Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πρόκειται για την εργασία του θεολόγου κ. Δημήτρη Ξεσφύγγη.
Εισαγωγή
1) Η άμβλωση στην Αρχαία Ελλάδα
Η άμβλωση ήταν γνωστή στην αρχαία Ελλάδα, χωρίς να θεωρείται κατακριτέα, από την τότε ηθική, και χωρίς να απαγορεύεται με ειδική νομική διάταξη. Το έμβρυο σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε αποτελούσε μέρος της μητρικής γαστέρας, μια θέση την οποία δυστυχώς συναντάμε και στις μέρες μας από διάφορα φεμινιστικά κινήματα, και επομένως η μητέρα μπορούσε να το καταστρέψει χωρίς να λογοδοτήσει.
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης συνιστούσαν μάλιστα την άμβλωση ως κατάλληλο μέσο για τη λύση του δημογραφικού προβλήματος[1] (Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβ. 7 κεφ.10). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η άμβλωση μπορούσε να εκτελείται χωρίς φόβο ποινής έως τα μέσα του πέμπτου μήνα της κυοφορίας. Ο Αριστοτέλης μάλιστα καθόριζε με νόμο τον αριθμό των παιδιών. Ακόμη αν τυχόν παρουσιάζονταν υπεράριθμα κρούσματα κυήσεως, τότε συνιστούσε την άμβλωση στους πρώτους μήνες, πριν ακόμη αποκτήσει το παιδί το αίσθημα ζωής, ενώ ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που απαγόρευσε στον ιατρό τη συμμετοχή του στη διενέργεια των αμβλώσεων όπως προκύπτει και από τον όρκο του «Οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον, οὐδὲ ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε. Ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω».[2] Θα μπορούσε δε να χαρακτηρισθεί ως πρόδρομος των Πατέρων της Εκκλησίας.
2) Ο όρος έκτρωση – άμβλωση κατά τους Ιερούς Κανόνες σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων σε σύγκριση με την ιατρική επιστήμη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των Ιερών Κανόνων η έκτρωση και γενικότερα η άμβλωση είναι η εγκληματική εκείνη πράξη στην οποία προβαίνει η έγκυος γυναίκα, ή επιτρέπει σ’ άλλους να το πράξουν, με αποτέλεσμα να σκοτώσει το κυοφορούμενο υπ’ αυτής τέκνο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι στους Ιερούς Κανόνες δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αμβλώσεως και εκτρώσεως όπως γίνεται στην Ιατρική επιστήμη.
Η ιατρική επιστήμη κάνει διάκριση μεταξύ εκτρώσεως και αμβλώσεως. Έκτρωση κατ’ αυτήν είναι ο προκλητός τερματισμός της κύησης πριν από τη βιωσιμότητα, δηλαδή πριν το όψιμο έμβρυο αναπτυχθεί αρκετά για να επιβιώσει. Ο όρος έκτρωση εδώ σημαίνει την θεραπευτική διακοπή της κύησης ενώ ο όρος άμβλωση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την χωρίς ιατρική ένδειξη διακοπή της κύησης.[3]
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν οδηγήθηκαν σε μια τέτοια λανθασμένη διάκριση διότι γι’ αυτούς σημασία έχει το αποτέλεσμα της πράξεως, δηλαδή, είτε είναι θεραπευτική η διακοπή της κύησης, είτε όχι, πρόκειται για φόνο. Ωστόσο εισάγεται μία εξαίρεση που θα την δούμε παρακάτω.[4] Έτσι οι Πατέρες προέβησαν στην καθιέρωση κανόνων για την ανάδειξη της αποτρόπαιης αυτής πράξης σε εκκλησιαστικό έγκλημα, όχι όμως με σκοπό την τιμωρία των πιστών μέσω των ποινών που καθιέρωσαν, αλλά τη σωτηρία τους μέσα απ’ αυτές τις ποινές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΑΜΒΛΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
Α) Η ΑΜΒΛΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
1) Η άμβλωση κατά τον Μ. Βασίλειο
Πρώτος κανόνας ο οποίος ομιλεί περί αμβλώσεως και ίσως θα μπορούσαμε να πούμε και ο ποιο περιεκτικός είναι ο β’ (2ος) κανόνας του Μ. Βασιλείου.[5] Συγκεκριμένα αυτός ορίζει:
«Ἡ φθείρασα κατ’ ἐπιτήδευσιν, φόνου δίκην ὑπέχει, ἀκριβολογίᾳ δὲ ἐκμεμορφωμένου καὶ ἀνέξεικονίστου παρ’ ἡμῖν οὐκ ἔστιν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐκδικεῖται οὐ μόνον τὸ γεννηθησόμενον, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἑαυτῇ ἐπιβουλεύσασα, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ ἐναποθνήσκουσι ταῖς τοιαύταις ἐπιχειρήσεσιν αἱ γυναῖκες. Πρόσεστι δὲ τούτῳ καὶ ἡ φθορὰ τοῦ ἐμβρύου, ἕτερος φόνος κατά γε τὴν ἐπίνοιαν τῶν ταῦτα τολμώντων. Δεῖ μέντοι μὴ μέχρι τῆς ἐξόδου παρατείνειν αὐτῶν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλὰ δέχεσθαι μὲν μετὰ τὸ μέτρον τῶν δέκα ἐτῶν, ὁρίζειν δὲ μὴ χρόνῳ, ἀλλὰ τρόπῳ τῆς μετανοίας τὴν θεραπείαν».
Αναλύοντάς τον βλέπουμε ότι ο Μ. Βασίλειος ορίζει ότι η γυναίκα η οποία φθείρει το έμβρυο που κυοφορεί είναι υπόλογη φόνου. Ομιλώντας εδώ ο Μ. Βασίλειος περί τη φθορά του εμβρύου εννοεί οιονδήποτε τρόπο κατά τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μία έκτρωση, είτε δηλαδή με κάποιες φαρμακευτικές ουσίες είτε με κάποιο εξωγενή παράγοντα.
Εντούτοις σημαντικότερο στο παρόντα κανόνα είναι το ότι επισημαίνεται η σημασία του κυοφορούμενου είτε αυτό ήταν διαμορφωμένο, είτε όχι, δηλαδή αν είχε λάβει την τελική του μορφή ως νεογνό, ή ήταν μία άμορφη μάζα αναπαραγόμενων κυττάρων, κάτι το οποίο το συναντάμε στις πρώτες μέρες της συλλήψεως. Τον παραπάνω διαχωρισμό μεμορφωμένου ή άμορφου εμβρύου δεν το συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στο Έξοδος, 21, 22 –25.
Στο κεφαλαίο αυτό της Εξόδου γίνεται λόγος για δύο άνδρες που μάχονται. Εάν τύχη ο ένας εξ αυτών να κτυπήσει κατά την διάρκεια της μάχης κάποια γυναίκα που εγκυμονεί, και αυτή αποβάλλει το έμβρυο που κυοφορεί, αν αυτό είναι άμορφο, ο άνδρας που την εκτύπησε είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει το σύζυγό της σύμφωνα με αυτά που θα ορίσει αυτός, δηλαδή ο σύζυγος. Εάν όμως το παιδί είναι μεμορφωμένο, τότε να πληρώσει με την ίδια του τη ζωή. Σύμφωνα με το χωρίο αυτό της Εξόδου παρατηρούμε ότι στον Εβραϊκό νόμο υπήρχε διάκριση μεταξύ μεμορφωμένου και άμορφου εμβρύου, κάτι το οποίο σταματά να υφίσταται στη Καινή Διαθήκη και στη διδασκαλία των Πατέρων.
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει επίσης στον β’ (2ο) κανόνα, ότι πολλές φορές τυχαίνει να αποθνήσκουν και οι γυναίκες μαζί με τα έμβρυά τους. Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για δύο ξεχωριστούς φόνους, οι οποίοι επιτιμώνται όχι όμως με αποχή από τα Θεία Μυστήρια, ως το τέλος της ζωής τους, αλλά μόνο για δέκα χρόνια, σύμφωνα άλλωστε με τον κα’ (21ος) της εν Αγκύρα Συνόδου[6] και με τον νζ’ (57ος) του Μ. Βασιλείου.[7]
Καλό θα ήτανε σ’ αυτό το σημείο να κάνουμε μία αναφορά στον η’ (8ο) κανόνα του Μ. Βασιλείου[8] ο οποίος ομιλεί περί διάκρισης μεταξύ εκουσίου – ακουσίου και πλησίον του εκουσίου φόνου καθώς και στους νς’ (56ο), νζ’ (57ο)[9] περί των ποινών εκουσίων και ακουσίων φόνων αντίστοιχα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον η’ (8ο) του Μ. Βασιλείου[10] έχουμε φόνους οι οποίοι είναι:
α. Εκούσιοι και θεληματικοί, δηλαδή ο δράστης ήθελε να φονεύσει, άρα φόνος εκ προμελέτης.
β. Ακούσιοι και χωρίς τη θέληση του δράστη δηλαδή φόνους εξ αμελείας και
γ. Ακούσιοι αλλά με στοιχεία των εκουσίων, δηλαδή ο δράστης έχει τη δυνατότητα να προβλέψει ότι από τις ενέργειές του είναι δυνατό να προκληθεί φόνος.
Διακρίνοντας λοιπόν ο Μ. Βασίλειος τους εκουσίους από τους ακουσίους φόνους, κατατάσσει στο τέλος του κανόνα του τις γυναίκες οι οποίες κατασκευάζουν τα φάρμακα εκείνα που προκαλούν τις αμβλώσεις, αλλά και τις γυναίκες που λαμβάνον αυτά με σκοπό να αποβάλλουν τα κυοφορούμενα απ’ αυτές έμβρυα, στους εκουσίους φονιάδες. Δηλαδή εντάσσει ξεκάθαρα την άμβλωση στους εκουσίους και θεληματικούς φόνους. φόνους λοιπόν εκ προμελέτης.
«Καὶ αἱ τοίνυν τὰ ἀμβλωθρίδια διδοῦσαι φάρμακα, φονεύτριαί εἰσι καὶ αὐταί, καὶ αἱ δεχόμεναι τὰ ἐμβρυοκτόνα δηλητήρια. Ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον.»
Κατά τον νς’ (56ο)κανόνα του Μ. Βασιλείου[11] περί εκουσίων φόνων, αυτός ορίζει, ότι όποιος θεληματικά εφόνευσε να μένει ακοινώνητος των Θείων Αγιασμάτων για είκοσι χρόνια.
«Ὁ ἑκουσίως φονεύσας καὶ μετὰ τοῦτο μεταμεληθείς. Ἐν εἴκοσιν ἔτη ἀκοινώνητος ἔσται τοῦ ἁγιάσματος….»
Κατά τον νζ’ (57ο) κανόνα[12] περί ακουσίων φόνων, ορίζει ότι αυτός που φονεύει χωρίς τη θέλησή του, χωρίς δηλαδή να το έχει προμελετήσει, να μένει ακοινώνητος για δέκα χρόνια. Τα δέκα αυτά χρόνια ορίζονται ως εξής:
α. Τα δύο εξ αυτών να προσκλαίει στη είσοδο του Ναού.
β. Τα επόμενα τρία έτη να ακροάζεται, δηλαδή να ακούει τις Θείες Γραφές, έως ότου να πει ο Διάκονος «’Οσοι κατηχούμενοι προέλθετε».
γ. Τα άλλα τέσσερα έτη να υποπίπτει, δηλαδή να μπαίνει στο Ναό αλλά να στέκεται όπισθεν του Άμβωνος και να εξέρχεται από το Ναό μαζί με τους κατηχουμένους.
δ. Ένα χρόνο να στέκεται με τους πιστούς και έπειτα να μεταλαμβάνει των Θείων Αγιασμάτων.
«Ὁ ἀκουσίως φονεύσας ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων, οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ δέκα ἔτη ἐπ’ αὐτῷ οὕτω· δύο μὲν ἔτη προσκλαύσει, τρία δὲ ἔτη ἐν ἀκροωμένοις διατελέσει· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· καὶ ἐν ἐνιαυτῷ συσταθήσεται μόνον, καὶ τῷ ἑξῆς εἰς τὰ ἅγια δεχθήσεται.»
Παρατηρούμε σ΄ αυτό το σημείο από τα προαναφερόμενα ότι ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει μεν την άμβλωση εκούσιο φόνο και τους συμμετέχοντες σ΄ αυτήν θεληματικούς φονιάδες, την τιμωρεί δε με την ποινή ακουσίων φονιάδων. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να ισχυρισθεί ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των κανόνων. Δεν μπορούμε όμως να επικαλεσθούμε κάτι τέτοιο διότι δεν πρόκειται για αντίφαση των κανόνων αλλά για έκφραση φιλανθρώπου διαθέσεως.
Καλό θα ήταν να αναφέρουμε άλλους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου όπου σύμφωνα με αυτούς επιτιμάται ως φονεύς, ακόμα και η γυναίκα που γέννησε μέσα στο δρόμο και εγκατάλειψε το βρέφος της. Αυτοί είναι οι λγ΄(33)[13] και νβ΄(52).[14]
Κατά τον λγ΄(33) η γυναίκα που γέννησε στο δρόμο και εγκατέλειψε το βρέφος της επιτιμάται ως φονεύς.
«Ἡ γυνή, ἡ διὰ τῆς ὁδοῦ κυήσασα καὶ ἀμελήσασα τοῦ κυήματος, τῷ τοῦ φόνου ἐγκλήματι ὑποκείσθω».
Ο νβ΄(52) αναφέρει ακριβώς τα ίδια προσθέτοντας αρχικά το λόγο για τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα μία γυναίκα πράξει κάτι τέτοιο, δηλαδή τη συγκάλυψη της αμαρτίας της παράνομης κυήσεως, και εν συνεχεία εισάγει την εξαίρεση της συγχωρήσεως. Δηλαδή εάν μία γυναίκα γέννησε στην ερημιά, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει το νεογέννητο, αν και προσπάθησε, αυτή όχι μόνο δεν επιτιμάται αλλά συγχωρείται.
«Ἡ τοῦ κυήματος κατὰ τὴν ὁδὸν ἀμελήσασα, εἰ μὲν δυναμένη περισώσασθαι κατεφρόνησεν, ἢ συγκαλύψειν ἐντεῦθεν τὴν ἁμαρτίαν νομίζουσα ἢ καὶ ὅλως θηριώδει καὶ ἀπανθρώπῳ λογισμῷ χρησαμένη, ὡς ἐπὶ φόνῳ κρινέσθω· εἰ δὲ οὐκ ἠδυνήθη περιστεῖλαι καὶ δι’ ἐρημίαν καὶ ἀπορίαν τῶν ἀναγκαίων διεφθάρη τὸ γεννηθέν, συγγνωστὴ ἡ μήτηρ».
Στο κείμενο αυτό θα πρέπει να σταθούμε λίγο και να δούμε το μεγαλείο με το οποίο ενεργούν οι κανόνες. Εδώ εντοπίζουμε το πόσο φιλάνθρωποι είναι, δεν επιτιμούν αδιακρίτως κάποιον που έπεσε σε αμαρτία, αλλά κάνουν διάκριση εάν η αμαρτία αυτή ήταν ηθελημένη η όχι, δηλαδή εάν ο ίδιος ο άνθρωπος προκάλεσε τα γεγονότα που τον έφεραν σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση ή κατέληξε εκεί εξ’ αιτίας κάποιων συνθηκών που οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες. Έτσι βλέπουμε να επιτιμάται αρχικά η πράξη της εγκατάλειψης του νεογνού από την μητέρα του, με το επιτίμιο του φονέως, η οποία αίρεται στη περίπτωση που αυτή προσπάθησε να το σώσει αλλά λόγο εξωγενών παραγόντων δεν κατέστει εφικτό. Πρόκειται για ολοφάνερη περίπτωση οικονομίας, δεν επιτιμά σωρηδόν, αλλά εξετάζει την κάθε περίπτωση χωριστά, με αποτέλεσμα να αφήνει την ευχέρεια στον πνευματικό για τα όποια επιτίμια.
1) Η άμβλωση κατά τον Άγιο Ιωάννη το Νηστευτή
Ο πρώτος κανόνας που αναφέρεται στην άμβλωση είναι ο κα’ (21ος) του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτή[15], ο οποίος ορίζει ακριβώς τα ίδια με τους κανόνες του Μ. Βασιλείου, έστω και αν δεν έτυχε της συνοδικής επικύρωσης της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Τούτος έχει ως εξής:
«Τὰς φθειρούσας τὰ ἔμβρυα κατ’ ἐπιτήδευσιν καὶ τὰς διδούσας καὶ λαμβανούσας φάρμακα, ὥστε ἀμβλωθρίσαι καὶ ἄωρα τὰ βρέφη ἐκπεσεῖν, ἡμεῖς μέχρι τῶν ε’ ἤ καὶ τριῶν ἐτῶν τὸ πλεῖον, οἰκονομεῖσθαι ταύτας ὁριζόμεθα.»
Ορίζει δηλαδή ότι τόσο αυτοί που κατασκευάζουν φάρμακα με σκοπό την άμβλωση, όσο και οι γυναίκες αυτές που τα λαμβάνουν είναι φονιάδες[16], με τη διαφορά όμως εδώ ότι η ποινή ελαττώνεται στα πέντε έτη και είναι δυνατόν να φτάσει έως τα τρία έτη ανάλογα με τη μεταμέλεια του φονέως. Δέον εδώ να σημειωθεί ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής σύμφωνα με το κβ’ (22ο) κανόνα του[17] επιτιμά με ένα χρόνο ακοινωνησίας ακόμα και τη γυναίκα εκείνη η οποία απέβαλλε το βρέφος της χωρίς δική της πρόθεση.[18]
«Ἡ δὲ ἀκουσίως τὸ βρέφος ἀποβαλοῦσα, εἰς ἕν ἔτος τὴν ἐπιτίμησιν δέχεται.»
2) Η άμβλωση στο Νομοκάνονα του Φωτίου.
Θα πρέπει τέλος να αναφερθούμε και στο νομοκάνονα του Φωτίου,[19] όπου εκεί αναφέρονται διάφορες τιμωρίες για τις γυναίκες που έκαναν άμβλωση αλλά και για αυτούς που έδιναν τα αμβλωθρίδια. Συγκεκριμένα αναφέρει πως η γυναίκα που επίτηδες έκανε έκτρωση, αλλά και αυτή η οποία εξ’ αιτίας μίσους προς τον άνδρα της μετά από διαζύγιο, προέβαινε σε μια τέτοια πράξη, καταδικάζονταν με πρόσκαιρη εξορία. Στη συνέχεια η επί χρήμασι εκτρώσασα τιμωρούνταν κεφαλικώς, δηλαδή με θανατική ποινή.
Αντίστοιχα αυτός που έδινε το αμβλωθρίδιον, εάν ήταν φτωχός καταδικάζονταν με εργασία στα μεταλεία, δηλαδή τα ορυχεία, κάτι αντίστοιχο ισχύει ακόμα και σήμερα με τα αναγκαστικά έργα σε κάποιους καταδικασμένους ή με κοινωνική εργασία, στη περίπτωση δε που ήταν εύπορος, εξορίζονταν και υπήρχε μερική δήμευση της περιουσίας του. Τέλος εάν τυχόν απεβίωνε αυτή που λάμβανε το αμβλωθρίδιο, αυτός που το είχε δώσει, τιμωρούνταν με την έσχατη τιμωρία, δηλαδή τη θανατική καταδίκη ακόμα και εάν δεν είχε δόλο, δηλαδή δεν αναζητούσε να πεθάνει η γυναίκα που έλαβε το δηλητήριο.
Βλέπουμε ότι ο νομοκάνονας του Φωτίου διελάμβανε για διάφορες περιπτώσεις αμβλώσεων, κάτι το οποίο φανερώνει τη συχνότητα με την οποία γίνονταν οι εκτρώσεις εκείνη την εποχή. Επίσης σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι ο νομοκάνονας δεν τιμωρεί με τις ίδιες ποινές τις γυναίκες που προέβησαν σε μία τέτοια πράξη, αλλά κάνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων σύμφωνα με τα πραγματικά σε κάθε περίπτωση στοιχεία, πράγμα που δείχνει ότι είχε επιρροές από το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, όπου εκεί συναντάμε αυτή τη διάκριση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
1) Ο χρόνος δημιουργίας της ψυχής στην Π. Διαθήκη και οι απόψεις των Πατέρων.
Ο χρόνος δημιουργίας της ψυχής και η ένωσή της με το σώμα είναι ένα κεφάλαιο που έχει προβληματίσει και θα προβληματίζει. Επ’ αυτού του ζητήματος δεν έχουμε αποκεκαλυμμένη αλήθεια από το Θεό, δηλαδή δόγμα, αλλά θεολογικές γνώμες και θεωρίες.
Ξεκινώντας από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο της διηγήσεως περί δημιουργίας του ανθρώπου (Γεν. 1,26) «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν», παρατηρούμε ότι δεν γίνεται καμία αναφορά μεταξύ σώματος και ψυχής. Στηριζόμενοι σ’ αυτό το χωρίο είναι δυνατόν να καταλήξουμε σ’ ένα ασφαλές συμπέρασμα και να πούμε ότι στη συγκεκριμένη διήγηση εξαίρεται το δισύνθετο του ανθρώπου,[20] ως ψυχοσωματική οντότητα. Άρα ταυτόχρονη δημιουργία ψυχής και σώματος.
Εν συνεχεία στο Γεν.2,7 γίνεται αναφορά και πάλι στη δημιουργία του ανθρώπου αλλά πιο λεπτομερής «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δημιουργήθηκε πρώτα το σώμα και έπειτα η ψυχή. Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για δύο ξεχωριστές ενέργειες του Θεού, διότι έτσι υποβιβάζεται η ψυχή ως κατώτερη του σώματος αφού δημιουργήθηκε μετά από αυτό. Άρα το «ἔπλασεν» και «ἐνεφύσησεν» δηλώνουν δύο ταυτόχρονες ενέργειες του Θεού.[21] Έχοντας υπόψη τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και συγκεκριμένα στο έργο του περί κατασκευής του ανθρώπου, στο οποίο αναλύει και το προαναφερθέν χωρίο, αναφέρει ότι ψυχή και σώμα έρχονται ταυτοχρόνως στην ύπαρξη γιατί εάν προηγείτο το ένα από τα δύο συστατικά θα υποβιβαζόταν ως ελλιπής η δύναμη του δημιουργού, και αυτό γιατί θα αποδεικνυόταν ανίκανος να δημιουργήσει ταυτόχρονα τα δύο στοιχεία, σώμα και ψυχή.
Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε άλλο ένα χωρίο, το οποίο αναφέραμε και προηγουμένως, ερμηνεύοντας τον β’ κανόνα του Μ. Βασιλείου. Πρόκειται για το Έξοδος 21, 22-25, με το οποίο είναι εύκολο να οδηγηθούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σύμφωνα μ’ αυτό το χωρίο το κυοφορούμενο πότε αναφέρεται μεμορφωμένο και πότε άμορφο. Έτσι μπορούμε κάνοντας ένα απλό συλλογισμό να πούμε ότι το μεμορφωμένο έχει ψυχή και το άμορφο δεν έχει. Αλλά και πάλι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο αφού δεν μπορούμε να ορίσουμε το χρόνο δημιουργίας της ψυχής. Την άποψη αυτή στήριζαν οι Τερτυλλιανός και Αυγουστίνος πράγμα που δεν δέχεται ο Μ. Βασίλειος στον β’ κανόνα του.
2) Οι θεωρίες περί δημιουργίας της ψυχής ανά τους αιώνες.
Όπως αναφέραμε στο εισαγωγικό μας σημείωμα για τη δημιουργία της ψυχής δεν έχουμε δόγμα αλλά διάφορες γνώμες και θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές είναι οι εξής:
α. Θεωρία περί προϋπάρξεως των ψυχών.
Κατ’ αυτή τη θεωρία, την οποία υιοθέτησαν ο Πλάτωνας, ο Φίλωνας, ο Ωριγένης και άλλοι, οι ψυχές δημιουργήθηκαν προ πάντων των αιώνων αλλά για λόγους ηθικής τους πτώσεως φυλακίζονται κατά κάποιο τρόπο στο σώμα. Η θεωρία αυτή της προϋπάρξεως των ψυχών κατέρρευσε με τη διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης και επικυρώθηκε με την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο στα πλαίσια της καταδίκης των κακοδοξιών του Ωριγένη.
β. Θεωρία περί δημιουργίας των ψυχών.
Κατ΄ αυτή οι ψυχές δημιουργούνται αμέσως από το Θεό κατά σύλληψη του ανθρώπου. Η θεωρία αυτή είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή διότι κατ’ αυτήν ο Θεός συνεχίζει να είναι δημιουργός ενώ κατά την Αγία Γραφή «Κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού τη ημέρα την εβδόμη». Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα προς αποδοχή της θεωρίας αυτής είναι το ότι η μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος γίνεται από το Θεό. Αυτή η θεωρία συναντάτε κυρίως στους δυτικούς και μάλιστα γίνεται δεκτή και από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, διότι ευνοεί το δόγμα της περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου. Ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες της θεωρίας αυτής ήτανε και ο Πάπας Πίος ο ΙΒ΄.
γ. Θεωρία περί μεταφυτεύσεως των ψυχών.
Κατ’ αυτή οι ψυχές φύονται από τους γονείς στα τέκνα βάση της κληρονομικής διαδοχής αλλά και με την ευλογία του Θεού σύμφωνα με το αυξάνεσθε και πληθύνεσθε. Αυτή είναι η επικρατέστερη θεωρία μέχρι σήμερα την οποία δέχεται και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.[22]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Α) Σύμφωνα λοιπόν με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, περί εμβρυοκτονίας, στους κανόνες της Εκκλησίας, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
- Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αμβλώσεως και εκτρώσεως, όπως γίνεται με την επιστήμη της ιατρικής η οποία τα διαχωρίζει.
- Στους Ιερούς Κανόνες, με πρωτοπόρο το Μ. Βασίλειο, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ μεμορφωμένου και άμορφου εμβρύου κάτι το οποίο συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη.
- Οι Ιεροί Κανόνες καταδικάζουν την άμβλωση – έκτρωση ως φόνο και μάλιστα την εντάσσουν στους εκουσίους και θεληματικούς φόνους.
- Οι ποινές που επιβάλλουν έχουν χαρακτήρα κατ’ εξοχήν σωτηριολογικό. Αυτό φαίνεται και από το ότι παρ’ όλο που χαρακτηρίζεται ως εκούσιος φόνος η άμβλωση, επιβάλλονται ποινές περί ακουσίου φόνου. Εδώ φανερώνεται και η λεγόμενη οικονομία των Ιερών Κανόνων.
- Η ποινή είναι δυνατόν να τροποποιηθεί ανάλογα με τη μεταμέλεια ή όχι του πιστού «…ὁρίζειν δὲ μὴ χρόνῳ, ἀλλὰ τρόπῳ τῆς μετανοίας τὴν θεραπείαν».[23]
Β) Με βάση τα προαναφερόμενα περί του χρόνου δημιουργίας της ψυχής και έχοντας ως σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
- Εάν η ψυχή εδημιουργείτο μετά το σώμα αυτό θα σήμαινε ότι κατασκευάστηκε για χάρη του σώματος, πράγμα που σημαίνει ότι η ψυχή είναι κατώτερη από τα σώμα.
- Εάν ο άνθρωπος ερχόταν στην ύπαρξη σε στάδια αυτό θα αποτελούσε προσβολή της Θεία δύναμης αφού ο Θεός θα χρειαζόταν δύο στάδια για τη δημιουργία του ανθρώπου.
- Με τη σταδιακή δημιουργία του ανθρώπου διασπάται η ψυχοσωματική του ενότητα, αφού ο ίδιος ο άνθρωπος θα αποδεικνυόταν προγενέστερος και μεταγενέστερος του εαυτού του.
- Σώμα και ψυχή έχουν μία κοινή και ταυτόχρονη αρχή της υπάρξεώς τους το αρχικό θείο θέλημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΠΗΓΑΙ
Π.ΔΙΑΘΗΚΗ, υπό Alfred Rahlfs, εκδ. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart, 1979.
ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΔ., Κώδικας Ιερών Κανόνων(Κείμενο – Ερμηνεία – Σχόλια) και Εκκλησιαστικών νόμων, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 20063.
ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ – ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἀγίας Καθολικής καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὄρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θείοι κανόνες… ἑρμηνευόμενοι, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1998.
Γ.Α.ΡΑΛΛΗ – Μ.ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ιερών κανόνων τῶν τε Ἀγίων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ιερών Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος Ἀγίων Πατέρων, ἐκδοθέν, συν πλέισταις άλλαις την ἐκκλησιαστικὴν κατάστασην διεπούσαις διατάξεσι, μετὰ τῶν ἀρχαίων εξηγητῶν, καὶ διαφόρων ἀναγνωσμάτων, τ. Α-ΣΤ, Ἀθήνισιν 1852-1859, εκδ. Γρηγόρη, Φωτοτυπική Ανατύπωσις, Αθήνα 1992.
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 3, Πολιτικα 3, εκδ. Κάκτος.
ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι 20012.
ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Π., Η απόπειρα Eκκλησιαστικού εγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική και ισστορικοσυγκριτική, διατριβή επί διδακτορία, Αθήναι 1978.
RONAN O’RAHILLY – FABIOLA MÜLLER, Εμβρυολογία και Τερατολογία του Ανθρώπου, Μετάφραση – Επιμέλεια, Αζαρίας Καραμανλίδης – Γιάννης Σιατίστας, εκδ. Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 20002.
[1] Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 3, Πολιτικα 3, βιβλ. ζ, κεφ. 10, εκδ. Κάκτος.
[2] Απόσπασμα από τον όρκο του Ιπποκράτη.
[3] Ronan O’Rahilly – Fabiola Müller, Εμβρυολογία και Τερατολογία του Ανθρώπου, εκδ. Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 20002.
[4] Βλ. ερμηνεία νβ΄ Μ. Βασιλείου, σελ. 9.
[5] Ρ.Π.Δ΄,σελ. 96.
[6] Ρ.Π.Γ΄, σελ. 63.
[7] Ρ.Π.Δ΄, σελ. 215.
[8] Ό.π., σελ. 112-114.
[9] Βλ. υποσ. 6.
[10] Βλ. υποσ. 7.
[11] Βλ. υποσ. 8.
[12] Βλ. υποσ. 6.
[13] Ρ.Π.Δ΄, σελ.175.
[14] Ό.π., σελ. 207.
[15] Πηδάλιον, σελ. 711.
[16] Ό.π., βλ. υποσ. 1.
[17] Ό.π.
[18] Ό.π., βλ. υποσ. 2.
[19] Ρ.Π.Α΄, σελ. 312.
[20] Για το δισύνθετο του ανθρώπου βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι 20012, σελ.180-182.
[21] Ό.π., σελ. 183-184.
[22] Ό.π., σελ.189-191.
[23] Ρ.Π.Δ΄, σελ. 96.
ΠΗΓΗ: Πεμπτουσία: Μέρος 1, Μέρος 2, Μέρος 3
Η ομοφυλοφιλία δεν είναι θεμιτή σεξουαλική επιλογή, αλλά παρέκκλιση και διαστροφή της φύσεως", αναφέρει ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών.
"Είναι κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου βαρύ, θανάσιμο σαρκικό αμάρτημα το οποίο, αν ο άνθρωπος που το διαπράττει δεν μετανοήσει, τον αποκλείει από τη βασιλεία του Θεού (Α’ Κορ. 6, 9-10)."
Τονίζει ακόμη πως η θέση της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη και σε καμιά περίπτωση δεν συμφωνεί να τίθεται σε ισότιμη λίγο-πολύ θέση ο χριστιανικός γάμος ανδρός και γυναικός και η «ελεύθερη συμβίωση» είτε ετεροφυλόφιλων είτε ομοφυλόφιλων.
Τέλος θέτει προ των ευθυνών τους και τους πολιτικούς...
Ολόκληρο το μήνυμα έχει ως εξής:
"Αγαπητοί μου αδελφοί,
Πρώτη ημέρα του 2014 σήμερα! Από τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι το νέο έτος να είναι ευλογημένο, ειρηνικό και ευφρόσυνο για όλους· τις οικογένειές σας, την πατρίδα μας, τον κόσμον ολόκληρο.
Ημέρα χαράς η σημερινή ημέρα. Θερμές οι ευχές που ανταλλάσσουμε οι απλοί άνθρωποι· πληθωρικά και υπεραισιόδοξα συνήθως τα μηνύματα που διατυπώνουν κάθε λογής ηγέτες.
Αυτή την ευφρόσυνη ημέρα επέλεξε η ταπεινότητά μου για να απευθυνθώ στην αγάπη σας για ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα. Και το κάνω όχι για να μειώσω την εορταστική χαρά που συνοδεύει την εναλλαγή του χρόνου, αλλά γιατί αυτό μου υπαγορεύει η επισκοπική μου συνείδηση.
Να πληροφορήσω τους αδελφούς μου χριστιανούς. Να καταθέσω τη μαρτυρία της Εκκλησίας. Να υπομνήσω με πατρική αγάπη προς όλους το θέλημα του ζώντος και αληθινού Θεού.
1. Ποιό είναι το κρίσιμης σημασίας ζήτημα; Ο λεγόμενος «γάμος» μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου. Ή, αλλοιώτικα, το Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, που νομοθετήθηκε στη χώρα μας με τον νόμο 3719/2008 για τα ετερόφυλα ζευγάρια, να επεκταθεί και στα ομόφυλα.
Η ιστορία είναι αρκετά παλιά. Ισχνές μειοψηφίες καλά οργανωμένες με γερές προσβάσεις στα Μ.Μ.Ε., έντυπα και ηλεκτρονικά, πιέζουν εδώ και χρόνια κυβερνήσεις και κόμματα για νομοθετική αναγνώριση της σεξουαλικής τους παρέκκλισης.
Αυτό έγινε και τελευταία εξ αφορμής μιας πρωτόδικης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κόμματα, ακόμα και κυβερνητικά, έσπευσαν να καταθέσουν προτάσεις νόμου προκειμένου να κατοχυρωθεί νομοθετικά ο περιλάλητος «γάμος» των ομοφύλων.
2. Οι Χριστιανοί —ακόμη κι εκείνοι που διατηρούν χαλαρή σχέση με την Εκκλησία— γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε δύο φύλα, τον άνδρα και τη γυναίκα. Τρίτο φύλο δεν υπάρχει.
Κατά τη φυσική τάξη που εγκαθίδρυσε ο Θεός, ο άνδρας έλκεται από τη γυναίκα και η γυναίκα από τον άνδρα. Η έλξη αυτή ανοίγει τον δρόμο του γάμου που στη χριστιανική Εκκλησία θεωρείται «μυστήριον μέγα», μυστήριο αγάπης, πηγή και λίκνο της ανθρώπινης ζωής και οδός που οδηγεί στη χριστιανική τελειότητα συζύγους και παιδιά.
Η Εκκλησία ευλογεί αυτή την έγγαμη σχέση και θεωρεί την οικογένεια, που ο χριστιανικός γάμος εγκαινιάζει, μικρή «κατ᾽ οίκον» εκκλησία.
Είναι πολύ φυσικό, λοιπόν, εκτός από τον ευλογημένο χριστιανικό γάμο η Εκκλησία να μην αποδέχεται κανενός είδους άλλο γάμο για τα μέλη της, τους χριστιανούς.
Ειδικότερα για το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας η «θέση» της από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα είναι κάτι περισσότερο από ξεκάθαρη: Η ομοφυλοφιλία δεν είναι θεμιτή σεξουαλική επιλογή, αλλά παρέκκλιση και διαστροφή της φύσεως.
Είναι κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου βαρύ, θανάσιμο σαρκικό αμάρτημα το οποίο, αν ο άνθρωπος που το διαπράττει δεν μετανοήσει, τον αποκλείει από τη βασιλεία του Θεού (Α’ Κορ. 6, 9-10).
Η Εκκλησία είναι μητέρα. Μακροθυμεί, ανέχεται και προσεύχεται για την επιστροφή στους κόλπους της και στην ευλογημένη κατά Χριστόν ζωή κάθε παιδιού της που απομακρύνθηκε απ᾽ αυτήν.
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αποδέχεται και δεν συμβιβάζεται με την αμαρτία. Σε καμιά περίπτωση δεν συναινεί η εκτροπή από τους νόμους της φύσης που όρισε ο Θεός να γίνει «ελεύθερη επιλογή» και «δικαίωμα» του ανθρώπου.
Σε καμιά περίπτωση δεν συμφωνεί να τίθεται σε ισότιμη λίγο-πολύ θέση ο χριστιανικός γάμος ανδρός και γυναικός και η «ελεύθερη συμβίωση» είτε ετεροφύλων είτε ομοφυλοφίλων· η ευλογημένη χριστιανική οικογένεια και κάθε λογής «εναλλακτικές μορφές» οικογένειας, εισαγόμενα υποπροϊόντα αποχριστιανισμένων κοινωνιών.
3. Ως ελάχιστος επίσκοπος της Εκκλησίας απευθύνομαι με σεβασμό αλλά και με παρρησία προς την Κυβέρνηση, τα κόμματα και τους βουλευτές μας. Το θέμα, κύριοι, δεν είναι παρωνυχίδα. Προωθώντας και ψηφίζοντας, όσοι τελικά θα το πράξετε, μια τέτοια ρύθμιση αναλαμβάνετε τεράστια ευθύνη
Δεν επικαλούμαι το Σύνταγμα, τους νόμους ή τις υφιστάμενες σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Άλλωστε δεν είμαι νομικός. Επικαλούμαι την ιστορία και την πνευματική παράδοση αυτού του τόπου· το ήθος του λαού μας. Ακόμη, θα προσέθετα, και τη γλώσσα του. Και αντιλαμβάνεσθε τι εννοώ.
Προτού αποφασίσετε τι θα κάνετε σκεφθείτε καλά το μέλλον της πατρίδας μας. Κοιτάξτε κατάματα τους γονείς σας που σας έφεραν στον κόσμο και τα παιδιά σας που ανατρέφετε. Ως χριστιανοί, όσοι είστε, δεν μπορείτε να νομοθετείτε ερήμην της χριστιανικής συνειδήσεώς σας!
Η σχέση σας με τον Θεό και την Εκκλησία δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην επιδεικτική παρουσία σας στις δοξολογίες και τις λιτανείες για ευνόητους λόγους.
Επιβάλλεται για λόγους συνέπειας και από σεβασμό προς τον χριστιανικό λαό που σας τιμά με την ψήφο του, η σχέση αυτή να εκφράζεται και στη Βουλή· την ώρα της ψηφοφορίας επί κρισίμων ζητημάτων που συνδέονται με τη χριστιανική πίστη και την ευαγγελική ηθική.
4. Αλλά και εσείς, αγαπητοί αδελφοί, έχετε χρέος να γνωρίζετε τι πρεσβεύει για το σοβαρό αυτό θέμα η κοινή μητέρα όλων μας, η Εκκλησία.
Κι αυτό γιατί, δυστυχώς, πολλοί απ᾽ αυτούς που έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν και να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη είτε διαστρέφουν τις απόψεις της είτε προσπαθούν να τις διακωμωδήσουν.
Παράλληλα, καλείσθε και να υπερασπίζεστε το χριστιανικό μας πιστεύω όπου αυτό απαιτείται.
Και όσοι μπορείτε, να πιέσετε τους πολιτικούς που γνωρίζετε και τους βουλευτές που ψηφίζετε, να αρνηθούν την ψήφο τους σ᾽ ένα σχέδιο νόμου, που προσκρούει ευθέως στη χριστιανική ηθική και συνιστά εν τέλει «ύβριν» προς τον δημιουργό των πάντων Θεό.
Κάποτε κι εμείς οι χριστιανοί θα πρέπει να γίνουμε μαχητικότεροι στην υπεράσπιση της πίστεως, του χριστιανικού ήθους, της ιερής κληρονομιάς των πατέρων μας, της ιστορίας αυτού του τόπου, που μάρτυρες και ήρωες πότισαν με το αίμα τους.
Εύχομαι ο Κύριος Ιησούς να φωτίζει όλους μας και να μας χαρίζει μετάνοια, που σημαίνει αλλαγή νού, φρονημάτων, αντιλήψεων, τρόπου ζωής...
Και πάλι ευλογημένο,
ειρηνικό και δημιουργικό το νέον έτος !
Ο Επίσκοπός σας
† Ο Νέας Σμύρνης ΣΥΜΕΩΝ"
(agioritikovima)
Έχει λεχθεί, και είναι αλήθεια, ότι η εμπειρία των φωτισμένων και θεουμένων Πατέρων καθοδηγεί το ποίμνιο στο σωστό δρόμο, αποφεύγοντας τα άκρα. Τα άκρα που οδηγούν στην καταστροφή.
Στην συνέχεια θα παρακολουθήσουμε, πώς ο Γέροντας Παΐσιος αναπτύσσει αυτή την ευλογημένη εμπειρία της Χάριτος, στο θέμα των Εκκλησιαστικών αγώνων και της εν Χριστώ αφυπνίσεως, παραμένοντας πάντοτε εντός της Εκκλησίας.
Αγωνίζεται σε πολύ υψηλό πνευματικό επίπεδο και με σεβασμό αποτυπώνει την ουσία των πραγμάτων, αλλά και την προσοχή που χρειάζεται να υπάρχει σε κάθε έκφραση και μορφή ζηλωτισμού.
Το κείμενο το είχε συντάξει και αποστείλει ο ίδιος ο Γέροντας το 1969 στον αείμνηστο π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, για την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος».
Είθε όλοι μας να κατανοήσουμε το σαφές πνευματικό μήνυμα που εκφράζει ο Γέροντας, του οποίου η ευχή ας μας συνοδεύει πάντοτε.
Εν Αγίω Όρει τη 23η Ιανουαρίου 1969
Σεβαστέ Πάτερ Χαράλαμπες
Επειδή βλέπω τον μεγάλον σάλον που γίνεται εις την Εκκλησίαν μας, εξ' αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου μετά του Πάπα, επόνεσα κι' εγώ τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω κι' ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός μοναχός) δια να χρησιμοποιηθή και αυτό έστω και για μια βελονιά διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας. Πιστεύω ότι θα κάμετε αγάπην και θα το χρησιμοποιήσετε δια μέσου του θρησκευτικού σας φύλλου. Σας ευχαριστώ.
Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ' όλους που τολμώ να γράψω κάτι ενώ δεν είμαι θεολόγος. Φαντάζομαι ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην του πατέρα μας κ.κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μιαν άλλη γυναίκα κοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούστηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζουν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν.......
Με μια τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακρυά. Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμον και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβον Θεού.
Μετά λύπης μου από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική, ούτε φλοιό. Ξέρουν όμως να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδερφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και έχουμε ανάγκη πνευματικής αγάπης, άς το αφήσουμε σε αυτούς, που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι σαν τους Πατέρες της Εκκλησίας και όχι νομολόγοι (η υπογράμμιση ανήκει στον Γέροντα) που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας) τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι η αναπτήρα του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν, ότι δεν υπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι αλλά και πνευματικοί. Επομένως, η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί ν' αντιμετωπισθή με συναιτερισμόν αμαρτωλών (διότι διπλή οργή θα λάβωμε), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Επίσης, ας γνωρίσουμε καλά, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και Ποιμένων με Πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί· όμως δεν είναι ανησυχητικό. Η Εκκλησία, είναιΕκκλησία του Χριστού και Αυτός Την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός, που κτίζεται με πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός· “και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται· εφ' όν δ' αν πέση λικμήσει αυτόν” (Ματθ. Κα', 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θα παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες διά τα συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέρφια μας, διά να ομολογήσουν την ορθόδοξον πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.
Εις τους καρούς μας βλέπομεν, ότι πολλά πιστά τέκνα της Αγίας Εκκλησίας μας, μοναχοί και λαϊκοί, έχουν, δυστυχώς, αποσχισθή από Αυτή εξ' αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην, ότι δεν είναι καθόλου καλό ν' αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης· αλλά από μέσα, κοντά στη Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσιν ο καθένας να διαμαρτύρεται και ν' αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήσει ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν διά την Α' ή την Β' λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών, χωριζώμεθα και κάνουμε δικές μας Εκκλησίες, - Θεός φυλάξοι- θα ξεπεράσουμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς έχουμε πολλές “Εκκλησίες” στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή και από ένα άτομο ακόμη. Επειδή συνέβη στο καλύβι των (μιλώ διά τα εν αγίω Όρει συμβαίνοντα) να υπάρχη και Ναός, ενόμισαν πως μπορούν να κάμουν και δική τους Ανεξάρτητη Εκκλησία. Εάν οι φιλενωτικοί δίνουν το πρώτο πλήγμα στην Εκκλησία, αυτοί, οι ανωτέρω, δίνουν το δεύτερο. Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του εις όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας Κον. Κον. Αθηναγόραν, διά να γίνη πρώτον η ένωσις αυτών των “Εκκλησιών”, να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο στο σκανδαλισμένο Ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη η πνευματική μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, και κατόπιν ας γίνει σκέψις για την ένωσιν μετά των άλλων Ομολογιών, εάν και εφ' όσον ειλικρινώς επιθυμούν να ασπασθούν το Ορθόδοξον δόγμα.
Θα ήθελα ακόμα να ειπώ, ότι υπάρχει και μία τρίτη μερίδα μέσα εις την Εκκλησίαν μας. Είναι εκείνοι οι αδελφοί, που παραμένουν μεν πιστά τέκνα Αυτής, δεν έχουν όμως συμφωνίαν πνευματικήν αναμεταξύ τους. Ασχολούνται με την κριτικήν ο ένας του άλλου και όχι διά το γενικώτερον καλόν του αγώνος. Παρακολουθεί δε ο ένας τον άλλον (περισσότερον από τον εαυτόν του) εις το τι θα ειπή ή τι θα γράψη διά να τον κτυπήση κατόπιν αλύπητα. Ενώ ο ίδιος αν έλεγε ή έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υπεστήριζε και με πολλές μάλιστα μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το κακό, που γίνεται είναι μεγάλο, διότι αφ' ενός αδικεί τον πλησίον του, αφ' ετέρου δε και τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των άλλων πιστών. Πολλές φορές σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων διότι τους σκανδαλίζει. Δυστυχώς μερικοί από εμάς έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουμε να έχουν όλοι τον ίδιο με εμάς πνευματικό χαρακτήρα. Όταν κάποιος άλλος δεν συμφωνεί με τον χαρακτήρα μας, δηλαδή ή είναι ολίγον επιεικής ή ολίγον οξύς, αμέσως βγάζομε το συμπέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Όλοι χρειάζονται εις την Εκκλησίαν. Όλοι οι πατέρες προσέφερον τας υπηρεσίας των εις Αυτήν. Και οι ήπιοι χαρακτήρες και οι αυστηροί. Όπως δια το σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξυνά, και τα πικρά ακόμη ραδίκια (το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες), έτσι και διά το Σώμα της Εκκλησίας. Όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμεθα υποχρεωμένοι να ανεχώμεθα όχι μόνον τον πνευματικόν του χαρακτήρα αλλά και τις αδυναμίες, που έχει σαν άνθρωπος.
Και πάλιν έρχομαι να ζητήσω ειλικρινώς συγγνώμην από όλους, διότι ετόλμησα να γράψω. Εγώ είμαι ένας απλός μοναχός και το έργο μου είναι να προσπαθώ όσο μπορώ ν' απεκδύωμαι τον παλαιόν άνθρωπον και να βοηθώ τους άλλους και την Εκκλησίαν μέσω του Θεού διά της προσευχής. Αλλ' επειδή έφθασαν μέχρι το ερημητήριό μου θλιβερές ειδήσεις διά την Αγίαν Ορθοδοξίαν μας, επόνεσα πολύ και εθεώρησα καλό να γράψω αυτά που ένοιωθα.
Ας ευχηθούμε όλοι να δώση ο Θεός την χάριν Του, και ο καθένας μας ας βοηθήση με τον τρόπον του διά την δόξαν της Εκκλησίας μας.
Με πολύν σεβασμόν προς όλους
Ένας μοναχός ερημίτης
( Παΐσιος Μοναχός)
ΠΗΓΗ: http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/01/blog-post_3452.html
Συγκλονιστικές αποκαλύψεις από τον δημοσιογράφο Μιχάλη Ιγνατίου αναφορικά με την κρίση των Ιμίων, σε αποκλειστική του συνέντευξη στο Ράδιο984.
Όπως αποκάλυψε, μέσα από έγγραφα των ΗΠΑ που έχουν αποχαρακτηριστεί , ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος υποχώρησε στο θέμα της σημαίας, πριν ακόμα ξεκινήσει η πραγματική διαπραγμάτευση, υπό τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, για το θέμα των Ιμίων.
Παράλληλα , παρουσίασε για πρώτη φορά έγγραφο μετά την κρίση των Ιμίων, όπου οι ΗΠΑ απέκλεισαν στην Τουρκία αντίστοιχη ενέργεια για την Καλόλιμνο 5 μέρες μετά τα Ίμια, αναγνωρίζοντας έτσι την ελληνική κυριαρχία αυτής της βραχονησίδας.
Πηγή: http://www.infognomonpolitics.blogspot.gr/2014/02/blog-post_4868.html#more
Μία πιστὴ Ρωσίδα πῆγε στὸν πνευματικό της στὴν Ρωσία καὶ τοῦ εἶπε: «Πάτερ, θέλω νὰ πάρω τὴν εὐχή σας νὰ κάνω οἰκογένεια. Μοῦ δίνετε τὴν εὐχή σας; Θέλω νὰ εὐχηθεῖτε γιὰ μένα καὶ νὰ μὲ εὐλογήσετε. Ἠρθὲ ἡ ὥρα εἶμαι ὥριμη πλέον στὴν ἡλικία καὶ θὰ παντρευτῶ». Καὶ τὴν ρωτᾶ ὁ πνευματικὸς: «Εἶσαι ἕτοιμη νὰ φέρεις στὸν κόσμο ἕναν Ἅγιο; Μπορεῖς τὸ παιδὶ πού θὰ μεγαλώσεις νὰ δείξεις ἕνα τέτοιο κλίμα γύρω σου ὥστε νὰ πάρει αὐτὴ τὴν ὑποψία τῆς Ἁγιότητας; Τότε σοῦ δίνω τὴν εὐλογία μου».
Δὲν τὴν ρώτησε γιὰ ἄλλα πράγματα. Δὲν τὴν ρώτησε ἂν ἔχει λεφτὰ, ἂν ἔχει δουλειά, ἂν ἔχει τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν ἕνα πετυχημένο γάμο. Τῆς εἶπε: «Μπορεῖς νὰ ἐμπνεύσεις Ἁγιότητα σὲ αὐτὸ τὸ παιδὶ; Μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις Ἅγιο;». Ἐννοώντας: «Μπορεῖς ἐσὺ νὰ εἶσαι Ἁγία γιὰ νὰ δώσεις καὶ στὸ παιδὶ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἁγιότητας ; Τότε νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου νὰ ξεκινήσεις, ἀλλιῶς τὸ νὰ κάνεις οἰκογένεια ἐπειδὴ σὲ πῆραν τὰ χρόνια, ἐπειδὴ ἦρθε ἡ ἡλικία, ἐπειδὴ ὅλες οἱ φίλες σου καὶ οἱ φίλοι σου ἔχουν κάνει οἰκογένεια, δὲν εἶναι σωστὸ ξεκίνημα. Δὲν ἀρκεῖ αὐτό».
Πρέπει νὰ ξεκινήσει κανεὶς μὲ σοβαρότητα αὐτὴ τὴν ὑπόθεση, μὲ περίσκεψη, μὲ ὡριμότητα, καὶ προσευχή. Πόση ὥρα, πόσους μῆνες κρατᾶ ἡ κυοφορία; Ἐννέα μῆνες καὶ τελειώσαμε; Πέρασαν ἐννέα μῆνες. Κρατήσαμε τόσο καιρὸ τὸ παιδάκι μας στὰ σπλάχνα μας, τὸ φέραμε στὴν ζωή. Καὶ τελειῶσες; Ὄχι. Ναὶ, τὸ παιδὶ τὸ ἔφερες στὴν ζωή, Ἅγιο ὅμως δὲν τὸ ἔκανες ἀκόμα. Τοῦ δίνεις τροφή, μά δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ....
χορτάσει. Εἶναι καὶ ὁ χαρακτήρας. Τοῦ πῆρες ὡραῖο δωμάτιο ἔβαλες καὶ κλιματιστικό, μπράβο σου. Ἔχεις βάλει καὶ ζεστὰ χαλιὰ καὶ ὑπολογιστή. Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ποιότητα ζωῆς τὸ παιδάκι, δηλαδὴ νὰ βοηθήσεις τὸ παιδί σου νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Νὰ γνωρίσει τὸν κόσμο γύρω του, νὰ γνωρίσει μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο τὸν συνάνθρωπό του, νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια. Ἔμαθες τὸ παιδί σου νὰ ἀγαπάει; Ἔμαθες στὸ παιδί σου νὰ προσεύχεται; Ἔμαθες στὸ παιδάκι σου νὰ γονατίζει νὰ κάνει θυσίες καὶ νὰ ταπεινώνεται; Τοῦ ἔχεις δείξει ἐσὺ μὲ τὸ δικό σου παράδειγμα τί θὰ πεῖ ταπείνωση; Σὲ ἔχει δεῖ τὸ παιδί σου νὰ ὑποχωρεῖς, νὰ ζητᾶς συγνώμη; Νὰ χάνεις τὸ δίκιο σου καὶ νὰ μὴν ἀντιμιλᾶς; Σὲ ἔχει δεῖ τὸ παιδί σου ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια νὰ ἀντέχεις στὸν πόνο χωρὶς νὰ διαμαρτύρεσαι, χωρὶς νὰ γκρινιάζεις καὶ νὰ ἀγανακτεῖς; Σὲ ἔχει δεῖ ὅταν ἀποτυγχάνεις κάπου νὰ τὸ παίρνεις σὰν ἀφορμὴ νὰ πλησιάσεις περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὴν ταπείνωση; Σὲ ἔχει δεῖ νὰ παραδέχεσαι ἕνα ΛΑΘΟΣ σού;
Τότε πραγματικὰ θὰ ξέρει τὸ παιδί σου γιατί ζεῖ καὶ ποὺ πηγαίνει. Θὰ ξέρει τὸν σκοπὸ ποὺ ζεῖ σὲ αὐτὸ τὸν πλανήτη καὶ θὰ ἔχει πραγματικὰ ἀληθινοὺς ὡραίους γονεῖς , οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἔχουν διαβάσει πολλὰ παιδαγωγικὰ, χωρὶς νὰ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸ παιδί τους, ἀλλὰ μὲ ἀβίαστο καὶ ξεκούραστο τρόπο μέσα ἀπὸ τὴν δική τους πορεία πρὸς τὸν Θεό, θὰ βοηθοῦν καὶ τὰ παιδιά τους. Καὶ αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ εὐλογημένο καὶ ἀληθινὸ. Εἶναι μία ἀγωγὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τρόπο ἀθόρυβο καὶ ἄδηλο. Δὲν φαίνεται ἀλλὰ γίνεται καὶ ἐπηρεάζει τὸν κόσμο ὅλο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π.Ἀνδρέα Κονάνου «Ἀγάπη γιὰ πάντα»
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/02/blog-post_2.html
Τά καρναβάλια γιὰ μία ἀκόμη χρονιὰ καλύπτουν αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὰ πραγματικὰ προβλήματά μας. Ἡ πλειοψηφία δυστυχῶς τῶν ἀνθρώπων ρίχνεται στὴ λατρεία τοῦ «θεοῦ καρνάβαλου», γιὰ νὰ «χαρεῖ» καὶ νὰ «τὸ ρίξει ἔξω». Ὅμως δὲ γνωρίζουν ὅτι συμμετέχοντας κανεὶς σὲ αὐτές τὶς ἀσχήμιες, συμμετέχουν στὰ αἰσχρὰ διονυσιακὰ δρώμενα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας.
Μάλιστα ἂν δεχτοῦμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄποψη ὅτι «πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν (εἶναι) δαιμόνια» (Ψαλμ. 95,5) τότε οἱ ἀτυχεῖς «καρναβαλιστὲς» λατρεύουν οὐσιαστικὰ τὰ κακοποιὰ δαιμόνια, τὰ ὁποῖα κρύβονται πίσω ἀπὸ τὶς παγανιστικὲς «θεότητες».
Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ διάδοση τῶν σύγχρονων καρναβαλικῶν «ἑορτῶν» σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Κάποιοι σκοτεινοὶ βάζουν τὸ «ἀόρατο» χέρι τους σὲ αὐτὴ τὴν ἀνάπτυξη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἐπίσης ποὺ ὅλοι σχεδὸν οἱ Δῆμοι τῆς Χώρας μας «βάζουν βαθιὰ τὸ χέρι στὰ ἄδεια ταμεῖα τους» καὶ ἐπιδοτοῦν πλουσιοπάροχα τὶς αἰσχρότητες τοῦ καρνάβαλου.
Ἀπὸ τὴ στήλη αὐτὴ προτρέπουμε τοὺς ἀδελφούς μας χριστιανοὺς νὰ μὴ συμμετάσχουν οὔτε στὸ ἐλάχιστο στὰ δαιμονικὰ καρναβαλικὰ δρώμενα.
