Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να φέρει σε επαφή τον αναγνώστη με τον γνωστικισμό, τις γνωστικές σέκτες και τις διδασκαλίες του. Μέσα από αυτή την επαφή θα μπορέσει να γίνει κατανοητή η εκ των έσω πολεμική που ασκήθηκε στην Εκκλησία στα πρώτα χρόνια της ζωής της. Από την αντιπαράθεση με τις γνωστικές αιρέσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν ήδη από την εποχή των αποστόλων, ο χριστιανισμός ξεκίνησε την διατύπωση του δόγματος. Παράλληλα, ελπίζουμε ο αναγνώστης, να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια, για την αναγνώριση της ταυτότητας σύγχρονων απόψεων και ιδεών, που ως νέο-γνωστικές, έχουν τις ρίζες τους σ’ εκείνη την εποχή.
Για τους σκοπούς αυτούς η εργασία αποτελείται από έξι μέρη. Στο πρώτο μέρος ανιχνεύουμε τον χαρακτήρα και την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου. Στο δεύτερο μέρος εξετάζουμε τις πηγές πληροφόρησης περί των γνωστικών. Αυτές είναι δύο ειδών τα έργα των σύγχρονων του γνωστικισμού εκκλησιαστικών συγγραφέων και τα ίδια τα γνωστικά κείμενα, τα οποία ήρθαν στο φως ύστερα από τις νεώτερες ανακαλύψεις. Στο τρίτο μέρος εξετάζονται οι κύριες γραμμές της διδασκαλίας των γνωστικών, κυρίως τα κοινά σημεία αυτών, ενώ οι επιμέρους διαφοροποιήσεις καταγράφονται στην εξέταση της διδασκαλίας ανά γνωστική σέκτα. Στο τέταρτο μέρος εξετάζονται οι αιρέσεις ομαδοποιμένες με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά τους. Στο μέρος αυτό εξετάζονται τα πρώτα κινήματα μέχρι το τέλος της ύστερης αρχαιότητας.
Ενώ η έρευνα αρχικά σκόπευε να περιοριστεί στον αρχαίο γνωστικισμό, τελικά επεκτάθηκε για να εξετάσει την εξέλιξη του φαινομένου και κατά τον Μεσαίωνα. Έτσι στο πέμπτο μέρος εξετάζεται η εξέλιξη του γνωστικισμού κατά τον Μεσαίωνα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στο έκτο μέρος ξεκινά μια καινούργια ενότητα μέσα από την οποία μελετάται η ανάπτυξη του μεσαιωνικού γνωστικισμού στην Δύση. Παράλληλα με την μελέτη των αιρέσεων εξετάζονται και διάφορα προβλήματα της σύγχρονης έρευνας στο θέμα, όπως για παράδειγμα η επιβίωση των αιρέσεων κατά των πρώιμο Μεσαίωνα, η αιτία της αύξησης των αιρετικών κινημάτων στην μέση μεσαιωνική περίοδο και η συνέχεια της δυαρχίας από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση των Καθαρών. Η έρευνα συνεχίζεται.
1.1 Χαρακτήρας του Γνωστικισμού
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα παραθρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο γεννήθηκε στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, τόπο συνάντησης τριών πολιτισμών, του ιρανοπερσικού, του ελληνιστικού και του ιουδαϊκού. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τον Χριστιανισμό και από εκεί επεκτάθηκε σε όλο των οικουμενικό ρωμαϊκό κόσμο, μερικά γνωστικά συστήματα δε, μετακόμισαν ανατολικότερα, μέχρι την Ινδία.
Ως γνωστικά χαρακτηρίζονται πλήθος παραθρησκευτικών συστημάτων, τα οποία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα, προέβαλαν ανομοιογενείς διδασκαλίες, κράτησαν, όμως δύο κοινά χαρακτηριστικά:
α) η θεώρηση του θείου και του κόσμου γινόταν μέσω ενός διαρχικού τρόπου, είτε αυτή η διαρχία παραδεχόταν δύο διακριτές θεϊκές αρχές (ύψιστο θεό και διαφορετικό δημιουργό) στα όρια ενός αυστηρά ιεραρχούμενου πνευματικού κόσμου, είτε διαφορετικές αρχές του αγαθού και του κακού (σε όσες περιπτώσεις το κακό δεν είναι μόνο η απομάκρυνση από τον Ένα), καθορίζοντας την αξιωματική διαφορετικότητα του πνευματικού και του υλικού[i].
β) η λύτρωση-σωτηρία ήταν αποτέλεσμα της απόκτησης και της παραδοχής της αποκαλυμμένης γνώσης. Μέσω αυτής ο μυημένος μάθαινε την θέση του μέσα στο ιεραρχημένο πνευματικό κόσμο και τον προορισμό του, την επιστροφή στην ουράνια πατρίδα.
Εδώ υπάρχει η εξής αντίφαση. Επιφανειακά οι γνωστικοί δείχνουν να μην εξαρτώνται άμεσα από τις τελετές και τις θεουργίες. Θα έπρεπε δηλαδή, η απλή διδασκαλία να είναι αρκετή, ώστε ν’ αποκτήσει ο μυημένος την απαιτούμενη γνώση. Στην πράξη, όμως, κάθε γνωστική σέκτα είχε τις δικές της τελετουργίες για την μεταβίβαση της γνώσης στους οπαδούς της. Η διδασκαλία ήταν το μέσο προσηλυτισμού.
Η αντίφαση μεταβιβάζεται και στα είδη των τελετών που ασκούνταν. Αυτή την φορά έχει να κάνει με τον τρόπο που θεωρούσαν οι γνωστικοί την ύλη ως την ουσία του κακού, διότι φυλακίζει τον ουράνιο σπινθήρα που βρίσκεται εντός του σώματος[ii]. Έτσι, ξεκινώντας με την προοπτική να απελευθερώσουν τον σπινθήρα αυτό από την φυλακή του σώματος, άλλοι εφάρμοζαν ακραίο ασκητικό βίο, ενώ άλλοι επιδίδονταν σε ακόρεστη ικανοποίηση κάθε υλικής-σωματικής επιθυμίας. Για την επίτευξη του ίδιου στόχου εφαρμόζονταν διαμετρικά αντίθετες μέθοδοι. Αυτό είναι ευεξήγητο αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη ηθικού συστήματος στην διδασκαλία των γνωστικών[iii]. Ο Πλωτίνος ψέγει τους γνωστικούς για έλλειψη ηθικής διδασκαλίας και τους καταλογίζει ηδονισμό[iv].
Από τον λυτρωτικό χαρακτήρα της γνώσης, ονομάστηκαν τα εν λόγω συστήματα γνωστικά. Ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν φιλοσοφικά ή θρησκευτικά, παρότι λαμβάνουν στοιχεία και από τις δυο κατηγορίες[v]. Η λήψη των όσων στοιχείων γίνεται με τρόπο αποσπασματικό και η επεξεργασία τους με εντελώς ιδιότυπο τρόπο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αρχική τους έννοια και η θέση τους μέσα στο σύστημα προέλευσης. Αποτέλεσμα ήταν η πολτοποίηση των στοιχείων αυτών, χωρίς να ενοχλεί η πρωταρχική αντίθεσή τους.
Για παράδειγμα, στην ελληνική φιλοσοφία σημείο εκκίνησης της φιλοσοφικής αναζήτησης ήταν η πεποίθηση, ότι η αλήθεια είναι προσιτή διανοητικά, είτε ως εμπειρικό εξαγόμενο μεθοδικά επεξεργασμένων αισθητικών δεδομένων, είτε ως εσωτερική παρακαταθήκη που έρχεται στη επιφάνεια μέσα από τη διαδικασία μάθησης και εκπαίδευσης διά της εφαρμογής συγκεκριμένων τεχνικών (μαιευτική, διαλεκτική κλπ). Για τον Έλληνα φιλόσοφο η έννοια της αποκάλυψης ως μοναδικού τρόπου γνώσης ήταν αδιανόητη. Για τους γνωστικούς, όμως, που δέχονταν αποσπασματικά και όχι συστηματικά τα φιλοσοφικά αιτήματα, η αποκάλυψη ήταν ο μόνος τρόπος γνώσης του πνευματικού κόσμου.
Αυτό όσο και αν φαίνεται παράξενο, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την σύσταση των γνωστικών σεκτών. Οι σέκτες ήταν προσωποπαγείς. Δημιουργούνταν μία συνάθροιση γύρω από το πρόσωπο του ιδρυτού, ο οποίος ενδύονταν αδιαμφισβήτητο κύρος, ως φορέας πνευματικού-λυτρωτικού μηνύματος. Για να παραμείνει η διδασκαλία του αρχηγού έξω από κάθε έλεγχο, όσο εξωφρενική και αν ήταν, παρουσιάζονταν ως αυτοφανέρωση ή αποκάλυψη, ως άνωθεν κατερχόμενη αυθεντία. Συνεπώς η θέση του αρχηγού της σέκτας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, εφόσον ήταν ο μόνος στον οποίο φανερώνονταν η αλήθεια, ο δε λόγος του ήταν ο μοναδικός εσωτερικός κανονισμός της. Έτσι όλα περιστρέφονταν γύρω από τον αρχηγό και τις επιθυμίες του. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που παρουσιάζονταν ψευδοπροφήτες, αυτοί προέρχονταν από το στενό περιβάλλον του αρχηγού.
Εδώ, μπορούμε να εντοπίσουμε τον τρόπο πολλαπλασιασμού των γνωστικών συστημάτων, μέσω παραφυάδων. Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποιος επίδοξος αρχηγός μπορούσε ν’ αποσχιστεί από την σέκτα, παρασύροντας ορισμένο αριθμό μελών, δημιουργώντας νέα συνάθροιση. Έτσι ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνος Μάγου, ο Σατορνείλος παρόμοια, μαθητής του Μενάνδρου και τα λοιπά[vi].
Κατόπιν των δύο παραπάνω παρατηρήσεων, μπορεί ν’ αντιληφθεί κανείς γιατί τα γνωστικά συστήματα δεν ήταν ούτε φιλοσοφικά, ούτε θρησκευτικά. Αν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσε να πει ότι επρόκειτο για καταστροφικές λατρείες. Αυτό προκύπτει ειδικά από την έρευνα το πρακτικών που οι σέκτες εφάρμοζαν και κυρίως των τελετών τους.
Ας επιμείνουμε λίγο, πάνω σ’ αυτό. Λέχθηκε παραπάνω ότι τα γνωστικά συστήματα στερούνταν διατυπωμένης ή εφαρμοσμένης ηθικής. Αιτία γι’ αυτό δεν είναι η φιλοσοφική θεώρηση του κακού ως συνδεδεμένου με την ύλη, ουσιαστικοποιημένου σε αυτήν. Τα ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα που είχαν παρόμοια θεώρηση της ύλης (πλατωνισμός) έθεσαν ηθικούς κανόνες, η ακολουθία ή η ανακολουθία των οποίων επηρέαζε τον κύκλο των μετενσαρκώσεων της ψυχής. Αν ο άνθρωπος ακολουθούσε τον δρόμο προς τον φωτισμό ζώντας με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, θα ξέφευγε από τον κύκλο αυτό. Αν όχι θα παρέμενε εγκλωβισμένος, ακολουθώντας μια φθίνουσα πορεία προς ευτελέστερες υλικές μορφές[vii].
Στα γνωστικά συστήματα δεν έχουμε κάτι παρόμοιο. Ο δρόμος προς τον φωτισμό είναι μονόδρομος, με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή της γνώσης που μόνο ο αρχηγός κατέχει και μεταδίδει στους οπαδούς του, μέσω τελετών ποικίλης ηθικής αποχρώσεως. Συνεπώς, ως χορηγός της λύτρωσης αναγνωρίζονταν ο αρχηγός, ενώ ο μυημένος με την αναγνώριση του αρχηγού και την αποδοχή της διδασκαλίας του, περιέρχονταν σε μια κατάσταση εκ της οποίας δεν ήταν δυνατόν να εκπέσει. Παράδειγμα αποτελεί οι πεποίθηση των οπαδών του Σίμωνα του Μάγου.
«οἱ δέ αὖθις μιμηταί τοῦ πλάνου και Σίμωνος μάγου γινόμενοι τα ὅμοια δρῶσιν, ἀλογίστως φάσκοντες δεῖν μίγνυσθαι, λέγοντες˙ πᾶσα γῆ γῆ, καί οὐ διαφέρει ποῦ τις σπείρει, πλήν ἵνα σπείρῃ,… οὐ γαρ μή κρατείσθαι αὐτούς ἔτι τινί νομιζομένῳ κακῷ, λελύτρωνται γαρ».[viii]
Με τέτοιου είδους αντιλήψεις, στις σέκτες που δεν ακολουθούσαν τον άμετρο ασκητισμό, λάμβαναν χώρα τελετές που διέστρεφαν εντελώς την χρήση της γενετήσιας ορμής[ix]. Σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφηκαν τελετές κανιβαλισμού[x].
