Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το Αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα (D-15), τύπου Greyhound, αποτέλεσε ένα από τα ενδοξότερα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, με πλούσια δράση κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμοιου τύπου πλοίο Αντιτορπιλικού Βασιλεύς Γεώργιος Α'.
Το πλοίο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία "Yarrow & Co Ltd" της Γλασκόβης από τις 8 Φεβρουαρίου 1937 έως τον Φεβρουάριο του 1939. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις 1940-43 με μεγάλη επιτυχία. Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μετά την γερμανική εισβολή, διέφυγε στη Μέση Ανατολή και μετασκεύαστηκε στη Καλκούτα στα τέλη του 1941, επανερχόμενο στη Μεσόγειο το1942.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1942, κοντά στη Βεγγάζη, βύθισε το ιταλικό Υ/Β Warsciec, και στις 18 Ιανουαρίου 1943 βύθισε το ιταλικό πετρελαιοφόρο Stromboli, ενώ στις 2 Ιουνίου 1943, σε συνεργασία με το βρετανικό Α/Τ Jervis, βύθισε ιταλική νηοπομπή από 2 πλοία συνοδείας και 2 πολεμικά. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις καταλήψεως της νήσου Παντελλάρια και της αποβάσεως στη Σικελία. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1943 μαζί με τα βρετανικά αντιτορπιλικά Faulknor και Eclipse συμμετείχε στην βύθιση των από το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό επιταγμένων φορτηγών ατμόπλοιων Pluto, και Paula.
Βυθίστηκε από γερμανική αεροπορική επιδρομή στις 26 Σεπτεμβρίου1943 ενώ ήταν αγκυροβολημένο στο Λακκί της Λέρου. Απωλέσθηκαν ο κυβερνήτης, πλωτάρχης Γεώργιος Μπλέσσας, ΒΠΝ, 6 αξιωματικοί, 65 υπαξιωματικοί και ναύτες.
Πηγή: Η ιστορία σαν σήμερα...
Η 15η Δεκεμβρίου του 1937 θεωρείται η ημέρα που ο όρος «Ελληνας» μετατράπηκε σε πολιτική κατηγορία και οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις κατά των μελών της ελληνικής μειονότητας στη Σοβιετική Ενωση. Οι διώξεις συμπεριέλαβαν όλους τους άρρενες Ελληνες ανεξάρτητα από την πολιτική ή κοινωνική τους θέση. Συνελήφθη όλη η ελληνική ηγετική ομάδα που αποτελείτο από πιστά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Συνελήφθησαν τόσο οι ντόπιοι Ελληνες (Μαριουπολίτες, Πόντιοι, απόγονοι των παλιών μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο), όσο και οι πολιτικοί πρόσφυγες από Ελλάδα -μέλη και φίλοι του ΚΚΕ- που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ενωση για να αποφύγουν τις πολιτικές διώξεις που είχαν ξεκινήσει με το Ιδιώνυμο (1928) και εντάθηκαν την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά.
Με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα 50215 που έφερε την υπογραφή του επικεφαλής της Κρατικής Ασφάλειας (ΝΚVD) Νικολάι Γιεζόφ, η ελληνική σοβιετική μειονότητα είχε θεωρηθεί ύποπτη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η εθνοτική καταγωγή ταυτιζόταν με πολιτικό αδίκημα. Υπολογίζεται ότι η Ασφάλεια συνέλαβε 15.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής. Ενα σημαντικό τμήμα της μειονότητας, που προερχόταν από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε εγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, βίωνε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια μια παρόμοια κατάσταση, καθώς λίγα χρόνια πριν είχε βρεθεί στο στόχαστρο των Νεότουρκων εθνικιστών. Η πολιτική αυτή της συλλογικής ευθύνης λόγω της ένταξης σε μια εθνοτική ομάδα και της ενοχοποίησης της πολιτισμικής ταυτότητας, θα αποτελέσει βασικό άξονα της σταλινικής πολιτικής κατά συγκεκριμένων μειονοτικών ομάδων.
Ενα διάταγμα σήμανε τις ομαδικές διώξεις κατά της μειονότητας
Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από το φθινόπωρο του 37. Ο Ivan Tzouha (Ιβάν Τζουχά) στο βιβλίο του «Gretseskayia Operatsia» («Ελληνική Επιχείρηση») αναφέρει ως πρώτη επίσημη πράξη κατά των μειονοτήτων, την απόφαση που ελήφθη στη συνεδρίαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΠΚΚ-μπ) με βάση την οποία η ύπαρξη εθνικών σχολείων (φινλανδικών, γερμανικών, αγγλικών, ελληνικών κ.λπ.) θεωρείτο «επιβλαβής» για τον σοβιετικό σοσιαλισμό και καλούσε τους υπεύθυνους της NKVD να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Τότε έκλεισαν 250 ελληνικά σχολεία στον Καύκασο, την περιοχή Κρασνοντάρ (Νότια Ρωσία), την Κριμαία και την περιοχή της Αζοφικής (Μαριούπολη-Ντονιέτσκ).
Η πολιτική της στοχοποίησης της ελληνικής μειονότητας θα κωδικοποιηθεί με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα υπ. αριθμ. 50215. Στο Διάταγμα που είχε την υπογραφή του Γιεζόφ, «επιτρόπου του ΛΚΕΥ (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων) της ΕΣΣΔ, γενικού επιτρόπου της Κρατικής Ασφάλειας», αναφέρονταν τα εξής:
«Παράλληλα με την κατασκοπευτική και υπονομευτική δραστηριότητα προς το συμφέρον των Γερμανών και των Ιαπώνων, η ελληνική κατασκοπεία αναπτύσσει εντατική αντισοβιετική και εθνικιστική δραστηριότητα, στηριζόμενη σε πολίτες με αντισοβιετικές βλέψεις... ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της ΕΣΣΔ. Με σκοπό την αναχαίτιση της δραστηριότητας της ελληνικής κατασκοπείας στο έδαφος της ΕΣΣΔ ΔΙΑΤΑΣΣΩ:
Στις 15 Δεκεμβρίου ταυτόχρονα, σ όλες τις Δημοκρατίες και τις Περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι είναι ύποπτοι για κατασκοπευτική, αντάρτικη και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.
Συλλαμβάνονται όλοι οι Ελληνες (Ελληνες υπήκοοι και πολίτες της ΕΣΣΔ) των εξής κατηγοριών:
Α) Οσοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο του ΛΚΕΥ και όσοι είναι υπό παρακολούθηση.
Β) Πρώην μεγαλέμποροι, μαυραγορίτες και λαθρέμποροι.
Γ) Ελληνες που αναπτύσσουν εντατική εθνικιστική δραστηριότητα, πρώτοι απ όλους οι πρώην κουλάκοι και όσοι απέφυγαν την αποκουλακοποίηση.
Δ) Πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, άσχετα από ποια χώρα έφτασαν».
Προσπαθώντας να μελετήσω την άγνωστη ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού και ειδικά την εποχή των σταλινικών διώξεων, συνάντησα κάποιους αξιοσημείωτους ανθρώπους που έζησαν σε όλες τις μορφές τη βία εκείνης της εποχής. Τον Γιάννη Καραμανίδη τον συνάντησα στα τέλη της δεκαετίας του 80 σ ένα φτωχικό αυθαίρετο σπιτάκι στην Ανω Φούσα Ασπροπύργου. Ο Καραμανίδης είχε βιώσει όλη την κοσμογονική αλλαγή που συνέβη στις δύο ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Τη γενοκτονία και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στις περιοχές του μικρασιατικού Πόντου, την προσφυγιά στη Σοβιετική Ενωση και τις πολιτικές εξελίξεις του Μεσοπολέμου. Εζησε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) και υπήρξε θύμα του σταλινισμού κατά την έναρξη της «Ελληνικής Επιχείρησης». O Καραμανίδης ήταν γόνος εύπορης οικογένειας των Κοτυώρων του μικρασιατικού Πόντου. Η πολιτική των Νεότουρκων τον υποχρέωσε να ανέβει στο βουνό στα 17 του χρόνια και να γίνει αντάρτης. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από πέντε χρόνια αντάρτικης δράσης, κατέφυγε στο Αντλερ της Σοβιετικής Ενωσης, όπου συνελήφθη το 1937. Περιέγραψε ως εξής τη σύλληψή του: «Με έπιασαν στις 18 Δεκεμβρίου 1937. Με πήγαν στη φυλακή του Κρασνοντάρ. Μου ζητούσαν να υπογράψω ότι ανατίναξα το γεφύρι στο Τανγκανρόκ. Εγώ δεν ήξερα ούτε πού βρισκόταν αυτό... Εκεί έφαγα πολύ ξύλο... Στις 12 το βράδυ έρχονται, με παίρνουν για ανάκριση. Με χτυπούσαν και μου έλεγαν να υπογράψω ότι χάλασα το γεφύρι. Με έβαλαν γυμνό σε μια κάμαρα να στέκω όρθιος. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι καρφιά. Δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Εριχναν κρύο νερό πάνω μου. Πρήστηκα. Με έβγαλαν έξω να υπογράψω. Εγώ δεν υπόγραφα. Εκλειναν με το χέρι τους το κείμενο και μου έλεγαν υπόγραψε. Τους έλεγα να διαβάσω τι γράφει και μετά θα το υπογράψω. Αυτός δεν το φανέρωνε αλλά έβριζε και μου έλεγε υπόγραψε. Ανοίχτε να διαβάσω για να ξέρω γιατί με έχετε εδώ έλεγα. Τότε άρχιζε το ξύλο. Πολύ ξύλο. Με χτύπαγε ο ένας και μετά με πέταγε στον άλλο. Τα ίδια και αυτός. Μέχρι που σωριαζόμουν κάτω».
