Ἡ βασικὴ προβληματικὴ ἡ ὁποία πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ἂν ὑπάρχουν σαφῆ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπὴ καὶ μὲ πληρότητα τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Περισσότερο μάλιστα μᾶς ἐνδιαφέρει σ΄αὐτὴν τὴν διερεύνηση νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, τὸν Ρωμαιοκαθολοκισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὑπὸ τὶς πάμπολλες διασπάσεις του, διότι γιὰ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὀλιγάνθρωπη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τὴν πολυάνθρωπη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ καθολικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν γένει συνειδήσεως, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπὴ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση, ἀλήθεια καὶ πλάνη. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰώνα. Δὲν ὑπάρχει πλέον σαφῆς ὁροθετικὴ γραμμὴ ποὺ νὰ χωρίζει καὶ νὰ διακρίνει μέχρι ποῦ φθάνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ αἱρεση.
Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ἡ βασικὴ προβληματικὴ ἡ ὁποία πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ἂν ὑπάρχουν σαφῆ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπὴ καὶ μὲ πληρότητα τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης.
Περισσότερο μάλιστα μᾶς ἐνδιαφέρει σ΄αὐτὴν τὴν διερεύνηση νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, τὸν Ρωμαιοκαθολοκισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὑπὸ τὶς πάμπολλες διασπάσεις του, διότι γιὰ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὀλιγάνθρωπη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τὴν πολυάνθρωπη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ καθολικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν γένει συνειδήσεως, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπὴ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση, ἀλήθεια καὶ πλάνη. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰώνα. Δὲν ὑπάρχει πλέον σαφῆς ὁροθετικὴ γραμμὴ ποὺ νὰ χωρίζει καὶ νὰ διακρίνει μέχρι ποῦ φθάνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ αἱρεση. Κατόρθωσε ἐπὶ δεκαετίες τὸ κακῶς ὀνομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» νὰ ἀλλοιώσει τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νὰ μᾶς ταυτίσει καὶ ἰσοπεδώσει ὅλους τοὺς Ἀνατολικούς, ἐμᾶς καὶ τοὺς Μονοφυσῖτες, νὰ μᾶς πείσει ὄχι μόνο νὰ στεγαζόμαστε καὶ νὰ συσκεπτόμαστε σὲ ἐπιτροπὲς κάτω ἀπὸ τὴν κοινὴ ὀνομασία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῶς νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν Προτεσταντῶν σὲ ἐκκλησιαστικὴ διακονία μὲ τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων, ὅπως ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχει κάνει τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἐσχάτως δὲ γιὰ τὸ γάμο τῶν Κοπτῶν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ ὁράματος νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀντὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ σωτήριος μέθοδος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενοι μιὰ πίστη, μιὰ σώζουσα ἀλήθεια, νομιμοποίησαν τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ταύτισαν καὶ ἐξίσωσαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀληθὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων μὲ τὶς ψευτοδιδασκαλίες τῶν νέων ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων. Οἱ Προτεστάντες δέχθηκαν καὶ ἐπρόβαλαν τὴν γνωστὴ «θεωρία τῶν κλάδων» (branch theory), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπαρκτὲς ὁρατὲς Ἐκκλησίες. Κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἕνα τμῆμα, ἕνα κομμάτι, καὶ ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως στὸν κορμὸ τοῦ δένδρου ὑπάρχουν κλάδοι πολλοὶ ποὺ ἀποτελοῦν ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου, ἔτσι καὶ οἱ ἐπιμέρους ἐκκλησίες εἶναι ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της ὅτι εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα κατ΄αὐτοὺς δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀλλὰ ἀόρατη καὶ ἰδανική. Εἶναι ὄντως ἐφυὴς ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Ἂν ὅμως θέλει κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἱστορικά, πρέπει νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μερικοὶ κλάδοι ἀποκόπτονται ἀπό τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τρέφονται ἀπὸ τοὺς χυμοὺς ξεραίνονται καὶ καταστρέφονται, ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἄμπελο καὶ τὸ κλῆμα, τὴν κληματαριὰ δηλαδὴ καὶ τὴν κληματόβεργα, τὴν κληματίδα:
«... ἐὰν μὴ τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ καίεται.»
Ἡ θεωρία τῶν Κλάδων ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα, τὸν δεσμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλες οἱ παραφυάδες οἱ προτεσταντικὲς ποὺ ξεφυτρώνουν συνεχῶς. Καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτή, μὲ προτεσταντικὴ δηλαδὴ ἐκκλησιολογία, δικαιολογεῖται ὁ τίτλος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν», ὅπου στεγάζονται ἰσότιμα ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες. Δὲν δικαιολογεῖται ἡ δική μας συμμετοχή, σὰν νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μιὰ τέτοια παραφυάδα, καὶ συναποτελοῦμε μὲ ὅλους αὐτοὺς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν δικαιολογεῖται γιὰ μᾶς ἐπίσης οὔτε ὁ ὅρος «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ποὺ δὲν ἔλειψαν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μεγάλο ἀριθμὸ ὀπαδῶν καὶ σὲ μεγάλη γεωγραφικὴ καὶ ἐθνολογικὴ ἔκταση. Ἡ ἔκπτωση καὶ ἡ ἀποκοπὴ μιᾶς χώρας ἢ ἑνὸς ἔθνους ἀπὸ τὴν καθολικὴ τὴν οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, δὲν παραβλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δένδρο παραμένει ἑνιαῖο, ὅταν ἀποκοπεῖ ἕνα κλαδί του, ὅπως καὶ τὸ κλῆμα ὅταν ἀποκοπεῖ ἡ κληματόβεργα. Γι΄αὐτὸ ὅπως ὀρθὰ παρατηρήθηκε:
«... ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν, ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. Χωρισμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρούσα σ΄αὐτὲς τὶς χῶρες.»
Συναφὴς πρὸς τὴν «θεωρία τῶν κλάδων» εἶναι ἡ θεωρία τῆς «Περιεκτικότητας» τῶν Ἀγγκλικανῶν, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ περιέχονται, νὰ συμπεριλαμβάνονται, μέσα στὴν ἐκκλησία, θεωρώντας νόμιμη αὐτὴ τὴν εὐρύτητα καὶ τὴν πλατειὰ ἀνοχή, οἱ πιὸ ἀντίθετες διδασκαλίες καὶ ἀποκλίσεις, ἀκόμη καὶ σὲ οὐσιώδη θέματα πίστεως, ἀρκεῖ νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα τῶν διαφωνούντων. Γίνεται ἀνεκτὴ π.χ. ἡ ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων ἢ ἡ ἑρμηνεία της μὲ συμβολικὴ ἔννοια, τὰ θαύματα μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀφύσικα καὶ μυθώδη συμβάντα, ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὡς μία φυσιολογικὴ γέννηση κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ἔχει νόημα ἡ χριστιανικὴ πίστη, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν», ἀνήκει στὴ σφαῖρα τοῦ συμβολισμοῦ καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὸ γεγονός. Ἂν προσθέσουμε καὶ τὰ τολμηρὰ ἀνοίγματα τῶν Ἀγγλικανῶν στὶς μέρες μας, τὴν ἔγκριση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τὴν ἱερολόγηση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφιλοφύλων, τὰ ὁποῖα βέβαια υἱοθετήθηκαν μετὰ ἀπὸ φοβερὲς ἐσωτερικὲς διαιρέσεις καὶ διαφωνίες, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔχουν ξεπεραστεῖ ὅλα τὰ ὅρια, νομιμοποιοῦνται καὶ δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ διαφωνίες καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία γίνεται ξέφραγο ἀμπέλι, συνονθύλευμα καὶ συμπερίληψη ὅλων τῶν πλανῶν καὶ τῶν καινοτομιῶν.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ρωμαικαθολικισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ὁ Προτεσταντισμός, φαίνεται κατ΄ἀρχὴν ὅτι ὑπάρχουν ὅρια, ἀφοῦ ἰσχύει καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ ἀρχαῖο δόγμα «extra Ecclesiam nulla salus», ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Βρῆκε ἡ παπικὴ ἐκκλησιολογία τρόπο νὰ εὐρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐσιαστικῶς νὰ δεχθεῖ τὴν ἀόρατη ἐκκλησία τῶν Προτεσταντῶν. Σύμφωνα μὲ αύτὴν τὴν ἀντίληψη ἀκόμη καὶ στὶς αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ὁμάδες τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἐφόσον τελεῖται ὀρθῶς. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν βαπτισθεῖ ὀρθῶς εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀτελὴς· ὁλοκληρώνεται ὅταν τὰ μέλη αὐτῶν τῶν χωρισμένων ἀπὸ τὴν Ρώμη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων ἀναγνωρίσουν τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο δικαιοδοσίας τοῦ πάπα. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁποιασδήποτε χριστιανικῆς ὁμολογίας ὑπάγεται στὴ δικαιοδοσία τοῦ πάπα, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων εἶναι ὑπαρκτὴ καὶ πραγματική, ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὁλοκληρούμενη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Χωρὶς τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα δὲν προσφέρουν οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς τὸ θεμελιῶδες μέσο σωτηρίας, γι΄αὐτὸ εἶναι ἐλλιπεῖς. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατηρεῖ ὁ Παπισμὸς τὴν Οὐνία στὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ καὶ λατινικὴ ἱεραρχία ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν Λατῖνοι πιστοὶ.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρ. Ανδροῦτσος ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπολαμβάνει τοὺς ὀρθῶς βαπτιζόμενους ὡς:
«... de jure ἀνήκοντας εἰς αὐτὴ καὶ καθιστᾶ ἐπισκόπους διὰ τὰς παροικίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν.»
Ὁ ἴδιος ἐκτιμᾶ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ κυριαρχικοὺς καὶ ἐπεκτατικοὺς σκοπούς, διότι:
«... ἡ κατ΄ἀρχὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας βαπτίσματος εὐρύνει ὁμολογουμένως τὰ ὅρια τῆς μιᾶς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τιθέμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς τῆς αὐλῆς διατελοῦντα, ὡς ἐνίστανται ὀρθῶς Διαμαρτυρόμενοι κριτικοί.»
Ἀπὸ ὅσα ἐν συντομία ἀναπτύχθηκαν προκύπτει ὅτι ἡ καταβαλλόμενη σήμερα προσπάθεια στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης γιὰ τὴν προώθηση καὶ ἐπιβολὴ μιᾶς νέας, χωρὶς κανονικὰ ὅρια, ἐκκλησιολογίας, μὲ ἀποδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν ἑτεροδόξων, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ κάτι νέο, τὴν ἔναρξη μιᾶς νέα, δῆθεν, ἐποχῆς, ὅπως διατείνονται, μερικοὶ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενίζοντες θεολόγοι, οὔτε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους αὐτοσυνειδησία καὶ παραχώρηση πρὸς χάριν τῆς ἑνότητας. Τὸ νέο συνίσταται στὸ ὅτι ἐνέπλεξαν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ξένη προβληματικὴ καθόλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα, ὥστε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς αὐτὲς τὶς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ νὰ παύσουμε νὰ ἀποτελοῦμε μέτρο σύγκρισης καὶ γνώμονα ποὺ ἐλέγχει τὴν ἐκκλησιαστικότητά τους καὶ τοὺς ὠθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος.
