Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἐνῶ στὴν Ἀθήνα δόθηκε πλέον καὶ ἐπίσημα τὸ σῆμα νὰ ἀρχίσουν τὰ ἔργα γιὰ τὴν ἀνέγερση μουσουλμανικοῦ τεμένους, ἂν καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἤδη ὑπάρχουν περὶ τὰ ἑξήντα τζαμιὰ σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς πρωτεύουσας, στὴν Κωνσταντινούπολη δόθηκε σαφὲς μήνυμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀντιπρόεδρο τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης, ὅτι σύντομα ἡ ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης τὸ μεγάλο αὐτὸ σύμβολο τοῦ χριστιανισμοῦ θὰ ἀκολουθήσει τὸν «δρόμο» τῆς ἁγίας Σοφίας Τραπεζούντας καὶ τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Νίκαιας ποὺ ἤδη λειτουργοῦν σὰν μουσουλμανικὰ τεμένη.
Ο Bulent Arinc, ὁ ἀντιπρόεδρος τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης ὁποῖος βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἑορτάσει τὴν μουσουλμανικὴ ἑορτὴ τοῦ Muharrem, (μία «γεύση» τῆς ὁποίας πήραμε πρόσφατα στὸν Πειραιὰ ὅταν δεκάδες μουσουλμάνοι αὐτομαστιγώθηκαν μὲ ἕνα πραγματικὰ σοκαριστικὸ τρόπο τελείως ξένο πρὸς τὰ ἑλληνικὰ ἤθη), σὲ δηλώσεις ποὺ ἔκανε τοποθετήθηκε φανερὰ ὅτι πολὺ σύντομα ἡ ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀρχιτεκτονικὸ ἀριστούργημα καὶ σύμβολο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνορθόδοξης βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας θὰ ξαναλειτουργήσει...
ὅπως τόνισε σὰν μουσουλμανικὸ τέμενος ἱκανοποιώντας τὶς ἐπιθυμίες ἑκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων μουσουλμάνων. Μάλιστα ὁ ἀντιπρόεδρος τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης, (γνωστὸς γενίτσαρος), ὑπερηφανεύτηκε μὲ ἐνδεικτικὸ τρόπο γιὰ τὴν προκλητικὴ μετατροπὴ σὲ τζαμὶ τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Νίκαιας, μία ἱστορικὴ ἐκκλησία στὴν ὁποία ὅπως ἀναφέρετε πρέπει νὰ ἔγινε ἡ ἱστορικὴ πρώτη οἰκουμενικὴ σύνοδος τῆς Νίκαιας καὶ τὴν μετατροπὴ τῆς γνωστῆς ἁγίας Σοφίας Τραπεζούντας ἐπίσης σὲ τζαμί, ἕνα γεγονὸς ποὺ ξεσήκωσε ἀκόμα καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Τώρα σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ Bulent Arinc, καὶ ἡ ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης πρόκειται σύντομα νὰ λειτουργήσει ξανὰ σὰν «οἶκος προσευχῆς» γιὰ τοὺς μουσουλμάνους ὅπως ἦταν μέχρι τὸ 1934 ὅταν ὁ Μουσταφὰ Κεμὰλ σκεφτόμενος καθαρὰ συμφεροντολογικὰ τὴν ἔκανε μουσεῖο γιὰ νὰ γίνει ἔκτοτε τὸ μεγαλύτερο τουριστικὸ ἔσοδο τῆς Τουρκίας.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὴν μετατροπὴ τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης σὲ τζαμὶ ὑποστηρίζει ἐπίσης ἐδῶ καὶ καιρὸ μία μεγάλη μουσουλμανικὴ ὀργάνωση, τὸ «Ἵδρυμα Νέων Ἀνατολίας», τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ περισσότερα μέλη της προέρχονται ἀπὸ τὸ κυβερνῶν ἰσλαμικὸ κόμμα τοῦ Τούρκου πρωθυπουργοῦ, Ταΐπ Ἐρντογᾶν. Μάλιστα ἡ ὀργάνωση αὐτὴ ἔχει ἀρχίσει μία μεγάλη καμπάνια συλλογῆς ὑπογραφῶν γιὰ τὴν μετατροπὴ τῆς ἁγίας Σοφίας σὲ τζαμί. Ἡ ἐκστρατεία αὐτὴ ἔχει πάρει καὶ ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ τίτλο ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ πολλὰ τουρκικὰ ΜΜΕ, «Σπάστε τὶς ἁλυσίδες - Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Σοφία σὰν τζαμί». Ὁ πρόεδρος τοῦ «Ἱδρύματος Νέων Ἀνατολίας», Salih Turhan, ἀνέφερε ὅτι ἡ ἁγία Σοφία, αὐτὸ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ μεγαλούργημα, εἶναι τό... σύμβολο τοῦ Φατίχ, δηλαδὴ τοῦ Πορθητῆ τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὅπως ὁ Μωάμεθ ὁ δεύτερος μόλις μπῆκε στὴν Πόλη μετέτρεψε τὴν ἁγία Σοφία σὲ τζαμί, ἔτσι καὶ τώρα θὰ πρέπει ὁ ναὸς αὐτὸ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν πραγματική του λειτουργία, δηλαδὴ σάν… μουσουλμανικὸ τέμενος. Ἡ ἐκστρατεία μας θὰ ἱκανοποιηθεῖ, ὅπως ὑποστήριξε ὁ πρόεδρος τοῦ «Ἱδρύματος Νέων Ἀνατολίας», μόνο ἂν ἀκουστεῖ ξανὰ ἡ μουσουλμανικὴ κλήση γιὰ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις μιναρέδες τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινούπολης, ἕνα γεγονὸς ποὺ θὰ ἑορταστεῖ ἀπὸ ὅλο τὸν
Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση προχωρεῖ σὲ σταδιακὴ μουσουλμανοποίηση τῆς Ἀθήνας πρὸς μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση κάποιων μουσουλμανολάγνων δημαρχῶν, (ποὺ δὲν ἔχουν καὶ ἰδέα τί εἶναι τὸ καταπιεστικὸ Ἰσλάμ), στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ μεγαλύτερο σύμβολο τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδοξίας ἀπειλεῖται πλέον καὶ ἐπίσημα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χείλη τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς ἰσλαμικῆς κυβέρνησης τοῦ Ἐρντογᾶν νὰ μετατραπεῖ σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος. Καὶ ἐμεῖς ἐνῶ θὰ «βουλιάζουμε» στὴν ἀδράνειά μας, δὲν ἀποκλείετε σὲ λίγο καιρὸ νὰ δοῦμε καὶ τοὺς μιναρέδες νὰ κυριαρχοῦν ποῦ ; στὴν ἴδια τὴν πατρίδα τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὴ ὁποία μαρτύρησαν χιλιάδες νεομάρτυρες ἀπὸ τὴν τουρκο-ἰσλαμικὴ θηριωδία.
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2013/11/blog-post_639.html
Ἔχεις ἀκόμη ἀνησυχίες. Πές μου, ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ προέρχονται; «Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πᾶνε καλά» ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ τὰ ἔχεις ἐπανεξετάσει καὶ τακτοποιήσει- τὴν ἀπόφασή σου τὴν ἔχεις πάρει. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προέρχονται αὐτὲς οἱ ἀνησυχίες; Ὅλες εἶναι ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὅλες. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ.
Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι, σὲ συμβουλεύω ν' ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θ' ἀπαλλαγεῖς ἀπό τη σύγχυση καὶ τὴν ταραχή. Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἤ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης, ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή.
Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιὰ σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα. «Τὸ μέλλον μου», πές Του, «τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου. Ὅπως ξέρεις καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ' ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ' ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ' ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μία φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ' Ἐσένα». Ἔτσι νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἤ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπό τὴ θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ σὲ κάθε περίσταση
Ὕστερ' ἀπὸ μία τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – «Αὐτὸ δὲν ἔγινε ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς». Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ δεχθεῖς πὼς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ' Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ' ἀνησυχεῖς πιὰ καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ Θεός, καὶ θὰ ἐνεργεῖς σύμφωνα μ' αὐτὸ ποὺ στέλνει. Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ κάποια θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσεις, βέβαια, ἀπό τη μία στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι' αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσευχή.
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ' ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ' ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μία πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ' ἔχει βάλει μέσα σ' ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε. Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ' ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ' ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἄλλα δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ' αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου. Προσπάθησε ν' ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία. Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή, γιὰ ν' ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἤ νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν' ἀσκηθεῖς σ' αὐτό. Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ ν' ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.
Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ' Ἐκεῖνον μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς προσευχές, ἀλλὰ ν' ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς βοήθεια. Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ' ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο... Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου. Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!. Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκῆ ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.
Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί σου: «Μὴν προσεύχεσαι!» Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ' ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα. Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό σου ἔργο, πρέπει κι ἐσὺ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ' αὐτὸ τὸ ἔργο ὥς τὸ τέλος.
Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορὲς σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό. Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.
Σοῦ εὔχομαι μ' ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη.
Ὁ Θεὸς βοηθός!
(Ἀπό το βιβλίο: « Ὁ Δρόμος τῆς ζωῆς», Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου)
ΛΙΑΝ ΚΑΥΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΙ
ΣΕ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΓΑΓΓΡΑΙΝΕΣ
1. Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες γίνεται τεράστιος θόρυβος πάλι μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, τὶς νομάδες ΡΟΜΑ ἢ ἀθίγγανους ἢ κοινῶς τσιγγάνους-γύφτους.
Ὡς γνωστόν, τὸν νομαδικὸ αὐτὸ λαὸ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει πλήρως ἡ Πολιτεία, Δῆμοι, Κοινότητες, ἡ πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἡγεσία, κοπτόμενοι μόνον ὑπὲρ ἀλλοφύλων ἐπιδρομέων καὶ οὐδόλως γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὑπηκοόυς ΡΟΜΑ. Τοιουτοτρόπως ζοῦν ἄλλοι μὲν σὲ μόνιμους καταβλυσμούς, ἄλλοι δὲ εἶναι περιπλανωμένοι, ζώντας σὲ σκηνὲς ἀνὰ τὴν ὑφήλιο καὶ ἔτσι διατυμπανίζουν τὴν μεγίστη κοινωνικὴ ἀναλγησία τῶν ἰθυνόντων.
2. Οἱ ἐν λόγῳ δυστυχισμένοι συνάνθρωποί μας εἶναι παραγκωνισμένοι ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ ἐν γένει τὴν κοινωνία καὶ ἄκρως ἐγκαταλελειμμένοι.
3. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν εἶναι ἀγαθοπροαίρετοι καὶ εἰδικεύονται σὲ μερικὰ ἐπαγγέλματα, ὅπως π.χ. τῶν παλιατζήδων, οἱ ὁποῖοι διέρχονται τὶς ὁδοὺς τῶν διαφόρων συνοικιῶν καὶ γειτονιῶν καὶ περισυλλέγουν ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνακυκλωθῇ.
Δηλαδὴ εἶναι μεγίστη προσφορὰ στὴν κοινωνία, καθαρίζοντας τὶς διάφορες γωνίες μὲ τὴν περισυλλογὴ τῶν ἀνακυκλούμενων (εἶναι οἱ καλλίτεροι «οἰκολόγοι» καὶ «περιβαλλοντολόγοι»), ἀπομακρύνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πρὸς χρῆσι ἀντικείμενα καὶ συμβάλλουν ἐμμέσως στὴν οἰκονομία.
Διότι π.χ. γιὰ τὴν παραγωγὴ χάρτου ἀπαιτεῖται ἡ κοπὴ ἑκατοντάδων δένδρων καὶ ἡ κατανάλωσι τόννων νεροῦ καὶ ἐνεργείας.
Ἄλλοι δὲ γίνονται καρεκλάδες, καλαθοποιοί, πιλοποιοί (καπελάδες) καὶ κάνουν λοιπὰ χειρωνακτικὰ καὶ ὑποτιμημένα ἐπαγγέλματα, ἄρα εἶναι λίαν ἐποικοδομητικὰ στελέχη στὴν κοινωνία.
4. Ἀπὸ αὐτούς, ὅμως, οἱ ἄκρως ἐγκαταλελειμμένοι καὶ μὴ ἱκανοὶ γιὰ τὰ ἀνωτέρω ἐπαγγέλματα, δυστυχῶς, πέφτουν στὴν παρανομία καὶ ὑποτροπιάζουν συνεχῶς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπασχολοῦν συνεχῶς τὴν Ἀστυνομία, τὰ Δικαστήρια καὶ ἐν γένει τὴν Διοίκησι καὶ νὰ καθίστανται ἐπικίνδυνα ἄτομα γιὰ τοὺς κοινοὺς θνητοὺς καὶ καταλυτικὰ ἄτομα γιὰ τὴν καθόλου κοινωνία.
5. Οἱ ἀθίγγανοι τῆς Φλωρίνης καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν ἦταν νομάδες, ποὺ ἔρρεπαν πρὸς τὴν ἐγκληματικότητα.
6. Ὁ εἰς πάντα διαπρέψας ἀείμνηστος θρυλικὸς Γέρων Αὐγουστῖνος Καντιώτης, τότε Μητροπολίτης Φλωρίνης, σὰν ἰδανικὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν ἀπευθύνθη στὴν Ἀστυνομία καὶ λοιπὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴν περιστολὴ τῆς ἐγκληματικότητος, ἀλλὰ κινήθηκε πρὸς οὐσιαστικὴ καὶ ὁριστικὴ ἄρσι τῆς αἰτίας τῶν ἐγκληματικῶν τους πράξεων. Πρὸς τοῦτο τοὺς ἐπλησίασε, τοὺς ἔδειξε ἀπεριόριστη ἀγάπη καὶ στοργὴ σὰν πνευματικά του τέκνα καὶ ἐκεῖνοι τὸν σεβάστηκαν καὶ τὸν ἀγάπησαν καὶ πειθαρχοῦσαν στὶς ὑποδείξεις του. Ἀφοῦ τοὺς ἐκατήχησε σωστά - καὶ ὄχι ὅπως κατηχοῦνται ἐλλειπέστατα σήμερα οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων -, ὅπως ἐπιβάλλεται νὰ κατηχῆται ὁ κάθε Χριστιανός, ὅρισε τὴν ὁμαδική τους βάπτισι στὸν ποταμό.
Περίπου 600 λεωφορεῖα μὲ εὐλαβεῖς καὶ ταπεινοὺς προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα κατευθύνονταν στὴν Φλώρινα νὰ ἀπολαύσουν τὸ σπουδαιότατο αὐτὸ γεγονὸς καὶ νὰ εὐχηθοῦν καὶ προσευχηθοῦν μαζὶ μὲ τὸν θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο ὑπὲρ τῶν Νεοφωτίστων ἀδελφῶν μας ΡΟΜΑ.
7. Δυστυχῶς ὅμως ὁ ἀνεγκέφαλος Στρατηγὸς Πατίλης, ὁ «σατράπης» τῆς Βορείου Ἑλλάδος, κατὰ τὴν περίοδο τῶν Συνταγματαρχῶν, ἀπαγόρευσε τὴν προσπέλασι τῶν 600 λεωφορείων μὲ τοὺς περίπου 30.000 εὐλαβεῖς προσκυνητές. Ἐὰν πραγματικὰ οἱ Συνταγματάρχες ἐπίστευαν ἀπολύτως στὸ «Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν» ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐμπόδιζαν τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ καλοῦσαν τὰ διεθνῆ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως, γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ μέγιστο κοινωνικὸ ἔργο τοῦ θρυλικοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου ἀνὰ τὴν ὑφήλιο καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ καυχηθοῦν: «μέχρι τώρα καὶ οἱ Ἕλληνες ζοῦσαν σὰν ΡΟΜΑ - γύφτικα, ἐνῷ τώρα ἀκόμη στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ ΡΟΜΑ ἐκπολιτίζονται καὶ δὲν συμπεριφέρονται πλέον γύφτικα, ἀλλὰ ὡς πρότυπα τάξεως, καθαριότητος, εὐπρέπειας, εὐσυνειδησίας, εἶναι εὐλαβῆ καὶ ταπεινὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐποικοδομητικὰ στελέχη τῆς πολιτείας».
8. Ὡς γνωστὸ τὸ αἴσχιστο κατεστημένο ὄχι μόνο δὲν συνέδραμε τὸν θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο στὴν ἀποκατάστασι τῶν ΡΟΜΑ, ἀλλὰ ἀπεναντίας τὸν ἔσερναν στὰ Δικαστήρια γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά του κτήματα καὶ τὸν ἐμπόδισαν νὰ κατασκευάσῃ ἐκεῖ κτίρια γιὰ τὴν στέγασι τῶν ἀθιγγάνων. Ὅμως ὁ θρυλικὸς Γέρων Αὐγουστῖνος δὲν ἐκάθησε μὲ «σταυρωμένα τὰ χέρια», ὅπως οἱ περισσότεροι ἄλλοι Μητροπολίτες, ἀλλὰ ἀπεναντίας προσέφυγε καὶ αὐτὸς στὰ Δικαστήρια καὶ τοῦ ἐπεδικάσθησαν ὅτι αὐτὰ εἶναι ὄντως ἐκκλησιαστικὴ περιουσία καὶ κατασκεύασε ἐκεῖ τὰ οἰκήματα γιὰ τοὺς ἀθίγγανους. Οἱ ἀθεόφοβοι ἰθύνοντες ἀπαγόρευσαν στὸν θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο νὰ τὰ δωρήσῃ στοὺς ἀθίγγανους, διότι δὲν ἦταν ἑλληνικῆς ἰθαγενείας, ἀλλὰ μόνον Ἕλληνες ὑπήκοοι. Τότε ὁ Γέρων Αὐγουστῖνος ξεπέρασε καὶ αὐτὸν τὸν σκόπελο νοικιάζοντάς τους τὰ οἰκήματα μὲ ἕνα εὐτελὲς τίμημα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ ἐπλήρωνε ὁ ἴδιος ὡς φιλοδώρημα στοὺς Νεοφώτιστους ΡΟΜΑ …
9. Ἐὰν εἶχαν ἴχνος φιλότιμου, εὐσυνειδησίας, ἤθους ἐργασίας καὶ πνεῦμα εὐποιΐας καὶ οἱ περισσότεροι τῶν Μητροπολιτῶν, τότε θὰ εἶχε ἐπιλυθῆ τὸ μακροχρόνιο καυτὸ πρόβλημα τῶν ΡΟΜΑ καὶ θὰ δίδασκαν καὶ ἐμᾶς νὰ μὴ ζοῦμε σὰν «γύφτοι» πετώντας τὰ μισοφαγωμένα φαγητά ἢ μισοπιωθέντα ἀναψυκτικά, καφέδες κ.λπ. καὶ τὰ τσιγάρα μολύνοντας καὶ καταστρέφοντας τὸ περιβάλλον, ἀλλὰ θὰ εἴμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες σὰν τοὺς ἀθίγγανους Φλωρίνης, πολιτισμένοι, εὐσυνείδητοι, φιλότιμοι, τίμιοι καὶ σωτῆρες τοῦ περιβάλλοντος…
10. Τὸ ἁμαρτωλὸ κράτος, πέραν τῶν τεράστιων φόρων, ποὺ εἰσέπραττε ἀπὸ τὸν βαρύτατα φορολογούμενο πτωχὸ ἑλληνικὸ λαό, ἔπαιρνε καὶ τεράστια ποσὰ ἀπὸ τὴν Ἡνωμένη Εὐρώπη γιὰ πληθώρα προγραμμάτων, τὰ ὁποῖα ἐξανεμίσθηκαν, διότι τὰ διάφορα ποσὰ τὰ ἔδιδαν μὲ τὸ ἀζημείωτο στὸν συρφερτὸ τῆς ἑκάστοτε κυβερνώσης παρατάξεως καὶ τοὺς ἀδηφάγoυς κομματικούς συνδικαλιστές (πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ συμφορὰ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας) . . .
Οἱ διάφοροι αὐτοὶ «ἀετονύχηδες» καὶ «πατριάρχες τῆς διαπλοκῆς» δὲν τὰ χρησιμοποιοῦσαν ἀποκλειστικὰ καὶ κυρίως γιὰ παραγωγικὰ ἔργα καὶ ἐπενδύσεις, ἀλλά, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, γιὰ βίλλες, κότερα, πολυτελέστατα ἐξοχικὰ καὶ γιὰ τὴν καλοπέρασι. Πολλοὶ δὲ ἐλεεινότατοι δῆθεν ἐπιχειρηματίες τὰ ἐπένδυαν ἀντὶ γιὰ ἐκπαιδευτήρια γιὰ τὴν παραγωγή, σὲ ξενυκτάδικα γιὰ τὴν προαγωγὴ τῆς νεολαίας στὰ ξενυκτάδικα καὶ τὰ ἄνδρα διαφθορᾶς.
Ποῦ νὰ περισσεύσουν λοιπὸν χρήματα γιὰ προγράμματα γιὰ τὸν ἐκπολιτισμὸ τῶν ΡΟΜΑ ; ; ; ;
11. Τὸ ἴδιο περίπου ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Τὴν ἀμύθητη περιουσία τὴν ἐξανέμισαν οἱ διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία σὲ «ἡμετέρους», ἢ τὴν ἐσφετερίσθηκαν ἢ ἦσαν ἀνίκανοι νὰ τὴν διαχειρισθοῦν, καὶ ἔτσι ἀπεγυμνώθη ἡ Ἐκκλησία τῆς περιουσίας της καὶ τώρα δὲν ἔχει νὰ πληρώσῃ οὔτε τὸν συρφετό, ποὺ διόριζαν καὶ στὸν Ρ.Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
12. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ὁ γέρων Αὐγουστῖνος δὲν ἐζήτησε ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ τὴν Ἐκκλησία οὔτε μία δεκάρα, ἐν τούτοις οἱ ἰθύνοντες τὸν κατέτρεχαν καὶ ἔβαζαν καὶ τοὺς τρισάθλιους δημοσιογράφους τοῦ κίτρινου τύπου νὰ τὸν διασύρουν, ἐφαρμοζομένων τῶν Γραφικῶν χωρίων :
«…ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ’ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; » (Β΄ Κορινθίους 11, 26-29)
«…μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,… » (Ἑβραίους 11, 25),
ὅπως καὶ ἔχουμε ἀναπτύξει σὲ διάφορα περιοδικά μας, ὡς π.χ.
τεῦχος 39, σελ. 67-75
(http://www.fotgrammi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id)
τεῦχος 44, σελ. 1-9,
τεῦχος 49, σελ. 37-49
(http://www.fotgrammi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id) κ.λπ.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀργυρώνητοι καὶ ἰδιοτελέστατοι δημοσιογράφοι, ἀδίστακτοι καὶ πανοῦργοι φασίστες, ποὺ τὸ παίζουν δημοκράτες καὶ σοσιαλιστὲς, ἐνορχηστρωμένα ἐλασπολογοῦσαν καὶ διέσυραν ἀφαντάστως τὸν θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο ὡς «Χομενιί», ὡς «καθυστερημένο», ὡς «ὀπισθοδρομικό», «φασίστα», «ἐθνικιστή», «ναζιστή» καὶ πληθώρα ἄλλων φρικτῶν χαρακτηρισμῶν…
13. Ἐὰν εἶχαν ἴχνος εὐσυνειδησίας, ἤθους, ἀρετῆς οἱ ἰθύνοντες τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρότειναν τὸν θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο νὰ βραβευθῇ κυρίως γιὰ τὸ κοινωνικό του ἔργο καὶ εἰδικώτερα, διότι κατώρθωσε νὰ ἐκπολιτίσῃ καὶ νὰ μετατρέψῃ τοὺς ρέποντες πρὸς τὴν ἐγκληματικότητα ΡΟΜΑ σὲ πρότυπα τῆς πολιτείας καὶ τῆς κοινωνίας, γιὰ νὰ ἔπαιρνε τὸ βραβεῖο Νόμπελ.
Ἀξίζει ἡ τιμὴ αὐτὴ νὰ τοῦ ἀποδοθῇ, ἔστω καὶ τώρα. Τὸ ἔργο του πρέπει νὰ συμπληρωθῇ μὲ ἐκπαίδευσι διδασκάλων καὶ ἱερέων, ποὺ θέλουν νὰ ἐκπαιδεύσουν καὶ καθοδηγοῦν τοὺς ΡΟΜΑ.
14. Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα, μήπως οἱ ἰθύνοντες τῆς πολιτείας καλύπτουν μερικὰ κοινωνικὰ φαινόμενα καὶ πληγὲς καὶ τὰ ὑποθάλπουν, γιὰ νὰ τὰ ἀνασύρουν ἐν καιρῷ, γιὰ νὰ ἀποπροσανατολίζουν τὴν κοινωνία ἀπὸ πληθώρα ἄλλων καυτῶν κοινωνικῶν, ἐθνικῶν καὶ οἰκονομικῶν προβλημάτων καὶ νὰ διευκολύνουν πονηρὰ σχέδια τῶν καταχθονίων σκοτεινῶν δυνάμεων ;
Π.χ. ἐν προκειμένῳ νὰ πετύχουν νὰ ὑπερψηφισθῇ ἀκωλύτως καὶ ὁ ἀντιχριστιανικὸς - ἀντιρατσιστικὸς νόμος - τὰ σχέδια τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ βάζουν στὰ νεογέννητα τὰ τσιπς, γιὰ νὰ δύνανται νὰ μᾶς ἐντοπίζουν και κατευθύνουν ἀνὰ πᾶσα στιγμή.
Οἱ ἰθύνοντες καυχῶνται ὅτι τὸ Νομοσχέδιο τὸ ἔχουν πρὸ πολλοῦ ἕτοιμο. Καὶ συμπεριλαμβάνουν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀντιχριστιανικῶν καὶ ἀντικοινωνικῶν μέτρων καὶ ἐξέτασι DNA, καὶ σὲ ὅσες γυναῖκες δὲν ἔχουν τὴν πολυτέλεια νὰ γεννήσουν σὲ κλινικὲς καὶ γεννοῦν στὰ χωράφια, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, ὡς ἀγρότισσες ἢ τσοπάνες. Αὐτὰ τὰ πανάκριβα ἔξοδα γιὰ αὐτὲς τὶς ἐξετάσεις πρέπει νὰ τὰ ἀναλαμβάνῃ τὸ κράτος, γιὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ ἡ πτωχιὰ τσοπάνα νὰ πουλήσῃ ὅλη τὴν στάνη της καὶ ἡ πτωχιὰ ἀγρότισσα νὰ πουλήσῃ γιὰ πινάκιο φακῆς τὰ χωράφια της καὶ τὸ σπίτι της, γιὰ νὰ πληρώνωνται αὐτὲς οἱ πανάκριβες ἐξετάσεις.
15. Μήπως καὶ αὐτὸν τὸν ἀνεγκέφαλο, ποὺ διέπραξε τὸ στυγερότατο ἔγκλημα ἐναντίον τοῦ ἀριστεροῦ ὀργανοπαίκτη, τὸν ἔβαλαν ἀρχικῶς στὸ Κ.Κ.Ε. καὶ μετὰ στὴν ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ καὶ τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν βγάλουν ὡς διανοητικῶς ἀνάπηρο, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν προβοκάτσια καὶ νὰ περάσουν τὸν ἀντιρατσιστικὸ νόμο ἀκωλύτως ; ; ;
16. Μήπως καὶ τοὺς 500 γνωστοὺς ἄγνωστους τοὺς ὑποθάλπουν οἱ διάφορες ὑπηρεσίες, γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν κατὰ βούλησι ἀναλόγως τῶν περιστάσεων ;
Μᾶς εἶναι τελείως ἀδιανόητον νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀντιμετωπίζουν 35 ὁλόκληρα χρόνια αὐτοὺς τοὺς γνωστοὺς ἄγνωστους, γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν ἑκάστοτε στὴν ἀναστάτωσι τῆς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς ἐπιβάλλει ἡ ἑκάστοτε κυβερνώσα κλίκα.
17. Δεκάδες χιλιάδες νουνεχεῖς Ἕλληνες πιστεύουν ἀπολύτως ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ «παρατράγουδα» εἶναι καθαρὲς σκηνοθεσίες τῶν πανούργων ἰθυνόντων, γιὰ νὰ ἀποπροσανατολίζουν τὸν λαὸ καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὰ καταχθόνια σατανικὰ σχέδια τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, τὶς ὁποῖες ὑπηρετοῦν.
18. Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ ἀφυπνισθοῦν ὅλοι καὶ νὰ ἀντιδράσουμε ἐγκαίρως καὶ εὐκαίρως προτοῦ αὔριο θὰ εἶναι πάρα πολὺ ἀργά, δηλαδὴ «ζήτω ποὺ καήκαμε» ! ! !
19. Παρακαλοῦνται τὰ Μ.Μ.Ε., ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα, νὰ συμβάλλουν στὴν σωτηρία τοῦ τόπου καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὶς ρίζες μας, γιὰ νὰ δυνηθοῦμε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀφόρητη αὐτὴ κατάστασι, ποὺ μᾶς ὁδήγησαν οἱ ἰθύνοντες.
20. Ὅλοι οἱ κοινωνικοὶ θεσμοὶ ἔχουν ἀνάγκη νὰ ὑπηρετοῦνται ἀπὸ ἱκανούς, ἐλευθερόφρονες καὶ ἀνεξάρτητους ἀνθρώπους καὶ φιλανθρώπους ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, στην ΕΛΛΑΔΑ, ποὺ πρέπει νὰ βρῇ τοὺς θεσμούς, ποὺ ἀποβάλλουν τὴν διαίρεσι καὶ τὴν διχόνοια καὶ ἀνυψώνουν τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν θελησι ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΜΑΣ …
22.ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΟΤΕ ΠΩΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΑΝ ΤΟ ΑΓΡΟΙΚΟΝ ΛΑΤΙΟ. ΙΔΟΥ Η ΝΕΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ.ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. ΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΟΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΑΣ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙΝ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ…ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΑΣ...
Ἔγινε καὶ αὐτό! Ἡ Δημοκρατία τῆς Σλοβακίας μέσα στὰ πλαίσια τῶν 17 κρατῶν τοῦ εὐρώ (Eurogroup) ἀποφάσισε νὰ ἐκδώσει ἀναμνηστικὸ νόμισμα τῶν 2 εὐρὼ μὲ παράσταση τῶν δύο Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ποὺ τιμῶνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἅγιοι καὶ μάλιστα ἰσαπόστολοι. Στὴν παράσταση οἱ δύο μορφὲς θὰ εἰκονίζονταν μὲ φωτοστέφανο, σύμβολο τῆς ἁγιότητός τους, κρατώντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ ἀπόφαση ὑποβλήθηκε, σύμφωνα μὲ τὴ νόμιμη διαδικασία, πρὸς ἔγκριση ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ὡστόσο ἡ Ἐπιτροπὴ γνωστοποίησε στὴ Σλοβακικὴ Κυβέρνηση ὅτι «ὁρισμένα κράτη ἀντιτίθενται στὸ νόμισμα λόγῳ θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» καὶ ζήτησαν νὰ ἀπαλειφθοῦν τὰ φωτοστέφανα τῶν δύο Ἁγίων. Γιὰ τὸν Σταυρὸ μὲ τὶς δύο ὁριζόντιες κεραῖες δὲν ὑπῆρχε ἀντίθεση, διότι ἤδη ὑπάρχει στὰ κοινὰ κέρματα τῆς Σλοβακίας τοῦ ἑνὸς καὶ τῶν δύο εὐρώ. Ὡστόσο ἡ ἀντίδραση φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν ἐξίσου ἰσχυρὴ ἀπὸ ὅλα τὰ κράτη – μέλη τοῦ Eurogroup. Τὸ θλιβερὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ ἀντίδραση προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Γαλλίας καὶ δυστυχῶς τῆς... Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος! Καὶ ἡ μὲν Γαλλία, ἕνα κράτος ποὺ διεχώρισε τὶς σχέσεις του μὲ τὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ καὶ παραπαίει συνεχῶς, εἶχε κάποια δικαιολογία. Οἱ ἐκπρόσωποι ὅμως τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας τὸ Σύνταγμα ἀρχίζει μὲ τὴ φράση «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος»· τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας οἱ δύο ἱεραπόστολοι καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ὑπῆρξαν παιδιά, τῆς χώρας τῆς ποτισμένης μὲ αἵματα χιλιάδων μαρτύρων, τῆς χώρας τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἁγίων μὲ τὰ μυροβλύζοντα καὶ θαυματουργοῦντα λείψανα, τῆς χώρας τοῦ θαύματος τῶν Βαλκανικῶν πολέμων καὶ τοῦ ἔπους τοῦ 1940, πῶς ἀποστασιοποιοῦνται ἀπὸ τὸ πιστεύω τους; Διότι ἡ ἄρνηση προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐκπρόσωπό μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἐπιτροπὴ καὶ τοὺς συνεργάτες της, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕναν ὑπουργὸ τῆς σημερινῆς Κυβερνήσεως καὶ δύο βουλευτὲς τοῦ κόμματος τῆς ἀξιωματικῆς ἀντιπολιτεύσεως (Βλ. περιοδικὸ «Κοινωνία», τεῦχ. 2/2013, σελ. 106-107). Δυστυχῶς στὶς ἀντιχριστιανικὲς διακηρύξεις καὶ κινήσεις Ἑλλήνων βουλευτῶν τῶν τελευταίων ἐτῶν προστίθεται καὶ ἡ ἀνωτέρω θλιβερὴ προσπάθεια. Πάντως ἡ Σλοβακία ἐπέμεινε στὴν ἀπόφασή της καὶ ἐξέδωσε ἤδη 1 ἑκατομμύριο κέρματα μὲ τὰ χριστιανικὰ σύμβολα πρὸς ἐντροπὴν τῶν ἀναξίων ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος!...
ΠΗΓΗ: Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ». Τεῦχ. 2078.
1. Βιογραφικά του Χρυσοστόμου
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των μεγάλων πατέρων, που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας.
Είναι, αναμφισβήτητα, ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των βυζαντινών –ιδίως των πρώτων– χρόνων και ο κατ' εξοχήν πνευματικός ηγέτης της χριστιανικής κοινωνίας. Και όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί η μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων παρουσιάζει τον Χρυσόστομο ως τον κορυφαίον μεταξύ των θεωρητικών Πατέρων της Εκκλησίας, επικεφαλής των οποίων είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά εν πολλοίς και αυτού του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπερέχει όλων δια την κοινωνικήν του δράση.
Αλλ' επειδή ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα προβλήματα του ανθρώπου και όχι τόσο με τα θεωρητικά προβλήματα της εποχής του, τα οποία βεβαίως και εγνώριζε καλά, και επειδή ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής του ήταν η εξύψωση της ηθικής ζωής και η ανάδειξη των πνευματικών δυνάμεων των χριστιανών με το προσωπικόν του παράδειγμα και με τον λόγον του, γι' αυτό εμφανίζεται στην ιστορία της Εκκλησίας με το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του αγωνιστή της έμπρακτης χριστιανικής ηθικής ζωής και του μάρτυρος της χριστιανικής αγάπης.
Ο Χρυσόστομος αισθάνεται έντονη την προστασία της θείας Πρόνοιας, η οποία με καταφανή τρόπο καθοδηγούσε τα διαβήματά του στην πορεία της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεώς του. Και ο ίδιος ομολογούσε την εύνοια αυτή της θείας Πρόνοιας και την έβλεπε ολοκάθαρα να προσδιορίζει την προσωπική ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, όπως συμβαίνει με όλες εκείνες τις μεγάλες προσωπικότητες, που η θεία Πρόνοια προορίζει να γίνουν όργανά της. Αυτή η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε ευνοϊκές συνθήκες και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να λάβει την καλύτερη για την εποχή του μόρφωση.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές, ο Χρυσόστομος, γόνος αριστοκρατικής και διαπρεπούς οικογενείας, λόγω γεννήσεως και μορφώσεως ανήκε στο πνευματικό ελληνικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ των ετών 344-354 ίσως το 350-351 –κατά την τελευταία άποψη του αείμνηστου καθηγητού της Πατρολογίας Παν. Χρήστου- από γονείς ευσεβείς, και ανατράφηκε μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον που του παρείχε η θαλπωρή της οικογενείας του και ιδιαίτερα της μητέρας του Ανθούσας, από την οποία έλαβε το λεπτό πνεύμα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα. Αναφερόμενος αργότερα για την οικογένειά του ο Χρυσόστομος έλεγε «ο εμός πατήρ και ο πάππος και ο επίπαππος σφόδρα ευσεβείς και σπουδαίοι ετύγχανον όντες».
Κατά ταύτα όλη η οικογένειά του απέπνεε το πνευματικό άρωμα της ευσεβείας και μέσα σ' αυτό ανατράφηκε πνευματικά από τα παιδικά του χρόνια με φρόνηση και σοβαρότητα, γεγονός που προμήνυε πόσο μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα θα ανεδεικνύετο. Βέβαια την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η ευσεβεστάτη και σεμνή μητέρα του Ανθούσα και η θεία του, από πατέρα, Σαβιανή, αφού ο πατέρας του Σεκούνδος, ανώτερος αξιωματικός του στρατού απέθανε ολίγον μετά την γέννησή του και για την μόρφωσή του δεν φείσθηκε θυσιών, κόπων και χρημάτων.
Η μητέρα του με την εξασφάλιση των μέσων για την παροχή κάθε δυνατής μορφώσεως του υιού της αποδείχθηκε όχι μόνο μεγάλη τροφός αλλά και καταπληκτική παιδαγωγός. Αυτή, χήρα, μόλις είκοσι χρονών, αφοσιώθηκε αποκλειστικά και ολόψυχα στην ανατροφή του Ιωάννη και στη φροντίδα να εξασφαλίσει κάθε εκπαίδευση για να γίνει μια συγκροτημένη και τέλεια προσωπικότητα. Αυτή με την άγια ζωή της αλλά και με τις συνετές συμβουλές της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολύπλευρης παιδείας. Αυτή κατέβαλε στην ψυχή του νεαρού Ιωάννη τα πρώτα σπέρματα της ευαγγελικής αληθείας και τον έστρεψε από μικρό προς την τέλεια και απόλυτη χριστιανική ζωή. Θα ήταν δυνατόν να είχε λεχθεί και για τη μητέρα του Ανθούσα ό,τι είχε ειπεί ο Γρηγόριος Θεολόγος για την μητέρα του Μ. Βασιλείου, την Εμμέλεια «τ ούτο εν γυναιξί ώφθη η Ανθούσα όπερ παρ' ανδράσιν ο Ιωάννης». Με ανάλογο θαυμασμό είχε εκφρασθεί και ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος με αφορμή τη μητέρα του Χρυσοστόμου για τις χριστιανές γυναίκες γενικότερα· «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες εισίν».
Όμως η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε, εκτός από την αρίστη ανατροφή από τη μητέρα του Ανθούσα, και εξαιρετική μόρφωση από διαπρεπέστερους διδασκάλους και ρήτορες της εποχής του. Εφοίτησε στην ονομαστική ρητορική σχολή των περίφημων εθνικών ρητόρων του Ανδραγαθίου και του Λιβανίου από τους οποίους διδάχθηκε τους θησαυρούς των γνώσεων της κλασικής αρχαιότητος. Ο Λιβάνιος μάλιστα όταν ερωτήθηκε ποιον θα άφηνε διάδοχόν του στη Σχολή, απάντησε ότι προόριζε τον Ιωάννη εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί. Βέβαια τον Ιωάννη δε τον εσύλησαν οι Χριστιανοί, γιατί ο ίδιος από μόνος του και εκούσια έγινε χριστιανός ή όπως είχε ειπεί για κάθε ανθρώπινη ψυχή ο Τερτυλλιανός, ο Ιωάννης ήταν ψυχή χριστιανική από τη φύση της «anima naturaliter christiana».
Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρακολούθησε τους διακεκριμένους διδασκάλους της Θεολογικής Σχολής της Αντιοχείας –του περίφημου «Ασκητηρίου»–, τον Καρτέριον και τον ευσεβή και ασκητικόν Διόδωρον, τον οποίον, θαυμάζοντας έλεγε «τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ᾿ ετέρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λαού προσκαρτερών».
Εκτός όμως των διδασκάλων του, μεγάλη επίδραση στη διάπλαση της θρησκευτικής διαθέσεως και του χαρακτήρος του άσκησε και ο γηραιός επίσκοπος Αντιοχείας, Άγιος Μελέτιος, για τον οποίο ο Χρυσόστομος έλεγε ότι η θέα και μόνο της όψεώς του εγοήτευε τους πάντας και τους προσείλκυε στην αρετή. Είναι γεγονός ότι ο Άγιος Μελέτιος «ηράσθη της ευφυΐας και του κάλλους της καρδίας του Ιωάννου», τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372).
Η φοίτηση του Χρυσοστόμου κοντά σε τόσο διαπρεπείς διδασκάλους είχε ως αποτέλεσμα να λάβει ευρεία και λαμπρά μόρφωση και από ενωρίς να δείξει τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του. Χωρίς να είναι διανοούμενος ή φιλόσοφος ανεδείχθη σε έναν κλασικό ρήτορα ή ομιλητή με την έννοια περισσότερον του διδασκάλου της ηθικής αγωγής. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα από τη γλώσσα και το ύφος του. Στη ρητορική δεξιοτεχνία του ύφους του άνετα μπορεί να συγκριθεί με τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, τον Δημοσθένη, και τους Ξενοφώντα και Πλάτωνα. Και παρ᾿ ότι παρέμεινε Έλληνας στην παιδεία, δεν συγκινήθηκε από την ελληνική φιλοσοφία και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτήν. Πάντως η επίδραση των κλασικών σπουδών στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία του σε όλα τα έργα του –ιδίως τα πρώτα– είναι έντονη.
Ο Χρυσόστομος μετά την αποφοίτηση από τις κοσμικές σπουδές στις ανώτερες σχολές, για ένα ελάχιστο χρόνο –ίσως ολίγους μόνον μήνες– άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου ή ρητοροδιδασκάλου, κάτι που είχε συμβεί και με άλλους μεγάλους πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο κ.λπ.). Αλλά το δικηγορικό έργο, ως επάγγελμα, περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) εκτός άλλων την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων και των συμφερόντων του πελάτου, που δεν είναι πάντοτε σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές του ασκούντος αυτό. Γι᾿ αυτό και ο Χρυσόστομος, τονίζοντας τις αρνητικές περιπτώσεις και πλευρές, χαρακτηρίζει το επάγγελμα «μεστόν πονηρίας και δολιότητος» και εγκαίρως διαπιστώνει ότι το δικηγορικόν επάγγελμα δεν τον ικανοποιεί και ότι αυτός δεν είχε γεννηθεί να γίνει δικηγόρος.
Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ είχε όλα τα μέσα και τις προϋποθέσεις να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη και ευρύτερη μόρφωση, να έχει δόξες και τιμές στον κόσμο, αυτός έδειξε πλήρη αποστροφή προς τα εγκόσμια. Είναι ανόητο, έλεγε, να κυνηγά κανείς σκιές, όπως είναι ο πλούτος, η δύναμη, οι ηδονές· «το γαρ σκιάς διώκειν μαινομένου εστίν».
Αρεσκόμενος στο μονήρη και ασκητικό βίο μετά το βάπτισμά του αφοσιώνεται αποκλειστικά στα θεία και γίνεται νέος άνθρωπος, όπως λέγει ο βιογράφος του Παλλάδιος. Από τότε δεν εξεστόμισε ποτέ κακόν λόγον ή κατάρα ή αστειότητα και ποτέ δεν ορκίσθηκε και δεν ψεύσθηκε. Στη μόνωση βρήκε αυτό που ζητούσε· η μόνωση προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αυτοεξέτασης, προσευχής, που υψώνουν τον άνθρωπο στις σφαίρες του υπερφυσικού.
Σύνθημα της ζωής του ήταν το θαυμάσιον λόγιον· «έ χου των πνευματικών, υπερόρα των βιοτικών».
Ανάλογη είναι και η διατύπωση του Μ. Βασιλείου στην Ομιλία του «Εις το Πρόσεχε σεαυτώ»· «υ περόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου». Αλλά ο Χρυσόστομος το θέμα της ματαιότητος και παροδικότητος της παρούσης ζωής ανέπτυξε με περισσή χάρη και δύναμη στις θαυμάσιές του ομιλίες «Προς Ευτρόπιον», όπου χαρακτηριστικά τονίζει ότι πρέπει «και στους τοίχους και στα ενδύματα και στην αγορά και στις οικίες και στους δρόμους και στις θύρες και στις εισόδους και προ πάντων στη συνείδηση και καρδιά συνεχώς πρέπει να γράφωμεν και συνέχεια να μελετούμε πάντοτε το ρητό “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”».
Τον Χρυσόστομο ενδιαφέρει κυρίως το έργο της πνευματικής ζωής και αναπτύξεως των ανθρώπων, η κυρίως μόρφωση των ψυχών, και επειδή έχει τη γνώμη ότι η θεωρία και η πράξη όχι μόνο δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους αλλά να συμπίπτουν, γι᾿ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη –όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες– της απομακρύνσεως εκ του κόσμου, της μονώσεως και της ασκήσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης πνευματική ολοκλήρωση και η πνευματική ελευθερία με την κυριαρχία του πνεύματος επί του σώματος.
Συνέπεια αυτών των απόψεών του ήταν η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Τούτο έγινε μετά τον θάνατο της προσφιλούς μητέρας του το 374. Και τούτο γιατί η μητέρα του μόλις αντελήφθη ότι ο Ιωάννης εσχεδίαζε να φύγει στην έρημο, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κλίνη όπου τον εγέννησε και με δάκρυα στα μάτια, αλλά με την ίδια στοργή και τρυφερότητα που γνώριζε, του υπενθύμισε όλα εκείνα –και ήταν πάρα πολλά– που στερήθηκε με τη χηρεία της για χάρη του. «Τον παρακάλεσε να μην τη ρίξει τώρα με τη δική του φυγή σε δεύτερη χηρεία, εγκαταλείποντάς την, αλλά να περιμένει λίγο, γιατί το τέλος της δεν είναι μακριά». «Άλλωστε, του είπε, στους νέους υπάρχει πάντα ο χρόνος και η ελπίδα να φθάσουν εκεί που θέλουν.
