Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Χένρι Κίσιντζερ, ιστορική μορφή της αμερικανικής διπλωματίας που όμως είχε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες διαστάσεις, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί των ημερών του Ρίτσαρντ Νίξον και του Τζέραλντ Φορντ στην προεδρία,
Παιδικά χρόνια
Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας, που είναι κοντά στο Αλιβέρι. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, αλλ’ ευσεβείς γεωργοί. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και η μητέρα του Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου. Ο πατέρας του είχε κλήση μοναχική, αλλά τελικά δεν έγινε μοναχός. Υπήρξε, όμως, ψάλτης στο χωριό του και δίδαξε στο Γέροντα την παράκληση της Παναγίας και ό,τι άλλο μπορούσε από την αγία πίστη μας.
Ο Γέροντας Πορφύριος κατά τη βάπτισή του πήρε το όνομα Ευάγγελος, ήταν δε το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των γονέων του. Η φτώχεια ανάγκασε τον πατέρα του Γέροντα να ξενιτευτεί και να πάει να δουλέψει στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο για δύο χρόνια. Από οκτώ χρονών εργαζόταν. Έπιασε δουλειά στο ανθρακωρυχείο της περιοχής του και στη συνέχεια σε παντοπωλείο στη Χαλκίδα και στον Πειραιά.
Ο Γέροντας ως παιδί είχε έντονα πρόωρη ανάπτυξη. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος, από οκτώ χρονών ξυριζόταν. Από την παιδική ηλικία ήταν σοβαρός, εργατικότατος, επιμελής και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Στο Άγιον Όρος -Η μοναχική κλήσις
Διαβάζοντας το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη συλλαβιστά, εκεί που έβοσκε τα πρόβατα, αλλά και όταν δούλευε στο παντοπωλείο, αισθάνθηκε τον πόθο να τον μιμηθεί. Αρκετές φορές ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, αλλά για διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Τελικά, μεταξύ δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών, ξεκίνησε με σταθερή απόφαση να φθάσει. Και ο Κύριος ευλόγησε την απόφασή του και έφθασε.
Ο προνοητής των πάντων και κυβερνήτης της ζωής μας Κύριος έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να συναντήσει μέσα στο καράβι, που πήγαινε από τη Θεσσαλονίκη στο Άγιον Όρος, το μέλλοντα Γέροντά του, τον ιερομόναχο και πνευματικό Παντελεήμονα. Αυτός τον ανέλαβε υπό την προστασία του μέσα από το καράβι, τον παρουσίασε ως ανεψιό του και τον έμπασε στο Άγιον Όρος, παρόλον που δεν επιτρεπόταν τότε η είσοδος στα παιδιά.
Η μοναχική ζωή
Ο Γέροντάς του, ο παπα-Παντελεήμονας, τον οδήγησε στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου, στην οποία ασκήτευε μαζί με τον ομομήτριο αδελφό του παπα-Ιωαννίκιο.
Έτσι ο Γέροντας Πορφύριος απέκτησε ταυτόχρονα δύο Γεροντάδες και έκανε και στους δύο άκρα, αδιάκριτη και χαρούμενη υπακοή. Επιδόθηκε με ζήλο στην εκούσια άσκηση και το παράπονό του ήταν ότι οι Γέροντές του δεν του απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη. Δεν γνωρίζουμε ακόμη επακριβώς τα ασκητικά παλαίσματά του, γιατί δεν μιλούσε γι’ αυτά. Από τα λίγα, που ανέφερε σπανίως σε ελάχιστα πνευματικά του παιδιά, συμπεραίνουμε ότι η άσκησή του ήταν συνεχής, εντατική, χαρούμενη και σκληρή.
Ξυπόλυτος στα χιόνια και στα κακοτράχαλα μονοπάτια. Με λίγο ύπνο στο πάτωμα, με μια κουβέρτα και με ανοιχτό το παράθυρο, ακόμη κι όταν χιόνιζε. Με πολλές μετάνοιες, με γυμνό το σώμα από τη μέση και πάνω για να μην τον ενοχλεί η νύστα.
Με εργασία την ξυλογλυπτική και στο ύπαιθρο, για ξύλα, για σαλιγκάρια, για κουβάλημα χώματος στην πλάτη από μεγάλες αποστάσεις, προκειμένου να δημιουργηθεί μικρός κήπος στα βραχώδη μέρη της καλύβης του Αγίου Γεωργίου.
Και ταυτόχρονα εντονώτατη συγκέντρωση της προσοχής στα αναγνώσματα και τα τροπάρια των ιερών ακολουθιών και αποστήθισή τους. Επί πλέον αποστήθιση των ιερών Ευαγγελίων κατά τη διάρκεια του εργοχείρου και συνεχής επανάληψή τους, ώστε στο μυαλό να μη μπορεί να μπει αργός λόγος ή μη καλός λογισμός. Ήταν, κατά το χαρακτηρισμό, που ο ίδιος έδωσε στη ζωή του εκείνα τα χρόνια «αεικίνητος».
Αλλά το βασικό, το κύριο γνώρισμα της άσκησής του, δεν ήταν τα σωματικά παλαίσματα. Ήταν η πλήρης υποταγή στο Γέροντά του, η απόλυτη εξάρτησή του από αυτόν, η ολοκληρωτική εξαφάνιση του θελήματός του μέσα στο θέλημα εκείνου, η γεμάτη αγάπη, εμπιστοσύνη και θαυμασμό αφοσίωσή του στο Γέροντά του, η ταύτισή του με εκείνον, η οποία τον έκανε δεκτικό της διοχέτευσης των βιωμάτων του στη δική του ζωή. Αυτό είναι το μυστικό, αυτό είναι το κλειδί, το ουσιώδες και κύριο.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς, αλλά φαίνεται ότι σύντομα μετά την εγκαταβίωσή του στο Άγιον Όρος, εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Νικήτας.
Η Ιερά Καλύβη Αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια (εδώ)
Η επίσκεψη της θείας Χάριτος
Σ’ αυτόν το γεμάτο φλόγα νέο μοναχό, που τά 'δωσε όλα για την αγάπη του Χριστού και που δεν υπολόγισε ποτέ κόπους και αγώνες, δεν είναι παράδοξο ότι αναπαύθηκε αισθητά η θεία Χάρις. Ήταν ξημερώματα, ο κεντρικός ναός των Καυσοκαλυβίων, το Κυριακό, ήταν ακόμη κλειστός. Ο μοναχός Νικήτας, όμως, περίμενε σε μια γωνιά του προνάρθηκα να κτυπήσουν οι καμπάνες και ν’ ανοίξει η εκκλησία.
Δεύτερος μπήκε στον προνάρθηκα ο γερο-Δημάς, πρώην Ρώσος αξιωματικός, ενενηκοντούτης, ασκητής, κρυφός άγιος και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν άλλος εκεί (δεν είδε το μοναχό Νικήτα που ήταν απόμερα), άρχισε να κάνει στρωτές μετάνοιες και να προσεύχεται μπροστά στην κλειστή πόρτα του ναού. Η θεία Χάρις ξεχείλισε από τον όσιο γερο-Δημά και έλουσε και κατεκάλυψε τον έτοιμο να τη δεχθεί νεαρό Νικήτα. Τα αισθήματά του δεν περιγράφονται. Γεγονός είναι ότι μετά τη θεία Λειτουργία και τη θεία Κοινωνία του ο νεαρός μοναχός Νικήτας αισθανόταν τέτοια αισθήματα, ώστε, πηγαίνοντας για το καλύβι του, σταμάτησε, άνοιξε τα χέρια του τεντωμένα και φώναζε δυνατά “Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός”.
Την επίσκεψη της Χάριτος ακολούθησε μια ριζική αλλαγή των ψυχοσωματικών ιδιοτήτων του νεαρού μοναχού Νικήτα. Ήταν η αλλοίωσις, η εκ της δεξιάς του Υψίστου. Ενεδύθη δύναμιν εξ ύψους και απέκτησε χαρίσματα υπερφυσικά.
Πρώτο σημείο ήταν ότι «διείδε» από μεγάλη απόσταση τους Γέροντές του, που επέστρεφαν από μακριά. Τους “διείδε” εκεί που ήσαν, ενώ ανθρωπίνως δεν ήσαν ορατοί. Αυτό το εξομολογήθηκε στον παπα-Παντελεήμονα, ο οποίος του σύστησε προσοχή και σιωπή. Συμβουλές, προς τις οποίες συμμορφώθηκε, μέχρις ότου έλαβε άλλη εντολή. Έπειτα ακολούθησαν και άλλα. Τα αισθητήριά του ευαισθητοποιήθηκαν σε ανυπέρβλητο βαθμό και οι ανθρώπινες δυνατότητές του αναπτύχθηκαν στο έπακρο.
Άκουε και γνώριζε τις φωνές των πουλιών και των ζώων, τόσο ως προς την προέλευση όσο και προς το νόημά τους. Οσφραινόταν τις ευωδιές από μεγάλες αποστάσεις. Αναγνώριζε τα αρώματα και τη σύνθεσή τους. Διέκρινε από πάρα πολύ μακριά τις ευωδιές των λουλουδιών. “Έβλεπε”, όταν ύστερα από ταπεινή προσευχή ερχόταν στην κατάλληλη κατάσταση, στα βάθη της γης και στο χάος του ουρανού, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα αρχαία, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στα έγκατα της γης, υπόγειες, πηγές, χαμένες εικόνες, σκηνές που είχαν διαδραματισθεί αιώνες πριν, προσευχές που είχαν αναπεμφθεί, πνεύματα αγαθά και πονηρά, την ψυχή την ίδια το κάθε τι.
Δοκίμαζε το νερό από το βάθος της γης και μετρούσε τα απρόσιτα. Ρωτούσε τα βράχια και του διηγόντουσαν τα παλαίσματα των προ αυτού ασκητών. Κύτταζε και θεράπευε. Έψαυε και ιάτρευε. Ηύχετο και εγένοντο. Αλλά ποτέ δεν διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα αυτά του Θεού για δικό του όφελος. Ποτέ δεν παρακάλεσε να γίνει καλά από δική του αρρώστια. Ποτέ δεν θέλησε να κερδίσει κάτι από κάποια γνώση που του πρόσφερε η θεία Χάρη.
Η διόρασή του, όσες φορές ενεργούσε, του αποκάλυπτε τα απόκρυφα των ανθρωπίνων διαλογισμών. Μπορούσε με τη χάρη του Θεού να βλέπει το παρελθόν και το παρόν και το μέλλον ταυτόχρονα. Επιβεβαίωνε ότι ο Θεός είναι παντογνώστης και παντοδύναμος. Κατόπτευε και ψηλαφούσε την κτίση από τα άκρα του σύμπαντος μέχρι τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και Ιστορίας. Ίσχυε γι’ αυτόν το: «Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. ιβ' 15).
Η ζωή μέσα στη Χάρη όμως είναι ένα άγνωστο μυστήριο για μας. Και κάθε επιπλέον λέξις θα είναι αυδάδης ενασχόληση με θέματα που αγνοούμε. Αυτά ο Γέροντας τα τόνιζε πάντοτε σε όλους όσοι απέδιδαν τις ικανότητές του σε άλλα αίτια εκτός από τη Χάρη του Θεού. Έλεγε επιγραμματικά και ξανάλεγε: «Δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τέχνη, είναι ΧΑΡΙΣ».
Η επάνοδος στον κόσμο
Ο μοναχός Νικήτας ποτέ δεν σκέφθηκε να αφήσει το Άγιον Όρος και να γυρίσει στον κόσμο. Ο πύρινος θείος έρωτάς του προς το Σωτήρα Χριστό μας τον έσπρωχνε να επιθυμεί και να ονειρεύεται να βρεθεί στην απόλυτη έρημο, μόνος με μόνον τον άκρον των εφετών, τον γλυκύτατο Ιησού.
Όμως, μια βαρειά πλευρίτιδα, που άρπαξε μαζεύοντας σαλιγκάρια στα απόκρημνα βράχια, η οποία τον βρήκε καταεξαντλημένο από τη συνεχή υπεράνθρωπη άσκηση, ανάγκασε τους Γεροντάδες του να του δώσουν εντολή να εγκατασταθεί σ’ ένα μοναστήρι στον κόσμο, για να γίνει καλά. Υπάκουσε και γύρισε, αλλά, μόλις συνήλθε, επέστρεψε στην καλύβη της μετανοίας του. Ξαναρρώστησε όμως, και έτσι οι Γέροντές του με μεγάλη θλίψη τον ξανάστειλαν στον κόσμο οριστικά.
Έτσι τον βρίσκουμε να μονάζει στα δεκαεννέα του χρόνια στη Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στη γενέτειρά του. Συνέχισε κι εδώ την αγιορείτικη τακτική του, “τα ψαλτήρια του” και τα όμοια, μόνο που αναγκαστικά περιόρισε τη νηστεία του μέχρις ότου αποκατασταθεί η υγεία του.
Χειροτονείται ιερεύς
Στο μοναστήρι αυτό τον βρήκε, όταν έμενε για λίγο εκεί ως φιλοξενούμενος επισκέπτης, ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος ο Γ'. Από τη συζήτηση μαζί του διέγνωσε την αρετή του και τα θεία χαρίσματά του και τόσο εντυπωσιάσθηκε, ώστε στις 26 Ιουλίου του 1927, εορτή της Αγίας Παρασκευής, τον χειροτόνησε διάκονο και την επομένη, εορτή του Αγίου Παντελεήμονος, τον προεχείρισε πρεσβύτερο, ως σιναΐτη και τον ονόμασε Πορφύριο. Οι χειροτονίες έγιναν στο παρεκκλήσιο του εν Κύμη επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας, συμπροσευχομένου και του τότε Μητροπολίτου αυτής κυρού Παντελεήμονος Φωστίνη. Ήταν τότε ο Γέροντας εικοσιενός μόνο ετών.
Πνευματικός
Στη συνέχεια ο τότε επιχώριος Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων του ανέθεσε, με την κεκανονισμένη ενταλτήρια επιστολή, έργον πνευματικού. «Δεικνύς το ανθρώπινον» ο Γέροντας και «φιλοπόνως» εργαζόμενος το δοθέν σ’ αυτόν νέο τάλαντον μελέτησε το Εξομολογητάριον. Αλλ’ όταν εδοκίμασε να εφαρμόσει κατά γράμμα τα αναγραφόμενα σ’ αυτό επιτίμια, διαπίστωσε ότι χρειαζόταν εξατομικευμένη μεταχείριση των πιστών και πολύ προβληματίστηκε.
Αλλά βρήκε στον Άγιο Βασίλειο τη λύση, που συμβουλεύει: «Πάντα δε ταύτα γράφομεν, ώστε τους καρπούς δοκιμάζεσθαι της μετανοίας. Ου γαρ πάντως τω χρόνω κρίνομεν ταύτα, αλλά τω τρόπω της μετανοίας προσέχομεν» (Επιστ., 217, αρ. 84). Και αποστήθισε τη συμβουλή και την εφάρμοσε. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα την υπενθύμιζε στους νεώτερους πνευματικούς.
Έτσι ωριμασμένος ο νεαρός ιερομόναχος Πορφύριος άσκησε ευδοκίμως, με τη χάρη του Θεού, το έργο του πνευματικού στην Εύβοια μέχρι το 1940. Αναδεχόταν καθημερινώς τις εξομολογήσεις πλήθους πιστών, πολλές μάλιστα φορές για πολλές αδιάκοπες ώρες.
Γιατί η φήμη του ως πνευματικού, γνώστου της ψυχής και ασφαλούς οδηγού, πολύ σύντομα διαδόθηκε στα περίχωρα και πολύς κόσμος συνέρεε στο εξομολογητήριό του στην Ιερά Μονή Λευκών, κοντά στο Αυλωνάρι της Ευβοίας, ώστε μερικές φορές να περνά όλη την ημέρα και τη νύχτα χωρίς διακοπή και χωρίς ανάπαυση, στην εκπλήρωση του ιερού αυτού έργου και Μυστηρίου.
Τους προσερχομένους βοηθούσε και με το διορατικό του χάρισμα, με το οποίο τους οδηγούσε στην αυτογνωσία, την ειλικρινή εξομολόγηση και την εν Χριστώ ζωή. Με το ίδιο χάρισμα αποκάλυπτε και πολλές πλεκτάνες του πονηρού και έσωζε ψυχές από τα δίκτυά του και τις μεθοδείες του.
Αρχιμανδρίτης
Το 1938 του απονεμήθηκε, και πάλι από το Μητροπολίτη Καρυστίας, το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη: «προς βράβευσιν των υπηρεσιών σου, ας υπέρ της Εκκλησίας προσήνεγκας μέχρι σήμερον ως Πνευματικός Πατήρ και δια τας χρηστάς ελπίδας, ας τρέφει εις σε η Αγία ημών Εκκλησία», όπως επί λέξει γράφει το υπ’ αριθμ. πρωτ. 92/10-2-1938 έγγραφον του εν λόγω Μητροπολίτου, του οποίου, πράγματι, με τη χάρη του Θεού επιβεβαιώθηκαν οι χρηστές ελπίδες.
Εφημέριος στους Τσακαίους Ευβοίας και στη Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας
Για λίγους μήνες τοποθετήθηκε από τον οικείο Μητροπολίτη ιερέας στο χωριό Τσακαίοι της Εύβοιας, όπου η αγαθή ανάμνηση του περάσματός του διατηρείται ακόμη σε μερικούς από τους παλαιότερους. Γύρω στο 1938 τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στην εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη (τότε) ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας Ευβοίας, που υπάγεται στην ιερά Μητρόπολη Χαλκίδας. Είχε αποχωρήσει από την ιερά Μονή του Αγ. Χαραλάμπους, επειδή μετετράπη σε γυναικεία.
Άγιος Γεράσιμος Πολυκλινικής
Στην έρημο της Ομονοίας
Ενώ η λαίλαπα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου προσήγγιζε την Ελλάδα, ο πανάγαθος Κύριος επιστράτευσε τον πιστό δούλο του Πορφύριο σε νέα υπηρεσία, πλησιέστερη προς το δοκιμαζόμενο λαό του. Από τις 12 Οκτωβρίου 1940 του ανατέθηκαν καθήκοντα προσωρινού εφημέριου στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, που βρίσκεται στη γωνία των οδών Σωκράτους και Πειραιώς, δίπλα στην Ομόνοια.
Στη θέση αυτή ζήτησε ο ίδιος να διορισθεί, διότι, από μεγάλη και σφοδρή αγάπη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, ήθελε να βρίσκεται κοντά του στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, όταν ο πόνος και η νόσος και ο επικείμενος θάνατος απεδείκνυαν άχρηστες όλες τις άλλες ελπίδες, εκτός της ελπίδας του Χριστού.
Για το διορισμό στη θέση αυτή υπήρχε και άλλος ενδιαφερόμενος με μεγάλα τυπικά προσόντα, αλλά ο Κύριος φώτισε το διευθύνοντα στην Πολυκλινική να προτιμήσει τον αγράμματο κατά κόσμον και σοφό κατά Θεόν, ταπεινό, αλλά χαριτωμένο Πορφύριο. Για την εκλογή του αυτή ο επιλέξας έχαιρε αργότερα και διηγείτο έκθαμβος ότι βρήκε αληθινό ιερέα λέγοντας: «Βρήκα παπά τέλειο, όπως τον θέλει ο Χριστός».
Στην Πολυκλινική άσκησε τα καθήκοντα του εφημέριου επί τριάντα συνεχή έτη ως εν ενεργεία εφημέριος και επί τρία εν συνεχεία οικειοθελώς και περιορισμένος κάπως, προς εξυπηρέτηση των αναζητούντων αυτών εκεί πνευματικών του τέκνων. Ασκήθηκε συνολικά 33 έτη στην έρημο της Ομονοίας, όπως έλεγε ο ίδιος, αντί της ερήμου του Αγίου Όρους, όπως ποθούσε η ψυχή του.
Εδώ, παραλλήλως προς το έργο του εφημερίου, το οποίο ασκούσε με τέλεια ευλάβεια και αφοσίωση, τελώντας με θαυμαστή ιεροπρέπεια της εκκλησιαστικές ακολουθίες, εξομολογώντας, νουθετώντας και θεραπεύοντας τις ψυχικές και πολλάκις και τις σωματικές αρρώστιες των ασθενών, ασκούσε και το έργο του πνευματικού για όλους όσους πήγαιναν σ’ αυτόν. «Ταις χρείαις μου και τοις ούσιν μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ., κ', 34)
Ο Γέροντας Πορφύριος, ελλείψει τυπικών προσόντων, ελάμβανε ως εφημέριος της Πολυκλινικής γλισχρότατες αποδοχές, οι οποίες δεν επαρκούσαν για τη συντήρηση τόσο του εαυτού του, όσον και των γονέων του και μερικών άλλων στενών οικείων του, των οποίων την προστασία είχε αναλάβει. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να εργασθεί βιοποριστικά και οργάνωσε μαζί τους διαδοχικά ορνιθοτροφείο και πλεκτήριο.
Επιπλέον, από ζήλο για τη μυσταγωγικότερη τέλεση των ιερών ακολουθιών, επιδόθηκε στη σύνθεση αρωμάτων, καταλλήλων για την παρασκευή του χρησιμοποιουμένου στη θεία λατρεία μοσχοθυμιάματος, επιτυγχάνοντας άριστα αποτελέσματα. Μάλιστα, κατά την δεκαπενταετία του 1970 είχε επιτύχει την πρωτότυπη εφεύρεση, να ενοποιήσει το καρβουνάκι με το άρωμα του θυμιάματος και να θυμιατίζει μόνο με το ιδικής του συνθέσεως σιγοκαίον καρβουνάκι, το οποίο απέπνεε πνοή ευωδίας πνευματικής.
Ο Άγιος Πορφύριος στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων
Άγιος Νικόλαος Καλλισίων
Από το 1955 είχε μισθώσει από την ιερά Μονή Πεντέλης το ευρισκόμενο στην Παλαιά Πεντέλη μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή του, την οποία καλλιεργούσε συστηματικά και φιλόπονα, θέλοντας να συστήσει εκεί το ησυχαστήριο, που τελικά εγκατέστησε αλλού. Βελτίωσε τις πηγές, κατασκεύασε αρδευτικό δίκτυο, φύτευσε πολλά δένδρα και με σκαπτικό μηχάνημα, το οποίο χειριζόταν ιδιόχειρα, καλλιεργούσε τη γη. Όλα δε αυτά παράλληλα προς το νυχθήμερο εφημεριακό και εξομολογητικό του έργο.
Εκτιμούσε ιδιαιτέρως την εργασία και καμιά ανάπαυση δεν επέτρεπε στον εαυτό του, γνωρίζοντας από πείρα και όχι από τα βιβλία αυτό, που γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος : “Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ο δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει”.
Αποχωρεί από την Πολυκλινική
Στις 16.3.1970 έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος, ως συμπληρώσας τριακονταπενταετία και αποχώρησε τυπικά από την υπηρεσία του στην Πολυκλινική.
Παρέμεινε όμως κατ’ ουσίαν λίγο ακόμη, μέχρι προσλήψεως του διαδόχου του. Αλλά και μετά ταύτα συνέχισε για λίγο διάστημα να μεταβαίνει στην Πολυκλινική, για να συναντά τα πολυπληθή πνευματικά του τέκνα, που τον αναζητούσαν εκεί. Τελικά, γύρω στο 1973, περιόρισε στο ελάχιστο τις μεταβάσεις του στην Πολυκλινική και δεχόταν τα πνευματικά του τέκνα στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, όπου λειτουργούσε και εξομολογούσε.
«Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται»
Ο Γέροντας Πορφύριος πέρα από την αρχική ασθένειά του, εξαιτίας της οποίας και βγήκε από το Άγιον Όρος , δοκιμάσθηκε και με πολλές άλλες, κατά καιρούς, ασθένειες.
Προς το τέλος της υπηρεσίας του στην Πολυκλινική αρρώστησε από πάθηση των νεφρών και εγχειρίσθηκε πολύ καθυστερημένα. Αυτό έγινε, διότι εργαζόταν ακούραστα, παρά την ασθένειά του. Είχε συνηθίσει να υπακούει «μέχρι θανάτου» και έτσι υπάκουσε ακόμη και στο Διευθυντή της Πολυκλινικής, ο οποίος του είπε να αναβάλει την εγχείρηση, για να να εκτελέσει τις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος… Το αποτέλεσμα ήταν να περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και να ειδοποιηθούν οι οικείοι του από τους ιατρούς να μεριμνήσουν για την κηδεία του. Αλλά ο Γέροντας επανήλθε στην κατά σάρκα ζωή, για να συνεχίσει να υπηρετεί το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Παλαιότερα είχε υποστεί και κάταγμα του ποδιού, για το οποίο διηγήθηκε ένα θαυμαστό γεγονός μερίμνης γι’ αυτόν του Αγίου Γερασίμου, στο ναΰδριο του οποίου, στην Πολυκλινική, ιερουργούσε.
Επίσης, λόγω των κόπων του κατά τη μεταφορά βαριών φορτίων στο σπίτι του στα Τουρκοβούνια, όπου έμενε για πολλά χρόνια, επεδεινώθη η κήλη του, από την οποία πολύ εταλαιπωρείτο μέχρι της κοιμήσεώς του.
Στις 20.8.1978, ευρισκόμενος στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων, υπέστη έφραγμα του μυοκαρδίου και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσηλευτήριο «Υγεία», όπου ενοσηλεύθη επί 20ήμερον. Όταν βγήκε από την κλινική, συνέχισε τη νοσηλεία του σε σπίτια μερικών πνευματικών του παιδιών μέσα στην Αθήνα, γιατί στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων δεν μπορούσε να μεταβεί ελλείψει δρόμου, αφού έπρεπε να διανύσει πεζός μεγάλη απόσταση, ενώ το σπίτι του στα Τουρκοβούνια δεν παρείχε ούτε τις στοιχειωδέστερες ανέσεις και, ακόμα, γιατί έπρεπε να είναι κοντά στους γιατρούς.
Αργότερα, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί σε προχειρότατο οικίσκο του κατασκευαζομένου στο Μήλεσι μετοχίου του Ησυχαστηρίου που είχε ιδρύσει, υποβλήθηκε σε εγχείρηση καταρράκτη στο αριστερό μάτι και από σφάλμα του γιατρού καταστράφηκε το μάτι και μετά από λίγα χρόνια (1987) ο Γέροντας τυφλώθηκε εντελώς.
Κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως ο γιατρός, χωρίς την έγκριση του Γέροντα, που είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στα φάρμακα και ακόμη μεγαλύτερη στην κορτιζόνη, του έκανε ένεση ισχυρής δόσεως κορτιζόνης. Συνέπεια αυτού ήταν ότι υπέστη μετά από λίγο χρόνο συνεχείς γαστρορραγίες που επαναλαμβανόντουσαν επί τρίμηνον και πλέον.
