Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἐορτή καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Εἶνε σὰν Μεγάλη Παρασκευή. Τὸ ἀπολυτίκιο, τὰ τροπάρια, ὁ ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα ὅσα λέγονται στὴ λατρεία μας τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, ὑπενθυμίζουν τὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, τὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβο Υἱό του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι ὅσοι θὰ πιστέψουν σ᾽ αὐτόν (Ἰωάν. 3,16). Κάθε σταλαγματιὰ αἵματος ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἱκανή, ἀγαπητοί μου, νὰ ξεπλύνῃ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7).
Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὑπενθυμίζει καὶ ἕνα γεγονὸς τῆς ἱστορίας μας. Οἱ Ἑβραῖοι μετὰ τὴ σταύρωσι ἄνοιξαν ἕνα βαθὺ λάκκο, ἔρριξαν μέσα τὸ σταυρὸ καὶ τὸν σκέπασαν μὲ κόπρια καὶ ἀκαθαρσίες. Ἔμεινε ἐκεῖ τὸ τίμιο Ξύλο ἐπὶ αἰῶνες.
Μετὰ ὅμως ἀπὸ 300 χρόνια μία εὐλαβὴς βασίλισσα, ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀπέδωσε τὴν πρέπουσα τιμὴ στὸ σταυρό. Ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἔσκαψε βαθειά, τὸν βρῆκε καὶ τὸν παρέδωσε στὸν ἐπίσκοπο Ἰεροσολύμων.
Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἤθελε κι αὐτὸς νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν ἀσπασθῇ, ὁ πατριάρχης ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, τὸν ὕψωσε, ἐνῷ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔλεγαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἔτσι ἡ ἁγία Ἑλένη ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸ Χριστό, ποὺ βοήθησε τὸν υἱό της νὰ νικήσῃ μὲ τὸ «ἐν τούτῳ νίκα».
* * *
Ὁ τίμιος σταυρός! Ὅλοι τὸν ἀγαποῦν, καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι• μόνο οἱ δαίμονες τρέμουν στὸ ἄκουσμα καὶ τὴ θέα του. Ἀλλ᾽ ἂν ρωτήσετε, ποιός ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγάπησε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ περισσότερο, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γράφει• «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ἐγώ, λέει, δὲν καυχῶμαι ὅπως ἄλλοι γιὰ χρήματα, ἀξιώματα, δύναμι καὶ ἀνθρώπινη σοφία. Ἕνα εἶνε τὸ καύχημά μου, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου• μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔχει πεθάνει ὁ κόσμος γιὰ μένα κ᾽ ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο.
Ἕνας ἄλλος νεώτερος ἅγιος, ποὺ ἀγάπησε ἐπίσης πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ μαρτύρησε στὸ Τεπελένι τὸ 1779. Ἦταν προφήτης. Προφήτευσε πολλὰ σημερινὰ ἐπιτεύγματα. Θὰ δῆτε, εἶπε, στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὸ λαγό (τὸ αὐτοκίνητο).
Θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ θὰ ζωσθῇ ὁ τόπος μὲ μιὰ κλωστή (τὸ τηλέφωνο). Θὰ δῆτε στὸν οὐρανὸ ἀκρίδες ποὺ θὰ ῥίχνουν φωτιὰ ἀπὸ τὴν οὐρά τους (τ᾽ ἀεροπλάνα). Θὰ ἔρθῃ καιρός, ποὺ θὰ φέρῃ γῦρες ὁ διάβολος μὲ τὸ κολοκύθι του (πύραυλοι καὶ διαστημόπλοια). Καὶ κάτι πολὺ σοβαρό• Θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ ὁ διάβολος θὰ βγάλῃ ἕνα κουτὶ ποὺ θὰ τρελλάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα (ἡ τηλεόρασι).
Μεγάλος προφήτης.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς λοιπὸν ἀγαποῦσε πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου πήγαινε, ἔστηνε ἕνα μεγάλο σταυρὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκιά του κήρυττε. Στὸ τέλος μοίραζε σταυρούς• τέτοιοι σταυροὶ σῴζονται ἀκόμα στὴν Ἤπειρο. Ἀναφέρω δύο θαύματα τοῦ σταυροῦ, ἕνα ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ.
Τὸ πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ σταυρὸς τιμωρεῖ. Φθάνοντας ὁ ἅγιος σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ἔξω ἀπ᾽ τὰ Τρίκαλα, ἔστησε σταυρὸ καὶ κήρυξε. Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρὸς καὶ περνοῦσαν ὅλοι καὶ τὸν προσκυνοῦσαν. Πέρασε κ᾽ ἕνας Τοῦρκος ἐξουσιαστής. Ὅταν εἶδε τὸ σταυρὸ τί ἔκανε• τὸν διέλυσε, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἔκανε ξυλοπόδαρα τοῦ κρεβατιοῦ του! Τέτοια ἀσέβεια. Κοιμήθηκε λοιπὸν στὸ κρεβάτι;
Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε• ἔγινε σὰν σεισμός, αὐτὸς ἔπεσε κάτω καὶ κυλιόταν ἀφρίζοντας σὰν δαιμονισμένος!
Ὅταν τὸν σήκωσαν δύο δικοί του, συνῆλθε, κατάλαβε πὼς αὐτὸ τό ᾽παθε ἀπὸ θεία ὀργὴ γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Πῆρε τότε στὸν ὦμο τὰ ξύλα, τὰ πῆγε στὴ θέσι τους, τὰ συναρμολόγησε καὶ ἔφτειαξε πάλι τὸ σταυρό. Στὸ ἑξῆς περνοῦσε κάθε μέρα ἀπὸ ᾽κεῖ, κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ προσκυνοῦσε τὸ σταυρό (βλ. ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 200023, σ. 76).
Καὶ τὸ δεύτερο θαῦμα, ποὺ δείχνει πότε ἐνεργεῖ ὁ σταυρός. Σᾶς μεταφέρω αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ• «Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅστις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς.
Πηγαίνει λοιπὸν καὶ εὑρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖον καὶ τοῦ λέγει• Εἶσαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κάμω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος• Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ κάμω. Λέγει του ὁ Ἰουλιανός• Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει• Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆμα ἑλληνικὸ καὶ ρίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες• καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῇς καὶ νὰ μὴ κάμῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν.
Ἐπῆγεν ὁ Ἰουλιανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ρίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνοντας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαίμονες. Πηγαίνει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γενόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος• Πήγαινε νὰ σφάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Ἐπῆγε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μάγος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν• ἀλλ᾽ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν…» (ἔ.ἀ. σσ. 159-160).
Ἔξυπνοι εἶστε καὶ μπορεῖτε ν᾽ ἀπαντήσετε στὸ ἐρώτημα• γιατί τὴν πρώτη φορὰ μόλις ἔκανε τὸ σταυρό του τὰ δαιμόνια ἔφυγαν, ἐνῷ τὴ δευτέρα φορὰ δὲν ἔφυγαν; Διότι τὴν πρώτη φορὰ ἦταν καθαρός, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα παιδιοῦ.
Κάνει ὁ σταυρὸς θαύματα – πότε; Ὅταν τὰ χέρια μας εἶνε καθαρὰ ἀπὸ αἵματα, κλεψιές, ἀτιμίες, ψευδορκίες, ὅταν ὅλο τὸ σῶμα μας εἶνε καθαρὸ ἀπὸ πορνεία, μοιχεία καὶ ἄλλες ἁμαρτίες. Τότε, καὶ μιὰ φορὰ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, φτάνει καὶ μὴ φοβᾶσαι.
* * *
Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς διηγηθῶ μύρια παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους μας, νὰ δῆτε ὅτι ὁ σταυρός, ποὺ βρίσκεται καὶ στὴν κορυφὴ τῆς ἑλληνικῆς σημαίας, θαυματουργεῖ. Εἶνε σύμβολο νίκης καὶ ὅπλο ἀήττητο.
Ποιός σταυρὸς ὅμως; ὁ κανονικός. Μερικοὶ δὲν κάνουν σταυρό, νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Εἴμαστε ὀρθόδοξοι; θὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ὅπως συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἑνώνουμε τὰ τρία δάχτυλα, ποὺ σημαίνει• Ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν κόσμο.
Τὰ φέρνεις στὸ μέτωπο ψηλά• γιατὶ στὰ οὐράνια ἦταν ὁ Χριστός. Μετὰ κάτω• γιατὶ σὰν τὸν ἀετὸ χαμήλωσε καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, στὴν κοιλία τῆς Παναγίας Παρθένου. Κατόπιν δεξιά• «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἀριστερά• «Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων». Τέλος• «Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε». Αὐτὸς ὁ σταυρός, ὅταν γίνεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα.
Παντοῦ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου λοιπόν. Τὸ πρωὶ μόλις ξυπνᾷς, Χριστιανέ, σταυρώσου. Σταυρὸ στὸ δρόμο, στὸ χωράφι, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ πλοῖο, στὸ τραῖνο, στὸ ἀεροπλάνο. Σταυρὸ τὸ μεσημέρι ποὺ κάθεσαι νὰ φᾷς• μὴ βάλῃς μπουκιὰ στὸ στόμα δίχως σταυρό. Σταυρὸ τὸ βράδυ• γονάτισε τὰ μεσάνυχτα στὴν ἡσυχία, γιατὶ μεσάνυχτα καὶ μεσημέρι, ὅπως μαρτυροῦν στατιστικές, εἶνε ὧρες αἰχμῆς τοῦ ἐγκλήματος• γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει• Σῶσε με «ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» (Ψαλμ. 90,6).
Τὰ μεσάνυχτα στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ ἀνδρόγυνα εἶχαν ἱερὰ συνήθεια νὰ σηκώνωνται καὶ νὰ προσεύχωνται. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ παιδιὰ μάθαιναν νὰ λένε πρὶν κοιμηθοῦν• «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου, ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου…».
Γι᾽ αὐτὸ κατηραμένα τὰ χείλη αὐτῶν ποὺ τὸν βλαστημοῦν. Ἂν ἀκούσετε βλάσφημο, νὰ τοῦ πῆτε σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ• Νὰ ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ• νὰ ὑβρίσῃς τὸ Χριστὸ τὴν Παναγιὰ ἢ τὸ σταυρό μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ.
Σήμερα, ὅπως ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρὸ γεύθηκε ξίδι μόνο, τίποτε ἄλλο, καὶ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, σὰν Μεγάλη Παρασκευή, οὔτε ὄργανα οὔτε χοροὺς οὔτε διασκεδάσεις, ἀλλὰ νηστεία (ψωμάκι, ἐλιές, κρεμμύδι), καὶ νὰ λέμε• «Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει μοι»• ἀμήν.
Πηγή: Αναβάσεις
«Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19, 16)
«ΑΓΑΘΕ Διδάσκαλε», ρώτησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό κάποιος νεαρός, «τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω την αιώνια ζωή;». Δηλαδή: “Τι να κάνω για να σωθώ;”. Ερώτημα πολύ σοβαρό. Ερώτημα για ένα ζήτημα που πρέπει ν’ απασχολεί κάθε άνθρωπο σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επίγειας ζωής του. Όπως ο ταξιδιώτης που διαπλέει μια μεγάλη και φουρτουνιασμένη θάλασσα, δεν συλλογίζεται παρά ένα ήσυχο λιμάνι, έτσι κι εμείς, που ταλαιπωρούμαστε μέσα στα κύματα της θάλασσας του βίου, πρέπει ακατάπαυστα να έχουμε μπροστά στα μάτια του νου μας την αιωνιότητα και, όσο βρισκόμαστε στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, να φροντίζουμε για τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής μας. Τι είναι αυτό που μπορούμε να το αποκτήσουμε στη γη και να το διατηρήσουμε παντοτινά ως αναφαίρετο κτήμα μας; Μόνο η σωτηρία μας!
Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για να συγκεντρώσει πλούτη, αυτός θ’ αφήσει εδώ τα πλούτη κατά το πέρασμά του στην αιωνιότητα. Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τιμές και δόξα, αυτός θα χάσει και τις τιμές και τη δόξα από τον πικρό θάνατο. Όποιος, όμως, χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τη σωτηρία, αυτός θα πάρει τη σωτηρία μαζί του στην αιωνιότητα και θα ευφραίνεται παντοτινά στον ουρανό με το υπέρτατο αγαθό που κέρδισε στη γη.
Αγαπητοί αδελφοί! Τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, την πιο ικανοποιητική απάντηση, τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος δήλωσε ότι για να σωθούν όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να πιστέψουν σ’ Αυτόν· και για να σωθούν όσοι πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να ζουν σύμφωνα με τις εντολές Του. Αιώνια θα χαθεί όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό. Αιώνια θα χαθεί και όποιος λέει με τα χείλη του ότι πιστεύει στον Χριστό, αλλά με τα έργα του Τον αρνείται, δηλαδή δεν τηρεί τις αγίες εντολές Του. Μ’ άλλα λόγια: Για τη σωτηρία χρειάζεται ζωντανή πίστη στον Χριστό. Όταν οι Ιουδαίοι ρώτησαν τον Κύριο, «Τι πρέπει να κάνουμε, για να εκτελούμε τα έργα του Θεού;», Εκείνος τους απάντησε: «Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε στον Απεσταλμένο Του» (Ιω. 6, 28-29).
Η ζωντανή πίστη στον Χριστό είναι έργο, έργο θείο και μεγάλο τόσο, που μ’ αυτό εκπληρώνεται η σωτηρία. Η ζωντανή πίστη εκφράζεται με την όλη ζωή, με την όλη ύπαρξη του ανθρώπου. Περιλαμβάνει τις σκέψεις του, τα αισθήματά του, τη διαγωγή του. «Όποιος πιστεύει» με τέτοια πίστη, «έχει την αιώνια ζωή». «Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι Εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι Εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό» (Ιω. 17, 3). Η ζωντανή πίστη είναι θέαση και γνώση του Θεού (Βλ. Εβρ. 11,27). Η ζωντανή πίστη είναι ζωή αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην ευσέβεια και νεκρωμένη για τον κόσμο. Η ζωντανή πίστη είναι δωρεά του Θεού. Αυτή τη μεγάλη δωρεά ζητούσαν από τον Κύριο οι απόστολοί Του, όταν Του έλεγαν: «Αύξησε την πίστη μας». Μόνο μέσω της ζωντανής πίστεως μπορεί ο άνθρωπος ν’ απαρνηθεί τα δήθεν καλά της πεσμένης φύσεώς του και να γίνει μαθητής και ακόλουθος του Κυρίου με σκέψη, καρδιά και διαγωγή ταιριαστές στην ανακαινισμένη απ’ Αυτόν φύση.
Το πνευματικό θησαυροφυλάκιο στο οποίο φυλάσσεται και από το οποίο αφειδώλευτα προσφέρεται ο θησαυρός της αληθινής πίστεως, είναι η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο, προκειμένου να σωθούμε, να ανήκουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όποιος δεν υπακούει στην Εκκλησία, «ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης ή ο τελώνης» (Ματθ. 18,17), είπε ο Κύριος.
Μάταια κάποιοι θεωρούν την αμαρτία που διαπράττεται με τον νου, με το πνεύμα, ελαφριά ή και μηδαμινή. Όσο ανώτερο είναι το πνεύμα από το σώμα, τόσο ανώτερη είναι η αρετή που επιτελείται με το πνεύμα, από την αρετή που επιτελείται με το σώμα, αλλά και τόσο βαρύτερη είναι η αμαρτία που διαπράττεται με το πνεύμα, από την αμαρτία που διαπράττεται με το σώμα. Η αμαρτία που διαπράττεται με το σώμα είναι φανερή. Η αμαρτία που διαπράττεται με το πνεύμα συνήθως είναι ελάχιστα αντιληπτή, κάποτε μάλιστα και τελείως απαρατήρητη από τους βυθισμένους στις βιοτικές μέριμνες ανθρώπους. Αλλά, όσο λιγότερο αισθητή είναι, τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει, τόσο πιο καίρια χτυπήματα καταφέρει, τόσο πιο βαθιές πληγές προξενεί.
Μολυσμένος από μιαν αμαρτωλή σκέψη, ένας φωτεινός άγγελος έγινε σκοτεινός δαίμονας, διώχθηκε από τα ουράνια σκηνώματα και γκρεμίστηκε στην άβυσσο. Εκεί έσυρε όχι μόνο πλήθος αγγέλων, αλλά και πλήθος ανθρώπων, που άφησαν τον νου τους να μολυνθεί με αμαρτωλές σκέψεις, με απατηλές ιδέες. Ο Κύριος ονόμασε τον πεσμένο άγγελο πατέρα του ψεύδους και συνάμα ανθρωποκτόνο, γιατί δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στην αλήθεια. Το ψεύδος είναι η πηγή και η αιτία του αιώνιου θανάτου. Απεναντίας, η αλήθεια είναι η πηγή και η αιτία της σωτηρίας, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κύριο.
Την ανόθευτη θεία αλήθεια τη διαφυλάσσει η αγία Εκκλησία μας. Όποιος ανήκει και υπακούει σ’ αυτήν, μπορεί να σκέφτεται σωστά για τον Θεό, τον άνθρωπο, το καλό, το κακό και, επομένως, τη σωτηρία. Είναι προφανές ότι, όποιος δεν διαθέτει τη σωστή σκέψη για τη σωτηρία, δεν μπορεί να έχει και την ίδια τη σωτηρία. Αρχή της σωτηρίας είναι η αλήθεια! Αρχή της σωτηρίας είναι η ορθή σκέψη! Αρχή της απώλειας είναι η αποστασία από την αλήθεια με κάποια λανθασμένη σκέψη. Κάθε παρέκκλιση από τη διδασκαλία της θείας αλήθειας, κάθε αποδοχή σκέψεως αντίθετη σ’ αύτή τη διδασκαλία, συνεπάγεται την πτώση στη φοβερή αμαρτία της βλασφημίας και της αρνήσεως του Θεού. Έμπρακτη απόδειξη αποτελεί η πτώση των πρωτοπλάστων, που οφείλεται στην αποδοχή μιας εσφαλμένης σκέψεως. Έμπρακτες αποδείξεις αποτελούν όλες οι αιρέσεις, με τις οποίες βλασφημείται ο Θεός.
Κάποιοι αιρετικοί βλασφήμησαν τον Θεό με την άρνηση της θεότητας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, άλλοι με την απόδοση θεϊκών ιδιοτήτων στον άνθρωπο [Αυτό έκαναν οι παπικοί που απέδωσαν θεϊκές ιδιότητες, όπως το αλάθητο, στον πάπα], άλλοι με το να θεωρήσουν το Άγιο Πνεύμα κτίσμα, άλλοι με την άρνηση της παρουσίας και ενέργειας της θείας χάριτος στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία θεωρούν ανθρώπινες επινοήσεις [Αυτό πιστεύουν και διδάσκουν οι προτεστάντες]. Τέλος, κάποιοι βλασφήμησαν τον Θεό όχι με την άρνηση δογμάτων της πίστεως, αλλά με την απαίτηση της αθετήσεως ορισμένων εντολών του Χριστού. Γιατί η πίστη διατηρείται ζωντανή όχι μόνο με την ομολογία των ορθών δογμάτων, αλλά και με τη συνεπή ευαγγελική ζωή. Μ’ άλλα λόγια, για να ζήσει η πίστη, χρειάζεται τα έργα της πίστεως. «Η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή», λέει ο απόστολος Ιάκωβος.
Πριν από το τέλος του κόσμου, η πιο μεγάλη δυστυχία θα βρει τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, όπως διδάσκει ο απόστολος, «δεν αγάπησαν την αλήθεια για να σωθούν». Γι’ αυτό «ο Θεός θα επιτρέψει να ενεργήσει σ’ αυτούς η πλάνη», να τους παρασύρει, δηλαδή, ο μεγάλος άνομος, ο Αντίχριστος, «για να πιστέψουν στο ψέμα. Έτσι, θα τιμωρηθούν όλοι όσοι δεν πίστεψαν στην αλήθεια και δέχτηκαν ολόψυχα την αδικία». Με την αποδοχή όλων αυτών των παραχαράξεων της αλήθειας του Θεού, τις οποίες αποτολμούν οι εχθροί Του, οι άνθρωποι αποκαλύπτουν και ομολογούν την αξία της κρίσεώς τους, την αξία της καρδιακής τους διαθέσεως. Η σκέψη μας μπορεί να είναι πνευματική, μόνο όταν παραμένει ολοκληρωτικά στην αλήθεια με τη ζωντανή πίστη στον Χριστό. Η αποστασία, έστω και μερική, από την αλήθεια είναι πτώση από τους πνευματικούς ουρανούς στη γήινη σοφιστεία, στην ψευδώνυμη φρόνηση, στην καταστροφή.
Αγαπητοί αδελφοί! Ας προσφέρουμε στον Κύριο ολόθερμη προσευχή, όπως έκαναν οι απόστολοι, ζητώντας Του να μας χαρίσει το μοναδικό μέσο της σωτηρίας μας, τη ζωντανή πίστη. Μαζί με την προσευχή, ας Του προσφέρουμε και τον πνευματικό μας αγώνα, με τον οποίο θα Του αποδείξουμε την ειλικρίνεια της επιθυμίας μας για τη λήψη της ανεκτίμητης δωρεάς Του. «Ας απομακρυνθούμε από το κακό και ας κάνουμε το καλό». Τώρα, μέσα στον ιερό τούτο ναό, στεκόμαστε μπροστά στον αόρατο Θεό και έχουμε τη δυνατότητα να Του ζητήσουμε καθετί το αναγκαίο για τη σωτηρία μας. Θα έρθει και η μέρα εκείνη, που μαζί με όλη την ανθρωπότητα θα σταθούμε μπροστά Του, προκειμένου ν’ απολογηθούμε για την επίγεια ζωή μας. Ας προσέξουμε, ώστε να μην Του παρουσιάσουμε τότε κενό το όνομα του χριστιανού, που φέρουμε, χωρίς να το συμπληρώνουν και να το αποδεικνύουν τα έργα που θέλει Εκείνος. Έχει διαβεβαιώσει ότι στους υποκριτές χριστιανούς θα δώσει φοβερή απάντηση —και θα τη δώσει: «Ποτέ δεν σας ήξερα. Φύγετε μακριά μου εσείς, που καταπατούσατε τον νόμο του Θεού!». Αμήν.
Πηγή: (“Ασκητικές ομιλίες Α’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής), Η άλλη όψη