Ίσως οι κατηγορίες των εθνικών για «οιδιπόδειες μίξεις και θυέστεια δείπνα» να οφείλονταν στις πρακτικές των γνωστικών και να τις επιφορτίζονταν άδικα οι Χριστιανοί[xi]. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η βλάβη, που προκαλούσαν οι σέκτες με χριστιανικό επίχρισμα, ήταν διπλή. Αφενός μεν πλανούσαν τους πιστούς με δήθεν κηρύγματα στο όνομα του Χριστού, αφετέρου διέσυραν το όνομα των Χριστιανών, στα μάτια των εχεφρόνων.
Την παραπλάνηση των μελών της Εκκλησίας στιγμάτισαν και πολέμησαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος:
«Ἡ γάρ πλάνη καθ’ αὑτήν μέν οὐκ ἐπιδείκνυται, ἵνα μή γυμνωθεῖσα γένηται κατάφωρος˙ πιθανῶ δέ περιβλήματι πανούργως κοσμουμένη, και αὐτῆς τῆς ἀληθείας ἀληθεστέραν ἑαυτήν παρέχειν φαίνεσθαι διά τῆς ἐξωθεν φαντασίας τοῖς απειροτέροις˙ καθώς ὑπό τοῦ κρείττονος ἡμῶν εἴρηται ἐπί τῶν τοιούτων, ὅτι λίθον τόν τίμιον σμάραγδον ὄντα, καί πολυτίμητόν τισιν, ὕαλος ἐνυβρίζει διά τέχνης παρομοιουμένη, ὁπόταν μή παρῇ ὁ σθένων δοκιμάσαι, και τέχνῃ διελέγξαι την πανούργως γενομένην˙ ὅταν δέ ἐπιμιγῇ ὁ χαλκός εἰς τόν ἄργυρον, τις εὐκόλως δυνήσεται τοῦτον ἀκεραίως δοκιμάσαι;»[xii]
Μια εργασία, η οποία θα κατέγραφε την επιρροή και την αλλοίωση της προσωπικότητας των μελών των γνωστικών σεκτών, θα βοηθούσε να φανεί καλύτερα η πραγματική φύση αυτών των συστημάτων. Γνωρίζουμε από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι η είσοδος των νέων μελών συνεπάγονταν την ολοκληρωτική υλική υπαγωγή τους στην ομάδα. Ο άγιος Ειρηναίος σχολιάζοντας με σκωπτικό τρόπο την μυθολογική διδασκαλία της σχολής του Ουαλεντίνου για την Σοφία-Αχεμώθ γράφει:
«Τίς γάρ οὐκ ἄν ἐκδαπανήσειε πάντα τα ὐπάρχοντα αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ, ὅτι ἀπό τῶν δακρύων τῆς Ἐνθυμήσεως τοῦ πεπονθότος Αἰῶνος, θάλασσαι καί πηγαί, και ποταμοί, καί πᾶσα ἔνυδρος οὐσία την γένεσιν εἴληφεν, ἐκ δέ τοῦ γέλωτος αὐτῆς το φῶς, καί έκ τῆς ἐκπλήξεως, καί τῆς ἀμηχανίας τα σωματικά τοῦ κόσμου στοιχεία;»[xiii]
Από το παραπάνω παράθεμα πληροφορούμαστε ότι οι νεοεισερχόμενοι προσέφεραν τις περιουσίες τους κατά την είσοδό τους στην σέκτα, πληρώνοντας έτσι αδρά την απόκτηση της γνώσης που θα τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη λύτρωση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, το γεγονός ότι οι γνωστικοί δραστηριοποιούνταν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, ούτε ότι πρωταρχικοί στόχοι για προσηλυτισμό ήταν οι εύπιστες κυρίες της αριστοκρατίας. Ακόμη και οι ομάδες που εφάρμοζαν ακραίο ασκητισμό, μακριά από πόλεις, χρειάζονταν την στρατολόγηση νέων μελών, εφόσον στους κόλπους τους δεν επιτρέπονταν η τεκνογονία, και κινδύνευαν με αποδεκατισμό.
Από το παραπάνω γίνεται κατανοητό, γιατί οι αρχηγοί των ομάδων ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, ώστε ν’ αποκτήσουν γνώσεις ή ικανότητες, δια των οποίων θα καθιστούσαν την διδασκαλία τους περισσότερο ελκυστική. Έτσι εξηγείται και η υστερόβουλη προσέλευση του Σίμωνα Μάγου στον Χριστιανισμό[xiv]. Επίσης, ο άκριτος δανεισμός στοιχείων από κάθε πεδίο του επιστητού του αρχαίου κόσμου δεν είναι άσχετος. Η επιστράτευση του Ομήρου και της αρχαίας ελληνικής ποίησης, του Πλατωνισμού σε μεγαλύτερο βαθμό και του Πυθαγορισμού και Στωικισμού σε μικρότερο, Ορφισμός, Ερμητισμός, Μιθραϊσμός, η ανάμιξη της αστρολογίας και της αριθμολογίας με τα μαθηματικά, η χρήση ιστορικών και μυθολογικών προσωπικοτήτων, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και ταυτόχρονα η προβολή προσώπων, τα οποία αυτή ιστορεί, ο συνδυασμός ανατολικού μυστικισμού και δυτικής φυσιολατρείας και τέλος το χριστιανικό επίχρισμα, όλη αυτή η Βαβυλωνία των ιδεών συγκεντρωμένη σε μια διδασκαλία, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς
. Το ζητούμενο ήταν η γνωστική διδασκαλία ν’ απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, υποψήφια θύματα του προσηλυτισμού. Έπρεπε να είναι ελκυστική και να ικανοποιεί τα ενδιαφέροντα κάθε πνευματικής στάθμης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιππόλυτος για τον τρόπο που έλκυε τους μαθητές του ο γνωστικός Ιουστίνος:
«οὗτος ἐπί τα ἐθνῶν τερατολογούμενα και διδασκόμενα ἀναγαγεῖν πειρᾶται τους ἀκροωμένους, αὐτολεξεί τά παρ’ Ἕλλησι μυθευόμενα διηγούμενος, οὔτε πρότερον διδάξας οὔτε παραδούς το τέλειον αὐτοῦ μυστήριον, ἐι μή ὅρκῳ δήσῃ τόν πλανώμενον. ἔπειτα τους μύθους παρατίθησι ψυχαγωγίας χάριν, ὅπως οἱ ἐντυγχάνοντες τῇ τῶν βίβλων ἀναρίθμῳ φλυαρίᾳ παραμύθιον ἔχωσι τα μυθευόμενα - ὅν τρόπον ἔι τις ὁδόν μακράν βαδίζων, παρατυχών καταλύματι αναπαύεσθαι δοκεῖ - καί οὕτως πάλιν ἐπί την τῶν ἀναγνωσμάτων τραπέντες πολυμάθειαν μή μισήσωσιν, ἕως ἐπί το υπ’ αὐτοῦ τεχναζόμενον ἀνόμημα διά πλειόνων ἐξηχηθέντες ὅρμήσωσι τετυφωμένοι˙ οὕς φρικτοῖς καταδήσας πρότερον ὅρκοις μήτε ἐξειπείν μήτε ἀποστῆναι ὅμολογεῖν ἀναγκάσας, οὕτω παραδίδωσι τα ὑπ’ αὐτοῦ ἐφευρημένα μετά ἀσεβείας μυστήρια, πῇ μέν, καθά προείπομεν, μύθοις Ἑλληνικοῖς χρησάμενος, πῇ δέ παραπεποιημένοις βιβλίοις κατά τι παρεμφαίνουσι ταῖς προειρημέναις αιρέσεσιν».[xv]
Έπρεπε επίσης να μπορεί να καμουφλάρεται και ν’ αλλάζει χρωματισμό αναλόγως του περιβάλλοντος, ώστε να διαλανθάνει της προσοχής των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών. Δικαίως, λοιπόν, ο άγιος Ειρηναίος γράφει:
«καί διά τῆς πανούργως συγκεκροτημένης πιθανότητος παράγουσι τόν νοῦν τῶν απειροτέρων, καί αἰχμαλωτίζουσιν αὐτούς, ῥαδιουργοῦντες τα λόγια Κυρίου, ἐξηγηταί κακοί τῶν καλῶς εἰρημένων γινόμενοι».[xvi]
Εκτός από την πολύπλοκη και αντιφατική διδασκαλία, οι αρχηγοί των σεκτών μετέρχονταν ταχυδακτυλουργιών προς εντυπωσιασμό. Και πάλι για τον Σίμωνα Μάγο αναφέρεται ότι «προσεῖχον δέ αὐτῷ διά τό ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς»
[xvii]. Περισσότερες μυθικές διηγήσεις για την δράση του αναφέρονται στις Πράξεις Πέτρου και στα Κλημέντεια[xviii].
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι ο γνωστικισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, αλλά ως σύνολο ομοειδών καταστροφικών λατρειών, των οποίων οι διδαχές είχαν έντονο συγκρητιστικό και μυθολογικό χαρακτήρα.
1.2 Ιστορία του Γνωστικισμού
Η συγγραφή της ιστορίας του Γνωστικισμού είναι ένα από τα δυσκολότερα αιτήματα της θρησκειολογίας. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιοι οι Γνωστικοί δεν ενδιαφέρθηκαν ν’ αφήσουν κάποια καταγραφή της ιστορικής πορείας τους, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Χριστιανισμό και την συγγραφή πολλών εκκλησιαστικών ιστοριών από ανθρώπους που έζησαν κοντά στα γεγονότα. Οι γνωστικοί δεν ενδιαφέρονταν για την ιστορία του κόσμου πέρα από το κομμάτι αυτής που είχε σχέση με την Λύτρωση. Από την άλλη πλευρά, η θεώρηση του γνωστικισμού, ως ενιαίου πνευματικού κινήματος, από την σύγχρονη έρευνα, δεν συνεπάγεται ότι και οι ίδιοι οι γνωστικοί είχαν τέτοιου είδους αυτοσυνειδησία. Το αντίθετο είναι και το πιθανότερο, αν λάβει κανείς την χαλαρή σύνδεση των ομάδων μεταξύ τους, που πολλές φορές κατέληγε σε ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς, η ιστορία του γνωστικισμού δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από την διερεύνηση της πορείας των αυτόνομων ομάδων.
Οι χριστιανικές πηγές ακολουθούν αυτόν τον σχεδιασμό. Εξετάζοντας την διδασκαλία της κάθε ομάδας χωριστά, παρέχουν έτσι τις όποιες πληροφορίες μπορούν να φανούν χρήσιμες στην σύνθεση της ιστορίας τους. Από τα γνωστικά κείμενα, όσα υπήρχαν από παλιά στην διάθεση της έρευνας, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι περισσότερο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Μετά την ανακάλυψη της «βιβλιοθήκης» του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi), οι ελπίδες για θετικότερες πληροφορίες αναζωπυρώθηκαν. Μέχρι στιγμής, όμως, το μόνο υλικό που υπάρχει διαθέσιμο είναι οι κριτικές εκδόσεις των κειμένων, και αγγλικές τους μεταφράσεις. Αναγκαστικά, η εργασία της ιστορικο-φιλολογικής ανάλυσης των κειμένων αυτών απαιτεί αρκετά χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί, χωρίς αυτό να προεξοφλεί οτιδήποτε.
Παρ’ όλα αυτά η σύγχρονη επιστήμη της θρησκειολογίας δείχνει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και ξεπερνώντας τα κωλύματα, που προκύπτουν από την ανυπαρξία των απαιτούμενων στοιχείων, προχωρά στην σύνθεση της ιστορίας του γνωστικισμού, ακολουθώντας ενδείξεις, στην καλύτερη περίπτωση (θα δούμε παρακάτω πως). Οι θεωρίες που διατυπώνονται αφήνουν για τις μελλοντικές γενιές να βρουν τους χαμένους κρίκους, τα απαραίτητα στοιχεία. Τα στοιχεία, που θα έπρεπε να την θεμελιώσουν, αναζητούνται για να την τεκμηριώσουν. Και μέμφονται γι’ αυτό τους αγίους της Εκκλησίας, θεωρώντας ότι με την πολεμική τους, απέκλεισαν την περαιτέρω μελέτη του θέματος, παραβλέποντας δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, ότι μέσα από τα έργα των αγίων αυτών (Ειρηναίος Λυώνος, Ιππόλυτος Ρώμης, Επιφάνειος Σαλαμίνος και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς) γίνεται γνωστή σήμερα η ύπαρξη του γνωστικισμού. Δεύτερον, ότι μέσα από την μελέτη των γνωστικών κειμένων, επιβεβαιώνονται τα όσα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραψαν, δείχνοντας ότι αυτοί είχαν ορθή γνώση των θεμάτων και των διδασκαλιών των γνωστικών ομάδων και ελέγχονται έτσι οι πληροφορίες που διασώζονται μέσα από τα έργα τους, ως ακριβείς. Από όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής, γίνεται φανερό ότι η ιστορία του γνωστικισμού, όπως διατυπώνεται σήμερα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από υποθέσεις[xix].
