Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ποιὰ σχέση ἔχει τὸ γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημερινό Εὐαγγέλιο μὲ μᾶς; Ποιὸς ἔχει τὴν πίστη, τὴν ἠρεμία, τὴν βεβαιότητα ὅτι κανένας ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξαναδώσει ἐλευθερία στὶς κινήσεις μας;
Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μιὰ παραβολή, εἶναι γεγονός· ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς μεταφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύει τὶς φυσικὲς ἀσθένειες, ἐὰν Τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστη· ἔχοντας παραμερίσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα,ἀλλὰ γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μας, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὰ πάντα, τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία τοῦ νοῦ καὶ τὸν τρόμο ποὺ ἴσως μᾶς πολεμᾶ ὅταν βλέπουμε τὸν κόσμο γύρω μας, τὸν κόσμο ποὺ δημιουργήσαμε καὶ δημιουργοῦμε.
Ἀλλὰ σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι παράλυτος; Παράλυτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία να δεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ δέχεται τὰ πιὸ λαμπρὰ φῶτα τῆς δόξας, παράλυτος ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δράσουμε, ν’ ἀναπνεύσουμε ἐλεύθερα δίχως φόβο; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καλύτερους ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, νὰ τοὺς βλέπουμε ὅπως δὲν εἶναι, ὅπως δὲν μᾶς βλέπει ὁ Θεὸς; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, «θέλω νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως εἶναι - ὄχι μονάχα σ’ ὅλη μου τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ στὴν πτώση, τὴν δολιότητα, τὴν ἀσχήμια μου, γεμάτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ ματαιότητα, καὶ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας μου νὰ κρίνομαι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν πραγματικότητα;
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπερήφανος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δειλὸς.
Πόσοι ἀπὸ μᾶς ζοῦν συνεχῶς μετρώντας τὶς κουβέντες τους, ὑπολογίζοντας τὶς πράξεις τους, ἀναλογιζόμενοι τὸ ἀποτέλεσμα τους· ὄχι μόνο προσβλέποντας σ’ ἔνα καλὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ μὲ τὸ φόβο πὼς θὰ μᾶς κρίνουν οἱ ἄνθρωποι; Πόσο φοβόμαστε νὰ κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ μὴν κοιτάζουμε πιὰ στὸν παραμορφωτικό καθρέφτη ποὺ δείχνει σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἄλλους τοὺς ἑαυτούς μας ὄμορφους, ἀποδεκτοὺς, εὐγενεῖς, ἁγνοὺς -ἀλλὰ σ’ ἕναν ἄλλον καθρέφτη, τὸν καθρέφτη τῆς συνείδησης μας, τὸν καθρέφτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κρίσης Του, ποὺ γνωρίζουμε, ἀλλὰ ἀπ’ ὅπου ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα μας; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅταν ἔχουμε τὴν ἐλάχιστη εἰκόνα τοῦ ποιοὶ εἴμαστε, δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴν ἀκτίνα φωτὸς νὰ πάει πέρα ἀπὸ μιὰ φοβισμένη συνειδητοποίση καὶ νὰ καταδυθεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ ψάξει στὶς πιὸ σκοτεινές γωνιές της, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔχει διεισδύσει τὸ φῶς, ποὺ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ποτὲ φτάσει, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχει ἀκουστεῖ ποτὲ ἡ ἀλήθεια; Πόσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὰ τίμιοι γιὰ νὰ κρίνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους, τὶς πράξεις τους στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας;
Εἴμαστε ὅλοι παράλυτοι: Παράλυτοι ἐξαιτίας τοῦ φόβου, τῶν ὑπολογισμῶν, ἐξαιτίας τῆς ἀπόφασης νὰ μὴν βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε αὐτὸ ποὺ ἴσως δοῦμε. Ἀκόμα φανταζόμαστε ὅλοι ὅτι μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς παραλυτικοῦ καὶ νὰ πεθάνουμε ὑγιεῖς. Ὅτι ἵσως ζήσουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουμε δεῖ ποτὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς δεχτεῖ. Δὲν εἶναι ζήτημα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀπορρίψει! Τὸ θέμα εἶναι ὅτι θὰ ἀνακαλύψουμε ξαφνικὰ μὲ τρόμο, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ θέση στὸ βασίλειο τῆς Ἀλήθειας, στὸ βασίλειο τῆς τολμηρῆς Ἀλήθειας, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἡρωικῆς ὀμορφιᾶς.
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· ἄς μὴν σκεφτόμαστε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη ἐνεργοποίησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ τον θεραπεύσει· ἄς σκεφτοῦμε τὴ δική μας παραλυσία.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες μου ὁμιλίες, ρωτήθηκα ἀπὸ κάποιον· «γιατί τὸ τελευταῖο σας κήρυγμα ἦταν τόσο αὐστηρό;» Μπορῶ να ἀπαντήσω μὲ κάθε τιμιότητα: ἐπειδὴ ἐπὶ μῆνες ἔψαχνα την ψυχή μου, ἦλθα ἀντιμέτωπος μὲ τὴ συνείδηση μου, καὶ βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ζῶ ἕνα ψέμα, ὅτι δὲν εἶμαι Χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν μὲ καταδικάζει μὸνο τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶμαι σὰν Χριστιανὸς. Ναί, αὐτὸ ποὺ ἐννοῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ νοιὼθω γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· ἀλλὰ νοιώθετε παρόμοια πράγματα, ἀκόμα καὶ ἄν εἶστε ἀπείρως πιὸ ἄξιοι γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐμένα; Δὲν νοιώθετε ὅτι, ὅλοι, περισσότερο ἤ λιγότερο, ἁμαρτάνουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅτι ὅλοι προδίδουμε τὸν ἑαυτό μας ποὺ καλεῖται νὰ γίνει ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μιὰ ὁρατὴ εἰκόνα, μιὰ θεϊκὴ παρουσία ποὺ ἐνσαρκώνεται στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ ἔργα καὶ λόγια, σὲ σκέψεις καὶ αἰσθήματα, σὲ προθέσεις καὶ ἀποτελέσματα- δὲν τὸ βλέπουμε αὐτό; Ἐγὼ τὸ βλέπω! Καὶ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐξομολόγηση- ναὶ μιὰ ἐξομολόγηση ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἐσᾶς: αὐτὸ εἶναι ποὺ βλέπω στὸν ἑαυτό μου- ἐξετᾶστε τὸν ἑαυτό σας: ἴσως ἔχουμε ἀκόμα χρόνο νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ ὅπως ὁ Θεὸς μᾶς θέλει, νὰ γίνουμε ὅ,τι ὀνειρεύεται γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη Του ὄχι προδίδοντας τον ἑαυτὸ μας, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ Ἐκεῖνον.
Καὶ ὑπάρχει ἐλπίδα· ὑπάρχει ἐλπίδα ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει, ὁ Θεός ἔχει τὴ δύναμη νὰ συντρίψει τὴν παράλυση μας ἐὰν στραφοῦμε σ’ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, ἐλπίδα καὶ κουράγιο! Ἀμήν.
Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα
Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. Μοναστών και μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε· τα πλήθη των μοναστών και μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγίου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους ανωτέρω και παλαιούς χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη.
Επειδή δεν ήτο δίκαιον, των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει τούτω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μην εορτάζωμε τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι. Δεν ήτο πρέπον, κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Όσιους Πατέρας, τους εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντας θείους Πατέρας, να μην εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον διά λόγων, αλλά και δι’ έργων όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά θάνατον.
Ούτοι γαρ, οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω, εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι, τον ακατοίκητον τούτον τόπον, κατοικήσιμον έδειξαν και την έρημον, πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν και ου μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και ου μόνον επροίκισαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν διά μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούν πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οι οποίοι με το υλικόν τούτο σώμα, αγωνίζονται να μιμηθούν των ασωμάτων και αΰλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουν με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή (στράτευμα) Θεού αύτη»· διά την οποίαν προσφυώς είπε και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «ώσπερ αγγέλων παρεμβολή αγίων, ούτω μοναχών πλήθος επί το αυτό, διά παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν».
Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα, και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν παράδεισο τον τόπον τούτον απέδειξαν. Ούτοι ως άγγελοι, εις τα σπήλαια και εις τας τρώγλας και εις τας κοιλάδας και πεδιάδας και λόφους και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο απεκατέστησαν όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι οι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες, τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομιάν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς, ωδήγησαν μεν έτι ζώντες, πλήθη μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας· οδηγούν δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνούν δι’ ημάς, την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των...
Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ολότελα, οποίαι εστάθησαν ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότερον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή κατά τον ειπόντα σοφόν, πατρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί: «πατρίς εκάστω, καθ’ ήν αν τις ευτυχή», με κάθε δίκαιον τρόπον, πρέπει να ονομάζεται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος· εις τούτο γαρ κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος πεντήκοντα, άλλος εξήκοντα, και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ευτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτω ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσματα. Διά τούτο και συνηθίζεται να επονομάζωνται από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι, επί παραδείγματι, ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλ’ εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· οίον (όπως), Πέτρος ο Αθωνίτης· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε και αφορμή από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξαρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εδώ εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι αύτη.
Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί διά το αξιοπιστότερον.
«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον προσκληρώσαι διέγνων έγωγε... Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».
Ήγουν, είναι εν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών· και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γενή εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός· θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι· θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφίνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε -το λέγω και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου-, θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν των εις τούτο το Όρος· και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.
Ταύτην, λοιπόν, την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη, δηλαδή, το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζηται όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ, τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους· αφ’ ού δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, ηξεύροντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί: πρώτη, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα, το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και διά μέσου της φυλάξεως των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»· και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω.
Και, λοιπόν, εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, ευθύς αφ’ ού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του αγίου Πνεύματος και επειράσθη από τον διάβολον με τους τρεις γίγαντας των παθών με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν και ούτω νικήσας ο Κύριος τον διάβολον και τα πάθη ταύτα τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ό και άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφει από την έρημον εις τον κόσμον και κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών και διδάσκει τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους αυτού εντολάς και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς διά την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον· και ταύτα πάντα ενίκησε με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ίδιους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και περισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος.
Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αΰλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληραγωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινοφροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνη, με την πτωχείαν και των αναγκαίων στέρησιν και ούτω εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, διά μέσου της ησυχίας και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή κατά τον μέγαν Βασίλειον «η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολ. α')· και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει ότι «ησυχάζουσα ψυχή και των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών, ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν, την δε ψυχήν από την ηδυπάθειαν, τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος.
Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τί να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία, έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και εις την τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν Θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν ώσπερ υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». (Λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια).
Αφ’ ού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν, άλλος μεν από εν Θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε, από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίαν θείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης εις το να κτίσωσι Λαύρας, Ιερά Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, και Κελλία· εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μέριμνας, έρχονται δε εδώ διά να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επ’ ονόματι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού, διά να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· και φαίνεταί μοι ότι, μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακάριστους τούτους Πατέρας το δαβιτικόν έκεινο, «ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».
Αφ’ ου δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια εκ θεμελίων ωκοδόμησαν ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, με μυρίους ιδρώτας και κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύνους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τίμιων ξύλων και αγίων λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, τόσον διά την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των ενασκούμενων αδελφών, όσον και διά την υποδοχήν των πτωχών και ξένων και ασθενών, όσοι έρχονται εις αυτά.
Παρέδωσαν δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πώς πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες μοναχοί, τόσον εν ταις εξωτερικαίς υπηρεσίαις και διακονίαις των Μοναστηρίων, όσον και εν ταις ιεραίς ακολουθίαις της Εκκλησίας, όπως αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μοναστήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, διά να είναι σχολεία πάσης αρετής, διά να μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πόνων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαΐδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις και ακύμαντοι. Ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως διά δικτύων τινών ή διά δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου, όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυριάδας ολοκλήρους πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων και ακόμη ολονέν τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των μοναχών. Τούτους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων μοναχών και το Πηλούσιον όρος και το Γαλήσιον και ο Λάτρος και αυτό το Σίναιον όρος μικρά και ποταπά εφαίνοντο κατά την ποσότητα των μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι πατέρες ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής· και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός νόμος, αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η νέα διαθήκη του Ευαγγελίου· διά τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους·» και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει «καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου) ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους».
Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, διά να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα». Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυραμιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα και τους τεχνικούς ανδριάντας των και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο Θείος Δαυίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών αυτών». Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδά των έργα αυτά, δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι· και αν φημίζονται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον Ουρανόν και εις την μέλλουσαν ζωήν «ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα.» (Ερμην. εις τον μη' Ψαλμ.) Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, με το μέσον των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται και παντοτινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του Ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του Ουρανού· και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος, «χαίρετε γαρ, φησίν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».
Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών μοναστηρίων να ονομάζηται και μεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους, η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένου ή από την μεγαλειότητα του έργου ή από την μεγαλειότητα του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει ότι και τα ιερά ταύτα μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους, εκ μέρους του εργαζομένου; Διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι και βασιλείς και βασιλέων υιοί και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας, οι κτίτορες της Χιλιανδαρίου και Βατοπαιδίου Μονής, Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του αγίου Γεωργίου, Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου, προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν, τους Κωνσταντίνους, λέγω, τους Νικηφόρους, τους Ρωμανούς, τους Αλεξίους, τους Καντακουζηνούς, τους Παλαιολόγους, τας Πουλχερίας και τους λοιπούς.
Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου, διότι και τα μοναστήρια ταύτα διά την μεγαλειότητά των εν αυτοίς ναών και οικειών, των τε έσω και έξω, και διά τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλοπρεπή και βασιλικά. Δεν βλέπετε και με τους ίδιους οφθαλμούς σας πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρώματα, και φυλακτικαί ακροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν, από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι μοναχοί, πάντες υπό την σκεπήν των κύκλω μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί;
Από δε του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα μοναστήρια, εις τρόπον ώστε, όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο πύργος του Φάρου εις την Αλεξάνδρειαν, το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουσπεσιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα μεγαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέλος τούτων των ιερών μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί και αράχναι και άλλα κνώδαλα και ζωύφια· επειδή το τέλος μεν εκείνων εστάθη η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί παρόμοια με τα άνθη του έαρος, το τέλος δε τούτων των ευαγών μοναστηρίων εστάθη η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αΰλων, ψυχών αθανάτων· και μιας μόνης εξ αυτών, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «ουκ έστι σταθμός πας άξιος ψυχής εγκρατούς».
