Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Άγιος Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε στην Καππαδοκία, ως γιός του Βάρδα Φωκά το 919.
Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να λάβουν ένα από τα εμφυτεύματα εγκεφάλου της Neuralink, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του Bloomberg που επικαλείται έναν από τους βιογράφους του Έλον Μασκ, την Ashlee Vance.
Τον Δεκέμβριο του 1990, το καθεστώς του Ραμίζ Αλία στην Αλβανία, έπνεε τα λοίσθια, αλλά «δάγκωνε» ακόμα. Τα σύνορα παρέμεναν ερμητικά κλειστά, με τον έξω κόσμο και όποιος επιχειρούσε να τα διασχίσει πυροβολείτο. Κάποιες διαμαρτυρίες φοιτητών στα Τίρανα με συντεχνιακά αιτήματα ήταν στα όρια του αποδεκτού για τη δικτατορία. Ήταν Τρίτη 11 του μηνός, και στο χριστιανικό εορτολόγιο δεν υπάρχει θρησκευτική γιορτή. Για τους Έλληνες της Αλβανίας, όμως, εκείνη η Τρίτη έχει καταχωρηθεί στο μαρτυρολόγιό τους.
Η μετάβαση προς μια ευρωπαϊκή οικονομία ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα χρειάζεται την υποστήριξη της εξορυκτικής βιομηχανίας. Ωστόσο, είναι ακόμη μακρύς ο δρόμος για τη διασφάλιση των λεγόμενων κρίσιμων και στρατηγικών Ορυκτών Πρώτων Υλών,
Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474), του επικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων. Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι' αυτό μεγάλη θλίψη. Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση, βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της. Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό:
«Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο, αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας τους ν' αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με την ανάξια. Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της, τον Ισαάκ, στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα».
Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ.
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ' ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση, τη νηστεία και την αγρυπνία. Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε:
› Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό.
Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΣΤΥΛΙΤΗ
Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι' αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν' ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας:
› Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους.
ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του οσίου Συμεών, έφυγε ο Δανιήλ με τους άλλους αδελφούς. Σε λίγο καιρό ο ηγούμενος κοιμήθηκε και μη έχοντας Γέροντα, διάλεξαν σαν τον πιο ενάρετο, το Δανιήλ. Αυτός όμως έχοντας το νου του αδιάλειπτα ενωμένο με την προσευχή, αρνήθηκε το αξίωμα του ηγουμένου. Αλλά οι μοναχοί, που τον γνώριζαν σαν ασφαλή οδηγό τον πίεζαν να δεχτεί. Αυτός όμως έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.
Αφού έμεινε μαζί του λίγες μέρες, του ζήτησε ευλογία να πάει στα Ιεροσόλυμα πρώτα να προσκυνήσει και μετά να κατοικήσει μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Συμεών τον εμπόδιζε, λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο νέος όμως εμπυρωμένος από το Θείο έρωτα, δεν υπάκουσε. Αλλά ξεκίνησε αμέσως την πεζοπορία έχοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Ενώ περπατούσε συνάντησε ένα μοναχό με κάτασπρα γένια που έμοιαζε πολύ με τον Όσιο Συμεών. Τον ρώτησε ο μοναχός προς τα πού πήγαινε και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Εάν θέλει ο Θεός στα Ιεροσόλυμα.
Τότε του λέγει ο κατάλευκος Γέροντας:
› Καλά είπες, αν θέλει ο Θεός. Μάθε όμως ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Δεν άκουσες την ταραχή και τη σύγχιση που επικρατούν εκεί;
Και ο Δανιήλ του απάντησε:
› Το άκουσα, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Θεό, και ελπίζω ότι δε θα μου τύχει κανένα κακό.
Όταν είδε ο Γέροντας την επιμονή του, του είπε με σοβαρότερο ύφος:
› Άκουσε τα λόγια μου και είναι για το συμφέρον σου παιδί μου. Προς το παρόν μην πας εκεί. Πήγαινε στο Βυζάντιο να προσκυνήσεις τις πολλές εκκλησίες και να δεις ιερά και άξια πράγματα. Εάν έχεις πόθο να ησυχάσεις, πήγαινε στη Θράκη ή στον Πόντο. Μη νομίζεις ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο απεριόριστος Θεός. Είναι πανταχού παρών.
Και ενώ συνομιλούσαν ο δρόμος τούς έβγαλε σ' ένα μοναστήρι. Ο νέος ρώτησε τον Γέροντα εάν ήθελε να παραμείνουν εκεί μέχρι την επομένη. Του λέγει ο Γέροντας:
› Πήγαινε πρώτα εσύ και έρχομαι μετά εγώ.
Μπήκε ο Δανιήλ, περίμενε τον παράδοξο Γέροντα, αλλά δε φάνηκε καθόλου. Αφού δείπνησε με τους αδελφούς, τη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο του ο Γέροντας και του είπε να πάει γρήγορα στο Βυζάντιο. Ο Δανιήλ σηκώθηκε, όταν αυτός έφυγε, και διαλογιζόταν ποιος νάταν: Άνθρωπος άραγε ή άγγελος; Τότε με τη χάρη του Θεού, γνώρισε ότι ήταν ο μέγας Συμεών, ο φίλος του.
ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Κατάλαβε τότε ο Όσιος ότι ήταν θέλημα Θεού να πάει στο Βυζάντιο. Πήρε λοιπόν ευλογία από τον ηγούμενο του μοναστηριού και αναχώρησε. Όταν έφτασε, έμεινε στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι στα μέρη της Προποντίδας. Εκεί άκουσε ότι σ' ένα τόπο ψηλό, καλούμενο Ανάπλουν, ήταν κτισμένος ναός ειδωλολατρικός. Ήταν κατοικητήριο πονηρών πνευμάτων που άφηναν στην πλάνη τους ανθρώπους και προξενούσαν καταστροφές. Γι' αυτό μιμούμενος τον Άγιο Αντώνιο, ανέβηκε στο ναό με το σταυρό στο χέρι ψάλλοντας:
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;»(Ψαλμ.κστ' , 1).
Μετά αφού σφράγισε τις τέσσερις γωνίες του ναού με το σημείο του σταυρού, έκαμε όσες μετάνοιες μπορούσε. Τη νύχτα ήλθαν οι δαίμονες και κάμνοντας θόρυβο πολύ, του έριχναν πέτρες για να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όμως άφοβος προσευχόταν χωρίς να τους δώσει σημασία. Πέρασαν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα πολεμούμενος απ' αυτούς αοράτως. Την τρίτη νύχτα είδε κάτι γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους και φοβερούς στην όψη, να τον απειλούν και να του λέγουν:
› Ποιος σ' έβαλε, άθλιε να έλθεις εδώ να μας διώχνεις από τον οίκο μας;
Λέγοντας αυτά οι δαίμονες, φώναξαν ότι ήθελαν να τον πνίξουν στη θάλασσα και του πετούσαν πέτρες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο οσιότατος Δανιήλ πρώτα τους απείλησε κι' αυτός, αλλά βλέποντας ότι έτσι τον ενοχλούσαν περισσότερο, έκλεισε όλες τις πόρτες του ναού, κι άφησε μόνο μια ανοιχτή για να μιλά με εκείνους που θα έρχονταν να του δουν και να του δώσουν λίγη τροφή. Έτσι με τη νηστεία και την προσευχή νίκησε τους δαίμονες και κατάργησε όλες τις μηχανουργίες τους στον τόπο εκείνο.
ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ
Τα κατορθώματά του ακούστηκαν παντού και η φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, που πλήθη ανθρώπων έρχονταν να πάρουν την ευχή του. Ο φθονερός όμως και μισάνθρωπος όταν είδε την ωφέλεια του λαού εξαγριώθηκε. Μη μπορώντας να διώξει αυτός τον Όσιο, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς στους εξουσιαστές του ναού και των περιχώρων, για να τον διώξουν από τον τόπο.
Πήγαν τότε οι άνθρωποι αυτοί στον επίσκοπο του Βυζαντίου και τον παρακαλούσαν να διώξει τον Όσιο. Αλλά ο αρχιερέας που ήταν ο Ανατόλιος, σαν φρόνιμος και ενάρετος δεν τους άκουσε. Αλλά έστειλε και τον έφεραν για να τον ακούσει. Όταν τον ρώτησε ποιος ήταν και γιατί πήγε σ' αυτό τον τόπο, απάντησε ο θειότατος ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Όταν τον άκουσε ο Ανατόλιος τον εκτίμησε, ευφραινόμενος από τα θεία λόγια του. Μετά από καιρό αρρώστησε ο Ανατόλιος και αφού προσκάλεσε τον Όσιο, τον παρακάλεσε να κάνει δέηση στο Θεό γι' αυτόν. Ο Δανιήλ υπάκουσε. Προσευχήθηκε για τον Πατριάρχη και ο Θεός επάκουσε τη δέηση του δούλου του. Έτσι θεραπεύτηκε ο Ανατόλιος και όλοι θαύμαζαν την αγιότητα του οσίου. Μετά τη θαυματουργία ο Όσιος δε ζήτησε τίποτα άλλο, παρά μόνο να συγχωρήσει ο Πατριάρχης τους συκοφάντες. Τότε ο Ανατόλιος αποκρίθηκε:
› Όχι μόνο να τους συγχωρέσω, αλλά να τους ευχαριστήσω πρέπει. Γιατί εξαιτίας αυτών γνώρισα το σωτήρα και ευεργέτη μου.
Ο Όσιος επέστρεψε στο ασκητήριό του και παρέμεινε ακόμα ενιά χρόνια, αρνούμενος προσφορά του Πατριάρχη να αναλάβει την ηγουμενία ενός μοναστηριού και άλλες τιμές και διακρίσεις.
ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΜΕ ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΗ
Ύστερα από την πολυχρόνια άσκηση τον κάλεσε ο Θεός για τελειότερη ασκητική ζωή, φανερώνοντάς του τα μέλλοντα. Μια μέρα καθώς προσευχόταν ήλθε σε έκσταση. Πλήρης Πνεύματος Αγίου, είδε στύλο νεφέλης πολύ ψηλό. Στην κορυφή του στύλου στεκόταν ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραποφόρους νέους και του έλεγε:
› Ανέβα Δανιήλ προς εμένα.
Αυτός αποκρίθηκε:
› Πως θα μπορέσω να ανέβω σε τόσο ύψος Κύριε;
Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίες και τον ανέβασαν. Μετά αφού τον αγκάλιασε τον ανέβαζε στον ουρανό, γεμάτος αγαλλίαση και του είπε:
› Πολέμα, Δανιήλ και αντιστάθου γεναία.
Μετά τη φωνή αυτή, ήλθε ο Δανιήλ στον εαυτό του. Τότε εννόησε ότι το όραμα ήταν από τον Θεό που τον καλούσε να ανεβεί σε στύλο. Έτσι έγινε. Και πήρε από το Θεό ο Δανιήλ, όπως ο Ελισσαίος, διπλή χάρη από το Διδάσκαλό του, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Τον καιρό εκείνο απεδήμησε στον Κύριο ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Ο μαθητής του Σέργιος πήρε το κουκούλιό του και το πήγαινε στο βασιλιά σαν δώρο πολύτιμο. Αλλά κατ' οικονομία Θεού, δε βρήκε το βασιλιά γιατί ήταν απασχολημένος με διάφορες φροντίδες. Γι' αυτό ξεκίνησε ο Σέργιος να πάει στη μονή των Ακοιμήτων για να προσκυνήσει. Όταν πλησίασε στον τόπο που ασκήτευε ο Δανιήλ άκουσε πολλά γι' αυτόν, γιατί διηγούνταν τη θαυμάσια ζωή του στα περίχωρα εκείνα. Γι' αυτό πήγε να τον δει. Σαν έφτασε αφού χαιρετίστηκαν, του είπε ο Σέργιος για το θάνατο του μακαρίου Συμεών. Λυπήθηκε ο Δανιήλ και όταν το έφερε η ώρα διηγήθηκε στο Σέργιο το όραμα που είδε. Τότε κατάλαβε και εκείνος ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτη Συμεών, και του έδωσε το κουκούλιο.
Για να φανερώσει ο Θεός στο Σέργιο ότι είχε καταστήσει το Δανιήλ σκεύος εκλογής, έδειξε και σ' αυτόν όραμα. Είδε λοιπόν τρείς ωραιότατους νέους που του έλεγαν:
› Σέργιε, πες στον Δανιήλ να εξέλθει από το ναό και να ετοιμαστεί για μεγαλύτερο αγώνα.
Όταν άκουσε τον Σέργιο να διηγείται το όραμά του, ο Όσιος βεβαιώθηκε ότι ήταν από το Θεό να ανεβεί, όπως και ο Συμεών, στο στύλο. Γι' αυτό έστειλε τον Σέργιο να ερευνήσει σ' όλη εκείνη την περιοχή για να βρει τόπο ήσυχο και κατάλληλο. Αυτός, αφού ερεύνησε σ' όλες τις κορυφές των ορέων, έφθασε στον τόπο, που του φανερώθηκε ότι Θέλημα Κυρίου να κατοικήσει ο δούλος του Θεού.
Εκεί είδε ένα περιστέρι λευκό να πετά και να κάθεται πολλές φορές στον ίδιο τόπο. Νόμισε ο μακάριος Σέργιος ότι ήταν πλεγμένο σε δίχτυα. Πλησιάζοντας για να δει καλύτερα πέταξε αυτό ψηλά και έγινε άφαντο. Εννόησε τότε τη σημασία του πράγματος. Βλέποντας και τον τόπο καταλληλότατο, έτρεξε στον Όσιο και του διηγήθηκε λεπτομερώς τα όσα συνέβηκαν. Όταν άκουσε αυτό ο Όσιος Δανιήλ χάρηκε πολύ και πρόσταξε να του κτίσουν εκεί το στύλο. Όταν έκτισαν το πάνω μέρος της κολώνας, ανέβηκε κρυφά τη νύχτα ο Όσιος και προσευχόμενος έλεγε:
› Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, που με αξίωσες τόσων αγαθών. Γνωρίζεις Κύριέ μου, ότι ανεβαίνω σε τούτη την κολώνα έχοντας τις ελπίδες μου σε Σένα. Λοιπόν πρόσδεξε τη δέηση μου και δώσε μου τη δύναμη να αντέξω το δύσκολο αυτό αγώνα.
Ανέβηκε λοιπόν ο Όσιος στο στύλο υπομένοντας με καρτερία θαυμαστή τον καύσωνα της ημέρας και την ψύχρα της νύχτας. Αλλά μη υποφέροντας ο μισόκαλος και πατέρας του φθόνου δοκίμασε να εμποδίσει τον αγώνα του. Έσπειρε ζιζάνια στον αφέντη αυτού του τόπου, ότι έκτισε τον στύλο χωρίς την άδειά του. Κατέφυγε λοιπόν στο βασιλιά και στον Πατριάρχη Γεννάδιο. Ο Πατριάρχης επιτίμησε τον Όσιο σαν παρήκοο και πρόσταξε να τον κατεβάσουν από το στύλο. Ικανοποιημένος ο αφέντης του τόπου, που ονομαζόταν Γελάνιος, έφυγε για να καταστρέψει το στύλο. Όταν έφθασε, πρόσταξε με οργή τον Όσιο να κατέβει γρήγορα από την κολώνα. Ο πραότατος Δανιήλ υπάκουσε και κατέβαινε με ταπείνωση. Όταν ήταν στο έκτο σκαλοπάτι, βλέπει ο Γελάνιος τα καταπληγωμένα από την άσκηση πόδια του Οσίου, και τον ευλαβήθηκε. Αλλ' όμως μετανοιωμένος τον παρακάλεσε να ανεβεί πάλι και να του συγχωρέσει το λάθος. Ύστερα μάλιστα του έκανε στύλο ψηλότερο, παχύτερο και στερεότερο και ανάφερε και στο βασιλιά για την υπομονή και την γενναιότητα του Οσίου.
Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ
Η καρτερία του στο σκληρό αγώνα, η ασκητικότατη ζωή του, η αγιότητα και η φιλανθρωπία του, δεν άργησαν να ξαπλώσουν τη φήμη του παντού. Πολλοί ήταν οι δυστυχείς και οι πονεμένοι που κατέφευγαν στο στοργικό Πατέρα Δανιήλ, για ν' ακούσουν ένα πατρικό λόγο ή να ζητήσουν μεσιτεία στο Θεό για μια θεραπεία.
Ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Κύρος και ήταν έπαρχος στο αξίωμα, ήλθε μια μέρα στον Όσιο Δανιήλ. Μαζί του έφερε και την θυγατέρα του που ονομαζόταν Αλεξάνδρα. Η δυστυχισμένη Αλεξάνδρα είχε δαιμόνιο μέσα της που την βασάνιζε πολύ. Ζήτησε ο πατέρας της από τον Όσιο να την λυτρώσει. Και ο φιλάνθρωπος Δανιήλ προσευχήθηκε στο Θεό και τη θεράπευσε. Τότε ο Κύρος ευχαριστώντας τον Όσιο, σαν εγγράμματος που ήταν, συνέθεσε ένα επίγραμμα που το χάραξε στην κολώνα και έλεγε:
› Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού, ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ού τρομέων ανέμους. Τροφή δ' αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη.
Δηλαδή: ανάμεσα στη γή και τον ουρανό, στέκεται άνθρωπος, που σείεται και πολεμάται από τους ανέμους, μη φοβούμενος αυτούς καθόλου. Τρέφεται με τροφή ουράνια και πίνει άνεμο στη δίψα του.
ΑΞΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
Γνωρίζοντας ο βασιλιάς την αρετή του Οσίου Δανιήλ, και φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη Γεννάδιο, να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο Πατριάρχης χάρηκε και παίρνοντας μαζί του πολλούς εκκλησιαστικούς, έφτασε στο στύλο. Ο Όσιος όμως σαν προορατικός που ήταν γνώριζε τα όσα ο βασιλιάς και ο αρχιερέας είπαν για την ιερωσύνη του. Στεκόμενος ο Πατριάρχης κάτω από τον στύλο, φώναξε στον ταπεινό Δανιήλ:
› Από πολλού καιρού ήθελα να απολαύσω την αγιωσύνη σου. Αλλά οι πολλές φροντίδες της Εκκλησίας δε με άφηναν. Τώρα βρήκα λίγο καιρό και ήλθα. Γι' αυτό σε παρακαλώ βάλε τη σκάλα ν' ανεβώ για να συνομιλήσουμε.
Ο Άγιος γνωρίζοντας την πρόθεση του, του είπε:
› Mάταια σ' έβαλε σε κόπο εκείνος που σε έστειλε.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο Πατριάρχης, έμεινε άφωνος γιατί ο Όσιος προγνώριζε τα πάντα. Μετά προσπάθησε να τον πείσει, για πολλή ώρα για να βάλει τη σκάλα ν' ανεβεί. Εκείνος όμως, που από ταπείνωση δεν ήθελε να ιερωθεί, δε δεχόταν. Τότε ο Πατριάρχης πρόσταξε τον αρχιδιάκονο να πει τα ειρηνικά. Αυτός είπε τις ευχές και έτσι με τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο, χειροτόνησαν τον Όσιο σε ιερέα, χωρίς να το θέλει. Όταν φώναξε ο λαός «άξιος, άξιος!!», και τέλειωσε τη λειτουργία ο Γεννάδιος, φώναξε στον Όσιο:
› Να, πήρες τα σύμβολα της ιερωσύνης. Αφού ο λαός φώναξε «άξιος», ο Θεός σε χειροτόνησε και όχι εγώ. Λοιπόν μη φανείς παρήκοος στο Θείο Θέλημα. Βάλε τη σκάλα να σε κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια.
Τότε ο Όσιος γνωρίζοντας ότι δεν έγινε η πράξη αυτή χωρίς τη Θεία βούληση, δέχτηκε να ανεβεί ο Πατριάρχης να τον κοινωνήσει. Έπειτα αφού ευχήθηκε το λαό, τους απέλυσε ειρηνικά.
Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Όταν έμαθε ο βασιλιάς το πώς χειροτονήθηκε ο όσιος Δανιήλ θαύμασε την ταπείνωσή του. Ύστερα έτρεξε κοντά του και έπεσε στα καταπληγωμένα πόδια του για να τον ευλογήσει. Αργότερα διάταξε και του έκτισαν και άλλο στύλο. Τον θεμελίωσε πάνω σε δύο κολώνες και τον ονόμασε ο βασιλιάς, Διχθάδιο. Ανέβαινε σ' αυτόν ο μακάριος Δανιήλ και επιδιδόταν σε μεγαλύτερη άσκηση. Το καλοκαίρι ο καυτερός ήλιος τον κατάφλεγε. Οι άνεμοι και οι θύελλες το χειμώνα κατάδερναν τη σάρκα του και τον βασάνιζαν. Αλλ' αυτός ο αδαμάντινος, υπέμενε σαν ανδριάντας και στήλη μάλλον παρά σαν άνθρωπος.
Ένα χρόνο μάλιστα ο χειμώνας ήταν φοβερός. Οι άνεμοι δυνατοί και τα χιόνια σφοδρότατα. Ο ουρανοπολίτης Δανιήλ υπέμενε όλη εκείνη την κακοκαιρία ολόγυμνος και άστεγος. Γιατί και το δερμάτινο κουκούλιο που είχε, το πήραν οι άνεμοι και το έριξαν στα φαράγγια. Όλη τη νύχτα δεχόταν στη σάρκα του το χαλάζι και το φοβερό κρύο. Το πρωί πλήθυνε η βροχή και μετά το χιόνι, ώστε οι μαθητές του δεν μπορούσαν να βγουν έξω για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα σταμάτησε λίγο η κακοκαιρία και έβαλαν τη σκάλα οι μαθητές του στη κολώνα για να ανεβούν. Αλλά, όταν έφτασαν στην κορυφή, είδαν τον Όσιο παγωμένο και κρυσταλλωμένο. Όλο το κορμί του ήταν απονεκρωμένο και ασάλευτο, σαν να ήταν κρύσταλλο ή πάγος. Ζέσταναν τότε νερό και τον ράντισαν. Σε λίγη ώρα συνήλθε ο Όσιος και τους λέγει:
› Γιατί με ενοχλήσατε ενώ κοιμόμουν γλυκύτατα; Επικαλέστηκα τον Κύριο σε βοήθεια και αποκοιμήθηκα.
Αγάπησε το Θεό ο μακάριος με όλη την καρδιά, την ισχύ και τη διάνοιά του. Γι' αυτόν υπέφερε. Για να καθυποτάξει τα πάθη, ώστε ο νους κυρίαρχος πια, να βρίσκεται αδιάλειπτα ενωμένος με τον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο να τελέσει μεγάλα σημεία και τέρατα που προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στο Δημιουργό των πάντων.
Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ζώντας με την αδιάλειπτη επικοινωνία με το Θεό, την άχρονη αιωνιότητα, γνώριζε ο Όσιος τα μέλλοντα. Πρόβλεψε ο μακάριος μια καταστροφή που θα επέτρεπε ο Θεός για να παιδαγωγήσει τους δούλους του στο Βυζάντιο. Θέλοντας ο φιλάνθρωπος να προλάβει την καταστροφή ειδοποίησε τον βασιλιά και τον Πατριάρχη. Τους παράγγειλε να κάμουν δύο λιτανείες τη βδομάδα με όλο το λαό για να προκαλέσουν το έλεος του Θεού. Αμέλησαν όμως στη φωνή του ερημίτη και δοκίμασαν την παιδαγωγία του Θεού.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μάμα. Ξαφνικά κάπου πήρε φωτιά και καιγόταν το Βυζάντιο. Τόσο αυξανόταν η φλόγα, ώστε περικύκλωσε όλη την πόλη. Κάηκαν πολλοί άνθρωποι, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν. Πολλά σπίτια και εκκλησίες έπαθαν ζημιές. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει κανένας τη βασιλίδα των πόλεων να πυρπολείται όπως άλλοτε τα Σόδομα.
Τότε πολλοί άνθρωποι της πόλης θυμήθηκαν την πρόρρηση του Οσίου και πιστεύοντας στη δύναμη της προσευχής του, έστειλαν μεσίτες να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Όταν άκουσε ο Όσιος τη συμφορά δάκρυσε. Με λύπη του τους παρατήρησε, επειδή αμέλησαν να κάνουν τις δεήσεις που τους παράγγειλε. Έπειτα τους πρόσταξε να προσεύχονται και να νηστεύουν. Αφού και ο ίδιος προσευχήθηκε για τη σωτηρία του λαού, φώναξε τους μεσίτες και τους είπε: «Πηγαίνετε και μη φοβάστε. Σε επτά μέρες σβύνει η φωτιά». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότης. Τότε όλοι θαύμασαν την παρρησία του στο Θεό. Ιδιαίτερα το βασιλικό ζεύγος που τον επισκέφτηκε και ζήτησε συγχώρεση για την μέλεια που έδειξαν.
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
Τον καιρό εκείνο, ακούστηκε φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλιάς των Βανδάλων, ετοιμαζόταν να πολεμήσει την Αντιόχεια. Έχοντας ο βασιλιάς από τη φήμη αυτή, αγωνία έτρεξε στο φίλο του Δανιήλ και του είπε την υπόθεση. Ο Όσιος, που είχε το χάρισμα να προφητεύει, του είπε τα εξής: «Δεν πρόκειται να πάει καθόλου στην Αντιόχεια ο Γιζέριχος, αλλά θα γυρίσει πίσω άπραχτος και ντροπιασμένος». Και έγινε όπως ακριβώς ο όσιος Δανιήλ προφήτευσε.
Ευχαριστημένος ο βασιλιάς θέλησε κάτι να προσφέρει στον Άγιο. Σκέφτηκε να κτίσει κελλιά κάτω από το στύλο για την ανάπαυση των μαθητών του. Ο Όσιος όμως δεν δέχτηκε. Τον παρακάλεσε μόνο να στείλει ανθρώπους να φέρουν το λείψανο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ο βασιλιάς, έχοντας πόθο να ευαρεστήσει τον Όσιο, έστειλε αμέσως ανθρώπους στην Αντιόχεια και έφεραν το Άγιο λείψανο. Στη βόρεια πλευρά του στύλου έκτισε μια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του αγίου Συμεών. Έκτισε ακόμα και κελλιά για την ανάπαυση των προσκυνητών. Ο Όσιος χάρηκε πολύ. Κάλεσε το βασιλιά και αυτούς όλους που κοπίασαν και τους ευχαρίστησε. Ύστερα τους πρόσφερε λόγια θεοδίδαχτα για την φιλαδελφία και την αγάπη. Και ήταν τόσο γλυκός ο λόγος του, ώστε όλοι συγκινήθηκαν κι έκλαιαν.
ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο βασιλιάς Λέων, είχε γαμπρό από τη θυγατέρα του Αριάδνη, τον Ίσαυρο Ζήνωνα. Τον έκαμε ύπατο και τον έστειλε ύστερα εναντίον των βαρβάρων στη Θράκη. Ο Ζήνωνας πριν πάει στον πόλεμο, πέρασε από τον Όσιο Δανιήλ, να πάρει την ευχή του. Ο Όσιος του προφήτευσε όλα όσα επρόκειτο να πάθει μέχρι τέλους: ότι θα γυρίσει νικητής από τον πόλεμο και ότι θα τον επιβουλευτούν οι δικοί του, αλλά δε θα τον κακοποιήσουν.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς, άφησε διάδοχό του τον εγγονό που γέννησε η θυγατέρα του με την πρόρρηση του Οσίου. Η σύγκλιτος όμως έκαμε βασιλιά το Ζήνωνα, γιατί ο διάδοχος ήταν ακόμα παιδί. Όταν ύστερα από καιρό πέθανε το παιδί, οι συγγενείς του Ζήνωνα, Αρμάτος και Βασιλίσκος τον φθόνησαν και τον μισούσαν άδικα. Ο Ζήνωνας που γνώριζε την επιβουλή, κατέφευγε στον Όσιο. Και αυτός του προέλεγε όσα θα ακολουθούσαν: ότι θα φύγει από το θρόνο, σε έρημο όπου από την πείνα του θα φάει ωμά χόρτα. Έπειτα θα απολαύσει το βασίλειο και θα πεθάνει στο θρόνο με καλό θάνατο, όπως και έγινε.