Το ενδιαφέρον της έρευνας για τον γνωστικισμό αναβίωσε (αν δεν γεννήθηκε) το τελευταίο τέταρτο του ΙΘ’ αι. Το αν η ανανέωση του ενδιαφέροντος σχετίζεται με την έξοδο των νεο-γνωστικών ομάδων από την αφάνεια και την δημοσίευση-διάδοση της διδασκαλίας τους την ίδια εποχή, θα το εξετάσουμε σε άλλο σημείο, καθώς και το αν η επανεμφάνισή τους επέδρασε στην διαμόρφωση των κατευθύνσεων της σύγχρονης έρευνας.
Την εποχή εκείνη, στην οποία κυρίαρχη θέση κατέχει το έργο του Ad. Von Harnack, ο γνωστικισμός εξετάζονταν ως τμήμα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αυτή η γραμμή ήταν σύμφωνη και με το έργο των εκκλησιαστικών συγγραφέων που αντιμετώπισαν τον γνωστικισμό, ως χριστιανική αίρεση. Στο έργο του von Harnack, ο γνωστικισμός κατέχει την θέση ενός ενδιάμεσου σταδίου, στην πορεία της εξελληνίσεως του Χριστιανισμού[xx]. Αργότερα, όσοι κινήθηκαν στο ίδιο πνεύμα, της εντός του Χριστιανισμού εξετάσεως του γνωστικισμού, κατέληξαν στην δι’ αυτού εξανατολίσεως του πρώτου.
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, προτεσταντική «Religiongeschichte Schule» άλλαξε τα δεδομένα στην θεώρηση του γνωστικισμού. Καταμετρώντας τα μη χριστιανικά δάνεια στις διδασκαλίες των γνωστικών ομάδων, θεώρησε αυτές προγενέστερες του Χριστιανισμού. Αναγνωρίζοντας περσικές, ελληνικές, ιουδαϊκές ρίζες στον γνωστικισμό[xxi], ήταν αρχικά θέμα του κάθε ερευνητή να επιλέξει οπτική, και ανάλογα στο που θα δώσει βαρύτητα, να μιλά
α.
είτε για βαβυλωνοπερσικές αντιλήψεις που εξαπλώθηκαν προς δυσμάς,
β. είτε για κατασκευάσματα των Ανατολιτών κατ’ επίδραση της ελληνικής σκέψης,
γ. είτε για ιουδαϊκή προέλευση αυτού.
Η πρώτη ερμηνεία εγκαταλείφθηκε ήδη, διότι η παρατηρούμενη δυαρχία των συστημάτων αυτών (παρσισμού, γνωστικισμού) εμφανίζει θεμελιώδεις διαφορές. Στον Παρσιμό ο θεός είναι ενδοκόσμιος, η δυαρχία πραγματική, και η προοπτική αισιόδοξη, ενώ στον γνωστικισμό ο θεός είναι υπερκόσμιος, η δυαρχία υστερογενής και η προοπτική απαισιόδοξη.
Η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας, έδωσε ελπίδες στην προσπάθεια στήριξης της ιουδαϊκής προέλευσης του γνωστικισμού, τις οποίες δεν μπόρεσε στην συνέχεια να επιβεβαιώσει. Τα εσχατολογικά κηρύγματα της κουμρανικής κοινότητας δεν είναι δυνατόν να μεταλλάχθηκαν στο πεσιμιστικό γνωστικό σύστημα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, απλά διότι έχουμε αποδείξεις της παρουσίας των γνωστικών ομάδων προγενέστερες. Από την άλλη, όσοι θέλουν να βλέπουν στις κοινότητες των Εσσαίων και των Μανδαίων, τους πρόδρομους των γνωστικών παραβλέπουν κάποια γεγονότα.
Στην περίπτωση των Εσσαίων σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ζωής της κοινότητας παίζει η αυστηρή τήρηση του Νόμου, και όχι ο λυτρωτικός ρόλος της γνώσης. Οι υποσχέσεις για την διαφύλαξη των μυστικών διδασκαλιών της ομάδας, παρά τον σαφή πυθαγόρειο χαρακτήρα, δεν είναι από μόνο του ικανό να ταυτίσει τα δύο συστήματα. Η κοινή προέλευση αυτού του χαρακτηριστικού δεν συνεπάγεται ούτε καν παράλληλη πορεία ανάπτυξης, εφόσον οι κατευθύνσεις είναι τόσο διαφορετικές.
Στην περίπτωση των Μανδαίων, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει ένα terminus post quem, το οποίο οι ίδιοι θέτουν στην ιστορία τους. Και αυτό είναι η πεποίθησή τους ότι κατάγονται από τους μαθητές του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Η πρώτη όμως ιστορική αναφορά στην ύπαρξή τους εντοπίζεται προς το τέλος του Β’ αι. μ.Χ. Συνεπώς, όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να τανύσει την ιστορική τους ύπαρξη, δεν είναι δυνατόν να βρει ρίζες προγενέστερες του Χριστιανισμού.
Άρα η ύπαρξη γνωστικίζοντων ρευμάτων στον προ Χριστού Ιουδαϊσμό, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παρερμηνεία των ελληνιστικών επιρροών που δέχθηκε ο τελευταίος.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που καταφέρνει να επιβιώσει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη τα γνωστικά συστήματα είναι κατασκευάσματα των Ανατολιτών, τα οποία συνέθεσαν αυτοί υπό την επίδραση της ελληνικής σκέψης.
Ως θεωρητικό υπόστρωμα αναγνωρίζεται υπό αυτής της θεωρίας, η πλατωνική φιλοσοφία, κατά την οποία η επιστήμη συνίσταται στην γνώση των ιδεών, όπως αυτή αποκαλύπτεται στον ανθρώπινο λόγο, όταν είναι καθαρός και απαλλαγμένος της απάτης των αισθήσεων. Το δε ζητούμενο των γνωστικών ήταν η γνώση μιας υπερκόσμιας πραγματικότητας και για να φτάσουν σε αυτή στηρίζονταν στην συγκρότηση ενός υπερκόσμιου συστήματος. Στο πλατωνικό υπόστρωμα προστέθηκαν στοιχεία ορφισμού και στη συνέχεια πυθαγορισμού. Στον τελευταίο υποτίθεται ότι οφείλεται η διάρθρωση των κλειστών ομάδων[xxii].
Ήδη σε αυτά που ειπώθηκαν μέχρι στιγμής έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις. Αυτές εξετάζουν την εννοιολογική διαφορά της γνώσης των πλατωνικών και των γνωστικών. Για τους γνωστικούς η γνώση αποκτά θρησκευτική και υπερφυσική σημασία, δεν εκφράζει την διεργασία που ακολουθείται για την απόκτησή της, ενώ το αντικείμενο αυτής κινείται έξω από την σφαίρα του επιστητού. Για τους γνωστικούς η γνώση δεν είναι τίποτα παραπάνω από τυφλή και άγονη πίστη[xxiii].
Εδώ πρέπει να τονιστεί η διαφορά μεταξύ του τρόπου που βλέπει ο Χριστιανισμός την πίστη, με τον γνωστικό. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Ἀλλ’ ἡ μέν τῶν οἰησισόφων, εἴτε αἱρέσεις εἶεν βάρβαροι εἴτε οἱ παρ’ Ἕλλησι φιλόσοφοι, “γνῶσις” φησιοῖ κατά τόν ἀπόστολον˙ πίστις δε ἡ γνῶσις ἥτις ἄν εἴη έπιστημονική ἀπόδειξις τῶν κατά την ἀληθῆ φιλοσοφίαν παραδιδομένων. Φήσαιμεν δ’ ἄν αὐτήν λόγον εῑναι τοῖς αμφισβητουμένοις ἐκ τῶν ομολογουμένων ἐκπορίζοντα τήν πίστιν. Πίστεως δ’ ὄυσης διττῆς, τῆς μέν ἐπιστημονικῆς, τῆς δέ δοξαστικῆς, οὐδέν κωλύει ἀπόδειξιν ὀνομάζειν διττήν, τήν μέν ἐπιστημονικήν, τήν δέ δοξαστικήν, ἐπεί καί ἡ γνῶσις και ἡ πρόγνωσις διττή λέγεται, ἥ μέν ἀπηκριβωμένην ἔχουσα την ἑαυτῆς φύσιν, ἥ δέ ἐλλιπῆ. Καί μή τι ἡ παρ’ ἡμῖν ἀπόδειξης μόνη ἄν εἴη ἀληθής, ἄτε ἐκ θείων χορηγουμένη γραφῶν, τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί τῆς θεοδιδάκτου σοφίας κατά τόν ἀπόστολον. Μάθησις γοῦν καί τό πείθεσθαι ταῖς ἐντολαῖς, ὅ ἐστι πιστεύειν τῷ Θεῷ».[xxiv]
Στο παραπάνω χωρίο ο Κλήμης Αλεξανδρεύς καθόρισε, εκτός των άλλων, και τη σχέση πίστης και γνώσης. Και πάλι παρακάτω:
«πίστις δέ ἰσχύς εἰς σωτηρίαν καί δύναμις εἰς ζωήν αἰώνιον»
[xxv]
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η διάκριση πίστης του Χριστιανισμού και πίστης-γνώσης του γνωστικισμού. Η δεύτερη ούτε ως έχουσα διπλή φύση (επιστημονική-δοξαστική) μπορεί να εκληφθεί, εφόσον δεν είναι προϊόν μάθησης ή τήρησης των εντολών, ούτε σε αγώνα προτρέπει, αλλά μάλλον αποτρέπει. Ο γνωστικός, αφ’ ής στιγμής λάβει την «γνώση» θεωρείται ότι έχει εξασφαλίσει την λύτρωση, θεωρείται σεσωσμένος.
Στον πλατωνισμό, όμως, η γνώση είναι αποτέλεσμα ενδοσκόπησης του νου. Ο Πλωτίνος το περιγράφει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιδιαστέλλεται η πλατωνική άποψη με την γνωστική, στο έργο του «Ὅτι οὐκ ἔξω τοῦ νοῦ τά νοητά καί περί τἀγαθοῦ»:
«Ἀλλ’ εἴπερ καί γνῶσιν δεῖ καί ἀλήθειαν εἰσάγειν καί τά ὄντα τηρεῖν καί γνῶσιν τοῦ τί ἕκαστον ἐστιν, ἀλλά μή τοῦ ποῖόν τι ἕκαστον, ἄτε εἴδωλον αὐτοῦ καί ἴχνος ἴσχοντας, ἀλλά μή αύτά ἔχοντας καί συνόντας καί συγκραθέντας αὐτοῖς, τῷ ἀληθινῷ νῷ δοτέον τἀ πάντα. Οὺτω γάρ ἄν καί είδείη, καί ἀληθινῶς είδείη, καί οὐδ’ ἄν ἐπιλάθοιτο οὐδ’ ἄν περιέλθοι ζητῶν, καί ἡ αλήθεια ἐν αὐτῷ καί ἕδρα ἔσται τοῖς οὖσι καί ζήσεται καί νοήσει. Ἅ δή πάντα περί τήν μακαριωτάτην φύσιν δεῖ ὑπάρχειν˙ ἤ ποῦ τό τίμιον καί σεμνόν ἔσται; Καί γάρ αὖ οὐτως οὐδ’ ἀποδείξεως δεῖ οὐδέ πίστεως, ὅτι οὕτως – αὐτός γάρ οὕτως καί ἐναργής αὐτός αὑτῷ - καί εἴ τι πρό αὐτοῦ, ὅτι ἐξ αὐτοῦ, καί εἴ τι μετ’ εκείνο, ὅτι αυτός – καί οὐδείς πιστότερος αὐτῷ περί αὐτοῦ - καί ὅτι ἐκεῖ τοῦτο καί ὄντως. Ὥστε καί ἡ όντως ἀλήθεια οὐ συμφωνοῦσα ἄλλῳ ἀλλ’ ἑαυτῇ, καί οὐδέν παρ’ αὑτήν, ἄλλο λέγει <ἀλλ’ ὅ λέγει>, καί ἔστι, καί ὅ ἐστι, τοῦτο καί λέγει».[xxvi]
Εδώ ο υποκειμενισμός του νου που δεν αναγνωρίζει κάτι άλλο έξω από τον εαυτό του γίνεται για τους πλατωνικούς το απόλυτο όργανο γνώσης. Για τους γνωστικούς η γνώση-πίστη έρχεται μέσω της αποκάλυψης.
