Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦτόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε. Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών,ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πούπροσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.
Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ• εἰςὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δένἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναιἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νάπαραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τάἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»• τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τόδυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καίαὐτό πού ἔχει».
Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τόχάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στόσκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».
Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τήσωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶςἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δένὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καίπροθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιάνά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.
Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.
Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καίἑκούσια;
Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦΧριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷμέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).
Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτιἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσαἘκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καίἘκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τόκακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τήγλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).
Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦτανἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπόἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέκαταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.
Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.
Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θάμπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦΧριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καίσύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃςὅπως ἐκεῖνος.
Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάειἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦΧριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.
Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέκατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;
Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότιἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁΚριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.
Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότιἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα «κατ᾽ οἰκονομίαν». Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισεὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά «ὡς μέτρον» καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.
Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσαὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοιἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του; Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νάγίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.
Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούςἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας ἸησοῦΧριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία ΟΗ’)
ΠΗΓΗ: http://nefthalim.blogspot.gr/2013/02/blog-post_222.html
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Τοῦ Ἁγίου: Β΄ Τιμ. β΄ 1-10
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Τῆς Κυριακῆς: Ματθ. κε΄ 14-30
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
1. Ταλαντοῦχοι
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς παρουσιάζει τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. Ἕνας ἄνθρωπος – πλούσιος ἄρχοντας – ἐπρόκειτο νὰ φύγει γιὰ μακρινὸ ταξίδι. Κάλεσε λοιπὸν τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ ὑπάρχοντά του, μοιράζοντάς τους διαφορετικὸ ποσὸ ταλάντων γιὰ νὰ τὰ διαχειρίζονται ὅσο θὰ ἀπουσίαζε. (Ἕνα τάλαντο ἀντιστοιχεῖ σὲ συγκεκριμένο βάρος χρυσοῦ).
Τὰ τάλαντα αὐτὰ τῆς παραβολῆς συμβολίζουν τὰ χαρίσματα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ πρόοδος στὰ γράμματα, οἱ εἰδικὲς γνώσεις καὶ οἱ τεχνικὲς ἱκανότητες, μιὰ ἰδιαίτερη ἔφεση σὲ κάποια ἐπιστήμη, στὴ μουσική, στὴν τέχνη ἢ σὲ κάποιο ἐπάγγελμα. Ἐπιπλέον ὑπάρχουν πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα ποὺ κρύβει ἡ προσωπικότητα τοῦ καθενός: Ἄλλος ἔχει ἡγετικὸ χάρισμα, ἄλλος ἔχει ἱκανότητα στὸ λόγο, ἄλλος ἔχει σύνεση, ἄλλος αὐθορμητισμό, ἄλλος εἶναι ὀργανωτικός, ἄλλος ἐνθουσιώδης καὶ τολμηρός.
Ὅπως κανεὶς δοῦλος τῆς παραβολῆς δὲν ἔμεινε χωρὶς τάλαντο, ἔτσι καὶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μένει χωρὶς κάποιο θεϊκὸ δῶρο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε χαρίσματα. Καὶ τὸ κάθε χάρισμα μᾶς τὸ δίνει ὁ ἅγιος Θεὸς μὲ σκοπὸ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶτὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
2. Άδικη ἢ δίκαιη κατανομή;
Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν δίνει σὲ ὅλους οὔτε τὸν ἴδιο ἀριθμό, οὔτε τὸ ἴδιο εἶδος ἀπὸ τάλαντα. Ἐκεῖνος ὡς παντογνώστης γνωρίζει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ καθενός, Ἐκεῖνος γνωρίζει καὶ τὶς ἀνάγκες μας καὶ δίνει «ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν». Στὴν παραβολὴ διαβάζουμε ὅτι στὸν ἕνα δοῦλο ἔδωσε πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλο δύο, στὸν ἄλλο ἕνα.
Διαφορετικοὶ ἄνθρωποι, διαφορετικὰ χαρίσματα. Χαρίσματα τὰ ὁποῖα διανέμει ὁ Θεὸς κατὰ τὴ δική Του ἀλάνθαστη κρίση καὶ ἄπειρη σοφία ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν ἔχει παράπονο, κανεὶς νὰ μὴν αἰσθάνεται ὅτι ὑστερεῖ καὶ νὰ νιώθει μειονεκτικά. Ἄλλωστε ἡ κοινωνία προκειμένου νὰ ἀπαρτίζει ἕνα ἁρμονικὸ σύν ολο, χρειάζεται τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του. Μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε τὸ σῶμα νὰ ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ χέρια ἢ μόνο ἀπὸ μάτια;
Ἂς μὴν παραπονιόμαστε λοιπὸν γιὰ τὴν δῆθεν ἄνιση κατανομὴ κι ἂς μὴ ζηλεύουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ χαρίσματά τους. Μιὰ τέτοια ζηλότυπη στάση μόνο δυστυχία μπορεῖ νὰ προκαλέσει στὴ ζωή μας. Ἀντίθετα, ἂν ἀνακαλύψουμε ὁ καθένας τὰ δικά του χαρίσματα καὶ ἐρ γαστοῦμε γιὰ τὴν ἀξιοποίησή τους, τότε κι ἐμεῖς προσωπικὰ θὰ χαιρόμαστε, ἀλ λὰ καὶ στὸν πλησίον μας θὰ εἴμαστε εὐ εργετικοί.
3. Θὰ δώσουμε λόγο
Ὅπως ἀναφέρεται στὴν παραβολή, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἐπέστρεψε ὁ ἄρχοντας αὐτὸς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς δούλους του νὰ τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμὸ γιὰ τὸ πῶς ἀξιοποίησαν τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς εἶχε ἐμπιστευθεῖ.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ δὲν πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ξεχνοῦμε ὅτι κάποτε ὅλοι θὰ κληθοῦμε νὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὸ πῶς πε-ράσαμε τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ ζωὴ τοὺς ἀνήκει καὶ δὲν ἔχουν νὰ δώσουν λόγο σὲ κανέναν... Πόσο λάθος κάνουν! Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι δική μας! Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης δῶρο δικό Του εἶναι καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Εἶναι τάλαντα. Γιὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ θεϊκὰ δῶρα θὰ δώσουμε λόγο. Θὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα τῆς Τελικῆς Κρίσεως καὶ τότε θὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιοποιήσαμε ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
4. Η τιμωρία τῆς ὀκνηρίας
Ὁ ἄρχοντας τῆς παραβολῆς ἐπιβράβευσε τοὺς δούλους ποὺ ἐργάστηκαν καὶ πολλαπλασίασαν τὰ τάλαντά τους. Τιμώρησε ὅμως αὐστηρὰ τὸν δοῦλο ποὺ ἔφερε πίσω τὸ ἕνα τάλαντο ποὺ εἶχε λάβει.
Κάνει ἐντύπωση αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ τιμωρία. Ὁ δοῦλος αὐτὸς δὲν ἔχασε τὸ τάλαντο τοῦ κυρίου του οὔτε τὸ σπατάλησε. Τοῦ τὸ ἔφερε πίσω ἀκέραιο. Δὲν ἔκανε λοιπὸν κάτι κακό‧ οὔτε ὅμως ἔκανε καὶ κάποιο καλό· καὶ γι’ αὐτὸ τιμωρεῖται.
Μποροῦσε νὰ ἐργαστεῖ, καὶ δὲν ἐργάστηκε. Γιὰ τὴν ἀδράνεια καὶ τὴν ὀκνηρία του αὐτὴ εἶναι ἄξιος καταδίκης. Ἔτσι ὁ Κύριος ἐπαινεῖ μὲν τὴν προθυμία καὶ ἀμείβει τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν ἐργατικότητα τῶν δύο δούλων, τιμωρεῖ ὅμως παραδειγματικὰ τὴ ραθυμία καὶ τὴν ἀδιαφορία τοῦ ἄλλου δούλου.
΄Ἂς διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ κι ἂς ἐργαστοῦμε φιλότιμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε τὰ τάλαντα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν» στὸ φοβερὸ βῆμα τῆς παγκοσμίου Κρίσεως
ΠΗΓΗ: Ο ΣΩΤΗΡ,1/2/2013