Όταν με παραδώσεις στη γη και με θάψεις κοντά στον πατέρα σου, του είπε, τότε “κάνε μακρινές αποδημίες και ταξίδευσε σε οποιαδήποτε θάλασσα θέλεις, χωρίς κανένας να σε εμποδίσει”. Όσο καιρό όμως αναπνέω ακόμη, κάνε υπομονή και μείνε μαζί μου... Πρόσεξε, του είπε, γιατί εγώ φρόντισα να μη σου λείψει τίποτε, να είσαι απερίσπαστος από βιοτικές ανάγκες και αμέριμνος από όλα τα αναγκαία για να μπορέσεις (εσύ) να συνεχίσεις το ιερό έργο σου. Και να ξέρεις, του πρόσθεσε, κανείς δεν σε αγαπά πιο πολύ από μένα τη μητέρα που σε γέννησε... Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον γι᾿ αυτό μείνε όσο ακόμη ζω κοντά μου.. .».
Ασφαλώς τα λόγια της μητέρας νίκησαν την σκέψη και θέληση του υιού της Ιωάννη και υπερίσχυσε η αγάπη του για εκείνην. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης ανέβαλε –δεν ματαίωσε– τον σκοπό του μένοντας κοντά της και ζώντας ως υπάκουος υιός στο σπίτι μαζί με τη μητέρα του, στην Αντιόχεια.
Τότε ανεχώρησε στα ιερά ησυχαστήρια - ασκητήρια, που δεν ήταν πολύ μακριά έξω από την Αντιόχεια και τα οποία «ώσπερ λαμπτήρες εισίν αφ᾿ υψηλού τοις πόρρωθεν επιβαίνουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι και προς γαλήνην την αυτών άπαντας έλκοντας, ουκ εώντες εν σκότω διάγειν τους εκεί βλέποντας». Τότε ο Χρυσόστομος και μετά από παρότρυνση φίλων του αναφερόμενος στον μοναχικόν βίον, έγραψε τις θαυμάσιες πραγματείες περί ασκητισμού, στις οποίες ετόνιζε ότι σκοπός του είναι η τελείωση του ανθρώπου στην κατά Θεόν ζωή, η οποία δεν ήταν εύκολον και δυνατόν να επιτευχθεί μέσα στη γεμάτη από πειρασμούς και φαυλότητα κοινωνία. Σχετικά λέγει· «Θα ευχόμουν η κοινωνία να ήταν καλή για να μη χρειάζεται να τρέχουν στις ερήμους όσοι ζουν μέσα σ᾿ αυτή· και ούτε οι ασκητές που ζουν στις ερημίες να έρχονται για να ζήσουν σ᾿ αυτή».
Πρόθεσή του δεν ήταν να προτρέψει τους ανθρώπους να αποσυρθούν σωματικά από τον κόσμο, εγκαταλείποντας τις πόλεις τους, αλλά να αναμορφώσει τη ζωή της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών, σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου· γι᾿ αυτό, άλλωστε, και έγινε ποιμήν, διδάσκαλος και ιεροκήρυκας.
Γιατί πράγματι μέσα στην κοινωνία δεν κατόρθωσαν οι διακηρύσσοντες την κοινωνική αλλαγή με τα υλικοτεχνικά μέσα, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, να φέρουν την ευημερία των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι κάθε ημέρα αυξάνει η αδικία, η εκμετάλλευση και η διαφθορά, ο εκφυλισμός και η πολυτέλεια με τις ποικίλες απολαύσεις, οι συνεχείς ανταγωνισμοί, τα μίση και οι πόλεμοι. Κατά συνέπεια κανείς απ᾿ αυτούς δεν θεωρεί ότι οι θλίψεις, οι στερήσεις και ο πόνος της καθημερινής ζωής έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη ισχυρής βουλήσεως και ακεραίου χαρακτήρα. Μόνο με κόπους πολλούς, στερήσεις και επίμονες ασκήσεις μπορεί ο πιστός να γίνει κύριος των αδυναμιών του σώματός του και όχι με την εύκολη, και γεμάτη ανέσεων και απολαύσεων ζωή, λέγει ο Χρυσόστομος.
Άλλωστε, ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση ως αυτοσκοπό και ούτε απέβλεπε με αυτήν αποκλειστικά στην ατομική τελείωση. Αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση ως ευκαιρία κατάλληλη για την αναμόρφωση της κοινωνίας και της σωτηρίας των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την λοιπή πνευματική ζωή.
Η ασκητική ζωή, βεβαίως, έδιδε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο για πιο άνετη επικοινωνία με τον Θεό δια της προσευχής. Ο Χρυσόστομος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της μονώσεως· ζούσε συνεχώς προσευχόμενος. Η προσευχή είναι ρίζα συγχρόνως και τροφή της πνευματικής ζωής και αν στερήσεις, έλεγε, τον εαυτό σου της προσευχής είναι ωσάν να βγάζεις το ψάρι από το νερό και περιμένεις να ζήσει· «ώσπερ γαρ εκείνω ζωή το ύδωρ, ούτω σοι προσευχή». Είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς την προσευχή· «αμήχανον άνευ προσευχής αρετή συζήν και μετά ταύτης πορεύεσθαι τον βίον». Η πείρα και η μαρτυρία των προσευχομένων δείχνει ότι δεν υπάρχει στον κόσμο ισχυρότερο πράγμα από την προσευχή· «ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδ᾿ ίσον». Αυτή κάνει τους ανθρώπους «ναούς του Χριστού»· αυτή είναι το ύψιστον αγαθόν· «παντός αγαθού κεφάλαιον και σωτηρίας και ζωής αιωνίου πρόξενος». Γι᾿ αυτό και συνιστούσε στους άλλους συνεχώς να προσεύχονται· «καν εν βαλανείω ης, εύχου, καν εν οδώ καν επί κλίνης, όπου εάν ης εύχο υ». Γιατί έτσι θα αισθάνονται τους εαυτούς τους ευτυχείς και μακαρίους «επί τη του Θεού λατρεία».
Παράλληλα με τη συνεχή προσευχή η άσκηση έδιδε στον Χρυσόστομο την κατάλληλη ευκαιρία και για συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, η οποία κρατεί την ψυχή σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ο Χρυσόστομος θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών στην κοινωνία και καθημερινή ζωή των ανθρώπων «το μη ειδέναι τας Γραφάς». Η μελέτη της Αγίας Γραφής ήταν το καταφύγιόν του σε όλες τις δοκιμασίες της πολυτάραχης ζωής του και σ᾿ αυτήν και μόνον εύρισκε γαλήνη και ανακούφιση.
Συνιστούσε στους πιστούς την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ακόμη και αν πολλές φορές δεν είναι απόλυτα κατανοητό το αληθινό νόημά της. Με την συνεχή ανάγνωση των Αγίων Γραφών ο Χρυσόστομος απέκτησε τέτοια οικειότητα με το περιεχόμενό τους και τόσο βαθειά τις κατανόησε, ώστε, κατά κοινή ομολογία, να γίνει ο επιδεξιότερος και ικανότερος ερμηνευτής τους, αφού συνέγραψε τα πολυαριθμότερα, περίπου 700 Ομιλίες, και ασύγκριτα σε κάλλος και δύναμη ερμηνευτικά υπομνήματα καθώς και άλλα έργα του.
Ο Χρυσόστομος έζησε επί εξαετία και πλέον ως ασκητής και αναχωρητής στα Μοναστήρια και ασκητήρια με συνεχή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής και προ πάντων με στερήσεις και σκληραγωγία κοντά σε διασήμους για την εποχή του ασκητές.
Εκεί εσχεδίαζε τη δράση του ως αναμορφωτού των ψυχών, προετοίμαζε τον εαυτόν του για την μεγάλη του αποστολή στον κόσμο και ελάμβανε την απόφασή του για τους αγώνες της πνευματικής δράσεώς του στην κοινωνία. Και βεβαίως εγνώριζε καλά ότι κάθε πνευματική δράση στην κοινωνία θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε και την ανάλογη αντίδραση του κόσμου. Την δράση αυτή επεχείρησε με την ανάληψη του έργου που θέλησε να πραγματοποιήσει μέσα στην Εκκλησία και την κοινωνία με την χάρη και την ευλογία της.
Γι᾿ αυτό και όταν επέστρεψε στον κόσμο, στην Αντιόχεια, μετά την άσκησή του στην ερημία, χειροτονήθηκε διάκονος (381) από τον επίσκοπο της πόλεως Μελέτιον, τον οποίον και βοηθούσε στα ποιμαντορικά καθήκοντα. Ως απλός διάκονος ο Χρυσόστομος παρέμεινε για μία εξαετία και στο διάστημα αυτό επεδόθη στη συγγραφή αξιολόγων πραγματειών (όπως περί Παρθενίας κ.ά.) και στο διδακτικό έργο.
Το 386 χειροτονήθηκε ως πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό και ως πρεσβύτερος τότε, στην πρώτη ομιλία του από άμβωνος, εκφράζει το δέος του να προσεγγίσει την Αγία Τράπεζα και, όπως λέγει, του φαίνεται απίστευτον, μειρακίσκος αυτός να ομιλεί ενώπιον του εκκλησιάσματος. Όμως το εκκλησίασμα αυτό διεπίστωνε πόσον σπουδαίον και υπέροχον ρήτορα είχε έμπροσθέν του και με βαθειά ικανοποίηση έβλεπε τα μεγάλα δείγματα των εκπληκτικών ικανοτήτων του. Ίσως όμως και ο ίδιος ο Χρυσόστομος να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το εξαιρετικό χάρισμα της ευγλωττίας με το οποίο η θεία Πρόνοια τον επροίκισε. Γιατί ήταν γεννημένος ρήτορας και από την αρχή κατεγοήτευε το ακροατήριό του με την ευφράδεια και τη δύναμη του λόγου του.
Έτσι από τότε και επί μία δωδεκαετία περίπου ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και επί άλλα έξι ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκήρυττε συνεχώς· μερικές φορές δυο και τρεις φορές την ημέρα· «εβουλόμην, έλεγε, και εν νυκτί τούτο ποιείν και ως μυρία σχισθέντα παραγίνεσθαι υμίν και διαλέγεσθαι». Η ψυχή του ήταν κυριευμένη από το πάθος να κηρύττει τον λόγο του Θεού· προς τούτο περιήρχετο όλους τους ναούς της πόλεως.
Το κήρυγμά του διεκρίνετο για την αμεσότητα και την πειστικότητά του γι᾿ αυτό και ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο να επιδράσει στα άτομα και στην κοινωνία. Από τα κηρύγματά του αυτά και τις εκφωνηθείσες ομιλίες του προέρχονται τα ογκώδη και πολυάριθμα ερμηνευτικά έργα του στα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Ο Χρυσόστομος είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι λειτουργοί και όργανα του Χριστού επί της γης. Ειδικότερα για την αποστολή του κληρικού θαυμάσια είναι τα όσα αναφέρει στο υπέροχο έργο του «Περί Ιερωσύνης».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια συγκλονιστικά γεγονότα συνετάραξαν την πόλη. Εξεγέρθηκαν Αντιοχείς εναντίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β´, εξ αιτίας της επιβολής σκληρών φόρων και προέβησαν σε βιοπραγίες εναντίον των αρχών. Μάλιστα έσπασαν τους ανδριάντας - αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογενείας του (του αδελφού του, της συζύγου του Φλακίλλης και των δύο τέκνων του). Η είδηση της καταστροφής τους έφθασε αμέσως στον αυτοκράτορα, ο οποίος αισθάνθηκε προσβεβλημένος και εξοργίσθηκε τόσο πολύ για την ανόσια πράξη, ώστε αποφάσισε να κατεδαφίσει τελείως την πόλη και να εξολοθρεύσει τους κατοίκους της. Έτσι άρχισαν τις συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι Αντιοχείς πανικοβλήθηκαν και, έντρομοι και απελπισμένοι, πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημίες, όπου ατυχώς βρήκαν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι κατέφυγαν στους ναούς (Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε).
Τότε ήλθε η ώρα του Χρυσοστόμου, η ώρα της Εκκλησίας, η οποία έχει το μοναδικό προνόμιο, όταν στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας οι άλλοι –οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ή μη– σιωπούν ή καιροσκοπούν, αυτή, δια των εκπροσώπων της να διακηρύττει την αλήθεια και μόνο, να βρίσκεται κοντά στο λαό της, να τον παρηγορεί και να του δίνει ελπίδα.
Στην απελπιστική κατάσταση και απόγνωση των κατοίκων της Αντιοχείας εμφανίσθηκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «εις Ανδριάντας» καθ᾿ όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Με αυτούς προσπάθησε, επωφελούμενος της ψυχικής καταστάσεως των κατοίκων, –και τελικά επέτυχε– να εμψυχώσει τους εναπομείναντας πανικόβλητους Αντιοχείς και να τους δώσει ελπίδα, αρχίζοντας τους λόγους του με τη φράση· «Τι είπω και τι λαλήσω; δακρύων ο παρών καιρός, ουχί ρημάτων, θρήνων ουχί λόγων, ευχής ου δημηγορίας. Τις ημίν εβάσκανεν, αγαπητοί; τις ημίν εφθόνησεν; πόθεν η τοσαύτη γέγονε μεταβολή; Ουδέν της πόλεως της ημετέρας σεμνύτερον ην, ουδέν γέγονε ελεεινότερον νυν... ουδέν της πόλεως της ημετέρας πρότερον μακαριώτερον ην, ουδέν ατερπέστερον γέγονε νυν.
Χωρίς πολέμου φυγή, χωρίς μάχης επανάστασις... Σιγή πανταχού φρίκης γέμουσα και ερημία· οι βουνοί λάβετε κοπετόν και τα όρη θρήνον... ου γαρ εστιν ο υβρισθείς ομότιμόν τινα έχων επί της γης· βασιλεύς γαρ εστι, κορυφή και κεφαλή των επί γης ανθρώπων απάντων. Δια τούτο δη προς τον άνω καταφεύγομεν βασιλέα· εκείνον καλέσωμεν εις βοήθειαν...». Με αυτά τα λόγια και με άλλα παρόμοια συνιστούσε την μετάνοια και επιστροφή των Αντιοχέων, οι οποίοι, πράγματι, μεταμελημένοι τώρα, δέχθηκαν το κήρυγμα της μετανοίας και μεταβλήθηκαν· «ο ακόλαστος σώφρων εγένετο, ο θρασύς επιεικέστερος, ο ράθυμος σπουδαίος, οι μηδέποτε εκκλησίαν ιδόντες, αλλ᾿ εις θεάτροις προσεδρεύοντες, εις εκκλησίαν διημερεύουσι νυν».
Παράλληλα ο Χρυσόστομος επενέβη στις Αρχές και με το προσωπικό του κύρος και τους πειστικούς του λόγους επέτυχε να σταματήσουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών και να μην πραγματοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων. Ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (που οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες λόγω του χειμώνος, τα προβλήματα της υγείας του λόγω γήρατος και των οικείων του, η αδελφή του ήταν ετοιμοθάνατη, καθώς και των εορτών του Πάσχα, που επέβαλαν να βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί με την πραότητα που τον διέκρινε και με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να εξευμενίσει τον Αυτοκράτορα και το διάβημά του να επιτύχει. Και ο Χρυσόστομος έλεγε· «Ο Βασιλεύς είναι φιλάνθρωπος, ο Επίσκοπος επιβλητικός, αλλά προ πάντων ο Θεός φιλεύσπλαγχνος».
Η ευχάριστη είδηση έφθασε γρήγορα στους Αντιοχείς και στο άκουσμά της ο λαός πανηγύριζε με απερίγραπτη χαρά ώστε ο Χρυσόστομος σε σχετική ομιλία του να λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, ο την ιεράν ταύτην εορτήν μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής καταξιώσας ημάς επιτελέσαι σήμερον και την κεφαλήν αποδούς τω σώματι και τον ποιμένα τοις προβάτοις...». Έτσι ετελείωσε η μεγάλη εκείνη δοκιμασία των Αντιοχέων κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατάφερε στις δύσκολες εκείνες στιγμές όχι μόνο να τους παρηγορήσει, να ζωντανέψει την πίστη τους στο Χριστό αλλά και να τους αναμορφώσει σε αληθινούς χριστιανούς.
Η δράση του έσωσε την πόλη από βέβαιη καταστροφή· και όπως έλεγε πολύ εύστοχα· «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Φαίνεται όμως ότι η μεταστροφή μερικών δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή, και κράτησε τόσο όσο διαρκούσε ο κίνδυνος για την πόλη και τους κατοίκους της, γιατί ο Χρυσόστομος στη συνέχεια εκφράζει την βαθειά του λύπη θεωρώντας ότι μάταια και άσκοπα ήταν τα κηρύγματά του. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλοι να γίνουν άγιοι, εκλεκτοί του Θεού στον κόσμο.
Για τον Χρυσόστομο η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών ήταν το πολυτιμότερο πράγμα και έδειξε το μεγαλείο της ανδρειωμένης ψυχής του για τους κατοίκους της Αντιοχείας και σε άλλες δύσκολες ανθρώπινες στιγμές. Τέτοιες ήταν συχνά εχθρικές επιδρομές, προβλήματα πείνας (να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας τότε έτρεφε περισσότερους από 3.000 αναξιοπαθούντες, χήρες, ορφανά, ασθενείς, φυλακισμένους, ηλικιωμένους, ξένους κ.λπ.), αλλά και σεισμών που προκάλεσαν με τις πολλές καταστροφές μεγάλη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους. Και στις περιπτώσεις αυτές ο Χρυσόστομος βρέθηκε –όπως άρμοζε σε Ιεράρχη, πνευματικό ποιμένα– και πάλι κοντά στο λαό· του παραστάθηκε και του πρόσφερε παρηγορία και ελπίδα. Σε κάποια σχετική ομιλία του λέγει· «είδατε Θεού δύναμη, είδατε Θεού φιλανθρωπία; Με τη δύναμή του έσεισε την οικουμένη και με την φιλανθρωπία του πάλι την εστερέωσε... Μα ενώ ο σεισμός πέρασε, ο φόβος μένει. Και ενώ εκείνος ο σάλος έφυγε, η ευλάβεια ας μη φύγει. Κάναμε λιτανείες τρεις ημέρες. Μα ας μη σταματήσουμε τη σπουδή για προσευχή. Γι᾿ αυτό έγινε ο σεισμός. Για τη ραθυμία μας. Εραθυμήσατε και ήλθε ο σεισμός...».
Ο ιερός πατήρ αντιμετώπισε με την ίδια επιτυχία και τους εχθρούς της πίστεως, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, διαφωτίζοντας το ποίμνιο για το οποίο έτρεφε απεριόριστη και έμπρακτη αγάπη.
Η φήμη του φλογερού αυτού πρεσβυτέρου, του Ιωάννου, είχε γίνει γνωστή όχι μόνο στην περιοχή της Αντιόχειας αλλά και σ᾿ όλα τα μέρη της Ανατολής και Δύσεως, παντού, σ᾿ όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και όταν απέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο λαός, αναγνωρίζοντας τις πασίγνωστες ικανότητες και το αδαμάντινον ήθος του, απέβλεψε προς αυτόν «τον επιστήμονα της ιερωσύνης», όπως λέγει ο βιογράφος του. Αλλ᾿ επειδή εγνώριζαν ότι ο Χρυσόστομος δεν θα εδέχετο να ανέλθει στον κενό πατριαρχικό θρόνο και θα απεποιείτο το αξίωμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα τέχνασμα με το οποίο πείσθηκε ο Χρυσόστομος να οδηγηθεί έξω της πόλεως, απ᾿ όπου απήχθηκε, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε ο λαός να γνωρίζει πού θα οδηγείτο.
2. Άνοδος του Χρυσοστόμου στον πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως
Συγκεκριμένα, ο Έπαρχος (Διοικητής) της πόλεως Αστέριος παραπλανών τον Χρυσόστομο, τον παρακάλεσε να επισκεφθούν τους τάφους των μαρτύρων έξω από την πόλη και εκεί τον περίμεναν στρατιώτες, οι οποίοι παρά τη θέλησή του τον επιβίβασαν στην άμαξα και τον φυγάδευσαν οδηγώντας τον στην πρωτεύουσα παρά την αντίδρασή του (398). Χειροτονείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο –που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην πρωτεύουσα– και αναγορεύεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «ψηφίσματι κοινώ κλήρου τε και λαού».
Ο Χρυσόστομος παρ´ ότι δεν ήταν ακόμη ψυχικά προετοιμασμένος για ένα τέτοιο υπούργημα, όμως θεώρησε ότι η απροσδόκητη αυτή εξέλιξη των γεγονότων ήταν κατά θεία βούληση γι´ αυτό και αφοσιώθηκε στα νέα του ποιμαντικά καθήκοντα με αποστολικό ζήλο και υποτάχθηκε υπακούοντας στην απαίτηση των αρχόντων και στη φωνή του λαού, που τη θεώρησε θέλημα του Θεού.
Η θέση του ως Πατριάρχη διαφέρει βασικά από εκείνην του πρεσβυτέρου· τώρα αισθάνεται ότι έχει εξουσία αλλά και αποστολή να αγωνισθεί με όλες τις δυνάμεις του και τα μέσα που του δίδει το αξίωμά του τόσο για την κάθαρση των εκκλησιαστικών πραγμάτων όσο και για την αναμόρφωση της κοινωνίας.
Η προσωπική του ζωή όμως δεν άλλαξε· ζούσε ζωή απλή και λιτή με συνεχή προσευχή και μελέτη των Αγίων Γραφών· ζούσε και στη νέα του θέση και πάλι μόνος. Και επειδή ακολουθούσε αυστηρή δίαιτα και απέφευγε τις κοινωνικές σχέσεις, δεν δεχόταν επισκέψεις και ούτε προσκλήσεις σε γεύματα, δόθηκε η εντύπωση ότι ήταν ακοινώνητο άτομο. Η εξωτερική εμφάνισή του δεν ήταν επιβλητική· ήταν βραχύσωμος, λεπτός και αδύνατος, ρυτιδωμένος, σκυθρωπός και μελαγχολικός.
Στην πλούσια και άνετη ζωή του προκατόχου του επέβαλε αυστηρές οικονομίες στις δαπάνες για να εξοικονομηθούν χρήματα προκειμένου να διατεθούν για Νοσοκομεία και άλλους κοινωφελείς σκοπούς. Έτσι άρχισε να πωλεί πολυτελή έπιπλα και άλλα αντικείμενα, που δεν εχρειάζοντο για τον ίδιο.
Η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων έδειξε τα ιδιαίτερα χαρίσματα του Χρυσοστόμου και φανέρωσε την αγωνιστικότητα και δύναμη της ψυχής του. Δεν δίστασε να έλθει αντιμέτωπος με τα πελώρια και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα. Από τη μια η μεγάλη φτώχεια, η δυστυχία και η εξαθλίωση των πολλών και από την άλλη η πολυτέλεια, η χλιδή και η σπατάλη των ολίγων βάθυναν ανάμεσα στους ανθρώπους την αδικία και μεγάλωναν την κοινωνική ανισότητα.
Ο Χρυσόστομος θεώρησε χρέος του αλλά και ιερό καθήκον να αγωνισθεί κατ´ αρχήν για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρίσκονταν σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά.
Έτσι με βαθειά πίστη και μεγάλη συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης της θέσεώς του, με σύνεση και αγάπη προς τον κλήρο και την αποστολή του στην κοινωνία, αποφάσισε να λάβει μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», εναντίον δηλαδή των κληρικών εκείνων που πλούτιζαν από την ιερωσύνη, β) εναντίον των «κολάκων και παρασίτων», εκείνων δηλαδή που έκαναν αναξιοπρεπή ζωή, ζώντας κοσμική ζωή, γ) εναντίον των «κοιλιοδούλων», που ζούσαν αργή ζωή και δ) εναντίον εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους». Ακόμη έλαβε μέτρα για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών.
Ζητούσε την καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος για τους αναξίους ιερείς, διακόνους και μοναχούς· και τους αδιορθώτους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου.
Δεν δίστασε, στη γενικότερη πολιτική της ηθικής καθάρσεως, να απολύσει 13 επισκόπους ως σιμωνιακούς και αναξίους και στη θέση τους να τοποθετήσει ικανούς και ευσεβείς. «Εάν ο κλήρος, το άλας της γης, παρουσίαζε έκλυτο βίο, πως θα ζητούσε από το ποίμνιο να ζει άγιον και κατά Χριστόν βίον», έλεγε.
Με τα μέτρα που έλαβε εξύψωσε το κύρος του κλήρου και αποκατέστησε το γόητρο της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία.
Όπως ο ίδιος έλεγε, δεν αποστρεφόταν τους ελεγχομένους, αλλά μισούσε τις κακές πράξεις· «ταύτα λέγομεν ουχ ίνα πλήξωμεν, αλλ´ ίνα διορθωσώμεθα, ου τους ανθρώπους μισούντες, αλλά την πονηρίαν αποστρεφόμενοι».
Ο έλεγχος στους παρεκτρεπομένους γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση. Στις ενέργειές του διαπνεόταν από βαθειά συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης απέναντι του ποιμνίου.
Γι´ αυτό και δεν δίστασε να επιδείξει την ίδια αυστηρότητα και για το φαύλο και διεφθαρμένο βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών, χωρίς να δέχεται κανέναν συμβιβασμό, η να υπηρετεί κάποια πολιτικότητα και σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπισε και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.
Το καθήκον του ως ποιμενάρχου τον ωθούσε στην επιτέλεση του έργου της αναμορφώσεως της κοινωνίας, ελέγχοντας, άλλοτε με αυστηρότητα και άλλοτε με αγάπη. Έτσι δεν άργησε να συγκρουσθεί και με την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία για τις αδικίες που διέπραττε, τη φιλοχρηματία και τις σπατάλες που έκανε. Στηλίτευσε τη μεγάλη πολυτέλεια, τις ασυλλόγιστες δαπάνες και τις διασκεδάσεις της Αυλής, αλλά και του ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιομανία «την κονίασιν των παρειών και τα ημιαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυραλοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν...» και όλες εκείνες τις ποικίλες επινοήσεις της ανθρωπίνης ματαιοδοξίας.
Την ίδια παρρησία και τόλμη έδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, και πρωθυπουργό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για τη φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις, να δημεύει περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των Ιερών Ναών. Και όμως, όταν εξέπεσε του αξιώματός του και ζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον».
Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του Ποιμενάρχου του, τον οποίον κυριολεκτικά ελάτρευε. Γιατί έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διαπράττονταν προηγουμένως.
Όμως, όπως είναι γνωστόν, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του Χρυσοστόμου και το ανυποχώρητο ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντα, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα –όπως αναμενόταν άλλωστε– να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ο Χρυσόστομος δεν ηδυνήθη να χρησιμοποιήσει και να αξιοποιήσει όλες τις ικανότητές του και τα μοναδικά προσόντα του, γιατί δεν έδειχνε ελαστικότητα και προσαρμοστικότητα προς τους πολιτικούς άρχοντες. Και όπως λέγει ο Παλλάδιος «προκαταλαμβάνει φθόνος τας διανοίας των μισθωτών ποιμένων» και μια πρωτοφανής και κακοήθης πολεμική εξυφαίνεται εναντίον του Χρυσοστόμου, με πρωταγωνιστή τον «λιθομανή και χρυσολάτρη» Θεόφιλο Αλεξανδρείας.
Οι αντίπαλοί του, των οποίων έλεγχε τη φαυλότητα και καυτηρίαζε τις κακίες, όπως ήταν η φιλάργυρη, ματαιόδοξη και δεισιδαίμων αυτοκράτειρα Ευδοξία με τις κυρίες της αυλής, τη Μάρσα, Καστρικία και Ευγραφία, ο Ευτρόπιος, ο σπουδαιότερος και πανίσχυρος πολιτικός άρχων και πολλοί άλλοι άρχοντες και πλούσιοι που συνασπίσθηκαν και δημιούργησαν μία ισχυρότατη αντίδραση.
Σ´ αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι διωχθέντες κληρικοί και επίσκοποι, των οποίων ο διεφθαρμένος βίος προκάλεσε τον έλεγχόν του και για τους οποίους έλεγε ότι «ουδένα δέδοικα ως των επισκόπων, πλην ολίγων».
Όλοι αυτοί μαζί συνεργάσθηκαν και συνωμότησαν για να εξοντώσουν τον Χρυσόστομον. Η αρχική εκτίμηση προς αυτόν και η κοινή αποδοχή μετεβλήθηκαν σε φοβερό μίσος εναντίον του και έτσι άρχισε «η περί τον θεσπέσιον Ιωάννην τραγωδία», όπως εύστοχα χαρακτηρίζει τις δοκιμασίες του Χρυσοστόμου, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.
Οι δυσαρεστημένοι επίσκοποι (Ακάκιος Βεροίας, Αντίοχος Πτολεμαΐδος, Σεβηριανός Γαβάλων και άλλοι) και μη, προσπάθησαν να υπονομεύσουν την ακεραιότητα του ήθους και τη φήμη του Χρυσοστόμου, διαδίδοντας σε βάρος του διάφορες φανταστικές επινοήσεις, όπως ότι ζούσε μόνος για να τρώει πολύ! Ότι δεν φιλοξενούσε και δεν συνέτρωγε με άλλους για να έχει της δικής του επιλογής πρόσωπα μαζί του και το χειρότερο ότι δήθεν δεχόταν κατ´ ιδίαν γυναίκες! Μη αναγνωρίζοντες ότι αυτός ζούσε ασκητική και εγκρατή ζωή από τα πρώτα χρόνια της ζωής του και ότι είχε νεκρώσει κάθε σαρκική επιθυμία. Ακόμη ότι δεν έκανε το σημείο του σταυρού και δεν προσευχόταν, αυτός που όλη η ζωή του ήταν μια συνεχής προσευχή.
Τέτοιες αστείες και παιδαριώδεις συκοφαντίες εξύφανε η παρασυναγωγή επισκόπων με επικεφαλής τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας και στην Ψευδοσύνοδο παρά την Δρυν και το 403 κατεδίκασαν ερήμην τον Χρυσόστομο.
Ο Θεόφιλος ήταν δυσαρεστημένος με τον Χρυσόστομο γιατί στη θέση του ήθελε να εκλέξει τον ευνοούμενό του Ισίδωρο και ακόμη γιατί ο Χρυσόστομος δέχθηκε τους Μακρούς Αδελφούς, μοναχούς, τους οποίους αυτός κατεδίωξε για προσωπικούς λόγους.
Και ενώ ευρίσκετο τότε στην Κωνσταντινούπολη ως υπόδικος με την σημειωθείσα εν τω μεταξύ μεταβολή των διαθέσεων απέναντι του Χρυσοστόμου και γενικότερα των εκκλησιαστικών πραγμάτων, χρησιμοποιήθηκε από την Αυλή εναντίον του Χρυσοστόμου. Έτσι συγκροτήθηκε η περίφημη Ψευδοσύνοδος, η αποκλειθείσα αργότερα Ληστρική Σύνοδος παρά την Δρυν (403), η οποία με βάση τις προαναφερθείσες γελοίες και ψευδείς καταγγελίες σχημάτισε το κατηγορητήριο σε βάρος του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος, προαισθανόμενος τα όσα επρόκειτο να συμβούν και βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του αγώνος του, δεν έχανε το θάρρος του και μάλιστα συνιστούσε και στους φίλους του να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και την πίστη τους στον Χριστό και στην Εκκλησία.
3. Καταδίκη και εξορία του Χρυσοστόμου
Η Ψευδοσύνοδος, στην οποία τα άγρια ανθρώπινα πάθη και το αβυσσαλέο μίσος εναντίον ενός συνεπισκόπου τους καθ´ όλα αθώου, εθριάμβευσαν, – συχνά ο Θεός επιτρέπει να συκοφαντείται και να αδικείται ο δίκαιος– κατεδίκασε ερήμην τον Χρυσόστομον, τον καθήρεσε και αποφάσισε την εξορία του. Την απόφαση της Ψευδοσυνόδου αυτής επικύρωσε ο αυτοκράτορας.
Για να αποφευχθούν αιματοχυσίες και άλλες συνέπειες των οπαδών του Χρυσοστόμου οδηγήθηκε κρυφά και με στρατιωτική συνοδεία στη Βιθυνία (Πραίνετον). Ο λαός όμως, το πιστόν ποίμνιό του, πληροφορήθηκε τα διαδραματισθέντα και με διαδηλώσεις γύρω από τα ανάκτορα ζητούσε επιμόνως την ανάκληση του Χρυσοστόμου. Επηκολούθησαν συγκρούσεις με τραυματισμούς και φόνους. Τότε, κατά σύμπτωση, συνέβη ένας μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος, εκτός των άλλων καταστροφών γενικότερα, προκάλεσε και στο υπνοδωμάτιο της αυτοκράτειρας κάποιες καταστροφές. Το γεγονός αυτό η δεισιδαίμων αυτοκράτειρα απέδωσε σε θεία οργή, συνδέοντάς το με την εξορία του Χρυσοστόμου, και συναισθανομένη ενδομύχως την ενοχή της για την σύμπραξή της, στην εξορία του Αγίου ανδρός, έντρομη ζήτησε επιμόνως από το σύζυγό της αυτοκράτορα Αρκάδιο την ανάκληση του Χρυσοστόμου, την οποία και έκανε δεκτή αμέσως ο σύζυγός της.
Ο Χρυσόστομος όμως ζητούσε να υπάρξει σχετική απόφαση Συνόδου για να επανέλθει, αλλά τέτοια Σύνοδος δεν προλάβαινε τότε να συγκληθεί γιατί οι επίσκοποι μόλις είχαν αναχωρήσει για τις επαρχίες τους μετά την Ψευδοσύνοδο παρά την Δρυν. Και έτσι ο Χρυσόστομος αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί με την αυτοκρατορική απόφαση, χωρίς απόφαση Συνόδου και να επανέλθει στο θρόνο του.
Η επάνοδος του Χρυσοστόμου ήταν θριαμβευτική και ο λαός του επεφύλαξε λαμπρά υποδοχή· τότε εξεφώνησε εκ του προχείρου ομιλία –αριστούργημα ρητορικής τέχνης και κάλλους– για να τους ευχαριστήσει και στην οποία επαινεί και εγκωμιάζει το ποίμνιό του για τη στάση που τήρησε στην περιπέτεια της εξορίας του και την αφοσίωση που έδειξε στο πρόσωπό του. Σχετικά λέγει· «Τι ποιήσω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχέειν υπέρ της υμετέρας σωτηρίας». Έτσι το δίκαιον ανεγνωρίσθη και επεκράτησε, αλλά δυστυχώς μόνον για λίγο. Η επιστροφή και η αποκατάσταση του Χρυσοστόμου στο θρόνο του ήταν μία εύθραυστη ανακωχή. Οι εχθροί του δεν ησύχασαν και τώρα οργανώθηκαν καλύτερα για να έχει επιτυχία η προσπάθειά τους.
Αφορμή δόθηκε από μία ομιλία πάλιν του Χρυσοστόμου στην οποία παρεπονέθη στην Αυτοκράτειρα για τους θορύβους που προκαλούσαν οι εορταστικές εκδηλώσεις, (οι αγώνες και οι χοροί) που γίνονταν για να τιμήσουν την αυτοκράτειρα Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε κοντά στον Ιερόν Ναόν της Αγίας Σοφίας, απέναντι από το μέγαρο της Συγκλήτου, στην κεντρική αγορά και οι οποίες παρεμπόδισαν την κανονική τέλεση της λατρείας και τις ακολουθίες. Στο λόγο του ο Χρυσόστομος έλεγξε αυστηρά εκείνους που συμμετείχαν στις εορταστικές εκδηλώσεις και φαίνεται ότι υπήρξε μάλλον σκληρός στις εκφράσεις του και με βαρείς υπαινιγμούς σε βάρος της Ευδοξίας. Ο ιστορικός Σωκράτης γράφων σχετικά αναφέρει την αρχή μιας ομιλίας του που αποδίδεται, όχι χωρίς αντιρρήσεις, στον Χρυστόστομο· «πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι».
Η Ευδοξία και η Αυλή γενικότερα ενοχλήθηκε και οργισμένη με τα λόγια του Χρυσοστόμου ζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να λάβει μέτρα εναντίον του. Πράγματι ο αδύναμος Αρκάδιος συνεκάλεσε νέα τοπική Σύνοδο το 404, η οποία κατεδίκασε και πάλιν τον Χρυσόστομο με την κατηγορία «ως αναλαβόντα τον θρόνον αυτού ουχί δι´ αποφάσεως μείζονος Συνόδου, αλλά δια διαταγής βασιλικής» μόνον και τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας. Βεβαίως, ο Χρυσόστομος κατέβαλε προσπάθειες και προέβη σε ενέργειες να αποδείξει το δίκαιό του και ότι η καταδίκη και η εξορία ήταν αποτέλεσμα προσωπικής εμπαθείας των αντιπάλων του επισκόπων, του Θεοφίλου και των ανθρώπων της Αυλής και όχι συνέπεια κανονικών παραβάσεων. Όμως οι ενέργειές του αυτές δεν έφεραν αποτέλεσμα και στις 10 Ιουνίου του 404 οδηγήθηκε στην εξορία.
Ο Χρυσόστομος οδηγείται βιαίως στον τόπο της εξορίας του στις 10 Ιουνίου 404. Η πορεία του μέχρι εκεί ήταν όχι μόνο περιπετειώδης αλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη από κακουχίες και δεινοπαθήματα. Οδοιπορεί με συνοδεία σκληροτράχηλων στρατιωτών, άρρωστος με πυρετό και εξουθενωμένος σε δρόμους κακοτράχαλους, τόπους δύσβατους και ορεινούς, άλλοτε με βαρυχειμωνιά και άλλοτε με αφόρητο καύσωνα επάνω στην άγρια φύση της ορεινής Αρμενίας. Ωστόσο και πάλιν έδειξε υπομονή και καρτερικότητα στις κακουχίες του και παράλληλα είχε το κουράγιο να δείχνει ότι δεν τον επηρέαζαν τα δυσάρεστα προσωπικά γεγονότα· από τον τόπο της εξορίας του έγραψε πάμπολλες επιστολές από τις οποίες σώζονται περίπου 242. Σ᾿ αυτές γράφει προς τους φίλους του τις περιπέτειες του ταξιδίου της εξορίας του και βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει την ηθική αξία των παθημάτων, προτρέποντας όλους στην κατά Χριστόν ζωήν. Όσοι επικοινωνούσαν μαζί του και του έδειχναν τη συμπάθειά τους αποτελούσαν την μόνη παρηγορία και παραμυθία του· σχετικά έλεγε· «Εύδηλον ότι τούτο πολλήν φέρει την παραμυθίαν, το κοινωνούς έχειν της αθυμίας την οικουμένην άπασαν».
Αλλά η επικοινωνία που αναπτύχθηκε με τους φίλους του και η αλληλογραφία μαζί τους ενόχλησε τους εχθρούς του οι οποίοι και αντέδρασαν σκληρά με το να ενεργήσουν και να επιτύχουν την απομάκρυνση και εξορία του σε ακόμη πιο απομεμακρυσμένη περιοχή, στην ερειπωμένη Πιτυούντα, στους πρόποδες του Καυκάσου, κοντά στα παράλια του Πόντου.
Έτσι αρχίζει μία νέα, χειρότερη από την προηγούμενη και ακόμη δυσκολότερη, πορεία του Χρυσοστόμου, μέσα από τραχειές και επικίνδυνες διαβάσεις. Μετά από τρεις μήνες πορεία, εξουθενωμένος πια, φθάνει στα Κόμανα του Πόντου, αλλά οι σωματικές δυνάμεις του, λόγω της εξαντλήσεώς του από τον πυρετό, τον εγκαταλείπουν πλέον τελείως. Υποβασταζόμενος, οδηγείται στον Ιερό Ναό της πολίχνης, τον ’γιο Βασιλίσκο, όπου, φορώντας ολόλευκη ιερατική στολή, που του έδωσε ο ιερέας του ναού, και κάνοντας το σημείο του σταυρού, εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων για τελευταία φορά, λέγοντας τη συνηθισμένη φράση του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και αμέσως έγειρε το σώμα του στα χέρια του ιερέως και άφησε την τελευταία του πνοή, στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Πέθανε εξόριστος και καθηρημένος, στα 60 περίπου χρόνια του από τα οποία τα 6-7 έζησε ως ασκητής, τα 6 ως διάκονος, τα 12 ως Πρεσβύτερος, τα 9 και 7 μήνες ως Αρχιεπίσκοπος και τα 3 και 3 μήνες σε εξορία.
Η έκπτωση του Χρυσοστόμου από τον Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στην Εκκλησία των οπαδών του «Ιωαννιτών» αποκαλουμένων, οι οποίοι δεν ανεγνώριζαν τον διάδοχόν του –παρά τις επίμονες συστάσεις του να υπακούσουν στους νέους εκκλησιαστικούς άρχοντες και να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας– καθώς και μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και των Εκκλησιών της Ρώμης, της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Το σχίσμα αυτό μεταξύ των Εκκλησιών αποκαταστάθηκε αφού οι Εκκλησίες δέχθηκαν να εγγράψουν στα δίπτυχά τους το όνομα του Ιωάννη της Αντιοχείας το 413, της Κωνσταντινουπόλεως επί Αττικοῦ το 417 και της Αλεξανδρείας το 419. Χαρακτηριστική της εμπαθείας εναντίον του Χρυστοστόμου είναι η φράση του Κυρίλλου «εάν περιλάβετε τον Ιωάννην μεταξύ των επισκόπων διατί δεν περιλαμβάνετε και τον Ιούδα μεταξύ των Αποστόλων»;
Το σχίσμα των «Ιωαννιτών» αποκαταστάθηκε με την ανακομιδήν των λειψάνων του Χρυστοστόμου στην Κωνσταντινούπολη επί Πρόκλου το 438.
Η μεταφορά των λειψάνων (εορτάζεται στις 27 Ιανουαρίου) από τα Κόμανα συνοδεύθηκε με μία επιστολή –διαταγή– του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε· «Τω Οικουμενικώ Πατριάρχη Διδασκάλω και Πνευματικώ Πατρί Ιωάννη τω Χρυσοστόμω Θεοδόσιος Βασιλεύς. Νεκρόν ομοίως τοις άλλοις το σώμα το σον είναι νομίσαντες, Πάτερ τίμιε, μετακομίσαι αυτό απλώς προς ημάς και αγαγείν ηβουλήθημεν· δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως διημάρτομεν· αλλά συ γε, Πάτερ τιμιώτατε, σύγγνωθι ημίν μετακαλουμένους, ο την μετάνοιαν πάσιν διδάξας· και παισί φιλοπάτορσιν επίδος ημίν σαυτόν και τους ποθούντας σε δια της σης παρουσίας εύφρανον».
Παλλαϊκή υπήρξε η υποδοχή των λειψάνων του· σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους επισήμους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του, τα οποία συνόδευσαν μέχρι τον ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ήταν πρωτοφανείς οι εκδηλώσεις τιμής, αγάπης και βαθυτάτου σεβασμού από τις μυριάδες του λαού για τον αδικημένο ιεράρχη, στον οποίο είχε ετοιμασθεί μεγαλοπρεπής τάφος, αντάξιος του μεγαλείου του.
Το φέρετρό του ασπάσθηκε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´, ο οποίος μάλιστα έβγαλε την πορφύρα του το εκάλυψε και, βαθύτατα συγκινημένος και γονατιστός, του ζήτησε συγνώμη για την αδικία που διέπραξαν σε βάρος του οι γονείς του Αρκάδιος και Ευδοξία· και τον παρεκάλεσε να τους συγχωρήσει και να λησμονήσει την αδικία που του έκαναν.
Η μνήμη του εορτάζεται την 13η Νοεμβρίου και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους Ιεράρχες, Βασίλειον τον Μέγαν και Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Και όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, οι εορτές των Αγίων αποσκοπούν να γνωρίσουν οι πιστοί τους εορταζομένους Αγίους, τον βίον και τα κατορθώματά τους και να τους μιμηθούν στη δική τους ζωή.
Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο «εορτή εστίν αγαθών έργων επίδειξις, ψυχής ευλάβεια, πολιτείας ακρίβεια». Τέτοια ήταν η επίγεια ζωή Ιωάννου του Χρυσοστόμου και παρόμοια οφείλει να είναι του κάθε πιστού.
4. Χαρακτηρισμός της προσωπικότητος και του έργου του Χρυσοστόμου
Ο Χρυσόστομος παρέχει πράγματι το λαμπρότερο παράδειγμα ηγέτη και Ιεράρχη, ο οποίος ως «ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Τήρησε πιστά και απαρέγκλιτα τη διδασκαλία του ποιμαντικού έργου και ποτέ δεν διεχώρισε το διδακτικό-θεωρητικό από το πρακτικό έργο του. Προς τούτο χρησιμοποίησε τον άμβωνα και αναδείχθηκε φάρος τηλαυγής. Η πνευματική αναγεννητική προσπάθειά του επεκτάθηκε προς όλα τα κοινωνικά στρώματα και δεν άφησε κανένα σημείο και καμία πτυχή της κοινωνικής ζωής με την οποία να μην καταπιάστηκε και την οποία να μην αντιμετώπισε.
Στην προσπάθειά του αυτή για την αναμόρφωση της κοινωνίας άρχισε από τα παιδιά, συνιστώντας στους γονείς πώς θα ανατρέφουν τα τέκνα τους. Χαρακτηριστικά αναφέρει· «βοσκημάτων οι παίδες ατιμότεροι και όνων και ίππων μάλλον επιμελούμεθα ή παίδων».