Αὐτὰ λέγονται γιὰ τοὺς ἐνθουσιῶδεις Ὀρθόδοξους οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται καὶ αὐτοθαυμάζονται γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904 καὶ 1920. Σ΄αὐτήν, λοιπόν, τὴν νέα ἐποχὴ αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, νὰ γκρεμίσουμε τὰ ὅρια «ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», τὰ ὁποῖα μερικοὶ χαρακτήρισαν ὡς τείχη τοῦ Βερολίνου, ἄλλοι δὲ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίσουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ Θέτουν αὐτὰ τὰ ὅρια, ὡς τείχη τοῦ αἴσχους, τοὺς δὲ Ἁγίους ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὰ περιφρουρήσουν ὡς ἔχοντας τὴν ἀνάγκη τῶν προσευχῶν μας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, γιατὶ διήρεσαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει πράγματι ἀνάγκη τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ ὅσους ἐρωτοτροποῦν καὶ συμφύρονται μὲ τὴν πλάνη. Δὲν αἰσθάνονται ἄραγε κάποιον ἔλεγχο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν ψάλλει γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων λέγουσα:
«... λίαν ηὔφρανας τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ κατήσχυνας τοὺς κακοδόξους», ὅταν τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου καὶ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου;»
Κατὰ τὴν σταθερὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως λέγει ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων:
«... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ἀλλ΄ἡ μόνη Ἐκκλησία.»
Καὶ ὅπως προσθέτει ὁ ἐπίσης Μόσχας Μακάριος:
«... εἶναι ἡ μόνη ἥτις μένει πιστὴ εἰς τὰς ἀρχαίαςι Οίκουμενικὰς Συνόδους καὶ κατ΄ἀκολουθίαν αὐτὴ μόνη ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀληθὴ καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἶναι ἀλάνθαστος.»
Αὐτὴν τὴν πίστην προέβαλλαν καὶ ἐδίδασκαν τὸ Οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο καὶ ὅλες οἱ τοπικές αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ περίοδο αὐτοαιχμαλωσίας τῶν Ὀρθοδόξων στὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τῶν σειρήνων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸ πῶς φθάσαμε σταδιακὰ σ΄αὐτὴν τὴν νέα πνευματικὴ αἰχμαλωσία, ἐντοπίζοντας τοὺς σταθμοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, ὅπως καὶ τὶς εὐθῦνες ὅλων ὅσοι ἔβλεπαν καὶ βλέπουν τὴν νέα ἀποστασία καὶ σιωποῦν. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε κάποια ἄλλη φορά.
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ, ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗ
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ἡ νέα φυτεία, ὁ νέος ἀμπελὼν ποὺ φύτευσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ μοναδικὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἵδρυσε τὸν θεανθρώπινο αὐτὸ θεσμό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει ἕνα μοναδικὸ σῶμα, μιὰ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν ἴδια κεφαλή. Γι΄αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁρίζεται ὅτι πιστεύουμε:
«... εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.»
Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὴν άποδοχὴ σύνολης τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, χωρὶς διάκριση οὐσιωδῶν καὶ ἐπουσιωδῶν θεμάτων. «Ὁ τὸ ἕν λυμαινόμενος», ἀκόμη κι ἂν εἶναι μικρὸ καὶ ἐπουσιῶδες, «τὸ πᾶν λυμαίνεται». Τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁρμονικὰ καὶ ἄψογα κτισμένο τῇ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στὰ θεμέλια τῶν Ἀποστόλων μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχουν ἄχρηστα ὑλικὰ γιὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσεις οὔτε κακοτεχνίες καὶ κενὰ γιὰ νὰ προσθέσεις. Τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄχρηστα ὑλικὰ καὶ προσθαφαιρέσεις ἐπιχείρησαν νὰ θέσουν καὶ νὰ διαπράξουν οἱ αἱρετικοι, ἐμποδίθηκαν ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ψευδοποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀναβαίνουν καὶ εἰσέρχονται ἀλλαχόθεν είς τὴν μάνδραν καὶ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα. Αὐτοὶ βρίσκονται ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὴν διδασκαλία τους καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε. Εἶναι οἱ πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων, ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορεία της καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ σήμερα.
Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος μὲ τοὺς κακοὺς γεωργούς, λέγει ὁ Κύριος ὅτι:
«... ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε.»
Φραγμὸς εἶναι ἡ ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση, τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας, οἱ κανόνες καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσα ἐν συμφωνία διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Μόνιμη σύσταση καὶ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων στὶς συνόδους καὶ τὰ συγγράμματά τους εἶναι:
«... μὴ μετέρης ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν.»
Καὶ ἡ προσευχομένη καὶ λατρεύουσα Ἐκκλησία ἐκφράζει τὸ ἴδιο μὲ τὸ θαυμάσιο κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων:
«Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν, ἢ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.»
Οἱ Ἀπόστολοι συνιστοῦν νὰ κρατοῦμε τὰ παραδοθέντα, νὰ μὴ δεχόμαστε διαφορετικὲς διδασκαλίες ἀπὸ τὶς παραδοθεῖσες, ἀκόμη καὶ ἂν κατέβει ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς τὶς διδάξει, νὰ μὴν συναναστρεφόμαστε μὲ αἱρετικοὺς οὔτε κἂν νὰ τοὺς χαιρετοῦμε:
«... καὶ χαῖρειν αὐτοῖς μὴ λέγετε.»
Ὅσα περὶ αἱρετικῶν διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ἐπανέλαβε καὶ τὰ ἐτόνισε στοὺς ἱεροὺς κανόνες ἡ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς ἢ νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα θεωροῦν ἄκυρα καὶ ἔρημα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ παραβαίνοντες αὐτοὺς τοὺς κανόνες πιστοί, ἐὰν εἶναι κληρικοὶ καθαιροῦνται, ἐὰν εἶναι λαϊκοὶ ἀφορίζονται.
Ἡ αὐστηρότητα αὐτὴ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων δὲν ἔχει δικανικό, τιμωρητικὸ χαρακτήρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ πνευματικοὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔχει παιδαγωγικό, φιλανθρωπικὸ χαρακτήρα. Ἀποβλέπει στὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρήσουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα. Σὲ ὅσους βρίσκονται μέσα στὶς αἱρέσεις, εἶτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννήσεως, εἶτε μὲ ἐθελούσια προσχώρηση, μεταφέρει τὸ μήνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πὼς μποροῦν δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρύσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρέπουν τὴν προσέλευση ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχει ἕνα μόνο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν παράλληλα ἐργαστήρια, ἄλλοι χῶροι ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ.
Άπὸ τὸ πλῆθος τῶν πατερικῶν ἐπισημάνσεων περὶ τοῦ ὅτι ἡ αἵρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια μνημονεύουμε ἐδῶ ἐλάχιστες. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν πρώτη κανονική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου διδάσκει ὅτι οἱ κληρικοὶ ποὺ ὑπάρχουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα δὲν μεταδίδουν τὴν Θεία Χάρη, τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι ἔχουν χάσει:
«Οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκέτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εφ΄ ἑαυτοῖς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν... οἱ δὲ ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον τὴν ἐξουσίαν, οὐκέτι δυνάμενοι Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αύτοὶ ἐκπεπτώκασιν.»
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπίσης στὸ κλασικὸ δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» συνιστᾶ:
«Πάσῃ δυνάμει φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι "μὴ γὰρ δῶτε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν", φησὶν ὁ Κύριος, "μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων", ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γινόμεθα κατακρίσεως»
Ἂς σκεφθοῦν τὶς εὐθῦνες τους ὅσοι ὑποδέχθηκαν καὶ ἀγκάλιασαν τὸν πάπα στὴν Ἀθήνα ὡς ἐπίσκοπο Ρώμης καὶ συνετέλεσαν στὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων καὶ στὴ φθορὰ καὶ ἀλλοίωση, στὴν ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Ἱερεὺς τῶν Ἀθηνῶν, πνευματικός, μοῦ εἶπε ὅτι ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι σχημάτισαν τὴν ἐντύπωση μὲ τὶς φιέστες καὶ τὶς ὑποδοχὲς ὅτι δὲν μᾶς χωρίζει τίποτα μὲ τοὺς παπικούς, ἔλαβαν μέρος στὴν παπικὴ λειτουργία τοῦ σταδίου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς παπικοὺς μετέλαβαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν παπικὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐπῆραν καὶ ἔφαγαν τὴν ὄστια. Νὰ ἀποκαλύψω ἀκόμα ὅτι ὄχι μόνο ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ καὶ καθηγητὲς θεολογικῶν σχολῶν Ὀρθόδοξοι, στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, μεταλαμβάνουν τὴν ὄστια σὲ παπικὲς λειτουργίες. Ἤδη μᾶς ἔχει ἐπίσης καταγγελθεῖ ὅτι στὴ Σύρο οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων ἐκκλησιάζονται ἐναλλὰξ στὶς παπικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ μεταλαμβάνουν ἀδιακρίτως ἀπὸ τὴν παπικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Θεία Εὐχαριστία. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναλογισθεῖ τὶς εὐθῦνες του τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, τῆς πόλεως ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔδωσαν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Balamad στὸ Λίβανο, τὸ ὁποῖο προσχώρησε σὲ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ξεπερνώντας στὸ θράσος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ ἄλλα πατριαρχεῖα.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ποὺ γίνεται λόγος περὶ τοῦ ὅτι στὴν αἵρεση χάνει κανεὶς τὴν σωτηρία του, ταιριάζει νὰ ἀναφέρουμε ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ τὴν θαυμάσια σχετικὴ διήγηση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θέλησαν μερικοὶ νὰ δοκιμάσουν ἂν ὄντως ὁ ἀββὰς Ἀγάθων ἔχει μεγάλη διάκριση, ὅπως φημίζονταν. Τὸν ἐπισκέφθηκαν λοιπὸν καὶ σὲ ἐπανειλημμένα ἁμαρτήματα ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν, λέγοντάς του ὅτι εἶναι πόρνος καὶ ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ καταλάλος δὲν ὀργίσθηκε, ἀλλὰ ἔλεγε ὅτι ὄντως εἶναι ὅπως τὰ λέτε. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι αἱρετικός, ἀντέδρασε καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι. Ὅταν τοῦ ἐζήτησαν κατόπιν νὰ ἐξηγήσει, γιὰ ποιὸ λόγο μόνο γιὰ τό αἱρετικὸς ἀντέδρασε, ἀπάντησε ὅτι τὸ νὰ δέχεται κανεὶς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς εἶναι ὀφέλιμο, ἡ αἵρεση ὅμως εἶναι πράγμα πολὺ ἐπιζήμιο, γιατὶ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό:
«Τὰ πρῶτα ἑμαυτῷ ἐπιγράφω, ὄφελος γὰρ ἐστὶ τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικὸς χωρισμὸς ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες.»
ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΑΓΙΩΝ
Ἴσως βέβαια ἰσχυρισθοῦν κάποιοι ὅτι ὅσα λέγουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀρχαίους αἱρετικοὺς ποὺ καταδικάσθηκαν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὄχι γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καταδίκη Οἰκουμενικῆς ἢ ἄλλης συνόδου. Δυστυχῶς ἐτόλμησαν νὰ τὸ ποῦν κι αὐτὸ τὴν περίοδο τῆς εἰσβολῆς τοῦ πάπα μερικοὶ θεολόγοι καὶ μάλιστα Ἀρχιερεῖς. Γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὁ δικός μου λόγος αὐστηρὸς θὰ παραθέσω αὐτὸ ποὺ λέγει μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὴν ἀπαιδευσία καὶ ἀμάθεια πολλῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι καὶ σ΄αὐτὸ σοφοί, στὸ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀπαιδευσία τους καὶ νὰ σιωποῦν:
«Οὔτω οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο εἰσι σοφοί, τὴν ἑαυτῶν γιγνώσκειν ἀπαιδευσίαν.»
