Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
1. Η εξέγερση στη Σερβία και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-12: Οι αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται ταραγμένη εποχή για τη Βαλκανική και την Ανατ. Μεσόγειο. Μετά την επανάσταση των Σέρβων στην περιοχή του Βελιγραδίου, επιδεινώθηκαν οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθόσον η Ρωσία διεκδικούσε την προστασία των απανταχού καταπιεζόμενων Ορθοδόξων. Αυτό οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12. Έτσι και στον ελλαδικό χώρο (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) οι αρματολοί, ενθαρυνόμενοι από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα, ενώ οι διωγμένοι στα Επτάνησα Σουλιώτες είναι έτοιμοι για επαναστατική δράση.
2. Το ξέσπασμα: Όταν ο ναύαρχος Σενιάβιν επικεφαλής ρωσικού στόλου εμφανίστηκε στο Αιγαίο, και συγχρόνως απελευθερωνόταν η Πάργα “οι καρδιές όλων των Ελλήνων από τον Ισθμό και πάνω, σκίρτησαν”. Με την έναρξη του πολέμου, ο πονηρός Αλή πασάς αφαίρεσε κάθε δικαιοδοσία από τους αρματολούς της περιοχής των Αγράφων, υποψιαζόμενος πιθανές στάσεις. Την ίδια περίοδο οι αρματολοί του Ολύμπου, έχοντας συντονιστή το Νικοτσάρα διώχνουν όλους τους Αλβανούς φύλακες των κλεισούρων (δερβέν-αγάδες) της περιοχής. Νοτιότερα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης επικεφαλής ενόπλου σώματος 500 ανδρών πέρασαν στη Δυτική Στερεά και συνέτριψαν πολλαπλάσια τουρκική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Κλινοβού. Ούτε η είδηση της συμφωνίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, ούτε η ενδυνάμωση του Αλή έκαμψαν το φρόνημα των επαναστατών. Έτσι ο Κατσαντώνης κι ο Μπότσαρης συνεχίζουν τη νικηφόρα εκστρατεία τους στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου μπαίνουν σε καράβια και γίνονται πειρατές των παραλίων του Αιγαίου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξουν τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης, παρακινώντας συγχρόνως τους υποδούλους σε γενικευμένη επανάσταση.
3. Ο Βλαχάβας: Την ίδια περίοδο αρματολός στα Χάσια ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας, γιος του επίσης αρματολού Θανάση Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (1700-1795), που απολάμβανε προς το παρόν της εμπιστοσύνης του Αλή. Ο Βλαχάβας γεννήθηκε στο χωριό (Παλιά) Σμόλια των Τρικάλων (Αγριελιά) και ήταν γιος αρματολού των Χασίων. Το σώμα των αρματολών των Χασίων αποτελούνταν από 60 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του παπα-Θύμιου και των αδελφών του. Ο Βλαχάβας και οι άνδρες του μισθοδοτούνταν από το βιλαέτι των Τρικάλων έχοντας καθήκον να προστατεύουν την ευρύτερη περιοχή από της είσοδο ληστών. Ο Βλαχάβας όμως φαίνεται πως είχε έλθει σε συνεννόηση με τους περίπου 3000 Έλληνες ενόπλους που βρίσκονταν στα Επτάνησα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Σουλιώτες, κάτω από ρωσική διοίκηση, καθώς και με Έλληνες φυγάδες-πειρατές του Αιγαίου. Άλλωστε ένα ταξίδι του το 1807 στο Αιγαίο, φαίνεται πως αποσκοπούσε στη συνάντηση με τους καπεταναίους αυτών των πειρατών. Είναι πιθανό στο ίδιο αυτό το ταξίδι του να συναντήθηκε με το ναύαρχο των Ρώσων Σενιάβιν, που μόλις είχε καταναυμαχήσει στις ακτές του Άθωνα τον τουρκικό στόλο (19/6/1807). Όμως φαίνεται ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από τους Ρώσους, διότι, κατά διαταγή του τσάρου, ο Σενιάβιν υπέγραψε στις 12/8 του ίδιου έτους ανακωχή με τους Οθωμανούς. Άρα το πιο πιθανό φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό συσκέφθηκε με τους αρματολούς και κλέφτες των νησιών (Β. Σποράδων) εξηγώντας τους κάποιο σχέδιο κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων και όχι ότι εξασφάλησε υποσχέσεις βοήθειας απ' τους Ρώσους. Το χειμώνα του 1807 ο Βλαχάβας επέστρεψε στα λημέρια του και λίγο αργότερα, στις 11/1/1808 άρχισε τις συνεννοήσεις με άλλους αρματολούς και κλέφτες των Θεσσαλικών και όχι μόνο περιοχών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την πληροφορία του Σάθα ότι στις αρχές του ίδιου έτους ήρθαν στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι που έφεραν επιστολές του αρχιεπαναστάτη των Σέρβων Καραγεώργη και του ελληνικής καταγωγής συμβούλου της ρωσικής κυβέρνησης Ροδοφοινίκιν, με τις οποίες παρακινούσαν τους Έλληνες να μιμηθούν τους ομοδόξους τους Σέρβους και να ξεσηκωθούν.
4. Η εξέγερση: Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Βλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση όλων των καπετάνιων, οι οποίοι συμφώνησαν στον ορισμό του ίδιου ως αρχηγού της επανάστασης. Συγχρόνως διάφοροι καπετάνιοι άρχισαν να συζητούν με ομολόγους τους της Στερεάς Ελλάδας αλλά και Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων για συμμετοχή στον αγώνα κατά της τυραννίας του Αλή πασά. Λίγο αργότερα στη νέα συνέλευση, περισσότερων αυτή τη φορά καπεταναίων, αποφασίστηκε η μέρα ξεσηκωμού να είναι, για λόγους συμβολισμού, η 29η Μαΐου. Ο Leake, που ζούσε στο περιβάλλον του Αλή, αναφέρει ότι ο Βλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τους Τούρκους. Ο Κασομούλης όμως, πιο ενημερωμένος, διαφωνεί και μας ενημερώνει ότι σκοπός του παπα-Θύμιου ήταν η εξόντωση των Αλβανών δερβεναγάδων, που ήταν στη δούλεψη του Αλή και οι οποίοι καταπίεζαν και βασάνιζαν αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Γι' αυτό και προσπάθησε να προσεταιριστεί ακόμα και τους πλούσιους γαιοκτήμονες-αγάδες του θεσσαλικού κάμπου, που πάντως δεν δέχτηκαν να τον στηρίξουν. Έτσι ο Θύμιος και Θεοδωράκης Βλαχάβας μαζί με τον καπετάνιο του Δομένικου Γιώτα Τζίμου άρχισαν να εξοντώνουν τα οπλισμένα αλβανικά σώματα της περιοχής και τους σουμπάσηδες (επιστάτες των κτημάτων των τσιφλικιών του Αλή και καταπιεστών των κολίγων), σαν κοινούς εχθρούς Χριστιανών και Οθωμανών. Μαζί με τα σώματα του Βλαχάβα πολεμούσαν και ορισμένοι Οθωμανοί καθώς και λίγοι Αλβανοί, πολιτικοί αντίπαλοι του Αλή. Ο Βλαχάβας είχε συνεννοηθεί με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη ή Τσάπα και του έδωσε οδηγίες να καταλάβει τα περάσματα του Μετσόβου για να μην επιτρέψει στον Αλή να στείλει στρατεύματα στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Την ίδια οδηγία έδωσε και στον καπετάνιο Ευθ. Στουρνάρη, στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των διαβάσεων της Ν. Ηπείρου προς τη Θεσσαλία. Ο Σάθας πιστεύει ότι ο Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια του Βλαχάβα την 1η Μαΐου, πάντως γεγονός είναι ότι ο Δεληγιάννης επέτρεψε τη διέλευση απ' τα “φυλασσόμενα” στενά του Μουχτάρ πασά, γιου του Αλή, που έχοντας τεθεί επικεφαλής 6.000 Αλβανών, πέρασε στη Θεσσαλία καταστρέφοντας τις επαναστατημένες περιοχές σε Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, εφάρμοσε κι ένα άλλο σχέδιο: έδωσε ρητή εντολή στο μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ να μεταβεί στις επαναστατημένες περιοχές και να μεταπείσει τους εξεγερθέντες. Έτσι ο Γαβριήλ άρχισε τις παραινέσεις προς το λαό, με αποτέλεσμα να εισακουστεί απ' το απλό ποίμνιό του, που δεν συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με τους επαναστάτες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Καστράκι της Καλαμπάκας στα τέλη του Μαΐου του 1808 και κράτησε μια ολόκληρη μέρα. Εκεί οι Τουρκαλβανοί στρατηγοί του Αλή, Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς, όρμησαν από τα Τρίκαλα και άρχισαν να συγκρούονται με τις δυνάμεις του Βλαχάβα. Μετά από δυο-τρεις ώρες κατέφθασαν και οι ενισχύσεις του Μουχτάρ απ' τα Γιάννινα. Έτσι ενισχυμένα τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν με μεγαλύτερη ένταση το σφυροκόπημα των θέσεων των Ελλήνων, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Ανάμεσα στους Έλληνες νεκρούς της μάχης ήταν και ο Θεοδωράκης Βλαχάβας. Την ίδια νύχτα βλέποντας ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν ανοίξει για τον Αλή και φοβούμενοι νέες επικουρίες των εχθρών οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου κι ο παπα-Θύμιος αποφάσισαν να υποχωρήσουν από τις ορεινές διαβάσεις προς τον Όλυμπο κι από εκεί για να μην την “πληρώσουν” οι αθώοι χωρικοί της περιοχής, πέρασαν με καράβια στα νησιά-ορμητήριά τους Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Ο Βλαχάβας, όπως κι οι άλλοι οπλαρχηγοί, από τα νησιά των Β. Σποράδων άρχισε καταδρομές εναντίον των Τούρκων του Αιγαίου. Την ίδια εποχή μαρτύρησε κι ο μοναχός Δημήτριος (άγιος Δημήτριος εκ Σαμαρίνης), επειδή κατηγορήθηκε ότι παρέσυρε το λαό προς τους επαναστάτες του Βλαχάβα.
5. Το τέλος του Βλαχάβα: Ο καπουδάν-πασάς Σεγίδ Αλή, βλέποντας τα προβλήματα που δημιουργούσε με τις επιδρομές του ο Βλαχάβας, πρότεινε αμνηστεία στο Βλαχάβα αρκεί να συνθηκολογούσε και σταματούσε τη δράση του. Όμως αυτό ήταν απλώς ένα δόλωμα. Ο Βλαχάβας δέχτηκε, αλλά ο Καπουδάν πασάς τον παρέδωσε στον Αλή για τα ... περαιτέρω. Εκείνος τον φυλάκισε βασανίζοντάς τον καθημερινά επί τρεις μήνες κι έπειτα τον έδεσε για δυο μέρες σ' έναν πάσαλο στην αυλή του σεραγιού του, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις βρισιές, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις του φανατισμένου όχλου. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του θηριώδη Αλή, Πουκεβίλ, παρακολούθησε από κοντά τα βάσανα του αλύγιστου ιερέα. Λέει στο κείμενό του ο Γάλλος διπλωμάτης: “Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν το θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που μοναδικό του όπλο είχε την προσευχή και την πραότητα, ενός από 'κείνους τους Λειτουργούς του Χριστού, τους προορισμένους να στηρίζουν τους δειλούς στους κλυδωνισμούς του κόσμου και που το αίμα τους, καθώς ανακτεύεται με το αίμα του πολεμιστή, ξαναφέρνει μέσω του μαρτυρίου την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη του λαμπρότητα.” Ο παπα- Βλαχάβας φονεύτηκε με φρικτό τρόπο και τα μέλη του διαμοιράστηκαν στον οθωμανικό όχλο που τα περιέφερε ως λάφυρα στα στενά των Ιωαννίνων.
Από τους ποιητές της αναγεννημένης Ελλάδας, πρώτος ο Παν. Σούτσος ύμνησε τον ένδοξο Θεσσαλό ιερέα-επαναστάτη. Μετά απ' αυτόν ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε συγκινητικά το μαρτύριο του μεγάλου εθνομάρτυρα:
- Γίνεσαι Τούρκος βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.
- Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θενά πεθάνω.
Κυριακή του Θωμά. Ο μεγάλος αυτός Απόστολος υφίσταται χρόνια τώρα την αδικία της ευαγγελικής «ρετσινιάς της απιστίας» χάρη στη λαϊκή παράφραση των λόγων που του απηύθυνε ο Κύριος οχτώ μέρες μετά την Ανάστασή του: «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ιω. 20:27). Φαίνεται πως ο εκφραζόμενος δια της δημώδους θυμοσοφίας νόμος «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» δεν αφήνει ανέπαφους ούτε τους φορείς της αγιότητος!
Στην ευαγγελική περικοπή (Ιω. 20:19-31) μπορούμε να δούμε πολλά πράγματα. Ας δούμε μερικά από αυτά συνοπτικά. Το πρώτο, το ουσιώδες, είναι η χαρά και η ειρήνη. Η υπέρνοη, ήρεμη, μυστική, αδιάπτωτη αναστάσιμη χαρά των μαθητών – Εκκλησίας και η ασάλευτη, καινή, υπερβατική, αγιοπνευματική, άκτιστη, αιώνια ειρήνη που χορηγεί ο Κύριος στο Ευχαριστιακό του Σώμα ως νικητής πλέον του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς, του θανάτου.
Ο Χριστός, επίσης, δεν φαίνεται να παρακάμπτει ούτε να «σνομπάρει» την ανθρώπινη αδυναμία και επιθυμία μιας βαθύτερης αποδεικτικής κατοχύρωσης της πίστης. Δείχνει στους μαθητές και στον δύσπιστο Θωμά τους τύπους των ήλων. Δεν είναι φάντασμα, αλλά ο ίδιος ο προ ημερών σταυρωθείς Κύριος. Ο Θεός ευλογεί την κριτική σκέψη και τη συνετή πίστη, ενώ την ίδια ώρα επαινεί και υπερυψοί τη μεγάλη και απροϋπόθετη (στιχ. 29).
Ο Χριστός αμέσως μετά χορηγεί Πνεύμα Άγιο (στ. 22). Αυτό συνδέεται με την προηγούμενη παροχή της ευλογίας της ειρήνης. Ειρήνη και Άγιο Πνεύμα εδώ σημαίνουν την άκτιστη Χάρη του Πνεύματος, της Τριάδος. Ειρήνη χωρίς Χάρη είναι γήινη, σχετική, φτωχή, θνητή. Η Χάρη αυτή, η ενέργεια του Θεού, συγχωρεί τις ανθρώπινες αμαρτίες. Ένα δώρο ειδικότερο στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους, για λόγους ευταξίας, λειτουργικούς, όχι ιεροκρατικούς και εξουσιαστικούς, όπως μετάλλαξε το πράγμα ο ρωμαιοκαθολικισμός.
Ας πάμε τώρα και στο τελευταίο, στο πιο φαντασμαγορικό, στο πιο «πικάντικο» για τη χοϊκή μας νοοτροπία. Ο Κύριος εισέρχεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Στο τεύχος Απριλίου του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» έχουμε τη μαρτυρία του στενού μαθητή του νέου οσίου της Εκκλησίας Πορφυρίου μοναχού Ακακίου από τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Ο χρόνια κατάκοιτος και πλέον μελλοθάνατος γέρων Πορφύριος τού ομολογεί με μια Χάριτι ακατανόητη εν ταπεινώσει παρρησία ότι μπορεί να βγει από τον τοίχο της Καλύβης τους, του Αγίου Γεωργίου, ογδόντα πόντοι πάχος, και να πάει σε όποιο μακρινό σημείο θέλει. Και το συνδυάζει με την υπόσχεση του ίδιου του Χριστού στους μαθητές του όλων των εποχών (Ιω. 14:12).
Ο όσιος Πορφύριος το εξήγησε και σαφέστερα: «το σώμα αραιώνει και πυκνώνει». Είναι τα προοίμια της ανάστασής μας, όπου το σώμα μας θα γίνει «πνευματικό» (Α’ Κορ. 15:40-44). Δεν θα υφίσταται τους νόμους της φθοράς, όπως τώρα. Αλλά δεν θα είναι και κάτι άλλο, παρά σώμα. Ο Κύριος έδειξε τις τρύπες από τα καρφιά, από τη λόγχη. Έφαγε μπροστά στους μαθητές. Δεν ήταν φαντασία, ιδέα, αερικό (Λουκ. 24:39-43). Είχε σώμα. Ήταν αυτός ο ίδιος. Ήταν ολόκληρος άνθρωπος, τέλειος, αφθαρτισμένος, ζων εν Πνεύματι.
Ο όσιος της Ομόνοιας ήρθε να αποδείξει στις μέρες μας, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, πως όλα τούτα δεν είναι παραμυθάκια. Είναι η οντολογία της Χάριτος, της μιας Εκκλησίας, της Ορθόδοξης, της αληθινής. Το βίωνε αυτό ο Καυσοκαλυβίτης και πολλοί άλλοι Άγιοι. Όταν ειδικότερα μεταφερόντουσαν «ὅπου γῆς» προκειμένου να θαυματουργήσουν, να σώσουν κόσμο, να επέμβουν στις δυσκολίες των εν Χριστώ (και όχι μόνο) αδελφών τους…
Με την ίδια Χάρη της Ανάστασης, που μόλις έλαβε σε περισσή πληρότητα (προοίμια της τελειότητας της Πεντηκοστής) ο απόστολος των Ινδών, ομολόγησε τη θεότητα του Ιησού (στ. 28). Αυτός ο προ ολίγου «άπιστος» στερεώνεται για πάντα στην πέτρα της εκκλησιαστικής πίστεως: στη θεανθρωπότητα του Χριστού (Ματθ. 16:16-18). Μια πίστη η οποία μετακινεί βουνά, που είναι για την ακρίβεια παντοδύναμη, μάλλον χάρη στην οποία δεν θα δυνάμεθα μετά την κοινή ανάσταση να ζούμε και να κάνουμε μονάχα αυτό το ευτελές, αλλά πολύ περισσότερα (Α’ Κορ. 2:9), κατά τη ρητή εξάπαντος και αδιάψευστη προαναφερθείσα διαβεβαίωση του ίδιου του Κυρίου μας, όπως την ερμήνευσε βιωματικά ο όσιος Πορφύριος, ο οποίος εστάλη ως έτερος Χριστός στην άπιστη γενεά μας.
Πηγή: http://www.pemptousia.gr
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό πιό συγκλονιστικό ἀπό ὅλα τά γεγονότα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἐπειδή ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιό μεγάλη τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἀλλά θάνατος δέν εἶναι μόνον ὁ βιολογικός. Εἶναι καί ὁ ὑπαρξιακός, ὁ κοινωνικός, ὁ ἐθνικός, καί κυρίως ὁ πνευματικός θάνατος. Στήν προσωπική μας ἱστορία ὑπάρχουν στιγμές, τἰς ὁποῖες χωρίς Χριστό τίς βιώνουμε ὡς ὑπαρξιακό θάνατο.
Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Χριστός κατενίκησε τόν θάνατο (Ρωμ. στ’ 9). Κατανικᾶ ὅμως καί ὅλους τούς δικούς μας θανάτους, ὁσάκις ἡ Ζωή Του γίνεται δική μας ζωή διά τῆς Ἀναστάσεως (Β’ Κορ. δ’ 10-11). Σέ ὅλους αὐτούς τούς θανάτους ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ τόν μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τρόπο, ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας.
Μέσα στό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἀδιέξοδο, κατάρρευσις. Τά πάντα ζωοποιοῦνται, γίνονται καινά. Καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, ἀπό διαδικασία φθορᾶς γίνεται ἐφαλτήριον ζωῆς. Ὅπως λέγει ὁ σεβαστός μας Γέροντας, Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης: «Τί θά ἦταν ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἀναστάντα Χριστόν καί τήν Ἀνάστασι πού περιμένουμε νά μᾶς χαρίσῃ; Ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο. Καί ἐμεῖς τί θά εἴμεθα; Μελλοθάνατοι πού περιμένουμε τήν σειρά μας νά σβήσουμε καί νά ἐξαφανισθοῦμε. Κανένα νόημα δέν θά εἶχε ἡ ζωή, κανένα σκοπό. Πολύ σωστά εἶπε ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὅτι δέν θά ἐπίστευε εἰς τόν Χριστόν, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον».
* * *
Οἱ διηγήσεις τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν καί ἡ ἐκκλησιαστική Ὑμνολογία μᾶς παραδίδουν ὅτι ὁ Χριστός ἐβάδισε ἑκουσίως πρός τό Πάθος, ἀλλά οἱ Μαθηταί Του δέν τό εἶχαν καταλάβει. Οἱ ὧρες τοῦ Πάθους δέν τούς ἦταν καιρός πρόσφορος γιά αἰσιόδοξες σκέψεις καί προσδοκίες. Θλῖψις καί φόβος τούς συνεῖχαν, δικαιολογημένα. Μόνο μετά τήν Ἀνάστασι ἀνεθάρρησαν οἱ Μαθηταί. «Ἐχάρησαν οὖν οἱ Μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰω. κ’ 20).
Καί οἱ ὧρες τῶν ἰδικῶν μας καθημερινῶν θανάτων, τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀδιεξόδων, τῶν ἀποτυχιῶν, δέν εἶναι εὔκολες ὧρες. Δέν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας τότε ἕτοιμο γιά αἰσιοδοξία. Συνήθως τά συναισθήματά μας, οἱ λογισμοί μας καί τά θελήματά μας δέν εἶναι εὐχάριστα, καί κυρίως δέν εἶναι θεάρεστα καί δέν μᾶς βοηθοῦν νά ζήσουμε τήν χαρά τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, τήν χαρά τῆς κοινωνίας μεταξύ μας, τήν χαρά τῆς κοινωνίας μέ τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.
Στίς δύσκολες αὐτές ὧρες ἔχουμε ὑποδείγματα ζωῆς τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ὡς υἱοί τῆς Ἀναστάσεως γεύθηκαν τούς καρπούς της καί ἔγιναν στήν συνέχεια ἀδιάψευστοι μάρτυρές της. Ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἑκούσια συμπόρευσις μέ τόν Χριστό πρός τό Πάθος εἶναι τό ἐχέγγυο γιά τήν συνανάστασι μαζί Του. Ἐάν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό σηκώσουμε ἑκουσίως καί μέ ὑπομονή τούς καθημερινούς μας θανάτους, αὐτοί γίνονται εὐκαιρίες καί ὁδοί πρός τήν ἐν Χριστῷ ἀνάστασί μας. «Εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν· εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν· εἰ ἀρνησόμεθα, κἀκεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς· εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει, ἀρνήσασθαι γὰρ ἑαυτὸν οὐ δύναται» (Β’ Τιμ. β’ 12-13). Τότε ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τῆς Ἀναστάσεως θά εἶναι ἀναφαίρετα δῶρα τοῦ Χριστοῦ, πού θά μᾶς συνοδεύουν στήν πρόσκαιρη ζωή μας καί στήν αἰωνιότητα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό τονίζει αὐτό στήν περίφημη ἐπιστολή του Πρός τήν σεμνοτάτη Μοναχή Ξένη.
* * *
Ἔχουν περάσει τέσσερα χρόνια ἀπό τότε πού ἡ Πατρίδα μας ἀνεβαίνει στόν πιό πρόσφατο Γολγοθᾶ της. Οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας ὑποφέρουν ἀπό τίς συνέπειες τῆς ποικιλώνυμης κρίσεως. Πολλοί ἔχασαν τό γέλιο, τήν χαρά, τήν γαλήνη, τήν αἰσιοδοξία, τά ὄνειρα, τίς προσδοκίες. Γέμισε ἡ ἀτμόσφαιρα ἀπό κατήφεια, λύπη, ἀπογοήτευσι καί ὀργή. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζῇ ἔτσι. Ἀναζητεῖ διεξόδους. Ἰδίως οἱ νέοι.
Ἄς ρίξουμε καί ἐφέτος τό βλέμμα μας στόν Ἀναστάντα Χριστό. Θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ λύσις τοῦ προβλήματος. Ὁ Ἀναστάς Κύριος φέρνει τήν ἀληθινή εἰρήνη στίς καρδιές καί τήν ἀληθινή χαρά στά πρόσωπά μας. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός τοῦ ἀληθινοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν».
Μάλιστα. Τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, ὁ Χριστός τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τῶν Ὁμολογητῶν καί τῶν Ὁσίων, ὁ Χριστός πού τώρα ἐκδιώκεται ἀπό τήν δύσμοιρη Πατρίδα μας μέ τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό στά νέα σχολικά προγράμματα, μέ τήν κατάργησι τῆς Κυριακῆς ἀργίας, μέ τήν ψήφισι ἀντιευαγγελικῶν νομοθετημάτων, μέ τήν ἵδρυσι Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, θέματα πού κάνουν πιό μακρύ καί πιό ὀδυνηρό τόν θρῆνο τοῦ Γένους, καί τό «ἑάλω ἡ Πόλις» ἕνα θρηνητικό τραγούδι πού δέν λέει νά τελειώσῃ ἀκόμη.
Ὅμως ὁ εὐσεβής λαός μας δέν ἔχει ἀπεμπολήσει τόν Χριστό. Ἀντιστέκεται στίς μεθοδεῖες τῶν ἐχθρῶν τῆς ἑλληνορθοδόξου ταυτότητός του. Μένει πιστός σέ ὅ,τι παρέλαβε ἀπό τούς ἁγίους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους. Πιστεύει, ἐλπίζει καί ὑπομένει. Τόν τελευταῖο λόγο δέν ἔχει ὁ θάνατος, ἀλλά ἡ Ζωή.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
+ Ἀρχιμανδρίτης Χριστοφόρος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ἅγιον Πάσχα 2014
Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες του Παπισμού, η οποία την διαφοροποιεί από την Μία Αγία καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, την ακαινοτόμητη Ορθοδοξία μας, είναι και ο τρόπος του Βαπτίσματος. Ήδη από τον 14ο αιώνα κατήργησε το από τον ίδιο τον Κύριο και τους αποστόλους παραδεδομένο τύπο βαπτίσματος, τουτέστι διά βυθίσεως στο νερό και το αντικατέστησεμε το διά ραντισμού ή επιχύσεως βάπτισμα. Αφορμή για τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας έδωσε άρθρο στο εν Αθήναις περιοδικό των Ιησουιτών «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» (τευχ. 1086, Μάρτιος–Απρίλιος 2014), του παπικού «ιερέα» κ. Θ. Κοντίδη, με τίτλο: «Βάπτισμα: Με βύθιση στο νερό ή επίχυση νερού στην κεφαλή;».Ο αρθρογράφος, Ιησουίτης «κληρικός», επιχειρεί να «θεμελιώσει» θεολογικά και εκκλησιολογικά τον καινοτόμο τρόπο με τον οποίο τελεί το Βάπτισμα ο Παπισμός, με σχολαστικού τύπου θεολογικούς συλλογισμούς, οι οποίοι όμως, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, δεν έχουν δυστυχώς κανένα έρεισμα ούτε στην αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική και Κανονική Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας των 10 πρώτων αιώνων, όπου ετηρείτο σε Ανατολή και Δύση ο εκ του Κυρίου και των αγίων αποστόλων παραδεδομένος τύπος του Βαπτίσματος.
Κατ’ αρχήν ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι «η Καινή Διαθήκη δεν περιέχει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο του βαπτίσματος». Είναι απορίας άξιον πώς διέφυγε στον αγαπητό κ. Κοντίδη, το πασίγνωστο χωρίο, το οποίο γνωρίζουν ακόμη και τα παιδιά του κατηχητικού: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ.28,19-20). Στο σπουδαιότατο αυτό χωρίο, το οποίο παραδόξως ουδόλως προσπαθεί να αναλύσει ο αρθρογράφος, προφανώς διότι δεν τον βοηθάει να βγάλει τα συμπεράσματα που θέλει, ο Κύριος δίδει σαφέστατες οδηγίες για τον τρόπο, με τον οποίο θα πρέπει να τελείται το βάπτισμα, τον οποίον μάλιστα ετήρησαν με σχολαστικότητα και ακρίβεια οι άγιοι Απόστολοι. Δεν περιορίστηκε δε μόνον στις παρά πάνω οδηγίες, αλλά επί πλέον με το ιδικό Του προσωπικό βάπτισμα στον Ιορδάνη ποταμό, μας εδίδαξε τον ορθό τρόπο του Βαπτίσματος, «υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού»(Α΄Πετρ.2,21),δηλαδή αφήνοντας σε μας, κατά τον απόστολο, τέλειο παράδειγμα προς μίμηση, για να βαδίσουμε ακριβώς πάνω στα χνάρια του. Όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής, ο Κύριος όταν βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη κατήλθε, δηλαδή βυθίστηκε στο νερό «και ευθύς ανέβη από του ύδατος» (Ματθ.3,16).
Στη συνέχεια προσπαθεί να αποδείξει ότι «η βύθιση δεν είναι η μοναδική σημασία του βαπτίζω»,αλλά ότι επίσης«μπορεί να σημαίνει ‘καθαρίζω’,ή ‘πλένομαι τελετουργικά’». Και επικαλείται το χωρίο: «ο δε Φαρισαίος ιδών εθαύμασεν, ότι ού πρώτον εβαπτίσθη προ του αρίστου» (Λουκ.11,38), για να αποδώσει τη σημασία του «εβαπτίσθη» σε «επλύθη».Το περιστατικό αυτό σαφώς αναφέρεται στους τελετουργικούς καθαρισμούς των Ιουδαίων, στους οποίους υποβάλλονταν, όταν επέστρεφαν από την αγορά στο σπίτι τους, βυθίζοντας, είτε ολόκληρο το σώμα τους, είτε τουλάχιστον τα χέρια και τα πόδια τους στο νερό προ του φαγητού, για να ξεπλύνουν έτσι κάθε μίασμα, που προέρχονταν από την επαφή τους με τους Εθνικούς. Ποία όμως σχέση μπορεί να έχουν οι τελετουργικοί καθαρισμοί των Ιουδαίων με το μυστήριο του χριστιανικού βαπτίσματος; Και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση το ρήμα βαπτίζω υποδηλώνει το πλύσιμο των χεριών και των ποδιών, αυτό καθόλου δεν σημαίνει, ότι ο τελετουργικός αυτός τύπος καθαρισμού των Ιουδαίων μπορεί να μεταφερθεί στον τελετουργικό τύπο του μυστηρίου του βαπτίσματος. Η άρνηση εξ άλλου του Κυρίου να συμμορφωθεί στους τελετουργικούς αυτούς καθαρισμούς, δείχνει ξεκάθαρα ότι όλοι αυτοί οι τελετουργικοί τύποι και οι παραδόσεις των ραβίνων δεν έχουν καμία σημασία στην πνευματική ζωή των πιστών και πρέπει να καταργηθούν. Και επομένως πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν στο μυστήριο του βαπτίσματος. Πέραν τούτου, όπως ορθότατα έχει παρατηρηθεί[1]σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες γίνεται λόγος περί του βαπτίσματος στην Καινή Διαθήκη, πάντοτε χρησιμοποιείται το ρήμα βαπτίζω, που σημαίνει βυθίζω εξ’ ολοκλήρου στο νερό, ώστε να καλυφτεί όλος ο βαπτιζόμενος και ουδέποτε το ρήμα επιχέω ή το ραντίζω,αν και τα δύο αυτά ρήματα είναι γνωστά και χρησιμοποιούνται υπό της Γραφής. Για παράδειγμα: «και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλεον και οίνον» (Λουκ.10,34). «Λαβών (ο Μωϋσής) το αίμα των μόσχων και τράγων … πάντα τον λαόν εράντισεν» (Εβρ. 9,19). «εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού» (Α΄Πετρ.1,2) κ.λ.π.
Ο απόστολος Παύλος θεολογών και εμβαθύνων στο μυστήριο του βαπτίσματος στην προς Ρωμαίους επιστολή του (6,3-6), βλέπει σ’ αυτό ένα σπουδαιότατο συμβολισμό:«Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα». Το νερό του βαπτίσματος συμβολίζει τον τάφο του Χριστού, η δε βύθιση του βαπτιζομένου μέσα σ’ αυτό συμβολίζει την ταφή, την νέκρωση του παλαιού ανθρώπου. Και η ανάδυσή του από το νερό, την ανάσταση και ανάδυση του νέου, του εν καινότητι ζωής περιπατούντος και μηκέτιδουλεύοντος τη αμαρτία ανθρώπου. Όπως δε ο Χριστός εξ’ όλοκλήρου ετάφη στο μνήμα και εκαλύφθηκε από τον λίθον, έτσι και ο πιστός εξ ολοκλήρου βυθίζεται στο νερό, ως εις άλλο υδάτινο μνήμα, για να συναναστηθεί με τον Χριστό. Όλος λοιπόν αυτός ο θεολογικός συμβολισμός, όλη αυτή η σπουδαιότατη θεολογική ερμηνεία του μυστηρίου καταστρέφεται και καταργείται με την αντικατάσταση του βαπτίσματος με ράντισμα ή με επίχυση. Σε άλλη επιστολή του ονομάζει το βάπτισμα «λουτρό παλιγγενεσίας»: «Αλλά κατά τον αυτού έλεον έσωσεν υμας διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος» (Τιτ.3,5). Η έννοια του λουτρού είναι συναφής προς την έννοια του βαπτίσματος, διότι όταν κανείς λούεται, βυθίζεται εξ ολοκλήρου στο νερό.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας ομιλεί περί μεταφορικής σημασίαςτου βαπτίσματος:«Πολλές σημασίες μπορούμε να βρούμε όταν το ρήμα ‘βαπτίζω’ χρησιμοποιείται μεταφορικά». Και αναφέρει για παράδειγμα το χωρίο: «Βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελεσθή» (Λουκ.12,50). Εδώ ο Κύριος ονομάζει το πάθος του βάπτισμα «διότι χύνοντας το αίμα του, κατά κάποιο τρόπο θα βαπτισθεί μέσα σ’ αυτό».[2]Και πράγματι ο Κύριος κατά το πάθος του βυθίστηκε μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος, ολόκληρο το σώμα του έγινε μια πληγή, μεταβλήθηκε σε μια μάζα από αίματα. Ωστόσο με το να ονομάζει έτσι το πάθος του, αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρεί το βάπτισμα του στον Ιορδάνη ποταμό , διά του οποίου μας έδωσε τον τύπον και το υπόδειγμα του χριστιανικού βαπτίσματος.
Στη συνέχεια ομιλεί για το βάπτισμα του αγίου Πνεύματος που έλαβαν οι απόστολοι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής: «υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω» (Πραξ.1,5).Στην Πεντηκοστή οι απόστολοι δεν βαπτίσθηκαν με νερό διότι δεν χρειάσθηκε. Βαπτίσθηκαν όμως με Πνεύμα άγιο. Όπως το σφουγγάρι όταν το βάλουμε στο νερό, διαποτίζεται εξ ολοκλήρου από το νερό, έτσι και οι απόστολοι διαποτίσθηκαν πέρα για πέρα από Πνεύμα άγιο. Η περίπτωση των αποστόλων αποτελεί μια μοναδική εξαίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας μας. Το ότι οι απόστολοι δεν βαπτίσθηκαν με νερό, αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρείται το βάπτισμα με βύθιση στο νερό, αφού οι ίδιοι οι απόστολοι το εφαρμόζουν, ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίζοντας τις 3000 ψυχές που πίστευσαν στο κήρυγμα του Πέτρου.
Παρά κάτω προσπαθεί , ανεπιτυχώς βέβαια, να συνδέσει την προφητεία του προφήτου Ιωήλ,«εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα», την οποία μνημονεύει ο απόστολος Πέτρος(Πραξ.2,17),με το δι’ επιχύσεως βάπτισμα. Η «έκχυσις» του αγίου Πνεύματος, για την οποία εδώ ομιλεί ο προφήτηςδεν σημαίνει, ούτε φυσικά δικαιώνει, το δι’ επιχύσεως βάπτισμα των Ρωμαιοκαθολικών, αλλά σημαίνει την πλουσιοπάροχη δωρεά του αγίου Πνεύματος, την οποία θα λάβουν οι απόστολοι αλλά και όσοι θα πιστεύσουν στο κήρυγμά τους. Εξ άλλου αναφερόμενος ο ίδιος ο Κύριος στην εκπλήρωση αυτής της προφητείας του προφήτου Ιωήλ, ονομάζει την «έκχυση» του προφήτου βάπτισμα: «παρήγγειλεν αυτοίς (ο Ιησούς) από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του Πατρός (δηλαδή την εκπλήρωση της προφητείας του προφήτου Ιωήλ), ην ηκούσατέ μου. Ότι Ιωάννης μεν εβάπτισενύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω» (Πραξ.1,4-5).Εάν οι απόστολοι κατανοούσαν κατά τέτοιο τρόπο τον προφήτη, όπως τον κατανοεί ο κ. Κοντίδης, τότε δεν εφάρμοζαν το διά βυθίσεως στο νερό βάπτισμα, αλλά το δι’ επιχύσεως.
Παρά κάτω επικαλείται κάποιες πρακτικές δυσκολίες για να δικαιώσει το δι’ επιχύσεως, ή ραντίσματος βάπτισμα: «Μετά το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου, τρείς χιλιάδες άνθρωποι βαπτίσθηκαν στην Ιερουσαλήμ (Πρ.2,41). Πρακτικά είναι αδύνατο να βυθισθούν τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Ιερουσαλήμ… Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να βαπτίσθηκαν είτε με επίχυση, είτε με ράντισμα». Τέτοιου είδους όμως ισχυρισμοί είναι αυθαίρετες υποθέσεις, που δεν έχουν κανένα βιβλικό έρεισμα. Το βιβλικό κείμενο ομιλεί σαφώς περί βαπτίσματος και όχι περί ραντίσματος, ή επιχύσεως. Εάν οι απόστολοι εφάρμοζαν άλλου είδους βάπτισμα, θα το έλεγε ο Λουκάς στις Πράξεις.
Η αδυναμία του κ.Κοντίδη να βρει βιβλικά ερείσματα τον οδηγεί στην επίκληση ορισμένων εξαιρέσεων, στις οποίες είναι αδύνατο το βάπτισμα όπως για παράδειγμα «ορισμένα άτομα σε ειδική ιατρική κατάσταση-οι κατάκοιτοι, οι τετραπληγικοί…», ή άλλες περιπτώσεις στις «οποίες η βύθιση μπορεί να είναι σχεδόν τελείως αδύνατη σε ορισμένες περιοχές της γης» προφανώς λόγω ελλείψεως ύδατος. Όλες αυτές όμως οι περιπτώσεις αποτελούν εξαιρέσεις, οι οποίες ασφαλώς δεν μπορούν και δεν πρέπει να ακυρώσουν τον κανόνα, το διά βυθίσεως βάπτισμα, και να μεταβληθούν οι εξαιρέσεις σε κανόνα. Σε όλες αυτές στις εξαιρέσεις προέβλεψε και ενομοθέτησε η Εκκλησία από αρχαιοτάτων χρόνων, τους όρους της οικονομίας, δηλαδή το δι’ επιχύσεως, ή ραντίσματος βάπτισμα. Το κατ’ οικονομίαν αυτό βάπτισμα μαρτυρείται στο βιβλίο της Διδαχής (τέλη του 1ου αιώνος μ.Χ.): «Περί δε του βαπτίσματος ούτω βαπτίσατε. Ταύτα πάντα προειπόντες, βαπτίσατε εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν ύδατι ζώντι. Εάν δε μη έχης ύδωρ ζων εις άλλο ύδωρ βάπτισον. Ει δεού δύνασαι εν ψυχρώ, εν θερμώ. Εάν δε αμφότερα μη έχης, έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις το όνομα τουΠατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».Η διατύπωση του κειμένου δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να υποθέσωμε ότι το δι’ επιχύσεως βάπτισμα αποτελούσε κανόνα και όχι εξαίρεση: «Εάν δε μη έχης… εί δε ου δύνασαι… εάν δε αμφότερα μη έχης…».
Παρά κάτω επικαλείται την μαρτυρία του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, ο οποίος αναφέρεται στις περιπτώσεις βαπτίσματος ασθενών δια ραντίσματος, ή δι’ επιχύσεως. Οι περιπτώσεις αυτές όμως αποτελούν εξαιρέσεις, όπως αναφέραμε παρά πάνω και δεν μπορούν να μεταβληθούν σε κανόνα. Επί πλέον ο οικουμενικός αυτός διδάσκαλος έγραψε περισπούδαστο σύγγραμμα για το Άγιο Βάπτισμα, στο οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο διά ραντίσματος βάπτισμα.Επικαλείται επίσης την μαρτυρία του αρχαίου εκκλησιαστικού συγγραφέα Τερτυλλιανού (3ος αιώνας), ο οποίος κάνει λόγο για βάπτισμα δια ραντισμού. Αποσιωπά όμως ότι ο Τερτυλλιανός δεν εκφράζει την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά όταν έγραφε το συγκεκριμένο έργο του είχε προσχωρήσει στην αίρεση του Μοντανισμού.
Στη συνέχειαεπικαλείται κάποιες «καλλιτεχνικές μαρτυρίες» από αναπαραστάσεις βαπτίσματος σε αρχαίες Εκκλησίες, σε κατακόμβες και σε βαπτιστήρια πρωτοχριστιανικών νεκροταφείων, οι οποίες «μαρτυρούν βάπτισμα με επίχυση». Κατ’ αρχήν εδώ ο συγγραφέας ομιλεί αόριστα χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένες περιπτώσεις αρχαίων Εκκλησιών, ή κατακομβών με συγκεκριμένα ονόματα καλλιτεχνών και χρονολόγηση των έργων των, πράγμα το οποίο μειώνει κατά πολύ την αξιοπιστία των λεγομένων του. Έπειτα οι αναπαραστάσεις αυτές με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αποτελέσουν την βάση για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία βιβλική μαρτυρία, (όπως αποδείξαμε με όσα αναφέραμε παρά πάνω), περί βαπτίσματος δι’ επιχύσεως ή ραντίσματος, τόσο στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους όσον και στους μεταγενέστερους. Ασφαλής βάσις για την Εκκλησία είναι τα θεόπνευστα βιβλικά κείμενα και οι μαρτυρίες των αγίων Πατέρων και όχι τα διάφορα πρόσωπα των καλλιτεχνών, τα οποία είναι δυνατόν πολλές φορές να χρησιμοποιούν την ελευθερία της καλλιτεχνικής τους έκφρασης, κατά τρόπο που δεν αποδίδει με πιστότητα και ακρίβεια την ζωή και την πράξη της Εκκλησίας. Εν πάση περιπτώσει οι αναπαραστάσεις αυτές,εάν υπάρχουν, καθόλου δεν συμφωνούν με τις ισχυρότατες αρχαιολογικές μαρτυρίες από τα αρχαία βαπτιστήρια. Τα βαπτιστήρια αυτά μαρτυρούν απολύτως και καταλυτικώς, ότι ο τρόπος του βαπτίσματος απ’ αρχής της ζωής της Εκλλησίας ήταν διά βυθίσεως στο νερό και όχι δι’ επιχύσεως, ή διά ραντίσματος. Γι’ αυτό άλλως τε ονομάστηκαν «βαπτιστήρια» και όχι «ραντιστήρια», ή «επιχυτήρια».