Τί λέγω; το εξαίρετον τέλος των μοναστηρίων τούτων και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του αγίου Όρους, οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις Κελλίοις και ταις σκήταις ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών μοναστηρίων τους μοναστάς και ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των μοναστηρίων ήσαν και οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ...
Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι Πατέρες και άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα και αμοιβαίως ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν παρά Θεού και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Και τώρα συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων· οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και οι Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και τους Ιερομάρτυρας· Θεόν ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της αυτού θεότητος, την οποίαν Βασιλείαν Ουρανών ονομάζει ο θεολόγος Γρηγόριος. Ημείς δε οι των τοιούτων αγίων πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, διά την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτως τους νόμους και κανόνας και τύπους της μοναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι όσιοι...
Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτεινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους αγίους Πατέρας και βοηθούς και υπερμάχους μεν εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση· και αληθώς έχομεν να καυχώμεθα ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, διά την ομοίωσιν ην έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα των, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν, αυτήν την Κυρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη μόνη της η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν.
Αλλ’ ώ μακαριώτατοι Θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων, δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Τί γαρ άλλο να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν, το δυσέκτιτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών διά τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν και απολαύομεν και θέλομεν απολαύει διά βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν ότι ημείς διά τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικώμεν τον άγιον τούτον τόπον και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, διά την χρηστότητά σας, μην αρνηθήτε να είσθε πατέρες ημών. Διά τούτο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες, να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα, όσον το δυνατόν, και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν, δεόμεθα υμών, ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε διά των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών, ει και μέγα εστί το αιτούμενον ημείς οι υιοί, μετά των πατέρων υμών· ημείς τα ποίμνια μετά των ποιμένων υμών· ημείς οι μαθηταί μετά των διδασκάλων υμών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς Θεόν το αποστολικόν εκείνο «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (18ος - 19ος αιών - Από την «Ακολουθία των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων». Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον"), Η άλλη όψη
Η σημερινή Κυριακή των Αγίων Πάντων χριστιανοί μου, είναι η συνέχεια της εορτής της Πεντηκοστής. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άγιοι του Θεού, από κτίσεως κόσμου μέχρι και σήμερα, είναι η συνέχεια αυτής της μεγάλης γιορτής. Είναι η ίδια η Πεντηκοστή, για τον καθένα χωριστά και για όλους μαζί.
Δηλαδή ό,τι θαυμαστόν και υπέρλαμπρον συνέβη στους Αποστόλους εκείνη την ημέρα που γιορτάσαμε την περασμένη Κυριακή, γίνεται και στον κάθε χριστιανό από μας, όταν βαπτίζεται, όταν λαμβάνει το Άγιον Χρίσμα, όταν κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, όταν μετανοώντας λαμβάνει την συγχωρητική ευχή, όταν ομολογεί τον Χριστόν ως Θεάνθρωπο Κύριον, ως Σωτήρα και Θεόν αληθινόν, και την ομολογία του αυτή την διακηρύσσει με το στόμα του, με τη ζωή του, με το αίμα του.
Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, έτσι μας άρχισε το σημερινό Του Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, «πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς».
Στο «πας όστις» ανήκουν όλοι οι Άγιοι, και οι Προφήτες και οι Απόστολοι και οι μάρτυρες και οι όσιοι, αλλά και όλοι οι αγωνιζόμενοι πιστοί χριστιανοί μέσα στον κόσμο. Άρα και μείς όλοι που κατακλύζουμε τους ιερούς ναούς, που γεμίζουμε με συναίσθηση τα εξομολογητήρια και που κάνουμε τον καλόν αγώνα της πίστεως προς τον Χριστόν και την Ορθόδοξη Εκκλησία Του.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Αγίων είναι η ομολογία τους και η πίστις τους προς τον Χριστόν, ανεξάρτητα από τους διαφόρους τρόπους ομολογίας του καθενός.
Και πρώτον. Οι Προφήτες έδωσαν μαρτυρία την ομολογία και αυτό το μαρτύριο ότι θα έλθει κάποια εποχή που θα ανατείλει η σωτηρία δια μέσου του ερχομένου, του αναμενομένου Μεσσία, του Ιησού Χριστού.
Δεύτερον. Οι Απόστολοι. Οι Απόστολοι πάλι έδωσαν στον απογοητευμένο κόσμο την βεβαίωση και μαρτυρία ότι ο καινούργιος αιώνας ήλθε με την ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του παθόντος και αναστάντος εκ νεκρών την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και του αναληφθέντος εν δόξη στους ουρανούς.
Και τρίτον. Οι υπόλοιποι των Αγίων, των μαρτύρων, των ομολογητών, των οσίων και των Πατέρων, και των αναριθμήτων ανωνύμων απλών αγωνιζομένων χριστιανών, έδωσαν και δίδουν την μαρτυρία και την διαβεβαίωση ότι είναι δυνατόν και σήμερα ο οποιοσδήποτε χριστιανός, με την έμπρακτή του μετάνοια μέσα στην Εκκλησία, να βιώσει και να ζήσει τη νέα εν Χριστώ Ιησού ζωή. Είναι δυνατόν να προγεύεται της Βασιλείας των Ουρανών και να ζει τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και την Θεία Υιοθεσία ότι πλέον είναι κληρονόμος αυτής της Βασιλείας του Θεού Πατρός.
Αυτό βέβαια προϋποθέτει κάτι.
Προϋποθέτει καθημερινό ασκητικό πνευματικό αγώνα για να καθαρισθεί ο χριστιανός από τα πάθη του. Και μη νομίζετε ότι έχουμε λίγα. Έχομε πάρα πολλά ο καθένας.
Να τηρεί τις Ευαγγελικές εντολές, - που δεν τις τηρεί.
Να καλλιεργεί ζωντανή την πίστη του με έμπρακτη την αγάπη προς τον πλησίον, με ζήλο για ελεημοσύνη και συμπαράσταση στον πονεμένο – και αυτά τα βλέπομε πολύ σπάνια.
Επίσης απαιτείται αγώνας για αγρυπνία των αισθήσεων, για συγκράτημα της γλώσσας, ιδιαιτέρως, που όλη την ημέρα κουτσομπολεύει και κατακρίνει, - δεν προλαβαίνουμε να πούμε «Δι’ ευχών» και αμέσως έρχεται η μαύρη χάρις και μπερδεύεται στη γλώσσα μας και κάνομε το ναό μας χάβρα των Ιουδαίων.
Αγώνας για καθαρότητα στο νου,
για ταπεινό φρόνημα,
για συνεχή προσευχή,
για συμμετοχή στα μυστήρια,
για αγνότητα και σωφροσύνη και για τόσα πολλά άλλα.
Βέβαια έχει θλίψεις ο ευσεβής χριστιανός, έχει και βάσανα και στεναχώριες και πειρασμούς πολλούς. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Θεός τον αξιώνει επειδή κρατά την ομολογία της πίστεως να παρομοιάζεται κατά δύναμιν, με τους προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, διότι όπως εκείνοι έβλεπαν την πρώτη έλευση του Μεσσία Ιησού Χριστού εν οράσει, έτσι και ο σημερινός Ορθόδοξος Χριστιανός, βλέπει να έρχεται η Δευτέρα του Κυρίου της Δόξης η Παρουσία, αφού ο Κύριος εγγύς.
Και μάλιστα με την πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών, με την νοερά καρδιακή προσευχή και με το πέρασμά του από την στρατευομένη στην θριαμβεύουσα Εκκλησία, όπως συνέβη και σήμερα.
Βιώνοντας λοιπόν αυτή την παρουσία από σήμερα, από τώρα, πρέπει οι σημερινοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, απανταχού της γης στους Ορθοδόξους ναούς, έπρεπε να είχαν αυτή την αίσθηση, ότι ζούσαν μαζί με τους Αγίους Πάντας, μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο ναό μαζί τους, καθ’ όν χρόνον προσηύχοντο και συμπροσεύχονται με τους ιερείς και την Εκκλησία του Χριστού.
Δεύτερον, ο κάθε χριστιανός είναι και αυτός ένας γνήσιος μαθητής και Απόστολος του Χριστού, γιατί ζει σε πλήρη κοινωνία μαζί Του, αφού τηρεί τις εντολές Του. Και αφού συνεχώς Τον φωνάζει με το όνομά Του, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Και τρίτον, είναι και μάρτυρας, αφού θυσιάζει συνεχώς τον εαυτόν Του, για την αγάπη του Χριστού και με την μαρτυρικήν του ομολογία, σφραγίζει την νέα ζωή που έφερε στον κόσμο ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Έτσι με τον προσωπικό του αγώνα ο καθένας από μας καθίσταται και προφήτης και μαθητής και Απόστολος Ιησού Χριστού, και συγχρόνως ένας καθημερινός μάρτυρας και ομολογητής της πίστεώς του. Και επειδή είναι ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, ανασταίνεται, ή συνανασταίνεται και αναλαμβάνεται, συναλαμβάνεται στους Ουρανούς μαζί με τον Ιησού Χριστό. Γιατί ο Ιησούς είναι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας του οποίου μέλη είμεθα και μείς.
Αλλά ο Ιησούς Χριστός, επαναλαμβάνω, ανελήφθη στους Ουρανούς, μαζί με το αναστημένο και θεωμένο σώμα Του, γι’ αυτό είπα «συνανασταίνεται» και «συναναλαμβάνεται». Που είναι αυτό το θεωμένο σώμα Του η Εκκλησία Του. Δηλαδή εμείς, εσείς, εγώ ο άχρηστος και όλοι μας. Έτσι λοιπόν και οι Άγιοι Πάντες που είναι ενωμένοι μαζί με το Χριστό, είναι μέλη του αναστημένου σώματός Του, γι’ αυτό έχουν και την αγιαστική χάρη του Ιησού Χριστού.
Προχθές προσκυνούσα ένα ιερότατο οστούν, την κεφαλή ενός αγίου, ενός οσίου Χερουβείμ, αγνώστου, και ο τόπος ευωδίασε. Ευωδίασε από την χάρη του Χριστού, από κείνον το οποίον προσέφερε, εκείνος ο ίδιος ο Άγιος όσο ζούσε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο για την αγάπη του Χριστού, έτσι λοιπόν όταν ανελείφθη στους ουρανούς τον ανέλαβε μαζί Του και τη Χάρη Του, την Χάρη του Ιησού Χριστού την άφησε στα τίμια οστά του. Έτσι συμβαίνει με όλα τα οστά των αγίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν ασπαζόμενοι τα ιερά λείψανα των αγίων, ασπαζόμαστε την Χάρη του Αναστάντος Ιησού Χριστού που απορρέει μέσα απ’ αυτά. Γι’ αυτό και τα θαύματα δεν τελειώνουν κι ούτε θα τελειώσουν ποτέ.
Αδελφοί μου από όσα είπαμε μέχρι τώρα, βγαίνει το μικρό συμπέρασμα ότι κάθε αγωνιζόμενος πιστός χριστιανός πρέπει να ακολουθεί τα αχνάρια των Αγίων Πάντων. Γι’ αυτό και οι Νηπτικοί Πατέρες, μας καλούν όλους εμάς να ενεργοποιήσουμε την ομολογία στον κόσμον αυτόν που ζούμε.
Με ποιο τρόπο;
Πρώτον. Στα χέρια μας, μας λένε οι Πατέρες κρατάμε από το Άγιον Βάπτισμα φως! Τη Χάρη του Θεού. Αυτό είναι και το σύμβολον της λαμπάδας που κρατάει ο ανάδοχος ή το παιδάκι στη Βάπτιση. Έχουμε λοιπόν υποχρέωση αυτό το φως να το αφήσουμε πάντοτε να λάμπει και μέσα μας και γύρω μας, έστω κι αν αυτό μας στοιχίσει και αυτή τη ζωή μας. Και αν ακόμα μοιάσει αυτό φως με λυχνάρι θαμπό, γιατί είμαστε αδύνατοι και φτωχοί σε αρετές, είμαστε αμαρτωλοί, που τρεμοσβήνει σαν την πυγολαμπίδα αυτό το φως μέσα στον σύγχρονο κόσμο, που ζει στο σκοτάδι της αμαρτίας και των παθών. Το έργο μας είναι να το περιφέρουμε και να το διατηρούμε έστω και τρεμάμενο αυτό το φως της πυγολαμπίδος, αλλά πάντοτε αναμμένο. Και τότε ποιος ξέρει; Κάποιος μπορεί να το πλησιάσει αυτό το φως και ν’ ανάψει το δικό του σβηστό λυχνάρι απ’ τη δική μας πυγολαμπίδα.
Δεύτερον. Έχουμε τη φωνή της ψυχής μας, τη φωνή του λόγου μας, και αυτή τη φωνή θα τη φωνάζουμε δυνατά από μέσα μας με προσευχή, με παράκληση, με δοξολογία, με ευχαριστία, αλλά και με συμβουλές και με παράδειγμα, προς όλον τον κόσμο που είναι γύρω μας. Μπορεί οι κρότοι και οι θόρυβοι της απιστίας, της αθεΐας, της αδικίας, της θεομαχίας, των αιρέσεων, της ασπλαχνίας, του ευδαιμονισμού και του οικουμενισμού να πνίγουν αυτούς τους ήχους της πονεμένης μας καρδιάς, αλλά εμείς θα επιμένουμε να διακηρύσσουμε και να ομολογούμε Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον. Ποιος ξέρει; Κάποιος μπορεί να μας ακούσει και κάποιος να σωθεί.
