τό σουδάριον, κλπ., τυλιγμένα εἰς τήν ἐντέλειαν. Καί ὁ Χριστός βέβαια εἶχε ἀναστηθῆ.
Καί τότε διεπίστωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅτι ἡ Παναγία Θεοτόκος εἶχε ἀναστηθῆ. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική κατοχύρωσις τοῦ γεγονότος, πού διασώζει ἀδιαμφισβήτητα ἡ Ἱερά Παράδοσις, γιατί πῶς εἶναι δυνατόν ἕνα σῶμα νά προλάβη νά λειώση σέ τρεῖς ἡμέρες δηλαδή.
Βέβαια, εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, σύμφωνα μέ τήν γνώμη ὅλων τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, ταυτόχρονα μέ τήν Ἀνάστασίν Της ἔλαβε χώραν καί ἡ Ἀνάληψίς Της, ὅπως τό ἀναλύουν πάλιν καί πολλάκις, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης καί πλεῖστοι ὅσοι Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἠσχολήθησαν μέ αὐτό τό θέμα.
Καί ὅπως εἴπαμε ὑπάρχει κατ᾽ ἀρχάς ἡ ἱστορική κατοχύρωσις τήν ὁποία περιληπτικώτατα ἀναφέραμε εἰς τήν ἀγάπη σας. Ἀλλά ὑπάρχει καί σαφεστάτη προφητική πολλαπλῆ ποικίλη κατοχύρωσις. Ἁπλῶς, ἕνα-δύο σημεῖα θά ἀναφέρωμε γιά νά μή μακρύνωμε πολύ τόν λόγο.
Εἰς τούς Ψαλμούς, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ λέγει, μεταξύ τῶν ἄλλων: «Ἀνάστηθι Κύριε εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, σύ καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου». Θά ἀναστηθῆς Κύριε Ἐσύ, ἀλλά ὄχι μόνον Ἐσύ - πού ἀναφέρεται προφανῶς εἰς τόν Χριστόν ἀπό τήν ὅλη συνάφεια τοῦ Ψαλμοῦ -, ἀλλά «καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου». Εἰς τήν κιβωτό τοῦ ἁγιάσματος, ἐκεῖ εἰς τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ἐφυλάσσοντο οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης, οἱ πλάκες πού εἶχε πάρει ὁ θεόπτης Μωϋσῆς εἰς τό ὄρος Σινᾶ.
Ἀλλά, κατά μείζονα λόγον ''κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος'' εἶναι ἡ ἰδία ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιατί ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦτο τύπος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐπειδή μέσα Της δέν εἶχε προφανῶς τίποτε πλάκες, ἀλλά εἶχε τόν Ἴδιο τόν Ἐντολοδόχο. Μάλιστα δέ τότε ἦτο ἐνεργῶν ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ ἄσαρκος Χριστός. Ὁ Χριστός, πρίν γίνη ἄνθρωπος δηλαδή, γιατί ἕνα εἶναι τό πρόσωπο. Ὅπως λέγει ὁ Χριστός «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ - ἐγώ, ὡς πρόσωπο, ὡς ὕπαρξις - εἰμί», ὑπάρχω δηλαδή. Καί τότε τά ἔχασαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί ἤθελαν ἐκεῖ νά τόν λιθοβολήσουν, κλπ.
Λοιπόν, ἡ Παναγία ἐχώρεσε μέσα Της τόν ἴδιο τόν Ἐντολοδόχο, τόν Χριστό δηλαδή. Γι᾽ αὐτό ὅπως ψάλλομε ἐκεῖ τά Χριστούγεννα λέμε ἕνα ὡραῖο τροπάριο-προσόμοιο ''ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί, ὁ ἐν κόλποις τοῦ πατρός πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός· πάντως ὡς οἶδε, ὡς ἠθέλησεν καί ὡς ηὐδόκησεν, ἄσαρκος γάρ ὤν ἐσαρκώθη ἑκών καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι᾽ ἡμᾶς». Δηλαδή, μέ ἁπλᾶ λόγια, πῶς Αὐτός πού δέν τόν χωροῦν τά σύμπαντα ἐχώρησε μέσα σέ ἀνθρωπίνη κοιλιά, μέσα σέ ἄχραντη κοιλιά, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου; Γι᾽ αὐτό καί ἡ Παναγία μας δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ''σκηνή τοῦ ἁγιάσματος'', ἀλλά πολύ εὔστοχα ὀνομάζεται σύν πολλοῖς ἄλλοις ὀνόμασι καί ''Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου''.
Τώρα, στηριζόμενοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν ἱστορική καί προφητική κατοχύρωσι, πού ἐν ὀλίγοις ἀναπτύξαμε, κατέθεσαν, διεσαφήνισαν, ἀνέπτυξαν, ἑρμήνευσαν, περιχαράκωσαν γραπτῶς αὐτήν τήν διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μυστικό δόγμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Αὐτό, προφανῶς καί δέν εἶναι ὑποδεέστερο ἀπό τά ἄλλα δόγματα, ἀλλά εἶχε καί ἔχει τήν ''πολυτέλεια'' νά μήν ἀμφισβητηθῆ. Γι᾽ αὐτό εἶναι καί πιό ''ἔγκυρο'' - ὅλα τά δόγματα βέβαια εἶναι ἐξ ἴσου ἔγκυρα -, διότι δέν εὑρέθηκε κανείς αἱρετικός εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας νά τό ἀμφισβητήση. Τώρα, ἐάν κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, ἤ ἄσχετοι, ἤ κάποιοι εὐλαβεῖς, ἀλλά ἀπό ἄγνοια ἤ ἐπηρεασμένοι ἀπό ἄλλες θέσεις δυτικοῦ τύπου λέγουν πράγματα τά ὁποῖα δέν εὐσταθοῦν, ἔ, τί νά κάνωμε; Ἐμεῖς πρέπει νά στηριζώμεθα εἰς τούς Ἁγίους Πατέρες, εἰς τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ πιό πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς, ὅπως ὁ Ἅγιος ὁ Παλαμᾶς, εἶχαν δεῖ καί ζωντανά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἔτσι λοιπόν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀναλύουν αὐτό καί εἶναι σεσιγημένον μυστήριον. Ἄλλωστε, τά τῆς Θεοτόκου ὅλα εἶναι σεσιγημένα εἰς τήν Ἁγία Γραφή. Ἐνῶ εἶχε μέσα Της τόν Θεόν Λόγον καί εἶχε τόν πρῶτον λόγον νά ὁμιλῆ, ὅμως ἄφησε τόν Χριστόν νά τά πῆ ἀργότερα καλύτερα μέ τά θαύματα καί μέ τήν διδασκαλία Του. Ἐνῶ εἶχε τόν πρῶτο λόγο, γιατί μέσα Της εἶχε τόν ἐνυπόστατο Λόγο, αὐτή νά εἶναι ἡ Γερόντισσα καί ἡ Διδασκάλισσα, ὅμως δέν εἶχε ἀρθρώσει καμμία λέξι. Καί ἄν βάλωμε καί κάποια καλή φαντασία, καί ἀπό κάποιους ἐκεῖ Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, διδασκάλους, μέ καλή ἤ μέ ὄχι καλή διάθεσι, πιθανῶς νά ἐδέχετο καί κάποιες συμβουλές καί κάποιες διδασκαλίες. Ποιός; Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού εἶχε λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ τέλειο βαθμό. Βλέπομε τί μεγαλεῖο ταπεινώσεως καί σιωπῆς εἶχε ἡ Παναγία Μητέρα μας.