Καὶ τὸ χειρότερο μάλιστα εἶναι ὅτι τοὺς ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ διδάσκουν ἄλλους, αὐτοὶ ποὺ δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀμάθειά τους:
«Καὶ ὃ τούτου πονηρότερον, παιδεύειν ἄλλους πεπιστευμένον τὸν μηδὲ τῆς οἰκίας ἀμαθείας ἐπαισθανόμενον.»
Ὑπάρχει, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ τὰ τοῦ πάπα φρονοῦντες καὶ ὑποστηρίζοντες, ὑπάρχει συνοδικὴ καταδίκη τοῦ filioque. Τί ἐμάθατε κατὰ τὶς θεολογικές σας σπουδές; Ἡ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ διέπραξαν οἱ Λατῖνοι προσθέσαντες ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὸ γνωστὸ filioque, ἀπαγορεύται ἤδη προδρομικὰ ἀπὸ προηγούμενες οἰκουμενικὲς συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Μετὰ τὶς δύο πρῶτες οἰκουμενικὲς συνόδους, τὴν ἐν Νικαίᾳ (325) καὶ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει (381), οἱ ἐπόμενες οἰκουμενικὲς σύνοδοι δὲν ἐτόλμησαν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν κάτι ἀπὸ τὸ Σύμβολο, τὸ θεώρησαν ἀπαραχάρακτο καὶ ἀμετάβλητο. Μολονότι π.χ. ἔγινε τόσος λόγος καὶ διεξήχθησαν μεγάλοι ἀγῶνες γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας «Θεοτόκος», τὸ ὁποῖο ἠρνεῖτο ὁ Νεστόριος, ἐν τοῦτοις δὲν τὸ προσέθεσαν. Ἡ ἴδια μάλιστα σύνοδος ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, ἡ Γ' ἐν Ἐφέσω Οἰκουμενικὴ Σύνοδος(431), εἰς τὸν ὅρο αὐτῆς γράφει ὅτι:
«... ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος, ἑτέραν πίστιν μηδενῖ ἐξεῖναι προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν τὴν Νικαέων συνελθόντων σὺν Ἁγίω Πνεύματι.»
Ὁ μετασχὼν καὶ πρωταγωνιστήσας σ΄αὐτὴν τὴν σύνοδο Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γράφοντας στὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, λέγει ὅτι:
«... οὐδενὶ ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε, ἢ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν.»
Καμμία σύνοδος στὴν συνέχεια δέν ἐτόλμησε νὰ προσθέσει κάτι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀντίθετα ἐπαναλαμβάνουν τὴν ἀπαγόρευση γιὰ προσθήκη ἢ ἀφαίρεση, ὅπως ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος , ἡ ὁποία διακήρυξε:
«Οὐδέν ἀφαιροῦμεν, οὐδέν πριστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλλάτωμεν.»
Στὶς συνοδικὲς αὐτὲς ἀπαγορεύσεις ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος γράφει:
«Μέσα εἰς τοὺς ὅρους τούτους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περιέχονται τὰ φρικτὰ ἀναθέματα κατ' ἐκείνων, ὅπου τολμήσουν νὰ βάλλουν τὸ μιαρὸν τους χέρι μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον τῆς Πίστεως.»
Ἂν λοιπὸν ἀπαγορεύεται ὁποιαδήποτε προσθήκη, ἀκόμη καὶ ὀρθὴ θεολογικά, ὅπως ἡ λέξη «Θεοτόκος», πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύεται ἡ προσθήκη αἱρετικῆς διδασκαλίας, ὅπως εἶναι τὸ filioque. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς θεολογούμενο, ὡς θέμα δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖο δικαιολογοῦνται διαφορετικὲς γνῶμες, ὅπως νομίζουν μερικοὶ καὶ μάλιστα ἐπίσκοποι. Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφέστατη, ὁριστικὴ καὶ ἀταλάντευτη, μετὰ μάλιστα τὴ σαφὴ καὶ φωτισμένη ἀνάλυση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Μ. Φώτιο στὸ ἔργο του «Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας». Ἡ θεωρούμενη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Η' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879, ποὺ συγκάλεσε ὁ Μ. Φώτιος, στὴν ὁποία μάλιστα παρίσταντο ἐκπρόσωποι τῆς ὀρθοδοξούσης ἀκόμη Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, κατεδίκασε τὸ filioque ὡς ἀθέμιτη προσθήκη, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ προηγούμενες σύνοδοι. Στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει ὁ Μ. Φώτιος «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» χαρακτηρίζει τὸ filioque ὡς δυσσεβὴ καὶ βλάσφημη διδασκαλία ποὺ στρέφεται ἐναντίον τῶν Εὐαγγελίων, τῶν συνόδων καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν Ἁγίων. Παραθέτουμε τὸ κείμενο αὐτὸ:
«Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν φησὶν "Τὸ Πνεῦμα, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται", οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, τὸ Πνεῦμα, φασίν, ὅ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς Ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ Ἁγίους παραγράφεται Πατέρας, τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα καὶ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μρτύρων, καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν, ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται.»
Ὑπάρχει λοιπὸν προδρομικὴ καταδίκη καὶ ἀναθεματισμὸς ἀπὸ προηγούμενες συνὸδους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Η' ἐπὶ Φωτίου Οἰκουμενική, ὅσων τολμοῦν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔστω καὶ μιὰ συλλαβή, ὅπως ἔκαναν οἱ Φράγκοι καὶ παρέσυραν τὴν Ρώμη στὴν προσθήκη τοῦ filioque, τῆς διδασκαλίας δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὴν ὁποίαν ἐξακολουθοῦν νὰ δέχονται καὶ διδάσκουν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν προελθόντες Προτεστάντες.
Ὑπάρχουν οἱ ἡσυχαστικὲς σύνοδοι τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰῶνος, ποὺ καταδίκασαν στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ τὴν δυτικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος, τὴν ἄρνηση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς σύνοδοι κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, λίγα μόνο χρόνια πρὶν ἀρχίσει ὁ αἰώνας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἰσοπεδώσεως καὶ τῆς συγχύσεως πάντων, ποὺ καταδικάζουν τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ πάμπολλες ὁμολογίες πίστεως, συμβολικὰ κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ πράττουν τὸ ἴδιο. Σὲ ἄλλη μας μελέτη θὰ παρουσιάσουμε σύντομα τὶς συνοδικὲς καὶ ἁγιοπατερικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ὥστε νὰ τὸ μάθουν ὅσοι δὲν τὸ γνωρίζουν ἢ δὲν κάνουν τὸν κόπο νὰ μελετήσουν, νὰ ἀφοπλισθοῦν δὲ καὶ ὅσοι διαστρέφουν τὰ πράγματα γιὰ νὰ παραπλανοῦν καὶ νὰ παρασύρουν.
Πάντως, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχαν συνοδικὲς ἀποφάσεις, ἀκόμη καὶ ἂν γιὰ διαφόρους λόγους δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συγκληθοῦν σύνοδοι, αὐτὸ δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Παπισμὸ καὶ τὸ γέννημά του τὸν Προτεσταντισμὸ ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τῆς αἱρέσεως. Στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία τὸ ἀλάθητο ἀπονέμεται μόνο στὴν Ἐκκλησία καθ' ἑαυτήν, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπεδωμένη αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ὅ,τι διδάσκεται πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνο πρὸς ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη, κατὰ τὴ γνωστὴ θέση τοῦ ἐκ Λειρίνης Ἁγίου Βικεντίου. Ἡ συμφωνία αὐτὴ δὲν εἶναι συγχρονική, ἀλλὰ διαχρονική, δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς ζώντας, ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς κεκοιμημένους, πρὸς τὰ μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ αὐτοὶ ζῶντα ἐν οὐρανοῖς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καμμία σύνοδος ζώντων δὲν μπορεῖ νὰ διδάξει καὶ ν' ἀποφασίσει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν ἐν οὐρανοῖς Ἁγίων. Ἐπομένως καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τότε εἶναι ἀλάθητες καὶ ἰσχυρές, ὅταν ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὰ παραδεδομένα, ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀποφάσεις ψευδοσυνόδων καὶ ἀπορρίπτονται. Ὑπῆρξαν σύνοδοι ποὺ συγκλήθηκαν ὡς γενικὲς καὶ οἰκουμενικὲς κὶι κατέληξαν νὰ χαρακτηρίζονται ληστρικές, ὡς συναγωγὲς πονηρευομένων, γιατὶ ἀκριβῶς ἦταν ἀντίθετες πρὸς τὴν πίστη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης καὶ τοπικῶς καὶ χρονικῶς καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ συνόλου τῆς ἀλήθειας. Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν κάποια οἰκουμενικὴ σύνοδος στὸ μέλλον ἀποφασίσει πὼς ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι αἱρέσεις, αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ γίνει δεκτό, γιατὶ ἀντιστρατεύεται στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιστρατεύεται στὴν ἀλήθεια. Ἀλλοίμονον, ἂν ἦταν τόσο ἰσχυρὰ τὰ συνέδρια καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἀνθρώπων νὰ καταργήσουν τὸν Θεό, νὰ σβήσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐπεχείρησαν νὰ τὸ κάνουν καὶ μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀπέτυχαν, καὶ θὰ ἀποτυγχάνουν ὅσοι προσπαθοῦν νὰ πολεμήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος.