α΄ Οὐκ ἄρα ἀπὸ τῶν Γραφῶν τοῦτο ἤδεσαν, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἐαυτοῖς διεσάφουν, καὶ περιφέρετο ὁ λόγος οὗτος ἐν τῷ ἀπείρῳ δήμῳ, καθάπερ καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ. Διὸ καὶ ἡ Σαμαρεῖτις ἔλεγε· Μεσσίας ἔρχεται· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα· καὶ αὐτοὶ ἠρώτων τὸν Ἰωάννην· Ἠλίας εἶ, ἤ ὁ προφήτης; Ἐκράτει μὲν γὰρ, ὅπερ ἔφην, ὁ λόγος, καὶ ὁ περὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ περὶ τοῦ Ἠλία, οὐχ ὡς ἐχρῆν δὲ παρ’ ἐκείνων ἑρμηνευόμενος. Αἱ μὲν γὰρ Γραφαὶ δύο λέγουσι τοῦ Χριστοῦ παρουσίας, ταύτην τε τὴν γεγενημένην, καὶ τὴν μέλλουσαν· καὶ ταύτας δηλῶν ὁ Παῦλος ἔλεγεν· Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν. Ἰδοὺ ἡ μία· ἄκουσον πῶς καὶ τὴν ἑτέραν δηλοῖ. Εἰπὼν γὰρ ταῦτα, ἐπήγαγε· Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα, καὶ ἐπιφάνειαν τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ προφῆται δὲ ἑκατέρας μέμνηναι· τῆς μέντοι μιᾶς τῆς δευτέρας, πρόδρομον λέγουσι τὸν Ἠλίαν ἔσεσθαι. Τῆς μὲν γὰρ προτέρας ἐγένετο Ἰωάννης, ὅν καὶ Ἠλίαν ὁ Χριστὸς ἐκάλει· οὐκ ἐπειδὴ Ἠλίας ἦν, ἀλλ’ ἐπειδὴ τὴν διακονίαν ἐπλήρου τὴν ἐκείνου. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος πρόδρομος ἔσται τῆς δευτέρας παρουσίας, οὕτω καὶ οὗτος τῆς προτέρας ἐγένετο. Ἀλλ’ οἱ γραμματεῖς ταῦτα συγχέοντες, καὶ διαστρέφοντες τὸ δῆμον, ἐκείνης ἐμνημόνευον μόνης πρὸς τὸν δῆμον, τῆς δευτέρας παρουσίας, καὶ ἔλεγον, ὅτι Εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ἔδει τὸν Ἠλίαν προλαβεῖν. Διὰ τοῦτο καὶ οἰ μαθηταὶ λέγουσι· Πῶς οἱ γραμματεῖς λέγουσιν, Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον; Διὰ τοῦτο καὶ πρὸς τὸν Ἰωάννην πέμψαντες οἱ Φαρισαῖοι ἠρώτων· Εἰ σὺ εἶ Ἠλίας; οὐ μνημονεύοντες οὐδαμοῦ τῆς προτέρας παρουσίας. Τίς οὖν ἐστιν ἡ λύσις, ἥν ὀ Χριστὸς ἐπήγαγεν; Ὅτι Ἠλίας μὲν ἔρχεται τότε πρὸ τῆς δευτέρας μου παρουσίας· καὶ νῦν δὲ ἐλήλυθεν Ἠλίας· τὸν Ἰωάννην οὕτω καλῶν. Οὗτος ἦλθεν Ἠλίας. Εἰ δὲ τὸν Θεσβίτην ζητοίσης, ἔρχεται. Διὸ καὶ ἔλεγεν· Ἠλίας μὲν ἔρχεται, καὶ ἀποκαταστήσει πάντα. Ποῖα πάντα; Ἅπερ ὁ προφήτης ἔλεγε, Μαλαχίας. Ἀποστελῶ γὰρ ὑμῖν, φησίν, Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην, ὅς ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρὸς πρὸς υἱόν, μὴ ἐλθὼν πατάξω τὴν γῆν ἄρδην. Εἶδες ἀκρίβειαν προφητικῆς ρήσεως, Ἐπειδὴ γὰρ τὸν Ἰωάννην Ἠλίαν ἐκάλεσεν ὁ Χριστός, διὰ τὴν κοινωνίαν τῆς διακονίας, ἵνα μὴ νομίσῃς τοῦτο καὶ παρὰ τοῦ προφήτου λέγεσθαι νῦν, προσέθηκεν αὐτοῦ καὶ τὴν πατρίδα, εἰπών, Τὸ Θεσβίτην· Ἰωάννης δὲ Θεσβίτης οὐκ ἦν. Καὶ ἕτερον δὲ μετὰ τούτου παράσημον τίθησι λέγων, μὴ ἐλθὼν πατάξω τὴν γῆν ἄρδην, τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν ἐμφαίνων τὴν φοβεράν. Τῇ γὰρ προτέρᾳ οὐκ ἦλθε πατάξαι τὴν γῆν. Οὐ γὰρ ἦλθον, φησίν, ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον. Δηλῶν τοίνυν ὅτι πρὸ ἐκείνης ἔρχεται ὁ Θεσβίτης τῆς τὴν κρίσιν ἐχούσης, τοῦτο εἴρηκε. Καὶ τὴν αἰτίαν δὲ ὁμοῦ διδάσκει τῆς παρουσίας αὐτοῦ. Τὶς δὲ ἡ αἰτία; Ἵνα ἐλθὼν πείσῃ πιστεῦσαι τοὺς Ἰουδαίους τῷ Χριστῷ, καὶ μὴ πάντες ἄρδην ἀπόλωνται παραγενομένου. Διὸ δὴ καὶ αὐτὸς εἰς ἐκείνην αὐτοὺς παραπέμπων τὴν μνήμην, φησί· Καὶ ἀποκαταστήσει πάντα· τοὐτέστι, διορθώσεται τὴν ἀπιστίαν τῶν Ἰουδαίων τῶν τότε εὑρισκομένων. Διὸ καὶ σφόδρα ἀκριβέστατα εἴρηκεν. Οὐ γὰρ εἶπεν, Ἀποκαταστήσει καρδίαν υἱοῦ πρὸς πατέρα, ἀλλά, Πατρὸς πρὸς υἱόν. Ἐπειδὴ γὰρ πατέρες ἦσαν τῶν ἀποστόλων οἱ Ἰουδαῖοι, τοῦτο λέγει, ὅτι ἀποκαταστήσει τοῖς δόγμασι τῶν υἱῶν αὐτῶν, τοὐτέστι τῶν ἀποστόλων, τὰς καρδίας τῶν πατέρων, τοὐτέστι, τοῦ γένους τῶν Ἰουδαίων τὴν διάνοιαν. Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε, καὶ οὐκ ἔγνωσαν αὐτόν, ἀλλ’ ἐποιήσαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν. Οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ’ αὐτῶν. Τότε συνῆκαν, ὅτι περὶ Ἰωάννου εἶπεν αὐτοῖς. Καίτοι οὔτε οἱ γραμματεῖς τοῦτο εἶπν, οὔτε αἱ Γραφαί· ἀλλ’ ἐπειδὴ λοιπὸν ὀξύτεροι ἐγένοντο καὶ προσεκτικώτεροι πρὸς τὰ λεγόμενα, ταχέως συνίεσαν. Πόθεν δὲ ἔγνωσαν τοῦτο οἱ μαθηταί; Ἦν ἤδη προειρηκὼς αὐτοῖς, Αὐτὸς ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι· ἐνταῦθα δέ, ὅτι Ἦλθε· καὶ πάλιν, ὅτι Ἠλίας ἔρχεται καὶ ἀποκαταστήσει πάντα. Ἀλλὰ μὴ θορυβηθῇς, μηδὲ πεπλανῆσθαι τὸν λόγον νομίσῃς, εἰ ποτὲ μὲν αὐτὸν ἤξειν, ποτὲ δὲ ἐληλυθέναι ἔφη. Πάντα γάρ ἀληθῆ ταῦτα. Ὅταν μὲν γὰρ εἴπῃ, ὅτι Ἠλίας μὲν ἔρχεται καὶ ἀποκαταστήσει πάντα, αὐτὸν Ἠλίαν φησί, καὶ τὴν τότε ἐσομένη τῶν Ἰουδαίων ἐπιστροφήν· ὅταν δὲ εἴπῃ, ὄτι Ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, κατὰ τὸν τρόπον τῆς διακονίας Ἰωάννην Ἠλίαν καλεῖ. Καὶ γὰρ οἱ προφῆται ἕκαστον τῶν οὐδοκίμων βασιλέων Δαυΐδ ἐκάλουν, καὶ τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας Σοδόμων καὶ υἱοὺς Αἰθιόπων, ἀπὸ τῶν τρόπων. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος τῆς δευτέρας ἔσται παρουσίας, οὕτως τῆς προτέρας ἐγένετο πρόδρομος. β΄.Οὐ διὰ τοῦτο δὲ μόνον Ἠλίαν αὐτὸν ὀνομάζει πανταχοῦ, ἀλλ’ ἵνα δείξῃ σφόδρα αὐτὸν τῇ Παλαιᾷ συμβαίνοντα, καὶ κατὰ προφητείαν καὶ τὴν παρουσίαν ταύτην οὗσαν. Διὸ καὶ ἐπάγει πάλιν ὅτι Ἦλθεν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν αὐτόν, ἀλλ’ ἐποίησαν εἰς αὐτὸν πάντα ὅσα ἠθέλησαν. Τί ἐστι, Πάντα ὅσα ἠθέλησαν; Ἐνέβαλον εἰς δεσμωτήριον, ὕβρισαν, ἀπέκτειναν, ἤνεγκαν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακος. Οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχει ὑπ’ αὐτῶν. Ὁρᾷς πῶς πάλιν εὐκαίρως αὐτοὺς ἀναμιμνήσκει τοῦ πάθους, ἀπὸ τοῦ πάθους τοῦ Ἰωάννου πολλὴν αὐτοῖς προξενῶν τὴν παραμυθίαν; Οὐ ταύτῃ δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ θαύματα εὐθέως ἐργάσασθαι μεγάλα. Καὶ γὰρ ἡνίκα ἄν περὶ τοῦ πάθους διαλέγηται, εὐθέως θαυματουργεῖ, μετὰ τοὺς λόγους, καὶ πρὸ τῶν λόγων τούτων· καὶ πολλαχοῦ τοῦτο παρατηρήσαντα ἔστιν εὑρεῖν. Τότε γοῦν, φησὶν, ἤρξατο δεικνύειν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ πολλὰ παθεῖν. Τότε, πότε; Ὅτε ὡμολογηθῆ Χριστὸς καὶ Υἱὸς εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πάλιν ἐν τῷ ὄρει, ὅτε τὴν θαυμαστὴν αὐτοῖς ἔδειξεν ὄψιν, καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ διελέχθησαν οἱ προφῆται, ἀνέμνησεν αὐτοὺς τοῦ πάθους. Εἰπὼν γὰρ τὴν κατὰ Ἰωάννην ἱστορίαν, ἐπήγαγεν· Οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ’ αὐτῶν. Καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν, ὅτε τὸν δαίμονα ἐξέβαλεν ὅν οὐκ ἴσχυσαν οἱ μαθηταὶ ἐκβαλεῖν. Καὶ γὰρ καὶ τότε, Ἀναστρεφομένων αὐτῶν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, φησίν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι μέλλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Τοῦτο δὲ ἐποίει, τῷ μεγέθῃ τῶν θαυμάτων τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης ὑποτεμνόμενος, καὶ παντὶ τρόπῳ αὐτοὺς παραμυθούμενος, ὥσπερ καὶ ἐνταῦθα τῇ μνήμῃ τοῦ θανάτου Ἰωάννου πολλὴν αὐτοῖς παρεῖχε τὴν παράκλησιν. Εἰ δὲ λέγοι τις· Τίνος ἕνεκεν μὴ καὶ νῦν τὸν Ἠλίαν ἀναστήσας ἔπεμψεν, εἴ γε τοσαῦτα αὐτοῦ μαρτυρεῖ τῇ παρουσίᾳ ἀγαθά; ἐροῦμεν, ὅτι καὶ νῦν τὸν Χριστὸν νομίζοντες Ἠλίαν εἶναι, οὐκ ἐπίστευον αὐτῷ. Οἱ μὲν γάρ, φησίν, Ἠλίαν σε λέγουσιν, οἱ δὲ Ἱερεμίαν. Καὶ Ἰωάννου δὲ καὶ Ἠλίου οὐδὲν ἦν τὸ μέσον, ἤ ὁ χρόνος μόνος. Πῶς οὖν τότε πιστεύσουσι; φησί. Καὶ γὰρ ἀποκαταστήσει πάντα, οὐ διὰ τὸ γνώρισμος εἶναι μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ διαταθῆναι μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐπὶ πλέον τοῦ Χριστοῦ τὴν δόξαν, καὶ παρὰ πᾶσιν εἶναι τοῦ ἡλίου φανερωτέραν. Ὅταν οὖν τοσαύτης προλαβούσης ὑπολήψεως καὶ προσοδκίας, ἔλθῃ ἐκεῖνος τὰ αὐτὰ κηρύττων τούτῳ, καὶ ἀναγγέλων καὶ αὐτὸς τὸν Ἰησοῦν, εὐκολώτερον δέξονται τὰ λεγόμενα. Ὅταν δὲ εἶπῃ. Οὐκ ἔγνωσαν αὐτόν, καὶ ὑπὲρ τῶν καθ’ ἑαυτὸν ἀπολογεῖται. Καὶ οὐ ταύτῃ αὐτοὺς μόνον παραμυθεῖται, ἀλλὰ καὶ τῷ δεῖξαι ἀδίκως παρ’ αὐτῶν πάσχοντα ἅπερ πάσχει, καὶ τῷ τὰ λυπηρὰ δύο συγκαλύψαι σημείοις, τῷ τε ἐν τῷ ὄρει, καὶ τῷ μέλλοντι γίνεσθαι. Ταῦτα δὲ ἀκούσαντες, οὐκ ἐρωτῶσιν αὐτὸν, πότε ἔρχεται Ἠλιας, ἤ τῇ ἀθυμίᾳ πιεζόμενοι τοῦ πάθους, ἤ δεδοικότες. Πολλαχοῦ γὰρ ὅταν ἴδωσι μὴ βουλόμενόν τι σαφῶς εἰπεῖν, σιγῶσι λοιπόν. Ὅτε γοῦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ διατριβόντων εἶπε, Μέλλει ὁ Υἰὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, ἐπήγαγεν, ὁ Μάρκος μέν, ὅτι Ἠγνόουν τὸ ρῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐρωτῆσαι ὁ Λουκᾶς δέ, ὅτι Ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’ αὐτῶν, ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτοῦ, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐρωτῆσαι περὶ τοῦ ρήματος. Ἐλθόντα δὲ αὐτὸν πρὸς τὸν ὄχλον, προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτόν, καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται, καὶ κακῶς πάσχει. Πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ, καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ· καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἴσχυσαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. Τοῦτον τὸν ἄνθρωπον σφόδρα ἀσθενοῦντα κατὰ πίστιν δείκνυσιν ἡ Γραφή· καὶ ἐκ πολλῶν τοῦτο δῆλον· ἔκ τε τοῦ εἰπεῖν αὐτὸν τὸν προσελθόντα, Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ· καὶ ἐκ τοῦ τὸν Χριστὸν κελεῦσαι τῷ δαίμονι, μηκέτι εἰσελθεῖν εἰς αὐτὸν· καὶ ἐκ τοῦ πάλιν εἰπεῖν τὸν ἄνθρωπον τῷ Χριστῷ. Εἰ δύνασαι Καὶ εἰ ἡ ἀπιστία αὐτοῦ γέγονεν αἰτίαν, φησί, τοῦ μὴ ἐξελθεῖν τὸν δαίμονα, τί τοῖς μαθηταῖς ἐγκαλεῖ; Δεικνὺς ὅτι δυνατὸν αὐτοῖς, καὶ χωρὶς τῶν προσαγόντων μετὰ πίστεως, πολλαχοῦ θεραπεῦσαι. Ὥσπερ γὰρ ἤρκει πολλάκις ἡ τοῦ προσάγοντος πίστις εἰς τὸ καὶ παρ’ ἐλαττόνων λαβεῖν, οὕτω τῶν ποιούντων πολλάκις ἤρκεσεν ἡ δύναμις, καὶ μὴ πιστευόντων τῶν προσελθόντων, θαυματουργῆσαι. Καὶ ταῦτα ἀμφότερα δείκνυται ἐν ταῖς Γραφαῖς. Οἵ τε γὰρ περὶ Κορνήλιον ἀπὸ τῆς αὐτῶν πίστεως ἀπεσπάσαντο τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν· καὶ ἐπὶ τοῦ Ἐλισσαίου δέ, οὐδενὸς πιστεύσαντος, νεκρὸς ἀνέστη. Οἵ τε γὰρ ρίψαντες, οὐ διὰ πίστιν, ἀλλὰ διὰ δειλίαν ἔρριψαν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, φοβηθέντες τὸ πειρατήριον, καὶ ἔφυγον· αὐτός τε ὁ ριφθεὶς ἀποτεθνηκώς ἦν, καὶ ἀπὸ μόνης τῆς τοῦ ἁγίου σώματος δυνάμεως ἀνίστατο ὁ νεκρός. Ὅθεν δῆλον ἐνταῦθα, ὅτι καὶ οἱ μαθηταὶ ἠσθένησαν, ἀλλ’ οὐ πάντες· οἱ στῦλοι γὰρ οὐ παρῆσαν ἐκεῖ. γ΄. Θέα δὲ τούτο καὶ ἑτέρωθεν τὴν ἀγνωμοσύνην, πῶς ἐπὶ τοῦ ὄχλου ἐντυγχάνει τῷ Ἰησοῦ κατὰ τῶν μαθητῶν λέγων, ὅτι Προσήνεγκα αὐτὸς τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἴσχυσαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀπαλλάττων αὐτοὺς τῶν ἐγκλημάτων ἐπὶ τοῦ δήμου, ἐκείνῳ τὸ πλέον λογίζεται. Ὦ γενεὰ γάρ, φησίν, ἄπιστος καὶ δειστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; οὐκ εἰς τὸ τούτου πρόσωπον μόνον ἀποτεινόμενος, ἵνα μὴ ἀπορήσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ εἰς πάντας Ἰουδαίους. Καὶ γὰρ εἰκὸς πολλοὺς τῶν παρόντων σκανδαλισθῆναι, καὶ τὰ μὴ προσήκοντα ἐννοῆσαι περὶ αὐτῶν. Ὅταν εἴπῃ, Ἕως πότε ἔσομα μεθ’ ὑμῶν; δείκνυσι πάλιν ἀσπαστὸν ὄντα τὸν θάνατον αὐτῷ, καὶ ἐπιθυμίας τὸ πρᾶγμα, καὶ ποθεινὴν τὴν ἀποδημίαν· καὶ ὅτι οὐ τὸ σταυρωθῆναι, ἀλλὰ τὸ εἶναι μετ’ αὐτῶν βαρύ. Οὐ μὴν ἔστη μέχρι τῶν ἐγκλημάτων· ἀλλὰ τί φησι; Φέρετέ μοι, αὐτὸν ὦδε. Καὶ αὐτὸς δὲ ἐρωτᾷ αὐτόν, πόσον χρόνον ἔχει, καὶ ὑπὲρ τῶν μαθητῶν ἀπολογούμενος, κἀκεῖνον ἄγων εἰς ἐλπίδα χρηστὴν καὶ τοῦ πιστεῦσαι, ὅτι ἔσται αὐτῷ ἀπαλλαγῆ τοῦ κακοῦ. Καὶ ἀφίησιν αὐτὸν σπαράττεσθαι, οὐ πρὸς ἐπίδειξιν (ἐπειδὴ γοῦν ὄχλος συνήγετο, καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ), ἀλλὰ δι’ αὐτὸν τὸν πατέρα· ἵν’ ὅταν ἴδῃ θορυβούμενον τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τοῦ κληθῆναι, κἄν οὕτως ἐναχθῇ εἰς τὴν πίστιν τοῦ ἐσομένου θαύματος. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος εἶπεν, ὅτι Ἐκ παιδὸς, καὶ ὅτι, Εἰ δύνασαι, βοήθει μοι λέγει· Τῷ πιστεύοντι πάντα δυνατά, πάντα εἰς αὐτὸν περιτρέπων τὸ ἔγκλημα. Καὶ ὅτε μὲν ἔλεγεν ὁ λεπρός· Εἰ θέλεις, δύνασαί με καθαρίσαι, μαρτυρῶν αὐτοῦ τῇ ἐξουσίᾳ, ἐπειανῶν αὐτὸν καὶ βεβαιῶν τὸ εἰρημένον, ἔλεγε· Θέλω, καθαρίσθητι. Ὅτε δὲ οὗτος οὐδὲν ἄξιον τῆς αὐτοῦ δυνάμεως ἐφθέγξατο εἰπών· Εἰ δύνασαι, βοήθει μοι, ὅρα πῶς αὐτὸ διορθοῦται, ὡς οὐ δεόντως εἰρημένον. Τί γὰρ φησιν; Εἰ δύναται πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Ὁ δὲ λέγει, τοιοῦτον ἐστι· Τοσαύτη παρ’ ἐμοὶ δυνάμεως περιουσία, ὡς καὶ ἑτέρους δύνασθαι ποιεῖν ταῦτα θαυματουργεῖν. Ὥστε ἄν πιστεύῃς ὡς δεῖ, καὶ αὐτὸς δύνασαι θεραπεῦσαι, φησί, καὶ τοῦτον καὶ ἑτέρους πολλούς. Καὶ ταῦτα εἰπών, ἀπήλλαξε τῶν δαιμονῶντα. Σὺ δὲ μὴ μόνον ἐντεῦθεν αὐτοῦ σκόπει τὴν πρόνοιαν καὶ τὴν εὐεργεσίαν, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ καιροῦ, οὗ συνεχώρησεν ἔνδον εἶναι τὸν δαίμονα. Καὶ γὰρ εἰ μὴ πολλῆς προνοίας καὶ τότε ἀπέλαυεν ὁ ἄνθρωπος, πάλαι ἄν ἀπολώλει. Καὶ γὰρ εἰς τὸ πῦρ αὐτὸν ἔβαλλε φησί, καὶ εἰς τὸ ὕδωρ. Ὁ δὲ ταῦτα τολμῶν καὶ ἀνεῖλεν ἄν πάντως, εἰ μὴ καὶ ἐν τοσαύτῃ μανίᾳ πολὺν ἐπέθηκεν ὁ Θεὸς αὐτῷ τὸν χαλινόν· ὥσπερ οὖν καὶ ἐπ’ ἐκείνων τῶν γυμνῶν, τῶν ἐν ταῖς ἐρημίαις τρεχόντων, καὶ λίθοις ἑαυτοὺς κατακοπτόντων. Εἰ δὲ σεληνιαζόμενον καλεῖ, μηδὲν θορυβηθῇς· τοῦ γὰρ πατρὸς του δαιμονῶντος ἐστιν ἡ φωνή. Πῶς οὖν φησὶ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς, ὅτι σεληνιαζόμενους πολλοὺς ἐθεράπευσεν; Ἀπὸ τῆς τῶν πολλῶν ὑπονοίας αὐτοὺς καλῶν. Ὁ γὰρ δαίμων ἐπὶ διαβολῇ τοῦ στοιχείου καὶ ἐπιτίθεται τοις ἁλοῦσι, ἅπαγε· ἀλλ’ αὐτὸς τοῦτο κακουργῶν εἰς τὴν τοῦ στοιχείου διαβολήν. Διὸ καὶ πεπλανημένη παρὰ τοῖς ἀνοήτοις ἐκράτησε δόξα, καὶ οὕτω τοὺς τοιούτους καλοῦσι δαίμονας ἀπατώμενοι· οὐδὲ γὰρ ἐστι τοῦτο ἀληθές. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κατ’ ἰδίαν, ἠρώτησαν αὐτόν, τίνος ἕνεκεν οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτοὶ τὸν δαίμονα ἐκβαλεῖν. Ἐμοὶ δοκοῦσιν ἀγωνιᾶν καὶ δεδοικέναι, μήποτε τὴν χάριν, ἥν ἐπιστεύθησαν, ἀπώλεσαν. Ἔλαβον γὰρ ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων ἀκαθάρτων, Διὸ καὶ ἐρωτῶσι κατ’ ἰδίαν αὐτῷ προσελθόντες, οὐκ αἰσχυνόμενοι (εἰ γὰρ τὸ ἔργον ἐξῆλθε, καὶ ἠλέχθησαν, περιττὸν ἦν αἰσχύνεσθαι λοιπὸν τὴν διὰ τῶν λόγων ὁμολογίαν)· ἀλλ’ ἐπειδὴ περὶ ἀπορρήτου καὶ μεγάλου πράγματος ἔμελλον αὐτὸν ἐρωτᾷν. Τί οὖν ὁ Χριστός; Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν, φησίν. Ἐὰν γὰρ ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως ἐρεῖτε, τῷ ὄρει τούτῳ, Μετάβηθι, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Εἰ δὲ λέγοις, Ποῦ ὄρος μετέθηκαν; ἐκεῖνο ἄν εἴποιμι, ὅτι πολλῷ μείζονα ἐποίησαν, μυρίους νεκροὺς ἀνάστήσαντες. Οὐδὲ γὰρ ἴσον, ὄρος μεταστῆσαι, καὶ θάνατον ἀπὸ σώματος κινῆσαι. Λέγονται δὲ μετ’ ἐκείνους ἅγιοί τινες ἐκείνων ἐλάττους πολλῷ, καὶ ὄρη χρείας καλεσάσης μεταθεῖναι. Ὅθεν δῆλον ὡς καὶ οὗτοι μετέθεσαν ἄν, καταλύσης χρείας. Εἰ δὲ τότε οὐκ ἐγένετο χρεία, μὴ ἐγκάλει. Ἄλλως δὲ καὶ αὐτὸς οὐκ εἶπεν, ὅτι Μεταστήσετε πάντως, ἀλλ’ ὅτι Δυνήσεσθε καὶ τοῦτο. Εἰ δὲ οὐ μετέστησαν, οὐκ ἐπειδὴ οὐκ ἠδυνήθησαν, (πῶς γάρ, οἱ τὰ μείζονα δυνηθέντες;) ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐκ ἐβουλήθησαν, διὰ τὸ μὴ γενέσθαι χρείαν. Εἰκὸς δὲ καὶ γεγενῆσθαι τοῦτο, καὶ μὴ γέγραφθαι· οὐδὲ γὰρ πάντα ἅ ἐθαυματούργησαν ἐγράφη. Τότε μέντοι ἀτελέστερον πολλῷ διέκειντο. Τί οὖν; οὐδὲ ταὐτην τὴν πίστην εἶχον τότε; Οὐκ εἶχον· οὐδὲ γὰρ ἀεὶ οἱ αὐτοὶ ἦσαν· ἐπεὶ καὶ Πέτρος νῦν μὲν μακαρίζεται, νῦν δὲ ἐπιτιμᾶται· καὶ οἱ λοιποὶ δὲ εἰς ἄνοιαν σκώπτονται παρ’ αὐτοῦ, ὅτε οὐ συνῆκαν τὸ περὶ τῆς ζύμης λόγον. Συνέβη δὲ καὶ τότε τοὺς μαθητὰς ἀσθενῆσαι· ἀτελέστερον γὰρ διέκειντο πρὸ τοῦ σταυροῦ. Πίστιν δὲ ἐνταῦθα λέγει τὴν τῶν σημείων, καὶ σινάπεως μέμνηται τὴν ἄφατον αὐτῆς δηλῶν δύναμιν. Εἰ γὰρ καὶ τῷ ὄγκῳ μικρὸν εἶναι τὸ σινάπι δοκεῖ, ἀλλὰ τῇ δυνάμει ἁπάντων ἐστὶ σφοδρότερον. Δεικνὺς τοίνυν, ὅτι καὶ τὸ ἐλάχιστον τῆς γνησιάς πίστεως μεγάλα δύναται, ἐμνήσθη τοῦ σινάπεως· καὶ οὐδὲ μέχρι τούτο ἔστη μόνον, ἀλλὰ καὶ ὄρη προσέθηκε, καὶ περαιτέρω προέβη. Οὐδὲν γάρ, φησίν, ἀδυνατήσει ὑμῖν. δ΄ Σὺ δὲ κἀνταῦθα αὐτῶν θαύμασον τὴν φιλοσοφίαν, καὶ τοῦ Πνεύματος τὴ ἰσχύν· τὴν μὲ φιλοσοφίαν, ὅτι οὐκ ἔκρυψαν αὐτῶν τὸ ἐλάττωμα· τοῦ δὲ Πνεύματος τὴν ἰσχύν, ὅτι τοὺς οὐδὲ κόκκον σινάπεως ἔχοντας οὕτω κατὰ μικρὸν ἀνήγαγον, ὡς ποταμοὺς καὶ πηγὰς ἐν αὐτοῖς πίστεως ἀναδοῦναι. Τὸ δὲ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ· τὸ τῶν δαιμόνων ἅπαν, οὐ τὸ τῶν σεληνιαζομένων λέγων μόνον. Ὁρᾷς πῶς αὐτοῖς ἤδη τ ὸν περὶ νηστείας προκαταβάλλεται λόγον. Μὴ γὰρ μοι ἀπὸ τῶν σπανιζόντων λέγει, ὅτι τινὲς καὶ χωρὶς νηστείας ἐξέβαλον. Εἰ γὰρ καὶ περὶ τῶν ἐπιτιμώντων τοῦτο ἄν εἴποι τις ἑνὸς που καὶ δευτέρου, ἀλλὰ πάσχοντα ἀμήχανόν ποτε τρυφῶντα ἀπαλλαγῆναι τῆς μανίας ταύτης. Δεῖ γὰρ μάλιστα τοῦ πράγματος τούτο τῷ τὰ τοιαῦτα νοσοῦντι. Καὶ μὴν εἰ πίστεως χρεία, φησί, τί δεῖ νηστείας; Ὅτι μετὰ τῆς πίστεως κἀκεῖνο οὐ μικρὰν εἰσάγει τὴν ἰσχύν. Καὶ γὰρ φιλοσοφίαν πολλὴν ἐνίθησι, καὶ ἄγγελον ἐξ ἀνθρώπου κατασκευάζει, καὶ ταῖς ἀσωμάτοις δυνάμεσι πυκτεύει· ἀλλ’ οὐκ καθ’ ἑαυτήν, ἀλλὰ δεῖ καὶ εὐχῆς, καὶ πρώτης εὐχῆς. Ὅρα γοῦν ὅσα ἀγαθὰ ἐξ ἀμφοτέρων γίνεται. Ὁ γὰρ εὐχόμενος ὡς χρή, καὶ νηστεύων, οὐ πολλῶν δεῖται · ὁ δὲ πολλῶν μὴ δεόμενος οὐκ ἄν γένοι το φιλοχρήματος· ὁ μὴ φιλοχρήματος, καὶ πρὸς ἐλεημοσύνη ἐπιτηδειότερος. Ὁ νηστεύων κουφός ἐστι καὶ ἐπτερωμένος, καὶ μετὰ νήψεως εὔχεται, καὶ τὰς ἐπιθυμίας σβέννυσι τὰς πονηράς, καὶ ἐξιλεοῦται Θεόν, καὶ ταπεινοῖ τὴν ψυχὴν ἐπαιρομένην. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀεὶ σχεδὸν ἐνήστευον. Ὁ εὐχόμενος μετὰ νηστείας διπλᾶς ἔχει τὰς πτέρυγας, καὶ τῶν ἀνέμων αὐτῶν κουφοτέρας. Οὐδὲ γὰρ χασμᾶται καὶ διατείνεται καὶ ναρκᾷ εὐχόμενος, ὅπερ πάσχουσιν οἱ πολλοῖ· ἀλλ’ ἔστι πυρὸς σφοδρότερος, καὶ τῆς γῆς ἀνώτερος. Διὸ καὶ μάλιστα ὁ τοιοῦτος τοῖς δαίμοσιν ἐχθρὸς καὶ πολέμιος. Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώπου γνησίως εὐχομένου δυνατώτερον. Εἰ γὰρ γυνὴ ὠμόν τινα ἄρχοντα, καὶ οὔτε Θεὸν φοβούμενον, οὔτε ἄνθρωπον ἐντρεπόμενον, ἴσχυσεν ἐπικάμψαι, πολλῷ μᾶλλον τὸν Θεὸν ἐπισπάσεται ὁ συνεχῶς αὐτῷ προσεδρεύων, καὶ γαστρὸς κρατῶν, καὶ τρυφὴν ἐκβάλλων. Εἰ δὲ ἀσθενὲς σοι τὸ σῶμα, ὥστε νηστεύειν διηνεκῶς, ἀλλ’ οὐκ εἰς προσευχὴν ἀσθενές, οὐδὲ πρὸς ὑπεροψίαν γαστρὸς ἄτονον. Εἰ γὰρ καὶ νηστεύειν οὐ δύνασαι, ἀλλὰ μὴ τρυφᾷν δύνασαι· οὐ μικρὸν δὲ καὶ τοῦτο, οὐδὲ πολὺ νηστείας ἀπέχον· ἀλλ’ ἱκανὸν μὲν καὶ τοῦτο κατασπάσαι τοῦ διαβόλου τὴν μανίαν. Καὶ γὰρ οὐδὲν οὕτως ἐκείνῳ τῷ δαιμόνι φίλον, ὡς τρυφὴ καὶ μέθη· ἐπειδὴ καὶ πηγὴ καὶ μήτηρ ἐστὶν ἁπάντων τῶν κακῶν. Διὰ ταύτης γοῦν ποτε τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς εἰδωλολατρείαν ἐνέβαλε· διὰ ταύτης τοῦς Σοδομίτας εἰς παρανόμους ἀνῆψεν ἔρωτας. Τοῦτο γάρ, φησί, τὸ ἀνόμημα Σοδόμων· ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐν πλησμονῇ ἄρτων, καὶ εὐθηνίαις ἐσπατάλων. Διὰ ταύτης μυρίους ἑτέρους ἀπώλεσε, καὶ τῇ γεένῃ παρέδωκε. Τὶ γὰρ οὐκ ἐργάζεται κακὸν ἡ τρυφή; Χοίρους ἐξ ἀνθρώπων ποιεῖ, καὶ χοίρων χείρους. Ὁ μὲν γὰρ χοῖρος βορβόρῳ ἐγκαλινδεῖται, καὶ κόπρῳ τρέφεται· οὗτος δὲ ἐκείνης βδευκοτέραν σιτεῖται τράπεζαν, μίζει ἐπινοῶν ἀθέσμους, καὶ παρανόμους ἔρωτας. Ὁ τοιοῦτος οὐδὲν δαιμονῶντος διενήνοχεν· ὁμοίως γὰρ ἀναισχυντεῖ καὶ μαίνεται. Καὶ τὸν μὲν δαιμονῶντα κἄν ἐλεοῦμεν, τοῦτον δὲ ἀποστρεφόμεθα καὶ μισοῦμεν. Τί δήποτε; Ὅτι αὐθαίρετον ἐπιστᾶται μανίαν, καὶ τὸ στόμα, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ρῖνας, καὶ πάντα ἁπλῶς ὀχετοὺς ἁμάρας ἐργάζεται. Εἰ δὲ καὶ τὰ ἔνδον ἴδοις, ὄψει καὶ τὴν ψυχὴν καθάπερ ἔν τινι χειμῶνι καὶ κρυμῷ πεπηγυῖαν, καὶ ναρκῶσαν, καὶ οὐδὲν τὸ σκάφος ὠφελῆσαι δυναμένην διὰ τὴν τοῦ χειμώνος ὑπερβολήν. Αἰσχύνομαι εἰπεῖν, ὅσα ἀπὸ τρυφῆς πάσχουσιν ἄνδρες καὶ γυναῖκες κακά· τῷ δὲ αὐτῶν καταλείπω συνειδότι, τῷ ταῦτα ἀκριβέστερον εἰδότι. Τί γὰρ αἰσχρότερον γυναικὸς μεθυούσης, ἤ ἁπλῶς παραφερομένης; Ὅσῳ γὰρ ἀσθενέστερον τὸ σκεῦος, τοσούτῳ πλέον τὸ ναυάγιον, ἄν τε ἐλευθέρα ἧ, ἄν τε δούλη. Ἡ μὲν γὰρ ἐλευθέρα ἐν μέσῳ τῷ θεάτρῳ τῶν δούλων ἀσχημονεῖ· ἡ δὲ δούλη πάλιν ὁμοίως μεταξὺ τῶν δούλων· καὶ παρασκευάζουσι τοῦ Θεοῦ τὰ δῶρα βλασφημεῖσθαι παρὰ τῶν ἀνοήτων. Πολλῶν γοῦν ἀκούω λεγόντων, ὅταν ταῦτα συμβαίνῃ τὰ πάθη· Μὴ ἔστω οἶνος. Ὤ τῆς ἀνοίας! ὤ τῆς παραπληξίας! Ἄλλων ἁμαρτανόντων ταῖς τοῦ Θεοῦ δωρεαῖς ἐγκαλεῖς; καὶ πόσης τοῦτο μανίας; Μὴ γὰρ ὁ οἶνος ἐποίησεν, ἀλλ’ ἡ ἀκολασία τῶν ἀπολαυόντων κακῶς. Εἰπέ τοίνυν, Μὴ ἔστω μέθη, μὴ ἔστω τρυφή· εἰ δὲ λέγοις, Μὴ ἔστω οἶνος, ἐσεῖς κατὰ μικρὸν προβαίνων. Μὴ ἔστω σίδηρος, διὰ τοὺς ἀνδροφόνους· Μὴ ἔστω νύξ, διὰ τοὺς κλέπτας· Μὴ ἔστω φῶς, διὰ τοὺς συκοφάντας· μὴ ἔστω γυνή, διὰ τὰς μοχείας· καὶ πάντα ἁπλῶς ἀναιρήσεις. ε΄. Ἀλλὰ μὴ οὕτω ποίει· σατανικῆς γὰρ τοῦτο γνώμης· μηδὲ διάβαλλε τὸν οἶνον, ἀλλὰ τὴν μέθην· καὶ λαβὼν τοῦτον αὐτὸν νήφοντα, ὑπόγραψον πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἀσχημοσύνην, καὶ εἰπέ τοὺς αὐτὸν· Οἶνος ἐδόθη, ἵνα εὐφραινώμεθα, οὐχ ἵνα ἀσχημονοῦμε· ἵνα γελῶμεν, οὐχ ἵνα γελώμεθα· ἵνα ὑγιαίνωμεν, οὐχ ἵνα νοσῶμεν· ἵνα ἀσθένειαν σώματος διορθωσώμεθα, οὐχ ἵνα ψυχῆς ἰσχὺν καταβάλωμεν. Ἐτίμησέ σε ὁ Θεὸς τῷ δώρῳ· τί σαυτὸν ὑβρίζεις τῇ ἀμετρία; Ἄκουσον τί φησίν ὁ Παῦλος· Οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνὰς σου ἀσθενείας. Εἰ δὲ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος καὶ νόσῳ κατεχόμενος, καὶ ἐπαλλήλους ἀρρωστίας ὑπομένων, οὐ μετέβαλεν οἴνου, ἕως ἐπέτρεψεν ὁ διδάσκαλος, τίνα ἄν σχοίημεν συγγνώμην ἡμεῖς ἐν ὑγείᾳ μεθύοντες; Ἐκείνῳ μὲν ἔλεγεν, Οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχό σου· ὑμῶν δὲ ἑκάστω τῶν μεθυόντων ἐρεῖ· Οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὰς πορνείας, διὰ τὰς πυκνὰς αἰσχρολογίας, διὰ τὰς ἑτέρας ἐπιθυμίας τὰς πονηράς, ἄς ἡ μέθη τίκτειν εἴωθεν. Εἰ δὲ μὴ βούλεσθε διὰ ταῦτα ἀπέχεσθαι, διὰ χοῦν τὰς ἀθυμίας τὰς ἐξ αὐτοῦ καὶ τὰς ἀηδίας ἀπέχεσθαι. Οἶνος γὰρ εἰς εὐφροσύνην ἐδόθη· Οἶνος γὰρ, φησίν, εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου· ὑμεῖς δὲ καὶ ταύτην αὐτοῦ λυμαίνεσθε τὴν ἀρετήν. Ποία γὰρ εὐφροσύνη μὴ εἶναι ἐν ἑαυτῷ καὶ ἀλγηδόνας μυρίας ἔχειν, καὶ πάντα ὁρᾷν περιφερόμενα, καὶ σκοτοδίνῳ κατέχεσθαι, καὶ κατὰ τοὺς πυρέττοντας δεῖσθαι τῶν ἐλαίῳ καταβρεχόντων τὰς κεφαλάς; Ταῦτα μοι οὐ πρὸς πάντας εἴρηται, μᾶλλον δὲ πρὸς πάντας· οὐκ ἐπειδὴ πάντες μεθύουσι· μὴ γένοιτο· ἀλλ’ ἐπειδὴ τῶν μεθυόντων οἱ μὴ μεθόντες οὐ φροντίζουσι. Διὰ τοῦτο καὶ πρὸς ὑμᾶς ἀποτείνομαι μᾶλλον, τοὺς ὑγιαίνοντας· ἐπεὶ καὶ ἰατρὸς τοὺς ἀρρωστοῦντας ἀφείς, ἐκείνους διαλέγεται τοῖς παρακαθημένοις αὐτοῖς. Πρὸς ὑμᾶν τοίνυν ἀποτείνων τὸν λόγον, παρακαλῶ μήτε ἁλῶναί ποτε τῷ πάθει τούτῳ, καὶ τοὺς ἁλόντας ἀνιμᾶσθαι, ἵνα μὴ τῶν ἀλόγων φαίνωνται χείρους. Ἐκε ῖνα μὲν γὰρ πλέον τῆς χρείας οὐδὲν ἐπιζητεί· οὗτοι δὲ κἀκείνων ἁλογώτεροι γεγόνασι, τοὺς τῆς συμμετρίας ὑπερβαίνοντες ὅρους. Πόσῳ γὰρ βελτίων τούτων ὁ ὄνος; πόσῳ δὲ ἀμείνων ὁ κύων; Καὶ γὰρ ἕκαστον τούτων τῶν ζώων, καὶ τῶν ἄλλων δὲ ἁπάντων, ἄν τε φαγεῖν, ἄν τε πιεῖν δέῃ, ὅρον τὴν αὐτάρκειαν οἶδε, καὶ πέρα τῆς χρείας οὐ πρόεισι· κἄν μυρίοι οἱ καταναγκάζοντες ὧσιν, οὐκ ἀνέξεται ἐξελθεῖν εἰς ἀμετρίαν. Οὐκοῦν ταύτῃ καὶ τῶν ἀλόγων χείρους ὑμεῖς, οὐ παρὰ τοὺς ὑγιαίνουσι μόνον, ἀλλὰ καὶ παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς. Ὅτι γὰρ καὶ κυνῶν καὶ ὄνων ἀτιμοτέρους ἑαυτοὺς εἶναι κεκρίκατε, δῆλον ἐκεῖθεν. Τὰ μὲν γὰρ ἄλογα ταῦτα οὐκ ἀναγκάζεις πέρα τοῦ μέτρου τροφῆς ἀπολαύειν· κἄν ἔρηταί τις, Διατί; Ἵνα μὴ καταβλάψῃς, ἐρεῖς· σαυτῷ δὲ οὐδὲ ταύτην παρέχει ς τὴν πρόνοιαν. Οὕτω κἀκείνων σαυτὸν εὐτελέστερον εἶναι νομίζεις, καὶ περιορᾷς διηνεκῶς χειμαζόμενον. Οὐδὲ γὰρ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μέθης μόνον τὴν ἐκ τῆς μέθης βλάβην ὑπομένεις, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Καὶ καθάπερ πυρετοῦ παρελθόντος, ἡ ἐκ τοῦ πυρετοῦ μένει λύμῃ· οὕτω καὶ μέθης ἀπελθούσης, ἡ τῆς μέθης ζάλη καὶ ἐν τῇ ψυχῇ καὶ ἐν τῷ σώματι στρέφεται· καὶ τὸ μὲν ἄθλιον σῶμα κεῖται παραλυθέν, καθάπερ ὑπὸ ναυαγίου σκάφος· ἡ δὲ τούτου ταλαιπωτέρα ψυχή, καὶ τούτου διαλυθέντος τὸν χειμῶνα διεγείρει, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἀνάπτει, καὶ ὅταν δοκῇ σωφρονεῖν, τότε μάλιστα μαίνετε, οἶνον καὶ πίθους καὶ φιάλας καὶ κρατῆρας φανταζομένη. Καὶ καθάπερ ἐν χειμῶν παυθείσης τῆς ζάλης, ἡ διὰ τὸν χειμῶνα μένει ζημία· οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα. Καὶ γὰρ ὥσπερ ἐκεῖ τῶν ἀγωγίμων, οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἐκβολὴ γίνεται σχεδὸν ἁπάντων τῶν ἀγαθῶν. Κἄν σωφροσύνην εὕρῃ, κἄν ἰδῶ, κἄν σύνεσιν, κἄν ἐπιείκειαν, κἄν ταπεινοφροσύνην, πάντα ρίπτει εἰς τὸ τῆς παρανομίας πέλαγος ἡ μέθη. Ἀλλὰ τὰ μετὰ ταῦτα οὐκέτι ὅμοια. Ἐκεῖ μὲν γὰρ μετὰ τὴν ἐκβολὴν τὸ σκάφος κουφίζεται· ἐνταῦθα δὲ βαρύνεται μᾶλλον. Ἀντὶ γὰρ ἐκείνου τοῦ πλούτου δέχεται ψάμμον καὶ ὕδωρ ἁλμυρόν, καὶ πάντα τὸν τῆς μέθης φορυτόν, ἅπερ ἅμα τοῖς ἐπιβάταις καὶ τῷ κυβερνήτῃ καταβαπτίζει τὸ σκάφος εὐθέως. Ἵν’ οὖν μὴ ταῦτα πάσχωμεν, ἀπαλλάξωμεν ἑαυτοὺς τοῦ χειμῶνος. Οὐκ ἔστι μετὰ μέθης βασιλείαν οὐρανῶν ἰδεῖν. Μὴ πλανᾶσθε γάρ, φησὶν οὐ μέθυσοι, οὐ λοίδοροι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι. Καὶ τὶ λέγω βασιλείαν; Μετὰ γὰρ μέθης οὐδὲ τὰ παρόντα ἔστιν ἰδεῖν. Καὶ γὰρ τὰς ἡμέρας νύκτας ἐργάζεται ἡμῖν ἡ μέθη, καὶ τὸ φῶς σκότος· καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀνεῳγμένων οὐδὲ τὰ ἐν ποσὶ βλέπουσιν οἱ μεθύοντες. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον ἐστὶ τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τούτων καὶ ἑτέραν χαλεπωτάτην ὑπομένουσι δίκην, ἀθυμίας ἀλόγους, μανίαν, ἀρρωστίαν, γέλωτα, ὄνειδος διηνεκῶ ς ὑπομένοντες. Ποῖα τοίνυν συγγνώμη τοῖς ἑαυτοὺς τοσούτοις περιπείρουσι κακοίς; Οὐκ ἔστιν οὐδεμία. Φύγωμεν τοίνυν τὸ νόσημα, ἵνα καὶ τῶν ἐνταῦθα καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμε ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῶ ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α΄. Δὲν τὸ γνώριζαν ἀσφαλῶς ἀπὸ τὶς Γραφὲς, ἀλλὰ ἦταν ἑρμηνεία δική τους καὶ κυκλοφοροῦσε ὁ λόγος αὐτὸς ἀνάμεσα στὸν ἄπειρο λαό, ὅπως καὶ σχετικὰ μὲ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ἡ Σαμαρείτισσα· Ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλη ὅλα. Κι ἐκεῖνοι ρωτοῦσαν τὸν Ἰωάννη· Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἤ ὁ προφήτης; Ὅπως εἶπα ὑπῆρχε καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν Ἠλία, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐξηγοῦσαν ὅπως ἔπρεπε. Οἱ Γραφὲς ἀναφέρουν δύο παρουσίες τοῦ Χριστοῦ ἀυτὴν ποὺ ἔχει πραγματοποιηθῆ κι ἐκείνη ποὺ θὰ γίνη. Αὐτὲς ἐννοοῦσε ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγε· Φάνηκε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ σωτηρία καὶ μᾶς διδάσκει, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, νὰ ζήσωμε μὲ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ εὐσέβεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ μία. Ἄκουσε πῶς φανερώνει καὶ τὴν ἄλλη. Ὅταν εἶπα αὐτά, ἐπρόσθεσε· Καλλιεργῶντας τὴ μακάρια ἐλπίδα καὶ τὴν παρουσία τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ προφῆτες ἀναφέρουν τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη. Τῆς μιᾶς, τῆς δεύτερης, λένε ὅτι πρόδρομος θὰ γίνη ὁ Ἠλίας. Τῆς πρώτης πρόδρομος ἔγινε ὁ Ἰωάννης, ποὺ ὁ Χριστὸς τὸν ὀνομάζει Ἠλία. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ὁ Ἠλίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκτελοῦσε τὸ ἔργο ἐκείνου. Ὅπως ἐκεῖνος θὰ γίνη πρόδρομος τῆς δευτέρας, ἔτσι κι αὐτὸς ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης. Ἀλλὰ οἱ γραμματεῖς δημιουργῶντας σύγχυση σ’ αὐτὰ καὶ κατευθύνοντας στραβὰ τὸν λαό, τοῦ ἀνέφεραν ἐκείνη μόνο, δηλαδὴ τὴ δευτέρα παρουσία καὶ ἔλεγαν ὅτι ἄν εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ προηγηθῆ ὁ Ἠλίας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μαθητὲς ρωτοῦν, πῶς ἰσχυρίζονται οἱ γραμματεῖς ὅτι ἔπρεπε νὰ προηγηθῆ ὁ Ἠλίας; Καὶ γι’ αὐτὸ κι οἱ Φαρισαῖοι ἔστειλαν στὸν Ἱωάννη καὶ ρωτοῦσαν, ἄν εἶσαι σὺ ὁ Ἠλίας; Πουθενὰ δὲν ἀνέφεραν τὴν πρώτη παρουσία. Ποιὰ εἶναι ἡ λύση ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστός; Ὅτι ὁ Ἠίας θαρθῆ τότε, πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα παρουσία μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα ἔχει ἔλθει ὁ Ἠλίας. Ἔτσι ἔλεγε τὸν Ἰωάννη. Αὐτὸς ἦρθε σὰν Ἠλίας. Ἄν ζητῆς τὸ Θεσβίτη, ἔρχεται κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ἔλεγε. Ἔρχεται ὁ Ἠλίας καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Ποιὰ ὅλα; Ὅσα ἔλεγε ὁ προφήτης Μαλαχίας. Λέει ὁ προφήτης· Θὰ σᾶς στείλω τὸν Ἠλία τὸ Θεσβίτη ποὺ θὰ συμφιλιώση τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα μὲ τοῦ γιοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθω καὶ χτυπήσω καίρια τὴ γῆ. Βλέπετε τὴν ἀκρίβεια τοῦ προφητικοῦ λόγου; Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἐκάλεσε τὸν Ἰωάννη Ἠλία, ἐξ αἰτίας τῆς κοινότητας τοῦ ἔργου, γιὰ νὰ μὴ νομίσετε τώρα ὅτι αὐτὸ λέγεται κι ἀπὸ τὸν προφήτη πρόσθεσε καὶ τὴν παρουσία του μὲ τὴ λέξη Θεσβίτης. Ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν Θεσβίτης. Μαζὶ μ’ αὐτὸ θέτει καὶ δεύτερο ὑπαινιγμό· Μὴν ἔρθω καὶ χτυπήσω καίρια τὴ γῆ, ἀναφερόμενος στὴ φοβερὴ δεύτερη παρουσία του. Κατὰ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦθρε νὰ χτυπήση τὴ γῆ. Δὲν ἦρθα λέγει γιὰ νὰ κρίνω τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο. Τὸ εἶπε λοιπὸν αὐτὸ φανερώνοντας ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία ποὺ περιέχει τὴν κρίση, ἔρχεται ὁ Θεσβίτης. Φανερώνει μαζὶ καὶ τὴν αἰτία τῆς παρουσίας του. Μὲ τὸν ἐρχομό του θὰ πείση τοὺς Ἰουδαίους νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ μὴ χαθοῦν ὅλοι μαζὶ ὅταν ἔρθη. Αὐτὸ θέλει νὰ φέρη στὴ μνήμη τους καὶ τοὺς λέει· Καὶ θ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Θὰ διορθώση δηλαδὴ τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ εἶναι τότε στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ μίλησε μὲ περισσὴν ἀκρίβεια. Δὲν εἶπε θὰ συμφιλιώση τὴν καρδιὰ τοῦ γιοῦ μὲ τὸν πατέρα ἀλλὰ τοῦ Πατέρα μὲ τοῦ γιοῦ. Ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν πατέρες τῶν Ἀποστόλων λέει ὅτι θὰ συμφιλιώση μὲ τὴ διδασκαλία τῶν παιδιῶν τους, δηλ. τῶν ἀποστόλων, τὶς καρδιὲς τῶν πατέρων τους, δηλαδή, τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ γένους. Σᾶς λέγω ὅτι ὁ Ἠλίας ἦρθε καὶ δὲν τὸν κατάλαβαν ἀλλὰ τοῦ ἔκαμαν ὅσα θέλησαν. Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοπαθήση ἀπ’ αὐτούς. Τότε κατανόησαν ὅτι τοὺς εἶπε γιὰ τὸν Ἰωάννη. Δὲν τοὺς τὸ εἶπαν ὅμως οὔτε οἱ γραμματεῖς, οὔτε οἱ Γραφές. Εἶχαν γίνει προθυμότεροι καὶ προσεκτικώτεροι στὰ λεγόμενα καὶ γι’ αὐτὸ καταλάβαιναν γρήγορα. Ἀπὸ ποῦ τὸ κατάλαβαν οἱ μαθηταί; Τοὺς εἶχε μιλήσει ἀπὸ προηγούμενα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας ποῦ πρόκειται νἀρθῆ. Ἐδῶ τοὺς λέει, ἦρθε. Κι ὅτι ὁ Ἠλίας ἔρχεται καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα. Μὴν ἀπορήσης καὶ μὴ νομίσης ὅτι ὁ λόγος ἔχει πλανηθῆ, λέγοντας ἄλλοτε δὲν θαρθῆ κι ἄλλοτε ὅτι ἤρθε. Ἀληθινὰ εἶναι ὅλα. Ὅταν λέει ὅτι ἔρχεται ὁ Ἠλίας καὶ θὰ τ’ ἀποκαταστήση ὅλα, ἐννοεῖ τὸν ἴδιο τὸν Ἡλία καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ συμβῆ τότε. Ὅταν λέη, αὐτὸς ποὺ θἀρθῆ, σύμφωνα μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ ἔργου καλεῖ τὸν Ἰωάννη Ἠλία. Γιατὶ καὶ οἱ προφῆτες κάθε ἐπίσημο βασιλιὰ τὸν ἔλεγαν Δαυΐδ καὶ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἔλεγαν ἄρχοντες τῶν Σοδόμων καὶ γιοὺς τῶν Αἰθιόπων, ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους. Ὅπως ἐκεῖνοι θὰ γίνουν πρόδρομοι τῆς δευτέρας παρουσίας, ἔτσι κι αὐτὸς ἔγινε τῆς πρώτης. β΄ . Καὶ δὲν τὸν ὀνομάζει γι’ αὐτὸ μονάχα παντοῦ Ἠλία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη πόσο αὐτὸς εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, κι ὅτι κι αὐτὴ ἡ παρουσία συμφωνεῖ μὲ τὴν προφητεία. Γι’ αὐτὸ καὶ προσθέτε ὅτι Ἦρθε καὶ δὲν τὸν κατάλαβαν, ἀλλὰ τοῦ ἔκαναν ὅ,τι θέλησαν. Τί σημαίνει ὅ,τι θέλησαν; Τὸν ἔβαλαν στὸ δεσμωτήριο, τὸν ὕβρισαν, τὸν σκότωσαν, μετέφεραν σὲ δίσκο τὴν κεφαλή του. Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοπαθήση ἀπ’ αὐτούς. Βλέπετε πόσο κατάλληλα τοὺς ὑπενθυμίζει τὸ πάθος, προξενώντας τους πολλὴ ἀνακουφίση ἀπὸ τὰ παθήματα τοῦ Ἰωάννη. Καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν ἄμεση ἐπιτέλεση μεγάλων θαυμάτων. Γιατὶ ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸ πάθος, ἐπιτελεῖ ἀμέσως θαύματα κι ἔπειτα καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς. Σὲ πολλὰ σημεῖα μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ παρατηρήση. Τότε λοιπόν, γράφει, ἄρχισε νὰ δείχνη ὅτι πρέπη νὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ σκοτωθῆ καὶ νὰ πάθη πολλὰ Πότε τότε; Ὅταν ὡμολογήθηκε ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς κι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Στὸ βουνὸ πάλι, ὅταν τὴν θαυμάσια τοὺς ἔδειξε ὄψη του, τοὺς ὑπενθύμισε τὸ πάθος, ὅταν μίλησαν οἱ προφῆτες γιὰ τὴ δόξα του. Ὅταν διηγήθηκε τὴν ἱστορία ποὺ διέσωσε ὁ Ἰωάννης πρόσθεσε, Ἔτσι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κακοποιηθῆ ἀπ’ αὐτοὺς. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ λίγο, ὅταν ἔβγαλε τὸ δαίμονα, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν οἱ μαθηταί του. Καὶ τότε, ὅταν γύριζαν στὴ Γαλιλαία γράφει, ὁ Εὐαγγελιστὴς τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πρόκειται νὰ παραδοθῆ ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, ποὺ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ τὴν τρίτη μέρα θ’ ἀναστηθῆ. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε, γιὰ νὰ μετριάση τὴν ὑπερβολικὴ λύπη μὲ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη μὲ κάθε τρόπο· ἐδῶ τοὺς παρηγορεῖ ὑπενθυμίζοντάς τους τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη. Κι ἄν ἔλεγε κάποιος, γιατὶ δὲν ἀνάστησε καὶ τώρα τὸν Ἠλία νὰ τὸν στείλη, ἀφοῦ τόσα ἀγαθὰ συνεπάγεται ἡ παρουσία του, θὰ ποῦμε ὅτι καὶ τώρα, ποὺ νομιζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἠλίας δὲν τὸν ἐπίστευαν. Ἄλλοι, γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς, σὲ λένε Ἡλία κι ἄλλλοι Ἱερεμία. Καὶ τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὸν Ἠλία μόνο ὁ χρόνος τοὺς χώριζε. Πῶς λοιπὸν τότε θὰ πιστέψουν; Θὰ τὰ ἀποκαταστήση ὅλα, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι γνώριμος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ θὰ κρατήση ὡς τότε καὶ περισσότερο ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶναι γιὰ ὅλους λαμπρότερη ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ὅταν λοιπὸν ὕστερ’ ἀπὸ τόση τιμὴ καὶ προσδοκία ἔρθη ἐκεῖνος κηρύττοντας τὰ ἴδια μ’ αὐτὸν καὶ ἀναγγέλοντας τὸν Ἰησοῦ, θὰ δεχτοῦν πιὸ εὔκολα τοὺς λόγους. Κι ὅταν, λέει, δὲν τὸν κατάλαβαν, ἀναφέρεται καὶ στὰ δικά του. Καὶ δὲν τοὺς ἐνισχύει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόδειξη ὅτι ἄδικα πάσχει καὶ μὲ τὴ συγκάλυψη τῶν λυπηρῶν μὲ δυὸ θαύματα, τὸ ἕνα πάνω στὸ βουνὸ καὶ μὲ ὅ,τι πρόκειται νὰ γίνη . Τ’ ἄκουσαν αὐτὰ ἀλλὰ δὲ ρωτοῦν πότε ἔρχεται ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὴ λύπη γιὰ τὸ πάθος ἤ ἀπὸ φόβο. Πολλὲς φορὲς ὅταν δοῦνε ὅτι δὲν θέλει νὰ πῆ κάτι καθαρὰ σιωποῦν. Ὅταν ἦσαν στὴν Γαλιλαία τοὺς εἶπε· Σὲ λίγο ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Μᾶρκος σ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους προσθέτει· Ἀγνοοοῦσαν τὸ λόγο καὶ ἐφοβοῦνταν νὰ τὸν ρωτήσουν κι ὁ Λουκᾶς, ὅτι ἦταν ἀσαφὴς γι’ αὐτοὺς ὁ λόγος, γιὰ νὰ μὴν τὸν κατανοήσουν καὶ φοβοῦνταν νὰ τὸν ρωτήσουν γι’ αὐτὸν. Κι ὅταν ἦρθαν στὸ λαό, τὸν πλησίασε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γονάτιζε καὶ τοῦ ἔλεγε· Κύριε, σπλαχνίσου τὸ παιδὶ μου ποὺ σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει. Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολλὲς στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητάς σου ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ἡ Γραφὴ δείχνει ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν πολὺ ἀδύνατος στὴν πίστη. Εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά. Κι ὁ ἴδιος εἶπε βοήθησέ με στὴν ἀπιστία μου. Κι ὁ Χριστὸς διάταξε τὸ δαίμονα νὰ μὴν ξαναμπῆ σ’ αὐτόν. Κι αὐτὸς πάλι εἶχε πεῖ στὸ Χριστό· Ἄν μπορῆς· Κι ἄν στάθηκε αἰτία ἡ ἀπιστία του νὰ μὴ βγῆ ὁ δαίμονας γιατὶ κατηγορεῖ τοὺς μαθητάς; Θέλει νὰ τοὺς δείξει ὅτι τοὺς εἶναι δυνατὸ νὰ κάνουν πολλὲς θεραπείες ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν πίστη τῶν ἀσθενῶν. Ὅπως ἔφτασε πολλὲς φορὲς ἡ πίστη ἐκείνου που ἔφερνε τὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ προέλθη ἡ θεραπεία ἀκόμα· κι ἀπὸ κατώτερο, ἔτσι ἔφτασε πολλὲς φορὲς ἡ δύναμη αὐτῶν ποὺ θαυματουργοῦσαν παρὰ τὴν ἀπιστία ἐκείνων ποὺ πλησιάζουν. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ φαίνονται στὶς Γραφές. Ὁ Κορνήλιος καὶ οἱ δικοί του μὲ τὴν πίστη τους ἀπέσπασαν τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος . Στὴν περίπτωση τοῦ Ἐλισσαίου ἀναστήθηκε ὁ νεκρὸς χωρὶς νὰ πιστέψη κανείς. Κι αὐτοὶ πάλι ποὺ χάλασαν τὴ στέγη δὲν τὸ ἔκαμαν ἀπὸ πίστη ἀλλὰ ἔτσι τυχαῖα ἀπὸ δειλία. Φοβήθηκαν γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαμαν, τὸν ἔρριξαν κι ἔφυγαν. Κι ὁ ἴδιος ποὺ ἔρριξαν ἦταν πεθαμένος. Κι ὁ νεκρὸς σηκώθηκε μόνο ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ ἁγίου σώματος. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν κι ἐδῶ ὅτι καὶ οἱ μαθηταὶ ἔδειξαν ἀδυναμία, ὄχι ὅμως ὅλοι, γιατὶ ἔλειπαν ἀπὸ κεῖ οἱ στῦλοι. γ΄. Ἄς δοῦμε κι ἀπὸ ἄλλη πλευρὰ τὴν ἀγνωμοσύνη. Πῶς μπροστὰ στὸ λαὸ μιλάει στὸν Ἰησοῦ κατὰ τῶν μαθητῶν του λέγοντας, ὅτι τὸν ἔφερα στοὺς μαθητὰς σου καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Αὐτὸς ὅμως ἀπαλλάσοντάς τους ἀπὸ τὶς κατηγορίες, μπορστὰ στὸ λαό, στὸ λαὸ καταλογίζει τὴ μεγαλύτερη ἐνοχή. Ὦ γενεὰ, ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ὡς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Δὲν ἀπευθύνεται σ’ αὐτὸν μόνο, γιὰ νὰ μὴν τὸν τρομάξη ἀλλὰ σ’ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ ἦταν φυσικὸ ἀπὸ τοὺς παρόντες νὰ σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ σκεφτοῦν γι’ αὐτοὺς κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε. Κι ὅταν πάλι λέη· Ὡς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; δείχνει ὅτι ἀποδέχεται τὸ θάνατο καὶ τὸν ἐπιθυμεῖ καὶ ποθεῖ τὴν ἀποδημία του. Καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἡ σταύρωσή του βαρειὰ ἀλλὰ ἡ ἁπλῆ συμβίωση μαζί τους. Δὲν στάθηκε ὅμως στὶς κατηγορίες. Φέρτε μου τον ἐδῶ, προστάζει. Καὶ τὸν ρωτᾶ ὁ ἴδιος πόσον καιρὶ ἔχει στὴν ἀσθένεια. Ὑπερασπίζει τοὺς μαθητὰς κι ἐκεῖνον τὸ φέρνει σὲ ἀγαθὴ ἐλπίδα καὶ νὰ πιστέψη ὅτι θὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ κακὸ. Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ σπαραχτῆ, ὄχι γιὰ ἐπίδειξη (εἶχε μαζευτῆ ὁ λαὸς καὶ τὸν εἶχε μάλιστα ἐπιτιμήση) ἀλλὰ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ πατέρα. Γιὰ νὰ φτάση νὰ πιστέψη τὸ θαῦμα ποὺ θὰ ἀκολοθοῦσε, ὅταν ἔβλεπε ταραγμένο τὸ δαιμόνιο ἀπὸ μόνη τὴν πρόσκλησή του. Κι ὅταν ἐκεῖνος εἶπε «ἀπὸ παιδί» καὶ ἄν μπορεῖς βοήθησέ με, τοῦ λέγει. Σ’ ὅποιος πιστεύει ὅλα εἶναι δυνατά. Ἔτσι γυρίζει σ’ αὐτὸν πάλι τὴν κατηγορία. Κι ὅταν ἔλεγε ὁ λεπρὸς Ἄν θέλης, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσης, δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴν δύναμή του, τὸν ἐπαίνεσε κι ἐπιβεβαίωσε τὸ λόγο, ἀπαντῶντας· «θέλω, καθαρίσου». Ὅταν ὅμως αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶπε τίποτα ποὺ ν’ ἀξίζη στὴ δύναμή του, λέγοντας· Ἄν μπορῆς, βοήθησέ με, κοίταξε πῶς διορθώνει τὴ διατύπωση, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ὅπως ἔπρεπε. Ἄν μπορῆς νὰ πιστέψης ἀπαντᾶ, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει. Νά, τὶ σημαίνει αὐτό. Τόσο πλεόνασμα δυνάμεως διαθέτω, ὥστε μπορῶ νὰ δυναμώσω κι ἄλλους νὰ θαυματουργοῦν. Ὥστε ἄν πιστεύης ὅπως πρέπει καὶ σὺ ὁ ἴδιος μπορεῖς νὰ θεραπεύσης κι αὐτὸν κι ἄλλους πολλοὺς. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἐθεράπευσε τὸ δαιμονισμένο. Ἄς μὴ δοῦμε τώρα μόνο τὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγαθοποιΐα του ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ παραχώρησε νὰ μπῆ μέσα του τό δαιμόνιο. Ἄν δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἀντικείμενο πολλῆς πρόνοιας, θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ παλιά. Γιατί, λέει, ὅτι καὶ στὴ φωτιὰ τὸν εἶχε ρίξει καὶ στὸ νερό. Καὶ τὸ δαιμόνιο ποὺ τολμοῦσε νὰ τοῦ προξενῆ αὐτά, μποροῦσε καὶ νὰ τὸν σκοτώση, ἄν δὲ χαλιναγωγοῦσε ἰσχυρὰ ὁ Θεὸς τὴν τόση μανία του. Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς γυμνοὺς ἐκείνους, ποὺ ἔτρεχαν στὶς ἐρημιὲς καὶ ξεσκίζονταν στὶς κοφτερές πέτρες. Κι ἄν τὸν ἀποκαλῆ σελληνιακὸ μὴν ἀνησυχῆς· ὁ χαρακτηρισμὸς ἀνήκει στὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου. Πῶς λοιπὸν ἀναφέρει καὶ ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι ἐθεράπευσε πολλοὺς σεληνιακοὺς; Τοὺς ὀνομάζει ἔτσι ἀκολουθῶντας τὴ γνώμη τῶν πολλῶν. Ὁ δαίμονας δηλαδὴ γιὰ νὰ διαβάλη τὴ σελήνη ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἀσθενῶν καὶ τοὺς ἐρεθίζει μὲ τὴν περιφορὰ τῆς σελήνης. Ὄχι πῶς ἐνεργεῖ ἡ σελήνη· γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· εἶναι δική του ἡ ἐνέργεια γιὰ νὰ διαβληθῆ τὸ ἀστέρι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπεκράτησε μιὰ σφαλερὴ γνώμη ἀνάμεσα στοὺς ἀνοήτους ἀνθρώπους καὶ καλοῦν μ’ αὐτὸ τὸ ὄνομα αὐτοὺς τοὺς ἀρρώστους. Γελιοῦνται ὅμως γιατὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἀληθινό. Τότε πῆγαν οἱ μαθηταὶ του ἰδιαιτέρως καὶ τὸν ρώτησαν, γιὰ ποιὸ λόγο δὲν μπόρεσαν αὐτοὶ νὰ βγάλουν τὸ δαίμονα. Μοῦ φαίνεται πὼς ἀγωνιοῦσαν καὶ φοβοῦνταν μήπως ἔχασαν τὴ χάρη, ποὺ τοὺς εἶχε ἐμπιστευθῆ. Γιατὶ τοὺς εἶχε δώσε δύναμη νὰ ἐξουσιάζουν τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως, ὄχι ἀπὸ ντροπή, εἶχαν φανερωθῆ στὴν πράξη κι ἦταν περιττὸ πιὰ νὰ ντρέπωνται τὴν λεκτικὴ ὁμολογία. Ἀλλὰ ἤθελεαν νὰ τὸν ρωτήσουν γιὰ μυστικὸ καὶ σπουδαῖο ζήτημα. Κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ· Γιὰ τὴν ἀπιστία σας. Ἄν ἔχετε πίστη σὰν ἕνα σπόρο σιναπιοῦ θὰ πῆτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό· Ἄλλαξε θέση καὶ θ’ ἀλλάξη καὶ τίποτα δὲ θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς. Κι ἄν πῆτε σὲ ποιὸ μέρος μετατόπισαν βουνό, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα ὅτι ἐπραγματοποίησαν πολὺ μεγαλύτερα, ἀφοῦ ἀνάστησαν νεκρούς. Δὲν εἶναι ἴσο, νὰ μετατοπίσης βουνὸ καὶ νὰ διώξης τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀναφέρονται ἀργότερα κάποιοι ἅγιοι πολὺ κατώτεροι ἀπὸ κείνους, ποὺ τὸ κάλεσε ἡ ἀνάγκη νὰ μετατοπίσουν βουνά. Εἶναι φανερὸ ὅτι κι αὐτοὶ ἄν ἦταν ἀνάγκη θὰ τὰ μετατόπιζαν. Ἀφοῦ τότε δὲν παρουσιάστηκε ἀνάγκη, ἄς μὴν τοὺς κατηγοροῦμε. Ἐξ ἄλλου κι ὁ ἴδιος δὲν εἶπε, ὅτι θὰ τὰ μετατοπίσετε ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἔχετε καὶ γι’ αὐτὸ τὴ δύναμη. Κι ἄν δὲν τὰ μετατόπισαν, δὲν εἶναι ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν. Μπόρεσαν ἄλλα μεγαλύτερα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλησαν, ἀφοῦ δὲν παρουσιάστηκε ἀνάγκη. Ἀκόμα εἶναι φυσικὸ καὶ νὰ ἔχη γίνει αὐτό, νὰ μὴν ἔχη ὅμως γραφῆ. Δὲν γράφηκαν ὅλα τὰ θαύματά τους. Ἦταν σὲ χαμηλότερη πνευματικὴ κατάσταση τότε. Μήπωε δὲν εἶχαν τότε μήτε τὴν πίστη αὐτή; Δὲν τὴν εἶχαν κι οὔτε ἦσαν πάντα οἱ ἴδιοι, ἀφοῦ κι ὁ Πέτρος τώρα καλοτυχίζεται κι ὕστερα κατηγορεῖται. Μὰ καὶ ἄλλους τοὺς κατηγορεῖ γι’ ἀδυναμία τοῦ νοῦ, ὅταν δὲν κατάλαβαν τὴν παραβολὴ τῆς ζύμης. Ἔδειξαν λοιπὸν καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ μαθηταὶ ἀδυναμία, δὲν ἦσαν τέλειοι πρὶν ἀπὸ τὸ σταυρό. Πίστη ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν πίστη τῶν θαυμάτων καὶ ἀναφέρει τὸ σινάπι φανερώνοντας τὴν ἀνείπωτη δύναμή της. Γιατὶ ἄν στὸ μέγεθος φαίνεται μικρὸ τὸ σινάπι, στὴ δύναμη εἶναι ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξη λοιπὸν ὅτι ἡ ἐλάχιστη ἀλλὰ γνήσια πίστη ἔχει μεγάλη δύναμη, θυμήθηκε τὸ σινάπι. Καὶ δὲν σταμάτησε ἐδῶ μονάχα, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ τὰ βουνὰ καὶ προχώρησε παραπέρα. Τίποτε, εἶπε, δὲ θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς. δ΄. Ἐμεῖς ὅμως ἄς θαυμάσωμε κι ἐδῶ τὴν ἁπλότητά τους καὶ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Τὴν ἁπλοτήτα γιατὶ δὲν ἔκρυψαν τὸ ἐλάττωμά τους. Τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, γιατὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε ἕνα σπόρο σιναπιοῦ τοὺς δυνάμωνε λίγο λίγο, ὥστε νὰ ἀναβρύσουν ἀπ’ αὐτοὺς πηγὲς καὶ ποταμοὶ πίστεως. Τὸ εἶδος αὐτὸ δὲν βγαίνει παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἐννοεῖ ὅλους τοὺς δαίμονες ὄχι μόνο τῶν σεληνιακῶν. Βλέπετε πῶς ἀπὸ τώρα κάνει μιὰ προκαταβολὴ τοῦ λόγου γιὰ τὴ νηστεία; Μὴν θυμηθῆτε τὶς σπάνιες περιπτώσεις, ὅταν μερικοὶ καὶ χωρὶς νηστεία ἔβγαλαν δαίμονες. Κι ἄν μπορῆ νὰ τὸ πῆ αὐτὸ καὶ γιὰ ἕνα δύο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιτιμοῦν τοὺς δαίμονες, εἶναι ὅμως ἀδύνατο ἐκεῖνο ποὺ πάσχει ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ μανία του αὐτή, ἐνῶ τρώγει ἀπὸ ὅλα. Ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ νηστεία ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ νόσο. Ἀλλὰ ἄν χρειάζεται ἡ πίστη, θὰ πῆ κανεὶς τὶ χρειάζεται ἡ νηστεία; Χρειάζεται γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν πίστη δίνει κι αὐτὴ ὄχι λίγη δύναμη. Καλλιεργεῖ μέσα μας τὴν πνευματικὴ διάθεση, δημιουργεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους, μάχεται μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Ὄχι ὅμως κι αὐτὴ μόνη της· πρέπει νὰ προηγῆται ἡ προσευχή. Ἄς προσέξωμε πόσα ἀγαθὰ δημιουργοῦν οἱ δύο. Ὅποιος προσεύχεται ὅπως πρέπει καὶ νηστεύει δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλά. Κι ὅποιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ δὲ θὰ γίνη φιλοχρήματος. Κι ὅποιος δὲν εἶναι φιλοχρήματος εἶναι πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Ἀνάλαφρος καὶ φτερωμένος εἶναι ὅποιος νηστεύει καὶ προσεύχεται μὲ φρόνηση, διώχνει τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ, ταπεινώνει τὴν ψυχὴ ποὺ ἐπαίρεται. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι σχεδὸν πάντα ἐνήστευαν. Ὅποιος προσεύχεται καὶ νηστεύει ἔχει διπλὲς φτεροῦγες καὶ εἶναι ἐλαφρύτερος ἀπὸ τοὺς ἀνέμους. Οὔτε χασμουριέται οὔτε τεντώνεται οὔτε ἀποναρκώνεται, ὅταν προσεύχεται, ὅπωα παθαίνουν οἱ πολλοί. Εἶναι ὁρμητικώτερος ἀπὸ τὴ φωτιὰ, καὶ ἀνυψώνεται ἀπὸ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ καλύτερος ἐχθρὸς ὡς ἀντίμαχος τῶν δαιμόνων. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται γνήσια. Ἄν μιὰ γυναῖκα μπόρεσε νὰ λυγίση κάποιο σκληρὸ ἄρχοντα ποὺ οὔτε Θεὸ φοβόταν, οὔτε ἄνθρωπο ντρεπόταν, πολὺ περισσότερο θὰ πάρη μαζί του τὸ Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἀδιάκοπα μένει κοντὰ καὶ νικᾶ τὰ φαγητὰ καὶ διώχνει τὶς ἀπολαύσεις. Κι ἄν εἶναι ἀσθενικὸ τὸ σῶμα σου, γιὰ νὰ νηστεύης πάντα, δὲν εἶναι ἀσθενικὸ γιὰ τὴν προσευχή, οὔτε ἀνίσχυρο στὴ δύναμη τοῦ φαγητοῦ. Ἄν δὲ μπορῆς νὰ νηστεύης, μπορεῖς νὰ μὴν ἐπιδιώκης τὴν ἀπόλαυση. Δὲν εἶναι αὐτὸ μικρὸ καὶ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ νηστεία. Ἔχει κι αὐτὸ τὴ δύναμη νὰ συντρίψη τὴ μανία τοῦ διαβόλου. Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ σ’ ἐκεῖνο τὸ δαίμονα ὅσο ἡ ἀπόλαυση κι ἡ μέθη γαιτὶ αὐτὰ εἶναι ἠ πηγὴ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν. Μ’ αὐτὰ κάποτε ἔρριξε τοὺς Ἰσραηλῖτες στὴ εἰδωλολατρεία. Μ’ αὐτὰ ὡδήγησε τοὺς Σοδομῖτες σὲ παράνομες ἐπιθυμίες. Αὐτὴ ἦταν ἡ παρανομία τῶν Σοδώμων, Ζοῦσαν τὴ σπάταλη ζωὴ τους μέσα σὲ ὑπερηφάνεια, καὶ ἀφθονία καὶ πλῆθος ἀγαθῶν. Μ’ αὐτὰ ἔφερε στὴ ἀπώλεια ἀμέτρητους ἄλλους καὶ τοὺς παρέδωσε στὴ γέενα. Ποιὸ κακὸ δὲν προξενοῦν οἱ ἀπολαύσεις; Μεταβάλλουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ χοίρους κι ἀπὸ χοίρους χειρότερους. Ὁ χοῖρος κυλιέται στὸ βοῦρκο καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν κόπρο. Μὰ ἐκεῖνος σὲ σιχαμερώτερο τραπέζι τρέφεται, ἐπινοῶντας ἀθέμιτες σχέσεις καὶ παράνομους ἔρωτες. Σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο. Τὶς ἴδιες ἀναισχυντίες διαπράττει καὶ ἔχει τὴν ἴδια μανία. Καὶ τὸν δαιμονισμένο τουλάχιστον τὸν σπλαχνιζόμαστε, αὐτὸν ὅμως τὸν ἀποστρεφόμαστε καὶ τὸν μισοῦμε. Μὰ γιατὶ τέλος πάντων; Γιατὶ ἐκδηλώνει μιὰ μανία ποὺ τὴν διαλέγει ὁ ἴδιος καὶ μεταβάλλει τὸ στόμα, τὰ μάτια, τὴ μύτη τὰ πάντα γενικὰ σὲ ὀχετούς. Κι ἄν κοιτάξωμε στὸ ἐσωτερικὸ θὰ δοῦμε καὶ τὴν ψυχὴ σὰν σὲ χειμῶνα καὶ κρὺο παγωμένη καὶ ναρκωμένη καὶ ἀδύνατη νὰ ὠφελήση τὸ σκάφος –σῶμα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς τρικυμίας. Ντρέπομαι ν’ ἀναφέρω τὰ κακὰ ποὺ προξενοῦν σ’ ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ἀπολαύσεις, τ’ ἀφήνω στὴ συνείδησή τους ποὺ τὰ γνωρίζει μ’ ἀκρίβεια. Ὑπάρχει πιὸ ἄσχημο πρᾶγμα ἀπὸ γυναῖκα ποὺ μεθᾶ ἤ ἁπλῶς ποὺ παραφέρεται; Ὅσο πιὸ ἀδύνατο εἶναι τὸ πλοῖο, τόσο μεγαλύτερο τὸ ναυάγιο, εἴτε ἐλεύθερη εἶναι εἴτε δούλη. Ἡ ἐλεύθερη διαπράττει ἀπρέπειες στὴ μέση τοῦ θεάτρου ποὺ ἀποτελοῦν οἱ δοῦλες της, ἡ δούλη πάλι στὸ ἴδιο θέατρο μέσα καὶ γίνεται αἰτία νὰ βλασφημοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γίνωνται αὐτὰ ἀκούω πολλοὺς νὰ λένε. Νὰ μὴν ὑπάρχη κρασί. Πόση ἀνοησία καὶ παρεξήγηση! Ἄλλοι ἁμαρτάνουν καὶ μεῖς κατηγοροῦμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Πόση μανία χρειάζεται γι’ αὐτό. Δὲ φταίει τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ ἀνηθικότητα ἐκείνων ποὺ τὸ ἀπολαμβάνουν ἄσχημα. Ἄς ποῦμε λοιπόν· νὰ μὴν ὑπάρχη μέθη, νὰ μὴν ὑπάρχη ἀπόλαυση. Ἄν ποῦμε νὰ μὴν ὑπάρχη κρασὶ προχωρῶντας σιγὰ σιγὰ θὰ ποῦμε νὰ μὴν ὑπάρχη σίδηρο γιὰ τοὺς δολογόνους. Νὰ μὴν ὑπάρχη νύχτα γιὰ τοὺς κλέφτες, νὰ μὴν ὑπάρχη φῶς γιὰ τοὺς συκοφάντες. Νὰ μὴν ὑπάρχη γυναῖκα γιὰ τὶς μοιχεῖες. Τὰ σβήνομε ὅλα μὲ μιὰ μονοκονδυλιά. ε.΄ Μὴν κάμετε ἔτσι· αὐτὸ μαρτυρεῖ γνώμη σατανική. Μὴ διαβάλλεται τὸ κρασὶ ἀλλὰ τὴ μέθη . Κι ὅταν βρῆτε τὸν ἴδιο στὰ καλὰ του ὑπογραμμίστε του ὅλη τὴν ἀσχήμια του. Πέστε του ὅτι τὸ κρασὶ μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ εὐχαριστούμεθα ὄχι γιὰ νὰ ἀσχημονοῦμε. Γιὰ νὰ γελοῦμε ὄχι νὰ μᾶς γελοῦν. Γιὰ νὰ εἴμαστε ὑγιεῖς, ὄχι γιὰ νὰ ἀρρωσταίνουμε. Γιὰ νὰ ἀποκαταστήσωμε τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψωμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Μᾶς ἔκαμε ὁ Θεὸς τὴν τιμὴ τοῦ δώρου· γιατὶ προσβάλλομε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἄμετρη χρήση του; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Παῦλος· Νὰ χρησιμοποιῆς λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι καὶ τὶς συχνὲς ἀσθένειές σου. Ἄν ὁ ἅγιος ἐκεῖνος παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀρρώστιές του, δὲν δοκίμασε τὸ κρασί, ὥσπου τοῦ ἐπέτρεψε ὁ δάσκαλος ποιὰ συγνώμη θὰ δοθῆ σ’ ἐμᾶς ποὺ μεθοῦμε ἐνῶ ἔχομε τὴν ὑγεία μας; Σ’ ἐκεῖνον ἔλεγε νὰ χρησιμοποιεῖ λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι του. Σὲ καθέναν ἀπὸ σᾶς ποὺ μεθᾶτε, θὰ πῆ χρησιμοποιεῖτε λίγο κρασὶ γιὰ τὶς πορνεῖες τὶς συχνὲς αἰσχρολογίες, γιὰ τὶς ἄλλες κακὲς ἐπιθυμίες ποὺ γεννᾶ ἡ μέθη. Κι ἄν δὲ θέλετε νὰ κάνετε γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρασὶ, κάνετε τουλάχιστο γιὰ τὴ λύπη καὶ τὴ δυσαρέσκεια ποὺ προκαλεῖ. Τὸ κρασὶ μᾶς δόθηκε γιὰ εὐχαρίστηση. Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου, λέει. Σεῖς ὅμως καταστρέφετε κι αὐτὸ τὸ πλεοονέκτημά του. Τί εἶδους εὐχαρίστηση εἶναι νὰ μὴ βρίσκεσαι στὸν ἑαυτό σου, νὰ ἔχης πολλὲς ἐνοχλήσεις, νὰ βλέπης τὰ πάντα νὰ στριφογυρίζουν, νὰ κατέχεσαι ἀπὸ σκοτοδίνη, νὰ ἔχης ἀνάγκη νὰ σοῦ ἀλείβουν μὲ λάδι τὸ κεφάλι, ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πυρετό. Αὐτὰ δὲν τὰ λέω σ’ ὅλους ἤ μᾶλλον σ’ ὅλους. Ὄχι ἐπειδὴ μεθοῦνε ὅλοι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅσοι δὲ μεθοῦν δὲν φροντίζουν γιὰ κείνους ποὺ μεθοῦνε. Γι’ αὐτὸ κι ἀποτείνομαι πιὸ πολὺ σὲ σᾶς ποὺ δὲ μεθᾶτε. Γιατὶ κι ὁ γιατρὸς ἀφήνει τοὺς ἄρρωστους καὶ μιλᾶ μ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς περιποιοῦνται. Σ’ ἐσᾶς λοιπὸν ἀπευθύνω τὸ λόγο καὶ σᾶς παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῆτε ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ τοὺς αἰχμαλωτισμένους νὰ ἐλευθερώνετε, γιὰ νὰ μὴ φαίνωνται χειρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζωᾶ. Ἐκεῖνα δὲ γυρεύουν τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τοὺς χρειάζεται. Αὐτοὶ ὅμως γίνονται πιὸ ἄλογοι κι ἀπ’ αὐτά, μὲ τὸ νὰ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια του κανονικοῦ. Πόσο καλύτερα ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸ σκυλί. Καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα αὐτά- κι ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, ἄν θέλουν νὰ φᾶνε ἤ νὰ πιοῦνε γνωρίζουν τὸ ὅριο τῆς αὐτάρκειας καὶ δὲν προχωροῦν πέρα ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται. Κι ἄν βαλθοῦν πολλοὶ νὰ τὰ στριμώχνουν, δὲν ἀντέχουν νὰ πέσουν στὴν ὑπερβολή. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη λοιπὸν εἴστε κι ἀπὸ τ’ ἄλογα χειρότεροι ὄχι κατὰ τὴν κρίση τῶν ὑγιῶν μόνο ἀλλὰ καὶ σᾶς τῶν ἰδίων. Ἀπ’ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι θεωρήσατε τὸν ἑαυτό σας πιὸ ἀνάξιο ἀπὸ τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γαϊδουράκια. Γιατὶ τὰ ζῶα αὐτὰ δὲν τ’ ἀναγκάζετε νὰ πάρουν τροφὴ περισσότερη ἀπὸ τὸ μέτρο. Κι ἄν ρωτήση κανένας, Γιατί, θ’ ἀπαντήσετε, Γιὰ νὰ μὴν τὰ βλάψωμε. Γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας ὅμως οὔτε αὐτὴ τὴν πρόνοια δὲν παίρνετε. Ἔτσι θεωρεῖτε τὸν ἑαυτό σας κι ἀπὸ κεῖνα πιὸ μηδαμινὸ καὶ ἀδιαφορεῖτε, ἄν ὑποφέρετε ἀδιάκοπα. Γιατὶ τὴν βλάβη ἀπὸ τὴν μέθη δὲν τὴν ὑποφέρεις μόνο κατὰ τὴ μέρα τῆς μέθης, ἀλλὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴ μέρα αὐτή. Κι ὅπως ὅταν περάση ὁ πυρετὸς μένουν τ’ ἀποτελέσματά του, ἔτσι κι ἡ μέθη ὅταν περάση ἀφήνει τὴ ζάλη της στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Καὶ τὸ ἄθλιο σῶμα κοίτεται παράλυτο, σὰν ναυαγισμένο σκάφος κι ἡ πιὸ ταλαίπωρη ἀπ’ αὐτὸ ψυχή, κι ὅταν ἀκόμα τὸ σῶμα ἔχει διαλυθῆ δυναμώνει τὴν τρικυμία, ἀνάβει τὴν ἐπιθυμία κι ὅταν δίνη τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι στὰ λογικὰ της, τότε εἶναι μεγαλύτερη ἡ μανία της. Εἶναι γεμάτη ἡ φαντασία ἀπὸ κρασιὰ καὶ πιθάρια καὶ φιάλες καὶ ποτήρια. Κι ὅπως στὴν περίπτωση τῆς τρικυμίας ὅταν σταματήση, μένει ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅπως ἐκεῖ γίνεται ἀβαρία τῶν ἐμπορευμάτων, γίνεται κι ἐδῶ ἀβαρία ἀπ’ ὅλα τὰ σχεδὸν τὰ ἀγαθά. Εἴτε σωφροσύνη εὕρη, εἴτε ντροπή, εἴτε σύνεση, εἴτε καλωσύνη, εἴτε ταπεινοφροσύνη, ὅλα τὰ ρίχνει ἡ μέθη στὸ πέλαγος τῆς παραλογίας. Τὰ ἐπακόλουθα ὅμως δὲν εἶναι ὅμοια πιά. Γιατὶ ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀβαρία τὸ σκάφος γίνεται ἐλαφρότερο, ἐδῶ ὅμως βαραίνει περισσότερο. Γιατὶ στὴ θέση τοῦ θησαυροῦ ἐκείνου δέχεται ἄμμο κι ἁλμυρὸ νερὸ κι ὅλο τὸ συφερτὸ τῆς μέθης, ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἐπιβάτες καὶ τὸν κυβερνήτη βουλιάζει τὸ πλοῖο στὸ λεπτό. Γιὰ νὰ μὴν πάθωμε λοιπὸν αὐτὰ ἄς ἀπαλλάξωμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν τρικυμία. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δοῦμε βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἔχωμε παραδοθῆ στὴ μέθη. Μὴν ξεγελιέστε, λέει, οὔτε μέθυσοι, οὔτε ὑβρισταὶ δὲ θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τί ἀναφέρω τὴ βασιλεία; Τὸ πάθος τῆς μέθης οὔτε τὰ παρόντα δὲ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε. Γιατὶ ἡ μέθη μετατρέπει τὶς ἡμέρες μας σὲ νύχτες καὶ τὸ φῶς σὲ σκοτάδι. Καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ δὲ βλέπουν οἱ μεθυσμένοι μήτε αὐτὰ ποὺ εἶναι μπροστὰ στὰ πόδια τους. Καὶ δὲν εἶναι τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα. Μαζὶ μ’ αὐτὰ ὑποφέρει κι ἄλλη τιμωρία βαρύτατη, στενοχώριες παράλογες, νεῦρα, ἀδιαθεσίες, περίγελω χλευασμὸ ἀδιάκοπο. Γιὰ ποιὰ συγνώμη εἶναι ἄξιοι αὐτοὶ ποὺ διαπερνοῦν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὲτοια δεινά; Γιὰ καμμιά. Ἄς ἀποφύγωμε λοιπὸν τὸ πάθος, γιὰ νὰ κερδίσωμε καὶ τὰ ἐδῶ καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.228-241
Πηγή: Αναβάσεις
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς και του Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Χρόνο μὲ τὸ χρόνο καὶ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ νέα πλαίσια και ὑπὸ τὸ πρῖσμα σημερινῶν καταστάσεων, εἴτε εἶναι προσωπικὲς ἤ ἱστορικὲς. Καὶ κάθε φορὰ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο ἐδάφιο μπορεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο νὰ προκαλεῖ τὴν προσοχή μας.
Σήμερα διαβάσαμε τὴν περικοπὴ γιὰ τὸν χορτασμὸ τοῦ πλήθους ἀπὸ τὸν Χριστὸ. Καὶ πιὸ συχνὰ ἔχουμε διαβάσει στὰ κείμενα τῶν Πατέρων καὶ σὲ πνευματικοὺς συγγραφεῖς γιὰ τὸ αἴσθημα τῆς κατάπληξης στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δύναμης ποὺ μποροῦσε νὰ θρέψει τόσους πολλοὺς μὲ τόσο λίγα, ποὺ πράγματι κάνει θαύματα σ’ ἕναν κόσμο τόσο πολὺ ἀποξενωμένο ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν μοναχὰ μιὰ ὑποψία πίστης, μιὰ ρωγμὴ στὴν ἁρματωσιὰ τῆς ἀπιστίας μας θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐνεργήσει.
Καὶ σήμερα διαβάζοντας τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ μὲ ξάφνιασαν ξανὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθητὲς του κάνουν ἔκκληση νὰ διώξει τὰ πλήθη, ἐπειδὴ ἡ μέρα ἔφθασε στὸ τέλος της, ἐπειδὴ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρίσκονται μέχρι τὰ γειτονικὰ χωριὰ εἶναι μεγάλη, ἡ κούραση καὶ τὸ σκοτάδι θα τοὺς καταβάλλουν ἐὰν παραμείνουν ἐκεῖ περισσότερο. Καὶ ὅμως, ἔμειναν χωρὶς φαγητὸ μιὰ ὁλόκληρη μέρα, ἀκούγοντας τὸν ζωηφόρο λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς: Ὄχι, δὲν χρειάζεται νὰ φύγουν· δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε.. Πῶς μποροῦν νὰ θρέψουν ἕνα πλῆθος τόσο μεγάλο; Χιλιάδες ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ ἔχουν εἶναι πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Καὶ ἐδῶ εἶναι ἡ πρόκληση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς σ’ ἐκείνους καὶ σ’ ἐμᾶς. Ναί – ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ τὸ θαῦμα· ἀλλὰ ὄχι ἄν δὲν συμβάλλουμε σ’ αὐτὸ ἁπλόχερα καὶ μ’ ἀνοιχτὴ καρδιὰ. Δὲν εἶπε στοὺς μαθητὲς Του: Κρατῆστε ὅσο περισσότερα τρόφιμα μπορεῖτε γιὰ σᾶς, καὶ δῶστε τὰ ὑπόλοιπα, ὅ,τι ἀπέμεινε στοὺς ἄλλους. Τοὺς λέει: Πᾶρτε ὅ,τι ἔχετε καὶ δῶστε τα ὅλα…
Αὐτὸ δὲν μᾶς λέει ὁ Χριστὸς, μὲ πολὺ ἰδιαίτερο τρόπο, σὲ ἐποχές ποὺ εἴμαστε τόσο ἀσφαλεῖς, τόσο πλούσιοι, καὶ ὅταν καθημερινὰ ἀκοῦμε γιὰ πείνα, δυστυχία, γιὰ θάνατο ἀπὸ ἀσιτία ἑκατοντάδων ἀνθρώπων. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἁπλὰ μᾶς λέει ὁ Θεὸς εἶναι: δῶστε ὅ,τι μπορεῖτε καὶ ἄφηστε με μετὰ νὰ ἐνεργήσω· μὴν μοῦ ζητᾶτε νὰ κάνω ἕνα θαῦμα, ἐνῶ μπορεῖτε νὰ τὸ κάνετε μόνοι σας.
Οἱ Ἀπόστολοι μποροῦσαν νὰ κάνουν λίγα πράγματα· μποροῦσαν νὰ μοιράσουν πέντε ἅρτους καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ μοιράσουμε τόσα πολλὰ! Ἐὰν οἱ καρδιὲς μας ἦταν ἀνοιχτὲς, ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε τὶς πέτρινες καρδιές μας καρδιὲς ζωντανές, ἄν εἴχαμε μάθει τὶ σημαίνει νὰ εἴμαστε γενναιόδωροι καὶ ὑπεύθυνοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἄν εἴχαμε μάθει λίγο, τόσο λίγο! – ν’ ἀγαπᾶμε στὴν πράξη τὸν πλησίον μας, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε πείνα στὸν κόσμο.
Καὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει σήμερα το Εὐαγγέλιο, εἶναι , «κοιτᾶξτε γύρω σας»· σὲ κάθε πρόσωπο ποὺ πεινάει, ποὺ δὲν ἔχει στέγη, ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη καὶ θυμηθεῖτε ὅτι καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα εἶναι δική σας εὐθύνη, ἡ πείνα τους, ἡ ἔλλειψη στέγης, ἡ δυστυχία τους εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ πλούτου, τῆς ἄνεσης, καὶ τῆς ἄρνησής σας νὰ μοιραστεῖτε, νὰ προσφέρετε, ὄχι νὰ δώσετε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε -ἁπλὰ νὰ δώσετε.
Ἄν μοναχὰ θυμόμασταν, καθὼς ἕνας Ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν θυμᾶμαι τώρα, γράφει σ’ ἕνα κείμενό του, ὅτι ὅποτε τρώει μιὰ μπουκιὰ ποὺ δὲν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη, ὅποτε ἀποκτᾶ ἥ κατέχει ὁ,τιδήποτε πέρα ἀπὸ τὶς ἀπόλυτες ἀνάγκες του, τὸ κλέβει ἀπὸ τοὺς πεινασμένους, ἀπὸ τοὺς ἄστεγους, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχα – εἶναι κλέφτης.
Δὲν ἀπευθύνεται ἀκριβῶς αὐτὸ σὲ μᾶς ἀπ’ ὅτι στὸν ἀσκητή;
Ἄς προβληματιστοῦμε, ἐπειδὴ συμπεριφέρομαστε σὰν ἀνόητοι, ἀνάξιοι οἰκονόμοι· ὑπάρχει κάτι παρόμοιο ὅπως ἡ διαχείριση τοῦ πλούτου- πνευματικοῦ, συναισθηματικοῦ, ἠθικοῦ καὶ ὑλικοῦ. Θυμᾶστε πιθανὸν τὴν ἱστορία τοῦ ἀνάξιου, ἀπίστου οἰκονόμου ποὺ γέλασε τὸν κύριο του, τὸν ἔκλεψε, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν’ ἀπολυθεῖ ἐπειδὴ ὁ κύριος του ἀνακάλυψε τὴν ἀτιμία του, κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοῦ χρωστοῦσαν χρήματα καὶ μείωσε τὸ χρέος τους. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ μάθουμε. Στράφηκε στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἔδωσε ὅποια βοήθεια μποροῦσε· ἐμεῖς δὲν τὸ κάνουμε. Ἄς μᾶς προβληματίσουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Δὲν χρειάζεται νὰ φύγουν μακρυά μου γιὰ νὰ φᾶνε· δῶστε τους ὅ,τι χρειάζονται. Καὶ ἄν κοιτάξουμε γύρω μας, ὄχι μακρυά, ἀλλὰ ἀκριβῶς δίπλα μας, τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ποὺ πεινᾶνε, ποὺ εἶναι ἄστεγοι, ποὺ εἶναι στερημένοι ἀπὸ δικαιώματα, ἤ ἁπλὰ τοὺς γείτονες μας ποὺ εἶναι κάποιες φορὲς τόσο μοναχικοὶ, ποὺ χρειάζονται ἕναν λόγο παρηγοριᾶς, φιλία, ἀλληλεγγύη, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε πράξη τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς μὴν ξεγελιόμαστε, δὲν θὰ γίνει αὐτὸ μὲ λόγια παρηγοριᾶς, μ’ εὐγενικὲς χειρονομίες. Ὁ Χριστὸς εἶπε: Δῶστε ὅ,τι ἔχετε καὶ ἴσως θὰ πεῖ σὲ μᾶς ἐκτιμώντας τὴν λιγοστὴ πίστη ποὺ ἔχουμε, τὴν στενότητα καὶ τὴν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μας: Δῶστε ὅ,τι εἶναι περιττὸ στὴ ζωὴ σας, ὅ,τι ξοδεύετε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας χωρὶς νὰ χρειάζεται, δίχως ν’ ἀντλεῖται ἀπ’ αὐτὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση- δῶστε τα καὶ τὸτε ἀφῆστε τὸ Θεὸ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ δῶρο Του, νὰ κάνει τὰ ὑπόλοιπα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μου· εἶναι ἐπίσης τὸ κάλεσμα ποὺ ἀπευθύνει στὸν καθένα ἀπὸ σᾶς. Ἀμήν.
Πηγή: Αγία Ζώνη, Η άλλη όψη
(Ματθ. η’ 28-34, θ’ 1)
Οι άνθρωποι είναι άδικοι με το Θεό, γι’ αυτό και εξοργίζονται μαζί Του. Ποιός έχει το δικαίωμα όμως να εξοργιστεί εναντίον οποιουδήποτε και μάλιστα εναντίον του Θεού;
Οι άθεοι κλείνουν το στόμα τους και σκέφτονται: «Ας μην αναφέρουμε το όνομα του Θεού, ώστε να εξαφανιστεί απ’ αυτόν τον κόσμο». Ανόητοι άνθρωποι! Τα στόματά σας είναι μια μικρή μειονότητα στο εύρος του κόσμου. Έχετε δει η ακούσει πώς δίνει φωνή στο ποτάμι ένα φράγμα; Αν δεν ήταν το φράγμα, το ποτάμι δε θ’ ακουγόταν, θα ήταν μουγγό. Το φράγμα όμως άνοιξε το λαρύγγι του και κάθε μικρή σταγόνα απέκτησε γλώσσα.
Το δικό σας φράγμα θα κάνει το ίδιο: θ’ ανοίξει το λαρύγγι των άλαλων και θα διδάξει τους βωβούς να μιλήσουν. Αν τα χείλη σας πάψουν να ομολογούν το όνομα του Θεού, η καρδιά σας θα γεμίσει με φόβο όταν ακούσετε να τον ομολογούν οι άσοφοι και οι βουβοί. Αλήθεια σας λέω: Αν εσείς σιωπήσετε, οι λίθοι κεκράξονται. Ακόμα κι αν δε μιλήσει κανένας άνθρωπος στη γη, θ’ αποκτήσει φωνή το χορτάρι. Ακόμα κι αν αποκηρύξουν το όνομα του Θεού όλοι οι άνθρωποι, αυτό θα γραφτεί στο ουράνιο τόξο, στον ουρανό, θα χαραχτεί με φωτιά σε κάθε χόρτο, σε κάθε κόκκο άμμου. Τότε η άμμος θα μετατραπεί σε άνθρωπο κι ο άνθρωπος σε άμμο.
«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα, ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν» (Ψαλμ. ιη' 2, 3). Αυτά μας απαγγέλει ο ιερός Ψαλμωδός και προφήτης. Κι εσείς τί λέτε; Κρατάτε μια περιφρονητική σιγή για το Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν θα δώσουν φωνή οι πέτρες. Κι όταν μιλήσουν οι πέτρες θα θελήσεις να μιλήσεις κι εσύ, μα δε θα μπορέσεις. Θα σου αφαιρεθεί ο λόγος και θα δοθεί στις πέτρες. Και τότε οι πέτρες θα μετατραπούν σε ανθρώπους κι οι άνθρωποι σε πέτρες.
Στους παλιότερους καιρούς άνθρωποι με σκληρό στόμα έτυχε να δουν τον Υιό του Θεού και να μη τον αναγνωρίσουν, οι γλώσσες τους δεν ήταν λυμένες για να τον δοξολογήσουν. Τότε ο Θεός ελευθέρωσε τα στόματα των δαιμόνων για να ντροπιάσουν τους ανθρώπους, αφού οι δαίμονες αναγνώρισαν τον Υιό του Θεού. Οι δαίμονες που ήταν σκληρότεροι από την πέτρα και κατώτεροι σε αξία από την άμμο, έκραξαν όταν είδαν τον Υιό του Θεού. Οι άνθρωποι γύρω Του όμως έμειναν άφωνοι. Κι όταν εκείνος που είχε εντελώς αποχωριστεί από το Θεό αναγκάστηκε να ομολογήσει το όνομά Του, πώς δε θα μπορούσε να κάνει το ίδιο η αθώα πέτρα, που υποτάσσεται τυφλά στο θέλημα του Θεού;
Ο Θεός δίνει μαθήματα στους ανθρώπους όχι μόνο από τον ουρανό, που είναι γεμάτος αγγέλους και στολίζεται από άστρα, όχι μόνο από τη γη, που είναι γεμάτη απ’ όλα τα δημιουργημένα πλάσματα του Θεού, αλλ’ ακόμα κι από τους δαίμονες. Κι αυτό για να δώσει μια ευκαιρία στους ειδωλολάτρες, που βρίσκουν πολύ εύκολα το δρόμο που οδηγεί στην κόλαση, ώστε να ντροπιαστούν από κάτι, οτιδήποτε, να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό και να σώσουν την ψυχή τους από την άβυσσο, από τη φωτιά και τη δυσωδία.