Εξαιτίας της καταστάσεως αυτής δεν μπορούσε να τραφεί κανονικά και διατηρήθηκε με μερικές κουταλιές γάλα και νερό την ημέρα, με αποτέλεσμα να φτάσει στον έσχατο βαθμό της εξαντλήσεως, μέχρι σημείου να μη μπορεί ούτε καθιστός να σταθεί. Του έγιναν περίπου 12 μεταγγίσεις, όλες στο κατάλυμά του στο Μήλεσι και τελικώς επεβίωσε, χάριτι Θεού, παρ’ όλον ότι και πάλι δρασκέλισε το κατώφλι του θανάτου.
Έπασχε επίσης από σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στο χέρι, χρονία βρογχίτιδα και αδένωμα (καρκίνο) της υποφύσεως στο κρανίο.
Από τότε διεταράχθη σφοδρά η σωματική του υγεία, αλλά συνέχισε το έργο του πνευματικού συμβούλου και, όσο μπορούσε, του εξομολόγου, διεκπεραιώνοντας αυτά πάρα πολλές φορές μέσα σε φρικτούς πόνους.
Αποκαλυπτική και συγκλονιστική μαρτυρία για τις ασθένειες και την ιώβειο υπομονή του Γέροντα απέναντι σ’ αυτές αποτελεί η επιστολή του Γεωργίου Παπαζάχου (περιοδ. Σύναξη, Ιαν.-Μάρτιος 2002, σελ. 93-97), επίκουρου Καθηγητήτης Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θεράποντος ιατρού τουΓέροντος Πορφυρίου.
Ο Γέροντας Πορφύριος κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1991 στο Κελί του στα Καυσοκαλύβια.
Η πνευματική διαθήκη του
Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά,
Τώρα που ακόμη έχω τας φρένας μου σώας, θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν πτωχοί, είχε πάει στη διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί που έβοσκα τα ζώα, συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές, σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά. Και θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύ αγώνα, έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχθηκα σε δύο Γέροντες αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς το Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, για τις αμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ και οι Γέροντές μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιο Ιωάννην Ευβοίας.
Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες, όταν ξαναπήγα στον κόσμο, συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήραν από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα και γνωρίζω ότι γι’ αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ, όταν ζούσα, πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας. Αλλά όμως, τώρα που θα πάω για τον ουρανό, έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πη: Τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω: Δεν είμαι άξιος, Κύριε, για εδώ, αλλά ό,τι θέλει η αγάπη σου ας κάμη για μένα. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρω τι θα γίνη. Επιθυμώ όμως να ενεργήση η αγάπη του Θεού.
Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώση να μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχωμαι και να διαβάζω τους ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρι του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.
Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ό,τι σας στενοχώρησα
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/17 Ιουνίου 1991
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰχνηλάτης τῶν πάλαι πατέρων γέγονας, Ἁγιωνύμου τοῦ Ὄρους ἀσκήσας Σκήτῃ σεπτῇ, Τριάδος τῆς Ζωαρχικῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄβυσσος θείων δωρεῶν, λυτήρ δεινῶν ἀσθενειῶν, ἐδείχθης ὦ θεοφόρε. Πορφύριε οἰκουμένης, πάσης, ποιμήν ἡμῶν καί στήριγμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τὸν Γέροντα), τῆς Θεολογίας τὸν μύστην καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός. Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται, καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Προγιγνώσκειν τὸ μέλλον σοφῶς, Πορφύριε, ὡς ἀντιμίσθιον πόνων καὶ βιοτῆς εὐσεβοῦς χάριν δέδωκέ σοι ἄνωθεν ὁ Κύριος· ἄνθος Εὐβοίας ἱερόν, ἐκ τοῦ Ἄθω μυστικῶς πρὸς κήπους μετεφυτεύθης ἀλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστῷ ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ´. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Φωτὸς χωρίον τοῦ Θεοῦ καὶ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως, τῶν ἱερέων καλλονή, τῶν μοναστῶν κανὼν ἀκριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τῇ διακρίσει λάμψας καὶ θαύμασι, Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Ὁσίως διέπρεψας ἐν μέσῳ ἄστει σοφέ, τὴν κλῆσιν δεξάμενος ἀπὸ κοιλίας μητρός· ὅθεν προσκαρτεροῦντες τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθῆναι, ἵνα ἀκαταπαύστως τὴν δόξαν σου ὑμνοῦμεν, αἰτούμενοι ἐλέους τῷ σὲ ἁγιάσαντι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Πνευματέμφορος ὅλος καὶ ἀπαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ἱερατεύων τῷ Χριστῷ, ὡς ἰσάγγελος ὤφθης. Προφήτης θαυμαστός, τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακράν, προβλέπεις ὅσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Ἁγίου Ὄρους τὸ ἀγαλλίαμα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Ὡς παιδιόθεν τὸν Χριστὸν χαίρων ἠγάπησας, καὶ τὰ τοῦ βίου ἀγαθὰ ἀπαρνησάμενος, τὴν τοῦ Ἄθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τὸν τῆς πτώσεως χιτῶνα ἐκδυσάμενος, ἀνεδείχθης τῆς Τριάδος ἐνδιαίτημα καὶ πρεσβεύεις ἀεί, Πάτερ ὅσιε, σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Τὸν ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ ταπεινώσεως, ὑπακοῆς τε καὶ ἀγάπης στολισάμενον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὸ ἔνδυμα καὶ ὀφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος ἐκσφράγισμα εὐφημήσωμεν σοφίας ὡς διδάσκαλον ἀνακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τοῦ Παρακλήτου τὸν ναὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ἀνυμνήσωμεν Πορφύριον ἐκ καρδίας. Ἀγαπᾷ γὰρ καὶ ἰᾶται πάντας καὶ φρουρεῖ καὶ πρεσβεύει ὅπως τύχωμεν θεώσεως. Ὅθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἁγίων Πάντων ὁ χορός νῦν εὐφραινέσθωσαν καί ὀρθοδόξων τά πληρώματα χαιρέτωσαν, ὅτι ἄρτι τῇ Ἐκκλησίᾳ, λαμπρός ἀστήρ ἐφάνη. Τριάδος τῆς Ἁγίας Σκήτης σεπτῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διό κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε καί εὐφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, ἐν σοί ηὔγασεν ἀληθῶς, ἄστρον καταυγάσαν, τήν οἰκουμένην πάσαν, καί πάντας ἀφυπνίζων, πρός βίον κρείττονα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Χαίροις χαρισμάτων ὁ θησαυρὸς καὶ τῶν ἰαμάτων ἡ πηγὴ ἡ θαυματουργός. Χαίροις ὁ προφήτης ὁ νέος Ἐκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, ὁ χαρίτων πλησθεὶς πολλῶν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καὶ ἰθύνας πιστοὺς καλῶς πρὸς λειμῶνας θείους, ἀστὴρ θεοσοφίας καὶ ἀκραιφνοῦς ἀγάπης, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον. (Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος ἐσθλός, καὶ ὑπερουσίου τῆς Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς τοῦ Θαβωρίου, αἱρέτης καὶ δοχεῖον, Πάτερ Πορφύριε.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση, Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλιβίτης, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Όπως είναι γνωστό οι βάσεις διεξαγωγής του σύγχρονου πολέμου τέθηκαν από το Ναπολέοντα. Αυτός χάρη στην μεγαλοφυΐα του μετέτρεψε τις αντιλήψεις που ίσχυαν μέχρι τότε για την τακτική του πολέμου και καθιέρωσε αρχές πολέμου που παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής:
Κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής των Ναπολεόντειων αρχών αποτελεί η μάχη του Αούστερλιτς. Στη μάχη αυτή, ο Ναπολέων, αγνοώντας τις πεπαλαιωμένες αρχές και μεθόδους των Αυστριακών και των Ρώσων στρατηγών και αναπτύσσοντας έναν υπέροχο στρατηγικό συνδυασμό, απέδειξε ότι, στρατεύματα με ικανή ηγεσία -η οποία να εμπνέει σε όλους την πεποίθηση και τη θέληση για τη νίκη- είναι δυνατόν να καταστρέψουν τον αντίπαλο, έστω και αν αυτός έχει το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής.
Το 1804, ο Ναπολέων στέφθηκε Αυτοκράτορας. Τότε πίστεψε ότι θα γινόταν δεκτός στην αδελφότητα των νόμιμων ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά αυτό ήταν μία αυταπάτη. Η έκκληση του για ειρήνη έμεινε χωρίς απάντηση. Λίγους μήνες αργότερα, το 1805, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τον ισχυρότατο συνασπισπό (Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία και Σουηδία) που όχι μόνο δεν αναγνώριζε τη νέα δύναμη της Γαλλίας και τον Αυτοκράτορα, αλλά ήθελε και να περιορίσει τη Γαλλία στα παλαιά σύνορά της.
Το Φθινόπωρο του 1805, η Αυστρία έδειξε τάσεις επιθετικές και ο Ναπολέων αποφάσισε να εξουδετερώσει το βραχίονα αυτόν της Αγγλίας στην Ευρώπη. Η «Μεγάλη Στρατιά», όπως ονομαζόταν ο στρατός του Ναπολέοντα, που βρισκόταν στις ακτές της Μάγχης και προετοιμαζόταν για την απόβαση στην Αγγλία, μεταφέρθηκε στα ανατολικά σύνορα της Γαλλίας. Η ιδέα του Ναπολέοντα για απόβαση στην Αγγλία δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, η «Μεγάλη Στρατιά» διαβαίνει το Ρήνο. Είναι μια τέλεια οργανωμένη και εξοπλισμένη στρατιά. Στα οκτώ Σώματα Στρατού ο Ναπολέων έχει τοποθετήσει τους καλύτερους στρατηγούς του. Έχουν όλοι τους πολεμική πείρα πάνω από δέκα χρόνια και η ηλικία τους είναι γύρω στα 40 (ο ίδιος είναι 36 ετών). Τους ονομάζει «Στρατάρχες» και ήταν οι εξής: Βερναρδόττης (1ου), Μαρμόντ (2ου), Νταβού (3ου), Σουλτ (4ου), Λαν (5ου), Νέυ(6ου), Ογκερό (7ου), Μυρά (Σώματος Ιππικού). Ο όγκος της στρατιάς ενεργώντας με σχετική ταχύτητα, αφού πέρασε το Μέλανα Δρυμό από τα βόρεια, εγκλωβίζει την Αυστριακή Στρατιά του Στρατηγού Μακ στην πόλη Ουλμ. Στις 20 Οκτωβρίου, η φρουρά της Ουλμ (30.000 άνδρες) σχεδόν χωρίς μάχη, παραδίδεται. Η Ρωσική Στρατιά του Στρατηγού Κουτούζωφ, που έσπευδε για βοήθεια, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει για να διασωθεί.
Ωστόσο, μια ημέρα μετά την υπέροχη αυτή νίκη στην ξηρά (Ουλμ), ο Αγγλικός Στόλος με αρχηγό το Ναύαρχο Νέλσωνα (που φονεύθηκε πριν τελειώσει η ναυμαχία) καταναυμάχησε τον ενωμένο Γαλλοϊσπανικό στόλο στο Τραφάλγκαρ. Με τη νίκη της αυτή, η Αγγλία εξασφάλισε την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της στις θάλασσες και την πλήρη προστασία της αγγλικής νήσου από κάθε επιδρομή του Ναπολέοντα. Ο τελευταίος μετά τη μάχη της Ουλμ επιτάχυνε την προώθηση των στρατευμάτων του προς τη Βιέννη, με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή του αντιπάλου του.
Στις 13 Νοεμβρίου, καταλήφθηκε χωρίς μάχη η Βιέννη. Ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος θα την εγκαταλείψει και θα μεταβεί στη Μοραβία για να ενωθεί με τους Ρώσους. Μετά το Τραφάλγκαρ, οι Αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας σκληραίνουν τη στάση τους δείχνοντας περισσότερη αδιαλλαξία στις προτάσεις του Ναπολέοντα για ειρήνη.
Η μάχη του Αούστερλιτς άρχισε με πρωτοβουλία των Αυστρορώσων, όπως την περίμενε και την ήθελε ο Ναπολέων. Στο πεδίο της μάχης ήταν παρόντες τρεις αυτοκράτορες, ο Ναπολέων, ο Αλέξανδρος (Ρωσίας) και ο Φραγκίσκος (Αυστρίας). Στις 2 Δεκεμβρίου 1805, κοντά στο χωριό Αούστερλιτς έγινε η ομώνυμη μάχη, η οποία θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας και από τις πιο αιματηρές της Ναπολεόντειας εποχής.
Περιγραφή του Πεδίου της Μάχης
Ο χώρος στον οποίο έγινε η μάχη του Αούστερλιτς, βρίσκεται εκατόν είκοσι χιλιόμετρα βόρεια της Βιέννης, στην ιστορική περιοχή της Μοραβίας. Η Μοραβία ήταν τότε επαρχία της αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας. Τώρα ανήκει στην Τσεχία.
Το πεδίο της μάχης οριοθετείται βόρεια από την οδό Μπρουν-΄Ολμουτς, δυτικά από την οδό Μπρουν-Βιέννη, νότια από τα έλη Σατζάν και ανατολικά από το χωριό Αούστερλιτς και τον ποταμό Λίττοβα. Ο χώρος αυτός διαχωρίζεται κατά την έννοια Βορράς-Νότος, από το μικρό ποταμό Γκόλμπακ. Στο ύψος του χωριού Τέλνιτς σχηματίζονται τα έλη Σατζάν που από την εποχή εκείνη η επιφάνειά τους ήταν παγωμένη. Η μορφολογία του εδάφους δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στην ανατολική όχθη του ποταμού Γκόλμπακ το έδαφος ανέρχεται και σχηματίζει τα υψώματα Πράτζεν, τα οποία προς το Αούστερλιτς κατέρχονται ομαλά. Τα υψώματα Πράτζεν είναι πιο ψηλά από τα αντίστοιχα της δυτικής όχθης του Γκόλμπακ, γι αυτό και δεσπόζουν στην περιοχή.
Δυνάμεις και Διάταξη των Αντιπάλων
Στα τέλη Νοεμβρίου η μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα είχε στρατοπεδεύσει στο Μπρουν.
Στις 27 Νοεμβρίου ο Αυστρορωσικός Στρατός με δύναμη 90.000 ανδρών εγκατέλειψε τα οχυρώματα του ΄Ολμουτς και κατευθύνθηκε προς το Μπρουν από την οδό ΄Ολμουτς-Μπρουν για να λάβει επαφή με το Γαλλικό Στρατό. Οι δύο Μονάρχες αποφάσισαν την άμεση επίθεση εναντίον του Ναπολέοντα, πρώτο γιατί είχαν δυσκολίες στη διατροφή των στρατευμάτων, λόγω της ελλείψεως μέσων μεταφοράς τροφίμων και άλλων εφοδίων και δεύτερο, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στην αριθμητική υπεροχή τους. Ο Κουτούζωφ έχοντας διαφορετική άποψη πρότεινε την αναμονή της Πρωσικής Στρατιάς αλλά δεν εισακούσθηκε.
Ο Ναπολέων από τις 27 Νοεμβρίου, είχε αρχίσει συνεννοήσεις με τους αντιπάλους του για την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Από τις διαπραγματεύσεις διαμόρφωσε τη γνώμη ότι οι Ρώσοι διαπνέονταν από υπέρμετρη αισιοδοξία. Ο ίδιος βέβαια επιθυμούσε να αρχίσει αμέσως η μάχη, γιατί αν οι σύμμαχοι αποφάσιζαν να αποσυρθούν στην Ουγγαρία και να ενωθούν με τη στρατιά του Αρχιδούκα Καρόλου (80.000 άνδρες), ο πόλεμος θα παρατεινόταν με δυσμενείς επιπτώσεις για τον Ναπολέοντα.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις του, ο Ναπολέων αποφάσισε να τονώσει την επιθυμία των Ρώσων για άμεση επίθεση εναντίον του. Διατάσσει τον Σουλτ να υποχωρήσει από τα υψώματα Πράτζεν και προσποιήθηκε ότι ήθελε να διαπραγματευθεί με τον αυτοκράτορα της Ρωσίας. Ο υπασπιστής του Τσάρου, πρίγκηπας Ντολγουρούκι, που στάλθηκε από τον Τσάρο για τις διαπραγματεύσεις, παραπλανάται από τον Ναπολέοντα που κατέληξε στην παγίδα του Αούστερλιτς. Ο Ντολγουρούκι, επιστρέφοντας ανέφερε στον τσάρο Αλέξανδρο, στον οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή, ότι οι Γάλλοι βρίσκονται στα πρόθυρα της καταστροφής και σε περίπτωση ρωσικής επιθέσεως, αυτοί όχι μόνο θα ηττηθούν αλλά θα μπορούσαν να συλληφθούν όλοι αιχμάλωτοι. Το βράδυ της παραμονής της μάχης, 1 Δεκεμβρίου 1805, ο Ναπολέων διέτρεξε τους καταυλισμούς. Ήταν και η παραμονή της επετείου της στέψεώς του σε Αυτοκράτορα. Συνομιλούσε με τους άνδρες του και συνεχώς επαναλάμβανε την πεποίθηση του για νίκη την άλλη μέρα, λέγοντας «Αύριο η Ρωσική Στρατιά θα είναι δική μου». Οι άνδρες τον υποδέχονταν με απερίγραπτο ενθουσιασμό. Στη 0100 της 2ας Δεκεμβρίου, διέτρεξε τα φυλάκια στις προφυλακές από τα οποία πληροφορήθηκε ότι οι Ρώσοι, όπως το συνήθιζαν, πέρασαν τη βραδιά τους μεθώντας και ότι τμήμα του Ρωσικού Στρατού φάνηκε προς το χωριό Σοκόλνιτς.
Το πρωί της ημέρας της μάχης, η διάταξη των αντίπαλων δυνάμεων είχε ως εξής:
Γάλλων
Η συνολική δύναμη των Γάλλων ανερχόταν σε 65.000 άνδρες.
Συμμάχων
Η συνολική δύναμη των συμμάχων ανερχόταν σε 90.000 άνδρες. Την αρχηγία των ρωσικών δυνάμεων είχε ο Στρατηγός Κουτούζωφ.
Σχέδια και Αποστολές Γάλλων
Με το σχέδιο του ο Ναπολέων επεδίωξε όπως και σε κάθε άλλη μάχη, την πλήρη καταστροφή του αντιπάλου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την παραμονή της μάχης κοιτάζοντας προς τα υψώματα Πράτζεν έλεγε: «Εάν ήθελα να εμποδίσω τον εχθρό να περάσει, θα είχα εγκατασταθεί στα υψώματα αυτά. Αλλά τότε θα είχαν μια συνηθισμένη μάχη. Αν, αντίθετα, συμπτύξω τη δεξιά μου προς το Μπρουν και οι Ρώσοι εγκαταλείψουν τα υψώματα αυτά, έστω και αν είναι 300.000 θα αιφνιδιαστούν και θα συντριβούν.
Πριν όμως προβούμε στην ανάπτυξη του ελιγμού του Αούστερλιτς και για καλύτερη κατανόηση του θα αναλύσουμε την προσφιλή μέθοδο του Ναπολέοντα με την οποία πετύχαινε να είναι ισχυρότερος. Αυτή είχε ως εξής: Θεωρούμε τα δύο μέτωπα των αντιπάλων.
Στο μέτωπο ΑΒ του αμυνόμενου αντιπάλου, ο Ναπολέων αναπτύσσει τμήμα των δυνάμεων του (ΓΔ) για να καθηλώσει τον εχθρό του, να τον κατατρίψει και να τον υποχρεώσει να εμπλέξει στο μετωπικό αυτό αγώνα όλες τις εφεδρείες του.
Στο διάστημα του μετωπικού αυτού αγώνα, μεταφέρει στα νώτα της εχθρικής πτέρυγας Α, η οποία βρίσκεται πλησιέστερα προς τη γραμμή υποχωρήσεως, μια δευτερεύουσα δύναμη. Ο εχθρός που έχει εμπλέξει τις εφεδρείες του στο μετωπικό αγώνα αναγκάζεται να αντικρούσει την υπερκερωτική αυτή δύναμη με δυνάμεις που παίρνει από το μέτωπο του και έτσι μοιραία εξασθενίζει η πτέρυγα αυτή. Την πτέρυγα αυτήν που εξασθένισε προσβάλλει ήδη ο Ναπολέων με τη «μάζα» διασπάσεως την οποία από πριν έχει συγκεντρώσει και αποκρύψει απέναντι στην πτέρυγα αυτή. Στο Αούστερλιτς, ο Ναπολέων, επειδή δε διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να ενεργήσει υπερκερωτικά εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των Ρώσων για να επιφέρει την εξασθένισή της, θα προσπαθήσει ώστε οι Ρώσοι μόνοι τους να δημιουργήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες για την ενέργεια αυτή.
Γι΄ αυτό τους επιτρέπει να εγκατασταθούν ελεύθερα στο οροπέδιο Πράντζεν, απέναντι από το οποίο και πίσω από τον ποταμό Γκόλμπακ, αποκρύπτει 65.000 άνδρες του. Προσποιείται με την παθητική στάση του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε είναι τελείως βέβαιος ότι οι Ρώσοι δε θα αντισταθούν στον πειρασμό να του κόψουν την οδό προς τη Βιέννη. Όταν οι Ρώσοι θα έφευγαν από τα υψώματα Πράτζεν εξασθενίζοντας έτσι τις δυνάμεις τους στο οροπέδιο και ο όγκος των δυνάμεών τους θα είχε εμπλακεί στο δεξιό (Τέλνιτς), τότε ο Ναπολέων θα έριχνε τη «μάζα» του από αριστερά, βόρεια του χωριού Πράντζεν. Έτσι, ο Ναπολέων αφού θα διασπούσε το εχθρικό μέτωπο, στη συνέχεια θα πρόσβαλλε τον αντίπαλο από τα νώτα.
Ο Ναπολέων, στην προκειμένη περίπτωση, στήριξε το σχέδιο του σε μια πρόβλεψη που έκανε, ότι δηλαδή, οι σύμμαχοι θα αντιλαμβάνονταν και θα ενεργούσαν με βάση τις προθέσεις του. Για την επιτυχία του σχεδίου του (να αντιληφθούν έγκαιρα και πειστικά τις προθέσεις του οι σύμμαχοι), ο Ναπολέων υπέθαλπε σκόπιμα το συμμαχικό ισχυρισμό ότι κύρια επιδίωξή του ήταν η αποκατάσταση της γραμμής συγκοινωνιών με τη Βιέννη. Το παραπάνω σχέδιο αν και είναι διαφορετικό από το θεωρητικό, ωστόσο στοχεύει στον ίδιο σκοπό.
Σχέδια και Αποστολές Συμμάχων
Το σχέδιο των συμμάχων θεωρητικά ήταν καλό. Σύμφωνα με αυτό, η κύρια συμμαχική επίθεση θα μετατοπιζόταν μακριά από το χωριό Πράτζεν. Θα κατευθυνόταν νοτιοδυτικά στο δεξιό γαλλικό πλευρό και αφού θα καταλάμβανε τις γραμμές συμπτύξεως του εχθρού θα τον ανάγκαζε σε παράδοση ή σε φυγή.
Δηλαδή, οι σύμμαχοι στήριξαν το σχέδιο τους στην πρόβλεψη που έκαναν, ότι ο Ναπολέων είχε σκοπό να συνεχίσει τη σύμπτυξη και άρα αυτοί έπρεπε να του κόψουν τις γραμμές υποχωρήσεώς του.
Το συμμαχικό σχέδιο
Διεξαγωγή της Μάχης
Το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1805, ο Ναπολέων παρατήρησε ότι το οροπέδιο Πράτζεν απογυμνωνόταν σταδιακά από τα εχθρικά στρατεύματα τα οποία προχωρούσαν προς τα νοτιοδυτικά. Οι προβλέψεις του (είχε πει το προηγούμενο βράδυ ότι ο εχθρός θα επιχειρούσε να του κόψει την οδό για Βιέννη) επαληθεύτηκαν. Πράγματι, το Σώμα Μπουξχόβεν προχώρησε εναντίον του μετώπου Σοκόλνιτς-Τέλνιτς. Στις 0900 φάνηκε ότι το συμμαχικό σχέδιο εξελισσόταν σύμφωνα με τις προβλέψεις του. Η αδύναμη δεξιά πλευρά των Γάλλων (Στρατηγός Λεγκράν) αντιστάθηκε, χωρίς να αφήσει να διασπασθεί το μέτωπο. Οι διαβάσεις του ποταμού Κόλμακ κοντά στα παραποτάμια παραπάνω δύο χωριά καταλήφθηκαν από τους Ρώσους. Οι Γάλλοι αναγκάσθηκαν, μπροστά στην υπεροχή των συμμάχων να εκκενώσουν τα χωριά αυτά. Τότε, έφθασε το Σώμα Στρατού Νταβού με 9.000 άνδρες. Η άφιξή του, ενίσχυσε την πίστη των συμμάχων ότι ο Ναπολέων προσπαθούσε απεγνωσμένα να προστατεύσει το δεξιό του πλευρό. Αλλά ο Ναπολέων, μακριά από κάθε ιδέα απελπισίας, στεκόταν μαζί με τους στρατάρχες του και παρακολουθούσε ήρεμα τη γρήγορη εκκένωση του Πράτζεν μπροστά του. Σε κάποια στιγμή στράφηκε προς το στρατάρχη Σουλτ και τον ρώτησε:
«Πόσο χρόνο χρειάζονται τα τμήματά σας να ανέλθουν στο υψίπεδο Πράτζεν;»
Ο Στρατάρχης απάντησε ότι δεν απαιτούνται περισσότερα από 20 λεπτά.
«Στην περίπτωση αυτή ας περιμένουμε για ένα τέταρτο της ώρας ακόμη» απάντησε ο Ναπολέων.