Τέλος ο συγγραφέας παραθέτει την μαρτυρία ενός πρωτοχριστιανικού βαπτιστηρίουτου 2ου αιώνος από μια Εκκλησία της Ναζαρέτ, το οποίο κατά τον συγγραφέα «ήταν υπερβολικά μικρό και στενό για να μπορεί να βυθισθεί άνθρωπος». Αφήνει έτσι στον αναγνώστη την ψευδή εντύπωση ότι στα αρχαία βαπτιστήρια το βάπτισμα γινόταν δι’ επιχύσεως ή ραντίσματος. Επειδή η εικόνα περί βαπτιστηρίων την οποία μας δίδει είναι παραπλανητική, παραθέτουμε στη συνέχεια ολίγα τινά περί βαπτιστηρίων, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα[3], τα οποία συνηγορούν απολύτως με όσα περί βαπτίσματος αναφέραμε παρά πάνω.
Τα αρχαία βαπτιστήρια, ονομαζόμενα στην Ανατολή και φωτιστήρια ή πηγές ιερών ναμάτων, στην δε Δύση baptisteria, ή titulibaptismales, εμφανίζονται ως αυτοτελή οικοδομήματα από τον 3ον αιώνα, κτισμένα συνήθως μέσα σε κατακόμβες, ή κοιμητήρια. Στους χρόνους των διωγμών ήταν απλά μεν ως προς την κατασκευή των, ευρύχωρα όμως ως προς το μέγεθος, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι «είχον ως πρότυπα τα ρωμαϊκα μαυσωλεία, τα οποία εχρησιμοποιούντο τότε προςενταφιασμόν των επισήμων Ρωμαίων, ως και τας Ρωμαϊκάςθέρμας».[4]Από του 4ου αιώνος, μετά την κατάπαυση των διωγμών, κτίζονται παραπλεύρως των ιερών ναών, επίσημα βαπτιστήρια, τα οποία ως προς το μέγεθος «ήσαν συνήθως ευρυχωρότατα, διά να δύνανται να βαπτίζονται εις αυτά συγχρόνως και εκατοντάδες ανθρώπων. Το τοιούτο εξαιρετικόν μέγεθος ερμηνεύεται εκ της επικρατήσεως του εθίμουτης ομαδικής βαπτίσεως καθ’ ορισμένας ημέρας του έτους και δη κατά τα Θεοφάνεια, το Μέγα Σάββατον και την Πεντηκοστήν».[5] Αρχαίο κείμενο, αναγόμενο στον 5ον αιώνα, ονομαζόμενο TestamentumDomini, μας δίδει τις εξής πληροφορίες σχετικά με τις διαστάσεις των βαπτιστηρίων: Το μήκος των ήταν «είκοσιν και ενός πήχεων, εις προεικόνισιν του πλήρους αριθμού των προφητών και πλάτος δώδεκα πήχεων, προς υποτύπωσιν των διά το κήρυγμα του ευαγγελίου καθορισθέντων».[6]Από την μαρτυρία αυτή «αποδεικνύεται ότι το εμβαδόν των βαπτιστηρίων της Συρίας υπερέβαινε τους 250 τετραγ. πήχεις».[7]
Με όσα παραθέσαμε παρά πάνω, σχετικά με το «βάπτισμα» των Παπικών, δεν φιλοδοξούμε να μεταστρέψουμε στην Ορθοδοξία τον αγαπητό κ. Κοντίδη. Όταν ένας άνθρωπος σκοτιστεί από την πλάνη και την πλάνη, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να έλθει εις επίγνωση της αληθείας. Τα παραθέσαμε για να δώσουμε την δυνατότητα στον πιστό λαό του Θεού, αφ’ ενός μεν να διακρίνει σαφέστερα, από μια άλλη σκοπιά τώρα, την πλάνη των παπικών και αφ’ ετέρου να στερεωθεί ακόμη περισσότερο στην φιλτάτη μας Ορθοδοξία.
Εν Πειραιεί τη 28η Απριλίου 2014
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ο υπεύθυνος
Αρχ. π. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος Θεολόγος
[1] Δημητρίου Κόκορη, Παπικές πλάνες, σύντομος έλεγχος και ανασκευή, Αθήναι 1996, σελ.51
[2] Στέργιου Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου, Ερμηνεία στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, Τομ. Β΄, σελ.235.
[3] Βλ. Θ.Η.Ε., Εκδ. Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1963, Τομ. 3, σελ. 603-604.
[4] Ο.π. σελ. 603.
[5] Ο.π. σελ. 603.
[6] Ο.π. σελ. 604.
[7] Ο.π. σελ. 604.
Πηγή: http://katanixis.blogspot.gr/2014/04/blog-post_28.html
Ἡ Νάουσα τιμοῦσε πάντοτε καί τιμᾶ, καί δικαιολογημένα, ὡς ἐθνομάρτυρες ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θυσιάσθηκαν στόν μεγάλο χαλασμό πολεμῶντας, ἀλλά καί ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν τόν θάνατο ἀπό τήν ὑποδούλωση καί τήν ἀτίμωση στά χέρια τῶν Τούρκων, καί ἔπεσαν σάν τίς ἡρωικές ἐκεῖνες γυναῖκες στά νερά τῆς Ἀράπιτσας, γράφοντας τή δική τους χρυσή σελίδα ἱστορίας.
Μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου και επενδυτικό ενδιαφέρον έχει προκύψει για περιοχές πέραν των γνωστών του Ιονίου και νότια της Κρήτης. Έτσι μετά την προχθεσινή αποκάλυψη αναφορικά με την περιοχή μεταξύ Κυκλάδων και Κρήτης, το «defence-point.gr» προχωράει και σε μία ακόμη, επισυνάπτοντας και σχετικό χάρτη, αναφορικά με μία νέα περιοχή η οποία έχει βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέντος.
Σύμφωνα με ειδικούς επιστήμονες του χώρου των υδρογονανθράκων, ο κόλπος του Ορφανού και ο Θερμαϊκός είναι «γεμάτος από δομές» οι οποίες παραπέμπουν στην ύπαρξη κοιτασμάτων τα οποία αναμένουν να ερευνηθούν και να αξιοποιηθούν.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εταιρία η οποία έχει εμπλακεί στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι άλλη από την ισραηλινών συμφερόντων RATIO OIL η οποία έχει στο ενεργητικό της την ανακάλυψη του πολύ μεγάλου κοιτάσματος «Λεβιάθαν» στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του Ισραήλ. Στην υπόθεση εμπλέκεται και η Energean Oil & Gas.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, από τις πρώτες εκτιμήσεις μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι μας αναμένουν περί τα 400 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου δηλαδή ποσότητα μικρότερη από αυτή του Λεβιάθαν (περί τα 650 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα) αλλά μεγαλύτερη από την έως τώρα επισήμως αποδεκτή του κυπριακού Αφροδίτη (περί τα 200 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα).
Με άλλα λόγια, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής δύναται να βρεθούν κοιτάσματα σε μέγεθος δύο φορές της σημερινής εκτίμησης για το οικόπεδο Αφροδίτη.
Οι χάρτες που δημοσιεύουμε (όπως παρουσιάστηκαν σε συνέδριο τον Νοέμβριο του 2013) καταδεικνύουν με τον πλέον επίσημο τρόπο πως το ΥΠΕΚΑ γνωρίζει και είναι έτοιμο να ανοίξει τις δύο περιοχές προς τις εταιρίες που το έχουν αιτηθεί, δηλαδή τους Ισραηλινούς και την Energean Oil & Gas.
Στο σημείο αυτό η υπόθεση αποκτά γεωπολιτικό ενδιαφέρον και φυσικά περιπλέκεται: Οι εταιρείες φαίνεται ότι έχουν ζητήσει περιοχές που εκτείνονται πέραν των έξι ναυτικών μιλίων από τις ακτές της χώρας μας, με αποτέλεσμα να αναμένονται κάποιοι για ακόμα μία φορά να διατυπώνουν δεύτερες σκέψεις αναφορικά με το θέμα που σχεδόν νομοτελειακά θα ανακύψει από τις αντιδράσεις της Τουρκίας.
Να σημειώσουμε ότι και οι δύο κόλποι, τόσο του Θερμαϊκού όσο και αυτός του Ορφανού μπορούν υπό προϋποθέσεις να θεωρηθούν «κλειστοί», έτσι ώστε να μην υπαχθούν στις διάφορες συμφωνίες, όπως αυτή του Οζάλ-Παπανδρέου για την μη διενέργεια ερευνών στο Αιγαίο. Όχι βεβαίως ότι η Τουρκία δεν θα υιοθετήσει την πλέον βολική για τις διεκδικήσεις της εκδοχή.
Για την ώρα δεν έχει δοθεί κάποια επίσημη απάντηση στο αίτημα των εταιριών για να λάβουν άδεια για έρευνες, παρά το γεγονός πως η αίτηση έχει υποβληθεί από το 2013 και αναμένει ανταπόκριση.
Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη υπόθεση εμπίπτει καθαρά στον τομέα ευθύνης του υπουργείου Εξωτερικών και κάθε απόφαση προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση θα σηματοδοτήσει και τη γενικότερη στρατηγική της χώρας, αναφορικά με το ζήτημα των ερευνών και κυρίως των θαλάσσιων περιοχών και των ελληνικών δικαιωμάτων…
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε εάν η «μεταγραφή» Κασίνη στην Ελλάδα θα δημιουργήσει μία δυναμική στην χώρα, η οποία θα διέπεται από το πνεύμα που επέτρεψε στην Κύπρο να προχωρήσει στην ανάπτυξη των δικών της ενεργειακών πόρων.
Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο της μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο της στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος της γνωριμίας, σε επίπεδα που έχουν σχέση με την ψυχική ζωή, τόσο των ταγμένων να διδάσκουν ορισμένες γνώσεις, όσο και των φοιτητών που έρχονται εδώ, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο· και γι’ αυτό, πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, αλλά και σε όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση της μεγάλης μου ευχαριστίας.
Θα πρέπει να σας πω πως ό,τι θα ακούσετε από δω και μπρος δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. Δεν είναι τίποτε άλλο από ερωτήματα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα είτε, και πρόσφατες, παίδεψαν την ψυχή μου. Πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής. Πράγματα, που μπορώ να βεβαιώσω, γι’ αυτά με την σφραγίδα της απολύτου εσωτερικής πληροφορίας· με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και την παρατήρηση κάποιων δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή του αποψινού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού, όχι μόνο γιατί διανύουμε την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που έχει ορίσει η Εκκλησία, ώστε οι ψυχές όλων των χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται για να συμμετέχουν στα Πάθη του Χριστού, αλλά γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας της κατάφασης του Χριστιανισμού και του αντιλόγου στον Χριστιανισμό. Γιατί εάν η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύουμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε, και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμιστούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα, έχουν εγερθεί τόσες αντιρρήσεις, έχουν παρουσιαστεί τόσα πολλά επιχειρήματα, με σκοπό να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση του Χριστού δεν έγινε· γιατί αν η Ανάσταση του Χριστού έγινε, τότε ο Χριστός είναι ο Θεός· τότε όλα όσα κήρυξε ο Χριστός, όλα όσα γράφει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι ξένα και αντίθετα προς τον Χριστό, και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή, σύμφωνα με όσα κήρυξε και έζησε ο Χριστός, και που εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση του Χριστού, μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις βασικές κατηγορίες:
- Η πρώτη είναι ότι ο Κύριος δεν πέθανε πάνω στο Σταυρό και συνεπώς αφού δεν πέθανε, δεν αναστήθηκε.
- Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά της Ανάστασης, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την Ανάσταση του Χριστού.
- Η Τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι βρέθηκε κενός ο τάφος Του.
Το εάν ο Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό, ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την Ιατρική Επιστήμη, καθώς αυτή είναι η επιστήμη που μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων· η επιστήμη που μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών του σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση του οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του πρώτου θέματος, αξίζει την προσοχή μας το γεγονός, ότι η αμφισβήτηση γύρω από το εάν ο Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό, δεν παρουσιάστηκε ποτέ κατά την εποχή της γενιάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωση του Χριστού· δεν παρουσιάστηκε ούτε κατά τους αιώνες των διωγμών· δεν παρουσιάστηκε ούτε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα του Χριστού και την Ανάστασή Του. Δεν παρουσιάστηκε παρά μόνον τον δέκατο έβδομο αιώνα μ.Χ.. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό, γιατί τότε είχαν προ πολλού εκλείψει οι άνθρωποι, που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς, μία ζωντανή περιγραφή του μαρτυρίου της σταύρωσης. Εάν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι του δεκάτου εβδόμου αιώνα είχαν -και ευτυχώς που δεν είχαν- παρακολουθήσει μία σταύρωση δεν θα είχε -όπως θα δούμε σε λίγο- παρουσιαστεί μία τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.
Το ερώτημα εάν ο Χριστός πέθανε επάνω στο Σταυρό είναι βεβαίως συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο σταυρωμένος άνθρωπος.
Σύμφωνα με μία κοινή, διαδεδομένη αντίληψη, ο θάνατος επάνω στο σταυρό, επέρχεται από τον πόνο και την αιμορραγία που προκαλούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πέλματα του εσταυρωμένου. Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά ένα μικρό απλώς, πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, συμπλήρωμα, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση του θανάτου. Ο θάνατος του σταυρού, ο θάνατος του Χριστού επάνω στο Σταυρό, είχε πολλά προδιαθετικά αίτια.
Ανάμεσα σ’ αυτά, θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριος, τον οποίον «ἐράπιζον, ἐκολάφιζον, ἔτυπτον, ἔδερον», όπως διαβάζουμε στα Ευαγγέλια, οι βάρβαροι στρατιώται της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με όλη τη δύναμη η οποία, όπως γνωρίζουμε τους χαρακτήριζε, αλλά και την τραχύτητα, με την οποία ήταν συνηθισμένοι, όπως επίσης γνωρίζουμε, να εκτελούν τα μαρτύρια και τις ποινές. Αλλά ενώ ξέρουμε ότι ένα ισχυρό χτύπημα από το χέρι ενός καλά γυμνασμένου στρατιώτη στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου μπορεί να τον φέρει σε κατάσταση λιποθυμίας ή αφασίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε. Θα το αντιπαρέλθουμε, για να φθάσουμε σε μία φράση, που ίσως, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή την ακούμε, διότι σαν μετοχή απλώς του αορίστου αναφέρεται στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο: «φραγγελώσας παρέδωσεν αὐτόν…» (Μάρκ. Ιε’ 15).
Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωση. Δεν είναι καθόλου έτσι. Έδεναν αυτόν που επρόκειτο να υποστεί αυτό το μαρτύριο σε μία κολώνα και ο ειδικός δήμιος που θα εκτελούσε τη φραγγέλωση, έπαιρνε ένα βαρύ μαστίγιο το οποίο κατέληγε σε πολλές λουρίδες. Πάνω στις λωρίδες, ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή οστάρια ζώων -συνήθως κότσια από αρνί. Με όλη τη δύναμη που διέθετε, άρχιζε να χτυπάει τη ράχη του δεμένου ανθρώπου. Από τα πρώτα χτυπήματα ξεσχιζόταν το δέρμα του ανθρώπου που υφίστατο τη φραγγέλωση. Πολύ σύντομα, ύστερα από μερικά χτυπήματα, καταξεσχίζονταν και αποκολούνταν τελείως οι σάρκες της ράχης. Αναφέρονται στην Ιστορία, αρκετές περιπτώσεις καταδίκων, οι οποίοι υπέκυψαν στα τραύματά τους κατά τη διάρκεια της φραγγέλωσης.
Αφού τελείωνε η διαδικασία της φραγγέλωσης, όπως την περιγράψαμε, πάνω σ’ αυτήν την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, σήκωσε ο Χριστός τον Σταυρό Του, κατασκευασμένον από ξύλο βαρύτατο, ώστε να μπορέσει να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου, χωρίς να θραυσθεί. Όπως είναι πολύ φυσικό και απολύτως αναμενόμενο να συμβεί, ο Χριστός λύγισε κάτω από το βάρος του Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία τέτοια, που του είχε και που συνέχιζε να του στοιχίζει, απώλεια δυνάμεων. Λύγισε κάτω από το βάρος του Σταυρού και έπεσε, όπως υποστηρίζουν οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη. Με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορέσει να προστατεύσει το σώμα του από τις συνέπειες της πτώσης, εξαιτίας του Σταυρού, ο οποίος έπεσε με όλο του το βάρος επάνω στο κατατραυματισμένο σώμα Του. Για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψωμα του Γολγοθά, ανέθεσαν, όπως είναι γνωστό, στο Σίμωνα τον Κυρηναίο να σηκώσει τον Σταυρό για τον υπόλοιπο δρόμο. Στην παράθεση των κακώσεων που υπέστη ο Χριστός και τις συνέπειές τους πριν καν ανεβεί στο Σταυρό, θα αναφέρουμε τον ακάνθινο στέφανο, τα αγκάθια του οποίου είχαν τραυματίσει σε πολλά σημεία το κεφάλι Του. Όλοι όσοι έχουν μία πείρα από θάλαμο ατυχημάτων του Νοσοκομείου, σαφώς γνωρίζουν την ιδιαίτερη τάση που έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής.
Αυτό λοιπόν το έξαιμο, το άκρως καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε πάνω στο Σταυρό.
Ας περάσουμε τώρα στο θέμα της ηλώσεως (του καρφώματος) των άκρων επάνω στο Σταυρό. Από μία κοινή εντύπωση, πιστεύεται ότι τα καρφιά διαπέρασαν τις παλάμες του Χριστού. Από πειράματα που έκανε ο Γάλλος χειρουργός και διδάκτορας της Ανατομίας Pierre Barbet πάνω σε πτώματα, παρατήρησε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα από τα οστά της παλάμης, να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και εάν αυτό στηρίζεται στα πόδια με καρφιά. Αντίθετα. Εάν τα καρφιά διαπερνούσαν τις παλάμες, κάτω από το βάρος του εξαρτημένου σώματος, θα έσχιζαν το δέρμα της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας της παλάμης, θα την έτεμναν διαμπερώς στο ύψος των δακτύλων, και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω προς τη γη, ενώ θα των συγκρατούσαν μόνο τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός, έδειξε, ότι το μόνο σημείο που μπορεί να στηρίξει τα χέρια του σταυρωμένου ανθρώπου, εάν τα διαπεράσει ένα καρφί, είναι ο καρπός. Σε επανειλημμένα πειράματά του έδειξε, ότι σε όποιο σημείο του καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους, θα περάσει από έναν ανατομικό χώρο, γνωστό ως ο χώρος του destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια του καρπού. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μία σειρά δώδεκα παρόμοιων πειραμάτων που πραγματοποίησε ο Barbet, είναι δύο παρατηρήσεις του: Πρώτη, ότι και στα δώδεκα χέρια κανένα οστούν δεν τραυματίσθηκε και πολλώ μάλλον δεν έσπασε κατά την ήλωση του χεριού. Αυτό το πόρισμα, βεβαιώνει και αυτό που είχε γραφτεί για τον Κύριο: «καί ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ».
Δεύτερη παρατήρηση του Barbet, ότι στο χώρο του destot, ακριβώς σε επαφή με το καρφί το οποίο τον έχει διαπεράσει, βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο του χεριού, το μέσο νεύρο. Αυτό, σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί το χέρι του σταυρωμένου ανθρώπου επάνω στο σταυρό, θα υφίσταται την αδιάκοπη επαφή, τριβή και τον τραυματισμό από το καρφί. Τώρα, το τι σημαίνει να δέχεται κι ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν συνέβη να δεχθούμε σ’ ένα σημείο, εδώ στον αγκώνα, ένα χτύπημα. Είναι εκείνο το αφόρητο αίσθημα της ηλεκτρικής εκκένωσης και της στιγμιαίας παράλυσης που δοκιμάζουμε και που κάνει να επαναστατεί όλο μας το είναι. Ας συμπεράνουμε λοιπόν, τι συνέβαινε όταν ένα πολλαπλάσιο και διαρκές ερέθισμα τέτοιας φύσεως πόνου, συνοδεύει το μαρτύριο του σταυρωμένου. Ας σκεφτούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα της σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο της σταυρώσεως.
Όσον αφορά το καρφί που διαπερνούσε τα πόδια του σταυρωμένου ανθρώπου, βρέθηκε από σειρά πειραμάτων που επίσης πραγματοποίησε ο χειρουργός Barbet τον οποίο προαναφέραμε, ότι από ένα μόνο σημείο των πελμάτων πρέπει να περάσει και δεν μπορεί παρά εκεί να βρει αδιέξοδο. Αυτό είναι το σημείο ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο, μετατάρσιο.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα· δεν είναι παρά η αρχή του μαρτυρίου της σταύρωσης, και ακόμη δεν περάσαμε καν στο αίτιο που επιφέρει το θάνατο.
Το αίτιο που επιφέρει το θάνατο έχει ασφαλώς θεμελιώδη σημασία για τη συζήτησή μας: για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός πέθανε επάνω στο Σταυρό.
Για να αντιληφθούμε το μηχανισμό του θανάτου, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. Σε κάποιες τοιχογραφίες παρουσιάζονται οι δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, όχι καρφωμένοι, αλλά με τα χέρια δεμένα με σχοινί στους σταυρούς τους. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Το ότι όμως αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που πολλοί ιστορικοί της Ρωμαϊκής περιόδου περιγράφουν: ότι δηλαδή, μπορεί να πεθάνει ένας άνθρωπος, εάν έχει εξαρτηθεί από τον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά εάν απλώς έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στο σταυρό. Για να αποδείξουμε σήμερα το θέμα αυτό, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή, που συνηθιζόταν να εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στο γερμανικό στρατό. Η ποινή αυτή ονομαζόταν Aufbinden και συνίστατο στο ότι έδεναν τα χέρια αυτού, που είχε καταδικαστεί, ψηλά από έναν πάσαλο έτσι, ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόταν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. Το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του· οι φλέβες του πρηζόταν, το κεφάλι γινόταν υπεραιμικό και λίγο μετά, το άτομο αυτό, έφθανε στη λιποθυμία. Αν δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε να πεθάνει. Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο, ότι καθώς μαρτυρείται από το Χρονικό του Dachau (Νταχάου), θυμήθηκαν εκεί οι Nazi αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις, φρικιαστικές, όπου άνθρωποι θανατώθηκαν με το μαρτύριο του Aufbinden. Αναφέρεται επίσης, ότι σε περιπτώσεις που το απόσπασμα ήθελε να επισπεύσει την εκτέλεση του θύματος, κρεμούσε ένα μικρό βάρος στα πόδια του. Όπως περιέγραψαν κατάδικοι, οι οποίοι σύμφωνα με την τακτική του «παραδειγματισμού» και του «εκφοβισμού» του φοβερού εκείνου στρατοπέδου, ήταν παρόντες την τρομερή εκείνη ώρα, όταν το μαρτύριο του Aufbinden φθάσει στα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο του θύματος κυριολεκτικά παραμορφώνεται, όπως του απαγχονισμένου. Ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο σημείο. Το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μία βαθειά κοιλότητα. Ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που, όπως διηγούνται οι αυτόπτες μάρτυρες, δημιουργείται ολόκληρη λίμνη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου.
Ήδη από όσα ειπώθηκαν μόλις, συμπεραίνουμε ότι η έλξη που επιβάλλεται στο εξαρτημένο από το σταυρό σώμα είναι τόσο μεγάλη, εξαιτίας του βάρους αυτού του ίδιου του σώματος, που το τραβάει διαρκώς προς τα κάτω.
Ο σταυρωμένος, καθώς ο Κύριος, άνθρωπος, υφίσταται μία μεγάλη έλξη των χεριών, των βραχιόνων, των μυών, της ωμικής ζώνης και του θωρακικού τοιχώματος. Η έλξη αυτή, κρατάει το θώρακα σε μία αναγκαστική θέση εισπνοής, καίτοι ο άνθρωπος δε μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις. Ξέρουμε, ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από το θώρακά μας, χωρίς καμία απολύτως προσπάθεια, σαν μια αυτόματη επάνοδο του μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακα, με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορούμε αν ανανεώνουμε τον αέρα στις κυψελίδες μας, να οξυγονώνεται το αίμα μας και να συνεχίζουμε να επιβιώνουμε. Στην κατάσταση όμως της εξάρτησης από τα χέρια, στην κατάσταση της σταύρωσης, ο άνθρωπος υφίσταται έναν πολύ μεγάλο περιορισμό της αναπνοής του· σαν εκείνον που θα υφίστατο εάν είχε δεθεί με έναν πολύ στενό θώρακα ή αν είχε πλακώσει τον θώρακά του ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει τον θώρακά του με αέρα, ώστε ο θάνατος από τη σταύρωση οφείλεται, κατά κύριο λόγο στην ασφυξία.
Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα, είναι αδύνατο να παροχετευτεί, να κατεβεί, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι προς την καρδιά· γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των σταυρωμένων ανθρώπων. Εάν ο σταυρωμένος δεν εύρισκε κάποια διέξοδο, προκειμένου να απαλλάξει το κεφάλι του από την πληθώρα αυτή του αίματος, θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στο σταυρό. Όμως, βρίσκει μία διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το σώμα του, πιέζοντας τα πόδια του στα καρφιά. Έτσι, ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση του βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι προς την καρδιά, και ο άνθρωπος συνέρχεται για λίγο. Η κούραση, η εξάντληση στην οποία έχει περιέλθει, δεν του επιτρέπει να καταβάλει τη μυϊκή αυτή προσπάθεια, ώστε να στηρίξει για πολύ όλο το βάρος του σώματός του στο καρφί, το οποίο έχει διαπεράσει τα πόδια του. Εξαντλημένος λοιπόν, ξαναπέφτει στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει η διαδικασία της ασφυξίας, μέχρις ότου, ύστερα από μία διαδοχική σειρά τέτοιων προσπαθειών, εξαντληθεί τελείως, μείνει στη στάση της εξάρτησης και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα στανικό σχέδιο θανάτωσης ο σταυρός. Γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος θάνατος, οριζόταν από τη Ρωμαϊκή νομοθεσία να εφαρμόζεται μόνο σε δούλους και προδότες. Ο Κικέρωνας, ο οποίος είχε παρακολουθήσει θάνατο καταδικασμένου σε σταύρωση, τον ονομάζει: «Crudelissimum et deterimum Supplicium», δηλαδή, το σκληρότερο και τρομερότερο βασανιστήριο.
Σε περιπτώσεις όπου για κάποιους λόγους, ήθελε ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση του θανάτου, τι έκανε;
Διέταζε να σπάσουν τις κνήμες του σταυρωμένου μ’ ένα ισχυρό χτύπημα, ούτως ώστε, αφού ο σταυρωμένος άνθρωπος δε μπορούσε πια να στηρίξει το βάρος στα πόδια του και να αναπνεύσει, να πεθάνει με τη διαδικασία που προ ολίγου αναφέρθηκε, από ασφυξία. Αυτή ήταν η χαριστική βολή την οποία επεφύλασσαν οι έμπειροι Ρωμαίοι εκτελεστές στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Γι’ αυτό, όπως γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια, στους δύο ληστές που ζούσαν ακόμη μετά το θάνατο του Χριστού, εφάρμοσαν τη χαριστική βολή: δηλαδή τους έσπασαν τα σκέλη.
Όταν πλησίασαν οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος τον Χριστό, είδαν πως είχε ήδη πεθάνει. Εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ.
Είναι δυνατόν εκείνην τη στιγμή να βρισκόταν ο Χριστός σε κατάσταση νεκροφάνειας; Είναι σε όλους γνωστό, ότι η νεκροφάνεια δε συνοδεύεται από άπνοια, αλλά από φαινομενική άπνοια. Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατον να ζήσει ο άνθρωπος για περισσότερο από τρία με έξι λεπτά, αφού το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στο σταυρό, τη στιγμή που για να αναπνεύσει ο σταυρωμένος άνθρωπος πρέπει να κάνει μία τόσο εργώδη προσπάθεια ώστε να κινήσει λίγα εκατοστά αέρα μέσα και έξω από τους πνεύμονές του;
Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός, επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει και επιβλέψει πολλές θανατώσεις καταδικασμένων σε σταύρωση να απατηθεί; Είναι δυνατόν αυτήν την αναπόφευκτα εργωδέστατη περίπτωση, να μην αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ίδια τη ζωή του, σε περίπτωση που δήλωνε ότι ένας κατάδικος είχε πεθάνει, ενώ θα αποδεικνυόταν ότι ζούσε;
Ίσως κάποιος να εμμένει στην αμφιβολία, σε μία πεισματώδη άρνηση. Είναι δυνατόν. Προεκτείνουμε την έρευνά μας.
Ο Κεντυρίωνας, ο εκατόνταρχος στην ελληνική γλώσσα, δεν αρκέσθηκε στην πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εκτέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα του Χριστού την κλασσική μορφή της χαριστικής βολής, που εφάρμοζαν οι Ρωμαίοι, σε όλους τους καταδίκους, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίον θα εκτελείτο η θανάτωσή τους: τη λόγχιση της πλευράς. Η λόγχιση είναι πραγματικά ένα θανάσιμο τραύμα. Με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορούσε να χτυπήσει σχεδόν εξ επαφής, με την κοφτερή λόγχη που βρισκόταν στην άκρη του δόρατός του, ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης βύθισε βαθειά στο θώρακα του Χριστού τη λόγχη του. «Εὐθέως ἔρρευσε ὕδωρ καί αἷμα». Το ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού του ύδατος και αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, σαν επιστήμονα των θετικών επιστημών να το αναλύσω. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε, ότι για να τρέξει αίμα, θα πρέπει η λόγχη να έτρωσε ή την καρδιά ή κάποιο μεγάλο αγγείο. Εάν ο Χριστός ζούσε, απ’ όπου και αν προερχόταν αυτό το αίμα, θα υπήρχε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία της ζωής. Όμως μετά από εκείνην την ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάστηκε πλέον τίποτε άλλο. Ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε καμία αντίδραση. Αντίθετα, η έλλειψη αντίδρασης, επικύρωσε στον Κεντυρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα, ότι ο Χριστός είχε πεθάνει.
Δεν είναι λοιπόν δυνατή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό. Δεν είναι δυνατή ούτε όταν προκαλείται στο σώμα ένα τόσο μεγάλο τραύμα. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η είσοδος της λόγχης μέσα στον θώρακα δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων της κυκλοφορίας, όπως της καρδιάς ή των μεγάλων αγγείων, καθώς προαναφέρθηκε. Προκάλεσε εξάπαντος μία κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική: τον πνευμοθώρακα. Την είσοδο δηλαδή ατμοσφαιρικού αέρα, όχι από τη φυσική αναπνευστική οδό, αλλά έξω από τους πνεύμονες. Ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοιχτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρίσκεται στο κρεββάτι του. Έτσι, ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνοή του Εσταυρωμένου Χριστού -που όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη- ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στο θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα του αναπνευστικού Του συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα τον είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά.
Εάν, πράγμα λογικά αδύνατο και θετικά απαράδεκτο, οι μηχανισμοί του θανάτου που μόλις αναπτύξαμε, δεν είχαν προκαλέσει ακόμη τον θάνατο του Χριστού, το γεγονός ότι δεν έγινε η αποκαθήλωσή Του αμέσως μετά τη διαπίστωση του Κεντυρίωνα, αλλά μεσολάβησε αρκετό χρονικό διάστημα, όπως θα δούμε αμέσως, δίνει αρκετό χρόνο στους μηχανισμούς αυτούς να επιφέρουν το θάνατο.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, οφείλεται στις ενέργειες που έγιναν από μέρους των παρισταμένων προς τις Ρωμαϊκές αρχές. Για τη διεκπεραίωση των ενεργειών αυτών χρειάστηκαν τέσσερις διαδρομές. Όπως γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας κατέβηκε από το Γολγοθά στο Πραιτώριο, όπου βρήκε τον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Χριστού. Ο Πιλάτος «ἐθαύμασε εἰ ἤδη ἀπέθανε», για να μας έχει κι εμάς πληροφορημένους ότι «ἀπέθανε». Αμέσως κάλεσε με αγγελιοφόρο των Κεντυρίωνα.
Ο Κεντυρίωνας με τη σειρά του, την πεποίθησή του για το τετελεσμένο γεγονός του θανάτου του Χριστού, δεν την επισφράγισε μόνον με το ότι έφυγε αφήνοντας πίσω του τον Χριστό νεκρό -δεν είχε το δικαίωμα να αποχωρήσει από το χώρο της εκτέλεσης της ποινής εάν ο καταδικασμένος δεν είχε πεθάνει. Την πεποίθησή του για το θάνατο του Χριστού, την επισφράγισε και με το ότι διαβεβαίωσε τον ίδιο τον ηγεμόνα ότι όντως ο Χριστός είχε πεθάνει.
Μετρούμε ως τώρα τρεις διαδρομές: Πρώτη του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο· δεύτερη του αγγελιοφόρου προς τον Κεντυρίωνα· Τρίτη, αυτή του Κεντυρίωνα προς τον Πιλάτο, και η τέταρτη διαδρομή, αυτή του Ιωσήφ από το Πραιτώριο στο Γολγοθά.
Ο Ιωσήφ ανέβηκε φέρνοντας μαζί του τη σινδόνη, και τότε μονάχα έγινε η Αποκαθήλωση του Χριστού από το Σταυρό.
Την Αποκαθήλωση ακολούθησε η διαδικασία της Ταφής, η οποία έγινε, όπως γράφεται στο Ευαγγέλιο, από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και όσους παρευρίσκονταν, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους. Στο «ταλμούδ», βρίσκεται καταγραμμένη όλη η διαδικασία της ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο της νεκροφάνειας, συμπεριελάμβανε και το να κρατάει κάποιος ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια του πεθαμένου επί δεκαπέντε λεπτά, ώστε να βεβαιωθούν οι παριστάμενοι ότι δεν κινεί η αναπνοή το φτερό.
Αφού ετοίμασαν το σώμα του Κυρίου, έβαλαν γύρω του τη σινδόνη ή τα οθόνια και τον κάλυψαν, καθώς ήταν το έθιμο στους Ιουδαίους. Πάνω σ’ αυτά τα υφάσματα, έριξαν 100 λίτρα μείγματος σμύρνας και αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται, παίρνουν μία κολλώδη, παχύρευστη μορφή, με την οποία διαπότισαν κατά έναν τρόπο αεροστεγή -και μάλιστα σε ποσότητα 100 λίτρων- από όλες τις πλευρές, το πτώμα που περιβαλλόταν από τα υφάσματα.
Εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχτεί με τη σινδόνη και τα οθόνια και είχε περιβραχεί με την κολλώδη και αδιαπέραστη αυτή ουσία που θα έπεφτε τόσο άφθονα απάνω του, το άτομο αυτό θα πέθαινε ασφαλώς από ασφυξία. Ώστε κι αν ξεχάσουμε όλες τις πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μία από αυτές αρκεί για να προκαλέσει το θάνατο, έχουμε εδώ, κατά την ταφική διαδικασία και μέσα στον ανοικτό ακόμη τάφο, μία πρόσθετη και πολύ σοβαρή αιτία θανάτου: αυτή της ασφυξίας από την σμύρνα και την αλόη.
Θα προσθέσουμε πληροφοριακά, ότι τον δέκατο ένατο αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε επιχειρήματα για νεκροφάνεια ήταν ο Venturino. Οι ορθολογιστές δέχθηκαν ότι η σμύρνη και η αλόη αναζωογόνησαν τον καταπονημένο, αλλά όχι νεκρό Ιησού Χριστό. Αυτόν, ο οποίος κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, βρισκόταν σε λιποθυμική, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν νεκρός, πράγμα, όπως εξηγήσαμε, αδιανόητο. Εάν η σμύρνη και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί, αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δύο μεθόδους, προσπάθειες και σειρά εξετάσεων προκειμένου να σώσουμε τους βαρειά τραυματισμένους, δεν θα είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνη και αλόη και αμέσως να αναζωογονούνταν. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της χρήσης της σμύρνης και της αλόης αποτελούν, όπως μόλις είδαμε, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.
Αλλά ας προεκτείνουμε μ’ έναν πεισματικό τρόπο την αμφιβολία μας. Ας υποθέσουμε κι εμείς ότι επρόκειτο για νεκροφάνεια. Ας υποθέσουμε ότι πράγματι ο Χριστός δεν είχε πεθάνει. Ας υποθέσουμε ότι Ανάσταση δεν συνέβη, αλλά σηκώθηκε απλά ο Χριστός την τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει.
Πώς μπόρεσε να απαλλαγεί από τον σφικτό αυτόν κλοιό των υφασμάτων που τον περιέβαλαν;
Πώς μπόρεσε να αποκυλήσει τον βαρύ λίθο με τον οποίο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας σφράγισε τον τάφο; Τον λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας εκεί την πρωία της Κυριακής, διερωτώνταν ποιος θα τις βοηθούσε να τον αποκυλήσουν;
Και τέλος, αυτό το κατατραυματισμένο, έξαιμο, αφυδατωμένο, εξουθενωμένο σώμα, έστω και αν υποτεθεί πως θα σηκωνόταν και μάλιστα θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα, θα ξανάπεφτε κάτω σε μία αθλία κατάσταση. Δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί ξανά στα πόδια του, παρά μετά από πολύμηνη θεραπεία, ακόμη, και αν υπήρχαν τότε τα μέσα, τα οποία σήμερα διαθέτουμε για να πραγματοποιούμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στο θάνατο.
Έχουν οι εμφανίσεις του Χριστού, μετά την Ανάστασή Του καμία ομοιότητα με την εικόνα που περιγράψαμε μόλις; Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι το γεγονός το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους εμφανίστηκε, δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν οι δύσπιστοι, αποκαρδιωμένοι μαθητές Του, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ότι πράγματι αναστήθηκε.
Αντί για ένα σώμα που σέρνεται, που λιποθυμάει, που πραγματικά θα προκαλούσε οίκτο και φρίκη από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε την εμφάνιση ενός ανθρώπου που ήταν γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση· ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει, στην περικοπή της πορείας εις Εμμαούς, να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τα Ιεροσόλυμα και που προπορεύονταν από αυτό. Τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για μία άλλη επίσης μεγάλη απόσταση, μέχρι το σούρουπο.
Πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται σε τέλεια φυσική κατάσταση.
Το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στο Σταυρό και το ότι είναι αδύνατον να μην παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις Του είναι εμφανίσεις κάποιου, ο οποίος έχει αναστηθεί μετά από το μαρτύριο και το θάνατο στο Σταυρό, έχει πλέον θετικότατα αποδειχθεί από την Ιατρική Επιστήμη. Κλείνουμε εδώ την πρώτη κατηγορία αμφισβητήσεων, αυτήν που αφορά στο θάνατο του Χριστού επάνω στο Σταυρό.
Περνούμε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων: Στο ερώτημα, εάν οι εμφανίσεις του Χριστού μετά το Σταυρικό Του θάνατο είναι πραγματικές. Στο εάν οι περιγραφές και οι μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης γύρω από τις εμφανίσεις αυτές είναι αξιόπιστες.
Εδώ χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, της Νομικής Επιστήμης. Η Νομική είναι η Επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια και απόλυτα ορθολογικά κριτήρια, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε μαρτυρίες και ενδείξεις. Κατά συνέπεια, έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει, ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι· πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξη είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν.
Εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις του Χριστού που υπάρχουν στα Ευαγγέλια και στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα πρόκειται για ένα από τα δύο είδη παρέκκλισης από την αλήθεια. Ή θα πρόκειται περί ψευδαπάτης (ψευδαισθήσεις), ή θα πρόκειται για απάτη.
Ας εξετάσουμε μία-μία αυτές τις δύο περιπτώσεις.
Θα πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις επιβάλλουν να ξαναγυρίσουμε πάλι στην Ιατρική Επιστήμη.
Οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο το οποίο η Ιατρική έχει επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει.
Ας αναφέρουμε ευθύς εξ αρχής, ότι τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις, αποτελούν μία ορισμένη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα, των οποίων η πραγματοποίηση επιθυμείται πολύ έντονα από αυτούς.
Εάν πολλά άτομα έχουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα, που σχετίζονται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα και τις εμπειρίες που διαθέτει το κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο.
Το φαινόμενο των ψευδαισθήσεων λαμβάνει χώρα σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε συνθήκες δηλαδή που υποβάλλουν και προδιαθέτουν τον άνθρωπο. Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί μακρό χρονικό διάστημα.
Ακολουθούν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις του Χριστού έστω και έναν από τους βασικούς, προαναφερθέντες κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις παθολογικές αφηγήσεις πασχόντων ανθρώπων;
Ας εξετάσουμε το πρώτιστο. Εκείνοι στους οποίους εμφανίστηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μόνον ήταν καταπτοημένοι, όχι μόνον ήταν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά ακόμη όταν έφθασαν σ’ αυτούς επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους -οι Μυροφόρες- και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι οι εμφανίσεις αυτές ήταν αληθινές· ότι πράγματι ο Χριστός είχε αναστηθεί.
Τα πρόσωπα αυτά, όπως βλέπουμε, όχι μόνον δεν ήταν προδιατεθειμένα στο να δεχθούν ότι είναι δυνατόν να δει κανείς, και συνεπώς και οι ίδιοι, τον Χριστό.
Είπαμε, ότι τα άτομα που βλέπουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο, επιρρεπή σε τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε· ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο οι μάρτυρες των εμφανίσεων του Χριστού;
Κάποια απ’ αυτά, τα γνωρίζουμε από τα ίδια τους τα γραπτά και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν δεν είναι πρόσωπα ευφάνταστα, δεν έχουν φαντασιώσεις. Ας πάρουμε τον τελώνη Ματθαίο· άνθρωπο ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο, που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο ρεαλισμό· που δεν έχει τίποτα το ποιητικό· τίποτα το λυρικό. Που είναι αντίθετα, μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές.
Ας πάρουμε το Θωμά. Ο Θωμάς σαφώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι δέκα μαθητές με τους οποίους είχε ζήσει τρία χρόνια αδιάκοπα, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται να πιστέψει και απαντάει ότι δεν θα πιστέψει ακόμη κι εάν Τον δει, αλλά μόνον εάν αγγίξει τα τραύματά Του.
Είναι αυτός ο άνθρωπος, τύπος προδιατεθειμένος σε ψευδαισθήσεις;
Ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος, ο οποίος θέριζε κυριολεκτικά την εκκλησία και κάθε άνθρωπο ο οποίος ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και να ακούσει τον Αναστημένο Χριστό, τη στιγμή που βρισκόταν στο αποκόρυφο της μανίας του εναντίον της ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε;
Βλέπουμε λοιπόν, δειγματοληπτικά, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο -μάλιστα με τύπο ξένο προς εκείνον που ρέπει στις ψευδαισθήσεις.
Ξέρουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων, πως ο Χριστός εμφανίστηκε σε πεντακόσιους ανθρώπους ταυτόχρονα. Είναι δυνατόν πεντακόσια πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα, στον τύπο του ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις; Είπαμε ότι, εάν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα και αντικείμενο ανάλογο προς την προσωπικότητα του καθενός. Γνωρίζουμε καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε, ότι τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη ψυχολογική αντίληψη, αντιλαμβάνεται τις θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρα, που υπήρχαν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες των μαθητών του Χριστού και όσοι αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, αποτελούν ένα φάσμα, που μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις, όλοι τους δέχονται και παραδέχονται, ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και ο λόγος Του, όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν.
Το γεγονός αυτό είναι αντίθετο προς τον ισχυρισμό ότι οι εμφανίσεις του Χριστού ήταν προϊόν ψευδαισθήσεων.
Είπαμε προ ολίγου, ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και ώρες της ημέρας. Στην περίπτωση όμως των εμφανίσεων του Χριστού δεν υπάρχουν ομοιότητες, ούτε ως προς τον τόπο ούτε ως προς το χρόνο που λάμβαναν χώρα. Άλλοτε και συνηθέστερα, εμφανίζεται ο Χριστός στο φως της ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα. Μέρα μεσημέρι ή απόγευμα και βαδίζει στους αγρούς.
Εμφανίζεται στο Όρος των Ελαιών. Εμφανίζεται στον κήπο του νεκροταφείου της Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο που ήταν κλεισμένοι οι μαθητές. Εμφανίζεται σ’ έναν λοφίσκο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται στη λίμνη της Τιβεριάδας όπου, όπως γνωρίζουμε, έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι μεταξύ τους οι χώροι, ούτε και υποβλητικοί, ώστε να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις.
Είπαμε, πως όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα, και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονήσουν οπότε σιγά-σιγά εξαφανίζονται, ή τείνουν να εντείνονται να γίνουν συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε από αυτά. Αντίθετα, οι εμφανίσεις του Χριστού παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια με τον ίδιο ρυθμό και μετά από σαράντα μέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μια αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο. Διακόπτονται μετά την Ανάληψή Του.
Ας σημειώσουμε ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα: δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Στην περίπτωση των εμφανίσεων του Χριστού, όχι μόνον οι περισσότερες από αυτές συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο, ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σ’ εκείνους που τον βλέπουν, αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.
Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή.
Βλέπουμε επίσης, ότι για να μη μείνει αμφιβολία στους μαθητές ως προς το ότι ήταν πραγματική και όχι ψευδής εντύπωση η εμφάνισή Του, ο Χριστός όταν είδε από την ταραχή, το φόβο και τη δυσπιστία τους ότι αμφέβαλαν για ό,τι έβλεπαν, έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρήθρα. Έφαγε από αυτά, ώστε μετά την αποχώρησή του να έχουν την διαβεβαίωση ότι πραγματικά παρουσιάστηκε με σώμα αληθινό, από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι όπου και οι ίδιοι προηγουμένως έτρωγαν, αλλά επιπλέον είναι και τροφές, οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα: το κερί από την κηρύθρα και το κόκκαλο απ’ το ψάρι. Θα προσθέσουμε την περικοπή όπου ο Χριστός μαγείρεψε. Εκεί όπου έψησε ο ίδιος το ψάρι στην όχθη της λίμνης· τόσο εκείνο το οποίο είχε ο ίδιος, όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει οι μαθητές και έφαγαν όλοι μαζί.
Πώς θα ήταν δυνατόν οι μαθητές να κατείχαν και να μαρτυρούσαν και σ’ εμάς ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις του Χριστού και τη συναναστροφή τους μαζί Του, εάν αυτές ήταν απλώς αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων;
Αντίθετα, τα υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις Του, διαψεύδουν και καταρρίπτουν το επιχείρημα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Εάν οι εμφανίσεις του Χριστού που περιγράψαμε δεν ήταν αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως ήταν αποτέλεσμα απάτης;
Περνούμε στο δεύτερο ενδεχόμενο· στο δεύτερο είδος παρέκκλισης από την αλήθεια. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία.
Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης, οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα από τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν το Χριστό -και μαρτυρείται επί χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάστασή Του ότι τον είδαν (στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, ότι πάνω από πεντακόσιοι άνθρωποι είδαν το Χριστό)- τα πρόσωπα αυτά ήταν πάρα πολλά. Συμπερασματικά, είναι πραγματικά απίθανο, τόσα πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημη απάτη, και να μη βρέθηκε ούτε ένα από αυτά, το οποίο να συνέλθει και να μαρτυρήσει ότι το ίδιο συμμετείχε σε μία απάτη ή να διαμαρτυρηθεί ότι έπεσε θύμα της απάτης αυτής.
Για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων της Νομικής Επιστήμης, το γεγονός και μόνον ότι είχαν τόσους πολλούς μάρτυρες οι εμφανίσεις του Χριστού, αποκλείει το ενδεχόμενο της απάτης.
Επιπλέον, η υποψία ότι πρόκειται για απάτη, αποδεικνύεται εσφαλμένη, από το γεγονός της συμπεριφοράς των αποστόλων, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, μέχρι την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση του Δασκάλου τους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν περίτρομοι και καταπτοημένοι. Ήταν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία ανακοινώνουν στον ίδιο το Χριστό, οι δύο μαθητές προς Εμμαούς, τη Σταύρωση και τις φήμες, όπως νόμιζαν, γύρω από την Ανάσταση, ότι η υπόθεση του Χριστού έληξε άδοξα με τη Σταύρωσή Του. Ήταν οχυρωμένοι, όπως επίσης αναφέραμε, πάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να Τον είδαν άνθρωποι ζωντανό. Αυτή τους την πεποίθηση δε ντρέπονται να την καταθέσουν γραπτώς αυτοί οι ίδιοι. Την στροφή τους των 180˚, την έζησαν κατά την κλάση του άρτου, όπου αναγνώρισαν τον Κύριο, και πείσθηκαν ότι δεν μπορεί παρά να ήταν αληθινή παρουσία η συνάντησή τους μαζί Του.
Εάν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήθελαν να κάνουν απάτη, δεν θα απέφευγαν να μας φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς από τους οποίους πέρασαν; Δεν θα απέφευγαν να μαρτυρήσουν σε όλα τα πέρατα της γης και να γράψουν σε όλα τα Ευαγγέλια, ότι οι ίδιοι εκείνοι ήταν που αμφισβήτησαν· εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν· εκείνοι που παρουσίασαν ενάντια επιχειρήματα· εκείνοι που αμφισβήτησαν· εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που είπαν ότι επρόκειτο για λήρο για μία συναρπαγή, για ένα ψέμα οι διηγήσεις για την εμφάνιση του Χριστού;
Και εν τέλει, αυτοί οι έντρομοι να έρχονται, όχι μονάχα να διακηρύξουν την Ανάσταση του Χριστού ως το πλέον αληθινό γεγονός μπροστά στους ισχυρούς της γης και τους ενόπλους, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά να δίνουν, μετά από διωγμούς και φοβερά βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση, τη ζωή τους, για μια τέτοια απάτη; Όπως γράφει ο Γάλλος στοχαστής, Maurice Goguel, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και Διευθυντής της Σχολής Ανωτάτων Σπουδών στο Παρίσι: «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει τη ζωή του με βασανιστήρια και οδύνες».
Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να αποφύγει το διωγμό, όχι για να τον υποστεί.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο της απάτης πρέπει να αποκλειστεί είναι το γεγονός ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση του Χριστού και την Ανάστασή Του, συνοδευόταν πάντα και συνοδεύεται, από τη διακήρυξη του πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μόνον στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων εναρέτων, αλλά που φθάνει με απόλυτη αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις του κάθε ανθρώπου. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μόνον διέδωσαν αυτό το κήρυγμα αλλά και που κατά τη μαρτυρία των πιο άσπονδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό, το τόσο αυστηρό, που βασίζεται στην Ανάσταση του Χριστού, οι άνθρωποι αυτοί να στηρίξουν τον αγώνα τους πάνω σε ένα τόσο αποτρόπαιο ψέμα;
Εδώ πρέπει εξάπαντος να πούμε, και θα έπρεπε να το έχουμε ίσως πει ευθύς εξ αρχής, ότι τη διαβεβαίωση για την Ανάστασή Του, την είχε δώσει ο ίδιος ο Χριστός. Το προείπε σαφέστατα· το διεκήρυξε και το υποστήριξε επανειλημμένα στους μαθητές Του. Πώς είναι δυνατόν, Αυτόν που όχι μόνο κήρυξε, Αυτόν ο οποίος έζησε για το κήρυγμα, Αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αντίρρηση ανέβηκε στο Σταυρό για το κήρυγμα αυτό· πώς είναι δυνατόν να Τον θεωρήσουμε απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την Ταφή και την Ανάστασή Του;
Αφού διεξήλθαμε το ζήτημα της αξιοπιστίας των εμφανίσεων του Χριστού, που αποτελεί τη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων, θα έρθουμε στην τρίτη κατηγορία. Αυτήν που αφορά τον κενό τάφο Του.
Η πρώτη πληροφορία για τον κενό τάφο είναι εκείνη, η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς «πάντα τά γενόμενα». Τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση του Χριστού. Πώς αντιδρούν οι Αρχιερείς; Τους έδωσαν, όπως γράφεται στο Ευαγγέλιο, «ἀργύρια ἱκανά» και είπαν στους φύλακες να διαδώσουν, ότι «αὐτῶν κοιμωμένων ἔκλεψαν οἱ μαθηταί τό σῶμα». Η απλή βέβαια ανατροπή αυτής της εκδοχής είναι η ερώτηση: Αφού «ἐκοιμῶντο», πώς είδαν τι έγινε; Και η επόμενη ερώτηση: Αν δεν «ἐκοιμῶντο», πώς επέτρεψαν οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν το σώμα του Κυρίου;
Μία άλλη εκδοχή είναι ότι το σώμα δεν το απομάκρυναν οι μαθητές, αλλά ότι το απομάκρυναν οι αρχιερείς· και αυτό, για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών του Χριστού.
Αλλά και αυτό πάλι είναι αδιανόητο και ξένο προς τη λογική. Γιατί; Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά τη διαπραγμάτευσή τους με τα μέλη της κουστωδίας, δέχθηκαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπων, όπως γράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων, δέχθηκαν την αυστηρότατη κατηγορία του Πέτρου «ὅτι ἀπέκτειναν τόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς ὅν ὁ Θεός ἤγειρε ἐκ νεκρῶν». Ο Πέτρος δημιούργησε από κείνη την ημέρα χιλιάδες οπαδών και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία. Πόσο εύκολο θα ήταν να πατάξουν στη γέννησή του το χριστιανικό κήρυγμα οι Αρχιερείς, παρουσιάζοντας επί τόπου το πτώμα του Χριστού το οποίο είχαν κρύψει; Θα σταματούσαν αυτή τη βλάσφημη αίρεση και θα αποδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι επρόκειτο για μία πλάνη. Για απάτη. Αυτό θα έπαυε μια για πάντα, στο ξεκίνημά της την κίνηση αυτή, η οποία αφαιρούσε αδιάκοπα οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων.
Ο λόρδος Charles Darling (1849-1936), Πρόεδρος επί σειρά ετών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας -αξίωμα αντίστοιχο με αυτό του Προέδρου του Αρείου Πάγου στην Ελλάδα- γνωστός κατά το διάστημα της δικαστικής του καριέρας από τη διαλεύκανση και επιτυχή υποστήριξη ανεξιχνίαστων και γι’ αυτό πολύκροτων δικαστικών υποθέσεων, συνόψισε το νομικό του έλεγχο πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση του Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε άλλο: «Εμείς οι Χριστιανοί, καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλαδή ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διεκήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνο με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή -ότι πρόκειται για ζωντανή αλήθεια- υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις από τα γεγονότα που αφορούν σ’ αυτήν και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφραζε άλλη απόφαση, παρά μόνον ότι η Ανάσταση είναι αληθινή».
Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια της Ανάστασης παρουσιάζεται εκείνο το θετικό επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό για μας, τους ανθρώπους που ζούμε σε μια εποχή κατ’ εξοχήν άρνησης, σύγχυσης και αποστασίας.
Πρόκειται ακριβώς για τις απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη, χάρη στην Ανάσταση του Χριστού. Υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιων περιπτώσεων. Θα αναφέρουμε μόνο κάποιες περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων του πνεύματος οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Όπως αναφέρθηκε, τον δέκατο όγδοο αιώνα, είχε φθάσει η άρνηση στο αποκόρυφό της. Στην Αγγλία, όπως έγραφε ο Montesqieu: «Εάν κάποιος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δε γίνεται δεκτός παρά με γέλια και καγχασμούς».
Ακριβώς εκείνη την εποχή, δύο σοβαρά μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, έβαλαν για σκοπό της ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η μεταστροφή του Παύλου δεν οφείλεται σε αληθινή πίστη και ο δεύτερος, ότι η Ανάσταση του Χριστού ήταν ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton, μετά από αρκετό χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο, το οποίο αποδείκνυε ότι η συνάντηση του Παύλου με τον αναστημένο Χριστό, είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο της Δαμασκού. Ο δεύτερος, ο Gilbert West, επέστρεψε με ένα σύγγραμμα το οποίο ονομάζει: «Παρατηρήσεις επί της ιστορίας και των ενδείξεων της Ανάστασης του Χριστού», το οποίο περιέχει μία σωρεία επιχειρημάτων, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα εδώ, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια της Ανάστασης.
Ίσως όμως πραγματικά για κείνον που θέλει να κουράσει τη σκέψη του -κι αυτό είναι αναγκαίο γύρω από το θέμα αυτό-, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο να είναι το έργο του νομικού Frank Morison.
Ο Morison από τη σχολική του ηλικία είχε διαβάσει από τους θετικιστές κριτικούς της Γερμανικής Σχολής, την κριτική της Αγίας Γραφής. Συγχρόνως μελέτησε τη Φυσική επιστήμη, η οποία εξ ορισμού, αποκλείει το θαύμα και βασίζεται μόνον σε πειραματικά πορίσματα. Έχοντας πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά της χριστιανικής θρησκείας, ξεκίνησε να γράψει το 1922 ένα πόνημα που θα έπειθε λογικά τον αναγνώστη ότι η Ανάσταση δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Καθώς άρχισε να γράφει το βιβλίο αυτό, αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να γραφτεί.
Όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφτεί, αλλά οι σκέψεις και οι φράσεις οι οποίες έγραφε οδηγούσαν στον τελείως αντίθετο στόχο. Γράφει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως διαφορετικό· όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας της επιμονής αυτών των ίδιων των γεγονότων». Ο συγγραφέας ανακάλυψε ότι όχι μόνον δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει, αλλά και ότι ακόμη κι αν ήθελε, δεν θα μπορούσε.
Από την προσπάθεια αυτή, προέκυψε το ευρέως γνωστό βιβλίο του Morison: «Ποιος εκύλισε τον λίθο;», που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί όπως προαναφέραμε, ένα μνημείο λογικής εργασίας. Ο συγγραφέας παίρνει όλες τις διεξόδους της αμφιβολίας και τους κόβει το δρόμο με τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής, πάνω στις οποίες δέχεται να ασκήσει με τη λογική το έργο της αμφισβήτησης, το οποίο αποτυγχάνει.
Ο Cyril Edwin Mitchinson Joad, ο γνωστότερος Άγγλος Καθηγητής της Φιλοσοφίας, ο οποίος σφράγισε με την εξέχουσα παρουσία του τόσο το πεδίο των θεωρητικών σπουδών όσο και ένα ευρύ πεδίο κοινωνικό-πολιτικό ζυμώσεως τις ιστορικές σε όλα τα επίπεδα δεκαετίες του ’30, ’40 και ’50. Συναρπαστικός ομιλητής και διδάσκων και εμβριθής συζητητής στα μνημειώδη φιλοσοφικά debates του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Πολυσχιδής προσωπικότητα, συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο του BBC, όπου τόσο με διαλέξεις του, όσο και με συζητήσεις τις οποίες συντόνιζε έθιγε βαθειά κοινωνικά και υπαρξιακά θέματα με τρόπο απολύτως κατανοητό από τον μέσο ακροατή.
Πνεύμα ανήσυχο υπήρξε δεδηλωμένος αγνωστικιστής. Ήταν δε τόσο φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία τόσο με τον γραπτό λόγο, όσο και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο ραδιόφωνο με τίτλο: «Ο dr. Joad και ο Θεός», να παρουσιάζει την επιχειρηματολογία του μελετώντας ακριβώς το κείμενο της Αγίας Γραφής, να υποστηρίζει την ανακρίβεια του Ευαγγελίου.
Σε προχωρημένη ηλικία, κατά τη διάρκεια περισυλλογής, χωρίς καμία εξωτερική επίδραση, παρουσιάστηκε αιφνιδίως με το βαθύ και συγκλονιστικό, τελευταίο του σύγγραμμα: «Η επανάκτηση της Πίστης». Με αυτό και με κάθε τρόπο αγωνίστηκε σαν το Θωμά να διαδώσει ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός.
Θα έχετε ακούσει ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό από το 1841 έως και τις μέρες μας υπήρξε το περιοδικό «PUNCH». Επί τέσσερα έτη, εκδότης του Punch υπήρξε ο Malcolm Muggeridge, έγκριτος Άγγλος δημοσιογράφος, κάτοχος της κλασσικής παιδείας και πολυγραφότατος. Πνεύμα οξύ και σκωπτικό, δε δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μία επίσκεψη εντούτοις στους Αγίους Τόπους, κατέληξε σε αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίο ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθηση στο θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητη πεποίθηση για την αλήθεια της Χριστιανικής πίστης και μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε εν συνεχεία, σε ώριμη ηλικία ένα από τα κυριότερα μέλη του χριστιανικού κινήματος στη Μεγάλη Βρετανία. Στο περίφημο «Φεστιβάλ του Φωτός», στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση την Πλατεία TRAFALGAR του Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος εκαυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον της χυδαιότητος και της παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά πάρα πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.
Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για τη διαφορά σε ανάστημα και τη διαφορά σε κύρος που με χωρίζει από αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά.
Το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα τη ζωή του Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια της γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής μου σαν φοιτητής, μέσα στην άρνηση και την αμφιβολία. Και να σας πω, ότι δέχθηκα ύστερα από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα της Ανάστασης σαν αληθινό· και ότι όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά τίποτε άλλο παρά ένα πείραμα πάνω στην ακρίβεια του κηρύγματος της Αναστάσεως. Έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρηση μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια του κηρύγματος του Ευαγγελίου· την αλήθεια της Ανάστασης του Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή μη πιστεύοντας στην Ανάσταση του Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, να πάρει τη θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, την Ανάσταση του Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε και να χαρούμε μαζί, τα όσα θα επακολουθήσουν από αυτό το άνοιγμα της ψυχής στην Ανάσταση του Χριστού.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Βιβλιογραφία
Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον της Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής Δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη 1969.
Ε. Θεοδώρου: Η αιώνια αλήθεια, Αθήναι 1960.
Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι 1955.
Pr. J.N.D. Anderson: Christianity the Witness of History, Tyndole Press, London 1969.
Pr. J.N.D. Anderson: Evidence for the Resurrection, Intervarsity Press, London 1968.
P. Babet: La Passion de Jésus - Christ Selon le Chirurgien, Dillen et Cie, Issodun, France 1950.
R. Guardini: Ο Κύριος, Ελληνική Μετάφραση, Αθήναι 1956, τόμος Γ’.
M. Goguel: Jesus the Nazarien: Myth or History, Paris 1933.
C.E.M. Joad: The Recovery of Belief, London 1952.
F. Morison: Who moved the Stone, Barnes and Noble, N. York 1962.
K.N. Taylor: Is Christianity Credible, Intervarsity Press, 1970.
J. Young: The Case Against Christ, Falcon Books, London 1962.
Η διάλεξις δόθηκε στο παλιό Αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων «Πνευματικοί Προβληματισμοί» τον Απρίλιο του 1978.
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
566 26 Σπαρτάκου 6, Συκιές
Τηλ.: 2310212659. Φαξ: 2310207340
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013
Μὲ ἀφορμὴ τὶς ἐντονότατες ἀντιδράσεις γιὰ τὴν ἵδρυση Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ ἀκούσθηκαν ποικίλες γνῶμες καὶ ἀπόψεις ἀπὸ πανεπιστημιακοὺς δασκάλους. Ὅσοι ὑποστήριξαν τὴν ἵδρυση ἑνὸς τέτοιου Τμήματος, ποὺ ἄφησε ἄναυδο τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὸ λύπησε βαθύτατα, ἐπικαλέσθηκαν διάφορες δικαιολογίες. Μεταξὺ αὐτῶν διατυπώθηκε καὶ ἡ ἀκόλουθη ἄποψη ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τοῦ Τμήματος κ. Χρυσόστομο Σταμούλη: «Τὸ Πανεπιστήμιο » εἶπε, ἀπαντώντας στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο, «δὲν εἶναι τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθερο, δημόσιο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα καὶ λειτουργεῖ μὲ βάση τὶς ἀκαδημαϊκὲς ἀνάγκες» (ἐφημ. «Δημοκρατία» 12-3-2014, σελ. 22). Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ προξενεῖ εὔλογη ἀπορία καὶ γεννᾶ μελαγχολικὲς σκέψεις γιὰ τὴν πορεία τῶν Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Βεβαίως τὸ Πανεπιστήμιο δὲν εἶναι τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τυπικὰ καὶ διοικητικὰ ἀνεξάρτητο Ἵδρυμα. Ἀλλὰ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες Πανεπιστημιακὲς Σχολές. Οἱ ἄλλες Σχολές, ὅπως ὀρθὰ γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας1, δημιουργήθηκαν καὶ συντηροῦνται γιὰ ὁρισμένους πρακτικοὺς σκοπούς, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν χωρὶς ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Μεταξὺ ὅμως τῶν Σχολῶν αὐτῶν ἡ Θεολογικὴ κατέχει ἰδιαίτερη καὶ αὐτοτελὴ θέση. Διότι τὸ ἔργο της δὲν ἀποβλέπει, ὅπως π.χ. τὸ ἔργο τῆς ἐπιστήμης τοῦ δικαίου, στὴν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου· ἢ ὅπως τὸ ἔργο τῆς ἰατρικῆς στὴ συντήρηση τῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν. Τὸ ἔργο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὡς θεοΐδρυτος αὐτοτελὴς πνευματικὸς ὀργανισμὸς ὑφίσταται μέσα στὴν πολιτεία παράλληλα μὲ αὐτήν. Ἡ δὲ Θεολογία διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναπτύξεως τῆς ὑπερφυσικῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀποτελεῖ τὸ συμπλήρωμα τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν μὲ τὸ νὰ ἐκφέρει τὸν τελευταῖο περὶ τῶν ὄντων λόγο. Ἔτσι ἱκανοποιεῖ τὶς ὕψιστες ἀπαιτήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ θεραπεύει τὶς ἀνάγκες καὶ τοὺς πόθους τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε ὅτι κοιτίδα τῆς Θεολογίας, ἡ ὁποία δικαιοῦται νὰ ἀποκαλεῖται «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἔδωσε καὶ δίνει ζωὴ στὴ Θεολογία. Λόγῳ λοιπὸν τῆς καταγωγῆς αὐτῆς τῆς Θεολογίας ὑπάρχει διαρκὴς καὶ σταθερὴ σχέση ἀμοιβαιότητας μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Θεολογία ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴν Ἐκκλησία διαφωτίζοντας καὶ καταυγάζοντας τὴν περὶ Χριστιανισμοῦ συνείδησή της, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν μένει ξένη ἀπὸ τὴν ἐπιρροή, τὶς περιπέτειες καὶ γενικῶς τὴν ἑκάστοτε κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδὴ Ἐκκλησία καὶ Θεολογία ἐπιδροῦν ἀμοιβαῖα ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης. Εἶναι περιττὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ὀρθολογιστὴς ἢ στεγνὸς ἐπιστήμων νὰ εἶναι καθηγητὴς σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολή, πράγμα δυστυχῶς ὄχι σπάνιο σήμερα! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παρουσία ἀλλοτρίου φρονήματος στὶς Θεολογικές μας Σχολές. Οἱ Πατέρες ἦσαν κατεξοχὴν πιστοί. Δὲν σκέφθηκαν ποτὲ ὅπως «οἱ σοφοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ δὲν ἐξέφρασαν προσωπικές τους γνῶμες. Ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τῆς «καθολικῆς» καὶ ἀποστολικῆς πίστεως ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Σταθερὸ δὲ ἀξίωμά τους ἦταν: «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Ὁρισμοὶ τῆς Θεολογίας ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐπιστημονικὴ γνώση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ τῶν ἀληθειῶν του ἢ σύνολο ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ τεχνικῶν κανόνων διοικήσεως, ποὺ ἀνήκουν στὸν Χριστιανισμό, καὶ ἄλλα παρόμοια, μεταβάλλουν τὴν ἱερὴ ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας σὲ ἀφηρημένη θεωρία περὶ Χριστιανισμοῦ· σὲ ἄσκηση πολυμάθειας, ἡ ὁποία ὑπὸ ὁρισμένες περιστάσεις μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἢ νὰ παραχθεῖ καὶ ἀπὸ ἕνα μὴ Χριστιανό. Ὅμως κανένας ὀρθολογιστὴς ἢ ἄπιστος δὲν μπορεῖ π.χ. νὰ κατανοήσει, πολὺ περισσότερο νὰ ἀναπτύξει, τὸ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος δόγμα, ἢ τὸ περὶ δύο φύσεων καὶ ἑνὸς προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου κ.τ.ὅ. Κατὰ συνέπεια τὸ Πανεπιστήμιο δὲν εἶναι μὲν τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ διδάσκαλοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του δὲν μποροῦν νὰ θεολογοῦν ἁπλῶς ἀκαδημαϊκὰ καὶ ἀριστοτελικὰ ἀγνοώντας τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔχουν χρέος «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» νὰ «μελωδοῦν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας», ὡς ἐκφραστὲς καὶ φύλακες τῶν Ἀποστολικῶν Παραδόσεων, καὶ νὰ ὁδηγοῦν ὄχι μόνο τοὺς σπουδαστές τους, ἀλλὰ καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια. Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ, ὅπως καὶ κάθε Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολή, γιὰ νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὸν ἑαυτό της, πρέπει νὰ εἶναι πρωτίστως Ἀποστολικὴ καὶ Πατερική, ὄπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Νὰ μαρτυρεῖ, νὰ διδάσκει, νὰ μεταλαμπαδεύει τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια καὶ τὴν ἁγία καὶ πλούσια ἐμπειρία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Νὰ καταρτίζει θεολόγους ὄχι «χειροτονητούς, οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς»2, δηλαδὴ θεολόγους αὐτοχειροτόνητους, οἱ ὁποῖοι μόνο ἐπειδὴ θέλουν νὰ εἶναι σοφοί, νομίζουν καὶ ὅτι εἶναι, ἀλλὰ θεολόγους οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ παύουν «πάσχοντες θέωσιν », κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θὰ «ἐνεργοῦν ὡς ἄνδρες ἐκκλησιαστικοί (Ὠριγένης), γιὰ λογαριασμὸ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, (θεολόγους) σχολιαστὲς τῆς πίστεώς της, πιστοὺς τηρητὲς τῆς Παραδόσεώς της, μάρτυρες τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πίστεως», κατὰ τὸν ἀείμνηστο μεγάλο θεολόγο πρωθιερέα Καθηγητὴ π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τούτης τῆς Χώρας, ποὺ δεινοπάθησε ὅσο κανένας ἄλλος καὶ ἀκόμη συνεχίζει νὰ δεινοπαθεῖ στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸ ἀντίχριστο Ἰσλάμ, διερωτᾶται: Τί θέση ἔχουν σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ οἱ Ἰσλαμικὲς Σπουδὲς ποὺ θέλουν νὰ διδάξουν Καθηγητὲς Ὀρθοδόξου Θεολογίας; Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι τὸ Ἰσλὰμ δὲν θεωρεῖ τὸν Χριστὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἕναν ἁπλὸ προφήτη κατώτερο τοῦ ἀνθρώπου Μωάμεθ, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν διαβλητός; Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη, τὸ δὲ Κοράνιο βιβλίο καθαρὰ ἀνθρώπινο μὲ ἀντιφατικὸ περιεχόμενο καὶ κυρίως ἐχθρικὸ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ γενικῶς πάντα μὴ μουσουλμάνο; Τὸ βιβλίο αὐτὸ διδάσκει ὅτι οἱ μουσουλμάνοι πρέπει νὰ τρομοκρατοῦν ἐμᾶς τοὺς κάφρους (Σούρα 8, 12), νὰ ἐκπληρώνουν τὸ ἱερὸ καθῆκον τους σκοτώνοντάς μας (Σούρα 9, 5), νὰ μὴν ἔχουν φίλους ἐμᾶς τοὺς κάφρους (Σούρα 5, 51), νὰ μὴ δείχνουν ποτὲ ἔλεος στοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους, ἐπειδὴ εἴμαστε τὰ πιὸ σιχαμερὰ πλάσματα (Σούρα 98, 6)3. Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα καὶ ὄχι φονεύοντας ἀπίστους, ὅπως διδάσκει τὸ Κοράνιο (Σούρα 9, 11); Μήπως ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ αἰώνιος Τριαδικὸς Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ προσωπικὸς Θεὸς ποὺ μᾶς χαρίζει τὴν «κατὰ χάριν θέωσιν», καὶ ὄχι ὁ ἀπρόσωπος Ἀλλὰχ τοῦ Ἰσλάμ; Σὲ καιροὺς ὄχι ἁπλῶς χαλεπούς, ἀλλὰ παγχάλεπους, ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη Κύριό μας καὶ γιὰ τὴν τυχὸν ἀπάθειά μας καὶ τὴν ἀμέλειά μας. Ἂς ἀναλογισθοῦμε λοιπὸν ὅλοι τὶς εὐθύνες μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Πατέρων μας.
1. Βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλα, Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Θεολογίας, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», 20005, σελ. 142-145.
2. Γρ. Θεολόγου, Λόγ. 20ός, Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων, PG 35, 1065A.
3. Σημειώνουμε ὅτι ἡ ἀραβικὴ λέξη «κάφρος» (καφίρ), ἀποτελεῖ τὸν πιὸ προσβλητικὸ χαρακτηρισμὸ τῆς «ἱερῆς» γλώσσας τοῦ Ἰσλάμ.
Πηγή: http://www.osotir.org/keimena/ekpaideutika/item/33135-kklisia-ka-theologik-s-sxol-s
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς προσφέρει μιὰ μεγαλειώδη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἀπόδειξη πού πιστοποιεῖται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλά καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιάδων ἄλλων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἴσαμε σήμερα.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. (Ἰωάν. κ’19).
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἡ ἑπόμενη τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρεται: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου… λίαν πρωΐ τῆς μίας σαββάτων» (Μάρκ. ιστ’ 1-2). Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυριακή, τότε πού ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργά τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας λοιπόν, οἱ μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ σ’ ἕνα σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὅλοι μαζί, ἐκτός ἀπὸ τὸν Θωμά.
Ὅλα εἶχαν γίνει σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία: «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ διασκορπιστοῦν στοὺς πέντε ἀνέμους. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ περιμένουν τὶς ἐξελίξεις καὶ νὰ στηρίξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν κλειδώσει τὴν πόρτα. Ἀναμφίβολα ὅλοι τους εἶχαν ζωντανὴ στὴ μνήμη τὴν προφητεία τοῦ Διδασκάλου τους, ὅταν τοὺς προειδοποιοῦσε πώς θὰ τοὺς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ τοὺς μαστιγώσουν στὶς συναγωγὲς (βλ. Ματθ. ι 17). Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεχάσουν τὰ φοβερὰ λόγια Του: «ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῶ» (Ἰωάν. ιστ’ 2).
Ὁ φόβος τῶν ἀποστόλων αὐτὲς τὶς μέρες, ὅταν μπροστὰ στὰ μάτια τους συντελέστηκαν τόσα παράλογα ἐγκλήματα ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου τους, ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ κατανοητός. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περίμεναν ἀπό τούς αἱμοδιψεῖς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ γνώριζαν ἤδη πόσο ἀδίστακτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀναμάρτητου καὶ παντοδύναμου Χριστοῦ, τοῦ θαυματουργοῦ; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν τάφο τοὺς εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανένα κακό. Θὰ τοὺς ἐνίσχυε νὰ μὴν προδώσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦν στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς προτοῦ τὸν δοῦν ζωντανὸ καὶ δοξασμένο.
Καὶ νὰ πού τώρα, τὸ τέταρτο βράδυ ἀπὸ τότε πού οἱ μαθητὲς χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριό τους – ἀπὸ τότε πού τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ δίκη – καὶ τὴν πρώτη μέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανὸς καὶ δοξασμένος. Ἦρθε κοντά τους καὶ κάθησε στὴ μέση, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες. Ὅπως ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἦταν πολὺ προσεχτικὰ ὑπολογισμένα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο, ἒτσι γινόταν καὶ τώρα. Ὁ Εὐαγγελιστὴς δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ὁ Κύριος μπῆκε στὸ κλειδωμένο σπίτι θαυματουργικά. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πρῶτα γιὰ νὰ μὴ τοὺς τρομάξει χτυπώντας τὴν πόρτα. Εἶχαν τρομοκρατηθεῖ ἀρκετὰ ἀπό τούς Ἰουδαίους κι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει περισσότερο, οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή. Κι ἕνας δεύτερος λόγος, πού εἶναι καὶ πιὸ σπουδαῖος, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς δείξει πώς εἶχε ἀνακτήσει τὴν παντοδυναμία Του, ἀφοῦ φαινομενικὰ ἦταν ἀβοήθητος καὶ νικημένος τὶς τελευταῖες τρεῖς μέρες. Κι αὐτὸ τὸ διατύπωσε πολὺ γρήγορα μετά: «Ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).
Χωρὶς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαταστήσει τὴν κλονισμένη πίστη τῶν μαθητῶν Του ὁ Χριστός; Πῶς ὁ κατακτημένος θὰ ‘δειχνε πώς εἶναι Νικητής; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ περιφρονημένος, ὁ ἐμπαιγμένος, ὁ βασανισμένος, ὁ σταυρωμένος καὶ θαμμένος, νὰ δείξει μὲ ἄλλον τρόπο πώς εἶναι δοξασμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πείσει μὲ ἄλλον τρόπο τοὺς φίλους Του πώς τὸ πάθος κι ὁ θάνατος δὲν εἶχαν ἀφαιρέσει τίποτα ἀπὸ τὴ δύναμή Του, ἀλλ’ ἀντίθετα, ὡς ἄνθρωπος εἶχε πολὺ μεγαλύτερη δύναμη; Καὶ κάτι τελευταῖο: ποιὸ πλάσμα θὰ μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Πανάγιου καὶ Πάναγνου Θεοῦ;
Ἡ φύση ὁλόκληρη ὑποτάσσεται στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν ἀκόμα ντυμένος μὲ θνητὸ σῶμα, ἡ θέλησή Του μποροῦσε νὰ ὑποτάξει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Πῶς θὰ μποροῦσαν λοιπὸν ἡ ξύλινη πόρτα καὶ οἱ πέτρινοι τοῖχοι νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν, τώρα πού εἶχε δοξασμένο σῶμα; Ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖ -κι αὐτὸ τὸ κάνει ὅταν πρέπει, ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση- ἡ κτίση ὁλόκληρη εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρχει. Τὸ διάστημα κι ὁ χρόνος, ἡ πυκνότητα ἢ ἡ ρευστότητα κάποιου πράγματος, τὸ ὕψος ἤ τὸ βάθος, ὅλα γίνονται ἀδύναμα, ἀνοιχτά, ὑποταγμένα καὶ ἀνίκανα νὰ προβάλουν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση.
Εἰρήνη ὑμῖν! Ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου χαιρετᾶ τὸ μικρὸ στρατό Του μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Κύριος εὐλογήσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ» (Ψάλμ. κὴ’ 10). Ἀπὸ τὸ βάθος τῶν αἰώνων ὁ προφήτης Δαβὶβ προεῖδε τὴ χαρμόσυνη αὐτὴ στιγμή.
Εἰρήνη ὑμῖν! Αὐτὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος χαιρετισμὸς στὴν Ἀνατολή. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ τώρα ὅμως ἀποκτοῦσε ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο κι ἕνα εἰδικὸ νόημα. Νωρίτερα, τὴν ὥρα πού ἀποχωριζόταν τοὺς μαθητές Του, ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰωάν. ιδ’ 27). Ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα Του μέσα στὸ ἄδειο δοχεῖο τοῦ κόσμου. Στὸν κοινὸ καὶ συνηθισμένο χαιρετισμὸ ἔδωσε οὐράνια γλυκύτητα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τους κι οἱ ἐπίγειες μέριμνες τοὺς γονατὶζουν, λένε εἰρήνη ὑμῖν, ἀλλὰ προσφέρουν κάτι πού οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν. Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς οὔτε τὴ δική τους εἰρήνη μπορεῖ ν’ αὐξήσει οὔτε τὴν εἰρήνη ἐκείνων στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται. Τὸ λένε αὐτὸ ἀπὸ συνήθεια, ἀπὸ εὐγένεια, ἀπερίσκεπτα, χωρὶς νόημα. Τὸ ἴδιο πράγμα λένε ὅταν μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν ἢ νὰ μηνὺσουν καὶ ν’ ἀπατήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμὸς τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι διαφορετικός. Ἐκεῖνος δίνει αὐτὸ πού πραγματικὰ ἔχει. Ἡ δικὴ Του εἰρήνη εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Νικητῆ, πού ἡ νίκη Του εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἡ εἰρήνη Του ἑπομένως εἶναι χαρά, θάρρος, ὑγεία, εἰρήνη καὶ δύναμη. Δὲν δίνει τὴν εἰρήνη Του ὅπως κάνει ὁ κόσμος. Δὲν τὴ δίνει ἁπλὰ μὲ τὰ χείλη Του, ἀλλά μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή Του, μὲ ὅλη Του τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ, ὅπως ἡ ἀγάπη δίνεται στὴν ἀγάπη. Χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη Του, τοὺς μεταγγίζει μ’ ἕνα μυστηριώδη τρόπο τὴν ὕπαρξή Του. Αὐτὴ εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἢ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’ 7). Τέτοια εἰρήνη σηματοδοτεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια εἰρήνη ἦταν τὸ μεσουράνημα, ὁ καρπὸς καὶ τὸ στεφάνι τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν μαθητῶν Του ὁ Κύριος θὲλησε νὰ τοὺς πείσει πώς δὲν ἦταν πνεῦμα, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκείνη τὴ στιγμὴ (Λουκ. κδ’ 37), ἀλλά πώς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Κύριος καὶ Διδάσκαλός Τους.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἔδειξε αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Γιατί ὁ Κύριος τούς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Προφανῶς ἐπειδὴ αὐτὰ εἶχαν δεχτεῖ στὸ σταυρὸ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη. Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξει τὶς πληγὲς Του ὁ Κύριος θὲλησε νὰ τοὺς θυμίσει τί ἔγινε στὸ σταυρὸ καὶ νὰ τοὺς πείσει πώς ἦταν ζωντανός. Νὰ τοὺς πείσει πώς ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ποιὸς ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὶς πληγὲς αὐτὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Νὰ τοὺς θυμίσει πώς θὰ ‘φερνε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ἀκόμα καὶ τώρα πού εἶχε μεταβεῖ στὴν ἀθάνατη δόξα, ὡς αἰώνια μαρτυρία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πάθους Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Τότε λοιπόν, ἀφοῦ οἱ μαθητὲς εἶδαν κι ἀναγνώρισαν τὸν Κύριό τους, χάρηκαν πολύ. Μὲ τὴν προνοητικότητά Του ὁ Σωτήρας μας τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς χαρᾶς, ὅταν θὰ γύριζε γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς μαθητές Του. Αὐτὸ εἶχε γίνει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν περίλυποι. Ἐκεῖνος, πού ὡς ἄνθρωπος τὴν παραμονὴ τοῦ πάθους Του εἶχε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριά, ξέχασε τὸν ἑαυτό Του κι ἀγωνιζόταν νὰ παρηγορήσει τοὺς λυπημένους μαθητές Του: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰωάν. ιστ’ 22). Τώρα, μπροστά τους, ἐπαληθεύκε ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ προφητεία. Οἱ θλιμμένες καρδιὲς τους γέμισαν ξαφνικὰ μὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
«Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Γιατί ὁ Κύριος λέει γιὰ δεύτερη φορὰ εἰρήνη ὑμῖν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς ὁπλίσει μὲ διπλὴ εἰρήνη γιὰ τὴ μάχη πού τοὺς περιμένει, ἐκεῖ πού τοὺς στέλνει ὁ ἴδιος. Τοὺς δίνει πρῶτα εἰρήνη ἐσωτερικὴ κι ἔπειτα εἰρήνη ἐξωτερική. Μὲ ἄλλα λόγια: εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ εἰρήνη μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν λέει εἰρήνη ὑμῖν γιά πρώτη φορά, τοὺς δείχνει πώς Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός Τους, ἦταν μαζί τους σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἤθελε μ’ αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖ: «Ὅταν ἔχετε πόλεμο ἐσωτερικὸ μὲ τὰ πάθη, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες σας κι ἐγώ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας -δηλαδὴ μέσα στὶς καρδιές σας- μὴ φοβᾶστε τίποτα. Ἐγώ εἶμαι ἡ εἰρήνη, ὁ Δημιουργὸς τῆς εἰρήνης στὶς καρδιές σας». Τώρα πού τοὺς στέλνει στὸν κόσμο -σὲ πόλεμο ἐξωτερικό, μὲ τὸν κόσμο- τοὺς χαιρετᾶ ξανὰ καὶ τοὺς συνοδεύει μὲ εἰρήνη, ὥστε νὰ μὴν φοβηθοῦν τὸν κόσμο, ἀλλά νὰ εἶναι καρτερικοὶ στὴν πάλη καὶ νὰ σπέρνουν τὴν εἰρήνη στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς χαρίζει εἰρήνη ὑπεράφθονη, γιατί δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴ δική τους ἀνάγκη. Πρέπει νὰ τὴ μεταφέρουν καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα: «εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. (Ματθ. ι’ 12-13).
