Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε στη γη για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τα φθοροποιά πάθη και τις ροπές τους. Τα πάθη κι οι ροπές είναι σοβαρές ψυχικές παθήσεις.
Κλέβει ποτέ ένας γιός από τον πατέρα του; Όχι. Ο δούλος όμως κλέβει από τ’ αφεντικό του. Τη στιγμή που ο Αδάμ εγκατέλειψε την ιδιότητα του υιού κι απόκτησε την ιδιότητα του δούλου, το χέρι του απλώθηκε για να πιάσει τον απαγορευμένο καρπό. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει αυτό που ανήκει σ’ έναν άλλο; Είναι επειδή το χρειάζεται; Ο Αδάμ τα είχε όλα, δεν του έλειπε τίποτα. Παρ’ όλ’ αυτά όμως προχώρησε στην κλοπή. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει άλλον άνθρωπο κι ο δούλος άλλο δούλο; Επειδή έμαθαν πρώτα να κλέβουν από τ’ αφεντικό τους. Οι άνθρωποι συνήθως κλέβουν πρώτα από το Θεό κι έπειτα ο ένας από τον άλλο. Ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους άπλωσε το χέρι του να κλέψει πρώτα αυτό που ανήκε στο Θεό κι έπειτα, σαν αποτέλεσμα, οι απόγονοί του άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλλο.
Οι άνθρωποι κλέβουν από Θεό και ανθρώπους, από τη φύση κι από τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές αισθήσεις του, αλλά και με την καρδιά, την ψυχή και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου. Είναι ο υποβολέας και υποκινητής κάθε κλοπής. Είναι ο εισηγητής και καθοδηγητής κάθε σκέψης για κλοπή. Κανένας κλέφτης στον κόσμο δεν ήταν ποτέ μόνος του. Συνήθως υπάρχουν τουλάχιστο δύο που συμμετέχουν σε μια κλοπή κι ένας τρίτος που παρακολουθεί. Ο άνθρωπος κι ο διάβολος πάνε για να κλέψουν κι ο Θεός που τους βλέπει. Όπως η Εύα δεν έκλεψε μόνη της, αλλά παρέα με το διάβολο, έτσι κανένας άνθρωπος δεν έχει τελέσει μια πράξη κλοπής μόνος του, αλλά πάντα με την παρέα του διαβόλου.
Ο διάβολος όμως δεν είναι μόνο καθοδηγητής και συνοδός στην κλοπή, αλλά κι εκείνος που τη διαδίδει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα κλεμμένα, αλλά η απώλεια της ψυχής του ανθρώπου, η διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους κι η απώλεια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν πηγαίνει να κλέψει για χάρη της κλοπής, αλλ’ «ως λέων ορυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε’ 8). Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στην ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ' 39). Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του. Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση.
Για ν’ απαλλαγεί κανείς από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού κι όχι δικά του. Όταν χρησιμοποιεί τα υπάρχοντά του, πρέπει νά ‘χει κατά νου πως αυτά είναι του Θεού, όχι δικά του. Όταν τρώει στο τραπέζι, πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί το ψωμί δεν είναι δικό του, αλλά του Θεού. Για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από την αρρώστια της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως και τα υπάρχοντα των άλλων είναι του Θεού. Επομένως όταν κλέβει από τους ανθρώπους, είναι σα να κλέβει από το Θεό. Είναι δυνατό να κλέψει κανείς από Εκείνον που βλέπει τα πάντα; Για να καταδιώξει ο άνθρωπος τον πονηρό συνεργό του στην κλοπή, τον σπορέα κάθε κακού, πρέπει ν’ αγρυπνεί για την ψυχή του, ώστε ο διάβολος να μη σπείρει μέσα του επιθυμίες κλοπής. Κι όταν τις βρίσκει σπαρμένες μέσα του, πρέπει να παλέψει για να τις κάψει με τη φωτιά της προσευχής. Δεν είναι παράφρονας ο άνθρωπος που τρέχει πίσω από το κακό, όταν έχει γνωρίσει το καλλίτερο; Δεν είναι ανόητος και γελοίος ο κλέφτης που επισκέπτεται το σπίτι κάποιου άλλου τη νύχτα για να κλέψει βαμβακερά εμπορεύματα, όταν βλέπει το φίλο του να τον επισκέπτεται για να του χαρίσει ένα φορτίο γεμάτο βαμβακερά και μεταξωτά;
Ο Κύριος Ιησούς που αγαπά το ανθρώπινο γένος, έφερε μαζί Του και άνοιξε για τον άνθρωπο αμέτρητα κι ασύγκριτα ουράνια δώρα και κάλεσε όλους τους ανθρώπους να τα πάρουν, φανερά κι ελεύθερα, με έναν όρο: ν’ αποσπάσουν πρώτα την ψυχή τους από τα φθαρτά επίγεια αγαθά. Μερικοί άνθρωποι τον υπάκουσαν, πήραν τα δώρα τους και πλούτισαν. Άλλοι όμως δεν τον υπάκουσαν και έμειναν με τα φθαρτά και κλεμμένα πλούτη τους. Σαν προειδοποίηση σ’ αυτούς τους τελευταίους, ο Κύριος είπε την παραβολή του σημερινού ευαγγελίου.
***
«Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τί ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ' 16, 17). Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απλά πλούσιος. Η σοδειά του ήταν τόσο πλούσια από το θερισμό, ώστε δεν είχε που να βάλει τους καρπούς. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος έβλεπε τα χωράφια με τα σιτηρά του, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια του που έγερναν από το βάρος των καρπών, τους κήπους του που ήταν γεμάτοι από κάθε λογής λαχανικά και τις κυψέλες του που ήταν γεμάτες μέλι, αλλά δε γύρισε προς τον ουρανό ν’ αναφωνήσει: «Δόξα σοι, Ύψιστε και πολυέλεε Κύριε! Πόσα πλούτη έχει η δύναμη κι η σοφία Σου, πόσα βγάζεις από τη μαύρη γη! Με τις ακτίνες του ήλιου Σου δίνεις γλυκύτητα σ’ όλα τα φρούτα στη γη! Σε κάθε φρούτο έχεις δώσει ένα πανέμορφο σχήμα κι ένα καταπληκτικό άρωμα! Τους λιγοστούς μου κόπους τους αντάμειψες εκατονταπλάσια! Ελέησες το δούλο Σου κι έδωσες με τα χέρια Σου τόσο πλούσια δώρα στην αγκαλιά του! Παντοδύναμε Κύριε, δίδαξέ με να δώσω χαρά στ’ αδέρφια και στους συνανθρώπους μου με τα δώρα Σου αυτά. Έτσι εκείνοι θα ευχαριστήσουν και θα δοξολογήσουν μαζί μου το άγιο όνομά Σου και την ανέκφραστη αγαθότητά Σου».
Μήπως είπε τέτοια λόγια ο πλούσιος; Όχι! Αντί να θυμηθεί το Δοτήρα κάθε αγαθού, αρχικά σκέφτηκε που να μαζέψει και να φυλάξει τ’ αγαθά του, όπως ο κλέφτης που βρίσκει μια τσάντα με χρήματα στο δρόμο και δεν τον απασχολεί σε ποιόν ανήκουν αυτά, ποιος τά ‘χασε, αλλά πρώτη σκέψη του είναι που να τα κρύψει. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ένας κλέφτης. Δεν μπορεί να ισχυριστεί πως όλ’ αυτά τα αγαθά βγήκαν από δικούς του κόπους. Ο κλέφτης ασχολείται με την κλοπή και χρησιμοποιεί κάθε επιδεξιότητα κι εξυπνάδα. Συχνά χρησιμοποιεί περισσότερη εξυπνάδα και πονηριά από τον σποριά ή τον ζευγολάτη. Ο πλούσιος δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον ήλιο, τη βροχή, τους ανέμους και τη γη. Αυτά είναι τα τέσσερα κύρια στοιχεία - χώμα, αέρας, ήλιος και νερό - που με το θέλημα του Θεού κάνουν τα δέντρα και τα φυτά να καρποφορούν. Η αφθονία των φρούτων επομένως δεν είναι δικό του κατόρθωμα ούτε αποτέλεσμα της εργώδους προσπάθειάς του. Αλλ’ ούτε με το δικαίωμα κατοχής του ανήκουν, αφού δεν είναι δικά του ούτε ο ήλιος ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος ούτε η γη.
Η αφθονία των καρπών είναι δώρο του Θεού. Στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αγνώμων εκείνος που δέχεται δώρο από έναν άλλο και δε λέει «ευχαριστώ» ούτε και δίνει κάποια προσοχή στο δωρητή, αλλά βιάζεται να κρύψει το δώρο σε ασφαλές μέρος. Ένας συμπαθής ζητιάνος, όταν του δίνουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ευχαριστεί εκείνον που του το πρόσφερε. Ο πλούσιος όμως δεν έκανε ούτε μια σκέψη, δε βρήκε ούτε ένα λόγο να ευχαριστήσει το Θεό για τόσο πλούσια σοδειά. Ούτε ένα μικρό χαμόγελο χαράς δε ζωγραφίστηκε στα χείλη του για την τόσο θαυμαστή και μεγάλη χάρη που έλαβε από το Θεό. Αντί για προσευχή ευχαριστίας και δοξολογίας στο Θεό και καρδιακή χαρά, άρχισε αμέσως ν’ ανησυχεί, να σκέφτεται πως θα μαζέψει τόσα αγαθά και να τα διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μείνει πίσω ούτε ένα σπυρί για τα πουλιά, ούτε ένα μοναδικό μήλο να πέσει στα χέρια των φτωχών γειτόνων του.
«Και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου» (Λουκ. ιβ' 18). Προσέξτε σε τι μεγάλους κόπους προβαίνει ένας ασυλλόγιστος άνθρωπος! Αντί να προσπαθήσει να σκοτώσει τον παλαιό άνθρωπο μέσα του και ν’ αναστήσει το νέο, εξαντλεί όλες του τις προσπάθειες στο να γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες, τους στάβλους και τα υποστατικά του, για να χτίσει καινούργια. Αν η πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να μεγαλώσει πάλι τις σιταποθήκες του ή να χτίσει καινούργιες. Έτσι οι σιταποθήκες του από χρόνο σε χρόνο αυξάνονται ή μεγεθύνονται, ενώ η ψυχή του ολοένα στενεύει και παλιώνει κι οι παλιοί καρποί του σαπίζουν, όπως κι η ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται το μίσος κι εναντίον του εκτοξεύονται κατάρες. Οι φτωχοί θα βλέπουν με φθόνο τα πλούτη του κι οι πεινασμένοι θα καταριούνται τη σκληρότητα, τη φιλαυτία και την ιδιοτέλειά του. Έτσι τα πλούτη του φέρνουν την καταστροφή τόσο στον ίδιο όσο και στους ανθρώπους που ζουν κοντά του. Η ψυχή του θα χαθεί από τη σκληροκαρδία και τη φιλαυτία του. Οι ψυχές των άλλων θα βλαφτούν από το φθόνο και τις κατάρες. Βλέπετε πως χρησιμοποιεί τα δώρα του Θεού ένας άνθρωπος χωρίς επίγνωση, τόσο για τη δική του όσο και για των άλλων την απώλεια. Ο Θεός του έδωσε τα πλούτη για να βοηθήσουν στη σωτηρία τόσο τη δική του όσο και των άλλων, εκείνος όμως τα χρησιμοποίησε για κατάρα, για το κακό το δικό του, μα και των άλλων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει όλους εκείνους που είναι πρόθυμοι να δεχτούν συμβουλή: «Έφαγες μέχρι κορεσμού; Θυμήσου τους πεινασμένους. Ικανοποίησες τη δίψα σου; Θυμήσου τους διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αυτούς που κρυώνουν. Ζεις σ’ ένα πλούσια επιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα και τους άστεγους. Ένιωσες ευτυχισμένος σε μια γιορτή; Προσπάθησε να χαροποιήσεις τους λυπημένους και τους θλιμμένους. Σε τιμούν ως άνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε να επισκεφτείς και ν’ ανακουφίσεις τους ενδεείς. Είσαι ευχαριστημένος από τον προϊστάμενό σου; Κάνε και τους υφισταμένους σου χαρούμενους. Αν είσαι σπλαχνικός κι ευγενικός μαζί τους, θα βρεις έλεος κι ευσπλαχνία όταν η ψυχή σου αναχωρήσει από το σώμα σου».
Δύο μεγάλοι ασκητές στην έρημο της Αιγύπτου προσευχήθηκαν στο Θεό να τους αποκαλύψει αν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να υπηρετεί το Θεό καλύτερα απ’ αυτούς. Και τους αποκαλύφτηκε το εξής: Δέχτηκαν την εντολή να πάνε σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και σ’ ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, για να βρουν απάντηση στο ερώτημά τους. Πήγαν στον τόπο που τους αποκαλύφτηκε και βρήκαν έναν απλοϊκό άνθρωπο που τον έλεγαν Ευχάριστο. Ήταν κτηνοτρόφος. Οι ασκητές δε βρήκαν τίποτα αξιόλογο στον άνθρωπο αυτό, αλλά τον ρώτησαν πώς προσπαθούσε να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Ο Ευχάριστος δίστασε αρκετά κι υστέρα τους είπε πως μοίραζε όσα κέρδιζε από τα ζωντανά του σε τρία μερίδια: Το ένα μερίδιο το έδινε στους φτωχούς και τους άπορους, άλλο ένα για να περιποιείται τους ξένους και το τρίτο το κρατούσε για τον εαυτό του και τη σεμνή σύζυγό του. Οι ασκητές τ’ άκουσαν αυτά, ευχαρίστησαν τον ευεργέτη τους και γύρισαν στα κελλιά τους.
Βλέπουμε από το παράδειγμα αυτό πως ο Θεός λογαριάζει μεγαλύτερη αρετή την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία από τον αυστηρό ασκητισμό. Ο άπληστος πλούσιος της παραβολής μας δε σκεφτόταν καθόλου το Θεό, την ψυχή του ή τη φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ήταν να επεκτείνει τις σιταποθήκες του, για να στοιβάσει μέσα όλα τα γεννήματα από τους αγρούς του. Και τί θα γίνει όταν θά ‘χει κάνει όλ’ αυτά; Ας ακούσουμε τον ίδιο:
«Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. ιβ' 19). Μπορεί η ψυχή να φάει ή να πιει; Το σώμα καταναλώνει τη σοδειά του, όχι η ψυχή. Ο πλούσιος άνθρωπος όταν μιλάει για την ψυχή του εννοεί το σώμα του. Η ψυχή αναπτύχθηκε μέσα στο σώμα του, έγινε ένα μαζί του, ο πλούσιος ξέχασε ως και τ’ όνομά της. Δεν μπορεί να βρεθεί καλλίτερη έκφραση για τον καταστροφικό θρίαμβο του σώματος κατά της ψυχής. Φανταστείτε ένα αρνί παγιδευμένο στη φωλιά ενός σκύλου, ξεχασμένο μέσα εκεί. Ο σκύλος γυρίζει και φέρνει στη φωλιά τροφή για τον ίδιο. Όταν γεμίσει τη φωλιά του με σάπια κρέατα και κόκκαλα, φωνάζει το πεινασμένο αρνί: «Τώρα, αγαπητό μου αρνί, φάγε, πίε, ευφραίνου. Έχουμε φαγητό για πολλές μέρες». Κι υστέρα πέφτει στο φαγητό και τρώει, ενώ το αρνί θα μείνει νηστικό και θα πεθάνει από την πείνα. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται στην ψυχή του ο πλούσιος, όπως κι ο σκύλος στο πεινασμένο αρνί.
Η ψυχή δεν τρέφεται με φθαρτή τροφή, αυτός όμως τέτοια τροφή της προσφέρει. Η ψυχή νοσταλγεί την ουράνια πατρίδα της. Εκεί βρίσκονται οι σιταποθήκες κι η πηγή της ζωής της. Αυτός όμως την καρφώνει στη γη. Ορκίζεται πως θα την κρατήσει έτσι καρφωμένη για πολλά χρόνια. Η ψυχή ευφραίνεται κοντά στο Θεό. Εκείνος όμως δεν προφέρει ποτέ τ’ όνομα του Θεού με τα χείλη του. Η ψυχή τρέφεται με αγάπη κι ευσπλαχνία. Σ’ αυτόν όμως δεν έτυχε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του για να δείξει αγάπη κι έλεος στους φτωχούς, στους άπορους και τους ανάπηρους που βρίσκονταν στη γειτονιά του. Η ψυχή επιθυμεί αγνή αγάπη, ουράνια. Εκείνος όμως ρίχνει λάδι στο καμίνι των παθών του, λιβανίζει την ψυχή του με το δύσοσμο άρωμα που αυτά παράγουν. Η ψυχή αναζητά το στολισμό της, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22, 23). Εκείνος όμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία και ματαιότητα. Πώς θα μπορούσε να μην πεθάνει ένα χορτοφάγο αρνί, όταν έχει για συντροφιά ένα σαρκοβόρο σκυλί; Πώς μπορεί να ζήσει η ψυχή όταν καταπιέζεται από ένα βαρύ πτώμα;
Ολόκληρη η ανοησία του πλουσίου βέβαια δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι προσφέρει κρέας στο αρνί ή μάλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Είναι και το ότι μεταβάλει τον εαυτό του σε κυρίαρχο του χρόνου και της ζωής. Βλέπουμε πως προετοιμάζει για τον εαυτό του τροφές και ποτά για έτη πολλά. Ας ακούσουμε εδώ όμως και τη φωνή του Θεού:
«Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ' 20). Έτσι μίλησε ο Κύριος της ζωής και του κόσμου, ο δημιουργός του χρόνου και του θανάτου, που «εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ, ιβ' 10).
Ανόητε άνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι με την κοιλιά σου κι όχι με το νου σου; Όπως δεν ήταν στη δική σου δύναμη να ορίσεις την ημέρα που θα γεννηθείς, έτσι δεν μπορείς να ορίσεις και τη μέρα που θα πεθάνεις. Ο Κύριος άναψε το καντήλι της επίγειας ζωής σου όταν Εκείνος έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος. Ο ίδιος θα το σβήσει όταν το αποφασίσει. Όπως τα πλούτη σου δεν όρισαν το χρόνο της έλευσής σου στον κόσμο, έτσι δεν μπορούν να καθυστερήσουν και το χρόνο της αναχώρησής σου. Μήπως η αυγή ή το σούρουπο εναπόκειται σε σένα; Όχι, βέβαια. Το ίδιο δεν εναπόκειται σε σένα κι ο χρόνος που θα διανύσεις στη γη, οι σιταποθήκες και τα κελλάρια σου, τα πρόβατα κι οι στάνες σου. Όλ’ αυτά ανήκουν στο Θεό, όπως κι η ψυχή σου. Κάθε μέρα και κάθε ώρα ο Θεός μπορεί να πάρει αυτά που ανήκουν σε σένα και να τα δώσει σε κάποιον άλλο. Όσο ζεις όλα είναι δικά Του, όπως δικά Του θα είναι και μετά το θάνατό σου. Η ζωή κι ο θάνατός σου βρίσκονται στα χέρια Του. Γιατί λοιπόν προγραμματίζεις για έτη πολλά; Η ζωή σου είναι μετρημένη ως το τελευταίο λεπτό. Η τελευταία σου στιγμή θα τελειώσει τούτη τη νύχτα. Μη λοιπόν σκέφτεσαι το αύριο, τι θα φας ή τι θα πιεις ή τι θα φορέσεις. Σκέψου όμως και ξανασκέψου την ψυχή σου που θα παρουσιάσεις ενώπιον του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τη βασιλεία του Θεού, γιατί αυτή αποτελεί την τροφή της ψυχής σου (βλ. Ματθ. στ’ 31-33).
Ο Κύριος τέλειωσε την παραβολή με τα εξής λόγια: «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Λουκ. ιβ' 21). Τί θα πάθει ο πλούσιος; Θ’ αποχωριστεί ξαφνικά τα πλούτη του, όπως κι η ψυχή του θα χωριστεί από το σώμα του. Τα πλούτη του θα δοθούν σε άλλους, το σώμα του θα παραδοθεί στη γη κι η ψυχή του θα οδηγηθεί σε τόπο σκοτεινό, όπου «ο βρυγμός και ο τρυγμός των οδόντων». Ούτε ένα καλό έργο δε θα βρεθεί για να τον υποδεχτεί στη βασιλεία των ουρανών, να βρει η ψυχή του κάποιον τόπο εκεί. Το όνομά του δε θα βρεθεί γραμμένο στο Βιβλίο της Ζωής. Δε θα τον γνωρίσουν και δε θα βρεθεί ανάμεσα στους ευλογημένους του Πατρός. Την ανταπόδοσή του την έλαβε ολόκληρη στη γη, τ’ αρίφνητα ουράνια πλούτη του Θεού δε θ’ αποκαλυφτούν στο πνεύμα του.
Πόσο φοβερός είναι ο ξαφνικός θάνατος! Όταν ο άνθρωπος νομίζει πως είναι σταθερά εγκατεστημένος, πως πατάει γερά στη γη, η ίδια γη ανοίγει ξαφνικά και τον καταπίνει, όπως κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών (βλ. Αριθ. ιστ’ 32). Όταν κάποιος αγνοεί το Θεό κι επιδιώκει για πολλά χρόνια αποκλειστικά την ευωχία, πέφτει φωτιά από τον ουρανό και τον κατακαίει, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα (βλ. Γέν. ιθ' 24). Όταν ο άνθρωπος πιστεύει πως έχει εξασφαλίσει τη θέση του και τά ‘χει καλά τόσο με το Θεό όσο και με τον συνάνθρωπό του, θα πεθάνει ξαφνικά, όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα (βλ. Πράξ. ε’ 5, 10).
***
O αμαρτωλός δημιουργεί διπλή απώλεια με τον ξαφνικό του θάνατο: πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην οικογένειά του. Στον εαυτό του επειδή πεθαίνει αμετανόητος. Στην οικογένειά του επειδή αιφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ένα αναπάντεχο χτύπημα κι αφήνει πίσω του εκκρεμότητες. Μακάριος είναι εκείνος που προτού πεθάνει δοκιμάζεται από κάποια αρρώστια, από τον πόνο. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του, να εξετάσει τις αμαρτίες του, να μετανοήσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, για όλα τα καλά που δεν έκανε, να θρηνήσει με μετάνοια ενώπιον του Θεού, να καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει την ευκαιρία να συγχωρέσει κι αυτός εκείνους που τον πρόσβαλαν, που τον έβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει όλους τους φίλους ή εχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο του Θεού, νά ‘χουν στο νου την ώρα του δικού τους θανάτου και να οπλίσουν την ψυχή τους με πίστη, προσευχή και καλά έργα.
Ας δούμε στην Παλαιά Διαθήκη πως πέθαναν οι άνθρωποι που ευαρέστησαν στο Θεό: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ. Προτού πεθάνουν, όλοι τους είχαν αρρωστήσει. Όσο κράτησε η αρρώστια τους, το όνομα του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη τους. Άφησαν όλοι καλή κληρονομιά στους απογόνους τους και τους ευλόγησαν. Αυτός είναι θάνατος δίκαιου ανθρώπου.
Ίσως διερωτηθείς: Μα δεν πέθαναν πολλοί από τους δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Όχι! Οι δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα για το θάνατό τους, περιμένουν από μέρα σε μέρα την αναχώρησή τους απ’ αυτή τη ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, εξομολογούνται στο Θεό και τον δοξολογούν. Οι δίκαιοι το κάνουν αυτό σε καιρούς ειρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν όμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχών. Η ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία για το θάνατο κι έτσι δεν πεθαίνουν ποτέ απροετοίμαστοι.
Προετοιμασία για το θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς εν Χριστώ». Μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται για το θάνατο, για την αιώνια ζωή. Οι άπιστοι δεν προετοιμάζονται ποτέ για το θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, είναι να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο στη γη. Φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ελάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν εν Χριστώ». Όποιος προετοιμάζεται για το θάνατο, προετοιμάζεται και για την αιώνια ζωή. Τη φύση της προετοιμασίας αυτής για την αιώνια ζωή, τη γνωρίζει κάθε χριστιανός.
Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα την πίστη του στο Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του από την απιστία, την αμφιβολία και την κακία, όπως ο συνετός αγρότης προφυλάσσει το αμπέλι του από τα έντομα και τις ακρίδες. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τον εαυτό του αν τηρεί τις εντολές του Θεού με πράξεις συγγνώμης, αγάπης και ελεημοσύνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο «πλουτίζει εν Χριστώ». Ο συνετός άνθρωπος δεν αποθηκεύει τα αγαθά του σε αποθήκες, αλλά τα εμπιστεύεται στη φύλαξη του Θεού. Το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή του. Είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο που δε φθείρεται και δεν πεθαίνει. Ο συνετός άνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του με τον κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πως θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και κει τον περιμένει ζωή αιώνια. Ο όσιος Αντώνιος έλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες: “Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου”. Έτσι δε θ’ αμαρτήσεις ποτέ στο Θεό».
Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.
Γενηθήτω το θέλημα του Θεού! Προσευχόμαστε στον παντεπόπτη Θεό μας να μη μας στείλει ξαφνικό θάνατο, ενώ βρισκόμαστε μέσα στην αμαρτία, στις κακές μας πράξεις, αλλά να μας λυπηθεί, όπως λυπήθηκε το βασιλιά Εζεκία (βλ. Ησ. λη' 1-5) και να μας δώσει χρόνο μετάνοιας. Να μας ελεήσει και να μας δώσει κάποια ένδειξη ότι ο θάνατος είναι κοντά, ώστε να βιαστούμε να ζήσουμε κάπως καλύτερα και να γλιτώσουμε την ψυχή μας από το «αιώνιο πυρ». Έτσι τα ονόματά μας θα γραφτούν στη Βίβλο της Ζωής και τα πρόσωπά μας θα είναι ορατά στη βασιλεία του Χριστού, του Θεού μας.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
Πηγή: Ή Άλλη Όψη
(Λουκ. η' 41-56)
Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν σ’ ένα βράχο, τον κάνουν να λάμπει. Όταν η φλόγα αγγίξει ένα άκαφτο κερί, το ανάβει. Όταν ο μαγνήτης αγγίξει ένα μεταλλικό αντικείμενο, το μαγνητίζει. Όταν το ηλεκτροφόρο καλώδιο αγγίξει ένα συνηθισμένο σύρμα, και τα δυο τους ηλεκτρίζονται.
Όλες αυτές οι φυσικές ενέργειες δεν είναι παρά εικόνες ή πνευματικά φαινόμενα. Όλα όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, είναι απλά η εικόνα όσων γίνονται στον εσωτερικό. Ολόκληρη η εφήμερη φύση είναι σαν ένα όνειρο, σε σχέση με την εσωτερική πραγματικότητα, σαν ένα παραμύθι, όταν μιλάμε με όρους αιώνιας ζωής.
Η ψυχή είναι η πραγματικότητα του σώματος. Ο Θεός είναι η πραγματικότητα της ψυχής. Όταν ο Θεός αγγίζει την ψυχή, την ζωοποιεί, της μεταδίδει την δράση. Όταν η ψυχή αγγίζει το σώμα, κάνει το ίδιο. Το σώμα λαβαίνει φως, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση από την ψυχή. Όταν η ψυχή αναχωρεί από το σώμα, όλ’ αυτά χάνονται, εξαφανίζονται. Η ψυχή δέχεται από το Θεό έναν ειδικό φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση. Κι όλ’ αυτά χάνονται όταν η ψυχή χωρίζεται από το Θεό. Υπάρχει άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο που όταν αγγίζει μια νεκρή ψυχή την επαναφέρει στη ζωή, της μεταδίδει φως και θερμότητα, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό από την πηγή της ζωής; Υπάρχει κάποιος σ’ ολόκληρο τον κόσμο, από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, που όταν άγγιξε ένα νεκρό σώμα το έκανε να σηκωθεί, να μιλήσει και να περπατήσει;
Σίγουρα πρέπει νά ‘χει υπάρξει. Διαφορετικά ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνήτης κι ο ηλεκτρισμός κι όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, θα ήταν η φαντασία κάποιου που δεν υπάρχει, η σκιά κάποιου ανύπαρκτου όντος, ένα όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα. Πρέπει να έχει υπάρξει. Διαφορετικά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δε θα είχε εμφανιστεί στη γη. Εμφανίστηκε για να παρουσιάσει στους ανθρώπους την πραγματικότητα· πως η φύση ολόκληρη, με όλα όσα συμβαίνουν μέσα της, δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα όνειρο, ένα παραμύθι. Ο Κύριος ήρθε για να φανερώσει την αλήθεια όσων φανερώνουν ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνητισμός κι ο ηλεκτρισμός, η φύση ολόκληρη. Η φύση που δημιουργήθηκε και τοποθετήθηκε μπροστά στον άνθρωπο από το Θεό σαν ένα ανοιχτό βιβλίο, που όμως αυτός δεν μπόρεσε ακόμα να το διαβάσει σωστά.
Ο Χριστός είναι η πύρινη στήλη στην ιστορία του κόσμου. Από Εκείνον οι νεκρές ψυχές παίρνουν ζωή και θερμότητα, κίνηση και ομορφιά. Είναι το Δέντρο της Ζωής, που όταν αγγίζει τα νεκρά σώματα τους μεταδίδει ζωή, τ’ ανασταίνει, τους δίνει κίνηση και λόγο. Είναι το αγνό και ευωδιαστό θεραπευτικό βάλσαμο, που όταν το αγγίζουν οι τυφλοί ξαναβρίσκουν το φως, οι κουφοί την ακοή τους, οι παράλυτοι την κίνηση, οι άλαλοι τη λαλιά τους, οι παράφρονες τη λογική τους, οι λεπροί καθαρίζονται, κάθε αρρώστια θεραπεύεται.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο μας δίνει ένα ακόμα παράδειγμα, για να καταλάβουμε πως όταν κάποιος έρχεται σ’ επαφή με το Χριστό, αν είναι άρρωστος θεραπεύεται κι αν είναι νεκρός ανασταίνεται.
Εκείνον τον καιρό λοιπόν, «ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού· ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν» (Λουκ. η' 41, 42). Για ποιόν καιρό μας μιλάει εδώ ο ευαγγελιστής; Πότε έγιναν αυτά; Τότε που ο Κύριος διέσχισε τη λίμνη και γύρισε με το πλοίο από τη χώρα των Γαδαρηνών, τότε που θεράπευσε τους δυο δαιμονισμένους και νωρίτερα είχε γαληνέψει την καταιγίδα στη λίμνη. Αφού είχε κάνει τα δυο μεγάλα αυτά θαύματα, τον καλούν τώρα να κάνει ένα τρίτο. Ν’ αναστήσει ένα νεκρό. Κι όλ’ αυτά μέσα σε πολύ περιορισμένο χρόνο, λες και βιαζόταν να κάνει όσα περισσότερα καλά μπορούσε στους ανθρώπους, όσο ζούσε στη γη, και να μας δώσει έτσι παράδειγμα πως πρέπει να βιαζόμαστε να κάνουμε το καλό, πως πρέπει να περπατάμε όσο έχουμε το φως (πρβλ. Ιωάν. ιβ' 35).
Αν και τα τρία αυτά θαύματα δε φαίνονται να μοιάζουν μεταξύ τους, όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα αποκαλύπτουν την κυριαρχική δύναμη του Χριστού - την κυριαρχία Του στη φύση, στους δαίμονες και στο θάνατο, στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο από τα τρία αυτά θαύματα είναι πιο φοβερό και πιο συγκλονιστικό. Τί είναι πιο δύσκολο: να τιθασεύσεις την καταιγίδα σε θάλασσα και αέρα, να θεραπεύσεις τους ανίατα δαιμονισμένους ή ν’ αναστήσεις νεκρό; για ένα θνητό άνθρωπο και τα τρία αυτά είναι εξίσου δύσκολα. Για το Χριστό όμως είναι και τα τρία εξίσου εύκολα. Όταν ο άνθρωπος εμβαθύνει στο καθένα από τα τρία θαύματα, η ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τη μεγαλοσύνη και την παντοδυναμία της πνοής, που εν αρχή, δημιούργησε τον κόσμο. «Και είπεν ο Θεός...και εγένετο ούτως» (Γεν. α’ 11).
Ο Ματθαίος ονομάζει άρχοντα τον Ιάειρο. Τι είδους άρχοντας ήταν το εξηγούν ο Μάρκος κι ο Λουκάς: Ήταν άρχοντας της συναγωγής, όπου ρυθμίζονται τα θρησκευτικά και εθνικά θέματα. Το μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στο νεκροκράβατο. Αυτό ήταν κάτι τρομερό γι’ αυτόν που, όπως κι οι άλλοι Ιουδαίοι, είχαν μια αμυδρή κι ακαθόριστη πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Για έναν άνθρωπο της εξουσίας αυτό ήταν διπλό χτύπημα: πρώτο ήταν η θλίψη του ως γονιού και δεύτερο το αίσθημα ντροπής και ταπείνωσης μπροστά στους ανθρώπους, καθώς τέτοια φοβερή απώλεια φαινόταν σαν τιμωρία του Θεού. Στην απόγνωσή του ήρθε στο Χριστό «και πεσών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν· αλλ' ελθών επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18).
Γιατί γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς πως η κόρη του άρχοντα «απέθνησκεν», ενώ ο Ματθαίος γράφει πως «άρτι ετελεύτησεν»; Ο Λουκάς περιγράφει το περιστατικό όπως έγινε, ενώ ο Ματθαίος μεταφέρει τα λόγια του ίδιου του ικέτη. Δε συνηθίζουν οι άνθρωποι να υπερβάλουν τη δυστυχία τους; Η υπερβολή προέρχεται πρώτα από το γεγονός ότι όταν η δυστυχία έρχεται ξαφνικά, αναπάντεχα, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Δεύτερο, επειδή εκείνος που ζητάει βοήθεια, γενικά παρουσιάζει το πρόβλημά του μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι πραγματικά, ώστε να λάβει τη βοήθεια όσο γίνεται πιο γρήγορα. Όταν καίγεται ένα σπίτι, δεν ακούμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθήστε, το σπίτι μου κατακάηκε»; Το σπίτι βέβαια δεν έχει κατακαεί, καίγεται. Το ότι το κορίτσι δεν είχε πεθάνει ακόμα τη στιγμή που ο πατέρας του μιλούσε στον Κύριο, θα τ’ ακούσουμε λίγο αργότερα από τους υπηρέτες του Ιάειρου.