Τελικά η Δυάδα των Γιεζόφ και Βισίσκι που υπέγραφε όλες τις καταδίκες ή τις εκτελέσεις -από τον Σεπτέμβριο του 38 το δικαίωμα υπογραφής δίνεται σε τοπικές Τριμελείς Επιτροπές (τρόικα)- τον καταδίκασε σε 10ετή κάθειρξη. Ο Καραμανίδης περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη στην Απω Ανατολή: Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, Βλαδιβοστόκ για να καταλήξει τελικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μαγκαντάν της Κολιμά. Περιγράφει ως εξής τις συνθήκες διαβίωσης: «Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο από Ελληνες. Υπήρχαν απ όλα τα έθνη: Ρώσοι, Γεωργιανοί, Πολωνοί, Εγγλέζοι. Δεκαοχτώ χιλιάδες έφεραν με μας εκεί. Από αυτούς επέζησαν οι 300. Οι άλλοι πέθαναν από την πείνα και το κρύο. Μαγειρεύαμε πριονίδι για να τρώμε. Στοίβες ήταν τα πτώματα. Μαυρισμένα ήταν. Εσκαβαν λάκκους 50 μέτρα μήκος και 15 πλάτος. Για να ανοίξουν ένα λάκκο έκαναν 4 με 5 μέρες. Παγωμένο ήταν το χώμα. Δεν σκαβόταν. Εσκαβαν λίγο, μετά έχυναν πετρέλαιο και έβαζαν φωτιά. Ετσι έλιωνε ο πάγος και συνέχιζαν το σκάψιμο. Μετά από λίγο πάλι. Μέχρι να φτάσουν τα τρία μέτρα. Τους πεθαμένους τους έσπρωχναν μ ένα τρακτέρ μέσα στο λάκκο. Χιλιάδες ομαδικοί τάφοι υπήρχαν σ εκείνους τους κάμπους της Κολιμά... Στη δουλειά μας πήγαιναν 20-30 ανθρώπους. Γύρω μας φαντάροι. Αν κάποιος δεν μπορούσε να περπατήσει τον χτυπούσαν. Το χειρότερο όμως ήταν τα σκυλιά. Οποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα. Στη φυλακή δεν μιλούσαμε καθόλου. Ο πολιτικός κρατούμενος δεν έχει γλώσσα. Παντού στη στολή είχαμε το νούμερό μας. Εγώ ήμουν το νούμερο 665. Αυτόν είχα μέχρι το τέλος. Οι ποινικοί κρατούμενοι είχαν περισσότερες ελευθερίες».
«Από 25.000 μείναμε 600»
Στην ερευνητική μου περιπλάνηση συνάντησα στη Νέα Σμύρνη και τον Παύλο Κερδεμελίδη. Αλλον έναν ομογενή που είχε βιώσει τη σταλινική βία και είχε ζήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής Βορκουτά 12,5 χρόνια. Ο Κερδεμελίδης είχε γεννηθεί στα περίχωρα της Τραπεζούντας του Πόντου και είχε καταφύγει στην Κριμαία της Ρωσίας λόγω της γενοκτονίας που πραγματοποιούσε ο νεοτουρκικός εθνικισμός στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τον συνέλαβαν στις 15 Δεκεμβρίου 1937 στην Αλούπκα (παραφθορά της Αλωπεκής Φωλέα, όπως ήταν η αρχαία ελληνική ονομασία της περιοχής). Ηταν ο πρόεδρος της «κοπερατίβας φωτογράφων».
Η σύλληψή του έγινε με τον εξής τρόπο: «Με συνέλαβε η NKVD χωρίς να ξέρω το γιατί. Αργότερα άρχισαν τις ανακρίσεις και μας πήγαιναν από τη Γιάλτα στη Σεβαστούπολη. Στις ανακρίσεις χτυπούσαν με βούρδουλα και ρωτούσαν τι ξέρω γι αυτόν ή τον άλλο. Δεκαοχτώ μήνες γίνονταν οι ανακρίσεις... Η κατάθεση που υπόγραψα έλεγε ότι ήμουν σε κάποια ομάδα, ότι θέλαμε να ρίξουμε τη σοβιετική κυβέρνηση».
Με βάση την ομολογία του ο Κερδεμελίδης καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα από την Τριμελή Επιτροπή. Μετά από περιπλάνηση σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο στην περιοχή Βορκουτά. Περιγράφει με τον εξής τρόπο τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο και τις συνθήκες διαβίωσης: «Το 1939 μας φόρτωσαν σε 90 βαγόνια 25.000 άτομα (σ.σ. απ όλες τις εθνικότητες) και μας πήγαν στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβγαλαν, ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. Εδώ θα μείνετε μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα. Μέσα στο χιόνι. Ετσι, σε έξι μήνες από 25.000 μείναμε 600... Εκεί δουλεύαμε. Κόβαμε ξύλα και τα στοιβάζαμε. Γύρω μας ήταν φαντάροι μ αυτόματα. Ολα τα ξύλα σάπισαν εκεί βέβαια. Ηθελαν να μας εξοντώσουν. Οι περισσότεροι πέθαναν. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει πόσοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι... Πηγαίναμε για δουλειά τέσσερις τέσσερις. Γύρω τα σκυλιά και τα αυτόματα. Ενα βήμα δεξιά, ένα βήμα αριστερά πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση».
Μικρό ενδιαφέρον από την ελληνική ιστοριογραφία
Παρότι έχουν περάσει 23 χρόνια από την έκδοση στην Ελλάδα της πρώτης μονογραφίας για εκείνα τα συγκλονιστικά γεγονότα με τίτλο «Ποντιακός Ελληνισμός: Από τη Γενοκτονία και τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα», εντούτοις ελάχιστα ενδιαφέρθηκε γι αυτά η νεοελληνική ιστοριογραφία. Και ας ακολούθησε η κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου, ας γέμισαν οι ελληνικές πολιτείες με χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες, ομογενείς και άλλους, του αποτυχημένου σοσιαλιστικού πειράματος του 20ού αιώνα και ας βιώνει ακόμα ο πλανήτης την ανισορροπία που επέφερε το τέλος του διπολικού κόσμου. Η ουδέτερη στάση -ίσως και αδιάφορη, αλλά και κάποιες φορές επιδοκιμαστική των διώξεων- είναι αποκαλυπτική των νεοελληνικών μας ορίων, της περιορισμένης ικανότητας να αντιλαμβανόμαστε τις εξελίξεις στον περιβάλλοντα χώρο, την έλλειψη συναισθημάτων αλληλεγγύης προς πληθυσμούς που υποφέρουν, αλλά και της βαθύτατης αλλοτρίωσης στην οποία έχει περιέλθει ο νέος ελληνισμός.
- Θα ακολουθήσει δεύτερο μέρος στη σελίδα Ιστορίας της επόμενης Κυριακής.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός. http://kars1918.wordpress.com/
Πηγή: Καθημερινή, Ινφογνώμων Πολιτικά
Μετά την συντριβή των δυνάμεών του στη μάχη του Δεκίμου, ο βασιλιάς των Βανδάλων Γελίμερος, επικεφαλής των επιζησάντων ανδρών του, κινήθηκε νοτιοδυτικά, προς τη Μαυριτανία. Το ηθικό του στρατού είχε σε τέτοιο βαθμό καταπέσει ώστε δεν επιχείρησε καν να ανατρέψει τους λιγοστούς βουκελάριους (επίλεκτοι Βυζαντινοί ιππείς)
Την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023, παρουσία του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αντιστράτηγου Άγγελου Χουδελούδη ως εκπροσώπου του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου
Όπως πολλάκις υπενθυμίσαμεν εις τους αναγνώστας μας, δεν πρόκειται δια των άρθρων μας να αφηγηθώμεν την πλήρη ιστορίαν της εποχής εκείνης, θα εχρειάζοντο τόμοι προς τούτο, πρόκειται να απαντήσωμεν εις το υπό του κ. Βενιζέλου αρχικώς τεθέν ζήτημα: Πως επήλθεν ο διχασμός της Ελλάδος και ποιοι οι υπαίτιοι αυτού.
