Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον Κεφ. Η. 34 – 38, θ. 1.
«Τω καιρώ εκείνω, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς: όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ άν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τί γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; Ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων. Και έλεγεν αυτοίς: αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει».
Απόδοση:
Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές του και τους είπε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Τί θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τί μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
Ομιλία του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, περί της αληθούς ελευθερίας
«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».
Ο άνθρωπος, πλασμένος για να εικονίζει μικρογραφικώς επί της γης την απειρομεγέθη εικόνα του Θείου Δημιουργού, ήταν απαραίτητο να είναι προικισμένος με τις ιδιότητες του Θεού, ώστε να έχει την αναφορά του σ’ Αυτόν. Ως εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος έπρεπε να είναι oν αυτοσυνείδητον, ελεύθερον και αυτεξούσιον, διότι oν χωρίς συνείδηση της υπάρξεώς του, χωρίς ελευθερία, χωρίς εξουσίαν επί του εαυτού του, είναι ανάξιο της υψηλής αυτής κλήσεως, του υψηλού αυτού προορισμού που του επεφύλαξε η μεγάλη βουλή του Θείου Δημιουργού. Η ελευθερία άρα του ανθρώπου είναι αναγκαία συνέπεια της μεγάλης αποστολής του, της διαπλάσεώς του και της παρουσίας του μέσα στον κόσμο, και επομένως προσόν αναγκαίον και σεβαστόν. Χωρίς την ελευθερίαν ο άνθρωπος θα ήταν ισότιμος με τα λοιπά ζώα, η δουλεία θα υπέτασσε τις ενέργειές του, και θα οδηγούσε τις σκέψεις του μέσα σε έναν περιορισμένον κύκλον, όπου θα περιεστρέφετο. Οι ιδέες του καλού και του αγαθού θα ήσαν άγνωστοι σ’ αυτόν, θα αγνοούσε τι είναι αισχρόν, τι κακόν, τι ψευδές, και δεν θα είχε εξουσίαν αυτενεργείας, δυνατότητα να εξέλθει από τον περιορισμένον κύκλο των εμφύτων ορμών. Η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθινού θα καθιστούσε τον άνθρωπον ένα oν ανήθικον, θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην νοήματος, αφού οι πράξεις του θα ήσαν ηθικώς αδιάφοροι, και γι’ αυτό, αχαρακτήριστοι. Η αδιαφορία αυτή και ομοιότης του χαρακτήρος των πράξεων δεν θα διήγειρε καμμίαν αίσθησιν ή εντύπωσι στον νου και στην καρδία του ανθρώπου· η έλλειψις αυτή θα καθιστούσε την μεν καρδίαν ασυνείδητον, τον δε νου νωθρό και αδρανή· η ασυνειδησία και η νωθρότης θα επέπιπταν ως σκιερά νέφη και θα εκάλυπταν την θαυμαστήν εικόνα του θείου Δημιουργού, που τόσο λαμπρώς και θαυμασίως εκαλλιτεχνήθη από το δημιουργικόν του χέρι, στην οποία διαλάμπει η αγαθότης, η σοφία και η δύναμίς του και θα τον ημπόδιζαν να ιδή και να γνωρίση τον Πλάστην του και Δημιουργόν του σύμπαντος. Θα αγνοούσε τον Θεόν και τα θεία ιδιώματά του και έτσι η δημιουργία ουδέποτε θα εδόξαζε, θα υμνούσε, θα έψαλλε και θα ευχαριστούσε με επίγνωσι και συνείδησι τον Θεόν.
Ο άνθρωπος επλάσθη για να εικονίζει τον Θεόν επί της γης. Ο Θεός τον έκαμεν oν νοερόν και αυτεξούσιον για να πράττει το θέλημα Αυτού, το οποίον έγραψε μέσα στην καρδίαν του, και το κατέστησε και ιδικόν του θέλημα. Σκοπός της διαπλάσεώς του ήταν να γνωρίσει η δημιουργία τον Θεόν. Επλάσθη λοιπόν για να γνωρίσει τον Πλάστην και Δημιουργόν του, επλάσθη για να υψούται προς τον Θεόν, για να δοξάζει τον Θεόν· επλάσθη με σκοπόν η δημιουργηθείσα κτίσις να αινή ενσυνειδήτως τον θείον Δημιουργόν της. Το αυτεξούσιόν του λοιπόν, το νοερόν και το ηθικώς ελεύθερον, του εδόθησαν για να εκπληρώνει τον μέγα προορισμόν του, την μεγάλην αποστολή του, να συνδέει την γη με τον Ουρανό και να μην αποκλίνει δεξιά ή αριστερά, αλλά να βαδίζει την ευθείαν οδό, πράττοντας μόνο το αγαθόν, το εγγεγραμμένον στην καρδία του, το οποίον και αυτός ορμεμφύτως αγαπά. Διότι αλλιώς, εάν αποκλίνει από τον προορισμό του, γίνεται ανελεύθερος και «εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» (Ψαλμ. μη’ 12, 20). Ο άνθρωπος είναι αληθώς ελεύθερος πριν απομακρυνθεί από το αγαθόν, και ενόσω συνταυτίζει την θέλησή του προς το θέλημα του Θεού. Όμως ευθύς ως αποκλίνει από την ευθείαν, αποβαίνει όντως ανελεύθερος, η ελευθερία του πλέον είναι ψευδής επίδειξις ψευδούς ελευθερίας.
Η ελευθερία του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται στον νόμο του Θεού, δεν περιορίζεται, διότι Αυτός, ως θείος, είναι άπειρος, το δε άπειρον όχι μόνον δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά την συνεκτείνει και την συναυξάνει, όταν ο άνθρωπος τον ακολουθεί. Αιτιολογώντας το καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ακολουθεί το θέλημα του Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μας συμβουλεύει: «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε, με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρίσει πάλιν ο Θεός διά φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούσει σ’ Αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούσει στο θέλημα του Θεού, ημπορεί να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μας έδωσε εντολές άγιες, τις οποίες όποιος τηρήσει ημπορεί να σωθεί, και επιτυγχάνοντας την ανάσταση, να κληρονομήσει την αφθαρσίαν». Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττει με ευλάβεια τον νόμο του Θεού, και να πράττει το θέλημα Αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τον σκοπόν της επί γης αποστολής του. Αλλιώς μέλλει να κατακριθεί ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολήν του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου, και παρεδόθη στα πάθη και τις επιθυμίες.
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είναι βεβαίως ανεπηρέαστον· ο βαθμός της ελευθερίας αυτού καταδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίον ο Κύριος τον προσκαλεί: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν...». Ο Σωτήρ καλεί τον άνθρωπον οπίσω του και τον αφήνει ελεύθερον να αποφασίση περί του σπουδαιότατου τούτου ζητήματος, να τον ακολουθήση ή να πάρη τον ιδικόν του δρόμο. Ήλθε για να σώση τον άνθρωπο και όμως δεν παραβιάζει το αυτεξούσιον αυτού. Τον προσκαλεί να λάβη ενεργόν μέρος στην σωτηρίαν του και όμως δεν επηρεάζει καθόλου το αυτεξούσιον αυτού.
Από την μελέτη της ιστορίας της απολυτρώσεως βλέπουμε τον Υιόν του Θεού γινόμενον άνθρωπον υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπου, πορευόμενον προς το εκούσιον Πάθος με σκοπόν να «άρη την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α', 29), να βαστάση τους μώλωπες τους ιδικούς μας, να εκπληρώση το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώση τον άνθρωπον με τον Θεόν, και εν τούτοις δεν παραβιάζει καθόλου το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Ιδού η κεκλεισμένη πύλη του Παραδείσου ανοίγεται και η πυρίνη ρομφαία, η οποία φυλάττει την είσοδον αυτού, απομακρύνεται και η φωνή του Δεσπότου προσκαλεί τον άνθρωπο, που ήταν πριν αποκλεισμένος, να εισέλθη δια μέσου αυτής στον τόπο της καταπαύσεως· αυτός όμως αφήνεται ελεύθερος, αν θέλη να εισέλθη ή όχι.
Η επίσημος αναγνώρισις της ελευθερίας μας εκ μέρους του Σωτήρος, μας διδάσκει ότι η σωτηρία μας δεν πραγματούται μόνον από την απόλυτον ενέργεια της χάριτος του Θεού, αλλά και από την συγκατάθεση και την σύγχρονον ενέργεια του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος αυτής ιδού τι λέγουν οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας· ο θείος Χρυσόστομος λέγει: «η χάρις, μολονότι είναι χάρις, σώζει όσους το θέλουν», και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Η σωτηρία πρέπει να προέλθει από την συνεργασία την ιδική μας με τον Θεόν». Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει: «Όταν οι ψυχές το θέλουν, αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψει η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Ιουστίνος λέγει: «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώσει τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θελήσει». Αρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο: πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου, και δεύτερον η χάρις του Θεού.
Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι ον υλοπνευματικόν, μέσα του εμφανίζονται δύο θελήσεις με την ιδίαν μορφήν, ως ενδόμυχος έκφρασις του ενιαίου προσώπου, το οποίον θέλει να απολαύσει κάποιο πράγμα. Και μολονότι ως προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν όμως πολύ εξ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες λαμβάνουν την αρχή. Διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σάρξ τα της σαρκός. Γι’ αυτό η μία θέλησις εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεσις των φρονημάτων γεννά αμοιβαίαν αντίσταση και σφοδράν διαπάλη, κατά την οποίαν η κάθε μία ζητεί να υπερισχύσει και να επιβάλει την ιδικήν της εξουσία. Στον αγώνα αυτόν, ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, ο δε έξω την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η', 6). Όθεν σαρξ και πνεύμα πολεμούν μεταξύ τους· γι' αυτό και ο Παύλος λέγει «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός» (Γαλ., ε', 17)· και «το μεν φρόνημα της σαρκός» είναι «έχθρα προς τον Θεόν τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται... το δε φρόνημα του Πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων (μεσιτεύει υπέρ των χριστιανών)» (Ρωμ. η', 7 και 27).
Για την συνύπαρξιν αυτή των δύο φρονημάτων και την φυσικήν συμπάθεια του ανθρώπου προς το φρόνημα του πνεύματος, ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος· «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον (με ευχαριστεί πάρα πολύ)· βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. ζ' 22-23). Αρα ο άνθρωπος εκ φύσεως δέχεται τον νόμο του Θεού, διότι με αυτόν τον νόμον ευχαριστείται ο έσω άνθρωπος, επειδή είναι ο νόμος ο ιδικός του, ο νόμος του νοός του· η δε θέλησις που εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, είναι η αληθής θέλησις του ανθρώπου, επειδή αυτή είναι σύμφωνος με τον νόμο του νοός του, τον σύμμορφον προς τον νόμο του Θεού, ο οποίος ευχαριστεί τον έσω άνθρωπον. Γι' αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν, φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε. Κακόν δε είναι η παρά φύσιν επιθυμία, όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικόν από το εκ φύσεως επιθυμητόν».
Αλλά μολονότι η αληθής θέλησις είναι η θέλησις του πνεύματος, η επιθυμία δηλαδή του αγαθού, που είναι το φύσει επιθυμητόν, παραταύτα πολλές φορές αδυνατεί να υπερισχύση της αντιστάσεως της θελήσεως της σαρκός για τον λόγο που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος· δια «τον νόμον της σαρκός, τον αιχμαλωτίζοντα τω νόμω της αμαρτίας». Για την επίδρασιν αυτήν του νόμου της σαρκός ο Απόστολος λέγει· «το θέλειν παράκειταί μοι (είναι στο χέρι μου), το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω· ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ', 20). Διότι ο έσω άνθρωπος θέλει μεν και επιθυμεί το αγαθόν ως οικείον, επιθυμητόν, ως συμφυές αγαθόν, ως ιδικόν του νόμον, αλλ' ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της αμαρτίας αντιστρατεύεται προς τις ενέργειες της αληθούς ελευθερίας μας και παρεμποδίζει την εμφάνισι του αγαθού και μας υπαγορεύει την εργασία του κακού· γι' αυτό στην συνέχεια λέγει ο Απόστολος· «ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία». Ώστε όντως το μεν αγαθόν είναι νόμος συμφυής και αληθής θέλησις του ανθρώπου, το δε κακόν είναι νόμος ετεροφυής, είναι κάτι το οποίον δεν έχει δημιουργηθή και είναι αντίθετο προς την αληθή θέλησι του ανθρώπου. Επομένως όταν ο άνθρωπος εργάζεται το αγαθόν, εργάζεται ελευθέρως και συμφώνως προς την θέλησι του έσω ανθρώπου και είναι αληθώς ελεύθερος· όταν όμως εργάζεται το κακόν, εργάζεται ανελευθέρως, διότι έχει υποταγή στον νόμο της αμαρτίας και είναι ανελεύθερος και δούλος της αμαρτίας. Συμφώνως προς τα ανωτέρω ελεύθερος είναι όποιος πράττει το αγαθόν, δούλος δε όποιος πράττει το κακόν· και αληθής μεν ελευθερία είναι η κυριαρχία του φρονήματος του πνεύματος η εργαζομένη το αγαθόν, ψευδής δε ελευθερία είναι η επικράτησις του φρονήματος της σαρκός, της κατεργαζομένης τα πονηρά.
Χαρακτηριστικόν της αληθούς ελευθερίας, δηλαδή της αληθούς ελευθέρας θελήσεώς μας, είναι η αγάπη του αγαθού, του καλού, του αληθούς, και η επίμονος παραμονή σ’ αυτήν την αγάπη. Ο έρως προς το αγαθόν είναι η έκφρασις του έσω ανθρώπου, του πνευματικού ανθρώπου, και η εξωτερίκευσις του αισθήματος που τον πλημμυρίζει. Ο έρως αυτός γεννάται από την ταυτότητα των υπαγορεύσεων της καρδίας, με τις υπαγορεύσεις του Θείου νόμου, ο οποίος έχει εγγραφεί μέσα στις καρδιές μας. Αυτό υπαινίσσεται και η Αγία Γραφή, όταν λέγει ότι ο Θείος νόμος εδόθη γραπτός μέσα στην καρδία του ανθρώπου (Ρωμ. β’ 14-15). Διότι ο Θεός διέπλασσε την καρδίαν ως έδραν της αγάπης του αγαθού· γι' αυτό και εκ φύσεως αγαπά, ποθεί και ζητεί το αγαθόν και πώς ήταν δυνατόν να γίνη διαφορετικά, αφού η πρώτη εντύπωσις την οποίαν έλαβεν, ήταν η όψις του αγαθού, του άκρου αγαθού; Ναι· ήταν αδύνατον να γίνη διαφορετικά, διότι το αγαθόν άφησε στην καρδία τις πρώτες εντυπώσεις, τις οποίες εχάραξε βαθύτατα μέσα της και γι' αυτό θα είναι αιώνιοι. Η αγάπη αυτή, η επιπόθησις και η επιζήτησις του θείου νόμου είναι που κάνει τον Απόστολο Παύλο να ονομάζη τον νόμο που είναι γραμμένος μέσα στην καρδία νόμο του νοός του και να τον ταυτίζη με τον νόμο του Θεού.
Η γνώσις αυτή του χαρακτήρος της αληθούς μας θελήσεως μας καθιστά ικανούς να διαφυλάξωμε ανεπηρέαστον την εσωτερικήν μας ελευθερία και να ζήσωμε αληθώς ελεύθεροι· και αληθώς ελεύθερος είναι όποιος διανοείται, θέλει και πράττει ελευθέρως. Χαρακτηριστικά της εσωτερικής ελευθερίας είναι η ηθική ανεξαρτησία, η αγαθότης, η αγνεία, η σεμνοπρέπεια, η ανδρεία, η ισχύς, το αήττητον, το ανένδοτον, το αυτοκρατορικόν και το αυτεξούσιον. Ο εσωτερικώς ελεύθερος άνθρωπος κοσμείται με όλες τις αρετές· η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η σύνεσις τον καταστέφουν με στεφάνους πλεγμένους με άνθη αμάραντα· ζώντας επάνω στην γην εικονίζει την εικόνα του θείου Δημιουργού του, το κάλλος της οποίας φέρει μέσα του· η πορεία του είναι ευθεία, το πολίτευμά του στον ουρανό· ανυψώνεται από τα γήινα και γίνεται αιθέριος και ουρανοβάμων· και, συνενούμενος με τον χορόν των αγγέλων υμνεί τον Θεόν, τον ποιητήν και πλάστην του. Ο εσωτερικώς ανελεύθερος όμως άνθρωπος είναι πράγματι ανελεύθερος· διότι εάν η ηθική εξάρτησις είναι ηθική δουλεία, η δε ηθική δουλεία είναι ανελευθερία, έπεται ότι ο ηθικά, ο εσωτερικά δηλαδή ανελεύθερος άνθρωπος είναι πράγματι ανελεύθερος και δούλος του νόμου της αμαρτίας, αδύνατος να δραστηριοποιηθή προς κάποιο αγαθόν, υπαγορευόμενον από την αληθή εσωτερικήν του θέλησι. Αυτό που πράττει είναι σύμφωνο με την θέλησι και το φρόνημα της σαρκός και όχι προς την αληθή, εσωτερικήν του θέλησι. Η ψευδής αυτή ελευθέρα θέλησις ημπορεί να εξαπατήση και να παραπλανήση πολλούς επιπόλαιους ερευνητάς και να τους φέρη στην απώλεια. Τους πείθει πολλές φορές να δέχωνται τις προσταγές της, οι οποίες απορρέουν από τα ποικίλα πάθη και τις επιθυμίες της, ως υπαγορεύσεις της αληθούς ελευθέρας θελήσεώς των και ως εκφράσεις του έσω ανθρώπου, της πνευματικής δηλαδή φύσεως. Ο ανελεύθερος εσωτερικά άνθρωπος μολύνει την εικόνα του Θεού και «άνθρωπος ων εν τιμή, εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» (Ψαλμ. μη' 12, 20), ατιμάζεται, ταπεινώνεται και διαφθείρεται.
Χαρακτηριστικόν της ψευδούς ελευθερίας είναι η αγάπη του νόμου της αμαρτίας, η ηθική εξάρτησις, η ηθική αιχμαλωσία, η κακία, η ενοχή, η υπερηφάνεια, η αλαζονεία, η αναίδεια, η δειλία, το θράσος, η ανανδρία, η ήττα, η εξαχρείωσις, η ασέβεια, η αδικία, το ψεύδος, η ασυνεσία και οι λοιπές κακίες οι οποίες κατακηλιδώνουν και εξευτελίζουν τον άνθρωπον.
Τον τρόπο με τον οποίον ημπορούμε να διατηρήσωμε τους εαυτούς μας αληθώς ελευθέρους, μας τον υπέδειξεν ο ίδιος ο Σωτήρ ημών, όταν είπε: «ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ος δ’ αν απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν». Δηλαδή εδίδαξε ότι μόνο με την αυταπάρνησιν ημπορούμε να σωθούμε. Και αληθώς, για να γίνωμε αληθώς ελεύθεροι, είναι ανάγκη να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας, και να σηκώσωμε στους ώμους τον σταυρόν και να ακολουθήσωμε τον Υιόν του Θεού, ο οποίος μας καλεί για να μας ελευθερώσει. «Εάν ουν ο Υιός ελευθερώσει υμάς, όντως ελεύθεροι έσεσθε» λέγει ο Σωτήρ και ελευθερωτής μας. Και πάλιν: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ, και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η' 36 και 31-32). Αρα αποβαίνουμε ελεύθεροι όταν ακούμε με προσοχήν το κήρυγμα του Σωτήρος, μένουμε σ’ αυτό, σηκώνουμε στους ώμους τον σταυρόν και τον ακολουθούμε. Και απαρνούμεθα τους εαυτούς μας, όταν αποτασσόμεθα τον νόμο της σαρκός μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, και σηκώνουμε τον σταυρόν, υπομένοντας κάθε κακοπάθεια υπέρ του νόμου του Θεού. Ο τρόπος, δηλαδή, να διαμείνωμε ελεύθεροι είναι: κατάπαυσις του θελήματος της σαρκός, ενέργεια του θελήματος του πνεύματος, και υποταγή του κατωτέρου στο ανώτερον.
Κατά ταύτα οφείλει ο άνθρωπος να φροντίση και να εργασθή για την σωτηρία του· διότι διαφορετικά διατρέχει τον έσχατον κίνδυνον της απωλείας· επειδή τίποτε κοινόν δεν υπάρχει μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ αγαθού και κακού. Η αμαρτία, η οποία έχει διαφθείρει τον άνθρωπον, είναι σκότος και κακόν μέγιστον, ως αντιστρατευομένη προς το θέλημα του Θεού. Η εσωτερική ελευθερία του καταλογίζει κάθε παρεκτροπήν ως αμαρτία, η δε αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Η ελευθερία όσο μέγα αγαθόν είναι, τόσο μεγάλες επιβάλλει και τις ευθύνες. Ο εσωτερικώς ελεύθερος οφείλει να αποβή άγιος· γι' αυτό ο Θεός και στην Παλαιά και στην Νέα Διαθήκη εντέλλεται λέγοντας: «Αγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Λευιτ. ια', 14 και Α' Πέτρ. α' 16)· διότι πώς ημπορεί ο ανόσιος να κοινωνήση προς το Θείον; Και ο Σωτήρ επίσης εντέλλεται λέγοντας: «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε', 48)· διότι όπως είναι ο Πατήρ, τον οποίον επικαλούμεθα, τοιαύτα κατ' ανάγκην πρέπει να είναι και τα τέκνα. Αγίους λοιπόν και τελείους μας θέλει ο Θεός, διότι μόνον οι άγιοι και τέλειοι είναι υιοί του Πατρός του εν ουρανοίς, και μόνον αυτοί δικαιούνται να επικαλούνται με υιϊκήν στοργή τις χάριτες αυτού και αυτοί μόνοι κληρονομούν την ουράνιον Βασιλείαν. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους· «ή ουκ οίδατε (δεν γνωρίζετε) ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ούτε λοίδοροι, ούχ άρπαγες, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α' Κορ. στ', 9-11). Γι' αυτό ο Σωτήρ μας προσκαλεί να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας και να σηκώσωμε στον ώμο τον σταυρόν και να τον ακολουθήσωμε· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι»· αναγνωρίζει μεν την ελευθερία μας και το αυτεξούσιον, αλλά και αφήνει σ' αυτά την σωτηρία μας. Ώστε, όποιος θέλει την σωτηρία του, οφείλει να εργασθή προς απόκτησιν αυτής, αλλιώς και αυτήν θα στερηθή και την απώλεια της αιωνίου ζωής δια της αμελείας και της ακηδίας θα παρασκευάση για τον εαυτόν του και την αιώνιον κόλασι θα κληρονομήση, από την οποίαν εύχομαι ο Θεός να μας λυτρώση όλους.
Είναι άρα αναπόδραστος ανάγκη να ακολουθήσωμε τον Κύριον. Διότι αν ο Υιός του Θεού μας ελευθερώσει, τότε θα είμεθα αληθώς ελεύθεροι. Ναι, αληθώς, μόνον ο Υιός του Θεού ημπορεί να μας ελευθερώσει, διότι αυτός είναι η ελευθερία. «Ο δε Κύριος το Πνεύμά εστιν ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. γ’, 17)· μόνον εάν ακολουθούμε τον Σωτήρα ημπορούμε να μείνωμε ελεύθεροι και να απαλλαγούμε από την δουλεία της αμαρτίας· «πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας» (Ιω. η’, 34). Εάν λοιπόν θέλωμε να είμεθα ελεύθεροι, οφείλουμε να ακολουθούμε τον Σωτήρα Χριστόν.