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, σε έναν εγκωμιαστικό λόγο του στον Ιωάννην τον Χρυσόστομο, διερωτάται πώς να ονομάσωμεν τον Ιωάννη. Να τον ονομάσωμεν Ιεράρχην και διδάσκαλον της Εκκλησίας; Και βέβαια, απαντά, αφού η θέση του είναι υπεράνω όλων των Ιεραρχών και διδασκάλων της Εκκλησίας. Προς τούτο επικαλείται την οπτασίαν την οποίαν είδε ο Αδελφειός, επίσκοπος Αραβισσού, σύμφωνα με τις διηγήσεις του Γεωργίου Αλεξανδρείας και του Ανωνύμου. Κατ᾿ αυτές ο Αδελφειός θέλοντας να μάθει ποια δόξα αξιώθηκε να λάβει ο θείος Χρυσόστομος στους ουρανούς από το Θεό, περιήλθε σε κατάσταση εκστάσεως στον παράδεισο και αφού είδε σε ένα ολόλαμπρο και ωραιότατο τόπο όλους τους πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, έφυγε περίλυπος, γιατί δεν είδε εκεί που περίμενε να ιδεί τον Χρυσόστομο. Τότε τον ερώτησε ο οδηγός του για ποια αιτία είναι λυπημένος και όταν εκείνος έμαθε το λόγο αποκρίθηκε· «Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; άνθρωπος, εν σώματι ων, εκείνον ιδείν ου δύναται! Εκεί γαρ παρίσταται όπου ο θρόνος ο δεσποτικός». Αλλά και ο γιος Μάρκος ο Ασκητής, λέγει ο Ανώνυμος, είδε την ίδια οπτασία και άκουσε τα ίδια λόγια για τον Χρυσόστομο.
Ο Άγιος Νικόδημος ομολογεί και αποδέχεται τελικά ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι πολυώνυμος, δεδομένου ότι ο κάθε χαρακτηρισμός του ανταποκρίνεται απόλυτα και επιτυχημένα στις αρετές που τον κοσμούσαν. Έτσι δέχεται ότι μπορούμε να ονομάσωμεν τον Χρυσόστομον·
α) Άγγελον, αφού έζησε αληθινά μια ζωή ισάγγελον και ασκητικήν, με χαμευνία, συνεχείς ασκήσεις, προσευχές και αγρυπνίες και αφού όλη του η πολιτεία υπήρξε ομολουμένως αγγελική.
β) Απόστολον, αφού με την αποστολική διδασκαλία του έφερε ως ισαπόστολος τη χριστιανική πίστη σε ειδωλολατρικούς λαούς τους οποίους κυριολεκτικά εσαγήνευσε. Το ιεραποστολικό έργο του εκχριστιανισμού έφθασε επί των ημερών του στα πέρατα της Οικουμένης· διαδόθηκε στην Κιλικία, Φοινίκη, Αραβία, Περσία, Αιθιοπία, Βιθυνία, Πόντο, Ίβηρες, Σκύθες, Γότθους κ.λπ. ’λλωστε είχε συνεργασία και συναναστροφή με τους αποστόλους Πέτρο, Ιωάννη, Ανδρέα, Στάχυν κ.ά.
γ) Προφήτην, αφού πολλές φορές προφήτευσε και για διάφορα πράγματα.
δ) Μάρτυρα, αφού μαρτύρια υπέστη κατά την πορεία της εξορίας του τόσον από τους συνοδούς στρατιώτες, όσον και από την φθονερή επίθεση επισκόπων, όπως του Καισαρείας Φαρέτριου και άλλων. Παρά ταύτα για όλα αυτά τα μαρτύρια ο ιερός πατήρ έλεγε· «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν· ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσιν μοι τοις συμβαίνουσιν».
ε) Θαυματουργόν, αφού στο λείψανό του δόθηκε πλούσιο το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι να τον ονομάζουν, κατά τον Ανώνυμον, «Ιωάννην τον Θαυματουργόν».
στ) Ελεήμονα, αφού για την χαρακτηριστική ευσπλαγχνία του και το πλούσιο έλεός του στους πτωχούς και ενδεείς ονομάσθηκε κατά τον Ανώνυμον, «Ιωάννης ο της ελεημοσύνης».
ζ) Κήρυκα της μετανοίας, αφού ο λόγος του είχε τη δύναμη να προσελκύσει κάθε αμαρτωλό που τον άκουσε σε μετάνοια γι᾿ αυτό και ονομάσθηκε ο «Ιωάννης ο της μετανοίας».
η) Ρήτορα, αφού η ρητορική δεινότητά του υπήρξε ανυπέρβλητη από όλους τους γνωστούς εκκλησιαστικούς και μη, ρήτορες της ιστορίας με τη γνωστή, χαρακτηριστική παρατήρηση του Λιβανίου γι᾿ αυτόν· «ει μη χριστιανοί εσύλησαν αυτόν», θα τον άφηνε διάδοχόν του.
θ) Τέλος, εξηγητήν των Γραφών, αφού η ερμηνευτική ικανότητά του υπερέβαινε και αυτού του Γρηγορίου του Θεολόγου στην ερμηνεία των Γραφών. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ότι όταν ο Χρυσόστομος, ενθουσιώδης θαυμαστής του Παύλου, ερμήνευε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος του έλεγε (ψιθύριζε στα αυτιά του) την ερμηνεία των νοημάτων τους. Γι᾿ αυτό και χαρακτηρίζεται ως το «στόμα του Χριστού και το στόμα του Παύλου».
Ο Χρυσόστομος λόγω της πολυσχιδούς δράσεώς του και του πολυμερούς έργου του έλαβε πληθώρα χαρακτηρισμών τόσον από τους συγχρόνους του όσον και από τους μεταγενεστέρους του.
Ως πνευματικός ηγέτης ο Χρυσόστομος υπήρξε, κατά κοινήν ομολογίαν, μοναδικός και ανεπανάληπτος· υπήρξε ο μέγιστος φωστήρ και ο μεγαλοφωνότατος διδάσκαλος της οικουμένης.
Έτσι, κατά την ΣΤ´ Οικουμενικήν σύνοδον είναι «ο της Εκκλησίας διδάσκαλος».
Κατά τον Ιννοκέντιον, πάπα Ρώμης, σύγχρονον του Χρυσοστόμου, είναι «ο μέγας της οικουμένης διδάσκαλος».
Κατά τον (ιστορικόν) Θεοδώρητον Κύρου είναι «το της Εκκλησίας στόμα και ο της ευσεβείας ανθρώπων οφθαλμός»· επίσης είναι «ο νέος Ιωάννης Βαπτιστής».
Κατά τον ιερόν Φώτιον είναι «ο τρισμακάριστος άνθρωπος».
Κατά τον Γεώργιον Αλεξανδρείας είναι «ο της οικουμένης απάσης διδάσκαλος και φωστήρ».
Κατά τον Συμεών Μεταφραστήν είναι «ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος της μετανοίας κήρυξ».
Κατά τον Λέοντα τον σοφόν είναι «ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυητής».
Κατά τον Θεοδόσιο τον μικρόν είναι «ο οικουμενικός διδάσκαλος».
Κατά τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη είναι «ο των του Θεού απορρήτων σοφός και υποφήτης Ιωάννης, ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός».
Τέλος κατά τον Νικόδημον τον Αγιορείτην είναι «ο διδάσκαλος των διδασκάλων».
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ήταν, πανθομολογουμένως, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και τα έργα του διακρίνονται για το πολύ σπουδαίον περιεχόμενό τους, την ανώτερη ποιότητά τους, το υψηλό ύφος και τη θαυμάσια έκφρασή τους. Επίσης διακρινόταν για την απλότητα, τη σαφήνεια και τη ρητορική δύναμη. Από τους σπουδαιότερους ρήτορες της ιστορίας είχε κατανοήσει τις ανάγκες της ψυχής των ανθρώπων και απευθυνόταν σ᾿ αυτές γι᾿ αυτό και τα κηρύγματά του είχαν τόση επικαιρότητα και επίδραση στο ποίμνιό του. Ο Χρυσόστομος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και σε ποιότητα περιεχομένου και σε ποσότητα και σ᾿ αυτά είναι ασύγκριτος. Τα έργα του, που διατηρούνται σε περισσότερα από 2.000 περίπου χειρόγραφα, διακρίνονται σε Πραγματείες, Ομιλίες, Λόγους και Επιστολές.
Από τους σημαντικότερους πατέρες της Εκκλησίας ο Χρυσόστομος ανήκει στους μεγαλύτερους άνδρες της ανθρωπότητος. Με ανεπτυγμένη τη συνείδηση του χρέους του, ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος για θέματα αρχών και καθήκοντος έμεινε στην ιστορία της ανθρωπότητος ως ο αλύγιστος αγωνιστής, ως ο Ιεράρχης του καθήκοντος και ο μάρτυρας της αληθείας.
Βασικές πηγές πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση του Ιωάννου Χρυσοστόμου είναι τα ίδια τα συγγράμματά του· μάλιστα ιδιαίτερον ενδιαφέρον για τις πολύτιμες πληροφορίες ειδικά για την περίοδο της εξορίας του, έχουν οι επιστολές του που εγράφησαν κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του.
Άλλες πηγές πληροφοριών είναι τα έργα συγχρόνων ή ολίγον μεταγενεστέρων ιστορικών, οι Βιογραφίες και οι Πανηγυρικοί λόγοι. Σπουδαιότερη απ᾿ αυτές είναι ο «Διάλογος περί βίου και πολιτείας του μακαρίου Ιωάννου, επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου» (περίπου 407-408) του Παλλαδίου, φίλου και επισκόπου Ελενοπόλεως.
Μεγάλη αξία έχουν επίσης οι πληροφορίες που αναφέρουν οι ιστορικοί του Ε´ αιώνα, Σωκράτης (Εκκλησιαστική Ιστορία, 6, 2-23), Σωζομενός (Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 2-28), Θεοδώρητος Κύρου (Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 27-36), οι οποίοι έτρεφαν ιδιαίτερο θαυμασμό στο πρόσωπο και στο έργο του Χρυσοστόμου καθώς και ο ιερός Φώτιος (Μυριόβιβλος 273).
Ενδιαφέροντα είναι ακόμη το «Εγκώμιον Ιωάννου» (Ρ G 47, Χ L ΙΙΙ- L Ι), το οποίο συνετάγη και αποδίδεται εις τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας Μαρτύριον (471) και το σύντομον «Εγκώμιον» του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (Ρ G 65, 829-833), ο οποίος εφρόντισε την μετακομιδή του λειψάνου του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο φερόμενος «βίος και πολιτεία και θαύματα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» με το όνομα του πατριάρχη Αλεξανδρείας Γεωργίου [Η. Savilii , Chrysostomi Opera Omnia 8 (1612) 157-265], και ο «Βίος και πολιτεία του εν Αγίοις πατρός ημών Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου» του Συμεών του Μεταφραστού (Ρ G 114, 1046-1209), και διάφορα άλλα.
Πάντως οι μεταγενέστερες βιογραφίες και τα Αγιολογικά Εγκώμια του Ιωάννου Χρυσοστόμου είναι οπωσδήποτε πηγές δευτερεύουσας σημασίας.
*Ο Χρίστος Θ. Κρικώνης, είναι καθηγητής της Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τιμωρία και ανταμοιβή! Είναι στα χέρια του Θεού και τα δύο αυτά. Αλλά, όπως ο επίγειος βίος δεν είναι παρά μια σκιά της αληθινής ζωής στους ουρανούς, αντιστοίχως η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι μια σκιά μονάχα της αληθινής τιμωρίας και ανταμοιβής στην αιωνιότητα.
Οι κύριοι διώκτες του αγίου του Θεού, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ήταν ο πατριάρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας και η αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου, πικρότατη, τιμωρία ανέμενε και τους δύο. Ο μεν Θεόφιλος δαιμονίστηκε, ενώ η Ευδοξία σύντομα αρρώστησε πολύ βαριά με μια ανίατη ασθένεια – όλο το σώμα της γέμισε πληγές από τις οποίες έβγαιναν σκουλήκια. Ήταν τόσο έντονη η δυσωδία που ανέδιδε το σώμα της, ώστε ήταν ανυπόφορο για οποιονδήποτε να περάσει έστω και έξω από το σπίτι της.
Οι ιατροί χρησιμοποιούσαν τα πιο ισχυρά αρώματα και ευωδέστατο θυμίαμα για να περιορίσουν τη φρικτή δυσωδία της κακιάς βασίλισσας, αλλά δεν κατάφερναν τίποτα. Στο τέλος, η Ευδοξία πέθανε μέσα σε φρικτή αγωνία και σήψη.
Ακόμη και μετά θάνατον το χέρι του Θεού έπεσε βαρύ επάνω της. Η κάσα που περιείχε το σαπισμένο σώμα της έτρεμε μέρα και νύχτα επί τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Σταμάτησε, μόνον όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος τέλεσε την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη,
Απεναντίας, δείτε τι συνέβη στον Χρυσόστομο μετά από την κοίμησή του! Ανταμοιβή! Ανταπόδοση δίκαιη, τέτοια που μονάχα ο Θεός μπορεί να δώσει. Ο Άραβας Επίσκοπος Αδέλτιος, ο οποίος δέχθηκε τον εξόριστο άγιο Χρυσόστομο στην Κουκουσό, προσευχόταν, μετά την κοίμηση του Χρυσοστόμου, στον Θεό να του αποκαλύψει που είχε πάει η ψυχή του αγίου. Η απάντηση ήλθε, ενώ βρισκόταν σε προσευχή.
Ήταν σαν να βρισκόταν έξω απ τον εαυτό του και τον καθοδηγούσε στων ουρανό ένας αστραπόμορφος νέος, ο όποιος του έδειχνε έναν-έναν τους Ιεράρχες, ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας, καλώντας τους με τα ονόματά τους -όμως δεν έβλεπε ανάμεσά τους και τον Ιωάννη.
Υστέρα ο άγγελος του Θεού τον οδήγησε στο πέρασμα έξω απ’ τον Παράδεισο και ο Αδέλτιος επέστρεψε στην κανονική κατάσταση. Όταν ο άγγελος τον ρώτησε γιατί ήταν λυπημένος, ο Επίσκοπος απάντησε ότι λυπόταν, επειδή δεν είχε δει τον αγαπημένο του δάσκαλο Ιωάννη Χρυσόστομο, Ο άγγελος του εξήγησε: «Ουδείς άνθρωπος ενδεδυμένος ακόμη τη σάρκα μπορεί να τον δει, διότι είναι στον Θρόνο του Θεού με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».
Ύμνος στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο
Η Εκκλησία δοξάζει τον άγιο Ιωάννη,
τον ενθεότατο Χρυσόστομο!
Του Χριστού τον γενναίο στρατιώτη,
το μέγα καύχημα, την κρηπίδα της Εκκλησίας,
το βάθος του χρυσουργού νου και της καρδίας,
τη χρυσοφθόγγο λύρα του πνεύματος!
*
Βούτηξε ο Ιωάννης στα βάθη των μυστηρίων του Θεού
και αλίευσε το μαργαριτάρι που λάμπει όπως τα άστρα.
Ο υψιπέτης νους του ανήλθε στο ύψος του ουρανού!
Ως θεοφάντωρ απεκάλυψε την θεία αλήθεια·
και όσα είδε επαληθεύτηκαν στον ρου της ιστορίας.
*
Όλα τα προσέφερε στον Υιό του Θεού!
Αποκάλυψε σ’ εμάς τη φρίκη της αμαρτίας
αλλά και το εγκαλλώπισμα των αρετών,
που κοσμούν τον άνθρωπο.
Ως τα θεία σαφών, ο άγιος Ιωάννης
μας έδειξε τα πολύτιμα μυστήρια του Θεού,
τους γλυκύτατους θησαυρούς του Παραδείσου.
*
Ως χρυσορρήμων ερμηνευτής του Ευαγγελίου
και πολέμιος στερρός των αιρέσεων,
ήταν έμπλεως πνευματικής ευφροσύνης
και ζήλου για τον Χριστό,
ως άλλος ευαγγελιστής και απόστολος.
*
Πολέμησε την αδικία εις βάρος άλλων,
αλλά με ειρήνη δέχθηκε να τον βασανίσουν αδίκως,
όπως κάθε άλλος μάρτυς Χριστού!
Λογιζόταν το μαρτύριό του σφραγίδα της ουρανίου σωτηρίας. Αυτός, ο διάκονος του Χριστού ακέραιος ανεδείχθη
και αψευδής ποιμενάρχης των πιστών.
Για τούτο η Εκκλησία αξίως μεγαλύνει
τον πανένδοξό της Χρυσόστομο.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, τ. 11, Νοέμβριος, σ.123-126)
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_3383.html#more
Μέ μεγάλη ἐπιτυχία πραγματοποιήθηκε ἡ ἐκδήλωση μέ θέμα “ Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ”, στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος στή Λάμια. Ἡ ἐκδήλωση πραγματοποιήθηκε μετά ἀπό εὐγενική πρόσκληση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κονίτσης κ. Ἀνδρέα γιά νά ἐνημερώσει τήν κοινωνία τῆς Λαμίας γιά τό ἐθνικό θέμα τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Στό κατάμεστο ἀμφιθέατρο τοῦ Πνευματικοῦ κέντρου, μέ τήν παρουσία τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Καρπενησίου κ. Νικολάου, βουλευτῶν τοῦ νόμου Φθιωτιδος, ἐκπροσώπων τῶν στρατιωτικῶν ἀρχῶν καί τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, μέ τή συμμετοχή κλήρου καί λαοῦ, καί μέ τήν δυναμική παρουσία νέων Βορειοηπειρωτῶν, ὁ Μητροπολίτης Κονιτσης καί πρόεδρος τοῦ ΠΑΣΥΒΑ κ. Ἀνδρέας ἀναφέρθηκε ἐκτενῶς στήν ἱστορική πτυχή τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ζητήματος. Ἀπό τή δημιουργία του τό 1913 μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἑνιαίας Ἠπείρου, τούς ἀγῶνες τῶν Βορειοηπειρωτῶν γιά τήν αὐτονομία τους, τό Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας, τήν παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τους, τήν 3η ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό τό 1940, ὡς καί τούς φοβερούς διωγμούς τοῦ καθεστῶτος τοῦ Χότζα, ὁ Σεβασμιωτατος παρουσίασε σύντομα ἀλλά περιεκτικά τούς ἀγῶνες, τήν ἀγωνία καί τήν ἀντίσταση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ ἑλληνισμοῦ πού παρέμεινε, μόνος αὐτός ἀπό τά ἄλλα τμήματα τοῦ ἑλληνισμοῦ στή σκλαβιά γιά 600 χρόνια. Ἀναφέρθηκε ἐπίσης στόν φωτεινό καί ἐθναρχικό ρόλο τοῦ προκατόχου του ἀειμνήστου Μητροπολίτη Κονίτσης κυροῦ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ πού ξύπνησε τήν ὑπνώττουσα ἑλληνική κοινωνία καί ἀφύπνισε τίς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων ὅπου γῆς γιά συμπαράσταση στούς δοκιμαζόμενους ἀδελφούς.
Ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔδωσε ὁ ὁμιλητής στήν σκιαγράφηση τῆς σύγχρονης κατάστασης τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ. Ἀναφέρθηκε ἐκτενῶς στήν φυγή τῶν Βορειοηπειρωτῶν πού ἀλλοιώνει τήν πληθυσμιακή σύνθεση, τήν πολιτική διάσπαση πού ἐπικρατεῖ στούς κόλπους τοῦ ἑλληνισμοῦ, τήν καταπάτηση τῶν περιουσιῶν τῶν Ἑλλήνων καί τήν μή ἀπόδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας στόν κάτοχό της, τήν λεηλάτηση τῶν πολιτιστικῶν θησαυρῶν τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἀλλά καί στήν παραβίαση τῶν ἐκπαιδευτικῶν δικαιωμάτων τῶν ἀδελφῶν μας, πού δέν μποροῦν ἐλεύθερα νά ἐκφράζονται στή μητρική τους γλώσσα. Ἰδιαίτερη μνεία ἔγινε γιά τήν περίπτωση τῆς Χειμάρρας πού ἐξακολουθεῖ νά βιώνει τήν ἀλβανική σκληρότητα, μέ τή θυσία ἑνός παιδιοῦ της, τοῦ Ἀριστοτέλη Γκούμα πρίν 3 χρόνια, ἐπειδή μιλοῦσε τήν ἑλληνική γλώσσα.
Τέλος ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε στίς εὐθύνες τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους πού μέ τήν κατάργηση τῶν συντάξεων τοῦ ΟΓΑ στούς Βορειοηπειρῶτες δίνει τή χαριστική βολή γιά τήν ἐγκατάλειψή τους, ἐνῶ ἀναφέρθηκε καί στούς κινδύνους πού ἐγκυμονεῖ μιά ὑποτίμηση τῶν διεκδικήσεων πού θέτουν οἱ Τσάμηδες οἱ ὁποῖοι ἀντί νά ἀπολογοῦνται γιά τά ἐγκλήματά τους, ἐμφανίζονται τώρα ὡς τιμητές καί διεκδικητές.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀνδρέας ὑποστήριξε πώς τή δύσκολη αὐτή στιγμή, τό πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας ( πού ὑπεγράφη ἀπό τήν ἴδια τήν Ἀλβανία) ἀποτελεῖ τή μόνη ρεαλιστική βάση ἐπίλυσης τῶν προβλημάτων τῶν ἀδελφῶν μας, ἐνῶ εὐχήθηκε νά ἔλθει ἡ ὥρα πού θά γίνει πράξη τό ποθούμενο γιά τό ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Προφήτης τῆς Ἀνάστασης τοῦ Γένους, Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Κλείνοντας τήν ἐκδήλωση ὁ οἰκοδεσπότης Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος προσέφερε ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ ἕνα ἀγαλματίδιο τοῦ ἐθνομάρτυρα ἥρωα τῆς περιοχῆς Ἀθανασίου Διάκου στόν πρόεδρο τοῦ ΠΑΣΥΒΑ, τόν βεβαίωσε ὅτι συντάσσεται στό πλευρό του στόν ἀγώνα γιά τά δικαιώματα τῶν ἀδελφῶν μας καί εὐχήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας νά ἀπολαύσει πραγματική ἐλευθερία στήν δράση της καί τή διαχείριση τῆς περιουσίας ποῦ τῆς ἀνήκει.
Ὡς μέλη τῆς ΣΦΕΒΑ καί τοῦ ΠΑΣΥΒΑ θά θέλαμε νά εὐχαριστήσουμε θερμά τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος τόσο γιά τήν πρωτοβουλία του νά διοργανώσει μία ἐξαιρετικά ἐπιτυχημένη ἐκδήλωση ἐνημέρωσης τοῦ λαοῦ τῆς Λαμίας σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅσο καί γιά τήν θερμή ἀγάπη καί φιλοξενία μέ τήν ὁποία περιέβαλε τόν Μητροπολίτη Κονίτσης καί τήν ἀντιπροσωπεία τῆς ΣΦΕΒΑ κατά τήν παραμονή μας στή Λαμία.
Ἡ φοροδοτική ἱκανότητα, δέν ταυτίζεται μέ τήν ἁπλῆ δυνατότητα ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος.
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, πρέπει νά εἶναι φορολόγηση ὑπαρκτῆς φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου ἐκ τῆς ἐκμεταλλεύσεως ἀκινήτου.
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, γιά νά εἶναι συνταγματικός, πρέπει νά μήν συνιστᾶ φορολόγηση τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ' ἑαυτῆς. Διότι τότε, θά ἦτο φόρος ἐπί τῆς ἁπλῆς δυνατότητος ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος. Ἐνδέχεται ὅμως, νά μήν ἀποκτηθῆ καθόλου φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ τῆς ἀκίνητης περιουσίας, α) εἴτε ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἀκινήτου, β) εἴτε λόγῳ ἐξωγενῶν περιστάσεων ὅπως μία γενική οἰκονομική κρίση, γ) εἴτε ἐξ ὑποκειμενικῶν παραγόντων, ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ἰδιοκτήτου ἤ τῆς οἰκογενείας του, δ) εἴτε λόγῳ τοῦ συνδυασμοῦ αὐτῶν τῶν γεγονότων καί περιστάσεων. Συνεπῶς, δέν νοεῖται φόρος ἐπί τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ' ἑαυτῆς.
Φορολογητέα ὕλη, δέν δύνται νά ἀποτελέσῃ ἡ ἀκίνητη περιουσία καθ' ἑαυτή, διότι δέν κινεῖται. Καί ὅ,τι δέν κινεῖται, ἀλλά ἁπλῶς ἵσταται ἤ, ἐν προκεμένῳ κατ' ἀκρίβειαν κεῖται, δέν μαρτυρεῖ φοροδοτική ἱκανότητα ἐπ' οὐδενί λόγῳ.
Φορολογητέα ὕλη δύναται νά ἀποτελέσῃ μόνο ὅ,τι κινεῖται στίς συναλλαγές καί ὑπό τήν προϋπόθεση ἡ κίνησή του νά ἀποτελεῖ ἀπόδειξη, ἤ ἔστω ἰσχυροτάτη ἔνδειξη, φοροδοτικῆς ἱκανότητος.
Τό κατά πόσον ἡ ἔνδειξη αὐτή εἶναι σύμφωνη πρός τά διδάγματα τῆς κοινῆς πείρας καί τό κοινῶς γνωστόν ὡς συνήθως συμβαῖνον, δέν εἶναι μόνον ζήτημα νόμου, ἀλλά εἶναι καί θέμα ἐλέγχου τῶν δικαστηρίων, προκειμένου να μήν ἀφίσταται ἡ νομοθετική πρόβλεψη, ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ἐπιβολή, τοῦ φόρου, ἀπό τήν πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα.
Στό ἄρθρο 78 τοῦ Συντάγματος γίνεται λόγος περί εἴδους περιουσίας πού δύναται νά προσδιορισθῆ ἀπό τόν νόμο ὡς "ἀντικείμενο τοῦ φόρου" (π.χ. κυριότητα ἤ ἐπικαρπία ἐπί ἀκινήτου, ἤ ὑπεραξία ἔργου τέχνης).
Ἀλλά, ἄλλο εἶναι τό ἀντικείμενο τοῦ φόρου, ὡς τεχνικός προσδιορισμός ἐκείνου τοῦ "εἴδους περιουσίας" πού δύναται νά φορολογηθῆ, καί ἄλλο εἶναι ἡ φορολογητέα ὕλη. Φορολογητέα ὕλη, προκειμένου περί Φ.Α.Π., εἶναι τό εἶδος τῆς περιουσίας, πού ὄχι μόνον τεχνικῶς δύναται νά προσδιορισθῆ ὑπό τοῦ νόμου ὡς δυνάμενο νά φορολογηθῆ, ἀλλά καί οὐσιαστικῶς, ἀπό ἀπόψεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος, συνιστᾶ εἶδος περιουσίας πού ἀντικειμενικῶς "μαρτυρεῖ ", σχεδόν βοᾶ, τήν ὕπαρξη φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου.
Παραδείγματος χάριν, τέτοια φοροδοτική ἱκανότητα, μαρτυρεῖ τραπεζικό δάνειο σέ πολιτικό, τοῦ ὁποίου ἠμελήθη ἡ εἴσπραξις καί παρεγράφη, καί ὡς ἐκ τούτου, κατ' ἀρχήν, σώζεται ὁ πλουτισμός στήν περιουσία του. Ἤ μία περιουσιακή μεταβίβαση ἀκινήτου προς Α.Ε. ἤ Ε.Π.Ε., που ὅμως ἀφορᾶ οἰκία τοῦ Διευθύνοντος Συμβούλου τήν ὁποία αὐτός καρπώνεται ἐπί ἔτη ἀντί νά τήν ἐνοικιάζει, ὁπότε καί πάλιν πρόκειται γιά πλουτισμό, ἐνδεχομένως νόμιμο, ἀλλά φορολογητέο ὡς "εἶδος περιουσίας".
Νά τό ποῦμε ἁπλᾶ, προκειμένου νά ἀναζητηθῆ τό συντομότερο μία ἄλλη, συνταγματική καί δίκαια, πηγή δημοσίων ἐσόδων: Ἀκίνητη περιουσία πού δέν παράγει πλουτισμό, εἰσόδημα, πρόσοδο, δέν εἶναι δυνατόν να φορολογεῖται καθ' ἑαυτή.
Ἀκόμη καί ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως, ἀφοῦ προϋπόθεση εἶχε τήν παραδοχή ὅτι ὁ φορολογούμενος δέν δικαιοῦται δωρεάν στεγάσεως στήν κατοικία του, ἀντισυνταγματικός ἦταν, ἀλλά διέφυγε τοῦ δικαστικοῦ ἐλέγχου συνταγματικότητος, διότι στήν ἀρχή θεσπίσθηκε μόνον γιά μεγάλες κατοικίες (ἄνω τῶν 100 τ.μ.). Τότε, ὅλες σχεδόν οἱ οἰκογένειες, ἐξαιρέσει τῶν πολύ πλουσίων, στεγάζονταν σε λιγώτερα τετραγωνικά. Θεωρήθηκε λοιπόν ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως συνταγματικῶς ἀνεκτός, καθ'?οσον ἄλλωστε συνιστᾶ πραγματικά μικρή ἐπιβάρυνση γιά τόν μέσο φορολογούμενο.
Τοῦτο δέν προδικάζει ὅμως, τί θά γίνῃ μέ τήν συνταγματικότητα τοῦ σχεδιαζομένου ὡς μονίμου, "φόρου ἀκίνητης περιουσίας", ἤδη μεγάλου ὕψους καί πολυτρόπως ἀδίκου, σέ συνθῆκες μάλιστα σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἀπαξιώνει μέχρις ἐκμηδενισμοῦ τήν ἀκίνητη περιουσία καί ὁδηγεῖ στήν ἐκποίησή της "γιά ἕνα κομμάτι ψωμί".
Στήν πρόβλεψη τέτοιου φόρου ἀκίνητης περιουσίας, τίθεται καί θέμα προστασίας τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν διοικουμένων, ὅλων ἡμῶν, πού προγραμματίσαμε τήν ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή ζωή μας, μέ βάση τήν δυνατότητα κτήσεως ἰδιοκτησίας ἐλευθέρας παντός φορολογικοῦ βάρους (πλήν φόρου μεταβιβάσεως και φόρου κληρονομίας).
Ἡ ἀντίληψη, ὅτι δύναται νά φορολογεῖται ἡ ἰδιοκτησία καθ' ἑαυτή, ἁπλῶς διότι αὐτή ὑπάρχει, χωρίς λόγο πού νά συνδέεται μέ πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ προσόδων ἤ πραγματικοῦ πλουτισμοῦ κτωμένου, ἤ εὐχερῶς δυναμένου νά κτηθῆ, ἐκ τῆς ἰδιοκτησίας, ἀποτελεῖ ἄδικο καί ἀφύσικο κατάλοιπο φεουδαρχικῶν καθεστώτων. Δέν προσιδιάζει οὔτε σέ εὐνομούμενη πολιτεία, οὔτε σέ ἐλεύθερη χώρα, οὔτε σέ ἐλεύθερους πολίτες.
Εἶναι μικρή ἡ ἀπόσταση, ἀπό τόν γενικό φόρο ἀκίνητης περιουσίας φυσικῶν προσώπων, καί δή ἐν μέσω οἰκονομικῆς κρίσεως, μέχρι ἕνα γενικό φόρο ἐπί αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τῶν φυσικῶν προσώπων.
Αναφύονται σημαντικά νομικά ζητήματα ως προς το εάν είναι δυνατόν να παρέχονται στα όργανα της Ε.Ε. νέες αρμοδιότητες από διατάξεις διεθνών συνθηκών οι οποίες δεν αποτελούν δίκαιο της Ε.Ε., σχολιάζει στην «Κ» ο δικηγόρος, ειδικός σε ευρωπαϊκά θέματα, Σπύρος Παππάς.
Του Γιάννη Σεϊτανίδη
Την ώρα που επιχειρείται σε πολιτικό επίπεδο ο έλεγχος των αποφάσεων της Τρόικα –ή των πολιτικών που προτείνει– στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκκρεμούν προσφυγές Κυπρίων για την ακύρωση της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαρτίου και ιδίως κατά το μέρος που αφορά την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, όπως εκτελείται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Σε άλλες υποθέσεις που εισήχθησαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ενάγοντες/καταθέτες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (η οποία αποτελεί κοινή απόφαση στην ουσία της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) πάσχει από ακυρότητα καθότι βαίνει πέραν των εξουσιών τις οποίες έχει παραχωρήσει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα όργανα αυτά και προσβάλλει το δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους ενάγοντες σε κανένα απολύτως σημείο ούτε στη Συνθήκη (άρθρα 282-284) αλλά ούτε και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, περιέχεται ή παραχωρείται εξουσία είτε για την απομείωση ή κούρεμα καταθέσεως ως στόχου, σκοπού ή μέσου αλλά ούτε και συμμετοχή σε ή δημιουργία μηχανισμού του τύπου ΕLΑ («Emergency Liquidity Assistance») αλλά ούτε και σε συμμετοχή διαδικασίας προς λήψη απόφασης με την οποία να εξαρτάται η παροχή συνδρομής ως κράτος μέλος από την επιβολή μεταξύ άλλων του κουρέματος των καταθέσεων.
Κατά το άρθρο 35 του Πρωτοκόλλου για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών η ΕΚΤ υπέχει ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις έναντι άλλων πιστωτών και χρεοφειλετών ή έναντι οιουδήποτε προσώπου.
Επίσης, μία άλλη σειρά αγωγών ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες μετά την υπογραφή του μνημονίου. Οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση με την αιτιολογία ότι υπάρχει επαρκής αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των απαιτήσεων της Επιτροπής και της απώλειας των κεφαλαίων λόγω «κατάφωρης παραβίασης υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες», όπως ορίζει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή/και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Ο προβληματισμός
Οι αγωγές των Κυπρίων ανοίγουν ένα μείζον θέμα, τη διερεύνηση της νομικής βάσης των αποφάσεων που επιβάλει η Τρόικα. «Η άσκηση των εν λόγω αιτήσεων ακύρωσης και αγωγών αποζημίωσης κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της σχετικής απόφασης για το «κούρεμα» των καταθέσεων σε κυπριακές τράπεζες εντάσσεται στην προβληματική σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της Ε.Ε. και της ΕΚΤ για να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις», σχολιάζει στην «Κ» ο δικηγόρος Βρυξελλών και ειδικός στο ευρωπαϊκό δίκαιο, Σπύρος Παππάς.
Σύμφωνα με τον κ. Παππά «η διαφορά της περίπτωσης της Κύπρου σε σύγκριση με τις ενέργειες της Ε.Ε. και της ΕΚΤ σε άλλες υποθέσεις είναι ότι η νομική βάση της κρίσιμης απόφασης του Eurogroup είναι, αφενός, το νέο Άρθρο 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου, η Συνθήκη για τη Θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ, η οποία δίνει αρμοδιότητες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΚΤ (από κοινού και με το ΔΝΤ) να διαπραγματεύονται με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το εκάστοτε μνημόνιο το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας από τον ΕΜΣ».
«Στο πλαίσιο αυτό», προσθέτει, «αναφύονται σημαντικά νομικά ζητήματα ιδιαίτερα ως προς το εύρος της εν λόγω αρμοδιότητας, αλλά και ως προς το εάν είναι δυνατόν να παρέχονται στα όργανα της Ε.Ε. νέες αρμοδιότητες από διατάξεις διεθνών συνθηκών οι οποίες δεν αποτελούν δίκαιο της Ε.Ε. Ωστόσο, ενόψει του γεγονότος ότι οι σχετικές αιτήσεις δεν δημοσιεύονται στο σύνολό τους, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς ποιοι λόγοι ακύρωσης έχουν προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να προβλέψουμε την έκβαση των σχετικών υποθέσεων, οι οποίες, πάντως, άπτονται ιδιαίτερα λεπτών νομικών ζητημάτων. Σε κάθε περίπτωση κι ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των νομικών επιχειρημάτων, αναμένεται το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. να είναι κατ’ αρχήν επιφυλακτικό, ως προς το αίτημα ακύρωσης της σχετικής απόφασης».
ΠΗΓΗ: http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/11/blog-post_6618.html#more
Ὑπονομεύει τήν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα καί τήν οἰκογένειαν τό κατατεθέν εἰς τήν Βουλήν νομοσχέδιον
Ἀπαγορεύονται, ἐφ᾽ ὅσον ψηφισθῆ ὑπό τῆς Βουλῆς, νά ὁμιλοῦν ἐναντίον τῶν γάμων τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἐναντίον τῆς ἰσλαμοποιήσεως τῆς Χώρας καί τῆς ἀνεγέρσεως τεμενῶν, νά ἀμφισβητοῦν τό ὁλοκαύτωμα, νά στρέφωνται ἐναντίον τῆς Ἑβραιομασωνίας καί ἐναντίον τῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων, αἱ ὁποῖαι δέν ἀνήκουν εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν.
Ὅλα τά ἀνωτέρω περιγράφονται μέ συγκεκριμένην ὁρολογίαν προφανῶς, διά νά μή ἐξεγερθῆ ὁ λαός. Ἡ βασική φιλοσοφία τοῦ ὑπό ψήφισιν νομοσχεδίου εἶναι ὅτι ἡ «διάκρισις» θά τιμωρῆται μέ αὐστη- ράς χρηματικάς καί εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις καί διοικητικάς ποινάς.
Πῶς καθορίζονται αἱ ποιναί.
Ὑπογραμμίζομεν ὅτι ὁ Πρωθυπουργός μετά τάς συλλήψεις τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς «Χρυσῆς Αὐγῆς» εἶχε δηλώσει ὅτι δέν χρειάζεται ἀντιρατσιστικός νόμος, διότι ἡ ὑπάρχουσα νομοθεσία εἶναι ἐπαρκής. Μέ τό ὑπό ψήφισιν νομοσχέδιον συμφωνοῦν οἱ «Ἀριστερούληδες» Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι καί πρό ἑβδομάδων εἶχον συνταχθῆ μέ τά κόμματα τῆς Ἀριστερᾶς καί ἕνα ἐλάχιστον τμῆμα τῆς ΝΔ.
Ἐνῶ ἡ Χώρα καταρρέει οἰκονομικῶς, οἱ θεσμοί καί οἱ νόμοι τοῦ Κράτους γνωρίζουν πρωτοφανεῖς «διαρρήξεις» ὑπό τοῦ πολιτικοῦ κόσμου καί τῶν ὀργανωμένων πολιτικῶν καί οἰκομικῶν συμφερόντων, ἡ πολιτική αἱματηρή βία κυριαρχεῖ εἰς τό προσκήνιον καί ὁ λαός γίνεται καθημερινῶς πτωχότερος, ἡ Κυβέρνησις ἡτοίμασε τό ἀντιρατσιστικόν νομοσχέδιον, διά τό ὁποῖον εἶχε συγκρουσθῆ τόσον μέ τήν ἀριστεράν ὅσον καί μέ τό ΠΑΣΟΚ, μετά τοῦ ὁποίου ἡ ΝΔ συγκυβερνᾶ. Τό νομοσχέδιον εἰς τό ὄνομα τοῦ ἀντιρατσισμοῦ προβλέπει αὐστηράς ποινάς εἰς ὅσους ὁμιλοῦν ἤ δημοσιεύουν ἤ προβάλλουν κείμενα, τά ὁποῖα εἶναι «ρατσιστικά». Ὁ Πρωθυπουργός μετά τάς συλλήψεις τῶν ἡγετικῶν καί ἄλλων στελεχῶν τῆς «Χρυσῆς Αὐγῆς» ἐδήλωσε δημοσίως ὅτι δέν χρειάζεται ἡ κατάθεσις ἀντιρατσιστικοῦ νομοσχεδίου, διότι ἡ ὑπάρχουσα νομοθεσία εἶναι ἐπαρκής. Ὀλίγας ἑβδομάδας μετά τάς συλλήψεις, τό ὑπουργεῖον Δικαιοσύνης ἡτοίμασε τό ἀντιρατσιστικόν νομοσχέδιον, τό ὁποῖον προβλέπει αὐστηράς ποινάς εἰς ὅσους προκαλοῦν διακρίσεις μέ βάσιν τήν φυλήν, τό χρῶμα, τήν θρησκείαν, τάς γενεαλογικάς καταβολάς, τήν ἐθνικήν καταγωγήν, τόν γενετήσιον προσανατολισμόν καί τήν σωματικήν ἀκεραιότητα.
Τό νομοσχέδιον περιλαμβάνει εἰδικήν διάταξιν μέ τάς προβλεπομένας ποινάς διά τήν ἐξύμνησιν ἤ ἐπιδοκιμασίαν ἐγκλημάτων γενοκτονίας ἤ τήν ἄρνησιν τοῦ ὁλοκαυτώματος κ.λπ. Τό νομοσχέδιον εἶναι γραμμένον κατά τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νά φαίνεται ὅτι διασφαλίζει τήν κοινωνικήν γαλήνην καί τήν δημοσίαν τάξιν. Τό νομοσχέδιον ὅμως θέτει «φίμωτρον» εἰς τούς πολίτας καί εἰς τούς ἐκκλησιαστικούς ταγούς διά κάποια θέματα. Παραδείγματα:
• Θά δύναται ἕνας Μητροπολίτης νά ὁμιλήση ἐναντίον τῆς ἰσλαμοποιήσεως-μουσουλμανοποιήσεως τῆς Χώρας καί ἐναντίον τῆς ἀνεγέρσεως μικρῶν ἤ μεγάλων τεμενῶν εἰς τήν Ἀθήναν, εἰς τήν Θεσσαλονίκην ἤ εἰς τάς πρωτευούσας τῶν Νομῶν;
• Θά δύναται ἕνας Μητροπολίτης νά ὁμιλῆ ἐναντίον τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐναντίον τῶν γάμων τῶν ὁμοφυλοφίλων καί νά παρουσιάζη τάς θέσεις τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κυρίου μας διά τούς ἀρσενοκοίτας καί γενικώτερον διά ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διακατέχονται ἀπό τό «πάθος τῆς ἀτιμίας» ὡς τό ἐχαρακτήρισεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;
• Θά δύναται ἕνας Μητροπολίτης νά στρέφεται ἐναντίον τοῦ Σιωνισμοῦ καί τῶν σχεδίων του ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Θά δύναται, ἐπίσης, νά ὁμιλῆ ἐναντίον τοῦ Κεντρικοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συμβουλίου τῆς Ἀμερικῆς, εἰς τήν περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν ἐπαναλάβη ὅσα ἐζήτησεν ἐπί τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Χριστοδούλου; (Τότε ἐζήτησε τήν κατάργησιν τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἀπό τάς ἀστυνομικάς ταυτότητας).
• Θά δύναται ἕνας Μητροπολίτης, ἕνας δημοσιογράφος, ἕνας πολίτης νά ὁμιλῆ ἐναντίον τῆς Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, ἐναντίον τῆς Μασονίας, ἐναντίον τῶν Ρόταρυ, τούς ὁποίους οἱ παλαιοί θεολόγοι καί «γεροντάδες» θεωροῦν παρακλάδι τῆς Μασονίας;
• Ποίαν τύχη θά ἔχουν τά βιβλία, τά ὁποῖα ξεσκεπάζουν τήν Ἑβραιομασονίαν; Θά ριφθοῦν εἰς τήν πυράν; Καί ποίαν τύχην θά ἔχουν ὅσοι ἔχουν συγγράψει βιβλία, μέ τά ὁποῖα δέν ἀρνοῦνται τό ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων, ἀλλά μετριάζουν κατά πολύ τόν ἀριθμόν τῶν θυμάτων τοῦ Ναζισμοῦ καί ἔχουν τήν ἄποψιν ὅτι ἡ ὑπόθεσις ἔχει μυθικάς διαστάσεις;
• Ποίαν τύχην θά ἔχουν ὅσοι ὁμιλοῦν διά ἀλβανοποίησιν, ἀφρικανοποίησιν ἤ ἀσιατοποίησιν τῆς Χώρας, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν παρανόμως μεταναστῶν εἰς τήν Ἑλλάδα;
• Ποία ἡ τύχη ὅσων χρησιμοποιοῦν τήν λέξιν «λαθρομετανάστης» ἤ ζητοῦν τήν λῆψιν μέτρων ἐναντίον λαθρομεταναστῶν ἤ ἐπισημαίνουν κινδύνους διά τήν ὑγείαν ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτον παρουσίαν λαθρομεταναστῶν εἰς τήν Ἑλλάδα;
Ὅλα αὐτά, μέ βάσιν ὅσα διαρρέονται ἐπισήμως ὑπό τῆς Κυβερνήσεως, ἀπαγορεύονται καί προβλέπονται βαρύταται ποιναί. Τό σύνολον τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κ. Ἱερώ- νυμον καί τούς «Ἀριστερούληδες» Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι σιωποῦν διά τά θέματα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς Μασονίας, τοῦ σιωνισμοῦ, τῆς λαθρομεταναστεύσεως, τῆς μουσουλμανοποιήσεως καί τῆς ἀλλοιώσεως τῆς ἑλληνορθοδόξου ταυτότητος τῶν μικρῶν καί τῶν μεγάλων πόλεων, συμπλέει μέ τήν Κυβέρνησιν καί τά κόμματα τῆς ἀριστερᾶς, τά ὁποῖα ἠγωνίσθησαν διά τήν κατάθεσιν τοῦ νομοσχεδίου. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί οἱ Μητροπολῖται, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διά τά θέματα, τά ὁποῖα ἀπαγορεύει τό νομοσχέδιον. Δι᾽ αὐτοῦ οἱ Μητροπολῖται αὐτοί ἤ θά σιγήσουν ἤ θά ὁμιλοῦν καί θά εὑρεθοῦν ἀντιμέτωποι μέ τόν νόμον, ὁπότε θά τούς ἐξαναγκάσουν εἰς σιωπητήριον. Ἀναμένομεν τάς ἀντιδράσεις τῶν βουλευτῶν εἰς τήν Βουλήν. Ὅπως ἀναμένομεν καί τάς ἀντιδράσεις ὡρισμένων βουλευτῶν τῆς ἀναθεωρητικῆς ἀριστερᾶς, οἱ ὁποῖοι προσφάτως ἐζήτησαν νά μή τιμῶμεν τήν γενοκτονίαν τῶν Ποντίων.