Μύδρους κατά της κυβέρνησης του Εντι Ράμα εξαπολύει με συνέντευξή του ο πρώην πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας Σαλί Μπερίσα, ο οποίος χαρακτηρίζει «στημένη» την υπόθεση Φρέντι Μπελέρη.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες αυτόπτη μάρτυρα που επέζησε από το Ολοκαύτωμα και την καταστροφή της Μονής της Αγίας Λαύρας, γέροντος Ευσεβίου Γιαννακάκη
Οι Γερμανοί στη Λαύρα
Δεκέμβριος του 1943. Ή Μονή τής Αγίας Λαύρας υφίσταται βαρύ πλήγμα από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο π. Εύσέβιος έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα τής πυρπολήσεως του Μοναστηριού και τής εκτελέσεως των πατέρων. Γεγονότα δραματικά, πού αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην Ιστορία τής Μονής άλλα και στην προσωπική του πορεία’ σκηνές φρικτές, στιγμές βαθιάς οδύνης, πού χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στη μνήμη του. Κάθε χρόνο, στη θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στη Μονή τής Μετανοίας του, για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. .
Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οί Γερμανοί στην Αγία Λαύρα. Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τα κειμήλια, έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών και έφευγαν. Αυτή τη φορά όμως ή συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ό αρχηγός τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν νά δουν το μοναχολόγιο. Οί στρατιώτες δέν πήγαν όπως άλλες φορές νά δουν το Μοναστήρι, άλλα έμειναν με τους μοναχούς κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε εκ τών υστέρων, περίμεναν εντολή νά τους εκτελέσουν, και δέν θά γλύτωνε κανείς.
Ύστερα άπό αρκετή ώρα ό αρχηγός τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα άπό τον πλάτανο μόνος του έπι δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι. Προφανώς θά σκεπτόταν: «’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς έδώ πού έχω στά χέρια μου, θά το μάθουν οί Καλαβρυτινοί και θά φύγουν». Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο” θά άρχιζαν άπό τά Καλάβρυτα.
Εκείνο το πρωί ό π. Εύσέβιος δέν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’ ότι οί Γερμανοί δέν απομακρύνθηκαν στιγμή άπό κοντά τους. Μάλιστα, φιλόξενος όπως ήταν, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο και τους προσέφερε ψωμί και τυρί, κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θά ακολουθούσε, τον κοίταζαν περίεργα. Άπό τή στιγμή όμως πού έφυγαν οί Γερμανοί, ένας αδιόρατος φόβος κυριάρχησε στην ψυχή του.
Φύλαξη των κειμηλίων
Τις τελευταίες ήμερες οί κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στά γύρω χωριά. Οί πατέρες, γιά κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη αρχίσει νά ασφαλίζουν ό,τι πολύτιμο διέθετε ή Μονή. Ό π. Εύσέβιος, δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας άπό εκείνους πού πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα τού «εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε τά καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά άπό τά κειμήλια, τά όποια τοποθέτησε σε μιά κρύπτη του ισογείου, πού στή συνέχεια τήν έκτισε άπό μπροστά, όπως αναφέρει και ό π. Δωρόθεος Θεοδώνης στη μαρτυρία του.
Επίσης, μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τά καλύτερα ίερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και άλλα ρούχα σέ κασέλες, τις όποιες έκρυψαν σ’ ένα λάκκο πού άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πο λυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τή θαυματόβρυτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου -σύμφωνα και με τή μαρτυρία τοΰ π. Δωροθέου ό π. Εύσέβιος και ό π. Άνθιμος τήν ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το όποιο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώς κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού·
Μέ πρόταση του Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου, οί πατέρες άνοιξαν μιά μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω άπό τήν αίθουσα τών κειμηλίων. Τήν έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν έκεί τά υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
Ο κίνδυνος πλησιάζει
Τήν επομένη, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μιά παρά ξένη καταχνιά προς τά Καλάβρυτα. Ό π. Εύσέβιος ήταν πολύ ανήσυχος. Χωρίς νά τοΰ έχει πει κανείς τίποτε, ένας δυνατός φόβος είχε καταλάβει τή σκέψη και τήν καρδιά του. Πήγε νά παρακολουθήσει τά ζώα, που έβοσκαν σέ μιά πλαγιά. Ό νους του όμως ήταν κάτω στην πόλη. «Τί νά γίνεται άραγε στά Καλάβρυτα;» συλλογιζόταν μέ αγωνία. Θά ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου, ακούει τά μυδραλλιοβόλα νά δουλεύουν επί πέντε ώς δέκα περίπου λεπτά.Ή καρδιά του σφίχθηκε περισσότερο. «Μεγάλο κακό γίνεται στά Καλάβρυτα» σκέφθηκε.
Εν τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ο ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς. «Θά είναι χαριστικές βολές» είπε 0 π. Εύσέβιος, πού ήξερε από τον πόλεμο της Αλβανίας. Δύο αρχιμανδρίτες της Λαύρας, ό π. Παρθένιος και ό π. Δωρόθεος, καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, είχαν καταφύγει στην πόλη άπό το βράδυ. Μαζί τους ήταν και ο δόκιμος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής θεολογίας. Ή ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν ε!χε επιστρέψει.
Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οί πατέρες δεν μπόρεσαν νά μάθουν τι ακριβώς έγινε έκεί.
Στό Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θά έρχονταν ξανά οί Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν νά φύγουν. Μάλιστα, ό π. Άγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα άπό καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σέ όσους ήθελαν, γιά νά το πάρουν μαζί τους.
Σωτήρια πρωτοβουλία
Το βράδυ αποφασίσθηκε νά εξομολογηθούν όλοι οί πατέρες και τήν επομένη νά γίνει θεία Λειτουργία, γιά νά κοινωνήσουν. Ό ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στό βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στό Μοναστήρι γιά τή Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε ή 14η Δεκεμβρίου, ήμερα Τρίτη, ιστορική γιά τήν Ιερά Μονή της Άγιας Λαύρας. Ό π. Εύσέβιος έπρεπε κανονικά νά σημάνει γιά τήν Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μιά πολύ κακή προαίσθηση. «Έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς νά δρουν» έλεγε ό Ίδιος αργότερα. Με δική του, λοιπόν, πρωτοβουλία σήμανε στις τρεις και τέταρτο. Εντούτοις, ούτε ό ηγούμενος ούτε κανείς άλλος τοΰ έκανε παρατήρηση.
Άν ό π. Εύσέβιος δεν κτυπούσε μία ώρα και πλέον ενωρίτερα, οί Γερμανοί θά τους έπιαναν όλους μέσα στό Ναό και ή Άγια Λαύρα θά αφανιζόταν. Άλλα «όλα τά κατευθύνει ή αγάπη του Θεού», όπως έλεγε ό ταπεινός Γέροντας, αναφερόμενος σ’ εκείνο το γεγονός. Είναι δύσκολο νά διανοηθεί κανείς μέ τι συναισθήματα παρακολούθησαν οί πατέρες εκείνη τή Λειτουργία, πού γιά μερίκούς επρόκειτο νά είναι και ή τελευταία. Είχε ήδη αρχίσει νά φωτίζει – ήταν περίπου επτά ή ώρα- όταν τελείωσαν και βγήκαν στό προαύλιο. Ό π. Εύσέβιος έβαλε βιαστικά σ’ ένα κοφίνι τά κα λύτερα καλύμματα της άγιας Τραπέζης κι έτρεξε νά τά κρύψει και αυτά στό περιβόλι.
Αμέσως ό ηγούμενος κάλεσε τήν Αδελφότητα σέ σύναξη, γιά ν’ αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε νά κάνουν, σέ περίπτωση πού οί Γερμανοί θά εμφανίζονταν ξανά’ νά μείνουν στό Μοναστήρι ή νά φύγουν; Οί Γέροντες συζητούσαν, χωρίς νά καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ό π. Άγαθάγγελος, ό γραμματέας τής Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Εχω διαβάσει ότι οί Ταβεννησιώτις πατέρες σέ περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν πρόσωρινά άπό τά Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ό κίνδυνος». Αυτή ή άποψη φάνηκε καλή σέ όλους. Ή συζήτηση όμως παρατεινόταν.
Τήν ώρα πού ό ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς τό κελλί του νά πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο γιά νά φύγει, φάνηκαν οί Γερμανοί απέναντι στά κυπαρίσσια. «Πραγαλά-πραγαλά, ένας-ένας, σάν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή’ άθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ό π. Τιμόθεος και φωνάζει: “Μάς πιάσανε οι Γερμανοί!”. Τό τι ακολούθησε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας.
Οί Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι άπό δω και άλλοι άπό κει. Μόλις πού πρόλαβαν νά φύγουν, όχι όμως όλοι. Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί μέ άλλους, πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν πού έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Ό π. Εύσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον ύποτατικό του Γέροντα Άγαθαγγέλου, έτρεξαν προς το περιβόλι. Τους ακολούθησε καΐ ό δόκιμος Φίλιππος. Καθώς ροβολούσαν στο μονοπάτι, ό π. Πολύκαρπος είπε: “Πάτερ Εύσέβιε, οι Γερμανοί κει πάνω!».Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφθηκαν κάτω άπό ένα πουρνάρι.
Οί Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: «Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε».
-Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω, είπαν στους πατέρες πού βρήκαν εκεί. Ο Γ. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε νά τους είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω.
Πυρπόληση της Μονής και εκτέλεση των πατέρων
Ο π. Εύσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. «Φασαρία, μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σέ λίγο άρχισαν τά φλογοβόλα. Ξύλινο το Μοναστήρι, πήρε φωτιά και άρχιζε νά τριζοβολάει. Χάλαγε ό κόσμος άπό τις οκτώ ως τις έντεκα…» διηγείτο με πόνο ψυχής.