Βλέποντας ο βασιλιάς Ζήνων ότι πληθύνονταν οι επιβουλές, έφυγε κρυφά με τη βασίλισσα και πήγε στην Ισαυρία. Τότε ο βασιλίσκος άρπαξε τα σκήπτρα της βασιλείας. Από τα πρώτα έργα του, ήταν ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας. Παντού έλεγε λόγια βλάσφημα για την ένσαρκη οικονομία του Θεού. Μελετούσε ακόμα να θανατώσει τον Πατριάρχη Ακάκιο, γιατί εναντιονόταν στην αίρεσή του, φυλάγοντας το ποίμνιό του. Οι προθέσεις του έγιναν γνωστές και μαζεύτηκε πλήθος πολύ από μοναχούς και λαϊκούς για να τον προστατεύσουν. Έστειλαν και επιστολές στον Όσιο έγραψε και ο βασιλίσκος, ψευδόμενος ότι ο Πατριάρχης ήταν ο αίτιος της ταραχής γιατί διέστρεφε το λαό και το στρατό. Ο Όσιος όμως σαν διακριτικός και σοφός, γνώρισε την πανουργία του βασιλιά. Του ανταπάντησε ελέγχοντάς τον δριμύτατα και προλέγοντας ότι ο Θεός θα του αφαιρέσει το βασίλειο, για την ασέβειά του.
Ο Πατριάρχης, επειδή η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς, έστειλε στον Όσιο ορισμένους αρχιερείς. Τους είπε να τον παρακαλέσουν να κατεβεί από το στύλο για τον Κύριο και να βοηθήσει την Εκκλησία, γιατί άλλο στήριγμα δεν είχαν. Έφθασαν οι αρχιερείς στον Όσιο και τον παρακάλεσαν. Όμως ο Θεόκλητος Στυλίτης αρνήθηκε να κατεβεί. Η ανάβασή του στο στύλο ήταν από Θεία κλήση. Έτσι το να κατεβεί ισοδυναμούσε με άρνηση του Θείου Θελήματος. Επέμεναν όμως οι αρχιερείς και με δάκρυα, γονατιστοί, προσεύχονταν κάτω από το στύλο. Βλέποντάς τους ο Όσιος, δεν άντεξε. Ράγισε η καρδιά του στον πόνο των συνανθρώπων του. Γι' αυτό δεήθηκε θερμά στον Κύριό του, να του φανερώσει αν ήταν Θέλημά του να κατεβεί. Ο Θεός τού έλεγε να κατεβεί, αλλά μετά να επιστρέψει. Κατέβηκε λοιπόν ο Όσιος. Οι επίσκοποι τον ασπάστηκαν με ευγνωμοσύνη και τον έφεραν στον Πατριάρχη. Είναι απερίγραπτη η τιμή με την οποία τον υποδέχτηκαν στο Βυζάντιο και η ευφροσύνη που προξένησε η παρουσία του.
Ο Όσιος δεν άργησε να ελέγξει τις πλάνες και τις κακοδοξίες του βασιλιά. Για τις διώξεις του, τον ονόμασε νέο Διοκλητιανό και τον προειδοποίησε ότι θα δεχτεί την οργή του Θεού. Ο βασιλιάς γνωρίζοντας ότι ο Όσιος Δανιήλ ήταν αγαπητός, τόσο στο Θεό όσο και στο λαό, φοβούμενος απομακρύνθηκε. Ο Όσιος όμως δε το δέχτηκε αυτό. Έτρεχε από πίσω του, για να τον ελέγξει κατά πρόσωπο.
Τα πόδια του ήταν εξασθενημένα από την άσκηση και δεν μπορούσε να περπατεί. Γι' αυτό κάθε τόσο τον σήκωναν στα χέρια τους οι άνθρωποι που ήταν κοντά του. Στο δρόμο τους προς τα ανάκτορα συνάντησαν ένα λεπρό που τους φώναξε:
› Ελέησέ με δούλε του Θεού, και θεράπευσέ με τον ταλαίπωρο.
Του απαντά ο Όσιος:
› Γιατί άφησες τον Παντοδύναμο Θεό και ζητάς από άνθρωπο αμαρτωλό θεραπεία; Όμως αν έχεις πίστη και ο δούλος του μπορεί να σε βοηθήσει». Και τον πρόσταξε να λουσθεί στη θάλασσα. Υπακούοντας ο λεπρός, θεραπεύτηκε τελείως.
Καθώς προχωρούσαν, είδε ένας Γότθος τον Όσιο να βαστάζεται από τους ανθρώπους, και είπε με ειρωνεία:
› Να, ο νέος ύπατος!
Λέγοντας αυτό έπεσε καταγής και ξεψύχησε. Οι παρευρισκόμενοι, είδαν με δέος το συμβάν. Αλλά και ο βασιλιάς φοβήθηκε σαν το έμαθε, και όταν έφτασε ο Όσιος στα ανάκτορα δεν τον άφησε να εισέλθει. Τότε αυτός αποτινάσσοντας το χώμα των ποδιών του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έφυγε. Όταν αργότερα μεταμελήθηκε, από φόβο, ο βασιλιάς και τον κάλεσε να επιστρέψει, ο όσιος Δανιήλ αρνήθηκε. Μάλιστα του μήνυσε ότι θα είναι κακοθάνατος, γιατί υβρίζει το Θεό. Όταν οι απεσταλμένοι ανάγγελαν την απάντηση στο βασιλιά, συνέβηκε κάτι που προμήνυε την αλήθεια των λεγομένων του Οσίου: Ένας πύργος των ανακτόρων, σωριάστηκε χωρίς αιτία καταγής.
Αλλά και πολλά άλλα είναι τα θαύματα που έγιναν από τον ισάγγελο Δανιήλ ενώ βρισκόταν στην Πόλη.
Μια μέρα ενώ βρισκόταν ο Όσιος στο Πατριαρχείο όπου τον υποδέχτηκαν με τιμή και ευλάβεια, βρέθηκε μπροστά του, άγνωστο πως, ένα φοβερό φίδι. Όταν το είδε ο πραότατος Δανιήλ το πρόσταξε να βγει έξω χωρίς να βλάψει κανένα. Το φίδι στην προσταγή του Οσίου, στράφηκε προς τον τοίχο και αμέσως εξέπνευσε. Εκεί βρισκόταν και μια επιφανής γυναίκα, η Ραίς. Μόλις είδε τον Όσιο, έτρεξε κλαίοντας και έπεσε στα πόδια του, παρακαλώντας τον να την ευλογήσει για να γεννήσει ένα παιδί. Βλέποντας ότι τα πόδια του ήταν πληγωμένα από την άσκηση, θαύμασε την υπομονή και τη θέλησή του. Μετά έβγαλε ένα από τα λαμπρά φορέματά της και του το έδωσε να τυλίξει τα πόδια του και αργότερα το επέστρεψε μαζί με μια προφητεία:
› Θα γεννήσεις γιό και να τον ονομάσεις Ζήνωνα.
Όπως και έγινε.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ακούοντας τα όσα θαυμάσια ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως επαληθεύσουν και γι' αυτόν οι προρρήσεις του Οσίου. Έστειλε ανθρώπους του και τον κάλεσε στα ανάκτορα, όμως ο σώφρονας Δανιήλ αρνήθηκε. Οι προσκλήσεις επαναλήφθησαν πολλές φορές. Πάντα όμως κατέληγαν στην αποτυχία. Τότε αποφάσισε και ήλθε ο ίδιος στον Όσιο. Για να τον δεχτεί ο Όσιος, υποκρίθηκε τον ταπεινωμένο και μετανιωμένο και ντυμένος σαν δούλος του ζητούσε συγχώρεση των αμαρτιών. Όμως ο προορατικός Δανιήλ γνώριζε τη σκέψη του και ελέγχοντας την παρανομία και την κακοδοξία του τον άφησε να φύγει. Μετά φανέρωσε στους παρευρισκομένους την πραγματική πρόθεση του βασιλιά λέγοντας:
› Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωση που έδειξε ο Βασιλίσκος δεν ήταν πραγματική. Ήταν υποκρισία και πονηρία, και όχι μετάνοια. Γρήγορα όμως θα δείτε ότι διαλέγοντας τον κακό δρόμο διάλεξε και την τιμωρία του.
Σε λίγες μέρες όπως ο Όσιος προφήτευσε, διώχτηκε ο Βασιλίσκος από το θρόνο και επέστρεψε στα ανάκτορα ο Ζήνων. Έτσι αφού ο θειοειδής Δανιήλ με τη ζωντανή ειρήνη του Παράκλητου, αποκατάστησε την τάξη στην Πολιτεία και τη γαλήνη στην εκκλησία, εγύρισε πίσω στην άσκηση του. Ανέβηκε ξανά στο στύλο και επιδόθηκε στον αγώνα του με προθυμία.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
α) Ο σωφρονισμός της πόρνης
Μπροστά στην τόση προθυμία του Οσίου για πνευματικές αναβάσεις, δεν άντεξε ο μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας την αγγελική ζωή του, παρακίνησε κάτι ανθρώπους στο Βυζάντιο να τον ενοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αυτοί να πληρώσουν μια πόρνη, τη Βασιανή, αν καταφέρει να δελεάσει τον Όσιο, ή κανένα από τους μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, η άσωτη, ρούχα λαμπρά και πολύτιμα κοσμήματα και πήγε προς τον Ισάγγελο Δανιήλ. Έφτασε κοντά στο στύλο, σ' ένα χωράφι και προφασιζόμενη ότι έχει κάποια ασθένεια προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να αιχμαλωτίσει την καθαρή ψυχή του Οσίου. Αλλά παρ' όλες τις πονηριές της δεν κατάφερε να νικήσει ούτε τον Όσιο, ούτε κανένα από τους μαθητές του.
Επέστρεψε λοιπόν άπρακτη. Για να πάρει όμως τα χρήματα που της υποσχέθηκαν, είπε ψέματα ότι την επιθύμησε ο Δανιήλ. Και ότι είπε, αυτός που ζούσε με τους αγγέλους, στους μαθητές του, να της βάλουν σκάλα ν' ανεβεί, αλλά αυτή έφυγε. Ο Θεός όμως για την βέβηλη συκοφαντία της επέτρεψε να παραλογιάσει. Και αυτή χωρίς να θέλει, ομολογούσε παντού ότι κατηγόρησε άδικα τον ουρανοπολίτη Δανιήλ. Οι άνθρωποι της Πόλης τη λυπήθηκαν και την πήγαν στον Όσιο. Και ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, τη συγχώρεσε και τη θεράπευσε. Ύστερα από τη θεραπεία της η Βασιανή, νικημένη από τη φιλανθρωπία του Οσίου, καταφιλούσε το στύλο και έχυσε άφθονα δάκρυα μετανοίας. Και ο φιλόστοργος και απειράγαθος Θεός, της έστειλε τη χάρη του, από την οποία συγκινημένη η πρώην πόρνη, υποσχέθηκε στον Όσιο ότι θα διορθωθεί. Και πράγματι έζησε την υπόλοιπη ζωή της σωφρονέστατα.
β) Η μετάνοια του βαρβάρου
Ήταν κάποιος ανδρείος Γαλάτης που ονομαζόταν Εδρανός. Πολέμησε με τους συντρόφους του μαζί με το βασιλιά, και σαν γενναίος που ήταν κέρδισε πολλές νίκες. Ο βασιλιάς λοιπόν, θέλησε να τον έχει πάντα σύμμαχο στους πολέμους. Γι' αυτό τον προσκάλεσε στα ανάκτορα και τον δόξασε με τιμές και φιλοδωρήματα. Ύστερα τον έστειλε στον Άγιο να τον ευλογήσει. Όταν έφθασε ο Εδρανός στο στύλο και μίλησε με τον πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο επέδρασε πάνω του η χάρη του Αγίου, ώστε μετανόησε. Γίνεται ο λύκος ήμερο πρόβατο και ο πρώην βάρβαρος μαθητής του Χριστού και γεύεται μια υπερκόσμια μακαριότητα.
Μπροστά σ' αυτή τη μακαριότητα ο Εδρανός αρνείται κοσμική χαρά και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεί και τους φίλους του να τον μιμηθούν. Ο Εδρανός μετονομάστηκε σε Τίτο και άρχισε τη νέα ζωή της συνεχούς ασκήσεως με προθυμία. Ο βασιλιάς λυπήθηκε που έχασε τέτοιο γενναίο πολεμιστή. Όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου, για να μη λυπήσει τον Όσιο.
Έμεινε λοιπόν ο Τίτος κοντά στον Όσιο Δανιήλ μιμούμενος τις αρετές τους ιδιαίτερα τη νηστεία. Θέλοντας μια φορά να γνωρίσει τι και πόσο έτρωγε ο Όσιος, παραφύλαξε όλη τη νύχτα πίσω από το στύλο. Για επτά ημερονύχτια που έμεινε, δεν είδε τον Όσιο να φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, εξομολογήθηκε το λογισμό του στον Όσιο και το ζήτησε να του πει την αλήθεια. Ο Όσιος Δανιήλ του είπε:
› Τόσο μόνο τρώγω και πίνω, όσο για να μην πεθάνω από την ασιτία και την κακοπάθεια. Γιατί δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε.
Τη νουθεσία αυτή ο Τίτος, την έκαμε πράξη στη ζωή του. Έτρωγε τόσο, όσο για να ζει. Κοιμόταν πολύ λίγο. Δεν ξάπλωνε ο θειότατος, αλλά δενόταν από τις μασχάλες και κρεμόταν. Στο στήθος του στήριζε ένα βιβλίο πάνω σε σανίδι και διάβαζε μέχρι να κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς τα κατορθώματά του, εντυπωσιάστηκε. Στις επισκέψεις στον Όσιο, έβλεπε πάντα τον πρώην βάρβαρο και από τη ζωή του έπαιρνε πολλή ωφέλεια. Ένας ακόμα από τους πρώην δούλους του που ακολούθησε τον Τίτο στην μοναχική ζωή, ο Ανατόλιος, έζησε τόσο ενάρετα, ώστε έκανε και δώδεκα μαθητές γινόμενος παντού περιβόητος.
ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η απομάκρυνση από τον κόσμο, δημιουργεί τις πιο ασφαλείς προϋποθέσεις για την ένωση με το Θεό. Μακριά από τη διάσπαση που προκαλούν οι μέριμνες της ζωής, ο ανθρώπινος νους κινούμενος από το συνεχή πόθο, έρχεται σε επαφή με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στη μυστική αυτή συνάντηση Θεού και ανθρώπου, δίνονται από το Χορηγό κάθε αγαθού, τα χαρίσματα όπως ο Θεός γνωρίζει: «ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του πατρός των φώτων», λέγει ο ιερέας στη λειτουργία. Ένα από τα θεόπεμπτα αυτά χαρίσματα είναι και η θαυματουργία. Του χαρίσματος της θαυματουργίας, αξιώθηκε και ο μακάριος Δανιήλ. Πολλλά είναι τα θαύματα που τέλεσε με τη χάρη του Θεού και μεγάλα τα σημεία, ώστε να προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στον Παντοδύναμο Θεό.
α) Θεραπεία μικρού παιδιού
Κάποιος χρυσοχόος είχε ένα παιδί επτά χρονών. Δεν μπορούσε το δύστυχο να περπατήσει όρθιο, αλλά συρόταν με την κοιλιά του σαν ερπετό. Μια μέρα οι γονείς του το πήγαν στον Όσιο. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους ελεήσει. Ο Όσιος τους είπε να το βάλουν στο ναό του Αγίου Συμεών και να του αγγίξουν το άγιο λείψανο. Υπάκουσαν οι άνθρωποι. Την εβδόμη μέρα, έκαμε ευχή ο Όσιος από το στύλο και ευθύς το παιδί θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οι γονείς του να το βλέπουν να χοροπηδά, να αγκαλιάζει το στύλο και να τον φιλά με ευλάβεια.
β) Θεραπεία οδοιπόρου
Ένας οδοιπόρος ερχόμενος από την Ανατολή, έπεσε σε ληστές. Του πήραν ότι είχε προξενώντας του πολλές πληγές. Δεν έφταναν τα όσα κακά, του έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων και τον άφησαν καταγής μισοπεθαμένο. Βλέποντας τον άνθρωπο να ουρλιάζει από τους πόνους κάτι οδοιπόροι τον λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τον πήραν στην Άγκυρα και τον παράδωσαν στον εκεί επίσκοπο. Έφερε γιατρούς και με θεραπευτικά βότανα έκλεισαν τις πληγές. Όμως ήταν αδύνατο να περπατήσει, γιατί τα νεύρα του ήταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε το θαυματουργό Όσιο. Έβαλαν τον άνθρωπο πάνω σε ζώο και τον οδήγησαν στο στύλο. Εκεί έκλαιε, ο καταπονεμένος, και παρακαλούσε τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο ταπεινός Δανιήλ αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, απέδιδε σε άλλους τα κατορθώματα. Έστειλε λοιπόν τον ασθενή στο ναό, και αυτός προσευχόταν πάνω στο στύλο. Αφού χρίσθηκε ο ταλαίπωρος οδοιπόρος, όπως ο Όσιος του υπέδειξε, το λάδι του αγίου λειψάνου, την έκτη μέρα έγινε θαυματουργικά τελείως καλά. Ευχαριστώντας τον Όσιο, δόξασε τον Παντοδύναμο Θεό.
γ) Θεραπεία εκ γενετής αλάλου
Ήταν μια γυναίκα, που είχε παιδί άλαλο εκ γενετής, δώδεκα χρονών. Έφυγε μια νύχτα, και άφησε το παιδί έξω από τη μάνδρα που περιστοίχιζε μια έκταση γύρω από το στύλο. Όταν βρήκαν οι μοναχοί το παιδί, το πήραν στον Όσιο. Ο φιλάνθρωπος Δανιήλ, είπε να το κρατήσουν στη μονή και ότι θα γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι μοναχοί του απάντησαν πως το παιδί είναι κουφό και άλαλο. Ο Όσιος τότε τους είπε να χρίσουν με λάδι τη γλώσσα του. Έκαναν οι μοναχοί ότι τους παράγγειλε ο σοφός Γέροντάς τους. Και αυτός προσευχόταν στον Απειράγαθο Θεό να δώσει λαλιά στο δημιούργημά του.
Ήλθε η Κυριακή και όλοι ήταν στη λειτουργία. Όταν ο διάκονος επρόκειτο να διαβάσει το Ευαγγέλιο και είπε το όνομα του Ευαγγελιστή, μίλησε το παιδί και είπε το «Δόξα σοι Κύριε». Από την ώρα εκείνη, προς θαυμασμό όλων, το παιδί απαντούσε στον ιερέα ως το τέλος της λειτουργίας.
Παρ' όλα τα εξαίσια που με τις προσευχές του τελούσε ο Όσιος Δανιήλ ήταν τόσο ταπεινός, επιεικής στους άλλους και μετριόφρονας, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του, τον αμαρτωλότερο άνθρωπο. Ουδέποτε κατέκρινε κανένα. Και όταν άκουγε κατακρίσεις, ιδιαίτερα για τους ιερείς, έλεγε:
› Δεν είμαστε εμείς κριτές των άλλων. Ένας είναι ο δίκαιος και αλάνθαστος Κριτής. Εμείς, αδελφοί μου, αν πραγματικά μισούμε το κακό και όχι τον αδελφό μας, ας το διώξουμε πρώτα από μέσα μας, για να μην κατακριθούμε αιώνια.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Αποκάλυψε ο Θεός στον Όσιο, την αναχώρησή του από τις θλίψεις της γης στην ουράνια μακαριότητα. Έγραφε ο Όσιος την τελευταία του διάταξη που έλεγε τα εξής: «Εγώ παιδιά μου, πηγαίνω προς τον κοινό μας Πατέρα. Δε σας αφήνω ορφανούς αλλά αποθέτω τη μέριμνά σας στην Πρόνοια του Θεού. Αυτός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν με μόνο το λόγο του και σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Αυτός λοιπόν σαν φιλάνθρωπος θα σας φυλάει από το πονηρό. Αυτός θα σας προστατεύει και θα διατηρεί την ομόνοια μεταξύ σας. Να έχετε ταπεινοφροσύνη, υπακοή και φιλοξενία. Μην αμελείτε τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη και πάνω από όλα την αγάπη και την ευσέβεια στο Θεό.
Φυλαχτείτε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν κάνετε όλα αυτά, τότε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή». Όταν τέλειωσε το γράψιμο φώναξε στους μοναχούς να τη διαβάσουν. Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω από την σκάλα του στύλου και έκλαιαν για το μεγάλο απόχωρισμό. Ο Άγιος σαν στοργικός πατέρας τούς παρηγορούσε, λέγοντας ότι θα τους προσέχει από τον ουρανό.
Τρεις μέρες πριν από την προς Κύριο εκδημία τού οσιότατου συνέβη το παρακάτω θαυμάσιο. Ήλθαν από τον ουρανό επισκέπτες, πάντες οι Άγιοι: Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και Άγγελοι Κυρίου. Τον ασπάζονταν με φιλοφροσύνη και τον πρόσταξαν να λειτουργήσει. Υπακούοντας ο Όσιος τέλεσε τη λειτουργία και κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια. Όταν ο οσιότατος Δανιήλ έφθασε στα έσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οι μαθητές του, ο Πατριάρχης και πολλοί από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί. Ένας δαιμονισμένος που ήταν κοντά, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους που έρχονταν να συμπαρασταθούν στο θάνατο του οσίου και τους καλούσε τον καθένα ονομαστικά. Ενώ φώναζε είπε και αυτό:
› Την τρίτη ώρα της ημέρας, πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο και τότε εξέρχεται από μένα το ακάθαρτο πνεύμα με θεία βούληση.
Πράγματι την τρίτη ώρα της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς τον Κύριο και ο δαιμονισμένος ελευθερώθηκε. Τότε οι κληρικοί και οι θλιμμένοι μαθητές του, ανέβηκαν πάνω σε εξέδρα που κατασκευάστηκε γι' αυτό και έψαλλαν τα εξόδια κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες. Ακολούθως κατέβασαν το άγιο λείψανο, και το τοποθέτησαν σε μολύβδινη θήκη. Έγιναν την ώρα εκείνη πολλά θαυμάσια που μαρτυρούσαν τη δόξα που απολάμβανε ο Όσιος στους ουρανούς: ενώ ήταν μέρα και ο ήλιος έλαμπε, φάνηκαν από το άγιο λείψανο τρεις σταυροί αποτελούμενοι από αστέρια. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετούσε πάνω του, φανέρωνε την επισκιάζουσα το λείψανο χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ενταφίασε ο Πατριάρχης το ιερό σώμα του Δανιήλ και έβαλε πάνω στον τάφο του τα ιερά λείψανα των Αγίων Τριών Παίδων της Βαβυλώνας. Αυτό έγινε κατά την προσταγή του Αγίου, για να προσκυνήσουν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς αντί τον ίδιο. Έτσι απέφευγε την ανθρώπινη δόξα και μετά θάνατο ο ταπεινότατος.
Αυτός ήταν ο θαυμαστός βίος του Οσίου Δανιήλ Στυλίτη και τα μέχρι του θανάτου του κατορθώματα. Έζησε ο μακάριος ογδόντα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 490. Η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
Στίχος
Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων, οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στῦλον, καὶ νῦν πόλον. Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες.
Πηγή: (Εκδόσεις Ορθόδοξον Ίδρυμα Απόστολος Βαρνάβας) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Λεοντίου μᾶς παρέχει τὸ Συναξάριον τοῦ Νέου Λειμωναρίου, στὸ ὁποῖο περιέχονται τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς μονῆς καὶ ἕνα «Ἐγκώμιον στὸν Ὅσιο Λεόντιο τὸν ἐν Ἀχαΐᾳ» ποὺ ἔχουν διασωθεῖ.
Τὸ πρῶτο κείμενο εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸ Γεννάδιο Σχολάριο, σχεδόν σύγχρονο τοῦ ἁγίου (1400-1472), πρῶτον μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Σχολάριος, ποὺ ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Η´, ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴν παράταξη τῶν ἀνθενωτικῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἄλλοι ἤθελαν ἐλπίζοντας νὰ τοὺς βοηθήσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ περιέσφιγγαν τὴν Βασιλεύουσα ἕτοιμοι νὰ τὴν κατακτήσουν. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ καθῆκον νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ τὸ Μωάμεθ τὸν Πορθητὴ ὅ,τι ἦταν δυνατὸ νὰ σωθεῖ μετὰ τὴν καταστροφικὴ λαίλαπα τῆς ἁλώσεως καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ προνόμια τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ ἀκόμα καὶ μέχρι σήμερα ἰσχύουν. Τὸ δεύτερο κείμενο πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποιο μαθητὴ τοῦ Γεωργίου Σχολαρίου, ὁ ὁποῖος ἐξασκεῖται στὴν συγγραφὴ ἐγκωμιαστικῶν λόγων.
Ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ μαθαίνουμε ὅτι ὁ Λέων, -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Λεοντίου- γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Λακωνίας γύρω στὸ 1377 ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Μαμμωνάδων, ποὺ εἶχε συγγένεια μὲ τὴν οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων. Τότε οἱ Παλαιολόγοι εἶχαν τὴν ἕδρα τους στὸν κοντινὸ μὲ τὴν Μονεμβασία, Μυστρᾶ, τόπο ὅπου ἐστέφθη ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος.
Οἱ γονεῖς του Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα ἦσαν ἄνθρωποι «ἐπιφανεῖς καὶ θεοφιλεῖς». Αὐτὴ ἡ μητέρα του, Θεοδώρα, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου τοῦ Δ´ τοῦ Παλαιολόγου (1376-1379) καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ στὸ σύζυγό της Ἀνδρέα Μαμωνᾶ ἐμπιστεύεται «πάσης τῆς Πελοποννήσου τὴν ἀρχήν», δηλαδὴ δίδει σὲ αὐτὸν τίτλο ἁρμοστοῦ τπης κεντρικῆς ἐξουσίας, πράξη ποὺ φανερώνει πέραν τοῦ οἰκογενειακοῦ δεσμοῦ, τὴν ἐκτίμηση καὶ ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἀνδρονίκου πρὸς αὐτόν.
Τὰ χρόνια εἶναι δύσκολα γιὰ τὸ Βυζάντιο, εἶναι ἡ τελευταία ἑκατονταετία του καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία μπροστὰ στὴν προέλαση τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, ἀφοῦ εἶχε ἀκρωτηριασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ εἶχε καταρρεύσει οἰκονομικά. Τὸ κρατικὸ ταμεῖο ἦταν ἐντελῶς ἄδειο, τὸ διοικητικὸ σύστημα ὑπὸ διάλυση, τὸ νόμισμα εἶχε ὑποτιμηθεῖ καὶ ὅλες οἱ πηγὲς ἐσόδων εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Ὁ αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση. Ἔτσι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του, ὅπως ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Αγίου Λεοντίου.
Στὸ ἐξωτερικὸ καὶ πολύ κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δράση τῶν Τούρκων εἶναι ἀκάθεκτη. Ὁ Ὀρχὰν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ ὁδήγησε τὸ λαό του σὲ κατακτήσεις στὴν Εὐρώπη. Οἱ Τοῦρκοι τὸ 1354, ἐπωφελούμενοι ἀπὸ ἕνα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν τὸ φρούριο τῆς Καλλίπολης. Στήν Κωνσταντινούπολη ὁ λαὸς καταλήφθηκε ἀπὸ πανικό, πιστεύοντας ὅτι κινδύνευε ἄμεσα. Ἐπὶ Μουρὰτ Α´ (1361- 1389), οἱ πόλεις τῆς ἐρημωμένης Θράκης ὑπέκυψαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ 1361 καταλήφθηκε τὸ Διδυμότειχο καὶ λίγο ἀργότερα ἡ Ἀνδριανούπολη, ὅπου ὁ Σουλτάνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του (περὶ τὸ 1365). Τέτοια ἦταν λοιπόν ἡ κατάσταση στὴν Βασιλεύουσα, ὅταν γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Λεόντιος, ὁ ὁποῖος μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δίνη τῶν καιρῶν ἔλαβε ἐξαιρετικὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ εὐρύτερες σπουδές, ὅπου ἔτυχε ἰδιαιτέρας φροντῖδος, μεγαλώνοντας στὸ ἀνακτορικὸ περιβάλλον μὲ ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια· σὲ μιὰ Πόλη, ποὺ εἶχε χάσει τὴν ἀκμή της καὶ ποὺ πολύ κοντὰ στὴν τελικὴ κατατροφὴ βρισκόταν.