Ἐπίσης, ἀναλύσαμε ὅτι ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρος μέ τήν Ἁγία Γραφή καί ὅτι οἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἠσχολήθησαν μόνο μέ προβλήματα πού ἔτυχε νά ἀπασχολήσουν τήν Ἐκκλησία στό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἀλλά εὐτυχῶς γι᾽ αὐτό τό θέμα κανείς αἱρετικός δέν εὑρέθηκε νά τό ἀμφισβητήση. Γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπῆρξε ἀνάγκη συγκλίσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἄλλωστε, ἐκτός ἀπό τήν διαχρονική Πατερική Γραμματολογία, αὐτό φαίνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μόνον δύο παραδείγματα θά ἀναφέρωμε.
Ὅπως ψάλλομε στό Κοντάκιο «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε», τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο δηλαδή. Ἤ, εἰς τό τελευταῖο τροπάριο τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ πρώτου Κανόνα τῆς ἑορτῆς, ἀναφερόμενος ὁ ὑμνογράφος εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, λέγει: Νά τό ποῦμε μέ ἁπλᾶ λόγια στήν ἀρχή. «Γι᾽ αὐτό ἀκολουθοῦσα τούς νόμους τῆς φύσεως» καί μετά λέγει στά ἀρχαῖα «δι᾽ ὅ θνήσκουσα σύν τῷ Υἱῷ ἐγείρῃ διαιωνίζουσα». «Γι᾽ αὐτό, ἀφοῦ ἐκοιμήθης, μετά, μαζί μέ τόν Υἱό Σου, ὅπως καί ὁ Υἱός Σου, ἐγείρεσαι διαιωνίζουσα».
Νομίζω αὐτά εἶναι ἀρκετά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά νά πιστώσωμε τοῦ λόγου τό ἀληθές. Αὐτό πού πρέπει τώρα νά συνειδητοποιήσωμε εἶναι ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀπό τώρα δέν εὑρίσκεται ἁπλᾶ εἰς τόν Παράδεισον, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, ἀλλά εὑρίσκεται ἀπό τώρα εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, γιατί ἔχει ἤδη πάρει τό ἄφθαρτο τελικό σῶμα, ὅπως δηλαδή καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μέ τήν Ἀνάληψί Του ἀνέβασε τήν ἀνθρωπίνη φύσι σέ αὐτό τό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἁπλῶς, γιά τόν Χριστό, ἔπρεπε νά μείνη σαράντα ἡμέρες πρίν ἀνεβῆ ἡ ἀνθρωπίνη σάρκα εἰς τόν Οὐρανό γιά τόν λόγο ὅτι ἔπρεπε νά πιστωθῆ πέρα γιά πέρα ἡ ἱστορικότητα καί ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεώς Του. Γι᾽ αὐτό καί στήν ἀρχή ἐνεφανίζετο ὅπως τόν ἤξεραν, ἐνῶ ὁ ἀναστημένος Χριστός ἦταν διαφορετικός καί ἄρρητος στήν θέα Του. Μετά ἐνεφανίζετο διαφορετικά καί τούς ἔκανε σταδιακά μαθήματα πίστεως ἕως ὅτου ἀνελήφθη. Ἐνῶ στήν Παναγία μας δέν ὑπῆρχε αὐτός ὁ λόγος. Ἄλλωστε, ὅπως εἴπαμε, ὅλα τά τῆς Παναγίας μας εἶναι σεσιγημένα μυστήρια.
Ἔτσι, ἡ Παναγία μας εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος πού ἀπό τώρα εὑρίσκεται σωματικῶς μέ ἄφθαρτο σῶμα εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί πρέπει ἡ ἰδική Της Ἀνάστασις-Ἀνάληψις νά μᾶς χαροποιῆ πιό πολύ καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀνάστασι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἐξηγούμεθα. Ὁ Χριστός, ὅπως ψάλλωμε εἰς τούς Αἴνους τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀνεστήθη ''αὐτεξουσίως'', ἀπό μόνος του δηλαδή. Ἐπί πλέον, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ''...ὁ Θεός ἀναστήσας τόν παῖδα Αὐτοῦ Ἰησοῦν'' (Πράξ. γ´ 26). Καί τά δύο εἶναι σωστά, διότι ὅταν λέμε ''ὁ Θεός'', ὅταν λέμε ''ὁ Πατήρ'', ὑπάρχει κοινή ἐνέργεια στά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή ἀνέστησαν τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν καί Θεός - λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως ἔχομε ἕνα Πρόσωπο στόν Χριστό, τοῦ Θεοῦ Λόγου -, γι᾽ αὐτό καί τά δύο εἶναι σωστά, δηλαδή καί τό ὅτι ὁ Χριστός ἀνεστήθη αὐτεξουσίως, καί τό ὅτι ὁ Θεός, ἡ Ἁγία Τριάς, ἀνέστησε τόν Χριστόν.
Ἐνῷ ἡ Παναγία Μητέρα, ναί μέν δέν ἀνεστήθη αὐτεξουσίως, διότι ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος. Ἀνεστήθη μέ ἄκτιστο θεία τριαδολογική ἐνέργεια, δηλαδή ἀνεστήθη ἀπό τόν Θεό. Ὁπότε, εἶναι ἡ πρώτη ἐγγύησις καί προκαταβολή, εἶναι ἡ πρώτη ἐκπλήρωσις τῆς προφητείας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε. Διότι, νά, ἕνας δικός μας ἁπλός ἄνθρωπος, πού δέν διαφέρει ἀπό μᾶς ὡς πρός τήν φύσι ἀλλά μόνο ὡς πρός τήν ἁγιότητα, ἀπό τώρα ἔχει ἀναστηθῆ. Ὁπότε ἐμεῖς πρέπει νά χαιρώμεθα γι᾽ αὐτό, διότι ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, εἶναι ἡ σωτηρία καί τῶν ἀγγέλων, καί τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Εἶναι ἡ ''γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐγγύς πρός οὐρανόν'', γιατί καί ἡ κτίσις θά ἀνακαινισθῆ δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄρα δυνάμει τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπό τήν ὁποίαν δανείσθηκε σάρκα ὁ Θεός Λόγος.
Γι᾽ αὐτό, νά Τήν εὐγνωμονοῦμε αἰώνια καί νά τήν παρακαλοῦμε ἀδίστακτα, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἐφαρμόζωμε τίς ἐντολές τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ Της. Γι᾽ αὐτό καί τιμῆς ἕνεκεν λέγομε «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Διότι, ἡ Παναγία δέν εἶναι ὀντολογικός μεσίτης. Εἶναι ἠθικός μεσίτης, ἀλλά ἐπειδή διαφέρει ἡ παρρησία Της πάρα πολύ ἀπό τήν μεγάλη παρρησία τῶν λοιπῶν Ἁγίων, γι᾽ αὐτό τιμῆς ἕνεκεν λέγομε ''Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς''. Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι ὀντολογικός μεσίτης πρός τόν Πατέρα. Δηλαδή καί μόνον ἡ ἐνανθρώπισίς Του εἶναι μία πρεσβεία στόν Θεό Πατέρα, εἶναι ἡ αἰτία τῆς συμφιλιώσεώς μας μέ τήν Ἁγία Τριάδα.
Εὔχομαι λοιπόν νά Τήν παρακαλοῦμε ἀδίστακτα καί νά Τήν εὐγνωμονοῦμε αἰώνια, γιατί Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ὁποίας θεώσεως εὔχομαι, διά πρεσβειῶν Της, ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, νά τύχωμε.