Στο μεταξύ, στο αριστερό, ο Λαν ανέλαβε επίθεση προωθώντας τις μεραρχίες του προς το χ. Μπόζενιτς, ενώ ο Βερναρδόττης κατεύθυνε τις δικές του προς το Μπλάζοβιτς. Το Σώμα Μπαγκρατιόν των συμμάχων υποδέχθηκε τους Γάλλους με πυρά πυροβολικού. Στα αριστερά του, στα υψώματα Μπλάζοβιτς το ιππικό της ρωσικής εφεδρείας, ενισχυμένο με ιππικό του Λιχτενστάιν αντιτάχθηκε στο Βερναρδόττη. Οι Γάλλοι ιππείς ανατράπηκαν από τους Ρώσους, αλλά το πεζικό του Βερναρδόττη σταμάτησε τη δίωξη, αναγκάζοντας τους Ρώσους ιππείς να καταφύγουν πίσω από το αριστερό του Μπαγκρατιόν στο χ. Χόλομπιτς. Ωστόσο, στην κοιλάδα του ποταμού Γκόλμπακ, οι στρατηγοί Νταβού και Λεγκράν διατηρούσαν τις θέσεις τους με δυσκολία. Τη στιγμή αυτή, κατέφθασε ένας υπασπιστής και ανέφερε στο Ναπολέοντα ότι τα χωριά Σοκόλνιτς και Τέλνιτς καταλήφθηκαν. Η μεγάλη στιγμή είχε φθάσει. Ο Ναπολέων θεωρώντας ότι οι Ρώσοι είχαν εμπλακεί αρκετά προς την κατεύθυνση αυτή, έδωσε το σύνθημα της επιθέσεως. Το Σώμα Στρατού του Σουλτ εξόρμησε από το Πόντοβιτς, προς τα υψώματα του Πράτζεν, με δύο μεραρχίες. Τη στιγμή της εξορμήσεως, το οροπέδιο κατεχόταν μόνο από μία μεραρχία του Κολλοράτ. Μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, ο Κουτούζωφ, ανέπτυξε τη μεραρχία αυτή στο οροπέδιο και συγχρόνως την ενίσχυσε με μέρος του ιππικού του Λιχτενστάιν. Οι Γαλλικές μεραρχίες επιτέθηκαν εναντίον τους και άρχισε ο κρίσιμος αγώνας.
Η μάχη γενικεύθηκε. Στο δεξιό, οι Στρατηγοί Νταβού και Λεγκράν, που άντεξαν στο μέτωπο της κύριας συμμαχικής επιθέσεως, αισθάνθηκαν τότε κάποια ελάττωση στην πίεση και έκαναν αντεπίθεση. Το χ. Τέλνιτς άλλαξε χέρια τρεις φορές στη διάρκεια των αιματηρών μαχών που έγιναν σώμα με σώμα. Στο τέλος, το χωριό παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων.
Στο κέντρο ο Σουλτ, ύστερα από σφοδρό αγώνα πέτυχε να απωθήσει τον Κολλοράτ από το οροπέδιο του Πράτζεν. Με την ενέργεια αυτή, που είχε τη μορφή σφήνας, το συμμαχικό μέτωπο χωρίσθηκε στα δύο.
Μετά τη διάσπαση της συμμαχικής παρατάξεως, ο Σουλτ έκανε αλλαγή του μετώπου του προς τα νότια. Ο Ναπολέων, που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη αυτή, ενίσχυσε με μία μεραρχία το Σουλτ.
Το Σώμα Μπουξχόβεν που βρισκόταν στα νότια απομονώθηκε. Η κίνηση του Σουλτ καλυπτόταν από τα βόρεια από το Λαν, ο οποίος ήδη υποστηριζόταν και από τις δυνάμεις του Μυρά και του Βερναρδόττη. Στις 1300 δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τη νίκη των Γάλλων. Οι Λαν και Μυρά, ήταν κύριοι στο αριστερό (βόρεια), ενώ ο Ναπολέων στο κέντρο (οροπέδιο Πράτζεν). Ο Μπαγκρατιόν εγκατέλειψε τα χωριά Κρουγκ και Χόλλομπιτς. Μετά την επίθεση του ιππικού Μυρά, αποσύρθηκε πιο βόρεια προς το χ. Ρόσνιτς.
Στο μεταξύ, η ρωσική εφεδρεία αγωνιζόταν εναντίον του Σώματος του Βερναρδόττη. Εκεί ο Ναπολέων έστειλε και το ιππικό της φρουράς του. Την ίδια στιγμή από την αντίθετη κατεύθυνση, επενέβη και το ιππικό της φρουράς του Τσάρου. Το αποτέλεσμα της συγκρούσεως ήταν να υποχωρήσει η ρωσική εφεδρεία στο Αούστερλιτς. Μετά από την εξέλιξη αυτή δεν υπολειπόταν παρά να καταστραφούν οι Ρώσοι του νότιου τομέα που τόσο άφρονα μπλέχτηκαν στην κατεύθυνση αυτή. Άρχισε η κύκλωση του όγκου των Ρώσων, οι οποίοι είχαν τώρα συμπιεσθεί στο χώρο μεταξύ Σοκόνιτς-Ρέλνιτς-΄Αουγκετ και λίμνης Σατζάν.
Ο Ναπολέων, αφήνοντας στο οροπέδιο Πράτζεν το Βερναρδόττη, επιτέθηκε με τις δυνάμεις του Σουλτ και τη φρουρά του στους Ρώσους, ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση στην οποία είχαν πορευθεί οι αντίπαλοι του για να τον συντρίψουν. Οι Ρώσοι προσβάλλονται τώρα από παντού και μη μπορώντας να υποχωρήσουν για Άουγκετ τράπηκαν προς τα νότια προσπαθώντας να βρουν διέξοδο. Προς το Τέλνιτς αναχαιτίζονταν από τις δυνάμεις του Νταβού, προς το Άουγκετ δέχονται την επίθεση του Σουλτ, ενώ προς τα νότια ήταν τα παγωμένα έλη Σατζάν. Στην απόγνωσή τους πολλοί θέλησαν να γλιτώσουν περνώντας μέσα από τα έλη. Από το βάρος όμως (των ανθρώπων, ζώων και πυροβόλων), οι πάγοι έσπαζαν και πνίγονταν. Η καταστροφή συμπληρώθηκε με τη βολή του Γαλλικού πυροβολικού που συγκέντρωσε τα πυρά του με διαταγή του Ναπολέοντα, στην επιφάνεια των πάγων που δεν είχαν σπάσει. Όσοι γλίτωσαν πέρασαν προς το χ. Σατζάν και έφυγαν προς τα ανατολικά. Μέχρι τις 1500 η ήττα των συμμαχικών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί.
Αποτελέσματα
Η μεγάλη νίκη του Αούστερλιτς στοίχισε στους Γάλλους 2.000 νεκρούς και 5.000 τραυματίες. Οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν σε 16.000 (νεκρούς, πνιγέντες, τραυματίες) και 20.000 αιχμαλώτους. Μετά τη μάχη ο συμμαχικός στρατός, διαλύθηκε κατά τα 3/4 και διασκορπίσθηκε προς κάθε κατεύθυνση εγκαταλείποντας σημαντικές ποσότητες πυροβόλων, πυρομαχικών και τροφίμων.
Ο Ρωσικός Στρατός υπέστη ολοκληρωτική ήττα. Μόνο το Σώμα Μπαγκρατιόν παρέμεινε ανέπαφο και αυτό γιατί ο Λαν, αγνοώντας όσα διαδραματίζονταν στο δεξιό, δεν τόλμησε να εκμεταλλευθεί την πρώτη επιτυχία του.
Μετά την καταστροφή, οι δύο Αυτοκράτορες Ρωσίας και Αυστρίας έφυγαν προς την Ουγγαρία. Ο Ναπολέων τους καταδίωξε με τον Νταβού, αλλά στις 4 Δεκεμβρίου έγινε ανακωχή και στις 27 του μηνός υπογράφθηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Πρέσμπουργκ (Μπρατισλάβα).
Η Αυστρία δέχθηκε τους όρους της ειρήνης που υπαγόρευσε ο Ναπολέων. Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος υποχρεώθηκε να δώσει το λόγο της τιμής του ότι δε θα επιχειρούσε άλλο πόλεμο.
Για το Ναπολέοντα, η νίκη του Αούστερλιτς σήμαινε πολλά. Έσβησε την ήττα στο Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805), ανύψωσε το ηθικό των ανδρών της Μεγάλης Στρατιάς και εδραίωσε στο εσωτερικό της χώρας το καθεστώς του.
Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα
Η μάχη του Αούστερλιτς θεωρείται από πολλούς στρατιωτικούς συγγραφείς ως μια «ενεδρευτική άμυνα», η οποία σχεδιάσθηκε με βάση την εντύπωση για τις προθέσεις του αντιπάλου. Ο Ναπολέων, αναγνωρίζοντας το επικίνδυνο της μεθόδου αυτής, είπε ότι δεν τη συνιστούσε ως παράδειγμα προς μίμηση. Για να πετύχει αυτή, χρειάσθηκε όλη η μεγαλοφυΐα του.
Η εντύπωση για τις προθέσεις του αντιπάλου είναι αβέβαιη και είναι πολύ επικίνδυνο να σταματά κανείς σε μια ιδέα και να στηρίζεται σε αυτή. Στο σφάλμα αυτό υπέπεσαν οι Ρώσοι, οι οποίοι έλαβαν ως προϋπόθεση για την κατάστρωση του σχεδίου τους ότι ο Ναπολέων ετοιμάζεται για υποχώρηση.
Ο Ναπολέων σωστά πρόβλεψε τις προθέσεις των αντιπάλων του. Όμως και αυτός ήταν εκτεθειμένος να βρεθεί μπροστά σε μια μεταβολή της καταστάσεως παρά τις προβλέψεις του. Για τους λόγους αυτούς, η διάταξη του περιλάμβανε ισχυρές εφεδρείες (Σώματα Στρατού Βερναρδόττη, Νταβού, Φρουρά Μυρά) για την αντιμετώπιση κάθε ξαφνικής μεταβολής. Η εκτέλεση του σχεδίου του για τη διάρρηξη του εχθρικού μετώπου στο Πράτζεν και την κύκλωση του εχθρικού όγκου, έγινε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις του, το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου ότι πράγματι οι εχθρικές φάλαγγες, άφησαν το οροπέδιο του Πράτζεν και προχώρησαν κατά του γαλλικού δεξιού πλευρού, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ναπολέων.
Στη μάχη του Αούστερλιτς, βλέπουμε ακόμη τη σημασία που έδωσε ο Ναπολέων στον αιφνιδιασμό. Και τον πέτυχε εξαπατώντας τον εχθρό του με δύο τύπους. Πρώτο, εμπνέοντας σε αυτόν την πεποίθηση ότι ο ίδιος βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ότι φοβόταν την έκβαση της εκστρατείας του, και ότι, ενώ μέχρι τότε διατηρούσε επιθετική στάση, ήδη φανερά, έφθασε στη μειονεκτική θέση του αμυνομένου. Και δεύτερο, κάνοντας διαπραγματεύσεις με τον εχθρό για ανακωχή και ειρήνη. Αυτά, σε συνδυασμό με την αλαζονεία και την άγνοια που είχαν οι αντίπαλοι του, πέτυχαν να εδραιώσουν την πεποίθηση σε αυτούς ότι ο Ναπολέων βρισκόταν στις παραμονές της ήττας και της καταστροφής. Το καμουφλάζ αυτό των προθέσεων του Ναπολέοντα, οι αντίπαλοι δεν το αντιλήφθηκαν και νόμιζαν ότι πράγματι ο Ναπολέων βρισκόταν στη φάση της υποχωρήσεως. Ότι το δεξιό του ήταν αδύνατο και συνεπώς μπορούσαν άνετα να του κόψουν την οδό υποχωρήσεως προς Βιέννη.
Οι Αυστρορώσοι, στην προκειμένη περίπτωση, φάνηκαν επιπόλαιοι, και αλαζονικοί, γιατί δε φαντάσθηκαν ότι ο Ναπολέων, ο στρατηγός που κυρίως ενεργούσε κατά των συγκοινωνιακών γραμμών του αντιπάλου, θα ήταν ποτέ δυνατό να αφήσει τις δικές του συγκοινωνιακές γραμμές ακάλυπτες, αν είχε σκοπό να υποχωρήσει προς τη Βιέννη.
Ένα από τα βασικότερα διδάγματα της μάχης του Αούστερλιτς είναι η δεξιοτεχνία του στη χρησιμοποίηση της αρχής «υπεροχή διά των μαζών» σε συνδυασμό με τον παράγοντα «εξαπάτηση».
Η μάχη του Αούστερλιτς χρησίμευσε ως πρότυπο για τους Γερμανούς στην μάχη της Φλάνδρας το 1940 και στη μάχη των Αρδενών το 1944. Ρίχνει ωστόσο τη σκιά της και στο μέλλον δείχνοντας την ανάγκη για τη μετάδοση του πνεύματος για τη συγκέντρωση της ισχύος πυρός και των ταχυκίνητων εφεδρειών σε τόπο και χρόνο για αποφασιστική κρούση.
Ο Ναπολέων δεν επιθυμούσε τη μάχη για τη μάχη, αλλά για το αποτέλεσμα, το μεγαλειώδες αποτέλεσμα, που πετυχαίνεται με διάφορους συνδυασμούς. Αυτό ήταν η εξόντωση του αντιπάλου (καταστροφή ή αιχμαλωσία). Γνώριζε ότι οι Ρώσοι ήταν ανδρείοι. Μια μάχη κατά μέτωπο θα είχε αμφίβολη έκβαση και πολλές απώλειες. Με τον ελιγμό του απέφυγε και το ένα και το άλλο. Τη νύκτα της παραμονής, θα διατρέξει τους καταυλισμούς και τα φυλάκια του μετώπου ενθουσιάζοντας τους άνδρες του. Γνωρίζει την αξία του «ηθικού». Με αυτόν τον τρόπο ανύψωσε το ακμαίο άλλωστε ηθικό των ανδρών.
Είδαμε πως συνιστούσε στο στρατάρχη Σουλτ να αναμείνει ακόμη για ένα τέταρτο της ώρας πριν εφορμήσει προς τα υψώματα Πράτζεν. Προτού εκτοξεύσει την αντεπίθεσή του, βεβαιώνεται πρώτα ότι οι Ρώσοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο δεξιό (Τέλνιτς). Από τα παραπάνω προκύπτει το ουσιωδέστερο, νομίζουμε δίδαγμα που βγαίνει από τη μάχη του Αούστερλιτς και που είναι η επέμβαση της διοικήσεως.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα σφάλματα του ενός αντιπάλου (Αυστρορώσων) χρησίμευσαν για να υπερισχύσει ο άλλος (Ναπολέων). Ο Ναπολέων είχε πιστέψει ότι οι αντίπαλοι του θα έκαναν το μοιραίο γι αυτούς λάθος το οποίο θα επωφελούνταν αυτός για να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το σφάλμα αυτό, θα το προκαλέσει ο ίδιος εξαπατώντας τον αντίπαλο.
Η μάχη του Αούστερλιτς θα παραμείνει στην ιστορία ως μια μάχη «δόλου και στρατηγήματος».
Η ιστορική γη της Εφέσου καυχάται δικαίως για τους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, που γεννήθηκαν, έλαμψαν ή τελείωσαν τον επίγειο βίο τους στην αγιασμένη αυτή μικρασιατική γη, αποτελώντας για τους χριστιανούς του 21ου αιώνα λαμπρά παραδείγματα ηρωϊκού φρονήματος και ακλόνητης πίστης και προσήλωσης στον Ιησού Χριστό.
Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και σε μία περίοδο, κατά την οποία η Εκκλησία του Χριστού δοκιμαζόταν από σκληρούς διωγμούς, γεννήθηκε στην Έφεσο η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη. Ο πατέρας της απεβίωσε νωρίς και η χιακής καταγωγής μητέρα της, που ονομαζόταν Άφρα, την ανέθρεψε χριστιανικά. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση η Μυρόπη επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της Αγίας Ερμιόνης, της τέταρτης θυγατέρας του Αγίου Φιλίππου, ο οποίος ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Από τον τάφο αυτό η Μυρόπη έπαιρνε το μύρο, που ανέβλυζε και το μοίραζε για ευλογία στους χριστιανούς. Το γεγονός αυτό της έδωσε μάλιστα και το όνομα Μυρόπη.
Όμως τον Σεπτέμβριο του 249μ.Χ. και μόλις ξέσπασε ο σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Δεκίου, η Μυρόπη και η μητέρα της, η Άφρα, εγκατέλειψαν την Έφεσο και με ένα μικρό πλοίο έφτασαν στο μυροβόλο νησί της Χίου και εγκαταστάθηκαν σε κτήμα στην περιοχή του χωριού Θυμιανά. Στον τόπο, όπου αποβιβάστηκαν, ανήγειραν ένα προσκυνητάρι προς τιμήν της Αγίας Ερμιόνης, η οποία αργότερα έδωσε και την ονομασία της στην περιοχή αυτή της Χίου, που κοσμείται μέχρι τις ημέρες μας με ομώνυμο ιερό ναό.
Την περίοδο όμως αυτή, κατά την οποία βρισκόταν στη Χίο η Μυρόπη με τη μητέρα της, έφτασαν στο νησί και τα ρωμαϊκά πολεμικά πλοία, στα οποία μεταξύ άλλων υπηρετούσε ως αξιωματικός και ένα νεαρό αρχοντόπουλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Ισίδωρος, ο οποίος είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Ο νεαρός Ισίδωρος άρχισε να έρχεται σε επαφή με τη χριστιανική κοινότητα της Χίου, αλλά το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον ειδωλολάτρη ναύαρχο Νουμέριο, ο οποίος άρχισε να τον παρακαλεί να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα των ψεύτικων θεών. Ο γενναίος Ισίδωρος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και μετά από πολλά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε στις 14 Μαΐου του 250 μ.Χ.
Το λείψανο του πρωτομάρτυρος της Χίου Αγίου Ισιδώρου ρίχθηκε μέσα σε φαράγγι και ο Νουμέριος διέταξε, να το φρουρούν για να μην κλαπεί. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας και την ώρα, που οι φρουροί κοιμόνταν, η Μυρόπη έκλεψε μαζί με τις υπηρέτριες της το αιμόφυρτο σώμα του νεαρού Ισιδώρου και αφού το άλειψε με μύρο, το ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές στο ρωμαϊκό νεκροταφείο, όπου μέχρι σήμερα σώζονται τα ερείπια του παλαιού ναού του Αγίου Ισιδώρου.
Την άλλη ημέρα μόλις έγινε γνωστό το γεγονός της αρπαγής του λειψάνου, ο ναύαρχος Νουμέριος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε απείλησε τους φρουρούς με αποκεφαλισμό, εάν δεν έβρισκαν το λείψανο και αυτόν, ο οποίος το έκλεψε. Μάλιστα για να τους εκφοβίσει και να τους ταλαιπωρήσει, τους έδεσε με σίδερα και διέταξε, έτσι όπως ήταν σιδεροδέσμιοι, να βρουν το κλεμμένο λείψανο. Μόλις η Μυρόπη είδε τους σιδεροδέσμιους φρουρούς να ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το λείψανο, τους λυπήθηκε και με παρρησία ομολόγησε σ’ αυτούς την πράξη της. Στη συνέχεια οδηγήθηκε από τους φρουρούς στον Νουμέριο, όπου με ηρωϊκό φρόνημα ομολόγησε την αρπαγή του ιερού λειψάνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την περιφρονητική στάση της Μυρόπης απέναντι στο πρόσωπο του Νουμερίου και την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων εξαγρίωσαν τόσο πολύ τον σκληρόκαρδο ειδωλολάτρη ναύαρχο, ώστε διέταξε να τη χτυπήσουν αλύπητα με χονδρά ραβδιά και να τη σύρουν από τις τρίχες του κεφαλιού της σε όλη την πόλη της Χίου.
Από τα βασανιστήρια η Μυρόπη βγήκε μισοπεθαμένη και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου μάλιστα τοποθετήθηκε και φύλακας για να τη φρουρεί. Ο φύλακας έμεινε άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά έμεινε έκπληκτος από τα θαυμαστά και παράδοξα, που έλαβαν χώρα μέσα στη φυλακή και τα οποία έζησε με τα ίδια του τα μάτια. Η Μυρόπη προσευχόταν στον Πανάγαθο Θεό, όταν τα μεσάνυχτα ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το δωμάτιο, μέσα στο οποίο ήταν φυλακισμένη. Στη συνέχεια ακολούθησε μέσα σ’ αυτό το φως χορός Αγγέλων, που έψαλλε τον Τρισάγιο Ύμνο. Στη μέση αυτών βρισκόταν ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος κοίταζε επίμονα την Αγία Μυρόπη και της είπε, ότι η παράκλησή της εισακούστηκε στον Θεό και θα έρθει μαζί του στην αιώνια χαρά του Παραδείσου, αφού θα λάβει τον στέφανο της αγιότητος.
Μόλις τελείωσε τον λόγο του ο Άγιος Ισίδωρος, η Μυρόπη παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Θεό και η φυλακή γέμισε από άρρητη ευωδία. Βλέποντας οι φύλακες τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψαν να χάσουν και τον νου τους. Μάλιστα ο φύλακας, που έμεινε άγρυπνος και βίωσε το παράδοξο γεγονός, βαπτίσθηκε χριστιανός και μαρτύρησε αργότερα για τη χριστιανική του πίστη.
Το λείψανο της Αγίας παρθενομάρτυρος Μυρόπης τοποθετήθηκε στον τόπο, όπου η Αγία είχε πρωτύτερα ενταφιάσει το λείψανο του Αγίου Ισιδώρου. Αργότερα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος ανήγειρε περικαλλή ναό πάνω στους τάφους των δύο Αγίων πρωτομαρτύρων της Χίου Ισιδώρου και Μυρόπης, τον οποίο μάλιστα διεκόσμησε με μάρμαρα και ψηφιδωτά, που σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη της ενδόξου πρωτομάρτυρος γυναικός της νήσου Χίου Αγίας Μυρόπης, που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 2 Δεκεμβρίου, εορτάζεται στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Ισιδώρου στον Βροντάδο της Χίου, όπου το δεξιό κλίτος είναι αφιερωμένο επ’ ονόματί της, τη δε ασματική της Ακολουθία εποίησε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
Κοντάκιον Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Κάθισμα Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.
Τάττει Θεός σοι τους πόδας τεθνηκότι,
Εις συντέλειαν Αββακούμ, καθώς έφης.
Δευτέρη Αββακούμ ανεβήσατο ες Θεού άστυ.
Ούτος ήτον από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ’ [600], προείδε δε την αιχμαλωσίαν και την άλωσιν, οπού έμελλε να πάθη η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και πολλά έκλαυσε. Και όταν ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, και ήτον ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε εγύρισαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μαζί των τους σκλάβους Ισραηλίτας, οπού ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος εγύρισεν εις την εδικήν του γην. Και μίαν φοράν υπηρετών εις τους θεριστάς του, έλαβε φαγητόν, και είπεν εις τους οικιακούς του. Εγώ θέλω υπάγω εις μακρινόν τόπον, και ογλίγωρα πάλιν θέλω επαναστρέψω. Ανίσως δε εγώ αργοπορήσω, πηγαίνετε εσείς φαγητόν εις τους θεριστάς. Και ταύτα ειπών, αρπάχθη από Άγγελον Κυρίου, και επήγεν εις Βαβυλώνα, και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτον κεκλεισμένος μέσα εις τον λάκκον των λεόντων. Και πάλιν αρπαχθείς από τον ίδιον Άγγελον, έφθασεν εις μίαν στιγμήν εις την Ιουδαίαν, και επρόσφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να ειπή εις κανένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Επρογνώρισε δε, ότι ογλίγωρα θέλει γυρίσει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι σκλαβωμένος λαός των Εβραίων. Αποθανών δε δύω χρόνους προ του να γυρίση ο λαός, ενταφιάσθη εις τον εδικόν του αγρόν, ήτοι το τζεφτιλίκιον.
Ούτος έδωκε τέρας και σημείον εις την Ιουδαίαν. Δηλαδή, ότι όταν ιδούν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε θέλουν ιδούν την δόξαν του Θεού (1). Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γένη από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμάνους. Και ότι το άπλωμα, ήτοι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του εσωτάτου οίκου των Αγίων των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα (2). Και ότι τα κεφαλοκόλονα των δύω στύλων του Ναού θέλουν παρθούν, και κανείς δεν θέλει γνωρίσει, πού μέλλουν να βαλθούν. Ταύτα δε θέλουν φερθούν υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, όπου κατ’ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου. Και επάνω εις αυτά τα κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους οπού διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν Διάβολον (3).
* * * * * *
(1) Ίσως τούτο πεπλήρωται, όταν ο Κύριος εδίδασκεν εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ και τω φωτί της διδασκαλίας του εφώτιζε τας ψυχάς των εσκοτισμένων Ιουδαίων. Υπό τούτου γαρ οδηγούμενοι, εγνώριζον την δόξαν της αυτού Θεότητος.
(2) Ίσως τούτο έγινεν όταν ο Κύριος εσταυρώθη, διαρραγέντος του υφαντού καταπετάσματος από άνωθεν έως κάτω. Ή διέρρηξαν αυτό οι Ρωμαίοι, όταν ερήμωσαν την Ιερουσαλήμ.
(3) Ο δε Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά γράφει περί του Προφήτου τούτου, ότι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασσή. Και ότι ουχί εις Άγγελος έφερεν αυτόν εις την Βαβυλώνα επάνω του λάκκου, αλλά πολλοί. Εις μεν Άγγελος, βαστών αυτόν από την κόμην της κεφαλής. Οι δε άλλοι, εστήριζον αυτόν με τας πτέρυγάς των. Και μόλον οπού η θεία Γραφή εν τω «Βηλ και Δράκων», ένα Άγγελον λέγει (Ιουδαϊκών, σελ. 249). Και ότι ο τάφος του Αββακούμ ευρίσκεται εις την κόμην Εχελά (αυτόθ. 107). Αββακούμ δε θέλει να ειπή πατήρ εγέρσεως, εκ του Αββά, ο δηλοί πατήρ, και του κουμ, ο δηλοί έγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δε ο Κλήμης ο Κανόνικος, ότι ο Προφήτης Αββακούμ με τα λόγια εκείνα οπού λέγει εις την ωδήν του· «Επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής. Εις φως βολίδες σου πορεύσονται. Εις φέγγος αστραπής όπλων σου». Με ταύτα, λέγω, φανερόνοι το θαύμα εκείνο, οπού έγινεν εις τον καιρόν Ιησού του Ναυή, όταν ο ήλιος εστάθη κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα αλών [= Αιλών]. Μετεκομίσθη δε ο Αββακούμ εις την Βαβυλώνα υπό Αγγέλου, μετά έτη εξήκοντα της των Ιουδαίων εν Βαβυλώνι αιχμαλωσίας. Ήτοι προ δέκα χρόνων της αυτών επιστροφής.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀββακοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος προέγραψας τὴν Θεοτόκον ἁγνήν, ἐξ ἧς ἡμῖν ἐλάμψεν ὁ τῶν ἁπάντων Θεός, σαρκὸς ὁμοιώματι. Ὅθεν σὲ ὡς προφήτην θεηγόρον τιμῶντες, χάριτος οὐρανίου μετασχεῖν δυσωποῦμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Ἀββακοὺμ ἔνδοξε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἵππους ἑώρακας τοὺς ἱεροὺς Μαθητάς, θαλάσσας ταράσσοντας, τῆς ἀγνωσίας σαφῶς, καὶ πλάνην βυθίζοντας, δόγμασιν εὐσεβείας, Ἀββακοὺμ θεηγόρε· ὅθεν σε ὡς Προφήτην, ἀληθῆ εὐφημοῦμεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς προφητείας τὴν κιθάραν τὴν θεόφθογγον
Τὴν προηχήσασαν Χριστοῦ τὴν συγκατάβασιν
Ἀββακοὺμ ἀνευφημήσωμεν τὸν Θεόπτην.