Ἡ πίστη καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς καὶ κατόπιν ὁ Προτεσταντισμὸς εἶναι αἱρέσεις εἶναι ὁλοφάνερη καὶ ἀστασίαστη. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γεμίσει ὁλόκληρους τόμους, ἂν καταγράψει τὸ σχετικὸ ὑλικό, μεγάλο μέρος τοῦ ὁποίου ὑπάρχει στὴν περισπούδαστη μελέτη τοῦ Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «ἡ αἵρεσις τοῦ filioque». Ποῦ νὰ μαζέψει κανείς καὶ τὰ περὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ πλανῶν τοῦ Παπισμοῦ ποὺ πλησιάζουν τὶς εἴκοσι; Ἐνδεικτικῶς ἐδῶ θὰ παραθέσουμε μερικὲς γνῶμες. Ὁ ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Γαλησιώτης, σὲ ποίημά του μὲ τίτλο «Ὅτι αἱρετικοὶ εἰσιν οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἰ συγκοινωνοῦντες αὐτῶν ἀπόλλυνται» γράφει ὅτι μερικοὶ ἀμαθεῖς ποιμένες ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Ἰταλοί. Ὁλόκληρος ὅμως ὁ χορὸς τῶν Πατέρων τοὺς καταδικάζει, ὅποιος, δὲ, κοινωνεῖ μὲ τοὺς Λατῖνους χωρίζεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους:
Μέγιστα γὰρ ἐσφάλησαν καὶ πάμπολλα Λατῖνοι
Πᾶς τῶν Πατέρων ὁ Χορὸς αὐτοὺς καταδικάζει,
Αἱρετικοῖς συντάττεται καὶ σύμπας ὁ Λατῖνοις
Συγκοινωνὼν μεμέρισται Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἀφοῦ παραθέσει πολλὲς μαρτυρίες Ἁγίων συμπεραίνει:
Ἔγνως ἐξ ὦν εἰρήκαμεν ὁλίγων παρανόμων
Ἐν δόγμασι βλασφημιῶν, παρατροπῶν ἐν ἔθει
Τοὺς Ἰταλοὺς αἱρετικούς; Πῶς γοῦν ἡ κοινωνία
Ἡμῖν τούτων ἀβλαβὴς τοῖς ἐκτελοῦσι ταύτην;
Ἢ πῶς οὐκ ἂν αἱρετικοὶ κληθεῖεν οἱ Λατῖνοι
Τοσαῦτα παραβαίνοντες, καινίζοντες τοσαῦτα;
Ἀφήνουμε ὅσα λέγουν πάμπολλοι Ἅγιοι Πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκου Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, καὶ θὰ παραθέσουμε ὅσα λέγουν οἱ Ἅγιοι Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος. Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, γνωστὸς περισσότερο ὡς λειτουργιολόγος καὶ μυσταγωγός, στὰ ἔργα του ἀναφέρεται συχνὰ στὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη, 1416/17-1429, οἱ Θεσσαλονικεῖς παρέδωσαν τὴν πόλη στοὺς Βενετοὺς (1423), γιὰ νὰ τὴν γλιτώσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τελικὰ τὴν κατέλαβαν τὸ 1430, λίγους μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Συμεών (1429). Οἱ Βενετοὶ προσπάθησαν νὰ ἐκλατινίσουν τοὺς κατοίκους εἰσάγοντες καινοτομίες τῶν Λατίνων. Ἀντέδρασε ὅμως ποιμαντικὰ ὁ Ἅγιος Συμεών, γι' αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς στὰ συγγράμματά του συναντοῦμε ἀναφορὲς στὶς καινοτομίες καὶ τὶς πλᾶνες τῶν Λατίνων. Συγκαταλέγει ἀπερίφραστα τοὶς Λατίνους μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν στὸ μεγάλο δογματολειτουργικό του ἔργο «Διάλογος ἐν Χριστῷ κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων καὶ περὶ τῆς μόνης πίστεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἱερῶν τελετῶν Τὲ καὶ μυστηρίων πάντων τῆς Ἐκκλησίας». Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου, τὸ δογματικό, ἀναπτύσσει ἐν πρῶτοις τὰ περὶ τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, ὅσες ἐμφανίσθηκαν μέχρι τὴν Ζ' Οἰκουμενικἠ Σύνοδο. Μεγάλο ἀριθμὸ κεφαλαίων ἀφιερώνει στοὺς Λατίνους ὡς τὴν τελευταία αἵρεση ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γράφει ἐπὶ λέξει:
«Ἐναπολέλειπται μαθεῖν καὶ τὶς ἄρα τῶν αἱρέσεων μετὰ τὴν οἰκουμενικὴν σύνοδον τὴν ἑβδόμην παρεισεφθάρη τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ τινὰ τὴν λύμην εἰργάσατο, καὶ πὼς ἀπολογητέον πρὸς τοὺς ταύτης ἐξεχομένους.»
Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν ὁ Παπισμὸς προεκάλεσε στὴν Ἐκκλησία μεγαλύτερη ζημιὰ ἀπὸ ὅση προεκάλεσαν ὅλες μαζὶ οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ τοῦ σχίσματος ὀρθοδόξους πάπες καὶ τοὺς ἑορτάζουν ὡς ἀγίους. Οἱ μετὰ τὸ σχῖσμα πάπες εἶναι αἱρετικοί. Ἔπαυσαν νἀ εἶναι διάδοχοι στὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν διαδοχὴ τῆς ἀλήθειας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν ἑκάστοτε πάπα:
«... οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸ ἀποκαλοῦμεν.»
Λόγω τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ filioque ἔχασαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι ἀχαρίτωτα. Κωδικοποιεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών λίγο πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας τὴν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας:
«Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρω τοῦ Πνεύματος εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ οὐκ ἐν αὐτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα, ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετοῦντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό... διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα οὐκ έν αὐτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν.»
Ὁ ἐσχάτως ἐπίσης ἐνταχθεὶς μεταξὺ τῶν Ἁγίων μεγάλος διδάσκαλος τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔχει ἐνδιαφέρουσες ἀναφορὲς στὴν Δογματική του, στὸ γνωστὸ δηλαδὴ ἔργο του «Ἐπιτομὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων». Στὸ κεφάλαιο «Περὶ Ἐκκλησίας» ἀναλύοντας τὰ τέσσερα γνωρίσματά της, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σύμβολο στὴ φράση «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» γράφει:
«Μία ἡ Ἐκκλησία, ὅτι καὶ εἰς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἰς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων. Ἐκσυρρίτονται ἄρα τοῦδε τῆς Ἐκκλησίας ἑνιαίου συστήματος τὰ πολυσχιδῆ τῶν αἱρετικῶν κόμματα, ἃ δὴ καὶ ἐκκλησίαι πονηρευομένων ἀκούουσιν, ἃ κατὰ διαφόρους καιροὺς ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς τῷ ὑγιεῖ σίτῳ τῶν Ὀρθοδόξων ζιζανίων δίκην ἐνέσπειρε. Καὶ γὰρ οὐ μόνον τοὺς περὶ τὰ πρῶτα καὶ καίρια τῶν μυστηρίων κακοδοξούντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκδιωκτέον, ἀλλὰ καὶ τοὺς περὶ τὰ δεύτερα, καὶ οἷον ἐπ' ἐκεῖνοις βεβηκότα, ὡσαύτως ὡς κακόφρονας ἀποβαλλόμεθα. Φασὶ γὰρ καὶ οἱ νόμοι τῶν βασιλέων, ὅτι αἱρετικός ἐστι, καὶ ταῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται ποιναῖς ὁ καὶ μικρὸν τί τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Φησὶ Δὲ καὶ ἡ δεσποτικὴ φωνὴ ὅτι ἐὰν καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.»
Παραθέτει μάλιστα σὲ ὑποσημείωση ἀπὸ ἔργο καλούμενο Δοκίμιο τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Τί Δέ; Ἦττον ἄρα τὶς ἀπορήσειεν, εἰ διανοηθείη, ὅπως ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, ὁ ἐγγὺς τῆς ἀσεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικροῦ τὸ ἥμισυ κατέσχε τῆς Εὐρώπης; Τί Δὲ ὁ Παπισμός, ὁ πατὴρ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ; Μάλιστα Δὲ καὶ καυχῶνται ὅτι γένη πάμπολλα εἰσί, καὶ βασίλεια μεγάλα καὶ κραταιά. Καὶ τοῦτο δὴ ἐστι τὸ λυπηρόν, ὅτι γένη τοσαῦτα καὶ λαοὶ πολυπληθεῖς ἐκκλησίαι εἰσὶ πονηρευομένων καὶ ἀλλότριοι τῆς μίας, ἁγίας, τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον. Πρότερον γὰρ ἦσαν αἱρετικοί, καθὰ δὴ καὶ νῦν εἰσι, διὰ τῆς εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον προσθήκην. Νῦν Δὲ καὶ ἀβάπτιστοι ὅλως ἀποδείχθησαν ὄντες. Δι' ὃ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους, ὡς ἐθνικοὺς δεχόμενοι, ἆτε ἀβαπτίστους βαπτίζομεν κατὰ τὸν Ζ' κανόναν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Β' Συνόδου. Παραλείπω τὰ μύρια ἄλλα παρ' αὐτῶν βδελύγματα. Ἀρμένιοι Δὲ καὶ Κόπται, οἱ κατ' Αἴγυπτον καὶ Συρίαν,κόμματα μὲν καὶ οὖτοι πονηρά, λυποῦσι Δὲ οὐδὲν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, περιουσία τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀπαιδευσίας.»
Ἁναφερόμενος στὸ θέμα τοῦ filioque καὶ ἐξηγὼν γιατὶ εἶναι αἵρεση γράφει στὴ συνέχεια:
«Ἐπειδὴ ἡ κακίστη αὐτὴ αἵρεσις (αἵρεσις γὰρ ἐστι, ὡς εἰς τὸ Η' ἄρθρο τῆς πίστεως πολυτρόπως βλασφημούσα διὰ τῆς ἐκ τοῦ Υιοῦ προσθήκης) ζῶσα καθ' ἡμᾶς ἐστι, καὶ οὐδὲ παύεται λυπούσα καὶ ταράττουσα τὴν καθ' ἡμᾶς ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἰ καὶ νῦν μετριώτερον ἣ ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις, διὰ τὴν νῦν ὑπὸ τῶν ἀθέων ἐπεισκωμάσασαν ἀδιαφορίαν. Τούτου χάριν ὁ περὶ αὐτῆς ἢ κατ' αὐτῆς ἐνταῦθα λόγος φαίνεται ὤν ἀκόλουθος καὶ ἀναγκαῖος, οὐχ ἵνα Λατίνους νῦν μετὰ χιλιετίαν σχεδὸν πείσωμεν μεταμαθεῖν τὴν ἀλήθειαν, τοῦτο γὰρ οἶμαι ἀδύνατον, ἀλλὰ ἵνα τοὺς ἡμετέρους ἀσφαλίσωμεν, ὥστε μὴ ὑπὸ τῶν συνήθων αὐτοῖς σοφισμάτων καὶ ψευδοεξηγήσεων παρασύρεσθαι εἰς τὴν ἀπώλειαν.»
Παραθέτουμε καὶ τὴν γνώμη τοῦ γνωστοῦ Σέρβου ὁσίου γέροντος καὶ μεγάλου θεολόγου π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος γράφει:
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του βρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἢ παρεμόρφωνον ἰδιώματά τινα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δὲ εὐρωπαϊκαὶ αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τὸν Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὴν θέσιν του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ ἄλλων αἱρέσεων ὧν τὸ ὄνομα λεγεών.»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἀπέναντι λοιπὸν στὶς εὐρεῖες ἐκκλησιολογίες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ποὺ γκρέμισαν ὅλα τὰ ὅρια καὶ τὶς διαχωριστικὲς γραμμὲς ἀνάμεσα στὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες, τώρα μάλιστα ἐπεκτείνουν τὸ ἐγχείρημα καὶ πρὸς τὶς θρησκεῖες, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ προβάλλει τὴν δική της ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία, διδάσκουσα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθὴς καὶ σώζουσα Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκλειστικὴ εἶναι καὶ ἡ Χριστολογία καὶ ἡ σωτηριολογία. Μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Γι' αύτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη Ἐκκλησία, ἄλλο σῶμα Χριστοῦ μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχουν ἄλλα παράλληλα ἐργαστήρια σωτηρίας.
Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, τὸ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι», ποὺ ἔγινε τὸ σύνθημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν τεχνητὴ καὶ ἐξωτερικὴ συγκόλληση τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, παρὰ τὶς μεγάλες δογματικὲς καὶ ἄλλες διαφορές τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἕνα σῶμα του ζῶντος Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν προσευχῶν μας οἱ πιστοὶ δὲν εὐχόμαστε ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, διηρημένες καὶ χωρισμένες. Ὑπάρχουν οἱ τοπικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ποὺ ἀποτελοῦν μόνον αὐτὲς τὴν Unam Sanctam, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες ὁμάδες εἶναι αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Εὐχόμαστε λοιπὸν ὄχι ὑπέρ ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν», νὰ διατηρεῖ ὁ Θεὸς σταθερὲς στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν οἱ πάντες, ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς καὶ μόνης Ἐκκλησίας πιστοί. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς καθημερινῆς δεήσεως:
«... ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως.»
