Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στη ζωή του ανθρώπου επικρατεί η σχετικότης των πραγµάτων. Όλα όσα του συµβαίνουν είναι σχετικά. Δηλαδή, από τη γέννηση ενός ανθρώπου τίποτε δεν είναι απόλυτο σίγουρο. Τίποτε δεν είναι γραµµένο. Ο ίδιος ο άνθρωπος γράφει την ιστορία του, τα όσα του συµβαίνουν.
Το µέλλον είναι άγραφο και άγνωστο, το παρόν γνωστό που γίνεται παρελθόν. Όµως, όλα όσα συµβαίνουν στο χρόνο υπάγονται στη σχετικότητα. Είναι σχετικό, εάν θα µορφωθείς εάν θα επιτύχεις στην επαγγελµατική σου σταδιοδροµία εάν θα γίνεις καλός οικογενειάρχης εάν θα είσαι ευτυχή ς ή δυστυχής, υγιείς ή ασθενής εάν θα ζήσεις πολλά η λίγα χρόνια, όλα αυτά είναι σχετικά. Ένα γεγονός στη ζωή του ανθρώπου είναι αναπόφευκτο και το µόνο βέβαιο και αυτό είναι το γεγονός του θανάτου.
Ο Αρχισυνάγωγος Ιάειρος είχε µονάκριβη δωδεκαετή κόρη η οποία «απένθησκε». Δώδεκα ετών και από κάποια αιτία βρίσκεται στο τέλος της ζωής της.
Ο θάνατος παραµονεύει άπονος, άστοργος, ανηλεής και µε το σκληρό κεντρί του επιφέρει το µοιραίο στο σπίτι του Ιαείρου. Σαν κεραυνός ακούστηκε η είδησις: «Τέθνηκεν η θυγάτηρ σου».
Ο θάνατος από της πτώσης των πρωτοπλάστων έγινε ο αχώριστος σύντροφος και εχθρός του ανθρώπου. «Γη ει και εις την γην απελεύσεις».
Δια του θανάτου τερµατίζεται η ζωή της αµαρτίας και ανοίγεται η ζωή της αιωνιότητος. Ο άνθρωπος δεν σβύνει, δεν χάνεται, δεν εκµηδενίζεται. Η ύπαρξη του ανθρώπου δεν τερµατίζεται στο τάφο. Δια του θανάτου ο άνθρωπος µεταβαίνει σε άλλες καταστάσεις πραγµατικές, αµετάβλητες και αιώνιες, στη Βασιλεία των Ουρανών ή στη Κόλαση.
Ο θάνατος ενός αγαπηµένου µας προσώπου, συγγενούς ή φίλου, προξενεί σύγχυση συναισθηµάτων. Λύπη, φόβο, αγανάκτηση, αγωνία, θλίψη και απογοήτευση κυριαρχούν τη στιγµή εκείνη. Ο άνθρωπος πελαγώνει µέσα στις σκέψεις του και µε δακρυσµένα µάτια, βυθισµένα σ' ένα κόσµο αβέβαιο, αντικρύζει µε αµηχανία το µέλλον του.
Με την είδηση του θανάτου της µονάκριβης κόρης του ο Ιάειρος βρέθηκε άφωνο ς και σε αµηχανία. Και προτού σκεφθεί το παραµικρό παρεµβαίνει ο Χριστός. «Μη φοβού, αλλά πίστευε». Μη φοβάσαι µε τη θλιβερή αυτή είδηση, αλλά πίστευε σε Μένα και θα σωθεί η κόρη σου.
Μόνον κοντά στο Χριστό ο άνθρωπος δεν φοβείται τον θάνατο. Μόνον µε το Χριστό υπάρχει ελπίδα. Μόνον µε την πίστη στο Χριστό υπερνικάται ο θάνατος. Γι' αυτό και οι άγιοι πάντες δια της πίστεως στο Χριστό νίκησαν τις µεθοδίες του διαβόλου και τέλος αυτόν τον έσχατο εχθρό, τον θάνατον.
Η πίστη στο Χριστό είναι η δύναµη που σώζει και ζωογονεί τον άνθρωπο. «ο πιστεύων εις εµέ καν αποθάνει ζήσεται». Ο Κύριος µας Ιησούς Χριστός είναι η µόνη ασφαλής και βέβαια ελπίδα και σωτηρία. Κανείς δεν υπερνίκησε τον θάνατο παρά µόνον ο Σωτήρ του κόσµου, ο οποίος δια του ιδικού θανάτου επάνω στο Σταυρό νίκησε τον θάνατο και χάρισε ζωή σε εκείνους που θα πιστεύσουν στο όνοµα Του. Ο Ιησούς Χριστός, ο Γιός και Λόγος του Θεού, είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Η ζωή του ανθρώπου πολλές φορές παροµοιάσθη µε τη θάλασσα. Τα προβλήµατα της ζωής εγείρονται σαν πελώρια κύµατα, που προσπαθούν να µας καταποντίσουν στο βυθό της απελπισίας και του χάους της απόγνωσης. Η άβυσσος ανοίγει το στόµα της για να µας καταπιεί. Στις τρικυµίες της ζωής, οπλισµένος µε την πίστη στο Χριστό, ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναµη να αντιµετωπίσει και να αντικρούσει τα πολύµορφα κύµατα, που ξεσπούν επάνω στο πλοίο της ζωής, τις θλίψεις, τις αρρώστειες, τους θανάτους και τους πειρασµούς.
Ο Κύριος κάλεσε τον Αρχισυνάγωγο Ιάειρο να µείνει σταθερός στην πίστη του προς Αυτόν. Πίστευε και µη φοβάσαι. Μη χάνεις τις ελπίδες σου. Ο καρπός της πίστης στο Χριστό είναι η νίκη του πιστού κατά του θανάτου. Γι' αυτό και οι άγιοι Μάρτυρες νίκησαν το θάνατο µε τη πίστη στο Χριστό.
Ο άνθρωπος χωρίς πίστη µοιάζει µε πλοίο χωρίς πυξίδα. Η πίστη είναι η κινητήριος δύναµη, που οδηγεί τον άνθρωπο στην ενάρετη ζωή. Εάν χωρίς πίστη δεν µπορεί κανείς όχι µόνον να ανέβει το όρος των αρετών, αλλά και να υπερνικήσει τα παραµικρά προβλήµατα της ζωής, πόσο µάλλον, εάν δεν έχει πίστη, πως θα µπορέσει να αντιµετωπίσει τη φοβερή ώρα του θανάτου και τα όσα επακολουθούν τον θάνατον;
Όταν φθάσει η ώρα του θανάτου, κανείς δεν µπορεί να βοηθήσει, ούτε οι γιατροί, ούτε οι φίλοι, ούτε οι ισχυροί και συγγενείς, ούτε επιστήµες ούτε αξιώµατα, ούτε χρήµατα και πλούτη. Μόνον ο Χριστός δύναται να µας παρηγορήσει και να µας σώσει. Και σώζει ο Κύριος όλους όσους καταφεύγουν σ' Αυτόν, όπως έσωσε τη κόρη του Ιαείρου. Και τούτο διότι η πίστη του ανθρώπου έµεινε σταθερή και ακλόνητος.
Η πίστη µας πρέπει να µένει ορθή και σταθερή από κάθε κλονισµό, από κάθε αµφιβολία. Δέν πρέπει να λυγίζουµε µπροστά στους κινδύνους και τα προβλήµατα της ζωής, όσο κι αν αυτά φαίνονται ανυπέρβλητα. Η πίστη στο Χριστό είναι η κραταιά συµµαχία, που δεν ντροπιάζει εκείνον που πιστεύει.
Η ζωή του ανθρώπου εναλλάσσεται µεταξύ της χαράς και της λύπης. Τα ευχάριστα διαδέχονται δυσάρεστα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος µας διδάσκει λέγοντας, ότι οφείλοµε να χαίρω µε µε εκείνους που χαίρονται και να συµµετέχωµε στις λύπες των άλλων, διότι η ζωή µας είναι σαν το χορτάρι του αγρού. «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ηµέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει».
Αγαπητοί µου Χριστιανοί! Τα πάντα γύρω µας µαρτυρούν την µαταιότητα και τη παροδικότητα, το άστατο και εφήµερο, το αβέβαιο και ανωφελές των επιγείων. Τα προβλήµατα της ζωής δεν θα παύσουν να υπάρχουν. Ο Χριστός µας παρέχει τη µόνη λύση. Ας στερεώσουµε βαθειά µέσα στη ψυχή µας τη πίστη προς το Χριστό. Μόνον όταν οπλισθούµε µε τα πνευµατικά όπλα, που µας χαρίζει το Άγιο Πνεύµα, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, θα µπορέσουµε να στα¬θούµε και να αντικρούσωµε τα πυρακτωµένα βέλη του πονηρού και του θανάτου.
7th Sunday of St Luke
Luke 8:41-56
By
His Eminence
Metropolitan Panteleimon of Antinoes
In man’s life all things are relative. Everything which takes place is relative. In other words, from the moment of man’s birth nothing is absolutely certain. In our daily life, we use the expression: “Everything is written”. But, in reality, nothing is written. Man himself writes his own history, according to his own free will, choices and actions. The future is not written and it remains unknown, the present is known but, yet, it becomes past. But, everything which takes place in time belongs to relativity. For example, it is relative if one will study, or if he will be successful in business; or if one becomes a good parent, or someone will be happy or unfortunate, healthy or ill; if one lives for many years or his life time shall be short; all the previous mentioned fall under the law of relativity. But, one thing is very certain in man’s life and this event is unavoidable and the only certain event in his life which is death. Everything which is born in this life will face death.
The ruler of the synagogue Ja’iros had an only begotten daughter who was dying. She was only twelve years old and she was at the final stage of her life. Death waits without any feelings, without any compassion, without any mercy, and with his painful sting he brings the final strike in Ja’iros’s house. The message: “Your daughter is dead”, was heard as like a lightning.
Death from the time of the Fall of the first created man became an inseparable companion and an enemy of man. The decision of God in the Garden of Delight, “you are earth and to the earth you shall return”, is realized. Through death the life span of sin is terminated and the new way of eternal life is offered. Man is not erased from the face of the earth, he does return to nothingness. Man’s existence is terminated in the grave. But, man through death enters in other conditions, which are real, unchangeable and eternal. He enters either in the Kingdom of Heaven or in the condition of suffering.
The death of one beloved, relative or friend, creates a confusion of feelings. Sadness, fear, anger, anxiousness and many times even disappointment rule those moments. Man is lost in his thoughts and with tears in his eyes, facing the unknown, he stands with helplessness concerning his future.
Ja’iros when he heard about the death of his only beloved daughter, he became speechless and helpless. And before any other thoughts had the chance to enter into his mind, our Lord and Saviour Jesus Christ, the Son of God, interferes and says to Ja’iros: “Do not be afraid, but have faith”! Don’t be afraid because you have heard this sad message, but have faith in Me and your daughter will be saved.
Only when man is closed to Christ he does not fear death. Only with Christ one has hope. Only with the faith to Christ man overcomes death. And for this reason all the Saints through the faith in Christ were victorious against all the methods of Satan and at the end they were victorious over death himself, who is the last enemy.
Faith in Christ is the power which saves and gives life o man. Our Lord and Saviour Jesus Christ, the Son of God, is man’s only certain hope and salvation. No one can overcome death but only the Saviour of the world, Who through His death on the ross overcame the power of death and offered life to all those who will believe in His Name. Jesus Christ, the Son and Word of God, is the Lord of Life and death.
Man’s life many times I described as the sea. The problems of life rise as enormous waves, which struggle to take us down into the ocean’s depths, into despair and hopelessness. The abyss opens its mouth to swallow us. But, when one is armed with the faith in Christ, then in his most difficult moments, man finds the power to face and to confront these difficult moments, which as great waves they break out upon the ship of life in the multiform of tribulations, illnesses, temptations and deaths.
Our Lord and Saviour Jesus Christ, the Son of God, invited Ja’iros to stand well in his faith to Him. Believe and do not be despaired. Do not lose your hopes. The fruit of the faith to Christ is the victory of the faithful against death himself. For this reason the holy Martyrs of our Holy Orthodox Church were able to gain victory over death, because they were steadfast in their faith into Christ.
Man who does not have faith, can be described as a ship without a compass. Faith is the victorious power, which leads man into the virtuous way of life. If one is without faith, he cannot achieve any virtue. If man is without faith, then he cannot only overcome the smallest problems of life, but, neither can he will be able to face the frightful hour of death and everything which follow death!
When the hour of death arrives, no one can help us, neither the best and skilled doctors, nor our friends, nor the powerful and rich, nor our relatives, nor scientists, nor those in authorities, nor those who have money and riches. Only Christ can save and comfort us. And the Lord saves all those who turn to Him, as He saved Ja’iros’s daughter. And this was the result of his solid faith in Jesus Christ, the Son of God.
Our faith must be solid and truthful, we must stand in steadfastness avoiding any form of doubt. We must never bend before the problems of life, no mater how great they might be. The faith in Christ is a strong alliance, which will never disappoint anyone who believes. This is the reason why during the Holy Sacrament of Baptism, the Priest asks the God-parents to confess faith in Christ, by asking them: “Do you join Christ”? And they respond saying: “I do join Him”!
Man’s life intermingles between joy and sadness. The joyful moments are exchanged with sad moments. For this reason St Paul teaches us saying, that one should be joyful with those who are happy, and sad with those who are misfortune, for our life is like the field of lilies, which today they flourish and tomorrow the wither and die.
Everything around us witnesses the vanity and the mortality of all earthly pleasures. The problems of life will never end. Christ is offering the only solution. Let us strengthen within us the faith in Christ. Only, when we have been armed with the spiritual armor of God, which is offered to us by the Grace of the Holy Spirit, in other words faith, hope and love, and we practice these virtues in our daily life, then we shall be able to overcome all adversity powers and finally death itself.
Πηγή: Αναβάσεις
Η Παραβολή του Ιερού Ευαγγελίου δεν αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ούτε στην Τελική Κρίση, αλλά στην περίοδο εκείνη μεταξύ του θανάτου του ανθρώπου και της Δευτέρας ενδόξου Παρουσίας του Σωτήρος και Θεού μας Ιησού Χριστού. Αυτή η περίοδος ονομάζεται: Η Μέση Κατάσταση των ψυχών.
Αλλά, τι είναι θάνατος;
Θάνατος, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το ανθρώπινο σώμα. Ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε εξ αρχής από τον Θεό, αλλά ήρθε σαν αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου, δηλαδή στην παρακοή και λόγω της αμετανοησίας του (Γεν. 3:9-13). «Και τω δε Αδαμ είπεν Ότι ήκουσας της φωνης της γυναικός σου και έφαγες απὸ του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν απ’ αυτού, επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου· εν λύπαις φάγη αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου· 18 ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φάγη τον χόρτον του αγρού. 19 εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγη τον άρτον σου. ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήμφθης· ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3:17-19).
Ο θάνατος έχει τρεις μορφές:
α) Ο Φυσικός Θάνατος, συμβαίνει όταν το σώμα σταματά να λειτουργεί βιολογικά. Η ψυχή χωρίζεται από το σώμα (Γεν. 3:19. Λουκά 16:22).
β) Ο Πνευματικός Θάνατος, συμβαίνει όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στη ζωή, αλλά δεν έχει πιστέψει στο Χριστό ή ζει μία αμαρτωλή ζωή. Όταν ο άνθρωπος αρνείται να μετανοήσει και να δεχθεί την Χάρη και την Αγάπη του Θεού, που χορηγείται μέσον των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας, τότε, είναι πνευματικά νεκρός. Ο Πνευματικός Θάνατος είναι η αφαίρεση της Χάριτος του θεού από τον άνθρωπο.
γ) Ο Αιώνιος Θάνατος, συμβαίνει όταν ο άνθρωπος πεθαίνει αμετανόητος, αρνούμενος έστω και την τελευταία στιγμή να ζητήσει συγχώρηση από τον Άγιο Θεό. Αυτή είναι η βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος, όπως μας δίδαξε ο Κύριος (Λουκά 12:10).
Πριν από τον φυσικό ή βιολογικό θάνατο και την περίοδο του πνευματικού θανάτου, ο άνθρωπος μπορεί να στραφεί στον Άγιο Θεό για να δεχθεί τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Ενώ, ο αιώνιος θάνατος είναι αμετάβλητος (Λουκά 16:26).
Αφ’ ης στιγμής ο άνθρωπος αποθάνει και δεν έχει στραφεί προς τον Θεό, δεν υπάρχει περίπτωση για σωτηρία. Ο Άγιος Απόστολος Παύλος μας διδάσκει λέγοντας, ότι «και καθ' όσον απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9:27). Όλοι οι άνθρωποι θα περάσουν απ’ αυτό το στάδιο και κανείς δεν θα μπορέσει να το αποφύγει, διότι ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου.
Η ερώτηση που προκύπτει είναι:
Σε ποια κατάσταση θα μας βρει ο θάνατος;
Την τελευταία ώρα και στιγμή της ζωής μας, θα έχουμε, άραγε, μετανοήσει; Θα έχουμε, άραγε, εξομολογηθεί; Θα έχουμε, άραγε, συγχωρέσει όλους εκείνους, που μας έβλαψαν; Θα έχουμε, άραγε, στραφεί προς τον Θεό, ή θα παραμείνουμε αμετανόητοι;
Την τελευταία ώρα και στιγμή της ζωής μας, όταν συμβεί ο θάνατος, είναι η κατάσταση στην οποία ο Άγιος Θεός θα μας κρίνει. Μ’ άλλα λόγια, εάν ο Θεός μας βρει την ώρα του θανάτου μας με μετάνοια, θα μας κρίνει με ευσπλαχνία και έλεος. Εάν ο Θεός, από την άλλη πλευρά, μας βρει γεμάτους με αμαρτίες και αμετανόητους, τότε, θα μας κρίνει σύμφωνα με τα έργα μας (Ματθ. 25:31-46).
Ο Χριστός μας διδάσκει λέγοντας, ότι οφείλομε να συμφιλιωθούμε με τον κριτή μας (δηλαδή με την συνείδησή μας), όσο συμβαδίζομε μαζί στην πορεία της ζωής μας. Το έλεος του Αγίου Θεού βασιλεύει εφ’ όσον ο άνθρωπος βρίσκεται στη ζωή. Μετά τον θάνατο, η Δικαιοσύνη του Θεού κυριαρχεί για πάντα (Ματθ. 25:46).
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, την ώρα του θανάτου, οι ψυχές των δικαίων παραλαμβάνονται από τους Αγίους Αγγέλους και οδηγούνται στον Ουρανό (Λουκά 16:22), ενώ οι ψυχές εκείνων που διέπραξαν πονηρίες παραλαμβάνονται από τους δαίμονες (Λουκά 12:20).
Είναι φυσικό, λοιπόν, το να διακηρύξουμε, ότι οι ψυχές εκείνες που πίστεψαν στο Χριστό και έζησαν σύμφωνα με τις Εντολές Του, ενώνουν την όλη ύπαρξή τους με την δική Του Ζωή. Αντιθέτως δε, όλοι εκείνοι που δεν πίστεψαν στο Χριστό, όλοι εκείνοι που Τον αρνήθηκαν, όλοι εκείνοι που εγκατέλειψαν την Εκκλησία και ενώθηκαν με αιρέσεις χάνουν την Ουράνιο Βασιλεία του Θεού και βρίσκονται κάτω από την επιρροή των Δαιμόνων.
Όταν η ψυχή χωριστεί από το σώμα, οι Δαίμονες επιτίθενται βίαια. Τα αμαρτωλά πάθη, που κυρίευαν την ψυχή, αναζητούν ικανοποίηση, αλλά, λόγω του χωρισμού, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν δημιουργείται αποπνικτική και αφόρητη κατάσταση. Δημιουργείται δυσαρέσκεια στη ψυχή και η ψυχή του ανθρώπου υποφέρει περισσότερο.
Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, οφείλομε να μετανοήσουμε για ό,τι αμάρτημα διαπράξαμε στη πρόσκαιρη αυτή ζωή και να αναζητήσουμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού πριν έρθει εκείνη η φοβερά ημέρα του θανάτου και βρεθούμε ανάξιοι της κλήσεώς μας.
Πηγή: Αναβάσεις
«Καὶ κατέπλευσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνὴρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὅς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλὰ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀνακράξας, προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· Τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί σου, μὴ με βασανίσῃς. Παρήγγελε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσει καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονας εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθον εἰς αὐτόν, καὶ παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖ, καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἀπεπνίγη». Ὅρα τὸν δαίμονα δυσὶ κακίας πάθεσι μεριζόμενον, θράσει καὶ φόβῳ. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, Τί ἐμοὶ καὶ σοί; Θρασέος καὶ ἀναισχύντου δούλου, τὸ δὲ Δέομαί σου, φοβουμένου ἐστί. Κατῴκει δὲ ἐν τοῖς μνήμασι, πονηρὰν ἐνθεῖναι τοῖς ἀνθρώποις ὑπόληψιν βουλόμενος, ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων δαίμονες γίνονται. Αἰτοῦνται δὲ οἱ δαίμονες μὴ εἰσελθεῖν εἰς τὴν ἄβυσσον, ἀλλὰ συγχωρηθῆναι ἔτι ἐν τῇ γῇ διατρίβειν. Ὁ δὲ Κύριος συγχωρεῖ αὐτοῖς εἶναι ἐν τῇ γῇ, ὡς ἄν παλαίοντες τοῖς ἀνθρώποις, δοκιμωτέρους αὐτοὺς ποιῶσιν. Εἰ γὰρ μὴ ἦσαν ἀντίπαλοι, οὐκ ἄν ἦσαν ἀγῶνες, καὶ εἰ μὴ ἦσαν ἀγῶνες, οὐκ ἄν ἦσαν στέφανοι. Μάθε δὲ καὶ ἀναγωνικώτερον, ὅτι ὅστις ἔχει δαίμονας ἐν ἑαυτῷ, τοὐτέστι δαιμονικὰς πράξεις, ἱμάτιον οὐκ ἐνδιδύσκεται, τοὐτέστι, τὴν ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος στολὴν οὐκ ἔχει, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐ μένει, τοὐτέστιν ἐν Ἐκκλησίᾳ. Οὐκ ἄξιος γὰρ ἐστιν εἰσέρχεσθαι ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν, ἤτοι τοῖς νεκρῶν ἔργων δοχείοις, οἷον πορνείοις, τελωνείοις· ταῦτα γὰρ μνημεῖα κακίας εἰσίν.
Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον, ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν, καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ ἰδόντες, πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησεν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν, ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον, ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ ὁ ἀνὴρ ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ. Ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· Ὑπόστρεψον εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ, ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε, καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς». Τὸ μὲν φυγεῖν τοὺς βόσκοντας, σωτηρίας ἀφορμὴ ἐγένετο τοῖς Γαδαρηνοῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι οὐ συνῆκαν. Δέον γὰρ θαυμάσαι τὴν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος, καὶ πιστεῦσαι αὐτῷ· οἱ δὲ ἠρώτησαν, φησί, τὸν Ἰησοῦν, ἀντὶ τοῦ παρεκάλεσαν, ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ἐφοβήθησαν γὰρ μήπως καὶ ἄλλο τι ἐπιζήμιον πάθωσιν, ὥσπερ καὶ τοὺς χοίρους ἀπώλεσαν. Ὁ δὲ θεραπευθεὶς ἐκεῖνος, ἀναντίρρητον τὴν ἀπόδειξιν τῆς θεραπείας ἐμφαίνει. Οὕτω γὰρ ὑγιάσθη τὰς φρένας, ὥστε ἐπιγνῶναί τε τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀξιοῦν αὐτόν, ἵνα ᾖ σὺν αὐτῷ. Καὶ γάρ, ὡς ἔοικεν, ἐφοβεῖτο μήπως μακρυνθεὶς ἀπὸ τοῦ Ἰησοῦ, πάλιν εὐεπιχείρητος ἔσται τοῖς δαίμοσιν. Ὁ δὲ Κύριος, δεικνύων αὐτῷ ὅτι κἄν μὴ συνῇ τῷ Ἰησοῦ, δύναται τῇ χάριτι αὐτοῦ σκεπόμενος ἀνώτερος εἶναι δαιμονικῆς ἐπηρείας. Ὑπόστρεφε, φησίν, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησε σοι ὁ Θεός. Οὐκ εἶπεν, ὅσα σοι ἐποίησα ἐγώ, τύπον ἡμῖν ταπεινοφροσύνης διδούς. Καὶ ἵνα πάντα πρὸς Θεὸν ἀναφέρωμεν τὰ κατορθώματα. Ὁ δὲ οὕτως εὐγνώμων ἦν, ὥστε διηγεῖσθαι ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ μὲν γὰρ Κύριος προσέταξε αὐτῷ διηγήσθαι, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Θεός, ὁ δὲ διηγεῖται ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Δεῖ οὖν καὶ ἡμᾶς ὅταν τινὶ ποήσωμεν ἀγαθόν, μὴ θέλειν ἀνακηρύττεσθαι τοῦτο, ἐκεῖνον δὲ τὸν παθόντα τὸ ἀγαθόν, κἄν ἡμεῖς μὴ θέλωμεν, ἀνακηρύττειν αὐτό.
|
«Καὶ ἔφτασαν μὲ τὸ πλοῖο στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι ἀπέναντι στὴ Γαλιλαία. Βγῆκε στὴ στεριὰ ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν συνάντησε κάποιος ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶχε δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ροῦχα δὲν ἔβαζε οὔτε ἔμενε στὸ σπίτι ἀλλὰ στὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του τοῦ εἶπε σὲ ψηλὸ τόνο· Τί ἔχεις μαζί μου Ἰησοῦ, Γιὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀνωτάτου; Μὴ μὲ βασανίσης σὲ παρακαλῶ». Γιατὶ εἶχε διατάξει τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε κυριέψει καὶ τὸν ἔδεναν μ’ ἁλυσίδες καὶ τὸν κρατοῦσαν μὲ χειροπέδες, ἔσπαζε ὅμως αὐτὸς τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ἔσερνε ὁ δαίμονας στὶς ἐρημιές. «Τὸν ρώτησε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε· ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου; Κι αὐτὸς ἀπάντησε· Λεγεῶνα», ἐπειδὴ εἶχαν μπῆ μέσα του πολλὰ δαιμόνια καὶ παρακαλοῦσε νὰ μὴ διατάξη νὰ φύγουν στὴν ἄβυσσο. «Ἦταν ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀρκετοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐπιτρέψη νὰ μποῦν σ’ ἐκείνους. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπέτρεψε. Ὥρμησε τότε τὸ κοπάδι στὸν κρημνὸ καὶ πνίγηκαν μέσα στὴν λίμνη». Δῆτε τὸ δαίμονα νὰ χωρίζεται σὲ δὺο ἐκδηλώσεις τῆς κακίας· τὴ θρασύτητα καὶ τὸ φόβο. Ἡ ἐρώτηση «τί ἔχεις μαζί μου;» χαρακτηρίζει τὸ θρασὺ καὶ ἀδιάντροπο νοῦ. Κι ἡ ἔκφραση «σὲ παρακαλῶ», μαρτυρεῖ τὸ φοβισμένο. Κατοικοῦσε στὰ μνήματα, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ σταλάζη στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἁμαρτωλὴ γνώμη, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες. Ζητοῦν οἱ δαίμονες νὰ μὴν πᾶνε στὴν ἄβυσσο ἀλλὰ νὰ τοὺς γίνη ἡ παραχώρηση νὰ μείνουν ἀκόμα στὴ γῆ. Κι ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ μείνουν στὴ γῆ, γιὰ νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους πιὸ δόκιμους, παλεύοντας μαζί τους. Γιατὶ ἄν δὲν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι, δὲ θὰ ὑπῆρχαν ἀγῶνες κι ἄν δὲν ὑπῆρχαν ἀγῶνες, δὲ θὰ ὑπῆρχαν μήτε στεφάνια. Καὶ πιὸ μεταφορικά. Ὅποιος ἔχει μέσα του δαίμονες, παναπῆ πράξεις δαιμονικές, δὲ φοράει ροῦχο, δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴ στολὴ ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα καὶ δὲ μένει στὸ σπίτι, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἄξιος νὰ μπῆ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὰ μνήματα, ποὺ θὰ πῆ στὰ δοχεῖα τῶν νεκρῶν ἔργων, ὅπως τὰ πορνεῖα καὶ τὰ τελωνεῖα. Αὐτὰ εἶναι τῆς κακίας τὰ μνήματα.
«Ὅταν εἶδαν οἱ βοσκοὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἔφυγαν καὶ τὸ διέδωσαν στὴν πόλη καὶ στὰ χωράφια. Βγῆκε ὁ κόσμος νὰ δοῦν τὸ θαῦμα κι ἦρθαν στὸν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια ντυμένο καὶ φρόνιμο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἔπιασε φόβος. Ὅσοι εἶχαν ἰδεῖ τὸ θαῦμα, διηγήθηκαν πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Ὅλος ὁ κόσμος τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρακάλεσε νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο τους, γιατὶ τοὺς κρατοῦσε μεγάλος φόβος. Κι ἐκεῖνος μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ γύρισε πίσω. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνη μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ τοῦ εἶπε· Γύρισε σπίτι σου καὶ νὰ διηγῆσαι αὐτὰ ποὺ σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός. Ἔφυγε καὶ διαλάλησε σ’ ὅλη τὴν πόλη τί τοῦ εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς». Ὅτι ἔφυγαν οἱ βοσκοί, στάθηκε ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς Γαδαρηνοὺς, ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν. Ἔπρεπε νὰ θαυμάσουν τὴ δύναμη τοῦ Σωτῆρα καὶ νὰ πιστέψουν σ’ αὐτόν. Αὐτοὶ ὅμως τοῦ ζήτησαν, ποὺ θὰ πῆ παρακαλοῦσαν, νὰ φύγη ἀπ’ τὸν τόπο τους. Γιατὶ φοβηθήκαν μήπως πάθουν καὶ καμμιὰ ἄλλη ζημιά, ὅπως ἔχασαν τοὺς χοίρους. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θεραπεύτηκε παρουσιάζει ἀδιαφολινείκητη ἀπόδειξη τῆς θεραπείας του. Τόσο ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία τοῦ νοῦ του, ὥστε ἔφτασε στὴν ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶχε τὴν ἀξίωση νὰ μείνη μαζί του. Φοβόταν, ὅπως ἔδειχνε, μήπως ὅταν μείνη μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἰησοῦ, πέση πάλι εὔκολα στὰ χέρια τῶν δαιμόνων. Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ δείχνει ὅτι κι ἄν δὲν εἶναι μαζί του, μπορεῖ προστατευμένος ἀπὸ τὴ χάρη του νὰ ἀποφύγη τὴ δαιμονικὴ ἐπήρεια λέγοντάς του· Γύρισε σπίτι σου καὶ νὰ διηγῆσαι ὅ,τι σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός. Δὲν εἶπε ὅ,τι σοῦ ἔκαμα ἐγώ, γιατὶ ἤθελε νὰ μᾶς δώση παράδειγμα ταπεινότητος καὶ νὰ μᾶς κάμη νὰ ἀποδίδωμε στὸ Θεὸ κάθε ἐπιτυχία. Κι αὐτὸς ἔνοιωθε τόση εὐγνωμοσύνη, ὥστε νὰ διηγῆται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Κύριος τὸν προσέταξε νὰ διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Θεὸς. Ἐνῶ αὐτὸς διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς. Πρέπει λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅταν κάνωμε κάτι καλὸ σὲ κάποιον νὰ μὴ θέλωμε νὰ τὸ διαλαλοῦμε. Νὰ διαλαλῆ ὅμως τὸ καλὸ ποὺ τοῦ κάνουν αὐτὸς ποὺ τὸ δέχτηκε κι ἄς μὴν τὸ θέλωμε ἐμεῖς.
|
Πηγή: Αναβάσεις
Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής (Λουκά στ΄ 31-36)
Και μάλιστα όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλει λέγοντας· «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών»· διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφή τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά· διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεσι, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της. Τι δηλαδή; δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλης και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πως εσύ θέλεις να υποστής την οργή και την προσβολήν του και ούτε καν μετά από σκέψι φθάνεις σ΄ αυτήν την γνώμην, αλλ΄ αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον· έτσι επίσης όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος· και γενικώς αυτήν την εσωτερικήν στάσι απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθή από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών και πως μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχη εκείνος από αυτά.
Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθής από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορής υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζης και αδικής και επιχειρής να εξαπατήσης τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφασι για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνης από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μη τα κάνης στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνης και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτησι και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβης, επειδή το θεωρείς καλόν; γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητή κάτι, σπεύσε να του φερθής φιλικώς και να θεωρής καλόν το να λάβη και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του παρείχες· «ει γαρ το θέλειν παράκειται» (αν υπάρχη θέλησις) λέγει ο Παύλος «εξ ων έχει τις ευπρόσδεκτος, ουκ εξ ών ουκ έχει». Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα».
Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά του και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν του· τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εα νόμον πράττης· εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν»· έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ΄ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχη η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου· εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ. Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς οι οποίοι πρόκειται να μας τα επιστρέψουν· αλλά φανερώνει ότι το καθένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοσι, και δεν φέρνει καμμίαν χάρι στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν η οποία την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρι στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς· εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι΄ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείες οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλ΄ απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμι κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι΄ αυτούς.
Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθή επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (τοκίσης) το αργύριόν σου» και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκον· επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλι, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ΄ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζη, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέση και εκείνα τα ολίγα που έχουν. Γι΄ αυτό προφανώς και ο Προφήτης συνάπτει τον τόκον με τον δόλον, λέγοντας «εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει, και ουκ εξέλιπεν εν των πλατειών αυτής τόκος και δόλος».
Γι΄ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνη από όλα τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ΄ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε· διότι, λέγει «έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζης, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα και δίδεις σ΄ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσης τα ιδικά σου· διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών. Μην απελπισθής λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθή μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσης τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ότι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίση εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.
Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, και τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θα μπορούσαμε νὰ ξέρουμε - δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁπότε δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; - κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.
Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του, ..Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα: τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴν δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, ἄς μὴν ἔρχομαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή πρὸς Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴν συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν θεό καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ νὰ μὴν τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.
Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε - μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….
Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπ’ τὸ σημερινό δεύτερο Μάθημα: ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ὡστόσο μία ἀπό ἐκείνους πού δεν ξέρουν τὶ κάνουν! Και ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴν σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό, γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ἡ αἰωνιότητα θα γίνει σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, για νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού ν’ ἀξίζει γιὰ τὸν Θεό καὶ τὸν ἑαυτό της- θα τὄκανε!
Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴν γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τήν δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴν στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι, Ναί, - οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν ….καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.
Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Κεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: ναί, πράγματι τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -ὄχι-. Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά και τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴν συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!
Ἄς σταθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε - πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὸ γεγονός ὅτι ἐπιλέξαμε; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ, τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα: πῶς στεκόμαστε;
Ἄς μάθουμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν, γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο.
Τὸ γνωρίζουμε ὅταν ἀρνούμαστε τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα- ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;
Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Εἶναι σὲ μᾶς νὰ τὴν πάρουμε - καὶ δίνεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα κι ἐξαγορά.
Ἀμήν.
Πηγη: Με παρρησία...
α΄. Πολλὰ ἀπὸ τῆς παραβολῆς ταύτης αἰνίττεται· τοῦ Θεοῦ τὴν πρόνοιαν, τὴν εἰς αὐτοὺς ἄνωθεν γεγενημένην· τὸ ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν φονικόν· τὸ μηδὲν παραλειφθῆναι τῶν ἠκόντων εἰς ἐπιμέλειαν· τὸ καὶ προφητῶν σφαγέντων μὴ ἀποστραφῆναι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱὸν πέμψαι· τὸ καὶ τῆς Καινῆς καὶτῆς Παλαιᾶς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν εἶναι Θεόν· τὸ μεγάλα αὐτοῦ τὸν θάνατον κατορθώσειν· τὸν τὴν ἐσχάτην δίκην τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ τολμήματος αὐτοὺς ὑπομένειν· τῶν ἐθνῶν τὴν κλῆσιν, τῶν Ἰουδαίων τὴν ἔκπτωσιν. Διὰ τοῦτο αὐτὴν μετὰ τὴν ἔμπροσθεν τίθησιν, ἵνα δείξῃ κἀντεῦθεν τὸ ἔγκλημα μεῖζον καὶ σφόδρα ἀσύγνωστον. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Ὅτι τοσαύτης τυχόντες ἐπιμελείας, πορνῶν καὶ τελωνῶν ἡττήθησαν, καὶ παρὰ τοσοῦτον. Θέα δὲ καὶ αὐτοῦ τὴν πρόνοιαν τὴν πολλὴν, καὶ τὴν τούτων ἀργίαν τὴν ἄφατον. Καὶ γὰρ ἅ τῶν γεωργῶν, ἦν, αὐτὸς ἐποίησε· τὸ φραγμὸν περιθεῖναι, τὸ φυτεῦσαι τὸν ἀμπελῶνα, τὰ ἄλλα πάντα· καὶ μικρὸν αὐτοῖς κατέλιπε, τὸ ἐπιμελεῖσθαι τῶν ὄντων, καὶ διαφυλάξαιτὸ δοθέντα. Οὐδὲν γὰρ ἦν ἐλλειφθέν, ἀλλὰ πάντα ἀπηρτισμένα· καὶ οὐδὲ οὕτως ἐκέρδαναν, καὶ ταῦτα τοσούτων ἀπολαύσαντες παρ’ αὐτοῦ. Ὅτε γὰρ ἐξ Αἰγύπτου ἐξῆλθον, καὶ νόμον ἔδωκεν, καὶ πόλιν ἀνέστησε, καὶ ναόν ὠκοδόμησε, καὶ θυσιαστήριον κατασκεύασε. Καὶ ἀπεδήμησε· τοὐτέστιν, ἐμακροθύμησεν, οὐκ ἀεὶ τοῖς ἁμαρτήμασι παραπόδας ἐπάγων τὰς τιμωρίας· τὴν γὰρ ἀποδημίαν τὴν πολλὴν αὐτοῦ μακροθυμίαν φησί. Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ, τοὐτέστι, τοῦς προφήτας, τὸν καρπὸν λαβεῖν, τοὐτέστι, τὴν ὑπακοήν, τὴν διὰ τῶν ἔργων ἐπίδειξιν. Οἱ δὲ κἀνταῦθα τὴν κακίαν ἐπεδείξαντο, οὐ τῷ μὴ δοῦναι καρπὸν τοσαύτης ἀπολαύσαντας ἐπιμελείας, ὅπερ ἀργίας ἦν, ἀλλὰ καὶ τῷ δυσχερᾶναι πρὸς τοὺς ἐλθόντας. Τοὺς γὰρ οὐκ ἔχοντας δοῦναι καὶ ὀφείλοντας, οὐκ ἀγανακτεῖν ἐχρῆν, οὐδὲ δυσχεραίνειν, ἀλλὰ παρακαλεῖν. Οἱ δὲ οὐ μόνον ἠγανάκτησαν, ἀλλὰ αἱμάτων τὰς χεῖρας ἐνέπλησαν· καὶ δίκην ὀφείλοντες, αὐτοὶ ἀπήτουν. Διὰ τοῦτο καὶ δευτέρας ἔπεμψε καὶ τρίτους, ἵνα δειχθῇ καὶ ἡ τούτων κακία, καὶ ἡ τοῦ πέμψαντος φιλανθρωπία. Καὶ διατὶ μὴ τὸν υἱὸν εὐθέως ἀπέστειλεν; Ἵνα ἐκ τῶν εἰς ἐκείνους γενομένων καταγνόντες ἑαυτῶν, καὶ τὸν θυμὸν ἀφέντες, ἐκεῖνον ἐντραπῶσιν ἐλθόντα. Εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι λόγοι· ἀλλὰ τέως ἐπὶ τὰ ἑξῆς ἴωμεν. Τὶ δὲ ἔστι τό, Ἴσως ἐντραπήσονται; Οὐχὶ ἀγνοοῦντος, ἄπαγε· ἀλλὰ θέλοντος δεῖξαι τὸ ἁμάρτημα μέγα, καὶ ἀπολογίας πάσης ἐστερημένο. Ἐπεὶ αὐτὸς εἰδώς, ὅτι ἀναιρήσουσιν, ἔπεμψε. Λέγει δὲ, Ἐντραπήσονται, τὸ γενέσθαι ὀφεῖλον ἀπαγγέλων· ὅτι ἔδει αὐτοὺς ἐντραπῆναι. Ἐπεὶ καὶ ἀλλαχοῦ φησιν, Ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν· οὐδὲ ἐκεῖ ἀγνοῶν· ἀλλ’ ἵνα μὴ λέγωσί τινες τῶν ἀγνωμόνων, ὅτι ἠ πρόρρησις αὐτοῦ γέγονεν ἀναγκαστικὴ τῆς παρακοῆς, διὰ τοῦτο οὔτω σχηματίζει τὰς λέξεις, Ἐὰν ἄρα, λέγων, καί, Ἴσως, Εἰ γὰρ καὶ περὶ τοὺς δούλους ἀγνώμνονες ἐγένοιτο, τὸ τοῦ υἱοῦ ἀξίωμα αἰδεσθῆναι ἐχρῆν. Τὶ οὖν οὗτοι; Δέον προδραμεῖν, δέον αἰτῆσαι συγγνώμην ἐπὶ τοῖς πεπλημμελημένοις, καὶ ἐπαγωνίζονται τοῖς προτέροις ἐπαποδύονται τοῖς μιάσμασιν, ἀεὶ τὰ πρότερα τοῖς δευτέροις ἀποκρύποντες· ὅ καὶ αὐτὸς δηλῶν ἔλεγε· Πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. Ἄνωθεν γὰρ αὐτοῖς ταῦτα ἐνεκάλουν οἱ προφῆται λέγοντες· Αἱ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις· καὶ Αἵματα ἐφ’ αἵμασι μίσγουσι· καί, Οἰκοδομοῦντες Σιὼν ἐν αἵμασαιν, Ἀλλ’ οὐκ ἐσωφρονίζοντο καίτοι, ταύτην λαβόντες πρώην τὴν ἐντολήν, τό, Οὐ φονεύσεις, καὶ μυρίων ἑτέρων κελευσθέντες ἀπέχεσθαι διὰ τοῦτο, καὶ διὰ πολλῶν καὶ παντοδαπῶν εἰς τὴν φυλακήν τῆς ἐντολῆς ταύτης ἐναγόμενοι. Ἀλλ’ ὅμως τὴν πονηρὰν ἐκείνη οὐκ ἀπέθεντο συνήθειαν· ἀλλὰ τί λέγουσιν ἰδόντες αὐτόν; Δεῦτε, ἀποκτείνωμεν αὐτόν. Τίνος ἕνεκεν, καὶ διατί; τί ποτε ἔχοντες ἐγκαλεῖν, ἤ μικρὸν, ἤ μέγα; Ὅτι ἐτίμησεν ὑμᾶς, καὶ Θεὸς ὤν, ἄνθρωπος ἐγένετο δι’ ὑμᾶς, καὶ τὰ μυρία ἐκεῖνα εἰργάσατο θαύματα; ἀλλ’ ὅτι τὰ ἁμαρτήματα συνεχώρει; ἀλλ’ ὅτι ἐπὶ βασιλείαν ἐκάλει; Ὅρα δὲ μετὰ τῆς ἀσεβείας καὶ τὴν ἄνοιαν πολλὴν οὗσαν, καὶ τὴν αἰτίαν τῆς σφαγῆς πολλῆς γέμουσαν παραπληξίας. Ἀποκτείνωμεν γὰρ αὐτὸν, φησί, καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία. Καὶ ποῦ ἀποκτείναι βουλεύονται; Ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. β΄ Εἶδες πῶς προφητεύει καὶ τὸν τόπον, ἔνθα ἔμελλε σφάττεσθαι; Καὶ ἐκβάλοντες ἀπέκτειναν. Καὶ ὁ μὲν Λουκᾶς φησιν, ὅτι αὐτὸς ἀπεφήνατο ὅ παθεῖν ἔδει τούτους, κἀκεῖνοι εἶπον, Μὴ γένοιτο· καὶ τὴν μαρτυρίαν ἐπήγαγεν . Ἐμβλέψας γὰρ αὐτοῖς εἶπε· Τί οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον, Λίθον ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· καὶ πῶς ὁ πεσὼν ἐπ’ αὐτὸν συνθλασθήσεται; Ὁ δὲ Ματθαῖος, ὅτι αὐτοὶ τὴν ψῆφον ἐξήνεγκαν. Ἀλλ’ οὐκ ἔστι τοῦτο ἐναντιολογίας. Καὶ γὰρ ἀμφότερα γέγονε· καὶ τὴν ψῆφον αὐτοὶ ἐξήνεγκαν καθ’ ἑαυτῶν, καὶ πάλιν αἰσθόμενοι τῶν εἰρημένων εἶπον, Μὴ γένοιτο· καὶ τὸν προφήτην αὐτοῖς ἐπετείχισε, πείθων αὐτούς, ὅτι πάντως ἔσται τοῦτο. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ οὕτω τὰ ἔθνη σαφῶς ἀπεκάλυψεν, ὥστε μηδεμίαν αὐτοῖς παρασχεῖν λαβήν, ἀλλ’ ἠνίξατο εἰπών, Δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. Διὰ τοῦτο δὴ καὶ διὰ παραβολῆς εἴρηκεν, ἵνα αὐτοὶ τὴν ψῆφον ἐξενέγκωσιν· ὅπερ καὶ ἐπὶ τοῦ Δαυΐδ γέγονεν, ὅτε ἔκρινε τὴν παραβολὴν τοῦ Νάθαν. Σὺ δέμοι σκόπει κἀντεῦθεν πῶς δικαία ἡ ψῆφος, ὅταν οἱ μέλλοντες κολάζεσθαι ἑαυτοὺς καταδικάζωσιν. Εἶτα ἵνα μάθωσιν, ὅτι οὐ μόνον ἡ τοῦ δικαίου φύσις ταῦτα ἀπήτει, ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις προὔλεγε ταῦτα, καὶ ὁ Θεὸς οὕτως ἐψηφίζετο, καὶ προφητείαν ἐπήγαγε, καὶ ἐντρεπτικῶς αὐτοῖς ἐπιτιμᾷ λέγων· Οὐδὲποτε ἀνέγνωτε, ὅτι Λίθον ὅν ἀπεδοκιμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη ἡ κεφαλὴν γωνίας; παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν· διὰ πάντων δεικνύς, ὅτι οἱ μὲν ἐκβάλεσθαι ἔμελλον ἀπιστοῦντες, τὰ δὲ ἔθνη εἰσάγεσθαι. Τοῦτο καὶ διὰ τῆς Χαναναίας, τοῦτο καὶ διὰ τοῦ ὄνου, καὶ διὰ τοῦ ἑκατοντάρχου, καὶ δι’ ἄλλων πολλῶν παραβολῶν ἠνίξατο· τοῦτο καὶ νῦν. Διὸ καὶ ἐπήγαγε· Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν· προδηλῶν, ὅτι τὰ ἔθνη πιστεύοντα, καὶ Ἰουδαίων ὅσοι ἄν καὶ αὐτοὶ πιστεύσωσιν, ἔστονται ἕν, καίτοι τοσούτου τοῦ μέσου ὄντος ἔμπροσθεν. Εἶτα, ἵνα μάθωσιν ὅτι οὐδὲν τῷ Θεῷ ἐναντίον τῶν γινομένων ἦν, ἀλλὰ καὶ σφόδρα εὐαπόδεκτον τὸ συμβαῖνον, καὶ παράδοξον, καὶ τῶν ὁρώντων ἕκαστον ἐκπλῆττον· (καὶ γὰρ ἦν θαῦμα σφόδρα ἄφατον)· ἐπήγαγε λέγων· Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, Λίθον δὲ ἑαυτὸν καλεῖ, καὶ οἰκοδόμους τοὺς διδασκάλους τῶν Ἰουδαίων· ὅ καὶ Ἰεζεκιήλ φησιν· Οἱ οἰκοδομοῦντες τὸν τοῖχον, καὶ ἀλείφοντες ἀναριτύτως. Πῶς δὲ ἀπεδοκίμασαν; Λέγοντες, Οὗτος οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ· Οὗτος πλανᾷ τὸν ὄχλον· καὶ πάλιν, Σαμαρείτης εἰ σύ, καὶ δαιμόνιον ἔχεις. Εἶτα, ἵνα γνῶσιν ὅτι οὐ μέχρι τοῦ ἐκβληθῆνα αὐτοὺς ἡ ζημία, ἐπήγαγε καὶ τὰς κολάσεις, λέγων· Πᾶς ὁ πίπτων ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτο, συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν. Δύο φησὶν ἀπωλείας ἐνταῦθα· μίαν μέν, τὴν ἀπὸ τοῦ προσκόψαι καὶ σκανδαλισθῆναι τοῦτο γὰρ ἐστιν. Ὁ πίπτων ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον· ἑτέραν δέ, τὴν ἀπὸ τῆς ἁλώσεως αὐτῶν, καὶ τῆς συμφορᾶς καὶ πανλεθρίας, ἦν καὶ σαφῶς προεδήλωσεν εἰπών, Λικμήσει αὐτόν. Διὰ τούτων καὶ τὴν ἀνάστασιν ἠνιξατο τὴν ἑαυτοῦ. Ὁ μὲν οὖν προφήτης Ἡσαΐας τὸν ἀμπελῶνα αἰτιᾶσθαί φησιν αὐτόν· ἐνταῦθα δὲ καὶ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ διαβάλλει. Καὶ ἐκεῖ μὲν φησι· Τί ἔδει με ποιῆσαι τῷ ἀμπελῶν μου, καὶ οὐκ ἐποίησα; καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν· Τὶ εὗρον οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοῖ πλημμέλημα; καὶ πάλιν, Λαὸς μου, τί ἐποίησά σοι; ἤ τὶ ἐλύπησά σε; δεικνὺς αὐτὴν τὴν ἀχάριστον γνώμην, καὶ ὅτι πάντων ἀπολαύοντες τοῖς ἐναντίοις ἠμείβοντο· ἐνταῦθα δὲ μετὰ πλείονος τίθησιν αὐτὸ ὑπερβολῆς. Οὐ γὰρ αὐτὸς ἀποφαίνεται λέγων· Τί ἔδει μὲ ποιῆσαι, καὶ οὐκ ἐποίησα; ἀλλ’ αὐτοὺς ἐκείνους εἰσάγει ψηφιζομένους, ὅτι οὐδὲν ἐνέλιπε, καὶ καταδικάζοντας ἑαυτούς. Ὅταν γὰρ εἴπωσιν, ὅτι Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἑτέροις γεωργοῖς, οὐδὲν ἕτερον ἤ τοῦτο λέγουσι, μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας τὴν ψῆφον ἐκφέροντες. Τοῦτο καὶ Στέφανος αὐτοῖς ὀνειδίζει, ὅ καὶ μάλιστα αὐτοὺς ἔδακνεν, ὅτι πολλῆς ἀπολαύσαντες ἀεὶ προνοίας, τοῖς ἐναντίοις ἠμείβοντο τὸν εὐεργέτην· ὅπερ καὶ αὐτὸ μέγιστον ἦν σημεῖον τοῦ μὴ τὸν κολάζοντα, ἀλλὰ τοὺς κολαζομένους αἰτίους εἶναι τῆς τιμωρίας τῆς ἐπαγομένης αὐτοῖς. Τοῦτο δὴ καὶ ἐνταῦθα δείκνυται διὰ τῆς παραβολῆς, διὰ τῆς προφητείας. Οὐδὲ γὰρ ἠρκέσθη τῷ παραβολῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ προφητείαν, διπλῆν ἐπήγαγε,τὴν μὲν τοῦ Δαυΐδ, τὴν δὲ παρ’ ἑαυτοῦ. Τί οὖν ἐχρῆν ταῦτα ἀκούσαντας ποιεῖν; οὐχὶ προσκυνῆσαι; οὐχὶ θαυμάσαι τὴν κηδεμονίαν, τὴν ἔμπροσθεν, τὴν μετὰ ταῦτα; Εἰ δὲ μηδενὶ τούτων ἐγένοντο βελτίους τῷ γοῦν φόβῳ τῆς κολάσεως οὐκ ἔδει γενέσθαι σωφρονεστέρους; Ἀλλ’ οὐκ ἐγένοντο· ἀλλὰ τι μετὰ ταῦτα; Ἀκούσαντες, φησίν, ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει. Καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι, ἀφοβήθησαν διὰ τοὺς ὄχλους, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. Ἠσθάνοντο γὰρ λοιπόν, ὅτι αὐτοὺς ἠνίττετο. Ποτὲ μὲν οὖν κατεχόμενος, διὰ μέσου αὐτῶν ἀναχωρεῖ, καὶ οὐχ ὁρᾶται· ποτὲ δὲ φαινόμενος ὠδίνουσαν αὐτῶν τὴν ἐπιθυμίαν ἐπέχει. Ὅ καὶ θαυμάζοντες ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς; ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσιν. Ἐνταῦτα δὲ, ἐπειδὴ τῷ φόβῳ τοῦ πλήθους κατείχοντο, ἀρκεῖται τούτῳ, καὶ οὐ παραδοξοποιεῖ, ὥσπερ ἔμπροσθεν, διὰ μέσου ἀναχωρῶν καὶ μὴ φαινόμενος. Οὐ γὰρ ἐβούλετο πάντα ὑπὲρ ἄνθρωπον ποιεῖν, ὥστε πιστευθῆναι τὴν οἰκονομίαν. Οἱ δὲ οὐδὲ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἐσωφρονίζοντο, οὐδὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων· οὐ τὴν τῶν προφητῶν μαρτυρίαν, οὐ τὴν ἑαυτῶν ἠδοῦντο ψῆφον, οὐ τὴν τῶν πολλῶν γνώμην· οὕτω καθάπαξ αὐτοὺς ἡ φιλαρχία καὶ ὁ τῆς κενοδοξίας ἐπήρωσεν ἔρως, καὶ τὸ τὰ πρόσκαιρα ζητεῖν. γ΄.Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ, καὶ κατὰ κρημνῶν φέρει, οὐδὲν οὕτω ποιεῖ τῶν μελλόντων ἐκπίπτειν, ὡς τὸ προσηλῶσθαι τοῖς ἐπικήροις τούτοις· οὐδὲν οὕτω ποιεῖ καὶ τούτων κἀκείνων ἀπολαύειν, ὡς τὸ πάντων ἐκεῖνα προτιμᾷν. Ζητεῖτε γάρ, φησὶν ὁ Χριστὸς, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Καίτοι εἰ μηδὲ τοῦτο προσέκειτο, οὐδὲ οὕτως αὐτῶν ἐφίεσθαι ἔδει. Νῦν δὲ ἐν τῷ λαβεῖν ἐκεῖνα καὶ ταῦτα ἔστι προσλαβεῖν· καὶ οὐδὲ οὕτως ἔνιοι πείθονται· ἀλλὰ λίθοις ἀναισθήτοις ἐοίκασι, καὶ σκιὰς διώκουσιν ἡδονῆς. Τί γὰρ ἡδὺ τῶν ἐν τῷ παρόντι βίω; Τὶ δὲ τερπνόν; Μετὰ γὰρ παρρησίας ὑμῖν πλείονος διαλεχθῆναι βούλομαι σήμερον· ἀλλὰ ἀνάσχεσθε, ἵνα μάθητε ὅτι ὁ δοκῶν οὗτος φορτικὸς εἶναι βίος καὶ ἐπαχθής, ὁ τῶν μοναχῶν λέγω καὶ τῶν ἐσταυρωμένων, πολὺ τούτο τοῦ δοκοῦντος εἶναι προσηνοῦς καὶ ἀπαλωτέρου γλυκύτερός ἐστι καὶ ποθεινότερος. Καὶ τούτου μάρτυρες ὑμεῖς, οἱ θανάτον πολλάκις αἰτῆσαντες ἐν ταῖς καταλαβούσαις ὑμᾶς περιστάσεσι καὶ ἀθυμίας, καὶ ἐκείνους μακαρίσαντες τοὺς ἐν ὄρεσι, τοὺς ἐν σπηλαίοις, τοὺς μὴ γεγαμηκότας, τὸν ἀπράγμονα βίον ζῶντας, οἵ τε ἐν ταῖς τέχναις, οἵ τε ἐν ταῖς στρατείαις, οἵ τε ἁπλῶς ζῶντες καὶ εἰκῇ, καὶ ἐν τῇ σκηνῇ διημερεύοντες καὶ ταῖς ὀρχήστραις. Καὶ γὰρ ἐκεῖθεν, εἰ καὶ μυρίαι ἡδοναὶ βρύειν δοκοῦσι καὶ εὐφροσύνης πηγαί, ἀλλὰ μυρία τίκτεται πικρότερα βέλη. Ἄν γὰρ ἁλῷ τις ἔρωτι κόρης τινὸς τῶν ἀρχουμένων ἐκεῖ, ὑπὲρ μυρίας στρατείας, ὑπὲρ μυρίας ἀποδημίας χαλεπωτέραν ὑποστήσεται βάσανον, πάσης πόλεως πολιορκουμένης ἀθλιώτερον διακείμενος. Πλὴν ἀλλ’ ἵνα μὴ ἐκεῖνα ἐξατάσωμεν τέως, τῷ συνειδότι ταῦτα ἀφέντες τῶν ἑαλωκότων, φέρε περὶ τοῦ τῶν πολλῶν διαλεχθῶμεν βίου· καὶ τοσοῦτον εὑρήσομεν τὸ μέσον ἑκατέρας τῆς ζωῆς ταύτης, ὅσον λιμένος καὶ πελάγους συνεχῶς ἀνέμοις διακοπτομένου τὸ διάφορον. Σκόπει δὲ ἀπὸ τῶν καταγωγίων εὐθέως τὰ προοίμια τῆς εὐημερίας. Ἀγορὰς γὰρ καὶ πόλεις καὶ τοὺς ἐν μέσῳ φυγόντες θορύβους, τὸν ἐν ὄρεσι βίον εἴλοντο, τὸν οὐδὲν ἔχοντα κοινὸν πρὸς τὰ παρόντα, τὸν οὐδὲν ἀνθρώπινον ὑπομένοντα, οὐ λύπην βιωτική, οὐκ ὀδύνην, οὐ φροντίδα τοσαύτην, οὐ κινδύνους, οὐκ ἐπιβουλάς, οὐ βασκανίαν, οὐ ζηλοτυπίαν, οὐκ ἔρωτας ἀτόπους, οὐκ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδέν. Ἐντεῦθεν ἤδη τὰ τῆς βασιλείας μελετῶσι, νάπαις ὁμιλοῦντες καὶ ὄρεσι καὶ πηγαῖς, καὶ ἡσυχίᾳ καὶ ἠρεμίᾳ πολλῇ, καὶ πρὸ τούτων ἁπάντων τῷ Θεῷ. Καὶ παντὸς μὲν θορύβου τὸ δωμάτιον αὐτοῖς καθαρόν, παντὸς δὲ πάθους ἡ ψυχὴ καὶ νοσήματος ἐλευθέρα, λεπτὴ καὶ κούφη, καὶ τοῦ λεπτοτάτου ἀέρος σφόδρα καθαρωτέρα. Ἔργον δὲ αὐτοῖς, ὅπερ ἦν καὶ τῷ Ἀδάμ παρὰ τὴν ἀρχὴν καὶ πρὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅτε τὴν δόξαν ἠμφιεσμένος ἦν, καὶ τῷ Θεῷ μετὰ παρρησίας ὡμίλει, καὶ τὸ χωρίον ἐκεῖνο τὸ πολλῆς γέμον μακαριότητος ὤκει. Τί γὰρ οὗτοι χεῖρον ἐκείνου διάκεινται, ὅτε πρὸ τῆς παρακοῆς ἐτέθη ἐργάζεσθαι τὸν παράδεισον; Οὐδεμία φροντὶς ἦν αὐτῷ βιωτική; ἀλλ’ οὐδὲ τούτοις, Θεῷ διαλέγετο μετὰ καθαροῦ συνειδότος; τοῦτο καὶ οὗτοι· μᾶλλον δὲ καὶ πολλῷ μείζονα ἔχουσι παρρησίαν ἐκείνου, ὅσῳ καὶ μείζονος ἀπολελαύκασι χάριτος διὰ τῆς τοῦ Πνεύματος χορηγίας. Ἐχρῆν μὲν οὖν ὑμᾶς ὄψει ταῦτα παραλαμβάνειν· ἐπειδὴ δὲ οὐ βούλεσθε, ἀλλ’ ἐν θορύβοις καὶ ἀγοραῖς διατρίβετε, κἄν λόγῳ γοῦν διδάξωμεν ὑμᾶς, ἕν μέρος ἀπλαβόντες αὐτῶν τῆς διαγωγῆς· πάντα γὰρ οὐ δυνατὸν ἐπελθεῖν τὸν ἐκείνων βίον. Οὗτοι οἱ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, ἐπειδὰν ἥλιος ἀνισχῃ, μᾶλλον δὲ πολλῷ πρὸς τῆς ἀκτῖνος ἀπὸ τῆς εὐχῆς ἀναστάντες, ὑγιεῖς καὶ ἐγρηφορότες καὶ νήφοντες· (οὔτε γὰρ λύπη τις καὶ φροντίς, οὔτε καρηβαρία καὶ πόνος καὶ πραγμάτων ὄχλος, οὐκ ἄλλο τι τῶν τοιούτων οὐδὲν αὐτοῖς ἐνοχλεῖ, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι διάγουσιν ἐν οὐρανῷ)· ἀναστάντες τοίνυν εὐθέως ἀπὸ τῆς εὐχῆς φαιδροὶ καὶ γεγηθότες, καὶ χορὸν ἕνα στησάμενοι, ἐν φαιδρῷ τῶ συνειδότι συμφώνως ἅπαντες ὥσπερ ἐξ ἑνὸς στόματος, ὕμνους εἰς τὸν ὅλων ἄδουσι Θεόν, γεραίροντές τε αὐτόν, καὶ χάριν εἰδότες ὑπὲρ ἁπάντων αὐτῷ, τῶν τε ἰδίων, τῶν τε κοινῶν εὐεργετημάτων. Ὥστε, εἰ δοκεῖ, τὸν Ἀδὰμ ἀφέντες ἐρωτήσωμεν τί τῶν ἀγγέλων οὗτος διέστηκεν ὁ χορὸς τῶν ἐπὶ γῆς ἀδόντων καὶ λεγόντων· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Καὶ ἡ στολὴ δὲ αὐτοῖς τῆς ἀνδρίας ἀξία. Οὐ γὰρ δὴ κατὰ τοὺς ἐλκεχίτωνας καὶ ἐκνευρισμένους καὶ διακλωμένους εἰσὶν ἐστολισμένους καὶ διακλωμένους εἰσὶν ἐστολισμένοι· ἀλλὰ κατὰ τοὺς μακαρίους ἐκείνους ἀγγέλους, τὸν Ἠλίαν, τὸν Ἐλισσαῖον, τὸν Ἰωάννην, κατὰ τοὺς ἀποστόλους· τῶν ἱματίων κατεσκευασμένων αὐτοῖς, τοῖς μὲν ἀπὸ τριχῶν αἰγῶν, τοῖς δὲ ἀπὸ τριχῶν καμήλων· εἰσὶ δὲ οἷς καὶ δέρματα ἤρκεσε μόνον, καὶ ταῦτα πάλαι πεπονηκότα. Εἶτα ἐπειδὰν τὰς ὠδὰς ἐκείνας εἴπωσι, τὰ γόνατα κάμψαντες, τὸν ὑμνηθέντα Θεὸν παρακαλοῦσιν ὑπὲρ πραγμάτων, ὧν ἔνιοι οὐδὲ εἰς ἔννοια ταχέως ἔρχονται. Αἰτοῦσι γὰρ τῶν μὲν παρόντων οὐδέν· οὐδεὶς γὰρ αὐτοῖς τούτων λόγος· τὸ δὲ μετὰ παρρησίας στῆναι ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ φοβεροῦ, ὅταν ἔλθῃ κρῖναι ζῶντας καὶ νεκροὺς ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· καὶ τὸ μηδένα ἀκοῦσαι τῆς φοβερᾶς ἐκείνης φωνῆς τῆς λεγούσης, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· καὶ ὥστε μετὰ καθαροῦ συνειδότος καὶ πολλῶν τῶν κατορθωμάτων τὸν ἐπίμοχθον τοῦτον διανύσαι βίον, καὶ τὸ χαλεπὸν πλεῦσαι πέλαγος ἐξ οὐρίας. Ἡγεῖται δὲ αὐτοῖς τῆς εὐχῆς, ὁ πατήρ καὶ ὁ προεστηκώς. Εἶτα ἀναστάντες καὶ τελέσαντες τὰς ἁγίας ἐκείνας καὶ συνεχεῖς εὐχὰς, ἀνισχούσης τῆς ἀκτῖνος, εἰς ἔργον ἄπεισιν ἕκαστος, πολλὴν πρόσοδον ἐντεῦθεν τοῖς δεομένοις συνογοντες. δ΄. Ποῦ νῦν εἰσιν οἱ διαβολικοῖς ἑαυτοὺς ἐκδιδόντες χορεῖς καὶ τοῖς ἄσμασι τοῖς πορνικοῖς, καὶ ἐν θεάτροις καθήμενοι; Αἰσχύνομαι μὲν γὰρ μεμνημένος ἐκείνων· πλὴν διὰ τὴν ἀσθένεια ὑμῶν ἀνάγκῃ καὶ τοῦτο ποιῆσαι. Καὶ γὰρ ὁ Παῦλος φησιν· Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Καὶ ἡμεῖς τοίνυν, φέρε παρεξετάσωμεν τὸν χορὸν τὸν ἐκ τῶν πορνευομένων γυναικῶν καὶ τῶν ἡτα ρηκότων νέων συνεστῶτα ἐν τῇ σκηνῇ, καὶ τοῦτον αὐτὸν τὸν τῶν μακαρίων τούτων, εἰς ἡδονῆς λόγον δι’ ἥν μάλιστα πολλοὶς τῶν ρᾳθύμων νέων ἁλίσκονται ταῖς ἐκείνων παγίσι. Τοσοῦτον γὰρ τὸ μέσον εὑρήσομεν, ὅσον εἰ ἀγγέλων τις ἤκουσεν ἀδόντων ἄνω τὴν παναρμόνιον μελῳδίαν ἐκείνην, καὶ κυνῶν καὶ χοίρων ἐπὶ τῆς κοπρίας κατωρυομένων καὶ γρυζόντων. Διὰ τούτων μὲν γὰρ τῶν στομάτων ὁ Χριστὸς, δι’ ἐκείνων δὲ τῆς γλώττης ὁ διάβολος φθέγγεται. Ἀλλὰ σύριγγες συνηχοῦσιν ἐκείνοις ἀσήμῳ φωνῇ καὶ ἀτερπεῖ τῇ ὄψει, τῶν γνώθων αὐτοῖς φυσωμένων, καὶ τῶν νεύρων διασπωμένων; Ἀλλ’ ἐνταῦθα ἡ τοῦ Πνεύματος ἐνηχεῖ χάρις, ἀντὶ αὐλοῦ καὶ κιθάρας καὶ σύριγγος τοῖς τῶν ἁγίων στόμαζι κεχρημένη. Μᾶλλον δὲ ὅσα ἄν εἴπωμεν, οὐ δυνατὸν παραστῆναι τὴν ἡδονὴν διὰ τοὺς τῷ πηλῷ καὶ τῇ πλινθείᾳ προσηλωμένους. Διὰ τοῦτο καὶ ἐβουλόμην τινὰ τῶν περὶ ταῦτα μαινομένων λαβεῖν, καὶ ἀπαγαγεῖν ἐκεῖ, καὶ δεῖξαι τῶν ἁγίων τὸν χορὸν τούτων, καὶ οὐκ ἄν ἐδέησέ μοι λόγου λοιπόν. Πλὴν κἄν πρὸς πηλίνους διαλεγώμεθα, πειρασόμεθα καὶ τῷ λόγῳ κἄν μετὰ μικρὸν αὐτοὺς ἀνασπάσαι τῆς ἰλύος καὶ τῶν τελμάτων. Ἐκεῖθεν μὲν γὰρ εὐθέως πῦρ δέχεται ἔρωτος ἀτόπου ὁ ἀκροατής· ὡς γὰρ οὐκ ἀρκούσης τῆς ὄψεως τῆς πόρνης φλέξαι τὴν διάνοιαν, καὶ τὴν ἀπὸ τῆς φωνῆς προστιθέασι λύμην· ἐνταῦθα δέ, κἄν ἔχῃ τί τοιοῦτον ἡ ψυχή, ἀποτίθεται εὐθέως. Οὐχ ἡ φωνὴ δὲ μόνον, οὐδὲ ἡ ὄψις, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱμάτια μᾶλλον τούτω θορυβεῖ τοὺς ὁρῶντας. Κἄν πένης ἧ τις τῶν παχυτέρων καὶ ἠμελημένων, ἀπὸ τῆς θεωρίας μυρία ἀποδυσπετήσῃ πολλάκις, καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἐρεῖ, ὅτι Ἡ μὲν πόρνη καὶ ὁ ἡταιρηκώς, μαγείρων τέκαν καὶ σκυτόμων, πολλάκις δὲ καὶ οἰκετῶν, ἐν τοσαύτῃ ζῶσι τρυφῇ· ἐγὼ δὲ ἐλεύθερος καὶ ἐξ ἐλευθέρων, δικαίους πόνους αἰρούμενος, οὐδὲ ὄναρ ταῦτα φαντασθῆναι δύναμαι· καὶ οὕτως ἐμπρησθεὶς ὑπὸ τῆς ἀθυμίας ἄπεισειν. Ἐπὶ δὲ τῶν μοναχῶν οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον ἅπαν. Ὅταν γὰρ ἴδῃ πολουσίων παῖδας καὶ προγόνων περιφανῶν ἐκγόνους τοιαῦτα ἠμφιεσμένους ἱμάτια, οἷα οὐδὲ οἱ ἔσχατοι τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ τούτῳ χαίροντας, ἐννοήσατε πόσην τῆς πενίας παραμυθίαν δεξάμενος ἄπεισι. Κἄν πλούσιος ἧ, σωφρονισθεὶς ἀναχωρεῖ βελτίων γενόμενος. Πάλιν ἐν μὲ τῷ θεάτρῳ ὅταν ἴδωσι χρυσία περικειμένην τὴν πόρνην, ὁ μὲν πένης οἰμώξεται καὶ θρηνήσει, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὐδὲν τοιοῦτον ἔχουσαν βλέπων· οἱ δὲ πλουτοῦντες ὑπερόψονται καὶ διαπτύσουσιν ἀπὸ τῆς θέας ταύτης τὰς συνοικούσας αὐτοῖς. Ὅταν γὰρ καὶ σχῆμα, καὶ βλέμμα, καὶ φωνήν, καὶ βάδισιν, πάντα διακεκλασμένα ἐκείνη παρέχῃ τοῖς ὁρῶσιν, ἐμπρησθέντες ἀναχωροῦσι, καὶ αἰχμάλωτοι, λοιπὸν εἰς τὰς οἰκίας εἰσέρχονται τὰς ἑαυτῶν. Ἐντεῦθεν αἱ ὕβρεις καὶ αἱ ἀτιμίαι, ἐντεῦθεν αἱ ἀπέχθεια, οἱ πόλεμοι, οἱ θάνατοι οἱ καθημερινοί· ἐντεῦθεν ἀβίωτος τοῖς ἁλοῦσιν ὁ βίος, καὶ ἡ συνοικοῦσα λοιπὸν ἀηδής, καὶ τὰ παιδία οὐχ ὁμοίως ποθεινά, καὶ πάντα ἄνω καὶ κάτω τὰ τῆς οἰκίας, καὶ ὑπ’ αὐτῆς λοιπὸν τῆς ἀκτῖνος ἐνοχλεῖσθαι δοκεῖ. Ἀλλ’ οὐκ ἀπὸ τῶν χορῶν τούτων ἀηδία τις τοιαύτη· ἀλλ’ ἥμερον καὶ πρᾶον δέξεται ἡ γυνὴ τὸν ἄνδρα, πάσης ἡδονῆς ἀτόπου ἀπηλλαγμένον, καὶ εὐκολώτερον αὐτῷ χρήσεται, ἤ πρὸ τούτου. Τοιαῦτα ὁ μὲν χορὸς ἐκεῖνος τίκτει κακά, οὗτος δὲ ἀγαθά· ὁ μὲν ἀπὸ προβάτων λύκους ποιῶν, οὗτος δὲ ἀπὸ λύκων ἀρνειοὺς ἐργαζόμενος. Ἀλλ’ οὔπω περὶ τῆς ἡδονῆς οὐδὲν οὐδέπω τάχα εἰρήκαμεν. Καὶ τί γένοιτ’ ἄν ἥδιον τοῦ μὴ θορυβεῖσθαι μηδὲ ὀδυνᾶσθαι τὴν διάνοιαν, μηδὲ ἀθυμεῖν καὶ στένειν; Πλὴν ἀλλὰ καὶ περαιτέρω τὸν λόγον προαγάγωμεν, καὶ ἑκατέρας τῆς ὠδῆς καὶ τῆς θέας τὴν ἀπόλαυσιν ἐξετάσωμεν· καὶ ὀψόμεθα τὴν μὲν μέχρις ἑσπέρας μένουσαν, ἕως ἄν ἐν τῷ θεάτρῳ καθέζηται ὁ θεατής, μετὰ δὲ ταῦτα κέντρον παντὸς χαλεπω΄τερον ἀνιῶσαν αὐτόν· ἐνταῦθα δὲ διηνεκῶς ἐνακμάζουσαν ταῖς ψυχαῖς τῷ ἑωρακότων. Καὶ γὰρ καὶ τῶν ἀνδρῶν τὸν τύπον, καὶ τοῦ τόπου τὸ τερπνόν, καὶ τῆς διαγωγῆς τὸ γλυκύ, καὶ τῆς πολιτείας τὸ καθαρόν, καὶ τῆς καλλίστης ὠδῆς καὶ πνευματικῆς τὴν χάριν, ἔχουσαν ἑαυτοῖς διαπαντὸς ἐνιζάνοντα. Οἱ γοῦν τούτων ἀπολαύοντες διηνεκῶς τῶν λιμένων, ὥσπερ τινὰ χειμῶνα λοιπὸν φεύγουσι τῶν πολλῶν τοὺς θορύβους. Οὐκ ἄδοντες δὲ μόνο καὶ εὐχόμενοι, τερπνόν τι θέαμα τοῖς ὁρῶσίν εἰσιν. Ἐπειδὰν γὰρ τὸ χορὸν διαλύσωσιν, ὁ μὲν τὸν Ἡσαΐαν λαβὼν ἐκείνῳ διαλέγεται, ὁ δὲ τοῖς ἀποστόλοις ὁμιλεῖ, ἕτερος τὰ παρ’ ἑτέρων πονηθέντα ἔπεισι, καὶ φιλοσοφεῖ περὶ Θεοῦ, περὶ τοῦδε τοῦ παντὸς, περὶ τῶν ὁρωμένων, περὶ τῶν ἀοράτων, περὶ αἰσθητῶν, περὶ νοητῶν, περὶ τῆς εὐτελείας τούτου τοῦ βίου, περὶ τῆς τοῦ μέλλοντος μεγαλειότητος. ε΄. Καὶ τρέφονται τροφὴν ἀρίστην, οὐ σάρκας ἀλόγων ἐψημένας παρατιθέμενοι, ἀλλὰ λόγια Θεοῦ ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον, μέλι θαυμάσιον, καὶ πολλῷ κρεῖττον ἤ κατὰ τὴν ἔρημον ὁ Ἰωάννης τὸ παλαιὸν ἐσιτεῖτο. Τὸ γὰρ μέλι τοῦτο οὐ μέλιτταί τινες ἄγριαι τοῖς ἄνθεσιν ἐφιζάνουσαι συλλέγουσιν, οὐδὲ δρόσον πεπαίνουσαι τοῖς σίμβλοις ἀνιᾶσιν· ἀλλ’ ἡ τοῦ Πνεύματος κατασκευάζουσα χάρις, ἀντὶ κηρίων καὶ σίμβλων καὶ συρίγγων ταῖς τῶν ἁγίων ἐναποτίθεται ψυχαῖς, ὥστε εἶναι τῷ βουλομένῳ μετὰ ἀδείας ἐσθίεν διηνεκῶς. Ταύτας δὴ οὖν τὰς μελίττας καὶ αὐτοὶ μιμούμενοι, περιΐπτανται τοῖς κηρίοις τῶν ἁγίων βιβλίων, πολλὴν ἐντεῦθεν δρεπόμενοι τὴν ἡδονήν. Καὶ εἰ βούλει μαθεῖν τὴν τράπεζαν τὴν ἐκείνων, ἐγγὺς γενοῦ, καὶ ὄψει τοιταῦτα, ἐρευγομένους αὐτούς, προσηνῆ πάντα καὶ ἡδέα, καὶ εὐωδίας γέμονα πνευματικῆς. Οὐδὲν αἰσχρὸν ἐκεῖνα τὰ στόματα ἐξενεγκεῖν δύναται ρῆμα, οὐδὲν εὐτράπελον, οὐδὲν τραχύ, ἀλλὰ πάντα τῶν οὐρανῶν ἄξια. Οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι, τὰ μὲν στόματα τῶν πολλῶν τῶν ἐν ἀγοραῖς συρομένων καὶ πρὸς τὰ βιωτικὰ λυσσώντων, βορβόρου τινὸς ὀχετοῖς παραβάλλων, τὰ δὲ τούτων , πηγαῖς μέλι ρεούσαις καὶ νάματα προχεούσαις καθαρά. Εἰ δέ τις ἐδυσχέρανεν, ὅτι τὰ τῶν πολλῶν βορβόρων τινὸς προσεῖπον ὀχετούς, ἴστω ὅτι σφόδρα φειδόμενος εἶπον. Ἡ γὰρ Γραφὴ οὐδὲ τούτῳ κέχρηται τῷ μέτρῳ, ἀλλ’ ἑτέρῳ πολλῷ σφοδροτέρῳ παραδείγματι. Ἰὸς γάρ, φησίν, ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, καὶ τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν. Ἀλλ’ οὐ τὰ ἐκείνων τοιταῦτα, ἀλλ’ εὐωδίας γέμει πολλῆς. Καὶ τὰ μὲν ἐνταῦθα τοιαῦτα· τὰ δὲ ἐκεῖ ποῖος ὑμῖν παραστήσει λόγος; ποία ἐννοήσει διάνοια; τὴν λῆξιν τὴν ἀγγελικὴν, τὴν μακαριότητα τὴν ἄφραστον, τὰ ἀπόρρητα ἀγαθά; Τάχα πολλοὶ διεθερμάνθητε νῦν, καὶ εἰς ἐπιθυμίαν ἐνεπέσετε τῆς καλῆς ταύτης πολιτείας· ἀλλὰ τί τὸ κέρδος, ὅταν ἐνταῦθα ὄντες μόνον τοῦτο ἔχητε τὸ πῦρ, ἐξελθόντες δὲ σβέσητε τὴν φλόγα, καὶ καταμαρανθῆ οὗτος ὁ πόθος; Πῶς οὖν, ἵνα μὴ τοῦτο γένηται; Ὡς ἔστι σοι θερμὸς οὗτος ὁ ἔρως, ἄπελθε πρὸς αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς ἀγγέλους, ἀνάκαυσον αὐτὸν πλέον. Οὐ γὰρ οὕτως ὁ παρ’ ἡμῶν λόγος δυνήσεταί σε ἀνάψαι, ὡς ἡ τῶν πραγμάτων θέα. Μὴ εἴπῃς, Διαλεχθῶ τῇ γυναικί, καὶ διαλύσω τὰ πράγματα πρῶτον. Ἀρχὴ ρᾳθυμίας αὕτη τὴ ἀναβολή. Ἄκουσον ὅτι συντάξασθαι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ ἠθέλησέ τις, καὶ οὐκ εἴασεν ὁ πρόφήτης. Καὶ τί λέγω συντάξασθαι; Θάψαι πατέρα ἠθέλησεν ὁ μαθητής, καὶ οὐδὲ τοῦτο συνεχώρησεν ὁ Χριστός. Καίτοι τι σοι πρᾶγμα ἀναγκαῖον οὕτως εἶναι δοκεῖ, ὡς κηδεία πατρός; ἀλλ’ οὐδὲ τοῦτο ἐπέτρεψε. Τί δήποτε; Ὅτι σφοδρὸς ἐφέστηκεν ὁ διάβολος, παρείσδυσίν τινα βουλόμενος λαβεῖν· κἄν ὀλίγης ἀσχολίας ἐπιλάβηται καὶ ἀναβολῆς, μεγάλην ἐργάζεται ρᾳθυμίαν. Διὰ τοῦτο παραινεῖ τις. Μὴ ἀναβάλλου ἡμέραν ἐξ ἡμέρας. Οὕτω γὰρ δυνήσῃ τὰ πλείονα κατορθοῦν, οὕτω καὶ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν σοι, καλῶς διακείσεται·Ζητεῖτε γάρ, φησί, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Εἰ γὰρ ἡμεῖς τοὺς τὰ ἑαυτῶν ὑπερορῶντας, καὶ τῶν ἡμετέρων τὴν ἐπιμέλειαν προστιθέντας, ἐν πολλῇ καθιστῶμεν ἀμεριμνίᾳ· πολλῷ μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ καὶ χωρὶς τούτων κηδόμενος καὶ προνοῶν. Μὴ τοίνυν φροντίσῃς τῶν σῶν, ἀλλὰ ἄφες αὐτὰ τῷ Θεῷ. Ἄν γὰρ σὺ φροντίσῃς, ὡς ἄνθρωπος φρονίζεις· ἄν δὲ ὁ Θεὸς προνοήσῃ, ὡς Θεὸς προνοεῖ. Μὴ φροντίσῃς αὐτῶν ἀφείς τὰ μείζω, ἐπεὶ αὐτὸς οὐ σφόδρα αὐτῶν προνοήσει. Ἵν’ οὖν σφόδρα αὐτῶν προνοῇ, αὐτῷ μόνῳ πάντα ἐπίτρεψον. Ἄν γὰρ καὶ αὐτὸς αὐτὰ μεταχειρίσῃ, ἀφεὶς τὰ πνευματικὰ οὐ πολλὴν αὐτῶν αὐτὸς ποιήσεται πρόνοιαν. Ἵν’ οὗν καὶ σοὶ ταῦτα εὖ διακέητια, καὶ φροντίδος ἀπαλλαγῆς ἁπάσης, ἔχου τῶν πνευματικῶν, ὑπερόρα τῶν βιωτικῶν· οὕτω γὰρ καὶ τὴν γῆν ἕξεις μετὰ τῶν οὐρανῶν, καὶ τῶν μελλόντωνς ἀγαθῶν ἐπιτεύξῃ, χάριτι καὶ φιλάνθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Πολλὰ ὑπονοεῖ μ’ αὐτὴν τὴν παραβολὴ: τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε ἀπὸ τὸν οὐρανό· τὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φονικὴ τους διάθεση· τὸ ὅτι δὲν παραλείφθηκε τίποτα ἀπ’ ὅσα ἤθελαν φροντίδα· τὸ ὅτι δὲν τοὺς ἀποστράφηκε μόλο ποὺ εἶχαν σφαγὴ ἀκόμα καὶ προφῆτες ἀλλὰ τοὺς ἔστειλε καὶ τὸ Γιό του· ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Καινῆς καὶ Παλαιάς ὅτι θὰ ἐπιτύχη πολλὰ ὁ θάνατός του· ὅτι ὑπομένουν τὴν ἔσχατη τιμωρία γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ τόλμημά τους, τὸ κάλεσμα τῶν ἐθνῶν καὶ τὴν ἔκπτωση τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔκπτωση τὴ θέτει μετὰ τὸ κάλεσμα, γιὰ νὰ δείξη κι ἀπ’ αὐτὸ ὅτι τὸ ἔγκλημά τους εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο καὶ ἀσυγχώρητο. Μὲ ποιὸ τρόπο; Μὲ τὸν ἑξῆς μ’ ὅλο ποὺ δέχτηκαν τόση φροντίδα φάνηκαν κατώτεροι ἀπὸ τελῶνες καὶ πόρνες καὶ μὲ τόση διαφορά· προσέξετε καὶ τὴν πολλὴ προνοητικότητα ἐκείνου καὶ τὴ δική τους ἀνείπωτη ἀκαματωσύνη. Ὅ,τι ἦταν ἔργο τῶν γεωργῶν, ὁ ἴδιος τὸ ἔπραξε· νὰ περιφράξη, νὰ φυτεύψη τὸν ἀμεπλῶνα, ὅλα τ’ ἄλλα. Λίγα ἄφησε σ’ αὐτούς· νὰ φροντίζουν τὴν περιουσία τους, νὰ φυλάξουν ὅτι τοὺς εἶχε δοθῆ. Τίποτα δὲν ἔλειπε, ἦσαν ὅλα συμπληρωμένα. Οὔτε ἔτσι ὅμως δὲν ἀποκόμισαν κέρδος, ἐνῶ τόσα εἶχαν ἀπολαύσει ἀπὸ αὐτόν· ὅταν βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νόμο τοὺς ἔδωσε καὶ πόλη τοὺς συγκρότησε καὶ ναὸ τοὺς ἔχτισε καὶ θυσιαστήριο τοὺς ἔκαμε. Και ἔφυγε, δηλ. μακροθύμησε, δὲν ἔδινε πάντα μετὰ τὰ ἁμαρτήματά τὶς τιμωρίες. Ἀποδημία ἀποκαλεῖ τὴν πολλὴ μακροθυμία του. Καὶ ἔστειλε τοὺς δούλους του, δηλαδὴ τοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ πάρουν τὸ εἰσόδημα, δηλαδὴ τὴν ὑπακοή, φανερωμένη μὲ τὰ ἔργα. Αὐτοὶ ὅμως κι ἐδῶ ἔδειξαν τὴν κακία τους, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔδωσαν τὸν καρπό ἐνῶ τόση φροντίδα ἐχάρηκαν –αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ὀκνηρίας- ἀλλὰ ἐπειδὴ κακοποίησαν τοὺς ἀποσταλμένους. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν, ἐνῶ χρωστοῦσαν, ἔπρεπε ὄχι νὰ ἀγανακτοῦν καὶ νὰ κακομεταχειρίζωνται ἀλλὰ νὰ παρακαλοῦν Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο ἐθύμωσαν ἀλλὰ καὶ μ’ αἵματα γέμισαν τὰ χέρια τους. Κι ἐνῶ χρωστοῦσαν ἱκανοποίηση, ζητοῦσαν οἱ ἴδιοι. Γι’ αὐτὸ ἔστειλε δεύτερους καὶ τρίτους, γιὰ νὰ φανῆ αὐτῶν ἡ κακία καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐκείνου. Καὶ γιατὶ δὲν ἔστειλε εὐθὺς τὸ Γιό του; Γιὰ νὰ κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους γι’ αὐτὰ ποὺ ἔκαμαν στοὺς ἀπεσταλμένους κι ἀφήνοντας τὸ θυμὸ νὰ ντραποῦν ἴσως ἐκεῖνον, ὅταν ἔθρη. Εἶναι κι ἄλλοι λόγοι, ἀλλὰ τώρα ἄς προχωρήσωμε. Τί σημαίνει τὸ «ἴσως ντραποῦν»; Ὅχι βέβαια ἄγνοια ἀλλὰ θέληση νὰ παρουσιαστῆ τὸ ἁμάρτημα μεγάλο καὶ χωρὶς καμμιὰ δικαιολογία. Γιατὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔστειλε γνωρίζοντας ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν. Λέει ὅμως «θὰ ντραποῦν» διατυπώνοντας αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνη· ὅτι ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ ντραποῦν. Γιατὶ καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο λέει· ἄν βέβαια ἀκούσουν· Κι ἐκεῖ γνωρίζει. Ἀλλὰ δὲ θέλει νὰ λένε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀχαρίστους ὅτι ἡ πρόρησή του ἔγινε αἰτία παρακοῆς, γι’ αὐτὸ διατυπώνει τὴ σκέψη του μὲ τὸ «ἄν βέβαια» καὶ τό «ἴσως». Γιατὶ ἀκόμα κι ἄν στάθηκαν ἀχάριστοι μὲ τοὺς δούλους, ἔπρεπε νὰ σεβαστοῦν τὴν ἰδιότητα τοῦ Γιοῦ. Τί ἔκαναν ὅμως αὐτοί; Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ τρέξουν κοντά του καὶ νὰ ζητήσουν συγχώρηση γιὰ τὰ σφάλματά τους, ἀγωνίζονται νὰ ὑπερβοῦν τὰ παλαιά, συνεχίζουν τὰ ἀνόσια ἔργα σκεπάζοντας πάντοτε τὰ προηγούμενα μὲ τὰ ἑπόμενα. Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυπτε καὶ ὁ ἴδιος· Γεμίστε τὸ μέτρο τῶν πατέρων σας. Ἐμπνευσμένοι οἱ προφῆτες ἀπὸ τὸ Θεὸ τοὺς κατηγοροῦσαν γι’ αὐτὰ λέγοντας· Τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα· καὶ αἵματα σμίγουν μὲ τὰ παλαιὰ αἵματα καὶ χτίζουν μὲ αἵματα τὴ Σιών. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἐσυνετίζονταν. Κι ὅμως αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πήρανε πρώτη, «δὲ θὰ φονεύσης» καὶ ἔλαβαν ἐντολὲς νὰ ἀπέχουν γιὰ χάρη της, ἀπὸ μύρια ἄλλα καὶ παρακινήθηκαν μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους στὴ φύλαξη τῆς ἐντολῆς αὐτῆς. Κι ὅμως δὲν ἔβγαλαν τὴν πονηρὴ ἐκείνη συνήθεια, ἀλλὰ τί λένε μόλις τὸν εἶδαν; Ἐμπρὸς ἄς τὸν σκοτώσουμε. Γιὰ ποιὸ λόγο; Ποιὰ κατηγορία, μικρὴ ἤ μεγάλη μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποδώσουν; Ἐπεὶδὴ μᾶς ἐτίμησε κι ἐνῶ ἦταν Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας κι ἔκαμε τ’ ἀμέτρητα ἐκεῖνα θαύματα; Μήπως ἐπειδὴ συγχωροῦσε τ’ ἁμαρτήματά μας; Ἤ μήπτως ἐπειδὴ μᾶς καλοῦσε στὴ Βασιλεία του; Προσέξετε ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἀσέβεια ἦταν πολλὴ καὶ ἡ ἀνοησία καὶ ὅτι ἡ θανάτωσή του προῆλθε ὀλοωσδιόλου ἀπὸ παράκρουση. Ἄς τὸν σκοτώσωμε, λέει, καὶ ἡ κληρονομία θὰ εἶναι δική μας. Καὶ ποὺ θὲλουν νὰ τὸν σκοτώσουν; Ἔξω ἀπὸ τὸν ἀμπελῶνα. β΄. Εἴδατε πῶς προφητεύει καὶ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν νὰ θανατωθῆ; Ἀφοῦ τὸν ὡδήγησαν ἔξω, τὸν σκότωσαν. Ὁ Λουκᾶς γράφει, ὅτι ὁ ἴδιος ὤρισε τὶ ἔπρεπε νὰ πάθουν καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν «Μὴ γένοιτο» Καὶ ἔφερε τὴ μαρτυρία. Τοὺς κοίταξε καὶ τοὺς εἶπε· τί σημαίνει ὁ λόγος Πέτρα ποὺ τὴν ἀποδοκίμασαν οἱ οἰκοδόμοι, ἔγινε κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος τῆς οἰκοδομῆς; Καὶ πῶς ὅποιος πέση ἐπάνω του θὰ γίνη συντρίμματα; Ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι αὐτοὶ ἔβγαλαν τὴν ἀπόφαση. Δὲ μᾶς δίνουν αὐτὲς οἱ δύο ἐκδοχὲς ἀφορμὴ γιὰ ἀντιρρήσεις. Ἔγιναν καὶ τὰ δύο. Οἱ ἴδιοι ἔβγαλαν τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τους καὶ οἱ ἴδιοι πάλι, ὅταν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τους, εἶπαν «μή γένοιτο». Καὶ ἐχρησιμοποίησε ἐναντίον τους τὸν προφήτη θέλοντας νὰ τοὺς πείση, ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ γίνη αὐτό. Ἀλλὰ οὔτε ἔτσι δὲ φανέρωσε καθαρὰ τὰ ἔθνη, ὥστε νὰ μὴν τοὺς δώση καμμιὰ ἀφορμὴ ἀλλὰ μίλησε ἀόριστα λέγοντας ὅτι θὰ δώση τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μίλησε μὲ παραβολή, γιὰ νὰ βγάλουν αὐτοὶ τὴν ἀπόφαση. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Δαυΐδ ὅταν ἔκρινε τὴν παραβολὴ τοῦ Νάθαν. Σεῖς προσέξετε καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅτι ἡ ἀπόφαση ἦταν δίκαιη, ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ κατηγορούμενοι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν, ὅτι δὲν ἀπαιτοῦσε αὐτὰ μονάχα ἡ φύση τοῦ δικαίου ἀλλὰ τὰ προέλεγε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ ὁ Θεὸς ἔριχνε τὴν ἴδια ψῆφο, φέρνει τὴν προφητεία, καὶ τοὺς ἐπιτιμᾶ λέγοντας, δὲ διαβάσατε ποτὲ ὅτι ἡ πέτρα ποὺ ἀποδοκίμασαν οἱ οἰκοδόμοι ἔγινε κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος τῆς οἰκοδομῆς; Ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε αὐτὸ καὶ εἶναι θαυμαστὸ μπροστὰ στὰ μάτια μας. Μὲ ὅλα ἔδειχνε ὅτι ὅσοι ἀπιστοῦσαν θὰ ἐκδιώκονταν καὶ θὰ ἔμπαινα στὴν κληρονομία οἱ ἐθνικοὶ. Αὐτὸ ἄφησε νὰ ὑπονοηθῆ καὶ μὲ τὴ Χαναναία, καὶ μὲ τὸν ὄνο καὶ τὸν ἑκατόνταρχο καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς παραβολές. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τώρα. Γι’ αὐτὸ καὶ συμπλήρωσε, ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε αὐτὸ καὶ θαυμαστὸ μπροστὰ στὰ μάτια μας. Φανερώνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι οἱ ἐθνικοὶ ποὺ θὰ πίστευαν κι ὅσοι πάλι θὰ πίστευαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους θὰ γίνουν ἕνα σύνολο, μόλο ποὺ ὑπάρχει τόση ἀπόσταση μπροστά τους. Ἔπειτα γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι τίποτα ἀπὸ ὅσα γίνονται δὲν εἶναι ἀντίθετο στὴ θέληση του Θεοῦ, ἀλλὰ πολὺ εὐπρόσδεκτο ὅ,τι συνέβαινε, μόλο ποὺ ἦταν παράδοξο καὶ ξάφνιαζε καθέναν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ παρακολουθοῦσαν (γιατὶ ἦταν στ’ ἀλήθεια ἀπερίγραπτο) συπλήρωσε μὲ τοῦτα· ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε αὐτό. Πέτρα ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτὸ του καὶ οἰκοδόμους τοὺς δασκάλους τῶν Ἰουδαίων. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ· Αὐτοὶ ποὺ χτίζουν τὸν τοῖχο χρησιμοποιῶντας πηλὸ ἀδούλευτο. Καὶ πῶς τὸν ἀποδοκίμασαν; Λέγοντας αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸς ἐξαπατᾶ τὸ πλῆθος. Καὶ ἀλλοῦ· Σαμαρείτης εἶσαι καὶ ἔχεις δαιμόνιο. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι δὲ θὰ περιοριζόταν ἡ ζημία τους στὴ ἐκδίωξή τους μόνο, πρόσθεσε καὶ τὶς τιμωρίες λέγοντας· καθένας ποὺ πέφτει ἐπάνω σ’ αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ συντριβῆ καὶ σ’ ὅποιον ἐπάνω πέση θὰ τὸν σκορπίση σὰ σκόνη. Δύο εἴδη καταστροφῆς ἀναφέρει ἐδῶ. Τὸ ἕνα εἶναι ἀπὸ τὴν πρόσκρουση πάνω σ’ αὐτὴ καὶ τὸ σκανδαλισμό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅποιος πέση ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν πέτρα. Τὸ ἄλλο εἶναι ἀπὸ τὴν αἰχμαλώτευσή τους καὶ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ἐξαφανισμὸ ποὺ ὁλοκάθαρα φανέρωσε λέγοντας· θὰ τὸν σκορπίση σὰ σκόνη. Μὲ αὐτὰ ἔκαμε ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀνάστασή του. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας λέγει ὅτι κατηγορεῖ τὸν ἀμεπλῶνα· ἐδῶ ἀποδίδει κατηγορία καὶ στοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ. Κι ἐκεῖ λέγει· τί ἔπρεπε νὰ κάμω στὸν ἀμεπλῶνα μου καὶ δὲν τὸ ἔκαμα; Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι· τί σφάλμα βρῆκα σ’ ἐμένα οἱ πατέρες σας; Κι ἀλλοῦ· Λαέ μου, τί σοῦ ἔκαμα ἤ σὲ τὶ πρᾶγμα σ’ ἐλύπησα; Τοὺς παρουσιάζει ὅτι εἶχαν ἀχάριστη γνώμη κι ὅτι μόλο ποὺ ἐδέχοντας ὅλες τὶς εὐεργεσίες ἐπλήρωναν μὲ τὸ ἀντίθετο. Ἐδῶ τὸ θέτει μὲ περισσότερη ὑπερβολή. Δὲν παρουσιάζεται νὰ λέη ὁ ἴδιος· Τὶ ἔπρεπε νὰ κάμω καὶ δὲν τὸ ἔκαμα; Ἀλλὰ βάζει τοὺς ἴδιους νὰ παραδέχωνται ὅτι τίποτα δὲν παράλειψε καὶ νὰ καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους. Γιατὶ ὅταν ἀπαντήσουν ὅτι «κακοὶ ἦσαν καὶ κακὰ θὰ τοὺς καταστρέψει», καὶ ὅτι θὰ ἐκμισθώση τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους γεωργούς, τίποτα ἄλλο δὲν λένε παρὰ αὐτό. Καὶ μάλιστα ρίχνουν τὴν ψῆφο τους μὲ πολλὴ προθυμία. Γι’ αὐτὸ τοὺς κατηγορεῖ κι ὁ Στέφανος ὅτι ἐνῶ τόσο πολὺ εἶχαν εὐεργετηθῆ, πλήρωναν μὲ τὰ ἀντίθετα τὸν εὐεργέτη. Πρᾶγμα ποὺ τοὺς πείραζε πολύ. Καὶ αὐτὴ εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη ὅτι γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ δέχονται δὲν εἶναι αἴτιος αὐτὸς ποὺ τοὺς τιμωρεῖ ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τιμωροῦνται. Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται ἐδῶ μὲ τὴν παραβολὴ καὶ μὲ τὴν προφητεία. Γιατὶ δὲν ἱκανοποιήθηκε μὲ τὴν παραβολὴ μόνο ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ διπλῆ προφητεία, μία τοῦ Δαυΐδ καὶ μία δική του. Τί ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνουν, ὅταν τ’ ἄκουσαν αὐτά; Ὄχι νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τὴ φροντίδα τὴ προηγούμενη καὶ τὴν μελλοντική; Κι ἄν μὲ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔγιναν καλύτεροι, δὲν ἔπρεπε τουλάχιστον μὲ τὸ φόβο τῆς κολάσεως νὰ γίνουν σωφρονέστεροι; Καὶ ὅμως δὲν ἔγιναν. Κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτὰ τί ἀκολούθησε; Ὅταν ἄκουσαν λέει κατάλαβαν ὅτι μιλοῦσε γι’ αὐτούς. Καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν φυλακίσουν ἀλλὰ φοβοῦνταν τὸ λαό, γιατὶ τὸν εἶχαν σὰν προφήτη. Κατάλαβαν ἄρα, ὅτι ὑπονοοῦσε αὐτούς. Ἄλλοτε λοιπὸν ἐνῶ τὸν κρατοῦσαν ξεφεύγει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ δὲν τὸν βλέπουν. Ἄλλοτε ἐμφανίζεται καὶ τὴν ἐπιθυμία τους καταπραϋνει ποὺ οἱ πόνοι τὴν ἔχουν ζώσει. Αὐτὸ ἦταν ποὺ τοὺς ἔκαμε νὰ λένε μὲ θαυμασμό· Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοοῦς; Νὰ, ποὺ κηρύττει μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ τίποτα δὲν τοῦ λένε. Ἐδῶ ὅμως ἐπειδὴ συγκρατοῦνταν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ λαοῦ, ἱκανοποιεῖται μ’ αὐτὸ, καὶ δὲν ἐπιτελεῖ κανένα παράδοξο, ὅπως πρωτύτερα, νὰ ξεφύγη δηλαδὴ ἀπὸ ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ φαίνεται. Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ εἶναι ὑπεράνθρωπες ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις του, ὥστε νὰ γίνη πιστευτὴ ἡ οἰκονομία. Αὐτοὶ ὅμως, οὔτε ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ πλήθους ἐσωφρονίζονταν οὔτε ἀπὸ ὅσα εἶχαν λεχθῆ. Δὲν ἐσέβονταν τὴ μαρτυρία τῶν προφητῶν, οὔτε τὴν ψῆφο τὴ δική τους, οὔτε τὴ γνώμη τῶν πολλῶν. Τόσο τοὺς εἶχε τυφλώσει μιὰ καὶ καλὴ ἡ φιλαρχία καὶ ὁ ἔρωτας τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ ἀναζήτηση τῶν προσκαίρων. γ΄. Τίποτα δὲ σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο κατακέφαλα στὸν γκρεμό, τίποτα δὲν κάμει τόσο πολὺ νὰ ξεπέσωμε ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ ἀμοιβή, ὅσο ἡ προσήλωση στὰ σημαδεμένα τοῦτα μὲ τὴ φθορά. Τίποτα δὲν κάμει τόσο πολὺ νὰ ἀπολαύσωμε καὶ τοῦτο καὶ ἐκεῖνα, ὅσο τὸ νὰ προτιμοῦμε ἐκεῖνα περισσότερο ἀπ’ ὅλα. Ἐπιδιώκετε λέγει ὁ Χριστός, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν. Καὶ βέβαια ἄν δὲν εἴχαμε αὐτὸ στὴ διάθεσή μας οὔτε αὐτὰ δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ ἐπιθυμοῦμε τόσο. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἀπόκτηση ἐκείνων, εἶναι δυνατὸ νὰ προσαποκτηθοῦν κι αὐτά. Μερικοὶ δὲν πείθονται οὔτε ἔτσι. Μοιάζουν μὲ πέτρες χωρὶς αἴσθηση, καὶ θηρεύουν τοὺς ἴσκιους τῆς ἡδονῆς. Ποιὸ εἶναι γλυκὺ στὴ παροῦσα ζωή; Ποιὸ εἶναι εὐχάριστο; Μὲ περισσότερο θάρρος θέλω νὰ σᾶς μιλήσω σήμερα. Ἀνεβῆτε λίγο ψηλότερα, γιὰ νὰ μάθετε ὅτι αὐτὸς ὁ βίος ποὺ νομίζεται ὅτι εἶναι βαρὺς καὶ δύσκολος, ἐννοῶ τὸ βίο τῶν μοναχῶν κι ἐκείνων ποὺ σταύρωσαν τὸν ἑαυτό τους, εἶναι ἀπ’ αὐτὸν ποὺ φαίνεται εὔκολος καὶ ἁπαλός, γλυκύτερος καὶ πιὸ ποθητός. Σ’ αὐτὸ μάρτυρες εἴστε σεῖς καὶ οἱ τεχνῖτες καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ πολλὲς φορὲς ζητήσατε τὸ θάνατο μέσα στὰ δεινὰ καὶ στὶς θλίψεις ποὺ σᾶς κατάλαβαν καὶ μακαρίσατε ἐκείνους, ποὺ ζοῦν στὰ βουνά, στὰ σπήλαια, ποὺ δὲν ἔκαμαν οἰκογένεια, ἀλλὰ ζοῦν ἥσυχη ζωή. Μάρτυρες εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα ζοῦνε κι αὐτοὶ ποὺ περνοῦν τὶς μέρες τους στὴ σκηνὴ καὶ στὶς ὀρχῆστρες. Γιατὶ κι ἐκεῖ μόλο ποὺ ὑπάρχει γνώμη ὅτι ἀναβρύζουν ἄπειρες ἡδονὲς καὶ πηγὲς χαρᾶς, ὅμως σφυρίζουν ἀμέτρητα πικρότερα βέλη. Γιατὶ ἄν αἰχμαλωτισθῆ κανένας ἀπὸ τὸν ἔρωτα μιᾶς κόρης ἀπὸ κεῖνες ποὺ χορεύουν ἐκει, θὰ ὑποφέρη μαρτύριο χειρότερο ἀπὸ μύριους ἐκπατρισμούς, καὶ θὰ εἶναι σὲ κατάσταση πιὸ ἀξιολύπητη ἀπὸ πόλη ποὺ πολιορκεῖται. Ἀλλὰ ἄς μὴν ἐξετάσωμε τώρα ἐκεῖνα· ἄς τ’ ἀφήσωμε στὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ αἰχμαλωτίσθηκαν κι ἄς ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν. Τόσο μεγάλο θὰ βροῦνε τὸ ἐνδίαμεσο διάστημα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης ζωῆς, ὅση εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ λιμανιοῦ ἀπὸ τὸ πέλαγος ποὺ μαστίζει ἀδιάκοπα ὁ ἄνεμος. Προσέξετε ἀπὸ τὶς κατοικίες ἀμέσως τὰ προοίμια τῆς εὐημερίας. Ἀφοῦ ξέφυγαν τὶς ἀγορὲς καὶ τὶς πόλεις μὲ τοὺς θορύβους τους, προτίμησαν τὴ ζωὴ στὰ βουνά, ποὺ τίποτα κοινὸ δὲν ἔχει μὲ τὴν παροῦσα ζωή, ποὺ δεν βασανίζεται ἀπὸ κανένα ἀνθρώπινο πάθος, οὔτε λύπη καθημερινή, οὔτε πόνο, οὔτε τόσο μεγάλη φροντίδα, οὔτε κίνδυνος, οὔτε ἐπιβουλὲς οὔτε βασκανία, οὔτε ζήλεια, οὔτε ἄτοπους ἔρωτες, οὔτε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέρος μελετοῦν τὴ βασιλεία, ἐνῶ ζοῦν μέσα σὲ κοιλάδες καὶ βουνὰ καὶ πηγές, σὲ ἡσυχία πολλὴ καὶ γαλήνη καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ σ’ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Καὶ τὸ κελλί τους εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε θόρυβο, καθὼς καὶ ἡ ψυχή τους εἶναι καθαρὴ ἀπὸ κάθε πάθος, καὶ κάθε νόσημα, λεπτὴ καὶ ἀνάλαφρη, καθαρώτερη ἀπὸ τὸ λεπτότερο ἀέρα. Ἔργο τους εἶναι, ὅποιο καὶ τοῦ Ἀδάμ, στὴν ἀρχὴ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅταν ἦταν ντυμένος τὴ δόξα καὶ συναναστρεφόταν μὲ θάρρος τὸ Θεὸ καὶ κατοικοῦσε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν γεμᾶμτο μακαριότητα. Σὲ τί αὐτοὶ εἶναι κατώτεροι ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅταν πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοὴ τὸν ἔβαλε ὁ Θεὸς νὰ καλλιεργῆ τὸν παράδεισο; Ἔλειπε ἀπ’ αὐτὸν κάθε βιοτικὴ φροντίδα; Τὸ ἴδιο κι ἀπ’ αὐτούς. Μιλοῦσε στὸ Θεὸ μὲ καθαρὴ συνείδηση; Ὅμοια κι αὐτοί. Ἤ μᾶλλον ἔχουν πολὺ μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ κεῖνον, ὅσο καὶ μεγαλύτερο ποσοστὸ χάριτος ἐπῆραν μὲ τὴ χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔπρεπε λοιπὸν σεῖς νὰ τὰ βλέπετε μὲ αὐτοψία. Δὲν θέλετε ὅμως ἀλλᾶ περνᾶτε τὶς μέρες σας μέσα στὸ θόρυβο, καὶ στὴν ἀγορά. Γι’ αὐτὸ ἔστω καὶ μὲ τὸ λόγο θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα μέρος μονάχα ἀπὸ τὴ ζωή τους, γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἐκθέσω ὁλόκληρη. Οἱ ἀστέρες αὐτοὶ τὶς οἰκουμένης, ὅταν βγαίνη ὁ ἥλιος, ἤ μᾶλλον πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολή, σηκώνονται ἀπὸ τὸ κρεββάτι ὑγιεῖς, μὲ πνεῦμα ξυπνητὸ καὶ νηφάλιο. Δὲν τοὺς πειράζουν λῦπες καὶ φροντίδες, οὔτε πονοκέφαλοι καὶ κούραση, οὔτε ἐνοχλήσεις ἀπὸ ὑποθέσεις ἀλλὰ ζοῦνε σὰν ἄγγελοι στὸν οὐρανό. Ἀφοῦ σηκωθοῦν λοιπὸν ἀμέσως ἀπὸ τὴν κλίνη τους ἥσυχοι καὶ χαρούμενοι συγκροτοῦν τὸ χορό τους καὶ μὲ ἥσυχη τὴ συνείδησή τους, μὲ μιὰ φωνὴ ὅλοι, σὰν ἀπὸ ἕνα στόμα ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ τῶν ὅλων δοξολογῶντας καὶ εὐχαριστῶντας τον γιὰ ὅλες τὶς ἀτομικὲς καὶ κοινὲς εὐεργεσίες. Ὥστε, ἄν σᾶς φαίνεται καλό, ἄς ἀφήσωμε τὸν Ἀδὰμ κι ἄς ρωτήσωμε σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων ὁ χορὸς αὐτῶν ποὺ ἐπάνω στὴ γῆ ψάλλουν καὶ λένε· Δόξα στὸν Θεό, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, εἰρήνη στὴ γῆ καὶ χαρὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ στολή τους εἶναι ἄξια τοῦ ἀνδρισμοῦ τους. Δὲν εἶναι δηλαδὴ στολισμένοι ὅπως ἐκεῖνοι μὲ τοὺς μακροὺς χιτῶνες, τὴ χαύνη ἔκφραση καὶ τὶς γυναικεῖες κινήσεις. Ἀλλὰ ὅπως οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισσαῖος, ὁ Ἰωάννης οἱ ἀπόστολοι. Εἶχαν αὐτοὶ φορέματα ἀπὸ τρίχες κατσικιῶν καὶ καμηλῶν· μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἔφταναν τὰ δέρματα μόνο κι αὐτὰ παμπάλαια. Κι ἀφοῦ ψάλουν ἐκείνους τοὺς ψαλμοὺς, κλίνουν τὰ γόνατά τους καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ πράγματα, ποὺ μερικοὶ δὲν μποροῦν μήτε τὴν ἔνοιά τους νὰ συλλάβουν γρήγορα. Ἀπὸ τὰ παρόντα τίποτα δὲ ζητοῦν, γιατὶ αὐτὰ δὲν τὰ ὑπολογίζουν καθόλου. Ζητοῦν μονάχα νὰ σταθοῦν μὲ θάρρος μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα, ὅταν ἔρθη ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κρίνη ζωντανοὺς καὶ νεκρούς. Νὰ μὴν ἀκούση κανένας ἐκείνη τὴ φοβερή φωνὴ νὰ λέη δὲ σᾶς γνωρίζω. Ζητοῦν μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ πολλὰ κατορθώματα νὰ περάσουν τὴν κοπιώδη αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ διαπλεύσουν μὲ πρύμο ἀέρα τὸ ἐπίκινδυνο πέλαγος. Ἀρχηγὸς στὴν προσευχή τους εἶναι ὁ πατέρας καὶ πορϊστάμενος. Ἔπειτα σηκώνονται ἀφοῦ κάμουν αὐτὲς τὶς ἱερὲς καὶ συνεχεῖς προσευχές. Κι ἐνῶ ὁ ἥλιος προχωρεῖ, πηγαίνει καθένας στὸ ἔργο του ἐξοικονομῶντας πολλὴ ὠφέλεια ἀπ’ αὐτὸ γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. δ΄. Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι ποὺ παραδίδονται στοὺς διαβολικοὺς χοροὺς καὶ στὰ πορνικὰ τραγούδια καὶ συχνάζουν στὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ τοὺς θυμηθῶ. Γιὰ τὴν πνευματική σας ὅμως ἀδυναμία εἶναι ἀνάγκη κι αὐτὸ νὰ τὸ κάμω. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· ὅπως παρουσιάσατε τὰ μέλη σας νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀκαθαρσία, ἔτσι παρουσιάσετέ τα νὰ ὑπερετοῦν τὴ δικαιοσύνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα. Ἄς ἀντιπαραβάλωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸ χορὸ ποὺ ἔχουν συγκροτήσει οἱ γυναῖκες μὲ τὰ ἐλεύθερα ἤθη κι οἱ νέοι ποὺ τὶς ἀκολουθοῦν μὲ τὸ χορὸ τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνδρῶν γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἡδονή, ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ ἐξ αἰτίας της πολλοὶ ἐλαφρόμυαλοι νέοι αἰχμαλωτίζονται στὶς παγίδες ἐκείνων. Ἀπέχουν τόσο πολὺ μεταξύ τους, ὅσο νὰ ἔχη κανένας ἀκούσει ἀπὸ τὴ μιὰ ἀγγέλους νὰ ψάλλουν τὴν παναρμόνια ἐκείνη μελωδία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σκύλους· καὶ χοίρους ν’ ἀλυχτοῦν καὶ νὰ γρούζουν μέσα στὸ βοῦρκο. Μὲ τὰ στόματα αὐτῶν μιλάει ὁ Χριστός, τὴ γλῶσσα ἐκείνων τὴν κινεῖ ὁ διάβολος. Στὸ χορὸ ἐκείνων συνοδεύουν αὐτοὶ μὲ ἦχο ἀκαθόριστο καὶ δυσάρεστη ὄψη καθὼς φουσκώνουν τὰ μάγουλά τους καὶ τεντῶνουν τὰ νεῦρα τους. Ἐδῶ ὅμως ἀντηχεῖ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, χρησιμοποιῶντας ὄχι αὐλοὺς καὶ κιθάρες καὶ καλάμια ποιμενικὰ ἀλλὰ τῶν ἁγίων τὰ στόματα. Ἀλλὰ ὅσα κι ἄν ποῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ παραστησωμε τὴν ἡδονή, γιὰ κείνους ποὺ εἶναι προσηλωμένοι στὸ πηλὸ καὶ στὴν πλινθοποιΐα. Γι’ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἔπαιρνα κάποιον ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴ μανία, νὰ τὸν φέρω σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ δείξω τὸ χορὸ τῶν ἁγίων. Τότε πιὰ δὲ θὰ μοῦ χρειαζόταν νὰ μιλῶ. Ὅμως μόλο ποὺ ἀπευθυνόμαστε σὲ ἀνθρώπους ἀπὸ πηλό, ἄς προσπαθήσωμε ἔστω καὶ μὲ τοῦ λόγου τὴ δύναμη νὰ τους ἀνασύρωμε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὰ τέλματα. Γιατὶ ἀπὸ κεῖ ὁ ἀκροατὴς δέχεται ἄμεσα τὴ φωτιὰ τοῦ ἀνάρμοστου ἔρωτος. Γιατί, σὰ νὰ μὴ φτάνη ἡ θέα τῆς πόρνης νὰ ἀνάψη τὴν ψυχή, προσθέτουν καὶ τὴ φθορὰ ἀπὸ τὴ φωνή. Ἐδῶ ὅμως, ἀκόμα κι ἄν ἡ ψυχὴ ἔχει τέτοιο πάθος τὸ ἀποβάλλει εὐθύς. Κι οὔτε μόνο ἡ φωνὴ, οὔτε ἡ θέα, ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα περισσότερο ἀπὸ κεῖνα ταράζουν αὐτοὺς ποὺ βλέπουν. Κι ἄν εἶναι φτωχὸς κάποιος ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγροίκους καὶ φαύλους θὰ δοκιμάση πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ θέα ἀπελπισία καὶ θὰ σκεφθῆ ὅτι ἡ πόρνη καὶ ὁ σύντροφός της, παιδιὰ μαγείρων καὶ ὑποδηματοποιῶν, καὶ ὑπηρετῶν πολλὲς φορὲς, ζοῦνε σὲ τόση πολυτέλεια ἐγὼ ὅμως ἐλεύθερος ἀπὸ ἐλευθέρους ποὺ προτίμησα τὴν τίμια ζωή, δὲν μπορῶ νὰ τὰ φανταστῶ αὐτὰ μήτε σ’ ὄνειρό μου. Κι ἔτσι φεύγει γεμᾶτος ἀπὸ λύπη. Τίποτα τέτοιο δὲ γίνεται στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο ὁλότελα. Γιατὶ ὅταν δῆ παιδιὰ πλουσίων, ἀπὸ γόνους ξακουστῶν προγόνων, ντυμένους μὲ τέτοια ροῦχα ποὺ μήτε οἱ πιὸ τελευταῖοι ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς δὲν φοροῦν καὶ ὅμως νὰ χαίρωνται γι’ αὐτὸ σκεφθῆτε πόση παρηγορία γιὰ τὴ φτώχειά του θὰ ἀντλήση. Ἄν εἶναι πλούσιος φεύγει συνετισμένος καὶ καλύτερος. Κι ἄν πάλι στὸ θέατρο τύχη καὶ δοῦνε τὴν πόρνη ντυμένη στὰ χρυσά, ὁ φτωχὸς θὰ φωνάξη καὶ θὰ θρηνήση γιατὶ ἡ δική του γυναῖκα τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει. Οἱ πλούσιοι ὅμως θὰ περιφρονήσουν καὶ θ’ ἀποκρούσουν τὶς δικές τους γυναῖκες βλέποντας τὸ θέαμα. Γιατὶ ὅταν ἐκείνη προσφέρει καὶ ντύσιμο καὶ βλέμμα καὶ φωνὴ καὶ περπάτημα, φτιαχτὰ ὅλα, φεύγουν ἀναμμένοι καὶ αἰχμαλωτισμένοι ἔτσι μπαίνουν στὰ σπίτια τους. Ἀπὸ δῶ προέρχονται οἱ βρισιὲς, οἱ προσβολὲς, ἀπὸ δῶ τὰ μίση, οἱ φιλονικείες, οἱ καθημερινοὶ θάνατοι. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἀβίωτος ὁ βίος γιὰ τοὺς αἰχμαλωτισμένους καὶ προκαλεῖ ἡ γυναίκα ἀηδία, καὶ δὲν εἶναι τὰ παιδιὰ ποθητὰ κι ὅλο τὸ σπίτι εἶναι ἄνω κάτω, καὶ τοὺς, καὶ τοὺς πειράζει ἀκόμα καὶ τὸ φῶς. Δὲν προξενοῦν οἱ χοροὶ αὐτοὶ τέτοια ἀηδία. Ἥμερο καὶ ἥσυχο θὰ δεχτῆ ἡ γυναίκα τὸν ἄνδρα της, καθαρὸ ἀπὸ κάθε ἄτοπη ἡδονὴ πιὸ βολικὸ στὸν τρόπο το ἀπ’ ὅ,τι πρωτύρεα. Τέτοια κακὰ ἀποτελέσματα ἔχει ὁ ἕνας χορὸς καὶ τέτοια καλὰ ὁ ἄλλος· ὁ ἕνας μεταβάλλει τὰ πρόβατα σὲ λύκους· ὁ ἄλλος ἀπὸ λύκους σὲ ἀρνιά. Ἀλλὰ ἴσως τίποτα ἀκόμα δὲν εἴπαμε γιὰ τὴν ἡδονή. Τί πιὸ εὐχάριστο μπορεῖ νὰ γίνη ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ταράζεται καὶ νὰ μὴν ὑποφέρη ἡ ψυχή, νὰ μὴ λυπᾶται καὶ νὰ μὴ στενάζη; Ἀλλὰ ἄς ὁδηγήσωμε ἀκόμα πιὸ πέρα τὸ λόγο κι ἄς ἐξετάσωμε τὴν εὐχαρίστηση ἀπὸ κάθε ἕνα τραγούδι καὶ κάθε μιὰ θέα. Διαπιστώνομε τότε ὅτι ἡ μιὰ κρατᾶ ὡς τὸ βράδυ, ὅσο εἶναι καθισμένος ὁ θεατὴς στὸ θέατρο, ὕστερα γίνεται κεντρὶ ποὺ ἐνοχλεῖ χειρότερα ἀπὸ κάθε ἄλλο· ἡ ἄλλη ἀκμάζει ἀδιάκοπα στὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ τὴν ἀντίκρυσαν. Ἔχουν ἀδιάκοπα μέσα τους καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἀνδρῶν, καὶ τὸν εὐχάριστο τόπο, καὶ τὴ γλυκύτητα τῆς διαγωγῆς, καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, καὶ τὴ χάρη τῆς πανόμορφης καὶ πνευματικῆς μελωδίας. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἀπολαμβάνουν παντοτινὰ τὴ γαλήνη αὐτῶν τῶν λιμανιῶν, διαφεύγουν σὰν τρικυμία τοὺς θορύβους τῶν πολλῶν. Καὶ δίνουν ἕνα εὐχάριστο θέαμα ὄχι μόνο μὲ τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὴν προσευχή τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσήλωση στὸ βιβλίο. Ὅταν διαλύσουν τὸ χορό τους ὁ ἕνας παίρνει στὰ χέρια τὸν Ἡσαΐα καὶ μιλᾶ μ’ ἐκεῖνον ὁ ἄλλος συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀποστόλους,ἄλλος τὰ συγγράμματα διαφόρων καὶ φιλοσοφεῖ περὶ Θεοῦ, γιὰ τὸ σύμπαν αὐτό, γιὰ τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, γιὰ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ νοητά, γιὰ τὴ μηδαμινότητα τῆς ζωῆς αὐτῆς γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἄλλης. ε΄. Καὶ τρέφονται μὲ ἄριστη τροφή, χωρὶς νὰ βάζουν στὸ τραπέζι τους μαγειρεμένα κρέατα ζώων, ἀλλὰ λόγους τοῦ Θεοῦ γλυκύτερους ἀπὸ τὸ μέλι, μέλι θαυμαστό, ἀνώτερο ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἔτρωγε παλαιὰ τὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης. Γιατὶ τὸ μέλι τοῦτο δὲν τὸ μαζεύουν οἱ ἀγριομέλισσες καθίζοντας στὰ λουλούδια, οὔτε τὸ παράγουν ὡριμάζοντας τὴ δροσιὰ στὶς κυψέλες τους. Τὸ δημιουργεῖ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ δὲν τὸ ἐναποθέτει σὲ κυψέλες, καὶ κηρῆθρες ἀλλὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων ὥστε νὰ ἔχη τὴν ἐλευθερία ὅποιος θέλει νὰ τρώγη ἀδιάκοπα. Αὐτὲς τὶς μέλισσες κι ἐκεῖνοι μιμοῦνται καὶ πετοῦν γύρω στὶς κηρῆθρες τῶν ἁγίων βιβλίων καὶ παίρνουν ἀπ’ αὐτὰ πολλὴν εὐχαρίστηση. Κι ἄν θέλετε νὰ δῆτε τὸ τραπέζι τους, πλησιάστε καὶ θὰ τοὺς ἀκούσετε νὰ ξεστομίζουν τέτοια ὅλα ἑλκυστικὰ κι εὐχάριστα γεμᾶτα ἀπὸ πνευματική εὐωδιία. Τὰ στόματά τους δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγάλουν κανένα ἄπρεπο λόγο, οὔτε ἐλαφρό, οὔτε χυδαῖο, ὅλα εἶναι ἄξια τοὐρανοῦ. Δὲ θὰ κάμη λάθος κανένας, ἄν παραβάλη μὲ ὀχετοὺς τὰ στόματα ποὺ σέρνονται στὴν ἀγορὰ καὶ εἶναι ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ καὶ μὲ πηγὲς ποὺ βγάζουν μέλι τὰ στόματα τοῦτων σκορποῦν νερὰ καθαρά.Κι ἄν κακοφάνηκε σὲ κανέναν ποὺ ἀποκάλεσα ὀχετοὺς τὰ στόματα τῶν πολλῶν, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ χαρακτηρισμός μου ἦταν πολὺ μεριοπαθής. Ἡ Γραφὴ δὲ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ μέτρο συγκρίσεως ἀλλὰ κάτι πολὺ ἐντονώτερο. Ὑπάρχει, λέγει δηλητήριο ἀσπίδων κάτω ἀπὸ τὰ χείλη τους, ὁ λάρρυγάς τους εἶναι ἀνοιχτὸς τάφος. Εἶναι ἀντίθετα τὰ στόματα ἐκείνων, γεμᾶτα ἀπὸ πολλὴν εὐωδία. Καὶ τέτοια εἶναι ἐδῶ, τὰ ἐκεῖ ὅμως ποιὸς λόγος θὰ τὰ παραστήση, ποιὸς νοῦς θὰ τὰ συλλάβη; Τὸ ἀγγελικὸ τέλος, τὴν ἀνέκφραστη μακαριότητα, τ’ ἀνείπωτα ἀγαθά. Ἴσως πολλοὶ νιώσατε τώρα κάποια φλόγα μέσα σας κι ἐπιθυμήσατε τὴν καλὴ αὐτὴ ζωή. Ποιὸ τὸ ὄφελος ὅμως, ὅταν ἔχετε τὴ φλόγα αὐτή, ὅσο εἴστε ἐδῶ κι ὅταν βγῆτε ἔξω σβήση ἡ φωτιὰ καὶ φυλλορροήση αὐτὸς ὁ πόθος; Πῶς θὰ τ’ ἀποσοβήσωμε αὐτό; Καθὼς εἶναι θερμὴ ἀκόμη ἡ ἑπιθυμία σου, πήγαινε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους, θέρμανέ την ἀκόμα περισσότερο. Τὰ δικά μου λόγια δὲ θὰ μπορέσουν νὰ σᾶς ἀνάψουν, ὅπως τὸ ἀντίκρυσμα τῶν πραγμάτων. Μὴν πῆς θὰ μιλήσω πρῶτα μὲ τὴ γυναῖκα μου καὶ νὰ διαλύσω τὴ δουλειά μου. Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀπροθυμίας. Ἀκούσατε ὅτι κάποιος θέλησε νὰ μείνη μὲ τοὺς δικοὺς του καὶ δὲν ἄφησε ὁ προφήτης. Τί λέγω νὰ μείνη; Ὁ μαθητὴς θέλησε τὸν πατέρα του νὰ θάψη καὶ μήτε αὐτὸ δὲν τὸ ἐπέτρεψε ὁ Χριστός. Ποιὸ ἄλλο φαίνεται νὰ εἶναι ἀναγκαιότερο ἀπὸ τὴν ταφὴ τοῦ πατέρα; Κι ὅμως δὲν ἄφησε. Γιατὶ ὁ διάβολος παραμονεύει ἄγρυπνος, θέλοντας νὰ τρυπώση ἀπὸ κάπου. Κι ἄν σ’ εὕρη νὰ ἀπασχολῆσαι μὲ κάτι καὶ νὰ ἀναβάλλης, σοῦ προξενεῖ μεγάλη ἀπροθυμία. Γι’ αὐτὸ συμβουλεύει κάποιος μὴν ἀναβάλλης ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Ἔτσι θὰ μπορέσης καὶ περισσότερα νὰ ἐπιτύχεης καὶ τὸ σπίτι καλύτερα θὰ κυβερνηθῆ. Ἐπιδιώκετε μᾶς λέγει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κι ὅλα τὰ ἄλλα θὰ προστεθοῦν σὲ σᾶς. Γιατὶ ἄν ἐμεῖς ἀπαλλάσωμε ἀπὸ κάθε φροντίδα αὐτοὺς ποὺ παραμελοῦν τὰ δικά τους καὶ φροντίζουν γιὰ μᾶς, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς ποὺ καὶ χωρὶς αὐτὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς καὶ φροντίζει. Μὴ φροντίσετε λοιπὸν γιὰ τὰ δικά σας, ἀφήσετέ τα στὸ Θεό. Ἄν φροντίσης ἐσύ, φροντίζεις σὰν ἄνθρωπος, ἄν προνοήσει ὁ Θεὸς, προνοεῖ σὰν Θεός. Μὴ φροντίσης γι’ αὐτὰ παραβλέποντας τὰ μεγαλύτερα, γιατὶ ἡ δικὴ σου φροντίδα εἶναι περιωρισμένη. Γιὰ νὰ φροντίσης ὅσο πρέπει, ἀνάθεσε τὰ πάντα σ’ ἐκεῖνον μόνο. Ἄν σὺ ὁ ἴδιος τὰ διαχειρισθῆς παραμελῶντας τὰ πνευματικά, κι ἐκεῖνος δὲ θὰ πολυφροντίση γι’ αὐτά. Γιὰ νὰ ἐπιτύχης λοιπὸν τὴν καλὴ κατάσταση τῶν ὑλικῶν σου πραγμάτων καὶ μάλιστα χωρὶς καμμιὰ φροντίδα, ἀφιερώσου στὰ πνευματικὰ, ἀδιαφόρησε γιὰ τὰ βιοτικά. Ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς οὐρανοὺς θὰ ἔχης δική σου καὶ τὴ γῆ καὶ θὰ ἐπιτύχης τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. |
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.265-275
Πηγή: Αναβάσεις
Ακούσατε σήμερα το ευαγγελικό ανάγνωσμα περί του πλούσιου νεανίσκου, ο οποίος δεν ήθελε να μοιράσει την περιουσία του για να γίνει κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Τότε ο Κύριος είπε στους μαθητές του ότι είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα παρά να μπει πλούσιος στην Βασιλεία των Ουρανών.
Πριν δώσουμε ερμηνεία για τον λόγο που είπε ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκο, ακούστε τι λέει ο απόστολος Ιάκωβος για τους πλούσιους: «Άγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις΄ ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν εσται και φάγεται τας σάρκας υμών΄ ως πυρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις΄ ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ' υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν΄ ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών ως εν ημέρα σφαγής, κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον ουκ αντιτάσσεται υμίν» (Ιακ. 5, 1-6).
Βλέπετε τι φοβερά λόγια είπε ο απόστολος Ιάκωβος για τους πλούσιους και πόσο βαριά τους κατηγόρησε; Και τί μπορεί να είναι πιο φοβερό από τα λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού που λέει ότι δύσκολο είναι για έναν πλούσιο να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού;
Γιατί είναι δύσκολο; Κατά την εποχή του Χριστού μεταξύ του λαού του Ισραήλ κυριαρχούσε η γνώμη ότι ο πλούτος είναι ευλογία του Θεού, γι' αυτό τους πλούσιους ανθρώπους τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν πολύ.
Όταν ο Κύριος είπε ότι ο πλούτος είναι εμπόδιο να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, οι κατάπληκτοι μαθητές του Τον ρώτησαν: «Τις αρα δύναται σωθήναι» (Μτ. 19, 25). Και αυτοί είχαν την γνώμη ότι οι πλούσιοι έχουν την ευλογία του Θεού. Αν οι πλούσιοι δεν θα σωθούν, τότε ποιός θα σωθεί; Ο Κύριος τους απάντησε: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).