Οι ώρες εκείνες ήταν δραματικές. Το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και -το πιο λυπηρό- κάποιοι πατέρες είχαν μείνει πίσω, Αλλά και ό ίδιος διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Λίγα βήματα άν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θά τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω άπό το πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε τελείωσαν’ το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούσθηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί. «Πάτερ Πολύκαρπε, ψιθύρισε με αγωνία “φοβάμαι για τους πατέρες». Μετά άπό λίγο ακουσαν τους Γερμανούς νά φεύγουν «χασκαρίζοντας», όπως έλεγε ο Γέροντας.
Άφησαν νά περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν άπό το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι.Ήταν οι πρώτοι πού επέστρεφαν. Ό π. Εύσέβιος προπορευόταν. “Οταν έφθασε στο προαύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τί νά δει! «Παναγία μου!» φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω άπό τον πλάτανο” πεσμένοι ό ένας κοντά στον άλλον. Ό φύλακας τής Μονής, ό Παναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σάν ζωντανός άπό μακριά. Ήταν όλοι νεκροί” «ίερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά», πού πότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους τα αγιασμένα χώματα τής Λαύρας.
Φρίκη και σπαραγμός! Ό π. Εύσέβιος ξέσπασε σέ βουβό, ασταμάτητο κλάμα.Ήταν ό άγιος Πνευματικός του π. Βασίλειος, ό π. Άγαθάγγελος, τον όποιο τόσο θαύμαζε και σεβόταν, ό συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος και ό π. Ευθύμιος ό παράλυτος. Όλοι εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του καΐ ασπάσθηκε στο μέτωπο τους μάρτυρες. Το Ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παντού. Ή ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια. Εικόνα θλιβερή, πού πρόσθετε πόνο επάνω στον πόνο τους. Παρ’ όλο πού υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν άπό στιγμή σέ στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν νά εκτελέσουν το χρέος τους.
Ό π. Εύσέβιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με τήν κουβέρτα ένα-ένα τά ιερά λείψανα των πατέρων στο Ναό του κοιμητηρίου. Στήν τσέπη του Πνευματικού βρήκε το άγιο Αρτοφόριο με τον Αμνό τής Μεγάλης Πέμπτης. Το ασπάσθηκε με ευλάβεια και το μετέφερε στην εκκλησία, ή οποία δεν είχε καεί.
Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στό Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά. Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι-λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί. «Το τι έγινε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας. «Ιδίως ό ηγούμενος θρηνούσε απαρηγόρητα, πού βρήκε πέντε δικούς του ανθρώπους σκοτωμένους». Διάβασαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ένώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο ενταφίασαν τους πατέρες στον κοινό τάφο πού άνοιξαν.
«Πονέσαμε για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, άλλα και τους μακαρίσαμε, έλεγε αργότερα –εξασφάλισαν την αιωνιότητα. Τι ώραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία!Μακάρι νά ήμουν κι εγώ ένας άπ’ αυτούς… Με άφησε γιά τις αμαρτίες μου ό Θεός…».
Στήν Αθήνα άλλα και στό Γεωργίτσι είχε διαδοθεί δτι μεταξύ τών εκτελεσθέντων ήταν κι εκείνος. Ό Θεός όμως, «κρεΐττόν τι προβλεψάμενος» (Έβρ. ια’, 40), είχε οικονομήσει τά πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε νά επιζήσει. Μόλις δύο μήνες πρίν, στις 11 Όκτωβρίου, είχε κοιμηθεί ό Γέροντας του, ό π. Σεραφείμ. Άπό το σημείο αυτό ξεκινάει το θαύμα της διασώσεως τοΰ π. Εύσεβίου.
«Ηταν φύσει αδύνατο, αν ζούσε ό Γέροντας μου, νά έφευγα. Αδύνατο τών αδυνάτων! Θα έμενα κοντά του νά τον φυλάω και θά το θεωρούσα καύχημα. Αποκλείεται νά τον άφηνα. Θά προτιμούσα νά πεθάνω μαζί του. Θά πίστευα, μάλιστα, ότι, αν ό Γέροντας ήταν κοντά μας, δεν θά μας έκαναν κακό οι Γερμανοί… Αφού όμως σκότωσαν τον παράλυτο στό στρώμα, θ’ άφηναν εμάς;»
Τά θύματα πού θρήνησε ή Αγία Λαύρα ήταν συνολικά εννέα. Τέσσερις μοναχοί και ό φύλακας εκτελέσθηκαν στο Μοναστήρι, τρεις στα Καλάβρυτα και ό π. Αμβρόσιος στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου.
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Ιερομόναχος Ευσέβιος Γιαννακάκης”, Ιερά Μονή αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Βερίνο , Αίγιο), Αντέχουμε…, Αβέρωφ
Εκοιμήθη στις 14 Δεκεμβρίου 2018, σε ηλικία 76 ετών μετά από σύντομη ασθένεια ο π. Κοσμάς-Κλέαρχος Παπασάββας, σύγχρονος Ομολογητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το χωριό Δρυμάδες Χιμάρας Β. Ηπείρου.
Ο π. Κοσμάς γεννήθηκε το 1942 στους Δρυμάδες Χιμάρας από ευλαβείς γονείς και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία, από όπου έλαβε πτυχίο δασκάλου. Παρά την απαγόρευση της θρησκευτικής πίστεως και λατρείας, που επιβλήθηκε στην Αλβανία από το αθεϊστικό κομμουνιστικό καθεστώς το 1967, ο Κλέαρχος συνέχιζε να λατρεύει κρυφά το Θεό στα εξωκκλήσια του χωριού του και συνδέθηκε πνευματικά με τον Ιερέα π. Κοσμά Κύριο, τον μετέπειτα επίσκοπο Απολλωνίας (+11.8.2000) και με όλο το “δίκτυο” της Εκκλησίας των “Κατακομβών” της Αλβανίας.
Το 1973 προσπάθησε να περάσει τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα της Αλβανίας και να έρθει στην Ελλάδα για να χειροτονηθεί ιερέας, αλλά συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 10ετή φυλάκιση από το αλβανικό αθεϊστικό-κομμουνιστικό καθεστώς για απόπειρα απόδρασης από τη χώρα.
Αποφυλακίστηκε το 1982 και επιχείρησε για δεύτερη φορά να αποδράσει από την Αλβανία και να έλθει στην Ελλάδα για να ιερωθεί, αλλά και πάλι συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 5ετή εξορία και 20ετή κάθειρξη στις πλέον σκληρές και απάνθρωπες αλβανικές φυλακές-κάτεργα στο Σπάτς, στο Μπουρέλι της Β. Αλβανίας και τέλος στο Περπαρίμ Αγ. Σαράντα για απόπειρα "προδοσίας της χώρας με την μορφή της απόδρασης".
Αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1990 μετά από διεθνή πίεση στην Αλβανική Κυβέρνηση, ιδιαίτερα στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ – Κοπεγχάγη 5-30.6.1990), την οποία είχε προκαλέσει η ΣΦΕΒΑ μέσω Οργανώσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Διεθνής Αμνηστία, IGFM-Γερμανία).
Ο Κλέαρχος Παπασάββας ήρθε, τελικά, στην Ελλάδα στις αρχές 1991 μετά από πολλές δυσκολίες, γιατί οι Αλβανοί αρνούνταν να του χορηγήσουν διαβατήριο και παρέμεινε για λίγο στην Κόνιτσα κοντά στον αείμνηστο Δρυινουπόλεως Σεβαστιανό. Επειδή όμως ο Κλέαρχος ήθελε να χειροτονηθεί και να επιστρέψει οπωσδήποτε στην πατρίδα του για να μην του δημιουργήσουν πρόβλημα οι Αλβανικές Αρχές, κρίθηκε φρόνιμο να μη χειροτονηθεί στην Κόνιτσα από τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, αλλά στην Πάτρα λόγω της προσωπικής γνωριμίας και του συνδέσμου που είχε αναπτυχθεί από την εποχή που ήταν ακόμα στη φυλακή και εμείς ως υπεύθυνοι της ΣΦΕΒΑ ενεργήσαμε ώστε να αποφυλακιστεί. Κατόπιν, λοιπόν, συνεννοήσεως του Μητροπολίτου Σεβαστιανού με τον Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο, ήλθε στην Πάτρα και στις 26.2.1991 έγινε η κουρά του στην Ι. Μονή Γηροκομείου από τον Καθηγούμενό της Αρχιμανδρίτη π. Συμεών Χατζή και έλαβε το όνομα Κοσμάς προς τιμήν του ιερομάρτυρος Αγ. Κοσμά του Αιτωλού.
Την επομένη, Τετάρτη Β΄ εβδομάδος των Νηστειών, στις 27.2.1991, στον παλαιό Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου χειροτονήθηκε Διάκονος και σε τρεις ημέρες, στις 2.3.1991 Πρεσβύτερος στον Ι. Ν. Αγ. Τριάδος Ζαρουχλεΐκων από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο. Αμέσως μετά τη χειροτονία επέστρεψε στην πατρίδα του στους Δρυμάδες της Χιμάρας, όπου παρέμεινε μέχρι της κοιμήσεώς του.