(20ος αιών – Από τις ομιλίες του Αγίου Νεκταρίου «Περί επιμελείας ψυχής». Επειδή ο όρος «ηθική ελευθερία» που χρησιμοποιεί ο άγιος έχει σήμερα διαφορετική έννοια, τον μεταφέρουμε εδώ ως εσωτερική ελευθερία ή απλώς ελευθερία - Από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», σελ. 585-594)
Πηγή: Άλλη Όψη
α΄. Ὁ πολλάκις εἶπον, τοῦτο καὶ νῦν ἐρῶ, καὶ οὐ παύσωμε λέγων. Τί δὲ τοῦτό ἐστιν; Ὅτι μέλλων ὁ Ἰησοῦς ὑψηλῶν ἅπτεσθαι δογμάτων, διὰ τὴν τῶν ἀκουόντων ἀσθένειαν ἑαυτὸν κατέχει πολλάκις, καὶ οὐ συνεχῶς τοῖς ἀξίοις τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ λόγοις ἐνδιατρίβει, ἀλλὰ μᾶλλον τοῖς συγκατάβασιν ἔχουσι. Τὸ μὲν γὰρ ὑψηλὸν καὶ μέγα, καὶ ἅπαξ λεχθὲν, ἱκανὸν παραστῆσαι τὴν ἀξίαν ἐκείνην, καθ’ ὅσον ἡμῖν ἀκοῦσαι δυνατόν· τὰ δὲ ταπεινότερα καὶ ἐγγὺς τῆς τῶν ἀκροωμένων διανοίας, εἰ μὴ διηνεκῶς ἐλέγετο, οὐ ταχέως κατέσχε τὰ ὑψηλὰ τῶν χαμαίζηλον ἀκροατήν. Διὰ δὴ τοῦτό ἐστι καὶ τὰ πλείονα τῶν ὑψηλῶν εἰρημένα παρ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἵνα μὴ τοῦτο ἑτέραν τινὰ ἐργάσηται βλάβην πάλιν, κατέχον κάτω τὸν μαθητὴν, οὐχ ἁπλῶς τὰ καταδεέστερα τίθησιν, ἄν μὴ πρότερον εἴπῃ καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἤν ταῦτα λέγει· ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκεν. Ἐπειδὴ γὰρ εἶπε περὶ τοῦ βαπτίσματος ἅπερ εἶπε, καὶ τῆς κατὰ χάριν γεννήσεως τῆς ἐν τῇ γῇ γινομένης, βουλόμενος καὶ εἰς τὴν γέννησιν καθεῖναι τὴν ἑαυτοῦ, τὴν ἀπόρρητον ἐκείνην καὶ ἄφραστον, τέως διαβαστάζει, καὶ οὐ καθίησιν· εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν λέγει, δι’ ἥν οὐ καθίησι. Τίς δὲ ἔστι αὕτη; Ἡ παχύτης καὶ ἡ ἀσθένεια τῶν ἀκουόντων. Καὶ ταύτην αἰνιττόμενος ἐπήγαγεν λέγων· Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς, ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια, πιστεύσετε; Ὥστε ὅπουπερ ἄν εἴπῃ μέτριόν τι καὶ ταπεινὸν, τῇ τῶν ἀκουόντων ἀσθένειᾳ λογιστέον αὐτό. Τὰ δὲ ἐπίγεια ἐνταῦθα, τινὲς μὲν περὶ τοῦ ἀνέμου φασίν εἰρῆσθαι· τοὐτέστιν, εἰ καὶ ὑπόδειγμα ἀπὸ τῶν ἐπιγείων ἔδωκα, καὶ οὐδὲ οὕτως ἐπείσθητε, πῶς δυνήσεσθε τὰ ὑψηλότερα μαθεῖν; Εἰ δὲ τὸ βάπτισμα ἐπίγειον ἐνταῦθα λέγοι, μὴ θαυμάσῃς.Ἤ γὰρ διὰ τὸ ἐν τῇ γῇ τελεῖσθαι, ἤ πρὸς σύγκρισιν τῆς ἑαυτοῦ γεννήσεως τῆς φρικωδεστάτης ἐκίνης ὀνομάζων οὕτως αὐτὸ καλεῖ. Εἰ γὰρ ἐπουράνιος αὕτη ἡ γέννησις, ἀλλὰ πρὸς ἐκείνην παραβαλλομένη τὴν ἀληθῆ, καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς οὐσίας οὖσαν, ἐπίγειός ἐστι. Καὶ καλῶς οὐκ εἶπεν, Οὐχὶ νοεῖτε, ἀλλ’. Οὐ πιστεύετε. Ὅταν μὲν γὰρ πρὸς ἐκεῖνά τις δυσκολαίνῃ, ἅ διὰ τοῦ νοῦ λαβεῖν ἔστι, καὶ μὴ ρᾳδίως καταδέχηται, εἰκότως ἄν ἄνοιαν ἐγκαλοῖτο· ὅταν δὲ ταῦτα μὴ δέχηται, ἅ λογισμῷ μὲν οὐκ ἔστι λαβεῖν, πίστει δὲ μόνῃ, οὐκ ἔτι ἀνοίας, ἀλλ’ ἀπιστίας, ἐστὶ τὸ ἔγκλημα. Ἀπάγων οὖν αὐτὸν τοῦ μὴ ζητεῖν λογισμοῖς τὸ λεχθὲν, σφοδρότερον αὐτοῦ καθικνεῖται, ἀπιστίαν ἐγκαλῶν. Εἰ δὲ τὴν ἡμετέραν πίστει χρὴ δέχεσθαι γέννησιν, τίνος ἄν εἶεν ἄξιοι οἱ τὴν τοῦ Μονογενοῦς λογισμοῖς περιεργαζόμενοι; Ἀλλ’ ἴσως εἴποι τις ἄν, καὶ τίνος ἕνεκεν ἐλέγετο ταῦτα, εἰ μὴ ἔμελλον πιστεύειν οἱ ἀκούοντες; Ὅτι εἰ καὶ ἐκεῖνοι μὴ ἐπίστευον, ἀλλ’ οἱ μετ’ αὐτοὺς ἔμελλον αὐτὰ δέχεσθαι καὶ κερδαίνειν. Καθικνούμενος τοίνυν αὐτοῦ σφοδρότατα, δείκνυσι λοιπὸν ὅτι οὐ ταῦτα οἶδε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἕτερα πολλῷ πλείω τούτων μείζων. Ὅθεν καὶ τοῦτο διὰ τῆς ἐπαγωγῆς ἐδήλωσεν, οὕτως εἰπών· Καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. Καὶ ποία αὕτῃ ἡ ἀκολουθία, φησί; Μεγίστη μὲν οὖν, καὶ σφόδρα τοῖς ἔπροσθεν συνάδουσα. Ἐπειδὴ γὰρ ἐκεῖνος εἶπεν, ὅτι Οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος, τοῦτο αὐτὸ διορθοῦται, μονονουχὶ λέγων· μὴ νομίσῃς με οὕτως εἶναι διδάσκαλον ὡς τοὺς πολλοὺς τῶν προφητῶν ἀπὸ γῆς ὄντας. Ἐξ οὐρανοῦ γὰρ πάρειμι νῦν. Τῶν μὲν γὰρ προφητῶν οὐδεὶς ἀναβέβηκεν ἐκεῖ· ἐγὼ δὲ ἐκεῖ διατρίβω. Εἶδες πῶς καὶ τὸ σφόδρα δοκοῦν ὑψηλὸν εἶναι, σφόδρα ἀνάξιον αὐτοῦ τῆς μεγαλωσύνης ἐστίν; Οὐ γὰρ ἐν οὐρανῷ μόνον ἐστίν, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ, καὶ πάντα πληροῖ. Ἀλλ’ ἔτι πρὸς τὴν ἀσθένειαν τοῦ ἀκροατοῦ διαλέγεται, κατὰ μικρὸν αὐτὸν ἀνάγαγειν βουλόμενος. Υἱὸν δὲ ἀνθρώπου ἐνταῦθα οὐ τὴν σάρκα ἐκάλεσεν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἐλάττονος οὐσίας ὅλον ἑαυτόν, ἵν’ οὕτως εἴπω, ὠνόμασε νῦν. Καὶ γὰρ τοῦτο ἔθος αὐτῷ, πολλάκις μὲν ἀπὸ τῆς θεότητος, πολλάκις δὲ ἀπὸ τῆς ἀνθρωπότητος τὸ πᾶν καλεῖν. Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, φησίν, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου. Πάλιν καὶ τοῦτο δοκεῖ ἀπηρτῆσθαι τῶν ἔμπροσθεν, πολλὴν δὲ καὶ αὐτὸ τὴ συνάφειαν ἔχει. Εἰπὼν γὰρ τὴν μεγίστην εἰς ἀνθρώπους γεγενημένην εὐεργεσία διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἐπάγει καὶ τὴν ταύτης αἰτίαν, καὶ ἐκείνης οὐκ ἐλάττονα, τὴν διὰ τοῦ σταυροῦ. Ὥσπερ οὖν καὶ Παῦλος Κορινθίοις διαλεγόμενος, ταύτας ὁμοῦ τίθησι τὰς εὐεργεσίας, οὕτω λέγων· Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν, ἤ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Μάλιστα γὰρ πάντων τὰ δύο ταῦτα τὴν ἄφατον αὐτοῦ δείκυνσιν ἀγάπην, ὅτι τε ὑπὲρ ἐχθρῶν ἔπαθε, καὶ ὅτι ἀποθανὼν ὑπὲρ ἐχθρῶν, διὰ τοῦ βαπτίσματος ὁλόκληρον τῶν ἁμαρτημάτων τὴν συγχώρησιν ἐδωρήσατο. β΄ Τίνος δὲ ἕνεκεν οὐκ εἶπε σαφῶς, ὅτι μέλλω σταυροῦσθαι, ἀλλ’ ἐπὶ τῶ παλαιὸν παρέπεμψε τύπον τοὺς ἀκροατάς; Πρῶτον μέν, ἵνα μάθωσιν ὅτι συγγενῆ τὰ παλαιὰ τοῖς καινοῖς, καὶ οὐκ ἀλλότρια τούτων ἐκείνα· ἔπειτα ἵνα γνῷς, ὅτι οὐκ ἄκων ἐπὶ τὸ πάθος ἤρχετο· καὶ ἔτι πρὸς τούτοις ἵνα μάθῃς ὅτι οὔτε αὐτῷ τις ἀπὸ τοῦ πράγματος γίνεται βλάβη, καὶ πολλοῖς ἐντεῦθεν τίκτεται σωτηρία. Ἵνα γὰρ μὴ τις λέγῃ, καὶ πῶς ἔνι εἰς τὸν σταυρωθέντα πιστεύσαντες σωθῆναι, ὅταν καὶ αὐτὸς ὑπὸ θανάτου κατεσχημένος ἧ, ἐπὶ τὴν παλαιὰν ἡμᾶς ἱστορίαν ἄγει. Εἰ γὰρ πρὸς εἰκόνα χλακῆν ὄφεως ἰδόντες. Ἰουδαῖοι διέφυγαν θάνατον· πολλῷ μᾶλλον οἱ εἰς τὸν ἐσταυρωμένον πιστεύοντες, εἰκότως καὶ πολλῷ μείζονος ἀπολαύσονται τῆς εὐεργεσίας. Οὐ γὰρ διὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ σταυρωμένου, οὐδὲ διὰ τὸ περιγενέσθαι Ἰουδαίους τοῦτο γίνεται, ἀλλ’ ἐπειδὴ Ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, διὰ τοῦτο ὁ ἔμψυχος αὐτοῦ ναὸς σταυροῦται. Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Ὁρᾷς τὴν τοῦ σταυροῦ αἰτίαν, καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ σωτηρίαν; ὁρᾷς τοῦ τύπου πρὸς τὴν ἀλήθειαν τὴν συγγένειαν; Ἐκεῖ θάνατο διέφυγον Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὸν πρόσκαιρον· ἐνταῦθα τὸν αἰώνιον οἱ πιστεύοντες. Ἐκεῖ δήγματα ὄφεων ἰᾶτο ὁ κρεμμάμενος ὄφις, ἐνταῦθα τοῦ νοητοῦ δράκοντος ἐθεράπευσε τὰς πληγὰς ὁ σταυρωθεὶς Ἰησοῦς· ἐκεῖ ὁ τοῖς ὀφθαλμοῖς τούτοις βλέπων ἐθεραπεύετο, ἐνταῦθα ὁ τοῖς τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς ὁρῶν, πάντα ἀποτίθεται τὰ ἁμαρτήματα· ἐκεῖ χαλκὸς τὸ κρεμάμενον ἦν εἰς σχῆμα ὄφεως διατυπωθείς, ἐνταῦθα σῶμα δεσποτικὸν ὑπὸ Πνεύματος κατασκευασθέν. Ὄφις ἔδακνεν ἐκεῖ, καὶ ὄφις ἰᾶτο· οὕτω καὶ ἐνταῦθα θάνατος ἀπώλεσε, καὶ θάνατος ἔσωσεν. Ἀλλ’ ὁ μὲν ἀπολλὺς ὄφις, ἰὸν εἶχεν· ὁ δὲ σώζων, ἰοῦ καθαρὸς ἦν. Καὶ ἐνταῦθα τὸ αὐτὸ πάλιν· ὁ μὲν γὰρ ἀπολλὺς θάνατος ἁμαρτίαν εἶχεν, ὥσπερ τὸν ἰὸν ὁ ὄφις· ὁ δὲ τοῦ Δεσπότου, ἁμαρτίας πάσης ἀπήλλακτο, ὥσπερ οὖν ὁ χαλκοῦς όφης, ἰοῦ. Ἁμαρτίαν γάρ, φησίν, οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ δόλος εὑρέθη ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. Καὶ τοῦτό ἐστιν, ὅ φησι Παῦλος· Ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησία θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῶ. Καθάπερ γὰρ τις ἀθλητὴς γενναῖος, ὅταν ἐπὶ μετεώρου τὸν ἀνταγωνιστὴν ἄρας καὶ καταρράξας, λαμπροτέραν ἀποφαίνῃ τὴν νίκην· οὕτω καὶ ὁ Χριστός, τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ὁρώσης, τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις κατέβαλε, καὶ τοὺς ἐπὶ τῆς ἐρημίας πληττομένους ἰασάμενος, πάντων τῶν θηρίων ἀπήλλαξε κρεμασθεὶς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ἀλλ’ οὐκ εἶπε, κρεμασθῆναι δεῖ, ἀλλ’ Ὑψωθῆναι. Ὅπερ γὰρ εὐφημότερον εἶναι ἐδόκει διὰ τὸν ἀκροώμενον, καὶ ἐγγὺς τοῦ τύπου τοῦτο τέθεικεν. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὅτι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Ὅ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστι· Μὴ θαυμάσῃς ὅτι ἐγὼ μέλλω ὑψοῦσθαι, ἵνα σωθῆτε ὑμεῖς; Καὶ γὰρ καὶ τῷ Πατρὶ τοῦτο δοκεῖ, καὶ αὐτὸς οὕτως ὑμᾶς ἠγάπησεν, ὡς ὑπὲρ τῶν δούλων δοῦναι τὸν Υἱὸν, καὶ δούλων ἀγνωμόνων. Καίτοι οὐκ ἄν τις οὐδὲ ὑπὲρ φίλου τοῦτο ποιήσειεν, (οὐδὲ ὑπὲρ δικαίου ταχέως, ὅπερ καὶ ὁ Παῦλος δηλῶν ἔλεγε· ) Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται. Ἀλλ’ ἐκεῖνος μὲν πλατύτερον, ἐπειδὴ πρὸς πιστοὺς διελέγετο· ἐνταῦθα δὲ συνεσταλμένως μὲν ὁ Χριστὸς, ἐπειδὴ πρὸς Νικόδημον ἦν ὁ λόγος, ἐμφαντικώτερον δέ, Καὶ γὰρ ἑκάστη λέξις πολλὴν ἔχει τὴν ἔμφασιν. Τῷ τε γὰρ εἰπεῖν, Οὕτως ἠγάπησε, καὶ τῷ, Ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, πολλὴν δείκνυσι τῆς ἀγάπης τὴν ἐπίτασιν. Πολὺ γὰρ τὸ μέσον καὶ ἄπειρον ἦν. Ὁ γὰρ ἀθάνατος, ὁ ἄναρχος, ἡ μεγαλοσύνη ἡ ἀπέραντος, τοὺς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ σποδοῦ, τοὺς μυρίων γέμοντας ἁμαρτημάτων, τοὺς διὰ παντὸς προσκεκρουκότας τοῦ χρόνου, τοὺς ἀγνώμνονας, τούτους ἠγάπησε. Καὶ τὰ μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν ὁμοίως ἐμφαντικά, ἅπερ ἐπήγαγε λέγων· Ὅτι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν· οὐ δοῦλον, οὐκ ἄγγελον, οὐκ ἀρχάγγελον φησι. Καίτοι γε οὐδ’ ἄν περὶ παῖδά τις τοσαύτην ἐπιδείξατο σπουδήν, ὅσην περὶ τοὺς οἰκέτας τοὺς ἀγνώμονας ὁ Θεός. Τὸ μὲν οὖν πάθος οὐ σφόδρα γυμνῶς τίθησιν, ἀλλὰ συνεσκιασμένως· τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ πάθους κέρδος, σαφῶς καὶ ἀνακεκαλυμμένως, λέγων οὕτως· Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν, Ὑψωθῆναι δεῖ, καὶ τὸν θάνατον ᾐνίξατο, ἵνα μὴ κατηφὴς ὁ ἀκροατὴς ἀπὸ τούτων γένηται τῶν ρημάτων, ἀνθρώπινόν τι περὶ αὐτοῦ ὑποπτεύων, καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ νομίζων ἀνυπαρξίαν εἶναι, σκόπει πῶς αὐτὸ διορθοῦται, Υἱὸν τε Θεοῦ λέγων εἶναι τὸν διδόμενον, καὶ ζωῆς αἴτιον εἶναι, καὶ ζωῆς αἰωνίου. Οὐκ ἄν δὲ ὁ τοῖς ἄλλοις ζωὴν παρέχων διὰ τοῦ θανάτου, αὐτὸς ἔμελλεν εἶναι ἐν τῷ θανάτῳ διηνεκῶς. Εἱ γὰρ οἱ πιστεύοντες εἰς τὸν ἐσταυρωμένον οὐκ ἀπόλλυται, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς σταυρωθεὶς οὐκ ἀπολεῖται. Ὁ γὰρ τῶν ἄλλων τὴν ἀπόλειαν ἀναιρῶν, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ταύτης ἀπήλλακται· ὁ ταῖς ἄλλοις παρέχον ζωήν, πολλῷ μᾶλλον ἑαυτῷ πηγάζει ζωήν. Ὁρᾷς ὅτι πανταχοῦ πίστεως χρείας. Τὸν γὰρ σταυρὸν πηγὴν ζωῆς εἶναί φησιν, ὅ λογισμὸς μὲν οὐκ ἄν ρᾳδίως παραδέξατο· καὶ μαρτυροῦσιν ἔτι καὶ νῦν Ἕλληνες καταγελῶντες· ἡ δὲ τὴν τῶν λογισμῶν ἀσθένειαν ὑπερβαίνουσα πίστις, ρᾳδίως ἄν αὐτὸ καὶ δέξαιτο καὶ κατάσχοι. Πόθεν δὲ οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον; Ἄλλοθεν μὲν οὐδαμόθεν, ἐξ ἀγαθότητος δὲ μόνης. γ΄ Ἐντραπῶμεν τοίνυν αὐτοῦ τὴν ἀγάπην· αἰσχυνθῶμεν τῆς φιλανθρωπίας τὴν ὑπερβολήν. Αὐτὸς μὲν γὰρ οὐδὲ τοῦ Μονογενοῦς ἐφείσατο δι’ ἡμᾶς· ἡμεῖς δὲ καὶ χρημάτων φειδόμεθα καθ’ ἑαυτόν. Αὐτὸς καὶ τὸν γνήσιον Υἱὸν ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν· ἡμεῖς δὲ οὐδὲ ἀργυρίου καταφρονοῦμεν ὑπὲρ αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐδὲ ὑπὲρ ὑμῶν. Καὶ πῶς ἄν εἴῃ ταῦτα συγγνώμης ἄξια; Κἄν μὲν ἄνθρωπον ἴδωμεν κινδύνους καὶ θανάτους ὑπὲρ ἡμῶν καταδεξάμενον, πάντων προτίθεμεν, καὶ ἐν τοῖς πρώτοις ἀριθμοῦμεν τῶν φίλων, καὶ πάντα αὐτῷ τὰ ἡμέτερα ἐγχειρίζομεν, καὶ αὐτοῦ μᾶλλον ἤ ἡμέτερα εἶναί φαμεν· καὶ οὐδὲ οὕτως ἡγούμεθα ἀντίδοσιν ἀξίαν αὐτῷ διδόναι. Ἐπὶ δὲ τοῦ Χριστοῦ οὐδὲ τοῦτο τὸ μέτρον τῆς εὐγνωμοσύνης φυλάττομεν ἀλλ’ ἐκεῖνος μὲν τὴν ψυχὴν ἔθηκεν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ αἷμα τὸ τίμιον ἐξέχεε δι’ ἡμᾶς, τοὺς οὐκ εὔνους οὐδὲ ἀγαθοὺς γεγενημένους· ἡμεῖς δὲ οὐδὲ χρήματα χέομεν δι’ ἑαυτούς, ἀλλὰ περιορῶμεν αὐτὸν γυμνὸν καὶ ξένον ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα. Καὶ τίς ἡμᾶς τῆς μελλούσης ἐξαιρήσεται κολάσεως. Εἰ γὰρ μὴ ὁ Θεός, ἀλλ’ ἡμεῖς ἑαυτοὺς ἐκολάζομεν, ἆρα οὐκ ἄν καθ’ ἑαυτῷν τὴν ψῆφον ἐξηνέγκαμεν; Ἆρα οὐκ ἄν τὸ τῆς γεένης ἑαυτοὺς κατεδικάσαμε πῦρ, τὸν ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν θέντα λιμῷ τηκόμενον περιορῶντες; Καὶ τὶ λέγω χρήματα; Εἰ γὰρ μυρίας εἴχομεν ψυχὰς, οὐχ ἁπάσας ὑπὲρ αὐτοῦ θεῖναι ἐχρῆν; Καίτοι γε οὐδὲ οὕτως ἄξιόν τι τῆς εὐεργεσίας ἐποιήσαμεν ἄν. Ὁ μὲν γὰρ πρώτως εὐεργετῶν φανερὰν ἐπιδείκνυται τὴν χρηστότητα· ὁ δὲ εὐεργετηθείς, ὅ,τι ἄν ἀντιδρῷ, ὀφειλὴν ἀποδίδωσιν, οὐ χάριν κατατίθεται καὶ μάλιστα ὅταν ὁ κατάρξας ἐχθροὺς εὐεργετῶν, εἴη, καὶ ὁ ἀντιδιδοὺς καὶ εἰς εὐεργέτην κατατιθῆται τὰ γινόμενα, καὶ αὐτὸς αὐτῶν ἀπολαύῃ πάλιν. Ἄλλ’ ἡμᾶς οὐδὲ ταῦτα ἐφέλκεται· ἀλλ’ οὕτως ἐσμὲν ἀγνώμονες, ὡς οἰκέταις μὲν καὶ ἡμιόνοις καὶ ἵπποις περιδέραια χρυσᾶ περιτιθέναι, τὸν δὲ Δεσπότην γυμνὸν περιϊόντα, καὶ θύρας ἐκ θυρῶν ἀμείβοντα, καὶ ἀεὶ πρὸς ταῖς ἐξόδοις ἱστάμενον καὶ χεῖρας ἐκτείνοντα περιορᾷν, πολλάκις δὲ καὶ ἀπηνεῖ βλέπειν αὐτὸν ὀφθαλμῷ· καίτοι γε καὶ τοῦτο αὐτὸ δι’ ἡμᾶς ὑπομένει. Ἡδέως γὰρ πεινᾷ, ἵνα σὺ τραφῇς· καὶ γυμνὸς περίεισιν, ἵνα σοι παράσχῃ τοῦ τῆς ἀφθαρσίας ἐνδύματος τὴν ὑπόθεσιν. Ἀλλ’ οὐδὲ οὕτω προΐεσθε τῶν ὑμετέρων οὐδὲν· ἀλλὰ τῶν ἱματίων τὰ μὲν ἐστι σητόβρωτα, τὰ δὲ ἄχθος τῷ κιβωτίῳ, καὶ περιττὴ φροντὶς τοῖς κεκτημένοις ὁ δὲ καὶ ταῦτα καὶ τὰ ἄλλα πάντα δεδωκώς, γυμνὸς περίεισιν. Ἀλλ’ οὐκ ἐν τῷ κιβωτίῳ αὐτὰ ἀποτίθεσθε, ἀλλ’ αὐτοὶ περιβελημένοι καλλωπίζεσθε; Εἰπέ τι τὸ πλέον ὑμῖν ἀπὸ τούτων; Ἵνα τὸ τῶν ἀγοραίων ἴδῃ πλῆθος ὑμᾶς; Καὶ τί τοῦτο; Οὐ γὰρ τὸν περικείμενόν σε ταῦτα θαυμάσονται, ἀλλὰ τὸν τοῖς δεομένοις παρέχοντα. Ὥστε εἰ βούλει θαυμάζεσθαι, ἑτέρους περιβάλλων, μᾶλλον μυρίων ἀπολαύσῃ κρότων. Τότε σὲ καὶ ὁ Θεὸς ἐπαινέσεται μετὰ τῶν ἀνθρώπων. Νυνὶ δὲ ἐπαινέσεται μὲν οὐδεὶς φθονήσουσι δὲ ἅπαντες, παινέσεται μετὰ τῶν ἀνθρώπων. Νυνὶ δὲ ἐπαινέσεται μὲν οὐδεὶς φθονήσουσι δὲ ἅπαντες, τὸ μὲν σῶμα κοσμούμενον ὁρῶντες, τὴν δὲ ψυχὴ ἠμελημέην ἔχοντα. Οὗτος καὶ γυναιξὶ πόρναις πρόσεστιν ὁ κόσμος· πολλάκις δὲ καὶ πολυτελέστερα καὶ φαιδρότερα παρ’ ἐκείναις τὰ ἱμάτια· ὁ δὲ τῆς ψυχῆς κόσμος παρὰ τοῖς ἐν ἀρετῇ ζῶσι μόνον ἐστί. Ταῦτα συνεχῶς λέγω, καὶ λέγων οὐ παύσομαι, οὐ πενήτων οὕτω κηδόμενος, ὡς τῶν ὑμετέρων ψυχῶν. Ἐκείνοις μὲν γάρ, κἄν μὴ παρ’ ἡμῶν, ἀλλ’ ὅμως ἐτέρωθεν ἔσται τις παραμυθία· κἄν μὴ γένηται παραμυθία, ἀλλὰ λιμῷ διαφθαρῶσιν, οὐδὲν μέγα τὸ τῆς ζημίας αὐτοῖς. Τί γὰρ ἔβλαψε τὸν Λάζαρον ἡ πενία καὶ τῷ λιμῷ τήκεσθαι; Ὑμᾶς δὲ οὐδεὶς ἐξαιρήσεται τῆς γεένης, ἄν μὴ τῆς παρὰ τῶν πενήτων τύχητε βοηθείας. Ἀλλ’ ἐροῦμεν τὰ αὐτὰ τῷ πλουσίῳ τῷ διηνεκῶς μὲν τηγανιζομένῳ παραμυθίας δὲ μηδεμιᾶς τυγχάνοντι. Ἀλλὰ μὴ γένοιτο, μηδένα ταῦτα ἀκούσαί ποτε τὰ ρήματα, ἀλλ’ εἰς τοὺς κόλπους Ἀβραὰμ ἀπελθεῖν· χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὐ καὶ μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ ἡ δόξα ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Ὅ,τι εἶπα πολλὲς φορές, αὐτὸ θὰ ἐπαναλάβω καὶ τώρα, καὶ δὲ θὰ παύσω νὰ τὸ λέγω. Ποιὸ εἶναι τοῦτο; Ὅταν εἶναι ὁ Χριστὸς ν’ ἀνακοινώση ὑψηλὲς ἀλήθειες συγκρατεῖ πολλὲς φορὲς τὸν ἑαυτό του ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν του. Δὲν εἶναι πάντα ὁ λόγος του ἀντάξιος τῆς μεγαλωσύνης του, πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ συγκατεβαίνη. Γιατὶ τὸ ὑψηλὸ καὶ μεγάλο καὶ μιὰ φορὰ νὰ εἰπωθῆ φτάνει νὰ παραστήση τὴν ἀξία του, ὅσο εἶναι δυνατὸ σ’ ἐμᾶς νὰ συλλάβωμε μὲ τὴν ἀκοή. Τὰ ἁπλούστερα ὅμως, ποὺ πλησιάζουν στὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν, ἄν δὲν ἐλέγονταν ἀδιάκοπα, δὲ θὰ κατακτοῦσαν γρήγορα τὸν ἀκροατὴ ποὺ ρέπει στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι καὶ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ, ποὺ ἔχουν ἀπ’ αὐτὸν λεχθῆ. Γιὰ νὰ μὴν ἔχη ὅμως τοῦτο καμμιὰν ἄλλη κακὴν ἐπίδραση κρατῶντας τὸ μαθητὴ πρὸς τὰ κάτω, δὲν παραθέτει ἁπλα τὰ κατώτερα, ἄν δὲν ἀναφέρη καὶ τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία τὰ λέγει. Αὐτὸ κάμει κι ἐδῶ. Ἀφοῦ μίλησε γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ γιὰ τὴν κατὰ χάρη γέννηση, ποὺ γίνεται στὴ γῆ, θέλοντας νὰ ἔρθη καὶ στὴν δική του γέννηση, τὴν ἀπερίγραπτη καὶ ἀνκέκφραστη, σταματάει καὶ δὲν προχωρεῖ. Κι ἀναφέρει τὸ λόγο, γιὰ τὸ ὁποῖο σταμάτησε. Ποιός εἶναι;Ἡ σαρκικότητα καὶ ἡ ἀσθένεια τῶν ἀκροατῶν. Αὐτὴν ὑπονοῶντας πρόσθεσε· Ἄν σᾶς εἶπα τὰ γήινα καὶ δὲ μὲ πιστεύετε, πῶς θὰ μὲ πιστέψετε ἄν σᾶς ἐκθέσω τὰ οὐράνια; Ὥστε ὅπου τυχὸν διατυπώνει κάτι μετρημέο καὶ περιωρισμένο, πρέπει νὰ ἀποδοθῆ στὴν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν. Τὰ γήινα ἐδῶ μερικοὶ νομίζουν ὅτι φανερώνονται ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Εἶναι δηλαδὴ σὰ νὰ τοὺς λέη. Ἅν σᾶς ἔδωκα ὑπόδειγμα ἀπὸ τὰ γήινα καὶ μήτε ἔτσι δὲν πεισθήκατε, πῶς θὰ μπορέσετε νὰ μάθετε τὰ πιὸ ὑψηλά; Μὴ θαυμάσης, ἄν ἐδῶ λέγεται ἐπίγειο τὸ βάπτισμα. Τὸ χαρακτηρίζει ἔτσι εἴτε ἐπειδὴ τελεῖται στὴ γῆ, εἴτε γιὰ νὰ τὸ συγκρίνη μὲ τὴ φρικτὴ δικὴ του γέννηση. Μόλο ποὺ ἡ γέννηση μὲ τὸ βάπτισμα εἶναι ἐπουράνια, σὲ σύγκριση μ’ ἐκείνη τὴν ἀληθινὴ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα θεωρεῖται γήϊνη, Καὶ ὀρθὰ εἶπε δὲν πιστεύετε καὶ ὄχι, δὲν ἀντιλαμβάνεσθε. Γιατὶ ὅταν κανένας ἀντιστέκεται σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ συλλάβη μὲ τὸ νοῦ του καὶ δὲν τὰ δέχεται εὔκολα, εἶναι φυσικὸ νὰ κατηγορηθῆ γιὰ ἀνοησία. Ὅταν ὅμως δὲν ἀποδέχεται αὐτά, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη μὲ τὴ σκέψη παρὰ μὲ τὴν πίστη μονάχα, τὸ λάθος δὲν εἶναι τῆς ἀνοησίας ἀλλὰ τῆς ἀπιστίας. Ἐνῶ τὸν ἐμποδίζει νὰ ἑρευνήση τὸ λόγο του μὲ συλλογισμούς, τοῦ ἐπιτίθεται σφοδρότερα, κατηγορῶντας τον γιὰ ἀπιστία. Κι ἄν πρέπη νὰ δεχώμαστε μὲ πίστη τὴ δική μας γέννηση, ποιά κατηγορία ἀξίζει σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν μὲ συλλογισμοὺς τὴ γέννηση τοῦ Μονογενοῦς; Ἴσως θὰ παρατηρήση κάποιος· Καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία ἐλέγονταν αὐτά, ἄν δὲν ἦταν νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροαταί; Γιὰ τὸ ὅτι κι ἄν ἀκόμα δὲν ἐπίστευσαν ἐκεῖνοι, θὰ τὰ ἐδέχονταν ὅμως καὶ θὰ ὠφελοῦνταν οἱ ἔπειτα ἀπ’ αὐτούς. Μὲ τὴ σφοδρὴ λοιπὸν ἐπίθεση ἐναντίον του, δείχνει ὅτι δὲ γνωρίζε αὐτὰ μονάχα παρὰ κι ἄλλα πολὺ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά. Αὐτὸ ἐδήλωσε καὶ μ’ ὅσα πρόσθεσε· Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε, ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν στὸν οὐρανό. Καὶ ποιὰ ἡ σημασία τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς; Πολὺ μεγάλη καὶ σύμφωνη μὲ τὰ προηγούμενα. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Γνωρίζομε ὅτι ἦρθες δάσκαλός μας ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν διορθώνει ἀμέσως σχεδὸν λέγοντάς του· Μὴ νομίσης πὼς εἶμαι δάσκαλος ἔτσι ὅπως εἶναι πολλοὶ προφῆτες τῆς γῆς. Ἔρχομαι τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κανένας ἀπὸ τοὺς προφῆτες δὲν ἀνέβηκε ἐκεῖ, ὅμως ἐγὼ ἐκεῖ παραμένω. Βλέπεις πὼς εἶναι ἐντελῶς ἀνάξιο τῆς μεγαλωσύνης του, ὅ,τι νομίζομε πὼς εἶναι ὑπερβολικὰ ὑψηλό; Δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ παντοῦ γεμίζει τὰ πάντα. Ἀλλὰ ἀκόμα ἔχει ὑπ’ ὅψη τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀκροατῆ καὶ θέλει νὰ τὸν ἀνεβάση λίγο λίγο. Καὶ Γιὸ τοῦ ἀνθρώπου δὲ χαρακτηρίζει ἐδῶ τὴ σάρκα ἀλλὰ ὀνομάζει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴν κατώτερη οὐσία. Ἦταν συνήθειά του νὰ ὀνομάζει τὸ σύνολό του πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ θεία καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή του. Κι ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθῆ κι ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τοῦτο πάλι φαίνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ προηγούμενα, γιατὶ ἔχει μεγάλο σύνδεσμο μ’ αὐτά. Ἀφοῦ ἀνέφερε τὴν πελώρια εὐεργεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, προσθέτει καὶ τὴν αἰτία της ποὺ ἀποτελεῖ ὁ σταυρὸς, ὄχι μικρότερη ἀπὸ τὴν εὐεργεσία. Ἔτσι κι ὁ Παῦλος, ὅταν ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους, συμπαραθέτει αὐτὲς τὶς δύο εὐεργεσίες μ’ αὐτὰ τὰ λόγια· Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιὰ σᾶς ἤ στὸ ὄνομα τοῦ Παῦλου βαπτισθήκατε; Γιατὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, αὐτὰ τὰ δύο μαρτυροῦν τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του, ὅτι ἔπαθε γιὰ χάρη ἀνθρώπων, ποὺ τὸν μισοῦσαν κι ὅτι πεθαίνοντας γι’ αὐτοὺς, τοὺς ἔδωσε μὲ τὸ βάπτισμα ἀμείωτη τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τους. β΄. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν εἶπε καθαρά, ὅτι σὲ λίγο θὰ σταυρωθῶ ἀλλὰ παρέπεμψε τοὺς ἀκροατὰς του στὸ παλαιό σύμβολο; Γιὰ νὰ ἐννοήσουν πρῶτα ὅτι τὰ παλαιὰ εἶναι συγγενικὰ μὲ τὰ νέα καὶ δὲν εἶναι τοῦτα ξένα πρὸς ἐκεῖνα. Γιὰ νὰ κατανοήσωμε, δεύτερο, ὅτι δὲν ἐρχόταν ἀθέλητα στὸ πάθος. Καὶ τοῦτο ἀκόμα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ· ὅτι καμμιὰ ζημία δὲν παθαίνει ἐκεῖνος ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἀντίθετα προξενεῖται σωτηρία σὲ πολλούς. Γιὰ νὰ μὴ λέη δηλαδὴ κανένας· πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ πιστεύσωμε στὸ σταυρωμένο καὶ νὰ σωθοῦμε, ὅταν κι ὁ ἴδιος συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ θάνατο; γι’ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν παλαιά ἱστορία. Θέλει νὰ μᾶς βεβαιώση ὅτι ἄν ξέφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸ θάνατο ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο ὁμοίωμα τοῦ φιδιοῦ, πολὺ περισσότερο εὔλογα ὅσοι πιστεύουν στὸν ἐσταυρωμένο καὶ πολὺ ἀφθονώτερη θὰ ἀπολαύσουν τὴν εὐεργεσία. Δὲ γίνεται τοῦτο ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐκείνο ποὺ σταυρώνεται, οὔτε ἐπειδὴ ἐνίκησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ ἐπειδὴ Ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο γι’ αὐτὸ σταυρώνεται ὁ ἔμψυχος ναός του, τὸ σῶμα του. Ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθῆ ἀλλὰ νὰ ἔχῃ αἰώνια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ σωτηρία ποὺ αὐτὸς γέννησε· αὐτὴ εἶναι ἡ συγγένεια τοῦ συμβόλου πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖ, οἱ Ἰουδαῖοι ξέφυγαν τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὸν προσωρινό· ἐδῶ ὅσοι πιστεύουν, τὸν αἰώνιο. Ἐκεῖ τὸ ὑψωμένο χάλκινο φίδι ἐθεράπευσε τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἐδῶ ὁ σταυρωμένος Ἰησοῦς ἐθεράπευσε τὰ τραύματα ἀπὸ τὸ νοητὸ δράκοντα. Ἐκεῖ θεραπευόταν ὅποιος ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, ἐδῶ ἀποθέτει τὶς ἁμαρτίες του αὐτὸς ποὺ βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ εἶχε ὑψωθῆ χαλκός, σὲ σχῆμα φιδιοῦ, ἐδῶ εἶναι τὸ δεσποτικὸ σῶμα τεχνουργημένο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Ἐκεῖ τὸ φίδι ἐδάγκωνε καὶ τὸ φίδι ἐθεράπευε· ἔτσι κι ἐδῶ θάνατος καταστρέφει καὶ θάνατος σώζει. Τὸ φίδι ὅμως ποὺ προξένησε τὴν καταστροφή, εἶχε δηλητήριο· αὐτὸ ποὺ ἔσωζε δὲν εἶχε. Τὸ ἴδιο πάλι κι ἐδῶ· ὁ θάνατος ποὺ καταστρέφει περιέχει ἁμαρτία, καθὼς τὸ φίδι εἶχε δηλητήριο· ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Κυρίου ἦταν καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία, καθὼς ἀπὸ δηλητήριο τὸ χάλκινο φίδι. Ἁμαρτία, λέει ὁ προφήτης, δὲν ἔπραξε οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος. Ἀφοῦ ἀπογύμνωσε τὰ τάγματα τῶν ἀρχῶν κι ἐξουσιῶν τοῦ Σατανᾶ, τὰ κατευξετέλισε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ τὰ ἔσυρε στὸ θρίαμβό του. Ὅπως ὁ ρωμαλέος ἀθλητὴς παρουσιάζει λαμπρότερη τὴ νίκη του, ὅταν σηκώση πρῶτα ψηλὰ τὸν ἀνταγωνιστή του καὶ τὸν πετάξη ἔπειτα κάτω, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὰ βλέμματα ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης ἐνίκησε τὶς ἀντίπαλες δυνάμεις κι ἀφοῦ ἐθεράπευσε ὅλους ποὺ δέχονται ἀβοήθητοι πληγές, τοὺς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ ὅλων τῶν θηρίων, κρεμασμένος ἐπάνω στὸ σταυρό. Δὲν εἶπε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ κρεμαστῆ, ἀλλὰ νὰ Ὑψωθῆ. Αὐτὸ ἦταν ἕνας εὐφημισμὸς γιὰ τὸν ἀκροατὴ καὶ ποὺ ἀνταποκρινόταν τὸ σύμβολο. Τόσο πολὺ ἀγαπητὲ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸ μονογενῆ γιό του, γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Σὰ νὰ λέη. Μὴ θαυμάσης ποὺ σὲ λίγο θὰ ὑψωθῶ, γιὰ νὰ σωθῆτε σεῖς. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Κι ἐκεῖνος τόσο πολὺ σἀς ἀγάπησε, ὥστε γιὰ χάρη τῶν δούλων νὰ δώση τὸ Γιό του, καὶ μάλιστα δούλων ἀχαρίστων. Τοῦτο δὲν τὸ κάμει κανένας οὔτε γιὰ ἀγαπητό του , οὔτε ἀμέσως καὶ γιὰ κάποιον δίκαιο ἀκόμα, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Παύλου· Μὲ δυσκολία ἀποφασίζει κανεὶς νὰ πεθάνη γιὰ κάποιο δίκαιο. Κι ἐκεῖνος ἀπευθυνόταν σὲ πιστοὺς καὶ μίλησε πιὸ πλατιὰ, ὁ Χριστὸς ὅμως συντομώτερα, ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν στὸ Νικόδημο, ἀλλὰ πιὸ ἐκφραστικά. Κάθε λέξη ἔχει πολλὴν ἐκφραστικότητα. Μὲ τὸ λόγο «τόσο πολὺ ἀγάπησε» καὶ τὸν ἄλλο «ὁ Θεὸς τὸν κόσμο», φανερώνει μεγάλο τὸ βαθμὸ τῆς ἀγάπης. Ἀπέραντη ἦταν ἀπόσταση. Ὁ ἀθάνατος, ὁ ἄναρχος, ἡ ἄπειρη μεγαλωσύνη ἀγάπησε τούτους. Ποιούς; τοὺς φτιαγμένους ἀπὸ χῶμα καὶ στάχτη, τοὺς γεμάτους ἀπὸ ἀμέτρητες ἁμαρτίες, αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἀτνιστέκονταν πάντοτε, τοὺς ἀχάριστους. Ὅμοια ἐκφραστικὰ εἶναι καὶ ὅσα πρόσθσεσε· ὅτι ἔδωσε τὸ μονογενῆ Γιό του. Δὲ λέει οὔτε δοῦλο, οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο. Καὶ σίγουρα οὔτε στὸ παιδί του δὲ θὰ ἔδειχνε κανένας τόσο ἐνδιαφέρον, ὅσο ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀχάριστους ὑπηρέτας του. Τὸ πάθος του λοιπὸν δὲν τὸ ἐκθέτει ὑπερβολικὰ γυμνὰ, ἀλλὰ σκεπασμένα, καθαρά κι ὁλοφάνερα ὅμως ἐκθέτει τὸ κέρδος ἀπὸ τὸ πάθος μὲ τούτους τούς λόγους. Ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει, νὰ μὴ χαθῆ ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Ἐπειδὴ εἶπε· Πρέπει νὰ ὑψωθῆ, κι ἔκαμε ὑπαινιγμὸ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ μὴ λυπηθῆ ὁ ἀκροατὴς ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, καθὼς μποροῦσε νὰ ὑποψιαστῆ πὼς ἦταν ὁ Χριστὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ θεωρήση ἀνυπαρξία τὸ θάνατό του, πρόσεξε πῶς ἐξασφαλίζει τὸ πρᾶγμα. Τονίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ προσφέρεται εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πρόξενος ζωῆς καὶ μάλιστα ζωῆς αἰώνιας. Καὶ δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶναι ἀτελεύτητα ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸ θάνατό του παρέχει στοὺς ἄλλους ζωή. Κι ἄν δὲ χάνωνται ὅσοι πιστεύουν στὸν ἐσταυρωμένο, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ χαθῆ ὁ ἴδιος. Αὐτὸς, ποὺ καταργεῖ τὴν ἀπώλεια τῶν ἄλλων, πολὺ περισσότερα ἔχει ὁ ἴδιος ἐλευθερωθῆ ἀπὸ αὐτή. Αὐτὸς ποὺ παρέχει στοὺς ἄλλους ζωή, πολὺ περισσότερο πηγάζει ζωή, πολὺ περισσότερο πηγάζει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Παντοῦ χρειάζεται πίστη. Βεβαιώνει ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι πηγὴ ζωῆς, πρᾶγμα ποὺ ἡ σκέψη μας δὲ θὰ τὸ δεχόταν εὔκολα. Ἀκόμα καὶ τώρα τὸ μαρτυροῦν οἱ Ἕλληνες ποὺ κοροϊδεύουν. Ἡ πίστη ὅμως ποὺ ὑπερακοντίζει τὴν ἀδυναμία τῶν λογισμῶν μας, εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ τὸ δεχτῆ καὶ νὰ τὸ κρατήση καὶ τοῦτο. Καὶ τὶ ἔκαμε τὸ Θεό ν’ ἀγαπήση τὸν κόσμο; Τίποτα ἄλλο παρὰ μόνον ἡ ἀγαθότητά του. γ΄ . Ἄς προσέξωμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη του· ἄς ντραποῦμε τὴν ὑπερβολὴ τῆς φιλανθρωπίας του. Ἐκεῖνος μήτε τὸ Γιό του δὲν ὑπολόγισε γιὰ χάρη μας, ἐνῶ ἐμεῖς λυπούμαστε ἀκόμα καὶ τὰ χρήματά μας γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸς ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸ Γιό του· κι ἐμεῖς μήτε τὰ χρήματα δὲν περιφρονοῦμε γι’ αὐτόν, οὔτε καὶ γιὰ μᾶς. Εἶναι συμπεριφορὰ ἄξια γιὰ συγνώμη; Κι ἄν εὕρωμε κάποιον ἄνθρωπο νὰ ὑποφέρη γιὰ χάρη μας θανάσιμο κίνδυνο, τὸν θέτομε πρῶτα ἀπ’ ὅλους, τὸν συγκαταλέγομε ἀνάμεσά στοὺς πρώτους φίλους μας, ἀφήνομε στὴ διάθεσή του ὅλα τὰ δικά μας καὶ λέμε πὼς εἶναι περισσότερο δικά του ἀπὸ δικά μας. Καὶ πάλιν δὲ νομίζομε πὼς εἶναι ἱκανοποιητικὴ ἡ ἀντιπροσφορά μας. Στὸ Χριστὸ ὅμως οὔτε αὐτὸ τὸ μέτρο τῆς εὐγνωμοσύνης δὲν τηροῦμε. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ψυχή του κι ἔχυσε τὸ ἅγιο αἷμα του γιὰ μᾶς, ποὺ δὲν εἴμαστε οὔτε φίλοι του οὔτε ἐνάρετοι, ἐνῶ ἐμεῖς οὔτε χρήματα δὲ διαθέτομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτὸν ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς γυμνὸς καὶ ξένος. Ποιός θὰ μᾶς ἐξαιρέση ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ τιμωρία; Ἄν δὲ μᾶς ἔκρινε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐκρίναμε τὸν ἑαυτό μας ἄραγε δὲ θ’ αὐτοδικαζόμασταν, δὲ θὰ καταδικάζαμε τὸν ἑαυτό μας στὴ φωτιὰ τῆς γέενας, ποὺ παρακολουθοῦμε μ’ α’διαφορία νὰ λιμοκτονῆ αὐτός, ποὺ ἐθυσίασε γιὰ μᾶς τὴ ζωή του; Καὶ γιατὶ νὰ περιοριστῶ στὰ χρήματα; Ἄν εἴχαμε μύριες ζωὲς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὶς δώσωμε ὅλες γιὰ κεῖνον; Παρ’ ὅλο ποὺ κι ἔτσι ἀκόμα δὲν κάνομε κάτι ἄξιο στὴν εὐεργεσία του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πρῶτος εὐεργετεῖ δείχνει ὁλοφάνερα τὴν καλωσύνη του. Ὁ εὐεργετημένος ὅμως ὅ,τι κι ἄν ἀντιπροσφέρη, ἀποδίδει ὀφειλή, δὲν κάμει κάποια χάρη· πιὸ πολὺ, ὅταν αὐτὸς ποὺ κάμει ἀρχὴ εὐεργετῆ ἐχθρούς, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀντιπροσφέρει καὶ στὸν εὐεργέτη του καταθέτει τὴν προσφορά του κι ὁ ἴδιος πάλι τὴν ἀπολαμβάνει. Ἐμᾶς ὅμως μήτε αὐτὰ δὲ μᾶς συγκινοῦν. Ἀλλὰ εἴμαστε τόσο ἀχάριστοι, ὥστε στοὺς ὑπηρέτες μας καὶ στὰ ὑποζύγια καὶ στ’ ἄλογά μας νὰ βάζωμε χρυσᾶ περιδέραια, ἀδιαφοροῦμε ὅμως γιὰ τὸν Κύριό μας ποὺ γυρίζει γυμνός, πηγαίνει ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, στέκεται στὶς γωνιὲς μ’ ἁπλωμένω τὸ χέρι. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν βλέπομε καὶ μὲ σκληρὸ βλέμμα, ποὺ ὡστόσο κι αὐτὸ γιὰ χάρη μας τὸ ὑπομένει. Μὲ χαρὰ του πεινᾶ, γιὰ νὰ τραφῆς σύ. Γυρίζει γυμνός, γιὰ νὰ δώση σ’ ἐσένα τὸ ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας. Κι ἔτσι ὅμως δὲ διαθέτει τίποτα ἀπὸ τὰ δικά σας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα σας ἄλλα εἶναι σκοραφογωμένα κι ἄλλα βάρος τῆς ντουλάπας καὶ ἔγνοια περιττὴ γιὰ τοὺς κατόχους τους, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε καὶ τουτο καὶ ἐκεῖνα ὅλα γυρίζει γυμνός. Δὲν τὰ ἔχετε κρεμάσει στὴν ντουλάπα, ἀλλὰ τὰ φορᾶτε καὶ στολίζεστε; Ποιό τὸ ὄφελός σας; Γιὰ νὰ σᾶς δῆ τὸ πλῆθος τῆς ἀγορᾶς; Κι ἔπειτα; Δὲ θὰ θαυμάσουν βέβαια ἐσένα ποὺ τὰ φορεῖς, ἀλλὰ ὅταν τὰ δίνης σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Ὥστε σὺ ποὺ θέλεις νὰ σὲ θαυμάζουν, θ’ ἀκούσης ἀμέτρητα χειροκροτήματα, ἄν ντύνης τοὺς ἄλλους. Τότε θὰ ἔ χης συνάμα καὶ τὸν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως δὲ θὰ σ’ ἐπαινέση κανένας, ἐνῶ θὰ σὲ φθονήσουν ὅλοι, βλέποντας στολισμένο τὸ σῶμα καὶ ἀπεριποίητη τὴν ψυχή. Τέτοιο στολισμὸ διαθέτουν κι οἱ πόρνες καὶ πολλὲς φορὲς εἶναι ἀκριβώτερα κι ὡραιότερα τὰ ροῦχα τους. Ὁ στολισμὸς ὅμως τῆς ψυχῆς ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σὲ ὅσους ζοῦνε μὲ ἀρετή. Αὐτὰ λέγω πάντα καὶ δὲ θὰ σταματήσω νὰ τὰ λέγω. Δὲ λυπᾶμαι τόσο τοὺς φτωχούς, ὅσο τὶς ψυχὲς τὶς δικές σας. Ἐκεῖνοι, κι ἄν δὲν τοὺς τὴν προσφέρετε σεῖς, θὰ βροῦν ὡστόσο ἀπὸ κάπου κάποια ἀνακούφιση. Μὰ κι ἄν δὲν εὕρουν ἀνακούφιση ἀλλὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα , δὲν εἶναι μεγάλη ἡ ζημία τους. Τί τὸν ἔβλαψε τὸ Λάζαρο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀδιάκοπη πεῖνα του; Ἐσᾶς ὅμως κανένας δὲ θὰ σᾶς βγάλη ἀπὸ τὴ γέενα, ἄν δὲ σᾶς βοηθήσουν οἱ φτωχοί. Θὰ προβάλωμε μήπως τὰ ἴδια μὲ τὸν πλούσιο, ποὺ βασανίζεται ἀδιάκοπα καὶ καμμιὰ παρηγοριὰ δὲ βρίσκει; Μακάρι κανένας νὰ μὴν ἀκουση ποτὲ τοὺς λόγους τούτους ἀλλὰ νὰ εὕρη θέση μέσα στοὺς κόλπους τοῦς Ἀβραάμ, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἄς δοξάση τὸν ἑαυτό του, μαζί μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.217-224
Πηγή: Αναβάσεις
Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι' 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.
Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας. Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.
Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου. Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν.
Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών. Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.
Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ' 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη. Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι' 25 - Λουκ. ιη' 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι.
─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;
Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης. Τι θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός. Πώς να επαρκέση, όταν αυτές θέλουν να προμηθεύωνται τα μύρα από την ανατολή σαν το λάδι από την αγοράν, αναζητούν δε θαλάσσια άνθη, πολύτιμα κογχύλια και μαργαριτάρια περισσότερα και από το μαλλί των προβάτων. Και ο χρυσός που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται στολίδι για το μέτωπον, άλλος περιδένει τον λαιμό τους, άλλος τοποθετείται στις ζώνες και άλλος μετατρέπεται σε δεσμά για τα χέρια και τα πόδια τους. Διότι χαίρονται οι γυναίκες να δένωνται με χειροπέδες, αρκεί μόνον να είναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θα φροντίση για την ψυχή του αυτός που υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες; Επειδή όπως οι καταιγίδες και οι τρικυμίες καταποντίζουν όσα πλοία είναι σαθρά, έτσι και οι πονηρές διαθέσεις των γυναικών, καταπνίγουν τις αδύνατες ψυχές των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος καταναλώνεται σε τόσα πολλά πράγματα από τον άνδρα και την γυναίκα, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στις επινοήσεις των ματαίων, είναι επόμενον να μη μένη καθόλου καιρός να ενδιαφερθούν για τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς», για να έχης εφόδια για την αιωνίαν απόλαυση, τότε απέρχεσαι λυπούμενος. Εάν όμως ακούσης: δώσε χρήματα στις γυναίκες που ζουν πολυτελώς, δώσε στους γλύπτες, στους οικοδόμους στους τεχνίτες των ψηφιδωτών, στους ζωγράφους, χαίρεσαι σαν να κατακτάς κάτι πολυτιμότερον από τα χρήματα. Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που με τον χρόνον έχουν καταρρεύσει; Τα λείψανά τους ωσαν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται σε όλη την πόλη. Όταν ανεγείροντο αυτοί οι τοίχοι, πόσοι πτωχοί υπήρχαν στην πόλιν αυτήν, οι οποίοι παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος τους γύρω από αυτά; Πού είναι λοιπόν η κατασκευή των λαμπρών αυτών έργων; Πού είναι αυτός που εκαυχάτο για την μεγαλοπρέπειά τους; Δεν διελύθησαν και εξηφανίσθησαν όπως αυτά που κατασκευάζουν τα παιδιά παίζοντας στην αμμουδιά, ενώ εκείνος ευρίσκεται στον άδη, μετανοιωμένος για την φροντίδα των ματαίων;
Αλλά αποκαλείς τον εαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνώ και εγώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που χρειάζεται πολλά. Και εσάς η αχόρταστος επιθυμία σας κάνει να έχετε πολλές ανάγκες. Στα δέκα τάλαντα προσπαθείς να προσθέσης και άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα, και πάντοτε καθετί που προστίθεται δεν σταματά την ορμή σου. Αντιθέτως, σου ανοίγει την όρεξη. Διότι όπως ακριβώς στους μέθυσους η προσθήκη του οίνου γίνεται αφορμή για να συνεχίσουν να πίνουν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντας την ασθένειά τους με την συνεχή επαύξηση, και κατ’ αυτόν τον τρόπον η προσπάθειά τους φέρει το αντίθετον αποτέλεσμα. Επειδή δεν τους ευχαριστούν όσα έχουν, αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα δηλαδή αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν. Ώστε πάντοτε η ψυχή τους λειώνει από τoν αγώνα που κάνουν να αποκτήσουν υπερβολικά αγαθά. Και ενώ θα έπρεπε να ευφραίνωνται και να ευχαριστούν για το ότι είναι πλουσιώτεροι από τόσους άλλους, αυτοί δυσφορούν και θλίβονται επειδή υστερούν από έναν ή δύο πάμπλουτους. Όταν φθάσουν αυτόν τoν πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον, και όταν φθάσουν εκείνον, μεταφέρουν την προσπάθειά τους προς τoν άλλον. Όπως εκείνοι που ανεβαίνουν τις σκάλες ανυψώνουν το βήμα τους συνεχώς πρoς υψηλότερο σκαλοπάτι και δεν σταματούν πριν φθάσουν στο άκρον της σκάλας, έτσι και αυτοί δεν παύουν την κατακτητικήν ορμήν τους μέχρι να μείνουν μετέωροι υψηλά, τόσο ώστε η πτώσις τους να είναι καταστροφική. Όσα βλέπει ο οφθαλμός, τόσα πολλά επιθυμεί ο πλεονέκτης. «Δεν θα χορτάση ο οφθαλμός από το να βλέπη» (Εκκλ. α' 8) και ο φιλάργυρος από το να παίρνη. Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί. Πότε θα χρησιμοποιήσης αυτά που έχεις τώρα; Πότε θα τα απολαύσης, αφού διακατέχεσαι πάντοτε από τους κόπους της αποκτήσεως;
Θα ήθελα να σε ελαφρώσω λίγο από τα έργα της αδικίας, ώστε να εύρης κάποιαν άνεση στους λογισμούς σου και να ιδής την κατάληξιν όλων αυτών των πραγμάτων. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα [Αρχαία μονάς μετρήσεως επιφανειών ίση με 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τι θα γίνει λοιπόν με όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι κι όλοι; Δεν θα αρκέση το βάρος ολίγων λίθων να φυλάξη την δυστυχή σου σάρκα; Για ποίον λοιπόν κοπιάζεις; Για ποίον παρανομείς; Γιατί με τα χέρια σου συνάζεις ακαρπίαν; Είθε να ήταν ακαρπία και όχι προσάναμμα για το αιώνιον πυρ. Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτή; Δεν θα υγιάνουν οι λογισμοί σου; Δεν θα έλθης στον εαυτόν σου; Δεν θα φέρης προ των οφθαλμών σου το δικαστήριον του Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν σε περικυκλώσουν οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν ενώπιον του δικαίου κριτού; Τι θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θα παρουσιάσης; Πώς θα μεταπείσης τον δικαστή που ποτέ δεν εξαπατάται; Δεν υπάρχει δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει η τέχνη των λόγων, η οποία ημπορεί να κλέψη την αλήθειαν από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το ύψος του αξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς απολογία, θα απομακρυνθής γεμάτος εντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου, θα αντικρύσης καθαρά τις εικόνες των κακών έργων. Από το ένα μέρος τα δάκρυα του ορφανού, από το άλλο τους αναστεναγμούς της χήρας, τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτες σου των οποίων εξέσκιζες τις σάρκες, τους γείτονες που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου, ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι οι αμαρτίες ακολουθούν τις ψυχές όπως η σκιά το σώμα, αποτυπώνοντας επάνω τους ολοκάθαρα τις πράξεις. Γι’ αυτό δεν χωρεί άρνησις εκεί, αλλά φράσσεται κάθε στόμα, όσον αδιάντροπο κι αν είναι. Επειδή καταθέτουν ως μάρτυρες τα ίδια τα πράγματα που σχετίζονται με τον καθένα, χωρίς να εκβάλουν φωνήν, αλλά φαίνονται όπως ακριβώς έχουν διαπραχθή από εμάς. Πώς θα ημπορέσω να σου παρουσιάσω τα φρικτά; Εάν βεβαίως ακούσης, εάν μετανοήσης, ενθυμήσου την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού» (Ρωμ. α' 18). Ενθυμήσου την ένδοξον παρουσία του Χριστού, όταν θα αναστηθούν «οι μεν τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ιω. ε' 29). Τότε αιώνιος εντροπή για τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη όσους εναντιώθησαν στον Θεόν (Εβρ. ι' 27). Αυτά να σε λυπούν και όχι η εντολή.
Πώς να σου απαλύνω την ψυχή; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλεία; Δεν φοβείσαι την γέενναν; Από πού θα ευρεθή ίασις για την ψυχήν σου: Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα λαμπρά δεν σε προτρέπουν, τότε απευθύνομαι σε λιθίνην καρδία. Εξέτασε, άνθρωπε, την φύση του πλούτου. Γιατί τόσον πολύ υπολογίζεις τον χρυσό; Λίθος είναι ο χρυσός, λίθος ο άργυρος, λίθος ο μαργαρίτης, όλοι λιθοι, δηλαδή πέτρες: η χρυσόπετρα και το βηρύλλιον, και ο αχάτης και ο υάκινθος, και ο αμέθυστος, και ο ίασπις. Αυτά είναι τα άνθη του πλούτου, από τα οποία σύ άλλα τα αποθηκεύεις με το να τα παραχώνης, ενώ όσους λίθους είναι διαυγείς τους καλύπτεις στο σκότος. Άλλους δε, τους πλέον πολυτίμους, τους περιφέρεις καμαρώνοντας για την λάμψη τους. Ειπέ μου, τι ωφελείσαι όταν περιστρέφης το χέρι σου που λάμπει από τα πετράδια; Δεν κοκκινίζεις όταν κατέχεσαι από επιθυμία των λίθων ωσάν τις γυναίκες που εγκυμονούν; Διότι και εκείνες λίθους ορέγονται, και συ κατέχεσαι από λαιμαργία για τα άνθη των λίθων, αφού αναζητής σαρδόνυχες και ιάσπιδες και αμεθύστους. Ποιος στολιζόμενος κατώρθωσε να προσθέση στον βίο του μίαν ημέρα; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες.
Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του; Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής;
Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείσθε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε. Μην ενοχοποιής τον αναίτιον, έχει τον κύριόν του, τον οικονόμον του. Από άλλον έλαβε την ζωήν, από αυτόν περιμένει τα απαραίτητα για την ζωή. Μήπως για τους εγγάμους δεν έχουν γραφή τα Ευαγγέλια; «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν (ενν. στο μυστήριον του γάμου), όταν ηξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, μήπως είχες προσθέσει και τούτο: δώσε μου τέκνα για να παρακούσω τις εντολές σου; Δώσε μου τέκνα για να μη φθάσω στην Βασιλείαν των Ουρανών; Και εκτός αυτού, ποίος θα σου εγγυηθή για την προαίρεση του παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση σωστά αυτό που θα του δώσης; Διότι ο πλούτος για πολλούς έγινεν υπηρέτης της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει: «Είδον αρρωστίαν δεινήν, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ’ αυτού (από τον κάτοχόν τον) είς κακίαν αυτώ (γιά το κακόν του)» (Εκκλ. ε' 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ενώ εσύναξες τον πλούτο με χιλίους κόπους, προετοιμάσεις για άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα ευρεθείς διπλά τιμωρούμενος, για αυτά που ο ίδιος έχεις αδικήσει και γι’ αυτά με τα οποία εφωδίασες άλλους. Μήπως η ψυχή δεν σου είναι οικειοτέρα από κάθε τέκνο; Μήπως δεν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον από όλα; Απόδοσε σ’ αυτήν πρώτην τα πρεσβεία της κληρονομιάς, δώσε της πλούσιες προϋποθέσεις για να ζήση, και τότε να μοιράσης την περιουσία στα παιδιά σου. Διότι τα τέκνα πολλές φορές, αν και δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, έκαμαν οίκους για τον εαυτόν τους, η ψυχή σου όμως, εάν εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;
Προς τους πατέρας ελέχθησαν όσα ήσαν να λεχθούν. Οι άτεκνοι ποίαν ευλογοφανή δικαιολογίαν της φιλαργυρίας των επικαλούνται; Δεν πωλώ τα υπάρχοντά μου, ούτε τα δίδω στους πτωχούς, λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι ο Κύριος διδάσκαλός σου, ούτε το Ευαγγέλιον ρυθμίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος γίνεσαι νομοθέτης του εαυτού σου. Πρόσεξε όμως σε ποίον κίνδυνον εμπίπτεις όταν σκέπτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι εάν αυτά που ο Κύριος μας διέταξε ως αναγκαία, συ τα διαγράφεις ως ανεφάρμοστα, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να θεωρής τον εαυτόν σου φρονιμώτερον από τον νομοθέτη.
- Αλλά αφού τα απολαύσω αυτά σε όλην μου την ζωήν, λέγεις, μετά το τέλος της θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού με γράμματα και διαθήκες τους αναθέσω την κυριότητα των υπαρχόντων μου.
Όταν δεν θα ευρίσκεσαι πλέον μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάνθρωπον. Σου οφείλεται μεγάλη ευχαριστία για την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι στο μνήμα και έχεις μεταβληθή με την διάλυση σε χώμα, έγινες γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος στις δαπάνες. Ειπέ μου, όμως, ποιού καιρού τους μισθούς θα απαιτήσης; Για τον χρόνον της ζωής σου ή για μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρό που ευρισκόσουν στην ζωήν, τότε είχες δοθεί στα πάθη και στις ηδονές και κολυμβούσες μέσα στις απολαύσεις, και ούτε να αντικρύσης καταδεχόσουν τους πτωχούς, τώρα δε που απέθανες, ποίες είναι οι πράξεις σου; Ποίος μισθός εργασίας σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτα τις ανταποδόσεις. Κανένας μετά την λήξη της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται, ούτε προσερχόμενος μετά τους αγώνες στεφανώνεται, ούτε ανδραγαθεί μετά τον πόλεμο. Είναι λοιπόν φανερόν, πως ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Συ με την μελάνην και τα γράμματα δίδεις υποσχέσεις για ευεργεσίες. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρό της εξόδου; Ποίος θα σου εγγυηθή τον τρόπον του θανάτου; Πόσοι έχουν αρπαγή αιφνιδίως, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημά τους ούτε φωνήν να αφήσουν; Πόσοι δεν παρεφρόνησαν από τον πυρετό; Γιατί λοιπόν αναμένεις ευκαιρίαν, αφού πολλές φορές δεν είσαι κύριος ούτε των λογισμών σου; Νύκτα βαθεία και νόσος βαρεία και βοηθός πουθενά, και αυτός που παραμονεύει για την κληρονομίαν είναι έτοιμος. Κανονίζει τα πάντα προς το συμφέρον του και σου ματαιώνει τα σχέδια. Εκείνη την ώρα, αφού στρέψης εδώ κι εκεί το βλέμμα σου και ιδής να σε έχη περικυκλώσει η ερημία, τότε θα αισθανθής την απερισκεψία σου, τότε θα αναστενάξης για την παραφροσύνη σου, για ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν. Για όταν η γλώσσα παραλύη, το δε χέρι ήδη τρέμει και αρχίζουν οι απότομες συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να ημπορής να εκφράσης την γνώμη σου. Ακόμη και στην περίπτωση που όλα θα είχαν γραφή με σαφήνεια και κάθε λέξις θα είχε διακηρυχθή απεριφράστως, θα ήταν αρκετόν ένα γράμμα να αλλοιώση εντελώς την απόφαση. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρείς ψευδομάρτυρες αν παρουσιασθούν, όλη η κληρονομία θα ημπορούσε να μεταφερθή σε άλλους.
Γιατί λοιπόν εξαπατάς τον εαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακώς τον πλούτον σου στις σαρκικές απολαύσεις, και δίδεις υποσχέσεις για το μέλλον περί πραγμάτων των οποίων δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις αυτή είναι πονηρά: όσον ζώ, θα απολαύσω τις ηδονές, όταν δε αποθάνω, θα πράξω ό,τι έχω διαταχθή. Θα ειπή τότε και σε σένα ο Αβραάμ: «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. ιστ' 25). Δεν σε χωρά η στενή και τεθλιμμένη οδός (Προβλ. Ματθ. ζ' 14), εάν δεν αποβάλης τον όγκον του πλούτου. Εξήλθες από την ζωή βαστάζοντάς τον μαζί σου, δεν τον απέρριψες προηγουμένως, όπως είχες προσταχθή. Όταν ήσουν στην ζωήν, προτιμούσες από την εντολή τoν εαυτό σου. Μετά τον θάνατον και τη διάλυση, τότε προετίμησες την εντολήν από τους εχθρούς σου. Για να μη τα πάρη δηλαδή ο τάδε, λέγει, ας τα πάρη ο Κύριος. Και πώς να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τις διαθήκες σου: «Θα ήθελα να ζω ακόμη και να απολαμβάνω τα ιδικά μου». Άρα η χάρις ανήκει στον θάνατον, όχι σε σένα. Διότι εάν ήσουν αθάνατος, δεν θα ενθυμόσουν τις εντολές. Μην πλανάσθε. Ο Θεος ου μυκτηρίζεται (δεν εμπαίζεται) (Γαλ. στ' 7). Το νεκρό δεν προσφέρεται στο θυσιαστήριον. Την θυσία να την προσφέρης ζωντανήν. Αυτός που προσφέρει από το περίσσευμα δεν γίνεται δεκτός. Και συ προσφέρεις στον ευεργέτην αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωή σου. Εάν δεν τολμάς από τα περισσεύματα της τραπέζης να δεξιωθής τους επισήμους, πώς λοιπόν τολμάς να εξιλεώνης τον Θεόν από τα περισσεύματα; Κοιτάξτε οι πλούσιοι το τέλος της φιλοχρηματίας και παύσετε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα. Όσο φιλόπλουτος είσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις να μην αφήσης τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Κάμε τα όλα ιδικά σου, αξιοποίησέ τα όλα για τoν εαυτόν σου, μην εγκαταλείψης σε άλλους τον πλούτον. Ίσως ουτε θα σε στολίσουν οι υπηρέτες με τον τελευταίον στολισμόν, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφή προσπαθώντας με αυτά που απέμειναν να αποκτήσουν την εύνοια των κληρονόμων. Ίσως μάλιστα και να φιλοσοφήσουν τότε εναντίον σου. Είναι άγνοια της καλαισθησίας, θα είπουν, το να στολίζης νεκρόν και να κάμης με πολυτέλεια την εκφοράν αυτού που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλλίτερον να στολίζης τους ζωντανούς με την λαμπρά και πολυτελή στολήν από το να κατασαπίζουνν μαζί με τον νεκρό τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από ένα επίσημο μνήμα, από πολυτελή ταφή και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντες για τις ανάγκες της ζωής.