Προικισμένος μὲ ὀξύτητα νοῦ καὶ μὲ καθαρότητα βίου μέσα σὲ λίγο διάστημα διδάχθηκε τόσα πολλὰ ὅσα λίγοι κατορθώνουν. Παράλληλα μὲ τὴν μόρφωσή του φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερική του καλλιέργεια «ἐκδίδοται», χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει τὸ συναξάρι «εἰς μαθητείαν καὶ τῶν ἱερῶν γραμμάτων», τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς μετέπειτα ἐξέλιξής του. Μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο ἐπιδίδεται στὶς ἐπιστῆμες καὶ περισσότερο στὴν φιλοσοφία, προξενώντας ὅλων τὴν ἔκπληξη, μάλιστα καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου (1391-1425), ποὺ γιὰ νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου εἶχε τὴν ἀκόλουθη περιπετειώδη ἱστορία: Ἡ πίεση στὴν ἀδύναμη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία αὐξήθηκε τώρα σημαντικά. Ὁ Σουλτάνος ἦταν σὲ θέση νὰ ἐλέγχει τὴν διαδοχὴ στὸ θρόνο καὶ νὰ ἐπιβάλλει ἀπόλυτα τὴν θέλησή του. Τὸ 1390 ἐπέβαλε στὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη Ζ´, ἐνῶ ὁ διάδοχός του Μανουήλ, διαβιοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ Σουλτάνου καὶ μάλιστα ἐξαναγκάσθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἐπιτυχῆ ὀθωμανικὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς τελευταίας βυζαντινῆς πόλεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Φιλαδελφείας.
Ὁ Μανουὴλ τελικὰ δραπέτευσε καὶ ἀνέλαβε τὸ 1391 τὴν διακυβέρνηση τῆς Βασιλεύουσας, ποὺ ἀριθμοῦσε τότε μόλις 50000 κατοίκους, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δύσκολες περιόδους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκολούθησε ὁ πρῶτος ἀποκλεισμὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Βαγιαζήτ (1393-1394), ἐνῶ τὰ σύνορα τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ἔφθαναν μέχρι τὸ Δούναβη.
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ γενικότερο κλῖμα τῆς καταστροφῆς ποὺ ἐπερχόταν γιὰ τὴν Πόλη, βρέθηκε κι ὁ Λέων γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τότε συνέβη τὸ καθοριστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ἕως τότε ζωή του, ἀπέθανε ὁ πατέρας του. Γιὰ τοῦτο, ἀναγκάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν Μονεμβασία καὶ νὰ σταθεῖ βοηθὸς καὶ παρηγορητὴς τῆς μητέρας του Θεοδώρας, ἡ ὁποία παρὰ τὸ ὅτι ἐνωρὶς διέκρινεν εἰς αὐτὸν μοναχικές τάσεις τὸν παρακινεῖ νὰ νυμφευθεῖ. Μολονότι ὁ Λέων δὲν ἦτο φιλόκοσμος, πείθεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς γάμον ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπέκτησε τρία παιδιά.
Ὁ μοναχικὸς βίος τοῦ Ὁσίου
Ὅταν ἡ Θεοδώρα εἶδε νὰ λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ἡ ἐπιθυμία της γιὰ τὸ γάμο του γιοῦ της, ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια, ἐνδύεται τὸν μοναχικὸν χιτῶνα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μεταβαίνει στὴν ἀριστερὴ -δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σελινοῦντα, ὅπου ἱδρύει τὴν μονὴ «Ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων», γνωστὴ σήμερα ὡς Μονὴ Πεπελενίτσης. Ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου τελειώνει εἰρηνικὰ τὸν βίο της.
Εἶναι σημαντικὸ αὐτό, διότι ἡ Θεοδώρα, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Λεοντίου, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὸν Ἀνδρέα Μαμωνᾶ, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Δ´ τοῦ Παλαιολόγου. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ὁ Ἀνδρέας Μαμωνᾶς διωρίσθη γενικὸς διοικητὴς ὁλόκληρης τῆς Πελοποννήσου. Ἑπομένως τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ πριγκίπισσα καὶ σύζυγος ἑνός μεγαλοαξιωματούχου νὰ καταλήγει μοναχή, δείχνει τὴν βαθειὰ πίστη ποὺ ήταν ριζωμένη στοὺς γονεῖς τοῦ ὁσίου καὶ ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὸν μετέπειτα ἅγιο υἱό τους.
Μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του ὁ Λέων, ἔχει διακαῆ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἱκανοποιήσει τὸ μεγάλο πόθο τῆς ζωῆς του, δηλαδὴ νὰ μονάσει. Πείθει λοιπόν τὴν σύζυγό του νὰ μείνει στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν φροντίδα τῶν παιδιῶν τους, καὶ ἐκεῖνος ἀναχωρεῖ περὶ τὸ 1410 ἀρνούμενος τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ νὰ ὑποταχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἀποτελοῦσε τὸν Νυμφίον τῆς ψυχῆς του.
Ἦταν τότε σχεδὸν τριαντατριῶν ἐτῶν. Ὥριμος καὶ μὲ συνειδητὴ τὴν ἀπόφασή του παίρνει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγάλο ὄνειρο τῆς ζωῆς καὶ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δὲν τὸν πτοοῦν οἱ κακουχίες τῆς δύσκολης μοναχικῆς ζωῆς, οὔτε τὸν ἐμποδίζει ἡ ἀριστοκρατική του καταγωγὴ καὶ ἡ συγγένειά του μὲ τοὺς Παλαιολόγους. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπερνικᾶ ἡ ἀγάπη του στὸ Χριστό.
Ἐνδύεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα, λαμβάνει τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ παραμένει κοντὰ στὸν μοναχὸ Γέροντα Μεννίδη γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἐργάζεται τὰς ἁγίας ἐντολάς, καθαίρει τὰ πάθη του, ἐξαγνίζει τὸ σῶμα του, φωτίζει τὸ νοῦ του καὶ γρήγορα γίνεται καθαρὸν δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἐχει καὶ ὁ Λεόντιος τὸ μεγάλο ὄνειρο νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀρετή. Ἀναχωρεῖ γιὰ ἐκεῖ, ὅπου ἐπιδίδεται εἰς μεγαλυτέρους πνευματικοὺς ἀγῶνες, πλησίον ἡγιασμένων καὶ ἀγωνιστῶν γερόντων.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἶχε καθιερωθεῖ εἰς τὴν συνεἰδησιν ὅλων, διότι πλησίαζε τὰ πεντακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του καὶ εἶχε μέχρι τότε ἀναδείξει σημαντικὲς μορφὲς ἐναρέτων μοναχῶν. Ἐθεωρεῖτο ἔκτοτε τὸ ἐργαστήριο τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἔτσι κάθε φωτισμένος μοναχὸς ἐπιζητοῦσε νὰ φθάσει ἐκεῖ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐνίσχυση καὶ τὴν ἀνατροφοδότησή του στὰ θέματα τῆς πίστεως. Ἔμαθε ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ τάξη καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸ μοναχισμὸ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἕτοιμο γιὰ νὰ φύγει σὲ δικό του ἀσκητήριο.
Ὁ Ὅσιος στὴν Ἀχαΐα
Ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀνδρώθηκε στὴν ἀρετή, ἀναχωρεῖ διὰ τὴν Πελόπόννησον καὶ ἀναζητεῖ προσευχόμενος τόπον ἀσκήσεως. Ὁ Θεός εἰσήκουσε τὴν προσευχή του «διὸ καὶ ἀπεκαλύφθη αὐτῷ», σημειώνει ὁ συγγραφέας τοῦ συναξαρίου του (παρατίθεται στὴν ἀκολουθία του), «ἀφικέσθαι ἐπὶ τὰ βόρεια εἰς τὸ ὄρος τὸ λεγόμενον Κλωκὸν τοῦ Γέροντος, ἄνωθεν Αἰγίου τῆς κοινολέκτου Βοστίτζας». Ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα αὐτό, περί τὸ 1415-1420, ἦλθε ὁ Λεόντιος γιὰ νὰ μονάσει στὸν Κλωκὸ καὶ συγκεκριμένα στὴν θέση, ὅπου σήμερα βρίσκεται τὸ παλαιομονάστηρο.
Ὁ βράχος τοῦ Κλωκοῦ ἀπότομος καὶ ἀπρόσιτος, θύμιζε λίγο τὰ Κατουνάκια τοῦ Ἄθωνος, μὲ ἄγρια καὶ ἀφιλόξενη φύση προκαλοῦσε ἐκ πρώτης ὄψεως τὸ δέος καὶ τὸ φόβο. Στὴν βάση τοῦ βράχου αὐτοῦ ὑπάρχει ἕνα φυσικὸ κοίλωμα, μιὰ σπηλιά. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ὁ Ὅσιος καὶ ἀμέσως προσελκύει πολλοὺς μαθητές, ποὺ σπεύδουν κοντὰ στὸν γέροντα γιὰ νὰ μονάσουν. Ἔτσι δημιουργεῖται μιὰ χορεία ἀδελφῶν μοναχῶν.
Ὡς μαγνήτης εἵλκυσεν πρὸς αὐτόν «τοὺς ἀκούοντας τῶν μελισταγῶν διδαχῶν του». Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ποὺ οἱ Τοῦρκοι προήλαυναν καὶ κατακτοῦσαν τὴν μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη τὶς ἑλλαδικὲς περιοχές, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ μονὲς ἦσαν τὰ ἀξιοσέβαστα προσκυνήματα καὶ καταφύγια τοῦ λαοῦ. Εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ κατέφευγαν ἀθρόα στὰ μοναστήρια γιὰ νὰ ἀσκήσουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ νὰ καλλιεργήσουν τὸ πνεῦμα καὶ νὰ μορφωθοῦν, ἀφοῦ τὰ μοναστήρια ἦσαν ταυτοχρόνως καὶ ἔξοχα ἐκπαιδευτήρια.
Τὸ Συναξάριον ἀναφέρει ὅτι οἱ Δεσπότες τοῦ Μορέως Θωμᾶς καὶ Δημήτριος Παλαιολόγοι, ἀδελφοὶ τῶν βασιλέων Ἰωάννου Η´ καὶ Κωνσταντίνου ΙΑ´, ποὺ συνεδέοντο με συγγενικὸν δεσμὸν μὲ τὸν Ὅσιο, ἐκτιμήσαντες τὴν εὐσέβειάν του, ἔκτισαν, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε, ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ μονήν, δωρήσαντες εἰς αὐτὴν λείψανα ἁγίων καὶ κυρίως μέρη τῶν φρικτῶν καὶ ἀχράντων παθῶν τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ μέρος ἀπὸ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν Ἀκάνθινον Στέφανον, τὸν Σπόγγον καὶ τὴν χλαμύδα τοῦ Κυρίου μας, καθὼς καὶ μέρος τῆς πλεξῖδος τοῦ Τιμίου Προδρόμου «...πρὸς ἁγιασμὸν καὶ μέρη τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος... ἃ ἔφερον τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ ἐπιτίθενται» σημειώνει τὸ Συναξάριον.
Φρόντισαν ἀκόμη οἱ συγγενεῖς του Παλαιολόγοι νὰ ἀνακαινισθεῖ ὁ προϋπάρχων ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ ἀπὸ τότε πῆρε τὸ ὄνομα «Μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ». Γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο θὰ οἰκοδομηθοῦν καὶ ἄλλα οἰκοδομήματα μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τῶν ὁποίων τὰ ἐρείπια σώζονται ἀκόμα καὶ σήμερα. Στὸ μοναστήρι παραχωρήθηκαν πολλὰ κτήματα, ἐνῶ παράλληλα κατασκευάσθηκε καὶ ὑδραγωγεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς· οἱ Παλαιολόγοι βεβαίωσαν τὶς παροχὲς μὲ ἐπίσημα ἔγγραφα, ποὺ δυστυχῶς δὲν σώθηκαν ἕως σήμερα.
Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου
Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος ἔζησε 75 ἔτη ἐκοιμήθη στὴν κτητορικὴ μονή του στὶς 11 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ἕξι μόλις μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη καταστροφὴ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ τάφος του σώζεται εἰς τὸ παλαιὸν ἐρημητήριόν του. «Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον, ἐν ᾧ καὶ ζῶν ἠγωνίζετο, κατετέθη ἐν σπηλαίῳ, ἀεὶ βρύον ἰάματα τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσι».
Ἡ εὐγενική του καταγωγή, οἱ λαμπρὲς φιλοσοφικὲς σπουδές του, ἡ δόξα ἀπὸ τὴν ἐπιφανὴ καταγωγή του, τὰ πλούτη, ἀκόμα καὶ οἱ οἰκογενειακές του ὑποχρεώσεις δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ μεγάλος σκοπός του.
Ἤδη ἀπὸ λίγο μόνον καιρὸ μετὰ τὴν κοίμησή του, ἡ ἐκκλησία τιμώντας τὴν ἁγία ζωή του, τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν ἁγίων της. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μαθητές τοῦ Ἁγίου, ὁ πρόεδρος (=ἐπίσκοπος) Παλαιῶν Πατρῶν Ἰωακείμ, θαυμαστὴς καὶ μιμητὴς τοῦ ἁγίου, παρακάλεσε τὸ συγγραφέα τῆς ἀκολουθίας του καὶ τοῦ συναξαρίου, πιθανῶς τὸν Γεώργιο (Γεννάδιο) Σχολάριο, νὰ ἐξυμνήσει καὶ νὰ ἐγκωμιάσει τὸν ὅσιο Λεόντιο.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἰωακεὶμ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, γιὰ νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ δασκάλου καὶ πνευματικοῦ του πατέρα· δυστυχῶς αὐτὸ δὲν πραγματοποιήθηκε ἐξαιτίας φοβεροῦ σεισμοῦ, «...σεισμοῦ γενομένου καὶ τοῦ ἄνδρου διασχισθέντος, μηδαμῶς τῇ σορῷ ἴσχυσαν, ἐπὶ τῷ παραδόξῳ ἐκπλαγέντες», προσθέτει τὸ συναξάριον· τὸ γεγονὸς θεωρήθηκε θεῖο σημάδι καὶ ἡ ἀνακομιδὴ ἀναβλήθηκε γιὰ εὐθετότερο χρόνο.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1820, ὅταν ἡγούμενος ἦτο ὁ Σάββας Βερσοβίτης, ὅταν οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὴν στυγνὴ τουρκοκρατία διαφαινόταν ὅτι ἔβαιναν πρὸς τὸ τέλος τους, ἔγινε μὲ τιμὲς καὶ μεγαλοπρέπεια ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐρειπωμένο πλέον μοναστήρι, στὸ νέο τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέσα σὲ καλλιτεχνικὴ ἀργυρῆ λάρνακα φυλάσσονται σήμερα τὰ λείψανα τοῦ κτήτορος τῆς Μονῆς, Ὁσίου Λεοντίου, ἀποτελώντας γι᾿ αὐτὴν θησαυρὸ πολύτιμο.
Τὸ Παλαιομονάστηρο
Εἰς τὴν παλαιὰν μονὴν τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ὑπάρχει σήμερα περίβολος, ὅπου ὁ Βυζαντινὸς ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, καὶ πλησίον του μικρὸς Ναὸς μὲ ὡραῖον τροῦλλον, τῆς περιόδου τῶν Παλαιολόγων. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ναοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων εἶναι τοῦ ΙΣΤ´ αἰῶνος. Ἀνεβαίνει ὁ προσκυνητὴς μιὰ πέτρινη κλίμακα μὲ 51 σκαλοπάτια ἀπὸ πωρόλιθο στὴν σκήτη τοῦ ὁσίου, ὅπου ὑπάρχει μικρὸς ναὸς τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ὁποῖος εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τὸν Λεόντιο μὲ ἡμικατεστραμμένες τοιχογραφίες τοῦ ΙΣΤ´ αιῶνος.
Λίγο πιὸ πάνω εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Ὑπεράνω ἀριστερὰ τοῦ τοίχου φαίνεται ἕνας σταυρὸς μέσα σὲ πέτρινο πλαίσιο, ποὺ φέρει δυσανάγνωστη χρονολογία. Ὁ σταυρὸς αὐτὸς μὲ τὴν χρονολογία εἶναι δεῖγμα βυζαντινό. Στὸν τοῖχο τῆς πύλης διακρίνεται ἁψίδα μὲ δύο ὡραίους κίονες καὶ λίγο ἀπὸ πάνω ἀνάγλυφο ἀπὸ μάρμαρο ποὺ παρίστανε ἕνα ἀμνὸ φέροντα σταυρό, στοιχεῖα ποὺ -κατὰ τὸν καθηγητὴ Λῖνο Πολίτη- ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Λεοντίου ἐκτίσθη ὄντως κατὰ τὴν Βυζαντινὴ περίοδο ἐπὶ Παλαιολόγων.
Ἡ κλίμακα πρὸς τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου
Οἱ περιπέτειες τῆς μονῆς ἀρχίζουν ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση του 1453. Ἡ πάλη τῶν Ἐνετῶν καὶ τῶν Τούρκων γιὰ ἐπικράτηση στὸ χῶρο τῆς Πελοποννήσου, οἱ ἐπιθέσεις τῶν τουρκαλβανῶν, φθάνουν καὶ στὸ μοναστήρι. Γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1500 μᾶς πληροφορεῖ κώδικας τῆς μονῆς Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. «...ἐν ἔτει ζηω´ (1500) ἐπῆραν αὐτοὶ (οἱ Τοῦρκοι) τὴν Μοθωκορώνην, Αὐγούστου 9. Τὸ αὐτὸ ἔτος ἔγινε ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχου, ἤγουν τοῦ Γέροντος, τὸ ἐπάνω τῆς Βοστίτζας ἐν τῷ ὄρει τοῦ Κλοκοῦ κείμενον Αὐγούστου ιε´».
Ἡ Μονὴ τοῦ Λεοντίου ἐπανεκτίσθη, ἀλλὰ ἐπὶ πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως τοῦ Α´ κατεστράφη ἐξαιτίας νέας ἐπιδρομῆς. Τὸ σιγίλλιον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε´ τοῦ 1749 γράφει σχετικά: «...ἐπὶ τῶν ἠμερῶν τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Κυρίλλου τοῦ παλαιοῦ, ὅτε καὶ πυρίκαυστον γεγονός δι᾿ ἐπηρείας τοῦ μισοκάλλου καὶ ἐξαφανισθὲν ἄρδην, οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι πατέρες ἀνήγειραν καὶ ἀνῳκοδόμησαν αὐτό, καὶ εἰς ἣν ὁρᾶται κατάστασιν θείᾳ συνάρσει παρήγαγον, ἀνανεώσαντες καὶ τὴν ἀρχαίαν αὐτῷ σταυροπηγιακὴν ἀξίαν τε καὶ ἐλευθερίαν...».
Μετὰ τὴν καταστροφή, τὴν ὁποία ἀναφέρει τὸ σιγίλλιον, οἱ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι τοῦ Γέροντα καὶ ἵδρυσαν στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος τὸ κάτω μοναστήρι, τὸ σημερινὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Τὸ «παλαιομονάστηρο» μετὰ ἀπὸ πρόχειρη ἐπισκευή, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς καταφύγιο σὲ ὥρα κινδύνου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθεῖς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοὶς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε, ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἠμῶν σὲ πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar/ http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/osios-leontios/01.ht
Ο πολιτικός κόσμος και φορείς προώθησης ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να χαρακτηρισθεί ως ΓΑΜΟΣ η συμβίωση δύο ατόμων του ιδίου βιολογικού φύλου αναγνωρίζοντας στα ομόφυλα ζεύγη ίσα δικαιώματα με τα ετερόφυλα ζεύγη.
Οι νεκρολογίες για εγκληματίες, είτε είναι πανούργοι είτε όχι, φέρουν πάντα έναν αέρα αθλιότητας.
Μετά τις εκτελέσεις στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και στο χωριό Σούβαρδο, οι Γερμανοί στις 9 Δεκεμβρίου έφτασαν στο γειτονικό χωριό Βραχνί. Είχαν μαζί τους 3 άνδρες αιχμαλώτους, το φαρμακοποιό Δημητρίου από τη Βυσωκά τον οποίο βρήκαν στο Σούβαρδο όπου είχε προσπαθήσει να κρυφτεί, τον νεαρό Παύλο Σωτηρακόπουλο από την Κερπινή και τον Ηλία Κατσανιώτη από τους Ρογούς, τους οποίους είχαν πάρει μαζί τους για οδηγούς...
Μόλις οι κάτοικοι που βρίσκονταν στο χωριό αντιλήφθηκαν την παρουσία των Γερμανών έτρεξαν σε διάφορες κατευθύνσεις, σε σπηλιές και απόκρημνα μέρη για να κρυφτούν. Η ομάδα των Γερμανών στρατοπέδευσε στο χωριό και ο διοικητής τους εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι δίπλα από την εκκλησία.
Μερικοί στρατιώτες άνοιξαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και προσπάθησαν να κλείσουν σε αυτήν ένα κοπάδι των προβάτων που είχαν φέρει μαζί τους και όσα ακόμη βρήκαν στο χωριό.Συνέλαβαν το Νικόλαο Σιορώκο, το γιο του Αντώνη ηλικίας 23 ετών, το φύλακα Α. Τσιρώνη και μαζί με τους άλλους τρεις, που είχαν μαζί τους, τους έκλεισαν σε ένα καλύβι κοντά στο σχολείο. Πριν βραδιάσει άφησαν ελεύθερο τον Ηλία Κατσανιώτη, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος μετά από δυο-τρεις μέρες στο χωριό Σούβαρδο.
Οι Γερμανοί αφού έσφαξαν τα ζώα από το κοπάδι που έφεραν μαζί τους και ορισμένα που βρήκαν στο χωριό, πέρασαν τη νύχτα πίνοντας και διασκεδάζοντας.Το πρωϊ της 10ης Δεκεμβρίου πήραν από το καλύβι τους άνδρες, τους οδήγησαν στη θέση Ρούγα, 30 περίπου μέτρα από το δρομάκι Ρούγας-Ζαγορίτσας, σε ένα ανηφορικό χωράφι και τους εκτέλεσαν.
Έκαψαν στη συνέχεια το χωριό. Μόνο πέντε-έξι σπίτια και μερικά φουρναριά έμειναν όρθια!
Η φάλαγγα των γερμανών έφυγε από το χωριό αφήνοντας πίσω της πέντε νεκρούς, πυρπολημένα σπίτια και τα τομάρια των ζώων που έσφαξαν το προηγούμενο βράδυ.Οι κάτοικοι που κρύβονταν στις σπηλιές επέστρεψαν τρομαγμένοι στο χωριό. Με τα χέρια και με ξύλα έσκαψαν και έθαψαν πρόχειρα σε ένα ομαδικό τάφο τους νεκρούς Βραχνιώτες στο χώρο δυτικά της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων που καιγόταν ακόμα. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την ταφή των άλλων δύο, καθώς έφτασε η νύχτα και από το φόβο απομακρύνθηκαν για να κρυφτούν στο βουνό.Την επομένη έθαψαν σε έναν κοινό τάφο τους άλλους δύο νεκρούς και τοποθέτησαν πρόχειρα στα μνήματα ξύλινους σταυρούς.
Οι Γερμανοί επέστρεψαν στα ερειπωμένα Καλάβρυτα την Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Λεηλάτησαν και φόρτωσαν ότι βρήκαν. Κινήθηκαν στην περιοχή του Ξερόκαμπου του Χελμού εκτελώντας όσους έβρισκαν στο δρόμο τους.Τον Ιούλιο του 1944 οι Γερμανοί επέστρεψαν στο Βραχνί και σκότωσαν το γέρο Όλυμπο από τα Σουδενά σε ένα βράχο κάτω από τον Αη-Γιώργη και το Γεώργιο Μαγγίνα κοντά στις καλύβες στον Ξερόκαμπο.
Στο σημείο της εκτέλεσης απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων υπάρχει σήμερα το Μνημείο των εκτελεσθέντων του Βραχνιού για να θυμίζει τα τραγικά γεγονότα της 10ηςΔεκεμβρίου 1943.
Πηγή: Αβέρωφ
– «Ζαλούρα είναι τα παιδιά», μου είπε μια γυναίκα που τα είχε όλα. Βαριέται να έχη παιδιά!
Τα κυβερνητικά ΜΜΕ διακρίνονται από φοβία. Παρά την ειλικρινή τους διάθεση να στηρίξουν τον τιτάνιο αγώνα του πρωθυπουργού,
Ο τυπικός αριστερός ισχυρισμός για τον «προηγμένο καπιταλισμό» είναι ότι οδηγεί στον σοσιαλισμό για τους πλούσιους και στον καπιταλισμό για τους φτωχούς.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, εἶνεμιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Ἡ πέννα τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ζωγραφίζει μὲ τέτοια χάρι τὰ γεγονότα, ὥστε νομίζεις ὅτι τὰ βλέπεις μπροστά σου ζωντανά.Βλέπουμε λοιπὸν σήμερα μιὰ γυναίκα νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα. Μὰ τί ἤτανε, ζῷο; Τὸ ἐξηγεῖ τὸ εὐαγγέλιο· τὴ χτύπησε ἀρρώστια.
Το πρώτο μάχιμο υποβρύχιο του Ελληνικού στόλου, που διεκδίκησε μια παγκόσμια πρωτιά. Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 έγινε το πρώτο υποβρύχιο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που εκτόξευσε τορπίλη κατά εχθρικού πολεμικού πλοίου και συγκεκριμένα του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ» (Medjidieh), στο πλαίσιο του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Αν και η βολή ήταν αποτυχημένη, το «Δελφίν» έγραψε ιστορία.
H ναυπήγηση του Δελφίν ήταν αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατεύματος, που ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή (15 Αυγούστου 1909) και ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση του πρώτου Ελληνικού καταδυομένου (λέξη της εποχής για το υποβρύχιο) δόθηκε από την κυβέρνηση Δραγούμη στα γαλλικά ναυπηγεία Schneider τον Σεπτέμβριο του 1910. Η ναυπήγησή του άρχισε το 1911 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1912. Η παραλαβή του «Δελφίν» έγινε στις 21 Αυγούστου 1912 στον ναύσταθμο της Τουλόν από τον πλωτάρχη Στέφανο Παπαρηγόπουλο, που ήταν και ο πρώτος κυβερνήτης του. Το «Δελφίν», υποβρύχιο τύπου «Λομπέφ», είχε εκτόπισμα 310/450 τόνων, ανέπτυσσε ταχύτητα 8.5/13 κόμβων και ο οπλισμός του αποτελείτο από 4 εκτοξευτήρες τορπιλών των 45 εκ. εξωτερικά του σκάφους κάτω από το ξύλινο κατάστρωμα. Είχε πλήρωμα 18 ανδρών.