α΄. Πάλιν τὴν αἰτίαν τίθησιν ὁ εὐαγγελιστής, δι’ ἥν ἔδει σιγῆσαι, καὶ τὴν θρασύτητα τὴν ἐκείνων κἀντεῦθεν ἐνδείκνυται. Πῶς καὶ τίνι τρόπω; Ὅτι ἐπιστομισθέντων ἐκείνων οὗτοι πάλιν ἐπιτίθενται. Δέον γὰρ κἀντεῦθεν ἡσυχάζειν, οἱ δὲ ἐπαγωνίζονται τοῖς προτέροις, καὶ προβάλλονται τὸν νομικόν, οὐ μαθεῖν βουλόμενοι, ἀλλὰ ἀπόπειραν ποιούμενοι· καὶ ἐρωτῶσι, Ποία ἐντολὴ πρώτη; Ἐπειδὴ γὰρ ἡ πρώτη αὕτη ἦν, τὸ, Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου· προσδοκῶντες τινα λαβὴν παρέξειν αὐτοῖς, ὡς ἐπιδιορθωσόμενον αὐτήν, διὰ τὸ καὶ αὐτὸν δεικνύναι ἑαυτὸν Θεὸν, προβάλλονται τὴν ἐρώτησιν. Τί οὖν ὁ Χριστός; Δεικνὺς ὅθεν ἦλθον ἐπὶ ταῦτα, ἀπὸ τοῦ μηδεμίαν ἔχειν ἀγάπην, ἀπὸ τοῦ φθόνῳ τήκεσθαι, ἀπὸ τοῦ ζυλοτυπίᾳ ἁλίσκεσθαι φησίν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου· αὕτη πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία ταύτῃ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Διατὶ δέ, Ὅμοια ταύτης; Ὅτι αὕτη ἐκείνην προοδοποιεῖ, καὶ παρ’ αὐτῆς συγκροτεῖται πάλιν. Πᾶς γαρ ὁ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς· καὶ πάλιν· Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. Καὶ τὶ ἀπὸ τούτου; Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασι. Καὶ πάλιν· ‘Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν τῆς πίστεως· καί, Ὁ ἀγαπῶν με, τὰς ἐντολάς μου τηρήσει. Αἱ δὲ ἐντολαὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ κεφάλαιον αὐτῶν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν. Εἰ τοίνυν τὸ ἀγαπᾷν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷν τὸν πλησίον ἐστίν· Εἰ γὰρ φιλεῖς με, φησίν, ὧ Πέτρε, ποίμανε τὰ πρόβατά μου· τὸ δὲ ἀγαπᾷν τὸν πλησίον τῶν ἐντολῶν ἐργάζεται φυλακήν, εἰκότως φησίν· Ἐν ταύταις ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Διὰ δὴ τοῦτο ὅπερ ἔμπροσθεν ἐποίησε, τοῦτο καὶ ἐνταῦθα ποιεί. Καὶ γὰρ ἐκεῖ ἐρωτηθεὶς περὶ τρόπου ἀναστάσεως, καὶ ἀνάστασιν ἐδίδαξε, πλέον οὗ ἐπύθοντο παιδεύων αὐτούς· καὶ ἐνταῦθα τὴν πρώτην ἐρωτηθείς, καὶ τὴν δευτέραν λέγει, οὐ σφόδρα ἐκείνης ἀποδέουσαν (δευτέρα μὲν γάρ, ὁμοία δὲ ἐκείνης)· αἰνιττόμενος αὐτοῖς , ὅθεν ἡ ἐρώτησις γέγονεν, ὅτι ἐξ ἀπεχθείας. Ἡ γὰρ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ. Ἀπὸ τούτου δείκνυσιν ἑαυτὸν καὶ τῷ νόμῳ καὶ τοῖς προφήταις πειθόμενον. Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν ὁ μὲν Ματθαῖός φησιν, ὅτι πειράζων ἠρώτησεν, ὁ δὲ Μάρκος τοὐναντίον; Εἰδώς γάρ, φησίν, ὁ Ἰησοῦς, ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὐκ ἐναντιούμενοι ἑαυτοῖς, ἀλλὰ καὶ σφόδρα συνάδοντες. Ἠρώτησε μὲν γὰρ πειράζων παρὰ τὴν ἀρχήν· ἀπὸ δὲ τῆς ἀποκρίσεως ὠφεληθεὶς ἐπῃνέθη. Οὐδὲ γὰρ παρὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὸν ἐπήνεσεν· ἀλλ’ ὅτε εἶπεν, ὅτι τὸ ἀγαπᾷν τὸν πλησίον πλέον ἐστὶ τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τότε φησίν· Οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας· ὅτι τῶν ταπεινῶν ὑπερεῖδε, καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς ἀρετῆς κατέλαβε. Καὶ γὰρ πάντα ἐκεῖνα διὰ τοῦτο, καὶ τὸ Σάββατον καὶ τὰ λοιπά. Καὶ οὐδὲ οὕτως αὐτῷ ἀπηρτισμένων τὸν ἔπαινον συνέθηκεν, ἀλλ’ ἔτι λείποντα. Τὸ γὰρ εἶπεῖν, Οὐ μακρὰν εἶ, δείκνυσιν ἔτι ἀπέχοντα, ἵνα ζητήσῃ τὸ λεῖπον. Εἰ δὲ εἰπόντα αὐτόν, ὅτι Εἷς ἐστιν ὁ Θεὸς, καὶ πλὴν αὐτοῦ οὐ ἔστιν ἄλλος, ἐπήνεσε, μὴ θαυμάσῃς· ἀλλὰ καὶ ἐντεῦθεν κατάμαθε, πῶς πρὸς τὴν ὑπόληψιν ἀποκρίνεται τῶν προσιόντων, Κἄν γὰρ μυρία περὶ τοῦ Χριστοῦ λέγωσιν ἀνάξια τῆς δόξης αὐτοῦ, ἀλλὰ τοῦτό γε οὐ τολμήσουσιν εἰπεῖν, ὅτι καθόλου οὐκ ἔστι Θεός. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐπαινεῖ τὸν εἰρηκότα, ὅτι πλὴν τοῦ Πατρὸς οὐκ ἔστιν ἄλλος Θεός; Οὐχ ἑαυτὸν ἐξάγων τοῦ Θεός εἶναι· ἄπαγε· ἀλλὰ ἐπειδὴ οὐδέπω καιρὸς ἦν ἐκκαλύψαι αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἐκεῖνο ἀφίησιν ἐπὶ τοῦ προτέρου δόγματος μένειν, καὶ ἐπαινεῖ τὰ παλαιὰ εἰδότα καλῶς, ὥστε ἐπιτήδειον αὐτὸν καὶ πρὸς τὴν τῆς Καινῆς ποιῆσαι διδασκαλίαν, κατὰ καιρὸν αὐτὴν εἰσάγων. Ἄλλως δὲ καὶ τὸ, Εἶς Θεὸς, καὶ πλὴν αὐτοῦ οὐκ ἔστι· καὶ ἐν τῇ Παλαιᾷ καὶ πανταχοῦ, οὐ πρὸς ἀθέτησιν τοῦ Υἱοῦ, ἀλλὰ πρὸς ἀντιδιαστολὴν εἴρητ αι τῶν εἰδώλων. Ὥστε τοῦτον ἐπαινῶν οὕτως εἰρηκότα, ταύτῃ ἐπαινεῖ τῇ γνώμῃ. Εἶτα ἐπειδὴ ἀπεκρίθη, καὶ ἀντερωτᾷ· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; Τίνος υἱὸς ἔστι; Λέγουσιν αὐτῷ, Τοῦ Δαυΐδ. Ὅρα μετὰ πόσα θαύματα, μετὰ πόσα σημεῖα, μετὰ πόσας ἐρωτήσεις, μετὰ πόσην ἐπίδειξιν ὁμονοίας, τῆς πρὸς τὸν Πατέρα, τὴν διὰ λόγων, τὴν δι’ ἔργων, μετὰ τὸ ἐπαινέσαι τοῦτον τὸν εἰρηκότα, ὅτι Εἷς ἐστιν ὁ Θεός, ἐρωτᾷ· ἵνα μὴ ἔχωσι λέγειν, ὅτι θαύματα μὲν ἐποίησε, τῷ νόμῳ δὲ ἐναντίος καὶ τῷ Θεῷ πολέμιος ἦν. Διὰ τοῦτο μετὰ τοσαῦτα ταῦτα ἐρωτᾷ λανθανόντως ἐνάγων αὐτοὺς εἰς τὸ καὶ αὐτὸν ὁμολογῆσαι Θεόν. Καὶ τοὺς μὲν μαθητὰς πρῶτον ἠρώτησε, τὶ οἱ ἄλλοι λέγουσι, καὶ τότε αὐτούς· τούτους δὲ οὐχ οὕτως· ἧ γὰρ ἄν καὶ πλάνον εἶπον καὶ πονηρόν, ἅτε ἀδεῶς ἅπαντα φθεγγόμενοι. Διὰ δὴ τοῦτο τὴν αὐτῶν ἐκείνων ψῆφον ἐξετάζει. β΄. Ἐπειδὴ γὰρ πρὸς τὸ πάθος ἔμελλεν ἰέναι λοιπόν, τίθησι τὴν σαφῶς Κύριον αὐτὸν ἀνακηρύττουσαν προφητείαν, ἀλλ’ οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ προηγουμένως ἐπὶ τοῦτο ἐλθών, ἀλλ’ ἀπὸ αἰτίας εὐλόγου. Ἐρωτήσας γὰρ αὐτοὺς πρότερον, ἐπειδὴ οὐκ ἀπεκρίνατο τἀληθῆ περὶ αὐτοῦ (ἄνθρωπον γὰρ αὐτὸν ἔφησαν εἶναι ψιλόν), ἀνατρέπων τὴν πεπλανημένην αὐτῶν δόξαν, οὕτως εἰσάγει τὸν Δαυΐδ, ἀνακηρύττοντα αὐτοῦ τὴ θεότητα. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ἐνόμιζον, ὅτι ψιλὸς ἄνθρωπος ἦν, διὸ καὶ ἔλεγον, Τοῦ Δαυΐδ, αὐτὸς δὲ τοῦτο διορθούμενος παράγει τὸν προφήτην, καὶ τὴν κυριότητα αὐτοῦ, καὶ τὸ γνήσιον τῆς υἱότητος καὶ τὸ ὁμότιμον τὸ πρὸς τὸν Πατέρα μαρτυροῦντα. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου ἵσταται· ἀλλ’ ὥστε καὶ φοβῆσαι καὶ τὸ ἑξῆς ἐπάγει λέγων· Ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου· ἵνα κἄν οὕτως αὐτοὺς ἐπαγάγηται. Καὶ ἵνα μὴ λέγωσιν, ὅτι κολακεύων αὐτὸν οὕτως ἐκάλεσε καὶ ἀνθρωπίνη ἡ ψῆφος αὕτη, ὅρα τίς φησι· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ; Ὅρα πῶς ὑφειμένως εἰσάγει τὴν περὶ αὐτοῦ ψῆφον καὶ δόξαν. Πρότερον εἶπε, Τί ὑμῖν δοκεῖ; Τίνος υἱὸς ἐστιν; ὥστε δι’ ἐρωτήσεως εἰς ἀπόκρισιν αὐτοὺς ἀγαγεῖν. Εἶτα ἐπειδὴ εἶπον, Τοῦ Δαυΐδ, οὐκ εἶπε· Καὶ μὴν ὁ Δαυΐδ τάδε φησίν, ἀλλὰ πάλιν ἐν τάξει ἐρωτήσεως· Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ; ὥστε μὴ προστῆναι αὐτοῖς τὰ λεγόμενα. Διὸ οὐδὲ εἶπε, Τὶ ὑμῖν δοκεῖ περὶ ἐμοῦ, ἀλλὰ, Περὶ τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἀπόστολοι ὑφειμένως διελέγοντο, λέγοντες· Ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ, ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη. Καὶ αὐτὸς ὁμοίως διὰ τοῦτο ὡς ἐν ἐρωτήσεως τάξει καὶ συλλογισμοῦ τὸ δόγμα εἰσάγει, λέγων· Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ, λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σο ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; καὶ πάλιν· Εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; οὐκ ἀναιρῶν τὸ εἶναι αὐτοῦ υἱὸς, ἅπαγε· οὐ γὰρ ἄν Πέτρῳ ἐπετίμησε διὰ τοῦτο·ἀλλὰ τὴν ἐκείνων ὑπόνοιαν διορθούμενος. Ὥστε ὅταν λέγῃ. Πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; τοῦτο λέγει· Οὐχ οὕτως ὡς ὑμεῖς φάτε. Ἐκεῖνοι γὰρ ἔλεγον, ὅτι μόνον υἱὸς αὐτοῦ ἐστι, καὶ οὐχὶ καὶ Κύριος. Καὶ τοῦτο μετὰ τὴν μαρτυρίαν, καὶ τότε ὑφειμένως· Εἰ οὖν Δαυΐδ Κύριον αὐτὸν καλεῖ, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστίν; Ἀλλ’ ὅμως καὶ ταῦτα ἀκούσαντες, οὐδὲν ἀπεκρίνατο· οὐδὲ γὰρ ἐβούλοντό τι τῶν δεόντων μαθεῖν, Διὸ αὐτὸς ἐπάγει λέγων, ὅτι Κύριος αὐτοῦ ἐστι. Μᾶλλον δὲ οὐδὲ τοῦτο αὐτὸ ἀπολελυμένως, ἀλλὰ τὸν προφήτην μέθ’ ἑαυτοῦ παραλαβών, διὰ τὸ σφόδρα ἀπιστεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν, καὶ διαβεβλήσθαι παρ’ αὐτοῖς. Ὅ δὴ μάλιστα χρὴ σκοποῦντας, κἄν ταπεινὸν καὶ ὑφειμένον τι λέγηται παρ’ αὐτοῦ, μὴ σκανδαλίζεσθαι· ἡ γὰρ αἰτία αὕτη, μετὰ καὶ ἑτέρων πλειόνων, τὸ συγκαταβαίνοντα ἐκείνοις διαλέγεσθαι. Διὸ καὶ νῦν ἐν τάξει μὲν πεύσεως καὶ ἀποκρίσεως δογματίζει· αἰνίττεται δὲ καὶ οὕτω τὴν ἀξίαν αὐτοῦ. Οὐ γὰρ ἦν ἴσον ἀκοῦσαι Ἰουδαίων Κύριον, καὶ τοῦ Δαυΐδ. Σὺ δὲ μοι σκόπει καὶ τὸ εὔκαιρον. Ὅτε γὰρ εἶπεν, Εἷς ἐστι Κύριος, τότε καὶ περὶ αὐτοῦ εἶπεν, ὅτι Κύριος ἐστι, καὶ ἀπὸ προφητείας, οὐκέτι ἀπὸ ἔργων μόνον. Καὶ δείκνυσιν αὐτὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμυνόμενον αὐτοὺς τὸν Πατέρα· Ἕως ἄν θῶ γὰρ, φησί, τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου· καὶ πολλὴν κἀντεῦθεν ὁμόνοιαν τοῦ γεγεννηκότος πρὸς αὐτὸν καὶ τιμή. Καὶ τοῦτο τὸ τέλος ἐπιστίθησι τῶν πρὸς αὐτοὺς διαλέξεων, ὑψηλὸν καὶ μέγα καὶ ἱκανὸν αὐτῶν ἀπορράψαι τὰ στόματα. Καὶ γὰρ ἐσίγησαν ἐξ ἐκείνου, οὐχ ἑκόντες, ἀλλὰ τῷ μηδὲν ἔχειν εἰπεῖν· καὶ οὕτω καιρίαν ἐδέξαντο πληγήν, ὡς μηκέτι τολμῆσαι τοῖς αὐτοῖς ἐπιχειρῆσαι λοιπόν. Οὐδεὶς γάρ, φησίν, ἐτόλμησεν ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐπερωτῆσαι αὐτόν. Οὐ μικρὸν δὲ τοῦτο τοὺς ὄχλους ὠφέλει. Διὸ καὶ πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν τρέπει τὸν λόγον, ἀποστήσας τοὺς λύκους, καὶ ἀποκρουσάμενος αὐτῶν τὰς ἐπιβουλάς. Ἐκεῖνοι γὰρ οὐδὲν ἐκέρδανον, ὑπὸ κενοδοξίας ἁλόντες, καὶ εἰς τὸ δεινὸν τοῦτο πάθος ἐμπεσόντες. Δεινὸν γὰρ τὸ πάθος καὶ πολυκέφαλον· οἱ μὲν γὰρ ἀρχῆς διὰ ταύτην, οἱ δὲν χρημάτων, οἱ δὲ ἰσχύος ἐρῶσιν. Ὁδῷ δὲ βαδίζουσα καὶ ἐπὶ ἐλεημοσύνην ἔρχεται καὶ νηστείαν, καὶ εὐχάς, καὶ διδασκαλίαν· καὶ πολλαὶ αἱ τοῦ θηρίου τούτου κεφαλαί. Ἀλλὰ τὸ μὲν ἐπὶ τοῖς ἄλλοις ἐκείνοις κενοδοξεῖν, θαυμαστὸν οὐδέν· τὸ δὲ ἐπὶ νηστείᾳ καὶ εὐχῇ, τοῦτό ἐστί τὸ ξένον, καὶ δακρύων μεστόν. Ἀλλ’ ἵνα μὴ πάλιν ἐγκαλῶμεν μόνον, φέρε καὶ τὸν τρόπον, δι’ οὗ ταύτην φευξόμεθα, εἴπωμεν. Πρὸς τίνας οὖν ἀποδυσόμεθα πρώτους; Πρὸς τοὺς ἐπὶ χρήμασιν ἤ τοὺς ἐπὶ ἱματίοις, ἤ τοὺς ἐπ’ ἀρχαῖς, ἤ τοὺς ἐπὶ διδασκαλίαις, ἤ τοὺς ἐπὶ κάλλει, ἤ τοὺς ἐπὶ τέχναις, ἤ τοὺς ἐπὶ σώματι, ἤ τοὺς ἐπὶ κάλλει, ἤ τοὺς ἐπὶ καλλωπισμοῖς, ἤ τοὺς ἐπὶ ὠμότητι, ἤ τοὺς ἐπὶ φιλανθρωπίᾳ καὶ ἐλεημοσύνῃ, ἤ τοὺς ἐπὶ πονηρίᾳ, ἤ τοὺς ἐπὶ τελευτῇ, ἤ τοὺς μετὰ τελευτὴν κενοδοξοῦντας; Καὶ γὰρ, ὅπερ ἔφην, πολλὰς ἔχει τὰς πλεκτάνας τοῦτο τὸ πάθος, καὶ περαιτέρω τῆς ζωῆς ἡμῶν πρόεισι. Καὶ γὰρ ὁ δεῖνα, φησίν, ἀπέθανε· καὶ ἵνα θαυμάσθῇ, τὰ καὶ τὰ ἐπέσκηψε γενέσθαι· καὶ διὰ τοῦτο ὁ δεῖνα πένης, καὶ ὁ δεῖνα πλούσιος. Τὸ γὰρ χαλεπὸν τοῦτο, ὅτι καὶ ἀπὸ τῶν ἐναντίων συνέστησε. γ΄. Πρὸς τινας οὖν στησόμεθα καὶ παραταξόμεθα πρώτους; οὐ γὰρ ἀρκεῖ πρὸς πάντας εἶς καὶ ὁ αὐτὸς λόγος. Βούλεσθε οὖν πρὸς τοὺς ἐπὶ ἐλεημοσύνῃ κενοδοξοῦντες; Ἔμοιγε δοκεῖ· καὶ γὰρ σφόδρα τὸ πρᾶγμα τοῦτω φιλῶ, καὶ ἀλγῶ λυμαινόμενον ὁρῶν, καὶ καθάπερ τινὶ βασιλικῇ κόρῃ τροφὸν προαγωγὸν ἐπιβουλεύουσαν τὴν κενοδοξίαν. Τρέφει μὲν γὰρ αὐτὴν, ἐπ’ αἰσχύνῃ δὲ καὶ ζημίᾳ, μαστροπεύουσα, καὶ τοῦ μὲν πατρὸς κελεύουσα καταφρονεῖν, καλλωπίζεσθαι δὲ πρὸς μιαρῶν καὶ καταπτύστων πολλάκις ἀνδρῶν ἀρέσκειαν· καὶ τοιοῦτον αὐτῇ περιτίθησι κόσμον, οἷον οἱ ἔξω βούλονται, αἰσχρὸν καὶ ἄτιμον, οὐχ οἷον ὁ πατήρ. Φέρε δὴ οὖν πρὸς τούτους ἀποτεινώμεθα, καὶ ἔστω τις ἐλεημοσύνη γινομένη μετὰ δαψιλείας πρὸς τὴν τῶν πολλῶν ἐπίδειξιν. Οὐκοῦν πρῶτον αὐτὴν ἀξάγει τοῦ θαλάμου τοῦ πατρικοῦ. Καὶ ὁ μὲν πατήρ οὐδὲ τῇ ἀριστερᾷ φαίνεσθαι κελεύει· αὕτη δὲ αὐτὴν τοῖς δούλοις ἐπιδείκνυσι καὶ τοῖς τυχοῦσι καὶ οὐδὲ εἰδόσιν αὐτήν. Εἶδες πόρνην καὶ μαστροπὸν εἰς ἔρωτα αὐτὴν ἐμβάλλουσαν ἀτόπων ἀνθρώπων, ἵνα ὡς ἄν ἐκεῖνοι κελεύωσιν, οὕτως αὕτη ρυθμίζεται; Βούλει ἰδεῖν πῶς οὐ πόρνην μόνον, ἀλλὰ καὶ μανικὴν ποιεῖ τὴν τοιαύτην ψυχήν; Οὐκοῦν καταμάνθανε αὐτῆς τὴν γνώμην· Ὅταν γὰρ τὸν οὐρανὸν ἀφεῖσα τρέχῃ ὀπίσω δραπετῶν καὶ οἰκοτρίβων, κατὰ τὰ ἄμφοδα καὶ τοὺς στενωποὺς διώκουσα τοὺς μισοῦντας αὐτήν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δυσειδεῖς, τοὺς οὐδὲ ἰδεῖν αὐτὴν βουλομένους, τοὺς ἐπειδὴ περικαίεται αὐτῶν, μισοῦντας αὐτήν, τί γένοιτ’ ἄν τούτου μανικώτερον; Οὐδένα γὰρ οὕτω μισοῦσιν οἱ πολλοί, ὡς τοὺς δεομένους τῆς παρ’ αὐτῶν δόξης. Μυρίας γοῦν κατηγορίας κατ’ αὐτῶν πλέκουσι, καὶ ταὐτὸν γίνεται, οἷον ἄν εἶ τις παρθένον καὶ θυγατέρα βασιλέως ἀπὸ τοῦ θρόνου κατενεγκὼν τοῦ βασιλικοῦ, κελεύοι μοναμάχοις ἀνδράσι καὶ διαπτύουσιν αὐτὴν ἑαυτὴν ἐκδιδόναι. Οὗτοι μὲν οὖν, ὅσον αὐτοῦς διώκεις, τοσοῦτόν σε ἀποστρέφονται· ὁ δὲ Θεός, ἄν τὴν παρ’ αὐτοῦ δόξαν ζητῇς, τοσούτῳ μᾶλλον καὶ ἐφέλκεταί σε καὶ ἐπαινεῖ, καὶ πολλὴν ἀποδίδωσί σοι τὴν ἀμοιβήν. Εἰ δὲ βούλει καὶ ἑτέρωθεν αὐτῆς τὴν ζημίαν καταμαθεῖν, ὅταν δῶς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ φιλοτιμίαν, ἀναλόγισαι πόση τε λοιπὸν ἐπεισέρχεται ἡ λύπη, καὶ πῶς διηνεκὴς ἡ ἀθυμία, ἐνηχοῦντός σοι τοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντος, ὅτι Πάντα ἀπώλεσάς σου τὸν μισθόν. Πανταχοῦ μὲν γὰρ κενοδοξία κακόν, μάλιστα δὲ ἀπὸ φιλανθρωπίας, ὅτι ἐσχάτη ἐστὶν ὠμότης, τὰς ἀλλοτρίας ἐκπομπεύουσα συμφοράς, καὶ μόνον οὐχὶ ὀνειδίζουσα τοὺς ἐν πτωχείᾳ. Εἰ γὰρ τὸ τὰς ἰδίας λέγειν εὐεργεσίας ὀνειδίζειν ἐστί, τὸ καὶ εἰς ἑτέρους πολλοὺς ταύτας ἐξάγειν, τί οἴει εἶναι; Πῶς οὖν διαφευξόμεθα τὸ δεινόν; Ἄν μάθωμεν ἐλεεῖν, ἄν ἴδωμεν τίνων τὴ δόξαν ἐπιζητοῦμεν. Εἰπὲ γὰρ μοι, τίς ὁ τῆς ἐλεημοσύνης τεχνίτης ἐστίν; Ὁ τὸ πρᾶγμα καταδείξας Θεὸς δηλονότι, ὁ μάλιστα πάντων αὐτὸ εἰδώς, καὶ πρὸς ἄπειρον αὐτὸ μεταχειρίζων. Τί οὖν; ἄν παλαιστὴς μανθάνῃς, πρὸς τίνας ὁρᾷς, ἤ τίσιν ἐπιδείκνυσαι ἐν τῇ παλαίστρᾳ, τῷ λάχανα πωλοῦντι καὶ τοὺς ἰχθύας, ἤ τῷ παιδοτρίβῃ; Καὶ μὴν οἱ μὲν εἰσὶ πολλοί, ὁ δὲ εἷς. Τί οὖν, ἄν ἐκείνου θαυμάζοντος ἄλλοι καταγελῶσιν, οὐχὶ καὶ σὺ καταγελάσῃς μετ’ ἐκείνου αὐτούς; Τί δέ, ἄν πυκτεύειν μανθάνῃς; οὐχ ὁμοίως πρὸς ἐκεῖνον ὄψει τὸν τοῦτο παιδεύειν εἰδότα; Ἄν δὲ τοὺς λόγους μετίῃς, οὐχὶ τοῦ ρήτορος τοὺς ἐπαίνους καταδέξῃ, καὶ τῶν ἄλλων καταφρονήσεις; Πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον, ἐν μὲν ταῖς ἄλλαις τέχναις πρὸς τὸν διδάσκαλον ὁρᾷν μόνον, ἐνταῦθα δὲ τοὐναντίον ποιεῖν; καίτοιγε οὐκ ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ μὲν γάρ, ἄν πρὸς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς παλαίῃς, καὶ μὴ πρὸς τὸ τῷ διδασκάλῳ, ἐν τῇ πάλῃ ἡ ζημία ἐνταῦθα δὲ ἐν αἰωνίῳ ζωῇ. Γέγονας ὅμοιος Θεῷ κατὰ τὸ ἐλεεῖν; γενοῦ οὖν αὐτῷ ὅμοιος, καὶ κατὰ τὸ μὴ ἐπιδείκνυσθαι. Καὶ γὰρ ἔλεγε θεραπεύων, ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν. Ἀλλὰ βούλει ἐλεήμων κληθῆναι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις; καὶ τὶ τὸ κέρδος; Τὸ κέρδος μὲν οὐδέν, ἡ δὲ ζημία ἄπειρος. Αὐτοὶ γὰρ οὗτοι οὕς εἰς μαρυτρίαν καλεῖς, λησταὶ γίνονται τῶν θησαυρῶν τῶν ἐν οὐρανοῖς· μᾶλλον δὲ οὐχ οὗτοι, ἀλλ’ ἡμεῖς, οἱ τὰ ἡμέτερα συλῶντες, καὶ σκορπίζοντες τὰ ἄνω κείμενα. Ὧ τῆς καινῆς συμφορᾶς καὶ τοῦ ἀλλοκότου τούτου πάθους! Ὅπου σὴς οὐκ ἀφανίζει, οὐδὲ κλέπτης διορύττει, κενοδοξία σκορπίζει. Οὗτος ὁ σὴς τῶν ἐκεῖ θησαυρῶν· οὗτος τὸν ἄσυλον ὑποσύρει πλοῦτον εὐπορίας τῆς ἐν οὐρανοῖς τοῦτο πάντα λυμαίνεται καὶ διαφθείρει. Ἐπειδὴ γὰρ εἶδεν ὁ διάβολος ὅτι καὶ λησταῖς καὶ σκώληκι καὶ ταῖς ἄλλαις ἐπιβουλαῖς ἀνάλωτον τὸ χωρίον ἐκεῖνο, διὰ κενοδοξίας ὑποσύρει τὸν πλοῦτον. δ΄. Ἀλλὰ δόξης ἐπιθυμεῖς; Εἶτα οὐκ ἀρκεῖ σοι ἡ παρ’ αὐτοῦ τοῦ λαμβάνοντος, ἡ παρὰ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς παρὰ ἀνθρώπων ἐρᾷς; Ὅρα μὴ τοὐναντίον ὑπομείνῃς· μὴ τίς σου καταγνῷ ὡς οὐκ ἐλεοῦντος, ἀλλ’ ἐκπομπεύοντος καὶ φιλοτιμουμένου, ὡς ἐκτραγωδοῦντος τὰς ἀλλοτρίας συμφοράς. Καὶ γὰρ μυστήριον ἐστιν ἡ ἐλεημοσύνη. Κλεῖσον τοίνυν τὰς θύρας, ἵνα μὴ τις ἴδῃ ἅπερ ἐπιδεῖξαι οὐ θέμις. Καὶ γὰρ τὰ μυστήρια τὰ ἡμέτερα τοῦτο μάλιστα ἐστιν, ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία Θεοῦ. Κατὰ γὰρ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ ὄντας ἡμᾶς ἀπειθεῖς ἠλέησε. Καὶ ἡ πρώτη δὲ δέησις ἐλέους γέμει, ὅταν ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων παρακαλῶμεν· καὶ ἡ δευτέρα πάλιν, ὑπὲρ ἑτέρων τῶν ἐν μετανοίᾳ, πολὺ τὸ ἔλεος ἐπιζητοῦσα· καὶ ἡ τρίτη δὲ πάλιν, ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν, καὶ αὕτη τὰ παιδία τὰ ἄμωμα τοῦ δήμου προβάλλεται, τὸν Θεὸν ἐπὶ ἔλεον παρακαλοῦντα. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοὶ κατεγνώκαμεν ἑαυτῶν ἁμαρτήματα ὑπὲρ μὲν τῶν πολλὰ ἡμαρτηκότων καὶ ἐγκληθῆναι ὀφειλόντων αὐτοῖ βοῶμεν· ὑπὲρ δὲ ἡμῶν αὐτῶν οἱ παῖδες, ὧν ἁπλότητος τοῦ ζηλωτάς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μένει. Ὁ γὰρ τύπος οὗτος τοῦτο ἐνδείκνυται, ὅτι οἱ κατ’ ἐκείνους τοὺς παῖδας ταπεινοὶ καὶ ἄπλαστοι, οὗτοι μάλιστα δύνανται ἐξαιτεῖσθαι τοὺς ὑπευθύνους. Αὐτὸ δὲ τὸ μυστήριον πόσου ἐλέου, πόσης φιλανθρωπίας, ἴσασιν οἱ μεμνημένοι. Καὶ σὺ τοίνυν κατὰ δύναμιν τὴν σὴν ἐλεῶν ἄνθρωπον, ἀπόκλεισον τὰς θύρας· αὐτὸς ὁ ἐλεούμενος ἰδέτω μόνος· εἰ δὲ οἷόν τε, μηδὲ οὗτος. Ἄν δὲ ἀναπετάσῃς, ἐκπομπεύεις σου τὸ μυστήριον. Ἐννόησον ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος, οὗ τὴν δόξαν ἐπιζητεῖς, καὶ αὐτὸς σου καταγνώσεται κἄν μὲν φίλος ἧ, παρ’ ἑαυτῷ σου κατηγορήσει ἄν δὲ ἐχθρός, καὶ παρ’ ἑτέροις σε κωμωδήσει. Καὶ τἀναντία ὑπομενεῖς ὧν ἐπιθυμεῖς. Σὺ μὲν γὰρ ἐπιθυμεῖς, ἵνα εἴπῃ, ὅτι Ὁ ἐλεήμων αὐτὸς δὲ οὐκ ἐρεῖ τοῦτο, ἀλλ’ ὁ κενόδοξος, ὁ ἀνθρωπάρεσκος, καὶ ἕτερα πολὺ τούτων χαλεπώτερα. Ἄν δὲ κρύψῃς, πάντα ἐρεῖ τἀναντία τούτοις. Ὁ φιλάνθρωπος, ὁ ἐλεήμων. Οὐ γὰρ ἀφίησιν ὁ Θεὸς κρυβῆναι· ἀλλ’ ἐὰν σὺ κρύψης, ἐκεῖνος κατάδηλον ποιήσει, καὶ μεῖζον τὸ θαῦμα, καὶ πλέον τὸ κέρδος. Ὥστε καὶ πρὸς τοῦτο αὐτὸ τὸ δοξάζεσθαι ἐναντίον ἡμῖν τὸ ἐπιδείκνυσθαι· πρὸς γὰρ ὅ σπεύδομεν καὶ ἐπειγόμεθα, πρὸς τοῦτο μάλιστα ἡμῖν αὐτὸ τοῦτο ἀνθίσταται. Οὐ γὰρ μόνον ἐλεήμονος δόξαν οὐ λαμβάνομεν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐναντίαν· καὶ πρὸς ταύτῃ πολλὴν καὶ τὴν ζημίαν ὑπομένομεν. Πάντων οὖν ἕνεκεν ἀπεχώμεθα ταύτης, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης ἐρῶμεν μόνης. Οὕτω γὰρ καὶ τῆς ἐνταῦθα ἐπιτευξόμεθα δόξης, καὶ τῶν αἰωνίων ἀπολαύσομεν ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο· θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα· γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους γνώμη. β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ. Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία, μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους. Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει, τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ ἀντίθετο; Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία. δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν· γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/02/blog-post_5705.html
1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς ἰάσεως τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸ σῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Σήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσε στὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του κατ' αὐτήν.
Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μ' ἐκείνους. Διότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τους ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς· ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγο ἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι' ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.
2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι. «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»• ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι' ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία• ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ' ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸν ἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ' ἕνα τόπο, ἀλλ' εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι' ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.
3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, πού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνης. Ἦταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι' ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰ ἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ• διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτος ἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ• ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι' αὐτὸ κι' ἐπιθυμοῦσε κι' ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ• ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ' ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι' αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ' ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶ πρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός• διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι' αὐτὸ πλούσιος, ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ' ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰ διασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶ ἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο.
4. Κι' ἐκεῖνος ἔκαμε τοῦτες τὶς ἐνέργειες σοφῶς καὶ φιλοθέως μὲ κεντρίσματα πόθου κτυπώμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ πτερὰ πόθου ἀνυψούμενος κι' ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Τί δὲ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, αὐτὸς πού λέγει διὰ τοῦ Σολομῶντος, «ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· ὅσοι δὲ μὲ ἀγαποῦν, θὰ εὕρουν χάριν, «ὁ ὁποῖος καὶ στοὺς δρόμους ἀκόμη τοὺς φέρεται μὲ εὐμένεια;».
Φθάνει τὸν Ζακχαῖο, τὸν βλέπει πρῶτος, τὸν προσφωνεῖ φιλικώτατα καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴν ἐπίσκεψι καὶ διαμονὴ στὸν οἶκο του. Διότι, λέγει, «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο» (ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα ἐβάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγω τοῦ ἐνθέου πόθου του) καὶ ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε»· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα· διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκό σου». Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀνεγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἀπὸ μόνη τὴ θέα αὐτοὶ πού δὲν τὸν εἶχαν ἰδεῖ προηγουμένως, διότι περιπατοῦσε μὲ λιτότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ θέα τοῦ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ γνωρίζων τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδὼν τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του τοῦτον πού δὲν εἶχε ἰδεῖ ποτὲ προηγουμένως κατ' ὄψι, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὴν ὄψι του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ποθοῦντα φυλοφρόνως καὶ νὰ τοῦ δείξη ὅτι δὲν ποθεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ ποθεῖται. Ἐππλέον δὲ καὶ προστάσσει νὰ σπεύση στὸ σπίτι, ὥστε μὲ ἀφθονία νὰ πράξη καὶ νὰ ἀποκομίση τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ αὐτὸν πού δίδει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.
5. «Αὐτὸς δέ», λέγει, «κατέβηκε καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά». Διότι αὐτὸς πού πρὶν τὸν ἰδῆ τρέχει γιὰ τὴν θέα του καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιτύχη, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν ἐδέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία ἐπραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐχαιρόταν πού συνευρισκόταν μὲ τὸν ποθούμενο καὶ ἤδη ἐγευόταν τὶς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν πηγή· οἱ δὲ βλέποντες, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεσι, λέγει, «ἐγόγγυζαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας ὅτι εἰσῆλθε στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου».
6. Ἀλλὰ ὁ τελώνης, ἀμιλλώμενος σὲ φιλοτιμία μὲ αὐτὸν πού ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατη φιλανθρωπία ἐσήκωσε τὸν ὀνειδισμό μας, «ἀφοῦ ἐστάθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ»• τὸ ὅτι δὲ ἐστάθηκε εἶναι δεῖγμα βεβαίας γνώμης, θαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως• ἀφοῦ λοιπὸν ἐστάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρους, εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ• ἰδού, Κύριε, δίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούς, καὶ ἂν ἐξεβίασα κανένα, τοῦ τὰ ἀνταποδίδω στὸ τετραπλό». Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν γογγυστῶν πρὸς τὸν Κύριο πού ἔλεγαν, «ὅτι εἰσῆλθε νὰ διαμείνη στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»• διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια τὰ μὲ ἐκβιασμὸ συναχθέντα ἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἀφοῦ δὲ διένειμε τὰ ὑπάρχοντα στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐφάνηκε σὲ ὅλα καθαρμένος. Ὥστε ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε, «ἀλλὰ ἂν δώσετε κατὰ δύναμι ἐλεημοσύνη, ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ σὲ σᾶς» τώρα δὲ ἀποφασίζοντας ἐν σχέσει μὲ τέτοιες πράξεις καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογία πρὸς τοὺς ἐναντίον του γογγυστᾶς, λέγει «σήμερα ἦλθε σωτηρία σὲ τοῦτον τὸν οἶκο, ἐφ' ὅσον καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ», ὡς γενόμενος τώρα πιστός, ὡς δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζητήση καὶ νὰ σώση τὸ ἀπολωλός», λέγοντας ἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς τοὺς γογγυστάς, ὅτι εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ καταλύσω, ἀλλὰ τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸν μετασκευάσω καὶ τὸν σώσω, δεικνύοντάς τὸν ἀντὶ φιλαργύρου φιλόθεο, ἀντὶ ἀδίκου δίκαιο, ἀντὶ μισοξένου φιλόξενο, ἀντὶ ἀσυμπαθοῦς ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα.
7. Ἀλλὰ βλέπετε ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ἐζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος λοιπὸν εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης πού πλουτεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του κακῶς καὶ συνάζει ἀδίκως, ἂς μιμηθῆ τὴν ὁδὸ τοῦ ἀρχιτελώνη τούτου πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἀποδίδη καὶ σκορπίζη καλῶς, ὅσα ἐθησαύρισε κακῶς. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴ ἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος• διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, μᾶλλον δὲ ἂς τὴν κάμη αὐτὸς σωτηριώδη διὰ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας καὶ ὁ πλούσιος τελώνης προθύμως ἐσώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα περὶ αὐτοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγησι.
8. Στὴ συνέχεια δὲ παρακολουθήσατε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικώτερη τὴ διάνοια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει δικαιούμενος, παρακαλῶ νόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους πού δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των, πού εἶναι σὰν νὰ τελωνοῦν κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰ πολλὴ ὥρα». Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήση νὰ ἐπιγνώση τὴν ἀλήθεια, ζητεῖ νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση, ὅπως ἐζητοῦσε ὁ Ζακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴ μπορώντας δὲ ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ μικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ αὐτοῦ θὰ ἐπιτύχη τὴν ἀλήθεια τόσο κατὰ τὴ γνῶσι ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξι. Ὁ δὲ Κύριος, πού διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πρὸς τὴν ἀλήθεια πόθο, ἀποκαλύπτει σ' αὐτὸν τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλώντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν μωσαϊκὸ νόμο πού δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύση στὴν χάρι καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβη ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθῆ τὴ σωτηρία.
9. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπήκουσε στὸ Λόγο καθὼς ἐδίδασκε καὶ ἐκαλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζῆ κατὰ τὸν σκιώδη βίο) ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι κι' αὐτόν, «ἐπειδὴ ἔγινε ἄμεμπτος κατὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρῶτος τὸν ἐκύτταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)• ὅποιος λοιπὸν ὑπακούση ἔτσι τὸν Λόγο πού προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος• καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο πού κατεῖχε προηγουμένως ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας δὲ καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ ἐσυκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς λέγοντάς τὸν ἄπιστον ἢ σὰν τέτοιον τὸν ἐκακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλασίως θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό. Ἔχομε σύντομα καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.
10. Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγησι προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ ἐσύναζε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ κοντὰ του τὸ κρατοῦσε πλουτώντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχος, μᾶλλον δὲ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἑκουσίως, ἀφοῦ ἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἀνταπέδωσε, τώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσωμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνωμε κατήγοροι τῆς κακίας; Διότι τὰ μέτρα τῆς ὁμιλίας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὰ κάμωμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς παρισταμένους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος της ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς εἰποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσωμε τὴν ἀπὸ αὐτὴν φθορά, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴ δύναμί μας. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν αἰσχροκέρδειας, σφικτοχεριᾶς, γλισχρότητος, ἀστοργίας, ἀπιστίας, μισανθρωπίας, ἁρπαγῆς, ἀδικίας, πλεονεξίας, τόκου, δόλου, ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά. Ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς• ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰ καὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λησταὶ καὶ πειραταί, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλι ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξις νομισμάτων, ὑπέρβασις ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶ διαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾶ τὴ συγγένεια• ἐξ αἰτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδο ὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸ νόμο καὶ μάρτυς τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, «ἡ φιλαργυρία εἶναι μητέρα καὶ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας μερικοὶ πού τὴν ὀρέγονται ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ περιπλέχθηκαν σὲ πολλὲς ὀδύνες.
11. Ἀλλὰ προσέξετε μὲ σύνεσι τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου• διότι δὲν εἶπε ὅσοι πλουτοῦν ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι, ἀλλὰ ὅσοι ὀρέγονται τὸν πλοῦτο, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦ Διαβόλου». Νὰ μὴ εἰπῆτε λοιπόν, πτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ• τί ὁμιλεῖς κατὰ τῆς φιλαργυρίας πρὸς ἀνθρώπους πού δὲν ἔχομε σχεδὸν χρήματα; Τὸ πράττω διότι ἔχομε τὴ νόσο διὰ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι' αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν δὲ μοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν' ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλ' ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεις καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι' αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι σου καθιστὰ εὐκολώτερη τὴ σωτηρία. Ἂν δὲ εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούη μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζη ἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως ἐσώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλ' ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ πού ἐδοκιμάσθηκε διὰ πλούτου καὶ πτωχείας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «δὲν ἐθεώρησα τὸ χρυσάφι δύναμί μου καὶ δὲν εὐφράνθηκα γιὰ τὸν πολὺ πλοῦτο πού ἀπέκτησα».
12. Ἑπομένως ὁ ἔρως πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, πού ἂν δὲν προσέχη, καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθησι στὸν πλοῦτο, γι' αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει, «στοὺς πλουσίους του παρόντος αἰῶνος παράγγελλε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεό». Διότι ἡ ταπείνωσις ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωσις ἀληθείας• ὅποιος δὲ καυχᾶται γιὰ τὸν πλοῦτο πού εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας ἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σ' αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους πού προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή• ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχοντας στὰ πρόθυρά του τὸν Λάζαρο οὔτε τὸν ἐκύτταζε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, ὁ δὲ ἄλλος διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχὴ του περὶ τῶν γιὰ πολλὰ ἔτη θησαυρισμένων ἀγαθῶν παρέστησε ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο• γι' αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα ἐδέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτησις τῆς ψυχῆς. Βλέπετε τὸ τέλος τῶν προσηλωμένων στὸν πλοῦτο; Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «ἐὰν ρέη πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε σ' αὐτὸν τὴν καρδιά»• ὁ δὲ Σολομῶν λέγει, «ὅποιος ἔχει πεποίθησι στὸν πλοῦτο, θὰ πέση», σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφὴ λέγοντας, «ὅπως ὁ ἅδης καὶ ἡ καταστροφὴ δὲν χορταίνουν, ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀφρόνων»• ὁ δὲ Κύριος λέγει, «ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους».
13. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς πλουτήσωμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα• ἂς γεμίσωμε μὲ ὅσα ἔχομε τὰ στομάχια τῶν πτωχῶν, ὥστε ν' ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλεία. Καὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴν ἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1986)
Τω καιρώ εκείνω, εισερχομένου του Ιησού είς τινα κώμην, απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες, οι έστησαν πόρρωθεν, και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες, Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. και ιδών είπεν αυτοίς, πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι. και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν. είς δέ εξ αυτών, ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επι πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού, ευχαριστών αυτώ, και αυτός ήν Σαμαρείτης. αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν, ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δέ εννέα πού; ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ ει μή ο αλλογενής ούτος? και είπεν αυτώ, αναστάς πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε.
Απόδοση:
Εκείνο τον καιρό, καθώς έμπαινε ο Ιησούς σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί• στάθηκαν λοιπόν από μακριά και του φώναζαν δυνατά: «Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!» Βλέποντας τους εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς». Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα. Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Τότε ο Ιησούς είπε: «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένας τους δε βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;» Και σ’ αυτόν είπε: «Σήκω και πήγαινε στο καλό• η πίστη σου σε έσωσε».
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
Ομιλία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, περί Ευχαριστίας
Ο μιμητής του Ιώβ, ο θείος Χρυσόστομος, εσυνήθιζε πάντοτε να λέγη το αξιομνημόνευτον αυτό απόφθεγμα, σε κάθε περίσταση. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Δεν θα παύσω να το επαναλαμβάνω πάντοτε, για όλα όσα μου συμβαίνουν». Το ίδιο εσυνήθιζε να λέγη και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς σε κάθε υπόθεση, μιμούμενος τον θείον Χρυσόστομον, ο οποίος με την εύλαλον γλώσσα του προσθέτει: Ας ευχαριστούμε λοιπόν για όλα, για ό,τι και αν συμβή, αυτό είναι ευχαριστία. Διότι το να το κάνης αυτό όταν όλα πηγαίνουν ομαλά, δεν είναι σπουδαίον, επειδή σε αυτό ωθεί η ιδία η φύσις των πραγμάτων. Εάν όμως ευχαριστούμε ενώ ευρισκόμεθα στο βάθος των κακών, αυτό είναι θαυμαστόν. Πράγματι, όταν εμείς ευχαριστούμε για εκείνα τα οποία άλλοι βλασφημούν και αποθαρρύνονται, κοίτα πόση η φιλοσοφία! Πρώτον, εύφρανες τον Θεόν. Δεύτερον, εντρόπιασες τον διάβολο. Τρίτον, αυτό που συνέβη το απέδειξες μηδαμινό. Δηλαδή συγχρόνως και εσύ ευχαριστείς, και ο Θεός απομακρύνει την λύπη, και ο διάβολος υποχωρεί.