Μ’ όλο που ο Ιάειρος αυτός είχε κάποια πίστη στο Χριστό, αυτή δε θα μπορούσε να συγκριθεί με κείνην του ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο τελευταίος ζητούσε από το Χριστό να μην πάει στο σπίτι του, επειδή ήταν αμαρτωλός, αρκούσε να πει ένα λόγο: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8). Ο Ιάειρος κάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του, για ν’ ακουμπήσει το χέρι Του στη νεκρή θυγατέρα του. Η πίστη του είχε και κάτι υλικό μέσα της. Επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν! Ο Ιάειρος ζήτησε από τον Κύριο ένα χειροπιαστό τρόπο θεραπείας. Λες κι ο λόγος του Χριστού είχε λιγότερη δύναμη από το χέρι Του! Λες κι η φωνή που γαλήνευε τα κύματα και την καταιγίδα, που έβγαζε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους κι αργότερα ανάστησε το Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετά το θάνατο και την ταφή του, δεν μπορούσε ν’ αναστήσει την κόρη του Ιαείρου! Ο Κύριος ήταν πολύ φιλεύσπλαχνος. Δε θ’ αρνιόταν τη βοήθειά Του προς το θλιμμένο πατέρα επειδή η πίστη του δεν ήταν τέλεια. Έτσι ξεκίνησε αμέσως για να βοηθήσει.
Στο δρόμο προς το σπίτι του Ιάειρου έγινε κι ένα θαύμα σε μια γυναίκα που είχε πολύ μεγαλύτερη πίστη από τον Ιάειρο. Κι αυτό βοήθησε τον Ιάειρο, τον έπεισε πως ολόκληρος ο Χριστός έχει θαυματουργική δύναμη, όχι μόνο τα χέρια Του. Μ’ οποιοδήποτε τρόπο κι αν έρθει κανείς σ’ επαφή με τον παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αυτό είναι πηγή θάρρους σ’ αυτούς που δεν μπορούν να πλησιάσουν το Χριστό με τον ένα τρόπο, μπορούν όμως με κάποιον άλλο. Ο Κύριος άπλωσε τα χέρια Του στο σταυρό για ν’ αγκαλιάσει όλους εκείνους που προστρέχουν κοντά Του, από όποια πλευρά κι αν έρχονται.
Προσέξτε τώρα τι έγινε όταν ο Χριστός πορεύτηκε μαζί με το πλήθος προς το σπίτι του Ιάειρου.
«Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν, και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. η’ 42-44). Από τη στιγμή που ο Χριστός πάτησε το πόδι Του στη στεριά, ερχόμενος από τα Γάδαρα, συνοδευόταν από ένα αμέτρητο πλήθος ανθρώπων. «Συνήχθη όχλος πολύς επ’ αυτόν», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε' 21). Όλοι ήθελαν να βρεθούν κοντά Του, ν’ ακούσουν τα σπάνια λόγια Του και να δουν τα θαυμαστά έργα Του. Μερικοί τον ακολουθούσαν από πείνα και δίψα πνευματική κι άλλοι από περιέργεια. Μέσα στο πλήθος βρισκόταν κι η άρρωστη γυναίκα, άρρωστη από μια ακάθαρτη αρρώστια. Η ρύση αίματος σε μια γυναίκα, ακόμα κι όταν είναι φυσιολογική, είναι ένα δύσκολο και ταπεινωτικό πράγμα. Μια διαρκής ρύση αίματος όμως, που διαρκεί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ήταν σαν μια ζωντανή κόλαση βασάνων, ντροπής κι ακαθαρσίας. Η γυναίκα αυτή είχε αναζητήσει θεραπεία κι είχε δαπανήσει όλα όσα είχε σε γιατρούς και φάρμακα. Τίποτα όμως δε βοήθησε, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να την γιατρέψει. Φανταστείτε το καθημερινό πλύσιμό της, το καθάρισμά της, τη στενοχώρια και την ντροπή της. Έμοιαζε σα να τη δημιούργησε ο Θεός γι’ αυτό μόνο το λόγο: για να τρέχει το αίμα της και κείνη να περνά τις μέρες της στη γη σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη ρύση, που δε σταματούσε, μ’ έναν πόνο που δε γιατρευόταν και με μια ντροπή ανέκφραστη. Έτσι πιστεύουμε πως γίνεται με κάθε χρόνια ασθένεια. Ο Θεός όμως είχε προβλέψει γι’ αυτήν, όπως προβλέπει και για κάθε πλάσμα Του. Η αρρώστια της συντέλεσε στην ψυχική της σωτηρία και στη δόξα του Θεού.
«Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτόν, σωθήσομαι» (Ματθ. θ' 21), είπε μέσα της και πίεζε το πλήθος για να βρεθεί κοντά στο Χριστό. Τόσο μεγάλη ήταν η πίστη της γυναίκας αυτής. Νωρίτερα είχε στηρίξει την πίστη της στους γιατρούς που είχε επισκεφτεί. Η πίστη της αυτή όμως αποδείχτηκε άκαρπη. Από μόνη της η πίστη δεν είναι αρκετή, αν αυτός που πιστεύεις δεν έχει τη δύναμη να βοηθήσει. Γι’ αυτό ας σιωπήσουν όλοι εκείνοι που ισχυρίζονται (είτε από άγνοια είτε από έλλειψη πίστης) πως τα θαύματα του ευαγγελίου έγιναν από υποβολή ή αυθυποβολή. Η ταπεινή και βασανισμένη αυτή γυναίκα δεν είχε ούτε την τόλμη ούτε την ελπίδα να παρουσιαστεί μπροστά στο Χριστό, να του εξηγήσει το πρόβλημά της και να ζητήσει βοήθεια. Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος, όταν μάλιστα ντρεπόταν για την κατάστασή της; Η φύση της «ακάθαρτης» αρρώστιας της ήταν τέτοια, ώστε αν την είχε δημοσιοποιήσει, θα εισέπραττε τη δημόσια αποστροφή, την κατακραυγή και την καταδίκη. Γι’ αυτό και προσέγγισε τον Κύριο κρυφά, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής . Πώς κατάλαβε πως έπαψε η ρύση του αίματος; «Έγνω τω σώματι ότι ιάται από της μάστιγος», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε' 29). Όπως ένα ζωντανό σκουλήκι που σπαρταρά ακατάπαυστα γύρω από μια διαπυημένη πληγή, έτσι θα έπρεπε να νιώθει κι η δύστυχη αυτή γυναίκα την ασταμάτητη ρύση του αίματος. Όταν όμως άγγιξε το ιμάτιο του Χριστού, ένιωσε πως η αιμορραγία σταμάτησε. Δεν ένιωθε την αιμορραγία μέσα της, όπως δεν τη νιώθει και κάθε υγιής άνθρωπος. Μέσα της μπήκε η υγεία, όπως ο μαγνητισμός σ’ ένα μαγνήτη ή το φως σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Δεν ήταν αυτό το μοναδικό περιστατικό ανθρώπου που γιατρεύτηκε μόνο με το άγγιγμα των ιματίων του Χριστού. Σε άλλο σημείο των ευαγγελίων διαβάζουμε πως πολλοί ήθελαν απλά ν’ αγγίξουν το κράσπεδο των ιματίων Του «και όσοι ήψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ' 36).
Πόσα τέτοια ανήκουστα θαύματα έκανε ο Κύριος Ιησούς στους ανθρώπους, που έμειναν ακαταχώρητα! Κι αυτό όχι μόνο στα τριάντα χρόνια που ήρθε για να κηρύξει το σωστικό Του ευαγγέλιο στους ανθρώπους, αλλ’ από την ίδια μέρα και ώρα της σύλληψής Του στην πάναγνη κοιλιά της Μητέρας Του. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τα θαύματά Του είναι περισσότερα από τις σταγόνες της βροχής».
Πόσο άλλαξε μυστηριωδώς όλη η κτίση με την κατά σάρκα παρουσία Του στη γη! Πόσα θαύματα γίνονται και σήμερα στους πιστούς που συμμετέχουν στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας! Είναι αμέτρητα κι ακατανόητα. Η αιμορροούσα γυναίκα δεν άγγιξε το σώμα Του, αλλά το ιμάτιό Του μόνο. Κι αμέσως θεραπεύτηκε η μακρόχρονη πάθησή της, που για χρόνια πολλά προσπαθούσαν οι γιατροί να γιατρέψουν χωρίς αποτέλεσμα. Όλα όσα είχε τα σκόρπισε σε γιατρούς και σε φάρμακα, για να βρει τη θεραπεία της. Να όμως που μπροστά της βρέθηκε ο Κύριος, ο γιατρός που δεν αποβλέπει σε χρήματα, που δεν της ζητάει τίποτα, αλλά της δίνει όλα όσα εκείνη επιθυμούσε. Κι αυτό χωρίς καμιά προσπάθεια, μόχθο ή καθυστέρηση. Αυτή είναι η πληρότητα και τελειότητα κάθε άνωθεν δωρεάς, που έρχεται «από του πατρός των φώτων» (Ιακ. α’ 17).
«Και είπεν ο Ιησούς· τίς ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι συν αυτώ· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τίς ο αψάμενός μου; ο δε Ιησούς είπεν ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού» (Λουκ. η' 45,46). Γιατί ρώτησε ο Κύριος, αφού γνώριζε ποια ήταν αυτή που τον άγγιξε, αλλά και πως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν εκείνοι τους οποίους ρώτησε, αφού δεν ήξεραν; Για να φανερώσει την πίστη της γυναίκας που θεραπεύτηκε, να την επιβεβαιώσει μια και καλή τόσο στην ίδια όσο και στους άλλους, αλλά και για ν’ αποκαλύψει τη θεϊκή δύναμή Του σε κείνους που ήταν μπροστά, καθώς και σ’ εμάς.
Ο άνθρωπος πρέπει να δέχεται κάθε θεϊκό δώρο με ευχαριστία κι ευγνωμοσύνη. Ο Κύριος θέλησε να δώσει έμφαση στην πίστη της γυναίκας, για να μας διδάξει πως η πίστη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να δώσει ο Θεός κάθε καλό στους ανθρώπους. Είναι αλήθεια πως με το αμέτρητο έλεός Του ο Θεός, συχνά κάνει το καλό στους ανθρώπους χωρίς προαπαιτούμενο την πίστη τους. Όταν όμως ζητάει την πίστη των ανθρώπων, δίνει έμφαση στην οντότητά τους, ως ελευθέρων και λογικών πλασμάτων. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος και λογικός ο άνθρωπος αν, από την πλευρά του, δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τη σωτηρία του; Ο Θεός ζητάει από τους ανθρώπους το ελάχιστο που μπορεί να ζητήσει: πίστη στο ζωντανό Θεό, στην αγάπη Του, στη διαρκή ετοιμότητά Του να δώσει και να κάνει στους ανθρώπους όλα όσα συντελούν στο καλό του.
Με τη διακήρυξη της πίστης της γυναίκας αυτής όμως, ο Κύριος ήθελε να ενισχύσει και την πίστη του Ιάειρου. Να του δείξει πως δεν ήταν απαραίτητο ν’ απαιτήσει από τον Κύριο να πάει στο σπίτι του για ν’ αγγίξει με το χέρι Του το νεκρό κορίτσι. Έχει τη δύναμη να θεραπεύσει με πολλούς τρόπους κι όχι μόνο με την επίθεση των χεριών. Μπορεί να θεραπεύσει με τα ρούχα Του όπως και με τα χέρια Του, από απόσταση σα να βρίσκεται κοντά, από το δρόμο όπως και μέσα στο σπίτι.
Ο Κύριος θέλει να γνωρίσουν οι άνθρωποι τη θεϊκή Του δύναμη, δεν επιδιώκει τον έπαινό τους. Οι έπαινοι των ανθρώπων για τον Κύριο ήταν εντελώς μάταιοι, ένα τίποτα. Ήθελε όμως να γνωρίσουν την αλήθεια οι άνθρωποι, να κάνουν χρήση της αλήθειας. Κι η αλήθεια είναι πως κάθε αγαθό που δέχονται οι άνθρωποι, έρχεται απευθείας από το Θεό. Το ιμάτιο του Χριστού δε θεράπευσε την αιμορροούσα γυναίκα χωρίς τη γνώση του Χριστού, χωρίς την άμεση δύναμη που πήγαζε απ’ Αυτόν. Είναι η ίδια ζωντανή δύναμη του Θεού που θαυματουργεί στον πιστό από τα λείψανα των αγίων και τις εικόνες. Η χριστιανική πίστη δεν έχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δεν μπορεί με μόνη τη δύναμή του να κάνει οποιοδήποτε καλό στους ανθρώπους. Δε γίνεται να μη γνωρίζει ο Θεός τη θεϊκή δύναμη που πηγάζει από τον ίδιο.
Αυτό γίνεται με όλα τα εγκόσμια μέσα θεραπείας , αυτό γίνεται και με τα μεταλλικά νερά. Ο Θεός δεν απέχει από τα γιατρικά και τα μεταλλικά νερά περισσότερο, απ’ όσο απέχει ο Χριστός από τα ιμάτιά Του. Όποιος χρησιμοποιεί φάρμακα και μεταλλικά νερά με τέτοια πίστη και τέτοια συστολή, φόβο και σεβασμό, που είχε κι η γυναίκα αυτή όταν άγγιζε τα ρούχα του Χριστού, θα θεραπευτεί. Όποιος όμως χρησιμοποιεί φάρμακα και μεταλλικά νερά χωρίς Θεό, ή ακόμα περισσότερο αντίθετα στο Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Αν κάποιος απ’ αυτούς θεραπεύεται, δέχεται τη θεραπεία του από την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, ώστε να γνωρίσει και να ομολογήσει κάποια στιγμή την ευσπλαχνία του Θεού και να τον δοξάσει. Ο Χριστός θεράπευσε τον δαιμονισμένο στα Γάδαρα χωρίς εκείνος να διαθέτει την πίστη αυτή, χωρίς να την ομολογεί. Για να γίνει γνωστό για ποιο λόγο τον θεράπευσε όμως, του είπε: «ύπαγε εις τον οίκόν σου προς τους σους και ανάγγειλον αυτοίς όσα σοι ο Κύριος πεποίηκε και ηλέησέ σε» (Μάρκ. ε 19).
Πολλοί από το πλήθος που ακολουθούσε το Χριστό τον άγγιζαν, δεν έλαβαν όμως τη θεραπεία που δέχτηκε η αιμορροούσα γυναίκα, γιατί αυτή τον άγγιξε με πίστη και φόβο . Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα σε πολλούς που προσκυνούν χωρίς πίστη και φόβο τις εικόνες, τα λείψανα των αγίων, τον Τίμιο Σταυρό και το Ευαγγέλιο, όπως γινόταν και με το μεγάλο πλήθος με τα περίεργα μυαλά και τις παγωμένες καρδιές που άγγιζαν το Χριστό. Με τους αληθινούς πιστούς όμως γίνεται αυτό που έγινε με την αιμορροούσα γυναίκα, που θεραπεύτηκε. Όποιος έχει μάτια, ας δει. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει!
«Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. ο δε είπεν αυτή· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. η' 47,48). Η γυναίκα ένιωσε από τη φωνή και τα λόγια του Χριστού, πως Εκείνος γνώριζε το μυστικό της, πως η ίδια δε θα μπορούσε να του το κρύψει. Έτρεμε από φόβο και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ Εκείνον που γνωρίζει τις πιο καλοκρυμμένες πράξεις των ανθρώπων, τα πιο μύχια μυστικά που κρύβουν στην καρδιά τους. Είχε νιώσει τη δύναμη του Χριστού, τη θαυματουργική θεραπευτική δύναμή Του, γι’ αυτό κι έτρεμε από φόβο μπροστά Του. Τώρα όμως που άκουσε πως ο Κύριος Ιησούς γνώριζε το βαθύ μυστικό της, ο φόβος μπροστά στον παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζί με την παντοδυναμία του Κυρίου Ιησού, της φανερώθηκε κι η πανσοφία Του. Προχώρησε μπροστά και τα ομολόγησε όλα. Η ντροπή της μεταβλήθηκε σε φόβο. Η ντροπή για την αρρώστια της εξαφανίστηκε, αφού θεραπεύτηκε. Στη θέση της ντροπής ήρθε τώρα ο φόβος μπροστά στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.
Την είδε έτσι φοβισμένη ο στοργικός Κύριος και την παρηγόρησε με τα πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Υπάρχει πιο γλυκιά παρηγοριά στον κόσμο, από το ν’ ακούσει κανείς τα λόγια αυτά από τον αθάνατο Βασιλιά και Κύριο; Της δίνει θάρρος, την ονομάζει «θυγατέρα» Του. Δεν υπάρχει πραγματικό και διαρκές θάρρος, έξω απ’ αυτό που δίνει ο Θεός. Ο άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα από αφοβία, αν δε γνωρίζει τίποτα από Θεό. Δε γνωρίζει τίποτα από παρηγοριά και συμπάθεια, ωσότου γνωρίσει κι ομολογήσει το Θεό ως Πατέρα του και τον ίδιο ως παιδί του Θεού. Κανένας δεν μπορεί ν’ ακούσει τα λόγια αυτά μέσα του, ωσότου ανακαινιστεί κι αναγεννηθεί πνευματικά. Η γυναίκα αυτή έδειξε πως αναγεννήθηκε σωματικά και πνευματικά. Σωματικά, επειδή το μισοπεθαμένο σώμα της γιατρεύτηκε, αναζωογονήθηκε. Πνευματικά, επειδή γνώρισε κι ένιωσε την παντοδυναμία και πανσοφία του Κυρίου Ιησού.
Η πίστις σου σέσωκέ σε. Αυτά είναι λόγια διδαχής, αλλά και θάρρους. Αν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε φανερώσει την ταπείνωσή Του με το να νηστέψει και να πλύνει τα πόδια των μαθητών Του· αν τη δύναμή Του δεν την είχε αποδώσει στον Ουράνιο Πατέρα Του, κι αν τη δόξα Του δεν την είχε μοιραστεί με ανθρώπους, αποδίδοντας τα δικά Του σ’ εκείνους, τότε σίγουρα η γη θα έτρεμε συνέχεια σε κάθε βηματισμό Του· σε κάθε λόγο Του ο κόσμος ολόκληρος θα φλεγόταν. Ποιός θα τολμούσε να τον κοιτάξει κατάματα; Ποιός θα μπορούσε να καθήσει δίπλα Του και να τον αγγίξει; Ποιός θα μπορούσε ν’ ακούσει το λόγο Του και να μη διαλυθεί, να εξαφανιστεί; Ο Κύριος ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα για να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους ως αδελφός με αδελφό. Αυτός είναι ο λόγος που ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αυτό έδινε κουράγιο στους ανθρώπους σε κάθε τους βήμα. Γι’ αυτό κι απέδιδε όλα τα έργα Του στην πίστη τους.
Την ώρα που ο Κύριος τέλειωνε με την αιμορροούσα γυναίκα, η κατάσταση του Ιάειρου είχε χειροτερέψει.
«Έτι αυτού λαλούντος έρχεται τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται» (Λουκ. η' 49, 50). Γίνεται φανερό από τα λόγια αυτά πως η κόρη του Ιάειρου δεν είχε πεθάνει όταν εκείνος κάλεσε το Χριστό στο σπίτι του. Βρισκόταν στη νεκρική κλίνη της, έπνεε «τα λοίσθια», γι’ αυτό και θα μπορούσαν να την ονομάσουν νεκρή.
Μη σκύλλε τον διδάσκαλον . Ο Χριστός ήταν γνωστός ως Διδάσκαλος. Τον ονόμαζαν έτσι εκείνοι που δεν ένιωθαν την απεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε όμως πόσο πράος και σπλαχνικός ήταν ο Κύριος! Προτού ο άρχοντας Ιάειρος ξεσπάσει σε δάκρυα κι εκφράσει τον πατρικό του πόνο, Εκείνος τον στήριξε με λόγια παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά: Μη φοβού! Αυτό βέβαια δεν αλλάζει, με τίποτα την κατάσταση. Μισοπεθαμένο ή πεθαμένο το κορίτσι, δεν έχει διαφορά. Τίποτα δεν μπορούσε να πάρει από τη δύναμη του Θεού. Το μόνο που απέμενε στο δύστυχο πατέρα ήταν ν’ ακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο Κύριος, το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν το μόνον πίστευε! Είδες πριν, από την αιμορροούσα γυναίκα, τι μπορεί να κάνει ο Θεός. Εκείνος που με μια μόνο σκέψη μπορούσε να θεραπεύσει την αιμορραγία της, που την ταλαιπωρούσε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να ενώσει ξανά την ψυχή με το σώμα της κόρης σου. Εσύ να πιστεύεις μόνο και σωθήσεται!
«Ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα» (Λουκ. η' 51). Πέντε μάρτυρες είναι αρκετοί. Δύο μάρτυρες δε φτάνουν στα εγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα με το νόμο; Πήρε μαζί Του τρεις μαθητές Του, εκείνους που αργότερα θα μαρτυρούσαν την ένδοξη Μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ και την προσευχή της αγωνίας Του στον κήπο της Γεθσημανή. Πήρε εκείνους που τότε ήταν πιο ώριμοι πνευματικά από τους άλλους εννιά, που θα μπορούσαν να κατανοήσουν το βαθύτερο μυστήριο της δύναμης και της ύπαρξής Του. Οι τρεις αυτοί μαθητές θα έβλεπαν την πρώτη ανάσταση νεκρού που θα κατόρθωνε με τη δύναμή Του ο Κύριος και στη συνέχεια θα το διηγούνταν στους συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους έτσι νά ‘χουν και κείνοι πίστη. Αργότερα που ο Κύριος θ’ ανάσταινε το γιό της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο, θα παρευρίσκονταν όλοι οι μαθητές. Είναι προφανές γιατί πήρε και τους γονείς του κοριτσιού μαζί Του. Η νεκρή κόρη τους θα βοηθούσε στην ανάσταση των ψυχών τους. Ποιός θά ‘χε το δικαίωμα να βοηθηθεί από την κόρη, περισσότερο από τους γονείς της;
Μπήκε στο σπίτι ο Κύριος κι η σκέψη Του ήταν σε κείνους που έκλαιγαν και θρηνούσαν το νεκρό κορίτσι. «Έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν, ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει· και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν» (Λουκ. η’ 52, 53). Ο Ματθαίος κι ο Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη σκηνή αυτή. Γράφουν πως είχαν κληθεί από τη γειτονιά μουσικοί και επαγγελματίες θρηνωδοί. Αυτό ήταν έθιμο στους πλούσιους Ιουδαίους, όπως και στους ειδωλολάτρες. Οι άνθρωποι αυτοί έκλαιγαν, θορυβούσαν και μοιρολογούσαν (βλ. Μάρκ. ε’ 38). Ο Ιάειρος ήταν από τους πιο σπουδαίους, αν όχι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος του τόπου. Εκτός από τους μισθωμένους μουσικούς και θρηνωδούς, πρέπει να παρευρίσκονταν στο σπίτι του και πολλοί συγγενείς, φίλοι και γείτονες, που έκλαιγαν πραγματικά το κορίτσι που έφυγε πρόωρα.
Γιατί είπε στους ανθρώπους ο Κύριος, πως ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει; Ήξερε καλά πως είχε πεθάνει. Πρώτα, λοιπόν, το είπε για να επιβεβαιώσουν όλοι οι παριστάμενοι πως το κορίτσι ήταν πραγματικά πεθαμένο. Και δε θα μπορούσαν να το βεβαιώσουν καλύτερα αυτό, παρά με τον περιφρονητικό καγχασμό τους, επειδή ο Κύριος δεν ήξερε πως το κορίτσι ήταν νεκρό. Δεύτερο, για να φανερώσει πως μπροστά Του ο θάνατος είχε χάσει την οσμή και τη δύναμή του στους ανθρώπους, δεν ήταν παρά απλά ένα όνειρο. Ο θάνατος δεν είναι εκμηδένιση του ανθρώπου, όπως δεν είναι κι ο ύπνος. Θάνατος είναι το πέρασμα του ανθρώπου από τη ζωή αυτή στην άλλη. Και Κύριος τόσο αυτής της ζωής όσο και της άλλης είναι Ένας. Για τον άνθρωπο που είναι στηριγμένος στη σωματική ζωή, η αναχώρηση από αυτή σημαίνει αναχώρηση από τη ζωή γενικά. Όταν ένα αυτοκίνητο συντρίβεται στο δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οι επιβάτες, δε γίνεται αλλιώς, όπως σκέφτονται οι ανόητοι, οι αισθησιακοί άνθρωποι. Οι πνευματικοί άνθρωποι όμως βλέπουν πως όταν ένα αυτοκίνητο συντρίβεται, οι επιβάτες βγαίνουν από τα συντρίμμια, τ’ αφήνουν εκεί και συνεχίζουν το ταξίδι τους χωρίς τ’ αυτοκίνητο. Εκείνος που έφτιαξε τόσο το αυτοκίνητο όσο και τους επιβάτες δεν μπορεί να επισκευάσει το αυτοκίνητο και να πει στους επιβάτες να ξαναμπούν μέσα; Το ίδιο γίνεται με την ανάσταση των νεκρών: το αβοήθητο σώμα θεραπεύεται και η ψυχή ξαναγυρίζει μέσα του.
Ο Κύριος σε καμιά περίπτωση δε χρησιμοποίησε υπερβολή όταν παρομοίασε το θάνατο με ύπνο. Το απόδειξε αυτό με την ανάστασή Του, μετά από μαρτυρικό θάνατο και τρεις μέρες στον τάφο, με την ανάσταση πολλών νεκρών την ώρα του σταυρικού Του θανάτου, αλλά κι αργότερα, σ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας, όταν νεκροί ξαναγύρισαν στη ζωή με τις προσευχές αγίων και θεάρεστων ανθρώπων. Κι εδώ το φανέρωσε με την ανάσταση της κόρης του Ιάειρου.
Όταν λοιπόν ο Κύριος πήρε μαζί Του μια επαρκή ομάδα μαρτύρων, τί έκανε μετά; «Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παις, εγείρου» (Λουκ. η' 54). Εκείνοι που είχαν γεμίσει πριν το δωμάτιο όπου κείτονταν η κόρη, είχαν πειστεί για το θάνατό της κι επομένως δε χρειάζονταν εκεί. Θ’ άκουγαν αργότερα για το θαύμα και θα την έβλεπαν ζωντανή. Τώρα ο Κύριος έπρεπε να στηρίξει τον άρχοντα του λαού και τους τρεις μαθητές Του στην πίστη τους. Σκοπός Του σε κάθε θαύμα ήταν να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αποκάλυψη και στη χαρά, με τη σοφή πρόνοια που ήταν ολοφάνερη με κάθε λεπτομέρεια. Αρχικά τους έβγαλε όλους έξω κι έμειναν μέσα στο δωμάτιο οι επτά: πέντε ζωντανοί, μια νεκρή κι ο Ζωοδότης. Δεν είναι ένα μεγάλο μυστήριο αυτό, που φανερώνει την κρυμμένη ή μάλλον την αποκαλυμμένη ψυχή; Όταν η ψυχή του αμαρτωλού πεθαίνει, εκείνος συνεχίζει να ζει με τις πέντε αισθήσεις του μια ζωή σαρκική, άδεια, σε απόγνωση. Απλώνει τα χέρια του προς κάθε κατεύθυνση ζητώντας βοήθεια. Αυτοί είναι οι σημερινοί «υλιστές». Σκιές σωματικές χωρίς ψυχή. Απελπισμένα πλάσματα, που με τις αισθήσεις τους - τα μάτια, τ’ αυτιά τους κλπ. - προσκολλώνται στον κόσμο ώστε, έστω και πρόσκαιρα, ν’ αποφύγουν όσο μπορούν να κατέβουν στον τάφο, εκεί που βρίσκεται κιόλας η ψυχή τους. Όταν κάποιος απ’ αυτούς όμως, με την πρόνοια του Θεού, γνωρίσει το Χριστό, κράζει σ’ Εκείνον για βοήθεια. Ο Χριστός τότε προσεγγίζει τη νεκρή ψυχή και την ξαναφέρνει στη ζωή, προς κατάπληξη και θαυμασμό του επιπόλαιου κι αισθησιακού ανθρώπου. Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει τα ίδια ακριβώς λόγια που είπε ο Κύριος στην Αραμαϊκή, καθώς άγγιζε την κόρη με το χέρι Του: «Ταβιθά, κούμι!». Αυτό σημαίνει το ίδιο που λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς: η παις, εγείρου!
Τί έγινε με τη νεκρή κόρη αφού ο Κύριος είπε τα λόγια αυτά; «Και επέστρεφε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν» (Λουκ. η' 55). Να λοιπόν που ο θάνατος μοιάζει με τον ύπνο! Και επέστρεφε το πνεύμα αυτής. Το πνεύμα της είχε αναχωρήσει από το σώμα, είχε πάει στον τόπο τον προορισμένο για τα πνεύματα των νεκρών. Με το άγγιγμα και τα λόγια Του ο Κύριος εδώ έκανε δύο θαύματα: Πρώτα θεράπευσε το σώμα και δεύτερο, έφερε από το βασίλειο των πνευμάτων το πνεύμα της και το έβαλε σ’ ένα υγιές σώμα. Αν δεν είχε θεραπεύσει το σώμα, τί καλό θα είχε προκύψει για την κόρη, αν ξαναγύριζε το πνεύμα της σ’ ένα άρρωστο κορμί; Θα είχε ξαναγυρίσει στη ζωή άρρωστη, για να πεθάνει ξανά. Τέτοια μισο-ανάσταση δε θά ‘ταν επαναφορά στη ζωή, αλλά στα βάσανα. Ο Κύριος δε δίνει μισά δώρα, αλλ’ ολόκληρα. Δε δίνει ατελή δώρα, αλλά τέλεια. Δεν έδωσε την όραση στο ένα μάτι του τυφλού, μα στα δύο. Δεν έδωσε στο ένα αυτί την ακοή του κωφού, αλλά και στα δύο. Δε θεράπευσε το ένα πόδι του παράλυτου, μα και τα δύο. Το ίδιο έκανε κι εδώ. Αποκατάστησε το πνεύμα σ’ ένα υγιές σώμα, όχι σε άρρωστο, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος νά ‘ναι υγιής.
Μετά ο Κύριος έδωσε εντολή να της δώσουν να φάει. Διέταξεν αυτή δοθήναι, φαγείν. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ξανά πως το κορίτσι δεν ξαναγύρισε απλά στη ζωή, αλλά απόλυτα υγιές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος γράφει πως «και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει» (ε’ 42). Θά ‘δινε έτσι τη μαρτυρία πως το κορίτσι ήταν εντελώς καλά σωματικά. Το ότι αναστήθηκε εντελώς καλά, έπρεπε να φανεί όσο πιο ξεκάθαρα γινόταν. Το κορίτσι σηκώθηκε, περπάτησε κι έφαγε. Ο Κύριος γνώριζε με τι άπιστο λαό είχε να κάνει. Έτσι, μαζί με τα θαύματα, φρόντιζε να υπάρχουν και αποδείξεις, ώστε να φανερωθεί πως το θαύμα ήταν απαραίτητο και ωφέλιμο στους ανθρώπους. Έπειτα, έπρεπε ν’ αποδειχτεί πως μόνο Αυτός μπορούσε να θαυματουργεί. Αυτός και κανένας άλλος. Και τρίτο, ώστε το θαύμα να έχει επαρκή μαρτυρία και να γίνει αποδεκτό ως αναμφισβήτητο γεγονός. Αλήθεια, πόσο καλά γνώριζε ο Κύριος αυτό το πονηρό και άπιστο γένος των ανθρώπων!
«Και εξέστησαν οι γονείς αυτής, ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός» (Λουκ. η' 56). Με την εντολή Του αυτή ο Κύριος ήθελε να διδάξει τους γονείς του κοριτσιού που ανάστησε, πως πρώτο και κύριο μέλημά τους ήταν να ευχαριστήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό. Το σπουδαίο εκείνη τη στιγμή δεν ήταν να τρέξουν και να πληροφορήσουν τον κόσμο για το θαύμα, αλλά να γονατίσουν μπροστά στον αληθινό Θεό με μεγάλη ταπείνωση και να του προσφέρουν τις θερμές τους ευχαριστίες. Το θαύμα θα διαδοθεί μόνο του, χωρίς τη βοήθειά σας. Μη νοιάζεστε γι’ αυτό. Δεν είναι δική σας δουλειά την ιερή και φοβερή αυτή στιγμή να επικεντρωθείτε στο πως θα ικανοποιήσετε την περιέργεια του κόσμου, αλλά να εκτελέσετε το χρέος σας στο Θεό.
***
Με τη θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και την ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, ο Κύριος συνέχισε το έργο Του για τη θεραπεία των ψυχών των ανθρώπων από την κακή περιέργεια. Η περιέργεια είναι πραγματικά ένα κακό. Χωρίζει την ψυχή του ανθρώπου από το Θεό και την πνίγει στη θάλασσα των εφήμερων υποθέσεων και των κοσμικών πραγμάτων. Η περιέργεια είναι ένα κακό, περισσότερο από κακό, γιατί πολλές φορές οδηγεί στο σωματικό και συχνά στον ψυχικό θάνατο. Πολλές αμαρτίες και πάθη, σωματικά και ψυχικά, έχουν τις ρίζες τους στην περιέργεια. Όπως μια όμορφη παπαρούνα κρύβει μέσα της δηλητήριο, έτσι κι η περιέργεια κρύβει μέσα της ένα δυνατό δηλητήριο που καταστρέφει ψυχή και σώμα. Ο Θεός δεν έπλασε τον κόσμο αυτόν για να ικανοποιήσει την περιέργεια των ανθρώπων, αλλά για να σώσει τις ψυχές τους. Λέει ο Εκκλησιαστής: «Ου πλησθήσεται οφθαλμός του οράν, και ου πληρωθήσεται ους από ακροάσεως» (α’ 8).