Ολόκληρη η ζωή του ήταν μία ομολογία πίστεως και εμπιστοσύνης στην πρόνοια και αγάπη του Θεού, διακρινόταν δε για το πηγαίο χιούμορ και την απλότητα και ειλικρίνεια στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους.
Η εξόδιος Ακολουθία θα τελεστεί στον Ι. Ν. Αγ. Χαραλάμπους Δρυμάδων Χιμάρας, την Κυριακή 16.12.18
Αιωνία του η μνήμη, καλή Ανάσταση!
Να έχουμε την ευχή του!
Ἀναστάτωσι καὶ μεγάλη ἀνησυχία ἔχει προκαλέσει σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἕνα πλῆθος δημοσιευμάτων τοῦ Τύπου καὶ τοῦ διαδικτύου, ἀρχικῶς ξένων (εὐρωπαϊκῶν, ἀμερικανικῶν καὶ ἰσραηλινῶν)
Υπήρξαν στιγμές, που η Ελλάδα μας, βρέθηκε σε κίνδυνο και όλα φάνταζαν δυσοίωνα.
1. Φίλου πιστοῦ οὐκ ἔστιν ἀντάλλαγμα τῶν ὄντων οὐδὲν, οὐδέ τις σταθμὸς τῆς καλλονῆς αὐτοῦ. Φίλος πιστὸς σκέπη κραταιὰ, καὶ ὠχυρωμένον βασίλειον.
Τα Καλάβρυτα, τόπος με μακραίωνη ιστορία, γνώρισε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, απόρροια μαζικών εκτελέσεων αμάχων και ολοκληρωτικών καταστροφών.
Αποκορύφωμα της γερμανικής θηριωδίας υπήρξε η εκτέλεση 848 κατοίκων των Καλαβρύτων και 200 από τα γύρω χωριά, πολλά από τα οποία πυρπολήθηκαν, το Δεκέμβριο του 1943.
Η τραγωδία αυτή αποτέλεσε ένα από τα αγριότερα ομαδικά εγκλήματα του ναζισμού εναντίον άοπλου πληθυσμού.
«Επιχείρηση Καλάβρυτα»
Κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής και ειδικότερα το 1943 η ευρύτερη περιοχή Αιγιαλείας-Καλαβρύτων υπήρξε πεδίο σημαντικής αντιστασιακής δράσης. Η διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας και, κατά πολλούς, η Μάχη Ρωγών-Κερπινής στις 16-17 Οκτωβρίου 1943 μεταξύ του ΕΛΑΣ και γερμανικών στρατευμάτων, που είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή γερμανικού λόχου του 749 Συντάγματος Καταδρομών και τη σύλληψη δεκάδων αιχμαλώτων, οδήγησαν στην απόφαση για εκκαθάριση της περιοχής.
Η διαταγή για την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Untermehmen Kalawrita) υπογράφηκε στις 25/11/1943 (Op. No 1296/43) από τον διοικητή της 117 Μεραρχίας Κυνηγών υποστράτηγο Καρλ Φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire). Σκοπός της επιχείρησης ήταν η τρομοκρατία του πληθυσμού με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, η πυρπόληση σπιτιών και η εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες.
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943 και υπήρξε μια από τις πιο απάνθρωπες της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από έξι διαφορετικά σημεία: Τρίπολη, Άργος, Κόρινθο, Αίγιο, Πάτρα και Πύργο και έφθασαν σε διαφορετικό βάθος το καθένα.
Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τα χωριά και οι κάτοικοι της περιοχής γνώρισαν την αγριότητα των γερμανικών αντιποίνων. Ιδιαίτερα τα τμήματα με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger) αφάνισαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Στις 08/12 έκαψαν ολοσχερώς τους Ρωγούς και την Κερπινή εκτελώντας άνδρες και παιδιά. Την ίδια τύχη είχαν η Άνω και η Κάτω Ζαχλωρού, ενώ εκτέλεσαν 16 άτομα στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και 9 μοναχούς στη θέση Ψηλός Σταυρός.
Την επομένη κατέκαψαν τα χωριά Σούβαρδο και Βραχνί. Αποκορύφωμα της επιχείρησης ήταν, στις 13/12, η λεηλασία, πυρπόληση και ολοκληρωτική καταστροφή των Καλαβρύτων και, τέλος, η εκτέλεση όλου του ανδρικού πληθυσμού της πόλης, από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή. Το ολοκαύτωμα συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα στο χωριό Βυσωκά και στο ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, όπου και έπεσε η αυλαία της επιχείρησης. Στο υπ’ αρ. 1595/43 απόρρητο σήμα της 117 Μεραρχίας Καταδρομών καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» ως εξής:
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Οι Γερμανοί εισήλθαν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου 1943. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατεύνασαν οι διαβεβαιώσεις του Γερμανού διοικητή ότι δε θα διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Μάλιστα ορισμένοι Καλαβρυτινοί που είχαν εγκαταλείψει την πόλη από το φόβο αντιποίνων επέστρεψαν στα σπίτια τους. Οι Γερμανοί προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Στη συνέχεια αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής και στις 12 του μηνός άρχισαν να ετοιμάζουν την αποχώρησή τους.
Όμως, το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, χτύπησαν οι καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας. Στη συνέχεια, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι λιγοστοί υπερήλικες της πόλης κλείστηκαν σε αίθουσες διδασκαλίας, ενώ όλοι οι άνδρες από 14 έως 65 ετών οδηγήθηκαν σε φάλαγγες σε κοντινή επικλινή τοποθεσία, τη Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος, καθώς η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δε θα επέτρεπε σε κανέναν να γλιτώσει από τις ριπές των πολυβόλων που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά.
Λίγο αργότερα ξεκίνησε η πυρπόληση των Καλαβρύτων. Ολόκληρη η πόλη παραδινόταν στις φλόγες, ενώ η φωτιά πλησίαζε απειλητικά στο κτήριο του σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες. Την ίδια στιγμή ο οδοντωτός σιδηρόδρομος κατηφόριζε με τις σοδιές από τις λεηλασίες των Γερμανών σε σπίτια, καταστήματα και αποθήκες, απ’ όπου άρπαξαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, με τη ρίψη φωτοβολίδων, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούσαν 35 Γερμανοί στρατιώτες και η διαταγή δόθηκε από τον Γερμανό δεκανέα Τένερ (Κόνραντ Ντένερτ (Konrad Diphnert).. Οι ριπές των πολυβόλων θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με τις χαριστικές βολές στους επιζώντες. Τελικά, διασώθηκαν 13 άτομα που «θάφτηκαν» κάτω από τα σώματα των εκτελεσθέντων.
Στο δημοτικό σχολείο τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτήριο. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν να ξεφύγουν και αναζήτησαν τους οικείους τους. Ανηφορίζοντας προς τον αγρό όπου οι Γερμανοί είχαν οδηγήσει τους άνδρες αντίκρισαν το φρικιαστικό θέαμα πατεράδων, γιων και αδελφών που κείτονταν νεκροί. Μια άμορφη μάζα, πλημμυρισμένη στο αίμα.
Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι ετών αφανίστηκαν στις 14.34 της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας. Το δράμα ολοκληρώθηκε, τις επόμενες ημέρες, με τις Καλαβρυτινές να σκάβουν πρόχειρους τάφους για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν μαζί τους, μετέφεραν ορισμένους στο νεκροταφείο, ενώ άλλους τους έθαψαν στο λόφο.
Η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα Η εικόνα από:xanemo.blogspot.com
Η θυσία των Καλαβρύτων αναδείχθηκε σε παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας και ειρήνης. Στον τόπο της εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
.
Το τραγικό προηγούμενο, επί πατέρα Μητσοτάκη το 1991, που επαναλήφθηκε επί γιού Μητσοτάκη εν έτη 2023
Το Κούγκι είναι πύργος του Σουλίου στην Ήπειρο επάνω σε απότομο βράχο, στον οποίο υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Όταν το 1803 οι τουρκαλβανοί κατέλαβαν το Σούλι, κλείστηκαν στο Κούγκι 600 Σουλιώτες με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα. Προβάλλοντας αντίσταση απέκρουσαν τέσσερεις εφόδους των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Επειδή τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι πολιορκημένοι πρότειναν στον Αλή να βγουν αφού τους εγγυηθεί, πως δεν θα τους πειράξει.
Ο Αλή αναγκάστηκε να δεχθεί λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστη.Μετά την αναχώρησή τους έμεινε στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ με δυο πολεμιστές για να παραδώσoυν το φρούριο. Όταν όμως οι απεσταλμένοι ήρθαν να το παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα. Την ηρωική αυτή θυσία την ύμνησε ο ποιητής Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Σαμουήλ».
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους γράφει:
«Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803, διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοί του υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τα πάνδεινα ιδίως εκ της δίψης, διότι οι περιζώσαντες αυτούς πολέμιοι είχον καταλάβει τας των υδάτων πηγάς, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως, όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών.