Νὰ μὴ μιμηθοῦν τοὺς ἄλλους καὶ ντύσουν τὰ παιδιὰ τους τὶς «ἀθῶες» ἀποκριάτικες στολές, διότι τὰὠθοῦν νὰ συνηθίζουν στὰ καρναβαλικὰ ἔθιμα. Γιὰ μᾶς ἡ ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου θὰ πρέπει νὰ εἶναι περίοδος αὐτοσυνειδησίας καὶ μετάνοιας καὶ ὄχι εὐκαιρία γιὰ ἀνήθικα ξεφαντώματα! Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μόνιμη χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν ψυχή μας καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν εὐκαιριακὴ καὶ ἀνούσια καρναβαλική!
Ἔκπληκτος ὁ νομικός κόσμος ἀλλά καί ὁ πιστός λαός παρακολουθεῖ μία διαρκῆ καταπάτηση τῶν ἐργατικῶν δικαιωμάτων ἀλλά καί βασικῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Παραδόσεως καί Θεολογίας ἡ ὁποία μέρα μέ τή μέρα ἐκτρέπεται σέ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς. Καταργεῖται ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ἡ ὁποία θεσπίστηκε ἀπό τόν ἴδιο το Θεό στήν Π.Δ. "πρός Δόξαν Θεοῦ καί ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου". Ἡ Χριστιανοσύνη – ἡ ὁποία στήριξε πολλάκις αὐτό τό γένος τῶν Ἑλλήνων σέ κάθε δύσκολη στιγμή – ἔχει θεσπίσει τήν ἡμέρα αὐτή καί τήν ἔχει ἀφιερώσει στό Θεό καί κατά συνέπεια στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τόν ἄνθρωπο ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Τό νά μή σεβόμαστε τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τῆς πίστεως μᾶς ἀποτελεῖ ἀναφαίρετο δικαίωμα καί ἐπιλογή τοῦ καθενός μας. Κανείς δέν μᾶς ἐπιβάλει τήν τήρησή τους μέ τή βία, τουναντίον ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλει ὅτι κάνουμε νά τό κάνουμε ἐπειδή πιστεύουμε σέ αὐτόν καί ὄχι ἐπειδή "ἔτσι πρέπει" ἤ λόγω φόβου. Ὁ Θεός δέν εἶναι τιμωρός ἀλλά δέν εἶναι καί ἄδικος…!! Πλήν ὅμως ἐνεργώντας τοιουτοτρόπως ἅς μήν ἔχουμε τήν ἀπαίτηση ἕνα ἑτοιμόρροπο κράτος νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί νά ὀρθοποδήσει. Ἐπιθυμοῦμε τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς Ἀργίας;; Ἅς τήν κάνουμε ἀλλά μετά ἅς ἤμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε καί τίς συνέπειες τῶν πράξεών μας. Ὄχι γιατί ὁ Θεός θά μᾶς τιμωρήσει!! Κάθε ἄλλο!! Ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέ μπορεῖ νά σταθεῖ σέ μία τέτοια κοινωνία ἡ ὁποία ἀπεμπολεῖ τόν ἴδιο το Θεό καί ἡ ἀπομάκρυνση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται καί ἀπώλεια τῆς ἐλπίδος. Ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία ἀπετέλεσε θεμέλιο λίθο τῆς ἐλευθερίας τοῦ....
γένους τῶν Ἑλλήνων, μέ τό νά καταργοῦμε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς εἶναι σάν νά ἀποτραβᾶμε τά θεμέλια αὐτῆς. Ἄραγε αὐτό θέλουμε;; Ἄραγε γνωρίζουμε τί πᾶμε νά κάνουμε;; Πόση ἀχαριστία δείχνουμε ἐμεῖς οἱ καταναλωτές ἀλλά καί οἱ καταστηματάρχες μέ τό νά στηρίζουμε τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας πρός τήν Ὀρθοδοξία ἡ ὁποία κατά τήν Τουρκοκρατία ὑπῆρξε τό ἀποκούμπι τοῦ Γένους; Προδίδουμε μία πίστη ἡ ὁποία ὅταν τήν εἴχαμε ἀνάγκη μᾶς στάθηκε, τώρα ὅμως πού – θεωρητικά τουλάχιστον "ἀπελευθερωθήκαμε καί ὀρθοποδήσαμε" - τήν καταργοῦμε ἀπό τήν καθημερινότητά μας;;; Πόσο τίμιο καί ἠθικό εἶναι αὐτό ἔναντί του Θεοῦ;;
Πόσο ἐγωιστική ἄραγε εἶναι μία κοινωνία καί πόσο δύσκολο εἶναι νά ἀντιληφθεῖ ὁ κάθε πολίτης ὅτι – ἀργά ἡ γρήγορα - θά ἔρθει καί ἡ σειρά του εἴτε εἶναι ἀκόμη καί Δημόσιος ὑπάλληλος. Δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἀπαρχή;; Συμβιβαζόμαστε σέ μία ἰδέα ἡ ὁποία ἔμμεσα θέλει νά μᾶς καθιερώσει ὡς σκλάβους ἐργασίας συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως!! Μέ τό νά στηρίζουμε τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας οἱ ἴδιοι ἀπό μόνοι μας εἴτε ὡς καταναλωτές εἴτε ὡς καταστηματάρχες καταργοῦμε στήν πράξη τά ἐργασιακά μας δικαιώματα τά ὁποῖα μέ τόσους ἀγῶνες καί κόπους οἱ προηγούμενες γενιές μᾶς κληροδότησαν. Δέ σεβόμαστε οὔτε τούς ἀγῶνες οὔτε τίς θυσίες τῆς ἐργατικῆς τάξης ἡ ὁποία μάτωσε γιά τήν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἐργασιακῶν δικαιωμάτων!! Δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο εὐνοοῦνται οἱ Πολυεθνικές ἑταιρεῖες εἰς βάρος τῆς τοπικῆς ἀγορᾶς;; Ἐάν ὄχι τότε ἅς ἑτοιμαστοῦμε νά ὑποστοῦμε ἀκόμη περισσότερα…!! Καί "εἰς χειρότεραν" καθότι ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοί των πράξεών μας καί ἐάν δέν εἴμαστε ἐ καιρός κάποτε νά γίνουμε!! Μέ μία διαφορά, ὅτι τώρα δέ θά δικαιούμαστε πλέον νά λέμε δέν ξέραμε!! Ὄχι μόνο ξέραμε ἀλλά συμβάλλαμε καί σέ αὐτό ἄμεσα εἴτε μέ ἐνέργεια (ψώνια κατά τήν Κυριακή) εἴτε μέ παράλειψη (σιωπήσαμε καί δέν ἀντιδράσαμε). Ἅς ἐπιλέξουμε λοιπόν…
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/01/blog-post_1812.html
Δίπλα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν, ποὺ εἶναι κτίσμα τοῦ ἔτους 1862 καὶ ἔργο ξένων καὶ Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων μὲ ἐμφανεῖς τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, σώζεται τὸ Ναΰδριον, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος (παλαιότερα τιμώμενο στὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Γοργοϋπηκόου), μνημεῖο τοῦ ια´ αἰῶνος, ἐκφραστικὸ τῆς Παραδόσεώς μας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στὴν τοιχοποιία τοῦ χαρίεντος αὐτοῦ Ναϋδρίου ἔχουν ἐνσωματωθῆ γλυπτὰ ἀπὸ ἀρχαίους Ναούς.
Αὐτὸ ἔκανε ἡ Ἐκκλησία: Ἀπεκάθηρε τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν προσέλαβε στὸ Σῶμα της, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος Παῦλος (ποὺ χρησιμοποιοῦσε τὸν ἐξελληνισμένο τύπο τοῦ ὀνόματὸς του ἀντὶ τοῦ ἑβραϊκοῦ Σαοὺλ) ἐκήρυξε τὸν ἄγνωστο Θεό, ποὺ ἐσέβοντο οἱ Ἀθηναῖοι χωρὶς νὰ Τὸν γνωρίζουν.
Ὁ Παρθενώνας ἔγινε ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Τὰ πολλὰ ὡραιότατα βυζαντινὰ Ἐκκλησάκια τῆς Μεσαιωνικῆς Ἀθήνας, ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ Παρθενῶνος, μαρτυροῦσαν τὸν ἑλληνικὸ καὶ χριστιανικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἰοστεφοῦς ἄστεως.
Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησάκια αὐτὰ (περίπου 75) δυστυχῶς κατηδαφίσθησαν, γιὰ νὰ γίνη ἡ ρυμοτομία τῆς νέας πόλεως. Εὐτυχῶς ποὺ σώθηκαν ἔστω καὶ δέκα πέντε ἀπὸ αὐτά.
Οἱ βυζαντινοὶ καὶ μεταβυζαντινοὶ Ἕλληνες δὲν εἶχαν τὸ δίλημμα νὰ διαλέξουν μεταξὺ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Οὔτε ἔπασχαν ἀπὸ κάποια σχιζοφρένεια λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς καὶ χριστιανικῆς τους ἰδιότητος.
Οἱ ξένοι «προστάται» μας πρῶτοι, θέλησαν τὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος ὄχι συνέχεια τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνικοῦ ἀλλὰ μικρὸ εὐρωπαϊκὸ κράτος ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ ἔνδοξο βυζαντινό του παρελθόν, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς ἰμπεριαλιστικές τους βλέψεις. Τὸ ὅραμα τῆς Ρωμηοσύνης ἀντικατέστησε τὸ μικρόπνοο σχῆμα τῆς Μικρᾶς Ἑλλάδος.
Δυστυχῶς τὴν νοοτροπία αὐτὴ υἱοθέτησαν καὶ μερικοὶ Νεοέλληνες ὅπως ὁ Κοραῆς, σπουδασμένος στὴν Γαλλία.
Γνήσιοι ὅμως Ἕλληνες καὶ ἀγωνισταί, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης, ζοῦσαν τὴν ἑνότητα τῶν δύο κόσμων καὶ σ᾿ αὐτὴν εὕρισκαν τὴν ταυτότητά τους. Ἔτσι ἔνοιωθαν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 καὶ ὅλος ὁ ὑπὸ τοὺς Τούρκους ὑπόδουλος σωματικὰ ἀλλὰ ἐλεύθερος πνευματικὰ ὀρθόδοξος ἑλληνικὸς λαός.
Τελευταῖα ἄνθρωποι ἀνιστόρητοι καλοῦν τοὺς Ἕλληνες νὰ ἀποτινάξουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀκόμη καὶ στὴν εἰδωλολατρεία, διότι δῆθεν ὁ Χριστιανισμὸς ὡς Ἰουδαϊκῆς προελεύσεως κατέστρεψε τὴν ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό.
Κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιὰ νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ὁ Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ Χριστιανός. Ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ τῶν χιλίων χρόνων τῆς ἐνδόξου βυζαντινῆς ἱστορίας μας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνες. Εἰσάγουν μιὰ τεχνητὴ πόλωσι ποὺ ποτὲ δὲν ἐβιώσαμε οἱ Ἕλληνες στὴν μακρὰ ἱστορία μας.
Θέλουν μάλιστα νὰ μᾶς ἐπιβάλουν τὴν πόλωσι αὐτή. Γιατί; Γιὰ νὰ πλήξουν τὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἀποχριστιανίσουν τοὺς Ἕλληνες.
Σὲ παρόμοια περίπτωσι ὁ Παῦλος εἶχε φωνάξει στοὺς Γαλάτας : «ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τὶς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;» (Γαλ. γ´ 1)
Σήμερα θὰ ἔλεγε «ὦ ἀνόητοι Νεοέλληνες...»
«Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; (Γαλ. δ´ 8-9)
Αὐτοὶ οἱ κατὰ τὸ φαινόμενο ὑπερασπισταὶ τῆς ἑλληνικότητός μας εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐπίβουλοι, γιατὶ εὐνουχίζουν τὸν ἑλληνισμό. Ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ὅ,τι πνευματικώτερο καὶ ὑψηλότερο εἶχε καὶ κρατοῦν τὴν χονδροειδῆ εἰδωλολατρία του. Ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ μία μεγάλη καὶ ἀνεπανάληπτη περίοδό του, ὅπως εἶναι τὸ Βυζάντιο. Ὑπερυψώνουν τὸν Παρθενῶνα ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ἰδοῦν τὸ πλήρωμά του στὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἀγνοοῦν τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική. Παίζουν τὸ παιχνίδι τῶν ξένων ποὺ μᾶς συρρίκνωσαν σὰν ἔθνος καὶ θέλουν περαιτέρω νὰ μᾶς συρρικνώσουν. Συμφωνοῦν μὲ τὸν Gibbon ποὺ ἐπέγραψε τὴν ἱστορία τῶν χιλίων χρόνων τοῦ Βυζαντίου ὡς ἱστορία τῆς πτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (The fall of the Roman Empire). Ὢ τοῦ παραλογισμοῦ! Καμμία αὐτοκρατορία δὲν ὑπέστη τόσες ἐπιθέσεις καὶ δὲν ἄντεξε τόσα χρόνια ὅσο ἡ Βυζαντινή. Χίλια χρόνια, κατὰ τὸν Γίββωνα, κράτησε ἡ πτῶσις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας!
Σὰν Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι γιὰ ὅλα αὐτὰ πονᾶμε καὶ διαμαρτυρόμεθα.
Δὲν θὰ ἀφήσωμε τοὺς Νεοπαγανιστὰς νὰ μᾶς περάσουν τὰ σχέδιά τους, τὰ ὁποῖα ἐξυπηρετοῦν τὸ κίνημα τῆς νέας ἐποχῆς καὶ τῆς παγκοσμιοποιήσεως, καὶ ποὺ τελικὰ γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἀντιχριστιανικὰ ἀλλὰ καὶ ἀνθελληνικά.
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα εἶναι γραμμένο καὶ τὸ πόνημα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας Ἱερομονάχου Φιλοθέου.
Ὁ φωτιστής μας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς παραγγέλλει:
- Ἕλληνες, «τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε´ 1).
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
+ Ἀρχιμ. Γεώργιος
Αἴτια καὶ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς θρησκείας τῶν Ἑλλήνων
Μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῶν παντοειδῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων καὶ ἰδεῶν ποὺ κατακλύζουν τὸν σύγχρονο κόσμο μας, μέσα στὴν δίνη τῆς ἀπάνθρωπης καὶ ἰσοπεδωτικῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, ὡς καὶ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ αἱρέσεων καὶ τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια μία νέα σχετικὰ γιὰ τὴν γενιά μας τάσις καὶ ἰδεολογία κάνει τὴν ἐμφάνισί της. Γιὰ νὰ ἀκριβολογοῦμε, ἐπανεμφανίζεται μετὰ ἀπὸ ὡρισμένες ἀποτυχημένες προσπάθειες στὸ παρελθόν, ἔχοντας ὡς στόχο τὴν ἐπικράτησι στὸν ἑλληνικὸ τουλάχιστον χῶρο.
Ἡ ἰδεολογικὴ αὐτὴ τάσις-κίνημα σχετίζεται μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ θρησκεία καὶ ὡς σκοπὸ ἔχει τὴν ἀναβίωσί της, ὅπως μὲ ἔμφασι τονίζεται. Ἀποτελεῖ δηλαδὴ ἕνα εἶδος Νεο-παγανισμοῦ, ἐπιστροφῆς κατὰ τὰ λεγόμενα στὶς ἀρχαιοελληνικὲς εἰδωλολατρικὲς θρησκευτικὲς δοξασίες.
Εὑρίσκονται μάλιστα οἱ σημερινοὶ αὐτοὶ ὀπαδοὶ τοῦ ἐν Ἑλλάδι κινήματος ἢ ἰδεολογίας, σὲ σύνδεσι καὶ συνεργασία μὲ κάποιο διεθνὲς κίνημα καὶ ὀργάνωσι γιὰ τὴν ἀναγνώρισι, καταξίωσι καὶ ἀναζωπύρωσι τῶν κατὰ τόπους καὶ λαοὺς παγανιστικῶν ἀρχαίων θρησκειῶν (Ἵδρυσις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐθνικῶν Θρησκειῶν», στὸ Βίλνιους τῆς Λιθουανίας, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1998).
Ἴσως θὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι σήμερα κυκλοφοροῦν τόσα πολλὰ ρεύματα καὶ ἰδέες, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, ποὺ φυσικὸ θὰ ἦταν τρόπον τινα νὰ ἀκουστοῦν καὶ τέτοιου εἴδους θεωρίες καὶ φιλοσοφίες. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχουμε γίνει κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μάρτυρες σκανδαλισμοῦ ἀδυνάτων ἀδελφῶν, καὶ γίναμε δέκτες πολλῶν καὶ ἐπανειλημμένων ἐρωτήσεων καὶ παρακλήσεων γιὰ πληροφόρησι σχετικὰ μὲ τὸ ἐν λόγῳ θέμα, θεωρήσαμε καθῆκον μας νὰ μὴ σιωπήσουμε ἀλλὰ νὰ ἐγκύψουμε καὶ νὰ ἀσχοληθοῦμε. Ἄλλωστε ἔχει ἄμεση σχέσι μὲ τὴν ἱστορία, τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν διαχρονικὴ πορεία αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Εἶναι δεδομένο ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου, καθὼς πλησιάζουμε πρὸς τὸ ὡρισμένο χρονικὸ σημεῖο γιὰ τὴν τέλεσι ἐν Ἀθήναις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὡς ἀθλητικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς οὐδεμία σχεδὸν σχέσι ἔχουν μὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐτελοῦντο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὁλονὲν καὶ ὀγκοῦται καὶ αὐξάνει ἡ διαφήμισις καὶ προβολὴ τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν περὶ αὐτῆς τῆς Νεο-εἰδωλολατρείας. Λυπούμαστε ποὺ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ ποῦμε, ὅτι αὐτὸ δυστυχῶς γίνεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἐλάχιστα γνωρίζουν τὸ πραγματικὸ πνεῦμα καὶ τὶς διαστάσεις τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, ὡς καὶ τὴν χρησιμότητά του στὴν σημερινὴ ἐν Χριστῷ πραγματικότητα.
Εἶναι λυπηρὸ καὶ συνάμα ἀνησυχητικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοί, ἀκόμη καὶ ἐπίσημοι ἄνθρωποι καὶ φορεῖς τῆς Πολιτείας, ἀντιμετωπίζουν τὸ θέμα αὐτὸ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, μὲ ἀποτέλεσμα ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν σοβαρότητά του, ὄχι μόνο νὰ ἀνέχωνται καὶ νὰ ἐπιτρέπουν, ἀλλὰ καὶ νὰ προάγουν καὶ νὰ χρηματοδοτοῦν διάφορα προγράμματα σχετικὰ μὲ τὸν νεοεμφανισθέντα αὐτὸν παγανισμό. Ἔτσι σὺν τῷ χρόνῳ προβάλλονται καὶ καθιερώνονται στὴν ἑλληνικὴ ζωή, μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ τὴν ἀδιαφορία μας, θεσμοὶ καὶ πράξεις, ὡσὰν νὰ ἦσαν ἀπὸ ὅλους ἐκ παραδόσεως ἀποδεκτὰ καὶ θεμιτά.
Πληροφορούμαστε π.χ. γιὰ τὸ πόσο ἔχει ἐπιβληθεῖ σιγὰ-σιγὰ στὴν ἑλληνικὴ κοινὴ γνώμη ἀλλὰ καὶ διεθνῶς, τάχα χάριν κάποιας πολιτιστικῆς καὶ ἱστορικῆς γιὰ τὴν Ἑλλάδα διαφημίσεως, ἡ τελετὴ τῆς ἁφῆς τῆς φλόγας γιὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες. Καὶ ὅτι ἐνῶ ἀρχικὰ εἶχε τὴν μορφὴ καλλιτεχνικῆς, θεατρικῆς παραστάσεως, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπίσημη τελετή, ὡσὰν νὰ ἦτο κάτι τὸ σοβαρὸ καὶ σεβαστό, μὲ ὁλονὲν αὐξανόμενη τάσι νὰ ἐπιτηδεύεται ἀναγνώρισις θρησκευτικῆς ἱερότητος.
Ὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη γιὰ τὰ ἀνωτέρω.
Πρώτιστα, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν εἴμαστε ὅπως θὰ μᾶς ἤθελε καὶ μᾶς παρήγγειλε ὁ ἅγιος Κύριος καὶ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός: ἅλας τῆς γῆς, φῶς τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἤθους καὶ ζωῆς. Δὲν εἴμαστε δυστυχῶς ἄνθρωποι ταπεινοί, ἄνθρωποι ἀγάπης καὶ θυσίας, ὄντως πνευματικοί, μὲ μόνη ἐπιδίωξί μας τὴν διακονία τοῦ κόσμου πρὸς δόξαν Θεοῦ. Γινόμαστε ἔτσι σκάνδαλο, πρόσκομμα εἰς θάνατον πνευματικὸν γιὰ τοὺς ἀδυνάτους ἀδελφούς μας. Καὶ ἐξ αἰτίας μας ἀποξενώνονται ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ καταφεύγουν σὲ ἀρχαῖες, μακρυνές, ξεπερασμένες, θολὲς πηγὲς γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὴν πνευματικὴ δίψα τους, ἐνῶ πλάϊ τους ρέει ἄφθονο τὸ ζωήρρυτο ὕδωρ τῆς ἀθανασίας.
Ἐπίσης κάποιοι πολιτικοὶ ἄρχοντες, ἐνῶ ἔχουν εὐθύνη γιὰ τὴν ἀληθινὰ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ κληρονομιά μας ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴν νὰ τροφοδοτοῦν πνευματικὰ τοὺς Νεοέλληνες, ἐντούτοις ἀδιαφοροῦν καὶ δηλητηριάζουν τὸν νοῦ καὶ τὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Οἱ δυνάμενοι πάλι νὰ κρίνουν ὀρθά, δὲν ἀντιδροῦν, τουλάχιστο ὅσο πρέπει, δὲν διαμαρτύρονται ὅπως ἁρμόζει σὲ ἐλεύθερες συνειδήσεις μέσα σὲ χώρα μὲ δημοκρατικοὺς θεσμοὺς καὶ νόμους.
Καὶ ἔτσι οἱ ἐπιτήδειοι καταφέρνουν νὰ ἐπιτυγχάνουν τοὺς στόχους τους.
Συμβάλλει καὶ βοηθεῖ σ᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἔξωθεν ἐπιβουλή.
Ποιός νοήμων σήμερα πιὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τοὺς καταχθονίους σκοποὺς καὶ μεθοδεύσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς; Πόση σύγχυσι ἐπιφέρει μὲ τὴν ἀνεκτικὴ καὶ συγκρητιστικὴ μέθοδὸ της στοὺς λαούς, στὶς μάζες τῶν ἀνθρώπων ὅπως λέγουν, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβάλλη στὸν κατάλληλο χρόνο πλήρως τὴν φιλοσοφία καὶ ἰδεολογία της στὸ «ζαλισμένο κοπάδι»! Πόσο καὶ στὴν περίπτωσι αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων Νεο-ειδωλολατρῶν φαίνεται νὰ συμβάλλη τὰ μέγιστα, σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλους ἀκηρύκτους ἐχθροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴν διάλυσι τῶν δυνατωτέρων συνεκτικῶν δεσμῶν καὶ ἁρμῶν του, τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι στὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας, ποὺ χαρακτηρίζουν, συνδέουν καὶ συνέχουν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων!
Ἡ συστηματικὴ θεώρησις ἐξ ἄλλου τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τοὺς ξένους (μὴ Ἕλληνες) καὶ δὴ Εὐρωπαίους μελετητές, ἐπηρεασμένους καὶ καθοδηγουμένους ἀπὸ τὸν Εὐρωπαϊκὸ (Γερμανικὸ) Ἰδεαλισμὸ καὶ Ρωμαντισμό, πιστεύουμε ὅτι ἐνισχύει τὸ νεοελληνικὸ αὐτὸ κίνημα. Μὲ τὰ ὀρθολογιστικὰ γυαλιὰ τῆς Εὐρώπης προσπάθησαν νὰ «διαβάσουν» τὴν καθ᾿ ἡμᾶς ἀρχαιότητα, ἑρμηνεύοντας κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ γι᾿ αὐτὸ παρερμηνεύοντας, τὴν οὐσία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ποὺ ἦταν μιὰ καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὸν κόσμο, τὴν δημιουργία, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς, καὶ τὸν Θεό.
Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ αὐτοθεοποίηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἔγινε μὲ τὸν ρατσιοναλισμό, τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιάς του. Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες (αὐτ)απάτες τῆς εὐρωπαΐζουσας διανόησής μας εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τοῦ δυτικοῦ ρατσιοναλισμοῦ στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ὅμως γνώριζε τὰ ὅρια τοῦ λόγου καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔδωσε ποτὲ ἀπόλυτη σημασία στὸ λόγο»1.
Ἀναφέρει δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πὼς ὁ ἀρχαιοελληνικὸς λόγος ρητὰ δηλώνει ὅτι: «Θεὸν νοῆσαι μὲν χαλεπόν, φράσαι δὲ ἀδύνατον»2, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζονται τὰ περιορισμένα ὅρια καὶ οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καὶ λόγου .
Ἔτσι αὐτοὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, τώρα πάλι μὲ δικὲς τους ἄμεσες ἢ ἔμμεσες ἐξηγήσεις καὶ προτροπές, φαίνεται νὰ εἰσηγοῦνται καὶ σὲ κάποιους συγχρόνους Ἕλληνες τὴν ἀναβίωσι ἑνὸς νέου ἑλληνικοῦ παγανισμοῦ. Σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν μποροῦν δυστυχῶς νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀπὸ αἰώνων πνευματικὴ ἐνηλικίωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ κατήργησε ὅσα ἔπραττε ὅταν ἦταν νήπιος. «Ὅταν... ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην. Ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου»3.
Ἡ ἴδια τελικὴ κατάργησις ὅμως δὲν ἐπῆλθε, παρὰ τὶς προσπάθειες κάποιων καὶ στὸ παρελθόν, ὅσες φορὲς ἐπιχειρήθηκε ἡ ἴδια ἀναβίωσις τῆς εἰδωλολατρείας;
Τί συνέβη τὸ 361 μ.Χ. ἐπὶ Αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου!
Ἀνύπαρκτους θεοὺς καὶ ψεύδη τιμοῦσε καὶ ὁ Ἰουλιανὸς κατὰ τὴν ὀρθὴ γνώμη συγχρόνου μελετητοῦ: «Αὐτοὺς θαύμαζε καὶ σ᾿ αὐτοὺς θυσίαζε. Δὲν καταυγάστηκε ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ σαγηνεύθηκε ἀπὸ τὴν παραφθορά του, τὴ λαϊκὴ καὶ ἀνωφελή του θρησκευτικότητα... Ἀκόμη καὶ σήμερα...(σ.σ. πολλοὶ) πολλὲς φορὲς σκέπτονται καὶ νοοῦν τὴν ἀρχαιότητα μέσα ἀπὸ προϋποθέσεις καὶ δεδομένα μεταγενέστερων ἐποχῶν, πιθανῶς καὶ ἄγνωστων στὸν κλασικὸ κόσμο. Ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν ἀρχαιότητα καλύπτει τὶς ἰδεολογικές τους περιπλανήσεις συνδυασμένες μὲ τὸ πλέον βυθῶδες μίσος γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Ἀδικοῦν καὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸν πολιτισμὸ ποὺ ἀκολούθησε καί, σὲ κάθε περίπτωση, ὅποιον διαφωνεῖ μαζί τους»4.
Κατὰ παρόμοιο σχεδὸν τρόπο ἐπίστευε, πολὺ ἀργότερα, λίγο πρὶν τὴν πτῶσι τῆς Βασιλευούσης στοὺς Τούρκους, καὶ «ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς (ἢ Πλήθων) ἀνὴρ σοφώτατος καὶ πολυμαθέστατος», ὅπως ἀναφέρει εὔστοχα ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν ἀρχαιομάθεια καὶ ἑλληνομάθειά του, γνήσιος ἐκφραστὴς καὶ ὑμνητὴς τῆς Παραδόσεως καὶ πιστὸς Χριστιανός. «Παρὰ πᾶσαν», λέγει «τὴν σοφίαν καὶ πολυμάθειαν αὐτοῦ ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἥμαρτε, καὶ ἥμαρτε λίαν ἀδικαιολογήτως. Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπανορθώση θεσμοὺς καὶ ἤθη ταφέντα ἐσαεὶ καὶ κείμενα ὑπὸ τὴν σεσωρευμένην σκωρίαν τοῦ χρόνου. Ἦτο ὁ ὀψιγενὴς Ἕλλην πλατωνικὸς τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νὰ ἀρχίση ἐκ νέου κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον τὸ ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετὰ τὸν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης»5.
Καὶ ἐνθυμούμαστε τὸν ποιητὴ Κ. Καβάφη:
«Γιὰ τὲς θρησκευτικές μας δοξασίες -
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μὲ τὸ «κατέγνων"του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τοὺς Χριστιανούς.»Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,
οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως».6
Θέσεις - Κατηγορίες τῶν νεο-εἰδωλολατρῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν
Πολὺ συνοπτικὰ θὰ ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς κυριώτερες, κατὰ τὴν γνώμη μας, θέσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἑλληνικοῦ αὐτοῦ νεο-παγανιστικοῦ κινήματος, ποὺ εἶναι ἄλλωστε καὶ κατηγορίες τους πρὸς τὴν Χριστιανική μας Πίστι καὶ εὐσέβεια. Ἀπαντοῦμε πρὸς αὐτὲς δι᾿ ὀλίγων, μὲ ἀγάπη, εἰλικρίνεια καὶ καλὴ πρόθεσι, μὴ ἔχοντας ἄλλον στόχο καὶ σκοπό, παρὰ τὴν Ἀλήθεια, ποὺ βοηθεῖ καὶ ἐλευθερώνει ὅλους μας. Πιστεύουμε δὲ ὅτι εἶναι ἀρκετὰ ὥστε νὰ πληροφορήσουν καὶ νὰ στηρίξουν ὅσους προβληματίζονται μὲ καλὴ διάθεσι.
Α. Καταφέρονται κατὰ τῆς Πίστεώς μας, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν περὶ ἁμαρτίας καὶ πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία του, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καὶ αἰωνίου ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο στὴν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατέστρεψε μιὰ ἀνέμελη, γλυκειὰ καὶ ὡραία, ξέγνοιαστη ζωὴ ἐδῶ πάνω στὴν γῆ. Μιὰ ζωή, ὅπως λέγουν, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἔρωτος. «Ὁ Χριστιανισμὸς -ἰσχυρίζονται- ἔστρεψε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ ἐνθάδε στὸ ἐπέκεινα, ἀναβάλλοντας τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου σὲ μιὰ μεταθανάτια ζωὴ καὶ ἀρνούμενος τὴν παροῦσα ζωὴ»7, καὶ ἐπιβάλλοντας δῆθεν ἕνα σκυθρωπὸ τρόπο ζωῆς, γεμᾶτο στερήσεις καὶ ἀπαγορεύσεις.
Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν γιὰ τὸν ἀρχαῖο κόσμο πὼς βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ βάρος πολλῶν ἀρνητικῶν γιὰ τὴν ζωὴ ἀντιλήψεων.
Χωρὶς τὴν γνῶσι καὶ τὴν κοινωνία τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθινοῦ Θεοῦ, τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου κυβερνᾶ μιὰ ἄτεγκτη εἰμαρμένη, στὴν ὁποία ὑποτάσσονται «θεοὶ» καὶ ἄνθρωποι, χωρὶς καμμία δυνατότητα καὶ ἐλπίδα διαφυγῆς. Ὅσο προσπαθεῖ ὁ δυστυχὴς καὶ ἄθλιος Οἰδίπους νὰ ἀποφύγη τὴν σκληρὴ μοῖρα του, τόσο πιὸ πολὺ ἐμπλέκεται στὰ δίκτυά της. Οἱ τραγικοὶ ἥρωες εἶναι εὐγενεῖς ἀλλὰ δυστυχεῖς ὑπάρξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἀνταρσία στὴν ἀναπότρεπτη μοῖρα τους θὰ συντριβῆ ἀμείλικτα.
Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι «βροτὸς», «θνητὸς», καὶ «σκιᾶς ὄναρ».
Ὅταν ὁ Διομήδης ἐρωτᾶ τὸν Γλαῦκο γιὰ τὸ γένος του, πρὸ τῆς μονομαχίας τους, δέχεται τὴν ἑξῆς ἀπάντησι, χαρακτηριστικὴ μιᾶς μελαγχολικῆς ἀντιλήψεως τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν ζωή: «Τυδεΐδη μεγάθυμε, τί ἢ γενεὴν ἐρεείνεις; οἴῃ περ φύλλων γενεή, τοίη δε καὶ ἀνδρῶν· φύλλα τὰ μὲν τ᾿ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δὲ θ᾿ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾿ ἐπιγίνεται ὥρη· ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾿ ἀπολήγει».
Δηλ.: «Γιὲ τοῦ Τυδέα μεγαλόκαρδε, γιατί ρωτᾶς γιὰ τὴ γενιά μου; Τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιὰ εἶναι σὰν τὴ γενιὰ τῶν φύλλων, ποὺ ἄλλα τὰ σκορπάει χάμω ὁ ἄνεμος, κι ἄλλα φουντώνουν μὲ τὴν ἄνοιξη στὰ πράσινα τὰ δέντρα. Ἔτσι εἶναι καὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά. Ἡ μιὰ φυτρώνει κι᾿ ἡ ἄλλη ἀφανίζεται"8.
Ὁμοίως καὶ στὸν Ἡσίοδο ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι μία διαρκὴς ἔκπτωσις ἀπὸ τὸ χρυσό, τὸ ἀργυρό, τὸ χαλκό, τὸ ἡρωικὸ καὶ τέλος τὸ σιδηροῦν γένος, ποὺ διέπει τὸν σύγχρονό του ἄνθρωπο. Ὁ μῦθος αὐτὸς ἀποδίδει τὴν ἀθλία μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν προοδευτικὴ χειροτέρευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους9.
Κατὰ τὸν Φώτιο Σχοινᾶ: «Τὴν ἴδια μελαγχολικὴ καὶ ἀπαισιόδοξη ἀντίληψη τῆς ζωῆς ποὺ διαπερνᾶ τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ συναντοῦμε καὶ στὴν φιλοσοφία. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους ἐν γένει, ὁ αἰσθητὸς κόσμος εἶναι μία ἀνταύγεια, μία ὠχρὴ σκιὰ τοῦ νοητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ὄντως ὄν. Ὁ αἰσθητὸς κόσμος δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀλλὰ συνιστᾶ ἕνα ὀντολογικὰ καὶ ἀξιολογικὰ ὑποδεέστερο τρόπο ὑπάρξεως. Ὁ χρόνος ὡς στοιχεῖο τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι μία «κινητὴ εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος» (Πλάτωνος Τίμαιος), ἡ ὁποία αἰωνιότης ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν νοητὸ κόσμο. Ὁμοίως μὲ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ ὁ χρόνος δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀλλὰ ἀνακυκλοῦται ἀεννάως. Εἶναι ἕνας κύκλος ποὺ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς καὶ περιοδικά. Ὅ, τι ὑπῆρξε, θὰ ξαναϋπάρξη τὸ ἴδιο ἀπαράλλακτα ἢ ἔστω παραπλήσια. Ἡ ψυχὴ ξέπεσε ἀπὸ τὸν νοητὸ κόσμο καὶ ἐγκλωβίστηκε στὸ σῶμα, ποὺ εἶναι ὁ τάφος της. Ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν παρόντα κόσμο εἶναι μία ἔκπτωσις, ἕνας μειωμένος, ἕνας κατώτερος τρόπος ὑπάρξεως. Ὅ, τι ἀπομένει στὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ προσπαθήση νὰ διαφύγη ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄθλιο τρόπο ὑπάρξεως, νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῶν συνεχῶν ἀνακυκλήσεων καὶ νὰ μετατεθῆ στὴν ἀκίνητη, μόνιμη, ἀλλὰ καὶ παγερὴ αἰωνιότητα τοῦ νοητοῦ κόσμου»10.
Ἀναφέρει καὶ ὁ Πλούταρχος σὲ παραμυθητικὸ λόγο του ὅτι, κατὰ κάποια παράδοσι, ὅταν ὁ βασιλεὺς Μίδας συνέλαβε τὸν δαίμονα Σειληνὸ καὶ τὸν ἐρώτησε νὰ τοῦ πῆ, ποιό πρᾶγμα εἶναι τὸ πολυτιμώτερο στὸν κόσμο αὐτό, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
«...δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ᾿ ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως· ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα»11.
Δηλ.: «ἐφήμερε ἄνθρωπε, τέκνο τῆς κακῆς τύχης καὶ τοῦ πόνου, γιατί μὲ πιέζεις νὰ σοῦ πῶ, αὐτὰ ποὺ θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μὴ γνώριζες; ἀφοῦ ἡ ζωὴ θὰ ἦταν ἀσύγκριτα καλλίτερη, ἂν δὲν ἐγνώρίζε ὁ καθένας τὶς συμφορὲς καὶ τὶς θλίψεις του. Δὲν μποροῦν δὲ παντελῶς οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποκτήσουν τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό, κι οὔτε νὰ χαροῦν τὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ αὐτά· ἐπειδὴ τὸ καλλίτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀγαθὰ γιὰ ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἶναι τὸ νὰ μὴ εἶχαν ποτὲ γεννηθεῖ, νὰ μὴ εἶχαν ὑπάρξει. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπιθυμητὸ ἀγαθὸ στοὺς ἀνθρώπους, σὲ δεύτερη μοῖρα ἔρχεται τὸ ἑξῆς: Ἀφοῦ γεννήθηκαν, νὰ πεθάνουν τὸ γρηγορώτερο».
Βέβαια, ἂς τονίσουμε, μέσα στὴν ἀρνητικότητα καὶ τὴν ἀπαισιοδοξία αὐτή, ἀποδεικνύεται καὶ περίτρανα διακηρύσσεται ὁ πόθος καὶ ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνος γιὰ τὸ ὄντως «καλὸν κἀγαθὸν», τὸ τέλειο, τὸ ἀληθινὰ ὡραῖο καὶ ἄφθαρτο. Μὴ ἀναπαυόμενος στὶς πτωχὲς καὶ φθαρτὲς μετριότητες τῆς γηίνης χαρᾶς καὶ εὐδαιμονίας, χωρὶς νὰ γνωρίζη, ἀναζητεῖ κάτι ἀνώτερο· καὶ μὴ εὑρίσκοντάς το τότε ἀκόμη στὸν καιρὸ πρὸ τῆς Χάριτος, μελαγχολεῖ καὶ ἀπελπίζεται.
Πῶς λοιπὸν τώρα, μετὰ τὴν Θεία Ἀποκάλυψι καὶ Ἐπιφάνεια, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας νὰ ἀποκρύψη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄντως χαρμόσυνο μήνυμα, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, τὴν πραγματικὴ καὶ σωτήρια Θεολογία, κοσμολογία καὶ ἀνθρωπολογία, ποὺ Θεόθεν δέχθηκε; Πῶς νὰ μὴ ὁμιλήση καὶ κατευθύνη τοὺς πιστοὺς στὴν θέωσι, χάριν μιᾶς οὐτοπικῆς καὶ ψευδοῦς γηίνης ἀπολαύσεως;
Γιὰ μᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν ἰσχύει ἡ πλατωνικὴ φιλοσοφία ὅτι τὸ σῶμα εἶναι ἡ φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, ἐνδεδυμένος τοὺς δερματίνους χιτῶνας, ἀγωνίζεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο γιὰ νὰ κερδίση τὴν αἰωνία συνοίκησι μὲ τὸν Θεό. Ὁ αἰσθητὸς κόσμος, ὁ χρόνος καὶ ἡ ζωὴ δὲν ἔχουν μία καταθλιπτικὴ διάστασι, δὲν εἶναι φορτία δυσβάστακτα γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ πλέον ἔχουν ἀποκτήσει οὐράνιες καὶ αἰώνιες διαστάσεις καὶ προεκτάσεις.
Ὅπως πολὺ οὐσιαστικὰ καὶ παραστατικὰ θεολογεῖ ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «... ὁ Κύριος εἰσήγαγε τὸ ἀνθρώπινο γένος εἰς τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Καὶ ἀπὸ τότε καὶ αἱ σκέψεις καὶ αἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρὰ ρυάκια ἀθανασίας, τὰ ὁποῖα, καθὼς περνοῦν μέσα ἀπὸ τοὺς βράχους τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, κελαρύζουν καὶ τρέχουν μὲ χαρὰν πρὸς τὸ χωρὶς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καὶ θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»12.
Ἀγνοοῦν οἱ Νεο-παγανιστὲς καὶ ὅσοι ἔχουν τὶς ἴδιες ἰδέες μ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ ἕνωσίς τους μὲ τὸν Θεό, ἀρχίζει ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ κορυφώνεται στὴν μετὰ θάνατο ζωή. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ φυτρώνει μὲν σ᾿ αὐτὸν τὸν βίο καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν λαμβάνει τὴν ἀρχή της, ὁλοκληρώνεται ὅμως στὸν μέλλοντα, ὅταν φθάσουμε σ᾿ ἐκείνη τὴν ἡμέρα· καὶ οὔτε ὁ παρὼν βίος μπορεῖ νὰ τὴν ἐντυπώση τελείως στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁ μέλλων, ἂν δὲν λάβη ἀπὸ ἐδῶ τὶς ἀρχές...»13
Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς δὲν μεταθέτει στὸ «μετὰ-θάνατον», στὸ ἐπέκεινα, τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ τὴν γεύεται ἀπὸ τώρα μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του. Ζῆ ἀπὸ τώρα, μέσα στὸν κόσμο αὐτό, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μία «ἐγκαινιασμένη» ἐσχατολογία. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστὸς Χριστιανὸς προ-απολαμβάνει τοὺς ἀρραβῶνες, τὶς προγεύσεις τῆς οὐρανίου μακαριότητος, ἀνερχόμενος ἀπὸ τὴν παθητικὴ καὶ ὑλώδη ζωὴ διαδοχικὰ τὰ στάδια τῆς μετανοίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως, κατὰ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν φωτισμένη διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Δὲν ἀρνούμαστε αὐτὴν τὴν ζωή, δὲν μισοῦμε τὸν ὁρατὸ τοῦτο κόσμο. Εἶναι ἀνεκτίμητα δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολὺ σεβόμαστε καὶ μὲ τὰ ὁποῖα -ἔχοντες τὶς καλὲς προτεραιότητες καὶ ἱεραρχήσεις- μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν «καλὴν ἐμπορίαν», νὰ κερδίσουμε τὴν «ἀγήρω μακαριότητα», τὴν αἰώνιο ζωή.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ἀσχολήθηκαν ἰδιαίτερα μὲ τὰ μεταφυσικά, ἐπιθυμῶντας καὶ προσπαθῶντας νὰ ἐμβαθύνουν σὲ περισσότερο σταθεροὺς παράγοντες καὶ συνθῆκες τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας. Πολλοὶ φιλόσοφοι ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητος ἀμφισβήτησαν τὴν πρόσκαιρη, φθαρτή, γήινη ἀπόλαυσι καὶ ἡδονή, διαβλέποντας καὶ διαισθανόμενοι τὴν ὕπαρξι μιᾶς ἄλλης οὐράνιας καὶ ἄφθαρτης, καὶ ἐλέγχοντας φανερὰ –καὶ πολλὲς φορὲς καὶ πολὺ σκωπτικὰ- τοὺς ὀπαδοὺς τῆς πρώτης μὲ τὶς χοϊκὲς καὶ παχυλὲς εἰδωλολατρικὲς δοξασίες τους. Ὁ Ξενοφάνης, οἱ Τραγικοί, οἱ Σοφιστές, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ Στωικοί, ὁ Πλούταρχος, εἶναι μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτούς.
Κεντρικὸς καὶ κύριος ἐκπρόσωπος τούτων ὑπῆρξε ὁ Πλάτων, μὲ τὴν λίαν ἀξιόλογο σκέψι καὶ φιλοσοφία του, μὲ τὴν ὁποία «δίδει ὀντολογικὴ καὶ ἀξιολογικὴ προτεραιότητα στὸ Ἐπέκεινα ἔναντι τοῦ παρόντος αἰσθητοῦ, γήινου κόσμου». «Καταδικάζει τὴν τέχνη, τὸ θέατρο, τὴν ἄμετρη ἡδονή, γενικὰ τὸ Διονυσιακὸ Πνεῦμα...» Ὁ Φ. Νίτσε τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, κατηγορῶντας τὸν Πλάτωνα μὲ βαρειὲς ἐκφράσεις λέγοντας, ὅτι ἐπέφερε «τὴν «ἐκλογίκευσι» καὶ «ἠθικοποίησι» τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Μάλιστα ἀποκαλεῖ τὸν Πλάτωνα «κατάρα τῆς Εὐρώπης» καὶ πρὸ Χριστοῦ χριστιανὸ καὶ τοῦ καταλογίζει ὅτι ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε ὁ ἐκφυλισμὸς τοῦ ἀρχαίου πνεύματος καὶ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου»14.
Β. Κατηγοροῦν τοὺς Χριστιανοὺς οἱ Νεο-εἰδωλολάτρες γιὰ βαρβαρότητα καὶ ἀπαιδευσία, ἐπειδὴ φρονοῦν, ὅτι τάχα ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ κατέστρεψαν τὰ ἔξοχα ἔργα τέχνης τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ πολιτισμοῦ.
Μὴ ἔχοντας διάθεσι νὰ καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ἐνέργειες, μέσα στὰ συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς καὶ φυσικὰ (ἂς μὴ λησμονῆται αὐτὸ) μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἀπηνῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἀναφέρουμε σὲ ἀντιδιαστολὴ ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς ἀναφορὲς γιὰ Χριστιανοὺς ποὺ μὲ προσωπική τους πρωτοβουλία ἔσωσαν καὶ διετήρησαν ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
«Ἡ Helen Saradi π.χ., καταδεικνύει ὅτι ἡ ἐχθρικὴ στάση τῶν χριστιανῶν πρὸς τὰ παγανιστικὰ ἱερὰ οὔτε γενικὸ φαινόμενο ὑπῆρξε, οὔτε συστηματικὴ πολιτική. Ἀφ᾿ ἑνός, πολλὰ παγανιστικὰ ἱερὰ ἐρήμωσαν ἐπειδὴ ἁπλούστατα ἐγκατελείφθησαν...» καὶ «Ἀφ᾿ ἑτέρου, πολλὰ ἱερὰ διατηρήθηκαν εἴτε ἐπειδὴ ἔγινε σεβαστὴ ἡ αἰσθητική τους ἀξία, εἴτε ἐπειδὴ συνέχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται μετατρεπόμενα σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες»15.
Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος μάλιστα τὸ 399 μ.Χ. ἀπευθυνόμενος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Καρθαγένης, τοὺς ἀποτρέπει «ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ στὶς ἰδιοκτησίες τῶν ἐθνικῶν προκειμένου νὰ καταστρέψουν τὰ εἴδωλά τους. Εἶναι προτιμότερο ἔλεγε, νὰ ξερριζώσουμε τὰ εἴδωλα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τους καὶ νὰ προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, ἀντὶ νὰ ἀποπνέουμε μένος ἐναντίον τους»16.
Ἡ ἐκτίμησις πάλι πρὸς ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς ἀρχαιότητος εἶναι δεδομένη γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Νὰ τί λέγει πρὸς τοὺς νέους, ὁ Μέγας Ἕλληνας καὶ Χριστιανὸς Ἱεράρχης ἅγιος Βασίλειος, προτρέποντάς τους νὰ ἐπιλέγουν ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει στὰ γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων:
«... δὲν πρέπει εἰς ὅλα κατὰ σειρὰν τὰ διδάγματα αὐτῶν νὰ προσέχετε, ἀλλ᾿ ὅταν μὲν σᾶς διηγοῦνται κατορθώματα ἢ λόγους ἀνδρῶν ἀγαθῶν, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ μιμῆσθε αὐτοὺς καὶ νὰ προσπαθῆτε, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὅμοιοι πρὸς τούτους νὰ εἶσθε· ὅταν ὅμως πονηροὺς εἰκονίζουν ἀνθρώπους, τὰς εἰκόνας ταύτας ν᾿ ἀποφεύγετε πρέπει, μὲ φραγμένα τὰ ὦτα, ὅπως ὁ Ὀδυσσεύς, κατὰ τὴν διήγησὶν των, ἀπέφυγε τὴν μουσικὴν τῶν Σειρήνων, διότι ἡ τῶν κακῶν λόγων συνήθεια καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πονηρὰς ὁδηγεῖ. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς πρέπει μὲ πάντα τρόπον τὴν ψυχήν μας νὰ προφυλάττωμεν, μήπως μὲ τῶν λόγων τὴν ἡδονὴν καὶ κακὸν τι ἀπὸ ἀπροσεξίαν δεχθῶμεν, ὅπως ὅσοι μὲ τὸ μέλι καταπίνουν καὶ δηλητήρια.
Δὲν θὰ ἐπαινέσωμεν λοιπὸν τοὺς ποιητὰς οὔτε ὅταν εἰκονίζουν ἀνθρώπους ὑβριστὰς ἢ ἐμπαίκτας ἢ ἐρωτευμένους ἢ μεθυσμένους, οὔτε ὅταν τὴν εὐτυχίαν περιορίζουν εἰς τράπεζαν πλουσίαν καὶ διεφθαρμένα ᾄσματα· δὲν θὰ προσέξωμεν δὲ καθόλου, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ θεῶν καὶ πρὸ πάντων ὅταν διηγοῦνται ὅτι οὗτοι εἶναι πολλοὶ καὶ μάλιστα οὐδὲ εἰρηνεύουν μεταξὺ των· διότι, ὡς γνωρίζετε, ἐκεῖνοι πολεμοῦν ἀδελφὸς πρὸς ἀδελφὸν καὶ πατὴρ τέκνα καὶ ταῦτα πάλιν κρυφὰ πολεμοῦν τοὺς γονεῖς των. Τὰς μοιχείας δὲ τῶν θεῶν καὶ τοὺς ἔρωτας καὶ τὰς φανερὰς σαρκικὰς αὐτῶν μείξεις, καὶ μάλιστα τοῦ κορυφαίου ὅλων -ὅπως λέγουν οἱ ποιηταὶ- καὶ ἀνωτάτου, τοῦ Διός, ὅσα καὶ περὶ ζώων δὲ θὰ ἔλεγε τις χωρὶς νὰ κοκκινήση, αὐτὰ θὰ τ᾿ ἀφήσωμεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου.
Τὰ αὐτὰ ἀκριβῶς ἔχω νὰ εἴπω καὶ περὶ τῶν πεζογράφων, καὶ μάλιστα ὅταν συγγράφουν πρὸς διασκέδασιν τῶν ἀκροατῶν. Δὲν θὰ μιμηθῶμεν ἐπίσης καὶ τῶν ρητόρων τὴν τέχνην τῆς ψευδολογίας· διότι οὔτε εἰς τὰ δικαστήρια οὔτε εἰς τὰς ἄλλας πράξεις εἶναι τὸ ψεῦδος ὠφέλιμον, ἀφοῦ ἐπροτιμήσαμεν τὸν ὀρθὸν καὶ ἀληθινὸν δρόμον τῆς ζωῆς... Θὰ προτιμήσωμεν ὅμως νὰ παραδεχθῶμεν ἐκεῖνα τὰ διδάγματὰ των, εἰς τὰ ὁποῖα τὴν ἀρετὴν ἐπήνεσαν ἢ τὴν κακίαν κατέκριναν. Διότι, ὅπως ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀνθέων διὰ μὲν τοὺς ἄλλους εἰς μόνην τὴν εὐωδίαν καὶ τὸ χρῶμα περιορίζεται, ἐνῶ αἱ μέλισσαι, ὡς γνωστόν, καὶ μέλι ἀπὸ τούτων λαμβάνουν, ὁμοίως καὶ ἐδῶ, ὅσοι εἰς τὰ συγγράμματα ταῦτα δὲν ἐπιδιώκουν μόνον τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν χάριν τοῦ λόγου, δύνανται καὶ ὠφέλειὰν τινα ἀπ᾿ αὐτῶν ν᾿ ἀποθησαυρίσουν εἰς τὴν ψυχήν.
Πρέπει λοιπὸν ἡμεῖς τὰ συγγράματα ταῦτα σύμφωνα πρὸς τὴν ὅλην εἰκόνα τῶν μελισσῶν νὰ μελετῶμεν· διότι καὶ ἐκεῖναι οὔτε εἰς ὅλα τὰ ἄνθη πετοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπον, οὔτε ὅπου ἐπικαθήσουν ὅλα νὰ λάβουν ἐπιχειροῦν· ἀλλ᾿ ἀφοῦ παραλάβουν ὅσον εἰς τὴν ἐργασίαν των χρήσιμον εἶναι, τὸ ἄλλο ἀφήνουν καὶ φεύγουν. Καὶ ἡμεῖς ἂν εἴμεθα φρόνιμοι, θὰ παραλάβωμεν ἀπὸ τούτων ὅσα μᾶς εἶναι κατάλληλα καὶ πρὸς τὴν ἀλήθειαν συγγενῆ, τὸ δὲ ὑπόλοιπον θὰ παρατρέξωμεν. Καὶ ὅπως τὸ τριαντάφυλλον κόπτομεν, ἀλλ᾿ ἀποφεύγομεν τὰς ἀκάνθας τοῦ θάμνου του, ὁμοίως καὶ τῶν συγγραμμάτων τούτων θὰ παραλάβωμεν ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμον, ἀλλὰ θὰ προφυλαχθῶμεν ἀπὸ τὰ βλαβερὰ»17.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξανίσταται καὶ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ στερήση τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς18.
Δὲν θὰ ἔπρεπε πάλι νὰ παραβλέψουμε ὅτι τὰ πλεῖστα τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων, καὶ ἔργα Ἑλλήνων φιλοσόφων, διεσώθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ πιὸ συγκεκριμένα σὲ Μοναστήρια. Ἐπὶ παραδείγματι στὸ Ἅγιον Ὄρος σώζονται, συντηροῦνται καὶ διαφυλάσσονται περισσότερα ἀπὸ τὰ μισὰ ἑλληνικὰ χειρόγραφα ὅλου τοῦ κόσμου. Τοῦτο μάλιστα, κατὰ τὶς γνῶμες εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες προσφορὲς τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντίου στὸν πολιτισμὸ τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, ἂν ὄχι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ διάσωσις δηλαδὴ καὶ παράδοσις τοῦ συνόλου σχεδὸν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Γνωρίζουμε τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ποιητῶν, τραγικῶν, ἱστορικῶν -ἀπὸ τὸν Ὄμηρο, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Θουκυδίδη μέχρι τὸν Μένανδρο, τὸν Λογγίνο καὶ τὸν Πλωτῖνο- στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία ἀπὸ χειρογράφους κώδικες ποὺ ἐγράφησαν κυρίως κατὰ τὴν μέση βυζαντινὴ περίοδο, ὅταν ἀνακαλύφθηκε ἡ μικρογράμματος ἐπισεσυρμένη γραφή. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σώζονται μόνον λίγοι πάπυροι ποὺ περιέχουν συνήθως ἀποσπάσματα τῶν συγγραμμάτων καὶ τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν καὶ ποιητῶν. Ἀρκεῖ νὰ συγκρίνη κανείς, σὲ μία κριτικὴ στερεότυπη ἔκδοσι (π.χ. τῆς Ὀξφόρδης), τὸ πλῆθος τῶν χειρογράφων κωδίκων ἀπὸ τὸν 11ο ἕως τὸν 15ο αἰῶνα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀρχαίων παπύρων, γιὰ νὰ ἀντιληφθῆ τὸ μέγεθος τῆς προσφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν ἀντιγραφέων ποὺ πολὺ ἀγαποῦσαν καὶ ἐκτιμοῦσαν τὸν ὡραῖο ἀρχαιοελληνικὸ πολιτισμό.
Δὲν μαρτυροῦν ὅλ᾿ αὐτὰ τὴν ἐγνωσμένη ἐκτίμησι καὶ ἀναγνώρισι τοῦ πλούτου τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων τῆς ἀρχαιότητος ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν;
Ἂν οἱ εἰδωλολάτρες ἄδικα κατηγοροῦν τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ συστηματικὲς βιαιότητες στὰ ἔργα τέχνης καὶ πολιτισμοῦ καὶ ἐν ὀνόματι μάλιστα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἱ Χριστιανοὶ ἀποκρούοντας καὶ ἀντιστρέφοντας τὶς κατηγορίες τοὺς καταγγέλλουμε γιὰ ἀνεπανάληπτες καὶ ἀμίμητες σ᾿ ὅλη τὴν Ἱστορία ὠμότητες καὶ φρικιαστικὲς ἐκτελέσεις ἑκατομμυρίων ἀνθρωπίνων προσώπων γιὰ λόγους καὶ μόνο συνειδήσεως καὶ πίστεως στὸν Χριστό.
Γ. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Νεο-παγανιστὲς μᾶς ἐγκαλοῦν ὅτι ἀμελήσαμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί, γιὰ τὶς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἀφοσιωθήκαμε μὲ ζῆλο πολὺ στὰ Ἰουδαιο-χριστιανικὰ πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συντελέσουμε ἔτσι κατὰ πολὺ στὴν ὑποβάθμισι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Πόσο ἄστοχα ὁμιλοῦν, ὡσὰν νὰ μὴ ἔγινε τίποτε ἄλλο καλὸ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο μετὰ τὴν ἀρχαιότητα!