Τρίτον. Όλοι μας ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί που συμμετέχουμε στα Άγια Μυστήρια έχουμε μέσα μας και τη φλόγα της Πεντηκοστής. Και επειδή ο κόσμος που ζούμε είναι πονηρός, φίλαυτος, αδιάφορος, και ψυχρός σαν τις παγοκολώνες, γι’ αυτό και μείς αυτήν την φωτιά της Πεντηκοστής θα την προσφέρουμε στον κάθε μας πλησίον. Και ποιος ξέρει; Μπορεί κάποιος να την πλησιάσει. Να ζεσταθεί από την φλόγα της Πεντηκοστής. Από την Θεία Χάρη. Να λειώσουν οι πάγοι των παθών της ψυχής του και έτσι να σωθεί. Ποιος ξέρει; Και
Τέταρτον να χρησιμοποιούμε όλοι μας την πνευματική μάχαιρα του πνεύματος. Πιθανόν το πρώτο ή το δεύτερο κτύπημα που καταφέραμε με το μαχαίρι αυτό, στον αιώνιο εχθρό της ψυχής μας, να ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Ή προσέξτε, να εφαίνετο ότι ήτο χωρίς αποτέλεσμα. Εμείς όμως θα εντείνουμε όλες μας τις προσπάθειες με την ελπίδα ότι θα πλήξουμε όσο το δυνατόν γίνεται βαθύτερα αυτόν τον αιώνιο εχθρό της ψυχής μας, και έτσι θα τον αχρηστέψουμε γιατί έχουμε και την εντολήν του Κυρίου μας, να χρησιμοποιούμε πάντοτε αυτού του είδους την μάχαιρα. Την μάχαιρα του Πνεύματος, «ό εστί ρήμα Θεού». Και έτσι ο Χριστός θα μας καταστήσει σύγχρονους και προφήτας, και Αποστόλους και Ευαγγελιστάς και μάρτυρας. Γι’ αυτό το «ρήμα Θεού», που είναι ο Ευαγγελικός λόγος, ο λόγος της σωτηρίας, οφείλουμε να τον προσφέρουμε παντού και πάντοτε, ευκαίρως και ακαίρως, για να τονώνεται ο αγώνας μας, για να αυξάνεται η πίστις μας, για να δυναμώνει η ζωντανή μας ομολογία στον Χριστόν.
Χριστιανοί μου, ο φωτισμός που έχουμε από τον Θεόν, πρώτον,
η φωνή μας που διακηρύσσει την αλήθεια της πίστεώς μας, δεύτερον,
η φλόγα της Πεντηκοστής που φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, τρίτον,
η χρήσις της μάχαιρας του Πνεύματος «ό εστί ρήμα Θεού», τέταρτον,
η ομολογία και το μαρτύριον, πέμπτον,
οι καθημερινές θυσίες, έκτον,
ο πνευματικός μας αγώνας έβδομον και
η ζωντανή μας συμμετοχή στα μυστήρια όγδοον,
και όλα μαζί αυτά και άλλα πολλά, ήσαν και είναι, η μαρτυρική ομολογία της ζωής και της δράσεως των Αγίων Πάντων, αλλά και της δικής μας ομολογίας.
Είθε να μας αξιώσει ο Πανάγιος Θεός όλους μας, να δίδουμε με όλα τα μέσα την ομολογία της νέας ζωής που έφερε ο Ιησούς Χριστός στον κόσμο, για να δεχτούμε χάριτι Θεού από το στόμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία, - πότε θα γίνει δεν ξέρουμε, μπορεί και αύριο, μπορεί και σήμερα – και την δική Του διαβεβαίωση και ομολογία.
Ποια;
Θα ομολογήσω καγώ εν αυτώ, - για τον καθένα μας χωριστά -, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς.
Αμήν.
Πηγή: Αγία Βαρβάρα, Αναβάσεις
Ἐν Πειραιεῖ 16-6-2013
Όπως ακούσαμε από τους θαυμασίους ύμνους, ιδιαίτερα από τα δοξαστικά του Εσπερινού «Τάς μυστικάς σήμερον του Πνεύματος σάλπιγγας...» και του Όρθρου «Των Αγίων Πατέρων ο χορός...», η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα Ζ΄ Κυριακή από του Πάσχα τους Αγίους και Θεοφόρους 318 Πατέρες, που συνεκρότησαν την Α΄ αγία και Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. επί της βασιλείας του αγίου ενδόξου θεοστέπτου βασιλέως και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχαν πολύ μεγάλα ονόματα σοφών αγίων της Εκκλησίας μας, πολύ γνωστών σέ όλους μας, όπως ο εν αγίοις πατήρ ημών Αθανάσιος πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας, που τότε ήταν διάκονος του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, ο εν αγίοις πατήρ ημών Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων της Λυκίας ο Θαυματουργός, ο οποίος ράπισε, χαστούκησε τον Άρειο για τις βλασφημίες, που εξεστόμισε, ο εν αγίοις πατήρ ημών Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος της Κύπρου ο Θαυματουργός, που έκανε το θαύμα με το κεραμίδι, ο εν αγίοις πατήρ ημών Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσης, που έκανε το θαύμα με την πέτρα, που ανέβλυσε λάδι, ο εν αγίοις πατήρ ημών Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος, όταν λειτουργούσε, είδε τον Χριστό ως βρέφος πάνω στο άγιο Δισκάριο να έχει σχισμένο τον χιτώνα, εξαιτίας του Αρείου, ο εν αγίοις πατήρ ημών Όσιος Επίσκοπος Κορδούης και πλήθος άλλων κληρικών, ηγουμένων, πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών.
Η Σύνοδος συνήχθη κατά του αιρετικού Αρείου, ο οποίος βλασφημούσε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα και ακολούθως δεν είναι Θεός αληθινός, αλλά κτίσμα και ποίημα. Η Σύνοδος, η οποία διήρκησε τρεισήμισι χρόνια, μάς παρέδωσε το κοινό και γνωστό απ’ όλους και ιερό Σύμβολο της Ορθοδόξου πίστεώς μας, με το οποίο ανεκήρυξε τόν Υιό και Λόγο του Θεού, Θεό αληθινό και ομοούσιο με τον Θεό Πατέρα, έχοντας δηλ. την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και επομένως την ίδια δόξα, εξουσία, κυριότητα και αϊδιότητα και όλα τα υπόλοιπα θεοπρεπή ιδιώματα της θείας φύσεως. Η ίδια Σύνοδος μάς παρέδωσε και τον καθορισμό του Πάσχα και εξέδωσε είκοσι ιερούς κανόνες.
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στον υμνογραφικό πλούτο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατέχει, εκτός των άλλων, και το απολυτίκιο της εορτής των Αγίων Πατέρων : «Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης τούς Πατέρας ημών θεμελιώσας καί δι’αυτών πρός τήν αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι». Είναι αμφίβολο, αν έχουμε συλλάβει το βαθύτερο νόημα, την σημασία και την βαρύτητα αυτού του τροπαρίου, το οποίο εκφράζει μια πρώτιστη θεολογική πτυχή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας.
Η πτυχή αυτή, πού μαρτυρείται από το ανωτέρω τροπάριο, είναι ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, εκτός από Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, είναι κατεξοχήν και Πατερική. Θα μπορούσαμε κάλλιστα οι Ορθόδοξοι, δίπλα από τα τέσσερα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, να προσθέταμε και την Πατερικότητα και να ομολογούσαμε στο Σύμβολο της Πίστεως την πίστη μας «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, Αποστολικήν καί Πατερικήν Εκκλησίαν». Η προσθήκη, όμως, αυτή, όπως και κάθε άλλη προσθήκη ή αφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως, απαγορεύεται ρητώς από τον 7ο Ιερό Κανόνα της Γ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου εν Εφέσω (431).
Για τον λόγο αυτό απαγορεύθηκε και η προσθήκη, την οποία έβαλαν οι αιρετικοί Παπικοί, οι Λατίνοι, στο Σύμβολο της Πίστεως, σύμφωνα με την οποία το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι εκ μόνου του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού, η περίφημη αίρεση του Filioque. Για τον ίδιο λόγο απαγορεύθηκε ακόμη να βάλλουμε εμείς οι Ορθόδοξοι στο Σύμβολο της Πίστεως και τον όρο «Θεοτόκος» για την Παναγία μας, μολονότι είναι δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Από σεβασμό και υπακοή στα θεσπισμένα υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων. Εντούτοις, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι Εκκλησία Αποστολική και Πατερική.
Το ακούσαμε αυτό στο κοντάκιο της σημερινής εορτής : «Των Αποστόλων τό κήρυγμα καί των Πατέρων τά δόγματα τη Εκκλησία μίαν τήν πίστιν εκράτυνεν». Το κήρυγμα των Αποστόλων, αλλά και η ανάπτυξη αυτής της διδασκαλίας εκ μέρους των Αγίων Πατέρων έκαναν μία την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, λοιπόν, είναι συγχρόνως Αποστολική και Πατερική, και ακολουθεί τούς Αγίους Πατέρες σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο. Κι εμείς πρέπει να είμαστε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν˙ μή μεταίρειν όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών». Να είμαστε επόμενοι, να ακολουθούμε τους Αγίους Πατέρες, να μη μετακινούμε όρια, τα οποία έθεσαν οι Άγιοι Πατέρες μας. Διότι, οι Άγιοι Πατέρες δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά να συνεχίζουν το έργο του Κυρίου και των Αποστόλων. Αυτό έκαναν και στην A΄ εν Νικαία Αγία και Οικουμενική Σύνοδο, την οποία η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα.
Η Εκκλησία μας, λοιπόν, παραμένει κατεξοχήν Πατερική κι ας μην το ενστερνίζονται, ας το αρνούνται αυτό οι Οικουμενιστές, οι προοδευτικοί, οι εκσυγχρονιστές πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς, ιερείς, κληρικοί και πανεπιστημιακοί-ακαδημαϊκοί θεολόγοι, οι οποίοι, για να μπορούν να υιοθετούν και να διδάσκουν καινούργιες διδασκαλίες, που δεν στηρίζονται στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Αποστόλων, αρνούνται, ακόμη, και το ότι η Εκκλησία μας είναι Πατερική. Ανεφύη, δυστυχώς, στις ημέρες μας μια καινούργια αίρεση, η αίρεση της πατρομαχίας.
Μάχονται αυτοί οι πατρομάχοι και πολεμούν τους Αγίους Πατέρες. «Η Εκκλησία μας», ισχυρίζονται οι πατρομάχοι, «δεν είναι πατερική, αλλά είναι μία ευχαριστιακή σύναξη, όπου μπορούμε να λέμε και να κάνουμε ό,τι θέλουμε και, μη δεσμευόμενοι από τούς Αγίους Πατέρες, να υιοθετούμε και να κηρύττουμε του κόσμου τις διδασκαλίες και να δεχόμαστε ακόμη και την «ιερωσύνη των γυναικών».
Θεωρούν οι οικουμενιστές πατρομάχοι ότι οι Άγιοι Πατέρες μάς κληροδότησαν το σχίσμα Ανατολής και Δύσεως, επειδή έπεσαν θύματα του αρχεκάκου όφεως, του Διαβόλου. Και τώρα τελευταία, ανέπτυξαν αυτοί οι πατρομάχοι μία καινοφανή αίρεση, την αίρεση της λεγομένης «μεταπατερικής ή νεοπατερικής ή συναφειακής θεολογίας», η οποία εκφράζεται κυρίως από τους οικουμενιστές του Φαναρίου και από την λεγομένη «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» Βόλου ή καλύτερα «Επιδημία Θεολογικής Διαστρεβλώσεως».
Τί λέει αυτή η αιρετική «μεταπατερική θεολογία» ή καλύτερα επιδημία; Πρεσβεύει ότι οι Άγιοι Πατέρες είναι πλέον ξεπερασμένοι. Ήταν καλοί για την εποχή τους, αλλά τώρα μας είναι άχρηστοι. Τώρα εμείς, θεωρούν οι πατρομάχοι, είμαστε οι «νέοι πατέρες», ανώτεροι από τους παλαιούς Αγίους Πατέρες και θα πρέπει να αναπτύξουμε μια νέα θεολογία ανεξάρτητη και πέρα από τους Αγίους Πατέρες, μία «μεταπατερική θεολογία», προσαρμοσμένη στα σύγχρονα προβλήματα του κόσμου.
Δεν είναι, όμως, αυτό φοβερός εωσφορικός εγωισμός, το να λέει κάποιος ότι είναι ανώτερος από τους Αγίους Πατέρες; Η υπέρβαση και η απεξάρτηση των πατρομάχων από την διδασκαλία και την θεολογία των Αγίων Πατέρων, θα τους αποδεσμεύσει και θα τους αφήσει ελεύθερους και ανεξέλεγκτους να πραγματοποιούν τα απαράδεκτα οικουμενιστικά τους ανοίγματα με τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους, με σκοπό την ψευδοένωση των δήθεν «Εκκλησιών» και την εγκατάσταση της αντίχριστης Πανθρησκείας. Οι Άγιοι Πατέρες πρέπει να ξεπερασθούν, τονίζουν εμφαντικά οι πατρομάχοι. Το διανοούμαστε αυτό το πράγμα; Δηλ. οι άγιοι Πατέρες της Α΄ Αγίας και Οικουμενκής Συνόδου, ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο άγιος Αχίλλιος και όλοι οι άγιοι Πατέρες των άλλων Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων και όλων των εποχών είναι ξεπερασμένοι. Καταλαβαίνουμε όλοι μας σε ποιά κατάντια και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος έχουν φθάσει!
Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ ότι «γνήσιο τέκνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καί ἡ ἐσχάτως ἀναφυεῖσα μεταπατερική ἤ νεοπατερική ἤ συναφειακή αἵρεση. Ἡ μεταπατερική ἤ νεοπατερική αἵρεση κάνει λόγο γιά τήν ὑπέρβαση, τό ξεπέρασμα, τήν περιθωριοποίηση τοῦ συνόλου τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἀντικατάστασή τους ἀπό τούς σημερινούς, συγχρόνους δῆθεν «νέους πατέρες», τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστές. Στόχος αὐτῆς τῆς πατρομαχίας εἶναι ἡ προλείανση τῆς ὁδοῦ πρός τήν ψευδοένωση μέ τούς αἱρετικούς καί τοῦ ἑτεροδόξους, ἐφόσον πλέον μεταίρονται τά ὅρια, «ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο» μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὅπως ἐπιτυχῶς ἀποδείχθηκε στό μεγάλο ἐπιστημονικό καί θεολογικό συνέδριο, πού διοργάνωσε πέρισυ τόν Φεβρουάριο τοῦ 2012 ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας μέ θέμα : «Μεταπατερική αἵρεση καί πατερική θεολογία».
Ἡ συναφειακή αἵρεση ἀφορᾶ τήν Ἱεραποστολή καί τόν Εὐαγγελισμό καί νοεῖται ὡς ἡ ἀποφυγή τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν νά ἐμφανισθοῦν, ἐνώπιον τῶν μή χριστιανῶν, ὡς διχασμένες λόγω τῶν δογματικῶν διαφορῶν τους. Γι’αὐτό καί καλοῦνται νά δείξουν ἑνότητα, θέτοντας σέ προτεραιότητα θέματα κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί καταπιέσεως τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Αὐτό, ὅμως, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἡ ἱεραποστολή καί τό κήρυγμα νά στραφοῦν στή διατύπωση τρόπων ἀποκαταστάσεως τῶν κοινωνικῶν ἀδικιῶν καί ὄχι στή μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου[1][1]»[2][2].