Ἀμήν. Γένοιτο!
(Ὁμιλία κατά τήν Θεία Λειτουργία στήν Ἱερά Μονή - 18/8/2013)
Πηγή: Θρησκευτικά
Μεγάλη και παγκόσµια είναι η σηµερινή εορτή και πανήγυρη της Παναγίας ένδοξου, υπερευλογηµένης, δεσποίνης ηµών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Ολόκληρος ο Ορθόδοξος κόσµος σ’ όλα τα µέρη της γης πανηγυρίζει την Κοίµηση και έξοδό Της από την πρόσκαιρη αυτή ζωή και την µετάστασή Της στον ουρανό, στην αιώνια Βασιλεία και δόξα.
Άνθρωποι και άγγελοι συγχαίρουν και συναγάλλονται. Τα αγγελικά τάγµατα συγχορεύουν µε τους αγίους. Ευφραίνε-ται και πανηγυρίζει η γη και οι πιστοί σπεύδουν µε ευλάβεια και δέος να τιµή-σουν την πανύµνητη Μητέρα του Κυρίου και Σωτήρα τους. Από τα πέρατα της γης ευλαβείς προσκυνητές µε ιερότητα προσκυνούν τις αγίες και θαυµατουργές εικόνες Της. Με συντριβή καρδιάς ανοίγουν οι πονεµένοι τις καρδιές τους για να εκφράσουν τον πόνο τους, να ζητήσουν την προστασία και βοήθεια Της. Οι πάντες θα Την µακαρίσουν, θα Την ανυµνήσουν και θα Την δοξάσουν. Η θεία ζωή της Θεοτόκου υπάρχει πηγή διδαχής, έµπνευσης και παραδειγµατισµού για όλες τις γενιές.
Κατά την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας µας «θεαρχίω νεύµατι» από τα πέρατα της Γης αρπάχθηκαν οι θείοι Απόστολοι και συνγκεντρώθηκαν στη Ναζαρέτ για να παραστούν κατά την έξοδο της Μητέρας του Θεού από τον κόσµο αυτό. Η Θεοτόκος αντικρίζοντας τους Αποστόλους δοξολόγησε τον Υιό Της, γιατί εισάκουσε την προσευχή και εξεπλήρωσε την επιθυµία Της, να παρ-ευρεθούν οι Μαθητές και αυτόπτες µάρ-τυρες της Ανάστασής Του κατά την έξοδό Της. Οι Εβραίοι αντιλήφθηκαν την παρουσία των Αποστόλων και των υπόλοιπων µαθητών στο σπίτι της Θεοτόκου και µε µίσος και πάθος συγκεντρώθηκε πλήθος κόσµου και βάδισε κατά της οικίας της Θεοτόκου µε σκοπό να κατακάψουν όλο το κτίριο. Τράπηκαν όµως σε φυγή από Άγγελο Κυρίου, ο οποίος φανερώθηκε και απέτρεψε τους ασεβείς από τον σκοπό τους.
Η Θεοτόκος προσευχήθηκε και το Άγιο Πνεύµα µετέφερε όσους ευρίσκονταν στην οικία Της στην Ιερουσαλήµ. Όταν έφτασε ο καιρός της αναχώρησής Της παρακάλεσε τον Απόστολο Πέτρο να θυµιάσει και τους λοιπούς Αποστόλους να αρχίσουν τη ψαλµωδία. Τότε, ενώ όλοι προσεύχονταν φάνηκαν πλήθη Αγγέλων και στο µέσο τους ο Κύριος Ιησούς Χριστός εν δόξη, αστράφοντας περισσότερο από τον ήλιο. Η Αειπαρθένος Κόρη ευχαρίστησε τον Υιό Της για τις δωρεές που χάρισε σ’ Αυτήν και παρακάλεσε να προστατεύει και να χαρίζει κάθε αίτηµα σ’ εκείνους, που µε πίστη προστρέχουν σ’ Αυτήν. Μετά από αυτά παρέδωσε την αγία και πάναγνη ψυχή Της στα χέρια του Σωτήρα και Θεού Της.
Το δωµάτιο και η γύρω περιοχή πληµµύρισε από ουράνια ευωδία. Οι άγιοι Άγγελοι υµνούσαν τον Κύριο της δόξας και οι άγιοι Απόστολοι µε ύµνους και ψαλµούς συνόδευαν το πάναγνο σώµα της Θεοτόκου στον τάφο, στη Γεθσηµανή. Καθ’ οδόν ένας Εβραίος από φθόνο κινούµενος εναντίον της Θεοτόκου τόλµησε να ορµήσει κατά πάνω του νεκρικού κρεβατιού, µε σκοπό να βεβηλώσει και να ρίξει κατά γης το σώµα της Μαρίας. Μόλις άγγιξε την κλίνη, Άγγελος Κυρίου έκοψε τα δύο χέρια του ασεβούς και κρέµονταν στην κλίνη. Ο Απόστολος Πέτρος βλέποντας το παράδοξο αυτό σηµείο προσευχήθηκε στην Θεοτόκο παρακαλώντας για την αποκατάσταση των χεριών του δυστυ-χούς Εβραίου. Έλαβε τα κοµένα χέρια και µε την επίκληση του ονόµατος της Θεοτόκου αµέσως αποκατεστάθηκαν.
Το άγιο σώµα της Μαρίας τοποθετήθηκε στη Γεθσηµανή. Για τρία µερόνυχτα ακούγονταν άγγελοι να υµνούν τη Θεοτόκο. Μετά τις τρεις µέ-ρες έπαψαν οι ύµνοι και όταν άνοιξαν τον τάφον είδαν ότι το σώµα της Θεοτόκου έλλειπε, γιατί µετατέθηκε στον Παράδεισο. Σύµφωνα µε αρχαία Παρά-δοση ο Απόστολος Θωµάς δεν βρέθηκε κατά την µετάσταση της Θεοτόκου, γιατί βρισκόταν στις Ινδίες. Την τρίτη ηµέρα από την Κοίµηση της Μαρίας αρπάχθηκε από σύννεφο και συναντήθηκε στους ουρανούς µε την Θεοτόκο, η οποία του έδωσε για ευλογία την ζώνη Της.
Η Κοίµηση της Θεοτόκου είναι το αποκορύφωµα της δόξας Της. Δοξάστηκε κατά τον Ευαγγελισµό, όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελιζόταν σ’ αυτήν τη µοναδική εκλογή και Χάρη την οποία της έκανε ο Ύψιστος Θεός, να την καταστήσει Μητέρα του Υιού Του. Δοξαζόταν, όταν στρατιές αγγέλων στο σπήλαιο της Βηθλεέµ έψαλλαν δοξολογία για τη γέννηση του µονογενούς Υιού του Θεού. Δοξαζόταν, όταν οι ακροατές του λόγου αναφωνούσαν «µα-καρία η κοιλία η βαστάσασά σε». Αλλά, ενώ αυτή ήταν δόξα επίγεια και ανθρώπινη, η τωρινή υπήρξε το προοίµιο της ουράνιας δόξας.
Η Αειπαρθένος Κόρη, η Θεο-µήτωρ Μαρία σήµερα αποκαθίσταται στη δόξα Της. Φεύγει απ’ τον επίγειο κόσµο και πορεύεται στα άνω βασίλεια. Άγγελοι και Αρχάγγελοι αποτελούν την τιµητική Της συνοδεία. Η Μητέρα του Κυρίου παρέστη ως βασίλισσα στα δεξιά του Υιού Της «εν ιµατισµώ δια-χρύσω περιβεβληµένη, πεποικιλµένη».