Οἱ Χριστιανοὶ Ἕλληνες ἀγαπῶντας καὶ σεβόμενοι τὸν ἀληθινὸ Θεὸ δὲν παραμελοῦσαν, καὶ δὲν παραμελοῦμε, τὴν πατρίδα καὶ τὸν ὡραῖο πολιτισμό της.
Τὸ Χριστοκεντρικὸ Βυζάντιο, ποὺ τόσο πολέμησαν καὶ πολεμοῦν ἄνθρωποι ποὺ δὲν βλέπουν τὴν χριστιανικὴ συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, ἔχει νὰ ἐπιδείξη ἄπειρα παραδείγματα φιλοπατρίας καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν ἔνδοξη καταγωγή μας: Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων, στρατιωτικῶν, λογίων, ὡς καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων.
Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀρχαιότητα. Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι μόνο ἡ φιλοσοφία, οἱ τέχνες καὶ τὰ γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἶναι, καὶ διαχρονικὰ μάλιστα, πολὺ ἀνώτερη δόξα καὶ τιμὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό:
α´. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς πολλῶν λαῶν ἀπὸ Ἕλληνες Ἱεραποστόλους, μὲ οἰκουμενικὸ πνεῦμα, μὲ σεβασμὸ στὰ ἰδιαίτερα δεδομένα τους.
β´. Ἡ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, οἱ ὡραῖοι ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα «ὑπὲρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
γ´. Ἡ Χριστιανικὴ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ποὺ ἔχει περίοπτη θέσι δίπλα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν θύραθεν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ ἡ ὁποία μὲ τὸν ἀληθινὸ φωτισμὸ τοῦ Πνεύματος διακρίνει, ἑρμηνεύει καὶ προσφέρει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν κόσμο, τὸν ἄνθρωπο, τὸν Ὄντως Θεό.
δ´. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς καὶ ἐξανθρωπισμὸς τῶν ἠθῶν, τῆς παιδείας, τοῦ δικαίου.
ε´. Ἡ καταξίωσις τοῦ ἀπὸ Χριστοῦ σεβασμοῦ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
στ´. Ἡ κατάργησις τῆς δουλείας, τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
ζ´. Ἡ κοινωνικὴ ἀποδοχὴ περὶ τῆς ἰσότητος τῶν δύο φύλων.
η´. Ἡ ὡραία καὶ ἁρμονικὴ ἐν Χριστῷ κοινοτικὴ συμβίωσις μὲ κύρια ἔκφρασὶ της τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ἑλληνικὰ μοναστήρια, καὶ τόσα ἄλλα κοινωνικὰ ἐπιτεύγματα, κατορθώματα, ἀληθινὴ δόξα καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διὰ τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων.
θ´. Μετὰ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸ Βυζάντιο, καὶ στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δοξάσθηκε ὁ Χριστιανικὸς Ἑλληνισμός. Μὲ τὴν ἄρσι τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ὑπόδουλο γένος χάριν τῆς εἰς Χριστὸν Πίστεως ἔδειξε μεγάλα ἀποθέματα ἀντοχῆς, καὶ ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, πρᾶγμα ποὺ τὸ διετήρησε ἀλώβητο στὸ πέρασμα αἰώνων δεινῆς σκλαβιᾶς καὶ ἀτιμώσεων.
ι´. Τὰ Χριστιανικὰ κυρίως ἑλληνικὰ γράμματα, μὲ τὸν ἀπόδημο στὴν Ἑσπερία Ἑλληνισμὸ ἀνθοῦν καὶ τρέφουν τὶς ψυχὲς τῶν ὑποδούλων, γιὰ νὰ θεριέψη μέσα στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν «ἐλεύθερων Πολιορκημένων» ἡ ἐλπίδα στὴν ἐξέγερσι καὶ τὴν ἐλευθερία.
ια´. Καὶ ἡ χριστιανικὴ δύναμις τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς γίνεται πάλι πόλος ἕλξεως πολλῶν ξένων, Φιλελλήνων, καὶ νέες δόξες καὶ στεφάνια διεθνῶς ἐπιγράφονται στὸν Ἑλληνισμὸ μὲ «τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ῾21», «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερία».
ιβ´. Γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν Νεώτερη Ἱστορία μας καὶ στὰ ἔπη τοῦ ῾40, μὲ τὶς ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας στοὺς ἥρωες τῆς Πίνδου, καὶ τὸ παγκόσμια ἀμίμητο λεχθέν, πὼς «οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν τοὺς Ἕλληνες» (Οὐίνστων Τσώρτσιλ) καὶ στὰ ἁγνὰ Χριστιανὰ λεβεντόπαιδα τῆς ΕΟΚΑ τῆς Κύπρου.
Ὅλα αὐτὰ μένουν στὴν Ἱστορία ὡς ἔπαινος πολλῶν ξένων διανοουμένων καὶ θεολόγων καὶ ἱστορικῶν γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ τίμια τέκνα του τὰ κατώρθωσαν.
Ὁ Ἑλληνισμὸς «"ὁλοκληρώθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία» καὶ μὲ τὴν νέα ταυτότητά του ὡς Ἑλληνορθοδοξία - ἢ καλύτερα Ὀρθοδοξία – δοξάσθηκε καὶ μεγαλούργησε στὴν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰωνία κατηγορία (σ.σ. δηλ. χαρακτηριστικὸ) τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως"» κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ19.
Δὲν εἶναι στεφάνια δόξης ἀμάραντα ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ; Δὲν εἶναι αἰώνιος ἔπαινος τῶν Χριστιανῶν πατριωτῶν Ἑλλήνων ποὺ προστίθεται σ᾿ ἐκεῖνον τῶν ἀρχαίων προγόνων μας;
Ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη στὰ ἅγια αὐτὰ καὶ ἱερά, μὲ τὰ ὁποῖα δοξάσθηκε καὶ μεγαλούργησε τὸ ἔθνος, εἶναι καὶ ἡ κυριώτερη αἰτία γιὰ τὶς ὅποιες δύσκολες ἱστορικὲς στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Παιδεία καὶ πατρικὸς σωφρονισμὸς ποὺ ἀποβλέπει στὴν διόρθωσι καὶ ἐπιστροφὴ στὴν ὀρθὴ πορεία. «Υἱὲ μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὃν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»20.
Ἂς μὴ ἀπατώμεθα. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν οἱ ὑποδουλώσεις, οἱ καταστροφές, οἱ τραγωδίες. Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἀπάντησις καὶ στὴν σύγχρονη γεωγραφικὴ καὶ κοινωνικοπολιτικὴ συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Δ. Μία ἄλλη κατηγορία κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι τάχα εἴμαστε μισέλληνες.
Αὐτὴ βέβαια ἡ κατηγορία συνοδεύεται μὲ τὴν ἀπαράδεκτη ὅσο καὶ ἀστεία θεωρία ἐκ μέρους τῶν Νεο-παγανιστῶν περὶ τῆς ἀνωτερότητος τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν. Τοῦτο τὸ τελευταῖο δὲν χρειάζεται καὶ διὰ πολλῶν νὰ ἀντικρουσθῆ, δεδομένων τῶν εὐρύτατα, ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς νοήμονες ἀνθρώπους, σήμερα στὴν ἀρχὴ τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος διαδεδομένων ἀντι-ἐθνικιστικῶν καὶ ἀντι-ρατσιστικῶν ἰδεῶν.
Καυχώμαστε, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες, μὲ μεγάλη πνευματικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν σύγχρονη παρουσία μας στὸν κόσμο. Καυχώμαστε μὲ μία ταπεινὴ καύχησι, πρῶτα γιὰ τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀμώμητο Πίστι στὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἂν καὶ βεβαίως «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»21, ὅμως κατὰ τὸ ἀνθρώπινο σεμνὰ καυχώμαστε καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα μας, γιὰ τὴν ἔνδοξη καταγωγή μας, γιὰ τὴν παγκοσμίως καὶ διαχρονικὰ ἀνεγνωρισμένη προσφορὰ τῶν προγόνων μας στὸν πολιτισμό, τὶς τέχνες, τὶς ἐπιστῆμες, τὴν παιδεία, τὴν φιλοσοφία.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κων/πόλεως κατὰ τὸν ιδ´ αἰῶνα, στὸν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐγκωμιάζει τὴν πατρίδα τοῦ Ἁγίου, τὴν Βασιλεύουσα τῶν πόλεων, καὶ ταπεινὰ καυχᾶται γιὰ τὶς ἀρχαῖες, ὡραῖες πνευματικὲς ρίζες της (τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας), ἀλλὰ ποὺ βέβαια βαπτίσθηκαν στὰ νάματα τῆς Πίστεως:
«... τὸ βασιλεύουσαν ἁπασῶν φημι παρὰ πάντων αὐτὴν ἄνωθεν καὶ προσειρῆσθαι καὶ εἶναι καὶ πάσας ὑφ᾿ ἑαυτὴν ἔχειν καὶ ὁμοῦ τῶν ἁπασῶν ἐν ἅπασιν ὑπερέχειν, καὶ μεγέθει καὶ κάλλει καὶ θέσει καὶ κράσει στοιχείων καὶ ἀέρων ἐπιτηδειότητι καὶ ξηρᾷ καὶ θαλάσσῃ καὶ τὸ πανταχόθεν ἐκ γῆς τε καὶ θαλάσσης ὑφ᾿ Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων καὶ παντὸς ὁμοῦ γένους δωροφορεῖσθαι. Τὸ δὲ κράτιστον καὶ ὑπερκείμενον τούτων, τὸ καὶ λόγων καὶ σοφίας ἄνωθεν χρηματίζειν ταύτην μητέρα καὶ οἰκητήριον Ἑλλήνων ἄντικρυς πεφηνέναι, τὴν πάλαι θρυλουμένην Στοὰν καὶ τοὺς Περιπάτους καὶ τὰς Ἀκαδημίας, εἰς ἑαυτὴν ὁμοῦ πάντα συναγαγοῦσαν μετὰ τῆς εὐσεβείας· καὶ τὴν μὲν ἀθεΐαν καὶ τοὺς μύθους καὶ τοὺς μακροὺς λήρους μετὰ τοῦ ψεύδους καὶ τῶν παραλογισμῶν, καὶ τῆς συχνῆς ἀδολεσχίας καὶ τῆς ἀπάτης... ἀπορρίψασαν, τῇ δ᾿ ἀληθείᾳ, καὶ τῇ τοῦ ἑνὸς τρισυποστάτου καὶ παντοδυνάμου καὶ παντοκράτορος Θεοῦ πίστει, τῷ τε Σταυρῷ καὶ τῇ τοῦ Εὐαγγελίου ἁπλότητι κατακοσμήσασαν τὴν σοφίαν ἐκείνην καὶ δούλην εὐγνώμονα καὶ ὑπηρέτιν ἀναδείξασαν τῆς ἀληθινῆς καὶ πρώτης σοφίας»22.
Ἡ Κωνσταντινούπολις, λέγει «ἐπαινεῖται ἀπὸ ὅλους καὶ εἶναι βασιλίδα ὅλων τῶν πόλεων. Εὑρίσκεται σὲ ὑπεροχὴ ἀπὸ ὅλες καὶ σὲ ὅλα. Καὶ σὲ μέγεθος, καὶ σὲ ὀμορφιά, καὶ σχετικὰ μὲ τὴν τοποθεσία καὶ τὸν συνδυασμὸ τῶν φυσικῶν στοιχείων, καὶ τὴν εὐκρασία τῶν ἀέρων καὶ ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα, καὶ ὅτι ἀπὸ ὅλους τοὺς λαούς, καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τοὺς Βαρβάρους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς γενικῶς μεγαλύνεται καὶ λαμβάνει δῶρα καὶ τιμές. Θεωρεῖται ὅμως ἀνώτερο καὶ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ὅτι εἶναι μητέρα πνευματικῶν λόγων καὶ τῆς ἄνωθεν σοφίας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ οἰκητήριο τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδὴ συγκέντρωσε μέσα της τὴν παλαιὰ θρυλικὴ Στοά, τοὺς Περιπάτους καὶ τὶς Ἀκαδημίες (σ.σ. δηλαδὴ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία), ἁρμονικὰ ὅμως καὶ ὄμορφα συνδυασμένα ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια τῆς Ἔκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· διότι ἀφοῦ μὲν ἀπέρριψε τὴν ἀθεΐα καὶ τοὺς μύθους καὶ τὶς ἀνιαρὲς ἀνοησίες μὲ τὰ ψεῦδη καὶ τοὺς παραλογισμοὺς καὶ τὶς συνεχεῖς φλυαρίες τους καὶ τὶς ἀπάτες, καταστόλισε τὴν κοσμικὴ ἐκείνη (καὶ θύραθεν) σοφία μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πίστι στὸν ἕνα καὶ τρισυπόστατο καὶ παντοδύναμο καὶ παντοκράτορα Θεό, μαζὶ μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ἔτσι τὴν ἀνέδειξε εὐγνώμονα δούλη καὶ ὑπηρέτρια τῆς ἀληθινῆς καὶ πρώτης σοφίας».
Διαφαίνεται ἄραγε πουθενὰ μισελληνισμὸς σὲ τέτοια ὡραῖα κείμενα Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἢ μήπως ἀντίθετα διακηρύσσεται μιὰ ταπεινὴ καὶ διακριτικὴ καύχησις, γιὰ ὅ, τι ὡραῖο καὶ σεμνὸ ἐδημιούργησε τὸ ἔνδοξο παρελθὸν τῆς πατρίδος μας, τὰ ὁποῖα ἔτι περισσότερο ἐλάμπρυνε ἡ εἰς Χριστὸν Πίστις καὶ ζωὴ;
Καυχώμαστε ἐπίσης ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόγονοί μας ἦσαν πολὺ θεοφοβούμενοι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι πρὶν ἀπὸ κάθε τι μεγάλο προσηύχοντο, προσέφεραν θυσίες καὶ σπονδές, παρακαλοῦσαν τοὺς θεούς τους γιὰ τὴν καλὴ ἔκβασι τοῦ μέλλοντος. Εἶναι παροιμιώδης ἡ ἔκφρασις «ἀπὸ Θεοῦ ἄρχεσθαι» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ ζωή τους δὲν ἦταν ἀνθρωποκεντρική, ὅπως τόσων συγχρόνων μελετητῶν καὶ ἑρμηνευτῶν τους, ἀλλὰ θεοκεντρική. Εἶχαν σχεδὸν πάντοτε στὸν νοῦ καὶ στὸν λόγο τους τὴν ἀναφορά τους στὸν θεό. Πρότυπο καὶ παράδειγμα καὶ ἔλεγχος γιὰ τὸν σημερινὸ φίλαυτο, ἐγωκεντρικό, οὑμανιστή, σχεδὸν ἄθεο ἄνθρωπο.
Καυχώμαστε ποὺ καταγόμαστε ἀπὸ μιὰ τέτοια φυλὴ ποὺ μὲ τὸ ἀνήσυχο πνεῦμα της, πνεῦμα προβληματισμοῦ καὶ ἐρεύνης, δὲν ἀναπαυόταν σὲ μιὰ ὑλιστικὴ ζωή, μὲ ἀποκλειστικὰ γήινο καὶ ἐμπαθὲς περιεχόμενο, ἀλλὰ ἀναζητοῦσε τὸ ἀνώτερο, τὸ πνευματικό, τὸ οὐράνιο. Ἀπ᾿ αὐτούς, παρὰ τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας, ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός, ὁ πόθος γιὰ τὸ ὄντως «καλὸν κἀγαθὸν».
Καυχώμαστε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες ποὺ στὰ πρόσωπα τῶν μεγάλων ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων ἀναγνωρίζουμε τρόπον τινα Ἕλληνες πρὸ Χριστοῦ Προφῆτες καὶ τοὺς εἰκονίζουμε στοὺς ἐξωνάρθηκες τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
Κατὰ τὸν Καθηγητὴ Ν. Ζία: «Ἡ μεγαλωσύνη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται στὴ δυνατότητα πρόσληψης καὶ μεταμόρφωσης. Στὴ θετικὴ στάση ἀποδοχῆς. Ἡ ἀρνητικὴ στάση -ὅταν ὑπάρχη- δὲν εἶναι ἐχθρότητα ἢ βδέλυγμα ἀλλὰ περιχαράκωση καὶ περιφρούρηση ἀγάπης γιὰ τυχὸν ἀστοχία στὸν τελικὸ στόχο «ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσι...» Ἡ Νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θρίαμβός της εἶναι ἡ κατάφαση τῆς εἰκόνας. Ἡ κατάφαση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου». Μέσα στὸ διακριτικὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατανοεῖται καὶ «ἡ ἱστόρηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων Φιλοσόφων στοὺς Ὀρθοδόξους ναοὺς καὶ κυρίως στοὺς Νάρθηκες καὶ τὶς Τράπεζες Μοναστηριῶν. Πέραν τοῦ ὅτι ὅλες οἱ σωζόμενες παραστάσεις ἀπαντοῦν κυρίως σὲ Μοναστήρια, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι βρίσκονται ἱστορημένες μορφὲς τῶν Ἑλλήνων σοφῶν σὲ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκεῖ ποὺ διασώζεται αὐθεντικὰ ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ βιώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μέσα στὴν εἰκοσιτετράωρη λειτουργικὴ ζωὴ»23.
Χαίρονται, πιστεύουμε, κι αὐτοὶ οἱ ἀγαθοὶ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ποὺ βέβαια θὰ ἐπίστευσαν στὸ κήρυγμα τοῦ τριημερεύσαντος στὸν τάφο Ἰησοῦ, καὶ θὰ καυχῶνται χωρὶς ἀμφιβολία γιὰ τὴν καλὴ ἐξέλιξι καὶ τὸν ἐγκεντρισμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν καλλιέλαιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ24.
Χαίρονται διότι ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἐδίστασε, στὰ πρόσωπα τῶν σοφῶν, Χριστιανῶν πλέον Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐγερθῆ ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας καὶ τῶν σκιῶν, καὶ νὰ παραλάβη τὸ Φῶς ἀπὸ τοὺς ἀγνώμονες Ἰουδαίους καὶ νὰ οἰκειοποιηθῆ τὴν θεία κληρονομία τους, ἀκούγοντας τὸ ἐγερτήριο κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας: «ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστὸς»25.
Καὶ ὄντως ἠγέρθη ὁ Ἑλληνισμός:
Ἀπὸ τὰ αἰνίγματα καὶ τοὺς μύθους, στὴν ἐξ οὐρανοῦ ἀποκάλυψι.
Ἀπὸ τὴν ἀσχημάτιστη, ἀόριστη ἐλπίδα, στὴν Προσδοκία τῶν Ἐθνῶν.
Ἀπὸ τὸν βωμὸ τοῦ ἀγνώστου Θεοῦ, στὸ ἱερὸ βῆμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ἐμπειρία ὅτι ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστι, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ε. Καταφέρονται ἐπίσης ἐναντίον μας οἱ Νεο-παγανιστὲς μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι οἱ ρίζες τῆς Πίστεώς μας, καὶ συγκεκριμένα ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι δῆθεν ἁπλῶς Ἑβραϊκὴ Ἱστορία, συνεπῶς ἑβραϊκὴ ὑπόθεσις ποὺ δὲν ἀφορᾶ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. «Ἂς στραφοῦμε, λοιπὸν», λέγουν, «στὴν δική μας καταγωγή, τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μὲ τὸν πολιτισμό, τὴν φιλοσοφία, τὴν θρησκεία της».
Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ δηλώσουμε τὸ προφανές, ὅτι δηλαδὴ οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε ρατσιστὲς καὶ γι᾿ αὐτὸ οὔτε ἀντισημιτιστὲς (πῶς θὰ μπορούσαμε ἄλλωστε νὰ εἴμαστε;). Ὁ Ἑβραϊκὸς λαὸς εἶναι ἀνθρωπίνως συμπαθὴς σὲ ἐμᾶς, ὅπως ὅλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου καὶ μάλιστα ἐπειδὴ μᾶς προσέφερε τόσους Πατριάρχες, Δικαίους καὶ Προφῆτες τῆς Παλ. Διαθήκης, ὡς καὶ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ κορωνίδα βέβαια τὴν Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό.
Ὡστόσο ἡ Πίστις μας δὲν εἶναι «ἰουδαϊκὴ». Ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε σαφὲς καὶ ρητῶς ἐκφράσθηκε ἡ ξεκάθαρη τοποθέτησις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅτι ἡ εἰς Χριστὸν πίστις εἶναι διάφορη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀφοῦ ὁ Κύριος «ἐξηγόρασεν ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ Αὐτοῦ αἵματι». Πλὴν τῶν σαφῶν παραπομπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ὅπου ἀναφέρονται στὴν ζωὴ τῶν νέων τότε Χριστιανῶν καταργήσεις παλαιῶν ἰουδαϊκῶν συνηθειῶν καὶ τυπικῶν, παραθέτουμε καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἱερομάρτυρος ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας κατὰ τὴν περίοδο 70-107 μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Μαγνησίας: «Ἄτοπον ἐστιν, Χριστὸν Ἰησοῦν λαλεῖν, καὶ ἰουδαΐζειν. Ὁ γὰρ Χριστιανισμὸς οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμὸν ἐπίστευσεν, ἀλλὰ Ἰουδαϊσμὸς εἰς Χριστιανισμόν, ὡς πᾶσα γλῶσσα πιστεύσασα εἰς Θεὸν συνήχθη»26.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ ἱερὰ βίβλος τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἰδίως πρὶν ἡ Ἐκκλησία ἀποφανθῆ γιὰ τὸν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι πιστοὶ στὸν Χριστὸ δὲν διανοήθηκαν κἂν νὰ τὴν θεωρήσουν «Ἰουδαϊκὴ», ἡ ἁπλῶς ὡς μία συλλογὴ τῆς Ἑβραϊκῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς τὴν ἔνοιωθαν ὡς «Λόγον Θεοῦ», τὴν περιέβαλλαν μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ κῦρος, καὶ τὰ ἀναγνώσματά της ἦσαν καὶ εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλῆ καὶ ἐνισχυτικὰ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ὅλων τῶν Χριστιανῶν.
Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ ἐπίδρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν χριστιανικὴ εἰκονογραφία. Συχνὰ τὰ θέματα τῶν Χριστιανῶν εἰκονογράφων προέρχονται ἀπὸ παλαιοδιαθηκικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα προτυπώνουν ἢ συμβολίζουν γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Π.χ. ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς στὴν κοιλία τοῦ κήτους, ποὺ προτυπώνει τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου.
Οἱ σοφοὶ Χριστιανοὶ Ἕλληνες Πατέρες πάντοτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχαν τὶς ἀναφορὲς τους καὶ τὰ συγγράματά τους γέμουν ἀπὸ παραπομπὲς σ᾿ αὐτήν. Δὲν γνώριζαν αὐτοὶ τότε τὰ πράγματα καλλίτερα, γιὰ νὰ φυλαχθοῦν (ἂν ὑπῆρχε λόγος ὑπονοίας) ἀπὸ κάποια ὑποτιθέμενη ἑβραϊκὴ δολιότητα καὶ ψεῦδος; Ἦσαν αὐτοὶ λιγώτερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες ποὺ παρέμειναν δέσμιοι τῆς εἰδωλολατρίας;
Πλὴν τῶν ἄλλων ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τοὺς «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», τοὺς Προπάτορες τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ ἀνθρώπινο, φανερώνοντας ἔτσι τὴν ἄρρηκτη συνέχειὰ της μὲ τὴν βίβλο τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ βάσις γιὰ τὴν Καινή. Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Εἶναι ἐπίσης πασίδηλος ὁ παγκόσμιος χαρακτήρας καὶ προοπτική της γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τοῦτο φαίνεται ἐμφανέστατα στοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει μία ὡραία ὅσο καὶ ἀναλυτικώτατη μελέτη γιὰ τὸ ὅτι πράγματι τὰ περὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στοὺς Ἑβραίους, ἀλλὰ ἀφοροῦν τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, πρὸς καταισχύνη μάλιστα αὐτῶν ποὺ ἀδιαφόρησαν καὶ ἀπέρριψαν τὴν εὐσέβεια πρὸς τὸν μόνο ἀληθῆ Θεό, καὶ δὲν ἐκαρπώθησαν τελικὰ τὶς εὐλογίες Του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ὅτι μὴ ὡς ἔτυχεν μηδὲ μάτην τὰς παρ᾿ Ἑβραίοις προφητικὰς βίβλους διὰ πάσης σπουδῆς περιέπομεν... Ὅπως τὰ χρηστότερα περὶ ἡμῶν τῶν ἀλλοφύλων ἐθνῶν προλαβόντες οἱ παρ᾿ αὐτοῖς προφῆται ἐκήρυττον»27.
Δηλαδή: «Ὄχι χωρὶς λόγο, κι οὔτε μάταια, τιμοῦμε καὶ σεβόμαστε μὲ πόθο τὰ προφητικὰ βιβλία τῶν Ἑβραίων, ἀφοῦ τὰ λίαν ἐπωφελῆ καὶ εὐεργετικὰ γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες καὶ τὰ λοιπὰ ξένα πρὸς αὐτοὺς ἔθνη, οἱ Προφῆτες τους προανήγγειλλαν».
Καὶ μάλιστα οἱ Προφῆτες αὐτοί, γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ προετοίμαζαν μὲ τὶς διδασκαλίες καὶ προφητεῖες τους ὅλα τὰ ἔθνη, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν τὴν γνῶσι καὶ εὐσέβεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μόνος ἐγνωρίζετο παλαιὰ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους28.
Οἱ ἅγιοι Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὶς προφητεῖες τους ἀποδεικνύουν, πὼς οἱ πολλὲς ὑποσχέσεις (ἐπαγγελίες) τοῦ Θεοῦ προεμήνυαν τὴν εὐλογία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἐθνῶν (σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος), καὶ ἔλεγαν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ὑποσχέσεις Του παρὰ μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ29. Σὲ ἐμᾶς δὲ τοὺς πρώην εἰδωλολάτρες (τὰ ἔθνη) ἁρμόζει νὰ λέγεται ἡ προσδοκία30 (γλυκειὰ προσμονὴ) γιὰ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀποδεικνύεται δὲ ἰσόρροπη (ἰσοδύναμη) ἡ ἐλπίδα γιὰ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ὥστε κατὰ τοῦτο καθόλου νὰ μὴ ὑστεροῦν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὅσοι προέρχονται ἀπὸ τὰ λοιπὰ ἔθνη, καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ σωθοῦν μὲ τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν συνέχεια ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει τὸ ἐκ τῆς Γενέσεως χωρίον περὶ τῆς εὐλογίας τοῦ φιλοθέου Ἀβραάμ:
«Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν, «οὐ μὴ κρύψω ἀπὸ Ἀβραὰμ τοῦ παιδός μου ἃ ἐγὼ ποιῶ; Ἀβραὰμ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς"31. Λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν θὰ κρύψει ἀπὸ τὸν θεοφιλῆ Ἀβραὰμ αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς πολλοὺς ἦταν κρυφὸ καὶ μυστικό. Αὐτὸ δὲ ἦταν τὸ περὶ τῆς εὐλογίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, ποὺ παλαιὰ μὲν ἦταν κρυμμένο ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἐκρατοῦντο ἀπὸ ἀπερίγραπτη πλάνη δεισιδαιμονίας. Τώρα ὅμως αὐτὸ φανερώθηκε σὲ ἐμᾶς, ἀφοῦ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὅλα τὰ ἔθνη μετέχουν στὴν ἴδια εὐλογία μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σέβωνται καὶ τιμοῦν τὸν ἀληθῆ Θεὸ»32.
Ἂς σημειώσουμε δὲ ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἦταν Χαλδαῖος στὴν καταγωγὴ καὶ ἔζησε πολὺ πρὶν τῆς ἐμφανίσεως Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, καὶ φυσικὰ πρὸ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἅγιος Θεός, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς», δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλους τοὺς λαούς. Ἀπευθύνει τὰ σωτήρια καλέσματὰ Του σὲ ὅλους ἀδιακρίτως καὶ εὐλογεῖ τοὺς «ἀγαθοὺς τῇ καρδίᾳ».
Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μὲ σχετικὰ νοήματα, ποὺ ἀναφέρονται στὸν οἰκουμενικὸ καὶ παγκόσμιο αὐτὸν χαρακτῆρα τῆς μελλούσης σωτηρίας ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς, διὰ τῆς εὐσεβείας πρὸς τὸν μόνο ἀληθῆ Θεό. Ἀναφέρουμε μερικά:
«Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν· ὅτι τοῦ κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν»33.
«Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χεῖρας, ἀλαλάξατε τῷ θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· ὅτι κύριος ὕψιστος, φοβερός, βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν»34.
«Ἀκούσατέ μου νῆσοι, καὶ προσέχετε ἔθνη. διὰ χρόνου πολλοῦ στήσεται, λέγει κύριος... ἰδοὺ δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»35.
«Τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει κύριος· καὶ καταφεύξονται ἔθνη πολλὰ ἐπὶ τὸν κύριον τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔσονται αὐτῷ εἰς λαόν. καὶ κατασκηνώσουσιν ἐν μέσῳ σου, καὶ γνώσῃ ὅτι κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέστειλέ με πρός σε»36.
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου, καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι, καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν, τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν, καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους, λέγοντα τοῖς ἐν δεσμοῖς, ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει, ἀνακαλυφθῆναι, καὶ ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς βοσκηθήσονται, καὶ ἐν πάσαις ταῖς τρίβοις ἡ νομὴ αὐτῶν· οὐ πεινάσουσιν οὐδὲ διψήσουσιν, οὐδὲ πατάξει αὐτοὺς καύσων οὐδὲ ὁ ἥλιος, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν παρακαλέσει, καὶ διὰ πηγῶν ὑδάτων ἄξει αὐτούς· καὶ θήσω πᾶν ὄρος εἰς ὁδὸν καὶ πᾶσαν τρίβον εἰς βόσκημα αὐτοῖς. ἰδοὺ οὖτοι πόρρωθεν ἥξουσιν, οὖτοι ἀπὸ βορρᾶ καὶ θαλάσσης, ἄλλοι δὲ ἐκ γῆς Περσῶν. εὐφράνθητε οὐρανοὶ καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ. ῥηξάτωσαν τὰ ὄρη εὐφροσύνην, ὅτι ἠλέησεν κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ τοὺς ταπεινοὺς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ παρεκάλεσεν»37.
Οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ἐκαυχῶντο ὅτι τάχα μόνον αὐτοὺς (ὡς ἔθνος καὶ φυλὴ) ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἔθνη προτίμησε ὁ Θεὸς καὶ ὅτι δῆθεν μόνον αὐτοὺς ἀξίωσε τῶν θείων ἐπαγγελιῶν Του, καταισχύνονται τώρα ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις τοῦ ἐναντίου, ἀφοῦ μαρτυρεῖται (ἀπὸ τοὺς ἰδίους μάλιστα τοὺς Προφῆτες τους), πὼς δὲν τοὺς δόθηκε τίποτε περισσότερο ἢ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι σὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη38.
Μάλιστα προβλέποντες τὰ μέλλοντα, ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι Προφῆτες ἐν Πνεύματι ἁγίῳ γιὰ τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀποστάτες Ἑβραίους, ὡς καὶ γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῶν ἐπαγγελιῶν Του σὲ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ποὺ θὰ δεχθοῦν καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν Ἀλήθειὰ Του: «Οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἡλίου καὶ μέχρι δυσμῶν τὸ ὄνομα μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου, καὶ θυσία καθαρά. διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, ὑμεῖς δὲ βεβηλοῦτε αὐτὸ»39.
Νὰ τί λέγει καὶ ὁ Προφήτης Ἱερεμίας:
«Κύριε ἰσχύς μου καὶ βοήθειά μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ κακῶν. πρὸς σὲ ἔθνη ἥξουσιν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς, καὶ ἐροῦσιν: ὡς ψευδῆ ἐκτήσαντο οἱ πατέρες ἡμῶν εἴδωλα, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ὠφέλεια. εἰ ποιήσει ἑαυτῷ ἄνθρωπος θεούς, καὶ οὖτοι οὐκ εἰσὶν θεοί. διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ δείξω αὐτοῖς ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, γνωριῶ αὐτοῖς τὴν χεῖρά μου καὶ τὴν δύναμίν μου· καὶ γνώσονται ὅτι ὄνομά μοι κύριος.
Ἁμαρτία Ἰούδα ἐγγέγραπται ἐν γραφῇ ἐν ὄνυχι ἀδαμαντίνῳ, ἐγκεκολαμμένη ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς καρδίας αὐτῶν, ἡνίκα ἂν μνησθῶσιν τὰ ἄλση αὐτῶν ἐπὶ ξύλου δασέος, καὶ ἐπὶ βουνῶν μετεώρων, καὶ ὀρέων ἐν ἀγρῷ. ἰσχύν σου καὶ θησαυρούς σου εἰς προνομὴν δώσω, καὶ τὰ ὑψηλά σου διὰ τὰς ἁμαρτίας σου τὰς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου. καὶ ἀφεθήσῃ μόνῃ, καὶ ταπεινωθήσῃ ἀπὸ τῆς κληρονομίας σου, ἧς ἔδωκά σοι. καὶ καταδουλώσω σε τοῖς ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ ᾗ οὐκ ἔγνως»40.
Καὶ ὁ Προφήτης Μιχαίας:
«Ἀκούσατε δὴ ταῦτα οἱ ἡγούμενοι οἴκου Ἰακὼβ καὶ οἱ κατάλοιποι οἴκου Ἰσραήλ. οἱ βδελυσσόμενοι κρίμα, καὶ πάντα τὰ ὀρθὰ διαστρέφοντες, οἱ οἰκοδομοῦντες Σιὼν ἐν αἵμασι καὶ Ἱερουσαλὴμ ἐν ἀδικίαις. οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετὰ δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίναντο, καὶ οἱ προφῆται αὐτῆς μετὰ ἀργυρίου ἐμαντεύοντο, καὶ ἐπὶ τὸν κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες, οὐχὶ κύριος μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν; οὐ μὴ ἐπέλθη ἐφ᾿ ἡμᾶς κακά. διὰ τοῦτο δι᾿ ὑμᾶς Σιὼν ὡς ἀγρὸς ἀροτριαθήσεται, καὶ Ἱερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἔσται, καὶ τὸ ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ.
Καὶ ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμφανὲς τὸ ὄρος κυρίου, ἕτοιμον ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, καὶ μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν· καὶ σπεύσουσιν ἐπ᾿ αὐτὸ λαοί, καὶ πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ ἐροῦσι, δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ δείξουσιν ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν ταῖς τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος, καὶ λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ»41.
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανοὺς κατεδείχθη ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ στενόκαρδο καὶ παραμορφωτικὸ πνεῦμα τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Ὁ πρωτομάρτυς Χριστιανὸς Στέφανος, κυριώτερος ἐκπρόσωπός τους, μὲ αὐστηρὴ γλῶσσα ἔλεγξε δριμύτατα στὸ συνέδριο αὐτοὺς τοὺς παρανόμους Ἰουδαίους, ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν φυλετικὴ καταγωγή τους ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεἰ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν Προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν;»42
Τέλος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς φοβεροὺς ἐκείνους λόγους (μὲ τὰ «οὐαὶ") Του κατὰ τῶν ὑποκριτῶν Ἰουδαίων, τοὺς ἀποκαλύπτει ὡς μὴ ἔχοντας καμμία σχέσι πνευματικὴ μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὣστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοὶ ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. Καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!...»43
Ἀντιθέτως ὅσοι ἀποδεχόμαστε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, (ὅπως καὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοὶ) καθιστάμεθα πραγματικοὶ υἱοὶ τῶν Πατέρων καὶ Δικαίων καὶ τῶν Προφητῶν αὐτῆς, καὶ γινόμαστε κληρονόμοι της, καὶ οἱ ὑποθέσεις καὶ τὰ νοήματὰ της γίνονται κληρονομιά μας πρὸς Θεογνωσία καὶ σωτηρία μας.
Σήμερα ἰδιαίτερα βλέπουμε νὰ ἐπαληθεύεται ἡ προφητεία τοῦ δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου, ποὺ κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ καὶ νὰ βαστάση στὰ χέρια του τὸν Σωτῆρα Κύριο καὶ νὰ Τὸν δοξάση λέγοντας:
«Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ».
Οἱ ἁγνοὶ καὶ ἀγαθοὶ Ἰσραηλῖτες, «ἐν οἷς δόλος οὐκ ἔστι», μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς λοιποὺς ταπεινούς, καὶ συνάμα δεκτικοὺς στὴν σοφία τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους πάσης φυλῆς καὶ ἐθνικότητος, ἀναγνωρίζουν τὸν «Χριστὸν Κυρίου», Τὸν προσκυνοῦν, Τὸν δέχονται στὴν ζωή τους καὶ ἀνίστανται μὲ τὴν Χάρι Του στὸ ὕψος τῆς νέας, τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως (εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις)44.
Ἀντιθέτως οἱ ὑπερήφανοι καὶ μὴ δεκτικοὶ παραμένουν στὴν πτῶσι τους ἀδυνατοῦντες νὰ χαροῦν τὴν προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα.
«Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ»45.
Ἡ Ἱστορία ὄντως ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τῆς προφητείας τοῦ δικαίου Συμεών, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς σὲ κάθε ἐποχὴ εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἐνῶ δηλ. γιὰ ὅσους Τὸν πιστεύουν εἶναι ἀνάστασις, γιὰ ὅσους ἀπιστοῦν εἶναι «εἰς πτῶσιν».
Ἡ Πίστις μας δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ εὐσέβειά μας δὲν εἶναι ὑπόθεσις τῶν Ἑβραίων (ἄλλωστε αὐτοὶ τὴν κατεφρόνησαν). Δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοῦτο ἢ τὸ ἄλλο ἔθνος. Εἶναι πανανθρώπινη, ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σώζει ὅλον τὸν ἄνθρωπο, καὶ κατέχει τὴν πληρότητα καὶ ὁλότητα τῆς ἀληθείας. Γι᾿ αὐτὸ λέγεται «Καθολικὴ», ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ «Πιστεύω": «... εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν...»
Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ πρώην ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες, Ἕλληνες δεχθήκαμε καὶ σεβόμαστε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, διότι ἔχει ὡς σκοπὸ καὶ προοπτική της τὴν πανανθρώπινη, τὴν παγκόσμιο σωτηρία. Γι᾿ αὐτὸ κατὰ Θεία οἰκονομία μεταφράσθηκε ἐνωρὶς (πρὸ Χριστοῦ) στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους. Εἶναι ἡ γνωστὴ Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα, ποὺ ἐπέχει πλέον θέσιν πρωτοτύπου σήμερα καὶ περιποιεῖ καὶ ἰδιαίτερη τιμὴ στὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Ἑλληνισμό.
Μὲ τὴν ἀποδοχὴ λοιπὸν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἔχοντὰς την ὡς στερεὰ βάσι), δὲν ἀπορρίψαμε τὸν Ναζωραῖο ἢ Γαλιλαῖο (ὅπως εἰρωνικὰ ἢ ὑποτιμητικὰ Τὸν ἀποκαλοῦν) Ἰησοῦν, τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀλλὰ Τὸν πιστεύσαμε, Τὸν ἀνεγνωρίσαμε ὡς Κύριο καὶ ἀγαθὸ Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος.
Τὸν ἀκολουθήσαμε μὲ ταπείνωσι ἀλλὰ καὶ σοφία, «ἀφέντες ἅπαντα» (τὰ εἴδωλα καὶ τὶς ἀνούσιες καὶ σκιώδεις δοξασίες), ὅπως οἱ Ἀπόστολοι46.
Μείναμε μαζὶ Του.
Φάγαμε τὸν ἄρτο τὸν ἡδὺ ποὺ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
Καὶ ἤπιαμε τὴν γλυκύτατη πόσι καὶ μεθύσαμε τὴν νηφάλιο μέθη τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἐξέστημεν καὶ εἴπαμε:
«Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»47.
Καὶ μείναμε καὶ γίναμε μαθητὲς Του καὶ Τὸν διακονήσαμε, γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Καὶ ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς Πάρθους καὶ τοὺς Μήδους καὶ τοὺς Ἐλαμίτες καὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν... καὶ τὴν Ἀσίαν... καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ρωμαίους... καὶ τοὺς Ἄραβες...48 ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλοι ἐμεῖς οἱ πρώην εἰδωλολάτρες γίναμε ὁ νέος ἐκλεκτὸς λαὸς Του, ἡ νεολαία Του, ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ καταξίωσίς μας.
Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν φοβήθηκε τὴν μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν πτοήθηκε τὴν αἰσχύνη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ προχώρησε καὶ ἐξῆλθε ἔξω τῆς παρεμβολῆς, ἀκολούθησε τὸν Χριστό, φέροντας τὸν ὀνειδισμὸν Αὐτοῦ, εἰρωνεῖες, διωγμούς, μαρτύρια49. Καὶ μετὰ τὸ βάπτισμά του στὸν Χριστό, γέννησε διακόνους τῆς Χάριτὸς Του: Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὁσίους, Ὁμολογητὲς καὶ Ἀπολογητές, ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς παλαιοὺς Δικαίους καὶ Πατριάρχες καὶ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνιστοῦν τὴν χορεία τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ. Ὁ εἰλικρινὴς προβληματισμός, ἡ καλὴ ἀνησυχία ὑπῆρχε. Καὶ ὁ σπόρος ἔπεσε «ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν"50 καὶ καρποφόρησε καρπὸν τριάκοντα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν.
ΣΤ. Λέγουν ἐπίσης, οἱ Νεο-παγανιστὲς ὅτι ἡ ὅλη ἱερὰ Βίβλος τῶν Χριστιανῶν, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι μία ἀπάτη, μία σκευωρία ποὺ κατασκευάσθηκε μὲ δόλο, στοχεύοντας στὴν ἐξαπάτησι τῶν ἀνθρώπων καὶ τελικὰ στὴν ἐπικράτησι τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι, λέγουν, ἐπιχειρήθηκε καὶ κατορθώθηκε τὸ ξεθεμελίωμα τοῦ ὡραίου ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου.
Γιὰ νὰ μὴ ἐπιμηκύνεται πολὺ ὁ λόγος, θὰ ἀναφέρω ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὰ λόγια ἑνὸς συγχρόνου ἁγίου, ὅσο καὶ ἑλληνομαθεστάτου καὶ σοφωτάτου ἀνδρός, τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σχετικὰ μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Φρονοῦμε ὅτι ἀναλογικὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν Παλαιά:
«Ὁ Pascal κάμνει ἕνα πολὺ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει λοιπόν, ὅτι μὲ τοὺς Ἀποστόλους συνέβη ἓν ἐκ τῶν τριῶν: Ἢ ἠπατήθησαν ἢ μᾶς ἐξηπάτησαν ἢ μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Ἂς πάρουμε τὴν πρώτη ἐκδοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δὲν τὰ ἔμαθαν ἀπὸ ἄλλους. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καὶ αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέμματα; Ἀλλὰ γιατί νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θὰ κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιὰ νὰ πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τὰ μόνα ποὺ ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους ἀπὸ ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καὶ τέλος τὸν θάνατον. Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα ψέμμα;
Καὶ κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τοὺς καλέσει ὁ Χριστὸς; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοὶ ἢ ὁραματιστὲς φιλοσοφικῶν καὶ κοινωνικῶν συστημάτων, ποὺ περίμεναν τὴν εὐκαιρία νὰ κατακτήσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τὴν φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καὶ τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν νὰ πιάσουν κανένα ψάρι, γιὰ νὰ θρέψουν τὶς οἰκογένειές τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ἀκούσει καὶ ἰδῆ, ἐπέστρεψαν στὰ πλοιάριὰ τους καὶ τὰ δίκτυά τους. Δὲν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτοὺς οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως, γιὰ ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Καὶ μόνον μετὰ τὴν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης. Ἄρα δὲν εἶχαν λόγο νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι.
Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια»51.
Ζ. Μία ἄλλη κατηγορία τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν κατὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς -καὶ πιὸ συγκεκριμένα κατὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- μὲ τὴν ὁποία προσπαθοῦν νὰ «σκανδαλίσουν» τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς δημιουργήσουν ἀμφιβολίες γιὰ τὶς ἱερές μας Γραφὲς καὶ τὴν Πίστι μας, εἶναι τὸ ὅτι τάχα περιέχει πολλὰ ἄτοπα, ἀπαράδεκτα ἤθη καὶ ἀνάρμοστες συμπεριφορὲς διαφόρων ἱερῶν γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς προσώπων. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ στόματα καὶ γραφίδες καὶ ἄλλων ἐχθρῶν τῆς Πίστεώς μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ εἰπωθοῦν γενικῶς καὶ δι᾿ ὀλίγων τὰ κάτωθι:
Κατ᾿ ἀρχήν, ἀδυναμίες καὶ πάθη ἀνθρώπων τὰ ὁποῖα περιγράφονται στὶς Ἅγιες Γραφές, μᾶς πείθουν εὐλόγως ὅτι δὲν ἐπινοήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπινη προσπάθεια νὰ γραφοῦν κείμενα ποὺ νὰ παρουσιάζουν μιὰ ἰδεατή, τέλεια ἀνθρωπίνως κατάστασι, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπένευσε σὲ ἱεροὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν τὰ θεόπνευστα κείμενὰ τους παραθέτοντας, μαζὶ μὲ τὰ ἅγια παραδείγματα καὶ διάφορες ἀτέλειες προσώπων, ποὺ δείχνουν πάντα τὴν ἀδυναμία καὶ φθορὰ τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος καὶ θέωσις βαθμηδὸν καὶ κατὰ στάδια συνήθως ἐνεργεῖται, καὶ ὄχι ἀθρόως καὶ ἐν μιᾷ ροπῇ.
Βλέπουμε π.χ. καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, πόσες ἀτέλειες ὑπῆρχαν στὴν ζωή, τὸν λόγο καὶ τὴν σκέψι τῶν ἁγίων Μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Παρὰ τὴν στενωτάτη κοινωνία μὲ τὸν Δεσπότη Χριστό, παρὰ τὶς θεῖες διδαχὲς ποὺ ἄκουγαν ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη Του, παρὰ τὶς θαυματουργίες καὶ τὰ ἔνδοξα ποὺ ἀπόλαυσαν οἱ αἰσθήσεις τους, δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν εἶχαν στερηθεῖ τελείως τῶν ἀθρωπίνων ἀδυναμιῶν καὶ ἀτελειῶν τους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἐμφανῆ μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν, ποὺ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ μᾶς διέσωσαν τὸν θησαυρὸ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ἔστω καὶ «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν», ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωπίνων ἀσθενειῶν καὶ ἀδυναμιῶν, «ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν»52.
Ἂν κάποιος πραγματικὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Πίστι καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νομίζω ὅτι ὀφείλει νὰ ἀπευθυνθῆ μὲ εἰλικρίνεια στοὺς ἁρμοδίους φορεῖς καὶ τὶς πηγές, ἀπ᾿ ὅπου μπορεῖ νὰ πληροφορηθῆ ἔγκυρα τὴν ὅλη ἀλήθεια. Καὶ ἡ πιὸ ἁρμόδια καὶ ἔγκυρος πηγὴ ἀληθείας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἂν λοιπόν, ἐνῶ ἔχουμε καλὴ προαίρεσι, κάτι μᾶς «σκανδαλίζη» καὶ μᾶς ἐνοχλῆ, ἂς ρωτήσουμε τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐκείνη θὰ μᾶς βοηθήση νὰ καταλάβουμε, αὐτὸ ποὺ δὲν μπορούσαμε πρίν. Δὲν εἶναι ἄλλωστε εὔκολο καὶ δυνατὸ νὰ μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε, ἐμεῖς οἱ ἀδαεῖς καὶ ἀρχάριοι, ὅλες τὶς λεπτομέρειες, τὶς συνθῆκες τῶν γεγονότων καὶ τῶν λεγομένων τῶν Γραφῶν καὶ τὰ βαθύτατα νοήματὰ τους.
Ὅλοι οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πιστοὶ Χριστιανοὶ πιστεύουν καὶ δέχονται τὶς Ἅγιες Γραφὲς ὡς θεόπνευστες καὶ ἱερές. Ἀνάμεσά τους καὶ πολλὰ σοφὰ καὶ ἀνήσυχα πνεύματα ποὺ δὲν ἀμφισβητοῦν τὰ ἀνωτέρω. Εὑρέθησαν ὅμως καὶ κάποιοι ποὺ στὴν προσπάθειά τους νὰ κατανοήσουν τὸ νόημά τους, σκανδαλίσθηκαν, παρερμήνευσαν καὶ διεστρέβλωσαν τὸ περιεχόμενό τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παρασυρθοῦν σὲ διδασκαλίες, ποὺ ἡ ἀνὰ τὸν κόσμο Οἰκουμενική, Ὀρθόδοξος, Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χαρακτήρισε ὡς αἱρετικές, καὶ τοὺς ἀμετανοήτους αὐτοὺς διδασκάλους τους αἱρετικούς. Διότι πολλὲς φορὲς τὰ πράγματα δὲν εἶναι ὅπως τὰ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ μιὰ πρώτη ἐντύπωσι, ἐξωτερικά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μας διδασκόμαστε, χωρὶς μὲν νὰ καταργοῦμε τὴν λογικὴ καὶ τὴν νοητική μας δύναμι, νὰ συμβουλευώμαστε πρωτίστως τὴν ἁγία γνῶσι καὶ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἅγιοι μέσα ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέκτησαν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες μεγάλες ἀρετές, καὶ τὴν ἀληθινὴ σοφία, νὰ κατανοοῦν τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ τὰ κεκρυμμένα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμυήτων. Καὶ ἔτσι, ταπεινά, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξουν ἔγιναν καὶ εἶναι οἱ ἀπλανεῖς μας διδάσκαλοι, φῶτα μετὰ τὸ Πρῶτο Φῶς. Κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς αἰσθανόμαστε κι ἐμεῖς ἀσφαλεῖς. Διδασκόμαστε ἀπ᾿ αὐτοὺς τὴν πραγματική, αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἔτσι ὥστε ὄντως νὰ πληροφορῆται καὶ νὰ ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας. Τότε καὶ εἰς βάθος κατανοοῦμε ὅσα πρὶν ἀπὸ λάθος μας παρερμηνεύαμε.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθή, ταπεινὴ καὶ εἰλικρινὴς πορεία Ὀρθοδοξίας, γιὰ ὅσους πράγματι ἐπιθυμοῦν τὴν κατανόησι τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ ἐφευρίσκουν καὶ νὰ κατασκευάζουν ἐπιχειρήματα περὶ τοῦ ἀντιθέτου.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ὄντως ἐκ Θεοῦ, ἀληθῶς θεόπνευστος.
Ἂν γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ εὑρισκόμαστε ἀκόμη στὴν ἀχλὺν τῶν παθῶν καὶ τὴν παχυλῆ σαρκικὴ ζωὴ τοῦ παρόντος αἰῶνος, δὲν εἶναι σὲ βάθος κατανοητὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ στὰ ἄσοφα μάτια μας πολλὰ φαντάζουν «σκανδαλιστικὰ» καὶ ἀπαράδεκτα, τοῦτο ὄχι μόνο δὲν ἀποδεικνύει τὸ εὐάλωτο τάχα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον πείθει γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀναλήψεως ἐκ μέρους μας ἐντατικώτερου ἀγῶνος γιὰ κάθαρσι καὶ φωτισμό.
Ἄλλωστε τὰ πάντα δὲν κατανοοῦνται πλήρως μόνο μὲ τὴν λογική. Αὐτὸ τὸ διδασκόμαστε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ φυσικὰ καὶ ἀνθρώπινα πράγματα.
Ποιός κατανοεῖ πλήρως, μόνο μὲ τὴν λογική, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου; Ποιός κατέχει μόνο μὲ τὴν δύναμι τοῦ νοῦ του τὶς αἰτίες τῶν ὄντων; Πῶς κατανοεῖται λογικὰ καὶ πρακτικὰ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τὸ ἄπειρο τοῦ σύμπαντος, ἡ φυσικὴ ἁρμονία καὶ νομοτέλεια τοῦ μικροκόσμου καὶ μακροκόσμου; Πῶς δὲν ἀποδεικνύονται πολλὰ ἀξιώματα, ἐνῶ εἶναι προφανῆς ἡ ἰσχύς τους καὶ ἡ ἀναγκαιότητά τους στὴν φυσικὴ καὶ τὰ μαθηματικὰ; Κι ἂν αὐτὰ -καὶ τόσα ἄλλα- στὴν ζωὴ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου τούτου, εἶναι δεδομένο ὅτι εἶναι ἀκατάληπτα καὶ ἀνερμήνευτα ἢ ἔστω ἐλάχιστα ἀποδεικνυόμενα μόνο μὲ τὴν λογική, πῶς θέλουμε νὰ κατανοοῦμε διὰ μιᾶς τὰ πάντα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα καὶ οὐράνια τοῦ χώρου τῆς Πίστεως;
Γιὰ τὴν κατανόησι πολλῶν ἀποριῶν ζητεῖται ἄλλη βάσις, πέραν τῆς ἐφθαρμένης λογικῆς μας καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα.
Ἔτσι ἐμπιστευόμαστε τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Καὶ οἱ «θεοὶ» τῶν ἐθνῶν53 δὲν πέθαναν γιὰ τὴν σωτηρία μου, δὲν κοπίασαν, δὲν ἀγαποῦν, δὲν εἶναι κἂν θεοί, ἀλλὰ ψεύδονται, καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἀπορρίπτω ἀπὸ τὴν ζωή μου, τοὺς ἀποστρέφομαι.
Ἐμπιστεύομαι ἀνεπιφύλακτα τὸν ἅγιο Θεὸ ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη. Ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν Θεὸ καὶ εὐεργέτη μου, ποὺ ἐργάζεται γιὰ τὸ καλό μου, τὴν εὐτυχία μου, τὴν σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τὸν Θεὸ πού, χωρὶς νὰ ἔχη κάποια ἀνάγκη ὁ ἴδιος (ἀνενδεὴς ὢν), χωρὶς νὰ ζητᾶ τίποτε ἀπὸ ἐμᾶς, ἀπέδειξε τρανῶς καὶ ἀποδεικνύει συνεχῶς τὴν ἐκστατικὴ ἀγάπη Του γιὰ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο.
Ἐμπιστεύομαι τὸν Θεὸ ποὺ ἔγινε, ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη, ὅμοιος μὲ ἐμένα, -χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζω- γιὰ τὴν ἴασι καὶ σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν Θεό μου ποὺ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ ἀνέστη γιὰ ἐμένα, γιὰ ὅλους μας.
Γι᾿ αὐτὸ πιστεύω, δηλαδὴ ἐμπιστεύομαι -κατὰ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ σημασία τοῦ ρήματος- τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Ἔχοντας πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν τὶς ἰδιαίτερες κοινωνικές, πολιτιστικὲς καὶ γενικώτερα ἱστορικὲς συνθῆκες, μέσα στὶς χρονικὲς περιόδους ὅπου διαδραματίζονται τὰ γεγονότα, ἐντρυφοῦμε σὲ αὐτά, ὠφελούμαστε καὶ ἐνισχυόμαστε τὰ μέγιστα· γι᾿ αὐτὸ καὶ σεβόμαστε καὶ τιμοῦμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Εἶναι ὁ ἱστορικὸς χωροχρόνος τῆς σκιώδους παρουσίας τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἑτοιμασίας τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἐξ ὕψους πλήρη ἀποκάλυψι τῆς Χάριτὸς Του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Η. Λέγουν πάλι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμὸς μιμήθηκε τὶς θεωρίες, τοὺς μύθους καὶ τὶς τελετὲς τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν, χωρὶς νὰ ἔχη σχεδὸν τίποτε αὐθεντικὰ δικὸ του.