Τίποτε αγιώτερον δεν υπάρχει από την γλώσσα, που μέσα στα κακά ευχαριστεί τον Θεόν. Όντως δεν υστερεί σε τίποτε από την γλώσσα του μάρτυρος. Στεφανώνεται και αυτή ομοίως με εκείνον. Διότι και αυτή έναν δήμιον έχει ενώπιόν της, ο οποίος την αναγκάζει να αρνηθή τον Θεόν δια της βλασφημίας. Τον διάβολον έχει, ο οποίος με δημίους λογισμούς την σχίζει σε λωρίδες, και την σκοτίζει με την λύπη. Αν λοιπόν κάποιος υπομείνη τα βάσανα και ευχαριστήση, έλαβε στέφανον μαρτυρίου.
Λέγει και ο μέγας Βασίλειος: είναι αισχρόν όταν μεν τα πράγματα έρχονται ευνοϊκά να ευλογούμε τον Θεόν, στα δε στενόχωρα και επίπονα να σιωπούμε. Αλλά τότε πρέπει και περισσότερο να τον ευχαριστούμε, γνωρίζοντας ότι «oν αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν oν παραδέχεται…».
Τι λέγω; Όχι μόνο πρέπει κανείς να ευχαριστή τον Θεό για τις θλίψεις και τους πειρασμούς της παρούσης ζωής, αλλά πρέπει να τον ευχαριστή ακόμη και για την μέλλουσαν κόλασιν. Επειδή και η κόλασις είναι συμφέρον και ωφέλιμο για τους κολαζομένους. Γιατί; Επειδή η κόλασις είναι εμπόδιον της αμαρτίας και του κακού, γι’ αυτό ονομάζεται και κόλασις, επειδή κολάζει, και εμποδίζει το κακόν. Αν δεν υπήρχε κόλασις, η αμαρτία και το κακό, θα επεκτείνετο σε άπειρον διάστημα και ποτέ δεν θα ελάμβανε τέλος. Γι’ αυτό και ο σοφώτατος Μάρκος ο Εφέσου είπε τούτον τον παράδοξον μεν στην ακοήν, όμως αληθινόν λόγον και βέβαιον, ότι δηλαδή συμφέρει στους κολαζομένους να κολάζωνται. Όθεν και ο όσιος Θεόκτιστος ο Στουδίτης, σε ένα τροπάριο εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν λέγει επί λέξει: «Και εν τη κολάσει ευχαριστώ», διότι η κόλασις δεν είναι κακόν καθ’ εαυτό, ή μάλλον είναι και καλόν. Αφ’ ενός μεν διότι εμποδίζει και συστέλλει την αμαρτίαν και δεν την αφήνει να ενεργή επ’ άπειρον, όπως είπαμε, αφ’ ετέρου δε διότι η κόλασις είναι ποινή και παίδευσις του κακού, και με αυτήν εκπληρώνεται η δικαιοσύνη του Θεού. Όθεν, αν και η κόλασις δεν είναι προηγούμενον θέλημα του Θεού, είναι όμως επόμενον θέλημά του, σύμφωνα με τους ιερούς θεολόγους. Μόνη δε η αμαρτία είναι αυτή καθ’ εαυτήν κακό, και ούτε κατά προηγούμενον θέλημα του Θεού γίνεται, ούτε κατά επόμενον, αλλά κατά μοχθηράν γνώμην του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και ο θείος Χρυσόστομος παραγγέλλει στους χριστιανούς τα ακόλουθα: «Αυτό να είναι το έργο σας, να ευχαριστήτε στις προσευχές και για τις φανερές και για τις αφανείς ευεργεσίες, και για όσες ήταν σύμφωνες με το θέλημά σας και για όσες όχι. Και για την βασιλεία των ουρανών και για την γέεννα του πυρός, και στην θλίψη και στην άνεση. Έτσι συνηθίζουν να προσεύχωνται οι Άγιοι, και για τις κοινές ευεργεσίες να ευχαριστούν. Γνωρίζω εγώ κάποιον άγιον άνδρα ο οποίος προσεύχεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν έλεγε τίποτε πριν από αυτά τα λόγια, αλλά ότι: ευχαριστούμε Κύριε για όλες τις ευεργεσίες που έδειξες σε μας τους αναξίους από την πρώτην ημέρα μέχρι σήμερα. Γι’ αυτές που γνωρίζουμε και γι’ αυτές που δεν γνωρίζουμε, για τις φανερές, για τις αφανείς, για όσες έγιναν με έργο, για όσες με λόγο, για όσες έγιναν με την θέλησή μας και για όσες όχι, για όλες όσες έχουν γίνει σ’ εμάς τους αναξίους. Για τις θλίψεις, για τις ανέσεις, για την γέενα του πυρός, για την κόλαση, για την Βασιλείαν των Ουρανών».
Ο δε άγιος Ισαάκ είπεν ότι όποιος ευχαριστεί, παρακινεί τον ευεργέτην του να του δίδη περισσότερες ευεργεσίες: «η ευχαριστία του λαμβάνοντος ερεθίζει τον δίδοντα να δώση δωρήματα μεγαλύτερα από τα προηγούμενα». Και πάλιν ο ίδιος ο θείος Ισαάκ λέγει: «όποιος δεν ευχαριστεί για τα μικρότερα, και στα μεγαλύτερα είναι ψεύστης και άδικος». Και επίσης: «αυτό που οδηγεί τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπον είναι η καρδία η κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον».
Γίνε λοιπόν, άνθρωπε, ευχάριστος στον Θεόν για το κάθε τι, «ευλόγει αυτόν εν παντί καιρώ, η αίνεσις αυτού ας είναι δια παντός εν τω στόματί σου». Εάν υγιαίνης, δώρον του Θεού είναι η υγεία. Εάν ασθενής, η ασθένεια του σώματος είναι σωτηρία της ψυχής. Μη λείπη λοιπόν ποτέ από το στόμα σας η δοξολογία του Θεού. Εν παντί ευχαριστείτε τον Θεόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (18ος - 19ος αι., Ερμηνεία εις τας ΙΔ' επιστολάς του Απ. Παύλου (Κολασ. δ΄ 15, σελ. 412). Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 417 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς), Η άλλη όψη
Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι, γνωρίζουμε ότι ο αισθητός αυτός ήλιος αποστέλλει το φως του σε όλη την υφήλιο, «και ουκ έστιν (ουδείς) ως αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού» και από της διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλές φορές όμως οι ολόλαμπρες ακτίνες του καλύπτονται από νέφη και ομίχλη ή από το φύλλωμα των δένδρων, αλλά και πάλι, η πνοή κάποιου ανέμου διαλύει το νεφικό επικάλυμμα και την ομίχλη εκείνη και επιτρέπει στις φεγγοβόλες ακτίνες να εξαπλωθούν τρανώς σε όλη την κτίση. Τον δε προ ηλίου «ήλιον της δικαιοσύνης» τον νοητό, ο οποίος εγεννήθη σήμερα από την «κούφη νεφέλη», από την φωτοφόρο και ηλιακή και πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει η του «δούλου μορφή», τα νηπιώδη σπάργανα και το σπήλαιο το φτωχό και συμφώνως με την οικονομία και ορισμένα άλλα, τα οποία συμβολίζουν την πτωχεία και την ταπεινότητα.
Καθώς όμως ήδη ελέχθη, η πνοή και η ορμή του ανέμου διασκορπίζει το κάλυμμα του νέφους και της ομίχλης και φανερώνει καθαρά τις ηλιακές ακτίνες· έτσι συμβαίνει και έδώ, με τον «ήλιον της δικαιοσύνης», τον Θεό και Δεσπότη ο οποίος καλύπτεται με σπάργανα και κρύπτεται σε σπήλαιον και φάτνη αλόγων ζώων για την πολλή του συγκατάβαση και «δι’ ύπερβολήν αγαθότητος»· το συνεργόν Πανάγιον Πνεύμα και η ευδοκία του Πατρός τον φανερώνει καθαρά, αυτόν τον κρυπτόμενον στην φάτνη ήλιον και Θεόν και κινεί όλη την κτίση, την ορατή και την αόρατη, να προστρέξει και να κηρύξει τον Βασιλέα της δόξης και Δημιουργό των όλων, ο οποίος κρύπτεται σε σπήλαιο και φάτνη περιτυλιγμένος με τα σπάργανα. Εκεί όπου ήλθαν αδιστάκτως και «οι μάγοι εξ ανατολών» μετά δώρων πολυτελών να δωροφορήσουν και να τον προσκυνήσουν πιστώς. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άγγελοι κατήλθαν από τον ουρανό και ανακραύγαζαν μελωδικά προς τον «εν υψίστοις Θεόν και επί γης» ειρηνάρχην για την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους, που πραγματοποίησε με την ευδοκία του Πατρός· του απένειμαν ως Βασιλέα τους την οφειλόμενη επευφημία και απεκάλυψαν τρανώς τον κρυπτόμενον ακόμη Βασιλέα και τον ανήγγειλαν στους πλησιοχώρους ποιμένες όπως ήρμοζε σε αυτούς, ως «ποιμένα των προβάτων τον μέγαν». «Ότι ετέχθη», λέγει, «υμίν σήμερον Σωτήρ, ως έστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυΐδ. Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον και κείμενον εν φάτνη».
Καθώς ήκουσαν αυτά «οι ποιμένες είπον προς αλλήλους. Διέλθωμεν δη εις Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν. Και ήλθον σπεύσαντες και εύρον την τε Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη, και ιδόντες διεγνώρισαν» στον λαόν, «και υπέστρεψαν δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς».
Για ποιό λόγο διαφημίζεται και μεγαλύνεται από τον ουρανό και τη γη ο κρυπτόμενος ως νήπιον σε σπήλαιον και φάτνη; Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται για να γνωστοποιηθεί σε όλη την κτίση ότι το βρέφος αυτό εξουσιάζει όλα τα αόρατα και τα ορατά και ότι είναι ο Βασιλεύς της δόξης.
Γι’ αυτό μάλιστα και όλη η κτίση, σύμφωνα με τον φυσικό νόμο, έμεινε ακίνητη από σεβασμό προς τον παράδοξο και απόρρητο εκείνο τοκετό, ώστε οι ροές των ποταμών και οι αναβλύσεις των πηγών και οι κινήσεις των θαλασσών και οι πτήσεις των πουλιών και οι πορείες των ανθρώπων και των ερπετών και των θηρίων και των τετραπόδων και γενικά όλη η φύση και η κτίση, ουράνιος και επίγειος «έστη και εξέστη και ήργησε» και για μία στιγμή διέκοψε την κίνηση και την εργασία της, μέχρι να τελειώσει το μυστήριο του παραδόξου και απορρήτου εκείνου τοκετού, όπως σαφώς μας εμήνυσε η περί τούτων ιστορία.
Και εγώ το δέχομαι αυτό και το πιστεύω πρόθυμα και πείθομαι, επειδή είναι απίθανο τη στιγμή που πραγματοποιείται τόσο μεγάλο έργο να τολμά και κάποιο άλλο να λαμβάνει χώρα και να κινητοί έστω κατ’ ελάχιστον. Αλλά όλα μαζί ακινητοποιήθηκαν σαν να αποδεσμεύτηκαν προς στιγμήν από τον νόμο της φύσεως, λογικά και άλογα, ορατά και αόρατα, σεβόμενα ως δούλοι τον Δεσπότη. Διότι λέει, «εθεμελίωσας την γην και διαμένει, ότι τα σύμπαντα δούλα σα». Επειδή λοιπόν «τα σύμπαντα δούλα αυτού» και ησθάνοντο το μέγα έργον του Κυρίου των, την σωτηρία του κόσμου, κάθε ένα από τα κτίσματα στάθηκε απαρασάλευτο μέχρι που ολοκληρώθηκε εκείνο το θείο έργο, και μετά από αυτά η κτίση συνέχισε κανονικά τήν εργασία της.
Όντως «εξέστη ο ουρανός επί τούτω και της γης κατεπλάγη τα πέρατα» «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός Θεού εδόθη ημίν, ού η αρχή επί του ώμου αυτού και συναϊδίου Πατρός και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν όριον, καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος».
Και «άγγελος» μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδή καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγής και συμφιλιώσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και διά του θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αξιωτήρια, και της φύσεώς μας από την πονηρή δουλεία απαλλακτήρια, και του θανάτου παντελώς αναιρετήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωτήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια, και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια· και όχι μόνον αυτά, αλλά και Βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς αθανάτου κληρονομιάς αποδοτήρια. Σε αυτά τα Ευαγγέλια διασώζεται το μυστήριο της αμωμήτου πίστεως, η σφραγίς του τρισάγιου Θεού· και άλλων πολλών και μεγάλων δωρεών και μυστηρίων φρικτών Ευαγγέλια έφερε, των οποίων αυτός ο ίδιος έγινε και δοτήρας και διδάσκαλος. Και οπωσδήποτε ευλόγως λέγεται και «μεγάλης βουλής», θείας και πρακτικής, «άγγελος». Το δε «θαυμαστός σύμβουλος» το λέγει επειδή έχει την ύπαρξη «προ των αιώνων και εν αρχή» μαζί με τον Πατέρα του και το Πνεύμα συναΐδιον και της ιδίας με αυτούς φύσεως. Σύμβουλός του είναι η «μεγάλη βουλή», ο Πατήρ και Θεός. Τί συμβούλευσε; Είναι φανερόν ότι να κτίσει τον αόρατο και ορώμενο κόσμο και όλα τα κοσμήματα που υπάρχουν σε αυτούς και τον άνθρωπο, και να συγκρατούνται δι’ αυτού και να συνέχωνται τα πάντα, ώστε να διαμένουν τα σύμπαντα και να διασώζονται με τον καλύτερο τρόπο. Και δεν το έκαμε αυτό ασυμβούλως, ούτε πάλι του λέγει προστακτικώς να κτίσει τον κόσμο και μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο, αλλά συμβουλευόμενος θαυμαστώς τον θαυμαστό αυτό σύμβουλο και Αγαπητό Υιό Του, λέει· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» που σημαίνει Θεόν επίγειο και αρχηγό, ο οποίος λόγω του αυτεξουσίου εικονίζει τον Θεό «καθ’ ομοίωσιν» δε, δηλαδή αθάνατο και, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, ικανό να ομοιωθεί διά της αρετής με τον Θεό. Πράγματι λοιπόν «πάντα δι’ αυτού εγένετο» του θαυμαστού συμβούλου, «και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν εν ό γέγονε», όπως έχει γραφεί.