Τό ρεπορτάζ
Διά τό νομοσχέδιον αὐτό αἱ σοβαρώτεραι ἡμερήσιαι ἐφημερίδες ἐδημοσίευσαν ρεπορτάζ συνεργατῶν των κατά τήν 2αν Νοεμβρίου. Ἐκ τῶν ἐφημερίδων αὐτῶν («δημοκρατία», «Συντακτῶν», «Ἡ Ἑλλάδα αὔριο») δημοσιεύομεν τό ρεπορτάζ τῆς ἐφημερίδος «Ἡ Ἑλλάδα αὔριο», πού ὑπογράφει ἡ κ. Ἄννα Δολλάρη.
Αὐτό ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἡ σημασία τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ νομοσχεδίου, ποὺ κατατέθηκε στὴ Βουλή, παίρνει εὐρύτερες διαστάσεις μετὰ τὶς ἀποκαλύψεις γιὰ τὶς ἐγκληματικὲς ἐνέργειες τῆς Χρυ σῆς Αὐγῆς καὶ τὴν προφυλάκιση τῆς ἡγεσίας της.
Μπορεῖ τὸ συγκεκριμένο σχέδιο, τὸ ὁποῖο ἀναμένεται νὰ γίνει πλέον νόμος τοῦ κράτους, νὰ στηρίξει πολλὲς κατηγορίες στὸ μέλλον, τὶς ὁποῖες θὰ βροῦν μπροστά τους πολλοὶ ὀπαδοὶ τῆς φασιστικῆς ἀκρότητας καὶ τῆς μισαλλοδοξίας. Σύμφωνα μὲ τὶς βασικὲς διατάξεις τοῦ νομοσχεδίου, ἡ ὑποκίνηση κάθε μορφῆς ρατσιστικῆς βίας διώκεται αὐτεπαγγέλτως καὶ τιμωρεῖται μὲ ποινὴ φυλάκισης 3 μηνῶν ἕως 3 ἐτῶν καὶ χρηματικὴ ποινὴ ἀπὸ 5.000 ἕως 20.000 εὐρώ, ἐνῶ τὰ θύματα δὲν εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ καταβάλουν τὸ σχετικὸ παράβολο ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου, ὅταν προβοῦν σὲ καταγγελία καὶ ὅταν δηλώσουν παράσταση πολιτικῆς ἀγωγῆς. Τὸ νο- μοσχέδιο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ προϊὸν -κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος- συγκερασμοῦ τῶν σχετικῶν προτάσεων, ποὺ εἶχαν κατατεθεῖ στὴ Βουλὴ προβλέπει μάλιστα βαρύτερη ποινικὴ μεταχείριση στὶς περιπτώσεις ποὺ οἱ πράξεις τελοῦνται ἀπὸ δημόσιο λειτουργὸ ἢ ὑπάλληλο.
Οἱ ποινὲς
Ἀναλυτικὰ τὰ κυριότερα σημεῖα τοῦ νομοσχεδίου 927/1979 περὶ “κολασμοῦ πράξεων ἢ ἐνεργειῶν ἀποσκοπουσῶν εἰς φυλετικάς δια- κρίσεις” ἔχουν ὡς ἑξῆς:
1. Δημόσια ὑποκίνηση βίας ἢ μίσους
Μὲ φυλάκιση τριῶν μηνῶν ἕως τριῶν ἐτῶν καὶ χρηματικὴ ποινὴ 5.000-20.000 τιμωρεῖται ὅποιος προκαλεῖ, διεγείρει ἢ προτρέπει σὲ πράξεις ἢ ἐνέργειες ποὺ μποροῦν νὰ προκαλέσουν διακρίσεις, μῖσος κα τὰ προσώπου ἢ ὁμάδας προσώπων, ποὺ προσδιορίζονται μὲ βάση τὴ φυλή, τὸ χρῶμα, τὴ θρησκεία, τὶς γενεαλογικὲς καταβολές, τὴν ἐθνικὴ καταγωγή, τὸν γενετήσιο προσανατολισμὸ καὶ τὴ σωματικὴ ἀκεραιότητα. Τὸ ἴδιο τιμωρεῖται ὅποιος μὲ πρόθεση καὶ μὲ τὰ παραπάνω μέσα παροτρύνει σὲ διάπραξη φθορᾶς ἢ βλάβης πραγμάτων, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀπὸ τὶς ἐν λόγῳ ὁμάδες κατὰ τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκθέσει σὲ κίνδυνο τὴ δημόσια τάξη.
Ἂν οἱ παραπάνω πράξεις εἶχαν ἀποτέλεσμα τὴν τέλεση ἐγκλήματος, ἐπιβάλλεται ποινὴ τουλάχιστον ἕξι μηνῶν καὶ χρηματικὴ ποινὴ 15.000-30.000 εὐρώ. Μὲ τὶς ἴδιες ποινὲς τιμωρεῖται καὶ ὅποιος συνιστᾶ ἢ συμμετέχει σὲ ὀργάνωση ἢ ἕνωση προσώπων ποὺ ἐπιδιώκει συστηματικὰ τὴν τέλεση τῶν ἀνωτέρω πράξεων.
2. Δημόσιος ἐγκωμιασμός, ἄρνηση ἢ ἐκμηδένιση ἐγκλημάτων
Ἐπίσης μὲ τὶς ἴδιες ποινὲς τιμωρεῖται καὶ ὅποιος μὲ πρόθεση δημόσια καὶ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο (π.χ. προφορικά, διὰ τοῦ Τύπου ἢ τοῦ Διαδικτύου) ἐγκωμιάζει, ἐπιδοκιμάζει, ἀρνεῖται κακόβουλα τὴ σημασία τῶν ἐγκλημάτων γενοκτονίας ἢ κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῶν ἐγκλημάτων πολέμου, καθὼς καὶ τοῦ Ὁλοκαυτώματος καὶ τοῦ ναζισμοῦ, μὲ τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποκινήσει βία ἢ μῖσος ἢ νὰ ἐνέχει ἀπειλητικὸ ἢ προσβλητικὸ χαρακτήρα κατὰ ὁμάδας προσώπων μὲ βάση τὴ φυλή, τὸ χρῶμα, τὴ θρησκεία, τὶς γενεαλογικὲς καταβολές, τὴν ἐθνικὴ καταγωγὴ καὶ τὸν γενετήσιο προσανατολισμό.
Ἡ τέλεση τῶν παραπάνω πράξεων ἀπὸ δημόσιο λειτουργὸ ἢ ὑπάλληλο τιμωρεῖται μὲ αὐξημένη ποινή.
3. Εὐθύνη νομικῶν προσώπων ἢ ἑνώσεων προσώπων
Ἂν κάποια ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀξιόποινες πράξεις, τελέσθηκε πρὸς ὄφελος ἢ γιὰ λογαριασμὸ νομικοῦ προσώπου ἢ ἑνώσεως προσ ώπων ἀπὸ νόμιμο ἐκπρόσωπο ἢ ἐξουσιοδοτημένο πρόσωπο, ὁ ὑπουρ γὸς Δικαιοσύνης μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει, μὲ ἀπόφασή του, σωρευ- τικὰ ἢ διαζευκτικά: α) διοικητικὸ πρόστιμο ἀπὸ 10.000 ἕως 100.000 εὐρώ, β) ἀποκλεισμὸ ἀπὸ δημόσιες παροχές, ἐπιχορηγήσεις, ἐπιδοτήσεις, διαφημίσεις, προμήθειες κ.ἄ. γιὰ διάστημα 1-6 μηνῶν.
Ἂν οἱ πράξεις αὐτὲς ἔχουν τελεστεῖ σὲ ραδιοφωνικὴ ἢ τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ οἱ κυρώσεις ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ ΕΣΡ.
4. Αὐτεπάγγελτη δίωξη ἀδικημάτων Ν. 927/1979
Οἱ πράξεις ποὺ περιγράφονται στὸ σχέδιο νόμο κατὰ τῶν διακρίσεων, καθὼς καὶ τὰ ἐγκλήματα ποὺ τελοῦνται συνεπείᾳ αὐτῶν, διώκονται αὐτεπαγγέλτως. Ὁ παθών κατὰ τὴν ὑποβολὴ τῆς ἔγκλησης, ὅπως καὶ ὅταν παρίσταται ὡς πολιτικῶς ἐνάγων, δὲν καταβάλλει τὸ σχετικὸ παράβολο ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου».
ΠΗΓΗ: Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 1997, 8 Νοεμβρίου 2013, http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_7972.html?spref=fb
Α. Εισαγωγή
Ο Ν. 3984/2011 είναι ένας « υγιής «οργανισμός». Υπό την έννοια ότι, ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη, την ευγενή επιδίωξη της Οδηγίας 2010/53/ΕΕ, για θέσπιση κοινών προτύπων, μεταξύ των Κρατών – Μελών, σχετικά με την ποιότητα και ασφάλεια των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση.
Ωστόσο, επωάζει ένα « καρκινικό κύτταρο » : Το άρθρο 9 παρ. 2, το οποίο ενεργοποιείται από την 1.6.2013. Επίκειται μία νομική «καρκινογένεση». Εξίσου επιβλαβής, τόσο για τον νομικό «οργανισμό», όσο και για τον ανθρώπινο.
Β. Το πρόβλημα
1. Τι προβλέπει η Οδηγία
Στο πλαίσιο του ανωτέρω σκοπού, η οδηγία και ο νόμος καλύπτουν την δωρεά ανθρωπίνων οργάνων.Κατά την έννοια της οδηγίας, την οποίαν ο νόμος, εν προκειμένω, ορθά ενσωματώνει, « δότης » είναι κάθε άνθρωπος που προβαίνει στη δωρεά ενός ή περισσότερων οργάνων, είτε κατά τη διάρκεια της ζωής του,είτε μετά το θάνατό του.
Όπως σημειώνεται στο σημείο 21 της αιτιολογικής έκθεσης της οδηγίας « στην Ένωση συνυπάρχουν πολλά διαφορετικά πρότυπα όσον αφορά τη συγκατάθεση στη δωρεά, περιλαμβανομένων των συστημάτων στα οποία πρέπει να υπάρχει η ρητή συγκατάθεση για τη δωρεά οργάνου και των συστημάτων στα οποία η δωρεά μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει ένδειξη αντίρρησης στη δωρεά. Για να γίνεται δυνατή η έκφραση της προσωπικής απόφασης στο θέμα αυτό, ορισμένα κράτη μέλη έχουν δημιουργήσει ειδικά μητρώα στα οποία οι πολίτες μπορούν να καταγράφουν την επιθυμία τους όσον αφορά τη δωρεά οργάνων. Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τα ποικίλα συστήματα συναίνεσης που ήδη λειτουργούν στα κράτη μέλη ».
Τόσο από το εν λόγω σημείο, όσο και από το σώμα της οδηγίας, προκύπτουν τα ακόλουθα : α ) η οδηγία δεν αποσκοπεί στο να επέμβει στην έννομη τάξη των Κ-Μ και να επιβάλλει έναν ενιαίο τρόπο συγκατάθεσης στην δωρεά, είτε κατά την διάρκεια της ζωής του προσώπου, είτε μετά τον θάνατό του και β ) ανεξαρτήτως του τρόπου, συγκατάθεση στην δωρεά, πρέπει να υπάρχει. Τόσο στην περίπτωση της δωρεάς εν ζωή, όσο και στην μετά θάνατον.
Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο 19 της αιτιολογικής έκθεσης, « Η φιλαλληλία αποτελεί σημαντικό παράγοντα της δωρεάς οργάνων. Για να εξασφαλισθεί η ποιότητα και η ασφάλεια των οργάνων, τα προγράμματα μεταμόσχευσης οργάνων πρέπει να βασίζονται στις αρχές της εθελοντικής και μη αμειβόμενης δωρεάς. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι η παραβίαση των ανωτέρω αρχών ενδέχεται να εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Αν το όργανο δεν προσφέρεται εθελοντικά και/ή αποφέρει οικονομικό κέρδος, μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η ποιότητα της διαδικασίας δωρεάς, δεδομένου ότι η βελτίωση της ποιότητας ζωής ή η σωτηρία της ζωής ενός ανθρώπου δεν αποτελεί τον κύριο ή τον μοναδικό επιδιωκόμενο σκοπό ».
Συνεπώς, σκοπός της οδηγίας, τον οποίον τα Κ-Μ, υποχρεούνται να υλοποιήσουν, με τα δικά τους μέσα, είναι να επέρχεται η μεταμόσχευση, εφόσον αυτή συνιστά την πραγματική βούληση του προσώπου. Κατ’ επέκτασιν, ακόμα και σε ένα σύστημα μη ρητής συγκατάθεσης, ο νόμος ενσωμάτωσης της οδηγίας, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στον, κατ’ ουσίαν, αποκλεισμό της διερεύνησης της αντίρρησης στην δωρεά.
2. Τι προβλέπει ο νόμος για το ενήλικο θανόν πρόσωπο
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ 2 του Ν. 3984/2011, η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεση του σύμφωνα με την παράγραφο 3 « και κατόπιν συναίνεσης της οικογένειας
του ».
Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, προκύπτει ότι, από 1.6.2013 και εντεύθεν, κάθε ενήλικο πρόσωπο στην Ελλάδα καθίσταται δότης εκ του νόμου. Καθίσταται, δηλαδή, δωρητής του εαυτού του, χωρίς καν να έχει περάσει από το μυαλό του η σκέψη και, εάν έχει περάσει, χωρίς να την έχει εξωτερικεύσει, είτε καταφατικά, είτε αρνητικά, έστω εμμέσως ! Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου, η πρόβλεψη ισχύος από 1.6.2013 αποσκοπεί στην ενημέρωση των πολιτών, μέσω σχετικής εκστρατείας. Μέχρι την στιγμή που συντάσσεται αυτό το άρθρο (μέσα Μαρτίου 2013) καμμία ενημερωτική εκστρατεία δεν έχει εκδηλωθεί. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου, « Στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων τηρείται αρχείο όπου καταχωρίζονται οι δηλώσεις των πολιτών περί αντίθεσης τους στην αφαίρεση οργάνων τους μετά θάνατον. Κάθε ενήλικος πολίτης μπορεί να αποστέλλει στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων σχετική δήλωση του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής. Για τη δήλωση δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος, αρκεί να συνάγεται ρητά και αβίαστα η ακριβής βούληση του προσώπου. Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή. Η ανάκληση γίνεται με νεότερη δήλωση ανάκλησης, η οποία αποστέλλεται ομοίως στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων. Η αρχική δήλωση διαγράφεται από το αρχείο και θεωρείται ως μη γενόμενη ». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου «Η αφαίρεση οργάνων από θανόντα δότη διενεργείται μετά την επέλευση του θανάτου, κριτήριο για την οποία είναι η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, σύμφωνα με τα ευρέως αποδεκτά και σύγχρονα δεδομένα της επιστήμης, όπως ορίζεται στην απόφαση του ΚΕ.Σ.Υ. περί διάγνωσης του εγκεφαλικού θανάτου (απόφαση 9 της 21/20.3.1985). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται επακριβώς το κριτήριο επέλευσης του θανάτου, κατόπιν γνώμης του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.). Με όμοιο τρόπο θεσπίζεται "Κώδικας Πρακτικής", σχετικά με τη διαδικασία διάγνωσης και επιβεβαίωσης του εγκεφαλικού θανάτου».
Ωστόσο, ακόμα και ενημερωτική εκστρατεία να υπάρξει και παρά την πρόβλεψη της παρ. 5 ως άνω, η διάταξη της παρ. 2, δεν παύει να αντίκειται στο Σύνταγμα, στο ενωσιακό και στο διεθνές δίκαιο, διότι, παραβιάζει την θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ιδιωτικής αυτονομίας και αυτοδιάθεσης. Δημιουργεί δε τον κίνδυνο να μετατραπεί η Ελλάδα σε χώρα «παραγωγής» και διάθεσης ανθρωπίνων οργάνων από εγκληματικές οργανώσεις.
Γ. Η αντισυγματικότητα του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3984/2013
Αποτελεί στοιχείο της ελευθερίας του ανθρώπου να αποφασίσει να προβεί σε δωρεά και μάλιστα του εαυτού του. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι ύψιστο έννομο αγαθό. Ως εκ τούτου, μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να την περιορίσει ο νομοθέτης και μάλιστα, στο πεδίο της ιατρικής, σε περιπτώσεις που αφορούν στο ίδιο το πρόσωπο και όχι σε σχέση με κάποιο άλλο, τρίτο (1).
Η ελευθερία του ατόμου πλήττεται όταν προσβάλλεται ουσιαστικά η αξιοπρέπειά του και η προσωπικότητά του. Πτυχή της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του είναι – μεταξύ άλλων – η υγεία και η σωματική ακεραιότητα 2. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 Σ, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η εν λόγω διάταξη, αποτελεί την βασική κατεύθυνση ερμηνείας των διατάξεων που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα(3). Κατά την συντριπτικώς επικρατούσα άποψη, ο νομοθέτης δεσμεύεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και κατά την διαμόρφωση του ιδιωτικού δικαίου(4). Συνεπώς, η προστασία της ανθρώπινης υπόστασης εδράζεται σε ένα δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου. Πρόκειται για το δικαίωμα να διαθέτει τη ζωή του για τον ίδιο, να ανήκει στον εαυτό του(5). Αυτοκαθορισμός της ζωής υπάρχει, όταν υφίσταται πραγματική εξουσία αυτοκαθορισμού(6). Η ανωτέρω διάταξη, οδηγεί σε ετεροκαθορισμό της ζωής του ατόμου. Συνιστά αντισυνταγματική νομοθετική παρέμβαση στην ιδιωτική αυτονομία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ευγενής πρόθεση να σωθούν οι ζωές ασθενών, ευτελίζεται σε πρόσχημα. Ως εκ τούτου, το ανωτέρω άρθρο θα ήταν σύμφωνο με το σύνταγμα, εάν ήταν διατυπωμένο, ως ακολούθως : « Παρ. 2 : Η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε, είχε εκφράσει την συμφωνία του » και « Παρ 3 : Στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων τηρείται αρχείο όπου καταχωρίζονται οι δηλώσεις των πολιτών περί συμφωνίας τους στην αφαίρεση οργάνων τους μετά θάνατον. Κάθε ενήλικος πολίτης μπορεί να αποστέλλει στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων σχετική δήλωση του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής. Για τη δήλωση δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος, αρκεί να συνάγεται ρητά και αβίαστα η ακριβής βούληση του προσώπου. Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή. Η ανάκληση γίνεται με νεότερη δήλωση ανάκλησης, η οποία αποστέλλεται ομοίως στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων. Η αρχική δήλωση διαγράφεται από το αρχείο και θεωρείται ως μη γενόμενη ».
Επισημαίνεται ότι, στην διάταξη της παρ. 2, η φράση «και κατόπιν συναίνεσης της οικογένειάς του », στο αρχικό σχέδιο νόμου δεν υπήρχε καν. Προσετέθη με το άρθρο 55 παρ. 4 του Ν. 4075/2012. Αλλά και η προσθήκη αυτή δεν αποκαθιστά την συνταγματική τάξη. Πρώτον, διότι σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο νομοθέτης καθιστά το σύνολο των πολιτών υποχρεωτικά «δωρητές». Δεύτερον, διότι δεν αποτρέπει τον σοβαρότατο κίνδυνο, που ανωτέρω επισημαίνουμε και, κατωτέρω, αναπτύσσουμε.
Δ. Η αντίθεση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3984/2011 στο δίκαιο της ΕΕ
Ήδη, ανωτέρω, έχει καταστεί σαφές ότι, με το εν λόγω άρθρο του νόμου, δεν ενσωματώνεται ορθά η οδηγία 2010/53/ΕΕ στην εθνική έννομη τάξη : Η οδηγία απαιτεί έκφραση της συμφωνίας του δωρητή και όχι τεκμήριο συναίνεσης. Εν προκειμένω, το τεκμήριο συναίνεσης, δεν αποτελεί επιτρεπτό μέσο του εθνικού νομοθέτη, προς υλοποίηση του σκοπού της οδηγίας. Δεν παρέχει ισχυρότερη προστασία. Αντιθέτως, αναιρεί, την όποια προστασία της ατομικής ελευθερίας, καθόσον, ουσιαστικά, καθιερώνει υποχρέωση δωρεάς και μάλιστα του εαυτού εκάστου εξ ημών. Περαιτέρω, η ίδια η αιτιολογική έκθεση της οδηγίας, εφιστά την προσοχή του εθνικού νομοθέτη, ως προς την τήρηση του ενωσιακού δικαίου : Στο σημείο 19 αυτής, λαμβάνει χώρα αναφορά στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ( ΧΘΔ/ΕΕ ) και ειδικά, στο άρθρο 3 παρ. 2γ. Το άρθρο φέρει τίτλο « Δικαίωμα στην ακεραιότητα του ανθρώπου ». Σύμφωνα με την παρ. 1 « κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην σωματική και διανοητική ακεραιότητά του ». Σύμφωνα με την παρ. 2 « στο πεδίο της ιατρικής και της βιολογίας πρέπει να τηρούνται τα εξής : - η ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τον νόμο ». Με την υποχρέωση «δωρεάς», ως άνω, ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του ανθρώπου, δεν υπάρχει.
Ε. Η αντίθεση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3984/2011 στο διεθνές δίκαιο
Η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική ( Σύμβαση του Oviedo ), αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, βάσει του Ν. 2619/1998. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 5, 6, 8, 17 και 20 της Σύμβασης προκύπτει ότι: α ) πρέπει να προστατεύεται η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου ως όντος, β ) κάθε επέμβαση στον άνθρωπο, στα πλαίσια της ιατρικής επιστήμης, πρέπει να τυγχάνει της ελεύθερης συναίνεσής του. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να τεκμαίρεται, ούτε να επιβάλλεται νομοθετικά, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Επιπροσθέτως, το ΕΔΑΔ έχει κρίνει, επί τη βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, πως το Κράτος, δεν μπορεί να επιβάλλει αναγκαστικά μέτρα σε βάρος του πολίτη, στην ιδιωτική του σφαίρα, εκτός εάν πρόκειται για ιατρική αναγκαιότητα. Αυτή, όμως, πρέπει να αφορά στο ίδιο το πρόσωπο(7). Κάθε περαιτέρω λέξη, ως προς την αντίθεση της επίμαχης διάταξης του Ν. 3984/2011 κρίνεται ως περιττή.
ΣΤ. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΤΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Στην ελεύθερη αγορά, η εμπορευματοποίηση της ιατρικής φροντίδας είναι επιτρεπτή. Αλλά, όχι απεριορίστως. Ο νομοθέτης παρεμβαίνει για να αποτρέψει το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων, δηλαδή, την επίτευξη κέρδους από την πώληση τους. Αυτού του είδους την εμπορευματοποίηση την απαγορεύει το αξιακό σύστημα του ελληνικού συντάγματος. Την απαγορεύει το δίκαιο της ΕΕ : Στην αιτιολογική έκθεση της οδηγίας ( σημείο 19 ), γίνεται μνεία του άρθρου 21 της Σύμβασης του Oviedo. Την απαγορεύει το διεθνές δίκαιο, με το άρθρο 21 της Σύμβασης του Oviedo : «Απαγορεύεται η μετατροπή του ανθρωπίνου σώματος και των μερών του καθεαυτών, σε πηγή κέρδους» (παρ. 2, δεύτερο εδάφιο )
Την απαγορεύει και ο Ν. 3984/2011. Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα, αν η απαγόρευση αυτή είναι αποτελεσματική και αποτρεπτική, όπως, παγίως απαιτεί το ενωσιακό δίκαιο. Με τα άρθρα 35 και 36, κατ’ επιταγήν του άρθρου 23 της Οδηγίας, ορίζονται τα σχετικά αδικήματα και οι ποινές. Στο άρθρο 35 προβλέπονται ο πλημμεληματικός χαρακτήρας των αδικημάτων και ανάλογου χαρακτήρα ποινές. Το άρθρο 36 είναι κακουργηματικού χαρακτήρα, καθώς αναφέρεται στην σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, με σκοπό την τέλεση αποκόμισης κέρδους από την εμπορία των ανθρωπίνων οργάνων. Εντάσσεται στην ίδια την φύση του αδικήματος : Εμπορία ανθρωπίνων οργάνων, δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός – δύο ή τριών εγκληματιών. Κατά την άποψή μας, η ποινική αντιμετώπιση εξασθενεί, ακριβώς, λόγω του άρθρου 9 παρ. 2 : Αφ΄ ής στιγμής κάθε πολίτης καθίσταται υποχρεωτικά «δότης», παραβιάζεται το δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αυξάνεται ο κίνδυνος να πληγεί στον πυρήνα του, το έννομο αγαθό της ανθρώπινης σωματικής και διανοητικής ακεραιότητας. Στην περίπτωση που ο οποιοσδήποτε πολίτης, από την 1.6.2013 και μετά, π.χ. τραυματισθεί βαρύτατα ή ακόμη και λιγότερο βαρειά, σε ένα τροχαίο, λόγω της τεκμαιρόμενης συναίνεσής του, είναι πολύ πιθανό, να μην καταβληθούν οι ενδεικνυόμενες προσπάθειες ανάνηψής του. Αυξάνονται οι πιθανότητες να μην αναζητηθούν, πραγματικά, οι οικείοι του, για να συναινέσουν στην αφαίρεση των οργάνων του. Αυξάνονται οι πιθανότητες, η εγκληματική οργάνωση, καλυπτόμενη από την υποχρεωτικότητα της «δωρεάς», να ενεργήσει ευχερέστερα. Συνέπεια της ευχερέστερης αυτής δράσης θα είναι η ιδιαίτερη δυσχέρανση του έχοντος έννομο συμφέρον, να αποδείξει τους ισχυρισμούς του περί ανθρωποκτονίας από πρόθεση ( γιατί όχι ; ), με κίνητρο την εμπορία ανθρωπίνων οργάνων. Επίσης, θα δυσχερανθεί ιδιαίτερα, να αποδείξει ότι, ουδείς είχε απευθυνθεί στον ΕΟΜ, προς διαπίστωση, εάν το θανόν ενήλικο πρόσωπο, είχε στείλει επιστολή μη συμφωνίας αφαίρεσης των οργάνων του.
Με μία τέτοια διάταξη, σε καιρούς κρίσης και υποχώρησης του κοινωνικού κράτους, το κίνητρο και της αθέμιτης εμπορευματοποίησης θα καταστεί ακόμη πιο ισχυρό. Το επακόλουθο, ενδέχεται να είναι, η καταβολή, εξαιρετικά σημαντικών ποσών στις εγκληματικές οργανώσεις, για να αποκτηθούν, το γρηγορότερο δυνατόν, ανθρώπινα όργανα. Επίσης, υφίσταται κίνδυνος στοχοποίησης προσώπου, λόγω ιατρικής καταλληλότητάς του προς μεταμόσχευση.
Ζ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελούν πρωτίστως, αμυντικά δικαιώματα του πολίτη, έναντι επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας(8). Με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3984/2011, ο νομοθέτης υποκαθιστά ανεπίτρεπτα την ελεύθερη βούληση του ατόμου, ειδικά όταν αυτό βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία άσκησής της. Εξ’ άλλου, τα θεμελιώδη δικαιώματα τριτενεργούν στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις(9). Συνεπώς, ισχύει αυτό που ο διετύπωσε ο αμερικανός δικαστής Cardozo, σε μία απόφασή του, ήδη απότο 1914 : «Every human being of adult years and sound mind has a right to determine what shall be done with his own body; and a surgeon who performs an operation without his patient‘s consent commits an assault(10 )».
1. BVerfG Beschluss, 2 BvR 2270/96; FamRZ 1998, 895 = NJW 1998, 1774
2. Σύγκρ. ΑΠΟλ. 13/1999, Δ/ΝΗ/40, 753, ΕΦ ΔΩΔ 24/2006, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΑΘ 6806/2004, ΝΟΜΟΣ
3. Belling/Ορφανίδης : Η δράση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ιδιωτικό δίκαιο, ΝοΒ 53, Απρίλιος 2005, Τεύχος 4, σελ. 41.
4. BVerfGE 92, 158, Canaris, Jus, 1989, 161 ff., Singer, Vertragsfreiheit, Grundrechte und der Schutz des Menschen von sich selbst, JZ 95, 1133 (1136)
5. BVerfGE, 35, 202 – Lebach, Orfanidis, Eigentumsproblematik und Mitbestimmung hinsichtlich der Europäischen Verfassung, Peter Lang, 2006, 182, με περαιτέρω παραπομπές.
6. Damm, Imperfekte Autonomie und Neopaternalismus – Medizinrechtliche Probleme der Selbstbestimmung in der modernen Medizin, MedR, 2002, Heft 8, 375 ff.
7. ΕΔΑΔ, 24.9.92, Bd 244, 25-26
8. BVerfGE 7, 198, 204, BVerfGE 50, 290, 337, BVerfGE 68, 193, 205, Belling/Ορφανίδης, ό.π., 41.
9. Αναλυτικά, Belling/Ορφανίδης, ό.π., 41 επ. Σημειώνεται ότι η τριτενέργεια είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της νομικής επιστήμης, των τελευταίων 63 ετών
10 Damm, ,ό.π. 377
Ἄλλο ἡ ἀνοχή πρός ὅσους ἐπιμένουν νά ἁμαρτάνουν ἐν γένει, καί ἄλλο ἡ κατοχύρωση δικαιώματός τους νά ἐκμαυλίζουν τά χρηστά κοινωνικά ἤθη παραβιάζοντας μέ... "δικαίωμα" τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, μολύνοντας τούς ὀφθαλμούς τῶν παιδιῶν, δηλητηριάζοντας τήν συνείδηση τῶν νέων, προσβάλλοντας τήν εὐπρέπεια τῶν γερόντων, καταπατώντας κάθε συναίσθηση ἀγαθότητος καί ἁγνότητος πού ἀκόμη περισσεύει στόν ἄνθρωπο. Ἄν τέτοια εἶναι τά "ἀνθρώπινα δικαιώματα" κατά τό Ε.Δ.Α.Δ. καί τῆς "πολιτισμένης" Εὐρώπης, τότε δέν θέλουμε τόν δαιμονκεντρικό ἀνθρωπισμό τους. Οὔτε ὡς ἔθνη, οὔτε ὡς λαοί τῆς Εὐρώπης, οὔτε ὡς ἄτομα. Αὐτά δέν εἶναι δικαιώματα ἀνθρώπων, διότι εἶναι κατώτερα καί ἀπό τά φυσικά δικαιώματα τῶν ζώων. (Ν.Σ.)
8/11/13
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Παράνομος ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα
Παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι συνιστά στην Ελλάδα ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης.
Η απόφαση που εξέδωσε την Πέμπτη στην έδρα του στο Στρασβούργο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφορά στον νόμο 3719/2008 με τον οποίο εισαγόταν στη χώρα μας ο θεσμός του «συμφώνου συμβίωσης» με τον οποίο ζευγάρια μπορούν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους με πιο ευέλικτο τρόπο απ' ότι η τέλεση γάμου. Στον νόμο όμως δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τα ομόφυλα ζευγάρια - αντιθέτως ο νόμος μιλά ρητώς για ζευγάρια αντίθετου φύλου, κάτι που από την πρώτη στιγμή στηλίτευσαν οργανώσεις υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων στη χώρα μας.
Αυτός ο αποκλεισμός συνιστά παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και συγκεκριμένα του άρθρου 14 (Απαγόρευση Διακρίσεων) και του άρθρου 8 (Δικαίωμα στον Σεβασμό της Ιδιωτικής και Οικογενειακής ζωής).
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπήρξε κόλαφος για την ελληνική πολιτεία καθώς όπως σημειώνει χαρακτηριστικά από τις 19 χώρες που έχουν εισάγει αυτή τη μορφή ένωσης ζευγαριών με νομική προστασία, μόνο στην Λιθουανία και στην Ελλάδα έχει χορηγηθεί το δικαίωμα αυτό αποκλειστικά σε ζευγάρια διαφορετικού φύλου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα ζευγάρια του ιδίου φύλου είναι εξίσου ικανά με τα ζευγάρια διαφορετικού φύλου να εισέρχονται σε σταθερές σχέσεις. Οπότε τα ομόφυλα ζευγάρια βρίσκονται σε παρόμοια θέση με τα ζευγάρια αντίθετου φύλου σε σχέση με την ανάγκη προστασίας και νομικής αναγνώρισης των σχέσεών τους.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μολονότι δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για το θέμα, υπάρχει μια σαφής τάση για νομική αναγνώριση των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
Τέλος το Δικαστήριο τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση είναι ένα «ζωντανό εργαλείο» που πρέπει να ερμηνεύεται υπό τις παρούσες συνθήκες, οπότε το κράτος της Ελλάδας, σύμφωνα με το άρθρο 8, έπρεπε να είχε λάβει υπόψη εξελίξεις στην κοινωνία μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος ή μία επιλογή ως προς το πως διαλέγει κάποιος να δημιουργήσει οικογένεια και να ζήσει στην προσωπική του ζωή. Το Δικαστήριο υποχρεώνει την Ελλάδα να πληρώσει στο κάθε πρόσωπο πίσω από την αγωγή (σύνολο έξι) από 5.000 ευρώ.
Το «Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ)» και η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Σύνθεση-Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση, Ερευνα για το HIV/AIDS», μετά την έκδοση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου στις υποθέσεις Βαλλιανάτος, Μυλωνάς και C.S. και λοιποί κατά Ελλάδος, εξέδωσαν την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Το "Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ)" και η ΜΚΟ "Σύνθεση-Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση, Έρευνα για το HIV/AIDS" εκφράζουν την ικανοποίησή τους, γιατί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, με απόφαση της Ολομέλειάς του (17μελής σύνθεση), δικαίωσε τη θέση τους σε ένα ζήτημα αρχής: είναι ανεπίτρεπτη κάθε διάκριση σε βάρος ομόφυλων ζευγαριών ως προς το δικαίωμά τους να επιλέγουν το σύντροφό τους και να διαμορφώνουν από κοινού την οικογενειακή τους ζωή.
Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα διότι ο νόμος 3719/2008 έδωσε τη δυνατότητα μόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) και την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ).
Αναμένεται, ως εκ τούτου, η άμεση τροποποίηση του νόμου αυτού, ώστε να μπορούν να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και ζευγάρια του ιδίου φύλου.
Τις ανωτέρω οργανώσεις και τα 4 ομόφυλα ζευγάρια που είχαν προσφύγει στο Στρασβούργο εκπροσώπησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η Γαλλίδα δικηγόρος Caroline Mécary, ο καθηγητής Νομικής Ν.Κ. Αλιβιζάτος, ο Διδάκτωρ Νομικής Βαγγέλης Μάλλιος και ο Εκπρόσωπος του ΕΠΣΕ Παναγιώτης Δημητράς. Στη δίκη είχε παρέμβει ο καθηγητής στο King’s College Robert Wintemute, εκ μέρους των διεθνών ΜΚΟ FIDH, ICJ, AIRE Centre και ILGA-Europe».
Πανεπιστημιακός δάσκαλος, με βαρύνουσα γνώμη για την εξωτερική πολιτική της χώρας, και με σύντομο πέρασμα από το υπουργείο Εξωτερικών ως υφυπουργός της κυβέρνησης Σημίτη το 1996, κυρίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία και ειδικότερα στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για την ΑΟΖ με το βιβλίο του «ΑΟΖ και Διεθνές Δίκαιο» που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες. Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε, ξεκαθαρίζει το πλαίσιο και τα σημεία αναφοράς μιας συζήτησης που συχνά χαρακτηρίζεται από σύγχυση.
«AOZ και Διεθνές Δίκαιο», από τον τίτλο του βιβλίου σας που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες είναι προφανές ότι θέλετε να τοποθετηθείτε, να δώσετε απαντήσεις στον διάλογο και τα ερωτήματα που εδώ και ένα και πλέον χρόνο κυριαρχούν στην επικαιρότητα στην Ελλάδα. Πρόκειται για ελληνική ιδιομορφία ή το θέμα της ΑΟΖ είναι στο προσκήνιο και εκτός συνόρων;
Στο βιβλίο προσπαθώ να απαντήσω, κατά κύριο λόγο, στα ερωτήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη και την πολιτική ηγεσία και δεν καλύπτω όλη την έκταση των δικαιωμάτων της ΑΟΖ, όπως η αλιεία. Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημά σας, δεν πρόκειται για ελληνική ιδιομορφία υπό την έννοια ότι πάνω από εκατό χώρες έχουν θεσπίσει ΑΟΖ. Μέσω της ΑΟΖ η πλειοψηφία των κρατών αποσκοπεί να κατοχυρώσει αποκλειστικά δικαιώματα, πέρα από αυτά που εξασφαλίζει η υφαλοκρηπίδα, στην υδάτινη στήλη μεταξύ βυθού και επιφάνειας, όπως η αλιεία και η ήπια ενέργεια των κυμάτων και του ανέμου. Το ενδιαφέρον στην Ελλάδα για απόκτηση ΑΟΖ παρουσιάζεται από τη στιγμή που η Κύπρος οριοθετεί με τα γειτονικά της κράτη, κάτι που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα και για την ελληνική περίπτωση, αλλά και ως διέξοδος στο αδιέξοδο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, ιδιαίτερα στο Αιγαίο και σε τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου. Εχει θεωρηθεί, δηλ., ότι η ΑΟΖ μπορεί να μας οδηγήσει σε ίδιο αποτέλεσμα με αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και μάλιστα με λιγότερους περιορισμούς. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η υφαλοκρηπίδα υπάρχει ως δικαίωμα ανεξάρτητα από κάθε ενέργεια θεσμοθέτησής του από ένα κράτος, ενώ η ΑΟΖ προϋποθέτει κήρυξη.
Σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ταυτίζονται ή διαφέρουν γεωγραφικά;
Και στις δύο περιπτώσεις η χωρική έκταση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ ταυτίζονται.
Ως προς την υφαλοκρηπίδα εδώ και αρκετά χρόνια διεξάγονται διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας. Αν άρχιζε διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ θα είχαν χρησιμότητα τα όσα έχουν προκύψει από τις διερευνητικές συνομιλίες;
Ο λόγος που πρόβαλε την ανακήρυξη της ΑΟΖ ως επιλογή πιο συμφέρουσα για την ελληνική πλευρά, ήταν η αρχική θέση της Τουρκίας ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν είναι παρά εξάρσεις του βυθού, ως συνέχεια του χερσαίου εδάφους της ηπειρωτικής Τουρκίας. Η θέση αυτή μεταβλήθηκε στην πορεία του χρόνου και σήμερα η Τουρκία δέχεται ότι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δικαιούνται υφαλοκρηπίδα, αλλά όχι στην ίδια έκταση που δικαιούται ο ηπειρωτικός χώρος.
Υπάρχει η άποψη ότι αν προχωρήσουμε σε συμφωνίες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αλβανία, την Ιταλία, τη Λιβύη και την Αίγυπτο θα αναγκάσουμε αργά ή γρήγορα την Τουρκία να αποδεχθεί διμερή διαπραγμάτευση σε αυτό το πεδίο. Σε ποιο βαθμό έχει αντίκρισμα αυτή η άποψη;
Αν πετύχουμε συμφωνία με τις χώρες που αναφέρατε θα έχουμε καταγράψει ούτως ή άλλως ένα αυτοτελές κέρδος, καθώς ουδείς αμφισβητεί ότι η ΑΟΖ κατοχυρώνει πολύ περισσότερα δικαιώματα από ό,τι η υφαλοκρηπίδα. Δεν μπορούμε ποτέ να αμφισβητήσουμε τα προνόμια που μας εξασφαλίζει η ΑΟΖ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η διαδικασία (οριοθέτηση) διαφέρει από αυτήν της υφαλοκρηπίδας. Να επισημάνω ότι ως προς το κύριο ενδιαφέρον μας, την εκμετάλλευση του βυθού για πετρέλαιο και φυσικό αέριο μάς καλύπτει πλήρως η υφαλοκρηπίδα, με την ΑΟΖ να μας προσφέρει επιπλέον αποκλειστική αλιεία και την ενέργεια που μπορεί να παραχθεί από τον άνεμο και τα θαλάσσια ρεύματα. Δεν γνωρίζω αν η οριοθέτηση της ΑΟΖ με άλλα κράτη θα πείσει την Τουρκία να μεταβάλλει την απόλυτη σήμερα αρνητική της στάση που ξεκινά από την άποψη ότι σε μια ήδη στενή θάλασσα όπως το Αιγαίο, η επέκταση αποκλειστικών εθνικών δικαιωμάτων μέσω της ΑΟΖ είναι σε βάρος της. Δεν ισχύει το ίδιο για την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά μέχρι σήμερα η αρνητική για το Αιγαίο στάση της Αγκυρας οδηγεί σε άρνηση συζήτησης για οριοθέτηση ΑΟΖ και εκεί.
Τι συζητούν Ελλάδα και Τουρκία στους αμέτρητους γύρους διερευνητικών επαφών εδώ και χρόνια; Τι καινούργιο έχει προκύψει για την υφαλοκρηπίδα και κατ' επέκταση για την ΑΟΖ;
Η λογική των Διερευνητικών Επαφών που ξεκίνησαν επί κυβέρνησης Σημίτη είναι ότι προκείμενου Ελλάδα και Τουρκία να επιλύσουν το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, που ήταν την εποχή εκείνη στο επίκεντρο των συζητήσεων θα πρέπει να διευκρινισθούν κάποια προκριματικά ζητήματα. Δηλαδή, τα ακριβή όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης των δύο χωρών, ως εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας, όπως ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας, οι γκρίζες ζώνες που είχε εγείρει η Τουρκία και, κυρίως, η μέθοδος της επίλυσης της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στην περίπτωση που η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν θα προέκυπτε από διμερή διαπραγμάτευση.
Διεθνές Δικαστήριο ή άλλης Μορφής Διαιτησία;
Να επαναλάβω ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τις Διερευνητικές με την κυρίως διαπραγμάτευση. Η λογική των διερευνητικών είναι η προηγούμενη εξομάλυνση των εκκρεμοτήτων που μπορεί να επηρεάσουν τις κυρίως διαπραγματεύσεις.
Εκτός της επίλυσης των προβλημάτων που επηρεάζουν τα όρια, θα πρέπει να συμφωνηθεί το πρακτέο σε περίπτωση πλήρους ή μερικής αδυναμίας λύσης που να προέρχεται από αυτές. Φαίνεται, από σχετικές δηλώσεις, ότι η Τουρκία δεν έχει πλέον, στο σημείο αυτό, τις αντιρρήσεις που είχε στο παρελθόν για το Διεθνές Δικαστήριο. Εξάλλου, το Δικαστήριο απαλύνει το πολιτικό βάρος της όποιας επίλυσης, μπορεί να είναι δηλαδή ο από μηχανής θεός που θα λύσει το πρόβλημα. Στη διένεξη για την υφαλοκρηπίδα υπάρχουν αποστάσεις που δύσκολα μπορούν να καλυφθούν μέσω διμερούς διαπραγμάτευσης: Η Ελλάδα υποστηρίζει τη θέση της Μέσης Γραμμής για την οριοθέτηση, ενώ η Τουρκία προτάσσει το κριτήριο της Ευθυδικίας. Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ανατολική Μεσόγειο με τη γνωστή διαφορά των δύο χωρών για την υφαλοκρηπίδα που δικαιούται το Καστελόριζο. Με αυτά τα δεδομένα η προσφυγή σε ένα τρίτο όργανο μοιάζει να είναι απαραίτητη.
Η αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου μας υπαγορεύει να βιαζόμαστε για την οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών;
Να τονίσω ότι η χώρα μας περιβάλλεται από θάλασσες που διεκδικούν και άλλοι και όχι μόνον η Τουρκία. Μπορεί στα δυτικά της Ελλάδας η οριοθέτηση να είναι ευκολότερη από ό,τι σε Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειο, αλλά δεν είναι χωρίς προβλήματα. Είναι γνωστά τα προβλήματα που συναντήσαμε με τη Λιβύη και με την Αλβανία. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αποκλείω το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αναζητήσει πάντα μέσω διαπραγμάτευσης και ποτέ μονομερώς την οριοθέτηση της ΑΟΖ με όλες τις άλλες, πλην της Τουρκίας, χώρες.
Από περιεχόμενο των Διερευνητικών δεν προκύπτει ότι στην πραγματικότητα συζητάμε και άλλα θέματα πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας;
Όχι. Η επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης, για παράδειγμα, είναι εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα που δεν το διαπραγματεύεσαι. Είναι εντελώς διαφορετικό οι δύο πλευρές να κοινοποιούν προθέσεις και να ανιχνεύουν αντιδράσεις ώστε η κάθε πλευρά να ξέρει πού πατάει, και άλλο να παραδίδουμε δικαίωμα κυριαρχίας σε τρίτη χώρα.
Να συζητήσουμε και για τις Γκρίζες Ζώνες;
Το θέμα έχει τεθεί από την Τουρκία, με την Αθήνα να μην αποδέχεται την ύπαρξή του. Αν μείνουμε εδώ θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα για την αιγιαλίτιδα ζώνη μας. Είτε το ονομάσουμε διμερή διαφορά είτε όχι, η πραγματικότητα είναι ότι αν δεν ξεκαθαρισθεί αυτή η εκκρεμότητα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.
Μπορούμε να μιλάμε για ακινησία δεκαετιών;
Κάθε φορά που δύο πλευρές πλησιάζουν σε κρίσιμες αποφάσεις υπάρχει δυστοκία. Το κύριο βάρος των κρισίμων αποφάσεων αφορά την Ελλάδα γιατί αυτή είναι που πρέπει να αποφασίσει τελικά για την ακριβή έκταση του δικαιώματος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης, καθώς και την εναρμόνιση του Εθνικού Εναερίου Χώρου με αυτήν.