Αμέσως μετά την παραλαβή του άρχισε η εντατική εκπαίδευση του πληρώματος υπό την επίβλεψη Γάλλων αξιωματικών. Είχαν γίνει έντεκα καταδύσεις όταν ο κυβερνήτης του πήρε διαταγή να αποπλεύσει από την Τουλόν για τον Πειραιά, καθώς ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν επί θύραις. Το υποβρύχιο άφησε τη Γαλλία στις 16 Σεπτεμβρίου με κατεύθυνση την Κέρκυρα, όπου έφθασε στις 21 Σεπτεμβρίου. Δεν έμεινε παρά λίγες ώρες στο νησί των Φαιάκων, όσο χρειάστηκε για να ανεφοδιαστεί. Την επομένη 22 Σεπτεμβρίου 1912, κατέπλευσε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, όπου
έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.
Την επομένη η εφημερίδα "Εμπρός", έγραψε για το νέο απόκτημα του Πολεμικού Ναυτικού: «Το σχήμα του Δελφίνος είναι ακριβώς σχήμα μεταλλίνου τεραστίου πούρου, χρώματος βαθυκυάνου, μήκους ολίγον μικρότερον των τορπιλλοβόλων μας. Επί του καταστρώματός του, επίσης καμπυλοειδούς, έχει μόνο δύο κοντούς ιστούς, μίαν μικράν γέφυραν δια τον κυβερνήτην του και στερείται τελείως καπνοδόχου. Κατά την κατάδυσίν του, γέφυρα και ιστοί εξαφανίζονται τελείως υπό το ύδωρ».
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος και στις 19 Οκτωβρίου το Δελφίν απέπλευσε από τον Ναύσταθμο για να ενωθεί με τον υπόλοιπο στόλο που ναυλοχούσε στο Μούδρο της Λήμνου. Τον επόμενο μήνα, η μόνη του δραστηριότητα ήταν κάποιες καταδυτικές ασκήσεις στον κόλπο του Μούδρου και οι συνεχείς επιθεωρήσεις των μηχανών και των συστημάτων του που παρουσίαζαν προβλήματα. Από τις 20 Νοεμβρίου άρχισε τις περιπολίες, πλέοντας στην επιφάνεια, αλλά και σε κατάδυση, έξω από τα Δαρδανέλια, ενώ τις νύκτες προσορμιζόταν στην Τένεδο.
Τις πρωινές ώρες της 9ης Δεκεμβρίου 1912, έξι τουρκικά πολεμικά εμφανίστηκαν στο στόμιο των Δαρδανελλίων στην πρώτη έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο μετά την ήττα του στη Ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου. Αμέσως έσπευσαν ισάριθμα Ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν διαταγή να τα παρενοχλούν από απόσταση μέχρι την άφιξη των θωρηκτών του Ελληνικού στόλου με επικεφαλής το Αβέρωφ. Μετά από ένα τέταρτο, τα εχθρικά πλοία στράφηκαν προς νότο με κατεύθυνση προς τα Μαυρονήσια. Όταν φάνηκαν στον ορίζοντα, το Δελφίν που περιπολούσε στην περιοχή, καταδύθηκε και επιχείρησε να τορπιλίσει το Μετζηδιέ από απόσταση 500 μέτρων. Ο τορπιλλοβλητικός σωλήνας όμως, έπαθε αφλογιστία και η τορπίλλη έπεσε στο βυθό, δίπλα στο υποβρύχιο, χωρίς να εκραγεί. Τα τουρκικά πλοία πέρασαν πάνω από το Δελφίν χωρίς να το αντιληφθούν.
Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στη βάση του, το Ελληνικό υποβρύχιο προσάραξε στα αβαθή των ακτών της Τενέδου. Για να αποκολληθεί αναγκάστηκε να αφήσει τα μολυβένια βάρη ασφαλείας που είχε, πράγμα που έκανε αδύνατη την κατάδυσή του. Πλέοντας στην επιφάνεια επέστρεψε στο Μούδρο στις 10 Δεκεμβρίου και δύο ημέρες αργότερα στάλθηκε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας για επισκευές και εκεί έμεινε ως το τέλος του πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1916 το Δελφίν κατασχέθηκε από τους Γάλλους, κατά την διάρκεια του «Εθνικού Διχασμού». Στο Ναυτικό αποδόθηκε τον Οκτώβριο του 1917, όταν πια είχε επικρατήσει το Βενιζελικό «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» και στη νότια Ελλάδα. Όμως, ήταν πια άχρηστο και οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασής του ανέφικτη. Έτσι, το Δελφίν, παροπλίστηκε το 1920.
Πηγή: Σαν Σήμερα
1940 – Χλωμό Πωγωνίου. Απερίγραπτες στιγμές…! Μ’ όλο που τότε ήμουν 7 χρονών, θυμούμαι καλά.
« Ξύπνα- μου είπε η μάνα μου- ήρθε ο ελληνικός στρατός». Οι αδελφές μου, η Κλεοπάτρα και η Όλγα, έβαζαν την ελληνική σημαία στο παράθυρο του νοντά. Μου έδεσαν κι’ εμένα στο χέρι την ελληνική σημαία. Βγήκα έξω. Βλέπω, στου Στέφου, στου Μπελλά, στου Γκάτζου, στου Γκοντέλα, σ’ όλα τα σπίτια είχαν αναρτιστεί, με διάφορους τρόπους, οι ελληνικές σημαίες και όλα τα παιδιά είχαν στο βραχίονά τους την ελληνική σημαία.
Προχωρούσαμε προς την εκκλησία. Ακουστήκανε μερικοί πυροβολισμοί. Ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στην Αγιοσάββα.
Τότε ο κόσμος, σαν μελίσσι, ξεχύθηκε τρέχοντας ν’ ανταμώσει τα παλικάρια, τους Έλληνες φαντάρους, που μάχονταν γενναία για λευτεριά ενάντια στους κατακτητές. Σε λίγο η γραμμή του στρατού διαλύθηκε. Εκεί γινόταν χαμός, θαρρείς πως πανηγύρι. Έγινε ένα πλήθος ενωμένο με αγκαλιές, φιλιά και χαρές μεγάλες.
Κι’ έτσι φτάσανε μέχρι την εκκλησία στο κέντρο του χωριού. Οι Ιταλοί, πανικόβλητοι κρύφτηκαν στις καλύβες.
Το μόνο που ακόμη δεν ξέρω είναι το ποιος προετοίμασε όλη αυτή τη μεγαλειώδης υποδοχή του ελληνικού στρατού. Όλοι λένε πως ήταν αυθόρμητο, ως αποτέλεσμα της αγάπης του κόσμου για τα’ αδέλφια του. Μολαταύτα οι σημαίες στους βραχίονες των μαθητών και άλλα θα πρέπει να είναι έργο των τιμημένων δασκάλων Μίλτου Πάλλα και Παναγιώτη Ζέρβα.
(του εκδότη Θόδωρου ΒεζιάνηΘόδωρου Βεζιάνη)
Το 1940 οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες υποδέχτηκαν πανηγυρικά τον ελληνικό στρατό και πολλοί εντάχθηκαν εθελοντές.
Ο αλβανικός λαός απάντησε στον κατακτητικό πόλεμο με φυλλάδια που τόνιζαν: ‘‘ Ο σκλαβωμένος αλβανικός λαός δεν θέλει ώστε και άλλοι λαοί να έχουν την κακή τύχη του. Στους τοίχους γράφονταν συνθήματα: ‘‘Κάτω ο ιταλικός φασισμός’’. ‘‘Ζήτω ο αδελφός ελληνικός λαός που πολεμάει για λευτεριά !’’κλπ.
Ο Δροπολίτης Δερβιτσιώτης Φιλίππης Δ. Τσιούρης, βγήκε από το χάνι του στο Δέλβινο, καλωσόρισε τους πολεμιστές και είπε στο αξιωματικό κ. Χρήστο Αντωνάτο: ‘‘Είμαι και εγώ εδώ σας δωρίζω δυο ψαριά άλογα, να πετούν σαν και εσάς στον πόλεμο’’.
Ο λόχος Ουλαμού Πύργου Ηλείας, κάθισε στο χάνι. Επί έξι μήνες εφοδίαζε ο Φίλιππος με ζωοτροφές τα άλογα και ότι μπορούσε για τους φαντάρους. ‘‘ Δεν υπάρχει λόγος να ζητάω αμοιβή-, είπε ο Φίλιππος στο Χρήστο- μόνο αν οι δικoί μου δεν θα μπορέσουν να μου φτιάξουν μνήμα, τότε να βοηθήσετε βάζοντάς μου τουλάχιστον το σταυρό με την ελληνική σημαία και. με μια καλή πλάκα με σκαλισμένα ελληνικά γράμματα.
Εθελοντές από τη Βόρειο Ήπειρο στο έπος του ’40
Σταύρος Στέλιος, από το Λαζάτι Αγίων Σαράντα: Στις 25 Νοέμβρη 1940 κατατάχθηκα εθελοντής πολέμου στον ελληνικό στρατό. Ήμασταν περίπου 500 στο 39-ο σύνταγμα ευζώνων. Φθάσαμε στο μέτωπο του πολέμου στο Τεπελένι στο Ύψωμα του Παπακώστα, στο μέρος που λεγόταν Γκόλιγκα, και πολεμήσαμε για τη πατρίδα.
Δεν περιγράφεται με λόγια το να είσαι στο Γκόλιγκα Τεπελενίου, στο υψηλότερο ύψωμα, να σε σφυροκοπούν 80 πυροβόλα του εχθρού μέσα στη χιονοθύελλα, μέρα και νύχτα, δεν περιγράφεται.
Μερικοί εθελοντές από τη Δερβιτσιάνη: -Ηλίας Κορκάρης, Ηλίας Μάσιος, Κίτσιος Τέλιος, Παναγιώτης Λιάτσης.
Από τη Γλίνα: – Βασίλης Σελιώτης, Βασίλης Αναγνώστης, Βαγγέλης Μπατζιέλης, Σπύρος Τσιέλιος, Γιάννης Παππάς.
Αποσπάσματα από ενθυμήσεις του δάσκαλου Μιχάλη Μάσσιου
1939 : Στο χωριό μου τη Δερβιτσάνη, Ιταλοί επιστάτες με αλβανούς εργάτες άρχισαν να επισκευάζουν τον οδικό άξονα Κακαβιά – Αργυρόκαστρο.
« – Νομίζω, ότι δεν έχουν καλό σκοπό αυτοί οι πεπίνιδες, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Όλη αυτή η κωλοζτρίμωση των Ιταλών δεν μου αρέσει….Κάποια μέρα θα επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ..αλλά,…αλλά θα το πούνε « Παπούτσια να μπαλώσουμε » Και βγήκε ο λόγος του….
*
Στο Σπατς, τρομερές φυλακές και κάτεργα του καθεστώτος του Ενβερ Χότζα. Όντος με 8 χρόνια κάθειρξη ως φιλέλληνας και αντιφρονούντας του Κομουνιστικού Κόμματος Αλβανίας. Κατά το 1980 εκεί γνώρισα έναν καλοκάγαθο Ελληνόβλαχο γεροντάκο, τον Κήτα Μειντή, ο οποίος μεταξύ άλλων μου αφηγήθηκε :
« Ήμασταν τότε στο Δέλβινο με τα ζωντανά μας, όταν νέο παιδί εγώ, με επιστράτευσαν οι Ιταλοί με 7 μουλάρια και άλλους συμπατριώτες μου. Ύστερα από λίγο φτάσαμε στο Καλπάκι.
Τι να σου πώ Μιχάλη μου !…
Σε λιγότερο από μισή ώρα δύο οβίδες σκάνε ! Έγινε του άγιου !… Ανατινάχτηκαν πυρομαχικά, άνθρωποι και ζώα…Μετά άρχισε το τουφεκίδι και …στο σουρούπωμα , πέσαν σε μάχη σώμα με σώμα. Τότε από την μία μεριά ακούγαμε : « Αέρα παιδιά ! » και από την άλλη « Μάμα μία ! »
Πέφταν οι Ιταλοί και ποδοπατιώνταν από τους ίδιους τους συμπολεμιστές τους και όπου φύγει – φύγει !….
*
Δεκέμβριος 1940. Οι Ιταλοί με την ουρά κάτω στα σκέλη άρχισαν να υποχωρούν.
Σε λίγο διάστημα προσέξαμε στο χωριό μας να έρχονται πολλοί Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί. Το σπίτι του Κύρο Ντάρου μετατράπηκε σε στρατηγείο. Στο σπίτι μας φιλοξενήσαμε κάποιον λοχία από το Άργος της Πελοπονήσσου. Ονομαζόταν Θύμιος Πασπαλιάρης.
Το σπίτι του Γρηγόρη Σιάνου μετατράπηκε σε φρουραρχείο, ενώ στου συγχωριανού μας Παντελή Δέδε φιλοξενούνταν ο Γεώργιος Ράλλης (τότε λοχαγός και αργότερα πρωθυπουργός), και οι Σπύρος Σκούρας και Θεόδωρος Λανάρας.
Αυτό το διάστημα στο χωριό μας φιλοξενήθηκε και η διάσημη Σοφία Βέμπο και τραγούδησε ένα βράδυ στο καφενείο « Ταμπόρι » κοντά στην εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα βάδισε προς Τεπελένι να εμψυχώσει τους Έλληνες εκεί.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1940 στο χωριό μας χτυπήθηκε από μία ιταλική βόμβα ο Έλληνας ασυρματιστής Χριστόφορος. Εκατοντάδες κάτοικοι του χωριού και Έλληνες στρατιώτες που βρισκόνταν εκεί, τον κλάψαν και τον εντφίασαν στο νεκροταφείο του χωριού. Μετά το 1990 ο τάφος του και κάποιου άλλου Έλληνα φαντάρου με το όνομα Φώτο που σκοτώθηκε στο Παλαιόκαστρο, ενταφιάστηκαν ξανά σε επίσημη τελετή.
Στο τάφιασμα του ασυρματιστή Χριστόφορου μία χωριανή μου μοιρολόγησε : «Που είναι η μανούλα σου νιάτα μας, να σε φιλήσει για τελευταία φορά. Σε επιθυμούσε για γαμπρό αλλά εσύ παντρεύτηκες τη λευτεριά της πατρίδας μας.»
Θυμάμαι πως κλαίγαμε μικροί και μεγάλοι, χωριανοί και Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί.
Στη φωτογραφία Έλληνας στρατιώτης στην είσοδο του χωριού το χειμώνα 1940-’41
(από την ομάδα facebook Δερβιτσάνη)
Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ζευγάρι. Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παιδί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.
› Γέροντα, πέστε μας για την Άγια Άννα και τον Άγιο Ιωακείμ, τους Θεοπάτορες.
› Από μικρός είχα σε μεγάλη ευλάβεια τους Αγίους Θεοπάτορες. Μάλιστα είχα πει σε κάποιον ότι, όταν με κάνουν καλόγερο, θα ήθελα να μου δώσουν το όνομα Ιωακείμ. Πόσα οφείλουμε σ’ αυτούς! Οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ανδρόγυνο που υπήρξε ποτέ. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό φρόνημα.
Ο Θεός έτσι έπλασε τον άνθρωπο και έτσι ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, απαθώς. Άλλα μετά την πτώση μπήκε το πάθος στην σχέση ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα. Μόλις βρέθηκε ένα απαθές ανδρόγυνο, όπως έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και όπως ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, γεννήθηκε η Παναγία, αυτό το αγνό πλάσμα, και στην συνέχεια σαρκώθηκε ο Χριστός. Μού λέει ο λογισμός ότι θα κατέβαινε και νωρίτερα ο Χριστός στην γη, αν υπήρχε ένα αγνό ζευγάρι, όπως ήταν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί φθάνουν στην πλάνη και πιστεύουν, δήθεν από ευλάβεια, ότι η Παναγία γεννήθηκε χωρίς να έχει το προπατορικό αμάρτημα. Ενώ η Παναγία δεν ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, άλλα γεννήθηκε όπως ήθελε ο Θεός να γεννιούνται οι άνθρωποι μετά την δημιουργία. Ήταν πάναγνη, γιατί η σύλληψη Της έγινε χωρίς ηδονή. Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παιδί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.
Η Θεοτόκος γεννήθηκε κατά φυσικό τρόπο και όχι παρθενικώς. «Ήταν πάναγνη», γιατί, όπως γράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Λόγο του «Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου και Ἀειπαρθένου Μαρίας», συνελήφθη «σωφρόνως» (βλ. ΡG 96, 669Α), αλλά και αύξησε με τον αγώνα της την αγιότητα που έλαβε από τους γονείς της, αποκρούοντας «πάντα λογισμόν περιττόν καὶ ψυχοβλαβῆ πρὶν γεύσασθαι» (αυτόθι 676Β).
Ο βίος της Αγίας Άννας
«Οὐχ ὥσπερ Εὔα σὺ τίκτεις ἐν λύπαις
χαρὰν γὰρ ἔνδον Ἄννα κοιλίας φέρεις»
(Ἀπὸ τὸ Συναξάρι)
Ἡ Ἁγία Θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀνήκει εἰς τὰ ἱερὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἐκλήθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴ θεία βουλὴ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μέ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας. Εἶχε δυὸ ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα τῆς Σαλώμης καὶ τὴν Σοβή, μητέρα τῆς Ἔλισσαβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Πρόδρομο. Ἡ Ἄννα ἦλθε εἰς γάμον μὲ τὸν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Εὐσεβεῖς καὶ οἱ δυό με φόβον Θεοῦ. Προσέχουν στὴ ζωή τους καὶ ρυθμίζουν τὶς πράξεις τους σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο νόμο. Ζοῦν μὲ ταπείνωση στὴν ἀφάνεια. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ὅσο κι ἂν σκεπασθῆ ἀπὸ τὴ μετριοφροσύνη γίνεται φανερή, ὅπως φανερὸ γίνεται καὶ τὸ ἀόρατο ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ.
Ἡ παράδοση μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν κατοικία τους, ὅτι ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι ἡ Ἄννα εἶχε κοντά της γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς της μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖον, ἄλλοι, γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύσουν ἔπρεπε νὰ ἔλθουν μὲ κοπιαστικὸ ταξείδι ἀπὸ μακρυά. Ἀλλὰ τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ τὰ δῶρα τῶν ἄτεκνων δὲν ἔγινοντο δεκτὰ στὸ Ναό.
Μὴ φέροντας, τὴ ντροπὴ αὐτὴ τῆς ἀτεκνίας ἡ Ἁγία Ἄννα ἐπολιόρκησε μαζὺ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸ θρόνο τῆς θείας δωρεᾶς. Πολιορκία διὰ προσευχῆς ἐπίμονος, θερμὴ ἐπὶ χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ προσευχή, δικαίων ἀνθρώπων. Ὁ οὐρανὸς ὅμως σιωπᾷ. Ποιὸς γνωρίζει γιατί; «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» Ποιὸς εἶναι εἰς θέσιν νὰ γνωρίζει τὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ; Ἡ Ἄννα κάνει τάμα «Τὸ γεννησόμενον δοτόν σοι προσάξωμεν». Ἂν μὲ ἀξιώσεις νὰ γίνω μητέρα, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ μοῦ δώσης θὰ τὸ προσφέρωμε ἐγὼ καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ἀφιέρωμα σὲ σένα Θεέ μου. Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ δίδει ἀπάντηση. Ἡ Θεία βουλὴ ἔχει τὸ σχέδιό της. Οἱ δίκαιοι ὅμως δοκιμάζονται. Δὲν ἀπελπίζονται, οὔτε γογγύζουν. Κι ὅταν φθάνουν στὴν ἡλικία τοῦ γήρατος καὶ μαραίνεται ἡ ἐλπίδα καὶ τότε παραμένουν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ μὲ ὑποταγὴ στὸ θέλημά του.
Ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζοντας τὴν ὑπομονὴ τῶν δικαίων, ἑτοιμάζει ἔργο θαυμαστό. Προετοιμάζει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνει τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα νὰ δοκιμασθοῦν «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν «εὔχρηστα σκεύη ἐλέους», μὲ τὰ ὁποῖα σκεύη, ὡς ὄργανα θὰ ἀπεργασθῆ ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ἐξελέγη ὡς καλὴ ρίζα ποὺ θὰ δώση τὸ θαυμαστὸ βλαστὸ τῆς παρθενίας, ὄχι δι᾿ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ χάρις στὴν ὑπεροχὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας τους καὶ γίνονται μὲ θαυμαστὸ τρόπο σὲ προκεχωρημένη ἡλικία γονεῖς. «Ἔδει γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφραστον καὶ συγκαταβατικὴν σάρκωσιν προειδοποιηθῆναι τοῖς θαύμασιν».
Ἔπρεπε, γράφει ὁ ἱερεὺς Δαμασκηνός, ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ θαῦμα. Ἡ στείρα καὶ γερόντισσα Ἄννα γίνεται μητέρα. Καὶ ποίου τέκνου μητέρα! Ἔδωσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὡς ὁ πλέον καλλίκαρπος βλαστὸς τοῦ ἀνθρωπίνου δένδρου, τὸν ὡραιότερο καρπό, τοῦ ὁποίου ἡ χάρις καὶ ἡ εὐωδιὰ ἔφερε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. «Ὢ μακάριον ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὄντως πανάχραντον, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς πάλιν Δαμασκηνός, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας, ὑμῶν ἐπεγνώσθητε… καὶ εὐαρέστως καὶ ἀξίως τῆς ἐξ ὑμῶν τεχθείσης ἐπολιτεύσασθε». Καὶ συνεχίζει: «Ἐνώπιόν σας, ὦ μακαρία συζυγία εἶναι ὑπόχρεως ὅλη ἡ δημιουργία διότι διὰ μέσου σας προσέφερεν εἰς τὸν Δημιουργὸν δῶρον ἀνεκτίμητον, μητέρα σεμνήν, ἀξίαν ἐκείνου ποὺ τὴν ἔκτισε. Ἔχετε τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ὡς πρόγονοι τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων, ὡς μυστικὸν θησαυροφυλάκιον τῆς μακαρίας Τριάδος».
Ὅταν ἦλθε ὁ προσδιορισμὲνος καιρός, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα φέρουν «τὸ δεκτὸν δῶρον τους» στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου. Τηροῦν τὴν ἐντολὴ «ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου» καὶ ἐκπληρώνουν τὸ τάμα προσφέροντας τὴν τριετῆ θυγατέρα τους ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ παράδοσις πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀπέθανε εἰς ἡλικίαν 69 ἐτῶν καὶ ὁ Ἰωακεὶμ 80. Ἡ Θεοτόκος ἦταν 11 ἐτῶν ὅταν ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Βρισκόταν ἀκόμη στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων.
Στὸν ἑορταστικὸ κύκλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Ἁγία Ἄννα ἔχει μία ἰδιαίτερα τιμητικὴ θέση. Τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο ἑορτάζεται ἡ μνήμη της: α) Στὶς 9 Σεπτεμβρίου, μαζὺ μὲ τὸν θεοπροπάτορα Ἰωακείμ, τὴν ἑπομένη τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ τιμηθοῦν οἱ γεννήτορες τῆς Ὑπεραγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου, β) Στὶς 9 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται «ἡ παρ᾿ ἐλπίδα σύλληψις», τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ γ) Στὶς 25 Ἰουλίου ἑορτάζεται ἡ ὁσία κοίμησίς της. Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ περιβόλι, ὅπως λέγεται, τῆς Παναγίας ἔχει καὶ ἡ Ἁγία Ἄννα μία ξεχωριστὴ θέση τιμῆς. Στὸ ὄνομά της τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη ἐκεῖ Σκήτη. Ἀριθμεῖ 50 περίπου ἀσκητικὲς καλύβες, τὸ δὲ Κυριακό, ποὺ εἶναι μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς πυκνὰ ἁγιογραφημένος εἶναι ἀφιερωμένος στὴ Γιαγιά, ὅπως χαϊδευτικὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἁγιορείτες τὴν Ἁγία Ἄννα. Στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης φυλάσσεται ἀνεκτίμητος θησαυρὸς τὸ ἀριστερὸ πόδι τῆς θεοπρομήτορος, εἰς δὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου φυλάσσεται ὁλόκληρη ἡ κνήμη τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Τὸ Ἱερὸ αὐτὸ λείψανο ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει ὁ λαὸς τῆς Αἰγιαλείας τὸ 1982, ὅταν τοῦτο μετεκομίσθη στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγία Ἄννης Αἰγίου διὰ προσκύνημα. Ὁ πιστὸς τοῦ Κυρίου λαὸς πιστεύει ὅτι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῶν προσευχῶν τῆς βρεφοκρατούσης τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίας Ἄννης καὶ διὰ τοῦτο καταφεύγει στὴ μεσιτεία της καὶ στὶς προσευχές της, αἱ ὁποῖαι εἴθε νὰ σκεπάζουν καὶ τὸν γράφοντα τὸ παρόν, καθὼς καὶ τὰ τέκνα του τὰ κατὰ σάρκα καὶ τὰ κατὰ πνεῦμα.
Ἀμήν.
Σύντομο ιστορικό της εορτής
Η Αγία Άννα ήταν στείρα και τόσο αυτή, όσο και ο σύζυγός της ήταν μεγάλης ηλικίας. Για τον λόγο αυτό ένιωθαν ντροπή κα μεγάληι λύπη και ποτέ δεν έπαψαν να προσεύχονται στο Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί με την υπόσχεση ότι, αν γίνει αυτό, το παιδί που θα γεννηθεί θα το προσφέρουν δώρο στο Θεό. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και μήνυσε με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Σύμφωνα με το Πρωτευαγγέλιο ενώ κάποτε προσευχόταν και παρακαλούσε το Θεό η συνετή Άννα, άκουσε τη φωνή του Αρχαγγέλου, που τη διαβεβαίωνε πως το αίτημά της ικανοποιήθηκε από το Θεό.
Της έλεγε δηλαδή καθαρά ο Αρχάγγελος Γαβριήλ: “Η παράκλησή σου έφτασε στον Κύριο, γι’αυτό να μην είσαι σκυθρωπή μήτε να χύνεις δάκρυα. Θα γίνεις γόνιμη και καρπερή σαν την ελιά και θα βλαστήσεις ένα ωραίο κλαδί, την Παρθένο, κι Αυτή θα ανθήσει ένα πανέμορφο Άνθος, το σαρκωμένο Χριστό, που δωρίζει στον κόσμο το άπειρο του έλεος”.
Την άλλη μέρα ο Ιωακείμ και η Άννα πρόσφεραν ευχαριστήρια δώρα στο Θεό. Έτσι με τους νόμους της φύσεως και με μήνυμα και υπόσχεση του Θεού, αξιώθηκε η Άννα να συλλάβει και να γεννήσει ύστερα από εννέα μήνες την Θεοτόκο Μαρία. (από το Αγιορείτικο Βήμα)
Στην Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση το θέμα της Συλλήψεως της Θεοτόκου παριστάνεται με τον εναγκαλισμό και τον ασπασμό των γονέων της Παρθένου. Η παράσταση προέρχεται από το Πρωτευαγγέλιο, σύμφωνα με το οποίο η Άννα όταν είδε ερχόμενο τον Ιωακείμ «έδραμε και εκρεμάσθη εις τον τράχηλον αυτού λέγουσα.Νύν οίδα ότι ο Κύριος ο Θεός ηυλόγησέ μερ σφόδρα …και η άτεκνος εν γαστρί λήψομαι» .
Εορτολογικό περιεχόμενο της εορτής-Συναξάριο
Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτός της καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού [1]. Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) [2]. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της [3]. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.
Σημειώσεις
[1] Βλ. εκτενέστερη ανάπτυξη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου [8 Σεπτ.].
[2] Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της «ασπίλου Συλλήψεως» που κατοχύρωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1858, χωρίς ωστόσο να μειώνει την τιμή της Θεοτόκου. Διότι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν κληρονομούμε την προσωπική ευθύνη της αμαρτίας του Αδάμ, αλλά απλώς τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος: τον θάνατο, την φθορά και τα αδιάβλητα πάθη (συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής μέσω της σαρκικής ένωσης) που δημιουργούν στον άνθρωπο μια ροπή προς την ηδονή. Για τον λόγο αυτό, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν καμιά δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι η Θεοτόκος ήταν κληρονόμος, όπως όλοι μας, των συνεπειών της παρακοής του Αδάμ (μόνος ο Χριστός ήταν απαλλαγμένος), αλλά ότι ήταν ταυτόχρονα και αγνή και αναμάρτητος σε προσωπικό επίπεδο, αφού εν ελευθερία διαφυλάχθηκε από όλες τις έλξεις του κόσμου και των παθών, και εκουσίως συνεργάσθηκε στην εκπλήρωση του σωτηρίου σχεδίου του Θεού, υπακούοντας με πραότητα στην βούλησή Του: Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά του ρήμα σου, απάντησε τον Άγγελο (Λουκ. 1,38).