Το δε «Θεός ισχυρός» διακηρύσσει τρανώς το ισχυρό της θείας φύσεως· διότι υπάρχουν και οι ειδωλικοί ψευδώνυμοι θεοί, δεν είναι όμως και ισχυροί. Ώστε και εσύ ακούοντας «ότι παιδίον εγεννήθη και εδόθη ημίν» να μην υποπτευθείς ότι είναι απλό αυτό το παιδί και εφάμιλλο με τα άλλα παιδιά, αλλά να εννοήσεις ότι αυτό το παιδί είναι και θαυμαστός σύμβουλος του Θεού και Πατρός· «και της ειρήνης αυτού ουκ εστίν όριον», όπως ήδη ελέχθη· διότι αυτό το παιδί έχει απεριόριστο και απέραντο πλούτο ειρήνης μαζί με τον Πατέρα Του και με το Πνεύμα.
Το δε «πατήρ του μέλλοντος αιώνος» θέλει να φανερώσει το δημιουργικό και προάναρχο του παιδιού αυτού που γεννήθηκε. Όπως δηλαδή κάποιος που έχει γίνει πατέρας πολλών παιδιών είναι αίτιος της πλάσεως και της γεννήσεώς τους, έτσι και το παιδί αυτό που γεννήθηκε είναι κτίστης και γεννήτορας όλων των δημιουργημάτων, άρχοντας και πατέρας και ηγέτης των επτά παρερχομένων αιώνων και του απέραντου ογδόου, γι’ αυτό και λέγεται «πατήρ του μέλλοντος αιώνος».
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» σήμερα και σπαργανώθηκε παιδικά, αυτός που σπαργάνωσε παλαιά με ομίχλη την θάλασσα. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», του οποίου η αρχή είναι άναρχος και τέλος δεν έχει.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», το οποίο συγκρατεί, ως δούλα του, τα σύμπαντα· γι’ αυτό και ως δούλα το υπηρετούν και το επευφημούν και του προσφέρουν δώρα· οι μάγοι και ο αστέρας, οι άγγελοι και οι ποιμένες, το σπήλαιο και η φάτνη, η Παρθένος Μητέρα υπερφυώς και ο μνήστωρ Ιωσήφ ο τεχνίτης, φαινόμενος ως πατέρας του τεχνουργού των πάντων. Λείπει όμως η επιστασία των μαιών από τον τίμιο εκείνο και παράδοξο και παρθενικό τοκετό διότι εκεί που γίνεται μητέρα η Παρθένος με την επισκίαση της Δυνάμεως του Υψίστου, μαίες δεν χρειάζονται. Αυτά λοιπόν και τα ισότιμα με αυτά φανέρωναν σαφώς την θεαρχία και παντοκρατορία του νεογέννητου παιδιού. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» από την αγία Παρθένο χωρίς πατέρα αυτό που εγεννήθη «εκ γαστρός προ εωσφόρου» από τον Πατέρα χωρίς μητέρα.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κριτής ζώντων και νεκρών.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και φανέρωσε σήμερα το προαιώνιο μυστήριο, και έτσι περατώθηκε με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το οποίο «πολυμερώς και πολυτρόπως» διείδαν από παλαιά οι Προφήτες· προέλεγαν δηλαδή ότι «εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» και ότι «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και ότι «εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού» και ότι «εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί» και τα λοιπά.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», την γέννηση του οποίου εμυήθησαν οι μάγοι, οι βασιλείς των Περσών και ήλθαν με οδηγό τον αστέρα να τον προσκυνήσουν, αυτοί τους οποίους η αγία Γραφή ονόμασε από παλαιά Σεβωείμ, λέγοντας• «ότι άνδρες υψηλοί Σεβωείμ διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσι λέγοντες ότι εν σοι ο Θεός έστι και ουκ εστί Θεός πλην σου». Αυτοί λοιπόν οι άνδρες ήλθαν και τον προσκύνησαν και θεολογώντας του προσέφεραν δώρα· χρυσόν μεν επειδή είναι Βασιλεύς, λίβανον επειδή είναι Θεός και σμύρνα για το άχραντον Πάθος· την έκβαση αυτού έφερε εις πέρας ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, όταν μετά το Πάθος κήδευσαν το ζωηφόρο Εκείνο σώμα με εκατό λίτρες σμύρνης και αλόης.
«Ότι παιδίον εγεννήθη υμίν» και είναι τώρα ξαπλωμένο στη φάτνη, αυτός ο οποίος κρατεί στο χέρι του τη σφαίρα της γης και συγκρατεί θεοπρεπώς και ανέτως όλη την κτίση.
Και για να πω συγκεφαλαιώνοντας το πληρέστατο παραλείποντας τα περισσότερα, «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ιατήριον. δαιμόνων αφανιστήριον, ειδωλικών ξοάνων και βωμών καταλυτήριον, θυσιών διαβολικών και βέβηλων κνισσών εξαλειπτήριον, τυραννικής διαβόλου αποστασίας αλυσοδετήριον αιώνιον. και καθολικής αναστάσεως νεκρών αρχετήριον.
Ποιός είδε ή άκουσε ποτέ παρόμοιο παιδί να είναι ξαπλωμένο σε φάτνη περιτυλιγμένο με σπάργανα και να κρατεί στην παλάμη του τα σύμπαντα, να προσκαλεί στα ύψη το ύδωρ της θαλάσσης και να το διαχέει όπου θέλει, να αναπαύεται στη φάτνη και συγχρόνως να χρησιμοποιεί σαν όχημα τα χερουβίμ, να γαλακτοτροφήται από Μητέρα παρθένο και να «εξαποστέλλη πηγάς υδάτων εν φόραγξι», να περικρατήται σε παρθενικές αγκάλες και να κρατεί ασφαλώς τα σύμπαντα: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!», όπως αναφωνεί και ο θείος Παύλος. Ω θαύματος παραδόξου, από τα σύγχρονα και τα παλαιά καινοφανεστέρου. Ω θείας κηδεμονίας και άκρας συγκαταβάσεως. Πώς ο απεριόριστος Λόγος και Υιός του Θεού και Πατρός περιορίστηκε εκούσια μέσα στη μορφή του δούλου; Πώς ο κατά φύσιν ασώματος περιεβλήθη με σώμα; Πώς φάνηκε αυτός που είναι και στους αγγέλους αθέατος; Πώς ο κτίστης των αθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε να φορέσει σάρκα; Πώς αυτός που διαθέτει τον ασύγκριτο πλούτο της θεότητος και χαρίζει τα πλούσια δώρα έφθασε στην έσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεί να υπάρξει από το βουστάσιο και τη φάτνη και το σπήλαιο; Πώς ωράθη παραδόξως ο αόρατος; Πώς ο Ύψιστος κατέβηκε; Πώς ο υπερουράνιος ηθέλησε να ζήσει μαζί με εμάς τους χαμηλούς; Πώς ο περικυκλούμενος από στρατιές λαμπρότατων αγγέλων ήλθε να συναναστραφεί με τους ανθρώπους; Πώς ο «περιβαλλόμενος φως ως ιμάτιον» περιβάλλεται με σπάργανα ευτελή; Πώς ο υπερκαθαρός κατήλθε προς εμάς που ευρισκόμεθα στον λάκκο και την σαπρία των ολέθριων παθών; Για ποιόν λόγο, γιατί έγινε η ασύλληπτος αυτή και πολλή συγκατάβαση; Είναι βεβαίως φανερό για όσους θέλουν να ερευνήσουν τη δύναμη του μυστηρίου· θα το διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εικόνα. Όπως κάποιος που έχει πέσει σε λάκκο βαθύτατο και βορβορώδη δεν μπορεί να ανέλθει μόνος του από εκεί, αλλά χρειάζεται κάποιο χέρι από επάνω να τον ανασύρει, κάτι παρόμοιο έπαθε και η φύση μας· επωμίστηκε δεινώς με την πτώση στο βόθρο της παραβάσεως και πεσμένη στο λάκκο του Άδη είχε ανάγκη από κάποιο χέρι πανίσχυρο για να την ανασύρει. Και επειδή κανενός σύνδουλου χέρι δεν είχε αυτή την ικανότητα, εκτείνεται από επάνω, από τα θεία υψώματα «η πανσθενουργός δεξιά» προς τα κάτω, η οποία, και ως πατρική δεξιά, όχι μόνο ανείλκυσε από τον λάκκο εκείνο αυτούς που είχαν πέσει, αλλά και «τω πλήθει της δόξης και της δυνάμεως αυτής συνέτριψε τούς ύπεναντίους», όπως έχει γραφεί, και λαμβάνοντας υπεφυώς τη φύση μας, η οποία είχε ριφθεί εκεί, την οδήγησε υψηλά στους ουρανούς και αφού την κάθισε στο θρόνο εκ δεξιών του Πατρός την αξίωσε να προσκυνείται από όλη την κτίση, και προσκαλώντας εμάς εκεί έλεγε «ει τις εμοί διακονεί, εμοί ακολουθείτω, ίνα όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται». Ομοίως και ο μακάριος Παύλος συνιστά: «Τα άνω ζητείν, τα άνω φρονείν, ένθα κάθηται Χριστός εκ δεξιών του Θεού και Πατρός».
(Πηγή: «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», εκδ. Ι. Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος, σ. 625-632.)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2544
«Αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος αγανακτών, ότι τω Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω. Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου».
Αυτός, εσκοτισμένος από το πάθος του φθόνου ο οποίος του εκυρίευε την καρδίαν εναντίον του Ιησού, όχι μόνον έκλεισε τα ώτα του για να μην ακούει την απόρρητον σοφία του Ιησού, όχι μόνον εσφράγισε τους οφθαλμούς του για να μη βλέπει την θείαν εκείνην ενέργεια των θαυμάτων του, τα οποία ήσαν ικανά να στρέψουν κάθε καρδία στην πίστη και στον σεβασμό του θείου υποκειμένου του, αλλά και τον κατεδίκασε μάλιστα με μίαν τολμηράν αυθάδειαν ενώπιον του λαού ως παραβάτην του νόμου. Και αυτό διότι εθαυματούργησε κατά την ημέρα του Σαββάτου, και εθεράπευσε με ένα μόνον λόγο μίαν δυστυχισμένην γυναίκα από μίαν ανίατον ασθένειαν, η οποία την ετιμωρούσε επί δεκαοκτώ χρόνους. «… Εξ ημέραι εισίν, εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου». Τώρα θέλετε άλλην μεγαλυτέραν αναισθησίαν από αυτήν που εκυρίευσε τούτον τον άθλιον αρχισυνάγωγον μέσα σε εκείνην την Συναγωγήν, όπου εδίδασκε και θαυματουργούσε ο Ιησούς; Πόσοι τέτοιοι όμως ευρίσκονται ακόμη και στην Εκκλησίαν μας, οι οποίοι κλείνουν τους οφθαλμούς των στα φώτα της πίστεώς μας για να μη βλέπουν τις θαυματουργίες της, και σφραγίζουν την ακοήν τους για να μην ακούουν τις ουράνιες διδασκαλίες της; Έτσι γίνονται όμοιοι με τα αναίσθητα είδωλα των εθνών.
Τρία προτερήματα πρέπει να διαθέτουν οι καρπερές ρίζες των δένδρων. Πρέπει να είναι σταθερές, για να κρατούν το δένδρον ασάλευτο στις προσβολές των ανέμων. Να είναι βαθείες, για να το τρέφουν με την γονιμότητα της γης. Να είναι καρποφόρες, για να το πλουτίζουν με καρπούς. Αυτά τα τρία αποτελούν και τις πλέον εξαίρετες αρετές της χριστιανικής πίστεως. Αυτή πρέπει να είναι στερεά, για να κρατά τον νου του ανθρώπου σταθερόν στην αρχικήν παραδοχή της αληθείας, και να μη τον αφήνει να ταλαντεύεται από τις προσβολές των εναντίων περιστάσεων. Πρέπει να είναι βαθεία, για να τον τρέφει με την μετάληψη των θείων μυστηρίων. Πρέπει να είναι καρποφόρος, για να πλουτίζει την καρδία του ανθρώπου με τον πολλαπλασιασμόν των καλών έργων. «Το γαρ επίστασθαί σε ολόκληρος δικαιοσύνη, και το ειδέναι το κράτος σου, ρίζα αθανασίας».
Προσέχετε για να καταλάβετε. Η χριστιανική πίστις δεν είναι καμία πίστις απλή, που ημπορεί να γεννήσει στον νου μας κάποιαν αμφιβολίαν, αλλά είναι μία πίστις ουράνιος, η οποία δεν καταδέχεται κανένα κίνημα δισταγμού ή αμφιβολίας. Και το αίτιον αυτής της αναντιρρήτου βεβαιότητος είναι η θεία αλήθεια, επάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η αγία πίστις των χριστιανών. Η εμπιστοσύνη που δίδουμε εμείς στα λόγια ενός ανθρώπου, έχει ως θεμέλιόν της δύο αφορμές. Η μία είναι η γνώσις του, η άλλη είναι η αγαθότης του. Και έτσι στοχαζόμεθα ότι αυτός που μας ομιλεί, δεν μας παραπλανά με όσα μας λέγει. Επειδή έχει ορθήν γνώση των πραγμάτων, και επειδή είναι αγαθός άνθρωπος. Γι’ αυτό και δίδουμε περισσοτέραν εμπιστοσύνη στα λόγια ενός σοφού παρά στα λόγια ενός αμαθούς. Και περισσότερον εμπιστευόμεθα έναν ενάρετον παρά έναν πονηρόν. Αν είναι έτσι, γίνεται φανερόν ότι εμείς οφείλουμε να δίδωμε μίαν άπειρον πίστη σ’ εκείνα που μας λέγει ο Θεός, εάν βέβαια ο νους μας ήταν ικανός για μίαν τοιαύτην απειρότητα πίστεως. Επειδή ο Θεός είναι ουσιώδης σοφία, είναι αδύνατο να μη γνωρίζει τα πράγματα κατά τη φυσικήν τους οντότητα. Και επειδή αυτός είναι η καθ’ αυτό αγαθότης και αλήθεια, είναι αδύνατον να μας απατήσει σε όσα μας λέγει. Όθεν εμείς είμεθα περισσότερον από βέβαιοι, ότι δεν αστοχούμε όταν δίδομε όλην μας την πίστη σε έναν πάνσοφον και πανάγαθον Κύριον. Η αιτία λοιπόν για την οποία χρεωστούμεν εμείς οι χριστιανοί να κρατούμε ως βεβαία την πίστη μας, δεν είναι ότι εγεννήθημεν μέσα σε αυτήν. Δεν είναι ότι ανετράφημεν με το γάλα της διδασκαλίας της. Δεν είναι για το παράδειγμα που έχουμε από τους προγόνους μας στο να κρατούμε ως βεβαίαν αυτήν την πίστη. Ούτε οι ισχυρές αποδείξεις που προβάλλουν επάνω στην αλήθειάν της οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Αλλά η πρώτη και καθ’ αυτό αιτία για την οποία πρέπει να κρατώμεν ως βεβαία την πίστη μας είναι ότι την εφανέρωσεν ο ίδιος ο Θεός στην αγίαν μας Εκκλησία, και δια μέσου της Εκκλησίας μας την εφανέρωσε και σ’ εμάς.