Εὐχόμαστε τῆς ἑνώσεως πάντων τῶν ἀνθρώπων μέσα εἰς τὴν μίαν Ἐκκλησίαν, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ διευκρινίζει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ.»
Πηγή: Θεοδρομία
Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ἡ βασικὴ προβληματικὴ ἡ ὁποία πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ἂν ὑπάρχουν σαφῆ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπὴ καὶ μὲ πληρότητα τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης.
Περισσότερο μάλιστα μᾶς ἐνδιαφέρει σ΄αὐτὴν τὴν διερεύνηση νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, τὸν Ρωμαιοκαθολοκισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὑπὸ τὶς πάμπολλες διασπάσεις του, διότι γιὰ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὀλιγάνθρωπη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τὴν πολυάνθρωπη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ καθολικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν γένει συνειδήσεως, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπὴ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση, ἀλήθεια καὶ πλάνη. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰώνα. Δὲν ὑπάρχει πλέον σαφῆς ὁροθετικὴ γραμμὴ ποὺ νὰ χωρίζει καὶ νὰ διακρίνει μέχρι ποῦ φθάνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ αἱρεση. Κατόρθωσε ἐπὶ δεκαετίες τὸ κακῶς ὀνομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» νὰ ἀλλοιώσει τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νὰ μᾶς ταυτίσει καὶ ἰσοπεδώσει ὅλους τοὺς Ἀνατολικούς, ἐμᾶς καὶ τοὺς Μονοφυσῖτες, νὰ μᾶς πείσει ὄχι μόνο νὰ στεγαζόμαστε καὶ νὰ συσκεπτόμαστε σὲ ἐπιτροπὲς κάτω ἀπὸ τὴν κοινὴ ὀνομασία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῶς νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν Προτεσταντῶν σὲ ἐκκλησιαστικὴ διακονία μὲ τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων, ὅπως ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχει κάνει τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἐσχάτως δὲ γιὰ τὸ γάμο τῶν Κοπτῶν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ ὁράματος νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀντὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ σωτήριος μέθοδος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενοι μιὰ πίστη, μιὰ σώζουσα ἀλήθεια, νομιμοποίησαν τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ταύτισαν καὶ ἐξίσωσαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀληθὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων μὲ τὶς ψευτοδιδασκαλίες τῶν νέων ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων. Οἱ Προτεστάντες δέχθηκαν καὶ ἐπρόβαλαν τὴν γνωστὴ «θεωρία τῶν κλάδων» (branch theory), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπαρκτὲς ὁρατὲς Ἐκκλησίες. Κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἕνα τμῆμα, ἕνα κομμάτι, καὶ ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως στὸν κορμὸ τοῦ δένδρου ὑπάρχουν κλάδοι πολλοὶ ποὺ ἀποτελοῦν ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου, ἔτσι καὶ οἱ ἐπιμέρους ἐκκλησίες εἶναι ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της ὅτι εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα κατ΄αὐτοὺς δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀλλὰ ἀόρατη καὶ ἰδανική. Εἶναι ὄντως ἐφυὴς ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Ἂν ὅμως θέλει κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἱστορικά, πρέπει νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μερικοὶ κλάδοι ἀποκόπτονται ἀπό τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τρέφονται ἀπὸ τοὺς χυμοὺς ξεραίνονται καὶ καταστρέφονται, ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἄμπελο καὶ τὸ κλῆμα, τὴν κληματαριὰ δηλαδὴ καὶ τὴν κληματόβεργα, τὴν κληματίδα, "ἐὰν μὴ τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ καίεται".
Ἡ θεωρία τῶν Κλάδων ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα, τὸν δεσμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλες οἱ παραφυάδες οἱ προτεσταντικὲς ποὺ ξεφυτρώνουν συνεχῶς. Καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτή, μὲ προτεσταντικὴ δηλαδὴ ἐκκλησιολογία, δικαιολογεῖται ὁ τίτλος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν», ὅπου στεγάζονται ἰσότιμα ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες. Δὲν δικαιολογεῖται ἡ δική μας συμμετοχή, σὰν νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μιὰ τέτοια παραφυάδα, καὶ συναποτελοῦμε μὲ ὅλους αὐτοὺς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν δικαιολογεῖται γιὰ μᾶς ἐπίσης οὔτε ὁ ὅρος «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ποὺ δὲν ἔλειψαν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μεγάλο ἀριθμὸ ὀπαδῶν καὶ σὲ μεγάλη γεωγραφικὴ καὶ ἐθνολογικὴ ἔκταση. Ἡ ἔκπτωση καὶ ἡ ἀποκοπὴ μιᾶς χώρας ἢ ἑνὸς ἔθνους ἀπὸ τὴν καθολικὴ τὴν οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, δὲν παραβλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δένδρο παραμένει ἑνιαῖο, ὅταν ἀποκοπεῖ ἕνα κλαδί του, ὅπως καὶ τὸ κλῆμα ὅταν ἀποκοπεῖ ἡ κληματόβεργα. Γι΄αὐτὸ ὅπως ὀρθὰ παρατηρήθηκε «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν, ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. Χωρισμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρούσα σ΄αὐτὲς τὶς χῶρες».
Συναφὴς πρὸς τὴν "θεωρία τῶν κλάδων" εἶναι ἡ θεωρία τῆς «Περιεκτικότητας» τῶν Ἀγγκλικανῶν, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ περιέχονται, νὰ συμπεριλαμβάνονται, μέσα στὴν ἐκκλησία, θεωρώντας νόμιμη αὐτὴ τὴν εὐρύτητα καὶ τὴν πλατειὰ ἀνοχή, οἱ πιὸ ἀντίθετες διδασκαλίες καὶ ἀποκλίσεις, ἀκόμη καὶ σὲ οὐσιώδη θέματα πίστεως, ἀρκεῖ νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα τῶν διαφωνούντων. Γίνεται ἀνεκτὴ π.χ. ἡ ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων ἢ ἡ ἑρμηνεία της μὲ συμβολικὴ ἔννοια, τὰ θαύματα μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀφύσικα καὶ μυθώδη συμβάντα, ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὡς μία φυσιολογικὴ γέννηση κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ἔχει νόημα ἡ χριστιανικὴ πίστη, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν», ἀνήκει στὴ σφαῖρα τοῦ συμβολισμοῦ καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὸ γεγονός. Ἂν προσθέσουμε καὶ τὰ τολμηρὰ ἀνοίγματα τῶν Ἀγγλικανῶν στὶς μέρες μας, τὴν ἔγκριση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τὴν ἱερολόγηση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφιλοφύλων, τὰ ὁποῖα βέβαια υἱοθετήθηκαν μετὰ ἀπὸ φοβερὲς ἐσωτερικὲς διαιρέσεις καὶ διαφωνίες, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔχουν ξεπεραστεῖ ὅλα τὰ ὅρια, νομιμοποιοῦνται καὶ δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ διαφωνίες καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία γίνεται ξέφραγο ἀμπέλι, συνονθύλευμα καὶ συμπερίληψη ὅλων τῶν πλανῶν καὶ τῶν καινοτομιῶν.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ρωμαικαθολικισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ὁ Προτεσταντισμός, φαίνεται κατ΄ἀρχὴν ὅτι ὑπάρχουν ὅρια, ἀφοῦ ἰσχύει καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ ἀρχαῖο δόγμα extra Ecclesiam nulla salus, ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Βρῆκε ἡ παπικὴ ἐκκλησιολογία τρόπο νὰ εὐρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐσιαστικῶς νὰ δεχθεῖ τὴν ἀόρατη ἐκκλησία τῶν Προτεσταντῶν. Σύμφωνα μὲ αύτὴν τὴν ἀντίληψη ἀκόμη καὶ στὶς αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ὁμάδες τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἐφόσον τελεῖται ὀρθῶς. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν βαπτισθεῖ ὀρθῶς εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀτελὴς- ὁλοκληρώνεται ὅταν τὰ μέλη αὐτῶν τῶν χωρισμένων ἀπὸ τὴν Ρώμη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων ἀναγνωρίσουν τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο δικαιοδοσίας τοῦ πάπα. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁποιασδήποτε χριστιανικῆς ὁμολογίας ὑπάγεται στὴ δικαιοδοσία τοῦ πάπα, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων εἶναι ὑπαρκτὴ καὶ πραγματική, ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὁλοκληρούμενη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Χωρὶς τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα δὲν προσφέρουν οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς τὸ θεμελιῶδες μέσο σωτηρίας, γι΄αὐτὸ εἶναι ἐλλιπεῖς. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατηρεῖ ὁ Παπισμὸς τὴν Οὐνία στὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ καὶ λατινικὴ ἱεραρχία ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν Λατῖνοι πιστοὶ.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρ. Ανδροῦτσος ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπολαμβάνει τοὺς ὀρθῶς βαπτιζόμενους ὡς «de jure ἀνήκοντας εἰς αὐτὴ καὶ καθιστᾶ ἐπισκόπους διὰ τὰς παροικίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν». Ὁ ἴδιος ἐκτιμᾶ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ κυριαρχικοὺς καὶ ἐπεκτατικοὺς σκοπούς, διότι « ἡ κατ΄ἀρχὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας βαπτίσματος εὐρύνει ὁμολογουμένως τὰ ὅρια τῆς μιᾶς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τιθέμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς τῆς αὐλῆς διατελοῦντα, ὡς ἐνίστανται ὀρθῶς Διαμαρτυρόμενοι κριτικοί».
Ἀπὸ ὅσα ἐν συντομία ἀναπτύχθηκαν προκύπτει ὅτι ἡ καταβαλλόμενη σήμερα προσπάθεια στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης γιὰ τὴν προώθηση καὶ ἐπιβολὴ μιᾶς νέας, χωρὶς κανονικὰ ὅρια, ἐκκλησιολογίας, μὲ ἀποδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν ἑτεροδόξων, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ κάτι νέο, τὴν ἔναρξη μιᾶς νέα, δῆθεν, ἐποχῆς, ὅπως διατείνονται, μερικοὶ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενίζοντες θεολόγοι, οὔτε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους αὐτοσυνειδησία καὶ παραχώρηση πρὸς χάριν τῆς ἑνότητας. Τὸ νέο συνίσταται στὸ ὅτι ἐνέπλεξαν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ξένη προβληματικὴ καθόλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα, ὥστε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς αὐτὲς τὶς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ νὰ παύσουμε νὰ ἀποτελοῦμε μέτρο σύγκρισης καὶ γνώμονα ποὺ ἐλέγχει τὴν ἐκκλησιαστικότητά τους καὶ τοὺς ὠθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος.