Η δεύτερη ένσταση επ’ αυτής της θεωρίας βρίσκεται στο σημείο εισαγωγής στοιχείων ορφισμού και πυθαγορισμού. Όπως διατυπώνεται η εισαγωγή τους φαίνεται να είναι μεταγενέστερη. Έτσι όμως παραβλέπει την ύπαρξη των στοιχείων αυτών, ως επιδράσεων ήδη επί του πλατωνισμού.[xxvii]
Επίσης, τα κείμενα του Πλωτίνου κατά των γνωστικών περιγράφουν τόσο μεγάλες τις διαφορές με την ελληνική φιλοσοφία, ώστε να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως το υπόστρωμα του γνωστικισμού. Μάλλον είναι προτιμότερο να μιλά κανείς για δάνεια εξ αυτής. Τα κείμενα του Πλωτίνου είναι α) Προς Γνωστικούς (Εννεάδες, ΙΙ.9) β) Περί φύσεως και θεωρίας και του Ενός (Εννεάδες ΙΙΙ.8) γ) Ότι ουκ έξω του νου τα νοητά και περί ταγαθού (Εννεάδες V.5) δ) Περί του νοητού κάλλους (Εννεάδες V.8). Η σειρά αυτή εξαρτάται από την αρίθμηση των έργων από τον Πορφύριο. Η σειρά με την οποία γράφηκαν είναι η εξής α) ΙΙΙ.8 β) V.8 γ) V.5 και δ) ΙΙ.9[xxviii].
Οι υπερασπιστές της άποψης που θέλει ως βάση του γνωστικισμού την ελληνική φιλοσοφία, επιμένουν ότι οι διαφορές είναι ευεξήγητες, αν λάβει κάποιος υπόψη του τον πλουραλισμό της ελληνικής σκέψης. Και θα είχαν, ίσως, δίκιο, αν οι ίδιοι τους δεν είχαν μιλήσει πολύ συγκεκριμένα, για στοιχεία πλατωνισμού, ορφισμού, πυθαγορισμού. Και ποιος θα μπορούσε να είναι πιο ειδήμων από τον Πλωτίνο για να κρίνει την συνέπεια των γνωστικών διδασκαλιών προς τα τρία παραπάνω φιλοσοφικά συστήματα; Εκτός και αν κάποιοι σήμερα νομίζουν ότι καταλαβαίνουν καλύτερα την ελληνική φιλοσοφία από τους ίδιους τους Έλληνες φιλόσοφους (μια τέτοια αυτοπεποίθηση, βέβαια, δεν θα ήταν περίεργη αν προέρχονταν από τους χώρους της φράγκικης κουλτούρας).
Η περιφορά των ανηρτημένων εικόνων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλους, του Πυθαγόρα, μαρτυρεί για το πλήθος των ελληνικών δανείων, αλλά δεν προεξοφλεί την πρωταρχική σημασία αυτών, ειδικά αν συνδυαστεί με την ασυνέπεια των γνωστικών. Και πάλι ο Πλωτίνος θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα:
«Οἷς θέλουσι διαφωνεῖν φθόνος οὐδείς λεγόντων, οὐδ’ ἐν τῷ τους Ἕλληνας διασύρειν και ὐβρίζειν τά αὐτῶν ἐν συστάσει παρά τοῖς ἀκούουσι ποιεῖν, ἀλλ’ αὐτά παρ’ αὐτῶν δεικνύναι ὀρθῶς ἔχοντα, ὄσα ἴδια αὐτοῖς ἔδοξε παρά τήν ἐκείνων δόξαν λέγειν, εὐμενῶς καί φιλοσόφως αὐτάς τάς δόξας τιθέντας αὐτῶν καί οἷς ἐναντιοῦνται δικαίως, προς τό ἀληθές βλέποντεας, οὐ τήν εὐδοκίμησιν θηρωμένους ἐκ τοῦ [πρός] ἄνδρας κεκριμένους ἐκ παλαιοῦ οὐ παρά φαύλων ἀνδρών ἀγαθούς εἶναι ψέγειν, λέγοντας ἑαυτούς ἐκείνων ἀμείνους εἶναι».[xxix]
ανατρέποντας με αυτά τα λόγια την αξία της ανάρτησης των εικόνων, η οποία στο κάτω-κάτω μαρτυρείται ως συνήθεια μόνο των οπαδών του Καρποκράτη[xxx].
Κατά την παρουσιαζόμενη θεωρία, δεύτερο στρώμα αποτελούν οι ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες, μιθραϊσμός και βαβυλωνιακής προέλευσης αστρολογία, περσική αγγελολογία, φρυγική και αιγυπτιακή μυθολογία. Στα υπέρ αυτού του σταδίου εξέλιξης του γνωστικισμού είναι η εκπροσώπηση των ερμητικών κειμένων στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου. Το καταγεγραμμένο σε αυτά κήρυγμα είναι οι αποκαλύψεις Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλαδή του αιγυπτιακού θεού Θωθ, ο οποίος αντιστοιχεί στον Ερμή των Ελλήνων, σύμφωνα με το συγκρητιστικό πνεύμα της εποχής εκείνης. Αυτός θεωρούνταν προστάτης των αποκρυφιστικών τεχνών, αστρολογίας, ιατρικής, αλχημείας, μαγείας[xxxi]. Το μεγάλο μειονέκτημα είναι η χρονολόγηση των σωζόμενων ερμητικών κειμένων τον Γ’ αι. μ.Χ. Ακόμη και αν αυτά διασώζουν προγενέστερο υλικό, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση ο χρόνος της τελικής τους διαμόρφωσης.
Ως τρίτο στρώμα θεωρείται το ιουδαϊκό. Εκπροσωπείται από αντιλήψεις που υπάρχουν στον Φίλωνα και από την διδασκαλία περί δημιουργού, αν και αυτή η διδασκαλία δεν είναι αποκλειστική στην Γένεση. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εισαχθεί από τον πλατωνικό Τιμαίο. Εξάλλου, η αντιπάθεια των γνωστικών προς την Παλαιά Διαθήκη είναι γνωστή και δεν αναιρείται από την χρήση ονομάτων παρμένων από αυτή. Η τελευταία αυτή πρακτική των γνωστικών είναι ευεξήγητη. Πλάθοντας τους γνωστικούς μύθους ήθελαν να τους προσδώσουν αληθοφάνεια, οπότε προτίμησαν τα ιστορικά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης από τα μυθικά των Ελλήνων. Εξάλλου η αλληγορική ερμηνεία των μύθων από τους φιλοσόφους δεν ενδεικνύονταν για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Για την εκπροσώπηση του ιουδαϊκού γνωστικισμού από τους Εσσαίους και τους Μανδαίους μιλήσαμε παραπάνω.
Όλη αυτή η διεργασία που αναφέρθηκε μέχρι τώρα, είναι λίγο πολύ αναμενόμενη σε ένα ενοποιημένο συγκρητιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, όμως, να στηρίξει την επιθυμητή προΰπαρξη του γνωστικισμού, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί έστω κι ένα θετικό δείγμα κάποιας γνωστικής ομάδος πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ακόμη και η περίπτωση του Απολλώνιου Τυανέα, η οποία προβάλλεται, δείχνει να κινείται στον απόηχο του συγκρητισμού της ύστερης αρχαιότητας. Η δράση του τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Β’, αρχές του Γ’ αιώνα μ.Χ. Την εποχή αυτή ο γνωστικισμός είναι ώριμος και αρκετά διαδεδομένος, οπότε θα περίμενε κάποιος περισσότερα γνωστικά στοιχεία πριν τον κατατάξει στους μάρτυρες της ελληνιστικής υπόστρωσης του. Αν μπορούσε δηλαδή να βρεθεί κάτι αντίστοιχο σε προγενέστερη εποχή, τότε θα ήταν η απόλυτη τεκμηρίωση της παραπάνω θέσης, αλλά αυτό δεν επετεύχθη. Ο Απολλώνιος Τυανεύς, ως περίπτωση, είναι μεταχρονολογημένος.
Επίσης το γεγονός της προσωποπαγούς φύσεως των γνωστικών ομάδων, απαιτεί την παρουσίαση συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων με παρόμοια δράση. Αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και τα προστάδια της σύνθεσης των ιδεών του γνωστικισμού. Όλη η συζήτηση δηλαδή για την προϊστορία του γνωστικισμού περιορίζεται ελλείψει στοιχείων, στο πως αυτός πιθανόν να διαμορφώθηκε από τα προϋπάρχοντα υλικά.
Η παραπάνω προϋπόθεση εκπληρώνεται βάσει των ιστορικών στοιχείων, στο πρόσωπο του Σίμωνα του Μάγου. Η καταγωγή του από την Γίτθα της Σαμάρειας μας γυρνά σε έναν ιουδαϊκής προέλευσης γνωστικισμό, που εξαρχής λαμβάνει χριστιανικά στοιχεία. Έτσι η έρευνα ξαναγυρνά στις αρχικές της θέσεις και δείχνει να έχει μπλέξει σε ένα φαύλο κύκλο λόγου και αντίλογου, επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων.
Ίσως τελικά θα πρέπει να λάβουμε ως σημείο εκκίνησης της ιστορίας του γνωστικισμού, την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος:
«Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙ ὅθεν εγνώκαμεν, ὅτι εσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν˙ εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἄν μεθ’ ἡμῶν»
. (Α’ Ιωαν. 3,18-9)
1.3 Γνωστικισμός και συγκρητιστικό περιβάλλον
Σε μια ύστατη προσπάθεια απόδειξης ύπαρξης του γνωστικισμού την προ Χριστού εποχή, προτείνονται οι ευνοϊκές για την ανάπτυξη του συγκρητισμού συνθήκες, οι οποίες προέκυψαν με την ενοποίηση του ελληνιστικού κόσμου και αργότερα με τις ρωμαϊκές κατακτήσεις. Έτσι πιθανολογείται πρακτικά η γέννηση του γνωστικισμού, λόγω του φαινομενικά πρόσφορου εδάφους την συγκεκριμένη εποχή. Αλλά η ιστορία της εποχής εκείνης έχει γραφεί ήδη, οι μεταβολές και οι εξελίξεις, που συνέβησαν τότε, έχουν επίσης καταγραφεί, το τί προέκυψε από αυτές είναι ήδη γνωστό, και πουθενά σ’ αυτήν την περίοδο δεν έχει εντοπιστεί κάτι που να θυμίζει γνωστικισμό, ούτε και υπάρχει θέση γι’ αυτόν εκεί. Ας δούμε, όμως, τι συνέβη σε πνευματικό επίπεδο την εποχή εκείνη.
Μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν ότι κατόρθωσε να φανερώσει το παιδαριώδες του παραμυθολογικού δωδεκαθεϊσμού, να κρημνίσει τους θρόνους των θεών από τον Όλυμπο και να τους εξορίσει στους πλανήτες του ηλιακού συστήματος. Αυτό, όμως είχε και τις αρνητικές του συνέπειες. Οι θεοί δεν βρίσκονταν πλέον κοντά στον άνθρωπο και αυτός αδυνατούσε να τους προσεγγίσει.
Από την άλλη οι θεοί έγιναν αδιάλλακτοι. Κυβερνούσαν τον κόσμο από απόσταση και λόγω της αστρολογικής αιτιοκρατίας οι αποφάσεις τους δεν αναιρούνταν. Ήταν πιο εύκολο ν’ αλλάξει η πορεία του άστρου-θεού, παρά οι εξ αυτής συνέπειες. Έτσι οι πιστοί που μέχρι πρότινος μπορούσαν μέσω προσφορών, θυσιών, τιμών να επηρεάσουν τις βουλήσεις των θεών, να τους εξευμενίσουν, βρέθηκαν ενώπιον ατέγκτου ειμαρμένης, ανήμποροι ουσιαστικά να κατευθύνουν τις ζωές τους.
Βέβαια, η ελληνική φιλοσοφία προσπάθησε να εξωραΐσει αυτή την παρενέργεια των συμπερασμάτων της, προβάλλοντας την θεία πρόνοια και αντικαθιστώντας πεποιθήσεις που παραδοσιακά ανήκαν στο χώρο του θρησκεύειν με επιστημονικές εξηγήσεις. Όλα αυτά όμως, παρέμεναν στον χώρο του ιδεαλισμού, και απαιτούνταν χρόνια σπουδών για την κατάκτηση του γνωστικού αντικειμένου. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είχε τέτοια δυνατότητα. Αν και οι μαθητές των φιλοσοφικών σχολών αυξήθηκαν μετά από αυτές τις πνευματικές κατακτήσεις, ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να τις κάνει κτήμα του.
Εξάλλου, η Ακρόπολη της φιλοσοφίας εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αθήνα, την στιγμή που τα όρια του Ελληνισμού είχαν εκταθεί στις εσχατιές του γνωστού ανατολικού κόσμου. Οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη να δημιουργηθούν παράλληλα πνευματικά κέντρα, τα οποία εξαρτήθηκαν στην γέννησή τους από την αθηναϊκή φιλοσοφική παράδοση, αλλά στην συνέχεια δημιούργησαν δική τους.