Ο Κύριος δε θεράπευσε την αιμορροούσα γυναίκα επειδή άγγιξε τα ιμάτιά Του από περιέργεια, αλλ’ επειδή, στον πόνο και τη δυστυχία της, έτρεξε να τον αγγίξει με πίστη. Μάταια οι περίεργοι περιμένουν θαύμα από το Θεό. Δε θα τους κάνει ποτέ το χατήρι. Από τη στιγμή που τα θαύματα γίνονται για να καλύψουν κάποια ανθρώπινη ανάγκη, οι περίεργοι δεν έχουν καμιά βοήθεια απ’ αυτά. Περισσότερη βοήθεια θα περιμένουν οι νεκροί από τα θαύματα του Θεού, παρά οι περίεργοι. Μήπως ο γιατρός επισκέπτεται εκείνους που νομίζουν πως είναι υγιείς, που είναι ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους και δεν τον καλούν;
Μήπως ο Κύριος είναι λιγότερο σοφός από τους γιατρούς, για να γυρίζει από δω κι από κει και να κάνει επίδειξη της δύναμης και των ικανοτήτων Του; Γι’ αυτό, άρχοντα Ιάειρε, μη νοιάζεσαι ποιος θα διαδώσει το θαύμα της ανάστασης της κόρης σου. Μη νοιάζεσαι ακόμα, αμαρτωλέ, ποιος θα διαδώσει το θαύμα της ψυχικής και σωματικής θεραπείας σου. Ο Θεός γνώριζε το ασύρματο τηλέφωνο και τον τηλέγραφο προτού ακόμα οι άνθρωποι μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους για να πληροφορήσουν ο ένας τον άλλον για τις νέες ειδήσεις. Ο Κύριος γνωρίζει πιο αξιόπιστα και τελειότερα μέσα για να πληροφορήσει τους ανθρώπους, ώστε να μάθουν όλα τα καλά νέα που μεταδίδονται από το τηλέφωνο και τον τηλέγραφο. Ο Δημιουργός του λόγου, της γλώσσας και της ατμόσφαιρας έχει τα δικά Του μέσα επικοινωνίας με κάθε πλάσμα Του, τρόπους που πληρώνουν ολόκληρο το διάστημα, κάθε χρονική στιγμή.
Να μνημονεύετε το χρέος σας στο Θεό, το χορηγό κάθε «δόσης αγαθής». Μην ολιγωρήσετε να προσφέρετε προσευχές ευχαριστίας και υπακοής στο θεϊκό Του θέλημα. Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
Πηγή: Η Άλλη Όψη
Χθὲς μὲν οὖν τὸν Παῦλον αὐτοὶς ἐπετειχίσαμεν λέγοντα· Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Σήμερον δὲ τὸν Παύλου Δεσπότην δείξομεν αὐτοῖς, οὐχὶ παραινοῦντα μόνον, οὐδὲ συμβουλεύοντα ἀπέχεσθαι τρυφῆς, ἀλλὰ καὶ κολάζοντα τὸν ἐν τρυφῇ ζῶντα, καὶ τιμωρούμενον. Ἡ γὰρ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου καὶ τῶν ἑκατέροις συμβάντων ἱστορία οὐδὲν ἕτερον ἤ τοῦτο ἐνδείκνυται. Μᾶλλον δὲ, ἵνα μὴ παρέργως τοῦτο ποιήσωμεν, ἄνωθεν ὑμῖν αὐτὴν ἀναγνώσομαι τὴν παραβολή. Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς· πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο εἰς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος, καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ οἱ κύνες ἐρχόμενοι, περιέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Τίνος μὲν οὖν ἕνεκεν ἐν παραβολαῖς ἐλάλει ὁ Δεσπότης, καὶ τί δήποτε τῶν παραβολῶν τὰς μὲν ἔλυε, τὰς δὲ οὐκ ἔλυε, καὶ τί ποτ’ ἐστὶν ἡ παραβολή, καὶ ὅσα τοιαῦτα, εἰς ἕτερον καιρὸν ταμιευσόμεθα, ὥστε μὴ τοῦ κατεπείγοντος ἀποστῆναι λόγον νῦν· ἐκεῖνο δὲ τέως πρὸς ὑμᾶς ἐροῦμεν μόνον, τίς ἐστι τῶν εὐαγγελιστῶν ὁ τὴν παραβολὴν ταύτην εἰρηκέναι τὸν Χριστὸν εἰπών. Τίς οὖν ἐστιν; Ὁ Λουκᾶς μόνος. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι, ὅτι τῶν εἰρημένων τὰ μὲν οἱ τέσσαρες εἶπον, τὰ δὲ κατ’ ἰδίαν ἕκαστον ἀπολαβών. Τίνος ἕνεκεν; Ἵνα καὶ τῶν λοιπῶν ἀναγκαία ἡμῖν ἡ ἀνάγνωσις γένηται, καὶ τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον διαφανῇ. Εἰ μὲν γὰρ πάντες ἅπαντα εἶπον, οὐκ ἄν πᾶσι μετὰ σπουδῆς προσείχομεν ἀρκοῦντος ἑνὸς διδάξαι τὸ πᾶν· εἰ δὲ πάντες πάντα ἐξηλλαγμένα εἶπον, οὐκ ἄν ἐφάνη τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πάντες πολλὰς ἔγραψαν, καὶ κατ’ ἰδίαν ἕκαστος ἀπολαβών. Ὅπερ οὖν Χριστὸς διὰ τῆς παραβολῆς διδάσκει, τοῦτό ἐστιν. Ἄνθρωπος τις, φησίν, ἦν πλούσιος κακίᾳ πολλῇ συζῶν, οὐδεμιᾶς πεῖραν ἐδέχετο συμφωρᾶς, ἀλλὰ πάντα αὐτῷ ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἐπέρρει. Ὅτι γὰρ οὐδὲν τῶν ἀδοκήτων συνέβαινεν αὐτῷ, οὐδ’ ἀθυμίας ὑπόθεσις, οὐδ’ ἀνωμαλία τις βιοτική, αὐτὸ τοῦτο ᾐνίξατο τὸ εἰπεῖν, ὅτι ηὐφραίνετο καθ’ ἡμέραν. Ὅτι δὲ κακίᾳ συνέζῃ, δῆλον μὲν καὶ ἐκ τοῦ λαχόντος αὐτῷ τέλους, καὶ πρὸ τοῦ τέλους δὲ ἐκ τῆς περὶ τὸν πένητα γενομένης ὑπεροψίας. Ὅτι γὰρ οὐ μόνον ἐκεῖνον τὸν ἐν τῷ πυλῶνι, ἀλλ’ οὐδ’ ἄλλον τινὰ ἠλέει, αὐτὸς ἐκεῖνος τοῦτο ἔδειξεν. Εἰ γὰρ τὸν ἐν τῷ πυλῶνι διηνεκῶς ἐρριμμένον, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν κείμενον, ὅν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ ἅπαξ, καὶ δίς, καὶ πλεονάκις, ὁρᾷν ἠναγκάζετο εἰσιὼν καὶ ἐξιών· οὐ γὰρ ἐν ἀμφόδῳ οὐδ’ ἐν κρυπτῷ καὶ στενωπῷ κατέκειτο τόπῳ, ἀλλ’ ἔνθα συνεχεῖς τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους ποιούμενος ὁ πλούσιος, ἄκων αὐτὸν ὁρᾷν ἠναγκάζετο· εἰ τοίνυν τοῦτον οὐκ ἐλέησε, τὸν ἐν τοσούτῳ χαλεπῷ πάθει κατακείμενον, καὶ ἀπορίᾳ τοσαύτῃ συζῶντα, μᾶλλον δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου ἀρρωστίᾳ ταλαιπωροῦντα, καὶ ἀρρωστίᾳ χαλεπωτάτη, πρὸς τίνα ἄν τῶν ἐντυγχανόντων ἐπεκάμφθη ποτέ; Καὶ γὰρ εἰ τὴν προτέραν ἡμέραν παρέδραμε, τὴν δευτέραν εἰκὸς ἦν τι παθεῖν· εἰ δὲ καὶ ἐν ταύτῃ παρεῖδεν, ἀλλὰ τὴν τρίτην, ἤ τὴν τετάρτην, ἤ τὴν μετ’ ἐκείνην, πάντως αὐτὸν ἐπικαμφθῆναι, ἔδει καὶ εἰ τῶν θηρίων ἀγριώτερον ἦν. Ἀλλ’ οὐδὲν ἔπαθε τοῦτον· ἀλλὰ καὶ ἐκείνου τοῦ δικαστοῦ, τοῦ μήτε τὸν Θεὸν φοβουμένου, μήτε ἀνθρώπους αἰδουμένου καὶ ἰταμώτερος καὶ ἀπηνέστερος γέγονεν. Ἐκεῖνον μὲν γὰρ ἡ τῆς χήρας συνέχεια, καὶ ταῦτα ὠμὸν ὄντα καὶ ἄγριον, δοῦναι τὴν χάριν ἔπεισε, καὶ πρὸς τὴν ἱκετηρίαν ἐπέκαμψε· τοῦτον δὲ οὐδὲ τοῦτο ἴσχυσεν ἐπικάμψαι πρὸς τὴν τοῦ πένητος ἀντίληψιν· καίτοι γε οὐκ ἴση ἦν ἡ αἴτησις, ἀλλ’ αὕτη πολλῷ εὐκολωτέρα καὶ δικαιοτέρα. Ἡ μὲν γὰρ κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτὸν παρεκάλει, οὗτος δὲ ἠξίου λῦσαι λιμὸν, καὶ μὴ περιιδεῖν ἀπολλύμενον· κἀκείνη μὲν ἠνώχλη παρακαλοῦσα, οὗτος δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας ἐφαίνετο τῷ πλουσίῳ σιγῇ κείμενος· πολὺ δὲ τοῦτο ἱκανὸν μαλάξαι μᾶλλον καὶ λιθίνην διάνοιαν. Ἐνοχλούμενοι γὰρ πολλάκις καὶ παροξυνόμεθα· ὅταν δὲ τοὺς δεομένους βοηθείας ἴδωμεν σιγῇ πολλῇ παρεστῶτας, καὶ μηδὲν φθεγγομένους, ἀλλ’ ἀποτυγχάνοντας μὲν ἀεὶ, μὴ δυσχεραίνοντας δέ, ἀλλὰ σιγῇ φαινομένους μόνον ἡμῖν, κἄν αὐτῶν τῶν λίθων ὦμεν ἀναισθητότεροι, τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιεικείας αἰδεσθέντες κατακαμπτόμεθα. Καὶ ἕτρον δέ τι πρὸς τούτοις τούτων οὐκ ἔλαττον ἦν, τὸ καὶ τὴν ὄψιν αὐτὴν ἐλεεινὴν εἶναι τοῦ πένητος, λιμῷ καὶ ἀρρωστίᾳ μακρᾷ κατεργασθεῖσαν. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν τούτων τὸν ἀνήμερον ἐκεῖνον ἐμάλαξε. Πρώτη μὲν οὖν κακία αὕτη ὠμότητος, καὶ ἀπανθρωπία ὑπερβολὴν οὐκ ἔχουσα. Οὐ γάρ ἐστιν ἴσον ἐν πενίᾳ ζῶντα μὴ βοηθεῖαν τοῖς δεομένοις, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα τρυφῆς, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον, ἅπαξ ἤ δεύτερον ἰδόντα πτωχόν, παραδραμεῖν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βλέποντα μηδὲ ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὄψιν συνεχείας πρὸς τὸν ἔλεον καὶ φιλανθρωπίαν διαναστῆναι ταύτην. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον ἐν συμφοραῖς ὄντα καὶ ἀθυμίας καὶ κακῶς τὴν ψυχὴν διακείμενον μὴ βοηθεῖν τοῖς πλησίον, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα εὐφροσύνης καὶ διηνεκοῦς εὐπραγίας, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν, καὶ ἀποκλεῖσαι τὰ σπλάχνα, καὶ μηδὲ ὑπὸ τῆς χαρᾶς αὐτῆς γενέσθαι φιλανθρωπότερον. Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο, ὅτι κἄν ἁπάντων ὦμεν ἀγριώτεροι, ταῖς εὐπαργίαις ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι πεφύκαμεν γίνεσθαι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐδὲ ὑπὸ τῆς εὐημερίας βελτίων ἐγένετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἐκτεθηριωμένος, μᾶλλον δὲ θηρίου παντὸς ὠμότητα καὶ ἀπανθρωπίαν τοῖς τρόποις ἀπέκρυψεν. Ἀλλ’ ὅμως ὁ μὲν ἐν πονηρίᾳ ζῶν καὶ ἀπανθρωπίᾳ πάσης ἀπήλαυεν εὐπραγίας, ὁ δὲ δίκαιος καὶ ἀρετῆς ἐπιμελούμενος ἐν ἐσχάτοις ἦν κακοῖς. Ὅτι δὲ δίκαιος ὁ Λάζαρος ἦν, πάλιν καὶ ἐνταῦθα τὸ τέλος ἀπέδειξε, καὶ πρὸ τοῦ τέλους αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν πενίαν ὑπομονή. Ἆρα οὐ δοκεῖτε αὐτὰ παρόντα τὰ πράγματα ὁρᾷν; Πλήρης τῷ πλουσίῳ ἡ ναῦς τῆς ἐμπορίας ἦν, καὶ ἐξ οὐρίας ἔπλει. Ἀλλὰ μὴ θαυμάσητε· εἰς ναυάγιον γὰρ ἠπείγετο, ἐπειδὴ τὸ φόρτον οὐκ ἠθέλησε διαθέσθαι μετ’ εὐλαβείας. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν εἴπω κακίαν αὐτοῦ; Τὸ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τρυφῆν ἀδεῶς. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο κακία ἐσχάτη, οὐχὶ νῦν, ὅτε τοσαύτην ἀπαιτούμεθα φιλοσοφίαν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀρχῇ ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς, ὅτε οὐ τοσαύτης φιλοσοφίας ἐπίδειξις ἦν. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ προφήτης· Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἁπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν. Τί ἐστιν, οἱ ἀπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουσιν, ὅτι δι’ ἀργίαν αὐτοῖς τὸ σάββατον δέδοται. Οὐκ ἔστι δὲ αὕτη ἡ αἰτία, ἀλλ’ ἵνα τῶν βιοτικῶν ἑαυτοὺς ἀπαγαγόντες τὴν σχολὴν ἅπασαν εἰς τὰ πνευματικὰ ἀναλίσκωσιν. Ὅτι γάρ· οὐκ ἀργίας ἐστὶ τὸ σάββατον, ἀλλ’ ἐργασίας ἐστὶ πνευματικῆς ὑπόθεσις, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δῆλον. Ὁ γοῦν ἱερεὺς διπλοῦν ἔργον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ποιεῖ· καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἁπλῆς ἀναφερομένης θυσίας, διπλῆν ἀναφέρειν κελεύτεται τότε. Εἰ δὲ καθάπαξ ἀργίας ἦν τὸ σάββατον, πρὸ τῶν ἄλλων τὸν ἱερέα ἀργεῖν ἐχρῆν. Ἐπεὶ οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῶν βιοτικῶν ἀπαλλαγέντες πραγμάτων, τοῖς πνευματικοῖς οὐ προσεῖχον, σωφροσύνῃ καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀκροάσει θείων λόγων, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐποίουν, γαστριζόμενοι, μεθύοντες, διαρρηγνύμενοι, τρυφῶντες, διὰ τοῦτο κατηγόρησεν αὐτῶν ὁ προφήτης. Εἰπὼν γάρ, Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, καὶ ἐπαγαγών, Οἱ ἐφαπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν, ἔδειξε διὰ τῆς ἐπαγωγῆς, πῶς ἦν αὐτοῖς τὰ σάββατα ψευδῆ. Πῶς οὖν αὐτὰ ἐποίουν ψευδῆ; Τῷ κακίαν ἐργάζεσθαι, τρυφῶντες, μεθύοντες, καὶ τὰ μυρία αἴσχιστα καὶ χαλεπὰ πράσσοντες. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουσον τῶν ἑξῆς. Δείκνυσι γὰρ ὅ λέγω δι’ ὧν εὐθὺς ἐπάγει καὶ λέγει· Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ τῶν στρωμῶν αὐτῶν, οἱ ἐσθίοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων, καὶ μοσχάρια ἐκ βουκολίων γαλαθηνά, οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι. Ἔλαβες τὸ σάββατον, ἵνα τῆς πονηρίας ἀπαλλάξῃς τὴν ψυχήν· σὲ δὲ αὐτὴν κατεργάζῃ πλέον. Τί γαρ ἄν γένοιτο τῆς βλακείας ταύτης χεῖρον, ἤ τὸ ἐπὶ κλινῶν ἐλεργαντίνων καθεύδειν; Αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι κἄν μικρὰν τινα ἡδονὴν ἔχωσιν, οἷον ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καὶ ἀσωτία· τὸ δὲ ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καθευδῆσαι, ποίαν ἡδονὴν ἔχει; ποίαν παραμυθίαν; Μὴ γὰρ ἡδίω καὶ γλυκύτερον ἡμῖν τὸν ὕπνον ἐργάζεται τῆς κλίνης το κάλλος; Φορτικώτερον μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἐπαχθέστατον τοῦτο, ἐὰν νοῦν ἔχωμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς ὅτι, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἕτερος οὐδ’ ἄρτου μετὰ ἀδείας, ἀπολαύειν ἔχει, οὐ καταγνώσεταί σου τὸ συνειδός, καὶ ἐπαναστήσεται κατηγοροῦν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης; Εἰ δὲ τὸ ἐλεφαντίων κλινῶν κεθεύδειν ἔγκλημα, ὅταν καὶ ἀργύρῳ περιβελημέναι πάντοθεν ὦσι, ποίαν ἕξομεν ἀπολογίαν;Βούλει κάλλος κλίνης ἰδεῖν; Ἐγὼ σοι δείκνυμι νῦν, οὐκ ἰδιωτικῆς, οὐδὲ στρατιωτικῆς, ἀλλὰ βασιλικῆς κλίνης εὐπρέπειαν. Κἄν γὰρ φιλοτιμότατος ἧς πάντων, εὖ εἶδα ὅτι τῆς τοῦ βασιλέως κλίνης οὐκ ἐθελήσεις ἔχειν εὐπρεπεστέραν· καὶ τὸ δὴ μεῖζον, οὐ τοῦ τυχόντος βασιλέως, ἀλλὰ τοῦ πρώτου, καὶ τοῦ πάντων βασιλέων βασιλικωτέρου, καὶ μέχρι νῦν ἀδομένου πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· δείκνυμί σοι κλίνην τὴν τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Ποταπὴ τοίνυν ἦν ἐκείνη; Οὐκ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ, ἀλλὰ δάκρυσι καὶ ἐξομολογήσεσι πάντοθεν ἦν κεκαλλωπισμένη. Καὶ ταῦτα αὐτός φησιν οὕτω λέγων· Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω. Ὥσπερ γὰρ μαργαρῖται τὰ δάκρυα αὐτῇ ἐπεπήγει πάντοθεν. Καὶ σκόπει μοι φιλόθεον ψυχήν· ἐπειδὴ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ πολλαὶ αἱ φροντίδες ἀρχόντων, ταξιαρχῶν, ἐθνῶν, δήμων, στρατιωτῶν, πολέμων, εἰρήνης, τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν, τῶν πόρρωθεν, τῶν πλησίον, περιεῖλκον αὐτὸν καὶ ἀπῆγον· τὴν σχολήν, ἥν πάντες εἰς τὸ καθεύδειν ἀναλίσκομεν, εἰς ἐξομολόγησιν καὶ εὐχὰς καὶ δάκρυα ἀνήλισκεν ἐκεῖνος. Καὶ οὐχὶ μίαν τοῦτο ἐποίησε νύκτα, τὴν δὲ δευτέραν ἐπαύσατο, οὐδὲ δύο καὶ τρεῖς, τὰς δὲ μεταξὺ διέλιπεν, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην νύκτα τοῦτο ἔπραττε. Λούσω γὰρ καθ’ ἑκάστην νύκτα, φησί, τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω, τὴν δαψίλειαν τῶν δακρύων καὶ τὴν συνέχειαν ἐμφαίνων. Πάντων γὰρ ἡσυχαζόντων, καὶ ἐν ἠρεμίᾳ ὄντων, μόνος τῷ Θεῷ τότε ἐνετύγχανεν, καὶ παρῆν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς ὀδυρομένῳ καὶ θρηνοῦντι καὶ τὰ οἰκεῖα ἐξαγγέλοντι κακά. Τοιαύτην καὶ σὺ κατασκεύασον κλίνην. Ὁ μὲν γαρ ἄργυρος περικείμενος καὶ φθόνον παρὰ ἀνθρώπων ἐγείρει, καὶ ὀργὴν ἐκκαίει τὴν ἄνωθεν. Τὰ δὲ τοιαῦτα δάκρυα, οἷα τὰ τοῦ Δαυΐδ, καὶ αὐτὸ τὸ τῆς γεέννης οἶδε κατασβέσαι πῦρ. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν δείξω κλίνην; τὴν τοῦ Ἰακὼβ λέγω. Ἔδαφος εἶχεν ὑποκείμενον, καὶ λίθον ὑπὸ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· δια τοῦτο καὶ τὸν νοητὸν εἶδε λίθον, καὶ τὴν κλίμακα ἐκείνην, δι’ ἧς ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἄγγελοι. Τοιαύτας ἐπινοῶμεν κλίνας καὶ ἡμεῖς, ἵνα καὶ τοιαῦτα βλέπωμεν ὀνείρατα. Ἄν δὲ ἐπὶ τῆς ἀργυρᾶς ὦμεν κατακείμενοι, οὐ μόνον εὐδεμίαν ἡδονὴν καρπωσόμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀθυμίαν ὑπομενοῦμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς, ὅτι ἐν κρυμῷ ἐσχάτῳ, ἐν νυκτὶ μέσῃ, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης, ὁ πένης ἐπὶ στιβάδος ἔρριπται ἐν τοῖς τῶν βαλανείων προπυλαίοις, καλάμην περιβεβλημένος, τρέμων, πηγνύμενος τῷ κρύει, ἀγχόμενος τῷ λιμῷ· κἄν ἁπάντων μᾶλλον λίθινος ᾗς, εὖ οἶδα, ὅτι καταγνώσῃ σαυτοῦ, σὺ μὲν ὑπὲρ τὴν χρείαν τρυφῶν, ἐκεῖνον δὲ μηδὲ τῶν κατὰ χρείαν ἀπολαύειν ἀφείς. Οὐδεὶς στρατευόμενος, φησίν, ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις. Στρατιώτης εἶ πνευματικός· στρατιώτης δὲ τοιοῦτος οὐ καθεύδει ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἀλλὰ ἐπὶ ἐδάφους· οὐ χρίεται μύροις· τῶν γὰρ ἡταιρηκότων καὶ διεφθαρμένων ἡ τοιαύτη σπουδή, τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, τῶν ἐν ἀμελείᾳ ζώντων· σὲ δὲ οὐχὶ μύρων, ἀλλ’ ἀρετῆς ἀποπνεῖν δεῖ. Οὐδὲν ψυχῆς ἀκαθαρτότερον, ὅταν τὸ σῶμα τοιαύτην ἔχῃ τὴν εὐωδίαν. Τῆς γὰρ δυσωδίας τῆς ἔνδον καὶ τῆς ἀκαθαρσίας δεῖγμα ἡ τοῦ σώματος καὶ τῶν ἱματίων εὐωδία γένοιτ’ ἄν, Ὅταν γὰρ ἐπελθὼν ὁ διάβολος διαθρύψῃ τὴν ψυχήν, καὶ βλακείας ἐμπλήσῃ πολλῆς, τότε καὶ εἰς τὸ σῶμα τῆς οἰκείας διαφθορᾶς τὴν κηλῖδα ἐναπομάσσεται διὰ τῶν μύρων. Καὶ καθάπερ οἱ κορύζῃ τινὶ καὶ κατάρρῳ διηνεκῶς ἁλισκόμενοι, καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ὄψιν μολύνουσι, τὸ διὰ τῶν ρινῶν ρέον συνεχῶς ἐναπομασσόμενοι· οὕτοι δὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πονηροῦ τούτου ρεύματος τὴν κακίαν εἰς τὸ σῶμα ἐναπομάσσεται. Τίς γὰρ γενναῖόν τι καὶ χρηστὸν ὑπολήψεται περὶ τοῦ μύρου ὄζοντος καὶ γυναικιζομένου, μᾶλλον δὲ ἑταιριζομένου, καὶ ὀρχηστικὸν ἀναιρουμένου βίου; Πνείτω σοι πνευματικῆς εὐωδίας ἡ ψυχή, ἵνα καὶ σαυτὸν καὶ τοὺς συγγινομένους σοι ὠφελῇς τὰ μέγιστα. Οὐδὲν γάρ, οὐδὲν τρυφῆς χαλεπώτερον. Ἄκουσον τί περὶ αὐτῆς φησι πάλιν ὁ Μωυσῆς· Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύθη, καὶ ἀεπλάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Καὶ οὐκ εἶπεν, ὅτι ἀπέστη, ἀλλ’, Ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, τὸ γαῦρον καὶ δυσήνιον αὐτοῦ παρεμφαίνων ἡμῖν. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Φαγὼν καὶ πιὼν πρόσεχε σεαυτῷ, μήποτε ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὕτως ἡ τρυφὴ πρὸς λήθην ἐξάγειν εἴωθε. Καὶ σὺ τοίνυν, ἀγαπητέ, ἐὰν καθίσῃς ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἀναιμνήσθητι ὅτι μετὰ τὴν τράπεζαν εὔχεσθαί σε δεῖ· καὶ οὕτω συμμέτρως ἔμπλησον τὴν γαστέρα, ἵνα μὴ βαρυνόμενος ἀδυνατήσῃς γόνυ κλῖναι, καὶ τὸν Θεὸν παρακαλέσαι. Οὐχ ὁρᾶτε τὰ ὑποζύγια, ὅτι μετὰ τὴν φάτνην ὁδοιπορίας ἅπτεται, καὶ ἀχθοφορεῖ, καὶ τὴν οἰκείαν διακονίαν ἀποπληροῖ; Σὺ δὲ μετὰ τὴν τράπεζαν ἄχρηστος πρὸς πᾶν ἔργον καὶ ἀνεπιτήδειος γίνῃ. Καὶ πῶς οὐκ ἔσῃ καὶ τῶν ὄνων αὐτῶν ἀτιμότερος. Τίνος ἕνεκεν; Ὅτι τότε μάλιστα νήφειν χρὴ καὶ ἐγρηγορέναι. Ὁ γὰρ μετὰ τὴν τράπεζαν καιρός, εὐχαριστίας ἐστὶ καιρός· τὸν δὲ εὐχαριστοῦντα οὐχὶ μεθύειν, ἀλλὰ νήφειν δεῖ καὶ ἐγρηγορέναι. Ἀπὸ τραπέζης μὴ κλίνην, ἀλλ’ ἐπ’ εὐχὴν τρεπώμεθα, ἵνα μὴ τῶν ἀλόγων ἀλογότεροι γινώμεθα. Οἶδα ὅτι πολλοὶ καταγνώσκονται τῶν λεγομένων, ὡς καινὴν τινα καὶ παράδοξον συνήθειαν εἰσαγόντων τῷ βίῳ· ἀλλ’ ἐγὼ μειζόνως τῆς πονηρᾶς καταγνώσομαι συνηθείας τῆς νῦν κατεχούσης ἡμᾶς. Ὅτι γὰρ μετὰ τροφὴν καὶ τράπεζαν οὐχ ὕπνον οὐδὲ εὐνήν, ἀλλ’ εὐχὰς καὶ θείων Γραφῶν ἀνάγνωσιν διαδέχεσθαι χρή, τοῦτο σαφέστερον ἐδήλωσεν ὁ Χριστός. Τὰ γοῦν ἄπειρα πλήθη τότε ἑστιάσας ἐπὶ τῆς ἐρήμου, οὐκ ἐπὶ κλίνην καὶ ὕπνον αὐτοὺς ἔπεμψεν, ἀλλ’ ἐπὶ θείων ἀκρόασιν ἐκάλεσε λογίων. Οὐ γὰρ διέρρηξεν αὐτῶν τὰς γαστέρας, οὐδὲ εἰς μέθην ἐξέβαλεν, ἀλλὰ πληρώσας αὐτῶν τὴν χρείαν, πρὸς τὴν πνευματικὴν ἦγε τροφήν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν, καὶ τοσοῦτον ἐθίσωμεν ἑαυτοὺς ἐσθίειν, ὅσον πρὸς τὸ ζῆν μόνον, οὐχ ὅσον διασπᾶσθαι καὶ βαρύνεσθαι. Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο ἐγενόμεθα καὶ ζῶμεν, ἵνα φάγωμεν καὶ πίωμεν· ἀλλ’ διὰ τοῦτο ἐσθίωμεν, ἵνα ζῶμεν, Οὐ τὸ ζῆν διὰ τὸ φαγεῖν, ἀλλὰ διὰ τὸ ζῆ τὸ φαγεῖν γέγονεν ἐξ ἀρχῆς. Ἡμεῖς δὲ ὡς διὰ τοῦτο ἐλθόντες εἰς τὸν κόσμον, οὕτως ἅπαντα εἰς τοῦτο καταναλισκομεν. Ἀλλ’ ἵνα σφοδρότερα γένηται τῆς τρυφῆς ἡ κατηγορία, καὶ μάλα καθίκηται τῶν ἐν αὐτῇ ζώντων, φέρε, πάλιν ἐπὶ τὸν Λάζαρον τὸν λόγον ἀγάγωμεν. Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἀληθεστέρα τε καὶ ἐναργεστέρα ἡ παραίνεσις ἔσται καὶ ἡ συμβουλή, ὅταν μή διὰ ρημάτων, ἀλλὰ διὰ πραγμάτων ἴδητε παιδευομένους καὶ καὶ κολαζομένους τοὺς ἀδηφαγίᾳ προσέχοντας. Ὁ μὲν οὖν πλούσιος τοσαύτῃ πονηρίᾳ συνέζη, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐνετρύφα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐνεδιδύσκετο λαμπρῶς, χαλεπωτέραν ἑαυτῷ ἀνάπτων τὴν κόλασιν, καὶ μεῖζον τὸ πῦρ ἐργαζόμενος καὶ ἀπαραμύθητον ἑαυτῷ ποιῶν τὴν δίκην, καὶ ἀσύγγνωστον τὴν τιμωρίαν. Ὁ δὲ πένης ἔρριπτο παρὰ τὸν πυλῶνα αὐτοῦ, καὶ οὐτ’ ἀπεδυσπέτησεν οὔτ’ ἐβλασφήμησεν, οὔτ’ ἠγανάκτησεν· οὐκ εἶπε πρὸς ἑαυτόν, ὅ πολλοὶ λέγουσι· τί ποτε τοῦτό ἐστιν; οὗτος μὲν πονηρίᾳ συζῶν καὶ ὠμότητι καὶ ἀπανθρωπίᾳ καὶ τῶν ὑπὲρ τὴν χρείαν ἀπολαύει πάντων, καὶ οὐδ’ ἀθυμίαν ὑπομείνει, οὐδ’ ἄλλο τι τῶν ἀδοκήτων, οἷα πολλὰ τὰ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἀλλὰ καὶ καθαρὰν καρποῦται τὴν ἡδονήν· ἐγὼ δὲ οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας, ἔχω τροφῆς μετασχεῖν. Ἀλλὰ τούτῳ μὲν εἰς παρασίτους καὶ κόλακας καὶ μέθην τὰ ὄντα ἅπαντα δαπανῶντι, ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἅπαντα ἐπιρρεῖ· ἐγὼ δὲ παράδειγμα τοῖς ὁρῶσι κεῖμαι καὶ αἰσχύνη καὶ γέλως, καὶ λιμῷ τηκόμενος. Ἆρα ταῦτα προνοίας; ἄρα ἐφορᾷ δίκη τις τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Οὐδὲν τούτων οὐκ εἶπεν, οὐκ ἐνενόησεν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἐξ ὧν ἀπήγαγον αὐτὸν οἱ ἄγγελοι δορυφοροῦντες, καὶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ἀποκατέστησαν· οὐκ ἄν δέ, εἰ βλάσφημος ἦν, τοσαύτης ἀπέλαυσε τιμῆς. Οὕτω μὲν οὖν οἰ πολλοὶ διὰ τοῦτο θαυμάζουσι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ὅτι ἐν πενίᾳ ἦν· ἐγὼ δὲ δείκνυμι τιμωρίας ἐννέα τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν ὑπομείναντα, οὔχ ἵνα κολάζηται, ἀλλ’ ἵνα λαμπρότερος γίνηται· ὅπερ οὖν καὶ ἐγένετο. Δεινὸν μὲν γὰρ ὄντως καὶ ἡ πενία, καὶ ἴσασιν ὅσοι πεῖραν ταύτης εἰλήφασι· λόγος γὰρ οὐδεὶς παραστῆσαι δυνήσεται τὴν ὀδύνην, ὅσην ὑπομένουσιν οἱ πτωχείᾳ συζῶντες, καὶ φιλοσοφεῖν οὐκ εἰδότες. Ἐπὶ δὲ τοῦ Λαζάρου οὐ τοῦτο μόνον ἦν τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ ἀρρωστία αὐτῷ συνέζευκτο, καὶ αὕτη μεθ’ ὑπερβολῆς. Καὶ ὅρα πῶς ἑκατέρας τὰς συμφορὰς δείκνυσιν εἰς ἄκρον ἐλθούσας. Ὅτι μὲν γὰρ πᾶσαν πενίαν ἡ τοῦ Λαζάρου πενία τότε ἐνίκησεν, ἔδειξεν εἰπών, ὅτι οὐδὲ τῶν ψιχίων ἀπήλαυσε τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ὅτι δὲ καὶ ἡ ἀρρωστία πρὸς τὸ αὐτὸ μέτρον ἐφθάκει τῇ πενίᾳ, καθ’ ὅ λοιπὸν ἐκταθῆναι οὐκ ἦν, καὶ τοῦτο αὐτὸ πάλιν ἐδήλωσεν, εἰπὼν ὅτι οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Οὕτως ἦν ἐξησθενικώς, ὡς μηδὲ τοὺς κύνας ἀποσοβῆσαι δύνασθαι, ἀλλὰ νεκρὸς ἔμψυχος ἔκειτο, ἐπιόντας μὲν αὐτοὺς θεωρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων. Οὕτως αὐτῷ τὰ μέλη παρεῖτο, οὕτω τεταρίχευτο τῇ ἀρρωστίᾳ, οὕτω δεδαπάνητο τῷ πειρασμῷ. Εἶδες μετ’ ἄκρας ὑπερβολῆς καὶ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀρρωστίαν πολιορκοῦσαν αὐτοῦ τὸ σῶμα; Εἰ δὲ καθ’ ἑαυτὸ τούτων ἕκαστον ἀφόρητον καὶ δεινόν, ὅταν ὁμοῦ συμπεπλεγμένα ἧ, πῶς οὐκ ἀδάμας τις ἦν ὁ ταῦτα ὑπομένων; Πολλοὶ πολλάκις ἀρρωστοῦσιν, ἀλλὰ τῆς ἀναγκαίας οὐκ ἀποροῦσι τροφῆς· ἄλλοι πενίᾳ μὲν συζῶσιν ἐσχάτῃ, ἀλλ’ ὑγιείας ἀπολαύουσι, καὶ θἄτερον θἀτέροου παραμυθία γίνεται· ἐνταῦθα δὲ ἀμφότερα ταῦτα συνεδεδραμήκει. Ἀλλ’ ἔχεις μοί τινα εἰπεῖν καὶ ἐν ἀρρωστίᾳ ὄντα καὶ ἐν πενίᾳ. Ἀλλ’ οὐκ ἐν ἐρημίᾳ τοσαύτῃ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ παρ’ ἑαυτοῦ μηδὲ οἴκοθεν, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ὁρώντων ἐλεῖσθαι δύναιτο ἄν εἰς τὸ μέσον προκείμενος· τούτῳ δὲ τὰ προειρημένα δεινὰ χαλεπώτερα ἐποίει γίνεσθαι τῶν προστησομένων ἡ ἐρημία· καὶ αὐτὴν ταύτην πάλιν χαλεπωτέρα ἐποίει φαίνεσθαι τὸ ἐν πυλῶνι κεῖσθαι τοῦ πλουσίου. Εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀοικήτου κείμενος, ταῦτ’ ἔπασχε καὶ παρεωρᾶτο, οὐκ ἄν οὕτως ἤλγησε· τὸ γὰρ μηδένα παρεῖναι καὶ ἄκοντα φέρειν ἔπειθε τὰ συμβαίνοντα· τὸ δὲ ἐν μέσῳ τοσούτων κείμενον μεθυόντων, εὐημερούντων, παρὰ μηδενὸς μηδὲ τῆς τυχούσης ἐπιμελείας τυγχάνειν, δριμυτέραν ἐποίει τῶν ὀδυνῶν γίνεσθαι τὴν αἴσθησιν, καὶ τὴν ἀθυμίαν ἐξέκαιε μᾶλλον. Οὐ γὰρ οὕτως ἀπόντων τῶν βοηθούντων, ὡς παρόντων μέν, οὐκ ἐθελόντων δὲ ὀρέξαι χεῖρα, δάκνεσθαι πεφύκαμεν ἐν ταῖς συμφοραῖς· ὅπερ οὖν κἀκεῖνος τότε ἔπασχεν. Οὐδεὶς γὰρ ἦν, οὐχ ὁ λόγῳ παρακαλῶν, οὐχ ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδείς, πάσης τῆς τοῦ πλουσίου διεφθαρμένης οἰκίας. Ἔτι πρὸς τούτοις ἑτέραν αὐτῷ προσθήκην ὀδύνης, ἐνεποίει καὶ ἕτερον εὐπραγοῦντα ὁρᾷν· οὐκ ἐπειδὴ βάσκανος ἦν καὶ πονηρός, ἀλλ’ ἐπειδὴ πεφύκαμεν ἅπαντες ἐν ταῖς ἑτέρων εὐημερίαις ἀκριβέστερον τὰς οἰκείας καταμανθάνειν συμφοράς. Ἐπὶ δὲ τοῦ πλουσίου καὶ μεῖζον προσῆν αὐτῷ ἕτερον τὸ δυνάμενον αὐτὸν δοκεῖν. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ταῖς εὐημερίας ταῖς ἐκείνου συγκρίνων τὴν ἑαυτοῦ δυσπραγίαν, μείζονα τὴν αἴσθησιν ἐλάμβανε τῶν οἰκείων κακῶν, ἀλλὰ καὶ λογιζόμενος, ὅτι ὁ μὲν μετ’ ὠμότητος καὶ ἀπανθρωπίας ζῶν, ἐν ἅπασιν εὐοδοῦται, οὕτος δὲ μετὰ ἀρετῆς καὶ ἐπιεικείας τὰς ἔσχατα πάσχει δεινὰ καὶ ἔνθεν ἀπαραμύθητον τὴν ἀθυμίαν πάλιν ὑπέμενεν. Εἰ γὰρ δίκαιος ἦν, εἰ γὰρ ἐπιεικής, εἰ γὰρ θαυμαστὸς ὁ ἀνήρ, εἰ γὰρ πάσης γέμων ἀρετῆς, οὐκ ἄν αὐτὸν ἐλύπησε· νυνὶ δὲ καὶ πονηρίᾳ συζῶν, καὶ πρὸς ἔσχατον κακίας ἐληλακώς, καὶ τοσαύτην ἀπανθρωπίαν ἐπιδεινύμενος, καὶ τὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶ διατιθείς, καὶ ὥσπερ λίθον αὐτὸν παρατρέχων ἀναισυχνύτως καὶ ἀνιλέως, καὶ μετὰ ταῦτα πάντα τοσαύτης ἀπολαύων εὐπορίας· ἐννόησον πῶς εἰκὸς ἦν, ὥσπερ ἐπαλλήλοις κύμασι βαπτίζειν αὐτὸν τοῦ πένητος τὴν ψυχήν, ἐννόησον τὸν Λάζαρον, οἷον εἰκὸς ἦν εἶναι, ὁρῶντα παρασίτους, κόλακας, οἰκέτας ἀναβαίνοντας, καταβαίνοντας, ἐξιόντας, εἰσιόντας, κατατρέχοντος, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας καὶ πᾶσαν ἄλλη ἀσέλγειαν ἐπιδεικνυμένους. Ὥσπερ γὰρ δι’ αὐτὸ τοῦτο ἐλθών, ἵνα μάρτυς ᾖ τῶν ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, οὕτως εἰς τὸν πυλῶνα ἔρριπτο, τοσοῦτον ζῶν, ὅσον αἰσθάνεσθαι εἶχε τῶν οἰκείων κακῶν μόνον, ἐν λιμένι ναυάγιον ὑπομένων, πλησίον δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος. Εἴπω τι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις κακόν; Οὐκ εἶχεν εἰς ἕτερον Λάζαρον ἰδεῖν. Ἡμεῖς μὲν γὰρ κἄν μυρία πάθωμεν κακά, ἀλλ’ ἔχομεν εἰς ἐκεῖνον ἰδόντες, ἱκανὴν δέχεσθαι παράκλησιν, καὶ πολλῆς ἀπολαῦσαι τῆς παραμυθίας. Τὸ γὰρ κοινωνοὺς εὑρίσκειν τῶν οἰκείων κακῶν ἤ ἐν πράγμασιν, ἤ ἐν διηγήμασι, πολλὴν φέρι τοῖς ὀδυνωμένοις παράκλησιν. Ἐκεῖνος δὲ οὐδὲν ἕτερον εἶχεν ἰδεῖν τὸν τὰ αὐτὰ αὐτῷ πεπονθότα· μᾶλλον δὲ οὐδ’ ἀκοῦσαί τινος ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ἑαυτοῦ τοσαῦτα ὑπομείναντος. Ἱκανὸν δὲ τοῦτο σκοτῶσαι ψυχήν. Ἔστι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις εἰπεῖν, ὅτι οὐδὲν τι περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφεῖν ἠδύνατο ἀλλὰ μέχρι τοῦ παρόντος βίου τὰ παρόντα ἐνόμιζε συγκεκλεῖσθαι πράγματα· τῶν γὰρ πρὸ τῆς χάριτος ἦν. Εἰ δὲ νῦν ἐφ’ ἡμῶν μετὰ τοσαύτην θεογνωσίαν, καὶ τὰς χρηστὰς τῆς ἀναστάσεως ἐλπίδας, καὶ τὰς κειμένας τοῖς ἁμαρτάνουσι τιμωρίας ἐκεῖ, καὶ τὰ ἡτοιμασμένα τοῖς κατορθοῦσιν ἀγαθά, οὕτω μικροψύχως τινὲς καὶ ταλαιπώρως διάκεινται, ὡς μηδὲ ταύταις διορθοῦσθαι ταῖς προσδοκίας· τί πάσχειν εἰκὸς ἦν ἐκεῖνον καὶ ταύτης ἀπεστερημένων τῆς ἀγύκρας; Ἐκεῖνος γὰρ οὐδὲν οὐδέπω τοιοῦτον φιλοσοφεῖν ἠδύνατο διὰ τὸ μηδέπω τὸν καιρὸν τούτων ἀφῖχθαι τῶν διδαγμάτων. Ἦν τι καὶ πρὸς τούτοις ἄλλο, τὸ καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ δαβεβλῆσθαι παρὰ τοῖς ἀνοήτοις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γὰρ εἰώθασιν οἱ πολλοὶ, ἐπειδὰν τινα ἐν λιμῷ καὶ νόσῳ διηνεκεῖ καὶ τοῖς ἐσχάτοις ὄντας κακοῖς, μηδὲ χρηστὴν περὶ αὐτῶν δόξαν ἔχειν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς συμφορᾶς τὰ κατὰ τὸν βίον κρίνειν, καὶ διὰ πονηρίαν νομίζειν πάντως αὐτοὺς οὕτω ταλαιπωρεῖσθαι· καὶ πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους λέγουσιν, ἀνοήτως μέν, λέγουσι δὲ ὅμως· ὅτι οὗτος, εἰ τῷ Θεῷ φίλος ἦν, οὐκ ἄν εἴασεν αὐτὸν ἐν πενίᾳ, καὶ τοῖς ἄλλοις κακοῖς ταλαιπωρεῖσθαι. Οὕτω γοῦν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰώβ, καὶ ἐπὶ τοῦ Παύλου συνέβη. Καὶ γὰρ ἐκείνῳ ἔλεγον, Μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ, ἰσχὺν δὲ ρημάτων σου τις ὑποίσει; Εἰ γὰρ εἰ ἐνουθέτησας πολλούς, καὶ χείρας ἀσθενεῖς παρακάλεσας, ἀσθενοῦντας δὲ ἐξανέστησας ρήμασι, γόνασι δὲ ἀδυνατοῦσι περιέθηκας θάρσος νυνὶ δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος, σὺ δὲ ἐσπούδακας. Πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ; Ὅ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστιν· Εἴ τι σοι φησίν, ἀγαθὸν ἦν πεπραγμένον, οὐκ ἄν ταῦτα ἔπαθες ἄπερ ἔπαθες· ἀλλ’ ἁμαρτημάτων τίνεις δίκας καὶ παρανομίας. Καὶ τοῦτο ἦν ὅ μάλιστα ἔδακνε τὸν μακάριον Ἰώβ. Καὶ περὶ τοῦ Παύλου δὲ οἱ βάρβαροι τοῦτο ἔλεγον· ἐπειδὴ γὰρ εἶδον τὴν ἔχειν ἐκκρεμαμένην αὐτοῦ τῆς χειρός, οὐδὲν χρηστὸν περὶ αὐτοῦ ὑπενόησαν, ἀλλὰ τῶν τὰ ἔσχατα κακὰ τετολμηκότων αὐτὸν εἶναι ἐνόμιζον· καὶ δῆλον ἐξ ὧν ἔλεγον. Τοῦτον γάρ, φασίν, ἐκ τῆς θαλάσσης σωθέντα ἡ δίκη ζῇν οὐκ εἴασεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τοῦτο ἡμᾶς εἴωθε θορυβεῖν. Ἀλλ’ ὅμως τοσούτων ὄντων τῶν κυμάτων, και ἐπαλλήλων φερομένων οὐ κατεποντίσθη τὸ σκάφος· ἀλλ’ ὡς ἐν καμίνῳ κείμενος, καθάπερ δρόσου διηνεκῶς ἀπολαύων, οὕτως ἐφιλοσόφει. Οὐ γὰρ εἶπε πρὸς ἑαυτὸν οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον πολλοὺς λέγειν εἰκός, ὅτι οὗτος ὁ πλούσιος, ἄν μὲν ἀπελθὼν ἐκεῖ κολασθῆ καὶ δῷ τιμωρίαν, ἕν ἕν γέγονεν· ἄν δὲ κἀκεῖ τῶν αὐτῶν ἀπολαύσῃ τιμῶν, δύο γέγονεν οὐδέν. Ἤ οὐ ταῦτα περιφέρετε ἐν ταῖς ἀγοραῖς ὑμεῖς οἱ πολλοὶ, τὰ ἀπὸ τῆς ἱπποδρομίας καὶ τῶν ἔξω θεάτρων εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσάγοντες; Αἰσχύνομαι μὲν οὖν εἰς μέσον ταῦτα προτιθεὶς τὰ ρήματα καὶ ἐρυθριῶ· πλὴν ἀλλ’ ἀνάγκη ταῦτα εἶπειν, ἵνα ὑμεῖς ἀπαλλαγῆτε τοῦ ἀτάκτου γέλωτος καὶ τῆς αἰσχύνης καὶ τῆς βλάβης τῆς ἀπὸ τῶν ρημάτων τούτων. Ταῦτα πολλοὶ πολλάκις γελῶντες λέγουσιν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο διαβολικῆς κακουργίας ἐστίν, ἐν τάξει ρημάτων ἀστείων διεφθαρμένα εἰσάγειν εἰς τὸν βίον ἡμῶν δόγματα. Ταῦτα γὰρ συνεχῶς καὶ ἐν εργαστηρίοις, καὶ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις πολλοὶ περιφέρουσιν, ὅπερ ἐσχάτης ἀπιστίας ἐστὶ καὶ παρανοίας καὶ γέλωτος ὄντως καὶ παιδικῆς διανοίας. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, ὅτι ἐὰν ἀπελθόντες οἱ πονηροὶ κολασθῶσι, καὶ μὴ σφόδρα πεπεικέναι ἐαυτούς, ὅτι κολασθήσονται, πάντως, ἀπιστούντων ἐστὶ καὶ δαμφισβητούντων· τὸ δὲ, εἰ καὶ τοῦτο συμβαίῃ, ὅπερ οὖν καὶ συμβήσεται, νομίζειν τῆς ἴσης αὐτοὺς τοῖς δικαίοις ἀνταποδόσεως ἀπολελεαυκέναι, τοῦτο ἐσχάτης ἀνοίας. Τί λέγεις; εἰπέ μοι; ἐὰν ἀπελθὼν ὁ πλούσιος ἐκεῖ κολάζηται, ἕν γέγονε; Καὶ πῶς ἄν ἔχοι λόγον; Πόσα γὰρ αὐτὸ ἐνταῦθα βούλει θεῖναι ἀπολελαυκέναι τῶν χρημάτων ἔτη; βούλει θῶμε ἑκατόν; Ἐγὼ δὲ καὶ διακόσια τίθημι, καὶ τριακόσια καὶ δὶς τοσαῦτα, καὶ εἰ βούλει, καὶ χίλια, ὅπερ ἀδύνατον· Αἱ ἡμέραι γάρ, φησί, τῶν ἐτῶν ἡμῶν, ὀγοδήκοντα ἔτη· πλὴν ἀλλὰ κείσθω καὶ χίλια. Μὴ ζωὴν ἔχεις, εἰπέ μοι, ἐνταῦθα δεῖξαι τέλος οὐκ ἔχουσαν, οὐδὲ πέρα ἐπισταμένην, οἵαπερ ἐστὶν ἡ τῶν δικαίων ἐκεῖ; Εἴ τις οὖν, εἰπέ μοι, ἐν ἔτεσιν ἑκατὸν μίαν νύκτα ὄναρ ἰδὼν χρηστόν, καὶ πολλῆς καθ’ ὕπνους ἀπολαύσας τρυφῆς, τὰ ἑκατὸν ἔτη κολάζοιτο, ἆρα δυνήσῃ μένειν ἐπὶ τούτῳ, ἕν καὶ ἕν, καὶ τὴν μίαν νύκτα τῶν ὀνειράτων ἐκείνω τ οῖς ἑκατὸν ἔτεσιν ἀντίρροπον ποιεῖσθαι; Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Τοῦτο δὴ καὶ περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς λογίζου. Ὅπερ γάρ ἐστιν ἕν πρὸς ἑκατὸν ἔτη, τοῦτό ἐστιν ὁ παρὼν βίος πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωήν· μᾶλλον δὲ καὶ πολλῷ πλέον· ὅσον ἐστὶ σταγὼν μικρὰ πρὸς πέλαγος ἄπειρον, τοσοῦτόν ἐστι χίλια ἔτη πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἐκείνην καὶ ἀπόλαυσιν. Καὶ τί γὰρ ἄν ἔχοι τις πλέον εἰπεῖν, ἤ ὅτι πέρα οὐκ ἔχει καὶ τέλος οὐκ οἶδε, καὶ ὅσον ἐστὶ τὸ μέσον ὀνείρων καὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀληθείας, τοσοῦτόν ἐστι τῆς καταστάσεως ταύτης καὶ τῆς ἐκεῖ τὸ διάφορον; Ἄλλως δὲ καὶ πρὸς τῆς ἐκεῖ κολάσεως, ἐντεῦθεν οἱ πονηρευόμενοι καὶ ἐν ἁμαρτίαις ζῶντες κολάζονται. Μὴ γὰρ μοι τὸν τραπέζης ἀπολαύοντα πολυτελοῦς ἁπλῶς εἴπῃς, καὶ τὸν ἱμάτια περιβεβλημένον σηρικά, καὶ ἀνδραπόδων ἀγέλας περιφέροντα καὶ σοβοῦντα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς· ἀλλ’ ἀνάπτυξόν μοι τούτου τὸ συνειδός, καὶ ὄψει πολὺν ἔνδοθεν θόρυβον τῶν ἁμαρτημάτων, φόβον διηνενκῆ, χειμῶνα, ταραχήν, καθάπερ ἐν δικαστηρίῳ τὸν νοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον ἀναβάντα τὸν βασιλικὸν τοῦ συνειδότος, καὶ ὥσπερ τινὰ δικαστὴν καθήμενος καὶ τοὺς λογισμοὺς παριστῶντα, καθάπερ δημίους, καὶ ἀναρτῶνται τὴν διάνοιαν, καὶ καταξαίνοντα ὑπὲρ τῶν ἡμαρτημένων, καὶ ἐμβοῶντα μεγάλα, μηδενὸς εἰδότος, ἀλλ’ ἤ τοῦ ταῦτα ἐπισταμένου βλέπειν Θεοῦ μόνον. Καὶ γὰρ ὁ μοιχεύων, κἄν μυριάκις ᾖ πλούσιος, κἄν μηδένα κατηγοροῦντα ἔχῃ, οὐ παύεται ἑαυτοῦ κατηγορῶν ἔνδον· καὶ ἡ μὲν ἡδονὴ πρόσκαιρος, ἡ δὲ ὀδύνη διηνεκής, φόβος πανταχόθεν καὶ τρόμος, ὑποψία καὶ ἀγωνία· τοὺς στενωποὺς δέδοικε, τὰ σκιὰς αὐτὰς τρέμει, τοὺς οἰκέτας τοὺς ἑαυτοῦ, τοὺς συνειδότας, τοὺς ἀγνοοῦντας, τὴν ἠδικημένην αὐτήν, τὸν ὑβρισμένον ἄνδρα· περιέρχεται πικρὸν κατήγορον περιφέρων τὸ συνειδός, αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ οὐδὲ μικρὸν ἀναπνεῦσαι δυνάμενος. Καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ κλίνης, καὶ ἐν Τραπέζῃ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ, καὶ ἐν νυκτί, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ὀνείρασι πολλάκις τὰ τῆς ἀμαρτίας εἴδωλα βλέπει, καὶ τὸν τοῦ Κάϊν ζῇ βίον, στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ μηδενὸς εἰδότος, ἔνδον ἔχει τὸ πῦρ συνειλεγμένον ἀεί. Τοῦτο καὶ οἱ ἁρπάζοντες, καὶ οἱ πλεονεκτοῦντες πάσχουσι· τοῦτο καὶ οἱ μεθύοντες καὶ ἕκαστος, δὲ ἁπλῶς ἐν ἁμαρτίαις ζώντων· ἀμήχανον γὰρ ἐκεῖνο διαφθαρῆναι τὸ δικαστήριον· ἀλλὰ κἄν μὴ μετίωμεν τὴν ἀρετήν, ὅμως ὀδυνώμεθα, ἐπειδὴ μὴ μετερχόμεθα, κἄν μετίωμεν τὴν κακίαν, ὅμως παυσάμενοι τῆς ἡδονῆς τῆς κατὰ τὴν ἁμαρτίαν, αἰσθανόμεθα τῆς ὀδύνης. Μὴ τοίνυν λέγωμεν ἐπὶ τῶν πλουτούντων ἐνταῦθα καὶ πονηρευομένων, καὶ τῶν δικαίων τῶν ἀπολαυόντων ἐκεῖ, ὅτι ἕν ἕν, ἀλλ’ ὅτι δύο οὐδέν. Τοῖς μὲν γὰρ δικαίοις καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐνταῦθα πολλὴν παρέχει τὴν ἡδονήν· οἱ δὲ ἐν πονηρίαις καὶ ἐν πλεονεξίαις, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐκεῖ κολάζονται. Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα κολάζονται τῇ προσοδοκίᾳ τῆς ἐκεῖ τιμωρίας, καὶ τῇ πονηρᾷ παρὰ πάντων ὑποψίᾳ, καὶ αὐτῷ τῷ ἁμαρτάνειν καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἑαυτῶν διαθφείρειν· καὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ἀφορήτους ὑπομένουσιν τιμωρίας. Πάλιν οἱ δίκαιοι, κἄν μυρία πάσχωσιν ἐνταῦθα δεινά, χρησταῖς συντρέφονται ταῖς ἐλπίσιν, ἡδονὴν ἔχοντες καθαράν, βεβαίαν, ἀκίνητον· καὶ μετὰ ταῦτα τὰ μυρία αὐτοὺς διαδέξεται ἀγαθά, καθάπερ οὖν καὶ τὸν Λάζαρον. Μὴ γὰρ μοι τοῦτο εἴπῃς, ὅτι ἤλκωτο, ἀλλὰ τοῦτο σκόπει, ὅτι χρυσοῦ παντὸς τιμιωτέραν ἔνδον εἶχε τὴν ψυχήν· μᾶλλον δὲ οὐ τὴν ψυχὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ· ἀρετὴ γὰρ σώματος οὺ πολυσαρκία καὶ εὐεξία, ἀλλὰ τοσαύτας καὶ τοιαύτας φέρειν βασάνους. Οὐ γάρ, εἴ τις ἐπὶ τοῦ σώματος τραύματα ἔχοι τοιαῦτα, βδελυκτὸς ὁ τοιοῦτος· ἀλλ’ εἴ τις ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἕλκῃ μυρία ἔχων, μηδεμίαν αὐτῶν ἐπιμέλειαν ποιοῖτο· οἷος ἦν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ἔνδοθεν ἡλκωμένος ἅπας. Καὶ καθάπερ οἱ κύνες τούτου περιέλειχον τὰ τραύματα, οὕτως ἐκείνου δαίμονες τὰ ἁμαρτήματα· καθάπερ οὗτος ἐν λιμῶ τροφῆς, οὕτως ἐκεῖνος ἐν λιμῷ πάσης ἀρετῆς ἔζη. Ταῦτ’ οὖν εἰδότες ἅπαντα φιλοσοφῶμεν, καὶ μὴ λέγωμεν, ὅτι εἰ τὸν δεῖνα ἐφίλει ὁ Θεός, οὐκ ἄν αὐτὸν ἀφῆκε γενέσθαι πένητα. Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μέγιστον ἀγάπης τεκμήριον ἐστιν· Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει· μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱόν, ὅν παραδέχεται. Καὶ πάλιν, Τέκνον, ἐὰν προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμαστον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου, καὶ καρτέρησον. Ἐκβάλωμεν οὖν, ἀγαπητοί, τὰς περιττὰς ταύτας προλήψεις ἀφ’ ἐαυτῶν, καὶ τὰ δημώδη ταῦτα ρήματα. Αἰσχρότης γάρ, φησί, καὶ μωρολογία, καὶ εὐτραπελία μὴ ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν. Μήτε οὖν αὐτοὶ ταῦτα λέγωμεν, ἀλλὰ κἄν ἑτέρους ἴδωμεν ταῦτα λέγοντας, ἐπιστομίσωμεν, κατεξαναστῶμεν σφοδρῶς, ἐπίσχωμεν τὴν ἀναίσχυτον αὐτῶν γλῶτταν. Εἴ τινα ἴδῃς, εἰπέ μοι, λήσταρχον κατατρέχοντα τὰς ὁδούς, τοῖς παριοῦσιν ἐφεδρεύοντα, τὰ ἐκ τῶν ἁγρῶν ἁρπάζοντα, εἰς σπήλαια καὶ καταδύσεις χρυσίον καὶ ἀργύριοιν κατορύττοντα, καὶ ἀγέλας ἀποκλείοντα πολλὰς ἐκεῖ, καὶ ἱμάτια καὶ ἀνδράποδα πολλὰ κεκτημένον ἐκ τῆς καταδρομῆς ἐκείνης, ἆρα αὐτόν, εἰπέ μοι μακαρίζεις διὰ τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον, ἤ ταλανίζεις διὰ τὴν μέλλουσαν αὐτὸν διαδέχεσθαι δίκην; Καίτοι οὔπω συνείληπται, οὐδὲ εἰς χεῖρας τοῦ δικαστοῦ παραδέδοται, οὐδὲ εἰς δεσμωτήριον ἐνέπεσεν, οὐδὲ κατήγορον ἔσχεν, οὐδὲ ὑπὸ ψῆφον ἐγένετο, ἀλλὰ τρυφᾷ, μεθύει, εὐπορίας ἀπολαύει πολλῆς· ἀλλ’ ὅμως οὐ διὰ τὰ παρόντα καὶ τὰ ὁρώμενα αὐτὸν μακαρίζομεν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλλοντα καὶ προσδοκώμενα ταλανίζομεν. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν πλουτούντων καὶ πλεονεκτούντων λόγισαι. Λησταὶ τινές εἰσίν, ὁδοῖς ἐφεδρεύοντες, τὰ τῶν παριόντων ἁρπάζοντες, ὥσπερ, ἐν σπηλαίοις καὶ καταδύσεσι, τοῖς ἑαυτῶν θαλάμοις κατορρύττοντες τὰς ἑτέρων περιουσίας. Μὴ τοίνυν μακαρίζωμεν αὐτοὺς διὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ ταλανίζωμεν διὰ τὰ μέλλοντα, διὰ τὸ φοβερὸν ἐκεῖνοι δικαστήριον, διὰ τὰς ἀπαρειτήτους εὐθύνας, διὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ὅ μέλλει αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι. Καίτοι οἱ μὲν λησταὶ πολλάκις ἐξέφυγον ἀνθρώπων χεῖρας· ἀλλ’ ὅμως καὶ τοῦτο εἰδότες, καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἐχθροῖς ἀπευξαίμεθα ἄν τὸν ἐκείνων βίον, καὶ τὴν εὐπορίαν τὴν ἐπάρατον. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι τοῦτο εἰπεῖν· οὐδεὶς γὰρ αὐτοῦ διαφεύξεται τὴν ψῆφον, ἀλλὰ πάντες πάντως οἱ ἐν πλεονεξίαις καὶ ἁρπαγαῖς ζῶντες τὴν παρ’ αὐτοῦ δίκην, ἐπισπάσονται τὴν ἀθάνατον ἐκείνην καὶ τέλος οὐκ ἔχουσαν, καθάπερ οὖν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος. Ἅπερ οὖν ἅπαντα παρ’ ἑαυτοῖς συλλέγοντες, ἀγαπητοί, μὴ τοὺς ἐν πλούτῳ, ἀλλὰ τοὺς ἐν ἀρετῇ ζῶντας μακαρίζωμεν· μὴ τοὺς ἐν πενίᾳ ἀλλὰ τοὺς ἐν κακίᾳ ταλανίζωμεν· μὴ τὰ παρόντα βλέπωμεν, ἀλλὰ τὰ μέλλοντα σκοπῶμεν· μὴ τὴν ἔξωθεν περιβολήν, ἀλλὰ τὸ ἑκάστου συνειδὸς ἐξτάζωμεν, καὶ τὴν ἐκ τῶν κατορθωμάτων ἀρετὴν και χαρὰν διώκοντες, ζηλώσωμεν τὸν Λάζαρον καὶ πλούσιοι καὶ πένητες. Οὐ γὰρ ἕνα καὶ δύο καὶ τρεῖς μόνον οὗτος, ἀλλὰ πλείστους ἄθλους ἀρετῆς ὑπέμεινε, τὴν πενίαν λέγῳ, τὴν ἀρρωστίαν, τὴν ἐρημίαν τῶν προστησομένων, τὸ ἐν οἰκίᾳ δυναμένῃ τὰ τοιαῦτα σβέσαι κακὰ ἅπαντα ὑπομεῖναι ἐκεῖνα, καὶ μηδενὸς εἰς παραμυθίας λόγον ἀξιοῦσθαι, τὸ τρυφῆς τοσαύτης ἀπολαύοντα τὸν ὑπερορῶντα ὁρᾷν, καὶ οὐ τρυφῆς ἀπολαύοντα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πονηρίᾳ ζῶντα, καὶ μηδὲν πάσχοντα δεινόν· τὸ καὶ μὴ πρὸς Λάζαρον ἕτερον ἔχειν ἰδεῖν, τὸ μηδὲν περὶ ἀναστάσεως δύνασθαι φιλοσοφεῖν, τὸ μετὰ τῶν εἰρημένων κακῶν καὶ πονηρὰν παρὰ τοῖς πολλοῖς ἀπὸ τῶν συμφορῶν καὶ ἐκείνων λαμβάνειν ὑπόληψιν, τὸ μὴ μέχρι δύο καὶ τριῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου, καὶ ἑαυτὸν ἐν τούτοις, καὶ τὸν πλούσιον ἐν τοῖς ἐναντίοις ὁρᾷν. Τίνα οὖν ἕξομεν ἀπολογίαν, εἰ τούτου πάντα ὁμοῦ τὰ δεινὰ μετὰ τοσαύτης φέροντος ἀνδρείας, ἡμεῖς μηδὲ τὰ ἡμίση τούτων οἴσομεν; Οὐ γὰρ ἔχεις, οὐκ ἔχεις δεῖξαι, οὐδὲ εἰπεῖν ἄλλον τινὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα πεπονθότα κακά. Διὰ γὰρ τοῦτο αὐτὸν καὶ εἰς μέσον προοὔθηκεν ὁ Χριστός, ἵνα ὅπουπερ ἄν ἐμπέσωμεν τῶν δεινῶν, ὁρῶντες παρὰ τούτῳ τὴν ὑπερβολῆν οὗσαν τῶν θλίψεων, ἱκανὴν ἐκ τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας καὶ ὑπομονῆς ἀναλάβωμεν παράκλησιν καὶ παραμυθίαν· κοινὸς γὰρ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος πρόκειται τοῖς ὁτιοῦν πάσχουσι δεινόν, πρὸς αὐτὸν παρέχων πᾶσιν ὁρᾷν, καὶ πάντας αὐτοὺς νικῶν τῇ τῶν οἰκείων κακῶν ὑπερβολῇ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων εὐχαριστήσαντες τῷ φιλάνθρωπῳ Θεῷ, καρπωσώμεθα τὴν ἐκ τοῦ διηγήματος ὠφέλειαν, συνεχῶς αὐτὴν καὶ ἐν συνεδρίοις, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ περιφέροντες, καὶ μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα τὸν ἐκ τῆς παραβολῆς ταύτης καταμανθάντοντες πλοῦτον, ἵνα καὶ τὰ παρόντα ἀλύπως παραδράμωμεν δεινά, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα τιμή, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Χτὲς πυργώσαμε ἐναντίου τους τὸν Παῦλο, ποὺ ὁρίζει· Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θὰ τοὺς παρουσιάσωμε τὸν Κύριο τοῦ Παύλου, ὄχι νὰ τοὺς προτρέπη μόνο καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύη ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν τρυφὴ ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίζει ἐκεῖνον ποὺ ζῆ στὴν τρυφὴ καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τῶν παθημάτων τους τίποτ’ ἄλλο παρὰ τοῦτο μόνο δείχνει. Ἤ καλύτερα γιὰ νὰ μὴν προχειρολογήσω, θὰ σᾶς διαβάσω πρῶτα τὴν παραβολή. «Ζοῦσε κάποτε ἕνα πλούσιος· φοροῦσε χρυσὰ καὶ μεταξωτὰ κι ἔκανε γλέντια λαμπρά. Ἦταν κι ἔνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο. Αὐτὸς καθόταν στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου γεμᾶτος πληγὲς κι ἤθελε νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τὶς πληγὲς του». Γιὰ ποιό λόγο μιλοῦσε ὁ Κύριος μὲ παραβολὲς καὶ γιατὶ ἄλλες παραβολὲς τὶς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι, καὶ τί εἶναι ἡ παραβολὴ καὶ τὰ παρόμοια σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἐξετάσωμε, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα. Τοῦτο μόνο θὰ σᾶς πῶ· ποιὸς ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς διηγήθηκε αὐτὴν τὴν παραβολή. Εἶναι λοιπὸν ὁ Λουκᾶς μόνο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζωμε κι αὐτό· ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς ἄλλα τὰ διηγήθηκαν καὶ οἱ τέσσερες, καὶ καθένας χωριστὰ διηγήθηκε ὅ,τι ἄκουσε ἰδιαιτέρως. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ γίνη ἀπαραίτητη κι ἡ ἀνάγνωσση τῶν ἄλλων καὶ νὰ παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Ἄν μᾶς τὰ εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δὲ θὰ προσέχαμε σ’ ὅλους μὲ τὴν ἴδια προθυμία· θὰ ἔφτανε ὁ ἕνας νὰ μᾶς δώση τὸ σύνολο. Ἄν πάλι τὰ ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δὲ θὰ παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ πολλὰ ἔγραψαν καὶ χωριστὰ πάλι ὁ καθένας ἄλλα. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ μᾶς λέει τοῦτο· Ἦταν κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία. Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμιὰ συμφορὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ του κυλοῦσαν σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι δὲν τοῦ συνέβαινε δυσάρεστο, οὔτε λύπη, οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία, φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἔλαχε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειχνε στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα ποὺ κοιτόταν στὴν πόρτα του ἀλλὰ οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Γιατὶ δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς πεσμένος σὲ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ’ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα περνοδιάβαινε ὁ πλούσιος, κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἄν λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἄν δὲν ἐλέησε αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ κατάσταση καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοῦ λυγίσει τὴν καρδιά; Γιατὶ ἄν τὸν προσπέρασε τὴν πρώτη μέρα, τὴ δεύτερη ἦταν φυσικὸ κάτι ν’ ἀντιληφθῆ. Κι ἄν δὲν τὸν πρόσεξε καὶ τότε, τὴν τρίτη τοὐλάχιστο ἤ τὴν τέταρτη ἤ τὴν παράλληλη, ἔπρεπε νὰ λυγίση ἐπὶ τέλους, ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ θηρία ἄν ἦταν ἀγριώτερος. Τίποτα τέτοιο ὅμως δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ δικαστὴ ἐκεῖνον, ποὺ μήτε τὸ Θεὸ φοβόταν μήτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν, φάνηκε πιὸ θρασὺς καὶ πιὸ σκληρός. Ἐκεῖνον τὸν ἔπεισε ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας, ἄν κι ἦταν τραχὺς κι ἄγριος, νὰ τῆς δώση τὴ χάρη καὶ τὸν ἐλύγισε ἡ παράκλησή της. Τοῦτον ὅμως μήτε αὐτὸ δὲ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάμη νὰ σκύψη στὸν πόνο τοῦ φτωχοῦ. Κι ὅμως δὲν ἦταν ἴση ἡ αἴτηση ἀλλὰ τούτη δῶ πολὺ εὐκολώτερη καὶ δικαιότερη. Ἡ χήρα παρακαλοῦσε νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, ἐνῶ αὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήση ποὺ αὐτὸς χανόταν. Κι ἐκείνη τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὶς παρακλήσεις της, ἐνῶ αὐτὸν ὁ πλούσιος τὸν ἔβλεπε καθημερινὰ νὰ κοίτεται σιωπηλά. Πολὺ πιὸ κατάλληλο τοῦτο νὰ μαλακώση ἡ πέτρινη γνώμη. Ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, πολλὲς φορὲς θυμώνομε. Ὅταν ὅμως δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, περιμένουν μὲ πολλὴ σιωπὴ καὶ δὲ λένε τίποτα, κι ἐνῶ πάντα ἀποτυγχάνουν, δὲ θυμώνουν, μόνο στέκουν μπροστά μας σιωπηλά, ἀκόμα κι ἀπὸ τὶς πέτρες ἄν βρεθοῦμε πιὸ ἀναίσθητοι, ντρεπόμαστε τὴν ὑπέρμετρη πραόητά τους καὶ λυγίζομε. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἐμαλάκωσε αὐτὸ τὸ ἀνήμερο θηρίο. Πρώτη λοιπὸν κακίαν εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἄκρα ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι ἴδιο νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή. Καὶ πάλι, ἴδιο δὲν εἶναι νὰ δῆς μιὰ καὶ δυὸ φορὲς ἕνα φτωχὸ καὶ νὰ προσπεράσης μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπης καθημερινὰ καὶ νὰ μὴ συγκινηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπὸ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μόλο ποὺ ἀδιάκοπα εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἀκόμα δὲν εἶναι ἴσο νὰ βρίσκεσαι σὲ συμφορὲς καὶ λύπες καὶ στενοχωρίες καὶ νὰ μὴ βοηθῆς τὸ διπλανό σου μὲ τὸ νὰ νιώθης τόση χαρὰ καὶ παντοντινὴ εὐτυχία καὶ ν’ ἀδιαφορῆς ὡς τὸσο ἄν ἄλλοι λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ κλείσης τὴν καρδιά σου χωρὶς ἡ χαρά σου νὰ σὲ κάμη πιὸ φιλάνθρωπο. Βέβαια τὸ καταλαβαίνετε τοῦτο· κι ἄν εἴμαστε ἀπ’ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στὴ φύση μας νὰ μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιὸ ἥμερους καὶ πιὸ καλούς. Αὐτὸν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δὲν τὸν ἔκαμε καλύτερον, ἀλλὰ ἔμεινε ἀποθηριωμένος καὶ πιὸ πολλὴ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία ἔκρυβε στὴν συμπεριφορά του. Κι ὅμως. Αὐτὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν κακία καὶ στὴν ἀπανθρωπία δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ὁ κυνηγὸς τῆς ἀρετῆς ζοῦσε σὸ βυθὸ τῆς δυστυχίας. Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τὸ φανέρωσε τὸ τέλος του καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος ἡ ὑπομονή μέσα στὴ φτώχεια του. Δὲ σᾶς φαίνεται ἄραγε πὼς βρίσκεστε μπροστὰ τὴν πραγματικότητα; Κατάμεστο τὸ πλοῖο τοῦ πλουσίου ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ ταξίδευε μὲ οὔριο ἄνεμο. Μὴ θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς γιὰ τὸ ναυάγιο, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ διαθέση τὸ ἐμπόρευμά του μὲ φόβο Θεοῦ. Νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτὴ εἶναι ἄκρα κακία. Ὄχι τώρα ποὺ γυρεύομε τόση πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ προφήτης· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα, ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα. Τί σημαίνει «ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα»; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθεῖ γιὰ ἀργία. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος ἀλλὰ γιὰ νὰ ξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά. Ὅτι τὸ Σάββατο δὲν εἶναι γιὰ ἀργία ἀλλὰ προϋπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας τὸ φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ὁ ἱερέας ἐκείνη τὴν ἡμέραν ἐπιτελεῖ διπλῆ ἐργασία. Κι ἐνῶ κάθε μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε ἔχει ἐντολὴ νὰ προσφέρει διπλῆ. Ἄν τὸ σάββατο ἦταν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀργία, ἔπρεπε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀργῆ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ λιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ, δὲν πρόσεχαν ὅμως τὰ πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαζαν, διασκέδαζαν – γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Γιατὶ ὅταν εἶπε· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα κι ὅταν πρόσθεσε· Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα, ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεση πῶς ἦσαν ψεύτικα τὰ σάββατά τους. Πῶς τὰ μετέβαλλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴ διάπραξη τῆς κακίας, τὴν τρυφή, καὶ τὰ μύρια αἴσχη ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε κάτι. Αὐτὸ ποὺ θέλω τὸ ἀποδεικνύει μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἀμέσως· Σεῖς ποὺ κοιμᾶστε σὲ φιλντισένιες κλίνες καὶ ἀσωτεύετε στὰ τραπέζια σας, ποὺ τρῶτε κατσίκια ἀπὸ κοπάδια κι ἀπὸ ἀγέλες μοσχάρια γαλαθηνά, σεῖς ποὺ πίνετε τὸ φιλτραρισμένο κρασί καὶ ἀλείβεστε –πρώτη στάλα- τὰ μυρωδικά. Πήρατε τὸ σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν πράττετε περισσότερο. Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶσαι σὲ φιλντισένια κλινη βλακεία χειρότερη. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἐπὶ τέλους ἔχουν κάποια μικρὴ εὐχαρίστηση, ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσωτία. Τί εὐχαρίστητση ὅμως δοκιμάζει ὅποιος κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι καὶ ποιά ἱκανοποίηση; Κάνει γλυκύτερο καὶ πιὸ εὐχάριστο τὸν ὕπνο μας ἡ ὁμορφιὰ τοῦ κρεβατιοῦ; Ἄν ἔχωμε νοῦ, εἶναι πολὺ πιὸ ἐνοχλητικὸ καὶ δυσάρεστο. Ὅταν σκεφθῆς ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι στὸ φιλντισένιο κρεβάτι σου, ὁ ἄλλος μήτε ψωμὶ νὰ δοκιμάση δὲν ἔχει εὐχέρεια, δὲ θὰ σὲ καταδικάση ἡ συνείδησή σου καὶ δὲ θὰ ἐπαναστατήση ἐναντίον σου κατηγορῶντας αὐτὴν τὴν ἀσυνέπειά σου; Κι ἄν εἶναι αὐτο ἔγκλημα, πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν τυχαίνη νὰ εἶναι τὰ κρεβάτια ντυμένα στὸ ἀσήμι; Θέλεις νὰ δῆς ὀμορφιὰ κρεββατιοῦ; Ἔλα νὰ σοῦ δείξω ὀμορφιὰ ὄχι κρεβατιου κοινοῦ οὔτε στρατιωτικοῦ ἀλλὰ βασιλικοῦ. Κι ἄν εἶσαι ἀπὸ ὅλους πιὸ φιλόδοξος, ξέρω καλὰ πως δὲ θὰ θελήσης νὰ ἔχης κρεβάτι ὡραιότερο ἀπὸ τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι ὁ βασιλιάς μας δὲν εἶναι τυχαῖος ἀλλὰ ὁ πρῶτος, ὁ πιὸ βασιλιας ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες ὅλους, ποὺ ὡς σήμερα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὸν τραγουδοῦν. Σοῦ δείχνω τὸ κρεβάτι τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Τί λογῆς ἦταν ἡ κλίνη αὐτή; Δὲν ἦταν ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι ἀλλὰ κοσμήματά της ἦσαν ὁλόγυρα τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἐξομολογήσεις. Αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἴδιος· Θὰ καταλύσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, θὰ μουσκέψω μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα μου. Σαν μαργαριτάρια ὁλόγυρα τὴν εἶχαν στολίσει τὰ δάκρυά του. Στοχαστῆτε πόσο ἀπὸ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχείλιζε ἡ ψυχή του. Ἐπειδὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, οἱ πολλὲς φροντίδες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν ἄρχοντες, στρατηγοί, ἔθνοι, λαοί, στρατιῶτες, πόλεις, ἡ εἰρήνη, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ οἰκογενειακά, τὰ μακρινά, τὰ κοντὰ τὸν πήγαιναν καὶ τὸν ἔφερναν, τί ἔκανε; Τὸν καιρὸ ποὺ ὅλοι ξοδεύομε στὸν ὕπνο ἐκεῖνος τὸν ἀφιέρωνε στὴν ἐξομολόγηση, στὶς προσευχές, στὰ δάκρυα –Καὶ δὲν ἔκαμε ἔτσι μία νύχτα γιὰ νὰ σταματήση τὴ δεύτερη, οὔτε δύο καὶ τρεῖς κι ἔπειτα νὰ κάμη διάλειμμα. Κάθε νύχτα ἔκαμε τὸ ἴδιο. Θὰ κατακλύσω, λέει, κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου· μὲ τὰ δάκρυά μου θὰ μουσκέψω τὸ κρεβάτι μου. Ἔδειχνε ἔτσι τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων καὶ τὴ συνέχειά τους, ἐνῶ ὅλοι ξεκουράζονταν καὶ ἡσύχαζαν, μόνος ἐκεῖνος συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸ κι ἦταν παρὼν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του, ὅταν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε καὶ φανέρωνε τὰ ἁμαρτήματά του. Τέτοιο κρεβάτι φτιάξε καὶ σύ. Τὸ ἀσήμι καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸ φθόνο προκαλεῖ καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ συνδαυλίζει. Μὰ δάκρυα σὰν τοῦ Δαυΐδ μπορεῖ νὰ σβήσουν κι αὐτὴ τὴ φωτιὰ τῆς γέενας. Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω κι ἄλλο κρεββάτι; Σᾶς λέγω τοῦ Ἰακώβ. Τὸ χῶμα εἶχε σὰ στρῶμα καὶ πέτρα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· γι’ αὐτὸ καὶ εἶδε τὴ νοητὴ πέτρα καὶ τὴ σκάλα ἐκείνη, ὅπου ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἄγγελοι. Τέτοια κρεβάτια ἄς ἐπινοῦμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τέτοια ὄνειρα. Ἄν ὅμως στ’ ἀσημένιο κρεβάτι κοιτώμαστε, ὄχι μόνο δὲ θ’ ἀπολαύσωμε καμμιὰ εὐχαρίστηση ἀλλὰ θὰ δοκιμάσωμε καὶ λύπη. Ἄν στοχαστῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν σὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ’ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρατα σκεπασμένος, τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα... Τότε κι ἄν εἶσαι ἀπ’ ὅλους πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ. Κανένας στρατιώτης, λέει δὲν πλέκεται στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς. Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός. Ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲ βάζει μυρωδικά· αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους, καὶ τοὺς διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῆς σάρκας, τοὺς ἀφρόντιστους. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα ἀλλὰ ἀρετή. Τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν βάζωμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρωδιές. Ἀπόδειξη τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας θὰ ἦταν τ’ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ὅταν ἔρθη ὁ διάβολος καὶ ξεσηκώση τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίση μὲ πολλὴ βλακεία, τότε ἀποτυπώνει μὲ τ’ ἀρώματα καὶ πάνω στὸ σῶμα τὴ σφραγίδα τῆς διαφθορᾶς του. Κι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδιάκοπο συνάχι καὶ καταρροὴ μολύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἀσταμάτητα ὑγρὰ τῆς μύτης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴν κακία τῆς αἰσχρῆς αὐτῆς καταρροῆς ἀποτυπώνει στὸ σῶμα. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι σοβαρὸς κι ἔντιμος αὐτὸς ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει ἤ καλύτερα ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴ ζωὴ τῶν χορευετριῶν; Ἄς βγάζη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ σναναστρέφωνται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα. Τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλι τί λέει γι’ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς. Ἐτράφηκσε ὁ ἀγαπητός, πάχυνε καὶ δυνάμωσε κι ἔδωσε κλωτσιά. Δὲν εἶπε -ἔφυγε, ἀλλὰ «ἔδωσε κλωτσιά» -δείχνοντας πόσο ἦταν περήφανος καὶ σὲ χαλινάρι δύσκολος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· ὅταν φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε μήπως ξεχάσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Ἡ τρυφὴ συνχὰ μᾶς σπρώχνει στὴν λησμονιά. Καὶ σὺ ἀγαπητὲ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς. Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲ θὰ βρεθῆς σ’ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸ Θεό. Δὲ βλέπετε τὰ ζῶα ὅτι μετὰ τὸ παχνὶ βγαίνουν σὲ ταξίδι καὶ μεταφέρουν φορτία ἐκτελῶντας τὸν προορισμό τους; Σὺ ὅμως μετὰ τὸ φαγητὸ γίνεσαι ἄχρηστος κι ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἐργασία. Πῶς νὰ μὴν εἶσαι ἀπὸ τὰ ὑποζύγια κατώτερος; Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἄς μὴ βαδίζωμε στὸ κρεβάτι ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πολλοὶ θὰ καταδικάσουν τοὺς λόγους μου, γιατὶ τάχα εἰσάγουν στὴ ζωὴ μιὰ καινούργια καὶ παράδοξη γραμμή. Ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικάσω περισσότερο τὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε τώρα. Ὅτι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ τραπέζι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαδέχεται ὁ ὕπνος καὶ τὸ κρεβάτι ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν, πιὸ καθαρὰ τὸ ἐδήλωσε ο Χριστός. Ὅταν στὴν ἔρημο ἔκαμε τραπέζι στ’ ἄπειρα πλήθη, δὲν τοὺς ἔστειλε στὸ κρεβάτι καὶ στὸν ὕπνο ἀλλὰ τοὺς ἐκάλεσε στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Δὲν ἔκαμε τὸ στομάχι τους νὰ σπάση, οὔτε τοὺς παρέδωσε στὴ μέθη, ἀλλὰ ἀφοῦ ἱκανοποίησε τὴν φυσικὴ ἀνάγκη τῆς πείνας τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἕτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς κι ἄς συνηθίσωμε νὰ τρῶμε τόσο ὅσο χρειάζεται νὰ ζοῦμε μονάχα. Ὄχι νὰ εἶναι τὸ στομάχι βαρὺ καὶ νὰ πάη νὰ σπάση. Γιατὶ δὲν ἐδημιουργηθήκαμε καὶ δὲ ζοῦμε, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰ νὰ ἤρθαμε γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ’ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη σφοδρότερη ἡ κατηγορία τῆς τροφῆς καὶ νὰ πειράξη περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἄς ξαναφέρωμε τὸ λόγο στὸν Λάζαρο. Ἔτσι ἡ προτροπὴ κι ἡ συμβουλὴ μου θὰ γίνη ἀληθινώτερη καὶ ζωηρότερη, ὅταν ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ πράγματα δῆτε νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ τιμωροῦνται ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν πολυφαγία. Ὁ πλούσιος λοιπὸν σὲ τόση κακία μέσα ζοῦσε , μέσα σὲ καθημερινὴ τρυφὴ καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια ἀνάβοντας περισσότερο τὴν κόλαση γιὰ τὸν ἑαυτό του, συδαυλίζοντας τὴ φωτιά, κάνοντας τὴν καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καὶ τὴν τιμωρία του ἀσυγχώρητη. Κι ὁ φτωχός; Ριγμένος στὴν ἐξώπορτά του οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. Δὲν ἀναρωτήθηκε, ὅπως κάνουν πολλοί· Τί σημαίνει αὐτὸ τέλος πάντων; Τοῦτος ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία καὶ στὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία, καὶ ὅλα τὰ περιττὰ ἀπολαμβάνει καὶ λύπη καμμιὰ δὲν ὑπομένει, καὶ κανένα δυσάρεστο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πολιορκοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χαίρεται ἀτόφια τὴν εὐχαρίστηση. Κι ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δαπανᾶ τὴν περιουσία του ὅλη σὲ παράσιτα καὶ κόλακες καὶ μεθύσια σὰν ἀπὸ πηγὲς τρέχουν ὅλα στὸ σπίτι του. Ἐγὼ ὅμως κοίτομαι ἐδῶ θέαμα σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ βλέπουν, ντροπὴ καὶ περίγελως, κι ἀπὸ τὴν πεῖνα λιώνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Παρακολουθεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἡ θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε εἶπε οὔτε σκέφτηκε. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν πῆραν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν ἀποκατάστησαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δὲ θὰ τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος. Οἱ πολλοὶ θαυμάζουν τὸ Λάζαρο γιὰ τοῦτο μονάχα, ὅτι ζοῦσε στὴ φτώχεια. Ἐγὼ ὅμως ἀποδεικνύω ὅτι αὐτὸς εἶχε δοκιμάσει ἐννέα εἰδῶν τιμωρίες γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο· πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Εἶναι φοβερὴ στ’ ἀλήθεια ἡ φτωχεία καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴ δοκίμασαν. Δὲν μπορεῖ λόγος νὰ παραστήση τὸν πόνο ποὺ δοκιμάζουν ὅσοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ δὲ γνωρίζουν ἀπὸ πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶχε ὁ Λάζαρος τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα ἀλλὰ τὸ συντρόφευε κι ἀρρώστεια καὶ μάλιστα πολὺ βαρειά. Προσέξετε πῶς δείχνει ὅτι κι οἱ δύο συμφορὲς εἶχαν φτάσει τὸ ἄκρο. Ὅτι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότ ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι μήτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν μπροῦσε νὰ ἐπωφεληθῆ. Ὅτι πάλι καὶ ἡ ἀρρώστια του εἶχε φτάσει στὸ ἴδιο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση περισσότερο, αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε λέγοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Τόσο εἶχε ἐξασθενήσει, ὥστε δὲν μποροῦσε μήτε τὰ σκυλιὰ νὰ διώξη ἀλλὰ κοιτόταν ζωντανὸς νεκρὸς κι ἐνῷ τὰ ἔβλεπε ποὺ πλησίαζαν, δὲν εἶχε δύναμη νὰ ἀμηνθῆ. Τόσο εἶχαν παραλύσει τὰ μέλη του κι εἶχε ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Βλέπετε πόσα δεινὰ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώσται πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα του; Κι ἄν τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ μόνο του εἶναι ἀνυπόφορο, ὅταν ἑνωθοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι διαμάντι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει; Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν πολλὲς φορὲς ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἄλλοι πάλι ἔχουν γιὰ σύντροφο τὴ πιὸ μεγάλη φτώχεια, ἔχουν ὅμως τὴν ὑγεία τους καὶ τὸ ἕνα εἶναι μιὰ ἀνακούφιση γιὰ τὸ ἄλλο. Ἐδῶ ἐνεργοῦσαν καὶ τὰ δύο μαζί. Ἔχεις ὅμως ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ εἶναι καὶ ἄρρωστος καὶ φτωχός. Ὄχι ὅμως πὼς βρισκόταν καὶ σὲ τόση ἐγκατάλειψη. Ἄν δὲν μποροῦσε νὰ βρῆ κάποια βοήθεια ἀπὸ μόνος του ἤ ἀπὸ τοὺς δικούς του, μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἀφοῦ κοιτόταν στὴν μέση. Ἀλλὰ ἡ ἀπουσία βοηθῶν ἔκαμε τὰ δεινά του βαρύτερα κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται χειρότερη τὸ πέσιμό του στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Ἄν κοιτόταν σ’ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος δὲ θὰ ὑπέφερε τόσο ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντοῦσε. Ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων θὰ τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρη τὰ παθήματά του καὶ χωρὶς νὰ θέλη. Ἀλλὰ νὰ κοίτεται ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ποὺ ἔπλεαν στὴ μέθη καὶ τὴν καλοπέραση καὶ νὰ μὴν τοῦ δείχνη κανένας τὴν πιὸ μηδαμινὴ φροντίδα, τὸν ἔκαμε νὰ νιώθη δριμύτερα τοὺς πόνους του καὶ ἄναβαν περισσότερο τὴ λύπη του. Γιατὶ πειράζει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ συμφορά του ὄχι τόσο νὰ τοῦ λείπουν οἱ βοηθοί, ὅσο νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τοῦ ἁπλώσουν τὸ χέρι. Αὐτὸ ὑπέφερε κι’ ἐκεῖνος τότε. Ἀκόμη ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἄλλο πρόσθεσε στὴν ὀδύνη του· ἔλβεπε τὸν ἄλλον νὰ εὐτυχῆ. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν φθονερὸς καὶ κακὸς ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση ὅλων μας ἐπιβάλλει νὰ λαβαίνωμε ἀκριβέστερη αἴσθηση τῶν συμφορῶν μας, ὅταν ἄλλοι εὐτυχοῦν. Στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου ἦταν καὶ κάτι βαρύτερο ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πειράξη. Δὲν εἶχε ἐντονώτερη τὴν ἐντύπωση τῶν δεινῶν του, ἐπειδὴ ἔκαμε σύγκριση τῆς δυστυχίας του μὲ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, ἀλλὰ ἐπειδὴ συνάμα τὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῆ μὲ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία προκόβει σὲ ὅλα, ἐνῷ ὁ ἴδιος ποὺ ζοῦσε μὲ ἀρετὴ καὶ καλωσύνη ὑποφέρει τὰ βαρύτερα δεινά. Κι ἀπ’ αὐτὸ πάλι ἡ λύπη του ἦταν ἀπαρηγόρητη. Νὰ ἦταν ὁ πλούσιος δίκαιος, νὰ ἦταν καλωσυνᾶτος, νὰ ἦταν ἄξιος γιὰ θαυμασμό, νὰ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀρετή, δὲ θὰ τοῦ προξενοῦσε λύπη. Τώρα ὅμως ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὴν ἁμαρτία κι εἶχε φτάσει τὰ ὅρια τῆς κακίας κι ἔδειχνε τόση ἀπανθρωπία, μὲ συναισθήματα ἐχθρικὰ πέρα πέρα· κι ἐνῷ σὰ νὰ ἦταν καμμιὰ πέτρα τὸν προσπερνοῦσε ἀδιάντροπα κι’ ἄσπλαχνα, τώρα ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπολάμβανε τόση εὐτυχία. Στοχαστῆτε πῶς ἦταν φυσικὸ νὰ βυθίζη τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ μέσα σὲ ἀλλεπάλληλα κύματα; Φανταστῆτε τὸ Λάζαρο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν· ἔβλεπε τὰ παράσιτα, τοὺς κόλακες, τοὺς ὑπηρέτες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ κάνουν κάθε ἀκολασία. Σάμπρως γι’ αὐτὸ εἶχε ριχτῆ στὴν ἐξώπορτα, γιὰ νὰ γίνῃ μάρτυρας τῆς ξένης εὐτυχίας καὶ ζοῦσε ὅσο νὰ νοιώθη τὰ δεινὰ του μονάχα, ναυαγὸς μέσα στὸ λιμάνι, πεθαμένος στὴ δίψα δίπλα στὴν πηγή. Νὰ ἀναφέρω ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ κι ἄλλο κακό; Δὲν μποροῦσε νὰ στρέψη τὸ βλέμμα του σὲ κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Ἐμεῖς κι ἄν ὑποφέρωμε ἀμέτρητα κακά, μποροῦμε νὰ κοιτάξωμε τὸ διπλανό μας καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε μεγάλη ἀνακούφιση καὶ παργηγορία. Νὰ συναντᾶ κανένας ἤ ν’ ἀκούση νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ ὅμοιους του στὶς συμφορὲς φέρνει μεγάλη ἀνακούφιση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μποροῦσε κανένα νὰ δῆ ποὺ νὰ ἔχη πάθει τὰ ἴδια. Μήτε εἶχε ἀκούσει κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιοὺς νὰ εἶχε τόσα ὑπομείνει. Αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σκοτίση τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μπορῶ καὶ τοῦτο νὰ ἰσχυριστῶ· δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ στὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἡ ζωή του εἶχε κλειστῆ σ’ αὐτὸν μόνο τὸν κόσμο, ἀφοῦ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Κι ἄν στὴν ἐποχὴ τὴ δική μας ὕστερα ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ὄμορφες ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὶς τιμωρίες γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ ἕτοιμα ἀγαθὰ γιὰ τοὺς δικαίους, ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο μικρόψυχοι καὶ τόσο κακομοίρηδες, ὥστε μήτε μὲ τέτοιες προσδοκίες νὰ μὴ διορθώνεται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοῦ ἔλειπε τέτοια ἄγκυρα; Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ τέτοιες σκέψεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα τέτοιων στοχασμῶν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἄκόμα· εἶχε χάσει τὴν ὑπόληψή του ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἦταν ἀνόητοι. Γιατὶ οἱ πολλοὶ, ὅταν ἰδοῦν μερικοὺς νὰ βασανίζωνται μὲ ἀρρώστια ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ μὲ ὑπέρμετρα δεινά, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔχουν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτούς, ἀλλὰ κρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ συμφορά του καὶ πιστεύουν ὅτι βασανίζεται ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του. Καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, λέγονται ὅμως· ὅτι τάχα, ἄν τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆται μέσα στὴν φτώχεια καὶ σ’ ἄλλα δεινά. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Ἰώβ, τὸ ἴδιο καὶ στὸν Παῦλο. Ἔλεγαν στὸν Ἰώβ. «Μήπως σοῦ εἴπαμε πολλὲς φορὲς δυσάρεστα;Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴ μιλήσῃ ; Σὺ πολλοὺς συμβούλεψες, ἀδύνατα χέρια ἐνίσχυσες, τοὺς κλονισμένους ἐκράτησες μὲ τοὺς λόγους σου, τὰ γόνατα ποὺ λύγιζαν ἐστήριξες. Τώρα ἡ συμφορὰ βρίσκει καὶ σένα καὶ σὺ ταράζεσαι. Δὲν ἦταν ἀνόητη ἡ εὐλάβειά σου;» Αὐτὰ θέλουν νὰ ποῦν τοῦτο· Ἄν εἶχες κάμει κάτι καλό, δὲ θὰ πάθαινες αὐτὰ ποὺ παθαίνεις· ἀλλὰ πληρώνεις τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες σου. Αὐτὸ πείραζε πιὸ πολὺ τὸ μακάριο Ἰώβ. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν οἱ βάρβαροι καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Ὅταν εἶδαν τὴν ἔχιδνα κρεμασμένη ἀπὸ τὸ χέρι του, δὲ σχημάτισαν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν ἀλλὰ φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ὁ χειρότερος ἐγκληματίας. Φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του· Αὐτὸν, ἄν καὶ σώθηκεν ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση ἡ θεία δίκη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ τοῦτο συχνὰ μᾶς ταράζει. Ἐνῷ ὅμως ἀντιμετώπιζε τόσα κύματα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, δὲ βούλιαζε τὸ σκάφος. Ἀλλὰ συμπεριφερόταν, σὰν νὰ βρίσκοταν τὴ δροσοβόλο κάμινο, καὶ νὰ δοκίμαζε ἀναβρυστικὴ δρόσο. Δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ λένε οἱ πολλοί· ἄν αὐτὸς ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του κολαστῆ καὶ τιμωρηθῆ, θὰ ἔρθη ἕνα μὲ ἕνα, ἄν ὅμως ἀπολαύση κι ἐκεῖ τὶς ἴδιες τιμὲς θὰ βγάλη δύο μηδέν. Ἤ μήτως δὲν κυκλοφορῆτε τέτοια σεῖς οἱ πολλοὶ μέσα στὴν ἀγορά, φέρνοντας μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ ἱπποδρόμιο καὶ τὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τέτοια λόγια καὶ κοκκινίζω. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ τὰ πῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὰ ἄτακτα γέλοια καὶ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ βλάβη τῶν λόγων αὐτῶν. Αὐτὰ πολλοὶ τὰ λένε γελῶντας ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἶναι ἐπινόημα τῆς διαβολικῆς κακίας, νὰ εἰσάγωνται στὴν ζωὴ ἀνήθικες ἰδέες μὲ μορφή ἀστείων. Αὐτὰ καὶ στὰ ἐργαστήρια ἀδιάκοπα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ τὰ κυκλοφοροῦν, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀνοησία καὶ τρέλλα καὶ κοροϊδία ἀληθινὰ καὶ σκέψη παιδική. Γιατὶ τὸ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν, δείχνει ὅπως νἄχη ἀνθρώπους ποὺ ἀπιστοῦν κι ἀμφιβάλλουν. Κι ἄν τύχη καὶ τοῦτο, ποὺ θὰ τύχη, νὰ νομίζωμε ὅτι αὐτοὶ θὰ κερδίσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση μὲ τοὺς δίκαιους, αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀνοησία. Πέστε μου , τί λέτε; ἄν ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του τιμωρῆται ἐκεῖ, εἶναι ἕνα μ’ ἕνα; Τί νόημα ἔχει τοῦτο; Πόσα χρόνια θέλετε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι θ’ ἀπολαύση ἐδῶ τ’ ἀγαθά του; Ἑκατό; Ἐγὼ βάζω καὶ διακόσια καὶ τριακόσια καὶ διπλάσια, κι ἄν θέλης καὶ χίλια, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὀγδόντα χρόνια λέει, οἱ μέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἄς εἶναι καὶ χίλια. Ἔχομε νὰ δείξωμε ἐδῶ μιὰ ζωὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει καὶ δὲ γνωρίζει ὅριο, ὅπως εἶναι ἐκεῖ ἡ ζωὴ τῶν δικαίων; Πέστε μου, ἄν κάποιος σὲ διάστημα ἑκατὸ ἐτῶν τύχη νὰ δῆ εὐχάριστο ὄνειρο καὶ νὰ δοκιμάση πολλὴ ἀπόλαυση μιὰ νύχτα μόνο, ἐνῶ περνᾶ ἀτελείωτα μαρτύρια κατὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια, θὰ μπορέση τάχα νὰ πῆ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση ἕνα μ’ ἕνα καὶ θὰ μπορέση με τὴ μιὰ ἐκείνη νύχτα τῶν ὀνείρων ν’ ἀντισταθμίση τὰ ἑκατό χρόνια; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώση. Αὐτὸ σκέψου καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή.Ὅ,τι εἶναι ἕνα ὄνειρο μπροστὰ στὰ ἑκατὸ χρόνια, εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ μπροστὰ στὴ μέλλουσα. Κι ἀκόμα περισσότερο. Ὅ,τι εἶναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἀπέραντο πέλαγος, εἶναι καὶ τὰ χίλια χρόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μελλοντικὴ δόξα καὶ ἀπόλαυση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ὄριο καὶ δὲ γνωρίζει τέλος κι ὅση ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τόση εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτὴς κι ἐκείνης τῆς καταστάσεως; Ἐξ ἄλλου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ τιμωρία, ἀπὸ δῶ τιμωροῦνται ὅσοι ζοῦν στὴν πονηρία καὶ στὴν ἁμαρτία. Μὴ μοὺ ἀναφέρης αὐτὸν μόνο ποὺ ἀπολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, ποὺ φορεῖ τὰ μεταξωτά, καὶ διαθέτει κοπάδια δούλων καὶ ἁλωνίζει μέσα στὴν ἀγορά. Ξεδίπλωσε τὴ συνείδησή του καὶ θ’ ἀντικρύσης μέσα πολὺ πλῆθος ἁμαρτημάτων, ἀδιάκοπο φόβο, χειμῶνα καὶ τρικυμία. Θὰ δῆς ὅπως στὸ δικαστήριο ἀνεβασμένο στὸ βασιλικὸ θρόνον τὸ νοῦ, νὰ κάθεται σὰν δικαστής, ἔχοντας δίπλα του τοὺς στοχασμούς σὰν δήμιους, νὰ κρεμάη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ξεσκίζη γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ νὰ φωνάζη δυνατά χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη κανένας παρὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ μοιχὸς λόγου χάρη κι ἄν εἶναι ζάπλουτος κι ἄν δὲν τὸν κατηγορῆ κανένας, δὲ σταματᾶ νὰ κατηγορῆ μέσα του ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἡ εὐχαρίστηση εἶναι ἐφήμερη, παντοντικὸς ὅμως ὁ πόνος· φόβος καὶ τρόμος παντοῦ, ὑποψία καὶ ἀγωνία. Φοβᾶται τὶς στενωπούς, τρέμει τοὺς ἴσκιους, τοὺς ὑπηρέτες τους, αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν, αὐτοὺς ποὺ δὲ γνωρίζουν, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀδικεῖται, τὸν ἄναδρα ποὺ ἐκτίθεται. Πηγαίνει κι ἔχει μαζί του πικρὸ κατήγορο τὴ συνείδησή του, αὐτοκατδικάζεται καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ μιὰ στάλα. Γιατὶ καὶ στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ τραπέζι, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι, τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα καὶ στὰ ὄνερά του, πολλὲς φορές, βλέπει τὰ φαντάσματα τῆς ἁμαρτίας. Περνᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καὶ τρέμοντας πάνω στὴ γῆ, καὶ ἐνῶ δὲν τὸ γνωρίζει κανένας ἔχει πάντα μέσα του φωτιὰ ἀναμμένη. Τὸ ἴδιο παθαίνουν οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες. Τὸ ἴδιο οἱ μέθυσοι καὶ καθένας γενικὰ ἀπ’ ὅσους ζοῦν στὶς ἁμαρτίες. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ δεκαστῆ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἐπιδιώκωμε τὴν ἀρετή, ὅμως ὑποφέρομε, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐπιδιώκομε, κι ἄν ἐπιδιώκωμε τὴν κακία, μόλις παύση ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει ἡ λύπη. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἐδῶ πλούσιους καὶ πονηρούς, καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους ποὺ ἀπολαμβάνουν ἐκεῖ ἕνα μὲ ἕνα ἀλλὰ δύο μηδέν. Γιατὶ οἱ δίκαιοι δοκιμάζουν πολλὴν εὐχαρίστηση κι ἀπὸ τὰ ἐδῶ κι ἀπὸ τὰ ἐκεῖ. Οἱ πονηροὶ ὅμως κι οἱ πλεονέκτες κι ἐδῶ κι ἐκεῖ τιμωροῦνται. Κι ἐδῶ βασανίζονται μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐκεῖ τιμωρίας καὶ τὴν ὑποψία τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν καταστροφή τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μετὰ τὴν ἀποδημία τους ἀπὸ δῶ ὑπομένουν ἀνυπόφορες τιμωρίες. Ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δίκαιοι, κι ἄν παθαίνουν ἐδῶ μύρια δεινά, τοὺς τρέφει ἡ ἐλπίδα, καὶ δοκιμάζουν καθαρὴ εὐχαρίστηση, σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Κι ἔπειτα, τοὺς περιμένουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ πληγές· σκεφτῆτε πῶς εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι. Κι ὄχι μόνο τὴ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἡ παχυσαρκία καὶ ἡ ὑγεία ἀλλὰ νὰ ὑποφέρη τόσα καὶ τέτοια μαρτύρια. Δὲν προκαλεῖ τὴ σιχασιά μας ὅποιος ἔχει τέτοιες πληγές στὸ σῶμα ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀμέτρητες πληγὲς στὴν ψυχὴ καὶ καθόλου ὡστόσο γι’ αὐτὲς δὲν φροντίζει. Τέτοιος ἦταν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος· γεμᾶτος ἕλκη ἐσωτερικὰ ὁλόκληρος. Κι ὅπως τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὰ τραύματα τοῦ Λαζάρου, ἔτσι γλύφουν οἱ δαίμονες τ’ ἁμαρτήματα ἐκείνου. Κι ὅπως ὁ ἕνας ζοῦσε πεινῶντας τὴν τροφή, ἔτσι κι ἐκεῖνος πεινοῦσε κάθε ἀρετή. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς γινώμαστε πιὸ πνευματικοὶ κι ἄς μὴ λέμε, «ἄν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης. Ὅποιον ἀγαπᾶ παιδεύει ὁ Κύριος· μαστιγώνει καθέναν ποὺ τὸν παραδέχεται γιό του. Καὶ πάλι· Ἄν ἔρχεσαι τέκνο μου νὰ ὑπηρετήσης τὸν Κύριο ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ νὰ δεχτῆ τὸν πειρασμό, ἀτσάλωσε τὴ καρδιά σου καὶ ὑπομόνεψε. Ἄς πετάξωμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἀπὸ πάνω μας τὶς περιττὲς αὐτὲς προλήψεις καὶ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Αἰσχροὶ καὶ ἀνόητοι κι εὐτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ἄς μὴ βγαίνουν, ἀπὸ τὸ στόμα μας. Μήτε οἱ ἴδιοι λοιπὸν νὰ τὰ λέμε ἀλλὰ κι ἄλλους ἄν ἀκούσωμε, ἄς τοὺς κλείνωμε τὸ στόμα, κι ἄς ἐξαναστοῦμε μὲ δύναμη, ἄς σταματήσωμε, τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους. Ἄν δῆτε, πῆτε μου, ἕνα λήσταρχον νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραφυλάη τοὺς περαστικούς, ν’ ἁρπάζη τὰ γεννήματα, σὲ σπηλιές καὶ λάκκους νὰ χώνη χρυσαφικὰ κι ἀσημικὰ καὶ πολλὰ κοπάδια ν’ ἀποκλείη στὸ λημέρι του, ρουχισμὸ καὶ δούλους νὰ ἐξασφαλίζη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή του ἐκείνη, ἄραγε τὸν μακαρίζετε γιὰ τὸν πλοῦτο οτυ ἤ τὸν ἐλεεινολογεῖτε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περιμένει; Βέβαια δὲν ἔχει ἀκόμα συλληφθῆ, οὔτε ἔχη παραδοθῆ στὸν δικαστή, οὔτε στὴν φυλακὴ ἔχει κλειστεῖ, οὔτε ὑπάρχει κατήγορός του, οὔτε ἔχει καταδικαστῆ ἀλλὰ διασκεδάζει καὶ μεθᾶ καὶ τὸν πλοῦτο του ἀπολαμβάνει. Κι ὅμως δὲν τὸν μακαρίζομε γιὰ ὅσα ἔχει τώρα καὶ τὰ βλέπομε, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογοῦμε γιὰ ὅσα τοῦ μέλλονται καὶ τὸν περιμένουν. Τὸ ἴδιο σκέψου γιὰ ὅσους πλουτοῦν καὶ πλεονεκτοῦν. Εἶναι λησταὶ ποὺ παραφυλάγουν στοὺς δρόμους καὶ ληστεύουν τοὺς περαστικοὺς καὶ καταχωνιάζοουν τὶς ξένες περιουσίες στὰ σπίτια του, ὅπως σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ λάκους. Ἄς μὴν τοὺς καλοτυχίζωμε γιὰ ὅσα ἔχουν, γιὰ ὅσα τοὺς μέλλονται ἄς τοὺς ἐλεεινολογοῦμε, γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τὶς ἀναπόφευκτες εὐθῦνες, γιὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ποὺ τοὺς περιμένει. Καὶ οἱ λησταὶ πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων· μολαταῦτα δὲ θὰ εὐχόμαστε τὴ ζωή τους καὶ τὸν καταραμένο πλοῦτο τους στὸν ἑαυτό μας οὔτε καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Τοῦτο ὅμως δὲ γίνεται μὲ τὸ Θεό· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κρίση του, παρὰ ὅλοι ποὺ ζοῦν μὲ πλεονεξίες καὶ ἁρπαγὲς θὰ τραβήξουν ἐπάνω τους ἀπὸ μέρους του τὴν τιμωρία τὴν ἀθάνατη, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ φέρωμε μπροστά μας, ἀγαπητοί, κι ἄς μὴ μακαρίζωμε ὅσους κολυμποῦνε μέσα στὰ πλούτη παρὰ ὅσους ζοῦνε μέσα στὴν ἀρετή· κι ἄς μὴ ἐλεεινολογῦμε τοὺς φτωχοὺς παρὰ τοὺς κακούς· ἄς μὴν παρατηροῦμε τὰ τωρινὰ, παρὰ ἄς ἐξετάζωμε τὰ μελλοντικά· ἄς μὴν ἐρευνοῦμε τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὴ συνείδηση καθενός. Ἄς ἐπιδιώξωμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, ζηλεύοντας τὸ Λάζαρο, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Δὲν ἔβγαλε πέρα τοῦτος ἕναν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄθλους μονάχα τῆς ἀρετῆς ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, τὴ φτώχεια, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σὲ σπίτι ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά του κι ὅμως δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νὰ δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα στὴ κακία καὶ κανένα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη. Δὲν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νὰ δῆ, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, εἶχε τὴν κακὴ ὑπόληψη ποὺ ἀπὸ τὶς συμφορὲς του σχημάτιζαν γι’ αὐτὸν οἱ πολλοί, σὰ νὰ μὴν τὸν ἔφταναν τὰ πάθη του, ἀκόμα δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του δύο καὶ τρεῖς μέρες ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τὸν πλούσιο στὴν ἀντίθετη. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μὲ τὸση γενναιότητα ὅλα μαζὶ τὰ δεινὰ κι ἐμεῖς δὲν ἀντέχωμε μήτε τὰ μισὰ; Δὲν μπορεῖτε, δὲν μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε οὔτε ν’ ἀνφέρετε κάποιον ἄλλον μὲ τόσες καὶ τέτοιες συμφορές. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν παρουσίασε μπροστὰ μας ὁ Χριστός· σὲ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσωμε βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ σύνολο τῶν θλίψεων, ν’ ἀντλήσωμε παρηγορία καὶ στήριξη ἀπὸ τὴ σοφία ἐκείνου καὶ τὴν ὑπομονή. Εἶναι κοινος δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιὰ ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὑπερβάλλει ὅλους μὲ τὴ συσσώρευση τῶν δεινῶν του. Ἄς εὐχαριστήσμωε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ φιλάνθρωπο Θεό κι ἄς οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ὠφέλεια τῆς παραβολῆς παίρνοντάς την ἀδιάκοπα μαζί μας παντοῦ, στὶς συντροφιές, στὰ σπίτια μας, στὴν ἀγορὰ καὶ μελετῶντας προσεκτικὰ ὅλο τὸν πλοῦτο της. Ἔτσι καὶ τὰ τωρινὰ δεινά μας θα προσπεράσωμε χωρὶς λύπη καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ κερδίσωμε. Μακάρι νὰ γίνωμε ἄξιοι γι’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
|
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ. 41-59
Πηγή: Αναβάσεις
Σε μία από τις περιοδείες στα χωριά της Ιουδαίας ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός συναντά ένα άνθρωπο από το χωριό των Γεργεσηνών. Ο άνθρωπος αυτός είχε κυριευθεί προ πολλών ετών από δαιμόνια, τα οποία τον βασάνιζαν με κάθε τρόπο. Ο δαιμονισμένος βρισκόταν σε αγρία κατάσταση, αποτέλεσμα της επιρροής των δαιμόνων. Ξέσχιζε τα ρούχα του και κατοικούσε μέσα στα μνήματα των νεκρών.