Αὐτὰ λέγονται γιὰ τοὺς ἐνθουσιῶδεις Ὀρθόδοξους οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται καὶ αὐτοθαυμάζονται γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904 καὶ 1920. Σ΄αὐτήν,λοιπόν, τὴν νέα ἐποχὴ αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, νὰ γκρεμίσουμε τὰ ὅρια «ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», τὰ ὁποῖα μερικοὶ χαρακτήρισαν ὡς τείχη τοῦ Βερολίνου, ἄλλοι δὲ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίσουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ Θέτουν αὐτὰ τὰ ὅρια, ὡς τείχη τοῦ αἴσχους, τοὺς δὲ Ἁγίους ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὰ περιφρουρήσουν ὡς ἔχοντας τὴν ἀνάγκη τῶν προσευχῶν μας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, γιατὶ διήρεσαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει πράγματι ἀνάγκη τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ ὅσους ἐρωτοτροποῦν καὶ συμφύρονται μὲ τὴν πλάνη. Δὲν αἰσθάνονται ἄραγε κάποιον ἔλεγχο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν ψάλλει γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων λέγουσα «λίαν ηὔφρανας τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ κατήσχυνας τοὺς κακοδόξους», ὅταν τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου καὶ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου»;
Κατὰ τὴν σταθερὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως λέγει ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ἀλλ΄ἡ μόνη Ἐκκλησία». Καὶ ὅπως προσθέτει ὁ ἐπίσης Μόσχας Μακάριος «εἶναι ἡ μόνη ἥτις μένει πιστὴ εἰς τὰς ἀρχαίαςι Οίκουμενικὰς Συνόδους καὶ κατ΄ἀκολουθίαν αὐτὴ μόνη ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀληθὴ καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἶναι ἀλάνθαστος». Αὐτὴν τὴν πίστην προέβαλλαν καὶ ἐδίδασκαν τὸ Οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο καὶ ὅλες οἱ τοπικές αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ περίοδο αὐτοαιχμαλωσίας τῶν Ὀρθοδόξων στὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τῶν σειρήνων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸ πῶς φθάσαμε σταδιακὰ σ΄αὐτὴν τὴν νέα πνευματικὴ αἰχμαλωσία, ἐντοπίζοντας τοὺς σταθμοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, ὅπως καὶ τὶς εὐθῦνες ὅλων ὅσοι ἔβλεπαν καὶ βλέπουν τὴν νέα ἀποστασία καὶ σιωποῦν. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε κάποια ἄλλη φορά .
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ, ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ἡ νέα φυτεία, ὁ νέος ἀμπελὼν ποὺ φύτευσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ μοναδικὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἵδρυσε τὸν θεανθρώπινο αὐτὸ θεσμό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει ἕνα μοναδικὸ σῶμα, μιὰ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν ἴδια κεφαλή. Γι΄αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁρίζεται ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὴν άποδοχὴ σύνολης τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, χωρὶς διάκριση οὐσιωδῶν καὶ ἐπουσιωδῶν θεμάτων. «Ὁ τὸ ἕν λυμαινόμενος», ἀκόμη κι ἂν εἶναι μικρὸ καὶ ἐπουσιῶδες, « τὸ πᾶν λυμαίνεται». Τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁρμονικὰ καὶ ἄψογα κτισμένο τῇ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στὰ θεμέλια τῶν Ἀποστόλων μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχουν ἄχρηστα ὑλικὰ γιὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσεις οὔτε κακοτεχνίες καὶ κενὰ γιὰ νὰ προσθέσεις. Τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄχρηστα ὑλικὰ καὶ προσθαφαιρέσεις ἐπιχείρησαν νὰ θέσουν καὶ νὰ διαπράξουν οἱ αἱρετικοι, ἐμποδίθηκαν ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ψευδοποιμένες , οἱ ὁποῖοι ἀναβαίνουν καὶ εἰσέρχονται ἀλλαχόθεν είς τὴν μάνδραν καὶ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα. Αὐτοὶ βρίσκονται ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὴν διδασκαλία τους καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε. Εἶναι οἱ πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων, ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορεία της καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ σήμερα.
Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος μὲ τοὺς κακοὺς γεωργούς, λέγει ὁ Κύριος ὅτι «ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε». Φραγμὸς εἶναι ἡ ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση, τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας, οἱ κανόνες καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσα ἐν συμφωνία διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Μόνιμη σύσταση καὶ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων στὶς συνόδους καὶ τὰ συγγράμματά τους εἶναι «μὴ μετέρης ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν» Καὶ ἡ προσευχομένη καὶ λατρεύουσα Ἐκκλησία ἐκφράζει τὸ ἴδιο μὲ τὸ θαυμάσιο κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων. «Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν, ἢ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον».
Οἱ Ἀπόστολοι συνιστοῦν νὰ κρατοῦμε τὰ παραδοθέντα, νὰ μὴ δεχόμαστε διαφορετικὲς διδασκαλίες ἀπὸ τὶς παραδοθεῖσες, ἀκόμη καὶ ἂν κατέβει ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς τὶς διδάξει, νὰ μὴν συναναστρεφόμαστε μὲ αἱρετικοὺς οὔτε κἂν νὰ τοὺς χαιρετοῦμε, «καὶ χαῖρειν αὐτοῖς μὴ λέγετε». Ὅσα περὶ αἱρετικῶν διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ἐπανέλαβε καὶ τὰ ἐτόνισε στοὺς ἱεροὺς κανόνες ἡ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς ἢ νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα θεωροῦν ἄκυρα καὶ ἔρημα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ παραβαίνοντες αὐτοὺς τοὺς κανόνες πιστοί, ἐὰν εἶναι κληρικοὶ καθαιροῦνται, ἐὰν εἶναι λαϊκοὶ ἀφορίζονται.
Ἡ αὐστηρότητα αὐτὴ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων δὲν ἔχει δικανικό, τιμωρητικὸ χαρακτήρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ πνευματικοὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔχει παιδαγωγικό, φιλανθρωπικὸ χαρακτήρα. Ἀποβλέπει στὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρήσουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα. Σὲ ὅσους βρίσκονται μέσα στὶς αἱρέσεις, εἶτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννήσεως, εἶτε μὲ ἐθελούσια προσχώρηση, μεταφέρει τὸ μήνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πὼς μποροῦν δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρύσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρέπουν τὴν προσέλευση ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχει ἕνα μόνο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν παράλληλα ἐργαστήρια, ἄλλοι χῶροι ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ.
Άπὸ τὸ πλῆθος τῶν πατερικῶν ἐπισημάνσεων περὶ τοῦ ὅτι ἡ αἵρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια μνημονεύουμε ἐδῶ ἐλάχιστες. Ὁ Μ.Βασίλειος στὴν πρώτη κανονική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου διδάσκει ὅτι οἱ κληρικοὶ ποὺ ὑπάρχουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα δὲν μεταδίδουν τὴν Θεία Χάρη, τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι ἔχουν χάσει, «Οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκέτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εφ΄ἑαυτοῖς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν... οἱ δὲ ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον τὴν ἐξουσίαν, οὐκέτι δυνάμενοι Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αύτοὶ ἐκπεπτώκασιν». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπίσης στὸ κλασικὸ δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» συνιστᾶ: «Πάσῃ δυνάμει φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι " μὴ γὰρ δῶτε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν", φησὶν ὁ Κύριος " μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων", ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γινόμεθα κατακρίσεως». Ἂς σκεφθοῦν τὶς εὐθῦνες τους ὅσοι ὑποδέχθηκαν καὶ ἀγκάλιασαν τὸν πάπα στὴν Ἀθήνα ὡς ἐπίσκοπο Ρώμης καὶ συνετέλεσαν στὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων καὶ στὴ φθορὰ καὶ ἀλλοίωση, στὴν ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Ἱερεὺς τῶν Ἀθηνῶν, πνευματικός, μοῦ εἶπε ὅτι ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι σχημάτισαν τὴν ἐντύπωση μὲ τὶς φιέστες καὶ τὶς ὑποδοχὲς ὅτι δὲν μᾶς χωρίζει τίποτα μὲ τοὺς παπικούς, ἔλαβαν μέρος στὴν παπικὴ λειτουργία τοῦ σταδίου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς παπικοὺς μετέλαβαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν παπικὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐπῆραν καὶ ἔφαγαν τὴν ὄστια. Νὰ ἀποκαλύψω ἀκόμα ὅτι ὄχι μόνο ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ καὶ καθηγητὲς θεολογικῶν σχολῶν Ὀρθόδοξοι, στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, μεταλαμβάνουν τὴν ὄστια σὲ παπικὲς λειτουργίες. Ἤδη μᾶς ἔχει ἐπίσης καταγγελθεῖ ὅτι στὴ Σύρο οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων ἐκκλησιάζονται ἐναλλὰξ στὶς παπικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ μεταλαμβάνουν ἀδιακρίτως ἀπὸ τὴν παπικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Θεία Εὐχαριστία. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναλογισθεῖ τὶς εὐθῦνες του τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, τῆς πόλεως ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔδωσαν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Balamad στὸ Λίβανο, τὸ ὁποῖο προσχώρησε σὲ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ξεπερνώντας στὸ θράσος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ ἄλλα πατριαρχεῖα.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ποὺ γίνεται λόγος περὶ τοῦ ὅτι στὴν αἵρεση χάνει κανεὶς τὴν σωτηρία του, ταιριάζει νὰ ἀναφέρουμε ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ τὴν θαυμάσια σχετικὴ διήγηση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θέλησαν μερικοὶ νὰ δοκιμάσουν ἂν ὄντως ὁ ἀββὰς Ἀγάθων ἔχει μεγάλη διάκριση, ὅπως φημίζονταν. Τὸν ἐπισκέφθηκαν λοιπὸν καὶ σὲ ἐπανειλημμένα ἁμαρτήματα ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν, λέγοντάς του ὅτι εἶναι πόρνος καὶ ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ καταλάλος δὲν ὀργίσθηκε, ἀλλὰ ἔλεγε ὅτι ὄντως εἶναι ὅπως τὰ λέτε. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι αἱρετικός, ἀντέδρασε καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι. Ὅταν τοῦ ἐζήτησαν κατόπιν νὰ ἐξηγήσει, γιὰ ποιὸ λόγο μόνο γιὰ τό αἱρετικὸς ἀντέδρασε, ἀπάντησε ὅτι τὸ νὰ δέχεται κανεὶς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς εἶναι ὀφέλιμο, ἡ αἵρεση ὅμως εἶναι πράγμα πολὺ ἐπιζήμιο, γιατὶ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό. «Τὰ πρῶτα ἑμαυτῷ ἐπιγράφω, ὄφελος γὰρ ἐστὶ τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικὸς χωρισμὸς ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες».
ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΑΓΙΩΝ.
Ἴσως βέβαια ἰσχυρισθοῦν κάποιοι ὅτι ὅσα λέγουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀρχαίους αἱρετικοὺς ποὺ καταδικάσθηκαν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὄχι γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καταδίκη Οἰκουμενικῆς ἢ ἄλλης συνόδου. Δυστυχῶς ἐτόλμησαν νὰ τὸ ποῦν κι αὐτὸ τὴν περίοδο τῆς εἰσβολῆς τοῦ πάπα μερικοὶ θεολόγοι καὶ μάλιστα Ἀρχιερεῖς. Γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὁ δικός μου λόγος αὐστηρὸς θὰ παραθέσω αὐτὸ ποὺ λέγει μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὴν ἀπαιδευσία καὶ ἀμάθεια πολλῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι καὶ σ΄αὐτὸ σοφοί, στὸ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀπαιδευσία τους καὶ νὰ σιωποῦν, «Οὔτω οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο εἰσι σοφοί, τὴν ἑαυτῶν γιγνώσκειν ἀπαιδευσίαν». Καὶ τὸ χειρότερο μάλιστα εἶναι ὅτι τοὺς ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ διδάσκουν ἄλλους, αὐτοὶ ποὺ δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀμάθειά τους, «Καὶ ὃ τούτου πονηρότερον, παιδεύειν ἄλλους πεπιστευμένον τὸν μηδὲ τῆς οἰκίας ἀμαθείας ἐπαισθανόμενον».