Όλα αυτά σου τα είπα για να σε απαλλάξω από το βάρος, αλλά και χάριν εκείνων που θα κληρονομήσουν τα ιδικά σου. Όσον λοιπόν είναι καιρός, ετοίμασε τα εντάφια εφόδια. Καλόν εντάφιον είναι η ευσέβεια. Χρησιμοποίησε ως ένδυμα όλα αυτά και έτσι να εξέλΘης από την ζωήν αυτήν. Κόσμημά σου κάμε τον πλούτο σου, πάρε τον μαζί σου. Να πεισθής στον καλό σου σύμβουλο, στον Χριστόν, που σε ηγάπησε. Σ’ αυτόν που επτώχευσε προς χάριν μας, «ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β' Κορ. η' 9). Να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που γνωρίζει καλά το συμφέρον μας, ή να τον υπομείνωμε εμπιστευόμενοι την αγάπην του, ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Οπωσδήποτε όμως να κάμωμε τα όσα μας έχουν διαταχθή, για να γίνωμε κληρονόμοι της αιωνίου ζωής «της εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(4ος αιών, ΕΠΕ, Μεγ. Βασιλείου, τόμ. 6, σελ. 284 - από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 243-255. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Πηγή: Η άλλη όψη
α΄. Τίνος ἕνεκεν εἰς τὸ ὄρος ἀναβαίνει; Παιδεύων ἡμᾶς, ὅτι καλὸν ἡ ἐρημία καὶ ἡ μόνωσις, ὅταν ἐντυγχάνειν δέῃ Θεῷ. Διά τοι τοῦτο συνεχῶς εἰς τὰς ἐρήμους ἄπεισι, κἀκεῖ διανυκτερεύει πολλάκις εὐχόμενος, παιδεύων ἡμᾶς καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ καιροῦ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου θηρᾶσθαι ἐν ταῖς εὐχαῖς ἀταραξίαν. Ἡσυχίας γὰρ μήτηρ ἡ ἔρημος, καὶ γαλήνη καὶ λιμὴν, ἁπάντων ἀπαλλάτουσα θορύβων ὑμᾶς. Αὐτὸς μὲν οὖν διὰ τοῦτο ἀνέβαινεν ἐκεῖσε· οἱ δὲ μαθηταὶ κλυδωνίζονται πάλιν, καὶ χειμῶνα ὑπομένουσιν οἷον καὶ πρότερον. Ἀλλὰ τότε μὲν ἔχοντες αὐτὸν ἐν τῷ πλοίῳ τοῦτο ἔπασχον· νυνὶ δὲ καθ’ ἑαυτοὺς ὄντες μόνοι. Καὶ γὰρ ἠρέμα καὶ κατὰ μικρὸν ἐπὶ τὰ μείζονα αὐτοὺς ἐνάγει καὶ ἐμβιβάζει, καὶ εἰς τὸ φέρειν πάντα γενναίως. Διὰ δὴ τοῦτο, ὅτι μὲν πρῶτον κινδυνεύειν ἔμελλον, παρῆν μὲν ἐκάθευδε δέ, ὥστε ἐξ ἑτοίμου δοῦναι τὴν παραμυθίαν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἐπὶ μείζονα ἄγων αὐτοὺς ὑπομονήν, οὐδὲ τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ἄπεισι καὶ ἐν μέσῃ θαλάσσῃ συγχωρεῖ τὸν χειμῶνα διεγερθῆναι, ὡς μηδὲ προσδοκῆσαί ποθεν ἐλπίδα σωτηρίας, καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἀφίησιν αὐτοὺς κλυδωνίζεσθαι, διεγείρων αὐτῶν, ὡς οἷμοι, πεπωρωμένην τὴν καρδίαν. Καὶ γὰρ τοιοῦτον ὁ φόβος, ὅν μετὰ τοῦ χειμῶνος καὶ ὁ καιρὸς ποιεῖ. Μετὰ δὲ τῆς κατανύξεως καὶ εἰς ἐπιθυμίαν μείζονα αὐτοὺς ἐνέβαλε τὴν αὐτοῦ, καὶ εἰς μνήμην διηνεκῆ. Διὰ δὴ τοῦτο οὐκ εὐθέως αὐτοῖς ἐπέστη· Τετάρτη γὰρ φυλακῇ, φησί, τῆς νυκτὸς ἦλθε πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης· παιδεύων αὐτοὺς μὴ ταχέως λύσιν ἐπιζητεῖν τῶν συνεχόντων δεινῶν, ἀλλὰ φέρειν τὰ συμπίπτονα γενναίως. Ὅτε γοῦν προσεδόκησαν ἀπαλλαγήσεσθαι, τότε ἐπετάθη πάλιν ὁ φόβος. Ἰδόντες γὰρ αὐτὸν, φησίν, οἱ μαθηταὶ περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐταράχθησαν, λέγοντες φάντασμα εἶναι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Καὶ γὰρ ἀεὶ τοῦτο ποιεῖ· ὅταν μέλλῃ λύειν τὰ δεινά, ἕτερα χαλεπώτερα ἐπάγει καὶ φοβερώτερα· ὅ δὴ καὶ τότε συνέβη. Μετὰ γὰρ τοῦ χειμῶνος καὶ ἡ ὄψις αὐτοὺς ἐθορύβησε τοῦ χειμῶνος οὐχ ἧττον. Διὰ τοῦτο οὐδὲ τὸ σκότος ἔλυσεν, οὐδὲ φανερὸν ἑαυτὸν εὐθέως ἐποίησεν, ἀλείφων αὐτούς, ὅπερ εἶπον, ἐν τῇ συνεχείᾳ τῶν φόβων τούτων, καὶ παιδεύων εἶναι καρτερικούς. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰώβ ἐποίησεν ὅτε γὰρ ἔμελλε λύειν (τὸν φόβον καὶ ) τὸν πειρασμόν, τότε τὸ τέλος χαλεπώτερον εἴασε γενέσθαι· οὐ διὰ τὸν τῶν παίδων θάνατον λέγω, καὶ τὰ ρήματα τῆς γυναικός, ἀλλὰ διὰ τὰ ὀνείδη τὰ τῶν οἰκετῶν, τὰ τῶν φίλων. Καὶ ὅτε τὸν Ἰακώβ ἐξαρπάζειν ἔμελλε τῆς ἐν τῇ ξένῃ ταλαιπωρίας, ἀφῆκε διεγερθῆναι καὶ μείζονα γενέσθαι καταλαβὼν τὸν θόρυβον. Καὶ γὰρ ὁ κηδεστὴς καταλαβὼν θάνατον ἠπείλει, καὶ μετ’ ἐκεῖνον ὁ ἀδελφὸς διαδέχεσθαι μέλλων, τὸν περὶ τῶν ἐσχάτων ἐπεκρέμασε κίνδυνον. Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἔνι καὶ ἐν μακρῷ χρόνῳ καὶ σφοδρῶς πειράζεσθαι, ὅταν μέλλωσιν ἐκβαίνειν τοὺς ἀγῶνας οἱ δίκαιοι, βουλόμενος αὐτοὺς πλέον κερδαίνειν, ἐπιτείνει τὰ γυμνάσια. Ὅ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀβραάμ ἐποίησε, τὸν ἔσχατον ἆθλον τὸν τοῦ παιδὸς θείς. Οὕτω γὰρ καὶ φορητὰ ἔσται τὰ ἀφόρητα, ὅταν ἐπὶ θύραις ἐπάγηται ἐγγὺς ἔχοντα τὴν ἀπαλλαγήν. Τοῦτο δὴ καὶ τότε ἐποίησε, καὶ οὐ πρότερον ἀπεκάλυψεν ἑαυτὸν ὁ Χριστός, ἕως ὅτε ἔκραξαν. Ὅσῳ γὰρ ἐπετείνετο τὰ τῆς ἀγωνίας, τοσούτῳ μᾶλλον ἠσμένιζον αὐτοῦ τὴν παρουσίαν. Εἶτα, ἐπειδὴ ἐβόησαν, φησίν, Εὐθέως ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Τοῦτο τὸ ρῆμα τὸ φόβον ἔλυσε, καὶ θαρρῆσαι παρεσκεύασεν. Ἐπεὶδὴ γὰρ ἀπὸ ὄψεως αὐτὸν οὐκ ἐγίγνωσκον, καὶ διὰ τὸ παράδοξον τῆς βαδίσεως καὶ διὰ τὸν καιρὸν, ἀπὸ τῆς φωνῆς δῆλον ἑαυτὸν ποιεῖ. Τί οὖν ὁ Πέτρος, ὁ πανταχοῦ θερμὸς καὶ ἀεὶ τῶν ἄλλων προπηδῶν; Κύριε, εἰ σύει, φησί, κέλευσό με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Οὐκ εἶπεν, Εὖξαι καὶ παρακάλεσον, ἀλλὰ Κέλευσον. Εἶδες πόση ἡ θερμότης; πόση ἡ πίστις; Καίτοιγε ἐκ τούτου πολλαχοῦ κινδυνεύει, ἐκ τοῦ πέρα τοῦ μέτρου ζητεῖν. Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα πολὺ μέγα ἐζήτησε, δι’ ἀγάπην μόνον, οὐ δι’ ἐπίδειξιν. Οὐδὲ γὰρ εἶπε, Κέλευσόν με βαδίσαι ἐπὶ τὰ ὕδατα· ἀλλὰ τί; Κέλευστόν με ἐλθεῖν πρὸς σέ. Οὐδείς γάρ οὕτως ἐφίλει τὸν Ἰησοῦν. Τοῦτο καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐποίησεν· οὐκ ἠνέσχετο μετὰ τῶν ἄλλων ἐλθεῖν, ἀλλὰ προεπήδησεν. Οὐ τὴν ἀγάπην δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πίστιν ἐπιδείκνυται. Οὐ γὰρ μόνον ἐπίστευσεν, ὅτι αὐτὸς δύναται περιπατεῖν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀλλ’ ὅτι καὶ ἑτέρους ἐνάγειν καὶ ἐπιθυμεῖ ταχέως ἐγγὺς αὐτοῦ γενέσθαι. Ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος, περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα, καὶ ἦλθεν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν, ἐφοβήθη, καὶ ἁρξάμενος καταποντίζεσθαι, ἔκραξε, λέγων· Κύριε, σῶσον με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας; Τοῦτο τοῦ προτέρου παραδοξότερον. Διὰ τοῦτο μετ’ ἐκεῖνο τοῦτο γίνεται. Ὅτε γὰρ ἔδειξεν, ὅτι κρατεῖ τῆς θαλάσσης, τότε καὶ ἐπὶ τὸ θαυμαστότερον ἐξάγει τὸ σημεῖον. Τότε μὲν γὰρ τοῖς ἀνέμοις ἐπετίμησε μόνον· νυνὶ δὲ καὶ αὐτὸς βαδίζει, καὶ ἑτέρῳ παραχωρεῖ τοῦτο ποιεῖν· ὅπερ εἰ παρὰ τὴν ἀρχὴν γενέσθαι ἐκελεύσε, οὐκ ἄν ὁμοίως κατεδέξατο ὁ Πέτρος, διὰ τὸ μηδέπω τοσαύτην κεκτῆσθαι πίστιν. β΄. Τίνος οὖν ἕνεκεν ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε; Καὶ γὰρ εἰ εἶπεν, Οὐ δύνασαι, πάλιν θερμὸς ὤν ἀντεῖπειν ἄν. Διὰ τοῦτο ἀπὸ τῶν πραγμάτων αὐτὸν πείθει, ἵνα εἰς τὸ μέλλον σωφρονισθῆ. Ἀλλ’ οὐδὲ οὕτως ἀνέχεται. Καταβὰς τοίνυν κλυδωνίζεται· ἐφοβήθη γάρ. Καὶ τοῦτο τὸ κλυδώνιον ἐποίησε· τὸν δὲ φόβον ὁ ἄνεμος εἰργάσατο. Ὁ δὲ Ἰωάννης φησίν, ὅτι Ἤθελον λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο εἰς τὴν γῆν, εἰς ἥν ὑπῆγον· τὸ αὐτὸ δὴ τοῦτο δηλῶν. Ὥστε μελλόντων αὐτῶν πρὸς τῇ γῇ γίνεσθαι, ἐπέβη τοῦ πλοίου. Καταβὰς τοίνυν ἀπὸ τοῦ πλοίου, πρὸς αὐτὸν ἤει, οὐχ οὕτω τῷ περιπατεῖν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὡς τῷ πρὸς αὐτὸς ἔρχεσθαι χαίρων. Καὶ τοῦ μείζονος περιγενόμενος ἀπὸ τοῦ ἐλάττονος ἔμελλε πάσχειν κακῶς, τῆς τοῦ ἀνέμου λέγω ρύμης, οὐ τῆς θαλάττης. Τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις· πολλάκις τὰ μεγάλα κατορθοῦσα, ἐν τοῖς ἐλάττοσιν ἐλέγχεται. Οὐδὲν ὁ Ἠλίας ἐπὶ τῆς Ἰεζάβελ ἔπαθεν· οἷον ὁ Μωϋσῆς ἐπὶ τοῦ Αἰγύπτου· οἷος ὁ Δαυΐδ ἐπὶ τῆς Βηρσαβεέ. Οὕτω δὴ καὶ οὗτος· ἔτι τοῦ φόβου ἐνακμάζοντος ἐπιβῆναι τῶν ὑδάτων ἐθάρρησε, πρὸς δὲ τὴν τοῦ ἀνέμου ἐμβολὴν οὐκέτι ἠδυνήθη στῆναι, καὶ ταῦτα ἐγγὺς ὤν τοῦ Χριστοῦ. Οὕτως οὐδὲν ὠφελεῖ ἐγγὺς εἶναι τοῦ Χριστοῦ, μὴ πίστει ὄντα ἐγγύς. Τοῦτο δὲ καὶ τὸ μέσον ἐδίκνυ τοῦ Διδασκάλου καὶ τοῦ μαθητοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους παρεμυθεῖτο. Εἰ γὰρ ἐπὶ τῶν δύο ἀδελφῶν ἠγανάκτησαν πολλῷ μᾶλλον ἐνταῦθα· οὔπω γὰρ ἦσαν Πνεύματος ἠξιωμένοι. Μετὰ δὲ ταῦτο οὐ τοιοῦτοι. Πανταχοῦ γοῦν τῶν πρωτείων παραχωροῦσαν τῷ Πέτρῳ, καὶ ἐν ταῖς δημηγορίαις αὐτὸν προβάλλονται, καίτοιγε ἀγροικότερον τῶν ἄλλων διακείμενον, Καὶ διατὶ οὐκ ἐπέταξε τοῖς ἀνέμοις παύσασθαι, ἀλλ’ αὐτὸς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ; Ὅτι τῆς ἐκείνου πίστεως ἔδει. Ὅταν γὰρ τὰ πρα’ ἡμῶν ἐλλιμπάνῃ, καὶ τὰ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἵσταται. Δεικνὺς τοίνυν ὅτι οὐχ ἡ τοῦ ἀνέμου ἐμβολή, ἀλλ’ ἡ ἐκείνου ὁλιγοπιστία τὴν περιτροπὴν ἐργάσατο φησίν· Εἰς τὶ ἐδίστασας, ὁλιγόπιστε; Ὥστε εἰ μὴ ἡ πίστις ἠσθένησε, καὶ πρὸς τὸν ἄνεμον ἄν ἔστη ρᾳδίως. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπιλαβόμενος αὐτοῦ, τὸν ἄνεμον ἐᾷ πνεῖν, δηλῶν ὅτι οὐδὲν ἐκεῖνος παραβλάπτει, ὅταν ἡ πίστις ἧ πεπηγυῖα. Καὶ καθάπερ νεοττὸν πρὸς καιροῦ τῆς καλιᾶς ἐξελθόντα καὶ μέλλοντα καταπίπτειν, ἡ μήτηρ ταῖς πτέρυξι διαβαστάσασα πάλιν ἐπὶ τὴν καλιὰν ἄγει, οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησε. Καὶ ἐπιβάντων αὐτῶν τοῦ πλοίου, τότε ἐπαύσατο ὁ ἄνεμος. Πρὸ τούτου μὲν ἔλεγον· Ποταπός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούσιν αὐτῷ; νυνὶ δὲ οὐχ οὕτως. Οἱ γὰρ ἐν τῷ πλοίῳ, φησίν, ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Ὁρᾷς πῶς κατὰ μικρὸν ἐπὶ τὸ ὑψηλότερον ἅπαντας ἦγε; Καὶ γὰρ ἀπὸ τοῦ βαδίσαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἀπὸ τοῦ ἑτέρῳ κελεῦσαι τοῦτο ποιῆσαι, καὶ κινδυνεύοντα διασῶσαι πολλὴ λοιπὸν ἡ πίστις ἦν. Τότε μὲν γὰρ ἐπετίμησε τῇ θαλάσσῃ, νυνὶ δὲ οὐκ ἐπιτιμᾷ, ἑτέρως τὴν δύναμιν αὐτοῦ δεικνὺς μειζόνως. Διὸ καὶ ἔλεγον· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Τί οὖν; ἐπετίμησε τοῦτο εἰρηκόσι; Τοὐναντίον μὲν οὖν ἅπαν, καὶ ἐβεβαίωσε τὸ λεχθὲν, μετὰ μείζονος ἐξουσίας θεραπεύων τοὺς προσιόντας, καὶ οὐχ ὡς ἔμπροσθεν. Καὶ διαπεράσαντες, φησίν, ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. Καὶ ἐπιγόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου, ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, καὶ παρεκάλουν ἵνα ἄψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἠψαντο ἐσώθησαν. Οὐδὲ γὰρ ὁμοίως ὡς πρότερον προσήεσαν, εἰς τὰς οἰκίας αὐτὸν ἕλκοντες, καὶ χειρὸς ἀφὴν ἐπιζητοῦντες, καὶ προστάγματα διὰ ρημάτων· ἀλλ’ ὑψηλότερον πολλῷ καὶ φιλοσοφώτερον, καὶ μετὰ πλείονος τῆς πίστεως τὴν θεραπείαν ἐπεσπῶντο. Ἡ γὰρ αἱμορροῦσα ἅπαντας ἐδίδαξε φιλοσοφεῖν. Δεικνὺς δὲ ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι καὶ διὰ πολλοῦ χρόνου τοῖς μέρεσιν ἐπέβη, φησίν, ὅτι Ἐπιγόντες οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἀπέστειλαν εἰς τὴν περίχωρον, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ τοὺς κακῶς ἔχοντας. Ἀλλ’ ὅμως ὁ χρόνος οὐ μόνο οὐκ ἐξέλυσε τὴν πίστιν, ἀλλὰ καὶ μείζονα εἰργάσατο, καὶ ἀκμάζουσαν διετήρησεν. Ἁψώμεθα τοίνυν καὶ ἡμεῖς τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· μᾶλλον δὲ, ἐὰν θέλωμεν, ὅλον αὐτὸν ἔχομεν. Καὶ γὰρ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ πρόκειται νῦν ἡμῖν· οὐ τὸ ἱμάτιον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα· οὐχ ὥστε ἄψασθαι μόνον, ἀλλ’ ὥστε καὶ φαγεῖν καὶ ἐμφορηθῆναι. Προσερχώμεθα τοίνυν μετὰ πίστεως, ἕκαστος ἀσθένειαν ἔχων. Εἰ γὰρ οἱ τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἀψάμενοι τοσαύτην εἴλκυσαν δύναμιν, πόσῳ μᾶλλον οἱ ὅλον αὐτὸν κατέχοντες; Τὸ δὲ προσελθεῖν μετὰ πίστεως οὐ τὸ λαβεῖν ἐστι μόνον τὸ προκείμενον, ἀλλὰ καὶ τὸ μετὰ καθαρᾶς καρδίας ἅψασθαι, τὸ οὕτω διακεῖσθαι, ὡς αὐτῷ προσιόντας τῷ Χριστῷ. Τί γὰρ, εἰ μὴ φωνῆς ἀκούεις; Ἀλλ’ ὁρᾷς αὐτὸν κείμενον· μᾶλλον δὲ καὶ φωνῆς ἀκούεις, φθεγγομένου αὐτοῦ διὰ τῶν εὐαγγελιστῶν. γ΄. Πιστεύσατε τοίνυν, ὅτι καὶ νῦν ἐκεῖνο τὸ δεῖπνόν ἐστι, ἐν ὧ καὶ αὐτὸς ἀνέκειτο. Οὐδὲν γὰρ ἐκεῖνο τοῦτο διενήχομεν. Οὐδὲν γὰρ τοῦτο μὲν ἄνθρωπος ἐργάζεται, ἐκεῖνο δὲ αὐτός, ἀλλὰ καὶ τοῦτο κἀκεῖνο αὐτός. Ὅταν τοίνυν τὸν ἱερέα ἐπιδιδόντα σοι ἴδῃς, μὴ τὸν ἱερέα νόμιζε τὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἀλλὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ χεῖρα εἶναι τὴν ἐκτεινομένην. Ὥσπερ γὰρ ὅταν βαπτίζῃ, οὐκ αὐτὸς σὲ βαπτίζει, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἐστὶν ὁ κατέχων σου τὴν κεφαλὴν ἀοράτῳ δυνάμει, καὶ οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε ἄλλος τι τολμᾷ προσελθεῖν καὶ ἅψασθαι· οὕτω καὶ νῦν. Ὅταν γὰρ ὁ Θεὸς γεννᾷ, αὐτοῦ μόνου ἐστὶν ἡ δωρεά. Οὐχ ὁρᾷς τοὺς υἱοποιουμένους ἐνταῦθα, πῶς οὐ δούλοις ἐπιτρέπουσι τὸ πρᾶγμα, ἀλλ’ αὐτοὶ πάρεισι τῷ δικαστηρίῳ; Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς οὐκ ἀγγέλους ἐπέτρεψε τὴν δωρεάν, ἀλλ’ αὐτὸς πάρεστι κελεύεων καὶ λέγων· Μὴ καλέσητε πατέρα ἐπὶ τῆς γῆς· οὐχ ἵνα ἀτιμάσῃ τοὺς γεγεννηκότας, ἀλλ’ ἵνα πάντων ἐκείνων προθῇς σὺν ποιήσαντα σὲ καὶ ἐγγράψαντα, εἰς τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας. Ὁ γὰρ τὸ μεῖζον δούς, τοὐτέστιν, ἑαυτὸν παραθείς, πολλῷ μᾶλλον οὐκ ἀπαξιώσει καὶ διαδοῦναί σοι τὸ σῶμα. Ἀκούσωμεν τοίνυν, καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχόμενοι, τίνος κατηξιώθημεν· ἀκούσωμεν, καὶ φρίξωμεν· Τῶν ἁγίων σαρκῶν αὐτοῦ ἐμπλησθῆναι ἔδωκεν ἡμῖν, ἑαυτὸν παρέθηκε τεθυμένον. Τίς οὖν ἔσται ἀπολογία ἡμῖν ὅταν τοιαῦτα σιτούμενοι, τοιαῦτα ἁμαρτάνωμεν; ὅταν ἀρνίον ἐσθίοντες λύκοι γινόμεθα; ὅταν πρόβατον σιτούμενοι, κατὰ τοὺς λέοντες ἁρπάζωμεν; Τοῦτο γὰρ τὸ μυστήριον οὐ μόνον ἁρπαγῆς, ἀλλὰ καὶ ψιλῆς ἔχθρας καθαρεύειν κελεύει διαπαντός. Καὶ γὰρ εἰρήνης ἐστὶ μυστήριον τοῦτο τὸ μυστήριον· οὐκ ἀφίησιν ἀντιποιεῖσθαι χρημάτων. Εἰ γὰρ αὐτὸς ἑαυτοῦ οὐκ ἐφείσατο δι’ ἡμᾶς, τίνος ἄν εἴημεν ἄξιοι, χρημάτων φειδόμενοι καὶ ψυχῆς ἀφειδοῦντες, ὑπὲρ ἧς ἐκεῖνος οὐκ ἐφείσατο ἑαυτοῦ; Τοῖς μὲν οὖν Ἰουδαίους κατ’ ἐνιαυτὸν ὑπόμνημα τῶν οἰκείων εὐεργεσιῶν ταῖς ἑορταῖς ἐνέδησεν ὁ Θεός· σοὶ δὲ καθ’ ἑκάστην, ὡς εἰπεῖν, τὴν ἡμέραν διὰ τούτων τῶν μυστηρίων. Μὴ τοίνυν αἰσχύνου τὸν σταυρόν· ταῦτα γὰρ ἡμῶν ἐστι τὰ σεμνὰ, ταῦτα ἡμῶν τὰ μυστήρια· τούτῳ κοσμούμεθα τῷ δώσῳ, τούτῳ καλλωπιζόμεθα. Κἄν εἴπω, ὅτι τὸν οὐρανὸν ἔτεινε, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν ἥπλωσε, προφήτας καὶ ἀγγέλους ἔπεμψεν, οὐδὲν ἐρῶ ἴσον. Τὸ γὰρ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν τοῦτό ἐστιν, ὅτι τοῦ ἰδίου οὐκ ἐφείσατο, ἵνα τοὺς ἀλλοτριωθέντας οἰκέτας σώσῃ. Μηδεὶς τοίνυν Ἰούδας ταύτῃ πορσίτω τῇ τραπέζῃ, μηδεὶς Σίμων· καὶ γὰρ ἀμφότεροι διὰ φιλαργυρίαν ἀπώλοντο οὗτοι. Φύγωμεν τοίνυν τοῦτο τὸ βάραθρον, μηδὲ νομίζωμεν ἀρκεῖν ἡμῖν εἰς σωτηρίαν, εἴ χήρα καὶ ὀρφανοὺς ἀποδύσαντες, ποτήριον χρυσοῦν καὶ λιθοκόλλητον προσενέγκοιμεν τῇ τραπέζῃ. Εἰ γὰρ βούλει τιμῆσαι τὴν θυσίαν, τὴν ψυχὴν προσένεγκε, δι’ ἦν καὶ ἐτύθη· ταύτην χρυσῆν ποίησον· ἄν δὲ αὕτη μένῃ μολύβδου καὶ ὀστράκου χείρων, τὸ δὲ σκεῦος χρυσοῦν, τί τὸ κέρδος; Μὴ τοίνυν τοῦτο σκοπῶμεν, ὅπως χρυσᾶ σκεύη προσφέρωμεν μόνον, ἀλλ’ ὅπως καὶ ἐκ δικαίων πόνων. Ταῦτα γὰρ ἐστι τὰ καὶ χρυσῶν τιμώτερα, τὰ χωρὶς πλεονεξίας. Οὐ γὰρ χρυσοχοεῖον, οὐδὲ ἀργυροκοπεῖόν ἐστι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ πανήγυρις ἀγγέλων· διὸ ψυχῶν ἡμῖν δεῖ· καὶ γὰρ δὴ ταῦτα διὰ τὰς ψυχὰς προσίεται ὁ Θεός. Οὐκ ἦν ἡ τράπεζα ἐξ ἀργύρου τότε ἐκείνη, οὐδὲ τὸ ποτήριον χρυσοῦν, ἐξ οὗ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς ὁ Χριστὸς τὸ αἷμα τὸ ἑαυτοῦ· ἀλλὰ τίμια ἦν πάντα ἐκεῖνα καὶ φρικτά, ἐπειδὴ Πνεύματος ἔγεμε. Βούλει τιμῆσαι τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα; Μὴ περιίδης αὐτὸν γυμνόν· μηδὲ ἐνταῦθα μὲν αὐτὸν σηρικοῖς ἱματίοις τιμήσῃς, ἔξω δὲ ὑπὸ κρυμοῦ καὶ γυμνότητος διαφθειρόμενον περιίδης. Ὁ γὰρ εἰπών, Τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα, καὶ τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα βεβαιώσας, οὗτος εἶπεν· Πεινῶντα με εἴδετε, καὶ οὐκ ἐθρέψατε· καὶ , Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνὶ τοὺτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τοῦτο μὲν γὰρ οὐ δεῖται ἐπιβλημάτων, ἀλλὰ ψυχῆς καθαρᾶς· ἐκεῖνο δὲ πολλῆς δεῖται ἐπιμελείας. Μάθωμεν τοίνυν φιλοσοφεῖν, καὶ τὸν Χριστὸν τιμᾶν ὡς αὐτὸς βούλεται· τῷ γὰρ τιμωμένῳ τιμῇ ἡδίστῃ ἥν αὐτὸς θέλει, οὐχ ἥν ἡμεῖς νομίζομεν. Ἐπεὶ καὶ Πέτρος τιμᾷν αὐτὸν ὥετο τῷ κωλῦσαι νίψαι τοὺς πόδας, ἀλλ’ οὐκ ἦν τιμὴ τὸ γινόμενον, ἀλλὰ τοὐναντίον. Οὕτω καὶ σὺ ταύτην αὐτὸν τίμα τὴν τιμήν, ἥν αὐτὸς ἐνομοθέτησεν, εἰς πένητας ἀναλισκων τὸν πλοῦτον. Οὐδὲ γὰρ σκευῶν χρείαν ἔχει χρυσῷν ὁ Θεός, ἀλλὰ ψυχῶν χρυσῶν. δ΄. Καὶ ταῦτα λέγω, οὐ κωλύων ἀναθήματα κατασκευάζεσθαι τοιαῦτα· ἀξιῶν δὲ τῶν τούτων, καὶ πρὸ τούτων, τὴν ἐλεημοσύνην ποιεῖν. Δέχεται μὲν γὰρ καὶ ταῦτα, πολλῶ δὲ μᾶλλον ἐκεῖνα. Ἐνταῦθα μὲν γὰρ ὁ προσενεγκὼν ὠφελήθη μόνον, ἐκεῖ δὲ καὶ ὁ λαβών. Ἐνταῦθα δοκεῖ καὶ φιλοτιμίας ἀφορμὴ τὸ πρᾶγμα εἶναι· ἐκεῖ δὲ ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία τὸ πᾶν ἐστι. Τὶ γὰρ ὄφελος, ὅταν ἡ τράπεζαν αὐτῷ μέμῃ χρυσῶν ποτηρίων, αὐτὸς δὲ λιμῷ διαφθείρηται; Πρότερον αὐτὸν ἔμπλησον πεινῶντα, καὶ τότε ἐκ περιουσίας καὶ τὴν τράπεζαν αὐτοῦ κόσμησον. Ποτήριον χρυσοῦν ποιεῖς, καὶ ποτήριον ψυχροῦ οὐ δίδως; καὶ τὶ τὸ ὄφελος;Χρυσόπαστα ἐπιβλήματα κατασκευάζεις τῇ τραπέζῃ αὐτῷ δὲ οὐδὲ τὴν ἀναγκαίαν παρέχεις σκέπην; καὶ τί τὸ κέρδος ἐκ τούτου; Εἰπὲ γὰρ μοι εἴ τινα ἰδὼν τῆς ἀναγκαίας ἀποροῦντα τροφῆς, ἀφεὶς αὐτῷ λῦσαι τὸν λιμόν, τὴν τράπεζαν ἀργύρῳ περίεβαλες μόνον, ἆρα ἄν ἐγνω σοι χάριν, ἀλλ’ οὐχὶ μᾶλλον ἠγανάκτησε; Τί δὲ; εἰ ράκια περιβεβλημένον ὀρῶν, καὶ ὑπὸ κρυμοῦ πηγνυμένον, ἀφεῖς αὐτῷ δοῦναι ἱμάτιον, κίονας κατεσκεύαζες χρυσοῦς, λέγων εἰς ἐκεῖνος τιμὴν ποιεῖν, οὐκ ἄν σε καὶ εἰρωνεύεσθαι ἔφη, καὶ ὕβριν ἐνόμισε, καὶ ταύτην τὴν ἐσχάτην; Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ λογίζου, ὅταν ἀλήτης καὶ ξένος περιέρχηται, δεόμενος ὀροφῆς· τὸ δὲ αὐτὸν ἀφεὶς ὑποδέξασθαι, ἔδαφος καλλωπίζῃς καὶ τοίχους καὶ κιόνων κεφαλάς· καὶ ἀργυρᾶς ἁλύσεις διὰ λαμπάδων ἐξάπτῃς, αὐτὸν δὲ ἐν δεσμωτηρίῳ δεδεμένον μηδὲ ἰδεῖν ἐθέλῃς. Καὶ ταῦτα λέγω, οὐχὶ κωλύων ἐν τούτοις φιλοτιμεῖσθαι, ἀλλὰ ταῦτα μετ’ ἐκείνων, μᾶλλον δὲ ταῦτα πρὸ ἐκείνων παραινῶν ποιεῖν. Ὑπὲρ μὲν γὰρ τοῦ ταῦτα μὴ ποιῆσαι οὐδεὶς ἐνεκλήθη ποτέ· ὑπὲρ δὲ ἐκείνων καὶ γέεννα ἠπείληται, καὶ πῦρ ἄσβεστον, καὶ ἡ μετὰ δαιμόνων τιμωρία. Μὴ τοίνυν τὸν οἶκον κοσμῶν, τὸν ἀδελφὸν θλιβόμενον περιόρα· οὗτος γὰρ ἐκείνου ναὸς κυριώτερος. Καὶ ταῦτα μὲν καὶ βασιλεῖς ἄπιστοι, καὶ τύραννοι, καὶ λησταὶ δυνήσονται λαβεῖν τὰ κειμήλαι· ὅσα δὲ ἄν εἰς τὸν ἀδελφὸν ποιήσῃς πεινῶντα καὶ ξένον ὄντα καὶ γυμνόν, οὐδὲ ὁ διάβολος συλῆσαι δυνήσεται, ἀλλ’ ἐν ἀσύλῳ κείσεται θησαυρῷ. Τὶ οὖν αὐτὸς φησί, τοὺς πτωχοὺς πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε; Διὰ γὰρ τοῦτο μάλιστα ἐλεεῖν δεῖ, ὅτι οὐ πάντοτε ἔχομεν πεινῶντα, ἀλλ’ ἐν τῷ παρόντα βίῳ μόνον. Εἱ δὲ βούλει καὶ τὴν διάνοιαν πᾶσαν τοῦ εἰρημένου μαθεῖν, ἄκουσον, ὅτι τοῦτο οὐ πρὸ τοὺς μαθητὰς εἴρηται, εἰ καὶ οὕτω δοκεῖ, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἀσθένειαν τῆς γυναικός. Ἐπειδὴ γὰρ ἀτελέστερον ἔτι διέκειτο, ἐκεῖνον δὲ αὐτὴν διηπόρουν, ἀνακτώμενος αὐτὴν ταῦτα ἔλεγεν. Ὅτι γὰρ ἐκείνη παραμυθούμενος ταῦτα ἔφη, ἐπήγαγε· Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; Ὅτι γὰρ καὶ αὐτὸν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν ἔχομεν φησίν· Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐξ ὧν ἁπάντων δῆλον, ὅτι δι’ οὐδὲν ἕτερον ταῦτα ἐλέγετο, ἀλλ’ ἵνα τὴν πίστιν τῆς γυναικὸς τὴν τότε βλαστήσασαν μὴ καταμαράνῃ τῶν μαθητῶν ἡ ἐπιτίμησις. Μὴ τοίνυν ταῦτα εἰς μέσον φέρωμεν νῦν, ἅ διὰ τινα οἰκονομίαν εἴρηται· ἀλλὰ τοὺς νόμους ἅπαντας, τοὺς ἐν τῇ Καινῇ, τοὺς ἐν τῇ Παλαιᾷ περὶ ἐλεημοσύνης αὐτῷ κειμένους ἀναγνόντες, πολλὴν ὑπὲρ τοῦ πράγματος τούτου ποιώμεθα τὴν σπουδήν. Τοῦτο γὰρ ἁμαρτίας καθαίρει· Δότε γὰρ ἐλεημοσύνην, καὶ πάντα ὑμῖν ἔσται καθαρά. Τοῦτο θυσίας μεῖζον· Ἔλεον γὰρ θέλω, καὶ οὐ θυσίαν. Τοῦτο τοὺς οὐρανοὺς ἀνοίγνυσιν· Αἱ εὐχαὶ γὰρ σου καὶ αἰ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο παρθενίας ἀναγκαιότερον· οὕτω γὰρ ἐξεβλήθησαν τοῦ νυμφῶνος ἐκεῖναι, οὕτως αἱ ἄλλαι εἰσηνέχθησαν. Ἅπερ ἅπαντα συνειδότες σπείρωμεν φιλοτίμως, ἵνα μετὰ πλείοντος θερίσωμεν διαψιλείας, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. |