Το τραγελαφικό, όμως, για τους Οικουμενιστές είναι ότι ενώ αποδέχονται την μεταπατερική αίρεση δεν τολμούν, συνεπείς προς τις διακηρύξεις τους, να μην χρησιμοποιούν καθόλου τους αγίους Πατέρες είτε στις ομιλίες, είτε στα κηρύγματα, είτε στη Θεία Λειτουργία, διότι γνωρίζουν ότι από εκείνη την στιγμή θα χάσουν αμέσως το όποιο έρεισμα έχουν στον κλήρο και τον λαό και ίσως και την εκκλησιαστική τους ιδιότητα.
Αλήθεια, πώς μπορούν οι Οικουμενιστές και εισέρχονται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς, οι οποίοι είναι αγιογραφημένοι με αγίους Πατέρες; Πώς μπορούν και λένε το «Δι’ευχών των αγίων Πατέρων ημών…»; Πώς τελούν τη Θεία Λειτουργία των αγίων Πατέρων, του ιερού Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου κ.ά; Πώς εορτάζουν τις Κυριακές των Αγίων Πατέρων με την τόσο πλούσια πατερική και δογματική υμνογραφία; Αυτό δεν αποτελεί την πλέον κραυγαλέα απόδειξη της κακοδοξίας της μεταπατερικής αιρέσεως; Αν πράγματι πιστεύουν τις απαράδεκτες και προκλητικές τους διακηρύξεις, ας παύσουν, λοιπόν, να χρησιμοποιούν τελείως τους αγίους πατέρες, ας σταματήσουν να εισέρχονται στους Ιερούς Ναούς, να λένε το «Δι’ευχών των αγίων Πατέρων ημών…», να τελούν τη Θεία Λειτουργία και να εορτάζουν τις Κυριακές των Αγίων Πατέρων, διότι αλλιώς αποδεικνύουν την αντιφατικότητα, την διπροσωπία και την υποκρισία τους και το φρούδο της κακοδοξίας τους.
Η αναφορά μας στην λεγομένη «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» Βόλου κρίνεται ιδιαιτέρως επιτακτική, διότι οι ιθύνοντες αυτής επιμένουν και συνεχίζουν αμετανόητοι, παρά τις όποιες δηλώσεις και εκδηλώσεις «μετανοίας», συμπεριφερόμενοι όπως ακριβώς ο Άρειος, την οικουμενιστική διαβρωτική για την Εκκλησία τακτική τους. Εσχάτως, η λεγομένη «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» διοργάνωσε από τις 23 έως τις 26 Μαΐου 2013 διεθνές συνέδριο στο Cluj-Napoca της Ρουμανίας με θέμα :
«Ορθοδοξία και συναφειακή θεολογία. Εναύσματα από την εκκλησιαστική Παράδοση»[3][3], το οποίο θεωρείται ως η συνέχεια του διεθνούς συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2010 πραγματοποιήθηκε στο Βόλο με θέμα : «“Νεο-πατερική” σύνθεση ή “Μετα-πατερική” Θεολογία; Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία».
Δυστυχώς, επιβεβαιώνεται γι’ακόμη μία φορά ο Ἄπ. Παῦλος, ο οποίος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα λέει : «ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι ἐλεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητᾶς ὀπίσω αὐτῶν»[4][4].
Σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ο καρπός της λειτουργίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Οι Άγιοι Πατέρες για τον λόγο αυτό αποκαλούνται Θεοφόροι, επειδή είναι τα δοχεία και τα όργανα του Αγίου Πνεύματος. Με επίμονη και επίπονη άσκηση και νηπτικούς αγώνες υπέταξαν το φρόνημα της σαρκός στο θέλημα του Θεού. Στην Ορθοδοξία δεν δύναται να υπάρχει Θεολογία χωρίς άσκηση και χωρίς Αγίους Πατέρες.
Οι Άγιοι Πατέρες δεν λένε τίποτε νεοφανές, δεν γράφουν νέες φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά, επειδή είναι πνευματοφόροι και ζουν μέσα στο φως του Θεού, ερμηνεύουν φωταγωγικώς τις αλήθειες, πού ο Χριστός άπαξ απεκάλυψε στους ανθρώπους. Ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγεί τούς Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας «εις πάσαν τήν αλήθειαν». Αυτό σημαίνει πως δεν δύναται να υπάρξει περίοδος της ζωής της Εκκλησίας, πού δεν υπάρχουν Άγιοι Πατέρες.
Αυτό θα σήμαινε πώς σταμάτησε ο Παράκλητος να «συγκροτεί όλον τόν θεσμόν της Εκκλησίας». Δεν είναι, όμως, αυτό ασυγχώρητη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος; Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα του ανυποστάτου του όρου «μεταπατερική θεολογία», ο οποίος πέρα από καινοφανής, είναι αντιβιβλικός καί ανορθόδοξος, επειδή αναιρεί το βασικό κύτταρο της Πατερικής Θεολογίας της Εκκλησίας. Είναι αδύνατη η ύπαρξη περιόδου μετά τούς Πατέρες, αφού πάντοτε η Εκκλησία θα αυξάνεται θεολογικά με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος διά των Θεοφόρων Πατέρων.
Απορρίπτουμε τον όρο «μεταπατερική θεολογία», επειδή μας οδηγεί κατ’ευθείαν στην αίρεση του Προτεσταντισμού. Η Εκκλησία χωρίς Αγίους Πατέρες θα ήταν ένα «ψευδεπίγραφο χριστιανικό προτεσταντικό μόρφωμα», που δεν θα είχε καμμία σχέση με την «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Όμως, «ας είσαι υπερδεδοξασμένος, Χριστέ ο Θεός μας», λέει ο υμνογράφος, «επειδή θεμελίωσες στη γη τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρες ως φωστήρες και διά μέσου αυτών μάς οδήγησες όλους στην αληθινή πίστη». Αυτή η φράση «δι’αυτών» είναι μεγίστης σημασίας, γιατί μας δείχνει ότι μόνο μέσω των Αγίων Πατέρων οδηγούμαστε στην αληθινή πίστη.
Έχουμε, βέβαια, σε πρώτη θέση την Αγία Γραφή, αλλά, επειδή αυτή σε αρκετά σημεία είναι ασαφής και δυσνόητη, χρησιμοποιούμε τους Αγίους Πατέρες, με τα συγγράμματα και τους λόγους των οποίων ερμηνεύουμε την Αγία Γραφή σωστά και ορθόδοξα. Αυτή, άλλωστε είναι και μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Προτεσταντισμού, ότι δηλαδή, εμείς, οι Ορθόδοξοι, στηριζόμαστε στην Ιερά Παράδοση, την Αγία Γραφή, τους Αγίους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους, ενώ οι Προτεστάντες, στηρίζονται μόνο στην Αγία Γραφή (sola scriptura), απορρίπτοντας την Ιερά Παράδοση, τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, αποδεικνυόμενοι εν τοις πράγμασι ότι είναι νέοι πατρομάχοι και εικονομάχοι, με τους οποίους όμως οι Οικουμενιστές κάκιστα παρακάθονται μαζί τους, συναγελάζονται και διαλέγονται επί ίσοις όροις στο παμπροτεσταντικό Π.Σ.Ε. ή καλύτερα Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσων και ΠΣΕύδους, προδίδοντας τους Αγίους Πατέρες.
Επικαιροποιώντας τον λόγο μας, οφείλουμε να χτυπήσουμε το καμπανάκι του μεγάλου κινδύνου, πού διατρέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία από τις αιρέσεις, ιδίως από τις αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και την παναίρεση του Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα η χώρα μας, η αγιοτόκος και ηρωοτόκος Ελλάδα έχει γίνει ξέφραγκο αμπέλι των αιρέσεων. Πάνω από τετρακόσιες (400) αιρέσεις δρουν στον τόπο μας (Ιεχωβάδες, οι οποίοι είναι το κατάλοιπο, η συνέχεια του Αρειανισμού στην εποχή μας, Πεντηκοστιανοί, Ευαγγελικοί, Χιλιαστές, Παπικοί, Ουνίτες, Μονοφυσίτες Νεοειδωλολάτρες, Νέα Εποχή, Νέα Τάξη πραγμάτων, Μασονία, Τεκτονισμός, Σιωνισμός κ.ά.). Κάθε καλοκαίρι κάνουν απόβαση στην Ελλάδα χιλιάδες Ιεχωβάδες, Πεντηκοστιανοί και Χιλιαστές με προσυλητιστικούς σκοπούς.
Επίσης, πόσες φορές η Αγία μας Εκκλησία ήλεγξε τον Παπισμό; Από τον 11ο αιώνα, πού οι Παπικοί αποσχίσθηκαν και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, πέρασαν 1000 χρόνια και παραμένουν αμετανόητοι, αταπείνωτοι, εγωιστές, αλαζόνες και οιηματίες. Και υπάρχουν Άγιοι Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνο ήλεγξαν τον πάπα, αλλά υπέφεραν, εκδιώχθηκαν και μαρτύρησαν εξαιτίας αυτών, όπως είναι τόσοι οσιομάρτυρες στο Άγιον Όρος, στην Ι. Μ. Ζωγράφου, στην Ι. Μ. Βατοπαιδίου, στις Καρυές και στην Κύπρο, στην Ι. Μ. Παναγίας Καντάρας, πού μαρτύρησαν, επειδή ήλεγξαν τον πάπα, όπως επίσης και στη μαρτυρική Σερβία.
Παραλλήλως, υπάρχει στις ημέρες μας ο μέγας κίνδυνος και απειλή για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας από τον Οικουμενισμό. Ο Οικουμενισμός, σύμφωνα με τον σύγχρονο Άγιο Γέροντα της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδοξίας, Όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι όχι απλά αίρεση, αλλά παναίρεση. Όπως η παγκοσμιοποίηση σε πολιτικό επίπεδο θέλει να ενώσει τον κόσμο και να κάνει ένα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια κυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα, έτσι και ο Οικουμενισμός σε θρησκευτικό επίπεδο θέλει να ενώσει όλες τις θρησκείες (διαθρησκειακός οικουμενισμός) και όλες τις αιρέσεις (διαχριστιανικός οικουμενισμός) σε μία παγκόσμια θρησκεία, αψηφώντας και περιθωριοποιώντας τις τεράστιες, γιγαντιαίες και χαώδεις δογματικές διαφορές και ξεθεμελιώνοντας εκ βάθρων τα δόγματα και την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως ο Αρειανισμός ταλαιπώρησε πολλά χρόνια την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έτσι και ο Οικουμενισμός ταλαιπωρεί κι αυτός επί ένα και πλέον αιώνα την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού εμφανίσθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα (1902-1904-1920).
Όπως για τον Αρειανισμό συνεκλήθη ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος, που τον καταδίκασε και καθαίρεσε τους αρχηγούς της, δεν πρέπει επιτέλους και για τον Οικουμενισμό να συγκληθεί μια νέα Οικουμενική ή Πανορθόδοξος ή Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, χωρίς βεβαίως προκαθορισμένη οικουμενιστική σύνθεση, αλλά με την ενεργό συμμετοχή παντός του κλήρου και του λαού, η οποία θα τον καταδικάσει και θα καθαιρέσει τους αρχηγούς της, για να γαληνέψει έτσι το πολυτάραχο και θαλασσοδαρμένο σκάφος της Αγίας μας Εκκλησίας;
Να, λοιπόν, σήμερα οι άγιοι Πατέρες. Προς την αιώνια ζωή προχωρώντας, ας ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμα της ομολογίας της Ορθοδόξου πίστεως, που μάς παρέδωσαν ως παρακαταθήκη οι Άγιοι Πατέρες, ιδιαιτέρως οι σήμερον εορτάζοντες Άγιοι Πατέρες της Α΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, για να κληρονομήσουμε κι εμείς τα αιώνια αγαθά της ατελευτήτου Βασιλείας των Ουρανών.
[1] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ, « «Συναφειακές», «Μεταπατερικές» καί ἄλλες θεολογικές ἀναζητήσεις σέ συνέδριο τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 496.
[2] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική εγκύκλιος περί Οικουμενισμού Κυριακή της Ορθοδοξίας 2013
[3] http://paterikiparadosi.blogspot.gr/23052013, http://www.amen.gr/article14045 .
[4] Πράξ. 20, 29-30.
Πηγή: Αναβάσεις
Κατ’ αρχάς χριστιανοί μου εύχομαι να γεμίσουν οι καρδιές όλων σας, από το αιώνιο λυτρωτικό φως που ξεπήδησε από την Ανάσταση του Κυρίου, Αμήν.
Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μας διαλάλησε την αλήθεια ότι ο Θεός ημών φως εστί. Το λυτρωτικό αυτό φως, το πήραμε κατά πρώτον στη βάπτισή μας, και είναι έκδηλο όχι μόνο στα μωρά αλλά και στους μεγάλους. Πιστεύω πως όλοι σας το έχετε παρατηρήσει αυτό -μια έντονη φωτεινότητα περιβάλλει κυρίως το πρόσωπο του νεοβαπτιζομένου. Έχω μαρτυρία από μια ξένη που όταν βαπτίστηκε ομολόγησε ότι λούστηκε μέσα σε υπερκόσμιο φως.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας βεβαιώνει ότι οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα, πριν από την πτώση τους ήσαν ενδεδυμένοι από την άνωθεν δόξα, δηλαδή αντί για ρούχα ο Θεός τους είχε ντύσει με τη Δόξα Του. Η αμαρτία όμως που εγένετο με την παρακοή, τους γύμνωσε από τη Θεία Δόξα και τη θεοδημιούργητη στολή, την θεοϋφαντη όπως λέγεται, και έτσι είδαν τη γύμνια τους. Για να τους ράψει κατόπιν η αμαρτία τους δερμάτινους χιτώνας, δηλαδή τους χιτώνες της φθοράς και του θανάτου.
Η Βάπτισις λοιπόν που σφραγίζεται από το Πανάγιον Πνεύμα δια του Αγίου Χρίσματος «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν», μας ενδύει με την θεοϋφαντη στολή της θείας δόξης, δηλαδή του αιωνίου φωτός. Οι παλιοί ιερείς, ενθυμούμαι, ότι αμέσως μετά το Βάπτισμα και Χρίσμα, παίρνοντας τα λευκά εσώρουχα του βρέφους, εκφωνώντας έλεγον: «ενδύεται ο δούλος του Θεού Τάδε, χιτώνα ευφροσύνης και αγαλλιάσεως» και όχι όπως σήμερα τα νέα τυπικά το λέγουν «τον της δικαιοσύνης». Μας λέγει λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων, ότι ο νεοφώτιστος που ξεντύνεται από τα παλιά ενδύματα της αμαρτίας, με το βάπτισμά του, ενδύεται εκείνα που είναι λουσμένα μέσα στο φως και προσδίδουν στην ψυχή μια λευκοφορεμένη λαμπρότητα. Αυτά κατά τον Άγιον.