Ὑπάρχει, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ τὰ τοῦ πάπα φρονοῦντες καὶ ὑποστηρίζοντες, ὑπάρχει συνοδικὴ καταδίκη τοῦ filioque. Τί ἐμάθατε κατὰ τὶς θεολογικές σας σπουδές; Ἡ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ διέπραξαν οἱ Λατῖνοι προσθέσαντες ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὸ γνωστὸ filioque, ἀπαγορεύται ἤδη προδρομικὰ ἀπὸ προηγούμενες οἰκουμενικὲς συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Μετὰ τὶς δύο πρῶτες οἰκουμενικὲς συνόδους, τὴν ἐν Νικαίᾳ (325) καὶ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει (381), οἱ ἐπόμενες οἰκουμενικὲς σύνοδοι δὲν ἐτόλμησαν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν κάτι ἀπὸ τὸ Σύμβολο, τὸ θεώρησαν ἀπαραχάρακτο καὶ ἀμετάβλητο. Μολονότι π.χ. ἔγινε τόσος λόγος καὶ διεξήχθησαν μεγάλοι ἀγῶνες γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας «Θεοτόκος», τὸ ὁποῖο ἠρνεῖτο ὁ Νεστόριος, ἐν τοῦτοις δὲν τὸ προσέθεσαν. Ἡ ἴδια μάλιστα σύνοδος ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, ἡ Γ' ἐν Ἐφέσω Οἰκουμενικὴ Σύνοδος(431), εἰς τὸν ὅρο αὐτῆς γράφει ὅτι «ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος, ἑτέραν πίστιν μηδενῖ ἐξεῖναι προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν τὴν Νικαέων συνελθόντων σὺν Ἁγίω Πνεύματι». Ὁ μετασχὼν καὶ πρωταγωνιστήσας σ΄αὐτὴν τὴν σύνοδο Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γράφοντας στὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, λέγει ὅτι «οὐδενὶ ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε, ἢ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν». Καμμία σύνοδος στὴν συνέχεια δέν ἐτόλμησε νὰ προσθέσει κάτι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀντίθετα ἐπαναλαμβάνουν τὴν ἀπαγόρευση γιὰ προσθήκη ἢ ἀφαίρεση, ὅπως ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος , ἡ ὁποία διακήρυξε «Οὐδέν ἀφαιροῦμεν, οὐδέν πριστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλλάτωμεν». Στὶς συνοδικὲς αὐτὲς ἀπαγορεύσεις ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος γράφει: « Μέσα εἰς τοὺς ὅρους τούτους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περιέχονται τὰ φρικτὰ ἀναθέματα κατ' ἐκείνων, ὅπου τολμήσουν νὰ βάλλουν τὸ μιαρὸν τους χέρι μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον τῆς Πίστεως».
Ἂν λοιπὸν ἀπαγορεύεται ὁποιαδήποτε προσθήκη, ἀκόμη καὶ ὀρθὴ θεολογικά, ὅπως ἡ λέξη «Θεοτόκος», πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύεται ἡ προσθήκη αἱρετικῆς διδασκαλίας, ὅπως εἶναι τὸ filioque. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς θεολογούμενο, ὡς θέμα δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖο δικαιολογοῦνται διαφορετικὲς γνῶμες, ὅπως νομίζουν μερικοὶ καὶ μάλιστα ἐπίσκοποι. Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφέστατη, ὁριστικὴ καὶ ἀταλάντευτη, μετὰ μάλιστα τὴ σαφὴ καὶ φωτισμένη ἀνάλυση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Μ. Φώτιο στὸ ἔργο του «Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας». Ἡ θεωρούμενη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Η' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879, ποὺ συγκάλεσε ὁ Μ. Φώτιος, στὴν ὁποία μάλιστα παρίσταντο ἐκπρόσωποι τῆς ὀρθοδοξούσης ἀκόμη Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, κατεδίκασε τὸ filioque ὡς ἀθέμιτη προσθήκη, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ προηγούμενες σύνοδοι. Στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει ὁ Μ. Φώτιος «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» χαρακτηρίζει τὸ filioque ὡς δυσσεβὴ καὶ βλάσφημη διδασκαλία ποὺ στρέφεται ἐναντίον τῶν Εὐαγγελίων, τῶν συνόδων καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν Ἁγίων. Παραθέτουμε τὸ κείμενο αὐτὸ « Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν φησὶν " Τὸ Πνεῦμα, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται", οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, τὸ Πνεῦμα, φασίν, ὅ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς Ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ Ἁγίους παραγράφεται Πατέρας, τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα καὶ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μρτύρων, καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν, ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται».
Ὑπάρχει λοιπὸν προδρομικὴ καταδίκη καὶ ἀναθεματισμὸς ἀπὸ προηγούμενες συνὸδους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Η' ἐπὶ Φωτίου Οἰκουμενική, ὅσων τολμοῦν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔστω καὶ μιὰ συλλαβή, ὅπως ἔκαναν οἱ Φράγκοι καὶ παρέσυραν τὴν Ρώμη στὴν προσθήκη τοῦ filioque, τῆς διδασκαλίας δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὴν ὁποίαν ἐξακολουθοῦν νὰ δέχονται καὶ διδάσκουν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν προελθόντες Προτεστάντες.
Ὑπάρχουν οἱ ἡσυχαστικὲς σύνοδοι τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰῶνος, ποὺ καταδίκασαν στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ τὴν δυτικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος , τὴν ἄρνηση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς σύνοδοι κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, λίγα μόνο χρόνια πρὶν ἀρχίσει ὁ αἰώνας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἰσοπεδώσεως καὶ τῆς συγχύσεως πάντων, ποὺ καταδικάζουν τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ πάμπολλες ὁμολογίες πίστεως, συμβολικὰ κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ πράττουν τὸ ἴδιο. Σὲ ἄλλη μας μελέτη θὰ παρουσιάσουμε σύντομα τὶς συνοδικὲς καὶ ἁγιοπατερικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ὥστε νὰ τὸ μάθουν ὅσοι δὲν τὸ γνωρίζουν ἢ δὲν κάνουν τὸν κόπο νὰ μελετήσουν, νὰ ἀφοπλισθοῦν δὲ καὶ ὅσοι διαστρέφουν τὰ πράγματα γιὰ νὰ παραπλανοῦν καὶ νὰ παρασύρουν.
Πάντως, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχαν συνοδικὲς ἀποφάσεις, ἀκόμη καὶ ἂν γιὰ διαφόρους λόγους δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συγκληθοῦν σύνοδοι, αὐτὸ δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Παπισμὸ καὶ τὸ γέννημά του τὸν Προτεσταντισμὸ ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τῆς αἱρέσεως. Στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία τὸ ἀλάθητο ἀπονέμεται μόνο στὴν Ἐκκλησία καθ' ἑαυτήν, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπεδωμένη αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ὅ,τι διδάσκεται πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνο πρὸς ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη, κατὰ τὴ γνωστὴ θέση τοῦ ἐκ Λειρίνης Ἁγίου Βικεντίου. Ἡ συμφωνία αὐτὴ δὲν εἶναι συγχρονική, ἀλλὰ διαχρονική, δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς ζώντας, ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς κεκοιμημένους, πρὸς τὰ μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ αὐτοὶ ζῶντα ἐν οὐρανοῖς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καμμία σύνοδος ζώντων δὲν μπορεῖ νὰ διδάξει καὶ ν' ἀποφασίσει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν ἐν οὐρανοῖς Ἁγίων. Ἐπομένως καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τότε εἶναι ἀλάθητες καὶ ἰσχυρές, ὅταν ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὰ παραδεδομένα, ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀποφάσεις ψευδοσυνόδων καὶ ἀπορρίπτονται. Ὑπῆρξαν σύνοδοι ποὺ συγκλήθηκαν ὡς γενικὲς καὶ οἰκουμενικὲς κὶι κατέληξαν νὰ χαρακτηρίζονται ληστρικές, ὡς συναγωγὲς πονηρευομένων, γιατὶ ἀκριβῶς ἦταν ἀντίθετες πρὸς τὴν πίστη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης καὶ τοπικῶς καὶ χρονικῶς καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ συνόλου τῆς ἀλήθειας. Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν κάποια οἰκουμενικὴ σύνοδος στὸ μέλλον ἀποφασίσει πὼς ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι αἱρέσεις, αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ γίνει δεκτό, γιατὶ ἀντιστρατεύεται στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιστρατεύεται στὴν ἀλήθεια. Ἀλλοίμονον, ἂν ἦταν τόσο ἰσχυρὰ τὰ συνέδρια καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἀνθρώπων νὰ καταργήσουν τὸν Θεό, νὰ σβήσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐπεχείρησαν νὰ τὸ κάνουν καὶ μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀπέτυχαν, καὶ θὰ ἀποτυγχάνουν ὅσοι προσπαθοῦν νὰ πολεμήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος.