Ἡ διπλὴ εἰρήνη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς δόσιμο τῆς εἰρήνης στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἅγιους Πατέρες. Ὅμως ἡ εἰρήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἴδια εἰρήνη, ἀφοῦ τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος, παρὰ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν» (Α΄ Ἰωάν. β’ 16);
Ἀφοῦ τούς ὅπλισε μὲ πλούσια τὴ διπλὴ αὐτὴ εἰρήνη, ὁ Κύριος τούς στέλνει στὸν κόσμο. Μὲ ποιὸ τρόπο τοὺς στέλνει; «Καθὼς ἀπέσταλκε μὲ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Υἱό Του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐκείνους πού τὸν ἔστειλε. «ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α’ Ἰωάν. δ’ 10). Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τώρα, ὁ Κύριος Ἴησοῦς στέλνει τοὺς μαθητές Του. Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο μὲ δύναμη κι ἐξουσία. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15), εἶπε ὁ Ἴδιος. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27).
Ὁ ἀναστημένος Κύριος δίνει στοὺς μαθητὲς Του δὺναμη κι ἐξουσία νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν, ὅπως ἀποδείχτηκε λίγο ἀργότερα. Εἶπε ἀκόμα ὁ Κύριος πώς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸ δικό Του θέλημα, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁΥἱὸς τώρα στέλνει τοὺς μαθητὲς Του ὄχι γιὰ νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλημα, ἀλλά τὸ δικό Του. Ὁ Υἱός στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴ γῆ, ὅμως οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή δέν χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα. «Ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ» (Ἰωάν. η’ 16). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τώρα ὁ Υἱός στέλνει τοὺς μαθητές Του στὸν κόσμο ἀλλά τούς ὑπόσχεται πώς θὰ εἶναι μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» (Ματθ. κη’ 20). Καὶ γιὰ νὰ διδάξει τὴν ταπείνωση στοὺς ὑπερήφανους κι ἀπερίσκεπτους ἀνθρώπους, ὁ Υἱός ἀποδίδει ὅλα τὰ ἒργα Του (βλ. Ψ. ε’ 19) καὶ τὴ διδασκαλία Του (βλ. Ἰωάν. ζ’ 16) στὸν Πατέρα Του. Στοὺς μαθητὲς Του διδάσκει τὴν ταπείνωση, λέγοντας: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5). Τοὺς στέλνει ὅμως καὶ ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως στάλθηκε κι ὁ ἴδιος. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς ἦταν μάρτυρες γιὰ τὸν τρόπο πού οἱ ἁμαρτωλοὶ οὔρλιαζαν σὰν λύκοι τὶς τελευταῖες μέρες Του, γιὰ τὴ λυσσώδη κι αἱμοδιψή ἐπιθυμία τους νὰ τὸν βασανίσουν ἕως θανάτου. Τώρα ὅμως εἶναι μπροστά τους, ζωντανὴ μαρτυρία πώς, ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἴτε αὐτοχειριάζονται εἴτε σκοτώνουν κάποιον ἄλλον, πάντα τὸν ἑαυτὸ τους σκοτώνουν, ὄχι τὸν ἄλλον. Ἡ νίκη Του εἶναι βεβαίωση τῆς δικῆς τους μελλοντικῆς νίκης.
«Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ’ 22-23). Εἴδαμε πώς ὁ Κύριος πρῶτα ὅπλισε τοὺς μαθητές Του μὲ εἰρήνη καὶ μετὰ στερέωσε τὴν πίστη τους. Παραλλήλισε τὴν ἀποστολή τους μὲ τὴ δική Του καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού εἶχε στείλει καὶ τὸν ἴδιο ὁ Πατέρας. Τώρα βλέπουμε πώς τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη κι ἐξουσία. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μὲ τὴν πνοή Του καὶ ἐξουσία μὲ τὰ λόγια πού τοὺς εἶπε. Ἐκεῖνος πού ἀνακαίνισε τὸν κόσμο, ἦταν καὶ ὁΔημιουργός του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς, «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β’ 7). Ὁ ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου ἐνεργεῖ τώρα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους πού ἡ ἁμαρτία τοὺς εἶχε κάνει ἀδύναμους. Μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοὴ Του ἀναγεννᾶ, ἀνακαινίζει καὶ ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν τὶς ἀναὶσθητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού εἶναι δεμένες στὴ γῆ. Ὁ Κύριος ἐνεφύσησε στοὺς ἀποστόλους καὶ εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ δεύτερη θὰ γίνει τὴν πεντηκοστὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ αὐτὴ βραδυά. Ἡ πρώτη ἔγινε γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἴδιους τούς μαθητές. Ἡ δεύτερη ἀφοροῦσε τὴν ἀποστολικὴ διακονία τους στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μεταδώσουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ νέα ζωή. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μαζὶ μὲ ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἢ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες.
Ἀλήθεια, πόσο ὑποφέρει ὁ κόσμος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού σφετερίζονται τὴν ἐξουσία χωρὶς νὰ ’χουν μέσα τους τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ‘χουν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! Ὅταν ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος ἁρπάζει τὴν ἐξουσία πού ἀνήκει στοὺς δικαστὲς καὶ τοὺς πρεσβύτερους, εἶναι μάστιγα γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα πτῶμα δεμένο στὸ σαμάρι ἑνὸς ἀχαλίνωτου ἀλόγου. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, πού τὴν ἐξουσία τὴν ἁρπάζουν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει ἐξουσία σὲ κείνους πού πρωτύτερα δέχτηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βλέπετε πώς ὅλα σχεδιάζονται καὶ τακτοποιοῦνται ὄμορφα στὴ βασιλεία πού ἱδρύει ὁ Χριστός.
Τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, τοῦ νὰ συγχωρεῖ κανεὶς ἁμαρτίες ἢ ὄχι, ὁ Κύριος τὴν εἶχε ὑποσχεθεῖ καὶ νωρίτερα στὸν ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ματθ. ιστ’ 19) κι ἀργότερα στοὺς ἄλλους ἀποστόλους (βλ. Μάρκ. ιη’ 18). Ὁ Κύριος ἐπαναβεβαιώνει τώρα τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴν ἴδια μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής Του. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ξεχωρίζει τὸν Πέτρο ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά δίνει δύναμη κι ἐξουσία σ’ ὅλους ἐξίσου, χωρὶς διάκριση. Ποτὲ δὲν ἒδωσε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος εἰδικὴ δύναμη κι ἐξουσία. Μόνο τὴν ὑπόσχεσή Του ἒδωσε ἰδιαίτερα στὸν Πέτρο, κι αὐτὸ τότε πού ὁ ἀπόστολος ἐμπνεύστηκε κι ἒδωσε τὴν ὁμολογία πώς ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ υἱόςτοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ’ 16). Σὰν ἔνδειξη ἐπιδοκιμασίας τῆς ὁμολογίας Του, ἀλλά καὶ γιὰ νὰ στερεώσει τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν πίστη καὶ ὁμολογία αὐτή, ὁ Κύριος ἒδωσε στὸν Πέτρο τὴν ὑπόσχεση τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες, πού ἀργότερα ἒδωσε σ’ ὅλους τούς μαθητές Του. Ἔτσι, τὴν ἴδια τὴ μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής Του, ὁ Κύριος ἐξισώνει ὅλους τούς ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι ἀργότερα μετέδωσαν τὴ δὺ-ναμη καὶ τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς διαδόχους τους, τοὺς ἐπισκόπους κι οἱ ἐπίσκοποι στοὺς ἱερεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἐξουσία αὐτὴ εἶναι ἐνεργὴ μέχρι σήμερα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. κ’ 24-25). Ἂν δὲν δῶ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια Του, εἶπε ὁ Θωμᾶς, ἂν δὲ βάλω ὁ ἴδιος τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια αὐτὰ κι ἂν δὲν ἀκουμπήσω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δῶ τὸ σημάδι τῆς λόγχης, δὲν θὰ πιστέψω.
«Δίδυμος» δὲν ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ Θωμᾶ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἑλληνικό του ὄνομα. Ἴσως τὸ ὄνομα αὐτὸ νὰ τοῦ δόθηκε ἀπὸ κάποια μυστικὴ κι ἀνεξερεύνητη πρόνοια, γιὰ νὰ δείξει τὶς δυὸ ὄψεις τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πίστη. Σ’ ὅλο τὸ διάστημα πού ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστό, δὲν βλέπουμε νὰ δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση οὔτε στὴν ἀμφιβολία οὔτε στὴν πίστη του. Μόνο σὲ μιὰ περίπτωση ἀναφέρεται τὸ προσωπικό του θάρρος κι ἡ ἀφοσίωσή του στὸν Κύριο, ἂν κι αὐτὸ φαίνεται νὰ προκύπτει ἀπὸ ἒλλειψη κατανόησης. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἒμαθαν τὴν εἴδηση γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Λαζὰρου κι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν». Ὁ Θωμᾶς νόμισε πώς ὁ Κύριος τούς καλοῦσε ν’ ἀποδεχτοῦν τὸ δικό τους θάνατο. Δὲν καταλάβαινε τότε πώς γιὰ τὸν Ζῶντα Κύριο δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Δὲν μποροῦσε νὰ διαβλέψει βέβαια τὴν πρόθεση τοῦ Κυρίου ν’ ἀναστήσει τὸν Λάζαρο. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ια’ 16).
Ἂν καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἰπώθηκαν μὲ ἐπίγνωση, ἦταν χαρακτηριστικὰ γενναίας κι ἀφοσιωμένης καρδιᾶς. Ὁ Θωμᾶς ἦταν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου δὲν ἦταν μπροστά, μέσα στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς κοπέλας. Ἐκεῖ ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνο τοὺς τρεῖς κορυφαίους μαθητές Του. Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅμως πώς διατύπωσε κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Καὶ βέβαια ἦταν μάρτυρας σ’ ὅλα τὰ μεγάλα θαύματα πού ἔκανε ὁ Κύριος τὰ χρόνια πού ἦταν μαζί Του. Εἶχε ἀκούσει τὴν προφητεία τοῦ Χριστοῦ πώς θ’ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη μέρα. Τώρα ἀκούει τοὺς δέκα φίλους του νὰ λένε πώς ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, πώς τοὺς ἔδειξε τὶς πληγές Του. Εἶχε ἀκούσει πώς ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης βρῆκαν τὸν τάφο Του ἄδειο, ἴσως νὰ τὸ ‘χε ἀκούσει αὐτὸ κι ἀπὸ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. Εἶχε ἀκούσει πώς τὸν Κύριο τὸν εἶδε κι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ὅτι συνομίλησε μαζί Του. Εἶχε ἀκούσει ἐπίσης πώς δυὸ μαθητὲς πήγαιναν πρὸς τοὺς Ἐμμαοὺς καὶ συνταξίδευαν μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο.
Ὅλ’ αὐτὰ τὰ γνώριζε ὁ Θωμᾶς, μὰ φαίνεται πώς ἡ πίστη του δὲν ἦταν σταθερή, δυσπιστοῦσε. Δὲν τὰ πίστευε ἐπειδὴ δὲν εἶχε δεῖ ἀναστημένον τὸν Κύριο. Καὶ τὸ ξεκαθάρισε πώς δὲν τοῦ ἔφτανε νὰ δεῖ τὸν Κύριο, ἤθελε ν’ ἀκουμπήσει καὶ τὶς πληγὲς στὰ χέρια Του. Ἂν τὸ δεῖ αὐτὸ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά, αὐτὴ εἶναι μιὰ σπάνια κι ἀκατανόητη ἐπιμονὴ κι ἰσχυρογνωμοσύνη στὴν ἀπιστία. Μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ὅμως ἂν τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Θείας Πρόνοιας. Ἡ σταθερότητα τῆς πίστης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ κατανοήσει τὰ δυσθεώρητα βάθη τῆς Θείας Πρόνοιας; Ποιὸς μπορεῖ νὰ βεβαιώσει πώς ὁΘεός, μὲ τὴν πρόνοιά Του, δὲν ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, γιὰ χάρη τῆς πίστης τῶν πολλῶν; Σὲ κάθε περίπτωση δύο πράγματα ἔχουν ἀποσαφηνιστεῖ ἐδῶ: ἡ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν πεισματικὴ ἀπιστία ἑνὸς ἀπό τούς ἀποστόλους (πού εἶχε ἀμέτρητους λόγους νὰ πιστεύσεῖ) , καθὼς κι ἡ ἄπειρη σοφία κι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητά Του ὁ Θεὸς δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ κακὸ γιὰ νὰ βγάλει καλὸ ἀποτέλεσμα. Δὲν χρησιμοποιεῖ κακὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχει καλοὺς στόχους. Μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος διορθώνει τοὺς κακούς μας τρόπους καὶ τοὺς μεταποιεῖ σὲ καλούς.
Ὁ Θωμᾶς διαβεβαιώνει τοὺς συμμαθητές Του πώς δὲν θὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Του ἂν δὲν βάλει τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια τῶν χεριῶν Του, «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Σίγουρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πώς ὁ ἴδιος ὁ Κύριός τους ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του. Ἂς δοῦμε τώρα πῶς πείθει ὁ Κύριος τὸν ἄπιστο Θωμά:
«Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτώ μέρες ἀργότερα, Κυριακὴ πάλι, οἱ μαθητὲς ἦταν συναγμένοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν πάλι κλεισμένες, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε μέσα, στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: εἰρήνη ὑμῖν. Ὅλα ἔγιναν ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαίνεται πώς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν Θωμὰ ἀκριβῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸ δύσπιστο μαθητὴ ὅλα ἐκεῖνα πού τοῦ διηγήθηκαν οἱ ἄλλοι δέκα.
Γιατί περίμενε ὁ Κύριος νὰ περάσουν ὀκτὼ μέρες; Γιατί δὲν ἐμφανίστηκε νωρίτερα; Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συνθῆκες κι οἱ περιστάσεις ἀκριβῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε ἦταν Κυριακή, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀναμονὴ νὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ. Τρίτο, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθητὲς Του τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὴν προσευχή, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, γιατί οἱ μαθητὲς σίγουρα θὰ προσεύχονταν νὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρτο, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ μαθητὲς τὴν ἀδυναμία τους νὰ πιστοποιήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴ δική Του βοήθεια. Καὶ τελευταῖο, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ ὑποδηλώνει τὶς ἔσχατες μέρες, τὴν παραμονὴ τῆς δεύτερης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, τότε πού ἄνθρωποι σὰν τὸν Θωμὰ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι καὶ χλιαροὶ στὴν πίστη, θὰ καθοδηγοῦνται μὲ βάση τὶς αἰσθήσεις τους καὶ θὰ πιστεύουν μόνο ἐκεῖνα πού ἀντιλαμβάνονται μ’ αὐτὲς (τὶς αἰσθήσεις τους). Τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἂν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέψω. «Καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου» (Μάτθ. κδ’ 30).
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς τοῦ ἀπάντησε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁΘεός μου!
Τὴ δεύτερη φορὰ πού ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους ὁ Κύριος τὸ ἔκανε μόνο γιὰ τὸ Θωμά. Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνος πού περιβάλλεται ἀπὸ ἀγγελικοὺς χοροὺς πού τὸν ὑμνοῦν ἀγαλλόμενοι, ὡς Νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀφήνει τὰ οὐράνια τάγματα καὶ σπεύδει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρόβατο, τὸ ἀπολωλός. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι κι οἱ δυνατοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου πού ξεχνοῦν τοὺς ἀδύνατους καὶ ταπεινοὺς φίλους τους, πού τοὺς ἀποφεύγουν μὲ ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιωσε οὔτε ντροπὴ οὔτε ταπείνωση. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος Ἐκεῖνος, ὁ δοξασμένος καὶ παντοδύναμος, κατέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα ταπεινὸ δωμάτιο στὰ Ἱεροσόλυμα. Πόσο εὐλογημένο εἶναι τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προέκυψαν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα περισσότερες εὐλογίες, ἀπ’ ὅσες θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν αὐτοκρατόρων!
Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Θωμά, ἐκεῖνος ἀναφώνησε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Ἄνθρωπο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο. Μόνο ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο ἦταν ἀρκετὴ νὰ δώσει στὸν Θωμὰ τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες, κάτι πού ὀκτὼ μέρες νωρίτερα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθητὲς μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν πνοή Του. Ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμα στὸ θνητὸ σῶμα Του, προτοῦ ἀναστηθεῖ, μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορρούσα γυναίκα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπιτρέψει ν’ ἀγγίξει τὸ ἱμάτιό Του. Πολὺ περισσότερο τώρα, μὲ τὸ δοξασμένο κι ἀναστημένο σῶμα Του, μποροῦσε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπαφὴ στὸν Θωμὰ τὴν ἐξουσία πού εἶχε δώσει μὲ διαφορετικὸ τρόπο στοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Δὲν ἦταν ἀδύνατο βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμὰ δύναμη κι ἐξουσία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται στὰ εὐαγγέλια. Ἀλλά εἶναι γνωστὸ πώς δὲν καταγράφηκαν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκανε ὁΚύριος μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς λίγο ἀργότερα. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι πώς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἔλαβε τὴν ἴδια δύναμη κι ἐξουσία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀποστολική Του διακονία, ἀπὸ τὰ θαύματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο. (Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ μαθαίνουμε πώς καταδικάστηκε σὲ θάνατο ἐπειδὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία πώς ὁΧριστὸς ἀναστήθηκε. Πέντε στρατιῶτες ὅρμησαν τότε ἐναντίον τοῦ γενναίου στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν σκότωσαν μὲ τὶς λόγχες τους).
Γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέπληξε εὐγενικά: «λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστεψες περισσότερο μὲ τὶς αἰσθήσεις σου παρὰ μὲ τὸ πνεῦμα σου. Ἤθελες μὲ τὰ αἰσθητήριά σου νὰ πειστεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ ἔδωσα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσύ πείστηκες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγίξεις. Ὅμως, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Μακάριοι κι εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλά μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ πίστεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν στὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγίξουν μὲ τὰ χέρια τους. Μακάριο εἶναι τὸ παιδὶ πού πιστεύει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ θελήσει νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁλόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. ε’ 37).
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολλὲς φορὲς νωρίτερα πώς θ’ ἀναστηθεῖ κι ἔπρεπε νὰ τὸν πιστέψουν. Γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἄπιστοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιωθοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλι-γόπιστοι, ὁ Κύριος δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ὅσα προεῖπε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἀλλά ἔκανε καὶ πολλὲς ἐμφανίσεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἦταν πολὺ σπουδαῖο γιὰ Ἐκεῖνον ὥστε οἱ ἀπόστολοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀποκτήσουν δυνατὴ πίστη στὴν Ἀνάστασή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης κι ἡ εὐφροσύνη τοῦ χριστιανοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάνσοφος Κύριος ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ πνεῦμα ἀλλά καὶ τὶς αἰσθήσεις τῶν ἀποστόλων, ὥστε κανενὸς ἡ πίστη νὰ μὴν κλο- νιστεῖ, νὰ μὴν ἀμφιβάλει πώς ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος καὶ ζωντανός. Ἂν καὶ «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο πού οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νὰ ἐξαπατήσουν τὸν ἄνθρωπο πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ὁ γλυκὺς Κύριος συγκατένευσε στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὴν αἰσθητὴ ἀντίληψη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὡς σήμερα τὸ πλέον ἀναμφισβήτητο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ποιὸ ἄλλο γεγονός, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερὰ καὶ προσεχτικὰ τεκμηριωμένο ὅσο αὐτό;
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ’ 30-31). Εἶναι φανερὸ πώς ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστὴς πρέπει νὰ μιλάει γιὰ θαύματα πού ἔκανε ὁΧριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὸ προκύπτει πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀφήγηση πού προηγήθηκε, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ἀναφέρεται πώς ὁ Κύριος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3).
Ποῦ ἔχουν καταγραφεῖ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἀψευδή γεγονότα πού ἔκανε τὶς σαράντα αὐτὲς μέρες; Πουθενά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ πώς δὲν ἔχουν γραφεῖ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο – τὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. κα’ 25). Τέλος, τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἐδῶ δὲν μιλάει μόνο γιὰ τὰ θαύματα πού ἔκανε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ γιὰ ὅσα ἔκανε στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ εὐαγγελιστῆ, μὲ τὰ ὁποῖα κλείνει καὶ τὸ εὐαγγέλιό του: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν» (Ἰωάν. κα’ 25). Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία πού θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ καταχωρηθοῦν ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλα τὰ θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅμως δὲν πρέπει νὰ ’χουν τὸ ἴδιο νόημα μ’ αὐτὰ πού τελειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ εὐαγγέλιο. Ὑπῆρχε κάποιος λόγος νὰ τὰ ἐπαναλάβει;
Ὅλα ὅσα γράφτηκαν στὸ εὐαγγέλιο ἔχουν ἕνα μοναδικὸ σκοπό: «ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ σημαίνει: Μὴν περιμένετε ἄλλον Μεσσία καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸς πού ἦταν νὰ ἔρθει, ἦρθε. Αὐτὸς πού προφήτεψαν οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ κι οἱ Σίβυλλες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ἐμφανίστηκε στ’ ἀλήθεια. Ὅλα ὅσα γράφτηκαν, ἦταν ἐπίσης ὥστε καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἒχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Μὲ τὴν πίστη αὐτή, πού ὁ Θωμᾶς τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τὶς αἰσθήσεις του, θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια. Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πώς τὰ καταληκτικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου συνδέονται μὲ τὸ περιστατικὸ ποὺ προηγήθηκε, μὲ τὸν Θωμὰ καὶ τὴν ἀπιστία του. Ὁ Κὺριος ἐμφανίστηκε στὸν Θωμὰ μόνο γιὰ δική του χάρη, ἀλλὰ γιὰ τὴ χάρη ὅλων ἐκείνων πού ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐμφάνισή Του στὸν Θωμὰ ὁ Κύριος βοήθησε ὅλους ἐμᾶς νὰ τὸν πιστέψουμε πιὸ εὔκολα, ἀναστημένο καὶ ζωντανό. Καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ νὰ συμμετάσχουμε στὴν αἰώνια ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, προσθέτει ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ; Ἐπειδὴ «καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Γιατί «πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ι’ 13). Μόνο ἡ ζωὴ πού ἀναζητεῖται καὶ ἀποκτᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι ἀληθινὴ ζωή. Κάθε ἄλλη εἶναι θάνατος καὶ φθορά. Στὴν ἄνυδρη ἐρημιὰ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη σίγουρη πηγὴ νεροῦ πού ξεδιψάει καὶ ἀναζωογονεῖ. Ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φαίνεται σὰν πηγὴ νεροῦ στὸν ταλαιπωρημένο καὶ διψασμένο ταξιδιώτη, πού δὲν θὰ εἶναι πηγὴ ἀλλὰ τὸ λαμπύρισμα τῆς καυτῆς ἄμμου, μιὰ διαβολικὴ αὐταπάτη.
***
Τό βαθύτερο νόημα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἒχει σχέση μὲ τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος θέλει νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ ἀναστημένος Κύριος μέσα του, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ κλειδαμπαρώσει τὴν πὸρτα τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Θεόληπτος στὴ Φιλοκαλία: «Ἀποκτῆστε σοφία ἀπὸ τὶς μέλισσες. Μὲ τὸ πού θὰ δοῦν σμῆνος ἀπὸ σφῆκες νὰ πετοῦν γύρω τους, μένουν μέσα στὴν κυψέλη κι ἒτσι διαφεύγουν τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τους». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ ἀπόστολοι προστατεύτηκαν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς καὶ ὑλιστές Ἰουδαίους.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιπροσωπεύουν κατὰ κάποιο τρόπο τὸν ὑλισμὸ καὶ τὸν αἰσθησιασμό. Σὲ ψυχὴ ὅμως πού διαφυλάσσεται μὲ ζῆλο καὶ κλειδαμπαρώνεται, ὁ Κύριος θὰ ἐμφανιστεῖ ἐν δόξῃ. Ὁ δοξασμένος Νυμφίος θ’ ἀποκαλυφτεῖ τότε στὴ συνετὴ νύμφη. Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Κύριος, ὁ φόβος τοῦ κόσμου ἐξαφανίζεται κι ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει. Κι ὄχι μόνο εἰρηνεύει. Ὁ Κύριος φέρνει πάντα μαζί Του πολλὰ καὶ διάφορα δῶρα, ὅπως χαρά, δύναμη καὶ θάρρος. Ἑδραιώνει τὴν πίστη, ἐνισχύει τὴ ζωή.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίζεται καὶ μᾶς παρέχει ὅλ’ αὐτὰ τὰ πολύτιμα δῶρα, κάποια ἀμφιβολία ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ κρύβεται σὲ κάποια γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει τὸ δύσπιστο Θωμά. Γιὰ νὰ φωτιστεῖ καὶ νὰ θερμανθεῖ κι ἡ γωνιὰ αὐτὴ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ περιμένουμε μὲ μεγάλη ὑπομονή. Πρέπει νὰ μένουμε κλειδαμπαρωμένοι, προστατευμένοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὁρμές. Τότε ὁ Κύριος πού ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ μᾶς συμπονέσει καὶ θὰ εἰσακούσει τὶς προσευχές μας. Θὰ ἐμφανιστεῖ ξανά καὶ μὲ τὴ φιλεύσπλαχνη παρουσία Του θὰ φωτίσει καὶ τήν τελευταία σκοτεινὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε πώς εἴμαστε ζωντανὲς ψυχὲς καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάρη. Κι ὅλ’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο πρέπει ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπό το βιβλίο: «Ἀναστάσεως Ἡμέρα» Ἐκδόσεις, Πέτρου Μπότση)
Γράψαμε επανειλημμένως για την προσπάθεια κάποιων προσώπων, κύκλων και ομάδων να μειώσουν την χριστιανική μας πίστη με διάφορες σοφιστείες, ότι δήθεν η χριστιανική διδασκαλία είναι δάνειο από άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες. Μια από αυτές τις ομάδες είναι και οι λεγόμενοι «αρχαιολάτρες», πολλοί από τους οποίους δείχνουν να σέβονται την Ορθοδοξία μας, αλλά πάνω από αυτή θέτουν το «αρχαιοελληνικό κλέος». Αποκαλυπτική είναι η από τηλεοράσεως ομολογία γνωστού «αρχαιολάτρη»,ότι «θρησκείες μπορούμε να δημιουργήσουμε όσες θέλουμε, Ελλάδα άλλη δε μπορούμε να δημιουργήσουμε». Και φυσικά «αυθεντική Ελλάδα» γι’αυτόν και για όλους τους «αρχαιολάτρες» είναι μόνο η αρχαία προχριστιανική Ελλάδα.
Από την μελέτη των γραπτών των «αρχαιολατρών» μπορεί κανείς να διακρίνει, εκτός από τη σκληρή γραμμή των περισσότερων κατά της Εκκλησίας μας, οι οποίοι θεωρούν τον Χριστιανισμό ως «ξένο σώμα στο σώμα του Ελληνισμού» και την άποψη, ότι το «αρχαιοελληνικό κλέος» συνεχίζεται στην Ορθοδοξία, έως έναν βαθμό, στο μέτρο που αυτή δεν «διέστρεψε» και «αλλοίωσε» τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά στοιχεία, που υποτίθεται ότι πήρε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Κάποιοι μάλιστα θέλουν να «βλέπουν» και στα λαϊκά δρώμενα (που δεν έχουν καμιά σχέση με την αυθεντική βίωση της ορθοδόξου ζωής) επιβιώσεις του «αρχαιοελληνικού πολιτισμού», όπως τα καρναβάλια, τα αναστενάρια, οι φωτιές του Αϊ- Γιάννη, τα κάλαντα κ.ο.κ.
Στην εφημερίδα των Αθηνών «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ», τον περασμένο Μάρτιο, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες βιβλίο του κ. Γ. Σακελλαρίου, καθηγητή της Φιλοσοφίας, με θέμα: «Πυθαγόρας, ο Διδάσκαλος των αιώνων». Η δημοσίευσή του στην εφημερίδα είχε τον τίτλο: «Η επίδρασις του Πυθαγορισμού επί την Χριστιανικήν θρησκείαν». Μέσω αυτού ο συγγραφέας, προσπαθεί να αποδείξει ότι ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και η φιλοσοφία του επέδρασαν καταλυτικά στην διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας. «Βλέπει» μέσα στα χριστιανικά δόγματα «ολοφάνερη» την πυθαγόρεια φιλοσοφία!
Το ζήτημα των υποτιθέμενων δανείων της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής και θρησκευτικής παράδοσης, αλλά και τα υποτιθέμενα δάνεια από άλλες θρησκείες και παραδόσεις, στην χριστιανική διδασκαλία είναι μεγάλο και δε μπορεί να εξαντληθεί στη μικρή αυτή ανακοίνωσή μας. Όμως για λόγους πάντοτε ποιμαντικούς και για την ενημέρωση των πιστών μας, θα παραθέσουμε ορισμένες σκέψεις,ώστε να καταδειχθεί ότι ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, η σαρκωμένη Σοφία του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είχε την παραμικρή ανάγκη να δανειστεί τη σοφία του πτωτικού κόσμου για να διδάξει την αλήθεια στην σκοτισμένη από την αμαρτία ανθρωπότητα.
Ο Πυθαγόρας υπήρξε όντως ένας μεγάλος φιλόσοφος του αρχαίου προχριστιανικού κόσμου και το φιλοσοφικό του σύστημα επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στους σύγχρονους του και στους μεταγενέστερους φιλοσόφους. Συγκαταλέγεται στους λεγομένους προσωκρατικούς φιλοσόφους και έζησε σε μια ταραγμένη μεταβατική πολιτική και πνευματική περίοδο, όπου ο ελληνισμός είχε αρχίσει να απαγκιστρώνεται από τον σκοτεινό μεσαίωνα της αρχαιότητας και να χρησιμοποιεί το νου και την επιστήμη προκειμένου να ερμηνεύσει τα μυστήρια του κόσμου. Καταγόταν από τη Σάμο, αλλά οι πολιτικές συνθήκες τον έσπρωξαν να εκπατριστεί, να ταξιδέψει στην Ανατολή, όπου μυήθηκε στις εκεί μυστηριακές θρησκείες,για να καταλήξει τελικά στην Ιταλία, στον Κρότωνα, όπου ίδρυσε την περίφημη σχολή του. Και ενώ θα περίμενε κανείς, σε μια εποχή της πνευματικής απελευθέρωσης, να έχει η σχολή του ανοικτό χαρακτήρα, εκείνος προτίμησε να δώσει σ’ αυτήν κλειστό και μυστικιστικό. Ελάχιστα έως μηδαμινά πράγματα γνωρίζουμε γι’ αυτήν. Επίσης ελάχιστα από τα συγγράμματα του Πυθαγόρα έφτασαν μέχρις εμάς, κυρίως από τους μαθητές του. Από αυτούς κυρίως γνωρίζουμε ότι κυρίαρχο θρησκειοφιλοσοφικό πνεύμα στη σχολή του Πυθαγόρα ήταν ο ορφισμός, για τον οποίο κάναμε εκτενή λόγο και αναλύσαμε σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας. Εδώ απλά αναφέρουμε πως πρόκειται για νοσηρό μυστικιστικό σύστημα, που έβριθε απίστευτων παραλόγων και δεισιδαιμονικών στοιχείων. Φτάνει μόνο να μελετήσει κάποιος τη δράση των διαβόητων Ορφεοτελεστών στην αρχαιοελληνική κοινωνία των μέσων και των ύστερων χρόνων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι κύριοι βιογράφοι το Πυθαγόρα είναι οι νεοπλατωνικοί μάγοι Πορφύριος και Ιάμβλιχος, οι θεμελιωτές της μαγείας και της θεουργίας στα ύστερα χρόνια. Αυτοί υποτίθεται ότι διέσωσαν τη φιλοσοφία του, είναι όμως αποδεδειγμένο ότι στην ουσία στήριξαν το δικό τους μαγικοφιλοσοφικό σύστημα στο όνομα εκείνου! Εκείνοι ευθύνονται για τα παιδαριώδη μυθικά στοιχεία, που προσέδωσαν στον Πυθαγόρα! Και μόνο αν μελετήσει κάποιος την «πληροφορία» του Πορφυρίου για τους θρησκευτικούς καθαρμούς του στην Κρήτη, από τους εκεί μάγους του Ιδαίου Άντρου θα καταλάβει το μέγεθος της μυθολογίας και της δεισιδαιμονίας, που έδωσαν σε αυτόν οι νεοπλατωνικοί μάγοι, επτακόσια χρόνια μετά!
Στο πυθαγόρειο θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα είναι εντεταγμένα πλήθος δοξασιών από τα ανατολικά θρησκεύματα, με προεξάρχουσα την πίστη στη μετενσάρκωση, η οποία είναι πέρα για πέρα ξένη προς την χριστιανική διδασκαλία. Πως είναι δυνατόν οι Χριστιανοί να υιοθετούσαν δοξασίες σαν κι αυτήν; Ποια σχέση επίσης μπορεί να έχει η μαθηματική ερμηνεία του σύμπαντος, (διότι ο Πυθαγόρας υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός), την οποία έδωσε ο έλληνας φιλόσοφος με τον συγκλονιστικό λόγο του Κυρίου μας«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή», με τον οποίον ανακεφαλαιώνει και αποκαλύπτει στο πανάγιο πρόσωπό του την καθολική αλήθεια για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο; Ποία δε σχέση μπορεί να έχει η περί «αθανασίας» διδασκαλία του, ότι μπορεί δήθεν ο άνθρωπος να αποκτήσει προοδευτικά την «αθανασία», στοχαζόμενος την αρχή της τάξεως, που αποκαλύπτεται ότι διέπει το σύμπαν και ρυθμίζει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και εφαρμόζοντας την κοσμική τάξη στον εσωτερικό του κόσμο, με την αθανασία και αιωνιότητα που μας χάρισε ο Χριστός με την ανάστασή του; Θέλει να αγνοεί ο κ. Γ. Σακελλαρίου, ότι στην εποχή που έγιναν τα υποτιθέμενα «δάνεια», ο Χριστιανισμός διώκονταν μέχρι εξοντώσεως από τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες της Ρώμης, κατά παρότρυνση των αδίστακτων ειδωλολατρικών ιερατείων! Πως είναι δυνατόν να επιζητούσαν οι Χριστιανοί να στηρίξουν τη διδασκαλία τους στις δοξασίες των διωκτών τους;Τα «δάνεια»λοιπόν αυτά που «βλέπει» ο κ. Γ. Σακελλαρίου είναι στην ουσία καταγεγραμμένες δοξασίες των νεοπλατωνικών μάγων και των ανατολικών θρησκευμάτων, διότι ως γνωστόν ο νεοπλατωνισμός έχει πολλά δάνεια (και) από τον Χριστιανισμό. Ο νεοπλατωνισμός είναι η ύστατη αγωνιώδης προσπάθεια των εθνικών να αντιμετωπίσουν την ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού και γι’ αυτό προσπάθησαν να προσεταιριστούν αποσπασματικές χριστιανικές αντιλήψεις, προκειμένου να ανακόψουν τη θαυμαστή μεταστροφή των ειδωλολατρών στη νέα πίστη.
Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μας στον Πυθαγόρα και το σύστημά του, καθώς και στην προσπάθεια κάποιων να παρουσιάσουν μέρος της χριστιανικής διδασκαλίας ως δήθεν κλοπή από την πυθαγόρεια διδασκαλία, συστήνουμε στους πιστούς μας να μη δίνουν σημασία. Κι’ αυτό διότι είναι όχι μόνο αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός, αλλά επί πλέον επιχειρείται να μειωθεί το κύρος του αιωνίου και μοναδικού Σωτήρος και Διδασκάλου Ιησού Χριστού. Να μειωθεί η πίστη ότι στην Εκκλησία διδάσκεται η όντως αλήθεια. Να υπερτιμηθεί το προχριστιανικό ειδωλολατρικό παρελθόν σε βάρος του Χριστιανισμού!
Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Εν Πειραιεί τη 24η Απριλίου 2014
Ο υπεύθυνος
Αρχ. π. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος
Πηγή: http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6139.html
Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
1. «Θα σταματήσω εις τον φυλάκιόν μου», λέγει ο θαυμάσιος Αββακούμ (Αββακ. 2, 1). Και εγώ θα σταματήσω μαζί του σήμερα επάνω εις την εξουσίαν και την διορατικήν ικανότητα την οποίαν μου έχει δώσει το Πνεύμα, και θα κατοπτεύσω και θα αναγνωρίσω ό,τι θα μου φανερωθή και ό,τι θα λεχθή προς εμέ. Και εσταμάτησα και κατόπτευσα. Και να άνδρας ο οποίος κάθεται επάνω εις τα νέφη και ο οποίος είναι πανύψηλος. Η όψις του είναι ομοία προς την όψιν αγγέλου και η στολή του ωσάν λάμψις αστραπής η οποία σχίζει τον ουρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Και εσήκωσε την χείρα του προς την ανατολήν και εφώναξε με δυνατήν φωνήν (η φωνή του ήταν ωσάν φωνή σάλπιγγος και γύρω του υπήρχε πλήθος από μίαν ουρανίαν στρατιάν) και είπε: «Σήμερα ήλθεν η σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον. Ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς, αναστηθήτε μαζί του. Ο Χριστός επανήλθεν εις την θέσιν του, επανέλθετε και σεις. Ο Χριστός ηλευθερώθη από τα δεσμά του τάφου, ελευθερωθήτε και σεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Αι πύλαι του άδου ανοίγονται, ο θάνατος καταλύεται, ο παλαιός Αδάμ απομακρύνεται και ο νέος συμπληρώνεται. Εάν υπάρχη κάποια νέα δημιουργία εις τον Χριστόν, ανανεωθήτε και σεις». Αυτά έλεγεν αυτός και οι άλλοι ανυμνούσαν, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν εφανερώθη εις ημάς ο Χριστός με την επίγειον γέννησίν του, με το «δόξα εις τον Θεόν, ο οποίος βρίσκεται εις τους ουρανούς, και ειρήνη επάνω εις την γην, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του προς τους ανθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί με αυτούς λέγω και εγώ τα ίδια προς σάς. Μακάρι δε να αποκτούσα και φωνήν ισάξιαν προς την φωνήν των αγγέλων, η οποία να αντηχούσε απ άκρου εις άκρον της γης.
2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλιν θα είπω Πάσχα προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι δι ημάς η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, η οποία τόσον πολύ ξεπερνά όχι μόνον τας ανθρωπίνας και τας προερχομένας από την γην, αλλά ακόμη και εκείνας του ιδίου του Χριστού και όσας τελούνται προς τιμήν Του, όσον ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρας. Είναι μεν καλή και η χθεσινή μας λαμπροφορία και η φωταψία, την οποίαν εκάμαμεν και ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί από κοινού, και κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος και σχεδόν κάθε τι το οποίον έχει αξίαν κατεφωτίσαμεν με πλήθος πυρσών την νύκτα, πράγμα το οποίον αποτελεί σύμβολον του μεγάλου φωτός, όπως και ο ουρανός φωτίζει από επάνω, καταυγάζων όλον τον κόσμον με την ωραιότητά του, όπως αι υπερουράνιοι φύσεις και οι άγγελοι, η πρώτη φωτεινή φύσις μετά την πρώτην, επειδή από εκείνην προέρχεται, και όπως η Τριάς από την οποίαν έχει δημιουργηθή όλον το φως, αλλά είναι ακόμη ωραιοτέρα και πιο επίσημος η σημερινή. Καθόσον χθές μεν το φως ήτο προάγγελος του μεγάλου Φωτός, το οποίον ανασταίνεται, και κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δε εορτάζομεν την ιδίαν την Ανάστασιν, η οποία δεν αποτελεί πλέον αντικείμενον ελπίδος, αλλά έχει ήδη γίνει πραγματικότης και έχει συγκεντρώσει γύρω της όλον τον κόσμον. Ο καθένας μεν λοιπόν με τον τρόπον του ας προσφέρη τον καρπόν του και τον χρόνον αυτόν και ας προσφέρη δώρον εορταστικόν από τα πνευματικά τα οποία αγαπά ο Θεός, μικρόν η μεγαλύτερον αναλόγως προς τας δυνάμεις του. Διότι το να προσφέρη κανείς δώρον αντάξιον προς την εορτήν θα ημπορούσαν ίσως μόλις και μετά βίας να το επιτύχουν οι άγγελοι, οι πρώτοι πνευματικοί και καθαροί και θεαταί και μάρτυρες της ουρανίου δόξης, έστω και αν είναι προσιτόν εις αυτούς κάθε είδος εξύμνησις. Ημείς δε θα προσφέρωμεν τον λόγον, το πιο ωραίον και πολύτιμον από τα μέσα τα οποία διαθέτομεν, υμνούντες και κατ άλλον τρόπον τον Λόγον δια τας ευεργεσίας Του προς τους ανθρώπους. Θα αρχίσω δε από το σημείον αυτό. Διότι δεν ανέχομαι, ενώ προσφέρω ως θυσίαν τους λόγους μου περί του μεγάλου Θύματος και της πιο μεγάλης από τας ημέρας, να μην ανατρέξω εις τον Θεόν και να κάμω από εκεί την αρχήν. Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σάς λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σάς έφερε.
3. Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη, η, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το "υπήρχε" και "θα υπάρχη", είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως ‘'ο υπάρχων'' εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 14). Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την ''ύπαρξιν'', η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μία μεριά μεν δια να προσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον.με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον. Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το Θείον ωσάν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να Τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσον γνωρίζει κι όλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον, έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως η καθ ολοκληρίαν ακατανόητον, η τελείως κατανοητόν. Διότι πως θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.
4. Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφοράν του ηλίου, αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότης ούτε διαχέεται πέρα απ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζωνται εις ένα απ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαίζοντας εξ αιτίας της μονοθείας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθείας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα Σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον Τρισάγιον ύμνον (βλ. Ησ. 6, 2 ε.), συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν Θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.
5. Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίας δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον, το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ, κατά κάποιον τρόπον, άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ Αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του (βλ. Ησ. 14, 12) και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφάνειάς του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάλησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.
6. Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη υπ Αυτού ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρών με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι Αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν ( αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξυ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ΄ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς Αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από Αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
7. Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμα κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν άλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον Ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος.τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του, και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς Αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι ανταξία προς Εκείνον ο Οποίος μας συνέθεσε, και ο Οποίος θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
8. Και τον ετοποθέτησεν εις τον Παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο Παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις Εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκαμε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!), αλλ ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή. Ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον Παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και ωσάν πρώτον αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύπτεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
9. Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν , τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρείαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια: Ήτο δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η Αρχή η προερχομένη από την Αρχήν, το Φως το προερχόμενον εκ του Φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα Του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν Του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος (Εβρ. 4, 15). Γεννηθείς μεν από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ω πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την Θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά Του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει.διότι αδειάζει από την δόξαν Του δι ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά Του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε μεν έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
10. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα». «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου. Δεν θα ήτο δε ίσως άσχημον δια τους φιλομαθείς και φιλοκάλους να εξετάσωμεν δι ολίγων τα σχετικά με την ιδίαν την ονομασίαν του Πάσχα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε άσχημον εμπειρίαν δια την ακοήν μας. Το Πάσχα αυτό, το μέγα και αξιοσέβαστον, αποκαλείται από τους Εβραίους Φάσκα σύμφωνα με την γλώσσαν των. Η ονομασία δε αυτή σημαίνει το πέρασμα, ιστορικώς με την φυγήν από την Αίγυπτον και την μετανάστευσιν εις την γην Χαναάν, πνευματικώς δε την ανάβασιν και την πρόοδον εκ των κάτω προς τα άνω και προς την γην της επαγγελίας. Εκείνο δε το οποίον έχομεν ίδει να συμβαίνη εις πολλά σημεία της Γραφής, το να μεταπλάθωνται δηλαδή ωρισμένα ονόματα από μίαν κάπως ασαφή έννοιαν εις κάποιαν σαφεστέραν, η από μίαν κάπως τραχείαν εις κάποιαν πιο ευπρεπή, το βλέπομεν να συμβαίνη και εδώ. Διότι, επειδή ωρισμένοι ενόμισαν ότι το «φάσκα» αποτελούσε την ονομασίαν του σωτηρίου πάθους, αφού εξελλήνισαν εν συνεχεία την ονομασίαν, συμφώνως προς την μεταβολήν του φί εις πί και του κάππα εις χί, απεκάλεσαν την ημέραν Πάσχα. Αφού δε παρέλαβεν η συνήθεια την ονομασίαν, την ισχυροποίησεν ακόμη περισσότερον, επειδή η ακοή των πολλών αποδέχεται με περισσοτέραν ευχαρίστησιν την ονομασίαν αυτήν ως πιο ευσεβή.
11. Ο θείος μεν λοιπόν Απόστολος απεφάνθη πριν από ημάς ότι ολόκληρος ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων (Κολ. 2, 17) και εκείνων τα οποία γίνονται αντιληπτά από την ψυχήν και την διάνοιαν. Επίσης και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος πριν από τον Απόστολον είχεν εμφανισθή εις τον Μωϋσή όταν έδιδε τον νόμον γύρω απ αυτά τα πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε να κάνης τα πάντα συμφώνως προς τον τύπον ο οποίος σου υπεδείχθη εις το όρος», εμφανίζων έτσι εκείνα τα οποία έβλεπεν ο Μωϋσής ωσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, και προτύπωσιν εκείνων τα οποία δεν εφαίνοντο. Και πιστεύω ότι τίποτε δεν έχει διαταχθή εις την τύχην, ούτε χωρίς λογικήν αιτίαν , ούτε κατά τρόπον ταπεινόν, ούτε κατά τρόπον ανάξιον προς την νομοθεσίαν του Θεού και την υπηρεσίαν του Μωϋσέως, έστω και αν είναι δύσκολον να ευρεθή το πνευματικόν στοιχείον το οποίον αντιστοιχεί εις κάθε μίαν από τας σκιάς όταν τας εξετάσωμεν λεπτομερώς, δηλαδή τα όσα έχουν νομοθετηθή σχετικά με την ιδίαν την σκηνήν, τας διαστάσεις της, τα υλικά κατασκευής της, τους Λευίτας και λειτουργούς, οι οποίοι τα βαστάζουν, και τα σχετικά με τας θυσίας, με τους καθαρισμούς και με τας προσφοράς. Γίνονται δε αυτά κατανοητά μόνον από εκείνους οι οποίοι ομοιάζουν ως προς την αρετήν εις τον Μωϋσή, η από εκείνους που έχουν παραπλησίαν προς αυτόν μόρφωσιν. Επειδή και εις το ίδιο το όρος ο Θεός εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, αφ ενός μεν καταβαίνων ο ίδιος από την υψηλήν του θέσιν, αφ ετέρου δε ανυψώνων ημάς από την γηίνην ταπείνωσιν, δια να εισέλθη κάπως και όσον είναι ασφαλές Εκείνος ο οποίος δεν ημπορεί να περιορισθή εις την θνητήν ανθρωπίνην φύσιν. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν κατ άλλον τρόπον να κατανοήση τον Θεόν το υλικόν σώμα και ο δέσμιος εις την ύλην νους, εάν δεν βοηθηθή. Τότε λοιπόν δεν φαίνεται ότι όλοι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται εις την ιδίαν τάξιν και στάσιν, αλλά άλλος μεν είναι άξιος δια την μίαν άλλος δε δια την άλλην, αναλόγως, όπως νομίζω, προς την καθαρότητά του ο καθένας. Άλλοι δε, όσοι είναι όμοιοι με τα θηρία ως προς την συμπεριφοράν και ανάξιοι δια τα θεία μυστήρια, έχουν απομακρυνθή ολότελα και το μόνον το οποίον τους επιτρέπεται είναι να ακούουν την φωνήν του Θεού.
12. Ημείς όμως, ακολουθούντες την μέσην οδόν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έχουν ολότελα υλικήν διάνοιαν και εκείνων οι οποίοι είναι πολύ θεωρητικοί και προηγμένοι εις τα πνευματικά, δια να μην μένωμεν ούτε εντελώς άπρακτοι και ακίνητοι, δια να μην γίνωμεν ανάξιοι και ξένοι δι εκείνα τα οποία μας προσφέρονται (διότι το μεν πρώτον είναι κατά κάποιον τρόπον Ιουδαϊκόν και ανάξιον, το δε άλλο ίδιον εκείνων οι οποίοι μαντεύουν από τα όνειρα, και τα δύο δε εξ ίσου κατακριτέα), έτσι ας ομιλήσωμεν δια τα πράγματα αυτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν προς ημάς και όχι πολύ παράδοξον και καταγέλαστον εις τους πολλούς. Διότι νομίζομεν ότι, επειδή επέσαμεν απ αρχής εξ αιτίας της αμαρτίας και παρεσύρθημεν από την ηδονήν και εφθάσαμεν μέχρι του να γίνωμεν ειδωλολάτραι και να κάνωμεν αισχράς θυσίας, έπρεπε να συνέλθωμεν πάλιν και να επιστρέψωμεν εις την πρώτην κατάστασιν δια της ευσπλαγχνίας του Θεού και Πατρός ημών, ο οποίος δεν ανείχετο να ζημιωθή τόσον το έργον της χειρός Του, ο άνθρωπος. Πως λοιπόν πρέπει να αναπλασθώμεν και τι να γίνωμεν; Πρέπει μεν να αποδοκιμασθή η αυστηρά θεραπεία, επειδή δεν ημπορεί ούτε να πείση ούτε να κτυπήση το κακόν, το οποίον έχει γίνει δευτέρα φύσις από την συνήθειαν, να χρησιμοποιηθή δε η επιεικής και φιλάνθρωπος μέθοδος της θεραπείας, δια να επιτευχθή η διόρθωσις. Διότι ούτε βλαστός ο οποίος έχει κυρτώσει δεν ημπορεί να αντέξη την απότομον ευθυγράμμισιν και την βίαν της χειρός η οποία προσπαθεί να τον ευθυγραμμίση (ευκολώτερα μεν λοιπόν θα ημπορούσε να σπάση παρά να διορθωθή), ούτε και ευέξαπτον και ηλικιωμένον άλογον, θα ημπορούσε να ανεχθή την εξουσίαν του χαλινού, χωρίς κάποιο καλόπιασμα και χαϊδευτικόν κάλεσμα. Δια τούτο μας έχει δοθή ως βοηθός ο νόμος, σαν ένα περιτείχισμα μεταξύ του Θεού και των ειδώλων, αφ ενός μεν δια να μας επαναφέρη εις τον Θεόν. Και συγχωρεί ωρισμένα πράγματα εις την αρχήν, δια να επιτύχη το πιο σπουδαίον. Συγχωρεί κατ αρχήν τας θυσίας, δια να εγκαταστήση μέσα μας τον Θεόν. Έπειτα όμως, όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, θα καταργήση και τας θυσίας, θα μας αλλάξη κατά τρόπον σοφόν με τμηματικάς μεταβολάς και θα μας οδηγήση εις το Ευαγγέλιον, αφού θα είμεθα ήδη προετοιμασμένοι να το ακολουθήσωμεν πειθήνια.
13. Έτσι μεν λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν μας εδόθη ο γραπτός νόμος, ο οποίος μας οδηγεί εις τον Χριστόν, και αυτός είναι ο λόγος των θυσιών, όπως πιστεύω εγώ. Δια να μην αγνοής δε το βάθος της σοφίας και τον πλούτον των ανεξιχνίαστων κριμάτων του Θεού, δεν άφησεν ούτε αυτάς τας θυσίας τελείως ανιέρους και ατελεσφόρους ούτε να έχουν μόνον την σημασίαν του απλού αίματος, αλλά εις τας νομικάς θυσίας έχει αναμιχθη το αθυσίαστον, όσον αφορά εις την πρώτην φύσιν του, σφάγιον , δια να το είπω έτσι, το οποίον δεν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος της οικουμένης ούτε δι ολίγον μόνον χρόνον, αλλά καθαρίζει ολόκληρον τον κόσμον και μάλιστα εις τους αιώνας. Δια τον λόγον αυτόν λαμβάνεται ως σφάγιον αφ ενός μεν πρόβατον (Εξ. 12, 3 ε.), λόγω της αθωότητός του και του ότι αποτελούσε το ένδυμα της αρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ήτο το σφάγιον το οποίον εθυσιάσθη προς χάριν μας, το οποίον και είναι και ονομάζεται ένδυμα αφθαρσίας), αφ ετέρου δε αρτιμελές, όχι μόνον λόγω της Θεότητος, από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε τελειότερον, αλλά και λόγω της ανθρωπότητος, η οποία προσελήφθη και εχρίσθη από την Θεότητα και η οποία έγινεν ομοία με εκείνο το οποίον την είχε χρίσει, και τολμώ να το είπω, ομοία με τον Θεόν. Λαμβάνεται δε πρόβατον άρρεν επειδή προσφέρεται υπέρ του Αδάμ, η καλύτερα, επειδή το πιο σταθερόν προσφέρεται υπέρ του σταθερού, εκείνου ο οποίος υπέκυψε πρώτος εις την αμαρτίαν, η τέλος, επειδή δεν φέρει επάνω του κανένα θηλυκόν και αδύνατον χαρακτηριστικόν και επειδή απεσπάσθη βιαίως από τους παρθενικούς και μητρικούς δεσμούς και εγεννήθη άρρεν από την προφήτιδα, όπως υπόσχεται ο Ησαίας (Ησ. 8, 3). Ενός έτους δε ωσάν ήλιον δικαιοσύνης η προερχόμενον απ αυτόν η περιοριζόμενον από εκείνο το οποίον φαίνεται και επανερχόμενον εις τον εαυτόν του, το οποίον ευλογείται ως στέφανος αγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) και είναι από όλας τας πλευράς ίσον και όμοιον προς τον εαυτόν του, όχι μόνον δε δια τον λόγον αυτόν, αλλά και επειδή δίδει ζωήν εις τον κύκλον των αρετών, αι οποίαι αναμιγνύονται και αλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως προς τον νόμον της φιλίας και της αρμονίας. Καθαρόν δε και γνήσιον, επειδή θεραπεύει από τας κατηγορίας και από τα ελαττώματα και τους μολυσμούς της κακίας. Διότι αν και εσήκωσε τας αμαρτίας μας και εβάστασε τας ασθενείας μας (Ησ. 53, 4), ο Ίδιος δεν έπαθε τίποτε από εκείνα τα οποία έχουν ανάγκην θεραπείας. Διότι εδοκιμάσθη καθ όλα όπως και ημείς, αλλά παρέμεινεν αναμάρτητος (Εβρ. 4, 15), επειδή εκείνος ο οποίος κατεδίωξε το φως το οποίον φωτίζει εις το σκότος (Ιω. 1, 5), δεν κατώρθωσε να τον νικήση.
14. Τι ακόμη; Εισάγεται μεν ο πρώτος μήνας, η, καλύτερα, η αρχή των μηνών (Εξ. 12, 2), είτε επειδή ήταν τέτοιος από την αρχήν δια τους Ιουδαίους είτε επειδή έγινε κατόπιν δια τον λόγον αυτόν και έλαβεν από το μυστήριον το να είναι πρώτος. Ακόμη δε η δεκάτη του μηνός, επειδή το δέκα είναι ο πιο πλήρης απ όλους τους αριθμούς, η πρώτη τελεία μονάς η οποία αποτελείται από μονάδας και η οποία δημιουργεί τελειότητα. Διατηρείται δε εις την πέμπτην ημέραν, ίσως επειδή το θύμα δια το οποίον ομιλώ καθαρίζει τας αισθήσεις από τας οποίας προήλθε το παράπτωμα και γύρω από τας οποίας διεξάγεται ο πόλεμος, επειδή αυταί δέχονται το κεντρί της αμαρτίας. Εκλέγεται δε όχι μόνον από τα αρνία (Εξ. 12, 5) αλλά και από το χειρότερον είδος και από την αριστεράν χείρα των εριφίων (Ματθ. 25, 33), επειδή δεν θυσιάζεται μόνον δια τους δικαίους αλλά και δια τους αμαρτωλούς. Μάλιστα δε προ παντός δι αυτούς, καθόσον ημείς έχομεν ανάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας. Δεν είναι δε παράδοξον εάν το πρόβατον αναζητήται μεν κατ αρχήν εις κάθε οικίαν και εάν δεν ευρεθή τότε ανευρίσκεται κατόπιν εράνου, λόγω της πτωχείας η οποία επικρατεί, από τους οίκους των μεγάλων οικογενειών, επειδή το καλύτερον μεν είναι να έχη την ικανότητα ο καθένας να τελειωθή προσωπικά και να προσφέρη ζωντανήν και αγίαν θυσίαν εις τον Θεόν ο οποίος τον καλεί, καθαγιαζόμενος πάντοτε και με κάθε μέσον. Αν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε ας χρησιμοποιήσωμεν και συνεργούς εις αυτό εκείνους οι οποίοι είναι συγγενείς με ημάς ως προς την αρετήν και άνθρωποι του ιδίου ήθους. Διότι αυτό νομίζω ότι θέλει να δείξη το παράδειγμα, το να ερχόμεθα εις επαφήν με εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται πολύ κοντά εις το σφάγιον, εάν αυτό ήθελε χρειασθή.
15. Απ εδώ προέρχεται η «ιερά νύξ», η αντίθετος της νυκτός η οποία είναι διασκορπισμένη εις τον παρόντα βίον, κατά την οποίαν διαλύεται το πρωτόγονον σκότος και τα πάντα έρχονται εις το φως, τακτοποιούνται και αποκτούν μορφήν και έτσι αποκτά ωραιότητα η προηγουμένη ασχήμια. Από εδώ απομακρυνόμεθα από την Αίγυπτον, την σκυθρωπήν αμαρτίαν η οποία μας καταδιώκει, από τον Φαραώ τον αόρατον τύραννον και από τους σκληρούς εργοδότας, και μεταφερόμεθα εις τον ουράνιον κόσμον. Και απελευθερωνόμεθα από τον πηλόν και την κατασκευήν πλίνθων, από την αχυρένια και εύθραυστον κατασκευήν του σώματος, η οποία εις τους πολλούς δεν έχει ούτε καν την αντοχήν αχυρένιων λογισμών. Από εδώ θυσιάζεται ο αμνός και σφραγίζονται με το τίμιον αίμα η πράξις και ο λόγος, δηλαδή η συνήθεια και η ενέργεια, αι οποίαι στέκονται εις τας θύρας μας - λέγω δε θύρας τα κινήματα και τα δόγματα του νού, τα οποία ανοίγουν και κλείονται καλώς από την θεωρίαν - επειδή κατά κάποιον τρόπον η θεωρία αποτελεί το μέτρον της πνευματικής ικανότητάς μας. Από εδώ δίδεται η τελευταία και πιο βαρεία πληγή εις τους διώκτας και η οποία αξίζει πραγματικά εις τους διώκτας, και η Αίγυπτος θρηνεί τα πρωτότοκα των λογισμών και των πράξεών της (το οποίον ονομάζεται και εξυψώνεται ως σπέρμα Χαλδαϊκόν από την Γραφήν (Ιουδίθ 5, 6) και νήπια της Βαβυλώνος τα οποία ρίπτονται με δύναμιν επάνω εις την πέτραν και διαλύονται (Ψαλμ. 136, 8-9), και τα πάντα είναι γεμάτα από την βοήν και την κραυγήν των Αιγυπτίων, ενώ από ημάς θα απομακρυνθή εξ αιτίας της θυσίας του αρνίου ο εξολοθρευτής άγγελος, από σεβασμόν και φόβον δια το χρίσιμον της θύρας. Από εδώ προέρχεται και το επταήμερον φούσκωμα της ζύμης (Εξ. 12, 19) (διότι το επτά είναι ο πιο μυστικός από τους αριθμούς, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον κόσμον αυτόν), της παλαιάς και ξυνής κακίας (διότι δεν προέρχεται από εκείνην η οποία δημιουργεί το ψωμί και ζωογονεί), δια να μην διατρεφώμεθα με το Αιγυπτιακόν προζύμι και το λείψανον της φαρισαϊκής διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).
16. Και αυτοί μεν ας θρηνούν, από ημάς δε θα φαγωθή το αρνί. Θα φαγωθή δε κατά την εσπέραν (Εξ. 12, 18), επειδή το πάθος του Χριστού έγινε δια το τέλος των αιώνων, και επειδή παρέδωσε το Μυστήριον εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν, διαλύων την σκοτοδίνην της αμαρτίας. Δεν μαγειρεύεται δε αλλά προσφέρεται ψητόν, δια να μην έχη ο λόγος μας τίποτε το ρευστόν και ευκολοδιάλυτον, αλλά να είναι καλοστημένος και σταθερός και δοκιμασμένος από το πυρ το οποίον καθαρίζει, και ελεύθερος από κάθε τι το γήϊνον και απέριττος, και να βοηθούμεθα από τα καλά κάρβουνα, τα οποία ανάπτονται από Εκείνον ο οποίος ήλθε να βάλη φωτιάν εις την γην (Λουκά 12, 49), την φωτιάν εκείνην η οποία κατακαίει τας πονηράς συνηθείας και η οποία επιταχύνει το άναμμα. Όσον μεν λοιπόν μέρος του λόγου είναι σαρκώδες και φαγώσιμον, θα φαγωθή και θα καταναλωθή (Εξ. 12, 8 ε.) μαζί με τα εντόσθια και τα κρυφά μέρη του νού και θα παραδοθή εις πνευματικήν χώνευσιν μέχρι το κεφάλι και μέχρι τα πόδια, μέχρι δηλαδή τας πρώτας ενατενίσεις της θεότητος και τας τελευταίας σκέψεις περί της σαρκώσεως. Δεν θα βγάλωμεν δε τίποτε έξω από την οικίαν, ούτε και θα κρατήσωμεν τίποτε δια την επομένην ημέραν (Εξ. 12, 10), επειδή τα περισσότερα από τα Μυστήριά μας δεν πρέπει να παρουσιάζωνται εις τους εκτός της πίστεως, επειδή δεν υπάρχει κάθαρσις η οποία να ξεπερνά αυτήν την νύκτα και επειδή δι εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει κοινωνοί του Λόγου δεν είναι πράγμα αξιέπαινον η αναβολή. Διότι, όπως είναι καλόν και αγαπητόν εις τον Θεόν, να μη διατηρήται η οργή μέχρι να τελειώση η ημέρα, αλλά να εξαφανίζεται πριν από την δύσιν του ηλίου (Εφ. 4, 26), όπως και να το εκλάβης αυτό, είτε από χρονικήν είτε και από πνευματικήν άποψιν (διότι δεν είναι δι ημάς ασφαλές το να δύη η ήλιος ενώ διατηρούμεν ακόμη την οργήν μας), έτσι δεν πρέπει και το φαγητόν αυτό να διατηρήται καθ όλην την διάρκειαν της νυκτός, ούτε να φυλάσσεται δια την επομένην. Όσον δε μέρος έχει κόκκαλα και δεν ημπορεί να φαγωθή ούτε να γίνη από ημάς κατανοητόν, δεν πρέπει να θραυσθή (Εξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον και κατανοούμενον κατά τρόπον εσφαλμένον (διότι θα παραλείψω να είπω ότι και από τον Ιησούν, συμφώνως προς την ιστορίαν, δεν εθραύσθη τίποτε (Ιω. 19, 36), αν και οι σταυρωταί ήθελαν να επισπεύσουν τον θάνατόν Του εξ αιτίας του Σαββάτου), ούτε να απορριφθή και να συρθή εδώ και εκεί δια να μην δοθούν τα άγια εις τους σκύλους, εις τους κακούς κατασπαρακτάς του Λόγου, όπως δεν πρέπει επίσης να δοθή εις τους χοίρους η λαμπρότης και το μαργαριτάρι του Λόγου (Ματθ. 7, 6), αλλά θα πρέπει να καταναλωθή από την φωτιάν η οποία κατακαίει και τα ολοκαυτώματα, να εκλεπτυνθή και να διατηρηθή από το Πνεύμα το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και να μην χαθή μέσα εις τα ύδατα, ούτε να διασπαρή, όπως συνέβη με την κεφαλήν του μόσχου την οποίαν εσχεδίασεν ο Μωϋσής δια τον Ισραηλιτικόν λαόν δια να κατακρίνη την σκληρότητά του (Εξ. 32, 19 ε.).
17. Αξίζει δε να μην παραβλέψωμεν ούτε τον τρόπον κατά τον οποίον ετρώγετο το αρνί, επειδή αυτό δεν το έκαμεν ούτε ο νόμος, ο οποίος αρέσκεται να κρύβη την θεωρίαν (το πνεύμα) με το γράμμα του. Διότι θα καταναλώσωμεν το σφάγιον με ζήλον και θα φάγωμεν άζυμα μαζί με πικρά χόρτα και θα σφίξωμεν με ζώνην την μέσην μας και θα δέσωμεν τα υποδήματά μας και θα κρατήσωμεν μπαστούνι (Εξ. 12, 8 ε) όπως οι γέροντες. Θα τα κάμωμεν δε αυτά με ζήλον δια να μην πάθωμεν εκείνο το οποίον έπαθεν ο Λωτ, ο οποίος είχε δεχθή την απαγορευτικήν εντολήν. Ας μην κυττάξωμεν γύρω και ας μην σταματήσωμεν εις όλα τα περίχωρα. Ας φθάσωμεν εις το όρος, δια να μην καταστραφώμεν από το παράδοξον πυρ το οποίον κατέφαγε τα Σόδομα και δια να μην γίνωμεν στήλη άλατος (Γεν. 19, 12 ε.) από την επιστροφήν εις τα χειρότερα πράγματα, πράγμα το οποίον προκαλεί η αργοπορία. Ας το φάγωμεν δε με πικρά χόρτα (Εξ. 12, 8), επειδή η σύμφωνος με το θέλημα του Θεού ζωή είναι δύσκολη και ανηφορική, προ παντός δι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την αρχήν, και απέχει πάρα πολύ από την ηδονήν. Διότι, αν και είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίον ελαφρόν (Ματθ. 11, 30), όπως ακούεις, τούτο συμβαίνει λόγω της ελπίδος και της ανταμοιβής, η οποία είναι πολύ πιο πλουσιοπάροχη από την κακοπάθησιν εις την γην, επειδή, αλλοιώς, ποίος δεν θα έλεγε ότι το Ευαγγέλιον είναι πολύ πιο κοπιαστικόν και δύσκολον; Διότι, ενώ ο νόμος απαγορεύει την διάπραξιν των αμαρτημάτων, εμείς κατηγορούμεθα και δια τα αίτια των αμαρτημάτων, ωσάν να τα είχαμεν σχεδόν διαπράξει. Ο νόμος λέγει: «Μη μοιχεύσης» (Εξ. 20, 13), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην αποκτήσης ούτε επιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), δια να μην δώσης ευκαιρίαν με το περίεργον και πονηρόν βλέμμα να ανάψη το πάθος. Εκείνος λέγει: «μη φονεύσεις» (Εξ. 20, 15), ενώ συ παίρνεις την εντολήν όχι μόνον να μην ανταποδώσης το κτύπημα, αλλά και να αφήσης τον εαυτόν σου εις την διάθεσιν εκείνου ο οποίος σε εκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιο φιλοσοφημένα είναι αυτά από εκείνα! Ο νόμος λέγει: «μη παραβής τον όρκον σου» (Εξ. 20, 7), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην ορκισθής καθόλου (Ματθ. 5, 34), ούτε μικρόν ούτε μεγαλύτερον όρκον, επειδή ο όρκος γεννά την επιορκίαν. Εκείνος λέγει να μην προσαρτίσης άλλην οικίαν εις την οικίαν σου και άλλον αγρόν εις τον αγρόν σου (Ησ. 5, 8) καταπιέζων τον πτωχόν, ενώ συ παίρνεις την εντολήν να αποχωρισθής με προθυμίαν και εκείνα τα οποία απέκτησες δικαίως και να γυμνωθής προς χάριν των πτωχών, δια να σηκώνης με ευκολίαν τον σταυρόν και να γίνης πλούσιος από αγαθά τα οποία δεν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).
18. Η μέση δε εις τα άλογα μεν ας μένη χαλαρή και χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Εξ. 12, 11), επειδή δεν διαθέτουν την λογικήν η οποία χαλιναγωγεί τας ηδονάς (δεν θα ισχυρισθώ ότι και εκείνα γνωρίζουν περιορισμόν της φυσικής των ορμής), ενώ συ πρέπει να χαλιναγωγής με ζώνην και με την σύνεσιν τας επιθυμίας και την διάθεσιν δια χρεμέτισμα (Ιερεμ. 5,8) (όπως λέγει η Γραφή, η οποία διασύρει με τον τρόπον αυτόν την αισχρότητα του πάθους), δια να τρώγης καθαρός το Πάσχα, αφού νεκρώσης τα γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) και αφού μιμηθής την ζώνην του Ιωάννου (Ματθ. 3, 4) του ερημίτου, του Προδρόμου και μεγάλου Κήρυκος της αληθείας. Γνωρίζω και άλλην ζώνην - εννοώ την στρατιωτικήν και ανδρικήν - από την οποίαν ονομάζονται ωρισμένοι Σύροι εύζωνοι η μονόζωνοι (Δ' Βασ. 5, 2), και λόγω της οποίας ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Ιώβ λέγει: «δέσε με ζώνην ως άνδρας την μέσην σου και δος μου απάντησιν ανδρικήν» (Ιώβ 38, 3). Αυτήν υπερηφανεύεται και ο θείος Δαυίδ ότι έχει περιζωσθή ως δύναμιν εκ Θεού (Ψαλμ. 17, 33) και παρουσιάζει τον Θεόν ως ενδεδυμένον και περιζωσμένον με δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ωπλισμένον δηλαδή κατά των ασεβών, εκτός αν προτιμά κάποιος την δύναμιν, η οποία τον κυκλώνει και σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, να την παρομοιάζη με ιμάτιον, επειδή ο Θεός ενδύεται το φως (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποίος θα υποστηρίξη ότι η δύναμις και το φως Του είναι άσχετα μεταξύ των; Αναζητώ κάτι κοινόν μεταξύ της μέσης του σώματος και της αληθείας; Πως πρέπει να εννοήσωμεν εκείνο το οποίον λέγει ο άγιος Παύλος: «σταθήτε λοιπόν με θάρρος αφού ζωσθήτε εις την μέσην σας την ζώνην της αληθείας» (Εφ. 6, 14); Μήπως τυχόν επειδή το πνευματικόν στοιχείον περισφίγγει το επιθυμητικόν και δεν το αφήνει να παρασυρθή εις άλλα πράγματα; Διότι δεν θέλει, εκείνο το οποίον αγαπά κάτι, να έχη την ιδίαν δύναμιν και προς τας άλλας ηδονάς.
19. Τα υποδήματά του δε, εκείνος μεν ο οποίος πρόκειται να εγγίση την αγίαν και θεοβάδιστον γην, ας τα λύη, όπως έκαμε και ο Μωϋσής εκείνος επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 5), δια να μην φέρη επάνω του τίποτε το νεκρόν, ούτε τίποτε το οποίον να παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Όπως επίσης και αν αποστέλλεται κάποιος μαθητής δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ασκητικόν και απλόν (Λουκ. 10, 3 ε. ). Οφείλει, εκτός από το να μην έχη επάνω του νομίσματα, ούτε ράβδον και εκτός από το να διαθέτη μόνον ένα χιτώνα, να κυκλοφορή ανυπόδητος, δια να φανούν πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων οι οποίοι κηρύττουν την ειρήνην (Ησ. 52, 7), και κάθε άλλο αγαθόν. Εκείνος δε ο οποίος απομακρύνεται από την Αίγυπτον και από τα σχετικά με την Αίγυπτον, ας φορέση υποδήματα (Εξ. 12, 11), δια να είναι ασφαλής από τα άλλα πράγματα και επιπροσθέτως από τους σκορπιούς και τα φίδια, από τα οποία έχει αφθονίαν η Αίγυπτος, δια να μην βλάπτεται από εκείνους οι οποίοι κεντούν την πτέρναν και τους οποίους έχομεν εντολήν να συντρίβωμεν με τα πόδια μας (Λουκά 10, 19). Δια το μπαστούνι (Εξ. 12, 11) δε και δια τον σχετικόν με αυτό συμβολισμόν η άποψίς μου είναι η ακόλουθος: Από την μίαν πλευράν το θεωρώ σαν υποστήριγμα και από την άλλην ως καθοδηγητικόν και διδασκαλικόν, το οποίον επαναφέρει εις την ορθήν πίστιν τα λογικά πρόβατα. Αλλά δια σε τώρα παραγγέλλει ο νόμος εκείνο το οποίον χρησιμοποιείται σαν υποστήριγμα, δια να μην γονατίση κάπου ο λογισμός σου ακούων δι αίμα και πάθος και θάνατον Θεού, και δια να μην περιπέσης τυχόν εις αθείαν από την πρόθεσιν σου να υπερασπισθής τάχα τον Θεόν. Αλλά χωρίς εντροπήν και χωρίς ενδοιασμούς φάγε το Σώμα και πίε το Αίμα, εάν επιθυμής να ζήσης, χωρίς να απιστής εις τους λόγους τους σχετικούς με την σάρκα, και χωρίς να σε ενοχλούν οι λόγοι οι σχετικοί με το πάθος. Να στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός και ακλόνητος, χωρίς να ημπορή να σε μετακινήση κανείς από τους αντιπάλους, και χωρίς να παρασύρεσαι από λόγους οι οποίοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εις το ύψος σου, στήσε τα πόδια σου εις τας αυλάς της Ιερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) και στηρίξου εις την πέτραν, δια να μην ημπορή να κλονισθή η πορεία σου προς τον Θεόν.
20. Τι λέγεις; Έτσι τυχαίως εθεωρήθη καλόν να εξέλθης από την Αίγυπτον, από το σιδερένιο αυτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), να εγκαταλείψης την πολυθείαν η οποία επικρατούσε εκεί, να οδηγηθής από τον Μωϋσή και από την νομοθεσίαν και την στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θα σου παρουσιάσω μίαν ερμηνείαν όχι ιδικήν μου, η καλύτερα, πολύ ιδικήν μου, αν εξετάσης το θέμα πνευματικώς. Δανείσου από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και ασημένια (Εξ. 11, 2), και πάρε τα μαζί σου εις την πορείαν. Πάρε ως εφόδια τα ξένα πράγματα, η καλύτερα, τα ιδικά σου, επειδή σου οφείλεται μισθός δια την εργασίαν και την κατασκευήν των πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα δια να ικανοποιήσης την απαίτησίν σου και αφαίρεσέ τα, όπως είναι δίκαιον. Έστω, έχεις ταλαιπωρηθή εδώ, αγωνιζόμενος με τον πηλόν, το πονηρόν αυτό και ακάθαρτον σώμα, και οικοδομών πόλεις ξένας και επισφαλείς, των οποίων η ανάμνησις θα εξαφανισθή με κρότον. Τι λοιπόν; Φεύγεις αφού εδούλεψες δωρεάν και χωρίς να πάρης μισθόν; Τι λοιπόν; θα αφήσης εις τους Αιγυπτίους και εις τας αντιπάλους δυνάμεις εκείνα τα οποία απέκτησαν άδικα και τα οποία θα καταναλώσουν κατά τρόπον ακόμη χειρότερον; Δεν είναι ιδικά των. Τα έκλεψαν και τα άρπαξαν από εκείνον ο οποίος είπεν: «ιδικόν μου είναι το ασήμι και ιδικόν μου είναι το χρυσάφι» (Αγγ. 2, 8) και θα το δώσω εις όποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ανήκεν εις εκείνους, επειδή αυτός το είχεν επιτρέψει. Σήμερα το φέρει ο Κύριος και το δίνει εις σε, ο οποίος θα το χρησιμοποιήσης σωστά δια να σωθής. Ας αποκτήσωμεν φίλους από τα άδικα πλούτη μας, δια να μας ανταποδώσουν τας ευεργεσίας μας όταν αποθάνωμεν, κατά την μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).
21. Εάν μεν είσαι κάποιος όμοιος με την Ραχήλ η την Λείαν, ψυχή δηλαδή ομοία με εκείνας των προπατόρων της Παλ. Διαθήκης και μεγάλη, κλέψε και τα είδωλα τα οποία θα εύρης από τον πατέρα σου, όχι δια να τα διαφυλάξης, αλλά δια να τα καταστρέψης (Γεν. 31, 19). Εάν δε είσαι σοφός Ισραηλίτης, μετάφερέ τα εις την γην της επαγγελίας, δια να στενοχωρηθή δι αυτά εκείνος ο οποίος σε καταδιώκει και να σκεφθή και να κατανοήση ότι άδικα κατεδυνάστευε και μετεχειρίζετο ως δούλους ανθρώπους καλυτέρους απ αυτόν. Αν πράξης κατ αυτόν τον τρόπον και φύγης έτσι από την Αίγυπτον, γνωρίζω καλά ότι θα σε οδηγήση στήλη από φωτιάν και από σύννεφον κατά την νύκτα και κατά την ημέραν (Εξ. 13, 21 ε.), η έρημος θα ημερώση, η θάλασσα θα χωρισθή προς χάριν σου, ο Φαραώ θα πνιγή μέσα εις αυτήν, ο άρτος θα πέση ως βροχή από τον ουρανόν, ο βράχος θα αναβλύση νερό, οι Αμαληκίται θα κατανικηθούν (όχι με όπλα μόνον αλλά και με τας εχθρικάς δια τους αντιπάλους χείρας των δικαίων, αι οποίαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν και το ανίκητον τρόπαιον του Σταυρού), ο ποταμός θα ανακόψη τον ρούν του (Ιησ. Ναυή 3, 15), ο ήλιος θα σταματήση, η σελήνη θα αναχαιτισθή (Ιησ. Ναυή 10, 12), τα τείχη θα κατακρημνισθούν χωρίς την χρήσιν κανενός πολεμικού μηχανήματος, πλήθη (αγγέλων) θα τρέξουν μπροστά δια να ανοίξουν δρόμον εις τους Ισραηλίτας και να εμποδίσουν τους αλλοφύλους, και θα σου δοθούν και όλα τα άλλα, τα οποία αναφέρει η Γραφή ότι συνέβησαν μαζί και μετά απ αυτά, δια να μην μακρύνω ακόμη περισσότερον τον λόγον. Τέτοιαν εορτήν εορτάζεις σήμερα. Με τέτοια πράγματα σε φιλοδωρεί η γέννησις Εκείνου ο οποίος εγεννήθη προς χάριν σου και ο επιτάφιος Εκείνου ο οποίος έπαθεν. Τέτοιο είναι δια σε το μυστήριον του Πάσχα. Αυτά εσκιαγράφησεν ο νόμος και τα ωλοκλήρωσεν ο Χριστός, ο Οποίος κατέλυσε το γράμμα και ωλοκλήρωσε το πνεύμα, και ο Οποίος, ενώ με εκείνα τα οποία έπαθεν εδίδαξε το πάθος, με εκείνα με τα οποία εδοξάσθη μας χαρίζει την δυνατότητα να δοξασθώμεν μαζί Του.
22. Ημπορούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν το πράγμα και το δόγμα, το οποίον από τους περισσοτέρους μεν παραβλέπεται, αλλά από εμέ εξετάζεται εκτενέστατα. Διότι, εις ποίον εδόθη το αίμα το οποίον εχύθη προς χάριν μας και δια ποίον πράγμα εχύθη το μεγάλο και περιβόητον Αίμα του Θεού και αρχιερέως και θύματος ταυτοχρόνως; Διότι ευρισκόμεθα μεν υπό την εξουσίαν του πονηρού εις τον οποίον είχαμεν πωληθή από την αμαρτίαν με αντίτιμον την απόλαυσιν της κακίας. Εάν δε το λύτρον δεν ανήκει εις κανένα άλλον παρά εις τον κάτοχον του δούλου, ερωτώ να μάθω εις ποίον προσεφέρθη τούτο και δια ποίον λόγον. Εάν μεν προσεφέρθη εις τον πονηρόν, μακρυά από εμέ τέτοια βλασφημία! (εάν όχι μόνον από τον Θεόν, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν παίρνη ως λύτρον ο ληστής, και παίρνη τόσον υψηλόν μισθόν δια την δουλείαν των ανθρώπων το θέλημά του, γεγονός δια το οποίον θα ήτο δίκαιον να λυπηθή και να αφήση ελευθέρους και ημάς). Εάν δε εις τον Πατέρα, κατ αρχήν πως έγινεν αυτό; Διότι δεν εκρατούμεθα αιχμάλωτοι από εκείνον. Κατά δεύτερον δε λόγον, διατί τάχα θα ευχαριστούσε το Αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο Οποίος δεν εδέχθη ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθή ως θυσία από τον Πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσίαν και ετοποθέτησε κριάρι εις την θέσιν του λογικού θύματος (Γεν. 22, 13); Είναι επομένως φανερόν ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, αλλά δια να εκπληρωθή το σχέδιον της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθή ο άνθρωπος από την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού, δια να μας ελευθερώση ο Ίδιος, αφού κατενίκησε με την βίαν τον τύραννον, και δια να μας επαναφέρη κοντά Του με την μεσιτείαν του Υιού, ο Οποίος έδωσε το Αίμα Του δια να μας σώση προς τιμήν του Πατρός, εις τον Οποίον φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα. Αυτά μεν λοιπόν τα σχετικά με τον Χριστόν καθώς και όλα τα άλλα ας τα τιμώμεν με σιωπήν. Ο δε χάλκινος όφις κρεμάται μεν εναντίον των όφεων οι οποίοι δαγκώνουν, αλλά σαν αντίθετος εικών και όχι σαν εικών Εκείνου ο οποίος έπαθε προς χάριν μας, διότι ο όφις σώζει εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν, όχι επειδή τυχόν πιστεύουν ότι είναι ζωντανός, αλλά επειδή είναι νεκρός και νεκρώνει μαζί του τας δυνάμεις αι οποίαι ευρίσκονται υπό την εξουσίαν του, αφού έχει καταργηθή και ο ίδιος, όπως του άξιζε (πρβλ. Αριθμ. 21, 8-9). Ποίον λοιπόν επιτάφιον λόγον αρμόζει να του απαγγείλωμεν; «Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Οσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Έχεις πληγωθή από τον Σταυρόν και έχεις θανατωθή από Εκείνον ο οποίος δίδει ζωήν. Είσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ακίνητος, χωρίς ενέργειαν, έστω και αν διατηρής την μορφήν του όφεως, καθώς έχεις τοποθετηθή υψηλά δια να στιγματισθής.
23. Θα γίνωμεν δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη και, αν αυτό είναι το παλαιόν, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το Πάσχα του νόμου, τολμώ να το είπω, ήτο ακόμη πιο αμυδρός τύπος του τύπου), ύστερα δε από λίγο πολύ τελειότερα και καθαρώτερα, όταν θα το πίνη μαζί μας νέον ο Λόγος εις την βασιλείαν του Πατρός (Ματθ. 26, 29) και θα μας αποκαλύπτη και θα μας διδάσκη εκείνα τα οποία μας έχει δείξει τώρα όχι τόσον καθαρά. Διότι είναι πάντοτε νέον εκείνο το οποίον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δε είναι η πόσις και η απόλαυσις, εμείς μεν πρέπει να το μάθωμεν, Εκείνος δε να το διδάξη και να ανακοινώση εις τους μαθητάς Του τον λόγον. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και δι εκείνον ο οποίος τρέφει. Αλλά εμπρός ας γίνωμεν και ημείς μέτοχοι του νόμου, κατά τρόπον όμως πνευματικόν και όχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον και όχι ατελή, αιωνίως και όχι προσωρινώς. Ας κάμωμεν πρωτεύουσάν μας όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνιον μητρόπολιν.Όχι εκείνην η οποία καταπατείται τώρα από στρατεύματα, αλλά εκείνη η οποία δοξάζεται από τους Αγγέλους. Ας θυσιάσωμεν όχι νοερά μοσχάρια, ούτε αρνία «τα οποία έχουν κέρατα και νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), το μεγαλύτερον μέρος των οποίων είναι νεκρόν και δεν αισθάνεται τίποτε, αλλά «ας προσφέρωμεν εις τον Θεόν ευχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εις το ουράνιον θυσιαστήριον μαζί με τους χορούς των αγγέλων. Ας διασχίσωμεν το πρώτον χώρισμα (της σκηνής του μαρτυρίου), ας προχωρήσωμεν εις το δεύτερον και ας πλησιάσωμεν με σεβασμόν εις τα Άγια των Αγίων. Θα είπω το μεγαλύτερον, ας προσφέρωμεν τους εαυτούς μας θυσίαν εις τον Θεόν, η καλύτερα, ας Του προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ημέραν και με κάθε κίνησίν μας. Ας δεχώμεθα τα πάντα χάριν του Λόγου, ας μιμούμεθα με τα πάθη μας το πάθος Του, ας τιμώμεν το αίμά Του με το αίμά μας και ας ανερχώμεθα με προθυμίαν εις τον σταυρόν. Τα καρφιά είναι γλυκά, έστω και αν προκαλούν φοβερούς πόνους. Διότι το να υποφέρη κανείς μαζί με τον Χριστόν και χάριν του Χριστού είναι προτιμώτερον από το να ζη ζωήν απολαύσεων κοντά σε άλλους.