[3] Αυτό είναι το νόημα των Εισοδίων της Θεοτόκου, που εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου.
Ιερά Λείψανα
Μέρος της αριστεράς χειρός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιάφθορου αριστερού ποδός της Αγίας βρίσκεται στην ομώνυμη Σκήτη Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιαφθόρου δεξιού ποδός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στην ομώνυμη Μονή Λυγαριάς Λαμίας και στη Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής.
ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ
Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Χαίρεται σήµερα, η Αγία του Χριστού Εκκλησία καθώς εορτάζει την Σύλληψη της προµήτορος του Χριστού και µητέρας της Υπεραγίας Δεσποίνης ηµών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της Αγίας Άννης. Η Αγία Άννα καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ και ήταν κόρη του Ματθάν του ιερέα και της Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευσε κατά τους χρόνους της Κλεοπάτρας βασίλισσας της Αιγύπτου και του Σαπώρου βασιλέα των Περσών. Απόκτησε τρεις κόρες, την Μαρία, την Σαβή και την Άννα, από τις οποίες η Μαρία παντρεύτηκε στη Βηθλεέµ και γέννησε την Σαλώµη την µαία. Η Σαβή γέννησε την Ελι¬σάβετ, µητέρα του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστού και η Άννα γέννησε την Μαρία Θεοτόκο. Η αγία Άννα, αφού γέννησε την Θεοτόκο Μαρία, η οποία υπήρξε η σωτηρία όλου του κόσµου, και αφού την απογαλάκτισε, την αφιέρωσε ως τριετίζουσα δάµαλη στον Ναό του Θεού, ως καθαρό και άµωµο δώρο. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της µε νηστείες, προσευχές και ελεηµοσύνες και ειρηνικά παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Κύριο.
Είναι κατ’ εξαίρετο τρόπο µακάρια η αγία Άννα, γιατί ως κλήρο αναφαίρετο απέλαβε της αθανασίας το προνόµιο. Εκείνο το οποίο πολλοί βασιλείς και σοφοί επιθύµησαν να απολαύσουν, αλλά δεν απόλαυσαν. Αλλά η αγία Άννα, η οποία έλαµψε µε τη δικαιοσύνη της και διέπρεψε στην αρετή, απόλαυσε την καλή κληρονοµιά της αιώνιας µακαριότητας και χαράς.
Θεµέλιο αρραγέστατο είχε η µακάρια την θεία αγάπη και την φύλαξη του Νόµου του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο, απόλαυσε κλήρο αθανασίας, που πολλοί θέλησαν να απολαύσουν, αλλ' ούτε τη σκιά του δεν αξιώθηκαν. Δεν είναι γνωστό ποιός από τους γονείς της Θεοτόκου πέθανε πρώτος. Γνωρίζοµε µόνον ότι η Θεοτόκος έµεινε ορφανή σε ηλικία 11 ετών. Θάφτηκε η µακάρια Άννα, αλλά µας άφησε την «στήλην την έµψυχον», την Αειπάρθενο Κόρη, τον έµψυχο των χαρισµάτων ωκεανό, τον λογικό πολύφωτο ουρανό και την πηγή πάσης αθανασίας, της ευσππλαχνίας το άπειρο πέλαγος, την πάγχρυση στάµνα του ουρανίου µάννα, την ακοίµητη και πολύφωτη λυχνία των µετανοούντων, την ελπίδα των απελπισµένων, το πανάγιο όρος στο οποίο ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός.
Και ποιός άνθρωπος µπορεί να µην οµολογήσει, ότι η αγία Άννα έχει µόνη της αθανασίας το προνόµιο; Εκείνη µε τις αρετές της λάµπει σαν άλλος ήλιος ανάµεσα στο νοητό στερέωµα του χώρου των αγίων. Όλος ο κόσµος θαύµασε και θαυµάζει τις νίκες του µεγάλου Αλεξάνδρου, πολλοί επιθύµησαν να δουν τους θησαυρούς του και τα θησαυροφυλάκια του, και εκείνος ο καλός βασιλιάς χωρίς αργοπορία έδειχνε τους φίλους του.
Ως ο µεγαλοπρεπέστερος από κάθε άλλον βασιλιά, θησαυρούς δείχνει ο Κύριος του Ουρανού και της Γης τους φίλους του, τους Αγίους της Εκκλησίας, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού. Από το γένος του Ιωακείµ και της Άννης προήλθε αυτό το χάρισµα, το να είναι στον ουρανό τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι του Θεού. Θησαυροφυλάκιο του Θεού αποτελεί η Αγία Άννα, γιατί, όπως ο Κύριος µας διδάσκει λέγοντας, «εκ του καρπού του δένδρου γνώσεσθαι αυτό».
Η οµορφιά των παιδιών, το ήθος, η θεάρεστη και ανεπίληπτη ζωη των παιδιών είναι µάρτυρες αξιόπιστοι των γονιών. Από την αγιότητα , από την τελειότητα της Θεοτόκου, ας γνωρίσουµε ποιοί ήταν ο Ιωακείµ και η Άννα.
Την εποχή της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, µας διηγείται ο Βαλέριος Μάξιµος, µια πλούσια Ρωµαία πήγε να χαιρετήσει µιαν άλλη ευγενή, την Κορνηλία. Άρχισε λοιπόν εκείνη να οµιλεί για τους πολλούς και διάφορους θησαυρούς που είχε. Η Κορνιλία µε σιωπή άκουγε, έως ότου ήλθε η κόρη της από το σχολείο, η οποία µε σεµνοπρέπεια και µε ένα παρθενικό χαιρετισµό µπήκε. Τότε η Κορνηλία λεγει: «Ιδού και τα δικά µου πλούτη, αυτοί είναι οι δικοί µου θησαυροί.»
Γίνεται φανερό, ότι αν οι απλοί άνθρωποι έχουν σαν θησαυρό και πλούτο τους την καλή συµπεριφορά και σωφροσύνη των παιδιών τους, πόσο µάλλον και ποιά δόξα είναι για την Άννα η ασύγκριτη αγιότητα της Κόρης της. Λέγει ότι ο Ιωσήφ ο µνήστωρ της Παρθένου Μαρίας, µολονότι ήταν και προηγουµένως δίκαιος και άγιος, εν τούτοις όµως έφτασε στο ύψος της αγιότητας από τη συναναστροφή του µε την Αειπαρθένο Μαρία. Αν εµείς, όταν συνανα-στρεφόµαστε µε σοφούς και ενάρετους ανθρώπους, απολαµβάνουµε µέρος της σοφίας και της αρετής τους, πόσο µάλλον απέλαβε εκείνος ο δίκαιος, έχοντας µπροστά του το έµψυχο δοχείο τόσης αγιοσύνης και τελειότητας;
Από το Ιερό Ευαγγέλιο µαθαίνουµε, ότι όταν η Παναγία επισκέφτηκε την εξαδέρφη της την Ελισάβετ, αµέσως πλήσθηκε Πνεύµατος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι µόνον αυτή, αλλά και το βρέφος, ο Ιωάννης, σκίρτησε, σηµείο, ότι και µόνο από τον ασπασµό της Μαρίας αγιάσθηκε. Πόσο αγιασµό και πόση Χάρη προξένησε η Θεοτόκος στους γονείς της; Από την κτίση του κόσµου ποτέ ο ήλιος δεν είδε άλλη αΥιότερη και υπερτελειότερη Παρθένο. Τέτοιοι τέλειοι και αΥιότατοι ήταν και οι γονείς της Θεοτόκου, και άξιοι να είναι όχι µόνο κληρονόµοι της αιώνιας µακαριότητας, αλλά αξιώθηκαν να γίνουν συγγενείς και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού.
Ο Θεός όµως δεν δόξασε τους Προπάτορες του εξαιτίας της συγγένειας της σαρκικής, όχι, αλλά από τα θεάρεστα έργα τους. Η αγιότητα των έργων τους έδωσε την εκλογή, και όχι η εκλογή την αγιότητα . Κανείς δε στεφανώνεται, «εάν µη νόµιµως άθληση». Το «ουδείς» περιέχει τους πάντας και ξένους και συγγενείς. Ας προβάλλουµε ένα άλλο παράδειγµα της αγιότητας του Ιωακείµ και της Άννας. Με πίστη θερµή, µε δάκρυα κατανυκτικά ζητούσαν από τον Θεό να λύσει το όνειδος της στείρωσης. Ζητούσαν την βοήθεια του Θεού, όχι καθισµένοι στην ανάπαυση του σπιτού, αλλά ο Ιωακείµ τρέχει στο όρος, και η µακάρια Άννα στον κήπον της έχοντας ως σύντροφο της την ερηµιά, τη µητέρα της κατάνυξης, τα δάκρυα, την προσευχή και τη νηστεία. Με τέτοιους µεσίτες ζήτησαν τη λύση της στείρωσης. Με τέτοια έργα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού.
Πόσο διαφέρει η σηµερινή στειρωτική κοινωνία από την πολιτεία των αγίων του Θεού. Σήµερα, καταφεύγουν οι χριστιανοί, αντί µε πίστη στον Θεό, σε γιατρούς για να τους δώσουν παιδιά, οι οποίοι κατατρώνε περιουσίες ολόκληρες χωρίς να φέρνουν το ποθούµενο αποτέλεσµα. Σήµερα, τα παιδιά επαναστατούν εναντίον των γονέων τους, δείχνουν ασέβεια προς τους διδασκάλους τους, απείθεια προς τους µεγαλείτερούς τους και πολλά απ’ αυτά αποµακρύνθηκαν από το σωτήριο δρόµο της θεοσέβειας.
Οι κοσµικές νυκτερινές διασκεδάσεις, τα ναρκωτικά, το κάπνισµα, το ποτό, τα ηλεκτρο-νικά παιχνίδια, τα µηχανάκια έγιναν γι’ αυτούς τα ιδανικά τους και ο σκοπός της ζωής τους. Και πολλοί γονείς είναι συνυπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση, διότι µε την αδιαφορία τους για τη θρησκευτικοηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους το: «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι», «άστους», «νέοι είναι», προξένησαν την πηγή του κακού. Εάν οι γονείς αδιαφορούν για την ηθική µόρφωση των παιδιών τους και ασχολούνται µόνον µε το τι θα φάνε, πως θα ντυθούν και τι θα σπουδάσουν, τότε τι είδους ανθρώπους περιµένει να δει η νέα γενιά, εφόσον θα απουσιάζει από τη ζωή των νέων ο Χριστός; Με ποιές προϋποθέσεις και θεµέλια να χτίσουν τα νέα ζευγάρια το γάµο τους, όταν δεν υπάρχει σεβασµός στα ιδανικά και την ηθική του χριστιανικού γάµου; Με ποιά ευλάβεια και σεβασµό θα συµµετάσχουν στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, εάν καθ’ όλο το χρόνο απουσιά-ζουν οι γονείς και τα παιδιά από τη Λειτουργία της Κυριακής; Ποιά πίστη θα οµολογούν, όταν αγνοούν τα διδάγµατα της Εκκλησίας µας;
Μάθετε, αγαπητοί µου αδερφοί, από τη σηµερινή γιορτή µε πόσα καλά ήθη πότισαν την κόρη τους ο Ιωακείµ και η Άννα, µε πόσα άγια παραδείγµατα της δικής τους ζωής. Ας παραδειγµατιστούµε και εµείς από το παράδειγµα των αγίων γονέων της Θεοτόκου, οι οποίοι µε προθυµία και χωρίς φόβους και δισταγµούς αφιέρωσαν τη µονάκριβη Κόρη τους στον Θεό. Ας εξετάσουµε, µε ποιό γάλα ευαγγελικής ζωής θα θηλάσουµε τα παιδιά µας. Ας θυµηθούµε πόσες φορές τάξαµε στον Θεό, στις δύσκολες στιγµές της ζωής µας, και δεν εκπληρώσαµε όσα υποσχεθήκαµε, επειδή αποβλέπουµε περισσότερο στο προσωπικό µας κέρδος. Ας εξετάσουµε τον εαυτό µας για να δούµε, εάν δίνουµε µαθήµατα χριστιανικά στους νέους, και οι νέοι στους νεότερους. Μήπως έχουµε στην καρδιά µας την ανελεηµοσύνη και την ασπλαγχνία, την υπερηφάνεια και την αλαζονεία; Ας κάνουµε αυτοκριτική για να δούµε, αν αντί τίµιοι, είµαστε άρπαγες· αντί δίκαιοι, είµαστε άδικοι· αντί ηθικοί, είµαστε ανήθικοι· αντί νηστευτές, είµαστε λαίµαργοι.
Ο Θεός ως «πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Ο Θεός χαρίζει πολλά, αλλά ποιός από το βάθος της καρδιάς του τον ευχαριστεί νυχθηµερόν. Όταν ο Κύριος έλθει σε κρίση θα ζητήσει λογαργιασµό και για την προσωπική µας ζωή και για την ανατροφή των παιδιών στην φύλαξη των θείων νόµων και των άλλων αρετών.
Αγαπητοί µου αδελφοί, όλοι µας ας ζητήσουµε µε δάκρυα µετάνοιας την λύση της ψυχικής µας στείρωσης και ας ζητήσουµε, να µας δώσει ψυχικούς καρπούς, µήπως και έλθει ο καλός γεωργός ξαφνικά και βρεί άκαρπη τη δική µας ψυχή. Ας προσφέρουµε στο εξής καρπούς µετανοίας, καρπούς ελεηµοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, ούτως ώστε να τιµήσουµε µε έργα αγαθά τη σηµερινή εορτάζουσα αγία προµήτορα του Χριστού, Άννα, της οποίας ταις πρεσβείας, είθε ο Πανάγαθος Κύριος να δεχθεί υπέρ της σωτη¬ρίας πάντων ηµών.
Αµήν.
(Από Ορθόδοξο Φυλλάδιο Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου, Lanham, 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013, Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΡΙ ΠΡΟΙΚΟΝΗΣΟΥ
Θαῦμα 1ον
Ἦταν στὰ 1900 ποὺ συνέβη τὸ γεγονός. Ἡ σύζυγος τοῦ Αὐγερινοῦ Βουτσᾶ Ἀγλαΐα, τὸ γένος Ἀλεξίου Σκαμνᾶ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, βρέθηκε βαριὰ ἄρρωστη. Οἱ Γιατροὶ δὲν εὕρισκαν καμιὰ ἀρρώστεια. Τότε ἡ μητέρα της, ποὺ εἶχε πίστη στὴ θαυματουργὸ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ἔφερε στὸ προσκύνημά της στὸ Βόρι. Ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ 40 ἡμέρες, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς ἔκανε ἐξορκισμούς. Τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ συνειθιζόταν νὰ κρατᾷ ὁ ἄρρωστος τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ ἄρρωστη Ἀγλαΐα. Τὴν τελευταία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὴν πῆρε μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη καὶ τὴν πῆγε στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τὴ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὸ νερό. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔκανε ἐμετὸ καὶ ὕστερα ἔνιωσε θεραπευμένη. Ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ ὑγεία καὶ πέθανε στὸ Αἴγιο σὲ ἡλικία 95 χρονῶν.
Θαῦμα 2ον
Ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι κάποια κυρία, τὸ ἐπώνυμο Γρηγορέλια. Εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ ψυχοπάθεια. Ἔμεινε στὸ Προσκύνημα ἐπὶ 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε ἁγιασμὸ κάθε ἡμέρα καὶ ἐξορκισμούς, ὅπως συνειθιζόταν. Πολλὲς φορὲς ἡ ἁγία εἰκόνα πήγαινε τὴν ἄρρωστη μέσα στὴ θάλασσα. Ἔκανε ἕνα κύκλο στὸ νερὸ χωρὶς νὰ βουλιάζει καὶ πάλι τὴν ἔφερνε στὴ στεριά. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ γύρισε στὸ σπίτι της.
Θαῦμα 3ον
Ὁ Φώτης Μάντικας πρόσφυγας στὸ Αἴγιο διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ Μάη τοῦ 1910 εὑρέθηκα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα. Οἱ δικοί μου μὲ πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Μπαλουκλῆ. Οἱ γιατροὶ μετὰ τὶς ἐξετάσεις κάλεσαν τὴ μητέρα μου καὶ τῆς εἶπαν ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου ἦταν μηνιγγίτιδα καὶ ὅτι δυστυχῶς δὲν γίνομαι καλά. Ἀπελπισμένοι οἱ δικοί μου μὲ ἔφεραν στὸ Πασαλιμάνι, στὸ χωριό μας γιὰ νὰ πεθάνω στὸ σπίτι μας. Ἡ μητέρα μου, ποὺ πίστευε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία Ἄννα, ἐζήτησε τὴ χάρη της γιὰ τὸ παιδί της. Ἦταν βαριὰ ἡ κατάστασή μου καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ μετακινηθῶ, γι᾿αὐτὸ ἔστειλε δυὸ καλοὺς ἀνθρώπους δικούς μας, τὸ Βαγγέλη Καβούνη καὶ τὸ Δημήτρη Λούη νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ Βόρι τὴν εἰκόνα. Ἐγὼ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες εἶχα χάσει τὴ φωνή μου, ἤμουν μουγγός, τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ οἱ ἄνθρωποί μας πάτησαν μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κατῶφλι τοῦ σπιτιοῦ μας ἔβαλα μιὰ φωνή· «Μάνα μιὰ γυναῖκα ἦρθε καὶ μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι». «Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι, παιδί μου, θὰ σὲ κάμῃ καλά». Ἄνοιξα τὰ μάτια μου ποὺ ἦταν ἡμέρες κλειστὰ κι ἄκουσα τὴν εἰκόνα ποὺ χτύπησε σὰν καμπανάκι τρεῖς φορές. Ἦρθε στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Ὅλοι εἶχαν συγκινηθῆ καὶ ἰδιαίτερα ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία μὲ θέρμη παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴ ζωή. Τὸ θαῦμα ἔγινε, σιγὰ-σιγὰ βελτιώθηκε ἡ ὑγεία μου. Ἔγινα τελείως καλὰ καὶ ζῶ μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 77 ἐτῶν (1968) μὲ παιδιὰ κι ἐγγόνια».
Θαῦμα 4ον
Ἡ Κατερίνα Χατζηλία ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Τίποτε δὲν τὴ συγκρατοῦσε τὴν ὥρα ποὺ πάθαινε κρίση. Στὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τὴν ἔφεραν τὴν εἶχαν δέσει γερὰ μὲ ἁλυσίδες. Οἱ δικοί της ἔμειναν κοντά της μὲ προσευχή καὶ νηστεία. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔφυγε θεραπευμένη.
Θαῦμα 5ον
Μιὰ νέα κόρη, ἀνύπαντρη ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ὀνομαζόμενη Βασιλικὴ κυριεύθηκε ἔξαφνα ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ Ἀρτακηνοὶ εἶχαν παράδοση νὰ καταφεύγουν στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας στὶς ἀθεράπευτες ἀρρώστειες. Ἔφεραν καὶ τὴ Βασιλικὴ δεμένη μὲ σκοινιά. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐκείνη ἔκοβε τὰ σκοινιὰ μὲ δύναμη ἀσυνήθιστη καὶ ἔτρεχε νὰ ἐξαφανισθῇ· γι᾿ αὐτὸ τὴν κρατοῦσαν πάντα δεμένη μὲ ἐπιτήρηση. Οἱ δικοί της ἔμειναν ἐκεῖ προσευχόμενοι ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ἐπειδὴ ἡ χάρη της δὲν ἀπάντησε μὲ τὶς 40 ἡμέρες ἔμειναν καὶ δεύτερο σαρανταήμερο. Μετὰ ἀπὸ τὶς 80 ἡμέρες ἐλευθερώθηκε ἡ κόρη ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ἀκαθάρτου Πνεύματος καὶ γύρισε μὲ φρόνηση καὶ ὑγεία στὸ σπίτι της.
Θαῦμα 6ον
Ἡ γυναῖκα τοῦ Παναγῆ Κουταλιανοῦ τοῦ γνωστοῦ πρωτοπαλαιστῆ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη. Αἰφνίδια κυριέθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ δικοί της κατέφυγαν στὸ ἰατρεῖο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔμειναν ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρρωστη 40 ἡμέρες προσευχόμενοι μὲ νηστεία. Ἡ ἄρρωστη ἐλευθερώθηκε, ἔγινε ἐντελῶς καλὰ καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα.
Θαῦμα 7ον
Ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ εἶχαν φέρει στὴν Ἁγία Ἄννα ἕναν τρελὸ γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Εἶχε τρέλα, μεγάλης μορφῆς. Οἱ δικοί του κινδύνευαν κοντὰ του. Πολλὲς φορὲς εἶχε βουτήξει τὴ μητέρα του στὴ θάλασσα μὲ κίνδυνο νὰ τὴν πνίξη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἔψαλλε ἁγιασμό, ὁ ἄρρωστος κρατοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Σὲ μιὰ περίπτωση ἡ εἰκόνα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά του καὶ στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι του. Μὲ ἀόρατη δύναμη ὁ ἄρρωστος προχώρησε πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι του. Καθὼς προχωροῦσε ἔτυχε νὰ βρεθῇ στὸ δρόμο του ἕνας Τοῦρκος. Στὸν Τοῦρκο φάνηκε ἀστεῖο ὅ,τι γινόταν καὶ εἶπε περιφρονητικά:
› Ἔχουν οἱ Γκιαούρηδες ἕνα ξύλο καὶ τοὺς χτυπᾷ.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν ἄρρωστο κι ἔπεσε ἐπάνω στὸν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος διαλύθηκε ἀπὸ τὸ φόβο του καὶ ἐκραύγασε μὲ δυνατὴ φωνή:
› Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ, Ἁγία Ἄννα, ἥμαρτον, συγχώρησέ με.
Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ γεμάτος συντριβὴ ὁ Τοῦρκος συμβουλευόταν τὸν ἱερέα τί ἀφιέρωμα ἦταν καλὸ νὰ φέρῃ στὴ χάρη της. Τὸ περιστατικὸ μίλησε στὴν καρδιά του, ἔφερε βαθειὰ μεταβολὴ κι ἀπεφάσισε νὰ δεχθῇ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ ἔφυγε θεραπευμένος ἀπὸ τὴ χάρη τῆς μεγαλόχαρης μητέρας τῆς Θεοτόκου.
Θαῦμα 8ον
Ἀπὸ τὸ χωριὸ Γωνιὰ ἦλθε στὸ προσκύνημα τὴ Ἁγίας Ἄννας κάποιος παράλυτος, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε μὲ δυσκολία πολλή, χρησιμοποιώντας πατερίτσες. Τὸ ὄνομά του Γιῶργος. Ἔμεινε 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ στὸ τέλος ἔφυγε ὑγιέστατος. Γιὰ νὰ εὐχαρίστηση τὴν εὐεργέτιδά του Ἁγία Ἄννα ἐχάρισε ἕνα βαρέλι γεμάτο λάδι μαζὺ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς εὐγνωμοσύνης του.
Θαῦμα 9ον
Στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μιὰ κόρη εἶχε μείνει παράλυτη. Ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα κατέφυγε διὰ τῆς προσευχῆς της στὸ Θεό. Στὴ θλίψη θυμᾶται περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν του «Κύριε ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀπό διάφορες διηγήσεις, εἶχε ἀκούσει καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ ἔκανε μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα της στὸ Βόρι. Ἔτσι παρακινήθηκε στὸ νὰ παρακαλῆ προσευχομένη μὲ περισσότερη θέρμη τὴν θεοπρομήτορα καὶ νὰ ἐλπίζη στὴ χάρη της.
Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν προσευχή της ὅπου καὶ πάλιν παρακάλεσε μὲ θέρμη καὶ δάκρυα τὴ Γιαγιὰ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας σὲ κατάσταση «ἐγρηγόρσεως», ἀπὸ τὸ παράθυρό της ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴ θάλασσα εἶδε νὰ ἔρχεται μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη μὲ μιὰ βάρκα. Ἄραξε ἡ βάρκα καὶ ἡ ἀριστοκρατικὴ καὶ σεμνὴ ἐκείνη γυναῖκα κατέβηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὸ σπίτι της. Πλησίασε, ἦλθε κοντά της.
› Εἶμαι ἡ Ἄννα, τῆς εἶπε, ποὺ ὅλο με φωνάζεις, ἀλλὰ στὸ σπίτι μου δὲν ἔρχεσαι. Τί μὲ θέλεις;
› Παράλυτη εἶμαι, ἀκίνητη, καθηλωμένη, τὴν ὑγειά μου θέλω, ἀπάντησε ἡ κόρη.
› Γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν ὑγεία πρέπει νὰ μὲ ἐπισκεφθῇς στὸ σπίτι μου, εἶπε.
Ἔκαμε μεταβολή, ξαναμπῆκε στὴ βάρκα κι ἔφυγε κατὰ τὸ Βόρι.
Ἡ ἄρρωστη μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἰδικῶν της μεταφέρθηκε στὸ Προσκύνημα. Ἔμεινε ἐκεῖ μερικὲς ἡμέρες προσευχομένη κι ἔφυγε ὑγιέστατη.
Θαῦμα 10ον
Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἀρρώστησε μαζὺ μὲ τὸ παιδί της. Εἶχαν γυρίσει παντοῦ ὅπου μποροῦσαν σὲ γιατροὺς καὶ σὲ προσκυνήματα. Ἦλθαν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ παιδὶ εἶχε ντυθῆ καλογεράκι. Ἔμειναν στὸ Προσκύνημα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία 40 ἡμέρες. Καθημερινὰ γινόταν στὸ ὄνομά τους θεία λειτουργία καὶ ἁγιασμός. Τὴν 40η ἡμέρα τὴ στιγμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, καθὼς οἱ ἄρρωστοι ἦσαν καθιστοὶ δίπλα-δίπλα καὶ κρατοῦσαν, κατὰ τὴ συνήθεια, στὴν ἀγκαλιά τους τὴν εἰκόνα, ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκαμε τὸ θαῦμα της. Ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινεῖται, σὲ ὅλο τὸ σῶμα τους, ὕστερα στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης καὶ στριφογύριζε σὰν προπέλα. Ἀόρατη δύναμη στὴ συνέχεια πῆρε τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴ θάλασσα. Τὸ παιδὶ ἀκολουθοῦσε. Μόλις πάτησε τὸ πόδι της ἡ ἄρρωστη στὴ θάλασσα, τράβηξε τὸ παιδί της μπροστά. Τὸ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ θάλασσα καὶ μετὰ τὸ ἄφησε. Ὅταν γίνονταν αὐτὲς οἱ σκηνές, ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖ μαζεμένοι καὶ ἀκολουθοῦσαν. Μερικοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔβγαλαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ νερό. Ἡ εἰκόνα στὴ συνέχεια εἶχε ἁπλωθῆ ὁριζόντια στὴ θάλασσα, ἡ δὲ ἄρρωστη κρατιόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Τῆς ἔκαμε τρεῖς γύρους μέσα στὴ θάλασσα καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ὄρθια. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι πατώντας στὴ στεριὰ ἔκαμε ἐμετό, κι᾿ ἔβγαλε ἕνα πρᾶγμα ἄσχημο ἀπὸ μέσα της. Ξαναγύρισαν στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι.
Ἐτελείωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ εἶχε διακοπῆ. Πῆραν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ θέση της. Ἀπὸ τότε ἔμεινε ὑγιὴς καὶ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της καὶ δόξαζαν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν Ἁγία γιὰ τὴν εὐεργεσία της.