Ας σκεφτούμε καλύτερα αυτά τα λόγια. Όταν εκείνος ο νέος είπε στον Κύριον την επιθυμία του να Τον ακολουθήσει, ο Κύριος τον ρώτησε: «Γνωρίζεις τις εντολές;» «Ναι, -απάντησε εκείνος-, βεβαίως, γνωρίζω όλες τις εντολές και από μικρός τις τηρώ». Αλλά ο Κύριος έδειξε, και σ' αυτόν και σ' όλους τους άλλους ότι δεν είναι αρκετό να τηρεί κανείς μόνο τις εντολές του παλαιού νόμου, δηλαδή εκείνες τις δέκα εντολές που και εσείς τις γνωρίζετε.
Γιατί δεν είναι αρκετό; Οι Εβραίοι ήταν σίγουροι ότι οι εντολές είναι το παν΄ όποιος τηρεί τις εντολές είναι καθαρός και άγιος και θα γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος όμως είπε ότι τα πράγματα καθόλου δεν είναι έτσι.
Τί ζητάνε από τους ανθρώπους οι εντολές του παλαιού νόμου; Η πρώτη εντολή διδάσκει να προσκυνούν οι άνθρωποι τον ένα και μοναδικό Θεό, μόνο Αυτόν να τιμούν και να μην έχουν άλλους θεούς εκτός απ' Αυτόν. Η δεύτερη εντολή απαγορεύει να προσκυνάνε οι άνθρωποι τα είδωλα. Αυτό τί σημαίνει; Ότι όλοι όσοι δεν προσκυνούν τα είδωλα αυτόματα γίνονται καθαροί και άγιοι; Εμείς όλοι προσκυνάμε έναν Θεό. Όλοι είμαστε άγιοι;
Ο νόμος υπαγορεύει να σεβόμαστε τον πατέρα και την μητέρα μας. Μήπως αυτό σημαίνει ότι είμαστε άγιοι επειδή σεβόμαστε τους γονείς μας και δεν τους πετάμε στο δρόμο όταν γερνάνε; Μήπως αυτό και μόνο μας κάνει δίκαιους ενώπιον του Θεού;
Οι εντολές λένε να μην μοιχεύουμε, να μην φονεύουμε, να μην κλέβουμε, να μην ζηλεύουμε τον πλησίον μας, να μην επιθυμούμε τίποτα απ' τα δικά του και να μην επιθυμούμε τη γυναίκα του. Και αυτό τί σημαίνει; Αν δεν είμαστε δολοφόνοι, δεν είμαστε κλέφτες, ούτε πόρνοι, ούτε ψευδομάρτυρες, αν από ζήλεια δεν αρπάζουμε την περιουσία των συνανθρώπων μας, αυτό σημαίνει ότι είμαστε καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού;
Όλες οι εντολές του παλαιού νόμου είναι αρνητικές και λένε να μην είμαστε αυτοί και αυτοί. Δεν λένε όμως πώς πρέπει να είμαστε. Απαγορεύουν μόνο να κάνουμε τις πιο χονδρές, τις πιο άσχημες αμαρτίες. Οι εντολές αυτές προορίζονταν για έναν λαό σκληρό, όπου οι άνθρωποι έκαναν τα πρώτα απλά βήματα στην διόρθωσή τους.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε ότι δεν ήλθε να καταργήσει το νόμο αλλά να τον «πληρώσει». Η λέξη αυτή στη σλαβική γλώσσα έχει δύο σημασίες -«εκπληρώνω» και «συμπληρώνω».
Ο Κύριος μας έδωσε έναν καινούριο νόμο, ο οποίος είναι πιο τέλειος σε σύγκριση με τον παλαιό νόμο του Μωυσέως. Μας έδωσε τις εννέα σωτήριες εντολές των μακαρισμών. Μας λέει ότι καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί που δεν κλέβουν και δεν φονεύουν, δεν είναι αυτοί που τηρούν τις εντολές του νόμου του Σινά, αλλά αυτοί που είναι πνευματικά τέλειοι. Αυτοί που είναι γεμάτοι ταπείνωση, αυτοί που χύνουν δάκρυα για τις αμαρτίες τους και την αδικία που βλέπουν στον κόσμο. Αυτοί που με συντετριμμένη καρδιά βλέπουν τον Σταυρό του Χριστού. Αυτοί θα κληρονομήσουν την Βασιλεία των Ουρανών.
Μακαρίζει τους πράους, αυτούς που διψάνε και πεινάνε την αλήθεια, τους ελεήμονες και τους ειρηνοποιούς. Υπόσχεται την Βασιλεία του Θεού σ' αυτούς που διώκονται για την αλήθεια, σ' αυτούς που οι άλλοι τους χλευάζουν και λοιδορούν για το όνομα Του.
Αυτός, συνεπώς, είναι καθαρός και άγιος που είναι τέλειος πνευματικά. Και ο Κύριος από όλους μας ζητάει να είμαστε τέλειοι πνευματικά όπως είναι τέλειος ο Επουράνιος Πατέρας μας.
Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία Του μας έδωσε τέτοιες εντολές που κάνουν την καρδιά μας να τρέμει. Πως να μην φροντίζουμε για το αύριο, πως να συγχωρούμε τους εχθρούς μας και να τους αγαπάμε, πως να δώσουμε στον άλλον το τελευταίο μας πουκάμισο. Και όμως όλα αυτά πρέπει να τα κάνουμε για να γίνουμε τέλειοι.
Στον νεαρό που ήθελε να γίνει τέλειος και είχε ήδη εκπληρώσει όλο τον παλαιό νόμο ο Χριστός είπε: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Και μόλις το άκουσε ο νεαρός εκείνος έφυγε λυπημένος γιατί είχε μεγάλο πλούτο και δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που του ζητούσε ο Κύριος.
Γιατί ο Κύριος του ζήτησε να πουλήσει όλα όσα είχε και να δώσει στους φτωχούς; Γιατί το να έχει κανείς μεγάλο πλούτο είναι τελείως ασυμβίβαστο με το να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος πράος και ταπεινός να χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας να υποφέρουν οι αδελφοί του και να πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τον πλούτο του, να χτίζει καινούρια σπίτια, να αγοράζει καινούρια άλογα και ακριβά ρούχα;
Σίγουρα δεν μπορεί, γιατί αν είναι σπλαχνικός θα μοιράζει συνέχεια αυτά που έχει. Και τότε όταν μοιράσει όλα θα εκπληρώσει τον νόμο του Χριστού. Αν κρατάει για τον εαυτό του τον πλούτο του, αυτό σημαίνει ότι αγαπάει τον εαυτό του πιο πολύ από τον πλησίον του. Αλλά ο Κύριος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας. Και αν έτσι αγαπάμε τον πλησίον μας δεν θα δώσουμε στον ανήμπορο και τον πεινασμένο όλα όσα έχουμε; Θα μπορέσουμε τότε να ζούμε έτσι όπως ζουν οι πλούσιοι στην Αμερική;
Στις ανούσιες και τρελές διασκεδάσεις σπαταλάνε τα χρήματα που κερδίζουν γι' αυτούς οι εργάτες με δικό τους ιδρώτα και αίμα...
Γι αυτό και λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός ότι, αν δεν θέλουμε να αφήσουμε τον πλούτο μας, δεν θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, διότι σ' αυτή την περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι και μισάνθρωποι εγωιστές. Αλλά μπορούν να έχουν τέτοιοι άνθρωποι θέση στη Βασιλεία του Θεού; Πιο εύκολα να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Ποιά σχέση όμως έχουν όλα αυτά με μας, τους ανθρώπους που δεν έχουν πλούτο; Έχουν άμεση σχέση. Σκεφθείτε τι είναι αυτό που βλάπτει την ψυχή εκείνων των ανθρώπων που έχουν πλούτο; Την βλάπτει το ότι τα γήινα αγαθά, τις διάφορες απολαύσεις, την πολυτέλεια αυτοί οι άνθρωποι βάζουν πάνω απ' όλα. Τα θεωρούν πιο σημαντικά και από τα πνευματικά αγαθά, τα οποία αποκτούν οι άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν υλικά αγαθά, έχουν όμως τον μεγάλο πλούτο τής αγάπης του Θεού και του πλησίον.
Αυτός που είναι προσκολλημένος στα γήινα, που ζητά απολαύσεις, αυτός πάσχει ακριβώς απ' εκείνο το πάθος που δεν αφήνει τους πλούσιους να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού.
Είναι λίγοι μεταξύ μας αυτοί που αν και δεν έχουν λεφτά και κάποιες φορές δεν έχουν και τα απαραίτητα, θέλουν όμως λεφτά, θέλουν απολαύσεις και διασκεδάσεις και δεν αμαρτάνουν, γιατί απλώς δεν έχουν την δυνατότητα να αμαρτήσουν. Και αν είχαν θα έκαναν και εκείνοι τις ίδιες αμαρτίες σαν εκείνον τον πλούσιο στην πόρτα του σπιτιού του οποίου καθόταν ο Λάζαρος έτοιμος να πεθάνει από φτώχεια και πείνα.
Αν εμείς, παρ' όλο που δεν είμαστε πλούσιοι, ζητάμε τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής΄ αν ο σκοπός της ζωής μας είναι η ευημερία, αν όλες οι σκέψεις μας είναι πώς να περάσουμε καλύτερα σε αυτή την ζωή και μόνο αυτό επιδιώκουμε, τότε σίγουρα είμαστε μακριά απ' αυτό που ζητάει ό Κύριος. Διότι άνθρωποι που επιζητάνε την καθαρότητα της καρδιάς, άνθρωποι ελεήμονες, αυτοί επιδιώκουν μόνο το να είναι κοντά στον Θεό, να έχουν κοινωνία μαζί του, ζητάνε την χάρη και την αγάπη Του, θέλουν να είναι αδέλφια τού Χριστού.
Πολλές φορές ο φτωχότερος άνθρωπος, που δεν έχει τίποτα πάνω στη γη, αλλά διακονεί τον Θεό, πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος, είναι πιο πλούσιος ακόμα και από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ο πλούτος του είναι η θεία χάρη, η καθαρότητα της καρδιάς, η αγάπη και η συμπάθεια για τους πεινασμένους και δυστυχισμένους αδελφούς του. Αλλά πρώτ' απ' όλα ο πλούτος τους είναι η θερμή αγάπη του Θεού, του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Τώρα είναι εύκολο να καταλάβουμε την απάντηση που έδωσε o Χριστός στην γεμάτη απορία ερώτηση των μαθητών του: «Και τίς δύναται σωθήναι;» (Λκ. 18, 26). Η απάντησή του ήταν: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).
Για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά. Αυτός μπορεί να στερήσει των πνευματικών αγαθών τους σκληρόκαρδους και άσπλαχνους πλούσιους ανθρώπους. Και μπορεί να δώσει την μεγαλύτερη χαρά εν Κυρίω στους πιο φτωχούς και τους πιο περιφρονημένους ανθρώπους που πεθαίνουν της πείνας.
Ο Θεός μπορεί όλους να σώσει. Μπορεί να σώσει και τον πλούσιο, αν εκείνος μετανοήσει, αν μισήσει τον πλούτο του και κάνει πράξη τον λόγο του Χριστού: «Ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και... δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αυτό το έκανε ένας από τους μεγαλύτερους αγίους ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας. Όταν ήταν είκοσι χρονών οι γονείς του πέθαναν και εκείνος έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Μια μέρα άκουσε στην εκκλησία αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τα λόγια αυτά του έκαναν μεγάλη εντύπωση, μπήκαν βαθιά μέσα στην καρδιά του και κυρίεψαν εξολοκλήρου το νου του. Ο Μέγας Αντώνιος πήγε, πούλησε την περιουσία του, μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς και ο ίδιος έφυγε στην έρημο, οπού έζησε μέχρι το βαθύ γήρας. Είχε αρνηθεί όλα τα γήινα αγαθά αλλά έλαβε από τον Θεό πλούτο ασύγκριτα μεγαλύτερο. Ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της προφητείας και της θαυματουργίας και ο Μέγας Αντώνιος έγινε αδελφός και φίλος του Χριστού.
Έτσι πρέπει και εμείς να δεχθούμε τα λόγια του Χριστού περί του γήινου πλούτου. Να διώξουμε από την καρδιά μας την προσκόλληση στα γήινα αγαθά. Και μόνο ένα πράγμα να επιδιώκουμε: το να είμαστε φίλοι και αδελφοί του Θεού, που αγαπάνε τον Χριστό και τους οποίους αγαπά Εκείνος.
Πηγή: («Λόγοι και Ομιλίες» Αγ. Λουκά επισκόπου Κριμαίας, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»), Η άλλη όψη
Ποιός άνθρωπος δεν θα θυμώσει και δεν θα διαμαρτυρηθεί ακούγοντας την παραβολή του κακού δούλου στον οποίο ο Κύριος του συγχώρεσε ένα μεγάλο χρέος ενώ αυτός δεν ήθελε να συγχωρέσει στον πλησίον του ένα μικρό;
Ταράζεται η καρδιά μας όταν βλέπουμε τις χειρότερες εκδηλώσεις των παθών και της αμαρτωλότητας των ανθρώπων. Σωστά είπε ο προφήτης Δαβίδ: «Και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσον σκύμνων, εκοιμήθην τεταραγμένος υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα και βέλη, και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία» (Ψαλ. 56, 5). Και δεν το λέει για τους φονιάδες και τους κακούργους αλλά για μας τους απλούς ανθρώπους. Εμάς μας αποκαλεί λιοντάρια και λέει ότι τα δόντια μας είναι όπλα και βέλη και η γλώσσα ακονισμένο σπαθί. Και το σπαθί είναι όργανο του φόνου.
Αν η γλώσσα μας είναι σαν το αιχμηρό σπαθί τότε μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να φονεύουμε τους ανθρώπους. Και όντως πολλές φορές το κάνουμε και δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας δολοφόνους. Πληγώνουμε την καρδιά του πλησίον με συκοφαντία και ψέμα, προσβάλλουμε τη δική του ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ταράζουμε την καρδιά του με κακολογία΄ αυτό δεν είναι πνευματικός φόνος;
Ακούμε πως κάποιος από τους γνωστούς ανθρώπους μοιχεύει και θυμώνουμε μ' αυτόν. Δεν είναι δύσκολο να θυμώνεις με τους άλλους. Δύσκολο είναι να θυμώνεις με τον εαυτό σου. Έχουμε δικαίωμα να θυμώνουμε με τους άλλους ενώ οι ίδιοι δεν έχουμε την καθαρότητα που ζητά από μας ο Χριστός; Πόσοι από μας δεν έχουν κοιτάξει ποτέ γυναίκα ή άνδρα με πόθο; Λίγοι, πολύ λίγοι.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός κάθε ακάθαρτο βλέμμα που ρίχνουμε στη γυναίκα το ονομάζει μοιχεία. Και αν ακόμα δεν την κάναμε με το σώμα, στην καρδιά μας την είχαμε κάνει.
Ένας μεγάλος ιεράρχης, ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ, λέει το εξής: «Τις αμαρτίες που βλέπουμε στους άλλους τις έχουμε και εμείς». Αυτό είναι πολύ σωστό. Όλες οι αμαρτίες που βλέπουμε στους άλλους υπάρχουν και μέσα μας, ίσως σε βαθμό πιο μικρό, αλλά έχουμε το ίδιο ακάθαρτη καρδιά που η ακαθαρσία της φανερώνεται με τις προσβολές του πλησίον και το μίσος εναντίον του. Τέτοια ακαθαρσία υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Γι' αυτό, τον λόγο τού μεγάλου Ιεράρχη πρέπει να τον θυμόμαστε και να τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας.
Όταν βλέπουμε την αμαρτωλότητα των άλλων πρέπει να δούμε την δική μας καρδιά και να αναρωτηθούμε: «Εγώ είμαι καθαρός από αμαρτία, δεν υπάρχει μέσα μου το ίδιο πάθος που βλέπω στον αδελφό μου;»
Πάντα θυμόμαστε αυτά που μας προκαλούν μεγαλύτερη εντύπωση. Θυμόμαστε, για παράδειγμα τους σεισμούς. Και όσο πιο συμπονετική είναι η καρδιά μας τόσο περισσότερο χρόνο θυμόμαστε τα δυστυχήματα. Ενώ οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι τα ξεχνάνε πολύ γρήγορα.
Δεν δουλεύουν έτσι οι σεισμολόγοι. Πάντα έχουν στο νου τους τούς σεισμούς και κάθε μέρα κάνουν τις ανάλογες μετρήσεις. Απ’ αυτούς πρέπει να παίρνουμε το παράδειγμα. Όπως οι σεισμολόγοι πάντα με προσοχή παρακολουθούν τις δονήσεις στο εσωτερικό ή την επιφάνεια της γης, το ίδιο πρέπει εμείς να παρακολουθούμε ακούραστα τις κινήσεις της δικής μας καρδιάς και να διώχνουμε από μέσα της κάθε ακαθαρσία. Να προσέχουμε τις σκέψεις μας, τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις πράξεις. Να τα αναλύουμε με προσοχή εξετάζοντας μήπως υπάρχει σ' αυτά κάτι αμαρτωλό.
Αν μιμηθούμε τους σεισμολόγους και παρακολουθούμε με προσοχή τις κινήσεις της δικής μας καρδιάς, τότε θα συνειδητοποιήσουμε την δική μας αμαρτωλότητα και την αναξιότητα και δεν θα δίνουμε προσοχή σ' αυτά που κάνουν οι άλλοι και δεν θα τους κατακρίνουμε γι' αυτά που κάνουν.
Προκαλεί αγανάκτηση η συμπεριφορά του κακού δούλου που ο εύσπλαχνος κύριος μόλις του άφησε μεγάλο χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων και εκείνος μόλις είδε κάποιον που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια τον έπιασε και άρχισε να τον σφίγγει. Ο φτωχός τον παρακαλούσε και του έλεγε ίδια λόγια που μόλις πριν λίγο ο άσπλαχνος δούλος έλεγε μπροστά στον κύριο: «Μακροθύμησον επ' εμοί και αποδώσω σοι» (Μτ. 18, 29). Αλλά εκείνος δεν θέλει να περιμένει και βάζει στην φυλακή τον οφειλέτη του.
Τί πιο άδικο μπορεί να υπάρχει;
Είναι έσχατος βαθμός σκληροκαρδίας και ασπλαχνίας, είναι πλήρης απουσία της ευσπλαχνίας, της θέλησης και της ικανότητας να αφήνει κανείς στον πλησίον τα οφειλήματά του. Είναι η λήθη εκείνης της αίτησης που κάθε μέρα απευθύνουμε στον Θεό: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Δεν θέλουμε να αφήνουμε στον πλησίον τα οφειλήματά του, περιμένουμε όμως από τον Θεό να μας αφήσει τα δικά μας.
Την πιο σκοτεινή πλευρά της ψυχής του έδειξε αυτός ο άκαρδος άνθρωπος στον πλησίον του. Ποιά ήταν η αιτία να φερθεί τόσο σκληρά και να καταπατήσει το δίκαιο; Πρώτ' απ' όλα ήταν ο εγωισμός του, η φιλαυτία του. Λογάριαζε μόνο τον εαυτό του και δεν σκεφτόταν τους άλλους, μόνο για τον εαυτό του ήθελε καλό. Όλες οι σκέψεις και επιδιώξεις του ήταν στο να αποκτήσει όσο γίνεται πιο πολλά. Ήταν πολύ μεγάλος εγωιστής. Δεν του αρκούσε ότι πήρε από τον κύριο δέκα χιλιάδες τάλαντα, δεν μπορούσε να ξεχάσει και εκείνα τα εκατό δηνάρια που του χρωστούσε ο φτωχός.
Ας δούμε όμως τη δική μας καρδιά. Δεν υπάρχει μέσα μας σκληροκαρδία και φιλαργυρία; Πόσοι από μας περιφρονούν τα λεφτά και δεν επιδιώκουν τον πλούτο; Λίγοι, πολύ λίγοι. Φιλαργυρία είναι η αμαρτία των περισσότερων ανθρώπων. Αγανακτώντας για την φιλαργυρία του καλού δούλου, πρέπει με ταπείνωση να παραδεχτούμε ότι και εμείς ευθυνόμαστε για την ίδια αμαρτία. Στο παράδειγμα του κακού αυτού δούλου βλέπουμε την χειρότερη εκδήλωση του πάθους του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Όμως δεν αγαπάμε και εμείς τον εαυτό μας πιο πολύ από τον πλησίον μας; Τηρούμε την εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 19, 19);
Αγαπάμε τον εαυτό μας και για τους άλλους λίγο νοιαζόμαστε. Αυτό σημαίνει εγωισμός, είναι το πάθος που σε τέτοια άσχημη μορφή εκδηλώθηκε στην περίπτωση του κακού δούλου. Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος και άσπλαχνος. Εμείς όμως μπορούμε να πούμε για τον εαυτό μας ότι τηρούμε την εντολή του Χριστού: «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί;» (Λκ. 6, 36).
Ποιός αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του; Ποιός τον φροντίζει όπως φροντίζει τον εαυτό του; Μόνο οι άγιοι. Εμείς δεν είμαστε άγιοι γιατί όλοι έχουμε τα ίδια πάθη που βλέπουμε στους άλλους, όπως είπε ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ.
Πολλές φορές δεν δείχνουμε έλεος στους οφειλέτες μας. Αλλά ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Η γαρ κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ιακ. 2, 13). Να τρομάζουμε ακούγοντας αυτά τα λόγια του αποστόλου γιατί θα έχουμε την ίδια μοίρα με τον άσπλαχνο δούλο, τον οποίο οργισμένος ο κύριος παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όλο το χρέος.
Στο τέλος της παραβολής ο Χριστός είπε: «Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτόν από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών» (Μτ. 18, 35).
Μία άλλη φορά ο Χριστός είπε: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος΄ εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15).
Ο Κύριός μας είπε να προσευχόμαστε με την προσευχή που έδωσε στους μαθητές του, η οποία λέει: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Αυτά τα λόγια επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα.
Βλέπετε ότι η απαίτηση είναι μεγάλη. Δεν μπορούμε όταν, βλέπουμε τις κακίες που κάνουν οι άλλοι, μόνο να αγανακτούμε΄ πρέπει να θυμόμαστε τον λόγο: «πρόσεχε σεαυτόν».
Να προσέχεις πάντα την καρδιά σου, την κάθε κίνησή της, ακόμα και τις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις των παθών μέσα της. Ας θυμόμαστε πάντα τον λόγο του αποστόλου Παύλου στην επιστολή προς Εφεσίους: «Γίνεσθαι δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς καθώς και ο Θεός εν Χριστώ εχαρίσατο υμίν» (Εφ. 4, 32). Πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους έτσι όπως το είπε ο Χριστός στο τέλος της παραβολής΄ με όλη την καρδιά.
Ας μάθουμε να κάνουμε αυτό που ζητάει από μας ο Χριστός΄ να είμαστε σπλαχνικοί, όπως είναι εύσπλαχνος ο επουράνιος Πατέρας μας και με όλη την καρδιά να συγχωρούμε στον πλησίον τα παραπτώματά του. Τότε και εμάς θα μας συγχωρήσει ο επουράνιος Πατέρας μας. Αμήν.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Αγ. Λουκά επισκόπου Κριμαίας - Λόγοι και ομιλίες» Τόμος Γ’, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»), Η άλλη όψη
α΄. Ὅρα πανταχοῦ αὐτὸν ἀναχωροῦντα, καὶ ὅτε παρεδόθη Ἰωάννης καὶ ὅτε ἀνῃρέθη, καὶ ὅτε ἤκουσαν γὰρ πλείονα ἀνθρωπινώτερον βούλεται διοικεῖν, οὐδέπω καιροῦ καλοῦντος οἱ ἀπογυμνῶνσαι τὴν θεότητα σαφῶς. Διὸ καὶ τοῖς μαθηταὶς ἔλεγε, μηδενὶ εἰπεῖν, ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ Χριστὸς· μετὰ γὰρ τὴν ἀνάστασιν ἐβούλετο τοῦτο γενέσθαι γνωριμότερον. Ὅθεν τοῖς τέως διαπιστήσασι τῶν Ἰουδαίων οὐ σφόδρα ἦν βαρύς, ἀλλὰ καὶ συγγνωμικὸς. Ἀναχωρήσας δὲ οὐ ἄπεισιν εἰς πόλιν, ἀλλ’ εἴς ἔρημον, καὶ ἐν πλοίῳ, ὥστε μηδένα ἀκολουθῆσαι. Σὺ δὲ μοι σκόπει πῶς οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λοιπὸν μᾶλλον, ὠκειώθησαν τῷ Ἰησοῦ. Αὐτοὶ γὰρ εἰσιν οἱ ἀπηγγελκότες αὐτῷ τὸ γεγεννημένον· καὶ γὰρ πάντας ἀφέντες, ἐπ’ αὐτὸν καταφεύγουσι λοιπόν. Οὕτως οὐ μικρὸν μετὰ τῆς συμφορᾶς καὶ τὰ ἤδη παρ’ αὐτοῦ διὰ τῆς ἀποκρίσεως ἐκείνης οἰκονομηθέντα κατώρθωσεν. Ἀλλὰ τίνας ἕνεκεν πρὶν ἤ ἀπαγγεῖλαι αὐτοὺς οὐκ ἀνεχώρησε, καίτοιγε ἤδει καὶ πρὶν ἡ ἀπαγγεῖλαι τὸ γεγενημένον; Δεικνὺς διὰ πάντων τῆς οἰκονομίας τὴν ἀλήθειαν. Οὐ γὰρ δὴ μόνον τῇ ὄψει, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἔργοις τοῦτο πιστοῦσθαι ἐβούλετο, διὰ τὸ εἰδέναι τοῦ διαβόλου τὴν κακουργίαν, καὶ ὅτι πάντα ἐργάσεται, ὥστε ταύτην ἀνελεῖν τὴν δόξαν. Αὐτὸς μὲν οὖν διὰ τοῦτο ἀναχωρεῖ· οἱ δὲ ὄχλοι οὐδὲ οὕτως ἀφίστανται, ἀλλ’ ἕπονται προσηλωμένοι, καὶ οὐδὲ τὸ δρᾶμα αὐτοὺς ἐφόβησε τὸ Ἰωάννου. Τοσοῦτόν ἐστι πόθος, τοσοῦτον ἀγάπη· οὕτω πάντα νικᾷ καὶ διακρούεται τὰ δεινά. Διὰ δὴ τοῦτο καὶ τὴν ἀμοιβὴν εὐθέως ἐπελάμβανον. Ἐξελθὼν γὰρ, φησίν, ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ὄχλον πολύν, καὶ ἐσπλαγχνίστθη ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Εἰ γὰρ καὶ πολλὴ ἦν αὐτῶν ἡ προσεδρεία, ἀλλ’ ὅμως τὰ παρ’ αὐτοῦ γινόμενα πάσης σπουδῆς ὑπερέβαινεν ἀμοιβήν. Διὸ καὶ αἰτίαν τῆς τοιαύτης θεραπείας τὸν ἔλεον τίθησιν, ἔλεον ἐπιτεταμένον· καὶ θεραπεύει πάντας. Καὶ οὐκ ἀπαιτεῖ πίστιν ἐνταῦθα. Καὶ γὰρ τῷ προσελθεῖν, καὶ τῷ τὰς πόλεις ἀφεῖναι, καὶ τῷ μετὰ ἀκριβείας αὐτὸν ζητῆσαι, καὶ τῷ παραμένειν, καὶ τοῦ λιμοῦ καταναγκάζοντος, τὴν πίστιν ἐπιδείκνυται τὴν ἑαυτῶν. Μέλλει δὲ καὶ τρέφειν αὐτούς. Καὶ οὐ ποιεῖ τουτο ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἀναμένει παρακληθῆναι, ὅπερ ἔφην, πανταχοῦ τοῦτο διατηρῶν, τὸ μὴ πρότερος ἐπιπηδᾷν τοῖς θαύμασιν, ἀλλὰ καλούμενος. Καὶ διατὶ μηδεὶς τῶν ὄχλων προσελθὼν ὑπὲρ αὐτῶν διελέχθη; Ἠδοῦντο αὐτὸν μεθ’ ὑπερβολῆς, καὶ οὐδὲ τῆς πείνης ἐλάμβανον αἴσθησιν τῷ πόθῳ τῆς προσεδρείας. Ἀλλ’ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ προσελθόντες λέγουσι. Θρέψον αὐτούς· ἔτι γὰρ ἀτελέστερον διέκειντο· ἀλλ’ τί; Ὀψίας δὲ γενομένης, φησί, προσῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Εἰ γὰρ καὶ μετὰ τὸ θαῦμα ἐπελάθοντο τοῦ γεγενημένου, καὶ μετὰ τὰς σπυρίδας ἐνόμιζον αὐτὸν περὶ ἄρτων λέγειν, ἡνίκα ζύμην τὴν διδασκαλίαν τῶν Φαρισαίων ἐκάλεσε· πολλῷ μᾶλλον μηδέπω πεῖραν λαβόντες τοιούτου σημείου, οὐκ ἄν προσεδόκησάν τι τοιοῦτον ἔσεσεθαι. Καίτοιγε προλαβὼν καὶ ἀρρώστους πολλοὺς ἐθεράπευσεν· ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ ἐντεῦθεν τὸ τῶν ἄρτων προσεδόκησαν· οὕτως ἦσαν ἀτελεῖς τέως. Σὺ δὲ μοι σκόπει τοῦ Διδακάλου τὴν σοφίαν, πῶς αὐτοὺς ἐκκαλεῖται σαφῶς πρὸς τὸ πιστεῦσαι. Οὐδὲ γὰρ εἶπεν εὐθέως, Τρέφω αὐτούς· οὐδὲν γὰρ ἔμελλεν εὐπαράδεκτον εἶναι· ἀλλὰ τί; Ὁ δὲ Ἰησοῦς, φησίν, εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔζουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οὐ εἶπε, Δίδωμι αὐτιοῖς, ἀλλ’ Ὑμεῖς δότε. Ἔτι γὰρ ὡς ἀνθρώπῳ προσεῖχον, Αὐτοὶ δὲ οὐδὲ οὕτω διανέστησαν, ἀλλ’ ἔτι ὡς ἀνθρώπῳ διαλέγονται, λέγοντες· Οὐκ ἔχομεν, εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Διὸ καὶ ὁ Μᾶρκος φησίν, ὅτι Οὐ συνῆκαν τὸ λεχθέν· καὶ γὰρ ἦν ἡ καρδία αὐτῶν πεπωρωμένη. Ἐπεὶ οὖν ἔτι χαμαὶ ἐσύροντο, τότε τὰ παρ’ ἑαυτοῦ λοιπὸν εἰσάγει, καὶ φησι· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὦδε. Εἰ γὰρ καὶ ἔρημος ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρέφων τὴν οἰκουμένην πάρεστιν· εἰ δὲ καὶ ἡ ὥρα παρῆλθεν, ἀλλ’ ὁ μὴ ὑποκείμενος ὥρᾳ ὑμῖν διαλέγεται. Ὁ δὲ Ἰωάννης καὶ κριθίνους αὐτοὺς εἶναι, λέγει οὐ παρέργως τοῦτο διηγούμενος, ἀλλὰ τὸν τῦφον τῆς πολιτελείας παιδεύων ἡμᾶς καταπατεῖν. Τοιαύτη καὶ ἡ τῶν προφητῶν τράπεζα ἦν. Λαβὼν τοίνυν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους, φησίν, ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε· καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις· καὶ ἔφαγον πάντες, καὶ ἐχορτάσθησαν· καὶ ἦραν τὸ περισσεύον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἰ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι, χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. β΄. Διατὶ ἀνέβλεψεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐλόγησεν; Ἔδει πιστευθῆναι αὐτὸν, ὅτι ἀπὸ τοῦ Πατρὸς ἐστι, καὶ ὅτι ἴσος ἐστί. Τὰ δὲ τούτων κατασκευαστικὰ ἀλλήλους ἐδόκει μάχεσθαι. Τὴν μὲν γὰρ ἰσότητα τὸ μετ’ ἐξουσίας πάντα ποιεῖν ἐδείκνυ· τὸ δὲ παρὰ τοῦ Πατρὸς εἶναι οὐκ ἄν ἑτέρως ἐπείσθησαν, εἰ μὴ μετὰ πολλῆς τῆς ταπεινότητος εἰς αὐτὸν πάντα ἀναφέρον ἐποίει, καὶ καλὸν αὐτὸν εἰς τὰ γινόμενα. Διὰ δὴ τοῦτο οὔτε ταῦτα μόνον ἐποίει, οὔτε ἐκεῖνα, ἵνα βεβαιωθῇ ἀμφότερα καὶ νῦν μὲν μετ’ ἐξουσίας, νῦν δὲ εὐχόμενος θαυματουργεῖ. Εἶτα ἵνα μὴ δόξῃ πάλιν μάχη εἶναι τὸ γινόμενον, ἐν μὲν τοῖς ἐλάττοσιν ἀναβλέπει εἰς τὸν οὐρανόν, ἐν δὲ τοῖς μείζοσι μετ’ ἐξουσίας πάντα ποιεῖ· ἵνα μάθης καὶ ἐν τοῖς ἐλάττοσιν ὅτι οὐκ ἐνδυναμούμενος ἑτέρωθεν, ἀλλὰ τιμῶν τὸν γεγεννηκότα οὕτω ποιεῖ. Ὅτε γοῦν ἁμαρτήματα ἀφῆκε, καὶ τὸν παράδεισον ἠνέῳξε, καὶ τὸν ληστὴν εἰσήγαγε, καὶ τὸν παλαιὸν μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας ἔλυσε νόμον, καὶ νεκροὺς μυρίους ἀνέστησε, καὶ θάλατταν ἐχαλίνωσε, καὶ τὰ ἀπόρρητα τῶν ἀνθρώπων ἤλεγξε, καὶ ὀφθαλμὸν ἐδημιούργησεν, ἅ Θεοῦ μόνον κατορθώματά ἐστι, καὶ ἐτέρου οὐδενὸς, οὐδαμοῦ φαίνεται εὐχόμενος· ὅτε δὲ τοὺς ἄρτους πηγάσαι παρασκεύασεν, ὅ πολὺ τούτων ἁπάντων ἔλαττον ἦν, τότε ἀναβλέπει εἰς τὸν οὐρανόν· ὁμοῦ μὲν ταῦτα κατασκευάζων, ἅπερ εἶπον, ὁμοῦ δὲ παιδεύων ἡμᾶς, μὴ πρότερον ἅπτεσθαι τραπέζης, ἕως ἄν εὐχαριστήσωμεν τῷ τὴν τροφὴν ἡμῖν ταύτην παρέχοντι. Καὶ διατὶ οὐ ποιεῖ ἐκ μὴ ὄντων; Ἐφράττων τὸ Μαρκίωνος καὶ Μανιχαίου στόμα, τῶν τὴν κτίσιν ἀλλοτριούντων αὐτοῦ, καὶ διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν παιδεύων, ὅτι καὶ τὰ ὁρώμενα ἅπαντα αὐτοῦ ἔργα καὶ κτίσματά εἰσι, καὶ δεικνὺς, ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ τοὺς καρποὺς διδούς, ὁ εἰπὼν ἐξ ἀρχῆς· Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου· καὶ, Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν. Οὐδὲ γὰρ ἔλαττον τοῦτο ἐκείνου. Εἰ γὰρ καὶ ἐξ οὐκ ὄντων ἐκεῖνα, ἀλλ’ ὅμως ἐξ ὕδατος· οὐκ ἔλαττον δὲ τοῦ ἀπὸ γῆς δεῖξαι καρπὸν καὶ ἀπὸ ὑδάτων ἑρπετὰ ἔμψυχα, τὸ ἀπὸ ἄρτων πέντε ποιῆσαι ἄρτους τοσούτους, καὶ ἀπὸ ἰχθύων πάλιν· ὅ σημεῖον ἦν τοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάττης αὐτὸν κρατεῖν. Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τοῖς ἀσθενοῦσαν ἀεὶ ἐποίει τὰ θαύματα, ποιεῖ καὶ καθολικὴν εὐεργεσίαν, ἵνα μὴ θεωροὶ μόνον οἱ πολλοὶ τῶν ἑτέροις συμβόντων γένωνται, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τῆς δωρεᾶς ἀπολαύσωσι. Καὶ ὅπερ ἐδόκει ἐπὶ τῆς ἐρήμου τοῖς Ἰουδαίοις εἶναι θαυμαστόν, (ἔλεγον γοῦν, Μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι, ἤ ἑτοιμάσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμῳ;) τοῦτο διὰ τῶν ἔργων ἐπιδείκνυται. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἔρημον αὐτοὺς ἄγει ἵνα μεθ’ ὑπερβολῆς ἀνύποπτον ἧ τὸ θαῦμα, καὶ μηδεὶς νομίσῃ πλησίον κώμην παρακειμένην εἰσενεγκεῖν τι εἰς τὴν τράπεζαν. Διὰ τοῦτο καὶ τῆς ὥρας μέμνηται, οὐχὶ τοῦ τόπου μόνον. Καὶ ἕτερον δὲ μανθάνομεν, τὴν φιλοσοφίαν τῶν μαθητῶν τὴν ἐν τοῖς ἀναγκαίοις, καὶ πῶς κατεφρόνουν τροφῆς. Δώδεκα γὰρ ὄντες πέντε ἄρτους εἶχον μόνους καὶ δύο ἰχθύας· οὔτω πάρεργα ἦν αὐτοῖς τὰ σωματικὰ, καὶ τῶν πνευματικῶν εἴχοντο μόνον. Καὶ οὐδὲ τῶν ὀλίγων ἀντείχοντο, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς αἰτηθέντες ἔδωκαν. Ὅθεν παιδεύεσθαι χρή, ὅτι κἄν ὀλίγα ἔχωμεν, καὶ αὐτὰ προεῖσθαι δεῖ τοῖς δεομένοις. Κελευθέντες γοῦν ἐνεγκεῖν τοὺς πέντε ἄρτους, οὐ λέγουσι· Καὶ πόθεν ἡμῖν ἔσται ἡ διατροφή; Πόθεν δὲ ἡμεῖς παραμυθησόμεθα τὴν πεῖναν τὴν ἡμετέραν; ἀλλ’ ὑπακούουσιν εὐθέως. Πρὸς δὲ τοῖς εἰρημένοις, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, διὰ τοῦτο ἐκ τῶν ὑποκειμένων ποιεῖ, ἵνα αὐτοὺς εἰς πίστιν ἀγάγῃ· ἔτι γὰρ ἀσθενέστερον διέκειντο. Διὸ καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβλέπει. Τῶν μὲν γὰρ ἄλλων σημείων εἶχον πολλὰ ὑποδείγματα· τούτου δὲ οὐδὲν. Λαβὼν τοίνυν διέκλασε, καὶ ἐδίδου· διὰ τῶν μαθητῶν, τούτῳ αὐτοὺς τιμῶν· οὐ τιμῶν δὲ μόνον, ἀλλ’ ἵνα ὅταν γένηται τὸ θαῦμα, μὴ ἀπιστήσωσι, μηδὲ ἐπιλάθωνται παρελθόντος, τῶν χειρῶν αὐτοῖς μαρτυρουσῶν. Διὸ καὶ τοὺς ὄχλους ἀφίησι πρότερον τῆς πείνης αἴσθησιν λαβεῖν, καὶ τούτους ἀναμένει πρότερον ποσελθεῖν καὶ ἐωρωτῆσαι, καὶ δι’ αὐτῶν αὐτοὺς κατακλίνει, καὶ δι’ αὐτῶν διανέμει, ταῖς οἰκεῖαις ὁμολογίαις, καὶ ἔργοις προκαταλαβεῖν βουλόμενος ἕκαστον. Διὰ τοῦτο καὶ παρ’ αὐτῶν λαμβάνει τοὺς ἄρτους ἵνα πολλὰ τὰ μαρτύρια ἤ τοῦ γινομένου καὶ ὑπομνήματα τοῦ θαύματος ἔχουσι. Εἰ γὰρ καὶ τούτων συμβάντων ἐπελάθοντο, τί οὐκ ἄν ἔπαθον, εἰ μὴ καὶ ταῦτα κατεσκεύασε; Καὶ κελεύει αὐτοὺς ἐπὶ στιβάδος ἀναπεσεῖν, φιλοσοφεῖν τοὺς ὄχλους παιδεύων. Οὐ γὰρ θρέψαι τὰ σώματα μόνον ἐβούλετο, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν παιδεῦσαι. γ΄. Καὶ ἀπὸ τοῦ τόπου τοίνυν καὶ ἀπὸ τοῦ μηδὲν πλέον ἄρτων δοῦναι καὶ ἰχθύων, καὶ τοῦ πᾶσι τὰ αὐτὰ προθεῖναι καὶ ποιῆσαι κοινά, καὶ μηδὲν θατέρῳ θατέρου πλέον παρασχεῖν, καὶ ταπεινοφροσύνην, καὶ ἐγκράτειαν, καὶ ἀγάπην, καὶ τὸ ὁμοίως πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι, καὶ τὸ κοινὰ πάντα νομίζειν εἶναι ἐπαίδευε. Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Τοὺς πέντε ἄρτους κλάσας ἔδωκε, καὶ Οἰ πέντε ἐν ταῖς χερσὶ τῶν μαθητῶν ἐπήγαζον. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου τὸ θαῦμα ἱστᾷ, ἀλλὰ καὶ περισσεῦσαι ἐποίησε· καὶ περισσεῦσαι οὐχὶ ἄρτους ὁλοκλήρους ἀλλὰ κλάσματα· ἵνα δείξῃ ὅτι ἐκείνων τῶν ἄρτων ταῦτα λείψανα ἦν, καὶ ὥστε τοὺς ἁπόντας μαθεῖν τὸ γεγενημένον. Διὰ τοῦτο καὶ πεινᾶσαι ἀφῆκε τοὺς ὄχλους, ἵνα μὴ τις φαντασίαν εἶναι νομίσῃ τὸ γεγενημένον. Διὰ τοῦτο καὶ δώδεκα κοφίνους πριεσσεῦσαι ἐποίησε ν, ἵνα καὶ Ἰούδας βαστάσῃ. Ἠδύνατο μὲν γὰρ καὶ σβέσαι τὴν πεῖνα, ἀλλ’ οὐκ ἄν ἔγνωσαν οἰ μαθηταὶ τὴν δύναμιν ἐπεὶ καὶ ἐπὶ Ἠλίου τοῦτο γέγονεν. Οὕτω γοῦν αὐτὸν ἐξεπλάγησαν ἐντεῦθεν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι καὶ βασιλέα ἠθέλησαν ποιῆσαι, καίτοιγε ἐπὶ τῶν ἄλλων σημείων οὐδαμοῦ τοῦτο ποιήσαντες. Τίς τοίνη παραστήσετε λόγος, πῶς ἐπήγαζον οἱ ἄρτοι; πῶς ἀπέρρεον ἐν τῇ ἐρήμῳ; πῶς τοσούτοις ἥρκεσαν; καὶ γὰρ πεντακισχίλιοι ἦσαν, χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων· ὅ μέγιστον ἦν τοῦ δήμου ἐγκώμιον, ὅτι καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες προσήδρευον· πῶς τὰ λείψανα γέγονε; (καὶ γὰρ καὶ τοῦτο τοῦ προτέρου οὐκ ἔλαττον)· καὶ τοσαῦτα γέγονεν, ὥστε ἰσαρίθμους γενέσθαι τοῖς μαθηταῖς κοφίνους, καὶ μήτε πλείω μὴτε ἐλάττω; Λαβὼν τοίνυν τὰ κλάσματα, οὐχὶ τοῖς ὄχλοις ἔδωκεν, ἀλλὰ τοῖς μαθηταῖς· καὶ γὰρ τῶν μαθητῶν οἱ ὄχλοι ἀτελέστερον διέκειτο.
Ποιήσας δὲ τὸ σημεῖον, Εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν , ἕως οὖ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Εἰ γὰρ καὶ παρὼν ἐδόκει φαντάζειν, ἀλλ’ οὐκ ἀλήθεια πεποιηκέναι, οὐ δήπου καὶ ἀπών. Διὰ δὴ τοῦτο ἀκριβεῖ βασάνῳ ἐπιτρέπων τὰ γεγενημένα, τοὺς τὰ ὑπομνήματα λαβόντας καὶ τὸν ἔλεγχον τῶν σημείων ἐκέλευσεν αὐτοῦ χωρίζεσθαι. Καὶ ἄλλως δέ, ὅταν μεγάλα ἐργάζηται, ἀποσκευάζεται τοὺς ὄχλους καὶ τοὺς μαθητάς, παιδεύων ἡμᾶς μηδαμοῦ τὴν παρὰ τῶν πολλῶν δόξαν διώκειν, καὶ μὴ ἐπισύρεσθαι πλῆθος. Ὅταν δὲ εἴπῃ· Ἠνάγκασε, τὴν πολλὴν τῶν μαθητῶν προσεδρείαν δείκνυσι. Καὶ ἔπεμπεν αὐτούς, ἐπὶ προφάσει μὲν τῶν ὄχλων, αὐτός, δὲ εἰς τὸ ὅρος βουλόμενος ἀναβῆναι· ἐποίει δὲ τοῦτο πάλιν παιδεύων ἡμᾶς, μήτε ὄχλους ἀναμίγνυσθαι διηνεκῶς, μήτε φεύγειν ἀεὶ τὸ πλῆθος, ἀλλ’ ἑκάτερα χρησίμως καὶ ἕκαστος ἐναλλάττοντας πρὸς τὸ δέον. Μάθωμεν τοίνυν καὶ ἡμεῖς προσεδρεύειν τῷ Ἰησοῦ, ἀλλὰ μὴ διὰ τὴν τῶν αἰσθητῶν δόσιν, ἵνα μὴ ὀνειδισθῶμεν κατὰ τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ γάρ, Ζητεῖτέ με, φησίν οὐχ ὅτι εἴδατε σημεῖα, ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχοράσθητε. Διὰ τοῦτο οὐδὲ συνεχῶς ποιεῖ τουτὶ τὸ σημεῖον, ἀλλὰ δεύτερον μόνον, ὥστε παιδεύεσθαι αὐτοὺς μὴ τῇ γαστρὶ δουλεύειν, ἀλλὰ τῶν πνευματικῶν ἔχεσθαι διηνεκῶς. Τούτων οὖν ἐχώμεθα καὶ ἡμεῖς, καὶ ζητῶμεν τὸν ἄρτον τὸν ἐπουράνιον, καὶ λαβόντες πᾶσαν ἐκβάλωμεν φροντίδα βιωτικήν. Εἰ γὰρ ἐκεῖνοι καὶ οἰκίας καὶ πόλεις καὶ συγγενεῖς καὶ πάντα ἀφῆκαν, καὶ ἐν ἐρήμῳ διέτριβον, καὶ τοῦ λιμοῦ καταναγκάζοντος οὐκ ἀνεχώρουν· πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς, τοιαύτῃ προσιόντας τραπέζῃ, πλείονα ἐπιδείκνυσθαι χρὴ φιλοσοφίαν, καὶ τῶν πνευματικῶν ἐρᾷν, καὶ τὰ αἰσθητὰ μετὰ ταῦτα ζητεῖν. Ἐπεὶ κἀκεῖνοι ἐνεκαλοῦντο, οὐχ ὅτι ἐζήτησαν αὐτὸν διὰ τὸ ἄρτον, ἀλλ’ ὅτι διὰ τοῦτο μόνον ἐζήτησαν, καὶ διὰ τοῦτο προηγουμένως. Ἄν γὰρ τις τῶν μεγάλων μὲν δώρων καταφρονῇ, τῶν δὲ μικρῶν ἔχηται, καὶ ὧν βούλεται καταφρονεῖν αὐτὸν ὁ διδούς, καὶ ἐκείνων ἐκπίπτει· ὥσπερ οὖν, ἄν ἐκείνων ἐρῶμεν, καὶ ταῦτα προστίθησι. Καὶ γὰρ προσθήκη ταῦτα ἐκείνων· οὕτως εὐτελῆ ταῦτα μικρὰ πρὸς ἐκεῖνα ἐξεταζόμενα, κἄν μεγάλα ἧ. Μὴ τοίνυν περὰ ταῦτα σπουδάζων, ἀλλ’ ἀδιάφορον αὐτῶν εἶναι νομίζωμεν καὶ τὴν κτῆσιν καὶ τὴν ἀφαίρεσιν· ὥσπερ οὖν καὶ ὁ Ἰώβ οὔτε παρόντων ἀντείχετο, οὔτε ἀπόντα ἐζήτει. Καὶ γὰρ χρήματα διὰ τοῦτο λέγεται, οὐχ ἵνα κατορύξωμεν, ἀλλ’ ἵνα εἰς δέον αὐτοῖς χρησώμεθα. Καὶ καθάπερ τῶν τεχνιτῶν ἕκαστος ἰδίαν ἐπιστήμην ἔχει, οὕτω καὶ ὁ πλουτῶν οὐκ οἶδε χαλκεύειν, οὐδὲ ναυπηγεῖν, οὐδὲ ὑφαίνειν, οὐδὲ οἰκοδομεῖν, οὐδὲ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδὲν· μανθανέτω τοίνυν τῷ πλούτῳ κεχρῆσθαι εἰς δέον, καὶ ἐλεεῖν τοὺς δεομένους, καὶ πάντων ἐκείνων βελτίονα εἴσεται τέχνην. δ΄. Καὶ γὰρ αὕτη τῶν τεχνῶν ἐκείνων ἀνωτέρα πασῶν. Ταύτης τὸ ἐγαστήριον ἐν οὐρανοῖς ὠκοδόμηται. Αὕτη οὐκ ἀπὸ σιδήρου καὶ χαλκοῦ τὰ ὄργανα ἔχει, ἀλλ’ ἐξ ἀγαθότητος καὶ ἀπὸ γνώμης. Ταύτης τῆς τέχνης ὁ Χριστὸς ἐστι διδάσκαλος, καὶ ὁ τούτου Πατήρ. Γίνεσθε γάρ, φησίν, οἰκτίρμονες, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Καὶ τὸ δὴ θαυμαστὸν, ὅτι οὕτω τῶν ἄλλων οὗσα βελτίων οὐ πόνου, οὐ χρόνου δεῖται πρὸς τὸ κατορθωθῆναι· ἀρκεῖ θελῆσαι, καὶ τὸ πᾶν ἤνυσται. Ἴδωμεν δὲ καὶ τὸ τέλος αὐτῆς οἷόν ἐστι. Τί οὖν ἐστιν αὐτῆς τὸ τέλος; Ὁ οὐρανὸς, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθά, ἡ δόξα ἡ ἀπόρρητος ἐκείνη, αἱ πνευματικαὶ παστάδες, αἱ φαδραὶ λαμπάδες, ἡ μετὰ τοῦ Νυμφίου διαγωγή, τὰ ἄλλα, ἅ μηδεὶς λόγος, μηδὲ νοῦς παραστῆσαι δύναται. Ὥστε καὶ ἐντεῦθεν πολλὴ πρὸς τὰς ἄλλας αὐτῇ ἡ διαφορά. Τῶν γὰρ τεχνῶν αἱ πλείους πρὸς τὸν παρόντα βιόν εἰσὶ χρήσιμοι ἡμῖν, αὕτη δὲ καὶ πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωήν. Εἰ δὲ τῶν εἰς τὸ παρὸν ἡμῖν ἀναγακαῖον τεχνῶν τοσοῦτον, διενήνοχεν, οἷον ἰατρικῆς λέγω, καὶ οἰκοδομικῆς, καὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων, πολλῶ μᾶλλον τῶν ἄλλων, ἄς εἴ τις ἀκριβῶς ἐξτέσειεν, οὐδὲ τέχνας ἄν εἶναι φαίη. Ὅθεν ἔγωγε τὰς ἄλλας τὰς περιττὰς οὐδὲ τέχνας εἴποιμι ἄν εἶναι. Ποῦ γὰρ ἡ ὀψαρτυρικὴ καὶ ἡ καρυκευτικὴ χρήσιμοι ἡμῖν; Οὐδαμοῦ ἄλλὰ καὶ σφόδρα ἄχρηστοι καὶ βλαβεραί, σώματι καὶ ψυχῇ λυμαινόμεναι, τῷ τὴν μητέρα τῶν νοσημάτων ἁπάντων καὶ τῶν παθημάτων τὴν τρυφὴν μετὰ πολλῆς ἐπεισάγειν τῆς φιλοτιμίας. Οὐ μόνον δὲ ταύτας, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ζωγραφικήν, οὐδὲ τὴν ποικιλτικὴν εἴπομ’ ἄν ἔγωγε τέχνην εἶναι· εἰς γὰρ δαπάνην μόνην ἐμβάλλουσι περιττήν. Τὰς δὲ τέχνας τῶν ἀναγκαίων καὶ συνεχόντων ἡμῶν τὴν ζωὴν παρεκτικὰς εἶναι δεῖ καὶ κατασκευαστικὰς. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ σοφίαν ἡμῖν ἔδωκεν ὁ Θεὸς, ἵνα εὕρωμεν μεθόδους, δι’ ὧν δυνησόμεθα τὸν βίον συγκροτεῖν τὸν ἡμέτερον. Τὸ δὲ ζώδια γίνεσθαι, ἤ ἐν τοίχοις, ἤ ἐν ἱματίοις, ποῦ χρήσιμον; εἰπέ μοι, Διὰ δὴ τοῦτο καὶ τῶν ὑποδημάτορράφων καὶ τῶν ὑφαντῶν πολλὰ περικόπτειν αὐτῇ ἔδει τῆς τέχνης. Καὶ γὰρ ἐπὶ τὸ βάναυσον τὰ πλείονα αὐτῆς ἐξήγαγον, τὸ ἀναγκαῖον αὐτῆς διαφθείραντες, τέχνῃ κακοτεχνίαν μίξαντες· ὅ καὶ ἡ οἰκοδομικὴ ἔπαθεν. Ἀλλ’ ὥσπερ ταύτην, ἕως ἄν οἰκίας οἰκοδομῇ καὶ οὐ θέατρα, τὰ τε ἀναγκαία καὶ οὺ περιττὰ ἐργάζηται, τέχνην καλῶ· οὕτω καὶ τὴν ὑφαντικήν, ἕως ἄν ἱμάτια ποιῇ καὶ ἐπιβλήματα, ἀλλὰ μὴ τὰς ἀράχνας μιμῆται, καὶ πολὺν κατέχῃ τὸν γέλωτα καὶ τὴν βλακείαν ἄφατον τέχνην ὀνομάζω. Καὶ τὴν τῶν ὑποδηματοποιῶν, ἕως ἄν ὑποδήματα ποιῇ, οὐκ ἀποστερήσω τὸ τῆς τέχνης ὄνομα· ὅταν δὲ τοὺς ἄνδρας εἰς τὰ τῶν γυναικῶν ἐξάγῃ σχήματα, καὶ μαλακίζεσθαι ποιῇ ιδὰ τῶν ὑποδημάτων καὶ θρύπτεσθαι, μετὰ τῶν βλαβερῶν καὶ περιττῶν αὐτὴν τάξομεν, καὶ οὐδὲ τέχνην ἐροῦμεν. Καὶ οἶδα μέν, ὅτι πολλοῖς μικρόλογος εἶναι δοκῶ ταῦτα περιεργαζόμενος· οὐ μὴν διὰ τοῦτο ἀποστήσομαι. Τὸ γὰρ ἁπάντων αἴτιον τῶν κακῶν τοῦτο, τὸ καὶ μικρὰ ταῦτα δοκεῖν εἶναι τὰ ἁμαρτήματα, καὶ διὰ τοῦτο ἀμελεῖσθαι. Καὶ τὶ τούτου, φησίν, εὐελέστερον ἁμάρτημα γένοιτ’ ἄν, κεκαλλωπισμένον ἔχειν ὑπόδημα καὶ ἀποστίλβον, καὶ τῷ ποδὶ προσηρτημένον, εἴγε καὶ ἁμάρτημα τοῦτο καλεῖ, δοκεῖ; Βούλεσθε οὖν ἐπαφήσω τὴν γλῶτταν αὐτῷ, καὶ δείξω τὴν ἀσχημοσύνην ὅση, καὶ οὐκ ὀργιεῖσθε; Μᾶλλον δὲ, κἄν ὀργίζησθε, οὐ πολύς μοι λόγος. Καὶ γὰρ ὑμεῖς αἴτιοι τῆς ἀνοίας ταύτης, οἱ μηδὲ ἁμάρτημα εἶναι νομίζοντες, καἰ ἐντεῦθεν ἡμᾶς ἀναγκάζοντες εἰςς τὴν κατηγορίαν τῆς ἀσωτίας ἐμβῆναι ταύτης. ε΄ Φέρε οὖν αὐτὸ ἐξετάσωμεν, καὶ ἴδωμεν ὁποῖόν ἐστι κακόν. Ὅταν γὰρ τὰ νήματα τὰ σηρικὰ, ἅ μηδὲ ἐν ἱματίοις ὑφαίνεσθαι καλόν, ταῦτα ἐν ὑποδήμασι διαρράπτητε, πόσης ὕβρεως, πόσου γέλωτος ταῦτα ἄθια; Εἰ δὲ τῆς ἡμετέρας ψήφου καταφρονεῖς, ἄκουσον τῆς τοῦ Παύλου φωνῆς, μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος ταῦτα ἀπαγορεύοντος, καὶ τότε αἰσθήσῃ τοῦ γέλωτος. Τί οὖν ἐκεῖνός φησι; Μὴ ἐν πλέγμασιν, ἤ χρυσῷ, ἤ μαργαρίταις, ἤ ἱματισμῷ πλυτελεῖ, Τίνος οὖν ἄν εἴης συγγνώμης, ἄξιος ὅταν τῇ γεγαμημένῃ μὴ ἐπτρέποντος Παύλου πολυτελῆ ἱμάτια ἔχειν, σὺ καὶ ἐπὶ τὰ ὑποδήματα τὴν βλακείαν ταύτην ἐξάγῃς, καὶ μυρία κατασκευάζῃς ὑπὲρ τῆς καταγελάστους ὕβρεως; Καὶ γὰρ καὶ ναῦς πήγνυται, καὶ ἐρέται καταλέγονται, καὶ πρωρεὺς καὶ κυβερνήτης, καὶ ἱστίον ἀναπετάννυται, καὶ πέλαγος πλεῖται, καὶ γυναῖκα κὰι παιδία καὶ πατρίδα ἀφείς, καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ ἔμπορος ἐκδίδωσι κύμασι, καὶ εἰς τὴν τῶν βαρβάρων ἔρχεται χώραν, καὶ μυρίους ὑπομένει κινδύνους διὰ ταῦτα τὰ νήματα, ἵνα σὺ μετὰ πάντα ἐκεῖνα λαβὼν ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων διαρράψῃς, καὶ τὸ δέρμα καλλωπίσῃς; Καὶ τὶ ταύτης τῆς ἀλογίας χεῖρον γένοιτ’ ἄν; Ἀλλ’ οὐ τὰ παλαιὰ τοιαῦτα, ἀλλ’ἀνδράσι πρέποντα. Ὅθεν ἔγωγε προσδοκῶ, χρόνον προϊόντως τοὺς νέους τοὺς παρ’ ἡμῖν καὶ γυναικῶν, ὑποδήματα σχήσειν, καὶ οὐκ αἰσχυνεῖσθαι. Καὶ τὸ χαλεπώτερον, ὅτι οἱ πατέρες ταῦτα ὁρῶντες οὐκ ἀγανακτοῦσιν, ἀλλὰ καὶ ἀδιάφορον τὸ πρᾶγμα εἶναι νομίζουσι. Βούλεσθε εἴπω καὶ τὸ ἔτι χαλεπώτερον, ὅτι καὶ πενήτων ὄντων πολλῶν ταῦτα γίνεται; Βούλεσθε εἰς μέσον ἀγάγω τὸν Χριστὸν τὸν λιμώττοντα, τὸν γυμνόν, τὸν ἀλώμενον πανταχοῦ, τόν δεδεμένον; Καὶ πόσων οὐκ ἄν εἴητε σκηπτῶν ἄξιοι, ἐκεῖνον μὲν τροφῆς ἀνγακαίας ἀποροῦντα περιορῶντες, τὰ δέρματα δὲ μετὰ τοσαύτης καλλωπίζοντες τῆς σπουδῆς; Καὶ αὐτὸς μὲν ἡνίκα τοῖς μαθηταῖς ἐνομοθέτει, οὐδὲ ἁπλῶς ὑπδήματα ἔχειν ἐπέτρεπεν· ἡμεῖς δὲ οὐ μόνον γυμνοῖς ποσὶν οὐκ ἀνεχόμεθα βαδίζειν , ἀλλ’ οὐδὲ ὑποδεδεμένοις ὡς ὑποδεδέσθαι δεῖ. Τί τοίνυν τῆς ἀκοσμίας ταύτης χεῖρον γένοιτ’ ἄν; τί τοῦ γέλωτος; Καὶ γὰρ ψυχῆς ἐστι μαλακώδους τὸ πρᾶγμα, καὶ ἀπηνοῦς καὶ ὡμῆς, καὶ περιέργου καὶ ματαιοπόνου. Πότε γὰρ δυνήσετε ἀναγκαίῳ τινὶ προσέχειν ὁ περὶ ταῦτα τὰ περιττὰ ἠσχολημένος; πότε ἀνέξεται ὁ τοιοῦτος νέος ψυχῆς ἐπιμελήσασθαι, ἤ ἐννοῆσαι ὅτι κἄν ψυχὴν ἔχει; Καὶ γὰρ μικρολόγος ἔσται ὁ τὰ τοιαῦτα θαυμάζειν ἀναγκαζόμενος, καὶ ὠμὸς ὀ διὰ ταῦτα τῶν πρωχῶν ἀμελῶν, καὶ ἀρετῆς ἔρημος ὁ πᾶσαν εἰς ταῦτα καταναλίσκων τὴν σπουδήν. Ὁ γὰρ νημάτων ἀρετήν, καὶ χρωμάτων ἄνθος, καὶ τοὺς κισσούς τοὺς ἀπὸ τῶν τοιούτων ὑφασμάτων περιεργαζόμενος, τότε εἰς τὸν οὐρανὸν δυνήσεται ἰδεῖν; πότε τὰ ἐκεῖ θαυμάσεται κάλλος ὁ πρὸς κάλος ἐπτοημένος δερμάτων, καὶ χαμαὶ κύπτων; Καὶ ὁ μὲν Θεὸς ἔτεινεν οὐρανόν, καὶ ἥλιον ἀνῆψεν, ἄνω του τὰς ὅψεις ἔλκων· σὺ δὲ κάτω σαυτὸν καὶ πρὸς τὴν γῆν κατὰ τοὺς χοίρους νεύειν ἀναγκάζεις, καὶ τῷ διαβόλῶ πείθῃ. Καὶ γὰρ ὁ πονηρὸς δαίμων οὗτος ταύτην ἐπενόησε τὴν ἀσχημοσύνην, ἐκείνου σε τοῦ κάλλους ἀπάγων. Διὰ τοῦτό σε ἐνταῦθα εἴλκυσε καὶ παρευδοκιμεῖται Θεὸς οὐρανὸν δεικνὺς ὑπὸ διαβόλου δέρματα δεικνύντος· μᾶλλον δὲ οὐδὲ δέρματα· καὶ γὰρ καὶ ταῦτα ἔργα Θεοῦ· ἀλλὰ βλακείαν καὶ κακοτεχνίαν. Καὶ κάτω εἰς τὴν γῆν νεύων ὁ νέος περίεισιν, ὁ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς φιλοσοφεῖν κελευσθείς, μᾶλλον ἐγκαλλωπιζόμενος τούτοις, ἤ εἰ τῶν μεγάλων τι κατωρθωκώς ἦν, καὶ ἀκροβατῶν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, καὶ λύπας καὶ ἀθυμίας ἐντεῦθεν τίκτων ἑαυτῷ περιττάς, μὴ μολύνῃ τῷ πηλῷ χειμῶνος ὄντος μὴ καλύψῃ τῷ κονιορτῷ θέρους ἐπιστάντος. Τί λέγεις, ἄνθρωπε; τὴν ψυχὴν ἅπασαν εἰς πηλὸν ἔρριψας διὰ ταύτης τῆς ἀσωτίας, καὶ ψαμαὶ συρομένην περιορᾷς, καὶ περὶ ὑποδημάτων τοσοῦτουν ἔχεις ἀγῶνα; Μάθε τὴν χρῆσιν αὐτῶν, καὶ αἰδέσθητι τὴν ψῆφον ἥν περὶ αὐτῶν φέρεις. Ὥστε γὰρ πηλὸν πατεῖν καὶ βόρβορον, καὶ πᾶσαν τὴν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κηλῖδα, γέγονε τὰ ὑποδήματα. Εἰ δὲ οὐκ ἀνέχῃ, λαβὼν ἐξάρτησον τοῦ τραχήλου, ἤ τῇ κεφαλῇ περίθες. στ΄. Καὶ ὑμεῖς μὲν γελᾶτε ταῦτα ἀκούοντες· ἐμοὶ δὲ δακρύειν ἔπεισι τὴν τούτων μανίαν, καὶ τὴν περὶ ταῦτα σπουδὴν. Καὶ γὰρ ἥδιον ἄν οὗτοι τὸ σῶμα μολύνειαν πηλῷ, ἤ τὰ δέρματα ἐκεῖνα. Μικρολόγοι μὲν οὖν οὕτω γίνονται, φιλοχρήματοι δὲ πάλιν ἑτέρως. Ὁ γὰρ περὶ τὰ τοιαῦτα μαίνεσθαι καὶ σπουδάζειν ἐθισθείς, καὶ ἐν ἱματίοις καὶ ἐντ οῖς ἄλλοις ἅπασι πολλῆς δεῖται δαπάνης καὶ πολλῆς τῆς προσόδου. Κἄν μὲν φιλότιμον ἔχῃ πατέρα, μᾶλλον αἰχμάλωτος γίνεται, τὴν ἄτοπον ταύτην ἐπιτείνων ἐπιθυμίαν· ἄν δὲ μικρολόγον, ἀναγκάζεται ἕτερα ἀσχημονεῖν, ὥστε χρυσίον συνάγειν εἰς τὰς τοιαύτας δαπάνας. Ἐντεῦθεν πολλοὶ τῶν νέων καὶ τὴν ὥραν ἀπέδοντο, καὶ παράσιτοι τοῖς εὐπόροις ἐγένετο, καὶ ἑτέρας δουλοπρεπεῖς ὑπέμειναν διακονίας, ἀντὶ τούτων ὠνούμενοι τὸ τὰς τοιαύτας ἐπιθυμίας πληροῦν. Ὅτι μὲν οὖν καὶ φιλοχρήματος οὗτος ἔσται καὶ μικρολόγος, καὶ περὶ τὰ ἀναγκαῖα πάντων ἀργότερος, καὶ πολλὰ ἀναγκασθήσεται ἁμαρτάνειν δῆλον ἐκ τούτων· ὅτι δὲ ὠμὸς καὶ κενόδοξος, οὐδὲ τούτό τις ἀντερεῖ· ὠμὸς μὲν ὅταν πένητα ἰδών, τῷ πόθῳ τοῦ καλλωπισμοῦ μηδὲ ἑωρακέναι δοκῇ, ἀλλὰ τοῦτα μὲν χρυσῷ καλλωπίζῃ, ἐκεῖνον δὲ ὑπὸ λιμοῦ διαφθειρόμενον περιορᾷ· κενόδοξος δὲ, ὅταν καὶ ἐν τοῖς μικροῖς παιδεύηται τὴν παρὰ τῶν ὁρώντων δόξαν θηρᾷν. Οὐ γὰρ οὕτως οἷμαι στρατηγὸν ἐπὶ τοῖς στρατοπέδοις καὶ τροπαίοις μέγα φρονεῖν, ὡς τοὺς ἀκολάστους νέους ἐπὶ τῷ καλλωπισμῷ τῶν ὑποδημάτων, ἐπὶ τοῖς συρομένοις ἱματίοις, ἐπὶ τῇ κεφαλῆς· καίτοιγε ταῦτα πάντα τεχνιτῶν ἔργα ἐστὶν ἑτέρων. Εἰ δὲ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις οὐκ ἀφίστανται κενοδοξοῦντες, πότε ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀποστήσονται; Εἴπω καὶ ἕτερα τούτωνν χαλεπώτερα, ἤ καὶ ταῦτα ὑμῖν ἀπόχρη; Οὐκοῦν ἀνάγκη καταλῦσαι τὸν λόγον ἐνταῦθα· ἐπεὶ καὶ ταῦτα μοι εἴρηται διὰ τοὺς φιλονείκους καὶ οὐδὲν ἄτοπον τὸ πρᾶγμα εἶναι λέγοντας. Καὶ οἶδα μὲν ὅτι πολλοὶ τῶν νέων οὐδὲ προσέξουσι τοῖς λεγομένοις, μεθύοντες ἅπαξ τῷ πάθει· οὐ μὴν διὰ τοῦτο σιγῆσαι ἔδει. Οἱ γὰρ νοῦν ἔχοντες πατέρες καὶ ὑγιαίοντες τέως, καὶ ἄκοντας αὐτοὺς εἰς τὴν προσήκουσαν εὐσχημοσύνην ἐμβιβάσαι δυνήσονται. Μὴ τοίνυν λέγε, Οὐδὲν παρὰ τοῦτο, καὶ οὐδὲν παρ’ ἐκεῖνο· τοῦτο γὰρ, τοῦτο πάντα ἀπώλεσεν. Ἔδει γὰρ καὶ ἐντεῦθεν αὐτοὺς παιδεύειν καὶ ἀπὸ τῶν δοκούντων εἶναι μικρῶν σεμνοὺς ποιεῖν, μεγαλοψύχους, κρείττους σχημάτων· οὕτως αὐτοὺς καὶ ἐν τοῖς μεγάλοις εὑρήσομεν, κρείττους σχημάτων· οὕτως δοκίμους. Τί γὰρ τῆς τῶν στοιχείων μαθήσεως εὐτελέστερον; Ἀλλ’ ὅμως ἀπὸ τούτων καὶ ρήτορες, καὶ σοφισταί, καὶ φιλόσοφοι γίνονται· κἄν ταῦτα ἀγνοήσωμεν, οὐδὲ ἐκεῖνα ποτε εἴσονται. Ταῦτα δὲ ἡμῖν οὐ πρὸς νέους μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς γυναῖκας καὶ κόρας εἴρηται. Καὶ γὰρ καὶ αὗται τοῖς τοιούτοις ἐγκλήμασιν ὑπόκεινται, καὶ πολλῷ μᾶλλον ὅσῳ παρθένῳ κοσμιότης ἐπιτήδειον. Τὰ τοίνυν πρὸς ἐκείνους εἰρημένα καὶ πρὸς ὑμᾶς εἰρῆσθαι νομίζετε, ἵνα μὴ πάλιν τὰ αὐτὰ ἀναλάβωμεν. Καὶ γὰρ ὥρα λοιπὸν εὐχῇ κατακλεῖσαι τὸν λόγον. Ἅπαντες τοίνυν ἡμῖν συνεύξασθε, ὥστε τοὺς νέους τοὺς τῆς Ἐκκλησίας μάλιστα δυνηθῆναι κοσμίως ζῇν, καὶ εἰς γῆρας ἐλθεῖν αὐτοῖς πρέπον. Ὡς τοὺς γε οὐχ οὕτω ζῶντας, οὐδὲ εἰς γῆρας ἐλθεῖν καλὸν· τοὺς δὲ καὶ ἐν νεότητη γεγηρακότας εὔχομαι καὶ εἰς πολιὰν βαθυτάτην ἐλθεῖν, καὶ πατέρας γενέσθαι παίδων δοκίμων, καὶ τοὺς γεγενηκότας εὐφρᾶναι, καὶ πρὸ γε πάντων τὸν πεποιηκότα αὐτοὺς Θεόν, καὶ πᾶσαν ἐξελάσαι νόσον, οὐ τὴν ἐν τοῖς ὑποδήμασιν, οὐδὲ τὴν ἐν τοῖς ἱματίοις μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλην ἅπασαν. Καὶ γὰρ οἷον γῆ χερσουμένη, τοιοῦτόν ἐστι νεότης ἀμελουμένη, πολλὰς πολλαχόθεν ἐκφέρουσα τὰς ἀκάνθας. Ἐπάψωμεν τοίνυν τὸ πῦρ τοῦ Πνεύματος, καὶ κατασκευάσωμεν τὰς πονηρὰς ταύτας ἐπιθυμίας, καὶ νεώσωμεν τὰς ἀρούρας, καὶ ἑτοίμους πρὸς τὴν τοῦ σπόρου ποιήσωμεν ὑποδοχή, καὶ τοὺς νέους τοὺς παρ’ ἡμῖν τῶν ἀλλαχοῦ γερόντων ἀποδείξωμεν σωφρονεστέρους. Καὶ γὰρ τὸ θαυμαστὸν τοῦτό ἐστιν, ὅταν ἐν νεότητι σωφροσύνη λάμπῃ, ὥς ὅγε ἐν γήρᾳ σωφρονῶν οὐδὲ μισθὸν ἄν ἔχοι πολύν, ἀκριβῆ τὴν ἀπὸ τῆς ἡλικίας ἀσφάλειαν ἔχων. Τὸ δὲ παράδοξον, ἐν κύμασι γαλήνης ἀπολαύειν, καὶ ἐν καμίνῳ μὴ κατακαίεσθαι, καὶ ἐν νεότητι μὴ ἀσελγαίνειν. Ταῦτ’ οὖν ἐννοῦντες, ζηλώσωμεν τὸν μακάριον ἐκεῖνον Ἰωσήφ, τὸν διὰ πάντων λάμψαντα τούτων, ἵνα και τῶν αὐτῶν ἐπιτύχωμεν στεφάνων αὐτῷ· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ ἡ δόξα, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α΄. Προσέξετε ὅτι πάντοτε φεύγει· καὶ ὅταν ἔπιασαν τὸν Ἰωάννη κι ὅταν τὸν ἐσκότωσαν κι ὅταν ἔμαθαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἀπόκτησε περισσότερους μαθητάς. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς θέλει νὰ φέρεται σὰν ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν ἐπέτρεπε ὁ καιρὸς ἀκόμα νὰ δείξη ὁλότελα γυμνὴ τὴ θεότητά του. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στοὺς μαθητὰς του, νὰ μὴ φανερώσουν σὲ κανένα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἤθελε νὰ γίνη γνωστὸ μετὰ τὴν ἀνάστασή του. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν ὠργίστηκε πολὺ μὲ ὅσους Ἰουδαίου ἔδειξαν ἀπιστία ἀλλὰ καὶ τοὺς συγχώρησε. Κι ὅταν ἔφυγε δὲν πῆγε σὲ πόλη ἀλλὰ στὴν ἔρημο, καὶ μὲ τὸ πλοῖο, ὥστε νὰ μὴν τὸν ἀκολουθήση κανένας. Σεῖς προσέξετε πῶς οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννη προσκολλήθησαν στὸν Ἰησοῦ. Οἱ ἴδιοι τοῦ ἀνήγγειλαν ὅ,τι εἶχε γίνει, τοὺς ἄφησαν ὅλους καὶ στὸ τέλος κατάφυγαν σ’ αὐτόν. Ἔτσι δὲν κατώρθωσε μικρὸ πρᾶγμα ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ συμφορὰ κι ἀπὸ ὅσα ἐπέτυχε μ’ ἐκείνη τὴν ἀπάντησή του. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔφυγε πρὶν τοῦ ἀναφέρουν αὐτὰ, ἄν καὶ ἤξερε βέβαια ὅ,τι εἶχε συμβεῖ πρὶν τοῦ ἀναφέρουν; Ἔδειξε μὲ ὅλο τὴν ἀλήθεια τῆς ἐνεργείας του. Γιατὶ δὲν ἤθελε μὲ τὸ ἴδωμα μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα νὰ τὸ πιστοποιήση. Ἤξερε τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου καὶ ὅτι θὰ ἔκανε τὰ πάντα, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴ γνώμη ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λοιπὸν ἀναχωρεῖ. Ὁ κόσμος ὡστόσο οὔτε ἔτσι δὲν τὸν ἀφήνει ἀλλὰ τὸν ἀκολουθεῖ ἀπὸ κοντά. Δὲν τοὺς ἐφόβισε τὸ περιστατικὸ τοῦ Ἰωάννη. Τόσος εἶναι ὁ πόθος, τὸση ἡ ἀγάπη. Ἔτσι ὅλα τὰ δεινὰ τὰ νικᾶ καὶ τὰ διασκορπίζει. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν εὐθὺς καὶ τὴν ἀμοιβή. Βγῆκε ὁ Ἰησοῦς γράφει, καὶ εἶδε κόσμο πολύ. Ἔνιωσε εὐσπλαχνία γι’ αὐτοὺς καὶ ἐθράπευσε τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν. Καὶ μόλο ποὺ ἦταν πολλὴ ἡ προσκόλλησή τους σ’ αὐτόν, ὅ,τι ἔκανε σ’ ἐκείνους ξεπερνοῦσε τὴν ἀμοιβὴ κάθε προθυμίας. Γι’ αὐτὸ καὶ σὰν λόγο τῆς θεραπείας θέτει τὴν εὐσπλαχνία, εὐσπλαχνία ἔντονη. Τοὺς θεραπεύει ὅλους. Δὲ ζητᾶ ἐδῶ πίστη. Γιατὶ ἡ προσέλευσή τους κοντά του, καὶ ἡ ἐγκατάλειψη τῶν πόλεών τους, καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ ἀναζήτησή του ἀπ’ αὐτοὺς, ἡ παραμονή τους, μόλο ποὺ ἡ πεῖνα τοὺς ἐστενοχωροῦσε, δείχνει ἀκριβῶς τὴν πίστη τους. Σὲ λίγο θὰ τοὺς προσφέρη τροφή. Αὐτὸ δὲν τὸ κάνει μόνος του· περιμένει νὰ τὸν παρακαλέσουν. Εἶπα ὅτι τηρεῖ πάντα αὐτὴν τὴν ἀρχήν. Δὲν ἁρπάζει πρῶτος τὴν εὐκαιρία νὰ θαυματουργήση· περιμένει νὰ τὸν καλέσουν. Καὶ γιατὶ κανένας ἀπὸ τὸ λαὸ δὲν τὸν ἐπλησίασε καὶ νὰ μιλήση γιὰ ἄλλους; Τὸν ἐσέβοντο ὑπερβολικὰ καὶ ὁ πόθος νὰ μείνουν κοντά του δὲν ἄφηνε νὰ νιώσουν ὅτι πεινοῦσαν· οὔτε οἱ μαθηταὶ του ὅμως δὲν ἤθελαν νὰ τοῦ ποῦν· δῶσε τους τροφή. Δὲν εἶχαν ἀκόμα τὴν τελειότητα. Μόνο ὅταν βράδυασε γράφει, ἦρθαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ἄφησε τὸν κόσμο νὰ φύγη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Αὐτοὶ ὅμως καὶ μετὰ τὸ θαῦμα ἐλησμόνησαν ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ μετὰ τὰ κοφίνια νόμιζαν ὅτι μιλοῦσε γιὰ ψωμιὰ, ὅταν εἶχε ἀποκαλέσει ζύμη τὴ διδασκαλία τῶν Φαρισαίων. Πολὺ περισσότερο ὅταν δὲν εἶχαν ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια τους ὅμοιο θαῦμα, δὲ θὰ περίμεναν νὰ γίνη κάτι τέτοιο. Πρωτύτερα εἶχε βέβαια θεραπεύσει πολλοὺς ἀρρώστους, οὔτε ἀπ’ αὐτὸ δὲν τοὺς γεννήθηκε ἡ προσδοκία τοῦ θαύματος μὲ τὰ ψωμιά. Τόσο ἀτελεῖς ἦσαν τότε. Προσέξετε σεῖς τὴ σοφία τοῦ Δασκάλου, πῶς τοὺς τραβᾶ εὔγλωττα νὰ πιστέψουν. Δὲν εἶπε ἀμέσως, νὰ, τοὺς τρέφω –δὲ θὰ γινόταν αὐτὸ εὔκολα· Ἀλλὰ τί ἔκανε; Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, γράφει παρεδεκτό· Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ φύγουν, δῶστε τους σεῖς νὰ φᾶνε. Δὲν εἶπε τοὺς δίνω ἀλλὰ δῶστε σεῖς. Τὸν ἔβλεπαν ἀκόμα σὰν ἄνθρωπο, κι οὔτε ἔτσι δὲν κατάλαβαν ἀλλὰ ἀκόμα σὰν ἄνθρωπο τοῦ μιλοῦν καὶ τοῦ λένε. Δὲν ἔχομε παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Γι’ αὐτὸ ὁ Μάρκος γράφει ὅτι δὲν κατάλαβαν τὸ λόγο του· ἦταν κλειστὴ ἡ καρδιά τους. Κι ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὰ γήινα ἐπεμβαίνει ὁ ἴδιος. Φέρτε τα μου ἐδῶ. Κι ἄν εἶναι ὁ τόπος ἔρημος, εἶναι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ τρέφει τὴν οἰκουμένη. Ἄν ἡ ὥρα πέρασε, ἐδῶ σᾶς μιλᾶ αὐτὸς, ποὺ δὲν ὑποτάσσεται στὴν ὥρα. Ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι τὰ ψωμιὰ ἦσαν κρίθινα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ λογαριάζωμε τὴν περηφάνεια τῆς πολυτέλειας. Παρόμοιο ἦταν καὶ τῶν προφητῶν τὸ τραπέζι. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, εἶπε στὸν κόσμο νὰ καθίσουν στὰ χόρτα. Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ τὸ εὐλόγησε κι ἀφοῦ τὰ ἔκοψε τἄδωσε τοὺς μαθητὰς κι ἐκεῖνοι στὸν κόσμο. Ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ τὰ περισσεύματα γέμισαν ὡς ἀπάνω δώδεκα κοφίνια. Κι ὁ κόσμος ποὺ ἔφαγε ἦταν ἴσαμε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
β΄. Γιατὶ ἔστρεψε τὰ βλέμματα στὸν οὐρανὸ καὶ εὐλόγησε; Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὅτι εἶναι ἴσος του. Τὰ ἐλατήρια ὄμως γι’ αὐτὸ φαίνεται πῶς ἀλληλομαχοῦσαν. Τὸ ὅτι ἔκαμε ὅλα μὲ ἐξουσία μαρτυροῦσε τὴν ἰσότητα. Ὅτι ὅμως ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν μποροῦσαν μ’ ἄλλο τρόπο νὰ τὸ πιστέψουν παρὰ μόνο ἄν ἐνεργοῦσε μὲ ταπεινοσύνη ἀποδίδοντάς τα ὅλα σ’ αὐτὸν καὶ καλῶντας νὰ παρευρεθῆ σ’ ὅ,τι γινόταν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οὔτε μόνον αὐτὰ ἔκαμε, οὔτε ἐκεῖνα, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ τὰ δύο. Κι ἄλλοτε μὲ ἐξουσία θαυματουργεῖ κι ἄλλοτε ἀφοῦ προσευχηθῆ. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ νομιστῆ ὅτι γίνεται ἐδῶ κάποια ἀντιμαχία, στὰ μικρὰ κοιτάζει στὸν οὐρανό, τὰ μεγάλα ὅμως ὅλα τὰ πράττει μὲ ἐξουσία. Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι καὶ τὰ μικρότερα δὲν παίρνει δύναμη ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀλλὰ κάμει ἔτσι, ἐπειδὴ τιμᾶ τὸν Πατέρα. Ὅταν λοιπὸν συγχώρησε ἁμαρτίες κι ἄνοιξε τὸν παράδεισο, κι ἔβαλε μέσα σ’ αὐτὸν τὸ ληστὴ, καὶ κατάλυσε τὸν παλαιὸ νόμο μὲ πολλὴ δύναμη καὶ ἀνάστησε ἀμέτρητους νεκροὺς, κι ἔβαλε στὴ θάλασσα χαλινὸ καὶ φανέρωσε τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ δημιούργησε μάτια –κατορθώματα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεὸ μόνο καὶ σὲ κανένα ἄλλον –πουθενὰ δὲν φάνηκε νὰ προσεύχεται. Ὅταν ὅμως ἔκαμε νὰ πληθύνουν τὰ ψωμιὰ, θαῦμα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μικρότερο, τότε ὑψώνει τὰ βλέμματα στὸν οὐρανό. Κι ἐνῶ πραγματοποιοῦσε αὐτά, μᾶς ἐδίδασκε συνάμα νὰ μὴν ἐγγίζωμε τραπέζι, ὥσπου νὰ εὐχαριστήσωμε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς παρέχει τροφή. Καὶ γιατὶ δὲν τὰ δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν; Γιὰ νὰ κλείση τὸ στόμα τοῦ Μαρκίωνα καὶ Μανιχαίου ποὺ ἀποξενώνουν ἀπ’ αὐτὸν τὴν κτίση καὶ μὲ τὰ ἔργα του νὰ μᾶς διδάξη ὅτι ὅσα βλέπομε εἶναι ἔργα δικά του, κτίσματά του καὶ γιὰ νὰ δείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ δίνει τοὺς καρπούς, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχή εἶπε· Ἄς βλαστήση ἡ γῆ χόρτα κι ἄς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ μὲ ζωντανὲς ψυχές. Οὔτε εἶναι αὐτὸ μικρότερο ἀπὸ κεῖνο. Ἔγιναν βέβαια αὐτὰ ἀπὸ τὸ μηδέν, βγῆκαν ὅμως ἀπὸ τὰ νερά. Κι ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάση καρπὸ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ζωντανὰ ἑρπετὰ ἀπὸ τὰ νερὰ δὲν εἶναι μικρότερο τὸ νὰ βγάλη τόση ποσότητα ἀπὸ πέντε ψωμιὰ μόνο, καθώς καὶ τόσα ψάρια. Αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι εἶναι κύριος καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας. Ἐπειδὴ πάντα πραγματοποιοῦσε τὰ θαύματά του στοὺς ἄρρωστους κάνει τώρα καὶ μιὰ καθολικὴ εὐεργεσία, γιὰ νὰ μὴν εἶναι οἱ πολλοὶ θεατὲς μονάχα ἐκείνων ποὺ στοὺς ἄλλους συμβαίνουν ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσουν κι αὐτοὶ τὴ δωρεά. Κι αὐτὸ ποὺ φαινόταν ἀξιοθαύμαστο στοὺς Ἰουδαίους νὰ γίνη μέσα στὴν ἔρημο (ἔλεγαν δά, Μήπως μπορεῖ νὰ δώση ψωμὶ ἤ νὰ ἑτοιμάση τραπέζι στὴν ἔρημο;) αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ παρουσιάζει πραγματοποιημένο. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ εἶναι ὁλότελα ἀπροσδόκητο τὸ θαῦμα καὶ νὰ μὴ νομίση κανένας ὅτι κάποιο κοντινὸ χωριὸ βοήθησε στὸ τραπέζι. Γι’ αὐτὸ ἀναφέρει καὶ τὴν ὥρα, ὄχι μόνο τὸν τόπο. Πληροφορούμαστε ἀκόμα καὶ τὴν ἱκανοποίση τῶν μαθητῶν μὲ τὰ ἀπαραίτητα καὶ πόσο περιφρονοῦσαν τὴν τροφή. Ἐνῶ ἦσαν δώδεκα εἶχαν πέντε ψωμιὰ μόνο καὶ δυὸ ψάρια. Ἔτσι δευτερεύοντα ἦσαν γι’ αὐτοὺς τὰ σωματικά, κι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ πνευματικὰ μονάχα. Καὶ δὲν ὑπεράσπιζαν τουλάχιστο τὰ λίγα που εἶχαν, ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ ἔδωσαν, ὅταν τοὺς τὰ ζήτησαν. Ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ μάθωμε ὅτι ἀκόμα κι ἄν ἔχωμε λίγα κι αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ θυσιάζωμε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ χρειάζονται. Ὅταν τοὺς εἶπε νὰ φέρουν τὰ πέντε ψωμιὰ, δὲν τοῦ εἶπαν καὶ μεῖς τὶ θὰ φᾶμε; Ἀπὸ ποῦ καὶ μεῖς θὰ ἱκανοποιήσωμε τὴν πεῖνα μας; Ἀλλὰ ὑπακούουν ἀμέσως. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπα, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκόμα κάνει νομίζω τὸ θαῦμα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπά τους, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν πίστη· δὲν ἦσαν ἀκόμη τελειοποιημένοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑψώνει τὰ βλέμματα στὸν οὐρανό. Γιὰ τὰ ἄλλα θαύματα εἶχαν πολλὰ παραδείγματα γιὰ τοῦτο ὅμως κανένα. Πῆρε λοιπὸν τὰ ψωμιὰ, τὸ κομμάτιασε καὶ τὰ μοίρασε. Χρησιμοποιοῦσε τοὺς μαθητάς του, τιμῶντας τους μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ δὲν τοῦ τιμοῦσε μόνο ἀλλὰ ἐπιδίωκε νὰ μὴν ἀπιστήσουν, ὅταν θὰ γινόταν τὸ θαῦμα, μήτε νὰ τὰ ξεχάσουν μετὰ τὴν πραγματοποίησή του, ἀφοῦ θὰ μαρτυροῦσαν τὰ χέρια τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κόσμο τὸν ἀφήνει πρῶτα νὰ νιώση τὴν πεῖνα, καὶ τοὺς μαθητὰς του περιμένει ναρθοῦν πρῶτοι καὶ νὰ ρωτήσουν καὶ βάζει αὐτοὺς νὰ τοὺς καθίσουν, καὶ νὰ κάνουν τὴ διανομή, θέλοντας νὰ προκαταβάλη καθέναν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὁμολογία του καὶ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του. Γι’ αὐτὸ καὶ παίρνει τὰ ψωμιὰ ἀπ’ αὐτοὺς, γιὰ νὰ ἔχη πολλὲς μαρτυρίες γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, νὰ ἔχουν ἀφορμὲς νὰ θυμοῦνται τὸ θαῦμα. Γιατὶ ἄν παρόλα αὐτὰ τὸ ξεχνοῦσαν, τί δὲ θὰ πάθαιναν, ἄν δὲν εἶχε προβλέψει κι αὐτά; Καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ καθήσουν στὰ χόρτα διδάσκοντας τὸ λαὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατὶ δὲν ἤθελε μόνο νὰ θρέψη τὰ σώματα, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάξη καὶ τὴν ψυχή. γ΄ Κι ἀπὸ τὸν τόπο λοιπόν, καὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν τοὺς ἔδωσε τίποτα περισσότερα ἀπὸ ψωμιὰ καὶ ψάρι καὶ ὅτι σ’ ὅλους πρόσφερε κι ἔκαμε κοινὸ τὰ ἴδια πράγματα καὶ σὲ κανέναν δὲν ἔδωσε περισσότερο ἀπ’ τὸν ἄλλο, τοὺς δίδαξε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγάπη καὶ νὰ ἔχουν ἀγαθὲς διαθέσεις μεταξὺ τους καὶ νὰ τὰ θεωροῦν ὅλα κοινά. «Ἀφοῦ τὰ κομμάτιασε τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητὰς κι οἱ μαθηταὶ στὸν κόσμο». Τὰ πέντε ψωμιὰ ἔκοψε κι ἔδωσε· καὶ τὰ πέντε στὰ χέρια τῶν μαθητῶν πολλαπλασιάζονταν. Καὶ δὲ σταματᾶ ὡς ἐδῶ τὸ θαῦμα ἀλλὰ δημιουργεῖ περισσεύματα καὶ περισσεύουν ὄχι ὁλόκληρα ψωμιὰ ἀλλὰ κομμάτια. Γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἀπὸ κεῖνα τὰ ψωμιὰ ἦταν, τ’ ἀπομεινάρια καὶ νὰ μάθουν κι ὅσοι δὲν ἦσαν ἐκεῖ ὅ,τι εἶχε γίνει. Γι’ αὐτὸ κι ὅλας ἄφησε τὸν κόσμο νὰ πεινάση, γιὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς πὼς ὅ,τι ἔγινε ἦταν φαντασία. Γι’ αὐτὸ κι ἔκαμε νὰ γεμίσουν δώδεκα κοφίνια, γιὰ νὰ κρατήση κι ὁ Ἰούδας. Μποροῦσε βέβαια καὶ νὰ κατασιγάση τὴν πείνα, ἀλλὰ δὲ θὰ ἀντιλαμβάνονταν οἱ μαθηταὶ τὴ δύναμη γιατὶ αὐτὸ ἔγινε καὶ στὸν Ἠλία. Τόσο ξαφνιάστηκαν ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι, ὥστε θέλησαν νὰ τὸν κάμουν καὶ βασιλιὰ μόλο ποὺ στ’ ἄλλα θαύματα καθόλου δὲν θέλησαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Ποιὰ δικαιολογία νὰ βρεθῆ; Πῶς πολλαπλασιάζονταν τὰ ψωμιά; Πῶς βρέθηκαν μέσα στὴν ἔρημο; Πῶς ἔφτασαν γιὰ τὸσο κόσμο; Ἦσαν πέντε χιλιάδες χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τὸ πιὸ μεγάλο ἐγκώμιο τοῦ λαοῦ εἶναι αὐτό· ὅτι ἔμειναν κοντά του καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες. Πῶς δημιουργήθηκαν τὰ περισσεύματα; Κι αὐτὸ δὲν εἶναι μικρότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κι ἦσαν τόσο πολλά, ὥστε νὰ γεμίσουν ἰσάριθμα μὲ τοὺς μαθητὰς κοφίνια; Οὔτε περισσότερα οὔτε λιγώτερα. Πῆρε λοιπὸν τὰ κομμάτια καὶ δὲν τὰ ἔδωσε στὸν κόσμο ἀλλὰ στοὺς μαθητὰς γιατὶ ὁ κόσμος ἦταν σὲ κατώτερη κατάσταση ἀπὸ αὐτούς. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔκανε σημεῖο, ἀμέσως ἔκανε τοὺς μαθητὰς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἄλλη ὄχθη, ὥσπου νὰ διαλύση τὸν κόσμο. Γιατὶ ἄν, ὅταν ἦταν παρών, ἔμοιαζε νὰ δημιουργῆ φαντασίες, ὄχι νὰ κάμη πράγματα ἀληθινά, δὲ θὰ γινόταν ἔτσι κι ὅταν ἔλειπε. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς παραδίδοντας ὅσα εἶχαν γίνει σὲ λεπτομερῆ ἔλεγχο, διάταξε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτὸν ἐκεῖνοι καὶ πῆραν τὰ σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν θαυμάτων. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξηγεῖται κι ἀλλοιῶς· ὅταν πραγματοποιῆ κάτι μεγάλο, ἀπομακρύνει τὸν κόσμο καὶ τοὺς μαθητάς, διδάσκοντάς μας ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ δόξα τῶν πολλῶν καὶ νὰ μὴ σέρνωμε κοντά μας τὸν κόσμο. Κι ὅταν λέη Ἀνάγκασε, δείχνει τὴν πολλὴ ἐπιμονὴ τῶν μαθητῶν. Τοὺς ἔβαζε νὰ ταξιδέψουν μὲ τὴν πρόφαση τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἤθελε νὰ ἀνεβῆ ὁ ἴδιος στὸ βουνό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη μήτε μὲ τὸν κόσμο νὰ συναστρεφώμαστε ἀδιάκοπα, μήτε πάντα νὰ τὸν ἀποφεύγωμε ἀλλὰ νὰ κάνωμε τὸ καθένα ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ καὶ νὰ τὰ ἐναλλάσωμε ὅπως πρέπει. Ἄς μάθωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ μένωμε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, ὄχι ὅμως γιὰ τὴν παραχώρηση τῶν ὑλικῶν, γιὰ νὰ μὴ μᾶς κατηγορήση ὅπως τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ τοὺς λέει· Μὲ ζητεῖτε ὄχι ἐπειδὴ εἴδατε θαύματα ἀλλὰ ἐπειδὴ φάγατε ἀπὸ τὰ ψωμιὰ κι ἐχορτάσατε. Γι’ αὐτὸ κιόλα δὲν ἐπαναλαμβάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα παρὰ δύο φορὲς μόνο, ὥστε νὰ μάθουν νὰ μὴ γίνωνται δοῦλοι τῆς κοιλιᾶς τους ἀλλὰ νὰ ζητοῦν ἀδιάκοποα τὰ πνευματικά. Γι’ αὐτὰ ἄς ἐνδιαφερώμαστε κι ἐμεῖς κι ἄς ζητοῦμε τὸν οὐράνιο ἄρτο κι ἅμα τὸν πάρωμε, ἄς διώξωμε κάθε βιοτικὴ φροντίδα. Γιατὶ ἄν ἐκεῖνοι τ’ ἄφησαν ὅλα, καὶ σπίτια καὶ πόλεις καὶ συγγενεῖς κι ἔμειναν στὴν ἔρημο καὶ μ’ ὅλη τὴν πεῖνα δὲν ἔφευγαν, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐμεῖς, ποὺ πλησιάζομε τέτοιο τραπέζι, νὰ δείχνωμε μεγαλύτερη πενυματικότητα, πρῶτα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὰ πνευματικὰ κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτὰ νὰ ζητοῦμε τὰ ὑλικά. Γιατὶ κι ἐκεῖνοι κατηγοροῦνται ὄχι γιατὶ τὸν ἀναζήτησαν γιὰ τὸ ψωμί, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν ζήτησαν γι’ αὐτὸ μονάχα καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἄν περιφρονῆ κανένας τὰ μεγάλα δῶρα καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ μικρά, χάνει ἀκόμα κι ἐκεῖνα ποὺ ὁ δοτήρας τῶν ἀγαθῶν θέλει νὰ περιφρονοῦμε. Ὅπως πάλι ἄν ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα, μᾶς τὰ προσθέτει κι αὐτά. Αὐτὰ εἶναι συμπλήρωση ἐκείνων. Τόσο εἶναι ἀσήματα καὶ μικρά, ἄν τὰ ἐξετάσωμε σὲ σχέση μὲ αὐτά, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μεγάλα. Ἄς μὴ μᾶς ἀπασχολοῦν λοιπὸν αὐτὰ σοβαρά· ἀλλὰ ἄς θεωροῦμε ἀδιάφορη καὶ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀφαίρεσή τους. Καθὼς καὶ ὁ Ἰώβ, οὔτε ὅταν τὰ εἶχε προσπαθοῦσε νὰ τὰ κρατήση, οὔτε ὅταν τὰ ἔχασε τὰ ζητοῦσε. Γιατὶ βέβαια γι’ αὐτὸ τὰ λένε χρήματα, ὄχι γιὰ νὰ τὰ κρύψωμε στὴ γῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε, ὅταν χρειαστῆ. Καὶ ὅπως κάθε τεχνίτης ἔχει τὴν τέχνη του ἔτσι κι ὁ πλούσιος δὲν ξαίρει οὔτε τὸ σίδηρο νὰ δουλεύη, οὔτε νὰ ναυπηγῆ, οὔτε νὰ ὑφαίνη, οὔτε νὰ κτίζη, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄς μάθη λοιπὸν νὰ χρησιμοποιῆ τὸν πλοῦτο του ὅπως πρέπει, νὰ ἐλεῆ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ θὰ μάθη τέχνη καλύτερη ἀπ’ ὅλους ἐκείνους. δ΄. Αὐτὴ εἶναι ἀπ’ ὅλες ἐκεῖνες τὶς τέχνες ἀνώτερη. Τὸ ἐργαστήρι της ἔχει χτισθῆ στὸν οὐρανό. Τὰ ἐργαλεῖα της δὲν τὰ φτιάχνει ἀπὸ σίδηρο καὶ χλακὸ ἀλλὰ μὲ καλωσύνη καὶ καλή γνώμη. Αὐτῆς τῆς τέχνης δάσκαλος εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πατέρας του . Νὰ εἶστε, λέει, σπλαχνικοὶ, ὅπως ὁ Πατέρας μας στὸν οὐρανό. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅ,τι μόλο ποὺ εἶναι τόσο καλύτερη ἀπ’ τὶς ἄλλες οὔτε κόπο οὔτε χρόο θέλει νὰ κατορθωθῆ. Φτάνει νὰ τὸ θελήση κανεὶς καὶ κατωρθώθηκε τὸ πᾶν. Καὶ γιὰ νὰ τὸ δοῦμε κι αὐτὸ, ποιὰ εἶναι ἡ κατάληξή της; Εἶναι ὁ οὐρανός, τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἡ ἀνείπωτη ἐκείνη δόξα, οἱ πνευματικὲς παστάδες, οἱ λαμπάδες, οἱ χαρούμενες, ἡ συντροφιὰ μὲ τὸ Νυμφίο, τὰ ἄλλα ποὺ κανένας λόγος, κανένας νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ παραστήση. Ὥστε κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔχει μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες. Οἱ περισσότερες τέχνες μᾶς χρησιμεύουν στὴν παροῦσα ζωὴ μόνο, ἐνῶ αὐτὴ καὶ στὴ μέλλουσα. Κι ἄν τόσο διαφέρη ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες στὸ παρὸν, ὅπως ἡ ἰ ατρικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ οἱ παρόμοιες πολὺ περισσότερο διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες, ποὺ ἄν τὶς ἐξετάση κανένας ἀκριβῶς, δὲν θὰ τὶς ἔλεγε κἄν τέχνες. Γι’ αὐτὸ οὔτε κἄν θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι τέχνες. Σὲ τὶ μᾶς χρησιμεύεουν ἡ μαγειρικὴ καὶ καρυκευτικὴ τέχνη; Σὲ τίποτα. Εἶναι συνάμα ἄχρηστες καὶ βλαβερὲς καὶ καταστρέφουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, γιατὶ δείχνουν μεγάλη φιλοτιμία νὰ μπάσουν στὴ ζωὴ τὴν τρυφή, ποὺ εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀσθενειῶν καὶ παθῶν. Κι ὄχι μόνο αὐτές. Μήτε τὴ ζωγραφική, μήτε τὴ διακοσμητικὴ θὰ τὶς λογάριαζα γιὰ τέχνες. Γιατὶ μόνο περιττὴ διακοσμητικὴ θὰ τὶς λογάριαζα ἐγὼ μὲ τὶς τέχνες. Γιατὶ μόνο περιττὴ δαπάνη προκαλοῦν. Ἐνῶ οἱ τέχνες πρέπει νὰ παρέχουν καὶ νὰ δημιουργοῦν τ’ ἀπαραίτητα συνελεστικὰ τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ σοφία, γιὰ νὰ βροῦμε τρόπους, ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ οἰκονομοῦμε τὴ ζωή μας. Τὸ νὰ ζωγραφίζωντα ὅμως διάφορα ζῶα στοὺς τοίχους καὶ στὰ ὑφάσματα, ποῦ χρησιμεύει; Γι’ αὐτὸ καὶ τῶν ὑποδηματοποιῶν καὶ τῶν ὑφαντῶν ἡ τέχνη πρέπει νὰ ὑποστῆ πολλὲς περικοπές. Γιατὶ τὰ ποιὸ πολλὰ σημεῖα τους τὰ βρήκαν γιὰ κακό τους καταστρέφοντας τὴν ἀναγκαιότητά τους, ἀνακατεύοντας στὴν τέχνη τὴν κακοτεχνία. Τὸ ἴδιο ἔπαθε καὶ ἡ οἰκοδομική. Ἀλλὰ ὅπως αὐτήν, τὴν ἀποκαλῶ τέχνη, ὥσπου χτίζει σπίτια κι ὄχι θέατρα, ὥσπου τὰ ἀπαραίτητα κατασκευάζει κι ὄχι τὰ περιττά, τὸ ἴδιο καὶ τὴν ὑφαντουργική, τὴν ὀνομάζω τέχνη, ὥσπου ὑφαίνει ροῦχα καὶ σκεπάσματα καὶ δὲν μιμεῖται τὶς ἀράχνες διαδίδοντας πολὺ γελοῖα πράγματα καὶ ἀνεκδικήγητες βλακεῖες. Καὶ τὴν τέχνη τῶν ὑποδηματοποιῶν δὲ θὰ τὴ στερήσω τ’ ὄνομα τῆς τέχνης, ὥσπου κάνει ὑποδήματα. Ὅταν ὅμως βάζη τοὺς ἄνδρες νὰ χρησιμοποιοῦν γυναικεῖα σχέδια, καὶ τοὺς κάνη νὰ γίνωνται μαλθακοὶ καὶ λεπτοί, θὰ τὴν κατατάξωμε μέσα στὶς βλαβερὲς καὶ περιττὲς καὶ δὲ θὰ τὴν ποῦμε τέχνη. Γνωρίζω ὅτι θὰ θεωρηθῆ ἀπὸ πολλοὺς πὼς εἶμαι σχολαστικὸς νὰ κάθωμαι καὶ νὰ λεπτολογῶ. Γι’ αὐτὸ ὅμως καὶ δὲ θὰ σταματήσω. Ὅλων τῶν κακῶν ἡ αἰτία εἶναι αὐτή· ὅτι νομίζουν ὅλοι πὼς αὐτὰ εἶναι μικρὰ ἁμαρτήματα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ προσέχουν. Ὑπάρχει πιὸ μικρὸ ἁμάρτημα, λέει, νὰ ἔχη κανένας περιποιημένο καὶ γυαλισμένο παπούτσι, καλοβαλμένο στὸ πόδι του; Θέλετε λοιπὸν ν’ ἀπαντήσω σ’ αὐτὸν καὶ νὰ παρουσιάσω πόση ἀσχημία ἔχει τὸ πρᾶγμα καὶ νὰ μὴ θυμώσετε; Ἤ μᾶλλον, κι ἄν θυμώνετε, δὲ θὰ δώσω πολλὴ σημασία. Σεῖς εἴστε αἴτιοι τῆς ἀνοησίας αὐτῆς, σεῖς ποὺ δὲν τὸ θεωρεῖτε οὔτε ἁμάρτημα κι ἔτσι μ’ ἀναγκάζετε νὰ ἀναλάβω τὴν κατηγορία τῆς ἀσωτίας.
ε΄ Ἄς τὸ ἐξετάσωμε λοιπὸν κι ἄς δοῦμε τί λογῆς κακὸ εἶναι. Ὅταν μὲ τὶς κλωστὲς τοῦ μεταξοσκώληκα ποὺ δὲν εἶναι καλὸ νὰ ὑφαίνωνται οὔτε στὰ ροῦχα, ὅταν μ’ αὐτὲς κάνατε ραφὲς στὰ παπούτσια, πόσο ἄξια γιὰ κοροϊδία καὶ γέλοιο γίνονται αὐτά; Ἄν περιφρονῆτε τὴ δική μου γνώμη, ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ Παύλου, ποὺ ἀπαγορεύει μὲ πολλὴ σφοδρότητα αὐτὰ καὶ τὸτε θὰ νιώσετε τὸ γελοῖο. Τί μᾶς λέει ἐκεῖνος; Μὴν παρουσιάζεστε μὲ πλεγμένα μαλλιὰ καὶ χρυσάφια, καὶ μαργαριτάρια καὶ πολυτελῆ ροῦχα. Γιὰ πιὰ συγγνώμη θὰ εἶσαι ἄξιος, ὅταν ὁ Παῦλος μήτε στὴν ὕπανδρη γυναῖκα δὲν ἐπιτρέπη νὰ βάλη πολυτελῆ ροῦχα, ἐνῶ σὺ ἐπεκτείνεις καὶ στὰ παπούτσια αὐτὴ τὴ βλακεία καὶ ἐφευρίσκεις μύριους τρόπους γι’ αὐτὴ τὴ γελοιότητα; Κατασκευάζεται τάχα τὸ πλοῖο, βρίσκονται οἱ ναῦτες, ὁ ναύκληρος κι ὁ κυβερνήτης καὶ τὸ πανὶ ἀνοίγεται και διαπλέεται τὸ πέλαγος κι ἀφήνοντας γυναίκα καὶ παιδιὰ καὶ πατρίδα καὶ τὴν ζωὴ του ἀκόμα ὁ ἔμπορος παρδίδει στὰ κύματα κι ἔρχεται στὴ χώρα τῶν βαρβάρων κι ὑποφέρει ἀμέτρητους κινδύνους γι’ αὐτὲς τὶς κλωστές, γιὰ νὰ τὶς πάρετε σεῖς ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά, νὰ τὶς ράψετε πάνω στὰ παπούτσια σας καὶ νὰ στολίσετε τὸ δέρμα; Τί χειρότερο μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία; Δὲν ἦσαν ἔτσι τὰ παλιά, ἀλλὰ πράγματα ποὺ ταίριαζαν σὲ ἄνδρες. Αὐτὰ μὲ κάνουν περιμένω, ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, οἱ νέοι μας θὰ φορέσουν καὶ παπούτσια γυναικῶν καὶ δὲ θὰ ντρέπωνται. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι οἱ πατέρες μόλο ποὺ βλέπουν αὐτὰ δὲν ἀγανακτοῦν ἀλλὰ νομίζουν ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι ἀδιάφορο. Θέλετε νὰ πῶς καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο, ὅτι αὐτὰ συμβαίνεουν τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπάρχουν πολλοὶ φτωχοί; Θέλετε νὰ φέρω μπορστά σας, τὸν πεινασμένο Χριστό, τὸ γυμνό, τὸν περιπλανώμενο παντοῦ, τὸ φυλακισμένο; Καὶ δὲ θὰ γίνετε ἄξιοι νὰ πέσουν πάνω σας πολλοὶ κεραυνοὶ ν’ ἀφήνετε ἐκείνους χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ ἀλλὰ νὰ στολίζετε μὲ τόσο ζῆλο τὰ δέρματα; Κι ὁ ἴδιος ὅταν νομοθετοῦσε στοὺς μαθητὰς δὲν τοὺς ἄφηνε μήτε παπούτσια νὰ ἔχουν. Ἐμεῖς, ὅμως ὄχι μόνο δὲ δεχόμαστε νὰ βαδίζωμε ἀνυπόδητοι ἀλλὰ οὔτε ὅπως πρέπει ποδεμένοι. Τί χειρότερο μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀταξία, ἀπ’ αὐτὴ τὴ γελοιότητα; Αὐτὰ χαρακτηρίζουν μιὰ ψυχὴ μαλθακὴ καὶ σκληρὴ κι ὡμὴ κι ἀκατάστατη καὶ ματαιόσχολη. Πότε θὰ μπορέση νὰ προσέξη σὲ κάτι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ἀπασχολῆται μὲ αὐτὰ τὰ περιττά; Πότε θὰ δεχθῆ ὁ νέος τοῦ εἴδους αὐτοῦ νὰ φροντίση γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ σκεφθῆ κἄν ὅτι ἔχει ψυχή; Γιατὶ ὅποιος ἀναγκάζεται ν’ ἀσχολῆται μ’ αὐτὰ θὰ γίνη μικροπρεπὴς καὶ σκληρὸς, ὅποιος γι’ αὐτὰ παραμελῆ τοὺς φτωχοὺς καὶ χωρὶς καθόλου ἀρετή, ὅποιος ξοδεύει σ’ αὐτὰ ὅλο τὸ ζῆλο του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ προσέχει τὰ πλεονεκτήματα τῶν νημάτων ἤ τὴν ποιότητα τοῦ χρώματος καὶ τὰ σχέδια ποὺ κάνουν αὐτὰ τὰ ὑφάσματα, πότε θὰ μπορέση νὰ κοιτάξη στὸν οὐρανό; Πότε τὴν ὁμορφιὰ τοῦ οὐρανοῦ θὰ θαυμάση αὐτὸς ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὁμορφιὰ τῶν δερμάτων καὶ σκύβει πρὸς τῆ γῆ; Κι ὁ Θεὸς ἅπλωσε τὸν οὐρανό, καὶ ἄναψε τὸν ἥλιο, τραβῶντας πρὸς τὰ ἄνω τὰ βλέμματα. Σὺ ὅμως ἀναγκάζεις τὸν ἑαυτὸ σου νὰ σκύβη πρὸς τὴ γῆ κατὰ τὴ μεριὰ τῶν χοίρων καὶ ἀκολουθεῖς τὸν διάβολο. Γιατὶ ὁ πονηρὸς αὐτὸς δαίμονας ἐπινόησε αὐτὴ τὴν ἀσχήμια, ἀπομακρύνοντάς σε ἀπὸ ἐκείνη τὴ ὁμορφιά. Γι’ αὐτὸ σ’ ἔσυρε ἐδῶ καὶ παραμερίζεται ὁ Θεὸς ποὺ δείχνει τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ δείχνει τὰ δέρματα. Κι οὔτε ποὺ εἶναι δέρματα, ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βλακεία καὶ κακοτεχνία. Σκυμμένος λοιπὸν στὴ γῆ τριγυρίζει ὁ νέος, ποὺ ἔχει λάβει ἐντολὴ νὰ μελετᾶ τὰ οὐράνια, καὶ πιὸ πολὺ ὐπερηφανεύεται γι’ αὐτὰ παρὰ ἄν κατώρθωνε κάτι ἀπὸ τὰ ὑψηλά. Περπατᾶ στὴν ἀγορὰ πατῶντας στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν του καὶ δημιουργεῖ στὸν ἑαυτὸ του ἐνοχλήσεις καὶ στενοχώριες περιττὲς μὴν τὰ χαλάση μὲ τὶς λάσπες τὸ χειμῶνα καὶ μὴν τὰ σκεπάση ἡ σκόνη τὸ καλοκαίρι. Τί λές, καημένε; Ὁλόληρη τὴν ψυχὴ σου ἔρριξες στὴ λάσπη γι’ αὐτὴ τὴν ἀσωτία κι ἐνῶ ἀδιαφορεῖς ἄν σέρνεται στὸ χῶμα, μοχθεῖς τόσο πολὺ γιὰ τὰ ὑποδήματα; Μάθε νὰ τὰ χρησιμοποιῆς ὀθρὰ καὶ ντράπου νὰ δίνης σ’ αὐτὰ τὸση σημασία. Τὰ παπούτσια ἔγιναν γιὰ νὰ πατοῦμε τὴ λάσπη καὶ τὶς ἀκαθαρσίες τοῦ ἐδάφους. Ἄν αὐτὸ σὲ στενοχωρῆ, κρέμασέ τα στὸ λαιμό σου ἤ φόρεσέ τα στὸ κεφάλι σου.
στ΄. Γελᾶταε μ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε· ἐμένα μοῦ φέρνει δάκρυα ἡ μανία τους κι ὁ ζῆλος τους αὐτός. Ἀφοῦ μὲ πιὸ πολλὴ εὐχαρίστηση θὰ λέρωναν τὸ σῶμα τους μὲ τὴν λάσπη παρὰ ἐκεῖνα τὰ δέρματα. Κι ἔτσι ἀποδεικνύονται μικρολόγοι καί, μὲ ἄλλο τρόπο πάλι, φιλοχρήματοι. Αὐτὸς ποὺ συνήθισε νὰ δείχνη μανία καὶ ζῆλο σὲ τέτοια καθὼς καὶ στὰ ρο[ουχα καὶ σ’ ὅλα τὰ ἄλλα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλα ἔξοδα καὶ μεγάλα εἰσοδήματα. Κι ἄν ἔχη φαντασμένο πατέρα αἰχαμαλωτίζεται περισσότερο τροφοδωτῶντας τὴν ἄτοπη ἐπιθυθμία του, ἄν πάλι μικροπρεπῆ ἀναγκάζεται σὲ ἄλλες ἀσχημίες, γιὰ νὰ βρῆ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ χρειάζονται. Γιὰ τέτοιους λόγους πολλοὶ νέοι καὶ τὰ νιάτα τους πούλησαν κι ἔγιναν παράσιτοι σ’ εὔπορους, κι ἄλλες δουλικὲς ὑπηρεσίες ὑπέμειναν μ’ αὐτὸ τὸ τίμημα ἱκανοποιῶντας τὶς τέτοιες ἐπιθυμίες τους. Εἶναι φανερὸ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπα, ὅτι αὐτὸς καὶ φιλοχρήματος θὰ γίνη καὶ μικροπρεπὴς κι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνίκανος γιὰ τὰ ἀπαραίτητα κι ὅτι θὰ ὑποχρεωθῆ νὰ κάνη σειρὰ ἀπὸ λάθη. Καὶ δὲ θὰ ἀντιτείνη κανένας ὅτι θὰ γίνη σκληρὸς καὶ κενόδοξος. Σκληρός, γιατὶ ὅταν συναντήση τὸ φτωχὸ ἀπὸ τοῦ καλλωπισμοῦ τὸν πόθο νομίζει ὅτι οὔτε τὸν εἶδε κἄν, κι ἐνῶ αὐτὰ στολίζει μὲ χρυσάφι γιὰ κεῖνον ἀδιαφορεῖ ποὺ λιμοκτονεῖ. Κενόδοξος, ὅταν βασανίζεται νὰ ζητᾶ καὶ στὰ μικρὰ τὸ θαυμασμὸ ὅσων τῶν βλέπουν. Τόσο πολύ, νομίζω, οὔτε στρατηγός δὲν περηφανεύεται γιὰ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ τρόπαιά του, ὅπως οἱ ἀνήθικοι νέοι γιὰ τὴν περιποίηση τῶν παπουτσιῶν τους, γιὰ τὰ μακρυὰ φορέματα καὶ τὸ κοψιμο τῶν μαλλιῶν. Ἐνῶ αὐτὰ εἶναι ἔργα ἄλλων τεχνιτῶν. Κι ἄν γιὰ ξένα ἔργα δὲν παύουν τὴν κενοδοξία τους, πότε γιὰ τὰ δικὰ τους θὰ τὴ σταματήσουν; Νὰ σᾶς πῶ κι ἄλλα χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ ἤ εἶναι ἀρκετὰ καὶ τοῦτα; Εἶναι ἀνάγκη νὰ σταματήσω ἐδῶ τὸ λόγο μου. Αὐτὰ τὰ εἶπα γιὰ ὅσους φέρνουν ἀντιρρήσεις ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι καθόλου κακό. Γνωρίζω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους δὲ θὰ δώσουν καμμιὰ προσοχὴ παρασυρεμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τους. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ σωπάσω γι’ αὐτό. Οἱ φρόνιμοι καὶ πνευματικὰ ὑγιεῖς γονεῖς θὰ κατορθώσουν νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ χωρὶς νὰ θέλουν ἐκεῖνοι στὸ δρόμο τῆς κοσμιότητας. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν ὅτι δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τίποτε ἐκεῖνο· αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τὰ κατάστερεψε ὅλα. Ἔπρεπε καὶ σ’ αὐτὰ νὰ τοὺς κατευθύνουν καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ φαίνονται μικρὰ καὶ νὰ τοὺς κάνουν σεμνούς, μεγαλόψυχους, ἀνώτερους ἀπὸ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Ἔτσι θὰ τοὺς δοῦμε δόκιμους καὶ στὰ μεγάλα. Ποιὸ πρᾶγμα εἶναι μηδαμινώτερο ἀπὸ τὴ μάθηση τοῦ ἀλφαβήτου; Ἀπ’ αὐτὸ ὅμως γίνονται καὶ οἱ ρήτορες κι οἱ σοφιστὲς κι οἱ φιλόσοφοι. Κι ἄν ἀγνοήσουν αὐτὸ, μήτε ἐκεῖνα δὲ θὰ τὰ μάθουν ποτέ. Δὲν μιλῶ μόνο γιὰ τοὺς νέους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὶς νέες. Κι αὐτὲς μπορεῖ νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ τέτοια σφάλματα καὶ τόσο περισσότερο ὅσο στὴν νέα ταιριάζει ἡ σεμνότητα. Θωρήσετε λοιπὸν ὅτι καὶ γιὰ σᾶς λέγονται ὅσα εἶπα γι’ αὐτοὺς, γιὰ νὰ μὴ χρειαστῆ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων. Ἄς κλείσω τὸ λόγο μὲ εὐχή. Ὅλοι ἐσεῖς εὐχηθῆτε μαζί μου, νὰ μπορέσουν οἱ νέοι μας νὰ ζήσουν μὲ σεμνότητα καὶ νὰ φτάσουν σὲ ἀνάλογα γηρατειά. Ὅποιοι δὲν ζοῦν ἔτσι, δὲν εἶναι καλὸ νὰ φτάσουν στὸ γῆρας, ὅποιοι ὅμως καὶ στὰ νιᾶτα τους ἔχουν τὴ φρόνηση τῶν γερόντων, εὔχομαι νὰ φτάσουν σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ καλῶν παιδιῶν νὰ γίνουν πατέρες ,τοὺς γονεῖς τοὺς νὰ εὐχαριστήσουν καὶ πρὸ πάντων τὸ δημιουργό τους Θεό, καὶ νὰ βγάλουν ἀπὸ πάνω τους κάθε νόσο, ὄχι μόνο τῶν παπουτσιῶν καὶ τῶν ρούχων ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλη ὅλη. Γιατὶ σὰν τὰ χωράφια ποὺ ἐκχερσώνονται εἶναι καὶ ἡ νοεότητα ποὺ παραμελεῖται φυτρώνοντας πολλὰ κι ἀπὸ παντοῦ ἀγκάθια. Ἄς ἀνάψωμε λοιπὸν τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος κι ἄς κάψωμε τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες , ἄς ἀνανεώσωμε τοὺς ἀγροὺς κι ἄς τοὺς ἑτοιμάσωμε νὰ δεχτοῦν τὴ σπορὰ καὶ ἄς παρουσιάσωμε τοὺς δικοὺς μας νέους πιὸ φρόνιμους ἀπὸ τοὺς γέροντες τῶν ἄλλων. Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι νὰ λάμπη ἡ σωφροσύνη στὰ νιᾶτα, γιατὶ ὁ συνετὸς γέροντας δὲν ἔχει πολλὴ ἀμοιβή, ἐπειδὴ ἡ ἡλικία του δίνει ἀλάθευτη ἀσφάλεια. Τὸ ἀπροδόκητο εἶναι τοῦτο· μέσα στὰ κύματα ν’ ἀπολαβαίνης τὴ γαλήνη, νὰ μὴν καίεσαι μέσα στὸ καμίνι, στὰ νιᾶτα σου νὰ μὴν ἀκολασταίνης. Αὐτὰ ἄς ἔχωμε στὸ νοῦ, κι ἄς μιμηθοῦμε τὸ μακάριο Ἰωσήφ, ποὺ μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔλαμψε ἡ ἀρετὴ του, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὰ ἴδια στεφάνια. Ἄς γίνη δυνατὸ νὰ τὰ ἀπολαύσωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὸν καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
|
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.204-217
Πηγή: Αναβάσεις
Όσο κι αν ψάξει ο άνθρωπος, δεν θα μπορέσει να βρει τελειότερη διδασκαλία απ' αυτή την επί του Όρους ομιλία. Και τούτο, διότι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς αποκαλύπτει στους ανθρώπους τις ουράνιες αλήθειες.
Η Ευαγγελική περικοπή που θ΄ αναγνωστεί στους ναούς μας την Κυριακή των Πατέρων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί τμήμα αυτής της ομιλίας.
Επειδή τα λόγια του Κυρίου ήταν όντως πρωτάκουστα, και φυσικά ασυγκρίτως ανώτερα από τον Μωσαϊκό Νόμο, ορισμένοι άρχισαν να πιστεύουν ότι ο Χριστός ήλθε για να καταργήσει εντελώς τον Νόμο.
Για να μη δημιουργηθεί όμως τέτοια παρεξήγηση στους ανθρώπους, ο ίδιος ο Ιησούς τονίζει: “Δεν ήλθα να καταλύσω τον Νόμο ή τους Προφήτες. Ήρθα να τηρήσω κατά πάντα τον Νόμο, να εκπληρώσω όλα όσα είπαν οι Προφήτες, και να δώσω τον νέο Νόμο της Χάριτος. Να τα παραδώσω όλα τέλεια”.
Αλλ' ας σταθούμε για λίγο φίλοι μου, στον Μωσαϊκό Νόμο και γενικώτερα στην Παλαιά Διαθήκη, και τούτο, διότι στις ημέρες μας, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, μεγάλη παρεξήγηση έχει ανακύψει στο θέμα αυτό.
Υπάρχουν ορισμένοι που εμφανίζονται ως υπέρμαχοι του έθνους, και ταυτοχρόνως υποστηρίζουν την θεωρία ότι ως Έλληνες δεν μπορούμε να έχουμε καμμία σχέση με την Παλαιά Διαθήκη, αφού σ' αυτήν προβάλλονται οι Εβραίοι. Και άρα, αφού φαίνονται οι Εβραίοι, οι εχθροί του Ελληνικού Έθνους, θα πρέπει να καταργηθεί η Παλαιά Διαθήκη και να μείνει η Καινή.
Ορισμένοι μάλιστα, φθάνουν και σε σημείο αστειότητος, υποστηρίζοντας ότι δήθεν ο Ιησούς ήταν Ελληνικής καταγωγής, διότι δήθεν η μητέρα του δεν ήταν Εβραία, αλλά ελληνικής καταγωγής που κατοικούσε στην Παλαιστίνη!...
Παρά την φαιδρότητα του θέματος, φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστοι που δείχνουν, στην αρχή τουλάχιστον, να επιρρεάζονται και να θεωρούν ότι όντως, η Παλαιά Διαθήκη δεν χρειάζεται, αφού τώρα έχουμε την Καινή και η οποία είναι ανώτερη.
Και αυτά μεν, τα λένε όσοι δεν γνωρίζουν ή πεισμώνως αρνούνται να μάθουν και να κατανοήσουν την αλήθεια.
Όσοι όμως έχουν καλοπροαίρετη διάθεση, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ένας Ορθόδοξος Χριστιανός, φυσικά και Έλληνας, σε καμμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να αρνηθεί το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής που είναι η Παλαιά Διαθήκη. Εάν δεν υπάρχει η Παλαιά, δεν μπορεί να σταθεί και η Καινή. Όπως φυσικά δεν μπορεί να παραμείνει η Παλαιά άνευ της Καινής, η οποία και την ερμηνεύει. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχουν οι προτυπώσεις της ουσίας και αυτή η αναμονή της ελεύσεως του Χριστού. Στην δε Καινή, έχουμε αυτή την ουσία και την έλευση του ίδιου του Θεανθρώπου. Οι δε προφήτες, είναι αυτοί οι οποίοι επικοινωνούν με τον Θεό. Είναι τα πρόσωπα που δέχονται την αποκάλυψη του άσαρκου ακόμα Υιού και Λόγου του Θεού! Είναι αυτοί που ελέγχουν τα κοινωνικά ατοπήματα της εποχής τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους), και ταυτοχρόνως προφητεύουν την σάρκωση του Λόγου και την ίδρυση της Εκκλησίας! Είναι οι θαυμαστές αυτές προσωπικότητες που με το προφητικό τους χάρισμα ως “ορώντες” βλέπουν τα τέλη των αιώνων, την επέκταση της Εκκλησίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και ταυτοχρόνως τον θρίαμβο του Κυρίου Ιησού!
Αλλά τι γίνεται με τις περιπτώσεις που ο Εβραϊκός λαός ξεφεύγει από το θέλημα του Θεού;
Τι γίνεται με την εν πολλοίς απαράδεκτη συμπεριφορά τους; Γιατί τα προβάλλει αυτά η Παλαιά Διαθήκη; Ας μην τα χάνουμε, αγαπητοί μου. Οι περιπτώσεις αυτές προβάλλονται, όχι βεβαίως προς μίμησιν, αλλά προς αποφυγήν. Και όπως κάθε λαός έχει και τις σκοτεινές σελίδες στην ιστορία του (και οι σώφρονες διδάσκονται και από αυτές), έτσι ακριβώς και όσοι μπορούν και θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, θα διδαχθούν και από τα αρνητικά.
Πώς αλήθεια, θα μας φαινόταν, εάν κάποιοι, βλέποντας το σύγχρονο κατάντημα του έθνους μας, με μια μονοκονδυλιά έσβηναν όλο τον πλούτο των προγόνων μας; Δεν θα ήταν αδικία και δεν θα επιδείκνυε ανοησία; Αναμφιβόλως.
Και ας προσθέσουμε στην παράγραφο αυτή ότι ο λόγος του Θεού, ακριβώς επειδή είναι αληθινός, δεν κρύπτει και τα ατοπήματα ακόμα των πρωταγωνιστών του. (Αυτό βεβαίως, για όσους μελετούν, βλέπουν να συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη).
Το θέμα λοιπόν είναι να μην υπάρχει προκατάληψη. Εάν, επαναλαμβάνουμε, υφίσταται η καλή διάθεση στην ψυχή, τότε τα πράγματα τα βλέπει κανείς και στη σωστή τους διάσταση και έτσι δεν υπάρχει περίπτωση σκανδάλου. Όντως, τα άτοπα, παράλογα και αθεολόγητα συμπεράσματα, όσον αφορά τον λόγο του Θεού, αναφύονται τόσο στην προκατάληψη, όσο και στην ημιμάθεια. Δυστυχώς, ορισμένοι συνδυάζουν και τα δύο.
Για την ιστορία του θέματος, θα πρέπει επίσης να γίνει γνωστό, ότι όχι μόνο τους πρώτους αιώνες η Εκκλησία μας αντιμετώπισε δυναμικά παρόμοιες θέσεις διαφόρων αιρετικών, που αρνούνταν γενικώς την Παλαιά Διαθήκη, αλλά θα πρέπει να μάθουμε ότι το όλον θέμα και πάλι ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα. Πού και πώς; Το 1914 στην Γερμανία. Ένας φοβερός πόλεμος ξεσπά εναντίον των βιβλίων της Π.Δ. από τους Προτεστάντες. Το ερώτημα που έθεταν ήταν: “Γιατί η Π.Δ.;”.
Φυσικά με το ερώτημά τους αυτό φανέρωναν την θεολογική τους ανεπάρκεια και την τέλεια ασχετοσύνη τους με αυτή την Αγία Γραφή. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το 1933, την χρονιά δηλαδή που ανέβηκε ο Χίτλερ, αρχίζει ένας σιωπηλός αλλά και εμφανής πόλεμος εναντίον του Ιουδαϊσμού και της Π.Δ.. Η Παλαιά Διαθήκη εξοβελίζεται από τους Deutsche Christen (Γερμανούς Χριστιανούς)!
Το φαινόμενο αυτό, το οποίο ξεκίνησε από καθαρώς ρατσιστικά κίνητρα, εισβάλλει τώρα και στην Ελλάδα. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σε αρκετές των περιπτώσεων αυτών, οι πολέμιοι της Π.Δ., άνθρωποι δηλ. που πολλές φορές είναι “υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, αρνούνται το δικαίωμα της Εκκλησίας να προσδιορίζει τα βιβλία της. Ταυτοχρόνως δε, η κίνηση αυτή φαίνεται να στρέφεται προς την αρχαία ελληνική θρησκεία.
Βεβαίως, λίγο εάν προσέξουν όσοι επιζητούν την στροφή στην αρχαία ελληνική θρησκεία, λίγο εάν προσέξουν, θ' ακούσουν τον απόηχο των λόγων αυτής της θρησκείας: “Μη ζητάς να μ' αναστήσεις δεν μπορώ...”
Το θέμα όμως, έχει φυσικά και άλλες παραγράφους, που δοθείσης ευκαιρίας θα τις μελετήσουμε και θα δούμε το αλλοπρόσαλλο της θεωρίας περί απορρίψεως του πρώτου μέρους του λόγου του Θεού.
Ας κλείσουμε όμως με τούτο.
Είμαστε με την χάρη του Θεού μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Μέλη του Σώματος του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην Αγία μας Ορθοδοξία. Συνειδητά δεν αρνούμαστε την αγία της διδασκαλία, ούτε τον ορθό τρόπο ζωής, στον οποίον μας καθοδηγούν οι θεοφόροι Πατέρες μας.
Αυτοί δε οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας, και οι οποίοι ως φως Χριστού έλαμψαν επί της γης, εκτός των άλλων, μας ερμηνεύουν και τον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής, αυθεντικά και επίσημα.
Είθε, η αγία τους ευχή να προφυλάσσει τον κόσμο από τις πλάνες του εχθρού και να μας συνοδεύει σε όλη μας την ζωή.
Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...