Με δεδομένους τους συσχετισμούς και τα προβλήματα σε Ευρωζώνη και Ε.Ε., πόσο ρεαλιστικό είναι να προσδοκούμε επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγμάτευσης;
Εστω και με δυσμενή δεδομένα λόγω της πολιτικής κρίσης στην Ε.Ε., δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια αναζήτησης διευθέτησης των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία. Ακόμη και αν δεν υπάρχει άμεση προοπτική αποτελέσματος, ο διάλογος εξασφαλίζει τη συνεχή επικοινωνία και αποτρέπει την πιθανή, ανεξέλεγκτη επιδείνωση των διμερών σχέσεων.
Με Ισραήλ και ΑίγυπτοΥπόδειγμα η περίπτωση της Κύπρου
Η περίπτωση της Κύπρου μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για την ελληνική ΑΟΖ;
Θέλω να επισημάνω ότι η Κύπρος σεβάστηκε απολύτως το Διεθνές Δίκαιο, αφού προχώρησε στον καθορισμό των ορίων της ΑΟΖ με συμφωνία με τα γειτονικά κράτη, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Το ευτύχημα με την Κύπρο είναι ότι η ΑΟΖ της στο νότιο τμήμα της δεν μπορεί ποτέ να προκαλέσει θέμα αμφισβήτησης από την Τουρκία.
Με δεδομένη την άρνηση της Τουρκίας να συζητήσει οριοθέτηση ΑΟΖ, οι θέσεις των δύο πλευρών για την υφαλοκρηπίδα είναι για δεκαετίες αμετακίνητες;
Ως προς τις θέσεις της Τουρκίας δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γιατί πολύ απλά δεν έχει αρχίσει η συζήτηση για την υφαλοκρηπίδα. Εάν αποφασίσουμε να θέσουμε θέμα ΑΟΖ, με βάση τις εκφρασμένες απόψεις, φαντάζομαι ότι θα εγερθούν αντιρρήσεις. Πάντως θα πρέπει να θέσουμε το θέμα αυτό επισήμως, και να καλέσουμε την Τουρκία σε διαπραγμάτευση οριοθέτησης, προτού προβούμε σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία θέσης ορίων. Αυτό επιτάσσει το Διεθνές Δίκαιο.
Δικαιώματα
Αν πετύχουμε συμφωνία με Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη και Αίγυπτο, θα έχουμε καταγράψει ούτως ή άλλως ένα αυτοτελές κέρδος, καθώς ουδείς αμφισβητεί ότι η ΑΟΖ κατοχυρώνει πολύ περισσότερα δικαιώματα από ό,τι η υφαλοκρηπίδα.
Διέξοδος
Μέσω της ΑΟΖ η πλειοψηφία των κρατών αποσκοπεί να κατοχυρώσει αποκλειστικά δικαιώματα, πέρα από αυτά που εξασφαλίζει η υφαλοκρηπίδα, στην υδάτινη στήλη μεταξύ βυθού και επιφάνειας, όπως η αλιεία και η ήπια ενέργεια των κυμάτων και του ανέμου. Το ενδιαφέρον στην Ελλάδα για απόκτηση ΑΟΖ παρουσιάζεται από τη στιγμή που η Κύπρος οριοθετεί με τα γειτονικά της κράτη, κάτι που χρησιμοποιείται ως διέξοδος στο αδιέξοδο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Προσφυγή
Στη διένεξη για την υφαλοκρηπίδα υπάρχουν αποστάσεις που δύσκολα μπορούν να καλυφθούν μέσω διμερούς διαπραγμάτευσης. Με αυτά τα δεδομένα η προσφυγή σε ένα τρίτο όργανο, όπως το Διεθνές Δικαστήριο, μοιάζει να είναι απαραίτητη.
Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Γεώργιο Καπόπουλο για την Εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, την 8-7-2013
Ἕνα ἀκόμη ἀντιχριστιανικό νομοθέτημα ψηφίσθηκε ἐφέτος ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων. Ἀποδομεῖται ἔτι περαιτέρω ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική ταυτότητα τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους, ἀντίθετα πρός τήν βούλησι τῶν ἡρώων πού τήν εἶχαν δημιουργήσει μέ τό αἷμα τους. Ἡ ἀντίδρασις τῶν ἐπαγγελματικῶν καί κοινωνικῶν φορέων πού ἐπηρεάζονται ἀπό τό νομοθέτημα εἶναι ἐπαινετή. Ἡ διαμαρτυρία τῶν Σεβασμιωτάτων Ἱεραρχῶν καί τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας παρήγορος.
Ὅμως σήμερα, μετά τήν ὑπερψήφισι τοῦ νόμου, ἔστω καί στόν περιωρισμένο βαθμό ἐφαρμογῆς του σέ ὡρισμένες Κυριακές τόν χρόνο, ἡ εὐθύνη γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου βαραίνει τούς ὤμους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς εἶναι βασικό καθῆκον μας, ἐπειδή εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κατά τό «ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου, τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἐξόδ. κ΄ 9), ἀλλά κυρίως γιατί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουμε νά μετέχουμε κάθε Κυριακή στό μέγιστο γεγονός τῆς Θείας Λειτουργίας καί νά τιμοῦμε τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖνοι πού σήμερα ἐπίεσαν γιά τήν κατάργησι τῆς Κυριακῆς ἀργίας δέν θέλουν τούς χριστιανικούς θεσμούς, ἐπειδή δέν θέλουν τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἀντίχριστο, κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε» (Ἰωάν. ε΄ 43). Καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μαρτύρησε μέ τόν δι’ ἀγχόνης θάνατο, ἐπειδή εἶχε πείσει τούς Χριστιανούς νά μεταθέσουν τό παζάρι ἀπό τήν Κυριακή στό Σάββατο, γιά νά τιμοῦν τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀποτελεῖ καί γιά ἐμᾶς σήμερα φιλόθεη ὑποχρέωσι νά ὑπερβοῦμε μέ πίστι καί ἀγάπη πρός τόν Χριστό τά ἀντίχριστα νομοθετήματα, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, γιά τούς ὁποίους ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς τῆς Πρός Διόγνητον Ἐπιστολῆς γράφει: «Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται, καί κατακρίνονται· θανατοῦνται, καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν». Τό μαρτυρικό μας φρόνημα ὡς Χριστιανῶν σήμερα μπορεῖ νά φανερωθῇ μεταξύ ἄλλων καταστάσεων, πού ἤδη ὑφιστάμεθα, καί ἀπό τήν ἄρνησι νά ἐργασθοῦμε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀπό ἀγάπη καί πίστι στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔχυσε τό Τίμιο Αἷμα Του στόν Σταυρό καί «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων», δηλ. τήν Κυριακή, ἀνεστήθη ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά ἐμᾶς.
ΠΗΓΗ: http://grigoriou.monastery.gr/Epikaira_arthra/ARGIA_KYRIAKHS.htm
Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, και η μητέρα του καταγόταν από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και είχε πέντε ή έξη αδέρφια: τον Δημήτριο, τον Γρηγόριο, τη Σμαράγδα, τη Σεβαστή, τη Μαριώρα και τον Χαραλάμπη (το όνομα και η ύπαρξη του οποίου εμφανίζονται στην διαθήκη του Αγίου, ενώ κάποιες πηγές τον θέλουν να αντικατέστησε τον Άγιο ως διδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου). Κατά την βάπτιση του δε, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος.
Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.
Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε, έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει χρηματικών πόρων.
Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως παιδονόμος στο, εν Κωνσταντινούπολη, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου (διευθυντής του σχολείου αυτού ήταν ο θείος του -από την πλευρά της μητέρας του- Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις.
Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.
Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον «Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής.
Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.
Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.
Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος όντως τον βοήθησε (αναλαμβάνοντας το Πατριαρχείο τα ένα μέρος από τα έξοδα των σπουδών, τα υπόλοιπα τα κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη) θέτοντας του όμως ως όρο μετά το πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί για το Πατριαρχείο.
Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε: Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς: της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).
Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο.
Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.
Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.
Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.
Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο -δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.
Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά", στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894.
Στην διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.
Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.
Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.
Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900.
Όταν κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την δημιουργία της μονής στην Αίγινα. Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές ακόμα γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεση του άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα. Όταν επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία. Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα -ήταν ακόμα διευθυντής στην Ριζάρειο- καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν την μονή στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα.
Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης.
Με δικά του έξοδα έκτισε μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!
Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του, και ανακοινώθηκε στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου του 1924.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ' όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών.
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του, έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.
Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο.
Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επιθυμεί να εκφράσει την έντονη πικρία της, διότι, σύμφωνα με υπουργικό έγγραφο, το οποίο απεστάλη την 27η Ιανουαρίου π.ε. προς τους Διευθυντές Γυμνασίων και Λυκείων, ΕΠΑ.Λ. και ΕΠΑ.Σ., η ως άνω σχολική εορτή χαρακτηρίζεται πλέον «αργία», με απλή δυνατότητα «συμμετοχής σε εκκλησιασμό» η «σε εορταστικές εκδηλώσεις».
Προς τον Αξιότιμο κ. Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο Υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Πρωτ. 4337
Ἀριθμ. Διεκπ. 1918
Ἀθήνῃσι 15ῃ Ὀκτωβρίου 2013
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την Συνεδρία Αυτής της 11ης μηνός Οκτωβρίου ε.ε., έλαβε την απόφαση να απευθυνθεί προς το πρόσωπό σας σχετικά με την Εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Συγκεκριμένα, επιθυμεί να εκφράσει την έντονη πικρία της, διότι, σύμφωνα με υπουργικό έγγραφο, το οποίο απεστάλη την 27η Ιανουαρίου π.ε. προς τους Διευθυντές Γυμνασίων και Λυκείων, ΕΠΑ.Λ. και ΕΠΑ.Σ., η ως άνω σχολική εορτή χαρακτηρίζεται πλέον «αργία», με απλή δυνατότητα «συμμετοχής σε εκκλησιασμό» η «σε εορταστικές εκδηλώσεις».
Καθίσταται σαφές δι’ αυτού του εγγράφου ότι επέρχεται πλήρης αλλοίωση του νοήματος της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της παιδείας μας. Κατά πρώτον, διαχωρίζεται ο εορτασμός μεταξύ πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως, και κατά δεύτερον, για τη τελευταία κατηγορία προσδιορίζεται πλέον ως αργία και όχι ως σχολική εορτή, συνοδευόμενη από εκκλησιασμό• θεωρείται δηλαδή μία ακόμη κοσμική αργία χωρίς εκκλησιαστικό χαρακτήρα, χωρίς καμμία αναφορά στους τρεις σπουδαίους Πατέρες της Εκκλησίας, κατ’ εξοχήν προστάτες της παιδείας και υπερμάχους των ελληνικών (δηλαδή των κοσμικών, εξωχριστιανικών, στην εποχή τους) γραμμάτων.
Το γεγονός αυτό ενέχει τον κίνδυνο να φτάσουμε στο σημείο, εντός ολίγων ετών, τα παιδιά μας να έχουν αργία την 30η Ιανουαρίου χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο. Εάν είναι να λάβει τέτοιον χαρακτήρα η εορτή, φρονούμε ότι είναι προτιμότερο να καταργηθεί και από αργία.
Το ζήτημα δεν αφορά στο γεγονός ότι ελάχιστοι μαθητές και μαθήτριες πλέον εκκλησιάζονται κατά την συγκεκριμένη ημέρα, αλλά κυρίως στο ότι χάνεται βαθμηδόν τόσο η εκκλησιαστική όσο και η κοσμική σημασία της εορτής αυτής.
Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, στα πρόσωπα των αγίων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η Εκκλησία μας –και η σύγχρονη επιστήμη– αναγνωρίζει τους επιφανέστερους εκπροσώπους μιας πλειάδας εμπνευσμένων πρώιμων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας, οι οποίοι αναδείχθηκαν φωτεινά ορόσημα του Χριστιανισμού και των Γραμμάτων, με παγκόσμια ακτινοβολία. Κορυφαία πνευματικά αναστήματα, που μας κληροδότησαν ένα κολοσσιαίο συγγραφικό και ομιλητικό έργο, πραγματικά αδαπάνητο θησαυρό γλώσσας, παιδείας και επιστήμης, το οποίο εξακολουθεί να μελετάται, να εκδίδεται, να υπομνηματίζεται και να εμπνέει σε οικουμενική κλίμακα.
Οι τρεις αυτοί ισότιμοι και υπερφυείς Ιεράρχες, αξιοποίησαν δημιουργικά τους πνευματικούς θησαυρούς της αρχαιότητας, συνδυάζοντας αρμονικά την ανθρώπινη γνώση με την χριστιανική πίστη και είχαν το θείο χάρισμα να αποτελέσουν, με την ανοιχτή και διαυγή σκέψη τους, τους θεμελιωτές της θαυμαστής συζεύξεως της αρχαίας ελληνικής σοφίας με την χριστιανική αλήθεια. Υπήρξαν ένθερμοι φορείς ελληνικής παιδείας, την αξία της οποίας υποστήριξαν και καλλιέργησαν σε ύψιστο βαθμό. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι εξεγέρθηκαν με πνευματικό ζήλο κατά του αυτοκράτορα Ιουλιανού, όταν αυτός απαγόρευσε στους Χριστιανούς να διδάσκουν τα ελληνικά γράμματα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος υπήρξε συμφοιτητής με τον αδελφικό του φίλο, Μεγάλο Βασίλειο, στην φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, εξαίρει τη σημασία της παιδείας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι το πρώτο από τα αγαθά που διαθέτουμε. Και όχι μόνο η χριστιανική μας παιδεία, που είναι η ευγενέστερη και επιδιώκει την σωτηρία [...], αλλά και η εξωχριστιανική, την οποία πολλοί Χριστιανοί, κρίνοντας εσφαλμένα, αποστρέφονται ως επίβουλη και επικίνδυνη» (Εις τον μέγαν Βασίλειον, επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, επιτάφιος = Λόγος μγ , 12• PG 36, 508Β). Δύσκολα ανιχνεύεται στην παγκόσμια γραμματεία ενθερμότερη διακήρυξη υπέρ της αξίας της παιδείας.
Με την βεβαιότητα ότι τυγχάνει της κατανοήσεώς σας η βαρύτητα του ως άνω εκτεθέντος ζητήματος, και ευελπιστούντες ότι στον σχεδιασμό και στις αποφάσεις σας θα συνυπολογίσετε τις θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάσταση της σπουδαιότητος της Εορτής των Τριών Ιεραρχών, ευχόμεθα ο Κύριος να σας ευλογεί και να σας ενισχύει στο δύσκολο έργο σας.
† Ο Αθηνών ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Πρόεδρος
Ο Αρχιγραμματεύς
† Ο Διαυλείας Γαβριήλ
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2910
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξετάζοντας την υπόθεση «Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδος», έκρινε ότι στο ελληνικό δίκαιο δεν υφίστανται επαρκεί λόγοι, για τους οποίους εξαιρούνται τα ζευγάρια του ίδιου φύλου από το νόμο περί πολιτικής ένωσης των ζευγαριών.
Πρόκειται για το Ν.3719/2008, ο οποίος εισήχθη με τον τίτλο «Μεταρρυθμίσεις που αφορούν στην οικογένεια, τα παιδιά και την κοινωνία» και αφορά στην εφαρμογή του «συμφώνου συμβίωσης» στην ελληνική έννομη τάξη.
Το ΕΔΔΑ με τελεσίδικη απόφασή του καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων περί μη διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ).
Επίσης, την υποχρέωσε να καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ στον καθένα από τους ενάγοντες και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.
Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι ο συγκεκριμένος νόμος απευθύνεται αποκλειστικά σε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, απαγορεύοντας κατά αυτό τον τρόπο την ένωση ομοφυλόφιλων προσώπων, εισάγοντας έτσι αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση εις βάρος τους
Το Δικαστήριο επεσήμανε πως από τις 19 χώρες που έχουν ενσωματώσει το «σύμφωνο συμβίωσης», μόνο η Λιθουανία και η Ελλάδα έχουν εισάγει τέτοιου είδους διάκριση, αποκλείοντας από την ένωση αυτή τα άτομα του ίδιου φύλου.
ΠΗΓΗ: http://www.lawnet.gr/news/edda-katadiki-tis-elladas-gia-tin-politiki-enosi-zeugarion-tou-idiou-fulou-31308.html?ref=RSS
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΛΛΙΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγές αρ. 29381/09 και 32684/09)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
7 Νοεμβρίου 2013
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΛΛΙΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγές αρ. 29381/09 και 32684/09)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
7 Νοεμβρίου 2013
Η απόφαση είναι τελική αλλά μπορεί να υποβληθεί σε επιμέλεια κειμένου
Στην υπόθεση του Βαλλιανάτου και Άλλων κατά Ελλάδας
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως) συνεδριάζον με την Ευρεία Σύνθεσή του που αποτελείται από τους
Dean Spielmann, Πρόεδρο,
Josep Casadevall,
Guido Raimondi,
Ineta Ziemele,
Mark Villiger,
Isabelle Berro-Lefèvre,
Peer Lorenzen,
Danutė Jočienė,
Mirjana Lazarova Trajkovska,
Ledi Bianku,
Angelika Nußberger,
Julia Laffranque,
Paulo Pinto de Albuquerque,
Λίνο – Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Erik Møse,
André Potocki,
Aleš Pejchal, δικαστές,
και τον Michael O’Boyle, Αναπληρωτή Γραμματέα,
Έχοντας διασκεφθεί μυστικά στις 16 Ιανουαρίου και στις 11 Σεπτεμβρίου 2013
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία ελήφθη κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση αφορά δύο προσφυγές (αρ. 29381/09 και 32684/09) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση) στις 6 και στις 25 Μαϊου 2009 αντίστοιχα. Η πρώτη προσφυγή (αρ. 29381/09) υποβλήθηκε από δύο Έλληνες πολίτες, τον κ. Γρηγόρη Βαλλιανάτο και τον κ. Νικόλαο Μυλωνά, γεννηθέντες το 1956 και το 1958 αντίστοιχα και η δεύτερη (αρ. 32684/09) από έξι Έλληνες πολίτες, τους C.S., E.D., K.T., M.P., A.H.και D.N., και από το σωματείο Σύνυθεση – Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση και έρευνα, ένα νομικό πρόσωπο με έδρα στην Αθήνα.
2. Οι προσφεύγοντες με την προσφυγή αρ. 29381/09 εκπροσωπήθηκαν από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, μια μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα τα Γλυκά Νερά (Αθήνα). Οι προσφεύγοντες με την προσφυγή αρ. 32684/09 εκπροσωπήθηκαν από τον κ. Ν.Αλιβιζάτο και τον κ. Ε.Μάλλιο, δικηγόρους που δικηγορούν στην Αθήνα. Η Ελληνική Κυβέρνηση ("η Κυβέρνηση") εκπροσωπήθηκε από τους αναπληρωτές αντιπροσώπους της, κα Α. Γρηγορίου και κα Γ. Παπαδάκη, Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και από τον κ. Δ.Καλογήρης, Πάρεδρο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
3. Οι προσφεύγοντες, επικαλούμενοι το Άρθρο 8 σε συνδυασμό με το Άρθρο 14, ισχυρίζονται ότι το γεγονός ότι τα "σύμφωνα συμβίωσης" που προβλέπει ο Ν.3719/2008 απευθύνονται μόνο σε ζευγάρια που αποτελούνται από ετερόφυλους ενήλικες είχαν παραβιάσει το δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και της οικογενειακής τους ζωής με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα σε ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια εις βάρος των τελευταίων.
4. Οι προσφυγές υπήχθησαν στο Πρώτο Τμήμα του Δικαστηρίου (Άρθρο 52 § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου). Στις 3 Φεβρουαρίου 2011, το Τμήμα αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Αποφάσισε επίσης να κρίνει για το παραδεκτό και για την ουσία της προσφυγής ταυτόχρονα (Άρθρο 29 § 1 της Σύμβασης). Τέλος, ο Πρόεδρος του Τμήματος δέχθηκε το αίτημα για ανωνυμία που υπεβλήθη από τους έξι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 32684/09 (Άρθρο 47 § 3).
5. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, το Τμήμα, αποτελούμενο από τους Nina Vajić, Peer Lorenzen, Elisabeth Steiner, Mirjana Lazarova Trajkovska, Julia Laffranque, Λίνο – Αλέξανδρο Σισιλιάνο και Erik Møse, δικαστές και τον Søren Nielsen, Γραμματέα Τμήματος, παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, χωρίς κάποιος από τα διάδικα μέρη να φέρει αντίρρηση στην παραπομπή, κατόπιν ενημέρωσής τους (Άρθρο 30 της Σύμβασης και Άρθρο 72 του Κανονισμού). Η σύνθεση του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως καθορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 26 §§ 4 και 5 και της Σύμβασης και του άρθρου 24 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
6. Οι προσφεύγοντες και η Κυβέρνηση υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις επί του παραδεκτού και της ουσίας των προσφυγών (Άρθρο 59 § 1 του Κανονισμού). Επιπλέον, σχόλια τρίτων παρεμβαινόντων ελήφθησαν από το Centre for Advice on Individual Rights in Europe (το "AIRE Centre"), την Διεθνή Ένωση Νομικών (ΔΕΝ), την Fédération internationale des Ligues des Droits de l’Homme (FIDH) και το Ευρωπαϊκό Τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Λεσβιών, Γκέι, Αμφισεξουαλικών, Διεμφυλικών και Διαφυλικών (ILGA-Europe), οι οποίοι έλαβαν άδεια από τον Πρόεδρο να ασκήσουν παρέμβαση στην γραπτή διαδικασία (Άρθρο 36 § 2 της Σύμβασης και Άρθρο 44 § 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου).
7. Η ακροαματική διαδικασία έλαβε χώρα δημόσια, στο Κτίριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο, στις 16 Ιανουαρίου 2013 (Άρθρο 59 § 3 του Κανονισμού).
Ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίσθηκαν:
(α) για την καταγγελλόμενη Κυβέρνηση
κα Α.Γρηγορίου, Σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
κ. Δ.Καλογήρης, Πάρεδρος, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους
κα Μ.Γερμάνη, Πάρεδρος, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους
Αναπληρωτές Αντιπρόσωποι
(β) για τους προσφεύγοντες
κα C. Mécary, Δικηγόρος,
κ. Ν.Αλιβιζάτος, Δικηγόρος, Συνήγορος
κ. Π.Δημητράς,
κ. Ε.Μάλλιος, Δικηγόρος, Σύμβουλοι.
Το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις των κ.κ. Γερμάνη, Mécary και Αλιβιζάτου.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
8. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 29381/09 ζουν μαζί ως ζευγάρι στην Αθήνα. Στην υπόθεση αρ.32684/09, ο πρώτος και ο δεύτερος των προσφευγόντων και η τρίτη και η τέταρτη των προσφευγόντων ζουν μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα ως ζευγάρι, στην Αθήνα. Ο πέμπτος και ο έκτος των προσφευγόντων είναι σε σχέση, αλλά για επαγγελματικούς και κοινωνικούς λόγους δεν ζουν μαζί. Όπως αποδεικνύεται από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ο έκτος προσφεύγων πληρώνει τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές του πέμπτου προσφεύγοντος. Η έβδομη προσφεύγουσα είναι μη κερδοσκοπικό σωματείο οι σκοποί του οποίου περιλαμβάνουν την παροχή ψυχολογικής και ηθικής υποστήριξης σε γκέι και λεσβίες.
9. Στις 26 Νοεμβρίου 2008, τέθηκε σε ισχύ ο Ν.3719/2008, με τίτλο "Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί και την κοινωνία". Θέσπισε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, έναν επίσημο τύπο συμβίωσης, διαφορετικό από τον γάμο, με τον τίτλο "σύμφωνο συμβίωσης". Κατά το άρθρο 1 του Νόμου, τέτοια σύμφωνα μπορούν να συνάψουν μόνο δύο ενήλικες διαφορετικού φύλου.
10. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν.3719/2008, η θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης αντανακλά μια κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή την συμβίωση εκτός γάμου κι επιτρέπει στα πρόσωπα που αφορά να καταχωρίσουν την συμβίωσή τους με ένα πιο ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο από το προβλεπόμενο για τον γάμο. Η έκθεση προσέθετε ότι ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται στην Ελλάδα από άγαμα ζευγάρια που ζουν σε de facto σχέσεις έχει αυξηθεί προϊόντος του χρόνου και ότι αφορά το 5% όλων των παιδιών που γεννιούνται στην χώρα. Περαιτέρω, σημείωνε ότι η θέση της γυναίκας που εγκαταλείπεται χωρίς υποστήριξη ύστερα από μια μακρά περίοδο συγκατοίκησης και το φαινόμενο των μονογονεϊκών οικογενειών γενικά ήταν σοβαρά ζητήματα που επέβαλαν την νομοθετική ανταπόκριση.Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει ότι το κύρος του θρησκευτικού γάμου παραμένει αδιαμφισβήτητο και ότι μαζί με τον πολιτικό γάμο αντιπροσωπεύει την καλύτερη επιλογή για τα ζευγάρια που επιθυμούν να ιδρύσουν οικογένεια με τις μέγιστες νομικές, οικονομικές και κοινωνικές εγγυήσεις. Η έκθεση επίσης αναφέρεται στο άρθρο 8 της Σύμβασης, το οποίο προστατεύει τις εκτός γάμου ενώσεις από την άποψη του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και σημείωνε ότι ένας αριθμός Ευρωπαϊκών κρατών έχουν προσφέρει νομική αναγνώριση με κάποιο τύπο καταχώρισης συμβίωσης για ετερόφυλα ή ομόφυλα ζευγάρια. Χωρίς περαιτέρω ανάλυση, σημειώνει ότι το σύμφωνο συμβίωσης αφορά τα ετερόφυλα ζευγάρια. Καταλήγει ότι θεσπίζεται μια νέα μορφή συμβίωσης και όχι ένας "ευέλικτος" γάμος. Η έκθεση θεωρεί ότι ο θεσμός του γάμου δεν αποδυναμώνεται με την νέα νομοθεσία, καθώς αυτή διέπεται από διαφορετικό σύνολο κανόνων.
11. Πριν την θέσπιση του Ν.3719/2008 προηγήθηκε ζωηρός δημόσιος διάλογος. Η Εκκλησία της Ελλάδας τάχθηκε επίσημα εναντίον του. Με ένα δελτίο τύπου της Ιεράς Συνόδου στις 17 Μαρτίου 2008, περιέγραψε το σύμφωνο συμβίωσης ως "πορνεία". Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στο μεταξύ, απευθύνθηκε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή λέγοντας τα εξής:
"… Πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να πάμε παραπέρα. Δεν περιλαμβάνονται τα ομόφυλα ζευγάρια. Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι απαιτήσεις και οι ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας δεν επιτρέπουν να πάμε πέρα από αυτό το σημείο. Ως νομοθέτης, το κυβερνών κόμμα είναι υπόλογο στον λαό της Ελλάδας. Έχει τις δικές του πεποιθήσεις κι έχει κάνει διάλογο για το θέμα. Πιστεύω ότι είναι ένα βήμα εμπρός."
12. Η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις παρατηρήσεις που εξέδωσε στις 14 Ιουλίου 2008 για το νομοσχέδιο, αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην έννοια της οικογενειακής ζωής, το περιεχόμενο της οποίας δεν είναι στατικό, αλλά εξελίσσεται μαζί με τα κοινωνικά ήθη (βλ. παρ. 21-24 κατωτέρω).
13. Στις 4 Νοεμβρίου το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, ένα συμβουλευτικό όργανο που αναφέρεται στον Πρόεδρο της Βουλής, ετοίμασε μια έκθεση επί του νομοσχεδίου. Σημειώνει ιδίως, αναφερόμενο στην νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η προστασία του σεξουαλικού προσανατολισμού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 14 της Σύμβασης κι ότι η έννοια "οικογένεια" δεν περιορίζεται αποκλειστικά στις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα που έχουν τελέσει γάμο, αλλά γενικότερα μπορεί να περιλαμβάνει δεσμούς κι εκτός γάμου που συνιστούν de facto οικογενειακή ζωή. (Σελίδα 2 της Έκθεσης).
14. Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης στις 11 Νοεμβρίου 2008 επί του συμφώνου συμβίωσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης είπε μόνο ότι "η κοινωνία δεν είναι σήμερα ακόμα έτοιμη να αποδεχθεί την συγκατοίκηση ομόφυλων ζευγαριών". Πολλοί ομιλητές επισήμαναν ότι η Ελλάδα, εξαιρώντας τα ομόφυλα ζευγάρια θα παραβιάσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της και, ιδίως, τα Άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης.
15. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έστειλε επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης εμμένοντας στην θέση της για την αθέμιτη διάκριση που εισάγει ο Ν.3719/2008. Στην επιστολή της, η Επιτροπή συνέστησε την ετοιμασία νομοθεσίας για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.
II. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
A. Εσωτερικό δίκαιο και πρακτική
1. Ο Ν. 3719/2008
16. Τα σχετικά άρθρα του Ν.3719/2008 έχουν ως εξής.
Άρθρο 1
Σύσταση
Η συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωση τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.
Άρθρο 2
Προϋποθέσεις
1. Για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα.
2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:
α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά,
β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και
γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε.
3. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης.
Άρθρο 3
Ακυρότητα του συμφώνου
Την κατά το προηγούμενο άρθρο ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης μπορεί να επικαλεσθεί, εκτός από τους συμβληθέντες, και όποιος προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής ή περιουσιακής φύσης. Ο εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει αυτεπαγγέλτως την αναγνώριση της ακυρότητας, αν το σύμφωνο συμβίωσης αντίκειται στη δημόσια τάξη.
Άρθρο 4
Λύση
1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται: α) με συμφωνία των συμβληθέντων, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου.
2. Η λύση του συμφώνου συμβίωσης ισχύει από την κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή της μονομερούς δήλωσης στον ληξίαρχο, όπου έχει καταχωρηθεί και η σύσταση αυτού.
Άρθρο 5
Επώνυμο
Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συμβληθέντων. Ο καθένας μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του.
Άρθρο 6
Περιουσιακές σχέσεις
Με το σύμφωνο συμβίωσης ή και με μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων και ιδίως η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (αποκτήματα). Αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή. Η αξίωση αυτή δεν γεννάται στο πρόσωπο των κληρονόμων του δικαιούχου, δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται από αυτούς, στρέφεται όμως κατά των κληρονόμων του υπόχρεου. Η αξίωση παραγράφεται δύο έτη μετά τη λύση του συμφώνου.
Άρθρο 7
Διατροφή μετά τη λύση
1. Στο σύμφωνο συμβίωσης ή και σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να περιέχεται συμφωνία με την οποία αναλαμβάνεται, είτε από το ένα ή το άλλο μέρος είτε και αμοιβαίως, υποχρέωση διατροφής μόνο για την περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, το ένα από τα μέρη δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα του ή από την περιουσία του. Δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος που, εν όψει και των λοιπών υποχρεώσεων του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Η υποχρέωση αυτή δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υπόχρεου.
2. Ο δικαιούχος διατροφής από το σύμφωνο συμβίωσης συμπορεύεται, ως προς το δικαίωμα διατροφής, με τον διαζευγμένο σύζυγο του υπόχρεου.
3. Ο υπόχρεος διατροφής, μετά τη λύση του συμφώνου συμβίωσης, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση του αυτή, προκειμένου να απαλλαγεί, εν όλω ή εν μέρει, από την υποχρέωση συνεισφοράς ή διατροφής συζύγου ή ανήλικων τέκνων του.
4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, η συμβατική υποχρέωση της παραγράφου 1 προηγείται της εκ του νόμου υποχρέωσης διατροφής άλλων προσώπων απέναντι στον δικαιούχο, που βρίσκεται σε αδυναμία, μετά τη λύση του συμφώνου, να διατρέφει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις.
Άρθρο 8
Τεκμήριο πατρότητας
1. Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Τα άρθρα 1466 επ. ΑΚ, καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Η ακυρότητα ή η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει την πατρότητα των τέκνων.
Άρθρο 9
Επώνυμο τέκνων
Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του, φέρει το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωση τους που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο, πριν τη γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται είναι κοινό για όλα τα τέκνα και είναι υποχρεωτικά το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός των επωνύμων τους. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του. Αν το επώνυμο του ενός ή και των δύο γονέων είναι σύνθετο, το επώνυμο του τέκνου θα σχηματισθεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα.
Άρθρο 10
Γονική μέριμνα
1. Η γονική μέριμνα τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του ανήκει στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού. Οι διατάξεις του ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
2. Αν το σύμφωνο συμβίωσης λυθεί, για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4 του παρόντος, για την άσκηση της γονικής μέριμνας εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 1513 του ΑΚ.
Άρθρο 11
Κληρονομικό δικαίωμα
1. Με τη λύση του συμφώνου συμβίωσης λόγω θανάτου, αυτός που επιζεί έχει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου, το οποίο ανέρχεται στο έκτο της κληρονομιάς, αν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης, στο τρίτο, αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων και σε ολόκληρη την κληρονομιά, αν δεν υπάρχει συγγενής του κληρονομουμένου, που να καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
2. Αυτός που επιζεί έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά, το οποίο ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, που του αναλογεί. Κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως
κληρονόμος.
3. Τα άρθρα 1826 επ., 1839 επ. και 1860 του ΑΚ εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
Άρθρο 12
Αναστολή παραγραφής
Το άρθρο 256 του ΑΚ περίπτωση 1 αντικαθίσταται ως εξής:
"1. μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί, καθώς και μεταξύ προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, όσο αυτό ισχύει".
Άρθρο 13
Πεδίο εφαρμογής
Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε κάθε σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον αυτό έχει καταρτισθεί στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εφαρμόζεται το δίκαιο που ορίζεται από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
2. Aστικός Κώδικας
17. Τα σχετικά κεφάλαια του Αστικού Κώδικα έχουν ως εξής:
Άρθρο 57
Οποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον.[...]
Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.
Άρθρο 59
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.
Άρθρο 914
Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
Άρθρο 932
Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.
Άρθρο 1444
“[...]Το δικαίωμα διατροφής παύει, αν ο δικαιούχος ξαναπαντρευτεί, ή αν συζεί μόνιμα με κάποιον άλλο σε ελεύθερη ένωση. Το δικαίωμα διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υποχρέου, παύει όμως με το θάνατο του δικαιούχου εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου"….
3. Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα
18. Τα άρθρα 104 και 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα έχουν ως εξής:
Άρθρο 104
Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα.
Άρθρο 105
Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.
19. Αυτές οι διατάξεις εισάγουν την έννοια της μιας ειδικής επιφύλαξης νόμου του δημοσίου δικαίου, ιδρύοντας την κρατική αδικοπρακτική ευθύνη. Τέτοια ευθύνη προκύπτει από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις που μπορεί να μην είναι μόνο νομικές πράξεις, αλλά και υλικές ενέργειες των διοικητικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που δεν είναι κατ' αρχήν εκτελεστές για τα δικαστήρια.Το παραδεκτό της αγωγής για ζημία εξαρτάται από έναν όρο: το παράνομο της πράξης ή παράληψης.
20. Οι αποφάσεις αρ.1141/1999, 909-910/2007, 1011/2008, 3088/2009, 169/2010 και 2546/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι παραδείγματα δικαστικών κρίσεων που αφορούν την κρατική αδικοπρακτική ευθύνη σε περιπτώσεις αντισυνταγματικών νόμων. Ιδίως στην απόφαση 1141/1999 που αφορούσε την κατάργηση του δικαιώματος πολύτεκνων να λαμβάνουν άδεια εκμετάλλευσης οχημάτων δημόσιας χρήσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης λόγω του ότι ο εφαρμοστέος νόμος δεν ήταν αντισυνταγματικός. Στις αποφάσεις αρ. 909-910/2007 και 169/2010, το ίδιο δικαστήριο αναγνώρισε ότι υπήρχε αστική ευθύνη του κράτους για την ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων σε δημόσιες λεωφόρους κατά παράβαση της Σύμβασης της Βιέννης για την Οδική Σήμανση. Στην απόφαση αρ. 1011/2008 που αφορούσε αίτημα αποζημίωσης λόγω περιορισμού του δικαιώματος υψούν, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι δεν υπάρχει αστική ευθύνη όταν ένας ανώτερης τυπικής ισχύος νομικός κανόνας τίθεται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Στην απόφαση αρ. 3088/2009, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Κράτους να αποζημιώσει πρόσωπα λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να θεσπίσει ρυθμίσεις για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων μιας ειδικής κατηγορίας αποφοίτων ανώτερων τεχνολογικών ινστιτούτων. Τέλος, στην απόφαση αρ. 2546/2010, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το Κράτος ήταν αστικώς υπεύθυνο γιατί αναγνώρισε δικαιούχους αποζημιώσεων πέντε αγρότες που κατονομάζονταν ρητώς σε έναν νόμο μετά από καταστροφή σοδειάς από κακοκαιρία, παραλείποντας να αποζημιώσει τον έκτο αγρότη που είχε υποστεί απώλειες με τους ίδιους όρους.
4. Η έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
21. Αυτή η Επιτροπή ιδρύθηκε το 1998 και τέθηκε παρά τω πρωθυπουργώ. Ένας από τους σκοπούς της είναι η προετοιμασία και δημοσίευση εκθέσεων για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση της Κυβέρνησης, της Βουλής ή μη κυβερνητικών οργανισμών.
22. Στις 14 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή ενέκρινε ομόφωνα μια έκθεση που περιλάμβανε προτάσεις όσον αφορά το νομοσχέδιο με τίτλο "Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί και την κοινωνία". Η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είναι αντιληπτό για ποιο λόγο το νομοσχέδιο έφερε αυτόν τον τίτλο, δεδομένου ότι θέσπιζε μια νέα μορφή συμβίωσης εκτός γάμου. Προσέθεσε ότι το νομοσχέδιο τροποποιούσε διατάξεις οικογενειακού δικαίου με ατελή, ελλειπή και ανεπαρκή τρόπο, χωρίς προηγούμενη δημόσια διαβούλευση με τους κοινωνικούς, πανεπιστημιακούς κι επαγγελματικούς φορείς.
23. Στην έκθεσή της η Επιτροπή παρατηρούσε επίσης ότι συγκεκριμένα χωρία της αιτιολογικής έκθεσης του νομοσχεδίου υπονοούσαν ότι οι συγγραφείς έβλεπαν τα σύμφωνα συμβίωσης ως νομικούς θεσμούς κατώτερους του θεσμού του γάμου. Προσέθετε ότι, παρά την ρητή αναφορά στο γεγονός οτι οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει σύμφωνα συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, η αιτιολογική έκθεση δεν εξηγούσε την εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του νομοσχεδίου.
24. Με ειδική αναφορά στο τελευταίο σημείο, η Επιτροπή σημείωσε ότι έχει καλέσει τις αρμόδιες αρχές από το 2004 να παράσχουν νομική αναγνώριση στις αστικές ενώσεις μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Στις προτάσεις της, η Επιτροπή βασίζει τα επιχειρήματά της στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου σχετικά με το θέμα, αναφερόμενη ιδίως στην νομολογία του Δικαστηρίου επί των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης. Έκρινε ότι το Ελληνικό κράτος είχε χάσει την μοναδική ευκαιρία να θεραπεύσει την διάκριση εις βάρος των ζευγαριών του ιδίου φύλου σχετικά με την δυνατότητά τους να συνάψουν νομικά αναγνωρισμένα σύμφωνα συμβίωσης. Υπογράμμισε ότι η νομοθεσία αναφέρεται στις de facto ελεύθερες ενώσεις ως εναλλακτικές προς τον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και έκρινε ότι η θέσπιση συμφώνου συμβίωσης ταίριαζε περισσότερο στις ανάγκες των ομόφυλων ζευγαριών απ' ότι στις ανάγκες των ετερόφυλων ζευγαριών.
B. Συγκριτικό Ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο.
1. Υλικό συγκριτικού δικαίου
25. Το υλικό συγκριτικού δικαίου που διαθέτει το Δικαστήριο για την θέσπιση επίσημων μορφών μη έγγαμης συμβίωσης στα νομικά συστήματα των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης δείχνει ότι εννέα χώρες (Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Ισλανδία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ισπανία και Σουηδία) αναγνωρίζει τον γάμο ομοφύλων. Επιπρόσθετα, δεκαεπτά κράτη μέλη αναγνωρίζει κάποιον τύπο συμφώνου συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια (Ανδόρα, Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σλοβενία, Ισπανία, Ελβετία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία αναγνωρίζουν το δικαίωμα στον γάμο ομοφύλων, χωρίς να δίνουν την δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.
26. Τέλος, η Λιθουανία και η Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν θεσπίσει μια μορφή αναγνωρισμένης συμβίωσης μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια, ως εναλλακτική στο γάμο (που είναι δικαίωμα μόνο των ετερόφυλων ζευγαριών)
2. Σχετικό υλικό του Συμβουλίου της Ευρώπης
27. Στη Σύσταση 924 (1981) για τις διακρίσεις σε βάρος των ομοφυλόφιλων, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατέκρινε τις διάφορων μορφών διακρίσεις σε βάρος των ομοφυλόφιλων σε συγκεκριμένα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στην Σύσταση 1474 (2000) για την κατάσταση των γκέι και λεσβιών στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, κάλεσε τα κράτη μέλη να θεσπίσουν, μεταξύ άλλων, νομοθεσία που κατοχυρώνει την καταχωρημένη συμβίωση. Περαιτέρω, στην Σύσταση 1470 (2000) για το πιο ειδικό θέμα της κατάστασης των γκέι και λεσβιών και των συντρόφων τους όσον αφορά το άσυλο και την μετανάστευση στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, συνέστησε στην Επιτροπή Υπουργών να καλέσει τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, "να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων και της προστασίας των μεταναστών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ομόφυλες οικογένειες και ενώσεις υφίστανται ίση μεταχείριση με τις ετερόφυλες οικογένειες και ενώσεις…"
28.Το Ψήφισμα 1728 (2010) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης που θεσπίστηκε στις 29 Απριλίου 2010 με τίτλο "Διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου" καλώντας τα κράτη μέλη να "εγγυηθούν την νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει τέτοια αναγνώριση, όπως ήδη συνέστησε η Συνέλευση το 2000" προβλέποντας, μεταξύ άλλων:
"16.9.1.ίδια περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις με όσα προβλέπονται για τα ετερόφυλα ζευγάρια,
16.9.2. καθεστώς συγγενούς
16.9.3. μέτρα διασφάλισης ότι εάν ο ένας σύντροφος σε σύμφωνο συμβίωσης είναι αλλοδαπός, απολαμβάνει ίδια δικαιώματα διαμονής με αυτά που θα εφαρμόζονταν εάν είχε ετερόφυλη σχέση.
16.9.4. αναγνώριση διατάξεων με όμοιο αποτέλεσμα προς αυτό που έχει θεσπιστεί από άλλα κράτη μέλη".
29. Στην Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών (2010)5 για τα μέτρα καταπολέμησης των διακρίσεων για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, η Επιτροπή Υπουργών συνέστησε στα κράτη μέλη
"1. Να εξετάσουν την ισχύουσα νομοθεσία και τα άλλα μέτρα, να τα αναθεωρούν και να συλλέγουν και να αναλύουν σχετικά δεδομένα προκειμένου να παρακολουθούν και να περιορίζουν κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου,
2. Να διασφαλίζουν ότι τα νομοθετικά και άλλα μέτρα θεσπίζονται και εφαρμόζονται αποτελεσματικά για την καταπολέμηση των διακρίσεων για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, να διασφαλίζουν το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων για τις λεσβίες, τους γκέι, τους μπαισέξουαλ και τα διαφυλικά πρόσωπα και να προωθούν την ανεκτικότητα έναντί τους."
30. Η Σύσταση αναφέρει επίσης:
"23. Όπου η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις σε ανύπαντρα ζευγάρια, τα Κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν΄ ότι αυτά εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις τόσο σε ομόφυλα όσο και σε ετερόφυλα ζευγάρια, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των επιζησάντων και εγκατάστασης επιζησάντων ενοικιαστών.
24. Όπου η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει το σύμφωνο συμβίωσης, τα Κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν ότι η νομική θέση και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις είναι αντίστοιχα με αυτά των ετερόφυλων ζευγαριών σε μια συγκρίσιμη κατάσταση.
25.Όπου η εθνική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει δικαιώματα ή υποχρεώσεις για κατοχυρωμένες συγκατοικήσεις ομόφυλων ζευγαριών και μη παντρεμένων ζευγαριών, τα κράτη μέλη καλούνται να εξετάσουν τη δυνατότητα να παράσχουν, χωρίς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ετερόφυλων ζευγαριών, νομικά και άλλα μέσα για να διευθετήσουν τα πρακτικά προβλήματα που σχετίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν."
3. Δίκαιο Ευρωπαϊκής Ένωσης
31. Τα Άρθρα 7,9 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2007 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 έχει ως εξής:
Άρθρο 7
“Καθένας έχει δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του, στην κατοικία και στην επικοινωνία του."
Άρθρο 9
"Το δικαίωμα στον γάμο και στην ίδρυση οικογένειας διασφαλίζεται σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους που διέπουν την ενάσκηση των δικαιωμάτων αυτών."
'Αρθρο 21
"1. Κάθε διάκριση που βασίζεται σε λόφους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, τα γενετικά χαρακτηριστικά, η γλώσσα, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις, η πολιτική ή κάθε άλλη γνώμη, η ιδιότητα μέλους σε εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση, η αναπηρία, η ηλικία ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι απαγορευμένη.
2. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων αυτών των Συνθηκών, κάθε διάκριση για λόγους εθνικότητας είναι απαγορευμένη."