α΄. Γιατὶ ἀνεβαίνει στὸ βουνό; Γιατὶ μᾶς διδάσκει, ὅτι εἶναι καλὴ ἡ ἐρημιὰ καὶ ἡ μοναξιὰ, ὅταν πρέπη νὰ προσευχηθοῦμε στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀδιάκοπα στὶς ἐρημιὲς κι ἐκεῖ πολλὲς φορὲς περνᾶ τὴ νύχτα του μὲ προσευχή. Μᾶς διδάσκει νὰ ἐπιδιώκωμε στὶς προσευχές μας τὴ γαλήνη ποὺ προσφέρει ἡ ὥρα κι ὁ τόπος. Μητέρα τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος, καὶ γαλήνη καὶ λιμάνι, μᾶς προφυλάγει ἀπὸ τοὺς θορύβους. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἐκεῖνος ἔπαιρνε τὸ δρόμο τοῦ βουνοῦ. Καὶ οἱ μαθηταὶ ταλαπωροῦνται πάλι κι ὑπομένουν τρικυμία ὅπως καὶ προηγούμενα μόνο ποὺ τότε ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἐνῶ τώρα εἶναι μόνοι τους. Ἤρεμα καὶ προσεκτικὰ τοὺς κοιτάζει καὶ τοὺς μεταφέρει στὰ ψηλότερα καὶ στὴν γνήσια ἀντιμετώπιση ὅλων. Γι’ αὐτὸ, ὅταν ἦταν νὰ κινδυνέψουν γιὰ πρώτη φορὰ ἦταν μαζί τους μόνο ποὺ κοιμόταν, ὥστε νὰ τοὺς βοηθήσει ἀμέσως. Τώρα ὅμως δὲν τὸ κάνει αὐτό, ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς ὁδηγήση σὲ ἀνώτερη ὑπομονή. Ἀλλὰ φεύγει και ἐπιτρέπει στὴ μέση τῆς θάλασσας νὰ σηκωθῆ ἡ τρικυμία, ὥστε ἀπὸ πουθενὰ νὰ μὴν περιμένουν ἐλπίδα σωτηρίας καὶ τοὺς ἀφήνει ὅλη τὴ νύχτα νὰ ταλαιπωροῦνται, ξυπνῶντας τὴν καρδιὰ τους ἀπὸ τὸ λήθαργό της. Λήθαργος εἶναι ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖ ἡ τρικυμία καὶ ἡ δύσκολη περίσταση. Μαζὶ μὲ τὸ ξύπνημα τοὺς κάνει νὰ ἐπιθυμήσουν περισσότερο τὴν παρουσία του καὶ νὰ τὸν θυμοῦνται ἀδιάκοπα. Γι’ αὐτὸ δὲν ἦρθε ἀμέσως κοντά τους. Τὴν τετάρτη φυλακὴ τῆς νύκτας, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, πῆγε σ’ αὐτοὺς περπατῶντας πάνω στὴ θάλσασσα. Ἤθελε νὰ τοὺς διδάξη νὰ μὴ ζητοῦν ἄμεση λύση τῶν δεινῶν τους ἀλλὰ νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα ὅ,τι τοὺς τύχαινε. Καὶ ἀκριβῶς ὅταν τοὺς γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὅτι θ’ ἀπαλλαγοῦν, τότε δυνάμωσε πάλι ὁ φόβος. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθηταὶ νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα ταράχτηκαν, λέγοντας πὼς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν κραυγὴ ἀπὸ τὸ φόβο τους. Πάντοτε κάνει τὸ ἴδιο. Ὅταν εἶναι νὰ διαλύση δεινά, προσθέτει ἄλλα βαρύτερα καὶ πιὸ φοβερά. Αὐτὸ ἔγινε καὶ τότε. Μαζὶ μὲ τὸ χειμῶνα τοὺς ἐτάραξε καὶ τὸ θέαμα ὄχι λιγώτερο ἀπὸ τὸ χειμῶνα. Γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ σκοτάδι διέλυσε οὔτε φανέρωσε ἀμέσως τὸν ἑαυτό Του. Τοῦ γύμναζε, ὅπως εἶπα, μὲ τὴ συνέχεα τῶν φόβων καὶ τοὺς ἐδίδασκε νὰ εἶναι καρτερικοί. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ στὴ περίπτωση τοῦ Ἰώβ, ὅταν ἦταν νὰ σταματήση τὸν πειρασμό. Τότε ἐπέτρεψε νὰ ρθοῦν τὰ χειρότερα. Δὲν ἐννοῶ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν ἤ τὰ λόγια τῆς γυναίκας του ἀλλὰ τὶς βρισιὲς τῶν δούλων καὶ τῶν φίλων του. Κι ὅταν ἦταν νὰ ἁρπάξη τὸν Ἰακώβ ἀπὸ τὴ ταλαιπωρία του στὴν ξένη χώρα, τότε ἄφησε νὰ δημιουγηθῆ καὶ νὰ γίνη μεγαλύτερη ταραχή. Γιατὶ κι ὁ προστάτης του τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ θάνατο, κι ὅταν ὕ στερ’ ἀπ’ αὐτὸν ἦταν νὰ τὸν διαδεχθῆ ὁ ἀδελφός του, τὸν ἀπείλησε μὲ τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ καὶ μακροχρόνιος καὶ ἔντονος νὰ εἶναι ὁ πειρασμός. Ἐπιτείνει ὁ Θεὸς τὶς δοκιμασίες τῶν δικαίων, ὅταν πλησιάζη ἡ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνα τους, θέλοντας νὰ τοὺς προσπορίση περισσότερο κέρδος. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ στὸν Ἀβραάμ, ὁρίζοντάς του τελευταῖον ἆθλο τὴ θυσία τοῦ παιδιοῦ του. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑποφέρει κανένας τὰ ἀνυπόφορα ὅταν ἔρχωνται στὸ τέλος κι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπ’ αὐτὰ εἶναι κοντά. Αὐτὸ λοιπὸν ἔκαμε καὶ τότε καὶ δὲ φανέρωσε πρωτύτερα ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτό του, ὥσπου ἔβαλαν κραυγή. Ὅσο περισσότερο ἐπιτεινόταν ἡ ἀγωνία τους, τόσο μὲ χαρὰ μεγαλύτερη δέχτηκαν τὴν παρουσία του. Ἔπειτα, ὅταν ἐφώναζαν, λέει, Ἀμέσως τοὺς μίλησε ὁ Χριστός, «Θάρρος. Ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβᾶστε». Αὑτὸς ὁ λόγος ἔδιωξε τὸν φόβο τους καὶ τοὺς ἔκαμε ν’ ἀναθαρρήσουν. Ἐπειδὴ μὲ τὰ μάτια τους δὲν τὸν καταλάβαιναν ἀπ’ τὸ παράδοξο βάδισμα καὶ τὴ δύσκολη στιγμή, φανερώνεται ἀπὸ τὴ φωνή. Κι ὁ Πέτρος, ὁ ζωηρὸς σὲ ὅλα καὶ πιὸ βιαστικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν κρατιέται· Ἄν εἶσαι σύ, Κύριε, πρόσταξε με νἀθρῶ κοντά σου πάνω στὸ νερό. Δὲν εἶπε προσευχήσου καὶ παρακάλεσε ἀλλὰ πρόσταξέ με. Βλέπετε ζωηρότητα καὶ πίστη; Μ’ ὅλο ποὺ σὲ πολλὰ αὐτὴ τὸν κάμει νὰ κινδυνεύη, γιατὶ ζητᾶ πέρα ἀπ’ τὸ μέτρο. Κι ἐδῶ πολὺ μεγάλο ζήτησε, μόνο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι γιὰ ἐπίδειξη. Δὲν εἶπε πρόσταξε με νὰ βαδίσω στὰ νερὰ, ἀλλὰ πρόσταξε με νἀρθῶ κοντά σου. Κανένας δὲν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ’ αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ· τ ὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση. Δὲν κρατήθηκε νἀρθῆ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἔτρεξε πρῶτος. Καὶ δὲ δείχνει τὴν ἀγάπη μόνο παρὰ καὶ τὴν πίστη. Γιατὶ δὲν πίστεψε μονάχα ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα ἀλλὰ ὅτι μπορεῖ καὶ σ’ ἄλλους νὰ δώση αὐτὴ τὴ δύναμη καὶ θέλει ἀμέσως νὰ βρεθῆ κοντά του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, ἔλα. Κατέβηκε τότε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ πλοῖο, περπάτησε πάνω στὸ νερὸ καὶ πῆγε πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως ἰσχυρὸ τὸν ἀέρα, φοβήθηκε κι ὅταν ἄρχισε νὰ βουλιάζη, ἔβγαλε δυνατὴ κραυγή· Κύριε σῶσε με. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὸν ἔπιασε. Γιατὶ δίστασες, ὀλιγόπιστε; Αὐτὸ εἶναι πιὸ παράδοξο ἀπὸ τὸ πρῶτο. Γι’ αὐτὸ γίνεται δεύτερο. Ὅταν ἔδειξε πὼς εἶναι Κύριος τῆς θάλασσας, τότε ὁδηγεῖ καὶ στὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Τότε μόνο τοὺς ἀνέμους ἐπιτίμησε τώρα καὶ ὁ ἴδιος βαδίζει καὶ σ’ ἄλλον δίνει τὴ δύναμη νὰ κάνη τὸ ἴδιο. Ἄν αὐτὸ πρόσταζε νὰ γίνη ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ Πέτρος δὲ θὰ τὸ δεχόταν ὅμοια, γιατὶ δὲν εἶχε ἀ ποκτήσει ἀκόμα τόση πίστη. β.Γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἐπέτρεψε ὁ Χριστὸς; Ἄν τοῦ ἔλεγε, Δὲν μπορεῖς, μπορεῖ νὰ ἔφερνε ἀντίρρηση, ἐπειδὴ ἦταν ζωηρός. Γι’ αὐτὸ ἀφήνει νὰ πεισθῆ ἀπὸ τὰ πράγματα, γιὰ νὰ γίνη φρονιμώτερος στὸ μέλλον. Οὔτε ἔτσι δὲ σταματᾶ. Κατεβαίνει καὶ παραδίδεται στὸν κλυδωνισμό· δοκίμασε φόβο· τὸν κλυδωνισμὸ τὸν προξένησε ἡ τρικυμία, τὸ φόβο ὁ ἄνεμος. Ὁ Ἰωάννης γράφει ὅτι Ἤθελαν νὰ τὸν πάρουν στὸ πλοῖο κι ἀμέσως τὸ πλοῖο προσέγγισε στὴ γῆ, ὅποῦ κατευθύνονταν. Καὶ λέει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς. Ὥστε ἐνῶ ἦταν νὰ βγοῦνε στὴ γῆ, μπῆκε στὸ πλοῖο. Κατέβηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ πήγαινε σ’ ἐκεῖνον. Δὲ χαιρόταν τόσο, ποὺ περαπατοῦσε πάνω στὰ νερά, ὅσο γιατὶ πήγαινε κοντὰ σ’ ἐκεῖνον. Κι ἐνῶ νίκησε τὸ μεγαλύτερο, κακοπαθεῖ ἀπὸ τὸ λιγώτερο, τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου, ὄχι τῆς θάλσσας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση· πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὰ μεγάλα, ἐνῶ ἀποτυχαίνει στὰ μικρά. Ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἠλίας μὲ τὴν Ἰεζάβελ, ὅτι ὁ Μωϋσῆς μὲ τὸν Αἰγύπτιο κι ὁ Δαυΐδ μὲ τὴ Βηρσαβεέ. Ἔτσι κι αὐτός. Ἐνῶ ὁ φόβος ἦταν ἀκόμα στὸ κορύφωμά του, ἔκαμε θάρρος νὰ περπατήση στὰ νερά. Στὸ φύσημα ὅμως τοῦ ἀνέμου δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ σταθῆ, καὶ μάλιστα ἐνῶ ἦταν κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι δὲν ὠφελεῖ νὰ εἶσαι κοντὰ στὸ Χριστὸ ἄν δὲν πιστεύης. Αὑτὸ καὶ τὴν ἀπόσταση τοῦ Δασκάλου δείχνει ἀπὸ τὸ μαθητὴ καὶ ἡσύχασε καὶ τοὺς ἄλλους. Γιατὶ ἄν θύμωσαν μὲ τοὺς δύο ἀδελφούς, πολὺ περισσότερο θὰ θύμωναν ἐδῶ. Δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀξιωθῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειτα ἄλλαξαν. Παντοῦ παραχωροῦν τὰ πρωτεῖα στὸν Πέτρο καὶ στὶς ὁμιλίες πρὸς τὸ λαὸ αὐτὸν βάζουν μπροστά, ἄν καὶ ἦταν τραχύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιατὶ τώρα δὲν πρόσταξε τοὺς ἀνέμους νὰ σταματήσουν, ἀλλὰ ἅπλωσε ὁ ἴδιος τὸ χέρι καὶ τὸν ἔπιασε; Γιατὶ ἦταν ἀνάγκη νὰ πιστέψη ἐκεῖνος. Ὅταν ὑστεροῦμε ἐμεῖς, ἀδρανεῖ ὁ Θεός. Δείχνοντας ὅ τι τὴ μεταβολὴ δὲν τὴν ἔκαμε τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου ἀλλὰ ἡ ὀλιγοπιστία του, τοῦ λέει· Γιατὶ δίστασες, ὀλιγόπιστε; Ὥστε ἄν δὲν ἀσθενοῦσε ἡ πίστη, θ’ ἀντιστεκόταν \εὔκολα καὶ στὸν ἄνεμο. Γι’ αὐτὸ κιόλα τὸν πιάνει ἀπ’ τὸ χέρι κι ἀφήνει νὰ φυσᾶ, δείχνοντας ὅτι σὲ τίποτα αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει, ὅταν ἡ πίστη εἶναι σταθερή. Καὶ ὅπως τὸ μικρὸ πουλί, ποὺ βγαίνει μιὰ στιγμὴ ἀπ’ τὴ φωλιὰ κι εἶναι νὰ γκρεμιστῆ, τὸ ἁρπάζη ἡ μάννα του στὰ φτερά της καὶ τὸ φέρνει στὴ φωλιὰ πάλι, ἔτσι ἔκαμε κι ὁ Χριστός. Ὅταν μπῆκαν στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος. Πρὶν ἀπὸ τοῦτο ρωτοῦσαν ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἀκοῦν οἱ ἄνεμοι κι ἡ θάλασσα. Τὼρα δὲ λένε ἔτσι. Αὐτοὶ ποὺ ἦσαν στὸ πλοῖο ἦρθαν καὶ τὸν προσκύνησαν, γράφει, καὶ τοῦ εἶπαν· Εἶναι ἀληθινὰ γιὸς τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε πῶς βαθμιαῖα τοὺς ἀνέβασε ὅλους ψηλότερα; Κι ἀπὸ τὸ βάδισμα πάνω στὴ θάλασσα κι ἀπὸ τὴ διαταγὴ του σὲ ἄλλον νὰ κάμη τὸ ἴδιο, κι ἀπὸ τὴ διάσωση ἐκείνου ποὺ κινδύνευε, πολλὴ πίστη προξενήθηκε. Τότε ἐπετίμησε τὴ θάλασσα· τώρα δὲν τὴν ἐπιτιμᾶ· μὲ ἄλλον τρόπο ἀνώτερο δείχνει τὴ δύναμή του. Γι αὐτὸ κι ἔλεγαν. Εἶσαι ἀληθινὰ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Μήπως τοὺς ἐμάλλωσε ἐπειδὴ τὸ εἶπαν αὐτὸ; Ἀντίθετα, ἐπιβεβαίωσε τὸ λόγο, θεραπεύοντας μὲ μεγαλύτερη ἐξουσία, κι ὄχι ὅπως πρῶτα, ὅσους πλησιάζουν. Πέρασαν ἀπέναντι λέει ὁ Εὐαγγελιστής, κι ἦρθαν στὴν Γεννησαρέτ. Καὶ ὅταν τὸν κατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἔστειλαν σ’ ὅλη τὴν περιοχὴ καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς καὶ παρακαλοῦσαν ν’ ἀγγίσουν τὴν ἄκρη τοῦ ρούχου του. Κι ὅσοι ἄγγισαν σώθηκαν. Οὔτε τὸν πλησίαζαν ὅπως προηγούμενα. Δὲν τὸν τραβοῦσαν στὰ σπίτια τους, οὔτε ζητοῦσαν ν’ ἀγγίζουν τὸ χέρι του ἤ μὲ τὸ λόγο του νὰ διατάζη. Ἀλλὰ ζητοῦσαν τὴ θεραπεία μὲ τρόπο ἀνώτερο πνευματικώτερο καὶ μὲ περισσότερη πίστη. Τὸν τρόπο αὐτὸ τὸν δίδαξε ἡ γυναίκα μὲ τὴν αἱμορραγία καὶ θέλοντας ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ δείξη ὅτι εἶχε ἔρθει στὰ μέρη αὐτὰ ἔπειτα ἀπὸ πολὺν καιρὸ, μᾶς λέει ὅτι Μόλις πῆραν εἴδηση οἱ κάτοικοι τῆς περοιχῆς ἔστειλαν γύρω καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἄρρωστους. Ὁ καιρὸς ὅμως ὄχι μόνο τὴν πίστη δὲν ἔσβησε, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερη τὴν ἔκαμε καὶ τὴ διατήρησε. Ἄς ἀγγίσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὴν ἄκρη τοῦ ρούχου του. Ἄς μὴ ξεχνοῦμε καλύτερα, ὅτι τὸν ἔχομε ὅλον στὴ διάθεσή μας. Ἰδοὺ καὶ τὸ σῶμα του ἐδῶ ἐμπρός μας. Ὄχι μονάχα τὸ ροῦχο, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα του. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ νὰ τὸν ἀγγίσωμε ἀλλὰ καὶ νὰ φᾶμε καὶ νὰ τὸν πάρωμε μέσα μας. Ἄς πλησιάσωμε λοιπὸν μὲ πίστη, καθένας ποὺ ἔχει ἀσθένεια. Ἄν αὐτοὶ ποὺ ἄγγισαν τὸ ροῦχο, ἄντλησαν τόση δύναμη, πόσο περισσότερη θὰ πάρουν αὐτοὶ ποὺ τὸν κατέχουν ὁλόκληρο; Καὶ δὲν ἐνδιαφέρει μόνο τὸ νὰ λάβωμε ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ προσέλθωμε μὲ πίστη καὶ νὰ τὸν ἀγγίσωμε μὲ καθαρὴ καρδιά, νὰ αἰσθανθοῦμε ἔτσι, ἀφοῦ θὰ δεχθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Δὲν ἀκοῦτε τὴ φωνὴ, ἀλλὰ τὸν βλέπετε νὰ κοίτεται μπροστὰ μας. Ἀλλὰ καὶ τὴ φωνὴ του ἀκοῦτε μιλάει μὲ τὸ στόμα τῶν εὐαγγελιστῶν. γ΄ Πιστέψετε λοιπόν, ὅτι καὶ τώρα εἶναι ἐκεῖνο τὸ δεῖπνο, ὅπου κι ὁ ἴδιος εἶχε λάβει μέρος. Σὲ τίποτα δὲν διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν κάμει τοῦτο ἄνθρωπος κι ἐκεῖνο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος καὶ τὰ δύο. Ὅταν βλέπετε λοιπὸν τὸν ἱερέα νὰ σᾶς κοινωνῆ, μὴ νομίζετε ὅτι εἶναι ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ ὅτι ἁπλώνεται τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν ὁ ἱερεὺς σὲ βαπτίζει, ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀόρατη δύναμή του εἶναι ποὺ σοῦ κρατάει τὸ κεφάλι καὶ μήτε ἄγγελος μήτε ἀρχάγγελος μήτε κανένας ἄλλος τολμᾶ νὰ πλησιάση καὶ ν’ ἀγγίση. Ἔτσι καὶ τώρα. Ὅταν σὲ ἀναγεννᾶ ὁ Θεός, εἶναι δικὴ του δωρεά. Κοιτάξετε αὐτοὺς ποὺ υἱοθετοῦν ἐδῶ, πῶς δὲν ἀναθέτουν σὲ δούλους τους ἀλλὰ παρουσιάζονται οἱ ἴδιοι στὸ δικαστήριο. Ἵδια κι ὁ Θεὸς δὲν ἀναθέτει στοὺς ἀγγέλους νὰ κάνουν τὸ δῶρο. Εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος καὶ προστάζει· Μὴ φωνάξετε πατέρα πάνω στὴ γῆ. Δὲν τὸ λέει γιὰ νὰ προσβάλωμε ἐκείνους ποὺ μᾶς γέννησαν ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσωμε τὴν πρώτη θέση ἀπ’ ὅλους ἐκείνους σ’ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔγραψε παιδιά του. Αὐτὸς μᾶς μᾶς ἔδωσε μεγαλύτερο δῶρο, ἀφοῦ μᾶς παράθεσε τὸν ἑαυτό του, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ μᾶς θεωρήση ἀνάξιους νὰ μᾶς μοιράση τὸ σῶμα του. Ἄς ἀκούσωμε λοιπὸν ὅλοι, ἱερεῖς καὶ λαὸς, γιὰ ποιὸ πρᾶγμα κριθήκαμε ἄξιοι. Ἄς ἀκούσωμε κι ἄς φρίξωμε. Μᾶς ἔκαμε τὸ δῶρο νὰ χορτασθοῦμε ἀπὸ τὶς ἅγιες σάρκες του, ἐθυσίασε γιὰ μᾶς τὸν ἑαυτό του καὶ μᾶς τὸν παραθέτει. Ποιὰ θὰ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀπολογία μας, ὅταν, μὲ τέτοια τροφή, κάνουμε τέτοιες ἁμαρτίες; Ὅταν τρῶμε τὸ ἀρνίο καὶ γινόμαστε λυκοι, ὅταν τρεφώμαστε μὲ πρόβατο κι ἁπράζωμε ὅπως τὰ λεοντάρια; Τὸ μυστήριο τῆς Θ. κοινωνίας ἀπαιτεῖ ν’ ἀπέχωμε παντοντινὰ ὄχι μόνο ἀπὸ ἁρπαγὲς ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἁπλὸ μῖσος. Τοῦτο εἶναι τὸ μυστήριο τῆς εἰρήνης. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ διεκδικοῦμε ὑλικὰ πράγματα. Γιατὶ ἄν ὀ ἴδιος δὲ λυπήθηκε τὸν ἑαυτὸ του γιὰ χάρη μας, γιὰ ποιὰ τιμωρία θὰ εἴμαστε ἄξιοι ἐμεῖς νὰ λογαριάζωμε τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ λογαριάζωμε τὴν ψυχὴ μας, ποὺ γιὰ χάρη της ἐκεῖνος δὲ λογάριασε τὸν ἑαυτό του; Καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔδωσε μὲ τὶς ἐορτὲς εὐκαιρίες νὰ θυμοῦνται κάθε χρόνο τὶς εὐεργεσίες του, σ’ ἐμᾶς μὲ τοῦτα τὰ μυστήρια ἔδωσε εὐκαιρία καθημερινή. Μὴ ντρέπεσαι λοιπὸν γιὰ τὸ σταυρό. Αὐτὰ εἶναι δικά μας σεμνώματα, αὐτὰ τὰ μυστήρια τὰ δικὰ μας Αὐτὸ εἶναι τὸ κόσμημα, ποὺ το στολιζόμαστε. Κι ἄν πῶ ὅτι τέντωσε τὸν οὐρανό, ὅτι ἅπλωσε τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, πὼς ἔστειλε προφῆτες κι ἀγγέλους, κανένα δὲν εἶναι ἴσο μ’ ἐκεῖνο. Ἡ κορωνίδα τῶν ἀγαθῶν εἶναι αὐτό, ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπολόγισε τὸν Γιό του, γιὰ σώση τοὺς δούλους ποὺ ἀποξενώθηκαν ἀπ’ αὐτόν. Κανένας Ἰούδας, λοιπὸν καὶ κανένας Σίμωνας ἄς μὴν πλησιάση σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι: κι οἱ δὺο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγωμε αὐτὸ τὸ βάραθρο κι ἄς μὴ νομίζωμε ὅτι μᾶς φτάνει γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀφοῦ γδύσωμε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά , ποτήριο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀδαμαντοποίκλιτο νὰ προσφέρωμε στὴν τράπεζα. Ἄν θέλωμε νὰ τιμήσωμε τὴ θυσία, ἄς προσφέρωμε τὴν ψυχή μας ποὺ γι’ αὐτὴν θυσιάστηκε. Αὐτὴ νὰ κάμωμε χρυσῆ. Ἄν αὐτὴ μένει χειρότερη ἀπὸ κόκκαλο καὶ μολύβι κι εἶναι μόνο τὸ σκεῦος χρυσό, ποιὸ τὸ ὄφελος; Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα. Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια. Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα. Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές. δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία. Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας; Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του. Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμει χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο. Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές. Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες. Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός. Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο. Γιατὶ λοιπὸν αὐτὸς λέγει Τοὺς φτωχοὺς πάντα τοὺς ἔχετε μαζί σας, ἐμένα ὄχι πάντα; Γι’ αὐτὸ περισσότερο νὰ ἐλεοῦμε, γιατὶ δὲ θὰ τὸν ἔχωμε πάντα κοντά μας πεινασμένο ἀλλὰ στὴν παροῦσα ζωὴ μονάχα. Ἄν θέλης μάλιστα νὰ καταλάβης ὅλο τὸ νόημα τοῦ λόγου, μάθε ὅτι αὐτὸ δὲν εἰπώθηκε στοὺς μαθητὰς –κι ἄς νομίζεται ἔτσι-ἀλλὰ στὴν ἄρρωστη γυναῖκα. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀκομα σὲ κατάσταση τελειότητας κι οἱ μαθηταί του τῆς ἔφεραν δυσκολίες, θέλοντας νὰ τὴν κερδίση τῆς μιλοῦσε ἔτσι. Ἐπειδὴ τὰ εἶπε αὐτὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύση, πρόσθεσε· Γιατὶ ταλαιπωρεῖται τὴν γυναίκα; Κι ἐπειδὴ ἔχομε κι ἐκεῖνον πάντα μαζί μας, λέγει. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς μέρες ὡς τὴν συντέλεια τῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται, ὅτι γιὰ τίποτ’ ἄλλο δὲν τὰ ἔλεγε αὐτὰ παρὰ μόνο νὰ μὴν καταμαράνη ἡ ἐπιτήμηση τῶν μαθητῶν τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ παρουσιάστηκε τότε. Ἄς μὴ συζητοῦμε τώρα γι’ αὐτὰ ποὺ γιὰ κάποιο λόγο ἔχουν λεχθῆ. Ἀλλὰ ἄς διαβάσωμε ὅλους τοὺς νόμους ποὺ ἔβαλε στὴ Καινὴ καὶ στὴν Παλαιὰ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἄς δείξωμε γι’ αὐτὴ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ καθαρίζει ἁμαρτίες. Δῶστε ἐλεημοσύνη κι ὅλα θὰ γίνουν καθαρά. Αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ θυσία. Ἐλεημοσύνη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Αὐτὸ ἀνοίγει τοὺς οὐρανοὺς· Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν κοντὰ στὸ Θεὸ δική σου ὑπόμνηση. Αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ τὴν παρθενία. Ἔτσι ἀποδώχτηκαν ἐκεῖνες ἀπὸ τὸ νυμφῶνα, ἔτσι οἱ ἄλλες ὡδηγήθηκαν σ’ αὐτόν. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ κάνωμε συνείδησή μας κι ἄς σπείρωμε μὲ φιλοτιμία, γιὰ νὰ θερίσωμε μὲ περισσότερη ἀφθονία. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στὸ αἰῶνα. Ἀμήν. |
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.218-227
Πηγή: Αναβάσεις
Επαινώ μεν τον πόθο της φιλομαθείας, αποδέχομαι δε τον βαθμόν της φιλοθεΐας. Και γνωρίζω ποιος σας εμφύτευσε τον εξαίρετον αυτόν ζήλο. Γνωρίζω τον εκπαιδευτή της αρετής σας, τον πατέρα και συγχρόνως ποιμένα και ιατρόν και κυβερνήτην. Αυτόν που διαπρέπει στην ευαγγελική ζωή, και πνέει χάριν αποστολικήν. Αυτόν ο οποίος σας χειραγωγεί προς τους ουρανίους λειμώνες με πνευματικά σαλπίσματα, ως θησαυρός πνευματικών εννοιών που είναι. Την έμψυχον εικόνα της φιλανθρωπίας, αυτόν που υπερέβη την πραότητα του νόμου και είναι ανίκητος από τον θυμόν, λάμπει δε από σοφία, και στεφανώνεται με αρετές.
Αλλά πολύς ο πλούτος της αποστροφής σας κατά του θανάτου, και το πλάτος της φιλομαθείας σας, όπως είπα. Κι εγώ πώς να σας παραθέσω το πτωχό μου γεύμα; Πώς να χορτάσω με τις μικρές δυνατότητες του λόγου μου την άπληστο κοιλία της ακοής σας; Πώς θα επαρκέσει γλώσσα πτωχή να ευφράνει τόσον λαό; Ή, για να χρησιμοποιήσω επίκαιρα τα λόγια των Αποστόλων: «Πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι;», ώστε πάλιν ο πλούσιος Δεσπότης, απαλλάσσοντας από την πτωχεία, να χαρίσει την αφθονία;
«Ηκολούθει», λέγει, «όχλος πολύς τω Σωτήρι». Ακολουθούν τον ποιμένα τα πρόβατα, οι ασθενείς τον διώκτη των ασθενειών τους, οι δούλοι τον ελευθερωτήν των ψυχών. Ευρήκαν μίαν οδόν απλανή, και όλοι σ’ αυτή συνέρρεαν. Όποιος ήθελε τον ακολουθούσε, ο άρρωστος απηλλάσσετο από το νόσημά του. Είχε αναβλύσει πηγή φιλανθρωπίας και όλοι απελάμβαναν.
Απορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν την οδοιπορία μέχρι την έρημο. Τον παλαιό καιρό, όταν ο Θεός νομοθετούσε δια του Μωϋσέως στην έρημο, είχε περιβάλει το όρος Σινά με φωτιά, και οι φλόγες εξηκοντίζοντο στον ουρανό. Φόβος και ζόφος μαζί με σάλπιγγες και αλαλαγμούς κατέπλητταν εκείνους που παρακολουθούσαν. Αλλά τώρα ο Δεσπότης, αφήνοντας τον φόβο, περιεβλήθη μορφήν δούλου, δεικνύοντας τη φιλανθρωπία του με την πρόσληψη ανθρωπίνης φύσεως. Και παλαιά μεν η γη είχε ακούσει: «Εξαγαγέτω η γη βοτάνην χόρτου», ενώ τώρα την τράπεζα που εστρώθη στο έδαφος, την γεμίζει με αγαθά ο ίδιος ο Δεσπότης.
Παίρνοντας λοιπόν ο Κύριος τους ιχθύς, αφού εστράφη προς τον ουρανόν τους ευλόγησε. Άραγε ζητεί ωσάν να έχει ανάγκη; Άραγε υψώνοντας το βλέμμα καλεί σε βοήθεια τον ουρανό; Άραγε από αλλού αντλεί τη δύναμη της ευεργεσίας, και δίδει λαβή στον Άρειο, και οπλίζει τη γλώσσα του Ευνομίου για να εκτοξεύσουν τις βλασφημίες τους κατά του Υιού; Όχι βέβαια, αλλά προλαμβάνει τα εγκλήματα των Ιουδαίων. Επειδή ο Ιουδαίος πάντοτε ερευνά για αιτίες, και από αυτά που απολαμβάνει αλιεύει κατηγορίες. Επειδή λοιπόν κάποτε ο Θεός χορήγησε στην έρημο το μάννα στους Ισραηλίτες, και σε εκείνους που εβάδιζαν στη γη είχε απλώσει ουράνια τράπεζα, και εδίδαξε την πέτρα να μιμηθεί τα νέφη εξάγοντας ύδωρ απ’ αυτήν, ήκουσε δε, αντί για ευχαριστίες, λόγια αχάριστα: «Επεί επάταξε πέτραν και έρρευσαν ύδατα, μη και άρτον δύναται δούναι;» —έπειδη εκτύπησε τον βράχο και εξεχύθησαν ύδατα, μήπως ημπορεί να μας δώσει και άρτο; Γι’ αυτό λοιπόν ο Χριστός στα εγγόνια τους, για να μην πάρουν το μέγεθος του θαύματος σαν πρόφαση για συκοφαντία, ότι προσπαθεί δήθεν να δείξει ότι είναι μεγαλύτερος αυτός από τον Πατέρα, και επινοήσουν πάλι τη συνηθισμένη συκοφαντία της αντιθεΐας, αναθέτει το κατόρθωμα στον Πατέρα, υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, αρπάζοντας την κατηγορία από τις ιουδαϊκές γλώσσες. Διότι έτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ο Χριστός τις ιουδαϊκές πονηρίες. Έτσι τότε που εθεράπευσε τον λεπρό και εκήρυξε με εξουσία τη φυγή του πάθους, παρέπεμψε στο νόμο αυτόν που ηλευθερώθη από τη νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε το δώρον σου τω ιερεί εις μαρτύριον» —ας γίνει δηλαδή μάρτυρας της θεραπείας ο νόμος και ας φραγεί η γλώσσα της παρανομίας. Γι’ αυτό και τώρα υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, αποστομώνοντας τον κατήγορο της αντιθεΐας. Αλλά εκτός αυτού και εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους που κάθονται για φαγητό, να γνωρίζουν καλά τον αίτιο της απολαύσεως. Επειδή είναι ομολογία το να βλέπει κανείς στον ουρανό.
«Λαβών τοίνυν τους άρτους, έδωκε τοις μαθηταίς δούναι τοις όχλοις. Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν». Ω, τι πράγματα συνέβαιναν τότε! Οι άρτοι εγεννούσαν άρτους, και εγέμιζαν τα χορταρένια τραπέζια αυτοσχέδιες τροφές. Άρτοι ελεύθεροι από γεωργικούς ιδρώτες, που δεν εβλάστησαν από στάχια, αλλά άνθησαν από χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλά προϋποθέτει η ανθρώπινη τροφή: το όργωμα της γης, τη σπορά από τους γεωργούς, τη μεταβολή των αέρων σε νέφη, τη γέννηση βροχής, την κατάλληλη υγρασία γης και ατμοσφαίρας, τις αλλαγές θερμοκρασίας, τις εναλλαγές της σελήνης, τις νύκτες με τα αστέρια που τρεμοσβήνουν, τη βλάστηση των σταχιών, την έγκαιρη ωρίμανση των καρπών, την ταλαιπωρία του αλωνίσματος, τη συνεργασία του μύλου, την αφαίρεση του περιττού, το έντεχνο πλάσιμο και την απαραίτητη συμμετοχή της φωτιάς. Αυτά τα πραγματοποίησε τώρα όλα μαζί ο Κύριος μόνο με το άγγιγμα του χεριού του, αφού παρευρίσκετο εμπρός τους αυτός που διεγείρει την κοιλία της γης προς καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με νεφέλες. Παρευρίσκετο αυτός που έχει δωρίσει στους θνητούς τη σοφία της τέχνης. Παρευρίσκετο «ο φέρων άπαντα τω ρήματι του στόματος αυτού».
Παρευρίσκετο εκεί επιβεβαιώνοντας την παρουσία του με τη σάρκα που εφορούσε. Έδειξε με ένα θαύμα ποιος είναι αυτός που κρατά τα ηνία της κτίσεως. Έλυσε το παλαιό έγκλημα των Ιουδαίων και το αχόρταστο πάθος τους. Δεν θα ημπορούσαν πλέον να λέγουν «μη και άρτον δύναται δούναι;».
Ιδού ότι και με άρτους εγέμισαν την έρημο. Ας διδάξει, Ιουδαίε, η συγγένεια των θαυμάτων ποιος είχε χορηγήσει και εκείνα.