Για να διατηρηθεί όμως το φως της θείας λαμπρότητος, θα πρέπει τα έργα μας, οι πράξεις, τα λόγια και οι σκέψεις του κάθε νεοβαπτιζομένου να είναι σύμφωνα με το λευκό χιτώνα της θείας αγαλλιάσεως που ενεδύθη. Δηλαδή, ευαγγελικά, αγνά και άμωμα, με ζέουσα την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη προς όλους ακόμα και προς τους εχθρούς, με θέρμη και βία στην προσευχή, με φυλακή στις αισθήσεις και με όλα όσα περιέχονται και μας διδάσκουν οι Άγιες Γραφές με το λόγον του Θεού. Όλα αυτά αδελφοί μου συμφωνούν με την θριαμβευτική διαβεβαίωση που ψάλλεται κατά την ένδυση του νεοφωτίστου «χιτών μοι παράσχου φωτεινόν, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών».
Ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του ήρθε μέσα στον άνθρωπο και τον βρήκε, μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος. Πώς τον βρήκε; Γεμάτο από ακαθαρσίες, άλουστον πνευματικά, γυμνό ψυχικά και αιμόφυρτον από τις πληγές της αμαρτίας.
Τον έλουσε λοιπόν, τον άλειψε με λάδι, τον θεράπευσε και τον έντυσε με τέτοιο ένδυμα που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμον αυτόν. Δηλαδή, έγινε ο ίδιος στολή του, μας έντυσε με τον εαυτόν Του, σαν ο Θεός να ήταν ένδυμα και ρούχο πάνω μας. Ρούχο όμως φωτεινό, ολόλαμπρο, θεϊκό. Φορέσαμε τον Χριστόν! Ένα είναι το βέβαιον.
Ότι στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος έχουμε κάθοδον του Αγίου Πνεύματος στο νεοβαπτισθέντα τον οποίον και χαριτώνει με τα πλήθη των χαρισμάτων Του που είναι λελουσμένα μέσα στο θείον φως. Το λυτρωτικό φως αδελφοί μου, το λαμβάνουμε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί και στη Θεία Λειτουργία όταν κοινωνούμε Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού, όπως θα γίνει και σε λίγο.
Από τα αποστολικά ακόμα χρόνια, το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη Θεία Ευχαριστία. Βαφτίζεσαι, μυρώνεσαι και ευθύς αμέσως κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων. Σε πολλούς ναούς την πατρίδος μας διατηρείται ακόμα ο ιερότατος αυτός, ολόλαμπρος θεσμός και δεσμός.
Αυτό επιβάλει η ορθόδοξος πίστις μας και η εκκλησιαστική τάξις. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μετά τη Θεία Κοινωνία, θα το διακηρύξουμε και σήμερα, διακηρύσσεται θριαμβευτικά ότι «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας βεβαιώνει ότι το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου που είναι η πηγή του φωτός της θείας χάριτος, ακτινοβολεί και λαμπρύνει, φωτίζει και θεώνει ολόκληρον τον άνθρωπον, ψυχοσωματικά, αφού στο Σώμα του Χριστού κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς (από την προς Κολασσαείς επιστολή).
Πώς λοιπόν να μην καταλάμπεται η ψυχή μας εσωτερικά και να μυροβολεί, να ευωδιάζει εξωτερικά; «Ελάβομεν πνεύμα επουράνιον». Λάβαμε πνεύμα Άγιον. Δεχτήκαμε και απολαύσαμε τις φλόγες του ακτίστου θεϊκού πυρός, όχι μόνο στις καρδιές μας αλλά και στις αισθήσεις μας και στο σώμα μας.
Για όλους δε ημάς που έχουμε μετά τη βάπτισή μας μια διάρκεια ζωής μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία, 5, 10, 20, 50, 100 χρόνια, στην πορεία αυτής της ζωής πολλές φορές συμβαίνει να λερώνουμε τον πάλλευκο χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος με τις πολλές μας, πολλές μας, θανάσιμες και μη αμαρτίες.
Αυτές όμως καθαρίζονται αμέσως και ολοσχερώς, μια για πάντα, μέσα στο λουτρό των δακρύων, δηλαδή στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως με την αληθινή μας μετάνοια. Όταν θα βγούμε από το εξομολογητήριο, ο χιτώνας της ψυχής μας είναι και πάλι πάλλευκος, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος. Το πρόσωπό μας φωτίζεται και λάμπει, και το σώμα μας έχει μια παράδοξη ελαφρότητα. Το αισθάνεσθε; ......... Ιδού λοιπόν, το λυτρωτικό φως που πηγάζει απ’ τη θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία, Μετάνοια. Ιδού το φως και η ζωή, ιδού η λύτρωσις, ιδού η σωτηρία.
Και σαν σήμερα, οι μαθηταί και οι Απόστολοι εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον τον αναστάντα εκ νεκρών. Και μέσα στη μεγάλη τους χαρά, δέχτηκαν δυο φορές μέσα στην εβδομάδα την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». «Ειρήνη την εμήν δίδωσι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος εγώ δίδωσι υμίν».
Την θεϊκή ειρήνη λοιπόν δίνει. Την ειρήνη του Κυρίου που θα τους ήτο πλέον απαραίτητη στη μεγάλη αποστολή που τους ανέθετε με το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Και ευθύς αμέσως -το προσέξατε αυτό όταν ο Άγιος ιεροδιάκονος ανέγνωζε το ευαγγελικόν ανάγνωσμα;- λέγει ενεφύσησε στο πρόσωπο αυτούς δηλαδή και λέγει αυτοίς: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφίετε τις αμαρτίες, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε κεκράτηνται». Εδέχθησαν δηλαδή, φύσημα θείον από το στόμα του Κυρίου. Φύσημα ουράνιον. Φύσημα και πνοήν νέας ουράνιας ζωής. Φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης θεϊκής χάριτος, φύσημα θεϊκού φωτός.
Κι ακόμα κάτι που το τονίζει και πάλιν ο Ιερός Χρυσόστομος. «Εχειροτονήθησαν» μας λέγει «εκ του Δεσπότου Κυρίου Δεσπόται της των πλημελλημάτων αφέσεως, Κύριοι της των αμαρτιών κρίσεως». Ο Δεσπότης δηλαδή και Κύριος του σύμπατος κόσμου ορατού και αοράτου, έδωσε στους Αποστόλους την εξουσίαν του να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Απέκτησαν το δικαίωμα να κρίνουν τους αμαρτωλούς. Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το «ενεφύσησε στο πρόσωπό τους». Τι ενεφύσησε; Πνοή θείας ζωής, πνοή θεϊκή, πνοή πάσης θεϊκής χάριτος.
Όταν ο Θεός έπλασε τον Αδάμ με χώμα από τη γη, τι έκανε κατόπιν; Ιδού πως μας το λέγει το πρώτο κεφάλαιον της Γενέσεως: «ενεφύσησε εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Ενεφύσησε πνοήν ζωής.
Αυτό το φύσημα του Θεού -πως αλλιώς να το πούμε;- είναι η άκτιστος ενέργεια του Τριαδικού μας Θεού. Αλλά η άκτιστος ενέργεια είναι και φως, αφού φως εστίν ο Θεός. Φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Πανάγιον Πνεύμα. Είναι φως, είναι και θεία ζωή, είναι και θεία δύναμις, είναι και θεία χάρις. Αλλά και ημείς οι ιερείς που φέρουμε την ιερωσύνη του Χριστού (δεν έχουμε δική μας ιερωσύνη - κανένας μας δεν έχει ιερωσύνη δική του.
Όλοι την ιερωσύνη του Χριστού φέρουμε και την διαδοχήν των Αποστόλων) δίδουμε κι εμείς φύσημα. Φυσούμε δηλαδή, με το στόμα μας. Πότε; Σταυροειδώς στο πρόσωπο του παιδιού όταν του κάνουμε την κατήχηση και τους αφορκισμούς εκεί στον πρόναο. Σταυροειδώς 3 φορές. Σταυροειδώς φυσούμε 3 φορές πάλι και το νερό του Αγίου Βαπτίσματος όπως και το λάδι που κρατά ο ανάδοχος στο χέρι του. Με αυτόν τον τρόπον αδελφοί μου σφραγίζουμε την μεταδιδομένη θεία χάρη.
Κι ο Θωμάς; Τι γίνεται με τον Θωμά; Ο Θωμάς, ο Απόστολος που έλειπε, ασφαλώς ο αναστάς Κύριος στις υπόλοιπες των εμφανίσεών του, και λίγο πριν της Αναλήψεως, όπως μας το τονίζουν οι Πατέρες, επανέλαβε τους λόγους Του για τη λήψη της θείας χάριτος και του Αγίου Πνεύματος- όλα μαζί εκαλύφθησαν πλήρως την ημέρα της Πεντηκοστής.
Χριστιανοί μου, με το Άγιον Βάπτισμα ο άνθρωπος καθαρίζεται από τον ρύπον την πρωπατορικής αμαρτίας και πληρούται θείας χάριτος και θείου φωτός. Με το Άγιον Χρίσμα, λαμβάνει ο νεοβαπτιζόμενος το Άγιον Πνεύμα με τα πλούσια ολοφώτεινα χαρίσματά Του.
Στη Θεία Λειτουργία με τη Θεία Κοινωνία, ο χριστιανός θεώνεται και λαμπρύνεται από τη Δόξαν του Θεού αφού κοινωνεί Σώματος και Αίματος Ιησού Χριστού. Στο μυστήριο πάλι της Ιεράς Εξομολογήσεως δια μέσου της αληθινής μετανοίας του ανθρώπου, ο χριστιανός λυτρώνεται από το βάρος των αμαρτιών με την δωρεά της αφέσεως αυτών. Πηγή πάσης δωρεάς και πάσης χάριτος είναι ο ενανθρωπίσας Θεός.
Στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Κύριος. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ο αληθινός Θεός ημών.
Γι’ αυτό και λέμε εις τις απολύσεις μας «ο Αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αλήθινός Θεός ημών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής και ο σωτήρας μας. Ο Χριστός είναι η ζωή και η Ανάσταση. Και όπως ο Απόστολος Θωμάς, έτσι κι εμείς μαζί του, όλοι μαζί θα βροντοφωνάξουμε και θα ομολογήσουμε
«ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα σοι»,
Αμήν.
Πηγή: Ἀναβάσεις
Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία - αποχή κρέατος» - όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει άπα μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.
Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ' αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον γιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ' όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που - ακριβώς επειδή είναι Αγάπη - ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι - απελπιστικά λανθασμένοι - είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση∙ η αγάπη - όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτη η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λ.π. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λ.π., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» η για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» - ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα - και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» η το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σʹ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές τα αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μανό το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι - και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι - μάλλον διστακτικός γιʹ αύτη την αόριστη Ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγιση της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γιʹ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τούτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τούτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρο της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωση της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σʹ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μʹ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απʹ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μʹ ένα ξεχωριστό τρόπο.
Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί εφʹ όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
Μετάφραση από το Αγγλικό: ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΝΟΥΡΗ
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ»
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Ιθ. 1 – 10.
Τω καιρώ εκείνω, διήρχετο ο Ιησούς την Ιεριχώ, και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ήν αρχιτελώνης, και ούτος ήν πλούσιος, και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τίς εστι, και ουκ ηδύνατο απο του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ήν. και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επι συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι. και ως ήλθεν επι τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν, και είπε προς αυτόν, Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι, σήμερον γάρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι. και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι. σταθείς δέ Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον, ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και εί τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. είπε δέ προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν. ήλθε γάρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός.
Απόδοση:
Εκείνο τον καιρό, μπήκε ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε κάποιος, που το όνομά του ήταν Ζακχαίος. Ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος. Αυτός προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς• δεν μπορούσε όμως εξαιτίας του πλήθους και γιατί ήταν μικρόσωμος. Έτρεξε λοιπόν μπροστά πριν από το πλήθος κι ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί θα περνούσε από ’κει. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σημείο εκείνο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και του είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Εκείνος κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχθηκε με χαρά. Όλοι όσοι τα είδαν αυτά διαμαρτύρονταν κι έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Τότε σηκώθηκε ο Ζακχαίος και είπε στον Κύριο: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και ν’ ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα έχω πάρει με απάτη». Ο Ιησούς, απευθυνόμενος σ’ αυτόν, είπε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε• γιατί κι αυτός ο τελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ. Ο Υιός του Ανθρώπου ήρθε για ν’ αναζητήσει και να σώσει αυτούς που έχουν χάσει το δρόμο τους».
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
Λόγος του Αγίου Αμφιλοχίου, Επισκόπου Ικονίου, εις τον Ζακχαίον
Τίποτα δεν παρακινεί τόσον την ψυχή προς ευφροσύνην, όσον ο φόβος του Θεού και η αποχή των κακών, ο δρόμος της μετανοίας και ο τρόπος της εξομολογήσεως. Όθεν και σήμερα ο Δαυίδ εμακάριζεν αυτούς των οποίων συνεχωρήθησαν οι αμαρτίες, φανερώνοντας την φιλανθρωπία του Χριστού, και συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τους αμαρτωλούς να προστρέξουν στην μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ων αφέθησαν αι ανομίαι, και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Όποιος λοιπόν ημπορεί να αισθανθή σαν την πόρνην και τον τελώνην, ας τρέξη στις ακενώτους πηγές της σωτηρίας του Χριστού. Δεν είναι δυνατόν χωρίς μετάνοια να λάβη κανείς την λύση των κακών, ούτε να επιτύχη τον μακαρισμόν, έστω και αν είναι Προφήτης ή Απόστολος ή και Ευαγγελιστής. Πράγματι όλοι από την ιδίαν πηγή έχουν αντλήσει. Μεταξύ των Προφητών ο ίδιος ο Δαυίδ, ο οποίος και μετά την μοιχείαν παραμένει Προφήτης, με την Χάριν Εκείνου που τον συνεχώρησε. Από τους Αποστόλους ο Πέτρος και ο Παύλος, από τους οποίους ο μεν ένας έχει «τας κλεις της βασιλείας» μετά την άρνησιν, ο δε άλλος κατέστη Απόστολος των εθνών μετά την δίωξη, μετατρέποντας τον ιουδαϊκόν ζήλον σε ευαγγελικόν τρόπο. Και μέσα στα Ευαγγέλια εγνώρισα σωζόμενον τελώνην, όχι μόνο τον Ματθαίον, αλλά μαζί μ’ αυτόν και άλλους δύο. Ο ένας από αυτούς, προσευχόμενος και κτυπώντας το στήθος του όπου υπήρχε ο θησαυρός των κακών, και μη τολμώντας να σταθή στον ναό με τα χέρια και το βλέμμα υψωμένα, όχι μόνον εδικαιώθη, αλλά και εστεφανώθη, εν αντιθέσει με τον Φαρισαίον. Και ο σημερινός Ζακχαίος, αφού ανέβη στο δένδρον, όπου πολλές φορές είχε σταθεί για να κατασκοπεύη μη του διαφύγη κάποιος έμπορος και μείνει αφορολόγητος, τώρα επρόσεχε μη του διαφύγη απαρατήρητος ο έμπορος του ουρανού και της γης, ο οποίος είχε μέσα του τον άσυλον θησαυρόν της Βασιλείας των Ουρανών.