Πολλά ονόµατα µεγάλων γυναικών πέρασαν από την ανθρώπινη ιστο-ρία στην άβυσσο της λήθης. Πολλές βασίλισσες µε µεγάλη δύναµη και επιρροή έσβησαν και εξαφανίστηκαν. Το όνοµα όµως της Αειπαρθένου Μαρίας µένει αθάνατο στους αιώνες. Το όνοµα της Μητέρας του Θεού συγκινεί, παρηγορεί και σώζει όσους µε πίστη προστρέχουν σ’ Αυτήν. Η Εκκλησία του Θεού σ’ όλα τα σηµεία της γης ψάλλει εγκώµια και ύµνους στο υπερβάλλο µεγαλείο Της. Μυριόστοµη ακούγεται η ικετευτική δέηση των πιστών στην πανάχραντη Μητέρα. Η προφητική ρήση «ιδού από του νυν µακαριούσι µε πάσαι αι γενεαί» εκπληρώνεται.
Το ύψος και η δόξα της Θεοτόκου βρίσκεται στη µεγάλη ταπείνωσή Της. Είναι γενικός και απαράβατος νόµος, ότι για να ανέλθει κανείς στη δόξα του Θεού πρέπει να διέλθει προηγουµένως από τους στενούς δρόµους της ταπείνωσης. Η Θεοτόκος παρ’ όλο το πλήθος και τον όγκο των µεγαλείων Της, δεν καυχήθηκε, ούτε αυτοδιαφηµίσθηκε. Ήταν η συνεχώς ταπεινοφρονούσα Κόρη. Αλλά και ταυτοχρόνως η υποµένουσα Μητέρα. Υπήρξε µαρτυρική και τεθλιµµένη Μητέρα. Τον ουράνιο ευαγγελισµό ακολούθησαν οι άδικες του Ιωσήφ υποψίες, για να Την καταθλίψουν βαθύτατα. Την υπερφυή γέννηση του Υιού Της συνόδεψε ο εξοντωτικός διωγµός του Ηρώδη, για να καταφύγει στην Αίγυπτο. Τα θαύµατα και τις επευφηµίες του λαού επακολουθούν οι διαβολές και οι συκοφαντίες των Γραµµατέων και Φαρισαίων, που χύνουν πικρό δηλητήριο στη µητρική Της καρδιά. Ο σκληρός και ατιµωτικός θάνατος του Υιού Της την έκανε να µαρτυρήσει. Τον αντίκρυσε πάνω στο Σταυρό αιµόφυρτο να παλεύει µε τον θάνατο. Τον προσέβλεψε νεκρό, γυµνό, άταφο. Ποιά οδύνη και θλίψη σπάραξε την µητρική Της καρδιά! Τότε πέρασε τη ψυχή Της «ροµφαία δίστοµος». Αλλ’ η Παρθένος δεν κλονίσθηκε, ούτε λιγοψύχησε, ούτε αγανάκτησε για την άδικη σφαγή του Υιού Της. Υπέµεινε καρτερικά το µαρτύριο Εκείνου, ως µαρτύριο δικό Της.
Η Πανάγια Παρθένος µας δείχνει µε το παράδειγµά Της και παρουσιάζει τον οδυνηρό δρόµο της δόξας. Η ταπείνωση και οι θλίψεις τις οποίες υπέµεινε την ανύψωσαν στη δόξα Της και η ένδοξη κοίµησή Της άνοιξε τις πύλες του ουρανού. Αναδείχτηκε κόσµηµα του ουρανού, γιατί έγινε η Πύλη του Ουρανού. Υπήρξε η πιστή δούλη Κυρί-ου, που υπέµεινε τους φρικτούς ψυχικούς πόνους για τα όσα υπέµεινε ο Σωτήρας του κόσµου. Υπήρξε το παράδειγµα στους θλιβοµένους, ώστε να υποµένουν. Ήταν και είναι το αιώνιο παράδειγµα για όλους τους νέους και τις νέες κάθε εποχής για ηθική τελείωση και αγιασμό.
Σήµερα, οφείλουµε να εµπνευστούµε από την όλη προσωπικότητα της Αειπάρθενης Κόρης. Στις ευτυχίες και τις δυστυχίες µας, στις χαρές και τις λύπες µας, στους πόνους και τους προβληµατισµούς µας, ας έχουµε ως βοηθό και προστάτη την Υπέρµαχο Στρατηγό. Ταπείνωση και υποµονή στο θέληµα του Θεού ανοίγουν το δρόµο της αιώνιας ζωής και δόξας. Η υπερένδoξη του Θεού Μητέρα και των αγίων Αγγέλων αγιωτέρα µας προσκαλεί να συµµετάσχουµε στη δόξα του Θεού. Για να τιµήσουµε την Μητέρα του Θεού πρέπει µε την προσωπική µας ζωή να ενσαρκώσουµε τις αρετές Της έτσι θα ανεβούµε στον ουρανό βαδίζοντας τον δρόµο των αρετών.
1. - Ἡ σημερινή λαμπρή ἡμέρα τῆς Μεταμόρφωσης, ἀπαιτεῖ νά ἐξηγήσω στήν ἀγάπη σας -ἀνάλογα μέ τή Χάρη πού μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Χριστό πού μεταμορφώθηκε- τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς. Καί ἔτσι, ἀφοῦ μάθουμε τή δύναμη τοῦ μυστηρίου πού κρύβεται μέσα της, νά ἑορτάζουμε ἀπό δῶ καί πέρα ὄχι μόνο ψάλλοντας ἱερούς ὕμνους, ἀλλά καί μέ σωστή ζωή. Ἐπειδή αὐτό ἀκριβῶς, δηλαδή ἡ προκοπή μας στά καλά ἔργα, ἀποδεικνύει καί ὅτι ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς δωρεᾶς πού ἀξιωθήκαμε καί ὅτι ἔχουμε ἀνακαλύψει τό θησαυρό της, τιμώντας ἔτσι σεβαστικά τήν ἑορτή καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα μας.
2. - Ἐκεῖνος πού βαδίζει σέ πεδιάδα περπατάει εὔκολα, ἐπειδή ὁ τόπος εἶναι ὁμαλός καί διευκολύνει τήν ὁδοιπορία. Ὅποιος ὅμως ἀνεβαίνει σέ βουνό κοπιάζει καί λούζεται στόν ἱδρώτα, ἐξαιτίας τῆς ἀνηφοριᾶς, τῆς σωματικῆς πίεσης καί τῆς κόπωσης πού ἐκείνη προκαλεῖ.
Μέ ἴσια, ὁμαλή καί εὐκολοπερπάτητη γῆ, παρομοίασε τό βίο μέσα στίς ἡδονές, τήν ἄνεση καί τήν τρυφή τῆς “κατά σάρκαν” ζωῆς. ᾿Eπειδή ἡ ζωή αὐτή περνάει μέσα στήν ἄνεση καί τήν εὐκολία τῶν μάταιων ἡδονῶν.
Μέ βουνό πάλι, παρομοίασε τήν ἐνάρετη ζωή, ἐξαιτίας τῆς ἐγκράτειας σέ ὅλα, τῆς ἀγριάδας τῆς ἄσκησης καί τοῦ πόνου πού ὑποφέρουμε ἀπ' ὅσα θλιβερά μᾶς ἀπαντοῦν στή ζωή.