24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τον Σταυρόν και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθής μαζί Του ως ληστής (Λουκ. 23, 40 ε.), δείξε καλήν προαίρεσιν και γνώρισε τον Θεόν. Εάν Εκείνος ετοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της αμαρτίας σου, συ να γίνης προς χάριν Του πιστός εις τον νόμον Του. Προσκύνησε Εκείνον ο οποίος υψώθη προς χάριν σου εις τον Σταυρόν, ακόμη και αν έχης υψωθή και συ. Κέρδισε κάτι και από την κακίαν. Εξαγόρασε με τον θάνατον την σωτηρίαν. Είσελθε εις τον Παράδεισον μαζί με τον Ιησούν, δια να μάθης από ποία αγαθά έχεις απομακρυνθή. Παρατήρησε τα κάλλη τα οποία υπάρχουν εκεί. Τον ληστήν ο οποίος διαμαρτύρεται και υβρίζει, άφησέ τον να αποθάνη έξω μαζί με την βλασφημίαν του. Και αν είσαι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε το Σώμα από εκείνον ο οποίος τον σταυρώνει. Ας γίνη ιδικόν σου το Σώμα εκείνο το οποίον καθαρίζει τον κόσμον. Και αν είσαι ο Νικόδημος, ο θεοσεβής εκείνος ο οποίος Τον επεσκέφθη την νύκτα (Ιω. 19, 39), ενταφίασέ Τον με μύρα. Και αν είσαι κάποια Μαρία, η η άλλη Μαρία, η η Σαλώμη, η η Ιωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί να Τον θρηνήσης (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τον λίθον, ενδεχομένως και τους αγγέλους και τον ίδιον τον Ιησούν. Πές Του κάτι και άκουσε την φωνήν Του. Αν ακούσης «μη με εγγίζης» (Ιω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δείξε σεβασμόν προς τον Λόγον, αλλά μη λυπηθής. Διότι γνωρίζει εις ποίους θα εμφανισθή πρώτα. Βοήθησε την Εύαν, η οποία έπεσε πρώτη, να χαιρετήση και πρώτη τον Χριστόν και να το ανακοινώση εις τους μαθητάς (Ιω. 20, 14 και 18). Γίνε Πέτρος η Ιωάννης και σπεύσε εις τον τάφον, τρέχων μαζί η προπορευόμενος (Ιω. 20, 4) και συναγωνιζόμενος εις τον καλόν συναγωνισμόν. Και αν σε προλάβη εις την ταχύτητα, νίκησέ τον με την συστηματικότητά σου και μην αρκεσθής μόνον να πλησιάσης το μνημείον, αλλά να εισέλθης και μέσα (Ιω. 20, 5-6). Και αν λείψης, όπως ο Θωμάς, από την συγκέντρωσιν των μαθητών εις τους οποίους εμφανίζεται ο Ιησούς, όταν Τον ίδης, ας μην απιστήσης (Ιω. 20, 24 ε.). Και αν απιστήσης, πίστευσε εις εκείνους οι οποίοι σου το λέγουν. Εάν δε δεν τους πιστεύσης ούτε αυτούς, ας πεισθής από τα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνη εις τον Άδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποίον είναι το σωτηριώδες σχέδιον της διπλής καταβάσεως και ποίος ο λόγος της: Σώζει με την εμφάνισίν Του εκεί τους πάντας, η και εκεί σώζει μόνον εκείνους οι οποίοι Τον πιστεύουν;
25. Και αν ανεβαίνη εις τους ουρανούς, ανέβα μαζί Του. Εντάξου εις τους αγγέλους οι οποίοι Τον προπέμπουν η εις εκείνους οι οποίοι Τον υποδέχονται. Πρόσταξε να σηκωθούν αι πύλαι και να γίνουν υψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), δια να υποδεχθούν πιο μεγαλόπρεπα Εκείνον ο οποίος επιστρέφει από το πάθος. Απάντησε εις εκείνους οι οποίοι απορούν δια το σώμα και τα σύμβολα του Πάθους, με τα οποία ανέρχεται, ενώ δεν τα είχε μαζί Του όταν είχε κατέβει, και οι οποίοι δια τον λόγον αυτόν ερωτούν να μάθουν «ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;», ότι είναι «Κύριος κραταιός και δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) με όλα όσα ανέκαθεν έχει κάνει και με όσα κάνει και με τον τωρινόν πόλεμον και την περίλαμπρον νίκην Του προς χάριν της ανθρωπότητος, και δώσε εις την διπλήν ερώτησιν διπλήν την απάντησιν. Και αν απορούν λέγοντες, συμφώνως προς την δραματικήν προφητείαν του Ησαίου, «ποίος είναι αυτός ο οποίος έχει έλθει από την Εδώμ (Ησ. 63, 1) και από τα γήϊνα πράγματα;», η «διατί είναι κόκκινα τα ενδύματα εκείνου ο οποίος δεν έχει ούτε αίμα ούτε σώμα, ωσάν να έχη έλθει από πατητήρι και να έχη πατήσει ολόκληρον πατητήρι γεμάτον από σταφύλια;»(Ησ. 63, 2),να τους εκθειάσης την ωραιότητα της στολής του σώματος το οποίον έχει πάθη και το οποίον έχει καλλωπισθή από το Πάθος και έχει αποκτήσει από την Θεότητα την λαμπρότητα εκείνην από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητόν και πιο ωραίον.
26. Τι θα μας είπουν δι αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της Θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν Του; Δια τούτο είναι μικρός, επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Επειδή ο καλός Ποιμήν, ο Οποίος δίνει και την ψυχήν Του δια τα πρόβατα (Ιω. 10, 11), ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή (βλ. Λουκ. 15, 4-10), επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία εθυσίαζες (πρβλ. Ωσ. 4, 13), και αφού το εύρε το εσήκωσεν επάνω εις τους ώμους Του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον Σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και αφού το ανύψωσεν εκεί το έβαλεν εις την ιδίαν θέσιν με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί;
Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα Του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς Αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας, και τας κάνει μετόχους εις την χαράν Του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον Φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο Νυμφίος; Δι αυτό κατηγορείς τον Θεόν; Δι αυτά Τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην Του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών Του (Ιω. 13, 4) και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής, η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πως δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει μαζί με τους τελώνας (Λουκά 5, 27 ε.) και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς Του τελώνας δια να κερδίση και Αυτός κάτι; Τι δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, ότι σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις τους ασθενείς, η εκείνον ο οποίος σκύβει από ευσπλαγχνίαν επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη από εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), όπως λέγει ο νόμος.
27. Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τι σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν του Πατρός, από τον Οποίον προέρχεται, και τον Οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μη πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια τον Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον Εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον Εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν Του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, η εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν. οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα. Εμποδίζεσαι από την σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν Τον ονομάζεις και Σαμαρείτην; Την συνέχειαν όμως δεν θα την αναφέρω (πρβλ. Ιω. 8, 48). Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσον πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας (πρβλ. Ιω. 8, 19), διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθείαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος. Αλλ όμως ο πόλεμος εναντίον τούτων η ας σταματήση, εάν βεβαίως θα ήθελαν να συνετισθούν έστω και την τελευταίαν στιγμήν, η ας αναβληθή, εάν δεν θέλουν να συνετισθούν και παραμένουν όπως έχουν. Πάντως εμείς δεν θα φοβηθούμεν τίποτε ενώ θα αγωνιζώμεθα δια την Τριάδα, με σύμμαχόν μας την ιδίαν την Τριάδα.
28. Τώρα δε είμεθα πλέον αναγκασμένοι να ανακεφαλαιώσωμεν ως εξής τον λόγον. Έχομεν δημιουργηθή δια να ευεργετηθούμεν. Έχομεν ευεργετηθή επειδή έχομεν δημιουργηθή. Μας παρεδόθη ο Παράδεισος δια να ευτυχήσωμεν. Ελάβαμεν την εντολήν, δια να δοξασθώμεν αφού την φυλάξωμεν, όχι επειδή τυχόν αγνοούσε ο Θεός εκείνο τον οποίον θα εγίνετο, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήση το αυτεξούσιον. Έχομεν εξαπατηθή, επειδή μας εφθόνησαν. Έχομεν πέσει, επειδή έχομεν παραβή την εντολήν, έχομεν αναγκασθή εις νηστείαν επειδή δεν ενηστεύσαμεν και μας κατανίκησεν η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήτο παλαιά και σύγχρονος με ημάς, ένα μέσον διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τας απολαύσεις. Την ελάβαμεν δε ευλόγως δια να απολαύσωμεν, αφού την τηρήσωμεν, εκείνο το οποίο εχάσαμεν επειδή δεν την ετηρήσαμεν. Είχαμεν ανάγκην από Θεόν ο Οποίος εσαρκώθη και απέθανε, δια να ζήσωμεν. Έχομεν αποθάνει μαζί Του δια να καθαρισθώμεν. Έχομεν αναστηθή μαζί Του επειδή έχομεν συναποθάνει και έχομεν δοξασθή επειδή έχομεν συναναστηθή.
29. Πολλά μεν λοιπόν είναι τα θαύματα εκείνης της εποχής. Ο Θεός σταυρώνεται, ο ήλιος σκεπάζεται από σκότος και κατόπιν ανατέλλει πάλιν (διότι έπρεπε και τα δημιουργήματα να συμπάσχουν με τον Δημιουργόν), το καταπέτασμα του ναού σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αίμα και ύδωρ χύνεται από την πλευράν (Ιω. 19, 34) (το μεν επειδή ήτο άνθρωπος, το δε επειδή ήτο ανώτερος από τον άνθρωπον), η γη συγκλονίζεται, αι πέτραι σχίζονται προς χάριν της Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α' Κορ. 10, 4), οι νεκροί ανασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ως απόδειξις δια την τελευταίαν και κοινήν Ανάστασιν. Τα σημεία δε τα οποία έγιναν εις τον τάφον και τα μετά την ταφήν (Ματθ. 28, 1 ε., Μάρκ. 16, 1 ε., Λουκ. 24, 1 ε. και Ιω. 20, 1 ε.), ποίος θα ημπορούσε να τα εξυμνήση επαξίως; Τίποτε δε δεν είναι ισάξιον με το θαύμα της σωτηρίας μου. Ολίγαι σταγόνες αίματος αι οποίαι αναδημιουργούν ολόκληρον τον κόσμον και γίνονται ωσάν χυμός γάλακτος δι όλους τους ανθρώπους και μας συνδέουν και μας συγκεντρώνουν εις ένα σύνολον.
30. Αλλά, ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν, το οποίον καθαρίζεις ολόκληρον τον κόσμον! Διότι θα σου ομιλήσω ωσάν να ήσουν έμψυχον. Ω Λόγε του Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις! Διότι χαίρομαι με όλα Σου τα ονόματα. Ω γέννημα και κίνησις και σφραγίς του μεγάλου νού! Ω Λόγε, ο οποίος κατανοείσαι και, άνθρωπε, ο οποίος φαίνεσαι, και ο οποίος φέρεις τα πάντα συγκεντρωμένα εις τον λόγον της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθής τον λόγον αυτόν όχι ως τον πρώτον και καλύτερον καρπόν της καρποφορίας μας, αλλά ως συμπλήρωμά της ίσως, ευχαριστήριον αλλά και συγχρόνως παρακλητικόν, δια να μην υποφέρωμεν δια τας εντολάς Σου τίποτε περισσότερον εκτός από τα αναγκαία και τους ιερούς κόπους και πόνους, με τους οποίους έχομεν ζήσει μέχρι σήμερον. Και ας σταματήσης την τυραννίαν του σώματος εναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη είναι, Κύριε, και πόσον μας γονατίζει!), η την κρίσιν Σου, εάν πρόκειται να καθαρισθώμεν απ αυτό. Εάν δε φθάσωμεν επαξίως εις το ποθούμενον τέρμα και γίνωμεν δεκτοί εις τας ουρανίους σκηνάς, θα Σου προσφέρωμεν με προθυμίαν θυσίας δεκτάς εις το άγιόν Σου θυσιαστήριον, ω Πάτερ και Λόγε και Άγιον Πνεύμα, επειδή εις Σε οφείλεται κάθε δόξα, τιμή και εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Μᾶς αἰτιῶνται ὡς δῆθεν ἀντισημίτες ἐνῶ ἔχομε διακηρύξει άδιαπτώτως ὅτι σεβόμεθα καί ἀγαπούμε τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ ἀλλά εἴμεθα ἀντισιωνισταί διότι ὁ Σιωνισμός ἀποτελεῖ διαχρονικά ὀξυτάτη μορφή ρατσισμοῦ ὅπως ὁ πρώην ἀδέσμευτος ΟΗΕ τό 1975 εἶχε διακηρύξει καί ἀφ’ ἑτέρου ἀδιάπτωτα μισεῖ τόν Χριστό καί ἐξακολουθεῖ νά τόν ἀνασταυρώνει σέ κάθε ἱστορική περίοδο μέ τήν κατασκευή ψευδῶν γελοίων καί χαλκευμένων ντοκυμαντέρς σκουπιδιῶν πού διανέμει στούς συμπράττοντες μαζί του γιά προφανεῖς λόγους. Εἶναι γνωστό βέβαια τό ἀβυσσαλέο μῖσος τῶν Ραββίνων τοῦ Ἰσραήλ ἐναντίον τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου καί ἡ ἔκπτωση τους ἀπό τόν θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ προφητισμοῦ στόν ἑωσφορισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλᾶ. Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι τό Ἑβραϊκό λόμπυ τῶν ΗΠΑ ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ καταγγελίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑβραίων σιωνοκρατεῖται. Ἀποτέλεσμα ἡ παραγωγή τῶν παραπάνω σκουπιδιῶν πού στοχεύουν στό νά ἀναπαράξουν τό μῖσος κατά τοῦ Χριστοῦ ἐνσπείροντας κατά τήν ἀνόητη ἀντίληψή τους τήν ἀμφιβολία στό σωτηριῶδες θεϊκό του ἔργο.
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ἐκ προσώπου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐντός τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας τῆς ὁποίας βρίσκεται ὁ τηλεοπτικός δίαυλος ΣΚΑΪ νά καταγγείλωμε στόν Ἑλληνορθόδοξο λαό μας καί στό ποίμνιό μας τήν ἀπαράδεκτη καί σαφῶς ἀντιχριστιανική καί ἀπάνθρωπη συμπεριφορά τοῦ παραπάνω τηλεοπτικοῦ διαύλου ὁ ὁποῖος κατά τήν πλεόν φρικώδη ὥρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅταν ἐν μέσῳ τῶν Ἱ. Ναῶν ὑψώνεται ὁ πάντιμος Σταυρός τοῦ Κυρίου μέ τό πανάσπιλο καί πανάχραντο σῶμα Του ἀδιαφορώντας γιά τό θιγόμενο πρόδηλα θρησκευτικό συναίσθημα τῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ μας καί ἀποδεικνύοντας ἀσφαλῶς τά δημοκτατικά του αἰσθήματα προέβαλε αὐτά τά θλιβερά καί γελοῖα σκουπίδια τοῦ ἀμερικανοσιωνιστικῶν συμφερόντων Discovery Channel «Ἰησούς: Θεωρίες συνομωσίας» πού ἀναμασοῦν τίς χιλιοειπωμένες γελοιότητες τοῦ σατανοκίνητου Σιωνιστικοῦ τέρατος, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν μέ τήν ἐμπάθειά τους ὅτι τό πρόσκομμα τοῦ Ἑωσφορισμοῦ τους ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ τούς καίει καί τούς τορπιλίζει τήν ὕπαρξη γιατί βέβαια κανείς δέν ἀσχολεῖται μέ τέτοιο μένος μέ κάτι τό ἀνύπαρκτο καί ἀνυπόστατο. Ὑψηλόβαθμα στελέχη τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ ΣΚΑΪ μέ τά ὁποῖα ἐπικοινωνήσαμε γιά νά ἀποτραπεῖ αὐτή ἡ βλάσφημη κατά τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἐνεργειά του μᾶς ἐγνώρισαν ὅτι ἔχει πλήρη γνώση τοῦ θέματος ὁ ἰδιοκτήτης κ. Ἰωάννης Ἀλαφοῦζος.
Γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι ἔχομε ἐμμονή ὅπως θά σπεύσουν οἱ μίσθαρνοι κάλαμοι νά γράψουν πληροφοροῦμε τούς εὐσεβεῖς ἀναγνῶστες ὅτι κατά τόν παρελθόντα χρόνο πού ὁ τηλεοπτικός δίαυλος ΣΚΑΪ δέν ἀνεμετέδωσε τά αἴσχη τοῦ Σιωνιστικοῦ λόμπυ ὅπως εἶχε πράξει στό παρελθόν εἴχαμε σπεύσει ἐγγράφως νά τόν συγχαροῦμε καί εἴχαμε ἄρει τίς ἐπιφυλάξεις μας γιά τήν συνεργασία μας στόν φιλανθρωπικό τομέα. Κατόπιν ὅμως τῆς ἐπιστροφῆς του εἰς τόν «ἴδιον ἔμετον» εἴμεθα ὑποχρεωμένοι κηδόμενοι τοῦ κύρους τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας νά παύσωμεν ὁριστικῶς καί ἀμετακλήτως οἱανδήτινα σχέσι μέ τόν τηλεοπτικό δίαυλο ΣΚΑΪ καί νά καταγγείλωμε τό γεγονός δημοσίᾳ.
Πειραιεύς, 18 Ἀπριλίου 2014
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ο Χριστιανισμός στη Μέση Ανατολή μετά την Αραβική Άνοιξη.
Ο όρος «Αραβική Άνοιξη» χρησιμοποιήθηκε δημοσιογραφικά από το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, τον Ιανουάριο του 2011, για να προσδιορίσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, οι οποίες είχαν σκοπό την ανατροπή δικτατορικών καθεστώτων και την αντικατάστασή τους με δημοκρατικά εκλελεγμένες κυβερνήσεις. Ο όρος αυτός αποτελεί υπαινιγμό προς την «Άνοιξη των Λαών», εν σχέσει με τις επαναστάσεις στην Ευρώπη το 1848 και, ως δυτικό κατασκεύασμα, αποτελεί μία από τις πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιείται αδόκιμα ένας όρος με ευρωπαϊκές ιστορικές παραστάσεις και εμπειρίες.
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, διάφοροι αναλυτές είδαν τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο ως το ιστορικά ισοδύναμο της κατάρρευσης του κομουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι στην Ανατολική Ευρώπη ήταν καθολικό το αίτημα να υιοθετήσουν οι κοινωνίες τις δημοκρατικές δομές της δυτικής Ευρώπης.
Στην Αίγυπτο, παρά το ότι υπήρχε ρεύμα υποστηρικτών της φιλελεύθερης δημοκρατίας ανάμεσα στο κίνημα που ανέτρεψε το Μουμπάρακ, εντούτοις δεν μπόρεσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή με αποτέλεσμα να καπελωθεί μέχρι το καλοκαίρι του 2013 από τους ισλαμιστές, οπότε το πραξικόπημα του στρατού ανέτρεψε την ακατάσχετη άνοδο και τελική κυριαρχία των ισλαμιστών.
Στην Τυνησία η εξέγερση έφερε τους ισλαμιστές στην εξουσία που συνεχίζουν με σοβαρά προβλήματα. Στη Λιβύη η εξέγερση προκάλεσε διεθνή στρατιωτική επέμβαση που επέφερε χάος, αβεβαιότητα και πιθανή τριχοτόμηση της χώρας. Στη Συρία, η αδυναμία μίας διεθνούς επέμβασης έδωσε παράταση στην κρίση λαμβάνοντας τη μορφή εμφυλίου πολέμου, με τους ισλαμιστές-σαλαφιστές να παίζουν τον κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ.
Ό,τι όμως ξεκίνησε ως «Αραβική Άνοιξη» για πολλές κοινωνίες της Μέσης Ανατολής έχει αρχίσει να εξελίσσεται ως κινούμενη άμμος για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής, οι οποίοι αποδεικνύονται τα εύκολα θύματα των πολιτικών εξελίξεων. Βεβαίως όσο εύκολο κι αν είναι να αποδώσουμε τις διώξεις Χριστιανών στην γενικότερη αναρχία που συσσωρεύουν οι εξεγέρσεις, κυρίως στην Αίγυπτο και την Συρία, εντούτοις δεν είναι η καλύτερη οπτική γωνία για να προσεγγίσει κανείς το πρόβλημα.
Μία πιο επισταμένη μελέτη του θέματος και γίνεται σαφές ότι οι πρόσφατες επιθέσεις είναι μέρος μιας μεγαλύτερης πολεμικής εναντίον των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή, μιας πολεμικής η οποία μπορεί να αναχθεί σε εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις μουσουλμανικές κοινωνίες σε περασμένες δεκαετίες. Οι αραβικές εξεγέρσεις μπορεί να είναι η γενεσιουργός αιτία για μερικά ακραία περιστατικά βίας, αλλά οι ρίζες του προβλήματος είναι πολύ βαθύτερες – και το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από ό, τι θα περίμενε κανείς. Αυτό που βλέπουμε είναι στην πραγματικότητα μια περιφερειακή θρησκευτική εξόντωση η οποία σύντομα θα εξελιχθεί σε μία ιστορική καταστροφή για τους Χριστιανούς αλλά και για τους μετριοπαθείς Μουσουλμάνους.
Κατά τις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο χριστιανικός πληθυσμός της Μέσης Ανατολής, η οποία τότε ήταν κατά το πλείστον μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι στη γενικότερη δημογραφική κατανομή που έφθανε περίπου στο 20% επί του συνόλου.
Σήμερα, εκατόν δηλαδή χρόνια μετά έχει συρρικνωθεί περίπου στο 4%. Αν και είναι δύσκολο να είμαστε ακριβείς, έχουν απομείνει περίπου 13 εκατομμύρια Χριστιανοί στην περιοχή και ο αριθμός αυτός ενδέχεται μειωθεί περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη την συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση της Συρίας και της Αιγύπτου, δύο κράτη με ιστορικά μεγάλους χριστιανικούς πληθυσμούς. Με τον σημερινό ρυθμό μείωσης, μπορεί κάλλιστα να μην υπάρχει σημαντική χριστιανική παρουσία στη Μέση Ανατολή, σε μια γενιά ή δύο.
Οι Σαλαφιστές έχουν στηρίξει την πολιτική των διώξεων κατά των Χριστιανών της Συρίας, τους οποίους χαρακτήρισαν συνεργάτες και στυλοβάτες του καθεστώτος Άσαντ. Συνεπώς σε περίπτωση ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, οι Χριστιανοί θα βρεθούν σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Ακόμη και η αδράνεια και παθητικότητα που επιδεικνύουν σήμερα οι Χριστιανοί για τον συριακό εμφύλιο πόλεμο είναι για τους Σαλαφιστές τεκμήριο ενοχής.
Σε παρόμοιο πλαίσιο λειτούργησε και η δυναμική εναντίον των Χριστιανών στην Αίγυπτο, η οποία διαθέτει τον παλαιότερο και μεγαλύτερο χριστιανικό πληθυσμό της Μέσης Ανατολής. Οι Κόπτες της Αιγύπτου αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού, ή περί τα οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι. Πολλοί Χριστιανοί της Αιγύπτου, συμπεριλαμβανομένου του Κόπτη Πατριάρχη, δεν έκρυψαν την υποστήριξή τους προς το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον υποστηριζόμενο από την Μουσουλμανική Αδελφότητα πρόεδρο από το αξίωμά του. Αυτή η υποστήριξη έχει ανοίξει τον δρόμο για αχαρακτήριστες πράξεις βίας από ορισμένους υποστηρικτές των Αδελφών Μουσουλμάνων εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της χώρας.
Η τραγωδία για τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής είναι προφανής. Οι ζωές, οι περιουσίες και οι λατρευτικοί τους χώροι ευρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο. Εκδιώκονται από τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάζονται να φύγουν ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες όπου είναι, σε πολλές περιπτώσεις, εξίσου ανεπιθύμητοι. Αλλά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το ξερίζωμα των Χριστιανών της περιοχής αποτελεί επίσης μια καταστροφή και για τους Μουσουλμάνους.
Είναι αυτοί στους οποίους θα μείνει το έργο της οικοδόμησης μιας πιο ανεκτικής και δημοκρατικής(;) κοινωνίας στον απόηχο αυτών των βαρβαροτήτων. Σήμερα οι τζιχαντιστές αφαιρούν το είδος τού πλουραλισμού που αποτελεί το θεμέλιο για κάθε πραγματικά δημοκρατική δημόσια ζωή. Ένα από τα συνθήματα των αραβικών εξεγέρσεων ήταν ότι οι πολίτες θέλουν να βάλουν τέλος στην τυραννία. Αλλά, ο μόνος διαρκής εγγυητής των πολιτικών δικαιωμάτων είναι το είδος τής κοινωνικής και θρησκευτικής πολυμορφίας που οι ριζοσπάστες Μουσουλμάνοι της περιοχής βρίσκονται στην διαδικασία να εξαλείψουν.
Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Πηγή: http://mignatiou.com/2014/04/o-christianismos-sti-mesi-anatoli-meta-tin-araviki-anixi/
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι παρακινούμενοι ημείς από τον προφήτην Δαυίδ όπου λέγει να αγαλλώμεθα εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου.«αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ' 23) έχομεν χρέος εν πρώτοις να συγχαρώμεν τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εις την χαρμόσυνόν Του Ανάστασιν απέκτησε πάλιν με κέρδος άπειρον όλα εκείνα όπου είχε χάσει εις το πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα είχε χάσει τότε: την χαράν, την ωραιότητα, την τιμήν και την ζωήν. Τώρα δε όπου ανέστη ανέλαβε την ζωήν, αλλά τι λογής ζωήν; Μίαν ζωήν όπου εθανάτωσε τελείως τον θάνατον και δια τούτο θέλει είναι δια πάντα ζωή μοναχή, χωρίς να φοβήται να λάβη άλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει.θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).
Ανέλαβε την τιμήν και εξουσίαν, επειδή Εκείνος ο ίδιος όπου προ ολίγου ελογίζετο ολιγώτερον παρά άνθρωπος και εκαταφρονείτο χειρότερον παρά ένας σκώληξ, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη εν τω ουρανώ και εν τη γη. Δια τούτο και έλεγε μετά την Ανάστασιν.«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Ανέλαβε την χαράν, επειδή διερράγησαν πλέον τα μεσότοιχα όπου εκρατούσαν πρότερον εκείνο το πέλαγος της χαράς εις μόνον το ανώτερον μέρος τη ψυχής του Κυρίου και τώρα, όλον το πλήρωμα της χαράς εκείνης όπου εκρατείτο τριαντατρείς χρόνους, έτρεξεν εις το να κατακλύση τας κατωτέρας δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του Λυτρωτού.
Δια τούτο και όταν ανέστη από τον τάφον, ο πρώτος λόγος όπου έβγαλεν από το άγιον στόμα Του, ήτο δηλωτικός ταύτης Του της χαράς: «και ιδού ο Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη' 9). Ανέλαβε και την ωραιότητα και την δόξαν, διότι Εκείνος όπου ήτο χθές και προχθές άμορφος, άδοξος, ανίδεος, τώρα ανέστη εκ του μνήματος, ωσάν ένας νυμφίος από τον θάλαμόν του: όλος ωραιότατος, όλος δεδοξασμένος, όλος ηλιόμορφος, επειδή η χάρις και η δόξα του αναστηθέντος σώματος του Χριστού είναι τόσον υπερβολική, όπου εις τον ουρανόν αυτή θέλει είναι η ανωτάτη μακαριότης της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θέλει είναι αρκετή να ειδοποιήση εις όλους τους μακαρίους, τόσον αγγέλους όσον και ανθρώπους ένα Παράδεισον, εις τον οποίον έχουν να ευφραίνωνται αχόρταστα εις πάντας τους αιώνας. Θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα; Σχημάτισαι με τον νουν σου ένα ήλιον τόσον λαμπρόν, όπου με το φως του να σκεπάζη μυριάδας ηλίους, καθώς και ούτος ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλους τους αστέρας.
Τώρα ένας ήλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ήθελεν είναι ένα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος με το ένδοξον σώμα του Ιησού, το οποίον με την υπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει την λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων των Αγίων, από τα οποία το κάθε ένα θέλει είναι λαμπρότερον από τούτον τον ήλιον, ως γέγραπται: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτού» (Ματθ. ιγ' 43), όπου το, «ως», δεν δηλοί ομοίωσιν, αλλ υπεροχήν, ήγουν λάμψουσιν υπέρ τον ήλιον, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος και αύτη είναι η δόξα εκείνη και ωραιότης όπου εζητούσεν ο Χριστός με τόσην παρακάλεσιν από τον ουράνιόν του Πατέρα προ του πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη, η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί» (Ιω. ιζ' 5).
Με τα οποία λόγια δείχνει ότι εζήτει και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητός Του δια να δοξάση πληρέστατα και την ανθρωπότητά Του, επειδή χωρίς αυτήν την δόξαν και ωραιότητα της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού κανένας δεν ηδύνατο να γίνη δεκτικός της του Θεού δόξης και μακαριότητος και ακολούθως κανένας δεν ηδύνατο να γίνη ποτέ μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος. Διότι η ανθρωπότης του Θεού Λόγου εστάθη ωσάν ένα μεθόριον ανάμεσα εις τον Κτίστην και εις τα λοιπά κτίσματα και πέρνουσα αυτή εις τον εαυτόν της όλον το πλήρωμα της του Θεού δόξης και μακαριότητος το συγκερνά τρόπον τινά και ούτω δια μέσου εαυτής μεταδίδει την δόξαν ταύτην και μακαριότητα εις όλους τους μακαρίους αγγέλους τε και ανθρώπους. Αλλ όχι καθώς αυτή την λαμβάνει από τον Θεόν άκρατον, διότι είναι αδύνατον να την δεχθή έτσι άκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.αλλά συγκεκραμένην και μετριωτέραν δια να γίνωνται ταύτης δεκτικοί οι μακάριοι τόσον οι άγγελοι όσον και οι άνθρωποι.
Ότι μεν ουν οι άγγελοι λαμβάνουσι την δόξαν και μακαριότητα δια μέσου του αναστάντος Ιησού Χριστού, μάρτυς ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ότι αι τάξεις των Αγγέλων μετέχουσι της του Ιησού φωτοδοσίας, όχι με εικόνας τινάς αλλά με πρώτην μετουσίαν της γνώσεως, των θεουργικών αυτού φώτων1. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «μετά την σάρκωσιν ώφθη (ο Θεός) και τοις αγγέλοις ουκ εν ομοιώματι της δόξης αλλ αληθεί και ζώντι χρησάμενος ως περιβολή της σαρκός τω καλύμματι» (Διάλογ. α'. κατά Ευτυχ.). Μάλιστα δε ο άγιος Ισαάκ λέγων ότι προ της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού δεν ήτο δυνατόν εις τους αγγέλους να έμβουν εις τα υψηλότερα μυστήρια της θεότητος. Ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού. (Λόγος πδ'. σελ. 478). Και πάλιν: «και αυτή η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει ότι ουκ αφ εαυτής, αλλά διδάσκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ ου υποδέχεται και τοις κάτω επιδίδωσιν» (αυτόθ. 477). Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι δια μέσου της ανθρωπότητος του Ιησού βλέπουσι την δόξαν του Θεού, εδήλωσεν ο Κύριος ειπών: «Πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν». Και δεν στέκει έως εδώ αλλά προσθέτει: «ην δέδωκάς μοι» δια να φανερώση με τούτο την δόξαν όπου εδόθη εις την ανθρωπότητά Του (βλ. Ιω. ιζ' 24).
Ω δόξαις! Ω λαμπρότηταις! Ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Όντως αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος. Διότι την μεν δευτέραν και τρίτην ημέραν εποίησε το πρωτόγονον εκείνο φως και την τετάρτην και πέμπτην και έκτην και εβδόμην εποίησεν τον εν τη δ' ημέρα γενόμενον ήλιον. Την δε Κυριακήν και πρώτην ταύτην ημέραν, και εν τη κοσμογενεσία, μόνος ο Κύριος αμέσως εποίησεν εκ του μη όντος εις το είναι (το γαρ εν αυτή γεγονός φως ουχί από το πρωί, αλλά από μεσημβρίας ήρξατο, κατά τους Θεολόγους) και τώρα πάλιν μόνος ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ταύτην εποίησεν από του μνήματος ως από ορίζοντος αναστάς. Και αυτή η Κυριακή, τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος.τότε δε έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών2.
«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ' 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40).
Τώρα εσύ αδελφέ, είναι δυνατόν να μελετήσης ταύτας τας αληθείας, και να μη γεμίση από χαράν η καρδία σου δια την ανωτάτην ευδαιμονίαν και δόξαν, εις την οποίαν βλέπεις πως έφθασεν ο Λυτρωτής σου δια της Αναστάσεως, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το πανάγιον σώμα Του; Όθεν επιθύμησαι να έχης όλαις ταις χαραίς των αγγέλων και όλων των Αγίων όπου συνέστησαν σήμερον και ελευθερώθησαν από τον άδην, δια να συγχαρής με αυτάς τον αναστάντα Δεσπότην, και δια να ευφρανθής με όλην σου την καρδίαν εις την νέαν ταύτην χαράν και δόξαν και νίκην Του, στοχαζόμενος πως η ιδική Του χαρά είναι και χαρά ιδική σου. Η ιδική Του δόξα είναι και δόξα ιδική σου και η ιδική Του νίκη είναι και νίκη ιδική σου. Και απλώς όσα Αυτός προνόμια και αξιώματα έλαβε δια της Αναστάσεώς Του, όλα ταύτα γίνονται και ιδικά σου δια της προς Αυτόν πίστεως και θερμής αγάπης. Εκείνου ως κεφαλής και εσένα ως μέλους. Εκείνου ως Πατρός και εσένα ως υιού. Εκείνου ως αρχιστρατήγου και βασιλέως και εσένα ως στρατιώτου και βασιλευομένου. Εκείνου ως φιλουμένου και εσένα ως φιλούντος.επειδή η αγάπη έχει φυσικόν ιδίωμα να κοινοποιή τα των φίλων κατά την παροιμίαν.«τα των φίλων κοινά». Και καθώς χθές και προχθές εκοινωνήσατε εις τα Πάθη και την θλίψιν του Κυρίου δια της πίστεως και αγάπης έτσι και σήμερον είναι δίκαιον να κοινωνήσετε εις την χαράν Αυτού και δόξαν και Ανάστασιν, «καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Α' Πέτρ. δ' 13).
Και αν ο Αβραάμ προτήτερα από τρεις χιλιάδας χρόνους είδε την ημέραν ταύτην της Αναστάσεως του Σωτήρος και εχάρη, όταν έλαβε ζωντανόν τον υιόν του καθώς είπεν ο Κύριος: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη». (Ιωάν. η' 56). Πως εσύ να μη χαρής αδελφέ εις την ημέραν ταύτην του Κυρίου, εις την οποίαν η φθορά μετεβλήθη εις αφθαρσίαν, ο θάνατος εις ζωήν, ο ακάνθινος στέφανος εις ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, οι ήλοι, ο Σταυρός και τα λοιπά όργανα του Πάθους και της ατιμίας, έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πως να μη ευφρανθής εις την ημέραν ταύτην, εις την οποίαν οι μεν εν ουρανώ άγγελοι αγάλλονται απολαβόντες και αυτοί δια της Αναστάσεως την σωτηρίαν; Ήγουν την τελείαν ατρεψίαν και ακινησίαν εις το κακόν, ην ουκ είχον πρότερον, καθώς ο θεολόγος Γρηγόριος τούτο δηλοί εις το Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος» και ο τούτου σχολιαστής ερμηνεύει Νικήτας3.
Οι εν τω άδη Προπάτορες ευφραίνονται, οι εν τοις μνημείοις εγείρονται, οι εν τη γη Απόστολοι χαίρουσι, και ο ίδιος άδης πανηγυρίζει με όλα ομού τα επίγεια και ουράνια και άλλο δεν ακούεται εις κάθε μέρος, παρά το «Χριστός Ανέστη!». Πως εσύ να μην αγαλλιάσης εις την ημέραν ταύτην της αγαλλιάσεως, ήτις είναι των εορτών Εορτή και Πανήγυρις των πανηγύρεων κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; Έαρ της Εκκλησίας μεταξύ των καιρών. Ήλιος μεταξύ των αστέρων, χρυσός μεταξύ των μετάλλων και βασιλίς, μεταξύ όλων των ημερών του ενιαυτού. Ήξευρε γαρ ότι αν δεν χαρής πνευματικώς εις όλα ταύτα τα υπερφυσικά χαρίσματα της του Χριστού Αναστάσεως, είναι κακόν σημάδι δια λόγου σου, πως δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστόν και ακολούθως πως δεν είσαι αληθινός Χριστιανός, αλλά ξένος του Χριστού και αλλότριος, διότι δεν συγχαίρεσαι εις την χαράν και δόξαν του Κυρίου σου.
Δια τούτο άναψαι αδελφέ την καρδίαν σου με μίαν φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστόν, ευφραινόμενος εις την ευδαιμονίαν και εις το ιδικόν του καλόν περισσότερον, παρά όπου ήθελες ευφρανθή αν ήτο ιδικόν σου. Και επειδή σήμερον έγιναν καινούργια όλα τα πάντα, ως λέγει ο Παύλος: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17): καινός ο τάφος, καιναί αι σινδόνες, καινή η Ανάστασις του Κυρίου. Καινοί οι αναστάντες Προπάτορες και Δίκαιοι, καινός ο ουρανός, καινή η γη. Ψάλλε και εσύ ακολούθως καινά άσματα καθώς σε προστάζει ο Δαβίδ: «άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ' 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε έργα καινούργια, ζήσαι ζωήν καινούργιαν και αξίαν της του Χριστού καινής Αναστάσεως. Εσύ όταν εβαπτίσθης, συναπέθανες και συνεταφιάσθης μαζί με τον Χριστόν εις την αγίαν κολυμβήθραν και συνανεστήθης μαζί με Αυτόν και υπεσχέθης να ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ως λέγει ο Παύλος «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ως περ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ' 4). Λοιπόν, εντράπου πως έως τώρα παρέβης την υπόσχεσιν αυτήν και έζησες μίαν ζωήν παλαιάν και διεφθαρμένην και από της σήμερον και εις το εξής αποφάσισαι να ανακαινίσης την πρώτην εκείνην υπόσχεσιν όπου έδωκες εις το άγιον Βάπτισμα και να ζήσης μίαν άλλην καινούργιαν ζωήν, όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια. Όχι με φιληδονίας και φιλοδοξίας, όχι με φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. Διότι αυτά είναι της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθης εις το Βάπτισμα και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η' 13). Αλλά με την παρθενίαν και αφθαρσίαν του σώματος, με την καθαρότητα και απάθειαν της ψυχής. Με την πνευματικήν γνώσιν και θεωρίαν του νοός και με τας λοιπάς ζωοποιούς αρετάς και καλά έργα, τα οποία είναι της νέας ζωής του καινού ανθρώπου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο Οποίος αφ ου ανέστη, έζησε μίαν νέαν ζωήν, ελευθέραν έως και από τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, πείναν δηλ. και δίψαν και ψύχραν και τα λοιπά.
Έτσι και εσύ ως συναναστηθείς τω Χριστώ δια της πίστεως, χρεωστείς να ζήσης ελεύθερος καν από τα διαβεβλημένα πάθη και αμαρτίας και να φυλάττης καθαράν αυτήν την νέαν ζωήν όπου σου εχάρισεν ο Χριστός και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγωντάς σου εις αυτάς τας αγίας ημέρας: τώρα είναι Ανάστασις και λαμπρά και τρώγε, πίνε, ευφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ότι αν και ο καιρός της νηστείας επέρασεν, αλλ ο καιρός της εγκρατείας είναι πάντοτε με ημάς και μάλιστα, διότι η αγία Πεντηκοστή είναι οπίσω και μας προσμένει και πρέπει να καθαριζώμεθα εις τας ημέρας ταύτας, δια να λάβωμεν εις την ψυχήν μας τον ερχομόν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς και η Εκκλησία ούτω ψάλλει: «νέαν και καινήν πολιτείαν παρά Χριστού μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, όπως Αγίου Πνεύματος την παρουσίαν απολαύωμεν.» Όθεν είπε και ο μέγας Βασίλειος «πως ημάς η Πεντηκοστή υποδέξεται, ούτω του Πάσχα καθιβρυσθέντος, η Πεντηκοστή του Πνεύματος έσχε του αγίου την εναγή και πάσι γνωρίμην επιδημίαν.συ δε προλαβών σεαυτόν, οικητήριον του αντικειμένου εποίησας Πνεύματος, εγένου ναός ειδώλων, αντί του γενέσθαι ναός Θεού δια της ενοικήσεως του Πνεύματος του Αγίου και επεσσάσω την αράν του προφήτου ειπόντος εκ προσώπου του Θεού.«ότι στρέψω τας εορτάς αυτών εις πένθος» (Αμώς στ' 16)» (Εν τω τέλει του «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Ευχαρίστησε τον Κύριον δια τα χαρίσματα όπου σου εχάρισε δια μέσου της Αναστάσεώς Του και μάλιστα διότι σε έκαμε με την Ανάστασίν Του καινούργιον αντί παλαιού «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε' 17). Και επειδή κατά τους νηπτικούς και θεοσόφους Πατέρας, τρεις είναι αι αναστάσεις όπου ενεργούνται μυστικώς και ηθικώς εις τον άνθρωπον, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και άλλη του νοός4. Η μία της αρετής ήτις κατορθούται δια της πρακτικής φιλοσοφίας, η άλλη του λόγου, ήτις κατορθούται δια της των όντων θεωρίας και πνευματικής γνώσεως και άλλη της υπέρ λόγον σιγής, ήτις κατορθούται δια της αρπαγής προς Θεόν. Παρακάλεσαι τον σήμερον αναστάντα Κύριον να ενεργήση εις τον εαυτόν σου δια της Χάριτός Του αυτάς τας τρεις αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμά σου όπου ενεκρώθη από την εμπάθειαν, την ψυχήν σου όπου ενεκρώθη από την ηδυπάθειαν, και τον νουν σου τον νεκρωθέντα από την προσπάθειαν.
Και ούτω ζωοποιήσας αυτά τα τρία μέρη δια της απαθείας, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με Αυτόν, όχι δια ψιλής πίστεως, αλλά δια πείρας και νοεράς αισθήσεως, ώστε να λέγης κατά αλήθειαν και όχι με λόγον μόνον το : «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον». Και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνος εις εσένα και εσύ αντιστρόφως να βασιλεύεσαι και να ζής εις μόνον τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος: «ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β' Κορ. ε' 15).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχομεν χρέος δεύτερον να συγχαρώμεν με την Παναγίαν Παρθένον, ήτις όταν είδε τον θείον Υιόν Της όπου ανέστη, εγέμισε παρευθύς από τόσην μεγάλην χαράν όση ήτο μεγάλη και η περασμένη θλίψις όπου εδοκίμασεν εις τα Πάθη Του. Οι πόνοι Αυτής και αι θλίψεις μετρούνται από την γνώσιν όπου είχε της απείρου αξιότητος του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπην όπου είχεν εις Αυτόν, όχι μόνον ως Θεόν ομού, και ως γέννημα των σπλάγχνων Της, αλλά και ως Μονογενή Αυτής Υιόν και ως μόνη ούσα Μήτηρ Αυτού χωρίς πατρός, τα οποία όλα δεν άφιναν την αγάπην Της να μοιρασθή εις άλλα πράγματα, αλλά την επολλαπλασίαζαν εις μόνον τον γλυκύν Της Υιόν. Όθεν επειδή και Τον εγνώριζε περισσότερον, Τον ηγάπα και περισσότερον, παρά όπου Τον εγνώριζαν και Τον ηγάπων όλοι οι άγγελοι εις τον ουρανόν, λοιπόν ακόλουθον είναι να ειπούμεν, ότι η Παναγία Παρθένος έπαθεν εις το Πάθος του Υιού Της περισσότερον από εκείνο όπου έπαθαν όλα ομού τα κτίσματα. Και ότι η λύπη Της δεν ευρίσκει άλλην παρόμοιαν δια να συγκριθή πάρεξ την λύπην όπου εδοκίμασεν ο ηγαπημένος Της Ιησούς. «Και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β' 35).