Οι εκλεκτοί που συνόδευαν τον Κύριο Ιησού στις πορείες Του είχαν αποδείξει πως η πίστη τους ήταν ρηχή. Έτσι ο Κύριος τους οδήγησε σε μια περιοχή όπου επικρατούσε η πιο φανατική ειδωλολατρία, ώστε μ’ αυτά που θα γίνονταν, να τους συνετίσει και να καταγγείλει τη λειψή τους πίστη. Αυτά που έγιναν, περιγράφονται στο σημερινό ευαγγέλιο.
***
«Και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών, υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης» (Ματθ. κη' 28). Τα Γέργεσα και τα Γάδαρα ήταν δυο πόλεις ειδωλολατρικές, στην απώτερη ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν δυο από τις δέκα πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια αυτά. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, τα Γάδαρα αναφέρονται αντί για τα Γέργεσα. Αυτό σημαίνει πως οι δυο πόλεις πρέπει να βρίσκονταν πολύ κοντά η μια στην άλλη και πως το περιστατικό που αναφέρουν πρέπει να έγινε κάπου ανάμεσα στις δυο.
Οι ευαγγελιστές αναφέρουν έναν τρελό άνθρωπο, ενώ ο Ματθαίος μιλάει για δύο. Οι πρώτοι ευαγγελιστές αναφέρουν τον ένα από τους δύο, που φαίνεται πως ήταν χειρότερος από τον άλλο και τον έτρεμε όλη η περιοχή. Ο Ματθαίος τους αναφέρει και τους δύο, επειδή και τους δύο θεράπευσε ο Κύριος. Το ότι ο ένας από τους δύο ήταν πιο γνωστός από τον άλλον, φαίνεται από την περιγραφή του Λουκά, που λέει πως ο τρελός αυτός καταγόταν από την πόλη («υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως», Λουκ. η' 9). Σαν ντόπιο λοιπόν πρέπει να τον γνώριζαν καλύτερα από τον άλλον, που μάλλον καταγόταν από κάποιο χωριό. Από τα λόγια του Λουκά επίσης συμπεραίνουμε πως είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών. Αυτό σημαίνει πως ήταν άρρωστος από χρόνια και γι’ αυτό το λόγο τον ήξερε όλη η περιοχή. Το ότι ήταν πολύ πιο άρρωστος και φρενιασμένος από τον άλλον, προκύπτει από αυτά που μας λέει ο Λουκάς, πως «εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους» (Λουκ. η' 29). Αυτός είναι ο λόγος που οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τον ένα δαιμονιζόμενο, αν και ήταν δύο. Πολύ συχνά κάνουμε το ίδιο και μεις σήμερα όταν αναφέρουμε κάποιο περιστατικό και αναφέρουμε για παράδειγμα μόνο τον αρχηγό μιας συμμορίας ληστών που συλλήφθηκαν. Όταν συλλήφθηκε ολόκληρη η συμμορία με τον αρχηγό της λέμε πως ένας ληστής έτσι κι έτσι, αρχηγός των υπόλοιπων ληστών, πιάστηκε. Το ίδιο κάνουν κι οι ευαγγελιστές. Όπως ο Μάρκος κι ο Λουκάς συμπληρώνουν την αφήγηση του Ματθαίου σε μια λεπτομέρεια, έτσι κάνει κι ο Ματθαίος στο Μάρκο και το Λουκά σε άλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα το περιστατικό με τους δύο δαιμονιζόμενους.
Οι δαιμονιζόμενοι αυτοί ζούσαν στους τάφους, περιπλανιούνταν στην έρημο και τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους στους αγρούς και στους δρόμους. Ιδιαίτερα φόβιζαν αυτούς που περνούσαν κοντά από το δρόμο όπου έμεναν εκείνοι. Οι ειδωλολάτρες συχνά έφτιαχναν τους τάφους δίπλα στο δρόμο, ενώ και οι Ιουδαίοι συνήθιζαν πολλές φορές να κάνουν το ίδιο. Ο τάφος της Ραχήλ είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ. Ο τάφος του Μανασσή είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στη Νεκρά Θάλασσα. Ο διάβολος είχε καταλάβει τους δυο αυτούς δαιμονιζόμενους και τους χρησιμοποιούσε ως όπλα για να βλάψει τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν καταληφθεί από δαιμόνια, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους να κάνουν το κακό και να καταστρέφουν. Ήταν γυμνοί από κάθε καλό πράγμα. Για τον ένα απ’ αυτούς λέγεται πως δε φορούσε ρούχα (ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο). Μαζί με τη σωματική του γύμνωση, ήταν γυμνή και άδεια η ψυχή του, δεν είχε κανένα καλό μέσα του, κανένα δώρο του Πνεύματος του Θεού. Ήταν κυριολεκτικά γυμνός από κάθε καλό, που είναι χάρισμα του Θεού. Κι οι δυο τους ήταν τόσο κακοί και πονηροί, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν δια της οδού εκείνης.
«Και ιδού έκραξαν λέγοντες· τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η' 29). Το πιο αξιοσημείωτο στην κραυγή αυτή των δαιμόνων, είναι ότι αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού και το βροντοφώνησαν με τρόμο. Ας καταισχυνθούν λοιπόν εκείνοι που κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον Κύριο και δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αναγνωρίζουν μεν αλλά δεν τον ομολογούν δημόσια. (Γράφει ο Ζηγαβηνός: «Καθώς οι μαθητές κι ο λαός τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, οι δαίμονες ήρθαν τώρα να κηρύξουν τη θεότητά Του»).
Είναι αλήθεια πως οι δαίμονες δεν ομολόγησαν το Χριστό με χαρά και ευχαρίστηση, δε χάρηκαν και γι’ αυτό έκραξαν δυνατά. Δε φώναξαν όπως κάνει ο άνθρωπος που βρήκε μεγάλο θησαυρό ή όπως φώναξε γεμάτος χαρά ο απόστολος Πέτρος, «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ' 16). Οι δαίμονες έκραξαν από φόβο και τρόμο, γιατί μπροστά τους έβλεπαν Εκείνον που θα τους κρίνει. Έκραξαν και ομολόγησαν Εκείνον που στο όνομά Του μόνο έτρεμαν από φόβο, που το όνομα αυτό προσπαθούσαν να κρύψουν από τους ανθρώπους, να το σβήσουν από τις καρδιές τους. Ομολόγησαν το όνομά Του μέσα στον τρόμο και την απελπισία τους, με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια απέχθεια κι απόγνωση που προφέρουν το όνομα του Θεού πολλοί άνθρωποι.
Τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ρώτησαν οι δαίμονες. Τί κοινό έχουμε μεταξύ μας Εσύ κι εμείς; Ποιό είναι το μήνυμα που φέρνει αυτή η αναπάντεχη κι ανεπιθύμητη επίσκεψή Σου; «Τίς δε κοινωνία Χριστού και Βελίαλ;» (Β' Κορ. στ' 15). Απολύτως καμία. Οι υπηρέτες του Βελίαλ επομένως, οι βασανιστές των ανθρώπων, ρωτούν το Χριστό γιατί ήρθε πρόωρα, πριν από τον καιρό Του, να τους βασανίσει. Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; Την ώρα της κρίσης και της αιώνιας καταδίκης τους την περιμένουν. Η εμφάνιση του Χριστού μπροστά τους από μόνη της ήταν ένα βάσανο, ένα βασανιστήριο χειρότερο απ’ ό,τι είναι η λάμψη της φωτιάς σε μια αράχνη. Όταν λείπει ο Χριστός, οι δαίμονες είναι τόσο βάναυσοι και αλαζόνες, ώστε υποτιμούν και υποβιβάζουν τους ανθρώπους στην κατηγορία των ζώων, τρομοκρατούν όλη την περιοχή ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης.
Η παρουσία του Χριστού τους έφερε σε αξιοθρήνητη απόγνωση. Ο τρόμος τους ταπείνωσε, όπως και κάθε τύραννο ο κριτής. Γι’ αυτό κι άρχισαν να ζητούν ταπεινωμένοι από τον Κύριο ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν, να μη τους στείλει στα βάθη της θάλασσας (Λουκ. η' 31). Η ικεσία τους ίνα μη επιτάξη αυτοίς να πάνε στην άβυσσο, σημαίνει πως αν τους διέταζε, θα ήταν αναγκασμένοι να πάνε. Αυτή ήταν η εξουσία του Χριστού, αυτή ήταν η δύναμή Του! Η άβυσσος ήταν ο πραγματικός τους τόπος, η αληθινή τους κατοικία. Είπε ο προφήτης για τον αρχηγό των δαιμόνων: «Πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων ... νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης» (Ησ. ιδ' 12, 15). Θα καταδικαστεί στην άβυσσο, όπου είναι ο βρυγμός και ο τριγμός των οδόντων.
Ο Θεός άφησε τους δαίμονες να περιφέρονται ελεύθεροι ανάμεσα στους ανθρώπους, λόγω των αμαρτιών τους. Είναι καλύτερα γι’ αυτούς να κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά να κατοικήσουν στην άβυσσο; Όταν κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώπους, βασανίζουν εκείνους· όταν βρίσκονται στα βάθη της αβύσσου, μόνο τον εαυτό τους έχουν να βασανίζουν. Όταν βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους βασανίζονται πάλι, μα τότε η κόλασή τους μειώνεται από την κόλαση των άλλων.
Ο διάβολος είναι καταστροφέας για το σώμα, σκώλωψ τη σαρκί, όπως τον ονόμασε ο απόστολος Παύλος που είχε νιώσει την παρουσία του (βλ. Β' Κορ. ιβ' 7). Χρησιμοποιεί το σώμα σαν σκάλα, σκαρφαλώνει στην ψυχή και πιάνεται από την καρδιά και το νου, ωσότου κατασπαράξει ολόκληρο τον άνθρωπο, ώσπου να τον παραμορφώσει και να τον γυμνώσει από κάθε κάλλος και αγνότητα, από κάθε αίσθημα δικαιοσύνης, αγάπης και πίστης, ελπίδας κι επιθυμίας για το αγαθό. Μετά εγκαθίσταται στον άνθρωπο όπως κάθεται ο βασιλιάς στο θρόνο του, και παίρνει τα ηνία της ψυχής και του σώματος στα χέρια του. Τότε ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε κτήνος που το ιππεύει ο σατανάς, γίνεται ένα άθυρμα που τον διασκεδάζει, ένα άγριο θηρίο που κατασπαράζει.
Κάπως έτσι ήταν οι δαιμονιζόμενοι που περιγράφονται στο ευαγγέλιο. Δεν αναφέρεται αν οι άνθρωποι αυτοί είδαν το Χριστό, αν τον αναγνώρισαν, τον ονόμασαν ή αν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αυτά τα έκαναν οι δαίμονες που ήταν μέσα τους. Οι δαιμονιζόμενοι ήταν σα να μην υπήρχαν, σαν δυο σώματα που τα οδηγούσαν οι δαίμονες και τα κατεύθυναν με τα καμτσίκια τους. Το να θεραπεύσει κανείς τέτοιους ανθρώπους, ήταν σα ν’ ανασταίνει νεκρούς. Αλλά ήταν και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, γιατί νεκρός άνθρωπος σημαίνει πως η ψυχή έχει αποχωριστεί από το σώμα. Τότε όμως η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, κι ο Θεός μπορεί να την ξαναγυρίσει στο σώμα, να επαναφέρει τη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί όμως ήταν αιχμάλωτοι στους δαίμονες, που τους κρατούσαν δέσμιους. Έπρεπε ν’ αποσπάσει πρώτα τις ψυχές τους από τους δαίμονες, να εκβάλλει τους δαίμονες από το σώμα τους κι έπειτα να τους θεραπεύσει. Έτσι το θαύμα της θεραπείας των δύστυχων αυτών ανθρώπων είναι τουλάχιστον ίσο με ανάσταση νεκρών, αν όχι μεγαλύτερο.
Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; ρώτησαν οι δαίμονες το Χριστό. Ήξεραν πως τελικά τους περιμένει η κόλαση. Αχ να το γνώριζαν κι οι άνθρωποι αυτό! Να συνειδητοποιούσαν πως τους περιμένει κόλαση όμοια με κείνην που περιμένει τους δαίμονες! Οι δαίμονες ήξεραν πως στο τέλος το ανθρώπινο γένος, η βασική τροφή τους, θα ελευθερωνόταν από τα χέρια τους, πως οι ίδιοι θα ρίχνονταν στη σκοτεινή άβυσσο, όπου μόνο τον εαυτό τους θα είχαν να βασανίζουν. Ο μέγας προφήτης είπε για τον αρχηγό των δαιμόνων: «συ δε ριφήση εν τοις όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εις άδου» (Ησ. ιε' 19). Κι ο ίδιος ο Κύριος επιβεβαίωσε: «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι’ 18). Στο τέλος θα δουν όλοι οι άνθρωποι τους αμαρτωλούς, που θα ριφθούν και κείνοι σαν αστραπή «εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε' 41).
Την ώρα που οι δαίμονες ικέτευαν με φόβο και τρόμο το Χριστό, στο διπλανό λόφο ήταν ένα μεγάλο κοπάδι από δυο περίπου χιλιάδες χοίρους, που έβοσκαν ήρεμα εκεί (βλ. Μάρκ. ε’ 13). Οι δαίμονες παρακάλεσαν το Χριστό: «Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων» (Ματθ. η’ 31). Μη μας στέλνεις στην άβυσσο, του είπανε, αλλά άφησέ μας τουλάχιστο να μπούμε μέσα στους χοίρους. Ει εκβάλλεις ημάς. Δεν είπαν μη μας βγάζεις από τον άνθρωπο, αυτόν δεν ήθελαν ούτε να τον κατονομάσουν, γι’ αυτούς ήταν τελείως νεκρός.
Απ’ όλα τα πλάσματα στον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας που να μισεί και να φθονεί τόσο ο διάβολος, όσο ο άνθρωπος. Ο Κύριος Ιησούς, αντίθετα, τόνιζε ιδιαίτερα τη λέξη «άνθρωπος». «Έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου» (Μάρκ. ε' 8). Οι δαίμονες δεν ήθελαν να φύγουν από τον άνθρωπο. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να μείνουν σ’ αυτόν παρά να πάνε στους χοίρους. Σε τί θα τους χρησίμευαν οι χοίροι; Οι δαίμονες μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν με τους χοίρους, οπότε τί τους χρειάζονται οι χοίροι; Όπως και νά ‘χουν τα πράγματα, ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα στους χοίρους ή σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, η κακία τους στρέφεται ίσια στον άνθρωπο. Μέσα από τους χοίρους, σκοπός τους ήταν να βλάψουν τον άνθρωπο. Αν δεν μπορούσαν με άλλον τρόπο, θα έκαναν το κακό με το να πνίξουν τους χοίρους και να στρέψουν την οργή των ανθρώπων εναντίον του Θεού. Έτσι, όταν μπροστά τους έχουν την απειλή της αβύσσου, αντί γι’ αυτήν προτιμούν να πάνε στους χοίρους.
«Και είπεν αυτοίς· υπάγετε, οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. η' 32). Οι δαίμονες θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους να πνιγούν στη θάλασσα, αν δεν τους εμπόδιζε η δύναμη του Θεού. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ανθρώπους που έχουν παρανοήσει να πέφτουν από μεγάλο ύψος και να γίνονται κομμάτια ή να πνίγονται στο νερό ή να πέφτουν στη φωτιά ή να απαγχονίζονται. Οι παγκάκιστοι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους σε τέτοιο τέλος με σκοπό όχι μόνο να καταστρέψουν τη ζωή τους, αλλά να νεκρώσουν και την ψυχή τους, τόσο στην παρούσα όσο και στη μέλλουσα ζωή. Πολύ συχνά όμως συμβαίνει να παρεμβαίνει ο Θεός με τη σοφή πρόνοιά Του και να προφυλλάσσει τον άνθρωπο από τέτοιο θάνατο.
Γιατί ο Κύριος επέτρεψε στα πονηρά πνεύματα να μπουν στους χοίρους; Θα μπορούσε να τα είχε στείλει στα δέντρα ή στις πέτρες. Γιατί ειδικά στους χοίρους; Όχι βέβαια για να κάνει το θέλημά τους, επειδή εκείνοι του το ζήτησαν, αλλά για να διδάξει τους ανθρώπους. Όπου υπάρχουν χοίροι, υπάρχει και ακαθαρσία. Και τα πονηρά πνεύματα αγαπούν τα ακάθαρτα μέρη. Όπου δεν υπάρχει ακαθαρσία, τη φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. Όταν βρίσκουν λίγη ακαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι άλλη και την κάνουν περισσότερη. Όταν μπαίνουν μέσα ακόμα και στον πιο καθαρό άνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ακαθαρσία χοίρων. Με το τρέξιμο των χοίρων και το πέσιμό τους στη θάλασσα, ο Κύριος ήθελε να μας διδάξει πόσο αδύναμη είναι η αντίσταση της λαιμαργίας και της πολυφαγίας στις διαβολικές δυνάμεις και να μας θυμίσει την αρετή της νηστείας.
Τί σχέση έχουν η λαιμαργία κι η πολυφαγία με τους χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τους κατέλαβαν οι δαιμονικές δυνάμεις και τους οδήγησαν στην καταστροφή! Το ίδιο γίνεται με τους λαίμαργους και τους αχόρταγους ανθρώπους, που νομίζουν πως θα γίνουν δυνατοί με την πολυφαγία. Με τον τρόπο αυτόν όμως δε γίνονται δυνατότεροι, αλλά μάλλον ασθενέστεροι, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. (Ο Μέγας Βασίλειος λέει στο λόγο του Ι’ περί νηστείας τ’ ακόλουθα: «Γνωρίζω πως οι γιατροί δε συνιστούν στους αρρώστους ποικιλία φαγητών, αλλ’ αποχή και νηστεία. Μη νομίσεις πως ο καπετάνιος κάποιου πλοίου θα σώσει ευκολότερα το πλοίο του αν το υπερφορτώσει κι όχι αν το φορτώσει με μέτρο»). Οι λαίμαργοι άνθρωποι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστά στους ανθρώπους, όσο (και πολύ περισσότερο) μπροστά στους δαίμονες. Δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο στους δαίμονες από το να τους πνίξουν στη θάλασσα του πνευματικού θανάτου.
Εδώ βλέπουμε μια ακόμα πιο καθαρή διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερή είναι η δύναμη του διαβόλου αν δεν την ελέγχει ο Θεός. Οι δαίμονες που κατοικούσαν σε δύο μόνο ανθρώπους, έπνιξαν σε λίγα λεπτά περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ο Θεός όμως τους κρατούσε εκεί ωσότου έρθει ο Χριστός για να δείξει τη δύναμη και την εξουσία που είχε πάνω τους. Μετά τους επέτρεψε να πάνε στους χοίρους, για να δείξει τη δύναμη των δαιμόνων. Αν το επέτρεπε ο Θεός, οι δαίμονες θα έκαναν μέσα σε λίγα λεπτά σ’ όλους τους ανθρώπους, αυτό που έκαναν στους χοίρους. Ο Θεός όμως αγαπά το ανθρώπινο γένος. Η απεριόριστη αγάπη Του μας συντηρεί στη ζωή και μας προστατεύει από τους πιο σκληρούς κι αδυσώπητους εχθρούς μας.
Θα ρωτήσουν μερικοί: Δε λυπήθηκε ο Θεός πρώτα με το χαμό τόσων πολλών χοίρων και δεύτερο με τη ζημιά των χωρικών; Μόνο ο πονηρός οδηγεί τους ανθρώπους σε τέτοιες σκέψεις, για να δείξει πως ο ίδιος είναι πιο εύσπλαχνος από το Χριστό. Τί άλλο είναι οι χοίροι, παρά άνθος του αγρού; Όταν ο Θεός δε λυπάται τα λευκά κρίνα του αγρού, που είναι στολισμένα καλύτερα από το βασιλιά Σολομώντα και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, γιατί να λυπηθεί τα γουρούνια; Είναι δυσκολότερο στο Θεό να φτιάξει χοίρους από το να φτιάξει τα κρίνα του αγρού; Θα πουν όμως κάποιοι άλλοι: Δεν είναι θέμα κάλλους αλλά χρησιμότητας. Και είναι οι χοίροι χρήσιμοι στους ανθρώπους μόνο όταν τους τρέφουν και τους παχαίνουν κι όχι όταν βοηθούν στο φωτισμό της ψυχής τους; Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη περίπτωση. «Πολλών στρουθιών διαφέρετε υμείς» (Ματθ. ι’ 31). Εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Δεν αξίζουν περισσότερο οι άνθρωποι από πολλούς χοίρους, έστω και δυο ή τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς;
Ας αναλογιστεί ο καθένας τη δική του αξία. Και τότε θα φτάσει στο ασφαλές συμπέρασμα πως, σε σχέση με τη μεγάλη ωφέλεια που δέχτηκαν οι άνθρωποι, η απώλεια (των χοίρων) ήταν πολύ μικρή. Ήταν οπωσδήποτε απαραίτητο να δείξει στο αναίσθητο ανθρώπινο γένος πόσο ακάθαρτοι είναι οι δαίμονες, αλλά και πόση είναι η δύναμή τους.
Δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπινα να το εκφράσουν καλύτερα αυτό, όσο η δαιμονοληψία κι ο πνιγμός των χοίρων τη στιγμή ακριβώς που τα ακάθαρτα πνεύματα μπήκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θα μπορούσαν να πείσουν τους ειδωλολάτρες Γεργεσηνούς και Γαδαρηνούς, αν αυτή η τρομερή απόδειξη -ή μάλλον αποκάλυψη- δεν μπορούσε να τους ξυπνήσει από το λήθαργο της αμαρτίας και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν σε ποιο λάκκο τους τραβούσαν ανηλεώς οι δαίμονες, όπως έκαναν με τους χοίρους; Τί θα μπορούσε να τους φέρει ευκολότερα στην πίστη του παντοδύναμου Χριστού;
Ας δούμε όμως τι έγινε μετά. «Οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών» (Ματθ. η' 33, 34). Οι βοσκοί κι οι κάτοικοι της πόλης φοβήθηκαν πολύ (Λουκ. η' 35), τρόμαξαν. Είδαν κάτι που ποτέ τους δεν είχαν δει ή ακούσει. Οι δαιμονισμένοι που τους κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στα πόδια του Χριστού ήρεμοι, νηφάλιοι. Άκουσαν το περιστατικό από τους αποστόλους και τους βοσκούς, πως δηλαδή ο Χριστός θεράπευσε τους δαιμονισμένους κι έτρεμαν από φόβο μπροστά στο Χριστό. Όταν άκουσαν μάλιστα πως οι δαίμονες τον παρακαλούσαν έντρομοι να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, αν τους έβγαζε από τους ανθρώπους, η κατάπληξή τους μεγάλωσε. Έμαθαν τελικά πως τα πονηρά πνεύματα όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τους χοίρους και τους έριξαν στη θάλασσα.
Τ’ άκουσαν όλ’ αυτά οι Γεργεσηνοί κι οι Γαδαρηνοί και τα συνειδητοποίησαν καλά. Μετά είδαν και τους δυο θεραπευμένους, που ενώ λίγο νωρίτερα έμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ιματισμένοι και σωφρονούντες, σα ν’ αναστήθηκαν εκ νεκρών. Κοίταξαν μετά το πρόσωπο του πράου και ταπεινού Κυρίου. Έστεκε ήρεμα και ειρηνικά μπροστά τους, σα να μην είχε κάνει λίγο πριν ένα θαύμα μεγαλύτερο από το να ισοπεδώσει το λόφο των Γεργεσών και να το ρίξει στη θάλασσα. Απ’ όλ’ αυτά ένα κράτησαν οι κάτοικοι των δύο πόλεων στο νου και την καρδιά τους: πώς τα γουρούνια τους χάθηκαν, η περιουσία τους καταστράφηκε χωρίς επανόρθωση. Αντί να κάνουν μετάνοια και να τον ευχαριστήσουν που έσωσε τους δυο δαιμονισμένους, εκείνοι παραπονιούνταν επειδή έχασαν τα γουρούνια! Αντί να προσκαλέσουν τον Κύριο για να τον φιλοξενήσουν, του ζήτησαν να φύγει από τα όριά τους όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αντί να υμνήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό, εκείνοι άρχισαν να θρηνούν για το χαμό των γουρουνιών.
***
Ας μη βιαστούμε να κατηγορήσουμε την αγάπη των Γεργεσηνών για τα γουρούνια τους, προτού αξιολογήσουμε τη σημερινή κοινωνία. Να εκτιμήσουμε όλους τους συμπολίτες μας που επίσης είναι πολύ δεμένοι με τα ζώα τους, όπως οι Γεργεσηνοί, που νόμιζαν πως τα γουρούνια τους αξίζουν περισσότερο από τους γείτονές τους. Για σκεφθείτε, πόσοι είναι σήμερα εκείνοι απ’ αυτούς που κάνουν το σταυρό τους, ομολογούν το Χριστό με τη γλώσσα τους, αλλά πολύ σύντομα θα μπορούσαν να σκοτώσουν δυο ανθρώπους, αν η πράξη αυτή θα τους χάριζε δυο χιλιάδες χοίρους; Ή σκεφθείτε αν υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας που θα θυσίαζαν δυο χιλιάδες χοίρους για να σώσουν τη ζωή δύο δαιμονισμένων. Ας ντραπούν εκείνοι που καταδικάζουν τους Γεργεσηνούς προτού κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Αν οι Γεργεσηνοί ανασταίνονταν σήμερα από τους τάφους τους κι άρχιζαν να μετρούν πόσοι άνθρωποι έχουν την ίδια νοοτροπία μαζί τους, στην Ευρώπη θά ‘φθαναν σ’ ένα τεράστιο αριθμό. Εκείνοι τουλάχιστο ζήτησαν από το Χριστό να φύγει, ενώ οι λαοί της Ευρώπης τον απομακρύνουν οι ίδιοι. Γιατί; Για να μείνουν μόνοι με τα γουρούνια τους και τους κυρίους τους, τους δαίμονες.
Ολόκληρο το περιστατικό αυτό όμως, από την αρχή ως το τέλος, έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Αυτά που είπαμε ως τώρα είναι αρκετά για διδασκαλία, για υπόμνηση και για την ανάσταση όλων εκείνων που μέσα στο σώμα τους νιώθουν κλεισμένοι σα να βρίσκονταν μέσα σε τάφο· εκείνων που αντιλαμβάνονται την επίδραση των δαιμονικών δυνάμεων στα πάθη που τους πιέζουν σαν χειροπέδες ή σαν αλυσίδες, που τους τραβούν βίαια στην άβυσσο της καταστροφής· εκείνων που, παρ’ όλ’ αυτά, πιστεύουν στην αξία του ανθρώπου, ότι η ψυχή τους αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα γουρούνια, όλα τα κτήνη, όλες τις περιουσίες και τα πλούτη, που αναζητούν τη θεραπεία και το Θεραπευτή των ασθενειών τους περισσότερο απ’ όλα τ’ αγαθά τους.
Ολόκληρη η διήγηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Και εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν» (Ματθ. θ' 1). Στους Γεργεσηνούς δεν είπε ούτε λέξη. Σε τί θα χρησίμευαν οι λέξεις εκεί που δεν έπεισε το θαύμα; Οι λέξεις δε θα τους έκαναν να πιστέψουν. Τί αξία θα είχε να κάνει τους νεκρούς τάφους να πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπήκε στο πλοίο κι αναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση υπομονή, τί θεϊκό μεγαλείο! Πόσο κενή ήταν η νίκη για έναν από τους καίσαρες που έγραψε στη σύγκλητο: «Ήλθον, ειδον, εκυρίευσα!». Ο Χριστός είδε, κυρίευσε και έμεινε σιωπηλός. Κρατώντας τη σιωπή Του έδωσε στη νίκη Του έναν υπέροχο κι αιώνιο χαρακτήρα. Αν θέλουν οι ειδωλολάτρες ας μάθουν από το παράδειγμα του ταπεινού Κυρίου Ιησού, που ποτέ δε φροντίζει να εντυπωσιάσει. Όποιος τον δέχεται, δέχεται την αιώνια ζωή. Όποιος τον διώχνει από τη ζωή του, παραμένει στη συντροφιά των χοίρων, στην αιώνια παραφροσύνη και τον αιώνιο θάνατο.
Κύριε Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, θεράπευσέ μας, σώσε μας! Σε Σένα πρέπει δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Ομιλίες Δ’. Εκδ. Πέτρου Μπότση), Η άλλη όψη
Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των παρόντων, μεταβαίνοντας από τα θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το έδαφος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνοντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του κομπασμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως εξουσίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.
Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέγει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, λέγει ο Λουκάς, «έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον μεταφέρη εκεί.
Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει. Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου. Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε. Πράγματι, κάτι ανάλογο έπραξε και στην περίπτωσι της Φοινικίσσης γυναικός, αν και φαινομενικώς έκαμε το αντίθετο. Διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλήται στην οικία, με ιδικήν του πρωτοβουλία υπόσχεται ότι θα μεταβή, για να μάθης την πίστι και την πολλήν ταπεινοφροσύνη τού εκατοντάρχου· στην περίπτωσι δε της Χαναναίας αρνείται την ευεργεσία και δείχνει μεγάλην απορία για την επιμονή της, επειδή ως σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να θεραπεύη τα αντίθετα με τα αντίθετα. Και εδώ μεν με την αυτεπάγγελτο παρουσία, εκεί δε με την παρατεταμένην αργοπορία και άρνησιν αποκαλύπτει την πίστι τής γυναικός. Το ίδιο έκαμε και με τον Αβραάμ, λέγοντας «δεν θα το αποκρύψω από τον δούλο μου Αβραάμ», για να μάθης την φιλοστοργίαν, εκείνου και την φροντίδα του υπέρ των Σοδόμων. Και στην περίπτωσι του Λωτ οι απεσταλμένοι αρνούνται να εισέλθουν στον οίκον του, για να μάθης το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου.
Και τί λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Ας ακούσωμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσωμε και ας παραδειγματισθούμε από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ιδίαν πλουσία διάθεσι. Διότι και όταν υποδεχθής πτωχόν και πεινασμένον και γυμνόν, εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες. «Αλλ’ ειπέ λόγω μόνον, και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίταξε ότι και αυτός, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον «πρόσταξε». Έπειτα, φοβούμενος μήπως από μετριοφροσύνην αρνηθή, λέγει: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και τω άλλω έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί».