Οι συγγενείς του τον έδεναν με αλυσίδες, για να μη βλάψει κανένα άνθρωπο, αλλ' εκείνος έσπαζε τα δεσμά του και οδηγείτο από τα πονηρά πνεύματα στην έρημο.
Σ' αυτή την αθλία κατάσταση συναντά ο Κύριος τον δαιμονισμένο. Αξιολύπητη και φρικτή είναι η εμφάνιση του δαιμονισμένου. Και ο Πολυεύσπλαγχνος Κύριος βαδίζει προς την έρημο για να συναντηθεί με το ταλαιπωρημένο πλάσμα Του, τον άνθρωπο.
Τον συναντά, και ανοίγει διάλογο μαζί με τα ακάθαρτα πνεύματα, τα οποία με τη θεϊκή Του εξουσία εκδιώκει και απομακρύνει.
Το σωτηριώδες έργο του Σωτήρα μας Χριστού αποσκοπούσε στο να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά και τη τυραννία του διαβόλου. Με την πτώση του ο άνθρωπος περιέπιπτε χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο στις παγίδες του εχθρού. Το ανθρώπινο γένος κατήντησε αιχμάλωτο του πονηρού. Αποκορύφωμα της τυραννίδος ήτο όταν ο άνθρωπος κυριεύθηκε και σωματικά από τους δαίμονες.
Όταν το πονηρό πνεύμα κυριεύσει τη ψυχή του ανθρώπου, τότε κυριαρχεί σ' όλη τη ψυχοσωματική του οντότητα. Ο άνθρωπος ενεργεί και πράττει ό,τι ο διάβολος του υποδείξει, χωρίς να έχει ο πρώτος τη συναίσθηση του τι λέγει ή τι πράττει. Η ψυχή και η συνείδησή του παραλύονται από τις σκοτεινές δυνάμεις και αδυνατούν να αντιδράσουν. Ο άνθρωπος ζει τη μεγαλύτερη δυστυχία της ύπαρξής του.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο ήρθε για να τον ελευθερώσει. Ήρθε για να συναντηθεί με τον κάθε άνθρωπο. Ήρθε για να συνομιλήσει μαζί μας και να μας οδηγήσει ξανά κοντά Του.
Ο κάθε άνθρωπος, που ζει μακράν του Χριστού, ζει μέσα στην έρημο της αμαρτίας, της αιχμαλωσίας, της τυραννίας του πονηρού. Μακράν του Χριστού, όσο και αν καυχώμεθα, δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία. Ο άνθρωπος βρίσκεται δεμένος με τις αλυσίδες και τα δεσμά των παθών και της αμαρτίας. Ο άνθρωπος, που ζει μέσα στην αμαρτία στερεί τον εαυτό του από τη ζωτική Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η μακράν του Χριστού ζωή είναι στείρα από αρετές και δένδρο άκαρπο.
Ο Κύριος μας στο Ιερό Ευαγγέλιο μας διαβεβαίωσε λέγοντας, ότι κάθε δένδρο που δεν φέρνει καρπό εκκόπτεται και ρίχνεται στη φωτιά, σαν άχρηστο και ανωφελή. Επίσης μας διαβεβαιώνει, ότι εάν θέλωμε να φέρωμε καρπό, τότε πρέπει να είμεθα ενσωματωμένοι μαζί Του, γιατί τότε αποδίδει κανείς καρπό, εάν μένει μαζί Του.
Και εδώ πρέπει να μιλήσωμε για τη μεγάλη πλάνη πολλών Χριστιανών, που έχουν δημιουργήσει μια ψευτοεικόνα του εαυτού των και ζουν μέσα σ' ένα ψεύτικο πιστεύω, πιστεύοντας, ότι μπορούν να είναι «καλοί Χριστιανοί» μέσα στην κοινωνία χωρίς να βιώνουν την εν Χριστώ ζωή. Χωρίς να εκκλησιάζονται.
Χωρίς να κοινωνούν συχνά. Χωρίς να εξομολογούνται. Δημιουργούν μια ψεύτικη εικόνα του εαυτού των, που ικανοποιεί την εγωκεντρική και εγωϊστική τους προσωπικότητα. Και ενώ κομπάζουν για τον εαυτό τους, στερούνται στην ουσία από κάθε αρετή.
Ο άνθρωπος, που δεν πλησιάζει το Χριστό, την Εκκλησία Του, τα Ιερά Μυστήρια ζει μέσα στην κόλαση της ενοχής, της αγωνίας και της ταραχής. Γι' αυτό και βλέπομε τους ανθρώπους, που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας να προσπαθούν να βρουν κάποια διέξοδο από τη τυραννία της συνείδησής των.
Καταφεύγουν στα πολυθόρυβα νυκτερινά κέντρα διασκεδάσεων για να ξεχάσουν και να μην ακούουν τις προειδοποιητικές φωνές της ψυχής τους, που βροντοφωνούν ότι: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος και ο σκοπός της ζωής μας».
Ο άνθρωπος που δεν συναντήθηκε με Χριστό για να ζητήσει τη θεραπεία του από τις πνευματικές αρρώστιες μοιάζει σαν το σημερινό δαιμονισμένο, που προτού θεραπευτεί από το Σωτήρα μας Χριστό ήτο έρμαιο των δαιμόνων. Και πόσοι συνάνθρωποί μας, πόσοι από μας, πόσοι από τους συγγενείς ή φίλους μας, πόσα από τα παιδιά μας ακόμη δεν βρίσκονται κάτω από την τυραννία των πονηρών πνευμάτων και είναι δέσμιοι των παθών, αιχμάλωτοι των σαρκικών ορέξεων, αλυσοδεμένοι, χέρια - πόδια από την κακία, το μίσος, την υπερηφάνεια, την ασπλαγχνία και την φιλαργυρία; Πόσοι νέοι δεν κυριεύονται από το πνεύμα της ανυπακοής και της αντιλογίας προς τους γονείς και είναι απειθείς, αυθάδεις, μη σεβόμενοι το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον;
Ο άνθρωπος, που αποφεύγει να συναντηθεί με το Χριστό μοιάζει με νεκροταφείο στολισμένο με πανέμορφους τάφους, αλλά είναι άδειος και στερημένος από ζωή. Ενώ αντίθετα, ο άνθρωπος που συναντάται με το Χριστό απελευθερώνεται από την καταστρεπτική επιρροή της αμαρτίας. Τα δεσμά των παθών θραύονται. Η τυραννία των δαιμόνων καταργείται και ο άνθρωπος πλέον θεραπεύεται από την αγάπη του Θεού. Ο εν Χριστώ άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του. Σωφρονίζεται και γίνεται νέoς άνθρωπος.
Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, ο άνθρωπος του 20oυ αιώνος, όταν συναντηθεί με το Χριστό, συνομιλήσει και σχετιστεί μαζί Του απομακρύνεται από την έρημο της αμαρτίας, απελευθερώνεται από τα δεσμά της κακίας και βρίσκει την πνευματική του ανάπαυση και ηρεμία. Ο Κύριος εξάλλου μας δίδαξε λέγων, «Μάθετε απ' Εμού ότι πράο ς ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρίσετε ανά-παυσιν ταις ψυχαίς υμών». Ας πλησιάσουμε το Χριστό, διότι η αλήθεια του Χριστού μας ελευθερώνει από όσα μας βασανίζουν και που μας σπρώχνουν σε έρημους και στερημένους από τη Χάρη του Θεού τόπους.
Πηγή: Αναβάσεις
Ο μέγας Παύλος, δείχνοντας το θείο και κοινωφελές τής πίστεως και διακηρύσσοντας τα έργα αυτής και τα κατορθώματα και τους καρπούς και τη δύναμη, αρχίζει από τους αιώνες από τους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο, λέγοντας, «με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες καταρτίσθηκαν με τον λόγο τού Θεού, ώστε τα βλεπόμενα να μη έχουν γίνει από αυτά που είναι ορατά», και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα συμβεί κατ’ αυτήν, από την οποία τίποτε δεν υπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας όμως τον κατάλογο εκείνων που θαυμάσθηκαν για την πίστη και επιβεβαιώνουν αυτήν με τον εαυτό τους, λέγει και τούτο, ότι «με την πίστη έλαβαν γυναίκες με την ανάσταση τους νεκρούς των». Και αυτές είναι η Σαραφθία και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον υιό της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφήτη Ηλία, ενώ η Σουναμίτιδα έλαβε τον δικό της από τον Ελισσαίο.
Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα μεγάλη πίστη. Η Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα με την πίστη της την αναγγελμένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από το αλεύρι μιας χούφτας και το λίγο λάδι, τα μόνα που είχε να φάγει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει με τα παιδιά της. Αλλά κι όταν μετά τον ερχομό τού Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο υιός της (γιατί λέγει, «η αρρώστια του ήταν πολύ βαρειά, σε βαθμό ώστε να μη απομείνει σ’ αυτόν πνεύμα ζωής»), αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον κατηγόρησε, δεν απομακρύνθηκε από τη θεοσέβεια που διδάχθηκε από αυτόν, αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και θεώρησε ότι αιτία τού πάθους είναι οι αμαρτίες της, αποκαλώντας σ’ αυτή τη συμφορά τον Ηλία άνθρωπο του Θεού, και κατηγορώντας μάλλον τον εαυτό της και λέγοντάς του μάλλον προτρεπτικά, παρά σκωπτικά, «τί σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; ήρθες σε μένα να μου υπενθυμίσεις τις αμαρτίες μου και να θανατώσεις τον υιό μου;». Συ είσαι φως, λέγει, κατά μέθεξη, ως διάκονος του φωτός τής δικαιοσύνης, και ερχόμενος εδώ κατέστησες φανερά τα αφανή αμαρτήματά μου, και αυτά μου θανάτωσαν τον υιό μου. Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αυτό εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών, και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.
Η Σουναμίτιδα πάλι έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άνδρα της για τον Ελισσαίο, και με όσα ετοίμασε για τη φιλοξενία τού προφήτη, και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Γιατί, κρύβοντας αθόρυβα τη συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον οδήγησε στην οικία της, λέγοντας προς αυτόν, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», και με αυτή την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαίρετο αυτό θαύμα να μη είναι εκείνων των προφητών, αλλά μάλλον της πίστεως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστάντες.
Αλλά μολονότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο Ηλίας και τα άλλα έκαμε, και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας, «αλλοίμονο, Κύριε, ο μάρτυρας της χήρας με την οποία κατοικώ εγώ, εσύ θανάτωσες σκληρά τον υιό της; Και επικαλέσθηκε τον Κύριο και είπε· Κύριε Θεέ μου, ας επιστρέψει η ψυχή αυτού του παιδιού σ’ αυτό. Και έτσι έγινε». Ο Ελισσαίος πάλι όχι μόνο προσκολλήθηκε στο παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας μέχρι και επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί, και έτσι αναζωογόνησε τον υιό τής Σουναμίτιδας.
Ο Κύριός μας όμως Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με την περικοπή τού Ευαγγελίου που διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τη χήρα, της οποίας ο υιός μεταφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει ούτε να διαπραγματευθεί ούτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στη μητέρα που πενθούσε τον μονογενή της ζωντανό από νεκρό, έδειξε ότι αυτός μόνο είναι κύριος της ζωής και του θανάτου· γιατί λέγει ο ευαγγελιστής, «την επόμενη ημέρα πήγαινε ο Ιησούς στην πόλη που ονομαζόταν Ναΐν». Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαγχνία. Γιατί τον Ηλία βέβαια φάνηκε κατά κάποιο τρόπο να τον εμπαίζει η Σαραφθία παρακινώντας τον προς την αναβίωση του παιδιού, τον Ελισσαίο πάλι η Σουναμίτιδα, αφού του έκανε την παρατήρηση πρώτα, ότι δεν προείδε το πάθος, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», ο Κύριος όμως το προγνωρίζει μόνος του και, χωρίς να τον επικαλεσθεί κανένας, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία γινόταν η εκφορά τού πεθαμένου παιδιού.
«Την επόμενη ημέρα πήγαινε», λέγει. Και αυτό το υποσήμανε με πάνσοφο τρόπο ο ευαγγελιστής. Γιατί η ανάσταση του παιδιού τής χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Γιατί και η ψυχή μας εξ αιτίας τής αμαρτίας ήταν χήρα του ουράνιου νυμφίου, που είχε σαν κάποιο μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί τής αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή, και μεταφερόταν και αυτός από τα πάθη, έχοντας βρεθεί κάπου μακριά από τον Θεό, σε βυθούς τού άδη και της απώλειας. Αλλά, αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήρθε κοντά μας με την με σάρκα παρουσία του, τον ανακαίνισε και τον ανέστησε. Αυτή η παρουσία όμως δεν έγινε σε μας από την αρχή, αλλ’ ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας, «την επόμενη πήγαινε» ο Ιησούς για ν’ αναστήσει τον πεθαμένο υιό τής χήρας και να μεταβάλει το πένθος αυτής σε ευφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλώ, αδελφοί, το νόημα των λεγομένων γιατί και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές με μετάνοια, θα πορευθεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι είναι αυτοί που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν».
Αλλά, «πορευόταν» λέγει, «ο Ιησούς και μαζί μ’ αυτόν πορεύονταν αρκετοί μαθητές του και πλήθος πολύ». Ο Ηλίας δηλαδή απομονώνεται όταν πρόκειται ν’ αναστήσει τον υιό τής Σαραφθίας, και ο Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου βρισκόταν ο πεθαμένος, «έκλεισε τη θύρα», όπως λέγει η ιστορία, «μπροστά στους δύο αυτούς», δηλαδή τη Σουναμίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενέστατη προσευχή προς τον Θεό, και οι άνθρωποι από τη φύση τους, όταν απομονωθούν, απασχολούν το νου τελειότερα και τον ανυψώνουν προς τον Θεό, αντίθετα ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιήσει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές του είχε μαζί του, αλλά και πολύ πλήθος, που άλλο έφερε αυτός και άλλο βρήκε γύρω από τον μεταφερόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουαν, με μόνο το πρόσταγμά του ζωοποίησε τον νεκρό, κάμνοντας αυτό από φιλανθρωπία δημόσια, για να προσελκύσει όλους στην προς αυτόν σωτήρια πίστη. Γιατί λέγει, «καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»΄ δηλαδή προγνωρίζοντας και της μεταφοράς την ώρα έφθασε στην κατάλληλη ώρα. «Μεταφερόταν λοιπόν πεθαμένος ο μονογενής υιός τής μητέρας του΄ και αυτή ήταν χήρα».
Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και τη λύπη αύξησαν πολλαπλάσια, και τη λύση πρόσφεραν εξαίσια. Γιατί βλέποντας ο Κύριος μια μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί, να το χάνει με πρόωρο θάνατο, ν’ ακολουθεί τη σορό τού παιδιού και να θρηνεί ελεεινά, «ευσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πώς δηλαδή δεν θα το έκαμε «ο πατέρας των ορφανών και κριτής των χηρών»;), «και είπε προς αυτήν» παρηγορώντας την και προβλέποντας το μέλλον, «μη κλαις». Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να κάνει, ενώ η γυναίκα ούτε αυτόν γνώριζε, και πολύ περισσότερο ούτε το μέλλον, γι’ αυτό ούτε και πίστη είχε, ούτε ζητούσε κάτι από αυτόν ούτε αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μη έχοντας ανάγκη ούτε από τη συνέργεια αυτών που πιστεύουν, «πλησιάζοντας άγγισε τη σορό», για να δείξει ότι και το σώμα του ως ομόθεο έχει ζωοποιό δύναμη΄ «και είπε, νεανίσκε, σου λέγω, σήκω΄ και ανακάθισε ο νεκρός». Άκουσε δηλαδή το κουφό χώμα εκείνον που καλεί στην ύπαρξη αυτά που δεν υπάρχουν, άκουσε αυτόν που εξουσιάζει τα πάντα με το λόγο τής δύναμής του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που έγινε άνθρωπος, και όχι μόνο «ανακάθισε ο νεκρός», αλλά «και άρχισε να ομιλεί». Και στην περίπτωση βέβαια του υιού τής Σαραφθίας χήρας, όταν επέστρεψε η ψυχή του σ’ αυτόν, αμέσως, σύμφωνα με την ιστορία, φώναξε προς το παιδί (τον υπηρέτη του). Και αυτό είναι απόδειξη του ότι η ανάσταση δεν ήταν φαινομενική.
Ο Ηλίας λοιπόν ανέστησε ένα νεκρό με προσευχή, και ο Ελισσαίος ανέστησε έναν ενώ ζούσε και άλλον όντας νεκρός, επιβεβαιώνοντας και δείχνοντας από πριν τη θεανδρική ζωοποιό ενέργεια τού Χριστού, ενώ ο Κύριος ανέστησε τρεις νεκρούς με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, τη θυγατέρα τού αρχισυνάγωγου, και τον τετραήμερο Λάζαρο, ενώ κατά τη σταύρωσή του ανέστησε πολλούς, οι οποίοι και «εμφανίσθηκαν σε πολλούς». Εκτός από αυτά μετά τον για χάρη μας σταυρικό θάνατό του ανέστησε τον εαυτό του, ή καλύτερα τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αυτός αρχηγός τής αιώνιας ζωής. Γιατί όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, οπωσδήποτε απέκτησαν τη δική μας θνητή ζωή, όταν όμως αναστήθηκε ο Χριστός από τους νεκρούς «δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος». Γι’ αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή εκείνων που έχουν κοιμηθεί», δηλαδή των πιστών και εκείνων που μετατέθηκαν από τα εδώ με την ελπίδα ανάστασης και αιώνιας ζωής. Έγινε λοιπόν απαρχή αυτών που έχουν κοιμηθεί και «πρωτότοκος από τους νεκρούς» και μας επιβεβαίωσε και μας επαγγέλθηκε όχι μόνο αυτή τη θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που καθοδηγείται από ζωικό πνεύμα, αλλ’ εκείνην που εμπεριέχεται στις ελπίδες μας, την ένθεο και αθάνατη και αιώνια΄ γιατί αυτή είναι δώρο αυτού πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ αυτήν την αιώνια ζωή στους αναστημένους από αυτόν, αλλά την διακοπτόμενη από τον θάνατο, δεν την παρέχει σ’ αυτούς με τη μορφή χάριτος, αλλά το κάνει αυτό για άλλους, οδηγώντας αυτούς στην πίστη, που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ λοιπόν, όπως ιστορεί με σαφήνεια ο ευαγγελιστής, δεν ανέστησε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για τη μητέρα «από ευσπλαγχνία γι’ αυτήν»΄ γι’ αυτό και, αφού το ανέστησε, το έδωσε στη μητέρα του.
Αλλά βλέπετε πώς ο Κύριος από ευσπλαγχνία προς τη χήρα που πενθούσε τον υιό της δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικούς προς αυτήν λόγους, αλλά και την παρηγόρησε με έργα; Έτσι να κάνομε και εμείς με όλη τη δύναμή μας και να μη είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς αυτούς που κακοπαθούν, αλλά ζωή; Αν και βέβαια και αυτό είναι χρέος μας, αν και όχι ίσως του ενός μας προς τον άλλο, άλλα προς εκείνον που παρέδωσε τον εαυτό του σε θάνατο για χάρη μας, όχι μόνο ως λύτρο, αλλά και προς παράδειγμα και έμπρακτη διδασκαλία, ασύγκριτα υψηλότερη από κάθε έργο και λόγο και νου. Γιατί λέγει, «γι’ αυτό πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας παράδειγμα, για να ακολουθήσομε τα ίχνη του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειασθεί, να θυσιάσομε και τη ζωή μας» προς εκπλήρωση των εντολών του΄ γιατί έτσι θα γίνομε μέτοχοι και της ζωής και βασιλείας αυτού που διαρκεί αιώνια, ζώντας μαζί μ’ αυτόν αιώνια και δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη (Αγ. Δημήτριο). Έχυσε το αίμα τού σώματός του με τη θέλησή του υπέρ του Χριστού, και γι’ αυτό κατέστησε αυτό αδιάκοπη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδέστατου και ιερώτατου μύρου, μολονότι η ψυχή του Μεγαλομάρτυρα έχει τώρα δίκαια λάβει την αιώνια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, ενώ το σώμα δεν έχει ακόμη δοξασθεί μαζί με εκείνη, αλλ’ είναι κατά κάποιο τρόπο τα παρόντα υπόδειγμα και τύπος και σύμβολο προς την θειότατη και ουράνια δόξα που πρόκειται ν’ αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον΄ και αν το υπόδειγμα και ο τύπος είναι τέτοιος, τί θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος; οπωσδήποτε και ανέκφραστο και ακατανόητο.
Εύχομαι και εμείς με τις πρεσβείες τού μεταξύ των μαρτύρων Μυροβλύτη, όπως μεταλαμβάνομε εδώ το θείο μύρο που εκχύνεται από αυτόν, έτσι και τότε να γίνομε θεατές και μέτοχοι της θείας εκείνης δόξας με τη χάρη και φιλανθρωπία του δοξαζόμενου μέσω των μαρτύρων του Ιησού Χριστού τού Θεού των πάντων, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο.
Πηγή: (Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»), Η Άλλη Όψη
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἐγκύψῃ κανεὶς στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν κανόνων ὅπως τοὺς ἑρμηνεύουν σοφοὶ κανονολόγοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐὰν πρὸ παντὸς πιστεύῃ ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες εἶνε ἀποφάσεις ὄχι ἑνὸς ὑπουργικοῦ συμβουλίου ἢ κάποιας βουλῆς ἀλλὰ ἱερῶν ἀνδρῶν ποὺ συνέρχονται καὶ συσκέπτονται ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, τότε θὰ τοὺς βλέπῃ μὲ διαφορετικὸ βλέμμα. Θὰ βλέπῃ τὸ βάθος τῆς πατερικῆς σκέψεως καὶ ὄχι τὴν ἐπιφάνεια,τὸ πνεῦμα καὶ ὄχι τὸ γράμμα. «Τὸ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ »(Β΄ Κορ. 3,6). Ἡ οὐσία, ποὺ περικλείεται στὰ σχήματα τῶν ἱερῶν κανόνων, ἔχει αἰώνια ἀξία. Μερικοί, γιὰ νὰ ἐξευτελίσουν καὶ διακωμῳδήσουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ἀναφέρονται σὲ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θίγουν διάφορα ζητήμα τα ἠθικῆς τάξεως καὶ ὠχυρωμένοι πίσωἀπὸ τὸ γράμμα τους ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ κανόνες δὲν ἔχουν πλέον θέσι στὴ σύγχρονη ζωή.
Ἐμεῖς τοὺς ἀπαντοῦμε τὰ ἑξῆς.
1. Λένε ὅτι οἱ κανόνες, ἀφοῦ θεσπίσθηκαν πρὸ 1.200 - 1.600 ἐτῶν,εἶνε παμπάλαιοι. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι μερικὰ πράγματα δὲν παλιώνουν. Παράδειγμα ὁ ἥλιος, ποὺ παρὰ τὴν ἡλικία του εἶνε γιὰ ὅλους ἀπολύτως ἀπαραίτητος. Μπορεῖ νὰ καταργηθῇ ὁ ἥλιος;Ἀλλ᾽ ὅ,τι εἶνε γιὰ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ὁ ἥλιος,εἶνε γιὰ τὸ πνευματικὸ σύμπαν ὁ ἠθικὸς νόμος, τὰ ἀθάνατα ῥήματα τοῦ Ναζωραίου στὸ Εὐαγγέλιο· εἶνε τὸ φῶς , πρὸς τὸ ὁποῖο σπεύ-δουν οἱ ψυχὲς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθεια. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς » φωνάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (26,9) . Ὅσοι αἰῶνες κι ἂν περάσουν καὶ ὅσες μεταβολὲς κι ἂν γίνουν, ὁ εὐαγγελικὸς νόμος θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ἰσχύῃ. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἔλεγε ὁ Τερτυλλιανός, εἶνε φύσει χριστιανική.Καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες εἶνεοἱ ἀκτῖνες τοῦ πνευματικοῦ ἡλίου, ποὺ κατεβαίνουν μέχρι τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας πρὸς καθαγιασμὸν καὶ διαθλῶνται στὰ χρώματα τῶν ποικίλων ἀρετῶν. Φωτεινὲς ἀκτῖνες οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἀπαύγασμα τοῦ ἥλιου τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁποιονδήποτε κανόνα καὶ ἂν ἐξετάσῃς, θὰ δῇς ὅτι δὲν εἶνε αὐθύπαρκτος ἀλλὰ στηρίζεται σὲ κάποιο θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς, τὸν ὁποῖο θέλει νὰ ἐφαρμόσῃ σὲ ὡρισμένη περίπτωσι τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.Ὁ ἥλιος δὲν μεταβάλλεται· καὶ ἡ ἠθικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ἐκφράζεται στοὺς ἱεροὺς κανόνες, δὲν μεταβάλλεται. Παραμένει ἡ ἴδια, ὅσες χιλιάδες χρόνια κι ἂν περάσουν. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσον- ται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι » (Ματθ. 24,35).