32. Το Επεξηγηματικό του Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ετοιμάστηκε το 2006 από το Δίκτυο ΕΕ Ανεξάρτητων Ειδικών για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα αναφέρει τα εξής όσον αφορά το άρθρο 98 του Χάρτη:
"Οι σύγχρονες τάσεις κι εξελίξεις στα εσωτερικά δίκαια ενός αριθμού χωρών είναι υπέρ της μεγαλύτερης αποδοχής και ανοικτότητας στα ομόφυλα ζευγάρια, αν και μερικά κράτη έχουν ακόμη δημόσιες πολιτικές και/η κανονισμού που ρητώς απαγορεύουν το δικαίωμα γάμου σε ομόφυλα ζευγάρια. Επί του παρόντος υπάρχει ιδιαιτέρως περιορισμένη νομική αναγνώριση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών, με την έννοια ότι ο γάμος δεν είναι προσβάσιμος σε ομόφυλα ζευγάρια. Με άλλα λόγια, τα εσωτερικά δίκαια της πλειοψηφίας των κρατών προϋποθέτουν διαφορετικό φύλο για τους μελλόνυμφους. Πάντως, σε κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο ο γάμος μεταξύ ομοφύλων είναι νομικά αναγνωρισμένος. Σε άλλες χώρες, όπως οι Σκανδιναβικές, έχει θεσπιστεί νομοθεσία για σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διατάξεις αντίστοιχες που τις ισχύουσες στον γάμο όπως λ.χ. για την τύχη της περιουσίας, τα κληρονομικά δικαιώματα κλπ. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο τίτλος "καταχωρημένη συμβίωση" έχει επιλεγεί προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση με τον γάμο και έχει θεσπιστεί ως εναλλακτική μέθοδος αναγνώρισης προσωπικών σχέσεων. Ο νέος θεσμός είναι, συνεπώς ένας κανόνας που αφορά τα ζευγάρια που δεν μπορούν να παντρευτούν και η ομόφυλη συμβίωση δεν έχει το ίδιο κύρος και τα ίδια προνόμια με τον γάμο…
Προκειμένου να λάβει υπόψη την ποικιλότητα των εσωτερικών ρυθμίσεων για τον γάμο, το Άρθρο 9 του Χάρτη αναφέρεται στην εσωτερική νομοθεσία. Όπως προκύπτει από την διατύπωσή της, η διάταξη έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από τα αντίστοιχα άρθρα σε άλλα διεθνή νομικά κείμενα. Καθώς δεν υπάρχει σαφής αναφορά σε "άνδρα και γυναίκα" όπως συμβαίνει σε άλλες συμβάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει εμπόδιο για την εσωτερική νομοθεσία να προωθήσει τέτοιους γάμους. Τα διεθνή δικαστήρια κι οι επιτροπές έχουν μέχρι τώρα διστάσει να επεκτείνουν την εφαρμογή του δικαιώματος γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια…. "
33. Μια σειρά από Οδηγίες έχουν επίσης ενδιαφέρον, για την παρούσα υπόθεση. Η Οδηγία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 2003/86/EΚ της 22ης Σεπτεμβρίου 2003 θέτει όρους για την ενάσκηση του δικαιώματος επανένωσης οικογενειών με πολίτες τρίτων χωρών που κατοικούν νόμιμα στο έδαφος κράτους μέλους. Το Άρθρο 4 της Οδηγίας, το οποίο έχει τίτλο "μέλη της οικογένειας" προβλέπει τα εξής:
"3. Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέψουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των όρων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, του εκτός γάμου συντρόφου, υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος διατηρεί με τον συντηρούντα σταθερή σχέση μακράς διαρκείας δεόντως αποδεδειγμένη, ή του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συνδέεται με τον συντηρούντα με καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2,…"
Επιπλέον, το άρθρο 5 της ίδιας Οδηγίας προβλέπει τα εξής
“1. 1. Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους είτε από τον συντηρούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.
2. Η αίτηση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση και την τήρηση των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 6 και, όπου χωρεί η εφαρμογή τους, στα άρθρα 7 και 8, και από ακριβή αντίγραφα των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας.
Εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν συνεντεύξεις με τον συντηρούντα και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του και να διενεργούν οποιαδήποτε άλλη έρευνα που κρίνουν αναγκαία.
Κατά την εξέταση αίτησης που αφορά τον εκτός γάμου σύντροφο του συντηρούντος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο της οικογενειακής σχέσης, παράγοντες, όπως η ύπαρξη κοινού τέκνου, η προηγούμενη συγκατοίκηση, η καταχώριση της σχέσης συμβίωσης και κάθε άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. [...]"
34. Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 αφορά το δικαίωμα των κατοίκων της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κινούνται ελεύθερα εντός του εδάφους των Κρατών μελών.
Το Άρθρο 2 περιλαμβάνει τον εξής ορισμό:
"2) Μέλη της οικογένειας νοούντα:
(α) ο σύζυγος
(β) ο σύντροφος με τον οποίο ο πολίτης της Ένωσης έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους Μέλους, εάν η νομοθεσία του φιλοξενούντος Κράτους μέλους αναγνωρίζει το σύμφωνο συμβίωσης ως ισοδύναμο με το γάμο, σύμφωνα με τους όρους που περιλαμβάνονται στη σχετική νομοθεσία του Κράτους μέλους.
(γ) οι απευθείας κατιόντες που είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς κι εκείνοι του συζύγου ή συντρόφου όπως ορίζεται από το στοιχείο (β).
(δ) ο άμεσος συντηρούμενος ανιών συγγενής κι εκείνοι του συζύγου ή συντρόφου όπως ορίζεται παραπάνω από το στοιχείο (β)
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
35. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι και οι δύο προσφυγές αφορούν τον αποκλεισμό των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008. Συνακόλουθα, ενόψει της ομοιότητας των προσφυγών ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα ουσιώδη ζητήματα που εγείρουν, αποφασίζει την ένωσή τους και την από κοινού εξέτασή τους σε ενιαία απόφαση.
II. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
36. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το γεγονός πως ο Ν.3719/2008 περιλαμβάνει το σύμφωνο συμβίωσης που αποτελείται από ετερόφυλα ζευγάρια παραβιάζει το δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους και επιφέρει αδικαιολόγητη διάκριση ανάμεσα στα ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια εις βάρος των τελευταίων. Επικαλούνται το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης. Αυτές οι διατάξεις αναφέρουν τα εξής:
'Aρθρο 14
"Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με την παρούσα Σύμβαση διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για λόγους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η πολιτική ή άλλη πεποίθηση, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η σχέση με εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση ή άλλη κατάσταση."
'Αρθρο 8
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
A. Παραδεκτό
1. Οι απόψεις των διαδίκων
(α) Η Κυβέρνηση
37. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται πρώτα ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω των προσώπων που την έχουν υποβάλει. Όσον αφορά το σωματείο Σύνθεση – Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση και Έρευνα, ισχυρίζονται ότι, ως νομικό πρόσωπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσο ή έμμεσο θύμα των προβαλλόμενων παραβιάσεων. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα δεν μπορούν να θεωρηθούν θύματα της φερόμενης παραβίασης υπό το φως των Άρθρων 14 και 8, καθώς δεν υπέστησαν αρνητικές συνέπειες ως αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης. Για παράδειγμα, η Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η καταβολή διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου συμβίωσης είναι προαιρετική κατά τις διατάξεις του Ν.3719/2008. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες σε κάθε περίπτωση είχαν το δικαίωμα να συνάψουν συμβόλαιο, στο οποίο κάθε ζευγάρια θα συμφωνούσε σε σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όσο για τα κληρονομικά δικαιώματα των συντρόφων, η Κυβέρνηση καταλήγει ότι το επίμαχο άρθρο 11 του νόμου προβλέπει για τον επιζώντα σύντροφο του συμφώνου συμβίωσης την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες, υπό το φως της ηλικίας τους (ο πιο ηλικιωμένος από αυτούς είναι ακόμη κάτω των 60) θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο υποθετικά θύματα της ισχυριζόμενης παραβίασης. Σε κάθε περίπτωση, μπορούν ανά πάσα στιγμή να ρυθμίσουν το κληρονομικό ζήτημα ή γενικότερα θέματα που αφορούν την περιουσιακή κατάσταση κάθε πλευράς (συμπεριλαμβάνοντας τις οικονομικές σχέσεις τους) με σύμβαση ή με διαθήκη.
38. Η Κυβέρνηση αναφέρει περαιτέρω ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα που τους είναι διαθέσιμα στην παρούσα υπόθεση. Γενικά, ισχυρίζονται ότι η ισχυριζόμενη αδυναμία τους να προσβάλλουν την επίμαχη νομοθεσία στα εσωτερικά δικαστήρια δεν οφείλεται σε έλλειψη ενός αποτελεσματικού ένδικου μέσου στην Ελληνική νομοθεσία, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι δεν υφίστανται άμεση και ευθεία διάκριση, λόγω του αποκλεισμού τους από την νομοθεσία περί συμφώνου συμβίωσης. Τελικά, οι προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα δεν βρίσκονται σε κατάσταση θύματος παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς η ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν όσον αφορά το δικαίωμά τους για δυνατή πληρωμή διατροφής, κληρονομικούς διακανονισμούς και την ρύθμιση των οικονομικών ζητημάτων εντός κάθε ζευγαριού είναι υποθετικό και βασίζεται σε εκτιμήσεις.
39. Η Κυβέρνηση περαιτέρω αναφέρει ότι η αγωγή αποζημίωσης στα διοικητικά δικαστήρια κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα θα αποτελούσε ένα αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα στην υπό κρίση περίπτωση. Υπ' αυτή τη διάταξη, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να αποζημιώσει την ζημιά που προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Ο μόνος όρος ήταν ότι η πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να είναι παράνομη, δηλαδή να παραβιάζει κανόνες που θεσπίζουν ένα ατομικό δικαίωμα ή έννομο συμφέρον. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν απευθυνθεί ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα άρθρα 57, 914 και 932 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για παραβίαση των δικαιωμάτων επί της προσωπικότητάς τους και της κοινωνικής περιθωριοποίησης λόγω του αποκλεισμού τους ως ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, αυτό το ένδικο βοήθημα, θα μπορούσε να είχε επιτρέψει στους προσφεύγοντες να αξιώσουν αποζημίωση για κάθε ζημία που τους προκλήθηκε από την επίμαχη νομοθεσία και την ίδια στιγμή να προσβάλλουν την συνταγματικότητά της. Παρατηρούν ότι, σύμφωνα με την νομολογία των εσωτερικών δικαστηρίων, τα τελευταία ερμηνεύουν την συνταγματική αρχή της ισότητας με ευρείς όρους, επεκτείνοντας μια νομοθετική διάταξη υπέρ μιας ειδικής κατηγορίας προσώπων έτσι ώστε να περιλαμβάνει μια άλλη κατηγορία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Ως ενδεικτική πάγια νομολογία, η Κυβέρνηση παραπέμπει σε δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου (αρ. 60/2002 και 9/2004) που αφορούν τους μισθούς και επιδόματα διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων, ένα θέμα το οποίο το δικαστήριο εξέτασε υπό την οπτική της αρχής της ισότητας.
40. Η Κυβέρνηση προσέθεσε ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας στην Ελλάδα είναι παρεμπίπτων και διάχυτος και ότι όλα τα εσωτερικά δικαστήρια είναι αρμόδια, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προσφυγών που φέρονται ενώπιόν τους, να εξετάσουν τα ζητήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με την Σύμβαση. Σημειώνουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, οι διατάξεις των διεθνών συνθηκών κατισχύουν επί του εσωτερικού δικαίου από την κύρωσή τους με νόμο και ότι το Προεδρικό Διάταγμα 53/1974 έχει κυρώσει την Σύμβαση κατά το εσωτερικό δίκαιο. Παραπέμπουν, μεταξύ άλλων ενδεικτικών αποφάσεων πάγιας νομολογίας, συγκεκριμένες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες αυτά τα δικαστήρια είχαν διεξάγει παρεμπίπτοντα έλεγχο της συμβατότητας διαφόρων νομικών διατάξεων προς το Ελληνικό Σύνταγμα και/ή τα Άρθρα 7,11 και 12 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Η Κυβέρνηση αναφέρει σχετικά ιδίως τις αποφάσεις
867/1988, 33/2002, 2960/2010, 1664/2011 και 1501/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, την απόφαση 982/2010 του Αρείου Πάγου και την απόφαση 2028/2004 του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επίσης ανέφεραν ότι η επίμαχη νομοθεσία μπορούσε να αναθεωρηθεί εάν κρινόταν αντισυνταγματική από δικαστική απόφαση. Η Κυβέρνηση παρέπεμψε ως παράδειγμα την κατάργηση του Άρθρου 65 του π.δ. 1400/1973 με τον Ν.1848/1989 κατόπιν της απόφασης 867/1988 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικά με τις τυπικές προϋποθέσεις για την ενάσκηση του δικαιώματος στο γάμο από τους Έλληνες στρατιωτικούς.
41. Με βάση όλες αυτές τις διαπιστώσεις, η Κυβέρνηση κατέληξε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν επικαλεστεί τα Άρθρα 14 και 8 της Σύμβασης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο μιας αγωγής αποζημίωσης βασισθείσας στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ κι να προσβάλλουν με αυτήν την επιβολή αθέμιτης διάκρισης από την επίμαχη νομοθεσία.
(β) Οι προσφεύγοντες
42. Οι προσφεύγοντες παρατήρησαν γενικά ότι θεωρητικά θα μπορούσαν να ζητήσουν από έναν συμβολαιογράφο να συντάξει γι' αυτούς ένα σύμφωνο συμβίωσης σύμφωνα με την επίμαχη νομοθεσία. Ωστόσο, εάν ο συμβολαιογράφος, όλως αδόκητα, ικανοποιούσε το αίτημά τους, θα υφίστατο πειθαρχικό έλεγχο για παράβαση καθήκοντος. Ως εκ τούτου, ήταν εξαιρετικά απίθανο να τολμήσει συμβολαιογράφος να παραβιάσει τον νόμο προκειμένου να ικανοποιήσει το αίτημα των προσφευγόντων. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες αναφέρουν ότι οι συμβολαιογράφοι στην Ελλάδα ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Συνεπώς, κάθε αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν θα είχε προοπτική επιτυχίας, καθώς οι συμβολαιογράφοι δεν είναι κρατικοί υπάλληλοι. Η αγωγή ενώπιον των αστικών δικαστηρίων δεν θα είχε μεγαλύτερες ελπίδες επιτυχίας, καθώς ο συμβολαιογράφος που αρνείται να συντάξει συμβολαιογραφικό έγγραφο που αφορά ομόφυλο ζευγάρια δεν φέρει αστική αδικοπρακτική ευθύνη. Τέτοια άρνηση δεν θα ήταν παράνομη ή υπαίτια, όπως απαιτείται από την εσωτερική νομοθεσία προκειμένου ένα άτομο να ευθύνεται αδικοπρακτικά.
43. Όσον αφορά το ειδικό ζήτημα της αγωγής αποζημίωσης με επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την διαβεβαίωση της Κυβέρνησης ότι αυτό θα ήταν ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Πρώτον, αναφέρουν γενικά ότι οι παρούσες υποθέσεις αφορούν την αστική κατάστασή τους και την θέση τους στην Ελληνική κοινωνία. Γι' αυτό, κάθε αποζημίωση που θα μπορούσε να επιδικαστεί από εσωτερικό δικαστήριο δεν θα αποκαθιστούσε το συναίσθημα αποκλεισμού και κοινωνικής περιθωριοποίησης που προκαλείται από τον Ν.3719/2008. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι μόνο μια απόφαση του Δικαστηρίου για παραβίαση των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης θα ήταν επαρκής για την αποκατάσταση της ζημίας που έχουν υποστεί στην παρούσα υπόθεση.
44. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες επιμένουν περαιτέρω, ότι τα εσωτερικά δικαστήρια ήταν παραδοσιακά πολύ επιφυλακτικά να αποφανθούν ότι μια αγωγή αποζημίωσης μπορεί να εγερθεί λόγω μιας νομοθετικής διάταξης ή μιας σιωπής του νομοθέτη επί συγκεκριμένου ζητήματος. Επικαλούνται πρώτον ότι η νομολογία των εσωτερικών δικαστηρίων που παραπέμπεται από την Κυβέρνηση δεν αποδέχεται ότι το Κράτος ήταν αστικά υπεύθυνο όταν ο νόμος ήταν αντίθετος σε κανόνα αυξημένης τυπικής ισχύος. Τα διοικητικά δικαστήρια είναι πολύ επιφυλακτικά για την αναγνώριση μιας γενικής αρχής που περιορίζει το πεδίο ελεύθερης εκτίμησης του νομοθέτη, τόσο στο πλαίσιο της παραβίασης του Συντάγματος όσο και σε αυτό που αφορά τις διεθνείς συνθήκες. Έπειτα, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η νομολογία που παραπέμπει η Κυβέρνηση δεν είναι σχετική, καθώς δεν παρουσιάζει καμία συνάφεια με την υπό κρίση υπόθεση. Ιδίως, λόγω του γεγονότος ότι η νομολογία των εσωτερικών δικαστηρίων ήταν πιο στενή από του Δικαστηρίου όσον αφορά την έννοια της "οικογένειας". Οι προσφεύγοντες παραπέμπουν στην απόφαση 1141/2007 του Αρείου Πάγου, η οποία είχε ρητώς αρνηθεί την υπαγωγή του συντρόφου του θανόντος στην "οικογένεια" του τελευταίου.
45. Τέλος, οι προσφεύγοντες παρατήρησαν ότι, λόγω του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας, δεν υπάρχουν δικονομικοί κανόνες στο εσωτερικό δίκαιο για την τροποποίηση μιας φερόμενης ως αντισυνταγματικής νομοθετικής διάταξης που θα επέτρεπε στους συμβολαιογράφους να συντάσσουν σύμφωνα συμβίωσης και για ομόφυλα ζευγάρια. Με άλλα λόγια, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που μια αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ γινόταν δεκτή από τα εσωτερικά δικαστήρια, οι διοικητικές αρχές δεν θα ήταν υποχρεωμένες να τροποποιήσουν την επίμαχη νομοθεσία.
(γ) Οι τρίτοι παρεμβαίνοντες
46. Οι τρίτοι παρεμβαίνοντες δεν σχολίασαν επί του παραδεκτού της προσφυγής.
2. Η κρίση του Δικαστηρίου
(α) Ιδιότητα θύματος
47. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης, ο προσφεύγων πρέπει να έχει δύο χαρακτηριστικά: να εμπίπτει στις κατηγορίες των προσφευγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 34 και να υποστηρίζει βάσιμα ότι είναι θύμα λόγω παραβίασης της Σύμβασης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του "θύματος" πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από τις έννοιες του εθνικού δικαίου, όπως αυτές που αφορούν το έννομο συμφέρον ή την ικανότητα δικαιοπραξίας (βλ. Gorraiz Lizarraga και Άλλοι κατά Ισπανίας, αρ. 62543/00, § 35, ECHR 2004-III). Ο όρος "θύμα", στο πλαίσιο του Άρθρου 34 της Σύμβασης υποδηλώνει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θίγονται άμεσα ή έμμεσα από μια ισχυριζόμενη παραβίαση (βλ. SARL du Parc d’Activités de Blotzheim κατά Γαλλίας, αρ. 72377/01, § 20, 11 Ιουλίου 2006). Έτσι, το Άρθρο 34 δεν αφορά μόνο τα άμεσα θύματα ή τα θύματα μιας ισχυριζόμενης παραβίασης, αλλά και τα έμμεσα θύματα που θα μπορούσε να θίξει μια παραβίασης ή εκείνον που θα μπορούσε να έχει ένα ισχύον και προσωπικό συμφέρον για επίλυση του θέματος (βλ., mutatis mutandis, Defalque κατά Βελγίου, αρ. 37330/02, § 46, 20 Απριλίου 2006, και Τουρκική Ένωση Ξάνθης και Άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. 26698/05, § 38, 27 Μαρτίου 2008).
48. Όσον αφορά το Σωματείο "Σύνθεση – Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση και Έρευνα", το Δικαστήριο παρατηρεί ότι πρόκειται για μη κερδοσκοπική σωματείο, ο κύριος στόχος του οποίου είναι η παροχή ψυχολογικής και ηθικής υποστήριξης στους γκέι και τις λεσβίες. Ωστόσο, οι προσφυγές της παρούσας υπόθεσης αφορούν το γεγονός ότι κατά το άρθρο 1 του Ν.3719/2008 δεν παρέχεται δικαίωμα σε άτομα ίδιου φύλου να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το έβδομο προσφεύγον στην προσφυγή αρ. 32648/09 είναι νομικό πρόσωπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί στην παρούσα υπόθεση άμεσο ή έμμεσο "θύμα" με την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης (βλ. mutatis mutandis, Fédération chrétienne des témoins de Jéhovah de France κατά Γαλλίας (διατ.), αρ. 53430/99, ΕΔΔΑ 2001-XI).
49. Όσον αφορά τους άλλους αιτούντες, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι είναι ενήλικα άτομα, τα οποία σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, έχουν ομόφυλες σχέσεις και σε κάποιες περιπτώσεις συγκατοικούν. Στο μέτρο που, λόγω του άρθρου 1 του Ν.3719/2008 που εξαιρεί τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, δεν μπορούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης και να οργανώσουν τη σχέση τους σύμφωνα με τις νομικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από αυτόν τον νόμο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατάσταση αυτή τους αφορά άμεσα και έχουν προσωπικό έννομο συμφέρον να επιλυθεί. Συνεπώς, καταλήγει ότι τα άτομα στις παρούσες προσφυγές πρέπει να κριθούν "θύματα" της ισχυριζόμενης παραβίασης, κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης.
50. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το έβδομο προσφεύγον στην προσφυγή αρ. 32684/09 δεν έχει την ιδιότητα του θύματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης και ότι η προσφυγή κατά το μέρος αυτό πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το Άρθρο 35 § 4. Το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης ότι οι υπόλοιποι προσφεύγοντες δεν διαθέτουν την ιδιότητα του θύματος.
(β) Εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων
51. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας που αφορά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης βασίζεται στην παραδοχή που αντανακλά και στο Άρθρο 13 (με το οποίο έχει στενή σύνδεση) ότι πρέπει να υπάρχει ένα αποτελεσματικό πρακτικά και νομικά ένδικο μέσο διαθέσιμο, για την αντιμετώπιση της φερόμενης παραβίασης (βλ. Kudła κατά Πολωνίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 30210/96, § 152, ΕΔΔΑ 2000-XI, και Hasan και Chaush κατά Βουλγαρίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 30985/96, §§ 96-98, ΕΔΔΑ 2000-XI).Παρατηρεί ότι ο κανόνας περί εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων επιβάλλει στους προσφεύγοντες – με τη χρήση των νομικών μέσων που τους παρέχονται από το εσωτερικό δίκαιο στο μέτρο που είναι αποτελεσματικά και επαρκή – να ζητούν από τα Συμβαλλόμενα Κράτη την δυνατότητα της αποκατάστασης των φερόμενων από αυτούς παραβιάσεων, πριν φέρουν το θέμα στο Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεων πάγιας νομολογίας, Fressoz και Roire κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 29183/95, § 37, ΕΔΔΑ 1999-1).
52. Τα μόνα ένδικα μέσα που το Άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης επιβάλλει να έχουν εξαντληθεί είναι αυτά που αφορούν φερόμενες παραβιάσεις, εάν είναι διαθέσιμα και επαρκή. Η ύπαρξη τέτοιων ένδικων μέσων πρέπει να κατοχυρώνονται με επαρκή βεβαιότητα, όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη, καθώς αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε δεν υπάρχει η προϋπόθεση της προσβασιμότητας και της αποτελεσματικότητας. Είναι ευθύνη του καταγγελλόμενου κάθε φορά Κράτους να εισάγει αυτούς τους όρους σε ικανοποιητικό βαθμό (βλ. μεταξύ άλλων σημαντικών αποφάσεων, McFarlane κατά Ιρλανδίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 31333/06, § 107, 10 Σεπτεμβρίου 2010). Η ύπαρξη μόνον αμφιβολιών για την προοπτική επιτυχίας ενός συγκεκριμένου ένδικου μέσου που δεν είναι προδήλως χρήσιμο δεν αποτελεί επαρκή λόγο μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων ( βλ. Akdivar και άλλοι κατά Τουρκίας, 16 Σεπτεμβρίου 1996, § 71, Συλλογή Αποφάσεων και Διατάξεων ns 1996-IV).
Τέλος, ένας προσφεύγων που είχε διαθέσιμο ένα ένδικο μέσο ικανό για την αποκατάσταση του προβλήματος που αφορά η φερόμενη παράβαση, άμεσα ή όχι τελείως έμμεσα, δεν είναι υποχρεωμένος να προσφύγει σε άλλα μέσα που μπορεί να είναι διαθέσιμα μεν, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφισβητούμενη (βλ. Μανουσάκης και άλλοι κατά Ελλάδας, 26 Σεπτεμβρίου 1996, § 33, Εκθέσεις 1996-IV, και Anakomba Yula κατά Βελγίου αρ. 45413/07, § 22, 10 Μαρτίου 2009).
53. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το κεντρικό επιχείρημα της Κυβέρνησης όσον αφορά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων αφορά την επιμονή ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να προσβάλλουν την συνταγματικότητα του Ν.3719/2008 με αγωγή αποζημίωσης βάσει του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Ισχυρίζονται ότι οι προσφεύγοντες έτσι θα είχαν θέσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το θέμα της συμβατότητας της επίμαχης νομοθεσίας προς τα Άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης.
54. Πρώτον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ένδικο μέσο που αναφέρει η Κυβέρνηση προβλέπει μόνον ότι το θιγόμενο πρόσωπο μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη του Κράτους κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Συνεπώς, κάθε έλεγχος συνταγματικότητας του νόμου διεξάγεται από το αρμόδιο δικαστήριο ως παρεμπίπτον ζήτημα, με σκοπό τη διερεύνηση του εάν το Κράτος πρέπει να καταβάλει αποζημίωση στο άτομο για παραβίαση ενός κανόνα δικαίου που εισάγει ειδικό ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Στην παρούσα υπόθεση όμως, οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται για μια συνεχή παραβίαση των Άρθρων 14 και 8 της Σύμβασης, λόγω του ότι ως ομόφυλα ζευγάρια δεν έχουν συμφέρον να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, ενώ υπάρχει νομοθεσία που παρέχει το δικαίωμα στα ετερόφυλα ζευγάρια. Έτσι, μόνη η αναγνώριση οικονομικής αποζημίωσης δεν θα ήταν επαρκής για την αποκατάσταση του προβλήματος.
55. Δεύτερον, όσον αφορά την φύση του ένδικου μέσου που αναφέρει η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ακόμη κι αν τα εσωτερικά δικαστήρια επιδίκαζαν μια αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το Κράτος δεν θα είχε νομική υποχρέωση να τροποποιήσει την επίμαχη νομοθεσία.
56. Τέλος, το Δικαστήριο παρατηρεί επιπρόσθετα ότι, όπως έχει δειχθεί από τις αποφάσεις που παρέπεμψε η Κυβέρνηση στο πλαίσιο της αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, τα εσωτερικά δικαστήρια εφαρμόζουν το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αποκλειστικά όσον αφορά την αδικοπρακτική ευθύνη του Κράτους σε υποθέσεις αντισυνταγματικού νόμου. Το Δικαστήριο παρατηρεί συγκεκριμένα ότι καμία από τις αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων της Ελλάδας που αναφέρει η Κυβέρνηση αφορούν ένα ζήτημα συγκρίσιμο με αυτό που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή με την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή. Πράγματι, καμία από τις επίμαχης αποφάσεις εξέτασε αίτημα αποζημίωσης που αφορά την ασυμβατότητα νόμου με τα Άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης.
57. Συνολικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει παραδείγματα προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων που αποδεικνύουν πειστικά ότι η υποβολή αγωγής αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα θα μπορούσε να είχε αποκαταστήσει τα αιτήματά τους βάσει των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης. Το Κράτος όμως πρέπει να αποδεικνύει την εξάντληση αποτελεσματικών κι επαρκών εσωτερικών ένδικων μέσων (βλ. Soto Sanchez κατά Ισπανίας, αρ. 66990/01, § 34, 25 Νοεμβρίου 2003. L. κατά Λιθουανίας, αρ. 27527/03, §§ 35-36, ΕΔΔΑ 2007-IV, και Σαμπάνης και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. 32526/05, § 58, 5 Ιουνίου 2008).
58. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι, με δεδομένη την φύση της αγωγής αποζημίωσης που βασίζεται στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και της εφαρμογής του από τα δικαστήρια, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί ένδικο μέσο που πρέπει να έχει εξαντληθεί κατά το Άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης. Συνεπώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.
(γ) Συμπέρασμα
59. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το Άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης ως προς το έβδομο προσφεύγον στην προσφυγή αρ. 32684/09, καθώς το προσφεύγον δεν έχει την ιδιότητα του "θύματος" κατά την έννοια του Άρθρου34 της Σύμβασης. Περαιτέρω, η ένσταση της μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων της Κυβέρνησης απορρίπτεται. Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όσον αφορά τους οκτώ προσφεύγοντες που έχουν την ιδιότητα του "θύματος" κατά την έννοια του Άρθρου 34, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους και, συνεπώς, κηρύσσει αυτήν παραδεκτή.
B. Ουσία
1. Οι ισχυρισμοί των διαδίκων
(α) Οι προσφεύγοντες
60. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν την απόφαση Schalk και Kopf κατά Αυστρίας (αρ. 30141/04, ΕΔΔΑ 2010), στην οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η σχέση ενός συγκατοικούντος ομόφυλου ζευγαριού που ζει σε μια σταθερή de facto συμβίωση εμπίπτει στην έννοια της "οικογενειακής ζωής". Ισχυρίζονται ότι, μολονότι η νομοθεσία των Ευρωπαϊκών χωρών επί του θέματος δεν είναι πλήρως εναρμονισμένη, υπάρχει πάντως μια τάση υπέρ της νομικής αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών. Οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι, απ' όσο γνωρίζουν, η Ελλάδα ήταν μέχρι τώρα το μοναδικό Ευρωπαϊκό κράτος που είχε θεσπίσει μια εναλλακτική προς το γάμο δυνατότητα που αφορούσε μόνο τα ετερόφυλα ζευγάρια. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που είχε θεσπίσει νομοθεσία που διέπει έναν τύπο συμφώνου συμβίωσης αποκλείοντας τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής της. Η Ελλάδα έτσι αποκλίνει ξεκάθαρα από τον κανόνα που ακολουθούν σχετικά με αυτό το θέμα τα Ευρωπαϊκά κράτη. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν ότι η διατήρηση των δεσμών της παραδοσιακής ετεροφυλοφιλικής οικογένειας δεν αποτελεί επαρκή λόγο για την δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης των ομόφυλων ζευγαριών. Αντί να κάνει θετικά βήματα για την άρση των προκαταλήψεων εις βάρος των γκέι και λεσβιών στην Ελληνική κοινωνία, το καταγγελλόμενο Κράτος είχε ενισχύσει την προκατάληψη με την θέση σε ισχύ του Ν.3719/2008 που εξαιρεί τα ομόφυλα ζευγάρια. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, ο επίμαχος νόμος περιέχει αρνητική ηθικά κρίση για την ομοφυλοφιλία καθώς επιφύλαξε, αν όχι εχθρότητα, τουλάχιστον αδικαιολόγητες επιφυλάξεις εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών. Έχοντας αποφασίσει να αναγνωρίσει κι άλλη τυπική αναγνώριση για την οικογενειακή ζωή, πέραν του γάμου, ο νομοθέτης είχε επιδείξει σαφή περιφρόνηση στα ομόφυλα ζευγάρια εξαιρώντας τα από το πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008.
61. Τέλος, οι προσφεύγοντες διαφωνούν με το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η προστασία των τέκνων που γεννιούνται από ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν σε de facto σχέσεις. Κατά την γνώμη των προσφευγόντων, είναι σαφές ότι η επίμαχη νομοθεσία έχει σχεδιαστεί για τη ρύθμιση της κατάστασης των ζευγαριών που δεν επιθυμούν να παντρευτούν, ανεξάρτητα από το εάν είχαν ή ήθελαν να αποκτήσουν παιδιά. Έτσι, θεωρούν ότι ο αποκλεισμός τους από το πεδίο εφαρμογής του νόμου δεν είχε κάποια αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση και για τον λόγο αυτόν εισήγαγε αρνητική διάκριση.
(β) Η Κυβέρνηση
62. Η Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, όσον αφορά τους νόμιμους στόχους που επιδιώκονται με τον Ν.3719/2008, η νομοθεσία για το σύμφωνο συμβίωσης πρέπει να θεωρηθεί ένα σύνολο κανόνων που επιτρέπουν σε γονείς να μεγαλώσουν τα βιολογικά τέκνα τους με έναν τρόπο που ο πατέρας θα έχει μια ίση συμμετοχή στην γονική μέριμνα, χωρίς να είναι υποχρεωτικός ο γάμος του ζευγαριού. Τα σύμφωνα συμβίωσης έχουν το νόημα, όταν η γυναίκα μείνει έγγυος, το ζευγάρια να μη χρειάζεται πλέον να παντρευτεί από το φόβο ότι αλλιώς δεν θα αναγνωριζόταν νομικά η σχέση που επιθυμούν να έχουν με το παιδί τους που θα θεωρείτο εκτός γάμου. Έτσι, θεσπίζοντας το σύμφωνο συμβίωσηςο Έλληνας νομοθέτης απέδειξε ότι είναι ταυτόχρονα παραδοσιακός και σύγχρονος στο σκεπτικό του. Θεσπίζοντας τον Ν.3719/2008, ο νομοθέτης Επιδίωξε να ενδυναμώσει τους θεσμούς του γάμου και της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, καθώς η απόφαση για τον γάμο θα μπορούσε να ληφθεί πλέον ανεξάρτητα από το εάν υπήρχε η προοπτική απόκτησης παιδιού κι έτσι να βασίζεται πλήρως στην αμοιβαία δέσμευση δύο ατόμων διαφορετικού φύλου, πέρα από εξωτερικ ούς περιορισμούς.
63. Η Κυβέρνηση περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο Ν.3719/2008 αποσκοπούσε στη ρύθμιση ενός υπαρκτού κοινωνικού φαινομένου, αυτού των άγαμων ετερόφυλων ζευγαριών που είχαν παιδιά. Το Ελληνικό δίκαιο διαφέρει σε αυτό το σημείο από την νομοθεσία των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών που προβλέπει σύμφωνα συμβίωσης. Ο Έλληνας νομοθέτης είχε ρητά αναφέρει στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ότι δεν επιδιώκει να ρυθμίσει όλες τις μορφές ελεύθερης συμβίωσης, αλλά να προστατεύσει τα παιδιά που γεννιούνται από ετερόφυλα ζευγάρια στο πλαίσιο τέτοιας συμβίωσης, καθώς και τους ίδιους τους γονείς που δεν επιθυμούν να συνάψουν γάμο. Κατά την άποψη της κυβέρνησης, όλη η δομή του Νόμου και το περιεχόμενο των διατάξεών του έχουν σχεδιαστεί με αυτό το σκεπτικό. Συνεπώς, η θέσπιση συμφώνου συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια θα προϋπέθετε ένα διαφορετικό σύνολο κανόνων που διέπουν μια κατάσταση ανάλογη, αλλά όχι ίδια με την κατάσταση των ετερόφυλων ζευγαριών.
64. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι πριν την θέση σε ισχύ του Ν.3719/2008, το εσωτερικό δίκαιο παρείχε περιορισμένη αναγνώριση σε ετερόφυλα ζευγάρια που συζούσαν εκτός γάμου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1444 του Αστικού Κώδικα, αναφέρεται σε “ελεύθερη συμβίωση”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, διαζευγμένα άτομα που συνάπτουν νέο γάμο ή ζουν σε ελεύθερη συμβίωση χάνουν το δικαίωμα διατροφής. Οι ελεύθερες συμβιώσεις αναφέρονται επίσης στα άρθρα 1456 και 1457 του Αστικού Κώδικα που αφορά την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Το άρθρο 1456 προβλέπει ότι εάν μία άγαμη γυναίκα προσφύγει σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ο άνδρας με τον οποίο συζεί σε ελεύθερη συμβίωση πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του ενώπιον συμβολαιογράφου. Το άρθρο 1457 θέτει τους όρους υπό τους οποίους η τεχνητή σπερματέγχυση επιτρέπεται μετά το θάνατο του συζύγου της γυναίκας ή του άνδρα με τον οποίον έζησε σε ελεύθερη συμβίωση.
65. Η Κυβέρνηση είναι της άποψης ότι κατά την εξέταση της συμβατότητας του άρθρου 1 του Ν.3719/2008 με τα Άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης και ιδίως κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας της εν λόγω παρέμβασης, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη το συνολικό υπόβαθρο της υπόθεσης και όλες τις διατάξεις του εν λόγω νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης. Πρώτα, η Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να διακρίνει ανάμεσα σε προσφεύγοντες που συγκατοικούν και σε αυτούς που δεν συγκατοικούν. Στην περίπτωση των πρώτων, η προσφυγή θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της “οικογενειακης ζωής”. Στην περίπτωση των δεύτερων, η οικεία έννοια είναι αυτή της “ιδιωτικής ζωής”.
66. Στη συνέχεια η Κυβέρνηση προχωρά στην ανάλυση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το σύμφωνο συμβίωσης και καταλήγει ότι η περιουσιακή και προσωπική κατάσταση των προσφευγόντων δεν επιρρεάζεται σε τίποτα από τον αποκλεισμό τους από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης. Όσον αφορά τα περιουσιακά ζητήματα, η Κυβέρνηση υπενθυμίζει τα επιχείρηματά της όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ως προς τα πρόσωπα που την υπέβαλαν. Παρατηρεί ότι το σύμφωνο συμβίωσης δεν έχει άμεσα δεσμευτικές συνέπειες σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των συντρόφων. Όσο για τα κοινωνικοασφαλιστικά θέματα, τα ομόφυλα ζευγάρια ήταν στην ίδια κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια που αποφασίζουν να συνάψουν σύμφωνο. Όσον αφορά τα ζητήματα διατροφής και κληρονομιάς, μπορούν να ρυθμιστούν από ένα ομόφυλο ζευγάρια χωρίς σύμφωνο συμβίωσης, με μια συμβατική συμφωνία.
67. Όσον αφορά την προσωπική κατάσταση των προσφευγόντων, η Κυβέρνηση επιμένει ότι η βιολογική διαφορά ανάμεσα στα ετερόφυλα ζευγάρια και τα ομόφυλα ζευγάρια, στο μέτρο που τα τελευταία δεν μπορούν να αποκτήσουν κοινά βιολογικά τέκνα, δικαιολογεί τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του συμφώνου συμβίωσης στα ετερόφυλα ζευγάρια. Η Κυβέρνηση αναφέρεται ιδίως στα άρθρα 9 και 10 του Ν.3719/2008 που προβλέπει τεκμήριο πατρότητας για τον πατέρα του παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου και συμμετέχει στην ανάπτυξη του παιδιού χωρίς γάμο με την μητέρα. Έτσι, ο γάμος και τα δικαστήρια ή η αναγνώριση πατρότητας από τον πατέρα από μόνο του δεν αποτελούν το μόνο μέσο για την αναγνώριση της πατρότητας. Η Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι ο σκοπός των επίμαχων διατάξεων αποτελούν τον “σκληρό πυρήνα” της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης και εξ ορισμού εφαρμόζεται μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια. Με αυτό το επιχείρημα, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει ότι στην παρούσα υπόθεση παραβιάστηκαν τα Άρθρα 14 και 8 της Σύμβασης. Κατά την άποψή τους, τα ομόφυλα ζευγάρια δεν βρίσκονται στην ίδια ή σε συγκρίσιμη κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια, καθώς δεν μπορούν υπό καμία περίσταστη να αποκτήσουν κοινά βιολογικά τέκνα.
68. Η Κυβέρνηση προσέθεσε, όπως προκύπτει από τον Ν.3719/2008, ότι η νομοθεσία για το σύμφωνο συμβίωσης διαφέρει από όμοιες νομοθεσίες σε άλλες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ενώ εκείνοι οι νόμοι παράγουν συνέπειες όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων, μόνο η Ελληνική νομοθεσία καθιερώνει το τεκμήριο της πατρότητας σχετικά με τα παιδιά που γεννιούνται σε σύμφωνο συμβίωσης. Η Κυβέρνηση συμπεραίνει από αυτό ότι ο Ν.3719/2008 εστιάζει στους προσωπικούς δεσμούς των συντρόφων περισσότερο παρά σε ιδιοκτησιακές πλευρές της σχέσης τους.
(γ) Οι τρίτοι παρεμβαίνοντες
69. Οι τρίτοι παρεμβαίνοντες (το AIRE Centre, η ΔΕΝ, η FIDH και η ILGA-Ευρώπης – βλ. ανωτ. παρ. 6) αναφέρουν την νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως την απόφαση Karner κατά Αυστρίας (αρ. 40016/98, ΕΔΔΑ 2003-IX) και στην νομολογία εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, όπως του Ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά, του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Βραζιλίας. Σύμφωνα με αυτά τα δικαστήρια, απαιτείται ισχυρή δικαιολόγηση όταν ο λόγος της διάκρισης είναι το φύλο ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Οι τρίτοι παρεμβαίνοντες παρατήρησαν ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εθνικών δικαστηρίων, τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού, επιβάλλει την ίση μεταχείριση των άγαμων ετερόφυλων ζευγαριών με τα ομόφυλα ζευγάρια. Ένας μεγάλος αριθμός των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει θε΄σει σε εφαρμογή νομοθεσία που αναγνωρίζει τις ομόφυλες σχέσεις. Απ' όσο γνωρίζουν, η περίπτωση της Ελλάδας ήταν μοναδική, καθώς ήταν το μοναδικό Ευρωπαϊκό κράτος που είχε θεσπίσει σύμφωνο συμβίωσης που εξαιρεί τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής του. Η σχετική νομοθεσία στα Συμβαλλόμενα Κράτη όσον αφορά το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών βασίζεται σε δύο μοντέλα: (α) το “Δανικό μοντέλο” που βασίζεται στην νομοθεσία της Δανίας που θεσπίστηκε το 1989, που περιορίζει το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών να καταχωρίσουν συμβίωση, καθώς τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν ήδη δικαίωμα γάμου και (β) το “Γαλλικό μοντέλο”, κατά το οποίο όλα τα άγαμα ζευγάρια έχουν δικαίωμα να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.
2. Η κρίση του Δικαστηρίου
(α) Εφαρμογή του Άρρθου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8
70. Το Δικαστήριο έχει ήδη χειριστεί έναν αριθμό υποθέσεων στις οποίες οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν αρνητική διάκριση για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού στην σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Κάποιοι εξετάστηκαν υπό το φως του Άρθρο 8 μόνο. Οι υπουθέσεις αυτές αφορούσαν την ποινική απαγόρευση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων μεταξύ ενηλίκων (βλ. Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 22 Οκτωβρίου 1981, Συλλογή A αρ. 45. Norris κατά Ιρλανδίας, 26 Οκτωβρίου, Συλλογή A αρ. 142. Και Μοδινός κατά Κύπρου, 22 Απριλίου 1993, Συλλογή A αρ. 259) και τον αποκλεισμό των ομοφυλόφιλων από τις ένοπλες δυνάμεις (βλ. Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου , αρ. 33985/96 και 33986/96, ECHR 1999VI). Άλλες προσφυγές εξετάστηκαν υπό το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8. Αυτές αφορούσαν τις διαφορετικές ηλικίες συγκατάθεσης για ομοφυλοφιλικές σχέσεις σε σύγκριση με τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις κατά το ποινικό δίκαιο (βλ L. και V. κατά Αυστρίας, αρ. 39392/98 και 39829/98, ΕΔΔΑ 2003-I), την ανάθεση της γονικής μέριμνας (βλ. Salgueiro da Silva Mouta v. Portugal, αρo. 33290/96, ECHR 1999-IX), την αδειοδότηση της τεκνοθεσίας (βλ. Fretté κατά Γαλλίας, αρ. 36515/97, ΕΔΔΑ 2002-I. E.B. κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 43546/02, 22 Ιανουαρίου 2008 και Gas και Dubois κατά Γαλλίας, αρ. 25951/07, ΕΔΔΑ 2012), το δικαίωμα διαδοχής στο δικαίωμα οίκησης του θανόντος συντρόφου (βλ. Karner, ό,π., και Kozak καά Πολωνίας, αρ. 13102/02, 2 Μαρτίου 2010), το δικαίωμα στην κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη (βλ. P.B.και J.S. κατά Αυστρίας, αρ. 18984/02, Ιουλίου 2010), την πρόσβαση των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο ή σε άλλο τύπο νομικής αναγνώρισης (βλ. Schalk και Kopf, ό.π.) και τον αποκλεισμό των ομόφυλων ζευγαριών από την τεκνοθεσία εκ μέρους του άλλου συντρόφου (βλ. X και Άλλοι κατά Αυστρίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 19010/07, 19 Φεβρουαρίου 2013).
71. Στην παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγοντες διαμόρφωσαν την προσφυγή τους σύμφωνα με το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 και η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε την εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει αυτή την προσέγγιση (βλ. όμοια, Schalk και Kopf, ό.π., § 88).
72. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ' επανάληψη ότι το Άρθρο 14 δεν είναι αυτόνομο αλλά φέρει αποτελέσματα μόνο σε συνδυασμό με άλλα δικαιώματα της Σύμβασης. Αυτή η διάταξη συμπληρώνει άλλες ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης και των και των Πρωτοκόλλων της. Δεν έχει ανεξάρτητη υπόσταση, οι συνέπειές του επέρχονται μόνο σε σχέση με “την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών” που κατοχυρώνονται από αυτές τις διατάξεις. Αν και η εφαρμογή του Άρθρου 14 δεν προϋποθέτει την παραβίαση αυτών των διατάξεων – και σε αυτό το βαθμό είναι αυτόνομο – δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής του αν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μιας άλλης διάταξης (βλ. μεταξύ άλλων καθοριστικών αποφάσεων , Petrovic κατά Αυστρίας, 27 Μαρτίου 1998, § 22, Reports 1998II, E.B., ό.π., § 47. Schalk και Kopf, ό.π., § 89. Και X και άλλοι, ό.π., § 94).
73. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι βάσει του φακέλου της υπόθεσης, οι προσφεύγοντες είναι σταθερά ομόφυλα ζευγάρια. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι οι σχέσεις τους εμπίπτουν στην έννοια της “ιδιωτικής ζωής”, κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι στην απόφασή του Schalk και Kopf έκρινε ότι ενόψει της ταχείας εξέλιξης σε έναν σημαντικό αριθμό κρατών μελών που αφορούν την νομική αναγνώριση ομόφυλων ζευγαριών, “θα ήταν επίπλαστη η επιμονή ότι, αντίθετα με τα ετερόφυλα ζευγάρια, ένα ομόφυλο ζευγάρι δεν θα μπορούσε να απολαμβάνει κοινή “οικογενειακή ζωή” κατά την έννοια του Άρθρου 8” (βλ. Schalk και Kopf, ό.π., § 94). Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι οι σχέσεις των προσφευγόντων στην παρούσα υπόθεση εμπίπτουν στο πλαίσιο της “ιδιωτικής ζωής” και της “οικογενειακής ζωής”, όπως θα ενέπιπταν και οι σχέσεις ετερόφυλων ζευγαριών στην ίδια κατάσταση. Δεν υπάρχει βάση για την διάκριση που ζητά η Κυβέρνηση (βλ. παρ. 65 στο τέλος) ανάμεσα σε αυτούς που ζουν μαζί και αυτούς που – για προσωπικούς και κοινωνικούς λόγους – δεν ζουν μαζί (βλ. παρ. 8 ανωτ.) καθώς στην παρούσα υπόθεση το γεγονός της μη συγκατοίκησης δεν αποκλείει τα ζευγάρια από την σταθερότητα που ενέχει το πεδίο εφαρμογής της οικογενειακής ζωής κατά την έννοια του Άρθρου 8.
74. Συνολικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι το Άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 είναι εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση.
(β) Τήρηση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8
(i) Πεδίο εφαρμογής της υπόθεσης
75. Το Δικαστήριο θεωρεί σημαντικό να οριοθετήσει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας υπόθεσης. Η προσφυγή των προσφευγόντων δεν σχετίζεται γενική και αόριστη υποχρέωση του Ελληνικού κράτους να παρέχει ένας είδος νομικής αναγνώρισης για τα ομόφυλα ζευγάρια κατά το εσωτερικό δίκαιο. Στην παρούσα υπόθεση οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν ότι ο Ν.3719/2008 καθιερώνει σύμφωνο συμβίωσης για ετερόφυλα ζευγάρια μόνο, εξαιρώντας αυτομάτως τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής του. Με άλλα λόγια, οι προσφεύγοντες δεν καταγγέλλουν ότι το Ελληνικό κράτος αθέτησε θετική υποχρέωσή του επιβαλλόμενη από την Σύμβαση, αλλά ότι θέσπισε έναν διαχωρισμό με τον Ν.3719/2008, ο οποίος κατά την άποψή τους εισάγει αρνητική διάκριση εις βάρος του. Έπειτα, το θέμα που πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι εάν η Ελλάδα έχει δικαίωμα από την άποψη του Άρθρου 14 και του 8 της Σύμβασης να θέσει σε εφαρμογή νόμο για τα νέα σύμφωνα συμβίωσης, παράλληλα προς το γάμο, για άγαμα ετερόφυλα ζευγάρια μόνον, εξαιρώντας έτσι τα ομόφυλα ζευγάρια.
(ii) Αρχές που καθιερώθηκαν με την νομολογία του Δικαστηρίου
76. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου μια υπόθεση να εμπίπτει στο Άρρθο 13 θα πρέπει να υπάρχει μια διαφορά στην μεταχείριση προσώπων σε συγκρίσιμες περιστάσεις. Τέτοια διαφορά μεταχείρισης είναι αρνητική διάκριση όταν δεν υπάρχει αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση. Με άλλα λόγια, εάν δεν επιδιώκεται νόμιμος στόχος ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιούνται και στον επιδιωκόμενο στόχο. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν πεδίο ελεύθερης εκτίμησης για την αξιολόγηση του εάν και σε ποιο βαθμό οι διαφορές σε όμοιες υποθέσεις δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση (βλ. Burden κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 13378/05, § 60, ΕΔΔΑ 2008. Schalk και Kopf, ό.π., § 96, Και X και άλλοι, ό.π. § 98). Η έννοια της διάκρισης κατά το άρθρο 14 περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις στις οποίες ένα πρόσωπο ή ομάδα προσώπων δέχεται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με άλλους, χωρίς κατάλληλη δικαιολόγηση, ακόμη κι αν αυτή η πιο ευνοϊκή μεταχείριση δεν αξιώνεται από την Σύμβαση (βλ. Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 28 Μάη 1985, § 82, Συλλογή A αρ. 94).
77. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι μια έννοια που καλύπτεται από το Άρθρο 14. Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ' επανάληψη ότι, όπως οι διαφορές που βασίζονται στο φύλο, οι διαφορές που βασίζονται στον σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν “ιδιαίτερα πειστικούς και βαρύνοντες λόγους” δικαιολόγησης (βλ. για παράδειγμα, Smith και Grady, § 90. Karner, §§ 37 και 42. L. και V., § 45. X και άλλοι , § 99, ό.π.). Όταν υπάρχει διαφορά μεταχείρισης για λόγους που βασίζονται στο φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, το πεδίο ελεύθερης εκτίμησης των Κρατών είναι στενό (βλ. Karner, § 41, και Kozak, § 92, ό.π.).Οι διαφορές που βασίζονται μόνο στον σεξουαλικό προσανατολισμό είναι απαράδεκτες κατά την Σύμβαση (βλ. Salgueiro da Silva Mouta, § 36. E.B., §§ 93 και 96. X και άλλοι, § 99, ό.π.).
(iii) Εφαρμογή αυτών των αρχών στην υπό κρίση υπόθεση
(α) Σύγκριση της κατάστασης των προσφευγόντων με αυτή των ετερόφυλων ζευγαριών και ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης
78. Το πρώτο ερώτημα που απευθύνεται από το Δικαστήριο είναι εάν η κατάσταση των προσφευγόντων είναι συγκρίσιμη με αυτήν των ετερόφυλων ζευγαριών που επιθυμούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης με βάση τον Ν.3719/2008. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να συνάψουν σταθερές σχέσεις αφοσίωσης (βλ. Schalk και Kopf, ό.π., § 99). Γι' αυτό κρίνει ότι οι προσφεύγοντες είναι σε συγκρίσιμη κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους (βλ. Schalk και Kopf, ό.π.).
79. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 1 του Ν.3719/2008 περιορίζει ρητά την δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης στα ετερόφυλα ζευγάρια. Συνεπώς, εξαιρώντας επί τούτου τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής του, ο Ν.3719/2008 εισάγει διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό των ενδιαφερομένων.
(β) Νόμιμος στόχος και αναλογικότητα
80. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Κυβέρνηση επικαλείται κυρίως δύο σύνολα επιχειρημάτων για να δικαιολογήσει την επιλογή του νομοθέτη να μην συμπεριλάβει τα ομόφυλα ζευγάρια στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008. Πρώτον, αναφέρουν ότι εάν το σύμφωνο συμβίωσης που θεσπίστηκε από το νόμο εφαρμοζόταν στους προσφεύγοντες θα τους παρείχε δικαιώματα και υποχρεώσεις – ως προς την περιουσιακή κατάσταση, τις οικονομικές σχέσεις και τα κληρονομικά δικαιώματα – για τα οποία ήδη υπάρχει νομικό πλαίσιο κατά το κοινό δίκαιο, δηλαδή σε συμβατική βάση. Δεύτερον, η Κυβέρνηση αναφέρει ότι η νομοθεσία αυτή σχεδιάστηκε για την επίτευξη διαφόρων στόχων: προστασία των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου, προστασία των μονογονεϊκών οικογενειών (όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου) που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες των γονέων τους να αναθρέψουν τα παιδιά τους χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να παντρευτούν και, πάντως, ενδυνάμωση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια.
81. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα που αναφέρει η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι ακόμη κι αν ήταν ισχυρό, αυτό δεν λαμβάνει υπόψη ότι το σύμφωνο συμβίωσης που προβλέπει ο Ν.3719/2008 είναι μια επίσημα αναγνωρισμένη εναλλακτική στον γάμο που ενέχει αυταξία για τους προσφεύγοντες, ανεξάρτητα από το εάν τα νομικά του αποτελέσματα είναι στενά ή εκτεταμένα. Όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο, τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα ζευγάρια να συνάψουν σταθερές σχέσεις αφοσίωσης. Τα ομόφυλα ζευγάρια μοιράζονται τις ζωές τους έχοντας τις ίδιες ανάγκες κοινής υποστήριξης και βοήθειας, όπως τα ετερόφυλα ζευγάρια. Συνεπώς, η δυνατότητα σύναψης ενός συμφώνου συμβίωσης θα παρείχε στα πρώτα την μοναδική δυνατότητα που τους παρέχει το Ελληνικό δίκαιο να διαμορφώσουν τις σχέσεις τους προσφέροντάς τους νομική ισχύ που αναγνωρίζεται από το Κράτος. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επέκταση των συμφώνων συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια θα επέτρεπε σε αυτά να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την περιουσία, την διατροφή και την κληρονομιά όχι ως ιδιώτες που συνάπτουν συμβάσεις κατά το κοινό δίκαιο, αλλά βασιζόμενοι σε νομικούς κανόνες που διέπουν την πολιτική ένωση, καθιστώντας έτσι την σχέση τους αναγνωρισμένη από το Κράτος.
82. Είναι αλήθεια ότι το δεύτερο κύριο επιχείρημα της Κυβέρνησης είναι ότι ο Ν.3719/2008 έχει σχεδιαστεί για την ενίσχυση της νομικής θέσης των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου και να καταστήσει πιο εύκολη την ανατροφή των παιδιών από γονείς χωρίς να υποχρεώνονται να παντρευτούν. Αυτή η πτυχή διαχωρίζει τα ετερόφυλα από τα ομόφυλα ζευγάρια, λένε, καθώς τα τελευταία δεν μπορούν να έχουν κοινά βιολογικά τέκνα.
83. Το Δικαστήριο κρίνει νόμιμο από την πλευρά του Άρθρου 8 της Σύμβασης να θεσπίζει ο νομοθέτης νομοθεσία για την ρύθμιση της κατάστασης των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου και να ενδυναμώσει έτσι έμμεσα τον θεσμό του γάμου στην Ελληνική κοινωνία με την προβολή της ιδέας, όπως εξηγεί η Κυβέρνηση, ότι η απόφαση για τον γάμο πρέπει να λαμβάνεται αποκλειστικά στη βάση της κοινής δέσμευσης των δύο ατόμων, ανεξάρτητα από εξωτερικούς περιορισμούς ή από την προοπτική της απόκτησης παιδιών (βλ. ανωτ. Παρ. 62).Το Δικαστήριο αποδέχεται ότι η προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, κατ' αρχήν, είναι ένας βαρύνον και νόμιμος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια διαφορετική μεταχείριση (βλ. Karner, § 40, και Kozak, § 98, ό.π.). Αυτονοήτως η προστασία των συμφερόντων των παιδιών είναι επίσης ένας νόμιμος στόχος (βλ. X και άλλοι ό.π., § 138). Παραμένει να διευκρινιστεί εάν τηρείται στην παρούσα υπόθεση η αρχή της αναλογικότητας.
84. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τις αρχές που θεσπίζονται με τη νομολογία του. Ο σκοπός της προστασίας της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια είναι μάλλον αόριστος και μια ευρεία ποικιλία συγκεκριμένων μέτρων μπορούν να επιλεγούν για την επιδίωξή του (βλ. Karner, § 41, και Kozak, § 98, ό.π.). Επίσης, δεδομένου ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό νομοθέτημα, που πρέπει να ερμηνεύεται στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής (βλ. ανάμεσα σε πολλές καθοριστικές αποφάσεις, Tyrer κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 25 Απριλίου 1978, § 31, Συλλογή A αρ. 26, και Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28957/95, § 75, ΕΔΔΑ 2002-VI), το Κράτος κατά την επιλογή των μέσων που αφορούν την προστασία της οικογένειας και διασφαλίζουν τον σεβασμό για την οικογενειακή ζωή, όπως ορίζεται από το Άρθρο 8 πρέπει να λάβει απαραιτήτως υπόψη τις εξελίξεις στην κοινωνία και τις αλλαγές στις αντιλήψεις στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και τις σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει ένας τρόπος 'ή μια επιλογή για την ρύθμιση της οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής του ατόμου (βλ. X και άλλοι, ό.π., § 139).
85. Στις περιπτώσεις στις οποίες το πεδίο ελεύθερης εκτίμησης που αναγνωρίζεται για το Κράτος είναι στενό, όπως είναι στις περιπτώσεις που η διαφορετική μεταχείριση αφορά το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, η αρχή της αναλογικόττηας δεν επιβάλλει απλώς μέτρα κατάλληλα κατ' αρχήν για την επίτευξη του επιδωκόμενου στόχου. Πρέπει επίσης να αποδεικνύεται ότι ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου, να εξαιρεθούν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων – στην προκειμένη περίπτωση οι άνθρωποι που ζουν σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις – από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων (βλ. Karner, § 41, και Kozak, § 99, ό.π. ). Σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω, το βάρος της απόδειξης σε σχέση με αυτά φέρει η καταγγελλόμενη Κυβέρνηση. Γι' αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι στην παρούσα υπόθεση ήταν αναγκαίο, για την επιδίωξη των νόμιμων στόχων που αναφέρει, να απαγορεύσει στα ομόφυλα ζευγάρια να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης κατά τον Ν.3719/2008 (βλ. όμοια X και άλλοι, βλ.ανωτ. § 141).
86. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επίμαχη νομοθεσία δεν προβλέπει η ίδια μέτρα που αποσκοπούν στην ρύθμιση της κοινωνικής πραγματικότητας και την εξυπηρέτηση των στόχων που αναφέρονται από την Κυβέρνηση (βλ. παρ. 80 ανωτ.). Έχει σχεδιαστεί πρώτα και κύρια για να παρέχει νομική αναγνώριση σε μια μορφή συμβίωσης διαφορετική από το γάμο, που αναφέρεται ως “σύμφωνο συμβίωσης”. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενο και την δομή του νόμου αυτού. Στο άρθρο 1 το σύμφωνο συμβίωσης ορίζεται ως μια σύμβαση μεταξύ δύο ετερόφυλων ενηλίκων για την ρύθμιση της ζωής τους ως ζευγάρι. Περαιτέρω, τα υπόλοιπα άρθρα δεν περιορίζονται στην ρύθμιση της κατάστασης των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου, αλλά ασχολούνται με τις ρυθμίσεις των σχέσεων των ζευγαριών που ζουν σε σύμφωνο συμβίωσης. Τα άρθρα 6 κι 7 για παράδειγμα αναφέρονται στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των μερών και τις υποχρεώσεις διατροφής σε περίπτωση λύσης του συμφώνου. Το άρθρο 11 επίσης προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου του ενός συντρόφου, ο επιζών έχει δικαίωμα στην κληρονομιά (βλ. Παρ. 16 ανωτ.).
87. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά με αυτό ότι στην έκθεσή της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το νομοσχέδιο παρατηρήθηκε ότι δεν έγινε σαφές για ποιόν ακριβώς λόγο το νομοσχέδιο έχει τον τίτλο “Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί και την κοινωνία”, όταν στην πραγτματικοτητα αυτό πρόβλέπει ένα νέο νομικό τύπο για την εκτός γάμου συμβίωση (βλ. παρ. 22 ανωτ.). Υπό το φως των προηγούμενων κρίσεωντου Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τον τίτλο και τις διακηρυγμένες προθέσεις του νομοθέτη, ο Ν.3719/2008 αρχικώς αποσκοπούσε στην αναγνώριση ενός νέου τύπου συμβίωσης εκτός γάμου.
88. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να ενισχύσει την νομική προστασία των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου και να ενισχύσει εμμέσως τον θεσμό του γάμου, το γεγονός παραμένει ότι θέτοντας σε εφαρμογή τον Ν.3719/2008 εισήγαγε έναν τύπο αστικής ένωσης, γνωστό ως “σύμφωνο συμβίωσης” από τον οποίο εξαιρούνται τα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ επιτρέπεται στα ετερόφυλα ζευγάρια, ανεξάρτητα από το αν έχουν παιδιά, να ρυθμίσουν αρκετές πτυχές της σχέσης τους.
89. Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει πρώτα ότι τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης εστιάζουν στην κατάσταση των ετερόφυλων ζευγαριών με παιδιά, χωρίς να δικαιολογούν τις διαφορές στην μεταχείριση που απορρέοουν από την επίμαχη νομοθεσία μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών και των ετερόφυλων ζευγαριών που δεν είναι γονείς. Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί από τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης ότι με τον Ν.3719/2008 εξυπηρετούνται οι στόχοι στους οποίους αναφέρεται, με την εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του. Δεν θα ήταν αδύνατο για τον νομοθέτη να περιλάβει κάποιες διατάξεις που αφορούν ειδικώς τα παιδιά εκτός γάμου, ενώ ταυτόχρονα να προβλέψει την επέκταση της γενικής δυνατότητας θέσπισης συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αιτιολογική έκθεση της επίμαχης νομοθεσίας δεν παρέχει εξηγήσεις για την απόφαση του νομοθέτη να περιορίσει το σύμφωνο συμβίωσης στα ετερόφυλα ζευγάρια (βλ. ανωτ. παρ. 10). Περαιτέρω, σημειώνει ότι η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι το νομοσχέδιο εισάγει αρνητική διάκριση, καθώς δεν εφαρμόζεται σε ομόφυλα ζευγάρια (βλ. παρ. 23-24 ανωτ.) και ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής ακολούθησε όμοια θέση (βλ. παρ. 13 ανωτ.)
90. Τέλος, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι κατά το Ελληνικό δίκαιο, όπως η ίδια η Κυβέρνηση εκθέτει (βλ. ανωτ. παρ. 64), τα ετερόφυλα ζευγάρια, αναντίστοιχα προς τα ομόφυλα, μπορούσαν να έχουν νομική αναγνώριση της σχέσης τους ακόμη και πριν την θέση σε ισχύ του Ν.3719/2008, είτε σε πλήρη βάση, με τον θεσμό του γάμου ή με έναν πιο περιορισμένο τύπο, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που διέπουν τις ελεύθερες ενώσεις. Συνεπώς, τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν ένα ιδιαίτερο συμφέρον να μπορούν να συνάψουν αστική ένωση, εάν τους δινόταν η δυνατότητα, αφού, αντίθετα με τα ετερόφυλα ζευγάρια, θα ήταν η μοναδική βάση στο Ελληνικό δίκαιο για την νομική αναγνώριση των σχέσεών τους.
91. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο σημειώνει το γεγονός ότι, μολονότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπάρχει σήμερα μια αναπτυσσόμενη τάση για την εισαγωγή μορφών νομικής αναγνώρισης των ομόφυλων σχέσεων. Εννέα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ομόφυλο γάμο. Επιπλέον, δεκαεπτά κράτη μέλη αναγνωρίζουν μια μορφή αστικής ένωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια. Όσον αφορά το ειδικό θέμα που εγείρεται στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. παρ. 75 ανωτ.) το Δικαστήριο κρίνει ότι η αναπτυσσόμενη τάση στα νομικά συστήματα του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι σαφής: από τις δεκαεννιά χώρες που προβλέπουν κάποια μορφή καταχώρισης συμβίωσης πλην του γάμου, η Λιθουανία και η Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες που την επιφυλάσσουν αποκλειστικά στα ομόφυλα ζευγάρια (βλ. ανωτ. παρ. 25 και 26). Με άλλα λόγια, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, με δύο εξαιρέσεις, όταν επιλέγουν να θεσπίσουν νομοθεσία που αφορά ένα νέο σύστημα καταχωρημένης συμβίωσης ως εναλλακτική στο γάμο για άγαμα ζευγάρια, συμπεριλαμβάνουν τα ομόφυλα ζευγάρια στο πεδίο εφαρμογής τους. Επιπλέον, η τάση αυτή αντανακλά σε σχετικά κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Δικαστήριο αναφέρεται ιδίως στο Ψήφισμα 1728(2010) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και την Σύσταση (2010) 5 της Επιτροπής Υπουργών (βλ. παρ. 28-30 ανωτ.).
92. Το γεγονός ότι, στο τέλος μιας σταδιακής εξέλιξης, μια χώρα βρίσκεται σε απομονωμένη θέση όσον αφορά μια πτυχή της νομοθεσίας της δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έρχεται σε αντίθεση με την Σύμβαση (βλ. F. κατά Ελβετίας, 18 Δεκεμβρίου 1987, § 33, Συλλογή A αρ. 128). Παρ' όλ' αυτά, υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Κυβέρνηση δεν παρείχε πειστικούς και βαρύνοντες λόγους ικανούς για να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008. Συνεπώς, κρίνει ότι στην παρούσα υπόθεση έχει παραβιαστεί το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης.
III. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
93. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο ένδικο μέσο στο εσωτερικό δίκαιο που θα τους επέτρεπε να φέρουν ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων τις προσφυγές τους όσον αφορά την αρνητική διάκριση των συμφώνων συμβίωσης. Επικαλούνται το Άρθρο 13 της Σύμβασης, το οποίο έχει ως εξής:
“Κάθε πρόσωπο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται με την παρούσα Σύμβαση παραβιάσθηκαν, έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, ανεξάρτητα από το αν η παραβίαση τελέσθηκε από πρόσωπα που ενεργούσαν κατά την ενάσκηση δημοσίων καθηκόντων τους.”
94. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Άρθρο 13 δεν φτάνει έως του σημείου να εγγυάται ένα ένδικο μέσο που επιτρέπει να προσβάλλονται οι νόμοι ενός Συμβαλλόμενους Κράτους ενώπιον εθνικής αρχής λογω αντίθεσής τους προς την Σύμβαση(βλ. μεταξύ άλλων Roche κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 32555/96, § 137, ΕΔΔΑ 2005-X, και Paksas κατά Λιθουανίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 34932/04, § 114, ΕΔΔΑ 2011). Στην παρούσα υπόθεση, το αίτημα των προσφευγόντων σχετικά με το Άρθρο 13 δεν συμβαδίζει με αυτή την αρχή. Συνεπώς, το αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο και ως τέτοιο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο κατά το Άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.
IV. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
95. Το άρθρο 41 της Σύμβασης προβλέπει:
“Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάστηκε η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της, και έαν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους πρόβλέπει μόνον εν μέρει αποκατάσταση, το Δικαστήριο εάν το κρίνει αναγκαίο επιδικάζει δίκαιη ικανοποίηση στον θιγόμενο διάδικο.”
A. Ζημία
96. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 29381/09 ζητούν 10.000 ευρώ από κοινού για την μη περιουσιακή βλάβη που υπέστησαν κατά το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης και την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής. Επίσης ζήτησαν από το Δικαστήριο να υποβάλλει ειδικές συστάσεις προς την Κυβέρνηση για την τροποποίηση του Ν.3719/2008 και την επέκταση της εφαρμογής του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.
97. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 32684/09 ζητούν 15.000 ευρώ ανά ζευγάρι, για την μη περιουσιακή βλάβη, ήτοι συνολικά 45.000 ευρώ. Ισχυρίζονται ότι υπέστησαν απαράδεκτη αρνητική διάκριση λόγω σεξουαλικών προτιμήσεων και ότι λόγω του αποκλεισμού τους από το πεδίο εφαρμογής του Ν.3719/2008 είχαν υποστεί σοβαρή προσβολή.
98. Η Κυβέρνηση αντέτεινε ότι τα ποσά που ζητούνται από τους προσφεύγοντες ήταν υπερβολικά και ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι είχαν υποστεί προσωπική κι ευθεία παρέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή. Προτείνει ότι η κρίση περί παραβίασης αποτελεί από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση.
99. Αντίθετα με την Κυβέρνηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρίση περί παραβίασης του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης δεν συνιστά επαρκή ικανοποίηση για την μη περιουσιακή βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Κρίνοντας επί ίσης βάσης, σύμφωνα με το Άρθρο 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επιδικάζει σε καθέναν τον προσφευγόντων, με την εξαίρεση του έβδομου προσφεύγοντος στην προσφυγή αρ. . 32684/09, το ποσό των 5.000 ευρώ, πλέον τυχόν φόρου, λόγω της μη περιουσιακής βλάβης. Το Δικαστήριο απορρίπτει τα υπόλοιπα αιτήματα των προσφευγόντων για δίκαιη ικανοποίηση.
B. Δαπάνες και έξοδα
100. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 29381/09 ζητούν συνολικά το ποσό των 7.490,97 ευρώ όσον για δαπάνες και έξοδα που προέκυψαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα υπολογίζουν ότι ο χρόνος που αφιερώθηκε στην υπόθεσή τους από τους εκπροσώπους του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι ήταν είκοσι ώρες εργασίας, με ωριαία αξία 100 ευρώ. Προσκομίζουν σχετικά με αυτό ένα έγγραφο που παραθέτει λεπτομέρειες για τον χρόνο που οι εκπρόσωποί τους είχαν αφιερώσει κατά την προετοιμασία των παρατηρήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου. Ζητούν επίσης 4.485 ευρώ για την εκπροσώπησή τους ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως από την κ. Mécary και προσκόμισαν σχετική απόδειξη προς υποστήριξη του αιτήματος. Τέλος, ζητούν 1.005,97 ευρώ για έξοδα μετάβασης των εκπροσώπων τους για την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως. Οι προσφεύγοντες εξηγούν ότι με βάση μια συμφωνία με τους εκπροσώπους τους, θα έπρεπε να καταβάλουν σε αυτούς το πλήρες ποσό που επιδικάζει το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως για έξοδα και δαπάνες, σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης. Γι΄ αυτό ζητούν οποιαδήποτε αποζημίωση που θα αναγνωριστεί ως προς αυτό το κονδύλι να είναι καταβλητέα απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εκπροσώπων τους.
101. Οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 32684/09 ζήτησαν συνολικά το ποσό των 8.000 ευρώ για την προσφυγή στο Δικαστήριο και προσκόμισαν αποδείξεις και λογαριασμούς για την υποστήριξη του αιτήματος.
102. Η Κυβέρνηση απάντησε ότι το Δικαστήριο μπορεί να αναγνωρίσει στους προσφεύγοντες έξοδα και δαπάνες μόνο στο μέτρο που ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες.
103. Σύμφωνα με την νομολογία ου Δικαστηρίου, ο προσφεύγων έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τα έξοδα και τις δαπάνες τους μόνο εάν έχει αποδειχθεί ότι έγιναν πράγματι, εάν ήταν αναγκαίες και λογικές (βλ. Creangă κατά Ρουμανίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 29226/03, § 130, 23 Φεβρουαρίου 2012). Λαμβάνοντας υπόψη τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και τα ανωτέρω κριτήρια, το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρέπει να επιδικαστεί στους προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 29381/09 το ποσό των 5.000 ευρώ από κοινού, πλέον τυχόν φόρων, καταβλητέο άμεσα στους τραπεζικούς λογαρριασμούς των εκπροσώπων τους (βλ., όμοια, Carabulea κατά Ρουμανίας, αρ. 45661/99, § 180, 13 Ιουλίου 2010). Όσον αφορά τους προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. . 32684/09, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να τους επιδικαστεί το ποσό των 6.000 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες, πλέον τυχόν φόρων.
Γ. Τόκος
104. ΤοΔικαστήριο κρίνει ότι το επιτόκιο πρέπει να υπολογιστεί με βάση το κυμαινόμενο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες
The Court considers it appropriate that the default interest rate should be based on the marginal lending rate of the European Central Bank, to which should be added three percentage points.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Αποφασίζει ομόφωνα να ενώσει τις προσφυγές.
2. Κηρύσσει κατά πλειοψηφία τις προσφυγές παραδεκτές όσον αφορά την παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης για τους προσφεύγοντες: Γρηγόρη Βαλλιανάτιο και Νικόλαο Μυλωνά και τους προσφεύγοντες C.S., E.D., K.T., M.P., A.H. και D.N., και ομόφωνη απόρριψη ως απαράδεκτες για τα υπόλοιπα.
3. Κρίνει με δεκαέξι ψήφους έναντι μιας ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης.
4. Κρίνει με δεκαέξι ψήφους έναντι μιας,
(α) ότι το καταγγελλόμενο Κράτος πρέπει να καταβάλει στους προσφεύγοντες, εντός τριών μηνών, τα παρακάτω ποσά:
(i) Πέντε χιλιάδες (5.000) ΕΥΡΩ EUR 5,000 σε κάθε προσφεύγοντα πλην του έβδομου προσφεύγοντος στην προσφυγή αρ. 32684/09, πλέον τυχόν επιβαλλόμενου φόρου, για μη περιουσιακή βλάβη.
(ii) Πέντε χιλιάδες (5.000) ΕΥΡΩ EUR από κοινού στους προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 29381/09, πλέον τυχόν επιβαλλόμενου φόρου, για μη περιουσιακή βλάβη, καταβαλλόμενη απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εκπροσώπων τους.
(iii) Έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ από κοινού στους προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 32684/09, πλην του έβδομου προσφεύγοντος, πλέον τυχόν επιβαλλόμενου φόρου, για έξοδα και δαπάνες.
(β) ότι μετά την παρέλευση του πραναφερόμενου τριμήνου μέχρι την τακτοποίηση επιβάλλεται απλό επιτόκιο στα παραπάνω ποσά, υπολογιζόμενο ενιαία κατά το κυμαινόμενο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Ευρωπαϊκής Τράπεζας κατά την διάρκεια της εν λόγω περιόδου, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
5. Απορρίπτει, ομόφωνα, τα υπόλοιπα αιτήματα των προσφευγόντων για δίκαιη ικανοποίηση.
Συντάχθηκε στα Αγγλικά και Γαλλικά και δημοσιεύθηκε σε δημόσια διαδικασία στο Κτίριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο στις 7 Νοεμβρίου 2013.
Michael O’Boyle Dean Spielmann
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το Άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και το Άρθρο 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, οι παρακάτω διακριτές γνώμες προσαρτώνται στην παρούσα απόφαση:
(α) κοινή συγκλίνουσα γνώμη των δικαστών Casadevall, Ziemele, Jočienė και Σισιλιάνου,
(β) εν μέρει μειοψηφούσα κι εν μέρει συγκλίνουσα γνώμη του δικαστή Pinto de Albuquerque.
D.S.
M.O’B.
ΚΟΙΝΗ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
CASADEVALL, ZIEMELE, JOČIENĖ ΚΑΙ ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ
1. Ψηφίσαμε υπέρ της κρίσης περί διαπίστωσης παραβίασης του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση. Δεδομένου ότι οι επίμαχες διατάξεις και ο λόγος της αρνητικής διάκρισης – δηλ. ο σεξουαλικός προσανατολισμός – είναι ίδιοι στην παρούσα υπόθεση και στην υπόθεση X και άλλοι κατά Αυστρίας (απόφαση Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως της 19ης Φεβροαρίου 2013), θα αναρωτιόταν κανείς εκ πρώτης όψεως κατά πόσον οι αντίστοιχες θέσεις μας στις δύο υποθέσεις είναι συνεπείς. Υπενθυμίζουμε ότι στην υπόθεση Χ και άλλοι κατά Αυστρίας ψηφίσαμε κατά της διαπίστωσης περί παραβίασης του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης και αιτιολογήσαμε τους λόγους της διαφωνίας μας σε μια κοινή μειοψηφούσα γνώμη μαζί με τρεις από τους συναδέλφους μας (βλ. X και άλλοι κατά Αυστρίας, ό.π., κοινή εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη των Δικαστών Casadevall, Ziemele, Kovler, Jočienė, Šikuta, De Gaetano και Σισιλιάνου). Ωστόσο, είμαστε πεπεισμένοι ότι, παρά τις προαναφερθείσες ομοιότητες, οι δύο υποθέσεις είναι σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους, γεγονός που αιτιολογεί τις ψήφους μας σε κάθε υπόθεση.
2. Πέρα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της Χ και άλλοι κατά Αυστρίας – τα οποία εκτίθενται εκτενώς στην προαναφερθείσα εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη (§§ 2-11) –το ιστορικό της υπόθεσης, όπως γνωρίζουμε, ήταν το θέμα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορούσε την δυνατότητα της πρώτης προσφεύγουσας να τεκνοθετήσει το παιδί της συντρόφου της. Εκτός από τους ίδιους του ομόφυλους συντρόφους, μια τέτοια τεκνοθεσία θα επηρέαζε αναγκαία και καθοριστικά την κατάσταση του τεκνοθετούμενου παιδιού και του έτερου βιολογικού γονέα, εγείροντας ευαίσθητα ζητήματα όσον αφορά το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και τα δικαιώματα του άλλου γονέα κατά την Σύμβαση. Τέτοιοι προβληματισμοί δεν υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση. Οι προσφεύγοντες σε αυτή την υπόθεση είναι ενήλικα ομόφυλα ζευγάρια που απλώς θέλουν να τυποποιήσουν τις σχέσεις τους. Δεν επηρεάζεται τρίτο μέρος κατά κανένα τρόπο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα σύμφωνα συμβίωσης κατά την Ελληνική νομοθεσία δεν πριέχουν διατάξεις για την τεκνοθεσία από ετερόφυλα ζευγάρια (βλ. το κείμενο του Ν.3719/2008, στην παρ. 16 της απόφασης, ανωτ.) Με άλλα λόγια, η πιθανή επέκταση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια δεν θα ήγειρε ζητήματα συγκρινόμενα προς αυτά στην Χ και άλλοι κατά Αυστρίας.
3. Η πρώτη σημαντική διαφορά είναι στενά συνδεδεμένη με άλλη μια παράμετρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Όπως υπογραμμίσαμε στην εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη μας στην Χ και άλλοι (ό.π.), τα Κράτη μέλη της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που επιτρέπουν την τεκνοθεσία από δεύτερο γονέα για τα άγαμα ζευγάρια “παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις και … γι' αυτό δεν υπάρχει συμφωνία” για το επίμαχο θέμα σ' εκείνη την υπόθεση (ό.π.§ 14). Πράγματι, υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση των προσεγγίσεων από τις εθνικές νομοθεσίες για το θέμα της τεκνοθεσίας. Στην παρούσα υπόθεση, αντιθέτως, υπάρχει μια πολύ σαφής τάση υπέρ της καταχώρησης των ενώσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Αυτή η τάση έχει υπογραμμιστεί από την παράγραφο 91 της απόφασης που καταλήγει ότι, με δυο εξαιρέσεις, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν επιλέγουν να θεσπίσουν νομοθεσία για καταχώριση συμβίωσης ως εναλλακτική στον γάμο “περιλανβάνουν στο πεδίο εφαρμογής και τα ομόφυλα ζευγάρια”.
4. Περαιτέρω, η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που εγείρονται στην Χ και άλλοι κατά Αυστρίας αντικατοπτρίζεται, κατά τη γνώμη μας, στο Άρθρο 7 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Τεκνοθεσία Παιδιών (αναθεωρημένη το 2008), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2011. Η εν λόγω διάταξη αναφέρει τα εξής: “Τα κράτη μπορούν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης σε ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει γάμο ή που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Μπορούν επίσης να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης και σε ετερόφυλα κι ομόφυλα ζευγάρια που ζουν σε σταθερές σχέσεις”. Με άλλα λόγια, όσον αφορά τις προπαρατεθείσες διαφορές της προσέγγισης, μια πρόσφατη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης παρέχει στα κράτη πλήρη ελευθερία για την ρύθμιση της τεκνοθεσίας των παιδιών στις διάφορες περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης της Χ και Άλλοι κατά Αυστρίας.
5. Αυτή η “laissez-faire” προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με σχετικά κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης που αναφέρονται στις παραγράφους 27 έως 30 στην παρούσα υπόθεση. Αυτό υποστηρίζει πλήρως την κρίση περί παραβίασης του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση. Αυτό επαληθεύεται όσον αφορά την Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών (2010) 5 για τα μέτρα καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου που θεσπίστηκε από την Επιτροπή Υπουργών την 31η Μαρτίου 2010 και το Ψήφισμα 1728 (2010) που θεσπίστηκε απο την Κοινοβουλευτική Συνέλευση στις 29 Απριλίου 2010 με τίτλο “Διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου”. Για να το θέσουμε αλλιώς: η κρίση περί παραβίασης στην παρούσα υπόθεση είναι “συντονισμένη” με όλα τα σχετικά κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων. Όμοιες παρατηρήσεις ισχύουν κατ' αναλογία και για το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι σχετικές διατάξεις του οποίου παρατίθενται στις παραγράφους 31 έως 34 της απόφασης.
ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ, ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗ PINTO DE ALBUQUERQUE
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην υπόθεση Βαλλιανάτος και Άλλοι είναι ότι το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως άσκησε έναν γενικό έλεγχο “συμβασιότητας” ενός Ελληνικού νόμου, ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε ως Πρωτοδικείο[1]. Το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως όχι απλώς διεξήγαγε έλεγχο συμβατότητας προς την Σύμβαση ενός νόμου που δεν έχει εφαρμοστεί στους προσφεύγοντες, αλλά το έπραξε και χωρίς να έχει λάβει υπόψη του προηγούμενη ανάλυση της ίδιας νομοθεσίας από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως επιφύλαξε στο ίδιο την εξουσία να εξετάσει in abstracto την συμφωνία νόμων προς την Σύμβαση, χωρίς προηγούμενο δικαστικό έλεγχο.
Συμφωνώ με την κρίση της πλειοψίας ότι η υποβολή της προσφυγής από το σωματείο “Σύνθεση – Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση και Έρευνα”, ένα νομικό πρόσωπο με έδρα στην Αθήνα, είναι απαράδεκτη, λόγω έλλειψης της ιδιότητας του θύματος. Συμφωνώ επίσης με την κρίση ότι η προσφυγή των υπόλοιπων προσφευγόντων για παραβίαση του Άρθρου 13 είναι απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη. Αλλά διαφωνώ όσον αφορά την προσφυγή περί της παραβίασης του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (“η Σύμβαση”), την οποία θεωρώ απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Μολονότι τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα έχουν ένα υποστηρίξιμο αίτημα, δεν δοκίμασαν καν να το προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όπως θα μπορούσαν να είχαν κάνει. Δεν έδωσαν καμία ευκαιρία στις εθνικές αρχές να κρίνουν την προσφυγή σε εθνικό επίπεδο. Τελικά, ο πυρήνας της αρχής της επικουρικότητας έχει παραβιασθεί.
Εν δυνάμει θύματα και γενικός έλεγχος της συμβατότητας των νόμων με την Σύμβαση
Ο Ευρωπαϊκός μηχανισμός για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν επιτρέπει, κατ' αρχήν, τον αφηρημένο έλεγχο της συμβατότητας των εθνικών νόμων με την Σύμβαση[2] και, πολύ λιγότερο, την λαϊκή αγωγή κατά της νομοθεσίας [3]. Έτσι, ο προσφεύγων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (“το Δικαστήριο”) πρέπει να μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι, έχει υπάρξει ή θα γίνει στο μέλλον ένα θύμα κρατικής πράξης, ακόμη κι αν δεν έχει αποτελέσει, δεν αποτελεί και δεν θα αποτελέσει θύμα τέτοιας πράξης. [4]. Επιπλέον, ένα άτομο μπορεί να ισχυριστεί ότι ένας νόμος παραβιάζει τα δικαιώματά του ελλείψει ειδικών μέτρων εφαρμογής τους, εάν υπάρχει πραγματιός κίνδυνος ότι ο εν λόγω νόμος θα έχει συνέπειες εις βάρος του προσωπικά. Το Δικαστήριο έχει καθιερώσει κατηγορίες προσώπων σε κίνδυνο: αυτοπί που πρέπει να αλλάξουν την συμπεριφορά τους υπό την απειλή ποινικών διώξεων[5], κι αυτοί που είναι μέλη μιας κατηγορίας ανθρώππων που θίγονται άμεσα από την νομοθεσία, κοινή [6] ή συνταγματικού επιπέδου[7]. Αυτές οι δύο κατηγορίες που μπορεί να είναι τόσο ευρείες ώστε να περιλαμβάνουν για παράδειγμα: “όλους τους χρήστες ή πιθανούς χρήστες ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών”[8], “παράνομα τέκνα”[9], “γυναίκες σε ηλικία τεκνοποιϊας”[10] πρόσωπα Ρομά ή Εβραϊκής καταγωγής[11], είναι γνωστές ως εν δυνάμει θύματα[12].
Στην υπό κρίση υπόθεση, τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα ανήκουν σε μια ομάδα ανθρώπων με ένα κοινό χαρακτηριστικό (άγαμα ομόφυλα ζευγάρια) που δεν οφελούνται από την νομική προστασία που αναγνωρίζει ειδικός νόμος σε μια άλλη ομάδα ανθρώπων σε όμοια κατάσταση (άγαμα ετερόφυλα ζευγάρια). Το αίτημά τους δεν είναι διαφορετικό από την προσφεύγουσα Αλεξάνδρα στην σημαντική υπόθεση Marckx κατά Βέλγιο, στο μέτρο που ισχυρίστηκε ότι ανήκε σε μια ομάδα προσώπων με ένα κοινό χαρακτηριστικό (τέκνα γεννημένα εκτός γάμου) που δεν απολαμβάνουν την νομική προστασία του Βέλγικου Αστικού Κώδικα προς μια άλλη ομάδα προσώπων (τέκνα γεννημένα εντός γάμου) [13]. Η αρχή που διέπει την έρευνα του παραδεκτού και καθιερώθηκε με την Marckx είναι εφαρμόσιμη και στην παρούσα υπόθεση. Με άλλα λόγια, όταν ένας νόμος ή κανονισμός αναγνωρίζει ένα δικαίωμα της Σύμβασης μόνο σε μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζεται ένα κοινό χαρακτηριστικό, αποκλείοντας μια άλλη ομάδα ανθρώπων που βρίσκεται στην ίδια ή σε παρόμοια κατάσταση για την απόλαυση αυτού του δικαιώματος, χωρίς καμία αντικειμενική δικαιολόγηση, η συμβατότητα αυτού του νόμου ή κανονισμού προς την Σύμβαση μπορεί να εξεταστεί γενικά από το Δικαστήριο, κατά την εξέταση μιας προσφυγής που υποβάλλεται από κάθε μέλος της αποκλεισθείσας ομάδας ανθρώπων [14]. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για έναν νόμο ή κανονισμό που απαγορεύει ρητά ή περιορίζει την εφαρμογή ενός δικαιώματος της Σύμβασης από μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζεται ένα κοινό χαρακτηριστικό, μεταχειριζόμενη έτσι διαφορετικά αυτήν από μια άλλη ομάδα ανθρώπων που βρίσκεται σε όμοια ή παρόμοια κατάσταση χωρίς αντικειμενική δικαιολόγηση (άμεση αρνητική διάκριση)[15], και για έναν νόμο ή κανονισμό που μεταχειρίζεται όμοια ομάδες ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά χωρίς αντικειμενική δικαιολόγηση (έμμεση διάκριση)[16]. Και στις δύο περιπτώσεις, μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που αποκλείσθηκαν από την πλήρη απόλαυση δικαιώματος της Σύμβασης μπορούν να προσβάλλουν τον νόμο ή κανονισμό ενώπιον του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από την εφαρμοστική διάταξη. A fortiori, κάθε νόμος ή κανονισμός που εισάγει αρνητική διάκρισή εις βάρος προσδιορισμένου ή καθαρά προσδιορίσιμων προσώπων μπορεί επίσης να προσβληθεί από αυτά τα πρόσωπα ενώπιον του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ενός εφαρμοστικού νόμου (intuitu personae διάκριση). Τέλος, όλα αυτά τα συμπεράσματα εφαρμόζονται όμοια για δικαιώματα που, αν και δεν προβλέπονται ειδικώς από την Σύμβαση, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός δικαιώματος της Σύμβασης, ακόμη κι αν δεν έχει παραβιαστεί το ίδιο το ουσιαστικό δικαίωμα. Έτσι, όλοι οι προσφεύγοντες εκτός από έναν θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι εν δυνάμει θύματα με την παραπάνω έννοια. Αντίθετα, η προσφυγή του σωματείου “Σύνθεση – Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση και Έρευνα” δεν βασίζεται σε κάποιο κίνδυνο προσωπικής βλάβης του προσφεύγοντος, το οποίο δεν μπορεί να είναι εν δυνάμει θύμα.