Για να μη συγχέωμεν όμως τις ιστορίες των τελωνών μεταξύ τους, ας διαπραγματευθούμε σήμερα, εάν νομίζετε, και ας εξετάσωμε λεπτομερέστερα την υπόθεση μόνον του Ζακχαίου. «Εισελθών» ο Ιησούς, λέγει, «διήρχετο την Ιεριχώ. Και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και ούτος ην αρχιτελώνης». Δεν μνημονεύει ο Ευαγγελιστής την Ιεριχώ χωρίς λόγον, αλλά επειδή πρόκειται να ειπή ότι ένας Τελώνης εφιλοξένησε στον οίκο του τον Θεόν. Ήταν απίστευτο το πράγμα. Γι αυτό αναφέρει πρώτα την πατρίδα, για να μας υπομνήση την πόρνην Ραάβ, και έτσι να μας φανή παράδοξος η μεταστροφή του Ζακχαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ανέφερε την Ιεριχώ. Να φέρωμε στον νου μας την πόρνην Ραάβ, και να συγκρίνωμε τον τρόπο της σωτηρίας αυτών των δύο. Όπως δηλαδή η Ραάβ, η πόρνη, εδέχθη τον Ιησού του Ναυή ως κατάσκοπο και τον έκρυψε, έτσι και ο Ζακχαίος, ο τελώνης, εδέχθη και έθρεψε στον οίκο του τον αληθινόν Ιησούν, τον κατάσκοπο της διανοίας μας. Εκείνη εδέχθη τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος εισήγαγε τον λαό στην γην της επαγγελίας. Αυτός δέχεται τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος ήλθε για να μας εισαγάγη στην Βασιλείαν των Ουρανών. Εκείνη εδέχθη τον παλαιόν Ιησούν, ο οποίος κατηδάφισε τα τείχη της Ιεριχούς. Αυτός εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος κατεδάφισε των Ιουδαίων τον ναόν. διότι ο ίδιος είπεν οτι «ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται». Η πόρνη εδέχθη τον Ιησούν εκείνον, ο οποίος εισήγαγε δια μέσου του Ιορδάνου τον λαόν «εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι». Ο τελώνης εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε δια του Βαπτίσματος τους πιστούς όπου «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Η Ραάβ εδέχθη εκείνον τον Ιησούν, ο οποίος εξήγαγε το σταφύλι από την γην της επαγγελίας. Ο Ζακχαίος υπεδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε τον ληστήν στον Παράδεισο. Έχει όμως και κάποιο άλλο μυστικόν νόημα η πόλις, κρυμμένο μέσα στην πηγή της. Η πηγή της Ιεριχούς ήταν κάποτε μητέρα της στειρώσεως, τροφός της ακαρπίας, επειδή το νερό της ήταν ελαττωματικόν. Ενώ είχε το ρείθρον αχανές και έρεε αθόρυβα σαν λάδι, οι προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο να την βλέπουν και αναχωρούσαν διψασμένοι. Διότι δεν ήταν ακίνδυνος γι’ αυτούς η πόσις. Επρόκειτο πράγματι περί ύδατος ολεθρίου. Το κάλλος της πηγής παρακινούσε τους περαστικούς να σπεύσουν για να πιουν, όμως ο φόβος της βλάβης ανέκοπτε την προθυμία τους. Όθεν, επειδή η πηγή έρεε ματαίως, οι περίοικοι, που πολλές φορές επήγαιναν εκεί, εγόγγυζαν από την δίψα που τους προκαλούσε όχι η ανυδρία αλλά η θέα των υδάτων. Και επειδή δεν είχαν την δυνατότητα να ικανοποιήσουν το πάθος αυτό της δίψης, παρεπονούντο αγανακτισμένοι και απευθύνοντο προς αυτήν λέγοντας: «Τι ρέεις ματαίως, ω πηγή; Θα ήσουν καλλιτέρα αν δεν φαινόσουν, αν είχες κρυφθή στα όρη και στις άμμους και στις ερημίες, όπου δεν θα είχες πολλούς μάρτυρες του κακού». Και γιατί το νερό δεν ήταν πόσιμον; Επειδή ενέκρωνε τα σώματα όσων το έπιναν. Αν έπινε άνδρας, δεν εγίνετο πατέρας, ούτε γυναίκα εγίνετο μητέρα, διότι έχανε την χάρη της μητρότητος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η γη που εδέχετο αυτό το νερό, ηρνείτο την συνήθη βλάστησή της, και οι εύσκιοι φοίνικες με την τόσην χάρη τους εξεδύοντο την στολή των φύλλων και, για να το ειπούμε με ένα λόγον, ο,τιδήποτε είχε την ατυχία να έλθη σε επαφή με το νερόν αυτό, ερημώνετο. Τοιαύτη ήταν η πηγή, όταν περιήρχετο παλαιά την Ιεριχώ, έως ότου ήλθεν ο Προφήτης Ελισαίος, επήρε αλάτι και το έρριψε στην πηγή, και έτσι εζωοποίησε τα ύδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», αναφέρει η Γραφή. «ίαμαι τα ύδατα ταύτα». Αυτά λέγει εκείνος που πάντοτε, όταν ομιλή, τον λόγο του τον κάνει έργο: «Να μη προέλθη πλέον από σας άγονος και στείρα», είπε, και το νερό μετεβλήθη, και οι γαστέρες άρχισαν να ωδίνουν, και η γη να βλαστάνη, και οι άμπελοι να θάλλουν, και η ελαία να επιδεικνύη την ιδικήν της χάρη. Και έτσι οι περίοικοι συμφιλιώθησαν με την πηγή τους, και ενώ παλαιά πολεμούσαν και επολεμούντο, τώρα την ποθούσαν και την επεσκέπτοντο.
Κάτι σπουδαίον όμως θέλει να ειπή το αίνιγμα της πηγής. Αύτη η πηγή, που έρρεεν αφθόνως και παλαιά έδιδε άχρηστο και άγονο νερό, ήταν προτύπωσις της Εκκλησίας.
Πράγματι, πριν από τον Χριστόν, κάθε θρησκεία ήταν τόσον ασεβής ώστε, αν κάποιος άνδρας έπινε από το νερό της πηγής της, έχανε ακόμη και την ιδιότητα να είναι άνθρωπος, και από την συμπλοκήν του με τα είδωλα ηρνείτο την λογικήν φύση της ψυχής. Η δε γυναίκα δεν εγίνετο μητέρα αρετών, δεν έτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, ούτε ανέβλυζε το λευκόν της ευσεβείας γάλα. Ενώ όμως αυτή ήταν η κατάστασις της πηγής, ήλθεν ο Κύριος, και αφού έβαλε μέσα της ως άλας τους Αποστόλους, έκαμε τα ύδατά της εύγεστα και πόσιμα. Και ότι ήσαν άλας οι Απόστολοι, άκου τον Χριστόν που λέγει προς αυτούς: «Υμείς εστέ το άλας της γης». Η στείρα και άγονος, όταν μετέλαβε από τα άλατα των Αποστόλων, έγινε πολύγονος, όπως λέγει ο Προφήτης...
Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ, η πηγή κοντά στους ποτιζομένους από την πηγήν, η πολυδύναμος χάρις προς την πολύδενδρο και πολύρρυτον πόλιν. «Καί ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης». Διπλό το κακόν, ότι και ησχολείτο με άδικον τέχνη, και ότι ήταν αρχηγός των κακώς ασχολουμένων με αυτήν. Όχι μόνον ημάρτανε, αλλά είχε και την ευθύνη για ό,τι κακόν έκαμαν οι άλλοι. Απέκλειε τις λεωφόρους για τους οδοιπόρους, και τους υπεχρέωνε να περάσουν από τον παράπλευρον δρόμο της αδικίας του. Ούτε τους ληστάς εμιμείτο, όταν παρεμόνευε τους διερχομένους, ούτε ανέμενε τους οδοιπόρους από ζήλον φιλοξενίας, αλλά, έχοντας ως νόμο την αδικίαν, εφορολογούσε τους ξένους κόπους, μιμούμενος την άσπλαγχνον αδηφαγία των κηφήνων. Όπως δηλαδή οι κηφήνες τρυγούν τον κάματο των μελισσών χωρίς να συμμετέχουν στους κόπους των, έτσι και οι τελώνες κάθονται αργόσχολοι στα σταυροδρόμια και ληστεύουν τους κόπους των ξένων οδοιπόρων.
Κάποιος έπλεε στην θάλασσα, έδωσε μάχες με τις τρικυμίες, επολέμησε με τους ανέμους, διέσχισε μεγάλο και ανυπότακτον πέλαγος, και ο Ζακχαίος έσπευδε να του αφαιρέση το κέρδος με την φορολογία. Άλλος ήταν βοσκός και ταλαιπωρείτο από την ξηρασία και τον καύσωνα, συζούσε με τις βροχές, τα χιόνια και την πάχνη, και είχε ως καλύβη τις προεξοχές των βράχων, τροφή του το τυρί και το γάλα, και ένδυμα ακατέργαστο το δέρμα των προβάτων. Έπεσε όμως ο πτωχός, ο αγροίκος αυτός που έχει ως κατοικία του τα όρη, στα χέρια του Ζακχαίου, ο οποίος απεδεκάτισε τα ζώα του, τον ελήστευσε νομίμως, χωρίς ξίφος τον έσφαξε. Παίρνει ο δράστης το μαχαίρι του, και το αιμόφυρτον αποκομμένο μέλος και απομακρύνεται με αναισθησία, για να αποφύγη την δυσφορία του πάθους, αφήνοντάς τον από ανούσιο πτωχεία πληγωμένο να αποθάνη, αφού πονά μέχρι θανάτου. Δεν φεύγει η ψυχή του άπαξ δια παντός, αλλά θνήσκει σιγά σιγά και συνεχώς. Και για να το ειπώ συντόμως, τόσον ανεπιθύμητος ήταν ο Ζακχαίος για τους εμπόρους, τους οδοιπόρους, τους βουκόλους και τους βοσκούς, όσον τα απόρθητα φρούρια για τους στρατιώτες, οι ύφαλοι για τους πλοιάρχους και οι ύποπτες κινήσεις για τους πολεμιστάς.
Όμως αυτός, ο οποίος τόσην μανίαν εδείκνυε για την παράλογο συλλογή των χρημάτων, ζητούσε τώρα να ιδή τον Ιησούν, και δεν ημπορούσε. Τον ημπόδιζε το μικρό του ανάστημα και το βάρος της αδικίας. Τελικά όμως θεραπεύει το μειονέκτημα του αναστήματος με την συνετήν του έμπνευση. Τρέχει ενωρίτερα και ανεβαίνει σε κάποιαν συκομορέα, και κρύπτεται μέσα στο πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ότι βλέπει χωρίς να φαίνεται, επειδή ενόμιζε ότι θα διαφύγη της προσοχής του Παντογνώστου. Το ίδιο έπαθε και η αιμορροούσα, νομίζοντας ότι θα κλέψη τον Ιησούν, ο οποίος αρέσκεται σε παρόμοιες περιπτώσεις να κλέπτεται. Αλλά εκείνη τουλάχιστον επλησίασε και ήψατο των ιματίων του, ενώ αυτός έφθασε τον Χριστόν από μακριά, δια μέσου της πίστεως. Ανεβαίνει λοιπόν στο δένδρο, θεραπεύοντας τα κακά που προήλθαν από τον Αδάμ. Ο ένας πλανάται από το δένδρο και απομακρύνεται από τον Θεόν, ενώ ο άλλος σώζεται από το δένδρον, επειδή επιθυμεί να ιδή τον Θεόν. Διότι όταν ήκουσε ότι κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα, και ότι εκτός από τα σώματα θεραπεύει και τις ψυχές, και από τις μεν ψυχές αφαιρεί τις αμαρτίες, στα δε σώματα χαρίζει την απάθειαν, επεθύμησε να τον ιδή, αυτόν ο οποίος συγχωρεί τα πάντα στους πάντες, και συλλογίζετο μέσα του: «Ποίος να είναι άραγε αυτός ο Ιησούς που καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλούς και συγχωρεί τις αμαρτίες όσων του το ζητούν; Πώς μοιάζει άραγε, πώς να είναι η μορφή του; Άραγε τα γνωρίζει όλα; Έχει άραγε υπ’ όψιν του και τις σκέψεις των απόντων, ή μόνον τους λογισμούς αυτών που είναι κοντά του εξετάζει; Άραγε ανιχνεύει ως Θεός τα νοήματα της καρδίας καθενός; Πώς λοιπόν θα τα μάθω όλα αυτά; Ποίος θα μου τα διδάξη; Ποίος άλλος; Η προσωπική πείρα, αυτή είναι διδάσκαλος για όλα. Θα ανέβω στο δένδρο, και θα καλυφθώ από το πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι και έτσι μαθαίνω αν ημπορώ να σωθώ. Εάν αντιληφθή την κίνησιν αυτή της ψυχής μου, τότε θα μάθω ότι εξαλείφει και την αμαρτία της ψυχής μου. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα καταλάβω ότι γνωρίζει τα κρυπτά των λογισμών. Εάν με ιδή μέσα σ’ αυτόν τον συνωστισμό, και όχι μόνον με ιδή αλλά ανακαλύψη και της ψυχής μου τον έρωτα. Θα προτιμήσω να τα απορρίψω όλα για να βρω το ένα. Θέλω να μιμηθώ τον Ματθαίο. Και εκείνος τελώνης ήταν όπως εγώ, όμως δεν προσέτρεξε αυθαιρέτως, αλλά προσεκλήθη από τον Ιησού και υπήκουσε. Ο Ματθαίος, φαντάζομαι, καθώς είδε τον Ιησούν, τον ενόμισεν ως έναν από τους οδοιπόρους. Εβαθούλωσε τις παλάμες και άνοιξε, ως συνήθως, τις αγκάλες του, έτοιμος να αρπάξη. Αντί όμως να φορολογήση, όπως ήθελε, τον Χριστόν, εφορολογήθη από αυτόν, και όχι μόνον φαινομενικώς, αλλά προσφέροντας όλον του τον εαυτόν. Πράγματι, την στιγμή που ήκουσε «ακολούθει μοι», υπερέβη την κλίση με την προθυμία του, τρέχοντας όσον ημπορούσε γρηγορότερα πίσω από αυτόν που τον προσείλκυσε. Εάν λοιπόν προσκαλή και τελώνες, και όχι μόνον προσκαλεί, αλλά και δικαιώνει, δεν με βλάπτει η σωρεία των παρελθόντων μου κακών. Διότι, αν ο Ελισσαίος, ρίπτοντας αλάτι στην πηγή μας, μετέβαλε σε γόνιμο το άγονο νερό της, οπωσδήποτε και αυτός, αν αλατίση με την χάρη την ψυχή μου, θα την διεγείρη προς καρπογονίαν αρετής.