3. - Ὅποιος συζεῖ μέ τήν ἐγκράτεια καί πορεύεται σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ὅποιος καταμαραίνει τίς σωματικές ἡδονές, ἐκεῖνος ἀποδεικνύεται, σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο, πιστός καί θερμός μαθητής τοῦ Κυρίου. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θανατώνει τό κοσμικό φρόνημα, καταργεῖ τούς σαρκικούς λογισμούς, ἑτοιμάζεται γιά τήν κακοπάθεια πού συνεπάγεται τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐλέγχει ἐκείνους πού ζοῦν ἄσχημη καί ἁμαρτωλή ζωή καί ὑπομένει γιά χάρη τῆς ἀλήθειας τίς κακώσεις πού αὐτοί τοῦ προκαλοῦν, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι τό ζῆλο τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου.
Ὅποιος πάλι ἔχει κάνει ἀπόλαυση καί τροφή τῆς διανοίας του τά ἱερά λόγια, ὅποιος φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς μελέτης καί ἀσχολεῖται ἐπίμονα καί εὐχάριστα μέ τούς λόγους τῆς φύσεως καί τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας, αὐτός μιμεῖται τόν τρόπο σκέψεως καί ζωῆς τοῦ εὐαγγελιστή Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου. Αὐτός μέ τό σῶμα, τήν ψυχή καί τή διάνοια ἀκολουθεῖ κατά βῆμα τόν Κύριο. Αὐτός πάντα τρέχει τό θλιβερό δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἀνεβαίνει στό νοητό ὄρος καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα. Ἐπειδή ἐκεῖ ἐκτελεῖται ἡ καθαρή προσευχή, πού διώχνει μακριά κάθε ἔννοια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί φωτίζει ὁλόκληρο τό νοῦ, αὐξάνοντάς τον μέ τό λάδι τῆς θείας ἀγάπης καί καταυγάζοντάς τον μέ θεῖες φωτοχυσίες.
4. - Ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ὅταν, μέ τήν ἀπερίσπαστη προσευχή, λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ ἀπό τή θεία γνώση, ὅταν ἐπίσης διατηρεῖ καθαρά ὅλα τά κινήματα τοῦ σώματός του, τότε ἀπό τό στόμα βγαίνουν λόγια γεμάτα σύνεση καί σοφία. Τότε τά αἰσθητήριά του καλύπτονται ἀπό τή ὀμορφιά τῆς σεμνότητας καί τά σωματικά μέλη του κοπιάζουν στή διακονία τῶν καλῶν πράξεων. Τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται φῶς, γιατί ἡ ψυχή γίνεται λυχνάρι του φωτεινό, πού φέγγει ‘τό φῶς τό ἀληθινό, ἐκεῖνο πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο” τῶν ἀρετῶν. (Ἰωάν. 1,19).
5. - Αὐτός πού ζεῖ καί πορεύεται μ’ αὐτό τόν τρόπο «δέν συμμορφώνει τή ζωή του μέ τό φρόνημα αὐτοῦ τοῦ κόσμου» (Ρωμ. 12,2 & Γαλ. 1,4) πού φθείρεται καί πεθαίνει. Αὐτός, ἀκούγοντας τόν ἀπόστολο Παῦλο -ὁ ὁποῖος βλέποντας τά ἀθέατα, λέει ὅτι ‘ὁ Θεός θά ἀφανίσει τή μορφή αὐτοῦ τοῦ κόσμου” (Α΄ Κορ. 7, 31)- δέν γυρίζει πίσω στά ἐπίγεια πράγματα. Αὐτός ξεπερνάει ὅσα φθείρονται καί χάνονται, ὅσα ἔχουν μόνο σχῆμα καί ὄχι ὕπαρξη. Γιατί, ὅπως τό σχῆμα ἐμφανίζεται γιά λίγο καί μετά ἀφανίζεται, ἔτσι καί τά πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς δέν ἔχουν τίποτα σίγουρο καί σταθερό. Γι’ αὐτό λοιπόν, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, καί τό λογισμό του ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τά εὐχάριστα αὐτῆς τῆς ζωῆς, τά περιφρονεῖ ὡς κάτι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο. Αὐτός ἀγκαλιάζει μ’ ὅλη του τήν ὕπαρξη τά ἀθάνατα πράγματα τῆς μέλλουσας ζωῆς. Αὐτός μεταμορφώνεται συνεχῶς, μέ τό νά ἐπιστρέφει καθημερινά στόν ἑαυτό του καί μέ τό νά ἀναμορφώνει κάθε ὥρα καί στιγμή τόν τρόπο τῆς σκέψης του, ἔτσι ὥστε, μέ τήν ἐπίδοση καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, νά ἀποχωρίζεται τά κακά καί νά ἐγκολπώνεται τά ἀγαθά.
6. - Ὅταν ὁ ἀγωνιστής τῆς εὐσέβειας καλλιεργεῖ τόν ἑαυτό του καί προκόβει ἀνεβαίνοντας σέ τέτοια πνευματικά ὕψη -ἐπειδή ἀκριβῶς οἰκοδομεῖται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπειδή λάμπει σάν φωτεινό ἀστέρι- παρακινεῖ καί ἀνάβει καί τῶν ἄλλων τόν ζῆλο, γιά τή μίμηση τοῦ καλοῦ. Ἔτσι τιμάει τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέ ὅλο του τό σῶμα καί μέ ὅλο του τό πνεῦμα, γνωρίζοντας βαθιά καί οὐσιαστικά τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς καί ἑρμηνεύοντάς το ἔμπρακτα στό περιβάλλον του. Γιατί ὁ Χριστός μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση, προμήνυσε ταυτόχρονα καί τήν ἄρρητη δόξα, μέ τήν ὁποία θά ἔρθει νά κρίνει τόν σύμπαντα κόσμο. Ἔκανε ἀκόμα ὁλοφάνερη τήν λαμπρότητα τῆς ὁποίας θά γίνουν μέτοχοι ἐκεῖνοι πού θά εὐαρεστήσουν στόν Θεό. Τέλος δίδαξε κάθε πιστό νά προετοιμάζει πάντα τόν ἑαυτό του, ὥστε νά εἶναι κάθε στιγμή δοχεῖο κατάλληλο καί χωρητικό τῆς θείας ζωῆς καί τῆς μέλλουσας μακαριότητας, ὄντας σάν τό κερί πάντα σέ θέση νά δεχθεῖ τό θεῖο φῶς.
7. - Συμβαίνει μέ τόν πιστό ὅ,τι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό κερί. Αὐτό καθώς λυώνει μέ τήν πύρωση τῆς φωτιᾶς, λόγῳ τῆς λιπώδους του φύσεως, τρέφει καί συντηρεῖ τή φωτιά, διατηρώντας ἔτσι τό φῶς καί καταφωτίζοντας ὅσους τό πλησιάζουν. Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ἔχοντας συμπήξει μέσα του τά κεριά τῆς θείας γνώσεως -πού εἶναι ἀκριβῶς τά ἄνθη τῆς ἀρετῆς- καί ἔχοντας ξεκόψει, μέ τή βοήθεια καί τή θέρμη τοῦ θείου ἔρωτος, ἀπό κάθε γήινη ἐπιθυμία, ἔχει οὐσιαστικά προετοιμάσει ἀπό ἐδῶ κιόλας τόν ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἐκεῖνο τό κατάλληλο λυχνάρι. Βασισμένος στό νόμο τῆς θείας ἀγάπης, περιμένει κι αὐτός μέ λαχτάρα νά ὑποδεχθεῖ, ὅταν ἔρθει ἡ μέλλουσα ζωή, τό θεῖο καί ἄρρητο ἐκεῖνο Φῶς καί νά ἀπολαύσει τήν συνεχή καί ἀτελεύτητη λαμπρότητα, πού πηγάζει ἀπό ἐκεῖ.
8. - Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὁ κόπος πού καταβάλλεται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, γίνονται τροφοδότες τῆς θείας δόξας. Ὁ Κύριος, καθώς γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἔχει πεῖ: ‘Θά ἀγαπήσω αὐτόν πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου” (Ἰωάν. 14,21). Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, τό αἰσθητό φῶς καταναλώνει τό κερί γιά νά συντηρηθεῖ, ἔτσι καί ἡ δόξα τοῦ Θείου φωτός, τροφοδοτεῖται ἀπό τίς ἀρετές τῆς ψυχῆς καί καταλάμπει ἐκείνους, πού τή δέχονται μέσα τους.
Ὁ Χριστός ἔχει πεῖ: ‘Τροφή μου εἶναι τό νά κάνω τό θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου, πού μέ ἔχει στείλει καί νά τελειώσω τό ἔργο Του” (Ἰωάν. 4,34). Καί ὁ προφήτης Δαυίδ λέει: ‘Μέσα στό θέλημά Του εἶναι κρυμμένη αἰώνια ζωή” (Ψαλμ. 29,6).
9. - Κατά συνέπεια, ὁ ἐργάτης τοῦ ἀγαθοῦ καί θά ζήσει καί θά θερίσει τούς καρπούς τῶν κόπων του, μέ τή Χάρη τοῦ Καθηγητή τῆς σωτηρίας μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δοξάζει αὐτούς πού Τόν δοξάζουν.
Σ’ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν Ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή:Η άλλη όψη
Το όνομα της αειπαρθένου Μαρίας, του ιεροτέρου ανθρωπίνου προσώπου της Ορθοδοξίας, συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν αποδοθεί.
Η Θεοτόκος κυρίως όμως αποκαλείται Παναγία.
Επίσης στον Μικρό και Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός θεοτοκωνυμίων, όπως φαίνεται στην αλφαβητική καταγραφή που δημοσιεύουμε:
Α.
Αγαθή
Αγαλλίαμα
Αγνή
Αειμακάριστος
Αειπάρθενος
Αντίληψις θερμή
Αντίληψις καταπονουμένων
Αντίληψις ταχεινή
Αντίληψις οξεία
Αντίληψις θλιβομένων
Απαλλαγή ασθενούντων
Αποτεκούσα Σωτήρα Χριστόν
Άσπιλος
Άχραντος.
B.
Βακτηρία τυφλών
Βοήθεια ταχινή
Βοηθός ορφανών
Βοηθός εν ταις θλίψεσι
Βοηθός των προστρεχόντων εκ πίστεως
Γ.
Γαλήνη χειμαζομένων
Γεννήσασα ευφροσύνης τον Αίτιον
Γεννήσσασα φώς
Γλυκασμός των Αγγέλων
Δ.
Δεξαμένη της χαράς το πλήρωμα
Δέσποινα του κόσμου
Διαλύουσα όχλον πειρασμών
Διώκτης της ζάλης του βίου
Δόξα των Παρθένων
Δοχείον φωτός καθαρόν και άμωμον
Δύναμις αβοηθήτων
Ε.
Ειρήνη πολεμουμένων
Ελαύνουσα επήρειαν δαιμόνων
Ελπίς απηλπισμένων
Ελπίς των πιστών.
Ενδοξοτέρα των Σεραφείμ
Εξαφανίσασα αμαρτίας την λύπην
Επίσκεψις ασθενούντων
Ευφροσύνη εν ταις λύπαις.
Θ.
Θαύμα ακατανόητον
Θεογεννήτρια
Θεομακάριστος
Θεομήτωρ
Θεονύμφευτος
Θεόνυμφος
Θεοτόκος
Θησαυρός σωτηρίας
Θησαυρός αδαπάνητος.
Θρόνος ηλιοστάλακτος
Θύρα μετανοίας.
Ι.
Ιατρός νόσων
Κ.
Καθαρωτέρα λαμπηδόνων ηλιακών
Καθέδρα Βασιλέως
Καταφυγή
Καταφύγιο κόσμου
Καταφύγιο Χριστιανών
Καύχημα
Κεχαριτωμένη
Κλέος μητέρων
Κόρη
Κυήσασα (Χριστόν, Θεόν, Σωτήρα, Λυτήρα νόσων, εύσπλαχνον και Σωτήρα)
Λ.
Λαμπάς άσβεστος
Λιμήν εν ταις ζάλαις
Λοχεύτρια
Λυτρωσαμένη εκ της κατάρας
Λυχνία χρυσή.
Μ.
Μεσιτεία αμετάθετος
Μεσίτρια
Μεταβολή θλιβομένων
Μήτηρ (Δεσπότου Θεού,Θεού,Λόγου,Λυτρωτού,Θεού Υψίστου,Κυρίου)
Μητροπάρθενος.
O.
Οδηγήτρια
Όπλο σωτηρίας
Π.
Πάναγνος
Παναγία
Παναμώμητος
Πανάμωμος
Πανάχραντος
Πανύμνητος
Παράκλησις ξένων
Παράκλησις εν ταις Θλίψεσι
Παραμυθία
Παρθένος
Πηγή αφθαρσίας
Πηγή ελέους
Πλατυσμός εν ταις θλίψεσιν
Πόλις δωδεκάτειχος
Ποταμός ζωής
Πρεσβεία θερμή
Προστασία (ακαταίσχυντος, ανθρωπίνη, θερμή, πιστών, χριστιανών)
Προστατεύουσα (αεί, ταχέως)
Προστάτις (Χριστιανών, ζωής αδικουμένων, εν τοις πειρατηρίοις)
Πύργος χρυσοπλοκώτατος
Ποταμός ζωής
Πύλη Ευσπλαχνίας.
Ρ.
Ρύστις εν τοις κινδύνοις
Σ.
Σεμνή
Σκέπη κραταιά
Σκέπη θεία
Στάμνος (θεία και μανναδόχος)
Στήριγμα
Συντριμμός του θανάτου
Συμμαχία ασθενών
Σωτηρία ψυχών
Σωτηρία των προστρεχόντων εκ πίστεως.
Τ.
Τείχος (απροσμάχητον, ακράδαντον, απόρθητον, καταφυγής)
Τεκούσα (αδιαφθόρως, την αιωνίαν λύτρωσιν, την ειρήνην την πάντα νούν υπερέχουσα, το φώς, τον Κυβερνήτην)
Τετοκυία Φώς
Τιμιωτέρα Χερουβείμ
Τροφή πενομένων
Υ.
Υπεραγία
Υψηλοτέρα ουρανών
Φ.
Φρουρά ασφαλεστάτη
Φυσίζωος.
Χ.
Χαρά θλιβομένων
Χαρά εν ταις λύπαις
Ω.
Ωράϊσμα μητέρων
Θεολογική Ερμηνεία των Θεοτοκονυμίων
ΑΓΑΘΗ:
Ο ιερός υμνογράφος αποδίδει το θεοπρεπές αυτό κατηγόρημα στο Πρόσωπο της Θεοτόκου, σαν την κατά χάρη αγαθή,μετά τον κατά φύση αγαθό Θεό. Η Παναγία είναι κατά τους Αγίους της Εκκλησίας το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, γι’αυτό και μπόρεσε να δανείσει σάρκα στον «Παντεχνήμονα Λόγο» του Θεού και Υιό της .