Μη εξάντληση εθνικών ένδικων μέσων κατά νόμων που εισάγουν διακρίσεις
Ούσα κάτι περισσότερο από μια πολυμερή συμφωνία για υποχρεώσεις των Κρατών μελών, η Σύμβαση δημιουργεί υποχρεώσεις των Κρατών μελών έναντι όλων των ατόμων που βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας τους, με σκοπό την πρακτική εφαρμογή των προστατευόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών στην εθνική έννομη τάξη των Κρατών μελών[17]. Γι' αυτό τα Κράτη μέλη της Σύμβασης είναι νομικά δεσμευμένα να μην αποκλίνουν από την αποτελεσματική εφαρμογή της ενάσκησης των δικαιωμάτων του ατόμου και να προβαίνουν στις αναγκαίες τροποποιήσεις των εθνικών νομικών συστημάτων για την διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των υποχρεώσεων που τους έχουν επιβληθεί [18]. Από μια άλλη οπτική, αυτές είναι οι συνέπειες της αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων που προβλέπεται από τα Άρθρα 26 και 31 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Ενώ το Άρθρο 13 της Σύμβασης δεν επιβάλλει, κατ' αρχήν, την ύπαρξη ένδικου μέσου με την οποία ελέγχεται η τήρηση της Σύμβασης από τους νόμους από τα εθνικά δικαστήρια [19], όταν οι ισχυριζόμενες παραβιάσεις της σύμβασης αφορούν έναν νόμο ή κανονισμό που εισάγει διακρίσεις σε μια ομάδα ανθρώπων που ανήκει ο προσφεύγων, το εθνικό νομικό σύστημα θα πρέπει να παρέχει ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο που θα επιτρέπει να προσβληθεί αυτός ο νόμος ή κανονισμός [20]. Αλλιώς, το Συμβαλλόμενο μέρος δεν παρέχει νομική προστασία στο δικαίωμα που κατοχυρώνει η Σύμβαση εντός της δικαιοδοσίας του και η άμεση προσφυγή στο Δικαστήριο είναι η μόνη διαθέσιμη οδός. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει ένα σύστημα διάχυτου, συγκεκριμένου, κατασταλτικού και παρεμπίπτοντος ελέχου συνταγματικότητας των νόμων και τήρησης της Σύμβασης από αυτούς [21], και αυτό το σύστημα είναι αποτελεσματικό. Πράγματι, στην Ελλάδα τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κηρύξει πολλές νομικές διατάξεις ως αντισυνταγματικές ή αντίθετες με την Σύμβαση [22]. Στην απόφαση 3/2012 ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι απορρέει από το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος και το Άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ότι τα άτομα που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις έχουν την ελευθερία της σύστασης σωματείου και ότι η κρίση του Εφετείου ότι οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν.1264/1982 και του άρθρου 1 του Ν.2265/1994 δεν εφαρμόζεται αναλογικά στην υπόθεση του στρατιωτικού προσωπικού ήταν εσφαλμένη καθώς επέτρεπε παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος και της Σύμβασης. Ο Άρειος Πάγος περαιτέρω έκρινε ότι η “ελλείψει ειδικής νομοθεσίας, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 78 επ. του Αστικού Κώδικα.” Το γεγονός οτι δεν υπήρχαν εφαρμοστικές διατάξεις για το δικαίωμα των στρατιωτικών να ιδρύουν σωματεία δεν απέτρεψε τον Άρειο Πάγο από το να κρίνει ότι το επίμαχο δικαίωμα έχει κατοχυρωθεί από Σύνταγμα και την Σύμβαση, και ότι το δικαίωμα δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κοινής νομοθεσίας που ρυθμίζει το δικαίωμα και ότι, ελλείψει ειδικής νομοθεσίας εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Α.Κ.
Οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση δεν έδωσαν στα εθνικά δικαστήρια την δυνατότητα να εφαρμόσουν την ίδια αιτολογία στο δικό τους αίτημα. Όταν παρέχεται συνταγματική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων εναπόκειται στο θιγόμενο μέρος να ελέγξει την έκταση της προστασίας και να επιτρέψει στα εθνικά δικαστήρια να αναπτύξουν αυτά τα δικαιώματα με ερμηνεία [23]. Δεν μπορεί να θεωρηθεί από το Δικαστήριο, όπως θεωρούν οι προσφεύγοντες, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν παρέχουν πλήρη εφαρμογή στις διατάξεις του ίδιου του Συντάγματος της χώρας.
Η υποχρέωση της Σύμβασης για επέκταση θετικών διατάξεων σε πρόσωπα που υφίστανται αρνητικές διακρίσεις
Επιπρόσθετα, το Ελληνικό δίκαιο προβλέπει ειδική αγωγή που βασίζεται στην προσβολή που προέρχεται από το Κράτος ή από οργανισμό δημοσίου δικαίου [24].
Το Άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι καθένας που υφιίσταται προσωπική προσβολή μπορεί να ζητήσει όχι μόνο οικονομική αποζημίωση, αλλά και πιο συγκεκριμένα, έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον. Σύμφωνα με την εθνική νομολογία, υπάρχει υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης σε περιπτώσεις πράξεων ή παραλείψεων του νομοθέτη, όταν η επίμαχη νομοθεσία ή η έλλειψη νομοθεσίας παραβιάζει υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες, όπως οι διατάξεις του Συντάγματος ή των διεθνών συνθηκών που έχουν κυρωθεί με νόμο, όπως η Σύμβαση [25]. Επιπλέον, σύμωνα με την εθνική νομολογία, κάθε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης που απορρέει από παράλειψη του νομοθέτη να συμπεριλάβει στις διατάξεις κατηγορίες προσώπων που τελούν σε κατάσταση όμοια προς αυτοπύς που έχουν περιληφθεί ιδρύει ευθύνη του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και υποχρέωση για αποζημίωσης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την νομολογία “εάν ο νόμος περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις που αφορούν μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και μια άλλη κατηγορία προσώπων για τα οποία υπάρχει λόγος ίσης μεταχείρισης έχει εξαιρεθεί από αυτές τις ρυθμίσεις κατ' αρνητική διάκριση, η διάταξη που εισάγει την αρνητική μεταχείριση κρίνεται άκυρη ως αντισυνταγματική. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματική αρχή της ισόητητας, η διάταξη που εφαρμόζεται στην κατηγορία για την οποία έχουν θεσπιστεί οι ευνοϊκές ρυθμίσεις θα εφαρμόζεται και στην κατηγορία ατόμων που έχουν υποστεί διάκριση. Σε αυτή την περίπτωση, οι δικαστικές αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που κατοχυρώνεται από τα άρθρα 1,26, 73 επ. και 87 του Συντάγματος ”[26]. Έτσι, τα Ελληνικά δικαστήρια όταν βρίσκονται ενώπιον ενός νόμου που εισάγει αρνητικές διακρίσεις, πρέπει να ασκούν σύμφωνα με τα άρθρα 87 §§ 1 και 2, 93 § 4 και 120 § 2 του Συντάγματος την εξουσία του ελέγχου των ενεργειών του νομοθέτη και να εφαρμόζουν την αρχή της ισότητας στην μέγιστη δυνατή έκταση και, με βάση αυτή την αρχή, να εφαρμόζουν ευνοϊκές ρυθμίσεις στην ομάδα προσώπων που υφίσταται την διάκριση [27].
Αυτή η νομική οδός θα έπρεπε να αρκεί σύμφωνα με την Σύμβαση. Εάν τα εθνικά δικαστήρια περιορίζονται στην κήρυξη της αντισυνταγματικότητας ή της αντίθεσης προς τη Σύμβαση διατάξεων που εισάγουν διακρίσεις, χωρίς να είναι σε θέση να επεκτείνουν τις ευνοϊκές διατάξεις στα πρόσωπα που έχουν υποστεί την διάκριση, θα υπήρχε παραβίαση της αρχής της ισότητας και η δικαστική προστασία θα αποδεικνυόταν άνευ πρακτικού περιεχομένου. Η Σύμβαση πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η εσωτερική νομοθετική διαδικασία, καθώς “η ελευθερία που αναγνωρίζεται σε ένα κράτος ως προς τα μέσα εκπλήρωσης της υποχρέωσης κατά το Άρθρο 53 δεν επιτρέπει την αναβολή της εφαρμογής της Σύμβασης”[28]. Πρακτικά, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ακολουθούν την πιο φιλική προς την Σύμβαση ερμηνεία του εθνικού δικαίου προκειμένου να εκπληρώνεται η διεθνής υποχρέωση αποτροπής παραβίασης της Σύμβασης [29]. Παρά ταύτα, οι προσφεύγοντες δεν δοκίμασαν καν να ισχυριστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι στην υπόθεσή τους έπρεπε να εφαρμοστεί η παραπάνω νομολογία.
Η κατά Σύμβαση υποχρέωση για αναθεώρηση νομοθεσίας ασύμβατης προς αυτήν
Περαιτέρω, σε υποθέσεις που η εναρμόνιση του κοινού δικαίου με την Σύμβαση ή το Σύνταγμα επιβάλλουν την παρέμβαση του νομοθέτη, οι αναγκαίες αλλαγές στον νόμο έχουν πράγματι γίνει στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, μετά την εκδόση της απόφασης 867/1988 του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι οι διατάξεις του Άρθρου 65 του π.δ. 1400/1973 ήταν ασύμβατες με τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 και 4 § 1 του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 12 της Σύμβασης, ψηφίστηκε το άρθρο 18(1) του Ν. 1848/1989 για την κατάργηση της επίμαχης διάταξης. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει σαφής διάταξη του Ελληνικού δικαίου που προβλέπει την υποχρέωση αναθεώρησης της νομοθεσίας όταν αυτή είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα ή με την Σύμβασηξ. Αλλά όσον αφορά την ασυμβατότητα προς την Σύμβαση, η υποχρέωση απορρέει από την ίδια την Σύμβαση και την ενσωμάτωσή της στην εθνική έννομη τάξη.
Η υποχρέωση αποτροπής μιας παραβίασης της σύμβασης μπορεί να επιβάλλει την θέσπιση γενικών μέτρων όταν δεν υπάρχει εσωτερικό νομοθετικό πλαίσιο συμβατό με την Σύμβαση [30] ή όταν το υπάρχον εσωτερικό θεσμικό πλαίσιο ή η διοικητική πρακτική είναι σε αντίθεση προς την Σύμβαση[31]. Σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να αναθεωρηθεί ακόμη και το εθνικό Σύνταγμα, καθώς η Σύμβαση “δεν διακρίνει ως προς τον τύπο του επίμαχου κανόνα ή μέτρου και δεν εξαιρεί κανένα μέρος της δικαιοδοσίας των Κρατών από τον έλεγχο σύμφωνα με την Σύμβαση” [32]. Πράγματι, τόσο η αρχή της αποτελεσματικής εφαρμογής της Σύμβασης όσο και η αρχή της επικουρικότητας επιβάλλουν την άρση σε εθνικό επίπεδο κάθε παραβίασης της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που διαπράττεται από τον νομοθέτη, από την στιγμή που έχει διαπιστωθεί οριστικά από τα εθνικά δικαστήρια. Σε περίπτωση πλήρους αδράνειας του νομοθέτη μετά από μια τελική δικαστική απόφαση που κρίνει ότι μια νομική διάταξη παραβιάζει την σύμβαση, μπορεί να υποβληθεί προσφυγή για την μη εφαρμογή τελικής δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Σύμβασης. Έτσι, το Άρθρο 6 υπό το φως της αρχής της αποτελεσματιής εφαρμογής της Σύμβασης και της αρχής της επικουρικότητας επιβάλλει στα Κράτη μέλη την υποχρέωση του ελέγχου κάθε νόμου ή κανόνα, όταν μια τελική δικαστική απόφαση περί μη εφαρμογής της Σύμβασης έχει εκδοθεί σε εθνικό επίπεδο. Οι προσφεύγοντες αγνόησαν αυτή την επιπρόσθετη νομική οδό [33].
Παρά ταύτα, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως ήταν έτοιμο να προβεί στον έλεγχο των “αρχικών” προθέσεων του Έλληνα νομοθέτη, πέρα και πάνω από τις “διακηρυγμένες” προθέσεις του (παράγραφος 87 της απόφασης) και να τις επικρίνει και δεν απείχε απο το να υποδείξει στο καταγγελλόμενο κράτος την νομοθετική διόρθωση (παράγραφος 89). Μετά τις διαδικασίες “πιλοτικής δίκης” [34] και τις “Αποφάσεις του άρθρου 46” (ή αλλιώς “οιονεί πιλοτικές αποφάσεις”) [35], το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως έχει εισάγει ένα νέο ένδικο μέσο στην παρούσα απόφαση, που υποδεινύει μια ειδική νομοθετική επίλυση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα το οποίο φέρεται ότι δεν έχει ακόμη λυθεί από τον εθνικό νομοθέτη, κατόπιν άμεσης προσφυγής από τους θιγόμενους ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν είναι πια ένας απλός “αρνητικός νομοθέτης”: διεκδικεί τον ρόλο ενός υπερεθνικού “θετικού νομοθέτη” που παρεμβαίνει άμεσα ενόψει μιας υποτιθέμενης νομοθετικής παράλειψης ενός Κράτους μέλους.
Συμπέρασμα
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν χρησιμοποίησαν τα ένδικα μέσα που μπορούσαν να είχαν οδηγήσει τα Ελληνικά δικαστήρια να εξετάσουν τους ισχυρισμούς περί παραβίασης της Σύμβασης. Συνεπώς, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως του Δικαστηρίου δεν έπρεπε να υπεισέλθει στην ουσία της υππόθεσης, πράγμα που έκανε, σαν να ήταν ένα Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δικαστήριο που ενεργεί ως “θετικός νομοθέτης” κατόπιν άμεσου αιτήματος των ενδιαφερόμενων προσώπων. Ούτε ο Χανς Κέλσεν, ο αρχιτέκτονας του συστήματος του κεντρικού συνταγματικού δικαστικού ελέγχου θα είχε ονειρευτεί ότι θα γινόταν μια μέρα ένα τέτοιο βήμα στην Ευρώπη.
—————————————————————–
[1] Ο γενικός έλεγχος της “συμβασιμότητας” είναι ο έλεγχος συμβατότητας ενός εθνικού νόμου με την Σύμβαση ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ο νόμος έχει εφαρμοστεί (για την χρήση της λέξης “συμβασιμότητα” [Σ.τ.Μ.: “conventionality”], βλ. Michaud κατά Γαλλίας, αρ. 12323/11, § 73, ECHR 2012. Για τον γαλλικό όρο “conventionalité”, βλ. Vassis και άλλοι κατά Γαλλίας , αρ. 62736/09, § 36, 27 Ιουνίου 2013. Kanagaratnam και άλλοι κατά Βελγίου αρ 15297/09, § 75, 13 Δεκεμβρίου 2011. Duda κατά Γαλλίας (διάταξη), αρ. 37387/05, 17 Μαρτίου 2009 και Kart κατά Τουρκίας , αρ. 8917/05, § 83, 8 Ιουλίου 2008).
[2] Αυτό ισχύει μόνο για ατομικές προσφυγές (βλ. για παράδειγμα de Wilde, Ooms και Versyp κατά Βελγίου, 18 Ιουνίου 1971, § 22, Συλλογή A αρ. 12. Findlay κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 25 Φεβρουαρίου 1997, § 67, Reports of Judgments and Decisions 1997-I και Von Hannover κατά Γερμανίας (αρ. 2) [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 40660/08 and 60641/08, § 116, ΕΔΔΑ 2012). Σε διακρατικές υποθέσεις, ένα Κράτος μπορεί να προσβάλλει μια νομική διάταξη in abstracto, καθώς το άρθρο 33 της Σύμβασης επιτρέπει σε ένα Κράτος μέλος να προσβάλλει “κάθε φερόμενη παραβίαση” των διατάξεων της Σύμβασης από άλλο Κράτος μέλος (βλ. Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 18 Ιανουαρίου 1978, § 240, Συλλογή A αρ. 25, και Κύπρος κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως] , αρ. 25781/ 94, § 358, ΕΔΔΑ 2001IV).
[3] Η λαϊκη αγωγή είναι μια προσφυγή που ασκείται από ένα μέλος του λαού που ενεργεί μόνο με βάση το δημόσιο συμφέρον και δεν ισχυρίζεται ότι υπήρξε, είναι ή θα υπάρξει μελλοντικά θύμα του προσβαλλόμενου νόμου ή άλλης πολιτειακής πράξης (βλ. μεταξύ άλλων καθοριστικών αποφάσεων, Tănase κατά Μολδαβίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 7/08, § 104, ΕΔΔΑ 2010, και X και Άλλοι κατά Αυστρίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 19010/07, § 126, ΕΔΔΑ 2013).
[4] Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, ο προσφεύγων πρέπει επίσης να μπορεί να ισχυριστεί ότι ανήκει σε μια ομάδα προσώπων στην οποία απευθύνεται η πολιτειακή πράξη (Aksu κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 4149/04 και 41029/04, § 50, ΕΔΔΑ 2012). Ο δεσμός με την ομάδα που καλύπτεται από την πολιτειακή πράξη πρέπει να υπάρχει κατά τον επίμαχο χρόνο και κατά τον χρόνο υποβολής της προσφυγής στο Δικαστήριο.
[5] Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 22 Οκτωβρίου 1981, § 41, Συλλογή A αρ. 45. Norris κατά Ιρλανδίας, 26 Οκτωβρίου 1988, § 32, Συλλογή A αρ. 142. και S.L. κατά Αυστρίας, αρ. 45330/99, ΕΔΔΑ 2003-I (αποσπάσματα).
[6] Marckx κατά Βελγίου, 13 Ιουνίου 1979, § 27, Συλλογή A αρ. 31. Johnston και άλλοι κατά Ιρλανδίας, 18 Δεκεμβρίου 1986, § 42, Συλλογή A αρ. 112 και Burden κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμημα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 13378/05, §§ 33-34, ΕΔΔΑ 2008.
[7] Sejdić και Finci κατά Βοσνίας Ερζεγοβίνης [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 27996/06 και 34836/06, §§ 28-29, ΕΔΔΑ 2009.
[8] Klass και άλλοι κατά Γερμανίας, 6 Σεπτεμβρίου 1978, §§ 34-37, Συλλογή A αρ. 28.
[9] Marckx, ό.π., §§ 44-48.
[10] Open Door και Dublin Well Woman κατά Ιρλανδίας, 29 October 1992, § 44, Συλλογή A αρ. 246A.
[11] Sejdić και Finci, ό.π., § 45.
[12] Υπάρχει και μια τρίτη ομάδα εν δυνάμει θυμάτων: εκείνοι που δεν είναι ακόμη θύματα από μια παραβίαση της Σύμβασης,. αλλά θα γίνουν εάν εκτελεστεί μια πολιτειακή πράξη (για παράδειγμα μια διάταξη αποβολής). Τα εν δυνάμει θύματα δεν πρέπει να συγχέονται με τα έμμεσα θύματα, έναν όρο που αναφέρεται σε πρόσωπα που έχουν υποστεί έμμεσες αρνητικές συνέπειες από μια πολιτειακή πράξη ή παράλειψη, όπως μια σύζυγος και τα παιδιά ενός ανθρώπου που σκοτώθηκε από κρατικούς υπαλλήλους.
[13] Marckx, ό.π., § 27.
[14] Marckx, ό.π., § 27 και πιο πρόσφατα , Sejdić και Finci, ό.π., §§ 28 και 29.
[15] S.L. κατά Αυστρίας (διατ.) , αρ. 45330/99, 22 Νοεμβρίου 2001 και η νομολογία που παραπέμπει.
[16] D.H. και άλλοι κατά Τσέχικης Δημοκρατίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 57325/00, § 184, ΕΔΔΑ 2007-IV. Αντίστροφα, ένας νόμος ή κανονισμός που προβλέπει θετικά μέτρα που είναι αναγκαία για τον τερματισμό ή περιορισμό de facto διακρίσεων από την απόλαυση ενός δικαιώματος της Σύμβασης από κάποια ευπαθή ομάδα ανθρώπων με κοινό χαρακτηριστικό μπορεί επίσης να υποβληθεί σε γενικό έλεγχο από το Δικαστήριο (Stec και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 65731/01 και 65900/01, §§ 61 και 66, ΕΔΔΑ 2006-VI, και Wintersberger κατά Αυστρίας (διατ.), αρ. 57448/00, 27 Μάη 2003). Καθώς το δικαίωμα απαγόρευσης διακρίσεων εις βάρος της απόλαυσης των δικαιωμάτων που προβλέπονται από την Σύμβαση παραβιάζεται επίσης όταν οι χώρες αποτυγχάνουν να συμπεριφερθούν διαφορετικά σε πρόσωπα που οι ιδιότητές τους διαφοροποιούνται σημαντικά, ένας νόμος ή κανονισμός που δεν παρέχει θετιά μέτρα που επιβάλλονται σε μια περίπτωση πρακτικής ανισότητας μιας ομάδας ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά μπορεί επίσης να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη εφαρμοστική πράξη. Η αντίστροφη περίπτωση του νόμου που φέρνει την ανισότητα με την υποβάθμιση της εφαρμογής του δικαιώματος της Σύμβασης σε μια προνομιούχα ομάδα ατόμων με κοινά συγκρίσιμα χατακτηριστικά προς μια άλλη επιβαρυμένη ομάδα ανθρώπων εμπίπτει επίσης στο πεδίο του αφηρημένου ελέγχου του Δικαστηρίου (Runkee και White κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 42949/98 και 53134/99, §§ 4043, 10 Μάη 2007).
[17] Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει ρητώς εξαιρέσει την έννοια των αμοιβαίων υποχρεώσεων όσον αφορά τις Συνθήκες ανθρώπινων δικαιωμάτων (Επιφυλάξεις στην Σύμβαση για την Γενοκτονία, Γνωμοδότηση: ICJ Reports 1951, σελ. 23, ακολουθούμενη από την Απόφαση πόφαση Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited, ICJ Reports 1964, σελ. 32, και την Εφαρμογή της Σύμβασης για την Απαγόρευση και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, Προκαταρκτικές Ενστάσεις, Απόφαση 1CJ Reports 1996, σελ. 20), αφού το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης είχε κρίνει ότι “το ίδιο το αντικείμενο μιας διεθνούς σύμβασης, σύμφωνα με τις προθέσεις των συμβαλλόμενων μερών είναι η θέσπιση από τα μέρη κάποιων απόλυτων κανόνων που ιδρύουν ατομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις και αγώγιμα ενώπιον διεθνών δικαστηρίων” (Δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Danzig, Γνωμοδότηση, 1928, PCIJ, Συλλογή B, No. 15 (3 Μαρτίου 1928), σελ. 17). Το Διαμερικάνικο Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Γνωμοδότηση αρ. OC-2/82, 24 Σεπτεμβρίου 1982, για τις έννομες συνέπειες των επιφυλάξεων επί της Διαμερικάνικης Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, παρ. 29) και η Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Γενικό Σχόλιο αρ. 24, 2 Νοέμβριος 1994, για τις επιφυλάξεις στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, παρ. 17) έχουν εκφράσει την ίδια άποψη. Πολύ νωρίς, η πρώην Επιτροπή [Σ.τ.Μ.: εννοεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, όργανο ελέγχου εφαρμογής της ΕΣΔΑ που καταργήθηκε το 1998] στην απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1961 στην υπόθεση Αυστρία κατά Ιταλίας (no. 788/60), διατύπωσε την ίδια αρχή επιβεβαιώνοντας τον “αντικειμενικό χαρακτήρα” της Σύμβασης (“… οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη στην Σύμβαση είναι ουσιώδεις κι έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, έχοντας σχεδιαστεί περισσότερο για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπινης ύπαρξης από παραβάσεις εκ μέρους των Υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών παρά για την δημιουργία υποκειμενικών και αμοιβαίων δικαιωμάτων για τα ίδια τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Κράτη”). Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή τη θεωρία και στην Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., § 239).
[18] Αυτή η γενική αρχή του διεθνούς δικαίου που έχει κριθεί ως “αυταπόδεικτη” στην “Ανταλλαγή Ελληνικών και Τούρκικων Πληθυσμών”, Γνωμοδόση, 1925, Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, Συλλογή B, Αρ. 10 (21 Φεβρουαρίου 1925), σελ. 20, έχει περιγραφεί από το Δικαστήριο στην Maestri κατά Ιταλίας, αρ. 39748/98, § 47, ΕΔΔΑ 2004I) με τις εξής φράσεις “… απορρέει από την Σύμβαση και από το Άρθρο 1 αυτής ιδίως, ότι κυρώνοντας την Σύμβαση τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι η εσωτερική νομοθεσία τους είναι συμβατή με αυτήν. Συνεπώς, το καταγγελόμενο Κράτος πρέπει να άρει κάθε εμπόδιο από το εσωτερικό νομικό σύστημα που θα απαγόρευε τον προσφεύγοντα να αποκατασταθεί επαρκώς”.
[19] James και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21η Φεβρουαρίου 1986, § 85, Συλλογή A αρ. 98. Roche κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 32555/96, § 137, ΕΔΔΑ 2005-X και ; Paksas κατά Λιθουανίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως] 34932/04, § 114, ΕΔΔΑ 2011 (αποσπάσματα).
[20] Πάνω απ' όλα, τα δικαιώματα της Σύμβασης αναγνωρίζονται επίσης από τα Συντάγματα των Συμβαλλόμενων κρατών. Έτσι, μια συνταγματική προσφυγή που ασκείται εναντίον ενός νόμου που παραβιάζει έναν νόμο που παραβιάζει ένα δικαίωμα της Σύμβασης επαρκεί κατά το Άρθρο 13 της Σύμνβασης, ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη ή αφηρημένη, συγκεντρωική ή διάχυτη, κύρια (προληπτική ή κατασταλτική) ή παρεμπίπτουσα μορφή του συνταγματικού ελέγχου της συνταγματικότητας.
[21] Βλ. Spiliotopoulos, Judicial Remedy of Legislative Acts in Greece, in Temple Law Quarterly, 1983, σελ. 463-502. Manitakis, Fondement et Legitimité du contrôle juridictionnel des lois en Grèce, in RIDC, 1988, σελ. 39-55. Skouris, Constitutional disputes and judicial review in Greece, in Landfried (ed.), Constitutional Review and Legislation: An International Comparison, 1988, σελ. 177-200. Dagtoglou, Judicial Review of Constitutionality of Laws, in European Review of Public Law, 1989, σελ. 309-327/ Spyropoulos και Fortsakis, Constitutional Law in Greece, 2009, Koutnatzis, Grundlagen und Grundzüge staatlichen Verfassungsrechts: Griechenland, in Bogdandy et al. (eds.), Handbuch Ius Publicum Europeaum, 2007, σελ. 151-215 και Iliopoulos-Strangas και Koutnatzis, Greece, Constitutional courts as positive legislators, in Brewer-Carias, Constitutional Courts as positive legislators, A comparative law study, 2011, σελ. 539-574.
[22] Βλ. Συμβούλιο της Επικρατείας απόφαση 867/1988 που έκρινε ότι το άρθρο 65 του Ν.Δ. 1400/1973 δεν συμβιβαζόταν με το Άρθρο 12 της Σύμβασης. Συμβούλιο της Επικρατείας απόφαση 1664/2011, που έκρινε ότι το άρθρο 4(3) του Ν.383/1976 παραβίαζε το άρθρο 5 του Συντάγματος. Συμβούλιο της Επικρατείας απόφαση 3103/1997, που έκρινε ότι το άρθρο 25(1)(2) του Ν. 1975/1991 είναι ασυνβίβαστο με την Σύμβαση της Γενεύης της 28 Ιουλίου 1951. ΣτΕ 1501/2012, που έκρινε ότοι ο Ν.2120/1993 παραβιάζει τα άρθρα 4 § 5 και 17 § 1 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. ΣτΕ 2960/2010 που έκρινε ότι το άρθρο 16 του Ν.2227/1994 δεν τηρεί το άρθρο 7 § 1 της Σύμβασης. Άρειος πάγος απόφαση 982/2010, που έκρινε ότι το άρθρο 13(4) του Ν.2882/2001 παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. ΑΠ 33/2002, που έκρινε ότι το άρθρο 5(3) του Ν.2246/1994 ήταν αντίθετο με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αρ. 5251/2004 και 16520/2004 έκριναν ότι το άρθρο 107 ΕισΝΑΚ δεν είναι συμβατό με τα άρθρα 11 και 14 της Σύμβασης. Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 954/1999, έκρινε ότι το άρθρο 31 του Ν.2470/1997 παραβιάζει το Πρώτο Πρωτόκολλο. Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, απόφαση 748/2011, έκρινε ότι το άρθρο 64 του π.δ. 1400/1973 είναι αντίθετο στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και την απαγόρευση καταναγκαστικής εργασίας. Πρωτοδικείο Αθηνών αρ. 2377/2007, που έκρινε ότι το άρθρο 30(2) του Ν.2789/2000 είναι ασυμβίβαστο με τα άρθρα 2 και 17 του Συντάγματος και με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, απόφαση 2250/2008, έκρινε ότι το άρθρο 60 του Ν.2084/1992 παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και ΣτΕ 2028/2004, έκρινε ότι το άρθρο 7(1) του Ν.2703/1999 είναι αντίθετο με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο.
[23] Vinčić και άλλοι κατά Σερβίας. 44698/06 , § 51, 1η Δεκεμβρίου 2009, και A, B και C κατά Ιρλανδίας αρ. 25579/05, § 142, ΕΔΔΑ 2010.
[24] Βλ. άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και άρθρα 57,914 και 932 ΑΚ
[25] Βλ. ΣτΕ 169/2010 και ΔεφΑθ 743/2006, 3928/1992, 409/2007 και 6/2007.
[26] Βλ. για την συνεκτική και ποικίλη νομολογία για την έκταση της διακριτικής μεταχείρισης ομάδων ανθρώπων που υφίστανται διακρίσεις, ακόμη κι όταν ενέχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, ΑΠ 1578/2008, 60/2002, 7/1995, 40/1990 and 3/1990, ΣτΕ 3088/2007, 2180/2004 και 1467/1994. ΔεφΑθ 3717/1992 και ΔπρΑθ 10391/1990.
[27] Βλ. ΑΠ 60/2002.
[28] Vermeire κατά Βελγίου, 29 Νοεμβρίου 1991, § 26, Συλλογή A αρ. 214C.
[29] Βλ. χωριστή γνώμη μου στην Fabris κατά Γαλλίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 16574/08, EΔΔΑ 2013 (αποσπάσματα).
[30] Malone κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Αυγούστου 1984, § 82, Συλλογή A αρ. 82. X και Y κατά Ολλανδίας, 26 Μαρτίου 1985, § 27, Συλλογή A αρ. 91. Βλ. επίσης πιο πρόσφατα Viaşu κατά Ρουμανίας αρ. 75951/01, § 83, 9 Δεκεμβρίου 2008. Mandić και Jović κατά Σλοβενίας, αρ. 5774/10 και 5985/10, § 128, 20 Οκτωβρίου 2011 και Pulatlı κατά Τουρκίας. 38665/07, § 39, 26 Απριλίου 2011. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τις νομοθετικές εξελίξεις που ακολούθησαν σε αυτές τις φερόμενες παραβιάσεις και επέκρινε την ανεπαρκή φύση αυτών των εξελίξεων (βλ. λ.χ. Odièvre κατά Γαλλίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 42326/98, §§ 15-17, ΕΔΔΑ 2003III. Bauer κατά Γερμανίας. 3545/04, § 24, 28 Μάη 2009 και Dumitru Popescu κατά Ρουμανίας (αρ. 2), αρ. 71525/01, §§ 82-84, 26 Απριλίου 2007).
[31] Dudgeon, ό.π., §§ 41 και 63. Johnston και άλλοι, ό.π. § 42. Norris, ό.π. § 38 ή Μανουσάκης και άλλοι κατά Ελλάδας, 26 Σεπτεμβρίου 1996, §45, Συλλογή 1996IV. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο εκθέτει με ιδιαίτερη φροντίδα τα νομοθετικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν (Μ. και άλλοι κατά Βουλγαρίας αρ. 41416/08, § 138, 26 Ιουλίου 2011). Μια διοικητική πρακτική όπως η εβδομαδιαία έρευνα σε άτομα χωρίς ρούχα σε φυλακή μπορεί επίσης να επιβάλλει την λήψη γενικών μέτρων (βλ. Salah κατά Ολλανδίας αρ. 8196/02, §§ 77-79, ΕΔΔΑ 2006-IX (αποσπάσματα)). Δεν πρόκειται για ιδιαιτερότητα του Ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάων. Η Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έχει πρόσφατα συστήσει την νομοθετική μεταβολή στις υποθέσεις Βallantyne, Davidson και McIntyre κατά Καναδά, κοινοποιήσεις αρ. 359/1989 και 385/1989, 31 March 1993, παρ 13, και στην Toonen κατά Αυστραλίας, κοινοποίηση αρ. 488/1992, 31 Μαρτίου 1994, παρ. 10. Στο Γενικό Σχόλιό της αρ. 24, στις 2 Νοεμβρίου 1994, παρ. 17, η Επιτροπή απέρριψε κάθε εξαίρεση από την υποχρέωση, ως αντιβαίνουσα στον σκοπό και το αντικείμενο του Συμφώνου.
[32] Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας και άλλοι κατά Τουρκίας , 30 Ιανουαρίου 1998, §§ 29-30, Συλλογή1998I, και πιο ρητά: Dumitru Popescu (αρ. 2), ό.π., § 103. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την πρακτική του Δικαστηρίου, αλλά και από την αποδοχή των Κρατών μελών (βλ. συνταγματικές αλλαγές που ακολούθησαν μετά την απόφαση της 27ης Αυγούστου 1991 στην Demicoli κατά Μάλτας, Συλλογή αρ. 210, και το επακολουθήσαν Ψήφισμα DH (95) 211 της 11ης Σεπτεμβρίου 1995. Την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1992 στην υπόθεση Open Door και Dublin Well Woman κατά Ιρλανδίας, Συλλογή A αρ. 246-A, και το επακολουθήσαν Ψήφισμα DH (96) 368 της 26ης Ιουνίου 1996 και την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση Palaoro κατά Αυστρίας, Συλλογή A αρ. 329-B, και το επακολουθήσαν Ψήφισμα DH (96) 150 της 15ης Μάη 1996).
[33] Το ίδιο το γεγονός ότι μπορεί να υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του μέσου δεν είναι ικανός λόγος για να μην ασκηθεί (Akdivar και άλλοι κατά Τουρκίας, 16 Σεπτεμβρίου 1996, § 71, Συλλογή 1996-IV).
[34] Βλ. την ριζοσπαστική υπόθεση Broniowski κατά Πολωνίας ([Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 31443/96, ΕΔΔΑ 2004V), που βασίζεται στην “δυσλειτουργία της Πολωνικής νομοθεσίας και της διοικητικής πρακτικής”. Αυτή η διαδικασία προβλέπεται από το άρθρο 61 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Πρόσφατα στην Ananyev και άλλοι κατά Ρωσίας (αρ. 42525/07 και 60800/08, 10 Ιανουαρίου 2012, §§ 191-240 και σημείο 7 του εκτελεστικού μέρους), το Δικαστήριο επέκτεινε τις δυνατότητες αυτής της νέας διαδικασίας ακόμη περαιτέρω διατάσσοντας το καταγγελλόμενο κράτος να παρουσιάσει εντός έξι μηνών ένα σχέδιο δράσης που θα εφαρμόζει έναν μακρύ κατάλογο προληπτικών και αποζημιωτικών μέτρων που ορίζονται από το Δικαστήριο.
[35] Στις “οιονεί πιλοτικές αποφάσεις”, το Δικαστήριο καταδεικνύει συστηματικά προβλήματα του εθνικού νομικού συστήματος ή της εθνικής πρακτικής που μπορεί να αποτελέσουν πηγή μιας επαναλαμβανόμενης παραβίασης της Σύμβασης, αλλά δεν περιγράφει γενικά μέτρα στο εκτελεστικό μέρος της απόφασης, κανονικά. Σε κάποιες υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει φτάσει μέχρι του σημείου να περιλάβει αυτές τις υποχρεώσεις στο εκτελεστικό μέρος της απόφασης, χωρίς να αναφέρει την πιλοτική φύση της απόφσης (βλ. για παράδειγμα Lukenda κατά Σλοβενίας αρ. 23032/02, § 98,ΕΔΔΑ 2005X, και Xenides-Zarestis κατά Τουρκίας αρ. 46347/99, § 40, 22 Δεκεμβρίου 2005). Σε άλλες υποθέσεις, η υποχρέωση έχει περιληφθεί μόνο στο σκεπτικό της απόφασης, χωρίς αναφορά στο εκτελεστικό μέρος της (βλ. για παράδειγμα Hasan και Eylem Zengin κατά Τουρκίας αρ. 1448/04, § 84, 9 Οκτωβρίου 2007 και Manole και άλλοι κατά Μολδαβίας αρ. 13936/02, § 117, ΕΔΔΑ 2009 (αποσπάσματα)). Το Δικαστήριο επίσης έθεσε προθεσμία για την θέσπιση αναγκαίων μέτρων (βλ. Xenides-Arestis, ό.π., § 40, και Burdov κατά Ρωσίας (αρ. 2), αρ. 33509/04, § 141, ΕΔΔΑ 2009), ή επιβεβαίωσε ότι το “επείγον” τους (βλ. Ramadhi και αλλοι κατά Αλβανίας αρ. 38222/02, § 94, 13 Νοεμβρίου 2007). Σε μια υπόθεση, το Δικαστήριο κήρυξε επίσης αναδρομικά ως “πιλοτική” μια απόφαση που είχε επιπτώσεις στο παραδεκτό μιας άλλης προσφυγής (βλ. İçyer κατά Τουρκίας (απόφ.), αρ. 18888/02, § 67,ΕΔΔΑ 2006I, αναφερόμενηστην Doğan και άλλοι κατά Τουρκίας, αρ. 88038811/02, 8813/και 8815-8819/02, ΕΔΔΑ 2004VI (αποσπ.)).
ΠΗΓΗ: http://dikastis.blogspot.gr/2013/11/37192008_7.html
Κατάσταση ανάγκης αίρει το άδικο της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου με την από 4-11-2013 απόφασή του, κήρυξε αθώο κατηγορούμενο για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.
Να σημειωθεί πως για το συγκεκριμένο αδίκημα (οφειλές στη ΔΥΟ από διάφορες αιτίες) προβλέπεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, μετά την θέση σε ισχύ του ν. 3943/2011.
Η υπεράσπιση προέβαλε ως αυτοτελή ισχυρισμό την αδυναμία καταβολής των ως άνω οφειλών, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος. Στα πλαίσια αυτά κινούμενη η υπεράσπιση απέδειξε εγγράφως και με μάρτυρες των ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό.
Κυρίως δε βασίστηκε στο ότι η ανθρώπινη ζωή ως έννομο αγαθό ιεραρχείται ανώτερα από οποιαδήποτε υποχρέωση προς τη φορολογική αρχή, επικαλούμενη τη συνδρομή του άρθρου περί κατάστασης ανάγκης (άρθρο 25 Π.Κ.) ως λόγο άρσης του αδίκου.
Όπως υποστηρίχθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου κ. Βαονάκη “με την ασκηθείσα ποινική δίωξη, είναι σαν να διώκεται ποινικά για την επιλογή του να διασώσει τη ζωή του υποβαλλόμενος στις αναγκαίες ιατροχειρουργικές επεμβάσεις, κάτι που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από την έννομη τάξη".
Παρά την πρόταση του Εισαγγελέα που συνέτεινε σε ενοχή του κατηγορουμένου με ελαφρυντικά, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της υπεράσπισης και αποφάσισε την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ το βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Καλεβρᾶ "Ἐπιστολαί" πού ἐκδόθηκε Ἐν Ἀθήναις 1856
Φίλε !
Ἐν Ἀθήναις τὴν 12 Ἀπριλίου 1855.
Καθ' ἥν σοὶ ἔδωσα ὑπόσχεσιν, σοὶ γράφω καὶ σήμερον. Μὴ δυσχεραίνῃς διὰ τὰς κατὰ τῆς Δύσεως ἐκθέσεις μου, καὶ πίστευέ με ὡς φιλαλήθη. Οἱ Ἀγγλογάλλοι, μὴ δυνάμενοι διὰ τὰς ῥηθεῖσας αἰτίας ν' ἀποκτήσωσι δικαιώματα ἐπί τοῦ Ἑλληνικοῦ θρόνου καὶ θεωροῦντες τόν Καποδίστριαν ὡς τό μόνον πρόσκομμα τῶν πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν αὐτῶν σχεδίων, κατέβαλον πᾶσαν προσπάθειαν ὅπως καταστρέψωσιν αὐτόν διὰ τῶν ἰδίων ὁμογενῶν, μεταχειρισθέντες ὡς ὄργανα τοὺς Μπαρλαίους, τό ἔντιμον τοῦτο κόμμα, καὶ τοὺς ὀπαδούς τοῦ προνομιούχου συστήματος τῆς διαδοχικῆς εὐγενείας ἔχοντες ἐπί κεφαλῆς τὸν Α. Μαυροκορδάτον καί τινας σχολαστικοὺς λογίους. Οἱ Γάλλοι, ἀφ’ ἑτέρου, τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἐπιδιώκοντες, προσέλαβον τοὺς Μοσχομαγκίτας, τό ἄλλο ἔντιμον καὶ τοῦτο κόμμα, ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Ἰ. Κωλέτου καὶ τῶν ὁπλαρχηγῶν τῶν ἐχόντων ἀξιώσεις, ὄντων ἁπάντων μαθητῶν τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, διδασκάλου φοβεροῦ πάσης διαφθορᾶς καὶ κακίας. Συνεμάχησαν δὲ ἀμφότερα τὰ κόμματα ταῦτα καὶ παρεδέχθησαν τὴν ἑταιρείαν τοῦ Ροπάλου τοῦ Ἠρακλέους, συνεργοῦντος καὶ τοῦ Κοραῆ κατὰ τοῦ Καποδιστρίου. Ὁ Κοραῆς, οὔτε πολιτικὸς, οὔτε νομομαθὴς, οὔτε ἐμπειροπόλεμος, ἀλλ' ἁπλοῦς καὶ ἄριστος φιλολόγος ὤν, συνεργαζόμενος περὶ τὰ τοιαῦτα ἐνόμιζεν ὅτι εὐηργέτει τὸ ἔθνος αὐτοῦ, ἀμεριμνῶν περί τῶν συνεπειῶν, ἐξ ὧν ἐπήρετο τοῦ ἔθνους ἡ καταστροφὴ, οἷαν ἐπέφερε καὶ κατὰ τῆς πατρίδος αὐτοῦ Χίου, ἐν ἔτει 1826. Πρεσβεύων ὅτι οἱ Γάλλοι ἦσαν ἀδελφοί αὐτοῦ, πιστοὶ δὲ φίλοι τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἐνήργησε δί αὐτῶν, τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Χίου, μηδενισθεῖσαν εὐθὺς ἅμα ἔμαθον τὴν εἰς τήν Ἑλλάδα ἄφιξιν τοῦ Καποδιστρίου, ἐγκαταλείψαντες τό πλῆθος τοσούτων ἀθῴων εἰς τήν διάκρισιν τῶν αἱμοβόρων Τούρκων, καὶ ἀδιαφορήσαντες περί τῆς συμβάσης ἐκείνης ἀνιλεοῦς σφαγῆς. Ταῦτα καὶ τοιαῦτα ἐνεργήσας ὁ Κοραῆς ἀπερισκέπτως, καὶ συναισθανθεὶς πόσων κακῶν πρόξενος ἐγένετο, ἐτύπτετο τοσοῦτον ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὥστε, κατατηκόμενος ἀκαταπαύστως ὑπὸ τῆς λύπης, ἀπέθανεν αἰφνηδίως, οὐδένα δαπανήσας ὑπέρ τοῦ ἀγῶνος ὀβολόν, οὐδέν δωρήσας ἐκ τῶν βιβλίων αὐτοῦ, δι’ ἀπέχθειαν πρὸς τὸν Καποδίστριαν καὶ πρὸς τὴν Ῥωσσίαν, ὡς καταστρέψασαν τήν ἑταιρείαν τῆς Ἀθηνᾶς. Αἱ σωζόμεναι ἐπιστολαὶ αὐτοῦ μαρτυροῦσι τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων μου.
Στίς 8 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν σύναξιν τῶν Ἀρχιστρατήγων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί τῶν λοιπῶν Ἀσωμάτων καί οὐρανίων ταγμάτων.
Σήμερα δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία ἐνθυμεῖται καί προσφέρει τιμές στίς Ἀσώματες δυνάμεις γιά τίς εὐεργεσίες πού προσέφεραν στό ἀνθρώπινο γένος τόσο κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅσο καί κατά τήν Καινή.
Ἡ δέ σύναξις τῶν Ἀγγελικῶν ταγμάτων εἶναι ἡ ἑξῆς· ὁ Διάβολος ἐπειδή ὑπερηφανεύθηκε κατά τοῦ Θεοῦ καί θέλησε νά γίνη ὅμοιος μέ τόν Ὕψιστο, μόλις αὐτό τό ἐννόησε καί θέλησε νά τό κάνη πραγματικότητα, ἐξέπεσε ἀπό τήν οὐράνια δόξα καί τό ἀξίωμά του συμπαρασύροντας μαζί του καί τό τάγμα, πού ὑποτασσόταν σέ αὐτόν.
Καί ἔτσι ἔγιναν σκοτεινοί ἀντί φωτεινοί καί δαίμονες ἀντί νά εἶναι Ἄγγελοι. Τότε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ βλέποντας τήν φοβερή αὐτή πτώση καί κατανοώντας τήν ὑπερηφάνεια ὡς αἰτία της ὑπέδειξε ὑποταγή καί ταπείνωση πρός τόν Θεό καί ἔτσι διαφύλαξε καί τήν ἰδική του λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί τῶν ὑπολοίπων Ἀγγελικῶν ταγμάτων, τά ὁποῖα, ἀφοῦ τά σύναξε καί τά ἕνωσε σέ ἕνα χορό τούς ἐφώναξε τό “Πρόσχωμεν”, δηλαδή ἄς προσέξουμε καί ἄς ἐννοήσουμε τί ἔπαθαν οἱ ἐκπεσόντες δαίμονες ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειας καί ἄς καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Δεσπότης καί Δημιουργός μας, ἐμεῖς δέ δοῦλοι καί δημιουργήματά Του. Καί τότε ὅλοι μαζί ἐδόξασαν τόν Θεό μέ τόν ἀγγελικό ὕμνο «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ».
Γιά τήν ὑποταγή καί εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ ὁ Θεός τόν διόρισε νά εἶναι πρῶτος τῶν Ἀγγελικῶν τάξεων.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1997, 8 Νοεμβρίου 2013
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...