«Και έφαγον», λέγει, «και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ισάριθμα με τους Αποστόλους τα κοφίνια, ώστε ο καθένας τους βαστάζοντας από ένα να έχει τον κόπο μάρτυρα του θαύματος. Και ο ώμος με την αίσθηση της τριβής να εκπαιδεύσει προς συνειδητοποίηση του γεγονότος, ο δε κόπος να εξασφαλίζει τη μνήμη, για να μη θεωρήσουν φαντασία αυτό που είδαν, και βυθιστούν σε λογισμούς από το μέγεθος του θαύματος. Και επειδή ο νους δεν επαρκεί για να αντικρύσει με τους δικούς του οφθαλμούς το παράδοξον θαύμα, να μη γεννήσει σιγά – σιγά την υποψία πως ήταν όνειρο το γεγονός. Παρατείνει τη μνήμη του γεγονότος με το πλήθος των περισσευμάτων, ώστε καθημερινώς η βρώση, διδάσκοντας τη γνώση, να διεγείρει τη μνήμη.
Δέξου, παρακαλώ, τον άλλον Ευαγγελιστή, συνήγορο των λεγομένων να λέγει: «ην γαρ η καρδία αυτών πεπωρωμένη, και ου συνήκαν (δεν συνειδητοποίησαν δηλαδή) επί τοίς άρτοις». Φανερώνει το πάθος, για να κηρύξει το θαύμα. Διότι είναι μεγάλο το να φθάσουν πέντε μόνον άρτοι για τόσες χιλιάδες. Όμως το να μείνουν και τόσα πολλά περισσεύματα, όχι μόνον στους μαθητάς εγεννούσε τη μνήμη του θαύματος, αλλά φανέρωνε και τη δύναμη εκείνου που το πραγματοποίησε. Επειδή, αν τους έδιδε όσο είχαν ανάγκη, θα ενοθεύετο η χάρις της φιλοτιμίας του, και κάνοντας αυτό, δεν θα είχε γίνει σαφές πως είναι ο Κύριος του παντός, αφού υπηρέτησε μόνο την ανάγκη. Ενώ τώρα που η δωρεά έγινε ευρύτερη από την ανάγκη, μαρτυρεί την εξουσία Εκείνου που τη χορήγησε.
Ας μάθωμε και από αλλού σαφώς αυτό που λέγω: Κάποτε εδίδετο στους Ισραηλίτες το μάννα δια μέσου του Μωϋσέως. Αλλά επειδή αυτός που διακονούσε το θαύμα ήταν δούλος, μαζί μ’ αυτόν ήταν και το δώρο υποδουλωμένο στην ανάγκη, αφού το περιττόν εξηφανίζετο. Και όποιο χέρι αρρώσταινε από απληστία, την ώρα της συλλογής, υπεχρέωνε και το δώρο να αρρωστήσει μαζί του. Ο ουρανός έστελνε κάτω στους Ιουδαίους την τροφή με μέτρο, και ο χρόνος υπερνικούσε το δώρο, και είχε προθεσμία η χάρις. Επειδή καθώς τελείωνε η πορεία στην έρημο, υπέδειξε πλέον και η γη τον φυσικόν άρτον. Τότε έπαυσε το μάννα, και το ταμείο του ουρανού για τους ανθρώπους έκλεισε.
Μετάφερε το νου σου σε άλλον υπηρέτη, ο οποίος διετάχθη να θαυματουργήσει με προθεσμία. Ο μέγας Ηλίας, που στείρωσε τον ουρανό με όρκο, συνεκράτησε τον αέρα με τα χείλη, και με τη φωνή κατεδίκασε σε αργία την κτίση. Αυτός έπεισε της φιλοξένου χήρας το έλαιο να μετατραπεί σε πηγή, και το ολίγον αλεύρι δεν ολιγόστευε μαζί με τον χρόνο, αλλά όσο κατανάλωνε η φύσις, τόσο αντικαθιστούσε η χάρις. Όταν ήλθε η βροχή, έκανε πτερά και το δώρο του Ηλία. Υπηρετούσε, διακονούσε δουλικώς και όχι από κάποια κυριαρχική φιλοτιμία. Γι’ αυτό τώρα ο Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα με την ανάγκη, φανερώνοντας την εξουσία του, και δίδοντας σε όλους να καταλάβουν ποιος είναι «ο διδούς την τροφήν πάση σαρκί».
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
(13ος Αιών, Migne P.G. τομ. 85, στ. 360 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 203 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το σώμα που έλαβε από εμάς προς χάριν μας, κατά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, εθεράπευσε πολλούς ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή τυφλούς. Ή μάλλον, εάν κανείς σκεφθεί την ανάβλεψη της διανοίας, που είναι η μετάθεση από την απιστία στην πίστη και από την άγνοια στην επίγνωση του Θεού, δεν είναι δυνατόν ούτε καν να απαριθμήσει τυφλούς που ανέβλεψαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτοί είναι αριθμημένοι μόνον από Εκείνον που έχει αριθμημένες τις τρίχες της κεφαλής μας. Εάν όμως σκεφθούμε την ανάβλεψη των σωματικών οφθαλμών, και ως προς αυτήν θα εύρωμε πολλούς να έχουν θεραπευθεί από τον Χριστό, άλλους με μόνο τον λόγο, άλλους με την αφή. Ορισμένους δε και μόνον με το να προσπέσουν σ’ Αυτόν, και με το να τον πλησιάσουν. Επίσης και μερικούς που έλαβαν την ίαση και με το πτύσμα του ή και με χρίσμα πηλού.
Πράγματι, όταν, καθώς λέγει ο Ματθαίος, είχε έλθει κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, «προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί, έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς και άλλους πολλούς», οι οποίοι ερρίφθησαν όλοι στα πόδια του και τους εθεράπευσε, ώστε και οι όχλοι τότε να θαυμάζουν και να τον δοξάζουν, βλέποντας κωφούς να ομιλούν, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να αναβλέπουν. Αλλά και όταν εισήλθε «καθήμενος επί πώλου», κατά την προφητεία, στην Ιερουσαλήμ με τρόπο παράδοξο, υμνούμενος από τα νήπια ως Θεός, εθεράπευσε όλους τους χωλούς και τους τυφλούς που προσήλθαν εκεί, όπως λέγει επίσης ο Ματθαίος. Και όταν ήλθε στη Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αυτώ τυφλόν», όπως λέγει ο Μάρκος, «και παρακαλούσιν αυτόν ίνα άψηται αυτού». Ο δε Κύριος, αφού τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε στους οφθαλμούς του, επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια και τον έκαμε να βλέπει αμυδρά. Έπειτα έθεσε πάλι τα χέρια επάνω του και του έδωσε τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά. Καθώς δε ήγγιζε στην `Ιεριχώ, όπως λέγει ο Λουκάς, εθεράπευσε μόνο με έναν λόγο του τυφλόν, που είχε καθίσει δίπλα στον δρόμο και επαιτούσε. Μόλις εκείνος του ζήτησε την ίαση τού είπε: «ανάβλεψον». Εξερχόμενος δε από την Ιεριχώ, όπως λέγει επίσης ο Μάρκος, χαρίζει την όραση σε άλλον πάλι τυφλόν, ονομαζόμενον Βαρτιμαίον, υιόν του Τιμαίου, λέγοντας προς αυτόν, όταν του εζήτησε την ανάβλεψη: «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι». Όταν δε ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ και είδε έναν τυφλόν εκ γενετής, καθώς λέγει ο Ιωάννης, χωρίς καν να του ζητηθεί, αλλά κινούμενος από μόνη του την αγαθότητα, αφού έπτυσε στη γη και έπλασε πηλό, άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού και του είπε: «ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Επήγε λοιπόν και ενίφθη. Όταν δε επανήλθε, είχε αποκτήσει την όρασή του.
Αλλά και όταν είχε αναστήσει την αποθαμμένη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, μετά από λίγο, όπως θα ακούσουμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, καθώς περνούσε ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες, «ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ». Αυτός εισήλθε μαζί τους στην οικία και αφού ήγγισε τους οφθαλμούς των και είπε προς αυτούς: «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», τους εθεράπευσε. Εκτός λοιπόν από αυτούς που δεν έχουν αναφερθεί, οι τυφλοί είναι έξι. Και νομίζω ότι κανείς από τους τυφλούς που ευρίσκοντο τότε στην Ιουδαία ή και στις γειτονικές περιοχές δεν έμεινε αφώτιστος. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας, ως εκπρόσωπος του Χριστού, προείπε περί αυτού, ότι απεστάλη από τον Πατέρα και το Πνεύμα «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλούς ανάβλεψιν». Αλλά πώς δεν είπε ο Προφήτης ότι απεστάλη για να δώσει, αλλά για να κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψιν; Ακριβώς, διότι ο Κύριος δεν ήλθε στη γη πρωτίστως για να ανοίξει τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά τους της ψυχής, οι οποίοι οφθαλμοί αποκτούν την ανάβλεψη δια του ευαγγελικού κηρύγματος. Ευλόγως, λοιπόν, η προφητεία λέγει ότι ο Κύριος θα κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψη.
Όπως δε ο ίδιος ο Κύριος μάς παραγγέλλει να ζητούμε τα πνευματικά, λέγοντας «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», και υπόσχεται να μας προσθέσει και τα σωματικά, εάν εμείς ζητούμε τα ψυχωφελή, λέγοντας «ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», έτσι κάμνει και με τους οφθαλμούς μας. Διότι αφού έκλινε τους ουρανούς και κατήλθε στη γη από φιλανθρωπία, για να διανοίξει με το Ευαγγελικό κήρυγμα τους οφθαλμούς της ψυχής μας, και να μας χαρίσει τη νοητή ανάβλεψη, προσέθετε και τη θεραπεία όσων αισθητών οφθαλμών δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και υπάρχει πολλή αντιστοιχία μεταξύ των δύο αναβλέψεων, εννοώ του σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν απέκτησαν αμέσως την ανάβλεψη, όπως εκείνος που άκουσε «ανάβλεψον», και την ίδια στιγμή εθεραπεύθη, άλλοι δε βαθμιαίως, όπως εκείνος που πριν λάβει τελείως την ίαση είπε ότι βλέπει τους ανθρώπους σαν δένδρα να περπατούν. Έτσι και όσοι διά της πίστεως εδέχθησαν την ίαση των νοητών οφθαλμών, άλλοι μεν την βρήκαν αμέσως, όπως αυτός που από τελώνης ευθύς ανεδείχθη ευαγγελιστής, ενώ άλλοι βαθμιαίως, όπως ο πάντοτε νυκτερινός μαθητής Νικόδημος.
Και όπως ακριβώς από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν επέτυχαν την ίαση μόνο με λόγον, όπως ο Βαρτιμαίος, άλλοι δε και με έργον, (διότι μέσα στους οφθαλμούς εκείνου, που ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά, έβαλε και από το πτύσμα του, επειδή, καθώς φαίνεται, αυτός είχε μεν βλέφαρα, αλλά κενά, αφού είχαν αδειάσει από το υγρό των οφθαλμών, το οποίο και ανεπληρώθη τότε με το θείον πτύσμα, ενώ ο εκ γενετής τυφλός ούτε βλέφαρα είχε, γι’ αυτό και εχρειάσθη αυτό το χωμάτινο μίγμα, το οποίον και εδέχθη από τα δάκτυλα του Κυρίου υπό μορφήν ζυμωμένου πηλού). Καθώς λοιπόν από τους κατά το σώμα τυφλούς, άλλοι μεν, όπως είπα, έλαβαν μόνο με λόγον την ίαση, άλλοι δε και με πράξη, έτσι και εκείνων που έλαβαν την ίαση των οφθαλμών της ψυχής, η οποία είναι, όπως είπαμε, η μετάθεση από την απιστία στην πίστη: ορισμένοι χρειάσθηκαν και θαύματα για να πιστεύσουν, όπως συνέβη και σ’ εκείνους που απεστάλησαν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να ερωτήσουν «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;», ενώ άλλοι έλαβαν με μόνον τον λόγο, πιστεύοντας από μόνον την ακοή, όπως και ο εκατόνταρχος, για τον οποίο ο Κύριος διεκήρυξε ότι υπερέχει των Ισραηλιτών κατά την πίστη.
Τέτοιοι είναι και εκείνοι, που σύμφωνα με όσα μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, έλαβαν από τον Χριστόν τη σωματική ανάβλεψη. Διότι είναι φανερό ότι είχαν πιστεύσει και πριν τη θεραπεία, επειδή όμως ήσαν τυφλοί, βεβαίως εξ ακοής επίστευσαν. Διότι λέγει ότι καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες: «ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ». Πώς λοιπόν θα ακολουθούσαν και πώς ακολουθώντας θα ζητούσαν, και μάλιστα με κραυγές, τόσο μεγάλη ελεημοσύνη, την ανάβλεψη των οφθαλμών τους, εάν δεν είχαν πιστεύσει;
Αλλά την πίστη των τυφλών τη φανερώνουν και τα ακόλουθα: «Καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί», Από πού από εκεί;, και για ποιο λόγο το αναφέρει αυτό ο Ευαγγελιστής, και όχι μόνον εδώ αλλά και λίγο παραπάνω, όταν λέγει: «Παράγων (δηλαδή περνώντας) ο Ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον», αυτόν τον Ευαγγελιστή, τον οποίον εκείνη την ώρα, και με μόνον τον λόγον μετεμόρφωσε. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι ο Ευαγγελιστής το λέγει αυτό για να δώσει αφορμή στους συνετούς ακροατές να εκλαμβάνουν και αναγωγικώς τα εξιστορούμενα. Εάν δηλαδή κανείς τα εξετάσει επακριβώς, είναι δυνατόν να ιδεί ότι η ιστορία αυτή περιγράφει συνοπτικώς και ανακηρύττει θαυμασίως όλη την δια της ενσαρκώσεως οικονομίαν του Δεσπότου.
Πράγματι, ο Κύριος κατοικία είχε την Καπερναούμ. Διότι λέγει «ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν», και η πρόσκαιρος αυτή κατοικία οπωσδήποτε ήταν τύπος του ουρανού, αφού έφερε μέσα της Εκείνον ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: «και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα». Ο Κύριος, λοιπόν, δια της ενανθρωπήσεως εξήλθεν από τον ουρανόν, όπως από την οικίαν εκείνη «και παράγων εκείθεν», διήλθε δηλαδή από εκεί. Εάν μεν εννοήσεις την έξοδον από τον ουρανό, θα εύρεις ότι και τους Αποστόλους εξέλεξε και την τάση της φύσεώς μας προς ακαθαρσίαν εθεράπευσε. Εάν δε εννοήσεις ότι διήρχετο από την οικία της Καπερναούμ, θα τον εύρεις ότι εφανέρωσε τα προλεχθέντα με έργα. Διότι και τον Ματθαίο μετέτρεψε τότε από τελώνη σε Απόστολο και την αιμορροούσα εθεράπευσε διερχόμενος από εκεί. Αλλά και αφού ήλθε μέχρι τη θυγατέρα του Ιαείρου, που είχε αποθάνει, και με τη ζωοποίησή της ανέδειξε τον εαυτό του νικητή του θανάτου, επανέρχεται εκεί από όπου εξήλθε. Επανερχόμενος λοιπόν και διερχόμενος πάλι από εκεί, ανοίγει τους οφθαλμούς των τυφλών αυτών, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Έπραξε δηλαδή όπως τότε που διήνοιξε το νου των μαθητών του, ώστε να κατανοούν τις Γραφές: αφού κατέβη ο ίδιος μέχρι τον θάνατο και με την Ανάστασή του κατήργησε την εξουσία του θανάτου, επανήλθε και διήρχετο από εκεί. Εκείνοι δε εξήλθαν και τον εκήρυξαν σε όλη τη γη, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής και για τους τυφλούς, οι οποίοι τώρα ανέβλεψαν, ότι «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Βλέπετε με πόση σαφήνεια διαγράφεται όλη σχεδόν η θεανδρική οικονομία στην ιστορία αυτή. Γι’ αυτό και το «παράγων εκείθεν» ελέχθη δύο φορές, για να κατανοήσουμε και την έξοδο και την επάνοδό του. Και μάλιστα κατά μίμηση αυτής της εξόδου και επανόδου, και ο ιερεύς, αφού εξέλθει από το Άγιον Βήμα και κατεβεί μέχρι το χαμηλότερο σημείο, επανέρχεται πάλι και αποκαθίσταται εκεί από όπου εξήλθε.
Καθώς λοιπόν ο Κύριος διήρχετο κατά την επάνοδο, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι υποτύπωναν τους δύο λαούς, των Ιουδαίων και των Εθνικών. Και έκραζαν λέγοντας «ελέησον υιέ Δαυίδ», δεικνύοντας ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος και προσδοκώμενος. Ο δε Κύριος εκπληρώνοντας και την υποτύπωση της οικονομίας, και δοκιμάζοντας αλλά και φανερώνοντας την πίστη των τυφλών, τους προσπερνά σιωπηλός μέχρι να εισέλθει στην οικία από την οποία είχε εξέλθει στην αρχή. Έπειτα λέγει προς αυτούς: «πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;». Και αυτοί του απαντούν «ναι, Κύριε». Και δεν ερωτά επειδή αγνοεί, αλλά για να φανερώσει σε όσους αγνοούν την πίστη των τυφλών. Γι’ αυτό και αφού έψαυσε τους οφθαλμούς των, προσέθεσε «κατά την πίστιν ημών γενηθήτω υμίν», και ανοίχθησαν οι οφθαλμοί τους, μαρτυρώντας και ότι εκείνοι τον είχαν πιστεύσει, αλλά και ότι αυτός ήταν όπως τον επίστευσαν, Θεός δηλαδή μαζί και άνθρωπος. Διότι ως άνθρωπος μεν ήταν υιός του Δαυίδ και με τα ίδια του τα χέρια έψαυσε τους οφθαλμούς των και αισθητώς ομίλησε. Ως Θεός δε και Δημιουργός εφώτισε τους σκοτεινούς οφθαλμούς. Επειδή όμως δεν ήταν ακόμη καιρός να γίνει φανερός σε όλους, διότι αυτό επεφυλάσσετο για μετά το Πάθος και την εκ νεκρών Ανάστασή Του, τους επιτίμησε λέγων, «οράτε μηδείς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους με πολλή σφοδρότητα να αποσιωπήσουν το γεγονός. «Οι δε εξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Όπως φαίνεται, εάν δεν τους είχε παραγγείλει να σιωπήσουν, θα γίνονταν και παγκόσμιοι κήρυκες της δυνάμεώς του. Επειδή όμως διετάχθησαν, απέφυγαν μεν να πορευθούν μακριά, δεν βάσταξαν όμως να μην κηρύξουν στους πλησίον χώρους. Ώστε οι τυφλοί που ηκολούθησαν τον Χριστόν, εφωτίσθησαν τελείως όχι μόνον κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, το φως, που φωτίζει και ψυχή και σώμα. Ας βαδίσουμε προς τη λάμψη του και «ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας Τον δοξάσωμε με έργα αγαθά και ας βοηθήσουμε όσους μας βλέπουν να Τον δοξάζουν και αυτοί. Ας απομακρυνθούμε από το αντίθετο σκότος, που είναι η αμαρτία και ο προστάτης της αμαρτίας διάβολος. Εκείνο το φως, ως ήλιος που είναι της καθολικής δικαιοσύνης, σωφροσύνης, ειρήνης, συμπαθείας, ανεξικακίας, αγάπης και γενικώς κάθε αρετής, καθιστά μετόχους αυτού όσους τον ποθούν. Ενώ το αντίθετο σκότος, ως σκότος κακίας που είναι, καθιστά όσους το πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, άσπλαχνους, ατάκτους, άρπαγες και γενικώς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι ειπέ μου, από πού θα διακρίνουμε τον πιστό από τον άπιστο, τον φωτισμένο από τον αφώτιστο, με άλλα λόγια, τον βαπτισμένο κατά Χριστόν και συντεταγμένο με τον Χριστό από τον αβάπτιστο και συντεταγμένο με τον διάβολο; Όχι από τους λόγους, όχι από τα έργα, όχι από τους τρόπους;
Εάν λοιπόν κάποιος εξομοιώνεται σ’ αυτά με τους αφώτιστους, αν και λέγει ότι είναι βαπτισμένος κατά Χριστόν, είναι σαφές ότι δεν έχει πάψει να ανήκει στην συμμορία εκείνων για τους οποίους ο Απόστολος λέγει: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι (ότι τον γνωρίζουν δηλαδή), τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Πού λοιπόν, ειπέ μου, θα κατατάξουμε αυτούς που ομολογούν και συγχρόνως αρνούνται τον Θεό; Με τους πιστούς; Με τα έργα όμως τον αρνούνται. Με τους απίστους; Αλλά με τη γλώσσα τον ομολογούν. Όντως πρόκειται για ένα διπρόσωπο τέρας που είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Ο ψαλμωδός Προφήτης όμως έχει ήδη λύσει αυτή την απορία λέγοντας: «αποδώσει Κύριος εκάστω κατά τα έργα αυτού». Και ο ίδιος ο Κύριος απεφάνθη ότι αυτός που ακούει τους λόγους του και δεν τους εκτελεί, είναι μωρός. Ο δε Παύλος, ο Απόστολος που εκλήθη από τον ουρανό, λέγει: «αποδώσει ο Κύριος τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον. …οργή δε και θυμός και θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν». Και πάλιν «ουχ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλά οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», και «ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις;» Όπως δε ακριβώς, αδελφοί, ο ίδιος ο Παύλος έλεγε προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί εάν νόμον πράττης, εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν (σαν να μην είχες δηλαδή περιτμηθεί)», έτσι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να σας ειπώ ότι η πίστις ωφελεί εάν κανείς πολιτεύεται κατά συνείδησιν και καθαίρει συνεχώς τον εαυτό του με εξομολόγηση και μετάνοια, και μετατρέπει σε έργο τις συνθήκες του Αγίου Βαπτίσματος. Αν όμως δεν υπακούσει στη συνείδησή του και αθετεί τις συνθήκες, η πίστη του γίνεται απιστία.
Διότι πώς πιστεύσαμε ότι αφού έχουμε βαπτισθεί θα σωθούμε; Επειδή βεβαίως ακούσαμε τον Κύριο που είπε: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Επειδή λοιπόν και τα δύο αυτά τα είπε Εκείνος, η αυτοαλήθεια, το να πιστεύσουμε και το να βαπτισθούμε, είναι αδύνατον να σωθεί όποιος δεν θέλει να βαπτισθεί, έστω και αν λέγει ότι δήθεν πιστεύει, όπως και αυτός που δεν πιστεύει, έστω και αν έχει βαπτισθεί. Αλλά κάθε βαπτισμένος θα ειπεί ότι πιστεύει. Θα ακούσει όμως από τον Απόστολο: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Γι’ αυτό και ο Κύριος συνδέει την πίστη με το Θείον Βάπτισμα, συνάπτοντας την τήρηση των εντολών του με το Βάπτισμα, δια της πίστεως. Διότι αφού είπε προηγουμένως: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», έπειτα προσέθεσε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τι λοιπόν λέγει στο Ευαγγέλιο που εκηρύχθη από τους απεσταλμένους του, και τι πρέπει να πιστεύομε ότι είναι απαραίτητο να κάνουν οι υπήκοοι του; Οπωσδήποτε ότι όποιος έχει τις εντολές τού Χριστού και τις πράττει και τις τηρεί, εκείνος είναι που τον αγαπά, και ότι με την υπομονή και τη στενή και τεθλιμμένη ζωή είναι δυνατόν να επιτύχουμε τη σωτηρία. Και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη (η αρετή δηλαδή) ημών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Διότι αυτά ακριβώς είναι που τους πρόσταξε να κηρύττουν δια του Ευαγγελίου.
Όποιος λοιπόν αγωνίζεται να τηρεί τις Θείες Εντολές, εκείνος είναι που πιστεύει. Ενώ όποιος δεν αγωνίζεται να τις πράττει και να τις τηρεί, και δεν θεωρεί ζημία το να μην τις τηρεί, ούτε επαναφέρει τον εαυτό του με τη μετάνοια στην τήρηση των Θείων Εντολών, δεν θα σταθεί ούτε μαζί με τους βαπτισμένους, έστω και αν λέγει ότι έχει βαπτισθεί. Διότι λέγει «διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει». Αλλά αυτό για εμάς μεν αποτελεί μόνον απειλή, επειδή ο Δεσπότης αναμένει φιλανθρώπως τη μετάνοιά μας. Ενώ τους Ιουδαίους τους διχοτόμησε από εδώ, προς σωφρονισμό ιδικόν μας, και τους απαλλοτρίωσε από την προς Αυτόν και τον Αβραάμ συγγένεια, λέγοντας προς αυτούς: «υμείς εκ του πατρός υμών, του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Και πάλιν: «ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Ότι δε αυτοί ήσαν από το γένος του Αβραάμ, ποίος δεν το γνωρίζει; Εάν λοιπόν η διαφοροποίηση των έργων και των τρόπων καταργεί και την κατά σάρκα συγγένεια, και απομακρύνει και τους εξ αίματος υιούς από την υιότητα, πώς η δια των έργων και των τρόπων μας ανομοιότης προς Αυτόν δεν θα αποξενώσει από την Θείαν υιοθεσίαν, εμάς που δεν μπορούμε να αναγάγωμε ούτε την κατά σάρκα γενεαλογία μας στον Χριστό, και δεν θα καταλήξει να μας συντάξει μαζί με το νοητό εχθρό;
Αυτά όμως και ο Κύριος από φιλανθρωπία κατηξίωσε να τα ειπεί, και τολμούμε να τα λέγωμε προς εσάς και εμείς, οι οποίοι υποκείμεθα στα ίδια πάθη, ώστε να μην τα πράττουμε. Να μην τα πάθουμε, Για να μην καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την καταδίκη εκείνων που οριστικώς θα αποβληθούν. Διότι είναι δυνατόν εδώ, όχι μόνον να αποφύγουμε αυτά με τη μετάνοια, αλλά και διά των καρπών της μετανοίας να σταθούμε και να αφομοιωθούμε με τον Υιό του Θεού, ο οποίος ημπορεί να «εξάγει αξίους εξ αναξίων», και να τους υιοποιεί δια του εαυτού του με τον ύψιστον Πατέρα, και να τους καθιστά κληρονόμους και συγκληρονόμους της δόξης και της Βασιλείας Αυτού του ιδίου και του Πατρός.
Αμήν.
(13ος -14ος Αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου Παλαμά τομ. 10, σελ. 250, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 193 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Πηγή:http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1948
Αρκετές φορές ακούγεται από ορισμένους η φράση (ίσως για να δικαιολογήσουν τη δική τους άστατη ζωή), ότι καλά και άριστα τα λέει το Ευαγγέλιο, αλλά δεν εφαρμόζονται τα προστάγματά του…
Η Κυριακή όμως αυτή που ορίστηκε ως «Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, μας δηλώνει ξεκάθαρα ότι όχι απλώς το Ιερό Ευαγγέλιο είναι εφαρμόσιμο, αλλά πλείστοι όσοι, αγωνίστηκαν, βίωσαν τα μηνύματά του και η αγάπη τους προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τους ανέβασε στα καταπληκτικά ύψη της Πατρότητας. Πρόκειται για τους Αγίους αυτούς οι οποίοι αγωνίστηκαν σε δύσκολες εποχές να προσφέρουν ανόθευτο τον αυθεντικό αποκαλυπτικό λόγο στην κοινωνία της στρατευομένης μας Εκκλησίας.
Το να τολμά κάποιος να κάνει λόγο για της μεγάλες αυτές μορφές της Εκκλησίας, που ως «αστέρες πολύφωτοι» φωτίζουν τα σκότη της άγνοιας και της αμαρτίας, είναι σα να θέλει να αποδείξει πως το φως είναι αυτό που καταυγάζει και χαροποιεί τους υγιείς οφθαλμούς των ανθρώπων…
Και πράγματι. Ο λόγος του Κυρίου, στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής «υμείς εστέ το φως του κόσμου», ισχύει περισσότερο απ’ όλους στους Πατέρες μας. Με τους αγώνες και τα ασκητικά τους παλαίσματα, με την παρρησία και τη γνήσια ομολογία τους, έγιναν το «φως του κόσμου».
Κατέστησαν τους εαυτούς τους ως πολιτεία που βρίσκεται επάνω σε όρος, και έτσι, όλοι, θέλοντας και μη την ατενίζουν. Και ακριβώς επειδή κατόρθωσαν τον άριστο συνδυασμό θεωρίας και πράξεως, γι’ αυτό και οι άνθρωποι, βλέποντας τα καλά τους έργα, δοξάζουν τον «Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς».
Ακόμα οι μεγάλες αυτές μορφές, μας έκαναν σαφές με τον τρόπο ζωής τους, το απόλυτο του θείου λόγου. Ότι δηλ. έχει τόσο κύρος και δύναμη το Ευαγγελικό κήρυγμα ώστε «…έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένειται» (Ματθ. Ε ΄ 18) δηλ. Έως ότου παρέλθη ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μία γραμμή δεν θα ακυρωθεί από το νόμο, αλλά όλα θα γίνουν.
Πόση αλήθεια η διαφορά των Οικουμενικών Πατέρων από εμάς σήμερα που φθάσαμε στο κατάντημα να διακρίνουμε τις εντολές, σε εφαρμόσιμες και μη!…
Πόσο τραγική, όντως, η κατάσταση των σημερινών «χριστιανών» που με τη δική τους θεωρία και πράξη, βγάζουν «ψεύτικο» τον Ευαγγελικό λόγο, αφού αναίσχυντα ισχυρίζονται ότι η σημερινή εποχή δεν επιτρέπει τα «άκρα της Εκκλησίας». Και λέγοντας αυτά εννοούν τα «πάθη της ατιμίας» και άλλες καταστάσεις οι οποίες είναι «αισχρόν εστί και λέγειν»…
«Τα πάγχρυσα στόματα του λόγου», συγκλονίζονταν ακόμα και μπροστά σε έναν άστοχο λόγο ή άτοπο λογισμό που ενδεχομένως λόγω απροσεξίας να τους ξέφευγε. Γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος, από απροσεξία ή από το μίσος και τη μανία του εχθρού, να λύσει μία των εντολών. Εβίωναν έως μυελού οστέων το λόγο του Κυρίου Ιησού: «Ος εάν ουν λύσει μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξει ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών…» (Ματθ. Ε ΄ 19) δηλ. Εκείνος ο οποίος θα καταργήσει μία από τις εντολές αυτές τις πολύ μικρές και θα διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα είναι πολύ μικρός για τη βασιλεία των ουρανών. (δηλ. θα αποκλειστεί από τη βασιλεία των ουρανών).
Αυτή ακριβώς η «φυλακή του νοός», η «προσοχή των αισθήσεων» και η απόλυτη προσαρμογή τους στις Ευαγγελικές επιταγές που διασώζει και ερμηνεύει αυθεντικά η Ορθοδοξία, τους έκανε να δεχθούν και το μεγάλο χάρισμα της ανόθευτης ποιμαντικής διακονίας. Ένα δηλ. υψηλότατο δώρο του Παναγίου Πνεύματος, το οποίο ελάχιστοι αξιώνονται να λάβουν, αφού αυτό απαιτεί εκ μέρους του ανθρώπου «ιδρώτα και αίμα»…
Οι θείοι Πατέρες, δεν ήταν οι μισθωτοί ποιμένες ώστε να αφήσουν το ποίμνιο να το «αλωνίσουν» οι κακόδοξοι και αιρετικοί. Και ενώ στο ποίμνιο μελωδούσαν το θείον κήρυγμα με τον «αυλό της θεολογίας», αντιθέτως, μπροστά στο φοβερό κίνδυνο της αλλοιώσεως του ορθού δόγματος και του χριστιανικού ήθους, έπαιρναν στα χέρια «την σφενδόνην του Πνεύματος», και έτρεπαν σε άτακτη φυγή τους λύκους των αιρέσεων.
Οι 630 θεοφόροι Πατέρες της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, η οποία συνεκλήθει στη Χαλκηδόνα το 451 επί Αγίων Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, εξέδωσαν όρον Δογματικόν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων.
Καταδίκασαν τις κακόδοξες διδασκαλίες που δίδασκαν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση. Ακόμα η μεγάλη αυτή Σύνοδος, καταδίκασε τον Ευτυχή και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας των Μονοφυσιτών Διόσκορο.
Τέλος οι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Είθε να δώσει η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, να συνειδητοποιήσουμε τον μοναδικό δρόμο προς σωτηρίαν τον οποίο διασφαλίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, και με οδηγούς τους Πατέρες μας να πορευόμαστε στην προκοπή και στον προσωπικό εξαγιασμό, πράγμα βέβαια που αποτελεί και τον προορισμό μας.
Αμήν.
Όταν ο άνθρωπος δεν έχει μεγάλη ταπείνωση, πραότητα, υποταγή και υπακοή στο Θεό, πώς μπορεί να σωθεί; Πώς θα μπορούσε να σωθεί ένας άπιστος κι αμαρτωλός άνθρωπος, όταν κι ο δίκαιος «μόλις σώζεται» (Α’ Πέτρ. δ' 18); Το νερό δε μαζεύεται στα ψηλά κι απόκρημνα βουνά, αλλά σε χαμηλά, επίπεδα και βαθιά μέρη. Το έλεος του Θεού δεν κατοικεί στους υπερήφανους, που κομπάζουν και αντιτίθενται στο Θεό, αλλά στους ταπεινούς και τους πράους, που η καρδιά τους είναι ταπεινωμένη κι ειρηνική, που είναι υποταγμένοι στο μεγαλείο του Θεού κι υπάκουοι στο θέλημά Του.
Όταν κάποια αρρώστια προσβάλλει ένα κλήμα που έχει φυτέψει ο οικοδεσπότης και το φροντίζει προσεκτικά για χρόνο πολύ, το κόβει και το καίει και στη θέση του φυτεύει ένα αγριόκλημα. Όταν οι γιοι ξεχνούν την αγάπη του πατέρα τους κι επαναστατούν εναντίον του, τί θα τους κάνει; Θ’ απομακρύνει τα παιδιά από το σπίτι του και στη θέση τους θα προσλάβει μισθωτούς.