Ἐμπνευσθεῖς γὰρ τῇ ἐλλάμψει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Ἐμφανῶς προδιετύπωσε τὰ μέλλοντα,
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε σκεῦος τοῦ Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον
Τὸ φῶς ὡς προεῖπας τὸ Πατρικόν, ἐν ναῷ οἰκείῳ, καθωράθη σωματικῶς· ὅθεν οἱ τὴν αἴγλην, αὐτοῦ εἰσδεδεγμένοι, ἐν ὕμνοις Ἀββακούμ σε, φαιδροῖς δοξάζομεν.
Κάθισμα Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ἔστης μάκαρ, καὶ κατενόησας Θεοῦ παρουσίαν, προφητικοῖς ἐν ὄμμασι θεόπνευστε· ὅθεν καὶ ἐβόησας, Ἀββακοὺμ μετὰ φόβου, Κύριε ἀκήκοα, τὴν φρικτὴν ἔλευσίν σου, καὶ ἀνυμνῶ σε σάρκα χοϊκήν, ἐκ τῆς Παρθένου, φορέσαι θελήσαντα.
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Αυξάνεται η σεξουαλική κακοποίηση μεταξύ ανηλίκων, νέων και γυναικών καθώς αυτή τροφοδοτείται από τη διαδικτυακή πορνογραφία.
Ο Herman Sörgel ήταν ένας γνωστός Γερμανός αρχιτέκτονας γεννημένος το 1885 στη Βαυαρία. Σπούδασε αρχιτεκτονική το 1904, έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο το 1912, ενώ αρνήθηκε να πολεμήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατέρχονται στα Χανιά και υψώνουν την Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων.
Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιείται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η Κρήτη πανηγυρίζει την Ένωσή της με την Ελλάδα!
Πηγή: Περί Πάτρης
Κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν Βασιλέων ἐν ἔτει ψπ', (780), εἰς τὰ μέρη τῆς Παφλαγονίας ἦτο χώρα ὀνόματι Ἄμνεια, ἤτις ὑποτάσσεται εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Γάγγρας.
Εἰς τούτην ὑπῆρχεν ἄνθρωπός τις εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, καὶ Φιλάρετος εἰς τὰς πράξεις καὶ τὸ ὄνομα, καὶ πολλὰ πλούσιος ψυχῇ τε καὶ σώματι.
Εἶχε κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόδια ἑξακόσια, ἄλογα, χωράφια, ἀμπελῶνας, καὶ ἄλλα ὅμοια·δούλους, καὶ ὑπηρέτας.
Εἶχε δὲ καὶ γυναίκα ὀνόματι Θεοσεβὼ εὐγενικὴν καὶ φοβουμένην τὸν Κύριον, καὶ παιδίον ἀρσενικόν ὀνόματι Ἰωάννην, καὶ θυγατέρας δύο, τὴν μίαν ἔλεγαν Ὑπατίαν, καὶ τὴν ἄλλην Εὐανθίαν, αἵτινες ἦσαν πολλὰ ώραιόταται ἀπὸ ὅλας τὰς γυναίκας τοῦ τόπου ἐκείνου.
Ἦτον δὲ ὁ Φιλάρετος πολὺ ἐλεήμων, φιλόπτωχος, καὶ φιλόξενος, καὶ καθεκάστην ἔδιδεν ἀφθόνως τὸν πλούτον τοῖς πένησι.
Πεινασμένους ἐχόρταινε, γυμνούς ἐνέδυε, τὰς χήρας καὶ ὀρφανὰ ἐκύτταζε, ξένους ὑπεδέχετο, καὶ ἁπλῶς ὅλους τοὺς ἐνδεεῖς εὐσπλαγχνίζετο, καὶ τοὺς ἔδιδεν, εἴτι ἐχρειάζοντο, οὐ μόνον τοὺς πλησίον αὑτοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπον ἐφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἄλλος Ἁβραὰμ ἐγνωρίζετο εἰς φιλοξενίαν, καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον συμπάθειαν.
Ἠκούσθη λοιπὸν ἡ χριστομίμητος φήμη του εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, καὶ ἤρχοντο ὅλοι οἱ ἐνδεεῖς καὶ πένητες καὶ ἐλάμβανον παρ' αὐτοῦ ἄλλος χρήματα, ἄλλος κτήνος, καὶ ἕτερος ἄλλο κατὰ χρείαν του.
Ἡ οἰκία τοῦ Φιλαρέτου πρὸς τοὺς κεκαυμένους ἀπὸ τὴν δίψαν τῆς πτωχείας ἦτον πηγὴ ἀνεξάντλητος, καὶ ὅσον αὐτὸς ἔδιδε μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον καὶ γνώμην φιλάγαθον, τοσοῦτον καὶ ὁ πλουσιόδωρος Κύριος ἐπλήθυνε τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ περισσότερον.
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ δόλιος Δαίμων ἐφθόνησε τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός, καὶ ἐζήτησε παρὰ θεοῦ ἐξουσίαν νὰ τὸν πειράξῃ, ὥσπερ ποτὲ καὶ Ἱώβ τὸν ἀείμνηστον, λέγων οὕτω.
› Δέν εἶναι θαυμαστόν, ἐὰν από τὰ πολλὰ ὅπου ἔχει ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἄς ἐμβῇ εἰς πτωχείαν, καὶ τότε νὰ γνωρίσω τὴν καλωσύνην του.
Ἔδωκε θέλημα τοῦ Δαίμονος νὰ τὸν πτωχεύση, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ του δὲν ἔχει ποσῶς ἐξουσίαν νὰ κακοποιήσῃ τινά.Ὁ γάρ Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ, κατὰ τὴν Γραφήν.
Δίδων ἐν τοσούτῳ ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ σύνηθες έλεημοσύνην, καὶ διαμοιράζων καθεκάστην τὰ κτήνη, καὶ τὴν λοιπήν περιουσίαν αὐτοῦ, μέρος πάλιν ἀπὸ κλέπτας καὶ δυνάστας, καὶ ἑτέρας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν εἰς τελείαν πτωχείαν, ὥστε δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον ἕνα ζευγάρι βόδια, εἷς ὄνος, μία ἀγελὰς μὲ τὸ μοσχάριόν της, καὶ τινα μελίσσια.
Τὰ ζευγολατεία τὰ ἥρπασαν δυναστικῶς οἱ γεωργοί καὶ γείτονες, διότι ὡς εἶδον ὅτι ἐπτώχευσε, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰ καλλιεργῇ, ἄλλοι στανικῶς, καὶ ἄλλοι μὲ παρακάλεσιν, ἐπῆραν τοὺς τόπους του καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὴν οἰκίαν ὅπου ἐκατώκει.
Εἰς αὐτὰ ὅλα ὅπου ἔπαθε δὲν ἐλυπήθη, οὔτε ποτέ ἐλάλησε λόγον ἀπρεπῆ, ἀλλὰ καθώς ὅταν πλουτήσῃ αἴφνης ὁ ἄνθρωπος, ὅλως χαίρεται, οὕτω καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖτο εἰς τὴν πτωχείαν, ἐνθυμούμενος τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰσελεύσεται.
Μίαν ἡμέραν ἐπῆρεν ὁ Φιλάρετος τὸ ζευγάρι του, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ χωράφιον.
Ἐργαζόμενος οὖν εὐχαρίστει τὸν Κύριον, ὅπου ἐκοπίαζε μόνος του νὰ άποκτᾷ τὴν ζωοτροφίαν του μὲ τὸν ίδρῶτα τοῦ προσώπου του, κατὰ τὴν άράν τοῦ Προπάτορος, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονήν ἕως τέλους.
Ἄλλος τις γεωργός πτωχὸς ἐδούλευε μὲ τὸ ζευγάρι του εἴς τι χωράφιον ἐκεῖ πλησίον, καὶ ἔπεσε τὸ ἕνα του βόδι, καὶ ἐψόφησεν, ὅθεν ἐλυπήθη πολύ, διότι ἦτον πολλὰ πτωχός, καὶ ἐχρεώστει.
Λοιπὸν ἀπῆλθεν εἰς τὸν Φιλάρετον νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν συμφοράν του, νὰ τὸν παρηγορήσῃ κἄν μὲ λόγον καλόν, ἐπειδὴ νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν δὲν ἠδύνατο διὰ τὴν πτωχείαν του.
Ὁ δὲ ἐλεήμων καὶ χριστομίμητος ἄνθρωπος, ὡς εἶδε τὸν πλησίον δακρυρροούντα, τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐξέζευξεν εὐθύς τὸ ἕνα του βόδιον, καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν.
Ὁ γεωργός θαυμάσας τὴν ἀγαθήν προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, εἶπεν αὐτῷ.
› Κύριέ μου, ἠξεύρω ὅτι ἄλλο βόδιον δὲν ἔχεις, καὶ πώς νὰ καλλιεργήσης τὸ χωράφι σου;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἔχω ἄλλο καλλίτερον εἰς τὸν οἶκόν μου, καὶ λάβε το νὰ κάμῃς τὴν ὑπηρεσίαν σου, πρὶν τὸ μάθῃ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ πικρανθώσι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός ἀπῆλθε, δοξάζων τὸν Θεόν, εὐχόμενος τὸν Ἅγιον, ὅπου ἔκαμεν εἰς ἐκεῖνον τοσοῦτον ἔλεος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπῆρεν εἰς τὸν ὥμον του τὸν ζυγόν καὶ τὸ ἀλέτρι, καὶ ὑπῆγε μὲ τὸ ἕνα βόδι εἰς τὴν οἰκίαν του.
Ἐρωτηθείς ὑπὸ τῆς γυναικός του τὶ ἔγεινε τὸ ἄλλο βόδιον εἶπεν, ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ὁλίγον τὸ μεσημέρι, καὶ ἄφησέ το νὰ βόσκῃ, καὶ ἔφυγεν.
Ὁ δὲ υἱὸς του ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκων τὸν γεωργόν ὅτι τὸ εἶχε ἐζευγμένον, ἐθυμώθη, καὶ τοῦ λέγει
› Πῶς ἐτόλμησες, ἄνθρωπε, νὰ ζεύξῃς κτῆνος ἀλλότριον; διατὶ ἐπτωχύναμεν οἱ ταλαίπωροι, μᾶς καταφρονεῖτε τοσοῦτον καὶ ἁρπάζετε βιαίως τὸ πρᾶγμα μας;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Τέκνον μου, παρακαλῶ σε, μὴ ὁργίζου κατ' ἐμοῦ ἀναιτίως, διότι ὁ πατήρ σου μοῦ τὰ ἐχάρισεν.
Ὁ δὲ νέος τοῦτο ἀκούσας, ἀπῆλθε περίλυπος, καὶ τὸ ἀνήγγειλε τῆς μητρός του, ἡ ὁποῖα ἔῤῥιψε τὸ μανδήλιον ἀπὸ τὸ κεφάλι της, καὶ κλαίουσα ἔλεγε κατὰ τοῦ ἀνδρός της ταῦτα.
›ᾯ ἄσπλαγχνε ἀκάματε, ἄν καὶ ἐμὲ δὲν λυπεῖσαι ὅπου νὰ μὴ σὲ ἤθελα γνωρίσῃ, ἀλλὰ κἄν τὰ παιδία σου σπλαγχνίσου πῶς νὰ ζήσωσι; πέτρινος εἶσαι καὶ ἀγροῖκος, καὶ ἐβαρέθης νὰ κοπιάζῃς· ὅθεν διὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος ἔδωσες τὸ ζυγόν σου, καὶ ὄχι διὰ τὸν Κύριον.
Ἐκεῖνος δὲ ὑπέμεινε τοὺς ὁνειδισμούς μὲ πραότητα, καὶ δὲν τῆς ἀντιλογήθῃ ποσῶς, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν μισθό τῆς ἐλεημοσύνης μόνον τῆς εἶπε.
› Μὴ λυπᾶσαι ἀδελφή μου, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πλούσιος, καὶ δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἑκατόν εἰς τὸ ἕνα. Ἐκεῖνος τρέφει τὰ πετεινά τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἡμᾶς θέλει ἀφήσει νὰ πεινάσωμεν; μὴ μεριμνᾶς περί τῆς αὔριον, ἀλλ' ἔλπισον εἰς αὐτόν, νὰ σοῦ δώση ὅσα χρειάζεσαι, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον.
Μετὰ πέντε ἡμέρας πάλιν, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ ἄλλο βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε βοτάνι φαρμακερόν, καὶ ἐψόφησεν.
Ὅθεν ἔλαβε ἐκεῖνο ὅπου τοῦ ἐχάρισεν ὁ Φιλάρετος, καὶ τοῦ τὸ ἔστρεψε εἰς τὸν οἶκov του, λέγων·
› Διά τὴν ἁμαρτίαν, ὅπου ἔκαμα, καὶ ἡδίκησα τὰ παιδία σου, καὶ ἐπῆρα τὸ βόδι σου, δὲν ἐβάσταξεν ὁ Θεός τὴν ἀδιακρισίαν μου, καὶ μοῦ ἐσκότωσε καὶ τὸ ἕτερον.
Ὁ δὲ Φιλάρετος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ἄλλο, εἰπῶν·
› Λάβε καὶ τοῦτο, ἐργάζου, διότι ἐγὼ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου νὰ ὑπάγω εἰς τόπον μακρυνόν, καὶ δὲν το χρειάζομαι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του ἀγαλλόμενος, καὶ θαυμάζων εἰς τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἁγίου, ὅτι εἰς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε, καί πάλιν τὴν ἐλεημοσύνην δὲν ἔπαυεν.
Ἤρχισαν οὖν νὰ κλαίουν τὰ παιδία μὲ τὴν μητέρα των, καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.
› Κακῶς ἐγνωρίσαμεν τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸν σαλογέροντα, ὅτι ἐὰν ἐπτωχεύσαμεν, ἀλλὰ εἴχαμεν κἄν τὸ ζευγάρι παρηγορίαν, νὰ μὴ χαθοῦμεν ἀπὸ τὴν πείναν οἱ τάλανες.
Ὁ δὲ ἅγιος Γέρων τοὺς ἐπαρηγόρει, λέγων
› Μὴ λυπεῖσθε, ἔχω χρήματα κεκρυμμένα εἰς τόπον τινά, τόσον πολλά, ὅπου ἐὰν ζήσετε ἑκατόν χρόνους χωρίς νὰ δουλεύσετε, σᾶς φθάνουσι νὰ τρέφεσθε, καὶ νὰ ἐνδύεσθε, ὅτι ἐγὼ ἐπρογνώρισα τὴν πτωχείαν ταύτην, ὅπου ἔμελλε νὰ μᾶς ἔλθῃ, καὶ ἐπώλουν ἀπό τὰ κτήνη, καὶ ἐφύλαττον τὰ ἀργύρια.
Ταῦτα τοὺς ἔλεγε μεθ' ὅρκου, διότι ἐπρόβλεπεν, ὡς προορατικὸς μὲ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκεῖνο ὅπου ἔμελλε νὰ τοῦ ἔλθῃ ὕστερον, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθεν διαταγὴ βασιλική, νὰ ὑπάγουν οἱ στρατιῶται εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν.
Εἷς δὲ στρατιώτης, Μουσούλιος ὀνόματι, ἦτον πολλὰ πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο πράγμα, μόνον τὸ ἄλογόν του καὶ ἕνα κοντάρι, καὶ καθὼς ἔτρεχαν ὅλοι, ἐκεῖ ὅπου ἔκαμναν τὴν δοκιμήν τοῦ πολέμου βιαστικά, ἔτυχε καὶ ἐσκόνταψε τοῦ πτωχοῦ τὸ ἄλογον, καὶ ἐψόφησεν.
Ἦλθεν εἰς ἀπορίαν πολλήν, μὴ ἔχων νὰ ἀγοράσῃ ἕτερον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ἅγιον Φιλάρετον, τὸν κάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ τὸ ἄλογόν του, ἕως νὰ περάσῃ ἡ δοκιμή, νὰ μὴ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Χιλίαρχος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούσας τὴν συμφοράν αὐτοῦ, τοῦ τὸ ἐχάρισε τελείως λέγων αὐτοῦ·
› Λάβε τοῦτο ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ σου, ἔχε το ἔως νὰ ζῇ, καὶ ὁ Θεός νὰ σὲ φυλάξῃ ἀκίνδυνον.
Τὸ ἔλαβε ὁ Μουσούλιος, καὶ ἀπῆλθε δοξάζων τὸν Κύριον.
Ἦλθε δὲ καὶ ἄλλος τις πτωχὸς εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα μοσχάριον νὰ κάμῃ ἀρχήν, διατί ἡ δόσις του ἦτον καλή, καὶ εἴ τινος ἤθελε δώσει ἐλεημοσύνην, ἐπλήθυνεν ἡ εὐλογία του, καὶ ἐπλούταινεν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐχώρισε εὐθύς ἀπ' τὴν ἀγελάδα τὸ μοσχάριον, καὶ τὸ ἔδωσεν, ἡ δὲ άγελάδα ἐζήτει τὸ τέκνον της, καὶ ἐφώναζε.
Τότε τοῦ λέγει ἡ γυνή του·
› Ημᾶς δὲν λυπεῖσαι ἄσπλαγχνε, ἀλλὰ κἄν τὴν ἀγελάδα δὲν συμπονεῖς, καὶ τὴν ἐχώρισες ἀπ` τὸ παιδίον της ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Νά ἦσαι εὐλογημένη από τὸν Θεόν, ὅτι δικαίως ἐλάλησας, καὶ δὲν ἦτο πρέπον νὰ τὰ χωρίσω.
Ταῦτα εἰπών, ἐπροσκάλεσε τὸν πτωχόν ἐκεῖνον, ὅπου τοῦ ἔδωσε τὸ μοσχάριον, καὶ τοῦ λέγει.
› Ἡ γυναῖκά μου λέγει, πῶς ἔκαμε ἁμαρτίαν νὰ τὰ χωρίσω.Λοιπόν λάβε καὶ τὴν μάνα του, καὶ ὁ Θεός νὰ τὰ εὐλογήση εἰς τὸν οἶκον σου, νὰ σοῦ τὰ πληθύνῃ, καθὼς ποτὲ καὶ τὴν ἰδικὴν μου ἀγέλην.
Καὶ οὕτως ἔγεινε, καὶ ἀπέκτησε τόσα βόδια ἀπ' ἐκείνην τὴν εὐλογίαν, ὥστε ἐπλούτησεν.
Ἡ δὲ γυνή του ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν της λέγουσα·
› Καλὰ ἔπαθα, διότι ἐὰν δὲν ἤθελον ὁμιλήση, ἔμενε ἡ ἀγελάδα εἰς τὴν οἰκίαν μου.
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔγεινε λιμός εἰς ἐκείνην τὴν χώραν, καὶ μὴ ἔχων νὰ θρέψῃ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδία του, ἐπῆρε τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἄλλον τόπον εἰς ἕνα του γνώριμον, καὶ ἐδανείσθη ἕξ κοιλὰ σίτου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὅταν τὸ ἐξεφόρτωσεν, ἦλθεν πτωχὸς τις καὶ τοῦ ἐζήτησεν λίγον.
Ὁ δὲ εἶπε τῆς γυναικός του, νὰ τοῦ δώσῃ τὸ ἕνα κοιλόν.
Αὐτὴ τοῦ εἶπε.
› Δός μας πρῶτον μερίδιον ἀπὸ ἕνα κοιλόν καθ' ἑνός, καὶ τὸ ἐπίλοιπον δός το εί τινος θέλεις.
Ὁ δὲ εἶπεν
› Αλλ' ἐγὼ δὲν ἔχω μερίδα;
Λέγει του ἐκείνη·
› Σύ εἶσαι Ἄγγελος, καὶ δὲν τρώγεις, διότι ἐὰν εἶχες χρείαν ἀπὸ ἄρτον, δὲν ἐχάριζες τὸν σῖτον, ὅπου ἐδανείσθης, καὶ τὸν ἔφερες ἀπὸ τόσα μίλια.
Τότε έλάλησε πρὸς αύτήν, καὶ τῆς εἶπε·
› Ο Θεὸς νὰ σοῦ συγχωρήσῃ.
Ἔπειτα ἐμέτρησε δύο κοιλά, καὶ τὰ ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ.
Ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ
› Δός του τὸ ἥμισυ φορτίον, νὰ τὸ μοιρασθῆτε.
Λοιπὸν ἐμέτρησε καὶ τὸ τρίτον κοιλόν, καὶ τοῦ τὸ ἔδιδε.
Μὴ ἔχων δὲ ὁ πτωχὸς σακκί νὰ τὸ βάλλῃ, εἶπεν ἡ Θεοσεβὼ περιπαικτικῶς πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δὲν τοῦ δίδῃς καὶ τὸ σακκὶ νὰ λάβῃ;
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσεν.
Ἡ δὲ πάλιν εἶπεν αὐτῷ·
› Διὰ τὸ πεῖσμά μου δός του ὅλον τὸ σιτάρι.
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε.
Πλὴν ὁ πτωχὸς μὴ δυνάμενος νὰ σηκώσῃ ἕξ κοιλὰ σῖτον διὰ μιᾶς, εἶπε πρὸς τὸν νέον Ἱώβ·
› Ας μένῃ Κύριέ μου, νὰ τὸ μεταφέρω εἰς τὸν οἶκον μου.
Ἡ δὲ Θεοσεβὼ εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δός του καὶ τὸν ὄνον, νὰ μὴ κάμνῃ τόσον κόπον ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὸς τὴν εὐχήθη, καὶ φορτώσας ὅλον τὸν σῖτον, τὸν ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ μὲ τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν ἀγαλλόμενος.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἔλεγεν·
› Ο πτωχὸς δὲν ἔχει μέριμναν. Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καὶ ἀπελεύσομαι.
Ἡ δὲ συμβία αὐτοῦ ἔκλαιε μὲ τὰ παιδία της πεινασμένοι, καὶ μὴ ἔχοντες τὶ νὰ φάγουν, ἐδανείσθῃ ἕνα ψωμὶ ἀπὸ τὸν γείτονά της καὶ ἔβρασεν ἀγριολάχανα καὶ ἔφαγαν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ὑπῆγεν εἰς ἄλλον γείτονα, καὶ ἐδείπνησεν, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον.
Εἷς δὲ ἄρχων, φίλος μέγας τοῦ Φιλαρέτου, ὅστις ἦτον κυβερνήτης τῆς πόλεως, ἀκούσας ταύτην τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τοῦ πρῴην ἐκλαμπροτάτου φίλου του, τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα κοιλὰ σίτου, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅπου φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του.
Πλὴν ἡ γυναῖκα του τὸ ἐμοίρασε, καὶ ἔλαβε ἕκαστος πέντε κοιλά.
Ἔλαβε τὸ μερίδιόν του καὶ ὁ Ἅγιος, καὶ ἔδιδε τοῖς πτωχοῖς ἀπ' ἐκεῖνο, καὶ ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν δὲ εἶχε πλέον·ἄλλ' ὅταν ἔτρωγεν ἡ γυνή του μὲ τοὺς ἄλλους, ὑπήγαινε καὶ αὐτὸς, καὶ τοῦ ἔδιδαν γογγύζοντες, καὶ λέγοντες αὐτῷ·
› Εως πότε δὲν εὐγάνεις τὸν κεκρυμμένον βίον, νὰ ἀγοράζῃς νὰ τρώγῃς, ἀλλὰ ἔρχεσαι καὶ πέρνεις πάλιν ἀπ' ἐκεῖνο, ὅπου μᾶς ἔδωκες;
Δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο τι, παρὰ τὰ μελίσσια μόνον, καὶ ὅταν ἤρχετο πτωχός τις μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, τὸν ἔπερνεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ τὸν ἐχόρταινε μέλι, καὶ οὕτως ἔκαμνε καθ' ἑκάστην, ἕως οὗ ἔμεινε μόνον ἕνα κοφίνι, τὸ ὁποῖον ὑπῆγον κρυφίως τὰ παιδία του, καὶ τὸ ἐτρύγησαν.
Πάλιν ἐλθὼν ἄλλος πτωχός, τὸν ὑπῆγεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ μὴ εὑρίσκων μέλι ποσῶς, εὔγαλε τὸ φόρεμά του, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐκβάλῃ καινόν.
Ἐρωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν παίδων, εἶπεν, ὅτι τὸ ἔχασε, καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν βλέπουν οὕτως, ἔκοψεν ἡ γυνή του ἕνα της ροῦχον, καὶ τὸ ἔκαμεν ἀνδρίκειον, καὶ τὸ ἐφόρει.
Τόν καιρόν ἐκεῖνον ἐβασίλευσεν ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη, καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱός της, οἵτινες ἔστειλαν στρατιώτας εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν νὰ γυρεύσουν κόρην εὔμορφον καὶ ἐνάρετον διὰ τὸν βασιλέα.
Ἀπελθόντες οὖν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, ἦλθον καὶ εἰς τὴν Ἄμνειαν, καὶ ἰδόντες οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τὴν οἰκίαν τοῦ Φιλαρέτου μεγάλην καὶ εὔμορφον, ἐνόμισαν ὅτι ἦτο ἄρχων τις μέγας, καὶ προσέταξαν τοὺς ὑπηρέτας νὰ καταλύσωσιν.
Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς χώρας ἔλεγον·
› Μήν ὑπάγετε αὐτοῦ αὐθένται νὰ πεζεύσετε, ὅτι πτωχὸς τις γέρων κατοικεῖ εἰς αὐτά, ὅπου δὲν ἔχει τίποτε.
Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι νομίζοντες ὅτι ἦτο πλούσιός τις, καὶ τὸν ἐφοβοῦντο οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας, καὶ δι' αὐτὸ τοὺς ἐμπόδιζαν, εἶπαν μετ' ὀργῆς πρὸς τοὺς ὑπηρέτας.
› Υπάγετε ἐκεῖ, ὅπου σᾶς λέγομεν, καὶ τινὸς μὴν ἀκούετε.
Ὁ δὲ φιλόθεος Φιλάρετος, ἔλαβε τὴν ράβδον του, καί προϋπήντησεν αὐτοὺς μὲ πολλήν χαράν, καὶ τοὺς εὐχήθη, καὶ ηὐχαρίστησε, διότι ἐκαταδέχθησαν νὰ καταλύσουν εἰς τὴν πενιχράν καὶ ταπεινήν του οἰκίαν·
ἔπειτα ἐπρόσταξε τὴν γυναῖκά του νὰ ἐτοιμάση φαγητόν ἐπιμελῶς, νὰ τοὺς φιλεύσουν.
Ἡ δὲ εἶπε·
› Μίαν ὄρνιθα δὲν ἄφηκες ταλαίπωρε, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ τὶ νὰ τοὺς φιλεύσωμεν; ἤ νὰ μαγειρεύσω ἄγρια λάχανα;
Λέγει της ὁ Ἅγιος.