Χρειάζεται ἄραγε προσπάθεια ἀνασκευῆς αὐτῆς τῆς κατηγορίας τους; Τί κοινὸ ὑπάρχει μεταξὺ Χριστοῦ καὶ εἰδώλων; Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς ὑποδείξη κάτι ἀνάλογο τῆς θείας Λειτουργίας τῶν Χριστιανῶν, ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται»; Ἢ κάτι ἀνάλογο μὲ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὰ ἱερὰ δόγματα τῆς ἀμώμου Πίστεώς μας; Τί σχέσι ἔχουν οἱ μῦθοι τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς μποροῦν νὰ συγκριθοῦν οἱ ἀναισχυντίες καὶ ἐμπάθειες τῶν ψευδοθεῶν τοῦ Ὀλύμπου μὲ τὸ μοναδικό, ἱστορικό, πανάγιο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»54, καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν σωτηρία μας ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπέμεινε σταυρὸ ἑκουσίως;
Γράφει εὔστοχα καὶ ἀποδεικτικὰ ἀδελφὸς Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς μας, γιὰ τὸ ἐν λόγῳ θέμα:
«Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἀρχέγονες πανανθρώπινες μνῆμες κατεγράφησαν ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἀναλόγως πρὸς τὴν παιδεία καὶ τοὺς στόχους τους. Ἔτσι π.χ. θεωρῶ ὅτι οἱ περὶ θεογονίας ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος εἶναι «ἀθηνοκεντρικὲς», προβάλλουν μία ἀθηναϊκὴ ὑπεροχὴ (βλ. π.χ. περὶ Ἀτλαντίδος), τὴν ὁποία δὲν συμμερίζονται οὔτε ἄλλοι μεταγενέστεροι Ἕλληνες ἀρχαῖοι συγγραφεῖς (Διόδωρος ὁ Σικελιώτης). Ἐπίσης εἶναι φυσιοκεντρικές, καθόσον προσωποποιοῦν (καὶ θεοποιοῦν) στοιχεῖα τῆς φύσεως, καὶ ἐπιπλέον δὲν ἀνάγουν στὴν γνῶσι τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος γι᾿ αὐτὲς εἶναι αὐθύπαρκτος καὶ αἰώνιος καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι μέρη αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Οἱ ἀρχαϊκὲς πανανθρώπινες προσδοκίες περιγράφηκαν ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἀνάλογα καὶ μὲ τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία εἶναι γεμάτη μὲ θεοὺς καὶ θεὲς ποὺ προσωποποιοῦσαν τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων (Ἀφροδίτη, Ἄρης), τὶς προσδοκίες τους (Δήμητρα, Περσεφόνη), τὶς ἰδιότητές τους (Ἀθηνᾶ, Ἑρμῆς) ἢ ὅτι οἱ Ἕλληνες μυθολόγοι ἀποδίδουν τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων στοὺς θεοὺς (πολέμους μεταξὺ τῶν θεῶν, ἀσέλγειες, κλπ.);
Εἶναι πολὺ πετυχημένη ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, στὸν κατὰ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου λόγο του, ὅτι ὁ Μωυσῆς ἔχοντας τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περιέγραψε τὶς πανανθρώπινες ἀρχαῖες μνῆμες μὲ τρόπο ἁγιοπνευματικό, Χριστοκεντρικό. Στὶς ἐξωπαλαιοδιαθηκικὲς θεογονίες ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονές του σφετερίζονται τὴν θεία ἐξουσία καὶ παρουσιάζονται νὰ χειρίζονται τὶς τῦχες τοῦ κόσμου μὲ τὶς μορφὲς τοῦ Δία ἢ τοῦ Ὄσιρι κλπ. Ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ χριστιανικὴ ἄποψις τοῦ θέματος, ἀλλὰ ἔχει ἐπιστημονικὴ βαρύτητα. Ἐξ ὅσων ἔχω μελετήσει ἀπὸ διάφορες πλευρές, ὑποστηρίζω τὴν ἄποψι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι πρῶτος ἔγραψε γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ ὁ Μωυσῆς (τὸν 15ο π.Χ. αἰῶνα), οἱ δὲ Ἕλληνες ἔγραψαν πολὺ μεταγενέστερα (ὁ Ὅμηρος τὸν 8ο π.Χ. αἰῶνα)»55.
Ἐπίσης «... Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πιστεύη κανεὶς ἀβασάνιστα τὴν ἄποψι τοῦ καθενός, διότι ὑπάρχουν μεγάλα συμφέροντα. Ἡ Νέα Ἐποχὴ σήμερα ἔχει ὡς βασικὸ γνώρισμά της τὸν συγκρητισμὸ (τὴν ἐξίσωσι ὅλων τῶν θρησκειῶν) καὶ γιὰ νὰ ἐπιβληθῆ ἔχει ἐπιστρατεύσει ὅσες γνῶμες τῆς φαίνονται χρήσιμες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια ἐγνώριζαν τὸ πρόβλημα. Ἡ ἀντίθεσίς τους πρὸς ὅλες τὶς ἄλλες μυστηριακὲς τελετουργίες (μιθραϊκές, ἐλευσίνιες, αἰγυπτιακές, κλπ.) δὲν στηριζόταν σὲ μελέτες σὰν τὶς δικὲς μας, βάσει χειρογράφων ἢ εὑρημάτων ἀπὸ ἀνασκαφές, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ζωντανὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς τελοῦσαν. Εἶχαν γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο αὐθεντικὴ ἄποψι. Πῶς μποροῦσαν ἄλλωστε νὰ δεχθοῦν ἐπηρεασμοὺς ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς τελετουργίες, ὅταν μὲ τόση ἀποστροφὴ ἀπέρριπταν τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἑκατομμύρια Χριστιανοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ;
... Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τὰ χριστιανικὰ μυστήρια καὶ οἱ χριστιανικὲς τελετὲς εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις (ὁλοκλήρωσις) ὅσων ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ Προφῆται σκιωδῶς εἶχαν ὁρίσει νὰ γίνωνται στὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Π.χ. ἀντὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ὁ χριστιανικὸς ναός, ἀντὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα ἡ θεία Εὐχαριστία56.
Τὰ χριστιανικὰ μυστήρια δὲν εἶναι εἰδωλολατρικὰ δάνεια. Πῶς θὰ τὸ ἐδέχοντο αὐτὸ οἱ πρῶτοι ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἄμεσοι διάδοχοὶ των, ὅταν ἡ ἀπόστασις ποὺ τοὺς χώριζε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἦταν χαώδης; Εἶναι νὰ ἀπορῆ κανεὶς πῶς ἀβασάνιστα (ἴσως σκοπίμως) γράφονται βιβλία, τὰ ὁποῖα βρίσκουν «ἀρχαῖες εἰδωλολατρικὲς ἐπιβιώσεις»! στὰ χριστιανικὰ μυστήρια, π.χ. ναός, ἱερατεῖο, ἄμφια, τελετές, νηστεία, θυσία, λιβάνι, ἑορτές, ἀργίες, κλπ. Δὲν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι θεσμοθετημένα ἀπὸ τὸν Μωυσῆ57 πολὺ πρὶν ὑπάρξουν γραπτὰ ἑλληνικὰ μνημεῖα (πολλῷ μᾶλλον τελετὲς); Δὲν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτὰ στὴν Ἐκκλησία λειτουργοῦν πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στὶς εἰδωλολατρικὲς τελετὲς τάσσονται στὴν ὑπηρεσία τῶν δαιμόνων;
... Στὴν ἰουδαϊκὴ λατρεία ὁ Μωυσῆς εἶχε δώσει βαθύτερο πνευματικὸ (χριστοκεντρικὸ-σωτηριολογικὸ) νόημα, τὸ ὁποῖο συχνὰ ξεχνοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ χρειαζόταν ἡ παρέμβασις τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν Προφητῶν πρὸς διόρθωσιν. Βλέπει κανεὶς θυσίες, ἀναφορὲς καὶ θυμιάματα, ὀργανικὰ στοιχεῖα τῆς Μωσαϊκῆς λατρείας, νὰ προκαλοῦν τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν σωτηριολογικὴ προοπτικὴ (ταπείνωσι, εἰρήνη αἰσθήσεων καὶ λογισμῶν, ὑπακοὴ καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτονομία ἀπὸ τὸν Θεὸ)58.
Ἐὰν κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι στὸν Χριστιανισμὸ ὑπάρχουν στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικῶν τελετῶν καὶ ἐθίμων, κάνουν λάθος... Καὶ μόνο οἱ ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν καὶ ἄλλων συνόδων κατὰ τῶν ἑλληνικῶν ἐπιδράσεων στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀρκετὲς πρὸς ἀπόδειξιν.
... Οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἔβλεπαν τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θέλησαν νὰ ἀπομιμηθοῦν τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῶν ἐνεργειῶν τους. Ὅπως μέχρι σήμερα οἱ μάγοι καὶ μέντιουμ χρησιμοποιοῦν σταυροὺς καὶ εἰκόνες γιὰ νὰ κάνουν τὰ ξόρκια τους, γινόμενοι ὄργανα τῶν δαιμόνων παρὰ τοὺς σταυροὺς καὶ τὶς εἰκόνες»59.
Λέγει δὲ καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Ἀπολογητής, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ βάθος τῶν πραγμάτων:
«...τὸν Ἰησοῦν λαβόντα ἄρτον καὶ εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἀνάμνησίν μου, τοῦτ᾿ ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ τὸ ποτήριον ὁμοίως λαβόντα καὶ εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ἐστι τὸ αἷμά μου: καὶ μόνοις αὐτοῖς μεταδοῦναι. Ὅπερ καὶ ἐν τοῖς τοῦ Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίγνεσθαι μιμησάμενοι οἱ πονηροὶ δαίμονες· ὅτι γὰρ ἄρτος καὶ ποτήριον ὕδατος τίθεται ἐν ταῖς τοῦ μυουμένου τελεταῖς... ἢ ἐπίστασθε ἢ μαθεῖν δύνασθε»60.
Δηλαδή:
«Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος νὰ κάνουμε «εἰς τὴν ἀνάμνησιν Αὐτοῦ», δηλ. στὴν θεία Λειτουργία, προσφέροντας ἄρτο καὶ οἶνο, αὐτὸ καὶ στὰ μυστήρια τοῦ ψευδοθεοῦ Μίθρα κατὰ μίμησι τῶν Χριστιανῶν ἐδίδαξαν νὰ γίνεται οἱ πονηροὶ δαίμονες· κι αὐτό, τὸ ὅτι δηλ. παρατίθεται ἄρτος καὶ ποτήριο ὕδατος... στὶς τελετές τους γιὰ τὴν μύησι κάποιου νέου μέλους, ἤδη τὸ γνωρίζετε ἢ μπορεῖτε νὰ τὸ μάθετε».
***********
Κοντὰ στὶς κατηγορίες αὐτὲς τῶν Νεο-παγανιστῶν ποὺ ἀναφέραμε, θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
Ὑπάρχουν τόσες πολλὲς τάσεις καὶ διαφορὲς μέσα στὸ ὅλο φάσμα τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἀναλυθοῦν ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ ἀναφερθοῦν συστηματικά. Ὑπάρχει δηλαδὴ μία μεγάλη ποικιλία ρευμάτων, αἱρέσεων, ποὺ ἡ μία σχεδὸν ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Γιὰ παράδειγμα, πολλοὶ πιστεύουν στὸ δωδεκάθεο (δώδεκα θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου), ἐνῶ ἄλλοι δὲν τὸ δέχονται αὐτό. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς πρώτους εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὰ ὀνόματα τοῦ καταλόγου τῶν θεῶν. Κάποιοι θεωροῦν τοὺς θεοὺς ὡς πραγματικὲς ὀντότητες, ἐνῶ ἄλλοι ὡς σύμβολα χωρὶς καμμία ὀντολογικὴ ὕπαρξι. Πολλοὶ διέπονται ἀπὸ ἔντονες ἀντι-Χριστιανικὲς τάσεις, ἄλλοι εἶναι ὀπαδοὶ πιὸ συμβιβαστικῶν θεωριῶν. Κάποιοι τέλος δέχονται τὴν δεῖνα ἄποψι γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κι ἄλλοι ποὺ πρεσβεύουν κάτι ἄλλο. Καὶ τὸ φάσμα τῶν διαφοροποιήσεων εἶναι μακρὺ καὶ σχεδὸν ἀτέλειωτο, ὅσο ἀτέλειωτος εἶναι καὶ ὁ κατάλογος τῶν ἀνυπάρκτων θεῶν τῆς ἀρχαιότητος.
Ἐνθυμούμαστε τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴν ἐν σκότει καὶ ἀγνωσίᾳ θρησκεία τῶν ἀρχαίων:
«... ἄλλοι ἐξ αὐτῶν», λέγει «ἐθεοποίησαν τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη, τοὺς ἀστέρας. Ἄλλοι δὲ τὴν γῆν, τὸ ὕδωρ, τὸ πῦρ, τὸν ἀέρα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἄλλοι θαυμάζοντας τοὺς δυνατοὺς ἢ τοὺς ρωμαλέους ἢ τοὺς ὡραίους, κατέληξαν σὺν τῷ χρόνῳ, στὴν θεοποίησι καὶ λατρεία τους. Οἱ πλέον ἐμπαθεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς θεοποίησαν τὰ πάθη, δηλ. τὸν θυμό, τὴν κακουργία, τὴν μέθη, τὴν ἀσέλγεια κλπ. Ἀπὸ τοὺς θεοὺς ἄλλους μὲν τοὺς ἐτοποθέτησαν στὴν γῆ, ἄλλους στὸν οὐρανὸ κι ἄλλους κάτω ἀπὸ τὴν γῆ (στὰ καταχθόνια). Ἡ τελευταία δὲ αὐτὴ τοποθέτησις ἦτο ἡ μόνη ὀρθὴ πρᾶξις τους.
Τοὺς ἐτίμησαν δὲ λέγει τοὺς θεούς τους κάνοντας ἀγάλματα, μὲ ζωοθυσίες, μὲ ἀσελγεῖς πράξεις, ἀκόμη καὶ μὲ ἀνθρωποθυσίες. Ἀκόμη ἐτίμησαν ὡς θεοὺς διάφορα τετράποδα καὶ ἑρπετά, γελοιοποιῶντας ἔτσι φοβερὰ τὸν ἑαυτό τους, ὥστε νὰ διερωτᾶται κάποιος: ποιοί ἀξίζουν περισσότερη περιφρόνησι, οἱ θεοὶ αὐτοὶ ἢ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τέτοιους θεοὺς; Μᾶλλον δὲ οἱ δεύτεροι, διότι ἐνῶ ἔχουν λογικὴ φύσι, κατήντησαν σὲ τέτοια παραλογία καὶ ἔγιναν παιγνίδια στὰ χέρια τοῦ πονηροῦ διαβόλου»61.
Μᾶς κάνει ἐντύπωσι ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες Νεο-παγανιστὲς δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὴν συνέχεια καὶ τὴν ὡραία αὐτὴ ἐξέλιξι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, καὶ πέφτουν σὲ σοβαρὰ καὶ ἀντι-ἐπιστημονικὰ σφάλματα. Προκειμένου νὰ στηρίξουν μάλιστα κάποιες ἀστήρικτες θέσεις τους ἢ δὲν ἀποδεικνύουν κἂν τὰ λεγόμενά τους ἢ ἐπιστρατεύουν ἀνιστόρητες ἀποδείξεις καὶ ἐπιτυγχάνουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Ὄχι μόνο δὲν πείθουν μὲ τὰ παρατιθέμενα, ἀλλὰ ἐνισχύουν ὅσα αὐτοὶ κατακρίνουν καὶ καταδικάζουν.
Ἀναφέρεται σὲ κάποιο Περιοδικό τους:
«Τὸ Βατερλὼ τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε ἡ λαϊκὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 γιὰ λευτεριὰ ἢ θάνατο ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους της. Καὶ μόνον ὅτι ὁ ἐξαθλιωμένος Ἕλληνας, τέως ραγιάς, ἀποφάσισε νὰ πεθάνει ἢ νὰ ζήσει λεύτερος (περίεργο νὰ μὴν τοῦ φτάνει ἡ Ὀρθοδοξία, πίστη, παράδεισοι, ἀναστάσεις) αὐτὸ ἀναιροῦσε στὴν πράξη τὴν Ὀρθοδοξία στὸ σύνολὸ της. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἐπαναστατημένος Ἕλληνας καταφεύγει στὴν ἀπιστία!...
Εἶχε νὰ κάνει μ᾿ ἄλλα λόγια, μὲ τὴν τελεσίδικη ἀπόφασή τους, νὰ κερδίσουν τὴ λευτεριά τους ἢ νὰ πεθάνουν γράφοντας στὰ παλιά τους τὰ τσαρούχια τί ἦταν πίστη, ἢ τί ἔλεγε ἡ Ὀρθοδοξία...
Τὸ ὅτι γλυτώσαμε ἀπὸ τὰ πλοκάμια αὐτῆς τῆς κατάρας (χριστιανικὸς μεσαίωνας δυτικοῦ καὶ ἀνατολικοῦ τύπου) δὲν τὸ ὀφείλουμε σὲ κανένα θαῦμα, οὔτε στὸν θεούλη. Τὸ ὀφείλουμε στοὺς «ἄπιστους», τοὺς «αἱρετικοὺς», τοὺς «ἀμφισβητίες» καὶ πολλοὺς ἄλλους ποὺ ἔπαψαν νὰ προσκυνάνε τὴν ἐξουσία τῆς θρησκείας.
Τὸ ὀφείλουμε σ αὐτοὺς ποὺ ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὸ σκοτάδι τῶν ρασοφόρων καὶ τοῦ «θεόθεν» δόγματός τους...
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία, οὐδέποτε εἶχαν κατὰ νοῦ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν βασικὴ ἀξία τῆς ζωῆς, τὴν ἐλευθερία... »62
Θεωροῦμε ὅτι κάθε νηφάλιος, προσεκτικὸς καὶ εὐσυνείδητος ἐρευνητὴς εὔκολα θὰ χαρακτήριζε τὰ ἀνωτέρω ὡς ἐμπαθῆ, ἄκρως ἀνακριβῆ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀντι-ἐπιστημονικὰ καὶ συκοφαντικά, ἀφοῦ διαστρεβλώνουν τελείως καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Ἂς ἀναφέρουμε ὀλίγα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια πρὸς ἀντιπαράθεσί τους. Νὰ τί πράγματι λέγει ἡ Ἱστορία, ἰδοὺ τὰ ἴδια τὰ λόγια τῶν Χριστιανῶν ἡρώων τοῦ ῾21:
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης γράφει σὲ γράμμα του πρὸς τὸν γυιό του:
«Ποιά θὲ νἆναι ἡ χαρά σου, ὁπότε θ᾿ ἀφουγκράζεσαι, ὅτι τὰ πλιὸ ξακουστὰ παλληκάρια τοῦ καιροῦ μας ἔχουν τὴν μεταλαβιά τους, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζουν ἁμαρτίες τοῦ κόσμου; Ὅτι τέτοιο εἶναι τὸ καλοσυνάτο τῆς ψυχῆς τους, ποὺ ἡ ντροπὴς τοὺς κοκκινίζει τὸ μάγουλο, σὰν κοκκινίζουν τὰ ἀνέβγαλτα κοράσια;
... Ἂς μὴν τοὺς μοιρολογοῦμε ὅσο πρέπει νὰ τοὺς χαιρόμασθε (σ.σ. ἐνν. τὰ παλληκάρια ποὺ ἔπεσαν στὴν μάχη). Γιατὶ εἰς τοῦτον τὸν κόσμο ἐδοξάσθηκαν, ὅσο θἆναι πολύτιμο τὸ αἷμα ποὺ χύνεται παλληκαρήσια διὰ τὴν πατρίδα, κι᾿ ἡ ψυχή τους πάλε στὸν κόρφο τοῦ Θεοῦ χαίρεται τὴν ἀθάνατη μακαριότητα. Τὴν αὐριανὴ τοῦ χαλασμοῦ ψήνονταν τὰ παλληκάρια στὰ τσαντήρια τὰ Τούρκικα, καὶ ἀδελφὲς καὶ μανάδες ἐγύριζαν τὲς σοῦβλες, καὶ τὰ φριμένα χείλη τῶν παλληκαριῶν ἄλλο δὲν ἔλεγαν εἰμὴ ἐτοῦτο: «Θεέ, θυμήσου μας, ὅτι ἐγγίζομε εἰς τὸ βασίλειό σου»63.
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ σύγχρονος τοῦ ἀγῶνος Τερτσέτης:
«... ἔπαινος μέγας τοῦ ἔθνους μας εἶναι ὅτι κυριευμένον ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ καλούμενον ἀπὸ τοὺς κατακτητάς του εἰς τὸ συμπόσιον τῶν ἡδονῶν, εἰς τὸ μεγαλεῖον τῆς ἐξουσίας, ἀρκοῦσε μόνον νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἀπεστράφη τὴν προσφορὰν τοῦ νικητοῦ, ἐφύλαξε πίστιν εἰς τὸ πάτριον θρήσκευμα, καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸν ἕνα Χριστιανὸν ἔκοβε ὁ τότε βάρβαρος ἐχθρός, ὁ ἄλλος τὸν σταυρόν του ἔκανε, οἱ γλῶσσες κομμένες ἀπὸ τὸν ἄγριον στρατιώτην κειτώμενες εἰς τὸ αἱματωμένον χῶμα, ἀηδονολαλοῦσαν, νὰ εἰπῶ οὕτως, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό... εἶναι τὸ προτέρημα, τὸ ὁποῖον ἀποφασίζει καὶ τὰ μεγάλα δωρήματα τῶν θείων εὐεργετημάτων»64.
Καὶ ὁ Μακρυγιάννης ἔγραφε:
«... τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς. Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἂν δὲν ὑπάρχει σ᾿ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώσῃ. Ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια - καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά...
... Ἐσὺ Κύριε, θ᾿ ἀναστήσῃς τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες, τοὺς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τὴν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καὶ μὲ τὴν δύναμὴ σου καὶ τὴν δικαιοσύνη σου θέλεις νὰ ξαναζωντανέψης τοὺς πεθαμένους. Καὶ ἡ ἀπόφασὴ σου ἡ δίκια εἶναι νὰ ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νὰ λαμπρυνθῆ αὐτείνη καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καὶ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ὁποῦ ῾περασπίζονται τὸ δίκιον... »65.
Καὶ :
«Αὐτὰ τὰ ἔθιμα εἴχαμεν, αὐτὸν τὸν Χριστὸν φοβόμαστε... καὶ αὐτείνη ἡ θρησκεία μᾶς ξαναλευτέρωσε καὶ βήκαμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου, ὁποὺ ἤμαστε χαμένοι καὶ σβησμένοι ἀπὸ τὸν κατάλογον ὅλου τοῦ κόσμου τόσες αἰῶνες»66.
Ἄλλες φορὲς πάλι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες Νεο-παγανιστὲς χρησιμοποιοῦν φαντασίες καὶ σύγχρονες μυθολογικὲς ὑποθέσεις τους, γιὰ νὰ ἐξάγουν τάχα ἀκλόνητα συμπεράσματα, ὅπως τὰ κάτωθι φαιδρά:
«... ἡ θεὰ Ἀθηνὰ ἀντιπροσωπεύει τὸν Σείριο, ὅπως καὶ ἡ Ἴσις καὶ ἐξ αὐτῆς προῆλθε ὁ Ἐριχθόνιος ἢ ὁ Ὦρος, καὶ ἐξ αὐτοῦ κατάγονται οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν οἱ Ἕλληνες, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι προέρχονται οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸν Σείριο (Οὐράνιο Ὄλυμπο), δηλαδὴ ἔχουν ἐξωγήινη προέλευση»67.
Ἤ:
«Οἱ Ἕλληνες λόγῳ καταστροφῶν καὶ πολέμων (ρωμαϊκὴ κατοχή, τουρκοκρατία), ἔχασαν τὰ ἀρχεῖα τους καὶ τὴν γνώση τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος τους. Τὰ ἀρχαιολογικὰ ὅμως στοιχεῖα ποὺ ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ ἀρχαῖα συγγράμματα φανερώνουν τὴν ἐξωγήινη προέλευση τῶν Ἑλλήνων.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἑλλάδος, θὰ κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιὰ νὰ ἐμποδίσουν νὰ φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια.
Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔφτασε καὶ οἱ Ἀρχαῖοι Ἀργοναῦτες (Μόες) ἐπιστρέφουν. Οἱ ἱπτάμενοι δίσκοι ποὺ ἐμφανίζονται ἀνὰ τὴν γῆ, ἀφήνουν μαρτυρίες, ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν οἱ ἰθύνοντες μυστικὴ τὴν παρουσία τους καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς καταρρίψουν...»68
Ἤ:
«Τὸ θέατρο στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα χρησίμευε ὡς μία δορυφορικὴ κεραία... Οἱ θεατρικὲς παραστάσεις ἔκρυβαν συγκλονιστικὰ μυστικά, τὰ ὁποῖα τὰ μετέφεραν στὸν Οὐράνιο Ὄλυμπο. Ὅταν γίνονταν οἱ θεατρικὲς παραστάσεις, οἱ ἱερεῖς εὑρίσκοντο πάντοτε στὴν πρώτη σειρά, ἐπειδὴ αὐτοὶ κατανοοῦσαν στὸ ἔπακρον τὴν ὑπόθεση τῆς παραστάσεως, καὶ ἰδιαίτερα βοηθοῦσαν νὰ μεταφερθῆ ἡ εἰκόνα ποὺ διαδραματιζόταν ἐπάνω στὴ σκηνὴ μὲ νοερὴ ὑποβολὴ ἐπάνω στὸν οὐρανὸ»69.
Γιὰ νὰ φθάσουμε ἔτσι στὸ τελικό, κατ᾿ αὐτοὺς σοβαροφανὲς συμπέρασμα, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια, ὅτι:
«Ἐφόσον ἡ πορεία γιὰ τὸν ἐξανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου περνᾶ ἀπὸ τὴν μύηση στὶς ἀρχὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, κι ἐφόσον οἱ ἀρχὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐκπορεύονται κατευθείαν ἀπὸ τοὺς κρουνοὺς τῆς Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων θρησκείας, τί ἄλλο ἀπομένει παρὰ τὸ λουτρὸ στὰ ἱερὰ καθαρτήρια νερὰ τῆς πρωταρχικῆς Πηγῆς;»70
Τὰ λέγουν δὲ ὅλα αὐτὰ παρὰ τοὺς «δικούς» τους χρησμούς, ποὺ ἤδη ἔχουν λάβει πρὶν ἀπὸ δεκάδες αἰώνων ἀπὸ τοὺς «θεοὺς», στοὺς ὁποίους πιστεύουν, ὅτι:
«Χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά, οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ»71.
Δὲν σχολιάζουμε καθόλου τὴν αἰσχρὴ γλῶσσα καὶ τὶς ἐμπαθεῖς ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιοῦν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται κατάδηλο τὸ μεγάλο καὶ βαθὺ μίσος τους κατὰ τῆς Πίστεώς μας.
Δυσκολευόμαστε νὰ παραθέσουμε ἐδῶ εὔγλωττα παραδείγματα, διότι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν». Ὑπάρχουν ὅμως πολλά, εὔκαιρα πρὸς ἀπόδειξιν παντὶ τῷ αἰτοῦντι.
Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ συνδιαλεγώμαστε ἢ νὰ γράφουμε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας, ὁ ἀδικημένος Ἰησοῦς, μᾶς ἐμπνέει μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν θυσία Του γιὰ τοὺς σταυρωτὲς Του:
«Ἐγὼ δὲ οὐκ ἀπειθῶ οὐδὲ ἀντιλέγω. Τὸν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰ δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων»72.
Παρακολουθοῦμε τὰ γραφόμενα, λεγόμενα καὶ τελούμενα ἀπὸ τοὺς Νεο-παγανιστὲς συμπατριῶτες μας.
Δὲν ἀπορρίπτουμε τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ τὶς ἰδέες τους.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζουν τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ πολιτισμό, τὶς παρερμηνεῖες τους γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἢ ὁποιεσδήποτε ἄλλες παράξενες ὄντως θεωρίες τους. Ὡστόσο τοὺς ἴδιους τοὺς ἀγαπᾶμε. Καὶ γι᾿ αὐτοὺς λέγομε τὰ παρόντα. Ἴσως ὑπάρξουν μερικοὶ ποὺ θὰ ἀντιληφθοῦν τὴν καλὴ διάθεσι καὶ εἰλικρίνεια ἐκ μέρους μας καὶ δὲν θὰ μᾶς βλέπουν σὰν ἐχθροὺς καὶ μισητοὺς «ἀλλοεθνεῖς».
Καὶ ποιός γνωρίζει ἄραγε, πόσοι Παῦλοι καὶ Διονύσιοι καὶ Δαμάρεις θὰ ἐγερθοῦν στὸ μέλλον καὶ ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ θὰ ὑπερβάλουν πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς στὸν ζῆλο καὶ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας!
***********
Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Νεκτάριος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ θαυματουργός, ἀναφερόμενος σὲ ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, δηλ. τὸν «σπερματικὸ λόγο», γράφει:
«Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἔγινε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ φυλὴ παιδαγωγὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ ἔρωτας πρὸς τὴ φιλοσοφία ἔγινε ἔρωτας πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἡ φιλοσοφία ἔγινε πίστη στὸ Χριστό... Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ γνώρισε τί εἶναι καὶ ποιός ὀφείλει νὰ γίνει, ἔβαλε σκοπό του τὴν τελειοποίησή του. Ἔγινε ἐραστὴς τοῦ πνεύματος κι ἐδημιούργησε κόσμο πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἤθελε νὰ ζεῖ... Τέτοιος πλάσθηκε νὰ εἶναι ὁ Ἕλληνας, κι ἔτσι διαμορφώθηκε ὁ ἠθικός του χαρακτήρας. Δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἐνθουσιασθεῖ ἀπ᾿ τὶς ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἀγάπη, ὑποσχόταν νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια στὴν πιὸ τέλεια καὶ πλήρη μορφὴ της, νὰ ἐνισχύσει καὶ ν᾿ ἀνυψώσει τὴν φιλοσοφία στὴν πιὸ ὑψηλή της περιωπή. Νὰ ἀποκαλύψει στὴν φιλοσοφία τὰ μυστήρια ποὺ εἶχαν μείνει καλυμμένα, νὰ δώσει λύση στὰ αἰώνια προβλήματα, νὰ σηκώσει τὴν ὀμίχλη ποὺ σκέπαζε τὰ μάτια τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, νὰ τὸν σηκώσει ἀπὸ τὸν ὕπνο του, νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τὴν δεισιδαιμονία, νὰ συνδέσει τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ δεσμὸ τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, νὰ τὸν ὁδηγήσει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν καταπίεση τοῦ ἀντιπάλου του, χαρίζοντάς του στὴ μὲν παροῦσα ζωὴ τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία, καὶ στὴν μέλλουσα ζωὴ τὴν αἰώνια μακαριότητα. Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ βρῆκε στὸ Χριστιανισμὸ τὶς ἀληθινὲς ἀρχὲς καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ τέλειου καὶ ἰδανικοῦ του... τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἔκανε κτῆμα του. Ὁ Χριστιανισμός, σὰν πρῶτο δῶρο τοῦ δώρισε μιὰ νέα ζωή. Κι ὁ Ἕλληνας τὸν ὑποστήριξε μὲ τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὸ αἷμα του.
Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία καθοδηγοῦσε τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος στὸν Χριστιανισμό... τὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας ποὺ λέγει ὅτι ἡ φιλοσοφία «ἦταν μὲν πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου ἀναγκαία γιὰ τοὺς Ἕλληνες, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ δικαιοσύνη. Μετὰ δὲ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται χρήσιμη γιὰ τὴν θεοσέβεια, ὄντας ἕνα εἶδος προπαίδειας γιὰ ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὴν πίστη μὲ ἀποδείξεις... «Καὶ «παιδαγωγοῦσε (ἡ φιλοσοφία) κι αὐτὸ τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, ὅπως ὁ νόμος παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστὸν»73.
Θὰ ἀποροῦν τὰ πνεύματα τῶν ἀγαθῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ποὺ θὰ ἐπίστευσαν στὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Ἅδη, τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος, καὶ θὰ οἰκτείρουν τοὺς συγχρόνους νεοέλληνες Παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν νὰ παραμένουν στὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς καὶ νὰ ἀδικοῦν τὸν ἑαυτό τους στερῶντας τον ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητὸς Του.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς ἀναφέρει σὲ σχετικὴ ὁμιλία του γιὰ κάποιο Γερμανὸ θελόγο ποὺ εἶπε, ὅτι ἂν ὁ Πλάτων ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ἔβλεπε (τὸν Κύριο), θὰ ἔπεφτε στὰ πόδια Του καὶ θὰ ἀναφωνοῦσε σὰν τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!»
Λέγει δὲ σὲ ἄλλη μελέτη του:
«Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἢ Ἑλληνισμὸς» εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλὰ καὶ ἐθνοκτόνο. Γιατὶ σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στὴν ἀτέλειά μας, στὴν παλαιὰ ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῶ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ διασώζει τὴν αὐτοσυνειδησία του, τὸ ζητούμενο εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν... εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ!» «Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν!» Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν συνιστᾶ μόνο τραγικὸ διαμελισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ καὶ καθαρὸ παραλογισμό, ἀφοῦ ἡ τυχὸν ἐπιστροφὴ στὸν αὐθεντικὸ Ἑλληνισμό, θὰ καταλήξει ὁπωσδήποπτε στὴν γνήσια ἐκείνη ἀναζήτηση, ποὺ ὁδήγησε στὴν ἕνωσή του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔξω ἀπὸ τὴ ζήτηση αὐτὴ ἔμεινε...ὁ παγανισμὸς καὶ ὁ διονυσιακὸς αἰσθησιασμὸς τοῦ Γραικύλου. Γι᾿ αὐτό, ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία χάνεται καὶ ὁ Ἑλληνισμός!»74
Ἐξ ἄλλου ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος ὀρθόδοξος θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας:
«... τὴν πραγματικὴ συνέχεια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι προτιμότερο νὰ τὴν ἀναζητήσουμε στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρόκειται βέβαια ἀκριβῶς γιὰ συνέχεια, ὅπως θὰ τὴν ἔβλεπε ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ γονιμοποίηση. Ἡ ἀρχαία σκέψη γονιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν πίστη καὶ γέννησε τὴν πατερικὴ θεολογία. Βρισκόμαστε ὄχι μπροστὰ σὲ κατασκευὲς ἀλλὰ σὲ καρπούς, σὲ τέκνα. Ἔτσι προχωρεῖ ὅ, τι εἶναι γνήσιο καὶ ζωντανὸ μέσα στὴ ζωή... εἶναι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς. Δρόμος ἀνοιχτὸς καὶ γιὰ μᾶς τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες»75.
Ἀναφέρει δὲ καὶ ὁ σεβαστὸς Γέροντάς μου, π. Γεώργιος, σχετικά:
«Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας.
Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στοὺς αἰῶνας καὶ ἄντεξε. Καὶ εἶναι ζωντανὸς καὶ δημιουργικὸς μέχρι σήμερα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπιβουλεύονται καὶ θέλουν νὰ χωρίσουν τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, γιατὶ θέλουν νὰ διώξουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Πατρίδα μας καὶ ἀπὸ ἄλλα ὀρθόδοξα ἔθνη. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ἀθεΐα ἢ τὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ θρησκεία μὲ τοὺς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τὶς θυσίες καὶ τὶς τελετές της.
Θέλουν δηλ. νὰ ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλύτρωσε καὶ αὐτὰ ποὺ μὲ ἀγῶνες πολλοὺς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ τὸ μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μὲ τὸ αἷμα τους ἐκαθάρισε.
Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τὸν ἐβάπτισε, τὸν ἐκαθάρισε, τὸν ἐφώτισε καὶ τὸν ἔκανε Χριστιανὸ Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τὸν φωτισμένο Ἕλληνα νὰ τὸν ξεβαπτίσουν καὶ νὰ τὸν ὑποτάξουν καὶ πάλι στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς ἀθεΐας.
Ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τὸ τόλμημα.
Ὁ σοφὸς Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νὰ πιστεύση τὴν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου...
Εὐχαριστοῦμε τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας γιὰ τὸ πολύτιμο δῶρο ποὺ μᾶς παρέδωσαν, τὴν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τὴν εὐλογία τους, νὰ μὴ φανοῦμε ἀχάριστοι στὴν προσφορά τους, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατήσουμε, νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε στοὺς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομία»76.
Νέες ἐν Χριστῷ διαστάσεις καὶ διέξοδοι στὶς ἀνησυχίες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου
Παρὰ τὸ ἀξιόλογο τοῦ προβληματισμοῦ καὶ τῆς καλῆς ἐν γένει ἀνησυχίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου (κυρίως σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν Δημιουργία), νομίζουμε ὅτι διακρίνονται καθαρώτατα οἱ νέες ἀσύγκριτες διαστάσεις τῆς φιλοσοφίας στὸν ἐν Χριστῷ τώρα πλέον ἄνθρωπο. Ξεπερνῶνται ἐπίσης ὡρισμένα ὅρια καὶ ἀδιέξοδα, ποὺ ἦσαν ἀξεπέραστα γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ πρὸ τῆς Χάριτος, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐλύτρωσε ὁ Χριστός.
Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀπ᾿ αὐτά:
α. Διαφοροποιεῖται ριζικὰ καὶ ἐμβαθύνει ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ κοινωνία αὐτὴ ἀποκτᾶ τὸ ὀρθὸ καὶ πνευματικὸ νόημά της, ὡς κοινωνία Φίλου πρὸς φίλους, Πατρὸς πρὸς τέκνα. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν τώρα ἐν Χριστῷ νὰ μετέχουν στὴν ζωὴ καὶ τὴν Χάρι τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, νὰ γεύωνται καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν ἀγάπη Του, καὶ μποροῦν ἔτσι νὰ ἔχουν οὐσιαστικὸ νόημα καὶ αἰώνιο σκοπὸ γιὰ ὅ,τι μεγάλο καὶ πνευματικὸ στὴν ζωὴ αὐτή.
Ὁ θεῖος ἔρως τῆς Ὀρθοδόξου ἐν Χριστῷ ζωῆς, μέθεξις στὴν θεία ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ ἕπεται τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ἀνοίγει ἄλλες, ἄγνωστες στὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχαιότητος, ὁδοὺς θεοκοινωνίας, ξεπερνῶντας τὸν φόβο καὶ τὶς ἀπροσπέλαστες ἀποστάσεις τῶν εἰδωλικῶν ψευδοθεῶν. «Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεόν, ἀγαπῶ γὰρ αὐτόν· ἡ γὰρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Μεγ. Ἀντώνιος).
β. Ἡ ἀνδρεία, ἡ φιλοπατρία καὶ ἡ ἀρετή, μολονότι ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν ἐκπληκτικὰ παραδείγματα καὶ στὶς μεταγενέστερες γενεὲς καὶ στοὺς ἄλλους λαούς, ποὺ ὄντως ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῆς ἐποχῆς τους, μένουν ὡστόσο μέχρι κάποιου σημείου, ἀδυνατῶντας νὰ φθάσουν τὸ ἦθος τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς κατὰ Χριστὸν ἀπαθείας, τῆς ταπεινώσεως, τῆς κενωτικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ποὺ ἔχουν ἀπεριόριστες, αἰώνιες διαστάσεις στὴν ζωὴ τῶν χαριτωμένων Χριστιανῶν.
γ. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ φαίνεται πασίδηλο τὸ ἀξεπέραστο ἀδιέξοδο τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ φιλοσοφίας εἶναι τὸ περὶ θανάτου πρόβλημα.
Εἶναι διάχυτη σ᾿ ὅλη τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἡ αἴσθησις τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ὁ θρῆνος γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀγαπητῶν προσώπων καὶ συγγενῶν, ἡ ὀδύνη ἀπὸ τὴν τραυματικὴ ἐμπειρία τῆς τραγωδίας αὐτῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Πουθενὰ δὲν διαφαίνεται μελλοντικὴ προσδοκία γιὰ λύτρωσι ἀπὸ τὸ τρομερὸ ἀδιέξοδο τοῦ θανάτου, παρὰ μόνο κάποιες προφητικὲς ἐλπίδες-ψιθυρισμοὶ-ἀναστεναγμοί.
Λέγει σύγχρονος μελετητής:
«... ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας πίστευε ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἀξίζει νὰ ζῆ κανεὶς εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Στὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἡ ψυχὴ ἑνὸς σκοτωμένου δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἄσαρκο εἴδωλο, ἕνας ἀπαρηγόρητος ἴσκιος ποὺ περιφέρεται θρηνώντας στὸν κάτω κόσμο τὴν ἀπώλεια τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ἡ μεταθανάτια ζωὴ εἶναι μιὰ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή. Στὴ Νέκυια τῆς Ὀδύσσειας ὁ νεκρὸς Ἀχιλλεὺς λέγει στὸν ζωντανὸ Ὀδυσσέα ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν ζωντανῶν στὸν πάνω κόσμο, παρὰ ὁ βασιλεὺς τῶν νεκρῶν στὸν κάτω κόσμο»77.
Διάφοροι φιλόσοφοι καὶ τραγωδοὶ ἐφιλοσόφησαν περὶ τοῦ θανάτου, στὴν προσπάθειὰ τους νὰ ἐρευνήσουν καὶ νὰ εὕρουν κάποια θετικὰ σημεῖα ἀναφορᾶς, προκειμένου νὰ ἀπαλύνουν τὸ φοβερὸ ὄντως αὐτὸ πρόβλημα γιὰ τὸν τότε ἄνθρωπο. Ὡστόσο ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου καλύπτει, παρὰ τὶς φιλότιμες αὐτὲς προσπάθειες, τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα στὸν ἀρχαῖο κόσμο.
«Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ πραγματικότητα. «Καθὼς ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὴν προοπτικὴ τοῦ θανάτου», ἔγραφε ὁ Πλάτων, «μπαίνει στὴν ψυχή του δέος καὶ φροντίδα γιὰ πράγματα ποὺ ποτὲ πρὶν δὲν τὸν εἶχαν ἀπασχολήσει"»78.
Καὶ «ὁ θάνατος καὶ πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὰς τελευταίας στιγμὰς ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπαίσιον, καὶ παρουσίαζε τρομερὰς ἰδέας· ἐν τοσούτῳ τὰς ἐξέφραζον διὰ λέξεων ἐμφαινουσῶν εὐάρεστὸν τι. Θνήσκειν, ἀποθνήσκειν ἀντικαθίστατο συχνάκις διὰ τοῦ ἀπογίνεσθαι, οἴχεσθαι, δηλοῦν ἐγκαταλείπειν τὴν κατοικίαν καὶ τὴν διαμονὴν79. Οἱ δὲ νεκροὶ ἐλέγοντο οἰχόμενοι. Ἐνίοτε τὸ ἀποθνήσκειν ἐλέγετο ἀπέρχεσθαι, δηλοῦν ἀναχωρεῖν εἰς ταξίδιον»80.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι, ποὺ «εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον», κατ᾿ ἐξοχὴν φιλόσοφοι ἄνθρωποι, ὅταν ἄκουσαν τὸν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο νὰ τοὺς ὁμιλῆ περὶ ἀναστάσεως ἐκ νεκρῶν, «οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον: ἀκουσόμεθά σου περὶ τούτου καὶ πάλιν»81, μὴ μπορῶντας νὰ ξεπεράσουν τὸ ἄλυτο καὶ ἀξεπέραστο ἀκόμη τότε τοῦ θανάτου.
Ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου περὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα γιὰ ὅλο τὸν ἀρχαῖο (καὶ τὸν ἑλληνικὸ) κόσμο:
«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς»... «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν»82, ὁ σωτήρας Κύριος.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ Πάσχα, ἡ διάβασις ἀπὸ τὴν ἐνταῦθα παθητὴ διαγωγὴ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ἀπαθείας καὶ ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, γίνεται ἡ Λαμπρὰ τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις, ἡ ἑορτὴ ἑορτῶν, κατὰ τὴν ὁποία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν.»
Καὶ ὁ θάνατος γιὰ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς γίνεται γέφυρα, κατάπαυσις, ἡσυχία, κοίμησις, ἀπαρχὴ νέας ζωῆς.
************
Ἀπόγονοι ὄντες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ διατηρῶντας τὴν συνέχεια τῆς ἐνδόξου πράγματι ἀρχαίας παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, χαιρόμαστε καὶ καυχώμαστε, ὡς ἤδη ἐλέχθη, γιὰ τὴν σπουδαία προσφορά του στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας μέσῳ τῆς καλῆς φιλοσοφίας του.
Ταυτόχρονα ὅμως δὲν τρέφουμε αὐταπάτες καὶ δὲν παραλογιζόμαστε: «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα»83.
Τὸν διπολικὸ καὶ διακριτικὸ αὐτὸν ἄξονα γνώμης, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφεται μετὰ Χριστὸν καὶ ἡ ὀρθὴ ἐν γένει Ἑλληνικὴ σκέψις, νομίζουμε ὅτι ἀποδίδει καὶ ἡ ποιητικὴ ἔκφρασις δύο Βυζαντινῶν Ἑλλήνων.
Ὁ Γεώργιος Πισίδης, ποιητὴς καὶ ὑμνογράφος τοῦ ζ´ αἰῶνος, λόγιος ἄνθρωπος ποὺ διεκρίνετο γιὰ τὴν ἀρχαιογνωσία του, ἔγραφε γιὰ τὴν τελεσίδικη κατάπαυσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας:
«Παρῆλθεν ἡ νὺξ τῶν πλανήτων μὲν λόγων,
κέκμηκεν Ὀρφεὺς καὶ παρῆκε τὴν λύραν,
ὁ Φοῖβος αὐτῶν οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα,
μαραίνεται δρῦς, καὶ πεφίμωται τρίπους,
Πλάτων σιωπᾶ καὶ λαλεῖ σκυτεργάτης,
νοσεῖ Γαληνός, ἐκφοβεῖ δὲ τὰς νόσους
ὁ Πέτρος ἡμῶν τὰς σαγήνας ὁ πλέκων...»84
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι ἐχθρικῶς διάκειται ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Ἑλληνικὴ πίστις πρὸς τοὺς καλοὺς προγόνους μας, παραθέτουμε καὶ τὸ ὡραιότατο ποίημα-εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαυρόποδος, Ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, (ὁ ὁποῖος καὶ πρῶτος ἐθέσπισε τὸν ἀπὸ κοινοῦ ἑορτασμὸ τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν) κατὰ τὸν ια´ αἰῶνα:
«Εἴπερ τινας βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων
τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου,
Πλάτωνα καὶ Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι·
ἄμφω γὰρ εἰσι καὶ λόγον καὶ τὸν τρόπον
τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες·
εἰ δ᾿ ἠγνόησαν ὡς Θεὸς σὺ τῶν ὅλων,
ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον
δι᾿ ἣν ἅπαντας δωρεὰν σώζειν θέλεις»85.
Δηλαδή:
«Ἂν κάποιους ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ σὲ γνωρίσουν, θὰ ἤθελες νὰ τοὺς ἐξαιρέσης, Χριστέ μου, ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀπειλή σου, νὰ μείνουν στὴν αἰωνιότητα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης σου, κάνε μου τὴν χάρι νὰ ἐξαιρέσης τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Πλούταρχο· ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο αὐτοὶ βρίσκονται πολὺ κοντὰ στοὺς ἁγίους νόμους σου, καὶ κατὰ τοὺς λόγους τους ἀλλὰ καὶ σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ζωή τους. Ἂν δὲ καὶ κάποια λάθη ἔπραξαν ἐξ ἀγνοίας, ἐδῶ χρειάζεται μόνο ἡ μεγάλη σου ἀγαθότητα, μὲ τὴν ὁποία σὺ ὡς Θεὸς τῶν ὅλων, θέλεις νὰ μᾶς σώζης ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δωρεὰν».
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ἕνα ἀπὸ τὰ κυριώτερα προφητικὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀναγινώσκεται τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στὶς Ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καὶ ποὺ φυσικὰ ἀναφέρεται στὶς προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ περὶ τῆς διασώσεως τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων τῶν ἐν Βαβυλῶνι86.
Κατὰ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους οἱ Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ, Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καθίστανται ἐπιστάτες τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, λόγῳ τῆς ἀρετῆς τους, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής τους τῆς 17ης Δεκεμβρίου. Τότε ὁ κενόδοξος Βασιλεὺς τῶν Βαβυλωνίων διέταξε νὰ κατασκευασθῆ ἕνα τεράστιο χρυσὸ ἄγαλμα καὶ νὰ στηθῆ σὲ μιὰ μεγάλη πεδιάδα, στὴν ὁποία ὄφειλαν νὰ προσαχθοῦν ὅλοι οἱ ἄρχοντες ὑπήκοοί του. Καθώρισε δὲ μὲ βασιλικό του διάταγμα, ὅτι ἔπρεπε σὲ κάποια συγκεκριμένη στιγμή, ὅταν θὰ ἠχοῦσαν οἱ σάλπιγγες κι ἄλλα μουσικὰ ὄργανα, ὅλοι νὰ πέσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν αὐτὸ τὸ ἄγαλμα. Οἱ παραβάτες, ἂν τολμοῦσαν νὰ ὑπάρξουν, θὰ ἐτιμωροῦντο ἀμέσως μὲ ρίψιμο σὲ κάμινο πυρὸς ποὺ θὰ ἔκαιε κάπου ἐκεῖ κοντά.
Ἀφοῦ ὄντως ἔγιναν ὅλα, ὅπως διετάχθησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστές του ὅτι ὅλοι προσεκύνησαν πλὴν τῶν Τριῶν Παίδων. Τότε ἀφοῦ μετεφέρθησαν αὐτοὶ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἐλέγχθησαν γιὰ τὴν παρακοή τους στὸ πρόσταγμά του ἀπεκρίθησαν:
- Βασιλεῦ, «Δὲν εἶναι ἔργο δικό μας τὸ νὰ ἀπαντήσουμε σὲ ἐσένα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Διότι ὁ Θεός μας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, καὶ Τὸν Ὁποῖον ἐμεῖς λατρεύουμε, ἔχει τὴν δύναμι νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν κάμινο τοῦ πυρὸς τὴν καιομένη. Αὐτός, βασιλεῦ, θὰ μᾶς λυτρώση καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ὁ Θεός μας δὲν θελήση νὰ τὸ κάνη αὐτό, σοῦ δηλώνουμε ὅτι, οὔτε τοὺς θεούς σου λατρεύουμε οὔτε τὸ χρυσὸ ἄγαλμα ποὺ ἔστησες προσκυνοῦμε»87.
Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ κατελήφθη ἀπὸ θυμὸ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του ἀλλοιώθηκαν. Διέταξε ἀμέσως νὰ καῇ πολὺ περισσότερο ἡ κάμινος καὶ νὰ ρίξουν μέσα σ᾿ αὐτὴν τοὺς Τρεῖς Παῖδας μὲ τὶς στολὲς καὶ τὰ ὑποδήματά τους. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε, ἀλλὰ μέσα στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς προσευχήθηκαν ταπεινὰ ἀλλὰ καὶ μὲ ζῆλο πολὺ ὡς ἑξῆς:
«Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἶσαι, Κύριε, Σὺ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, καὶ ἄξιος γιὰ κάθε ὕμνο, καὶ τὸ ὄνομά σου εἶναι ἔνδοξο στοὺς αἰῶνες, διότι εἶσαι δίκαιος σὲ ὅλα ὅσα ἔκανες σὲ ἐμᾶς, καὶ ὅλα τὰ ἔργα σου εἶναι ἀλάθητα καὶ οἱ δρόμοι σου εἶναι εὐθεῖς καὶ ὅλες οἱ κρίσεις σου εἶναι ὀρθές, καὶ δίκαια ἀποφάσισες νὰ ἐπιφέρης ὅλες ἐκεῖνες τὶς τιμωρίες ἐναντίον μας καὶ ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς πόλεως τῶν πατέρων μας...
... Διότι ἁμαρτήσαμε καὶ παρεβήκαμε τὸν Νόμο Σου μὲ τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ Ἐσένα καὶ εἴμαστε ἔνοχοι... οὔτε τηρήσαμε... οὔτε κάναμε ὅσα μᾶς παρήγγειλες... Καὶ τώρα δὲν ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας...
... Ἀλλ᾿ ὅμως, χάριν τοῦ ἁγίου ὀνόματός Σου... μὴ μᾶς παραδώσῃς σὲ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ καὶ μὴ ἀκυρώσῃς τὴν συμφωνία ποὺ ἔκανες μὲ τοὺς πατέρες μας (νὰ εἶσαι Σὺ ὁ Θεός τους καὶ αὐτοὶ νὰ εἶναι λαός Σου) καὶ μὴ μᾶς στερήσῃς τοῦ ἐλέους Σου, (ὄχι διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι αὐτοῦ, ἀλλὰ) χάριν τοῦ ἀγαπημένου Σου Ἀβραὰμ καὶ χάριν τοῦ ἀφωσιωμένου δούλου Σου Ἰσαὰκ καὶ χάριν τοῦ ἁγίου Σου Ἰακώβ... ἂς γίνουμε δεκτοὶ ἀπὸ Ἐσένα προσφέροντας (ἀντὶ ἄλλης θυσίας) ψυχὴ συντετριμμένη καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Ὡσὰν νὰ προσφέραμε ὁλοκαυτώματα κριῶν καὶ ταύρων... ἔτσι ἂς φανῇ ἐνώπιόν Σου σήμερα αὐτὴ ἡ θυσία μας... διότι ποτὲ δὲν καταισχύνονται ὅσοι στηρίζονται σὲ Ἐσένα.
Καὶ τώρα εἴμαστε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας πιστοὶ δοῦλοι Σου, καὶ Σὲ σεβόμαστε καὶ ἐπιθυμοῦμε (νὰ ἰδοῦμε) τὸ πρόσωπό Σου. Μὴ μᾶς καταισχύνης, ἀλλὰ νὰ μᾶς συμπεριφερθῆς μὲ ἐπιείκια σύμφωνα μὲ τὴν ἄπειρη εὐσπλαγχνία Σου. Ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς μας καὶ δόξασε ἔτσι τὸ ὄνομά Σου, Κύριε. Ἂς ἐντραποῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ταλαιπωροῦν καὶ βασανίζουν τοὺς δούλους Σου... καὶ ἡ δύναμίς τους ἂς συντριβῆ. Γιὰ νὰ μάθουν ἔτσι ὅτι Ἐσὺ μόνος εἶσαι ὁ ἔνδοξος Κύριος καὶ Θεὸς σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη».
Καὶ δὲν σταματοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως νὰ δυναμώνουν τὴν φωτιά, ὥστε ἔγινε τόσο δυνατή, ποὺ ἔκαυσε καὶ ἐφόνευσε ὅσους ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους βρῆκε νὰ εἶναι πλησίον τῆς καμίνου. Ὅμως μέσα στὴν κάμινο κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου, παρέμεινε μαζὶ μὲ τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ μετέβαλε τὸ μέσον τῆς καμίνου σὲ δροσερὸ καὶ εὐχάριστο μέρος, ἔτσι ὥστε ἡ φωτιὰ οὔτε στὸ ἐλάχιστο δὲν τοὺς ἄγγιξε οὔτε τοὺς ἐνόχλησε. Τότε πάλι, σὰν μὲ ἕνα στόμα καὶ οἱ τρεῖς μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο, μὲ πολὺ πόθο καὶ εὐγνωμοσύνη ἀνελύθησαν σὲ μιὰ δοξολογία καὶ ὑμνολογία πρὸς τὸν Θεὸ εὐλογῶντας Τον καὶ λέγοντας:
«Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας...
... εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ Χερουβεὶμ καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας...
... εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
... εὐλογείτε, οὐρανοί... ἄγγελοι... ὕδατα... ἥλιος καὶ σελήνη... δρόσοι καὶ νιφετοί... φῶς καὶ σκότος... ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι... γῆ... ὄρη καὶ βουνοί... θάλασσα καὶ ποταμοί... κήτη... πετεινά... πάντα τὰ θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
... εὐλογεῖτε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων... ἱερεῖς... ψυχαὶ δικαίων... ὅσιοι καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, τὸν Κύριον...
... ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ...»
Αὐτὰ ἔλεγαν, καὶ ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ τοὺς ἄκουσε ποὺ ὑμνοῦσαν τὸν Θεό, ἐθαύμασε καὶ ἐξεπλάγη λέγοντας στοὺς ὑπασπιστές του:
«Δὲν ἐρίξαμε ἐμεῖς τρεῖς ἄνδρες δεμένους μέσα στὴν κάμινο; Ὅμως ἐγὼ βλέπω τέσσερες ἄνδρες λυμένους νὰ περπατοῦν μέσα στὴν κάμινο χωρὶς νὰ ἔχουν καμμία φθορὰ ἀπὸ τὴν φωτιά. Ἡ δὲ μορφὴ τοῦ τετάρτου ἀνδρὸς φαίνεται νὰ ὁμοιάζη μὲ μορφὴ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».
Κατόπιν τοὺς ἔβγαλαν τοὺς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας ἀπὸ τὴν κάμινο καὶ ὄντως ἦσαν ἀκέραιοι καὶ χωρὶς κανένα σημάδι φωτιᾶς (ἀκόμη καὶ ὀσμῆς ἀπὸ τὸν καπνὸ).
Καὶ ἀνεγνώρισε ὁ Ναβουχοδονόσορ τὴν πραγματικὴ δύναμι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῶν Τριῶν Παίδων καὶ ὡμολόγησε καὶ εἶπε:
«Εἶναι ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς τῶν Τριῶν Παίδων, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε καὶ ἔσωσε τοὺς δούλους Του, ποὺ ἔμειναν πιστοὶ σὲ Αὐτὸν καὶ δὲν ὑπήκουσαν στὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴ λατρεύσουν οὔτε νὰ προσκυνήσουν ὁποιοδήποτε «θεὸ», παρὰ μόνο τὸν Θεό τους. Καὶ ἐγὼ ἐκδίδω διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο, κάθε λαός, φυλὴ καὶ ἔθνος, ποὺ θὰ βλασφημήση τὸν Θεὸ τῶν Τριῶν Παίδων, θὰ ἐξολοθρευθῆ, καὶ οἱ περιουσίες τους θὰ δημευθοῦν. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ποὺ νὰ μπορῆ νὰ σώζη ἔτσι τοὺς δούλους του».