Όπως συμβαίνει στη φύση, έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Λένε οι άπιστοι: Έτσι γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και τους νόμους των ανθρώπων. Οι πιστοί όμως δε μιλάνε έτσι. Εκείνοι τραβούν το παραπέτασμα των φυσικών και των ανθρώπινων νόμων, ατενίζουν με φλογερά μάτια το μυστήριο της αιώνιας ελευθερίας και μιλούν διαφορετικά. Λένε: Έτσι γίνεται με το θέλημα του Θεού και για το καλό μας. Ο Θεός τα γράφει αυτά με το χέρι Του. Εκείνοι που μπορούν να διαβάζουν αυτά που χαράζει ο Θεός με φωτιά και πνεύμα τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους, μόνο αυτοί θα καταλάβουν τη σημασία τους. Εκείνοι που μπροστά στα μάτια τους η φύση κι η ανθρώπινη ζωή ανακατεύονται όπως ένας μεγάλος σωρός από γράμματα, χωρίς πνεύμα και νόημα, λένε πως όλα είναι «τυχαία». «Όλα όσα βλέπουμε γύρω μας, λένε, έγιναν τυχαία». Με αυτό εννοούν πως όλος αυτός ο σωρός με τα γράμματα κινείται κι ανακατεύεται από μόνος του, κι απ’ αυτή την ανόητη μίξη προκύπτει το ένα γεγονός ή το άλλο. Αν ο Θεός δεν ήταν ελεήμων και εύσπλαχνος, θα γελούσε μ’ αυτούς τους ερμηνευτές του κόσμου και της ζωής. Υπάρχει όμως και κάποιος που γελάει και χαίρεται με την ανοησία αυτού του συλλογισμού: το πονηρό πνεύμα, ο εχθρός της ανθρώπινης φύσης, που δεν έχει ούτε έλεος ούτε συμπάθεια προς τον άνθρωπο.
Όταν μια χήνα περιπλανιέται σ’ έναν πολύχρωμο τάπητα που είναι απλωμένος σε λιβάδι, ίσως σκεφτεί πως όλ’ αυτά τα σχέδια και τα χρώματα του τάπητα βρέθηκαν εκεί τυχαία, πως ο τάπητας ξεπήδησε ξαφνικά από τη γη, όπως το γρασίδι - κατά το σκεπτικό της χήνας. Η υφάντρα όμως, που ύφανε και έβαψε τον τάπητα, γνωρίζει πως δε βρέθηκε τυχαία εκεί. Ξέρει τι σημαίνει κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου και των χρωμάτων, γιατί τα σχέδια και τα χρώματα παρουσιάζονται με τον τρόπο που έχουν συνδυαστεί. Μόνο η υφάντρα μπορεί να διαβάσει και να εξηγήσει τον τάπητα, εκείνη που τον ύφανε με το χέρι της, καθώς κι εκείνοι στους οποίους το διηγείται. Το ίδιο κάνουν κι οι άπιστοι. Περιφέρονται γύρω από τον πανέμορφο τάπητα του κόσμου και λένε πως όλα έγιναν «τυχαία». Ο Θεός μόνο, που ύφανε αυτόν τον κόσμο, γνωρίζει τη σημασία που έχει κάθε κλωστή στο στημόνι και στο υφάδι, καθώς και κείνοι στους οποίους Εκείνος το αποκαλύπτει.
Ο Ησαΐας είδε και έγραψε: «Κύριος Ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος και ολιγοψύχοις διδούς μακροθυμίαν και διδούς ζωήν τοις συντετριμμένοις την καρδίαν» (Ησ. νζ' 15). Ο Θεός βρίσκεται στη γη ανάμεσα σε κείνους που έχουν καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην. Ο Θεός αποκαλύπτει τα μυστήρια του κόσμου και της ζωής σ’ εκείνους στους οποίους «ενοικεί». Σ’ αυτούς εξηγεί τα πνευματικά βάθη όλων εκείνων που ο ίδιος έγραψε μέσα από τα πράγματα και τα γεγονότα. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωϋσής κι ο Δαβίδ είχαν συντετριμμένη καρδιά, ταπεινό πνεύμα. Γι’ αυτό κι ο Θεός κατοικούσε μέσα τους και υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί τους και με τους απογόνους τους, εφόσον εκείνοι εξακολουθούν να έχουν συντετριμμένη καρδιά και ταπεινό πνεύμα. Όταν όμως η συχνή επαφή με το Θεό κάνει κάποιον άνθρωπο υπερήφανο, τότε εκείνος βλάπτεται περισσότερο απ’ αυτούς που δε γνώρισαν τον αληθινό Θεό και δεν είχαν επαφή μαζί Του.
Το καλλίτερο και σαφέστερο παράδειγμα σ’ αυτό το θέμα μας το δίνουν οι Ισραηλίτες. Ήταν απόγονοι των μεγάλων και θεαρέστων προπατόρων που προαναφέραμε. Η επαφή τους όμως με τον αληθινό Θεό τους δημιούργησε οίηση. Έτσι το έθνος αυτό άρχισε να βλέπει όλα τ’ άλλα έθνη με περιφρόνηση, σα νά ‘ταν σκύβαλα πεταμένα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή όμως προκάλεσαν τη δική τους καταστροφή. Η υπερηφάνεια τους τύφλωσε τόσο πολύ, ώστε το μόνο που κράτησαν απ’ όλα όσα τους αποκάλυψε ο Θεός με τους προφήτες και τους άλλους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν πως αυτοί αποτελούσαν τον εκλεκτό λαό του Θεού, τον περιούσιο. Το πνεύμα και το νόημα της αρχαίας αποκάλυψης του Θεού γι’ αυτούς είχε ολότελα χαθεί. Η Αγία Γραφή χόρευε μπροστά στα μάτια τους σαν ένα συνοθύλευμα με ακατανόητα γράμματα. Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο με μια νέα αποκάλυψη, εκείνοι με την τυφλότητά τους αγνοούσαν το θέλημα του Θεού, είχαν φτάσει στο επίπεδο των ειδωλολατρών. Με τη σκοτισμένη πνευματική τους όραση και την τραχύτητα της καρδιάς τους, είχαν καταντήσει πολύ χειρότεροι κι από τους ειδωλολάτρες.
***
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας αποδείχνει την αλήθεια αυτών που είπαμε παραπάνω. Μας περιγράφει ένα γεγονός που μας δείχνει πως κάποιοι άνθρωποι είναι υγιείς ανάμεσα στους ασθενείς κι άλλοι είναι άρρωστοι ανάμεσα στους υγιείς. Πως υπάρχει πίστη ανάμεσα στους ειδωλολάτρες και απιστία ανάμεσα σε κείνους που υπερηφανεύονται για την καθαρότητα της πίστης τους, κομπάζουν ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Η περικοπή αυτή γράφτηκε σαν μια διδαχή για όλες τις εποχές και για όλους τους λαούς και εφαρμόζεται και σε μας μέχρι σήμερα. Η διδαχή αυτή είναι τόσο οξεία, όσο και το ξίφος των χερουβίμ, καθαρή σαν τον ήλιο, φρέσκια κι αναπάντεχη όπως τα λουλούδια του αγρού. Κι αυτό για να μας δημιουργήσει δέος με την οξύτητά της, να μας φωτίσει με την καθαρότητά της και να μας αφυπνίσει από την πνευματική νάρκωση κι αδράνειά μας. Κυρίως όμως καταγράφηκε για να προειδοποιήσει όλους εμάς τους χριστιανούς να μην ξεχαστούμε και πέσουμε στην οίηση επειδή εκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε στο Θεό και ομολογούμε το Χριστό. Γιατί τότε στην τελική Κρίση του Θεού θα συναντήσουμε μπροστά μας ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, αλλ’ έχουν μεγαλύτερη πίστη και περισσότερα καλά έργα.
«Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος» (Ματθ. η 5,6). Ο εκατόνταρχος ήταν αξιωματικός στα στρατόπεδα της Καπερναούμ, που ήταν η πιο σπουδαία πόλη στα παράλια της Γαλιλαίας. Δεν ξέρουμε, αλλ’ έχει και δευτερεύουσα σημασία, αν υπαγόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη ή βρισκόταν στην εξουσία του Ηρώδη Αντίπα, μάλλον όμως αναφερόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι ήταν ειδωλολάτρης, όχι Ιουδαίος. Είναι ο πρώτος Ρωμαίος αξιωματικός που αναφέρεται στο ευαγγέλιο ότι πίστεψε στο Χριστό. Δεύτερος ήταν ο εκατόνταρχος που βρισκόταν σε υπηρεσία στη σταύρωση του Χριστού, εκείνος που σαν είδε τα υπερφυσικά φαινόμενα τη στιγμή που ο Κύριος παρέδιδε το πνεύμα Του, αναφώνησε: «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ' 54). Μετά αναφέρεται κι ο εκατόνταρχος Κορνήλιος στην Καισάρεια, εκείνος που τον βάφτισε ο απόστολος Παύλος (βλ. Πράξ. κεφ. ι'). Αν κι οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ειδωλολάτρες, γνώρισαν την αλήθεια και τη ζωή του Χριστού και πίστεψαν σ’ Αυτόν πιο γρήγορα από τις ορδές των σοφών αλλά τυφλών Ιουδαίων γραμματέων.
Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. Ο «παις» του εκατόνταρχου πρέπει να ήταν δούλος του. Κι ο υψηλόβαθμος αξιωματικός, ο εκατόνταρχος, μίλησε σαν απλός στρατιώτης που ζητάει βοήθεια. Η παράλυση είναι τρομερή πάθηση. Ο νεαρός στρατιώτης βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, όπως διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς. Και φαίνεται πως ο εκατόνταρχος τον αγαπούσε πολύ. Έτσι μόλις άκουσε πως ο Χριστός έφτανε στην Καπερναούμ, ξεκίνησε να πάει να τον συναντήσει και να του ζητήσει βοήθεια για τον αγαπημένο του δούλο.
Όποιος διαβάζει το περιστατικό αυτό στους δύο ευαγγελιστές, το Ματθαίο και το Λουκά, θα σχηματίσει την εντύπωση πως οι δυο αφηγητές διαφωνούν μεταξύ τους. Ο Ματθαίος γράφει πως ο εκατόνταρχος πλησίασε ο ίδιος το Χριστό και του παρουσίασε το αίτημά του. Ο Λουκάς γράφει πως ο εκατόνταρχος πρώτα έστειλε τους Ιουδαίους πρεσβυτέρους για να ζητήσουν από το Χριστό να βοηθήσει το δούλο του. Μετά, όταν ο Κύριος πλησίαζε στο σπίτι του, έστειλε τους φίλους του να τον συναντήσουν και να του ζητήσουν να μην πάει στο σπίτι του, επειδή εκείνος (ο εκατόνταρχος) ήταν αμαρτωλός. Έφτανε να πει ένα λόγο ο Κύριος κι ο δούλος του θα γινόταν καλά. «Αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8).
Είναι αλήθεια πως ανάμεσα στις δυο διηγήσεις υπάρχει μια διαφορά, αλλ’ όχι αντίφαση. Η διαφορά συνίσταται στο ότι ο Ματθαίος παραλείπει τους δυο αγγελιαφόρους που έστειλε αρχικά ο εκατόνταρχος στον Κύριο, ενώ ο Λουκάς δεν αναφέρει το γεγονός ότι ο ίδιος ο εκατόνταρχος, παρά την ταπείνωση που ένιωθε μπροστά στο μεγαλείο του Χριστού, πήγε να τον συναντήσει. Η όμορφη και αμοιβαία αυτή φιλοφρόνηση που έχουν οι δύο ευαγγελιστές, ο ένας για τον άλλον, δημιουργεί θαυμασμό και χαρά στον πνευματικό άνθρωπο. Αν, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όλα τα γεγονότα είχαν καταγραφεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από τους ευαγγελιστές, ο καθένας θα σκεφτόταν πως ο ένας αντιγράφει τον άλλον. Τί χρειάζονταν τότε τέσσερις ευαγγελιστές και τέσσερα ευαγγέλια; Σε όλα τα δικαστήρια στη γη η μαρτυρία δύο μαρτύρων απαιτείται για ν’ αποδειχτεί ένα γεγονός, να γίνει πιστευτό. Ο Θεός μας έδωσε δύο φορές τη διπλή μαρτυρία με τους τέσσερις ευαγγελιστές, ώστε όσοι επιδιώκουν τη σωτηρία τους να πιστέψουν όσο το δυνατό πιο εύκολα και πιο γρήγορα, αλλά και όσοι δεν πιστέψουν και οδεύουν προς την απώλεια να είναι αναπολόγητοι. Ο Θεός μας έδωσε τους τέσσερις ευαγγελιστές αν και θα μπορούσε να δώσει όλη τη σοφία Του για τη σωτηρία μας στο ένα μόνο ευαγγέλιο. Κι αυτό για να δούμε την αμοιβαία φιλοφρόνησή τους και να μάθουμε απ’ αυτό πως πρέπει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο στη ζωή μας, ανάλογα με τα διαφοροποιημένα πνευματικά χαρίσματα που έδωσε ο Θεός στον καθένα μας, ως μέλη του ενός Σώματος που είμαστε. Έτσι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον ανάλογα με τις δυνάμεις και τις ικανότητές μας.
Έχοντας μπροστά μας τις δύο διηγήσεις, μπορούμε να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα και να καθαρίσει η εικόνα του γεγονότος που μας απασχολεί . Ακούοντας για τη δόξα και τη δύναμη του Κυρίου Ιησού και αισθανόμενος την ανθρώπινη αμαρτωλότητα κι αναξιότητά του, ο εκατόνταρχος ζήτησε πρώτα από τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων να πάνε εκείνοι στον Κύριο και να τον παρακαλέσουν να πάει στο σπίτι του. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ο Κύριος θά ‘θελε να τον επισκεφτεί. Ίσως να σκεφτόταν: «Εγώ είμαι ειδωλολάτρης κι αμαρτωλός. Εκείνος είναι διορατικός. Με το που θ’ ακούσει το όνομά μου θα καταλάβει αμέσως πως είμαι αμαρτωλός. Ποιός ξέρει τότε αν θα θελήσει να έρθει στο σπίτι μου; Είναι καλύτερα να στείλω τους Ιουδαίους κι αν αρνηθεί, η άρνηση θα είναι σ’ αυτούς, αν δεχτεί... θα δούμε». Όταν διαπίστωσε πως ο Κύριος δέχτηκε, τά ‘χασε, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Τότε έστειλε τους φίλους του να πουν στο Χριστό να μην έρθει στο σπίτι του, γιατί ήταν αμαρτωλός και ανάξιος. Έφτανε μόνο να πει ένα λόγο κι ο δούλος του θα γινόταν καλά.
Με το που έφτασαν οι δούλοι του όμως στο Χριστό και του έδωσαν το μήνυμα του εκατόνταρχου, έφτασε κι ο εκατόνταρχος. Ήταν τόσο θλιμμένος, που δεν άντεχε να μείνει στο σπίτι του. Να ερχόταν ο ίδιος ο Κύριος στο σπίτι του; Όχι, όχι. Οι φίλοι του δεν ήξεραν ακόμα ποιός ήταν ο Κύριος. Όσο για τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, ο εκατόνταρχος θα είχε μάθει από πριν πως μερικοί απ’ αυτούς λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στο Χριστό, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Έτσι έτρεξε να τον συναντήσει ο ίδιος, αφού τώρα ήξερε πως δε θ’ αρνιόταν κι επομένως δε θα τον ταπείνωνε μπροστά στους ανθρώπους, επειδή ήταν και αξιωματικός.
Είναι αλήθεια πως οι Ιουδαίοι μίλησαν με καλά λόγια στο Χριστό για τον εκατόνταρχο. «Άξιός εστιν ω παρέξει τούτο, αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν» (Λουκ. ζ' 4-5). Όλα όσα κι αν είπαν όμως δεν αγγίζουν την ουσία του θέματος. Πρόβαλαν την καλοσύνη του εκατόνταρχου για δικό τους όφελος. Αγαπά γαρ το έθνος ημών, είπαν. Άλλοι Ρωμαίοι αξιωματικοί κι αξιωματούχοι περιφρονούσαν τους Ιουδαίους, αυτός όμως τους αγαπούσε. Και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. Ήταν σα νά ‘λεγαν δηλαδή: Αυτός ξοδεύει τα δικά του χρήματα και μεις γλιτώνουμε τα δικά μας. Μας οικοδόμησε έναν οίκο προσευχής που τον είχαμε ανάγκη, αλλιώς θ’ αναγκαζόμασταν να τον οικοδομήσουμε και να τον πληρώσουμε μόνοι μας». Τα είπαν όλ’ αυτά σα ν’ απευθύνονταν στον Καϊάφα, όχι στο Χριστό. Ο Χριστός δεν τους έδωσε καμιά απάντηση σ’ αυτά, έμεινε σιωπηλός και επορεύετο συν αυτοίς. Τότε οι φίλοι του εκατόνταρχου πήγαν να συναντήσουν το Χριστό και στο τέλος πήγε κι ο ίδιος ο εκατόνταρχος.
Όταν ο εκατόνταρχος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Χριστό, έπρεπε βέβαια να του εξηγήσει για μια ακόμα φορά όλο το πρόβλημα, αν κι ο Χριστός είχε ήδη πληροφορηθεί γι’ αυτό. «Και λέει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν» (Ματθ. η' 5). Προσέξτε πως μιλάει εκείνος που έχει εξουσία και δύναμη! Δεν είπε «θα δούμε», ούτε τον ρώτησε όπως έκανε με άλλους: «Πιστεύεις πως μπορώ να το κάνω αυτό;» Έβλεπε ήδη στην καρδιά του εκατόνταρχου την πίστη του. Έτσι είπε αποφασιστικά, μ’ έναν τρόπο που κανένας γιατρός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει: Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.
Ο Κύριος μίλησε σκόπιμα με τέτοια αποφασιστικότητα, για να προκαλέσει από το στόμα του εκατόνταρχου την απάντηση μπροστά στους Ιουδαίους. Όταν ο Θεός επιτελεί ένα έργο, το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί μια μόνο περιοχή, αλλά πολλές. Ο Κύριος ήθελε το γεγονός αυτό να ωφελήσει πολλούς: να θεραπεύσει τον άρρωστο, ν’ αποκαλύψει τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, να επιτιμήσει τους Ιουδαίους για την απιστία τους και να κάνει μια μεγάλη προφητεία για τη βασιλεία Του· να μιλήσει δηλαδή για κείνους που νομίζουν πως είναι άξιοι να μπουν στη βασιλεία Του, που ουδέποτε θα μπουν, καθώς και γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά ελπίδα, αλλά τελικά θα μπουν.
«Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8). Τί τεράστια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φλογερή αυτή πίστη και την ψυχρή, νομικίστικη πίστη των Φαρισαίων! Η πίστη του εκατόνταρχου μοιάζει με φωτιά που καίει, ενώ των Φαρισαίων η πίστη είναι σαν εικόνα της φωτιάς. Όταν κάποιος Φαρισαίος κάλεσε στο σπίτι του το Χριστό για δείπνο, με τη νομικίστικη νοοτροπία του σκέφτηκε πως, με το να τον καλέσει στο σπίτι του, τιμούσε πολύ το Χριστό. Δε διανοήθηκε καθόλου πως ο Χριστός τιμούσε αυτόν και το σπίτι του με την επίσκεψή Του. Με την αλαζονεία και την υπέρμετρη υπερηφάνειά του, ο Φαρισαίος αμέλησε ακόμα και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις και τις πράξεις φιλοξενίας, δηλαδή δεν έφερε νερό στο φιλοξενούμενο για να πλύνει τα πόδια Του, δεν τον υποδέχτηκε με εναγκαλισμό ούτε και έχρισε το κεφάλι Του με μύρο (βλ. Λουκ. ζ' 44-46).
Προσέξτε τώρα πόσο ταπεινός ήταν ο ειδωλολάτρης αυτός, πόσο συντετριμμένος στάθηκε μπροστά στον Κύριο, αν και δεν είχε διαβάσει το νόμο του Μωυσή και τους προφήτες. Είχε μόνο τον κοινό νου, το μοναδικό φως για να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό. Ήξερε πως οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της Καπερναούμ θα το λογάριαζε μεγάλη τιμή να δεχτεί τον εκατόνταρχο στο σπίτι του. Στο Χριστό όμως ο εκατόνταρχος δεν έβλεπε ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά τον ίδιο το Θεό. Γι’ αυτό και είπε: ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης.
Τί μεγάλη, τί υπέροχη πίστη στο Χριστό και τη δύναμή Του! Μόνον ειπέ λόγω και η αρρώστια θα ξεπεραστεί, ο δούλος μου θα γίνει καλά. Ούτε ο απόστολος Πέτρος δεν μπορούσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να φτάσει σε τόσο μεγάλη πίστη. Στην παρουσία του Χριστού ο εκατόνταρχος ένιωσε την παρουσία, το πυρ και το φως του ουρανού. Γιατί έπρεπε να μπει τόσο μεγάλη φωτιά στο σπίτι του, όταν και μια σπίθα θα ήταν αρκετή; Γιατί να βάλει ολόκληρο τον ήλιο στο σπίτι του, όταν αρκούσε και μια μόνο ακτίνα του; Αν ο εκατόνταρχος γνώριζε τις Γραφές, όπως εμείς σήμερα, ίσως να έλεγε στο Χριστό: «Εσύ, που μόνο με το λόγο Σου δημιούργησες τον κόσμο και τον άνθρωπο, μπορείς μ’ ένα Σου λόγο να θεραπεύσεις τον άρρωστο. Μία μόνο λέξη Σου είναι αρκετή, γιατί είναι πιο δυνατή από τη φωτιά, πιο λαμπερή από την ακτίνα του ήλιου. Μόνον ειπέ λόγω! Πόση ντροπή πρέπει να προξενήσει σε πολλούς από μας σήμερα η μεγάλη αυτή πίστη, σε μας που γνωρίζουμε τις Γραφές, αλλά η πίστη μας είναι εκατό φορές μικρότερη!
Ο εκατόνταρχος δεν τέλειωσε με τα λόγια αυτά. Συνέχισε για να εξηγήσει πού στήριζε τόσο πολύ την πίστη του στη δύναμη του Χριστού: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί» (Ματθ. η' 9).
Τί ήταν ο εκατόνταρχος; Ένας άνθρωπος που είχε στην εξουσία του εκατό στρατιώτες και υπήρχαν άλλοι εκατό που τον εξουσίαζαν. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία του ήταν υποχρεωμένοι να τον υπακούν. Όταν λοιπόν αυτός, που είχε και ανωτέρους να τον εξουσιάζουν, αλλά που είχε κι ο ίδιος μικρότερη εξουσία, μπορούσε να δίνει διαταγές στους στρατιώτες και τους δούλους του, πόση μεγαλύτερη εξουσία είχε ο Χριστός, που δεν εξουσιάζεται από κανέναν άνθρωπο, που είναι ο ίδιος η υπέρτατη εξουσία στη φύση και στον άνθρωπο. Όταν τόσοι άνθρωποι υποτάσσονται στην αδύναμη φωνή του εκατόνταρχου, πώς να μην υποτάσσονται τα πάντα στο λόγο του Θεού, που είναι δυνατός σαν τη ζωή, οξύς σαν ξίφος και φοβερός σαν την καταιγίδα;
Ποιοί είναι οι στρατιώτες και οι δούλοι του Χριστού; Δεν είναι κάθε λογική ύπαρξη ενταγμένη στο στρατό του Χριστού; Οι άγγελοι, μαζί με τους αγίους και τους θεοφοβούμενους ανθρώπους, δεν είναι στρατιώτες του Χριστού; Όλες οι δυνάμεις της φύσης, των ασθενειών και του θανάτου, δεν είναι δούλοι Του; Ο Κύριος διατάζει τη ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αυτήν ή την άλλη ύπαρξη» και πηγαίνει. Λέει «έλα πίσω» και γυρίζει. Στέλνει ζωή, επιτρέπει την αρρώστια και το θάνατο. Θεραπεύει τους αρρώστους και ανασταίνει τους νεκρούς. Στο λόγο Του, οι αγγελικές δυνάμεις κάμπτουν όπως η φλόγα στον ισχυρό άνεμο. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ' 9). Κανένας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη δύναμή Του, δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει το λόγο Του. «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. ζ' 46). Δε μιλούσε σαν άνθρωπος που εξουσιάζεται, αλλά ως άρχοντας, «ως εξουσίαν έχων» (Ματθ. ζ' 29). Είχε τέτοιο πρόσωπο που έκανε τον εκατόνταρχο να τον ικετεύσει: ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου. Θεραπεία παραλυτικού δεν μπορεί να κάνει κανένας θνητός άνθρωπος στη γη, για το Χριστό όμως ήταν εντελώς συνηθισμένο πράγμα. Δε χρειαζόταν να καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια για να κάνει τη θεραπεία, ούτε καν να πάει στο σπίτι του εκατόνταρχου. Δεν είχε ανάγκη ούτε καν να δει τον άρρωστο. Δε χρειαζόταν να τον πιάσει από το χέρι και να τον σηκώσει. Μόνο ειπέ λόγω και το έργο θα γίνει. Αυτό ήταν το μέτρο της πίστης του εκατόνταρχου, της από μέρους του αποδοχής του Χριστού.
«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. η' 10). Γιατί θαύμασε ο Χριστός, αφού γνώριζε από πριν ποιά θα ήταν η απάντηση του εκατόνταρχου; Δεν προκάλεσε την απάντηση αυτή με τα λόγια Του, εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν; Γιατί λοιπόν τώρα θαυμάζει; Απλά για να διδάξει εκείνους που ήταν μαζί Του. Θαυμάζει για να τους δείξει τί αξίζει να θαυμάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Θαυμάζει τη μεγάλη πίστη του ανθρώπου αυτού, για να διδάξει τους πιστούς πως πρέπει να εκτιμούν τη μεγάλη πίστη. Και πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που ν’ αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Ο Χριστός δε θαύμαζε την ομορφιά της θάλασσας της Γαλιλαίας, επειδή τέτοια ομορφιά σε σύγκριση με τα κάλλη του ουρανού, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια Του, δεν άξιζε τίποτα. Ούτε και τη μεγάλη σοφία των ανθρώπων θαύμαζε, ούτε τα πλούτη και τη δύναμή τους. Όλ’ αυτά είναι μηδαμινά μπροστά στη σοφία, τον πλούτο και τη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, που του ήταν τόσο οικεία. Αλλ’ ούτε και τις μεγάλες εθνικές συναθροίσεις που γίνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ήταν εντελώς ασήμαντες σε σύγκριση με τη σύναξη των αγγέλων στον ουρανό, που γίνονταν από καταβολής κόσμου. Όταν οι άλλοι θαύμαζαν το περίφημο κάλλος του ναού του Σολομώντα, Εκείνος μιλούσε για την ισοπέδωσή του. Το μόνο που άξιζε να θαυμάζει κανείς ήταν η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Είναι το μέγιστο και κάλλιστο γεγονός στη γη. Με την πίστη ο σκλάβος ελευθερώνεται, ο μισθωτός γίνεται υιός Θεού, ο θνητός άνθρωπος μεταβάλλεται σε αθάνατο. Όταν ο δίκαιος Ιώβ κείτονταν πληγωμένος στις στάχτες και τα ερείπια όλης του της περιουσίας, όταν είχε χάσει και τα παιδιά του ακόμα, η πίστη του στο Θεό παρέμεινε αναλλοίωτη, ακλόνητη. Ενώ υπόφερε από τις πληγές και τους πόνους, έκραζε: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α’ 21).
Σε ποιούς εκφράζει ο Κύριος Ιησούς το θαυμασμό Του; Τοις ακολουθούσιν. Οι ακολουθούντες ήταν οι άγιοι απόστολοι. Θαύμαζε, για να διδαχτούν εκείνοι. Οι άλλοι Ιουδαίοι που είχαν πάει μαζί Του στο σπίτι του εκατόνταρχου, άκουσαν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για να διατυπώσει το θαυμασμό Του: ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Τους είπε δηλαδή ο Κύριος πως τέτοια πίστη δε συνάντησε ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, που έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη πίστη απ’ όλους τους άλλους λαούς στη γη, αφού ο Κύριος τους είχε αποκαλύψει από την αρχή τη δύναμη και την εξουσία Του, τη μέριμνα και την αγάπη Του με αμέτρητα σημεία και θαύματα, καθώς και με τα πύρινα λόγια των προφητών Του. Στον Ισραήλ όμως η πίστη είχε σχεδόν ολότελα αφυδατωθεί, είχε στεγνώσει. Ο εκλεκτός λαός είχε επαναστατήσει ενάντια στον Πατέρα. Τόσο η καρδιά όσο κι ο νους τους τυφλώθηκαν, πέτρωσαν. Ακόμα κι οι απόστολοί Του στην αρχή - για παράδειγμα ο Πέτρος - δεν είχαν τόση πίστη στο Χριστό όση ο Ρωμαίος αυτός αξιωματικός. Ούτε και οι αδελφές του Λάζαρου, που επισκέφτηκε ο Χριστός στο σπίτι τους, ούτε κι οι συγγενείς κι οι φίλοι Του στη Ναζαρέτ, που μεγάλωσαν μαζί.
Τώρα ο Κύριος, που βλέπει με το πνεύμα Του ως τη συντέλεια του κόσμου, προφητεύει τις δυσμενείς εξελίξεις για τους Ιουδαίους, αλλά και τις ευχάριστες ειδήσεις για τον ειδωλολατρικό κόσμο:
«Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η' 11,12). Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε και εκπληρώνεται ως τις μέρες μας στο ακέραιο.
Στα ανατολικά και τα δυτικά των Ιουδαίων ζούσαν ειδωλολατρικοί λαοί. (Ο Θεοφύλακτος λέει: «Ο Κύριος δε λέει “πολλοί ειδωλολάτρες” αλλά “πολλοί...από ανατολών και δυσμών”, αν και είναι φανερό πως εννοούσε τους ειδωλολάτρες. Γιατί δεν κατονομάζει τους ειδωλολάτρες; Για να μη σκανδαλίσει τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό και είπε από ανατολών και δυσμών»). Πολλοί απ’ αυτούς προσήλθαν στην πίστη ως ολόκληρα έθνη, όπως οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, καθώς και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Σε μερικές χώρες ένα μέρος του λαού ασπάστηκε την πίστη, όπως στην Αραβία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Περσία, την Ιαπωνία κ.ά. ενώ οι υιοί της βασιλείας (οι Ιουδαίοι), στους οποίους προσφέρθηκε πρώτα η βασιλεία του Θεού, έμειναν άκαμπτοι στην απιστία τους μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποσπάστηκαν από τις εστίες τους, περιφρονήθηκαν και μισήθηκαν από τους λαούς ανάμεσα στους οποίους έζησαν ως μετανάστες. Η ζωή τους στη γη έγινε σκότος εξώτερον, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων. Στον άλλο κόσμο, στο αθάνατο τραπέζι των προπατόρων τους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θα βρεθούν άλλοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, απ’ όλες τις φυλές και τις γλώσσες, εκτός από τους Ιουδαίους. Σ’ εκείνον τον κόσμο, για τους άπιστους υιούς της βασιλείας θα υπάρξει σκότος, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων.
Ο γεωργός ξεριζώνει και καίει το μαραμένο κλήμα και στη θέση του τοποθετεί βλαστάρια από παλιά κλήματα. Θα ξεχωρίσει τους επαναστατημένους γιούς του ουράνιου Πατέρα Του για πάντα, αιώνια, και θα υιοθετήσει τους μισθωτούς Του. Οι εκλεκτοί Του θα γίνουν απόβλητοι κι οι απόβλητοι εκλεκτοί. Οι πρώτοι θα γίνουν έσχατοι κι οι έσχατοι πρώτοι. Κι ο Ιησούς συνέχισε και είπε στον εκατόνταρχο:
«Και είπεν Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. η' 13). Προφήτευσε πρώτα κι έπειτα έκανε το θαύμα, όχι μόνο για να επιβραβεύσει την πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και για να επιβεβαιώσει την προφητεία Του. Είπε ένα λόγο κι ο δούλος θεραπεύτηκε. Όπως στην πρώτη δημιουργία ο Θεός είπε και εγενήθησαν, έτσι και τώρα στην Καινή Κτίση, ο Κύριος λέει και γίνεται. Ο παράλυτος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει ολόκληρη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεραπεύτηκε και σηκώθηκε αμέσως μ’ ένα θεϊκό λόγο του Σωτήρα μας. Η αρρώστια είναι υπηρέτης του Θεού. Όταν ο Κύριος λέει «πήγαινε», πηγαίνει· όταν λέει «έλα», έρχεται. Ο άρρωστος άνθρωπος έγινε καλά δίχως φάρμακα και αλοιφές, επειδή ο υπηρέτης (η αρρώστια) αναγνώρισε τη φωνή του Αφέντη του κι αναχώρησε. Τα φάρμακα κι οι αλοιφές δε θεραπεύουν. Ο Θεός θεραπεύει. Ο Θεός θεραπεύει είτε άμεσα με το λόγο Του είτε με τα φάρμακα και τις αλοιφές, ανάλογα με την πολλή ή λίγη πίστη του αρρώστου. Δεν υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο φάρμακο για κάθε περίπτωση, που θα μπορούσε να διώξει την αρρώστια και ν’ αποκαταστήσει την υγεία χωρίς τη βοήθεια του Θεού, τη δύναμη, την παρουσία και το λόγο Του.
