Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εἶναι συνήθεια στοὺς ἀνθρώπους νὰ γιορτάζουν τὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ ἑπόμενου καὶ νὰ γίνονται διάφορες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὠφέλιμα γιατί στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλὸ νὰ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει μονοτονία στὴ σημερινὴ ζωή.
Ὡστόσο ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ἀκριβῶς μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ δοῦμε πὼς ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται καὶ προσλαμβάνει αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ χρόνου.
Θὰ ἔπρεπε βέβαια, ἂν βλέπαμε τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μόνο καὶ ἂν βλέπαμε τὴ ζωὴ μᾶς μέσα στὰ περιθώρια αὐτοῦ του κόσμου καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὅταν περνᾶ ἕνας χρόνος νὰ εἴμαστε θλιμμένοι γιατί ὁ κάθε χρόνος ποὺ περνᾶ κατεργάζεται πάνω μας τὸ μυστήριο τῆς φθορᾶς μας καὶ τοῦ θανάτου μας, ἀφοῦ εἴμαστε θνητὰ ὄντα καὶ ὁ χρόνος μᾶς εἶναι περιορισμένος.
Ἔτσι ὅταν χάνουμε χρόνο τότε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο χαρούμενο ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς θλιβερό.
Ὅμως μέσα στὴν Ἐκκλησία συμβαίνει κάτι τὸ παράδοξο. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ Α καὶ τὸ Ὤ», δηλαδὴ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο αὐτὸς ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ἔρθει, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία γιορτάζουμε τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ταυτόχρονα γιορτάζουμε τὴν ἔλευση τοῦ νέου χρόνου. Ἀκόμη καὶ μέσα στὰ ἁπλὰ λειτουργικὰ πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως στὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δύει ὁ ἥλιος μαζευόμαστε στὸ ναὸ καὶ ὑμνοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ διηγούμενοι τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ καὶ πὼς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τόση σοφία καὶ μεγαλοπρέπεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὴν ἴδια ὥρα ποὺ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου ταυτόχρονα δοξολογοῦμε καὶ τὸ Θεὸ διότι δεχόμαστε καὶ τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ἡμέρας ἐφόσον γιορτάζουμε πλέον τὴν ἔναρξη τῆς ἑπόμενης. Μὲ τὸ τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ «Φῶς ἱλαρὸν ἅγιας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν…» οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας βιώνουμε ὄχι μόνο τὴν ἁπλὴ ὡρολογιακὴ δύση τῆς ἡμέρας ἀλλὰ ταυτόχρονα βλέπουμε καὶ προσδοκοῦμε καὶ βιώνουμε τὴν παρουσία τοῦ ἱλαροῦ φωτὸς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας. Δὲν μᾶς ἀφήνει δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν κατάθλιψη τῆς ἀπώλειας μίας μέρας ἀφοῦ ταυτόχρονά μας δίνει τὴν παρηγοριὰ τῆς παρουσίας τοῦ Φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι μιὰ ταυτόχρονη παρουσία δυὸ ἀντιθέτων φαινομενικὰ πραγμάτων. Ἐκεῖ ποὺ πεθαίνει κανεὶς βρίσκει τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ ζωή, ἐκεῖ ποὺ στερεῖται βρίσκει πλοῦτο, ἐκεῖ ποὺ ἀγρυπνᾶ βρίσκει πιὸ μεγάλη ξεκούραση, ἐκεῖ ποὺ νηστεύει βρίσκει τὴν πιὸ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἐκεῖ ποὺ πτωχαίνει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται πλούσιος, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστὸς τὸ σκότος γίνεται φῶς καὶ ἡ κόλαση παράδεισος. Μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε καὶ τὴ ζωὴ μᾶς μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν ἕνα ταξίδι. Λέει ἕνας Ἅγιος «νὰ ξέρεις ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶσαι ἕνας διαβάτης, ἕνας περαστικὸς καὶ ὄχι ἕνα πολίτης» καὶ γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶσαι μόνιμος σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τότε θὰ μπορέσεις νὰ καταλάβεις πὼς θὰ ἀξιοποιήσεις τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος κόσμου.
Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς πιάνει ἡ κατάθλιψη, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ἐξελίσσεται σὲ ψυχικὴ νόσο, ἀλλὰ ξεκινᾶ πολλὲς φορὲς ἀπὸ πνευματικὲς αἰτίες, ὅτι δηλαδὴ ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνονται μαῦρα, τὰ πάντα γύρω μας μυρίζουν θάνατο καὶ μοιάζουν σὰν νὰ μὴν ἔχουν νόημα. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ τίποτα καὶ δὲν προσδοκοῦν τίποτα.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ σύγχρονου κόσμου εἶναι θλιβερή. Ἀπὸ παντοῦ βομβαρδιζόμαστε μὲ εἰδήσεις οἱ ὁποῖες εἶναι καταθλιπτικὲς καὶ αὐτὸ ἐπιδρᾶ ἄσχημα στὴν ψυχολογία μᾶς ἔστω καὶ ὑποσυνείδητα καὶ μᾶς καλλιεργεῖ τὸ φόβο γιὰ τὴν πορεία μᾶς μέσα στὸ χρόνο τοῦ κόσμου τούτου. Βέβαια βρίσκουμε τρόπο νὰ ξεχνιόμαστε καὶ νὰ ξεγελοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὅμως στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἰσχωρήσουμε καὶ νὰ ἀλλάξουμε τὰ γεγονότα. Ἀκόμη ξέρουμε πὼς βαδίζουμε πρὸς τὸ τέλος καὶ τὸ τέλος εἶναι γιὰ ὅλους μας κάτι φοβερό. Γιὰ τὴν ἐκκλησία ὅμως τὸ τέλος δὲν εἶναι καθόλου φοβερὸ ἀλλὰ εἶναι ἄκρως χαρούμενο καὶ αἰσιόδοξο γιατί στὸ τέλος τοῦ χρόνου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὅταν ἐμεῖς ποὺ ταξιδεύουμε μέσα σ’αὐτὸ τὸ χρόνο μὲ τὶς ποικίλες τρικυμίες βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τοῦ δικοῦ μας χρόνου ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρού του κόσμου τὸν ἴδιο το Χριστό, τότε λαμβάνει τὸ τέλος γιὰ μᾶς μιὰ μεγάλη ὠφέλεια καὶ χαρά.
Ὅταν κανεὶς στὸ τέλος τοῦ χρόνου δὲν βλέπει τὸ χάος, ἀλλὰ τὸν Κύριό μας τότε τὰ πάντα μεταμορφώνονται. Καὶ εἶναι πολὺ σπουδαῖο το γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὴν πορεία τῆς ἀκριβῶς μέσα στὸ χρόνο σὰν ἕνα εὐχάριστο ταξίδι τὸ ὁποῖο εἶναι μὲν ἐπικίνδυνο καὶ πολύπλοκο, ἀλλὰ ἀποβλέποντας στὸ τέλος, λαμβάνει μεγάλη αἰσιοδοξία, ἀφοῦ κανένα ἐμπόδιο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς σταματήσει. Στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως λέμε «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν» δὲν λέμε πιστεύω στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ τὴν περιμένουμε μὲ λαχτάρα γιατί εἶναι ἕνα γεγονὸς ἄκρως αἰσιόδοξο καὶ εὐχάριστο, δηλαδὴ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν καταργεῖ τὴν Ἐκκλησία οὔτε ἐκμηδενίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κατεξοχὴν μᾶς ὁλοκληρώνει γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὰ ἔσχατά του χρόνου ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀπαρχὴ τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σ’αὐτὸ τὸν κόσμο.
Ὅταν τελοῦμε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζουμε εὐλογοῦντες τὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόματα σὰν νὰ βρισκόμαστε σ’ἕνα ἄλλο πνευματικὸ χῶρο, σὲ μιὰ καινούρια κτήση, ὅπου τα πάντα παύουν. Ὅπως λέμε καὶ στὸ Χερουβικὸ ὕμνο «πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», διότι βρισκόμαστε ἐνώπιόν της Ἁγίας Τριάδος καὶ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὶς οὐράνιες δυνάμεις καὶ μέσα στὸ χῶρο ὅπου ἐκφράζεται ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι κατεξοχὴν τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας: Ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ τίποτα ἀφοῦ τὰ πάντα καταργοῦνται καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος καὶ οἱ περιστάσεις ἐκμηδενίζονται καὶ παραμένει μόνο ἡ παρουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας μοναχὸς ἀρχάριος τὴν περίοδο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τὸν ἔπνιγαν οἱ λογισμοί, κυρίως στὴν ψυχικὴ σφαίρα, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ τοῦ δεχόταν τὸν πνιγμὸ τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ στὸ μοναστήρι τοῦ φαινόταν καταθλιπτική, δύσκολη καὶ δὲν ὑπῆρχε διέξοδος ἀφοῦ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ μπροστά του, ἡ ψυχική του διάθεση βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ σκοτάδι καὶ μέσα σ’αὐτὸ τὸ σκοτάδι προσπαθοῦσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ βρεῖ μία ἄκρη. Τότε ἦταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἔτσι ὅπως ἀπεγνωσμένα πάλευε μέσα σ’αὐτὴ τὴ θάλασσα τῶν λογισμῶν καὶ πρόφερε τὴν εὐχὴ τότε ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μία ἔμπειρια διὰ τῆς θείας χάριτος. Τότε ἀκούγοντας τὸν ἱερέα νὰ ἀρχίζει τὸν ἑσπερινὸ λέγοντας «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἤμων πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων» τότε αὐτὴ ἡ φράση γι’αὐτὸν ἦταν μία ἀποκάλυψη διότι διὰ τῆς θείας χάριτος ὁ ἄνθρωπος γεύεται τὴν πείρα τῆς αἰωνιότητος. Κατάλαβε διὰ τῆς ἐμπειρίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὑρισκόμενος σὲ σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ ἐπεκτείνεται εἰς τοὺς αἰῶνες, γίνεται ἄπειρος καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Θεός. Καὶ κάθε φράση ποὺ λέει, κάθε πράξη ποὺ κάνει καὶ μόνο ἡ στάση του καὶ ἡ παραμονὴ τοῦ σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο τὸν πνευματικὸ ἐπεκτείνεται στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων γιατί ἀπευθύνεται πρὸς τὸ Θεό. Ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ φῶς καὶ κατάλαβε ὅτι τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι ἴσα μὲ τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Μία αἰσιοδοξία κατέλαβε τὴ ψυχὴ τοῦ γιατί κατάλαβε τὴν αἴσθηση τῆς νίκης τοῦ χρόνου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν νικᾶται ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ δὲν φοβᾶται ὅτι καὶ ἂν συμβαίνει, ὄχι γιατί ἔχει κοσμικὴ δύναμη ἀφοῦ δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται ἡ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία ἀφοῦ πρέπει νὰ πορεύεται κατὰ μίμηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως δὲν θέλει τὴν κοσμικὴ φαντασία ἀλλὰ θέλει αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ γεγονότος τοῦ Χριστοῦ μέσα της. Αὐτὸ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη, διότι πορεύεται διὰ τοῦ δρόμου τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ζῶντες μέσα στὴν Ἐκκλησία μεγαλώνουμε, προχωροῦμε, τελειοποιούμεθα καὶ ἔρχεται ὥρα ποὺ ἡ μητέρα Ἐκκλησία μᾶς γεννᾶ σ’ἕνα θεῖο τοκετὸ καὶ μᾶς παραδίδει στὰ χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ κόσμος γιὰ τοὺς πατέρες εἶναι τὸ σαρκικὸ φρόνημα, τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι κόσμος ἀκόμη κι ἂν ζοῦν σ’αὐτόν, εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἀπέθανε. Ἑπομένως ἐπειδὴ εἴμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ λέμε τὰ πράγματα ὡς ἔχουν καὶ εἴμαστε ἄφρονες ὅταν πιστεύουμε πὼς θὰ ζήσουμε ἐδῶ αἰώνια. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς βουλιάζει στὴν ἀπελπισία ἀλλὰ μᾶς βγάζει πιὸ πάνω ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε προηγουμένως. Μᾶς διδάσκει πὼς ἐμεῖς δὲν εἴμαστε πλασμένοι γι’αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας ἄλλος τοῦ ὁποίου εἴμαστε πολίτες. Εἶναι μία ἀπάτη νὰ ξεγελιόμαστε ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ βλέπουμε γύρω μας καὶ νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὑπάρχει κάτι πιὸ ὡραῖο καὶ οὐσιαστικὸ ἀπὸ τὰ ὡραῖα του παρόντος κόσμου. Γιατί ἂν μείνουμε στὸν ἐπίγειο αὐτὸ κόσμο κλείνουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς σ’ἕνα πνευματικὸ θάνατο, ἐνῶ ἂν βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος τότε μποροῦμε νὰ ἀναπνέουμε τὸ ὀξυγόνο τῆς οὐράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπηύθυνε τὸ λόγο τοῦ σ’ἕνα σύγχρονο Ἅγιο, τὸν Ἅγιο Σιλουανό: «κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι» Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα σήμερα. Δηλαδὴ κράτα τὸν ἑαυτό σου μέσα στὸν Ἅδη, μὴ φοβᾶσαι τὸν Ἅδη, ασε τὸν ἑαυτό σου ἐκεῖ γιατί ἐκεῖ εἶναι τὸ ὅριο, εἶναι τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἀπώλειας, τῆς ἀβύσσου. Κράτησε ὅμως μόνο ἕνα σχοινί, μὴν ἀπελπίζεσαι, νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χριστό. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πορεία μας, ἡ ζωή μας, ὁ κόπος στὴ ζωή μας μὲ τὶς θλίψεις παίρνει ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τὸ πέρασμα τῶν ἡμερῶν, τὸ τελείωμα τῆς ζωῆς μας καὶ τοῦ χρόνου μας καὶ ἡ ἔναρξη τοῦ ἄλλου χρόνου φορτίζεται μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Τὸ «μὴν ἀπελπίζεσαι, ἀλλὰ νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Μένα» σημαίνει, μὴ φοβᾶσαι γιατί ἐγὼ νίκησα τὸ χρόνο καὶ μαζὶ μὲ τὸ χρόνο νίκησα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ χρόνου, νίκησα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ χρόνου καὶ ὁτιδήποτε ὑπῆρξε σ’αὐτὸ τὸ χρόνο» διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι μὴ μένοντα. Ὅλα ἐκμηδενίζονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στὸ χῶρο τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι, ἔζησαν καὶ ζοῦν τὴν ἐμπειρία αὐτὴ καὶ ξέρουν ὅτι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ σημαίνει αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ ὁδὸ διὰ μέσου του Σταυροῦ, καὶ τοῦ θανάτου στὸν παρόντα κόσμο καὶ ὄχι σὲ φανταστικοὺς κόσμους καὶ ἐν συνέχεια στὴ μετοχὴ τοὺς αἰώνια πλέον στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας), περιοδικὸ «Παράκληση», Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Τριάδος , Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ
ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ
Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτήμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη μόρφωση. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν πιὸ σίγουρο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰ τοὺς γονεῖς σας. Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶ ὅμοια μ᾿ ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰ λόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις. Ἔνῳ ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο. Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺ ἔρχομαι νὰ προσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ δικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πάνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ, τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿ αὐτὴ μονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸ ὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶ ζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν. Οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰ λαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του. Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰ σᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς. Ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶ τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸ συνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶ κάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ καταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲ ἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺ μοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ, τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰ κοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ προγύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὴν ψυχή μας. Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰ βαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰ βάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰ κάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
Ἂν οἱ δυὸ διδασκαλίες ἔχουν κάποια συγγένεια, θὰ ἦταν ὠφέλιμη ἡ γνώση καὶ τῶν δυό. Ἀλλὰ ἔχουν καὶ μεγάλη διαφορά. Γι᾿ αὐτό, ἂν τὶς βάλουμε τὴ μιὰ πλάι στὴν ἄλλη καὶ τὶς συγκρίνουμε, θὰ δοῦμε καθαρὰ ὅτι ἡ μιὰ ὑπερέχει τῆς ἄλλης. Μὲ τί ὅμως νὰ τὶς παρομοιάσουμε, ὥστε νὰ δώσουμε μιὰ πετυχημένη εἰκόνα τους; Ἡ κύρια ἀξία τοῦ φυτοῦ εἶναι τὸ ὅτι κάνει καρπούς. Ἀλλὰ καὶ τὰ φύλλα του προσφέρουν ἕνα στόλισμα, καθὼς παίζουν κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ ἀέρα γύρω στοὺς κλάδους. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ στὴν ψυχή. Ὁ καρπός της, ἡ ἀξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως ὡραῖο πρᾶγμα νὰ τὴν τριγυρίζει κι ἡ κοσμικὴ σοφία, σὰν φυλλωσιά, ποὺ σκεπάζει ὄμορφα τοὺς καρπούς. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν μεγάλο Μωϋσῆ, τὸν περιβόητο γιὰ τὴ σοφία του, καθὼς ἀναφέρει ἡ παράδοση. Πρῶτα –λένε- γύμνασε τὸν νοῦ του στὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου κι ὕστερα σίμωσε γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν σοφὸ Δανιήλ, αἰῶνες ἀργότερα. Πρῶτα διδάχθηκε στὴ Βαβυλώνα τὴ σοφία τῶν Χαλδαίων κι ὕστερα ἔπεσε στὴ σπουδὴ τῆς θείας διδασκαλίας.
Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ
Ἀρκετὰ σᾶς ἐξήγησα τὸ ὅτι αὐτὰ τὰ κοσμικὰ μαθήματα δὲν εἶναι ἀνώφελα γιὰ τὴν ψυχή. Ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ δοῦμε καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνετε. Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ πολύμορφα ἔργα τῶν ποιητῶν. Δὲν πρέπει νὰ δίνετε σημασία σὲ ὅλα, χωρὶς ἐξαίρεση, τὰ διδάγματά τους. Ὅταν σᾶς ἐξιστοροῦν κατορθώματα ἢ σᾶς ἐκθέτουν λόγια καλῶν ἀνθρώπων, νὰ τὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη, νὰ κοιτᾶτε νὰ τοὺς μιμηθῆτε, νὰ τοὺς μοιάσετε, ὅσο μπορεῖτε. Ὅταν ὅμως φέρνουν στὴ μέση κακοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀποφεύγετε τὶς τέτοιες εἰκόνες, φράζοντας τ᾿ αὐτιά σας ὅμως ὁ Ὀδυσσέας, πού, καθὼς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος, ἤθελε ν᾿ ἀποφύγει τὴ μελῳδία τῶν Σειρήνων. Γιατί; Διότι ἅμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ λόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ προφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας. Γιατί ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶ δηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺ ἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰ σημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται. Γιατί, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶ πρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦ Δία, ὅπως λέγουν αὐτοί. Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰ τὰ ζῷα ἂν τὰ ἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰ νὰ διασκεδάσουν.
Ἐπίσης δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς ρήτορες τῶν δικαστηρίων, ποὺ ἡ τέχνη τους εἶναι τὸ ψέμα. Γιατί τὸ ψέμα δὲν εἶναι ὠφέλιμο οὔτε στὰ δικαστήρια οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, μιὰ καὶ προτιμήσαμε, σὰν χριστιανοί, τὸν σωστὸ κι ἀληθινὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προστάζει νὰ μὴ καταφεύγουμε στὰ δικαστήρια. Ἀπ᾿ ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ παρὰ πάνω, θὰ διαλέγουμε καὶ θὰ παίρνουμε μονάχα ὅ, τι εἶναι ἔπαινος τῆς ἀρετῆς καὶ κατάκριση τῆς κακίας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τ᾿ ἄλλα ζῷα, τὰ λουλούδια εἶναι καλὰ μονάχα γιὰ τὸ ἄρωμά τους καὶ τὸ χρῶμα τους. Γιὰ τὶς μέλισσες ὅμως, ὑπάρχει σ᾿ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλο: τὸ μέλι. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅσοι στὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν ἀναζητοῦν μονάχα τὴ γλύκα καὶ τὴ χάρη τοῦ λόγου, μποροῦν ν᾿ ἀποκομίσουν καὶ κάποια ὠφέλεια γιὰ τὴν ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αὐτὰ τὰ συγγράμματα νὰ τὰ σπουδάζουμε ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν. Οἱ μέλισσες δὲν πετᾶνε σὲ ὅλα τὰ λουλούδια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κι ὅπου καθίσουν, δὲν κοιτᾶνε νὰ τὰ πάρουν ὅλα. Παίρνουν μονάχα ὅσο χρειάζεται στὴ δουλειά τους καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν εἴμαστε φρόνιμοι. Θὰ πάρουμε ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα ὅ, τι συγγενεύει μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς χρειάζεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ ἀφήσουμε πίσω μας. Κι ὅπως, κόβοντας τὸ τριαντάφυλλο, ἀποφεύγουμε τ᾿ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς, ἔτσι κι ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ θὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπ᾿ ὅ, τι εἶναι ἐπιζήμιο. Ἀπὸ τὴν πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὰ διδάγματα χωριστὰ καὶ νὰ τὰ προσαρμόσουμε στὸν σκοπό μας, φέρνοντας, κατὰ τὴ δωρικὴ παροιμία τὴ σχετικὴ μὲ τοὺς κτίστες, τὴν πέτρα στὸ ἀλφάδι.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ
Στὴν ἄλλη ζωή, θὰ φθάσουμε μὲ τὴν ἀρετή. Τὴν ἀρετή, ποὺ ἐξύμνησαν κι οἱ ποιητὲς κι οἱ πεζογράφοι, ἄλλα πιὸ πολὺ οἱ φιλόσοφοι. Ἔτσι, μεγαλύτερη προσοχὴ πρέπει νὰ δώσουμε στὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ κέρδος, ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν νέων συνηθίσουν καὶ κάνουν δική τους τὴν ἀρετή. Ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνει στὴν τρυφερὴ ἡλικία του, μένουν ἀσάλευτα. Γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα ἁπλὴ τότε καὶ ὅ, τι δέχεται, ἐντυπώνεται πολὺ βαθιὰ μέσα της. Τί ἄλλο τάχα σκέφθηκε ὁ Ἡσίοδος ἀπὸ τὸ νὰ προτρέψει τοὺς νέους στὴν ἀρετή, ὅταν φιλοτεχνοῦσε τοὺς στίχους του, ποὺ ὅλοι τους τραγουδοῦν; Σκέφθηκε ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι στὴν ἀρχὴ κακοτράχαλος καὶ δυσκολοδιάβατος κι ἀνηφορικός. Ὅτι τὸν κάνει κανεὶς μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ πολὺ κόπο. Ὅτι, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ πόδι του σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο, μὲ τὴν ἀποτομιὰ ποὺ δείχνει, κι οὔτε, ἂν τὸν περπατήσει, θὰ φθάσει εὔκολα στὴν κορφή. Ὅτι σὰν φθάσει ὅμως ἐκεῖ πάνω, βλέπει πῶς στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δρόμος ἴσιος, ὄμορφος, εὔκολος, καλοδιάβατος καὶ πιὸ εὐχάριστος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ποιητὴς εἶπε ὅτι μονομιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν διαβεῖ, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Ἐγὼ τὸ πιστεύω: Ὁ Ἡσίοδος ἱστόρησε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς παροτρύνει στὴν ἀρετή, νὰ σπρώξει τὸν καθένα στὸ καλό, νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ τὸ βάλουμε κάτω μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ νὰ μὴ σταματήσουμε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ δρόμου. Κι ὅποιος ἄλλος μὲ τέτοιο τρόπο τραγούδησε τὴν ἀρετή, ἂς γίνει ὁ λόγος του καλόδεχτος ἀπὸ μᾶς, μιὰ κι ὁδηγεῖ στὸν ἴδιο σκοπό.
Ἄκουσα κάποτε νὰ μιλᾶ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐμβαθύνει στὸ νόημα τῶν ποιητῶν. Ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς. Ὅλα, στὸν Ὅμηρο, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ, τι εἶναι περιθωριακό, ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτό. Ἔτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ σώθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸ ναυάγιο καί, στὴν ἀρχή, μὲ μόνη τὴν ἐμφάνισή του, προκάλεσε τὸν σεβασμὸ τῆς βασιλοκόρης Ναυσικᾶς. Ἡ γύμνια του δὲν ἦταν ντροπή, γιατί ἀντὶ γιὰ ροῦχα ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή. Κι ὕστερα προκάλεσε ἀγαθὴ ἐντύπωση καὶ στοὺς ἄλλους Φαίακες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παρατήσουν τὴν τρυφηλὴ ζωή τους καὶ νὰ προσπαθοῦν, θαυμάζοντάς τον, νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καὶ στὸ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, ἄλλη εὐχὴ δὲν ὑπῆρχε παρὰ νὰ γίνει δεύτερος Ὀδυσσεας, ἔστω καὶ θαλασσοδαρμένος. Γιατί -ἔλεγε ὁ ἑρμηνευτὴς ἐκεῖνος τοῦ ποιητικοῦ νοήματος- μὲ αὐτὰ ὁ Ὅμηρος διδάσκει ξάστερα τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωποι γυμνασθῆτε στὴν ἀρετή, ποὺ κολυμπᾶ μαζί σας στὸ ναυάγιο, κι ὅταν πατήσετε στὴ στεριὰ γυμνοί, θὰ σᾶς παραστήσει πιὸ τιμημένους ἀπὸ τοὺς ἀμέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, αὐτὸ εἶναι. Ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ τυχὸν ἔχουμε, ἀνήκουν ἐξ ἴσου στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Πέφτουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, ὅπως τὰ ζάρια. Ἡ μόνη ἀναφαίρετη ἰδιοκτησία εἶναι ἡ ἀρετή. Τὴν ἔχει δική του ὁ καθένας κι ὅσο ζῆ κι ὅταν φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Σόλων, θαρρῶ, εἶπε στοὺς πλουσίους τό:
Δὲν θ᾿ ἀνταλλάξουμε μαζί τους τὸν πλοῦτο
μὲ τὴν ἀρετή. Πάντα ἐκείνη μένει,
ἐνῷ τὸ χρῆμα συχνὰ ἀπ᾿ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο περνᾶ.
Παρόμοια εἶναι κι ὅσα λέγει ὁ Θέογνις. Ὁ κάθε θεὸς γέρνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν ζυγὸ μὲ διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ὥστε:
ἄλλοτε νὰ πλουτοῦν κι ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε.
Ἀλλὰ κι ὁ σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶ σ᾿ αὐτὸν προσοχή, γιατί εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, γιατί δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲ στίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢ τὸν πολὺ εὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡ Ἀρετὴ κι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἢ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴ τέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰ μὲ πλαδαρὲς σάρκες ἓξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸ πίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰ ἔδειχνε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ συνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸ μέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἢ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸ βλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶ τὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἦταν νὰ γίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁ Πρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸ τέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.
ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰ τὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ πασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Γιατί ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια
αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ,
σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.
Ἔχουμε, σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴ σὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸ δίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰ δοῦλοι. Ὁ μουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁ κορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰ ὄχι κι ὁ νοῦς, καὶ ποῦ νὰ θέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτο τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸ νὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἔνῳ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τη μέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδι καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ὡς ὅτου ἡ ὄψη τοῦ εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπο τοῦ ὁ τάδε τό ῾κανε, ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη τοῦ ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ, τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξη, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαῖα συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως γιατί ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.
ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἀλλὰ ἂς κάνουμε πάλι πίσω, σὲ ὅ, τι ἔλεγα στὴν ἀρχή. Στὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε ὅλα χωρὶς διάκριση, ἄλλα μονάχα ὅσα ὠφελοῦν. Γιατί εἶναι ντροπή, νὰ ἀπωθοῦμε τὶς βλαβερὲς τροφές, ἔνῳ στὰ μαθήματα, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, νὰ μὴ δίνουμε καμιὰ σημασία, ἀλλὰ νὰ τὰ παίρνουμε καὶ νὰ τὰ καταπίνουμε σὰν τὸ ὁρμητικὸ ποτάμι. Ὁ καπετάνιος δὲν παρατᾶ τὸ καράβι τοῦ ὅπως λάχει στοὺς ἀνέμους, ἄλλα τὸ κατευθύνει πρὸς τὸ λιμάνι. Ὁ τοξότης σκοπεύει τὸν στόχο του. Ὁ χαλκιὰς κι ὁ χτίστης δουλεύουν σύμφωνα μὲ τὸν προσανατολισμὸ τῆς δουλειᾶς τους. Ἐμεῖς εἴμαστε τάχα κατώτεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐπαγγελματίες τουλάχιστο στὸ νὰ ξεχωρίζουμε τὸ συμφέρον μας; Ὅπως ὁ ἐπαγγελματίας ἔχει ἕνα στόχο στὴ δουλειά του, ἔτσι κι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἔχει ἕνα δικό της στόχο. Καὶ σ᾿ αὐτὸν ἔχουν τὰ μάτια τοὺς ὅλοι ὅσοι δὲν θέλουν νὰ μοιάζουν μὲ ἄλογα ζῷα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμαστε τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ πλοῖα, ποὺ δὲν ἔχουν ἔρμα, τὸ τιμόνι τῆς ψυχῆς μας δὲν θὰ τὸ μεταχειρίζεται ἡ λογικὴ καὶ θὰ γυροφέρνουμε μέσα στὴ ζωὴ ἄσκοπα. Στοὺς γυμναστικοὺς ἀγῶνες καὶ στοὺς μουσικοὺς ἐπίσης διαγωνισμούς, ὅποιος λαβαίνει μέρος, ἔχει ὑπόψη του τὸ ἀντίστοιχο στεφάνι. Ὅποιος ἀθλεῖται στὴν πάλη ἢ στὸ παγκράτιο, δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ παίζει κιθάρα ἢ αὐλό.
Παράδειγμα ὁ χεροδύναμος ἀθλητὴς Πολυδάμας, ποὺ πρὶν κατεβεῖ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἀναχαίτιζε καταμεσὶς τοῦ δρόμου τὰ ἅρματα ποὺ ἔτρεχαν καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δυνάμωνε τοὺς μῦς του. Ἐπίσης ὁ Μίλων ὁ Κροτωνιάτης δὲν μετατοπιζόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀλειμμένο σκουτάρι κι ἀντιστεκόταν στὸ σπρώξιμο ὅπως τὰ κολλημένα μὲ μολύβι ἀγάλματα. Μ᾿ ἕνα λόγο, γυμνάζονταν γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι στὰ ἀγωνίσματά τους. Ἂς ὑποθέσουμε ὅμως ὅτι τοὺς ἔτρωγε ἡ περιέργεια κι ἄφηναν τὸν κουρνιαχτὸ τῶν γυμναστηρίων γιὰ τὶς μελῳδίες τοῦ Μαρσύα, τοῦ αὐλητῆ ἀπὸ τὴ Φρυγία, καὶ τοῦ μαθητῆ του, τοῦ Ὄλυμπου. Τί θὰ συνέβαινε τότε; Θὰ κέρδιζαν τὸν κότινο; Θὰ δοξάζονταν; Θὰ προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸ μὲ τὴν σωματική τους ἀλκή; Ἀλλὰ οὔτε κι ὁ Τιμόθεος, ὁ περίφημος αὐλητὴς ἀπὸ τὴ Θήβα, παράτησε τὴ μουσικὴ γιὰ νὰ χάνει τὸν καιρό του στὶς παλαῖστρες. Γιατί ἂν ἔκανε κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ξεπεράσει ὅλους στὴν τέχνη τῶν ἤχων καὶ νὰ ἔχει τέτοια ἱκανότητα σ᾿ αὐτήν, ὥστε, ἀνάλογα μὲ τὸ κέφι του, ἄλλοτε οἰστρηλατοῦσε τὴν ψυχὴ μὲ τὴ σοβαρὴ κι αὐστηρὴ ἁρμονία κι ἄλλοτε, γλυκαίνοντας τοὺς τόνους, τὴ χαλάρωνε καὶ τὴν ἐπράϋνε. Χάρη στὴν τέχνη του, καθὼς λένε, ἀκόμα καὶ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, παίζοντας ἕνα φρυγικὸ μέλος, τὸν ἔκανε νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ τὸ τραπέζι σὲ πολεμικὸ συναγερμὸ κι ὕστερα τὸν ξανάφερε ἀνάμεσα στοὺς συνδαιτημόνες του, ἁπαλαίνοντας τὸ μουσικό του παίξιμο. Τόση εἶναι ἡ δύναμη καὶ στὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἀθλητισμό, ποὺ δίνει ἡ προσαρμοσμένη στὸν σκοπό της ἄσκηση.
Καὶ μιὰ ποὺ ὁ λόγος γιὰ στεφάνια κι ἀθλητές. Τί τραβοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι! Αὐξαίνουν τὴ δύναμή τους μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους στὰ γυμναστήρια. Ὁ προπονητής τους ἀκόμα καὶ ξύλο τοὺς δίνει. Ἡ δίαιτά τους δὲν εἶναι καθόλου ζηλευτῆ. Εἶναι ἡ γνωστὴ τῶν γυμναστῶν. Κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄποψη -γιὰ νὰ μὴ μακρηγορήσουμε- περνοῦν ζωὴ δύσκολη, ποὺ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν ἀγώνα. Κι ἀφοῦ ἔτσι ἑτοιμασθοῦν, τότε μπαίνουν γυμνοὶ στὸ στάδιο καὶ περνοῦν ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὶς λαχτάρες, γιὰ νὰ κερδίσουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ ταπεινὸ χορτάρι καὶ νὰ ἀναγορευθοῦν νικητές. Κι ἐμεῖς, τώρα, ποὺ περιμένουμε τόσο θαυμαστὰ στὸν ἀριθμὸ καὶ στὴν ἀξία στεφάνια, ἀπερίγραπτὰ μὲ λέξεις, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πετύχουμε μὲ ἡμίμετρα, μὲ μαλθακὴ ζωή, μὲ ἔλλειψη περιορισμῶν; Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡ ἀμεριμνησία θὰ ἦταν πολύτιμο πρᾶγμα στὴ ζωή.
Ὁ Σαρδανάπαλος, ὁ Ἀσσύριος ἐκεῖνος βασιλιάς, ποὺ ἦταν ὀνομαστὸς γιὰ τὴν τρυφηλὴ ζωή του, θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ἐπίσης ὁ Μαργίτης, ποὺ καθὼς ἀναφέρει ἕνα ποίημα ἀποδινόμενο στὸν Ὅμηρο, δὲν ἦταν ἱκανὸς οὔτε νὰ ὀργώνει οὔτε νὰ σκάβει οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο νὰ κάνει. Ἀλλὰ ἂς κοιτάξουμε μήπως εἶναι μεγάλη ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ σοφούς, ὁ Πιττακός, ὅτι τὸ νὰ γίνει κανεὶς καλὸς ἄνθρωπος εἶναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ ἀποκτήσουμε μὲ πολλοὺς κόπους τὰ ἀγαθά, πού, καθὼς προείπαμε, τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν τοὺς μοιάζει. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ μὲ λιγόχρονη ἀκηδία νὰ χάσουμε τὶς ἐλπίδες πολὺ ἀκριβῶν πραγμάτων. Ἔτσι, θὰ ἦταν σὰν νὰ θέλουμε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, πρᾶγμα πολὺ βαρὺ γιὰ κάθε συνετὸ ἄνθρωπο, ἄλλα καὶ στὰ κριτήρια, ποὺ ὑπάρχουν εἴτε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ εἴτε ὁπουδήποτε ἄλλου τοῦ σύμπαντος. Γιατί, ὅποιος χωρὶς νὰ θέλει δὲν ἔξεπληρωσε τὸ καθῆκον του, ἴσως συγχωρηθεῖ κάπως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὅποιος διάλεξε συνειδητὰ τὸ κακό, εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητος καὶ θὰ τιμωρηθεῖ ἀπανωτά.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ
Ἀλλά, θὰ πεῖ κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα: τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ παραμερίσουμε τὸ κάθε τί καὶ νὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ὑποταγμένοι στὸ σῶμα, χωρὶς ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ἀλλὰ νὰ παρέχουμε στὴν ψυχὴ ὅ, τι τὸ πιὸ καλό, χρησιμοποιώντας τὴ σωστὴ σκέψη καὶ λύνοντας τὴν ἔτσι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ φυλακή της. Καί, παράλληλα κάνοντας τὸ σῶμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στὸ στομάχι ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖο κι ὄχι ὅ, τι εἶναι εὐχάριστο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ψάχνουν σὲ στεριὲς καὶ σὲ θάλασσε, γιὰ νὰ βροῦν σπουδαίους μαγείρους καὶ τραπεζοποιούς, λὲς καὶ τοὺς πρόσταξε νὰ τὸ κάνουν κάποιος ἀπαιτητικὸς ἡγεμόνας, σὰν φόρο στὴ βουλιμία του. Εἶναι ἄνθρωποι γιὰ κλάματα. Δεινοπαθοῦν ὅπως οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο; Ὅπως λέγει ἡ παροιμία, κουβαλοῦν νερὸ μὲ κόσκινο σὲ τρύπιο πιθάρι κι οἱ κόποι τοὺς τέλος δὲν ἔχουν. Κι ἡ περίσσια περιποίηση τῶν μαλλιῶν καὶ τοῦ ντυσίματος εἶναι, κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Διογένη, ἀπασχόληση ἀνθρώπων ἀδίκων ἡ δυστυχισμένων. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς κομψευόμενος ἡ καὶ τὸ νὰ λέγεται τέτοιος, εἶναι τὸ ἴδιο περίπου σὰν νὰ μιμεῖται τὶς ἑταῖρες ἡ νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τοῦ πλησίον του.
Τί διαφορά, γιὰ τὸν φρόνιμο ἄνθρωπο, ἀνάμεσα στὸ πολυτελὲς καὶ στὸ ἅπλα πρακτικὸ ροῦχο, μιὰ καὶ τὸ τελευταῖο κάνει τὴ δουλειά του, προστατεύοντας τὸ κορμὶ ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο κρύο κι ἀπὸ τὸ κάμα τοῦ καλοκαιριοῦ; Καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, πάλι, τὸ ἴδιο ἰσχύει: νὰ μὴ ξεπερνοῦν τὸ μέτρο τῆς λογικῆς ἀνάγκης κι οὔτε νὰ κολακεύουν τὸ σῶμα σὲ βάρος τοὺς συμφέροντος τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος, θεωρεῖ ἴδια ντροπὴ τὸ νὰ εἶναι κομψευόμενος καὶ ὑπηρέτης τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τὸ νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Ὅποιος κάνει τὸ πᾶν γιὰ τὴν ἐκζήτηση στὴ σωματική του ἐμφάνιση, ἀποδείχνει ὅτι δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Δὲν καταλαβαίνει τὸ σοφὸ γνωμικό, ποὺ λέγει: ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ, τι φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω. Πρέπει, μὲ ὑψηλότερη σκέψη, νὰ καταλαβαίνουμε τί πραγματικὰ εἴμαστε ὁ καθένας.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται ψυχὴ καθαρὴ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅ, τι γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἥλιο μὲ γερὰ μάτια. Καὶ τί σημαίνει, μὲ λίγα λόγια, καθαρὴ ψυχή; Περιφρόνηση τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων. Δηλαδὴ νὰ μὴν τρέφουμε τὴν ὅρασή μας μὲ τὰ ἄτοπα θεάματα τῶν θαυματοποιῶν. Νὰ μὴν ἐκθέτουμε γυμνὰ τὰ σώματα, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ τὴν ἡδονὴ ἄμεσα. Νὰ μὴν ἀκοῦμε μεθυστικὰ τραγούδια γιὰ τὴν ψυχή, μὲ ἄσεμνο περιεχόμενο, μιὰ καὶ τέτοια μουσικὴ δίνει ζωὴ σὲ πάθη ποὺ ὑποδουλώνουν κι ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλη εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ ταιριάζει σὲ μᾶς. Μιὰ μουσικὴ ποὺ εἶναι καλύτερη κι ὑψώνει στὸ καλύτερο. Ἐκείνη ποὺ μεταχειριζόταν κι ὁ Δαβίδ, ὁ ποιητὴς τῶν ψαλμῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ κατασιγάσει τὴν ἐξαλλοσύνη τοῦ βασιλιὰ Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται καὶ γιὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μαθηματικὸ Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, ποὺ βρίσκονταν σὲ εὐθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τὸν αὐλητή, ποὺ τοὺς συνόδευε, ν᾿ ἀλλάξει σκοπὸ καὶ νὰ παίξει δωρικὴ μελῳδία. Τότε, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή της, ᾖρθαν στὰ συγκαλά τους, πέταξαν τὰ στεφάνια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰ σπίτια τοὺς γεμάτοι ντροπή. Ἄλλοι πάλι, κάτω ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ αὐλοῦ, μεταβάλλονται σὲ Κορύβαντες καὶ Βάκχες. Τόσο διαφέρει στὴν ἐπίδρασή της ἡ καλὴ ἀπὸ τὴν ἀνήθικη μουσική. Λοιπόν, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγετε ἀπ᾿ ὅσα καταφάνερα αἰσχρὰ πράγματα ὑπάρχουν, εἶναι ἡ μάθηση τῆς μουσικῆς ποὺ ἔχει σήμερα πέραση. Καὶ τὸ νὰ ἀνακατεύετε τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀναθυμιάσεις, ποὺ ἤδονιζουν τὴν ὄσφρηση, ἡ τὸ νὰ φορᾶτε ἀρώματα, ντρέπομαι ἀκόμα καὶ νὰ τὰ ἀπαγορέψω. Ὅσο γιὰ τὶς ἡδονὲς τῆς ἐπαφῆς καὶ τῆς γεύσεως, τί νὰ πῶ ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ὑποχρεώνουν ὅσους τοὺς ἔχουν δοθεῖ νὰ ζοῦνε σὰν κτήνη, ἔχοντας ἐνδιαφέρον μονάχα γιὰ τὴν κοιλιὰ κι ὅ, τι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά;
Ἂς τὸ πῶ, σύντομα: ὅποιος δὲν θέλει νὰ βουλιάξει στὸ βόρβορο τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, πρέπει νὰ περιφρονήσει ὅλο τὸ σῶμα ἡ νὰ τὸ φροντίζει τόσο μονάχα ὅσο τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ ἔχει βοηθὸ στὴ φιλοσοφία, ὅπως λέγει ὁ Πλάτων κι ὅπως λέγει ὁ Παῦλος συμβουλεύοντας νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὸ σῶμα κατὰ τρόπο ποὺ νὰ δίνει λαβὴ σὲ ἐπιθυμίες. Ὅσοι φροντίζουν γιὰ νὰ εἶναι καλὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ χρησιμοποιήσει τὸ σῶμα, τὴν παραμελοῦν σὰν ἀνάξια λόγου, εἶναι ἴδιοι με ὅσους νοιάζονται πολὺ γιὰ τὰ ἐργαλεῖα, ἀλλὰ δὲν τοὺς νοιάζει γιὰ τὴν τέχνη, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ. Τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ γίνεται. Νὰ τιμωροῦν τὸ σῶμα. Νὰ καταπτοοῦν τὶς ὁρμές του σὰν θηρία. Νὰ παίρνουν τὴν ὀρθὴ σκέψη σὰν βούρδουλα καὶ νὰ μαστιγώνουν καὶ νὰ ἀποκοιμίζουν τὴν τρικυμία τῆς ψυχῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ σῶμα. Κι ὄχι ἀμολώντας κάθε χαλινάρι γιὰ τὴν ἡδονή, ν᾿ ἀφήνουν τὴν ψυχὴ στὸ κατάντημα ἄτυχου ἡνιόχου, ποὺ τὸν πάνε κατὰ κρημνῶν ἀτίθασα κι ὁρμητικὰ ἄλογα. Ἂς θυμοῦνται καὶ τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Πυθαγόρα: κάποτε, σὰν εἶδε ἕνα φίλο του, ποὺ μὲ τὴν καλοφαγία καὶ τὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, εἶχε κάνει κορμὶ ἐντυπωσιακό, τοῦ εἶπε: Δὲν παύεις, φίλε μου νὰ φτιάχνεις τὴ φυλακή σου πιὸ δύσκολη; Λένε καὶ γιὰ τὸν Πλάτωνα: προβλέποντας τὶς ζημιές, ποὺ θὰ τοῦ προκαλοῦσε τὸ κορμί, ἐγκαταστάθηκε ἔξεπιτηδες στὴν Ἀκαδημία, τόπο τῆς Ἀττικῆς νοσηρό, γιὰ νὰ κόψει ἔτσι τὴν ὑπερβολικὴ εὐαισθησία τοῦ σώματος, ὅπως κόβουν τὸ περίσσιο φύλλωμα τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἐγὼ μάλιστα ἄκουσα τοὺς γιατροὺς νὰ λένε ὅτι ἡ πολλὴ ὑγεία εἶναι κάτι τὸ ἐπικίνδυνο.