Καθώς εσυλλογίζετο αυτά «ήλθεν επί τον τόπον ο Ιησούς, και αναβλέψας είδεν αυτόν και είπε προς αυτόν: Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι». Έχεις ανεβεί στο δένδρον ως τελώνης, κατέβα από το δένδρον ως φιλόθεος. Κατέβα από το ξύλον αυτό στην γη, για να ανεβής δια του σταυρού προς τον ουρανόν. Ανήλθες σ’ ένα δένδρον, από τους ανθρώπους κρυπτόμενος, ανέρχεσαι δια του σταυρού στους αγγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπόν «κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν οίκω σου δει με μείναι». Ω, τι ανέκφραστη χάρις! Τι απερίγραπτος φιλανθρωπία! Δεν θα είναι πλέον ακάθαρτος ο οίκος του τελώνου. Κάθε κακό θα αποδράση από αυτόν, διότι όπου φιλοξενείται ο Ιησούς, τα πάντα μεταβάλλονται προς το καλλίτερον. «Ζακχαίε», λέγει. «σπεύσας κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι». Τι να είπω; Παράδεισος έγινε η οικία του τελώνου. Ό,τι βλέπω στην περίπτωση του ληστού, το ίδιο και τώρα στον Ζακχαίον. Είπε στον ληστή «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», και συγχρόνως τον παρέλαβε από το ξύλο και τον έβαλε στον Παράδεισον. Είπε στον Ζακχαίο. «Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», και συγχρόνως τον έλαβε μαζί του και εισήλθε, κάνοντας τον οίκο του Παράδεισο πριν από τον Παράδεισο...
Καθώς όμως παρακολουθούσαν τα γενόμενα οι απόγονοι εκείνων που παλαιά αγανακτούσαν και παρεπονούντο για την πηγήν, οι άγευστοι της θείας δυνάμεως και αγαθότητος, σαν να ελυπούντο για την σωτηρία του αρχιτελώνου, εγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ότι «παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθεν καταλύσαι». Ω, εργάτες της καταφρονήσεως, και γεωργοί της ραθυμίας! Σεις τι είσθε, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Δεν είσθε μοχθηρότεροι από όλους τους ανθρώπους; Πώς λοιπόν ο Ιησούς ήλθε και εσκήνωσε μεταξύ σας; Πώς εγεννήθη μεταξύ σας, ανετράφη, ανδρώθη, έπιεν, έφαγε; Γιατί λοιπόν παραβλέπετε τα ιδικά σας τραύματα, και ανιχνεύετε τα πταίσματα του πλησίον; Και εκτός αυτού, γιατί άλλοτε λέγετε τον Χριστόν αμαρτωλόν, και άλλοτε δίκαιον; Όταν εθεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, τον απεκαλέσατε αμαρτωλό, λέγοντας «δος δόξαν τω Θεώ. Ημείς γαρ οίδαμεν ότι αμαρτωλός εστίν», επειδη λύει το Σάββατο. Τώρα που ήλθε κάτω από την στέγη του τελώνου, τον διασύρετε ενώπιον όλων ως μη δίκαιον, διότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Αν θεραπεύση τυφλόν, τον λέγετε αμαρτωλόν, αν συμφάγη με αμαρτωλούς τον διασύρετε, ότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Τι λοιπόν; Να μη θεραπεύση τυφλόν το Σάββατο για να μη νομισθή αμαρτωλός; Να μη φάγη με τελώνες για να θεωρηθή δίκαιος; Γιατί τον κατηγορείτε; Και πού αλλού έπρεπε να τεθή το φως, παρά σε μέρος σκοτεινό; Πού έπρεπε να έλθη ο ιατρός; Να μη προστρέξη σ’ αυτούς που υποφέρουν; «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλά οι κακώς έχοντες». Πού έπρεπε να παρουσιασθή ο αμνός του Θεού; Όχι προς τους τελώνες και αμαρτωλούς, ώστε να λάβη το φορτίο τους επάνω του, να τους ελαφρύνη, και έτσι να τους καταστήση ικανούς για τα υψηλότερα; Ματαίως τον κακολογείτε. Έχει εκπληρωθή σε σας αυτό που ελέχθη, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς (σας προλαμβάνουν δηλαδή) εις την βασιλείαν των ουρανών».
«Σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κυριον. Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς” και ει τινος εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν». Τώρα που έχω δεχθή στον οίκο μου εσέ τον προστάτη των πτωχών, δεν ανέχομαι πλέον να αδικώ τους πτωχούς, δεν με κατέχει πλέον ο φόβος μήπως δεν συλλέξω χρήματα, αφού εφιλοξένησα αυτόν που χαρίζει τον πλούτον τον ακένωτον. Δεν παραμονεύω πλέον τους οδοιπόρους, αφού συνήντησα στον δρόμο της ζωής μου τον Ύψιστον Θεόν, που κατέβη στην γη με μορφήν ανθρώπου, για να χαρίση αμνηστεία και να σχίση το χειρόγραφον των αμαρτιών μας...
Μολονότι όμως είναι ο όντως πλούσιος, έζησε ως πτωχός. Γι’ αυτό και ο Ζακχαίος έλεγε «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, συ δε ουκ έχεις που την κεφαλήν κλίνη». Ας χαθούν οι επίσημες αυλές και τα προαύλια, οι οικοδομικές μεγαλουργίες, οι λαμπροί και περιφανείς οίκοι. Αντί όλων αυτών μόνον τον ακένωτον πλούτο της πτωχείας σου ζητώ. Αλλά επειδή αδυνατώ να διηγηθώ επαξίως τον πλούτο της ψυχής του Ζακχαίου, ας αφήσωμε τον λόγο στον πλούσιον σε αρετές Πατέρα, ο οποίος θα ομιλήση στην καρδία του καθενός. Στον φιλόξενον αρμόζει να διηγήται τις αρετές του φιλόξενου, προς αίνεσιν μεν αυτού, στηριγμόν δε ιδικόν σας και στέφανον της Εκκλησίας, τιμήν δε του Χριστού «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 114, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 439 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Πηγή: Ή Άλλη Όψη
Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
|
Μετά τα Χριστούγεννα
Ο Θεός σώζει
Την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα το ιερό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει όλες εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές του διωγμού του θείου Βρέφους από τον Ηρώδη. Όταν αναχώρησαν οι Μάγοι, λέει ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον Ιωσήφ, σε όνειρο, και του είπε: Σήκω και πάρε το Βρέφος και την Παναγία Μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο. Μείνε εκεί μέχρι να σου πω, διότι ο Ηρώδης θέλει να σκοτώσει το παιδί. Κι ο Ιωσήφ πήρε αμέσως μες στη νύχτα το θείο Βρέφος και την Θεοτόκο κι αναχώρησε για την Αίγυπτο.
Όταν όμως ο Ηρώδης κατάλαβε ότι οι Μάγοι τον εξαπάτησαν, θύμωσε πολύ. Κι έστειλε στρατιώτες οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σ’ όλα τα περίχωρα και σύνορά της από δύο ετών και κάτω σύμφωνα με το χρόνο που υπολόγισε από τα λόγια των Μάγων. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προανήγγειλε ο προφήτης Ιερεμίας: Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή.
Πλήθος νηπίων είχε σφαγιασθεί. Και ο Ηρώδης ασφαλώς θα ησύχασε. Θα νόμιζε ότι θανάτωσε τον τεχθέντα βασιλέα. Άλλωστε όλα τα είχε οργανώσει τόσο καλά, όπως νόμιζε. Έκανε τα πάντα για να σκοτώσει τον βασιλιά που γεννήθηκε. Οργάνωσε προσεκτικά το φονικό του σχέδιο, πήρε πληροφορίες, υπολόγισε την ηλικία του παιδιού, έστειλε στρατεύματα, εξολόθρευσε όλα τα βρέφη της περιοχής. Τι κατάφερε όμως τελικά; Απολύτως τίποτε! Όλες οι δυνάμεις του κακού έπεσαν εναντίον του Κυρίου και δεν κατόρθωσαν τίποτε. Διότι στην κρίσιμη ώρα μίλησε ο ουρανός, επενέβη ο Θεός και ο Ιησούς σώθηκε. Έφυγε για την Αίγυπτο.
Τι έχει να πει σε μας αυτό το γεγονός; Ότι η εξέλιξη των πραγμάτων στην πορεία της ζωής μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Και ότι ακόμη κι αν όλη η μανία των οργάνων του σκότους πέσει επάνω μας, δεν μπορεί να καταφέρει εναντίον μας απολύτως τίποτε. Διότι μας προστατεύει ο Κύριος, εφόσον κι εμείς βρισκόμαστε κοντά Του. Ενδιαφέρεται κάθε στιγμή για μας. Δεν αδιαφορεί, όταν βρισκόμαστε σε δυσκολίες και κινδύνους. Είναι κοντά μας στις αγωνίες και στις δυσκολίες μας, μας δίνει θάρρος και δύναμη. Και στην κατάλληλη στιγμή επεμβαίνει και μας λυτρώνει από πειρασμούς και από πολλούς κινδύνους σωματικούς και ψυχικούς. Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές που θα συναντήσουμε στη ζωή μας να μην ξεχάσουμε ποτέ πως έχουμε βοηθό τον παντοδύναμο Θεό.
Νικητής
Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο και του είπε: Σήκω και πάρε το Παιδί και τη Μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα του Ισραήλ. Διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού. Και ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το Παιδί και τη Μητέρα του και ήλθε στην Παλαιστίνη. Αλλά όταν άκουσε ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο Αρχέλαος, αντί για τον πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Με εντολή όμως που του έδωσε ο Θεός στο όνειρό του, αναχώρησε στα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ήταν ηγεμόνας ο Ηρώδης ο Αντίπας, που ήταν λιγότερο σκληρός από τον αδελφό του Αρχέλαο. Κι αφού ήλθε εκεί, κατοίκησε στην πόλη που λεγόταν Ναζαρέτ. Για να πραγματοποιηθεί εκείνο που ειπώθηκε από τους Προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομασθεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος.
Ο Ναζωραίος λοιπόν νίκησε, και ο διώκτης του Ηρώδης πέθανε. Και πώς πέθανε; Με θάνατο φρικτό, όπως περιγράφει η ιστορία. Πεθαίνουν λοιπόν κάποτε οι διώκτες. Ο θάνατος δίνει τέλος στην κακία τους. Οι διωγμοί τελειώνουν. Όσο σκληροί κι αν είναι. Μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρονται τόσοι και τόσοι διωγμοί. Διωγμοί ύπουλοι και φοβεροί, άμεσοι και έμμεσοι, με νόμους και διατάγματα, με μαρτύρια και με θανατώσεις, με εξευτελισμούς και περιθωριοποιήσεις. Και οι διώκτες και οι διωγμοί μένουν στην ιστορία ως αποτρόπαιες σελίδες του δαιμονικού κόσμου των εχθρών του Χριστού.
Αυτός όμως που μένει νικητής και θριαμβευτής της ιστορίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Ναζωραίος. Αυτός εξέρχεται Νικητής. Θριαμβευτής. Διότι δεν είναι ένας άνθρωπος που κινδυνεύει, αλλά ο Θεός που σώζει. Είναι ο ρυθμιστής της ζωής του κόσμου και της δικής μας. Στα χέρια του είναι η ζωή μας, η ζωή των λαών και των κρατών. Στα χέρια του βρίσκεται η Εκκλησία του και ο λαός του. Αυτός ανατρέπει τυράννους και καθεστώτα. Αυτός συντρίβει κάθε υπερφίαλο διώκτη που νομίζεις ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο σχέδιό του. Μη φοβόμαστε λοιπόν σε κάθε εποχή, σε κάθε διωγμό άμεσο ή έμμεσο, φανερό ή κρυφό, κατά μέτωπον ή ύπουλο. Ας μένουμε πάντοτε με τον νικητή, με τον θριαμβευτή Ναζωραίο Κύριο. Η νίκη είναι πάντα δική του.
Πηγή: Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ. 1991, Χριστιανική Φοιτητική Δράση
Σε τρείς τέσσερεις ημέρες αδελφοί μου, θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα. Έτσι το σημερινό μας κήρυγμα θα το αρχίσουμε με μερικές ερωτήσεις.