Και τί σημασία έχει αυτό, θα έλεγε κάποιος, αν ο εκατόνταρχος έκαμε όλην αυτή την περιγραφή; Το ζητούμενον είναι εάν ο Χριστός την απεδέχθη και την επεκύρωσε. Είναι καλό και πολύ ορθόν αυτό που λέγεις. Ας το ιδούμε λοιπόν αυτό και θα διαπιστώσωμε ότι έγινε και εδώ ό,τι και στην περίπτωσι του λεπρού. Διότι όπως ο λεπρός είπε: «Εάν θέλης» (και δεν βασίζεται μόνον στον λεπρόν ο ισχυρισμός μας περί της εξουσίας του Χριστού, αλλά και στους λόγους τού Χριστού· διότι όχι μόνον δεν διέλυσε την υπόνοια, αλλά και περισσότερο την επεβεβαίωσε, προσθέτοντας αυτό που ήταν περιττό να ειπή, λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι», για να επικυρώση την πίστιν εκείνου) έτσι και εδώ αξίζει, βεβαίως, να εξετάσωμε, εάν συνέβη κάτι παρόμοιον. Και πράγματι θα διαπιστώσωμε ότι πάλι το ίδιο συνέβη. Διότι, όταν τοιαύτα είπε ο εκατόνταρχος και του ανεγνώρισε αυτήν την εξουσία, ο Κύριος όχι μόνον δεν τον ήλεγξε, αλλά και τον επεδοκίμασε και έκαμε κάτι ακόμη περισσότερον από την επιδοκιμασία. Πράγματι ο Ευαγγελιστής δεν είπε ότι απλώς επήνεσεν αυτό που ελέχθη, αλλά φανερώνοντας και επαύξησι του επαίνου, λέγει ότι και εθαύμασε· και όχι απλώς εθαύμασε, αλλά και παρόντος όλου του πλήθους τον έθεσε ως υπόδειγμα και στους άλλους, ώστε να ποθήσουν να τον μιμηθούν.
Βλέπεις πώς θαυμάζεται από τον Κύριον όποιος ομολογεί την εξουσία του; Διότι μόλις προ ολίγου έλεγεν ο Ευαγγελιστής: «Και εξεπλήττοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού, ότι ως εξουσίαν έχων εδίδασκε». Και όχι μόνον δεν τους ήλεγξε, αλλά και παίρνοντάς τους κατέβη από το όρος και επεκύρωσε την γνώμη τους με τον τρόπο που εκαθάρισε τον λεπρό. Εκείνος πάλιν έλεγε: «εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι»· και όχι μόνον δεν τον επετίμησε, αλλά και τον εκαθάρισε, θεραπεύοντάς τον έτσι, όπως του είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι λέγει: «είπε λόγω μόνον και ιαθήσεται ο παις μου»· και ο Κύριος θαυμάζοντας αυτόν έλεγε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».
Για να το διαπιστώσης δε αυτό και εκ του αντιθέτου, άκουσε: Επειδή η Μάρθα δεν είχεν ειπεί κάτι παρόμοιον, αλλά, αντιθέτως, ότι «όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», όχι μόνον δεν επηνέθη, μολονότι ήταν γνωστή και αγαπητή, και από τους πλέον αφωσιωμένους σ’ αυτόν, αλλά και επετιμήθη και διωρθώθη από αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει σωστά. Γι’ αυτό της είπε: «ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;», ελέγχοντάς την με τον τρόπον αυτό για το ότι ακόμη δεν είχε πιστεύσει. Πάλιν, επειδή έλεγε: «όσα αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», για να την απομακρύνη από αυτήν την αντίληψι και να την διδάξη ότι δεν χρειάζεται να λάβη από αλλού, αλλά αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», το οποίο σημαίνει «δεν περιμένω να δεχθώ ενέργειαν, αλλά κατεργάζομαι τα πάντα αφ’ εαυτού μου».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον προβάλλει ενώπιον όλων και τον τιμά υποσχόμενος να του χαρίση την Βασιλεία του και τους άλλους καλεί προς μίμησιν του ζήλου του. Και για να βεβαιωθής ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να μάθη και τους άλλους να πιστεύουν έτσι, άκουσε την ακρίβεια του Ευαγγελιστού, πώς το υπαινίσσεται αυτό: «Στραφείς», λέγει, «ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν αυτόν ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχη κάποιος μεγάλην υπόληψι περί αυτού, είναι η τρανοτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό προξενεί και την Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη μόνο στους λόγους, αλλά ανταμείβοντας την πίστι του, του παρέδωσε τον ασθενή θεραπευμένο και του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του «Αβραάμ και, Ισαάκ και Ιακώβ· οι δε υιοί τής Βασιλείας εκβληθήσονται έξω». (Επειδή λοιπόν τους επέδειξε πολλά θαύματα, τους ομιλεί τώρα με μεγαλυτέρα παρρησία). Έπειτα, για να μη νομίση κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεσις του εκατοντάρχου, λέγει: «Ύπαγε· ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επηκολούθησε η θεραπεία, η οποία επεβεβαίωσε την προαίρεσί του. («Και ιάθη ο παις αυτού από της ώρας εκείνης»· πράγμα το οποίο συνέβη και στην Συροφοινίκισσα· διότι και σ’ εκείνην είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής»).
Επειδή δε ο Λουκάς, όταν περιγράφη αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα οποία δίδουν την εντύπωσι ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω και αυτό το ζήτημα. Τί λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να έλθη. Ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ήλθε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είμαι άξιος. Ωρισμένοι λέγουν ότι αυτός δεν είναι ο ίδιος με εκείνον, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Επειδή για εκείνον μεν λέγει: «και την συναγωγήν ημών έκτισεν, και το έθνος αγαπά», ενώ γι’ αυτόν ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και στην περίπτωσι εκείνου, δεν είπε «ότι πολλοί ήξουσιν από ανατολών», το οποίον φαίνεται να υπονοή ότι είναι Ιουδαίος. Τί θα ειπούμε λοιπόν; Ότι αυτή η λύσις είναι μεν εύκολος, αλλά το ζητούμενον είναι εάν αληθεύη.
Εγώ έχω την γνώμην ότι αυτός είναι ο ίδιος με εκείνον. Πώς λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε «ουκ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης», ο δε Λουκάς ότι έστειλε να τον προσκαλέσουν; Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς θέλει να δείξη την κολακεία των Ιουδαίων, και ότι εκείνοι που ευρίσκονται σε συμφορά, επειδή επικρατεί μέσα τους ακαταστασία, αλλάζουν εύκολα γνώμη. Διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβή ο ίδιος, να εμποδίσθη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θέλοντας να τον κολακεύσουν του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρωμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησίς τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γάρ το έθνος ημών», λέγει, «και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πως να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι έπρεπε να ειπούν, ότι ηθέλησε να έλθη ο ίδιος και να σε παρακαλέση, αλλά τον εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας την συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνητο, και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέγουν όμως αυτόν, διότι δεν ήθελαν, εξ αιτίας τού φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστι τού ανδρός· αλλά προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετήν του - πράγμα για το οποίο και ήλθαν μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανή ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν κάποιος σπουδαίος - παρά διακηρύσσοντας την πίστιν εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίση τον νου. Αλλά ο Κύριος, που γνωρίζει τα απόρρητα, παρά την θέλησί τους διεκήρυξε την αρετήν του. Και για να διαπιστώσης ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε πάλι τον ίδιο τον Λουκά πώς το περιγράφει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι «ου μακράν απέχοντος αυτού έπεμψε λέγων ω Κύριε, μη σκύλλου (ταλαιπωρείσαι), ου γαρ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». «Όταν δηλαδή απηλλάγη από την ενόχλησί τους, τότε στέλνει ανθρώπους του και λέγει «μη νομίσης ότι από οκνηρία δεν ήλθα, αλλά εθεώρησα τον εαυτό μου ανάξιο να σε δεχθώ στον οίκο μου».
Εάν δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· διότι το ζητούμενον είναι εάν ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς παρουσίασε την προθυμία του ανδρός, και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον Χριστόν. Είναι δε φυσικόν, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος να του τα ειπή. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει ό,τι παραλείπει ο άλλος. Πρόσεξε δε πως και με άλλον τρόπον ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστι τού εκατοντάρχου, λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνη· αλλ’ όμως ούτε αυτό τον ωδήγησε σε απόγνωσι, ούτε τον έκαμε να απελπισθή. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» φανερώνοντας με τον τρόπον αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς, ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήση την συναγωγήν και το έθνος να αγαπά. Συ όμως μην εξετάζης μόνον τα λόγια τού ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το αξίωμά του και τότε θα αντιληφθής την αρετήν του. Επειδή είναι μεγάλη η αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννην άρχοντας φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι, μέλλει γαρ μου το παιδίον τελευτάν». Αυτός όμως δεν είπε έτσι· αλλά είναι πολύ καλλίτερος και από αυτούς που κατέβασαν την κλίνην από την στέγη. Διότι ούτε την σωματικήν παρουσία τού ιατρού επιζητεί, ούτε έφερε τον ασθενή πλησίον του· πράγμα που δεικνύει άνθρωπο που δεν έχει σε μικρή υπόληψι τον Κύριο, αλλά τον βλέπει ως Θεόν γι’ αυτό και του λέγει· «ειπέ λόγω μόνον». Ούτε λέγει από την αρχήν «ειπέ λόγω», αλλά μόνον διηγείται το πάθος· διότι από την πολλήν του ταπεινοφροσύνη δεν προσδοκούσε ότι αμέσως ο Χριστός θα συναινέση και θα επιζητήση την οικία. Γι’ αυτό και όταν τον ήκουσε να λέγη: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», τότε προσέθεσε «ειπέ λόγω». Και ούτε έγινε η συμφορά αιτία να χάση την ψυχραιμία του, αλλά και μέσα σ’ αυτήν φιλοσοφεί, αποβλέποντας όχι τόσο στην υγεία τού παιδιού, όσο στο να μη θεωρηθή ότι πράττει κάτι το ανευλαβές. Μολονότι, βεβαίως, δεν εξηνάγκασεν αυτός τον Χριστόν, αλλά ο ίδιος υπεσχέθη να μεταβή στην οικία του, παρά ταύτα φοβείται μήπως υπερτιμά και έτσι επιβαρύνει τον εαυτόν του.
Είδες την σύνεσί του; Πρόσεξε και την μωρία των Ιουδαίων, οι οποίοι λέγουν: «Άξιός εστιν ω παρέξει την χάριν». Ενώ έπρεπε να επικαλεσθούν την φιλανθρωπία τού Ιησού, αυτοί προβάλλουν την αξία τού ανθρώπου, και ούτε γνωρίζουν πως να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Εκείνος όμως δεν κάμει το ίδιο, μάλιστα ομολογεί εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του, όχι μόνο να δεχθή την ευεργεσία, αλλά και να υποδεχθή τον Κύριο στην οικία του. Γι’ αυτό και όταν είπε «ο παις μου βέβληται», δεν προσέθεσε «ειπέ», αλλά μόνον του ανήγγειλε την συμφορά. Όταν όμως είδε τον Χριστόν πρόθυμο για την ευεργεσίαν, ούτε τότε επροχώρησε αδιάκριτα, αλλά και πάλι συγκροτείται διατηρώντας την πρέπουσα μετριοπάθειά του.
Εάν δε ειπή κάποιος, για ποιόν λόγο δεν του ανταπέδωσε ο Χριστός την τιμή; Θα απαντούσαμε ότι τον ετίμησε και μάλιστα πολύ. Πρώτον μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του. Δεύτερον δε με το να τον εισαγάγη στην Βασιλεία του και να τον προτιμήση από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.
Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατόνταρχος δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλμούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πάθη τών ανθρώπων και ο θάνατος και τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξουσιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προβάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θεωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύεται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».
Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη. Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θανάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως, αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δεικνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο· τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.
Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσετε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαίων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς, ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».
Μαζί δε με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχατον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη. Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν. Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγγελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προαγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χριστού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.
Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παράδοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πιστούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, παρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.
Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση». Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;». Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυφήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας. Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς...
Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους θρήνους επέδειξε, πόσην μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύκτες· τις πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκολα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.
Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν.
Πηγή: (4ος - 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομιλία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163), Η άλλη όψη
1. Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται. Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶν ἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.
(Λουκ. ιθ’ 1-10)
Όποιος θέλει να δει το Χριστό, πρέπει να σκαρφαλώσει πνευματικά, να υπερβεί τη φύση, γιατί ο Χριστός είναι ανώτερος απ’ αυτήν. Είναι πιο εύκολο να δεις ένα βουνό όταν είσαι πάνω σ’ ένα λόφο, παρά όταν βρίσκεσαι σε μια κοιλάδα. Ο Ζακχαίος ήταν κοντόσωμος άνθρωπος. Επειδή ήθελε πολύ να δει το Χριστό όμως, σκαρφάλωσε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Εκείνος που θέλει να πλησιάσει το Χριστό πρέπει να εξαγνιστεί, γιατί θα συναντήσει τον Άγιο των αγίων, τον Ιερό των ιερών. Ο Ζακχαίος είχε μολυνθεί από τη φιλοχρηματία και την ασπλαχνία. Έτσι όταν αποφάσισε να συναντήσει το Χριστό, έσπευσε να εξαγνιστεί με μετάνοια και με έργα ελέους. Μετάνοια είναι η απομάκρυνση απ’ όλους τους παλιούς δρόμους που πατούν τα πόδια των ανθρώπων, αυτούς που ακολουθούν οι σκέψεις κι οι επιθυμίες τους, και η επιστροφή σ’ έναν καινούργιο δρόμο: στο μονοπάτι του Χριστού.Πώς όμως μπορεί να μετανοήσει ένας αμαρτωλός αν η καρδιά του δε συναντήσει το Χριστό και δεν αναγνωρίσει την αμαρτωλότητά του; Προτού ο κοντόσωμος Ζακχαίος δει τον Κύριο με τα σωματικά μάτια του, τον συνάντησε εσωτερικά, με την καρδιά του, και μετανόησε για όλες τις πράξεις του.
Μετάνοια είναι ο πόνος της αυταπάτης, όπου είχε παρασυρθεί για πολύ καιρό ο αμαρτωλός, για πάρα πολύ καιρό, ωσότου νιώσει τον πόνο αυτόν. Από μόνος του όμως ο πόνος αυτός οδηγεί στην απελπισία, στον αυτοαφανισμό, αν δε συνοδευτεί από το φόβο του Θεού. Μόνο τότε ο πόνος της αυταπάτης γίνεται θεραπευτικός κι όχι καταστροφικός. Ο ιερός Αυγουστίνος πρώτα ένιωσε τον πόνο της αυταπάτης, που αν δεν είχε προχωρήσει στο φόβο του Θεού, θα τον είχε οδηγήσει στην ψυχική απώλειά του.
Μετάνοια είναι η ξαφνική διαπίστωση της λέπρας του ανθρώπου, μια κραυγή στον Θεραπευτή για θεραπεία. Είναι όπως ο μελαχροινός άνθρωπος που για πολύ καιρό δεν έχει κοιταχτεί σε καθρέφτη κι έπειτα, ξαφνικά, έρχεται αντιμέτωπος με την εικόνα του και διαπιστώνει πως τα μαλλιά του έχουν γκριζάρει. Με τον ίδιο τρόπο σκέφτεται ο αμετανόητος αμαρτωλός και για πολύ καιρό επιμένει πως η ψυχή του είναι υγιής κι αναμάρτητη, ωσότου τα πνευματικά του μάτια ανοίγουν ξαφνικά και βλέπει πως η ψυχή του έχει προσβληθεί από λέπρα. Πώς θα μπορούσε να δει τη λέπρα της ψυχής του αν δεν είχε κοιταχτεί σ’ έναν καθρέφτη; Καθρέφτης είναι ο Χριστός. Σ’ Αυτόν βλέπει ο καθένας μας καθαρά πως είναι. Ο μοναδικός αυτός καθρέφτης δόθηκε στους ανθρώπους για να βλέπουν μέσα του και να διαπιστώνουν την πνευματική τους κατάσταση. Μπροστά στο Χριστό βλέπει κάθε άνθρωπος, σαν σε πεντακάθαρο καθρέφτη, τον εαυτό του άρρωστο και άσχημο. Βλέπει όμως και την πρωταρχική εικόνα του – πώς ήταν κάποτε και πώς πρέπει να ξαναγίνει. Ο αμαρτωλός Ζακχαίος εξωτερικά ήταν υγιής, όμορφος. Όταν πήγε να γνωρίσει τον Κύριο Ιησού είδε τη φοβερή λέπρα του κι ένιωσε τον τρομερό πόνο, που δεν μπορεί να γιατρέψει κανένας επίγειος γιατρός, παρά μόνο ο Χριστός.
Μετάνοια είναι η αρχή της θεραπείας από το εγωιστικό θέλημα, η αρχή της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος ζει με το δικό του θέλημα, γρήγορα χάνει τη βασιλική αξία του μέσα σ’ ένα σταύλο ζώων και σε φωλιά αγριμιών.
Κανένας άνθρωπος στη γη δεν μπόρεσε να ζήσει με το δικό του θέλημα και να παραμείνει σωστός άνθρωπος. Ο «άνθρωπος» δεν μπορεί να γίνει συνώνυμος με το «εγωιστικό θέλημα». Άνθρωπος, αληθινός άνθρωπος, σημαίνει ολοκληρωτική υποταγή σ’ ένα ανώτερο και υψηλότερο θέλημα, στο διακριτικό κι αλάθητο θέλημα του Θεού. Οι θεληματάρηδες ζουν σε άσυλα φρενοβλαβών, σε σπίτια ολοσκότεινα. Τα σώματά τους είναι σκοτεινά, όπως κι οι ψυχές τους. Το θέλημα ανοίγει την πόρτα στο ακοίμητο σκουλήκι, που κατατρώει την ψυχή και το σώμα του αμαρτωλού. Μετάνοια είναι η αποκάλυψη της ίδιας της φωλιάς του σκουληκιού. Όταν τα μάτια του αμαρτωλού ανοίγουν και βλέπει τι έχει μέσα του, κραυγάζει: «Αλίμονό μου! Πώς αναπτύχθηκε τόσο μεγάλο πλήθος σκουληκιών μέσα μου; Αλίμονό μου! Ποιος θα μ’ ελευθερώσει απ’ αυτόν τον εσμό των κακών σκουληκιών;»
***
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή περιγράφει έναν αμαρτωλό που μετανόησε. Μιλάει για τον κοντόσωμο Ζακχαίο, που εξαγνίστηκε με τη μετάνοια και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο για να δει το Χριστό, τον Ύψιστο· που θεραπεύτηκε από την πνευματική λέπρα της πλεονεξίας και της φιλοχρηματίας με τη δύναμη του παντοδύναμου Χριστού. Ο Κύριος έφερε πολλούς στη μετάνοια· βρήκε κι έσωσε πολλούς «απολωλότες»· κάλεσε κοντά Του πολλούς που είχαν ξεστρατίσει και τους έβαλε στο σωστό δρόμο. Η θεία πρόνοια όμως θέλησε να καταγραφούν στο ευαγγέλιο λίγα παραδείγματα μετανοίας, εκείνα που είναι χαρακτηριστικά και διδακτικά για όλες τις γενιές των ανθρώπων. Το παράδειγμα του αποστόλου Πέτρου δείχνει μια επανειλημμένη πτώση για το φόβο των ανθρώπων, αλλά και μετάνοια από αγάπη για το Θεό. Το παράδειγμα της αμαρτωλής γυναίκας φανερώνει τη λέπρα της ανηθικότητας και τη θεραπεία της. Το παράδειγμα του Ζακχαίου δείχνει τη λέπρα της πλεονεξίας και τη θεραπεία της. Το παράδειγμα του μετανιωμένου ληστή στο σταυρό δείχνει τη δυνατότητα και τη σωστική δύναμη της μετάνοιας ακόμα και στο μεγαλύτερο αμαρτωλό, ως και την ύστατη στιγμή της ζωής, μόλις πριν από το θάνατο.
Όλα τα παραδείγματα αυτά είναι ανθρώπων που μετανόησαν αλλά είχαν ελπίδα, που οδηγεί στη ζωή. Είναι εικόνες μετάνοιας που μπαίνουν μπροστά μας, ώστε ανάλογα με την αμαρτωλή μας κατάσταση, να διαλέξουμε το δρόμο ή τον τρόπο της σωτηρίας μας. Υπάρχει όμως και μετάνοια που είναι νεκρική, απελπισμένη και αυτοκτονική. Τέτοια ήταν η μετάνοια του προδότη Ιούδα: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον…και απελθών απήγξατο» (Ματθ. κζ’ 4,5). Τέτοια μετάνοια, που οδηγεί στην απόγνωση και την αυτοκτονία, δεν έχει σχέση με την ευλογημένη χριστιανική μετάνοια. Είναι σατανική και αυτοκαταστροφική οργή που στρέφεται κατά του κόσμου, αλλά και κατά της ίδιας της ζωής. Τέτοια μετάνοια είναι σατανική αποστροφή και περιφρόνηση προς τον άνθρωπο, προς τον κόσμο και τη ζωή. Σήμερα όμως ας σταθούμε στο υπέροχο παράδειγμα της σωστικής μετάνοιας του Ζακχαίου, που διαβάζουμε στο σημερινό ευαγγέλιο: «Και εισελθών (ο Ιησούς) διήρχετο την Ιεριχώ. και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης, και ούτος ην πλούσιος και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις εστι, και ουκ ηδύνατο από του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ην· και προσδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι δι’ εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι» (Λουκ. ιθ’ 1-4). Αυτό έγινε τον καιρό που ο Κύριος έκανε κι άλλο ένα θαύμα στην Ιεριχώ: τη θεραπεία του τυφλού Βαρτιμαίου. Αυτό που έκανε ο Χριστός στο Ζακχαίο δεν ήταν καθόλου μικρότερο από τη θεραπεία του τυφλού. Άνοιξε τα σωματικά μάτια του Βαρτιμαίου και τα πνευματικά μάτια του Ζακχαίου. Εξάλειψε την τυφλότητα από τα μάτια του Βαρτιμαίου κι από την ψυχή του Ζακχαίου. Στον Βαρτιμαίο άνοιξε τα παράθυρα για να δει τα θαυμάσια του Θεού στον ορατό κόσμο, στο Ζακχαίο άνοιξε τα παράθυρα της ψυχής, για να δει τα θαυμάσια του Θεού στον ουράνιο, τον πνευματικό κόσμο.
Το θαύμα που έκανε στο Βαρτιμαίο ενισχύεται απ’ αυτό που έκανε στο Ζακχαίο. Η απόδοση της σωματικής όρασης λειτουργεί και για την επίγνωση της πνευματικής όρασης. Κάθε θαύμα που έκανε ο Κύριος Ιησούς είχε κυρίως πνευματικό στόχο, που γενικά αφορούσε στην πνευματική όραση της τυφλής ανθρωπότητας, ώστε να δει την παρουσία του Θεού, την παντοδυναμία και την αγαθότητά Του. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε κατά ένα μέρος στη θεραπεία των δέκα λεπρών, αφού ο ένας τους μόνο, μαζί με τη σωματική θεραπεία, θεραπεύτηκε και πνευματικά και γύρισε για να ευχαριστήσει τον Κύριο (βλ. Λουκ. ιζ’ 12-19). Στην περίπτωση του τυφλού Βαρτιμαίου όμως, όπως και στη πλειονότητα των άλλων θαυμάτων, ο στόχος επιτεύχθηκε απόλυτα. Ο Βαρτιμαίος είδε από τη στιγμή που μίλησε ο Κύριος κι αμέσως αποκαταστάθηκε κι η πνευματική του όραση, αφού την ίδια στιγμή βεβαιώθηκε για την παρουσία του Θεού, την παντοδυναμία και την αγαθότητά Του «και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν» (Λουκ. ιη’ 43).
Ο τυφλός Βαρτιμαίος έλαβε την όρασή του, αλλά μαζί του έλαβαν την πνευματική τους όραση και πολλοί άλλοι που είδαν το θαύμα του Κυρίου. Διαβάζουμε στο ίδιο εδάφιο πως «και πας ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Το θαύμα αυτό είναι πολύ πιθανό να επηρέασε και τον Ζακχαίο τον τελώνη, ν’ άνοιξε την πνευματική του δράση. Σίγουρα θα είχε ακούσει από πριν αρκετά πράγματα για τα θαυμαστά έργα και το θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού. Έτσι γεννήθηκε μέσα του η ανυποχώρητη επιθυμία να τον δει. Έσπρωξε τους ανθρώπους που ήταν ψηλότεροι από εκείνον για ν’ ανοίξει δρόμο, μα δεν μπόρεσε και τελικά σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο για να εκπληρώσει την επιθυμία του.
Οι τελώνες λογαριάζονταν αμαρτωλοί άνθρωποι, ακάθαρτοι. Μαζεύοντας τους φόρους του κράτους, γέμιζαν και τις δικές τους τσέπες. Γι’ αυτό και τους τοποθετούσαν κοντά στους ειδωλολάτρες (βλ. Ματθ. ιη’ 17). Όταν οι εισπράκτορες των φόρων γενικά, οι τελώνες, είχαν τέτοια κακή φήμη, τι υπόληψη θα μπορούσε να έχει ένας αρχιτελώνης; Ο κοντόσωμος Ζακχαίος ήταν ένας απ’ αυτούς. Ήταν αρχιτελώνης, επομένως ήταν και πλούσιος. Γι’ αυτό λοιπόν τον περιφρονούσαν και τον φθονούσαν. Η περιφρόνηση κι ο φθόνος ήταν οι δυο τοίχοι ανάμεσα στους οποίους συμπιεζόταν η ψυχή του πλούσιου αμαρτωλού σ’ αυτή τη ζωή. Μέσα από τον αμαρτωλό Ζακχαίο όμως ξεπήδησε ο άνθρωπος Ζακχαίος, που αντιπάλευε τον αμαρτωλό που είχε μέσα του. Έτσι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να βρεθεί μπροστά και να σκαρφαλώσει ψηλά για να δει το Χριστό, να δει έναν άνθρωπο αναμάρτητο, ν’ ατενίσει τη δική του πρωταρχική κι αμόλυντη εικόνα. Ο άνθρωπος Ζακχαίος τότε κατόρθωσε να σκαρφαλώσει ψηλά, να χρησιμοποιήσει σαν σκάλα τη συκομορέα που ήταν δίπλα στο δρόμο απ’ όπου περνούσε ο Κύριος.
«Και ως ήλθεν επί τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν και είπε προς αυτόν· Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. ιθ’ 5). Από τα λόγια αυτά φαίνεται πως ως τη στιγμή εκείνη ο Ζακχαίος δεν είχε δει τον Κύριο. Ο Κύριος τον είδε πρώτος. Αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν και τον κάλεσε. Με την πνευματική του όραση ο Κύριος είχε δει τον Ζακχαίο νωρίτερα. Με τα σωματικά Του μάτια τον είδε ως ήλθεν επί τον τόπον.
Αν κι ο κοντόσωμος Ζακχαίος είχε απομακρυνθεί από το πλήθος κι είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο, ο Κύριος τον είχε δει από την ώρα που βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος, προτού ανεβεί στη συκομορέα. Πόσο διακριτικός είναι ο Κύριος και Θεός μας! Εκείνος μας βλέπει, ενώ εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Όταν τον αναζητούμε και κάνουμε πολλές προσπάθειες για να τον βρούμε και να τον δούμε, Εκείνος μας έχει ήδη δει. Όταν κατευθύνουμε την πνευματική μας ματιά προς Αυτόν αναζητώντας Τον, τότε θα εμφανιστεί και θα μας καλέσει με τ’ όνομά μας, να κατεβούμε από τα υψηλά και επικίνδυνα βράχια της λογικής και να διεισδύσουμε με την προσευχή στις καρδιές μας, στον αληθινό μας τόπο. Και τότε θα μας πει ο Κύριος: σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι. Όταν ο νους του ανθρώπου κατεβεί στην καρδιά του κι εκεί βαπτιστεί στα δάκρυά του, προσπαθώντας να προσεγγίσει το Θεό, τότε η καρδιά γίνεται τόπος συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτό είναι το πνευματικό νόημα της διήγησης του Ζακχαίου.
«Και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων» (Λουκ. ιθ’ 6). Πώς να μη βιαστεί ο Ζακχαίος και να τρέξει προς τη φωνή που ανάσταινε νεκρούς, ηρεμούσε τους ανέμους, θεράπευε τους δαιμονισμένους και λύτρωνε τις καρδιές των αμαρτωλών που δάκρυζαν; Πώς να μην υποδεχτεί Εκείνον που επιθυμούσε έστω να τον δει λίγο από μακριά; Πώς να μη νιώσει ανέκφραστη χαρά όταν τον είδε στο σπίτι του, όπου μόνο διάσημοι αμαρτωλοί σύχναζαν;
Έτσι αγαπάει ο Κύριος. Έτσι δίνει τα δώρα Του. Γέμισε ασφυχτικά τα δίχτυα των απογοητευμένων ψαράδων με ψάρια. Έθρεψε χιλιάδες πεινασμένους ανθρώπους στην έρημο, ώστε περίσσεψαν και πολλά κοφίνια με ψωμιά. Δεν έδινε μόνο τη σωματική υγεία, αλλά και την πνευματική, στους αρρώστους που του ζητούσαν να τους βοηθήσει. Δε συγχωρούσε κάποιες από τις αμαρτίες των αμαρτωλών, αλλά όλες. Έκανε από κάθε άποψη έργα βασιλικά, χορηγούσε βασιλική ευσπλαχνία, τά ‘δινε όλα με βασιλική αφθονία.
Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση του Ζακχαίου. Ο αρχιτελώνης ήθελε μόνο να τον δει. Ο Κύριος όμως δεν τον περιόρισε εκεί. Τον κάλεσε πρώτος και μετά τον επισκέφτηκε στο σπίτι του. Έτσι συμπεριφερόταν ο Κύριος. Προσέξτε τώρα τη συμπεριφορά των συνηθισμένων αμαρτωλών ανθρώπων, εκείνων που κομπάζουν με αυτοθαυμασμό και αυτοεκτίμηση: «Και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι» (Λουκ. ιθ’ 7). Είναι ανυπολόγιστη δυστυχία το γεγονός ότι η γλώσσα του ανθρώπου «προτρέχει της διανοίας του». Οι άνθρωποι αυτοί, που η ψυχή τους είχε κλίση προς την κακία κι ο νους τους ήταν αδύναμος, διαμαρτύρονταν, γόγγυζαν και παραπονούνταν, χωρίς να γνωρίζουν τις διαθέσεις του Κυρίου Ιησού, ούτε και την πιθανότητα να είχε αλλάξει ο αμαρτωλός Ζακχαίος, να είχε μετανοήσει. Με τον κοντόφθαλμο νου τους σκέφτονταν, πως ο Κύριος Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ζακχαίου, επειδή δεν ήξερε πόσο μεγάλος αμαρτωλός ήταν ο αρχιτελώνης. Οι Φαρισαίοι έκαναν μια εξίσου κοντόφθαλμη κριτική κι όταν ο Κύριος άφησε την αμαρτωλή γυναίκα να πλύνει τα πόδια Του: «Ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκε αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστι» (Λουκ. ζ’ 39). Έτσι έκριναν τότε, έτσι κρίνουν και σήμερα όσοι έχουν σαρκική αντίληψη, αυτοί που κρίνουν από τα εξωτερικά σημεία και δε γνωρίζουν τα βάθη της ευσπλαχνίας του Θεού ή της καρδιάς του ανθρώπου. Ο Χριστός είπε αρκετές φορές πως στον κόσμο ήρθε για χάρη των αμαρτωλών, ιδιαίτερα μάλιστα των μεγάλων αμαρτωλών. Όπως ο γιατρός δεν επισκέπτεται τους υγιείς αλλά τους αρρώστους, έτσι κι ο Κύριος επισκέπτεται εκείνους που έχουν προσβληθεί από την αμαρτία, όχι τους δίκαιους. Στο ευαγγέλιο δεν αναφέρεται για την περίπτωση αυτή πώς ο Κύριος επισκέφτηκε στην Ιεριχώ κάποιον δίκαιο άνθρωπο, αλλά πώς βιάστηκε να επισκεφτεί το σπίτι του αμαρτωλού Ζακχαίου. Έτσι συμπεριφέρεται κάθε συνειδητός γιατρός στο νοσοκομείο. Επισκέπτεται αμέσως το κρεβάτι του πιο βαριά άρρωστου.