› Άναψε ἐστίαν, στόλισε τὸ μέγα τρίκλινον, καὶ σπόγγισε τὴν ἐλεφάντινον τράπεζαν, καὶ ὁ Θεός μᾶς στέλλει τώρα καὶ φαγητά ὅσα θέλομεν.
Οὕτω λοιπὸν ηὐτρέπισεν ἡ γυνή, καὶ ἰδοὺ οἱ πρῶτοι τῆς χώρας ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν θύραν κριούς, ἀρνία, ὄρνιθας, περιστέρια, κρασὶ παλαιόν, καὶ ὅσα ἄλλα ἔκαμναν χρεία, καὶ τὰ ἐμαγείρευσεν ἡ Θεοσεβὼ ἐπιτήδεια μὲ μυρωδικά, καὶ ηὐτρέπιζαν τὴν τράπεζαν ἐπάνω εἰς τὸ μέγα τρίκλινον, τὸ ὁποῖον ἦτο πολλὰ ὡραιότατόν πρᾶγμα, στρογγυλλοειδές, καὶ τόσον μεγάλον, ὥστε ἐχώρει νὰ καθίσουν ἄνδρες τριάκοντα ἕξ.
Ἰδόντες οὖν οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τοιαύτην εὐπρέπειαν, καὶ τὰ φαγητά ὅπου ἔφεραν, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄξια διὰ μεγάλους ἄρχοντας, καὶ τὸν γέροντα ἱεροπρεπῆ καὶ σεβάσμιον, διότι ἦτο καθ' ὅλα ὅμοιος τῷ Ἁβραᾲμ οὐ μόνον εἰς τὴν φιλοξενίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν θεωρίαν, ἔμειναν καταπολλά εὐχαριστημένοι, καὶ καθὼς ἔτρωγαν, ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ γέροντος ὁ Ἰωάννης, εἰς τὴν ὅψιν καὶ εἰς τὸ σῶμα ὅμοιος τῷ πατρί αὐτοῦ, ἀνδρεῖος ὡς τὸν Σαμψών, καὶ ὡραῖος ὑπέρ τὸν Ἰωσήφ.
Εἰσῆλθον δὲ καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἐγγόνιά του, ὅπου ἔφερναν τὰ φαγητά εἰς τὴν τράπεζαν, τῶν ὁποίων τὸ κάλλος, τὴν εὐταξίαν, καὶ παίδευσιν θαυμάσαντες οἱ στρατιῶται, εἶπον τῷ γέροντι
› Έχεις γυναῖκα;
Ὁ δὲ εἶπε·
› Ναὶ κύριοί μου, καὶ αὐτὰ τὰ παιδία εἶναι ἐγγόνια καὶ τέκνα μου.
Οἱ δὲ εἶπον αύτῷ·
› Ας ἔλθῃ λοιπὸν ἡ γυνή σου νὰ μᾶς εὐχηθῇ.
Ἀφοῦ ἦλθεν, ἰδόντες αὐτὴν τοσούτον ὡραίαν, μὲ ὅλον ὅπου ἦτον γηραιά, έθαύμασαν τὸ κάλλος της καὶ τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ἠρώτησαν ἐὰν εἶχε καὶ θυγατέρας;
Ἡ δὲ εἶπεν·
› Η πρώτη μου θυγατέρα ἔχει τρία κοράσια.
Καί λέγουσιν·
› Ας έλθουν νὰ τὰ ἰδοῦμεν κατὰ τὴν πρόσταξιν τῶν θειοτάτων βασιλέων.
Ὁ δὲ Γέρων εἶπεν·
› Ας φάγωμεν εἴτι ἔδωσεν ὁ Θεός νὰ χαροῦμεν, ὅτι ἡ ἐντιμότης σας εἶσθε κοπιασμένοι ἀπὸ τὸν δρόμον, νὰ ἀναπαυθῆτε, καὶ αὔριον, νὰ γένη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οὕτω διῆλθον κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Τῇ ἐπαύριον ἐστολίσθησαν τὰ κοράσια, καὶ ἐξῆλθον εὐτάκτως, καὶ προσεκύνησαν τοὺς στρατιώτας μὲ σχῆμα θαυμάσιον.
Οἱ δὲ ἰδόντες τὸ κάλλος αὐτῶν, τὴν στολήν, τὴν κατάστασιν, καὶ εὐταξίαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἄξια θαύματος, ἐξέστησαν καὶ ἔλαβον πολλήν ἀγαλλίασιν, καὶ μετρήσαντες αὐτάς, εὗρον τὴν πρώτην ἡλικίαν, καθώς ἤθελαν, καὶ εἰς τὸ μέτρον τοῦ ποδός ἴσια, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ βασιλέως, καὶ ὡμοίαζε μὲ τὴν ζωγραφίαν, ὅπου ἐβάσταζον.Τότε τὰς ἐπῆραν ὅλας μὲ πολλήν χαράν, τὸν γέροντα, τὴν γυναῖκα, καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ψυχάς τριάκοντα, καὶ ἀπῆλθον εἰς τὰ βασίλεια.
Τά δὲ ὀνόματα τῶν παίδων αὐτοῦ εἰσί ταύτα, Ἰωάννης ὁ πρώτος υἱός.
Ἡ πρώτη του θυγατέρα Ὑπατία, χήρα μὲ δύο θυγατέρας Μαρίαν καὶ Μαρανθίαν.
Ἔκλεξαν δὲ καὶ ἄλλα δέκα κοράσια ἀπὸ ἄλλους τόπους, εἰς τὰς ὁποίας ἦτον καὶ τινός πλουσίου Γεροντιανοῦ θυγατέρα, καλὴ εἰς τὴν θεωρίαν, καὶ ὑψηλὸν τὸ φρόνημα έχουσα.Ἡ δὲ τοῦ Ἐλεήμονος ἐγγόνη Μαρία εἶπε πρὸς τὰς ἄλλας·
› Ας κάμωμεν ἀδελφαὶ συμφωνίαν πρὸς ἀλλήλας, ὁποία θελήσει ὁ Θεός καὶ βασιλεύσει νὰ εὐεργετήσῃ τὰς ἄλλας.
Ἡ δὲ τοῦ Γεροντιανοῦ θυγατέρα ἀπεκρίθη·
› Εγὼ βέβαια τὸ γνωρίζω, ὅτι ὡς πλουσιωτέραν, καὶ εὐγενεστέραν εἰς τὴν όψιν καὶ ὡραιότητα, ἐμὲ θέλει ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ σεῖς, ὅπου εἶσθε πτωχαὶ καὶ ἀπροστάτευται, ματαίως ἐλπίζετε.
Ἡ δὲ Μαρία ἀκούσασα ἐντράπη καὶ ἐσιώπησε, πλὴν μὲ τὸν νούν της ἐπεκαλεῖτο τὰς εὐχὰς τοῦ Γέροντος νὰ τῆς βοηθήσουν.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔφεραν πρώτον τοῦ Γεροντιανοῦ τὴν θυγατέρα εἰς τὸν Σταυράκιον τὸν παιδαγωγόν τοῦ βασιλέως καὶ διοικητήν τοῦ παλατίου καὶ ἰδὼν αὐτήν εἶπε·
› Καλὴ καὶ εὔμορφη εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὸν βασιλέα δὲν ταιριάζει...
Ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα, καὶ τὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸν τόπον της.
Ἀφοῦ ἔφεραν καὶ τὰς ἄλλας, ἰδὼν ὁ βασιλεύς, ἡ μητέρα του, καὶ ὁ Σταυράκιος τὸ κάλλος ὑπέρλαμπρον τῶν ἐγγόνων τοῦ Φιλαρέτου, ἐθαύμασαν τὴν εὐταξίαν αὐτῶν καὶ εὐγένειαν.
Παρευθὺς τὴν μέν πρώτην Μαρίαν ἐστεφανώθη ὁ Βασιλεύς, τὴν δευτέραν ἕνας μέγας Ἄρχοντας Πατρίκιος τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἄλλην τῆς ἄλλης θυγατρός τοῦ Ἁγίου ἔστειλαν εἰς τὸν Λαγγούβαρδον βασιλέα τὸν Ἀργούσην, ὅστις εἶχε ζητήσῃ τὸν καιρόν ἐκεῖνον νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, νὰ τὴν στεφανωθῇ εἰς γυναῖκά του.
Ἔγιναν οὖν οἱ γάμοι χαρμονικῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεύς τὴν συγγένειαν ὅλην τοῦ Φιλαρέτου, καὶ ἔδωκεν ὅλων, ἀπὸ τὸν μέγαν ἕως τὸν μικρότερον, τόπους πολλούς νὰ ὁρίζουσι, βίον πολύν, κτήματα, φορεσίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαριτάρια, καὶ οἰκίας μεγάλας, νὰ κατοικοῦν πλησίον εἰς τὸ παλάτιον.
Τότε ἐνθυμήθησαν τὴν πρόγνωσιν τοῦ Γέροντος, ὁποῦ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ἔχει βίον πολύν κεκρυμμένον, καὶ τὸν ἐμακάριζαν, καὶ ηὔχοντο, ὅτι ἡ καλή του γνώμη τοὺς ἐπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ὁ δὲ τίμιος καὶ ἅγιος Γέρων ἀπολαύσας ἀπὸ τὸν βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δὲν ἐλησμόνησε τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, οὕτε ἀφῆκε τὴν προτέραν συνήθειαν·
ἀλλὰ εὐχαρίστει λόγοις τε καὶ ἔργοις, ἀεὶ καὶ πάντοτε.
Ἡμέραν τινά εἶπε τῆς γυναικὸς καὶ τῶν συγγενῶν του:
› Ας κάμωμεν καὶ ἡμεῖς πλουσίαν τράπεζαν, νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν βασιλέα μὲ ὅλους τοὺς ἄρχοντας.
Ἁφοῦ ηὐτρέπισαν, καὶ ἡτοίμασαν ὅσα τοὺς ἐπρόσταξε, καὶ εὐωδίασαν τὸν τόπον νὰ ὑποδεχθῶσι τὸν βασιλέα, ἐξῆλθε τὸ πρωὶ ὁ μακάριος εἰς τοὺς δρόμους καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ ὅσους εὗρε λωβούς, κουλούς, καὶ γέροντας, συμποσουμένους διακοσίους τὸν ἀριθμόν, προλαβών εἰς τὸν οίκόν του, εἶπε τοὺς συγγενείς του.
› Τώρα έρχεται ὁ βασιλεύς μὲ ὅλους τοὺς φίλους του..
Οἱ δὲ ἔκαμον θόρυβον πολὺν καὶ οἰκονομίαν, διὰ νὰ ὑποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα.
Οὕτω βλέπουσι τοὺς πτωχούς, καὶ εἰσῆλθον, καὶ ὅσοι εἶχον τοὺς πόδας των σώους ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι χαμηλά; ἔπειτα ἐκάθησε καὶ ὁ καλεστής μαζή των.
Οἱ δὲ συγγενείς του ἔλεγον κρυφίως πρὸς ἀλλήλους των
› Αληθῶς ὁ Γέρων τὴν πρώτην τάξιν δὲν τὴν ἀμέλησεν, ἀλλὰ κἄν τώρα δὲν φοβούμεθα νὰ πτωχεύσωμεν.
Ἐπρόσταξεν οὖν τὸν υἱὸν του Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὁ βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, νὰ ὑπηρετήση τὴν τράπεζαν·ὁμοίως καὶ τὰ ἐγκόνιά του νὰ παραστέκωσιν ἐπιμελῶς, καὶ ὅταν ἐσήκωσε τὴν τράπεζαν, εἶπε ταύτα πρὸς τοὺς συγγενείς του·
› Ιδοὺ τὸ πρᾶγμα, ὅπου σᾶς ἔταξα, σᾶς τὸ ἔδωσεν ὁ ἐλεήμων Θεός· τάχα χρεωστῶ σας πλέον τίποτε;
Τότε αὐτοὶ ἐνθυμήθησαν τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γέροντος, καὶ ἐδάκρυσαν, λέγοντες·
› Αληθῶς Κύριε ἐπρογνώριζες αὐτὰ ὅλα ὡς δίκαιος, καὶ φρόνιμα ἔκαμνες τὴν ἐλεημοσύνην σου·ἡμεῖς δὲ ὡς ἄγνωστοι ἐλυπήσαμεν τὴν ἁγιωσύνην σου ἀλλὰ συγχώρησον ἡμῖν, ὅτι ἐσφάλαμεν εἰς τὸν Θεόν καὶ ἑνώπιόν σου.
Ταῦτα εἰπόντες, ἔπεσον εἰς τοὺς πόδας του·ἤγειρεν αὐτούς, λέγων·
› Ιδοὺ ὁ Κύριός μου ἐκεῖνο ὅπου ἔταξε μὲ τὸ ἅγιόν του στόμα εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, νὰ δίδῃ ἐκατονταπλασίονα εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἀγαπῶσι, καὶ ἐλεημονοῦν τοὺς πτωχούς μᾶς τὸ ἔδωκεν·εἰδὲ θέλετε νὰ κληρονομήσετε καὶ ζωὴν αἰώνιον, ἄς χαρίσῃ ἕκαστος δέκα νομίσματα, νὰ τὰ δώσωμεν εἰς τοὺς καλεσμένους ἀδελφούς μας.
Ἐκεῖνοι δὲ μετὰ πάσης προθυμίας ἔκαμαν τὸ πρόσταγμά του, καὶ λαβόντες οἱ πένητες τὴν εὐλογίαν τοῦ Δικαίου, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστούντες τὸν Κύριον, καὶ εὐχόμενοι δια τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν.
Μετὰ ταύτα εἶπε πάλιν ἡμέραν τινά εἰς τοὺς ἰδικούς του,
› Εὰν θέλετε νὰ ἐξαγοράσετε τὸ μερίδιόν μου, αὐτὰ ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Βασιλεύς, ἄς μοῦ δώσῃ ἕκαστος τὴν τιμήν ἐκείνου τοῦ πράγματος, ὅπου θέλει νὰ λάβῃ, εἰδὲ καὶ δὲν θέλετε, τὰ χαρίζω εἰς τοὺς πτωχούς ἀδελφούς μου·ἐμὲ δὲ σώζει μόνον, ὅτι μὲ λέγουν τοῦ βασιλέως πατέρα.
Ἐκεῖνοι δὲ ἔδωσαν, τὴν τιμήν τῶν πραγμάτων ἑνός ἑκάστου, καὶ ἔγιναν ἑξήκοντα λίτραι ἀργύριον καὶ χρυσίον.Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἐπήνεσαν τὴν πλουσίαν γνώμην αὐτοῦ, καὶ συμπάθειαν πρὸς τοὺς πένητας.
Εἶχε δὲ αὐτὴν τὴν συνήθειαν ὁ μακάριος Φιλάρετος, καὶ δὲν ἔδιδε ποτὲ ἕνα νόμισμα, ἤ μίαν φόλαν, ἀλλὰ ἐγέμιζε τρία πουγγία ὅμοια καὶ ἴσια ὅλα ἀπ' ἔξω·εἰς τὸ ἕνα ἔβαλλε φλωρία, εἰς τὸ ἄλλο ἀργύρια, καὶ εἰς ἕτερον χαλκοῦν, καὶ τα ἐκράτει ὁ δοῦλος του, ὅπου τὸν εἶχε διατεταγμένον διὰ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην.
Ὅταν ἤρχετο πτωχὸς νὰ ζητήσῃ, ἔλεγε τοῦ δούλου καὶ ἔφερε τὸ ἕνα πουγγί, ὅποιον ἤθελε τὸν φωτίση ὁ Κύριος, ὅπου ἐγνώριζε τὴν χρείαν τῶν προσερχομένων·
ἐπειδὴ εἶναι πτωχοί τινες εἰς τὸ φαινόμενον, ὅπου ἔχουσιν χρήματα, ἀλλὰ διὰ τὴν παλαιάν συνήθειαν δὲν αφήνουν τὴν πλεονεξίαν, ἀλλὰ ζητοῦσι χωρίς νὰ ἔχωσι χρείαν.
Πάλιν εἶναι ἄλλοι πολλοί, ὅπου ἦσαν πλούσιοι, καὶ ἐπτώχευσαν, καὶ τὸ μέν ἀρχοντικὸν φόρεμα βαστάζουσι διὰ τὴν εὐγένειάν των, ἀλλὰ μὴ ἔχοντες τὰ πρὸς τὴν χρείαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ δέωνται.Ταῦτα μελετῶν ὁ Ἅγιος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νοερώς, νὰ τὸν φωτίζη νὰ δίδη καθ' ἑνός κατὰ τὴν χρείαν αὐτοῦ, καὶ οὕτως ἔβαλλε τὴν χεῖρα του εἰς ὅποιον πογγίον ἤθελε τύχη, καὶ ἔδιδεν ὅσα ἦσαν Θεοῦ θέλημα.
Ἔλεγε δὲ καὶ τούτο μεθ' όρκου, ὅτι
› Πολλάκις ἔβλεπα τινά, ὅπου ἐφόρει καλόν ίμάτιον, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρα μου νὰ τοῦ δώσω ὁλίγα χρήματα, καὶ μὴ θέλων ἐγώ, ἥπλωνεν ἡ χείρ μου, καὶ ἐλάμβανε πολλὰ καὶ πάλιν ἄλλον ἐθεώρουν μὲ παλαιά φορέματα, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρά μου νὰ λάβω πολλὰ καὶ ἐξέβαλεν λίγα.
Οὕτως οὖν ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην καθώς ἤθελεν οἰκονομήσῃ ὁ Κύριος.
Ἔζησεν εἰς τὸ παλάτιον ὁ δίκαιος Φιλάρετος ἔτη τριάκοντα, καὶ δὲν ἠθέλησε ποτέ νὰ φορέσῃ μεταξωτόν ἱμάτιον, ἤ χρυσόν ζωνάρι, οὔτε ἀξίωμα ἠθέλησε ποτέ νὰ λάβῃ βασιλικόν·
μόνον ἀπὸ πολλήν παράκλησιν τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης, ἐδέχθη μὲ βίαν μεγάλη τὴν ἀξίαν τοῦ Ὑπάτου, καὶ ἔλεγε·
› Σώζει ὅπου μὲ λέγουν πάππον τῆς βασιλίσσης, ὅπου ἤμην πτωχὸς τῆς γῆς, καὶ κοπρίας πένης.
Τόσον ἦτον ταπεινός, που δὲν ἤθελε νὰ τοῦ λέγουν ἄλλο ὄνομα, μόνον τὸ πρῶτον, ὁ Ἀμνειάτης Φιλάρετος, ἤτοι τῆς πενιχρᾶς του χώρας τὸ ὄνομα.
Άλλ' ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλαβε τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον, ὅπου ἐκράτει τὰ βαλάντια τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ἀπελθόντες μυστικῶς εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς πόλεως, ὅπου τὸ ἔλεγαν Κτίσις, καὶ ἐκατοικοῦσαν Παρθένοι Μονάστριαι, ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην μνῆμα καὶ τῆς ἔδωσεν ἱκανὰ ἀργύρια.
Ἐκείνη τοῦ ἐπρόσφερεν ἕνα μνήμα πελεκητόν καινουργῆ·ὁ δὲ Ἅγιος τῆς εἶπε·
› Μετὰ δέκα ἡμέρας ἐξέρχομαι ἀπὸ τὴν ζωήν ταύτην, καὶ ὑπάγω εἰς ἑτέραν βασιλείαν, καὶ θέλω νὰ ἐνταφιασθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μνῆμα τὸ ἄθλιον σῶμά μου·
τὸν δὲ ὑπηρέτην ἐπαρήγγειλε νὰ μὴ τὸ ὁμολογῇ τινός. Ἀπελθών δὲ εἰς τὴν οἰκίαν του ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην ἀσθενησμένος, καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν προσκαλεσάμενος πάντας τοὺς συγγενεῖς του, εἶπεν αὐτοῖς·
› Τέκνα μου, ὁ Βασιλεύς μὲ ἐκάλεσε, καὶ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν σήμερον.
Οἱ δὲ νομίζοντες ὅτι διὰ τὸν γαμβρόν του λέγει, εἶπον αὐτῷ·
› Πῶς δύνασαι νὰ ὑπάγης πάτερ, ὅπου εἶσαι ἐξησθενημένος ἐκ τῆς ἀσθενείας ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἐκεῖνοι που θέλουν νὰ μὲ σηκώσωσιν μὲ θρόνον χρυσόν, ἵστανται ἐδῶ δεξιά μου μὲ δόξαν πολλήν, ἀλλὰ σεῖς δὲν τοὺς βλέπετε.
Τότε ἐγνώρισαν τοὺς λόγους του, καὶ ἔκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ὡς ποτὲ ἐπὶ τὸν Ἰακώβ τὰ παιδία του.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὴν χεῖρα του νὰ σιωπήσουν καὶ νουθετῶν, ἔλεγεν αὐτοῖς·
› Ηξεύρετε καλά τὴν ζωήν μου τέκνα μου φίλτατα, πῶς ἔκαμνα τὴν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν κόπον μου, καὶ ὄχι μὲ ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς· ἐνθυμεῖσθε τὸν πλοῦτον ὅπου εἶχον πρῶτον, καὶ τὴν πτωχείαν ὅπου μοῦ ἦλθον ἐκ Θεοῦ, καὶ πάλιν βλέπετε τοῦτον τὸν ἔσχατον πλοῦτον, ὅπου ὁ Κύριος μὲ ἐξαπέστειλε. Μὴ νὰ μὲ εἴδετε ποτέ νὰ ὑπερηφανευθῶ εἰς τὰς εὐτυχίας; ἤ νὰ γογγύσω εἰς τὴν πτωχείαν μου;ἤ νὰ ἀδικήσω κανέν ἄνθρωπον; Λοιπόν οὕτω κάμετε καὶ σεῖς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας· μὴ λυπηθῆτε τὸν φθειρόμενον πλοῦτον, ἀλλὰ νὰ τὸν δίδετε εἰς τοὺς πτωχούς. Στείλετέ μου τὸν εἰς ἐκεῖνον τόν Κόσμον, ὅπου ὑπάγω ἐγώ, καὶ θέλω σᾶς τὸν φυλάξει ἄσηπον, νὰ τὸν εὕρητε ὅταν ἔλθητε· μὴ τὸν αφήσετε ἐδῶ διὰ νὰ μὴ τὸν χαρούσιν ἄλλοι, καὶ σεῖς νὰ ὁδυνᾶσθε αἰώνια·ἀλλὰ διαμοιράσετε αὐτὸν εἰς χήρας καὶ όρφανά, εἰς φυλακισμένους καὶ πένητας, καθώς εἴδετε καὶ ἔκαμα ἐγώ, διὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώση ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεύς νὰ ἀγάλλεσθε εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν αὐτοῦ ἀτελευτήτως.
Ταύτα καὶ ἄλλα πλείονα εἶπεν αὐτοῖς, ἔπειτα ὡς προορατικός καὶ Ἅγιος ἐπροφήτευσε ὅσα μέλλουν νὰ πάθουν, λέγων πρὸς τὸν Ίωάννην, ὅτι θέλει γεννήσει ἑπτά παιδία, καὶ τότε θά ἀποθάνῃ, καθώς καὶ ἔγεινεν·καὶ τὸν δεύτερον εἶπεν, ὅτι ὁλίγον καιρόν θέλει ζήσει εἰς τὴν νεότητα, καὶ ὅταν φθάση εἰς τὰ εἰκοσιτέσσαρα ἔτη, ἀποθνήσκει·
ὁ ὁποῖος ἔγεινε Μοναχός, διαμοιράσας τὸ πρᾶγμά του τοῖς πτωχοῖς·
καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ εἰκοστὸν τέταρτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, ἐτελείωσε μὲ καλήν μετάνοιαν.
Ὁμοίως καὶ τοῦ τρίτου υἱοῦ προεῖπεν ὅσα ἔχει νὰ πάθῃ, καὶ πότε μέλλει νὰ ἀποθάνῃ.
Αἱ δὲ θυγατέρες καὶ ἐγγόναι εἶπον αὐτῷ·
› Εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς πάτερ Ἅγιε.
Ὁ δὲ εἶπεν·
› Εὐλογημέναι νὰ εἶσθε παρὰ Θεοῦ, καὶ θέλετε μείνει ἀμίαντοι ἀπὸ τοῦ φιλαμαρτήμονος Κόσμου τούτου, καὶ εἰς ὁλίγον καιρόν ὑπάγετε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Τό ὁποῖον ἔγεινεν, ὅτι ἄφησαν ὅλα, καὶ ἔγειναν Καλογραίαι εἰς ἕνα Mοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ ἀγωνισάμεναι καλὰ καὶ θεάρεστα, μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, ἔκαμαν δώδεκα ἔτη εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καὶ οὔτως ἐκοιμήθησαν καὶ αἱ δύο μίαν ἡμέραν. Ἁφοῦ εὐχήθη ὁ μακάριος τὴν γυναῖκά του, καὶ ὅλην του τὴν συγγένειαν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸν ἥλιον, καὶ ἔψαλλε μετ' εὐφροσύνης.
› Έλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σου Κύριε.
Καί τελειώνων ὅλον τὸν Ψαλμόν, ἐξῆλθε τόση εὐωδία εἰς ὅλον τὸν οἶκον, ὥσπερ νὰ ἤθελαν χύση μύρον πολύτιμον καὶ νὰ θυμιάζουν πολλὰ ἀρώματα.
Τότε πάλιν εἶπε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ήτοι τό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν ἔλεγε·
› Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου
παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας Θεοῦ, γέρων ἤδη καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ οὔτε οἱ ὀδόντες αὐτοῦ, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του μετεβλήθη ἐκ τοῦ γήρατος· ἀλλ' ἀνθηρὸς καὶ εὔμορφος εἰς τὴν ὅψιν, ὥσπερ μῆλον ἤ ρόδον ἡ θεωρία του. Τότε ἦλθεν ὁ βασιλεύς καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος, καὶ ὅλη του ἡ συγγένεια, καὶ ἔθαψαν εἰς τὸν τάφον, ὅπου ηύτρέπισεν ὁ ἴδιος, τὸ τίμιον αὐτοῦ Λείψανον, καὶ ἔδωκαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην πολλήν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθούντες ὅλοι εἰς τὸ ἅγιον Λείψανον, ἐβόων μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντες·
› Διατί Κύριε μᾶς ὑστέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτην μας; τὶς νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνά μας σώματα; τίς νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη μας; τίς ἄλλος νὰ εὑρεθῇ ποτέ, νὰ ἔχῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς τοσαύτην συμπάθειαν;
Οὕτως οἱ πάντες ὡδύροντο, καὶ ἕνας ἀπ' ἐκείνους εἶχεν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του δαιμόνιον, ὅστις ἐπήγαινε συχνάκις ζῶντος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐλάμβανε ἀπ' αὐτοῦ ἐλεημοσύνην· τότε δὲ ἀκολουθῶν καὶ αὐτὸς εἰς τὸ Λείψανον, ἐφώναζεν ἀτάκτως, καὶ ἔδραξε τὴν κλίνην νὰ τὴν ρίψῃ. Ἁφοῦ δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τάφον, ἔῤῥιψε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν γήν, καὶ τὸν ἐτάραξε, καὶ τότε ἔφυγε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος ὑγιής διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου. Οἱ δὲ παρεστώτες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, που ἔδωκε τοσαύτην χάριν τοῦ δούλου του.