Θαῦμα 11ον
Δυὸ Τοῦρκοι ψάρευαν στὴν παραλία κοντὰ στὸ Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἕνας λεγόταν Ναζιφάκης. Εἶδαν τότε τὴν εἰκόνα νὰ πηγαίνει, ὅπως ἔκανε τὶς περισσότερες φορές, ἕναν ἄρρωστο στὴ θάλασσα καὶ νὰ περνάη δίπλα τους. Τοὺς φάνηκε ὄχι ἁπλῶς παράξενο, ἀλλὰ ἀστεῖο, ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ γίνεται καὶ εἰρωνεύθηκαν.
› Ἔχουν, εἶπε ὁ Ναζιφάκης, οἱ Γκιαούρηδες δυὸ τάβλες καρφωμένες σ᾿ ἕναν τσίγκο καὶ χτυπᾶνε καὶ κοροϊδεύουν τὸν κόσμο.
Ἀστραπηδὸν ὅμως ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρρώστου κι ἄρχισε νὰ χτυπάῃ τὸν Τοῦρκο. Τὸ κορμί του γέμισε πληγές. Οἱ Τοῦρκοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ γεγονός. Ὁ Ναζιφάκης ταπεινωμένος καὶ μετανοιωμένος προσκύνησε τὴν Ἁγία Ἄννα μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα του. Ζήτησε συγχώρηση καὶ ἔκαμε καὶ τὸ τάμα του.
Ἔταξε νὰ φέρνῃ κάθε χρόνο ἕνα δοχεῖο λάδι στὴ γιορτή της. Τὸ κορμί του ὅμως ἂν καὶ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ἔμενε μὲ τὶς πληγὲς ἀγιάτρευτες. Μὴ μπορώντας νὰ φέρῃ μόνος του τὸ τάμα στὴν Ἁγία Ἄννα, τὄδωσε σὲ μιὰ χριστιανὴ νὰ τὸ πάῃ καὶ συγχρόνως τὴν παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρη καὶ ἁγιασμὸ νὰ βάλῃ στὶς πληγές του. Ἡ χριστιανὴ πῆγε τὸ λάδι, ἀλλὰ ἁγιασμὸ δίσταζε νὰ τοῦ φέρη. Φοβόταν μήπως τὸν βεβηλώση ὁ ἀλλόπιστος. Ἀντὶ ἁγιασμοῦ τοῦ πῆγε λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Τοῦρκος τὸ πῆρε πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἁγιασμός. Τὸ ἔβαλε στὶς πληγές του καὶ θεραπεύθηκαν. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως ποτὲ κάθε χρόνο στὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας νὰ φέρνη τὸ τάμα του.
Θαῦμα 12ον
Ὁ Εὐστράτιος Μαμαλοῦγκος κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστ. Σμύρνης 14) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Στὸ χωριό μας, Σκουπιὰ Προικονήσου, ἤμουν τότε σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, συνέβη τὸ ἑξῆς θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη μου Κυριακὴ Καπάνταη, ἡλικίας τότε 20 ἐτῶν, εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι. Στὴν καρέκλα δὲν μποροῦσε νὰ καθήση, τὴν τάιζαν μὲ τὸ κουταλάκι. Μιὰ γερόντισσα ποὺ ἔμενε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἄκουσε μερικὲς γυναῖκες ποὺ συζητοῦσαν.
Ἐκείνη, ἔλεγαν, ἡ κόρη τῆς Ἀργυρῶς δὲν λέει νὰ γίνῃ καλά. Ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸν παρακινούμενη ἡ γερόντισσα ἐπισκέφθηκε τὴν ἄρρωστη στὸ σπίτι της. Τὴν εἶδε, πόνεσε ἡ καρδιά της καὶ εἶπε στοὺς δικούς της:
› Νὰ τὴν πάτε στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τώρα πλησιάζει καὶ ἡ γιορτή της, νὰ τὴν πάτε θὰ γίνῃ καλά.
› Πῶς νὰ τὴν πᾶμε; Δὲν σηκώνεται.
› Θὰ εὑρεθῇ τρόπος. Νὰ τὴν βάλλετε, συνέστησε, σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μὲ δυὸ μαξιλάρια καὶ νὰ τὴν κρατοῦν δυὸ ἄνθρωποι δεξιὰ ἀριστερά.
Ἀποφασίσαμε, τὴν πήγαμε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν Ἁγία Ἄννα, τὴν ἡμέρα ποὺ πανηγύριζε (25 Ἰουλίου).
Ἦρθε ἡ σειρά της νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς γι᾿ αὐτήν. Τῆς βάλανε τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, ἐνῷ αὐτὴ ἦταν καθιστὴ κάτω καὶ τῆς κρατοῦσαν καὶ τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ στερεωθῇ.
Τότε γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ ἄρρωστη ποὺ δὲν περπατοῦσε σηκώθηκε ὀρθὴ καὶ περπατοῦσε πρός τὴ θάλασσα μαζὺ μὲ τὴν εἰκόνα. Περπάτησε ἀρκετὸ διάστημα στὴν παραλία μέχρι πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Ἐκκλησία. Ἔφυγε μετὰ τὴν πανήγυρη ἐντελῶς καλὰ καὶ γύρισε περπατώντας μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι της. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) σὰν πιστὴ χριστιανὴ μὲ παιδιὰ κι᾿ ἐγγόνια στὸ Αἴγιο» .
Θαῦμα 13ον
Ἡ Αἰκατερινα Κριβέρη, ἀπὸ τὸ χωριὸ Βόρι, πρόσφυγας στὸ Αἴγιο, διηγεῖται τὰ ἑξῆς (ἔτος 1979):
«Ὅταν ἤμουν 12 ἐτῶν ἡ μητέρα μου Θεοφιλία ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ τῦφο. Ὁ πατέρας μου ἐπειδὴ ἦταν τεχνίτης βαρελιῶν συνέβη, ὅπως πολλὲς φορὲς γινόταν, νὰ λείπῃ γιὰ δουλειὰ στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκα, πῆγα καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ μπαρμπαΓιάννη τὸ θαλασσινὸ νὰ μιλήσῃ στὸν ἱερέα γιὰ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῆς μητέρας μου. Παρακάλεσα νὰ μᾶς φέρουν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τὸν πατέρα μου τότε ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸν εἰδοποιήσω. Ἡ χάρη της ἦλθε στὸ σπίτι μας. Ἐβάλαμε τὴν εἰκόνα πίσω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης μητέρας μου, ἡ ὁποία εἶχε πέσει σὲ κῶμα.
Ἐπὶ τρία ἡ μερόνυχτα ἔμεινα μόνη μου, τὶς περισσότερες ὧρες γονατιστή, μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Δὲν θυμοῦμαι νὰ σταμάτησε τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τὰ μεσάνυχτα τῆς τρίτης ἡμέρας εἶχα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀϋπνία ἐλαφρὰ ἀποκοιμηθῆ. Ἄκουσα τότε μιὰ μεγάλη βροντὴ καὶ δυνατὸ σεισμό. Ξύπνησα, πετάχθηκα ὀρθή. Εἶδα τότε, ὅπως βρέθηκα ὀρθή, τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ λάμπῃ σὰν ἥλιος καὶ νὰ σημαίνῃ σὰν γλυκεία καμπάνα τρεῖς φορές. Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση, γονάτισα νὰ δοξολογήσω. Ἡ καρδιά μου πλημμύρισε ἀπὸ ἐλπίδα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ξανακοιμήθηκα. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα καθαρὰ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Ἄννας:
› Φεύγω μὴ στενοχωρεῖσαι, ἡ μητέρα σου θὰ γίνῃ καλά.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας ἡ μητέρα ξύπνησε ἀπὸ τὸ κῶμα πῆρε τὸ καλύτερο καὶ σὲ μιὰ ἑβδομάδα εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα τοῦ θαύματος ὁ πατέρας μου στὸ μακρυνὸ χωριό, στὰ Ρόδα ποὺ ἦταν, εἶδε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸν ὕπνο του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε:
› Ἡ γυναῖκα σου εἶναι ἄρρωστη σοβαρά, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχῆς, θὰ τὴν κάνω καλά, γιατὶ ἔχεις καλὴ κόρη.
Αἰσθάνομαι ὅμως χρέος μου νὰ διηγηθῶ καὶ τὸ ἄλλο θαῦμα ποὺ ἔκαμε σ᾿ ἐμένα τὴν ἴδια ἡ μεγαλόχαρη Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 14ον
«Ἤμουν στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ὅταν μοῦ συνέβη τὸ περιστατικὸ ποὺ θὰ διηγηθῶ, ἀφηγεῖται ἡ Αἰκατερίνη Κριβέρη.
Ἦταν ἕνα Σαββατοκύριακο τοῦ δωδεκαήμερου μεταξὺ Χριστουγέννων καὶ Φώτων. Εἶχα λουσθῆ, ὥστε νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἄλλη μέρα. Κόντευε νὰ σουρουπώση. Ἔβλεπες ἀκόμη θαμπὰ καὶ θέλησα νὰ πεταχθῶ στὸ σπίτι μιᾶς φίλης μου γειτονοπούλας. Καθὼς προχωροῦσα σ᾿ ἕνα στενωπὸ σούδα εἶδα ξαφνικὰ ἐμπρός μου ἕνα πανύψηλο ἀράπη πεντέξη μέτρα ψηλόν, νὰ μὲ ἀγριοκυτάζῃ μὲ κάτι φοβερὰ μάτια καὶ νὰ ἀπειλῇ νὰ μὲ χτυπήσῃ μ᾿ ἕνα μεγάλο ραβδὶ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια. Γέμισα τρόμο καὶ φρίκη ἀπὸ τὸ ἀνύποπτο καὶ φοβερὸ αὐτὸ ἀντίκρυσμα. Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες μου. Ἔκαμα αὐτόματα τὸ σταυρό μου καὶ φώναξα δυνατά: Παναγία μου.
Τὸ τέρας ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, ἀλλὰ ἐγὼ ἔπεσα κάτω ἀναίσθητη. Κανένας δὲν μὲ ἄκουσε, οὔτε μὲ εἶδε ποὺ ἔπεσα. Ἐπειδὴ ἄργησα νὰ ἐπιστρέψω, οἱ δικοί μου βγῆκαν νὰ μὲ ἀναζητήσουν. Τελικὰ μὲ βρῆκε ἡ μητέρα μου στὴ σούδα πεσμένη κάτω, ἀναίσθητη. Τὸ πρόσωπό μου εἶχε παραμορφωθῆ τόσο, ὥστε εἶχα γίνει ἀγνώριστη καὶ προκαλοῦσα τὴν ἀποστροφή.
Καταφυγή μας καὶ πάλι ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ στρέψαμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχή μας. Παρακαλούσαμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ δεχθῇ τὴν παράκληση τῆς Γιαγιᾶς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ὑγεία.
Παρ᾿ ὅτι τὸ σπίτι μας ἦταν μέσα στὸ Βορι, ἡ μητέρα μὲ πῆρε καὶ κλειστήκαμε στὴν Ἐκκλησία της.
Μείναμε ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς κάθε ἡμέρα ἔψαλε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔλαβα ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑγεία μου καὶ τὸ πρόσωπό μου ἐπανῆλθε στὴν κατάσταση ποὺ ἤμουν πρίν μου συμβῇ τὸ φοβερὸ περιστατικό.
Στὸ διάστημα ποὺ ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐζήσαμε τὴ ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἁγίας. Πολλὲς φορὲς ἐβλέπαμε τὴ σκιὰ μιᾶς ἡλικωμένης μαυροφορεμένης γυναίκας. Ἄλλοτε σήμαινε σὰν καμπάνα δυνατὰ καὶ γλυκὰ ἡ Ἁγία Εἰκόνα καὶ τινάζονταν τὰ χρυσὰ τάματα ποὺ ἦσαν μέσα στὸ κουβούκλιό της. Αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ ἀλλὰ καὶ ὑπερφυσικὰ περιστατικὰ ἔχουν σφραγίσει τὴν ψυχή μου μὲ μιὰ ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μορφὴ τῆς Ἁγίας μας Ἄννας. Ἐλπίζω νὰ τὴν εὕρω μεσίτην καὶ βοηθὸν καὶ εἰς τὸ φοβερὸν βῆμα τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας».
Θαῦμα 15ον
Ὁ Παναγιώτης Κριβέρης, ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους Βορινοὺς ποὺ ζεῖ ἀκόμη (1984) στὸ Αἴγιο καὶ σὲ καλὴ ὑγεία, σύζυγος τῆς Αἰκατερίνης Κριβέρη ποὺ ἀναφέραμε ὡς τώρα, στρέφει μὲ ξεχωριστὴ νοσταλγία τὴ σκέψη καὶ τὴ θύμηση στὴν πατρίδα καὶ ἀφήνει καὶ χωρὶς νὰ θέλη νὰ φαίνεται ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν Ἁγία Ἄννα.
› Νὰ ντὴ διῶ (ἐννοεῖ τὴν εἰκόνα) ντὴ Ἀΐα Ἄννα κι ἂς πεθάνω τότε.
Ὁ εὐλαβὴς καὶ σεβαστὸς Βορινὸς γέρων διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἀπὸ νέος εἶχα μάθει τὴν Τέχνη τοῦ βαρελᾶ. Δούλευα τὴ δουλειά μου σὲ διάφορα χωριά. Κάποτε δούλευα στὴν Ἁλώνη, ἀπέχει ἀπὸ τὸ δικό μας χωριὸ κοντά μισὴ ὥρα. Στὴν περιοχὴ αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ εἶχε βάλτο καὶ οἱ κάτοικοι ὑπέφεραν συχνὰ ἀπὸ ἐλονοσία. Μὲ χτύπησε κι᾿ ἐμένα. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα πολλὴ σημασία. Συνέχισα νὰ δουλεύω. Μοῦ δίνανε κινίνο γιὰ νὰ μοῦ περάσει. Σήμερα νὰ γίνω καλά, αὔριο νὰ γίνω καλά. Ἀντὶ γιὰ καλὰ χειροτέρεψα. Ἔπεσα στὸ κρεββάτι βαριὰ ἄρρωστος. Στὴ συνέχεια διαπιστώθηκε μαζὺ μὲ τὴν ἐλονοσία καὶ ἡπατίτιδα μὲ ἵκτερο. Ἡ κατάστασή μου ἔγινε κρίσιμη. Χάθηκαν οἱ ἐλπίδες νὰ ζήσω. Ὁ γιατρὸς μὲ ξέγραψε. Σταμάτησα νὰ παίρνω τροφή, οὔτε γάλα δὲν δεχόμουν.
Στὴν κατάσταση αὐτὴ βλέπω στὸν ὕπνο μου μιὰ σεμνὴ γυναῖκα, ἡλικιωμένη μὲ λευκὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι. Στάθηκε μπροστά μου καὶ μὲ ρώτηξε:
› Τί ἔχεις;
› Δὲν μπορῶ, ἀπάντησα. Πλησίασε κοντά μου κι ἀκούμπησε τὸ χέρι της ἐπάνω στὴν κοιλιά μου, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡπατίτιδα ἦταν πρησμένη καὶ φουσκωμένη.
› Δὲν ἔχεις τίποτα, εἶπε, θὰ γίνης καλά. Νά᾿ ρθῇς αὔριο στὸ σπίτι μου.
Τὸ πρωὶ διηγήθηκα στὴ μητέρα μου τὸ ὄνειρο.
› Ἡ Ἁγία Ἄννα ἤτανε, εἶπε. Θὰ σὲ πᾶμε νὰ προσκύνησης καὶ νὰ κάμουμε ἁγιασμό.
Πήγαμε. Στὴ διάρκεια τοῦ ἁγιασμοῦ ἤμουν καθιστός. Μοῦ δώσανε τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φάνηκε ἐλαφρή. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως γινότανε ὅλο καὶ πιὸ βαριά. Μοῦ χτυποῦσε τὸ μέτωπο κι᾿ ἔκανε κινήσεις πέρα-δῶθε πάνω στὸ σῶμα μου. Μὲ ξάπλωνε ὕπτιο κάτω. Ὅλ᾿ αὐτὰ μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμός. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ καλύτερο. Συνέχισα ὅμως, ἐνῷ οἱ δικοί μου νήστευαν, νὰ πηγαίνω τακτικὰ ἐπὶ δέκα ἡμέρες νὰ προσεύχωμαι κάνοντας ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Ἔγινα ἐντελῶς καλὰ «ἀπὸ τὸ θαῦμα της» καὶ ζῶ μέχρι σήμερα, (1984)».
Θαῦμα 16ον
Ὁ ἴδιος, ὁ σεβαστός μας γερο-Κριβέρης διηγεῖται καὶ τὸ ἑξῆς φοβερὸ περιστατικό.
«Τότε ποὺ πηγαίναμε ἐπὶ δέκα ἡμέρες συνέχεια γιὰ ἁγιασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα γνωρίσθηκε ἐκεῖ ἡ μητέρα μου μὲ μία ἄρρωστη. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀφισιά. Εἶναι νησὶ κοντὰ στὴν Κούταλη, κι᾿ ἀπέχει μισὴ ὥρα μὲ τὸ καΐκι ἀπὸ τὸ Νησί μας.
Ὁ ἄνδρας της εἶχε ἀπελπισθῆ γιὰ τὴ ζωή της. Σὰν Βορινὸς ὅμως ἐγνώριζε γιὰ τὰ μεγαλεῖα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κρέμασε στὴ χάρη της τὶς ἐλπίδες του. Ἔφερε τὴ γυναῖκα του καὶ τὴν ἄφησε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀνάθεσε τὴ φροντίδα της σὲ μιὰ γερόντισσα συγγενῆ του. Θυμᾶμαι ὅτι ἡ ἄρρωστη κοιμόταν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶχαν βάλει σανίδια στὸ δάπεδο κι ἐπάνω στὰ σανίδια εἶχαν ψάθα. Αὐτὸ ἦταν τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης. Κατερίνα τὴν ἔλεγαν. Συνειθιζόταν νὰ γίνεται συντροφιὰ στοὺς ἄρρωστους καὶ νὰ μὴ μένουν μόνοι τους. Ἂν συνώδευαν πρόσωπα τῆς οἰκογενείας εἶχε καλῶς, ἐὰν ὄχι, τότε, χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἐναλλὰξ ἔπρεπε νὰ συντροφεύουν τὸν ἄρρωστο καὶ νὰ διανυκτερεύουν μαζύ του, συγχρόνως δὲ ἐνήστευαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς μητέρας μου νὰ ξενυχτίση μὲ τὴν ἄρρωστη Κατερίνα μὲ τὴν ὁποία, ἄλλωστε γνωριζόταν. Πῆρε κι ἐμένα μαζύ της. Ἐπῆγα μὲ χαρά. Ἦταν εὐκαιρία νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἁγ. Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία τὴ μεγάλη ποὺ μοῦ εἶχε κάμει.
Ὁ Ἐπίτροπος ὅταν νύχτωνε κλείδωσε τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε συνήθως, κι ἔφυγε. Ἐμεῖς οἱ τρεῖς μείναμε μέσα. Ὁ Ναὸς φωτιζόταν μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν καὶ ἀπὸ μία λαμπάδα ἀναμμένη. Ἡ μητέρα εἶχε πιάσει κουβέντα σιγανὴ μὲ τὴν Κατερίνα. Ἐγὼ εἶχα σταθῆ παραπέρα ὄρθιος σ ἕνα στασίδι κι ἔκανα προσευχή. Ἡ ὥρα θὰ ἦταν περίπου ἐννιά. Ἕνας δυνατὸς θόρυβος μὲ ἔκαμε νὰ γυρίσω πρὸς τὴν πόρτα. Ἄκουσα σὰ νὰ μπαίνῃ κλειδὶ καὶ νὰ γυρίζῃ τὴν κλειδαριὰ τρεῖς φορὲς κράκ, κράκ, κράκ. Περίμενα ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα, ἀλλὰ δὲν ἄνοιξε. Μπῆκε ὅμως μέσα χωρὶς ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα μιὰ γυναῖκα μεγαλόπρεπη. Μέτριο ἀνάστημα, λίγο γεμάτη. Φοροῦσε ἀπὸ μέσα πράσινο φόρεμα μακρὺ κάτω-κάτω κι ἀπέξω ράσσο μαῦρο. Φοροῦσε πράσινα πασουμάκια καὶ στὸ κεφάλι εἶχε μαντήλι μὲ τὸ χρῶμα τοῦ βερύκοκου. Προχώρησε μὲ γρήγορα βήματα πρὸς τὸ ἱερό. Ἀκουγόταν ὁ θόρυβος φράστ φρούστ ἀπὸ τὸ φόρεμά της στὸ περπάτημα. Πέρασε ἀκριβῶς δίπλα μου. Μπῆκε στὸ ἱερὸ καὶ μετὰ ἀκούσθηκε ἕνα δυνατὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της ποὺ ἔκαμε τὰ χρυσὰ τάματα νὰ κουδουνίσουν. Χτυποῦσε τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἔβαλα τὶς φωνές. Μάνα... Μάνα, Μάνα ἡ Ἁγία Ἄννα πέρασε, ἡ Ἁγία Ἄννα. Οἱ γυναῖκες γύρισαν νὰ ἰδοῦν, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν. Ἄκουσαν ὅμως τὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της καὶ τὸ θόρυβο ποὺ ἔκαναν τὰ τάματα.
Ἡ ἄρρωστη Κατερίνα κάποια ἡμέρα ἔφυγε γιὰ τὸ νησί της ἐντελῶς ὑγιὴς δοξολογώντας κι ἐκείνη τὴν εὐεργέτιδά μας Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 17ον
«Ἡ Ἁγία Ἄννα, διηγεῖται ὁ Γέρο-Κριβέρης κι᾿ ἐπιβεβαιώνουν κι ἄλλοι ποὺ θυμοῦνται αὐτὴν τὴν ἐποχὴ, ὅπως ὁ Στρατὴς Μαμαλοῦγκος καὶ ὁ Στέλιος Μιχαηλίδης, ἡ Ἁγία Ἄννα μᾶς ἔσωσε πολλὲς φορὲς ἀπὸ χολέρα.
Θυμᾶμαι τὰ ἑξῆς περιστατικά:
α) Ἡ δουλειά μου ἦταν βαρελάς. Ἔτσι γύριζα στὰ διάφορα χωριὰ καὶ δούλευα τὴν τέχνη μου. Χρειάσθηκε τότε στὰ 1916 νὰ ταξειδέψω στὸ χωριὸ Ῥόδα. Ἐκεῖ εἶχα ἀφήσει μερικὰ ἐργαλεῖα καὶ ἤθελα νὰ τὰ πάρω. Σὰν φθάσαμε μὲ τὸ καΐκι στὸ λιμάνι τῶν Ῥόδων βγῆκε ἔξω μιὰ βάρκα μὲ ἄσπρη σημαία. Πλησίασε. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Λιμενικοῦ.
› Ἀπαγορεύεται νὰ μπεῖτε στὸ λιμάνι. Ἐπιδημία χολέρας. Μόνο γυρίστε πίσω στὸ Βόρι καὶ στεῖλτε μας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ κάθε μέρα ἔχομε νεκρούς.
Ἔστειλαν τὴν εἰκόνα. Ὅσοι πέθαναν ὡς τότε πέθαναν. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πῆγε ἡ εἰκόνα δὲν πέθανε ἄλλος ἀπὸ λοιμική. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Πῆγα κι ἐγὼ μετὰ καὶ πῆρα τὰ ἐργαλεῖα μου.
β) Στὸ Βόρι ἦλθε καὶ ἀπὸ τὴ Γωνιὰ καΐκι μὲ ἄσπρη σημαία. Ἡ Γωνιὰ εἶναι χωριὸ μιὰ ὥρα δρόμο μακρυὰ ἀπὸ τὰ Ῥόδα. Ἦλθαν καὶ πῆραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ εἶχε πέσει χολέρα. Τὴν εἰκόνα τὴν κράτησαν κάπου ἕνα μῆνα στὴ Γωνιά. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Οἱ Γωνιῶτες γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τοὺς ἔφερναν στὸ προσκύνημα ἀφιερώματα καὶ λάδι.
γ) Στὰ 1911 ἔπεσε χολέρα στὸ χωριὸ Σκουπιά. Ἀπαγορεύθηκε ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλα χωριά. Τοὺς ἔβαλαν σὲ καραντίνα. Τρόφιμα ἔστελναν μὲ τὰ καΐκια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔπιαναν σκάλα στὴ στεριά. Τὰ τρόφιμα τὰ πετοῦσαν ἔξω καὶ τὰ παίρναμε. Ἀπὸ τὴ χολέρα πέθανε ὁ Σταμοῦλος.
Οἱ κάτοικοι γιὰ νὰ γλυτώσουν ἐγκατέλειψαν τὸ χωριὸ σκόρπισαν στὰ χωράφια κι᾿ ἔκαμαν καλύβες. Ζήτησαν νὰ τοὺς πᾶμε τὴν Ἁγία Ἄννα. Τὴν πήγαμε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ τὴν παράλαβαν οἱ Σκουπιῶτες. Ὑποφέρανε τότε καὶ ἀπὸ ψωμί. Ἔτσι ὁ Δόξης ποὺ ἦταν Πρόεδρος στὸ Βόρι φρόντισε, ἐπειδὴ εἶχε καὶ μύλο καὶ ἔστειλε τρόφιμα. Αὐτὸν τὸ Δόξη τὸν λέγαμε καὶ Τοῦρκο ἐξ αἰτίας ποὺ δὲν νήστευε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ θανατικὸ στὰ Σκουπιά.
δ) Ἡ χολέρα ἔπεσε καὶ στὸ Πασαλιμάνι τότε. Πήγαμε τὴν Ἁγία Ἄννα μέχρι τὸν Ἁι-Στράτηγο κι ἀπ᾿ ἐκεῖ τὴν πῆραν οἱ Πασαλιμανιῶτες μὲ λαχτάρα γιατὶ ἐκεῖ εἶχε κάμει θραύση τὸ θανατικό. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ κακό.
ε) Στὸ Βόρι δὲν ἔπεσε χολέρα γιατὶ τὸ προστάτευε ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἔμεις ἐκεῖ στὸ Βόρι γιατρὸ δὲν εἴχαμε, γιατρὸ δὲ θέλαμε εἴχαμε «Ντὴν Ἁΐα Ἄννα».
Θαῦμα 18ον
Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ, θυγατέρα τοῦ Γιωργάκη Χατζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, ἡ λεγομένη Προεδρίνα ἐτῶν σήμερα (1983) 89 διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἤμουν 18 ἐτῶν ὅταν συνέβη τὸ περιστατικό. Εἴχαμε πάει μὲ τὴ μητέρα μου τὴν Ἀγγλαΐα καὶ τὸν ἀδελφό μου Σταμάτη νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι. Εἴχαμε ἐκεῖ κι ἕνα φιλικὸ σπίτι, τὴν οἰκογένεια Τρανοῦ καὶ μέναμε κάθε φορά. Τότε μὲ ἄλλες κοπέλλες τῆς ἡλικίας μου πήγαμε, ἕνα περίπατο μέχρι τὸν ἀνεμόμυλο. Ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ δρόμο πρὸς τὸ Πασαλιμάνι. Καθὼς παρατηρούσαμε τόνα καὶ τ᾿ ἄλλο στὸν Ἀνεμόμυλο ἔξαφνα μοῦ ἦλθε μία ζαλάδα κι ἔπεσα κάτω λιπόθυμη. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἔμεινα τρεῖς ἡμέρες. Ἤμουν ἀναίσθητη. Ὅταν καλλιτέρεψα πήγαμε μὲ τὴ μητέρα μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Μὲ ἔβαλαν νὰ καθήσω στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετὰ μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔστησαν ὄρθια στὰ γόνατά μου. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε εὐλογητὸς γιὰ τὸν ἁγιασμό. Τότε ἡ εἰκόνα μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη μ᾿ ἔσπρωξε κι ἔπεσα, ἤθελα δὲν ἤθελα, κάτω ξαπλωτή. Στὴ συνέχεια κινήθηκε ἐπάνω μου ἡ εἰκόνα πέρα δῶθε ἀπὸ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ πόδια καὶ ξαναγύριζε ἀπὸ τὰ πόδια στὸ λαιμό. Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορές. Ὅταν τέλειωσε ὁ ἁγιασμός, ὁ ἱερεὺς πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ μοῦ ἔδωσε χέρι καὶ σηκώθηκα. Αἰσθάνθηκα ἀπὸ τότε ἐντελῶς καλὰ στὴν ὑγεία μου. Μοῦ ἔδωσαν νὰ πιῶ καὶ ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο βρισκόταν δίπλα στὴ θέση τῆς εἰκόνας, στὸ δάπεδο σκεπασμένο. Μὲ τὸ ἁγιασμένο αὐτὸ νερὸ μετὰ ράντισαν τὸ κεφάλι μου καὶ τὸ πρόσωπό μου. Τὸ περιστατικὸ αὐτῆς μου τῆς ἀρρώστειας ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γνωρίσω περισσότερο τὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ καλλιεργηθῇ στὴν ψυχή μου μιὰ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἱερό της πρόσωπο, ἐκείνη, βέβαια ποὺ ὀφείλεται στοὺς Ἁγίους».