Ο Αλής εκύρωσε τας συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα. Εμειναν δε εις αγίαν Παρασκευήν ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ίνα παραδώσωσι τον χώρον και λάβωσι κατά τα συμφωνηθέντα το αντίτιμον των εν αυτώ σωζόμενων έτι πολεμοφοδίων.
Αλλ ότε προσήλθον δύο Τούρκοι και εις γραμματεύς του Αλή ίνα εκτελέσωσι τους όρους τούτους, ο γραμματεύς του Αλή, αφού επλήρωσε τα χρήματα, είπε σαφώς εις τον Σαμουήλ ότι θέλει υποστή δεινήν τιμωρίαν, αφού έσχε την αφροσύνην να παραδοθή εις χείρας του βεζύρη.
Ο δε «καμμίαν», απήντησεν αμέσως, «δεν δύναται να μ επιβάλη τιμωρίαν», και κενώσας το όπλον του επί της πυριτοθήκης έθαψεν υπό τα ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος εαυτόν τε και τους συναγωνιστάς και τους Τούρκους. Ουδ ελαττώνει την αξίαν της θυσίας ταύτης το γεγονός ότι ο Αλής έλαβεν αυτήν ως πρόφασιν ίνα θεωρήση ακύρους τας προς τους Σουλιώτας γενομένας συνθήκας…».
Πηγή: Ιστορία σαν σήμερα…
Το βορειοδυτικό τμήμα της Αμερικανικής Ηπείρου αποτελείται από μια τεράστια χερσόνησο, τη «Μεγάλη Χώρα», που στη γλώσσα των ιθαγενών λέγεται «Αλί-ακ-Σα» και έφθασε σε μας ως Αλάσκα. Οι άγιοι της Αλάσκας εορτάζονται όλοι μαζί στις 13 Δεκεμβρίου, ημέρα της σύναξής τους (=εορτής προς τιμήν τους).
Η Αλάσκα χωρίζεται από την Ασία με μια στενή λουρίδα θάλασσας, τον Βερίγγειο Πορθμό, ενώ ανατολικά συνορεύει με τον Καναδά. Το γεωγραφικό της πλάτος είναι ίδιο με της Νορβηγίας. Το νοτιοδυτικό της άκρο περιλαμβάνει ένα τόξο από 150 ηφαιστειογενή νησιά, τις γνωστές «Αλεούτιες Νήσους». Είναι μια χώρα 12 φορές πιο μεγάλη από την Ελλάδα, με κλίμα πολικό στο βορρά, ωκεάνιο στο νότο, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από -62ο C το χειμώνα έως +25ο C το καλοκαίρι.
Η νύχτα διαρκεί έξι μήνες, με μόνα φώτα τη σελήνη και το πολικό σέλας. Η μέρα διαρκεί κι αυτή έξι μήνες, είναι όμως θαμπή και ο ήλιος δύει πολύ λίγο όσο πλησιάζουμε προς τον Ιούνιο, οπότε ανατέλλει αμέσως μετά τη δύση του, γι’ αυτό η Αλάσκα ονομάζεται «χώρα του ηλίου του μεσονυκτίου». Ο μεγαλύτερος ποταμός, ο Γιούκων, είναι παγωμένος 8 μήνες το χρόνο.
Πολλά ηφαίστεια και απέραντοι παγετώνες, αραιότατη βλάστηση και πολικά ζώα και λίγους –ανάλογα με την έκτασή της– ανθρώπους βρίσκει κανείς στην Αλάσκα. Οι ιθαγενείς ανήκουν σε διάφορες φυλές. Στο εσωτερικό της χώρας, στις βόρειες και τις δυτικές ακτές κατοικούν Εσκιμώοι. Τα νησιά τα κατοικούν Αλεούτοι, τη Σίτκα Κολόσσοι, τις ατλαντικές ακτές Ερυθρόδερμοι που ανήκουν στις φυλές των Κενάγτζων και των Τσουγκάτσων. Αμερικανοί είναι επίσης και οι Κοντιάκοι.
Σήμερα η σύνθεση του πληθυσμού της Αλάσκας έχει αλλάξει πολλοί, λόγω της μεγάλης μετανάστευσης των λευκών, που έφεραν μαζί φυσικά και τον πολιτισμό, αλλά και τα προβλήματά τους…
Στην Αλάσκα υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα χρυσού, αργύρου και άλλων μετάλλων, πετρέλαιο και ζώα όπως τάρανδοι, φώκιες, σολωμοί, που, μαζί με τα πολύτιμα δάση της, έχουν συντελέσει πολύ στην οικονομική ανάπτυξή της.
Για την ύπαρξη της Αλάσκας μίλησε πρώτος ο Δανός Βίτους Μπέριγκ, που υπηρετούσε στο Ρωσικό Ναυτικό. Ανακαλύφθηκε από το Ρώσο θαλασσοπόρο Γκρόζντεφ, το 1730, και εξερευνήθηκε από τους Μπέριγκ και Κιρίκωφ το 1740-41, οπότε έγινε αποικία της τσαρικής Ρωσίας. Το Μάρτιο του 1867 πωλήθηκε ολόκληρη στους Αμερικανούς αντί 7.200.000 δολαρίων!! Η αρχικά «κτήση» των ΗΠΑ έγινε «Τερριτόριον» το 1912, για να καταλήξει το 1958 να γίνει «49η» Πολιτεία των ΗΠΑ.
1. Το πρώτο ορθόδοξο φως στην Αλάσκα
Το χριστιανικό μήνυμα έφτασε στην Αλάσκα πρώτα από τους Ρώσους εμπόρους, που δρούσαν όμως κυρίως με οικονομικά κίνητρα. Έδειξαν σοβαρό ζήλο να βαπτίζουν ιθαγενείς, επειδή οι βαπτιζόμενοι έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στους αναδόχους τους και τους βοηθούσαν πολύ στις εργασίες τους. Ωστόσο, το 1774 ο ειλικρινά ευσεβής Γρηγόριος Σελέχωφ, ιδρυτής της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας, έχτισε ναό και σχολείο στο Κόντιακ, βάπτισε πολλούς ιθαγενείς και μαζί με το συνεργάτη του, Ιβάν Κγολίκωφ, ζήτησε από την τσαρίνα Αικατερίνα Β΄ και την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας να σταλούν κανονικοί ιεραπόστολοι, τη συντήρηση των οποίων θα αναλάμβανε ο ίδιος και οι συνεταίροι του.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1794 το πλοίο ανεφοδιασμού των ρωσικών εμπορικών αποστολών αποβίβασε στο νησί Κόντιακ την πρώτη ιεραποστολική ομάδα, ύστερα από ταξίδι που κράτησε περισσότερες από σαράντα ημέρες. Η ομάδα αποτελούνταν από 4 ιερομονάχους, 2 ιεροδιακόνους και 2 μοναχούς των φημισμένων μονών Βαλαάμ –πνευματικός πατέρας της οποίας ήταν ο μεγάλος Ρώσος στάρετς άγιος Ναζάριος– και Κόνιεφ (της λίμνης Λαντόγκα), με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ Μπολότωφ. Τα ονόματά τους ήσαν Ιωάσαφ, Ιουβενάλιος, Αθανάσιος, Μακάριος, Νεκτάριος, Στέφανος, Γερμανός και Ιωάσαφ.
Παρά τις φοβερές δυσκολίες, αλλά και τα εμπόδια που έθετε στο δρόμο τους η αποικιοκρατική συμπεριφορά των περισσότερων Ρώσων εμπόρων, οι άξιοι αυτοί ιεραπόστολοι, με τη βοήθεια του Θεού, κατόρθωσαν να θεμελιώσουν την ορθόδοξη Εκκλησία στην παγωμένη Μεγάλη Χώρα.
Έτσι άρχισε μια πραγματική εποποιία. Οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι, κακοπαθούντες, χλευαζόμενοι και εγκαταλειπόμενοι, αναδείχθηκαν οι μοναδικοί φίλοι και υπερασπιστές των ιθαγενών. Στα πρόσωπά τους, η ορθοδοξία εμφανίστηκε ως γνήσια Εκκλησία, σταυρωμένη αλλά δυνατή, απηλλαγμένη από τα πάθη των δυτικών ιεραποστόλων, που εμφάνισαν στην Αμερική έναν χριστιανισμό σύμμαχο και συνεταίρο κρατικών και οικονομικών συμφερόντων συνοψισμένο στα περίφημα «3Μ» (Missionary = ιεραπόστολος, Military = στρατιωτικός, Merchant = έμπορος).
Τον Ιούλιο του 1796 η Ρωσική Ιερά Σύνοδος ανακήρυξε την Αλάσκα σε υποεπισκοπή του Ιρκούτσκ της Σιβηρίας με πρώτο επίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ. Δυστυχώς, το πλοίο «Φοίνιξ», που μετέφερε τον επίσκοπο και τη συνοδεία του για την ανάληψη των καθηκόντων τους, ναυάγησε και ο επίσκοπος Ιωάσαφ πνίγηκε, μαζί με τους συνοδούς του Μακάριο και Στέφανο.
Από τους ιεραποστόλους του πρώτου κλιμακίου, ο π. Αθανάσιος και ο π. Νεκτάριος επέστρεψαν στη Ρωσία και στην παγωμένη γη απέμειναν οι ιερομόναχοι Ιουβενάλιος και Μακάριος και ο μοναχός Γερμανός. Ο π. Μακάριος εγκαταστάθηκε στη μεγαλύτερη από τις Αλεούτιες Νήσιους, την Ουναλάσκα, όπου έχτισε ναό, βάπτισε 2.500 ιθαγενείς και τέλεσε 536 γάμους.
2. Ο άγιος ιερομάρτυς Ιουβενάλιος
Ο άγιος Ιουβενάλιος, πρωτομάρτυς της Αμερικανικής Ηπείρου, προχώρησε ως μοναχικός οδοιπόρος στο εσωτερικό της Αλάσκας κηρύσσοντας το χριστιανισμό με ταπείνωση και επιτυχία. Πέρασε στον κόλπο Τσεγκάι, όπου ζουν οι Τσουγκάτσοι, και πιο βόρεια, στους Κολόσσους και σε άλλες απομακρυσμένες ινδιάνικες φυλές. Φθάνοντας στις όχθες της λίμνης Ιλιάμινας, το καλοκαίρι του 1796, είχε βαπτίσει μέσα σε δύο χρόνια περίπου 5000 ιθαγενείς.
Εκεί όμως δολοφονήθηκε από ντόπιους σαμάνους (μάγους-ιερείς), ποτίζοντας με το αίμα του την παγωμένη γη της Αλάσκας, αποδεικνύοντας ότι η Εκκλησία είναι αυθεντική όταν θυσιάζεται κι όχι όταν θυσιάζει άλλους στο βωμό της «ευσέβειας» ή οποιωνδήποτε συμφερόντων. Κατά την παράδοση, το σώμα του σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τους εκτελεστές του, οι οποίοι, έντρομοι, έπεσαν πάνω του και το κομμάτιασαν με τα τσεκούρια τους.
3. Ο άγιος Γερμανός
Ο ταπεινός άγιος μοναχός Γερμανός (1756-1836), μένοντας μόνος από την ιεραποστολική ομάδα και βρίσκοντας ενάντιά του τον Μπαρανώφ, το σκληρό νέο διευθυντή της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας (τη «μαύρη σελίδα» της ιστορίας της Εκκλησίας της Αλάσκας), αποσύρθηκε για να μονάσει στο μικρό μοναχικό νησάκι Ελόβυγ (=νησί των ελάτων), που το μετονόμασε σε Νέο Βαλαάμ. Εκεί άσκησε τη νοερά προσευχή κατά την ορθόδοξη παράδοση και, με την ίδια την ταπεινή και οσιακή παρουσία του, έγινε ο μεγάλος πνευματικός πατέρας των Αλεούτων.
Μεγάλος ασκητής, σκληρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους, γεμάτος αγάπη για το Θεό και όλα τα πλάσματά Του, έζησε στο νησί του προστατεύοντας όπως μπορούσε τους φτωχούς ιθαγενείς, φροντίζοντας τα ορφανά (δημιούργησε ένα μικρό ορφανοτροφείο) και μεταδίδοντας όχι μόνο το ευαγγελικό μήνυμα αλλά και τη χάρη του Θεού, που ξεχείλιζε από μέσα του σαν καταρράκτης. Θαυματουργός και διορατικός, αξιώθηκε σε πλούσια οράματα και έζησε με τη συντροφιά των αγγέλων. Μεσολαβώντας υπέρ των ιθαγενών κατόρθωσε να κερδίσει την εκτίμηση του διαδόχου του Μπαρανώφ, του Ιανόφσκυ, που έγινε πνευματικός μαθητής του και τελικά μοναχός.
Μετά από μια συγκινητική και αγία ζωή, κοιμήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1836 και το σώμα του παρέμεινε άφθαρτο για τουλάχιστον ένα μήνα, περιμένοντας να επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες τη μετάβαση ιερέα στο νησί για τη χριστιανική ταφή του. Η μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της κοίμησής του, αλλά και στις 9 Αυγούστου (ημέρα της επίσημης αγιοκατάταξής του το 1970) και στις 13 Δεκεμβρίου.
Προς τιμήν του ιδρύθηκε πριν από λίγες δεκαετίες η Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Πλάτινα της Καλιφόρνιας (από τους π. Σεραφείμ Ρόουζ & π. Γερμανό Ποντμοσένσκυ), που αποτελεί φωτεινό φάρο της ορθοδοξίας στην αμερικάνική ήπειρο. Από την Αδελφότητα ερευνήθηκε και τελικά εκδόθηκε ο συγκλονιστικός βίος του αγίου Γερμανού. Βλ. την ελληνική έκδοση Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σειρά «Φιλοκαλία των Ρώσων νηπτικών», Αθήνα 1995.
4. Ο άγιος νεομάρτυρας Πέτρος ο Αλεούτος
Ήταν ένας από τους ορθόδοξους Αλεούτους που εργάζονταν στην αποικία της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας στο Fort Ross της Καλιφόρνιας, για τον ανεφοδιασμό των Ρώσων αποίκων και των μελών της Εταιρείας στην Αλάσκα. Η αποικία αυτή έγινε αιτία προστριβών ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ισπανούς κυρίαρχους της Καλιφόρνιας, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι εποφθαλμιούν το Σαν Φρανσίσκο.
Έτσι, το 1815 συνέλαβαν περίπου 20 Αλεούτους, από τους οποίους τελικά φυλάκισαν 14, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Πέτρος
(απόσπασμα από το «Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας», μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ό.π., σελ. 38-39).
«…Μιαν άλλη φορά, συνεχίζει ο Γιανόφσκυ, τού ’λεγα (του αγίου Γερμανού) πως οι Ισπανοί αιχμαλώτισαν στην Καλιφόρνια 14 Αλεούτους. Οι Ιησουίτες τους πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή οι Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών του, μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Μετά κομμάτιασαν τα πόδια και τα χέρια του. Το αίμα έτρεχε, ο μάρτυρας όμως υπόμενε κι επαναλάμβανε σταθερά την απάντηση: «Είμαι χριστιανός». Τελικά, από τα βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος, πέθανε.
Την άλλη μέρα οι Ιησουίτες απείλησαν πως θα βασανίσουν το φίλο του με τον ίδιο τρόπο. Την ίδια νύχτα όμως έλαβαν εντολή από το Μόντερεϋ να μεταφέρουν όλους τους αιχμαλώτους Αλεούτους εκεί. Έτσι, την άλλη μέρα, όλοι εκτός από κείνον που θανατώθηκε, έφυγαν. Αυτό μου το διηγήθηκε ο φίλος εκείνου που μαρτύρησε...
Όταν τελείωσα την περιγραφή, ο π. Γερμανός με ρώτησε:
› Ποιο ήταν το όνομα του Αλεούτου;
› Πέτρος, απάντησα, αλλά δε θυμάμαι το επώνυμό του.
Ο Γέροντας σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του και είπε:
› Άγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε υπέρ ημών.»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἀλάσκας τὸ κλέος, Ἀλεούτων τὸ καύχημα, Πέτρον Νεομάρτυρα θεῖον ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ὡς σέλας πολικὸν γὰρ ἐν νυκτί, διέλυσεν αἱρέσεων ἀχλύν, μαρτυρίῳ ἐκκοπῆς τε χειρῶν ποδῶν, ὁμολογίας στέφανος· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σε ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ταπεινώσαντι διὰ σου ψεύδους τὴν ἔπαρσιν.
5. Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ
Ο άγιος Ιάκωβος Νετσέτωφ γεννήθηκε το 1802 στην Ουναλάσκα, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Αλεούτια. Μεγαλώνοντας, αγαπώντας τη μόρφωση και φλεγόμενος από χριστιανική πίστη, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας και επέστρεψε στο λευκό ιεραποστολικό αγρό της γενέτειράς του, για να εργαστεί κι αυτός για τους συμπατριώτες του.
Στην Αλάσκα διακόνησε τριάντα έξι χρόνια, αντιμέτωπος με τις σκληρές συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και τους σαμάνους, που έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν. Ταξίδεψε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, μέχρι τη φυλή των Γιουπίκ, που ζούσαν στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Γιούκωνος. Είναι ο πρώτος ιεραπόστολος που διείσδυσε τόσο βαθιά, μετά τον άγιο Ιουβενάλιο. Δεν κήρυξε μόνον, αλλά φρόντισε για τη μόρφωση και την κοινωνική ζωή των ιθαγενών, προσφέροντάς τους παράλληλα και τα χριστιανικά μυστήρια, και μάλιστα της εξομολόγησης και της θείας ευχαριστίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση, στην τοπική γλώσσα, της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών βιβλίων.
Μετά από πολλές περιπέτειες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στη Σίτκα στις 26 Ιουλίου του 1865 και κατατάχθηκε επίσημα στους αγίους της ορθοδοξίας το 1994.
6. Ο μέγας ιεραπόστολος της Αλάσκας άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ
Ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ορθοδοξίας. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Σιβηρίας το 1797, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Ορφάνεψε μικρός, αλλά τον προστάτευσε ο θείος του, ο ιερομόναχος Δαβίδ, που του εξασφάλισε και μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εκεί επιδόθηκε στη μάθηση, αλλά και στις πρακτικές τέχνες: έγινε μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Το 1817 νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1821 ιερέας και διορίστηκε στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Ιρκούτσκ.
Το 1823 απεστάλη από τον επίσκοπο Ιρκούτσκ Μιχαήλ στην Αλάσκα, ως μέλος της ιεραποστολής. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Η δράση του στην Αλάσκα ήταν μνημειώδης. Ίδρυσε σχολεία, ιατρεία, ναούς και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά για να γνωρίσει τους ιθαγενείς, να τους συμπαρασταθεί και να τους μεταδώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Οι ιθαγενείς τον εκτίμησαν απεριόριστα κι εκείνος έζησε σαν ένας απ’ αυτούς και μοιράστηκε τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους, σεβόμενος τον πολιτισμό τους και συμμεριζόμενος τις κακουχίες τους.
Έγραψε, μεταξύ άλλων: Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα, Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεούτων που ζουν στα νησιά, Παρατηρήσεις επί των Αλεούτων και Κουσιανών της Άτκα, Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων, και (στη γλώσσα των Αλεούτων, της οποίας επινόησε και το αλφάβητο) Υπόδειξη του δρόμου προς τη βασιλεία των ουρανών (έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από την ιερά μητρόπολη Νικοπόλεως με τον τίτλο Ο δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών). Συνέταξε επίσης γραμματική της γλώσσας των Αλεούτων και αλεουτο-ρωσικό λεξικό.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1838 η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πέθανε. Είχαν πλέον επτά παιδία: τον Ιννοκέντιο, το Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Το 1840 ο π. Ιωάννης έγινε μοναχός με το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ και στις 13 Δεκεμβρίου η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων με έδρα τη Σίτκα. Ως επίσκοπος επιδόθηκε ακόμη θερμότερα στην ιεραποστολή, με κύριο μέλημα την ίδρυση σχολείων. Το 1850 το ποίμνιό του αποτελείται από 15.000 ψυχές.
Στη συνέχεια μετατίθεται στη Σιβηρία και αναπτύσσει ιεραποστολική και κοινωνική δράση σε περιοχές υποδουλωμένες από τους Κινέζους. Το 1860 ευλόγησε το νεαρό ιερομόναχο Νικόλαο Καζάτκιν (σήμερα άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας), που πέρασε και τον συνάντησε πηγαίνοντας στην Ιαπωνία για ιεραποστολή.
Το 1867 ή 68 ο άγιος ζήτησε από το μητροπολίτη Μόσχας άγιο Φιλάρετο να του επιτρέψει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Όμως ο άγιος Φιλάρετος κοιμήθηκε ξαφνικά και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχό του τον άγιο Ιννοκέντιο! Στη σπουδαία νέα του θέση ο άγιος διέπρεψε για μια ακόμη φορά, δείχνοντας μεγάλη ποιμαντική αλλά και κοινωνική μέριμνα. Φρόντισε επίσης και για την Αλάσκα, ιδρύοντας μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο.
Ο άγιος Ιννοκέντιος κοιμήθηκε το 1879 και τάφηκε στη λαύρα της Αγίας Τριάδας του αγίου Σεργίου, δίπλα στο μητροπολίτη Φιλάρετο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου, καθώς και στις 12 Δεκεμβρίου, μαζί με τους άλλους αγίους της Αλάσκας.
7. Αγία Όλγα της Αλάσκας, η Μαία
Η πρεσβυτέρα Olga Michael, ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai. Ο Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας. ’Οπως γράφει στο βιβλίο του «Ορθόδοξη Αλάσκα» ο ιερέας Michael Oleksa: «δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό». Γέννησε 8 παιδιά, πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής. Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του, η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους. Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά (Πράξεις των Αποστόλων) αφού: «δεν έραβε μόνο τα άμφια του π.Νικολάου και γούνες μπότες, γάντια, για τα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο, ειδικά για εκείνους, από τα χέρια της.
Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο τα mukluk (παραδοσιακά παπούτσια) για να τα πουλήσουν, ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς. Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της. Εκτός από τις άλλες ασχολίες της (όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα) είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup’ik,την μητρική της γλώσσα.
Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα (τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε) και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979. Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός (συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή) θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της.
Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο, άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk.
Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη (σαν ανοιξιάτικη) ημέρα. Βγαίνοντας από τον ναό,η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια. Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο. Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα, λόγω του λιώσιμου του πάγου. Το βράδυ, αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης, ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει, το ποτάμι πάγωσε, ο χειμώνας ξαναγύρισε. Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα. Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.
Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της. Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk, αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα, η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο. Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε. Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της.
Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα, επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της. Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.
Μια άλλη γυναίκα, μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία, γεμάτη στοργή και αγάπη.
Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί στα παιδικά της χρόνια:
«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα. Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει.Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ’ένα δάσος και φοβόμουν λίγο. Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτή αύρα και έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου. Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα. Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της. Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.
› Ποιά είναι αυτή; ρώτησα
› Η Παναγία απάντησε η Αγία Όλγα.
H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω. Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν. Φτάσαμε σ’έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα. Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ε νώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα. Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου .Η Αγ.Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα. Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι, ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω. Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.
Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα. Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό, ιλαρό. Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά, κυρίως η Αγία Όλγα. Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο. Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ’ένα είδος κρεβατιού, όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα. Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα. Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά. Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών (δεν ήμουν έγκυος τότε). Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού. Ήμουν λίγο φοβισμένη. Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι, κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό ,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω. Δεν έλεγε τίποτα. Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα. Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου, αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση. Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι. Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου. Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της. Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες. Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της. Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου. Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό. Το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές. Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει, μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού. Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά.. Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει, κλαίω από χαρά και ευλάβεια. Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα. Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο. Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με, νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους. Τότε μου είπε αποφασιστικά:
› Αυτό είναι ψέμματα. Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό. Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής, ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.
Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος, ο πόνος,η ντροπή που αισθανόμουν. Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου! Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό, ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί. Από αυτό το «λιβάνι» κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού. Τι πλούτος,να γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού. Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο.
Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν (είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως,αλλά δεν ήξερα ότι κινείται). Ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε, δεν θυμάμαι, ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο. Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί, επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».
Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση; Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τη συνείδηση ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού», η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα. Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι’αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης. Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί, κυρίως σεξουαλικά, ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία.
Εμβολιασμοί για κορονοϊό και αιφνίδιοι θάνατοι. Επικοινωνία με ένα δημοσιογράφο.
Μία μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα που διακρίθηκε τόσο στα Ιωάννινα όσο και στην ακριτική Κόνιτσα, αφήνοντας μέχρι τις μέρες μας ανεξίτηλη την αξία της, ήταν ο μακαριστός μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός Οικονομίδης (1922-1994).
Η πρόεδρος και ιδρύτρια της οργάνωσης υπέρ του αγέννητου παιδιού “Live Action”, Lila Rose, μίλησε στη Διατλαντική Σύνοδο Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών, σε τιμητική εκδήλωση για την 75η επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (UDHR).
Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον τιμημένους ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὶς περιστάσεις ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ἡ Κέρκυρα, ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου κ᾿ ἡ Κεφαλληνία τὸν ἅγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στὸ νησὶ τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονιοὺς φτωχούς. Γι᾿ αὐτὸ στὰ μικρὰ χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καὶ φύλαγε πρόβατα. Ἤτανε πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς κάνει μαθητές του. Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοῦντα, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός.
Μὲ τὴν προσευχή του μάζευε τὰ σύννεφα κ᾿ ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορίτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: «καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοίς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σίτον συνέσχον». Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἕλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του. Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ᾿ οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο. Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι᾿ αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει. Κι᾿ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχὰ τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ᾿ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἆναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τοὺς χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε. Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.
Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ τῆς πέθανε ἡ ἴδια. Κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναίκα.
Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζωντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.
Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τοὺς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία.
Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ᾿ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθοῦντα κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων. Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι᾿ αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ᾿ ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι᾿ ἀπὸ τότε βρίσκεται σ᾿ αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὅπου περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους. Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο.
Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον». Ὁ σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν».
Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα.
«Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα· τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ρεῖθρον μὴ κενούμενον...». «Πράος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραὶς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θείᾳ χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι...». «Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τὴ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τὴ ἀκακία, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον». «Μωυσέως τὸ ἄπλαστον, Δαυῒδ τὸ πρᾶον, Ἰὼβ τοῦ Αὐσίτιδος τὸ ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε: Ὁ ὧν εὐλογημένος καὶ ὑπερένδοξος». «Σὲ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικὴν τὸ Πνεῦμα, πνευματοφόρε, ὡς τὸν Μωσέα καὶ Δαυῒδ ὧν ἐμιμήσω τὸ πράον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης». Τὸ ἀπολυτίκιον λέει: «Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων, πατὴρ ἡμῶν. Διὸ νεκρὰ Σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας Σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ Σοῦ πᾶσιν ἰάματα».
Πηγή: (του Φώτη Κόντογλου ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996), http://users.uoa.gr/~nektar/
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 10 Δεκεμβρίου 2023.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...