Ο κόσμος ολόκληρος αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονται άρρωστοι άντρες και γυναίκες που τους έχει μολύνει η αμαρτία. Σε σύγκριση τώρα με το Χριστό, όλοι οι άνθρωποι είναι άρρωστοι. Είναι αδύναμοι σε σχέση με τη δύναμή Του· άσχημοι σε σύγκριση με το κάλλος Του. Ανάμεσα στους ανθρώπους όμως υπάρχουν οι άρρωστοι κι οι βαριά άρρωστοι, οι αδύνατοι κι οι πιο αδύνατοι, οι άσχημοι κι οι πιο άσχημοι. Οι πρώτοι λογαριάζονται υγιείς, οι τελευταίοι, αμαρτωλοί. Ο ουράνιος Ιατρός δεν ήρθε στον κόσμο για δική Του ικανοποίηση, αλλά για τη θεραπεία και τη σωτηρία των αρρώστων. Έτσι έτρεξε αμέσως σ’ εκείνον που είχε μολυνθεί περισσότερο. Γι’ αυτό το λόγο συνέτρωγε και συνέπινε με αμαρτωλούς, άφησε τους αμαρτωλούς να δακρύζουν στα πόδια Του και μπήκε στο σπίτι του Ζακχαίου.
Ο Ζακχαίος, τη στιγμή που ο Χριστός μπήκε στο σπίτι του, σίγουρα δεν ήταν ο πιο βαριά άρρωστος άνθρωπος στην Ιεριχώ. Η καρδιά του είχε αλλάξει σε μια στιγμή. Την ίδια αυτή στιγμή ο Ζακχαίος είχε μεταβληθεί σ’ έναν άνθρωπο απόλυτα υγιή, πιο δυνατό και πιο δίκαιο απ’ όλους εκείνους που διαμαρτύρονταν και γόγγυζαν, γιατί είχε μετανοήσει για όλες τις αμαρτίες του κι η καρδιά του είχε αλλοιωθεί. Κι η αλλοίωση αυτή της καρδιάς του φαίνεται από τα παρακάτω λόγια του:
«Σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον· ιδού τα ήμιση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν» (Λουκ. ιθ’ 8). Του το ζήτησε αυτό κανείς; Όχι, κανένας. Ποιoς τoν κατηγόρησε πως είχε αδικήσει άλλους; Κανένας. Μπροστά στην παρουσία του πάναγνου κι αναμάρτητου Κυρίου, ο Ζακχαίος ένιωσε μόνος του την αμαρτία του. Η παρουσία αυτή τον διέγειρε και χωρίς λόγια κι εξηγήσεις προχώρησε σ’ αυτό το βήμα. Η καρδιά που μετανόησε δεν έχει ανάγκη από λόγια για να προσεγγίσει το Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτει άμεσα στο μετανοημένο αμαρτωλό αυτό που πρέπει να κάνει. Φτάνει ο άνθρωπος να μετανοήσει για τις αμαρτίες του με την καρδιά του. Κι αμέσως τότε ο Θεός θα τον σηκώσει με τη δύναμή Του για να παρουσιάσει καρπούς μετανοίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος έδειξε στους ανθρώπους ολόκληρο το δρόμο της αληθινής μετάνοιας: «Μετανοείτε!» Κι αμέσως συνέχισε: «ποιήσατε ουν καρπόν άξιον μετανοίας» (Ματθ. γ΄ 2,8). Μπροστά μας τώρα έχουμε έναν αμαρτωλό που βαδίζει γρήγορα το δρόμο αυτό κι εφαρμόζει την εντολή.
Με το που άκουσε για τον Κύριο Ιησού, ο Ζακχαίος αναστατώθηκε. Όταν τον είδε, μετανόησε ειλικρινά για τις αμαρτίες του. Κι έπειτα, όταν ο γλυκύς Ιατρός έδειξε τόση συμπάθεια και κατανόηση και μπήκε στο σπίτι του, έδειξε τους καρπούς της μετάνοιάς του. Αναγνώρισε κι ομολόγησε την αρρώστια του κι αμέσως πήρε το καλλίτερο φάρμακο εναντίον της.
Έλεγαν τον παλιό καιρό: «Αγαπών αργύριον, ου πλησθήσεται αργυρίου» (Εκκλ. ε’ 9). Ο Ζακχαίος ήταν φιλάργυρος. Είχε περάσει όλη την ως τότε ζωή του μαζεύοντας χρήματα με οποιονδήποτε τρόπο. Και συνήθως οι τρόποι αυτοί ήταν αμαρτωλοί. Αυτή είναι μια αρρώστια που αναπόφευκτα οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια. Είναι μια φωτιά που καίει τόσο περισσότερο τον άνθρωπο, όσο πιο πολλά χρήματα μαζεύει. Δεν υπάρχει ποσότητα χρημάτων που θα ικανοποιήσει τον φιλάργυρο. Όπως η φωτιά δε θα πει ποτέ, «μη με ταΐζετε μ’ άλλα ξύλα, αρκετά είναι αυτά», έτσι και το πάθος της φιλαργυρίας δε θα πει ποτέ «φτάνει, αρκετά».
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από το πάθος αυτό από μόνος του, με τις δικές του προσπάθειες. Μόνο η παρουσία του Θεού, που προκαλεί ντροπή και φόβο στην καρδιά του ανθρώπου, και μαζί της η γνώση κάποιας αξίας μεγαλύτερης από το ασήμι και το χρυσό, μπορεί να το ξεπεράσει. Χωρίς την παρουσία του Χριστού ο Ζακχαίος θα είχε περάσει όλη τη ζωή του με τον ίδιο τρόπο, όπως όλοι οι τελώνες. Και θα είχε πεθάνει περιφρονημένος, καταραμένος και ξεχασμένος. Το όνομά του δε θα το βρίσκαμε γραμμένο στο ευαγγέλιο στη γη, ούτε και στη Βίβλο της Ζωής στον ουρανό. Η παρουσία του Κυρίου όμως διέγειρε την ψυχή του, που ως τότε την είχε νεκρώσει το πάθος της φιλαργυρίας, και τον έκανε καινούργιο άνθρωπο, αναγεννημένο κι αναστημένο. Αυτό είναι ένα αθάνατο μάθημα για όλους τους ανθρώπους, πως κανένας θνητός δεν μπορεί να σωθεί από την αμαρτία χωρίς τη βοήθεια του Κυρίου Ιησού.
Προσέξτε με ποιο τρόπο εξομολογήθηκε την αμαρτία του ο Ζακχαίος. Δεν είπε, «Κύριε, είμαι αμαρτωλός!» ή «αμαρτία μου είναι η φιλαργυρία!». Έδειξε πρώτα τους καρπούς της μετάνοιάς του κι έπειτα ομολόγησε την αμαρτία του: ιδού τα ήμιση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς. Δεν είναι μια καθαρή ομολογία αυτή πως τα πλούτη ήταν το πάθος του; και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. Δεν είναι μια καθαρή ομολογία αυτή πως είχε αποκτήσει τα πλούτη του με άδικο τρόπο; Δεν είπε πριν απ’ αυτό πως «είμαι αμαρτωλός, Κύριε, μετανοώ». Αυτό το ομολόγησε στον Κύριο μυστικά, με την καρδιά του. Κι ο Κύριος δέχτηκε μυστικά την εξομολόγηση και τη μετάνοιά του. Για τον Κύριο αξίζει περισσότερο ν’ αναγνωρίσει ο άνθρωπος και να εξομολογηθεί την αμαρτία του και να ζητήσει βοήθεια με την καρδιά του, παρά να το πει αυτό με τη γλώσσα του. Η γλώσσα μπορεί και να ξεγελάσει, ν’ απατήσει, η καρδιά όμως όχι.
Προσέξτε επίσης πώς απαρνήθηκε ο Ζακχαίος την αμαρτία του, τι προσπάθειες έκανε για να μετακινηθεί στο φως, από τη σκιά του ολέθριου πάθους της φιλαργυρίας . Μοίρασε αμέσως τη μισή περιουσία του στους φτωχούς. Ποιος; Εκείνος που αγαπούσε κάθε δεκάρα που μάζευε και την έκρυβε να μη την δουν οι άνθρωποι. Αυτός που δεν είχε νιώσει ποτέ την ηδονή της προσφοράς.
Όλ’ αυτά όμως δεν ήταν αρκετά. Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, να κάνει καλό στους άλλους και προσφέρθηκε ν’ αποζημιώσει στο τετραπλάσιο όλους εκείνους που αδίκησε. Ο Νόμος του Μωυσή είναι πολύ πιο επιεικής με τους αμαρτωλούς απ’ ό,τι ήταν ο Ζακχαίος με τον εαυτό του. Στο Νόμο λέει ο Μωυσής: «ανήρ η γυνή, ος τις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρωπίνων, και παριδών παρίδη και πλημμελήση η ψυχή εκείνη, εξαγορεύσει την αμαρτίαν ην εποίησε, και αποδώσει την πλημμέλειαν το κεφάλαιον και το επίμεμπτον αυτού προσθήσει επ’ αυτώ, και αποδώσει, τίνι επλημμέλησεν αυτώ» (Αριθ. ε’ 6-7). Αυτά όρισε ο Μωυσής γι’ αυτούς που αναγνώρισαν την αμαρτία τους. Ο Ζακχαίος λοιπόν, που αναγνώρισε την αμαρτία του, έπρεπε σύμφωνα με το Νόμο να επιστρέψει σε όλους όσους αδίκησε ολόκληρο το ποσό που έκλεψε, και ένα πέμπτο του ποσού αυτού περισσότερο. Εκείνος όμως στάθηκε πιο σκληρός στον εαυτό του απ’ ό,τι απαιτούσε ο Νόμος. Θέλησε να εφαρμόσει στον εαυτό του αυτό που προβλέπει ο Νόμος για τους κλέφτες και τους ληστές που δεν αναγνωρίζουν και δεν ομολογούν το έγκλημά τους, μ’ όλο που τους έπιασαν επ’ αυτοφόρω. Ήθελε ν’ αποδώσει στο τετραπλάσιο αυτά που είχε αφαιρέσει από τον καθένα (βλ. Έξ. κβ’ 1). Έτσι είναι όλοι όσοι μετανοούν. Εύσπλαχνοι προς τους άλλους κι αυστηροί με τον εαυτό τους.
«Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν» (Λουκ. ιθ’ 9). Αυτή ήταν η απάντηση του Κυρίου Ιησού στο Ζακχαίο, σε ανταπόκριση της καρδιακής μετάνοιάς του, ως ανταπόδοση στην πνευματική χαρά και τους καρπούς μετανοίας που επέδειξε. Τα τελευταία λόγια,«ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ. ιθ’ 10), ήταν η απάντηση του Χριστού στους σοφούς επικριτές που οργίστηκαν μαζί Του επειδή πήγε στο σπίτι του αμαρτωλού. Ενώ βάδιζαν το δρόμο προς το σπίτι του Ζακχαίου, ενώ γόγγυζαν και θρηνούσαν για την ακαταλληλότητα της επίσκεψης αυτής, ο Κύριος κρατούσε σιωπή, δε μιλούσε, απλά περίμενε. Τι περίμενε; Να δει τις καρδιές των ανθρώπων που γόγγιζαν και μεμψιμοιρούσαν με μίσος για τους ανθρώπους, καθώς και κείνην του μετανιωμένου Ζακχαίου, να εκτεθούν πλήρως στο φως της μέρας. Έδωσε τα ηνία στους δαίμονες της κακίας να φτάσουν στα όριά τους, ώστε η απώλειά τους να είναι καθαρή και προφανής.
Αυτός είναι ο δρόμος της νίκης του Θεού. Ο Θεός δε βιάζεται να δείξει την αδυναμία του πονηρού και τη δική Του δύναμη στην πρώτη αντίθεσή Του με τον πονηρό. Περιμένει να δει τον πονηρό να επαίρεται στους ουρανούς κι έπειτα να σκορπίζεται η δύναμή του στη στιγμή.
Τόσο αδύναμος είναι μπροστά στον παντοδύναμο ο πονηρός, ώστε αν ο Θεός δεν του επέτρεπε να ενεργεί σε κάποιο βαθμό κι έπειτα να περιορίζεται πάλι, οι άνθρωποι δε θ’ αποκτούσαν ποτέ καθαρή εικόνα για τη μεγαλοσύνη Του. Ο Θεός άφησε τις δυνάμεις της κόλασης και της γης να ενεργήσουν στο Γολγοθά, ώστε ν’ αποδείξει μετά και στις δυο αυτές δυνάμεις την ακατανίκητη δύναμή Του.
Την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησε και στην περίπτωση του Ζακχαίου ο Κύριος. Αρχικά πήγε στο σπίτι του. Οι θορυβοποιοί ξέσπασαν σε φωνές, οι γογγυστές γόγγυζαν, οι εμπαίζοντες ενέπαιξαν. Εκείνος όμως έμεινε ήρεμος κι ατάραχος κι ακολούθησε το δρόμο Του. Μπήκε στο σπίτι του Ζακχαίου. Οι αυτοθεωρούμενοι δίκαιοι έμειναν έξω από το κατώφλι του σπιτιού του αμαρτωλού, από φόβο μη μιανθούν. Οι θορυβοποιοί εξακολούθησαν να θορυβούν όλο και πιο δυνατά, οι γογγυστές να γογγύζουν κι οι περιπαίζοντες να περιπαίζουν. Ο θρίαμβος της κακίας έφτασε στο απόγαιό του. Όλοι οι εναντίοι είχαν πειστεί πως είχαν απόλυτα δικαιωθεί, πως ο Χριστός είχε νικηθεί. Εκείνοι γνώριζαν το Ζακχαίο, ενώ ο Χριστός δεν τον ήξερε. Εκείνοι τηρούσαν πιστά το Νόμο, ενώ ο Χριστός τον αθετούσε, αφού πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του αμαρτωλού. Εκείνοι δεν μπορούσαν ν’ απατηθούν, ενώ ο Χριστός μπορούσε. Και απατήθηκε.
Οι εχθροί Του έφτασαν έτσι αβίαστα και λογικά στο συμπέρασμα, πως ο Χριστός ούτε αληθινός διδάσκαλος ήταν, ούτε προφήτης, ούτε Μεσσίας. Αν είχε όλες αυτές τις ιδιότητες, ή έστω μερικές απ’ αυτές, θα γνώριζε ποιος ήταν ο Ζακχαίος και δε θα έμπαινε στο σπίτι του. Επομένως εμείς, οι κάτοικοι της Ιεριχούς, παγιδέψαμε σήμερα το Χριστό κι έτσι θα σώσουμε τον κόσμο από τη μεγάλη αυταπάτη πως Αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Αυτός είναι ένας θρίαμβος, μια μεγάλη νίκη.
Αυτό που πέτυχαν οι εχθροί Του ήταν ν’ ανυψώσουν την κακία τους στον ουρανό. Κι όλη αυτή την ώρα ο Ζακχαίος ωρίμαζε κι εξελισσόταν σ’ έναν καλλίτερο κι αναγεννημένο άνθρωπο. Ο Χριστός πρόσεχε λιγότερο αυτή την ετερογενή και μοχθηρή μάζα και περισσότερο την ανανεωμένη καρδιά του Ζακχαίου. Περίμενε να τελειώσουν όλ’ αυτά και μετά θα μιλούσε. Όταν η μοχθηρία είχε φτάσει στον ουρανό κι η σκληρή κρούστα της μούχλας είχε ξεφύγει από τις φθαρμένες καρδιές των αμαρτωλών, τότε ο Ζακχαίος άνοιξε το στόμα του κι είπε λόγια, που μόνο από το Χριστό θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει: ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς. Αυτός ήταν ένας ξαφνικός κεραυνός που ξέσκισε τα σύννεφα. Γιατί γίνατε ξαφνικά σιωπηλοί, όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ιεριχούς; Γιατί δεν εξακολουθείτε να θορυβείτε, να περιπαίζετε και να γογγύζετε; Γιατί τα λόγια σας πνίγηκαν στο λαιμό σας; Ποιος απατήθηκε, ο Χριστός ή εσείς; Ποιος γνώριζε καλύτερα το Ζακχαίο, εσείς ή ο Χριστός; Ποιος είναι πιο δίκαιος τώρα, εσείς ή ο Ζακχαίος;
Πόσο ταπεινός και πράος είναι ο Κύριος! Όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και τώρα στέκεται σαν το άκακο αρνί μπροστά σε ανθρώπους που αόρατοι λύκοι τους έχουν κάνει πονηρούς. Πόσο σίγουρος, πόσο ήρεμος είναι στη νίκη Του, τώρα όπως και πάντα. Περιμένει πολύ ειρηνικά την κατάλληλη στιγμή. Κι όταν αυτή έρθει, στρέφεται στον άρρωστο άνθρωπο, που για χάρη του άλλαξε δρόμο και πήγε στο σπίτι του. Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο.
Με τα λόγια αυτά ο ουράνιος Θεραπευτής βεβαιώνει τον άρρωστο πως η υγεία του αποκαταστάθηκε. Τώρα είναι έτοιμος να βγει από το νοσοκομείο και παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους υγιείς. Η τυφλότητα εξαφανίστηκε από τα μάτια του, όπως κι από τα μάτια του Βαρτιμαίου. Τώρα μπορεί να βαδίζει ελεύθερα στο δρόμο της δικαιοσύνης και του ελέους. Για να πείσει καθαρότερα όμως και τους άλλους που παρευρίσκονταν εκεί, ο Κύριος πρόσθεσε: καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν. Αληθινός υιός Αβραάμ κατά πνεύμα και κατ’ αλήθεια, όχι μόνο στο όνομα και το αίμα, σαν τους άλλους που περηφανεύονταν ότι ήταν υιοί Αβραάμ μόνο κατ’ όνομα, επειδή προέρχονταν από εκείνον.
Ο Αβραάμ αγαπούσε το συνάνθρωπό του κι είχε φόβο Θεού. Ήταν φιλόξενος, πιστός, δεν ήταν φιλάργυρος, αναπαυόταν στο πνεύμα του Θεού. Κι ο Ζακχαίος έγινε ένας άλλος Αβραάμ. Με τα μεγάλα και καλά έργα του ο Αβραάμ, έγινε προπάτορας όλων των δικαίων. Με τη μετάνοιά του ο Ζακχαίος έγινε γνήσιος απόγονός του, πνευματικός γιός του. Αυτό το αποκάλυψε ο Κύριος για να παρηγορήσει το Ζακχαίο και να προβληματίσει τους εχθρούς του.
Στα τελευταία αυτά λόγια Του πρόσθεσε ο Κύριος: ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός. Ήρθε για ν’ αναζητήσει τους αμαρτωλούς εκείνους που δεν τους αναζητεί κανένας, που όλοι τους απορρίπτουν. Ήρθε να σώσει αυτούς που τόσο ο κόσμος όσο κι οι ίδιοι λογαριάζουν χαμένους. Ο Μεγάλος Ήρωας δεν κατέβηκε από τον ουρανό για να θεραπεύσει εκείνους που υποφέρουν από κάποιο κρυοματάκι, αλλά για να σώσει τους λεπρούς και τους τυφλούς, τους δαιμονισμένους και τους παράλυτους, ν’ αναστήσει νεκρούς από τους τάφους τους. Είχε πει σε μια άλλη περίπτωση ο Κύριος: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’ 13).
***
Αδελφοί μου! Συνειδητοποιείτε ότι τα παραπάνω λόγια εφαρμόζονται σε μας; Γνωρίζετε πως είμαστε αμαρτωλοί που για χάρη μας ο Κύριος κατέβηκε στη γη; Τον έφερε κοντά μας από τον ουρανό η απερινόητη αγάπη Του για μας, για ν’ αναζητήσει το απολωλός και να σώσει τους αμαρτωλούς. Προσέξτε τον κοντόσωμο Ζακχαίο. Στη μεγάλη του επιθυμία για να δει τον Κύριο, έγινε μέγας. Ο Χριστός προσεγγίζει κι εμάς τώρα όπως τότε το Ζακχαίο, περιτριγυρισμένος από πλήθη λαού, εν’ αμέτρητο πλήθος από δίκαιους και κατήγορους. Ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια ορύεται εναντίον Του, γύρω Του, μας κατακλύζει. Δεν ακούτε το μούγκρισμα, το βρυχηθμό της; Σέρνει πάνω της ολόκληρο το παρελθόν και το ακουμπάει δίπλα σου. Κι ανάμεσα στο πλήθος των πολλών εκατομμυρίων, βαδίζει ο ταπεινός Κύριος και Σωτήρας μας. Ας σπεύσουμε λοιπόν, ας ανεβούμε ψηλά για να δούμε τον Κύριο. Τίποτ’ άλλο απ’ όσα έχουν υπάρξει ή υπάρχουν, δεν είναι άξια προσοχής. Ας σηκωθούμε από τη λάσπη του δρόμου που βαδίζαμε ως τώρα. Ας σκαρφαλώσουμε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Εκείνος θα έρθει να μας συναντήσει. Μακάριος είναι αυτός που θα τον καλέσει η γλυκύτατη φωνή Του. Η φωνή που τη γλυκύτητά της απολαμβάνουν οι άγγελοι μέχρι πλησμονής.
Η μετάνοια είναι πραγματικά το πρώτο σκαλί της κλίμακας που μας οδηγεί στη βασιλεία, του Θεού. Κανένας ως σήμερα δεν κατόρθωσε ν’ ανεβεί στο δεύτερο σκαλί, χωρίς να πατήσει στο πρώτο. Στην κενότητα της παρούσας ζωής, η μετάνοια είναι ο πρώτος και μοναδικός τρόπος για να κρούσει κανείς την πόρτα του ουρανού. Μπορείς να χτυπάς με το χέρι σου έναν τοίχο όσο θέλεις. Κανένας δε θ’ ακούσει για να σου ανοίξει. Χτύπα την πόρτα όμως και θα σου ανοίξει. Η μετάνοια είναι το χτύπημα όχι στον τοίχο, αλλά στην πόρτα που οδηγεί στο φως και στη σωτηρία. Αυτός που μετανοεί ειλικρινά και θέλει να μπει στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα, έχει ήδη χτυπήσει μια από τις πόρτες που οδηγούν μέσα στο σπίτι.
Η φιλαργυρία τυφλώνει. Μόνο ο Χριστός δίνει το φως στους τυφλούς. Η φιλαργυρία απομονώνει τον άνθρωπο, τον δένει με τα δεσμά της δουλείας. Ο Χριστός τον βγάζει από την απομόνωση και τον βάζει στη συντροφιά των αγγέλων, ελευθερώνει τον δούλο. Σ’ όλους αυτούς που μετανοούν κι αγωνίζονται να δουν τον Κύριο, φανερώνεται. Και σ’ εκείνους που φανερώνεται, αποκαλύπτει όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης, όλες τις αμέτρητες και σταθερές ευλογίες που παρέχει ο Θεός, αυτές που έχει προετοιμάσει από καταβολής κόσμου γι’ αυτούς που τον αγαπούν.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή:(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014), Η άλλη όψη
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθεί η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις, αλλά και να μην αλαζονευθεί κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής, ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη τη βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο να είχαν προβληθεί από τον εχθρό τα αγωνίσματα.
Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούσιος αυτός για τoν οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται. Αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήσει και άλλον. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν, και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη.
Διότι λέγει «ανθρώπου τινός πλουσίου ηφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ’ εαυτόν, τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμει με τα αγαθά που θα απεκόμιζε; Για να φανεί περισσότερον η μακροθυμία του Θεού, και ότι η καλοσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλοσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών. Έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνει τους σπόρους και να πολλαπλασιάζει δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι. Καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ό,τι άλλο βοηθεί στην προαγωγή της γεωργίας.
Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώσει. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύση, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράσει το περίσσευμα του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη ευ ποιείν ενδεή», και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε», και «διάθρυπτε (να διαμοιράζεις δηλαδή) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον, αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτει συνεχώς τα νέα στα παλαιά, και να αυξάνει την ευπορία με την συγκομιδή κάθε ετους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν. Ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύσει τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι’ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι.
Τι να κάμω; Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη. Στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ιδια λέγει και ο πλούσιος. Η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσή του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθεί και προς τους έξω, και γίνει αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.
Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποιος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποιος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συναννθρώπους σου. Μη νομίζεις ότι όλα έχουν ετοιμασθεί για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρείς ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου. Προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται. Θα απαιτηθεί όμως γι’ αυτά να δώσεις λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά, επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους, και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπείς ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο. Όσοι στερείσθε τον άρτον ελάτε εδώ, να λάβει ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι. Τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυση των αγαθών, και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσεις στον καθένα ό,τι του χρειάζεται, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις όλα, και έτσι θα αποστερήσεις όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά.
Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύχτα τον παρελάμβαναν, και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυση. Του επετράπη όμως να κάνει όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώσει την εσωτερική του διάθεση, ώστε να δεχθεί απόφασιν ανάλογον με την προαίρεσή του.
Αυτό όμως μην το πάθεις εσύ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφεί. Για να αποφύγωμε την εξομοίωση με εκείνον. Την γη να μιμηθείς, ω άνθρωπε. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη, μη φανείς κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήσει εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις. Διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέσει στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον, αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνει λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσεις τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν».
Εάν όμως θαυμάζεις τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας, παρά να έχεις μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψεις εδώ και χωρίς να το θέλεις, ενώ την υπόληψη για τα καλά εργα θα την προσκομίσεις στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώσει ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου, και στους ηθοποιούς, και σε ορισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα σιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύσει, και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού. Και συ που μέλλεις να απολαύσεις τόσην μεγάλη δόξαν, είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί, άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων. Όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός, όσον αφορά στις δαπάνες γι’ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθεί και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα».
Μην αυξάνεις τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένεις πότε θα υπάρξει έλλειψις σίτου για να ανοίξεις τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει δηλαδή την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μην περιμένεις λιμοκτονία για να κερδίσεις χρυσόν, ούτε κοινήν στέρηση για να πλουτίσεις ο ίδιος. Μη καπηλευθείς ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθείς την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσεις χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσεις τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθεί από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επυβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήσει τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήσει να τα αποκτήσει, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήσει αυτά στην αγορά, και να εύρει από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον.
Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνει μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές όρμησε να το πραγματοποιήσει και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδεί με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοση στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύση; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσυνης; Πώς θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πώς θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχει γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;
Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήσει το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι, και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος. Φιλονικείς για να λάβεις όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά, αυτό είναι το ονειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή, που έχει κυριευθεί από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιό ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι, και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσεις όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σένα γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ό,τι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό, να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε (μην προσκολλάτε δηλαδή) την καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται, και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζει, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθεί, και πλημμυρίζει. Καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήσει μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώσει στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψει αυτός την παρούσα ζωήν, παρά να χτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας.
Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του. Σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξτε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων, και αφήστε να ρέει άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήστε τον πλούτο να διαμοιρασθεί μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στερεύουν. Ομοίως και ο πλούτος, όταν μένει στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινείται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Μην τον καταφρονήσεις. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσεις.
Πάντοτε να σε συντροφεύει το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου. Αυτός, με το να φυλάσσει τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζει, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμη δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα. Δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς, και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτη από καρπούς, και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος. Ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών. Διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθείς αυτά που σου εδείχθησαν.
Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι’ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει; «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα. Φάγε, πίε, ευφραίνου καθ’ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθείς; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρεις για να την περιποιηθείς βρώματα της σαρκός; Αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχει αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχει προσοικειωθεί τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά, και ας ευφραίνεται με την καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος.
«Άφρον, ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Α δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλαση. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγεί από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασμένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δεσμευμένον πλούτο, φέρε στο φώς τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσεις, τι άλλο άραγε θα διανοηθείς; Ή μήπως θα τις καταστρέψεις και πάλι θα τις οικοδομήσεις; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζεις αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσεις, και να τα καταστρέφεις πάλι με βιασύνην; Εάν θέλεις, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει ούτε η σήψις τα αφανίζει ούτε τα κλέπτουν οι λησταί.
Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβει αυτός που επείγεται να σε παραλάβει λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλωσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσεις κατόπιν, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσεις τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι πλήρεις οι αποθήκες; Και ο μισθός δεν είναι έτοιμος; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λιώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται, και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκου τoν Σολομώντα: «Μη είπεις, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε δηλαδή), αύριον δώσω… ου γαρ οίδα τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνην έπρεπε να χρεωστά στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθείς να βγάλεις έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις. Δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν. Πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστη στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ’ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδει κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθειρόμενα.
Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τoν εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες, και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέση με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίηση των αναγκών του, και άφηνε το περίσσευμα σ’ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψεις στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγεις ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον Σωτήρα. Εάν όμως ομολογείς ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβεις εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως, και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς όταν αποστερείς τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα διαχειρισθείς, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθεί λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμει, αξίζει να ονομασθεί αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ’ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίσει ανήκει στον ανυπόδητον. Το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ’ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσεις.
Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία, μόνον με την ενθύμηση. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθεις πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανεί κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με». Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοταδισμός θα σου προκληθούν όταν ακούσεις την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιεβάλλετέ με». Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.
Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν. Για σένα δε, εάν πεισθείς, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τις επαγγελίες σε αναμένουν. Εάν όμως παρακούσεις, η απειλή έχει ήδη γραφεί. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγεις, αφού πρώτα αποκτήσεις καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνει λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου, και να εύρεις εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Πηγή: Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 375 και εξής.Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς. Ορθόδοξη Πορεία, Ακτίνες
Όταν ο Κύριος Ιησούς άφηνε την τελευταία Του πνοή στο σταυρό, ακόμα και τη στιγμή αυτή της επιθανάτιας αγωνίας Του, προσπαθούσε να κάνει καλό στους ανθρώπους. Δε σκεφτόταν τον εαυτό Του. Στους ανθρώπους ήταν ο νους Του, γι’ αυτό και παράδωσε ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που έδωσε ποτέ στο ανθρώπινο γένος. Κι αυτό είναι η διδασκαλία Του για τη συγχώρηση. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’ 34).
Ποτέ ως τότε δεν είχαν ακουστεί τέτοια λόγια στους τόπους εκτέλεσης. Αντίθετα μάλιστα, εκείνοι που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο με τον ίδιο τρόπο, είτε αθώοι ήταν είτε ένοχοι, συνήθως επικαλούνταν θεούς και ανθρώπους για εκδίκηση. «Εκδικηθείτε», ήταν ο λόγος που ακουγόταν συχνά μπροστά στο ικρίωμα και δυστυχώς ακούγεται ως τις μέρες μας από τους μελλοθάνατους, ακόμα κι από εκείνους που προτού θανατωθούν κάνουν το σταυρό τους.
Ο Χριστός, προτού παραδώσει την τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε όλους εκείνους που τον βασάνισαν, τον μυκτήρισαν και τον θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του να τους συγχωρέσει, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Τους δικαιολόγησε, βρήκε ελαφρυντικό γι’ αυτούς. Είπε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Γιατί επανέλαβε ιδιαίτερα o Κύριος τη διδαχή Του για τη συχώρεση, την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σταυρό; Από το τεράστιο πλήθος των διδαχών που έκανε ενόσω ζούσε, γιατί διάλεξε αυτήν κι όχι κάποια άλλη να προφέρουν τα άγια χείλη Του, στο τέλος ακριβώς της επίγειας ζωής Του; Αναμφίβολα επειδή ήθελε η διδασκαλία Του αυτή να παραμείνει στη μνήμη όλων, να λειτουργήσει σαν παράδειγμα προς μίμηση. Στο πάθος Του πάνω στό σταυρό, σ’ αυτό το μεγαλειώδες πάθος που ξεπερνά κάθε μεγαλείο, που υψώνεται πάνω από τους βασιλιάδες και τους κριτές της γης, πάνω από σοφούς και διδασκάλους, από πλούσιους και φτωχούς, από κοινωνικούς αναμορφωτές κι επαναστάτες, ο Κύριος Ιησούς με το παράδειγμα της συχώρεσης έβαλε τη σφραγίδα στο ευαγγέλιό Του. Έδειξε μ’ αυτόν τον τρόπο πως χωρίς συχώρεση ούτε οι βασιλιάδες μπορούν να κυβερνούν, ούτε οι δικαστές να κρίνουν, οι σοφοί δεν μπορούν να είναι σοφοί, ούτε οι διδάσκαλοι να διδάσκουν. Δεν μπορούν οι πλούσιοι κι οι φτωχοί να ζουν ως άνθρωποι κι όχι σαν άλογα ζώα, δε γίνεται ο πυρετός των επανασταστών κι αναμορφωτών να είναι χρήσιμος. Πάνω απ’ όλα ο Χριστός ήθελε με τη διδαχή Του αυτή να δείξει πως, χωρίς συγχωρητικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν το ευαγγέλιό Του, ούτε πολύ περισσότερο να το εφαρμόσουν.