***
Ας έχει δόξα ο Θεός για τις αμέτρητες θεραπείες που κάνει στους πιστούς με το δυναμικό Του λόγο, τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και σήμερα. Προσκυνούμε τον άγιο και παντοδύναμο λόγο Του, με τον οποίο αναδημιουργεί, θεραπεύει τους αρρώστους, ανασταίνει όσους έπεσαν, δοξάζει τους περιφρονημένους, επιβραβεύει τους πιστούς και προσηλυτίζει τους απίστους. Κι όλ’ αυτά μέσω του Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Του Υιού, του Κυρίου και Σωτήρα μας, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Μαζί με τις χορείες των αγγέλων και των αγίων, προσκυνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3214
Οἱ τῶν καλῶν ἐρῶντες, οὐδὲν ἀπέχουσι τῶν διψώντων, ὦ ἀγαπητοί. Ὅσῳ γὰρ οὐχ εὑρίσκουσι τὸ ζητούμενον, τοσούτῳ πρὸς τὴν δίψαν τῶν ποθουμένων καίονται· καὶ νύκτωρ μὲν φαντάζονται τὰς ποθουμένας, ὡς διψῶντες, πηγάς· μεθ’ ἡμέραν δὲ τόπον ἐκ τόπου περιερχόμενοι, ὅμμασι πολυκινήτοις περιβλεπόμενοι, ζητοῦσι τὰ τῆς καρδίας ποθούμενα. |
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους. Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του. Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν. Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία. Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή. Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, ξεκούρασε τὴν ὅραση του, περισσότερο ὅμως ἀναρρίπισε τὸν πόθο στὴν καρδιά του· «Μπῆκε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχὼ καὶ περιπατοῦσε στὸν δρόμο. Βρῆκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαῖο. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἤθελε πολὺ νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ». Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, τόν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δέν μποροῦσε ὅμως νὰ δῆ ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ ἦταν μικρὸ τὸ ἀνάστημά του. Τρέχει λοιπὸν μπροστά κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ μουριὰ γιὰ νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Ὁ Ζακχαῖος μὲ τὸ μικρὸ ἀνάστημα καὶ τὴν πολλὴ γνώση ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Χριστὸ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους πού χάριζε τὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ δῆ τὸ δημιουργὸ τῶν ἀγγέλων, νὰ δῆ νὰ βαδίζη μὲ βήματα ἀνθρώπου ὁ φωτοδότης τοῦ οὐρανοῦ, ὑπέργειου φωτός. Ζητοῦσε νὰ δῆ πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καθισμένος στὸ νέφος πλημμύρισε μὲ φῶς τῶν πιστῶν τὰ ψυχικὰ μάτια. Ζητοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ Ἰησοῦ, τὸν ὡραῖο, τὸν ποθητὸ, τὸ γλυκύ, ποὺ μὲ τὄνομά του δηλώνει καὶ τὴν πράξη. Νὰ δῆ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἶμα του ἔγινε τὸ τίμημα τῆς οἰκουμένης καὶ τὸ μαλλί του ἔντυσε τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸ βασιλιά του, τὸ πρόβατο τὸ βοσκό του, ὁ παραπλανημένος τὸ δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτῆ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας. Ζητοῦσε νὰ δῆ ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, ὁ πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, ὁ διψασμένος τὴν ζωοδότρα πηγή. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ τὸν ξυπνητὴ τοῦ Λαζάρου. Ὤ, τὸ θεϊκὸ ἔρωτα! Ὤ, τὴν ἐπιθυμία! Ὤ, τὸ χρυσόφτερο ἔρωτα, ἤ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας ποὺ τὸν ἐσήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλα ν’ ἀνεβῆ στὸ δένδρο. Δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἐξακολουθήση νὰ βλέπη τὰ πράγματα τῆς γῆς, οὔτε καὶ νὰ συναστρέφεται τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τὴ θεία ἀγάπη ποθῶντας σρέφει τὸ βλέμμα στὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀπὸ τὰ γήινα τρέχει πρὸς τὰ οὐράνια, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν προθυμία του κι ἀφοῦ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο ἔψαχνε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ φαντασία βρισκόταν στὸν οὐρανό. Κι ὅταν εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸ Χριστὸ τοῦ μίλησε ταιριαστά. Σ’ ἐσένα σήκωσα τὰ μάτια μου ποὺ κατοικεῖς στὸν οὐρανό. Εἶδε τὸν Κύριο ὁ Ζακχαῖος καὶ δυνάμωσε ἡ ἐπιθυμία του περισσότερο. Τὸν ἄγγιξε στὴν ψυχή κι ἔγινε διαφορετικὸς ἄνθρωπος· ἀπὸ τελώνης ζηλωτής, ἀπὸ ἄπιστος πιστός, ἀπὸ λύκος πρόβατο σφραγισμένο γιὰ τὴ σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοια ἐπιθυμία γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ποιός ἀγάπησε τὴ γυναίκα ἤ τὰ παιδιὰ του, ὅπως ὁ Ζαχκαῖος τὸν Κύριο, ὅπως φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ τετραπλάσια ἔδωσε σ’ ὅποιους ἐσυκοφάντησε. Συμπεριφορὰ ἄριστη μαθητοῦ, καὶ δασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμη θεϊκή· ἀπὸ τὴ θέα του μόνο ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖ στὴν πράξη. Κανένα διδακτικό λόγο δὲν εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στὸ Ζακχαῖο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του τραβιόταν ἐπάνω ἡ δύναμη τῆς πίστεως. Παρόμοιο ἔγινε καὶ στὴν αἱμορροοῦσα· ἦρθε κοντὰ στὸν Κύριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὴ θεραπεύση, μὰ δὲ δεχόταν νὰ τοῦ ἀγγίξη τὸ χέρι. Κι ἐκείνη τοῦ ἀγγίζει κρυφά τὴν ἄκρη ἀπ’ τά ροῦχα του. Καὶ τῆς θεραπείας τὴ δύναμη σὰ σφουγγάρι μὲ τὸ ἄγγιγμά της τὴν τράβηξε. Κι ὁ Ζαχκαῖος ἐνεργοῦσε ἀσυναίσθητα, κινημένος ἀπὸ βία θεϊκὴ καὶ ἀπὸ πνευματικὸν ἔρωτα ἀναμμένος ἀνέβαινε στὴ μουριὰ. Ὁ Κύριος ὅμως ἀνακαλύπτοντας κάποιο μυστικὸ τοῦ λέει, κατέβα. Γνώρισα τὴν ψυχή σου, γνώρισα τὸν ἱερὸ ἔρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ὅτι κι ὁ Ἀδὰμ ὅτνα ἔνιωσε τὴ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴ συκιά. Καὶ σὺ ποὺ θέλεις νὰ σωθῆς, μὴν τρέχῃς πάνω στὴ μουριά. Πρέπει νὰ τὴν ξηράνω αὐτὴ τὴ μουριὰ καὶ νὰ φυτέψω ἄλλη, τὸ σταυρό. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ εὐλογημένο δέντρο καὶ σ’ αὐτὸ νὰ ὁδηγῆς τὰ βήματα τῆς ψυχῆς σου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκοντίζεσαι ἀμέσως στὸν οὐρανό. Ἐνῶ στῆς μουριᾶς τὰ φύλλα καὶ τὸ φίδι περιπλέκεται, καὶ σ’ αὐτὴ κρύβεται καὶ σ’ αὐτὴν ἐκλώσσησε τὰ μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτοῦ ἀρχίση νὰ ψιθυρίζη στὴν ψυχή σου, ὅπως καὶ στὴν Εὔα ποὺ τὴν ἔπεισε νὰ δοκιμάση τὴ γλυκειὰ ἡδονή. Κατέβα γρήγορα. Ὅσο στέκομαι ἐγώ, κατέβα ἀπ’ αὐτή· ὅταν τὸ βλέπω ἐγώ, ἐκεῖνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δὲ θέλω νὰ σ’ ἀφήσω πάνω στὴ μουριά, δὲ θέλω νὰ χαθῇς. Δικὸ μου πρόβατο εἶσαι, σ’ ἐμένα ἔτρεξες. Κατέβα γρήγορα καὶ περίμενέ με στὸ σπίτι σου. Πρέπει νὰ ξεκουραστῶ ἐκεῖ. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ ξεκουράζομαι. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ πηγαίνω. Ξαίρω τί θὰ κάμης σὲ λιγο· ξαίρω ὅτι θὰ δώσης ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου στοὺς φτωχοὺς καὶ πρῶτα ὅτι θὰ ἐπιστρέψης τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησες. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους μ’ εὐχαρίστηση φιλοξενοῦμε. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε βιαστικός, πῆγε στὸ σπίτι του κι ὑποδέχτηκε τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γεμᾶτος χαρά, εἶπε ἀφοῦ στάθηκε –οὔτε περπατῶντας, οὔτε καθισμένος ἀλλὰ ἀλλὰ ἀφοῦ στάθηκε, γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀμετάθετη ἀπόφασή του- καὶ ἀφοῦ στάθηκε μίλησε, ὅταν μὲ θερμὴ ψυχὴ κι ἀμεταμέλητη ἀπόφαση ἀποδυόταν στὸν ἀγῶνα. Ἤξαιρε ποῦ σπέρνει καὶ ποῦ ἦταν νὰ θερίση καὶ εἶπε· Δίνω στοὺς φτωχοὺς τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ γυρίζω τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησα. Ὤ ἄδολη ἐξομολόγηση, ποὺ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ καθαρή. Ἐξομολόγηση ἀθάμπτωτη –μπροστὰ στὴν ἀθάμπωτη δόξα τοῦ θεοῦ- πού εἶναι ἡ πίστη ἡ πνοή της κι ἡ δικαιοσύνη τὸ ἄνθος της. Αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης ἄς μᾶς κάμη ἄξιους ὁ Θεὸς τῶν ὅλων μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2012/01/blog-post_2802.html
Η κάθαρση των λεπρών προβάλλεται ως τύπος της πνευματικής καθάρσεως. Γιατί όλοι εμείς ήμασταν λεπρωμένοι, μέχρι που ο Κύριος παρέλαβε την φύση μας και την ελευθέρωσε από την καταδίκη. Ο ευγνώμων από τους δέκα θεραπευθέντες εκπροσωπεί την επιστροφή των Εθνικών, ενώ οι εννέα αγνώμονες είναι οι Ιουδαίοι. Ο ομιλητής παρουσιάζει τον Θεό ως ειρηνάρχη, και τον εαυτό του ως επιστάτη της ειρήνης. «Ταύτης γαρ ένεκα της ειρήνης και ημείς επέστημεν υμίν τη Εκκλησία Χριστού, διάκονοι της αυτού κληρονομιάς και χάριτος». Κλείνει με προτροπή να μη εκπέσομε από την πατρική ευχή ούτε και να απορρίψομε την κληρονομιά του ουράνιου Πατέρα, για να μη χάσομε και την υιοθεσία και την ευλογία και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα.
ΟΜΙΛΙΑ 61η
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
Όπου γίνεται λόγος και για την ειρήνη προς τον Θεό και προς τον εαυτό μας και μεταξύ μας
Όλα τα του παλαιού νόμου ήταν συμβολικά και τυπικά και σκιώδη· γι’ αυτό ο νόμος αυτός θεωρούσε και τη λέπρα εφάμαρτη και μιαρή και αποτρόπαια και ονόμαζε ακάθαρτους τους λεπρούς και τους γονορρυείς και εκείνους γενικά που τους άγγιζαν καθώς και εκείνους που άγγιζαν κάθε νεκρό σώμα, υποδεικνύοντας με αινίγματα την ακαθαρσία εκείνων που αμάρταναν στον Θεό και αυτών που συνέπρατταν με αυτούς και συναναστρέφονταν αυτούς. Και με τους λεπρούς βέβαια υπαινισσόταν τους δολερούς και πανούργους, τους θυμώδεις και μνησίκακους· γιατί όπως η λέπρα καθιστά τραχύ και ποικιλόχρωμο το δέρμα του σώματος, έτσι ο δόλος και η πονηριά και ο θυμός και η οργή καθιστούν ποικίλο και τραχύ το λογιστικό της ψυχής. Με τους λεπρούς λοιπόν υποδήλωνε τα τέτοια πάθη της ψυχής που ήταν πολύ βαρύτερα από τη λέπρα, με τον γονορρυή τον ασελγή, ενώ με εκείνους που εγγίζουν νεκρό σώμα ο νόμος εκείνος ονόμαζε ακάθαρτους εκείνους που σύμφωνα με οποιοδήποτε τρόπο επικοινωνούσαν ή και συναναστρέφονταν τους αμαρτωλούς.
Αφού λοιπόν ο Κύριος φάνηκε επάνω στη γη ως άνθρωπος από απερίγραπτο πέλαγος ευσπλαγχνίας, για να θεραπεύσει τις ψυχικές νόσους μας και να εξαλείψει την αμαρτία του κόσμου, θεράπευσε και αυτές τις ασθένειες, τις οποίες ο νόμος ονόμαζε ακαθαρσίες, ώστε, αν κάποιος νομίσει ότι εκείνα είναι πραγματικά ακαθαρσία και αμαρτία, να ομολογήσει τον Θεό που λυτρώνει τους ανθρώπους από αυτά, αν πάλι καλώς νομίσει ότι εκείνα είναι σύμβολα της πραγματικής ακαθαρσίας και αμαρτίας, να καταλάβει από τα τελούμενα εκ μέρους του Χριστού γύρω από αυτά τα σύμβολα, ότι αυτός ο ίδιος είναι που και την αμαρτία του κόσμου συγχώρησε και μπορεί να την καθαρίσει. Είναι δυνατό όμως να πούμε και κάτι άλλο, καλά και αληθινά, όπως εγώ νομίζω· ότι, όπως ο Κύριος παραγγέλλει σ’ εμάς να ζητούμε τα πνευματικά (γιατί λέγει, «ζητείτε τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του»), και όταν εμείς ζητούμε αυτά τα ψυχωφελή και σωτήρια, εκείνος υπόσχεται να δώσει και τα σωματικά, λέγοντας, «και όλα αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς», έτσι και αυτός, αφού έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ευδόκησε, στη δική μας μηδαμινότητα, για να καθαρίσει τις αμαρτίες μας, χαρίζει επιπρόσθετα και την ανόρθωση των χωλών και την ανάβλεψη των τυφλών και την κάθαρση των λεπρών, και γενικά θεραπεύει κάθε νόσο του σώματός μας και κάθε αδυναμία, γιατί είναι πλούσιος σε ευσπλαγχνία.
Όπως λοιπόν ο ευαγγελιστής Λουκάς θα πει σήμερα, «ενώ ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα και εισερχόταν σε κάποια πόλη, κατά την πορεία του συνάντησαν τον Κύριο δέκα λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά και ύψωσαν φωνή». Σωστά επισημαίνει ο ευαγγελιστής ότι οι λεπροί τον συνάντησαν όχι όταν μπήκε, αλλ’ όταν έμπαινε στην πόλη, γιατί απομακρύνονταν και από τις πόλεις και από τα χωριά ως ακάθαρτοι και ζούσαν γύρω από αυτές. Αλλά και «στάθηκαν μακριά»· γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε έξω να αναμιγνύονται αυτοί με τους υγιείς. Ύψωσαν όμως και τη φωνή, δηλαδή φώναξαν, εξ αιτίας του μήκους της αποστάσεως, λέγοντας, «Ιησού, επιστάτη, ελέησέ μας». Πρόσεχε το πάθος, πρόσεχε το αίσχος, πρόσεχε το άσχημο και βδελυρό και αφύσικο άνθος· γιατί τέτοιο είναι η λέπρα· πρόσεχε την εκτροπή της φύσεως, την αποστροφή των ανθρώπων, την απαρηγόρητη απομόνωση, και δείχνοντας έλεος πρόσφερε τη θεραπεία. «Ιησού, επιστάτη, ελέησέ μας». Φαίνεται βέβαια ότι η φωνή των λεπρών είναι αξιολύπητη, δεν είναι όμως αληθινά πιστών και συνετών ανθρώπων γιατί τον αποκαλούν, επιστάτη, πράγμα που δεν συνηθίζεται να λέγεται για πρόσωπα που είναι εξουσιαστικά και δεσπόζουν κυριαρχικά. Είναι όμως η δέηση ανθρώπων που ελπίζουν ότι θα δεχθούν τη θεραπεία, πράγμα που δεν είναι συνετής διάνοιας, αν αυτός που μπορεί, και μάλιστα από μακριά, να προσφέρει την κάθαρση σε δέκα λεπρούς, δεν είναι Θεός.
Ο Κύριος όμως, επειδή σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρεπόταν στους λεπρούς να συναναστρέφονται τα γύρω του πλήθη, ώστε με τη διδασκαλία και τα θαύματα να οδηγηθούν προς την πίστη, τους προσφέρει το έλεος δωρεάν και τους καθαρίζει από τη λέπρα, ώστε, απαλλασσόμενοι από το κώλυμα για συναναστροφή μαζί του, να μπορούν και να συνυπάρχουν και να βελτιώνονται. Και τους καθαρίζει πώς; Λέγοντας προς αυτούς, «πηγαίνετε, δείξατε τους εαυτούς σας στους ιερείς· ενώ πήγαιναν εκεί, καθαρίσθηκαν», γιατί εκείνος που εξουσιάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς του πρόσταξε να μεταβούν και, επειδή υπάκουσαν, χορήγησε και την κάθαρση. Όπως δηλαδή ο δεσπότης του νόμου, εφαρμόζοντας για χάρη μας το νόμο, δεν προσκάλεσε κοντά του τους λεπρούς, ούτε τους άφησε να τον εγγίσουν, έτσι και μετά το λύγισμά του στις ελεεινές φωνές εκείνων, παρέχοντας τη θεραπεία, τους στέλλει προς τους ιερείς πάλι σύμφωνα με τον νόμο. Γιατί ο νόμος αυτός πρόσταζε να μη δίνει τη μαρτυρία μόνος του ο λεπρός που καθαρίσθηκε, αλλά να προσέρχεται στους ιερείς και να δείχνει στους οφθαλμούς εκείνων κάθε μέλος του σώματός του και από εκείνους να παίρνει τη διαβεβαίωση, ώστε να θεωρείται καθαρός.
Επειδή όμως η λέπρα υπαινίσσεται την αμαρτία, η επίδειξη στους ιερείς δείχνει οπωσδήποτε τούτο, ότι κανείς από αυτούς που αμαρτάνουν στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετάνοιας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του τη συγχώρηση και να συμβρίσκεται με τους ανεύθυνους, εάν δεν μεταβεί προς εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και δεν δείξει σ’ αυτόν την λεπρωμένη ψυχή του με την εξομολόγηση και δεχθεί από εκείνον τη διαβεβαίωση τής συγχωρήσεως. Αυτός λοιπόν που εκτελεί και τις συμβολικές πράξεις του νόμου για μας, στέλλει για τον ίδιο λόγο και τους λεπρούς στους ιερείς για να ελεγχθούν, οικονομώντας και κάτι επί πλέον γιατί ήταν ικανό το θαύμα ν’ απαλλάξει ακόμη και τους ιερείς από την προς αυτόν απιστία. Πράγματι κάποτε λεπρώθηκε και η αδελφή του Μωυσή Μαριάμ, για αιτία που δεν είναι καιρός να την πούμε τώρα, αλλ’ οπωσδήποτε λεπρώθηκε· και ο Μωυσής που δοκίμασε τρομερό πόνο από το πάθος ζητούσε με την προσευχή τη θεραπεία της αδελφής του από τον Θεό· και την έλαβε βέβαια, αλλ’ έπειτα από επτά ημέρες.
Προσέξτε λοιπόν πόση υπεροχή προσμαρτυρεί το θαύμα στον Χριστό έναντι του Μωυσή. Γιατί αυτός στον λεπρό που του είπε, «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις», απάντησε, «θέλω, καθαρίσου», και αμέσως τον απάλλαξε από τη λέπρα, ενώ εδώ έδωσε τη θεραπεία σε δέκα λεπρούς που ζήτησαν από μακριά την κάθαρση, χωρίς καν να πει τίποτε, αλλά μόνο με τη συγκατάνευσή του. Άρα δεν είναι φανερό σε όλους όσοι έχουν νου, ότι αυτός είναι εκείνος στον οποίο προσευχόταν ο Μωυσής και τον οποίο ικέτευε ως Θεό να συγκατανεύσει στην κάθαρση της Μαρίας; Γι’ αυτό λοιπόν οι τόσοι αυτοί λεπροί που καθαρίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο αποστέλλονταν στους ιερείς, για να γνωρίσουν και αυτοί μέσω του θαύματος τη δύναμη του Χριστού, και αφού μάθουν από τους λεπρούς ότι ήρθαν να εκπληρώσουν τον νόμο σύμφωνα με τη γνώμη εκείνου που έχει τόση δύναμη, να καταλάβουν ότι εκείνου γνώμη είναι και ο δοσμένος μέσω του Μωυσέως νόμος, και έτσι να πιστέψουν στον ένα αυτό Θεό, που είναι ο ίδιος, και του νόμου και της χάριτος, και να οδηγήσουν αυτοί τελειότερα τους καθαρισμένους λεπρούς προς την πίστη σ’ αυτόν. Γιατί έτσι έπρεπε, αν και εκείνοι χωρίς σύνεση έπρατταν τα αντίθετα. Μολονότι λοιπόν εκείνοι έπρατταν τ’ αντίθετα, αλλ’ ο Χριστός δεν παρέλειπε ποτέ τίποτε από όσα τους είλκυαν προς τη σωτηρία· γιατί έχει αδαπάνητη και ανίκητη την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί η μακροθυμία εκείνου με την κακία αυτών.
Αλλά, καθώς οι λεπροί, πηγαίνοντας προς τους ιερείς, θεραπεύθηκαν στο δρόμο, «ένας από αυτούς, αφού είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό μεγαλόφωνα και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του για να τον ευχαριστήσει· κι αυτός ήταν Σαμαρείτης». Σωστά είπε ο Ψαλμωδός προφήτης για το τότε γένος των Ιουδαίων, ότι «δεν υπήρχε άνθρωπος που να καταλαβαίνει, που να επιζητεί τον Θεό· όλοι παρεξέκλιναν, όλοι αχρειώθηκαν». Πράγματι, αν αυτοί οι εννέα, που τόση ευεργεσία πέτυχαν από τον Χριστό και τέτοιο θαύμα είδαν επάνω τους, δεν κατάλαβαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, δεν επέστρεψαν για να τον αναζητήσουν, δεν απέδωσαν τη μεγαλύτερη δοξολογία ούτε την ευχαριστία, τί είναι φυσικό να σκεφθούμε για τους άλλους; Αλλ’ ο Σαμαρείτης, ο Ασσύριος κατά το γένος (γιατί από αυτούς προερχόταν η σαμαρειτική αποικία), που ήταν ένας από αυτούς, όταν είδε το θαύμα και την ποθητή ευεργεσία που πέτυχε, κατανόησε αυτήν και τελειώθηκε ως προς την πίστη, και αφού επέστρεψε, λέγει και εκτελεί λόγια και πράγματα ευγνωμοσύνης και πίστεως, πέφτοντας δημόσια με το πρόσωπο στα πόδια του ευεργέτη και δοξάζοντας ως Θεό αληθινόν αυτόν που του χάρισε την κάθαρση. Και ο Κύριος λέγει προς τους παραβρισκόμενους· «δεν καθαρίσθηκαν οι δέκα; που είναι οι εννέα; Δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να επιστρέψουν για να δοξολογήσουν τον Θεό;», αν και βέβαια γι’ αυτό θεράπευσε και αυτούς, για να λάβουν την άδεια να συμβιώνουν και με τους γύρω από αυτόν και να κερδίσουν τη θεραπεία των ψυχών και να δοξάσουν τον ιατρό και των ψυχών και των σωμάτων· εκείνοι όμως δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό.
Αλλά τί πάθος αληθινά! Γιατί αυτό μπορεί κανείς να δει να πάσχομε και εμείς τώρα. Αφού καθαρισθήκαμε από τον Χριστό απ’ εκείνη την πρώτη κατάρα, που ήταν απλωμένη πάνω μας σαν λέπρα, και πιο βλαβερή και πιο σιχαμερή από κάθε λέπρα, καθόσον το πάθος εκτός από το σώμα διέβαινε και στην ψυχή· αφού καθαρισθήκαμε λοιπόν απ’ αυτήν μέσω του Χριστού, και ελάβαμε πάλι από εκείνον καθαρή τη φύση μας σαν από την αρχή, δεν προσκολλώμαστε σ’ αυτόν με ενάρετη ζωή προσφέροντάς του δόξα, αλλά απομακρυνόμαστε πάλι από αυτόν με επάρατα και παράνομα έργα, όπως λέγει προς αυτόν ο Δαβίδ· «δεν θα παραμείνουν παράνομοι μπροστά στα μάτια σου». Γι’ αυτό πάλι ο Κύριος, ελεεινολογώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους και θρηνώντας κατά κάποιο τρόπο εκείνους και εμάς τους έπειτα από εκείνους όμοιους με εκείνους, όπως προς τον Αδάμ, όταν εξέπεσε από τη θεία εκείνη δόξα, έλεγε, «Αδάμ, πού είσαι;», έτσι έπειτα λέγει και προς αυτούς· «οι εννέα όμως πού είναι; δεν έκριναν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό, παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;». Λέγοντας όμως, «παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός», δείχνει την αχαριστία και σκληροκαρδία του γένους των Ιουδαίων, και ότι τα έθνη ήταν έτοιμα για επιστροφή, ενώ οι Ιουδαίοι ήταν τελείως αμετανόητοι προς σωτηρία. Γι’ αυτό και σ’ αυτόν που επέστρεψε με ευγνωμοσύνη χάρισε δίκαια και την ψυχική σωτηρία, που προτυπώνει τη σωτηρία των εθνών μέσω της πίστεως, λέγοντάς του· «σήκω και πήγαινε· η πίστη σου σ’ έσωσε· ζήσε με ειρήνη», ενώ εκείνους που δεν επέστρεψαν, αφού τους κατηγόρησε μόνο για τη σιωπή, έδειξε ότι απέτυχαν ως προς την ψυχική σωτηρία.
Μοιάζουν βέβαια οι δέκα αυτοί λεπροί με ολόκληρο το γένος των ανθρώπων γιατί όλοι μας ήμασταν λεπρωμένοι, αφού όλοι υποπέσαμε στην αμαρτία, όπως λέγει ο θείος Παύλος, «όλοι αμάρτησαν και στερούνται τη δόξα του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν με τη χάρη αυτού». Όλοι λοιπόν ήμασταν έτσι λεπρωμένοι, αφού όμως κατέβηκε ο Κύριος από τους ουρανούς και έλαβε τη φύση μας, την ελευθέρωσε από την καταδίκη για την αμαρτία. Αλλά οι Ιουδαίοι βέβαια φάνηκαν αγνώμονες απέναντι σ’ αυτήν την ευεργεσία, όσοι όμως από τους Εθνικούς επέστρεψαν από τον μάταιο δρόμο τους και από τα προηγούμενα πονηρά ήθη τους και πρόσφεραν δόξα στον Θεό, όχι ομολογώντας απλώς τη σωτηρία και ανακηρύσσοντας το μέγα έλεος εκείνου που από το απέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τον εαυτό του μέχρι σε μας, αλλά και πείθονται στις εντολές του και ζουν σύμφωνα με αυτές και με τη διαγωγή αυτή βαδίζουν προς ειρήνη, δηλαδή ειρηνεύουν προς τους εαυτούς τους και μεταξύ τους και προς τον Θεό. Και ειρηνεύουν προς τον Θεό εκτελώντας τα ευάρεστα σ’ αυτόν, ζώντας με σωφροσύνη, λέγοντας την αλήθεια, και πράττοντας τα δίκαια, «επιδιδόμενοι σε προσευχές και δεήσεις», «υμνώντας και ψάλλοντας με τις καρδιές μας», και όχι μόνο με τα χείλη· προς τους εαυτούς μας ειρηνεύομε υποτάσσοντας τη σάρκα στο πνεύμα και ακολουθώντας τον σύμφωνα με τη συνείδηση τρόπο ζωής και έχοντας τον εσωτερικό μας κόσμο των λογισμών κινούμενον με κοσμιότητα και ευγένεια· μεταξύ μας τέλος ειρηνεύομε «ανεχόμενοι ο ένας τον άλλο και χαρίζοντας την κατηγορία που έχει κάποιος σε βάρος άλλου, όπως και ο Χριστός μας χάρισε, και δείχνοντας την μεταξύ μας ευσπλαγχνία με την αγάπη ο ένας προς τον άλλο, όπως και ο Χριστός από μόνη την προς εμάς αγάπη μας ελέησε και κατέβηκε μέχρι σε μας για χάρη μας.
Ας ειρηνεύομε και εμείς λοιπόν, αδελφοί, παρακαλώ, και ας δείχνομε αυτή την ειρήνη με έργα και τρόπους ενάρετους και αγαπητούς στον Θεό· γιατί εξ αιτίας αυτής της ειρήνης και εμείς ήρθαμε σε σας, στην Εκκλησία του Χριστού, έχοντας ορισθεί από αυτόν διάκονοι της κληρονομιάς και χάριτός του, και πάνω από όλα ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την ειρήνη σύμφωνα με την προς εμάς παραγγελία του Σωτήρα μας μέσω των Αποστόλων, και με αυτήν συνάγομε τα σκορπισμένα μέλη προς τον εαυτό τους και την από το μίσος προκαλούμενη ασθένεια και καχεξία την βγάζομε έξω από τις ψυχές μας.
Είμαστε λοιπόν μαζί σας με τη χάρη του Χριστού και είμαστε πρεσβευτές του Χριστού, αφού αυτός παρακαλεί με ενδιάμεσους εμάς, «συμφιλιωθείτε με τον Θεό», γνωρίσατε την μεταξύ σας συγγένεια που ενυπάρχει σε σάς, όχι μόνο ως προς την ψυχή, αλλά και ως προς το σώμα, γιατί έτσι θα γίνετε και της ειρήνης, δηλαδή του Θεού, υιοί και κληρονόμοι. Γιατί αυτός είναι η ειρήνη μας, που έκαμε τα δυο ένα και διέλυσε τον μεσότοιχο φράκτη και κατέλυσε με τον σταυρό την έχθρα και φύτευσε την ειρήνη μέσα στις ψυχές μας. Γιατί ολόκληρο το έργο της παρουσίας του είναι η ειρήνη, και γι’ αυτήν έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ προείπε γι’ αυτόν, «στις ημέρες του θ’ ανατείλει δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης», και σε άλλον ψαλμό λέγει πάλι γι’ αυτόν, «θα λαλήσει ειρήνη προς τον λαό του και προς αυτούς που επιστρέφουν την καρδιά τους σ’ αυτόν». Δείχνει όμως και ο ύμνος που ψάλθηκε κατά τη γέννησή του από τους αγγέλους, ότι ήρθε σ’ εμάς φέροντάς μας από τον ουρανό την ειρήνη, λέγοντας, «δόξα στον Θεό στα ουράνια και πάνω στη γη ειρήνη». Και αυτός ο ίδιος, όταν ολοκλήρωνε ήδη την σωτηριώδη οικονομία, αντί κληρονομιάς, την ειρήνη άφησε στους μαθητές του, λέγοντας προς αυτούς· «σας δίνω την ειρήνη μου, σας αφήνω την ειρήνη μου». Και πάλι· «να ειρηνεύετε μεταξύ σας και με όλους»· και επίσης· «από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είσθε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Και η τελευταία προσευχή που έκανε για μας όταν ανέβαινε προς τον Πατέρα του στηρίζει την αναμεταξύ μας αγάπη· γιατί λέγει· «βοήθησέ τους, Πατέρα, ώστε όλοι να είναι ένα».
Να μη εκπέσομε λοιπόν από την πατρική προσευχή, ούτε να απορρίψομε την κληρονομιά του ουράνιου Πατέρα, ούτε τη σφραγίδα και το σημάδι της προς αυτόν οικειότητας να πετάξομε, για να μη χάσομε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς αυτόν μαθητεία και εκπέσομε από την επηγγελμένη ζωή και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα του ειρηνάρχη Πατέρα, ο οποίος, για να μη πάθομε αυτό, απέστειλε μέσω των αγίων μαθητών και Αποστόλων του την ειρήνη σ’ όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και αυτοί και στις ομιλίες τους και στα συγγράμματά τους αυτήν προβάλλουν στους προλόγους τους πριν από όλους τους λόγους, «χάρη σε σας και ειρήνη από τον Θεό». Αυτήν και εμείς ως υπηρέτες της διακονίας εκείνων και τώρα ευαγγελιζόμαστε και μαζί με τον Παύλο λέμε σ’ εσάς, «να επιδιώκετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, χωρίς την οποία κανένας δεν θα δει τον Κύριο». Από μας όμως κανένας να μη αποτύχει στη θέα του Κυρίου, ούτε να εκπέσει από τη θεία δόξα την εκπεμπόμενη από εκεί, αλλά, αφού όλοι συμφιλιωθούμε και συναχθούμε σ’ ένα με την μεταξύ μας κατά Θεόν ειρήνη και αγάπη και ομόνοια, να έχομε στο μέσο μας σύμφωνα με τη γλυκειά παραγγελία του τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που εξομαλύνει τις δυσκολίες του παρόντος βίου, και στον κατάλληλο καιρό χαρίζει την αιώνια ζωή και δόξα και βασιλεία.
Αυτήν είθε να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλανθρωπία του ειρηνάρχη και ειρηνόδωρου Θεού και Πατέρα μας και Κυρίου Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες αιώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2999
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...