Ακούστε ένα θαυμαστόν γεγονός επάνω σ’ αυτήν την αλήθεια. Στην εποχή του Μαξιμιανού, επαρουσιάσθη στον έπαρχο του βασιλέως αυτού, ονομαζόμενον Ασκληπιάδην, ένας χριστιανός, το όνομα του οποίου ήταν Ρωμανός, και ομολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, υβρίζοντας τους ψευδώνυμους θεούς των Ελλήνων. Άρχισαν λοιπόν, δια προσταγής του επάρχου, να τον βασανίζουν, βιάζοντάς τον να αρνηθεί τον Χριστόν και να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο άγιος όμως δεν ησθάνετο τόσον τους πόνους των βασάνων στο σώμα του, όσον ησθάνετο μίαν λύπη στην καρδία του, επειδή δεν ημπορούσε να πείσει τον έπαρχο να γνωρίσει τον αληθινόν Θεό. Και επειδή με τα λόγια δεν κατόρθωνε τίποτε, ηθέλησε να τον καταπείσει με ένα θαύμα, που εσκέφθη να κάμει με την δύναμη του Κυρίου. Όθεν, λησμονώντας τους πόνους του, στρέφεται κάποιαν στιγμή στον έπαρχον, και του ομιλεί με τον τρόπον τούτον: Ω Ασκληπιάδη, εάν δεν θέλεις να πεισθείς στα λόγια τα ιδικά μου, που κηρύττω τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ρώτα έστω εκείνο το βρέφος, που είναι τόσον άκακο, για να μάθεις αυτήν την αλήθειαν από το στόμα του. Και λέγοντας έτσι, κάνει νεύμα σε μια γυναίκα χριστιανήν που έστεκεν εκεί και κρατούσε στις αγκάλες της ένα βρέφος μικρόν και το παρουσίασε στον έπαρχο. Αυτό, αφού ηρωτήθη, ύψωσε την φωνήν του και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Συγχυσμένος λοιπόν ο Ασκληπιάδης για την αλήθειαν αυτήν που ήκουσεν από το στόμα του βρέφους, το ερωτά πάλι ποίος το εδίδαξεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός. Και αυτό αποκρίνεται ότι το έμαθεν από την μητέρα του, και η μητέρα του το έμαθεν από τον Θεόν. Ιδού λοιπόν η ωραιοτέρα απόκρισις, την οποία πρέπει να δίδει ένας χριστιανός, σ’ εκείνους που συμβαίνει να τον ερωτήσουν με τρόπον παρόμοιον για την αλήθεια της πίστεώς μας. Ποίος σε εβεβαίωσεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, ότι είναι υιός του Θεού, ότι απέθανε για την σωτηρίαν του κόσμου, ότι ανέστη τριήμερος, ότι μέλλει κάποτε να κρίνει όλο το γένος των ανθρώπων; Ποίος με εβεβαίωσε; Με εβεβαίωσεν η Μητέρα μου η Αγία Εκκλησία. Και αυτή το έμαθεν από τον ίδιον τον Θεόν.
Ιδού πώς ηκολούθησαν τα πράγματα. Ο Ιησούς Χριστός εφανέρωσε τα μυστήρια της πίστεως στους αγίους Αποστόλους του, οι Απόστολοι τα παρέδωσαν στην Εκκλησίαν, η Εκκλησία τα εδίδαξε σ’ εμάς. Βεβαίως δεν είναι αναγκασμένοι όλοι οι χριστιανοί να γνωρίζουν εις βάθος όλα τα απόρρητα μυστήρια της πίστεώς μας, έχουν όμως όλοι χρέος να γνωρίζουν ορισμένα, τα πλέον εξαίρετα και σωτήρια, και να τα πιστεύουν αδιστάκτως. Και αυτά είναι τα μυστήρια εκείνα τα οποία περιέχονται στο Σύμβολον της Πίστεως, που είναι τόσον αναγκαίον να πιστεύονται αδιστάκτως, ώστε είναι δύσκολο να σωθεί όποιος αμφιβάλλει και σε ένα μόνον.
Δεν είναι όμως αρκετόν για την σωτηρίαν ενός χριστιανού να γνωρίζει μόνο την εξήγηση των μυστηρίων της πίστεώς μας, αλλά πρέπει να γνωρίζει ακόμη και άλλα πολλά τα οποία αποβλέπουν στην σωτηρία του. Είναι αναγκαίον σε κάθε χριστιανόν να γνωρίζει ότι δεν αρκεί μόνον η θέλησις του ανθρώπου στο να μετανοήσει από τις αμαρτίες του, αλλά χρειάζεται να συνεργήσει και η χάρις του Θεού. Η οποία δεν χαρίζεται ούτε σε όλους τους καιρούς, ούτε σε όλους τους αμαρτωλούς. Και μάλιστα είναι το πλέον δύσκολο να δοθεί σε έναν αμαρτωλό που έφθασε να λησμονήσει τον Θεόν για πολύν καιρόν, δουλεύοντας ακατάπαυστα κάτω από τον ζυγόν της αμαρτίας. Και τούτο το βλέπουμε φανερά σε πολλούς οι οποίοι αποθνήσκουν αμετανόητοι μέσα στην αμαρτία τους, ενώ διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα εύρουν κάποιαν ευκαιρία μετανοίας. Από την αμάθειαν προέρχεται το ότι πολλοί χριστιανοί είναι τόσον αμέριμνοι για την σωτηρία τους, ώστε, μολονότι καθημερινώς απομακρύνονται από τον Παράδεισον με τις αδιακόπους αμαρτίες τους, παρ’ όλα ταύτα πιστεύουν ότι ευρίσκονται πλησίον στην θύρα του Παραδείσου. Πόσον αναγκαίον είναι να γνωρίζουν οι χριστιανοί ότι η αμαρτία είναι ένα άπειρον κακό, και πως ο Θεός έχει ένα άπειρον μίσος γι’ αυτήν, διότι προξενεί άπειρον ύβριν στην θείαν του μεγαλειότητα! Από αυτήν την αμάθεια συμβαίνει να νομίζουν πολλοί ότι όσον κακόν είναι να πέσει κάποιος μίαν φοράν σε μίαν αμαρτίαν, τόσον είναι να πέσει και πολλές φορές. Αχ! πόσες ζημίες προέρχονται στις ψυχές των χριστιανών από παρόμοιες αμάθειες! Η ψυχή η αμαθής, σκεπασμένη από το σκότος της αγνωσίας της, δεν πείθεται στις φωνές της Εκκλησίας, δεν κινείται σε κανένα καλόν απόχτημα, δεν αποφεύγει κανένα κίνδυνον.
Και αν είναι άξιοι καταδίκης τόσοι ασεβείς, οι οποίοι εγεννήθησαν μέσα στο σκότος της ασεβείας και δεν βλέπουν την αλήθειαν, πόσης καταδίκης άξιοι είναι άραγε οι χριστιανοί εκείνοι, που εγεννήθησαν μέσα στο φως της ευσεβείας, και κλείνουν θεληματικώς τους οφθαλμούς των για να μη βλέπουν την οδό της σωτηρίας τους; Λέγουν ότι δεν έχουν χρόνο να εξετάσουν για να μάθουν, διότι είναι κοσμικοί και έχουν τις φροντίδες του σπιτιού τους, έχουν να οικονομήσουν την οικογένεια και τόσες άλλες υποθέσεις. Τι σημαίνει όμως αυτό; Αν έχουν οικογένεια και παιδιά, δεν έχουν άραγε και ψυχήν να οικονομήσουν; Για την ψυχήν ουδείς λόγος, καμία επιμέλεια. Επειδή είναι κοσμικοί, νομίζουν ότι δεν ημπορούν να ζήσουν ως χριστιανοί, να περιπατήσουν ως τέκνα φωτός. Ω αναισθησία μεγάλη!
Μία πίστις λοιπόν τόσον ανάβαθη, δεν είναι καθόλου περίεργον να μένει εξ ίσου άκαρπη. Η εκλεκτή πίστις πρέπει όχι μόνον να είναι σταθερά στην βεβαιότητα και βαθεία στην γνώσιν, αλλά να είναι ακόμη και καρποφόρος στα έργα της ευσεβείας. «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου», λέγει ο θείος Ιάκωβος. Η πίστις είναι συνδεδεμένη με τα καλά έργα, καθώς η ρίζα του δένδρου είναι συνδεδεμένη με τους καρπούς.
Ένας χριστιανός λοιπόν ο οποίος κρατά στην καρδία του την ρίζα της πίστεως σταθεράν, έπειτα όμως δεν γεννά καρπούς της πίστεως, αυτός βεβαίως «εκκόπτεται, και εις πυρ βάλλεται», όπως το άκαρπον δένδρον. Διότι η χριστιανική πίστις δεν είναι μόνον ένα φως ουράνιον, που φωτίζει τον νου να γνωρίζει την αλήθεια, αλλά είναι και μία δύναμις η οποία βοηθεί συγχρόνως την θέληση να εργάζεται τα έργα της αρετής. Δεν είναι δύναμις μόνον θεωρητική αλλά και πρακτική. Η αρχή της πίστεως είναι η θεωρία και η γνώσις. Αλλά το τέλος της, η ολοκλήρωσίς της, είναι η πράξις. Γι’ αυτό η πίστις μας ονομάζεται από τον Θεόν ουράνιος αρραβώνας: «Και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εν πίστει», για να καταλάβωμε ότι το αποτέλεσμα τούτο του αρραβώνος είναι η καρποφορία των αρετών. Αν μια φωτιά δεν έχει την ύλην που απαιτείται για να συντηρηθεί, τότε χάνει την δύναμή της και αποθνήσκει. Και η πίστις, που είναι ένα ουράνιον φως το οποίον ανάπτει μέσα στον νου μας, αποθνήσκει όταν εμείς δεν την βοηθούμε με τα καλά έργα, και μένει ανενέργητος. «Συ πιστεύεις ότι ο Θεός εις εστί. Καλώς ποιείς. Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι. Θέλεις δε γνώναι, ω κενέ άνθρωπε, ότι η πίστις χωρίς των έργων, νεκρά εστί;». Όταν η πίστις δεν συνοδεύεται από καλά έργα, δεν της αρμόζει πλέον το όνομα της πίστεως. Όπως ένα ανθρώπινον σώμα, όταν χωρισθεί από την ψυχή, μένει νεκρό και δεν ημπορεί πλέον να ονομασθεί άνθρωπος.
Τώρα σας αφήνω να στοχασθείτε πόσον εύκολον είναι να διαφθαρεί η πίστις εντελώς όταν είναι αποθαμένη. Είναι αληθώς πολύ δύσκολο να παραμείνει ζωντανή η πίστις μέσα στην καρδίαν ενός αμαρτωλού, η οποία είναι ωσάν μία βρωμερά φυλακή που του στερεί την ζωή μίαν ώραν ενωρίτερα.
Αγαπητοί αδελφοί, για να μην συμβεί σε μας μία τοιαύτη μεγάλη δυστυχία, ας ακούσομε την συμβουλήν του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος μας λέγει να ερευνούμε πάντοτε τον εαυτόν μας, για να διαπιστώνωμε αν ευρισκώμεθα μέσα στην πίστιν. «Εαυτούς πειράζετε ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε». Διότι δεν αρκεί να αποκτήσωμε εμείς την πίστιν, αλλά και η πίστις πρέπει να αποκτήσει εμάς, να μας κάνει κτήμα της, εις τρόπον ώστε να εργαζώμεθα εμείς με την δύναμη της πίστεως, και η πίστις να ενεργεί με την ιδικήν μας εργασία. Και όλα μας τα έργα να περνούν από τα χέρια της, να έχουν αυτήν ως κριτήριο, και να κανονίζονται από τους ιδικούς της σκοπούς. Ας εξετάζομε τον εαυτόν μας μήπως η πίστις στην καρδία μας δεν είναι σταθερά. Μήπως ταλαντεύεται από τις αμφιβολίες που ημπορούν καμμίαν φοράν να περνούν από τον λογισμόν μας, ή με την συνεργία του δαίμονος, ή εξ αιτίας των σαρκικών μας παθών, τα οποία κινούνται σαν λαίλαπες για να σβήσουν τελείως από την καρδία μας αυτόν τον πυρσόν της πίστεως. Ας ερευνούμε μήπως πιστεύομε με πίστιν ανθρωπίνην, εκείνο το οποίον οι άλλοι χριστιανοί πιστεύουν με πίστιν θείαν. «Έχετε πίστιν Θεού», μας λέγει ο Κύριος. Πίστιν Θεού εννοεί πίστιν που έχει την αρχή της από τον Θεόν, και επεκτείνεται στον Θεόν, αυτόν έχει κατάληξή της. Και όταν βεβαιωθεί η καρδία μας ότι έχομε πίστιν Θεού αληθινήν, ας ερευνήσομε ακολούθως εάν αυτή η πίστις είναι βαθέως ριζωμένη μέσα στην γνώση των μυστηρίων εκείνων που οφείλουν οι χριστιανοί να γνωρίζουν λεπτομερώς.