Τότε τὸν ἐνταφίασαν εἰς τὴν Λάρνακα,τήν ὁποίαν ἡγόρασεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Κρίσεως, ὑμνούντες τὸν Κύριον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτεία τοῦ χριστομιμήτου καὶ φιλοικτίρμονος Φιλαρέτου, ὅστις εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ἐδοξάσθη παρ' αὐτοῦ εἰς τοῦτον τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὸν μέλλοντα κατηξιώθη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἄς σπουδάσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ νὰ τὸν μιμηθῶμεν, ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ. Τοὺς πτωχούς καὶ ξένους ἄς ἐπιτηρήσωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἄς κυττάξωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἄς κυβερνήσωμεν, τὰς Ἐκκλησίας ἄς ἐπιμεληθῶμεν, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἔκαμεν οὗτος ὁ Ἅγιος, ἄς τελέσωμεν, ἴνα καὶ ἐνταῦθα ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ καὶ πάσι τοῖς ἀγαθοῖς διαπεράσωμεν.
Εἱ δὲ πάλιν καὶ ἔλθῃ μας πειρασμός ἐξ ἀνθρώπων, ἤ ἀπὸ φθόνον δαίμονος καὶ πτωχεύσωμεν, ἄς ἐλπίζωμεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἀναμφιβόλως, καὶ πάντως, θέλει μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον κληρονομήσομεν,ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
ΚοντάκιονἮχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Πηγή: Orthodox Fathers, Σύλλογος Ὀρθοδόξων Γυναικῶν «Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων»
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ναούμ. Ὁ Ναοὺμ εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα «ἐλάσσονας», δηλαδὴ μικρότερους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ δώδεκα «ἐλάσσονες» Προφῆτες μὲ τὴ σειρὰ εἶναι οἱ ἑξῆς· Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ἀβδιού, Ἰωνᾶς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα αὐτοὺς «ἐλάσσονας» Προφῆτες, εἶναι καὶ οἱ τέσσερις «μείζονες» δηλαδὴ μεγαλύτεροι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἑξῆς· Ἠσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιὴλ καὶ Δανιήλ. Τῶν δεκαέξη αὐτῶν μεγάλων καὶ μικρῶν Προφητῶν τὰ προφητικὰ βιβλία περιλαμβάνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ σειρὰ τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων Προφητῶν εἶναι χρονολογική.
Τὸ ὄνομα Ναούμ, ποὺ εἶναι βέβαια ἑβραϊκό, στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ παρηγοριὰ ἤ ἀνάπαυση. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴν πόλη Καπερναούμ, ποὺ ἦταν, καθὼς βλέπομε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἡ «ἰδία πόλις» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς θεϊκῆς του διακονίας. Γιατί, καθὼς ξέρομε, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, μεγάλωσε στὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε καὶ θαυματούργησε τρία χρόνια μὲ κέντρο τὴν Καπερναούμ. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Προφήτης λέγει πὼς ἦταν Ἐλκεσσαῖος, ποὺ θὰ πῆ πὼς γεννήθηκε στὸ Ἕλκος, ἕνα χωριό, ποὺ θὰ ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὴν Καπερναούμ. Τὸ ὄνομα Καπερ-Ναοὺμ θὰ πῆ χωριὸ τοῦ Ναούμ.
Ὁ προφήτης Ναοὺμ ἔζησε καὶ προφήτεψε 650 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία τοῦ Ναούμ, ποὺ εἶν’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ τρία κεφάλαια, προφητεύει τὴν καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι, ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Ναούμ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κήρυξε μετάνοια στὴ Νινεβὴ ὁ προφήτης Ἰωνᾶς. Τότε, ἐπειδὴ μετανόησαν οἱ Νινεβίτες, ἡ πόλη δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ τώρα, λίγα χρόνια μετὰ τὴν προφητεία τοῦ Ναούμ, ἡ Νινεβὴ καταστράφηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς Βαβυλώνιους. Ἡ Νινεβὴ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων, μία πόλη τότε μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους καὶ μὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες βιβλιοθῆκες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια γιὰ τοὺς Προφῆτες. Στὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ Θεὸς κάλεσε ὡρισμένους ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύξουν στὸ λαὸ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ Προφῆτες, ποὺ ἡ ἐποχὴ τους εἶναι ἀπὸ τὸ 800 ὥς τὸ 400 πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Προφῆτες λοιπόν, ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἴπαμε παραπάνω, ἔδρασαν μέσα σὲ τετρακόσια χρόνια. Οἱ Προφῆτες εἶναι ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἐλάλησαν φερόμενοι ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου». Ἡ προφητεία εἶναι ὑπερφυσικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ βουλή του, καὶ εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς καὶ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἔλθωμε τώρα στὴν προφητεία τοῦ Ναοὺμ κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε πολὺ γενικὰ τὸ περιεχόμενό της. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο ὁ Προφήτης ὑπενθυμίζει τὴν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ γιὰ τὴ Νινεβὴ καὶ κηρύττει ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὸ ἔλεός του· «ἐκδικὼν Κύριος», ἀλλὰ καὶ «Κύριος μακρόθυμος». Στὸ δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφοντας τὴ Νινεβή, μὲ τὶς πολλὲς προστατευτικὲς τάφρους γύρω ἀπὸ τὰ τείχη της, τὴν βλέπει σὰν μία λίμνη· «Καὶ Νινεβή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς». Στὸ τρίτο κεφάλαιο, προβλέποντας τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ, τὴν ὀνομάζει πόλη αἱμάτων· «Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης». Γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο λέει:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος.» (Ναούμ, Α’ 7 – 8)
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται. Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ προφητικὸς λόγος εἰν’ ἕνα ξεχωριστὸ εἶδος στὴν παγκόσμια φιλολογία. Οἱ Προφῆτες βλέπουν ἐξωκόσμια ὁράματα καὶ κρίνουν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς των καὶ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ θείου νόμου. Ἡ γλώσσα τους εἶναι συμβολικὴ καὶ ἡ ἀλήθεια μὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες βγαίνει αἰνιγματική, περιμένοντας ἕναν καιρὸ στὰ κατοπινὰ χρόνια, γιὰ νὰ ξεδιαλυθῆ. Ὁ Προφήτης δὲν ἐξηγεῖ, ἀλλὰ σημαίνει καὶ προμηνάει ὅ,τι θὰ βρῆ τὴν ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λαλεῖ στὶς Γραφὲς «διὰ τῶν Προφητῶν» καὶ προμηνάει «τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας». Ἡ προφητεία τοῦ Ναοὺμ τὶς παραμονὲς τῆς καταστροφῆς τῆς Νινεβῆ εἶναι ἡ κραυγὴ τῶν βασανισμένων τοῦ κόσμου γιὰ δικαιοσύνη. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμω ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τᾶς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεῖς τοὶς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.
Μεγαλυνάριον
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Πηγή: Ἁγία Ζώνη, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Γονείς ανήλικων μαθητών, μας ενημέρωσαν για προγράμματα «επιμορφωτικών δράσεων» που λαμβάνουν χώρα εντός σχολικών μονάδων κατά τις διδακτικές ώρες από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «ΚΜΟΠ» (Κέντρο Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού), μάλιστα σε συνεργασία με το Δήμο Πειραιά (πολύ πιθανή η συνεργασία και με άλλους Δήμους της χώρας).
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Η πρωτοβουλία διά την συγγραφήν της παρούσης βιογραφίας του Πρωτοκλήτου αποστόλου και προστάτου της πόλεως Πατρών ανήκει εξ ολοκλήρου εις την ευγενή αλλά και επίμονον προτροπήν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κυρίου Θεοκλήτου. Προ έτους και πλέον μου διετύπωσεν εν Αθήναις την παράκλησιν να επιχειρήσω την συγγραφήν ταύτην και παρά την αντιταχθείσαν ευθύς εξ αρχής άρνησίν μου η Σεβασμιότης του δεν απεθαρρύνθη, αλλ' οσάκις με συνήντα, δεν έπαυε να μου υπενθυμίζη την υποχρέωσιν, την οποίαν είχον, όπως αποδώσω εις τον πολιούχον της εκθρεψάσης με πόλεως το οφειλόμενον.
Γάλλοι και Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά ποιο είναι το εθνικό συμφέρον τους, που δεν είναι το ευρύτερο ευρωπαϊκό. Μέσα σε αυτό το νέο, ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μιας διχασμένης ΕΕ
Ο άγιος Φρουμέντιος έζησε, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (330 μ.Χ.). Σύμφωνα με τον συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου και τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωζομενό, ο Φρουμέντιος και ο αδελφός του Αιδέσιος συνόδευαν έναν φιλόσοφο ονόματι Μερόπιο, Τύριο στην καταγωγή, που κατευθυνόταν στην Αιθιοπία, με σκοπό να μελετήσει την ιστορία της. Έπεσαν όμως στα χέρια αδίστακτων ληστών. Όλοι οι επιβάτες του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν θανατώθηκαν με διαφόρους τρόπους – συμπεριλαμβανομένου και του φιλοσόφου – εκτός από τα δύο αδέλφια, που τα λυπήθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους. Τους φυλάκισαν και τους πρόσφεραν στον βασιλιά της Αιθιοπίας ως σκλάβους.
Ο βασιλιάς γρήγορα διαπίστωσε τις ικανότητες των δύο αδελφών και τους διόρισε υπεύθυνους και οικονόμους της βασιλικής αυλής. Λίγο πριν πεθάνει τους αντάμειψε χαρίζοντάς τους την ελευθερία. Η βασίλισσα, όμως, τους παρακάλεσε να μείνουν για λίγο χρόνο ακόμα μέχρι ο υιός της να μεγαλώσει και να μπορέσει να διοικήσει μόνος του το βασίλειο. Έτσι, χωρίς να το επιδιώξουν, η χάρις του Θεού από υπηρέτες τούς κατέστησε διοικητές του βασιλείου της Αιθιοπίας.
Το διάστημα που ο Φρουμέντιος διοικούσε το βασίλειο, είχε συγκεντρώσει τους χριστιανούς της περιοχής – κυρίως εμπόρους – και τους κατηχούσε. Όλοι μαζί προσεύχονταν, εκκλησιάζονταν -αφού είχαν χτίσει ναούς- και τους προέτρεπε να δραστηριοποιούνται ιεραποστολικά. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο διάδοχος του θρόνου έγινε έφηβος, αυτοί ζήτησαν άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έτσι, ο μεν Αιδέσιος επέστρεψε στην Τύρο, συνάντησε την οικογένεια του και έμεινε μαζί τους, αφού πρώτα χειροτονήθηκε ιερέας, ο δε Φρουμέντιος επέλεξε την ιεραποστολική δράση. Ποθούσε να επιστρέψει στην Αιθιοπία, αυτήν την φορά όχι ως υπηρέτης του επίγειου βασιλιά μα του ουράνιου, όχι σαν δούλος αλλά σαν εν Χριστώ Ιησού ελεύθερος.
Αυτό του τον πόθο τον μοιράστηκε με τον αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειας Μέγα Αθανάσιο, επισημαίνοντάς του ότι είναι επιτακτική και αμετάθετη ανάγκη η άμεση ιεραποστολική διακονία στην Αιθιοπία. Ο Αθανάσιος απάντησε:
› Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα για να διώξει, από την μια μεριά, από τις ψυχές των ντόπιων το σκοτάδι της πλάνης και από την άλλη να φανερώσει σε αυτούς το φως του θείου κηρύγματος;
Μια ερώτηση – προτροπή την οποία ακολούθησε η χειροτονία του Φρουμεντίου σε επίσκοπο από τον πατριάρχη Αλεξάνδρειας και η επιστροφή του για να φωτίσει με το φως του Χριστού τους Αιθίοπες. Ο Φρουμέντιος άσκησε τα ποιμαντικά του καθήκοντα με ιδιαίτερη επιμέλεια και αφοσίωση, σε σημείο που βαπτίσθηκε ολόκληρος ο λαός των Αιθιόπων. Τέλος, αφού πρώτα ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα της θαυματουργίας, τον κάλεσε κοντά του με ειρηνικό τρόπο.
Ένα όμορφο ρητό αναφέρει: «Αν επιθυμείς κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί να το πετύχεις».
Η αγάπη του αγίου Φρουμέντιου για τον Χριστό και για τον συνάνθρωπο, έχοντας ως βάση τα λόγια του Θεανθρώπου «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ 18,27), έγινε πόθος ιεραποστολής και αυτός ο πόθος , συνοδοιπόρος του θείου σχεδίου, δημιούργησε τις ιεραποστολικές του πρωτοβουλίες.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Είναι πιθανόν, με βάση φυσικά αυτά που ακολούθησαν στο βίο του αγίου, ο Φρουμέντιος να συνόδευε τον φιλόσοφο Μερόπιο όχι μόνο για να γνωρίσει την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα των Αιθιόπων αλλά και από ιεραποστολικό ενδιαφέρον. Αυτό τους το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο μετ’ επιστροφής. Αφού μελετούσαν τη ζωή των Αιθιόπων θα εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Εκτός εάν…
Φανερώνεται ξεκάθαρα το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του λαού της Αιθιοπίας. Από εδώ και πέρα ξεκινούν οι ιεραποστολικές πρωτοβουλίες του Αγίου Φρουμέντιου. Συγκεντρώνει τους ελάχιστους χριστιανούς της χώρας και δημιουργεί την πρώτη Εκκλησία. Τους καλλιεργεί με τον λόγο του, με τις κοινές προσευχές και τους εκκλησιασμούς, κυρίως όμως γίνεται ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους. Και όλα αυτά, ως λαϊκός. Του προσφέρεται η δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του και στους γονείς του. Αυτός, αντί τούτου, επισκέπτεται τον πατριάρχη Αλεξανδρείας προκειμένου να τον ενημερώσει για την νεοϊδρυθείσα Εκκλησία της Αιθιοπίας και να τον παρακαλέσει, όχι να εκλέξει αυτόν, αλλά να αποστείλει έναν επίσκοπο για να ποιμάνει τους πιστούς μαθητές του.
Φεύγει από την Αλεξάνδρεια ως επίσκοπος πλέον και κατευθύνεται προς το ποίμνιό του… Στα αυτιά του ηχεί η φράση του αγίου Αθανασίου που απευθύνεται σε κάθε πιστό, σε κάθε ψυχή που φλέγεται από αγάπη και κυριεύεται από πόθο για την ιεραποστολή: «Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα…» να διακονήσει, με την χάρη του Θεού, το έργο της ορθόδοξης μαρτυρίας στα έθνη;
Έσκυψαν το κεφάλι στις μεθοδεύσεις των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταργηθεί το δικαίωμα των κρατών μελών στην άσκηση βέτο, η σαρωτική πλειοψηφία των Ελλήνων ευρωβουλευτών, μια εξέλιξη η οποία είναι άκρως επικίνδυνη, ιδιαίτερα για τα μικρότερα κράτη.
Πάλιν ἐπ᾿ ἐμὲ χρίσμα καὶ Πνεῦμα· καὶ πάλιν ἐγὼ πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων πορεύομαι. Θαυμάζετε ἴσως· καὶ Ἡσαΐας, πρὶν μὲν ἰδεῖν τὴν δόξαν Κυρίου, καὶ τὸν θρόνον τὸν ὑψηλόν τε καὶ ἐπηρμένον, καὶ τὰ περὶ αὐτὸν σεραφὶμ,
Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο (κατά κόσμον Αλέξανδρος) και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 ετών αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει:
› Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις.
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια. Τεμάχιον ιερού λειψάνου του, πετραχήλι του, μαζί με την παρούσα εικόνα ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὑπηρέτησε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀπὸ διάφορες θέσεις – διακονήματα: Ἀρχικὰ ὡς ἐργοδηγὸς, ἀργότερα ὡς Ἐπιμελητῆς τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων, ὡς βοηθὸς φροντιστῆς στὸ Κεντρικὸ μαγειρεῖο, ὡς Ἡγούμενος στὴν Τιβεριάδα, στὴν Ἰόππη, ὡς διευθυντὴς τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ὡς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀρχαγγέλου, ὡς τυπικάρης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὡς Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως στὴ Ραμάλλα, στὴν Ἱ. Μ. Ἀββᾶ Θεοδοσίου, στὴν Ἱ. Μ. Προφήτου Ἠλία καὶ τέλος στὴν Ἱ. Μονή Φρέατος τοῦ Ἰακώβ στῆν πόλη Νεάπολη (Nablus) τῆς Σαμάρειας. Ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ πέρασε, ἡ διακονία τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀγλαόκαρπος! Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀγαπητός ἀκόμη καὶ ἀπὸ τους μουσουλμάνους.
Στὸ τελευταῖο του διακόνημα στὴν Νεάπολη τῆς Σαμάρειας, στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἅγιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, κυριώς ἀπὸ φαναντικοῦς Σιωνιστές, οἱ ὁποίοι καὶ δικεδικούσαν τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος ἀνέφερε συχνὰ τὶς δυσκολίες του αὐτές, σὲ ἄνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν στενά, ὅπως ὁ συμμαθητῆς καὶ φίλος του (μακαριστὸς πλέον) Μητροπολίτης Βόστρων Ὑμέναιος. Στις 29 Νοεμβρίου 1979, ημέρα της ονομαστική του εορτής, φανατικοί σιωνιστές,που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού.
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν. Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ).
Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδους νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό. Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών. Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών. Σχετικά μὲ τὰ ὅσα συνέβησαν τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ ἱερομ. π. Σωφρονίου (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στὸ «Ἑορτολόγιο -2000» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας Κύπρου):
«Ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Φιλούμενος μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε Παρασκευὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μισαλλόδοξους καὶ φανατικοὺς Ἑβραίους πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Συνέχεια τοῦ ἔλεγαν, νὰ σηκώσει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ἀκόμα καὶ νὰ τὶς πάρει καὶ νὰ φύγει, διότι τὸ Φρέαρ εἶναι δικό τους καὶ ὄχι τῶν Χριστιανῶν. Εἰδάλλως θὰ τὸ μετανιώσει πικρά, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀργά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ὅλο καὶ τὸν φοβέριζαν. Αὐτὸς ὅμως ἤξερε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ τοὺς ἀποστόμωνε. Δὲν εἰδοποίησε ποτὲ τὴν Ἀστυνομία νὰ τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της καὶ οὔτε τὸ φαντάζονταν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν. Στὶς 16 Νοεμβρίου (29 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) εἶχε μεγάλη βροχή, ἀσταπές, βροντές, χαλασμὸς Κυρίου ὅλη τὴν ἡμέρα.
Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας, πῆγαν καὶ τὸν σκότωσαν μέσα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἔκαμαν καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ τἰμιου Προδρόμου. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἑσπερινό, ἐκείνη τὴν ὥρα ὅρμησαν. Κύριος οἶδε πόσοι ἦσαν, καὶ τὸν σκότωσαν μὲ το τσεκούρι στὰ μούτρα καὶ στὸ δεξὶ χέρι, κόβοντας τὰ δάκτυλά του. Ἐπίσης, ἡ σιαγόνα του καὶ τὸ ἕνα μάτι του βγαλμένο καὶ τὸ ἄλλο κτυπημένο.
Τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, Κύριος οἶδε, διότι ὁ φύλακας εἶχε φύγει ἀπὸ τῖς 4.00 τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκλεισε τὸ Μοναστήρι. Ὁ φόνος ἔγινε μετὰ τὶς 5.00 μ.μ.. Τὸ πρωὶ πηγαίνει ὁ φύλακας στὶς 7.00 π.μ., φωνάζει: «πάτερ Φιλούμενε;». Στὸ δωμάτιό του δὲν τὸν βρίσκει. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν βλέπει σκοτωμένο, μέσα στὰ αἵματα. Ἀμέσως εἰδοποίησε τὴν Ἀστυνομία καὶ ἡ Ἀστυνομία τὸ Πατριαρχεῖο.
Πῆγαν οἱ πατέρες, ὁ Καισαρείας Βασίλειος, ὁ Πέτρας Γερμανός, ὁ π. Γρηγόριος, ὁ π. Μελίτων, ὁ π. Διονύσιος καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν σκότωσαν ἔριξαν καὶ χειροβομβίδα ἔξω στὴν προσκομιδὴ καὶ τὰ ἔκαμαν ὅλα κομμάτια. Οὔτε μανουάλια ἄφησαν γερά, οὔτε εἰκόνες. Καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔκοψαν τὸ χέρι του τὸ ἀριστερό. Τὰ Ἅγια Ποτήρια χαμένα. Ἦταν τόσο τρομερὴ ἡ κατάσταση σὰν νὰ μὴν κατοικοῦσε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ χρόνια.
Τὸν πῆραν στὸ νεκροτομεῖο, καὶ μετὰ τὸν ἔκαμαν νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβίβ καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου (π.ἡ) μᾶς εἰδοποίησαν. Ἐγὼ πῆγα μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου καὶ μᾶς τὸν ἔδωσαν γυμνό. Ὅταν τοὺς ρωτήσαμε ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα του, μᾶς εἶπαν εἶναι στὴ Νεάπολη. Εὐτυχῶς ποὺ εἴχαμε πάρει μαζί μας ὅλα τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τὸν ντύσουμε.
Ἀλλὰ δὲν φαντάζεστε, ὅταν μᾶς τὸν παρέδωσαν κομματισμένο, τὸ πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τὰ στίγματα τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως οἱ Πέρσες ἔσφαξαν τοὺς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριῶν. Ἔτσι καὶ σήμερα. Ἀκολούθησε νέο μαρτύριο στὸν πατέρα Φιλούμενο.
Πέντε μέρες τὸν εἶχαν στὸ ψυγεῖο. Καὶ ὅμως ἦταν μαλακώτατος, σὰν νὰ μὴν εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸν ντύνω – διότι οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦσαν, δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχε – τοῦ λέγω σὰν νὰ ἦταν ζωντανός:
› Γέροντά μου, τώρα θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ σὲ ντύσω, διότι βλέπεις εἶμαι μόνος μου.
Ὅταν ἄρχισα καὶ τοῦ ἔβαλα τὴ φανέλλα, τὸ πρῶτο χέρι ἀμέσως τὸ κατέβασε μόνος του. Ὅπως καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Καὶ τὰ πόδια ὁμοίως. Τοῦ μάζευα τὰ πόδια νὰ τοῦ φορέσω τὰ ροῦχα καὶ ὅταν τελείωνα τὰ ἅπλωνε μόνος του. Στὸ ἀριστερὸ πόδι ἀπὸ κάτω, εἶχε κτύπημα μὲ τὸ τσεκούρι.
Ἀπὸ τὸ νεκροτομεῖο. τὸν φέραμε στὸ Πατριαρχεῖο. Στὴν Ἁγία Θέκλα, ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐν μέσῳ Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ μακαρίτη καὶ ἄλλων πολλῶν. Ἦλθαν πολλοί, μέχρι καῖ ξένων δογμάτων καὶ μουσουλμάνοι καὶ χοτζάδες. Γιατὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί; Διότι, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Τὶ ὀδυρμός! Τὶ θρῆνος! Τὶ κοπετός ἦταν αὐτός! Ἡ Κυβέρνηση, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ πρὶν τὸν ἐνταφισμὸ στὴ Σιών, ἔστειλε ἀστυνομία κοντὰ στοὺς Ἁγιοταφίτες φοβούμενη ἀντίποινα. Πῆρε αὐστηρά μέτρα. Καὶ νεκρὸν ἀκόμα τὸν ἐφοβοῦντο.
Τὸν π. Φιλούμενο ὅλοι τὸν κλάψαμε, διότι ἦταν ἕνας καλὸς καὶ ἅγιος πνευματικός. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀποκαλοῦσε “πτωχοπρόδρομο”. Καὶ ὄντως, ἦταν. Οἱ τέλειοι κληρονομοῦν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὑπέμεινε λίγο μαρτύριο καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἱερομαρτύρων καὶ τῶν Ὁσιομαρτύρων· ὧν ταῖς πρεσβείες, εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἱερομόναχος Σωφρόνιος Ἁγιοταφίτης»
Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ὁμάδες πατέρων γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὸ Προσκύνημα, ἀλλὰ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρέμεινε στὸ Μοναστήρι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὸ 1983 ὁ τότε Πατριάρχης Διόδωρος κάλεσα τὸν π. Ἰουστῖνο νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία στὸ Φρέαρ. Ἐκεῖνος ἀν καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκε, κατόπιν διαφόρων ὁραμάτων ποὺ εἶχε, δέχτηκε καὶ πῆγε στὸ Φρέαρ, ὅπου καὶ διακονεῖ μέχρι καὶ σήμερα. Ὁ π. Ἰουστῖνος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακονίας του δέχτηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ποὺ εἶχαν στόχο νὰ τὸν σκοτώσουν ἢ τουλάχιστον νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος τὸν ἔσωσε πολλὲς φορές. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὡρολογιακὸ ἐκρηκτικὸ μηχανισμό!
Στὴν τρίτη ἐπίθεση που δέχτηκε ὁ π. Ἰουστῖνος, κατάφερε – ἄν καὶ τραυματισμένος – νὰ ἀκινητοποιήσει τὸν δράστη χρησιμοποιώντας ἕνα μανουάλι πού βρισκόταν δίπλα του. Ὁ δράστης συνελήφθη καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Ἡ Ἀστυνομία τὸν ἔφερε καὶ πάλι στὸ Προσκύνημα, ὅπου καὶ ἔγινε ἀναπαράσταση τῆς δολοφονίας τοῦ Ἁγίου. Τότε ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, πῶς κρύφτηκαν καὶ τέλος πῶς δολοφόνησαν τὸν ἅγιο Φιλούμενο.
Ὁ π. Ἰουστῖνος μὲ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἔχει ἀποπερατώσει τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ν. τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ἡ στάμνα τῆς ὁποίας φιλοξενεῖται πλέον στὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος. Ἐπίσης τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου μεταφέθηκε ἁπὸ τὸν Ναὀ τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς καὶ φυλάσσεται στὸ Ἱερὸ Προκύνημα τοῦ Φρέατος στὴν Νεάπολη. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνηθίζει νὰ λέει ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔχει καὶ «σωματικά» τὸν Ἅγιο Φιλούμενο στο πλευρό του! Τεμάχιον ιερού λειψάνου του, πετραχήλι του, μαζί με την παρούσα εικόνα ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.