AΓΝΗ:
Αγνή σημαίνει καθαρή, άσπιλη, αμόλυντη. Ετυμολογικά η λέξη αγνός παράγεται από την λέξη άγος, με το οποίο χαρακτηρίζεται ό,τι αφιερώνεται στο θείο και επί προσώπων σημαίνει τον ηθικά καθαρό και άξιο του Θεού, εφ’όσον η λέξη χρησιμοποιείται για περιπτώσεις θείας τάξεως. Η Παναγία είναι η «Αγνή» και για την απόλυτη καθαρότητά της και για την ολοκληρωτική της αφιέρωση στο Θεό.
ΑΕΙΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ:
Σύνθετη λέξη από το επίρρημα «αεί» που σημαίνει «πάντοτε, αιώνια, δια παντός» και το επίθετο «μακαριστός», που παράγεται από το ρήμα μακαρίζω. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης διευκρινίζει ότι «μακαριότης εστί, περίληψις παντός αγαθού». Επομένως κατά κυριολεξία μακάριος είναι ο Θεός αλλά και κάθε ένας που κοινωνεί με το θείο. Η μέθεξη της μακαριότητας του Θεού πραγματοποιείται κατά το μέτρο της προσωπικής αγιότητας του ανθρώπου.
Η Θεοτόκος σαν «Αγία αγών μείζων» μετέχει της θείας μακαριότητας στον μεγαλύτερο βαθμό, επειδή δέχτηκε μέσα Της «πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».
ΑΣΠΙΛΟΣ:
Σύνθετη λέξη: α+σπίλος (=κηλίδα). Σημαίνει αυτή που είναι χωρίς σπίλο,η καθαρή, η ακηλίδωτη, η αμόλυντος Παρθένος Μαρία.
ΑΧΡΑΝΤΟΣ:
Σύνθετη λέξη: α+χραίνω (=μιαίνω). Άχραντος είναι η αμίαντος, η καθαρή Θεοτόκος.
ΓΛΥΚΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ:
Η λέξη γλυκασμός παράγεται από το ρήμα γλυκάζω και σημαίνει γλυκύτητα. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν οι Προφήτες Αμώς (Aμ..θ,13) και Ιωήλ (Ιωήλ δ,18) για να περιγράψουν την γλυκύτητα που θα ρέει και θα ευφραίνει κάθε κτιστή ύπαρξη κατά την ημέρα Κυρίου, δηλαδή κατά τον καιρό και τον χρόνο που ο Θεός θα συντρίψει ολοσχερώς το κακό. Η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «γλυκασμός των αγγέλων», διότι με την σάρκωση του Θεού-Λόγου στη θεοδόχο γαστέρα Της, κατά κοινή και σύμφωνη γνώμη των Αγίων και αυτή η αόρατη κτίση δηλ.τα αγγελικά τάγματα απέλαβαν την ύψιστη δωρεά και χάρη από τον Θεό. Ενώ μέχρι τότε ήταν δύστρεπτα αλλά όχι και άτεπτα προς το κακό, κατέστησαν πλέον ακίνητα προς αυτό. Έγινε λοιπόν η Αειπάρθενος και για τους Αγίους Αγγέλους η αιτία ανείπωτης γλυκύτητας για την δωρεά του Θεού προς αυτούς, πού έρρευσε από τα παρθενικά Της σπλάχνα.( Ιγνάτιος Θεοφόρος –Ιωάννης Δαμασκηνός P.G.94,872)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ:
Σημαίνει την Κυρία, την Ηγεμονίδα, την Βασίλισσα. Και τούτο επειδή:
-αναδείχθηκε Νύμφη Ανύμφευτη του Παντάνακτος Θεού. Νύμφη «εφ΄όσον συνέλαβε και εγέννησε ,πράγμα που προυποθέτει «γάμο» και Ανύμφευτος, εφ’ όσον η σύλληψις του Υιού Της έγινε όχι φυσικώς αλλά εκ Πνεύματος Αγίου»
-αξιώθηκε να καταστεί Μητέρα του Παμβασιλέως Χριστού.
-υψώθηκε στην ύψιστη αξία και τιμή από κάθε άλλο κτίσμα της ορατής και της αόρατης κτίσης, γιατί υποτάχθηκε απόλυτα στη βουλή του Θεού και μετείχε κατά μοναδικό τρόπο στο μαρτύριο της απόλυτης ταπείνωσης του Υιού Της για την σωτηρία του κόσμου.
ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΑ ΤΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ:
Τα Σεραφείμ είναι το τάγμα των αγγελικών Δυνάμεων ,που ο Προφήτης Ησαίας είδε γύρω από το θρόνο του Θεού να ψάλλει «μετά φόβου και τρόμου τον Τρισάγιο ύμνο «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ…». Σύμφωνα με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τα Σεραφείμ είναι ιεραρχικά ο πρώτος αγγελικός χορός. Το όνομά τους σημαίνει «τα φλογερά,τα πύρινα» (Ησ. στ, 1-3)
Η Θεοτόκος είναι ενδοξοτέρα των Σεραφείμ και κατά την φήμη («από του νύν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί») και κατά την μετοχή της στη θεία δόξα,όπως παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Είδες διαφορά της στάσεως. Μάθε από αυτήν και τη διαφορά της θέσεως.Πραγματικά γύρω από το Θεό είναι τα Σεραφείμ, πλησίον δε δίπλα σ΄αυτόν τον ίδιο μόνη η παμβασιλίς, η οποία θαυμάζεται και εγκωμιάζεται από τον ίδιο το Θεό, που είναι σαν να την ανακηρύττει προς τις γύρω του δυνάμεις και να λέγει σύμφωνα με το γραμμένο στο Άσμα Ασμάτων, «πόση καλή είναι η πλησίον μου»; Είναι φαιδρότερη από το φώς, περισσότερο ανθισμένη από τον Παράδεισο, καλλίτερα στολισμένη από όλο τον κόσμο, ορατό και αόρατο.» (Ομιλία ΝΕ,34-ΕΠΕ)
ΛΟΧΕΥΤΡΙΑ:
Λοχεύτρια είναι η λεχώ,η γυναίκα μετά τον τοκετό, η μητέρα.
Η Παναγία επονομάζεται ως «Θεού λοχεύτρια», επειδή είναι αληθινά Θεοτόκος, Θεομήτωρ. Με το επώνύμιο αυτό τονίζεται ότι πραγματικά ο Θεός «σάρξ εγένετο» εκ της Αειπαρθένου Μαρίας, πέρα από κάθε φαντασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατ’αναλογία προς την άσπορο σύλληψη του Κυρίου στην θεοδόχο μήτρα της Παρθένου και την άφθορη κύηση, εφ’όσον ετηρήθησαν «σώα τα σήμαντρα» της παρθενίας Της, και η λοχεία της Θεοτόκου υπήρξε αλόχευτος (οθ΄Κανόνας της ΣΤ Οικ. Συνόδου).
ΘΕΟΝΥΜΦΟΣ – ΘΕΟΝΥΜΦΕΥΤΟΣ:
Η Θεοτόκος είναι νύμφη του Θεού αλλά και αυτή που νυμφεύθηκε τον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή σαν Νυμφίος, που ζητά από την νύμφη (δηλ.τον λαό του) πιστότητα και αποκλειστικότητα.
Η Θεοτόκος, σαν αειπάρθενος, κατακύρωσε την πλήρη αφιέρωσή της στον Θεό και πραγματοποίησε στον ύψιστο βαθμό τον σκοπό της ορατής και αόρατης δημιουργίας, που είναι η θέωση.