Από πολιτικής απόψεως συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές. Ο παραδοσιακός θεσμός της πόλης-κράτους αντικαταστάθηκε βίαια από τα μεγάλα βασίλεια των επιγόνων. Ξαφνικά ο πολίτης έγινε υπήκοος. Ο ενεργός του ρόλος στον καθορισμό της πολιτικής της πατρίδας του εξαφανίστηκε. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να καθορίσει την ζωή του ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Από σημαντική και ελεύθερη προσωπικότητα κατάντησε όχλος.
Ταυτόχρονα οι τοπικές λατρείες έπαψαν να είναι αντιπροσωπευτικές και γι’ αυτό σημαντικές. Από την στιγμή που η πόλη έπαψε να είναι κράτος, οι τοπικοί θεοί προστάτες απέτυχαν στην αποστολή τους, έχασαν το μονοπώλιο στη λατρεία, κι έπρεπε να ανταγωνιστούν άλλες πιο ελκυστικές θεότητες. Επίσης η πολιτική των Επιγόνων δεν ευνοούσε την διατήρηση των τοπικών ιδιομορφιών, οι οποίες έτσι κι αλλιώς στον διευρυμένο περιβάλλον ενός μεγάλου κράτους έχασαν την αξία τους.
Η εκπαίδευση, αυτή που πριν προετοίμαζε το άτομο ν’ αναλάβει τις τύχες της πατρίδας του, τώρα απέμεινε να του προσφέρει μόνο γνώσεις, που στην συνέχεια πιθανόν να αποδεικνύονταν αχρείαστες. Έτσι, όσο και αν εμπλουτίστηκαν τα μαθήματα ο ρόλος της παιδείας υποβαθμίστηκε. Από την άλλη ορισμένα αστικά κέντρα συγκέντρωσαν την εκπαιδευτική αφρόκρεμα, αλλά οι αχανείς επαρχίες των ελληνιστικών βασιλείων και αργότερα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρέμειναν στην άγνοια, υποκείμενες στις προλήψεις και τον φόβο.
Ο φόβος αυτός δεν ήταν αναίτιος. Οι συνεχείς πόλεμοι από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και μετά, οι ανταγωνισμοί των Επιγόνων και στην συνέχεια η εμφάνιση της στρατιωτικής μηχανής των Ρωμαίων δημιούργησαν ανασφάλεια, φόβο, και απαισιοδοξία, στην ήδη ταραγμένη και ευάλωτη από τις παραπάνω αιτίες ψυχοσύνθεση των κατοίκων της ανατολικής Μεσογείου. Τι μεταβολές προξένησαν όλα αυτά;
Στην φιλοσοφία, ήδη λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, διεγνώσθησαν οι αρνητικές επιπτώσεις του ιδεαλισμού του στην καθημερινή ζωή. Ο πλατωνικός δυισμός έβαζε δίπλα στις ενέργειες του θεού τις ενέργειες της ανάγκης, θέτοντας σε κίνδυνο την κυριαρχία του λογικού στην ανθρώπινη ζωή[xxxii]. Ως απάντηση, οι τρεις επόμενες σχολές, Κήπος, Στοά και Σκεψις, προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, είτε σε συνεργασία με τον πλατωνισμό (Στοά) είτε αντιτιθέμενες σε αυτόν, προβάλλοντας τον μονιστικό πανθεϊσμό.
Ο στωικισμός πρότεινε μια πιο φιλάνθρωπη θεία πρόνοια και την συμπλήρωσε με την θεοδικία. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κατάφερε να λύσει το θρησκευτικό πρόβλημα διότι συνέχισε αυτό που είχε ξεκινήσει ο Πλάτωνας. Η σύνδεση θεού-κόσμου (πανθεϊσμός) θα μπορούσε ίσως να είχε αποδώσει, αν η αρχή της συμπάθειας (συνάρτηση όλων των όντων μεταξύ τους) δεν καθιέρωνε το: ότι συμβαίνει πάνω, αντανακλά κάτω. Οι συνεχείς εκπυρώσεις και αναγεννήσεις έθεταν την ιστορία του κόσμου σε επαναλαμβανόμενη κυκλική κίνηση, καθιστώντας αδύνατη την απόδραση από την δυστυχία. Αν και ο στωικισμός αποδείχθηκε το μακροβιότερο φιλοσοφικό σύστημα από τα τρία, αυτό δεν οφείλεται στην φυσική του, αλλά μάλλον στην ηθική του και ιδίως στο ότι προέτρεπε τον κόσμο στην «απάθεια», να ξεριζώσει δηλαδή τα πάθη του. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η θεώρηση της πολιτικής από τους Στωικούς, απαύγασμα της κοινωνικής ηθικής τους. Η Στοά ασχολήθηκε διεξοδικά με τα προβλήματα της πολιτικής ζωής και μόρφωσε τους περισσότερους ανεξάρτητους πολιτικούς χαρακτήρες, γι’ αυτό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους Ρωμαίους[xxxiii].
Το πιο επιτυχημένο σύστημα στην αντιμετώπιση του φόβου και της απαισιοδοξίας που γέννησε η ταραγμένη αυτή εποχή, ήταν αυτό που δημιούργησε ο Επίκουρος. Γι’ αυτόν η φιλοσοφία έπρεπε να υπηρετεί τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να κατακτήσει την ευτυχία. Τρόπος για την επίτευξή της ήταν η αταραξία:
«Πρῶτον μέν οὖν μή ἄλλο τέλος ἐκ τῆς περί μετεώρων γνώσεως εἴτε κατά συναφήν λεγομένων εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν και πίστιν βέβαιον, καθάπερ καί επί τῶν λοιπῶν˙»
και λίγο παρακάτω:
«οὐ γάρ ἰδιολογίας καί κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμῶν ἔχει χρείαν, ἀλλά τοῦ άθορύβως ἠμᾶς ζῆν»
.[xxxiv]
Η αισθησιοκρατία του Επίκουρου, ήταν η απάντηση του φοβισμένου μέσου ανθρώπου, στον άγνωστο και απόμακρο ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Αν και τα όσα υποτίθεται ότι είπε ο Επίκουρος για τον Πλάτωνα είναι συκοφαντίες[xxxv], στο έργο του προσπάθησε ν’ αποδομήσει την πλατωνική διδασκαλία.
«Ἐπί δέ τούτοις ὅλως ἅπασιν έκείνο δεῖ κατανοεῖν, ὅτι τάραχος ὁ κυριώτατος ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς γίνεται ἐν τᾦ ταὐτά μακάριά τε δοξάζειν <εἶναι> καί ἄφθαρτα καί υπεναντίας ἔχειν τούτοις ἅμα βουλήσεις καί πράξεις καί αίτίας, καί ἐν τᾦ αἰώνιόν τι δεινόν ἤ προσδοκᾶν ἤ ὑποπτεύειν κατά τους μύθους, εἴτε καί αὐτήν τήν αναισθησίαν τήν ἐν τᾦ τεθνάναι φοβουμένους ὥσπερ οὖσαν κατ’ αὐτούς, καί ἐν τᾦ μή δόξαις ταῦτα πάσχειν ἀλλ’ ἀλόγῳ τινι παραστάσει, ὅθεν μή ὁρίζοντας τό δεινόν τήν ἴσην ἤ και ἐπιτεταμένην ταραχήν λαμβάνειν τῷ εἰ καί εδόξαζον ταῦτα˙»
[xxxvi]
Στο παραπάνω χωρίο ο Επίκουρος κατέκρινε τις αστρολογικές προλήψεις, τις οποίες θεωρούσε αιτία ταραχής. Παρακάτω αντιτίθεται στην μετεμψύχωση, η οποία δεν άφηνε ελπίδα για απαλλαγή από τα βάσανα μετά θάνατον, αλλά «απειλούσε» όσους δεν ζούσαν φιλοσοφικό βίο με το μαρτύριο του Σίσυφου:
«Καί μην καί λυομένου τοῦ ὅλου ἀθροίσματος ἡ ψυχή διασπείρεται καί οὐκέτι ἔχει τάς αὐτάς δυνάμεις οὐδέ κινεῖται, ὥστε οὐδ’ αἴσθησιν κέκτηται. Οὐ γάρ οἷόν τε νοεῖν αὐτό αἰσθανόμενον μή ἐν τούτῳ τᾦ συστήματι καί ταῖς κινήσεσι ταύταις χρώμενον, ὅταν τά στεγάζοντα καί περιέχοντα μή τοιαῦτα ᾖ, έν οἷς νῦν οὗσα ἔχει ταύτας τάς κινήσεις».[xxxvii]
Η προσπάθεια αυτή του Επίκουρου ν’ απαλλάξει τους συγχρόνους του από τις προλήψεις που τους προκαλούσαν αβεβαιότητα και ταραχή, άσχετα αν στηρίχθηκε σε μια παρεξηγημένη αισθησιοκρατία, υπήρξε επιτυχής. Η συμβολή του Επικουρισμού στην καταπολέμηση του φόβου ήταν τεράστια.
Ο περιορισμός του αντικείμενου της εκπαίδευσης στο γνωστικό πεδίο βοήθησε τον απογαλακτισμό των επιστημών από την φιλοσοφική καταγωγή τους. Οργανώθηκαν τα διάφορα μαθήματα σε θεματική κατάταξη, μαθηματικά, αστρονομία, φυσική με τις υποδιαιρέσεις που έφτασαν ως τις μέρες μας, γεωλογία, μετεωρολογία, ιατρική, χημεία, γεωγραφία, φαρμακολογία. Ταυτόχρονα, με την εξάπλωση των βιβλιοθηκών στα μεγάλα ελληνιστικά κέντρα, τέθηκαν οι βάσεις της φιλολογίας.
Στο πεδίο της θρησκείας, όπως είπαμε, οι Ολύμπιοι μετακόμισαν στ’ άστρα. Ως εκ τούτου, ο κόσμος στράφηκε σε μικρότερες και πιο προσιτές θεότητες. Αναπτύχθηκε η λατρεία του Διονύσου, στον οποίο δόθηκε το παρωνύμιο Ελευθερωτής, και του Ασκληπιού, με την ελπίδα να συνδράμουν στα βάσανα της ανθρωπότητας και της καθημερινότητας.
Με την έκπτωση των τοπικών θεοτήτων και εθίμων, παρατηρείται εισαγωγή νέων, ανατολικής προέλευσης. Εάν σε όλους τους άλλους τομείς ο Ελληνισμός πρόσφερε τα μέγιστα στους χώρους που εξαπλώθηκε, στον τομέα της θρησκείας δέχθηκε τις μεγαλύτερες επιρροές. Έτσι εισήχθησαν θεότητες και μυστηριακές λατρείες από την Ανατολή και την Αίγυπτο. Στις νεοεισηγμένες θεότητες αντιστοιχήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί, ως έκφραση του συγκρητισμού της εποχής.
Στα ελληνιστικά βασίλεια δεν υπήρχε επίσημη θρησκεία, όπως δεν υπήρξε και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ειδικά στην ρωμαϊκή κοινωνία παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Ενώ δεν υπήρξε επίσημη θρησκεία, υπήρξε προτίμηση των κοινωνικών ομάδων προς κάποια λατρεία. Έτσι, η ρωμαϊκή αριστοκρατία παρέμεινε προσκολλημένη στις πατροπαράδοτες τελετές[xxxviii], ο ρωμαϊκός στρατός υιοθέτησε τον μιθραϊσμό[xxxix], οι δε κατώτερες κοινωνικές ομάδες οργανώθηκαν σε θρησκευτικούς συλλόγους (θιάσους). Οι θίασοι αυτοί οφείλουν την καταγωγή τους στον συγκρητισμό και την δίψα για θρησκευτική εμπειρία που ικανοποιήθηκε από τα εξωτικά ανατολικά μυστήρια. Έτσι δημιουργήθηκε ο «θίασος των σαραπιαστών», δηλ. των λατρών του Σαράπιδος (θρησκευταί Σαράπιδος, ή συνθρησκευταί κλεινού θεού, μεγάλου Σαράπιδος), ο «θίασος του Ανούβη» (θρησκευταί και σηκοβάται θεού Ερμανούβιδος, ή Ερμαϊσταί), ο «θίασος της Ίσιδος» (ισιασταί), του μικρασιάτη Μην (μηναϊσταί) και των Ιοβάκχων, δηλ. των οπαδών του Διόνυσου-Βάκχου.
Ταυτόχρονα, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αντιδρώντας στην επιχειρούμενη από την φιλοσοφία αλληγορική ερμηνεία της μυθολογίας, και της συνακόλουθης έμμεσης ή άμεσης αναίρεσής της, προχώρησαν στον εμπλουτισμό αυτής. Σε αντιδιαστολή με τους φιλοσοφικούς, σκόπιμα πλασμένους μύθους[xl], κατασκευάζονται αστρικοί μύθοι και μεταμορφώσεις, ενώ σε τοπικό επίπεδο οι παραδόσεις αποκτούν μυθολογική διάσταση.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι εξελίξεις σε πνευματικό επίπεδο σε συνάρτηση με τις πολιτικές μεταβολές, απόρροιες της επαφής ελληνισμού και ανατολής. Επ’ αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις.