Μιά, λοιπόν, ποὺ ἡ περίσσια φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα εἶναι καὶ στὸ ἴδιο ἄχρηστη καὶ στὴν ψυχὴ ἐμπόδιο, εἶναι σωστὴ ἀφροσύνη τὸ νὰ ἐξαρτᾶμε ὅλα ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ εἴμαστε σκλάβοι του. Κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρᾶγμα δὲν ἀξίζει τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ ἄσκηση στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος. Δὲν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τί θὰ τὸν χρειασθοῦμε τὸν πλοῦτο, ὅταν ἔχουμε καταπατήσει τὶς σωματικὲς ἡδονές. Ἐκτὸς ἂν εἶναι εὐχαρίστηση νὰ ἀγρυπνεῖ κανεὶς πάνω ἀπὸ θαμμένους θησαυρούς, ὅπως οἱ μυθικοὶ δράκοντες, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καλλιεργηθεῖ κι ἀπόκτησε ἐλεύθερο φρόνημα ὡς πρὸς αὐτά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἡ νὰ πεῖ ποτὲ κάτι τὸ ποταπὸ καὶ τὸ αἰσχρό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος προσέχει μονάχα τὸ ἀναγκαῖο. Τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω κι ἂν εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι τοῦ Πακτωλοῦ ποταμοῦ ἡ σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ βγάζουν τὸ μερμήγκια, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, τὰ κανονίζουν οἱ ἀνάγκες τῆς φύσεως κι ὄχι ἡ ἄπλησια τῶν ἡδονῶν. Ὅσοι ξεπερνοῦν τὰ σύνορα τῆς ἀνάγκης, μοιάζουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ γλιστροῦν σὲ κατήφορο καὶ μὴν ἔχοντας ποὺ νὰ στηρίξουν τὰ πόδια τοὺς ἐξακολουθοῦν ἀέναα νὰ πέφτουν. Ὅσο πιὸ πολλὰ ἀποκτοῦν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες ὅπως λέγει κι ὁ νομοθέτης Σόλων:
Στὸν ἀνθρώπινο πλοῦτο τέρμα φανερὸ δὲν ὑπάρχει.
Ἀλλὰ κι ὁ Θέογνις ἂς ἔρθει στὴ μέση γιὰ νὰ μᾶς διδάξει σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα:
Δὲν ποθῶ οὔτε εὔχομαι νὰ γίνω πλούσιος. Ἄμποτε μὲ λίγα νὰ ζῶ, χωρὶς δεινά.
Ἄξιος θαυμασμοῦ εἶναι κι ὁ Διογένης, ποὺ περιφρονοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ κι ἔλεγε ὅτι εἶναι πλουσιώτερος κι ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Περσίας, γιατί στὴ ζωὴ τοῦ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ λιγότερα πράγματα. Οἱ πολλοὶ ὅμως τίποτε δὲν θαρροῦν ἀρκετὸ καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὰ τάλαντα τοῦ Πυθίου κι ἀπέραντα χωράφια κι ἀναρίθμητα κοπάδια. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι τὸν πλοῦτο, ὅταν δὲν τὸν ἔχουμε, δὲν πρέπει νὰ τὸν ποθοῦμε. Κι ὅταν τὸν ἔχουμε, νὰ μὴ καυχώμαστε γιὰ τὸ ὅτι εἶναι δικός μας, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι ξέρουμε νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε. Σωστὰ μίλησε ὁ Σωκράτης σ᾿ ἕνα πλούσιο, ποὺ καυχιόταν γιὰ τὸ βιός του, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν θαύμαζε πρὶν διαπιστώσει ἂν ἤξερε νὰ τὸν χρησιμοποιήσει. Θὰ ἦταν γιὰ γέλια ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος, ἂν καυχιόντουσαν γιὰ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ φίλντισι, μὲ τὰ ὅποια ὁ ἕνας ἔφτιαξε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἠλείας κι ὁ ἄλλος τὸ ἄγαλμα τῆς Ἥρας γιὰ τοὺς Ἄργειους. Γιατί θὰ εἶχαν καυχηθεῖ γιὰ πλοῦτο ποὺ δὲν ἦταν δικός τους καὶ γιατί δὲν θὰ λογάριαζαν τὴν τέχνη τους ποὺ ἔδωσε νόημα κι ὀμορφιὰ στὸ χρυσάφι. Ἐμεῖς τώρα εἴμαστε λιγότερο καταγέλαστοι ἂν παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀρκετὸ στολίδι τοῦ ἑαυτοῦ της;
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι καταπατήσαμε τὸν πλοῦτο καὶ περιφρονήσαμε τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων. Θὰ ἐπιζητήσουμε ὅμως τὴν κολακεία καὶ τὰ χάδια καὶ θὰ ἀντιγράψουμε τὴ φιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐστροφία τῆς ἀλεπούς, ποῦ ἀναφέρει ὁ μύθος τοῦ λυρικοῦ ποιητῆ Ἀρχιλόχου; Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγει περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἐπιδείξεων, ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐπηρεάζει τὸ τί θὰ πεῖ γι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος, ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἔχει πυξίδα τῆς ζωῆς τοῦ τὴ λογική. Ἂν τὰ ἔχει ἀποφύγει αὐτά, τότε δὲν φοβᾶται νὰ πάει ἀντίθετα πρὸς τὴ γνώμη ὅλης της κοινωνίας, νὰ τὸν κατηγορήσουν, νὰ κινδυνέψει γιὰ χάρη τοῦ ἀγαθοῦ, νὰ σταθεῖ ἀκλόνητος στὴν ὀρθὴ ἀπόφαση. Ἕνας ποὺ δὲν ζῆ ἔτσι, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸ Πρωτέα, ποὺ ὅταν ἤθελε γινόταν φυτὸ ἡ ζῷο ἡ φωτιὰ ἡ νερὸ ἡ ὁτιδήποτε ἄλλο πράγμα. Γιατί ἕνας τέτοιας λογῆς ἄνθρωπος ἄλλοτε ἐξυμνεῖ τὸ δίκιο σὲ ὅσους τὸ τιμοῦν, ἄλλοτε θὰ πεῖ τὰ ἀντίθετα, ὅταν δεῖ ὅτι κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ κόλακες. Κι ὅπως τὸ χταπόδι ἀλλάζει χρῶμα ἀνάλογα μὲ τὸν βυθό, ἔτσι κι αὐτὸς θ᾿ ἀλλάζει γνῶμες ἀνάλογα μ᾿ ἐκεῖνες τῶν γύρω του.
Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ διδαχθοῦμε τελειότερα στὴν Ἁγία Γραφή μας. Ἀλλὰ πρὸς ὥρας τὰ περιγράφουμε, σὰν σκιαγράφημα τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σοφία. Ὅσοι μ᾿ ἐπιμέλεια μαζεύουν τὴν ὠφέλεια ἀπὸ κάθε τί, μοιάζουν μὲ ποτάμια ποὺ παίρνουν στὸ διάβα τοὺς νερὸ ἀπὸ παραποτάμους κι ὁλοένα γίνονται μεγαλύτερα. Εἶναι σωστὴ ἡ ὑπόμνηση τοῦ Ἡσιόδου γιὰ τὸ λίγο ποὺ προστίθεται στὸ λίγο, ὄχι μονάχα σχετικὰ μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γνώση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κι ἡ γνώση γίνεται περισσότερη καὶ μεγάλη. Ὅταν ὁ φιλόσοφος Βίας ἀποχαιρετοῦσε τὸν γιό του, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, καὶ τὸ παιδὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὰ πράξη του θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε περισσότερο, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἀποκτώντας ἐφόδιο γιὰ τὰ γηρατιά σου. Καὶ μὲ τὴ λέξη ἐφόδιο ἐννοοῦσε τὴν ἀρετή, περιγράφοντας τὴ σύντομα, μιὰ καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς τὴν περιόριζε στὸ μῆκος τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἀλλὰ γιὰ μένα, ἔστω κι ἂν πρόκειται γιὰ τὰ γηρατιὰ τοῦ μυθικοῦ Τιθωνοῦ ἡ τοῦ μακρόβιου βασιλιὰ τῆς Ταρτησσοῦ, τοῦ Ἄργανθωνιου ἡ καὶ τοῦ Μαθουσάλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ λέγει ὅτι ἔζησε ἐννιακόσια ἑβδομῆντα χρόνια, ἔστω ἀκόμα κι ἂν πρόκειται νὰ ὑπολογίσουμε ὅλο τὸν χρόνο ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοφανηκε ὁ ἄνθρωπος, βλέπω τὸ διάστημα αὐτὸ σὰν παιδιάστικη, γιὰ γέλια ἔκταση. Γιατί ἀτενίζω τὸν μακρὸ κι ἀγέραστο αἰῶνα, ποὺ τέλος δὲν ἔχει, τὴν ἡλικία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς.
Συμβουλέω ν᾿ ἀποκτᾶμε ἐφόδιο γιὰ τὴν ἀτελεύτητη αὐτὴ ζωή, κινώντας, σύμφωνὰ μὲ τὴ γνωστὴ ἔκφραση, πάντα λίθον, ὥστε νὰ παίρνουμε ἀπὸ παντοῦ ὠφέλεια γιὰ μιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια εἶναι ζήτημα ποὺ θέλει κόπο κι ἔχει δυσκολίες. Ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε καὶ νὰ τὸ ἀμελήσουμε. Ἀλλὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ παράγγελμα τῶν Πυθαγορείων, ποὺ λέγει ὅτι ὁ καθένας πρέπει νὰ διαλέγει τὸν ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ βρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Ἔτσι, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Εἶναι ντροπὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε γιὰ τὴν τωρινὴ εὐκαιρία κι ὅταν περάσει ὁ καιρὸς νὰ πασχίζουμε νὰ φέρουμε μπροστά μας τὰ περασμένα, χωρὶς νὰ κατορθώσουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ θλίψη. Ἀπ᾿ ὅσα, λοιπόν, θαρρῶ ὅτι εἶναι τὰ καλύτερα, ἄλλα σᾶς τὰ εἶπα τώρα κι ἄλλα ὅσο ζῶ θὰ σᾶς τὰ συμβουλεύω. Καὶ σεῖς, τώρα, ἀνάμεσα στὰ τρία εἴδη ἀρρώστιας, μὴ τοποθετηθῆτε στὸ τελευταῖο, τὸ ἀθεράπευτο. Καὶ μὴ δείξετε ὅτι ἡ ψυχική σας ἀσθένεια μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνες τῶν σωματικὰ ἄρρωστων. Ὅσοι δηλαδὴ ἔχουν κάποια μικρὴ ἀρρώστια, πᾶνε οἱ ἴδιοι στοὺς γιατρούς. Ὅσοι ἔπαθαν κάποια μεγαλύτερη ἀρρώστια τοὺς προσκαλοῦν στὸ σπίτι τους. Κι ὅσοι ἔπεσαν σὲ ἐντελῶς ἀνίατη μανία, καὶ ποὺ τοὺς πλησιάζουν οἱ γιατροί, δὲν τοὺς δέχονται. Μὴ πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, ἀποφεύγοντας τὶς ὀρθὲς σκέψεις.
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm
Η «Ελληνορθόδοξη Πολύτεκνη Οικογένεια» (Ε.Π.Ο.) είναι Τριμηνιαίο δημοσιογραφικό όργανο της «Πανελλήνιας Ενώσεως Φίλων των Πολυτέκνων» (Π.Ε.ΦΙ.Π.).
ΙΔΡΥΤΗΣ: Αγιορείτης Μοναχός π. Νικόδημος Μπιλάλης (+ 2014)
Εκδότης: Αντώνιος Ε. Αντωνίου, τ. Διευθυντής Εμπορικής Τραπέζης, Πρόεδρος Π.Ε.ΦΙ.Π.
Η Ε.Π.Ο. συντάσσεται από επιτροπή.
Διευθυντής συντάξεως: Ιωάννης Γ. Θαλασσινός, μαθηματικός-συγγραφέας, Α΄ Αντιπρόεδρος της Π.Ε.ΦΙ.Π.
Αποστέλλεται ΔΩΡΕΆΝ σε όσους τη ζητήσουν, αλλά και διανέμεται ΔΩΡΕΆΝ δια μέσου των Ιερών Ναών, με ευλογιά-άδεια της Εκκλησιάς μας. Δεκτές οι προαιρετικές Εισφορές-Δωρεές.
Το περιοδικό ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή Pdf
Για να βοηθήσετε τις Πολύτεκνες Οικογένειες της Πατρίδος μας και τον μεγάλο θησαυρό που κλείνουν μέσα τους, τα πολλά-πολλά παιδιά!
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ μαζί μας (www.pefip.gr ).
Στοιχεία επικοινωνίας
Τηλέφωνα: (+30) 210.38.38.496, (+30) 210.38.22.586
FAX: (+30) 210.38.39.509
Ταχυδρομική διεύθυνση: Ακαδημίας 78Δ, 106 78 ΑΘΗΝΑ
Ηλεκτρονική αλληλογραφία:
Γενικές πληροφορίες: info@pefip.gr
Γραμματεία: grammateia@pefip.gr
Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας: jobs@pefip.gr
Μηχανογράφηση: it@pefip.gr
Μιὰ μέρα ἕνας ὁλόκληρος χρόνος! Γιὰ τὴ μικρὴ ζωή μου ἕνας χρόνος δὲν εἶναι τίποτε. Στὶς στιγμὲς ὅμως μιᾶς μέρας κρίνεται, πολλὲς φορές, ἡ αἰωνιότης.
1. Η προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ένας οικουμενικός διδάσκαλος. Το σημαντικό είναι ότι ο τίτλος Μέγας του αποδόθηκε από τα αδέλφια του, πράγμα το οποίο δείχνει την μεγάλη επιρροή που είχε στα μέλη της οικογενείας του. Από τα εννέα αδέλφια της οικογενείας του οι πέντε είναι γνωστοί άγιοι της Εκκλησίας μας.
Δεν πρόκειται να παρουσιάσω τα στοιχεία της προσωπικότητος του, αλλά να αναπτύξω με συντομία τα τρία σημεία τα οποία περιγράφονται στο απολυτίκιό του. Το απολυτίκιο είναι το εξής:
« Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
τήν φύσιν των όντων ετράνωσας,
τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, πάτερ όσιε,
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τα ψυχάς ημών» .Τα τρία σημεία, τα οποία θα υπογραμμίσω, είναι τα εξής: Το ένα « δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας» , το δεύτερο « τήν φύσιν των όντων ετράνωσας» και το τρίτο « τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας» .
« Δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας»
Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.
Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο.
Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.
Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε « θεοπρεπώς» , ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.
« Την φύσιν των όντων ετράνωσας».
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία γινόταν διαρκώς λόγος για τα όντα, που υπάρχουν στον κόσμο, και το όν, του οποίου αντιγραφή είναι τα όντα. Βασικό κεντρικό ερώτημα της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής, όπως ισχυρίζεται ο Χάϊντεγκερ, είναι « γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε». Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Κατά την μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που ήταν προσωπικός του φίλος και συμμαθητής του στην Αθήνα, έμαθε εννέα επιστήμες της εποχής εκείνης.
Αν διαβάση κανείς την « εξαήμερό» του, δηλαδή την ερμηνεία που κάνει στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες, θα διαπιστώση ότι μέσα στο βιβλίο αυτό κατόρθωσε να συγκεντρώση όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του για τον κόσμο και την δημιουργία του. Ερεύνησε την φύση και τα όντα –τά φυτά, τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια, τα ζώα κλπ.– είδε την ουσία των όντων, τις ενέργειες του Θεού στην κτίση, καθώς και την εντελέχεια και την τελολογία όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο Μ. Βασίλειος αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο εμόναζε παρά τον Ίρι ποταμό.
« Τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Ο Μ. Βασίλειος δεν ήταν ένας θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, αλλά ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέχρι τότε το Κράτος δεν είχε αναπτύξει την κοινωνική πρόνοια.
Ο Μ. Βασίλειος εμφορούμενος από τις Χριστιανικές του αρχές ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την φιλανθρωπία. Είναι γνωστή στην ιστορία η « Βασιλειάδα» του. Ο ιστορικός Σωζόμενος κάνει λόγο περί « Βασιλειάδος ό πτωχών εστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ου την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει» . Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για την « καινήν πόλιν» όπου « νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται» . Πρόκειται για μια καινούρια πόλη.
Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του (επιστολή 94 προς Ηλίαν) δίδει μια μαρτυρία για το κέντρο αυτό της φιλανθρωπίας. Μέσα στην « Βασιλειάδα» υπήρχε μεγαλοπρεπής καθεδρικός Ναός, οικήματα γύρω από τον Ναό για τον Επίσκοπο και τους Κληρικούς, οικήματα για την φιλοξενία των αρχόντων και των δημοσίων λειτουργών, ξενώνας για την φιλοξενία των ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για την θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους για στέγαση των απαραιτήτων εργαστηρίων και τεχνητών.
Υπάρχει πληροφορία που διασώζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι τους λεπρούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, διότι είχαν την αθεράπευτη και κολλητική ασθένεια της λέπρας, που ομοίαζε κάπως με την σημερινή ασθένεια του ααάέ, τους φρόντιζε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και μάλιστα αφού τους καθάριζε τις πληγές στην συνέχεια τις ασπαζόταν για να τους δείξη την αγάπη του. Ποιός θα το έκανε αυτό σήμερα για τους ασθενείς του Εϊτζ;
Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού καίτοι ήταν εύπορος έδωσε όλην την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη και μάλιστα όταν απέθανε είχε ως μόνα περουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία. Αλλά η αγάπη του ήταν τέτοια, ώστε στην κηδεία του, από τον συνωστισμό του κόσμου, απέθαναν και άνθρωποι.
Η κοινωνική προσφορά του Μ. Βασιλείου σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας, όπως την διέσωσε ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, κατά την παρουσίαση του Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με αυτήν « όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. –"Σάς προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον". Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.
Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ.
Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέραν του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά έν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκεν ανά έν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα».Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα που δεν εξαντλείται στα λίγα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και δεν μπορώ να αναφερθώ και σε άλλα σημεία.
2. Η μορφή του αι-Βασίλη
Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική –ευρωπαϊκή και αμερικανική– νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο. Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του « Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης « ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: « Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του.
Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: “Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121). Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης). Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .
Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά» . Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές « μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. « Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .
Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή « τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο» .
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο. Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.
Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ « πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas » και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα « Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και « δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .
Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης. Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία.
Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς. Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα. Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.
Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .
Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου. Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»
Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής.
Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη. Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”.
Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”. Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας.
Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη. Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» .Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.
Αγαπητοί μου,
Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία. Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του.
Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός. Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.
«ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Όταν, αγαπητοί μου, όταν ο κόσμος ακούη τη λέξι μάρτυρες, η σκέψις του πηγαίνει στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Είνε βέβαια αλήθεια πως στους πρώτους αιώνες η πίεσις ήταν τρομερή. Ειδωλολάτρες, άπιστοι και άθεοι, τύραννοι και αυτοκράτορες καταδίωκαν πολύ τους χριστιανούς με σκοπό να εξοντώσουν τελείως το Χριστιανισμό, ώστε να μην ακούγεται πουθενά το όνομα του Χριστού. Χιλιάδες τότε άντρες και γυναίκες και μικρά ακόμη παιδιά προτίμησαν να μαρτυρήσουν παρά ν’αρνηθούν την πίστι του Χριστού. Είνε οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού. Αλλά θα ήταν σφάλμα να ισχυρισθή κανένας ότι μάρτυρες του Χριστού υπήρχαν μονάχα στους πρώτους αιώνες. Μάρτυρες υπάρχουν υπάρχουν σ’όλες τις εποχές. Υπάρχουν και σήμερα.
Μερικές όμως εποχές ξεχωρίζουν απ’τις άλλες για το πλήθος των μαρτύρων. Είνε εποχές σκληρών διωγμών εναντίον των χριστιανών. Οι διωγμοί των εποχών αυτών δεν διαφέρουν απ’τους διωγμούς των πρώτων αιώνων, σε μερικές δε περιπτώσεις οι διωγμοί αυτοί ξεπερνούν σε αγριότητα και τους διωγμούς της αρχαίας εποχής.
Μια τέτοια εποχή σκληρών διωγμών κατά της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως είνε κι η εποχή της τουρκοκρατίας. Πολύ υπέφεραν τότε οι χριστιανοί, ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Οι Τούρκοι στα μέρη αυτά πίεζαν τους χριστιανούς ν’ αλλαξοπιστήσουν, και πολλοί τότε χριστιανοί, ακόμα και χωριά και επαρχίες ολόκληρες, υπέκυπταν στη βία και στην καταπίεσι, άφηναν την αληθινή θρησκεία και προσκυνούσαν το Μωάμεθ. Όλη π.χ. η γειτονική μας Αλβανία κατοικείτο άλλοτε από ορθοδόξους χριστιανούς. Η χώρα αυτή ήταν γεμάτη από εκκλησίες και μοναστήρια, από ενορίες και επισκοπές. Αλλ’ εξασκήθηκε τόση πίεσις στα μέρη αυτά, ώστε οι κάτοικοι αλλαξοπίστησαν, αρνήθηκαν το Χριστό και πήγαν στη μωαμεθανική θρησκεία. Και μια μικρή μονάχα μειονότης κατοίκων, αυτοί που κατοικούσαν στις περιοχές Χειμάρρας, Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, στη νότια δηλαδή Αλβανία, έμειναν σταθεροί. Και αυτοί θα είχαν υποκύψει αν απ’αυτά τα μέρη αυτά της Αλβανίας δεν περνούσε ένας φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αυτός με το κήρυγμά του και το μαρτύριό του κατώρθωσε να συγκρατήση το λαό της Αλβανίας, αλλά και άλλων επαρχιών απ’την αλλαξοπιστία. Αναδείχτηκε ιεραπόστολος της Ελλάδος αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών. Η μνήμη του ιεραποστόλου τούτου γιορτάζεται στις 24 Αυγούστου.
Σ’ αυτόν τον άγιο Κοσμά θ’ αφιερώσουμε αυτή την ομιλία μας. Να μιλήσουμε για τον άγιο Κοσμά; Αλλ’εμείς για τον άγιο Κοσμά έχουμε γράψει ιδιαίτερο βιβλίο και μέσα στο βιβλίο αυτό διαβάζει κανένας τις ομιλίες, τα θαύματα και τις προφητείες του. Πολλοί που έχουν διαβάσει το βιβλίο αυτό έχουν ωφεληθή. Είνε τόσο δυνατά τα λόγια που είπε ο άγιος Κοσμάς, ώστε και σήμερα ο χριστιανός που τα διαβάζει φωτίζεται, συγκινείται, συναισθάνεται τα αμαρτήματά του, μετανοεί και γίνεται πάλι ζωντανός χριστιανός και ευχαριστεί το Θεό, γιατί στον κόσμο έστειλε έναν τέτοιο φλογερό κήρυκα του Ευαγγελίου του, που και ύστερα από δύο αιώνες εξακολουθεί να διδάσκη το λαό.
Ο άγιος Κοσμάς γεννήθηκε σ’ένα χωριό της Ακαρνανίας. Αφού έμαθε εκεί τα πρώτα γράμματα, έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος και άκουσε μαθήματα από έναν περίφημο διδάσκαλο της Εκκλησίας, τον Ευγένιο Βούλγαρι. Στο Άγιον Όρος έζησε αυστηρή καλογερική ζωή. Νήστευε, προσευχόταν και μελετούσε την Αγία Γραφή και τους πατέρας της Εκκλησίας. Αλλά δεν έμεινε για πάντα στο Άγιον Όρος. Γιατί μέσα του άκουγε μια φωνή που του έλεγε, πως πρέπει μα πάη να κηρύξη και να παρηγορήση το βασανισμένο λαό. Δεν μπορούσε να ησυχάση όσο σκεπτόταν ότι κάτω, σε χωριά και σε πολιτείες, οι χριστιανοί υπέφεραν και μαρτυρούσαν για την πίστι στο Χριστό. Έφυγε λοιπόν ο άγιος Κοσμάς από το Άγιον Όρος και πήγε στην Πόλι. Ανακοίνωσε την επιθυμία του στον πατριάρχη, και έτσι με την ευλογία του πατριάρχου ο άγιος Κοσμάς σε ηλικία περίπου 45 χρόνων ξεκίνησε για τη μεγάλη του αποστολή. Δεύτερος απόστολος Παύλος έγινε. Τέσσερις μεγάλες περιοδείες έκαμε, όπως εκείνος. Σε πολλά μέρη πήγε αλλά ιδιαίτερα περιώδευσε τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και την Αλβανία, τα μέρη δηλαδή εκείνα που υπέφεραν πολύ απ’τους Τούρκους.
Παντού κήρυττε το λόγο του Θεού. Στο μέρος που κήρυττε έστηνε ένα σταυρό, και κάτω απ’το σταυρό, ανεβασμένος πάνω σ’ένα σκαμνί – πρόχειρο άμβωνα, κήρυττε το λόγο του Θεού. Κόσμος πολύς μαζευόταν. Τα λόγια του έβγαιναν απ’το στόμα του σαν φωτιά. Το Πνεύμα το Άγιο μιλούσε με την πύρινη γλώσσα του αγίου Κοσμά. Τέτοια ήταν η χάρις της διδασκαλίας του, ώστε γυναίκες, που ζούσαν στην ασωτία και στην πολυτέλεια, μετανοούσαν και άφηναν στα πόδια του τα χρυσαφικά τους, και μ’αυτά ο άγιος Κοσμάς αγόραζε κολυμβήθρες και βιβλία για τις φτωχές εκκλησίες και έχτιζε σχολεία για να μαθαίνουν γράμματα τα σκλαβόπουλα. Ληστές που ζούσαν στα βουνά, μόλις άκουγαν το λόγο του Κοσμά, μετανοούσαν και άφηναν τη ληστεία. Και Τούρκοι ακόμα, που άκουγαν και έβλεπαν τα θαύματα του Κοσμά, συγκινούνταν και έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός είνε άγιος.
Τέλος κακοί άνθρωποι τον συκοφάντησαν στους Τούρκους και ο πασάς του Βερατίου διέταξε να τον πιάσουν και να τον κρεμάσουν. Τον πήγαν στον Αώο ποταμό και στην όχθη του, στις 24 Αυγούστου 1779, τον κρέμασαν από ένα δέντρο. Πριν να τον κρεμάσουν ο άγιος προσευχήθηκε. Ευχαρίστησε το Θεό που τον αξίωνε να μαρτυρήση για τη δόξα του. Η αγία του ψυχή πέταξε στους ουρανούς και από κει ψηλά που είνε δεν παύει να προσεύχεται για μας και να μας διδάσκη με τις άγιες διδαχές που μας άφησε.
Ας τελειώσουμε την ομιλία αυτή με τα εξής λόγια του αγίου Κοσμά:
<<Τούτο σας λέγω πάλιν τώρα εις το τέλος. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε, πως αξιωθήκατε να είσθε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Ομοίως πάλιν να κλαίγετε και να θρηνήτε δια τους ασεβείς και άπιστους και αιρετικούς όπου περιπατούνε εις το σκότος, είς τας χείρας του διαβόλου. Προσέχετε, αδελφοί μου, να μην υπερηφανεύεστε, να μην φονεύετε, να μην κλέφτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην φονεύετε, να μην λέγετε ψέματα, να μην κατατρέχετε ο ένας τον άλλον, να μην συκοφαντήτε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμικο, όπου αύριον θα το φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας, όπου είνε τιμιώτερα από όλον τον κόσμον. Νηστεύετε το κατά δύναμιν, προσεύχεσθε το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε εμπρός εις τα μάτια σας. Και άλλος καλύτερος διδάσκαλος δεν είνε άλλος από τον θάνατον.
Δεν είμαι άξιος, αδελφοί μου, να σας διδάσκω και να σας συμβουλεύω. Πλην αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατον μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν και την ευλογίαν του, να ευλογήσει και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας και τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος, να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση να περάσετε εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις αυτήν την μάταιαν ζωήν, και μετά ταύτα να πηγαίνετε εις τον παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε, να προσκυνήτε Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον>>. Αμήν.
(Από το βιβλίο <<Μυρίπνοα άνθη>> του Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ.168-172)
Α'.
Κάποτε ο Κύριός μας, παρατηρώντας το πλήθος του λαού που τον ακολουθούσε, τους συμπόνεσε, καθώς τους είδε να είνε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Γιατί πρόβατα χωρίς ποιμένα μένουν αφρόντιστα, νηστικά και διψασμένα, απροστάτευτα από κινδύνους και επιθέσεις λύκων. Και τότε στους μεν μαθητάς του είπε «Παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλη εργάτες για τον θερισμό του» (Ματθ. 9,36-38), ο ίδιος δε «άρχισε να διδάσκη πολλά πράγματα» τον λαό, και τέλος φρόντισε και για την υλική διατροφή τους στο έρημο εκείνο μέρος που βρίσκονταν (Μάρκ. 6,34 κ.ε.).
Ο Χριστός, ο δημιουργός και σωτήρας μας, φροντίζει πάντοτε για όλους. Όταν ήταν στη γη, φρόντιζε ο ίδιος αυτοπροσώπως· εν συνεχεία, από της αναλήψεώς του στους ουρανούς και εξής, ανέθεσε τη φροντίδα αυτή στους αγίους αποστόλους, και αυτοί πάλι στους διαδόχους των.
Έτσι ο Κύριος, διά της Εκκλησίας του και των απεσταλμένων του, συνεχίζει απαύστως να φροντίζη για όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα πλάσματά του. Φροντίζει δε για τον όλο άνθρωπο, και ως ψυχή και ως σώμα, αφού με την ενανθρώπησί του τον ανέλαβε ολόκληρο. Τον φωτίζει με την αλήθεια που του αποκαλύπτει, τον κατευθύνει με τις εντολές που του δίνει, τον οδηγεί με το παράδειγμα του επί γης βίου του, τον θεραπεύει από τις ασθένειές του με την θαυματουργό χάρι που του χορηγεί, τον παιδαγωγεί και τον παιδεύει όταν παρεκκλίνη από το δρόμο του, τον προστατεύει με τη σκέπη των αγγέλων του. Εκείνος είνε ο κατ' εξοχήν φροντιστής και οδηγός, και στα ίχνη του Κυρίου ακολουθούν έπειτα οι εντολοδόχοι του, οι απόστολοι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι, όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Η ιστορία μαρτυρεί, ότι ήλθαν περίοδοι που ορισμένοι εργάτες της Εκκλησίας, όταν το εκάλεσε ειδική και επείγουσα ανάγκη, πέρα από το καθαρώς πνευματικό έργο ανέλαβαν και τη φροντίδα να σώσουν το λαό από δεινές περιστάσεις, εκτεινόμενοι θα έλεγε κανείς πέρα των αυστηρώς εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων τους (λ.χ. ο ι. Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και ο επίσκοπός του Φλαβιανός όταν έγινε εκεί η καταστροφή των ανδριάντων και μεσολάβησαν να αποτραπή η σκληρή τιμωρία από τον αυτοκράτορα, ή ο πατριάρχης Σέργιος στην Κωνσταντινούπολι όταν έλειπε ο Ηράκλειος και κινδύνευε η Πόλις και ενίσχυσε την άμυνα, κ.ά.).
Και αργότερα, όχι σπανίως αλλά πολύ συχνά, κληρικοί πρωτοστάτησαν σε εθνικούς αγώνες (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, ο Αθανάσιος Διάκος στη Ρούμελη, ο Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στο Μακεδονικό αγώνα, ο Χρυσόστομος Σμύρνης στη Μικρασιατική καταστροφή, ή επί των ημερών μας ο Σεβαστιανός Κονίτσης για τα δίκαια της Β. Ηπείρου). Κάποτε μάλιστα ωρισμένοι ιεράρχαι ανεδέχθησαν και εθναρχικά ακόμη καθήκοντα (όπως λ.χ. ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' κατά την τουρκοκρατία ή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επί γερμανικής κατοχής), δυστυχώς όμως όχι πάντοτε προσωρινά (όπως ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επί αγγλικής κατοχής). Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία, υπερβαίνουσα τα όρια της αποστολής της, που είνε να οδηγή τις ψυχές στην οδό προς την ουράνιο πατρίδα, ή κάποτε και εκτρεπομένη από αυτήν, υπέστη χάριν του ποιμνίου της μίαν «κένωσιν», όπως έλεγε ο αείμνηστος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Επρεπε άραγε να γίνη αυτό; Αν ο άνθρωπος έχη και υλικές - βιοτικές ανάγκες, δεν μπορεί ο πνευματικός του πατέρας να αδιαφορήση γι' αυτές, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου που μνημονεύσαμε. Το ότι τις περισσότερες φορές ήταν ανάγκη κληρικοί να παίξουν και αυτό το ρόλο, το ομολογούν εμμέσως ακόμη και εχθρικώς διακείμενοι προς την Εκκλησία. Μπορεί από το ένα μέρος να τους ακούτε να μιλούν για «διακριτούς ρόλους» και να θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία εντός των ι. ναών μόνο ή να εποφθαλμιούν την εκκλησιαστική περιουσία, από το άλλο όμως μέρος θα τους ακούσετε να της ζητούν πάντοτε να προσφέρη οικονομική βοήθεια και να απαιτούν να δίνη το παρών σε δύσκολες στιγμές της ζωής του λαού. Δεν έθεταν λ.χ. το ερώτημα «Πού ήταν η Εκκλησία τον καιρό της δικτατορίας;...»; Τι σημαίνουν αυτά; ότι σε τέτοιες ώρες επιθυμούν την παρέμβασί της και δεν θεωρούν ότι έτσι εξέρχεται των ορίων της.
Πάντως, εκτός από τις περιπτώσεις αναλήψεως θεσμικής εξουσίας (προέδρου δημοκρατίας ή αντιβασιλέως), που είνε σχετικώς λίγες, σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κληρικοί ανέλαβαν τον άτυπο αλλά πολύ ουσιαστικό ρόλο του οδηγού του λαού, χωρίς καθόλου να εκτραπούν από την αποστολή τους αλλά «πληροφορούντες» μάλιστα την διακονία τους (Β' Τιμ. 4,5). Αντιμετώπισαν τον άνθρωπο στην ολότητά του, όχι μόνο σαν άυλη ψυχή άλλα και ως σωματική ύπαρξι, έσκυψαν πάνω του με στοργή και ήλθαν αρωγοί σε όλες τις ανάγκες του, φροντίζοντας για όλες τις πλευρές της ζωής του.
Μία τέτοια αγνή, αγία και μαρτυρική εκκλησιαστική μορφή, που σπλαχνίστηκε όπως ο Κύριος τους αδελφούς του ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήσκησε το ανεκτίμητο έργο της καθοδηγήσεως του λαού μας στα δύσκολα χρόνια της μακράς δουλείας υπό τους Οθωμανούς, είνε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο τιμά σήμερα όλη η Όρθοδοξία και ιδιαιτέρως η ι. αυτή μονή, που σεμνύνεται επ' ονόματί του, πανηγυρίζει τη μνήμη του, και φιλοξενεί το Η' τούτο Πνευματικό Συμπόσιο με θέμα «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του Γένους, τότε και σήμερα».
Β'.
Το Γένος μας, μέσα στη μακροχρόνια εκείνη σκλαβιά, ζητούσε κυβέρνησι να το διοίκηση, ζητούσε δασκάλους να το φωτίσουν, ζητούσε παπάδες να το αγιάσουν, ζητούσε οπλαρχηγούς να το ελευθερώσουν. Κυρίως όμως του χρειαζόταν ένας άγιος Γέροντας, ν' άνάψη φως μπροστά του, ν' αναλάβη όλη τη φροντίδα του, να το κατευθύνη· αυτός να το ξυπνήση από το λήθαργο, να το πάρη σαν μικρό παιδί από το χέρι, να το βάλη κάτω από το πετραχήλι του και να το ειρηνεύση, να του ανοίξη τα μάτια με το Ευαγγέλιο, να το διδάξη με τη σοφία του και να το παιδαγωγήση με την πείρα του. Και η θεία Πρόνοια έστειλε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό· που δεν ήταν βέβαια ο μόνος (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 200526, σελ. 34, σημ. 7), μπορούμε όμως να πούμε ότι ήταν ο κατ' εξοχήν απεσταλμένος Της τότε για το λαό μας.
Ο άγιος Κοσμάς ήταν η απάντησι του Θεού στις προσευχές και τα αιτήματα, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των επί αιώνες σκλάβων. Ήταν ο Γέροντας που ζητούσαν.
Όταν λέμε Γέροντας, στην εκκλησιαστική γλώσσα, δεν εννοούμε τόσο τον γηραλέο, τον μεγάλο στην ηλικία -χωρίς ν' αποκλείεται να συντρέχη και το στοιχείο τούτο. Στη μοναχική ειδικά ορολογία Γέροντας είνε ο ηγούμενος μιας αδελφότητος ή συνοδείας, αυτός που έχει τη γενική ευθύνη για όλη τη ζωή του κοινοβίου. Στο μοναστήρι ο Γέροντας είνε αυτός που προνοεί για τη διαποίμανσι των μοναχών (την εξομολόγησί τους, την εξαγόρευσι των λογισμών, την παρακολούθησι της πνευματικής πορείας τους, τον έλεγχο της ζωής και της καταστάσεως τους, την στήριξί τους με συμβουλές και οδηγίες στον αγώνα τους, την ενίσχυσι και παρηγοριά τους στις θλίψεις, τη θεραπεία τους από τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα, την κατάρτισι και την πρόοδό τους κατά Χριστόν), αυτός δηλαδή που νοιάζεται για την αιώνια σωτηρία τους. Ο Γέροντας όμως δεν αδιαφορεί και για τις υλικές ανάγκες των μοναχών του, την τροφή και το ένδυμά τους, την ασφαλή διαβίωσί τους, την προστασία από κινδύνους, την σωματική υγεία ή τη θεραπεία τους από ασθένειες, πολλές φορές ακόμη και για ανάγκες οικείων και συγγενών τους.
Αλλά στην ορθόδοξο Εκκλησία ο όρος Γέροντας επεκτείνεται, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και στους λαϊκούς που ζουν στον κόσμο, ακούνε την εντολή του Κυρίου «έσεσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48), και έχουν ζωντανό υπόδειγμα τη ζωή αγίων μοναχών, αφού κατά τον πατερικό λόγο οι μοναχοί είνε φως για το λαό όπως γι' αυτούς φως είνε οι άγγελοι. Έτσι και σ' εκείνους τους πιστούς που ζουν μεν στον κόσμο αλλ' αποζητούν ανώτερα στάδια πνευματικής ζωής, χρειάζεται ένας Γέροντας. Ο γέροντας είνε κάτι παραπάνω από τον απλό εξομολόγο· είνε ο πνευματικός γεννήτωρ και τροφεύς, ο φροντιστής και κηδεμών, ο δάσκαλος και παιδαγωγός, ο ιατρός και θεραπευτής, ο έμπειρος οδηγός εκείνων που τον ακολουθούν.
Όλα λοιπόν αυτά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για ολόκληρο το Γένος μας την εποχή εκείνη. Το βλέπει κανείς αυτό μελετώντας τον βίο και τη διδασκαλία του. Η αποστολή που ανέλαβε, όπως γράφει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος στο σχετικό γνωστό έργο του, ήταν «να πολεμήση τον Εωσφόρον, να πολεμήση το θηρίον εις τα ιδιά του κέντρα. Ν' αφυπνίση συνειδήσεις βεβαρημένας. Να παρηγορήση. Να σπογγίση δάκρυα. Ν' αναπτερώση το φρόνημα, να θερμάνη το συναίσθημα των πιστών, να σταματήση το κύμα του εξισλαμισμού, να υψώση κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, να πέση επί τέλους μαχόμενος διά την Πίστιν» (Κ. 36-7).
Ο άγιος Κοσμάς, όπως είνε γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινομένης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό - εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ' το χέρι το γένος μας - το πνευματικοπαίδι του, και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ' ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.
Γ'.
Διαβάζοντας λοιπόν τις Διδαχές του μπορεί κανείς να δη τους τομείς στους οποίους εκτάθηκε η μέριμνά του για το λαό.
Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήση το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωσι του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ' Αυτόν διά μετοχής στην εν Χριστώ απολύτρωσι. «Τι καρτερούμε, αδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου· διά τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε» (Κ. 272). Για τους βαρέως αμαρτήσαντας επρόβαλλε ως πρότυπο μετανοίας αγίους, όπως την οσία Μαρία την Αιγυπτία, και προέτρεπε επειγόντως· «Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα όπου έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία» (Κ. 142).
Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, αποκλειστικής ταμιούχου της θείας χάριτος, καθώς και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών - εβραίων, πάπα - ορθολογιστών). Δεν προέβαλλε έναν αδογμάτιστο χριστιανισμό· καλλιεργούσε στους ακροατάς του την ομολογιακή ακρίβεια και την προσήλωσι στα ορθόδοξα δόγματα. «Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε, «και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος» (Κ. 132).
Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροαταί του εν Χριστώ και ν' αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιωριζόταν στο να διαμορφώνη στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.
Κέντρο της εν Χριστώ ζωής ώριζε το ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι' αυτό καλούσε· «Να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινα μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση» (Κ. 272). Και κάποια άλλη φορά, έχοντας μιλήσει για το δύσκολο θέμα του τριαδικού δόγματος, που λογικώς δεν κατανοείται, είπε· «Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα...» (Κ. 107-8). «Με πόσην πίστιν ομιλεί περί της αγίας Τριάδος ο άγιος Κοσμάς!», παρατηρεί ο μητροπολίτης Αυγουστίνος που εξέδωκε τις Διδαχές του και τον έκανε ευρύτερα γνωστό. «Την διδασκαλίαν περί της αγίας Τριάδος θεωρεί θεμελιώδη αλήθειαν της Ορθοδόξου πίστεως. Δεν θέλει καμμίαν πνευματικήν επαφήν με αιρετικούς που δεν παραδέχονται την αλήθειαν ταύτην. Των τοιούτων θεός είνε ο... διάβολος!» (έ.α., σημ. 19).
Έτσι ο άγιός μας απεδείχθη απλανής οδηγός των ορθοδόξων στην πορεία προς τον παράδεισο.
Ωστόσο, βλέποντας την άγνοια που είχαν και το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε, συγκατέβαινε και ερχόταν στο επίπεδο τους. Διότι είνε γεγονός ότι βρήκε τους Έλληνες σε χαμηλή πνευματική στάθμη. Γι' αυτό άρχιζε από το άλφα, από τα στοιχειώδη, δι¬δάσκοντας ακόμα και πώς θα μπουν στην εκκλησία και πώς θα κάνουν το σταυρό τους. «Εμβαίνετε, αδελ¬φοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την έκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμβαίνετε μέσα εις την έκκλησίαν διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας» (Κ. 213). Αλλού πάλι λέει πιο συγκεκριμένα· «Ακού¬σατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει...», και εξηγεί τις κινήσεις του χεριού και τη σημασία τους (Κ. 155). Δεν έμενε όμως στα στοιχειώδη· προχωρούσε. Μυούσε, όλους αδιακρίτως, στη ζωή της προσευχής, της νήψεως και της ασκήσε¬ως λέγοντας· «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι (= κομποσχοίνι) μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε· Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Κ. 154-5).
Εχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί καταταγή. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότης είχε επικρατήσει και, για να τους φέρη σε συναίσθησι, ρωτούσε· «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Κ. 150). Γι' αυτό ο σοφός Γέροντας φρόντιζε και για τον εξευγενισμό των χαρακτήρων και την ειρηνική κοινωνική συμβίωσι των σκλάβων αδελφών του.
Πώς να μαλάξη τις σκληρές καρδιές; Ένας θεοδίδακτος τρόπος που χρησιμοποιούσε ήταν να ταπεινώνεται ο ίδιος μπροστά τους, δίδοντας έτσι το παράδειγμα. Ποιος μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος όταν π.χ. τον άκουγε να λέη δημοσία «Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας»; (Κ. 117).
«Θαυμάζομεν εδώ», σημειώνει ο π. Αυγουστίνος, «όχι μόνον το βάθος της ταπεινώσεως του αγίου Κοσμά, αλλά και τον παιδαγωγικόν τρόπον, με τον οποίον καθοδηγεί τους ακροατάς του, ίνα ανακαλύψουν και τα τελευταία ίχνη της υπερηφάνειας, η οποία κατορθώνει να παρεισδύη παντού...» (Κ. 117, σημ. 21). Αλλά το ύψιστο υπόδειγμα ταπεινώσεως είνε ασφαλώς ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός· και ο άγιος Κοσμάς, όταν διδάσκοντας φθάνη στην εξιστόρησι του ιερού νιπτήρος την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, λέει· «Ο Κύριος ...επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων αποστόλων, διά να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν...» (Κ. 267). Στηλίτευε την υπερηφάνεια και σκληροκαρδία λέγοντας· «Πρέπει να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμέν τινα ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν' ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα· και όταν ιδούμέν τινα υπερήφανον, τον βλέπομεν ως διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπόν μας εις άλλον μέ¬ρος να μη τον βλέπωμεν (Κ. 116-7). Πόση αλήθεια, πόση ψυχολογική πραγματικότητα κλείνουν τα λόγια αυτά!
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε ο άγιός μας για την καταλλαγή και συμφιλίωσι των πιστών μεταξύ τους. Τους προέτρεπε να αλληλοσυγχωρούνται δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. «Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι' εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς· Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας (Κ. 133). Επιμένοντας στο δύσκολο τούτο ζήτημα, που δημιουργεί συχνά η αδικία μεταξύ συνανθρώπων, λέει πάλι αλλού·
«Να κλαύσης και να παρακάλεσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς σου αμαρτίας. Ολοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες» (Κ. 176). Στην ακραία δε και απευκτέα περίπτωσι που η διαφορά μεταξύ δύο ορθοδόξων αδελφών πρέπει να οδηγηθή σε δικαστήριο, ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε μεγάλη αμαρτία οι Χριστιανοί να καταφεύγουν στους αλλόθρησκους κατακτητάς και συνιστούσε να καταφεύγουν στον επίσκοπο· «Αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινε τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια» (Κ. 294).
Την προσπάθειά του για εξημέρωσι και εξευγενισμό του λαού συνοψίζει σε τρία σημεία λέγοντας· «Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. [Το πρώτον είνε] να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των, και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτειάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου» (Κ. 201). Άλλοτε πάλι τον ακούμε να συνιστά ως αναγκαία τέσσερα πράγματα· εξομολόγησι, αγάπη, εκκλησιασμό, ελεημοσύνη (Κ. 291).