Ο Κύριος ξεκίνησε τη διδασκαλία Του με λόγια για τη μετάνοια και την τέλειωσε με λόγια για τη συχώρεση. Η μετάνοια είναι ο σπόρος, η συχώρεση είναι ο καρπός. Ο σπόρος δεν έχει καμιά αξία αν δεν καρποφορήσει. Καμιά μετάνοια δεν έχει αξία χωρίς συχώρεση. Τι θα ήταν η κοινωνία των ανθρώπων χωρίς συχώρεση; Ένα θηριοτροφείο, τοποθετημένο στη μέση του θηριοτροφείου της φύσης. Τι άλλο θα ήταν όλοι οι νόμοι των ανθρώπων στη γη παρά αλυσίδες αφόρητες, αν δεν υπήρχε η συχώρεση να τις μαλακώσει;
Θα μπορούσε μια γυναίκα ν’ αποκαλείται μητέρα αν δεν είχε συχώρεση, ή ένας αδερφός να ονομάζεται αδερφός, ο φίλος φίλος, ή ο χριστιανός χριστιανός; Όχι! Η συχώρεση είναι η καρδιά κι η ρίζα όλων αυτών των τίτλων. Αν δεν υπήρχαν οι λέξεις «συχώρεσέ με» και «νά ‘σαι συχωρεμένος», η ζωή των ανθρώπων θα ήταν αβάσταχτη, ανυπόφορη. Δεν υπάρχει σοφία στον κόσμο ικανή να δημιουργήσει τάξη και να επιβάλει την ειρήνη, χωρίς την εφαρμογή της συχώρεσης. Ούτε υπάρχουν σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα ικανά να μεταδώσουν στους ανθρώπους τη μεγαλοψυχία και την ευγένεια, χωρίς να εφαρμόσουν την πρακτική της συχώρεσης.
Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο η κοσμική γνώση αν δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγχωρέσει τον πλησίον του, να του πει ένα καλό λόγο ή να του ρίξει μια γλυκιά ματιά; Τίποτα απολύτως. Τι θα χρησιμεύσουν στον άνθρωπο εκατοντάδες μπουκάλια λάδι μπροστά στο καντήλι, αν κανένα απ’ αυτά δεν έχει να μαρτυρήσει τη συχώρεση μιας τουλάχιστο ταπεινωτικής προσβολής; Τίποτα απολύτως.
Αν γνωρίζαμε πόσα μας συγχωρούνται σιωπηρά κάθε μέρα και κάθε ώρα, όχι μόνο από το Θεό αλλά κι από ανθρώπους, θα τρέχαμε με ντροπή να συγχωρέσουμε τους άλλους. Πόσα απρόσεχτα αλλά και προσβλητικά λόγια βγαίνουν από το στόμα μας, στα οποία η απάντηση που δεχτήκαμε είναι η σιωπή; Πόσα άγρια βλέμματα ρίχνουμε από δω κι από κει; Πόσες ανάρμοστες πράξεις κάνουμε, σε πόσες απαράδεκτες ενέργειες προβαίνουμε; Κι οι άνθρωποι τα προσπερνούν όλ’ αυτά, δεν εφαρμόζουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Και τι να πούμε για τη συχώρεση του Θεού; Δεν υπάρχουν επαρκή λόγια να την εκφράσουν. Για να περιγράψει κανείς τα αμέτρητα βάθη της αγάπης και της συγχωρητικότητας του Θεού, χρειάζεται λόγος θεϊκός. Και τέτοιος είναι ο λόγος που μας δίνει το σημερινό ευαγγέλιο. Ποιος θα μπορούσε στον ουρανό ή στη γη να μας εξηγήσει καλύτερα και να μας περιγράψει τα πράγματα του Θεού, αν όχι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο προαιώνιος Υιός του Θεού; «Ουδείς επιγινώσκει… τον πατέρα ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια’ 27).
Ο Κύριος Ιησούς φανέρωσε την αμέτρητη συγχωρητικότητα του Θεού στην παραβολή του δούλου εκείνου που είχε μεγάλο χρέος. Πήρε αφορμή γι’ αυτό από τον απόστολο Πέτρο, όταν τον ρώτησε πόσες φορές θά ‘πρεπε να συγχωρεί τις προσβολές του αδελφού του: «έως επτάκις;» Στην ερώτηση αυτή ο Κύριος απάντησε μ’ αυτά τα πολύ σημαντικά λόγια: «ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη’ 22). Προσπάθησε να συγκρίνεις τις δυο αυτές προτάσεις και θα διαπιστώσεις τη διαφορά ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Ο Πέτρος, όταν ρώτησε το Διδάσκαλό Του «έως επτάκις;», νόμιζε πως είχε φτάσει στα ανώτατα όρια της συγχωρητικότητας. Η απάντηση του Κυρίου όμως ήταν: έως εβδομηκοντάκις επτά! Και σα να μη του φάνηκε αρκετό ακόμα κι αυτό το μέτρο, πρόσθεσε μετά και την ακόλουθη παραβολή, για να ξεκαθαρίσει καλύτερα τα πράγματα.
***
«Διά τούτο ωμοιώθη η βασίλεια των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού» (Ματθ. ιη’ 23). Η βασιλεία των ουρανών δεν προσφέρεται για περιγραφή, ούτε με λόγια ούτε με χρώματα. Η ομοιότητά της μπορεί ν’ απεικονιστεί μόνο μέσα σε περιορισμένη έκταση, με όρους αυτού του κόσμου. Ο Κύριος χρησιμοποιεί παραβολές, επειδή είναι ουσιαστικά αδύνατο να εκφράσει με άλλα μέσα πράγματα που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο αυτόν τον έχει παραμορφώσει και αμαυρώσει η αμαρτία. Δεν έχασε εντελώς όμως την ομοιότητά του με τον άλλο κόσμο, τον αληθινό. Ο κόσμος αυτός δεν είναι αντίγραφο του άλλου, σε καμιά περίπτωση. Είναι απλά μια χλωμή εικόνα και σκιά του. Επομένως ανάμεσα στους δυο κόσμους μπορούμε να κάνουμε σύγκριση όπως ανάμεσα σε κάτι αληθινό και στη σκιά του.
Κάποιος βασιλιάς αποφάσισε να κανονίσει τους λογαριασμούς του με τους δούλους του, που ήταν οφειλέτες του. Ένας βασιλιάς δεν είναι ποτέ οφειλέτης στους δούλους του, εκείνοι του χρωστάνε. «Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Ματθ. ιη’ 24). Ένα τάλαντο ισοδυναμεί με διακόσιες σαράντα χρυσές λίρες. Δέκα χιλιάδες τάλαντα ανέρχονται σε περίπου δυόμισυ εκατομμύρια χρυσές λίρες. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ποσό ακόμα και για μια χώρα, όχι για ένα δούλο. Τι σημασία έχει αυτό όμως; Το πλήθος των αμαρτιών μας ενώπιον του Θεού, των οφειλών μας προς Αυτόν, είναι πολύ μεγαλύτερο. Όταν ο Κύριος μιλάει για την οφειλή του δούλου προς το βασιλιά, εννοεί τις οφειλές μας στο Θεό, γι’ αυτό και επισημαίνει πόσο μεγάλο είναι το οφειλόμενο ποσό, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι μεγαλύτερο από τις αμαρτίες των ανθρώπων.
«Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι» (Ματθ. ιη’ 25). Την εποχή εκείνη τόσο ο ρωμαϊκός όσο κι ο ιουδαϊκός νόμος (Έξ. κα’ 2, Λευϊτ. κε’ 39), προέβλεπαν να πουλιούνται σκλάβοι οι πτωχευμένοι οφειλέτες, μαζί με τις οικογένειές τους. Αναφέρεται στην Αγία Γραφή πως μια χήρα έκραζε στον προφήτη Ελισαίο: «Ο δούλος σου ανήρ μου απέθανε… και ο δανειστής ήλθε λαβείν τους δύο υιούς μου εαυτώ εις δούλους» (Δ’ Βασ. δ’ 1). Αυτό έκανε κι ο βασιλιάς της παραβολής κι ήταν τόσο δίκαιο όσο και νόμιμο.
Το βαθύτερο νόημα της εντολής του βασιλιά ήταν πως, όταν οι αμαρτίες ξεπερνούν τα όρια, ο Θεός μας στερεί όλες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος που καταξιώνουν τον άνθρωπο. Η πώληση του οφειλέτη σημαίνει πως ο αμαρτωλός στερείται το πρόσωπο που του έδωσε ο Θεός. Η πώληση της γυναίκας του σημαίνει τη στέρηση των δώρων της αγάπης και του ελέους. Η πώληση των παιδιών του υποδηλώνει πως στερείται τη δυνατότητα δημιουργίας και ενός έστω αγαθού. Και πάντα όσα είχε, σημαίνει πως αποξενώνεται από κάθε χαρά πνευματικής ευλογίας. Και αποδοθήναι, σημαίνει πως όλα τα θεόσδοτα χαρίσματα επιστρέφουν από τον αμαρτωλό άνθρωπο στο Θεό, την Πηγή και τον Κύριο «παντός αγαθού». «Η ειρήνη υμών προς υμάς επιστραφήτω» από ένα σπίτι που δεν αξίζει, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του (Ματθ. ι’ 13).
«Πεσών ουν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων· κύριε, μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω. σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου άπέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτώ» (Ματθ. ιη’ 26, 27). Τι ξαφνική, τι απρόσμενη μεταβολή! Πόσο φτηνό αντίλυτρο του δανείου, πόσο αμέτρητο έλεος! Ο κακός δούλος, που είχε σωρεύσει ένα τεράστιο χρέος, δεν είχε που να καταφύγει, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν μπορούσε κανένας άλλος στον κόσμο να τον βοηθήσει, εκτός από το δανειστή του. Από τη μιά μεριά ήταν ο κύριός του κι από την άλλη οι σύνδουλοί του. Οι άλλοι δούλοι δεν τολμούσαν να τον βοηθήσουν, ενάντια στη θέληση του κυρίου τους. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ήταν ο κύριός του, ο κριτής του. Έτσι κι εκείνος έκανε το μοναδικό πράγμα που του ήταν δυνατό και λογικό: Έπεσε στα πόδια του κυρίου του κι επαιτούσε το έλεός του. Δε του ζήτησε να του χαρίσει το χρέος – ούτε να το σκεφτεί αυτό δεν τολμούσε. Του ζήτησε μόνο παράταση του χρόνου εξόφλησης. Μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω, του είπε. Κι ο βασιλιάς, που ήταν αληθινός άνθρωπος και σωστός κριτής, απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτώ. Του χάρισε μια διπλή ελευθερία: τόσο από τη σκλαβιά όσο κι από το χρέος.
Δεν είναι αυτό ένα πραγματικά βασιλικό δώρο; Αυτός όμως δεν είναι ο τρόπος που συμπεριφέρονται πολλές φορές οι επίγειοι βασιλιάδες. Τέτοιο έλεος και μάλιστα μη απαιτητό, μόνο από τον ουράνιο Βασιλιά μπορεί να έρθει. Εκείνος το κάνει αυτό και μάλιστα συχνά. Όταν κάποιος αμαρτωλός συνέρχεται και μετανοεί, ο ουράνιος Βασιλιάς είναι έτοιμος να του συγχωρέσει μύριες αμαρτίες, να επιστρέψει στον αμαρτωλό όλες τις δωρεές που αποστερήθηκε.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει το μέτρο της ευεργεσίας του Θεού. Κανένας δεν μπορεί ούτε καν να την περιγράφει. «Ιδού γαρ απήλειψα ως νεφέλην τας ανομίας σου και ως γνόφον τας αμαρτίας σου· επιστράφηθι πρός με και λυτρώσομαί σε» (Ησ. μδ’ 22), είπε ο Κύριος. Εκείνος που επιστρέφει στο Θεό με ειλικρινή μετάνοια, δέχεται τη συγχώρηση του Θεού για όλες τις αμαρτίες του. Ο Θεός του χαρίζει περισσότερο χρόνο δοκιμασίας, για να δει κατά πόσο ο αμαρτωλός αυτός θα μείνει μαζί Του ή θα τον προδώσει.
Όταν ο βασιλιάς Εζεκίας βρισκόταν στο νεκρικό κρεβάτι, γύρισε προς τον τοίχο και προσευχήθηκε στον Κύριο θρηνώντας και ζητώντας Του να επιμηκύνει τη ζωή του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και του χάρισε άλλα δεκαπέντε χρόνια ζωής. Μετά απ’ αυτό ο Εζεκίας ευχαρίστησε και δοξολόγησε το Θεό με τούτα δω τα λόγια: «Είλου γάρ μου την ψυχήν, ίνα μη απόληται, και απέρριψας οπίσω μου πάσας τας αμαρτίας» (Ησ. λη’ 17). Ευδόκησες στην ψυχή μου και την προφύλαξες από το λάκκο της φθοράς, είπε. Με λύτρωσες απ’ όλες τις αμαρτίες μου.
Κάτι ανάλογο έγινε με το δούλο που ήταν καταχρεωμένος. Ζήτησε από τον Κύριο να μακροθυμήσει, να του χαρίσει λίγο χρόνο για να μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος του. Κι ο Κύριος του χάρισε ολόκληρο το χρέος, αλλά του έδωσε και την ελευθερία του. Περίμενε μόνο να δει όχι πώς θα κατορθώσει ο δούλος εκείνος ν’ αποπληρώσει το παλιό του χρέος, αλλά τι θα του ανταποδώσει για τη νέα ευεργεσία του. Ας παρακολουθήσουμε τι έκανε στη συνέχεια ο δούλος:
«Εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι ει τι οφείλεις» (Ματθ. ιη’ 28). Αφού ο κύριός του τον συγχώρεσε, του χάρισε το χρέος και τον ελευθέρωσε, ο δούλος βρήκε κάποιον σύνδουλό του που του είχε δανείσει χρήματα. Τώρα ο δούλος φέρθηκε σαν κύριος στο σύνδουλό του. Τότε όμως έγινε ένας φοβερός κύριος, δυνάστης. Ενώ ο βασιλιάς είχε φερθεί στον οφειλέτη του μ’ έναν ανθρώπινο και βασιλικό τρόπο, ο ίδιος οφειλέτης, που η ευσπλαχνία του κυρίου του τον είχε σώσει από τον όλεθρο, στο σύνδουλό του φέρθηκε σαν άγριο θηρίο. Και για τι χρέος; Μόλις για εκατό δηνάρια! Ο βασιλιάς του χάρισε το χρέος του, που ήταν δέκα χιλιάδες τάλαντα. Κι ο αχάριστος δούλος για ένα ελάχιστο ποσό άρπαξε το σύνδουλό του από το λαιμό και τον πέταξε στη φυλακή, ωσότου του πληρώσει το χρέος.
Αυτός δεν ήταν ο τρόπος που διευθετούσε ο βασιλιάς τους λογαριασμούς με τους δούλους του, αλλά εκείνος που χρησιμοποιούσαν οι δούλοι μεταξύ τους. Ο δανειστής-δούλος άρπαξε από το λαιμό το χρεώστη-σύνδουλό του και απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή του χρέους του.
«Πεσών ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και αποδώσω σοι» (Ματθ. ιη’ 29). Επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο που είχε εκτυλιχτεί λίγο νωρίτερα, όταν ο κακός αυτός δούλος είχε γονατίσει μπροστά στα πόδια του κυρίου του. Είχε ζητήσει κι αυτός από τον κύριό του να μακροθυμήσει, να του χαρίσει λίγο χρόνο, κι αυτός θα πλήρωνε το χρέος του. Κι ο κύριός του ένιωσε συμπάθεια και του χάρισε τα μύρια τάλαντα. Ο ίδιος όμως, όταν ήρθε η σειρά του, δεν ένιωσε καμιά συμπάθεια για το σύνδουλό του, που του χρωστούσε μόλις εκατό δηνάρια. Δεν έδειξε ούτε έλεος ούτε συγχωρητικότητα, αλλά «έβαλεν αυτόν εις φυλακήν έως ου αποδώ αυτώ το οφειλόμενον» (Ματθ. ιη’ 30).
Έτσι συμπεριφέρθηκε ο δανειστής δούλος στο χρεώστη σύνδουλό του. Έτσι συμπεριφέρεται άνθρωπος σε άνθρωπο. Και τέτοια συμπεριφορά μετατρέπει το έλεος του Θεού σε δικαιοσύνη. Όταν ο άνθρωπος παίζει με την ευσπλαχνία του Θεού, πέφτει ο ίδιος στη δικαιοσύνη Του. Κι η κρίση αυτής της δικαιοσύνης, που ακολουθεί μια περιφρονημένη ευσπλαχνία, είναι φοβερή: «Μη πλανάσθε, Θεός ου μυκτηρίζεται· ο γαρ εάν σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ’ 7), βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος. Όταν γονατίζουμε μπροστά στο Θεό και ζητούμε το έλεός Του για τις δυσεξαρίθμητες αμαρτίες μας κι έπειτα πετάμε τον αδελφό μας στη φυλακή για μια μοναδική αμαρτία που έκανε και μας πρόσβαλε, τότε μυκτηρίζουμε το Θεό. Ας μην ξεγελιόμαστε. Ο Θεός δεν επιτρέπει να τον εμπαίζουμε, να τον μυκτηρίζουμε, να παίζουμε μαζί Του. Τα χέρια Του δεν είναι μακριά μας, και τα δυό Του χέρια. Τόσο εκείνο που μας χαϊδεύει όσο κι εκείνο που τιμωρεί. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. ι’ 31). Πόσο φοβερό είναι, φαίνεται καθαρά από τη συνέχεια της παραβολής του Χριστού:
«Ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω εαυτών πάντα τα γενόμενα» (Ματθ. ιη’ 31). Ποιοι είναι αυτοί οι σύνδουλοι που είδαν τα γενόμενα και ελυπήθησαν σφόδρα; Είναι άνθρωποι σπλαχνικοί που διαθέτουν πνευματική αντίληψη και γνωρίζουν τι θα κάνει ο Θεός στον πονηρό δούλο, εκείνοι που βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια την ανείπωτη κακία του πονηρού δούλου και κραυγάζουν στο Θεό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό αναφέρεται και στους αγγέλους, που θα μπορούσαν να ονομαστούν κι αυτοί σύνδουλοι των ανθρώπων, αφού κι οι δυο βρίσκονται στην υπηρεσία του Θεού ή κι επειδή, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, όσοι είναι άξιοι για τον άλλο κόσμο, είναι «ισάγγελοι» (Λουκ. κ’ 36).
Περιττεύει να πούμε πως ούτε οι σπλαχνικοί άνθρωποι ούτε κι οι άγγελοι πρέπει να πληροφορήσουν το Θεό για ό,τι γίνεται στον κόσμο, για να το μάθει κι ο Θεός μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Ύψιστος Θεός είναι παντογνώστης και παντεπόπτης. Όλα όσα βλέπουν κι αντιλαμβάνονται άγγελοι και άνθρωποι, γίνονται με τη βοήθεια του Θεού. Γιατί αναφέρει τότε πως οι σύνδουλοι είδαν αυτό που έκανε ο άσπλαχνος δούλος και το ανέφεραν στον κύριό τους; Γιά νά δείξει τη συμπάθεια που δείχνουν οι καλοί άνθρωποι κι οι άγγελοι. Είναι θέλημα του ίδιου του Θεού ώστε όλοι οι πιστοί δούλοι Του να χαίρονται με το καλό και να θλίβονται με την αμαρτία. Οι λυπημένοι δούλοι τότε ήρθαν και πληροφόρησαν τον κύριό τους για όσα έγιναν.
«Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ· δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκα σοι, επεί παρεκάλεσάς με. ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα;» (Ματθ. ιη’ 32, 33). Ο βασιλιάς δε θα τιμωρήσει τον πονηρό δούλο προτού καταγγείλει μπροστά του την κακία του. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα ενεργήσει ο Κύριος και στην Τελική Κρίση. Θα στραφεί σ’ εκείνους που στέκονται στα δεξιά Του, θα τους καλέσει στην αιώνια μακαριότητα και θα τους εξηγήσει γιατί κρίθηκαν άξιοι. Μετά θα στραφεί σ’ εκείνους που στέκονται αριστερά Του, θα τους οδηγήσει στην αιώνια κόλαση και θα τους εξηγήσει επίσης γιατί καταδικάστηκαν να πάνε εκεί. Ο Κύριος θέλει να γνωρίζουν όλοι γιατί κρίθηκαν άξιοι για ανταπόδοση ή για τιμωρία, ώστε κανένας να μη σκεφτεί πως ο Θεός τους μεταχειρίστηκε άδικα.
Ο Θεός καλεί πρώτα τον πονηρό δούλο και τον απομακρύνει για πάντα από κοντά Του. Το πονηρό δεν μπορεί να έχει κάτι κοινό με το καλό. Αμέσως μετά αποδείχνεται γιατί ο Θεός αποκάλεσε τον δούλο αυτόν πονηρό: πάσαν την οφειλήν εκείνην αφήκα σοι. Ο Θεός δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες. Δε λέει: «σου χάρισα το δάνειο δέκα χιλιάδων ταλάντων και συ δε χάρισες στο σύνδουλό σου το δικό του χρέος, τα εκατό δηνάρια». Λέει απλά: πάσαν την οφειλήν. Ελπίζει έτσι να διεγείρει στον αμαρτωλό τη συναίσθηση του μεγάλου χρέους του. Επεί παρεκάλεσάς με.
Ο Κύριος δεν μπαίνει και δω σε λεπτομέρειες. Αποσιωπά όσα προηγήθηκαν της παράκλησης του δούλου, το ότι έπεσε στα πόδια Του γονατιστός και τον παρακάλεσε. Οι δυο αυτές πράξεις σημαίνουν μετάνοια. Και της μετάνοιας προηγήθηκε η προσευχή. Η προσευχή χωρίς μετάνοια είναι χωρίς νόημα, ανενεργή. Από τη στιγμή όμως που η προσευχή θα συνδεθεί με τη μετάνοια, ο Θεός την εισακούει. Ο δούλος με το υπέρογκο χρέος στην αρχή έδειξε πραγματική μετάνοια κι έτσι ζήτησε από τον κύριό του να μακροθυμήσει. Η προσευχή του εισακούστηκε αμέσως κι ο κύριος του έδωσε περισσότερα απ’ όσα ζητούσε. Του χάρισε ολόκληρο το χρέος. Ο κύριος συνέχισε χαρακτηρίζοντας την κακία του δούλου αυτού προς το σύνδουλό του κι αυτό το έκανε με ερώτηση. Για ποιο λόγο; Γιατί δεν του είπε: «Εγώ σου έδειξα έλεος, εσύ όμως φέρθηκες άσπλαχνα στο σύνδουλό σου», αλλά ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; Τό ‘κανε αυτό ώστε ο πονηρός δούλος να συνειδητοποιήσει πως δεν είχε τι ν’ απαντήσει, ώστε ο κύριος να τον φέρει σε αμηχανία, ανίκανο να μιλήσει και να πει κάτι. Του έδωσε την ευκαιρία να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αν είχε κάτι να πει. Όταν ο υπηρέτης του αρχιερέα χτύπησε τον Κύριο στο μάγουλο και τον ρώτησε: «Ούτως συ αποκρίνη τω αρχιερεί;», ο Κύριος Ιησούς του απάντησε: «Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τι με δέρεις;» (Ιωάν. ιη’ 22-23). Παρόμοια απάντηση με του Χριστού έπρεπε να δώσει κι ο δούλος, αντί της ένοχης σιωπής του. Τέτοια απάντηση όμως θα ήταν σα νά ‘ρίχνε κάρβουνα αναμμένα στο κεφάλι του και κάτω από τα πόδια του. Ο τρόπος αυτός του να εκθέτει κανείς την ενοχή του άλλου χρησιμοποιείται κι από το βασιλιά της σημερινής ευαγγελικής περικοπής: ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου;
Στην αρχή είχαμε τον τρόμο της σιωπής κι ύστερα ακολούθησε ο τρόμος της καταδίκης: «Και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ» (Ματθ. ιη’ 34). Όταν το έλεος αντιστρέφεται και γίνεται δίκαιη καταδίκη, τότε ο Θεός γίνεται φοβερός. Ο μακάριος Δαβίδ λέει στο Θεό: «Συ φοβερός ει, και τις αντιστήσεταί σοι; από τότε η οργή σου» (Ψαλμ. οε’ 8). Κι ο προφήτης Ησαΐας: «Ιδού το όνομα Κυρίου έρχεται διά χρόνου πολλού, καιόμενος ο θυμός» (λ’ 27).
Ο βασιλιάς τότε οργίστηκε πολύ εναντίον του άσπλαχνου δούλου και τον παράδωσε στους βασανιστές – στα πονηρά πνεύματα, αφού εκείνα είναι που βασανίζουν πραγματικά το ανθρώπινο γένος. Σε ποιον θα μπορούσε να παραδοθεί εκείνος που είχε απομακρυνθεί από το Θεό για την ασπλαχνία του, αυτός που ο Θεός τον αποκαλεί πονηρό δούλο, αν όχι σ’ εκείνον που προκαλεί το μεγαλύτερο κακό, στο διάβολο; Γιατί λέει: έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ; Για να δείξει πως είχε ήδη καταδικαστεί στα αιώνια βάσανα. Πρώτα πρώτα είναι εντελώς απίθανο για έναν άνθρωπο με τέτοιο χρέος να μπορέσει ποτέ να το εξοφλήσει. Και δεύτερο, επειδή ο Θεός δεν απαγγέλει ποτέ τέτοια τελική καταδίκη στον άνθρωπο σ’ αυτή τη ζωή, παρά μόνο μετά το θάνατο, οπότε δεν υπάρχει πια δυνατότητα για μετάνοια, ούτε και για την εξόφληση του χρέους των αμαρτιών που έκανε σ’ αυτή τη ζωή.
«Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών» (Ματθ. ιη’ 35). Αυτό είναι το τέλος της παραβολής κι αυτή είναι η ουσία του θέματος. Δεν υπάρχει επιφύλαξη ή κάποιο διφορούμενο στα λόγια αυτά. Ο Θεός θα συμπεριφερθεί απέναντί μας με τον τρόπο που εμείς συμπεριφερόμαστε στον αδελφό μας. Ο Κύριος Ιησούς μας το ξεκαθάρισε αυτό και μαζί Του δεν υπάρχει πιθανότητα λάθους ή έλλειψη γνώσης. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο Χριστός δεν είπε ο Πατέρας σου, αλλά ο πατήρ μου ο επουράνιος. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δείξει πως αν δε συγχωρήσουμε τον αδελφό μας για τις αμαρτίες του, χάνουμε το δικαίωμα να ονομάσουμε Πατέρα μας το Θεό. Ο Κύριος επισημαίνει επίσης με ποιόν τρόπο πρέπει να γίνει η συχώρεση: από των καρδιών υμών. Ο βασιλιάς συγχώρεσε το χρέος του δούλου του με την καρδιά του, γι’ αυτό και λέει, σπλαγχνισθείς δε ο κύριος… Κι η ευσπλαχνία, το έλεος, προέρχεται από την καρδιά.
Αν δε συγχωρήσουμε τον αδελφό μας κι αν δεν το κάνουμε αυτό από την καρδιά μας, με συμπάθεια κι αγάπη, τότε κι ο Θεός, ο κοινός Δημιουργός μας, θα φερθεί σ’ εμάς όπως κι ο βασιλιάς εκείνος της παραβολής στον ανελεήμονα δούλο. Θα παραδοθούμε στους βασανιστές – στα πονηρά πνεύματα – που θα μας βασανίζουν αιώνια στο βασίλειο του σκότους, εκεί όπου ο κλαυθμός κι ο βρυγμός των οδόντων είναι ατελεύτητος. Αν δεν ήταν έτσι, δε θα μας το είχε πει ο Κύριος. Δεν το είπε μόνο στο κείμενο της παραβολής του άσπλαχνου δούλου αυτό, αλλά και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις: «Εν ω γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 2).
***
Η διδαχή αυτή είναι ακριβώς ίδια μ’ εκείνην της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, χωρίς κανένα διφορούμενο, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Την ίδια ακριβώς διδαχή μας έκανε ο Κύριος και με τη μεγαλύτερη προσευχή που μας παρέδωσε, την Κυριακή προσευχή: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. στ’ 12); Όταν λέμε από τότε το Πάτερ ημών, ανανεώνουμε τη συμφωνία μας με το Θεό. Του λέμε να μας φερθεί όπως φερόμαστε κι εμείς στους δικούς μας ανθρώπους. Να μας ελεήσει, όπως ελεούμε κι εμείς, να μας συγχωρήσει, όπως συγχωρούμε κι εμείς αυτούς που μας προσβάλλουν.
Πόσο εύκολα δίνουμε εντολές στο Θεό, τι φοβερή ευθύνη αναλαμβάνουμε για τον εαυτό μας! Στο Θεό είναι εύκολο να μας συγχωρέσει, στο μέτρο που συγχωρούμε κι εμείς τους άλλους. Του είναι εύκολο να συγχωρέσει σε όλους μας κάποιο χρέος από δέκα χιλιάδες τάλαντα. Εμείς είμαστε έτοιμοι να συγχωρέσουμε με τέτοια θεϊκή ευκολία χρέος εκατό δηναρίων που μας οφείλει ο άδελφός μας; Πιστέψτε με, όσο μεγάλο κι αν είναι το χρέος κάποιου ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του, όσο κι να αμάρτησε ένας άνθρωπος στον αδελφό ή το φίλο του, το χρέος αυτό δε θα ξεπερνά τα εκατό δηνάρια, σε σύγκριση με το τεράστιο χρέος που οφείλει ο καθένας μας στο Θεό. Όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, είμαστε καταχρεωμένοι στο Θεό. Οποτεδήποτε σκεφτούμε να οδηγήσουμε τους συνανθρώπους μας στο δικαστήριο για τα χρέη του, πρέπει να σκεφτούμε πως εμείς χρωστάμε στο Θεό απείρως περισσότερα. Εκείνος όμως μακροθυμεί, περιμένει, υπομένει και μας συγχωρεί. Πρέπει να θυμόμαστε πως με όποιο μέτρο μετράμε τους άλλους, θα μετρηθούμε κι εμείς. Πάνω απ’ όλα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Χριστός πάνω στο σταυρό: «Πάτερ, άφες αυτοίς!» (Λουκ. κγ’ 24). Όποιος έχει έστω και λίγη συνείδηση, θα ντραπεί όταν τα θυμηθεί αυτά και θα τραβήξει το χέρι του, δε θα συνεχίσει να καταδιώκει εκείνους που του οφείλουν κάποιο μικρό χρέος.
Αδελφοί μου! Ας βιαστούμε να συγχωρήσουμε όλες τις αμαρτίες και τις προσβολές που μας κάνουν, ώστε κι ο Θεός να συγχωρέσει όλες τις δικές μας αμαρτίες και προσβολές. Ας κάνουμε γρήγορα, προτού μας κρούσει την πόρτα ο θάνατος και μας πει: «Είναι πολύ αργά!» Πίσω από την πόρτα του θανάτου δε θα μπορέσουμε ούτε να συγχωρέσουμε ούτε να συγχωρεθούμε. Δόξα στο έλεος του Θεού και στη δικαιοσύνη Του. Δόξα και ύμνος στο θείο μας Διδάσκαλο και Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012), Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...