Ασφαλώς όλοι σας βάλατε στα σπίτια σας Χριστουγεννιάτικο δένδρο και το στολίσατε και καλώς κάματε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσατε;
Πολλοί από σας στολίσατε και τα μπαλκόνια και τις ταράτσες, ακόμα και τα φυσικά δένδρα που πιθανόν να είχατε στις μικρές αυλές σας ή στις μεγάλες, τα στολίσατε με πλήθος από φώτα και λαμπάκια και καλώς κάνατε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσατε;
Και δένδρα και δώρα ψωνίσατε και τρόφιμα πολλά, και με γαλοπούλα και με κοτόπουλο και με αρνάκι και γλυκά για ένα πλούσιο γιορταστικό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλώς κάνατε, και μείς στο σπίτι μας το ίδιο κάναμε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσαμε;
Αγαπάμε τον Χριστό, την Παναγία μητέρα Του και τους Αγίους;
Είμεθα έτοιμοι να δώσουμε και το αίμα μας για την αγάπη του Ιησού Χριστού; Αυτό το πιστεύουμε, ναι ή όχι;
Λέμε ότι λατρεύουμε τον Χριστό, σαν αληθινό Θεό και Σωτήρα μας. Αν το πιστεύουμε αυτό το πράγμα, μπορούμε να το αποδείξουμε με έργα και πράξεις που ιδιαιτέρως έχουμε τονίσει επανειλημμένως και τα ζητάει ο Θεός ο ίδιος δια της Αγίας Γραφής;
Δηλαδή έρχεσαι στην εκκλησία κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή;
Μελετάς κάθε μέρα το Ευαγγέλιο και την Καινή Διαθήκη;
Έχεις αληθινή πίστη στην Τριαδικότητα του Αγίου Θεού και στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού;
Προσεύχεσαι το πρωί με την εωθινή προσευχή και το βράδυ με το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς;
Εξομολογείσαι με απόλυτη ειλικρίνεια στον πνευματικό σου και μόνον τις δικές σου αμαρτίες;
Προσέχεις τις αισθήσεις σου και ιδιαιτέρως τα μάτια σου και τη γλώσσα σου, που κόκαλα δεν έχει αλλά κόκαλα τσακίζεις;
Κάνεις στο κατά δύναμιν τον πνευματικόν σου αγώνα με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια; Τον κάνεις αυτό τον αγώνα;
Συγχωρείς τους εχθρούς σου, τους συγγενείς σου, τους φίλους σου, τους γείτονάς σου που σου έκαμαν κακό; Σε πείραξαν;
Πολεμάς τα πάθη σου, ή τα τρέφεις με οποιοδήποτε τρόπο κάθε μέρα;
Θυμώνουμε ποτέ εναντίον των κακών, των πονηρών, των αισχρών, και των βλασφήμων λογισμών που σπέρνει ο διάβολος μέσα στο νου μας κάθε μέρα;
Στενοχωρούμεθα για τα λάθη μας, για τις πτώσεις μας και για τις αμαρτίες μας που διαπράττουμε κάθε στιγμή;
Κοινωνούμε των Αχράντων με προσοχή, με συστολή και φόβο, μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης;
Μήπως γογγύζουμε για τα βάσανα, τους πόνους, τις αρρώστιες και τις θλίψεις της ζωής;
Εξετάζεις κάθε βράδυ τη συνείδησή σου, είναι ήσυχη; Μήπως δεν τήρησες όπως έπρεπε τις άγιες εντολές του Θεού, γι’ αυτό και είσαι ανήσυχος, νευρικός και γκρινιάρης;
Μιλάς για το Χριστό, και την αλήθεια του Ευαγγελίου; Τον ομολογείς; Ή μήπως ντρέπεσαι στον οποιοδήποτε συνάνθρωπό σου μπροστά;
Σ’ αυτές τις είκοσι περίπου ερωτήσεις χριστιανοί μου, η φωνή της συνειδήσεώς μας, η φωνή της καρδιάς μας μπορεί να απαντήσει μ’ ένα ολοκάθαρο «ναι»; Αν απαντήσουμε «ναι μεν αλλά…», «και ναι και όχι», «και ίσως», «και πιθανόν», «και ξέρεις», «και αυτό μου συμβαίνει», «και το άλλο μου γίνεται», όλα αυτά είναι διάφορες δικαιολογίες και οι δικαιολογίες είναι ο δικηγόρος του διαβόλου.
Τα καλύτερα Χριστούγεννα είναι εκείνα τα Χριστούγεννα που τα κάνουμε με τον Χριστό μαζί. Τι θα πει Χριστούγεννα άλλωστε; Να ζήσουμε τον Χριστό εκείνην την ημέρα μέσα στην καρδιά μας. Να Τον κλείσουμε μέσα στην καρδιά μας, με τη Θεία Κοινωνία και την όλη Εκκλησιαστική ακολουθία, και ιερά υμνολογία, ολόκληρο το νεογέννητο Χριστό μέσα στην καρδιά μας. Να γίνει δηλαδή η καρδιά μας φάτνη και λίκνον αιώνιας ζωής.
Τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι μαζί με τους κτύπους της δικής σου καρδιάς, και της δικής μου βέβαια, να νοιώσεις και να νοιώσω, να αισθανθείς και να αισθανθώ, να βιώσεις και να βιώσω, και τους κτύπους της Θεανθρώπινης καρδιάς του βρέφους Ιησού.
Να νοιώσεις δηλαδή τους νοερούς παλμούς της αιωνιότητος, τους παλμούς της Βασιλείας των Ουρανών, τους παλμούς της αθανασίας, τους παλμούς της Βασιλείας του Θεού. Και έτσι να καταστείς και συ και ’γω, όπως μας λέγει ο Απόστολος Πέτρος «κοινωνός θείας φύσεως».
Πρώτα πρώτα νοιώθεις ότι είσαι αληθινός άνθρωπος. Άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Άνθρωπος πνευματικός. Άνθρωπος μεν με σάρκα και οστά, με σώμα και ύλη, αλλά ταυτόχρονα και άνθρωπος ουράνιος. Και αυτό διότι μετέχεις της Θεότητος. Αφθαρτοποιείσαι. Πνευματοφορείς το Βρέφος Ιησούς μέσα στην καρδιά σου, ειδικά εκείνη την ημέρα, όταν προσέρχεσαι στην Εκκλησία, και όταν κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων.
Τότε γίνεσαι ουράνια φάτνη, πνευματικόν λίκνον, πνευματική Βηθλεέμ. Μέσα και έξω όλα λάμπουν, όλα λάμπουν. Εξ ανατολών ανατέλλει στον ουρανό της καρδιάς σου ολόκληρος ο Ήλιος Χριστός. «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί»; Θα ψάλουμε εκείνο το πρωινό, με τα ωραιότατα εκείνα τα τρία καθίσματα του όρθρου των Χριστουγέννων. Ναι, «ο αχώρητος όμως παντί», πως εχωρήθη εν τη καρδία σου ως Θείος Μαργαρίτης; Το σκέφτηκες αυτό ποτέ; Πώς γίνεται η καρδιά σου χώρος για να χωρέσει «ο αχώρητος παντί» με τον Θείο Μαργαρίτη;
Και όταν δεις με τα μάτια της ψυχής σου τον Χριστό μέσα στην καρδιά σου, μετά την πρωινή Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία, ω τότε! ω τότε! θα το πω και θα το φωνάξω. Άγγελοι και Αρχάγγελοι θα ζητωκραυγάζουν πανηγυρικά μέσα σου όμως, μέσα στο είναι σου, μέσα στις αισθήσεις σου, μέσα στην ψυχή σου, μέσα στην καρδιά σου, το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Μη σας φαίνεται παράξενο, δεν είναι αυτά μόνο λόγια, δεν είναι ξεροί λόγοι, ουτοπία και χίμαιρα. Όταν σας λέω και σας βεβαιώνω ότι η καρδιά σας θα γίνει φάτνη, μπορεί να γίνει μία αγιοπνευματική κατοικία, εντός της οποίας θα ανακληθεί ο Ιησούς Χριστός, δια της Θείας Κοινωνίας, διότι όλα αυτά για μας είναι πίστις, είναι πίστις αληθινή, είναι πίστις ζωντανή, είναι πίστις πραγματική, και «δια της τοιαύτης πίστεως κατοικείσαι τον Χριστόν εν ταις καρδίαις ημών», μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή με το στόμα του Αποστόλου Παύλου.
Θέλεις να ζήσεις αληθινά Χριστούγεννα; Και ποιος δε θέλει; Όμως πρώτα απ’ όλα πρέπει να πιστέψεις, και ν’ αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης καρδίας και ψυχής και διανοίας και ισχύος, και να έχεις ήδη εξομολογηθεί. Πρέπει να έχεις μισήσει και να μισείς την αμαρτία. Πρέπει να εκκλησιαστείς από τις πέντε ει δυνατόν το πρωί. Και τέλος να κοινωνήσεις των Αχράντων Μυστηρίων. Και αν για τον άλφα βήτα λόγο, δεν μπορέσεις ή δε σου επιτρέπεται να κοινωνήσεις, μπορείς να κοινωνήσεις τη Θεία Χάρη, το Άγιον Πνεύμα, τον Θείον πνευματικόν Μαργαρίτην. Αν ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα μαζί με τον Χριστόν, τότε όλα γύρω μας και μέσα μας, θα πανηγυρίζουν, θα λαμπροφορούν, θα γιορτάζουν.
Οι περισσότεροι όμως δυστυχώς, από μας τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς, θα γιορτάσουν, ή μάλλον θα περάσουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν. Θα ’ναι γι’ αυτούς μία κοινή ημέρα κοινής αργίας, ένα ευχάριστο πρωινό για ύπνο. Όταν όμως ξυπνήσουν, όλα γύρω τους και όλα μέσα τους θα είναι έρημα, θα είναι μαύρα, θα είναι σκοτεινά. Ήδη άρχισαν να ζούνε από τώρα την Κόλαση. Δεν τους σώζουν τα λαμπάκια και οι φωταψίες, το γλέντι και ο χορός, η κραιπάλη και η μέθη ή το τυχόν πλούσιο τραπέζι.
Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, δεν είναι Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε μόνον με τον Χριστόν, διότι ο Χριστός σώζει. Αυτός χαρίζει το φως, τη ζωή, τη χαρά, την ευτυχία, την ειρήνη, και την γαλήνη της ψυχής. Αυτός χαρίζει και τα αληθινά Χριστούγεννα.
Μαζί Του να τα ζήσουμε, μαζί Του,
Αμήν.
Πηγή: Αναβάσεις
1. Περιμένοντας τὴ φανέρωσή Του
Καθὼς προετοιμαζόμαστε νὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ζήσουμε καὶ τὴ δική μας ἀναγέννηση ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει αἰώνια δόξα στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
Αὐτὴ τὴν ὁλόλαμπρη δόξα ὑπόσχεται πρὸς τοὺς πιστοὺς ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν «Πρὸς Κολασσαεῖς» ἐπιστολή: «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ», γράφει. Ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός, ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς τῆς ζωῆς μας, τότε κι ἐσεῖς μαζὶ μ’ Αὐτὸν θὰ φανερωθεῖτε δοξασμένοι.
Καὶ πότε θὰ φανερωθεῖ ὁ Χριστός; Στὴ Δευτέρα Του Παρουσία, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἔλθει ὡς ἔνδοξος Κριτὴς καὶ Βασιλεύς. Μέχρι τότε... ὁ Χριστὸς θὰ κρύβεται! Ὅπως καὶ τότε ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ, ἀλλὰ ἔκρυψε τὸ θεϊκό Του μεγαλεῖο στὴν ταπεινὴ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως τότε ποὺ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο μέσα σ’ ἕνα στάβλο ζώων, καὶ τίποτε τὸ ἐξωτερικὸ δὲν φανέρωνε τὴ βασιλική Του ἰδιότητα. Τότε ποὺ περπάτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς οἱ περισσότεροι νὰ ὑποψιάζονται τὴ θεϊκή Του καταγωγή.
Καὶ τώρα ἀκόμα ὁ Χριστός κρύβεται! Ὅπου εἴμαστε «δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι» στὸ ὄνομά Του, εἶναι κι Αὐτὸς μαζί μας ἀλλὰ ἀοράτως (βλ. Ματθ. ιη΄ 20). Αὐτὸς εἶναι ποὺ μᾶς συγχωρεῖ στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, κι ἂς μὴν Τὸν βλέπουμε μὲ τὰ σωματικά μας μάτια. Αὐτὸς κρύβεται κάτω ἀπὸ τὰ ταπεινὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ποὺ κοινωνοῦμε στὴ θεία Εὐχαριστία. Ἡ χάρις Του ἐνεργεῖ μυστικὰ στὴν καρδιά μας. Ἂν μάθουμε νὰ Τὸν διακρίνουμε μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως καὶ νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, τότε κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ὡς δικούς Του, ὅταν θὰ φανερωθεῖ ἔνδοξος στὴ Δευτέρα Του Παρουσία, καὶ θὰ μᾶς παραλάβει κοντά Του γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει κοινωνοὺς τῆς θεϊκῆς Του δόξης.
2. Θάνατος στὴν ἁμαρτία
Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ὅμως αὐτὴ τὴ δόξα καὶ τὴ μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, ὀφείλουμε νὰ κόψουμε κάθε σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία ἐδῶ στὴ γῆ. Μᾶς τὸ λέγει σαφῶς ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος: «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία»• νεκρῶστε τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τὶς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος. Δὲν μᾶς συμβουλεύει ἁπλῶς νὰ ἀποφεύγουμε τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ἀλλὰ μᾶς ζητᾶ νὰ τὰ νεκρώσουμε ὥστε νὰ μὴν ἐπανεμφανιστοῦν ποτέ. Καὶ συνεχίζει: «ἀπόθεσθε», δηλαδὴ βγάλτε καὶ πετάξτε ἀπὸ πάνω σας, σὰν ἀκάθαρτο ροῦχο, ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, «ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν... μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους».
Καθὼς πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα, εἶναι εὐκαιρία νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Νὰ μετανοήσουμε βαθιὰ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε εἰλικρινὰ στὸν Πνευματικὸ ὅλα τὰ πάθη ποὺ μᾶς τυραννοῦν, ὥστε νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση καί, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, νὰ ζήσουμε τὴν πνευματική μας ἀναγέννηση.
3. Ὅλα καινούργια μὲ τὸν Χριστό!
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νεκρώσει τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό του, τότε ὁ Χριστὸς τοῦ χαρίζει καινούργια ζωή, γεμάτη ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ χάρη Του.
Τώρα πλέον, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔχετε γίνει καινούργιοι ἄνθρωποι, «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ», ἀφοῦ πετάξατε ἀπὸ πάνω σας σὰν ρυπαρὸ ἔνδυμα τὸν παλαιὸ κακὸ ἑαυτό σας καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα του καὶ ἀφοῦ ντυθήκατε τὸ νέο ἄνθρωπο, «ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»· ντυθήκατε τὸ νέο ἑαυτό σας, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἀνανεώνεται καὶ προοδεύει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται διαρκῶς καινούργιος, μὲ τὸ νὰ παίρνει τὴν ἴδια μορφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν δημιούργησε.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀμαύρωσε τὴ θεϊκή εἰκόνα τὴν ὁποία διατηρεῖ κάθε ἄνθρωπος στὴν ὕπαρξή του. Κι αὐτὴ τὴν ἐξαχρειωμένη εἰκόνα μόνο ὁ Δημιουργός της μποροῦσε νὰ τὴν ἀναπλάσει. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση• γιὰ νὰ τὴν ἀνακαινίσει καὶ νὰ τῆς χαρίσει ἀσύγκριτα μεγαλύτερη τιμὴ καὶ δόξα. «Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα», ψάλλουμε τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Γεννιέται ὁ Χριστός, ποὺ ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ ἀναστήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε πέσει στὴν ἁμαρτία.
Ἂς δοξάσουμε τὸν Πλάστη μας κι ἂς Τὸν εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του, ἡ ὁποία φανερώνεται ἔκδηλη ἰδιαίτερα τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν Χριστουγέννων.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...