Έχοντας περιγράψει τα γεγονότα, ας συνοψίσουμε τις τάσεις, τις οποίες αυτά ακολούθησαν.
♦ Στην φιλοσοφία τον δυισμό ακολουθεί ο μονισμός. Με την εμφάνιση του εκλεκτισμού έχουμε ένα πρώτο στάδιο άμβλυνσης των διαφορών μεταξύ των σχολών, ενώ μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού θα παρατηρηθεί η τάση της συνεργασίας των σχολών με σκοπό την παρουσίαση ενός ενοποιημένου και κοινού μετώπου.
♦
Στην θρησκεία, τον πολυθεϊσμό ακολουθεί μεν η αποδοχή πολλών νέων θεοτήτων, αλλά ταυτόχρονα η λατρεία απευθύνεται σε μία θεότητα κατά ομάδες και σταδιακά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αποδοχή και την λατρεία ενός μόνο Θεού.
♦
Στην επιστήμη, η διεύρυνση του γνωστικού πεδίου και η εμβάθυνση της γνώσης, συνεπάγεται την αποκόλληση από την φιλοσοφία, την ταξινόμηση της γνώσης σε κλάδους και την εξειδίκευση.
♦
Στην μυθολογία, την άγονη (για την ίδια) περίοδο της λογοτεχνικής αξιοποίησης των υπαρχόντων μύθων, ακολουθεί συμπλήρωση αυτών με νέα στοιχεία παρμένα από της τοπικές παραδόσεις, καθώς και εμπλουτισμός με νέους.
Σε ποιο από τα στάδια αυτά της πολυεπίπεδης εξέλιξης του πνευματικού πλούτου της ελληνιστικής περιόδου θα μπορούσε να τοποθετηθεί η γέννηση του γνωστικισμού; Σε κανένα! Το γιατί γίνεται φανερό αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του.
♦ Πρόκειται για μια σύνθεση στοιχείων επιστήμης, φιλοσοφίας, θρησκείας, την στιγμή που η τάση κατευθύνει προς την ανεξαρτητοποίηση αυτών απ’ αλλήλων. Αυτό είναι κάτι πρωτόφαντο για την εποχή του. Η μόνη άλλη περίπτωση, στην οποία έχουμε τέτοιου είδους ανακάτεμα, είναι τα έργα της H. P. Blavatsky. Έτσι το τρίτομο έργο της Μυστικό Δόγμα φέρει ως υπότιτλο Σύνθεση Επιστήμης, Θρησκείας, Φιλοσοφίας.
♦ Σε θεολογικό επίπεδο ο γνωστικισμός εισάγει ένα νέο πάνθεο-πανδαιμόνιο (το Πλήρωμα), την στιγμή που η τάση οδηγεί από τον πολυθεϊσμό στην μονοθεϊκή λατρεία και από κει στον μονοθεϊσμό.
♦ Η φιλολογική παραγωγή του γνωστικισμού κατασκευάζει μια καινούργια μυθολογία, στην οποία οι πρωταγωνιστές φέρουν ονόματα παρμένα από όλες τις αρχαίες μυθολογίες, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι χαρακτήρες είναι καινούργιοι, οι ιδιότητές τους είναι καινούργιες, τα γεγονότα της ζωής τους, όσα περιγράφονται στα γνωστικά κείμενα, συναντούνται μόνο σ’ αυτά.
Συνεπώς, όχι μόνο δεν μπορεί να τοποθετηθεί η γέννησή του στην προχριστιανική περίοδο, ως εκφράζουσα της συγκρητιστικές τάσεις των ελληνιστικών και πρώτων ρωμαϊκών χρόνων, αλλά ακόμη και την στιγμή του ιστορικού εντοπισμού του, η παρουσία του είναι ένας ετεροχρονισμός, μια παραφωνία, και δεν ταιριάζει στο κλίμα της εποχής. Διότι, μπορεί να φαίνεται ότι εισάγει καινούργια στοιχεία, αλλά αυτά προέρχονται από την εποχή του πρωτογονισμού, από το στάδιο του σαμανισμού.
Ο γνωστικισμός είναι η λατρεία του αρχηγού της σέκτας, η λατρεία του μάγου-ιερέα (σαμάνου):
→ που λαμβάνει την γνώση από τις αποκαλύψεις των πνευμάτων του δάσους, των ποταμών, της γης,
→
που γνωρίζει να διαβάζει τα οστά, να συνομιλεί με τα πουλιά, ν’ ακούει τον άνεμο και να προφητεύει,
→
που γνωρίζει να διαβάζει τις πορείες των άστρων και να μαντεύει
→
που γνωρίζει να προετοιμάζει βότανα και να παρασκευάζει φίλτρα
→
που γνωρίζει τις μαγικές επωδούς, τους εξορκισμούς, τις τελετές θεραπείας
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την μαρτυρία του Πλωτίνου:
«Μάλιστα δέ αὐτοί καί ἄλλως ποιοῦσιν οὐκ ἀκήρατα τά ἐκεῖ. Ὅταν γάρ ἐπαοιδάς γράφωσιν ὡς προς ἐκείνα λέγοντες, οὐ μόνον προς ψυχήν, ἀλλά καί τά ἐπάνω, τί ποιούσιν ἤ γοητείας καί θέλξεις και πείσεις λέγουσι καί λόγῳ ὑπακούειν καί ἄγεσθαι, εἴ τις ἥμῶν τεχνικώτερος εἰπεῖν ταδί καί υτωσί μέλη καί ἤχους και προσπνεύσεις και σιγμούς τῆς φωνῆς καί τά ἄλλα, ὅσα ἐκεῖ μαγεύειν γέγραπται».[xli]
«Καθαίρεσθαι δε νόσων λέγοντες αὐτούς, λέγοντες μέν ἄν σωφροσύνῃ καί κοσμία διαίτῃ, ἔλεγον ἄν ὀρθώς, καθάπερ οἱ φιλόσοφοι λέγουσι˙ νῦν δέ υποστησάμενοι τάς νόσους δαιμόνια εἶναι καί ταῦτα εξαιρεῖν λόγῳ φάσκοντες δύνασθαι καί ἐπαγγελόμενοι σεμνότεροι μέν ἄν εἶναι δόξαιεν παρά τοῖς πολλοῖς, οἵ τάς παρά τοῖς μάγοις δυνάμεις θαυμάζουσι,…»[xlii]
Η σύνθεση θρησκείας, επιστήμης, φιλοσοφίας ανάγει σε μια πρωτόγονη εποχή, όπου τα πάντα ήταν μαγεία, σε μια εποχή πριν από την έναρξη της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος. Συνεπώς, η γέννηση του γνωστικισμού δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ορθά σε κάποιο προχωρημένο στάδιο του ανθρώπινου πνεύματος. Ο εντοπισμός του παραθρησκευτικού αυτού φαινομένου στην τοπική περιοχή και την χρονική στιγμή, κατά την οποία παρατηρείται είναι μια ιστορική ανακολουθία. Την ίδια στιγμή, η εμφάνιση του Χριστιανισμού, ως εκπλήρωση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, γίνεται την καταλληλότερη εποχή, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να περάσει σε νέα εποχή πνευματικότητας, στους χρόνους της Καινής Διαθήκης, την περίοδο της Χάριτος.
Από χριστιανικής άποψης, η ανακόλουθη ιστορικά εμφάνιση του γνωστικισμού, δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από την ολομέτωπη επίθεση κάθε είδους δαιμονικής διδασκαλίας, στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας. Η ενσάρκωση του Υιού και λόγου του Θεού, η ζωή Του, η σταύρωση και η ανάστασή Του, στέρησαν από τους δαίμονες την διά του φόβου και του θανάτου εξουσία του διαβόλου και των δαιμόνων[xliii].
«ἐπεί οὖν τά παιδία κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος, καί αὐτός παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήση τον το κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον, καί απαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2.14-15)
«είς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τα ἔργα τοῦ διαβόλου». (Α’ Ιωάν. 3.8)
Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος καθίσταται ελεύθερος.
«Καί ἀπαλλάξῃ, φησί, τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. Τίνος ἔνεκεν φρίττετε, φησί, τί δεδοίκατε τον καταργηθέντα; Οὐκέτι φοβερός ἐστιν, ἀλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, εὐτελής ἐστι και οὐδενός ἄξιος. Τί δέ ἐστιν, “ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἐνοχοι ἦσαν δουλείας”; Τί τοῦτο, φησίν; ὅτι ὁ τόν θάνατον δεδοικώς, δοῦλός ἐστι, καί πάντα ὑφίσταται ὑπέρ τοῦ μή ἀποθανεῖν˙ ἤ εκεῖνο, ὅτι πάντες δούλοι ἦσαν τοῦ θανάτου, φησί, καί τῷ μηδέπω αὐτόν λελῦσθαι ἐκρατοῦντο˙ ἤ, εἰ μή τοῦτο, ὅτι φόβῳ διηνεκεῖ συνέζων οἱ ἄνθρωποι. Ἀεί γάρ ἀποτεθνήξεσθαι προσδοκῶντες καί τον θάνατον δεδοικότες, οὐδεμίας ἡδονῆς αἴσθησιν λαβεῖν ἠδύναντο, τοῦ φόβου τούτου παρόντος αὐτοῖς˙ τοῦτο γαρ ἠνίξατο εἰπών, “διά παντός τοῦ ζῆν”».[xliv]
Αυτή η απρόσμενη πτώση της εξουσίας του άρχοντος του αιώνος τούτου και των ακολούθων του, προκάλεσε την αντίδραση αυτή.
«Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[xlv]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…»[xlvi]
Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος έγραψε γι’ αυτούς: «Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙[xlvii]».
[i] Ν. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 19976, σελ. 259
[ii] Ιδέα παρμένη από τον Πλατωνισμό και τον Ορφισμό. Πλάτων, Κρατύλος 400C: «Πολλαχῇ μοι δοκεῖ τοῦτο γε˙ ἄν μέν καί σμικρόν τις παρακλίνῃ, καί πάνυ. Καί γάρ σῆμα τινές φασιν αὐτό εἶναι τῆς ψυχἦς, ὥς τεθαμμένης ἐν τῷ νῦν παρόντι˙ καί διότι αὖ τούτῳ σημαίνει ἅ ἄν σημαίνῃ ἡ ψυχή, καί ταύτῃ σῆμα ὀρθῶς καλεῖσθαι. Δοκοῦσι μέντοι μοι μάλιστα θέσθαι οἱ ἀμφί Ὀρφέα τοῦτο το ὄνομα, ὡς δίκην διδούσης τῆς ψυχῆς ὧν δή ἕνεκα δίδωσιν, τοῦτον δε περίβολον ἔχειν, ἵνα σώζηται, δεσμωτηρίου εἴκόνα˙ είναι οὖν τῆς ψυχῆς τοῦτο, ὥσπερ αὐτό ὀνομάζεται, ἕως ἄν ἐκτείσῃ τα ὀφειλόμενα, τό σῶμα, καί οὐδέν δεῖν παράγειν οὐδ’ ἕν γράμμα». «Κατά τη γνώμη μου πολλά˙ κυρίως αν του επιφέρουμε κάποιες μικρές αλλαγές. Μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτό είναι σήμα (=τάφος) της ψυχής, η οποία είναι στην παρούσα ζωή θαμμένη μέσα σε αυτό˙ επίσης, επειδή η ψυχή με το σώμα σημαίνει (φανερώνει) όσα σημαίνει, σωστά ονομάζεται σήμα. Νομίζω μάλιστα ότι την ονομασία τούτη την έδωσαν οι Ορφικοί, επειδή η ψυχή που τιμωρείται για όσα παραπτώματα έκανε, το έχει για περίβολο όπου μέσα του σώζεται, κάτι σαν δεσμωτήριο˙ σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, τούτο είναι το σώμα (σώσιμο) της ψυχής, όπως ακριβώς ονομάζεται, μέχρις ότου εκείνη να εκτίσει την ποινή της˙ έτσι δεν χρειάζεται ν’ αλλάξουμε ούτε ένα γράμμα στη λέξη» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 113-115).
[iii] Ν. Ματσούκα, Ιστορία…, σελ. 160.