Πάσχιζε να περικόπτη την εγωιστική αυτάρκεια και τις διχαστικές διακρίσεις μεταξύ των συνανθρώπων, αλλά -και τούτο αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως- χωρίς και να εξισώνη συγκρητιστικά την Ορθόδοξο πίστι με τα διάφορα θρησκεύματα, που «αλώνιζαν» τότε στην σκλαβωμένη πατρίδα. Έτερον εκάτερον. «Όλοι οι άνθρωποι», έλεγε, «είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί· μόνον η πίστις μας χωρίζει» (Κ. 128). Δηλαδή· συμβιώνουμε μεν ανεκτικά και με αλληλοσεβασμό όλοι μαζί στον παρόντα κόσμο -σιτάρι και ζιζάνια κατά την παραβολή του Κυρίου-, αλλά δεν ξεχνάμε ότι με κάποιους διαφέρουμε στην πίστι. Αλλοίμονο αν, εν ονόματι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως, είμαστε έτοιμοι να νοθεύσουμε, έστω και λίγο, την πίστι μας. Και αυτό που κήρυττε το εννοούσε και το τηρούσε. Αν δεν υπήρχε πράγματι αυτή η στερεά προσήλωσι στην Ορθόδοξο πίστι, ούτε ο ίδιος ο άγιος Κοσμάς θα ετιμάτο σήμερα ως ιερομάρτυς ούτε το πλήθος των άλλων νεομαρτύρων της τουρκοκρατίας θα είχαν αγιάσει. Θα μπορούσαν και εκείνοι, επικαλούμενοι τις όντως έκτακτες και αφόρητες συνθήκες, να επινοήσουν συναινετικές «φόρμουλες» και άγνωστα ως τότε θρησκευτικά σχήματα και μορφώματα, εκκλησιολογικώς αθεμελίωτα και αστήρικτα, ώστε να δικαιολογούν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, και να μη εμφανίζωνται στους κατακτητάς Οθωμανούς και στους κυριάρχους εβραίους ανυπότακτοι και στους ασύδοτους δυτικούς (παπικούς και προτεστάντες) αντιδραστικοί, διχαστικοί, ασύμβατοι με το κατεστημένο και τελικά οβελιστέοι, ήγουν άξιοι μαρτυρικού θανάτου.
Στα κοινωνικά ζητήματα ο άγιος Κοσμάς δίδασκε την ισότητα ανδρός και γυναικός και χτυπούσε τον αντρικό εγωισμό. «Ανίσως, αδελφοί μου», έλεγε, «και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς· ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί;
Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω· είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς» (Κ. 121). «Εδώ ο άγιος κτυπά τον ανδρικόν εγωισμόν και εξαίρει την ευσέβειαν της γυναικός, της οποίας η καρδία ευκολώτερον μαλακώνει και δέχεται τον λόγον του Θεού...», σημειώνει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης (Κ. 121, σημ. 22).
Μέσα όμως στην οικογένεια, σύμφωνα με τον θείο νόμο, συνιστά «να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα» (Μ. 134). Διδάσκει τις γυναίκες να είνε ταπεινές, ολιγόλογες, σκεπασμένες με το φόβο του Θεού. «Αφήσατε την υπερηφάνειαν», τους έλεγε, «και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσσες και αρχόντισσες και πτωχές» (Κ. 294). «Να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα» (Κ. 124). Στον γάμο ομως εκήρυττε ότι η Εκκλησία οφείλει -μερίμνη του Ιερέως- να διασώζη την ελευθερία της γυναίκας· δεν πρέπει η γυναίκα να οδηγήται σε γάμο με κάποιον που αυτή δεν θέλει και της τον επιβάλλουν. Προέβαλλε θερμά την πολυτεκνία και εγκωμίαζε την ανεμπόδιστη τεκνογονία. Πολλά δίδασκε γύρω και από την χριστιανική διαπαιδαγώγησι των παιδιών.
Ήλεγχε την πλεονεξία και συνιστούσε την απλότητα, την αυτάρκεια και τον περιορισμό στα αναγκαία. Θερμά προέτρεπε στην ελεημοσύνη, που είνε έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον. Συχνά καυτηρίαζε τη φιλαργυρία λέγοντας· «Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία;... Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τι παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας» (Κ. 271). Ο φιλόλογος Ιωάννης Μενούνος, που εξέδωκε τις Διδαχές του αγίου Κοσμά μετά από πολυετή επιστημονική μελέτη, γράφει· «Η ταπείνωση, που την επαινεί, και η περηφάνεια, που την καταδικάζει, είναι ένα ακόμη από τα θέματά του. Νομίζω ότι η συχνή αναφορά του σ' αυτό το σημείο γίνεται για να χτυπηθούν οι πλούσιοι καθώς και οι αγέρωχοι κοτσαμπάσηδες και να εξυψωθεί από το άλλο μέρος το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που ζούσε φτωχικά» (Μ. 85).
Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδρασι του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνωνται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι' αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν το μαρτυρικό θάνατο του. «Τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσετε μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας· μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ' εκάστην» (Κ. 294).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του αγίου μας στην παιδεία του σκλαβωμένου Γένους. «Θερμός φίλος της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων ήτο ο άγιος Κοσμάς», γράφει ο μητροπολίτης Αυγουστίνος. «Αλλ' ως θεμέλιον της μορφώσεως αυτής έθετεν απαραιτήτως τον φόβον του Θεού, την καλλιέργειαν της ευσέβειας, της αρετής...» (Κ. 131, σημ. 25). Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτισι και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν· το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Μ. 142, 209).
Είνε γνωστό ότι με δική του μέριμνα, όπως δείχνουν και οι σωζόμενες επιστολές, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευσι. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψι επιτρόπων, που διώριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστι και την εθνική συνείδησι. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ' οίκον. Προκειμένου να πείση τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτο τον τολμηρό λόγο· «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνου να μου το ειπή, και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε και να λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε» (Μ. 207-8).
Μαζί με τη μέριμνά του για να έχουν οι υπόδουλοι σχολείο και δάσκαλο, ο άγιος Κοσμάς φρόντιζε και για τον ι. κλήρο. Διεζωγράφιζε το αγγελικό ύψος του λειτουργήματος της ιερωσύνης, την ασύγκριτη εξουσία του ιερέως να τελή τα ιερά μυστήρια και να συγχωρή αμαρτήματα, την απαιτουμένη καθαρότητά του, την άψογη προσωπική του ζωή και την υποδειγματική οικογενειακή του κατάστασι. Υπεδείκνυε κριτήρια για την επιλογή των καταλλήλων ως υποψηφίων για χειροτονία και την ανάγκη αυτοί να γνωρίζουν γράμματα.
Απέκλειε την αυτοπροβολή και τη σιμωνία. Στις ψυχές των κληρικών προσπαθούσε να αναζωπυρώνη το χάρισμα που είχαν λάβει, για να εκτελούν τη διακονία τους όχι ως αγγαρεία και βιοπορισμό αλλά με αγάπη στο ποίμνιό τους και όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτικά. Τους ήθελε φιλακόλουθους και εργατικούς, να λειτουργούν καθημερινώς. «Η αγία μας Εκκλησία», έλεγε, «είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους· και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Κ. 298). Ως προς την εγκυρότητα, τέλος, των μυστηρίων που τελούν οι ιερείς, ο άγιος Κοσμάς, χωρίς να δικαιολογή και να αμνηστεύη προσωπικά τους αμαρτήματα, την αποσυνδέει από αυτά και την θεωρεί δεδομένη, όπως δείχνει το γνωστό παράδειγμα της βρύσης και του ψόφιου σκύλου.
Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ' αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξι σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ' αύτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμισι της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωσι από τα πάθη. Ο μελετητής του αγίου μας Ιωάννης Μενούνος γράφει επ' αυτού·
«Φαίνεται ότι ο Αιτωλός ενθάρρυνε με προφητείες τους υπόδουλους Έλληνες και έκανε λόγο για την απελευθέρωση, "το ποθούμενο", όπως έλεγε συγκαλυμμένα, καθώς και ότι πρόβλεπε πως οι Χριστιανοί θα κυνηγήσουν τους αντίχριστους ως την Κόκκινη Μηλιά... Υποστηρίχθηκε, χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση, ότι ο Αιτωλός πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770 και γενικά εμφανίζεται ως κήρυκας της εξεγέρσεως και της ελευθερίας. Το βέβαιο είναι ότι στις επιστολές δεν έγραψε και στις διδαχές δεν είπε τίποτα σχετικά, το αντίθετο μάλιστα, ενώ οι προφητείες κάνουν λόγο για απελευθέρωση στην τρίτη γενεά από την εποχή του. Φαίνεται δηλαδή πως συνιστούσε την υποταγή στην προσωρινή εξουσία των Τούρκων, πρόβλεπε όμως και προφήτευε την Επανάσταση στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι οι διδαχές, καθώς και τα σχολεία που ίδρυσε, συγκράτησαν και τόνωσαν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση σ' ένα μεγάλο μέρος των υποδούλων και μ' αυτό τον τρόπο ο Κοσμάς έγινε πρόδρομος του '21» (Μ. 86-7).
Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το ευαγγελικό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου, χωρίς να ωθή τους δούλους σε εξέγερσι κατά των κυρίων, κατήργησε ο¬ριστικά την κοινωνική δουλεία, έτσι και το αποστολικό κήρυγμα του αγίου Κοσμά, χωρίς να ωθή τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν αμέσως τα όπλα, ετοίμασε ουσιαστικά και θεμελίωσε βαθειά την εθνική τους απελευθέρωσι. Ο απόστολος Παύλος, διδάσκοντας κυρίους και δούλους ότι είνε αδελφοί εν Χριστώ, στην πραγματικότητα κατηύθυνε τη μεγαλύτερη κοινωνική επανάστασι· και ο άγιος Κοσμάς, οδηγώντας τους αδελφούς του στην εν Χριστώ ελευθερία από την άγνοια και τα πάθη, τους χάριζε πνευματική υπεροπλία με την οποία έφθασαν κατόπιν και στην εθνική ελευθερία. Γιατί οποίος δε νικά το μίσος και δεν υψώνεται στην αγάπη, δεν είνε άξιος της ελευθερίας. Το είπε και ο εθνικός ποιητής· «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά» (Διον. Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν, στροφή 147).
Η μεγάλη δύναμις δεν είνε στα όπλα και στο μακελλειό· η μεγάλη δύναμις βρίσκεται στην προστασία του Θεού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που την ελπίδα τους έχουν μόνο σ' αυτόν. Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο των Διδαχών του ο άγιος Κοσμάς ανοίγει εποπτικό διάλογο και λέει- «Δώσετε μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Είπε την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -Εις την πιστόλα. -Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου, τώρα οπού δεν βαστάς άρματα, ο νους σου που επήγε; -Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού.
-Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν» (Μ. 272-3). Και αλλού λέει επίσης· «Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον· άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον» (Κ. 125). «Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας» (Κ. 143). «Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είνε καθαρός δεν παθαίνει κανέν κακόν» (Κ. 159).
Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστι και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, ώπλιζε το φρόνημα, φώτιζε το νου και ενίσχυε τη θέλησι. Έτσι ετοίμασε, μακροπροθέσμως και με υπομονή, το έδαφος για την παλιγγενεσία. Όπως σημειώνει ο επίσκοπος Αυγουστίνος, οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωσι του Γένους, «εξήσκουν τεραστίαν επίδρασιν επί των πνευμάτων των υποδούλων, ανεπτέρωνον το ηθικόν αυτών και ως ζωγόνος ήλιος ελπίδων κατηύγαζον το Πανελλήνιον. Είνε δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενεθαρρύνοντο εις τον υπέρ όλων αγώνα ενθυμούμενοι τάς προφητείας του Αγίου, και προς τον Θεόν της δικαιοσύνης απευθυνόμενοι τας πρεσβείας του αγίου Κοσμά επεκαλούντο διά την νικηφόρον έκβασιν του απελευθερωτικού των αγώνος, ως δεικνύει το δίστιχον τούτο·
"Βοήθα μας, άι Γιώργη, και συ, άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλι και την Άγια - Σοφιά"»
(Κ. 335).
Μέ ποιους τρόπους τώρα ο άγιος Κοσμάς ωδήγησε το Γένος στην αναγεννητική πορεία του; Πρώτα-πρώτα με το παράδειγμα της ζωής του, που την χαρακτήριζε η αγάπη για το Θεό και τον αδελφό, και την οποία βεβαίωνε με την αυταπάρνησί του. Έπειτα με το χαριτωμένο λόγο και την απλή διδαχή του. «Εκήρυττε τόσον απλά, ώστε και ένα παιδί ακόμη ηδύνατο να εννοήση.
Εκήρυττε με συναίσθησιν. Εκήρυττε με δάκρυα. Εκήρυττε κάτω από την σκιάν του Σταυρού. Έκοπτε τον πνευματικόν άρτον εις μικρά τεμάχια και τον διένεμεν εις όλους, όπως ο ιερεύς με το άγιον κοχλιάριον μεταδίδει την θείαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Όντως ιερουργίαν επετέλει κηρύττων το Ευαγγέλιον» (Κ. 38). Ως προς τον χρόνο, το σχέδιο και το περιεχόμενο των διδαχών, ο Ιωάννης Μενούνος λέει· «Το κήρυγμα γινόταν πρωινές ή βραδινές ώρες, πριν δηλαδή οι, χωρικοί συνήθως, ακροατές του αρχίσουν τις εργασίες τους ή μετά την επιστροφή από αυτές... Η πρώτη διδαχή γινόταν βράδυ. Θέμα της ήταν η δημιουργία των αγγέλων και του υλικού κόσμου, η πτώση των Πρωτοπλάστων, η έξωσή τους από τον Παράδεισο και η τιμωρία τους τόσο εδώ στη γη όσο και, μετά το θάνατο τους, στον άλλο κόσμο. Το πρωί που ακολουθούσε διδασκόταν η δεύτερη διδαχή. Περιεχόμενο της η διήγηση για τη γέννηση και τη ζωή της Παναγίας, η γέννηση και η ζωή του Χριστού ως τη Μ. Πέμπτη, η προδοσία και αυτοκτονία του Ιούδα. Το δεύτερο τέλος βράδυ ο Κοσμάς κήρυττε την τρίτη διδαχή. Το θέμα τώρα ήταν η Ανάσταση, το έργο των αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστης με κατάληξη τη Δευτέρα Παρουσία, όπου οι αμαρτωλοί τιμωρούνται και οι δίκαιοι αμείβονται. Με τους τρεις αυτούς τύπους διδαχών παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη η ιστορία κατά τη χριστιανική διδασκαλία, που αρχίζει από τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου και καταλήγει στη "συντέλεια του αιώνος"» (Μ. 91-2). Το κήρυγμά του ο άγιος ζωντάνευε συχνά και με την προσωπική επικοινωνία ανοίγοντας διάλογο, όπως είδαμε ανωτέρω.
Γι' αυτούς τέλος που ήταν μακριά του χρησιμοποιούσε και την αλληλογραφία απευθύνοντάς τους επιστολές, εκ των οποίων σώζονται αρκετές.
Μετά από αυτά ευνόητο είνε το πώς τον έβλεπε ο λαός. Ενώ οι Εβραίοι τον μισούσαν και οι Τούρκοι μόλις τον ανέχονταν, ο απλός λαός τον εμπιστευόταν, ενθουσιαζόταν, κρεμόταν απ’ το στόμα του και τον ακολουθούσε.
Γιατί; Διότι στάθηκε δίπλα στο λαό, όταν άλλοι είχαν φύγει μακριά του στη Δύσι. Ένιωσε τον πόνο και την ανάγκη του. Δεν εκώφευσε. Συγκακουχήθηκε και συγκακοπάθησε με τα σκλαβωμένα παιδιά του.
«Είχε σπλάγχνα πατρικά. Επόνει, συνέπασχε, συνεσταυρούτο με τον καθημερινώς σταυρούμενον επί μυριάδων σταυρών λαόν του Κυρίου. Ησθάνετο τας ανάγκας των χριστιανών, υλικάς και πνευματικάς, ως ιδίας ανάγκας, συνελάμβανε τους ήχους των πόνων των δυστυχούντων της εποχής και, συγκεκινημένος ο ίδιος εκ της θέας της ανθρωπίνης δυστυχίας, με τέχνην ωμίλει, έπληττε τας χορδάς των καρδιών των ακροατών του, προεκάλει την συμπάθειαν, διήγειρεν όσον ουδείς άλλος τα φιλάνθρωπα αισθήματα και με γιγαντιαίαν δύναμιν, την δύναμιν της θείας χάριτος, ώθει τον λαόν προς έργα κοινής αγαθοεργίας. Και τι δεν έπραξεν υπέρ του Γένους ο κοινωφελέστατος ούτος άνθρωπος!» (Κ. 42-3). Δίδαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, οικογενειακή αγωγή, αγωγή πολίτου, οικολογική αγωγή, πολιτιστική αγωγή, τα πάντα.
Αν σήμερα η διδαχή του βρίσκη τόση ανταπόκρισι και μιλάη τόσο ζωντανά σ' εμάς, φαντάζεται κανείς τι απήχησι είχε στους προγόνους και προπάτορές μας. Σαν ποθητή βροχή έπεφταν τα λόγια του και σαν διψασμένη γη τα ρουφούσαν οι ψυχές τους. Μετά τον απόστολο Παύλο και τον ι. Χρυσόστομο μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Κοσμάς είνε εκείνος που μίλησε και μιλάει στην καρδιά του λαού μας. Είνε πράγματι «ο Γέροντας του Γένους».
Δ'.
Αν το Γένος μας ξεχάση τις υποθήκες του αγίου Κοσμά, του Γέροντός του, θα διαπράξη μεγάλη αμαρτία και το περιμένουν δεινά παθήματα, ταλαιπωρίες και τιμωρίες. Αν τις φυλάξη, εκείνος θα συνεχίση να το οδηγή στον ασφαλή δρόμο. Διότι και σήμερα ο λαός μας έχει ανάγκη από Γέροντα, πνευματικό οδηγό και ένθεο εμπνευστή. Οι ορθολογισταί, οι οπαδοί της χειραφετήσεως και του απογαλακτισμού από την Εκκλησία, οι κήρυκες του εχθρικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας και θιασώται του μοντέλου ενός λαϊκού κράτους μπορεί να διαφωνούν. Η άποψί τους όμως δεν βρίσκει ιστορική επιβεβαίωσι. Η ιστορία αντιθέτως μαρτυρεί ότι, όσες φορές ο λαός ελεήθηκε από το Θεό ώστε να έχη μπροστά του τέτοια αναστήματα, βγήκε από τον κλοιό, φωτίστηκε, ωρθοπόδησε, ανυψώθηκε, μεγαλούργησε.
[ι. μονή Αγ. Κοσμά του Αιτωλού Αρναίας - Χαλκιδικής
Κυριακή 23 Αυγούστου 2009]
Συντομογραφίες πηγών
Κ. = Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) - Συναξάριον -Διδαχαί - Προφητείαι - Ακολουθία, Πρόλογος - σημειώ-σεις επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, εκδ. «Σταυρός», Αθήναι 200526 (σσ. 426).
Μ. = Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές - Φιλολογική μελέτη - Κείμενα, εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1979 (σσ. 319).
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλία, κατεκόσμησας, την Εκκλησίαν, ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος· και κατασπείρας τα θεία διδάγματα, μαρτυρικώς τον αγώνα ετέλεσας, Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Ως φωστήρ νεόφωτος την Έκκλησίαν, καταυγάζεις άπασαν, Ευαγγελίου διδαχαίς, Κοσμά Χριστού Ισαπόστολε· διό αξίως γεραίρει την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ως ο Παύλος πάτερ περιελθών, πόλεις και χωρία, ταις καρδίαις των ευσεβών πίστεως την φλόγα, ανήψας της αγίας, και έφλεξας της πλάνης, άπαν ζιζάνιον.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Iσαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς.
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών.
Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β' και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.
Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. «Όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, και άκουαν μετά κατανύξεως, και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις, και ωφέλεια ψυχική»".
Η διδασκαλία του ήταν «απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, όπου εφαίνετο καθολικά, να ήναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ήσυχου Αγίου Πvεύματoς».
Η επίδραση του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν' ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταιυρό κι ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Τά κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν' αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία.
Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του. Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωση του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του.
Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και το λείψανο του το έριξαν στα νερά του πόταμου Άψου. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό, το λείψανο επέπλεε. Βρέθηκε από τον ιερέα Μάρκο κι ενταφιάσθηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου, όπου και ανευρέθη.
Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Ακολουθία και βίο του έγραψαν ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Σαπφείριος Χριστοδουλίδης, ο Θωμάς Πασχίδης και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον βίο και το έργο του μεγάλoυ αγίου. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΓΔΟΝΙΑ
«Πληθώρα πεδίων με υδρογονάνθρακες» έχουν ανακαλυφθεί νότια της Κρήτης, σύμφωνα με στοιχεία της Νορβηγικής PGS. Πηγές του «defence-point.gr» που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης μας ανέφεραν τα στοιχεία φωτιά που προέρχονται από την PGS και τα οποία είναι σε γνώση τόσο του αρμόδιου υπουργείου όσο και της κυβέρνησης και καταδεικνύουν ότι η νορβηγική εταιρία έχει εντοπίσει «πληθώρα πεδίων με υδρογονάνθρακες».
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι, ότι η συγκεκριμένη παρατήρηση για το μεγάλο αριθμό των «πεδίων υδρογονανθράκων» δεν αφορά καν ολόκληρη την περιοχή έρευνας αλλά συγκεκριμένα μόνο σημεία. Σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητα να υπάρξει «υπερπληθώρα» πεδίων υδρογοναθράκων, εάν τεθεί υπόψη ολόκληρη η περιοχή, είναι μεγάλη.
Με λίγα λόγια, είναι γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει με τον πλέον επίσημο τρόπο, μέσω του αναδόχου των ερευνών, εδώ και κάποιες εβδομάδες την ύπαρξη πολλών αξιόλογων στόχων με αποτέλεσμα να είναι πλέον σε θέση να εκτιμήσει τη βασιμότητα της πιθανότητας ύπαρξης υδρογονανθράκων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε για άλλη μία φορά το αυτονόητο: Πετρέλαιο και φυσικό αέριο «έχουμε» μόνο όταν το τρυπάνι φτάσει στην περιοχή στόχο και ανάψει η φλόγα στην εξέδρα άντλησης - όπως ακριβώς συνέβη λίγους μήνες πριν στο κοίτασμα «Αφροδίτη» στην Κύπρο.
Για την ώρα λοιπόν, με την παραπάνω τοποθέτηση εννοούμε, ότι η εταιρία και οι ειδικοί που εξέτασαν τα στοιχεία και όπως αυτά παρουσιάστηκαν στο ΥΠΕΚΑ εκτιμούν ότι έχουν εντοπιστεί «στόχοι» στους οποίους η πιθανότητα να υπάρχει φυσικό αέριο ή/και πετρέλαιο είναι μεγάλη και σίγουρα αξίζει η Ελλάδα να επενδύσει στη συγκεκριμένη πιθανότητα και να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσελκύσει σχετικό διεθνές ενδιαφέρον.
Είναι προφανές ότι το μεγάλο βήμα έχει γίνει: H Ελλάδα με τον πλέον επίσημο τρόπο ενημερώθηκε για τα άκρως ενθαρρυντικά στοιχεία κάτι το οποίο είναι βέβαιο ότι έχει γίνει και με τους «μεγάλους» του χώρου στο εξωτερικό.
Πόσο τυχαίο είναι ότι η Αθήνα μετά τη συγκεκριμένη ενημέρωση η οποία έγινε προς τα τέλη του φθινοπώρου, έθεσε ως πρώτο και κύριο στόχο για την Ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ανάπτυξη μίας ενιαίας στρατηγικής της Ένωσης για την ανάπτυξη των «θαλασσίων ζωνών» σε όλες τις περιοχές ενδιαφέροντος και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο; Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και το λογότυπο της Ελληνικής Προεδρίας στην ουσία δείχνει ένα σκάφος με «ανοιγμένα τα πανιά», ενώ κάποιοι πιο… ευφάνταστοι βλέπουν στο σχήμα τους τη λευκή φλόγα που παραπέμπει στο αέριο…
Το σίγουρο είναι ότι αναμένουμε μία συναρπαστική χρονιά, εάν δε σε όλα αυτά συμπεριλάβουμε και τις εξελίξεις στην Τουρκία το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να «πλήξουμε»…
Δρ. Γεώργιος Κ. Φίλης
α΄Πῶς οὖν φυσιν ὁ Λουκᾶς, ὅτι ἐπὶ τῆς φάτνης κείμενον ἦν; Ὅτι τεκοῦσα μὲν εὐθέως αὐτὸ κατέκλινεν ἐκεῖ· ἅτε γὰρ πολλῶν συνιόντων διὰ τὴν ἀπογραφὴν, οὐκ ἦν οἰκίαν εὑρεῖν· ὅπερ οὖν καὶ ὁ Λουκᾶς ἐπισημαίνεται λέγων, ὅτι διὰ τὸ μὴ εἶναι τόπον, ἀνέκλινεν αὐτὸν. Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνείλετο, καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων εἶχεν· Ὁμοῦ τε γὰρ ἐπέβη τῆς Βηθλεέμ, καὶ τὰς ὠδῖνας ἔλυσεν· ἵνα μάθῃς κἀντεῦθεν τὴν οἰκονομίαν πᾶσαν, ἅ καὶ ὅτι οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ὡς ἔτυχε ταῦτα ἐγένετο, ἀλλὰ κατὰ τὴν πρόνοιάν τινα θείαν καὶ προφητείας ἀκολουθίαν ταῦτα πάντα ἐπληροῦτο. Ἀλλὰ τὶ τὸ πεῖσαν αὐτοὺς προσκυνῆσαι; Οὔτε γὰρ ἡ Παρθένος ἐπίσημος ἦν, οὔτε ἡ οἰκία περιφανής, οὔτε ἄλλο τι τῶν ὁρωμένων ἱκανῶν ἐκπλῆξαι καὶ ἐπισπάσασθε. Οἰ δὲ οὐ μόνον προσκυνοῦσιν, ἀλλὰ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν, δῶρα προσάγουσι, καὶ δῶρα οὐχ ὡς ἀνθρώπῳ, ἀλλ’ ὡς Θεῷ. Ὁ γὰρ λιβανωτὸς καὶ ἡ σμύρνα τούτου σύμβολον ἦν. Τί οὖν τὸ πεῖσαν αὐτοὺς; Τὸ παρασκευάσαν οἴκοθεν ἀναστῆναι καὶ τοσαύτην ἐλθεῖν ὁδὸν· τοῦτο δὲ ἦν ὅ τε ἀστήρ, καὶ ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ γενομένη τῇ διανοίᾳ αὐτῶν ἔλλαμψις, κατὰ μικρόν αὐτοὺς πρὸς τὴν τελειοτέραν ὁδηγοῦσα γνῶσιν. Οὐδὲ γὰρ ἄν, εἰ μὴ τοῦτο ἦν, τῶν φαινομένων εὐτελῶν ὄντων ἁπάντων τοσαύτην ἐπεδείξαντο τιμήν. Διὰ τοῦτο οὐδὲν τῶν αἰσθητῶν μέγα ἐκεῖ, ἀλλὰ φάτνη, καὶ καλύβη, καὶ μήτηρ πτωχή· ἵνα γυμνὴν τῶν μάγων ἴδῃς τὴν φιλοσοφίαν, καὶ μάθῃς ὅτι οὐχ ὡς ἀνθρώπῳ ψιλῷ, ἀλλ’ ὡς Θεῷ προσήεσαν καὶ εὐεργέτῃ. Διόπερ οὐδενὶ τῶν ὁρωμένων ἔξωθεν ἐσκανδαλίζοντο, ἀλλὰ καὶ προσεκύνουν καὶ δῶρα προσῆγον, τῆς μὲν Ἰουδαϊκῆς ἀπηλλγαμένα παχύτητος· οὐδὲ γὰρ πρόβατα καὶ μόσχους ἔθυσαν· τῆς δὲ ἐκκλησιαστικῆς ἐγγὺς ὄντα φιλοσοφίας· ἐπίγνωσιν γὰρ καὶ ὑπακοὴν καὶ ἀγάπην αὐτῷ προσῆγον. Χρηματισθέντες δὲ κατ’ ὄναρ, μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. Θέα κἀντεῦθεν τὴν πίστιν αὐτῶν, πῶς οὐκ ἐσκανδαλίσθησαν, ἀλλ’ εἰσὶν εὐήνιοι καὶ ἐγνώμονες, καὶ οὐ θορυβοῦνται, οὐδὲ διαλογίζονται πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· Καὶ μὴν εἰ μέγα τὸ παιδίον ἐστὶ τοῦτο, καὶ ἔχει τινὰ ἰσχὺν, τίς χρεία φυγῆς καὶ λαθραίας ἀναχωρήσεως; καὶ τὶ δήποτε φανερῶς ἐλθόντας ἡμᾶς καὶ μετὰ παρρησίας, καὶ πρὸς δῆμον τοσοῦτον καὶ πρὸς βασιλέως μανίαν στάντας, ὡς δραπέτας καὶ φυγάδας ἐκπέμπει ὁ ἄγγελος τῆς πόλεως; Ἀλλ’ οὐδὲν τούτων οὔτε εἶπον, οὔτε ἐνενόησαν. Τοῦτο γὰρ μάλιστα πίστεως, τὸ μὴ ζητεῖν εὐθύνας τῶν προστεταγμένων, ἀλλὰ πείθεσθαι τοῖς ἐπιταττομένοις μόνον. Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται τῶ Ἰωσὴφ κατ’ ὄναρ, λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον. Ἄξιον ἐνταῦθα διαπορῆσαι καὶ ὑπὲρ τῶν μάγων, καὶ ὑπὲρ τοῦ παιδίου. Εἰ γὰρ καὶ ἐκεῖνοι μὴ ἐθοθρυβήθησαν, ἀλλὰ μετὰ πίστεως πάντα ἐδέξαντο, ἡμᾶς ἄξιον ζητῆσαι, διατί μὴ παρόντες σώζονται ἐκεῖνοι καὶ τὸ παιδίον, ἀλλ’οἱ μὲν εἰς Περσίαν, τὸ δὲ εἰς Αἴγυπτον φυγαδεύεται μετὰ τῆς μητρός; Ἀλλὰ τί; ἔδει αὐτὸν ἐμπεσεῖν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἡρώδου, καὶ ἐμπεσόντα μὴ κατακόπτεσθαι; Ἀλλ’ οὐκ ἄν ἐνομίσθη σάρκα ἀνειληφέναι· οὐκ ἄν ἐπιστεύθη τῆς οἰκονομίας τὸ μέγεθος. Εἰ γὰρ τούτων γενομένων, καὶ πολλῶν ἀνθρωπίνως οἰκονομουμένων, ἐτόλμησάν τινες εἰπεῖν ὅτι μῦθος ἡ τῆς σαρκὸς ἀνάληψις, ποῦ οὐκ ἄν ἐξέπεσον ἀσεβείας, εἰ πάντα θεοπρεπῶς καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ δύναμιν ἔπραττε; Τοὺς δὲ μάγους ἐκπέμπει ταχέως, ὁμοῦ μὲν διδασκάλους ἀποστέλλων τῇ Περσῶν χώρᾳ, ὁμοῦ δὲ ἐκκόπτων τοῦ τυράννου τὴν μανίαν, ἵνα μάθῃ ὅτι ἀνηνύτοις ἐπιχειρεῖ πράγμασι, καὶ τὸν θυμὸν σβέσῃ, καὶ τῆς ματαιοπονίας ἑαυτὸν ἀπαγάγῃ ταύτης. Οὐ γὰρ δὴ τὸ μετὰ παρρησίας περιγίνεσθαι τῶν ἐχθρῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ μετ’ εὐκολίας αὐτοὺς ἀπατᾷν, τῆς αὐτοῦ δυνάμεως ἄξιον. Οὕτω γοῦν καὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων ἠπάτησε, καὶ δυνάμενος φανερῶς τὸν ἐκείνων πλοῦτον εἰς τὰς τῶν Ἑβραίων μεταστῆσαι χεῖρας, λάθρα καὶ μετὰ ἀπάτης τοῦτο κελεύει ποιεῖν, ἅπερ οὐκ ἔλαττον τῶν ἄλλων σημείων φοβερὸν αὐτὸν παρὰ τοῖς ἐναντίοις ἐποίησεν. β. Οἱ γοῦν Ἀσκαλωνῖται καὶ οἱ λοιποὶ πάντες, ἡνίκα τὴν κιβωτὸν ἔλαβον, καὶ πληγέντες λοιπὸν παρήνουν τοῖς οἰκειοις μὴ πολεμεῖν, μηδὲ ἐξ ἐναντίας ἵστασθαι, μετὰ τῶν ἄλλων θαυμάτων καὶ τοῦτο εἰς μέσον ἦγον λέγοντες· Ἵνα τί βαρύνετε τὰς καρδίας ὑμῶν, καθὼς ἐβάρυνεν Αἴγυπτος καὶ Φαραώ; οὐχ ὅτε ἐνέπαιξεν αὐτοῖς, τότε ἐξαπέστειλε τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον; Τοῦτα δὲ ἔλεγον, τῶν ἄλλων σημείων τῶν φανερῶς γενομένων οὐκ ἔλαττον καὶ τοῦτο νομίζοντες εἶναι, εἰς τὴν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ καὶ τῆς μεγαλωσύνης ἀπόδειξιν. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα γέγονεν, ἱκανὸν ἐκπλῆξαι τὸν τύρανον. Ἐννόησον γὰρ οἷα πάσχειν εἰκὸς ἦν τὸν Ἡρώδην, καὶ πῶς ἀποπνίγεσθαι, ἀπατηθέντα παρὰ τῶν μάγων καὶ οὕτω καταγελασθέντα. Τί γὰρ, εἰ μὴ γέγονε βελτίων; Οὐ τοῦ ταῦτα οἰκονομήσαντος ἔγκλημα, ἀλλὰ τῆς ἐκείνου μανίας ἡ ὑπερβολή, μηδὲ τοῖς δυναμένοις αὐτὸν παραμυθήσασθαι καὶ ἀποστῆσαι τῆς πονηρίας εἴκοντος, ἀλλ’ ἐπεξιόντος περαιτέρω, ἵνα καὶ χαλεπωτέραν δέξηται δίκην τῆς τοιταύτης ἀνοίας. Καὶ τίνος ἕνεκέν φησιν, εἰς Αἴγυπτον τὸ παιδίον πέμπεται; Μάλιστα μὲν καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτίαν εἵρηκεν· Ἵνα πληρωθῇ γάρ, φησίν Ὅτι ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου· ἅμα δὲ καὶ χρηστῶν παροίμια λοιπὸν ἐλπίδων τῇ οἰκουμένῃ προανεφωνεῖτο. Ἐπειδὴ γὰρ Βαβυλὼν καὶ Αἴγυπτος μάλιστα τῆς γῆς ἁπάσης τῇ φλογὶ τῆς ἀσεβείας ἦσαν ἐκκεκαυμέναι, ἐκ προοιμίων δεικιὺς ὅτι ἀμφοτέρας διορθώσεται καὶ βελτίους ποιήσει, καὶ πείθων διὰ τούτων καὶ περὶ τῆς ὅλης οἰκουμένης τὰ χρηστὰ προσδοκᾷν, τῇ μὲν τοὺς μάγους ἀπέστειλε, τῇ δὲ αὐτὸς ἐπέβη μετὰ τῆς μητρός. Πρὸς δὲ τοῖς εἰρημένοις καὶ ἕτερον ἐντεῦθεν παιδευόμεθα, οὐ μικρὸν εἰς φιλοσοφίαν ἡμῖν συντεῖνον. Ποῖον δὴ τοῦτο; Τὸ ἐκ προοιμίων πειρασμοὺς προσδοκᾷν καὶ ἐπιβουλάς. Ὅρα γοῦν ἀπὸ τῶν σπαργάνων εὐθέως τοῦτο γινόμενον. Καὶ γὰρ τεχθέντος αὐτοῦ, καὶ τύραννος μαίνεται, καὶ φυγὴ καὶ μετάστασις γίνεται πρὸς τὴν ὑπερορίαν, καὶ οὐδὲν ἀδικήσασα ἡ μήτηρ εἰς τὴν τῶν βαρβάρων φυγαδεύεται χώραν· ἵνα σὺ ταῦτα ἀκούων, ὅταν καταξιωθῇς διακονήσασθαί τινι πενυματικῷ πράγματι, εἶτα ἴδῃς σεαυτὸν πάσχοντα τὰ ἀνήκεστα καὶ μυρίους ὑπομένοντα κινδύνους, μὴ διαταρχθῇς, μηδὲ εἴπῃς· Τὶ ποτε τοῦτὸ ἐστι; καὶ μὴν στεφανοῦσθαί με ἔδει καὶ ἀνακηρύττεσθαι, καὶ λαμπρὸν εἶναι καὶ περιφανῇ πρόσταγμα πληροῦντα δεσποτικόν· ἀλλ’ ἔχων τοῦτο τὸ ὑπόδειγμα φέρῃς πάντα γενναίως, εἰδὼς ὅτι μάλιστα αὕτη τῶν πνευματικῶν ἡ ἀκολουθία ἐστί, τὸ πανταχοῦ πειρασμοὺς συγκεκληρωμένους ἔχειν. Ὅρα γοῦν οὐκ ἐπὶ τῆς μητρὸς καὶ τοῦ παιδίου τοῦτο γινόμενον μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν βαρβάρων ἐκείνων. Καὶ γὰρ ἐκεῖνοι λάθρα ἀναχωροῦσιν ἐν τάξει φυγάδων· καὶ αὕτη πάλιν, οὐδέποτε τὴν οἰκίαν ὑπερβᾶσα, μακρὰν οὕτω ταλαιπωρίας ὁδὸν ὑπομένειν κελεύεται, διὰ τὸν θαυμαστὸν τοῦτον τόκον καὶ τὰς πνευματικὰς ὠδῖνας. Καὶ θέα τὸ παράδοξον πάλιν. Παλαιστίνη μὲν ἐπιβουλεύει, Αἴγυπτος δὲ ὑποδέχεται καὶ διασώζει τὸν ἐπιβουλευόμενον. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ἐπὶ τῶν παίδων τοῦ πατριάρχου τύποι συνέβαινον, ἀλλὰ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ γινομένων τότε προανετηρύττετο τῶν ὕστερον συμβαίνειν μελλόντων· ὅπερ οὖν καὶ ἐπὶ τῆς ὄνου καὶ ἐπὶ τοῦ πώλου γέγονε. Φανεὶς τοίνυν ἄγγελος, οὐχὶ τῇ Μαρίᾳ, ἀλλὰ τῷ Ἰωσὴφ διαλέγεται· καὶ τί φησιν; Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ. Ἐνταῦθα οὐκέτι λέγει· Τὴν γυναῖκά σου, ἀλλὰ Τὴν μητέρα αὐτοῦ. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ τόκος ἐξέβη, καὶ ἡ ὑποψία ἐλύθη, καὶ ὁ ἀνὴρ ἐπιστάθη, μετὰ παρρησίας λοιπὸν διαλέγεται ὁ ἄγγελος, οὔτε παιδίον, οὔτε γυναῖκα αὐτοῦ καλῶν· ἀλλὰ, Παράλαβε τὸ παιδὶον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ· καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον καὶ τὴν αἰτίαν λέγει τῆς φυγῆς· Μέλλει γὰρ ὁ Ἡρώδης, φησί, ζητεῖν τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. γ. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἰωσὴφ οὐκ ἐσκανδαλίσθη, οὐδὲ εἶπεν· Αἴνιγμα τὸ πρᾶγμά ἐστιν· οὐ πρώην ἔλεγες, ὅτι σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ; καὶ νῦν οὐδὲ ἑαυτὸν σώζει, ἀλλὰ φυγῆς ἡμῖν χρεία, καὶ ἀποδημίας, καὶ μακρᾶς μεταστάσεως· ἐναντία τῇ ὑποσχέσει τὰ γινόμενα. Ἀλλ’ οὐδὲν τούτων λέγει· πιστὸς γὰρ ἦν ὁ ἀνήρ· οὐδὲ περιεργάζεται τῆς ἐπανόδου τὸν χρόνον, καὶ ταῦτα τοῦ ἀγγέλου ἀδιορίστως αὐτὸν τεθεικότος. Ἕως γὰρ ἄν εἴπω σοι, ἴσθι ἐκεῖ. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ πρὸς τοῦτο ἐνάρκησεν, ἀλλ’ ὑπακούει καὶ πείθεται, πάντας μετὰ χαρᾶς τοὺς πειρασμοὺς ὑπομένων. Καὶ γὰρ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τοῖς ἐπιπόνοις τούτοις καὶ ἠδέα ἀνέμιξεν· ὅπερ καὶ ἐπὶ πάντων τῶν ἁγίων ποιεῖ, οὔτε τοὺς κινδύνους, οὔτε τὰς ἀνέσεις συνεχεῖς τιθείς, ἀλλὰ καὶ διὰ τούτων καὶ δι’ ἐκείνων ὑφαίνων τὸν τῶν δικαίων βίον. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκε· σκόπει γάρ. Εἶδε κύουσαν τὴν Παρθένον· εἰς ταραχὴν αὐτὸν ἐνέβαλε τοῦτο, καὶ τὸν ἔσχατον θόρυβον· ἐπὶ μοιχείᾳ γὰρ τὴν κόρην ὑπώπτευεν· ἀλλ’ εὐθέως ἐπέστη ὁ ἄγγελος, τὴν τε ὑποψίαν λύων, καὶ τὸν φόβον ἀναιρῶν τοῦτον· καὶ τὸ παιδίον τεχθὲν ὁρῶν χαρὰν ἐκαρπώσατο μεγίστην. Πάλιν τὴν χαρὰν ταύτην κίνδυνος οὐ μικρὸς διαδέχεται, τῆς πόλεως ταραττομένης, καὶ τοῦ βασιλέως μαινομένου, καὶ τὸν τεχθέντα ἐπιζητοῦντος. Ἀλλὰ τὸν θόρυβον τοῦτον ἑτέρα πάλιν διεδέξατο χαρά· ὁ ἀστήρ, καὶ ἡ τῶν μάγων προσκύνησις. Πάλιν μετὰ τὴν ἠδονὴν ταύτην φόβος καὶ κίνδυνος· Ζητεῖ γάρ, φησίν, Ἡρώδης τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου· καὶ δεῖ φυγεῖν καὶ μεθίστασθαι ἀνθρωπίνως... Θαυματουργεῖν γὰρ τέως, οὐκ ἔδει. Εἰ γὰρ ἐκ πρώτης ἠλικίας θάυματα ἐπεδείξατο, οὐδ’ ἄν ἐνομίσθη ἄνθρωπος εἶναι. Διά τοι τοῦτο οὐδὲ ἁπλῶς ναὸς πλάττεται, ἀλλὰ καὶ κύησις γίνεται, καὶ ἐνναμηνιαῖος χρόνος, καὶ ὠδῖνες, καὶ τόκος, καὶ γαλακτοτροφία, καὶ διὰ παντὸς ἡσυχία τοῦ χρόνου, καὶ ἀναμένει τὴν ἀνδράσι πρέπουσαν ἡλικίαν· ἵνα διὰ πάντων εὐπαράδεκτον γένηται τῆς οἰκονομίας τὸ μυστήριον. Τίνος οὖν ἕνεκεν καὶ ταῦτα τὰ σημεῖα ἐγένετο φησίν, ἐξ ἀρχῆς; Διὰ τὴν μητέρα, διὰ τὸν Ἰωσὴφ, διὰ τὸν Συμεών, μέλλοντα ἀπιέναι λοιπόν, διὰ τοὺς ποιμένας, διὰ τοὺς μάγους, διὰ τοὺς Ἰουδαίους. Εἰ γὰρ ἐβούλοντο προσέχειν μετὰ ἀκριβείας τοῖς γινομένοις, οὐ μικρὰ καὶ ἐντεῦθεν ἄν πρὸς τὰ μέλλοντα ἐκαρπώσαντο. Εἰ δὲ μὴ λέγουσιν οἱ Πορφῆται τὰ περὶ τῶν μάγων, μὴ θορυβηθῇς· οὔτε γὰρ πάντα προεῖπον, οὔτε πάντα ἐσιώπησαν. Ὥσπερ γὰρ τὸ μηδὲν ἀκούσαντα ἰδεῖν παραγινόμενα τὰ πράγματα, πολλὴν ἐποίει τὴν ἔκπληξιν καὶ τὸν θόρυβον· οὕτω καὶ τὸ πάντα μαθεῖν καθεύδειν παρεσκεύαζε τὸν ἀκροατήν, καὶ τοῖς εὐαγγελισταῖς οὐδὲν ἠφίει πλέον. Εἰ δὲ περὶ τῆς προφητείας ἀμφιβάλλοιεν Ἰουδαῖοι λέγοντες, τό, Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου, ἐπ’ αὐτῶν εἰρῆσθαι· εἴποιμεν ἄν πρὸς αὐτούς, ὅτι καὶ οὖτος προφητείας νομος, τὸ πολλὰ πολλάκις λέγεσθαι μὲν ἐπ’ ἄλλων, πληροῦσθαι δὲ ἐφ’ ἑτέρων, οἷον τὸ ἐπὶ τοῦ Συμεὼν καὶ Λευΐ εἰρημένον ἐστί· Διαμεριῶ γὰρ αὐτούς, φησίν, ἐν Ἰακώβ, καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν Ἰσραήλ. Καίτοι γε οὐκ ἐπ’ αὐτῶν τοῦτο γέγονεν, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐγγόνων· καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ Χαναὰν δὲ παρὰ τοῦ Νῶε λεχθέν, εἰς τοὺς Γαβαωνίτας τοὺς ἐγγόνους τοῦ Χαναὰν ἐξέβη. Καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ Ἰακὼβ οὕτως ἴδοι τις ἄν συμβάν· αἱ γὰρ εὐλογίαι ἐκεῖναι αἱ λέγουσαι, Γίνου Κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ προσκυνησάτωσάν σε οἱ υἱοὶ τοῦ πατρός σου, οὐκ ἐπ’ αὐτοῦ τέλος ἔσχον, πῶς γάρ, τοῦ δεδοικότος καὶ τρέμοντος καὶ μυριάκις αὐτὸν προσκυνοῦντος; ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐγγόνων τῶν αὐτοῦ. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα εἴποι τις ἄν. Τίς γὰρ ἀληθέστερο Υἱὸς Θεοῦ λεχθείη; ὁ μόσχον προσκυνῶν, καὶ τῷ Βεελφεγὼρ τελούμενος, καὶ τοὺς υἱοὺς θύων τοῖς δαιμονίοις, ἤ ὁ φύσει Υἱός, καὶ τὸν γεγεννηκότα τιμῶν; Ὥστε εἰ μὴ παρεγένετο οὗτος, οὐκ ἄν προφητεία τέλος ἔλαβε τὸ προσῆκον. δ΄. Ὅρα γοῦν πῶς αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς αἰνίττεται λέγων, Ἵνα πληρωθῇ, δεικνὺς ὅτι οὐκ ἄν ἐπληρώθη, εἰ μὴ παραγέγονεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τὴν Παρθένον λαμπρὰν τοῦτο ποιεῖ περιφανῆ. Ὅπερ γὰρ εἶχεν ὁ δῆμος ἅπας ἐν ἐγκωμίου τάξει, τοῦτο καὶ αὐτὴ λοιπὸν ἔχειν ἠδύνατο. Ἐπειδὴ γὰρ μέγα ἐφρόνουν ἐπὶ τῷ ἀνελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ εκόμπαζον. Ὅπερ οὖν καὶ ὁ Προφήτης αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Οὐχὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἀνήγαγον ἐκ Καππαδοκίας, καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ἐκ βόθρου; Ποιεῖ καὶ τῆς Παρθένου τὸ προτέρημα τοῦτο. Μᾶλλον δὲ καὶ ὁ λαὸς καὶ ὁ πατριάρχης καταβάντες ἐκεῖ καὶ ἀναβάντες ἐκεῖθεν, τὸν τῆς ἀνόδου ταύτης τύπον ἐκπλήρουν. Καὶ γὰρ ἐκεῖνοι θάνατον φυγόντες τὸν ἀπὸ λιμοῦ κατῄεσαν καὶ οὗτος θάνατον τὸν ἐξ ἐπιβουλῆς. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μὲν κατελθόντες, τοῦ λιμοῦ τότε ἀπηλλάγησαν· οὗτος δὲ καταβάς, τὴν χώραν πᾶσαν διὰ τῆς ἐπιβάσεως ἡγίασε. Σκόπει γοῦν πῶς μεταξὺ τῶν ταπεινῶν καὶ τῆς θεότητος ἐκκαλύπτεται. Καὶ γὰρ ὀ ἄγγελος εἰπών, Φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, οὐ ἐπηγγείλατο αὐτοῖς συνοδοιπορεῖν οὔτε κατιοῦσιν, οὔτε ἀνιοῦσιν, αἰνιττόμενος ὅτι μέγαν ἔχουσι συνοδοιπόρον, τὸ τεχθὲν παιδίον· ὅς καὶ τὰ πράγματα πάντα μετέβαλεν ὁμοῦ φανείς, καὶ τοὺς ἐχθροὺς παρεσκεύασε πολλὰ πρὸς τὴν οἰκονομίαν διακονήσασθαι ταύτην. Καὶ γὰρ μάγοι καὶ βάρβαροι τὴν πατρῴαν δεισιδαιμονίαν ἀφέντες, ἔρχονται προσκυνήσοντες· καὶ ὁ Αὔγουστος ὑπηρετεῖται τῷ ἐν Βηθλεὲμ τόκῳ, διὰ τοῦ προστάγματος τῆς ἀπογραφῆς· ἡ Αἴγυπτος διασώσει δεξαμένη φεύγοντα καὶ ἐπιβουλευόμενον, καὶ λαμβάνει τινὰ τῆς πρὸς αὐτὸν οἰκειώσεως ἀφορμήν· ἵνα ὅταν μέλλῃ κηρυττόμενον αὐτὸν ἀκούειν παρὰ τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἐπὶ τούτῳ καλλωπίζηται, ἅτε αὐτὸν δεξαμένη πρώτη. Καὶ μὴν τῆς Παλαιστίνης ἦν τὸ προτέρημα τοῦτο μόνης· ἀλλ’ αὕτη θερμοτέρα ἐκείνης γέγονε. Καὶ νῦν ἐλθὼν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Αἰγύπτου, παραδείσου παντὸς βελτίῳ τὴν ἔρημον ταύτην ὄψει γεγενημένην, καὶ χοροὺς ἀγγέλων μυρίους ἐν ἀνθρωπίνοις σχήμασι, καὶ δήμους μαρτύρων, καὶ συλλόγους παρθένων· καὶ πᾶσαν μὲν τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλελυμένην, τὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ βασιλείαν διαλάμπουσαν. Καὶ τὴν ποιητῶν καὶ σοφῶν καὶ μάγων μητέρα, καὶ τὴν πᾶν εἶδος μαγγανείας εὑροῦσαν καὶ τοῖς ἄλλοις διαδοῦσαν, ταύτην ὄψει νῦν ἐπὶ τοῖς ἁλιεῦσι καλλωπιζομένην καὶ ἐκείνων μὲν καταφρονοῦσαν ἁπάντων, τὸν δὲ τελώνην καὶ σκηνοποιὸν πανταχοῦ περιφέρουσαν, καὶ τὸν σταυρὸν προβαλλομένην. Καὶ ταῦτα οὐκ ἐν ταῖς πόλεσι μόνον τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς ἐρήμοις μᾶλλον ἤ ἐν ταῖς πόλεσι. Καὶ γὰρ ἐστιν ἰδεῖν πανταχοῦ τῆς χώρα ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ τὸ στρατόπεδον, καὶ τὴν βασιλικὴν ἀγέλην και τὴν τὼν ἄνω δυνάμεων πολιτείαν· καὶ ταῦτα οὐ ἐπ’ ἀνδράσι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν γυναικείᾳ φύσει κρατοῦντα εὕροι τις ἄν. Καὶ γὰρ καὶ ἐκεῖναι οὔχ ἦτον ἀνδρῶν φιλοσοφοῦσιν, οὐκ ἀσπίδα λαμβάνουσαι καὶ ἀναβαίνουσαι ἵππον, καθάπερ οἱ σεμνοὶ τῶν Ἑλλήνων κελεύουσι νομοθέται καὶ φιλόσοφοι, ἀλλἀ ἑτέρον πολὺ χαλεπωτέραν ἀναδεχόμεναι μάχην. Κοινὸς γὰρ αὐταῖς καὶ ἀνδράσιν ὀ πόλεμος πρὸς τὸν διάβολον καὶ τὰς ἐξουσίας· καὶ οὐδαμοῦ τὸ τῆς φύσεως ἁπαλὸν ἐμπόδιον γίνεται ταῖς τοιαύταις συμβολαῖς· οὐ γὰρ σωμάτων φύσει, ἀλλὰ ψυχῆς προαιρέσει ταῦτα κρίνεται τὰ παλαίσματα. Διὰ ταῦτο καὶ γυναῖκες ἀνδρῶν μᾶλλον ἠγωνίσαντο πολλάκις, καὶ φαιδρότερα τρόπαια ἔστησαν. Οὐχ οὕτως ἐστὶ λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς τῷ ποικίλῳ τῶν ἄστρων χορῶ, ὡς ἡ ἔρημος Αἰγύπτου, τὰς σκηνὰς πανταχόθεν ἡμῖν δεικνύουσα τῶν μοναχῶν. ε΄. Εἴ τις τὴν παλαιὰν Αἴγυπτον ἐκείνην, τὴν θεομάχον καὶ μαινομένην, τὴν τῶν αἰλούρων δούλην, τὴν κρόμμυα δεδοικυὶαν καὶ τρέμουσαν, οἶδεν οὗτος εἴσεται καλῶς τοῦ Χριστοῦ τὴν ἰσχύν. Μᾶλλον δὲ οὐ χρεία παλαιῶν διηγημάτων· ἔτι γὰρ καὶ νῦν τῆς ἀνοήτου ἐκείνης λείψανα μένει πρὸς ἀπόδειξιν τῆς προτέρας μανίας. Ἀλλ’ ὅμως οὗτοι οἱ τὸ παλαιὸν πάντες πρὸς τοσαύσην ἀπορραγέντες μανίαν, περὶ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπὲρ οὐρανὸν φιλοσοφοῦσι πραγμάτων, καὶ καταγελῶσι τῶν πατρῴων ἐθῶν, καὶ τοὺς προγόνους ταλανίζουσι, καὶ τῶν φιλοσόφων οὐδένα ποιοῦνται λόγον. Ἔμαθον γὰρ διὰ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ὅτι τὰ μὲν ἐκείνων γραϊδίων μεθυόντων ἐστὶν εὑρέματα, ἡ δὲ ὄντως φιλοσοφία καὶ τῶν οὐρανῶν ἀξία αὕτη ἐστὶν ἡ διὰ τῶν ἀλιέων καταγγελθεῖσα. Διὰ δὴ τοῦτο μετὰ τῆς τοσαύτης ἀκριβείας τῶν δογμάτων, καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ βίου πολλὴν ἐνδείκνυνται σπουδὴν. Τὰ γὰρ ὄντα ἀποδυσάμενοι πάντα, καὶ τῷ κόσμῳ σταυρωθέντες παντὶ, καὶ περαιτέρω πάλιν ἐλαύνουσι, τῇ τοῦ σώματος ἐργασίᾳ πρὸς τὴν τῶν δεομένων ἀποχρώμενοι τροφήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπειδὴ νηστεύουσι καὶ ἀγρυπνοῦσιν, ἀργεῖν μεθ’ ἡμέραν ἀξιοῦσιν· ἀλλὰ τὰς μὲν νύκτας τοῖς ἱεροῖς ὕμνοις καὶ ταῖς παννυχίσι, τὰς δὲ ἡμέρας εἰς εὐχάς τε ὁμοῦ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐργασίαν καταναλίσκουσι, τὸν ἀποστολικὸν μιμούμενοι ζῆλον. Εἰ γὰρ ἐκεῖνος, τῆς οἰκουμένης πρὸς αὐτὸν βλεπούσης, ἵνα τοὺς δεομένους διατρέφῃ, καὶ ἐργαστήριον κατέλαβε, καὶ τέχνην μετεχείρισε, καὶ οὐδὲ τὰς νύκτας ἐκάθευδε τοῦτο ποιῶν· πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς, φησί, τοὺς ἔρημον κατειληφότας, καὶ οὐδὲν κοινὸν πρὸς τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι θορύβους ἔχοντας, τῇ τῆς ἡσυχίας σχολῇ εἰς ἐργασίαν πνευματικὴν καταχρήσασθαι δίκαιον. Αἰσυχνόμεθα μὲν ἅπαντες καὶ οἱ πλουτοῦντες καὶ οἱ πενόμενοι, ὅταν ἐκεῖνοι μὲν μηδὲν ὅλως ἔχοντες, ἀλλ’ ἤ σῶμα μόνον καὶ χεῖρας, βιάζωνται καὶ φιλονεικῶσι πρόσοδον τοῖς δεομένοις ἐντεῦθεν εὑρεῖν, ἡμεῖς δὲ μυρίων ἔνδον ἀποκειμένων, μηδὲ τῶν περιττῶν εἰς ταῦτα ἁπτώμεθα. Ποίαν οὖν ἔξομεν ἀπολογίαν, εἰπὲ μοι; Τίνα δὲ συγγνώμην; Καίτοι γε ἐννόησον, πῶς τὸ παλαιὸν ἦσαν οὗτοι καὶ φιλοχρήματοι, καὶ γαστρίμαργοι, μετὰ τῶν ἄλλων κακῶν. Ἐκεῖ γὰρ ἦσαν οἱ λέβητες τῶν κρεῶν, ὧν οἱ Ἰουδαῖοι μέμνηται· ἐκεῖ ἡ πολλὴ τῆς γαστρὸς τυραννίς· ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ ἐβουλήθησαν, μετεβάλοντο, καὶ τὸ πῦρ τοῦ Χριστοῦ δεξάμενοι, πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀθρόον μεθωρμίσαντο· καὶ θερμότεροι τῶν ἄλλων ὄντες, καὶ πρὸς ὀργὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν σωμάτων προεπετέστεροι, τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις τῇ ἐπιεικείᾳ καὶ τῇ λοιπῇ τῆς φιλοσοφίας ἀπαθείᾳ μιμοῦνται. Καὶ εἴ τις ἐν τῇ χώρᾳ γέγονεν, οἶδεν ἅ λέγω. Εἰ δὲ τις οὐδέποτε ἐπέβη τῶν σκηνῶν ἐκείνων, ἐννοείτω τὸν μέχρι νῦν ἐν τοῖς ἁπάντων στόμασιν ὄντα, ὅν μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἡ Αἴγυπτος ἤνεγκε, τὸν μακάριον καὶ μέγαν Ἀντώνιον, καὶ λογίζεσθω ὅτι καὶ οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ χώρᾳ γέγονεν, ἐν ᾗ καὶ Φαραώ· ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν παρεβλάβη, ἀλλὰ καὶ θείας ὄψεως κατηξιώθη, καὶ τοιοῦτον ἐπεδείξατο βίον, οἷον τοῦ Χριστοῦ νόμοι ζητοῦσι. Καὶ τοῦτο εἴσεταί τις μετὰ ἀκριβείας, ἐντυχὼν τῷ βιβλίῳ τῷ τὴν ἱστορίαν ἔχοντι τῆς ἐκείνου ζωῆς, ἐν ᾧ καὶ πολλὴν ὄψεται τὴν προφητείαν. Καὶ γὰρ περὶ τῶν τὰ Ἀρείου νοσούντων προανεφώνησέ τε καὶ εἶπε τὴν ἐξ ἐκεινων μέλλουσαν γενέσθαι βλάβην, τοῦ Θεοῦ δείξαντος αὐτῷ τότε, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ μέλλοντα ὑπογράψαντος ἅπαντα· ὅ δὴ μάλιστα μὲ τῶν ἄλλων τῆς ἀληθείας ἐστὶν ἀπόδειξις, τὸ μηδένα τῶν ἔξωθεν αἱρέσεων ἄνδρα τοιοῦτον ἔχειν. Ἀλλ’ ἵνα μὴ παρ’ ἡμῶν ταῦτα ἀκούσητε, τοῖς γράμμασιν ἐγκύψαντες τοῖς τοῦ βιβλίου, πάντα μαθήσεσθε μετὰ ἀκριβείας, καὶ πολλὴν παιδευθήσεσθε τὴν φιλοσοφίαν ἐκεῖθεν. Τοῦτο δὲ παρακαλῶ, οὐχ ἵνα ἐπέλθωμεν τὰ γεγραμμένα μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ ζηλώσωμεν, καὶ μήτε χώραν, μήτε ἀνατροφήν, μήτε προγόνων πονηρίαν προβαλλώμεθα. Ἄν γὰρ θέλωμεν ἑαυτοῖς προσέχειν, οὐδὲν τούτων ἡμῖν ἔσται κώλυμα. Ἐπεὶ καὶ Ἀβραὰμ ἀσεβῆ πατέρα ἔσχεν, ἀλλ’ οὐ διεξέξατο τὴν παρανομίαν· καὶ ὁ Ἐζεκίας τὸν Ἄχαζ ἀλλ’ ὅμως οὗτος φίλος τῷ Θεῷ ἐγένετο· καὶ ὁ Ἰωσὴφ δὲ ἐν μέσῃ τότε Αἰγύπτῳ τοὺς τῆς σωφροσύνης ἀνεδήσατο στεφάνους· καὶ οἱ παῖδες δὲ οἱ τρεῖς ἐν Βαβυλῶνι μέσῃ, καὶ ἐν οἰκίᾳ μέσῃ Συβαριτικῆς παρακειμένης τραπέζης, τὴν ἄκραν ἐπεδείξαντο φιλοσοφίαν · καὶ Μωυσῆς δὲ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὁ Παῦλος ἐν τῇ οἰκουμένῃ· καὶ οὐδὲν οὐδενὶ τούτων ἐγένετο κώλυμα πρὸς τὸν τῆς ἀρετῆς δρόμον. Ταῦτ’ οὖν καὶ ἡμεῖς πάντα ἐννοοῦντες, τὰς μὲν ταύτας σκήψεις καὶ προφάσεις ἐκ μέσου ποιησώμεθα, τῶν δὲ ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς ἱδρώτων ἁψώμεθα. Οὕτω γὰρ καὶ τὸν Θεὸν ἐπὶ μείζονα ἐπισπασόμεθα εὔνοιαν, καὶ πείσομεν συνεφάψασθαι τῶν ἀγώνων ἡμῖν, καὶ τῶν αἰωνίων ἀπλαύσομεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων Ἀμήν. Θ΄ α. Καὶ μὴν οὐκ ἐχρῆν θυμωθῆναι, ἀλλὰ φοβηθῆναι καὶ συσταλῆναι, καὶ ἰδεῖν ὅτι ἀνηνύτοις ἐπιχειρεῖ πράγμασιν. Ἀλλ’ οὐ καταστέλλεται. Ὅταν γὰρ ἀγνώμων ᾗ ψυχὴ καὶ ἀνίατος, οὐδενὶ εἴκει τῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ δεδομένων φαρμάκων. Ὅρα γοῦν καὶ τοῦτον τοῖς προτέροις ἐπαγωνιζόμενον, καὶ φόνῳ φόνους συνάπτοντα, καὶ κατὰ κρημνοῦ πανταχοῦ φερόμενον. Ὥσπερ γὰρ ὑπὸ τινος δαίμονος τῆς ὀργῆς ταύτης καὶ τῆς βασκανίας ἐκβακχευθείς, οὐδενὸς ποιεῖται λόγον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς φύσεως αὐτῆς μαίνεται, καὶ τὴν ὀργὴν τὴν κατὰ τῶν ἐμπαιξάντων μάγων, κατὰ τῶν οὐδὲν ἠδικηκότων παίδων ἀφίησι, συγγενὲς δρᾶμα τῶν ἐν Αἰγύπτῳ γενομένων τότε ἐν Παλαιστίνῃ τολμῶν. Ἀποστείλας γὰρ, φησίν ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βυθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Ἐνταῦθά μοι μετὰ ἀκριβείας προσέχετε. Καὶ γὰρ πολλοὶ πολλὰ φλυαροῦσιν ὑπὲρ τῶν παίδων τούτων, ἀδικίαν ἐγκαλοῦντες τοῖς γεγενημένοις· καὶ οἱ μὲν ἐπιεικέστερον ὑπὲρ αὐτῶν διαποροῦσιν, οἱ δὲ θρασύτερον καὶ μανικώτερον. Ἵν’ οὖν τοὺς μὲν τῆς μανίας, τοὺς δὲ τῆς ἀπορίας ἀπαλλαξωμεν, ἀνάσχεσθε, μικρὸν διαλεγομένων ἡμῶν περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Εἰ γὰρ δὴ τοῦτο ἐγκαλοῦσιν, ὅτι περιώφθη τὰ παιδία ἀναιρούμενα, ἐγκαλέσουσι καὶ τῇ τῶν στρατιωτῶν σφαγῇ τῶν τὸν Πέτρον φυλαττόντων. Ὥσπερ γὰρ, ἐνταῦθα τοῦ παιδίου φυγόντος ἕτερα ἀντὶ τοῦ ζητουμένου κατασφάττεται· οὕτω δὴ καὶ τὸτε τὸν Πέτρον τοῦ δεσμωτηρίου καὶ τῶν ἁλύσεων ἀπαλλάξαντος τοῦ ἀγγέλου, ὁμώνυμός τις τοῦ τυράννου τούτου καὶ ὁμότροπος ζήτησας καὶ οὐχ εὑρὼν τοὺς τηρούντας αὐτὸν στρατιώτας ἀπέκτεινες ἀντ’ ἐκείνου. Καὶ τὶ τοῦτο; φησί· τοῦτο γὰρ οὐ λύσις, ἀλλὰ προσθήκη τοῦ ζητουμένου. Οἶδα κἀγώ, καὶ διὰ τοῦτο εἰς μέσον πάντα φέρω τὰ τοιαῦτα, ἵνα πᾶσι μίαν ἐπαγάγω τὴν λύσιν. Τίς οὖν ἐστι τούτων ἡ λύσις; καὶ τίνα ἄν ἔχοιμεν λόγον εὐπρόσωπον εἰπεῖν; Ὅτι οὐχ ὁ Χριστὸς τῆς σφαγῆς αὐτοῖς αἴτιος γέγονεν, ἀλλ’ ἡ ὠμότης τοῦς βασιλέως· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ἐκείνοις ὁ Πέτρος, ἀλλ’ ἡ ἄνοια τοῦ Ἡρώδου. Εἰ μὲν γὰρ τοῖχον διορυγέντα εἶδεν, ἤ θύρας ἀνατραπείσας, εἶχεν ἴσως ραθυμίαν ἐγκαλέσαι τοῖς φυλάττουσι τὸν Ἀπόστολον στρατιώτεαις· νυνὶ δὲ πάντων ἐπὶ σχήματος μενόντων, καὶ τῶν θυρῶν ἀποκεκλεισμένων καὶ τῶν ἁλύσεων ταῖς χερσὶ τῶν φυλαττόντων συμβεβλημένων (καὶ γὰρ ἦσαν αὐτῷ συνδεδεμένοι), ἠδύνατο συλλογίσασθαι ἐκ τούτων, εἴγε ὀρθῶς ἐδίκαζε τοῖς γινομένοις, ὅτι οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεως ἦν, οὐδὲ κακουργίας τὸ γινόμενον, ἀλλὰ θείας τινὸς καὶ παραδοξοποιοῦ δυνάμεως, καὶ προσκυνῆσαι τὸν ποιήσαντα ταῦτα, ἀλλ’ οὐ πολεμῆσαι τοῖς φυλάττουσιν. Οὕτω γὰρ ὁ Θεὸς ἐποίησεν ἅπερ ἐποίησεν ἅπαντα, ὡς μὴ μόνον τοὺς φύλακας μὴ προδοῦναι, ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα δι’ αὐτῶν χειραγωγῆσαι πρὸς τὴν ἀλήθεια. Εἰ δὲ ἀγνώμων ἐκεῖνος ἐφάνη, τί πρὸς τὸν σοφὸν τῶν ψυχῶν ἰατρὸν καὶ πάντα ἐπ’ εὐεργεσίᾳ πραγματευόμενον ἡ τοῦ κάμνοντος ἀταξία; Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα ἔστιν εἰπεῖν. Τίνος γὰρ ἕνεκεν ἐθυμώθης, ὦ Ἡρώδη, παρὰ τῶν μάγων ἐμπαιχθείς; Οὐκ ἔγνως ὅτι θεῖος ὁ τόκος ἦν; οὐ σὺ τοὺς ἀρχιερεῖς ἐκάλεσας; οὐ σὺ τοὺς γραμματέας συνήγαγες; οὐχὶ κληθέντες ἐκεῖνοι καὶ τὸν Προφήτην μεθ’ ἑαυτῶν εἰς τὸ σὸν εἰσήγαγον δικαστήριον ταύτα ἄνωθεν προαναφωνοῦντα; οὐκ εἶδες τὰ παλαιὰ τοῖς νέοις συμφωνοῦντα; οὐκ ἤκουσας ὅτι καὶ ἀστὴρ τούτοις διηκονήσατο; Οὐκ ᾐδέσθης τῶν βαρβάρων τὴν σπουδὴν; οὐκ ἐθαύμασας αὐτῶν τὴν παρρησίαν;οὐκ ἔφριξας τοῦ Προφήτου τὴν ἀλήθειαν; οὐκ ἐνενόησας ἀπὸ τῶν προτέρων καὶ τὰ ἔσχατα; Τίνος ἔνενκςν οὐλ ἐλογίσατο κατὰ σευατὸν ἐκ τούτων ἁπάντων, ὅτι οὐ τῆς ἀπάτης τῶν μάγων ἦν τὸ γινόμενον, ἀλλὰ θείας δυνάμεως πα΄ντα πρὸς τὸ δέον οἰκονομούσης; Εἰ δὲ καὶ ἠττήθης παρὰ τῶν μάγων, τί πρὸς τὰ παιδία τὰ οὐδὲν ἠδικηκότα; β΄Ναί, φησίν· ἀλλὰ τὸν μὲν Ἡρώδην καλῶς ἀπεστέρησας τῆς ἀπολογίας καὶ μιαιφόνον ἔδειξας· οὐδέπω δὲ τὸν περὶ τῆς ἀδικίας τῶν γεγενημένων ἔλυσας λόγον. Εἰ γὰρ καὶ ἐκεῖνος ἀδίκως ἔπραττε, τίνος ἔνεκεν ὁ Θεὸς συνεχώρησε; Τίν οὖν ἄν εἴποιμεν πρὸς τοῦτο; Ὅπερ ἀεὶ καὶ ἐν Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ λέγων οὐ παύσομαι· ὅ καὶ ὑμᾶς βούλομαι μετὰ ἀκριβείας διατηρεῖν· κανὼν γάρ τίς ἐστι πρὸς ἅπασαν ἡμῖν τοιαύτην ἁρμόττων ἀπορίαν. Τις οὖν ἐστιν ὁ κανών, καὶ τίς ὁ λόγος; Ὅτι οἱ μὲν ἀδικοῦντες πολλοί, ὁ δὲ ἀδικούμενος οὐδὲ εἷς. Καὶ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον ὑμᾶς τὸ αἴνιγμα ταράττῃ, καὶ τὴν λύσιν ἐπάγω ταχέως. Ὅπερ γὰρ ἄν πάθωμεν ἀδίκως παρ’ ὁτουοῦν, ἤ εἰς ἁμαρτήμάτων διάλυσιν ὁ Θεὸς ἡμῖν λογίζεται τὴν ἀδίκίαν ἐκείνην, ἤ εἰς μισθῶν ἀντίδοσιν. Καὶ ἵνα σαφέστερον γέγνηται τὸ λεγόμενον, ἐπὶ ὑποδείγματος τὸν λόγον ἀγάγωμεν. Θῶμεν γὰρ εἶναί τινα οἰκέτην πολλὰ ὀφείλοντα τῷ δεσπότῃ χρήματα· εἶτα παρὰ ἀδίκων ἀνδρῶν ἐπηρεασθῆναι τὸν οἰκέτην τοῦτον, καὶ ἀφαιρεθῆναί τινα τῶν αὐτοῦ. Ἄν τοίνυν ὁ δεσπότης ὁ κωλῦσαι δυνάμενος τὸν ἅρπαγα καὶ πλεονέκτην, ἐκεῖνα μὲν μὴ ἀποκαταστήσῃ τὰ χρήματα, εἰς δὲ τὰ ὀφειλόμενα αὐτῷ παρὰ τοῦ δούλου λογίσηται τὰ ἀφαιρεθέντα, ἆρα μὴ ἠδίκηται ὁ οἰκέτης; Οὐδαμῶς. Τί δὲ, ἄν καὶ πλείονα ἀποδῷ; ἆρα οὐχὶ καὶ μειζόνως ἐκέρδανε; Παντὶ που δῆλον. Τοῦτο τοίνυν καὶ ἐφ’ ὧν ἡμεῖς πάσχομεν, λογισώμεθα. Ὅτι γὰρ ὑπὲρ ὧν ἄν πάθωμεν κακῶς, ἤ ἁμαρτήματα διαλυόμεθα, ἤ λαμπροτέρους λαμβάνομεν στεφάνους, ἄν μὴ ἁματήματα τοσαῦτα ἔχωμεν, ἀκουσον τοῦ Παύλου λέγοντος πρὸς τὸν πεπορνευκότα. Παράδοτε τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ. Καὶ τί τοῦτο; φυσί. Περὶ γὰρ τῶν ἀδικουμένων παρ’ ἑτέρων ὁ λόγος ἦν, οὐ περὶ τῶν παρὰ τῶν διδασκάλων διορθουμένων. Μάλιστα μὲν οὐδέν τὸ μέσον· τὸ γὰρ ζητούμενον ἦν, εἰ τὸ παθεῖν κακῶς οὐ ἔστιν ἐπήρεια τῷ παθόντι. Ἀλλ’ ἵνα καὶ πρὸς τὸ ἐγγύτερον τοῦ ζητουμένουν ἀγάγω τὸν λόγον, ἀναμνήσθητι τοῦ Δαυΐδ, ὅς τὸν Σεμεΐ τότε ὁρῶν ἐπικείμενον καὶ ἐναλλόμενον αὐτοῦ τῇ συμφορᾷ, καὶ μυρίοις αὐτὸν ὀνείδεσι πλύνοντα, βουλομένων ἀνελεῖν τῶν στρατηγῶν, διεκώλυε λέγων· Ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅπως ἴδῃ Κύριος τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἀνταποδῷ μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. Καὶ ἐν Ψαλμοῖς δὲ ἄδων ἔλεγεν· Ἴδε τοὺς ἐχθροὺς μου ὅτι ἐπληθύνθησαν, καὶ μῖσος ἄδικονς ἐμίσησά με, καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου. Καὶ ὁ Λάζαρος δὲ διὰ τοῦτο ἀπέλαυσεν ἀνέσεως ἐπειδὴ μυρία κατὰ τὸν βίον τοῦτο ἔπαθε κακά. Οὐκ ἄρα ἠδίκηνται οἱ ἀδικηθέντες, ἐὰν γενναίως ἐνέγκωσιν ἅπερ πάσχουσιν ἅπαντα, ἀλλὰ καὶ μειζόνως κεδραίνουσιν, ἄν τε παρὰ τοῦ Θεοῦ πλήττωνται, ἄν τε παρὰ διαβόλου μαστίζωνται. Καὶ ποίαν εἶχον ἁματίαν τὰ παιδία, φησίν ἵνα ταύτην διαλύσωνται; Περὶ μὲν γὰρ τῶν ἐν ἡλικίᾳ γενομένων καὶ πολλὰ πεπλημμεληκότων εἰκότως ἄν τις ταῦτα εἴποι· οἱ δὲ ἄωρον οὕτως ὑπομείναντες τελευτήν, ποῖα ἁμαρτήματα, δι’ ὧν κακῶς ἔπαθον, ἀπέθεντο; Οὐκ ἤκουσάς μου λέγοντος, ὅτι κἄν ἁμαρτήματα μὴ ᾖ, μισθῶν ἀντίδοσις ἐκεῖ γίνεται τοῖς πάσχουσιν ἐνταῦθα κακῶς; Τί τοίνυν ἐβλάβη τὰ παιδία ἀναιρεθέντα ἐπὶ ὑποθέσει τοιαύτῃ, καὶ πρὸς ἀκύμαντον ταχέως ἀπενεχθέντα λιμένα; Ὅτι πολλὰ καὶ μεγάλα πολλάκις, ἔμελλον, φησί ζήσαντες κατορθοῦν. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο οὐ μικρὸν αὐτοῖς προαποτίθεται τὸν μισθὸν, τὸ ἐπὶ ὑποθέσει τοιαύτῃ καταλῦσαι τὸν βίον. Ἄλλως δὲ οὐδ’ ἄν εἴασεν, εἰ μεγάλοι τινὲς ἔμελλον ἔσεσθαι οἱ παῖδες, παροαναρπασθῆναι. Εἰ γὰρ τοὺς ἐν πονηρίᾳ μέλλοντας ζῆν διηνεκῶς, μετὰ μακροθυμίας φέροι τοιαύτης, πολλῷ μᾶλλον τούτους οὐ ἄν οἴασεν οὕτως ἀπενεχθῆναι, εἰ προῄδει μεγάλα τινὰ ἀνύσοντας. γ΄. Καὶ οὗτοι μὲν οἱ παρ’ ἡμῶν λόγοι· οὐ μὴν ἅπαντες οὗτοι, ἀλλ’ εἰσὶ καὶ τούτων ἀπορρητότεροι ἕτεροι, οὕς μετὰ ἀκριβείας οἶδεν ὁ ταῦτα οἰκονομῶν αὐτός. Παραχωρήσαντες τοίνυν αὐτῷ τῆς ἀκριβεστέρας ἐν τούτῳ καταλήψεως, τῶν ἑξῆς ἡμεῖς ἐχώμεθα, καὶ ἐν τας ἑτέρων συμφοραῖς παιδευώμεθα πάντα φέρειν γενναίως. Καὶ γὰρ οὐ μικρὰ τότε κατέλαβε τὴν Βηθλεὲμ τραγωδία, τῶν παίδων ἁρπαζομένων ἀπὸ τῆς θηλῆς τῶν μητέρων, καὶ ἐπὶ τὴν ἄδικον ταύτην ἀγομένων σφαγήν. Εἰ δὲ ἔτι μικροψυχεῖς καὶ ἐλάττων εἶ τῆς ἐπὶ τούτοις φιλοσοφίας, μάθε τοῦ ταῦτα τολμήσαντος τὸ τέλος, καὶ μικρὸν ἀνάπνευσον. Ταχίστη γὰρ αὐτὸν ὑπὲρ τούτων κατέλαβε δίκη, καὶ τοῦ μιάσματος τούτου τὴν προσήκουσαν ἐδίδου τιμωρίαν, θανάτῳ χαλεπῷ, καὶ τοῦ νῦν τολμηθέντος ἐλεεινοτέρῳ καταλύων τὸν βίον, καὶ ἕτερα μυρία πάσχων κακὰ, ἅπερ εἴσεσθε τὴν Ἰωσήπου περὶ τούτων ἱστορίαν ἐπελθόντες, ἥν, ἵνα μὴ μακρὸν ποιῶμεν τὸν λόγον καὶ τὴν συνέχειαν διακόπτωμεν, οὐκ ἀναγκαῖον εἶναι ἐνομίσαμεν τοῖς παροῦσειν ἐνθεῖναι. Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ Ἱερεμίου τῦ προφήτου λέγοντος. Φωνὴ ἐν ῾ Ραμᾷ ἠκούσθῃ, ῾ Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Ἐπειδὴ γὰρ φρίκης ἐνέπλησε τὸν ἀκροατὴν ταῦτα διηγησάμενος, τὴν σφαγὴν τὴν βιαίαν, τὴν ἄδικον, τὴν ὠμοτάτην, τὴν παράνομον, παραμυθεῖται πάλιν αὐτὸν, λέγων ὅτι οὐκ ἀδυνατοῦντος τοῦ Θεοῦ κωλῦσαι ταῦτα ἐγίνετο, οὐδὲ ἀγνοοῦντος, ἀλλὰ προειδότος καὶ προανακηρύττοντος διὰ τοῦ Προφήτου. Μὴ τοίνυν θορυβηθῇς, μηδὲ καταπέσῃς, εἰς τὴν ἀπόρρητον αὐτοῦ πρόνοιαν ἀφορῶν, ἥν, καὶ δι’ ὧν ἐνεργεῖ καὶ δι’ ὧν συγχωρεῖ, μάλιστά εστιν ἰδεῖν, ὅπερ οὖν καὶ ἀλλαχοῦ τοῖς μαθηταῖς διαλεγόμενος ᾐνίξατο. Ἐπειδὴ γὰρ τὰ δικαστήρια, καὶ τὰς ἀπαγωγὰς, καὶ τοὺς τῆς οἰκουμένης πολέμους, καὶ τὴν ἄσπονδον μάχην αὐτοῖς προανεκήρυττεν, ἀνέχων αὐτῶν τὴν ψυχὴν καὶ παραμυθούμενός φυσιν. Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἕνα ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ταῦτα δὲ ἔλεγε, δεικνὺς ὅτι οὐδὲν ἀγνοοῦντος αὐτοῦ γίνεται, ἀλλ’ εἰδότος μὲν ἅπαντα, οὐ μὴν πάντα ἐνεργοῦτος. Μὴ τοίνυν, φησί, ταράττεσθε, μηδὲ θορυβεῖσθε. Ὁ γὰρ εἰδὼς ἅ πάσχετε, καὶ κωλῦσαι δυνάμενος, εὔδηλον ὅτι προνοῶν ὑμῶν καὶ κηδόμενος οὐ κωλύει· ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν πειρασμῶν τῶν ἡμετέρων ἐννοεῖν δεῖ καὶ ἱκανὴν ἐντεῦθεν ληψόμεθα τὴν παράκλησιν. Καὶ τί φησί, κοινὸν τῇ ῾ Ραχὴλ πρὸς τὴν Βηθλεὲμ; ἴσως εἴποι τις: Τὶ δὲ τῇ ῾Ραμᾷ πρὸς τὴν ‘Ραχήλ; Ἡ ‘Ραχὴλ μήτηρ ἦν τοῦ Βενιαμίν, καὶ τελευτήσασαν αὐτὴν εἰς τὸν ἰππόδρομον ἔθαψαν τὸν πλησίον ὄντα τοῦ χωρίου τούτου. Ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ τάφος πλησίον, καὶ ὁ κλῆρος τοῦ παιδίου ταύτης ἦν τοῦ Βενιαμὶν (ἡ γὰρ ῾ Ραμᾷ τῆς Βενιαμίτιδος ἦν φυλῆς)· ἀπὸ τε τοῦ φυλάρχου, ἀπὸ τε τοῦ τόπου τῆς ταφῆς εἰκότως αὐτῆς τὰ παιδία τὰ σφαγιασθέντα καλεῖ. Εἶτα δεικνὺς ὅτι ἀνίατον ἦν τὸ συμβὰν ἕλκος καὶ ὠμόν φησίν· Οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. Πάλλι κἀντεῦθεν παιδευόμεθα τοῦτο, ὅπερ ἔμπροσθεν ἔλεγον, τὸ μηδέποτε θορυβεῖσθε, ὅταν τῇ τοῦ Θεοῦ ὑποσχέσει τὰ γινόμενα ἐναντία ἦ. Ἰδοὺ γοῦν παραγενομένου αὐτοῦ ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ λαοῦ, μᾶλλον δὲ ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης, οἶα γέγονε τὰ προοίμια. Ἐν φυγῇ μὲν ἡ μήτηρ, συμφοραῖς δὲ ἀνηκέστοις ἡ πατρὶς περιπίπτει, καὶ τολμᾶται φόνος πάντων φόνων ὁ πικρότατος, καὶ θρῆνος καὶ ὀδυρμὸς πολὺς καὶ οἰμωγαὶ πανταχοῦ. Ἀλλὰ μὴ ταραχθῇς· εἴωθε γὰρ ἀεὶ διὰ τῶν ἐναντίων τὰς οἰκονομίας τὰς ἑαυτοῦ πληροῦν, μεγίστην ἐντεῦθεν τῆς αὐτοῦ δυνάμεως παρεχόμενος ἡμῖν ἀπόδειξις. Οὕτω καὶ τοὺς μαθητὰς ἐνῆγεν τοὺς ἑαυτοῦ καὶ κατορθοῦν πάντα παρασκεύαζε, διὰ τῶν ἐναντίων τὰ ἐναντία οἰκονομῶν, ἵνα μεῖζον τὸ θαῦμα γένηται. Μαστιζόμενοι γοῦν κἀκεῖνοι, καὶ ἐλαυνόμενοι, καὶ μυρία πάσχοντες δεινά, οὕτω τῶν μαστιζόντων καὶ ἐλαυνόντων περιεγένοντο. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρώδου, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ, λέγων Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ πορεύσου εἰς γῆν Ἰσραήλ. Οὐκέτι φησί, Φεῦγε, ἀλλὰ Πορεύου. δ΄. Εἶδες πάλιν μετὰ πειρασμὸν ἄνεσιν; εἶτα μετὰ τὴν ἄνεσιν κίνδυνον πάλιν; Τῆς μὲν γὰρ ὑπερορίας ἀφείθη, καὶ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐπανῆλθε χώραν, καὶ τὸν φονέα τῶν παίδων σφαγιασθέντα εἶδεν· ἐπιβὰς δὲ τῆς οἰκείας, πάλιν λείψανα τῶν προτέρων εὑρίσκει κινδύνων, τὸν υἱὸν τοῦ τυράννου ζῶντα καὶ βασιλεύοντα. Καὶ πῶς Ἀρχέλαος ἐβασίλευσε τῆς Ἰουδαίας, Ποντίου Πιλάτου ἡγεμονεύοντος; Πρόσφατος ἦν ἡ τελευτὴ γεγενημένη, καὶ οὐδέπω εἰς πολλὰ ἦν διαιρεθεῖσα ἡ βασιλεία· ἀλλ’ ὡς ἄρτι καταλύσαντος ἐκείνου, τέως ὁ υἱὸς τὴν ἀρχὴν κατεῖχεν ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ γὰρ καὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ τοῦτο ὄνομα ἦν· διὸ προσέθηκεν ὁ Εὐαγγελιστὴς, Ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. Ἀλλ’ εἰ τὴν Ἰουδαίαν ἐδεδοίκει, φησί, καταλαβεῖν διὰ τὸν Ἀρχέλαον, ἔδει καὶ τὴν Γαλιλαίαν, διὰ τὸν Ἡρώδην φοβηθῆναι. Ἀλλ’ εἰ τὸ χωρίον ἤμειψε, τὸ πρᾶγμα συνεσκιάζετο λοιπὸν· ἡ γὰρ ὁρμὴ πᾶσα κατὰ τῆς Βηθλεὲμ ἦν καὶ τῶν ὁρίων αὐτῆς. Τῆς τοίνυν σφαγῆς γενομένης, ᾢετο λοιπὸν ὁ παῖς Ἀρχέαλος τέλος ἐσχηκέναι τὸ πᾶν, καὶ ἐν τοῖς πολλοῖς καὶ τὸν ζητούμενον ἀνηρῆσθαι. Ἄλλως δὲ καὶ τὸν πατέρα οὕτω καταλύσαντα τὸν βίον ἰδών, εὐλαβέστερος πρὸς τὸ περαιτέρῳ προελεθεῖν ἐγένετο, καὶ ἐπαγωνίσασθαι τῇ παρανομίᾳ. Ἔρχεται τοίνυν ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὁμοῦ τε τὸν κίνδυνον φεύγων, ὁμοῦ τε ἐμφιλοχωρῶν, τῇ πατρίδι. Ἵνα μᾶλλον θαρρῇ, καὶ χρηματισμὸν δέχεται παρὰ τοῦ ἀγγέλου περὶ τούτου. Καὶ μὴν ὁ Λουκᾶς οὔ φησι κατὰ χρηματισμὸν αὐτὸν ἐληλυθέναι ἐκεῖ, ἀλλ’ ὅτι τὸν καθαρμὸν πληρώσαντες πάτνα, ὑπέστρεψεν εἰς Ναζαρέτ. Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν; Ὅτι τὸν χρόνο τὸν πρὸ τῆς καθόδου τῆς εἰς Αἰγύπτου ἱστορῶν ὁ Λουκᾶς ταῦτα λέγει. Οὐδὲ γὰρ ἄν πρὸ οτῦ καθαρμοῦ τῆς εἰς Αἴγυπτον ἱστορῶν ὁ Λουκᾶς ταῦτα λέγει. Οὐδὲ γὰρ ἄν πρὸ τοῦ καθαρμοῦ κατήγαγεν αὐτοὺς ἐκεῖσε, ὥστε μηδὲν γενέσθαι παράνομον, ἀλλ’ ἔμεινε καθαρθῆναι καὶ ἐλθεῖν εἰς Ναζαρέτ, καὶ τὸτε καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον. Εἶτα μετὰ τὸ ἀνελθεῖν κελεύει αὐτοῖς εἰς τὴν Ναζαρέτ ἐλθεῖν. Πρὸ δὲ τοῦτου οὐκ ἦσαν χρηματισθέντες ἐκεῖσε ἐλθεῖν, ἀλλ’ ἐμφιλοχωροῦντες τῇ πατρίδι αὐτομάτως τοῦτο ἐποίουν. Ἐπειδὴ γὰρ δε’ οὐδὲν ἕτερον ἤ διὰ τὴν ἀπογραφὴν ἀνέβησαν καὶ οὐδὲ στῆναί ποῦ εἶχον, πληρωσάντες δι’ὅπερ ἀνῆλθον, κατέβησαν εἰς Ναζαρέτ. Διὰ δὴ τοῦτο καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοὺς λοιπὸν ἀναπάυων ἀποδίδωσι τῆ οἰκείᾳ· καὶ οὐδὲ τοῦτο ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ μετὰ προφητείας. Ἵνα πληρωθῇ γὰρ, φησί, τὸ ρηθὲν ὑπὸ τῶν Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖο κληθήσεται. Καὶ ποῖος προφήτης τοῦτο εἶπε; Μὴ περιεργάζου, μηδὲ πολυπραγμόνει. Πολλὰ γὰρ τῶν προφητικῶν ἠφάνισται βιβλίων, καὶ ταῦτα ἐκ τῆς ἱστορίας τῶν Παραλειπομένων ἴδοι τις ἄν. ῾ Ράθυμοι γὰρ ὄντες, καὶ εἰς ἀσέβειαν συνεχῶς ἐμπίπτοντες, τὰ μὲν ἠφιέσαν ἀπόλυσθαι, τὰ δὲ αὐτοὶ κατέκαιο καὶ κατέκοπτον. Καὶ τὸ μὲν Ἱερεμίας διηγεῖται, τὸ δὲ ὁ τὴν τετάρτην συντιθείς τῶν Βασιλειῶν, λέγων μετὰ πολὺν χρόνον μόλις τὸ Δευτερονόμιον εὑρῆσθαι ,κατορωργυμένον που καὶ ἠφανισμένον. Εἰ δὲ οὐκ ὄντος βαρβάρου οὕτω τὰ βιβλία προὔδωκαν, πολλῷ μᾶλλον τῶν βαρβάρων ἐπελθόντων. Ἐπεὶ ὅτι γε πορεῖπον οἱ Προφῆται, καὶ οἱ Ἀπόστολοι πολλαχοῦ Ναζωραῖον καλοῦσι. Τοῦτο οὖν συνεσκίαζε τὴν προφητείαν, φησί, τὴν περὶ τῆς Βηθλεὲμ; Οὐδαμῶς· ἀλλ’ αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μάλιστα ἐκίνει, καὶ πρὸς τὴν ἔρευνα διήγειρε τῶν περὶ αὐτοῦ λεγομένων. Οὕτω γοῦν καὶ ὁ Ναθαναὴλ πρὸς τὴν ζήτησιν ἔρχεται τὴν περὶ αὐτοῦ λέγων· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Καὶ γὰρ ἦν εὐτελὲς τὸ χωρίον· μᾶλλον δὲ οὐ τὸ χωρίον μόνον, ἀλλὰ καὶ ἅπαν τὸ μέρος τῆς Γαλιλαίας. Διὰ τοῦτο ἔλεγον ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸς οὐδὲ ἐκεῖθεν ἐπαισχύνετια καλεῖσθαι, δεικνὺς ὅτι ἐκ τῆς Γαλιλαίας ἐκλέγεται· πανταχοῦ τὰς σκήψεις περικόπτων τῶν ραθυμεῖν βουλομένων, καὶ δεικνὺς ὅτι οὐδενός ἡμῖν τῶν ἔξωθεν δεῖ, ἐὰν ἀρετὴν ἀσκήσωμεν. Διὰ τοῦτο οὐδὲ οἰκίαν ἐκλέγεται· Ὁ γὰρ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, φησίν, οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλῆν κλίνῃ· καὶ Ἡρώδου ἐπιβουλεύοντος φεύγει, καὶ ἐν φάτνῃ τεχθεὶς ἀνακλίνεται, καὶ ἐν καταλύματι μένει, καὶ μητέρα εὐτελῆ λαμβάνει· διδάσκων ἡμᾶς μηδὲν τῶν τοιούτων αἰσχρὸν εἶναι νομίζειν, καὶ τὸν ἀνθρώπινον καταπατῶν ἐκ παροιμίων τῦφον, καὶ μόνης εἶναι τῆς ἀρετῆς κελεύων. ε΄. Τί γὰρ ἐπὶ πατρίδα μέγα φρονεῖς, ὅταν πάσης τῆς οἰκουμένης ξένον εἶναί σε κελεύω; φησὶν· ὅταν ἕξῇ σοι γενέσθαι τοιοῦτων, ὡς τὸν κόσμον ἅπαντα μὴ εἶναί σου ἄξιον; Οὕτω γὰρ ταῦτα εὐκαταφρόνητα, ὡς μηδὲ τοῖς φιλοσοφοῦσι τῶν Ἑλλήνων ἀξιοῦσθαι λόγου τινός, ἀλλὰ τὰ ἐκτὸς καλεῖσθαι, καὶ τὴν ἐσχάτην χώραν κατέχειν. Καίτοι γε ὁ Παῦλος · καταδέχεται, φησίν, οὕτω λέγων· Κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας. Ἀλλ’ εἰπὲ, πότε καὶ περὶ τίνων, καὶ πρὸς τίνας διαλεγόμενος; Πρὸς γὰρ τοὺς ἐξ ἐθνῶν μέγα φυσῶντας ἐπὶ τῇ πίστει, καὶ τῶν Ἰουδαίων κατεξανισταμένους, καὶ ταύτῃ μειζόνως αὐτοὺς ἀπορρηγνύντας· καταστέλλων μὲν ἐκείνων τὸ φύσημα, τούτους δὲ ἐφελκόμενος, καὶ πρὸς τὸν αὐτὸν διεγείρων ζῆλον. Ἐπεὶ ὅταν περὶ τῶν γενναίων ἐκείνων καὶ μεγάλων ἀνδρῶν λέγῃ, ἄκουσον πῶς φησιν· Οἱ δὲ ταῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. Καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ’ ἦς ἐξῆλθον, εἶχον ἄν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ ἑτέραςκρείττονος ὀρέγονται. Καὶ πάλιν· Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ κομισάμενοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι. Καὶ Ἰωάννης δὲ τοῖς πρὸς αὐτὸν ἐρχομένοις ἔλεγε· Μὴ δόξητε, λέγειν, ὅτι Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραὰμ. Καὶ ὁ Παῦλος πάλιν· Οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραὴλ, οὕτοι Ἰσραήλ, οὐδὲ τὰ τέκνα τῆς σαρκός, ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ. Τὶ γὰρ οἱ τοῦ Σαμουὴλ ἀπώναντο παῖδες, εἰπέ μοι, τῆς εὐγενείας τοῦ πατρός, μὴ γενόμενοι τῆς ἀρετῆς τοῦ πατρὸς κληρονόμοι; τί δὲ οἱ τοῦ Μωυσέως ἐκέρδανον, μὴ ζηλώσαντες αὐτοῦ τὴν ἀκρίβειαν; Οὐκοῦν οὐδὲ διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν· ἀλλ’ αὐτοὶ μὲν αὐτὸν ἐπιγράφοντο πατέρα, ἡ δὲ δημαγωγία πρὸς ἕτερον μετέβαινε, τὸν κατ’ ἀρετὴν αὐτοῦ γενόμενον υἱόν· Τί δὲ ὁ Τιμόθεος ἐβλάβη, πατρὸς Ἕλληνος ὤν; τι δ’ αὖ πάλιν ὁ τοῦ Νῶε υἱὸς ἐκέρδανεν ἐκ τῆς τοῦ πατρὸς ἀρετῆς, δοῦλος ἀντ’ ἐλευθέρου γενόμενος; Εἶδες πῶς οὐκ ἀρκεῖ πατρὸς εὐγένεια τοῖς γεννωμένοις εἰς προστασίαν; Ἡ γὰρ κακία τῆς προαιρέσεως τοὺς τῆς φύσεως ἐνίκησε νόμους, καὶ οὐ μόνον αὐτὸν τῆς εὐγενείας τῆς πρὸς τὸν γεγεννηκότα, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλευθερίας ἐξβαλε. Τί δὲ καὶ Ἡσαῦ; οὐχὶ υἱὸς ἦν τοῦ Ἰσαάκ, καὶ τὸν γεννήσαντα εἶχε προϊστάμενον αὐτοῦ; Καὶ γὰρ καὶ ὁ πατὴρ ἐσπούδαζε καὶ ἐπεθύμει μετασχεῖν αὐτὸν τῶν εὐλογιῶν, καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τούτου τὰ κελευσθέντα πάντα ἐποίει. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ σκαιὸς ἦν, οὐδὲν αὐτὸν τούτων ὤνησεν· ἀλλὰ καὶ τῇ φύσει πρῶτος ὤν, καὶ τὸν πατέρα μεθ’ ἑαυτοῦ πάντα ὑπὲρ τούτου πράττοντα ἔχων, ἐπειδῆ τὸν Θεὸν οὐκ εἶχε μεθ’ ἑαυτοῦ, πάντων ἐξεπεσε. Καὶ τὶ λέγω τοὺς ἀνθρώπους; Υἱοὶ τοῦ Θεοῦ γεγόνασιν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ τῆς εὐγενείας ταύτης ἐκέρδανον. Εἰ δὲ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τις γενόμενος, ἄν μὴ τῆς εὐγενείας ταύτης ἀρετὴν ἐπιδείξηται ἀξίαν, καὶ κολάζεται μειζόνως, τί μοι προγόνων καὶ πάππων εὐγένειαν προσφέρεις εἰς μέσον; Οὐδὲ γὰρ ἐν τῇ Παλαιᾷ μονον, ἀλλὰ καὶ ἐν τῆ Καινῇ τοῦτο κεκρατηκὸς εὕροι τις ἄν· Ὅσοι γὰρ ἔλαβον αὐτὸν φησίν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ· γενέσθαι. Ἀλλ’ ὅμως τῶν τέκνων τούτων πολλοὺς ἔφησε μηδὲν ὠφελεῖσθαι παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ Παῦλος· Ἐὰν γὰρ περιτέμνησθε, φησί, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει. Εἰ δὲ Χριστὸς οὐδὲν ὠφελεῖ τοὺς μὴ βουλομένους ἑαυτοῖς προσέχειν, πῶς ἄνθρωπος προστήσεται; Μὴ τοίνυν μήτε ἐπ’ εὐγενείᾳ μήτε ἐπὶ πλούτῳ μέγα φρονῶμεν, ἀλλὰ καὶ κατα φρονῶμεν τῶν οὕτω διακειμένων· μήτε ἐπῖ πενίᾳ καταπίπτωμεν· ἀλλ’ ἐκεῖνον ζητῶμεν τὸν πλοῦτον, τὸν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς· ἐκείνην φεύγωμεν, τὴν πενίαν, τὴν ἐν κακίᾳ καθιστῶσαν ἡμᾶς, δι’ ἥν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος πένης ἦν· διότπερ οὐδὲ σταγόνος ἐγένετο κύριος καὶ ταῦτα πολλὴν θεὶς ἱκετηρίαν. Καίτοι τὶς ἄν οὕτω γένοιτο πένης παρ’ ἡμῖν (ὡς καὶ ὕδατος πρὸς ἀπόλαυσιν ἀπορεῖν); Οὐκ ἔστιν οὐδεὶς. Καὶ γὰρ καὶ οἱ ἐσχάτῳ λιμῷ τηκόμενοι, σταγόνος ἀπολαῦσαι δύνανται· καὶ οὐδὲ σταγόνος μόνης ἀλλὰ καὶ πολλῷ πλείονος παραμυθίας. Ἀλλ’ οὐχ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ μέχρι τούτου πένης ἦν· καὶ τὸ δὴ χαλεπώτερον, ὅτι οὐδὲ παραμυθήσασθαί πθεν τὴν πενίαν ἠδύνατο. Τὶ τοίνυν περὶ τὰ χρήματα κεχήναμεν, ὅταν εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς μὴ εἰσαγῃ; Εἰπὲ γὰρ μοι· εἰ βασιλεύς τις τῶν ἐπὶ τῆς γῆς εἶπεν, ὅτι τὸν πλουτοῦντα ἀμήχανον ἐν βασιλείοις λάμψαι, ἤ τιμῆς ἀπολαῦσαί τινος, ἆρα οὐκ ἄν ἅπαντες ἀτιμάσαντες ἐρρίψατε τὰ χρήματα; Εἶτα, ἄν μὲν τῆς ἐν τοῖς κάτω βασιλείοις τιμῆς ἡμᾶς ἐκβάλλη, εὐκαταφρόνηται ἔσται· τοῦ δὲ τῶν οὐρανῶν Βασιλέως καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βοῶντος καὶ λέγοντος, ὅτι δύσκολον μετ’ αὐτῶν ἐπιβῆναι τῶν προθύρων ἐκείνων τῶν ἱερῶν, οὐ προησόμεθα πάντα, καὶ ἀποστηθόμεθα τῶν ὄντων, ἵνα μετὰ παρρησίας εἰς τὴν βασιλείαν εἰσέλθωμεν; στ΄. Καὶ ποίας ἄξιοι συγγνώμης ἐσμέν, τὰ ἀποτειχίζοντα τὴν ἐκεῖσε ὁδὸν μετὰ πολλῆς περιβαλλόμενοι σπουδῆς, καὶ οὐ μόνον ἐν κιβωτίοις, ἀλλὰ καὶ ἐν γῇ κατακρύπτοντες, παρὸν τῇ τῶν οὐρανῶν αὐτὰ παραδοῦναι φυλακῇ; Ὡς νῦν γε τὸ αὐτὸ ποιεῖς, οἷον ἄν εἶ τις γεωργὸς σῖτον λαβὼν ὥστε σπεῖραι λιπαρὰν ἄρουραν, ἀφεὶς τὴν ἄρουραν, εἰς λάκκον τὸν σῖτον πάντα κατορύξῃ, ἵνα μήτε αὐτὸς ἁπολαύσῃ, καὶ ὁ σῖτος διαφθαρεὶς ἀπόληται. Ἀλλὰ τίς ὁ πολὺς λόγος αὐτῶν, ὅταν ταῦτα ἐγκαλῶμεν ἡμεῖς; Οὐ μικρὰν τινα παραμυθίαν, φησί, φέρι τὸ εἰδέναι, ὅτι μετὰ ἀσφαλείας ἡμῖν ἀπόκεται παραμυθία. Εἰ γὰρ καὶ μὴ λιμὸν δέδοικας, ἀλλ’ ἕτερα χαλεπώτερα διὰ τὴν ἀποθήκην ταύτην δεδοικέναι ἀνάγκη, θανάτους, πολέμους, ἐπιβουλάς. Εἰ δὲ λιμός ποτε καταλάβοι, πάλιν ὁ δῆμος ὑπὸ τῆς γαστρὸς καταναγκαζόμενος, τὴν δεξιὰν ὁπλίζει κατὰ τῆς σῆς οἰκίας. Μᾶλλον δὲ ὅταν ταῦτα ποιῇς, σὺ καὶ τὸν λιμὸν εἰσάγεις εἰς τὰς πόλεις, καὶ τοῦ λιμοῦ χαλεπώερον τουτὶ τὸ βάραθρον τῇ σῇ κατασκευάζεις οἰκίᾳ. Λιμοῦ μὲν γὰρ ἀνάγκῃ οὐκ οἶδά τινας τετελευτηκότας ταχέως καὶ γὰρ ἔστι πολλὰ πολλαχόθεν ἐπινοῆσαι πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ τούτου παραμυθίαν· διὰ δὲ χρήματα καὶ πλοῦτον καὶ τὰς τοιαύτας πραγματείας, πολλοὺς ἀνηρημένους δείκνυμι, τοὺς μὲ λάθρᾳ, τοὺς δὲ δημοσίᾳ. Καὶ πολλῶν μὲν τοιούτων παραδειγμάτων γέμουσιν αἱ ὁδοί, πολλῶν δὲ τὰ δικαστήρια καὶ αἱ ἀγοραί. Καὶ τὶ λέγω τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ δικαστήρια καὶ τὰς ἀγορᾶς; Καὶ γὰρ τὴν θάλατταν αὐτὴν ὄψει τῶν αἱμάτων ἐμπεπλησμένην. Οὐ γὰρ δὴ γῆς ἐκράτησεν ἡ τυραννὶς αὕτη, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ πέλαγος μετὰ πολλῆς εἰσεκώμασε τῆς παροινίας. Καὶ ὁ μὲν πλεῖ διὰ χρυσὸν, ὁ δὲ σφάττεται δι’ αὐτὸ τοῦτο πάλιν· καὶ ἡ αὐτὴ τυραννὶς τὸν μὲν ἔμπορον ἐποίησε, τὸν δὲ ἀνδροφόνον. Τί τοίνυν ἀπιστότερον γένοιτ’ ἄν μαμωνᾶ, ὅταν δι’ αὐτὸν ἀποδημῇ καὶ κινδυνεύῃ καὶ σφάττηται; Ἀλλ’ Τίς ἐλεήσει φυσίν, ἐπαοιδὸν ὀφιόδηκτον; Ἔδει γὰρ εἰδότας τὴν ὠμὴν τυραννίδα, φεύγειν τὴν δουλείαν, καὶ καταλῦσαι τὸν χαλεπὸν ἔρωτα. Καὶ πῶς, φησί, τοῦτο δυνατόν; Ἄν ἕτερον εἰσαγάγῃς ἔρωτα, τὸν τῶν οὐρανῶν. Ὁ γὰρ ἐπιθυμῶν βασιλείας, καταγελάσεται πλεονεξίας· ὁ γενόμενος τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, οὐκ ἔστι δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ἀλλὰ καὶ δεσπότης· τὸν μὲν γὰρ φεύγοντα διώκειν εἴωθε, τὸ δὲ διώκοντα φεύγειν. Οὐχ οὕτω τὸν διώκοντα τιμᾷ, ὡς τὸν καταφρονοῦτνα αὐτοῦ· οὐδενὸς οὕτω καταγελᾷ ὡς τὼν ἐπιθυμούντων αὐτοῦ· οὐ καταγελᾷ δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ μυρίοις αὐτοὺς περιβάλλει δεσμοῖς. Λύσωμεν οὖν ὀψέ ποτε τὰς χαλεπὰς ταύτας σειράς. Τί καταδουλοῖς τὴν λογικὴν ψυχὴν τῇ ἀλόγῳ ὕλῃ, τῇ μητρὶ τῶν μυρίων κακῶν; Ἀλλ’ὤ τοῦ γέλωτος! ἡμεῖς μὲν γὰρ αὐτῷ πολεμοῦμεν λόγοις, αὐτὸς δὲ ἡμῖν πολεμεῖ διὰ τῶν ἔργων, καὶ ἅγει πανταχοῦ καὶ περιφέρει, καθάπερ ἀργυρωνήτους καὶ μαστιγίας ἀτιμάζων· οὖ τὶ γένοιτ’ ἄν αἰσχρότερόν τε καὶ ἀτιμότερον; Εἰ γὰρ ὑλῶν ἀναισθήτων οὐ περιγινόμεθα, πῶς τῶν ἀσωμάτων περιεσόμεθα δυνάμεων; εἰ γῆς εὐτελοῦς, οὐ καταφρονοῦμεν, καὶ λίθων ἀπερριμμένων, πῶς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσαίς ὑποτάξομεν; πῶς σωφροσύνην ἀσκήσομεν; Εἰ γὰρ ἄργυρος καταλάμπων ἡμᾶς ἐκπλήττει, πότε κάλλος ὄψεως δυνησόμεθα παραδραμεῖν; Καὶ γὰρ οὕτω τινὲς ἐκδεδομένοι πρὸς ταύτην εἰσὶ τὴν τυραννίδα, ὡς καὶ πρὸς αὐτὴν πάσχειν τι τοῦ χρυσίου τὴν ὄψιν, καὶ χαριεντιζόμενοι λέγειν, ὅτι καὶ ὀφθαλμοὺς ὠφελεῖ νόμισμα χρυσοῦν φαινόμενον. Ἀλλὰ μὴ παῖζε τοιαῦτα, ἄνθρωπε· οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀδικεῖ ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς τοῦ σώματος καὶ τοὺς τῆς ψυχῆς, ὡς ἡ τούτων ἐπιθυμία. Οὗτος γοῦν ὁ χαλεπὸς ἔρως τῶν παρθένων ἐκείνων τὰς λαμπάδας ἔσβεσε, καὶ τοῦ νυμφῶνος ἐξέβαλεν. Αὕτη ἡ ὄψις, ἡ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὠφελοῦσα, καθὼς ἔφης, τὸν ἄθλιον Ἰούδαν οὐκ ἀφῆκεν ἀκοῦσαι τῆς δεσποτικῆς φωνῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς βρόχον ἤγαγε, καὶ μέσον λακίσαι ἐποίησε, καὶ μετ’ ἐκεῖνα πάντα εἰς γέενναν παρέπεμψε. Τί τοίνυν ταύτης παρανομώτερον γένοιτ’ ἄν; τί δὲ φρικωδέστερον; οὐ τῆς ὕλης τῶν χρημάτων λέγω, ἀλλὰ τῆς ἐπιθυμίας ἀυτῶν τῆς ἀκαίρου καὶ μανικῆς. Καὶ γὰρ αἱμάτων ἀνθρωπίνων στάζει, καὶ φόνον βλέπει, καὶ θηρίου παντός ἐστι χαλεπωτέρα, κατασπαράττουσα τοὺς ἐμπεσόντας, καὶ ὅ πολλῷ χεῖρὸν ἐστιν, οὐδὲ τῶν σπαραγμῶν ἀφίησιν αἰσθάνεσθαι τούτων. Δέον γὰρ οὕτω τοὺς τὰ τοιαῦτα πάσχοντας, καὶ πρὸς τοὺς παριόντας χεῖρα ἐκτείνειν, καὶ εἰς συμμαχίαν καλεῖν, οἱ δὲ καὶ χάριν ἔχουσι τούτων τῶν ἐλκηθμῶν· οὗ τί γένοιτ’ ἄν ἀθλιώτερον; Ταῦτ’ οὖν ἅπαντα ἐννοοῦντες, φύγωμεν τὴν ἀνίατον νόσον, θεραπεύσωμεν αὐτῆς τὰ δήγματα, καὶ μακρὰν ἀποστῶμεν τῆς τοιαύτης λύμης· ἵνα καὶ ἐνταῦθα ἀσφαλῆ καὶ ἀτάραχον ζήσωμεν βίον, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν θησαυρῶν· (ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν) χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, τιμή, νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
α. Πῶς λοιπόν διηγεῖται ὁ Λουκᾶς ὅτι ἦταν πλαγιασμένο στὴ φάτνη; Μόλις ἐγέννησε, τὸ πλάγιασε ἀμέσως ἐκεῖ. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ βροῦνε σπίτι, ἐπειδὴ εἶχαν μαζευτῆ πολλοὶ, μὲ τὴν ἀπογραφή.Τὸ ὑπογραμμίζει τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγοντας ὅτι πλάγιασε τὸ Χριστὸ, ἐπειδὴ δὲ βρισκόταν κατάλυμα. Ἔπειτα τὸν πῆρε καὶ τὸν ἐκράτησε στὰ γόνατά της. Ὁ ἐρχομός στὴ Βηθλεὲμ ἐσήμαινε καὶ τὸ τέλος τῆς ἐγκυμοσύνης. Ἀντιλαμβανόμαστε ἔτσι τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της· τί ἔγινε καὶ ὅτι δὲν ἔγινε ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα, ἀλλὰ ἐκπληρώνονταν ὅλα σύμφωνα μὲ κάποιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ μιὰ ἀκολουθία προφητειῶν. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔκαμε νὰ προσκυνήσουν; Οὔτε ἡ Παρθένος ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνώτερη τάξη, οὔτε τὸ σπίτι λαμπρό, οὔτε κάτι ἀπ’ ὅσα ἔβλεπαν ἦταν ἱκανό νὰ ξαφνιάση καὶ νὰ προσελκύση. Κι αὐτοὶ ὄχι μονάχα προσκυνοῦν ἀλλὰ κι ἀφοῦ ἄνοιξαν τὰ θησαυροφυλάκιά τους, προσφέρουν δῶρα, ὄχι ὅπως κάνομε σὲ ἄνθρωπο ἀλλὰ ὅπως σὲ Θεό. Σύμβολό του ὁ λιβανωτὸς καὶ ἡ σμύρνα. Τὶ τοὺς ἔπεισε καὶ τοὺς ἔκανε νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ νὰ κάνουν τόσο δρόμο; Ἦταν τὸ ἀστέρι κι ὁ φωτισμὸς ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸ πνεῦμα τους, ποὺ τοὺς ὡδηγοῦσε ὁλοένα σὲ τελειότερη γνώση. Ἄν δὲν ἦταν αὐτό, δὲ θὰ ἔδειχναν βέβαια τόση τιμὴ γιὰ πράγματα ποὺ φαίνονταν ἀσήμαντα. Γι’ αὐτὸ κανένα ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖ δὲν ἦταν μεγάλο· ἡ φάτνη, τὸ καλύβι, ἡ φτωχὴ μητέρα. Ἔτσι βλέπομε καθάρια τὴ διάθεση τῶν μάγων καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν τὸν πλησίαζαν σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ σὰν Θεὸ καὶ εὐεργέτη. Γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς σκανδάλιζε κανένα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ποὺ ἔβλεπαν. Ἀλλὰ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ προσήλωση στὰ ὑλικά· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐθυσίαζαν πρόβατα καὶ μοσχάρια. Τὰ δῶρα τους εἶχαν τὴ σφραγίδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος· τοῦ πρόσφεραν ἐπίγνωση, ὑπακοή, ἀγάπη. Κι ὅταν πληροφορήθηκαν στ’ ὄνειρό τους νὰ μὴ γυρίσουν στὸν Ἡρώδη, ἔφυγαν γιὰ τὴ χώρα τους ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Πρόσεξε κι ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦτο τὴν πίστη τους· δὲν ἐσκανδαλίστηκαν, ἀλλὰ εἶναι πειθήνιοι καὶ γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη. Δὲν ταράζονται, οὔτε συλλογίζονται μέσα τους. Ἄν εἶναι μεγάλο αὐτὸ τὸ παιδὶ κι ἔχει κάποια δύναμη, τί χρειάζεται ἡ φυγὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἀναχώρηση; Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, ἐνῶ ἤρθαμε φανερὰ καὶ μὲ θάρρος, καὶ σταθήκαμε σὲ τὸσο λαὸ μπροστὰ καὶ στὴ μανία τοῦ βασιλιᾶ, μᾶς βγάζει ὁ ἄγγελος σὰ δραπέτες καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν πόλη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε διατύπωσαν οὔτε ἀναλογίστηκαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη πίστεως· νὰ μὴ ζητῆς τὸ νόημα τῆς διαταγῆς, ἀλλὰ νὰ πείθεσαι μόνο σ’ αὐτήν. Ὅταν αὐτοὶ ἔφυγαν, ἰδοὺ ἕνας ἄγγελος Κυρίου φαίνεται στὸν Ἰωσὴφ στ’ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του, καὶ φεύγα στὴν Αἴγυπτο. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ διατυπώση κανεὶς ἀπορία καὶ γιὰ τοὺς μάγους καὶ γιὰ τὸ παιδὶ. Γ ιατὶ ἄν ἐκεῖνοι δὲν ταράχτηκαν, παρὰ τὰ δέχτηκαν ὅλα μὲ πίστη, ἀξίζει νὰ ἐρευνήσωμε ἐμεῖς, γιατὶ δὲ σώζονται κι ἐκεῖνοι καὶ τὸ παιδὶ χωρὶς νὰ φύγουν, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀναχωροῦν στὴν Περσία, κι ἐκεῖνο φυγαδεύεται μὲ τὴ μητέρα του στὴν Αἴγυπτο; Θὰ πῆτε· ἔπρεπε αὐτὸς νὰ πέση στὰ χέρια τοῦ Ἡρώδη καὶ παρόλο τοῦτο νὰ μὴ σκοτωθῆ. Δὲ θὰ γινόταν πιστευτὸ ὅτι ἔλαβε σάρκα, θὰ δυσπιστοῦσαν μπροστὰ στὸ μέγεθος τῆς θείας οἰκονομίας. Γιατὶ ἄν μερικοὶ τόλμησαν νὰ ποῦν ὅτι ἦταν μῦθος ἡ πρόσληψη τῆς σάρκας, μόλο ποὺ ἔγιναν αὐτὰ καὶ πολλὰ οἰκονομήθησαν, ὅπως ἁρμόζει σ’ ἀνθρώπους, σκεφτῆτε σὲ ποιὰ μεγάλη ἀσέβεια θὰ ἔπεφταν, ἄν τὰ ἔπραττε ὅλα ὅπως ἁρμόζει στὸ Θεὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δύναμή του; Στέλλει γρήγορα τοὺς μάγους, γιὰ νὰ τοὺς κάμη δασκάλους στὴν περσικὴ χώρα καὶ γιὰ νὰ θεραπεύση τὴ μανία τοῦ τυράννου. Νὰ μάθη ὅτι ἐπιχειρεῖ τ’ ἀκατόρθωτα, νὰ πνίξη τὸ θυμό του καὶ νὰ σταματήση τὴ μάταιη προσπάθειά του. Γιατὶ δὲν εἶναι ἄξιο τῆς δυνάμεώς του μόνο νὰ νικᾶ φανερὰ τοὺς ἐχθροὺς του ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐξαπατᾶ εὔκολα. Ὅμοια ξεγέλασε καὶ τοὺς Αἰγυπτίους γιὰ χάρη τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐνῶ μποροῦσε νὰ μεταφέρη φανερὰ τὸν πλοῦτο τους στὰ χέρια τῶν Ἑβραίων, ὁρίζει νὰ γίνη τοῦτο κρυφὰ καὶ μὲ ἀπάτη καὶ τοῦτο τὸν κάνει φοβερὸ στοὺς ἀντιπάλους του καθόλου λιγώτερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἄλλα σημεῖα. β. Οἱ Ἀσκαλωνῖτες λοιπὸν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅταν πῆραν τὴν κιβωτό, καὶ δέχτηκαν ἐπίθεση παρακινοῦσαν τοὺς δικοὺς τους νὰ μὴν πολεμοῦν καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀντιμετωπίζουν, μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα θαύματα ἀνέφεραν καὶ τοῦτο κι ἔλεγαν. Γιατὶ στενοχωρεῖσθε, ὅπως στενεχωρήθηκε ἡ Αἴγυπτος καὶ ὁ Φαραώ; Ὅταν τοὺς ἐξαπάτησε, δὲν ἔστειλε τὸ λαὸ του καὶ τὸν ἔσωσε; Τὸ ἔλεγαν τοῦτο, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν ὅτι δὲν ἦταν μικρότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἔγιναν φανερά, γιὰ νὰ δείξη τὴ δύναμη καὶ τὴ μεγαλωσύνη του. Αὐτὸ ἔγινε κι ἐδῶ κι ἦταν ἱκανὸ νὰ ξαφνιάση τὸν τύραννο. Σκέψου τί ἦταν φυσικὸ νὰ πάθη ὁ Ἡρώδης καὶ νὰ νιώση ἀσφυξία, ὅταν ἀπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ γελοιοποιήθηκε. Δὲν ἔγινε βέβαια καλύτερος. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν ἔγκλημα ἐκείνου ποὺ τὰ οἰκονόμησε αὐτά, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερβολικῆς μανίας. Δὲν ὑποχωροῦσε σ’ ἐκείνους ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν ἐγκαρδιώσουν καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴ μανία του. Καὶ γιατί, ρωτοῦν, στέλνει τὸ παδιὶ στὴν Αἴγυπτο; Μὲ ἀκρίβεια ἀναφέρει τὴν αἰτια ὁ Εὐαγγελιστὴς· γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Συνάμα ἀπευθύνονταν στὴν οἰκουμένη προμηνύματα ἀγαθῶν ἐλπίδων. Ἡ Βαβυλὼν κι ἡ Αἴγυπτος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος τῆς γῆς κατακαίγονταν ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἀσέβειας. Δείχνοντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ τὶς διορθώση καὶ τὶς δύο καὶ θὰ τὶς κάμη καλύτερες καὶ δημιουργῶντας τὴν πίστη μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ προσδοκοῦμε τὸ καλὸ γιὰ ὅλη τήν οἰκουμένη, στὴ μιὰ ἔστειλε τοὺς μάγους, στὴν ἄλλη πῆγε ὁ ἴδιος μὲ τὴ μητέρα του. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε καὶ κάτι ἄλλο διδασκόμαστε, ποὺ δὲ συντελεῖ λίγο στὴν προκοπή μας. Ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρέπει νὰ περιμένωμε πειρασμοὺς κι ἐπιβουλὲς. Βλέπεις ὅτι τοῦτο γίνεται ἀπὸ τὰ σπάργανα. Μόλις γεννήθηκε, μανιάζει ὁ τύραννος, ἀκολουθεῖ ἡ φυγὴ κι ἡ ἐγκατάσταση σὲ χώρα ἐξορίας κι ἐξορίζεται ἡ ἀθώα μητέρα σὲ χώρα βαρβαρική. Ἀκούοντας τα αὐτὰ, ὅταν ἀξιωθῆς ν’ ἀναλάβης κάποια πνευματικὴ διακονία κι ἔπειτα δῆς νὰ σὲ βρίσκουν ἀθεράπευτες συμφορὲς καὶ νὰ ὑπομένης ἀμέτρητους κινδύνους, πρόσεξε νὰ μὴν ταραχτῆς. Καὶ κυρίως νὰ μὴν πῆς· Τί σημαίνει τοῦτο; Ἔπρεπε νὰ στεφανωθῶ καὶ νἀ ἀνακηρυχτῶ νικητής, νὰ ἀποχτήσω ὄνομα καὶ δόξα, ἀφοῦ ἔπραξα τὴν ἐντολἠ τοῦ Κυρίου. Ἀντίθετα νὰ τὰ δεχτῆς ὅλα μὲ γενναιότητα, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀκολουθία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔχει δεμένους τοὺς πειρασμοὺς μαζί της. Κοίταξε πῶς δὲ συμβαίνει τοῦτο στὸ παιδὶ μόνο καὶ στὴ μητέρα του ἀλλὰ καὶ στοὺς βαρβάρους ἐκείνους. Κι ἐκεῖνοι κρυφά, σὰ φυγάδες, ἀναχωροῦν. Κι ἐκείνη πάλι, ποὺ δὲν εἶχε διασκελίσει ποτὲ τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, παίρνει ἐντολὴ νὰ ὑπομείνη τόσο μακρινὸ δρόμο, γεμᾶτο ταλαιπωρίες, ἐξ αἰτίας τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ τῆς καὶ τῆς πνευματικῆς γέννας της. Πρόσεξε κι ἐδῶ τὸ παράδοξο. ἡ Παλαιστίνη καταδιώκει, κι ἡ Αἴγυπτος ὑποδέχεται καὶ σώζει αὐτὸν ποὺ καταδιώκεται. Γιατὶ δὲν ἐγίνονταν μόνο στὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ προεικονίσεις ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ προμηνοῦσαν ὅσα θὰ ἐξελίσσονταν ἀργότερα. Ὅπως ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ ὄνου καὶ τοῦ πουλαριοῦ. Παρουσίαστηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ δὲν ἀπευθύνεται στὴ Μαρία ἀλλὰ στὸν Ἰωσὴφ. Καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του. Δὲ λέει ἐδῶ τὴ γυναῖκα σου ἀλλὰ τὴ μητέρα του. Ἐπειδὴ γεννήθηκε τὸ παιδὶ, εἶχε διαλυθῆ ἡ ὑποψία κι εἶχε βεβαιωθῆ ὁ Ἰωσὴφ, μιλάει ἀπροκάλυπτα ὁ ἄγγελος καὶ δὲ μιλάει οὔτε γιὰ παιδὶ δικό του, οὔτε γιὰ γυναῖκα του. Ἀλλὰ τοῦ λέει· Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὴν Αἴγυπτο. Συμπληρώνει μὲ τὴν αἰτία τῆς φυγῆς. Ὁ Ἡρώδης θὰ ζητήση νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. γ. Δὲ σκανδαλίστηκε, ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰωσήφ, οὔτε εἶπε Μοῦ λὲς αἰνίγματα· δὲν ἔλεγες πρῶτα, ὅτι θὰ σώση τὸ λαό του; Τώρα μήτε τὸν ἑαυτὸ του δὲ σώζει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγωμε, ν’ ἀποδημήσωμε καὶ νὰ ζήσωμε ἀλλοῦ πολὺν καιρό. Τὰ πράγματα εἶναι ἀντίθετα μὲ τὶς ὑποσχέσεις. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ λέει. Ἐπίστευε στὸ Θεό. Οὔτε γιὰ τὸ χρόνο τῆς ἐπιστροφῆς δὲ δείχνει περιέργεια, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος μίλησε πολὺ ἀόριστα γι’ αὐτὸν. Νὰ εἶσαι ἐκεῖ, ὥσπου νὰ σοῦ πῶ. Οὔτε σὲ τοῦτο δὲν ἔδειξε ἀπροθυμία. Ὑπακούει, τὸν πιστεύει κι ὑπομένει μὲ χαρὰ ὅλους τοὺς πειρασμούς. Συνεδύασε μὲ τὰ ὀδυνηρὰ τοῦτα ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ εὐχάριστα, ὅπως κάνει σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· δὲ δίνει οὔτε τοὺς κιδνύνους οὔτε τὰ εὐχάριστα, συνέχεια, ἀλλὰ καὶ μ’ αὐτὰ καὶ μ’ ἐκεῖνα μαζὶ ὑφαίνει τὸ βίο τῶν δικαίων. Τὸ ἴδιο ἔκαμε κι ἐδῶ. Ὅταν πρόσεξε ὁ Ἰωσὴφ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου, ταράχτηκε καὶ βρέθηκε στὴν ἔσχατη ἀμηχανία. Ὑποπτεύθηκε τὴν κόρη γιά μοιχεία. Ἦρθε ὅμως εὐθὺς ὁ ἄγγελος ποὺ διέλυσε τὴν ὑποψία κι ἔδιωξε τὸ φόβο. Ὅταν εἶδε τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε, δοκίμασε τὴν πιὸ μεγάλη χαρά. Τὴ χαρὰ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχτηκε κίνδυνος καὶ μάλιστα ὄχι μικρός· ἡ πόλη ἦταν ἀνάσταστη, ὁ βασιλιὰς μανιασμένος ἀναζητοῦσε τὸ νεογέννητο. Τὴν ταραχὴ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχται ἄλλη χαρά, τὸ ἀστέρι καὶ ἡ προσκύνηση τῶν μάγων. Κι ἄλλη μιὰ φορὰ μετὰ τὴν εὐχαρίστηση αὐτὴ ἐπακολουθεῖ φόβος καὶ κίνδυνος. Ζητεῖ ὁ Ἡρώδης νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ· κι εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγη καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινο νὰ μετοικήση. Δὲν ἔπρεπε νὰ θαυματουργήση ἀπὸ τότε. Ἄν ἔκαμε θαύματα ἀπὸ μκρὴ ἡλικία, δὲ θὰ θεωροῦνταν ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ δὲ δημιουργεῖται ἀμέσως τέλειος ναὸς ἀλλὰ προηγεῖται ἡ κυοφορία, διάστημα ἐννέα μηνῶν, πόνοι τοῦ τοκετοῦ, γέννα, θηλασμὸς, πολύχρονη ἡσυχία, περιμένοντας τὴν ἀνδρικὴ ἡλικία. Μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνη εὔκολα παραδεχτὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Γιὰ ποιόν λοιπὸν ἔγιναν αὐτὰ τὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχή; ρωτᾶ. Γιὰ τὴ μητέρα, γιὰ τὸν Ἰωσὴφ, γιὰ τὸ Συμεών, ποὺ περίμενε νὰ πεθάνη, γιὰ τοὺς βοσκούς, γιὰ τοὺς μάγους, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἄν ἤθελαν νὰ προσέξουν σ’ αὐτὰ, δὲ θὰ ἀποκόμιζαν μικρὴ ὠφέλεια γιὰ τὴ μελλοντικὴ ζωή. Ἄν οἱ προφῆτες δὲν κάνουν λόγο γιὰ τοὺς μάγους, μὴν ταραχτῆς. Δὲν ἐμιλησαν βέβαια γιὰ ὅλα οὔτε καὶ γιὰ ὅλα ἐκράτησαν σιγή. Ὅπως τὸ νὰ δῆς νὰ ἔρχωνται τὰ πράγματα χωρὶς νὰ ἔχης ἀκούσει τίποτα, προκαλεῖ μεγάλη ἔκπληξη καὶ ταραχὴ, ὅμοια καὶ ἡ πληροφορία γιὰ ὅλα ἔκαμε τὸν ἀκροατὴ νὰ κοιμᾶται καὶ δὲν ἄφηνε τίποτα στοὺς Εὐαγγελιστάς. Κι ἄν ἀμφιβάλλουν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὴν προφητεία λέγοντας ὅτι γι’ αὐτοὺς ἐλέχθηκε ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, θὰ τοὺς ἀπαντήσωμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς προφητείας· πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρονται συχνὰ γιὰ ἄλλα πράγματα κι ἐκπληρώνονται σὲ ἄλλα. Ὅπως ἡ προφητεία γιὰ τὸ Συμεὼν καὶ τὸ Λευί. Θὰ τοὺς μοιράσω, ἀναφέρει, μέσα στὴ γενιὰ τοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ τοὺς σκορπίσω σ’ ὅλους τοὺς Ἰσραηλῖτες. Αὐτὸ ὅμως ἐκπληρώθηκε στὰ ἐγγόνια τους. Κι αὐτὸ ποὺ ὁ Νῶε εἶπε γιὰ τὸ Χαναάν, ἐκπληρώθηκε στοὺς Γαβωνῖτες τοὺς ἐγγόνους τοῦ Χανναάν. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὸν Ἰακώβ. Οἱ ὑποσχέσεις ποὺ ἔλεγαν Γίνου Κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου κι ἄς σὲ προσκυνήσουν οἱ γιοὶ τοῦ πατέρα σου, δὲν ὁλοκληρώθηκαν σ’ αὐτὸν ἀλλὰ στὰ ἐγγόνια του. Πῶς θὰ ὡλοκληρώνονταν σ’ αὐτὸν ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν προσκυνοῦσε ἀμέτρητες φορές; Τὸ ἴδιο μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ κι ἐδῶ. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστῆ γνησιώτερος γιὸς τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ πορσκυνᾶ τὸ μόσχο, ποὺ ἀφιερώνεται στὸ Βεελφεγὼρ καὶ θυσιάζει τοὺς γιούς του στὰ δαιμόνια ἤ ὁ καταφύση Γιός, ποὺ τιμᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐγέννησε. Ὥστε ἄν δὲν ἔρχόταν ὁ Χριστός, ἡ προφητεία δὲ θὰ λάβαινε τὴν ἐκπλήρωση ποὺ ἔπρεπε. δ. Πρόσεξε πῶς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς κάνει γι’ αὐτὸ ὑπαινιγμό· Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ. Δείχνει ἔτσι ὅτι δὲν θὰ ἐκπληρωνόνταν, ἄν δὲν ἐρχόταν ἐκεῖνος. Καὶ δὲν προσδίδει αὐτὸ τυχαία λάμψη στὴν Παρθένο καὶ δόξα. Αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καύχημά του ὅλος ὁ λαός, μποροῦσε νὰ τὸ ἔχη κι ἐκείνη. Μεγαλοφρονοῦσαν ἐπειδὴ ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ γι’ αὐτὸ καυχιόταν. Αὐτὸ ὑπονοῶντας ὁ προφήτης ἔλεγε· Δὲν ἐλευθέρωσα τοὺς ἀλλοφύλους ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τὸ λάκκο; Ἀποδίδει καὶ στὴν Παρθένο τὸ πλεονέκτημα τοῦτο. Ἤ μᾶλλον ὁ λαὸς καὶ ὁ πατριάρχης, ἀφοῦ πῆγαν ἐκεῖ καὶ γύρισαν ἐκπληρωσαν τὸν τύπο αὐτῆς τῆς ἀπαλλαγῆς. Κι ἐκεῖνοι κατέβαιναν ξεφεύγοντας τὸ θάνατο ἀπὸ πεῖνα, κι αὐτὸς θάνατο ἀπὸ ἐπιβουλή. Ἐκεῖνοι ὅμως μὲ τὴν κάθοδο τους ἐκεῖ, ἐσώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα· ἐνῶ ὁ Χριστὸς πηγαίνοντας ἐκεῖ ἁγίασε ὅλη τὴ χώρα. Πρόσεξε πῶς γίνεται ἡ ἀποκάλυψη ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ τὴ θεότητα. Ὅταν ὁ ἄγγελος εἶπε Φεῦγε στὴν Αἴγυπτο, δὲν ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοὺς συνοδεύση, οὔτε ὅταν πήγαιναν οὔτε ὅταν θὰ γύριζαν. Αὐτὸ ἦταν ὑπαινιγμὸς ὅτι θὰ εἶχαν μεγάλο συνοδοιπόρο, τὸ νεογέννητο παιδί. Αὐτὸς ἔφερε γενικὴ ἀλλαγὴ σὲ ὅλα κι ἔκαμε τοὺς ἐχθροὺς νὰ βοηθήσουν πολὺ τὴν οἰκονομία αὐτή. Καὶ βλέπομε τοὺς βαρβάρους μάγους νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν προγονικὴ δεισιδαιμονία τους καὶ νὰ ἔρχωνται νὰ προσκυνήσουν. Ὑπηρετεῖ καὶ ὁ Αὔγουστος τὴ γέννηση στὴ Βηθελεὲμ μὲ τὸ πρόσταγμα τῆς ἀπογραφῆς. Ἡ Αἴγυπτος τὸν δέχεται, ὅταν φεύγη κυνηγημένος ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ τὸν σώζει. Βρίσκε ἔτσι μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μὴν τοῦ εἶναι ξένος. Ἔτσι θὰ ἀκούση νὰ τὸν κηρύττουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ θὰ χαίρεται ποὺ αὐτὴ τὸν δέχτηκε πρώτη. Τὸ πλεονέκτημα τοῦτο ἀνῆκε βέβαια στὴν Παλαιστίνη μόνη· ἔγινε ὅμως ἡ Αἴγυπτος θερμότερη. Καὶ ὅταν ἔρθης τώρα στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, θὰ τὴν εὕρης καλύτερη ἀπὸ κάθε παραδεισένιο κῆπο, γεμάτη ἀπὸ ἀμέτρητους χοροὺς ἀγγέλων μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα κι ἀπὸ λαὸ μαρτύρων καὶ μελίσσια παρθένων. Ὅλη ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἔχει ἐκεῖ καταλυθῆ, ἐνῶ κυριαρχεῖ ὁλόλαμπρη ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὴ μητέρα τῶν ποιητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν μάγων, αὐτὴν ποὺ βρῆκε κάθε εἴδος μαγείας καὶ τὸ διέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους, αὐτὴν θὰ τὴ δῆς τώρα νὰ τοὺς περιφρονῆ ὅλους αὐτοὺς καὶ νὰ θεωρῆ καλλωπίσματά της τοὺς ἁλιεῖς, νὰ περιφέρη παντοῦ τὸν τελώνη καὶ τὸ σκηνοποιὸ καὶ νὰ προβάλλη τὸ σταυρό. Καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν μόνο στὶς πόλεις· περισσότερο στὶς ἐρημιὲς. Σὲ κάθε μέρος τῆς χώρας ἐκείνης μπορεῖς νὰ δῆς τὸ στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ποίμνιο τὸ βασιλικὸ, τὴν πολιτεία τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Κι αὐτὰ δείχνονταν μὲ τοὺς ἄνδρες ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς γυναῖκες. Κι ἐκεῖνες δὲν ἐπιδίδονται λιγώτερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες στὴν πνευματικὴ ζωή. Δὲν παίρνουν βέβαια τὴν ἀσπίδα, οὔτε καβαλικεύουν τὸ ἄλογο, ὅπως ὁρίζουν οἱ τρανοὶ νομοθέτες καὶ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων. Ἀποδέχονται ὅμως ἄλλο βαρύτερο ἀγῶνα. Εἶναι ὁ κοινὸς σ’ αὐτὲς καὶ στοὺς ἄνδρες πόλεμος πρὸς τὸ διάβολο καὶ τὶς δυνάμεις του. Καὶ πουθενὰ στὶς συγκρούσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ δὲν ἐμποδίζει ἡ φυσική τους ἀσθένεια. Γιατὶ δὲν κρίνονται μὲ τὴ δύναμη τοῦ σώματος ἀλλὰ μὲ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς οἱ ἀγῶνες αὐτοί. Ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ πολλὲς ἀγωνίσθηκαν μὲ περισσότερη δύναμη ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καὶ ἔστησαν λαμπρότερα τρόπαια. Δὲν εἶναι τόσο λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἀσκητικῶν χορῶν, ὅπως ἡ ἔρημος τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ἀπὸ παντοῦ μᾶς παρουσιάζει τὰ σκηνώματα τῶν μοναχῶν. ε. Ἄν γνωρίζη κανένας, τὴν παλαιὰ ἐκείνη Αἴγυπτο, τὴ θεομάχο καὶ μανιασμένη, ποὺ ἦταν δούλη στὶς γάτες, ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὰ κρεμύδια αὐτὸς θὰ καταλάβη καλὰ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἤ μᾶλλον δὲν ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παλιὰ παραμύθια· μένουν ἀκόμα σὰν ἀποδείξεις κάποια ἀπομεινάρια ἀπὸ τὴν παλιὰ κι ἀνόητη ἐκείνη μανία. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ εἶχαν περιπέσει κατὰ τὸ παρελθὸν σὲ τόση μανία φιλοσοφοῦν τώρα γιὰ τὸν οὐρανοὸ καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πραγματικότητα, περιφρονοῦν τὰ προγονικὰ ἔθιμα, οἰκτίρουν τοὺς προγόνους τους καὶ δὲ δίνουν στοὺς φιλοσόφους καμμιὰ σημασία. Διδάχτηκαν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ὅτι οἱ δικές τους δοξασίες ἦσαν ἐπινοήσεις ἀπὸ μεθυσμένες γρηοῦλες, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ποὺ εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν εἶναι αὐτὴ ποὺ τὴν ἐκήρυξαν οἱ ψαράδες. Γι’ αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριβολογία στὰ δόγματα δείχνουν μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὴν πρακτικὴ ζωή. Ἀφοῦ ἀπόθεσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο, προχωροῦν πάλι ἀκόμα περισσότερο, χρησιμοποιοῦν τὴ σωματική τους ἐργασία γιὰ διατροφὴ τῶν πεινασμένων. Οὔτε ἐπειδὴ νηστεύουν κι ἀγρυπνοῦν, ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ ἡσυχάζουν τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ξοδεύουν τὶς νύχτες τους σὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ ὁλονυχτίες, καὶ τὶς ἡμέρες τους πάλι σὲ προσευχὲς μαζί καὶ σὲ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔχοντας πρότυπό τους τὸ ζῆλο τοῦ ἀποστόλου. Γιατὶ ἄν ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο εἶχε στρέψει τὰ βλέμματα ἡ οἰκουμένη γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, μπῆκε σ’ ἐργαστήριο, ἄσκησε τέχνη, καὶ δὲν κοιμόταν οὔτε τὴ νύχτα, εἶναι πολὺ πιὸ δίκαιο νὰ ξοδεύωμε ἐμεῖς τὴ σχολὴ καὶ τὴν ἡσυχία μας σὲ πνευματικὴ ἐργασία, ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἔρημο καὶ δὲ μᾶς ἐμποδίζει καθόλου ἡ ταραχὴ τῶν πόλεων. Αἰσθανόμαστε ντροπὴ ὅλοι, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί, ὅταν ἐκεῖνοι χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια τους, βιάζονται καὶ φιλονικοῦν νὰ ἐξοικονομήσουν μ’ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητά τους, ἐνῶ ἐμεῖς μ’ ὅλη τὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχομε, δὲ διαθέτομε γιὰ τοὺς φτωχοὺς μήτε τὰ ἄχρηστα σ’ ἐμᾶς. Πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε καὶ πῶς θὰ δεχτοῦμε τὴ συγχώρηση; Καὶ νὰ συλλογιστῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἦσαν φιλοχρήματοι καὶ λαίμαργοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἄλλα. Ἐκεῖ ἦταν λεβέτια μὲ τὰ κρέατα, ποὺ θυμοῦνται οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐκεῖ ἡ μεγάλη βασιλειλα τῶν φαγητῶν. Ὅταν ὅμως θέλησαν, ἄλλαξαν, κι ἀφοῦ δέχτηκαν τὴ φλόγα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι μαζί μεταφέρθηκαν στὸ ἀγκυροβόλιο τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἐνῶ ἦσαν πιὸ θερμοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πιὸ πρόχειροι στὸ θυμὸ καὶ στὴ σωματικὴ ἡδονὴ, ἔβαλαν πρότυπά τους τὶς ἀσώματες δυνάμεις στὴ μετριοπάθεια καὶ τὴν ἄλλη πνευματικὴ ἀταραξία. Ὅποιος πῆγε στὴ χώρα, καταλαβαίνει ὅ,τι τοῦ λέγω. Ἄν ὅμως δὲν πῆγε κάποιος στὶς σκηνὲς ἐκεῖνες, ἄς φέρη στὸ νοῦ του αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα στὰ στόματα ὅλων, ποὺ ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μᾶς ἔδωσε ἡ Αἴγυπτος, τὸ μακάριο καὶ μεγάλο Ἀντώνιο κι ἄς σκεφτῆ ὅτι κι αὐτὸς ἔζησε στὴ ἴδια χώρα ποὺ ἔζησε κι ὁ Φαραώ. Δὲν ἀδικήθηκε ὅμως καθόλου. Ἀλλά καὶ τὸ Θεὸ ἀξιώθηκε νὰ δῆ κι παρουσίασε τέτοια ζωή, ὅπως ζητοῦν οἱ νόμοι τοῦ Χριστοῦ. Λεπτομέρειες θὰ εὔρη κανένας, ὅταν διαβάση τὴ βιογραφία του, ὅπου θὰ συναστήση κι ἐκδηλώσεις τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος. Προανήγγειλε τὴν ἀρειανική νόσο, καὶ μίλησε γιὰ τὴ βλάβη ποὺ αὐτὴ θὰ προκαλοῦσε, ὅπως τοῦ εἶχε τότε δείξει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶχε ἁπλώσει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλα τὰ μελλοντικά. Εἶναι καὶ τοῦτο μιὰ ἀπόδειξη κοντὰ στὶς ἄλλες, ὅτι οἱ αἱρέσεις δὲν ἔχουν καμμιὰ τέτοια προσωπικότητα. Γιὰ νὰ μὴν τ’ ἀκούσετε ὅμως ὅλα ἀπὸ μένα, σκύψετε στὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου καὶ θὰ τὰ δῆτε ὅλα μὲ ἀκρίβεια καὶ θ’ ἀντλήσετε ἀπὸ κεῖ πολλὴν ὠφέλεια. Σᾶς προτρέπω σὲ τοῦτο, ὄχι γιὰ νὰ διαβάσωμε μόνο τὸ βιβλίο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ μιμηθοῦμε καὶ νὰ μὴν πορτάσσωμε μήτε τὴν πατρίδα μήτε τὴν ἀνατροφή, μήτε τὴν κακία τῶν προγόνων. Ἄν θέλωμε νὰ προσέξωμε τὸν ἑαυτὸ μας, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ μᾶς σταθῆ ἐμπόδιο. Κι ὁ Ἀβραὰμ εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρη, δὲν τὸν διαδέχτηκε ὅμως στὴν παρανομία. Κι ὁ Ἐζεκίας εἶχε πατέρα τὸν Ἄχαζ· ἔγινε ὅμως τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Ἰωσὴφ τότε στὴ μέση τῆς Αἰγύπτου κέρδισε ὡστόσο τὸ στεφάνι τῆς σωφροσύνης. Κι οἱ τρεῖς Παῖδες ἐπίσης, στὴ μέση τῆς Βαβυλῶνος, στὸ κέντρο τοῦ παλατιοῦ, δίπλα σὲ συβαρίτικο τραπέζι ἔδειξαν τὴν πιὸ μεγάλη ἀρετή. Ἐπίσης ὁ Μωυσῆς στὴν Αἴγυπτο κι ὁ Παῦλος στὴν οἰκουμένη. Τίποτα δὲν ἐμπόδισε ὅλους αὐτοὺς στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὰ ἄς ἔχωμε κι ἐμεῖς τὸ νοῦ μας, κι ἄς ἐξοβελίσωμε τὶς περιττὲς αὐτὲς προφάσεις καὶ δικαιολογίες κι ἄς ἀρχίσωμε τὸ μόχθο τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι καὶ τὸ Θεὸ θὰ τὸν προσελκύσωμε σὲ μεγαλύτερη πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη, θὰ τὸν πείσωμε νὰ μᾶς βοηθήση στοὺς ἀγῶνες μας καὶ θ’ ἁπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὰ ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες Ἀμὴν. Θ΄ α. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ ὀργιστῆ ἀλλὰ νὰ φοβηθῆ καὶ νὰ περιοριστῆ καὶ νὰ παραδεχθῆ ὅτι ἐπιδιώκει ἀκατόρθωτα πράγματα. Δέν ἡσυχάζει ὅμως. Ὅταν εἶναι ἡ ψυχὴ ἀχάριστη καὶ ἀθεράπευτη, δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα ποὺ δίνει ὁ Θεός. Πρόσεξε πῶς τοῦτος συναγωνίζεται μὲ τοὺς παλιούς, προσθέτει φόνους σὲ φόνους καὶ τρέχει ἀπὸ παντοῦ πρὸς τὸν κρημνό. Σὰ νὰ τὸν εἶχε συνεπάρει κάποιος δαίμονας τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους, δὲ λογαριάζει κανένα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ φύση μανιάζει καὶ τὴν ὀργή του ἀφήνει νὰ ξεσπάση κατὰ τῶν μάγων ποὺ τὸν γέλασαν καὶ τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἀδίκησαν καθόλου ἀποτολμῶντας στὴν Παλαιστίνη δρᾶμα συγγενικὸ μ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε στὴν Αἴγυπτο τότε. Ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ σκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴν περιοχή της, ἀπὸ δύο χρόνων καὶ κάτω, κατὰ τὶς πληροφορίες ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μάγους. Πρόσεξε μὲ σχολαστικότητα. Ἀκούγονται πολλὲς φλυαρίες γι’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἀπὸ πολλοὺς, ποὺ ἀπόδιδαν τὴν ἀδικία στοὺς γονεῖς. Καὶ μερικῶν ἡ ἀπορία εἶναι πιὸ μετρημένη, ἐνῶ ἄλλη θρασύτερη καὶ πιὸ μανιασμένη. Γιὰ ν’ ἀπαλλάξωμε λοιπὸν τοὺς ἄλλους πρώτους ἀπὸ τὴν ἀπορία καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴ μανία, ἀνεχθῆτε με λίγο νὰ σὰς μιλήσω γιὰ τὸ θέμα τοῦτο. Ἄν κατηγοροῦν τοῦτο, ὅτι ἐδείχθηκε ἀδιαφορία γιὰ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν, ἄς κατηγορήσουν καὶ τὴν σφαγὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλαγαν τὸν Πέτρο. Ἐδῶ ὅταν ἔφυγε τὸ παιδὶ, σφάζουν ἄλλα παιδιὰ στὴ θέση του. Ἔτσι καὶ τότε. Ὅταν ὁ ἄγγελος ἀπάλλαξε τὸν Πέτρο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὶς ἁλυσίδες, ἕνας ὁμώνυμος καὶ ὁμοτροπος τοῦ τυράννου τούτου, ὅταν ζήτησε καὶ δὲν τὸν βρῆκε, σκότωσε στὴ θέση του τοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν φρουροῦσαν. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι βέβαια λύση ἀλλὰ περιπλοκὴ τοῦ προβλήματος, θὰ πῆ κάποιος. Τὸ γνωρίζω κι ἐγὼ καὶ γι’ αὐτὸ ἀνακινῶ πάντοτε τὰ θέματα τοῦ εἴδους αὐτοῦ, γιὰ νὰ φέρω τὴ μοναδικὴ λύση σὲ ὅλα. Ποιὰ εἶναι ἡ λύση τους καὶ ποιὰ ἠ εὐπρόσωπη γι’ αὐτὰ δικαιολογία μας; Ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος τῆς σφαγῆς ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἡ σκληρότητα τοῦ βασιλιᾶ. Ὅπως καὶ στοὺς στρατιῶτες δὲν ἦταν αἰτία ὁ Πέτρος παρὰ ἡ ἀνοησία τοῦ Ἡρώδη. Ἄν εἶχε δεῖ ἕνα τοῖχο ἀνοιγμένο, ἤ πόρτες παραβιασμένες, θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ ἀμέλεια τοὺς στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν. Τώρα ὅμως ἔμεναν ὅλα στὴ θέση τους, κλεισμένες οἱ πόρτες κι οἱ ἁλυσίδες κλειδωμένες στὰ χέρια τῶν φρουρῶν –γιατὶ ἦσαν δεμένοι μαζί τους. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ συλλογιστῆ ἀπ’ αὐτά, ἄν ἔκρινε ὀρθὰ τὰ γεγονότα, ὅτι δὲν ἦταν ἔργο ἀνθρώπου, οὔτε μιὰ παράνομη ἀπόδραση ἀλλὰ ἐκδήλωση μιᾶς θείας καὶ θαυματουργῆς δυνάμεως. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ προσκυνήση τὸν αἵτιο τούτων κι ὄχι νὰ στραφῆ κατὰ τῶν φρουρῶν. Μ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὁ Θεὸς ἔκαμε ὅλα ὅσα ἔκαμε· ὄχι μόνο δὲν ἤθελε νὰ θυσιάση τοὺς φρουροὺς ἀλλὰ καὶ τὸ βασιλιὰ νὰ ὁδηγήση πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος στάθηκε ἀπερίσκεπτος, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχη μὲ τὸ σοφὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν, ποὺ πράττει τὰ πάντα πρὸς ὠφέλεια, ἡ ἀταξία τοῦ ἀρρώστου; Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ποῦμε κι ἐδῶ. Γιατὶ ὠργίστηκες, Ἡρώδη, ἐπειδὴ ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους; Δὲν ἐκάλεσες τοὺς ἀρχιερεῖς; Δὲν συγκέντρωσες τοὺς γραμματεῖς; Δὲν σοῦ ἔφεραν ἐκεῖνοι στὸ δικαστήριό σου, ὅταν τοὺς ἐκάλεσες, καὶ τὸν προφήτη μαζί τους, ποὺ τὸν προανήγγειλε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ; Δὲ διαπίστωσες ὅτι τὰ παλιὰ συμφωνοῦσαν μὲ τὰ νέα; Δὲν ἄκουσες ὅτι ἀκόμη καὶ ἀστέρι ἦρθε νὰ τοὺς ὑπηρετήση; Δὲ σεβάστηκες τὸ ζῆλο τῶν βραβάρων; Δὲν ἐθαύμασες τὸ θάρρος τους; Δὲ σοῦ ἔκαμε ἐντύπωση ἡ ἐπαλήθευση τοῦ προφήτη; Δὲν ἐξήγησες τὰ νέα μὲ βάση τὰ παλιὰ; Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔκαμες μέσα σου τὴ σκέψη ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν ἦταν μιὰ ἀπάτη τῶν μάγων· ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία δύναμη οἰκονομοῦσε τὰ πάντα πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε; Ἀλλὰ καὶ ἄν ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους, γιατὶ στράφηκες στὰ παιδιὰ, ποὺ δὲν εἶχαν κάμει καμμιὰ ἀδικία; β΄ Μάλιστα, παρατηρεῖ. Ὡραῖα ἄφησες ἀναπολόγητο τὸν Ἡρώδη. Δὲν ἀνασκεύασες ὅμως ἀκόμα τὴν ἔνταση τῆς ἀδικίας γιὰ ὅσα εἶχαν γίνει. Ἄν ἐκεῖνος ἐνεργοῦσε ἄδικα, γιατὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός; Τί θἀ ἀπαντήσωμε σ’ αὐτό; Ὅ,τι πάντοτε καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ παντοῦ δὲ σταματῶ νὰ ἐπαναλαμβάνω. Αὐτὸ θέλω καὶ σεῖς μὲ ἀκρίβεια νὰ τηρῆτε. Εἶναι κάποιος κανόνας ποὺ ἁρμοζει σὲ κάθε ἀπορία σας. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ κανόνας καὶ ποιά ἡ αἰτία; Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦν, κι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται κανένας. Γιὰ νὰ μῆ σᾶς ἀνησυχῆ τὸ αἴνιγμά μου, φέρνω γρήγορα καὶ τὴ λύση του. Ὅ,τι κι ἄν πάθωμε ἄδικα ἀπὸ κάποιον· ὁ Θεὸς μᾶς λογαριάζει τὴν ἀδικία αὐτὴ ἤ γιὰ νὰ μᾶς χαρίση ἁμαρτήματα ἤ γιὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώση μισθό. Ἄς χρησιμοποιήσωμε παράδειγμα γιὰ ν’ ἀποσαφηνιστῆ τὸ πρᾶγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ὑπηρέτης ὀφείλει στὸν κύριό του πολλὰ χρήματα. Ἔπειτα ὅτι ἔπεσε σὲ χέρια κακῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ πῆραν μέρος ἀπὸ τὰ δικά του. Ἄν λοιπὸν ὁ κύριος, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὸν ἅρπαγα καὶ τὸν πλεονέκτη, δὲν διαγράψη τὸ χρέος ἐκεῖνο, ἀλλὰ ἐκπέση ἀπὸ τὴν ὀφειλὴ τοῦ δούλου ὅσα τοῦ ἀφαίρεσαν ἔχει τάχα ὁ δοῦλος ἀδικηθῆ; Καθόλου βέβαια. Κι ἄν τοῦ ἀποδώση ἀκόμα περισσότερα; Δὲν ἔχει μεγαλύτερο κέρδος; Εἶναι φανερὸ σ’ ὅλους. Ἄς σκεφτοῦμε τοῦτο καὶ σχετικὰ μὲ ὅσα ὑποφέρομε. Ὅτι γιὰ ὅσα ἀδικηθοῦμε ἤ ἁμαρτήματα μᾶς χαρίζονται ἥ κερδίζομε λαμπρότερα στεφάνια, ἄν δὲν ἔχωμε ἀρκετὰ ἁμαρτήματα. Ἄκουσε τὸν Παῦλο νὰ λέη σὲ κεῖνον ποὺ ἔχει πορνεύσει· Παραδώσετέ τον στὸν Σατανᾶ, πρὸς καταστροφὴ τοῦ σώματός του γιὰ νὰ σωθῆ ἡ ψυχή. Τί σχέση ἔχει τοῦτο; Ὁ λόγος εἶναι γιὰ ὅσους ἀδικοῦνται ἀπὸ ἄλλους, ὄχι γιὰ ὅσους διορθώνουν οἱ διδάσκαλοι. Δὲν ὑπάρχει κοινὸ σημεῖο μεταξύ τους· τὸ ζήτημά μας εἶναι ἄν ἡ ἀδικία δὲν εἶναι βλάβη γιὰ κεῖνον ποὺ ἀδικήθηκε. Γιὰ νὰ φέρω τὸ λόγο μου ἀκόμη πλησιέστερα πρὸς τὸ θέμα, θυμηθῆτε τὸ Δαυΐδ. Ὅταν εἶδε τὸν Σεμεῒ νὰ ὁρμᾶ ἐναντίον του καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθεται καὶ νὰ τὸν περιλούη μὲ ἀμέτρητες βρισιές, ἐνῶ οἱ στρατηγοὶ ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἐμπόδιζε λέγοντας· Ἀφήσετέ τον νὰ καταριέται, γιὰ νὰ δῆ τὸν ἐξευτελισμὸ μου ὁ Κύριος καὶ νὰ μοῦ ἀνταποδώση ἀγαθὰ στὴ θέση τῆς σημερινῆς κατάρας. Καὶ στοὺς Ψαλμούς του μελετῶντας ἔλεγε· Κοίταξε τοὺς ἐχθροὺς μου ποὺ πλήθυναν καὶ μὲ μισοῦν ἄδικα καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο πῆρε κι ὁ Λάζαρος τὴν ἀμοιβὴ του, ἐπειδὴ δοκίμασε στὴ ζωή του ἀμέτρητα δεινά. Δὲν ἀδικοῦνται λοιπὸν ὅσοι ἀδικήθηκαν, ἄν δείξουν γενναιότητα σὲ ὅλα· πολὺ περισσότερα κερδίζουν εἴτε ὁ Θεὸς τοὺς παιδεύει, εἴτε ὁ διάβολος τοὺς βασανίζει. Ποιὰ ἁμαρτία ὅμως εἶχαν τὰ παιδιὰ, γιὰ νὰ διαλυθῆ; ἀντιτείνει κάποιος. Γιὰ ὅσους εἶναι σὲ ἡλικία κι ἔχουν διπαράξει πολλὰ σφάλματα μπορεῖ κανεὶς νὰ προβάλη δικαιολογημένα τέτοιο ἰσχυρισμό. Ὅποιοι ὅμως εἶχαν ἕνα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποιά ἁμαρτήματα ἐξώφλησαν μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν; Μὰ δὲν ἀκούσατε ποὺ εἶπα ὅτι κι ἄν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, γίνεται ἐκεῖ ἀνταπόδοση ἀμοιβῆς σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐδῶ δεινοπαθοῦν; Μὲ μιὰ τέτοια σκέψη, ποιά ζημία ἔπαθαν τὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, καὶ γρήγορα μεταφέρθηκαν στὸ γαλήνιο λιμάνι; Ἴσως ἄν ζοῦσαν θὰ μποροῦσαν νὰ κατορθώσουν πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τοὺς δὲν προκαταβάλλεται μικρὸς μισθὸς, ἐπειδὴ ἔκλεισαν τὴ ζωή τους, ἐνῶ ὑπῆρχε μιὰ τέτοια προοπτική. Ἀλλιῶς δὲ θ’ ἄφηνε νὰ ἁρπάξη πρόωρα ὁ θάνατος τὰ παιδιὰ, ἄν ἦταν ν’ ἀποχτήσουν κάποια σημασία. Ἄν ἀνέχεται μὲ τὸση μακροθυμία αὐτοὺς ποὺ ἦταν νὰ ζήσουν σὲ ἀδιάκοπη πονηρία, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ ἐπέτρεπε τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν αὐτῶν, ἄν ἐγνώριζε ὅτι θὰ ἐπιτύχαιναν κάτι μεγάλο. γ΄. Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ μποροῦμε νὰ προσκομίσωμε ἐμεῖς. Δὲν εἶναι ὅμως ὅλοι τοῦτοι, ὑπάρχουν κι ἄλλοι βαθύτεροι, ποὺ τοὺς γνωρίζει λεπτομερῶς ἐκεῖνος ποὺ τὰ ρυθμίζει τοῦτα. Ἄς ἀφήσωμε σ’ ἐκεῖνον τὴ λεπτομερέστερη κατανόηση κι ἄς κρατηθοῦμε ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα· οἱ συμφορὲς τῶν ἄλλων ἄς μᾶς διδάξουν νὰ τὰ ὑποφέρωμε ὅλα μὲ γενναιότητα. Γιατὶ δὲν ἔπεσε τότε στὴ Βηθλεὲμ μικρὴ τραγωδία, νὰ ἁρπάξουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ στῆθος τῶν μητέρων καὶ νὰ τὰ ὁδηγοῦν στὴν ἄδικη σφαγή. Ἄν λιγοψυχῆς καὶ σὲ καταβάλλη ἡ ἀναγκαιότητα τῆς σφαγῆς, πληροφορήσουν τὸ τέλος ἐκείνου ποὺ τὴν ἐτόλμησε καὶ πάρε μικρὴ ἀναπνοή. Γρήγορα τὸν βρῆκε ἡ δίκη γι’ αὐτὰ κι ἔδωσε τὴν τιμωρία ποὺ ταίριαζε γιὰ τὸ ἀποτρόπαιο ἔγκλημά του. Τελείωσε τὴ ζωὴ του μὲ θάνατο πικρὸ, χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τολμήσει εἰς βάρος τῶν παιδιῶν. Ἔπαθε κι ἄλλα ἀμέτρητα δεινὰ ποὺ θὰ μάθετε, ὅταν διαβάσετε τὴ σχετικὴ ἱστορία τοῦ Ἰωσήπου. Δὲν κρίναμε ἀπαραίτητο νὰ τὰ παρεμβάλωμε στὴν ὁμιλία μας, γιὰ νὰ μὴν μακρύνη πολὺ καὶ διακοπῆ ἡ συνέχειά της. Τότε ἐκπληρώθηκε ὅ,τι εἶχε πεῖ ὁ Ἱερεμίας ὁ προφήτης· Φωνὴ ἀκούστηκε στὴ Ραμὰ, ἡ Ραχὴλ ἔκλαιγε τὰ παιδιὰ της καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Ἐπειδὴ πλημμύρισε μὲ φρίκη τὸν ἀκροατὴ ἐκθέτοτνας αὐτὰ ὅλα, τὴν ἄγρια σφαγή, τὴν ἄδικη, τὴν σκληρότατη, τὴν παράνομη, τὸν παρηγορεῖ πάλι. Τοῦ λέει ὅτι δὲν ἐγνινα αὐτὰ ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐμποδίση ἤ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἐγνώριζε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πρωτύτερα τὰ ἐγνώριζε καὶ ἔκαμε τὴν προαγγελία τους μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. Μὴν ταραχθῆς λοιπόν καὶ μὴν ἀπογοητευθῆς ἀποβλέποντας στὴν ἀνεξερεύνητη πρόνοιά του, ποὺ ἄριστα μπορεῖ νὰ τὴ διαπιστώσωμε καὶ ἀπὸ ὅσα ἐνεργεῖ καὶ ἀπὸ ὅσα συγχωρεῖ, πρᾶγμα ποὺ ἀφήνει ν’ ἀντιληφθοῦμε καὶ στὴν ὁμιλία του μὲ τοὺς μαθητὰς. Ἐπειδὴ τοὺς προανήγγειλε τὰ δικαστήρια, τὶς ἀπαγωγὲς, τοὺς πολέμους τῆς οἰκουμένης, τὴν ἀνειρήνευτη μάχη, ἀνακουφίζοντας τῆν ψυχή τους τοὺς λέει· Δυὸ σπουργίτια δὲν τὰ πουλοῦν γιὰ ἕνα ἀσσάριο; Μήτε τὸ ἕνα λοιπὸν ἀπ’ αὐτὰ δὲν πέφτει χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη ὁ πατέρας μας ὁ οὐράνιος. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ, γιὰ νὰ τοὺς δείξη ὅτι τίποτε δὲ γίνεται ποὺ ἐκεῖνος νὰ τὸ ἀγνοῆ, τὰ γνωρίζει ὅλα κι ἄς μὴν τὰ ἐνεργῆ. Μὴν ταράζεστε λοιπὸν καὶ μὴν ἀνησυχῆτε. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅσα ὑποφέρετε καὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἐμποδίση, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὰ ἐμποδίζει, ἐπειδὴ προνοεῖ κι ἐνδιαφέρεται γιὰ σᾶς. Αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ κάνωμε καὶ γιὰ τοὺς δικούς μας πειρασμοὺς καὶ θὰ νιώσωμε ἀπ’ αὐτὸ παρηγοριὰ σημαντική. Καὶ τὶ κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Βηθλεὲμ; Θὰ ρωτήση κανείς. Κι ἀνάμαενσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Ραμά; Ἡ Ραχὴλ ἦταν μητέρα τοῦ Βενιαμὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατό της τὴν ἔθαψαν στὸν ἱππόδρομο, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ μέρος αὐτὸ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τάφος ἦταν κοντὰ καὶ τὸ μέρος ἦταν στὸν κλῆρο τοῦ γιοῦ της Βενιαμίν. Δικαιολογημένα ὀνομάζει δικά της, τὰ σφαγμένα παιδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς κι ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ταφῆς. Κι ἔπειτα δείχοντας ὅτι τὸ γεγονὸς ἦταν πληγὴ ἀθεράπευτη κι ὀδυνηρὴ λέει· Δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Κι ἀπὸ ἐδῶ πάλι διδασκόμαστε αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔλεγα· Νὰ μὴν ταραζώμαστε ποτέ, ὅταν ὅσα γίνονται εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Νὰ λοιπὸν ποιὰ ἦσαν τὰ προοίμια τοῦ ἐρχομοῦ του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ ἤ καλύτερα τῆς οἰκουμένης. Ὑποχρεώνεται σὲ φυγὴ ἡ μητέρα του, πέφτει σὲ ἀθεράπευτα δεινὰ ἡ πατρίδα του κι ἀποτολμᾶται ἔγκλημα ἀπὸ κάθε ἄλλο σκληρότερο, θρῆνος καὶ κλάμα πολὺ καὶ παντοῦ κραυγὲς. Μὴν ταραχτῆς. Συνηθίζει νὰ ἐκπληρώνη τὰ σχέδιά του μὲ τὰ ἀντίθετα, δίνοντας ἔτσι σ’ ἐμᾶς μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἔτσι ὡδηγοῦσε καὶ τοὺς μαθητὰς του καὶ τοὺς προετοίμαζε νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰ πάντα, πραγματοποιῶντας τὰ ἀντίθετα μὲ ἀντίθετα, γιὰ νὰ γίνη τὸ θαῦμα μεγαλύτερο. Μαστιγωμένοι κι ἐκεῖνοι, καὶ διωγμένοι, ὑποφέροντας ἄπειρα δεινὰ, ἐνίκησαν ἐκείνους ποὺ τοὺς μαστίγωναν καὶ τοὺς καταδίωκαν. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν Ἰωσὴφ, στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὰ χώματα τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν τοῦ λέει, Φῦγε ἀλλὰ πήγαινε. δ΄. Παρατήρησες τὸ χαλάρωμα μετὰ τὸν πειρασμό; Καὶ πάλι μετὰ τὸ χαλάρωμα τὸν κίνδυνον; Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξορίας, ξαναγύρισε στὴν δική του χώρα κι εἶδε σφαγμένο τὸ φονιὰ τῶν παιδιῶν. Πάλι ὅμως βρίσκει ἀπομεινάρια τῶν παλαιῶν κινδύνων, καθὼς ζοῦσε καὶ βασίλευε ὁ γιὸς τοῦ τυράννου. Καὶ πῶς βασίλευε στὴν Ἰουδαία ὁ Ἀρχέλαος, ἐνῶ ἦταν ἡγεμόνας ὁ Πόντιος Πιλάτος; Ἦταν πρόσφατος ὁ θάνατος καὶ δὲν εἶχε μοιραστῆ σὲ πολλὰ ἡ βασιλεία. Ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει πρόσφατα ὁ πατέρας, πῆρε τὴν ἐξουσία ὁ γιὸς στὴ θέση τοῦ Ἡρώδη τοῦ πατέρα του. Ἦταν ἴδιο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του, γι’ αὐτὸ πρόσθεσε ὁ εὐαγγελιστής· Ἀντὶ τοῦ Ἡρώδη, τοῦ πατέρα του. Ἀλλὰ ἄν φοβόταν νάρθῆ στὴν Ἰουδαία γιὰ τὸν Ἀρχέλαο, ἔπρεπε νὰ φοβηθῆ γιὰ τὸν Ἡρώδη καὶ τὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἄλλαξε τὸ μέρος, δημιουργοῦνταν κάποια σύγχυση· τὸ πάθος ὅλο ἦταν κατὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς περιοχῆς της. Ἀφοῦ εἶχε λοιπόν ἐκτελστῆ ἡ σφαγή, νόμιζε ὁ νέος Ἀρχέλαος ὅτι εἶχε συντελεσθεῖ τὸ πᾶν καὶ μέσα στὰ πολλὰ ὅτι εἶχε σκοτωθῆ κι αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν. Ἀφοῦ ἐξ ἄλλου εἶδε καὶ τὸ τέλος τοῦ πατέρα του, ἔγινε δισταχτικώτερος νὰ προχωρήση περισσότερο καὶ νὰ τὸν συναγωνισθῆ στὴν παρανομία. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ στὴ Ναζαρὲτ κι ἀποφεύγει ἔτσι τὸν κίνδυνο, ἐνῶ συνάμα ἐγκαθίσταται μὲ χαρὰ στὴν πατρίδα του. Γιὰ νὰ ἔχη περισσότερο θάρρος, δέχεται καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀγγέλου γι’ αὐτὸ ὁ Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦρθε ἐκεῖ ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη του ἀγγέλου, ἀλλὰ ὅτι ἀφοῦ ἔκαμαν ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν καθαρμὸ τοῦ παιδιοῦ, γύρισαν στὴ Ναζαρέτ. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στὸ χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴ φυγὴ στὴν Αἰγυπτο. Δὲν ἦταν δυνατὸ πρὶν γίνη ὁ καθαρισμὸς νὰ τοὺς ὁδηγήση ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴ διαπραχθῆ τίποτα παράνομο. Ἔμεινε νὰ γίνη ὁ καθαρισμὸς καὶ νὰ ἔρθη στὴ Ναζαρὲτ καὶ τότε μονάχα νὰ κατεβοῦν στὴν Αἴγυπτο. Κι ἀφοῦ γύρισαν πίσω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο δέχονται τὸ χρηματισμὸ νὰ γυρίσουν στὴ Ναζαρέτ. Προηγούμενα δὲν εἶχαν ὑπόδειξη νὰ ἔρθουν ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὴν πατρίδα τους, τὸ ἐπραγματοποιοῦσαν αὐτόματα. Ἐπειδῆ δὲν εἶχαν ἔρθει παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἀπογραφὴ κι ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ποῦν νὰ μείνουν, ἀφοῦ ἐκπλήρωσαν τὸ σκοπὸ τους γύρισαν στὴ Ναζαρὲτ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἄγγελος ξεκουράζοντάς τους τοὺς ἀποδίδει στὴν πατρίδα τους. Καὶ δὲν τὸ κάμει ἁπλᾶ, παρὰ τὸ συνδυάζει μὲ προφητεία. Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ, λέει, ὁ λόγος τῶν προφητῶν, ὅτι θὰ ὀνομασθῆ Ναζωραῖος. Ποιὸς προφήτης τὸ εἶπε τοῦτο; Μὴ δείχνης περιέργεια καὶ μὴ ρωτᾶς πολλὰ. Πολλὰ προφητικὰ βιβλία ἔχουν ἐξαφανισθῆ κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση κανένας ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ βιβλία τῶν Παραλειπομένων. Καθὼς ἦσαν ράθυμοι καὶ ἀδιάκοπα ἔπεφταν στὴν ἀσέβεια, ἄλλα ἀπὸ τὰ βιβλία τ’ ἄφηναν νὰ χάνωνται κι ἄλλα τὰ ἔκαιαν καὶ τὰ ἔσχιζαν οἱ ἴδιοι. Ἕνα περιστατικὸ διηγεῖται ὁ Ἱερεμίας καὶ ἕνα ἄλλο ὁ συνθέτης τοῦ τετάρτου βιβλίου τῶν Βασιλειῶν. Αὑτὸς ἀναφέρει ὅτι ὕστερ’ ἀπὸ πολὺν καιρὸ βρέθηκε χωμένο κάπου καὶ ἐξαφανισμένο τὸ Δευτερονόμιο. Κι ἄν εἶχαν ἔτσι ἐγκαταλείψει τὰ βιβλία χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βάρβαροι, πολὺ περισσότερο θὰ ἔγινε τοῦτο, ὅταν οἱ βάρβαροι ἔκαμαν τὶς ἐπιδρομὲς τους. Αὐτὸ ποὺ εἶπαν πρωτύτερα οἱ προφῆτες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ πολλὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀποκαλῶντας τον Ναζωραῖο. Τοῦτο λοιπὸν παραμέριζε τὴν προφητεία γιὰ τὴ Βηθλεέμ; Θὰ πῆ κάποιος. Καθόλου. Ἀλλὰ αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ κεντοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ἔρευνα ὅσων ἐλέγονταν γι’ αὐτό. Ἔτσι καὶ ὁ Ναθαναήλ συμμετέχει στὸ ζήτημα λέγοντας· Εἶναι δυνατὸ νὰ προέλθη κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Ἦταν μηδαμινὸ τὸ μέρος κι ὄχι μονάχα τὸ χωριὸ τοῦτο ἀλλὰ κι ὅλη ἡ Γαλιλαία. Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔχει προέλθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Αὐτὸς ὅμως δὲν τὸ θεωρεῖ ὑποτιμητικὸ νὰ λέη ὅτι κατάγεται ἀπὸ κεῖ, δείχνοντας ὅτι ἔχει διαλεχτῆ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Ἔτσι ἀφαιρεῖ τὶς δικαιολογίες ἐκείνων ποὺ ζητοῦν τὴν ἡσυχία τους καὶ ἀποδεικνύοντας ὅτι κανένα ἐξωτερικὸ στοιχεῖο δὲν μᾶς χρειάζεται, ἄν ἀσκήσωμε τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ δὲν φροντίζει οὔτε γιὰ σπίτι. Ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, λέει, δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρη τὸ κεφάλι του. Ὅταν τὸν ἐπιβουλεύεται ὁ Ἡρώδης, φεύγει καὶ ὅταν γεννήθηκε, τὸν βάζουν νὰ πλαγιάση στὴ φάτνη, μένει μέσα στὸ χάνι, διαλέγει σὰν μητέρα του κόρη ταπεινή. Μᾶς διδάσκει νὰ μὴ θεωροῦμε κανένα ἀπ’ αὐτὰ ταπεινωτικό, καταπατεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κάθε ἀνθρώπινο ἐγωϊσμό, μᾶς διδάσκει νὰ γίνωμε ἐργάτες τῆς ἀρετῆς. ε. Γιατὶ μεγαλοφρονεῖς γιὰ τὴν πατρίδα σου, ὅταν σὲ προστάζω νὰ εἶσαι ὁ ξένος ὅλης τῆς οἰκουμένης; μᾶς λέει. Ὅταν μπορῆς νὰ γίνης τέτοιος, ποὺ ὁ κόσμος ὅλος νὰ μὴν εἶναι ἄξιος σου; Τόσο μηδαμινὰ εἶναι τοῦτα, ὥστε μήτε οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι δὲν τοὺς ἀποδίδουν καμμιὰ σημασία ἀλλὰ θεωροῦνται ἐξωτερικὰ κι ὅτι κατέχουν τὴν τελευταία θέση. Μόλο ποὺ ὁ Παῦλος συγκατεβαίνει καὶ λέει τὸ ἑξῆς· Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογή τους εἶναι ἀγαπητοὶ γιὰ τοὺς πατέρες τους. Πότε τὸ εἶπε ὅμως καὶ γιατὶ καὶ σὲ ποιούς; Πρὸς τοὺς χριστιανοῦς ἀπὸ εἰδωλοάτρες, ποὺ ἔνιωθαν μεγάλη ὑπερηφάνεια γιὰ τὴν πίστη τους καὶ ποὺ μὲ τὸ νὰ ἔχουν ξεσηκωθῆ ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, τούς ἀπομάκρυναν ἀκόμη περισσότερο. Μ’ αὐτὴ τὴ φράση περιώρισε τὴν περιφάνεια ἐκείνων, ἐνῶ προσείλκυε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς παρακινοῦσε στὸν ἴδιο ζῆλο. Γιατὶ ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους ἐκείνους ἀνθρώπους, ἄκουσε πῶς ἐκφράζεται· Αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ, παρουσιάζουν ὅτι ζητοῦν μὲ πόθο τὴν πατρίδα τους. Κι ἄν ἐννοοῦσαν τὴν πατρίδα τους ἀπ’ ὅπου εἶχαν βγῆ, θὰ εὕρισκαν εὐκαιρία νὰ γυρίσουν σ’ αὐτή. Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν πατρίδα ἀνώτερη. Καὶ ἀλλοῦ. Αὐτοὶ ὅλοι πέθαναν μὲ τὴν πίστη, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὶς ὑποσχέσεις· τὶς εἶδαν ἀπὸ μακριὰ μόνο καὶ γέμισε ἡ ψυχή τους χαρά. Ἀλλὰ κι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σ’ αὐτόν· Μὴν ἔχετε τὴν παραπλανητικὴ ἰδέα, ἔχομε πατέρα τὸν Ἀβραάμ. Καὶ ὁ Παῦλος συμπληρώνει· Δὲν εἶναι Ἰσραηλῖτες ὅσοι κατάγονται ἀπὸ Ἰσραηλῖτες οὔτε τὰ σωματικὰ παιδιὰ εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τί ὠφελήθηκαν, ἀλήθεια, τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμουὴλ ἀπὸ τὴν πατρικὴ γενιὰ, ἀφοῦ δὲν ἔγιναν κληρονόμοι τῆς πατρικῆς ἀρετῆς; Τί κέρδισαν ἐπίσης τὰ παιδιὰ τοῦ Μωυσῆ ποὺ δὲν ἐμιμήθηκαν τὴν πίστη τοῦ πατέρα τους; Δὲν ἔγιναν οὔτε διάδοχοι τῆς ἀρχῆς του. Ἀλλὰ ἐνῶ ἐκεῖνοι τὸν ἐγραφαν τὸν πατέρα τους, ἡ ἀρχηγία τοῦ λαοῦ περνοῦσε σὲ ἄλλον, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε γιός του κατὰ τὴν ἀρετή. Τί ζημιώθηκε ὁ Τιμόθεος, ἄν καὶ καταγόταν ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα; Καὶ πάλι τὶ κέρδισε ὁ γιὸς τοῦ Νῶε ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του, ἀφοῦ ἀπὸ ἐλεύθερος ἔγινε δοῦλος; Βλέπεις πώς δὲ φτάνει ἡ ἀξία τοῦ πατέρα γιὰ νὰ προστατέψη τὰ παιδιὰ; Ἡ κακία τῆς ψυχῆς ἐνίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ δὲν τὸν ἀποξένωσε μόνο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του ἀλλὰ τοῦ ἐστέρησε καὶ τὴν ἐλευθερία. Κι ὁ Ἡσαῦ δὲν ἦταν γιὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ δὲν ἦταν προστάτης του ὁ πατέρας του; Κι ὁ πατέρας του φρόντιζε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κάμη μέτοχο τῶν εὐλογιῶν του καὶ γι’ αὐτὸ πάλι κι ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀπότομος, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸν ὠφέλησε. Κι ἐνῶ ἦταν μεγαλύτερος, κι ὁ πατέρας του τὸν βοηθοῦσε σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ Θεὸ μαζί του, τὰ ἔχασε ὅλα. Καὶ γιατὶ ἀναφέρομαι στοὺς ἀνθρώπους; Γιοὶ τοῦ Θεοῦ ἔγιναν οἱ Ἑβραῖοι καὶ τίποτα δὲν ἐκέρδισαν ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴ συγγένεια. Κι ἄν κάποιος ἔγινε γιὸς τοῦ Θεοῦ, τιμωρῆται περισσότερο, ἄν δὲ δείξη ἀρετὴ ἀνάλογη τῆς ἐξαιρετικῆς ἰδιότητάς του, πῶς μοῦ προβάλλεις τὴν εὐγένεια τῶν προγόνων καὶ τῶν πάππων; Κι ὄχι στὴν Παλαιὰ μονάχα ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη θὰ συναντήσης νὰ ἐπικρατῆ ὁ κανόνας τοῦτος. Ὅσοι τὸν δέχτηκαν, πῆραν τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ ὅμως τοῦτα, λέει, ὁ Παῦλος, πολλὰ δὲν ἀποκομίζουν κανένα κέρδος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἄν περιτέμνεσθε, δὲ θὰ σᾶς ὠφελήση ὁ Χριστός, Κι ἄν δὲν ὠφελήση ὁ Χριστὸς ἐκείνους ποὺ δὲ θέλουν νὰ προσέξουν τὴ ζωὴ τους, πῶς θὰ τοὺς προστατεύση ἄνθρωπος; Ἄς μὴν μεγαλοφρονοῦμε λοιπὸν οὔτε γιὰ τὴν καταγωγὴ οὔτε γιὰ τὰ πλούτη μας ἀλλὰ κι αὐτοὺς ποὺ μεγαλοφρονοῦν ἄς τοὺς περιφρονοῦμε. Μήτε ν’ ἀποθαρρυνώμαστε γιὰ τὴ φτώχεια μας. Ἄς ἀναζητοῦμε τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἔργων κι ἄς ἀποφεύγωμε τὴν φτώχεια, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κακία. Ἡ κακία ἔκανε φτωχὸ καὶ τὸν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπόρεσε οὔτε μιὰ σταγόνα δροσιᾶς ν’ ἀποχτήση μ’ ὅλη τὴν ἱκεσία του. Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τόσο φτωχός, ποὺ νὰ μὴν ἔχη ν’ ἀπολαύση ἀκόμα καὶ τὸ νερό; Κανένας βέβαια. Γιατὶ κι αὐτοὶ ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη πεῖνα, λίγο νερὸ μπορεῖ ν’ ἀπολαύσουν, κι ὄχι νερὸ μονάχα ἀλλὰ καὶ περισσότερη ἀνακούφιση νὰ ἔχουν. Δὲν μποροῦσε ὡστόσο ἐκεῖνος ὁ πλούσιος κι ἦταν ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο φτωχός. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀνακουφίση τὴν φτώχεια του. Γιατὶ λοιπὸν χάσκομε μπροστὰ στὰ χρήματα, ὅταν δὲ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν οὐρανό; Πέστε μου. Ἄν κάποιος ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες τῆς γῆς ὅλης ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ διακριθῆ ὁ πλούσιος στὸ βασίλειό του ἤ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τιμηθῆ, δὲ θὰ πετούσατε τάχα ὅλοι μὲ περιφρόνηση τὰ χρήματά σας; Σὲ τέτοια περίπτωση, ἄν σᾶς στερήσουν τὴν τιμὴ στὰ γήινα τοῦτα βασίλεια, θὰ εἶναι τὰ χρήματα εὐκαταφρόνητα.Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν φωνάζει καθημερινὰ καὶ τονίζει ὅτι εἶναι δύσκολο μαζί μ’αὐτὰ νὰ σταθῆς στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα πρόθυρα, δὲ θὰ τὰ πετάξωμε ὅλα καὶ δὲ θὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὴν περιουσία μας, γιὰ νὰ μποῦμε μὲ θάρρος στὴ Βασιλεία; στ΄. Καὶ ποιᾶς συγνώμης ἄξιοι θὰ γίνωμε, ὅταν μὲ πολλὴ προθυμία θωρακιζώμαστε μὲ ὅσα κλείνουν τὸ δρόμο πρὸς τὰ ἐκεῖ; Κι ὅταν δὲν τ’ ἀσφαλίζωμε σὲ χρηματοφυλάκια μόνο ἀλλὰ τὰ κρύβωμε στὴ γῆ, ἐνῶ μποροῦμε νὰ τὰ ἐμπιστευτοῦμε στὴ φύλαξη τῶν οὐρανῶν; Κάνεις, ὅ,τι κι ὁ γεωργὸς ποὺ ἀντὶ νὰ σπείρη τὸ γόνιμο χωράφι, χώνει τὸ σιτάρι σὲ λάκκο, γιὰ νὰ μὴν πάρη εἰσόδημα οὔτε ὁ ἴδιος καὶ νὰ καταστραφῆ καὶ τὸ σιτάρι. Κι ὅταν ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε γι’ αὐτό, ποιό εἶναι τὸ τρανταχτὸ ἐπιχείρημά τους; Δὲν ἀποτελεῖ μικρὴ ἀνακούφιση νὰ γνωρίζης ὅτι ἔχεις ἐξασφαλισμένο στήριγμα. Ἄν δὲ φοβᾶσαι τὴν πεῖνα, πρέπει νὰ φοβᾶσαι ἄλλα χειρότερα γιὰ τὴν ἀποθήκη αὐτή, θανάτους, πολέμους ἐπιβουλὲς. Ἄν πάλι πέση πεῖνα, πάλι ὁ κόσμος ἀναγκασμένος, ἀπ’ αὐτή, ὁπλίζει τὸ χέρι του κατὰ τοῦ σπιτιοῦ σου. Ἤ πιὸ καλὰ ὅταν φέρεται ἔτσι, σὺ καὶ τὴν πεῖνα δημιουργεῖς στὶς πόλεις κι ἑτοιμάζεις γιὰ τὸ σπίτι σου μεγαλύτερο βάραθρο ἀπὸ ὅ,τι ἡ πεῖνα. Δὲν γνωρίζω νὰ ἔχουν πεθάνει γρήγορα ἀπὸ τὴν πεῖνα μερικοί, γιατὶ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπινοήση γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κακῶν. Μπορῶ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅμως πολλοὺς ποὺ ἔχουν σκοτωθῆ γιὰ χρήματα εἴτε κρυφὰ εἴτε δημοσία. Ἀπὸ πολλὰ τέτοια παραδείγματα, εἶναι γεμᾶτοι οἱ δρόμοι, τὰ δικαστήρια, οἱ ἀγορὲς. Κι ὄχι μόνο αὐτά. Θὰ δῆς καὶ τὴ θάλασσα γεμάτη ἀπὸ αἵματα. Γιατὶ τὸ τυραννικὸ αὐτὸ πάθος δὲν περιωρίστηκε στὴν κυριαρχία τῆς γῆς ἀλλὰ ὥρμησε καὶ στὴ θάλασσα μὲ μεθύσι μεγάλο κωμαστῶν. Ἔτσι ὁ ἕνας ταξιδεύει γιὰ τὸ χρυσάφι κι ὁ ἄλλος γιὰ τὸ ἴδιο σκοτώνεται· τὸ ἴδιο πάθος μεταβάλλει τὸν ἕνα σὲ ἔμπορο καὶ τὸν ἄλλο σὲ δολοφόνο. Ὑπάρχει λοιπὸν πιὸ ὕπουλο πρᾶγμα ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ, ὅταν γι’ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἀποδημοῦν καὶ κινδυνεύουν καὶ σφάζωνται; Ἀλλὰ ποιὸς θὰ λυπηθῆ γητευτὴ φιδιῶν δαγκωμένον ἀπ’ αὐτά; Ἔπρεπε νὰ γνωρίζωμε τὸ φοβερὸ πάθος καὶ νὰ ἀποφύγωμε τὴ δουλεία σ’ αὐτὸ καὶ νὰ ξερριζώσωμε τὸν καταστρεπτικὸ πόθο του. Πῶς εἶναι δυνατό; Ἄν τὸν ἀντικαταστήσης μὲ τὸν πόθο τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θὰ περιγελάση τὴν πλεονεξία· ὅποιος ἔγινε τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, δὲν εἶναι τοῦ μαμωνᾶ δοῦλος ἀλλὰ κύριος. Συνηθίζει ὁ πλοῦτος νὰ κυνηγᾶ ὅποιον τὸν ἀποφεύγει καὶ ν’ ἀποφεύγη ὅποιον τὸν ἐπιδιώκει. Δὲν τιμᾶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐπιδιώκει, ὅσο αὐτὸν ποὺ τὸν περιφρονεῖ. Κανένα δὲν περιπαίζει τόσο, ὅσο ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιθυμοῦν. Καὶ δὲν τοὺς περιπαίζει μόνο ἀλλὰ τοὺς δεσμεύει καὶ μὲ ἀμέτρητα δεσμά. Ἄς λύσωμε ἔστω καὶ τώρα τὶς βαρειὲς ἁλυσίδες. Γιατὶ ὑποδουλώνει τὴ λογικὴ ψυχή σου στὴν ἄλογη ὕλη, μητέρα ἀμέτρητων δεινῶν. Τί κοροϊδία! Ἐμεῖς τὸν πολεμοῦμε μὲ τὸ λόγο κι ἐκεῖνος μὲ τὰ ἔργα, μᾶς τραβᾶ καὶ μᾶς σέρνει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μᾶς ἐξευτελίζει σὰν ἀγορασμένους κι ἄξιους γιὰ τὸ μαστίγιο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο αἶσχος καὶ ἀτιμία. Ἄν δὲν μποροῦμε νὰ νικήσωμε τὴν ἀναίσθητη ὕλη, πῶς θὰ νικήσωμε τὶς ἀσώματες δυνάμεις; Ἄν δὲν περιφρονοῦμε τὸ ἀνάξιο χῶμα καὶ τὶς πέτρες τὶς πεταγμενες, πῶς θὰ ὑποτάξωμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες; Πῶς θὰ ἀσκήσωμε τὴ σωφροσύνη; Ἄν μᾶς ξαφνιάζη τὸ ἀσήμι ποὺ λάμπει, πότε θὰ μπορέσωμε νὰ προσπεράσωμε τὴν ὁμορφιὰ τοῦ προσώπου; Τόσο εἶναι μερικοὶ ἔκδοτοι σ’ αὐτὸ τὸ τυραννικὸ πάθος, ὥστε νὰ τοὺς ἐπηρεάζη κι ἡ ἴδια ἡ θέα τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ λένε εὐφυολογῶντας ὅτι ὠφελεῖ ἀκόμα καὶ τὰ μάτια ἡ ἐμφάνιση χρυσοῦ νομίσματος. Μὴν παίζης μ’ αὐτά, ἄνθρωπε. Ἀντίθετα, τίποτα δὲν ζημιώνει τόσο τὰ μάτια καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ ἡ ἄγρια ἐπιθυμία τῶν παρθένων τῆς παραβολῆς ἔσβησε τὶς λαμπάδες τους καὶ τὶς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφῶνα. Αὐτὴ ἡ θέα ποὺ ὠφελεῖ τὰ μάτια, ὅπως εἶπες, δὲν ἄφησε τὸ δύστυχο Ἰούδα ν’ ἀκούση τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὸν ὡδήγησε στὴν θηλειὰ καὶ ἔκαμε νὰ σκιστῆ ἡ κοιλιά του κι ἔπειτ’ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν ἔστειλε στὴ γέενα. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτα πιὸ παράνομο ἀπ’ αὐτή. Οὔτε καὶ πιὸ φρικτό. Δὲ λέγω ἀπὸ τὴν ὕλη τῶν χρημάτων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄκαιρη καὶ μανιακὴ ἐπιθυμία τους. Στάζει ἀνθρώπινα αἵματα, βλέπει φόνους μπροστά της κι εἶναι πιὸ φοβερὴ ἀπὸ κάθε θηρίο· κατασπαράζει ὅποιους πέσουν σ’ αὐτὴ καὶ τὸ πιὸ χειρότερο, δὲν ἀφήνει νὰ αἰσθανθοῦν αὐτὸ τὸ κατασπάραγμα. Ἐνῶ πρέπει αὐτοὶ ποὺ παθαίνουν τέτοια πάθη, ν’ ἁπλώνουν τὸ χέρι πρὸς τοὺς περαστικοὺς καὶ νὰ καλοῦν σὲ βοήθεια ἐκεῖνοι ἐκφράζουν εὐχαρίστηση γι’ αὐτὸ τὸ τράβηγμα. Μεγαλύτερη ἀθλιότητα δὲν ὑπάρχει. Αὐτὰ ὅλα ἄς ἔχωμε στὸ νοῦ μας κι ἄς ἀποφύγωμε τὴν δυσβάσταχτη νόσο. Ἄς θεραπεύσωμε τὶς συνέπειές της κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ μόλυσμα. Ἔτσι κι ἐδῶ θὰ ζήσωμε ἀσφαλισμένη κι ἥσυχη ζωὴ καὶ τοὺς μελλοντικοὺς θησαυροὺς θὰ κερδίσωμε. Αὐτοὺς μακάρι νὰ τοὺς ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν, στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. |
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4210.html
Προς: την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κκ Ιερώνυμο
Χαίρετε,
Με μεγάλη θλίψη και ανησυχία μαθαίνουμε για τα μαρτύρια αδελφών μας εν Χριστώ στη Συρία (π.χ. σφαγές και απαγωγές στη Μααλούλα, απαγωγή και εκτέλεση (;) των δύο μητροπολιτών, βάρβαρες εκτελέσεις και βασανισμοί χριστιανών κάθε ηλικίας και φύλου). Μας προκαλεί όμως πολύ μεγαλύτερο πόνο η αδιαφορία του Ελληνικού κράτους, το οποίο δεν προβαίνει ούτε στη φραστική καταδίκη των παραπάνω γεγονότων.