ΘΡΟΝΟΣ ΠΥΡΙΜΟΡΦΟΣ:
Η φωτιά χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην Παλαιά Διαθήκη σαν έκφραση της αγιότητας του Θεού και της δόξας Του. Στο βιβλίο του Δανιήλ ο Προφήτης βλέπει τον Άναρχο Θεό («Παλαιός των Ημερών») να κλάθεται θρόνο και «ο θρόνος ωσεί φλόξ πυρός». Αυτή το θαυμαστό όραμα έχει στον νούν του ο υμνογράφος, όταν αποκαλεί την Θεοτόκο «θρόνο πυρίμορφο», διότι πραγματικά υπήρξε ο έμψχος και αληθινός θρόνος του Θεού, εφ’ όσον μέσα Της σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, στον οποίο κατοικεί σωματικά όλο το πλήρωμα της Αγίας Τριάδος. (Κολ. β,9)
ΘΡΟΝΟΣ ΗΛΙΟΣΤΑΛΑΚΤΟΣ:
Πρόκειται για επωνύμιο της Θεοτόκου, στο οποίο δεν κυριαρχεί η φωτιά αλλά το φώς. Οι βιβλικές ρίζες του χαρακτηρισμού αυτού βρίσκονται στην θαυμαστή όραση του Προφήτη Ησαία, όπου είδε τον Θεό να κάθεται σε θρόνο «εκπάλγου δόξης», καθώς και στον ψαλμό πη στιχ.37, που αναφέρεται στην Βασιλεία του Δαβίδ η οποία διαιωνίζεται με τον Ιησού Χριστό. «Και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος». Η Θεοτόκος είναι θρόνος ηλιοστάλακτος του Θεού, γιατί αναπαύεται πλήρως πάνω Της η Θεότητα. Έτσι το πλήθος των θείων χαρισμάτων της σαν ηλιακές ακτίνες λαμπρύνουν υπερκοσμίως την πάνσεπτη μορφή Της και μέσω Αυτής διαχέονται στην ορατή και στην αόρατη κτίση.
Καθέδρα σημαίνει θρόνος. Η Παναγία είναι η καθέδρα πάνω στην οποία «κάθησε η Θεότητα», με την Ενσάρκωση του Χριστού και επιτέλεσε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου. «Όπου δε κάθηται ο βασιλεύς ,εκεί ο θρόνος ίσταται» (Άγ.Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία ΝΓ 24, ΕΠΕ)
ΛΑΜΠΑΣ:
Η λαμπάδα σαν σύμβολο είναι συνώνυμη με την έννοια του φωτός. Οι βιβλικές ρίζες του επωνυμίου πρέπει να αναζητηθούν στα προφητικά λόγια του Ησαία. «Για την Σιών πλέον δεν θα σιωπήσω και για την Ιερουσαλήμ δεν θα κρατηθώ, έως ότου η δικαιοσύνη μου λάμψει σαν φώς και η σωτηρία που θα της παράσχω θα ανάψει και θα φωτίσει σαν λαμπάδα.» (ξβ 1).»
Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδιδόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο ερμηνεύεται ως εξής.
-Η Θεοτόκος υπήρξε λαμπάδα πάνω στην οποία με την σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε το άυλο και ανέσπερο φώς της θεότητας, «το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»
-Η Θεοτόκος με την παναγία ζωή Της, σαν το πλέον εξαίρετο «τέκνο φωτός» σ΄ολόκληρη την λογική δημιουργία αποτελεί το απόλυτο το απόλυτο παράδειγμα της κατά Θεόν ζωής. Είναι το φως που δείχνει το δρόμο της σωτηρίας στον άνθρωπο, για να τον αναδείξει κάτοικο της Νέας Ιερουσαλήμ, της Βασιλείας του Θεού.
ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΘΕΡΜΗ:
Πρέσβυς είναι αυτός που αποστέλλεται για να διαμεσολαβήσει μεταξύ δύο πλευρών και να εξασφαλίσει τα άριστα.Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει πως η Θεοτόκος «έλαβε την σοφία από τον Υιόν, ως Μήτηρ αυτού,δια να ηξεύρη να φιλιώνη τον ουρανόν με την γήν και τον Θεόν με τον άνθρωπο».Η έννοια της πρεσβείας είναι συνώνυμη με αυτή της μεσιτείας, με την παρατήρηση ότι η δεύτερη είναι θεολογικά ισχυρότερη.
Στο κάθισμα εξαίρεται το μεσιτικό έργο της Δέσποινας του κόσμου και ιδιαίτερα η βοηθητική παρέμβασή της στη ζωή των πιστών τέκνων της ,που μαστίζουν η θλίψη και η κακοπάθεια της ζωής.
Η Θεοτόκος τιμάται σαν θερμή προσευχή προς τον Υιό της για την σωτηρία των μελών της Αγίας Εκκλησίας του. Είναι τείχος προστατευτικό των πνευματικών τέκνων της, που δεν μπορούν να διαλύσουν οι επιθέσεις των δαιμονικών δυνάμεων και των εχθρών της πίστεως. Είναι πηγή, από την οποία αναβλύζει αγάπη και έλεος για τους πιστούς. Είναι το καταφύγιο του κόσμου, όπου προστρέχουν οι πιστοί, για να βρούν αναψυχή και σωτηρία στον δύσκλο αγώνα κατά της αμαρτίας. Είναι τέλος η ταχέως προστατεύουσα, η γοργοεπήκοος, πουακούει γρήγορα τις προσευχές που της απευθύνονται και άμεσα σπεύδει να προστατέψει τους πιστούς από κάθε κίνδυνο που τους περιβάλλει και απειλεί να τους καταστρέψει.
ΠΑΝΑΓΝΟΣ:
Σύνθετη λέξη από τα επίθετα πάν + αγνός. Χαρακτηρίζεται έτσι με ιδιαίτερη έμφαση η απόλυτη καθαρότητα της Θεοτόκου και η ολοκληρωτική αφιέρωσή της στον Θεό.
ΤΙΜΙΩΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ:
Η λέξη Χερουβείμ ερμηνεύεται σαν «ο ευλογών, ο μεσάζων, ο προσευχόμενος». Τα Χερουβείμ, είναι ένα από τα εννέα αγγελικά τάγματα. Μνημονεύονται στην Αγία Γραφή σαν παραστάτες Θεού και διάκονοι του θελήματός Του. Ο Θεός μνημονεύεται ως «ο καθήμενος επί των Χερουβείμ». Την ασύλληπτη αυτή αξία και τιμή των Χερουβείμ ,μόνη η Θεοτόκος έχει ξεπεράσει, εφ΄όσον ο Θεός δανείστηκε σάρκα από τα αγνά αίματά της για να σκηνώσε σωματικά «πάν πλήρωμα της θεότητας».
ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΟΥΡΑΝΩΝ:
Με την λέξη ουρανοί στους ύμνους των Παρακλητικών Κανόνων χαρακτηρίζεται η ορατή και η αόρατη κτίση. Η Θεοτόκος, επειδή βρίσκεται στο σύνορο της κτιστής και της ακτίστου φύσεως, είναι υψηλοτέρα των ουρανών, δηλ. ανθρώπων και αγγέλων και ευθύς μετά τον Θεό.
ΦΥΣΙΖΩΟΣ:
Πρόκειται για σύνθετη λέξη: φύω+ζωή. Φυσίζωος είναι αυτός που παράγει και δωρίζει τη ζωή.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...