Καὶ ὡδήγησε ὁ βασιλεὺς τοὺς Τρεῖς Παῖδας στὴν περιοχὴ τῆς Βαβυλῶνος καὶ τοὺς κατέστησε σὲ ἀνώτερη τιμή, ἀξιώνοντάς τους μάλιστα νὰ εἶναι ἡγέτες ὅλων τῶν Ἰουδαίων στὴν ἐπικράτειά του.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μὲ μορφὴ ἀγγέλου, ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦλθε καὶ ἐδρόσισε τὴν φλόγα καὶ παρέμεινε μέσα στὴν κάμινο μὲ τοὺς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας εὐαρεστούμενος μὲ τὴν μαρτυρικὴ πίστι καὶ εὐσέβειά τους. Πολὺ ὡραῖα δὲ συνοψίζει τὴν ὅλη διήγησι αὐτή, τὸ ἀκόλουθο τροπάριο-εἱρμὸς στὴν ζ´ ᾠδὴ τῶν κανόνων τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου:
«Εἰκόνος χρυσῆς ἐν πεδίῳ Δεηρᾷ λατρευομένης οἱ τρεῖς σου Παῖδες κατεπάτησαν ἀθεωτάτου προστάγματος· μέσον δὲ πυρὸς ἐμβληθέντες δροσιζόμενοι ἔψαλλον· εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν»88.
************
Πολλὰ σημεῖα, πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν στὴν σημερινὴ ἐποχή μας ποὺ εἶναι κοινὰ μὲ αὐτὰ τῆς ἀνωτέρω διηγήσεως.
Ἄραγε δὲν βλέπουμε καὶ δὲν ἀκοῦμε καὶ στὶς ἡμέρες μας ἄθεα προστάγματα κενοδόξων καὶ ματαιοφρόνων ἡγεμόνων, ποὺ θέλουν ὡς ἄλλοι Ναβουχοδονόσορες νὰ τοὺς προσκυνοῦν οἱ ὑπήκοοί τους;
Δὲν πλεονάζουν τὰ τυραννικὰ προστάγματα πού, ἔστω καὶ μὲ ἐξευγενισμένη μορφὴ δημοκρατικότητος καὶ τάχα γιὰ τὸ καλὸ τῶν πολιτῶν καὶ τῆς κοινωνίας, ἀπαιτοῦν καθολικὴ ὑποταγὴ καὶ συμμόρφωσι;
Καὶ ὅσο γιὰ εἴδωλα... Αὐτὰ εἶναι τόσο πολὺ διαδεδομένα καὶ εὐκολοεύρετα, σὲ τόση ποσότητα καὶ ποικιλία καὶ σχήματα καὶ εἴδη, ὥστε νὰ ταιριάζουν σὲ κάθε ἀπαίτησι, ἐπιθυμία, χαρακτῆρα καὶ προτίμησι τοῦ ὁποιουδήποτε.
Εἰκόνες χρυσές, ἀγάλματα ποὺ ἀπαιτοῦν λατρεία καὶ ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική. Ποὺ δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ μείνης ὄρθιος, ἀλλὰ «ὀφείλεις» νὰ πέσης (ἀφοῦ περὶ πτώσεως πρόκειται καὶ μάλιστα δεινῆς) καὶ νὰ τὰ προσκυνήσης.
Εἶναι χρυσά, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζουν. Γιὰ νὰ λάμπουν τὴν μάταια καὶ ρέουσα λάμψι, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Γιὰ νὰ κρύβουν μὲ τὸ ἀκριβὸ γήινο ὑλικό, καὶ μάλιστα μὲ τὴν διακόσμησί τους, τὴν γύμνια καὶ τὴν φτώχεια τὴν πνευματική, αὐτῶν τῶν μορφῶν ποὺ εἰκονίζουν ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ τὰ κατασκεύασαν.
Τίθενται δὲ «ἐν πεδίῳ», σὲ κάποια εὐρύχωρη πεδιάδα. Φυσικὰ σὲ μέρος εὐρύχωρο καὶ πλατύ, ἐπειδὴ «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν καὶ πολλοὶ εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς»89.
Χαμηλὰ δὲ σὲ πεδιάδα, κι ὄχι ἐπάνω σὲ κάποιο ὑψηλὸ μέρος, γίνεται ἡ προσκύνησις, ἀφοῦ τὰ χαμερπῆ καὶ γήινα δὲν προϋποθέτουν τὸ «ὄρος τὸ ὑψηλὸν» τῆς θείας μεταμορφώσεως, τῆς θείας ἀναβάσεως, κατὰ τὴν ὁποία, «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»90.
Πόσο ἀλήθεια ταιριάζει καὶ βολεύει τὴν διάδοσι καὶ ἀναζωπύρωσι τοῦ νέου αὐτοῦ παγανιστικοῦ κινήματος τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἡ κατάπτωσις καὶ ἐξαχρείωσις τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς μας!
Πράγματι μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἔχασαν τὴν ἀνώτερη σκοπιὰ-θεώρησι τῆς ζωῆς, μποροῦν νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ εἴδωλα.
Μόνο ὅσοι ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀναζήτησι καὶ ἀνωτερότητα σὲ μιὰ ὑλόφρονη καὶ φιλήδονη ζωή, μποροῦν νὰ παρασύρωνται ἀπὸ τὶς χιμαιρικὲς ἀπολαύσεις τῶν ψευδῶν καὶ ἀπατηλῶν «θεοτήτων».
Αὐτοὶ ποὺ ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς τους ἔχουν τὸ γνωστὸ «ἄρτον καὶ θεάματα», δηλαδὴ μία ὑλιστική, φθηνὴ ὅσο καὶ οὐτοπικὴ χαρὰ στὸν φθειρόμενο τοῦτο κόσμο, μποροῦν νὰ ἑλκύωνται ἀπὸ εἰκόνες χρυσές, ἀπὸ ἀγάλματα καὶ βωμούς, ἀπὸ ἀνόητες μυθοπλασἱες μὲ ἀνήκουστες αἰσχρότητες.
Πολλοὶ ὄντως ἔτσι θέλουν νὰ ζοῦν, χωρὶς ἠθική, χωρὶς ὅρια καὶ φραγμούς. Γι᾿ αὐτὸ προσπαθοῦν νὰ ἐφευρίσκουν θεωρίες-ἐπενδύσεις γιὰ τὰ πάθη τους καὶ νὰ ἀνακαλοῦν ἀπὸ τὸ νεκρὸ καὶ ξεπερασμένο ἤδη παρελθὸν ὅ,τι ἁρμόζει στὴν παχυλὴ καὶ χαμερπῆ πολιτεία τους.
Νὰ τί λέγει κάποιος Ἕλληνας Νεο-εἰδωλολάτρης ποὺ ἵδρυσε μάλιστα καὶ πολυθεϊστικὸ ναὸ στὸ Παρίσι, γιὰ τὴν λατρεία τῶν 12 θεῶν τοῦ Ὀλύμπου: ὁ πολυθεϊσμὸς «ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἠθικὸ νόμο. Βάζει τὴν ἠθική του πάνω στὴ φύση καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει μόνο ἡ ἔννοια τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ἄσχημου... »91
Καὶ βέβαια, ὅπως ἐλέχθη, εἴδωλα δὲν εἶναι μόνο ὅσα ἔχουν ἄμεση ἀναφορὰ στὶς ψευδεῖς θεότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ὑπάρχουν πάμπολλα σύγχρονα εἴδωλα ποὺ προσκυνοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ ποὺ ἔμμεσα θυμίζουν τὰ ἀρχαῖα εἴδωλα.
Ὅταν θεοποιῆται, παραδείγματος χάριν, τὸ σὲξ καὶ οἱ σωματικὲς ἡδονὲς κυριαρχοῦν στὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὶς ἀσχολίες τῶν ἀνθρώπων, ὅταν κάθε εἴδους ἀσέλγεια καὶ διαστροφὴ θεωροῦνται θεμιτὰ καὶ νόμιμα πράγματα, καὶ ἡ σαρκολατρία, γυμνῇ πλέον τῇ κεφαλῇ, ἔχη ἤδη λάβει διαστάσεις παγκοσμίας λοιμικῆς νόσου καὶ ἀναιδῶς διαφημίζεται καὶ κατὰ κόρον προβάλλεται, ἄραγε δὲν εἶναι σὰν νὰ προσκυνῆται τὸ ἄγαλμα τῆς ψευδοθεᾶς Ἀφροδίτης ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ταλαιπώρους ἀνθρώπους;
Δὲν εἶναι σὰν νὰ θυσιάζουν ἔτσι ἔμμεσα οἱ πλανεμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι στὸν Διόνυσο ἢ Βάκχο, ἢ νὰ ἐπικαλοῦνται τοὺς αἰσχροὺς Σειλινούς, τοὺς Σατύρους καὶ τὶς Μαινάδες;
Ὅταν τὸ ὅραμα τῶν σημερινῶν δῆθεν Χριστιανῶν Ἑλλήνων καταντᾶ νὰ περιορίζεται στὰ πτωχὰ ὅρια τῆς οἰκονομικῆς ἀνακάμψεως τοῦ κράτους ἢ στὴν ἔνταξί του στὸν ἕνα διεθνῆ Ὀργανισμὸ ἢ στὸ ἄλλο Ἑταιρικὸ σχῆμα· ὅταν χάριν τούτου τοῦ δῆθεν μεγάλου ὁράματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ θυσιάζωνται ἱερὰ καὶ σεβάσμια τῆς Παραδόσεώς μας, τοῦ Ἑλληνορθοδόξου ἔθνους μας· ὅλα αὐτὰ δὲν ὁμοιάζουν μὲ θυσίες καὶ σπονδὲς στὸν ψευδοθεὸ Ἑρμῆ τοῦ δωδεκαθέου;
Ὅταν περιφρονῶντας τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὶς συμβουλὲς τῆς Ἐκλησίας Του, καὶ τὰ τόσα ὠφέλιμα γιὰ μᾶς καὶ ὅλη τὴν κοινωνία παραδείγματα τῶν Ἁγίων μας, καταπατοῦμε τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ἔτσι μνησικακοῦμε, ἐχθρευώμαστε ἢ δὲν συγχωροῦμε τὸν πλησίον μας, δὲν ὁμοιάζουμε καὶ ἐμεῖς μὲ αὐτοὺς ποὺ λέγουν ὅτι «βομβαρδίζουν τάχα γιὰ τὴν εἰρήνη τῶν λαῶν» ἢ «ἐπιβάλλουν ὁλοκληρωτικὴ καὶ ἀναγκαστικὴ παρακολούθησι καὶ φακέλλωμα χάριν δῆθεν τῆς ἀσφαλείας τῶν πολιτῶν;» Δὲν φαίνεται σὰν νὰ θυσιάζουμε καὶ ἐμεῖς -κατὰ τὴν εὐθύνη ποὺ μᾶς ἀναλογεῖ- στὸν ψευδοθεὸ Ἄρη, τοῦ πολέμου καὶ τῆς ἐκδικήσεως;
Πόσα ἄλλα τέτοια εἴδωλα εἶναι δυνατὸν νὰ προσκυνοῦμε, ἂν ἀρνούμαστε τὸν ἀληθῆ Θεὸ καὶ τὶς ἅγιες ἐντολὲς Του! Νομίζουμε ὅτι εἶναι εὔκολο νὰ εὕρη ὁ καθένας μας σχήματα καὶ μορφὲς τέτοιων ψυδοθεῶν, εἴδωλα, ποὺ ἔχουν ἀναφορὰ στὰ ἀντίστοιχα πάθη τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα προσκυνοῦνται σήμερα στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα μας, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές.
*************
Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ σήμερα πολλὲς ἐπαινετὲς μορφὲς ποὺ ὁμοιάζοντας μὲ τοὺς Τρεῖς Παῖδας καταπατοῦν τὰ ὅποια ἀθεώτατα βασιλικὰ προστάγματα καὶ δὲν προσκυνοῦν εἴδωλα καὶ εἰκόνες χρυσές.
Ἔτσι ὁ σύγχρονος Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς Ἕλληνας περιφρονεῖ καὶ δὲν προσκυνᾶ παλαιὰ καὶ σημερινὰ εἴδωλα:
Ὅταν ἀγωνίζεται νὰ ἀρέση ἡ ζωή του στὸν ἅγιο Θεὸ καὶ νὰ μειώνη μέσα του κάθε ἀκάθαρτο πάθος καὶ ἀδυναμία.
Τοῦτο δὲ δὲν τὸ ἐπινόησε, μία «ἀρρωστημένη φαντασία τῶν στερήσεων»92, ὅπως δυστυχῶς ἀγνοῶντας συμπεραίνουν οἱ συμπαθεῖς Νεο-παγανιστές, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν μακραίωνα ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γέννησε, γεννᾶ καὶ θὰ γεννᾶ Ἁγίους, ἀνθρώπους ποὺ μὲ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα γίνονται καθαροί, χαριτωμένοι καὶ πραγματικοὶ ἄνθρωποι. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ἔχει ἐφαρμογὴ τὸ τοῦ ἀρχαίου Μενάνδρου: «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ».
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς Ἕλληνας λατρεύει τὸν ζῶντα Θεὸ καὶ ὄχι ψευδεῖς θεούς:
Ὅταν προσπαθῆ νὰ ζῆ πάντοτε κατὰ συνείδησι, θέτοντας πάνω ἀπὸ ὅλα τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν ζωὴ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Αὐτὸ εἶναι πάντοτε καὶ τὸ ἀλάθητο καὶ ἀκλόνητο κριτήριο ἀληθείας γιὰ ὅλα τὰ διλήμματα καὶ τὶς ἀπορίες στὴν ζωή.
Ὁ σύγχρονος Χριστιανὸς Ἕλληνας ὑπερβαίνει τὶς κοσμικὲς ἀντιλήψεις καὶ ὑπερνικᾶ τὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν (καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων) μὴ τιμῶντας παράνομα εἰδωλικὰ προστάγματα:
Ὅταν στοιχοῖ καὶ ἀκολουθῆ τὴν Ἱερὰ Παράδοσι τοῦ Ἑλληνορθοδόξου γένους μας, μένει σταθερὸς στὶς ἐπιταγές της καὶ ἐν ὑπακοῇ Χριστοῦ βαδίζει τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν» ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταξίωσι, τὴν σωτηρία, τὴν κατὰ Χάριν Θεοῦ θέωσι.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἐν τῷ μέσῳ τῆς φλογὸς παρεκάλεσαν δοξολόγησαν καὶ εὐχαρίστησαν τὸν ἀληθῆ Θεό, ψάλλοντας καὶ λέγοντας: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Αὐτὸς ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων εἶναι καὶ δικός μας Θεός, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας.
Δὲν εἶναι Αὐτός, σὰν τὰ εἴδωλα τῶν εἰδωλολατρῶν, «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων», τὰ ὁποῖα «ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται»93.
Δὲν εἶναι κάποιος νεώτερος, πρόσφατος θεὸς ποὺ ἐμεῖς ἢ κάποιοι ἄλλοι ἐποίησαν, κατεσκεύασαν, ἐφεῦραν.
Ἀλλὰ εἶναι ὁ Δημιουργὸς πάσης κτίσεως.
Εἶναι ὁ αἰώνιος ἀληθινὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ εἶπε στοὺς Ἰουδαίους: «πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμὶ»94.
Εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ὁ Θεός:
Τῶν Πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας. Αὐτῶν ποὺ παρήκουσαν στὴν ἐντολή Του, ἐξέπεσαν τῆς Χάριτὸς Του καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ στὸν τραχὺ αὐτὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Ποὺ ὅμως ἔκλαυσαν, μετενόησαν, ἐπίστευσαν στὸ κήρυγμα τῆς ἀγάπης Του, καὶ ἐσώθησαν.
Τοῦ δικαίου Ἄβελ, υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ, τοῦ πρώτου ἀδικοφονευθέντος, εἰς τύπον Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ σωθέντος.
Τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν δικαίων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ.
Τῶν ἁγίων Προφητῶν.
Τῶν δικαίων Ἰεσσαί, Μελχισεδέκ, Μωσέως, Ἰώβ.
Τοῦ ἁγίου Προφήτου καὶ βασιλέως Δαυίδ, ποὺ ἔγινε αἰώνιο παράδειγμα ἀληθοῦς μετανοίας.
Ὅλων τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι καὶ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν Μνήστορα, ποὺ εὐαρέστησαν μὲ τὴν ζωή τους στὸν Θεὸ καὶ ἑτοίμασαν τὴν ὁδὸ τῆς τελείας ἀποκαλύψεως.
Ὁ Θεός μας εἶναι καὶ ὁ Θεὸς ὅλων τῶν Ἁγίων στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Θεός, πρώτιστα τῆς Παναγίας μας.
Τί τιμὴ καὶ εὐλογία, νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε ὡς Θεό μας τὸν Υἱὸ καὶ Θεὸ τῆς Παναχράντου Θεοτόκου Μαρίας, νὰ ἀποκαλοῦμε Κύριο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ Υἱὸ Της!
Ἂς ἐνθυμηθοῦμε μόνο, πῶς προφητικὰ μακαρίζει τὸν ἑαυτό της ἡ ἁγία Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ Προδρόμου, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ Παναγία, καθ᾿ ὃν χρόνο ἦσαν καὶ οἱ δύο ἔγκυες: «Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;»95
Ποιός δὲν θὰ μακαρίση ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του γι᾿ αὐτὴν τὴν μεγάλη καταξίωσι, ἂν ἀναλογισθῆ ποιά εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφεὶμ», τὸ «μεθόριον κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου»!
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ «μείζονος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τοῦ ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν μακαρίων καὶ ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Μεγάλου Παύλου, τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν. Αὐτῶν ποὺ ἔγιναν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ δίχτυα τοῦ κηρύγματος καὶ μὲ τὸ αἷμα τους ἁλίευσαν τὶς πρῶτες ψυχὲς πρὸς σωτηρία, καὶ διέδωσαν τὴν ἀληθινὴ πίστι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός:
Ὅλων τῶν ἀναριθμήτων ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων οἱ εἰδωλολάτρες, ὁμοϊδεάτες πολλῶν σημερινῶν Νεο-παγανιστῶν, ἔχυσαν ποταμηδὸν τὸ τίμιο αἷμα, ποτίζοντας ἔτσι τὸν νεοφυτευθέντα ἀγρὸ τῆς Πίστεως.
Τοῦ Στεφάνου τοῦ καὶ πρωτομάρτυρος, τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τοῦ Πολυκάρπου, τοῦ Γεωργίου, τοῦ Δημητρίου, τοῦ Ἀρτεμίου καὶ τόσων ἄλλων.
Τῶν Πατέρων μας, τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, καὶ δὴ τῶν Ἑλλήνων Μεγάλων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καὶ Ἱεραρχῶν, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὡς καὶ πάντων τῶν λοιπῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι σὰν τοὺς Ἀποστόλους «καθ᾿ ἡμέραν ἀπέθνησκαν» γιὰ τὴν ὀρθοτόμησι τῆς ἀληθείας, γιὰ τὴν «μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὴν διαποίμανσι καὶ σωτηρία ψυχῶν.
Εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, τῶν ἁγίων Μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πανσόφως ἐμπορεύθησαν τὴν καλὴ ἐμπορία, μαρτυρικὰ προτιμήσαντες ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο τὴν ἐν τῷ κρυπτῷ γλυκυτάτη μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. Καὶ μὲ ταπείνωσι καὶ ἄσκησι καὶ νῆψι πολλὴ καθάρισαν τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἐφωτίσθησαν, ἁγιάσθησαν, ἔγιναν δοχεῖα τῆς Χάριτος, σκεύη ἐκλογῆς, φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἅλας τῆς γῆς.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεὸς πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων.
Εἶναι καὶ ὁ Θεός, τῶν ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων Ἁγίων, Ἑλλήνων καὶ μή, ὅπως τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλὰ καὶ τῶν νεωτέρων, ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ, τοῦ ἁγίου Παναγῆ Μπασιᾶ, καὶ ὅσων ἄλλων προσφάτως καὶ ἐπισήμως ἀνεκηρύχθησαν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Εἶναι ἐπίσης ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας, τῶν συγχρόνων χαριτωμένων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως τῶν ἐξ Ἁγίου Ὄρους Γέροντος Παϊσίου, Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτου, Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου, πατρὸς Πορφυρίου τοῦ ἐν Ἀθήναις, πατρὸς Σωφρονίου τοῦ ἐν Essex τῆς Ἀγγλίας, ὡς καὶ Φιλοθέου Ζερβάκου (μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου), Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ καὶ Ἐπιφανίου ἐν Ἀθήναις, καὶ τόσων ἄλλων, διὰ νὰ μὴ μακρύνουμε τὸν σχεδὸν ἀτέλειωτο κατάλογὸ τους, ποὺ ἔζησαν ἐν μέσῳ 20ου αἰῶνος καὶ εὐαρέστησαν Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
Μᾶς ἀξίωσε καὶ ἐμᾶς, τὰ εὐτελῆ τέκνα Του, ὁ ἐλεήμων Κύριος νὰ γνωρίσουμε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς τελευταίους.
Καὶ ἀπολαύσαμε τὴν Χάρι ποὺ τοὺς δόθηκε.
Καρπωθήκαμε τὰ πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης τους.
Στερεωθήκαμε μὲ τοὺς λόγους τῆς σοφίας τους ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Γευθήκαμε τὴν γλυκύτητα τῆς πατρικῆς καρδιᾶς τους.
Προστατευθήκαμε καὶ δυναμώσαμε μὲ τὴν παρρησιασμένη προσευχή τους πρὸς τὸν οἰκεῖο Δεσπότη καὶ Κύριό τους.
Τοὺς εἴδαμε, τοὺς ἀκούσαμε, τοὺς χαρήκαμε νὰ προσεύχωνται, νὰ ὁμιλοῦν, νὰ σιωποῦν, νὰ στέκωνται, νὰ γονατίζουν, νὰ χαίρωνται καὶ νὰ λυποῦνται, πάντοτε γιὰ τὸν Χριστό.
Τοὺς εἴδαμε νὰ προσκυνοῦν μόνο τὸν ἀληθινὸ ἐν Τριάδι Θεό.
Καὶ περιγράφουμε «ἃ ἀκηκόαμεν, ἃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»96.
Δὲν εὑρίσκονται τέτοιες μορφὲς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Δὲν ὑπάρχουν τέτοια ἀναστήματα μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.
Δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἐπιδείξουν τέτοιες μορφὲς οἱ Νεο-εἰδωλωλάτρες, τέτοια πρόσωπα εἰρηνικά, φωτεινά, γλυκύτατα, πρᾶα, ἄδολα, μὲ τόση Χάρι, καὶ τόση ἀγάπη.
Αὐτοὶ δὲν εἶναι σὰν πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν ὁμιλοῦν ἀφ᾿ ἑαυτῶν.
Κινοῦνται ὑπὸ τοῦ Πνεύματος.
Στὸν καθαρὸ νοῦ, λόγο καὶ βίο τους ἀποτυπώνεται ἐναργῶς ἡ Ἀλήθεια, ὁ Χριστός.
Δὲν μπορεῖς νὰ ἀντισταθῆς διαλεκτικὰ ἢ νὰ ἀντιλέξης στὸν λόγο τους, ἐπειδὴ ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας τους εἶναι τὸ ἀξιόπιστο τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἁγίας ζωῆς τους.
«Βούλεται γὰρ ἡμῖν ὁ λόγος μὴ ἐξεῖναι διαπιστεῖν τοῖς ὑπὸ τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν εἰρημένοις, ἀλλ᾿ ἀπόδειξιν εἶναι τοῦ λόγου τὸ ἐκείνων ἀξιόπιστον, πάσης δυνάμεως λογικῆς καὶ ἀντιλογικῆς ἰσχυρότερον»97.
Καὶ βέβαια σὲ κάθε λόγο, μπορεῖς ἴσως νὰ ἀντιτάξης καὶ κάποιο ἀντίλογο. Τί ὅμως θὰ μπορέση νὰ ἀντιπαραθέση κανεὶς ἐμπρὸς στὴν ζωὴ ἑνὸς ἁγίου;
«Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος, βίῳ δὲ τὶς;»98
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι πείθουν μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἁγιότητά τους.
Εἶναι οἱ σύμβουλοί μας, οἱ παρηγορητές μας, οἱ φίλοι μας, οἱ προστάτες μας.
Εἶναι οἱ Πατέρες μας.
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Ἀπὸ αὐτοὺς ὅλους, παλαιοὺς καὶ νέους, στηριζόμαστε κι ἐμεῖς καὶ ἐλπίζουμε.
Αὐτῶν τοὺς ἱεροὺς Ναοὺς τιμοῦμε καὶ σεβόμαστε.
Τὶς εἰκόνες τους κατασπαζόμαστε.
Τὰ ἅγια λείψανά τους προσκυνοῦμε.
Τὰ ἱερὰ συγγράμματά τους μελετοῦμε καὶ σ᾿ αὐτὰ κατατρυφοῦμε.
Ἀπ᾿ αὐτοὺς μαθαίνουμε πῶς νὰ πιστεύουμε, πῶς νὰ μετανοοῦμε, πῶς νὰ διαφυλάττουμε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πῶς νὰ ζοῦμε καὶ νὰ πεθαίνουμε ἐν Χριστῷ.
Κοντὰ σ᾿ ὅλους αὐτοὺς σπουδαία θέσι γιὰ τὸν καθένα μας πιστὸ ἔχει ἡ ἐν Χριστῷ σχέσις μας μὲ τὸν Γέροντα, τὸν πνευματικό μας Πατέρα.
Αὐτὸς εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, γίνεται ὁ ὁδηγητής, ὁ διορθωτής, ὁ ἀλείπτης, ὁ νυμφαγωγός, ὁ Πατέρας.
Κατὰ τὸ ἀποστολικό: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα»99.
Αὐτὸν ποὺ μᾶς γέννησε πνευματικὰ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θέλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε, πάλι κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ ἐπιταγή: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε»100.
Ἡ ὑπακοὴ καὶ εὐαρέστησις στὸν Γέροντα, στὸν Χριστὸ μεταβαίνει καὶ ἀναφέρεται. Ἔτσι καὶ ὁ λόγος καὶ ἡ εὐχή του, γιὰ τὸ πνευματικὸ τέκνο, τὸν ὑποτακτικό, ἔχουν τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐγνωσμένης ἀξίας πνευματικῆς ἡ ρῆσις εὐλαβῶν Χριστιανῶν καὶ δὴ μοναχῶν ὑποτακτικῶν:
«Ὁ Θεὸς τοῦ Πατρός μου, ἐλέησόν με!»
***********
Αὐτοὶ εἶναι οἱ Πατέρες μας, ἡ μετὰ τὸν Θεὸ καύχησίς μας, ἡ δόξα μας, ἡ ἁγία κληρονομιά μας.
Νά γιατί ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε καὶ δὲν λατρεύουμε θεοὺς ἀλλοτρίους, παρὰ μόνο τὸν ἀληθῆ Θεό, τὸν Θεὸ τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Αὐτὸν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἐκάλεσε, ἐκαθάρισε, ἐφώτισε, ἁγίασε καὶ ἐδόξασε.
Αὐτὸν τὸν ἴδιο Θεὸ κι ἐμεῖς προσκυνοῦμε μὲ τὴν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ εὐσέβεια, ὅπως καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.
Γι᾿ αὐτὸ ἀδιαφοροῦμε καὶ δὲν θέλουμε νὰ ἀκοῦμε γιὰ ψευδωνύμους ἄλλους θεούς, παλαιοὺς ἢ νέους, «οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν» καὶ γι᾿ αὐτὸ «ἀπολέσθωσαν»101.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία, μακρυὰ ἀπὸ σύγχυσι κάθε εἰδωλικῆς πλάνης καὶ φαντασίας, σὲ πολλὰ σημεῖα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες της, ἰδιαίτερα δὲ στὴν ἑβδόμη καὶ τὴν ὀγδόη ᾠδὴ τῶν κανόνων τοῦ ὄρθρου, ποὺ εἶναι καὶ ἀφιερωμένες στοὺς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας, ἀναφέρει τὰ λόγια τῶν ὕμνων τους μὲ παράλληλα καὶ ἀντίστοιχα νοήματα, σχετικὰ καὶ μὲ τὴν μνήμη τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἑορταζομένων Ἁγίων.
«Ὁ τῶν Πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».
«Ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Κατακλείει δὲ κάθε ἱερὰ σύναξί της λέγοντας τὴν ταπεινὴ εὐχή:
«Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς! Ἀμήν.»
Πολλὰ εἶναι τὰ ἀρνητικὰ ποὺ χαρακτηρίζουν μιὰ ἐποχή. Καὶ βέβαια θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σχεδὸν πάντοτε οἱ ἴδιοι σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς (ἴδια ἡ φύσις, τὰ ἴδια πάθη, ἐγωισμοί, ματαιοδοξίες κλπ.). Ὡστόσο ὑπάρχουν πολλὲς διαφορὲς ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή.
Ζῶντας στὴν ἐποχή μας καὶ βλέποντας καὶ πίσω στὴν Ἱστορία, νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ εὕρουμε κάτι ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ταπεινὴ γνώμη μου χαρακτηρίζει κατὰ πολὺ τὴν γενιὰ ποὺ διερχόμαστε. Φρονῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων καταξίωσις τοῦ ὑποκειμενικοῦ, ἢ ἡ ἀπολυτοποίησις τοῦ σχετικοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια δηλαδή, πολλοὶ ἄνθρωποι σχεδὸν παραδέχονται ἀπουσία τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας στὸν κόσμο.
Ἔτσι τοποθετεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὴν ἴδια μοῖρα τὸ ψευδὲς μὲ τὸ ἀληθές, ἐξισώνεται τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, γίνεται ἀποδεκτὸ ἐπὶ ἴσοις ὅροις τὸ φαῦλο, τὸ ἄσχημο, τὸ διαστρεβλωμένο, τὸ ἐξωπραγματικὸ μὲ τὸ ἀγαθό, τὸ ὡραῖο, τὸ ἀκέραιο, τὸ πραγματικό.
Χωρὶς νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀναλύσουμε ἐδῶ σὲ βάθος τὰ αἴτια αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, νομίζουμε ὅτι πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἐπίπλαστη καὶ πονηρὴ ἀνεκτικότητα τῶν κάθε εἴδους ἰδεῶν καὶ γνωμῶν, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξασφάλισι μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν ἐλευθερίας καὶ κοσμικῆς ἀταραξίας ποὺ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν εὐμάρεια καὶ τὴν φιλαυτία.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι, οἱ νέοι (κι ὄχι μόνο) ἄνθρωποι νὰ πέφτουν σὲ σύγχυσι μὴ μπορῶντας νὰ διακρίνουν μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ζάλη καὶ τρικυμία τὸ γνήσιο, τὸ αὐθεντικὸ ἀπὸ τὸ νόθο. Καὶ συχνὰ πέφτουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς θύματα διαφόρων ἀρνητικῶν ἐπιρροῶν, ποὺ μὲ τεχνητοὺς συγχρόνους τρόπους προσπαθοῦν γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς νὰ «πείσουν», νὰ ξεγελάσουν, νὰ ἀγρεύσουν ὀπαδούς.
Σκεπτόμενος κανεὶς ὅλα τὰ ἀνωτέρω, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐνθυμηθῆ μιὰ ἐρώτησι ποὺ ἐτέθη στὴν ἱστορία ἀπὸ φιλοσοφοῦντα ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;»102 καὶ στὴν ὁποία ἐρώτησι δὲν δόθηκε ποτὲ ἀπάντησις ἀπὸ τὸν Ἐρωτώμενο πρὸς τὸν ἐρωτῶντα Ἡγεμόνα.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡγεμόνος ἐκείνου φαίνεται νὰ ἐρωτᾶ, ἄλλοτε ἐναγωνίως κι ἄλλοτε χωρὶς νὰ περιμένη συγκεκριμένη ἀπάντησι, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος:
«Τί εἶναι ἀλήθεια; Ποιός μᾶς πείθει γιὰ τὸ τί πράγματι εἶναι τὸ ἀληθινό, τὸ σωστό, τὸ ἀντικειμενικὰ ὡραῖο, ἀγαθό, ἀκέραιο, τὸ ἀπόλυτο;
Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τὰ ὁρίση ὅλ᾿ αὐτὰ;
Τί εἶναι τέλος πάντων αὐτὴ ἡ ἀλήθεια;»
Κάθε ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν ἑαυτό του, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὰ ἐρωτήματα αὐτά.
Σημασία βέβαια ἔχει, νὰ μὴ ἐρωτοῦμε ἀδιάφορα, σχεδὸν νυσταγμένα, ὅπως ἐρώτησε τότε ἐκεῖνος ὁ Ρωμαῖος Ἡγεμόνας.
Περιμένουμε πράγματι ἀπάντησι;
Πιστεύουμε ὅτι μπορεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι νὰ κριθοῦν πολλά, νὰ ἀλλάξη ἐνδεχομένως ὅλη ἡ ζωή μας;
Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴν γνώμη μας, τὰ δικά μας, τὸν ἑαυτό μας τὸν ἴδιο, ἂν ὄντως εἰλικρινὰ πεισθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπάντησι αὐτὴ;
Ἢ μήπως ρωτοῦμε κι ἐμεῖς ἄραγε σὰν ἐκεῖνον τὸν Ἡγεμόνα;
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;»
Τί κι ἂν πάρουμε ἀπάντησι; Δὲν ἀλλάζει τίποτε στὴν ζωή μας.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ πρὶν τί θὰ κάνουμε, ἀκόμη κι ἂν ἐλέγχωνται ὡς ψεύτικα τὰ δικά μας, οἱ γνῶμες μας:
« - Ἐγὼ σ᾿ ἐρωτῶ. Ἀπάντησέ μου ἐσύ, ἄσχετα ἂν δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὰ δικά μου.
Θὰ μοῦ λέγης ἐσύ, θὰ ἀπαντῶ ἐγὼ κάτι ἄλλο. Θὰ ὑπερασπίζωμαι τὴν γνώμη μου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ σ᾿ ἀφήσω νὰ νομίσης, ὅτι δὲν ἔχω κι ἐγὼ κάποια γνώμη, κάτι δικὸ μου. Δὲν μὲ πειράζει ποὺ μοῦ τὸ ἀποδεικνύεις ὅτι εἶναι λάθος. Ἐγὼ εἶμαι πιὸ «δημοκρατικὸς». Κρατῶ τὸ δικό μου, ἀλλὰ δέχομαι καὶ τὸ δικό σου, ἔστω κι ἂν φαίνεται ὅτι ἀναιρεῖ τὸ δικό μου. Δὲν μποροῦν στὸ κάτω-κάτω νὰ συνυπάρξουν καὶ τὰ δύο; Γιατί νὰ μὴ μποροῦν νὰ ζήσουν τὸ ἀληθινὸ μαζὶ μὲ τὸ ψεύτικο; Ἐμένα μὲ βολεύει τὸ δεύτερο. Ἐσὺ κράτα τὸ πρῶτο. Στὴν σημερινὴ «ἐλεύθερη ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις» κοινωνία μας ὅλα εἶναι ἀποδεκτά, φιλικά, ὄμορφα. Μὴ μοῦ λὲς λοιπὸν νὰ θάψω τὴν γνώμη μου, γιατί ἔχω ἐπενδύσει σ᾿ αὐτήν, κι ἂς εἶναι νεκρή. Εἶναι ὅμως δική μου. Ἄφησέ με στὴν ἡσυχία μου. Δὲν θὰ ἀπαρνηθῶ τὸν ἑαυτό μου. Δὲν πρόκειται νὰ μὲ πείσης, κἂν μὲ πείσης».
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα»103.
Δὲν λαμβάνουμε ποτὲ ἀπάντησι, ὅταν ἐρωτοῦμε μὲ παρόμοιο τρόπο καὶ νόημα.
Οἱ ἀληθινὰ μεγάλοι ἄνθρωποι δὲν ἐρωτοῦν ἔτσι. Δὲν λέγουν τέτοια λόγια.
Δὲν μίλησε ἔτσι ὁ Σωκράτης, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν δέχτηκε νὰ ζήση μὲ ὑποκρισίες, ἀναιρῶντας τὸν ἑαυτό του καὶ συμβιβαζόμενος. Πίστευε σχεδὸν προφητικὰ ὅτι θὰ τὸν δικαίωνε, ὅποτε ἔκρινε σωστό, Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐρχόταν γιὰ νὰ ξυπνήση τοὺς Ἀθηναίους καὶ ὅσους ἄλλους ἐκοιμῶντο τὸν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας104.
Δὲν ἀντέδρασε ἔτσι ὁ Πλάτων, ποὺ συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ, ἁπλῆ ἀποδεικτικὴ μέθοδο τοῦ διδασκάλου του· ἀντιθέτως ἐγκατέλειψε ὅλα ὅσα ἔκαμε ἕως τότε καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν φιλοσοφία.
Δὲν ἔπραξαν ἔτσι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἡ Δάμαρις, οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν γιὰ καινούριο Θεὸ καὶ καινὴ κτίσι, ἐν μέσῳ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου τους.
Δὲν ἐδίστασαν οἱ πτωχοὶ ἀλλὰ ἁγνοὶ ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, ὅταν ἐκλήθησαν νὰ γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Δὲν ἔμεινε σὲ δικαιολογίες καὶ προφάσεις ὁ Σαούλ, ὅταν ἐννόησε ὅτι ἐβάδιζε ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε, κι ὅτι ὁ ζῆλος του μέχρι τότε ἦταν «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν».
Δὲν παρέμειναν στὶς πρώην εἰδωλολατρικές τους πεποιθήσεις τόσοι καὶ τόσοι εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ μόλις ἀντελήφθησαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, προσέτρεξαν μὲ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ πόθο πολὺ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ πράγματι ἔκαναν ὁ ἅγιος Κυπριανὸς (πρώην μάγος καὶ θαυματοποιὸς), οἱ ἅγιοι Καλλίνικος, Ἴνδης, Ἀθανάσιος, Ἀναστάσιος (πρώην ἱερεῖς τῶν εἰδώλων), ἡ ἁγία Δόμνα (πρώην ἱέρεια τῶν εἰδώλων), ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ ἀπὸ μίμων (γελωτοποιὸς).
Ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον τόσα καὶ τόσα παραπλήσια παραδείγματα, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἀνέφερα, ἀνθρώπων τῶν ὁποίων σημαδεύτηκε καὶ ἄλλαξε ριζικὰ ἡ ζωή, ἀπὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο ποὺ ἔγινε ἡ συνάντησίς τους μὲ τὴν Ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ τους αὐτὴ εἶχε πολλὲς κι ὄχι εὔκολες συνέπειες. Συνοδεύτηκε ἀπὸ εἰρωνεῖες, διωγμούς, βασανιστήρια, θάνατο. Ἐπειδὴ ὅλοι αὐτοὶ οἱ συνεπεῖς στὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια ἄνθρωποι ἐθεωρήθησαν προδότες τῶν πατρώων παραδόσεων, ἐπιλήσμονες τῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς τους, ἀποβλητέα ὄντα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν συμπατριωτῶν τους, παραδείγματα πρὸς ἀποφυγή, βδελυκτὲς προσωπικότητες ποὺ ἔπρεπε νὰ στιγματισθοῦν καὶ νὰ διωχθοῦν.
Καὶ γίνονται ὅλοι αὐτοὶ Μάρτυρες τῆς Ἀληθείας.
Ἔκαναν μία ἡρωικὴ ἔξοδο πρὸς τὴν ὄντως ἐλευθερία. Ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν μέχρι τότε δική τους γνώμη, τὰ πιστεύω τους, τὶς θεωρίες, τὶς παραδόσεις. Ἐπειδὴ ἄκουσαν τὴν φωνὴ τῆς Ἀληθείας νὰ τοὺς παραγγέλλη: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν ἣν ἄν σοι δείξω... καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου καὶ ἔσῃ εὐλογημένος... »105
Σ᾿ αὐτοὺς καὶ τόσους ἄλλους ποὺ πραγματικὰ (μὲ συνέπεια) καὶ εἰλικρινῆ προαίρεσι καὶ ζῆλο ἐρώτησαν «τίς ἐστιν ἡ ἀλήθεια», «Ποιός» καὶ ὄχι ἁπλῶς «τί» εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐναργῶς ἀπάντησε στὴν καρδία τους:
«Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»106.
Καὶ εὐλογήθηκε ἡ ζωή τους, ἡ πορεία τους, ὁ λόγος τους. Ἐπειδὴ δὲν ἐδίστασαν νὰ περιφρονήσουν τὴν σχετικὴ ἀνθρωπίνη γνώμη τους, γιὰ νὰ ὑπακούσουν στὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, ποὺ πράγματι ἐλευθέρωσε τοὺς ἴδιους, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ὅλους ἐμᾶς τοὺς μεταγενεστέρους .
«Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»107.
Περὶ αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἔγραφε καὶ ὁ μακαριστὸς Ρῶσσος ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, πρώην Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος καὶ ἄφησε στὴν ἐσχάτη αὐτὴ γενιά μας, ὡς ἀτίμητη κληρονομία τὴν μακαρία ἐμπειρία του περὶ τῆς Ἀληθείας:
«Δὲν προτίθεμαι νὰ γράψω περὶ τινος Ἀληθείας ἀνακαλυφθείσης ὑπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀγνώστου μέχρι τοῦδε εἰς τὸν κόσμον. Γράφω περὶ τοῦ πῶς ἐδόθη εἰς ἐμὲ νὰ ζήσω τὴν μετάνοιὰν μου. Τὸ πνεῦμα ἡμῶν πεινᾷ καὶ διψᾷ νὰ γνωρίσῃ τὴν Ἀλήθειαν, τουτέστιν ἐκεῖνο τὸ Πρωταρχικὸν Ὄν, ὅπερ ὑπὸ οὐδενὸς περιορίζεται: τὸ ἀπόλυτον ὄντως Ὄν, περὶ τοῦ ὁποίου ὡμίλησαν οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς καὶ ἐμαρτύρησαν οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης...
... Δὲν δημιουργοῦμεν ἡμεῖς τὸν Θεὸν «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἐν εὐλαβεῖ προσευχῇ ἀναμένομεν ὅτι Οὗτος θὰ εἰσακούσῃ τῆς κραυγῆς ἡμῶν καὶ θὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς περὶ Ἑαυτοῦ «σημεῖον». Ἐν τῇ ὀδύνῃ ἡμῶν διανοίγομεν ἑαυτούς, ἵνα λάβωμεν ἀπάντησιν-ἀποκάλυψιν προερχομένην ἐξ Αὐτοῦ. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ «γνωρίσωμεν» Αὐτόν, τὸν Αἴτιον τοῦ εἶναι ἡμῶν, «καθώς ἐστιν». Ἀπεκαλύφθη εἰς τοὺς πατέρας καὶ προπάτορας ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς εὐλαβῶς διαφυλάττωμεν ὡς πολύτιμον μαργαρίτην τὴν κληρονομηθεῖσαν ἐξ αὐτῶν μαρτυρίαν. Ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτοὺς δίδομεν πίστιν εἰς τὴν παρακαταθήκην αὐτῶν, ἀλλὰ συγχρόνως, ὡς ὁ Μωϋσῆς, κράζομεν πρὸς Αὐτόν: «Δὸς ἡμῖν τοῦ γνῶναί Σε, καθὼς Σὺ εἶ ἐν τῇ αἰωνιότητί Σου». Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» (Ρωμ. ι´ 17) καὶ ἐντελῶς ἄλλο «τὸ γνῶναί Σε»108.
Γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, τὴν ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης, τὸν Ναζωραῖο, Γαλιλαῖο (ἢ ὅπως ἀλλοιῶς εἰρωνικὰ καὶ χλευαστικὰ θέλουν νὰ Τὸν προσφωνοῦν καὶ οἱ Νεο-παγανιστὲς Ἕλληνες), τὸν Κύριο Ἰησοῦν, τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα, κι ἐμεῖς γίναμε καὶ μένουμε Χριστιανοί.
Δίπλα στοὺς μεγάλους, τοὺς ἁγίους, κι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ τοῦ 21ου αἰῶνος, ἀνάλογα μὲ τὰ πνευματικὰ μέτρα μας, ζοῦμε καὶ χαιρόμαστε τὴν Πίστι μας μὲ μιὰ ταπεινή, ἀλλὰ ἀληθινὴ κι ὄχι πλαστὴ ἐμπειρία, τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπευθυνόμενοι σ᾿ ὅλους τοὺς συμπατριῶτες μας Ἕλληνες ποὺ δὲν γνώρισαν ἀκόμη ἀπὸ κοντὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ κυρίως στοὺς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, πιστεύουμε ὅτι, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς καλοπροαίρετα ψάχνουν τὴν Ἀλήθεια, μὲ τὴν ἀνήσυχη καὶ εἰλικρινῆ Ἑλληνικὴ καρδιά τους, δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ συναντήσουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τὸν Προσωπικὸ ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸς θὰ τοὺς βοηθήση νὰ εὕρουν τὸν χαμένο πολύτιμο ἑαυτό τους, τὴν ὄντως ἐλευθερία τους, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν μὲ μιὰ βαθειὰ ἀνάπαυσι, ποὺ δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ πίστις στὸν Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαντήση στὰ σύγχρονα ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐξαγάγη ἀπὸ ἀδιέξοδα καὶ ἀπελπισίες, νὰ λυτρώση ἀπὸ διλήμματα, ἀπὸ τρικυμίες καὶ ζάλες τῆς ζωῆς τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Τοὺς προτείνουμε κι ἐμεῖς τὸν διαχρονικῆς ἀξίας λόγο ἀγάπης τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἁγίου Παύλου, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους109. Αὐτὸν ἂς ἀναγνώσουν μὲ μεγάλη προσοχή, χωρὶς προκαταλήψεις νὰ μελετήσουν, νὰ ἐμβαθύνουν καὶ μὲ ταπείνωσι νὰ φυλάξουν στὴν ψυχή τους. Καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ σπέρματα τῆς ἀληθείας δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ ἀποδώσουν ἀγαθοὺς καρποὺς εὐσεβείας.
Ἀγωνία γιὰ τὴν σημερινὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Μὲ πόση ὄντως προσευχή, πόνο καὶ ἀγωνία, γιὰ τὶς σημερινὲς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὀφείλουμε νὰ βλέπουμε τὴν σημερινὴ ἀποστασία καὶ ἀπιστία πολλῶν!
Τί πόνος, ἀλήθεια, νὰ βλέπη κανεὶς σήμερα, μετὰ ἀπὸ 20 αἰῶνες συνεποῦς καὶ ἀδιακόπου διακονίας στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἑλληνισμὸς νὰ κινδυνεύη νὰ ἀποστατήση, νὰ γίνη ἐπιλήσμων τῆς ξεχωριστῆς αὐτῆς εὐλογίας του ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ξεχνᾶ τὴν ἀληθινὴ δόξα του, καὶ νὰ ἀνοητεύη ἀποζητῶντας καὶ ἐπιθυμῶντας ψεύτικη δόξα παρ᾿ ἀνθρώπων!
Τί πόνος νὰ βλέπη κανεὶς κάποιους Ἕλληνες, ἄρχοντες καὶ διανοουμένους, νὰ ἐργάζωνται κατὰ τῆς Πίστεως, δουλεύοντας κατ᾿ οὐσίαν γιὰ ξένα συμφέροντα, γινόμενοι πατραλοῖες καὶ μητραλοῖες, πρὸς ἐξοβελισμὸ τῶν Χριστιανικῶν ἱερῶν Παραδόσεων καὶ ἠθῶν!
Καὶ δύναται ὁ Κύριος καὶ «ἐκ λίθων ἐγεῖραι τέκνα»110. Μπορεῖ καὶ δὲν εἶναι διόλου ἀπίθανο, ἂν δὲν ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς, νὰ ἐπαναλάβη ὁ ἅγιος Θεός, ὅ,τι ἔκανε καὶ μὲ τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ, τὸν πάλαι ποτε ἐκλεκτὸ λαὸ Του.
Μὲ τί πόνο τοὺς ἔλεγε ὁ Κύριος: «... Λαέ μου, παιδιά μου, ἐσεῖς ποὺ φονεύατε τοὺς Προφῆτες Μου, καὶ λιθοβολούσατε αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἔστελνα, πόσες φορὲς προσπάθησα νὰ σᾶς συνάξω, ὅπως ἀκριβῶς συνάγει ἡ ὄρνιθα τὰ πουλάκια της κάτω ἀπὸ τὰ φτερά της, ἀλλὰ δὲν τὸ θελήσατε! Λοιπόν, νὰ! Τώρα ὁ οἶκος σας μένει ἔρημος»111.
Ἢ : «Ὁ πρωτότοκος υἱός μου, ὁ Ἰσραήλ, (ὁ λαὸς δηλαδὴ ποὺ τὸν ἀγάπησα καὶ τὸν ἐτίμησα ἰδιαίτερα) μὲ ἐγκατέλειψε, ἐμένα ποὺ εἶμαι ἡ (ἀστείρευτη) πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν τὰ ὕδατα τῆς ζωῆς καὶ κατεσκεύασε γιὰ τὸν ἑαυτό του πηγάδι κατεστραμμένο (ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση τὸ νερὸ)... Δὲν σᾶς ὑποφέρω πλέον· θὰ καλέσω τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ κι αὐτοὶ εἶναι πλάσματά μου, καὶ ἐκεῖνοι θὰ (γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου καὶ θὰ) μὲ δοξάσουν...»112
Τί φοβερὸ νὰ ἐπαναληφθοῦν οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου καὶ σὲ μᾶς, τοὺς Ἕλληνες! Τί πόνος γιὰ τοὺς Ἕλληνες Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν, νὰ βλέπουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν πνευματικὴ (κι ὄχι μόνο) ἐρήμωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ!
Ἂν ἐπαναλάβουμε τὸ ἔγκλημα τοῦ Ἰσραήλ, τὴν ἀγνωμοσύνη καὶ τὴν προδοσία του, καὶ ἀπιστήσουμε κι ἐμεῖς ὅπως αὐτός, τότε ὄντως θὰ μείνουμε ἔρημοι κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ θιγῆ, ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ δὲν φθείρεται. Ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ θιγῆ, θὰ ἐρημωθῆ.
Ἄλλα ἔθνη θὰ λάβουν τὴν κληρονομιά μας καὶ τὴν Χάρι τῆς διακονίας. Μήπως εἶναι ἀπίθανο νὰ ἰδοῦμε ἄλλους λαούς, ποὺ τώρα οὔτε κἂν φανταζόμαστε, ὡς μελλοντικοὺς διακόνους τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου; Λαοὺς ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ ἢ τὴν Ἀσία ἢ τὴν Ἀμερικὴ ἢ ἀπὸ ἄλλα πολὺ ἀπομακρυσμένα ἀπὸ ἐμᾶς ἔθνη, ποὺ ταπεινὰ θὰ δεχθοῦν τὴν κλῆσι γιὰ τὴν συνέχισι τῆς διακονίας τοῦ Κυρίου;
*************
Ὅμως ζῆ Κύριος ὁ Θεός! Μὲ τὴν Χάρι Του δὲν θὰ γίνη τίποτε τέτοιο.
Ὑπάρχει τὸ ἐκλεκτὸ λεῖμμα τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν πολὺ περισσότεροι ἀπὸ δέκα δίκαιοι στὸν ἁγιασμένο τόπο μας113. Ψυχὲς ποὺ ἀναπαύουν πολὺ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ὅλη ζωή τους, χάριν τῶν ὁποίων δὲν θὰ ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη Του τὴν ἐρήμωσι αὐτή. Δὲν θὰ ἐπιτρέψουμε νὰ γίνη τόπος ἐρημώσεως ὁ ἁγιασμένος τόπος τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος μας, ποὺ εἶναι ζυμωμένος σὲ κάθε σπιθαμή του μὲ αἵματα μαρτύρων, ἱδρῶτες Ὁσίων καὶ δάκρυα ἁγίων Χριστιανῶν. Πιστεύουμε ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πειρασμοὶ εἶναι νεφύδρια ποὺ «θᾶττον παρελεύσονται», μὲ τὴν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων μας.
Οἱ ψυχὲς τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων διψοῦν καὶ ποθοῦν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω κι ἂν πολλοὶ βιωματικὰ ἀκόμη Τὸν ἀγνοοῦν.
Ἂν καὶ ἡ Πίστις μας δὲν βασίζεται σὲ στατιστικὲς καὶ ἐξωτερικὲς μετρήσεις καὶ σημεῖα, ἀφοῦ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι» καὶ «οὐκ ἔρχεται... μετὰ παρατηρήσεως»114, ὡστόσο ἀναφέρουμε ὅτι ἔχουμε καὶ πολλὰ καλὰ σημάδια γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνάνηψι πολλῶν Ἑλλήνων. Ἔχουμε μαρτυρίες καὶ ἀποδείξεις περὶ τούτου:
Κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτὲς τῆς Πίστεώς μας, καὶ δὴ τὸ Πάσχα, οἱ ἱεροὶ Ναοί μας κατακλύζονται ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν, καὶ νέων μάλιστα ἀνθρώπων.
Στὶς καλὲς Ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια μας ἀναπαύονται πνευματικὰ καὶ ξεδιψοῦν πολλὲς ψυχὲς καθημερινά, μὲ τὴν ἐξομολόγησι καὶ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος πολλὲς χιλιάδες, νέων κυρίως, Ἑλλήνων καταφθάνουν κατ᾿ ἔτος, προσκυνητὲς τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ πλεῖστοι ἀπὸ αὐτοὺς ἐξομολογοῦνται, νηστεύουν, ἀγρυπνοῦν, προσεύχονται, ἐνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Πολλὲς νέες οἰκογένειες ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὸν ἅγιο Νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μὲ ἐξομολόγησι, μὲ τακτικὸ Ἐκκλησιασμό, μὲ τὶς νηστεῖες, συχνὴ θεία Κοινωνία.
Παρὰ τὴν πολεμικὴ καὶ ἐχθρότητα πολλῶν, ὁ Χριστὸς ζῆ στὶς ψυχὲς τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων.
Ἀγωνιζόμαστε καὶ θὰ ἀγωνιζώμαστε ὄχι γιὰ ἰδεολογίες, ὄχι γιὰ προσωπικὴ καταξίωσι καὶ δόξα, ὄχι γιὰ εὐτελεῖς, ἰδιοτελεῖς, ἐφήμερους σκοπούς. Ἀγωνιζόμαστε, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, γιὰ νὰ παραδώσουμε τὴν εὐλογημένη Πατρίδα μας στὶς ἑπόμενες γενιές, ὅπως τὴν παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἥρωὲς μας, ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ἔθνους, ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ Διδασκάλους μας.
Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὶς ἀθάνατες ψυχὲς τῶν συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, ἀλλὰ κι ὅλου τοῦ κόσμου, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.
Οἱ παλαιοὶ Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἀκόμη ποὺ ἔφθινε ἀριθμητικὰ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἀγωνιοῦσαν μὲν γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου ἀλλὰ μὲ μιὰ ἡρεμία, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὴν Χάρι τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Υἱοῦ της.
Ἔλεγαν π.χ.: «Δικό της εἶναι τὸ Περιβόλι, ἂν θέλη νὰ ἐρημώσῃ, Περιβολάρισσα εἶναι, ποιὸς θὰ τὴν ἐλέγξη; Ἀλλὰ ἡ Παναγία τ᾿ ἀγαπᾶ τὸ Περιβολάκι της, δὲν θ᾿ ἀφήσῃ».
Δὲν ἀγωνιοῦσαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἦσαν ἄλλωστε γεροντάκια οἱ περισσότεροι. Τί μποροῦσαν νὰ ἐλπίζουν στὸν κόσμο αὐτὸ; Εἶχαν ὅμως μέσα τους στενοχώρια γιὰ τὶς ἐπερχόμενες γενιές, ἂν τὸ Ὄρος ἔμενε χέρσο πνευματικά, ἂν ἐρήμωνε. Ἡ προσευχὴ καὶ ὁ πόνος τους ἦταν γιὰ τόσες ψυχὲς ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ χαροῦν πνευματικά, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστό, ἂν διεκόπτετο ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Καὶ ἀνθρωπίνως ὄντως φαινόταν μὴ ἀναστρέψιμη ἡ λειψανδρία τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ λοιπῶν ἱερῶν Καθιδρυμάτων του.
Εἶχαν δὲ ἐκπονηθῆ ἀπὸ δημόσια καὶ πολιτικὰ πρόσωπα προγράμματα, γιὰ τὴν συστηματικὴ μουσειοποίησι τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅμως «ἔχει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία», ἔλεγαν οἱ Γέροντες στὸ Ὄρος.
Καὶ ἤξεραν αὐτοὶ καλλίτερα, καὶ δὲν διαψεύστηκαν.
Ἂν συμπονέσης τὸν συνάνθρωπο, τὸν ἀδελφό, γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν σωτηρία του, σοῦ δίδεται ὡς δῶρο καὶ κατανοεῖς κάτι ἀπὸ τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν νοιώσης τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα σου, βιωματικά, τότε δὲν ἀπελπίζεσαι, ἀκόμη κι ὅταν ὅλα φαίνωνται δυσοίωνα γύρω σου.
Εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν καταισχύνει115.
Κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη γιὰ τόσες ψυχὲς «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» ἐκίνησε καὶ ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς μοναχούς, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα ποὺ ἀναπτύξαμε, ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὴν φίλη ἡσυχία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ «ἐξήλθομεν τοῦ κόσμου».
Γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἴμαστε οἱ εἰδικοί, οἱ εἰδήμονες. Ὅτι ἄλλοι ἅγιοι ἀδελφοί, ἁρμόδιοι, μὲ χαρίσματα καὶ ἀρετὲς καὶ γνώσεις εἰδικές, μποροῦν καὶ πείθουν καὶ ἁλιεύουν τὶς ψυχὲς πρὸς σωτηρίαν.
Ὑπάρχουν ἐξ ἄλλου πολλὰ καὶ περιώνυμα συγγράμματα ἁγίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καὶ Ἀπολογητῶν τῆς Πίστεως, τὰ ὁποῖα ἀπαντοῦν σὲ ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὶς θεωρίες τῶν συγχρόνων Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἱκανὰ νὰ πείσουν ὅλους ὅσους διαθέτουν εἰλικρίνεια, εὐσυνειδησία καὶ συνέπεια στὴν σκέψι καὶ τὸν προβληματισμό τους.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἐπεχειρήσαμε συστηματικὴ ἐξέτασι καὶ ἀνάλυσι, ἀλλὰ πολὺ εὐσύνοπτα προσπαθήσαμε νὰ ἐκφράσουμε τὴν ἀγωνία μας, τὸν πόνο μας γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὶς ἀθάνατες ψυχὲς συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, γιὰ ὅσους ἀφελῶς καὶ χωρὶς πολλὴ σκέψι ἐπηρεάζονται ἀπὸ σύγχρονες καὶ παλαιὲς εἰδωλικὲς πλάνες, οἱ ὁποῖες πνέουν σήμερα, ὡς μὴ ὤφελε, καὶ στὸν ἁγιοτόκο καὶ ἁγιασμένο τόπο μας.
Πιστεύουμε καὶ ἐλπίζουμε «ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», νὰ πληροφορήση τὶς ψυχές τους, παραβλέποντας τὰ δικά μας ὑστερήματα καὶ τὶς ἀδυναμίες, καὶ νὰ ἀποδώση πλουσίους καὶ πολλαπλασίους τοὺς καρποὺς ἀληθοῦς εὐσεβείας σ᾿ αὐτοὺς καὶ σ᾿ ὅλη τὴν φιλόχριστο Πατρίδα μας. Ἀμήν!
Ἱερομόναχος Φιλόθεος
Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
17 Δεκεμβρίου 2001
Ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων τῶν ἐν Βαβυλῶνι
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ
«Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας δόξης σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερένδοξος εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογημένος εἶ ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὑμνητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε οὐρανοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε ἄγγελοι Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ὕδατα πάντα τὰ ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πᾶσαι αἱ δυνάμεις Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ἥλιος καὶ σελήνη τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτω πᾶς ὄμβρος καὶ δρόσος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ὕδατα πάντα τὰ πνεύματα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πῦρ καὶ καῦμα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καύσων τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, δρόσοι καὶ νιφετοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, νύκτες καὶ ἡμέραι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, φῶς καὶ σκότος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καῦμα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πάχναι καὶ χιόνες, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτω ἡ γῆ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτω καὶ ὑπερυψούτω αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ὄρη καὶ βουνοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πάντα τὰ φυόμενα ἐν τῇ γῇ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, θάλασσα καὶ ποταμοί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, αἱ πηγαί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, κήτη καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πάντα τὰ θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, Ἰσραήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ἱερεῖς Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, δοῦλοι Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, ὅσιοι καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
εὐλογεῖτε, Ἀνανία, Ἀζαρία, Μισαήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι ἐξείλετο ἡμᾶς ἐξ ᾅδου καὶ ἐκ χειρὸς θανάτου ἔσωσεν ἡμᾶς, ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ μέσου καμίνου καιομένης φλογὸς καὶ ἐκ μέσου πυρὸς ἐρρύσατο ἡμᾶς.
ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
εὐλογεῖτε, πάντες οἱ σεβόμενοι τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν θεῶν, ὑμνεῖτε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
© Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. ISBN 960-7553-18-7.
Δημοσιεύεται στὸ Διαδίκτυο κατόπιν εὐλογίας ποὺ ἔδωσε ὁ Καθηγούμενος
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης
Ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη πρὸ Χριστοῦ τὴν εἴχαμε ὅλοι κοινὴ καὶ ἴδια, ἐκχυμένη σὲ ὅλους ἀπὸ ἕναν προπάτορα, σὰν νὰ ἀναπτυσσόταν ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ γένους καὶ νὰ ἦταν συνημμένη μὲ τὴ φύσι. Ὁ καθένας ἐπέσυρε ἢ τὴν μομφὴ ἢ τὸν ἔπαινο ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ ὅσα ἔπραττε προσωπικῶς, ἐνῶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτε ἀπέναντι σ' ἐκείνη τὴν κοινὴ κατάρα καὶ καταδίκη καὶ ἀπέναντι στὸν πονηρὸ κλῆρο πού κατεβαίνει ἀπὸ ἐπάνω σ' αὐτὸν καὶ διʼ αὐτοῦ στοὺς ἀπογόνους του. Ἀλλ' ἦλθε ὁ Χριστὸς ἐλευθερωτὴς τῆς φύσεως, πού μετέβαλε τὴν κοινὴ κατάρα σὲ κοινὴ εὐλογία· ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ἔνοχη φύσι μας ἀπὸ τὴν ἀκήρατη Παρθένο καὶ τὴν ἥνωσε στὴν ὑπόστασί του νέαν, χωρὶς νὰ ἔχη μετάσχει σὲ παλαιὸ σπέρμα, τὴν κατέστησε ἀθῶα καὶ δικαιωμένη, ὥστε καὶ οἱ γεννώμενοι ἀπὸ αὐτόν ἔπειτα κατὰ πνεῦμα νὰ μένουν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν προγονικὴ ἐκείνη κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Δὲν μεταδίδει τὴ χάρι του σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ὁ καθένας μας ἄφεσι τῶν πλημμελημάτων του ἀπὸ αὐτόν, ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἀνέλαβε ὑπόστασι ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλά τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνανέωσε ἑνωθείς μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδιαίτερη ὑπόστασί του: Πῶς ὅμως θὰ ἐνεργοῦσε ἔτσι, αὐτός πού θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι τελείως καὶ κατῆλθε κλίνοντας τοὺς οὐρανούς γιὰ χάρι ὅλων καί, ἀφοῦ δι' ἔργων καὶ λόγων καὶ παθημάτων τοῦ ὑπέδειξε κάθε δρόμο σωτηρίας, ἐπανῆλθε στοὺς οὐρανούς, ἑλκύοντας πρὸς τὰ ἐκεῖ τούς πιστούς του; Ἑπομένως γιὰ νὰ παράσχη τελεία ἀπολύτρωσι ὄχι μόνο στὴ φύσι τὴν ὁποία ἔλαβε ὁ Ἴδιος ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ἀδιάσπαστη ἕνωση, ἀλλά καὶ στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς πιστεύοντας σ' αὐτόν; Τοῦτο λοιπὸν ἔπραξε καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ πράττη, συνδιαλλάσσοντας τὸν καθένα μας δι' ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐπαναφέροντας τὸν καθένα στὴν ὑπακοὴ καὶ θεραπεύοντας κάθε παρακοή.
Γι' αὐτό λοιπὸν καθώρισε καὶ θεῖο Βάπτισμα κι' ἔθεσε σωτηρίους νόμους, ἐκήρυξε μετάνοια σὲ ὅλους καὶ μετέδωσε δὲν μεταδίδει τὴ χάρι του σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις μας ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα του. Διότι δὲν εἶναι γενικῶς ἡ φύσις ἀλλά ἡ ὑπόστασις τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς πιστεύοντας πού δέχεται τὸ Βάπτισμα καὶ πολιτεύεται κατὰ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ γίνεται μέτοχός του θεουργοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηριοῦ. Διὰ τῶν μέσων τούτων βέβαια ὁ Χριστὸς μᾶς ἐδικαίωσε ὑποστατικῶς καὶ μᾶς ἐπανέφερε στὴν ὑπακοὴ τοῦ οὐράνιου Πατρός· τὴν ἴδια δὲ τὴ φὺσιν πού προσέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀνανέωσε, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη καὶ σὲ ὅλα ὑπήκοο στὸν Πατέρα, δι' ἐκείνων πού ἔπραξε καὶ ἔπαθε αὐτός κατ' αὐτήν ἑνωμένος μὲ αὐτήν ὑποστατικῶς. Ἀνάμεσα σὲ αὐτά εἶναι καὶ ἡ ἑορταζόμενη σήμερα ἀπὸ ἐμᾶς ἀνάβασις, ἡ ἀναβίβασίς του στὸν παλαιὸ ἐκεῖνο ναὸ πρὸς καθαρισμό, ἡ προϋπάντησις ἀπὸ τὸν θεόληπτο Συμεὼν καὶ ἡ εὐχαριστία τῆς Ἄννας, ἡ ὁποία παρέμενε στὸν ναὸ ὅλη τὴ ζωὴ της (Λουκᾶ 2,22-38).
Πραγματικὰ μετὰ τὴν γέννησι τοῦ Σωτῆρος ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν κατὰ τὸν μωσαϊκὸ νόμο περιτομὴ τὴν ὄγδοη ἡμέρα, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμερες τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως, τὸν ἀνέβασαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸν Κύριο». Περιτέμνεται κατὰ τὸν νόμο, ἀνεβάζεται κατὰ τὸ γεγραμμένο, προσφέρεται θυσία κατὰ τὰ λεγόμενα στὸν νόμο Κυρίου.
Βλέπετε ὅτι ὁ ποιητὴς καὶ δεσπότης τοῦ νόμου γίνεται καθ' ὅλα ὑπήκοος στὸν νόμο; Ἐπιτελώντας τί μὲ αὐτά; Καθιστώντας καθ' ὅλα ὑπήκοο τὴν φύσι μας στὸν Πατέρα καὶ θεραπεύοντας τὴν κατ' αὐτήν παρακοή μας καὶ μετατρέποντας τὴν γι' αὐτήν κατάρα σ' εὐλογία. Ὅπως δηλαδὴ ὅλη ἡ φύσις μας ἦταν στὸν Ἀδάμ, ἔτσι καὶ στὸν Χριστὸ· καὶ ὅπως διὰ τοῦ ἀπὸ τὴν γῆ Ἀδὰμ ὅλοι ὅσοι ἐλάβαμε ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν ὕπαρξι ἐστραφήκαμε πρὸς τὴν γῆ καὶ καταρριφθήκαμε, φεῦ, στὸν 'Ἅδη, ἔτσι διὰ τοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανό Ἀδάμ, κατὰ τὸν ἀπόστολο, ὅλοι ἀνακληθήκαμε στὸν οὐρανό καὶ ἀξιωθήκαμε τὴν ἐκεῖ δόξα καὶ χάρι. Τώρα ὅμως ἀξιωθήκαμε μυστικῶς, διότι, λέγει «ἡ ζωὴ σας μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι στὸν Θεό, ὅταν δὲ ὁ Χριστὸς φανερωθῆ κατὰ τὴν δευτέρα ἐπιφάνεια καὶ παρουσία, τότε καὶ σεῖς ὅλοι θὰ φανερωθῆτε σὲ δόξα» (Ἐφ. 5, 5). Ποιοὶ «ὅλοι»; Ὅσοι υἱοποιήθηκαν κατὰ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Πνεύματος ἀποδείχθηκαν καὶ διὰ τῶν ἔργων πνευματικὰ τέκνα τούτου.
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν, τὸν ἀνέβασαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸν Κύριο. Ποιῶν «αὐτῶν»; Ὁ λόγος τοῦ νόμου εἶναι περὶ τῶν γεννητόρων, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν γεννωμένων ἀπὸ τὴν ἕνωσί τους, πού ἔχουν ἀνάγκη καθάρσεως. Διότι καὶ ὁ ψαλμωδὸς λέγει «συνελήφθηκα σὲ ἀνομίες καὶ ἡ μητέρα μου μ' ἐκυοφόρησε σὲ ἁμαρτίες». Ἐδῶ δὲ πού δὲν ὑπάρχουν γεννήτορες, ἀλλά ἦταν μόνο μητέρα, καὶ αὐτή Παρθένος, πού ὑπάρχει ἐπίσης γὲννησις παιδιοῦ συλληφθέντος ἀσπόρως, ὁπωσδήποτε δὲν ὑπῆρχε χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ' ἦταν ἔργο ὑπακοῆς καὶ τοῦτο, πού ἐπανέφερε τὴν παρακούσασα φύσι καὶ ἀπήλειφε τὴν εὐθύνη ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς.
Ὅταν λοιπὸν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ των, τὸν ἀνέβασαν γιὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν στὸν Κύριο, νὰ τὸν ἀφιερώσουν, νὰ καταστήσουν φανερὸ ὅτι εἶναι πρωτότοκος, ὅπως ἔχει γραφεῖ στὸν νόμο τοῦ Κυρίου, ὅτι «κάθε ἀρσενικὸ παιδὶ πού διανοίγει τὴν μήτρα, θὰ ἀποκληθῆ ἀφιερωμένο στὸν Κύριο.
Καί ὅμως αὐτός εἶναι ὁ μόνος πού διάνοιξε μήτρα, ἀφοῦ κυοφορήθηκε χωρὶς γεννετήσια ἕνωσι μὲ μόνο τὸ προσφώνημα καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ, πού δέχθηκε στὶς ἀκοές της ἡ Παρθένος δι' ἀγγέλου· πῶς λοιπὸν ὁ νόμος λέγει «κάθε ἀρσενικὸ παιδὶ πού διανοίγει μήτρα»; Ὅπως πολλοὶ λέγονται προφῆτες καὶ πολλοὶ χρισμένοι, καθὼς λέγει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ, «μὴ ἐγγίζετε τοὺς χρισμένους μου καὶ μὴ κακοποιῆτε τοὺς φέροντας σ' αὐτό ὡς Θεὸν τὸν ὕμνο καὶ τὴν ἱκεσία», παρακαλώντας ν' ἀπαλλαγῆ εἰρηνικὰ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ διακηρύσσοντας σὲ ὅλους ὅτι αὐτό εἶναι τὸ σωτήριο φῶς, ἰσχυριζόμενος δὲ ὅτι τοῦτο ἔχει τεθῆ σὲ πτῶσι τῶν ἀπιστούντων καὶ σὲ ἀνάστασι τῶν πιστευόντων σ' αὐτό.
Ἔπειτα συνωμίλησε μὲ τὴν Παρθένο καὶ Μητέρα τοῦ βρέφους. δεικνύοντας ἀπὸ τὴν ὀδύνη γιὰ τὸν μελλοντικὸ σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ ὅτι θὰ φανερωθῆ κατὰ φύσι μητέρα τοῦ τώρα Θεανθρώπου βρέφους καὶ ὅτι, ἀφοῦ ἀποκαλύψη τοὺς ἀμφίβολους γι' αὐτό λογισμοὺς θὰ τοὺς ἀπαλείψη ἀπὸ τὶς καρδιές· διότι καὶ ὁ Συμεὼν τὴν γνησία μητέρα τοῦ ἀμφίβολου παιδιοῦ προσδιώρισε ἀπὸ τὴν σχετικὴ μὲ τὸ πάθος ὀδύνη καὶ ἀπὸ τὴν γι' αὐτό τὸ πάθος σφοδρὰ λύπη καὶ συμπάθεια.
Ἡ δὲ προφήτις Ἄννα, χήρα τοῦ Φανουὴλ ἡλικίας ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν, ἐπιδιδομένη σὲ νηστεῖες καὶ δεήσεις καὶ μὴ ἀπομακρυνόμενη καθόλου ἀπὸ τὸν ναό, καταληφθεῖσα τότε περισσότερο ἀπὸ Θεῖο Πνεῦμα εὐχαρίστησε τὸν Θεό καὶ εὐαγγελίσθηκε ὅτι θὰ ἔλθη ἡ λύτρωσις σ' ὅσους τὴν προσδέχονται, δεικνύοντας ὅτι αὐτή εἶναι τὸ βρέφος τοῦτο.
Τέτοια λογικὰ τρυγόνια προέπεμψε τὸ ἅγιο Πνεῦμα πρὸς προϋπάντησι τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἀνέβαινε στὸν ναὸ καὶ μᾶς ἔδειξε ὁποῖοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ δεχόμενοι μέσα τους τὸν Χριστό, καὶ ὁποῖοι καὶ ὁποῖες πρέπει νὰ εἶναι αὐτές πού ἔχασαν τοὺς ἄνδρες των καὶ αὐτοί πού ἔχασαν τὶς συζύγους των. Διότι ἡ Ἄννα αὐτή ἦταν χήρα τοῦ Φανουὴλ ἀλλά καὶ προφήτις. Πῶς; διότι, ἀφοῦ ἄφησε τὶς κοσμικὲς καὶ βιωτικὲς φροντίδες, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ναό· διότι εἶχε ἄμωμο τὸν βίο διημερεύοντας καὶ διανυκτερεύοντας μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες, μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες. Γι' αὐτό καὶ ἡ γυναίκα αὐτή τὸν Κύριο, πού λάτρευε μὲ ἔργα, εὐλόγως τὸν ἀνεγνώρισε ὅταν ἦλθε, ὅπως λέγει πρὸς αὐτόν ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, «θὰ ψάλω καὶ θὰ προσέξω στὴν τελεία ὁδό, πότε θὰ ἔλθης πρὸς ἐμένα».
Τί πρέπει λοιπὸν νὰ αἰσθανώμαστε ἐμεῖς πού, ἐνῶ ἔχομε διαταχθῆ νὰ σταυρώσωμε τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες, περιπίπτομε πάλι στὰ ἴδια, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπείθειας; πού, ἐνῶ διαταχθήκαμε νὰ νεκρώσωμε τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γὴς, πορνεία, ἀκαθαρσία, πάθος κακό καὶ τὴν ἐπιθυμία, δὲν ἐφαρμόζομε τὴν παραίνεσι; Δὲν θὰ φοβηθοῦμε λοιπὸν κάποτε, ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, τουλάχιστο τὶς θεομηνίες, τὶς ἀπὸ κάτω, τὶς ἀπὸ ἐπάνω, τὶς περασμένες, τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ αἰώνιες πού μᾶς ἀπειλοῦν; Δὲν θὰ σεβασθοῦμε τὴν κατὰ σάρκα ἐπιφάνεια τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ, ὥστε νὰ περιπατήσωμε προσεκτικὰ σὰν σὲ ἡμέρα; Δὲν θὰ φρίξωμε τὶς ἀποστολικὲς προειδοποιήσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ παραινέσεις, πού λέγουν, «δὲν γνωρίζετε ὅτι εἶσθε ναοὶ Θεοῦ καὶ μέσα σας κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος φθείρει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν φθείρη ὁ Θεός»· καὶ πάλι, «φανερὰ εἶναι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, πού εἶναι πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια καὶ τὰ ὅμοια, γιὰ τὰ ὁποῖα προλέγω, ὅπως καὶ ἤδη προεῖπα, ὅτι ὅσοι πράττουν τέτοια δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»· καὶ πάλι, «τοῦτο νὰ γνωρίζετε, ὅτι κάθε πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, δηλαδὴ εἰδωλολάτρης, δὲν ἔχει κληρονομιὰ στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ»· καὶ πάλι, «τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός μας, ἡ ἀποχή ἀπὸ τὴν πορνεία· διότι δὲν μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεός γιὰ ἀκαθαρσία, ἀλλά γιὰ ἁγιασμὸ· ἑπομένως ὅποιος τὸ ἀθετεῖ, δὲν ἀθετεῖ ἄνθρωπο, ἀλλά τὸν Θεό πού δίδει τὸ ἅγιο Πνεῦμα του σ' ἐμᾶς». Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ συλλέξη ὅλες τὶς παραγγελίες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν γιὰ τὸ θέμα τοῦτο; Σ' αὐτούς ἀκριβῶς πού σωφρονοῦν καὶ γι' αὐτό εὑρίσκονται ἀνάμεσα στὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, τί παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος; «Σᾶς ἔγραψα στὴν ἐπιστολή, μὴ συναναστρέφεσθε πόρνους». Πραγματικὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν ἐντρέπονται οἱ ἴδιοι, συμβουλεύει τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς ἀποφεύγουν καὶ νὰ τοὺς ἐντροπιάζουν, λέγοντας πρὸς αὐτούς, «ἐὰν κάποιος κατ' ὄνομα ἀδελφός εἶναι πόρνος, μὲ αὐτόν οὔτε νὰ συντρώγετε». Βλέπεις ὅτι ὅποιος κυλίεται στὴν πορνεία εἶναι κοινὸ μόλυσμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι' αὐτό πρέπει ὅλοι νὰ τὸν ἀποφεύγουν καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν; Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Παῦλος παρέδωσε στὸν Σατανᾶ τὸν πορνεύοντα στὴν Κόρινθο καὶ δὲν συνέστησε πρὸς αὐτόν ἀγάπη οὔτε τὸν προσέλαβε, ἕως ὅτου ἐπέδειξε τὴν μετάνοια ἱκανοποιητικῶς.
Σῶζε ὁπωσδήποτε τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὰ τόσα κακά, ὦ ἄνθρωπε, τῶν παρόντων καὶ τῶν μελλόντων, τῶν τελευταίων, διττῶν μάλιστα, καὶ στὸν μέλλοντα καὶ στὸν παρόντα αἰώνα. Τὸ γένος τοῦ Ἠσαῦ ἦταν ἀπόβλητο, διότι ἐκεῖνος ἦταν πόρνος καὶ βέβηλος, καὶ ὁ Ροβοὰμ ἔχασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας, ἐπειδὴ ὁ πατέρας του Σολομῶν, γυναικομανῆς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ἐπέθανε χωρὶς νὰ πάθη τοῦτο ὁ ἴδιος λόγω τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος τὸ προσαφθὲν κάποτε σὲ βάρος τοῦ ἄγος ἐκαθάρισε μὲ ροὲς δακρύων καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἔργα τῆς μετανοίας.
Ἀποφεύγετε τὴν πορνεία, ἀδελφοί, παραγγέλλει πάλι ὁ ἀπόστολος. Ἂν τὴν ἀπέφευγε ὁ Σαμψών, δὲν θὰ ἔπιπτε στὰ χέρια τῆς Δαλιδᾶς, ὥστε μαζὶ μὲ τὰ μαλλιά του νὰ χάση καὶ τὴν δύναμί του, δὲν θὰ ἐτυφλωνόταν, δὲν θὰ ἔχανε ἀδόξως τὴ ζωὴ του μαζὶ μὲ τοὺς ἀλλοφύλους. Ἂν τὴν ἀπέφευγαν οἱ ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ ὡς στρατηγὸ καὶ νομοθέτη Ἰουδαῖοι δὲν θὰ ἐθυσίαζαν στὸν Βεελφεγώρ, δὲν θὰ ἔτρωγαν θυσίες, δὲν θὰ ἔπιπταν ὅσο ἔπεσαν. Ἂν τὴν ἀπέφευγε ὁ Σολομῶν, δὲν θ' ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν Θεό πού τὸν κατέστησε βασιλέα καὶ σοφὸ οὔτε θὰ ἀνήγειρε ναοὺς στὰ εἴδωλα.
Βλέπετε ὅτι τὸ πάθος τῆς πορνείας ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ πρὸς ἀσέβεια; Οὔτε τὸ κάλλος τῆς Σωσάννης, πού ἐξαπάτησε στὴ Βαβυλώνα τοὺς πρεσβυτέρους, θὰ ἐθριάμβευε ἔπειτα καὶ θὰ συνεκάλυπτε τὸν λιθοβολισμό, ἂν αὐτοί ἀπέφευγαν ἀπὸ τὴν ἀρχή τὸ βδέλυγμα καὶ δὲν τὴν παρατηροῦσαν πρωτύτερα κάθε μέρα ἀκολάστως. Οὔτε ὁ Ὀλοφέρνης θὰ ἐκοιτόταν μὲ κομμένον τὸν λαιμὸ ὁ ἄθλιος, ἂν προηγουμένως, ὅπως ἔχει γραφεῖ, δὲν εἵλκυε τὸν ὀφθαλμὸ του τὸ σανδάλιο τῆς Ἰουδίθ καὶ δὲν αἰχμαλώτιζε τὴν ψυχή του ἡ ὀμορφιά της. Γι' αὐτό λέγει ὁ Ἰώβ· «ἔβαλα κανόνα στοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ δὲν θὰ προσέξω παρθένο», πόσο μᾶλλον ἄσεμνο γύναιο, ἄγαμο ἢ ἔγγαμο.
Ἤ ἀγαμία θεοφιλῆ νὰ τηρῆς, ἀγαπητέ, ἢ συζυγία θεοδότη. Πίνε ὕδατα ἀπὸ τὰ πηγάδια σου, κι' αὐτό μὲ σωφροσύνη, ἄπεχε δὲ τελείως ἀπὸ νοθευμένο ποτό, διότι εἶναι ὕδωρ Στυγός, ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ Ἀχέροντος, εἶναι γεμάτο θανατηφόρο ἰό, ἔχει τὴ δύναμι δηλητηρίου· διότι ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ρίπτη ὅσους πίνουν στὴν καταπακτὴ τοῦ Ἅδη ἢ μᾶλλον στοὺς ἴδιους τούς μυχοὺς τοῦ Ἅδη. Ἀπόφευγε τὸ μέλι ἀπὸ πορνικὰ χείλη, διότι ἔχουν τὴν ἰδιότητα νὰ ἐπαλείφουν πορνικὸ θάνατο, πού εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Πρὸς αὐτόν λέγει ὁ Δαβίδ, «ἐξωλόθρευσὲ ὅλους ὅσοι πορνεύουν».
Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ καθαρεύη ἢ νὰ καθαίρεται κι' ἔτσι νὰ μένη διαρκῶς ἀμίαντος, ἀρκούμενος στὶς ἐπιτρεπτόμενες ἡδονές, αὐτός τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Πνεύματος καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σ' αὐτό, νὰ σπεὺδη πρὸς ἀπόκτησι ἁγνείας καὶ σωφροσύνης καὶ πρὸς ἀποφυγὴ πορνείας καὶ κάθε ἀκαθαρσίας, γιὰ νὰ παραμείνωμε αἰωνίως εὐφραινόμενοι μαζὶ μὲ τὸν ἄφθαρτο νυμφίο στὶς ἁγνές παστάδες, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς ἀειπάρθενου καὶ παναμώμου καὶ ὑπερδοξασμένης Μητέρας πού τὸν ἐγέννησε παρθενικῶς γιὰ τὴν σωτηρία μας· τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Νόμιμες και συνταγματικές έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τις περικοπές των αποδοχών στους υπαλλήλους του Υπουργείου ΟΙκονομικών καθώς και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Υπενθυμίζεται ότι ο πρόεδρος και οι εργαζόμενοι στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ζητούσαν να ακυρωθεί, ως αντίθετη στην Ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία, η υπουργική απόφαση που εκδόθηκε σε εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου (Ν. 4024/2011) και καθορίζει τις αποδοχές των απασχολούμενων στις Αρχές (επιστημονικό προσωπικό, δικηγόροι κ.λπ.). Με την προσφυγή τους δε, είχαν ζητήσει να ακυρωθεί η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012 των υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Οικονομικών, η οποία καθόριζε τις αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής, των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων.
Από την πλευρά τους , οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών ζητούσαν να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικά και παράνομα τα εκκαθαριστικά φύλλα μισθοδοσίας τους, με τις περικοπές των αποδοχών τους, σύμφωνα με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου του Ν. 4024/2011.
Τέλος, οι υπάλληλοι στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχαν ζητήσει να κριθεί αντισυνταγματική και παράνομη και κατά συνέπεια να ακυρωθεί η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου για την καθιέρωση των αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και την κατάταξη και εξέλιξή τους σε μισθολογικά κλιμάκια. Η δημοσίευση των τριών αποφάσεων αναμένεται μέσα στο επόμενο τρίμηνο.
Πηγή: http://www.lawnet.gr/
Ἔκπληκτοι οἱ Τοῦρκοι ἐρευνητές καί οἱ κάτοικοι τῆς ἱστορικῆς βυζαντινῆς πόλης τῆς Νίκαιας, ἀντίκρισαν ἕνα πρωί νά ἐμφανίζεται στήν λίμνη τῆς περιοχῆς καί κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ὁ σκελετός μιᾶς μεγαλοπρεποῦς βυζαντινῆς ἑλληνορθόδοξης ἐκκλησίας. Σημάδια τῶν καιρῶν;
Σύμφωνα μέ τά δημοσιεύματα τοῦ τοπικοῦ τύπου ἀλλά καί τῶν ἐφημερίδων, Milliyet καί Zaman, οἱ πρῶτοι πού ἀντιλήφτηκαν τήν ὕπαρξη τῶν θεμελίων αὐτή τῆς ἱστορικῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας ἦταν οἱ πιλότοι κάποιου ἀεροπλάνου πού πραγματοποιοῦσε πτήση πάνω ἀπό τήν λίμνη. Οἱ πρῶτες ἀναφορές τῶν ἴδιων των Τούρκων κάνουν λόγο γιά τήν ἱστορική μεγάλη ἐκκλησία πού ἦταν ἀφιερωμένη στόν ἅγιο Πέτρο καί ἡ ὁποία κτίστηκε τόν τέταρτο αἰώνα, ἦταν δηλαδή ἀπό τούς πρώτους μεγάλους ναούς πού κόσμησαν στήν συνέχεια ὅλη τήν.... ἑλληνορθόδοξη χριστιανική Μικρά Ἀσία.
Οἱ πρῶτες πληροφορίες γιά τό ἱστορικό αὐτό κτίσμα πού ἔμεινε κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης, εἶναι ὅτι βρίσκεται 20 περίπου μέτρα ἀπό τήν ἀκτή καί σέ βάθος δυό μέτρων ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης. Ὅπως ἀνέφερε σχετικά ὁ πρόεδρος τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ πανεπιστημίου Uludag τῆς Προύσας, Mustafa Sahin, στό μέρος αὐτό ὅπου βρέθηκαν τά ἐρείπια τῆς ἐκκλησίας ἔπρεπε νά βρίσκονταν ἐπίσης τό κτίριο τῆς τοπικῆς βουλῆς ἐπί ρωμαϊκῆς ἐποχῆς. Δίπλα ἀκριβῶς ἀπό αὐτό τό κτίριο εἶχε κτιστεῖ αὐτή ἡ μεγαλοπρεπής ἐκκλησία πού ὅπως δείχνουν καί οἱ φωτογραφίες πρέπει νά δέσποζε σέ ὅλη τήν περιοχή. Τά πρῶτα ἱστορικά στοιχεῖα πού προβάλουν οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὅτι ἡ ἀνέγερση αὐτοῦ του ναοῦ ἔγινε ἀμέσως μετά τήν ἐπικράτηση, τό 313 ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, τοῦ χριστιανισμοῦ.
Τό κοσμοϊστορικό αὐτό γεγονός σηματοδότησε τήν ἀνέγερση καί ἄλλων περικαλλῶν ναῶν σέ ὅλο το μῆκος καί τό πλάτος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὅπου κατοικοῦσε ἐκείνη τήν περίοδο ὁ πυκνότερος χριστιανικός πληθυσμός ἀπό ὅλες τίς ρωμαϊκές ἐπαρχίες. Ὁ ναός λέγεται ὅτι ἀπό τόν μεγάλο σεισμό τοῦ 740 πού ἔπληξε τήν εὐρύτερη περιοχή εἶχε πάθει μεγάλες ζημιές καί στή συνέχεια ἀνακαινίστηκε στήν νεότερή του μορφή. Προφανῶς οἱ διάφοροι σεισμοί πού ἔγιναν στό παρελθόν στήν περιοχή τῆς Νίκαιας, ὅπως ὁ μεγάλος σεισμός τοῦ 1999, βύθισαν τήν ἐκκλησία κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης. Σήμερα καί κάτω ἀπό ἄγνωστες μέχρι στιγμῆς συνθῆκες, ὁ ναός ἐπανῆλθε στήν ἐπιφάνεια σέ μιά ἀεροφωτογράφιση ἀπό ἕνα τουρκικό ἀεροπλάνο πού πετοῦσε πάνω ἄπ τήν λίμνη.
Σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πληροφορίες ἡ Νίκαια ἦταν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα χριστιανικά κέντρα ἀπό τήν πρώτη περίοδο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί ὅπως εἶναι γνωστό ἐκεῖ ἔγινε ἡ πρώτη μεγάλη οἰκουμενική σύνοδος τῶν χριστιανῶν. Τό κτίριο τῆς τοπικῆς γερουσίας, (Senato Saray), ὅπως ἀναφέρουν καί οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, κτίστηκε τό 325. Πολύ κοντά κτίστηκε ὁ μεγάλος ναός τῆς ἁγίας Σοφίας πού σώζεται μέχρι σήμερα ἀλλά οἱ Τοῦρκοι πρίν ἀπό δυό χρόνια τόν μετέτρεψαν σέ τζαμί.
Οἱ διάφορες μαρτυρίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ὅπως ἀνέφερε ὁ καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου τῆς Προύσας, Bedri Yalman, ἔλεγαν ὅτι οἱ ψαράδες ἐδῶ καί καιρό ἔβλεπαν κάποια περίεργα ἐρείπια νά βρίσκονται στόν βυθό τῆς λίμνης χωρίς ὅμως νά δώσουν σημασία γιά τήν ἱστορική καί ἀρχαιολογική τους ἀξία. Ξαφνικά μιά τυχαῖα πτήση ἀπό ἕνα τουρκικό ἐρευνητικό ἀεροπλάνο πού χαρτογραφοῦσε τήν περιοχή ἀνακάλυψε τόν ἱστορικό αὐτό ἑλληνορθόδοξο χριστιανικό ναό. Οἱ πρῶτες φωτογραφίες πού βγῆκαν στήν δημοσιότητα δείχνουν τό μεγάλο μέγεθος αὐτοῦ του ναοῦ βασιλικοῦ ρυθμοῦ. Ὅπως διαπιστώνουν καί οἱ Τοῦρκοι ἐρευνητές, εἶναι μεγαλύτερος καί ἀπό τήν ἁγία Σοφία, γεγονός πού δείχνει τήν μεγάλη ἱστορική ἀλλά καί θρησκευτική ἀξία του. Ὁ ναός αὐτός θεωρεῖται ὅτι ἦταν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα χριστιανικά κέντρα ὅλης της Μικρᾶς Ἀσίας καί γιά τόν λόγο αὐτό θά προσήλκυε πολλούς προσκυνητές ἀπό πολλές περιοχές.
Ἄγνωστο εἶναι τό πότε ἀκριβῶς βυθίστηκε κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι πώς ἐντελῶς ἀπροσδόκητα ἐμφανίστηκε ξανά γιά νά δείξει γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἑλληνορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποτέ δέν χάθηκε καί ἀκόμα καί σήμερα μέ διάφορα «σημάδια» ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τούς ἴδιους τους σημερινούς κατοίκους της.
Το κείμενο που ακολουθεί αφιερώνεται στην ιερή μνήμη των τριών παλικαριών του Πολεμικού Ναυτικού, πλήρωμα του ελικοπτέρου ΠΝ 21 της Φρεγάτας «ΝΑΒΑΡΙΝΟ», Χριστόδουλου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ κυβερνήτη, Παναγιώτη ΒΛΑΧΑΚΟΥ συγκυβερνήτη και Έκτορα ΓΙΑΛΟΨΟΥ χειριστή συσκευών, που το ξημέρωμα της Τετάρτης 31 Ιανουαρίου 1996, θυσιάστηκαν υπερασπιζόμενοι τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας.
***
Στη Δημόσια Εκπαίδευση, η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας, μεταξύ άλλων, αποβλέπει και στην καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης.
Για τις ελληνοτουρκικές κρίσεις στο Αιγαίο, τον Ιούλιο του 1976 (ΧΟΡΑ), το Μάρτιο του 1987 (ΣΙΣΜΙΚ) και τον Ιανουάριο του 1996 (ΙΜΙΑ), το βιβλίο της Γ´ Γυμνασίου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» κάνει αναφορά μόνο στην τρίτη, την κρίση των Ιμίων. Στην ενότητα 58 (σελίδα 163) με τίτλο : «Η Ελλάδα στη μεταψυχροπολεμική εποχή(1989-2001)» αναφέρει επί λέξει :
«Την ίδια εποχή, με αφορμή τη διεκδίκηση της βραχονησίδας Iμια, στα Δωδεκάνησα, ξέσπασε κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που αποκλιμακώθηκε με αμοιβαίες υποχωρήσεις (1996) » Έκδοση πρώτη (2007) ΟΕΔΒ ISBN 960-06-2013-X.
Έτσι, τα παιδιά μας κι εμείς, μαθαίνουμε ότι τα Ίμια δεν ανήκουν στην Ελλάδα, αλλά τα... διεκδικούμε μαζί με την Τουρκία! Απίστευτο δώρο στην Τουρκία!
Τι καλύτερο δώρο θα μπορούσαμε να δώσουμε στην Τουρκία; Της δώσαμε ένα δημόσιο (κρατικό) σχολικό ελληνικό βιβλίο για να εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία της στη «θεωρία των γκρίζων ζωνών». Της δώσαμε ένα επίσημο κείμενο για να το επικαλείται στα διεθνή φόρουμ, ότι και η Ελλάδα παραδέχεται ότι δεν έχει την κυριαρχία στις βραχονησίδες Ίμια, αλλά την... διεκδικεί !
***
Μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες που υπήρξαν, για τα λάθη του βιβλίου, το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης, εξέδωσε σχετικό ‘’Δελτίο Τύπου’’ την 25-7- 2010 που ανέφερε:
/// Σχετικά με δημοσιεύματα στον τύπο για το βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία», διευκρινίζουμε: Η Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Άννα Διαμαντοπούλου, με υπουργική απόφαση που υπέγραψε στις 19/10/2009, κατόπιν εισήγησης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ενέκρινε την ανατύπωση με βελτιώσεις από τον ΟΕΔΒ για την κάλυψη των διδακτικών αναγκών -μεταξύ άλλων- και του βιβλίου της Ιστορίας της Γ’ Γυμνασίου, «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»,του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε το 2007///.
Πέρασαν χρόνια, πέρασαν πέντε κυβερνήσεις (Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου, Λ. Παπαδήμου, Π. Πικραμένου και Α. Σαμαρά), πέρασαν πέντε Υπουργοί Παιδείας (Ε. Στυλιανίδης, Α. Σπηλιωτόπουλος, Α. Διαμαντοπούλου Γ. Μπαμπινιώτης και Κ. Αρβανιτόπουλος), καταργήθηκε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, καταργήθηκε ο ΟΕΔΒ, λειτούργησε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών Εκδόσεων (ΙΤΥΕ) ‘’Διόφαντος’’, αλλά το επίμαχο κείμενο, ακριβώς το ίδιο, παραμένει και στην τελευταία έκδοση του βιβλίου που έχουν, σήμερα στα χέρια τους, τα παιδιά της Γ´ Γυμνασίου [«Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» ΙΤΥΕ (ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ), ISBN 978-960-06-02774-9, έκδοση (2013)].
Τα τρία λάθη, σε τρεις μόλις γραμμές, εξακολουθούν να υπάρχουν :
Ηθικό
Δεν γίνεται καμία αναφορά στην ιερή μνήμη των τριών παλικαριών του Πολεμικού Ναυτικού, πλήρωμα του ελικοπτέρου ΠΝ 21 της Φρεγάτας «ΝΑΒΑΡΙΝΟ» – Χριστόδουλου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ κυβερνήτη, Υποπλοιάρχου ΠΝ, Παναγιώτη ΒΛΑΧΑΚΟΥ συγκυβερνήτη, Υποπλοιάρχου ΠΝ, και Έκτορα ΓΙΑΛΟΨΟΥ χειριστή συσκευών, Αρχικελευστή ΠΝ – που θυσιάστηκαν, την 31η Ιανουαρίου 1996, στα Ίμια, υπερασπιζόμενοι τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας
Ιστορικό
Διαστρεβλώνεται η ιστορική πραγματικότητα καθώς, οι Τούρκοι δεν αρκέστηκαν σε «διεκδίκηση» των Ελληνικών Ιμίων, μέσω μιας ‘’Ρηματικής διακοίνωσης’’ τους, αλλά από 28 μέχρι 31 Ιανουαρίου 1996, έκαναν πολεμική επιχείρηση κατάληψής των. Δεν υπήρξε απλή «διεκδίκηση», αλλά «πολεμική επιχείρηση». Γράφοντας δε, «αμοιβαίες υποχωρήσεις», εξισώνει το δίκαιο και στις δυο πλευρές
Γεωγραφικό
Δεν υπάρχει μια βραχονησίδα Ίμια αλλά υπάρχουν δυο νησίδες Ίμια, τα ανατολικά Ίμια, και τα δυτικά Ίμια με βάθη από 7 μέχρι 35 μέτρα. Ανήκουν στην αλυσίδα νησιών με την ονομασία «Δωδεκάνησα». Έχουν συνολική έκταση 10 στρέμματα.
***
Η παραχάραξη της ιστορίας, με τα σκόπιμα λάθη, μπορεί να αφορά το πρόσφατο παρελθόν, αλλά στοχεύει στο μέλλον, στην αλλοίωση της ιστορικής μας συνείδησης και τελικά στην απώλεια της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας.
Ποιος θα μας προστατέψει;
Αλεξανδρούπολη Ιανουάριος 2014
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ (ε.α)
Σχετική ανάρτηση:
http://www.tideon.org/index.php/2012-02-03-08-47-53/2012-02-16-20-59-10/1846-3-v15-1846
Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία μιλά για την παρουσία και θέση της Εκκλησίας στα σύγχρονα προβλήματα όπως την οικονομική κρίση, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την ομοφυλοφιλία κ.ά.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr
Η Αγία Μητέρα Ορθόδοξος κατ’ Ανατολάς Εκκλησία του Χρστού την 30η Ιανουαρίου εορτάζει τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος, Βασίλειον τον Μέγα, Γρηγόριον τον Θεολόγον και Ιωάννην τον Χρυσόστομον. Οι τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικοί διδάσκαλοι υπήρξαν κατά την εποχή τους όντως Πανεπιστήμονες και πολυγραφότατοι θεολογικοί συγγραφείς. Εθεράπευσαν με την μελέτη και τα πνευματικά πονήματά τους, τόσον την εκκλησιαστική, όσον και την θύραθεν παιδεία και γι’ αυτό η πολιτεία ανεγνώρισε αυτούς ως προστάτες των γραμμάτων.
Οι τρεις Ιεράρχες έλαβαν πλήρη και πολύπλευρη φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση, συνάμα όμως έλαβαν γνώση και όλων των τότε γνωστών και ολοκληρωμένων επιστημών, όπως της ιατρικής, της νομικής, της ρητορικής, της αστρονομίας κ.α.
Από τους τρεις φωστήρες Ιεράρχες, εκείνος που περισσότερο ησχολήθη με την νομική επιστήμη και ήσκησε το επάγγελμα του μαχόμενου νομικού, δικηγόρου, την Καισάρεια, διδάσκοντας παράλληλα και την ρητορική τέχνη, ήταν ο Βασίλειος, πριν βεβαίως εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Τότε συνέγραψε τρία σημαντικά ασκητικά συγγράμματα τα οποία τιτλοφορούνται: “όροι κατά πλάτος”, “όροι κατ’ επιτομήν” και “όροι Ηθικοί”.
Στους μεν “όρους κατά πλάτος” πραγματεύεται περί των γενικών προβλημάτων του μοναχικού βίου, του οποίου ως θεμέλιο χαρακτηρίζει την αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Στους δε “’όρους κατ’ επιτομήν”, αναλύονται τα γενικά προβλήματα, αλλά και τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν εν τοις πράγμασιν την ορθοπραξία, την εφαρμογή δηλαδή στην πράξη της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας από τους μοναχούς και τις μοναχές. Πρόκειται ουσιαστικά για πρακτικές απαντήσεις, υπό την μορφή συστήματος μοναχικού τρόπου βιώσεως του αγγελομίμη του βίου, που δίδονται για κάθε ειδική περίπτωση. Τέλος, στους “όρους Ηθικούς” περιέχονται κείμενά της Αγίας Γραφής, τα οποία αναφέρονται στον πνευματικό και ηθικό βίο των Χριστιανών.
Ο Μέγας Βασίλειος όμως, πριν από την εισαγωγή του στον Ιερό κλήρο, επειδή όπως προ αναφέραμε ήσκησε το επάγγελμα του μαχόμενου δικηγόρου και τους διδασκάλου της ρητορικής τέχνης στην Καισάρεια, συνέγραψε 99 πολύ σημαντικούς κανόνες τους οποίους επεσφράγισε και επικύρωσε δια του Β’ κανόνος αυτής η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη το 691 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη.
Στο παρόν άρθρο θα παραθέσουμε τους σπουδαιότερους από τους 92 κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου. Έτσι, στον Α’ κανόνα ο Ιεράρχης δίδει με μοναδική ακρίβεια, σαφήνεια και περιεκτικότητα τους ορισμούς των μεγάλων “εκκλησιαστικών αδικημάτων”, τα οποία είναι αιρέσεις, τα εκκλησιαστικά σχίσματα και οι παρασυναγωγές εντός του εκκλησιαστικού σώματος.
Στη συνέχεια προβαίνει δια του Η’ κανόνος του στην οριοθέτηση και διάκριση του ακούσιου και του εκούσιου φόνου. Με τα σημερινά δεδομένα του ποινικού δικαίου κάνει λόγο για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, την ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας, για το σημερινό έγκλημα εκ του αποτελέσματος, για την θανατηφόρο σωματική βλάβη. Η δε αναφορά του στα “εμβρυοκτόνα δηλητήρια” συνδέεται προφανώς με τα αδικήματα της ετεραμβλώσεως και αυταμβλώσεως.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Μέγας Βασίλειος, συλλαμβάνει και τη σημερινή θεωρία του “Ενδεχόμενου δόλου” για τον οποίο ορίζει ότι “αν κάποιος προσφέρει σε άλλο πρόσωπο “περίεργον φάρμακον” για να τον ελκύσει σε σαρκικό έρωτα και το άτομο αυτό αποθάνει, τότε ο προσφέρων το φάρμακο, όπως λέγει, είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του προσώπου, όπως εκείνος που διαπράττει ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ευθύ δόλο.
Στο Β’ κανόνα του κάνει λόγο για τα αδικήματα της αμβλώσεως, εκτρώσεως, αλλά ακόμη και για την θεωρία της αληθούς συρροής ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κα αμβλώσεως.
Στο Δ’ κανόνα του ασχολείται με τους δίγαμους και τρίγαμους. Ο ίδιος όμως ακολουθεί τους παλαιούς Πατέρες της Εκκλησίας και αποδέχεται μόνο την μονογαμία, ενώ απορρίπτει με κάθε τρόπο τη διγαμία και τριγαμία. Μόνο δε σε ορισμένες περιπτώσεις κατ’ οικονομία δέχεται την διγαμία, μόνο και μόνο, για να μην χαρακτηρισθεί μοιχεία.
Στο Ζ’ κανόνα ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στις ακόλαστες και ανήθικες σαρκικές πράξεις της “αρσενοκοιτίας” και την “κτηνοβασίας”, τις οποίες εξομοιώνει με τον φόνο εκ προθέσεως. Για δε τους εν αγνοία τελέσαντες κάποια από τα ως άνω αδικήματα, λέγει ότι είναι άξιοι συγγνώμης ύστερα όμως από τριάντα έτη ειλικρινούς μετάνοιας. Εν προκειμένω, εμμέσως πλην σαφώς κάνει λόγο για την θεωρία του ποινικού δικαίου περί τις λεγομένης πραγματικής πλάνης.
Στον Θ’ κανόνα του ο νομομαθής Ιεράρχης καταγράφει τους λόγους του διαζυγίου. Ως λόγους διαζυγίου αναγνωρίζει την πορνεία, την μοιχεία, αλλά και την διγαμία, για την οποία αναφέρεται στον ΙΒ’ κανόνα του.
Το ιδιαιτέρως οξύ στις ημέρες μας ζήτημα της τοκογλυφίας απασχολεί και τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος στον ΙΔ’ κανόνα του αναφέρει ότι ο τοκογλύφος μπορεί να γίνει Ιερεύς εάν το άδικο κέρδος το δώσει στους πτωχούς. Είναι ωσάν να οριοθετεί την έννοια της εξαλείψεως του αξιοποίνου.
Στο ΙΑ’ κανόνα του ασχολείται με το λεπτό ζήτημα του ποινικού μας δικαίου, το οποίο αφορά την δύσκολη διάκριση ανάμεσα στο αδίκημα της
θανατηφόρου σωματικής βλάβης και της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Τελικώς, ο Μέγας Βασίλειος καταλήγει να υπογραμμίσει ότι το όλο νομικό ζήτημα μπορεί να επιλυθεί επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αναλόγως, βέβαια με την κρινομένη περίπτωση.
Κατά τον ΚΑ’ κανόνα ο σεπτός Ιεράρχης ορίζει ότι εάν ένας νυμφευμένος άνδρας αμαρτήσει με άλλη νυμφευμένη γυναίκα, τότε λογίζεται ως πόρνος και τιμωρείται βαρύτερα από έναν ανύπανδρο άνδρα που πορνεύει. Καταλήγει δε στην άποψη αυτή επειδή ο ανύπανδρος αναγκάζεται προς το πορνεύειν λόγω της φυσικής επιθυμίας του, ενώ δεν χωρεί συγκατάβαση στον ύπανδρο επειδή εκείνος έχει παρηγοριά της επιθυμίας του την νόμιμη γυναίκα του.
Πολύ σημαντικός είναι και ο ΚΒ’ κανών του Μεγάλου Βασιλείου στον οποίο γίνεται λόγος για το αδίκημα της απαγωγής. Ορίζεται δηλαδή ότι τιμωρούνται όλοι όσοι απαγάγουν γυναίκες είτε ελεύθερες, είτε “προμεμνηστευμένες”. Κατά κανόνα όμως γίνονται δεκτοί εις μετάνοια εκείνοι που αποδίδουν τις γυναίκες αυτές στους άνδρες ή τους γονείς τους. Αν πάλι οι τελευταίοι επιθυμούν να τις δώσουν στους πρώην απαγωγείς τους, τότε το “συνοικέσιον” θεμελιούται. Στον δε ΚΓ’ κανόνα εισάγεται η απαγόρευση να μην πανδρεύεται κάποιος της αποθανούσας γυναικός του την αδελφή, όπως το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την χήρα γυναίκα η οποία δεν πρέπει να πανδρεύεται τον αδελφό του αποθανόντος ανδρός αυτής.
Στον ΛΓ’ κανόνα εμμέσως αναφέρεται στο ποινικό αδίκημα της “Εκθέσεως” σε κίνδυνο ζωής, δια το οποίο φέρει ως παράδειγμα την εγκατάλειψη του βρέφους από την μητέρα του επί της οδός αμέσως μετά την γέννηση του.
Ο ΛΗ’ κανών του Ιεράρχου αναφερόμενος στο αδίκημα της εκούσιας απαγωγής ορίζει ότι οι γυναίκες, που παρά την αντίθετη γνώμη των γονέων τους ακολουθούν τον άνδρα που αγαπούν, θεωρούνται ως πόρνες, ενώ εάν δώσουν την συγκατάθεση τους οι γονείς τους, τότε αναγνωρίζεται ως νόμιμη η έγγαμη συμβίωση τους.
Ο Μέγας Βασίλειος ως σύγχρονος, θα λέγαμε, ποινικολόγος, κάνει λόγο στον ΜΓ’ κανόνα του για την υπέρβαση των ορίων της άμυνας, την οποία δεν συγχωρεί ως πράξη όταν είναι δυσανάλογα υπερβολική ως προς την επίθεση που δέχεται ο αμυνόμενος, ο οποίος τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή.
Ο ΝΖ’ κανών ορίζει ότι εκείνος που προκαλεί ακούσιο φόνο, πρέπει να απέχει επί 10 έτη από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό δε ο κανών πρέπει να τύχει ιδιαιτέρας προσοχής από τους κληρικούς μας που οδηγούν αυτοκίνητο, αφού κινδυνεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή να προκαλέσουν ακούσιο φόνο, οπότε είναι πολύ δύσκολη, βάσει των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, η άσκηση των ιερατικών τους καθηκόντων. Παρά ταύτα, ο Μέγας Βασίλειος δέχεται ως ελαφρυντικό την έμπρακτη μετάνοια του προκαλέσαντος τον ακούσιο φόνο.
Επί πνευματικών ακραιφνώς ζητημάτων ο σοφός ιεράρχης ορίζει ότι ο επίορκος πρέπει για 10 έτη, να παραμένει ακοινώνητος. Την ίδια δε ποινή επιβάλλει ο ΞΣΤ’ κανών και στον τυμβωρύχο. Ο δε ΞΖ’ κανών επιλαμβάνεται του ζητήματος της αιμομιξίας μεταξύ των αδελφών, την οποία χαρακτηρίζει απερίφραστα ως έγκλημα. Θεωρεί επίσης ότι “αδελφομιξία” υφίσταται και στην περίπτωση των ετεροθαλών αδελφών. Την ίδια μάλιστα ποινική αντιμετώπιση εφαρμόζει ο ιερός πατήρ και σε εκείνους που έχουν ερωτικές σχέσεις με την μητριά τους.
Ως προς τα λεγόμενα από την νομική επιστήμη “κωλύματα του γάμου”, ο Μέγας Βασίλειος ορίζει ότι απαγορεύεται ο γάμο συγγενούς εξ’ αίματος μέχρι και του δεύτερου βαθμού του ενός των συζύγων και του δεύτερου βαθμού του άλλου συζύγου. Το δε κώλυμα του το υφίσταται και μετά την λύση η ακύρωση του γάμου, αλλά δεν χαρακτηρίζεται ως μοιχεία εάν τυχόν συμβεί.
Ο Μέγας Βασίλειος στον ΠΑ’ κανόνα ορίζει ότι εκείνος που αρνήθησαν την εις Χριστόν πίστη τους “εξ’ ανάγκης και εκ βασάνων φρικτών” μπορούν κα πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν από την Εκκλησία με περισσότερη επιείκεια και πνεύμα συγχωρήσεως. Ενώ είναι ασυγχώρητοι και παντελώς εκτός του εκκλησιαστικού σώματος όλοι όσοι άνευ ανάγκης ή μαρτυρίου, αλλά εξ’ ιδιοτέλειας και αδιαφορίας περί την πίστη του Ιησού Χριστού, επρόδωσαν την πίστη τους και έγιναν αρνησίθρησκοι και επίορκοι.
Στον 90ο κανόνα του ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στο ιδιαίτερο εκκλησιαστικό αδίκημα της σιμωνίας (φιλαργυρία των κληρικών). Ενώ επαινεί και εξυμνεί την αφιλαργυρία και την ανιδιοτέλεια των ιερέων, οι οποίοι τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας χωρίς να απαιτούν από τους πιστούς χρήματα για να επιτελέσουν τα μυστηριακά και ιερατικά τους καθήκοντα. Γι’ αυτό θεωρεί μέγα αμάρτημα την φιλαργυρία, την δε σιμωνία των κληρικών χαρακτηρίζει ως ειδωλολατρεία και βαρεία εκτροπή.
Από όσα παραπάνω εκθέσαμε, νομίζουμε ότι φανερούται η νομική κατάρτιση και συγκρότηση του αγίου ανδρός, ο οποίος χωρίς υπερβολή υπήρξε ένας “σύγχρονος” ποινικολόγος και αστικολόγος που μέχρι και σήμερα οι κοσμικοί και εκκλησιαστικοί του κανόνες έχουν εφαρμογή στο ποινικό και αστικό μας δίκαιο. Τέτοιους λοιπόν πανεπιστήμονες φωστήρες και οικουμενικούς διδασκάλους τιμούμε και δοξολογούν σήμερα μαθητές, φοιτητές, δάσκαλοι και καθηγητές της εκπαιδευτικής κοινότητας της χώρας μας. Είναι δε γεγονός ότι απετέλεσαν και οι τρεις την ενσαρκωμένη κοσμική σοφία και επιστήμη, αλλά κυρίως τα αδιάψευστα στόματα της θεολογίας και θεογνωσίας, της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Έθεσαν την γνώση τούτου του κόσμου και την επιστήμη στην υπηρεσία της Εκκλησίας και των συνανθρώπων τους. Γι’ αυτό υπήρξαν μέγιστοι θεολόγοι και μέγιστοι άνθρωποι, που δια της ακτίστου ενέργειας του Παναγίου πνεύματος κατέκτησαν και κυρίως βίωσαν προσωπικά και εμπειρικά την άνωθεν δοθείσα σ’ αυτούς θεία σοφία.
Τέτοιους δασκάλους θέλουμε και σήμερα προκειμένου και η νεολαία μας να έχει πρότυπα γνήσια για να μιμηθεί και να βρει μια πυξίδα ορθοπορείας στον σύγχρονο κόσμο των τρελών αντιθέσεων, των ατέρμονων αναζητήσεων και των απραγματοποίητων ονείρων. Χρόνια πολλά, σε όλους εκείνους που καλλιεργούν το πνεύμα και αναζητούν βήμα-βήμα την θεογνωσία και τον άνωθεν φωτισμό της τρισηλίου θεότητος.
Έπρεπε βέβαια, ω πάγχρυσε Ιωάννη, όσοι επιχειρούν να συνθέσουν τα εγκώμιά σου, να σου εκφωνούν χρυσόρροο λόγο, έχοντας προηγουμένως την τύχη να έχουν γλώσσα χρυσή. Σ’ αυτούς όμως έπρεπε να υπάρχει η δική σου φωνή, γιατί αυτή μόνο θα πετύχαινε αντάξια την ευφημία σου και μάλιστα τώρα. Γιατί για σένα που έζησες πάνω στη γη μαζί με τους ανθρώπους, ήδη πριν από την εκδημία σου σε αγώνα για το πρωτείο στους λόγους η λήθη των κατορθωμάτων σου ήταν κατήγορος της καλής σου φήμης. Γιατί στην περίπτωση των σοφών κρύβουν κατά κάποιο τρόπο τα κατορθώματά τους, ώστε να μη διαφύγει η πραγματικότητα κάτω από τα φαινόμενα, ενώ στην περίπτωση των πατέρων θαυμάζουν αυτοί και τα ψελλίσματα των παιδιών τους και τα δύο λεπτά είναι προσφιλέστερα στο Θεό από τα λαμπρά κατορθώματα. Γιατί είναι φυσικό να κρίνονται αυτά από την προαίρεση και όχι από το αποτέλεσμα. Επιπλέον δεν πρέπει ν’ αποκρούομε και την προτροπή ενός ανθρώπου που αγαπά το Θεό, γιατί αυτός είναι σεβαστός και του χρεωστούμε πολλές χάρες. Γι’ αυτό αρχίζω το λόγο μου, όχι με θράσος και δίχως συστολή, αλλά με δισταγμό και φόβο σου προσφέρω ό,τι καλύτερο από τα δικά σου θεία και ιερά διδάγματα. Γιατί, αναπτύσσοντας ένα τέτοιο θέμα, δε θα είναι ο έπαινός μου ασήμαντος, εάν πλησιάσω το άξιο, αν όμως δεν το επιτύχω, που βέβαια άριστο είναι να μην το πάθω, αν και αμφίβολο, μου αξίζει συγχώρεση, γιατί υπέκυψα σε δικαιολογημένη ήττα. Δος μου λοιπόν την πυρίπνοη χάρη του Πνεύματος, γιατί και συ χρημάτισες στόμα του Χριστού, βγάζοντας απ’ το μηδαμινό σπουδαίο. Και όχι ένα και δύο, γιατί αυτό μπορεί ίσως να το επιτύχει ο καθένας, αλλά οικοδομώντας σπίτια ολόκληρα και χωριά και πόλεις.
Σαν υπηρέτης του Λόγου, είσαι γεμάτος από λόγους, με τους οποίους κήρυξες τον θείο και ενυπόστατο Λόγο του Θεού Πατέρα, με τη χάρη του Πνεύματος, ομοούσιο με τον Πατέρα, κι οι τρεις ν’ αναγνωρίζονται μονάδα που προσκυνείται σε Τριάδα, και Τριάδα που ανακεφαλαιώνεται σε μονάδα, που τη χαρακτηρίζει κάποια παράδοξη ένωση και διαίρεση. Γιατί ούτε η ενότητά της είναι συγκεχυμένη, ούτε η τριαδικότητά της διαιρείται τελείως, αλλά το ένα διατηρείται μέσα στο άλλο και μέσα στην ενότητα της ουσίας η ενότητα των υποστάσεων και η απαράλλαχτη φύση. Αυτά δίδαξες όλη την οικουμένη, μια θεότητα τρισυπόστατη που ακέρια επικοινώνησε μαζί μας με μια από τις υποστάσεις της. Κι αυτή είναι ο Υιός του Θεού, ο απαθής, ο ενωμένος με την παθητή φύση, και που παθαίνει ό,τι και η παθητή φύση, έχει αρχή της ύπαρξής του, παίρνει σάρκα και αυξάνεται, και ο απλός στη φύση, γίνεται σύνθετος προσλαμβάνοντας τη φύση μας, και αναγνωρίζεται αληθινά με δύο φύσεις, γιατί φέρει μετά την ένωση δύο φύσεις, από τις οποίες, όπως κηρύττεται, απαρτίζεται ένα. Κάθε μία από τις δύο αυτές φύσεις είναι τέλεια σύμφωνα με τον ορισμό και την αιτία της, η μια χωρίς αρχή και άκτιστη, η άλλη με αρχή και κτιστή˙ η μια απαθής, αόρατη, που δεν αγγίζεται και δεν περιγράφεται˙ η κάθε μία έχει τη θέλησή της κι είναι αυτεξούσια και ενεργεί, και τούτο κι εκείνο το κάνει ο ίδιος, ο ένας Χριστός και Υιός και Κύριος, με οργανική υπηρεσία της μιας και δεσποτική ενέργεια της άλλης, επειδή κάθε μία έχει την οικεία ενέργεια και την αυτεξούσια κίνηση. Κι ενώ αυτός ο ένας εκτελεί και τούτο κι εκείνο, πραγματοποίησε και με τα δύο τη σωτήρια ανακαίνισή μας, πράγμα για το οποίο από φιλανθρωπία ΄εκένωσε΄ τον εαυτό του.3
Αυτά δίδαξες, αφού τα έμαθες, και σ’ αυτά επάνω χτίζεις την ομορφιά των άριστων έργων που λάμπει σαν το χρυσάφι και το ασήμι, ώστε, πλησιάζοντας τη φωτιά που διαχωρίζει, να μη μας κατακάψει σα να είμαστε φρύγανα, αλλά να καθαρθούμε όλο και πιο πολύ αποβάλλοντας όποιο στοιχείο είναι κίβδηλο και μένοντας στον αιώνα καθαροί μαζί με τον καθαρό που μας περνά από τη φωτιά και μας θεώνει. Ποιός θα μου δώσει γλώσσα άξια να σ’ επαινέσει; Ποιός θα με φέρει στην προηγούμενη ημέρα, όταν φώτιζε η θεία φλόγα σε γλώσσες μοιρασμένη, κι αναπαυόμενη στον καθένα από τους αποστόλους ενιαία και πολύτροπα, ώστε η ενιαία διδαχή της πίστης να κηρυχθεί με χίλιες γλώσσες, συνάγοντας σ’ ενότητα όσα είχαν διασπαστεί, αφού πρώτα είχε καταλυθεί η πολύσχιστη πλάνη, αυτή που σαν κακή ομόνοια ένωσε παλιά τους χτίστες του πύργου, για να πάρουν το μισθό της ασέβειάς τους, τη σύγχυση της γλώσσας, κι από αυτήν τη διαίρεση της γνώμης τους; Ποιός θα μου δώσει αυτή τη γλώσσα του Πνεύματος, ώστε να διακηρύξω τις υπερφυσικές αρετές αυτού του πνευματοφόρου αγίου; Ας έρθει και εδώ ωκεανός λόγων, άβυσσος νοημάτων˙ μα η χάρη του Πνεύματος σε λόγια δεν υποχωρεί. Γιατί, όποιος θέλει να μιλήσει δίχως Πνεύμα για το Πνεύμα, θέλει να βλέπει δίχως φως και έχει οδηγό στην όρασή του το σκοτάδι. Γι’ αυτό γυρίζω πάλι στον ίδιο αυτόν που τώρα εγκωμιάζομε, ανάβοντας το λύχνο της γνώσης μου από αυτόν σαν από θείο πυρσό, για να είναι ο ίδιος το αντικείμενο του εγκωμιασμού και μαζί ο προμηθευτής των επαίνων.
Ποιός είναι τόσο πλούσιος στο λόγο και έξοχος στη φρόνηση, πράγματα ασύγκριτα μεταξύ τους, ώστε να είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις σε ποιο απ’ τα δύο ήταν πιο αξιοθαύμαστος; Ποιός ήταν τόσο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρετής ακόμα και στην πρώτη ματιά, ώστε να μη χρειάζεται να το διδάξει κανείς με λόγο; Ποιός σκορπούσε τόσες νιφάδες λόγων, που ακολουθούσαν τα έργα του, και που απ’ αυτόν αντλούσαν τη δύναμή τους, ώστε και γι’ αυτόν να λέγεται «για όσα άρχισε να πράττει και να λέει», αυτό που λέει ο θεσπέσιος Λουκάς για τον Ιησού το Θεό μου από τον οποίο έλαβε το είναι και το εύ είναι;4 Ποιός άσκησε τη θεωρία και την πράξη, καταπατώντας τις ηδονές, σα να ήταν άσαρκος, και εξετάζοντας μαζί με το Θεό τα θεία; Ποιός περιέβαλε την πίστη αρμονικά με τα έργα, όπως την ψυχή περιβάλλουν τα μέλη του σώματος, και τα υπέταξε σ’ αυτήν, ώστε το ένα δίχως το άλλο να ‘ναι άχρηστο κι ανώφελο, αν και στην πίστη δε θα δώσει κανένας λανθασμένα το προβάδισμα; Ποιός απέβαλε σε τέτοιο βαθμό τη λαιμαργία, υποδουλώνοντας αυτήν με τόση εξουσία και φιμώνοντάς την, αν και μάνιαζε, με τον ευσεβή λογισμό του και στάθηκε αυτοκυριαρχημένος κι όχι δούλος της;
Κι ήταν τόσο περίσσεια η εγκράτειά του, ώστε να μην μπορεί να καταλάβει κανείς αν δεχόταν και τι και πόση τροφή και πόσο ποτό. Γιατί η υγεία του ήταν επισφαλής και η σάρκα του ασθενική και πλαδαρή και σαν να του έλειπε η πνοή. Γιατί είναι αδύνατο να ζει κανείς χωρίς αναπνοή, αφού έτσι είναι απαραίτητο ν’ αναπληρώνεται και η έλλειψη των άλλων στοιχείων. Αυτά που εξαντλούνται είναι τρία˙ το ξηρό, το υγρό και η αναπνοή˙ η πρόσφορη αναπλήρωση καθενός από αυτά είναι ορισμένο από τον κτίστη να συγκρατεί τη φυσική κατάσταση του σώματος. Η χάρη όμως του Πνεύματος δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους. Γιατί λέει, «ο άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο τρώγοντας ψωμί, αλλά ακούοντας κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού».5 Ποιός είναι τόσο καθαρός εκτός από το σώμα και στην ψυχή και στο νου, ώστε να του προσμαρτυρείται και η ηλιθιότητα στη σχέση με τη σαρκική ηδονή; Δεν ήταν όμως πραγματικά ηλιθιότητα, γιατί δεν ήταν ανοησία ούτε κάποια φυσική ανικανότητα, αλλά η υπερίσχυση του λόγου, που κρατάει τα ηνία του αλόγου, κι εντείνοντας όλον τον πόθο του προς το Θεό, που γι’ αυτό και έχει δημιουργηθεί, αποκρούει την απαλότητα της ηδονής σαν προσάναμμα της φωτιάς και διαλέγει την τραχύτητα της αρετής που οδηγεί στην αιώνια ανάπαυση. Σ’ αυτά συνηθίζοντας τον εαυτό του από μικρή ηλικία, γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο κυρίαρχος του εαυτού του, ώσπου αποκοίμισε τελείως το πάθος, τιθασεύοντάς το με την ασκητική τέχνη και κάνοντάς το υπάκουο, για ν’ αποχτήσει με τον καιρό τη συνήθεια μεταβάλλοντάς την γρήγορα σε δεύτερη φύση. Γιατί η προσπάθεια, όταν επιτύχει τη θεία βοήθεια, έχει τη δυνατότητα να χαρίζει την απάθεια.
Ποιος απέβαλε τη φιλαργυρία μαζί με την οποία και τα χρήματα, ποθώντας τη μη απόκτησή τους τόσο, όσο άλλος την απόχτησή τους, πράγμα που είναι το στήριγμα των παθών, η στέρηση της ελπίδας, ο αντίπαλος της πίστης; Γι’ αυτό κι ο Παύλος, η θεόφθογγη λύρα του Πνεύματος, το πολύηχο στόμα των αποστολικών γλωσσών, την ονομάζει καίρια δεύτερη ειδωλολατρία.6 Γιατί, παραλείποντας κάποιος να δέσει την άγκυρα της ελπίδας από τη θεία πρόνοια, στηρίζεται στη συλλογή των χρημάτων. Προτιμώντας αυτά από το αγαθό, σα να πρόκειται να ζήσει αιώνια και σαν θάλασσα που δε γεμίζει ποτέ, έστω κι αν εισρέουν μεγάλα ποτάμια από χρυσάφι, δεν τα προτίμησε αυτά αυτός που τώρα εγκωμιάζομε, αλλά αποκρούοντάς τα όλα, να, καυχιέται για πατρίδα ένδοξη και περίφημη, λέγω την πόλη του Αντιόχου, που κρατάει τα σκήπτρα της Ανατολής. Γενιά κι αίμα περίφημα, χρυσάφι κι ασήμι και πετράδια πολύτιμα και ρούχα απαλά και φημισμένα τα παραχώρησε σε άλλους, ακόμα και τη φήμη και τη δύναμη του λόγου.
Πηγαίνει στο Μελέτιο, τον προκαθήμενο της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ήταν προικισμένος με πλούσια θεία χαρίσματα, ξακουστός σ’ όλους για το λόγο και το βίο του. Αυτός τον δέχτηκε στα δεκαοχτώ του χρόνια κι έγινε εραστής της ομορφιάς της καρδιάς του, γιατί με προβλεπτικά μάτια έβλεπε τι θα γινόταν ο νέος. Αφού του έδωσε τα θεμελιώδη διδάγματα της ευσέβειας και μόρφωσε ικανοποιητικά το ήθος και τη συμπεριφορά του και προδιέγραψε την ομορφιά της αλήθειας, μορφώνει μέσα του με το λουτρό της παλιγγενεσίας το Χριστό, που ξεπερνά στην ομορφιά τους υιούς των ανθρώπων,7 γιατί άστραφτε από την ομορφιά της θεότητας. Ήταν τριάντα περίπου ετών και φτάνοντας στη σωματική και την πνευματική ωριμότητα έγινε αναγνώστης των θείων λόγων μαζί και δάσκαλος, από σφοδρότητα θείου έρωτα μεταβαίνει στην έρημο, θέλοντας να καταμαράνει τη σάρκα που σφριγούσε κι οργιούσε από τα πάθη, για να μην υποδουλωθεί το ανώτερο στο κατώτερο. Αλληλομαχούν αυτά τα δύο και η φθαρτότητα του σώματος παραχωρεί την επικράτηση στην ψυχή.
Αφού επισκέφθηκε τα γύρω βουνά, βαδίζει σ’ ένα γέροντα, που μιλούσε συριακά, αλλά δεν ήταν ευκαταφρόνητη η γνώση του, κι ασκούσε άκρα εγκράτεια. Κι αφού επί τέσσερα χρόνια πήρε από αυτόν τη σκληραγωγία του και νίκησε ήσυχα κάθε ηδυπάθεια, έχοντας πια λόγο που αμιλλόταν με τους τρόπους του, λαχταρώντας την αφάνεια, γίνεται κάτοικος κάποιου απομακρυσμένου μέρους, που φημιζόταν ως σπήλαιο, μετατρέποντάς το σε καταφύγιο και παλαίστρα και κονίστρα αρετής. Πόσους άθλους ανέλαβε εδώ κι ανάλογα με το πλήθος των πόνων του, έπαιρνε την παράκληση από το Πνεύμα; Πόσες ψυχικές αναβάσεις επέτυχε με τη βοήθεια του Πνεύματος; Προχωρούσε από δύναμη σε δύναμη και με τα δύο μαζί, και με την πράξη και με τη θεωρία, εξορίζοντας από την ψυχή του και το σώμα κάθε αιγυπτιακό νόημα.
Ήταν ένας άλλος Μωυσής χαρισμένος στη ζωή, που είχε εγκαταλείψει τον εδώ αιγυπτιακό βίο κι όλα τα σχετικά με το βίο αυτόν και, βγαίνοντας κατά κάποιο τρόπο έξω από αυτόν, είδε το Θεό να λάμπει μέσα από την τραχύ βάτο της ζωής. Κι όπως από το αγκάθι βγαίνει το ρόδο, έτσι κι από τους κόπους κατά φυσική ακολουθία φυτρώνει το ευωδιαστό φυτό της αρετής για να το μυρίζει ο Θεός. Έτσι, αφού ελευθερώθηκε από χαμαίζηλα φρονήματα και άφησε σαν πέδιλα τις γήινες φροντίδες στον τόπο του Θεού, γίνεται κύριος του νου του και βλέπει το Θεό όσο είναι δυνατό να τον δει άνθρωπος, και πηγαίνει πάλι στην Αίγυπτο, για να μεταφερθεί ο ίδιος και να μεταφέρει πλήθη άπειρα κι αμέτρητα από την Αίγυπτο και τη σκληρή τυραννία του κοσμοκράτορα Φαραώ στην ουράνια γη της επαγγελίας μέσα από την Ερυθρά θάλασσα του θείου ύδατος και αίματος, που έζησαν μέσα στην έρημο των παθών και ξέφυγαν από τον Αμαλήκ, με χέρια απλωμένα, κατά τον τύπο του σταυρού, σ’ αυτόν που άπλωσε στο σταυρό τα χέρια του για χάρη μας, δεχόμενοι από αυτόν την τροπαιοφόρα δύναμη. Έζησε λοιπόν στο σπήλαιο δυο χρόνια, διαφυλάσσοντας άγρυπνη την ψυχή και το σώμα του και, ασχολούμενος, σα να μην είχε σώμα, με τη μελέτη των θείων λόγων εξοστράκισε κάθε είδους άγνοια, εγκαθιστώντας μέσα του το φως της αληθινής γνώσης. Κι αν χρειαζόταν να κοιμηθεί και λίγο για την φυσική του αναζωογόνηση, εκτελούσε τη φυσική αυτή λειτουργία όλα αυτά τα δυο χρόνια χωρίς να ξαπλωθεί ούτε τη νύχτα ούτε τη μέρα. Έτσι νεκρώνονται τα υπογάστρια και παραλύουν οι δυνάμεις των νεφρών και σβήνει η πύρα στα ομφάλια μέρη και δεν έχει τη δύναμη να χρησιμεύσει στον εαυτό του.
Ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα, αφού εισήλθε στην τάξη των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας κι αφού πλήρωσε σ’ αυτήν όπως το παιδί που έχει ευγνωμοσύνη στην τροφό μητέρα του τα τροφεία, με θεία πρόνοια μετατίθεται προς τη βασιλική πόλη και νυμφεύεται την κόρη του μεγάλου αρχιερέα. Γιατί δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί κάτω από το μόδιο ένας τέτοιος φωστήρας, που πάνω του αναπαυόταν το άχρονο και αίδιο φως, αλλά έπρεπε να τοποθετηθεί πάνω σε λυχνοστάτη ψηλό και περίβλεπτο, ώστε, φωτίζοντας από ψηλά κι από σκοπιά κεντρικότατη, να αντηχήσει σαν σάλπιγγα χρυσόφτιαχτη σ’ όλα τα πέρατα. Ποιός κυβέρνησε και ρύθμισε με όμοιο τρόπο την Εκκλησία και έδειξε ταπεινό φρόνημα σε τόσο υψηλό προβάδισμα του αξιώματος; Ποιός χαλιναγώγησε τόσο το θυμό και την οργή του, ώστε ν’ αποχτήσει την επιβαλλόμενη πραότητα, που αποστρέφεται ό,τι είναι αντίθετο στην αρετή και διεκδικεί το δίκαιο από τα χέρια των άδικων; Ποιός είχε τόση αγάπη από την οποία πηγάζει το έλεος, της αρετής του οποίου τα σύμβολα τα έχουν μέχρι σήμερα στήλες ζωντανές; Κάθε λόγος του είχε θέμα την ελεημοσύνη, για να οδηγήσει σε έξη συμπάθειας και μετάδοσης όσους άκουαν τα λόγια του. Γιατί τους έπεισε να δανείζουν στο Θεό τ’ αγαθά τους, να δίνουν φθαρτά και παροδικά και να παίρνουν σ’ αντάλλαγμα τα μόνιμα κι άφθαρτα και να θησαυρίζουν στους ουρανούς το κέρδος της συμπάθειας που δεν ξοδεύεται, που δεν το λεηλατεί ο κλέφτης, να καθαίρουν τις αμαρτίες μ’ ελεημοσύνες και τις αδικίες τους μ’ ευσπλαχνία προς τους φτωχούς, να μοιράζουν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το ψωμί στους πεινασμένους, και στους διψασμένους να δίνουν το ποτήρι του νερού˙ να ντύνουν τη γύμνια των γυμνών, να δίνουν ρούχα σ’ όσους δεν έχουν και στέγη σ’ όσους μένουν άστεγοι στο ύπαιθρο, να επισκέπτονται τους άρρωστους, να οδηγούν τα βήματά τους στη φυλακή, να κερδίζουν τη συμπάθεια με συμπάθεια.
Ποιός απέκρουσε την οργή κι έπεισε και το ποίμνιό του να την αποκρούσει, αυτήν που όποιοι την έχουν τους κλείνει τη θεία πηγή της ευσπλαχνίας; Γιατί λέει, ό,τι έκανες στους άλλους, αυτό θα γίνει και σ’ εσένα˙ «με το μέτρο που μετράς, θα σου αντιμετρηθεί».8 Αν δηλαδή συγχωρέσεις, θα συγχωρεθείς. Και πάλι κατ’ ακολουθία αυτού φωνάζει και το αντίθετο˙ δε θα συγχωρεθείς αν δε συγχωρέσεις. Ποιός καταδίκασε το φθόνο και τη ζήλεια και δίδαξε την κατάκριση; Είναι άριστο να σε φθονούν˙ γιατί είναι αγαθό ό,τι επισύρει το φθόνο. Είναι όμως αυτοκατάκριτη, εκτός του ότι κι αισχρότατη, η βάσκανη ζήλεια, το πιο άδικο και πιο αδικαιολόγητο από όλα τα πάθη, αντίπαλο της ευσπλαχνίας, αφού ευσπλαχνία είναι να πονά κανένας για τις συμφορές των άλλων, ενώ ζήλεια να υποφέρει για τις χαρές τους, όχι για χάρη του εαυτού του, αλλά εκείνου που υποφέρει, και την αύξηση των ξένων καλών να την κάνει δυνάμωμα του σαρακιού που τον τρώει, προσβάλλοντας πρώτα αυτόν που το έχει. Κι αφού μας δίδαξε να μην κρίνομε τον σύνδουλό μας για να μην κριθούμε, αφού ο μόνος δίκαιος κριτής ζυγίζει τη δίκη μας με δίκαια σταθμά, ούτε να ιδιοποιούμαστε αρπακτικά το αξίωμα του κυρίου μας. Γιατί μόνο ένας κριτής υπάρχει που από τη φύση του δεν κρίνεται, επειδή είναι ο μόνος έξω από την αμαρτία, Κύριος ο ίδιος που δεν έχει άλλον κύριό του, που φωνάζει στο Ευαγγέλιο˙ «συγχωρέστε, και θα συγχωρεθείτε».9
Ποιός έδιωξε τη λύπη που οδηγεί στο θάνατο και δίδαξε τη λύπη που προκαλεί τη χαρά, από τις οποίες η μια, που εκδηλώνεται ως πένθος για την αμαρτία προς το Θεό, είναι σωτήρια, εφόσον αμαρτία θεωρούν οι δεινοί σ’ αυτά την αποτυχία, ενώ η άλλη λύπη, που προέρχεται από τη στέρηση των ηδονών, καταστρέφει στ’ αλήθεια την ψυχή και καθόλου δεν επιδοκιμάζεται; Γιατί δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό να προξενηθεί λύπη, παρά αν δεν πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία. Όποια είναι λοιπόν η επιθυμία, τέτοια είναι και η λύπη απ την στέρησή της˙ αγαθή η επιθυμία, άριστη η λύπη, διαφορετική η επιθυμία, και η λύπη διαφορετική. Η άριστη από τις επιθυμίες είναι μία, αυτή που κατευθύνεται προς το μοναδικό άριστο. Σε αντίθετα πράγματα είναι και οι επιθυμίες αντίθετες. Την αδράνεια της ακηδίας δεν την τονώνει η μνήμη του θανάτου; Δίδαξε λοιπόν να την αποτινάζομε, επειδή κόβει το νεύρο της ίδιας της ψυχικής δύναμης, και έβαλε στη θέση της το θείο φόβο, και παρότρυνε με πόθο το λαό να προσεύχονται και να ξεριζώνουν κυριολεκτικά τη ραθυμία από τις ψυχές και να φυλάγουν με όλη τη δύναμή τους τις καρδιές τους για να μη διεισδύσει σ’ αυτές ο θάνατος από τις αισθήσεις σαν από κάποιες θυρίδες.
Μας δίδαξε ο άγιος να ερευνούμε τις Γραφές, αφού έγινε εξηγητής τους και δάσκαλος κι αφού με προφητικό πνεύμα ερεύνησε τα κρυμμένα βάθη του Πνεύματος και έσπασε το κάλυμμα του γράμματος και φανέρωσε το κάλλος που είχε αποτεθεί, κι όλα αυτά με φρόνημα μακριά από κάθε αλαζονεία και κενοδοξία. Γιατί ήξερε πολύ καλά να καταπατεί την κούφια δόξα, το κούφιο ξόδεμα των κόπων, που καταστρέφει τη γη των αρετών, γιατί γνωρίζει να τρυπάει, σαν κάποιο πιθάρι, το πνευματικό δοχείο των αρετών και, θεωρώντας ως γέμισμα το άδειασμα, δεν κάνει καθόλου λιγότερο κενό το πιθάρι, σκορπίζοντας ανώφελο ιδρώτα και προξενώντας κόπο που δεν απολαμβάνει το κέρδος του. Γιατί γνώριζε ότι κάθε δόξα και κάθε έπαρση ταιριάζει στο Θεό, ενώ στον άνθρωπο ταιριάζει η ταπείνωση, που γίνεται για τον άριστο δρόμο, ανύψωσης και για τον Ισραήλ κλίμακα, που ανεβάζει τον άνθρωπο στο Θεό και κάνει το Θεό προστάτη της καρδιάς του.
Στεκόταν ταπεινά μπροστά σε κάθε πλάσμα εξαιτίας του Κυρίου που το έχει πλάσει, εκεί βέβαια που δεν προσβαλλόταν ο Χριστός και δεν γινόταν παράβαση κι ανατροπή του νόμου. Απέκρουε κάθε περιφάνεια και βλοσυρότητα και ακαταδεξιά. Ήταν μειλήχια η όψη του σ’ αυτούς που συναναστρεφόταν κι ο λόγος του ήπιος και αρτυμένος από θείο άλας. Ο τρόπος του ήταν ευχάριστος, και γλυκύ το χαμόγελό του που δεν έφτανε σε γέλιο αχαλίνωτο. Γιατί, γνωρίζοντας ότι οι κακίες ήταν εγκατεστημένες δίπλα στις αρετές και ότι οι πόρτες τους γειτονεύουν, υπακούοντας σ’ αυτόν που τον συμβούλευε τα άριστα, πρόσεχε τον εαυτό του και γινόταν τραπεζίτης με ορθή πίστη, απορρίπτοντας κάθε κίβδηλο νόμισμα και δεχόμενος τη δραχμή με την εικόνα του βασιλιά, τίναζε από την καρδιά του κάθε κακία, σα να ήταν χώμα, με το φύσημα του θείου Πνεύματος, και ποτιζόταν και γινόταν γόνιμος με τις αντίθετες στις κακίες αρετές, γνωριζόμενος σαν ελιά κατάκαρπη και αειθαλής μέσα στην Εκκλησία, τον οίκο του Θεού και προσφέροντας ώριμο καρπό στο Θεό το πλήθος εκείνων που μ’ ενέργειά του σώζονταν, ή σαν ένα φοίνικα περιφραγμένο με τους πασσάλους των άριστων ελέγχων. Και ήλεγχε άριστα αυτούς που ένωναν μαζί σπίτι με σπίτι και που βιάζονταν να λεηλατήσουν το αμπέλι του Ναβουθαί, αφού δεν υπήρχε ο Ηλιού να τους ελέγξει. Σήκωσε όμως αμέσως το Πνεύμα το άγιο τον Ηλία, εισδύοντας στις ψυχές των δικαίων. Από γενιά σε γενιά σηκώνει προφήτες, ζηλωτές αγαθών έργων, που μισούν κι αποκρούουν ό,τι φαύλο και άτοπο, και εγκαθιστούν μέσα τους στη θέση αυτών κάθε τι σύμφωνο με το νόμο και δίκαιο.
Έτσι ο θείος πατέρας γινόταν κριτής της αδικίας, όχι κρίνοντας με αδικία, μακριά από τέτοια σκέψη˙ γιατί πώς ήταν δυνατό; Αλλά κατακρίνοντας και δείχνοντας ότι έπρεπε αυτή ν’ αποβάλλεται, κι εμπόδιζε από τις θείες αυλές όσους αδικοπραγούσαν. Μια χήρα για παράδειγμα τον πίεζε ενοχλώντας τον συνέχεια, επειδή την έτρωγε μέσα της μια αδικία. Αρπάζει σαν ένα καταφύγιο οχυρό και ακλόνητο αυτόν τον άνθρωπο του Θεού κι ασφαλώς η σκέψη της δεν ήταν η χειρότερη. Γιατί ποιόν άλλον θα έβρισκε να τη βοηθήσει σ’ ό,τι είχε πάθει; Μήπως άρχοντα; Αλλά άρχοντας πάνω από τους άρχοντες ήταν αυτή που αυθαιρετούσε σ’ αυτά. Το βασιλιά μήπως; Αλλά με την προσκόλλησή του στη γυναίκα του παρέλυσε η δική του γνώμη. Γιατί ήταν οστούν και σάρκα από τη σάρκα του αυτή που έκανε την αδικία. Κι εκείνη που έπρεπε να βάζει χαλινάρι στους άλλους, αυτή έτρεχε ν’ αδικήσει η ίδια. Τί κάνεις, παράνομο γυναικάριο; Φοράς το βασιλικό ένδυμα, έχοντάς το σαν φύλακα του νόμου, και καταπατείς το νόμο; Πόσο απερίγραπτη είναι η σοφία εκείνου που είπε, « μη δώσετε τα άγια στα σκυλιά και μη ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους».10 Γιατί αυτή, αφού καταπάτησε τον θείο κι άγιο νόμο, δηλαδή το πολύτιμο μαργαριτάρι, γύρισε και τσάκισε τη φτωχή χήρα, αρπάζοντάς της το μέσο για την καθημερινή ζωή της.
Τί κάνεις, γυναικάριο άπληστο κι αχάριστο; Έχεις τη γη και τη θάλασσα να σου προσφέρουν αδιάκοπα τα δώρα τους, και κυνηγάς την άπορη χήρα για το μικρό χωραφάκι της που θα ήταν δίκαιο ν’ αλλάζατε τις ζωές σας; Κι ενώ με τα λόγια επιβεβαιώνεις το νόμο, τον αποκηρύττεις με τα έργα σου; Δεν σεβάστηκες τον πατέρα των ορφανών και κριτή των χηρών;11 Εκείνος όμως που τρέφεται πάντοτε με τους θείους λόγους άκουσε τη θεόπνευστη ρήση, «κρίνατε ορθά το ορφανό και αποδώστε δικαιοσύνη στη χήρα»,12 και έχοντας οδηγό πυρίπνοο στο ζήλο του τον Ηλία, ακολουθεί την παρρησία του Ιωάννη λέγοντας, ΄Δε σου επιτρέπεται να έχεις το αμπέλι της αδελφής σου΄. Νομίζεις αλήθεια ότι βγήκες από τα όρια της ανθρώπινης φύσης, επειδή με το βασιλικό αξίωμα βρέθηκες σε ανώτερη θέση; Γιατί η αρχή που συγκροτείται από το νόμο γίνεται βασιλεία, ενώ η αρχή που θεμελιώνεται με την παρανομία ονομάζεται όχι άδικα τυραννία. Δεν διάβασες τί έκανε η Ιεζάβελ; Πώς μπαίνεις σ’ αυτόν τον ιερό ναό; Μακριά από τα θεία ανάκτορα. Ο ναός του Θεού είναι λουτήρας, που καθαρίζει τα αμαρτήματα. Όταν ο τελώνης δέχτηκε στο σπίτι του τον Ιησού δεν σκόρπισε καλά, όσα είχε αδίκως φορολογήσει; Εσύ, κόρη μου (γιατί είσαι ακόμα μέλος, αν και δύσχρηστο, και σε περιλαμβάνω στην εκκλησία με την ελπίδα της σωτηρίας σου, αλλά σωτηρία χωρίς μετάνοια είναι από τ’ αδύνατα), απόδωσε σωστά όσα έχεις αρπάξει ενώ δεν έπρεπε.
Αυτά της έλεγε, αλλά δεν την έπειθε. Είχε κλείσει την ακοή της σαν με μια ασπίδα και δεν άκουγε αυτόν που εφάρμοζε σ’ αυτήν θεραπεία φιλόθεη και σοφή. Κι επειδή έβλεπε ότι η αρρώστια της ήταν τελείως ανίατη, διώχνει από τον ιερό θάλαμο εκείνην που δεν είχε φόρεμα γάμου. Και τί επακολουθεί; Η Ιεζάβελ επιτίθεται πάλι κατά του προφήτη και ο κήρυκας της αλήθειας δε φεύγει καθόλου ούτε ρίχνεται στη φυλακή όπως ΄φωνή βοώντος΄, αλλά καταδικάζεται σε εξορία. Ώ φρόνημα άτοπο! Η γοητεία του φιδιού βιάζεται άλλη μια φορά να εξορίσει από την Εκκλησία τον άνθρωπο του Θεού και δεν αστόχησε στον πόθο του…
…
Αυτά είναι τα ψελλίσματά του σ’ εσένα, Πατέρα των Πατέρων. Είθε όμως να παρακολουθείς από ψηλά εμάς που έχουμε το όνομά σου και σαν δώρο σ’ εμάς να μας κάνεις φίλους του Πλάστη, που είναι ο Χριστός, η αιώνια χαρά, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε και στους ατελείωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ψαλμ. 18,5. Ρωμ. 10, 18.
2. Α’ Κορ. 1, 24.
3. Φιλ. 2, 6.
4. Πράξ. 1, 1.
5. Δευτ. 8, 3. Ματθ. 4, 4.
6. Έξ. 5, 5.
7. Ψαλμ. 44, 3.
8. Ματθ. 7, 2.
9. Λουκά 6, 37.
10. Ματθ. 7, 6.
11. Ψαλμ. 67, 6.
12. Ψαλμ. 81, 3….
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3010
Ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος Θεός
δέν ξέχασε τό πλάσμα του, ἐσένα.
Ἔκανε τό πᾶν, γιά νά σέ σώσει·
προσπάθησε νά σέ ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο
τῆς πλανερῆς αὐτάρκειας μέ χίλιους τρόπους.
Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες, σοῦ ἔδωσε νόμο,
ἐμφάνισε σημεῖα σέ οὐρανό καί γῆ.
Ὡστόσο, τό κακό εἶχε προχωρήσει.
Χρειαζόσουν ἄλλο φάρμακο, ἰσχυρότερο.
Τότε κι Αὐτός, ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος,
ὁ δημιουργός σου, ἀφοῦ ἄλλη λύση δέν ὑπῆρχε,
γίνεται γιά χάρη σου ἄνθρωπος
καί γιά χάρη σου γεννιέται ἀδύναμο βρέφος,
καί γιά σένα καί μόνο, ἐνῶ εἶναι πάμπλουτος,
πτωχεύει, ἀδειάζει...
Ὥστε ἐσύ νά πλουτίσεις τή φύση σου μέ τή θεότητά Του,
κι ἔτσι νά ἐπανέλθεις στήν ἀρχαία ἐκείνη ὀμορφιά...
Αὐτό λέγεται τέλεια κι ἀκατάσχετη ἀγάπη.
Ἀληθινά δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω.
Καί ὁ Θεός δέν ἀποφάσισε
νά σέ γλυτώσει σάν βασιλιάς τόν δοῦλο του,
μά σάν ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό.
Δέν εἶσαι ζῶο νά σοῦ βάλει χαλινάρι.
Ἐλεύθερο σέ θέλει γιά δικό Του.
Νά τ᾿ ἀψηφήσεις ὅλα
καί νά τοῦ πεῖς μ᾿ ἀπόφαση παλληκαρίσια
κι ἀγύριστη: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε...»
...καί νά γυρίσεις στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου πού ἄφησες.
Πρῶτο κι αἰώνιο κι ἀπύθμενο,
πού σ᾿ ὅλα δίνει νόημα κι ἀξία, εἶναι ἕνα:
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί πόσο ἄραγε εἶσαι ἕτοιμος νά τή δεχτεῖς;...
ΠΗΓΗ: http://www.apolytrosis.gr/web/guest/30ian
Ως βασική αρχή του Γρηγορίου για την αντιμετώπιση των ταραχών, των διενέξεων και διχονοιών πού προκαλούσαν την διάσπαση της ενότητος και τη διατάραξη της ειρήνης της Εκκλησίας, είχε το ειρηνεύομεν εννόμως μαχόμενοι και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των όρων του πνεύματος1. Προσπαθούσε να συνδυάζει άριστα τον έλεγχο και την παρρησία με την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως αναφέρει, εστίν ανδρός μεγαλόφρονος φίλων αποδέχεσθαι ελευθερίαν ή εχθρών κολακίαν2.
Στις οποιεσδήποτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων, ο ίδιος ηγωνίζετο για το ύψιστο αγαθό της ειρήνης, υπέρ της οποίας εξεφώνησε ειδικά προς τούτο μία σειρά τριών λόγων «περί ειρήνης», και το σπουδαιότερο, υπέρ της οποίας προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του. Οι ειρηνικοί αυτοί λόγοι του Γρηγορίου συνδέονται άμεσα με την ειρηνευτική δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξε για την επικράτηση της ειρήνης μέσα στην Εκκλησία.
Όπως από τους πέντε θεολογικούς του λόγους, πού εξεφώνησε, επονομάσθηκε θεολόγος και με την προσωνυμία αυτή έμεινε στην ιστορία της Εκκλησίας «Γρηγόριος ο Θεολόγος», κατά παρόμοιο και ανάλογο τρόπο με τους τρεις εκφωνηθέντες λόγους του ο Γρηγόριος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ειρηνοποιός. Ο Γρηγόριος δεν περιορίσθηκε μόνο στη θεωρητική διατύπωση της περί ειρήνης διδασκαλίας του, αλλά ό ίδιος την έκανε πράξη με την ίδια τη ζωή του.
Τον Α' ειρηνικό λόγο3 εξεφώνισε το 364 ο Γρηγόριος, όταν διεπίστωσε ότι αποφεύχθηκε το σχίσμα στην Εκκλησία της επισκοπής Ναζιανζού, αιτία του οποίου θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Ναζιανζού Γρηγόριος, πατέρας του Γρηγορίου, ο οποίος, φαίνεται από απλότητα και μάλλον από άγνοια των δογματικών λεπτομερειών, υπέγραψε κάποιο ομοουσιανό φιλοαρειανικού περιεχομένου σύμβολο, το οποίο, ας σημειωθεί, ότι τότε εχαρακτηρίζετο ως τόπος ειρήνης. Η ενέργεια αυτή του επισκόπου Γρηγορίου προκάλεσε την εξέγερση μεγάλου μέρους του ορθοδόξου λαού και ιδία των μοναχών της περιοχής με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή κοινωνίας με τον επίσκοπό τους και να οδηγείται σε σχίσμα η Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με την παρέμβαση όμως του, υιού, Γρηγορίου, ο οποίος εγνώριζε ότι ο πατέρας του ουδέποτε είχε αρνηθεί το Σύμβουλο Νικαίας, καθώς και με τη μεσολάβηση του Μ. Βασιλείου, επείσθη ο επίσκοπος, (πατήρ του), Γρηγόριος και εδέχθη ορθόδοξη ομολογία, ταχθείς υπέρ του Ομοουσίου4 και έτσι αποφεύχθηκε το σχίσμα, αποκαταστάθηκε η κοινωνία του επισκόπου με το ποίμνιό του και τους μοναχούς και επιτεύχθηκε η ενότητα και η ειρήνη στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με τον εκφωνηθέντα Α' λόγο του ο Γρηγόριος εκφράζει την χαρά του για την επιτευχθείσα συμφιλίωση και αποκατάσταση της διασαλευθείσης ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας. Λέγει σχετικά ότι Θεού μεν και των θείων εγγύς, όσοι το της ειρήνης αγαθόν ασπαζόμενοι φαίνονται, και τω εναντίω τη στάσει απεχθανόμενοί τε και δυσχεραίνοντες5. Και κατακλείει τον λόγον του λέγων: ταύτα ειδότες, αδελφοί, περιλάβωμεν αλλήλους, περιπτυξώμεθα, γενώμεθα γνησίως εν, μιμησώμεθα τον το μεσότοιχον τον φραγμού λύσαντα και δια τον αίματος αυτού πάντα συναγαγόντα και ειρηνεύσαντα. . . αλλά πάντες μένωμεν εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες τη πίστει του ευαγγελίου, σύμψυχοι, το εν φρονούντες…6
Έτσι, κατά τον Γρηγόριο, η ειρήνη είναι αναγκαία και αυτονόητη κατάσταση στη ζωή της Εκκλησίας, η δε απουσία της επιφέρει κλονισμό της βάσεως του Χριστιανισμού. Χωρίς ειρήνη, αγάπη και ενότητα δεν νοείται σωστή χριστιανική ζωή και εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των μελών της είτε λαϊκοί είναι αυτοί είτε κληρικοί. Διότι η αγάπη, η ειρήνη και η ενότητα αποτελούν τα βασικότερα και ουσιαστικότερα γνωρίσματα κάθε ενσυνειδήτου μέλους της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, ειρήνης και ενότητος.
Τον Β' ειρηνικό λόγο7 τον εξεφώνισε στην Κωνσταντινούπολη το 379, όταν ο κίνδυνος από το λεγόμενο Αντιοχειανό σχίσμα απείλησε την ενότητα και ειρήνη και της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Στον λόγο του αυτόν ο Γρηγόριος απεικονίζει με τα μελανότερα χρώματα8 τις εσωτερικές διχόνοιες και εκκλησιαστικές διενέξεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Σχετικά με τη διένεξη αυτή των Ορθοδόξων της Εκκλησίας της Αντιοχείας, την οποία χαρακτηρίζει έναγχον ημίν επαναστάσαν ζυγομαχίαν αδελφικήν9 και θέλοντας να μείνει πιστός στη μνήμη του Μ. Βασιλείου, αλλά και ακολουθώντας την ίδια με εκείνον εκκλησιαστική πολιτική, τάχθηκε με τη μερίδα των Ορθοδόξων, που ανεγνώριζε και ακολουθούσε τον επίσκοπο Μελέτιο. Ο ίδιος διεκήρυσσε με έμφαση ότι αυτός, ο αγωνιστής της ειρήνης, θα συνεχίζει να αγωνίζεται για το ύψιστο αυτό αγαθό και ότι θα επιμένει με τις άοκνες ειρηνευτικές προσπάθειές του για την οριστική επικράτηση της ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας γενικότερα.
Είναι φανερό ότι ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με επιτυχία και αυτή την εκκλησιαστική κρίση, γιατί αρχίζει τον ειρηνικό αυτό λόγο του, αναφωνών: Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα. . . ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα, ην Θεού τε είναι ακούομεν και ης Θεός τον Θεόν και αυτόθεον, ως εν τω «ειρήνη του Θεού» και «Θεός της ειρήνης» και «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών». . . Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν υπ' ολίγων δέ φυλασσόμενον, που ποτε απέλιπες ημάς. . . και πότε επανήξεις ημίν; Ελθέ, ελθέ, τάχιον-τάχιον10. Και διερωτάται, απορών: Εχρήν γάρ, επειδή θεότης ήνωται, διαιρείσθαι την ανθρωπότητα και περί τον νουν ανοηταίνειν τους τάλλα σοφούς;11 Και παρατηρεί: αιδεσθώμεν το δώρον του ειρηνικού, την ειρήνην. . . και ένα πόλεμον ειδώμεν, τον κατά της αντικείμενης δυνάμεως. . . Ηττηθώμεν, ίνα νικήσωμεν12.
Ο Γρηγόριος με όσα ανέφερε στο λόγο εννοεί προφανώς ότι επήλθε επί τέλους ειρήνευση ανάμεσα στο ορθόδοξο ποίμνιό του και αποκαταστάθηκε και πάλιν η ηρεμία στα εκκλησιαστικά πράγματα από το Αντιοχειανό σχίσμα.
---------------------------------------------
1. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 42, 13, PG 36, 473Α (= ΒΕΠ 60, 127, 41128,2 και Επιστ. 16, PG 37, 49Α (= ΒΕΠ 60, 214).
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, αυτόθι βλ. και Δ. ΤΣΑΜΗ, Η διαλεκτική φύσις της διδασκαλίας Γρηγορίου του Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 71 έ.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, Ειρηνικός Α', επί τη ενώσει των μοναζόντων, μετά την σιωπήν, επί τη παρουσία του πατρός αυτού, PG 35, 721 (= ΒΕΠ 59, 11).
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 18, Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου, PG 35, 10051008 (= ΒΕΠ 59, 119, 2840): Και γαρ ηνίκα παρά θερμοτέρω μέρους της Εκκλησίας, κατεστασιάσθημεν γράμματι κλαπέντες και ρήμασι τεχνικοίς εις πονηράν κοινωνίαν, μόνος μεν επιστεύθη την διάνοιαν άτρωτον έχειν, και μη τω μελάνι την ψυχήν συμμελαίνεσθαι, ει και απλότητι συνηρπάσθη, και τον δόλον εκ του της ψυχής άδολου μη εφυλάξατο μόνος δε, μάλλον πρώτος, το στασιάζον προς ημάς, ζήλω της ευσέβειας εαυτώ και τοις άλλοις κατήλλαξε, τελευταίον τ' αποδραμόν, και πρώτον προσδραμόν, αιδοί τε του ανδρός και τη του δόγματος καθαρότητι ώστε και τον πολύν σάλον των Εκκλησιών κατασβεσθήναι και στήναι την καταιγίδα εις αύραν, ταίς εκείνου λυθείσαν ευχαίς τε και παραινέσεσιν, ει τι δει και νεανιεύεσθαι, μεθ' ημών κοινωνών και της ευσέβειας και της ενεργείας.
5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 1314, Ειρηνικός Α', PG 35, 740Α749 (= ΒΕΠ 59, 18, 1921).
6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 21 και 22, Ειρηνικός Α', PG 35, 748ϋ749 (= ΒΕΠ 59, 21, 1022 2628).
7. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, Ειρηνικός Β', λεχθείς εν Κωνσταντινουπόλει επί τη γενομένη τω λαώ φιλονεικία, περί επισκόπων τινών διενεχθέντων προς αλλήλους, PG 35, 1132 (= ΒΕΠ 59, 166174).
8. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132Α1152Α (= ΒΕΠ 59, 166174).
9. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, 3, Ειρηνικός Β', PG 35, 1145Β(=ΒΕΠ59, 172, 10).
10. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132ΑΒ(= ΒΕΠ 59, 166, 814).
11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 13, Ειρηνικός Β', PG 35, 11450 (= ΒΕΠ 59, 172, 1820).
12. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 16, Ειρηνικός Β', PG 36, 11490 (= ΒΕΠ 59, 173, 3538).
Σέ δημιούργησε μέ τιμή ἐξαιρετική!
Δέν εἶπε, ὅπως γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα, «γενηθήτω»
ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν
καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ποιός εἶσαι σύ, λοιπόν; Ποιός εἶσαι σύ, πού ὁ Θεός γιά νά σέ φτιάξει
σκέφτηκε τόσο κι ἀποφάσισε;
Μά δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς:
Εἶσαι τό πιό πολύτιμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔγιναν
ἤ μᾶλλον ἐκεῖνο τό ὄν γιά τό ὁποῖο καί μόνον ὑπάρχει ὁ κόσμος!
Σέ ὅρισε κυβερνήτη τοῦ κόσμου Του.
Τί πιό μεγάλο ἀπ᾿ αὐτό;
Ὅμως τήν ποδοπάτησες τούτη τή χάρη.
Ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε τά πάντα.
Μά ἐσύ τά δῶρα Του τά κλώτσησες.
Πῶς μπόρεσες;
Πῶς μπόρεσες ν᾿ ἀνοίξεις ἀφύλαχτα συζήτηση
μέ τόν ἀρχαῖο ἐχθρό Του -τόν δικό σου ἐχθρό στήν πραγματικότητα;
Πῶς δέν πρόσεξες κι ἄφησες ἕρμαιο τοῦ Σατανᾶ
τό νοῦ καί τήν καρδιά σου;
Σήκωσε, λοιπόν, τώρα τά μάτια σου καί δές τί ἔκανες.
Ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς ἡ ἁμαρτία σου
σ᾿ ἔκανε, ἐσένα τόν πανελεύθερο, δοῦλο.
Κομμάτια τά ὄνειρά σου γιά ἰσοθεΐα,
καί ὅλη σου ἡ εὐγένεια, κομμάτια κι αὐτή.
Ὅλα στερέψαν κι ἀγριέψαν γύρω σου.
Ἁπλώνεις σάν τόν μυθικό τόν Τάνταλο νά πιάσεις,
μά τίποτε δέν στέκεται.
Κι ἄν μές στήν ἀγωνία σου ἀναρωτιέσαι
ποῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπίστεψες,
τί ψάχνεις; Γελάει καί καγχάζει σέ βάρος σου -δέν τόν ἀκοῦς;
Συνεχὲς σφυροκόπημα ὑφίσταται ἡ Ἑλλάδα τὰ τελευταῖα τριάντα χρόνια, ποὺ ἐκτοξεύεται ἀπὸ τὸν ἐσμὸ τῶν δημοσιευμάτων, τοῦ πλήθους τῶν περιοδικῶν ἐντύπων καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν τύπο καὶ τὴν τηλεόραση, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν ἀλλοίωση, ὑποτίμηση καὶ καταστροφὴ ὅλων τῶν γνωρισμάτων τῆς Ἑλληνικότητας, ὥστε νὰ πάψουν νὰ ἀποτελοῦν εἰδοποιὰ χαρακτηριστικά της τὰ ὁποῖα ὑπενθυμίζουν διαχρονικὰ ὅτι διακρίνεται ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ ὅλα τὰ Ἔθνη τῆς γῆς καὶ ὅτι εἶναι ἀνάδελφος.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ποτὲ δὲν ἔμεινε ἀλώβητος στὴ διαχρονική του ἱστορία ὁ Ἑλληνισμός, ἀντίθετα, τροφοδοτοῦσε, ἄθελά του, πάντοτε, τὴν ἀδηφάγο πολεμικὴ ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἐκσφενδόνιζαν καταιγισμὸ ἐπικρίσεων καὶ λοιδοριῶν καὶ ἔφθαναν μέχρι τῆς ἰσοπέδωσης ὅλων τῶν Ἑλληνορθόδοξων χαρακτηριστικῶν. Ἕνα συνονθύλευμα ἀποτελούμενο ἀπὸ χαλκευμένα ἀνόμοια πράγματα, πηγὲς καὶ θεωρίες, ἦταν πάντοτε τὸ ὁπλοστάσιο τῶν λογοκόπων ἐπικριτῶν παντὸς ἑλληνικοῦ ἀπὸ πρόσωπα μέχρι ἱστορικὰ γεγονότα καὶ ἀξίες πολιτιστικὲς καὶ θρησκευτικές. Ἡ βαθμιαία συσσώρευση τῶν ἔργων αὐτῶν τῶν νοσηρῶν σοφιστῶν, ποὺ ἐπὶ χρόνια ἐπιχειροῦν νὰ κατεδαφίσουν ὅ,τι Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο, ἐκτοξεύοντας τὰ δηλητηριώδη βέλη τους, μᾶς προκαλοῦν νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ταυτότητά τους, ὥστε νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὰ κίνητρα καὶ τὰ βαθύτερα αἴτια αὐτῆς τῆς δολερῆς καὶ ἀσύστολης συμπεριφορᾶς.
Ἀναζητώντας λοιπὸν πρῶτα τὰ αἴτια αὐτῆς τῆς συνεχοῦς πολεμικῆς κατὰ τῆς Ἑλλάδας ἐντοπίσαμε καὶ τοὺς παράγοντες ποὺ προκαλοῦν αὐτὲς τὶς συμπεριφορές. Οἱ κυριότεροι παράγοντες αὐτοῦ τοῦ λυσσαλέου μένους, ποὺ κωδικοποιοῦνται σὲ ἄρνηση ἢ ἐκμηδένιση τῆς ἑλληνικότητας, τῆς ταυτότητας, τῆς καταγωγῆς, καί τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἡ ἀκατάβλητη ἀντοχὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ δύναμή του νὰ μεταρσιώνεται πάνω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὅπως τοῦ ἔμαθαν οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐξύψωση δὲν μποροῦν νὰ τὸν παρακολουθήσουν οἱ πανοῦργοι ἐπικριτές του. Αὐτοὶ εἶναι «διαφωτιστὲς» δὲν εἶναι φωτισμένοι, εἶναι ἐμετικοὶ ἐγκωμιαστὲς καὶ ἀνιαρὰ φερέφωνα τῆς λεγόμενης «Γαλλικῆς Ἐπανάστασης», δηλαδὴ τοῦ γαλλικοῦ ἐμφύλιου τῶν ἀπειράριθμων σφαγῶν καὶ ἐγκλημάτων, μὲ τὸ ἐπινοημένο καὶ οὐδέποτε ἐφαρμοσμένο θεωρητικό τους τρίπτυχο τῆς ἐλευθερίας, ἰσότητας, ἀδελφότητας. Ἐνοχλεῖ τοὺς δόλιους «νεωτεριστὲς» καὶ «προοδευτικούς», ὅπως αὐτοπροσδιορίζονται καὶ αὐτοανακηρύσσονται σὲ «πνευματικοὺς ἡγέτες», ποὺ περιφρονοῦν κατάφωρα τούς «ὀπισθοδρομικούς», «παραδοσιακούς», «συντηρητικοὺς» Ἕλληνες, ποὺ δὲν προσαρμόζονται στὶς ἰδεοληψίες τους. Γιατί γιὰ ἰδεοληπτικοὺς πρόκειται. Αὐτοὶ εἶναι οἱ σκοταδιστὲς τοῦ «διαφωτισμοῦ», ποὺ φυσικὰ δὲν ἔχουν οὔτε ὑποψία τί σημαίνει νὰ εἶσαι κληρονόμος τῆς Φιλοκαλίας, τοῦ Εὐεργετινοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῶν Νεομαρτύρων καὶ τῶν Ἐθνομαρτύρων ἡρώων τῆς Παλιγγενεσίας. Τὸ σινάφι αὐτῶν ποὺ καταφέρονται κατὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἶναι ἕνας ἀνευλαβὴς χορός, μία συντεχνία, ποὺ τὰ γεμᾶτα ἰδεολογήματα συγγράμματά τους προκαλοῦν ἀπέχθεια καὶ ἀποστροφὴ πρῶτα στοὺς φοιτητὲς καὶ ἀκολούθως στοὺς ἀναγνῶστες καὶ ἐρευνητές, ποὺ δὲν τοὺς ἔχει κατακυριεύσει ὁ πνευματικὸς ζόφος, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ἔργα αὐτῶν τῶν σκοταδιστῶν, ἀφοῦ τὸ μόνο μέλημά τους εἶναι νὰ ἀποκρύπτουν τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, ὅταν δὲν ἐξυπηρετῆ τὰ καταχθόνια σχέδια τὰ δικά τους καὶ τῶν χορηγῶν ἐντολέων τους, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι δυστυχεῖς ἐντολοδόχοι.
Ἂς ἀναζητήσουμε τώρα τὴν προέλευση καὶ τὶς πράξεις τῶν κατ᾿ ἐξακολούθηση δολοπλόκων ποὺ ροκανίζουν τὸν Ἑλληνισμό. Εἶναι ἐλάχιστοι καὶ αὐτοαποκαλοῦνται πανεπιστημιακοὶ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία καὶ ἐπίσης λίγοι, ἀλλὰ καταστροφικοὶ ἐξίσου τῆς λεγόμενης πολιτικῆς ἡγεσίας καὶ ἀπὸ τοὺς τελευταίους κυρίως οἱ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Πολιτισμοῦ καὶ Ἐξωτερικῶν. Ὅλοι αὐτοὶ συμπεριφέρονται, προκειμένου νὰ ἀποκρύψουν τὰ σχέδιά τους, ὅπως ὁ Ἀσσύριος στρατηγὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ῥαψάκης πού δὲν μιλοῦσε στὴ γλῶσσα του, τὰ ἀσσυριακά, κατὰ τὴν εἰσβολή του στὴν Ἰουδαία, στοὺς πολιορκημένους Ἱεροσολυμίτες, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν Ἰουδαϊκὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρη εὔκολα στὰ σχέδιά του καὶ νὰ τοὺς ὑποδουλώση. Ἔτσι καὶ οἱ λίγοι ἐντολοδόχοι ἱστορικοί, οἱ πολιτικοὶ ἐπιστήμονες, οἱ φιλόσοφοι σὲ ἀγαστὴ συνεργασία μὲ ὅμοιούς τους πολιτικούς, ἀποτελοῦν τούς Νέους Ῥαψάκηδες, γιατί παριστάνουν τοὺς ὁμόγλωσσους, ὡς δῆθεν ἀδελφοὶ ζηλωτὲς καὶ ἔμπειροι τῆς Ἱστορίας καὶ ὡστόσο εἶναι ἐχθροί τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Θρησκείας τους.
Καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν εἶναι Ἕλληνες, ἀλλὰ θνητόψυχοι, φθορεῖς καὶ συκοφάντες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τῆς ἱστορίας του καὶ τῶν παραδόσεών του, καὶ φανερὰ ψεύδονται καὶ ἐξαπατοῦν ὡς ἀσεβεῖς καὶ ἄθεοι καὶ γράφουν καὶ λαλοῦν ἑλληνιστί, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, οἱ φρενόπληκτοι, μισάδελφοι καὶ οἱ ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις τους ἔχουν ὡς στόχους τὰ ὀχυρὰ ποὺ συνθέτουν ὡς συστατικὰ στοιχεῖα τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία: Ἱστορία, Ἰδεολογία, Γλῶσσα, Πίστη, Πατριωτισμό, Ἐθνικὴ συνείδηση, Ἐθνικὴ ταυτότητα, Γεωγραφικὸ χῶρο, Παραδόσεις, συμπεριφορές, ἱστορικὲς μνῆμες, ἦθος, πάνθεο ἡρώων, ψυχικὰ χαρακτηριστικά. Ἡ ἐπιδιωκόμενη ἅλωση ἀπὸ τοὺς νέους Ῥαψάκηδες πρέπει νὰ συμπεριλάβη ὅλα τὰ κάστρα τῶν πολιορκούμενων. Σήμερα ἀποσκοποῦν καὶ στὴν ἐξ ἐφόδου ἅλωση ἢ στὸν ἐξαναγκασμὸ σὲ παράδοση καὶ τὴν ἀποστέρηση τῶν μέσων ἐφοδιασμοῦ. Προδίδουν αὐτοὶ ποὺ τοὺς πιστεύαμε γιὰ φύλακες καὶ αὐτοὶ ἀντὶ γιὰ φύλακες βεβήλωσαν τὸ χῶρο καὶ τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ὅσια καὶ πολεμοῦν ἀπὸ μέσα. Εἶναι οἱ ἐσωτερικοὶ πολέμιοι. Ὅταν τὸ 1979 ὑπογράφτηκε ἡ συμφωνία ἔνταξής μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονομικὴ Κοινότητα τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἑόρτασε τὸ γεγονός, ὡς ἔτος τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης!!
Ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν παρακαταθήκη:
Ὁ θεμελιώδης ρυθμὸς ἂς στυλωθεῖ στὸ κέντρο τῆς ἐθνικότητας καὶ ἂς ὑψώνεται κάθετα.
Ἀλλὰ στὰ νομοθετικὰ διατάγματα καὶ στὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα μιλοῦν σὰν ξένοι «φιλέλληνες», ὅπως εὔστοχα παρατήρησε ὁ καθηγητὴς Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου.
Ἡ πνευματικὴ ἡγεσία δίνει, ὡς πρότυπα στοὺς ἐκπαιδευόμενους ὅλων τῶν βαθμίδων, τοὺς ἄθεους δολοφόνους τοῦ Γαλλικοῦ Ἐμφύλιου, ὄχι τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ᾿21, καὶ ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τὸ 2000 ἀλλοιώνει τὴν Ἐθνικὴ ταυτότητα στὸ κυριότερο συστατικό της, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐπιβάλλει τὴν «πολυπολιτισμικότητα» καταργώντας μὲ Ὑπουργικὴ ἐγκύκλιο τὴν ἀναγραφὴ τοῦ Θρησκεύματος (καὶ τῆς ὑποκοότητας) στὶς ταυτότητες. Οἱ «ἐκσυγχρονιστὲς» πολιτικοὶ τὸ ἔπραξαν, ἀλλὰ ὄχι χωρὶς ἀντιδράσεις ἀπὸ ἄλλους σώφρονες πολιτικούς, ποὺ ὑπογράμμισαν ὅτι «ἐνισχύονται οἱ ὑποψίες γιὰ ὓ π ο π τ ε ς ἐ ξ α ρ τ ή σ ε ι ς» καὶ ὅτι «ἀφήνουν τούς μασσόνους νὰ ὑπογράφουν ἐλεύθερα μὲ τὰ διακριτικά τους».
Ὁ πρώην Πρωθυπουργὸς Γ. Παπανδρέου σὲ δημόσια ὁμιλία του, ὡς ἀρχηγὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ, εἶχε πεῖ ὅτι πρέπει νὰ ἐπινοήσουμε ἕνα «νέο πατριωτισμό» καὶ οἱ πανεπιστημιακοὶ συνεργάτες τῶν πολιτικῶν καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐπιχορηγούμενοι –καὶ ὄχι μόνο ἀπ᾿ αὐτοὺς– στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καλοῦν ἕναν Βρεττανὸ τοῦ διαβόητου (γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀποφοίτους του καὶ τὰ ἀπίστευτα ἀνθελληνικὰ ἰδεολογήματά τους) London School of Economics, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη, οὐσιαστικὰ νὰ ἐπιχειρήση νὰ σβήση τὶς ἐθνικὲς ταυτότητες ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ πρακτική, κάνοντας λόγο γιὰ ἄχρηστες ἀναδρομικές ταυτότητες, ποὺ εἶναι ὅπως τὶς προσδιόρισε: ἐθνικές, θρησκευτικές, πολιτισμικὲς μὲ μεγαλοπρεπεῖς ἀφηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Καὶ ἐπειδὴ αὐτές, κατὰ τὴ θεωρία του, σταθεροποιοῦν τὸ παρελθὸν μέσα στὸ μέλλον ὑπάρχει μία παθολογία στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα. Σήμερα, γράφει, ὅτι ὁ παιδαγωγικὸς λόγος καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀγορά. Τὴν ἀπόδοση στὰ Ἑλληνικὰ ἔκανε ὁ Ἰ ω σ ή φ Σ ο λ ο μ ώ ν. (Ἐπίσημοι λόγοι, τ. 31, μέρος Γ΄, Ἀθήνα 2002, σ.σ. 2143-2195). Οἱ κυρίες τοῦ τμήματος Νηπιαγωγῶν ποὺ κάλεσαν τὸν Βρεττανὸ καὶ τὸν ἐγκωμίασαν εἶναι οἱ ἴδιες ποὺ ἀναρωτιοῦνται «Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας» καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ καυτηριάζουν τὸν «ἐθνοκεντρισμό», κ.λ.π.
Ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς πολέμιους τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι οἱ ἐπιδιδόμενοι σὲ ἀνίερες συγκρίσεις μεταξὺ Γαλλικῆς καὶ Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Αὐτοὶ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν ὅτι τὰ Γαλλικὰ ἱστορικὰ φαινόμενα ποὺ ἀναφέρουν δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς παράδοσης καὶ μάλιστα τὴς Ἱ ε ρ ῆ ς Π α ρ ά δ ο σ η ς. Καταβάλλεται ἐδῶ καὶ χρόνια ἐπίμονη προσπάθεια μὲ σωρεία συγγραμμάτων, ἀπὸ τοὺς δικολάβους τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, γιὰ νὰ μᾶς πείσουν ὅτι τὸ θαῦμα ποὺ λέγεται ᾿21 καὶ ἔχει παγκόσμιες διαστάσεις εἶναι ἕνα ἀσήμαντο συμφεροντολογικὸ γεγονὸς ἀνθρώπων ποὺ ἀντιγράφανε τὴν «μεγαλειώδη» Ἐπανάσταση τῶν Γάλλων. Ὅλα αὐτὰ βέβαια ἀτεκμηρίωτα μὲ φετφάδες ποὺ ἐκδίδουν οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς αὐθαίρετα καὶ ἀνεξέλεγκτα. Ὡστόσο ὑπάρχουν ἀπαντήσεις τὶς ὁποῖες ἐπιμελῶς ἀποκρύπτουν ἐπὶ χρόνια καὶ προέρχονται ὄχι ἀπὸ Ἕλληνες, ἀλλὰ ἀπὸ ὁμόφρονες καὶ ὁμογάλακτους. Παράδειγμα ἀκόμη καὶ ὁ γνωστὸς ἀπὸ πολλὲς «εὐεργεσίες» του γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ὁ πολὺς Χένρυ Κίσσιγκερ τοὺς διαψεύδει, γράφοντας γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ὅτι:
«Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση δὲν ἦταν Ἐπανάσταση τῆς μεσαίας τάξης μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόκτηση πολιτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ κίνημα ἐθνικὸ σὲ βάση θρησκευτικὴ ἐνάντια σὲ δύναμη μὲ τὴν ὁποία ὁ τότε πρέσβης τῆς Ρωσσίας στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε συζητήσεις καὶ διαπραγματεύσεις γιὰ συνεχεῖς κυνικὲς παραβιάσεις τῶν Ὀθωμανῶν σὲ βάρος τῶν Ἑλλήνων», ἐνῶ στὴ συνέχεια παρέχει μία ἀποκαλυπτικὴ ἀξιολόγηση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης γράφοντας ὅτι: «Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων στὸ Μοριὰ ἔκανε τὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα κεντρικό τῆς Εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, δηλαδὴ ἔδωσε ὅπως καὶ ἦταν τὴν παγκόσμια σημασία τοῦ 1821» (Βλ. Χ. Κίσσιγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος, ὁ Μέττερνιχ, ὁ Κάσλρη καὶ τὰ προβλήματα τῆς Εἰρήνης, 1812-1822, Πρόλογος – μετάφραση – σχόλια – ἐπιμέλεια Δημήτρης Μιχαλόπουλος, ἔκδ. Παπαζήσης, Ἀθήνα 2003, σελ. 504 & 507-508.
Καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση γράφει τὸ πραγματικὸ γεγονός, ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεραστεῖ [πολὺ σύντομα] ἀπὸ τὴν Αὐτοκρατορία τοῦ Ναπολέοντα μὲ τὸν ὁποῖο, ἄλλωστε, εἶχε ταυτιστεῖ (441). Ἀκόμη δίνει καὶ δείγματα «ἠθικῆς» καὶ «ἀκλόνητης ἰδεολογίας!» τῶν ἀνθρώπων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης: π.χ. ὁ Ταλλεϋράνδος πρῶτα ἔγινε ἐπίσκοπος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀπαρνηθῆ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, μετὰ ἔγινε Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τοῦ Ναπολέοντα καὶ μετὰ ἔστηνε συνωμοσία γιὰ τὴν παλινόρθωση τῶν Βουρβώνων (250, 253, 254). Γιὰ τὸν Μέττερνιχ: Αὐτὸ ποὺ λέγεται «βρεττανικὴ σχολὴ» στάθηκε ἡ αἰτία τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης (362).
Ἄλλοι, διαπρεπεῖς ἱστορικοί, ἐπίσης ὁμογάλακτοι καὶ ὁμόδοξοι τοῦ δόλιου συγκροτήματος τῶν Ἑλλήνων πλαστογράφων τοῦ ᾿21, ἀντιθέτως ὅμως πρὸς αὐτούς, τονίζουν καθαρὰ ποιὸς ἦταν ὁ χαρακτήρας τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ δίνουν ἔτσι καὶ σὲ μᾶς τὰ ἀδιάσειστα τεκμήρια νὰ τοὺς ἀποδείξουμε χαλκευτὲς τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ οὔτε αὐτοὺς ὑπολογίζουν ἢ τοὺς ἀναφέρουν ἀπαξιωτικὰ ὡς «συντηρητικούς». Ὡστόσο αὐτοὶ οἱ «συντηρητικοὶ» ἀποκαλύπτουν στὰ ἴδια χρόνια ποὺ συντελεῖται ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ὅσα ἀπέκρυπταν οἱ λεγόμενοι «ἐπαναστάτες» καὶ ὅσα ἀπέκρυπταν ἀπὸ τότε ὅλοι οἱ ἱστορικοί τῆς Εὐρώπης καὶ κυρίως οἱ ἐθελόδουλοι Ἕλληνες, προσπαθώντας νὰ ὑποτιμήσουν ἢ καὶ νὰ γελοιοποιήσουν τὸ ᾿21. Ἂς πάρουμε μία γεύση ἀπ᾿ ὅσα καταγγέλλει ὁ Ζοζὲφ ντὲ Μέστρ, («Κατὰ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως», μετφρ. Τ. Ἀθανασόπουλος, ἐκδ. Καστανιώτης, Ἀθ. 1999).
«Ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἰσότητα σᾶς παρουσιάστηκαν μεταμφιεσμένες σὲ θεές, ἀλλά, πολὺ σύντομα, πετώντας τὰ πλανερά τους ροῦχα καὶ ξεδιπλώνοντας τὰ πένθιμα φτερά τους, πέταξαν πάνω ἀπὸ τὴ δόλια γῆ μας, δείχνοντας τὰ ματωμένα κουρέλια καὶ τὰ φίδια τῶν μαινάδων» (σελ. 11).
«Ἕνα πλῆθος σκοτεινῶν ἀνθρώπων ποὺ μόνο ἡ οἰκογένεια τοὺς ἤξερε πὼς τοὺς λένε. Καθάρματα πρώτης τάξεως βαθιὰ ἀνήθικοι καὶ μεγαλόσχημοι προδότες. Ἰδοὺ οἱ ἐκπρόσωποι, οἱ νομοθέτες, ἀναγεννητὲς τῆς Γαλλίας. Ὁ λαὸς ξεγελάστηκε πλήρως» (σ. 139).
«Εἴδαμε τὴ Γαλλία νὰ ἀτιμάζεται ἀπὸ χιλιάδες ἐγκλήματα, ὁλόκληρο τὸ ἔδαφος αὐτοῦ τοῦ ὄμορφου βασιλείου γεμᾶτο ἰκριώματα καὶ αὐτὴ τὴ δυστυχισμένη γῆ ποτισμένη ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν τους ποὺ σφάχτηκαν μὲ τὸν νόμο. Ποτὲ ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ αἱμοσταγὴς τύραννος, δὲν ἔπαιξε μὲ τόση θρασύτητα, μὲ ζωὲς ἀνθρώπων καὶ ποτὲ κάποιος παθητικὸς λαὸς δὲν ὁδηγήθηκε στὸ σφαγεῖο τόσο ἀδιαμαρτύρητα» (σ. 180).
«Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἡ θεϊκὴ σφραγίδα στὸ Γαλλικὸ Σύνταγμα» (σ. 270).
«Αὐτὸς ποὺ κερδίζει τὶς μάχες εἶναι πάντα ὁ Ροβεσπιέρος καὶ ὁ σιδερένιος δεσποτισμός του, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς Γάλλους στὴ σφαγὴ καὶ τὴ νίκη σκορπώντας χρυσάφι καὶ αἷμα» (σ. 285).
«Ὅλες οἱ φατρίες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης θέλησαν τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν καταστροφὴ μάλιστα τοῦ οἰκουμενικοῦ Χριστιανισμοῦ […] ἐξ οὐ καὶ ἕπεται ὅτι ὅλες οἱ προσπάθειές τους θὰ καταλήξουν μόνο στὴν ἐξύψωση τοῦ Χριστιανισμοῦ» (σ. 336).
«Διαχώρισαν τοὺς Γάλλους ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν ἀστήρευτη πηγὴ κάθε ὕπαρξης» (σ. 347).
«Ἀτίμασαν τὸν αἰῶνα μας καὶ κατέστρεψαν τὴ Γαλλία (σ. 346). Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, χρειάστηκε νὰ ἀνατραπεῖ ἡ θρησκεία, νὰ προσβληθεῖ ἡ ἠθική, νὰ διαπραχθοῦν ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Γι᾿ αὐτὸ τὸ σατανικὸ ἔργο χρειάστηκε νὰ χρησιμοποιηθοῦν τόσοι διεφθαρμένοι, ὅσοι ποτὲ πρὶν» (σ. 343).
«Ὁ γάμος εἶναι πιὰ νόμιμη ἐκπόρνευση» (σ. 349).
Καὶ μία σημαντικότατη παρατήρηση γιὰ τὶς αἱρέσεις ἀπὸ τὸν ἴδιο. Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὴν Ἑλλάδα σήμερα πρωταγωνιστοῦν αἱρέσεις καί Στοές μὲ σκοπὸ νὰ τὴν καταπνίξουν. Ἂς σημειώσω ἐδῶ ὅτι δὲν εἶναι οἱ Ἑβραῖοι γενικά, ὅπως ὑπάρχει κοινὴ ἀντίληψη, αὐτοὶ ποὺ μᾶς πολεμοῦν, γιατί, οἱ ἀπόψεις ποὺ παρέθεσα ἀπὸ Ἑβραίους προέρχονται. Θὰ πρέπει νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ Ἑβραίους, κυρίως Ἕλληνες καὶ Σιωνιστές. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά, ὅπως ἔχουν ἀποκαλύψει ἐπίσης Ἑβραῖοι διακεκριμένοι παγκοσμίως ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ φιλόσοφος Ροζὲ Γκαροντί, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι: «Ὁ σιωνισμὸς εἶναι εἰδωλολατρία» (Βῆμα, 24.11.1996) καὶ ὁ Ἀκαδημαϊκός τῆς Ὀργανικῆς Χημείας Ἰσραὴλ Σαχάκ (Ἑβραϊκὴ Ἱστορία, Ἑβραϊκὴ θρησκεία, β. ἔκδ., «Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις», Ἀθ. 2009) γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν ὁμόφυλοί του ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν μεγάλων προφητῶν, καὶ ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται μὲ παρρησία σὲ ὅρο ποὺ χρησιμοποίησε ἀπὸ τοὺς πρώτους, τὸ «Ἰουδαιο-ναζισμὸς» καὶ καταγγέλλει τὶς βιαιότητες τοῦ σιωνισμοῦ καὶ τοῦ Ταλμουδικοῦ ἑβραϊκοῦ σωβινισμοῦ, ὅπου μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ ἡ Κύπρος περιλαμβανόταν στοὺς χάρτες τῆς «ἑβραϊκῆς πολιτείας» ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἰωσὴφ Νάζη (σ. 160). Προσθέτει ἐπίσης τὴν τυραννία ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ ῥαβίνοι ἐνάντια στοὺς ἄλλους ἑβραίους (σ. 162) καὶ τὴν πιὸ ἀδιάντροπη ἐκμετάλλευση τῶν φτωχῶν Ἑβραίων ἀπὸ τοὺς πλούσιους Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν συμμαχήσει μὲ τοὺς ῥαβίνους (σ. 171).
Γιὰ νὰ ἐπανέλθω, λοιπόν, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναγκαία, κατὰ τὴ γνώμη μου, παρένθεση, ἔγραψε ὁ Ζοζὲφ ντὲ Μέστρ γιὰ τὶς αἱρέσεις:
«Ὅταν μία αἵρεση θέλει νὰ εἰσδύσει σὲ μία χώρα, δὲν σταματᾶ ταπεινὰ στὰ σύνορα καὶ δὲν ρωτάει ἀπὸ ἐκεῖ ἂν θέλουν νὰ τὴ δεχθοῦν. Γλιστρᾶ σιωπηλὰ σὰ φίδι, σπέρνει τὰ δόγματά της στὴ σκιὰ κρυφὰ καὶ αἴφνης ἀνασηκώνεται ἀπότομα» (σ. 449).
Ἔκανα ἐκτενῆ ἀναφορὰ στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση γιὰ νὰ δείξω πόσο ἀσύστολοι πλαστογράφοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ συσσωρεύουν συστηματικὰ τὰ προπαγανδιστικὰ βιβλία τους, γιὰ νὰ τὴ συγκρίνουν μὲ τὴν ἀνεπανάληπτη Ἑλληνικὴ ποὺ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πίστης ἦταν, ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ Ἐλευθερία, ὡς αἴτημα ἀρχηγῶν καὶ λαοῦ. Στεροῦνται ντροπῆς οἱ συγκρίνοντες τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση μὲ τὴ Γαλλικὴ Ἀνταρσία τῶν Ἰακωβίνων καὶ τῶν Μασσόνων ἰλλουμινάτων. Ἄλλωστε ὁ λόγος ποὺ δολοφόνησαν τὸν πραγματικὸ Ἕλληνα Καποδίστρια εἶναι καὶ ἡ πολεμικὴ ἐναντίον τους σὲ τελευταῖα ἐγκύκλιό του.
Πότε ἀσύστολοι κόλακες τῆς Γαλλικῆς ἀνταρσίας οἱ Ἕλληνες Ἐπαναστάτες καρατόμησαν χιλιάδες «ἐχθρούς τοῦ λαοῦ!!;». Πότε, ἀνθέλληνες φιλόσοφοι καὶ πολιτικοὶ ἐπιστήμονες, οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες καρατόμησαν συντρόφους τους, ὅπως ὁ Δαντὼν γιὰ ἀπόκλιση πρὸς τὰ δεξιά; Πότε ἔγιναν οἱ Ἀρχιστράτηγοι τοῦ Ἀγῶνα «μεγάλοι ἱερεῖς» προσωπικῆς θρησκείας, ὅπως ὁ Ροβεσπιέρος; Ὑπάρχει στοὺς Ἕλληνες ἀμφισβήτηση ἐθνικῆς συνείδησης καὶ ἀνυπαρξία πατρίδας; Γι᾿ αὐτὸ μᾶς βομβαρδίζετε συνεχῶς μὲ τὰ ὕποπτα καὶ δόλια «διεθνῆ σας Συνέδρια» ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ (ὅπως στὴν Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν τοῦ Βερολίνου, ποὺ ἡ γράφουσα μετεῖχε) γιὰ τὴ «Διασπορά», προσπαθώντας νὰ καρφώσετε στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν πάντα σὲ διασπορὰ καὶ ὅτι, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι, δὲν εἶχαν ποτὲ Πατρίδα!! Οἱ Ἕλληνες ζοῦσαν πάντα στὴν πατρίδα τους κάτω ἀπὸ ὁποιαδήποτε κατοχὴ καὶ ὁ πατριωτισμὸς τῶν Ἑλλήνων εἶναι παροιμιώδης. Οἱ Ἕλληνες, δὲν εἶναι «πολίτες τοῦ κόσμου», ὅπως θέλετε νὰ τοὺς καταντήσετε μὲ τὰ σχέδιά σας γιὰ τὴν Παγκόσμια Νέα Τάξη. Μὲ τὶς δῆθεν ἱστορικές σας προσεγγίσεις, ἀφελληνίζεται τὸν Ἑλληνισμὸ χλευάζοντες διαρκῶς τὴν Ἑλληνικότητά του. Γιατί δὲν καταπιάνεστε μὲ ἄλλες ἐθνικὲς ταυτότητες, ὅπως τῆς Ἑβραϊκότητας, Γαλλότητας κ.ἄ.; Γιατί τέτοια ἀποκλειστικότητα γιὰ τὴν «πλαστὴ» ὅπως ἰσχυρίζεστε Ἑλληνικὴ ταυτότητα; Ἐσεῖς ποιὰ ταυτότητα ἔχετε, νέοι Ῥαψάκηδες;
Δὲν θέλετε νὰ ἀκούσετε οὔτε τὸν διαπρεπῆ Βρεττανὸ πολιτικὸ φιλόσοφο Ἔντμουντ Μπὲρκ (Στοχασμοὶ γιὰ τὴν ἐπανάσταση στὴ Γαλλία ὁ μτφρ. Χ. Γρηγορίου, ἐκδ. Σαββάλας 2010) ποὺ κάνει λόγο γιὰ ψεύτικα φῶτα, γιὰ προδοσία ἡγετῶν, σκοτεινὲς φιλύποπτες ἀρχὲς καὶ ὑπογραμμίζει τὶς διαφορὲς τῆς Γαλλίας, ποὺ «ἀτίμασε τὴν ἀρετή της» σὲ ἕνα συνδυασμὸ δόλιων καὶ ἄπιστων ἀνθρώπων τῆς ἐξουσίας, μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη γράφοντας: ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ ἔχουν θεμελιώσει τὴν πολιτικὴ ἐλευθερία στὰ πιὸ ἄκαμπτα ἤθη, καὶ σὲ ἕνα σύστημα περισσότερο αὐστηρῆς καὶ ἀνδροπρεποῦς ἠθικῆς (σελ. 79).
Σταματῶ ἐδῶ γιὰ νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι, ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, ὅταν οἱ ποιμένες γίνονται λύκοι, ἀπ᾿ ὅπου καὶ ἂν προέρχονται καὶ ὑπονομεύουν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται ὡς λύκοι ἀπὸ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, παραφράζοντας τὸν Καποδίστρια, «νὰ κυματίζει πάλι ἐπὶ τῶν τειχῶν τῆς Ἑλλάδος τὴ σημαία τοῦ Σταυροῦ».
Μαρία Μαντουβάλου
Ἀν. Καθ. Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΓΙΑ ΤΗΝ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ΄΄ 08/12/2013
Στρέψτε τὰ αὐτιὰ σας σ’ ἐμένα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί· θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ὡραιότατη διήγηση. Διότι εἶναι σωστὸ νὰ κρύβει κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν βασιλέων, εἶναι ὅμως καλὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀφορμή τούς πιστοὺς δούλους του στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Ὑπάρχει λοιπὸν σ’ ἐμένα ὁ πόθος νὰ ἀγγίξω γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου. Θέλω νὰ βάλω σήμερα στὸν ἀργαλειὸ στημόνι ἀπὸ τὸ ὡραῖο μαλλὶ τοῦ λογικοῦ προβάτου.
Ποθῶ νὰ ὑφάνω κεντημένο χιτώνα ἀπὸ τὸ μαλλὶ τῆς λογικῆς καὶ προσευχητικῆς γλώσσας. Διότι εἶδα κάποτε ἕνα κριάρι πού εἶχε ὡραία ἐμφάνιση καὶ πνευματικὰ κέρατα, τὰ ὁποῖα ἠχοῦσαν μὲ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀφοῦ τὸ πλησίασα μὲ μεγάλη ἀγωνία, ἀφαίρεσα ἀπ’ αὐτό ἀθόρυβα μιὰ μικρὴ τούφα.
Μὲ κυρίευσε ὅμως ἕνας ἀβάσταχτος φόβος, διότι ἀποτόλμησα τέτοιες φοβερὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ἤμουν συνετός.
Θέλετε λοιπὸν νὰ φανερώσω ποιὸ ἦταν αὐτό τὸ κριάρι πού ἦταν στολισμένο μὲ τόσο ὡραῖα χρώματα; Αὐτό τὸ κριάρι ἦταν ὁ σοφὸς καὶ πιστὸς Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐπισκόπευσε στὴ χώρα τῶν Καππαδοκῶν καὶ κήρυξε στὴν πόλη τῶν Καισαρέων σωτήριες διδασκαλίες γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὰ ἡ βάση τῶν ἀρετῶν, τὸ βιβλίο τῶν ἐπαίνων, ὁ βίος τῶν θαυμάτων· αὐτός πού βαδίζει μὲ τὴ σάρκα καὶ προχωρεῖ μὲ τὸ πνεῦμα· αὐτός πού ζεῖ μὲ τὰ γήινα καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο στὰ οὐράνια· αὐτός πού εἶναι τὸ βηρύλλιο πλῆκτρο τῆς μυστικῆς κιθάρας, αὐτό πού ἔτερψε τὴ χορεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων· αὐτός πού εἶναι τὸ σταθερὸ ἀρνί τῆς μάνδρας τῆς ζωῆς, πού καταβρόχθισε τὸ χορτάρι τοῦ ἱεροῦ Πνεύματος· αὐτός πού εἶναι τὸ ἀρνί πού πήδησε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ ἅρπαξε τὸ ἄνθος ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ· αὐτός πού εἶναι τὸ παχνὶ τῶν δογμάτων, ἡ γλώσσα τῶν λόγων, τὸ βραβεῖο τῶν ὀρθῶν καὶ ὠφέλιμων νοημάτων· αὐτός πού βύθισε τὸν ἑαυτό του στὸ βυθὸ τῶν Γραφῶν καὶ ἀνέσυρε τὸ λαμπρὸ μαργαριτάρι· αὐτός πού εἶναι τὸ ὥριμο σταφύλι τῆς θεϊκῆς κληματαριᾶς, πού ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῆρε τὴ θεία γλυκύτητα· αὐτός πού εἶναι ἡ ὡραία μεμβράνη τῆς ἱερῆς σοφίας, στὴν ὁποία γράφηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὰ θεία χαράγματα· αὐτός πού εἶναι τὸ εὔφορο χωράφι τῆς οὐράνιας βασιλείας, τὸ ὁποῖο καρποφόρησε γιὰ τὸν Θεὸ καρποὺς δικαιοσύνης· αὐτός πού εἶναι βουνὸ στολισμένο μὲ τὰ ἄνθη τῆς μυστικῆς τριανταφυλλιᾶς, πού ἡ εὐωδιὰ του ἔφθασε στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· αὐτός πού ἔψαλε ἐπάνω στὴ γῆ ἄσματα ἀρεστά στὸν Θεὸ καὶ πῆρε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς στεφάνια εὐπρόσδεκτα· αὐτός πού ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη καὶ διακήρυξε, ὅπως ὁ Ἰώβ, τὴν ὁμολογία του στὸν Σωτήρα τῶν ὅλων, λέγοντας: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μὲ δημιούργησε, καὶ ἡ ἔμπνευση τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή πού μὲ διδάσκει»· βεβαιώνοντας ὅτι μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυττε σὲ ὅλους τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ποθῶ ἀκόμη νὰ προσθέσω καὶ ἄλλη ὕφανση στὸ λόγο γιὰ τὰ ἐγκώμια, ὥστε μὲ τὴν ἀπόλαυση καὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δίκαιου ἄνδρα νὰ βροῦμε στὶς προσευχὲς μας γνώση καὶ κατάνυξη. Πρέπει λοιπὸν νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας τὴ σαΐτα τοῦ Πνεύματος καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὸ νῆμα τῶν νοημάτων μας. Ἔπειτα πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἐργασία ἔτσι., ὥστε νὰ κλείνουμε μέσα στὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι. Ἂν λοιπὸν κάποιος κλώσει αὐτό τὸ μαλλὶ μὲ προσοχή, θὰ προσφέρει στολὴ ἀθανασίας σ’ ἐκείνους πού ποθοῦν αὐτὴ τὴ στολή.
Τέτοιες εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ μυστικοῦ θρέμματος· τέτοιες εἶναι οἱ σοδειὲς τοῦ ἅγιου κτήματος. Ἔτσι ἄφθονος ἦταν στὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ ντύνει ὅσους τύχαινε νὰ εἶναι παρόντες. Ἦταν πνευματοφόρο κριάρι τοῦ κοπαδιοῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνθοῦσε μέσα στὸ ἔλεος τῆς λαμπρῆς Ἐκκλησίας· ἀπὸ τὴ μιὰ προσφέροντας ζεστασιὰ στοὺς φτωχοὺς μὲ τὸ μαλλί του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδηγώντας σὲ κατάνυξη τοὺς πλούσιους μὲ τὰ χτυπήματα τῶν κεράτων του. Καθὼς παρέμενε νύχτα καὶ μέρα στὰ ἴδια ἄδυτα, δέχθηκε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό καὶ κάθε μέρα βγάζοντας ἄφθονα ἄνθη ὡς πρὸς τὸ λόγο, ἀνανέωνε γιὰ τὶς ψυχὲς τὸν ἀναλλοίωτο στολισμό. Καὶ παρόλο πού μοίραζε τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα χωριστά, δὲν ἀλαζονεύονταν γιὰ τὴν ποικιλία του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν πλήθαινε στὰ ἄφθαρτα ἄνθη, ἐπειδὴ τρεφόταν μὲ τοὺς ἅγιους κάλυκες, ἐπειδὴ ἔβρισκε ἀνάπαυση πάντοτε μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ αὐτές ἔβοσκε ἄφθονο τὸ θεϊκὸ χορτάρι, καί ἀπολάμβανε τὴ χλόη στὰ βοσκοτόπια τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας, καὶ εὐφραινόταν μέσα στὶς ἱερατικὲς αὐλὲς, γι’ αὐτό καὶ ὁ λόγος του κυλοῦσε σὰν ποταμός, καὶ ἡ ἀρετὴ του προχωροῦσε σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Ἐκεῖ τρεφόταν μὲ θεία νοήματα, καὶ ἐδῶ κήρυττε μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀθάνατα λόγια· ἐκεῖ ἔτρωγε ἐνάρετα φαγητά, καὶ ἐδῶ διακήρυττε εὐπρόσδεκτα λόγια. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἡ τροφὴ του στρύχνος καὶ βάτος, ἀλλά ἦταν ρόδο καὶ κρίνο, κρόκος καὶ κιννάμωμο. Ἀκολουθοῦσε δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τέτοιο χορτάρι, ἀρωματίζοντας τὴν τροφή του μὲ μυστικὰ βλαστάρια. Γι’ αὐτό καὶ τὸ μαλλὶ του γίνονταν λαμπρό, καὶ ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν ὕφανση τῶν θείων διδαγμάτων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ λέω πολλὰ γι’ αὐτό τὸ κριάρι, ὅπου ὁλόκληρο ἔγινε σκεῦος ἕτοιμο, ὄχι σκεῦος τυχαῖο, ἀλλά τέτοιο πού εἶδε ὁ Πέτρος νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιασμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες; Ἀλλά ἐκεῖνο κατεβαίνοντας στὴ γῆ, ἔδειξε ὅτι εἶχε πτηνὰ καὶ τετράποδα· ὁ Βασίλειος ὅμως πού βρῆκε τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, παρουσίασε σ’ ἐμᾶς λόγια ἔνδοξα καὶ παράδοξα. Καὶ ἐκεῖνο βέβαια τὸ σκεῦος φάνηκε γιὰ λίγο, καὶ ἀνασύρθηκε ἡ ἐμφάνισή του, ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε μόνο σὲ ἕναν· αὐτὸς ὅμως ἀνυψωμένος πολλὰ χρόνια, χορήγησε σὲ πολλοὺς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιὰ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ὁ Πέτρος ἄκουσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, «Ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἐγώ καθάρισα, φάγε»· καὶ γι’ αὐτὸν εἰπώθηκε σὲ ὅλους· «Αὐτόν πού ἐγώ ἁγίασα, καὶ σεῖς νὰ τὸν τιμήσετε».
Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον πού δόξασε ὁ Πατέρας; ἤ ποιὸς δὲν θὰ τιμοῦσε ἐκεῖνον πού ἁγίασε ὁ Υἱός; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μακάριζε ἐκεῖνον πού μακάρισε τὸ σοφὸ καὶ νοερὸ καὶ σεβάσμιο Πνεῦμα;
Πωπώ, πῶς εὐδόκησε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικήσει μέσα του καὶ νὰ περπατήσει μέσα του! «Βρίσκω ἀνάπαυση, εἶπε ὁ Θεός, στὸν ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, καὶ σ’ αὐτόν πού φοβᾶται τὰ λόγια μου». Ἔτσι ἡ Χάρη τοῦ πλημμύρισε τὸ νοῦ, μὲ ἐκεῖνα τὰ σεμνὰ καὶ ἀστείρευτα ρεύματα, ὥστε νὰ παρουσιάσει κόσμιους καὶ αὐτούς πού μολύνθηκαν μέσα στὰ ἁμαρτήματά τους, ὅπως καὶ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν.
Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν ὁ Κύριος τὴν εὐσπλαχνία του καὶ σ’ ἐμένα, ὅταν μοῦ δόθηκε ἀφορμή γιά νά προσφέρω ἐλεημοσύνη σὲ κάποια πόλη, ἄκουσα ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Σήκω, Ἐφραίμ, καὶ φάγε νοήματα». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα, εἶπα μὲ πολλὴ ἀγωνία: «Ἀπὸ ποῦ, Κύριε, νὰ φάω;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Νά, στὸν οἶκο μου, τὸ βασιλικό σκεῦος θά σοῦ προσφέρει τὸ φαγητό». Καὶ ἀφοῦ θαύμασα πολὺ γιὰ τὰ λεγόμενα, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ ναὸ τοῦ Ὕψιστου, καὶ ἀφοῦ προχώρησα ἀθόρυβα στὸ προαύλιο καὶ ἔσκυψα ἀπὸ τὸν πόθο στὰ πρόθυρα, εἶδα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς νὰ εἶναι ἁπλωμένο λαμπρὰ μπροστὰ στὸ ποίμνιο, νὰ εἶναι ὁλόκληρο στολισμένο μὲ θεοπρεπῆ λόγια, καὶ τὰ μάτια ὅλων νὰ εἶναι στραμμένα σ’ αὐτόν. Εἶδα τὸ λαὸ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν μὲ πνεῦμα, καὶ τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανὸ νὰ ἐλεεῖται πάρα πολύ. Εἶδα ἐκεῖ νὰ κυλοῦν πρὸς αὐτόν τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι, καὶ τὸ μαλλὶ τῆς ζωῆς νὰ λάμπει σὲ ὅλους σὰν χρυσάφι, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ποιμένα νὰ στέλνει ψηλὰ μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος δεήσεις καὶ νὰ κατεβάζει ἀπαντήσεις. Εἶδα τὴν ‘Ἐκκλησία νὰ καλλωπίζεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἀγαπημένη νὰ στολίζεται μὲ πολλὰ στολίδια. Εἶδα τὰ δόγματα τοῦ Παύλου, τὰ διδάγματα τῶν Προφητῶν, τὸ νόμο τῶν Εὐαγγελίων, τὸ φόβο τῶν μυστηρίων. Εἶδα ἐκεῖ τὸν ὠφέλιμο καὶ σωτήριο λόγο νὰ ὑψώνεται πιστὰ στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ γενικὰ ὅλη ἐκείνη τὴ Σύναξη νὰ λάμπει ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς Χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλοι αὐτοί τόσο πολὺ προόδευαν στὴν εὐσέβεια, καθὼς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὸ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς βασιλείας, ἀνύμνησα τὸν σοφὸ καὶ ἀγαθό Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ δοξάζει ἐκείνους πού τὸν δοξάζουν.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, δόθηκε στὸν ἄνδρα πληροφορία γιὰ μένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἐμένα τὸν τιποτένιο, ἀπευθύνθηκε σέ μένα διὰ μέσου τοῦ διερμηνέα, καί μέ ρώτησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔσκυψες τέλεια τὸν τράχηλό σου καὶ σήκωσες τὸ ζυγὸ τοῦ σωτήριου λόγου;». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα καί εἶπα, «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἄφησα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπὸ τὸν οὐράνιο δρόμο». Καὶ ἀφοῦ μὲ πλησίασε ὁ θεόπνευστος αὐτός ἄνδρας, πρόσφερε σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο φίλημά του καὶ ἀφοῦ ἔστρωσε τραπέζι μὲ τὰ φαγητὰ τῆς σοφῆς καὶ ἅγιας καὶ πιστῆς ψυχῆς του, ὄχι τραπέζι καρυκευμένο μὲ φθαρτὰ φαγητά, ἀλλά γεμάτο μὲ ἄφθαρτα νοήματα, ἔλεγε μὲ ποιὲς δηλαδὴ καλὲς πράξεις μποροῦμε νὰ δείξουμε τήν τέλεια μετάνοιά μας στὸν Κύριο πῶς θὰ ἐμποδίσουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ πῶς θὰ κλείσουμε τὶς εἰσόδους τῶν παθημάτων· πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀποστολικὴ ἀρετή, καὶ πῶς θὰ κάμψουμε τὸν ἀδωροδόκητο Κριτή. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα, κραύγασα καὶ εἶπα: «Ἐσύ, πάτερ, φρούρησε ἐμένα τὸν πλαδαρὸ καὶ ράθυμο· ἐσύ ὁδήγησέ με στὸν ἴσιο δρόμο· ἐσύ φέρε σὲ κατάνυξη τὴ σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μου· διότι σ’ ἐσένα μὲ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή μου. Ἐσύ προσόρμισε τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς μου στὸ ἥσυχο λιμάνι».
Καὶ πρόσεξε τὴ φροντίδα τοῦ καλοῦ διδασκάλου, ἀπὸ ποῦ δηλαδὴ ἄδραξε τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς μου. Κράτησε σφιχτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ ραβδὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀφοῦ μάδησε τὴ συνήθεια τῶν ἀνόητων παθῶν, ἀφαίρεσε τὰ λέπια μου, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ματιῶν μου· καὶ ἀφοῦ ἐλάττωσε τὴν ὠχρότητα καὶ ἀνωριμότητα τοῦ λόγου, μὲ πῆρε μὲ τὸ ζῆλο καὶ μὲ βύθισε στὰ βάθη τῶν διδαγμάτων του. Τότε τὰ σπλάχνα μου πόθησαν πολὺ νὰ συνθέσουν τὸν ἔπαινο τῶν Σαράντα Μαρτύρων· διότι ὁ ἐκλεκτός πληροφόρησε τὰ αὐτιά μου γιὰ κάθε πράξη τῆς καρτερίας τους· πῶς δηλαδὴ προτίμησαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ πόσους κινδύνους περιφρόνησαν, γιὰ νὰ Τὸν κερδίσουν, καὶ πόσοι ἦταν οἱ ἅγιοι ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό· καὶ ἐξιστοροῦσε τὰ ὑπόλοιπα κατορθώματα τῆς εὐσέβειάς τους.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ πιστὸς ἀρχιερέας μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἐργασία, ἀφοῦ ἀφήσουμε τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν τῶν τροπαιούχων καλλινίκων ἀνδρῶν γιὰ ἄλλη διήγηση, ἂς μακαρίσουμε αὐτόν, τὸν ὅσιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνδρα πού εἶχε τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ τὴν ἴδια τιμὴ μ’ αὐτούς. Διότι, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀντιστάθηκαν μὲ ἀνδρεία στὸν τύραννο Λικίνιο καὶ στὸν ἄρχοντα Δούκα, ἔτσι καὶ ὁ Ὅσιος ἀντιπαρατάχθηκε στὸν Οὐάλη καὶ στὸν Ἄρειο καὶ στὸν ἀλαζονικὸ ἔπαρχο. Ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ξερίζωσαν τὰ ἀγκάθια τῆς πλάνης, καὶ αὐτὸς ξερίζωσε τὰ τριβόλια τῆς αἱρετικῆς μανίας. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὰ ἀγωνίσματα τοῦ Λικίνιου, καὶ αὐτός κατάργησε τὰ προστάγματα τοῦ Οὐάλη. Ἐκεῖνοι κατάργησαν τὶς προσταγὲς τοῦ Δούκα, καὶ αὐτός καταντρόπιασε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἄρχοντα, καὶ αὐτός τσάκισε τὴ μανία τοῦ ἔπαρχου Μόδεστου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁπλίσθηκε ἀπὸ τὴν ἄθλησή τους μὲ κεντρί, ὅπως ὁ Φινεές, τρύπησε τὶς γλῶσσες πού ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ ποθοῦσε πολὺ ἔντονα νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου καὶ βιαζόνταν νὰ στήσει τρόπαιο μὲ τὸ μαρτύριό του. Οἱ Μάρτυρες, χάρη στὴν πίστη τους στὸν Χριστό, σήκωσαν ἐπάνω τους ὅλη μαζὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὑπέ-μειναν μὲ γενναιότητα· ὁ Βασίλειος ἐπίσης, χάρη στὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστό, ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία τὴ χιονοθύελλα τῶν πειρασμῶν. Ἐκεῖνοι πέταξαν τοὺς χιτῶνες τους καὶ πρόσφεραν τὰ μέλη τους στὰ βασανιστήρια· καὶ αὐτός βιάζονταν νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλό του καὶ τὸ σῶμα. Ἐκεῖνοι στὴ λίμνη τράβηξαν πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους αὐτόν πού πλανιόταν στὴν ἀσέβεια καὶ τὸν ἔκαναν ἄξιο γιὰ τὴ δόξα· αὐτός ἐπίσης βαφτίζοντας τοὺς ἄπιστους στὴν κολυμβήθρα, ἔγινε γι’ αὐτοὺς πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνοι μέσα στὰ νερά, φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο, εἶδαν τὸ φῶς μαζὶ μὲ τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους· καὶ αὐτός πυρπολούμενος ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδας, πῆρε τὰ βραβεῖα γιὰ τὸν ἀγώνα του ἐνάντιον τῶν κακοδόξων.
Πόσες πανουργίες μεταχειρίσθηκε ὁ πονηρὸς Βελίαρ γιὰ νὰ χωρίσει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία! Ἐξόργισε βασιλιάδες, ἄρχοντες καὶ ὄχλους, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἔγινε βάση τῶν πιστῶν. Ἐξαγρίωσε ὅλες τὶς καταιγίδες του, ἀλλά δὲν τάραξε διόλου τὸν σοφὸ ἔμπορο. Προκάλεσε θύελλα μὲ τοὺς βοηθούς του, δηλαδὴ μὲ τὶς αἱρέσεις, ἀλλά ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτη ἀποδεικνύονταν περισσότερο. Ξεσήκωσε τρικυμίες ἐνάντιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ βυθίσει τὸ πλοῖο τῆς πίστης τοῦ Βασιλείου. Τὸν πολέμησε μὲ αἱρετικὰ λόγια, ἀλλά ἀμέσως τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς θεολογίας. Ἐξόπλισε ἐναντίον του τὸν Ἄρειο, ὅπως τὸν Γολιάθ, ἀλλά χτυπιόταν ἀπ’ αὐτόν, σὰν μὲ σφενδόνη, μὲ τὰ τρία λιθάρια τῆς πίστης. Ἐπιτέθηκε μὲ ὁρμή στὸν πύργο του μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς κακοδοξίας —ἄνεμοι δηλαδὴ ἦταν οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν— ἀλλά δὲν τὸν ἔπεισαν, διότι εἶχε ὀχυρωθεῖ μὲ τὰ τρία ἀπόρθητα τείχη τῆς ἄχραντης Τριάδας. Ἐκτόξευσε τὰ βέλη τῆς πολυθεΐας, ἀλλά ἀμέσως τράπηκε σὲ φυγὴ ἀπὸ τὴ μονοθεΐα. Ἔρχονταν στρατεύματα σκυλιῶν πού γαύγιζαν, ἀλλά μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὰ τραυμάτιζε. Οἱ λύκοι φοροῦσαν πάλι τὸ δέρμα τῶν προβάτων, ἀλλά ἀμέσως ἔλεγχε τὴν ὑποκρισία τους. Βιαζόταν ἡ ἀδικία νὰ τὸν ταράξει, ἀλλά ἀμέσως νικιόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀνδρός. Φιλονεικοῦσαν οἱ ἄπιστοι νὰ μιμηθοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία του, ἀλλά ἀμέσως διακηρυσσόταν ἡ κακόπιστη καὶ ἀσεβής γνώμη τους. Μεταχειρίζονταν κολακεῖες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν παρρησία του, ἀλλά ἀμέσως ἀποκαλυπτόταν ἡ ἀφροσύνη τους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ γνωρίζουν καὶ οἱ ἔχθροι νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετή καὶ τὴν ἀνδρεία, ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ τυράννου βασανιζόταν ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, παρακαλοῦσαν τὸν ἄνδρα νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό ·ἐκεῖνος ὅμως πρότεινε, λέγοντας: «θὰ προσευχηθῶ, ἂν μοῦ τὸ δώσεις νὰ τὸ ὁδηγήσω στὴν ἀψεγάδιαστη πίστη καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε δυσσέβεια τῶν μαθημάτων τοῦ Ἀρείου»· καὶ ὅταν ὁ πατέρας συμφώνησε, ἀμέσως ὁ Βασίλειος ἔγινε μεσολαβητὴς γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιὰ πρὸς τὸν οὐράνιο· προσκόμιζε τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἄνδρα, καὶ ἔφερνε σ’ αὐτόν τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του.
Μόλις λοιπὸν εἶδαν τὰ φίδια νὰ ἔχει σωθεῖ τὸ παιδί, ξανὰ ἔβλαψαν ὕπουλα τὴ θέληση τοῦ ἀνόητου βασιλιᾶ, καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ γιό του, τὸν βάφτισαν μὲ νερό, ὄχι ὅμως μὲ Πνεῦμα. Δίδασκαν νὰ ἀρνηθεῖ τόνΥἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ντύνοντας καὶ ἐσωτερικὰ ξεντύνοντας· ἐξωτερικὰ ντύνει τὸν Χριστὸ καὶ ἐσωτερικὰ τὸν ξεσχίζει. Γι’ αὐτό καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀφαίρεσε τὸ πνεῦμα τοῦ δύστυχου παιδιοῦ, κηρύττοντας τὴν ἀχαριστία τους.
Αὐτά δὲν εἶναι δευτερότερα ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Ἠλία, καὶ δὲν εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἐλισσαίου. Ὅπως ἐκεῖνοι ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ τοὺς νεκρούς, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Βασίλειος μὲ τὴν προσευχὴ του ἅρπαξε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ παιδὶ πού ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως ἐπίσης ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, πού ἔκλεψαν, τοὺς θανάτωσε, ἔτσι καὶ ὁ Βασίλειος, κατέχοντας τὴ θέση τοῦ Πέτρου, καὶ συγχρόνως μετέχοντας στὴν παρρησία ἐκείνου, ἔλεγξε τὸν Οὐάλη, πού ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του, καὶ θανάτωσε τὸ γιό του. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό κυρίευσε πολλὴ λύπη καὶ ἀμηχανία τοὺς ἐλεεινοὺς καὶ ἐκεῖνο τὸν ἄπιστο βασιλιά.
Καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διηγηθεῖ ἀντάξια τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού παρουσίασε ὁ μακάριος καὶ πιστὸς Βασίλειος, μέσα στὰ ἴδια τὰ γεγονότα; Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμαστε ἀδύνατοι νὰ ἐξηγήσουμε τὰ τόσα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα, παραλείποντας ὅλα, καὶ ἀναφέροντας ἕνα, ἂς δείξουμε πῶς καὶ τὰ ἀναίσθητα συμμαχοῦσαν μὲ τὸν ἄνδρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ γεννήματα τῆς ὀχιᾶς μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο, διότι συνεχῶς πολεμοῦνταν μὲ τὰ λόγια ἐκείνου καὶ συγχρόνως μὲ τὰ θαύματά του, σὰν μὲ βέλη, προσῆλθαν στὸ βασιλιὰ ζητώντας νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει: «Εἶναι ἀνυπόφορος, εἶπαν, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπουμε· διότι ἐναντιώνεται πάρα πολὺ σ’ ἐμᾶς μὲ τὰ λόγια του· γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, βασιλιά, νὰ προοδεύσει ἡ δική μας πίστη, ὅσο αὐτός εἶναι παρών».
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ βασιλιὰς παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀποφάσισε νὰ ἐξορισθεῖ αὐτός· ἡ γραφίδα ὅμως ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε νὰ ὑπηρετήσει τὴν παράνομη ἀπόφαση, συντρίφθηκε ἀπὸ μόνη της, διδάσκοντας στὸν ἀνόητο πόσο μεγάλη ἀσέβεια θέλει νὰ διαπράξει στὸ δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κήρυττε μία θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποδείκνυε ἐντελῶς μὲ σοφία ὅτι εἶναι σκυλιὰ λυσσασμένα ἐκεῖνοι πού φρονοῦσαν ἡ ὁμολογοῦσαν τὴ διαίρεση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὁ ἀναισθητότερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γραφίδα, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς τῆς πλάνης, πῆρε καὶ δεύτερη γραφίδα γιὰ νὰ ὑπογράψει καὶ νὰ ἀποτελειώσει τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Εἶδε ὅμως καὶ αὐτή τὴ γραφίδα νὰ θραύεται καὶ νὰ μὴ δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ κακὸ πού ἔσπευδε νὰ διαπράξει. «Γιατί σπεύδεις, βασιλιά, νὰ ἐξορίσεις σὲ ξένη χώρα αὐτόν πού ἔχει ἔνοικο μέσα του Ἐκεῖνον πού γεμίζει τὰ πάντα; Γιατί θέλεις νὰ ἐξοντώσεις αὐτόν πού εἶναι σέ ὅλα ἀδιάβλητος; Γιατί διώχνεις ἀπὸ τὴν πόλη τὸν οὐρανοπολίτη; Ἂν μάλιστα πάρεις καὶ τρίτη γραφίδα, θὰ τὴν δεῖς νὰ κομματιάζεται καὶ νὰ μὴ δέχεται κι αὐτή νὰ συνεργεῖ», πράγμα πού τελικά ἔγινε.
Τότε διακηρύχθηκε φανερὰ σὲ ὅλους ἡ νίκη καὶ τὸ λαμπρὸ τρόπαιο τοῦ ἀκατανίκητου ἄνδρα. Οἱ τρεῖς γραφίδες ἔγιναν ὑπερασπιστὲς αὐτοῦ πού κήρυττε τὴν ὁμοούσια Τριάδα. Τὸ χέρι ἔσπευδε νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση, οἱ γραφίδες ἀποδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἄδικη. Τὸ χέρι βιαζόταν νὰ δώσει πονηρὴ ψῆφο, οἱ γραφίδες ἐμπόδιζαν τὴν ἀνωφελῆ βιασύνη. Καὶ ὅπως τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ντρόπιαζε ὅλους τούς γητευτὲς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μάγους τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι καὶ οἱ γραφίδες κατάργησαν ἀμέσως τὴν ἀπόφαση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παιδιῶν τοῦ σκότους.
Πῶς νὰ σὲ μακαρίσουμε, πάτερ Βασίλειε, ἐσένα πού μὲ τὸ κεντρὶ τῆς ἀλήθειας κεντρίζεις καὶ διώχνεις τὴν πλάνη· ἐσένα πού ἀναχωρεῖς συνετὰ μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες καὶ κατασκηνώνεις στὸ λιβάδι τῶν θεόπνευστων Γραφῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ ἀνθολογεῖς γιὰ μᾶς ἄνθη προφητικά, δροσιὰ ἀποστολική, ζωὴ εὐαγγελική· ἐσένα πού διαρκῶς κάθεσαι στὶς κυψέλες τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀπ’ αὐτές κατασκευάζεις γιὰ μᾶς τὴ θεία πρόπολη· ἐσένα πού παρήγαγες σοφά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μέλι τῆς θείας καὶ ἀψεγάδιαστης πίστης· ἐσένα πού μᾶς διδάσκεις νὰ καταφρονοῦμε τὶς πονηρὲς σφῆκες καὶ νὰ κατευθύνουμε τὸ πέταγμα στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· ἐσένα πού κραύγασες ὅπως ὁ Δαβίδ, «εἶναι γλυκὰ τὰ λόγια σου στὸ λάρυγγά μου, εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι στὸ στόμα μου»!
Πιστὲ Βασίλειε, ἔγινες δεκτὸς ὅπως ὁ Ἄβελ, μεταφέρθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἐνώχ, σώθηκες ὅπως ὁ Νῶε, ὀνομάσθηκες φίλος τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ἀβραάμ, προσφέρθηκες θυσία στὸν Θεὸ ὅπως ὁ Ἰσαάκ, ὑπέφερες πειρασμοὺς μὲ γενναιότητα ὅπως ὁ Ἰακώβ, καὶ δοξάσθηκες πολὺ ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Βύθισες μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὸν δεύτερο Φαραώ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, κόβοντας τὴ θάλασσα τῶν παθῶν, ἀναδείχθηκες ἀρχιερέας τοῦ Κυρίου ὅπως ὁ Ἀαρών, ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀξιώθηκες νά δεχθεῖς τὴ Χάρη, ἐπειδὴ ἔδειξες ζῆλο ὅπως ὁ Φινεές, ὑψώθηκες ὅπως ὁ Σαμουήλ, διαφυλάχθηκες ὅπως ὁ Δαβίδ, ἁρπάχθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀξιώθηκες διπλὴ χάρη ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος. Καθαρίσθηκες μὲ τὴ νοητὴ φωτιὰ ὅπως ὁ Ἠσαΐας καὶ ἁγιάσθηκες ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας σου ὅπως ὁ Ἱερεμίας. Εἶδες, ὅπως ὁ Ἰεζεκιήλ, Ἐκεῖνον πού κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβείμ, φίμωσες, ὅπως ὁ Δανιήλ, τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες καταπάτησες ἐντελῶς τὴ φλόγα τῶν ἐχθρῶν. Κήρυξες ὅπως ὁ Πέτρος, δίδαξες ὅπως ὁ Παῦλος, ὁμολόγησες ὅπως ὁ Θωμᾶς ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔπαθε γιά μᾶς. Ἐσύ θεολόγησες ὅπως ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης· καὶ ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δίδαξες τοὺς ἄνομους, ἐπέστρεψες τοὺς ἀσεβεῖς, εὐαρέστησες στὸν Θεό.
Μεσίτευε γιὰ μένα τὸν πολὺ ἐλεεινό, καὶ ἐπανάφερέ με στήν εὐθεία ὁδό μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, πάτερ· ἐσύ ὁ ἀνδρεῖος ἐμένα τὸν χαῦνο, ὁ ἀγωνιστής τὸν ὀκνηρό, ὁ πρόθυμος τὸν ράθυμο, ὁ σοφὸς τὸν ἀνόητο· ἐσύ πού θησαύρισες γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ θησαυρὸ τῶν ἀρετῶν, ἐμένα τὸν στερημένο ἀπὸ κάθε καλό· διότι ἐσένα δόξασε ὁ Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ ἐσένα μακάρισε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἐσένα σὲ καθιέρωσε ναὸ ἅγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· στὸ Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία, ἡ μεγαλοπρέπεια, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...