Θαῦμα 19ον
Ἡ Βασιλική, σύζυγος Νικ. Σκαμνᾶ ἀδελφὴ τῆς Μαρίας Μυλωνᾶ, κάτοικος Αἰγίου (Γρηγορίου Ε´ 36), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶχα τρία παιδιὰ τότε στὴν πατρίδα (Ἀρτάκη). Μιὰ ἡμέρα μοῦ ἀρρώστησε τὸ μεσαῖο στὴν ἡλικία, ὁ Ἄνθος. Καλῶ τὸ γιατρό, τὸ ἐξετάζει.
› Μὴν ξοδεύεσαι, μοῦ εἶπε. Τὸ παιδὶ ἔχει μηνιγγίτιδα, σὲ λίγες ὧρες θὰ πεθάνη.
Καὶ πράγματι πέθανε. Γυρίζοντας ἀπὸ τὴν κηδεία βρίσκω καὶ τὸ ἄλλο παιδί, τὴν Ἀναστασία μου, πεθαμένο ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστεια. Δὲν τὸ ἄντεξα, ἔπαθα ψυχικὸ κλονισμό. Λίγο ἤθελε νὰ χάσω ὁλότελα τὰ λογικά μου. Μὲ πῆρε τότε ἡ μητέρα μου καὶ μὲ πῆγε στὸ Βόρι στὴν Ἁγία Ἄννα «γιατὶ ὅλοι τσοὶ παθημένοι στὴν Ἁΐα Ἄννα τσοὶ πηγαίνασι». Ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία 40 ἡμέρες μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Λάδι μόνο τὸ Σαββατοκύριακο. Ὁ ἱερεὺς ἐρχόταν κάθε ἡμέρα καὶ μᾶς διάβαζε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Στὸν ἁγιασμὸ ἤμουν καθιστὴ στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μοῦ ἔδιναν τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου νὰ τὴν κρατῶ. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φαινόταν ἐλαφρὴ σὰν πούπουλο. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες αἰσθανόμουνα καλύτερα καὶ μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινα τελείως καλά. Ἀπὸ τότε κάθε χρόνο, ὅσο ἤμουν ἐκεῖ στὴν πατρίδα, πήγαινα στὸ Βόρι στὴ χάρη της νὰ τῆς λέω τὸ εὐχαριστῶ μου» .
Θαῦμα 20ον
Ὁ Κωνσταντῖνος Καρακόπουλος ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἡ ἀδελφή μου Ἑλένη ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν προσχολικὴ ἡλικία ἔξαφνα βουβάθηκε, ἔχασε τὴ μιλιά της. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφυγαν οἱ γονεῖς μου δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο καὶ πολὺ περισσότερο νὰ δώσουν θεραπεία.
Τὸ παιδάκι, σήκωνε τὸ χέρι του καὶ ἔδειχνε πρὸς τὸ Βόρι. Κατάλαβαν τὶ ἔδειχνε. Ἡ μητέρα μου ἔταξε στὴν Ἁγ. Ἄννα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡμέρα κάθε πρωῒ μαζὺ μὲ τὸ ἄλαλο παιδὶ πήγαινε στὸ Βόρι. Γινόταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ καθιερωμένος ἁγιασμὸς μὲ τὴν εἰκόνα καὶ ξαναγύριζαν στὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ἕνα βράδυ ἡ μητέρα μου εἶδε στὸ ὄνειρό της νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μας μιὰ μαυροφορεμένη θαυμαστὴ γυναῖκα. Πλησίασε στὸ κρεββατάκι τῆς Ἑλένης. Στάθηκε ἀπὸ πάνω της καὶ μετὰ ἔβγαλε μιὰ χρυσῆ λόγχη μὲ τὴν ὁποία τὴ σταύρωσε στὸ στόμα. Ἔκαμε μεταβολὴ κι ἔφυγε. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ξύπνησε καὶ φώναξε:
› Μητέρα, ἦρθε ἡ Ἁγία Ἄννα, μοῦ ἔδωσε τὴ φωνή μου.
Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πῆγαν στὸ Βόρι κι᾿ ἀπέδωσαν τὴν εὐχαριστία τους. Τὸ τάμα ὅμως δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ πᾶνε στὸ Βόρι γιατὶ ἔγινε ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ 22. Τὸ ἔδωσαν στὸ Αἴγιο. Ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ εἶναι στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγ. Ἄννας στὸ Ναό της στὸ Συνοικισμὸ Αἰγίου διακρίνεται καὶ τὸ τάμα τῆς ἀδελφῆς μου Ἑλένης. Εἶναι μιὰ χρυσῆ γλῶσσα».
Θαῦμα 21ον
Ἕνας Τοῦρκος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἔτεμ βρῆκε εὐκαιρία καὶ ἔκλεψε ἕνα τραπεζομάντηλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ τὸ ἔκανε νυχτικὸ τοῦ παιδιοῦ του. Ὅταν τὸ φόρεσε τὸ ἀγοράκι καὶ ξάπλωσε νὰ κοιμηθῇ, πῆρε φωτιὰ τὸ νυχτικὸ καὶ κάηκε πάνω στὸ σῶμα του χωρὶς τὸ ἴδιο νὰ πάθῃ τίποτε ἀπολύτως. Φοβήθηκε ὅμως τόσο πολὺ ποὺ ἀρρώστησε βαριά. Ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ πῆγε τότε σὲ μιὰ γνωστή της χριστιανὴ τὴν Ξαφένια καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς πάῃ λίγο ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μήπως καὶ γίνῃ τὸ παιδί της καλά. Ἡ χριστιανὴ δυσκολεύθηκε, τὸ θεώρησε βεβήλωση, νὰ δώσῃ ἁγίασμα στὴν Τουρκάλα.
Σκέφθηκε ὅμως νὰ τῆς δώσῃ ἀντὶ γιὰ ἁγίασμα λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ ἦταν στὸ προαύλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Μὲ τὸ νερὸ ἡ Τουρκάλα ράντισε καὶ πότισε τὸ παιδί της, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε καλά. Ἀπὸ τότε τὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ ἔστελναν στὸ ἑλληνικὸ Σχολεῖο κι ἔκανε παρέα μόνο μὲ χριστιανόπουλα. Σχεδίαζαν νὰ τὸ βαπτίσουν καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν, γιατὶ ἦρθε ὁ διωγμός.
Οἱ Τοῦρκοι στὸ Βόρι, ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, τῆς εἶχαν μεγάλο σεβασμό. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ὁ πρῶτος διωγμὸς τῶν Ἑλλήνων τὸ 1912 καὶ φεύγοντας οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἔμειναν μόνο Τοῦρκοι, τὸ καντῆλι τῆς Ἁγίας Ἄννας ποτὲ δὲν ἔσβυνε. Τὸ ἄναβαν οἱ Τοῦρκοι.
Θαῦμα 22ον
Ἡ Μαρία χήρα Ἀρίστου Ἀριστάρχου, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσ. Σμύρνης 11) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἡ μητέρα μου Ἄννα Γεωργίου ὅταν ἦτο κόρη ἀνύπαντρη ἡλικίας 30 ἐτῶν, ἐνῷ ἦτο ὑγιὴς αἴφνης ἔπαθε παράλυση. Δὲν μποροῦσε νὰ κινήση τίποτε. Ἐμένανε στὸ Βόρι καὶ γιατρὸ τότε πίστευαν καὶ εἶχαν μόνο τὴν Ἁγία Ἄννα. Πῆραν τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν πῆγαν σηκωτὴ μὲ τὸ φορεῖο στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἔμεινε ἐκεῖ μὲ τὴ μητέρα της Μαλαματένια μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Πολλὲς φορὲς τὰ βράδυα, διηγεῖται, ἀκουόταν ὁ θόρυβος ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα κλειδαριᾶς χωρὶς νὰ ἄνοιγῃ ἡ πόρτα καὶ ἄλλοτε καταλάβαιναν τὸ θόρυβο ἀπὸ τὰ πασουμάκια τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ περπατοῦσε χωρὶς νὰ τὴ βλέπουν. Καὶ ἄλλοτε ἀκουόταν τὸ θυμιατὸ ποὺ θύμιαζε ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ νύχτα στὸ ἱερό. Ἡ ἄρρωστη τότε μητέρα μου μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε ἐντελῶς καλά. Εἶχε πάντα μιὰ μεγάλη εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα, καὶ δὲν ἄφηνε καμιὰ εὐκαιρία διὰ νὰ ἐκφράζῃ τὴν εὐγνωμοσύνη της».
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟΝ
Θαῦμα 1ον
Ἡ Ἄννα Τσιλιμπούρη τοῦ Χαραλάμπους καὶ τῆς Κυριακούλας, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγεῖται (ἔτος 1983) τὰ ἑξῆς:
«Πατρίδα μου εἶναι τὰ Σκουπιὰ τῆς Προικονήσου. Στὸ Αἴγιο ἦλθαν οἱ γονεῖς μου πρόσφυγες μὲ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922. Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ κοριτσάκι ἓξ ἐτῶν. Σὲ ἡλικία 23 περίπου χρονῶν μοῦ συνέβη, ἕνα σοβαρὸ περιστατικό. Δούλευα στὸ σταφιδεργοστάσιο τοῦ Παπαγεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας μου γλίστρησα κι ἔπεσα. Αὐτὸ τὸ πέσιμο μοῦ ἔγινε αἰτία μιᾶς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυὸ σπόνδυλοι τῆς σπονδυλικῆς μου στήλης, ὁ ἔνατος καὶ ὁ δέκατος. Οἱ γιατροὶ δὲν ἔκαμαν σωστὴ διάγνωσηη μὲ συνέπεια νὰ χειροτερέψῃ ἡ κατάστασή μου καὶ νὰ καταλήξω ὁλότελα παράλυτη. Ὁ ὀρθοπεδικὸς κ. Μηνιάτης στὴν Πάτρα μὲ ἔβαλε στὸ γύψο. Ἔμεινα ἔτσι ἀκίνητη στὸ σπίτι μου 18 ὁλόκληρους μῆνες. Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα διαπίστωσε ὅτι ὁ γύψος καὶ τὸ στρῶμα μου εἶχαν γεμίσει αἵματα. Καλέσαμε στὸ τηλ. τὸν κ. Μηνιάτη ἀπὸ τὴν Πάτρα. Εἶπε πὼς τὸ πρόγραμμά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔλθη καὶ πρότεινε νὰ καλέσωμε τὸν κ. Παπαχρυσάνθου, νὰ βγάλη τὸ γύψο καὶ νὰ μοῦ περιποιηθεῖ τὶς πληγὲς ποὺ προκάλεσαν τὸ αἱμάτωμα. Ἔγιναν ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ κ. Παπαχρυσάνθου, ἐγὼ ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ εἶμαι παράλυτη. Ὁ κ. Μηνιάτης συμβούλεψε νὰ μὲ πᾶνε πάλι στὴν Πάτρα γιὰ νὰ μοῦ ξαναβάλει τὸ γύψο. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Νῖκος ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ πάη. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ μητέρα μου καὶ λέγει:
› Ὡς τώρα, τοῦ εἶπε, σὲ ἄκουσα καὶ γυρίζουμε στοὺς γιατροὺς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τώρα δὲν θὰ σὲ ἀκούσω ἄλλο. Θὰ πάω τὴν κοπέλλα πρῶτα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὕστερα πήγαινε ἐσὺ ὅπου θέλεις.
Μὲ σήκωσαν τέσσαρες γυναῖκες. Μία κρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἡ ἄλλη τὰ πόδια καὶ οἱ ἄλλες δυὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ κορμὶ καὶ μὲ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Συνοικισμό.
Ἦταν τότε ἡ ξύλινη Ἐκκλησία. Ἐφημέριος ἦταν ὁ π. Ἀνδρέας Κουμπέτσος.
Ἑτοίμασαν νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς καὶ μὲ ἔστησαν καθιστὴ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Μοῦ κρατοῦσαν τὴν πλάτη νὰ σταθῶ γιατὶ ἀπὸ μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ μείνω σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση. Ὕστερα μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας αὐτὴ ποὺ εἶναι τώρα στὸ προσκυνητάρι μὲ τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, καὶ μοῦ τὴν ἔβαλαν ὄρθια στά γόνατά μου. Ὁ π. Ἀνδρέας ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁγιασμό. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ μὲ ξαπλώνει ὕπτια κάτω. Στὴ συνέχεια ὄρθια ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινῆται πέρα δῶθε καὶ νὰ τρίβεται πάνω στὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πεταγόταν πάλι στὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο. Αὐτὸ συνεχιζόταν μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμὸς ποὺ οὔτε κατάλαβε πῶς τὸν ἔψαλε ὁ π. Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἁπλῶς φοβηθῆ, ἀλλὰ εἶχε πάθει φρίκη, τόσο ποὺ τὰ γένεια του εἶχαν σηκωθῆ ὄρθια ἀπὸ τὸν τρόμο του. Ἐγὼ ζοῦσα φοβερὴ στιγμή. Εἶχα τρομάξει, τὰ εἶχα χάσει. Ἅπλωνα τὰ χέρια, ζητοῦσα βοήθεια, οἱ γυναῖκες ὅμως στεκόντανε μακριά. Ἡ εἰκόνα μοῦ φαινόταν σὰν πούπουλο καθὼς κινιόταν ἐπάνω μου. Τελειώνοντας ὁ Ἁγιασμὸς σταμάτησε νὰ κινῆται ἡ εἰκόνα. Τὴν πῆραν τότε ἀπὸ πάνω μου καὶ θέλησαν νὰ μὲ σηκώσουν πάλι γιὰ νὰ μὲ μεταφέρουν. Ἔγω αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμη στὸν ὀργανισμό μου.
› Ἀφῆστε με τοὺς εἶπα, θὰ σηκωθῶ μόνη μου, ἔγινα καλά.
Καὶ σηκώθηκα ὄρθια. Δοκίμασα νὰ περπατήσω. Δυὸ χρόνια εἶχα περίπου νὰ τὸ κάμω. Ἄλλαξα βήματα. Ἀσπάσθηκα μὲ δάκρυα τὸ σταυρό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ χέρι τοῦ ἱερέα καὶ μετὰ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μητέρα μου ἤθελε νὰ μοῦ δείξη τὸ δρόμο. Πράγματι εἶχα ξεχάσει ἀπὸ ποῦ πηγαίνουν στὸ σπίτι μας. Ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου. Αἰσθανόμουν ἐντελῶς ὑγιής. Ὁ κ. Μηνιάτης ποὺ ἔκανε τὶς ἐξετάσεις του δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Βρῆκε τὴ σπονδυλική μου στήλη ἐντελῶς φυσιολογική. Σὲ λίγους μῆνες ἦλθε ἡ Γερμανικὴ κατοχή. Κι᾿ ἐγώ, ἡ πρώην παράλυτη, μαζὺ μὲ ἄλλες γυναῖκες, δούλευα στὰ χαρακώματα, στὸ 20ο χιλιόμετρο κοντὰ στὴν Πάτρα καὶ πηγαινοερχόμουν κάθε ἡμέρα μὲ τὰ πόδια. Ποτὲ δὲν λησμονῶ τὴν εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλή. Πολὺ τὴν εὐλαβοῦμαι καὶ πάντοτε τιμῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα» .
Θαῦμα 2ον
Μιὰ ἐνορίτισσα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἡ ὁποία ἰδιαίτερα τὴν εὐλαβεῖται καὶ ἡ ὁποία διὰ λόγους εὐνοήτους θέλει νὰ εἶναι ἀνώνυμος, διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶναι βέβαια ὄνειρο, ἀλλὰ ἔχει τόση ζωντάνια καὶ εἶναι τόσο χαρακτηριστικό, ὥστε ἐγὼ μὲ τὴ δική μου τὴ σκέψη τὸ θεωρῶ ὡς ἐπίσκεψη καὶ εὐλογία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινή.
Πάντοτε στὴν προσευχή μου ἐπικαλοῦμαι τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μεσιτεία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἕνα βράδυ, ἦταν Μάρτης τοῦ 1982, μὲ περισσότερη θέρμη ζήτησα τὴ βοήθειά της, διότι εἶχα στενοχώριες καὶ προβλήματα, τὰ ὁποῖα κρατοῦσαν σὲ ἀγωνία τὴν ψυχή μου. Εἶδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸν ὕπνο μου, ὅτι ἐνῶ ἐγὼ εἶχα γείρει στὸ κρεββάτι μου γιὰ ὕπνο, σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ πρόβαλε μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Ἔλαμπε ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια μὲ διάχυτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν καλωσύνη στὸ πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
› Μὲ φωνάζεις κάθε μέρα κ᾿ ἐγὼ ἔρχομαι, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σου δὲν μὲ ἔχεις.
Ἐγὼ γεμάτη ἔκπληξη καὶ τρόμο τὴ ρώτησα:
› Ποιὰ εἶσαι ἐσύ;
› Μὲ ξέρεις,
ἀπάντησε καὶ δείχνοντας μὲ τὸ πανάγιο χέρι της τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρόσθεσε:
› Μόλις στρίψεις ἀπὸ τὸ σχολεῖο φάτσα μὲ βλέπεις.
Ἀμέσως χάθηκε κι᾿ ἔκλεισε ἡ πόρτα. Τὴν ἑπομένη εἶχα στὸ σπίτι μου τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς μοναχῆς. Διηγήθηκα σ᾿ αὐτὴν τὸ ὄνειρό μου καὶ χωρὶς ἀμφιβολία συμφωνήσαμε ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα. Πράγματι ἔλειπε ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔψαξα καὶ βρῆκα μία εἰκόνα της κι ἔτσι ἔχω τὴν εὐλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στὸ σπίτι μου».
Θαῦμα 3ον
Ἡ ἴδια ἐνορίτισσα διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίσης ὄνειρο.
«Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1982 καὶ στὴ βραδυνή μου προσευχὴ εἶχα ἰδιαίτερα προσευχηθῆ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἶδα τὸ ἑξῆς ὄνειρο. Βρέθηκα μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας. Δὲν εἶχε κτισθεῖ ὁ πέτρινος ναὸς ποὺ ἔχει κτισθεῖ τώρα, ἀλλὰ ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἡ ξύλινη παράγκα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ γινόταν θεία λειτουργία.
Τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε τὸ χερουβικὸ καὶ ὁ ἱερεὺς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ ἱερὸ γιὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, εἶδα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Δισκάριο νὰ εἶναι ἕνα μικρὸ παιδί. Μοῦ φαινόταν πὼς χωροῦσε πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ καθὼς προχωροῦσε ἀργὰ ὁ ἱερεὺς κάνοντας τὴν εἴσοδο, τὸ παιδὶ εὐλογοῦσε μὲ τὸ δεξί του χέρι τοὺς πιστοὺς ποὺ ἦταν γονατιστοί. Ἐκτυφλωτικὴ ἦταν ἡ λάμψη ποὺ εἶχαν τὰ μάτια του. Ὅταν ὁ λειτουργὸς στάθηκε στὸ μέσον του Ναοῦ γιὰ νὰ μνημόνευση, τὸ λαμπερὸ παιδὶ ἔστρεψε τὴ ματιά του στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ βλέποντας μία τὴν εἰκόνα καὶ μία τὸ ἐκκλησίασμα φώναξε τρεῖς φορὲς μὲ δυνατὴ καὶ κρυστάλλινη γλυκειὰ φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ὁ λειτουργὸς προχώρησε στὸ στὸ ἅγιο βῆμα καὶ τὸ ὅραμα τελείωσε».
Θαῦμα 4ον
Ἡ Διαλεχτὴ Γεωργοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Στράτωνος 9) διηγεῖται (1983) τὰ ἑξῆς:
«Ὅταν ὁ γυιός μου Γιῶργος ἦταν ἡλικίας 10 χρονῶν τοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό. Ἦταν τότε μαθητὴς στὸ δημοτικὸ σχολεῖο. Μιὰ ἡμέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο δὲ βρῆκε τῆς ἀρεσκείας του τὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμαστῆ. Θύμωσε καὶ πῆρε νὰ κόψη γιὰ νὰ φάει πορτοκάλι, συγχρόνως ὅμως εἶπε στὸ θυμό του καὶ μία βλαστήμια. Δὲ πρόλαβε ὅμως νὰ κόψῃ τὸ πορτοκάλι καὶ σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ χτυπώντας μὲ τὰ πόδια του τὸ πάτωμα. Βλέποντας ἐγὼ τὸ παιδί μου σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση κάλεσα τὸ γιατρὸ κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο. Ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν ἐξέταση τοῦ παιδιοῦ εἶπε:
› Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀρρώστια γιὰ μᾶς, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δουλειὰ ἐδῶ. Θὰ καλέσεις παπά.
Κάλεσα τότε τὸν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας μας, ὁ ὁποῖος διάβασε διάφορες εὐχές. Μετὰ ἀπὸ τὸ διάβασμα τὸ παιδὶ ἡρέμησε καὶ τότε μπόρεσε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ περιβάλλον του καὶ νὰ μιλήση. Διηγήθηκε τότε τὰ ἑξῆς:
› Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκοβα τὸ πορτοκάλι, ἐνῷ εἶχα εἰπῆ μὲ τὸ θυμό μου τὴ βλαστήμια εἶδα ν᾿ ἀνεβαίνη τὴ σκάλα μας ἕνας κοντὸς καὶ μαῦρος μὲ μιὰ μακριὰ οὐρά. Μὲ χτύπησε μὲ τὴν οὐρά του στὸ πρόσωπο κι ἔπεσα κάτω. Ἀπὸ τότε δὲ θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο. Πρὶν μὲ χτυπήση καὶ πίσω φοβέρισε τὴ γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) ἡ ὁποία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανε τὸ σταυρό της. Γιὰ σένα θὰ ξανάρθω νὰ ἐξηγηθοῦμε, τῆς εἶπε.
Τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχο. Ἔβλεπε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνον τὸν μαῦρο μὲ τὴν οὐρά. Πήγαμε σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ παρακαλέσαμε. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο. Τελευταῖα πήγαμε τὸ παιδὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ντυμένο καλογεράκι. Ὅσο βρισκόταν στὴν ἐκκλησία ἦταν ἥρεμο, ἔφευγε ἡ ταραχή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔλεγε δείχνοντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μὲ ἀνακουφίζει. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίναμε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τακτικὰ στὴν Ἁγ. Ἄννα. Δὲν ξαναεῖδε τὸν κοντὸ μὲ τὴν οὐρά, ἡρέμησε, ἔγινε ἐντελῶς καλά καὶ μέχρι σήμερα χαίρει ἄκρας ὑγείας» .
Θαῦμα 5ον
Ἡ κ. Χριστίνα χήρα Ι. Σεβαστοῦ κάτοικος συνοικισμοῦ Αἰγίου διηγεῖται (1980) τὰ ἑξῆς:
«Ἡ κόρη μου Κατερίνα ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ὑπέφερε ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἀπὸ μία σοβαρὴ ἀρρώστεια. Παρ᾿ ὅλη τὴν προσπάθεια μὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα, τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴν ἴδια κατάσταση. Εἶχα εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ θέρμη νὰ μοῦ κάμη καλὰ τὸ παιδί μου. Μία ἡμέρα ποὺ εἶχα πάει στὸ γιατρὸ μαζὺ μὲ τὸ παιδί, βρέθηκε μπροστά μου μιὰ μαυροφορεμένη γυναῖκα μ᾿ ἕνα παιδάκι στὴν ἀγκαλιά, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε:
› Κυρά μου τὸ παιδί σου δὲν θὰ γίνει καλά. Μὴν τρέχης καὶ ξοδεύεσαι στοὺς γιατρούς. Θὰ πᾶς νὰ βρῆς ἕνα χορτάρι ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ θὰ δώσης, ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ πιῆ τὸ παιδὶ κι ἔτσι θὰ γίνῃ καλά.
Μοῦ περιέγραψε τὸ χόρτο κι ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς. Πιστεύω ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα, τὴν ὁποία παρακαλοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου.
Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ χορτάρι καὶ δὲν τὸ εὕρισκα. Μιὰ ἡμέρα ὅμως τὸ ἀγοράκι μου, ὁ Πανταζῆς μου ἔφερε μία χεριὰ χόρτο καὶ μοῦ εἶπε:
› Νὰ μαμὰ τὸ χόρτο ποὺ θέλεις γιὰ τὴν Κατίνα μας.
Ἦτο ἀκριβῶς ὅπως μοῦ τὸ περιέγραψε ἐκείνη ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ φανερώθηκε. Ἔκαμα τότε λειτουργία στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔδωσα καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο στὸ παιδὶ καὶ ἤπιε. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παιδὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ταλαιπωρίας ἔγινε καλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ξέρει τί εἶναι ἀρρώστεια. Ὅσο ζῶ θὰ εὐλαβοῦμαι καὶ θὰ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία της».
Θαῦμα 6ον
Ἡ Κασιανὴ Μιτακόλα θυγατέρα τοῦ Δημ. Νικολόπουλου ἀπὸ τὴν Κρήνη (Ἀράχωβα) Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς (1983).
«Εἶμαι ὑπάλληλος καὶ κατοικῶ στὴν Κόρινθο μὲ τὸ σύζυγό μου καὶ τὸ ἀγοράκι μας ἕξη χρονῶν τώρα (1982). Αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωση νὰ μιλήσω γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκαμε σὲ μένα ἡ Ἁγία Ἄννα. Πρὶν τέσσερα χρόνια εἶχα ἐνοχλήσεις γυναικολογικές. Ἐπισκέφθηκα πολλοὺς γιατροὺς τυχαίους καὶ φημισμένους. Ἔμεινα καὶ στὸ νοσοκομεῖο «Ἔλενα» καὶ ἔκαμα θεραπεία χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας μου ἀντὶ νὰ βελτιωθῇ χειροτέρευε. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ τῆς ἀρρώστειας μου συνεχιζόταν ἐπὶ τρία χρόνια. Τὸν τελευταῖο χρόνο μάλιστα ὑπέφερα ἀπὸ αἱμορραγία. Τελικὰ ἀποφάσισα νὰ πάω γιὰ θεραπεία στὴν Ἀγγλία καὶ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὸ ταξείδι. Ἡμέρες πρὶν φύγω κάναμε συζήτηση γιὰ τὴν ἀρρώστειά μου σὲ μία συντροφιά. Ἦταν μαζὺ καὶ ἡ κ. Χριστίνα Σεβαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συγχωριανή μου καὶ μένει στὸ συνοικισμὸ Αἰγίου. Ἡ κ. Χριστίνα μὲ ἐβεβαίωσε πὼς ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ κάμη τὸ θαῦμα της ἂν τὴν παρακαλέσω. Συγχρόνως μοῦ μιλοῦσε καὶ γιὰ ἕνα χόρτο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποδείξει σ᾿ αὐτὴν ἡ Ἁγία Ἄννα καὶ μ᾿ αὐτὸ εἶχε πρὶν χρόνια θεραπευθῆ ἡ κόρη της. Προσέθετε ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνον τὸ χόρτο γιὰ νὰ ἔλθη τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ χρειάζεται πίστη καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ δώσει ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ χάρη της.