Β.Μ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Αντέχουμε : «29 Νοεμβρίου 1979: Ὁ Ἅγιος Νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Ἁγιοταφίτης κατακρεουργεῖται στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ»
[2] Αναβάσεις : «Άγιος Νεομάρτυς Φιλούμενος Αγιοταφίτης (1913-1979)»
[3] Πεμπτουσία : «Ο Άγιος Νεομάρτυρας Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ († 29 Νοεμβρίου 1979)»
[4] ICONANDLIGHT: «Άγιος Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ, "Αδερφέ μου με σκοτώνουν…"»
[5] Γέροντας Νεκτάριος: «Ο Άγιος Φιλούμενος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Βύρωνος»
[6] Νεκρός για τον κόσμο: «Άγιος Νεομάρτυρας Φιλούμενος - Απόστολος Ανδρέας (29+30 Νοέμβρη)»
(Πηγή: «Ο Άγιος Νεος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Αγιοταφίτης που κατακρεούργησαν Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα. 16/29 Νοεμβρίου», Χώρα του Αχωρήτου)
Σημείο αγιότητος του Αγίου Φιλουμένου
«Τα Χριστούγεννα του 1984 εκοιμήθη εν Κυρίω ο μητροπολίτης Πέλλης Κλαύδιος και τον συνωδεύσαμε μέχρι το νεκροταφείο μας που είναι στο όρος Σιών. Τότε μας είπε ο Πατριάρχης να κάνουμε την ανακομιδή του π. Φιλουμένου.
Πράγματι, όταν ανοίξαμε τον τάφο, εβγάλαμε το σώμα του επάνω σ' ένα μάρμαρο διπλανού τάφου. Τα ρούχα του ήταν μισολειωμένα και έπαιρναν οι μοναχοί ως ευλογία να τα μοιράσουν και σε άλλους. Τα χέρια του ήταν ευλύγιστα. Το δεξιό του πόδι, από τον αστράγαλο και κάτω, είχε λειώσει, διότι ο φονιάς του το είχε κόψει με τον μπαλντά, καθώς και τα δάκτυλα του αριστερού του ποδός. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν ακέραιο, παρ' ότι παρέμεινε στον τάφο τρία χρόνια. Το πρόσωπο, επειδή ήταν κτυπημένο με τον μπαλντά, είχε άνοιξη το κρανίο και του έλειπε και η μύτη. Είχε ακόμη τα γένεια του και τα μαλλιά του. Κάποιος εκεί καθάρισε το σώμα με κρασί και σφουγγάρι, το οποίον μάλιστα δεν είχε καμμιά δυσοσμία. Δεν ήταν σκωληκόβρωτο, δεν είχε καμμιά οπή, ούτε μία. Πιέζαμε το στήθος και την κοιλιά του και πάλι έρχονταν στην θέσι τους. Το τοποθέτησαν σ' ένα φέρετρο και το έθαψαν πάλι σ' ένα άλλο τάφο. Εκεί έμεινε μέχρι το Πάσχα του 1985, οπότε έγινε και η δεύτερη ανακομιδή του. Τότε είχαν απορροφηθή τα υγρά του. Το έβαλαν στην εκκλησία και είναι όπως τα σώματα των Αγίων Γερασίμου και Σπυρίδωνος.
Θα μου ειπήτε: Είναι άγιος; Σίγουρα είναι μάρτυς, διότι εμπόδισε τον εβραίο να προσευχηθή σε χριστιανικό προσκύνημα. Όταν εκείνος εκτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του, βγήκε έξω ο πατήρ Φιλούμενος με το επιτραχήλιο, διότι εκείνη την στιγμή εδιάβαζε τον Εσπερινό. Τον έπιασε ο εβραίος από τα γένεια, τον έρριξε κάτω και τον κτύπησε με τον μπαλντά. Εκείνος προσπαθούσε ο καϋμένος με τα χέρια να βγη έξω, να γλυτώση, διότι μετά είδαμε και είχαν γεμίσει οι σκάλες αίματα. Επομένως είναι μάρτυς.
Και τώρα θα σας ειπώ μία θαυματουργική επέμβασι του πατρός Φιλουμένου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1985 είχε ορίσει το Πατριαρχείο τον μητροπολίτη Παλλάδιο να τελέση πανηγυρική Δοξολογία σε κάποια απομακρυσμένη εκκλησία. Καθυστέρησε όμως να ξεκινήση, οπότε άλλοι αδελφοί του τηλεφώνησαν επανειλημμένως. Κανείς όμως δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Επήγαν και στο δωμάτιό του και του κτύπησαν την πόρτα, μα δεν επήραν απάντηση. Ειδοποίησαν τον Γέροντά του, τον Καισαρείας Βασίλειο, και το πρωί τον ευρήκαν μέσα στο δωμάτιο του πεσμένον στο πάτωμα, σχεδόν νεκρό. Τι του είχε συμβή; Από το βράδυ του ήλθε λιποθυμία και έμεινε μέχρι το πρωί στις 10 αναίσθητος κάτω στο πάτωμα.
Εφώναξαν το Πρώτων Βοηθειών. Μαζί με τον Καισαρείας μπήκε και ο μοναχός Σωφρόνιος, ο οποίος είχε μαζί του ένα δακτυλάκι του πατρός Φιλουμένου. Όλοι έκλαιγαν. Σε μια στιγμή λέγει ο μοναχός Σωφρόνιος:
› Σεβασμιώτατε, μου επιτρέπετε να τον σταυρώσω με αυτό το οστούν του πατρός Φιλουμένου;
› Κάνε ό,τι μπορείς. Τι να σου ειπώ;
Έβγαλε το οστούν και τον εσταύρωσε στο μέτωπο λέγοντας και το τροπάριο: «Οι Μάρτυρες Σου, Κύριε, εν τη αθλήσει αυτών...». Μόλις τον εσταύρωσε, εκείνος ανέπνευσε βαθειά και είπε:
› Πού είμαι; Πού είμαι;
Αυτό είναι αποδεικτικό της αγιότητος του πατρός Φιλουμένου.»
(Αποσπάσματα από την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Νεαπόλεως και Σαμαρείας κ. Αμβροσίου που εκφωνήθηκε στο Συνοδικό της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου την 24ην Οκτωβρίου 1986, «Περί της ανακομιδής των λειψάνων του ιερομάρτυρος Φιλουμένου», περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», ετήσια έκδοσις της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, έτος 1987, αριθμός 12, Ιερά Μονή Παντοκράτορος)
Γνωρίσαμε τον Άγιο Φιλούμενο, τον κύπριο, τον ιερομάρτυρα
Το 1940 ό π.Έλπίδιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε με ζήλο τα διάφορα διακονήματα πού του ανατέθηκαν. Το 1949 προσελήφθη στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αναχώρησε από την Αγία Γη, ακολουθώντας μία πορεία πνευματικής διακονίας σε πολλούς τόπους και χώρες. Ό Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα υπηρετώντας ταπεινά για σαράντα πέντε συνεχή χρόνια μέχρι το μαρτυρικό του τέλος. Ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο ό Άγιος Φιλούμενος, διορίστηκε εργοδηγός στο Πατριαρχείο. Λίγο αργότερα, μετατέθηκε ως διάκονος στην Ιερά Λαύρα τού Άγιου Σάββα τού Ηγιασμένου. Εκεί υπηρέτησε από τον Ιούνιο του 1940 μέχρι και τον Σεπτέμβριο τού 1941 και συνδέθηκε πνευματικά με τούς Άγιοσαββαΐτες πατέρες.
Τον Ιανουάριο του 1942 κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα Επιμελητού των Πατριαρχικών Γραφείων, θέση στην όποια υπηρέτησε μέχρι και τον Ιούλιο τού 1944. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στα Πατριαρχικά Γραφεία, την 1η Νοεμβρίου τού 1943, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος επί τού Φρικτού Γολγοθά από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Πέλλης Μεθόδιο. Ή επόμενη διακονία του ήταν στο Κεντρικό Μαγειρείο, όπου υπηρέτησε ως βοηθός φροντιστής μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946. Έπειτα διορίστηκε Ηγούμενος στην' Ιερά Μονή των Άγιων Αποστόλων στην Τιβεριάδα και στις 20 Μαρτίου του 1948 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Τον Μάρτιο του 1953 μετατέθηκε στην’ Ιερά Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Ίόππη, όπου υπηρέτησε ως Ηγούμενος για έξι περίπου χρόνια, μέχρι τον Νοέμβριο του 1959. Για τα επόμενα δύο χρόνια, από τον Νοέμβριο του 1959 μέχρι τον Μάιο του 1961, ό Άγιος υπηρέτησε ως Διευθυντής του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής. Τα χρόνια αυτά είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και αρκετά από τα παιδιά του Γυμνασίου του Πατριαρχείου.
Αναφέρει ό Κύπριος στην καταγωγή Αρχιεπίσκοπος Κένυας Μακάριος:
«Ως νέος είχα τη μεγάλη ευλογία να ταξιδέψω στους Αγίους Τόπους, με σκοπό να παραμείνω εκεί και να ενταχθώ στους κόλπους της Άγιοταφικής Αδελφότητας. Λόγοι ειδικοί και ίσως το σχέδιο του Θεού δέ μού επέτρεψαν να παραμείνω εκεί για πολύ χρόνο. Όμως στο διάστημα της εκεί παραμονής μου, ίσως βέβαια αυτό να οφειλόταν και στην καταγωγή μου, δημιούργησα μία στενή φιλία με τον τότε άσημο ιερομόναχο Φιλούμενο [...]. Σ' έμενα προσωπικά, ό π. Φιλούμενος είχε δημιουργήσει βαθιά μέσα μου ένα αίσθημα μεγάλου σεβασμού, το όποιο τελικά με οδήγησε μια μέρα να τον σταματήσω και να του συστηθώ. Ή συνάντηση αυτή δεν ήταν τυπική, αλλά κατά βάθος ουσιαστική, γιατί από τη στιγμή εκείνη αισθάνθηκα ότι δέ συνομιλούσα με ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά με κάποιον πού αυτόματα επιβεβαίωνε την αγιότητα. Αντιλήφθηκα ότι είχα μπροστά μου ένα "φίλο Χριστού", και θυμήθηκα το προφητικό του Δαβίδ, "Έμοι δέ λίαν έτιμήθησαν οι φίλοι σου, ό Θεός" (Ψαλμ. 138,17).»
Τον Μάιο του 1961, ό Άγιος Φιλούμενος διορίστηκε Ηγούμενος στην’ Ιερά Μονή των Αρχαγγέλων στα Ιεροσόλυμα και τον Φεβρουάριο τού 1962 τυπικάρης στον Μοναστηριακό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου υπηρέτησε για τρία περίπου χρόνια (μέχρι τον Αύγουστο τού 1965). Στο διακόνημα τού τυπικάρη υπηρέτησε με πολύ ζήλο και ήταν πολύ αυστηρός όσον άφορα στην εκκλησιαστική τάξη και την τήρηση της. Ή πνευματική άλλωστε ακρίβεια πού τον χαρακτήριζε, αντικατοπτριζόταν σε κάθε διακόνημα πού αναλάμβανε, πολύ δέ περισσότερο στην τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών, οι όποιες αποτελούσαν το καθημερινό του εντρύφημα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος:
«Γνώρισα τον π. Φιλούμενο κατά τα έτη 1964-1966. Τότε ήμουν μαθητής της Ε' και Στ' τάξης του Γυμνασίου και ταυτόχρονα υπηρετούσα ως νεωκόρος στον Άγιο Κωνσταντίνο Εκεί ήταν τυπικάρης ό π. Φιλούμενος. Και τον θυμόμαστε Τον ζήσαμε. Ήταν άνθρωπος ευσεβής, άνθρωπος μοναχικός, αφιερωμένος, φιλακόλουθος. Άκουγα μάλιστα από τον φίλο του, τον μακαριστό Μητροπολίτη Βόστρων' Υμέναιο, ότι είχε τα εκκλησιαστικά βιβλία και στο σπίτι και διάβαζε εκεί όσες ακολουθίες δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε στην εκκλησία. Αγαπούσε τις ακολουθίες και, ως τυπικάρης πού ήταν, επέμενε πολύ στην ακριβή τέλεση τους. Και θυμάμαι ακόμα πού, όταν κάποιες φορές εμείς βιαζόμασταν στην ανάγνωση τού Ψαλτηρίου ή παραλείπαμε κάτι, αυτός το αντιλαμβανόταν και ερχόταν και μάς έπέπληττε.»
Συμπληρώνει ό Αρχιεπίσκοπος Μαραθώνος Μελίτων:
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν τυπικάρης, εμάς, τα παιδιά πού διακονούσαμε στο αναλόγιο, μάς αγαπούσε πολύ. Πηγαίναμε εκεί πρωί-πρωί, για να κανοναρχήσουμε, και αυτός μάς ετοίμαζε τα βιβλία και μάς εξηγούσε το κάθε τί:
› Το μικρό βιβλίο το θέλουμε γι' αυτόν τον σκοπό, το μεγάλο για εκείνο...
Μάς έμαθε να κανοναρχούμε και να αγαπούμε το ψαλτήρι. Ήθελε όμως να διαβάζουμε σωστά και μάς παιδαγωγούσε. Έτσι, όταν κάναμε λάθος στην ανάγνωση των εκκλησιαστικών κειμένων, μάς διέκοπτε και μάς έβαζε να ξαναδιαβάσουμε όλο το κείμενο από την αρχή. Δεν είχε βέβαια πνεύμα τιμωρίας, αλλά μάς παίδευε μορφωτικά, όταν χρειαζόταν.
Μάς έλεγε ακόμα να φροντίζουμε τον Οίκο τού Θεού με επιμέλεια, γιατί αυτή ή φροντίδα είναι μέρος της λατρείας μας προς τον Κύριο. Γι' αυτό και επεδίωκε, ως κανονάρχες πού ήμασταν, να έχουμε υπό την ευθύνη μας την ευπρέπεια τού Μοναστηριακού Ναού των Άγιων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δεν έφείδετο κόπου και χρόνου, για να μάς συμβουλεύσει και να μάς καθοδηγήσει στο σωστό. Καταλαβαίναμε ότι μάς αγαπούσε. Ήμασταν τότε μικρά παιδιά και νιώθαμε κοντά του ασφάλεια. Νιώθαμε ότι είχαμε δίπλα μας έναν άνθρωπο πού πάντοτε ήταν έτοιμος να μάς στηρίξει. Πάντοτε είχε κάτι καλό να μάς πει, κάτι καλό να μάς διδάξει. Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα λόγια. Όλη του ή ζωή ήταν μία συμβουλή για μάς και παράδειγμα προς μίμηση.»
Παράλληλα με την ορθή και ακριβή τέλεση των ακολουθιών, ό Άγιος ήθελε να μεταδώσει στα παιδιά την αγάπη για την αρχαία ελληνική γλώσσα, ώστε να μπορούν να κατανοούν τα εκκλησιαστικά κείμενα. Αναφέρει ό Αρχιεπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης:
«Όταν διαβάζαμε την ακολουθία και βρίσκαμε κάποια άγνωστη λέξη, για να μας διδάξει, μας ρώταγε:
› Ξέρετε τί είναι αυτό;
Και μάς εξηγούσε. Αυτός ήταν και ό καλύτερος τρόπος για να μάθουμε. Πολλές φορές, μάλιστα, μάς έβρισκε και μάς ρωτούσε και έκτος της εκκλησίας, γιατί φαίνεται ότι είχε πολλή αγάπη στη γραμματική και το συντακτικό. Ήξερε όλους τούς κανόνες, τις εξαιρέσεις, τα ανώμαλα ρήματα και μάς τα μάθαινε. Είχαμε μαζί του μία απλή και ταπεινή σχέση, ταυτόχρονα όμως τον σεβόμασταν πάρα πολύ.»
Μετά την τριετή διακονία του στον Άγιο Κωνσταντίνο, ό Άγιος Φιλούμενος διορίστηκε Ηγούμενος στην’ Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως στη Ραμάλα (Αύγουστος του 1965 - Αύγουστος τού 1967), όπου υπηρέτησε και αργότερα για άλλα τρία χρόνια (Ιανουάριος τού 1976 - Μάιος τού 1979).Έκεΐ είχε ένα ορθόδοξο αραβόφωνο ποίμνιο μερικών χιλιάδων, το όποιο διακόνησε με πατρική αγάπη και πόνο, γι' αυτό και απέκτησε πολύ νωρίς τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομόναχου και πνευματικού. Αν και ή σοβαρότητα και ή σύνεση πού τον χαρακτήριζαν τον έκαναν να φαίνεται κάποτε απρόσιτος, εντούτοις, όσοι τον πλησίαζαν, αμέσως αντιλαμβάνονταν την πηγαία αγάπη, με την όποια περιέβαλλε αδιάκριτα τον κάθε άνθρωπο είτε αυτός άνηκε στο ποίμνιο του είτε όχι. Πολλοί, μάλιστα, τον σέβονταν και τον ευλαβούνταν ως άγιο από τον καιρό πού ήταν ακόμα εν ζωή. Θυμάται ή Μαριλέν Οdeh (εκπαιδευτικός στη Ραμάλα):
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν Ηγούμενος στην περιοχή μας, στη Ραμάλα, έρχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας, γιατί ή μητέρα μου έψαλλε στην εκκλησία κι έτσι είχαμε καλές σχέσεις με όλους τούς μοναχούς του Πατριαρχείου πού διορίζονταν έδώ. Έχουμε πάρα πολύ καλές αναμνήσεις άπ' αύτόν. 'Ο αδελφός μου, ό Σαμίρ ό όποιος ήταν τότε μικρό παιδάκι -δυόμισι έως τριών ετών-, καθόταν πάντοτε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τού διηγείται βίους άγιων. Γενικά, είχε πολύ καλή επικοινωνία με το ποίμνιο του, αλλά μ' εμάς ήταν σαν να είμαστε μία οικογένεια.
Όμως, παρόλο πού είχαμε αυτή την άνεση μεταξύ μας, οι επισκέψεις του ήταν πάντοτε «μετρημένες», πνευματικές, ίσως γιατί και ό ίδιος ήταν πάρα πολύ αυστηρός στο πρόγραμμα και τις αρχές του.
Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τότε φαινόταν ότι είχε κάτι ξεχωριστό. Ξεχώριζε από τούς υπόλοιπους ανθρώπους. Χωρίς να τού μιλάς, ένιωθες κοντά του ειρήνη, σιγουριά, ασφάλεια. Και αυτός καταλάβαινε τί ήθελες, χωρίς να χρειαστεί να τού μιλήσεις, δίνοντας σου μάλιστα πολλές φορές και την απάντηση πού χρειαζόσουν. Όταν μιλούσε, ήταν πάρα πολύ ήρεμος. Και σου μετέδιδε αυτή την ηρεμία. Μιλούσε για τον Χριστό, για την Εκκλησία, για την Ορθοδοξία.
Από τον καιρό πού ζούσε, νιώθαμε ότι όλα όσα είχαμε διαβάσει για τούς άγιους και τη ζωή τους εκπληρώνονταν σ'αυτόν τον άνθρωπο.»
Οι πολλοί πνευματικοί αγώνες τού Αγίου Φιλουμένου, καθώς και ή ανυπόκριτη αγάπη με την όποια περιέβαλλε το ποίμνιο του, προσείλκυαν τούς ανθρώπους, οι όποιοι αισθάνονταν κοντά του παρηγοριά και ανάπαυση. Όλοι γνώριζαν ότι στο πρόσωπο του θα βρουν τον καλόν ποιμένα τον αληθινό πνευματικό πατέρα, τον γνήσιο μαθητή του Χριστού. Ή Χάρη του Θεού τον συνόδευε παντού και πλησίον του αντιλαμβάνονταν τις ενέργειες της, ακόμη και με μόνη την απλή παρουσία του. Διηγείται ό π. Ίσσα Χούρη:
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν Ηγούμενος στη Ραμάλα, εγώ ήμουνα στο Μπίρ Εέιτ και δεν είχα ίερωθεί ακόμα. Επειδή ό πατέρας μου ήταν πρωτοψάλτης, γνώριζε όλους τούς ιερείς πού περνούσαν από την περιοχή μας και έτσι είχαμε γνωρίσει και τον Άγιο. Τον θυμάμαι. Ήταν πράος και πάρα πολύ ήρεμος άνθρωπος. Όταν κουβεντιάζαμε, μιλούσε μόνο για πνευματικά θέματα. Του άρεσε πολύ να μιλά για τον Θεό και τούς άγιους, για τον καθημερινό μας αγώνα ως χριστιανοί. Απ' αυτόν είχα μάθει πάρα πολλά, τα όποια με βοήθησαν ως άνθρωπο και ως ιερέα. Αλλά δεν ήταν μόνο οι συζητήσεις μας μαζί του. Πολλές φορές ή παρουσία του και μόνο μάς παρηγορούσε και κατεύναζε τις θλίψεις και τα προβλήματα μας. Ή αγιότητα πού είχε πληροφορούσε την καρδία μας, ώστε θέλαμε συνέχεια να τον συναντάμε... Να είμαστε κοντά του».
Έκτος από το ποίμνιο του ό Άγιος αγαπούσε πολύ και τούς Αγιοταφίτες πατέρες -ιδιαίτερα τούς μικρότερους-και, όταν τον επισκέπτονταν στη Ραμάλα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τούς ενισχύσει και να τούς στηρίξει. Θυμάται ό π. Ευσέβιος:
«Όταν ήταν ή εορτή της Μεταμορφώσεως και πανηγύριζε ή Μονή στη Ραμάλα πήγαινε εκεί πέρα πάρα πολύς κόσμος. Και επειδή οι Ηγούμενοι, όταν γιορτάζει ή εκκλησία τους, πάντα κάνουν τραπέζι, το ίδιο έκανε και ό Άγιος Φιλούμενος. Τον θυμάμαι, λοιπόν, αύτη τη μέρα να τρέχει συνεχώς πάνω-κάτω. Ό ίδιος δεν έτρωγε καθόλου, για να μάς εξυπηρετεί. Εμάς, τούς νεότερους διακόνους, μάς αγαπούσε ιδιαίτερα. Ίσως λόγω ηλικίας, πού ήμασταν νεότεροι ίσως επειδή είχαμε πολλές δυσκολίες στα πνευματικά, στα οικονομικά διότι και οικονομικά πολλές φορές μάς βοηθούσε. Έτρεχε, λοιπόν, πάνω-κάτω και έλεγε:
› Έφαγες π. Ευσέβιε; Έφαγες π. Γρηγόριε; Χόρτασες; Τί σού λείπει; Φρούτο έφαγες; Γλυκό έφαγες; Πάρε, πάρε!
Καθόμασταν, λοιπόν, εκεί πέρα και τρώγαμε, τραγουδούσαμε τραγούδια εθνικά, αραβικά και ελληνικά και ψάλλαμε. Μάλιστα, βάζαμε και τον π. Φιλούμενο να ψάλλει, γιατί ήταν γνώστης της μουσικής. Τώρα είναι ή σειρά σου, τού λέγαμε, και κάναμε όλοι απόλυτη ησυχία, επειδή ήταν ισχνή ή φωνή του και έπρεπε να ακούγεται. Αυτός έψαλλε και εμείς ίσοκρατούσαμε.»
Συμπληρώνει ό Αρχιεπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης:
«Πιο πολύ μάλιστα τού άρεσε να ψάλλει τα Κατανυκτικά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τα τροπάρια δηλαδή πού ψάλλουμε στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς. Και το παράξενο ήταν ότι, όταν έψαλλε ό Άγιος, δέ θέλαμε να σταματήσει. Αν και ή φωνή του ήταν αδύνατη, εντούτοις μάς μετέδιδε κάτι πάρα πολύ δυνατό. Είχε βέβαια τη γνώση και μπορούσε να αποδώσει πολύ καλά τα μουσικά, αλλά είχε και πολύ μεγάλη ευλάβεια. Έψαλλε έκ ψυχής. Ζούσε την κάθε λέξη των τροπαρίων και αυτό το βίωμα του το μετέδιδε και σ' εμάς τούς νεότερους.»
Ανάμεσα στους δύο διορισμούς του στη Ραμάλα, ό Άγιος Φιλούμενος υπηρέτησε για τρία χρόνια στη Μονή του Αββά Θεοδοσίου (Αύγουστος 1967 - Αύγουστος 1970) και για έξι χρόνια στη Μονή τού Προφήτη Ηλία (Αύγουστος 1970 Ιανουάριος 1976). Στον Προφήτη Ηλία τον γνώρισαν Ηγούμενο πολλοί από τούς μαθητές τού Γυμνασίου, επειδή εκεί πήγαιναν πολύ συχνά εκδρομές.
Θυμάται ό π. Ευσέβιος:
«Ανάμεσα στις εξόδους πού πηγαίναμε κάθε Κυριακή, πηγαίναμε και στον Προφήτη Ηλία. Θυμάμαι, λοιπόν, τον Άγιο με το γκρίζο αντερί του -τού άρεσε πολύ το χρώμα αυτό-, με το σκουφάκι του το μοναχικό να ανεβοκατεβαίνει τα πολλά σκαλιά τού Προφήτη Ηλία για να μάς εξυπηρετήσει. Και θυμάμαι πού μάς μάζευε εκεί πέρα στη σκιά ενός δένδρου, μάς έβαζε να καθίσουμε και μάς μιλούσε. Μάς έλεγε για τον Πανάγιο Τάφο και για την αγάπη πού πρέπει να έχουμε για τα προσκυνήματα πού υπηρετούμε. Μάς διηγείτο βίους άγιων ή μάς έλεγε αποσπάσματα από τούς Πατέρες της' Εκκλησίας, για τα όποια μάλιστα, όταν μάς ξανάβλεπε, έκανε ερωτήσεις μάς "εξέταζε", για να δει αν τα θυμόμασταν.
Άλλοτε πάλι, μάς έλεγε συμβουλές δικές του, στηριγμένες σε βίους άγιων. Τον θυμάμαι, για παράδειγμα, πού μάς έλεγε συχνά:
› Να κάνετε κάθε μέρα προσευχή και, όταν θα γίνετε αργότερα Αγιοταφίτες μοναχοί, να μάθετε τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας από στήθους. Διότι όλοι οι μοναχοί ξέρουν τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας, όπως και το Απόδειπνο και προσεύχονται το βράδυ. Ένα πράγμα να μην ξεχνάτε και ποτέ να μην το παραβιάζετε: Εάν δεν μπορείτε να λέτε την ακολουθία όρθιοι, αν είστε κουρασμένοι ή άρρωστοι, ποτέ να μην την παραλείπετε. Να τη λέτε έστω καθιστοί, έστω στο κρεβάτι.
Κάποτε μάς έψελνε εκεί πού ήμασταν μαζεμένοι, γιατί ήθελε να μεταδώσει αυτό το τάλαντο της μουσικής, όπου μπορούσε. Μάς έλεγε:
› Αυτό είναι ήχος τάδε· ακούστε πώς πάει...