Ας μην περνά από τον νου σας αδελφοί ότι το όνομα χριστιανός μέλλει να μας τιμήσει ενώπιον του Θεού, εάν μας λείπει η ζωή του χριστιανού. Μάλιστα αυτό το όνομα θα συμβάλει στο να μας αποστραφεί ο Θεός, εάν παρουσιασθεί γυμνόν από τα έργα της αρετής. Το πολύτιμον και ευωδέστατον μύρον των μυστηρίων μας, το καθαρτικότατον ύδωρ του αγίου Βαπτίσματος, το δυναμικότατον έλαιον του αγίου Χρίσματος, όλα αυτά τα τόσον σωτήρια φάρμακα της ψυχής μας, μέλλουν να χρησιμεύσουν στους αμαρτωλούς για να φανούν πιο αμαρτωλοί ενώπιον του προσώπου του Κυρίου μας. Διότι τα εμόλυναν με τις μολυσμένες πληγές των αμαρτιών τους. Και όπως είπε ο ίδιος, πρόκειται να τους τιμωρήσει σκληρότερα από εκείνους τους ειδωλολάτρες της Τύρου και της Σιδώνος. «Λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως, ή υμίν».
«Εαυτούς πειράζετε, ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε» και παρακαλείτε τον Χριστόν και Θεόν, να σας χαρίζει την ενότητα, την σταθερότητα της πίστεως, να μη μεταβάλλεται αυτή από συνεχείς αυξομειώσεις. Τέλος, η στάθμη και η λυδία λίθος με τα οποία ημπορείτε να δοκιμάζετε τον εαυτόν σας, εάν η πίστις ευρίσκεται ριζωμένη μέσα στην καρδία σας, και εάν σεις ευρίσκεσθε μέσα στην χάρη της πίστεως, είναι να έχετε υπομονήν στις θλίψεις σας, και να καρποφορείτε πάντοτε στα έργα της αρετής. Τότε θα βεβαιωθείτε, ναι, ότι όλος ο Χριστός κατοικεί μέσα στην ψυχή σας, και σεις ευρίσκεσθε όλοι μέσα στην χάρη του. «Ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστί, ει μη τι αδόκιμοι εστέ;», έτσι μας βεβαιώνει ο θείος Παύλος. Και ο Κύριος μας παραγγέλλει: «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν». Και έτσι είναι όλη η αλήθεια.
(18ος αιών - "Αυλός Ποιμενικός", σελ. 190. Αποσπάσματα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 387 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2090
Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΙΗ. 35 – 43.
Τω καιρώ εκείνω, εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δέ όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τί είη ταύτα. Απήγγειλαν δέ αυτώ, ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε λέγων: «Ιησού υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με.» Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δέ πολλώ μάλλον έκραζεν: «υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Σταθείς δέ ο Ιησούς, εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δέ αυτού, επηρώτησεν αυτόν λέγων: «τί σοι θέλεις ποιήσω;» Ο δέ είπε: «Κύριε, ίνα αναβλέψω.» Και ο Ιησούς είπεν αυτώ: «ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε.» Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν. Και πάς ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ.
Απόδοση:
Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
(Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννης Τρίτος)
Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.
Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που έχει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:
«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».
Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.
«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.
Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.
Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.
Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(13ος αιών - Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β'. σελ. 230. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 431 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=print&sid=2509
Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου
Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής
«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»
Α.Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν.
Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον.
Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι.
Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».
Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ.
Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω».
Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών.
Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης;
Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.
Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού.
Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών.
Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν.
Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας».
Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας.
Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.
Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου, τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά-. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των.
Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον.
Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ., φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω».
Και πράγματι, για να είπω κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν, εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους;
Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι».
Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν».
Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο.
Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος.
Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν.
Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων».
Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά;
Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2011/11/blog-post_8264.html
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθεί η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις, αλλά και να μην αλαζονευθεί κάποιος όταν τον δοξάζουν. Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής, ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη τη βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο να είχαν προβληθεί από τον εχθρό τα αγωνίσματα.
Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούσιος αυτός για τoν οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται. Αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήσει και άλλον. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν, και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη.
Διότι λέγει «ανθρώπου τινός πλουσίου ηφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ’ εαυτόν, τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα καλόν δεν επρόκειτο να κάμει με τα αγαθά που θα απεκόμιζε; Για να φανεί περισσότερον η μακροθυμία του Θεού, και ότι η καλοσύνη του φθάνει μέχρι και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλοσύνη του όμως αυτή επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών. Έδωσε τον ήλιο για να θερμαίνει τους σπόρους και να πολλαπλασιάζει δια της ευφορίας τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι. Καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες σπερμάτων, συνεργία βοών και ό,τι άλλο βοηθεί στην προαγωγή της γεωργίας.
Τι είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώσει. Αυτά ανταπέδωσεν ο άνθρωπος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη την κοινήν φύση, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράσει το περίσσευμα του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη ευ ποιείν ενδεή», και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε», και «διάθρυπτε (να διαμοιράζεις δηλαδή) πεινώντι τον άρτον σου». Και μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισηκούοντο από τον πλούσιον, αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτει συνεχώς τα νέα στα παλαιά, και να αυξάνει την ευπορία με την συγκομιδή κάθε ετους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν. Ούτε επέτρεπε δηλαδή να ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να αποθηκεύσει τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι’ αυτό και οι ιδέες του ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι.
Τι να κάμω; Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του αποφέρει εισοδήματα η γη. Στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ιδια λέγει και ο πλούσιος. Η καρδία του πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα και στην διάθεσή του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθεί και προς τους έξω, και γίνει αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.
Και μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε, ποιος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποιος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συναννθρώπους σου. Μη νομίζεις ότι όλα έχουν ετοιμασθεί για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρείς ως ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου. Προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται. Θα απαιτηθεί όμως γι’ αυτά να δώσεις λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά, επαγρυπνείς με τις φροντίδες τους, και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο τον εαυτό σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπείς ότι θα χορτάσω αυτούς που πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο. Όσοι στερείσθε τον άρτον ελάτε εδώ, να λάβει ο καθένας από την δωρεά που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν κάνεις έτσι. Τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την απόλαυση των αγαθών, και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσεις στον καθένα ό,τι του χρειάζεται, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις όλα, και έτσι θα αποστερήσεις όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά.
Παρουσιάσθησαν εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν του για τα φαγητά. Αυτή την νύχτα τον παρελάμβαναν, και αυτός εφαντάζετο πολυχρόνιο την απόλαυση. Του επετράπη όμως να κάνει όλες αυτές τις σκέψεις και να εκδηλώσει την εσωτερική του διάθεση, ώστε να δεχθεί απόφασιν ανάλογον με την προαίρεσή του.
Αυτό όμως μην το πάθεις εσύ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφεί. Για να αποφύγωμε την εξομοίωση με εκείνον. Την γη να μιμηθείς, ω άνθρωπε. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη, μη φανείς κατώτερος από αυτήν που δεν έχει ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν, αλλά για να υπηρετήσει εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις. Διότι οι δωρεές των αγαθών έργων επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο σίτος, όταν πέσει στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον, αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας σου γίνει λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσεις τον πλούτο με πηλό και πλίνθους; «Κρείσσον όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν».
Εάν όμως θαυμάζεις τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων τέκνων πατέρας, παρά να έχεις μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι τα χρήματα θα τα εγκαταλείψεις εδώ και χωρίς να το θέλεις, ενώ την υπόληψη για τα καλά εργα θα την προσκομίσεις στον Δεσπότην, όταν ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώσει ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας. Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους προς τους αθλητάς του παγκρατίου, και στους ηθοποιούς, και σε ορισμένους θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα σιχαίνετο κανείς και να τους αντικρύσει, και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του λαού. Και συ που μέλλεις να απολαύσεις τόσην μεγάλη δόξαν, είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί, άγγελοι θα σε επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων. Όμως για κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε έκαμε να περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός, όσον αφορά στις δαπάνες γι’ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθεί και για σε: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα».
Μην αυξάνεις τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη περιμένεις πότε θα υπάρξει έλλειψις σίτου για να ανοίξεις τις σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει δηλαδή την τιμή) σίτον, δημοκατάρατος». Μην περιμένεις λιμοκτονία για να κερδίσεις χρυσόν, ούτε κοινήν στέρηση για να πλουτίσεις ο ίδιος. Μη καπηλευθείς ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευθείς την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσεις χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσεις τα τραύματα εκείνων που έχουν πληγωθεί από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επυβαρύνει ο στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος, αφού παρατηρήσει τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Τα σκεύη δε και το ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήσει να τα αποκτήσει, αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα παιδιά του για να οδηγήσει αυτά στην αγορά, και να εύρει από εκεί ανακούφισιν από τον θάνατον.
Αναλογίσου εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η φύσις τον ωθεί να αποθάνει μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές όρμησε να το πραγματοποιήσει και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδεί με ευχαρίστησιν ο σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος έχει καλήν επίδοση στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω; Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω την φύση; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν εμπιστοσυνης; Πώς θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνο; Πώς θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχει γεμίσει με τον τρόπον αυτόν;
Και αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήσει το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την φύσιν. Αλλά ενώ λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι, και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος. Φιλονικείς για να λάβεις όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου ούτε ο στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά, αυτό είναι το ονειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή, που έχει κυριευθεί από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον. Πιό ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να μετατραπούν σε χρυσάφι, και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσεις όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σένα γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και ό,τι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό, να τους προκαλέσουμε αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε (μην προσκολλάτε δηλαδή) την καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον πλούτο που συνεχώς αυξάνεται, και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζει, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθεί, και πλημμυρίζει. Καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήσει μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώσει στον κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να εγκαταλείψει αυτός την παρούσα ζωήν, παρά να χτισθούν εκείνες σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας.
Αλλά εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του. Σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξτε όλες τις θύρες των χρηματοκιβωτίων, και αφήστε να ρέει άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη, έτσι και σεις αφήστε τον πλούτο να διαμοιρασθεί μέσα από διαφόρους δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στερεύουν. Ομοίως και ο πλούτος, όταν μένει στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινείται και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Μην τον καταφρονήσεις. Και πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσεις.
Πάντοτε να σε συντροφεύει το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου. Αυτός, με το να φυλάσσει τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζει, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμη δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα. Δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς, και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτη από καρπούς, και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος. Ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών. Διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθείς αυτά που σου εδείχθησαν.
Και συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά ελέγχονται στον ουρανό. Γι’ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις. Ποία είναι όμως αυτά που λέγει; «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα. Φάγε, πίε, ευφραίνου καθ’ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθείς; Τόσον κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της προσφέρεις για να την περιποιηθείς βρώματα της σαρκός; Αυτά που προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν έχει αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχει προσοικειωθεί τον Θεόν, έχει πολλά αγαθά, και ας ευφραίνεται με την καλήν ευφροσύνην της ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις θεόν την κοιλία και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος.
«Άφρον, ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Α δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από την αιώνιον κόλαση. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγεί από την ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασμένον σίτο, βγάλε από την φυλακή τον δεσμευμένον πλούτο, φέρε στο φώς τα σκοτεινά καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Εάν όμως και αυτές τις γεμίσεις, τι άλλο άραγε θα διανοηθείς; Ή μήπως θα τις καταστρέψεις και πάλι θα τις οικοδομήσεις; Και τι είναι πιο ανόητον από αυτά, να κοπιάζεις αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσεις, και να τα καταστρέφεις πάλι με βιασύνην; Εάν θέλεις, έχεις αποθήκες, τις οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν. Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει ούτε η σήψις τα αφανίζει ούτε τα κλέπτουν οι λησταί.
Αλλά θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες. Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβει αυτός που επείγεται να σε παραλάβει λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει πονηρίαν και όχι καλωσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσεις κατόπιν, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσεις τώρα; Δεν έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι πλήρεις οι αποθήκες; Και ο μισθός δεν είναι έτοιμος; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος λιώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται, και συ αναβάλλεις την ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκου τoν Σολομώντα: «Μη είπεις, επανελθών επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε δηλαδή), αύριον δώσω… ου γαρ οίδα τι τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνην έπρεπε να χρεωστά στον ευεργέτη, και να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν αναγκασθείς να βγάλεις έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο γνωρίζεις. Δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός και στερημένος από κάθε αγαθόν. Πτωχός από αγάπη, πτωχός από φιλανθρωπία, πτωχός από πίστη στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ’ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίδει κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθειρόμενα.
Και ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τoν εαυτόν μου αυτά που μου ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες, και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο θέατρο θέση με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους, θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Εάν ο καθένας εκρατούσε εκείνο που αρκεί για την ικανοποίηση των αναγκών του, και άφηνε το περίσσευμα σ’ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου; Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψεις στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγεις ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον Σωτήρα. Εάν όμως ομολογείς ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να λάβεις εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως, και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς όταν αποστερείς τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα διαχειρισθείς, αυτά συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθεί λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το κάμει, αξίζει να ονομασθεί αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ’ αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίσει ανήκει στον ανυπόδητον. Το χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ’ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσεις.
Καλά τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία, μόνον με την ενθύμηση. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να μάθεις πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω πόσον ποθητός θα σου φανεί κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με». Αλλά πόσον μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοταδισμός θα σου προκληθούν όταν ακούσεις την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και ου περιεβάλλετέ με». Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας, αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.
Εγώ μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν. Για σένα δε, εάν πεισθείς, είναι ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τις επαγγελίες σε αναμένουν. Εάν όμως παρακούσεις, η απειλή έχει ήδη γραφεί. Από αυτήν την εμπειρία σου εύχομαι να διαφύγεις, αφού πρώτα αποκτήσεις καλλίτερον φρόνημα, για να σου γίνει λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου, και να εύρεις εκεί έτοιμα τα ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ΠΗΓΗ: http://aktines.blogspot.gr/2011/11/blog-post_2195.html
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...