Εἶχα κουρασθῆ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστειας μου. Στὴν Ἀγγλία, ποὺ εἶχα ἀποφασίσει νὰ πάω, πήγαινα χωρὶς πολλὲς ἐλπίδες. Ἡ ἀπελπισία ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα μὲ εἶχε κυριεύσει. Κρέμασα τὶς ἐλπίδες μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Προσευχήθηκα καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήση. Ἤπια καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κ. Χριστίνα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔπαυσαν οἱ αἱμορραγίες μου καὶ γρήγορα διαπίστωσα ὅτι εἶχα ἐντελῶς θεραπευθῆ. Πέρασε ἀπὸ τότε διάστημα ἑπτὰ μηνῶν καὶ δὲν αἰσθάνθηκα καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀρρώστεια μου.
Ἡ πίστις μας εἶναι ζωντανὴ καὶ ἀληθινή. Οἱ Ἅγιοί μας σκορπίζουν εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ εὐεργετήθηκα ἀπὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὸ Ναό της στὸ Αἴγιο ἔκαμα τὴν εὐχαριστήρια λειτουργία μου, ἀλλὰ πάντοτε θὰ τὴν εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 7ον
Ἡ Μαγδαληνὴ Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλοῦ (Τσουμαγιᾶς 5) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἔζησα μιὰ φοβερὴ ταλαιπωρία στὴν οἰκογενειακή μου ζωή. Δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω πέρα τὰ παιδιά μου. Τὰ ἔχανα μὲ ἀποβολὴ πρὶν γεννηθοῦν. Ὄχι, ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ ἐννέα παιδιά. Κάποιος μοῦ μίλησε γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ θαυματουργοῦσε στὸ Βόρι, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο. Πῆγα κι ἐγὼ στὸ Αἴγιο καὶ παρακάλεσα τὴν Ἁγία. Ζήτησα νὰ μοῦ χαρίσει ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι. Πράγματι τὸ δέκατο παιδί μου τὸ ἔβγαλα καλὰ πέρα. Γεννήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα, παιδὶ ὑγιές, μιὰ χαρά. Τὸ ὤνομασα Χριστιάνα. Τὸ μοναχοπαίδι μου αὐτὸ τὸ ὀφείλω στὴν Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἄκουσε τὶς προσευχές μου καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα μοῦ χάρισε τὴ Χριστιάνα. Πάντοτε θὰ στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ λόγια της προσευχῆς μου στὴν Προμήτορα τοῦ Κυρίου μας τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 8ον
Ἡ Φωτεινὴ σύζυγος Κωνσταντίνου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμοῦ Αἰγίου (Νικομηδείας 16) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ μία ξεχωριστὴ εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκαμε. Τὸ ἔτος 1953 αἰφνιδίως ἀρρώστησε τὸ παιδί μου ὁ Γιῶργος ἀπὸ κυάνωση. Ἦταν 4 ἐτῶν ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε αἱματουρία. Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο γνωμάτευσαν ὅτι εἶχε δηλητηριασθῆ τὸ αἷμα του. Ὡς ἐκ τούτου ἔκαναν συνεχεῖς μεταγγίσεις αἵματος χωρὶς ὅμως καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν βελτίωση ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του.
› Ἔχετε ἄλλο παιδί; λέγει ὁ γιατρός.
› Ἔχουμε ἄλλο ἕνα γιατρέ.
› Ἒ νὰ σᾶς ζήση αὐτὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἔχετε, αὐτὸ δὲν ἦταν δικό σας.
Ἔφυγα θλιμμένη καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ ἑτοιμάσω ὅτι θὰ χρειαζόταν γιὰ κηδεία. Ἀφοῦ ἑτοίμασα, ξεκίνησα πάλι γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα ὅτι ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα κι ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γονατιστὴ καὶ ζήτησα μὲ ὅλα τὰ δάκρυά μου καὶ τὸν πόνο μου νὰ μοῦ χαρίση τὸ παιδί μου. Δὲ κατάλαβα πόσο ἔμεινα ἐκεῖ προσευχόμενη. Κάποτε σηκώθηκα, πῆρα καὶ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι καὶ κουβάλησα τὰ βήματά μου, κοντὰ στὸ ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι μου. Τὸ σταύρωσα μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἁγίας. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ. Ἐσὺ Ἁγία Ἄννα μπορεῖς νὰ τὸ θεραπεύσῃς ἂν θελήσῃς.
Στὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς ἀπελπισίας ὁ σύζυγός μου ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παιδὶ νὰ τὸ μεταφέρη σὲ καλύτερο νοσοκομεῖο.
Νὰ τὸ πάρης, τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ θὰ σοῦ μείνη στὸ δρόμο. Γιὰ νὰ σοῦ φύγῃ ὅμως ἡ ἰδέα, νὰ πάρουμε τὸν κ. Τσακίρη στὴν Πάτρα τηλέφωνο. Πράγματι τηλεφώνησαν στὸ γιατρὸ κ. Τσακίρη, ὁ ὁποῖος συνέστησε νὰ συνεχισθοῦν οἱ μεταγγίσεις αἵματος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Μὲ τὴν πρώτη μετάγγιση ὅμως ἔγινε φανερὴ ἡ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ καὶ γρήγορα στὴ συνέχεια πέρασε στὴν πορεία τῆς ἀναρρώσεως. Σὲ λίγες ἡμέρες εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) ὑγιὴς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου ὀφείλεται στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὁποίαν πάντοτε δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 9ον
Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ θυγατέρα Ἰω. Χαντζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη (1983) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1953 ἐγκατεστημένη ὡς πρόσφυγας στὸ Αἴγιον, δούλευα σὰν ἐργάτρια. Συνέβη κάποτε, ὡς πρόεδρος τοῦ σωματείου Ἐργατριῶν τῶν σταφιδεργοστασίων νὰ βρεθῶ γιὰ ὑπηρεσίες στὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιῶν Διγελιωτίκων. Ἐκεῖ κάτι πάτησα γλίστρησα κι᾿ ἔπεσα. Μὲ τὸ πέσιμο χτύπησα ἄσχημα τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖον ἑκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔπαθε τραῦμα μὲ αἱμάτωμα παρουσίασε καὶ ἐξάρθρωση. Μὲ μετέφεραν στὸ σπίτι μου καὶ περιποιήθηκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γιατροῦ στὴ συνέχεια τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖο πρήσθηκε ἄσχημα. Ἔτσι ἔμεινα ἄρρωστη στὸ κρεββάτι. Νὰ ἐργασθῶ δὲν μποροῦσα, μποροῦσα ὅμως νὰ προσεύχωμαι. Ὁ πόνος αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς προσευχῆς. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦσα τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε μὲ τὴ συμπεθέρα μου, ἡ ὁποία μου ἔκανε συντροφιά, μὲ πῆρε ἐλαφρὸς ὕπνος. Εἶδα τότε σὲ ὄνειρο νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μία περίπου, ψηλὴ γυναῖκα μεγαλοπρεπής με καφὲ φόρεμα. Μοῦ ἔπιασε τὸ πονεμένο πόδι καὶ μοῦ τὸ τίναξε. Πόνεσα ἀπὸ τὸ τίναγμα καὶ στὸ ξύπνημά μου τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ λέγη.
› Τὸ πόδι σου δὲν ἔχει τίποτε. Μόνο ὅταν σηκωθῇς νὰ δούλεψης καὶ γιὰ μένα. Νὰ ζητιανέψης, νὰ μαζέψης χρήματα γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι μου.
Δὲν μοῦ ἔμενε ἀμφιβολία ὅτι εἶχα δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὅταν θεραπεύθηκα ἔκαμα ὅπως μοῦ ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια ἀπὸ ὅσους ἐμπόρους ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ τοὺς γνωστούς μου. Ὅταν πληρώθηκαν οἱ ἐργάτριες, ἔβαλα ἕνα κουτὶ ἐκεῖ μπροστά τους καὶ ὅλες ἔρριχναν μὲ προθυμία. Ὅ,τι χρήματα μάζεψα τὰ παρέδωσα στὴν ἐπιτροπὴ ἀνεγέρσεως γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἐνοριακός μας Ναὸς στὸ Συνοικισμὸ τοῦ Αἰγίου» .
Θαῦμα 10ον
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
› Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
› Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 11ον
Ἡ κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αἰγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγεῖται (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μὲ ἐνοχλοῦσε μιὰ ἀρρώστεια. Μὲ ἔπιανε ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στέρνο καὶ συγχρόνως πόνος ἰσχυρὸς στὴν πλάτη καὶ παράλυση κατὰ τὴ διάρκειά του στὸ ἀριστερὸ χέρι. Ἡ ἀναπνοὴ τότε λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία. Ἡ σοβαρὴ αὐτὴ ἐνόχληση μὲ ἔπιανε κατὰ διαστήματα, γινόταν δὲ ἐντονώτερη καὶ μεγαλυτέρας διαρκείας ὅταν συνέβαινε νὰ στενοχωρηθῶ πολύ, μεγάλη δὲ ἔξαρση εἶχε κατὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφευγα ἔδιδαν διάφορες ἑρμηνεῖες. Ἔλεγαν ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸ νευρικὸ σύστημα, εἶναι ἀγχώδης νεύρωσις. Τὸ ἀπέδιδαν σὲ σύνδρομο καρδιοπάθειας. Τὸ καρδιογράφημα ὅμως δὲν ἔδειχνε ἀρρώστεια.
Τὸ ἔτος 1980, ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἐκάμαμε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μητέρας στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου Ἁγ. Πάντες Δωρίδος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δόθηκαν ἀφορμές, οἱ ὁποῖες ἔκαμαν τὴν ἀρρώστειά μου ἔντονη καὶ ἐνοχλητική. Στὶς 8 Φεβρουαρίου τὸ βράδυ τῆς ἰδίας χρονιᾶς γινόταν στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ὁλονύκτια ἀγρυπνία (ἀπόδοσις Ὑπαπαντῆς).
› Θὰ γίνῃ ἀγρυπνία τὸ βράδυ μου, εἶπε ὁ σύζυγός μου ὁ Βαγγέλης, ἀλλὰ ἐσὺ στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι δὲν πρέπει νὰ ἔλθῃς.
› Ὄχι, εἶπα, θὰ ἔλθω. Ἔχω προστάτη μου τὴν Ἁγία Ἄννα. Πολὺ τὸ θέλω καὶ θὰ ἔλθω. Θὰ μείνω ὅσο μπορέσω.
Μετὰ τὶς 10 τὸ βράδυ καθιστὴ στὴν καρέκλα μου παρακολουθοῦσα τὴν ἀγρυπνία, ὁπότε αἰσθάνθηκα τὴ συνηθισμένη ἐνόχληση, ἀλλὰ τόσο ἔντονη, ὥστε μοῦ φάνηκε ὅτι σταμάτησε ἡ ἀναπνοή μου. Μὲ ἔπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τὰ χέρια μου καὶ πρὸς στιγμὴν ἔχασα τὸ φῶς μου. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν πολὺ βαριά, ὅτι θὰ πέθαινα ἐκείνη στιγμή. Μὲ πολλὴ δυσκολία ἔκαμα νόημα στὴ διπλανή μου ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σήκωσα τὰ σβυσμένα μάτια μου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ παρακάλεσα.
Ἁγία Ἄννα μου βοήθησέ με, εἶπα, δὲ θέλω νὰ πεθάνω μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως τότε ἄκουσα ἕνα δυνατὸ κρὰκ μέσα στὸ στῆθος μου, ὅπως ξεριζώνεται ἕνα δένδρο. Ὕστερα ἔνιωσα νὰ φεύγη τὸ κακὸ τῆς ἀρρώστειας μου καὶ σιγὰ-σιγὰ συνῆλθα. Στὴ διπλανή μου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρῆ τρόπο νὰ μὲ βοηθήσει εἶπα νὰ μὴν ἀνησυχῆ, γιατὶ ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση δὲ μπόρεσα νὰ παρακολουθήσω ὅλη τὴν ἀγρυπνία. Ἔταξα ευχαριστήρια λειτουργία, τὴν ὁποία καὶ ἔκαμα. Ἀπὸ τότε 4 χρόνια τώρα οὐδέποτε αἰσθάνθηκα αὐτὴν τὴν ἐνόχληση ποὺ εἶχα. Δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 12ον
Ἡ Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αἰγίου (Ἀράτου 34) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1957 ἀρρώστησα ξαφνικά. Ἔμεινα στὸ Νοσοκομεῖο Αἰγίου ἕνα μῆνα. Οἱ γιατροὶ ἔκαναν διάφορες γνωματεύσεις καὶ ἀνάλογες θεραπεῖες χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Στὸ τέλος μὲ ἔστειλαν στὸν Εὐαγγελισμό. Ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ κ. Θωμᾶς Δοξιάδης, ὁ ὁποῖος μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἐγνωμάτευσε ὅτι εἶχα ὑπερθυρεοειδισμό. Μὲ εἶχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δὲν εἶχα ἐνδιαφέρον γιὰ τίποτε. Στὸ σπίτι μου δὲν ἤθελα νὰ πάω. Ὄρεξη γιὰ φαγητὸ δὲν εἶχα. Μοῦ ἔδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα νὰ αὐτοκτονήσω. Ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, χωρὶς καμιὰ βελτίωση τῆς καταστάσεώς μου, μὲ ἔφεραν στὸ Αἴγιο. Χρειαζόταν νὰ εἶναι συνέχεια κοντά μου ἄνθρωπος. Ἤμουν ἄχρηστη γιὰ ὁ,τιδήποτε καὶ μιλοῦσα ἀπελπισμένα γιὰ αὐτοκτονία. Ἔμεινα λίγο καιρὸ στὸ Αἴγιο. Ὕστερα μὲ ξαναπῆγαν στὸν Εὐαγγελισμό, ὅμως μὲ ξανάφεραν στὴν ἴδια κατάσταση στὸ Αἴγιο. Μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐπειδὴ εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ πῆγαν νὰ μείνω στὸ σπίτι τῆς θείας μου Ἄννας Τσιλιμπούρη. Ἔμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Εἶχα δυὸ παιδάκια καὶ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὰ θυμᾶμαι.
Πολλὲς ποὺ μὲ ἐπισκέπτονταν ἔλεγαν νὰ πᾶμε σὲ μάγισσες νὰ ἰδοῦμε, ἀλλὰ ἡ μάνα μου δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκουση γιὰ τέτοια. Ἡ θεία Ἄννα εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Ἁγία Ἄννα, διότι εἶχε κάμει τὴν ἴδια καλὰ ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστεια. Πρότεινε νὰ φέρουμε σπίτι τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας.
› Τὴν Ἁγία Ἄννα θὰ φέρουμε, μοῦ ἔλεγαν μαζὺ μὲ τὴ μητέρα μου. Νὰ τὴν παρακάλεσης μὲ τὴν ψυχή σου καὶ θὰ γίνης καλά.
Ἔτσι λοιπὸν ἔφεραν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔμεινε στὸ σπίτι, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου 18 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε τὸ πρωὶ ἁγιασμὸ καὶ τὸ βράδυ παράκληση. Στὸν 18ον ἁγιασμὸ κάθησα κάτω στὸ δὰπεδο καὶ μοῦ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά. Περίμενα νὰ μὲ κουνήση ὅπως εἶχα ἀκούσει ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ἡ εἰκόνα καμιὰ κίνηση. Στενοχωρήθηκα ποὺ δὲν μὲ κούνησε.
› Δὲν ἔχει νὰ κάμη αὐτό, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ σὲ κάμη καλά.
Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά, ἡρέμησα, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, ἀνέκτησα τὶς δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα καὶ πῆγα καὶ βρῆκα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ εἶχα ἐγκαταλείψει. Τὰ ἔλουσα, τὰ περιποιήθηκα. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα (1983) δὲν γνωρίζω τί θὰ εἰπῆ ἀρρώστεια. Ἀντιμετώπισα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς οἰκογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αὐτὴ τὴν εὐεργεσία πάντοτε τὴν ἐνθυμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 13ον
Στὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς Αἰγίου, τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα ἔχει μία ἐπιγραφὴ «Ἀφιέρωμα Δ. Τσούλη». Ἀφιέρωμα πρὸς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης τοῦ δωρητῆ (κάτοικος Αἰγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος Κυριακὴ διηγεῖται τὸ ἑξῆς:
«Πάντα εἶχα ξεχωριστὸ σεβασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ τὴν εἶχε μεταδώσει ὁ ἀείμνηστος παππούς μου παπα-Ἀντώνης ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴ χάρη της ἐκεῖ στὴν πατρίδα. Ἔτσι λοιπὸν στὴ μεγάλη μου στενοχώρια μετὰ τὸ γάμο μου, ὅταν πίστεψα πὼς ἦταν δύσκολο νὰ βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα μὲ τὴν προσευχή μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα χάσει τὸ πρῶτο μου παιδὶ μὲ ἀποβολὴ καὶ οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ἀπελπίσει.
Τὴν παραμονὴ τῆς χειμωνιάτικης ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου τοῦ 1961) στὴ βραδυνή μου προσευχὴ παρακάλεσα μὲ θέρμη. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδα ὄνειρο ποὺ ἦταν ἀπάντηση στὴν προσευχή μου. Εἶδα πὼς βρέθηκα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Παρατήρησα τότε μὲ ἔκπληξη δίπλα στὴν Παναγιὰ ποὺ κρατοῦσε ἡ Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της νὰ εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο παιδάκι. Ἄκουσα τὴ φωνή της νὰ μοῦ λέγη: Κυριακὴ τὸ μωρὸ αὐτὸ εἶναι δικό σου.
Πίστεψα ἀπὸ τότε ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ μοῦ ἔδινε τὴ χαρὰ νὰ γίνω μητέρα. Πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἄναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, εὐχαρίστησα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπέκτησα τὴ μοναχοκόρη μου Μαρία. Ὁ σύζυγός μου γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του έδώρησε τὸ Προσκυνητάτιο γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς».
Θαῦμα 14ον
Ἡ κ. Ἑλένη Λαλᾶ κατάγεται ἀπὸ τὸ Αἴγιο καὶ μένει στὴν Ἀθήνα (Τιμαίου 35) καὶ ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ δημοσιεύσῃ (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό:
«Στὸ λαιμό μου εἶχε δημιουργηθῆ ἕνας ὄγκος, ὁ ὁποῖος μεγαλώνοντας ἐμπόδιζε τὴ λειτουργία τῶν φωνητικῶν μου ὀργάνων. Μιλοῦσα μὲ μεγάλη δυσκολία. Ἐκινδύνευα νὰ χάσω ἐξ ὁλοκλήρου τὴ μιλιά μου. Ὁ γιατρὸς συνέστησε νὰ γίνῃ ἐγχείρηση. Ἐγὼ πρὶν πάω γιὰ ἐγχείρηση ἦλθα στὸ Αἴγιο στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐπικαλέσθηκα τὴ χάρη Της. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα αἰσθάνθηκα νὰ καλλιτερευη ἡ κατάστασις τῆς φωνῆς μου. Ὁ γιατρός μοῦ ἔκανε ἐξέταση καὶ βρῆκε ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἤμουν τελείως καλά. Εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴ χάρη της».
Θαῦμα 15ον
Ἡ Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ, κάτοικος Αἰγίου (1983), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1940 μετὰ ἀπὸ τοκετὸ ἔπαθα φλεβίτη. Ἐξαιτίας του λόγῳ κακῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος εἶχα πρησθῆ. Οἱ γιατροὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν ἐλπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πὼς ἔφταιξε ἡ μαμὴ καὶ ρίχναμε τὶς εὐθύνες σὲ κείνη. Ἕνα μεσημέρι ὅπως ἤμουν σὲ βαριὰ κατάσταση, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μπῆκε μέσα μιὰ μαυροφόρα μὲ σπαστὰ γκρίζα μαλλιά.
› Τί κάνεις, μοῦ εἶπε, περαστικά σου. Τότε ἐγὼ ἔβαλα μιὰ φωνή.
› Γιατί μ᾿ ἄφησαν μοναχή; Ποῦ εἶναι ἡ μάνα μου, ποῦ εἶναι τὸ παιδί;
› Ἐδῶ εἶναι ἡ μάνα σου, εἶπε ἡ ἐπισκέπτρια, ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ παιδί σου. Θὰ ὑποφέρης, θὰ φθάσης στὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ μὴ φοβηθῇς, δὲν θὰ πεθάνῃς.
› Ἐσὺ ποιὰ εἶσαι;
› Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἄννα, εἶπε. Μὴν τἄχετε μὲ τὴ μαμή. Δὲν φταίει ἐκείνη. Ἦταν νὰ τὸ πάθης καὶ τὤπαθες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Κάλεσα τὸν ἱερέα μας τὸν π. Ἀνδρέα Κουμπέτσο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Σιγὰ-σιγὰ πῆρα τὸ καλύτερο πρὸς ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καὶ σὲ τέσσαρες μῆνες ἤμουν ἐντελῶς καλά» .
Θαῦμα 16ον
Ἡ κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ 1980 ἐξ αἰτίας μιᾶς μεγάλης μου στενοχώριας ἔπαθα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἦταν ἀνήμερα τῆς Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγῆς). Νοσηλεύθηκα στὴν Κλινικὴ τοῦ Καλαμπόκα. Θεραπεύθηκα μέν, ἀλλὰ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τότε μιὰ ἐπιληψία. Τακτικὰ στὴ βδομάδα, στὶς δέκα ἡμέρες ἀπροειδοποίητα ἔπεφτα ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Μὲ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πήγαιναν στὸ σπίτι μου. Κατέφυγα στοὺς γιατρούς. Μοῦ ἔδωσαν χάπια. Δὲν ἔβλεπα θεραπεία. Ξαναπῆγα. Τοὺς εἶπα.
› Πέφτω καὶ μὲ μαζεύουν ἀπὸ τοὺς δρόμους.
› Νὰ πέφτης καὶ νὰ σηκώνεσαι, μοῦ ἀπάντησαν.
Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία συνεχιζόταν ἐπὶ ἕνα χρόνο.
Στὸ τέλος, πῆγα στὴν Ἀθήνα στὸν κρανιολόγο κ. Ἠλία Φράγκο. Αὐτός μου ἔκανε μία εἰδικὴ ἐξέταση τὴ λεγόμενη ἀξονικὴ τομογραφία, ἡ ὁποία ἔδειξε στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κρανίου μία οὐλὴ (γούβα) μ᾿ ἕνα αἱμάτωμα μέσα. Ἡ κίνησις ποὺ γινόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ αἱμάτωμα προκαλοῦσε τὴν ἐπιληψία. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος θεραπείας ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση. Ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὸ κρανίο στὰ δυό. Γιὰ νὰ κάμω δεύτερη ἀξονικὴ τομογραφία ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ὀκτὼ μῆνες. Μὲ ἔδιωξαν οἱ γιατροὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γυρίσω σὲ ὀχτὼ μῆνες. Εἶχα μεγάλη ἀπελπισία. Φοβόμουν πολὺ αὐτὴ τὴν ἐγχείρηση στὸ κεφάλι. Πίστευα πὼς δὲν θὰ ζοῦσα, ἀλλὰ κι ἂν γλύτωνα τὸ θάνατο θὰ ἤμουν ἄχρηστευμενη.
Συνέπεσε τότε νὰ φέρουν στὸ Αἴγιο γιὰ προσκύνημα στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Πῆγα κι ἐγὼ καὶ προσκύνησα καὶ μὲ πολλὴ συντριβὴ παρακάλεσα τὴ Μητέρα τῆς Θεοτόκου. Ἐζήτησα νὰ μὲ κάμη καλὰ κι ἔταξα νὰ βγῶ νὰ μαζέψω χρήματα καὶ νὰ πάω μία λαμπάδα μέχρι τὸ μπόι μου.
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα καὶ πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ξεκινήσω εἶδα ἕνα ὄνειρο. Βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός. Ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση. Εἶδα ἐκεῖ μιὰ σεβαστὴ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερόπορτα τοῦ Νοσοκομείου κι ἔγώ με τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἀπὸ μέσα.
› Ποῦ πᾶς Ντίνα μου, εἶπε.
› Πάω γιὰ ἐγχείρηση Ἄννα, ἀπάντησα. Εἶχα τὴν ἰδέα ὅτι μοῦ ἦταν γνωστή.
› Νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς καὶ νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου κλαίει. Ἡ ἐξέτασή σου θὰ εἶναι ἀρνητική.
Τὸ ὄνειρό μου αὐτὸ τὸ ἐξήγησα σὰν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας ποὺ εἶχα παρακαλέσει. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες στὸν Εὐαγγελισμό, μοῦ ἔκαμαν τὴν ἀξονικὴ τομογραφία. Ὁ κρανιολόγος καθηγητὴς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ. Καρβούνης βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως.
› Κυρά μου κάποιον Ἅγιο ἔχεις καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Δὲν φαίνεται σὲ τούτη τὴν ἐξέταση τίποτε. Καλὰ τὸ αἱμάτωμα, μπορεῖ νὰ ὑποθέση κανεὶς ὅτι τὸ ἀπορρόφησε ὁ ὀργανισμός, ἡ οὐλὴ (γούβα) ὅμως τί ἔγινε; Εἶναι θαυμαστό.
Ἐγὼ ὅμως ἐγνώριζα τί ἔγινε, τὸ πῆρε τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀπὸ τότε εἶμαι καλὰ στὴν ὑγεία μου καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ εὑρίσκω τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα).Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται· τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης εἰσακούων Θεός, παρ᾽ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτοὺς σαφῶς, ὑπισχνεῖται θεόπαιδα· ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος, βροτὸς γεγονώς, δι᾽ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν τῆς Ἄννης Σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ· καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε, τὴν ὑπὲρ λόγον, τὸν Λόγον κυήσασαν.
Πηγή: (από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Δ , Οικογενειακή Ζωή, σ. 61) Αντέχουμε, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, (Βίος τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ θαύματα στὸ προσκύνημα στὸ Βόρι Προικονήσου καὶ στὸ Αἴγιον Ἀχαΐας, π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος, Β´ Ἔκδοσις, Αἴγιον 1996) users.uoa.gr/~nektar, («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος 4ος, Δεκέμβριος, σ. 93-95) Αναλογία, Ελλήνων Εκκλησία
Τεράστια είναι η διάδοση του τατουάζ, των μόνιμα χαραγμένων παραστάσεων στο δέρμα. Πραγματοποιείται με την εισαγωγή μελανιού, βαφών και/ή χρωστικών, ανεξίτηλων ή προσωρινών, σε μία στιβάδα του δέρματος ώστε να σχηματιστεί ένα σχέδιο.
Το Σάββατο, 8 Δεκεμβρίου του 2012, ξυπνούσε χριστουγεννιάτικα στη Μεσορόπη (Οπή μέσω Ορέων) στους πρόποδες του Παγγαίου Όρους.
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την εις Κύριον εκδημία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ της Αριζόνας (ή αλλιώς γνωστού ως Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη), του τελευταίου εν ζωή υποτακτικού του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και θεμελιωτή του Αγιορείτικου Μοναχισμού στην Αμερική.
Υπάρχουν κάποιες µοναδικές εφευρέσεις, που ενώ θα µας έκαναν πολύ υπερήφανους, αναγκαστικά έµειναν «αθέατες», στο βωµό της διασφάλισης εθνικών µυστικών.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...