Αφ ου όμως Αυτή πρώτη επήγε κατά το μεσονύκτιον δια να θεωρήση τον τάφον του Υιού Της.και αφ ου δι Αυτήν και μόνην έγινεν ο σεισμός και Αρχάγγελος Γαβριήλ ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και Ευαγγελιστής Της4 κατέβη από τους ουρανούς και εκύλισε την πέτραν από την πόρταν του τάφου και εκάθητο επάνω εις αυτήν αστραπόμορφος και χιονοειδέστατος: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού.ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών». (Ματθ. κη' 2).Αφ ου λέγω κατέβη ο θείος Γαβριήλ.ω, πως μετετράπη ευθύς εις υπερβολικήν χαράν η υπερβολική Της λύπη! Ω πόσον ηγαλλίασε το πνεύμα Της, όταν είδεν, ότι δι Αυτήν μόνην ανοίχθη ο τάφος του Υιού Της! (Καθώς γαρ δια την Θεοτόκον ανοίχθησαν εις τους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και δια την Θεοτόκον ανοίχθη ο ζωοποιός Τάφος του Κυρίου).ως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «εμοί δε δοκεί και δι Αυτήν πρώτην τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφον.δι Αυτήν γαρ πρώτην και δι Αυτής πάντα ημίν ηνέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω και όσα επί της γης κάτω». (Λόγ. εις την Κυριακήν των Μυροφόρων).
Και όταν Αυτή πρώτη εθεώρησε την Ανάστασιν του Υιού Της! Ω πόσον ευφράνθη, όταν πλησιάζουσα εις τον αγαπητόν Της Ιησούν επίασε με άκραν ευλάβειαν και αγάπην τους αγίους Του πόδας και τους επροσκύνησε! Και όταν είδε γεμάτα απο θείον φως και από της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκυτάτου Της Υιού, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα.όλα άτιμα και ανίδεα! Μάλιστα δε εξαιρέτως πόσον εχάρη, όταν ήκουσεν από το θείον στόμα του Υιού Της τον χαροποιόν εκείνον λόγον όπου Της είπε το, «χαίρε». Μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήτο μαζί Της και η Μαγδαληνή Μαρία και επίασε και αυτή τους πόδας του Κυρίου και το «χαίρε» και αυτή ήκουσε, με σκοπόν δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις του Κυρίου μαρτυρουμένη από μόνην την θείαν Μητέρα Του δια την φυσικήν οικειότητα, ως ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου εν τω συναξαρίω του Πάσχα) αποδεικνύει τούτο ισχυρώς. (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και λοιπόν ποίος νους ημπορεί να καταλάβη τι λογής τελειότης αγάπης και χαράς απέρασεν αναμεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, αναμεταξύ μιας τοιαύτης Μητρός και ενός τοιούτου Υιού;
Όθεν αν η Θεοτόκος ήναι φυσική μεν Μήτηρ του Χριστού, θετή δε και πνευματική μήτηρ όλων των Χριστιανών και τοιαύτη μήτηρ, ώστε όπου, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη καλέσωμεν πατέρα εις την γην, επειδή κυρίως ένας είναι ο Πατήρ μας ο επουράνιος «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.εις γαρ εστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς» (Ματθ. κγ' 9). Έτσι έχομεν δίκαιον να ειπούμεν, και ότι ημείς μητέρα άλλην κυρίως δεν έχομεν, ει μη την Θεοτόκον6. Αν λέγω η Θεοτόκος ήναι μήτηρ των Χριστιανών, χρεωστείς και συ αδελφέ ως Χριστιανός και υιος της Παρθένου να συγχαρής εις την μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ανίσως και εις καιρόν της τόσης Της ευτυχίας, εάν δεν ήθελες συγχαρή με την Παναγίαν, βέβαια έχεις να φανής ανάξιος της αγάπης Της. Και εάν φανής ανάξιος της αγάπης Της, έχεις να φανής ανάξιος δια να δεχθής υπό κάτω εις την Σκέπην Της, και εάν Αύτη η κοινή μήτηρ δεν σε δεχθή υπό την Σκέπην Της αλλοίμονον εις εσέ! ποία ελπίς πλέον θέλει μένει δια την σωτηρίαν σου; Επειδή Αυτή είναι η μήτηρ της ελεημοσύνης και δια μέσου των χειρών Αυτής περνούν όλαι αι του Θεού χάριτες, τόσον εν τω ουρανώ, όσον και εν τη γη. τόσον εις τους αγγέλους, όσον και εις τους ανθρώπους.
Αυτή μόνη γαρ μεθόριον γενομένη αναμεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, λαμβάνει από την Τρισήλιον Θεαρχίαν όλας τας υπερφυσικάς δωρεάς και χαρίσματα και τα μεταδίδει ως φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εις όλας τας τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, κατά την αναλογίαν της αγάπης όπου έχουν προς Αυτήν, ώστε Αυτή μόνη είναι και ο ταμιούχος εν ταυτώ και ο χορηγός του πλούτου της Θεότητος και χωρίς την μεσιτείαν αυτής, δεν δύναται να πλησιάση τινάς εις τον Θεόν, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς περί Αυτής υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω α' λόγω των Εισοδίων7.
Όθεν ακολούθως και αι πρεσβείαι της Θεοτόκου ηθέλησεν ο Κύριος, να είναι νόμοι απαράβατοι, δια να γίνεται παρ Αυτού έλεος και ευσπλαγχνία εις εκείνους, δια τους οποίους πρεσβεύει: «στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν» (Παροιμ. κθ' 26). Και ο άγιος Γερμανός «ουδέ γαρ ενδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθήναι.επειδή πειθαρχεί Σοι κατά πάντα, και δια πάντα, και εν πάσιν ο Θεός, ως αληθινή Αυτού αχράντω Μητρί» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν εξ όλης σου της καρδίας με Αυτήν την Δέσποιναν του Ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείον επειδή εις Αυτήν πρώτην εδόθη η χαρά και προ της Αναστάσεως εις τον Ευαγγελισμόν Της, και μετά την Ανάστασιν σήμερον. Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και όλη η του Χριστού Εκκλησία εις χίλια μέρη των ασματικών τροπαρίων Της ψάλλουσα εις Αυτήν χαρμοσύνως και πανηγυρικώς, τώρα μεν «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν εώ χαίρε.ο Σός Υιος ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου Σου» και ποτέ μεν «Αναστάντα κατιδούσα σόν Υιόν και Θεόν, χαίροις συν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή», ποτέ δε «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός Σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς». Τι λέγω; Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και αυτή όλη η άλογος και αναίσθητος κτίσις και χαίρει εις την Ανάστασιν του Υιού Της και Την δωροφορεί με όλα τα κάλλιστα και εξαίρετα δώρα και χάριτας του έαρος και της γλυκυτάτης ανοίξεως.
Και δεν βλέπεις και μόνος με τους οφθαλμούς σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; ο κύκλος της Σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος, και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχροα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, τα οποία άλλα μεν ευγήκαν τελείως από τους κάλυκάς των και παρρησιάζουν εις τους ορώντας την ροδόπνοον χάριν τους άλλα δε εβγήκαν ολίγον και άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τους κάλυκάς των μέσα ωσάν εις νυμφικόν θάλαμον; Δεν ακούεις με τα αυτιά σου την συμφωνίαν και εναρμόνιον μουσικήν όπου τώρα κάμνουν με τα γλυκυτάτας φωνάς των επάνω εις τα χρυσοπράσινα και δασύφυλλα δένδρα αι αηδόνες, αι χελιδόνες, αι τρυγόνες, οι κόσσυφοι, οι κόκκυγες, αι πέρδικες, αι κίσσαι, αι φάσσαι, οι σπίνοι και όλα τα λοιπά ωδικά όρνεα και πουλιά και πως συνερίζονται να νικήση ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστρεπτα αυτών κελαδήματα; Και πως κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τας φωλέας των και τα μεν θηλυκά κάθηνται και πυρώνουν τα αυγά μέσα εις αυτάς, τα δε αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πως τώρα αι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πως οι ποταμοί λυθέντες από τους χειμερίους πάγους ρέουσι πλουσιώτερα και ποτίζουν όπου περνούν της γης το πρόσωπον; Πως τα περιβόλια ευωδιάζουν;
Πως το χορτάρι κόπτεται; Πως τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν επάνω εις τους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πως αι φιλόπονοι μέλισσαι τώρα ευγαίνουσαι από τα κοφφίνιά των βομβούσιν ηδύτατα και πετούν τριγύρω εις τους λειμώνας και περιβόλια και κλέπτουν τα άνθη και πλάττουσι τα κηρία των, βάνουσαι τας ευθείας γραμμάς αντίθετα εις τας γωνίας δια περισσοτέραν ασφάλειαν εν ταυτώ και κάλλος του έργου των και το γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δεν βλέπεις πως τώρα οι άνεμοι ησυχάζουσι; Πως αι γλυκείαι αύραι των ζεφύρων πνέουσι; Πως η θάλασσα είναι γαληνιαία και ήρεμος; Πως οι ναύται ταξιδεύουν άφοβα και πως οι δελφίνες συμπεριπατούν ομού με τα πλοία φυσώντες και κολυμβώντες γλυκύτατα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτας με ευθυμίαν; Δεν βλέπεις πως τώρα οι γεωργοί, τα βόδια ζεύξαντες τέμνουσι την γην με το άροτρον και με τας καλάς ελπίδας των καρπών, όλοι είναι πασίχαροι;
Πως οι ποιμένες και βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας και συραύλια μέσα εις τα δένδρα περνούσι την άνοιξιν και πως οι αλιείς και ψαράδες τα δίκτυα και τους γρίπους εις την θάλασσαν ρίπτοντες, τα βγάνουν τώρα γεμάτα από ψάρια; Δεν βλέπεις πως τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου και αν γυρίσης να ιδής, είναι τερπνά, είναι ευώδη, είναι δροσώδη, είναι χαριέστατα και πανευφρόσυνα, ευχαριστούντα τας πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πως φαίνονται ωσάν να συνανεστήθησαν με τον Χριστόν και αυτά και να εζωντάνευσαν από εκεί όπου ήσαν πρότερον ωσάν νεκρωμένα και αποθαμένα από την προλαβούσαν ψύχραν και δριμύτητα του χειμώνος;8 Και δια να ειπώ με συντομίαν, συγχαίρου με την Θεοτόκον και εσύ αδελφέ, καθώς την εσυγχάρηκαν και αι θείαι μυροφόροι, η Μαγδαληνή Μαρία και η Σαλώμη και η Ιωάννα. Δύνασαι γαρ εάν θέλης να γίνης και εσύ ωσάν αυτάς κατά την ψυχήν, καθώς σε παρακινεί ο θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα λέγων: «καν Μαρία τις ης, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία, ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους αγγέλους και Ιησούν αυτόν», όπου ο σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθείσα δια λόγου των Ευαγγελικών εντολών, ωσάν από δαιμόνια, από την προσπάθειαν της εβδοματικής ταύτης ζωής. Σαλώμη δε, ειρήνη ερμηνευομένη, είναι η ψυχή εκείνη όπου νικήση τα πάθη και υποτάξη το σώμα εις την ψυχήν και δια της θεωρίας των πνευματικών νοημάτων την των όντων γνώσιν περιλαμβάνουσα και δια τούτο ειρήνην τελείαν έχουσα. Ιωάννα δε, περιστερά ερμηνεύεται και είναι η ψυχή εκείνη η άκακος και γονιμωτάτη εις τας αρετάς, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή εις το να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσιν και διάκρισιν.
Εάν τοιαύτη γίνη η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε ωσάν τας μυροφόρους μετά προθυμίας και σπουδής (ο γαρ όρθρος ταχύτητα και σπουδήν δηλοί) εις τον τάφον, ήγουν εις το βάθος, εν ω είναι κεκρυμμένος ο λόγος των επιγείων και ουρανίων και εις την ιδικήν σου καρδίαν9 και ζήτησαι με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης εάν ανεστήθη ο εν σοί λόγος της αρετής και της γνώσεως. Και εάν ζητήσης με τοιούτον τρόπον, πρώτον μεν θέλεις ιδεί να σηκωθή από την καρδίαν σου ο λίθος, ήγουν η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφ ου αυτή σηκωθή θέλεις ιδεί τους αγγέλους, ήγουν τας κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι ανέστη ο εν σοί δια κακίαν νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, επειδή εις την ψυχήν του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά τρόπον τινά είναι νεκρός. Και εις όλον το ύστερον θέλεις ιδεί και αυτόν τον λόγον να σου εμφανίζεται εις τον νουν γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής σου από χαράν πνευματικήν. Όθεν αφού τοιουτοτρόπως πληροφορηθής την του λόγου ανάστασιν δια της πρακτικής, συγχαίρου και με την άλλην Μαρίαν, ήγουν την Μητέρα του Θεού, ήτις εις την θεωρίαν περιλαμβάνεται, η οποία αφ ου επρόλαβε μίαν φοράν και είδε την Ανάστασιν του Υιού Της, επληροφορήθη και ησύχασε και πλέον εις τον τάφον δεν επήγεν, ωσάν τας άλλας μυροφόρους, επειδή και η θεωρία προλαμβάνει και απλώς νοεί, η δε πράξις έπεται και πείρα λαμβάνει την γνώσιν»11.
Η μεγαλυτέρα δε χαρά όπου έχεις να προξενήσης εις την Θεοτόκον είναι εάν κάμης απόφασιν να νικάς τα πάθη σου εις κάθε καιρόν και να παρθενεύης δια την αγάπην της Παρθένου. Και δια να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη δια υιόν Της επιμελήσου να υποτάσσεσαι και να δουλεύης όσον δύνασαι περισσότερον Αυτήν και τον Μονογενή Της Υιόν και παρακάλεσαί Την να σε συναριθμήση με τους ευλαβητικούς δούλους Της και να σε αξιώση να χαίρεσαι με Αυτήν αιωνίως εις τον ουρανόν, ψάλλοντας εις Αυτήν εκείνο το Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. μδ' 17).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι πρέπει τρίτον να συγχαρώμεν με το σώμά μας, διότι ο αναστάς εκ των νεκρών Κύριος δεν ευχαριστήθη μόνον με τον τύπον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του όπερ εστί το άγιον Βάπτισμα. Τούτων γαρ τύπον έχει το θείον Βάπτισμα, ως λέγει ο θείος Παύλος: «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ' 5), δεν ευχαριστήθη λέγω μόνον με τον τύπον της Αναστάσεώς Του να συγχωρήση το προπατορικόν μόνον αμάρτημα, να αφήση δε την ποινήν και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερον με την πραγματικήν Του Ανάστασιν εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος.όπερ εστίν ο θάνατος. «Έσχατός φησιν εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορ. ιε'). Και ούτω με τελειότητα σηκώνει από το μέσον ως νέος Αδάμ την αμαρτίαν με όλας τας ρίζας και κλάδους της και καρπούς.
Διότι με την δύναμιν της σημερινής Αναστάσεώς Του χαρίζει εις όλην την φύσιν των ανθρώπων την ανάστασιν των σωμάτων τόσον των πιστευόντων εις Αυτόν, όσον και εκείνων όπου απιστούν. Και κατά τούτο υπερβαίνει το χάρισμα του νέου Αδάμ από το αμάρτημα του παλαιού, καθ ότι, όσοι μεν εμέθεξαν από το αμάρτημα εκείνου, ούτοι και απέθανον. Όσοι δε εμέθεξαν από την πίστιν του Χριστού, δεν αναστένωνται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν εμέθεξαν από ταύτην την πίστιν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύων το αποστολικόν εκείνο, «πλήν ουχ ως το παράπτωμα, ούτω και το χάρισμα.ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε' 15).
Και η αιτία είναι διότι, καθώς όλην την φύσιν των ανθρώπων ανέλαβεν ο Κύριος εις την θείαν Του υπόστασιν, έτσι ανεκαίνισε όλην την φύσιν, αναστήσας και τους απίστους αυτούς, διότι φυσικώς εν τω Αδάμ ήμαρτον και ου προαιρετικώς. Επειδή όμως προαιρετικώς δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον νέον Αδάμ, δια τούτο και τα μέλλοντα αναστηθήναι σώματα αυτών θέλουν έχει μεγάλην και ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των πιστών και εναρέτων. Καθ ότι εκείνα μεν θέλουν είναι σκληρά βαρέα, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά όλα τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά την αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας, τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων έχουν εκ του εναντίου να είναι μαλακά, κούφα, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και αρετής αυτών, καθώς γενικώς περί τούτων των ιδιωμάτων αναφέρει ο Απόστολος εν τη Α' προς Κορινθ. κεφ. ιε' 42 λέγων: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται δυνάμει.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν».
Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ, πόσον μας ηγάπησεν ο Δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε όπου χωρίς ημάς δεν ηθέλησε να ήναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να γυρίσουν πάλιν να ζουν ομού με Αυτόν δια παντός, δεδοξασμένα και μακάρια: «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α' Θεσσαλ. θ' 13). Επειδή με το μέσον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του μας έκαμεν αξίους δια μίαν τοιαύτην ζωήν και μακαριότητα, γενόμενος ημών Πατήρ αθάνατος και ημείς αθάνατα τέκνα Του εις αιώνας αιώνων, κατά τον τίτλον όπου Του έδωκεν ο Προφήτης: «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. θ' 6). Μάλιστα ηθέλησεν όχι μόνον να υπηρετήση εις την ανάστασίν μας ως μισθός, αλλά και ως αρχέτυπον. Ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή να έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα με το μέτρον εκείνου του δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. γ' 21). Και καθώς ο αισθητός ήλιος όταν κτυπήση τας ακτίνας του εις ένα καθαρόν καθρέπτην, ο καθρέπτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι και ο νοητός ήλιος Χριστός εν τη μελλούση αναστάσει κτυπώντας τας ακτίνας Του εις τα αναστηθέντα σώματά μας, έχει να τα κάμη να λάμπουν ωσάν άλλοι ήλιοι όμοιοί Του καθώς είναι γεγραμμένον: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' 43).
Ω θαυμαστά εφευρέματα όπου εύρεν ο γλυκύτατός μας Ιησούς δια να μας αγαθοποιήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα όπου μας εχάρισε δια της Αναστάσεώς Του! Και τι άλλο μεγαλύτερον και θεοπρεπέστερον χάρισμα ηδύνατο να χαρίση εις ημάς ωσάν αυτό όπου μας εχάρισεν, ήγουν το να δοξάση με τόσην μεγαλοπρέπειαν αιωνίως όχι μόνον την ψυχήν αλλά και αυτό το σώμά μας; Έστω.η ψυχή εις όλον το ύστερον είναι καθαρόν πνεύμα.είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικών της Θεότητος, όθεν δεν φαίνεται τόσον υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος, δια να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι λογής υπερβολή αγάπης είναι αύτη το να πάθη τόσον ένας Υιος του Θεού δια να αξιώση μιας αιωνίου δόξης το σώμά μας όπου είναι μία γη και σποδός; όπου είναι ένα σκεύος γεμάτον από δυσωδίαν και ακαθαρσίαν και μάλιστα όπου απεστάτησε τόσαις και τόσαις φοραίς από το θείόν Του θέλημα με τας κακάς του ορέξεις; Κατά αλήθειαν ανίσως και ημείς ηθέλαμεν καταξεσχίση δια τον Ιησούν Χριστόν με χίλια μαρτύρια το σώμά μας.ανίσως και ηθέλαμεν το καρφώση δι αγάπην Του επάνω εις τον Σταυρόν.η το ολιγώτερον ανίσως ηθέλαμεν το φυλάξη καθαρόν από κάθε λογής αμαρτίαν και μολυσμόν, πάλιν δεν ήτο άξιον το σώμά μας να απολαύση εις τον ουρανόν ένα προνόμιον τόσον υψηλόν, όπου να συνδοξασθή με το σώμα του Λυτρωτού μας «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18).Και τώρα να απολαύση αυτό το υψηλόν προνόμιον τούτο το σώμα, ύστερα αφ ου ύβρισε τον Θεόν δια να θεραπεύση τον εαυτόν του και αφ ου εμολύνθη με τόσας αμαρτίας μόνον διότι εκαθαρίσθη μετρίως με την μετάνοιαν; Τούτο εκπλήττει κάθε νουν. Τούτο κάμνει άφωνον κάθε γλώσσαν.
Ω μακάριαι λοιπόν όπου είναι αι ελπίδες των Χριστιανών, με τας οποίας προσμένουν βέβαια να λάβουν τα σώματά των μίαν τοιαύτην ανάστασιν και δόξαν! Αυταί αι ελπίδες της αναστάσεως κάμνουσι σήμερον να χαίρωνται οι Προπάτορες και Προφήται. Ο αποκτανθείς Άβελ, ο απιστούμενος Νώε, ο εν τοις ξένοις ξενωθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Ο λεπρωθείς Ιώβ, ο διωχθείς Μωσής, ο διαβληθείς Ααρών, ο πολεμών Ιησούς ο του Ναυή, ο πεινών Δαβίδ, ο απογνούς εαυτόν Ηλίας, ο περιγελώμενος Ελισσαίος. Ο πριονισθείς Ησαίας, ο εν τω λάκκω βληθείς Ιερεμίας. Ο ραπισθείς Μιχαίας, ο λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι να ευφραίνωνται οι Απόστολοι και οι μάρτυρες Ιάκωβος και Παύλος οι αποκεφαλισθέντες.Πέτρος και Ανδρέας οι σταυρωθέντες.ο ποτήριον φαρμάκου πιών11 και εν ζέοντι ελαίω βληθείς12 Ιωάννης ο Θεολόγος.Ματθαίος και Πολύκαρπος οι πυρποληθέντες.οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και πάντες οι λοιποί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι σήμερον να αγάλλωνται όλοι οι Όσιοι και Ασκηταί, οι οποίοι επλανώντο εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι και βασανίζοντες την σάρκα των με διαφόρους κακοπαθείας και όσον περισσότερον εβασανίζοντο, τόσον περισσότερον εχαίροντο. Διατί; Δια να λάβουν ενδοξοτέραν ανάστασιν: «ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια' 35).
Αυταί, αυταί αι μακάριαι ελπίδες της αναστάσεώς σου, πρέπει να κάμνουν και εσένα αδελφέ να χαίρεσαι εις τας θλίψεις σου, να πλουτίζης εις την πτωχείαν σου, να παρηγορήσαι εις τας ασθενείας σου και να ευφραίνεσαι εις όλας τας δυστυχίας όπου σου έρχονται. Διότι όσον περισσότερον θλιβής και κακοπαθήσης εδώ, τόσον ενδοξοτέραν ανάστασιν έχεις να λάβης: «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Όθεν αν τυφλωθής, χαίρε ότι αυτά τα μάτια έχουν να λαμπρυνθούν περισσότερον και να θεωρούν καθαρώτερον το φως της Τρισηλίου Θεότητος. Αν κουλλαθής χαίρε, διότι αυτά τα χέρια έχουν να εκτείνωνται με περισσοτέραν παρρησίαν εις τον Θεόν. Αν κουτσαθής χαίρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εις τον Παράδεισον. Αν λεπρωθή όλον σου το σώμα χαίρε, διότι έχει να αναστηθή ενδοξότερον, λαμπρότερον και ωραιότερον. Αν μετανοής και κλαίης δια τας αμαρτίας σου, χαίρε, διότι με τα δάκρυα αυτά θέλεις πλυθή από κάθε μολυσμόν και θέλεις αναστηθή καθαρώτερος. Και λοιπόν διατί φρίττεις και τρομάζεις τόσον πολύ την μετάνοιαν; Διατί αποφεύγεις τόσον κάθε λογής πειρασμόν και θλίψιν αντί να επιθυμής να έλθουν καταπάνω σου όλαι αι τιμωρίαι δια να δοκιμασθής τώρα εις αυτά, ωσάν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος;
Και τι νομίζεις; Ένας αναμάρτητος Ιησούς, ήτον ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, δια να έμβη εις την δόξαν, ήτις ήτο χρεωστουμένη εις το θείόν Του σώμα, δια πολλά αίτια. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ' 26), και εσύ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να έμβης εις την αυτήν δόξαν, αφ ου έγινες ανάξιος δια αυτήν τόσαις φοραίς όσαις ήμαρτες; Έβγαλε από τον νουν σου αυτήν την πλάνην ανάμεσα εις όλον το πλήθος των δικαίων, όπου ο θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του, κανένας δεν ηδυνήθη να απολαύση τόσην ευδαιμονίαν με άλλο πάρεξ με μίαν μεγάλην θλίψιν: «ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. θ' 14), και εσύ θέλεις να γίνη δια λόγου σου μία καινούργια πόρτα εις τον Παράδεισον δια να περάσης ακόπως να χαίρεσαι με την ψυχήν και με το κορμί όλας τας τρυφάς του ουρανού, αφ ου εθεράπευσες τας αισθήσεις σου με όλας τας τρυφάς της γης;
Ανόητος όπου είσαι. Ένας Παύλος έχαιρε να συγκοινωνή εις τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμορφώνεται με τον θάνατόν Του, δια να απολαύση την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως: «ευρεθώ εν αυτώ έχων την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος αυτού εν τω θανάτω, είπως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιππ. γ' 10), και εσύ θέλεις να απολαύσης αυτήν την δόξαν της αναστάσεως τρώγωντας και πίνωντας και μη θέλωντας να δοκιμάσης καμμίαν θλίψιν και βάσανον; Πεπλανημένος όπου είσαι από τον κόσμον και από τον διάβολον. Ήξευρε γαρ, ότι καθώς ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δευτέρα. Η πρώτη είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί εις αυτήν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, δια μέσου της εργασίας των εντολών του Χριστού και της καθάρσεως των ψυχικών παθών και των σωματικών, περί της οποίας αναστάσεως γέγραπται εν τη Αποκαλύψει: «Αύτη η ανάστασις η πρώτη» (Αποκ. κ' 5). Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, ήτις μέλλει να γίνη εν τη συντελεία του κόσμου. Και όποιος αξιωθή απ εδώ να αναστηθή κατά την ψυχήν, ούτος δεν θέλει δοκιμάσει τον δεύτερον θάνατον, όπου είναι η κόλασις, αλλά θέλει αναστηθή με το σώμα, δια να ζήση και να συμβασιλεύση αιωνίως με τον Χριστόν, κατά την αυτήν Αποκάλυψιν: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ' 6).
Όποιος δε απ εδώ δεν αναστηθή κατά την ψυχήν, αυτός κινδυνεύει, όχι να δοξασθή με την ανάστασιν του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα, και με την ψυχήν. Λέγει γαρ ο μέγας Γρηγόριος, ο της Θεσσαλονίκης, ότι καθώς ο αληθινός θάνατος, ήτοι η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και δευτέρου και προσκαίρου και παντοτεινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα εις τον τόπον της ζωής, ήτοι εις τον Παράδεισον, έτσι και η αληθινή ζωή, ήτοι η αρετή και η μετά Θεόν ένωσις, πρέπει δια να αρχίση από τον τόπον του θανάτου, ήτοι από την παρούσαν ζωήν. Και όποιος αυτήν την ζωήν δεν σπουδάση να αποκτήση απ εδώ, ούτος ας μη απατά τον εαυτόν του με ελπίδες εύκεραις, ότι θέλει την λάβη εκεί: «ώστε και η όντως ζωή η και ψυχή και σώματι πρόξενος της αθανάτου και όντως ζωής, εν τω τόπω τούτω του θανάτου έξει την αρχήν και ο μη σπεύδων κτήσασθαι αυτήν κατά ψυχήν ενταύθα, μη κεναίς ελπίσιν απατάτω εαυτόν, ως λήψεται αυτήν εκεί» (Λόγος εις την Ξένην). Εντράπου λοιπόν αδελφέ, δια την αγνωσίαν όπου είχες τούτων των αληθειών και διότι ενόμισες πως έχεις να απολαύσης την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως, χωρίς θλίψεις και βάσανα.
Όθεν μη αφίσης τον εαυτόν σου να πλανηθή πλέον. Κάμε απόφασιν από τώρα και εμπρός να παθαίνης μεν θεληματικώς κάθε κόπον αρετής.να υπομένης δε ευχαρίστως κάθε ακούσιον πειρασμόν, δια την ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως όπου σε προσμένει. Καθώς και ο γεωργός δια την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμώνας και θέρη και ο πραγματευτής δια το κέρδος τρέχει επάνω και κάτω δια ξηράς και δια θαλάσσης. Και ο στρατιώτης δια την ελπίδα της νίκης δεν συλλογίζεται τελείως τον πόλεμον, και ο ασθενής δια την ελπίδα της υγείας πίνει μετά χαράς τα πικρά ιατρικά. Και επειδή ο Κύριος είναι η Ανάστασις και η Ζωή: «εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή.ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» ι(Ιω. ια' 25), δια τούτο παρακάλεσαί Τον να εντυπώση μέσα εις την καρδίαν σου τούτον τον λογισμόν: «εγώ έχω βέβαια να αναστηθώ και συνδοξασθώ, με τον Ιησούν», λοιπόν πρέπει να ετοιμάζωμαι, ίνα με τούτον τον λογισμόν και την ελπίδα καθαρίζης τας αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε λογής μολυσμόν και αμαρτίαν, καθώς είναι γεγραμμένον: «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ αυτώ, αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α' Ιω. γ' 3). Και ούτω ποιών να ετοιμασθής απ εδώ με μίαν ζωήν καθαράν, αγίαν και αξίαν δια να λάβης εμπράκτως τέτοιαις εξαίρεταις επαγγελίαις εις τον καιρόν εκείνον.ήγουν δια να αναστηθής, όχι εις ανάστασιν κρίσεως, καθώς έχουν να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά εις ανάστασιν ζωής, καθώς έχουν να αναστηθούν οι δίκαιοι: «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες, εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες, εις ανάστασιν κρίσεως».(Ιω. ε' 29).
Υποσημειώσεις:
1. Τα λόγια του θείου Διονυσίου άπερ περί της πρώτης τάξεως των θρόνων Χερουβίμ και Σεραφίμ λέγει είναι ταύτα: «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις αττικών γαρ εστι το τας αρσενικάς μετοχάς θηλυκοίς συντάττειν, ως ερμηνεύει ο θείος Μάξιμος) την θεουργικήν ομοίωσιν.αλλ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων» (περί ουραν. Ιεραρχ. Κεφ. ζ').
2. Και τα δύω ταύτα βεβαιοί ο μέγας Βασίλειος. Απορήσας γαρ ο Άγιος διότι ωνόμασεν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην την Κυριακήν λέγει «ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα την απαρχήν των ημερών.την ομήλικα του φωτός.την αγίαν Κυριακήν, την τη Αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην.εγένετο ουν εσπέρα φησί και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (Ομιλ. β' εις την Εξαήμερον).
Ότι δε η Κυριακή έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, λέγει πάλιν ο αυτός Βασίλειος ταύτα εκείσε: «επεί ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην είδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο Ψαλμωδός προσηγόρευσε δια του έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Ώστε καν ημέραν είπης καν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν» (αυτόθι). Σχεδόν τα αυτά περί της Κυριακής λέγουσιν ό τε Γρηγόριος ο Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντες την επιγραφήν του στ' ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εις την Καινήν Κυριακήν: «δια τούτο και η του Χριστού Εκκλησία όλην την διακαινήσιμον Εβδομάδα ταύτην ως μίαν ημέραν της Κυριακής και λαμπροφόρου λογίζεται, δια να δείξη με τούτο ότι και όλος ούτος ο εβδοματικός αιών της παρούσης ζωής έχει να γίνη μία ημέρα ογδόη και Κυριακή, ήτις έσται ο όγδοος εκείνος αιών της μελλούσης ζωής. Επειδή γαρ κατά το μεσονύκτιον της Κυριακής έχει να γίνη η Δευτέρα Παρουσία και να έλθη ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τούτο οι θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν η Κυριακή εκείνη αφ ου μίαν φοράν καταυγασθή από τας ακτίνας του ηλίου εκείνου, δεν λαμβάνει πλέον εσπέραν, αλλ έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος εις αιώνας αιώνων.»
3. Τα λόγια του σοφού Νικήτα εισί ταύτα: «οι δε άγγελοι δυσκίνητοι όντες προς το κακόν αλλ ουκ ακίνητοι μετά την του Χριστού Ανάστασιν, εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι ου φύσει αλλά χάριτι. Είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν και την εκ ταύτης απώλειαν. Ακίνητοι δε εγένοντο οι άγγελοι προς το κακόν μετά την Ανάστασιν, επειδή και έργω έμαθον από τον Δεσπότην Χριστόν την ταπείνωσιν, όστις εταπεινώθη ου μόνον ότι εγένετο άνθρωπος αλλά πολλώ μάλλον ότι κατεδέξατο έως και να νίψη τους πόδας των μαθητών και εγένετο υπήκοος μέχρι Παθών και Σταυρού και θανάτου και ταφής. Δι ό και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν: εντεύθεν άγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες, οδόν υψώσεως και της προς Αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν». (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).
4. Μη θαυμάσης, ω αναγνώστα, ανίσως εδώ μεν λέγομεν τρεις αναστάσεις, εις δε τον ακόλουθον γ'. Συλλογισμόν της Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω αναστάσεις, ψυχής και σώματος. Αι γαρ αύται εις δύω συγκεφαλαιούνται, του νοός, από της ψυχής διαιρουμένου τη επινοία.
5. Ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο καταβάς απ ουρανού και κυλίσας τον μέγαν λίθον από της θύρας του μνήματος του Κυρίου, πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρουσιν.
6. Περί της Θεοτόκου όρα και εις την ζ' Εξέτασιν.
7. Τα λόγια του θείου Πατρός εισι ταύτα: «ουκούν αύτη μόνη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ει μη δι αυτής της τε και του εξ αυτής μεσίτου, και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ει μη δια ταύτης γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Και πάλιν, «Πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, και πάσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων αποκάλυψις, και πάσα πνευματικών ιδέα χαρισμάτων, άπασιν αχώρητος χωρίς Αυτής. Αύτη δε πρώτη δεχομένη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος, καθίστησι τοις πάσι χωρητόν κατά την αναλογίαν και το μέτρον της εκάστου καθαρότητος. Ώστ Αυτήν είναι και ταμίαν, και πρύτανιν του πλούτου της θεότητος, και προς Αυτήν οράν και ταύτη πεποιθέναι τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, και απλώς πάσί τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς ταύτην απαθούς και θείου πόθου. Και του αύλου και αλήκτου έρωτος... και η στάσις έψεται, και η του θείου φωτισμού τρανότης».
8. Όρα τας χάριτας του έαρος ταύτας και άλλας περισσοτέρας εν τω εις την Καινήν Κυριακήν πανηγυρικώ λόγω του Γρηγορίου του Θεολόγου.
9. Λέγει γαρ ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείόν εστι δεσποτικόν η εκάστου πιστών καρδία» (Κεφ. ξα' της α' εκατοντ. των θεολογικών).
10. Εκ του παραδείγματος του Ιωάννου του εις την θεωρίαν παραλαμβανομένου και του Πέτρου του εις την πράξιν αναγομένου, πίστευσον ταύτα. Έτρεχον γαρ οι δύο ούτοι ομού, ως λέγει το Ευαγγέλιον, αλλ όμως ο Ιωάννης επρόλαβε τον Πέτρον: «ο άλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλιν: «ο μεν Ιωάννης βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνον και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται εις τον τάφον και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριον και τα λοιπά και ούτω πιστεύει».
11. Τούτο λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος εν τη κγ' ερωτική ευχή.
12. Τούτο λέγει Γεώργιος ο Κορέσιος.λόγος εις την Ανάστασιν.
Aγαπητοί μου,
Aυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Kαι θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ’ έπαιρνε μαζί της στον Άι-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά –από τις οχτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Άγιο Xαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ’ ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν ωραίο περίπατο στους Kήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.
Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Tο έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Tα ευαγγέλια προπάντων μ’ άρεσαν πολύ. Eίναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα. Πρώτα των Bαΐων –και συνήθως απ’ αυτή την Kυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες– έπειτα της Aνάστασης, έπειτα του Θωμά, των Mυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Άι-Xαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος τα έλεγε θαυμάσια. Kι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ’ άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ’ έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Kι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού –ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Kαι σου ’κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Kυρίου…
Tη Mεγάλη όμως Eβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Kυριακή το πρωί, η Aνάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: Δεύτε λάβετε φως, Xριστός Aνέστη, Eν αρχή ην ο λόγος και καθεξής. Δεν μ’ έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Aκολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Eπιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τι προηγήθηκε απ’ την Aνάσταση. Mόνο, από την Kυριακή των Bαΐων, πως ο Xριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Iεροσόλυμα. Aλλά τι έκαμε κει, τι τον έκαμαν, άκρες μέσες: Kάποιος Mυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Tαφή σε καινό μνημείο… Tι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Mόλις είχα μια ιδέα.
Kι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Eίχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Mεγάλης Πέμπτης και της Mεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!… Eίδα και το Xριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Xριστό σαν αληθινό… Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Eπιτάφιο (κι ο Xριστός του Eπιταφίου στη Zάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Eσταυρωμένος). Kαι θυμούμαι ακόμα τι αλλιώτικη εντύπωση, τι μεγαλύτερη χαρά μου έκανε το Πάσχα στην εκκλησίτσα την πρώτη φορά, αφού είχ’ ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Mπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.
Γιατί όλη τη Mεγάλη Eβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Eίχα παρακολουθήσει το Xριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ’ ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Mυστικό Δείπνο, είχ’ ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Mητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον … Γι’ αυτό το Xριστός Aνέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι’ αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Eκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Eκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξύδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
Έτσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Aνάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Mεγάλη Eβδομάδα. Mαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνο το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ’ οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ’ τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγώνα και αγωνία, ύστερ’ από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Mεγάλη Eβδομάδα.
Ω, αυτό το ξέρετε και σεις απο τώρα. Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Mεγάλη Eβδομάδα; Γελάτε, ε;… Kαι του χρόνου!
Σας ασπάζομαι
ΦAIΔΩN
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος τρίτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
Πηγή: http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6182.html
Ο μέγας πατριώτης και Αθωνίτης ιερομόναχος Γαβριήλ, σαν γύρισε από την ''Πόλη των ονείρων'' του, εκείνο το Πάσχα του 1953, δεν έχανε ευκαιρία να διηγείται τον πόνο και τα δάκρυα των κρυπτοχριστιανών, που γνώρισε ως πνευματικός στα ''μυστικά δώματα'' του Πατριαρχείου.
Μεγάλη Τετάρτη πρωί του είπαν εμπιστευτικώς ότι στο επάνω παρεκκλήσιο, που συνέχεται με τον κεντρικό ναό, τον περιμένουν κάποιοι ξένοι από μακριά, για να εξομολογηθούν και να μεταλάβουν.
Πράγματι, στο ημίφως του υπερώου, διέκρινε δεκαριά άνδρες χωρικούς, οι οποίοι στο αντίκρυσμά του έβαλαν όλοι τους μετάνοια και ο γεροντότερος του είπε σε διάλεκτο Ποντιακή: ''Ήμες Χριστιανοί, Πάτερ, α σον Πόντον, και λαλεύομεν (φιλούμε) τα πόδα σου, να ξαγουρεύομεν (να εξομολογηθούμε) και μεταλάβομεν σήμερον και απές να λέομεν στην Αγιωσύνην σου, ντό θέλομεν ένα κι' άλλον''.
Ευτυχώς που ο γέρων Γαβριήλ είχε συναναστραφεί πριν από χρόνια με Ποντίους πρόσφυγες στην Μακεδονία και καταλάβαινε κάπως την γλώσσα τους.
Έτσι, έμαθε από τους εξομολογούμενους ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια ολόκληρο το χωριό τους είναι κρυπτοχριστιανοί.
Ότι στο φανερό είναι Οθωμανοί και Τούρκοι, και στο κρυφό είναι Χριστιανοί και Έλληνες και περιμένουνε να τους γλυτώσει ο Θεός από την σκλαβιά.
Ότι στα φανερά λέγονται Χασάνηδες και Μεμέτηδες, και τα πραγματικά τους ονόματα είναι Γιωρίκας ( Γεώργιος), Ανάστας (Αναστάσιος).
Ότι έχουν έναν δικό τους δήθεν Χόντζα, αλλά ούτε περιτομή κάνουν ούτε ραμαζάνια και μπαϊράμια.
Ότι πριν από την ''ανταλλαγή'', έπαιρναν Παπά από γειτονικά χριστιανικά χωριά και στα κρυφά τους βάπτιζε, τους στεφάνωνε, τους λειτουργούσε τις μεγάλες γιορτές και μετελάμβαναν.
Ότι τώρα δεν υπάρχει πουθενά Παπάς και έρχονται αναγκαστικά στην Πόλη, λίγοι-λίγοι, δήθεν για δουλειές και γίνονται Χριστιανοί.
Μετά την εξομολόγηση έμειναν σύμφωνοι να ξαναπάνε αργά το βράδυ με τις γυναίκες τους μαζί και τα παιδιά, και μέσα στην νύχτα μυστικά να γίνει η βάπτιση των παιδιών κ.λ.π.
Έτσι και έγινε. Το βράδυ, σαν ησύχασε ο κόσμος, ήρθανε όλοι με τις οικογένειές τους τμηματικά και με προφυλάξεις. Εξομολογήθηκαν και οι γυναίκες, και κοντά στα μεσάνυχτα έγινε στο παρεκκλήσιο η βάπτιση, το μύρωμα και ο Εκκλησιασμός των παιδιών.
Ο Λειτουργός Πνευματικός γέρων Γαβριήλ λαβών τα Άγια εκφωνεί: ''Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε''.
-Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού;
-Ανάστας.
Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού;
- Παρέσσα
Μετά το νεοβάπτισμα τον πλησιάζουν οι δυο γεροντότεροι και του λένε: ''Ατώρα, πάτερ, να λέομέν σε έναν κι' άλλον τ' αμέτεραν τας δουλείας. Σ' εμέτερον το χωρίον Πουπάν κι' έχομεν, ανάστασιν καί ξέρομεν αδά στα τριάντα χρονίας. Ντό ψυήν να δίομεν σον Θεόν Πάτερ; Τα παιδία μουν αντρέβουν χωρίς Πουπάν, στεφάν ποίον να θέκει τα στο αφκάλ;
Άχ! αφορισμένον σκλαβίαν. Πάσχα έρχετεν, Πάτερ, και να κάνεις μας και ίνα ανάστασιν, ν' ακούσουμε ''Χριστός Ανέστη'', κι απές ας πεθάσκομεν''.
Στις μέρες μας το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού αποκαλύπτεται και συζητιέται όλο και περισσότερο:
''Τούρκοι'' σκηνοθέτες και ηθοποιοί παρουσιάζουν, μέσα στην Τουρκία, ταινία μεγάλου μήκους με θέμα τους κρυπτοχριστιανούς του Πόντου.
''Τουρκάλες'' με μαντίλες και φερετζέδες ανάβουν κεριά σε Εκκλησίες της Πόλης και κάνουν τάματα σε Αγίους.