Σας παρακαλούμε με όλη μας την ψυχή να προβείτε στην ηχηρή καταδίκη των παραπάνω γεγονότων και να ασκήσετε ό,τι πολιτική επιρροή διαθέτετε ώστε να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να πράξει τα δέοντα.
Εύχεσθε υπέρ των αδελφών ημών και ημών,
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ
Αναστάσεως 50, 15669 Παπάγου Αττικής
«Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον!
οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τὴν Παρθένον,
τὴν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρnτος, Χριστὸς ὁ Θεός,
ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν»
Πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μὲ τὰ λόγια ποὺ μόλις διαβάσαμε, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τοῦ θεοφθόγγου στόματος τοῦ Ὑμνογράφου τῶν Χριστουγέννων ἀντικρύζει τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ τὸ ὁμολογεῖ ὡς παράξενο μυστήριο, ἀσύνηθες καὶ μοναδικὸ.
Καὶ πράγματι τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μεταμορφώνεται σὲ οὐρανό, ἡ ταπεινὴ φάτνη γίνεται τόπος φιλοξενίας τοῦ ἀχώρητου Θεοῦ, ἡ Παναγία Παρθένος ἀποδεικνύεται θρόνος ὑποβασταζόμενος ὑπὸ τῶν ἀγγελικῶν χερουβικῶν δυνάμεων. Τὸ ταπεινὸ Βρέφος ποὺ προσκυνοῦμε δὲν εἶναι ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ παντέλειος Θεός. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε δὲν εἶναι μία ἁπλῆ συνήθης γέννηση, ἀλλὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη φύση, εἰσέρχεται στὴν ἱστορία καὶ ζεῖ ἀνάμεσά μας• «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη».
Πραγματικὸ μυστήριο! Μέγα ὄντως καὶ παράδοξο! Τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ ὁμολογεῖ ἡ θεολογία μας, τὸ μαρτυρεῖ ἡ πίστη μας• «ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;» Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄυλος Θεὸς νὰ λαμβάνει σάρκα, ὁ αἰώνιος Δημιουργὸς νὰ ἀποκτᾶ χρονικότητα, ὁ ἀχώρητος νὰ χωρεῖ μέσα στὰ περιορισμένα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τῆς κοσμικῆς κτίσεως.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μυστήριο. Δίπλα σ’ αὐτὸ λάμπει τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου, τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος γεννᾶται μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός. Εἶναι «ἀπάτωρ ἐκ Μητρὸς καὶ ἀμήτωρ ἐκ Πατρός». Δηλαδή, δὲν ἔχει πατέρα ὡς ἄνθρωπος, ὅπως δὲν ἔχει καὶ μητέρα ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὑμνογράφος ἱστάμενος ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ὁμολογεῖ ὅτι «ῥᾷον σιωπή», δηλαδὴ εἶναι προτιμότερη ἡ σιωπή, καθὼς ἡ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψει τὸ ὄντως ἀπερίγραπτο μυστήριο.
Ἡ αἴσθηση ὅμως τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς εὐλογημένης ἀπορίας δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θεολογικὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως, τὸ μυστήριο ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο, τὸν τόπο, τὶς συνθῆκες καὶ τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Λέγει πάλι ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνoγράφος γιὰ τοὺς μάγους ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν εἶναι οἱ θρόνοι καὶ τὰ σκῆπτρα ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως, ἀλλὰ ἡ ἔσχατη πτωχεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «Τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων;». Καὶ ἐδῶ γεννᾶται ἡ νέα ἀπορία: Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ λανθάνει, νὰ κρύβεται, μέσα σὲ μιὰ τέτοια ὑπερβολὴ κενώσεως; Νὰ γεννᾶται κάτω ἀπὸ τὶς πλέον ταπεινὲς συνθῆκες ποὺ μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἄνθρωπος; Γιατί κατὰ τὸν ἐρχομό Του, ἀντὶ νὰ φανερώνει, Αὐτὸς νὰ κρύβει τὴ δόξα Του;
«Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα τὸν Ἀδὰμ θεὸν ἀπεργάσηται», ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταστήσει κατὰ χάριν θεὸν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως• τὸ νὰ γίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας χριστόμορφος, θεόμορφος, δηλαδὴ μὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν τέταρτη αἰτία τοῦ μυστηρίου.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσεγγίζοντας τὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως ἀφ’ ἑνός, καὶ ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὸν πεπτωκότα κόσμο καὶ στὴν ἀλήθεια τῆς στιγματισμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινης φύσεως ἀφ’ ἑτέρου, διερωτᾶται κανεὶς τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πραγματικότητά μας μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ; Πόσοι ἀπὸ μᾶς τοὺς βαπτισμένους χριστιανούς, τοὺς πιστοὺς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ζοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ διατηροῦμε στὶς ψυχές μας τὸν πόθο μιᾶς τέτοιας θεϊκῆς προοπτικῆς ἢ ἔστω τὴν πίστη σὲ αὐτὸν τὸν προορισμό μας;
Καὶ ὅμως ἡ ἑορτὴ ἀνακυκλώνεται κατ’ ἔτος γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Εὐχή μου λοιπὸν καὶ φέτος εἶναι νὰ ἀναβαπτισθοῦμε στὸ φρόνημα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς προοπτικῆς μιᾶς ζωῆς γεμάτης ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς χάριτος τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ καὶ Λόγου, ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν ἱερὸ πόθο τῆς θεϊκῆς προοπτικῆς μας καὶ ἔτσι νὰ προσδοκοῦμε καὶ τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη Του στὸν κατὰ τὰ ἄλλα ἀποστατημένο κόσμο μας.
Καιρὸς νὰ ξεκολλήσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου μας καὶ νὰ μετατεθεῖ πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή μας. Μόνον ἔτσι ἡ ἀσφυξία τοῦ πτωτικοῦ μας κόσμου καὶ τὸ παραλήρημα τῆς ὑφισταμένης κρίσεως θὰ βροῦν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἁρμόζει. Μόνον ἔτσι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ καταλάβουμε ποιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποιὸς ὁ προορισμὸς μας, ποιὰ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ποιὰ ἡ στέρεη ἐλπίδα.
Σᾶς εὔχομαι
«ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΑΝΕΥΦΡΟΣΥΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ!»
«ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!»
Μετὰ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἐνανθρωπήσαντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Η σημασία του βραχώδους σπηλαίου στην εικόνα της Γεννήσεως
Ησυχία απόλυτη… Είναι τέτοιες στιγμές που ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν. Θέλησα κι εγώ να πάρω κάτι από το νόημα των Χριστουγέννων μετά από τον κυκεώνα των προκλήσεων και προσκλήσεων. Μια ευχητήρια κάρτα βρέθηκε αφημένη επάνω στο γραφείο μου. Ήταν η βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού. Την πήρα στα χέρια μου κι άθελά μου άρχισα να αφαιρώ ό,τι κοσμούσε και τόνιζε τη χαρά του γεγονότος.
Χαμήλωσα από τα πνευματικά μου αυτιά τον ύμνο των αγγέλων, έσβησα από τον ουρανό της εικόνας το φως του αστεριού, έκρυψα τα δώρα των Μάγων, το θαυμασμό των ποιμένων… κι άρχισε η εικόνα να φτωχαίνει κι όσο φτώχαινε τόσο με βοηθούσε να πλησιάσω το μήνυμα των Χριστουγέννων.
Μπροστά μου υψωνόταν μόνο ένας άγονος , σκληρός και πετρώδης βράχος. Μοίρασα νοητά την εικόνα σταυροειδώς , μα σε όλες τις πλευρές κυριαρχούσε ο βράχος, σκοτεινός και άδειος εσωτερικά.
Προβληματίστηκα για τον τρόπο με τον οποίο οι αγιογράφοι εκφράζουν τέτοια γεγονότα. Γιατί άραγε; μήπως πέρα από την ιστορία του γεγονότος να θέλουν να μας δώσουν άλλες προεκτάσεις και αντί για φάτνη να ζωγραφίζουν τριγωνικό σπήλαιο; Ανακαλώ στο μυαλό μου την θεωρία της ψυχολογίας που παρομοιάζει την ψυχή με ένα παγόβουνο, όπου πάνω από την επιφάνια φαίνεται μόνο η συνείδηση ενώ κάτω κρύβεται όγκος από υποσυνείδητες και ασυνείδητες ενέργειες. Ένας ύμνος της Εκκλησίας μας καλεί τους πιστούς "Δεύτε ίδωμεν… πού εγεννήθει ο Χριστός…"
Πράγματι ο Χριστός γεννιέται ακριβώς στο κέντρο της εικόνας, εκεί που ενώνονται η οριζόντια και η κάθετη γραμμή. Άρα γεννιέται στον πυρήνα της ανθρώπινης ζωής, στη ψυχή του ανθρώπου για να σπάσει τον εγωισμό, την έχθρα που ύψωσε ο άνθρωπος προς το Θεό, για να μαλακώσει τη σκληροκαρδία, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία μας, για να γεμίσει και να φωτίσει τη σκοτεινή και άδεια από νόημα και ουσία ζωή μας.
2010 χρόνια φέτος εορτάζουμε τα γενέθλια του ενανθρωπήσαντος Θεού που ήρθε όχι για να τον γράψει η ιστορία, αλλά για να ανακαινίσει και να μεταμορφώσει το νόημα της ιστορίας. Κι εμείς ακόμα τρέχουμε και κουραζόμαστε, ξοδεύουμε και αγχωνόμαστε πώς και πού και τι και πόσα θα δώσουμε για να περάσουμε καλύτερα τα Χριστούγεννα και πάντα μένουμε ξένοι από αυτό το μυστήριο θαύμα της γεννήσεως του Χριστού.
Δεν λέω τα δώρα, τα στολίδια, τα τραγούδια, οι εορταστικές εκδηλώσεις, δεξιώσεις και ό,τι άλλο απαιτείται είναι καλό, αλλά όλα αυτά να είναι το αποτέλεσμα της χαράς μας ότι γεννήθηκε μέσα μας σήμερα ο ίδιος ο Χριστός, ότι ανακαινιστήκαμε .Το ίδιο μήνυμα εξάλλου μας δίνει και η Βυζαντινή εικόνα. Αποτέλεσμα της γεννήσεως του Χριστού είναι όλες οι άλλες λεπτομέρειες που λαμπρύνουν την εικόνα.
Ας μην μείνουμε άλλο στο τύπο . Όχι Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Ας ζήσουμε φέτος την ουσία . Χριστούγεννα με Χριστό στην καρδιά μας . Μόνο η προσωπική εν Χριστώ αναγέννησή μας θα βοηθήσει την οικογένεια μας να ζει με ειρήνη και αγάπη , την κοινωνία μας να προοδεύει και να ευημερεί και όλη "η γη συν τοις ανθρώποις θα ευφραίνονται".
ΠΗΓΗ: http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=1504
Τα δύο τρίτα των χριστιανών έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Συρία. Αγνοείται ακόμα η τύχη των δύο μητροπολιτών και των δεκατριών μοναχών.
Το άστρο της Βηθλεέμ δεν θα λάμψει σήμερα στον ουρανό πάνω από τη Μέση Ανατολή για να αναγγείλει την έλευση του Θείου Βρέφους και να οδηγήσει τους Τρεις Μάγους στη φάτνη. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί δεν γιορτάζουν τη γέννηση του Θεανθρώπου, ζουν, με επίκεντρο τη Συρία, τη δική τους Σταύρωση για εκείνον...
Τα φετινά Χριστούγεννα βρίσκουν τον σύγχρονο μεγάλο διωγμό τους στην κορύφωσή του. Χιλιάδες είναι αυτοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν πατρογονικές εστίες, τόπους λατρείας, σπίτια και περιουσίες. Η φυγή εξακολουθεί με αμείωτη ένταση, καθώς η κρίση κλιμακώνεται με σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και των ποικιλόμορφων ενόπλων ομάδων της αντιπολίτευσης. Οι φονταμενταλιστικές τρομοκρατικές ομάδες εκκαθαρίζουν από τους «απίστους» τις περιοχές που καταλαμβάνουν, αναγκάζοντας όσους χριστιανούς δεν σκοτώνουν να τις εγκαταλείψουν και να καταφύγουν σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, ο Λίβανος, η Ιορδανία και από εκεί όσοι μπορούν, οι εύποροι συνήθως, να φύγουν για την Ευρώπη και την Αμερική.
Καθαρή εικόνα για την κατάσταση του χριστιανικού στοιχείου δεν υπάρχει, δεδομένου ότι ολόκληρες γεωγραφικές περιφέρειες αλλάζουν χέρια από τη μια στιγμή στην άλλη. Με βάση τις πληροφορίες που καταφθάνουν στη Βηρυτό και στο Αμάν κυρίως, αλλά και στην Τουρκία, τα δύο τρίτα των χριστιανών, πάνω από ένα εκατομμύριο δηλαδή, έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Συρία.
Σχετικά ασφαλείς αισθάνονται μόνον όσοι βρίσκονται σε πόλεις, συνοικίες και χωριά που ελέγχονται από τον στρατό του Ασαντ, μεταξύ των οποίων το μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της Δαμασκού, κομμάτι από το κέντρο του Χαλεπίου και κάποιες περιοχές προς τα παράλια.
Και εκεί πολλοί εξ αυτών, νέοι κυρίως, πολεμούν στα οδοφράγματα στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, όχι για να υπερασπιστούν τον δικτάτορα Ασαντ, αλλά για να αποτρέψουν την κυριαρχία των φονταμενταλιστών, που θα σημάνει και το ξεκλήρισμά τους.
Στα υπόλοιπα τμήματα της χώρας επικρατεί αναρχία, με τα περισσότερα να βρίσκονται στο έλεος των συμμοριών, που ληστεύουν, σκοτώνουν, πυρπολούν εκκλησίες και μοναστήρια, όπως έγινε πρόσφατα στην ιστορική για τους χριστιανούς πόλη Μαλούλα.
«Πώς θα γιορτάσετε τα φετινά Χριστούγεννα εκεί στη Συρία;», ρωτήσαμε τηλεφωνικά, εκπρόσωπο του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Δαμασκό. «Με προσευχή, αδερφέ μου. Οπου έχουν απομείνει εκκλησίες και το επιτρέπουν οι συνθήκες θα τις λειτουργήσουμε, οι άλλοι θα προσευχηθούμε όπου μπορούμε, στις σύγχρονες κατακόμβες μας...», απάντησε.
Η χριστιανική Δύση παρακολουθεί με αμηχανία τους διωγμούς των ομοθρήσκων, το ίδιο και η ορθόδοξη Ανατολή, η Ρωσία δηλαδή, υποβαθμίζοντας, στον βωμό των γεωστρατηγικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, τον διαγραφόμενο αφανισμό των χριστιανών από το Ιράκ πρώτα και τώρα από τη Συρία και αδιαφορώντας (;) εάν με τη φυγή των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, χάνει και μια προαιώνια πολιτισμική ενδοχώρα.
Κάποιες εκκλήσεις, του Πάπα Φραγκίσκου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, με αφορμή τις απαγωγές χριστιανών ιερωμένων, δεν δείχνουν να βρίσκουν ευήκοα ώτα σε εκείνους που υποκινούν και υποστηρίζουν τις ποικιλόμορφες ένοπλες εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες ούτε ενεργοποιούν δραστικότερα τους ανά την γη ισχυρούς για την προστασία των διωκόμενων χριστιανών.
Σε μια τελευταία εξέλιξη, δέκα ελληνορθόδοξοι βουλευτές του Λιβάνου ζητούν με επιστολή τους προς τον ΟΗΕ, αλλά και τις εμπλεκόμενες στον εμφύλιο της Συρίας χώρες, όπως το Ιράν που στηρίζει τον Ασαντ και τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία, που ενισχύουν τις εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις, την απελευθέρωση των δύο μητροπολιτών και των δεκατριών γυναικών μοναχών που έχουν απαχθεί, καθώς επίσης και την προστασία των χριστιανών.
«Οι πρόσφατες απαγωγές, οι συνεχιζόμενες επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χώρων λατρείας επιδείνωσαν την κρίση, οδήγησαν στην αποχώρηση των Σύρων χριστιανών και κατά συνέπεια άδειασε σχεδόν ολόκληρη η Μέση Ανατολή από τους χριστιανούς», αναφέρουν οι βουλευτές Nidal Tohme, Atef Majdalani, Nikolas Ghosn, Fady Karam, Robert Fadel, Antoine Saad, Fadi Habre, Riad Rahhal, Ghassan Moukheiber και Fard Makari.
Υπογραμμίζουν «τη συνύπαρξη στην περιοχή μετριοπαθών μουσουλμάνων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία, με τη χριστιανική παρουσία» και ζητούν από τον ΟΗΕ «να βοηθήσει στην προστασία των χριστιανών και των τόπων λατρείας τους στη Συρία».
Εν τω μεταξύ, οργιάζουν οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες οι δύο απαχθέντες μητροπολίτες είναι εν ζωή και βρίσκονται κάπου στα σύνορα με την Τουρκία, ενώ δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τύχη των 13 μοναχών που απήχθησαν από την ελληνορθόδοξη μονή της Αγίας Θέκλας στη Μαλούλα.
Πηγη: kathimerini.gr
Στην αρχή ήταν μια μικρή φάτνη. Κάπου - κάπου και ένα καραβάκι. Μετά ξεφύτρωσε έξω από τη φάτνη ένα δέντρο, που δεν συμβόλιζε την "ράβδο εκ της ρίζης Ιεσσαί"....Το στόλισαν οι άνθρωποι με...καρπούς και του πρόσθεσαν και πολλά φώτα!
Η φάτνη παρέμενε μικρή και ταπεινή. Οι άνθρωποι πρόσεχαν τώρα περισσότερο το δέντρο και λιγότερο τη φάτνη!
Και μετά προστέθηκε στη...συνοδεία και ένα ξωτικό, αποκύημα αρρωστημένης φαντασίας, ο Santa Claus, ξεπεσμένο από τον Βορρά στην Αμερική! Καμία σχέση με τις σεπτές ασκητικές μορφές των Αγ. Νικολάου ή Βασιλείου.
Και εξαπάτησαν τα μικρά παιδιά μιλώντας τους για ταξιδιώτη με δώρα. Και το "Καλά Χριστούγεννα" το αντικατέστησε το "Καλές Γιορτές". Δηλ. Χριστούγεννα χωρίς...Χριστό!
Αλλά οι καρποί...του δέντρου, ήταν κούφιοι!..Τα "χίλια φώτα", δεν ήτανε το Φως, και τα δώρα του Santa Claus μας έδεσαν με δυσβάστακτους φόρους!.. Η Δύση, που καυχηθήκαμε ότι ανήκουμε, μας πρόδωσε για άλλη μια φορά.
Και τώρα;...Τώρα, φτωχοί και ανυπόληπτοι, είναι επιτακτική ανάγκη να επιστρέψουμε στη φάτνη, όπου "εν κρυφή", υπάρχει η πραγματική "τρυφή"...
Εκεί όπου "εν εσχάτη πτωχεία", "διαλάμπει" ανεξάντλητος "ο της Θεότητος...πλούτος". Ο πλούτος που θα μας βγάλει από την κρίση!
Εκεί που η λέξη "οικονομία", έχει βαθύ και υπέροχο νόημα.
Εκεί που κατά "σύμβασιν οικονομικήν"οι άνθρωποι έκαναν δικό τους τον Μονογενή! Και υπέγραψαν αυτή την "σύμβαση", ανήμερα Χριστούγεννα.
Σαφή μηνύματα υπέρ της προασπίσεως της παραδοσιακής μορφής της οικογένειας και κατά κάθε άλλου τρόπου συμβιώσεως περιλαμβάνει το Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως η απόλυτη στήριξη Βαρθολομαίου στην χριστιανική οικογένεια έρχεται σε μια περίοδο που ο θεσμός δοκιμάζεται από κάθε είδους σύμφωνα συμβίωσης αλλόφυλων αλλά και ομόφυλων ζευγαριών. Η αναφορά του δε “ώρισεν ο Κύριος την συζυγίαν του άρρενος και του θήλεος εν τη ευλογημένη οικογενεία” ερμηνεύεται ως ξεκάθαρη απόρριψη των ομοφυλοφιλικών σχέσεων...
Ασφαλώς από το μήνυμα δεν απουσιάζουν οι αναφορές για τους διωγμούς των χριστιανών στη Μέση Ανατολή, με ειδική αναφορά στους απαχθέντες Μητροπολίτες αλλά και στις μοναχές της Μααλούλα.
Άκρως σημαντική και η αναφορά για τις εκτρώσεις...
Ολόκληρη η φετινή Πατριαρχική Απόδειξις επί τοις Χριστουγέννοις έχει ως εξής:
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Αδελφοί και Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
«Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν»!
(Ησ. θ΄ 5)
Ενθουσιωδώς και χαρμοσύνως ο Προφήτης μας γνωστοποιεί προορατικώς πρόαιώνων πολλών την εκτής Αειπαρθένου Γέννησιν του Παιδίου Ιησού. Βεβαίως, δεν ευρέθηκαί τότε, περίοδον απογραφής επί Καίσαρος Αυγούστου,
τόπος εν τω καταλύματι διά την στέγασιν της κυοφορούσης εκ Πνεύματος Αγίου Παρθένου και ούτως ην αγκάσθη ο μνήστωρ καίφύλαξ αυτής άγιος Ιωσήφ να την οδηγήση εις σπήλαιον, εις την φάτνην των αλόγων, «του τεκείντό Παιδίον».
Ο ουρανός και η γη υποδέχονται, προσφέροντες την ευχαριστίαν εις τον Δημιουργόν: «οι Άγγελοι τον ύμνον˙ οι ουρανοί τον αστέρα˙ οι Μάγοι τα δώρα˙ οι ποιμένες το θαύμα˙ η γη το σπήλαιον˙ η έρημος την φάτνην˙ ημείς δε Μητέρα Παρθένον»˙οι ποιμένες αγραυλούν επί «την ποίμνην αυτών» και φυλάσσουν «φυλακάς νυκτός», και άγγελοι θεωρούντες εκστατικοί το Μυστήριον υμνολογούν (Εσπέρια Εορτής Χριστουγέννων).
Η γλυκύτης της Αγίας Νυκτός των Χριστουγέννων περιβάλλει και πάλιν τον κόσμον. Καί εν μέσω των ανθρωπίνων καμάτων και πόνων, της κρίσεως και των κρίσεων, των παθών και των εχθροτήτων, των ανησυχιών και των απογοητεύσεων, προβάλλει πραγματικόν και επίκαιρον όσον ποτέ το μυστήριον της Ενανθρωπή-σεως του Θεού Λόγου, Όστις κατήλθεν ως υετός επί πόκον εις την κοιλίαν της αειπαρθένου Μαρίας ίνα ανατείλη δικαιοσύνην και πλήθος ειρήνης (πρβλ. Ψαλμ. Οα΄ 7).
Υπό την σιωπήν και την ειρήνην της ιεράς Νυκτός των Χριστουγέννων, Ιησούς Χριστός, ο άναρχος, ο αόρατος, ο ακατάληπτος, ο άϋλος, ο αεί ων, ο ωσαύτως ων, εισέρχεται σαρκοφόρος, άσημος, απλούς, πτωχός, άγνωστος, εις το δράμα της ιστορίας. Εισέρχεται συγχρόνως ως «μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, [...] εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ΄ 6). Ναί, ερχεται ως άνθρωπος υπό Μητρός Παρθένου και λύει την περιπλοκήν της ανομίας και δίδει με την Χάριν και το Έλεός Του διέξοδον εις τας απορίας της ζωής, προορισμόν και αξίαν και περιεχόμενον και υποδειγματικόν ήθος και πρότυπον εις την ανθρωπίνην περιπέτειαν.
Ο Κύριος προσελάβετο άπασαν την ανθρωπίνην φύσιν και ηγίασεν αυτήν. Ο προαιώνιος Θεός κατεδέχθη να γίνη δι᾿ημάς έμβρυον και να κυοφορηθή εις την γαστέρα της Θεοτόκου. Ούτως ετίμησε και την ανθρωπίνην ζωήν εκ του πρωταρχικού σταδίου αυτής και εδίδαξε τον σεβασμόν εις τον άνθρωπον από της αρχής της κυήσεως αυτού. Ο τα πάντα Δημιουργήσας συγκατέβην άγεννηθή ως Βρέφος και να γαλακτοτροφηθή υπό της Παρθένου. Ούτως ετίμησε την παρθενίαν και την μητρότητα, την πνευματικήν και την φυσικήν. Διά τούτο ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προτρέπει: «γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε μητέρες» (Λόγος ΛΗ', Εις τα Θεοφάνεια, PG 36, 313A).
Καί ώρισεν ο Κύριος την συζυγίαν του άρρενος και του θήλεος εν τη ευλογημένη οικογενεία. Αυτός ο θεσμός της χριστιανικής οικογενείας αποτελεί το κύτταρον της ζωής και την θερμοκοιτίδα της υγιούς ψυχικώς και σωματικώς αναπτύξεως των τέκνων. Ως εκ τούτου, αποτελεί οφειλήν της Εκκλησίας αλλά και καθήκον της ηγεσίας εκάστου λαού η διάποικίλων τρόπων ενίσχυσις του θεσμού της οικογενείας.
Διά να αναπτυχθή εν παιδίον υγιώς και ομαλώς απαιτείται μία οικογένεια όπου ο ανήρ και η γυνή ζούν αρμονικώς, ως εν σώμα, μία σαρξ, μία ψυχή, υποτασσόμενοι ο ένας προς τον άλλον.
Είμεθα βέβαιοι ότι πάντες οι πνευματικοί και εκκλησιαστικοί ηγέται, ως άλλοι αγραυλούντες ποιμένες, αλλά και οι ιθύνοντες τα του κόσμου, γνωρίζουν και αποδέχονται την θείαν αλήθειαν και πραγματικότητα ταύτην, την οποίαν διακηρύττομεν από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατά τα εφετεινά Χριστούγεννα.
Πάντες οφείλομεν να ενθαρρύνωμεν την δημιουργίαν και την λειτουργίαν των φυσιολογικών οικογενειών διά να αναπαράγουν υγιείς ψυχικώς και χαρούμενους πολίτας, πλήρεις αισθημάτων ασφαλείας, στηριζομένους εις το αίσθημα της προστασίας του ισχυρού και προστατεύοντος πατρός και της στοργικής και αγαπώσης μητρός. Οικογενείας, εις τας οποίας θα αναπαύεται ο Θεός.
Προσκαλούμεν και προτρεπόμεθα άπαν το πλήρωμα της Αγίας Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας όπως πολιτευόμενον αξίως της ης εκλήθη κλήσεως πράττη πάντό δυνατόν διά την στήριξιν του θεσμού της οικογενείας.
Αδελφοί, «η νυξ προέκοψεν, η δε ήμερα ήγγικεν» (Ρωμ. ιγ΄ 12). Ήδη οιποιμένες πορεύονται προς την Βηθλεέμ το θαύμα ανακηρύττοντες και προσκαλούν ημάς να τους ακολουθήσωμεν, ως άλλοι «αστεροσκόποι μάγοι χαράς πληρούμενοι» (τροπάριον δ΄ ωδήςΌρθρου Εορτής Χριστουγέννων), «δώρατί μια» προσάγοντες Αυτώ «χρυσόνδόκιμον, ως Βασιλεί των αιώνων, και λίβανον ως Θεώ των όλων, ως τριημέρω δε νεκρώ σμύρναν τω αθανάτω» (Ανατολίου, Στιχηρόνιδιόμελον Εσπερινού Εορτής Χριστουγέννων). Δηλαδή τα δώρα της αγάπης και της πίστεώς μας και της δοκιμής μας ως χριστιανών καί μάλιστα ορθοδόξων εις το ήθος και την παράδοσιν, την οικογενειακήν, την πατερικήν, την εκκλησιαστικήν, την ορθοπράττουσαν πάντοτε ανά τους αιώνας και συνέχουσαν μέχρι σήμερον την ευλογημένην κοινωνίαν μας, της οποίας κύτταρον κατά Θεόν βιο της και αυξήσεως είναι, επαναλαμβάνομεν, η οικογένεια.
Αδελφοί και τέκνα,
-2013 χρόνια συνεπληρώθησαν από της κατά σάρκα Γεννήσεως του Χριστού˙
-2013 χρόνια και ο Χριστός, όπως τότε, δεν παύει να καταδιώκεται εν τω προσώπω των αδυνάτων από τον Ηρώδην και τους παντοειδείς συγχρόνους Ηρώδας˙
-2013 χρόνια και ο Ιησούς διώκεται εις τα πρόσωπα των χριστιανών εν Συρία -και όχι μόνον˙
-2013 χρόνια και ο Χριστός φεύγει, ως πρόσφυξ μετ᾿ αυτών, όχι εις την Αίγυπτον, αλλά εις τον Λίβανον, εις την Ευρώπην, εις την Αμερικήν και αλλαχού δι᾿ ασφάλειαν εν τη ανασφαλεία του κόσμου˙
-2013 χρόνια και το Παιδίον Ιησούς είναι ακόμη φυλακισμένον με τους δύο Ιεράρχας της Συρίας Παύλον και Ιωάννην, με τας Ορθοδόξους μοναχάς και πολλούς ακόμη ανωνύμους και επωνύμους χριστιανούς˙
-2013 χρόνια και ο Χριστός σταυρώνεται μαζί με αυτούς που βασανίζονται και φονεύονται διά να μη προδώσουν την πίστιν των εις Αυτόν˙
-2013 χρόνια και ο Ιησούς φονεύεται καθ᾿ ημέραν εις το πρόσωπον των χιλιάδων εμβρύων, τα οποία οι γονείς των δεν αφήνουν να γεννηθούν˙
-2013 χρόνια και ο Χριστός εμπαίζεται και ονειδίζεται εις το πρόσωπον των δυστυχισμένων παιδίων, τα οποία ζούν υπό την κρίσιν της οικογενείας, της ανεχείας, της πτωχείας.
Τον πόνον, την θλίψιν και τα παθήματα των ανθρώπων ήλθε και έρχεται και κατά τα εφετεινά Χριστούγεννα να αναλάβη ο Κύριος, ο ειπών «εφ᾿ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40-41). Δι᾿ αυτούς ήλθεν εκ Παρθένου, δι᾿ αυτούς εγένετο άνθρωπος, δι᾿ αυτούς έπαθεν, εσταυρώθη, ανέστη. Δι᾿ ημάς όλους, δηλαδή. Ας άρωμεν, λοιπόν, έκαστος ημών τον προσωπικόν αυτού σταυρόν διά να εύρωμεν χάριν και έλεον εις εύκαιρον βοήθειαν˙ διά να είναι «μεθ᾿ ημών ο Θεός», ο τεχθείς Εμμανουήλ, Σωτήρ και Κύριος. Αμήν.
Χριστούγεννα ,βιγ΄
Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών.
ΠΗΓΗ: http://www.agioritikovima.gr/oikpa/35406-bartholomaios-u
Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφίμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν Εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ'; αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη. Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές». Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ'; Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ'; Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ'; Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ'; Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ'; Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ'; Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ'; Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη. Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι'; αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».
Εις απόστασιν ενός μιλίου από την Βηθλεέμ, υπάρχει μικρά τις πεδιάς και εν αυτή δάσος ελαιών, όπου κείται η απέριττος και παραμελημένη εκκλησία η γνωστή υπό το όνομα «Ο Άγγελος εις τους Ποιμένας». Η εκκλησία αυτή ορθούται εν τω μέσω του καθαγιασμένου εκείνου τόπου, όπου, κατά την ωραίαν γλώσσαν του ευαγγελιστού Λουκά, την μελωδικωτέραν ειδυλλίου διά παν χριστιανικόν ους, — «ήσαν ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς» — και εις τα μακάρια ώτα των απήχησε το χαρωπόν άγγελμα, ότι την ημέραν εκείνην ετέχθη εν τη πόλει Δαυίδ εις Σωτήρ, ο Χριστός ο Κύριος.
Άγγελος εις τους ΠομέναςΠαν ό,τι συνδέεται με την γέννησιν του Χριστού είναι ταπεινόν, και αυτό δε το μέρος όπου είδε το φως της ημέρας ανακαλεί αναμνήσεις πενίας και μόχθων. Εκείνην την νύκτα, εφαίνετο αληθώς, ότι οι ουρανοί έμελλον να ραγώσιν, όπως αποκαλύψωσιν όλην την θείαν αρμονίαν των, όλην την ακτινοβόλον χαράν των. Αλλ' από τους ολίγους κατανυκτικούς στίχους του Λουκά, διά των οποίων περιγράφεται η γέννησις, δεν πληροφορούμεθα αν το μήνυμα του αγγέλου ήκουσαν και άλλοι εκτός των αγραυλούντων ποιμένων ενός πτωχικού χωρίου.
Γέννησις Χριστού«Και εξαίφνης», προσθέτει ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις αφηγείται τα περιστατικά της αξιομνημονεύτου εκείνης νυκτός καθ' ην εγεννήθη ο Χριστός, εν τω μέσω της αδιαφορίας ενός κόσμου μη υποπτεύοντος τον λυτρωτήν του. «Εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».
Ηδύνατο να ελπίζη τις, ότι η ευσέβεια η χριστιανική θα εξωράιζε σήμερον το μέρος της γεννήσεως του Σωτήρος με υπέρλαμπρα μνημεία, και θα επλαισίου το άξεστον σπήλαιον των ποιμένων με τα πάλλευκα μάρμαρα και με τα περίκομψα μωσαϊκά μεγαλοπρεπούς τινος ναού. Αντί τούτου, η Εκκλησία του Αγγέλου, του ευαγγελισθέντος εις τους ποιμένας την χαράν την μεγάλην, είναι μία απλή κρύπτη πενιχρά· και ενώ ο προσκυνητής κατέρχεται τας ολίγας βαθμίδας τας τεθραυσμένας, αίτινες φέρουν από το δάσος των ελαιών κάτω εις το σπήλαιον, μετά κόπου πολλού κατορθόνει να πείση εαυτόν ότι ευρίσκεται εις ιερόν χώρον. Ίσως όμως να συνετέλεσεν εις την ατημελησίαν και εις την απλότητα της διασκευής η συναίσθησις, ότι η πενιχρότης του ναΐσκου αδελφόνεται αρμονικώς με το ταπεινόν επάγγελμα των ποιμένων, εις τα θαμβωμένα όμματα των οποίων επεφάνη το αστράπτον όραμα.
«Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν», είπον οι ποιμένες, όταν οι αίνοι των αγγέλων έπαυσαν να ταράσσουν την σιγήν των άστρων. Και ανήλθον τον ομαλόν λόφον τον απέναντι, και διασχίσαντες τους σεληνόφωτους κήπους της Βηθλεέμ, έφθασαν εις την κορυφήν της φαιάς λοφοσειράς, επί της οποίας είνε κτισμένη η πόλις. Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λεβάν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής. Έν μεγάλον και ευρύχωρον χάνι δύναται να περιλαμβάνη πολλά τοιαύτα ισόγεια, τα οποία πράγματι ουδέν άλλο είνε ειμή χαμηλά δωμάτια άνευ τοίχου προς το μέρος της αυλής. Το χάνι συνεπώς είνε μέρος δημόσιον· παν ό,τι γίνεται εντός αυτού, περιπίπτει εις την αντίληψιν πάντων των ξενιζομένων. Εκτός τούτου στερείται εντελώς επίπλων. Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.
Εν Παλαιστίνη συμβαίνει κάποτε ολόκληρον το χάνι, ή τουλάχιστον η αυλή η προωρισμένη διά τα ζώα, να είνε έν από τα απειράριθμα εκείνα σπήλαια, τα οποία αφθονούν εις τας πλευράς των αργιλλωδών λόφων της. Τοιούτο φαίνεται να ήτο και το χάνι της Βηθλεέμ, του μικρού χωρίου του περιλαμβανομένου εν τη περιοχή της φυλής του Ιούδα. Ο Ιουστίνος ο απολογητής, όστις εγνώριζε κάλλιστα την Παλαιστίνην, και όστις έζησεν ένα σχεδόν αιώνα μετά την εποχήν του Χριστού, τοποθετεί την σκηνήν της γεννήσεως εντός σπηλαίου. Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.
Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων. Σκοπός της κουραστικής ταύτης οδοιπορίας, ήτις δεν ηδύνατο παρά να είνε ενοχλητική διά τας καθιστικάς έξεις τας ηρέμους του ανατολικού βίου, ήτο να καταγράψουν τα ονόματά των, ως μελών της φυλής του Δαυίδ, εις μίαν απογραφήν διαταχθείσαν υπό του αυτοκράτορος Αυγούστου. Εν τη πολιτική υπεροχή του Ρωμαϊκού Κράτους, του οποίου απετέλει τότε μέρος και η Ιουδαία, μία μόνον λέξις του Αυτοκράτορος ήρκει, όπως εξασφαλίση την εκτέλεσιν των διαταγών του και εις αυτάς τας απωτέρας γωνίας του πεπολιτισμένου κόσμου. Όσον μεγάλαι και αν είνε αι ιστορικαί δυσκολίαι, αίτινες παρεντίθενται εις την ακριβή εξακρίβωσιν της απογραφής ταύτης, φαίνεται όμως, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύωμεν, ότι διετάχθη αρχικώς υπό του Σεντίου Σατουρνίνου, ότι εγένετο έναρξις αυτής υπό του Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, όταν διετέλεσε κατά πρώτην φοράν ύπατος της Συρίας, και ότι συνεπληρώθη κατά την δευτέραν περίοδον της υπατείας του. Εκ σεβασμού προς τας Ιουδαϊκάς προλήψεις, πάσα παράβασις των οποίων ηδύνατο να δώση αφορμήν εις σφοδράς ταραχάς και εις ανταρσίαν, η απογραφή αυτή δεν εξετελείτο κατά την συνήθη ρωμαϊκήν μέθοδον, δήλα δή εις τον τόπον της διαμονής εκάστου προσώπου, αλλά συμφώνως προς τα Εβραϊκά έθιμα, ήτοι εις την πόλιν, από την οποίαν αρχικώς κατήγετο πάσα οικογένεια. Οι Ιουδαίοι ήσαν ακόμη αφωσιωμένοι εις τας γενεαλογίας των και εις την ανάμνησιν των φυλετικών σχέσεων, των εκλειψασών προ πολλού· και μολονότι η οδοιπορία ήτο επίπονος και ενοχλητική, ο Ιωσήφ όμως ανεκουφίζετο από την ανάμνησιν της ηρωικής καταγωγής του, ήτις έμελλε μετ' ολίγον να του αναγνωρισθή επισήμως και αδιαμφισβήτητως, και από την λάμψιν των Μεσσιακών ελπίδων, με τας οποίας θα έβλεπε το φως της ημέρας το βρέφος το θείον, το περικλειόμενον τώρα εις τα σπλάγχνα της μνηστής του.
Η οδοιπορία εις την Ανατολήν είνε πάντοτε νωθρά και βραδεία, και θα ήτο βεβαίως περισσότερον τότε, αν, όπως είνε πιθανώτατον, η χώρα εταράσσετο κατ' εκείνην την εποχήν από πολιτικάς εχθροπαθείας. Ίσως η Ιερουσαλήμ, ήτις απέχει της Βηθλεέμ μόνον έξ μίλια, να υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του Ιωσήφ και της Μαρίας, προτού φθάσουν εις το τέρμα του ταξειδίου των. Αλλά της μητρός — παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού. Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι. Πιθανώς τούτο να έκειτο επί της τοποθεσίας του κατηρειπωμένου ήδη φρουρίου το οποίον είχε κτίσει ο Δαυίδ· και αν τούτο είνε αληθές, εκάλυπτε βεβαίως τον χώρον όπου έκειτο προ χιλίων ετών η κληρονομική οικία του Ωβήδ, του Ιεσσαί και του Δαυίδ. Κατά την άφιξίν των όλα τα χαμηλά ισόγεια δωμάτια ήσαν κατειλημμένα. Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, — υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννηση — ετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!
Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος. Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, — ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, — δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον. Οι σταύλοι του πενιχρού πανδοχείου ήσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά να γεννηθή Εκείνος, όστις ήλθε ν' αποκαλύψη εις τον κόσμον ότι η ψυχή του μεγαλειτέρου μονάρχου δεν είνε ούτε προσφιλεστέρα ούτε μεγαλειτέρα εις τα όμματα του Θεού από την ψυχήν του ταπεινοτέρου δούλου του. Εκείνος, όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Εκείνος, όστις από του ξύλου της ατιμίας έμελλε να βασιλεύση του κόσμου.
Οδηγούμενοι από το φως της λυχνίας, ήτις συνήθως κρέμαται διά σχοινίου εν τω μέσω της εισόδου του πανδοχείου, οι ποιμένες εισήλθον εις το χάνι της Βηθλεέμ, και εύρον την Μαρίαν και τον Ιωσήφ, και το νεογέννητον κατακείμενον εν τη φάτνη των αλόγων. Η φαντασία των ποιητών και των ζωγράφων ενετρύφησεν αείποτε εις ποικίλας φανταστικάς αναπαραστάσεις της υπερόχου ταύτης σκηνής. Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος. Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση. Το φως το αυγάζον εν τω σκότει δεν ήτο φυσικόν, ήτο ακτίς πνευματική· και δεν εχαμογέλασαν οι ουρανοί εις όλον το ανθρώπινον γένος, αλλά μόνον εις ολίγας πιστάς και ταπεινάς καρδίας.
Τα Ευαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, με την θέλγουσαν εκείνην απλότητά των, ήτις είνε η σφραγίς της ειλικρινούς και απροσποίητου αφηγήσεως, αναφέρουν το γεγονός τούτο άνευ σχολίων. Δεν υπάρχει εις αυτά η υπερβολή του απιστεύτου και του μυστηριώδους και του θαύματος, ήτις παρατηρείται εις τας Ιουδαϊκάς φαντασιοκοπίας διά τον ερχόμενον Μεσσίαν, και εις τας αποκρύφους αφηγήσεις τας σχετιζομένας με το θείον τέκνον. Η τρανωτέρα απόδειξις της αξιοπιστίας των ευαγγελιστών είνε η άκρα αντίθεσις της εργασίας των προς τα ψευδοευαγγέλια των πρώτων αιώνων και προς όλας τας άλλας φανταστικάς παραδόσεις. Αν τα Ευαγγέλιά μας δεν ήσαν αυθεντικά, θα έβριθον και αυτά από τας υπερβολάς αίτινες χαρακτηρίζουν πάσαν παράδοσιν των πρώτων χρόνων, αναφερομένην εις τον βίον του Σωτήρος. Διά τους αμαθείς και δι' όσων το πνεύμα δεν αυγάζει το φως της αληθείας, φαίνεται απίστευτον το να συντελεσθή το καταπληκτικώτερον γεγονός εν τη ιστορία του κόσμου άνευ αναστατώσεων και άνευ καταστροφών. Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής. Αλλά διά την πάνδημον αυτήν και εξαφνικήν σιγήν της επτοημένης και περιτρόμου φύσεως, διά τας μυστηριώδεις φωταυγείας, αίτινες περιέλουσαν επί στιγμήν όλα τα μέρη του κόσμου, και διά τον βουν και διά τον όνον που εγονάτισαν εις άφωνον λατρείαν προ της φάτνης Εκείνου, και διά την φωνήν του νεογνού, την εξαγγείλασαν αμέσως μετά την γέννησίν του εις την Μαρίαν ότι ήτο ο Υιός του Θεού, και διά τόσα άλλα θαύματα τα οποία ερριζώθησαν εις τας αρχαιοτέρας παραδόσεις, δεν υπάρχει το παραμικρόν ίχνος εν τη Νέα Διαθήκη.
Πόσον χρόνον η Παρθένος Μήτηρ και το άγιον τέκνον της έμειναν εις εκείνο το σπήλαιον; δεν δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν. Το πιθανώτερον όμως είνε ότι η διαμονή δεν υπήρξε μακρά. Η λέξις «φάτνη», την οποίαν αναφέρει ο Λουκάς, δεν έχει ωρισμένην σημασίαν, και εκείνο το οποίον δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν περί αυτής, είνε ότι χρησιμεύει ως μέρος όπου τρώγουν τα ζώα. Πιθανώς τα πλήθη τα συρρεύσαντα εις το χάνι να έμειναν ολίγας μόνον ώρας· και η κοινή φιλανθρωπία απήτει να μεταφερθή η μήτηρ και το τέκνον της εις καταλληλότερον μέρος προς ανάπαυσιν. Οι Μάγοι, όπως βλέπομεν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, επεσκέφθησαν την Μαρίαν «εις την οικίαν». Αλλά τα Ευαγγέλια δεν χρονοτριβούν και δεν επιμένουν εις τα ασήμαντα αυτά επεισόδια. Ο Λουκάς δίδει πληρεστέραν περιγραφήν από τους άλλους, και η μοναδική γλυκύτης της αφηγήσεώς του, και η χάρις του η ειδυλλιακή, και ο ήρεμος και ο απαλός τόνος, υποδεικνύουν σαφώς ότι ήκουσε την ιστορίαν της γεννήσεως από το στόμα αυτής της Μαρίας. Και πράγματι είνε δύσκολον να φαντασθώμεν ότι ηδύνατο να προέλθη η αφήγησις από άλλην τινά πηγήν, αφού αι μητέρες είνε οι φυσικοί ιστορικοί των πρώτων ετών των τέκνων των. Εξ άλλου, εις το ύφος του Ευαγγελιστού ευρίσκομεν, όπως λέγει και ο Λανζ, «όλο εκείνο το χρώμα της απερίττου αφηγήσεως μιας γυναικός και της αντιλήψεως μιας γυναικός». Διά τον τανύοντα τα πτέρυγας της φαντασίας του, και το πλέον άσημον γεγονός και το ελάχιστον, επεισόδιον πνίγονται εις τον χείμαρρον της περιγραφής· διά την Μαρίαν όμως τα μικρά αυτά επεισόδια εφαίνοντο κοινά και τετριμμένα και ανάξια λόγου. Επομένως και ο Λουκάς, αντιγράφων πιστώς τους λόγους της Παρθένου, δεν, προσέθεσε κάτι τι παραπάνω από ό,τι ήκουσεν.
Πηγή: http://orthodoxfathers.com/Vios-tou-Christou/01-Gennisis
Πολλαὶ μὲν καὶ ἀναρίθμητοι τῶν Χριστιανῶν αἱ θεοφιλεῖς πανηγύρεις·
τί δὲ τῆς παρούσης πανηγυρικώτερον, ὅτι ὁ δεσπότης Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ κόσμος ἀνεγεννήθη;
Ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀνεκλήθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ Εὕα τῆς λύπης ἐλυτρώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ δράκων ἠφανίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ παράδεισος ἀνεκαινίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ διάβολος κατεκρίθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ ᾅδης ἠλλοιώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ γῆ ἀνεκτίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ ἀὴρ ἐκαθάρθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ οὐρανὸς ηὐφράνθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Ἰουδαϊσμὸς ἐμειώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἐπυκνώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ συναγωγὴ ἐκαπνίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ ἐκκλησία εὐωδιάσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ τὸ φῶς προσετέθη.
Σήμερον γὰρ καὶ τοῦ σωματικοῦ φωτὸς αὔξησις καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἔλλαμψις.
Τοῦ γὰρ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ ἐκ τῆς παρθενικῆς ἀδιαφθάρτου παστάδος ἀνατείλαντος, τὸ σκότος τῆς ἀσεβείας ἀπελάθη καὶ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας διεδόθη, ὁ παγετὸς τῆς βλασφημίας διελύθη, ὁ δὲ καρπὸς τῆς θεογνωσίας ἐπιάνθη καὶ ὁ ἀστὴρ τῆς ἀληθείας εἰς πάντας ἀνέτειλεν.
Ὅθεν τοῦτο τὸ φῶς θεωρήσαντες οἱ προφῆται ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων ἐβόων πρὸς αὐτὸν λέγοντες·
Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς.
Τί ἐστιν Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς;
Ἐν σοί φησι τὸν πατέρακατανοήσομεν·
φῶς γὰρ εἶ φωτὸς μηνυτικόν.
Πῶς οὖν πανηγυρίζομεν σήμερον,
τοῦ ἀΰλου φωτὸς Χριστοῦ ἀΰλως παρακύψαντος
ἐκ τῆς ἀτοιχωρύχου παρθενικῆς πηγῆς;
Οὐκέτι τὰ εἴδωλα ψηλαφῶμεν,
ἀλλὰ τὰ θυσιαστήρια κατανοοῦμεν·
οὐκέτι ἐγγαστριμύθους ἀξιοῦμεν,
ἀλλὰ προφήτας παρακαλοῦμεν·
οὐκέτι ἐπαοιδοὺς θεραπεύομεν,
ἀλλ' ἀποστόλους ἐγκωμιάζομεν·
οὐκέτι ὑπὸ δένδρον εἰδωλολατροῦμεν,
ἀλλ' ὑπὸ τὸν σταυρὸν κυριολογοῦμεν·
οὐκέτι τὰ τέκνα ἡμῶν τοῖς δαιμονίοις θύομεν,
ἀλλὰ τὰς καρδίας ἡμῶν ἀναγινώσκομεν,
ἀλλ' εὐαγγέλια τῷ Θεῷ θυμιῶμεν·
οὐκέτι μυθολογίας ἐπιγινώσκομεν·
οὐκέτι Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλην σεμνύνομεν,
ἀλλὰ Πέτρον καὶΠαῦλον ἐκθειάζομεν·
οὐκέτι τὴν σάρκα περιτεμνόμεθα,
ἀλλὰ τὴν ψυχὴν σφραγιζόμεθα·
οὐκέτι πικρίδας Ἰουδαϊκὰς ἐσθίομεν,
ἀλλὰ τὸ μέλι τῆς χάριτος καταπίνομεν·
οὐκέτι ἐν Βαβυλῶνι αἰχμαλωτιζόμενοι λέγομεν·
Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
ἀλλὰ πανταχοῦ τῆς γῆς εὐφραινόμενοι βοῶμεν·
Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς·
οὐκέτι μερικῶς πανηγυρίζοντες πενιχρῶς παρατρύζομεν λέγοντες·
Γνωστὸς μόνον ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεός,
ἀλλὰ καθολικῶς γενεθλιάζοντες πλουσίως ὑποψάλλομεν·
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας,
ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως.
Μηκέτι τὸν Βάαλ προσκαλεῖσθε,
ἀλλὰ τὸν Θεὸν παρακαλεῖτε·
ἐκεῖνος ἀδολεσχεῖ,
οὗτος θαυματουργεῖ·
ἐκεῖνος καθεύδει,
οὗτος γρηγορεῖ.
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας,
ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως.
Τί ἐστιν ἀλαλάξατε;
Ἀντὶ τοῦ εὐχαριστήσατε τῷ νικοποιῷ Χριστῷ·
ἀλαλαγμὸς γὰρ νίκης ἀναγνωρισμός.
Ἀλαλάξωμεν τοίνυν τῷ νικοποιῷ Χριστῷ,
καὶ μὴ τοῖς ψευδωνύμοις εἰδώλοις προσκυνήσωμεν,
διότι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια,
ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν.
Ἤκουες γοῦν ἀρτίως τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου λέγοντος·
Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου, ἰδοὺ μάγοι παρεγένοντο ἀπὸ ἀνατολῶν ἐν Ἱεροσολύμοις λέγοντες·
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, ὢ τοῦ φρικτοῦ ἱλαστηρίου,
ὢ τοῦ ἀκαταλήπτου μυστηρίου.
Ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ὁ δεσπότης Χριστὸς γεννᾶται,
καὶ πρὸ πάντων ὑπὸ μάγων ὁρᾶται·
ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου,
καὶ ἀρχὴν ἡμερῶν λαμβάνει ὁ ἄναρχος·
ἐν σπηλαίῳ τίκτεται,
καὶ τῇ χειρὶ τὰ πάντα βαστάζει·
ἐν φάτνῃ τίθεται,
καὶ τροφὴ πάντων γίνεται·
σπαργάνοις κατειλεῖται,
καὶ λύσιν ἁμαρτιῶν δωρεῖται·
ἐκ μήτρας προέρχεται,
καὶ τὴν μητέρα παρθένον τηρεῖ·
εἰς Αἴγυπτον φεύγει,
καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνάγει·
ὡς παιδίον βαστάζεται,
καὶ ὡς Θεὸς γνωρίζεται·
Ἀρχέλαον κάμπτει,
καὶ τὸν διάβολον τύπτει·
μάγους προσκαλεῖται,
καὶ Ἰουδαίους ἀπωθεῖται·
κύνας τρέφει,
καὶ τὰ τέκνα τύπτει.
Ἀλλὰ ταῦτα ἀκούων μὴ ἀσπλαγχνίαν τοῦ δεσπότου Χριστοῦ καταψηφίσῃ, ἀλλὰ ῥᾳθυμίαν τῶν Ἰουδαίων·
ἀντεστράφη γὰρ ἡ τάξις οὐ τῇ φύσει ἀλλὰ τῇ γνώμῃ,
καὶ γέγοναν οἱ κύνες τέκνα, τὰ δὲ τέκνα κύνες.
Ἠμείφθη γὰρ ἡ προσηγορία,
ἐπειδὴ καὶ ἠλλοιώθη ἡ πολιτεία·
οἵα κύων ἡ Χαναναία γυνὴ τοὺς εἰδωλικοὺς μακέλλους ἐκλείχουσα, καὶ οἵα θυγάτηρ γέγονε τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς μαρτυρικοὺς τύπους τῶν ἀποστόλων ἀγαπήσασα.
Ὅτε μὲν γὰρ τῷ Ἑλληνισμῷ προσεῖχεν, τότε ἔλεγε πρὸς αὐτὴν ὁ Κύριος ὀνειδιστικῶς·
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις·
ὅτε δὲ τῷ Χριστιανισμῷ προσετέθη, τότε ἤκουσεν ἐγκωμιαστικῶς·
Θάρσει, θύγατερ, γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Ὅτι δὲ καὶ Ἰουδαίων παῖδες ἀπὸ τέκνων κύνες προσηγορεύθησαν, μὴ παρ' ἐμοῦ δεηθήσῃ μαθεῖν, ἀλλὰ παρὰ τοῦ μακαρίου Παύλου τοῦ ἀπὸ κυνὸς γεγενημένου·
Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας.
Ὅτι δὲ μᾶλλον τῶν Ἰουδαϊκῶν τέκνων οἱ Ἑλληνικοὶ κύνες καὶ ἐπέγνωσαν καὶ ἐπέδραμον τῷ δεσπότῃ Χριστῷ, ἐκ τῶν ἀρτίως ἀναγνωσθέντων λάμβανε τὴν ἀπόδειξιν.
Οἱ μάγοι ἐθνικοὶ ὑπῆρχον καὶ ἀκροθήνιοι τῶν κακῶν,
ἀλλ' ὅμως μόνον εἶδον τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ,
εὐθέως ἐν Ἱεροσολύμοις κατέδραμον καὶ κόπον ὑπέμειναν,
ἵνα θεάσωνται τὸν εἰρηκότα·
∆εῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς.
Καὶ οὐ μόνον κόπους ὑπέμειναν,
ἀλλὰ καὶ δῶρα προσήνεγκαν τῷ δεσπότῃ Χριστῷ μηδέπω ἀνεγνωκότες τὸν εἰρηκότα·
Μὴ ὀφθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σου κενός.
Βλέπε μάγων πίστιν·
οὐκ ἐσκανδάλισεν αὐτοὺς ἡ φάτνη,
οὐκ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς ἀπιστίαν τὸ σπήλαιον,
οὐκ εἶπον ἑαυτοῖς τῷ τῆς ἀμφιβολίας λόγῳ κλονούμενοι·
Οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Πόθεν τοῦτο;
Ἀντὶ πορφύρας ῥάκκος περιβέβληται·
ἀντὶ χρυσοστρώτου κλίνης εἰς τοὔδαφος ἔρριπται·
ἀντὶ βασιλικῶν αὐλῶν σπήλαιον ὑαίνης κατέλαβεν.
Ποῦ τῶν δορυφόρων τὸ πλῆθος;
Ποῦ τῶν ὑπασπιστῶν ἡ θεραπεία;
Ποῦ τῆς χαρμοσύνης ἡ εὐωδία;
Οὐδεὶς αὐτῷ παρακαθέζεται, μία μόνη γυνὴ παρέπεται καὶ αὐτὴ δεδοίκουσα φαίνεται μὴ γνωσθῇ ὁ τεχθείς.
Οὐδὲν τῶν ἐπιτηδείων ἔχει·
οὐδὲν βασιλικὸν ὁρῶμεν ἐν αὐτῷ·
πτωχοῦ τινός ἐστι τοῦτο τὸ γέννημα.
Ἐξέλθωμεν, ὑποστρέψωμεν, τὸν ἀστέρα μετὰ ἀκριβείας ἴδωμεν, μὴ ἄλλον ἀντ' ἄλλου προσκυνήσωμεν καὶ τὸ κέρδος ἀπολέσωμεν.
Ἀλλ' οὐδὲν τούτων οἱ μάγοι οὔτε εἶπον οὔτε ἐνενόησαν·
μόνον δὲ εἶδον τὸν δεσπότην, εὐθέως καὶ ἐπέγνωσαν καὶ προσεκύνησαν καὶ δῶρα προσεκόμισαν.
Ἔπειθε γὰρ αὐτοὺς οὐχ ἡ πτωχότης τοῦ σπηλαίου,
ἀλλ' ἡ τοῦ ἀστέρος πλουσιότης·
οὐκ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς ἀπιστίαν ἡ εὐτελὴς τοῦ Κυρίου τῆς ὁράσεως θέα,
ἀλλ' ἔπειθεν αὐτοὺς ἡ περιαστράπτουσα αὐτὸν τῆς θεότητος αἴγλη.
Ἐροῦσι δὲ πάντως τινές·
Τί οὖν;
Ἡ προφητεία αὕτη οὐκ ἠδύνατο ὑπὸ Ἰουδαίων γενέσθαι,
ἀλλ' ὑπὸ ἐθνικῶν μάγων;
∆ιὰ τί οὖν φησιν ὁ τῶν ὅλων Θεὸς διὰ μάγων τὴν προφητείαν ταύτην ἐποιήσατο;
∆ιὰ τί;
Ἄκουε συνετῶς.
Πρὸς κατάκρισιν τῶν Ἰουδαίων·
ἐπειδὴ γὰρ μόνον ἤκουον προφήτου περὶ τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Κυρίου, εὐθέως ἐφονοκτόνουν, τούτου χάριν ὁ Κύριος εὐδόκησε δι' ἐθνικῶν μάγων τὴν προφητείαν ποιήσασθαι, ἵνα γνῶσιν ἐντεῦθεν Ἰουδαῖοι ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ εἰς τὰ ἔθνη μετηνέχθη.
Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος τοῦτο μηνύων ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων εὐλογῶν τὸν Ἀβραὰμ ἔλεγεν·
Πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Ψάμμον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ὀνομάζει διὰ τὸ ἄκαρπον τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τὸ ἁλμυρὸν τῆς γνώσεως, ἀστέρας δὲ τὰ ἔθνη διὰ τὸ φέγγος τῆς γνώσεως.
Ὅθεν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος τοῖς ἔθνεσι γράφων ἔλεγεν·
ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ.
Ἐλθόντες οὖν οἱ μάγοι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐπηρώτων τοὺς Ἰουδαίους λέγοντες·
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Ἢ ἀναγγείλατε, ἢ ἀκούσατε.
Βασιλεὺς ὁ τεχθείς, οὐράνιον τὸ δῶρον, λογικὸς ὁ ἀστήρ, ἀνατολικὸν τὸ χάρισμα, καθολικὸν τὸ μήνυμα·
ἀνάλογος ὁ ἀστὴρ τοῦ γεννηθέντος.
Ὁ κήρυξ μάτην κρύπτεται τὸν σκεπασθῆναι μὴ δυνάμενον·
ὥσπερ δὲ οὗτος ὁ ἥλιος οὐ δύναται ὑπό τινος κρυβῆναι –πανταχοῦ γὰρ καθ' ἑκάστην ἐκλάμπει–, οὕτω καὶ ὁ δεσπότης Χριστὸς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος, Θεὸς ὢν πανταχοῦ πιστευθήσεται.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους, έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας – μπορούσαμε τυπικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια των άλλων
«Όποιος περιμένει σωτήρες είναι άξιος τις δυστυχίας του. Η αναμονή να μας σώσουν άλλοι, είναι μια λανθασμένη αγωγή που μας δόθηκε κατά την παιδική μας ηλικία.
Στον πόλεμο οι Έλληνες πήγαιναν με άριστα οργανωμένες φάλαγγες – όχι κλαίγοντας ή μοιρολατρικά. Στην ιστορία ποτέ δεν ενδιέφερε τους Έλληνες εάν ο εχθρός ήταν πολυάριθμός ή ισχυρός – αλλά ποιος είναι και που βρίσκεται«.
Άρθρο
Ο πρόσφατα αποθανών ηγέτης της Ν. Αφρικής ήταν αναμφίβολα μία εξαιρετική φυσιογνωμία – κυρίως επειδή, μετά από δεκαετίες στη φυλακή, τοποθετήθηκε εναντίον της βίας και κατάφερε να ενώσει τις αντιμαχόμενες «φυλές» στη χώρα του: τους λευκούς και τους μαύρους, οδηγώντας στην πτώση το προηγούμενο καθεστώς (Apartheid).
Από οικονομικής πλευράς όμως θεωρείται πως δεν προσέφερε κάτι στη Ν. Αφρική – αφού, μετά τη ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους του, τη δεκαετία του 90, το βιοτικό επίπεδο του μαύρου πληθυσμού επιδεινώθηκε αισθητά. Ειδικότερα, μεταξύ των ετών 1995 και 2000, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 40%, ενώ έκτοτε η κατάσταση δεν έχει αλλάξει σημαντικά.
Η αιτία της φτώχειας θεωρείται πως είναι η διαφθορά – μία πολύ συνηθισμένη κατηγορία, όσον αφορά τα φτωχά κράτη του πλανήτη. Σύμφωνα με την Transparency International, τη γνωστή γερμανική οργάνωση με έδρα το Βερολίνο, το 65% του πληθυσμού αποδέχεται πως η διαφθορά αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας – το 83% θεωρεί διεφθαρμένη την αστυνομία, ενώ το 77% τα πολιτικά κόμματα.
Με βάση τις έρευνες της ίδιας οργάνωσης, η οποία εντελώς τυχαία εδρεύει στην πατρίδα των διαφθορέων, το 47% των κατοίκων ισχυρίζεται πως χρημάτισε κάποιον δημόσιο λειτουργό, εντός των τελευταίων δώδεκα μηνών – ενώ το 33% των ανδρών του Γιοχάνεσμπουργκ βίασε τουλάχιστον μία γυναίκα το 2010, με το 7% να δηλώνει πως συμμετείχε σε ομαδικό βιασμό.
Περαιτέρω, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στα 50 μόλις έτη (μετά την είσοδο του ΔΝΤ), από 64 προηγουμένως – με τη CIA να «ενοχοποιεί» την πολιτική ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος, η οποία ήταν εναντίον της ιδιοκτησίας, με «βαθιές κομμουνιστικές αγκυλώσεις».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, όταν ο Mandela και το κόμμα του (ANC) ανέλαβαν την εξουσία, ανέτρεψαν όλη την οικονομική πολιτική της χώρας – δημεύοντας την περιουσία των χωρικών και κατάσχοντας τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τη Ν. Αφρική πάνω από 1 εκ. λευκοί.
Συνεχίζοντας, το 2008 ο έμπιστος συνεργάτης του Mandela (Thabo Mbeki), ο οποίος είχε από πολλά χρόνια πριν αναλάβει τη λειτουργία της κυβέρνησης, χάνει τη θέση του και αντικαθίσταται από τον J.Zuma – ο οποίος κατηγορείται από μία επιτροπή της χώρας του για διαφθορά, από ευρωπαϊκές εταιρείες πολεμικού εξοπλισμού.
Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εξοπλιστικών επιχειρήσεων ομολόγησαν ότι, το 1996 είχαν δωροδοκήσει υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα, για να μπορέσουν να κερδίσουν τους διαγωνισμούς που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση, όσον αφορά τον εξοπλισμό του ναυτικού και της αεροπορίας - με συνολικό προϋπολογισμό 4,4 δις φράγκα.
Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τους παραπάνω «επικριτές» του, κυρίως την αμερικανική CIA και τη γερμανική Transparency International, ο Mandela αποτελεί ένα σύμβολο της απληστίας, του πελατειακού κράτους, της καταπίεσης των μαζών, καθώς επίσης της οικογενειοκρατίας – με μοναδική προσφορά του την ένωση του πληθυσμού της χώρας του, καθώς επίσης την αντιρατσιστική του συμπεριφορά.
Είναι όμως πράγματι έτσι, ισχύουν δηλαδή οι κατηγορίες εναντίον του Mandela και των υπολοίπων του κόμματος του ή μήπως υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος; Ως μία από τις πολλές απαντήσεις στο ερώτημα, παραθέτουμε το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο έχει γραφεί πριν από αρκετό καιρό:
..
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΥ ΑΦΡΙΚΗΣ
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε πόσο σημαντικός είναι ο θεσμός της κεντρικής τράπεζας μίας χώρας, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Ν. Αφρικής, την εποχή που η νέα κυβέρνηση της (Nelson Mandela) διαπραγματεύθηκε την ανεξαρτησία της.
Ενώ λοιπόν διεξάγονταν θετικά για το κράτος οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ στο πολιτικό σκέλος, απαιτήθηκε από τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική της χώρας η μετατροπή της κεντρικής τράπεζας τους σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό, ο οποίος θα λειτουργούσε με απόλυτη αυτονομία από την εκλεγμένη κυβέρνηση – σαν ένα κυρίαρχο «κράτος εν κράτει» ουσιαστικά, στο οποίο δεν θα παρέμβαιναν οι εκλεγμένοι νομοθέτες (όπως ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας).
Συνεχίζοντας, παρά το ότι διατυπώθηκε από τους πολιτικούς της χώρας η απορία, σε ποιόν θα «λογοδοτούσε» η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα (στο ΔΝΤ, στο Χρηματιστήριο, στην BIS), οι έμπειροι διαπραγματευτές της «Δύσης» κατόρθωσαν να επιβάλλουν μονομερώς τη θέληση τους - ταυτόχρονα με την «άλωση» του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τοποθέτησαν έναν δικό τους έμπιστο πολιτικό. Όπως είπαν χαρακτηριστικά κάποιοι διακεκριμένοι Πολίτες της Νοτίου Αφρικής, οι οποίοι τότε σχολίασαν τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν:
«Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας….Οι μεγάλες επιχειρήσεις, μας δήλωσαν ουσιαστικά ότι θα κρατήσουν τα πάντα και εμείς θα κυβερνάμε μόνο κατ’ όνομα. Μπορούσαμε δηλαδή να έχουμε την πολιτική εξουσία μετά από πολλά χρόνια αγώνων, μπορούσαμε φαινομενικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση θα βρισκόταν στα χέρια των άλλων».
Περαιτέρω, αυτό που συνέβη στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων ήταν το ότι η κυβέρνηση «παγιδεύτηκε», χωρίς δυστυχώς να το αντιληφθεί, σε ένα είδος ιστού της αράχνης – «υφασμένου» από μυστηριώδεις κανόνες και υπόγειες ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να «οριοθετήσουν», καθώς επίσης να περιορίσουν την εξουσία των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών της χώρας. Όταν λοιπόν θέλησε η νέα κυβέρνηση να υλοποιήσει τα οράματα της, ανακάλυψε ότι η πραγματική εξουσία, η οικονομική, βρισκόταν στα χέρια άλλων.
Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αναδιανείμει τη γη, επειδή το νέο Σύνταγμα προστάτευε την ατομική ιδιοκτησία και καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την όποια αγροτική μεταρρύθμιση. Εκτός αυτού, δεν ήταν δυνατόν να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, αφού εκατοντάδες εργοστάσια της χώρας ήταν έτοιμα να κλείσουν – επειδή η κυβέρνηση είχε υπογράψει τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (του μετέπειτα ΠΟΕ), η οποία απαγόρευε την αναγκαία επιδότηση των τοπικών επιχειρήσεων.
Ίσως οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι, χωρίς κάποια προστασία και επιδοτήσεις, είναι σχεδόν αδύνατη η επαναβιομηχανοποίηση μίας χώρας - η αναβίωση δηλαδή του κατεστραμμένου παραγωγικού της ιστού (όπως απαιτείται σήμερα στην Ελλάδα, εάν θέλουμε πράγματι να επιλύσουμε το τεράστιο πρόβλημα του πάγια αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου μας, το οποίο ουσιαστικά ευθύνεται τα μέγιστα για το εξωτερικό τουλάχιστον χρέος μας).
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η διανομή δωρεάν φαρμάκων για την καταπολέμηση του aids απαγορευόταν, αφού μία τέτοια απόφαση παραβίαζε τα πνευματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, τα οποία προστάτευε ο ελεγχόμενος από την υπερδύναμη Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – στον οποίο είχε προσχωρήσει η Νότια Αφρική, κατ’ απαίτηση βέβαια των δανειστών της. Η διάθεση περισσότερου χρήματος προϋπέθετε φυσικά τη σύμφωνη γνώμη της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν την παρείχε.
Η δωρεάν ύδρευση δεν ήταν επίσης εφικτή, αφού η Παγκόσμια Τράπεζα, μέσω της ομάδας οικονομολόγων που είχε στείλει στη χώρα, είχε μετατρέψει σε κανόνα, σε υποχρέωση δηλαδή, τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις κοινωφελείς επιχειρήσεις. Τέλος, εάν η κυβέρνηση ήθελε να αυξήσει τους μισθούς, δεν της επιτρεπόταν, λόγω του δανείου ύψους 850 εκ. $ με το ΔΝΤ, το οποίο επέβαλλε «συγκράτηση των μισθών».
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η οποιαδήποτε μη υποταγή στους κανόνες και στους περιορισμούς που επέβαλλαν το ΔΝΤ και όλοι οι υπόλοιποι «συνεργοί» του, θα θεωρούταν απόδειξη επικίνδυνης εθνικής αφερεγγυότητας, έλλειψη αφοσίωσης στην εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» και απουσία ενός βασισμένου σε κανόνες συστήματος – με αποτέλεσμα τη διακοπή της χορήγησης βοήθειας («δόσεων» από το ΔΝΤ) και τη φυγή των ξένων κεφαλαίων.
.
.Συνεχίζοντας, τόσο η δήθεν «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα, όσο και το «υπό κηδεμονία» Υπουργείο Οικονομικών, επέβλεπαν άγρυπνα την πιστή τήρηση των εντολών - οπότε φυσικά επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία:
Η κυβέρνηση,«γονατισμένη» από το χρέος και υφιστάμενη διεθνείς πιέσεις, προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, άρχισε σύντομα να αυξάνει τις τιμές, να μειώνει τους μισθούς, να διασύρει τους αντιρρησίες και να «ξεπουλάει» δημόσια περιουσία - με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, εκατομμύρια άνθρωποι να εξαθλιωθούν, μη έχοντας πλέον ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς.
Όσο για τα πλούσια ορυχεία, τις τράπεζες και τις μονοπωλιακές βιομηχανίες, των οποίων την εθνικοποίηση ζητούσε ο Mandela, παρέμειναν στα χέρια τεσσάρων εταιρικών κολοσσών – οι οποίοι ελέγχουν πλέον το 80% του χρηματιστηρίου της χώρας.
Μεταξύ των ετών 1997 και 2004 η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πούλησε δεκαοκτώ δημόσιες εταιρείες, συγκεντρώνοντας 4 δις $, τα οποία διατέθηκαν στην εξυπηρέτηση των δανείων των διεθνών τοκογλύφων.
Το «πικρό φάρμακο» λοιπόν του ΔΝΤ, το οποίο προβλέπει (με τη βοήθεια μίας εντελώς ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και ενός σκιώδους Υπουργείου Οικονομικών) περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στις κρατικές δαπάνες, ελαστικότητα στην εργασία, απελευθέρωση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, ενίσχυση του ελευθέρου εμπορίου, περιορισμένους ελέγχους στη ροή των κεφαλαίων κλπ., αποδείχθηκε στην κυριολεξία θανατηφόρο για την συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών της Ν. Αφρικής – όπως και για όλες σχεδόν τις χώρες, στις οποίες «εισέβαλλαν» οι σύνδικοι του διαβόλου.
.
ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ
Οι διεθνείς τοκογλύφοι, το «σύστημα», όπως αποκαλείται, χρησιμοποιούν σταθερά την ίδια μέθοδο: διαφθείρουν την πολιτική, αναλαμβάνουν τη σκιώδη εξουσία και στη συνέχεια λεηλατούν τόσο την ιδιωτική, όσο και τη δημόσια περιουσία εκείνων των δύστυχων χωρών, στις οποίες εισβάλουν (αφού προηγουμένως τις υπερχρεώσουν, υποχρεώνοντας τες να ζητήσουν τη «βοήθεια» τους). Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ξανά τα στάδια της λεηλασίας, με το κείμενο που ακολουθεί:
Η «απελευθέρωση των αγορών», την οποία επιβάλλει δικτατορικά το ΔΝΤ στις χώρες που εισβάλλει, σημαίνει απλά το εξής: «Ανοίξτε τα σύνορα σας στους εντολοδόχους μας, για να μπορέσουν να αρπάξουν και να λεηλατήσουν ότι βρουν – ιδιωτικά ακίνητα, δημόσια περιουσιακά στοιχεία, επιχειρήσεις, μερίδια αγοράς κοκ.»
Αυτό γίνεται αφενός μεν με τη βοήθεια της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, η οποία «φιλοδοξεί» να γίνει ο τοποτηρητής των εισβολέων στη χώρα της, αφετέρου με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας – η οποία επιβάλλει «νομοθετικά διατάγματα» που δεν απαιτείται η έγκριση τους από τη Βουλή, ενώ διευκολύνει επικοινωνιακά την άλωση της εκάστοτε χώρας.
Η «διασπάθιση» της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), επιτυγχάνεται πολύ απλά, με τη βοήθεια της υπερβολικής φορολόγησης – επίσης με τη συνδρομή των τραπεζών, οι οποίες έχουν στην ιδιοκτησία τους τις υποθήκες.
Η μέθοδος επηρεασμού της κοινής γνώμης, έτσι ώστε να μην αντιδράσει, είναι οι κατηγορίες για φοροδιαφυγή, για διαφθορά ή για οτιδήποτε άλλο ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού – στα πλαίσια του «μαζί τα φάγαμε» ή της τοποθέτησης της μίας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης.
Από την άλλη πλευρά, η αφανής ακίνητη περιουσία του δημοσίου εκποιείται με την ίδρυση εταιριών, στις οποίες μεταβιβάζονται κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους. Στη συνέχεια, πωλούνται οι μετοχές των εταιρειών αυτών, οπότε δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν τίποτα από τους πολίτες. Όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπου τα «φιλέτα» είναι οι κοινωφελείς (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), οι κερδοφόρες μονοπωλιακές (ΟΠΑΠ) και οι στρατηγικές (ΟΤΕ κλπ.), ακολουθείται συνήθως η παρακάτω διαδικασία:
.
(α) Καταγγέλλεται η διαφθορά των συνδικαλιστών και του υπόλοιπου προσωπικού τους, μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ, έτσι ώστε να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη και να μην φέρει αντίρρηση στην εκποίηση τους.
(β) Απολύεται το δήθεν υπεράριθμο ή ακριβό προσωπικό τους – ιδίως αυτοί που αντιδρούν στην όλη διαδικασία. Προσλαμβάνονται είτε οι ίδιοι, είτε καινούργιοι, με τους νέους όμως βασικούς μισθούς «πείνας».
(γ) Εξυγιαίνονται με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών και στη συνέχεια πωλούνται «καθαρές» στους εισβολείς – μισοτιμής προφανώς, αφού στην υπό κατάληψη χώρα οι τιμές έχουν καταρρεύσει.
.
Ότι δεν μπορούν να αγοράσουν οι εισβολείς σε τιμές ευκαιρίας, φροντίζουν να το κλείσουν – με τη μέθοδο του damping (σημαίνει ότι, κερδίζω στη δική μου χώρα, οπότε μπορώ να πουλάω κάτω από το κόστος σε μία άλλη, μέχρι να κλείσω τους ανταγωνιστές μου, αυξάνοντας μετά τις τιμές).
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, μειώνουν τις τιμές πώλησης τους κάτω από το κόστος, με αποτέλεσμα οι τοπικές βιομηχανίες να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τον ανταγωνισμό. Επομένως, είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές στους εντολοδόχους του ΔΝΤ (ή της Γερμανίας, στην περίπτωση της Ελλάδας).
Όσον αφορά ορισμένους ευαίσθητους και εξαιρετικά κερδοφόρους κλάδους, όπως τις τοπικές φαρμακοβιομηχανίες, η συνταγή είναι ελαφρά διαφορετική:
.
(α) Οι πολιτικοί επιβάλλουν θεσμικά τιμές πώλησης κάτω του κόστους στην τοπική βιομηχανία, η οποία παράγει συνήθως γενόσημα – υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους ασφαλισμένους πολίτες να επιλέγουν τα συγκεκριμένα φάρμακα.
Αυτό επιτυγχάνεται είτε αυξάνοντας τις τιμές των πρωτοτύπων, είτε μειώνοντας τη συμμετοχή του κράτους, όσον αφορά την αγορά των πρωτοτύπων φαρμάκων, είτε προσφέροντας ειδικά κίνητρα για την αγορά των γενοσήμων.
(β) Στη συνέχεια, οι πολιτικοί «δημαγωγούν», ισχυριζόμενοι ότι ωφελούν τους πολίτες, καταπολεμώντας θαρραλέα τα συμφέροντα – οπότε κερδίζουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη, η οποία νομίζει ανόητα πως ωφελείται από τις χαμηλές τιμές, ενώ χαίρεται με την τιμωρία του «εγχώριου κατεστημένου» (μισαλλοδοξία).
(γ) Οι τοπικές φαρμακοβιομηχανίες είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται μισοτιμής στους ξένους.
(δ) Αργότερα, σταδιακά, οι τιμές των γενοσήμων αυξάνονται, τα κίνητρα για την αγορά τους, η επιδότηση τους ουσιαστικά από το κράτος σταματάει και οι εισβολείς έχουν στη διάθεση τους μονοπωλιακά ολόκληρη την αγορά – κερδίζοντας πλουσιοπάροχα.
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η μοναδική λύση των χωρών, ιδίως των πλουσίων, όπως η Ελλάδα, οι οποίες τοποθετούνται στο στόχαστρο, είναι η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας – με τη βοήθεια της οποίας οι πολίτες αναλαμβάνουν μόνοι τους τα ηνία της πατρίδας τους, αποφασίζοντας οι ίδιοι για το μέλλον τους.
Η αιτία είναι προφανώς το ότι οι Πολίτες, στο σύνολο τους, είναι φύσει αδύνατον να δωροδοκηθούν – οπότε οι εισβολείς δεν έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τη βρώμικη πολιτική τους. Εάν τυχόν δε υπάρξει κάποιος ηγέτης, ο οποίος να μπορεί να τους εμπνεύσει, τότε η έξοδος της χώρας τους από την κρίση, αποφεύγοντας τις παγίδες των εισβολέων, είναι κάτι περισσότερο από εύκολη.
Σημείωση Τράπεζας Ιδεών: Στο πρωτότύπο άρθρο (βλ. πηγή) μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει εξειδικευμένα στοιχεία και συνοδευτικές παραπομπές.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...