Και μάς το έψαλλε. Μάλιστα τού άρεσε και ήθελε να μεταφέρει τον ιεροσολυμίτικο τρόπο ψαλσίματος, τις ιδιαιτερότητες τόσο τις λειτουργικές όσο και τις ψαλτικές τού Πατριαρχείου. Έπειτα μάς κερνούσε φρούτο, καραμέλες ή ακόμα κα! σοκολάτες ή παγωτό, όταν ήτανε Κυριακή και δεν ήτανε νηστεία, και μετά φεύγαμε.»
Ό Άγιος διακονούσε με αγάπη και τούς προσκυνητές, πού μαζεύονταν στη Μονή για τη γιορτή τού Προφήτη Ηλία. Έφθαναν εκεί άνθρωποι από διάφορες πόλεις τού Ισραήλ -κυρίως Άραβες ορθόδοξοι-, για να προσκυνήσουν και να φέρουν τάματα και λαμπάδες. Όλους έτρεχε να τούς δει, να τούς εξυπηρετήσει, φροντίζοντας μάλιστα πέρα από τη φιλοξενία να τούς προσφέρει και λόγο πνευματικό. Οι κοσμικές συζητήσεις δεν τον ενδιέφεραν. Όταν επρόκειτο να μιλήσει για τον Θεό, τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Γινόταν ό ποιμήν ό καλός, ό όποιος ανησυχούσε για τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του. Ήθελε με κάθε τρόπο να γνωρίσουν και να μάθουν να αγωνίζονται γι' Αυτόν, στον Όποιον πιστεύουν. Κα! ό λόγος του, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν, αποτυπωνόταν στις καρδιές των ανθρώπων, διότι δεν ήταν απλή παράθεση θεωριών, αλλά αντανακλάση, τα δικά του πνευματικά βιώματα. Αναφέρει η μοναχή Ευπραξία:
«Ό Άγιος Φιλούμενος ήταν πάρα πολύ ολιγόλογος. Όταν όμως πηγαίναμε στο προσκύνημα πού διακονούσε, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας, πάντοτε έκανε ένα σύντομο και απλό κήρυγμα. Μάς έλεγε, για παράδειγμα, να έχουμε ταπείνωση, να έχουμε αγάπη, να ήμαστε ελεήμονες...
› Να λέτε την Ευχή, και η ευχή θα τα κανονίσει όλα. Όταν λέτε την Ευχή, μη φοβείστε τίποτα.
Αλλά κι ό ίδιος ζούσε την Ευχή, ή όποια δεν έλειπε ο από το στόμα του. Περπατούσε κα έβλεπες συνεπώς τα Χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Έφραίμ τον Σύρο, τον Άγιο Έφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα τού Αγίου Ιωάννου τού Σιναιτου, την Αγία Γραφή...
Μας έλεγε:
› Το Ευαγγέλιο να μη μας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διάβαζε τε τακτικά.»
Μετά τη διακονία του στο Προφήτη Ηλία και τη Ραμάλα, ό Άγιος Φιλούμενος μετατέθηκε, στις 8 Μαΐου τού 1979, στο Φρέαρ του Ιακώβ, όπου υπηρέτησε μέχρι και τον μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους.
(Από το βιβλίο «Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», «ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ. ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ», Άπαντα Ορθοδοξίας)
O Ουίλιαμ Νταλρίμπλ και η μαρτυρία του για τον Άγιο Φιλούμενο στο Φρέαρ του Ιακώβου
Γύρω στο 570 μ.Χ., κι αφού είχε ήδη περιβληθεί το μοναχικό σχήμα στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου, ο Ιωάννης Μόσχος αποσύρθηκε στην έρημο για να περάσει δέκα χρόνια σ’ ένα μοναστήρι χτισμένο σε μια απομακρυσμένη σπηλιά στη Φαράν, βόρεια της Ιερουσαλήμ. Λέγεται ότι η Φαράν, το σημερινό Έιν Φάρα, είναι το παλιότερο μοναστήρι στην Παλαιστίνη. Το θεμελίωσε στις αρχές του τετάρτου αιώνα ο σπουδαίος βυζαντινός ερημίτης Άγιος Χαρίτων, ο οποίος, απ’ ότι λένε, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά, πάνω από τα καθάρια νερά μιας πηγής. Γύρω του συγκέντρωσε μια κοινότητα από ομοϊδεάτες του - ασκητές όλοι, οι οποίοι ζούσαν μια ζωή σιωπής, αυτοαναίρεσης και αυστηρής νηστείας, διανθισμένη με πολύωρες προσευχές.
Διακόσια χρόνια αργότερα, εκείνο που προσέλκυσε το Μόσχο στο μοναστήρι δεν ήταν τόσο η αρχαιότητά του, όσο η σοφία του ηγουμένου του, του άμπα Κοσμά του Ευνούχου. Σ’ ένα σημαντικό κεφάλαιο του Λειμωνάριου ο Μόσχος αναφέρει ότι ο Κοσμάς ήταν εκείνος που του έδωσε πρώτος την ιδέα να συλλέξει τα αποφθέγματα των πατέρων:
«... την ώρα που [ο αβάς Κοσμάς] μου μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, θυμήθηκε έναν αφορισμό του Αγίου Αθανασίου, που ήταν αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και μου είπε ο γέροντας, Όταν ακούς τέτοια λόγια, αν δεν έχεις μαζί σου χαρτί, γράψε το πάνω στα ρούχα σου.»
Τέτοιο πόθο είχε ο αβάς Κοσμάς για το λόγο των Αγίων Πατέρων μας και των διδασκάλων. Αυτή ήταν η συμβουλή που αργότερα θα έδινε στο Μόσχο το έναυσμα για να συντάξει το Λειμωνάριο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να διασώσει την ιστορία των μοναχών της βυζαντινής Παλαιστίνης, μια ιστορία που κατά τ’ άλλα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγραφη.
Εντελώς συμπτωματικά, στο ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού, στον Άθω, είχα συναντήσει έναν καλόγερο που υποστήριζε ότι ήταν ο τελευταίος ερημίτης που είχε ζήσει στην ίδια ακριβώς σπηλιά με το Μόσχο, στο Έιν Φάρα. Ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν μια ψηλόκορμη, κοκκινοπρόσωπη φιγούρα με ξεθωριασμένο ράσο, τα μαλλιά του τραβηγμένα πίσω σ’ ένα μικρό κοτσιδάκι, όπως το συνηθίζουν οι ορθόδοξοι ιερείς, και γκρίζα γενειάδα, άγρια και μπερδεμένη, όπως είναι η γενειάδα του Ιωάννη του Βαπτιστή σε κάποιες πρώιμες βυζαντινές εικόνες. Είχα πέσει πάνω του κατά τύχη, στη διάρκεια μιας απογευματινής βόλτας μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, στη βιβλιοθήκη της μονής των Ιβήρων, είχα ξεθάψει το χειρόγραφο του Λειμωνάριου. Ζούσε μόνος του σε μια μικρή ξύλινη καλύβα, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους, ψηλά πάνω από τις Καρυές. Ήταν ένας τόπος ειδυλλιακός, ένα γαλήνιο και φωτεινό ησυχαστήριο ανάμεσα σε κρίνους και λιοπρίνους, με εκπληκτική θέα που αγκάλιαζε τους ασημόχρωμους τρούλους της Ρωσικής Μονής, για να κατρακυλήσει ακόμη πιο χαμηλά και πιο μακριά, μέχρι το βαθύ, ραγισμένο γαλάζιο του Αιγαίου. Αυτό όμως, μου είπε ο αμπούνα Αλέξανδρος, δεν ήταν το σπίτι του- εκείνος θα ήθελε να βρίσκεται αλλού· μετακόμισε σ’ ετούτη την ελληνική βουνοκορφή, γιατί τον είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στους Αγίους Τόπους.
Τα περισσότερα χρόνια του ενήλικου βίου του, μου εξήγησε, τα είχε περάσει ζώντας σαν τους πατέρες της ερήμου στη σπηλιά του Έιν Φάρα, χίλια πεντακόσια χρόνια μετά την θεμελίωση του μοναστηριού από τον Άγιο Χαρίτωνα. Όμως ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν ο τελευταίος συνεχιστής εκείνης της παράδοσης. Δέκα περίπου χρόνια μετά την κατάληψη και την κατοχή της Δυτικής Όχθης από τους Ισραηλινούς είχε αρχίσει να δέχεται απειλές για τη ζωή του· , πίστευε ότι προέρχονταν από μια σκληροπυρηνική ομάδα Ισραηλινών, που είχαν ιδρύσει έναν οικισμό εκεί κοντά. Κάποια στιγμή, ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1979, ο πνευματικός του πατέρας, που ήταν και μακρινός συγγενής του, ένας έλληνας μοναχός που λεγόταν Φιλούμενος, πραγματικά κατακρεουργήθηκε μέσα στο κελί του στο Πηγάδι του Ιακώβ κοντά στη Ναμπλούς.
Κάποιος είχε δηλητηριάσει τα σκυλιά του και του είχε επιτεθεί με τσεκούρι, για να αποτεφρώσει έπειτα το πτώμα ανατινάζοντάς το με μια χειροβομβίδα. Λίγο καιρό αργότερα ο αμπούνα Αλέξανδρος επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ και βρήκε το εκκλησάκι της σπηλιάς του βεβηλωμένο τα βιβλία του και τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν καμένα και σκορπισμένα στο έδαφος. Ο άμβωνας της μικρής εκκλησίας είχε διαλυθεί σ’ εκατό κομμάτια. Ο ερημίτης το ’σκασε, πήρε πλοίο για την Αθήνα και με τον καιρό κατέληξε στον Άθω. Έκτοτε η σπηλιά και η πηγή αποτελούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, μέρος κάποιου νέου οικισμού.
Όπως πολλοί ερημίτες, έτσι και ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα εκκεντρικός, ένας σαλός που μιλούσε σε μια κουκουβάγια, το κατοικίδιο ζωάκι του, τάιζε τις σαύρες και ισχυριζόταν ότι πού και πού δεχόταν επισκέψεις από αγγέλους. Ήταν ένας άντρας του οποίου τα λόγια δεν έπρεπε μάλλον να τα παίρνεις τοις μετρητοίς. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα έκπληκτος όταν, στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, στην παλιά πόλη, διαπίστωσα ότι πολλά απ’ όσα μου είχε πει είχαν πράγματι συμβεί. Ένας γενειοφόρος έλληνας μητροπολίτης, που είχε γνωρίσει το Φιλούμενο και τον Αλέξανδρο, μου έδειξε ένα φάκελο γεμάτο αποκόμματα εφημερίδων τα οποία αναφέρονταν στη βεβήλωση της σπηλιάς του Αγίου Χαρίτωνα και στην άγρια δολοφονία στο Πηγάδι του Ιακώβ.
Έμαθα ότι για το έγκλημα είχε κατηγορηθεί ένας διανοητικά καθυστερημένος Ισραηλινός από το Τελ Αβίβ, που θεωρήθει υπεύθυνος και για δύο ακόμη δολοφονίες. Μέχρι και στο μαρτύριο της Ορθόδοξης Ιερατικής Σχολής πήγε στο Όρος Σιών, όπου το θρυμματισμένο κρανίο και λίγα από τα τσακισμένα κόκαλα του πατέρα Φιλούμενου αποτελούν μόνιμα -αν και αρκετά μακάβρια- εκθέματα, ντυμένα με το παλιό του ράσο, προσμένοντας μια πιθανή αγιοποίηση.
› Είναι άγιος!
Με διαβεβαίωσε ο αμπούνα Αριστόπουλος, ο γεμάτος ζήλο νεαρός καλόγερος που με ξενάγησε στο μαρτύριο:
› Ο αμπούνα Φιλούμενος δεχόταν πολλά τηλεφωνήματα από φανατικούς Εβραίους, που του έλεγαν ότι έπρεπε να φύγει απ’ το Πηγάδι του Ιακώβ, ότι το Πηγάδι ήταν δικός τους ιερός τόπος και όχι δικός μας. Όταν δηλητηρίασαν τα σκυλιά του, ο πατριάρχης του είπε ότι καλά θα έκανε να σηκωθεί να φύγει και να έρθει να μείνει στην Ιερουσαλήμ, όπου θα ήταν πιο ασφαλής. Όμως κάθε φορά που του το πρότεινε, ο αμπούνα Φιλούμενος απαντούσε αρνητικά. Διάβαζε τον Εσπερινό όταν τον βρήκε ο δολοφόνος κι άρχισε να τον τεμαχίζει με το τσεκούρι.
› Δεν τον σκότωσε μια κι έξω;
› Όχι», απάντησε ο μοναχός.
› Πρώτα τον χτύπησε πολλές φορές με το τσεκούρι: του έκοψε τα χέρια, έπειτα τα πέλματα, μετά τα πόδια. Τον έκανε κομμάτια. Πολύ τρομακτικό. Τη χειροβομβίδα την πέταξε στο τέλος.
Με έκφραση φρίκης στο πρόσωπό του, ο αμπούνα Αριστόπουλος έκανε το σταυρό του.
› Ξέρετε, όταν πριν από τέσσερα χρόνια του έκαναν ένα μικρό μνημόσυνο, ξέθαψαν το λείψανο και διαπίστωσαν ότι το σώμα του ήταν αναλλοίωτο.
› Μα πώς μπορεί να ήταν αναλλοίωτο, αφού το είχαν ήδη τεμαχίσει και το είχαν κάψει κιόλας;
› Εντάξει, όχι εντελώς αναλλοίωτο, παραδέχτηκε ο μοναχός. Πάντως, η κατάσταση στην οποία είχε διατηρηθεί ήταν μεγάλο θαύμα. Μετά απ’ αυτό σημειώθηκαν θαύματα μεταξύ των οποίων και ίαση ασθενών- και πολλοί είδαν τον πατέρα Φιλούμενο σε όραμα. Κι εγώ είδα μερικά οράματα.
› Έχετε δει τον πατέρα Φιλούμενο;
› Τον έχω δει στα όνειρά μου, είπε ο Αριστόπουλος. Επίσης τον έχω μυρίσει.
› Δεν καταλαβαίνω, είπα. Νόμιζα ότι είπατε πως το σώμα του δεν είχε αλλοιωθεί.
› Όχι, όχι, είπε ο αμπούνα Αριστόπουλος. Ήταν καλή μυρωδιά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο το ελληνικό προξενείο έδωσε εντολή σ’ όλους τους Έλληνες να επιστρέφουν στην πατρίδα. Η ιερατική σχολή έκλεισε και όλοι οι μαθητές έφυγαν. Ήμουν μόνος εδώ. Κλείδωσα το παρεκκλήσι κι έμεινα τρεις μήνες στο δωμάτιό μου, στον πάνω όροφο, με την αντιασφυξιογόνο μάσκα μου, εξαιτίας των πυραύλων Σκουντ του Σαντάμ. Έπειτα, το Μάρτιο, όταν τελείωσε ο πόλεμος, ήρθα και ξεκλείδωσα την πόρτα. Η τελευταία φορά που είχα μπει εδώ μέσα ήταν την Πρωτοχρονιά. Είχες την αίσθηση ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη λιβάνι, μια βαριά μυρωδιά, τόσο ωραία, τόσο γλυκιά. Ερχόταν από τον Άγιο Φιλούμενο.
Έτσι λοιπόν -σκέφτηκα- άρχιζαν οι διάφορες ιστορίες για θαύματα. Μίλησα στον πατέρα Αριστόπουλο για τη συνάντησή μου με τον πατέρα Αλέξανδρο και για την ιστορία που μου είχε διηγηθεί σχετικά με την εισβολή στη σπηλιά του. Ο Αριστόπουλος αποκρίθηκε ότι οι επιθέσεις σε ιδιοκτησίες της εκκλησίας δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, είπε, το δωμάτιο όπου βρισκόμασταν είχε δεχτεί επίθεση από έναν ισραηλινό στρατιώτη που είχε πυροβολήσει πολλές φορές το εικονοστάσι, προτού τελικά τραυματιστεί -έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν ο αμπούνα Αριστόπουλος- από μια σφαίρα, που ως εκ θαύματος εξοστρακίστηκε, αφού πρώτα χτύπησε πάνω σε μια εικόνα της Θεοτόκου.
Διασταυρώνοντας αυτές τις ιστορίες στο αρχείο της περισσότερο νηφάλιας JERUSALEM POST και στις διάφορες εκκλησίες της Ιερουσαλήμ, διαπίστωσα ότι από τις αρχές του 1970 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε πράγματι σημειωθεί κύμα επιθέσεων σε βάρος της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας. Μια εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ένα εκκλησάκι των Βαπτιστών κι ένα χριστιανικό βιβλιοπωλείο είχαν όλα καεί ολοσχερώς -υπεύθυνοι ήταν, υποτίθεται, φανατικοί ορθόδοξοι χαρεντίμ-, ενώ οι μαθητές ενός κοντινού γιεσίβα είχαν επιδοθεί σε βανδαλισμούς στο Ναό της Κοίμησης. Είχαν επίσης σημειωθεί αλλεπάλληλες αποτυχημένες απόπειρες εμπρησμού της αγγλικανικής εκκλησίας (χρειάστηκε ν’ αντικατασταθούν οι ξύλινες πόρτες με ατσάλινες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανθίστανται στις επανειλημμένες κρούσεις των επίδοξων εμπρηστών), αλλά και δύο ακόμη εκκλησιών στην Άκρα (έναν ελληνορθόδοξο ναό στην παλιά πόλη κι ένα προτεσταντικό εκκλησάκι στα καινούργια προάστια του Ισραήλ), καθώς και μιας αγγλικανικής εκκλησίας στη Ράμλε.
Υπήρχε και συνέχεια. Στο λόφο της Σιών το προτεσταντικό νεκροταφείο που είχε ήδη υποστεί ζημιές στο διάστημα μεταξύ 1948 και 1967, όταν αποτελούσε τμήμα της νεκρής ζώνης ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία, είχε γίνει στόχος ιερόσυλων όχι μία, ούτε δύο, αλλά οκτώ φορές. Το επισκέφθηκα: σχεδόν όλες οι ταφόπλακες ήταν διαλυμένες, μεταλλικοί σταυροί κείτονταν παραμορφωμένοι και μερικά από τα μνήματα είχαν παραβιαστεί· το μοναδικό μαυσωλείο που στεκόταν όρθιο έφερε αμέτρητα σημάδια από σφαίρες. Όπως το έθεσε ο εφημέριος Ναΐμ Άτικ του αγγλικανικού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Ιερουσαλήμ, που χρειάστηκε μισή ώρα για να απαριθμήσει όσα περιστατικά ιεροσυλίας ήξερε:
› Το Ισραήλ θέλει να παρουσιάζεται ως τιμητής της θρησκευτικής ανοχής, μόνο που ολόκληρη η χώρα χτίστηκε πάνω στο σφετερισμό και την κατάσχεση χριστιανικής και μουσουλμανικής γης. Η κατάσχεση και η βεβήλωση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας είναι τακτική που ακόμη δεν έχει εγκαταλειφθεί.
(Aπόσπασμα από το βιβλίο «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», Ουίλιαμ Νταλρίμπλ, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ο Άγιος Φιλούμενος επεμβαίνει για την απεξάρτηση ναρκομανούς!
Η Ελένη Ν., η οποία κατάγεται από τη Ρόδο, ήταν για επτά χρόνια χρήστης ναρκωτικών. Παρόλο που είχε κάνει κάποιες προσπάθειες απεξάρτησης, εντούτοις πάλι επέστρεφε στα ίδια.
Δεν μπορούσε να εργαστεί και η σχέση της με την οικογένεια της είχε γίνει πολύ δύσκολη. Σε μια τελευταία προσπάθεια της μητέρας της για να τη βοηθήσει, μετέβησαν στην Αθήνα, όπου εισήχθη σε κέντρο απεξάρτησης. Εκεί όμως δεν συνεργαζόταν καθόλου με τους ειδικούς· φώναζε, θύμωνε, χτυπούσε. Η μητέρα της απελπισμένη προσευχόταν στον Άγιο Φιλούμενο, για τον οποίο είχε ακούσει πολλά, και τον παρακαλούσε να την βοηθήσει.
Μια μέρα η Ελένη ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όταν αποκοιμήθηκε, η μητέρα της κλαίγοντας προσευχήθηκε πάλι στον Άγιο Φιλούμενο. Ταυτόχρονα παρακάλεσε και κάποιο γνωστό της να ψάλλει εκείνη την ώρα τον Παρακλητικό του κανόνα. Όταν αργότερα ξύπνησε η Ελένη, ήταν συγκλονισμένη από ένα πολύ παράξενο όνειρο που είχε δει. Είδε στον ύπνο της ότι έτρωγε με μανία ένα μαύρο γάτο. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένας ιερέας, ο οποίος της άρπαξε τον γάτο και της είπε αυστηρά:
› Φτάνει πια! Δεν θα ξαναφάς άλλο απ’ αυτό!
Η Ελένη σαστισμένη του είπε:
› Ποιος είσαι εσύ και πώς βρέθηκες εδώ;
Ο ιερέας της απάντησε:
› Είμαι από την Κύπρο, αλλά ήλθα τώρα προσωρινά στην Αθήνα για να σε βοηθήσω.
Η Ελένη μετά το όνειρο ξύπνησε με εντελώς διαφορετική διάθεση, συνεργάστηκε με τους ειδικούς και σε σύντομο χρονικό διάστημα γύρισε στο σπίτι της.
Τώρα είναι καλά, εργάζεται κανονικά και η σχέση της με τους οικείους της έχει αποκατασταθεί.
(Από το βιβλίο «Άγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου, Ορούντα, Κύπρος, Πεμπτουσία)
Απολυτίκιον. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτην.
Της Ορούντης τον γόνον, νήσου Κύπρου το βλάστημα και ιερομάρτυρα νέον Ιακώβ θείου Φρέατος, Φιλούμενον τιμήσωμεν, πιστοί, ως πρόμαχον της πίστεως ημών, και αήττητον οπλίτην Χριστού της αληθείας, πόθω κράζοντες‧ δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε αφθαρτίσαντι, δόξα τω σε ημίν χειραγωγόν προς πόλον δείξαντι.
Έτερον Απολυτίκιον ήχος πλ. α'.
Σαμαρείτιδος βίον πάτερ μιμούμενος, κατηκολούθησας χαίρων τω Ζωοδότη Χριστώ, και το Φρέαρ Ιακώβ τανυν κατέλαβες, ένθα εκέρδισας λαμπρώς παραδείσου την τρυφήν, αγώσι του μαρτυρίου Φιλούμενε ιερομάρτυς των Ορθοδόξων νέον καύχημα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Τον ανατείλαντα ως άστρον νεαυγέστατον τη Εκκλησία του Χριστού αρτίως μέλψωμεν, μαρτυρίου ταις ακτίσι και θαυμασίων ταις βολαίς νεοφανέντα ιερόαθλον, ού ηφθάρτισε το σκήνωμα ο Ύψιστος, πόθω κράζοντες‧ χαίροις, μάκαρ Φιλούμενε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, της Ορούντης σεπτός βλαστός, χαίροις, νήσου Κύπρου πολυτίμητος θησαυρός, χαίροις, Εκκλησίας της Μόρφου ωραιότητης, Φιλούμενε, μαρτύρων νέων υπόδειγμα.
Πηγή: Χώρα του Αχωρήτου, Ιερά Μονή Παντοκράτορος, Άπαντα Ορθοδοξίας, Άπαντα Ορθοδοξίας, Πεμπτουσία, Διακόνημα
Εμπειρογνώμονας σε θέματα ασφάλειας και σε αυτά που σχετίζονται με την Τουρκία, ο Δρ. Erdoan Shipoli, λέει ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι σκληρός μόνο σε δηλώσεις κατά του Ισραήλ και όχι με συγκεκριμένες ενέργειες.
Ο άγιος Brendan του Birr ήταν ένας από τους πρώτους Ιρλανδούς μοναχούς αγίους. Ήταν μοναχός και έπειτα ηγούμενος του 6ου αιώνα. Είναι γνωστός σαν “άγιος Brendan ο γηραιότερος” προκειμένου να τον ξεχωρίζουν από τον φίλο του άγιο Brendan τον πλοηγό. Ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους της Ιρλανδίας, φίλος και υποτακτικός του αγίου Columba, και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Στην Χριστιανική Ιρλανδία η παράδοση των Δρυίδων κατέρρευσε με την εξάπλωση της νέας πίστης. Η μελέτη των Λατινικών και της Χριστιανικής Θεολογίας στα μοναστήρια άνθησε. Ο Brendan έγινε μαθητής στο μοναστηριακό σχολείο στο μοναστήρι του Clonard. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, μερικά από τα ποιο αξιοσημείωτα ονόματα στην ιστορία της Ιρλανδικής Χριστιανοσύνης φοίτησαν στο μοναστήρι Clonard. Λέγεται ότι ο αριθμός των σπουδαστών στο Clonard έφτανε τους 3.000. Δώδεκα μαθητές οι οποίοι σπούδασαν υπό τον άγιο Finian έγιναν γνωστοί σαν οι Δώδεκα Απόστολοι της Ιρλανδίας, ο Brendan του Birr ήταν ένας από αυτούς. Στο Clonard ο Brendan έγινε φίλος και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Ίδρυσε μοναστήρι στο Birr στην κεντρική Ιρλανδία γύρω στο 540, υπηρετώντας σαν ηγούμενος. Σε παλιά Ιρλανδικά γραπτά τον χαρακτηρίζουν σαν γενναιόδωρο και ελεήμονα άντρα με έφεση στην αγιοσύνη και την πνευματικότητα και μπορούσε να διακρίνει καθαρά τον χαρακτήρα του άλλου. Τον θεωρούσαν σαν έναν από του βασικούς προφήτες της Ιρλανδίας. Αυτό μαρτυρείτε στο όνομα που του δώσανε (Προφήτης της Ιρλανδίας), και στην συμμετοχή του στην σύνοδο του Meltown, στην οποία ο άγιος Columba είχε κληθεί προκειμένου να δικαστεί για τον ρόλο του στην μάχη του Cúl Dreimhne το 561. Ο Brendan μίλησε υπέρ του αγίου Columba προτρέποντας τους κληρικούς να καταδικάσουν σε εξορία τον άγιο Columba και όχι με αφορισμό.
Η φιλία του και η υποστήριξη του για τον Columba οδήγησε σε μια σημαντική σύνδεση ανάμεσα στο Birr και στα μοναστήρια του Columba. Ένας βοηθός του Columba είπε πως ο άγιος είδε ένα όραμα στο οποίο Άγγελοι μετέφεραν την ψυχή του αγίου Brendan μετά το θάνατο του. Έπειτα έδωσε εντολή να γίνεται θεία λειτουργία προς τιμήν του. Το μοναστήρι του Brendan θα έδινε αργότερα τα Ευαγγέλια MacRegol, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...