''Τούρκοι'' πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι μιλάνε ανοιχτά για την έκταση του κρυπτοχριστιανισμού στην Τουρκία και γνωστοποιούνται, μέσω τηλεοράσεως και διαδικτύου, ολόκληρα χωριά του Πόντου , όπου μιλάνε Ελληνικά και στα κρυφά πιστεύουνε σε Τριαδικό Θεό και Παναγία!
''Τούρκοι'' Αλεβήτες ( περί τα 25 εκατομμύρια) κρατάνε κομποσκοίνια και ανάβουνε στις τελετές τους θυμιατά και λαμπάδες.
Λέτε να ήρθε το ''πλήρωμα του χρόνου'' για την πραγματοποίηση της προφητείας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που έλεγε: ''Από τους Τούρκους το 1/3 θα χαθεί, το άλλο τρίτο θα βαπτισθεί και μονάχα το 1/3 θα πάει στην Κόκκινη Μηλιά''...
Του Φώτη Μιχαήλ, ιατρού
________________________________________
Σημ.
Οι διάλογοι στην Ποντιακή αλιεύθηκαν από το βιβλίο του γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη ''Νοσταλγίαι και Αναμνήσεις''.
Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος. Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικών, και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
«Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω». «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε και αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσιν». «Λαοί υμνούσι... Πάσχα μέγα εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως. Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν λάμπων από του τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος. Άδης ηχμαλώτισται. σατάν ηφάνισται. χαίρει κόσμου τα πέρατα», μέλπει Εκκλησία του Χριστού.
Και με το στόμα του μεγαλυτέρου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνήτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην... ο Άδης επικράνθη... Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
(Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, Κυριακής Πάσχα).
Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της. Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες, όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέση στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός. Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με την θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψη κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήση και να κατανοήση εις βάθος και να εκτιμήση ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του. Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ' ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ' ετέρου.
Θα έπρεπε όμως να εκταθή υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα. Όσα έχουν αναφερθή ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνον ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά Η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης. Ποιας αγάπης; και ποιου θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχείρηση η συνέχεια του λόγου να καταδείξη. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικώτερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως. Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
α) Η αγάπη του Θεού
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. δ' 8). Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του. Και όσο λίγο κατανοούμε τον Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιωρισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνη από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφρασθή αυτή η διαπίστωση. Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστή» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένη μη εξιστάμενος;«Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τί ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανόηση ο καθένας μας ό,τι μπορεί, αφού ο χρόνος δεν μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
«Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα, από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείον έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι' αυτό και εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, (Δευτερ. ε' 9), επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι' αυτά προνοεί».
Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μια δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Επομένως ο Θεός "εξίσταται" με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του και ειδικώτερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός. Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από την μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός". (Γαλ. β' 13) ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστή έκσταστη προς τον Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους Επιστολή του (Β', ε' 13). Δεν ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, (Ζ' εκατοντ. Θεολογίας, όπου και τα παραπάνω των αγίων Διονυσίου και Ιεροθέου κεφ. 84 εξ.) λέει τα εξής: Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό ο έρως, που είναι αγάπη κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης. Και, για να το ξαναπούμε καθαρώτερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα, που είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθήται και αγαπάει να τον αγαπούν. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
Και συνεχίζει (κεφ. 87): Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθή ότι «ο Θεός είναι αγάπη»(Α' Ιω. δ' 16). Και πάλι λέγεται για τον Θεό, ότι είναι «γλυκύτης και επιθυμία», δηλαδή αγάπη και θείος έρως (Άσμα Ασμ. ε' 16). Υποκείμενο λοιπόν, άλλα και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους.
β) Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο
Ο Θεός ο υπεράγαθος και υπεράγιος, ο Θεός, που είναι η αγάπη η άπειρη και απερινόητη, δεν ανεχόταν να περιορίζεται σε μόνον τον εαυτό του το αγαθό, που τον χαρακτηρίζει, και η χωρίς όρια μακαριότης του, χωρίς αυτά τα αγαθά να μετέχωνται και από άλλους εκτός του εαυτού του. Γι' αυτό δημιούργησε τις νοερές αγγελικές δυνάμεις, τον αισθητό κόσμο και ανάμεσά τους τον άνθρωπο, τον περιβεβλημένον υλικό σώμα, αλλά και προικισμένον με πνευματικόν πλούτο μέσα σε αυτό. Όλα έγιναν από πολλή αγάπη και μόνο, γιατί ο Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται συμπλήρωση από τίποτε. Είναι απολύτως μακάριος και δεν χρειάζεται προσθήκη άλλης δυνάμεως. Είναι πάνσοφος και δεν χρειάζεται συμβούλους και έξωθεν σοφία όντας αυτός αυτοσοφία και πηγή κάθε σοφίας. Ο μόνος λόγος νοερής και υλικής δημιουργίας ήταν η απέραντη αγάπη του για να μετάσχουν και τα δημιουργήματά του από τον πλούτο των αγαθών, των οποίων είναι ο ίδιος φορεύς και να γεύωνται τον πλούτο της αγάπης του.
Έτσι έχουμε μια κίνηση αγάπης, που εκπορεύεται από τον Θεό, διαπερνάει και διαποτίζει όλα τα όντα, πνευματικά και υλικά, και επιστρέφει πάλι στον ίδιο τον Θεό ως πηγή της. Ιδιοποιούμενα δε τα πλάσματά του αυτήν την αγάπη, την προσφέρουν με τη σειρά τους στην αέναη πηγή της, για να συνεχίζη ακατάπαυστα αυτή η θεία ροή και η υπερλογική ανακύκληση. Έτσι ο λόγος «Τα σα εκ των σων» αποτελεί μια ατέλειωτη και αδιάκοπη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη περίοδο αγάπης, που ζωοποιεί και χαρίζει ό,τι καλό σε όλους τους αποδέκτες της και προ πάντων στους λογικούς αποδέκτες της, που του προσφέρουν με τη σειρά τους ως δική τους, συνειδητά δική τους, την αγάπη τους στον Θεό, από τον οποίο και ξεκίνησε.
Αυτό τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋποθέτει τον Αγαθό Κύριο του παντός και το Αγαθό, που σε Αυτόν προϋπάρχει και που από Αυτόν προέρχεται, ξαναγυρίζει στον ίδιο, γιατί η κίνηση αυτή είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει και την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση μαζί του. Γιατί η αγαπητική ένωση με τον Θεό είναι πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ένωση» (όπ. π. κεφ. 89).
Η κίνηση αυτή είναι κίνηση αγαπητική κοινωνίας με τον Θεό. Ιδιαίτερα τα λογικά πλάσματα, ακριβώς γιατί έχουν λογικό και αυτοσυνειδησία, κοινωνούν συνειδητότερα και βαθύτερα με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή βέβαια δεν είναι κοινωνία ίσων προς ίσον, αλλά κοινωνία πλασμάτων σχετικών και περιορισμένων προς τον άπειρο Δημιουργό τους. Με άλλα λόγια. αλλιώς αγαπάει ο Θεός τα πλάσματά του και αλλιώς τα πλάσματα τον Θεό. Η αγάπη του Θεού είναι απροσμέτρητη και άπειρη σε μέγεθος και βάθος και πλάτος και γνησιότητα. Η αγάπη των πλασμάτων προς τον δημιουργό τους πάντοτε περιορισμένη και σχετική και οπωσδήποτε ανάλογη με τη δύναμη προσφοράς τους.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τον Θεό ως έκφραση της απέραντης αγαθότητος και κοινωνικότητός του. Και δημιουργήθηκε με κέντρο της υπάρξεώς του τον Δημιουργό του, από τον οποίο την πήρε και η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να συνεχίζεται και να διατηρήται αλώβητη, όπως π.χ. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, η γη διατηρήται και διατηρεί όλον τον πλούτο της από τον ήλιο, που τη συγκρατεί στην τροχιά της και την ζωογονεί με το φως και τη θερμότητά του.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δημιουργήθηκε και με τα ιδιαίτερα χαρίσματα της λογικότητος, της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας και επομένως με τη δυνατότητα προσωπικής και αγαπητικής κοινωνίας με τον Θεό. Και αυτή πάντοτε εν ελευθερία. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός, όπως ήδη τονίσθηκε και πιο πάνω και για τα άλλα λογικά και πνευματικά όντα. Όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη ο Θεός, το τονίζουμε και πάλι αυτό, της κοινωνίας του ανθρώπου μαζί του, αλλά από αγαθότητα απέραντη και από αγάπη και με την επιθυμία να μετέχη διαρκώς και περισσότερο ο άνθρωπος στις πνευματικές και άλλες δωρεές του Θεού, στη μακαριότητα και στην απεριόριστη χαρά και ευτυχία του. και, αν μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, να χαίρεται ο Θεός βλέποντας χαρούμενον και μακάριον τον άνθρωπο και διαρκώς προοδεύοντα στην μαζί του σχέση.
Ο Θεός φύσηξε στον Αδάμ πνοήν ζωής. Και του έδωσε άφθονη τη θεία χάρη γιατί προίκισε τον Αδάμ με «ψυχήν ζώσαν» και όχι απλώς ψυχή, που είχαν άλλα έμβια όντα. Και δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου απλώς ζωή, αλλά ψυχή, που δεχόταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που θα μπορούσε να τη διατηρή, εφόσον θα ζούσε πνευματικά. Έτσι το Άγιον Πνεύμα θα γινόταν η ψυχή της ψυχής του, ο μόνιμος κάτοικός της, και επομένως θα γινόταν «τέλειος και ολόκληρος και εν μηδενί λειπόμενος». Όσο θα εξακολουθούσε αυτή η ψυχή του Αδάμ να είναι τέτοια, θα του έδινε συνεχή δόξα και θεόμορφη και θεοειδή λαμπρότητα. Θα έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και θα γινόταν συνδημιουργός του Θεού στην κλίμακα και τον κύκλο της ανθρώπινης υπάρξεώς του.
Όπως δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, μας λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «δεν χρειαζόταν να παρεμβάλλεται μεταξύ αυτού και του Θεού κάτι, που να χρειάζεται να το γνωρίζη και που να τον εμποδίζη στην αυτόβουλη σχέση και συγγένειά του με τον Θεό. Αυτό θα πραγματοποιούνταν μέσω της αγάπης κατά την κίνησή του προς αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ήταν απαθής, δεν θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών. Επειδή δε ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από τις περιστατικές ανάγκες των τεχνών, για την οποιαδήποτε χρεία του. Και επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρις στη γνώση ελεύθερος από την εξάρτηση και αναγκαστική θεώρηση της φύσεως, γιατί θα την γνώριζε άμεσα και με τη βοήθεια της χάριτος. Αυτή δε η κατάσταση μονιμοποιούμενη ελεύθερα με την προσωπική προσπάθεια και ελεύθερη συμβολή του ίδιου του ανθρώπου θα τον ωδηγούσε στη θέωση».
Όμως ο Αδάμ έπεσε θεληματικά παρακούοντας την σαφή εντολή του Θεού. Έπεσε πολύ βαριά. Και ευρισκόμενος στην κατάσταση της παρακοής στερήθηκε τη θεία χάρη και αποξενώθηκε από τον Θεό. Έχασε το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα, αφού δεν θέλησε να τιμήση και την προνομιακή θέση, που σε αυτήν τον τοποθέτησε ο Θεός καθώς και τις ανεκτίμητες ευεργεσίες, που του έκανε ο Δημιουργός του. «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Έτσι βυθίστηκε στην άγνοια και στο σκοτάδι μη έχοντας πια οδηγό του το Άγιο Πνεύμα και δεν του ήταν πια δυνατή η πρώτη οικεία σχέση του με τον Θεό. Κατάντησε λοιπόν ο άνθρωπος γεώδης και βοσκηματώδης, σκλάβος των παθών του και της αμαρτίας, που τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος έμεινε πια μόνος του, με μόνο σύντροφό του την πικρή, την κατάπικρη, τώρα για την κατάστασή του ανάμνηση μιας τρομερής πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και μιας ανέφικτης πια και οριστικά χαμένης ευτυχίας και ενός απολεσθέντος Παραδείσου.
«Οίμοι! ο Αδάμ εν θρήνω κέκραγεν, ότι όφις και γυνή Θεϊκής παρρησίας με έξωσαν, και Παραδείσου της τρυφής ξύλου βρώσις ηλλοτρίωσεν! Οίμοι! Ου φέρω λοιπόν το όνειδος. ο ποτέ βασιλεύς πάντων κτισμάτων του Θεού, νυν αιχμάλωτος ώφθην, υπό μιας αθέσμου συμβουλής και ο ποτέ δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος της νεκρώσεως την δοράν περιφέρω. Οίμοι! Τίνα των θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;» (Στιχηρόν των αίνων της Κυριακής Τυρινής).
Άδικα λοιπόν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο; Θα έμενε πια όνειρο μακρινό η αρχέγονη κατάσταση; Θα ήταν για πάντα κλειστός για τον άνθρωπο ο ουρανός;
γ) Η ανόρθωση και ο θρίαμβος της αγάπης
Ο Θεός όμως δεν είναι μικροπρεπής ούτε εκδικητικός. «Ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν». Θα ψάλη αργότερα ο ιερός Ψαλμωδός. Αλλά ο Θεός ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Το πλάσμα του ελεύθερα τον παρήκουσε. Διεχώρισε την πορεία του από την πορεία, που του χάραξε ο Δημιουργός του. Αλλά εκείνος, μακρόθυμος ων και πολυέλεος, δεν μπορούσε να υποφέρη βλέποντας το πλάσμα του καταδικασμένο στη φθορά και στον θάνατο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος λησμόνησε τον Πλαστουργό του, ο Πλαστουργός του δεν λησμόνησε ποτέ το πλάσμα του το ξεπεσμένο και δυστυχισμένο από τη δική του παράνοια και ανυπακοή. «Ο Θεός αγάπη εστί». Και η αγάπη του Θεού «ουδέποτε εκπίπτει» σε μη - αγάπη. Ο Θεός δεν έπαψε να αγαπά το δημιούργημά του, στο οποίο μάλιστα εγκατέστησε την εικόνα του. Ως Παντογνώστης, αλλά και πλήρως Προγνώστης του μέλλοντος είχε σχεδιάσει «προ καταβολής κόσμου» την επανόρθωση του πεσόντος Αδάμ και της καταπεσμένης ανθρώπινης φύσεως. Και προγραμμάτισε κάτι, που όχι ανθρώπου διάνοια, αλλά και αυτών των αγίων αγγέλων ο άγιος νους ήταν αδύνατο να φαντασθή.
Επειδή δε δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, που ο ίδιος του χάρισε και την οποία δεν ήθελε χρησιμοποιώντας τη θεία δύναμή του να αναγκάση τον άνθρωπο να δεχθή τη λύτρωσή του, έπρεπε να χρησιμοποιήση τρόπο τέτοιον, που να βοηθηθή ο άνθρωπος να δεχθή ελεύθερα και αβίαστα την επάνοδό του στην αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Δύο ενέργειες καθιστούν φανερόν και γνήσιον τον εραστή και φορέα της θείας αγάπης.
Πρώτον, η ευποιΐα και ευεργεσία προς τον αγαπημένο και
Δεύτερον, η αδίστακτη προσφορά και των μεγαλυτέρων θυσιών και δεινών χάριν του αγαπημένου.
Η δεύτερη ενέργεια είναι ανώτερη από την πρώτη. Η δεύτερη ενέργεια είναι επίσης πειστικώτερη από την πρώτη. Και γι' αυτό και είναι σπανιώτερη από την πρώτη. Στον ανθρώπινο βίο βέβαια, όχι όμως και προκειμένου περί του Θεού.
Και η πρώτη ενέργεια για τον Θεό ήταν προχειρότατη. Και την είχε εκδηλώσει προηγουμένως με πλούσια δώρα στον άνθρωπο και μπορούσε να την επαναλάβη με περισσότερες και ακόμη ανώτερες δωρεές και ευεργεσίες. Η δεύτερη όμως ενέργεια θα σκόνταβε στο ότι ο Θεός είναι απρόσβλητος από ο,τιδήποτε μειωτικό και αρνητικό, γιατί ο Θεός δεν είναι παθητός. Όμως η αγάπη του δεν σταμάτησε σε αυτό το εμπόδιο. Η αγάπη του ως πάνσοφη και απείρως εφευρετική θα εύρισκε τον τρόπο να προχωρήση και στη δεύτερη ενέργεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πείση την ανθρώπινη φύση για τη γνησιότητα της αγάπης του χωρίς να την παραβιάση ή να την παραμορφώση ή να την άρη και να την αφαιρέση. Ο Θεός χαρίζει αμεταμέλητα ό,τι χαρίζει. Δεν μετανοιώνει ποτέ για ό,τι έκανε, γιατί δεν κάνει τίποτε, που να μην είναι και σοφά καμωμένο και ακριβώς σύμφωνο με αυτό ακριβώς, που ήθελε να κάνη. Και λοιπόν βρήκε τη λύση. Βρήκε τη λύση όχι περιμένοντας την πτώση του ανθρώπου, αλλά προαιωνίως, γιατί ό Θεός ήξερε τί επρόκειτο να συμβή με τον άνθρωπο. Και ποια θα ήταν η λύση; Η λύση θα ήταν η «κένωση». Η κένωση; Τί σημαίνει κένωση; Σημαίνει, ότι θα άδειαζε από τη θεότητά του και θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο μονογενής Υιός του, η απόλυτη αγάπη του θείου προσώπου του, το θείο και υπερφυσικό Γέννημά του.
Τί πιο μεγαλειώδες και πιο υπέροχο σχέδιο από αυτό; Σχέδιο, που μόνον Αυτός μπορούσε και να το σκεφθή και προ πάντων να το θέση σε εφαρμογή επισκεπτόμενος τον άνθρωπο ο Θεός σαν άνθρωπος και αυτός στο πρόσωπο του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου του, που ήταν και είναι ισοδύναμος και συνάναρχος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού. Και θα τον έστελνε όχι με θείο μεγαλείο και δόξα ουράνια και στρατιές αγγέλων δορυφορούντων αυτόν, αλλά ως ταπεινόν άνθρωπο.
Αυτό θα ψάλη αργότερα η Εκκλησία:
«Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, επ' εσχάτων δε των χρόνων, ο αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, διά της εαυτού Αναστάσεως» (Πεντηκοστάριον, Σάββατον Διακαινησίμου, στιχηρόν εις το Κύριε εκέκραξα).
«Ο Βασιλεύς των ουρανών διά φιλανθρωπίαν, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος, και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως, εις έστιν Υιός διπλούς την φύσιν, αλλ' ου την υπόστασιν. Διό τέλειον αυτόν Θεόν, και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών, ον ικέτευε Μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (ένθ. ανωτέρω).
Με άλλα λόγια δεν θα γινόταν άνθρωπος άλλος από τον ίδιο τον Θεό, γιατί στο πρόσωπο του Υιού του Θεού θα ήταν ο ίδιος ο Θεός, αφού ο Λόγος του Πατρός είναι Θεός όπως ο Πατήρ χωρίς καμμιά διαφορά εκτός της υποστατικής ιδιότητός του ως εκ Πατρός γεννηθέντος. «Ούτος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» κατά την μαρτυρία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ναι τέτοιος είναι ο Θεός. Γεμάτος απέραντη αγάπη θερμή, τρυφερή, απαλή, ποτέ κουραστική και ποτέ εκβιαστική. Υπέροχη εικόνα αυτής της ανεκτίμητης απαλής αγάπης και θείας λεπτότητος παρουσίας του έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον δυναμικό προφήτη Ηλία, στον οποίο είπε:
«Εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει. Ιδούπαρελεύσεται Κύριος. Και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου. ουκ εν τω πνεύματι ο Κύριος. Και μετά το πνεύμα συσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ ο Κύριος. Και μετά τον συσσεισμόν πυρ. ουκ εν τω πυρί Κύριος. Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος!» (Γ' Βασιλ. 19, 11-12).
Ναι, αυτός είναι ο Κύριος. «Φωνή αύρας λεπτής», γαλήνια αύρα, που δροσίζει, που γαληνεύει, που εξηρεμεί, που ειρηνεύει και που θωπεύει τρυφερά και σπλαχνικά τον ξεπεσμένον άνθρωπο. Ως τέτοιος θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο. Θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός, ως άνθρωπος. Όχι μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, χωρίς να είναι, αλλά σε πραγματικόν άνθρωπο, με σάρκα και αίμα, ως «ενανθρωπίσας Θεός». Ως ίσος προς ίσους, έστω κι αν πίσω του θα κρυβόταν η Θεότης του, αφού θα ήταν θεάνθρωπος. Όμως θα φαινόταν και θα λεγόταν και θα ήταν και «υιός του ανθρώπου». «Και λοιπόν ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις». Μάλιστα. «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται»!
«Ο Υιός λοιπόν του Θεού εν μορφή Θεού υπάρχων... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β' 6-8).
Ο λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, που ως απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός ήταν και ο ίδιος Θεός, άδειασε τον εαυτό του από το θεϊκό του μεγαλείο, τον σμίκρυνε μόνος του θεληματικά από αγάπη και μόνο και από απόλυτη υπακοή στο θέλημα του αγαπημένου του Πατρός και έλαβε μορφή δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος και ουσιαστικά ίδιος με τους ανθρώπους κατά το εξωτερικό του φαινόμενο, χωρίς όμως αμαρτία, και ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου οδυνηρού και ατιμωτικού.
«Ο περί τους ανθρώπους έρως τον Θεόν εκένωσε», θα σχολιάση ένας εκκλησιαστικός Πατήρ.
Πλήθος είναι οι σχετικές γραφικές μαρτυρίες για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές θα αναφέρουμε για να πιστοποιηθή πόση αγάπη και πόσον πόθο είχε ο Θεός να σώση τον άνθρωπο συμφιλιώνοντάς τον μαζί του.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιω. γ' 16).
Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονογενή του Υιόν, για να μη χαθή και καταδικαστή ο κόσμος, αλλά να σωθή ο καθένας, που θα πιστέψη σε αυτόν και να κληρονομήση την αιώνια ζωή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο για να κρίνη και να καταδικάση τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος βάσει της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού.
Αντί λοιπόν να παρουσιασθή ένδοξος και περιβεβλημένος όλη του τη θεία δύναμη και το μοναδικό του μεγαλείο, ήρθε ταπεινά, από αγάπη και εντελώς αθόρυβα, για να κάνη ό,τι ο θείος Απόστολος Παύλος σημειώνει αναφερόμενος στο γεγονός αυτό.
«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά του Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι' ημών.δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ. τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. ε' 17-21).
Όλα έγιναν καινούργια. Και όλες οι δωρεές πηγάζουν από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του διά του Ιησού Χριστού και ανέθεσε σ' εμάς τους αποστόλους το έργο του να υπηρετούμε σε αυτήν την συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός ήταν ενωμένος με τον Ιησούν Χριστόν σε μια θεανδρική υπόσταση συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους με τον εαυτό του και μη καταλογίζοντας τα αμαρτήματα εις βάρος των ανθρώπων. Αυτός μας ανέθεσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συμφιλιώνει με τον Θεό. Είμαστε λοιπόν πρεσβευτές του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο Θεός διά μέσου μας σας παρακαλεί. Και εμείς λοιπόν παρακαλούμε εξ ονόματος του Χριστού και σας λέμε.συμφιλιωθήτε με τον Θεό!
Και τώρα είναι πια εύκολο έργο η συμφιλίωση με τον Θεό διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ως άνθρωπος δεν γνώρισε ποτέ καμμιά αμαρτία από προσωπική πείρα, αυτόν τον Ιησούν Χριστό τον έκανε για μας αμαρτία, τον φόρτωσε, με άλλα λόγια, τις δικές μας αμαρτίες, και τον άφησε να κατακριθή ως αμαρτωλός για χάρη μας, ώστε εμείς διά μέσου του και της θυσίας του να δικαιωθούμε απέναντι του Θεού.
Ο Πατήρ αγάπησε πράγματι τον κόσμο. Το ίδιο και ο Υιός του. Αγάπησε και αυτός με την ίδια θέρμη και στον ίδιο βαθμό τον άνθρωπο. Αυτό μας βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Θεσσαλονικείς:
«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαιυμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β' Θεσ. β' 16-17).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε, μας έδωσε παρηγορία ανεξάντλητη με τη χάρη και την καλή ελπίδα του ουρανού και των αγαθών του. Είθε αυτός να παρηγορήση τις καρδιές σας και να σας στηρίξη με κάθε διδασκαλία οικοδομητική και κάθε καλό έργο.
Και ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος απόστολος Ιωάννης, καταθέτει και αυτός τη δική του μαρτυρία.
«Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α' Ίω. δ' 10).
Η αγάπη του Θεού φαίνεται και συνιστάται στο γεγονός, ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που πρώτοι αγαπήσαμε τον Θεό, αλλά εκείνος αγάπησε πρώτος εμάς τους αμαρτωλούς και έστειλε τον Υιό του για να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία λυτρωτική για τις αμαρτίες μας και τη συμφιλίωσή μας με τον Θεό.
Και ο απόστολος Παύλος προσθέτει δοξολογικά και ευχαριστιακά ό,τι θα αποτελούσε και σύνοψη του θείου έργου της αγαπητικής για τη σωτηρία του ανθρώπου οικονομίας του Θεού.
«Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά του Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, ην προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης, εν αυτώ, εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού, εις το είναι ημάς εις έπαινον της δόξης αυτού, τους προηλπικότας εν τω Χριστώ» (Εφεσ. α' 3-12).
Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος μας έχει χορηγήσει πλούσια κάθε ευλογία πνευματική διά μέσου του Ιησού Χριστού, ώστε να αποκτήσουμε και να απολαύσουμε τα επουράνια αγαθά. Αυτό το πραγματοποίησε σύμφωνα με την εκλογή, που μας έκανε διά μέσου του Ιησού Χριστού προτού να δημιουργηθή ο κόσμος. Και το έκανε με σκοπό να γίνουμε εμείς άγιοι και αψεγάδιαστοι μπροστά του. Με την αγάπη του μας προώρισε να υιοθετηθούμε και να γίνουμε παιδιά του χαριστικώς διά μέσου του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αγαθή του διάθεση και το άγιό του θέλημα. Και αυτό, με το να υμνούνται και να δοξάζονται η χάρη του και οι πλούσιες δωρεές του, που με αυτές μας στόλισε και μας έκανε χαριτωμένους πνευματικά διά μέσου του αγαπημένου του Υιού.
Πραγματικά διά μέσου του Υιού του λάβαμε και έχουμε την απελευθέρωση από την σκλαβιά της αμαρτίας και τη σωτηρία με το αίμα του, που χύθηκε επάνω στον Σταυρό για να εξαγορασθούμε. Έτσι λάβαμε και έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας βάσει του πλούτου της χάριτός του. Τη χάρη αυτή μας την χορήγησε πλούσια και με το παραπάνω μαζί με κάθε σοφία πνευματική. Και αυτό, για να γνωρίσουμε μεγάλες αλήθειες και για να σκεφτόμαστε σωστά και να ρυθμίζουμε όσα μας αφορούν καθώς πρέπει.
Ακόμα μας έκανε γνωστό το μυστικό και κρυμμένο μέχρι τότε για τον άνθρωπο θέλημά του σύμφωνα με την καλή διάθεση, που είχε για μας πριν από αιώνες ο Θεός. Και η καλή του διάθεση ήταν να πραγματοποιηθή στον κατάλληλο καιρό, όταν αυτός θα ερχόταν, για τη σωτηρία μας. Και έτσι να ενώση διά μέσου του Χριστού σε μια αρμονική ενότητα τα πάντα, τους αγγέλους του ουρανού και τους ανθρώπους στη γη. Διά μέσου του Χριστού και εμείς έχουμε εκλεγή σαν να έγινε κλήρωση γι' αυτό, δηλαδή χωρίς εμείς να κοπιάσουμε καθόλου, και έχουμε προορισθή σύμφωνα με την άγια πρόθεση του Θεού. Ο Θεός ενεργεί και τα κάνει όλα σύμφωνα με το αγαθό του θέλημα. Έχουμε επομένως προορισθή να αποτελούμε έπαινον και ύμνον παντοτεινό της άπειρης δόξας του και της αγαθότητός του εμείς οι χριστιανοί, που και από πριν (όσοι ήμασταν πρώην πιστοί Ιουδαίοι και γίναμε τώρα χριστιανοί) ελπίζαμε και περιμέναμε τη σωτηρία μας διά μέσου του Ιησού Χριστού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Αποκάλυψή του μας λέει ετούτα:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις... από Κυρίου Ιησού Χριστού,ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών...» (Αποκ. α' 4-5).
Εγώ ο Ιωάννης απευθύνομαι στις επτά εκκλησίες (της Μ. Ασίας) και σας εύχομαι να έχετε τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αξιόπιστος μάρτυρας της αλήθειας του Θεού. Αυτός είναι εκείνος, που έχει αναστηθή πρώτος από τους νεκρούς και έγινε αρχή της αναστάσεως όλων των πιστών στη νέα ζωή. Αυτός είναι ο εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Αυτός λοιπόν ο Ιησούς και μας αγαπάει και μας έχει λούσει και καθαρίσει με το αίμα του από τις αμαρτίες μας.
Κάτι, που έχει σημαντική βαρύτητα και αποτελεί θεμελιώδη σημασία για την αγάπη του Θεού, είναι και η εμπειρία των Αγίων και η προσωπική βίωση της αγάπης αυτής. Αυτήν καταθέτει ο άγιος απόστολος Παύλος, που έχει ζήσει όσο λίγοι την αγάπη αυτή και μας λέει τα ακόλουθα:
«Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,5-11).
Δεν μας ντροπιάζει η ελπίδα στον Θεό, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθή πλούσια και έχει πλημμυρίσει τις καρδιές μας με το Άγιον Πνεύμα. Και μας δόθηκε ως προκαταβολή για τις δωρεές, που με βέβαιη ελπίδα περιμένουμε να δεχθούμε από τον Θεό. Η άπειρη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού απέναντί μας έγινε φανερή από τούτο, δηλαδή από το ότι, ενώ εμείς ήμασταν άρρωστοι πνευματικά, δηλαδή αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον καιρό, που γνώριζε από πριν ποιος θα είναι ο κατάλληλος, πέθανε επάνω στο σταυρό για να σώση με τη θυσία του τους ασεβείς.
Πραγματικά είναι μεγάλη η αγάπη του Θεού. Πολύ δύσκολα μπορεί πιθανόν να υπάρξη άνθρωπος που να θυσιασθή για κάποιον δίκαιον. Για έναν αγαθόν και καλόν άνθρωπο ίσως τολμήση κάποιος να πεθάνη. Ο Θεός όμως δείχνει με τρόπο αναμφισβήτητο την αγάπη του για μας με το γεγονός, ότι, αν και εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, πέθανε για χάρη μας ο Χριστός. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε από την μελλοντική οργή. Και αυτό, γιατί, ενώ εμείς ήμασταν εχθροί συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο τώρα, που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, που ζη (με την Ανάστασή του) αιώνια, κοντά στον Θεό ως μεσίτης μας. Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά απολαμβάνοντας από τώρα τις ευεργεσίες του Θεού καυχώμαστε για την αγάπη του διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που με την παρέμβασή του έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό.
* * *
Αλήθεια ποιος άνθρωπος αγάπησε τόσο πολύ; Κι αν αγάπησε έναν ή κάποιον αριθμό συνανθρώπων του δεν του ήταν δυνατό να αγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια απέραντη αγάπη και για όλους μαζί και για τον καθένα τους χωριστά. Όλους, όχι μόνο τους τωρινούς ανθρώπους, αλλά όλους, μικρούς και μεγάλους, καλούς και κακούς, δικαίους και αδίκους, όσοι υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν επάνω στη γη. Είναι αδιανόητο αυτό για άνθρωπο. Όση αγάπη κι αν νιώθει ένας φιλόστοργος πατέρας είναι αγάπη για το δικό του παιδί και βέβαια αγάπη ανθρώπινη, περιωρισμένη, αδύναμη, ασύγκριτα μικρή μπρος στην αγάπη του Θεού. Όση αγάπη κι αν έχει μια μητέρα για τα παιδιά της, δεν μπορεί να έχη την ίδια αγάπη και για όλα τα παιδιά του κόσμου, έστω κι αν θυσιασθή γι' αυτά. Η αγάπη της είναι ανθρώπινη, και γι' αυτό περιορισμένη και ανίκανη να σώση το παιδί της από την αμαρτία ή να του εξασφάλιση αιώνια ζωή.
Ποιος καλός άνθρωπος ένιωσε τέτοιον μανικόν έρωτα για τους ανθρώπους, ώστε να αγαπάη απαραμείωτα και μισούμενος και διωκόμενος και βασανιζόμενος και κακοπαθών ως καταγέλαστος και περιφρονημένος από τους ίδιους τους αγαπημένους του χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς απογοήτευση; Και μάλιστα διατηρώντας από ευγνώμονα αγάπη τη μνήμη των αγνωμόνων και σαδιστών δημίων του; Ποιος θα έδειχνε θεωρώντας τα τραύματα των βασανιστηρίων του δείγματα αγάπης αδιάσειστα ως προς τη γνησιότητά της; Αυτά μόνο η κενωθείσα και ενανθρωπήσασα αγάπη ήταν ικανή να πραγματοποιήση όχι σε περιωρισμένη κλίμακα, αλλά σε όλη την έκτασή τους. Επανερχόμενος στη ζωή ο ενανθρωπήσας και σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς, ανασταίνοντας το σώμα του διατηρεί τις ουλές του και τις πληγές του και στα μάτια των αγγέλων και στα μάτια των Μαθητών του, τους οποίους αφήνει να τα ψαύσουν προς επιβεβαίωση της ταυτότητός του και της θυσίας της αγάπης του. Και ενώ απέρριψε όλα τα άλλα σωματικά στοιχεία και όποιο άλλο χαρακτηριστικό της υλικότητος του πριν από την ανάσταση σώματός του και όποιο άλλο αδιάβλητο πάθος (π.χ. πείνα, δίψα, βάρος, ανάπαυση κ.λπ.) κρατάει συνεχώς τις ουλές του και τα σημάδια των πληγών του. Και μάλιστα με χαρά και καμάρι και ικανοποίηση. Πώς λοιπόν να μη βρουν ανταπόκριση σε αυτήν την αγάπη τα αναρίθμητα πλήθη αγίων μαρτύρων, που «επικολούθησαν τοις ίχνεσιν αυτού»βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο του μαρτυρίου χάριν της υπέρτατης αγάπης του Κυρίου για τους ανθρώπους και μαρτύρησαν με τη σειρά τους και αυτοί από αγάπη προς τον πρώτον αγαπήσαντα αυτούς Κύριον;
Ο Κύριος «εαυτόν εκένωσε και έλαβε δούλου μορφήν... και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Με τη σταύρωση και την ταφή του φάνηκε πως όλα τελείωναν. Έγινε λοιπόν άδικα η θυσία; Όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς, ο Μονογενής Υιός του Θεού, όλα αυτά αποτελούσαν απλούστατα φενάκη; Στηρίχθηκαν λοιπόν ελπίδες στο πρόσωπό του και στο έργο του και όλα τάφηκαν πίσω από μια βαρειά ταφόπετρα; Έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Μιαν αναλαμπή απολυτρώσεως στο Πρόσωπο του Κυρίου την διέψευδε η αλυσίδα των δραματικών γεγονότων των ελάχιστων ημερών, που προηγήθηκαν και τα σφράγισε πια για πάντα η σιγή του τάφου; Για λίγες μέρες έτσι φάνηκε, πως όλα πήγαν χαμένα. «Και ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ' ου ταύτα εγένετο...». Πόση θλίψη, αλήθεια, πόση απογοήτευση, πόσο ζοφερή απαισιοδοξία, αλλά και απελπισία δεν μαρτυρούν αυτά τα λόγια! Καμμιά ελπίδα πια μετά την ταφόπετρα, που φάνηκε να σκεπάζη και νεκρώνη ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες....
Αυτή ήταν η ανθρώπινη πλευρά.
Και η θεία πλευρά; Η θεία πλευρά δεν μίλησε με λόγια. Μίλησε με τον πιο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, με την ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Γιατί με την ανάσταση:
«Η φθορά εξωστράκισται.
αφθαρσία εξήνθησε.
ο δεσμός ο χρόνιος διαλέλυται.
οι ουρανοί, η γη και τα επίγεια ευφραίνονται.
εξανέστη γαρ Χριστός.
εσκύλευται ο θάνατος»
και η συνδιαλλαγή Θεού και ανθρώπου
επισφραγίσθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Γιατί «η ευφρόσυνος επεφάνη ημέρα»,
που κατ' αυτήν πραγματοποιήθηκε
ο θρίαμβος της αγάπης
του αιωνίου Θεού!
Αυτώ η δόξα, η τιμή, το κράτος, η σοφία, η αγάπη, ο αίνος και η αιωνία ευγνώμων ευχαριστία! ΑΜΗΝ!
«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ»
Ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη
Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/anastasi_eyseviosvittis.el.aspx
Εάν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματά Του, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος· με την ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός.
Μεταξύ των θαυμάτων η ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό πηγάζουν η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Αυτό είναι εκείνο το οποίο καμία άλλη θρησκεία δεν έχει· αυτό είναι εκείνο το οποίο ανυψώνει τον Κύριο υπεράνω όλων των ανθρώπων και των θεών. Αυτό είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο δείχνει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σε όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Αναστάντα Κύριο το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε μάταιη η πίστη του! Διότι, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την πίστη στο Χριστό δεν φθάνει κανείς στην αθανασία και την επί του θανάτου νίκη, τότε προς τι η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει κανείς στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος με την πίστη στον Αναστάντα Χριστό αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει σιγά-σιγά μέσα του την αίσθηση ότι ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε, άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, νίκησε το θάνατο σε όλα τα μέτωπα της μάχης.
Χωρίς την ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε κάτω από τον ουρανό τίποτε πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Σ’ όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Αναστημένος Κύριος είναι τα «πάντα εν πάσιν» σ’ όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή σε όλες τις αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
Πηγή: http://www.diakonima.gr
Η εικόνα του Νυμφίου της Εκκλησίας μας, δηλαδή του Κυρίου μας με το στεφάνι, είναι η πιο προσφιλής και συμπαθής εικόνα για κάθε χριστιανό και μάλιστα τον πονεμένο.
Ο πονεμένος άνθρωπος αναπαύεται κοντά στον πονεμένο. Ο πληγωμένος ευρίσκει παρηγοριά σ’ εκείνον που έχει τις περισσότερες πληγές, γιατί είναι σε θέση να τον καταλάβει.
Ο αδικημένος στηρίζεται στην απελπισία του, όταν ατενίζει με τα σωματικά του μάτια και άλλον διασυρμένο και καταδικασμένο και μάλιστα αδίκως.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τον κάθε εμπερίστατο άνθρωπο.
Το λυπημένο, το ταπεινωμένο, το ματωμένο πρόσωπο του Κυρίου μας προσελκύει κάθε άνθρωπο που έχει προβλήματα η αντιμετωπίζει δοκιμασίες.
Είναι αδικημένος και κατατρεγμένος από την κακότητα των ανθρώπων;
Ηρεμεί, όταν βλέπει με τα μάτια του σώματός του την εικόνα του Κυρίου μας η τον αγκαλιάζει με τη θερμή του πίστη, όταν σκέπτεται ότι αυτός μεν ως άνθρωπος μπορεί να είχε φταίξει, πριν καταδικαστεί, ενώ ο Κύριός μας καταδικάσθηκε χωρίς να πράξει κάποιο, έστω μικρό, σφάλμα.
Την αθωότητά του την παραδέχεται ακόμη και ο Πιλάτος και μάλιστα τρεις φορές ομολογεί ενώπιον του όχλου: «Ούτος ουδέν άτοπον έπραξεν».
Ο πληγωμένος σωματικά από θεληματική και οργανωμένη επίθεση συνανθρώπου του η ο τραυματισμένος ψυχικά από λόγια πικρά, όταν βλέπει την Εικόνα του Νυμφίου, αισθάνεται μια παρηγοριά και παίρνει μεγάλη ενίσχυση, γιατί σε μια ειλικρινή αυτοεξέταση αναλογίζεται: «Εκείνος “αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού».
Παρά ταύτα οι άνθρωποι ως ληστή τον συνέλαβαν και ως κακούργο τον σταύρωσαν, ενώ εγώ δεν κατάφερα, ούτε μια μέρα να ζήσω χωρίς να διαπράξω κάποιο σφάλμα, χωρίς να διατυπώσω έναν πικρό η ακατάλληλο λόγο η χωρίς να σκεφθώ κάτι πονηρό και βλαπτικό για την ψυχή μου».
Ο αμαρτωλός, όταν βλέπει το ακάνθινο στεφάνι του Κυρίου μας, παρηγορείται και θεριεύει μέσα του ηελπίδα, ότι θα λυτρωθεί από τα πάθη του και θα σωθεί από τις αμαρτίες του, αφού ο Χριστός μας με την αναμφισβήτητη πλέον εσταυρωμένη αγάπη του θυσιάσθηκε «υπέρ ημών και αντί ημών».
Και εν γένει ο κάθε δοκιμαζόμενος άνθρωπος, βλέποντας και διαπιστώνοντας ότι έχει συμπάσχοντα και συναγωνιζόμενο τον Κύριο, παίρνει θάρρος και κουράγιο, ξεχνάει τον πόνο του, δε συντρίβεται στις μυλόπετρες της δοκιμασίας του και ζει με την ελπίδα της σωτηρίας του και της απαλλαγής του από την πίκρα της ζωής αυτής.
Μακάρι να συνειδητοποιήσει ο κάθε άνθρωπος, ότι στη ζωή δεν παλεύει μόνος του.
Ο Νυμφίος της Εκκλησίας μας αγαπάει τη νύμφη ψυχή μας και θέλει πάντα να ευρίσκεται κοντά της «συγκοιταζόμενος και συνανιστάμενος».
Ο πονεμένος χριστιανός, ο πολυπαθής οικογενειάρχης, ο δοκιμαζόμενος κάθε ημέρα νέος, ο άρρωστος που υποφέρει και ο αμαρτωλός που βασανίζεται η από τύψεις η από λογισμούς η από εγκατάλειψη προσφιλών προσώπων, ας έχουν υπόψη τους ότι στον αγώνα τους και στην αγωνία τους, στις ήττες και στις νίκες τους, στη χαρά και στη λύπη τους είναι μπροστά τους ο Κύριός μας, ο Νυμφίος της Εκκλησίας, που, σύμφωνα με την ωραία διδασκαλία του ιερού Χρυσοστόμου, είναι για μας τα πάντα.
«Εγώ πατήρ, φησίν ο Χριστός, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλης εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστής.
Εγώ και δουλεύσω, ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι.
Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ, πάντα εγώ.
Μόνον οικείως έχε προς εμέ.
Εγώ πένης δια σε και αλήτης δια σε, επί σταυρού δια σε, επί τάφου δια σε, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.
Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;».
Πηγή: http://aktines.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6630.html
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...