Ἡ πίστη καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς καὶ κατόπιν ὁ Προτεσταντισμὸς εἶναι αἱρέσεις εἶναι ὁλοφάνερη καὶ ἀστασίαστη. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γεμίσει ὁλόκληρους τόμους, ἂν καταγράψει τὸ σχετικὸ ὑλικό, μεγάλο μέρος τοῦ ὁποίου ὑπάρχει στὴν περισπούδαστη μελέτη τοῦ Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «ἡ αἵρεσις τοῦ filioque». Ποῦ νὰ μαζέψει κανείς καὶ τὰ περὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ πλανῶν τοῦ Παπισμοῦ ποὺ πλησιάζουν τὶς εἴκοσι; Ἐνδεικτικῶς ἐδῶ θὰ παραθέσουμε μερικὲς γνῶμες. Ὁ ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Γαλησιώτης, σὲ ποίημά του μὲ τίτλο «Ὅτι αἱρετικοὶ εἰσιν οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἰ συγκοινωνοῦντες αὐτῶν ἀπόλλυνται» γράφει ὅτι μερικοὶ ἀμαθεῖς ποιμένες ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Ἰταλοί. Ὁλόκληρος ὅμως ὁ χορὸς τῶν Πατέρων τοὺς καταδικάζει,ὅποιος Δὲ κοινωνεῖ μὲ τοὺς Λατῖνους χωρίζεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους:
Μέγιστα γὰρ ἐσφάλησαν καὶ πάμπολλα Λατῖνοι
Πᾶς τῶν Πατέρων ὁ Χορὸς αὐτοὺς καταδικάζει,
Αἱρετικοῖς συντάττεται καὶ σύμπας ὁ Λατῖνοις
Συγκοινωνὼν μεμέρισται Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἀφοῦ παραθέσει πολλὲς μαρτυρίες Ἁγίων συμπεραίνει:
Ἔγνως ἐξ ὦν εἰρήκαμεν ὁλίγων παρανόμων
Ἐν δόγμασι βλασφημιῶν, παρατροπῶν ἐν ἔθει
Τοὺς Ἰταλοὺς αἱρετικούς; Πῶς γοῦν ἡ κοινωνία
Ἡμῖν τούτων ἀβλαβὴς τοῖς ἐκτελοῦσι ταύτην;
Ἢ πῶς οὐκ ἂν αἱρετικοὶ κληθεῖεν οἱ Λατῖνοι
Τοσαῦτα παραβαίνοντες, καινίζοντες τοσαῦτα;
Ἀφήνουμε ὅσα λέγουν πάμπολλοι Ἅγιοι Πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκου Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, καὶ θὰ παραθέσουμε ὅσα λέγουν οἱ Ἅγιοι Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος. Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, γνωστὸς περισσότερο ὡς λειτουργιολόγος καὶ μυσταγωγός, στὰ ἔργα του ἀναφέρεται συχνὰ στὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη, 1416/17-1429, οἱ Θεσσαλονικεῖς παρέδωσαν τὴν πόλη στοὺς Βενετοὺς (1423), γιὰ νὰ τὴν γλιτώσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τελικὰ τὴν κατέλαβαν τὸ 1430, λίγους μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Συμεών (1429). Οἱ Βενετοὶ προσπάθησαν νὰ ἐκλατινίσουν τοὺς κατοίκους εἰσάγοντες καινοτομίες τῶν Λατίνων. Ἀντέδρασε ὅμως ποιμαντικὰ ὁ Ἅγιος Συμεών, γι' αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς στὰ συγγράμματά του συναντοῦμε ἀναφορὲς στὶς καινοτομίες καὶ τὶς πλᾶνες τῶν Λατίνων. Συγκαταλέγει ἀπερίφραστα τοὶς Λατίνους μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν στὸ μεγάλο δογματολειτουργικό του ἔργο «Διάλογος ἐν Χριστῷ κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων καὶ περὶ τῆς μόνης πίστεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἱερῶν τελετῶν Τὲ καὶ μυστηρίων πάντων τῆς Ἐκκλησίας». Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου, τὸ δογματικό, ἀναπτύσσει ἐν πρῶτοις τὰ περὶ τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, ὅσες ἐμφανίσθηκαν μέχρι τὴν Ζ' Οἰκουμενικἠ Σύνοδο. Μεγάλο ἀριθμὸ κεφαλαίων ἀφιερώνει στοὺς Λατίνους ὡς τὴν τελευταία αἵρεση ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γράφει ἐπὶ λέξει: «Ἐναπολέλειπται μαθεῖν καὶ τὶς ἄρα τῶν αἱρέσεων μετὰ τὴν οἰκουμενικὴν σύνοδον τὴν ἑβδόμην παρεισεφθάρη τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ τινὰ τὴν λύμην εἰργάσατο, καὶ πὼς ἀπολογητέον πρὸς τοὺς ταύτης ἐξεχομένους». Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν ὁ Παπισμὸς προεκάλεσε στὴν Ἐκκλησία μεγαλύτερη ζημιὰ ἀπὸ ὅση προεκάλεσαν ὅλες μαζὶ οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ τοῦ σχίσματος ὀρθοδόξους πάπες καὶ τοὺς ἑορτάζουν ὡς ἀγίους. Οἱ μετὰ τὸ σχῖσμα πάπες εἶναι αἱρετικοί. Ἔπαυσαν νἀ εἶναι διάδοχοι στὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν διαδοχὴ τῆς ἀλήθειας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν ἑκάστοτε πάπα «οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸ ἀποκαλοῦμεν». Λόγω τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ filioque ἔχασαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι ἀχαρίτωτα. Κωδικοποιεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών λίγο πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας τὴν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: «Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρω τοῦ Πνεύματος εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ οὐκ ἐν αὐτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα, ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετοῦντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό... διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα οὐκ έν αὐτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν».
Ὁ ἐσχάτως ἐπίσης ἐνταχθεὶς μεταξὺ τῶν Ἁγίων μεγάλος διδάσκαλος τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔχει ἐνδιαφέρουσες ἀναφορὲς στὴν Δογματική του, στὸ γνωστὸ δηλαδὴ ἔργο του «Ἐπιτομὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων». Στὸ κεφάλαιο «Περὶ Ἐκκλησίας» ἀναλύοντας τὰ τέσσερα γνωρίσματά της, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σύμβολο στὴ φράση «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» γράφει: «Μία ἡ Ἐκκλησία, ὅτι καὶ εἰς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἰς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων. Ἐκσυρρίτονται ἄρα τοῦδε τῆς Ἐκκλησίας ἑνιαίου συστήματος τὰ πολυσχιδῆ τῶν αἱρετικῶν κόμματα, ἃ δὴ καὶ ἐκκλησίαι πονηρευομένων ἀκούουσιν, ἃ κατὰ διαφόρους καιροὺς ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς τῷ ὑγιεῖ σίτῳ τῶν Ὀρθοδόξων ζιζανίων δίκην ἐνέσπειρε. Καὶ γὰρ οὐ μόνον τοὺς περὶ τὰ πρῶτα καὶ καίρια τῶν μυστηρίων κακοδοξούντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκδιωκτέον, ἀλλὰ καὶ τοὺς περὶ τὰ δεύτερα, καὶ οἷον ἐπ' ἐκεῖνοις βεβηκότα, ὡσαύτως ὡς κακόφρονας ἀποβαλλόμεθα. Φασὶ γὰρ καὶ οἱ νόμοι τῶν βασιλέων, ὅτι αἱρετικός ἐστι, καὶ ταῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται ποιναῖς ὁ καὶ μικρὸν τί τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Φησὶ Δὲ καὶ ἡ δεσποτικὴ φωνὴ ὅτι ἐὰν καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης». Παραθέτει μάλιστα σὲ ὑποσημείωση ἀπὸ ἔργο καλούμενο Δοκίμιο τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα: «Τί Δέ; Ἦττον ἄρα τὶς ἀπορήσειεν, εἰ διανοηθείη, ὅπως ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, ὁ ἐγγὺς τῆς ἀσεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικροῦ τὸ ἥμισυ κατέσχε τῆς Εὐρώπης; Τί Δὲ ὁ Παπισμός, ὁ πατὴρ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ; Μάλιστα Δὲ καὶ καυχῶνται ὅτι γένη πάμπολλα εἰσί, καὶ βασίλεια μεγάλα καὶ κραταιά. Καὶ τοῦτο δὴ ἐστι τὸ λυπηρόν, ὅτι γένη τοσαῦτα καὶ λαοὶ πολυπληθεῖς ἐκκλησίαι εἰσὶ πονηρευομένων καὶ ἀλλότριοι τῆς μίας, ἁγίας, τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον. Πρότερον γὰρ ἦσαν αἱρετικοί, καθὰ δὴ καὶ νῦν εἰσι, διὰ τῆς εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον προσθήκην. Νῦν Δὲ καὶ ἀβάπτιστοι ὅλως ἀποδείχθησαν ὄντες. Δι' ὃ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους, ὡς ἐθνικοὺς δεχόμενοι, ἆτε ἀβαπτίστους βαπτίζομεν κατὰ τὸν Ζ' κανόναν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Β' Συνόδου. Παραλείπω τὰ μύρια ἄλλα παρ' αὐτῶν βδελύγματα. Ἀρμένιοι Δὲ καὶ Κόπται, οἱ κατ' Αἴγυπτον καὶ Συρίαν,κόμματα μὲν καὶ οὖτοι πονηρά, λυποῦσι Δὲ οὐδὲν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, περιουσία τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀπαιδευσίας».
Ἁναφερόμενος στὸ θέμα τοῦ filioque καὶ ἐξηγὼν γιατὶ εἶναι αἵρεση γράφει στὴ συνέχεια: «Ἐπειδὴ ἡ κακίστη αὐτὴ αἵρεσις ( αἵρεσις γὰρ ἐστι, ὡς εἰς τὸ Η' ἄρθρο τῆς πίστεως πολυτρόπως βλασφημούσα διὰ τῆς ἐκ τοῦ Υιοῦ προσθήκης) ζῶσα καθ' ἡμᾶς ἐστι, καὶ οὐδὲ παύεται λυπούσα καὶ ταράττουσα τὴν καθ' ἡμᾶς ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἰ καὶ νῦν μετριώτερον ἣ ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις, διὰ τὴν νῦν ὑπὸ τῶν ἀθέων ἐπεισκωμάσασαν ἀδιαφορίαν. Τούτου χάριν ὁ περὶ αὐτῆς ἢ κατ' αὐτῆς ἐνταῦθα λόγος φαίνεται ὤν ἀκόλουθος καὶ ἀναγκαῖος, οὐχ ἵνα Λατίνους νῦν μετὰ χιλιετίαν σχεδὸν πείσωμεν μεταμαθεῖν τὴν ἀλήθειαν, τοῦτο γὰρ οἶμαι ἀδύνατον, ἀλλὰ ἵνα τοὺς ἡμετέρους ἀσφαλίσωμεν, ὥστε μὴ ὑπὸ τῶν συνήθων αὐτοῖς σοφισμάτων καὶ ψευδοεξηγήσεων παρασύρεσθαι εἰς τὴν ἀπώλειαν».
Παραθέτουμε καὶ τὴν γνώμη τοῦ γνωστοῦ Σέρβου ὁσίου γέροντος καὶ μεγάλου θεολόγου π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος γράφει: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του βρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι , δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἢ παρεμόρφωνον ἰδιώματά τινα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δὲ εὐρωπαϊκαὶ αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τὸν Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὴν θέσιν του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ ἄλλων αἱρέσεων ὧν τὸ ὄνομα λεγεών».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἀπέναντι λοιπὸν στὶς εὐρεῖες ἐκκλησιολογίες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ποὺ γκρέμισαν ὅλα τὰ ὅρια καὶ τὶς διαχωριστικὲς γραμμὲς ἀνάμεσα στὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες, τώρα μάλιστα ἐπεκτείνουν τὸ ἐγχείρημα καὶ πρὸς τὶς θρησκεῖες, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ προβάλλει τὴν δική της ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία, διδάσκουσα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθὴς καὶ σώζουσα Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκλειστικὴ εἶναι καὶ ἡ Χριστολογία καὶ ἡ σωτηριολογία. Μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Γι' αύτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη Ἐκκλησία, ἄλλο σῶμα Χριστοῦ μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχουν ἄλλα παράλληλα ἐργαστήρια σωτηρίας.
Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, τὸ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι», ποὺ ἔγινε τὸ σύνθημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν τεχνητὴ καὶ ἐξωτερικὴ συγκόλληση τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, παρὰ τὶς μεγάλες δογματικὲς καὶ ἄλλες διαφορές τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἕνα σῶμα του ζῶντος Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν προσευχῶν μας οἱ πιστοὶ δὲν εὐχόμαστε ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, διηρημένες καὶ χωρισμένες. Ὑπάρχουν οἱ τοπικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ποὺ ἀποτελοῦν μόνον αὐτὲς τὴν Unam Sanctam, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες ὁμάδες εἶναι αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Εὐχόμαστε λοιπὸν ὄχι ὑπέρ ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν», νὰ διατηρεῖ ὁ Θεὸς σταθερὲς στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν οἱ πάντες, ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς καὶ μόνης Ἐκκλησίας πιστοί . Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς καθημερινῆς δεήσεως «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Εὐχόμαστε τῆς ἑνώσεως πάντων τῶν ἀνθρώπων μέσα εἰς τὴν μίαν Ἐκκλησίαν, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ διευκρινίζει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
Πηγή: Θεοδρομία http://www.theodromia.gr/4D009825.el.aspx