[iv] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.15.28: «Μαρτυρεῖ δέ αὐτοῖς καί τόδε το μηδένα λόγον περί ἀρετῆς πεποιῆσθαι, ἐκλελοιπέναι δέ παντάπασι τόν περί τούτων λόγον, καί μήτε τί ἐστιν ε’πεῖν μήτε πόσα μήτε ὅσα τεθεώρηται πολλά καί καλά τοῖς τῶν παλαιῶν λόγοις, μήτε ἐξ ὧν περιέσται καί κτήσεται, μήτε ὡς θεραπεύεται ψυχή μήτε ὡς καθαίρεται», ΙΙ.9.15.18: «Ὥστε αυτοῖς καταλείπεσθαι την ἡδονήν καί τό περί αὐτούς καί το οὐ κοινόν προς ἄλλους ἀνθρώπους καί τό τῆς χρείας μόνον, …».
«Για τούτα συνηγορεί και το ότι δεν διατύπωσαν καμιά θεωρία περί αρετής και το ότι παρέλειψαν την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση σχετικά με αυτά, χωρίς να πουν ούτε τι είναι αρετή, ούτε πόσα μέρη έχει, χωρίς ν’ αναφερθούν στις πολλές και ωραίες αναπτύξεις του ζητήματος που υπάρχουν στις θεωρίες των φιλοσόφων του παρελθόντος, χωρίς να πουν ποια είναι η προελευσή της, πως την κερδίζει κανείς, χωρίς να μιλήσουν για την καλλιέργεια της ψυχής και για την κάθαρσή της», «Έτσι γι’ αυτούς απομένει η ηδονή, αυτό που έχει να κάνει με τους ίδιους τους εαυτούς τους, αυτό που δεν αφορά τους άλλους και αυτό που συνδέεται με τις ανάγκες τους…».
[v] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατερικό Ίδρυμα Πατριαρχικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 105.
[vi] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 138.
[vii] Πλάτων, Τιμαίος 42b-d: «ὧν εἰ μέν κρατήσοιεν, δίκῃ βιώσοιντο, κρατηθέντες δέ αδικίᾳ. Καί ὁ μέν εὖ τόν προσήκοντα χρόνον βιούς, πάλιν εἰς την τοῦ συννόμου πορευθείς οἴκησιν ἄστρου, βίον εὐδαίμονα και συνήθη ἕξοι, σφαλείς δέ τούτων εις γυναικός φύσιν ἐν τῆ δευτέρᾳ γενέσει μεταβαλοῖ˙ μή παυόμενός τε ἐν τούτοις ἔτι κακίας, τρόπον ὅν κακύνοιτο, κατά την ομοιότητα τῆς τοῦ τρόπου γενέσεως ἔις τινα τοιαύτην ἀεί μεταβαλοῖ θήρειον φύσιν, ἀλλάττων τε οὐ πρότερον πόνων λήξοι, πρίν τῆ ταὐτοῦ και ὁμοίου περιόδῳ τῆ έν αυτῶ συνεπισπώμενος τόν πολύν ὄχλον καί ύστερον προσφυόντα ἐκ πυρός και ὕδατος καί ἀέρος καί γῆς, θορυβώδη καί ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας εἰς το τῆς πρώτης και ἀρίστης ἀφίκοιτο εἶδος ἕξεως».
«Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη˙ διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο. Αυτές οι μεταμορφρώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά την γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του» (μετ. Ορέστης Περδικίδης, Κάκτος 1993, σελ. 93-95).
[viii] Ιππολύτου, Έλεγχος κατά πασών των αιρέσεων, VI.19.5 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 146] «αυτοί, πάλι, που έγιναν ακόλουθοι του Σίμωνα του και Μάγου πράττουν τα ίδια, διδάσκοντας παράλογα, ότι πρέπει να γίνεται συνεύρεση, λέγοντες˙ κάθε γη είναι γη, και δεν έχει σημασία που σπέρνει κανείς, αρκεί να σπέρνει…, διότι δεν πιστεύουν ότι είναι ακόμη δούλοι του κακού επειδή έχουν λυτρωθεί».
Πρβλ. και Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.23.3 «quapropter nec ulterius curatent eos hi, qui in eum et in Helenam ejus spem habeant, et ut liberos agere quae velint˙ secundum enim ipsius gratiam salvari homines, sed non secundum operas justas. Nec enim esse naturaliter operationes justas, sed ex accidenti» (PG 7,672B) «εξαιτίας αυτού όσοι εμπιστεύονταν αυτόν και την Ελένη, δεν είχαν πλέον καμιά φροντίδα, και όντες ελεύθεροι ζούσαν όπως τους άρεσε˙ διότι οι άνθρωποι σώζονται από την χάρη του [του Σίμωνα] και όχι εξαιτίας δίκαιων έργων. Διότι τέτοιου είδους πράξεις δεν είναι δίκαιες από την φύση τους, αλλά από σύμπτωση», από την αγγλική μετάφραση των Alexander Roberts και James Donaldson, στη σειρά Ante-Nicene Fathers, Edinburgh 1868, vol. 5 p.88.
[ix] Επιφανίου, Πανάριον, 26,11,1—12 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 288-290], 26,13,1 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 292]. Ιππολύτου, Έλεγχος…, V.7.16-19 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 82-83].
[x] Επιφανίου, Πανάριον, 26,5,4-7 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 282).
[xi] Βλ. σχετ. τον υπαινιγμό του Αγίου Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.7.
[xii] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής της ψευδωνύμου γνώσεως βιβλία πέντε, Ι.2 (PG 7,440A-B) «Διότι η πλάνη δεν επιδεικνύει τον εαυτό της ώστε να μην εντοπιστεί αφού αποκαλυφθεί˙ αλλά αφού ενδυθεί πειστικό περίβλημα, προσπαθεί να φαίνεται πιο αληθινή και από την αλήθεια, σε όσους δεν έχουν πείρα, με την εξωτερική εμφάνιση, όπως έχει ειπωθεί γι’ αυτά από κάποιον ανώτερο από μένα˙ ότι δηλαδή το σμαράγδι που είναι λίθος πολύτιμος και με μεγάλη αξία, το γυαλί τον ξεγελά όταν τον μιμείται με τέχνη, όταν δεν υπάρχει αυτός που είναι ικανός να ελέγξει την απομίμηση˙ διότι αναμιχθεί ο χαλκός με το ασήμι, ποιος μπορεί να το καταλάβει σωστά;».
[xiii] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής…, Ι.4.3 (PG 7,484B) «Και ποιος δεν θα πουλούσε όλη του την περιουσία για να μάθει ότι από τα δάκρυα της Ενθυμήσεως του πάσχοντος Αιώνος, έλαβε την γέννηση κάθε υδαρή ουσία, θάλασσες και πηγές και ποταμοί, ενώ από το γέλιο της το φως, και από την έκπληξη και την αμηχανία της τα σωματικά στοιχεία του κόσμου;».
[xiv] Πραξ. η,9-14 & η,18-24.
[xv] Ιππολύτου, Έλεγχος…, V.23.1-3 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 125] «Αυτός [ο Ιουστίνος] προσπαθεί να οδηγήσει τους ακροατές του στις παράξενες διδασκαλίες των Εθνών, διηγούμενος αυτολεξεί τους μύθους των Ελλήνων, και δεν διδάσκει ούτε παραδίδει ολόκληρη την διδασκαλία του, πριν δέσει με όρκο αυτόν που παραπλάνησε. Έπειτα παραθέτει τους μύθους χάριν ψυχαγωγίας, ώστε αυτοί που μετέχουν στην ατέλειωτη φλυαρία των βιβλίων [του] να βρίσκουν στους μύθους λίγη παρηγοριά – κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιος οδοιπόρος, αφού διένυσε πολύ δρόμο και βρήκε κατάλυμα αναπαύεται εκεί – κι έτσι πάλι [μόλις ξεκουραστούν με τους μύθους] να επιστρέψουν στην ανάγνωση χωρίς να μισήσουν την μάθηση, και αποβλακωμένοι από το τέχνασμά του να ξεχυθούν με περισσότερη ορμή˙ αυτούς τους έδεσε πρώτα με φρικτούς όρκους, ώστε να μην αποκαλύψουν στους έξω, και τους ανάγκασε να μην απομακρυνθούν από την ομολογία, ύστερα τους παραδίδει αυτά τα μυστήρια που ο ίδιος εφηύρε, έχοντας χρησιμοποιήσει άλλες φορές μύθους ελληνικούς, όπως προείπαμε, και άλλες φορές βιβλία παραποιημένα έτσι ώστε να ταιριάζουν στις αιρέσεις του».
[xvi] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής…, Ι,1 (PG 7,437A) «Και με πειστικότητα που έχει εξυφανθεί με πανουργία ξεγελάνε τον νου όσων δεν έχουν πείρα, και τους αιχμαλωτίζουν, παραφράζοντας τα λόγια του Κυρίου, και γίνονται κακοί ερμηνευτές, όσων έχουν ειπωθεί καλώς».
[xvii] Πραξ. η,10.
[xviii] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 137.
[xix] Πρβλ. Kurt Rudolf, Die Gnosis, Wesen und Geschichte einer spätantiker Religion, Leipzig 1977, αγγλική έκδοση Edinburgh 1983, σελ. 275.
[xx] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 107.
[xxi] Πρβλ. Hans Jonas, The Gnostic Religion, London 1992 (ανατυπ. της 2ης εκδοσης) σελ. 33.
[xxii] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 109.
[xxiii] Πρβλ. Hans Jonas, The Gnostic Religion…, σελ. 35.
[xxiv] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 2.11.48.1 - 2.11.48.4: «Αλλά των κατά φαντασίαν σοφών η γνώση είτε είναι βάρβαρες αιρέσεις είτε οι φιλόσοφοι των Ελλήνων, προκαλεί αλαζονία, κατά τον Απόστολο. Πίστη είναι η γνώση, η ποία θα μπορούσε να είναι επιστημονική απόδειξη όσων παραδίδει η αληθινή φιλοσοφία. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως λόγο που για τα αμφισβητούμενα από τα ομολογούμενα εκμαιεύει την πίστη. Όντας λοιπόν η πίστη διπλή, επιστημονική και δοξαστική, δεν εμποδίζει τίποτα να ονομάζουμε την απόδειξη διπλή, τη μια επιστημονική και την άλλη δοξαστική. Επειδή και η γνώση και η πρόγνωση χαρακτηρίζεται διπλή˙ η μια έχει χαρακτήρα ολοκληρωμένο, ενώ η άλλη ελλειπ΄ Και μήπως η δική μας απόδειξη θα μπορούσε να είναι μόνη αληθινή, επειδή χορηγείται από τις θείες γραφές, τα ιερά γράμματα και τη "θεοδίδακτη σοφία" κατά τον Απόστολο; Είναι μάθηση λοιπόν και η συμμόρφωση με τις εντολές, που σημαίνει πίστη στο Θεό» ( μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, Κλήμεντος Αλεξαδρέως, Άπαντα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1995, τ. 3 σελ. 251).
[xxv] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 2.12.53-54: «Πίστη είναι αγώνας για την σωτηρία και δύναμη για ζωή αιώνια» (μετ. Ιγνατίου Σακαλή ο.π. σελ. 257).
[xxvi] Πλωτίνος, Εννεάδες, V.5.2: «Δεν πρέπει, λοιπόν, να ψάχνουμε για τα νοητά έξω ούτε να λέμε ότι στον νου υπάρχουν εντυπώσεις των όντων ούτε, αποστερώντας του την αλήθεια, να δημιουργήσουμε για τα νοητά αγνωσία και ανυπαρξία, και επί πλέον να καταργήσουμε τον ίδιο τον νου. Αν, όμως πρέπει κάποιος να εισάγει γνώση και αλήθεια, αν πρέπει να προσέχει για την διατήρηση των όντων και να γνωρίζει την ουσία και όχι απλώς την ποιότητα καθενός, διότι, σε τέτοια περίπτωση, αυτό που θα έχει θα είναι εικόνα και ίχνος του όντος, και δεν θα έχει τα ίδια αυτά, δεν θα συνυπάρχει ούτε θα συγκερνάται μαζί τους, τότε, λοιπόν, πρέπει να αποδώσουμε τα πάντα στον αληθινό νου. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα τα γνωρίζει, και θα τα γνωρίζει στ’ αλήθεια, και δεν θα τα ξεχάσει ούτε θα γυρίζει να τα ψάχνει, και η αλήθεια θα είναι σ’ αυτόν και θα είναι έδρα όλων των όντων, τα οποία θα ζουν και θα νοούν. Όλα αυτά πρέπει να ανήκουν στη μακαριότατη φύση˙ ή πού θα είναι η πολυτιμότητα και η σοβαρότητα του; Με τον τρόπο αυτό δεν θα χρειαστεί απόδειξη ούτε πιστοποίηση ότι είναι έτσι – διότι είναι έτσι και είναι ολοφάνερο στον εαυτό του – και, αν υπάρχει κάτι πρότερο, ο νους γνωρίζει ότι προέρχεται από αυτό, ενώ αν υπάρχει κάτι ύστερο, γνωρίζει ότι αυτό είναι ο ίδιος – και κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει αυτό καλύτερα απ’ ότι ο ίδιος – και γνωρίζει σαφώς ότι όλα αυτά είναι εκεί, και πραγματικά εκεί˙ συνεπώς εκεί είναι και η όντως αλήθεια, η οποία δεν βρίσκεται σε συμφωνία με κάτι άλλο αλλά με τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά λέει ό,τι είναι και είναι ό,τι λέει» .