2. Οἱ ἱεροὶ κανόνες, λένε, εἶνε ὄχι μόνο παμπάλαιοι ἀλλὰ καὶ ἀνεφάρμοστοι . Ἀνεφάρμοστη λοιπὸν ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ κανόνες; ἀνεφάρμοστη ἡ νηστεία, ὁ τακτικὸς ἐκκλησισμός, ἡ ἐξομολόγησις, ἡ παρθενικὴ ζωή, ἡ μονογαμία καὶ τὸ ἰσόβιο τοῦ γάμου, ἡ ἀφιλαργυρία καὶ ἡ ἀκτημοσύνη;…Ὄχι! Ἐφ᾽ ὅσον καὶ ἕνας ἄνθρωπος πάνω στὴγῆ θὰ ἐφαρμόζῃ στὴ ζωή του τὶς ἐντολὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, φτάνει αὐτὸς γιὰ ν᾽ ἀποδείξῃὅτι ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ δὲν εἶνε ἀνεφάρμοστη. Γιατὶ ὅσα πράττει ἕνας, μποροῦν νὰ πράξουν καὶ οἱ πολλοί, ἀφοῦ εἶνε τῆς ἴδιας φύσεως. Ἂν τώρα πολλοὶ δὲν θέλουν νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὰ παραγγέλματα τῶν ἱερῶν κανόνων, αἰτία δὲν εἶνε οἱ κανόνες ἀλλὰ ἡ θέλησί τους ποὺ δὲν ὑποτάσσεται στὸ θεῖο θέλημα. Ὑπάρχουν φάρμακα γιὰ ῥιζικὴ θεραπεία· ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ ἄρρωστος παρὰ τὶς συστάσεις τοῦ γιατροῦ δὲν θέλῃ νὰ τὰ πάρῃ καὶ πεθαίνῃ, αἴτιος τοῦ θανάτου δὲν εἶνε ὁ γιατρὸς ἀλλὰ ὁ ἄρρωστος.Δὲν συμφωνοῦμε μ᾽ ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι, ἐπειδὴ ἡ κοινωνία ἐξελίσσεται καὶ ἀλλάζει,πρέπει καὶ ἡ Ἐκκλησία χάριν τῶν πολλῶν νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν καὶνὰ καταργήσῃ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἂς ἀκούσουν τὰ αἰώνια λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· «Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης · ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμε- νοι δι᾽ αὐτῆς. τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!» (Ματθ. 7,13-14) .
Ἂν ἀρχίσῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ παρακολουθῇ τὸ ῥεῦμα τοῦ κόσμου, θὰ γίνῃ ἀγνώριστη . Ἂν π.χ. αὔριο ὁ κόσμος νομιμοποιήσῃ τὴνὁμοφυλοφιλία καὶ ἀναγνωρίσῃ τὸ γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, τί, πρέπει καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἱερεῖς της νὰ ἐπευλογήσῃ τὸν καταραμένο αὐτὸ δεσμό; Κι ἂν ἀκόμη ὅλη ἡ κοινωνία καταντήσῃ Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ οἱ πιστοὶ μείνουν λίγοι, ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ ὑποχωρήσῃ.
Θὰ παραμείνῃ στὶς θέσεις της ἀνυποχώρητη.Θὰ μείνῃ δηλαδὴ ἀσυγχρόνιστη σὲ ζητήματα ἀρχῶν ἠθικῆς· καὶ δείχνοντας σταθερὰ τὸνκατάστερο οὐρανὸ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν θὰ προσφέρῃ τὴν ὑψίστη ὑπηρεσία στὴν ἀνθρωπότητα ποὺ κινδυνεύῃ νὰ ταφῇ στὴ διαφθορά.
3. Ὑπάρχουν ὅμως, μᾶς λένε, καὶ μερικοὶ κανόνες ποὺ ἔχουν περιστατικὸ χαρακτῆρα , γιατὶ ἀναφέρονται σὲ ζητήματα ποὺ τάραξαν κάποτε τὴν Ἐκκλησία… Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὡρισμένες αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ πλάνες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐλήφθησαν εἰδικὰ μέτρα καὶ συνεστήθη σαν εἰδικὰ φάρμακα, ἐξέλιπαν, τὰ εἰδικὰ ἐκεῖνα φάρμακα χάνουν τὴν ἀξία τους; Ὄχι. Θὰ φυλαχθοῦν στὸ φαρμακεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί, ἄν τυχὸν παρουσιασθοῦν παρόμοιες περιπτώσειςψυχικῶν ἀσθενειῶν, θὰ τεθοῦν καὶ πάλι σὲ χρῆσι. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο ἐδῶ εἶνε τὸ ἑξῆς· ποιός εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ χαρακτηρίσῃ ἕνα κανόνα ὡς περιστατικὸ ἢ θὰ θεσπίσῃ νέους κανόνες ποὺ πάντως δὲν θὰ εἶνε ἀντίθετοι μὲ τὸ πνεῦμα τῶν προγενεστέρων ἱερῶν κανόνων;
Ὄχι βέβαια ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ὀρθολογιστὴς ἢἄπιστος, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ ἅγιες τοπικὲς ἢ οἰκουμενικὲς Συνόδους. Φοβοῦνται τέλος οἱ κατήγοροι ὅτι ἡ ἀναγνώρισις τοῦ κύρους τῶν κανόνων θὰ ἐνισχύσῃ τοὺς «ζηλωτὰς » νὰ ἐπιβάλουν μία κοινωνία μεσαιωνική. Μπράβο τους, διέγνωσαν τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχει ὁ τόπος μας! Ἀλλὰ οἱ«ζηλωταί », γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦν τόσο περιφρονητικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι τους στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, κανένα ἄλλο ὅπλο δὲν ἔχουν.
Οὔτε τάνκς οὔτε ἀεροπλάνα γιὰ ν᾽ ἀνατρέψουν καθεστῶτα. Τέτοια ὅπλα ἄλλοι διαθέτουν. Οἱπιστοὶ δὲν γίνονται βίαιοι ἀνατροπεῖς. Μάρτυρες καὶ ὁμολογηταὶ ναί, ἀνατροπεῖς διὰ τῆς βίας ὄχι. Ὅσες φορὲς ἐμφανίσθηκαν οἱ σπάνιοι αὐτοὶ ἄνδρες ποὺ ποθοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, διώχθηκαν, ἐξευτελίσθηκαν, ἐξουδενώθηκαν καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ καίσαρος. Ὁ κόσμος θέλει ἕνα χριστιανισμὸ μέτριο καὶ χλιαρό. Ὄχι, κύριοι!
Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ὑψηλοὺς στόχους. Μὲτὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἱερῶν κανόνων, ἡ κοινωνία μας θὰ γίνῃ κράτος Θεοῦ, ἀληθινὴ ἀποικία ἀγγέλων· ἐνῷ μὲ τὴν καταπάτησι καὶ περιφρόνησί τους κινδυνεύει νὰ γίνῃ κοινωνία ἀμοραλιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν προφητείατοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ θὰ ζοῦν σὰν ἀχαλίνωτα ζῷα κι ἀκόμη χειρότερα.
Οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἀγαπητοί μου, εἶνε φωτεινοὶ δεῖκτες στὴν πορεία πρὸς τὰ ἄνω. Εἶνε χαλινάρια στὶς κτηνώδεις ὀρέξεις τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε πηδάλιο σὲ ἄγρια θάλασσα. Εἶνε, γιὰ νὰ φέρουμε ἁγιογραφικὴ εἰκόνα, ὁ φράχτης ποὺ ἔβαλε ὁ Κύριος γύρω ἀπὸ τὸ θεοφύτευτο Ἀμπέλι του (Ματθ. 21,33. Μᾶρκ. 12,1) , γιὰ νὰ μὴν εἰσβάλλουν σ᾽ αὐτὸ ἄγρια ζῷα, ἀλεποῦδες καὶ «μονιοί » (δηλαδὴ ἀγριόχοιροι· Ψαλμ. 79,13) , καὶ τρῶνε τοὺς καρποὺς καὶ ξεπατώνουν τὶς ῥίζες. Οἱ ἱεροὶ κανόνες ἢ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὴν προγονική μας σοφία, σὰν τὰ ἰσχυρὰ τείχη τῶν πόλεων, ἐπάνω στὰ ὁποῖα στέκονται οἱ γενναῖοι ὑπερασπισταὶ καὶ ἀποκρούουν τὶς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων. Χωρὶς τείχη οἱ ἀρχαῖες πόλεις ἦταν εὐάλωτες· ἀλλὰ καὶ χωρὶς σταθεροὺς νόμους οἱ κοινωνίες πέφτουν καὶ διαλύονται. Καὶ ποιοί ἄλλοι νόμοι εἶνε φωτεινότεροι, ὡραιότεροι, εὐεργετικώτεροι, τελειότεροι ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων; Νά, ἀγαπητοί μου, ἡ ῥιζικὴ ἀντίθεσι καὶ διαφωνία μας μὲ τοὺς περιφρονητὰς τῶν ἱερῶν κανόνων. Δὲν ἀγωνιζόμεθα γιὰ κάποιες ἐπουσιώδεις λεπτομέρειες, ἀλλὰ γιὰ ἱεροὺς κανόνες. Καὶ δηλώνουμε, ὅτι γιὰ τὸ κῦρος τῶν ἱερῶν κανόνων θ᾽ ἀγωνισθοῦμε μέχρι τέλους . Στ᾽ αὐτιά μας ἠχοῦν τὰ λόγια τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου Ἡρακλείτου· «Μάχεσθαι δεῖ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος »· πρέπει ὁ λαὸς νὰ ὑπερασπίζεται τοὺς νόμους ὅπως ὑπερασπίζεται τὸ τεῖχος τῆς πόλεώς του.
Πηγή: Ακτίνες
Στη σηµερινή Ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Λουκάς µας παρουσίασε τη Παραβολή του Καλού Σπορέως. Ο Κύριος µας Ιησούς Χριστός έπαιρνε εικόνες και παραστάσεις από την καθηµερινή ζωή για να εκφράσει τις θείες αλήθειες. Με αυτό τον τρόπο βοηθούσε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο να καταλάβει και να αποδεχθεί το θεϊκό κήρυγµά Του.
Έτσι και σήµερα µε την Παραβολή του Καλού Σπορέως, παίρνει την εικόνα της σποράς, που σε πολλούς γεωργούς είναι τόσο οικεία.
Αντιπαραβάλλει λοιπόν το σπόρο µε το λόγο του Θεού, τη γη µε τις ψυχές των ανθρώπων και τις διάφορες ψυχικές διαθέσεις µε τις οποίες δεχόµεθα ή αρνούµεθα το λόγο του Θεού µέσα στην προσωπική µας ζωή.
Κάποτε, λοιπόν, ένας γεωργός βγήκε στα χωράφια του για να σπείρει το σπόρο του. 'Εσπειρε σ' όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ενώ µε τέχνη έσπερνε ένα µέρος του σπόρου έπεσε στο δρόµο, που καταπατήθηκε από τους περαστικούς ανθρώπους και στο τέλος το έφαγαν τα πετεινά του ουρανού.
Άλλο έπεσε σε πετρώδη γη, που ενώ φύτρωσε ξηράθηκε, διότι δεν είχε γη για να ριζώσουν οι ρίζες του. Άλλο πάλιν έπεσε σε γη, που φύτρωσαν ακάνθια. Εφύτρωσε και εκείνο µέσα στα ακάνθια, αλλά στο τέλος το έπνιξαν. Τέλος, άλλο έπεσε σε καλή γη, και όταν φύτρωσε έδωσε πολύ καρπό, εκατό φορές περισσότερο.
Ο άνθρωπος έχει έµφυτο τον πόθο και την επιθυµία να ερωτά και να µαθαίνει για τα όσα συµβαίνουν γύρω του. Όσο ο άνθρωπος ερωτά και εµβαθύνει στην επιστηµονική γνώση και σοφία, τόσο περισσότερο συναισθάνεται το πόσο λίγα γνωρίζει.
Και εάν γι' αυτά που συµβαίνουν γύρω µας αδυνατούµε να γνωρίσωµε επακριβώς, πόσο µάλλον αγνοούµε για εκείνα που συµβαίνουν στα επέκεινα του κόσµου αυτού, και τα οποία είναι απρόσιτα στην ανθρωπίνη έρευνα και γνώση.
Ο Κύριος µας Ιησούς Χριστός, που είναι πηγή κάθε σοφίας και γνώσης, είναι ο Μόνος που αποκαλύπτει στους πιστούς και καλοπροαιρέτους µαθη¬τάς Του τα µυστήρια περί της σωτηρίας του ανθρώπου. Σε σας έχει δοθεί, µας διαβεβαιώνει, το προνόµιο να µάθετε τις αλήθειες της Βασιλείας του Θεού.
Αυτές τις αλήθειες - τα µυστήρια του Θεού - αρµόζουν να γνωρίζουν µόνον όσοι πιστεύουν στο Σωτήρα µας Χριστό.
Ο λόγος του Θεού είναι πάντοτε γεµάτος ζωή. Είναι πηγή ζωής και δυνάµεως, είναι πάντοτε άγιος και δυνατός, αλλά η καρποφορία του εξαρτάται από τη διάθεση της ψυχής του κάθε πιστού, που ακούει και αποδέχεται τι λόγο του Θεού. Εάν ο άνθρωπος λόγω κακής προαίρεσης αρνηθεί να αποδεχθεί το λόγο του Θεού µέσα στην καρδιά του, τότε η θεία Χάρη δεν καρποφορεί και η ψυχή δεν στολίζεται µε τις αρετές του Χριστού.
Πολλοί είναι οι άνθρωποι που ακούουν τον λόγον του Θεού. Και ο λόγοι του Θεού διακηρύττεται µε κάθε µέσον. Οι Ιερείς, οι Ιεροκήρυκες, τα Μέσα Μαζικής Ενηµερώσεως, οι γονείς και κάθε πιστός διαλαλεί τον λόγον τον Θεού στο σύγχρονο άνθρωπο. Όλοι ακούνε, από τον πιο µικρό µέχρι και τόν πιο ηλικιωµένο, αλλά το ερώτηµα είναι: Πόσοι κρατούν τα θεία λόγια µέσα στην καρδιά τους και τα εφαρµόζουν στην καθηµερινή τους ζωή;
Ο Κύριος µας Ιησούς Χριστός µας διαβεβαίωσε λέγοντας, ότι «ου πας ο λέγων µοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ ο ποιών το θέληµα του Πατρός µου». Δεν αρκεί να ακούµε ωραία λόγια. Δε αρκεί να µελετάµε τις θείες Γραφές.
Δεν αρκεί να εκκλησιαζόµεθα κάθε Κυριακή ή µεγάλες γιορτές. Όλα αυτά πρέπει να γίνωνται, αλλά µε την απαραβίαστη και βασική ποροϋπόθεση, ότι θα εφαρµόζουµε µέσα στην καθηµερινή µας ζωή τα θεία διδάγµατα. Πράξη και Θεωρία είναι τα δύο χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Πνευµατικής Ζωής.
Όσοι ακούνε µε αδιαφορία τη φωνή της Εκκλησίας, έρχεται ο διάβολος κα παίρνει από τη ψυχή τους τα σωτήρια λόγια για να µην ωφεληθούν κα σωθούν. Ο άνθρωπος, τότε, παραµένει βυθισµένος µέσα στο σκοτάδι της αµαρτίας, στερούµενος το θείο Φως και µαστιζόµενος από την πνευµατική πείνα.
Και πόσοι είναι εκείνοι, που απορρίπτουν καθηµερινά την θεία Διδασκαλία; Πόσοι άνθρωποι, ενώ ακούνε τον λόγον του Θεού στρέφουν τι σκέψη τους στα γήϊνα, στις απολαύσεις των γηΐνων αγαθών, στις περιουσίες τους και αφήνουν τα ιερά λόγια του Θεού, να κλαπούν από το µισόκαλο εχθρό;
Τα λόγια του Θεού, που είναι θησαυρισµένα µέσα στις Άγιες Γραφές έχουν την παντοδύναµο Χάρη του Θεού και την ζωή του Αγίου Πνεύµατός. Ο λόγοι του Θεού έχει τη δύναµη να µεταβάλλει, να αναγεννήσει τη ψυχή εκείνου που τον αποδέχεται και τότε ο άνθρωπος σαν καρπό φέρει την αρετή και τη' ευσέβεια.
Η καρποφορία των αρετών όµως επιτυγχάνεται µόνον µέσα στον χώρο της Εκκλησίας, που είναι η γη η καλή και γόνιµος. Έξω από το χώρο της Εκκλησίας υπάρχουν δρόµοι, που τους καταπατούν οι δαίµονες, της αθεΐας, της δισπιστίας, της απιστίας και του υλισµού. Έξω από την ζωή της Εκκλησίας ο άνθρωπος πνίγεται από τις βιοτικές µέριµνες και τις κοσµικές φροντίδες.
Όταν ο λόγος του Θεού γίνεται δεκτός από µία καλοπροαίρετη ψυχή, τότε µεταβάλλεται όλος ο ψυχικοσωµατικός του κόσµος. Τον άπιστο κάµνει πιστό, τον σαρκικό µεταβάλλει σε πνευµατικό, τον πλεονέκτη σε ελεήµονα, τον θυµώδη και µνησίκακο σε πράο και ανεξίκακο, τον βλάσφηµο και υβριστή, σε ευλαβή και θεοφοβούµενο, τον άσωτο και διεφθαρµένο σε σώφρονα και τίµιο.
Γι αυτό, αγαπηµένοι µου Χριστιανοί, οφείλοµε όλοι να όχι µόνον να ακούµε τον λόγο του Θεού, ή να τον µελετάµε, αλλά και να τον εφαρµόζουµε στη καθηµερινή µας ζωή. Η αποδοχή και εφαρµογή του λόγου του Θεού φέρει καρπό τις αρετές και µεταβάλλει τον άνθρωπο σε ναό και κατοικητή¬ριο του Αγίου Πνεύµατος.
Πηγή: Αναβάσεις
O, από Πηλουσίου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αντινόης κ. Παντελεήμων διδάσκων την Ελληνική γλώσσα στους Αραβόφωνες Ορθοδόξους στο Πορτ Σάιδ Αιγύπτου.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικός. Ζει, κινείται, δρα και αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία, μία κοινωνία ανθρώπων. Από την αρχή της Δημιουργίας ο ίδιος ο Θεός διαπιστώνει, ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του πάνω στη γη, και πλάθει την γυναίκα για να είναι βοηθός και συμπαραστάτης του. Μ’ άλλα λόγια, ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε και στη συνέχεια ευλόγησε την κοινωνικότητα του ανθρώπου. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν, ότι ο άνθρωπος, που δεν ζει μ’ άλλους συνανθρώπους, ή θεός πρέπει να είναι, ή εκτός του εαυτού του.
Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι κοινωνικός, διότι είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός είναι Ένας ως προς την Ουσία Του, αλλά τριαδικός κατά τις Υποστάσεις Του. Μεταξύ των τριών Προσώπων υπάρχει απόλυτη αρμονία στις σχέσεις τους. Κανένα από τα δημιουργήματα δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Πατέρα παρά μόνον ο Υιός, και κανένας δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Υιού παρά ο Πατέρας. Το Άγιο Πνεύμα ερευνά τα βάθη της Υπόστασης του Πατέρα. Υπάρχει μία απόλυτη αρμονική κοινωνία μεταξύ των τριών Προσώπων της Μιάς Θεότητας.
Η αγάπη των τριών Προσώπων είναι αμοιβαία και εξωτερικεύεται προς όλο τον κόσμο, πολύ περισσότερο προς τον άνθρωπο. Η αγάπη είναι από τον Θεό, και καθένας που αγαπά τον συνάνθρωπό του είναι εκ του Θεού και γνωρίζει τον Θεό. Εκείνος που δεν έχει αγάπη, δεν γνωρίζει τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη (1 Ιωάν. 4:7-8). Εκείνος που αγωνίζεται να μένει μέσα στην αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, μετέχει της αγάπης του Θεού και ο Θεός μένει και κατασκηνώνει μέσα στη ψυχή του ανθρώπου που έχει αγάπη. Γι’ αυτό, εάν ο Θεός μας αγάπησε τόσο πολύ και εμείς οφείλομε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον (1 Ιωάν. 4:11).
Η αγάπη είναι ο συνδετικός κρίκος στις σχέσεις μας προς τους συνανθρώπους μας. Το πρόβλημα που μας προβάλλει το σημερινό Ευαγγέλιο είναι, κατά πόσον είναι η αγάπη μας σωστή, όχι από ανθρώπινης πλευράς• όχι, όπως ο περισσότερος κόσμος απαιτεί την αγάπη να είναι, αλλά, κατά το πόσο διαφέρει η αγάπη που έχομε μέσα στην καρδιά μας απ’ εκείνη την κοσμική και συνηθισμένη.
Εάν, μ’ άλλα λόγια, δεν ξεπεράσουμε τα όρια της καθημερινότητας, εάν δεν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης αδυναμίας, τότε πού διαφέρει η χριστιανική μας αγάπη; Εάν αγαπάμε εκείνους, που μας αγαπούν, ποία είναι η Χάρη που λάβαμε; Πώς διακρίνεται η ενεργοποιός δύναμη του Παναγίου Πνεύματος στην εσωτερική αλλαγή του χαρακτήρα σου; Ο άνθρωπος που βαπτίζεται λαμβάνει την Χάρη του Θεού. Γίνεται νέος άνθρωπος, αναγεννάται. Εάν, όμως δεν ενεργοποιήσει την Χάρη του Θεού, να την εφαρμόσει στην καθημερινή του ζωή, τότε, μένει αδρανής. Ο άνθρωπος που δεν αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς συμφέροντα, αποδεικνύει ότι δεν γνώρισε ακόμα τον Θεό. Οι αμαρτωλοί άνθρωποι αγαπούν αυτούς που είναι όμοιοι μ’ αυτούς. Και αυτό, τις περισσότερες φορές συμβαίνει από κάποιο συμφέρον.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν κάμνουμε καλές πράξεις προς τους συνανθρώπους μας, δεν πρέπει να αποβλέπουμε να βοηθάμε εκείνους που πρόκειται να μας προσφέρουν κάποια υπηρεσία. Δεν πρέπει να δίνουμε δώρα, γιατί αργότερα έχομε σκοπό να ζητήσουμε κάποια εξυπηρέτηση. Δεν πρέπει να δωροδοκούμε κάποιον ανώτερό μας, γιατί αποβλέπομε να καταλάβουμε μία δημόσια θέση. Αυτά τα πράγματα δεν είναι αρεστά στο Θεό. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν κάμνει το καλό για να ικανοποιήσει κοσμικά συμφέροντα, αλλά, κάμνει το καλό για την αγάπη προς τον συνάνθρωπό του και προς τον Θεό. Βοηθά εκείνους που αδυνατούν να ανταποδώσουν το καλό, την ευεργεσία, που τους έγινε. Έχετε πλεόνασμα φαγητού, καλέσατε τους φτωχούς και χορτάσετε τους πεινασμένους. Έχετε παραπανίσια ρούχα, δώστε ντύστε τις οικογένειες που αδυνατούν να αγοράσουν.
Τι γεμίζομε τις ντουλάπες μας με τόσα πολλά ρούχα, που, στο τέλος τα κατατρώγει το σαράκι; Γιατί γεμίζομε τα τραπεζικά μας βιβλιάρια και δυσκολευόμαστε να δώσουμε μία βοήθεια σε οικογένειες που έχουν μεγάλες ανάγκες; Πολλοί σπαταλούν εκατομμύρια στο τζόγο, στα χαρτιά, στα ζάρια, στους κουλοχέρηδες και στα τόσα τυχερά παιχνίδια με την ελπίδα του γρήγορου πλούτου, και, όταν τους ζητήσεις να συμπαρασταθούν σ’ ένα καλό έργο, τότε, δεν έχουν, δυσκολεύονται, μουτρώνουν και βρίσκουν χίλιες δύο δικαιολογίες για να μη βοηθήσουν.
Εκείνος που βοηθά τον φτωχό είναι σαν να δανείζει τον Θεό. Οι πράξεις του ελεούντος στην Τελική Κρίση θα συνηγορούν γι’ αυτόν στον Δίκαιο Κριτή.
Η αγάπη μας πρέπει να είναι σαν τον ήλιο και τη βροχή. Ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο και στέλνει τη βροχή, όχι μόνον για τους δικαίους, αλλά και για κάθε αμαρτωλό, ακόμη για εκείνους που αντιστρατεύονται στο θέλημά Του. Με παρόμοιο τρόπο ο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αγαπάει όχι μονάχα εκείνους που τον αγαπούν, αλλά εκείνους που είναι εχθρικοί απέναντι του. Αγαπά εκείνους που τον έβλαψαν, εκείνους που θέλουν το κακό του, εκείνους που τον κατατρέχουν και καθημερινά τον ζημιώνουν. Ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές Του, όταν βρισκόταν πάνω στον Σταυρό, την στιγμή που πόνεσε περισσότερο. Εμείς τι κάμνομε;
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με τα σημερινά ευαγγελικά λόγια μας δίδει τον χρυσό κανόνα της ζωής. Όπως θέλομε να μας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, και εμείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σ’ αυτούς. Πρέπει, σαν μαθητές του Χριστού, να γίνουμε μιμητές Θεού στην αγάπη. Μόνον, όταν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης φυσικής αγάπης, θα μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στη θεία αγάπη, που δεν γνωρίζει όρια, προϋποθέσεις και συμφέροντα. Τότε και μόνον τότε, θα είμαστε παιδιά του Θεού, του Οποίου την Χάρη εύχομαι να σκεπάζει και να φωτίζει όλους μας. Αμήν.
(Λουκ. στ’ 31-36)
Όταν οι άνθρωποι έχουν παντοτινή επίγνωση της φιλανθρωπίας του Θεού προς αυτούς, θα είναι φιλάνθρωποι κι ο ένας προς τον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους προς τους άλλους, όσο η πεποίθηση πως κανένας δε θέλει να δώσει και στους ίδιους. Κανένας; Και πού είναι ο Θεός τότε; Δε μας αποζημιώνει κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο Θεός με την ευσπλαχνία Του, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμαστε άσπλαχνοι; Δεν είναι πιο σπουδαίο για μας να μας ευεργετήσει ο Βασιλιάς στην αυλή Του με την ευσπλαχνία Του, αντί να μας ευεργετούν οι δούλοι Του; Τί μας ωφελεί αν μας ευεργετούν όλοι οι δούλοι Του, αλλά ο Βασιλιάς είναι συγκρατημένος απέναντι μας;
Οι άνθρωποι γίνονται ανελεήμονες όταν περιμένουν από τους άλλους να τους ελεήσουν, ενώ οι άλλοι περιμένουν το ίδιο απ’ αυτούς. Σ’ αυτήν τηναμοιβαία αναμονή , στο να περιμένει δηλαδή ο ένας από τον άλλον να τον ελεήσει, όλοι οι άνθρωποι, σαν ένας γενικός κανόνας, γίνονται άσπλαχνοι κι ανελεήμονες. Η ελεημοσύνη όμως δεν είναι παθητική αρετή, αλλά ενεργητική. Πώς θα γνώριζαν οι άνθρωποι τη φιλανθρωπία, αν ο Θεός δεν την είχε πρώτος ασκήσει σ’ αυτούς; Η φιλανθρωπία του Θεού απαιτεί τη φιλανθρωπία των ανθρώπων. Αν ο Θεός δεν είχε πρώτος δείξει τη φιλανθρωπία Του, ο κόσμος δε θα ήξερε τι ήταν.
Εκείνος που κατανοεί πως η φιλανθρωπία είναι ενεργητική αρετή κι όχι παθητική, κι αρχίσει να την εφαρμόζει μ’ αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα διαπιστώσει πως ο ουρανός κι η γη αποκαλύπτονται μπροστά του με νέα χρώματα. Σύντομα θα κατανοήσει τόσο του Θεού τη φιλανθρωπία όσο και του ανθρώπου.
Η φιλανθρωπία είναι όπως η θραύση πέτρας με πέτρα, που πάντα παράγει σπινθήρα. Αυτός που παράγει το σπινθήρα αυτόν κι ο άλλος που τον δέχεται, νιώθουν κι οι δυο τους την παρουσία του Θεού. Τη στιγμή εκείνη νιώθουν το χέρι του Θεού να θωπεύει τις καρδιές τους. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται » (Ματθ. ε’ 7).
Η ευσπλαχνία είναι ανώτερη από τη συμπόνια, που οι ινδουιστές θεωρούν ως τη μεγαλύτερη αρετή . Ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει συμπόνια για έναν επαίτη, αλλά και να τον προσπεράσει. Ο φιλάνθρωπος όμως θα νιώσει συμπάθεια για τον επαίτη και θα τον βοηθήσει . Το να δείξεις φιλανθρωπία στον επαίτη δεν είναι ούτε το πιο δύσκολο ούτε το ανώτερο πράγμα στο Νόμο του Χριστού. Μεγάλο πράγμα είναι να δείξεις αγάπη στους εχθρούς σου. Η ελεημοσύνη είναι ανώτερη από τη συχώρεση των προσβολών. Η συχώρεση των προσβολών είναι το πρώτο μισό του δρόμου προς το Θεό. Η τέλεση έργων αγάπης είναι το δεύτερο μισό.
Είναι απαραίτητο να το πούμε πως η αγάπη είναι ανώτερη από την κοσμική δικαιοσύνη ; Αν δεν υπήρχε η αγάπη, όλοι οι άνθρωποι θα ήταν θύματα της κοσμικής νομικής δικαιοσύνης. Χωρίς αγάπη ο νόμος δεν μπορεί να περιφρουρήσει αυτό που ήδη υπάρχει. Η αγάπη όμως δημιουργεί καινούργια και μεγάλα έργα στον κόσμο. Ολόκληρο τον κόσμο τον δημιούργησε η αγάπη. Γι’ αυτό και είναι καλλίτερο στους ανθρώπους ν’ ασκούνται από τη παιδική τους ηλικία στη γνώση της γλυκύτητας που προσφέρει η αγάπη κι η φιλανθρωπία, παρά να μάθουν τη σκληρότητα του νόμου. Το νόμο τον μαθαίνει κανείς οποτεδήποτε. Όταν όμως η καρδιά σκληρυνθεί, είναι δύσκολο να ξαναγυρίσει και να γίνει σπλαχνική. Όταν οι άνθρωποι είναι ελεήμονες δε θ’ αμαρτήσουν ενάντια στο νόμο. Όταν όμως τηρούν το νόμο αλλά τους λείπει η φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν να χάσουν το στεφάνι της δόξας που υποσχέθηκε ο Κύριος στους φιλάνθρωπους.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο μιλάει για την ύψιστη μορφή αγάπης: την αγάπη για τους εχθρούς. Ο Κύριος Ιησούς έδωσε την εντολή – όχι συμβουλή αλλά εντολή — ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας. Η εντολή Του αυτή δεν είναι περιστασιακή και σποραδική, όπως είχε γίνει πριν από την έλευσή Του σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις. Η εντολή της αγάπης για τους εχθρούς μαςτοποθετείται στην ύψιστη θέση στο ευαγγέλιο.
Είπε ο Κύριος: «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως » (Λουκ. στ’ 31). Αυτά είναι τα λόγια του σημερινού ευαγγελίου που μας εισάγουν στην αγάπη για τους εχθρούς μας. Αν δε θέλετε να γίνουν εχθροί σας οι άνθρωποι, πρώτ’ απ’ όλα φροντίστε να μη γίνετε εσείς εχθροί τους. Αν είναι αλήθεια πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο έχει εχθρούς, αυτό σημαίνει πως είσαι εχθρός κάποιου. Πώς τότε απαιτείς από έναν άνθρωπο να γίνει φίλος σου, αφού είσαι εχθρός του;Πρώτα λοιπόν ξερίζωσε την έχθρα από την καρδιά σου κι υστέρα να μετρήσεις τους εχθρούς σου στον κόσμο. Στο μέτρο που θα ξεριζώσεις από την καρδιά σου την πονηρή αυτή ρίζα κι αποκόψεις όλα τα κλαδάκια που πετούν απ’ αυτήν, θα βρεις και λιγότερους εχθρούς να μετρήσεις. Αν μετά θελήσεις να γίνουν φίλοι σου οι άνθρωποι, πρέπει εσύ πρώτα να πάψεις να είσαι εχθρός τους και να γίνεις φίλος τους. Όσο γίνεσαι φίλος με τους άλλους, τόσο ο αριθμός των εχθρών σου θα μειώνεται και στο τέλος θα μηδενιστεί.
Αυτό όμως δεν είναι το κύριο θέμα. Το κύριο θέμα είναι πως σ’ αυτήν την περίπτωση θα έχεις φίλο σου το Θεό . Είναι πολύ πιο σπουδαίο για τη σωτηρία σου να μην είσαι εχθρός κανενός, να μην έχεις καθόλου εχθρούς. Αν είσαι εχθρός άλλων, τόσο εσύ όσο κι οι άλλοι είστε εμπόδια στη σωτηρία σου. Όταν είσαι φίλος με τους άλλους, τότε οι εχθροί σου, έστω και ασυνείδητα, βοηθούν στη σωτηρία σου. Ας σκεφτόταν αλήθεια κάθε άνθρωπος τον αριθμό των ανθρώπων τους οποίους εχθρεύεται ο ίδιος, κι όχι εκείνους που είναι εχθροί του. Τότε το σκοτεινό πρόσωπο αυτού του κόσμου θα άστραφτε μέσα σε μια μέρα σαν τον ήλιο.
Η εντολή του Χριστού πως πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που ζητάμε κι εμείς απ’ αυτούς είναι τόσο φυσική και τόσο σαφής και καλή, που είναι να θαυμάζει και ν’ απορεί κανείς πως δεν έχει γίνει από παλιά μια καθημερινή συνήθεια στους ανθρώπους . Κανένας άνθρωπος δε θέλει να τον βλάψουν οι άλλοι. Επομένως ας μη βλάψει κι αυτός τους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του φέρονται καλά. Επομένως ας φέρεται κι αυτός καλά στους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του συχωρούν τις αμαρτίες του. Ας συγχωρεί κι αυτός τις αμαρτίες των άλλων. Κάθε άνθρωπος θέλει να συμπάσχουν οι άλλοι στις λύπες του και να χαίρονται στη χαρά του. Ας συμπάσχει κι αυτός με τις λύπες των άλλων κι ας χαίρεται με τις χαρές τους. Κάθε άνθρωπος θέλει ν’ ακούει καλά λόγια από τους άλλους. Θέλει να τον τιμούν, να τον ταΐζουν όταν πεινάει, να τον επισκέπτονται όταν είναι άρρωστος και να τον προστατεύουν όταν τον κυνηγούν. Ας κάνει κι αυτός τα ίδια στους άλλους.
Αυτό ισχύει τόσο για τους ανθρώπους ατομικά, όσο και για ομάδες ανθρώπων, γειτονικές φυλές, έθνη και κράτη. Αν την εντολή αυτή την υιοθετούσαν σαν κανόνα όλες οι τάξεις, τα έθνη και τα κράτη, θα έπαυε αμέσως κάθε κακία και σύγκρουση ανάμεσά τους, θα εξαλειφόταν κάθε έχθρα και πόλεμος. Αυτό είναι το φάρμακο για κάθε παρόμοια αρρώστια, δεν υπάρχει κανένα άλλο.
Και συνεχίζει ο Κύριος: «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα » (Λουκ. στ’ 32-34). Αυτό πάει να πει: Αν περιμένετε από τους άλλους να σας κάνουν καλό και την καλοσύνη αυτή να την ανταμείψετε και σεις με καλό, δεν κάνετε κάτι επαινετό. Περιμένει ο Θεός ανταμοιβή για τη θερμότητα του ηλίου, για να δώσει εντολή στον ήλιο να λάμψει; Ή μήπως ενεργεί από ευσπλαχνία κι αγάπη; Το ξαναλέμε πως η ευσπλαχνία είναι ενεργητική αρετή, όχι παθητική. Αυτό το έκανε σαφές ο Θεός από τότε που δημιούργησε τον κόσμο. Μέρα με τη μέρα από την αρχή του κόσμου ο Κύριος μοίραζε απλόχερα τα πλούσια τα δώρα Του σ’ όλα τα πλάσματά Του. Αν περίμενε πρώτα από τα πλάσματά Του να του ανταποδώσουν κάτι, ούτε ο κόσμος ούτε ένα μοναδικό πλάσμα δε θα υπήρχε σ’ αυτόν. Αν αγαπάμε μόνο αυτούς που μας αγαπάνε, είμαστε έμποροι και κάνουμε ανταλλαγές. Αν κάνουμε το καλό μόνο στους ευεργέτες μας, είμαστε οφειλέτες και επιστρέφουμε το χρέος μας. Η ευσπλαχνία δεν είναι κάποια αρετή που απλά αποπληρώνει τις οφειλές της, αλλά που πάντα δανείζει. Η αγάπη είναι αρετή που δανείζει συνέχεια χωρίς να ελπίζει σε επιστροφή της οφειλής. Αν δανείζουμε εκείνους που ελπίζουμε πως θα μας τα επιστρέψουν, ποία ημίν χάρις εστί; Τί καλό κάνουμε; Μεταφέρουμε τα χρήματά μας από μια κάσα σε μιαν άλλη, αφού αυτό που δανείζουμε το θεωρούμε δικό μας, όπως κι όταν ήταν στα δικά μας χέρια.
Θα ήταν παραφροσύνη να σκεφτούμε πως με τα παραπάνω λόγια ο Θεός μας διδάσκει να μην αγαπάμε εκείνους που μας αγαπάνε, να μην κάνουμε το καλό σ’ αυτούς που μας ευεργετούν . Θεός φυλάξοι! Αυτό που θέλει να πει, είναι πως αυτή είναι μια κατώτερη αρετή , που μπορούν να την ασκήσουν ακόμα κι οι αμαρτωλοί. Είναι το ελάχιστο μέτρο του καλού, που φτωχαίνει τον κόσμο αυτόν και περιορίζει τους ανθρώπους, τους κάνει στενόμυαλους. Ο Θεός θέλει ν’ αναβιβάσει τον άνθρωπο στα ανώτερα ύψη των αρετών, απ’ όπου θεωρεί κανείς όλα τ’ αγαθά του Θεού, όλους τους κόσμους Του, εκεί που η τρομοκρατημένη και περιορισμένη καρδιά του δούλου γίνεται απεριόριστη κι ελεύθερη καρδιά του υιού και κληρονόμου. Η αγάπη προς αυτούς που μας αγαπάνε είναι μόνο το πρώτο μάθημα στο απέραντο βασίλειο της αγάπης. Η ανταπόδοση του καλού σ’ αυτούς που μας αγαπάνε, είναι μόνο το στοιχειώδες σχολείο, μπροστά στη μακρά σειρά σπουδών στα καλά έργα. Ο δανεισμός σ’ εκείνους που θα ξεπληρώσουν το χρέος τους δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Είναι μόνο το πρώτο δειλό βήμαπρος το μέγιστο καλό, που δίνει χωρίς να περιμένει επιστροφή.
Ποιοί είναι εκείνοι που εδώ αποκαλεί αμαρτωλούς ο Θεός; Πρώτα είναι οι ειδωλολάτρες , στους οποίους δεν έχει αποκαλυφθεί η πληρότητα του μυστηρίου της αλήθειας και της αγάπης του Θεού. Είναι αμαρτωλοί επειδή αποστράφηκαν την πρωταρχική αλήθεια και την αγάπη Του. Επειδή στη θέση του Θεού έχουν προσλάβει ως νομοθέτη αυτόν τον κόσμο, που τους διδάσκει πως πρέπει ν’ ανταποδίδουν αγάπη μόνο σ’ αυτούς που τους αγαπάνε, να ευεργετούν μόνο εκείνους από τους οποίους δέχονται το καλό. Το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης του Θεού αποκαλύπτεται μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, τώρα μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ενάργεια και λαμπρότητα απ’ ότι στην αρχή της δημιουργίας. Αρχικά αποκαλύφθηκε μέσω του Ιουδαϊκού λαού. Απ’ αυτούς, αν κι όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά για όλους τους λαούς της γης.
Όπως ο Θεός προετοίμασε τους Ιουδαίους χιλιάδες χρόνια για να κατανοήσουν και να δεχτούν την πλήρη αποκάλυψη του μυστηρίου , με το Νόμο και τους προφήτες Του, έτσι κι ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη «αμαρτωλοί» για άλλους λαούς, που έχουν βυθιστεί στην ειδωλολατρεία. Με την λέξη «αμαρτωλοί» όμως και μάλιστα μεγαλύτεροι αμαρτωλοί από τους ειδωλολάτρες, εννοεί κι όλους εκείνους στους οποίους αποκαλύφθηκε το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης αλλά δεν έμειναν πιστοί σ’ αυτό, παρά ξαναγύρισαν στο κατώτερο επίπεδο του αγαθού, «ώσπερ κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22). Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, χριστιανοί κατ’ όνομα, που με τα έργα τους φανερώνονται οι πιο πρωτόγονοι ειδωλολάτρες.
Τί όφελος έχουμε αν αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν και κάνουμε το καλό σ’ εκείνους που μας ευεργετούν; Δεν επιστρέφουμε στη θέση του αυτό που λάβαμε; Την ανταπόδοσή μας την λάβαμε. Έπαινος αξίζει στα έργα που, σε μικρή κλίμακα, μοιάζουν στα έργα της αγάπης του Θεού .
«Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί » (Λουκ. στ’ 35-36). Αυτά είναι τα ύψη στα οποία θέλει ο Θεός να εξυψώσει τους ανθρώπους. Αυτή ήταν μια διδαχή ανήκουστη πριν από την έλευσή Του. Αυτό είναι το ύψος της αξίας του ανθρώπου, που ούτε κι ο μεγαλύτερος σοφός στην ιστορία του κόσμου δεν είχε ονειρευτεί ως τότε. Κι αυτή είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, που αλλοιώνει την καρδιά του ανθρώπου και την μετατρέπει σε ποταμό δακρύων.
Αγαπάτε τους εχθρούς υμών . Δε λέει « μην ανταποδίδετε κακό στο κακό». Αυτό δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Αυτό είναι απλά ανοχή. Ούτε και λέει «αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν».
Αυτή είναι μόνο παθητική αγάπη. Ο Χριστός λέει αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Όχι απλά να τους ανέχεστε, όχι να είστε παθητικοί, αλλά να τους αγαπάτε. Το ξαναλέμε και πάλι, πως η αγάπη είναι ενεργητική αρετή.
Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι αφύσικη; Η αντίρρηση αυτή προβάλλεται πολύ έντονα από τους μη χριστιανούς . Δε βλέπουμε πως πουθενά στη φύση δεν υπάρχει παράδειγμα αγάπης για τους εχθρούς, παρά μόνο αγάπης για τους φίλους; Αυτή είναι λοιπόν αιτία αμφισβήτησης. Τι έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό;
Πρώτ’ απ’ όλα η πίστη μας αναγνωρίζει δύο φύσεις: μία άφθαρτη, φωτεινή και άτρεπτη στο κακό από την αμαρτία, σαν κι αυτήν που είχε ο Αδάμ στον παράδεισο· κι άλλη μια διεστραμμένη, σκοτεινή κι επιρρεπή στο κακό και την αμαρτία, σαν κι αυτήν που αντιμετωπίζουμε διαρκώς σ’ αυτόν τον κόσμο.
Στον κύκλο της πρώτης φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι απόλυτα φυσική . Στη φύση αυτή η αγάπη είναι σαν τον αέρα που ανασαίνουν όλα τα πλάσματα και ζουν. Αυτή είναι η αληθινή φύση που δημιούργησε ο Θεός. Απ’ αυτήν η θεϊκή αγάπη λάμπει στη φύση μας όπως οι ακτίνες του ήλιου μέσα από τα σύννεφα. Οτιδήποτε στη γη έχει αληθινή αγάπη, προέρχεται από την αγάπη αυτή.
Στον κύκλο της δεύτερης, της επίγειας φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι σπάνια και θα μπορούσε να θεωρηθεί αφύσικη . Δεν είναι πραγματικά αφύσικη . Σε σχέση με την επίγεια φύση μας είναι στην ουσία υπερφυσική ή, καλύτερα, προ-φυσική, καθώς η αγάπη φτάνει στην αμαρτωλή φύση μας από την πρωταρχική, αναμάρτητη κι αθάνατη φύση που προϋπήρχε της δικής μας.
Η αγάπη για τους εχθρούς είναι τόσο σπάνια ώστε θα μπορούσε να κληθεί αφύσικη, λένε άλλοι αντιρρησίες. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε και το μαργαριτάρι είναι αφύσικο, όπως και το διαμάντι κι ο χρυσός. Αυτά είναι όλα σπάνια αντικείμενα. Ποιός όμως μπορεί να τα ονομάσει αφύσικα; Όπως υπάρχουν φυτά που ευδοκιμούν μόνο σε μία περιοχή, έτσι γίνεται και με το σπάνιο αυτό φυτό, τη σπάνια αυτή αγάπη. Φυτρώνει κι αναπτύσσεται μόνο στην Εκκλησία του Χριστού. Για να πειστεί κάποιος από τα πολυάριθμα παραδείγματα του φυτού αυτού και του κάλλους του, πρέπει να διαβάσει τους βίους των αποστόλων του Χριστού, των πατέρων και των ομολογητών της χριστιανικής πίστης, των μαρτύρων της μεγάλης αλήθειας κι αγάπης του Χριστού.
Μια τρίτη ομάδα αντιρρησιών ισχυρίζεται πως αν δεν είναι αδύνατη, η αγάπη αυτή είναι τουλάχιστο εξαιρετικά δύσκολη. Είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολη, κυρίως για εκείνον που διδάσκεται την αγάπη μακριά από το Θεό, από τον οποίο ενισχύεται και τροφοδοτείται η αγάπη αυτή. Πώς όμως δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάει ο Θεός; Ο Θεός δεν αγαπά περισσότερο εμάς απ’ όσο αγαπά τους εχθρούς μας και μάλιστα όταν είμαστε εχθροί άλλων. Ποιός από μας μπορεί να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο που να τον αποκαλεί εχθρό του; Αν ο ήλιος του Θεού ζέσταινε κι η βροχή έπεφτε μόνο σ’ εκείνους που κανένας δεν τους λογάριαζε εχθρούς του, δύσκολα θά ‘φτανε κάποια ακτίνα στη γη ή θά ‘πεφτε κάποια σταγόνα βροχής στο χώμα. Ο άνθρωπος φορτώνεται από μόνος του μεγάλο φορτίο έχθρας. Η αμαρτία δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο. Κι ο φόβος αυτός με τη σειρά του τον κάνει να υποπτεύεται εχθρούς σ’ όλα τα πλάσματα γύρω του. Ο Θεός όμως είναι αναμάρτητος κι άφοβος κι επομένως δεν υποπτεύεται κανέναν, αλλά τους αγαπά όλους. Μας αγαπά τόσο πολύ ώστε, όταν μας κυκλώνουν εχθροί χωρίς να φταίμε σε τίποτα, πρέπει να πιστεύουμε πως αυτό γίνεται σε γνώση Του και για το καλό μας.
Ας είμαστε δίκαιοι. Ας ομολογήσουμε πως οι εχθροί μας μάς βοηθούν πολύ στην πνευματική μας πορεία . Αν δεν υπήρχε έχθρα στους ανθρώπους, πάρα πολλοί από εκείνους που ευαρέστησαν στο Θεό δε θα είχαν γίνει φίλοι Του. Ακόμα κι η έχθρα του σατανά μπορεί να βοηθήσει εκείνους που είναι ζηλωτές των ιερών πραγμάτων του Θεού και της ψυχικής τους σωτηρίας. Ποιός ήταν περισσότερο ζηλωτής των ιερών του Θεού πραγμάτων ή είχε μεγαλύτερη αγάπη για το Χριστό από τον απόστολο Παύλο; Ο ίδιος απόστολος όμως λέει πως επέτρεψε ο Θεός στο διάβολο να τον πειράξει, όταν του αποκαλύφθηκαν πολλά μυστήρια: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 7).
Όταν ο διάβολος ο ίδιος χωρίς να το θέλει βοηθάει τον άνθρωπο, πώς δεν μπορούν οι άνθρωποι να βοηθούν το συνάνθρωπό τους, που είναι οπωσδήποτε λιγότερο εχθρός από τους δαίμονες; Θα τολμούσε να πει κανείς πως οι φίλοι του ανθρώπου ζημιώνουν περισσότερο την ψυχή του από τους εχθρούς του . Ο ίδιος ο Κύριος είπε πως «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι’ 36). Εκείνοι που ζουν κάτω από την ίδια στέγη μαζί μας, που ενδιαφέρονται πολύ για τις σωματικές ανάγκες και τις ανέσεις μας, συχνά γίνονται εχθροί της σωτηρίας μας. Η αγάπη κι η φροντίδα τους δε στοχεύει στην ψυχή αλλά στο σώμα μας. Πόσοι γονείς δεν έχουν κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στις ψυχές των γιων τους κι αδέρφια στ’ αδέρφια τους, καθώς και σύζυγοι στους συζύγους τους; Κι όλ’ αυτά από αγάπη!
Η πραγματικότητα αυτή που διαπιστώνεται καθημερινά είναι μια ακόμα αιτία για να μας κάνει να μη δοθούμε ολοκληρωτικά στην αγάπη προς τους συγγενείς και τους φίλους μας, ούτε και να μειώσουμε την αγάπη προς τους εχθρούς μας. Είναι ανάγκη να το ξαναπούμε, πως συχνά, πολύ συχνά, οι εχθροί μας είναι στην ουσία πραγματικοί φίλοι; Οι τρόποι που χρησιμοποιούν για να μας αναστατώσουν, μας βοηθούν . Οι τρόποι με τους οποίους μας απορρίπτουν, υπηρετούν τη σωτηρία μας. Οι τρόποι με τους οποίους πιέζουν την εξωτερική, τη φυσική ζωή μας, μας ωθεί ν’ αποσυρθούμε μέσα μας, στον εαυτό μας, να βρούμε την ψυχή μας και να ζητήσουμε από το Θεό να τους σώσει. Οι εχθροί μας είναι πραγματικά εκείνοι που μας σώζουν από την καταστροφή που μας ετοιμάζουν αθέλητα οι οικείοι μας, που φροντίζουν το σώμα μας σε βάρος της ψυχής μας και χαλαρώνουν το χαρακτήρα μας.
Αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες , λέει ο Κύριος. Αγαθοποιείτε, κάνετε το καλό σ’ όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα, είτε σας αγαπούν είτε όχι. Ακολουθήστε το παράδειγμα του Θεού που τους ευεργετεί όλους, είτε φανερά είτε κρυφά. Αν η ευεργεσία σας δε θεραπεύει το μίσος του εχθρού σας, πολύ λιγότερο θα το θεραπεύσει η έχθρα σας. Γι’ αυτό κάνετε το καλό ακόμα και σε κείνους που ούτε το ζητούν ούτε το περιμένουν από σας . Δανείζετε όλους εκείνους που σας ζητούν. Δανείζετε όμως σα να δίνετε, σα να επιστρέφετε κάτι που ανήκει σε άλλον, όχι κάτι δικό σας. Λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ελεήμων άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει, χαρά στους άλλους μ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε από το Θεό: ψωμί, φαγητό, εξουσία, ένα λόγο προσευχής· που λογαριάζει τον εαυτό του οφειλέτη, αφού έλαβε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται. Μέσω του αδελφού του είναι σα να του ζητάει ο Θεός και γίνεται έτσι οφειλέτης του».
Αν ο εχθρός δε δεχτεί την ευεργεσία σου, δε σ’ εμποδίζει μ’ αυτό από το να συνεχίσεις να του δίνεις. Ο Κύριος είπε, «προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς » (Ματθ. ε’ 44). Κάνε και συ λοιπόν προσευχή για τους εχθρούς σου, ευεργέτησέ τους. Αν ο εχθρός σου δε δεχτεί κάποιο είδος καλοσύνης ή εξυπηρέτησης από μέρους σου, ο Θεός θα δεχτεί την προσευχή που θα κάνεις γι’ αυτόν. Ο Θεός θα μαλακώσει την καρδιά του και θ’ αλλάξει τη διάθεσή του για σένα. Δεν είναι τόσο δύσκολο στο Θεό να κάνει έναν εχθρό φίλο, όσο φαίνεται στους ανθρώπους. Αυτό είναι ίσως αδύνατο στους ανθρώπους, μα δυνατό στο Θεό. Εκείνος που ξανακάνει την παγωμένη γη εύφορη κοιλάδα, όπου αναπτύσσονται πανέμορφα λουλούδια, μπορεί να λιώσει και τον πάγο της έχθρας της ανθρώπινης καρδιάς και να κάνει να ευδοκιμήσουν σ’ αυτήν τα ευωδιαστά λουλούδια της φιλίας.
Βέβαια, το σπουδαιότερο πράγμα δεν είναι να γυρίσει ο εχθρός σου και να γίνει φίλος σου χάρη στην καλοσύνη σου, αλλά να μη χάσει την ψυχή του λόγω του μίσους του για σένα . Περισσότερο πρέπει να προσεύχεται κανείς γι’ αυτό το τελευταίο, παρά για το πρώτο. Για τη δική σου σωτηρία δεν παίζει κανένα ρόλο αν σ’ αυτή τη ζωή έχεις περισσότερους φίλους ή εχθρούς. Παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο όμως το να μην είσαι εχθρός κανενός, αλλά να είσαι φίλος με όλους με την καρδιά σου, με τις προσευχές και τις σκέψεις σου.
Αν το κάνεις αυτό, η ανταπόδοσή σου θα είναι μεγάλη. Από ποιόν; Σε κάποιο βαθμό ίσως από τους ανθρώπους, κυρίως όμως από το Θεό. Τί είδους ανταπόδοσή θα έχεις; «Έσεσθε υιοί του Υψίστου», θ’ αξιωθείτε ν’ αποκαλέσετε το Θεό «Πατέρα», «και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ’ 6). Αν δε γίνει σήμερα αυτό, θα γίνει αύριο. Αν όχι αύριο, τότε στο τέλος του κόσμου, ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων. Ποιά μεγαλύτερη ανταπόδοση θα μπορούσαμε να περιμένουμε από το να κληθούμε παιδιά του Υψίστου, να ονομάζουμε τον Ύψιστο Πατέρα μας;
Προσέξτε. Ο ένας και μοναδικός Υιός του Υψίστου είναι ο Κύριος Ιησούς. Έως τώρα μόνο Αυτός ονόμαζε το Θεό Πατέρα Του. Και τώρα την ίδια τιμή υποσχέθηκε ο Θεός σ’ εμάς, τους αμαρτωλούς και παραστρατημένους . Τί σημαίνει η τιμή αυτή για μας; Πώς θα είμαστε μαζί Του στην αιωνιότητα (βλ. Ιωάν. ιδ’ 3), κοντά στη δική Του δόξα, όπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος. Σημαίνει πως η αγάπη του Θεού Πατέρα θα είναι πάντα μαζί μας. Ακόμα κι όταν διερχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες σ’ αυτή τη ζωή, όλα θ’ αντιστραφούν και θα καταλήξουν στο καλό μας. Σημαίνει πως όταν πεθάνουμε δε θα παραμείνουμε στον τάφο, αλλά θ’ αναστηθούμε, όπως Εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών. Σημαίνει πως σ’ αυτή τη γη τοποθετηθήκαμε προσωρινά. Στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα μας όμως μας περιμένει κάλλος αθάνατο, τιμή και δόξα.
Θα μπορούσαμε ν’ απαριθμήσουμε όλα τ’ αγαθά που περιμένουν έναν ορφανό αν τον υιοθετήσει κάποιος επίγειος βασιλιάς; Είναι αρκετό να πούμε πως το ορφανό αυτό το υιοθέτησε ένας βασιλιάς κι όλοι θα καταλάβουν πόσα αγαθά θ’ απολαύσει το ορφανό αυτό. Η δική μας υιοθεσία δεν έγινε από ανθρώπους αλλ’ από το Θεό, αφού θα γίνουμε υιοί του Υψίστου, του Οποίου Υιός είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. Θα γίνουμε υιοί του αθάνατου Βασιλιά, του Βασιλιά των βασιλιάδων. Μας υιοθετεί ο Θεός όχι για χάρη μας, αλλά για χάρη του Μονογενούς Του Υιού, όπως λέει ο απόστολος: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 26). Ο Χριστός μας υποδέχεται σαν αδελφούς Του. Ο Θεός Πατέρας επομένως μας δέχεται σαν υιούς Του.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αξίζει να λεγόμαστε «υιοί του ζώντος Θεού». Είναι αστείο και να σκεφτούμε ακόμα πως θα μπορούσαμε με οποιοδήποτε έργο μας, ακόμα κι αν ασκούσαμε τη μεγαλύτερη αγάπη για τον εχθρό μας, ν’ αξίζαμε ν’ ανταμειφθούμε με αυτό που υποσχέθηκε ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς δούλους Του. Αν δίναμε όλα τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, αν νηστεύαμε όλες τις μέρες της ζωής μας κι αν στεκόμασταν στην προσευχή σαν αναμμένες λαμπάδες ως το τέλος του χρόνου· αν χωρίζαμε πνευματικά το πνεύμα από το σώμα μας, σα νά ‘ταν ψυχρή πέτρα κι αν η ψυχή μας ήταν απαθής προς τον υλικό κόσμο· αν αφήναμε τον εαυτό μας να τον φτύνουν και να τον ποδοπατούν όλοι οι άνθρωποι ή ακόμα κι αν παραδινόμασταν τροφή στα πεινασμένα θηρία·ακόμα κι αν τα κάναμε όλ’ αυτά, δε θα ήταν παρά μια απειροελάχιστη τιμή για όλα τ’ αγαθά, τη δόξα και την ανέκφραστη ευφροσύνη που συνοδεύουν την υιοθεσία του Θεού. Δεν υπάρχει ευσπλαχνία στη γη ούτε αγάπη στο θνητό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον αξιώσει να γίνει «υιός Θεού», αθάνατος πολίτης της ουράνιας Βασιλείας. Η αγάπη του Χριστού όμως αναπληρώνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Ας μην ισχυριστεί κανένας μας πως μπορεί με τη δική του αγάπη να σωθεί, με τη δική του αξία ν’ ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για να μπει μέσα.
Η εντολή της αγάπης για τον πλησίον επομένως, όσο μεγάλη και δύσκολη κι αν μας φαίνεται, είναι μόλις ένα μικρό νόμισμα που ζητάει ο Θεός από μας για να μας φέρει πιο κοντά Του στην υπέροχη και πανένδοξη βασιλεία Του. Δε μας ζητάει να τηρήσουμε την εντολή αυτή για να κερδίσουμε με την αξία μας τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του, αλλά μόνο να επιθυμήσουμε πάνω απ’ όλα τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του. Από μας ζητάει μόνο να πιστεύουμε τα λόγια Του και να υπακούμε τον Κύριο Ιησού.
Από ποιά άποψη ο Αδάμ ήταν άξιος για τον Παράδεισο; Από καμία. Ο Παράδεισος του δόθηκε από την αγάπη του Θεού. Τί έκανε τον Αδάμ να παραμείνει στον Παράδεισο ως την πτώση του; Η υπακοή του στο Θεό, μόνο η υπακοή του . Όταν όμως ο ίδιος κι η σύζυγός του άρχισαν ν’ αμφισβητούν την εντολή του Θεού, και μόνο η αμφισβήτηση αυτή παραβίασε την εντολή κι έπεσε στη θανάσιμη αμαρτία της παρακοής.
***
Στη Νέα Κτίση ο Κύριος Ιησούς ζητάει από μας το ίδιο πράγμα που ζήτησε από τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο: πίστη και υπακοή . Πίστη πως κάθε εντολή που μας έδωσε, είναι για τη σωτηρία μας· απροϋπόθετη υπακοή σε κάθε μία από τις εντολές Του . Μας έδωσε όλες τις εντολές, μαζί κι αυτήν για ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, για νά ‘χουμε πίστη στα λόγια Του και υπακοή. Αν κάποια από τις εντολές Του δεν ήταν καλή και δεν υπηρετούσε τη σωτηρία μας, δε θα μας την έδινε. Εκείνος ήξερε πολύ καλύτερα αν η εντολή αυτή ήταν φυσική ή αφύσικη, δυνατή ή αδύνατη. Το πιο σπουδαίο πράγμα για μας είναι πως ο Θεός μας έδωσε την εντολή αυτή κι εμείς, αν θέλουμε το καλό μας, πρέπει να την τηρήσουμε. Όπως ο άρρωστος παίρνει το φάρμακο από το χέρι του γιατρού με πίστη και κάνει υπακοή, είτε το φάρμακο είναι γλυκό είτε πικρό, έτσι κι εμείς, αδύναμοι από την αμαρτία και με σκοτισμένο νου, πρέπει να τηρούμε με πίστη κι υπακοή όλες τις εντολές που μας έδωσε ο καλός Ιατρός των ψυχών μας και Κύριος της ζωής μας, Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Σ’ Εκείνον πρέπει δόξα και αίνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Απόστολος Πέτρος και οι λοιποί των Αποστόλων έμειναν εκστατικοί στην άγρα των ιχθύων. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ζήτησε να καθίσει στη βάρκα του Πέτρου και δίδασκε απ’ εκεί τον λαό. Οι υπόλοιποι εργάσθηκαν σκληρά όλη νύκτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα και προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν τα δίκτυα τους. Στο πρόσταγμα του Κυρίου να χαλάσουν τα δίκτυα, ο Πέτρος έριξε ξανά τα δίκτυα και τότε είδε την ευλογία του Θεού, διότι «τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ» (Λουκ. 5:6).
Η υπακοή στο θείο Θέλημα είναι η πρωταρχική φροντίδα του ανθρώπου. Ο θεοσεβής άνθρωπος αγωνίζεται να συμβαδίσει με τις θείες εντολές. Με την υπακοή στο θείο Θέλημα ο άνθρωπος ταυτίζει το δικό του θέλημα προς το θέλημα του Αγίου Θεού.
Ο Απόστολος Πέτρος πάνω στη δύσκολη ώρα της απογοήτευσης και κατάθλιψής του υπάκουσε τον Χριστό. Το αποτέλεσμα ήταν προφανές. Ο Θεός ευλόγησε τις προσπάθειες όλων εκείνων που εργάσθηκαν με τιμιότητα.
Στις καθημερινές μας προσπάθειες υπάρχουν στιγμές, που αισθανόμαστε ότι είμεθα μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και ίσως προδομένοι από τους γύρω μας ευρισκομένους ανθρώπους. Πολλάκις δε αισθανόμαστε την απογοήτευση να κυριαρχεί στην καρδιά μας, όταν οι ελπίδες και οι προσδοκίες μας δεν φέρνουν το ποθούμενο.
Πόσες φορές δεν στραφήκαμε προς τον Θεό, αλλά δεν είδαμε κάποιο αποτέλεσμα; Μήπως ο Θεός δεν εισάκουσε τις προσευχές μας; Μήπως αναπαύεται στην ουράνια Του Βασιλεία και δεν επιδεικνύει κάποιο ενδιαφέρον για μας; Όχι, βέβαια! Η απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις βρίσκονται στο ότι δεν πρέπει μόνον να στρεφόμεθα στο Θεό με πίστη, αλλά θα πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμεστε τον εαυτό μας στο Θεό.
Ο Απόστολος Πέτρος όχι μόνον αποδέχτηκε τον Χριστό στην εργασία του, αλλά έδειξε απόλυτη υπακοή στο πρόσταγμα του Διδασκάλου. Χωρίς δεύτερη συζήτηση έριξε τα δίκτυα στα ρηχά νερά της λίμνης της Γεννησαρέτ. Και γι’ αυτή την υπακοή του ο Θεός ευλόγησε την εργασία του.
Πόσες φορές συνέβη στη ζωή μας το γεγονός ότι δεχτήκαμε τον Χριστό, αλλά δεν είμαστε υπάκουοι στο θέλημά Του; Πόσες φορές είπαμε ότι πιστεύομε στον Κύριο, αλλά δεν κατεβάλλαμε τις ανάλογες προσπάθειες για να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας ενώπιον Του; Πόσες φορές δεν προσευχηθήκαμε στο Θεό, αλλά δεν μάθαμε να Τον εμπιστευόμαστε με όλη μας την καρδιά; Πόσες φορές βρεθήκαμε σε δύσκολες περιστάσεις και ζητήσαμε την θεία βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά στην πραγματικότητα δεν πιστέψαμε στη θεία Πρόνοιά Του; Πόσες φορές πιστέψαμε ότι ο Θεός ως διά μαγείας θα επέμβει και θα εκπληρώσει τις επιθυμίες μας; Τέλος, πόσες φορές ενώ βλέπομε τα αποτελέσματα της θείας επεμβάσεως, πιστέψαμε ότι είναι καρποί των δικών μας προσπαθειών;
Ο Απόστολος Πέτρος ευλογήθηκε, διότι έδειξε υπακοή στον Χριστό. Οι ευλογίες του Θεού ήλθαν ως αποτελέσματα της υπακοής του Πέτρου στο θείο Θέλημα. Το θαύμα στη Γεννησαρέτ ήλθε εξ αιτίας της πιστότητας του Πέτρου. Ο Πέτρος, ως έμπειρος ψαράς, γνώριζε καλά ότι δεν μπορούσαν να υπάρχουν ψάρια στα ρηχά νερά της λίμνης. όλη νύκτα εργάσθηκε με τους συνεργάτες του και όμως δεν πιάσανε τίποτε απολύτως. Αλλά, έδειξε υπακοή στα λόγια του Κυρίου και χάλασε τα δίκτυά του. Προς χάρη του Κυρίου δεν δίστασε, δεν είπε «χάνομε τον καιρό μας». Υπάκουσε και εμπιστεύθηκε τα λόγια του Κυρίου.
Όλοι, σήμερα, εργαζόμαστε σκληρά. Όλοι τρέχομε και αγωνιζόμαστε για να βγάλομε το καθημερινό, τον «άρτον ημών τον επιούσιον». Αλλά, πόσες φορές έχομε αποτύχει; Εργάζεται κανείς τόσα χρόνια, αλλά στο τέλος βλέπει τα πάντα να καταρρέουν. Και αυτό γιατί; Μήπως είναι εξ αιτίας έλλειψης εξυπνάδας, ή ενδιαφέροντος, ή κακών ανθρώπων; Όλα αυτά είναι πιθανά, αλλά η κυρία αιτία είναι η έλλειψη αληθινής πίστης και εμπιστοσύνης στο Θεό.
Στις μέρες μας ο άνθρωπος έμαθε να εμπιστεύεται μόνον τον εαυτό του και όχι τον Θεό. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έμαθε να παραδίδεται εξ ολοκλήρου στη θεία Πρόνοια με αληθινή πίστη.
Η έλλειψη της πίστης είναι μία πνευματική ασθένεια της σύγχρονης κοινωνίας. Η έλλειψη της πίστης φέρνει ως αποτέλεσμά της την έλλειψη της προσευχής και την περιπλάνησή μας μακράν του Θεού. Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία της ανυπακοής μας προς το θείο Θέλημα και Εντολές. Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία της απιστίας προς τον Θεό. Η έλλειψη της πίστης είναι η αιτία που άνθρωπος στρέφεται προς το κακό και την αμαρτία.
Αγαπητά μου παιδιά, εάν θέλομε τις ευλογίες του Θεού στα σπίτια μας, στις εργασίες μας, στη ζωή μας, τότε, εμείς οφείλομε να στραφούμε σ’ Αυτόν, να υποκλιθούμε ενώπιόν Του και να δείξουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοιά Του. Οφείλομε να μιμηθούμε το παράδειγμα του Αποστόλου Πέτρου. Ας δείξομε πίστη και εμπιστοσύνη προς τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Ας εφαρμόσουμε τις Εντολές του Ευαγγελίου. Ας φανούμε αντάξιοι της κλήσεως μας, ως μαθητές του Διδασκάλου Χριστού. Αυτός ο τρόπος ζωής θα επιφέρει επάνω μας τις ευλογίες του Θεού. Αυτός είναι ο τρόπος της σωτηρίας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...