[xxvii] Για τις επιρροές του ορφισμού στο έργο του Πλάτωνα βλ. π. Θ. Ζήση, Πλατωνικά, εισαγωγή στον Πλάτωνα, Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σσ 18-25. Για τις επιρροές του πυθαγορισμού στο ίδιο σ. 90.
[xxviii] Αυτό απέδειξε ο R. Harder, Eine neue Schrift Plotins, Hermes 1936, 1-10. Η τετραλογία αυτή ονομάστηκε το «μεγάλο έργο» του Πλωτίνου.
[xxix] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.6.43: «Αν θέλουν να διαφωνήσουν στα παραπάνω, τα λόγια μας δεν έχουν φθόνο όταν τους λέμε να μην εκθέτουν σ’ αυτούς που τους ακούνε τις δικές τους γνώμες μέσα από τον διασυρμό των Ελλήνων και τις ύβρεις προς αυτούς, αλλά να δείξουν την ορθότητα των αντιλήψεών που είναι προσωπικές τους και έρχονται σε αντίθεση με τις θεωρίες των Ελλήνων, εκφράζοντας τες με καλή προαίρεση και με φιλοσοφικό πνεύμα και με αίσθημα δικαιοσύνης όσο αφορά τα σημεία που διαφωνούν, αποβλέποντας στην αλήθεια, χωρίς να κυνηγούν την φήμη με το να κατηγορούν στοχαστές, οι οποίοι από την αρχαιότητα κρίθηκαν σπουδαίοι από ανθρώπους όχι αμελητέους, λέγοντας ότι οι ίδιοι είναι καλύτεροι από αυτούς».
[xxx] Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.25.6 (PG 7,685B-686A): Et has coronant, et proponent eas cum imaginibus mundi philosophorum, videlicet cum Pythagorae, et Platonis, et Aristotelis et reliquorum;»
[xxxi] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 109.
[xxxii] Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα 2000, σελ. 270.
[xxxiii] Βλ. σχετ. Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία …,σελ. 287.
[xxxiv] Επίκουρος, Επιστολή δευτέρα προς Πυθοκλή, 85.8: «Και πρώτα-πρώτα να θεωρείς ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος σκοπός της γνώσης για τα ουράνια φαινόμενα είτε λέγονται σε συσχετισμό με άλλα είτε αυτοτελώς, εκτός από την επίτευξη της αταραξίας και μια σταθερής πεποίθησης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις άλλες γνώσεις», 87.1 «γιατί ο βίος μας δεν έχει ανάγκη από παραλογισμούς και κενές δοξασίες αλλά από ζωή χωρίς ταραχές» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 127-129).
[xxxv] Διογένη Λαέρτιου, Βίος Επίκουρου, X.8.6.
[xxxvi] Επίκουρος, Επιστολή πρώτη προς Ηρόδοτον, 81.2: Πάνω από όλα γενικά εκείνο που πρέπει να κατανοούμε είναι ότι η βασική ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές προέρχεται κατά πρώτο λόγο από το να παίρνει κανείς τα ουράνια σώματα σαν μακάρια και άφθαρτα, ενώ από την άλλη μεριά να τους αποδίδει βουλήσεις, δράσεις και αιτιότητες, πράγματα ασυμβίβαστα με τις ανωτέρω δοξασίες. Και ακόμη κατά δεύτερο λόγο η ίδια ταραχή γεννιέται από το να περιμένει κανείς διαρκώς ή να υποψιάζεται ένα αιώνιο βάσανο σύμφωνα με τους μύθους ή από το να φοβάται την κατάσταση αναισθησίας που προκαλείται από το να είναι κανείς πεθαμένος. Όπως ακριβώς συνέβαινε κατά τη γνώμη τους, αλλά και στο να μη θεωρούν ότι παθαίνουν αυτοί αλλά από κάποια παράλογη πίστη. Επομένως, επειδή δεν μπορούν να καθορίσουν που είναι το φοβερό δέχονται ίση ή και μεγαλύτερη ταραχή, επειδή ακριβώς αυτά πιστεύουν» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, σελ. 123).
[xxxvii] Επίκουρος, Επιστολή πρώτη προς Ηρόδοτον, 65.7: «Επίσης αν διαλυθεί το όλο άθροισμα η ψυχή διασκορπίζεται και δεν έχει τις αυτές δυνατότητες ούτε κινείται, ώστε ούτε αισθητικότητα διαθέτει. Γιατί είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι αισθάνεται, αν δεν υπάρχει στον οργανισμό και δεν μπορεί, επομένως, να προκαλέσει αυτές τις κινήσεις, όταν αυτό που την περιέχει και την περιβάλλει δεν είναι πια το ίδιο, όπως και το περιβάλλον όπου τώρα υπάρχει και κινείται» (μετ. φιλιλογική ομάδα Κάκτου, σελ. 109-111).
[xxxviii] Βλ. σχετ. G. E. M. de ste Croix, Η θρησκεία του ρωμαϊκού κόσμου, στο Χριστιανισμός και Ρώμη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 2-3: «Σίγουρα δεν μπορούμε ν’ απομονώσουμε ένα απολύτως ρωμαϊκό ύφος στον κλασικό παγανισμό, αλλά η θρησκεία των μορφωμένων Ιταλών άρχισε βαθμιαία να εξελληνίζεται, αρκετά νωρίς στην ιστορία της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ενώ την εποχή που εγκαθιδρύθηκε η Ηγεμονία από τον Αύγουστο, την τελευταία προ Χριστού γενιά, οι ελληνικές θρησκευτικές ιδέες και τα ελληνικά στερεότυπα είχαν διεισδύσει σε όλα τα επίπεδα της ρωμαΊκής θρησκείας, εκτός από τα κατώτερα».
[xxxix] Fr. Cumont, Les Religions Orientales dans le Paganisme Romain, Brussells 1915.
[xl] Πρβλ. τους πλατωνικούς μύθους της Διοτίμας (Συμπόσιο), του Ήρος (Πολιτεία, I.614b-621d) και της Ατλαντίδος (Τιμαίος, 24e-25d).
[xli] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.14.1-9: «Αυτοί όμως κατ’ εξοχήν νοθεύουν τα όντα του νοητού κόσμου και με κάποιον άλλο τρόπο. Όταν δηλαδή γράφουν μαγικές ωδές σαν να τις απαγγείλουν προς εκείνα, όχι μόνο προς την ψυχή αλλά επίσης προς αυτά που βρίσκονται πάνω από αυτήν, τι κάνουν, παρά λένε ότι οι δυνάμεις εκείνες υπακούουν σε λόγια και ότι άγονται απ’ όποιον άνθρωπο τους απευθύνει γητείες, μάγια ή πειστικές κουβέντες, αν κάποιος από εμάς είναι κάπως επιδέξιος να λέει με συγκεκριμένο τρόπο συγκεκριμένες μελωδίες και ήχους ή να ξεφυσά και να συρίζει όταν μιλάει και να κάνει όλα τα άλλα που γράφουν στα έργα τους ότι μπορούν να μαγεύουν;».
[xlii] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.14.11-17: «Ὀταν πάλι λένε ότι καθαρίζουν τους εαυτούς τους από τις ασθένειες, αν έλεγαν ότι αυτό γίνεται με την σωφροσύνη και τη σωστή ζωή, καλά θα τα έλεγαν, όπως ακριβώς κάνουν και οι φιλόσοφοι˙ τώρα όμως, υποστηρίζοντας ότι οι ασθένειες είναι δαιμόνια, και λέγοντας και υποσχόμενοι ότι μπορούν να τις διώξουν με το να προφέρουν λέξεις, ίσως φαντάζουν σπουδαιότεροι στους πολλούς, που θαυμάζουν τις μαγικές δυνάμεις…».
[xliii] Βλ. σχετ. Ι. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Δόμος, Αθήνα 19892, σελ. 68: «Ο διάβολος ως παράσιτόν τι καθυπέταξε την κτίσιν υπό τον θάνατον και την φθοράν».
[xliv] Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους επιστολήν, Ομιλία Δ’ (PG 63,41).
[xlv] Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανεύρει επιγραφή “Semoni Sanco Deo Fidio”, η οποία αναφέρεται σε ετρουσκική θεότητα. Αν πρόκειται για την ίδια με αυτήν που αναφέρει ο άγιος Ιουστίνος, τότε προφανώς παρανόησε την επιγραφή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες πληροφορίες του είναι ανακριβείς. Σχετ. Παν. Χρηστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 137.
[xlvi] Αγ. Ιουστίνου, Απολογία Α’, 26.1-5: «Τρίτο δε σημείο είναι ότι μετά την Ανάληψη του Χριστού εις τον ουρανόν οι δαίμονες προώθησαν μερικούς ανθρώπους, οι οποίοι έλεγον ότι είναι θεοί, οι οποίοι όχι μόνον δεν εδιώχθηκαν από σας, αλλά και ηξιώθησαν τιμών˙ ήτοι κάποιον Σίμωνα Σαμαρέα, προερχόμενον από κώμην λεγομένην Γιτθών, ο οποίος, αφού έκαμε μαγικάς πράξεις δια ης τέχνης των εις αυτόν ενεργούντων δαιμόνων εις την βασιλίδα πόλιν σας Ρώμην επί Κλαυδίου Καίσαρος, εθεωρήθη θεός και ετιμήθη από σας με ανδριάντα ως θεός, ο οποίος εστήθη εις τον ποταμόν Τίβεριν μεταξύ των δύο γεφυρών, είχε δε την εξής λατινικήν επιγραφήν˙ Εις τον Σίμωνα Άγιον Θεόν. Και σχεδόν όλοι οι Σαμαρείς, μερικοί δε και εις άλλα έθνη, αναγνωρίζουν αυτόν ως πρώτον θεόν, τον προσκυνούν. Και κάποια Ελένη,… και κάποιο Μένανδρο, … Και κάποιο Μαρκίωνα Ποντικόν,… Ούτος δια της εμπνεύσεως των δαιμόνων έκαμε πολλούς εις παν έθνος ανθρώπων να λέγουν βλασφημίας και να αρνούνται τον ποιητήν του σύμπαντος Θεόν,…» (Μετ. Παν. Χρηστου, στην σειρά ΕΠΕ, Απολογηταί 1, Ιουστίνος Φιλόσοφος και Μάρτυς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 117-119).
Επίσης Αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.16.3: «Ἐξελθόν γάρ τό ἀκάθαρτον πνεῦμα τῆς ἀγνοίας, ἔπειτα σχολάζοντας αὐτούς οὐ Θεῷ, ἀλλά κοσμικαῖς ζητήσεσιν εὐρόν, προσπαραλαβόν ἕτερα πνεύματα ἑπτά πονηρότερα ἑαυτοῦ, καί χαυνῶσαν αὐτῶν τήν γνώμην, ὡς δυναμένων τά ὑπέρ τόν Θεόν ἐννοεῖν, καί επιτήδειον εῖς ὑπερέκκρουσιν κατασκευάσαν, τήν ὀγδοάδα τῆς ἀνοίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων αὐτούς ἐνεθήκωσε»(PG 7,636B), και V.26.2 (PG 7,1195A-B).
Ι. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, σελ. 70: «Και μετά Χριστόν οι δαίμονες δεν έπαυσαν, ως νομίζει ο O. Cullmann, ενεργούντες εν ανθρώποις την πλάνην. Μέγιστον σφάλμα θα ήτο να νομίση τις ότι δια τους πρώτους Χριστιανούς ο διάβολος εθεωρείτο απλώς ως ψιθυριστής κακών εισηγήσεων εις τα ώτα των ανθρώπων. Η σατανική ενέργεια δεν είναι τι, το οποίον εκδηλούται μόνον εις τας πονηράς σκέψεις των ανθρώπων. Εκτός των επιδράσεων επί της σκέψεως και της βουλήσεως των ανθρώπων, ο διάβολος ενεργεί εν τη φύσει και οντολογικώς».
[xlvii] Οικουμένιου επισκόπου Τρίκκης, Ιωάννου Αποστόλου, η πρώτη επιστολή καθολική, κεφ. γ’ : «Εἰ γάρ, φησί, τόν Ἀντίχριστον ἐν ἐσχάτοις καιροῖς προσδοκῶμεν, νῦν δέ ἀντίχριστοι πολλοί ἐπεπόλασαν τῷ βίῳ (λέγει δέ Κήρινθον καί τους ὁμοίους ἐκείνῳ), εὔδηλον ὅτι καί καιρός τῆς συντελείας ἐφέστηκε, προειδοποιούντων τῶν πολλῶν αντιχρίστων ἐνί» (PG 119,B).
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου