Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 10η Δεκεμβρίου 2018
ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ Ο «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ»;
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος Οικουμενισμός, αποτελεί σήμερα το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο εκφυλιστικό φαινόμενο της εποχής μας και ταυτόχρονα την μεγαλύτερη απειλή κατά της ανθρωπότητος. Όπως έχουμεήδη αναφερθεί σε παλαιότερες ανακοινώσειςμας, πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την ανθρωπότητα. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφού γίνεται από όλους αντιληπτό, ότι το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, προωθεί πυρετωδώς την παγκοσμιοποίηση. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση της ενοποιήσεως της ανθρωπότητος σε θρησκευτικό επίπεδο κινείται και ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, ο οποίος εργάζεται πυρετωδώς για την ανοικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας θρησκείας, ή πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Η πορεία της ανθρωπότητος σε μια παγκοσμίων διαστάσεων και σε όλα τα επίπεδα ενοποίηση δεν είναι πλέον μυστικό των ολίγων, αλλά μια πραγματικότητα, η οποία γίνεται όλο και πιο αισθητή. Στην πραγματοποίηση αυτού του οράματος έχουν ενταχθεί σχεδόν όλοι οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των μεγάλων θρησκειών, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και μια πληθώρα «ορθοδόξων» πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Μαζί τους έχουν συστρατευτεί και τα ΜΜΕ, αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μια πληθώρα δημοσιευμάτων.
Ένα τέτοιο δημοσίευμα έπεσε στην αντίληψή μας σε πρόσφατο φύλο, (φ.4-11-2018), της εφημερίδας των Αθηνών «Καθημερινή». Πρόκειται για εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12ηΔιαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή, με θέμα: «Θρησκευτικός πλουραλισμός και ειρηνική συνύπαρξη». Στην εισήγησή του αυτή ο Μακαριώτατος μεταξύ άλλων τονίζει την αναγκαιότητα της συμβολής των θρησκειών για την επίτευξη της παγκόσμιας δικαιοσύνης, της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ αυτών, ενώ προσδιορίζει και τις αιτίες, που οδηγούν σε πράξεις βίας και μίσους εναντίονοπαδών άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Μελετώντας με προσοχή το δημοσίευμα διαπιστώσαμε αβίαστα ότι «πάσχει» σοβαρά από θεολογικής απόψεως. Πρόκειται για ένα κείμενο κλασικής οικουμενιστικής θεολογικής σκέψεως, στο οποίο απουσιάζειέστω και η ελάχιστη πατερική θεμελίωση των όσων γράφονται, αφού δεν υπάρχει ούτε μια πατερική παραπομπή. Από τα βιβλικά χωρία ο συντάκτης επιλέγει δύο-τρία, εκείνα που εξυπηρετούν τον στόχο του, αγνοώντας μια σωρεία άλλων, τα οποία ανατρέπουν και κονιορτοποιούν το οικουμενιστικό του ιδεολόγημα και δίδουν την σωστή ερμηνεία και στα χωρία εκείνα, που επικαλείται. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικοκοινωνιολογικό, που θα μπορούσε να το έχει συντάξει κάποιος πολιτικός αναλυτής, ή κάποιος κοινωνιολόγος.
Κατ’ αρχήν απουσιάζει έστω και μια στοιχειώδης διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και των ποικιλωνύμων αιρέσεων και θρησκειών του κόσμου, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίζει την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία, η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, είναι μία από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Γράφει: «Προσωπικά πιστεύω ότι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνυπάρξεως. Και όχι η θρησκευτική αδιαφορία. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες που επηρεάζουν τη σημερινή οικουμένη διαπιστώνονται: α) μια αναζήτηση εσωτερικής ειρήνης· β) η χαλιναγώγηση της επιθετικότητος· γ) αρχές ειρηνικής συμβιώσεως· δ) επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τον Θεό• ε) παροτρύνσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα προσβλέπουμε σε ‘Θεό Ειρήνης’ και εκζητούμε συνεχώς την επέμβασή Του». Κατά τα γραφόμενά του οι μονοθεϊστικές θρησκείες, στις οποίες ανήκει και η Ορθοδοξία, οικοδομούν την υγιή θρησκευτική συνείδηση,επειδή αναζητούν την ειρηνική συμβίωση και την εσωτερική ειρήνη και χαλιναγωγούντην επιθετικότητα. Μπορεί όμως να υπάρξει υγιής θρησκευτική συνείδηση, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, μέσα στο σκότος της πλάνης των αιρέσεων και των θρησκειών του κόσμου; Επίσης κατά πόσον μπορούμε να δεχθούμε τους παρά πάνω ισχυρισμούς με βάση τη διδασκαλία του Κορανίου περί Τζιχάντ και πολέμου κατά των απίστων; Δεν βλέπει ο Μακαριώτατος το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας με πρωταγωνιστή το Ισλάμ, το οποίο έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στην εποχή μας και έχει καταστεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα; Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων διώκονται, βασανίζονται και βρίσκουν τραγικό θάνατο στο όνομα του Αλλάχ, (βάσει μάλιστα συγκεκριμένου τελετουργικού τυπικού), σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, από τους τζιχαντιστές μουσουλμάνους, οι οποίοι πολεμούν και επιδιώκουν τον αφανισμό των «απίστων», προκειμένου να εδραιώσουν το «Ισλαμικό Κράτος».
Παρά κάτω γράφει: «Ύψιστο και άμεσο χρέος όλων των θρησκευτικών ηγετών είναι η επίμονη και συστηματική καλλιέργεια μιας υγιούς πνευματικότητος. Μέσα στα ιερά κείμενα υπάρχουν φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος, στην οποία ευαρεστείται ο Θεός». Μπορεί όμως να υπάρξει «υγιής πνευματικότητα» έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού; Η υγιής πνευματικότητα βιώνεται και πραγματώνεται, όπως ήδη ετονίσαμε σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ, βεβαίως, στην αίρεση και στην πλάνη, διότι μόνον εντός αυτής μεταδίδεται δια των μυστηρίων η Χάρις του αγίου Πνεύματος, άνευ της οποίας είναι αδύνατος η κατόρθωσις των αρετών και η θέωσις του ανθρώπου. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, αποτελεί το θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενός να φέρη αναπόφευκτα αλλοίωση και του άλλου. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».1«Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα»2 συμπληρώνει ὁ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό, «ουδέν γαρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ουν ουδέ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εάν βίος ή διεφθαρμένος».3 Αλλού πάλι επισημαίνει: «Αποστρεφόμεθα των αιρετικών τους συλλόγους, εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα».4
Επίσης πώς είναι δυνατόν να «υπάρχουν [στα ‘ιερά’ κείμενα των θρησκειών του κόσμου], φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος» και μάλιστα μέσα από αυτή την θρησκευτικότητα να «ευαρεστείται ο Θεός»; Πραγματικά εκπλησσόμεθα και αδυνατούμε να πιστεύσουμε ότι οι παρά πάνω ισχυρισμοί βγήκαν από το στόμα Ορθοδόξου Ιεράρχου και μάλιστα Προκαθημένου τοπικής Εκκλησίας. Πώς είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να αναζητούμε στο Ταλμούδ, στο Κοράνιο, στις Βέδες, στις Ουπανισάδες, και σε άλλα «ιερά» θρησκευτικά κείμενα «ακτίνες γνήσιας θρησκευτικότητας», στις οποίες μάλιστα ευαρεστείται ο Θεός; Και ποιες τέλος πάντων είναι αυτές οι «ακτίνες»; Αν τα κείμενα αυτά προσφέρουν «γνήσια θρησκευτικότητα» και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους «γνήσια θρησκευτικοτήτα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τι χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Οι παρά πάνω βλάσφημες θέσεις απηχούν την κλασική οικουμενιστική αντίληψη, η οποία διακηρύσσεται urbi et orbi τις τελευταίες δεκαετίες και από ορθοδόξους ηγέτες, σε διαθρησκειακά φόρουμ, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι καλές και διαφορετικοί δρόμοι σωτηρίας και αναγωγής στο Θεό. Αλλά σε ποιον Θεό; Τον Τριαδικό, τον μονοπρόσωπο Γιαχβέ των Ιουδαίων, τον Αλλάχ, τον Βράχμα, τον Σίβα, τους 350.000.000 «θεούς» του Ινδουισμού, τον απόντα «θεό» των βουδιστών, την ακαθόριστη πληθώρα των «θεών» του Σιντοϊσμού, τους «θεούς» του δωδεκαθέου και των άλλων νεοειδωλολατρικών θρησκευμάτων, της «Μεγάλης Θεάς» των γουικανών;
Παρακάτω ισχυρίζεται ότι το φαινόμενο της θρησκείας είναι «θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς» και πως «η βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας. Και κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας»! Πώς είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να είναι «θείο δώρο» η θρησκεία; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι εκτός από το μοναδικό και ανεκτιμήτου αξίας θείο δώρο της σωτηρίας, που μας προσέφερε ο Κύριός μας με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάστασή Του, μας προσέφερε και άλλα θεία δώρα, τις θρησκείες του κόσμου; Δεν ακούτε τι μας λέγει ο Κύριος: «πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί, αλλ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα», (Ιω. 10,8);Και παρά κάτω: «εγώ ειμι η θύρα, δι εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει», (Ιω.10,9). Οι θρησκείες του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το έσχατο προϊόν της μεταπτωτικής πνευματικής συγχύσεως του ανθρώπου, ο οποίος μέσω των θρησκευτικών αντιλήψεών του, στράφηκε στη λατρεία των κτισμάτων και εν τέλει του διαβόλου, αφού, «πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5);
Και συνεχίζει: «Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για την ανάπτυξη του Διαθρησκειακού Διαλόγου. Ο νηφάλιος διάλογος με τον τονισμό των ειρηνικών αρχών κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικά στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, οι φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων ενθουσιάζουν ευκολότερα τα πλήθη και υπονομεύουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε Διαθρησκειακού Διαλόγου. Παρά ταύτα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για ειρηνική αξιοποίηση του θρησκευτικού βιώματος». Δεν ξέρουμε αν το τραγικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ έγινε για να αναπτυχθεί ο Διαθρησκειακός Διάλογος. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Διάλογος αυτός όχι μόνο δεν καταλάγιασε τη θρησκευτική βία, αλλά την γιγάντωσε τα τελευταία χρόνια. Φυσικά αυτό δεν οφείλεται στις «φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων», όπως υποστηρίζει λανθασμένα ο Μακαριώτατος, αλλά σε αυτά τα ίδια τα «ιερά» κείμενα, τα οποία ξεκάθαρα, χωρίς να χρειάζεται καμιά ερμηνεία, εξωθούν σε πράξεις βίας και μίσους. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει καλά ο ίδιος ως δάσκαλος της θρησκειολογίας!
Τέλος καταλήγει στην διαπίστωση: «Ασφαλώς οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον σύγχρονο κόσμο, (κατεξοχήν στη Μέση Ανατολή) είναι συγκεχυμένες και ζοφερές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να οδηγεί σε μελαγχολική απάθεια, αλλά σε αύξηση των προσπαθειών όλων μας, (ακαδημαϊκών, πολιτικών, θρησκευτικών λειτουργών, κ.ά.) για την υποστήριξη της αλήθειας, την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, την ενδυνάμωση της ελπίδας ότι η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), του Θεού της αγάπης»! Εδώ θίγεται ο ύψιστος στόχος, το μεγάλο όραμα, το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, μαζί και η Ορθοδοξία. Και το όραμα αυτό είναι η συμβολή τους στην ανοικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης. Στην επίτευξη αυτού του οράματος έχουν συστρατευτεί οι οικουμενιστές, επικαλούμενοι μάλιστα το βιβλικό χωρίο «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), το οποίο όμως διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν. Ωστόσο μια τέτοιου είδους αποστολή της Εκκλησίας και μάλιστα σε συνεργασία με όλες τις θρησκείες του κόσμου, δεν μπορεί να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί, ούτε στα βιβλικά κείμενα, ούτε στηνπατερική μας Γραμματεία. Δεν υπάρχει ούτε μια βιβλική μαρτυρία, στην οποία να φαίνεται, ότι ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, να συνεργαστούν με τις άλλες θρησκείες, για να συμβάλλουν στην παγκόσμια ειρήνη. Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας ισχυρίστηκεποτέ, ή διατύπωσε μια παρόμοια θεωρία. Αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι να συμβάλει στην ανοικοδόμηση μιας κοσμικού τύπου παγκόσμιας ειρήνης. Αποστολή της είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστόν, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Ο άνθρωπος, υποδουλωμένος στα πάθη και στην αμαρτία, ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας προς τον Θεόν και έχει ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως, σύμφωνα με τον λόγο του μακαρίου Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Όταν δε επιτευχθή αυτή η καταλλαγή διά της πίστεως, τότε ο άνθρωπος απολαμβάνει το αγαθόν της ειρήνης: «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». (Ρωμ.5,1). Αυτό δε ακριβώς το έργο της καταλλαγής επιτελούν οι ειρηνοποιοί, για τους οποίους γίνεται λόγος στον παρά πάνω Μακαρισμό αυτό του Κυρίου. Επιτυγχάνεται δε το έργο αυτό διά των κληρικών, μοναχών, διδασκάλων, ιεραποστόλων και, βεβαίως, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ διά μέσου και σε συνεργασία με στην αίρεση και την πλάνη.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ειρήνη δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Σας δίδω την ιδική μου ειρήνη, όχι σαν αυτή που δίδει ο κόσμος. Αυτήν και μόνον αυτού του είδους την ειρήνη καλείται να δώσει και η Εκκλησία στον κόσμο, η οποία, όταν υφίσταται, φέρνει από μόνη της και την άλλη, την κοσμική ειρήνη. Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτού του είδους την ειρήνη έφεραν στον κόσμο, αν και έζησαν και έδρασαν εν μέσω πολέμων και αιματοχυσιών. Δεν κατενόησαν όμως την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα πολλοί Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι Οικουμενιστές. Ποτέ δεν διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μια κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη.
Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της. Ας μην ελπίζουνο ίδιος και οι όμοια φρονούντες, ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι «η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας,….» (Εφ.2,14-18). Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
_______________________________
1. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 4,2. PG 33,456.
2. Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Α΄Κορινθίους 40,3, PG 61,351.
3. Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, 66,3, PG 59,369.
4. Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…,PG 56,256.
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 23ῃ Ἰανουαρίου 2013,
Εισαγωγή
Μετ’ αφάτου θλίψεως και πόνου και συνοχή καρδίας, πληροφορηθήκαμε από τα έντυπα και ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε.[1] ότι «ένας «Οίκος Προσευχής και Μαθητείας» για Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους πρόκειται να κατασκευαστεί στην πλατεία Petriplatz (πλατεία του Αγίου Πέτρου) του Βερολίνου. Ο οίκος προσευχής και μαθητείας θα φιλοξενεί υπό την ίδια στέγη εκκλησία, συναγωγή και τζαμί. Ο ναός δεν θα έχει θρησκευτικά σύμβολα στο εσωτερικό του, ενώ σε μία από τις αίθουσες θα μπορούν να προσεύχονται μαζί πιστοί από διαφορετικές θρησκείες. Ο ναός αυτός είναι μοναδικός όχι μόνο γιατί καλεί Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους να προσευχηθούν μαζί, αλλά και επειδή θα έχει ανοικτές τις πόρτες του σε οποιονδήποτε θέλει να προσευχηθεί, είτε ανήκει είτε δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία. Και ο λόγος είναι ότι το Βερολίνο είναι μία μητρόπολη που δεν πιστεύει, η πρωτεύουσα των αθέων και των αγνωστικιστών.
Για την έναρξη του έργου, η Εβραϊκή Κοινότητα του Βερολίνου, το εκκλησιαστικό κολέγιο Αβραάμ Γκάιγκερ του Πότσδαμ, το Φόρουμ Διαπολιτισμικού Διαλόγου και η Οργάνωση St. Petri-St. Marien της Ευαγγελικής Εκκλησίας ίδρυσαν την οργάνωση «Ο Οίκος Προσευχής και Μαθητείας της Petriplatz του Βερολίνου».
Το νέο κτίριο θα ανεγερθεί στο σημείο όπου βρισκόταν κάποτε η εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Έχουν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί χώροι προσευχής - ένας για χριστιανούς, ένας για μουσουλμάνους και ένας για εβραίους, οι οποίοι θα ενώνονται με διάδρομο, όπου θα μπορούν να διοργανώνονται κοινές τελετές και εκδηλώσεις.
Η κριτική επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Βερολίνου «Kuehn Malvezzi», το σχέδιο του οποίου είναι εμπνευσμένο από την παλιά εκκλησία του Αγίου Πέτρου και, με τον πύργο ύψους 44 μέτρων, ο οίκος προσευχής θα θυμίζει φρούριο. Στο εσωτερικό θα υπάρχει θολωτός διάδρομος δύο επιπέδων, ο οποίος θα χρησιμεύει ως χώρος μαθητείας.
«Ο τέταρτος χώρος αποτελεί δημόσιο χώρο μεταξύ των τριών θρησκειών. Είναι ένας χώρος για κατανόηση και συζήτηση. Ο διάλογος έχει να κάνει εν μέρει και με ένα είδους περιορισμού. Το έργο στοχεύει επίσης στην ανάδειξη και των διαφορών», εξηγεί ένας από τους αρχιτέκτονες, ο Γουίλφριντ Κιούν.
O Γκρέγκορ Χόμπεργκ, πάστορας της προτεσταντικής κοινότητος και πρόεδρος της οργάνωσης της Petriplatz δηλώνει ικανοποιημένος με το σχέδιο. Τονίζει ότι το ζητούμενο δεν είναι να δημιουργηθεί ένα «αμάλγαμα» θρησκειών, αλλά «να μάθουμε πώς να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον με αξιοπρέπεια και σεβασμό». «Εμείς προσβλέπουμε στη μείξη των πιστών, ελπίζουμε να προσεύχονται όλοι μαζί».
«Στο πολιτικό ερώτημα: Τι μπορεί να κάνει η αρχιτεκτονική; η απάντηση είναι ότι τώρα η αρχιτεκτονική μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για ειρηνικό διάλογο, ο οποίος όμως παραμένει διάλογος», δηλώνει ο Κιούν.
Οι πρωτεργάτες του οίκου προσευχής και μαθητείας ελπίζουν ότι ο χώρος, ως σημείο συνάντησης διαφορετικών θρησκειών, θα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους, βοηθώντας τους πιστούς να ανακαλύψουν τις ομοιότητές τους».
Με τα παραπάνω φυσικό είναι ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπους να πάει – πού αλλού; – στην παναίρεση του Οικουμενισμού και ιδιαίτερα στον διαθρησκειακό συγκρητισμό.
Είναι κοινά αποδεκτό πλέον στην εποχή μας ότι ο μέγιστος κίνδυνος, που απειλεί τήν Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική, Ορθόδοξη Εκκλησία μας και υποσκάπτει τα θεμέλια και την ταυτότητά της είναι η παναίρεση της κινήσεως του Οικουμενισμού.
Ο σύγχρονος άγιος γέροντας της Σερβικής Εκκλησίας όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημειώνει περί του Οικουμενισμού ότι αυτός είναι όχι απλά αίρεση, αλλά παναίρεση. Ο άγιος πατήρ έχει εκφρασθεί γι’αυτόν ως εξής˙ «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών μέ επικεφαλής τόν Παπισμό. Όλοι δέ αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι δέν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις τήν άλλην αίρεσιν. Τό κοινόν ευαγγελικόν όνομά τους είναι η παναίρεσις»[2]. Στό ίδιο μήκος κύματος ο μακαριστός γέροντας αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος μας δίνει τήν πραγματική εικόνα του Οικουμενισμού:
«Ο Οικουμενισμός είναι ένα Κίνημα παγκόσμιον του Διεθνούς Σιωνισμού καί έχει ως μοναδικόν σκοπόν τήν πολιτικήν καί θρησκευτικήν κατάκτησιν της Οικουμένης! Ο Οικουμενισμός είναι μιά φοβερά λαίλαψ, πού προετοιμάζεται νά ξεθεμελιώση, όπως φαντάζεται, τήν ‘Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν’ του Χριστού. Είναι άγριος τυφών των δυνάμεων του σκότους, πού συγκεντρώνει τήν καταστροφική του μανία εναντίον κυρίως της Ορθοδοξίας, μέ τόν σκοτεινό πόθο νά τήν εκμηδενίση καί νά τήν αφανίση[3].»
Τέλος, ο μακαριστός γέροντας αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μυτιληναίος ονομάζει τόν Οικουμενισμό τελευταίο πρόδρομο του Αντιχρίστου[4].
Όπως η παγκοσμιοποίηση σέ πολιτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ένα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οικονομία, έτσι καί ο Οικουμενισμός σέ θρησκευτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει όλες τίς θρησκείες (διαθρησκειακός οικουμενισμός) καί όλες τίς αιρέσεις (διαχριστιανικός οικουμενισμός) σέ μία παγκόσμια θρησκεία, αψηφώντας καί περιθωριοποιώντας τίς τεράστιες, γιγαντιαίες καί χαώδεις δογματικές διαφορές καί ξεθεμελιώνοντας εκ βάθρων τά δόγματα καί τήν πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Οικουμενισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, επειδή εξισώνει όλες τίς θρησκείες καί τίς πίστεις.
Ο Οικουμενισμός κινείται σέ δύο επίπεδα˙ τό πρώτο σέ διαχριστιανικό καί τό δεύτερο σέ διαθρησκειακό. Έτσι, έχουμε τόν διαχριστιανικό οικουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό οικουμενισμό, οι οποίοι αποτελούν δύο από τίς βασικές κατευθύνσεις του Οικουμενισμού. Ο μέν διαχριστιανικός οικουμενισμός προωθεί τήν ένωση των διαφόρων χριστιανικών «ομολογιών» (Παπικών, Προτεσταντών, Αγγλικανών, Πεντηκοστιανών, Μονοφυσιτών) με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέ τό κριτήριο του δογματικού μινιμαλισμού. Σύμφωνα μέ τήν οικουμενιστική αρχή του «διαχριστιανικού δογματικού συγκρητισμού» οι δογματικές διαφορές μεταξύ ετεροδόξων είναι απλώς τυπικές παραδόσεις κάθε «εκκλησίας» καί πρέπει νά παρακάμπτονται γιά τό καλό της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία μπορεί νά εκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφών καί εκφράσεων. Ο δέ διαθρησκειακός οικουμενισμός, θεωρώντας ότι σέ όλες τίς θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, προωθεί τήν ένωση μεταξύ αυτών καί κυρίως μεταξύ των δήθεν τριών μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου, του Χριστιανισμού, του Μουσουλμανισμού καί του Ιουδαϊσμού. Μέ λίγα λόγια προωθεί τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οικουμενιστική αρχή του «διαθρησκειακού συγκρητισμού» πρέπει νά βλέπουμε τά «κοινά θεολογικά σημεία», πού υπάρχουν σέ όλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκείες», ώστε νά οικοδομήσουμε τήν θρησκευτική ενότητα της οικουμένης[5].
Είναι δυστύχημα νά διαπιστώνει κανείς ότι τίς τελευταίες δεκαετίες βρισκόμασθε σ’ένα πρωτοφανή καλπασμό του διαθρησκειακού συγκρητισμού. Τό αντίχριστο πνεύμα του έχει επηρεάσει πολλούς κληρικούς και λαϊκούς της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Γιά νά γίνει, αυτό πού λέμε, αντιληπτό καί γιά νά διαπιστωθεί, δυστυχώς, τό μέγεθος της πτώσεως από τήν αλήθεια του Ευαγγελίου καί τήν παράδοση των Αγίων Πατέρων, επισημαίνουμε ότι η επικείμενη ανέγερση του πανθρησκειακού ναού είναι ένας κρίκος της αλυσίδας, που οδηγεί στην διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασών των αιρέσεων και των θρησκειών, στην επιβολή της πανθρησκείας. Το πρώτο σκαλοπάτι του σχεδίου ενώσεως είναι η ένωση όλων των χριστιανικών ομολογιών, δηλ. ο διαχριστιανικός οικουμενισμός, το δεύτερο η ένωση όλων των θρησκειών, δηλ. ο διαθρησκειακός οικουμενισμός και το τρίτο η ένωση όλων των ομολογιών και των θρησκειών, δηλ. η επιβολή της πανθρησκείας, με αρχηγό τον αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης. Γι’αυτό και δεν μας ξαφνιάζει η ιδέα του πανθρησκειακού ναού. Προηγήθηκαν κι άλλοι κρίκοι, κι άλλες ενέργειες, όπως:
α) η συμμετοχή μετά συμπροσευχών των ορθοδόξων οικουμενιστών Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων σε διάφορες διαθρησκειακές συναντήσεις,
β) η αποκατάσταση του Ιούδα και του Εβραϊκού λαού από το στυγερό έγκλημα της Σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, την οποία προσυπογράφουν και ορθόδοξοι οικουμενιστές[6],
γ) η αφαίρεση από την Ορθόδοξη λειτουργική και υμνολογία, από τα εγκώμια του Επιταφίου, κάθε αντιεβραϊκής αναφοράς,
δ) η δωρεά του Κορανίου σε Μουσουλμάνους, η κλήση του ως «αγίου» και «ιερού»[7].
Φθάσαμε μάλιστα στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία "ιερά" βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος˙ γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου, αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος˙ εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι, ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι˙ «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»[8]. Η ανέγερση του πανθρησκειακού ναού έρχεται ως συνέχεια των ανωτέρω ενεργειών.
Ερμηνεία του Ματθ 4, 15-16.
Στη σκέψη μας έρχεται αβίαστα αυτή η σύντομη, αλλά φοβερή περικοπή από το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον, που διαβάζουμε την Κυριακή μετά τα Φώτα, η οποία λέει:
«Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς[9].»
Ο Χριστός, μετά τους τρείς πειρασμούς στην έρημο, όταν άκουσε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής παραδόθηκε και πήγε στη φυλακή, έφυγε κάτω από την Ιουδαία, από τον Ιορδάνη, εγκατέλειψε τη Ναζαρέτ και πήγε κάτω στη Καπερναούμ, στη Γαλιλαία, στα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, για να εκπληρωθεί η προφητεία του προφήτου Ησαΐου. Πού πήγε ο Χριστός; Στη «Γαλιλαία των εθνών». Τι είναι αυτή η «Γαλιλαία των εθνών»; Η Γαλιλαία είναι η βόρεια από τις τέσσερεις επαρχίες της Παλαιστίνης. Οι άλλες τρεις είναι η Σαμάρεια, η Ιουδαία και η Περαία. Οι πρώτοι κάτοικοι της Γαλιλαίας από τις φυλές Ισάχαρ, Ζαβουλών, Νεφθαλείμ και Ασήρ αναμίχθηκαν με αλλοφύλους, εξ ου και το περιφρονητικό όνομα «Γαλιλαία των εθνών». Ο ιερός Χρυσόστομος την αποκαλεί ειδωλολατρική Γαλιλαία[10]. Η Γαλιλαία ήταν ένας χώρος, όπως θα λέγαμε σήμερα, όπου υπήρχε το σήμερα πολυδιαφημιζόμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Μας έχουν ζαλίσει οι κουλτουριάρηδες και οι προοδευτικοί μ’αυτό το πολυπολιτισμικό μοντέλο. Πολλοί πολιτισμοί, όλοι οι πολιτισμοί, όλα τα έθνη, όλες οι θρησκείες μαζί. «Γαλιλαία των εθνών». Υπήρχαν εκεί όλα τα έθνη. Ιουδαίοι, Πέρσες, Ασσύριοι, Έλληνες κ.ά. Και τι ήταν αυτό το πολυπολιτισμικό μοντέλο; Ας το ακούσουν αυτό όσοι κληρικοί και θεολόγοι είναι υπέρ των διαθρησκειακών συναντήσεων. Το πολυπολιτισμικό μοντέλο ήταν «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει». Σκότος υπήρχε εκεί. Οι υπέρμαχοι των διαθρησκεικών διαλόγων και συναντήσεων ισχυρίζονται ότι όλες οι θρησκείες έχουν στοιχεία αληθείας, όλες έχουν κάτι θετικό. Με τη λογική τους αυτή επομένως κι εκεί στη «Γαλιλαία των εθνών» υπήρχε φως, λίγο φως. Το Ευαγγέλιο, όμως, λέει ότι η «Γαλιλαία των εθνών» είναι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει». Και αυτός «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Να, το Φως. Ο Χριστός! Πουθενά αλλού δεν υπάρχει φως. Μόνο στον Χριστό. Και σήμερα όπου υπάρχουν τέτοιου είδους πολυπολιτισμικά μοντέλα και διαθρησκειακές συναντήσεις και σύγχυση, όπως στο Βερολίνο της Γερμανίας με την ανέγερση του πανθρησκειακού ναού, υπάρχει σκότος.
Ερμηνεία του Β΄ Κορ. 6, 14-18
Ο νους μας, επίσης, πηγαίνει και στην άλλη εξίσου φοβερή αποστολική περικοπή του Μεγάλου και Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου των Εθνών Παύλου από την Β΄ προς Κορινθίους επιστολή, ο οποίος τονίζει εμφαντικά:
«Μή γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις˙ τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου; Τίς δέ συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γάρ ναός Θεού εστέ ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθαί μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ[11].»
Η Κόρινθος την εποχή εκείνη, κατά την οποία ο Απ. Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού στον εθνικό κόσμο, ήταν ένα κοσμοπολίτικο κέντρο. Μια πόλη, θα λέγαμε σήμερα με σύγχρονη ορολογία, παγκοσμιοποιημένη, πολυπολιτισμική. Μια πόλη στην οποία συνωθούνταν λαοί, φυλές, γλώσσες και θρησκείες. Όλα ανακατωμένα και αναμεμιγμένα. Μέσα σ’αυτή την κοσμοπολίτικη πόλη, την πόλη της τρυφής, της χλιδής και της πολυτελείας, μόνο στο ιερό της Αφροδίτης υπηρετούσαν χίλιες ιερόδουλες. Έχει παραμείνει η παροιμιακή έκφραση «ου παντός πλήν εις Κόρινθον». Δεν μπορεί ο καθένας να πλεύσει, να πάει στην Κόρινθο, γιατί ήταν πόλη πολυέξοδος και πλουσία, μεγάλο και κοσμικό κέντρο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την πόλη ο Απ. Παύλος έμεινε και κήρυξε επί δεκαοκτώ ολόκληρους μήνες, ενάμιση χρόνο. Στη δεύτερη αποστολική περιοδεία, αφού πέρασε από την Τρωάδα, την Σαμοθράκη, τους Φιλίππους, την Θεσ/κη, την Βέροια, την Μεθώνη και την Αθήνα, έφθασε και στην Κόρινθο.
Ήταν πολύ φυσικό, αφού η Κόρινθος ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη, ένα παγκοσμιοποιημένο κέντρο, να συναντούν οι Χριστιανοί διάφορα προβλήματα. Και ιδιαιτέρως το πρόβλημα της σχέσεώς τους με τους άλλους, τους Εβραίους και τους ειδωλολάτρες. Πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται μ’αυτούς; Τι σχέση έπρεπε να έχουν απέναντι των απίστων; Αυτό είναι ένα θέμα, το οποίο σήμερα μάς απασχολεί εντόνως. Διάφορες λύσεις και απαντήσεις προτείνονται, οι οποίες, όμως, πολλές φορές βρίσκονται έξω από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Και μάλιστα αυτές οι απαντήσεις δίδονται μερικές φορές και από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη, από χείλη πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων. Θεωρούν πως η Ορθόδοξος Εκκλησία θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την πολυπολιτισμική κοινωνία, τις πολλές φυλές και γλώσσες, ουσιαστικώς αποδεχόμενη αυτή την πολυπολιτισμικότητα – βεβαίως κατ’ανάγκην την αποδεχόμαστε – και επιτρέποντας τους μικτούς γάμους όχι μόνον μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών, αλλά και μεταξύ Ορθοδόξων και αλλοθρήσκων, τις συμπροσευχές, την ανέγερση πανθρησκειακών ναών κ.ά.
Κάναμε αυτή την σύγχρονη αναφορά στην επικαιρότητα, για να φανεί πόσο έξω βρισκόμαστε μερικές φορές από το πνεύμα του Ευαγγελίου, το οποίο προδίδουμε, και δεν ακολουθούμε την οδό των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.
Τι λέει, λοιπόν, ο Απ. Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι ζούσαν σε μια παρόμοια πολυπολιτισμική εποχή;
«Μή γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις.»
Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, λέει:
«Ω χριστιανοί, λέει ο Απόστολος Παύλος στούς Κορινθίους, ζητώντας το κέρδος τους καί τήν αγάπη τους, μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνετε ότι μέ αγαπάτε, δηλ. μέ τό νά μή σμίγετε μέ τούς απίστους καί νά μή κλίνετε στό μέρος τους, να μην έχετε σχέση μαζί τους. Δέν είπε μή σμίγετε, αλλά μή γίνεσθε ετεροζυγούντες, δηλαδή μήν αδικείτε τό δίκαιο, μήτε κλίνετε καί προσπαθείτε μέ τούς απίστους σ’ εκείνα τά πράγματα, πού δέν είναι νόμιμα καί εύλογα. Γιατί, τό ετεροζυγείν λέγεται γιά τήν άδικη ζυγαριά, όταν τό ένα μέρος της ζυγαριάς κλίνει καί δέν στέκει στήν ισότητα καί δικαιοσύνη. Να μην έχετε το βάρος της ζωής σας στους απίστους. Να μην έχετε σχέση με τους απίστους.»
Ο ιερός Φώτιος λέει ότι τό εταιροζυγούντες, πού γράφεται μέ «αι» σημαίνει, μαζί μέ τήν ανωτέρω έννοια, όπως τό ερμήνευσε ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι δέν πρέπει νά σμίγετε μέ τούς απίστους, σάν μέ οικείους καί εταίρους, καθώς καί ο παλαιός νόμος του προφήτου Μωϋσέως προστάζει˙ «τά κτήνη σου ου κατοχεύσεις ετεροζύγω»[12], μέ τά οποία λόγια προστάζει ότι δέν πρέπει νά σμίγουμε τά κτήνη μας μέ ετέρου γένους ζώα, ούτε στό νά γεννήσουν, ούτε στό νά κάνουν άλλη οποιαδήποτε εργασία. Η εικόνα αυτή είναι παρμένη από τα ζώα, που ζεύγουν οι αγρότες στα χωράφια. Σύμφωνα με την παραπάνω σύσταση από την Παλαιά Διαθήκη, δεν πρέπει να ζεύγουμε στον ίδιο ζυγό ένα μοσχάρι μ’ένα γαϊδούρι. Γιατί, αλλού θα πηγαίνει το μοσχάρι και αλλού το γαϊδούρι. Αλλού θα στρέφεται το ένα και αλλού το άλλο. Δεν θα πηγαίνουν και τα δύο σύμφωνα στον ίδιο ζυγό. Διά μέσου δέ των αλόγων ζώων νομοθετεί ότι εμείς οι λογικοί άνθρωποι καί ορθόδοξοι χριστιανοί, πρέπει μέ κάθε τρόπο νά αποφεύγουμε τήν ένωση καί κοινωνία των αλλοπίστων καί αλλογενών. Καί ούτε νά συγγενεύουμε μ’αυτούς διά γάμου, ούτε νά τούς παίρνουμε βοηθούς μας σέ πνευματική εργασία, επειδή περισσότερο θά διαφθείρουν τούς κόπους μας παρά θά τούς αυξήσουν. Έπειτα καί ποιά ανάγκη υπάρχει νά ανακατώνεις εσύ ο ορθόδοξος χριστιανός τήν ευγένεια της πίστεώς σου μέ τά νόθα καί μπαστάρδικα βλαστάρια της κακοδοξίας; ρωτά ο ιερός Φώτιος. Ο δέ Θεοδώρητος ερμηνεύει: «Μή μιμήσησθε τούς ετέρως εννεύοντας βόας καί τόν ζυγόν κλίνοντας, τήν των απίστων απάτην της ημετέρας προτιμώντες διδασκαλίας».
«Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία;»
Συνεχίζοντας ο Απόστολος, συγκρίνει τήν αρετή καί ευγένεια των Κορινθίων μέ τήν κακία των απίστων. Καί καθώς ένας πατέρας βλέποντας τόν υιόν του νά συναναστρέφεται μέ κακούς καί διεφθαρμένους ανθρώπους λέει σ’αυτόν˙ Παιδί μου, τί κοινωνία καί ένωση έχει η δική σου ευγένεια μέ τήν αχρειότητα των ανθρώπων εκείνων; έτσι καί ο Απόστολος λέει στούς Κορινθίους˙ Εσείς, ω τέκνα μου πνευματικά, είσθε αυτόχρημα καί όλως διόλου δικαιοσύνη καί αρετή, εκείνοι δέ οι άπιστοι είναι όλως διόλου κακία καί ανομία˙ λοιπόν, τί κοινωνία καί συναναστροφή έχετε νά κάνετε εσείς μέ εκείνους;
«Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ;»
Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο, μέ κάθε τρόπο θέλοντας νά χωρίσει ο Απόστολος τούς Χριστιανούς από τούς απίστους, δέν είπε ποία κοινωνία καί ένωση έχουν οι υιοί του φωτός μέ τούς υιούς του σκότους, αλλά αυτά τά άψυχα πράγματα, δηλαδή τό φως καί τό σκότος, έβαλε αντί γιά πρόσωπα, τό οποίο είναι μεγαλύτερο καί ενεργητικότερο στό νά καταπείσει τόν ακροατή. Έβαλε δέ καί τόν Χριστό καί τόν Βελίαρ, τό οποίο στά εβραϊκά σημαίνει αποστάτης, όπως είναι ο διάβολος, καί μέ αυτά έκανε τόν λόγο φοβερότερο καί δυσωπητικότερο. Ποιά σχέση έχει ο Χριστιανικός κόσμος της ειρήνης, της αγάπης, του φωτός με τον κόσμο του σκότους, της απιστίας και της αμαρτίας;
«Ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;»
Παρακάτω βάζει φανερώς καί διορισμένως ο Απ. Παύλος τά πρόσωπα του πιστού καί του απίστου, γιά νά μήν φανεί ότι κατηγορεί απλώς καί αορίστως τήν κακία καί επαινεί τήν αρετή.
«Τίς δέ συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γάρ ναός Θεού εστέ ζώντος.»
Καί λέει ότι οι μέν άπιστοι είναι ναοί ειδώλων ή καί αυτόχρημα είδωλα. Εσείς δέ οι πιστοί χριστιανοί είσθε ναός Θεού. Όχι τέτοιου Θεού καθώς μυθολογούν οι Έλληνες (ειδωλολάτρες), οι οποίοι λατρεύουν θεούς νεκρούς καί άψυχα είδωλα, αλλά ζωντανού Θεού. Ποιά, λοιπόν, συγκατάθεση, δηλαδή ομοιότητα καί ένωση είναι ανάμεσα σ’εσάς, τούς ναούς του ζώντος Θεού, στους οποίους κατοικεί το πνεύμα του Θεού, καί ανάμεσα στά νεκρά καί αναίσθητα είδωλα, που δεν είναι ναοί του Θεού; Βέβαια καμμία.
«Καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός.»
Γιά νά μή φανεί ότι κολακεύει τούς Κορινθίους ο θείος Απόστολος, γι’αυτό παρακάτω φέρνει μαρτυρία από τήν Αγία Γραφή ότι οι χριστιανοί είναι ναός Θεού. Τό νά κατοικήσει, λοιπόν, μέσα σ’εμάς τούς Χριστιανούς ο Θεός, αυτό τό προξενεί η καθαρότητα της προτέρας ζωής μας. Τό δέ νά περπατήσει μέσα μας ο ίδιος ο Θεός, αυτό τό προξενεί η μετά τήν ενοίκηση του Θεού ενάρετη πολιτεία μας. Γιατί, όταν καθαρισθεί ο άνθρωπος από τά πάθη, τότε κατοικεί σ’αυτόν ο Θεός. Όταν πάλι μετά από αυτά κινείται ο άνθρωπος καί προκόπτει σέ θεάρεστα έργα, τότε λέγεται ότι ο Θεός περπατεί μέσα στήν καρδιά του, δείχνοντας γνωστώς σ’αυτόν ενεργή τήν Χάριν του καί εμφανίζοντας μέ πνευματικές κινήσεις καί θείες εμπνεύσεις τό άγιο θέλημά Του. Γιατί τότε ο κοινός όλων των ανθρώπων καί των κτισμάτων Θεός γίνεται μέ εξαίρετο καί ξεχωριστό τρόπο προσωπικός Θεός του ανθρώπου εκείνου. Γι’αυτό καί ο άνθρωπος εκείνος ανεβαίνει στήν τάξη καί τό μέτρο των παλαιών πατριαρχών, του Αβραάμ, του Ισαάκ καί του Ιακώβ, των οποίων ο Θεός των πάντων λεγόταν μέ ιδιαίτερο τρόπο Θεός˙ «Εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ καί ο Θεός Ισαάκ καί ο Θεός Ιακώβ»[13].
«Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος.»
Αφού, λοιπόν, εσείς οι Χριστιανοί είστε ναοί του Θεού και ο Θεός κατοικεί μέσα σας, τι σχέση πρέπει να έχετε εσείς με όλους τους άλλους; Να βγείτε ανάμεσα απ’αυτούς και να ξεχωρίσετε. Σήμερα εμείς κάνουμε το αντίθετο. Λένε συνεχώς οι σοφοί οικουμενιστές, οι θρησκειολόγοι και οι φιλόσοφοι: «Τι διαφέρουμε εμείς οι Χριστιανοί από τους άλλους; Το ίδιο είμαστε. Είμαστε άραγε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καλύτεροι από τους άλλους; Είμαστε εμείς καλύτεροι από τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους»; Πρέπει να πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ότι έχουμε το Πνεύμα του Θεού, ότι είμαστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα μας. Πρέπει να εξέλθουμε και να ξεχωρίσουμε από τους απίστους. Πρέπει οι Χριστιανοί να είμαστε κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό από τους άλλους.
«Καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς.»
Πολύ σκληρός αυτός ο λόγος! Ο Απ. Παύλος θεωρεί ότι ο άπιστος, ο ειδωλολάτρης, ο Μουσουλμάνος, ο Εβραίος, ο αιρετικός είναι ακάθαρτος. Να μην αγγίζετε, λέει, προς τους ακαθάρτους. Σημειώνει ο Όσιος Νικόδημος ότι ο Απόστολος Παύλος δέν είπε μήν κάνετε άτοπα καί ακάθαρτα έργα, αλλά είπε τό μεγαλύτερο, δηλαδή ούτε νά αγγίζετε σ’αυτά. Δύο ειδών είναι η ακαθαρσία˙ μία του σώματος καί άλλη της ψυχής. Της ψυχής ακαθαρσία είναι οι αισχροί καί σαρκικοί λογισμοί, οι μνησικακίες, οι δολιότητες, οι συνδυασμοί, οι συγκαταθέσεις της αμαρτίας, τό νά βλέπει κάποιος μέ επιθυμία τά όμορφα πρόσωπα, τό νά γλυκαίνεται στά αισχρά λόγια καί τό νά μολύνει τίς άλλες αισθήσεις μέ τίς βλαβερές καί εμπαθείς ηδονές. Του σώματος ακαθαρσίες είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ομοφυλοφιλία καί κάθε άλλη ασέλγεια, πού γίνεται μέ τά έργα. Γι’αυτό θέλει ο Θεός καί ο θείος Απόστολός Του νά είμασθε εμείς οι χριστιανοί καθαροί απ’όλ’αυτά καί κατά τήν ψυχή καί κατά τό σώμα. Βγείτε, λοιπόν, εσείς οι χριστιανοί έξω από τήν συναναστροφή των απίστων ανθρώπων καί τήν κοινωνία των πονηρών έργων καί αφορισθείτε, δηλαδή σταθείτε κατ’ιδίαν χωριστά από αυτούς καί καθαρισθείτε καί τότε θά σας δεχθώ. Διότι, όταν εσύ ο χριστιανός χωρισθείς από τούς πονηρούς ανθρώπους καί τά κακά έργα, τότε θά ενωθείς μέ τόν Θεό.
«Καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθαί μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.»
Καταλήγει ο Απόστολος Παύλος μέ τόν προφήτη Ιερεμία, ο οποίος προφήτευσε άνωθεν τήν αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος καί τήν υιοθεσία, πού λάβαμε οι χριστιανοί[14].
Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος του Βερολίνου
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση[15], μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνωσία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτικες θρησκείες˙ στα πρόσωπα των τριών μάγων, που προσκύνησαν τον Χριστό, εκπροσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το Φως εκ Φωτός, που έλαμψε στον κόσμο. Στον Ιορδάνη ποταμό, κατά την βάπτιση του Χριστού, «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».
Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πίστες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου»[16]. Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό Του φως, βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»[17]. Από της εποχής του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του Φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το Φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, που ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κληρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων οδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης - αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι - δεν τους είπαν ότι έχουμε την ίδια πίστη με σας, πιστεύουμε στον ίδιο θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»[18].
Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θεϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτίσθηκαν και εσώθηκαν, ενσωματωθέντα στο Σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή κάθε ανέγερση πανθρησκειακού ναού, αλλά και διακηρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες», πράγμα που δεν μπορεί να κάνει ένας πανθρησκειακός ναός, γιατί εκεί υπάρχουν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.
Από της πλευράς αυτής η ανέγερση ενός πανθρησκειακού ναού είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συναντιόνταν πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ, όμως, σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χριστού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»[19], στην νέα Γαλιλαία των εθνών, στο Βερολίνο της Γερμανίας, το σκότος εξακολουθεί να παραμένει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπούνται, προσεύχονται στους δικούς τους θεούς, δεν ακούγεται το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»[20].
Η αγάπη προς τους αιρετικούς και τους απίστους
Ας δούμε όμως και το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη, που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη, που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ' εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη, όμως, αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επιτευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη, λοιπόν, και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών και απίστων κοινωνία και συναναστροφή, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης, αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών και απίστων, αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες. Μόνο μ’αυτόν τον τρόπο μπορούμε «να μάθουμε πώς να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον με αξιοπρέπεια και σεβασμό».
Χριστοκεντρικά, Αποστολικά, Ιεροκανονικά και Αγιοπατερικά παραδείγματα αποφυγής κοινωνίας με αιρετικούς και απίστους
Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο συγχωρών τους μεταποιουμένους τελώνες και πόρνες, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, πήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς, που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών[21]. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ' αρχήν˙ όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους˙ «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»[22].
Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό[23].
Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος»[24]; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»[25] και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»[26]. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Απόστολος και κήρυξ της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθεί και είχε πλασθεί με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους, που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς:
«Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε˙ ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς[27].»
Αυτός, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου[28]. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως, την οποίαν δεν διστάζουν να αμφισβητούν και να διαστρέφουν πάνυ ασταθείς θεολογούντες.
Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο, που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Απ. Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την παγκοσμιοποίηση, τον οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει, αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά˙ η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Απ. Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προέβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη.
«Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ' αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς[29].»
Επιπροσθέτως και οι Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν ρητώς την συμπροσευχή Ορθοδόξων με αιρετικούς και απίστους. Πώς μπορεί να λέγετε ότι «ο ναός αυτός είναι μοναδικός όχι μόνο γιατί καλεί Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους να προσευχηθούν μαζί, αλλά και επειδή θα έχει ανοικτές τις πόρτες του σε οποιονδήποτε θέλει να προσευχηθεί, είτε ανήκει είτε δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία» και ότι «θα φιλοξενεί υπό την ίδια στέγη εκκλησία, συναγωγή και τζαμί»; Σύμφωνα με την είδηση «έχουν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί χώροι προσευχής - ένας για χριστιανούς, ένας για μουσουλμάνους και ένας για εβραίους, οι οποίοι θα ενώνονται με διάδρομο, όπου θα μπορούν να διοργανώνονται κοινές τελετές και εκδηλώσεις».
Σύμφωνα μέ τόν με΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος μόνο συμπροσευχηθεί, αλλά όχι καί νά συλλειτουργήσει μέ αιρετικούς, ας αφορίζεται. Επειδή όποιος μέ τούς αφορισμένους συμπροσεύχεται (καθώς τέτοιοι είναι οι αιρετικοί), πρέπει νά συναφορίζεται καί αυτός, κατά τόν ι΄ των Αποστόλων. Αν ακόμη συγχώρησε στούς αιρετικούς αυτούς νά ενεργήσουν κανένα λειτούργημα, σάν Κληρικοί, ας καθαιρείται, επειδή όποιος Κληρικός συλλειτουργήσει μέ καθηρημένους (καθώς τέτοιοι είναι οι αιρετικοί, κατά τόν β΄ καί δ΄ της Γ΄) συγκαθαιρείται καί αυτός, κατά τόν ια΄ των Αποστόλων. Γιατί πρέπει τούς αιρετικούς νά μισούμε καί νά αποστρεφόμασθε, αλλά όχι ποτέ καί νά συμπροσευχόμασθε μέ αυτούς ή νά συγχωρούμε σέ αυτούς νά ενεργήσουν κάποιο Εκκλησιαστικό λειτούργημα, ή ως Κληρικοί, ή ως ιερείς[30].
Ο ξε΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων μέγα αμάρτημα λογαριάζει τό νά μπει κάποιος Χριστιανός μέσα σέ συναγωγή Ιουδαίων, ή αιρετικών, γιά νά προσευχηθεί. «Τίς γάρ μερίς πιστώ μετά απίστου»[31] κατά τόν θείο Απόστολο; Διότι, αν οι ίδιοι Ιουδαίοι, μπαίνοντας στίς συναγωγές τους καί κάνοντας θυσίες, παρανομούν, μέ τό νά είναι εμποδισμένο νά προσφέρουν θυσίες έξω από τήν Ιερουσαλήμ, κατά τόν νόμο, πόσο μάλλον παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος, πού προσεύχεται μέ τούς σταυρωτές του Χριστού; Αλλά καί η Εκκλησία καί σύναξη των αιρετικών, επειδή φρονεί ενάντια στούς Ορθοδόξους, δέν πρέπει νά τιμάται, αλλά μάλλον νά αποβάλλεται. Γι’αυτό καί ο παρών Κανόνας διορίζει ότι όποιος Κληρικός ή Λαϊκός μπει στήν συναγωγή των Ιουδαίων καί αιρετικών χάριν προσευχής, ο μέν Κληρικός, επειδή αμάρτησε μεγάλως, ας καθαιρείται αμέσως τήν ίδια στιγμή καί ας αφορίζεται, ο δέ λαϊκός, ας αφορίζεται μόνο. Γιατί ο λαϊκός, επειδή είναι λαϊκός, λιγότερο αμάρτησε από τόν Κληρικό, κάνοντας αυτό, καί επειδή δέν μπορεί νά καθαιρεθεί, αφού είναι λαϊκός. Ή, ορθότερα, καθώς άλλοι ερμηνεύουν, ο μέν Κληρικός, πού μπήκε στήν συναγωγή των Ιουδαίων ή αιρετικών γιά νά προσευχηθεί, ας καθαιρείται, ο δέ λαϊκός, ας αφορίζεται[32].
Ο λγ΄ Κανόνας της εν Λαοδικεία Συνόδου διορίζει νά μή συμπροσευχόμασθε ούτε μέ τούς αιρετικούς, δηλαδή, αυτούς πού σφάλλουν περί τήν πίστη, ούτε μέ τούς σχισματικούς, δηλαδή, αυτούς πού είναι ορθόδοξοι κατά τήν πίστη, αλλά είναι χωρισμένοι από τήν Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία γιά κάποιες παραδόσεις καί έθιμα ιάσιμα, σύμφωνα μέ τόν α΄ του Μ. Βασιλείου[33].
Τέλος, ο Αλεξανδρείας Τιμόθεος, όταν ρωτήθηκε, αν πρέπει ο Ιερεύς νά προσφέρει την αναίμακτη ιερουργία, όταν είναι παρόντες Αρειανοί καί απλώς αιρετικοί, αποκρίνεται ότι κατά τόν καιρό της ιερουργίας ο Διάκονος φωνάζει νά βγουν έξω από τόν ναό όσοι είναι Κατηχούμενοι, λέγοντας˙ «Όσοι Κατηχούμενοι προέλθετε» (αυτό σημαίνει οι ακοινώνητοι περιπατήσατε). Ανίσως, λοιπόν, όσοι είναι Κατηχούμενοι δέν συγχωρούνται νά σταθούν στόν καιρό, όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, πόσο μάλλον οι α]ιρετικοί; Εκτός μόνο, αν υπόσχονται νά μετανοήσουν καί νά φύγουν από τήν αίρεση. Καί τότε, όμως, δέν πρέπει νά αφήνονται μέσα στόν ναό, αλλά νά στέκονται έξω μέ τούς Κατηχουμένους. Αν δέν υπόσχονται έτσι, ούτε μέ τούς Κατηχουμένους συγχωρούνται νά στέκονται, αλλά νά αποδιώκονται κατά τόν Βαλσαμώνα[34].
Υπάρχουν, επίσης, πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά, από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς˙ αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τούς έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε˙ αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο:
«Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον.»
Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζί τους, αλλά είπε στον μοναχό, που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας, να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό:
«παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ' ειρήνης.»
Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου˙ κάποια περίοδο, που εγκαταστάθηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς:
«... και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα.»
Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιον Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτες να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς, που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλθε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.
Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κατά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέγει:
«Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέγειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν[35].»
Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα, που έστειλε, αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ' όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο[36].
Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς[37]. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες, που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς και τους απίστους. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι γνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα˙ εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει, λοιπόν, αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους˙ όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην˙ ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού»[38]. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του Θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει.
Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια˙ όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο˙ «Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην»[39]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επαινεί τον αγώνα ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη˙ «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων˙ μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»[40]. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα˙ «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ' ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.
Χριστιανική ευθύνη
Στη σύγχρονη εποχή, αντί να εφαρμόζεται το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[41] και να διακηρύσσεται ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προωθείται ο διαθρησκειακός συγκρητισμός. Εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ό,τι επετεύχθει με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλυνθούν δηλαδή οι μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβληθούν οι δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε - και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου - να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απάτη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί το ίδιο ψεύδος, που χρησιμοποίησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους˙ διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας, αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει : Μην ακούτε τί λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρησκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.
Μεγάλες και ανυπολόγιστες είναι οι ευθύνες ενώπιον Θεού και ανθρώπων του ποιμαίνοντος την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αυγουστίνου, ο οποίος δυστυχώς χορεύει σε οικουμενιστικούς ρυθμούς. Τον Σεπτέμβριο του 2011 υποδέχθηκε τον αιρεσιάρχη Πάπα ως κανονικό αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας. Σε χαιρετισμό του τον χαρακτήρισε Παναγιώτατο, Αγιώτατο, Άγιο Πατέρα. Το «ευλογημένος ο ερχόμενος...», το οποίο ακούσαμε κατά την επίσκεψη του Πάπα στό Φανάρι το 2006, ακούσθηκε και από τον Σεβ. Γερμανίας, ο οποίος προσέθεσε: «Ο Κύριος να ευλογεί την υπηρεσία σας»[42]. Διοργάνωσε εορτασμούς για την ημέρα του Οικουμενισμού[43], κατά τη διάρκεια των οποίων δέχθηκε να τον μυρώσει ο εκπρόσωπος του Παπισμού με πλήρη «αρχιερατική» αμφίεση και περίμενε στη σειρά να ευλογηθεί από ιέρεια[44]. Προετοιμάζει τον κοινό εορτασμό του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών[45] και δηλώνει ότι υποχρεωτικά πρέπει σήμερα κανείς να είναι οικουμενιστής, για να είναι χριστιανός[46]. Είναι πράγματι κρίμα να δηλώνεται επίσημα ότι «το Βερολίνο είναι μία μητρόπολη που δεν πιστεύει, η πρωτεύουσα των αθέων και των αγνωστικιστών».
Η έννοια της θρησκείας
Ας μας επιτραπεί, όμως, στο σημείο αυτό νά ξεκαθαρίσουμε, νά ξεδιαλύνουμε και να οριοθετήσουμε τήν έννοια της θρησκείας.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη θρησκεία είναι τό φαινόμενο της κινήσεως του ανθρώπου πρός τόν Θεό. Ο άνθρωπος αναζητά τόν Θεό. «Η Εκκλησία, όμως, δέν προτάσσει τήν κίνηση του ανθρώπου πρός τόν Θεό, αλλά τήν κίνηση του Θεού πρός τόν άνθρωπο. Δέν οικοδομείται μέ τή θρησκευτική αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά μέ τήν αποκάλυψη του Θεού, πού προσκαλεί τόν άνθρωπο σέ ανάλογη τοποθέτηση απέναντί του. Από τήν άποψη αυτή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη καί όχι θρησκεία. Αλλά, ήδη, μέ τήν τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στήν αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται καί τό φαινόμενο της θρησκείας. Τό χαρακτηριστικό, όμως, στήν περίπτωση αυτή είναι ότι η θρησκεία προβάλλει ως δευτερογενές φαινόμενο. Δέν είναι, πλέον, η κίνηση γιά τήν εύρεση του Θεού, αλλά η προσπάθεια γιά τήν βίωση της αποκαλύψεώς του»[47]. Άρα, η Ορθοδοξία κατά πρώτο λόγο, κατ’ ακρίβειαν είναι αποκάλυψη. Αποκαλύπτεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός μέσω της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού καί Λόγου του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δέν είναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οικονομίαν είναι θρησκεία.
Η λέξη «θρησκεία» δέν συναντάται πουθενά μέσα στήν Αγία Γραφή, παρά μόνο στήν Καθολική επιστολή του αδελφοθέου αγίου Ιακώβου, όπου εκεί έχει εντελώς διαφορετικό νόημα καί περιεχόμενο. Ο άγιος ένδοξος Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος στό 1ο κεφ. της Καθολικής του επιστολής στους στίχους 26-27 αναφέρει: «Ει τίς δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μή χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ’ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία. Θρησκεία καθαρά καί αμίαντος παρά τω Θεώ καί πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς καί χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου». Δηλ. «εάν κάποιος από σας νομίζει ότι είναι ευσεβής καί πιστός στά καθήκοντα πού επιβάλλει η θρησκεία, δέν χαλιναγωγεί όμως τήν γλώσσα του, αλλά εξαπατά τήν καρδιά του μέ τήν πλανεμένη αυτή αντίληψή του, μάθετε ότι του ανθρώπου αυτού είναι ανωφελής καί μάταιη η θρησκεία. Θρησκεία καθαρή καί αμόλυντη ενώπιον του Θεού καί Πατρός είναι αυτή, νά επισκέπτεται κανείς μέ αγάπη καί καλοσύνη τά ορφανά καί τίς χήρες, γιά νά τούς προσφέρει τήν προστασία καί τήν παρηγοριά στή θλίψη τους καί συγχρόνως νά τηρεί τόν εαυτό του καθαρό καί αμόλυντο από τήν αμαρτία, πού κυριαρχεί στόν κόσμο».
Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό παραπάνω χωρίο, μας δίνει τήν σημασία των λέξεων «θρήσκος» καί «θρησκεία». Λέει ότι «θρήσκος» στούς Ιουδαίους ονομαζόταν εκείνος, πού είχε μέν κάποια νομιζόμενη πίστη, όμως δέν ήταν φανερή στούς πολλούς μέ τά έργα. Η λέξη «θρησκεία» φαίνεται ότι δηλώνει κάτι περισσότερο από τήν πίστη. Γιατί, τό όνομα αυτό φανερώνει ότι η θρησκεία είναι μία γνώση κάποιων κρυφίων πραγμάτων καί μιά βεβαιότητα όσων θεωρούνται στήν πίστη. Γι’αυτό καί ο μακάριος Ιάκωβος μεταχειρίσθηκε εδώ αυτή τή λέξη καί από αυτή, κατά παρωνυμία, είπε παραπάνω τό «θρήσκος» σά νά λέει: «Πώς εσύ νομίζεις ότι είσαι γνώστης καί ακριβής φύλακας του νόμου, όταν δέν ξέρεις νά χαλιναγωγείς τήν γλώσσα σου, αλλά καταλαλείς τόν αδελφόν σου; Πώς εσύ, ζώντας υπερήφανα, δέν ελεείς τούς ορφανούς καί πτωχούς τήν στιγμή πού ο νόμος δέν δέχεται τόν κατάλαλο καί προστάζει νά ελεούμε τούς εχθρούς; Αν, λοιπόν, θέλεις νά είσαι θρήσκος, μήν δείχνεις τό θρήσκον σου μόνο στήν ανάγνωση καί ακρόαση του νόμου, αλλά στήν πράξη των εντολών του νόμου. Η πράξη δέ αυτή είναι τό νά ελεείς καί νά οικτείρεις αυτούς πού έχουν ανάγκη, επειδή το έλεος καί ο οικτιρμός, πού κάνει κάποιος στόν πλησίον, αυτό είναι ομοιότητης του Θεού καί Πατρός».
Ξεκαθαρίζοντας περαιτέρω ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τήν έννοια του όρου «θρησκεία» σημειώνει ότι τό όνομα της θρησκείας έλαβε τήν αρχή του από τούς Θράκες, οι οποίοι, επειδή είχαν βαθύτερο σέβας καί περισσότερη δεισιδαιμονία στούς δαίμονες καί τά είδωλά τους, έδωσαν αφορμή καί στούς άλλους Έλληνες νά ονομάζουν θρησκεία τό σέβας πρός τά είδωλα, καθώς μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στόν λόγο του στά Φώτα, λέγοντας˙ «ου Θρακών όργια ταύτα, παρ’ων καί τό θρησκεύειν ως λόγος». Στούς παχυμερείς όρους του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει τήν θρησκεία ως εξής˙ «θρησκείαν οίδα καί τό δαιμόνων σέβας, η δ’ευσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Έτσι ορίζει τήν θρησκεία καί τήν ευσέβεια καί ο Βαρίνος, δανειζόμενος από τόν άγιο Γρηγόριο θεολόγο. Από αυτά τά λόγια, συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ότι δέν κυριολεκτούν μερικοί διδάσκαλοι, πού μεταχειρίζονται τό όνομα της θρησκείας γιά τήν αγιώτατη ευσέβεια καί πίστη μας, επειδή αυτό δόθηκε από τούς Έλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στούς μιαρούς δαίμονες καί δέν πρέπει νά εισάγεται στήν Εκκλησία του Χριστού. Συνιστά, τέλος, ο Όσιος αντί του ονόματος της θρησκείας, να είναι σέ χρήση τό όνομα της πίστεως ή της ευσεβείας ή της Ορθοδοξίας ή της θεοσεβείας[48].
Στό σημείο αυτό ωφείλουμε νά επισημάνουμε ότι η Ορθοδοξία δέν είναι οργάνωση ούτε σωματείο ούτε πολιτικό κόμμα ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο λυτρωτής Χριστός, η Μητέρα του λυτρωτού Χριστού καί οι φίλοι του λυτρωτού Χριστού. Σέ τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία, γεγονός τό οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι μέ τήν εναρκτήρια φράση της Θείας Λειτουργίας, δηλ. μέ τό «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος»[49].
Με βάση, λοιπόν, τα ανωτέρω θα ήταν καλύτερο να μην υποβιβάζουμε την Ορθοδοξία σε θρησκεία, διότι τότε την μπλέκουμε στο ατελείωτο κουβάρι των διαθρησκειακών. Εφόσον, η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, δεν θα πρέπει να έχει καμμία θέση ανάμεσα στο συνονθύλευμα του διαθρησκειακού συμφυρμού.
Είναι μονοθεϊστικές θρησκείες ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ; Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις, που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία˙ οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)[50], να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος τόλμησε στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο (1986), να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»[51] και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό˙ ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιον Πνεύμα.
Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων
Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα ο Τρισυπόστατος εις αληθινός Θεός. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα˙ δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιον Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.
Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό˙ «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»[52]. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»[53]. Στο μασοριτικό κείμενο διαλαμβάνει ο θεόπτης συγγραφεύς πληθυντικό αριθμό γιά το «Κύριος ο Θεός σας» και τον όρο γιαχίδ, που σημαίνει σύνθετη μονάδα, αντί του όρου εχάδ για τον όρο «εις εστι». Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού : «Εγώ γαρ Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»[54].
Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Καινή Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Παλαιά Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία Του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι, που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός, όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό : «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και αρνούνταν να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο˙ γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι, όπως του είπαν, «συ άνθρωπος ων, ποιείς σεαυτόν Θεόν»[55]. Και προς τους μαθητές Του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη Θεότητά του˙ επήνεσε και προέβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου», εκείνος απήντησε : «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»[56]. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού : «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»[57]. Όλη η Καινή Διαθήκη, από το κήρυγμα του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιον Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωση του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Δεν πιστεύει, λοιπόν, στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο Φως της Τριαδικής Θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία˙ «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»[58]. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού˙ «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»[59]. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού˙ το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός˙ όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός˙ «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»[60].
Είναι, λοιπόν, ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς, που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»[61] και όχι με πανθρησκειακούς ναούς τύπου Βερολίνου και Αστανά, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότες και φονείς : «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»[62]. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιϊουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε τους πανθρησκειακούς ναούς και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες.
Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού
Ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου˙ «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»[63]. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.
Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων συνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων˙ εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης˙ «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα, που υπέμεινε, έγιναν «βασίλειον διάδημα», που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος, βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός», ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι, απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών»;[64], όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου : «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»[65]. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή : «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων στα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους : «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».
Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι, λοιπόν, ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθεί από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;
Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, ας διαβάσουν οι οικουμενιστές και οι υπέρμαχοι των διαθρησκειακών ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ' απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.
Θα χρειαζόταν να γραφτεί ένας ή και περισσότεροι ολόκληροι τόμοι, για να παρουσιασθεί η αντιμετώπιση του Ισλάμ από τους Αγίους Πατέρες. Από την χορεία των Αγίων Πατέρων, που έχουν γράψει για το Ισλάμ (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Αβουκάρας, Βαρθολομαίος ο Εδεσσηνός, Νικήτας ο Βυζάντιος, Άγιος Κύριλλος Θεσσαλονικεύς, Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Άγιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Σαμωνάς, Λέων ο ΣΤ΄, Αρέθας Καισαρείας, Ευθύμιος Ζυγαβηνός, Άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Νικήτας Χωνιάτης, Μακάριος Κύπρου, Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Ιωάννης Καντακουζηνός, Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος, Ιωσήφ Βρυέννιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, νεομάρτυς Κων/νος ο Υδραίος, οσιομάρτυς Νικόδημος ο Αγιαννανίτης, Αγία Νεομάρτυς Ακυλίνα[66]), θα αρκεσθούμε μόνο στη μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο εικονόφιλος πατήρ μάς δίνει τήν γνώμη του γιά τό Ισλάμ. Θεωρεί ότι είναι θρησκεία, αλλά λαοπλάνος καί πρόδρομος του Αντιχρίστου. «Έστι δέ καί η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου»[67]. Εν συνεχεία, ο ιερός πατήρ μάς δίνει πολύ συστηματικά καί συνοπτικά τό πιστεύω, τήν διδασκαλία του Ισλάμ[68] και μάς παρουσιάζει θαυμάσια τά βασικά σημεία της πίστεώς του. Ο Μουσουλμανισμός «λέγει έναν Θεόν είναι ποιητήν των όλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα˙ λέγει τόν Χριστόν Λόγον είναι του Θεου, καί πνεύμα αυτού, κτιστόν δέ καί δούλον, καί ότι εκ Μαρίας της αδελφής Μωϋσέως καί Ααρών άνευ σποράς ετέχθη. Ο γάρ Λόγος, φησί, του Θεού, καί τό Πνεύμα εισήλθεν εις τήν Μαρίαν, καί εγέννησε τόν Ιησούν προφήτην όντα, καί δούλον του Θεού. Καί ότι οι Ιουδαίοι παρανομήσαντες εθέλησαν αυτόν σταυρώσαι, καί κρατήσαντες εσταύρωσαν τήν σκιάν αυτού. Αυτός δέ ο Χριστός ουκ εσταυρώθη, φησίν, ούτε απέθανεν. Ο γάρ Θεός έλαβεν αυτόν πρός εαυτόν εις τόν ουρανόν διά τό φιλείν αυτόν. Καί τούτο λέγει, ότι, του Χριστού ανελθόντος εις τούς ουρανούς, επηρώτησεν αυτόν ο Θεός λέγων˙ Ω Ιησού, σύ είπας ότι Υιός ειμί του Θεού, καί Θεός; Καί απεκρίθη, φησίν, ο Ιησούς˙ ‘ Ίλεώς μοι, Κύριε˙ σύ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου˙ αλλ’ άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον τόν λόγον τούτον, καί εψεύσαντο κατ’ εμού, καί εισί πεπλανημένοι’. Καί απεκρίθη, καί φησίν αυτώ ο Θεός˙ ‘Οίδα ότι σύ ουκ έλεγες τόν λόγον τούτον’[69]».
Όπως είναι φανερό «τό Ισλάμ αντλεί τήν διδασκαλία περί του Ιησού Χριστού από τήν αντιχριστιανική ιουδαϊκή καί τήν αιρετική χριστιανική (αρειανική-νεστοριανή) γραμματεία. Τόν δέχεται ως μέγα προφήτη, ως τήν σφραγίδα της αγιότητος, ως τόν μέλλοντα να κρίνει τόν κόσμο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Τόν θεωρεί, επίσης, Λόγο καί Πνεύμα του Θεού, γεννηθέντα ασπόρως από τήν παρθένο Μαρία (όχι τήν Κυρία Θεοτόκο, αλλά τήν αδελφή του προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο του μονοθεϊσμού, καί, τέλος, αναληφθέντα στούς ουρανούς μέχρι της δευτέρας αποστολής του γιά τήν κρίσι. Αρνείται τήν θεότητα του Χριστού, τόν Σταυρικό του θάνατο καί τήν Ανάσταση, διότι τά θεωρεί ανοίκεια καί βλάσφημα γιά ένα προφήτη του Θεού. Γι’αυτό καί βδελύσσεται τόν Τίμιο Σταυρό. Γιά νά στηρίξη όλη αυτή τήν διδασκαλία περί Ιησού Χριστού, τό Ισλάμ υποστηρίζει ότι οι Χριστιανοί διαστρέβλωσαν μέ προσθαφαιρέσεις καί παραποιήσεις τό αρχικό Ευαγγέλιο πού κήρυξε ο Ιησούς[70]». Υπάρχουν, τέλος, λέει ο Άγιος κι άλλα τερατολογήματα στή διδασκαλία του Ισλάμ «γέλωτος άξια», γιά τά οποία, όμως, ο Μωάμεθ καυχιέται ότι τά παρέλαβε εκ Θεού.
Επίλογος
Με θλίψη και πόνο ψυχής διαπιστώνουμε ότι στήν σύγχρονη εποχή, η οποία, κάλλιστα, μπορεί νά χαρακτηρισθεί εποχή του διαθρησκειακού συγκρητισμού, οι πάγιες καί θεόπνευστες θέσεις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αγίων Αποστόλων, των Ιερών Κανόνων και των αγίων Πατέρων της Αγίας Ορθοδοξίας περί των θρησκειών καί συγκεκριμένα περί του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού περιθωριοποιούνται καί προδίδονται υπό αρκετών ηγετικών στελεχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ορθόδοξων θεολόγων, οι οποίοι φθάνουν στό έσχατο σημείο νά λένε και να πράττουν επισήμως αντίθετα από αυτά πού είπαν ο Χριστός και οι Άγιοι Πατέρες, πράγμα πού αποτελεί εσχάτη κατάπτωση και de facto εφαρμογή της μεταπατερικής αιρέσεως. Όλοι αυτοί πορεύονται την ιδιωτική οδό του επαράτου διαθρησκειακού Οικουμενισμού και της αντιχρίστου Πανθρησκείας, Νέας Εποχής και Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση και σφοδρή σύγκρουση με την αγιοπατερική και αγιοπνευματική οδό. Μπορούμε ποτέ να φαντασθούμε τον Χριστό, τους Αγίους Αποστόλους, τους Αγίους Μάρτυρες, τους Αγίους Πατέρες και τους Αγίους ενδόξους Νεομάρτυρες, να συναγελάζονται, να κτίζουν πανθρησκειακούς ναούς, να συμπροσεύχονται, να υπογράφουν κοινά κείμενα, να επαινούν και να εκθειάζουν τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ; Ο Απόστολος Παύλος νουθετεί:«Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις.Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου; Τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων»[71];
Ανακεφαλαιώνοντας, ας μας επιτραπεί νά καταθέσουμε και τά εξής:
1. Οι διαθρησκειακές εξυπηρετούν τήν παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία επιδιώκει, μέσω του συγκρητισμού, τήν δημιουργία μίας νέας θρησκείας μέ στοιχεία, τά οποία θά έχουν αφαιρεθεί απ’όλες τίς θρησκείες, αλλά καί τήν χριστιανική διδασκαλία. Η χριστιανική διδασκαλία κηρύσσει τήν αγάπη καί δέν καλλιεργεί τό μίσος, όπως άλλες θρησκείες, καί οποιαδήποτε αφαίρεση στοιχείων από τήν θεόπνευστη Αγία Γραφή καί τά Ιερά Κείμενα των Αγίων Πατέρων είναι απαράδεκτος καί συνιστά αίρεση.
2. Δέν διδάσκουν όλες οι θρησκείες τήν δικαιοσύνη καί τήν ειρήνη. Τό Ισλάμ διδάσκει τήν βία γιά τήν επικράτησή του καί η Ιουδαϊκή θρησκεία έχει ως δόγμα τό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος». Μόνο η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία διδάσκει τήν αγάπη, τήν συμφιλίωση, τήν συγχώρηση, τήν δικαιοσύνη, τήν ειρήνη, την ταπείνωση. Αυτά τήν κάνουν νά ξεχωρίζει όχι μόνο από τίς δύο προηγούμενες θρησκείες, αλλά καί από τήν αίρεση του Παπισμού. Ο τελευταίος συνεκρότησε Ιερές Εξετάσεις, έκαψε βιβλία, συμμετείχε σέ βασανιστήρια, ταλαιπώρησε πληθυσμούς, πρωταγωνίστησε σέ πολέμους καί προέβη σέ γενοκτονίες στήν Κροατία. Μόνο η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία δέν χρησιμοποίησε τέτοιες μεθοδεύσεις. Η συμμετοχή στίς διαθρησκειακές προκαλούν τόν πιστό Ορθόδοξο λαό, γιατί τόν παρουσιάζουν ως ένοχο καί τήν χριστιανική διδασκαλία ως συνένοχο στίς εγκληματικές πράξεις, οι οποίες γίνονται είτε στό όνομα του Ισλάμ είτε κατόπιν εντολής κέντρων, τά οποία έχουν καταστήσει καί τόν λαό του Ισραήλ θύμα τους. Γιατί νά διαλέγεται η Ορθοδοξία μαζί τους καί νά εκδίδει κοινές ανακοινώσεις περί ειρήνης ή νά συμμετέχει σέ εκδηλώσεις γιά τίς προοπτικές του Ισλάμ, όταν αυτό πρωταγωνιστεί σέ εκνόμους ενέργειες καί μεθοδεύει τήν άλωση των χριστιανικών κρατών μέσω της λαθρομεταναστεύσεως των Μουσουλμάνων; Η Ορθοδοξία δέν χρειάζεται νά συμμετέχει σέ διαθρησκειακές.
3. Η άποψη, πού κυριαρχεί, περί ειρηνικής συνυπάρξεως των θρησκειών είναι εσφαλμένη. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει παύση του κηρύγματος του Ευαγγελίου καί κατάργηση του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθινής Εκκλησίας. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει συνεργασία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας πρός αποφυγή της διασαλπίσεως του μόνου αληθούς σωτηριώδους μηνύματος. Ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών σημαίνει αρμονική συνύπαρξη της αληθείας μέ τήν πλάνη, τήν απάτη καί τό ψεύδος˙ του φωτός μέ τό σκότος, τόν ζόφο μέ τό έρεβος˙ του Χριστού, που είναι τό Φως τό αληθινό, μέ τόν Διάβολο, που είναι του σκότους ο προστάτης. Τέτοια, όμως, συνύπαρξη δέν είναι νοητή, αλλά εωσφορική εισήγηση.
Ο Χριστός έδωσε εντολή νά κηρυχθεί στόν κόσμο η Εκκλησία Του ως η μόνη αληθινή καί τέλεια Εκκλησία. Επίσης, είπε καί τό εξής: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί τήν γήν˙ ουκ ήλθον βαλειν ειρήνην, αλλά μάχαιραν»[72]. Μ’αυτόν τόν λόγο ο Χριστός δέν τάσσεται, βέβαια, εναντίον της ειρήνης καί υπέρ του πολέμου, αλλά εννοεί ότι η Εκκλησία Του θά διχάσει τούς ανθρώπους, αφού άλλοι θά πιστεύσουν καί άλλοι δέν θά πιστεύσουν καί οι άπιστοι θά πολεμούν τούς πιστούς. Τό κήρυγμα του Ευαγγελίου αναγκαίως επιφέρει σύγκρουση μεταξύ των θρησκειών, της αληθινής από τή μιά καί των ψευδών από τήν άλλη. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Ει δυνατόν τό εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες»[73]. Γιατί λέει «ει δυνατόν»; Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες είναι αδύνατο τό ειρηνεύειν. Τέτοια είναι η περίπτωση της κηρύξεως του Ευαγγελίου καί της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ισχύει αυτό, που είπε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι είναι προτιμότερος από την ειρήνη ο πόλεμος. Γιατί μιά τέτοια ειρήνη χωρίζει από τόν Θεό.
4. Η άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, είναι όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά επικίνδυνη, τρομακτική, προδοτική, παγίδα θανάτου. Δέν είναι όλες οι θρησκείες ίδιες. Ναί μέν ότι υπάρχουν ομοιότητες στήν όλη δομή των θρησκειών, αλλά όχι ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες. Οι κάποιες γενικές θρησκειολογικές αρχές δέν εξουδετερώνουν τίς τεράστιες θεολογικές καί δογματικές διαφορές. Ποιά άλλη πίστη – εκτός της Ορθοδοξίας – κατέχει τή θεολογία του Συμβόλου της Πίστεως; Ποιά πίστη διδάσκει Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Εκκλησιολογία, Ιερά Μυστήρια, Ανάσταση νεκρών και Ανάληψη; Ποιά πίστη έχει Ιδρυτή καί Θεμελιωτή τόν αναμάρτητο Θεάνθρωπο Λυτρωτή καί Σωτήρα του κόσμου, Σταυρωθέντα καί Αναστάντα καί πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας καί νεκρούς; Ποιά πίστη έχει τήν ασύγκριτη, τή μοναδική καί ανεπανάληπτη ηθική διδασκαλία του Ορθοδόξου Χριστιανισμού;
5. Στούς διαθρησκειακούς διαλόγους δέν μπορύμε να έχουμε κοινή βάση. Αγάπη, η οποία δέν προκύπτει από τό μυστηριακό Σώμα της Εκκλησίας καί δέν τροφοδοτείται απ’αυτό – γιατί μόνο στό ίδιο Σώμα μπορούμε νά έχουμε αυτή τήν αγάπη – δέν είναι αγάπη. Όταν λέμε σ’ένα Μουσουλμάνο ή σ’ένα Ιουδαίο ότι πιστεύουμε στόν ίδιο Θεό, δέν τόν αγαπάμε. Γιατί, αφού λέμε ψέμματα, δέν μπορούμε νά τόν αγαπάμε. Η αγάπη πρέπει ν’αληθεύει. Νά μιλάμε μαζί τους εν αγάπη, ναί. Νά τούς πούμε, όμως, ότι δέν γνωρίζουν. Όχι νά τούς λέμε εκ των προτέρων «ξέρετε, στόν ίδιο Θεό πιστεύουμε». Αφού είναι εχθροί του Θεού. Αυτό ισχύει καί γιά τούς Μουσουλμάνους, που λένε ότι ο Χριστός είναι ένας προφήτης, δηλαδή κτίσμα. Τό ίδιο που έλεγε καί ο Άρειος.
6. Η άποψη ότι τό Ισλάμ, ο Ιουδαϊσμός καί ο Χριστιανισμός είναι μονοθεϊστικές καί αποκαλυφθείσες θρησκείες είναι κι αυτή εσφαλμένη. Δηλαδή, ο Θεός μάς κοροϊδεύει. Σ’άλλους λέει ποιός είναι καί σ’άλλους δέν λέει, απλώς, κάτι διαφορετικό, αλλά λέει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, αποκαλύπτεται ο Θεός στήν Π.Δ. καί μάς λένε οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι βιώνουν αυτή τήν παρουσία, ότι είναι ο άκτιστος, άσαρκος Λόγος. Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι αν διαβάσετε τόν προφήτη Μωϋσή καί δέχεσθε αυτά, που λέει ο Μωϋσής, πρέπει νά Μέ δεχθείτε. «Περί γάρ εμού εκείνος έγραψε». Οι Ιουδαίοι, όμως, δέν Τόν δέχονται. Δέχονται το Ταλμούδ και την εωσφορική Καμπαλά, όπως καί οι Μουσουλμάνοι. Όχι, δέν είναι εξ αποκαλύψεως θρησκείες τό Ισλάμ καί ο Ιουδαϊσμός. Διότι, ο Θεός δέν μπορεί νά ψεύδεται, ούτε νά μας κοροϊδεύει. Όταν αποκαλύπτεται, έχουμε εμπειρία αυτού του γεγονότος.
7. Ο Οικουμενισμός επιδιώκει τήν διαθρησκειακή ενότητα, μέ τήν προβολή της όντως δαιμονικής θέσεως ότι ο Χριστός δέν είναι η μόνη οδός σωτηρίας, η ζωή, τό φώς καί η αλήθεια˙ κι άλλες θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας, ώστε στό τέλος νά επιβληθεί η πανθρησκεία του Αντιχρίστου στά πλαίσια της Παγκοσμιοποιήσεως καί της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οι πυκνούμενες και ενισχυόμενες από Χριστιανούς ηγέτες καί μερικούς οικουμενιστές Ορθοδόξους, διαθρησκειακές συναντήσεις καί οι διαθρησκειακοί διάλογοι έχουν οδηγήσει σέ ανεπίτρεπτο συγκρητισμό, αποτελούν άρνηση του Ευαγγελίου καί προσβολή των Αγίων Μαρτύρων, Νεομαρτύρων καί Ομολογητών της πίστεως, των οποίων τό μαρτύριο καί η ομολογία υπέρ της μοναδικής αληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δέ καί αυτοί σέ ανοήτους «φουνταμενταλιστάς»[74].
8. Μέ κάθε ειλικρίνεια, ανιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια υποστηρίζουμε ότι δέν είμασθε κατά των διαλόγων μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί αιρετικών, ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, αρκεί οι διάλογοι αυτοί νά στηρίζονται σέ σωστές εκκλησιολογικές, θεολογικές, ποιμαντικές αρχές καί δόγματα, δηλαδή στίς ορθόδοξες νηπτικές, ησυχαστικές, φιλοκαλικές, παραδοσιακές, χριστοκεντρικές, αποστολικές καί πατερικές αρχές καί δόγματα.
Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι η θεολογία μπορεί νά ασκείται ορθοδόξως, πατερικώς καί αποστολικώς, πρώτον, από αυτούς που έχουν φθάσει στή νηπτική θεωρία-θεοπτία του ακτίστου Θείου Φωτός, δεύτερον, από τούς έχοντας τόν φωτισμό του Αγίου Πνεύματος καί, τρίτον, από αυτούς που βρίσκονται στό στάδιο της καθάρσεως της καρδίας τό μετριώτατον. Ο θεολόγος πρέπει νά ακολουθεί τά στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού, της ελλάμψεως-θεωρίας-θεοπτίας. Διαφορετικά η θεολογία γίνεται δαιμονική, σύμφωνα μέ τόν άγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο.
Ταπεινώς φρονούμε ότι στόν Ορθοδοξο-ισλαμικό-ιουδαϊκό διάλογο θά πρέπει νά στέλνονται θεολόγοι (κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί), οι οποίοι νά εκφράζουν τήν ευσέβεια της λατρευούσης Εκκλησίας, τήν ευαγγελική καί πατερική αλήθεια. Νά εκλείψει μεταξύ των Ορθοδόξων η τείνουσα νά επικρατήσει αρχή της περιεκτικότητος, δηλ. η συνύπαρξη στήν ίδια Εκκλησία μελών της πού πιστεύουν διαφορετικά ή καί αντίθετα δόγματα. Νά εξοβελισθεί τό ουμανιστικό πνεύμα, πού επικρατεί καί θυμίζει τόν δυτικό Βαρλαάμ. Οφείλει ο διάλογος νά οδηγεί τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους στή μετάνοια καί τήν αποκήρυξη της πλάνης τους κι έπειτα στήν «ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνία του Αγίου Πνεύματος», δηλ. τήν «εν Χριστώ» ανακαίνισή τους. Τέλος, οφείλουμε νά διαλεγόμασθε οι Ορθόδοξοι μέ ειλικρίνεια ως αυθεντικά Ορθόδοξοι, επειδή αυτό απαιτεί η ευθύνη μας απέναντι στόν Θεό, τήν Εκκλησία καί τόν κόσμο.
9. Ταπεινώς φρονούμε ότι στην εποχή μας δεν χρειαζόμαστε πανθρησκειακούς ναούς, αλλά Ορθοδόξους Χριστιανικούς ναούς, οι οποίοι έχουν τόσο πλούσια θεολογική νοηματοδότηση. Δεν είναι αναγκαίο το άνοιγμα προς την πανθρησκεία, αλλά η παγκόσμια μετάνοια προς την αγία Ορθοδοξία.
10. Όλα τα παραπάνω τά γράφουμε μέ πόνο καρδίας καί όχι από κάποια προσωπική εμπάθεια καί μίσος πρός οποιοδήποτε πρόσωπο. Τό κίνητρό μας είναι ανιδιοτελές. Ενδιαφερόμασθε μόνον γιά τήν Αγία Ορθοδοξία μας, μόνο μέσα στήν οποία έχει ο άνθρωπος σωτηρία, καί δέν αντέχουμε κι άλλο νά τήν βλέπουμε προδομένη και διασυρμένη ακόμη καί από Ορθοδόξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και θεολόγους. Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει την άποψη και τή γνώμη του και να την κρατά για τον εαυτό του. Όχι, όμως, αντίχριστες καί αντορθόδοξες θέσεις νά προβάλλονται επισήμως ως θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προσευχόμασθε νά φωτίσει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τούς μέν Ορθοδόξους, που είναι μπλεγμένοι στά δίχτυα του Οικουμενισμού καί του διαθρησκειακού συγκρητισμού, νά μετανοήσουν καί νά εγκαταλείψουν αυτήν τήν παγίδα του Διαβόλου, τούς δέ πεπλανημένους αιρετικούς, ετεροδόξους και ετεροθρήσκους να επισυναγάγει δια της μετανοίας και αποκηρύξεως της πλάνης εις την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξο Εκκλησία. Για να πετύχει ο μέχρι τώρα αποτυχών θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιουδαϊσμού και Ισλάμ πρέπει και αλλάξουν εκ θεμελίων οι θεολογικές προϋποθέσεις και τά κριτήρια του διαλόγου αυτού και να τεθούν νέα κριτήρια, τά οποία να βασίζονται στην πλούσια δογματική, λειτουργική, ασκητική, ησυχαστική, νηπτική, πατερική και ιεροκανονική θεολογία και παράδοση και Εκκλησίας. Σημασία έχει να ακολουθούμε όλοι ταπεινώς τους αγίους θεόπτες Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Μιάς και μόνης αληθινής Εκκλησίας, οι οποίοι Πατέρες είναι οι μόνοι απλανείς και διαχρονικοί διδάσκαλοι της οικουμένης και οι παγκόσμιοι πνευματικοί άνθρωποι.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ (28-12-2012) 36, ΤΟ ΒΗΜΑ (22-10-2012), http://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1143.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4276.html, http://aktines.blogspot.gr/2011/10/blog-post_5254.html.
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ορθόδοξος Εκκλησία καί Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήνα 1988, σσ. 23, 25.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ομιλία στόν προφήτη Δανιήλ της 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανική Σπίθα (Μάιος 2011) 1.
[5] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ποιμαντορική Εγκύκλιος περί Οικουμενισμού επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) 128-130.
[6] http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html, Γεγονότα και σχόλια, «Εις τα «αχνάρια» του Βατικανού!», Ορθόδοξος Τύπος (13-4-2012) 2, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Προς τον Αρχιεπ. Κύπρου κ. Χρυσόστομον», Ορθόδοξος Τύπος (27-4-2012) 1,6.
[7]www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr, entoytwnika.blogspotcom/2010/08/blog-post_9969.html, aktines.blogspot.com/2012/04/blog-post_28html, www.amen.gr/index.php?mod=news, www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9217, aktines.blogspotcom/2012/03/tuzlu-senad-masovic.html.
[8] Ιω. 1, 5, 11. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 35-36.
[9] Μτθ. 4, 15-16.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Α΄, ΕΠΕ 9, εκδ. Γρηγόριος Παλαμάς, σσ. 440-441.
[11] Β΄ Κορ. 6, 14-18.
[12] Λευϊτ. 19, 19.
[13] Εξ. 3, 6 καί Ματθ. 22, 32.
[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 1990, σσ. 110-114.
[15] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 11-51.
[16] Ιω. 8, 12.
[17] Ιω. 1, 9.
[18] Πράξ. 4, 12.
[19] Μτθ. 4, 12-17.
[20] Μτθ. 3, 2 και 4, 17.
[21] Μτθ. 23, 13ε.
[22] Μτθ. 18, 17.
[23] Μτθ. 3, 7-11.
[24] Τίτ. 3, 10.
[25] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[26] Β΄ Πέτρ. 3, 11.
[27] Β΄ Ιω. 10-11.
[28] ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, Κατά αιρέσεων 3, 3, 4.
[29] Πράξ. 13, 8-11.
[30] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 50-51.
[31] Β΄ Κορ. 6, 15.
[32] Ό. π., σσ. 84-85.
[33] Ό. π., σ. 433.
[34] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 670. Σχ. βλ. ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η συμπροσευχή με αιρετικούς˙ προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας, εκδ. Θεοδρομία, Θεσ/κη 2009 και ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γνωμάτευση του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς απαγορευτική των συμπροσευχών», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012) 325-336.
[35] ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ, Έργα, τ. ΣΤ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσ/κη 1995, σσ. 234-235.
[36] Μ. ΜΙΧΑΗΛ, Το μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σ. 115.
[37] Μτθ. 25, 34-36.
[38] Μτθ. 10, 34-36.
[39] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σ. 204.
[40] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1, 176.
[41] Μτθ. 28, 19.
[42] Ορθόδοξος Τύπος (14-10-2011) 7.
[43] http://aktines.blogspot.gr/2012/08/2012_20.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/09/2012_13.html#more.
[44] http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html, http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html, html, http://thriskeftika.blogspot.com/ 2012/05/blog-post_5421.html, http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html, «Θλιβερός κατήφορος οικουμενιστού αρχιερέως», Ορθόδοξος Τύπος (25-5-2012) 1, 7.
[45] Ορθόδοξος Τύπος (26-10-2012) 1, 7.
[46] http://aktines.blogspot.gr/2012/11/blog-post_20.html.
[47] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/κη 1999, σ. 165.
[48] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς επτά Καθολκάς Επιστολάς των αγίων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σσ. 72-75.
[49] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Διάταξις της θείας Λειτουργίας, PG. 63, 907.
[50] Διακήρυξη Nostra Aetate, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού, τ. 7, εκδ. Γραφείο Καλού Τύπου, Αθήνα, σσ. 43-44.
[51] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ’ΟΔΟΝ 3 (Σεπτέμβριος-Δεκλεμβριος 1992) 43-57.
[52] Έξ. 20, 2-3.
[53] Δευτ. 6, 4.
[54] Ησ. 43, 10.
[55] Ιω. 10, 30-33.
[56] Μτθ. 16, 16.
[57] Μτθ. 26, 63.
[58] Ιω. 14, 9-10.
[59] Μτθ. 11, 27.
[60] Ιω. 9, 39.
[61] Πράξ. 5, 15.
[62] Πράξ. 7, 51-52.
[63] Ρωμ. 9, 3.
[64] Μτθ. 17, 17.
[65] Μτθ. 21, 43.
[66] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των αγίων Μαρτύρων, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2003, σσ. 64 – 68, 91 – 103 καί ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΔΡΑΚΑΣ, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των βυζαντινών θεολόγων Θεσσαλονίκη 1961, σσ. 44 – 58, 64 – 66.
[67] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί αιρέσεων ρα΄ 1 – 2, PG 94.
[68] Ό.π., ρα΄ 18 – 37.
[69] Περί αιρέσεων ρα΄, PG 94, 765 ΑΒ και ΗΛ. ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ισλάμ κατά τόν Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικής καί Κοινωνικής Θεολογίας 1 (1990) 267-268.
[70] Απόψεις περί του ακαδημαϊκού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ισλάμ (ανάτυπο από το περιοδικό Κοινωνία, έτος Μ΄ (1997) τεύχη 1, 2, σσ. 1-11 και 145-146) εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αθήνα 1997, σ. 17.
[71] Β΄ Κορ. 6, 16.
[72] Ματθ. 10, 34.
[73] Ρωμ. 12, 18.
[74] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές…
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Πέντε ἑβδομάδες ἀφότου ἕνας Ὀλλανδὸς ἱερέας ξεκίνησε μία φαινομενικὰ συνηθισμένη θεία λειτουργία, τὸ μυστήριο ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἕνα εἶδος ἱερῆς σκυταλοδρομίας, ποὺ δὲν λέει νὰ σταματήσει. Ἡ ἐκκλησία Μπέθελ στὴ Χάγη προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀπέλαση μίας οἰκογένειας Ἀρμενίων ποὺ ζοῦν ἐννέα χρόνια στὴν Ὀλλανδία καὶ στοὺς ὁποίους δὲν χορηγήθηκε ἄσυλο παρότι ἰσχυρίζονται ὅτι κινδυνεύουν ἐὰν ἐπιστρέψουν στὴ χώρα.
Ἡ ὀλλανδικὴ προτεσταντικὴ ἐκκλησία κάνει χρήση τοῦ νόμου πού, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀπαγορεύει τὶς ἀστυνομικὲς ἐπιχειρήσεις ὅσο διαρκοῦν θρησκευτικὲς τελετές. Ἔχει ἐγκαταστήσει τὴν οἰκογένεια σὲ... διαμέρισμα στὸ κτίριο τῆς ἐκκλησίας καὶ φροντίζει νὰ μὴ σταματήσει καθόλου ἡ λειτουργία.
Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχαν τεράστια πρακτικὰ προβλήματα, καθὼς μία χούφτα ἄνθρωποι προσπαθοῦσαν νὰ ὀργανώσουν 24ωρες βάρδιες. Ἐν συνέχεια ὅμως, τὰ πράγματα ἔγιναν πιὸ εὔκολα. Ὁ ἱερέας τῆς ἐκκλησίας Μπέθελ, Ἀξελ Βίκε εἶπε:
«Ἔχουμε ἤδη πάνω ἀπὸ 450 ἱερεῖς ἀπὸ ὅλη τὴ χώρα, ὅλων τῶν δογμάτων, ποὺ θέλουν νὰ κάνουν βάρδια. Ἔχουμε βοήθεια ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Ἔγιναν λειτουργίες στὰ ἀγγλικά, στὰ γαλλικὰ καὶ στὰ γερμανικά. Εἶναι πολὺ συγκινητικὸ γιὰ ἐμᾶς. Ἱερεῖς παραδίδουν τὴ σκυτάλη σὲ ἄλλους, ἄλλου δόγματος, μὲ τοὺς ὁποίους κανονικὰ δὲν θὰ εἶχαν καμία σχέση.»
Ἡ πενταμελὴς οἰκογένεια Ταμραζιᾶν (δύο γονεῖς, τρία παιδιὰ ἡλικίας 21, 19 καὶ 14 ἐτῶν) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀρμενία λόγω ἀπειλῶν πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ πατέρα γιὰ τὶς πολιτικὲς τοῦ δραστηριότητες. Οἱ κοινωνικοὶ λειτουργοὶ δὲν δίνουν στὴ δημοσιότητα περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ εἶδος τῶν δραστηριοτήτων ἢ τῆς ἀπειλῆς. Οὔτε ἡ ὀλλανδικὴ κυβέρνηση δίνει λεπτομέρειες, καθώς, ὅπως ἐξήγησε ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ὑπουργείου Δικαιοσύνης, πολιτικὴ τοῦ ὑπουργείου εἶναι νὰ μὴν κάνει δηλώσεις γιὰ συγκεκριμένες ὑποθέσεις.
Τὸν Σεπτέμβριο, ἡ κόρη τῆς οἰκογένειας ἔκανε δημόσια ἔκκληση γιὰ πίεση πρὸς τὴν κυβέρνηση:
«Ἔχετε τὴ δύναμη. Παρακαλοῦμε χρησιμοποιῆστε τὴν γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὰ 400 ἄλλα παιδιὰ ποὺ εἶναι στὴ δική μας θέση.»
Ἡ οἰκογένεια εἶχε λάβει ἄσυλο στὴν Ὀλλανδία, ὅμως τὸ ὀλλανδικὸ κράτος προσέβαλε δικαστικὰ τὴν ἀπόφαση. Τὸ κράτος ἔχασε, ἀλλὰ προσέφυγε ἐκ νέου, ἔχασε καὶ πάλι καὶ μόνο στὴν τρίτη προσπάθεια ἀπέσπασε δικαστικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν ἀπέλαση τῶν Ταμραζιᾶν.
Ἐξάλλου, ἡ ὀλλανδικὴ νομοθεσία ἐπιτρέπει ἐξαιρέσεις στοὺς συνήθεις περιορισμοὺς στὴ μετανάστευση ὅταν πρόκειται γιὰ οἰκογένειες μὲ παιδιὰ ποὺ ἔχουν ζήσει πάνω ἀπὸ πέντε χρόνια στὴ χώρα. Συνήθως, ὅμως, οἱ ὀλλανδικὲς ἀρχὲς ἀπορρίπτουν τέτοιου εἴδους προσφυγὲς καὶ αὐτὸ ἔκαναν καὶ στὴν περίπτωση τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Ἀρμενία.
Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ἐπικρίσεων πρὸς τὴν ὀλλανδικὴ κυβέρνηση γιὰ ἐλαστικότητα στὸ θέμα τῆς μετανάστευσης, τώρα οἱ ἐπικρίσεις προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀντίθετη σκοπιά. Τὸν Σεπτέμβριο, οἱ Ἀρχὲς διέταξαν τὴν ἀπέλαση στὴν Ἀρμενία παιδιῶν ποὺ εἶχαν ζήσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τους στὴν Ὀλλανδία καὶ δὲν μιλοῦσαν ἀρμένικα. Μετὰ τὴν κατακραυγή, τὰ δύο παιδιὰ ἔλαβαν νόμιμη ἄδεια παραμονῆς.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ὁ Οἰκουμενισμός, πού ἀποτελεῖ τό ὄργανό τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ἄλλων κακῶν, ἐργάζεται μεθοδικά γιά τήν ἀλλοίωση, κατάργηση καί ἀντικατάσταση(;!) τῶν ἁγίων ἀρετῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα ἐκ τῶν ἔσω. Ἀγωνίζεται, ἐπί παραδείγματι, γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀγάπης ὡς κορυφαίας ἀρετῆς καί παράλληλα ἀπαξιώνει καί σχετικοποιεῖ τήν πίστη στήν Ἀλήθεια. Ἀγάπη ὅμως δίχως πίστη στήν Ἀλήθεια εἶναι ψέμα καί ἀπάτη. Ἐνεργεῖ καταχρηστικῶς, ἀφοῦ καπηλεύεται μέ περισσό θράσος αὐτές τίς θεοσδοτες, ζωογόνες καί ἀληθεῖς ἀρετές, ὅπως ἐξαρχῆς καί διά παντός φανερώνονται καί ἐνεργοῦν μέσα στήν Παράδοση, μέ τήν πλήρη καί καθαρή μορφή, ἀλλά καί μέ τήν οὐσιώδη καί σωστική δύναμή τους.
Οἱ ἐργάτες του τίς ἰδιοποιοῦνται καί τίς διδάσκουν αὐθαίρετα, χωρίς νά ἔχουν ζήσει τήν ἐμπειρία τους. Καί ἐπιπλέον, ἐνῶ ἀποσιωποῦν καί βάζουν στό περιθώριο βασικές εὐαγγελικές ἀρετές, ἀνακαλύπτουν και...«κατασκευάζουν» νέες, ἐπίπλαστες, ἀναρετες ἀρετές, τίς ὁποῖες προωθοῦν, διδάσκοντας τές στό λαό. Προσπαθοῦν νά τίς θεμελιώσουν ἀναιδῶς καί ἀνενδοιάστως πάνω σέ μεταπατερικές, καί νεοπατερικές θεολογίες καί σέ ἀντιπατερικές θεωρίες, ἀλλοιώνοντας τήν Ἀλήθεια, τήν ὀρθόδοξη πίστη. Μιλᾶνε, δηλαδή, γιά τά ἴδια θέματα πού μίλησαν οἱ ἅγιοι, ἀλλά, ὡς ἀμέτοχοί τῆς θείας Χάριτος, προσπαθοῦν νά περάσουν τήν πάσχουσα δογματικῶς θεολογία τους μέ σκοπό τήν ἀλλοίωση τοῦ ἤθους καί ὀρθοδόξου κριτηρίου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀρετές εἶναι ἀπόσταγμα τοῦ αἵματος καί τῶν δακρύων τῶν ἁγίων μας, ἄρα καί γέννημα οὐράνιο, γνήσιο καί καθαρό τῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνοψίζει αὐτήν τήν ἀλήθεια, ἀρχίζοντας τό λόγο του γιά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο μέ τή φράση: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τέ εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι, ὅτι πάσαν ἐν ἐαυτῶ συλλαβῶν εἶχε τήν ἀρετήν, η, τό γέ ἀληθέστερον εἰπεῖν, ἔχει. Θεῶ γάρ ζῶσι πάντες οἱ κατά Θεόν ζήσαντες, κάν ἐνθένδε ἁπαλλαγῶσι». (Λόγος κά΄. Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας).
Αὐτές τίς ἀρετές τίς μεταλλάσσουν, τίς προσδίδουν ἄλλο νόημα καί ἀπό σωστικά πνευματικά ἰάματα τίς μετατρέπουν σέ θανατηφόρα δηλητήρια, γιά τήν νέκρωση τῆς ψυχῆς. Ὡς συνεργάτες δέ τῶν κοσμικῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν, μεθοδεύουν δολίως τήν χειραγώγηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπιβολή μίας κακόζηλης, καινοφανοῦς, κενόσοφης ἀλλά καί ἀπάνθρωπης κοινωνικῆς, πολιτικῆς, πολιτιστικῆς ὁμογενοποίησης. Κυρίως ὅμως, ἑνός ἐξουθενωτικοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, κατάλληλου γιά τήν προετοιμασία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ὑποτάσσονται εὔκολα, δίχως ἀντιστάσεις σέ ὁποιασδήποτε μορφῆς ὁλοκληρωτικά συστήματα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν καθαρῶς, ἀλλά καί ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, πῶς νά φυλαχτοῦμε ἀπό αὐτές τίς παγίδες καί νά στηριχτοῦμε πρῶτα στίς ἔνθεες ἀρετές. Σ` αὐτές πού δωρίζονται στίς ταπεινές καρδιές ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς φωτίζουν, γιά νά ζήσουμε μακριά ἀπό τήν πλάνη καί μέσα στήν πραγματική ἐλευθερία. Αὐτοί ἀπηχοῦν καί ἑρμηνεύουν κατά κανόνα τίς ἀπόψεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί ἀρετῆς. Προκειμένου δέ νά τονίσουν τίς ἐπί μέρους ἀρετές, ἀναφέρονται στά πρόσωπα, καί στά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς ἤ σέ μάρτυρες καί ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους παρουσιάζουν ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς.
Ἡ ἐνάρετη ζωή καί ὁ ἀρετηφόρος λόγος τῶν ἁγίων, πού λάμπουν καί φωτίζουν ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς στηρίζουν, μᾶς καθοδηγοῦν καί μᾶς βοηθοῦν, νά θεμελιώσουμε ἐσωτερικά τό ἔνθεο φρόνημα. Νά μπορέσουμε νά δοῦμε καί νά ἐκφράσουμε στό βίο καί στήν πολιτεία μας τίς ἀρετές μέ ὀρθή ἀξιολόγηση. Ἐξάλλου, στήν ἐν Χριστῷ ἀληθινή ζωή, ἡ ἀξιολόγηση καί ἡ κατάταξη τῶν ἀρετῶν δέν γίνεται μέ τά γνωστά ἀνθρωποκεντρικά κριτήρια ἀλλά μέ τρόπο μυστικό καί ἱεροκρύφιο: «Ἁγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωοῦται, καί καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται, τῆ τριαδική Μονάδι ἱεροκρυφίως». (Ἀναβαθμοί Δ΄ Ἤχου, Ἅ΄Ἀντίφωνο).
Οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦν, ἀλλά οἱ πνευματικοί νόμοι δέν παύουν ποτέ νά λειτουργοῦν! Διότι συνεχίζει στό λόγο του ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι, πάρ οὗ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετή». Σύμφωνα μέ αὐτό, ἡ αὐθαίρετη ἀλλοίωση τῶν ἀρετῶν εἶναι ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, πλάνη καί αἵρεση.
Ὅλα τά κακά, πού κατά τρόπο χειμαρρώδη πνίγουν σήμερα τόν κόσμο καί τήν πατρίδα μας, ἕλκουν τήν γέννα τους ἀπό τόν Οἰκουμενισμό! Κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχίζουν νά διενεργοῦνται σήμερα ὅλα τά προδοτικά ἀντιχριστα καί ἀντεθνικά ἔργα, ὅλων τῶν ἐπισήμων κρατικῶν, ἐκκλησιαστικῶν, καί λοιπῶν, προσώπων καί φορέων. Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο οὔτε ἄσχετο καί ἀνεπηρέαστο ἀπό τήν κακοδοξία αὐτή, πού ἐργάζεται πλέον ἀνεμπόδιστη σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἀπολύτως τίποτε! Ἀκόμη καί αὐτή ἡ συνάλγηση τῆς φύσεως, μέ τά ἀκραία καταστροφικά ξεσπάσματα! Εἶναι νόμος πνευματικός! Δέν μπορεῖ νά τρελάθηκε ἔτσι ξαφνικά ὁ κόσμος! Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀνατρέπονται ἀρχές, ἀξίες, σεβάσματα καί ἱερά καί ὅσια αἰώνων μέσα σέ τόσο σύντομο χρόνο καί μάλιστα μέ τέτοια ὁρμή καί πάθος!
Ἄν δέν τό πιστέψουμε αὐτό, ἄν δέν τό τοποθετήσουμε στήν κορυφαία θέση τῆς καρδιᾶς μας, ἄν δέν κάνουμε αἴτημα προσευχῆς τήν μετάνοια τῶν πρωτεργατῶν ἱεραρχῶν καί λοιπῶν συνενόχων τους, ὥστε νά ἐπιστρέψουν στήν Ἁγία Πατερική Παράδοση καί νά ἐπανορθώσουν, δέν θά ὑπάρξει θεῖο ἔλεος, διότι, ἁπλούστατα, δέν θά εἶναι τοῦ συμφέροντός μας!
Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος
Κιλκίς, 10-11-2018
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 19η Νοεμβρίου 2018
ΠΟΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΥΡΟΪΑΚΩΒΙΤΗ «ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ»
Οι πικροί καρποί της «Συνόδου» του Κολυμπαρίου της Κρήτης, (Ιούνιος 2016), είναι παρόντες και ταλαιπωρούν το εκκλησιαστικό σώμα. Πολλά έχουν γραφεί γύρω από την «Σύνοδο» αυτή. Έχει κυκλοφορήσει στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ένα πλήθος σχετικών δημοσιεύσεων, έχουν τυπωθεί και εκδοθεί τόμοι ολόκληροι βιβλίων και έχουν διοργανωθεί συνέδρια και ημερίδες γύρω από την θεματολογία της, τον τρόπο διοργανώσεως και λειτουργίας της, τις αποφάσεις της, τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις της και τη σχέση της με τις άγιες και Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας μας. Σ’ όλες αυτές τις δημοσιεύσεις και συνέδρια, διακεκριμένοι θεολόγοι, αρχιερείς, επιφανείς εκκλησιαστικοί παράγοντες, ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και πνευματικοί άνδρες, επεσήμαναν και απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι για πολλούς λόγους η «Σύνοδος» αυτή απέτυχε, αφού δεν οριοθέτησε την πίστη, καταγινώσκουσα την κακοδοξία και την αίρεση. Ότι υπήρξε ένα κατ’ εξοχήν θλιβερό γεγονός, το οποίο συντάραξε κυριολεκτικά όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, διότι αντί να περιφρουρήσει την ενότητα της Εκκλησίας, αντιθέτως προκάλεσε διαιρέσεις.
Η εις βάθος μελέτη των οκτώ κειμένων που παρήγαγε η εν λόγω «Σύνοδος» συγκλίνει στο συμπέρασμα, ότι ο κύριος στόχος της, θα λέγαμε η καρδιά της «Συνόδου», ήταν να επικυρώσει, αντί να καταδικάσει, συνοδικά την φοβερότερη αίρεση που εμφανίστηκε μέχρι σήμερα στην ιστορία της Εκκλησίας μας, την παναίρεση του Οικουμενισμού. Και πιο συγκεκριμένα να αποδώσει εκκλησιαστική υπόσταση στις ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες με την απαράδεκτη και συγκεκαλυμμένη διπλωματική διγλωσσία, που χαρακτηρίζει τα συνοδικά κείμενα. Τα όποια φλέγοντα θέματα, τα οποία υποτίθεται ότι κλήθηκε να επιλύσει, χάνουν την αξία και τη σημασία τους, διότι όταν νοθεύεται και παραχαράσσεται το δόγμα, καταρρέουν και καταστρέφονται τα πάντα και ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή εκπίπτει στην αίρεση. Άλλοι επί μέρους στόχοι της ήταν να επικυρώσει συνοδικά τους μέχρι σήμερα γενομένους διαλόγους με τους ετεροδόξους αιρετικούς και να νομιμοποιήσει τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου θεολογικής απόψεως κείμενα κοινής αποδοχής με τους ετεροδόξους και ιδίως τα κείμενα του Μπαλαμάντ, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε και του Πουσάν. Επίσης να δώσει Ορθόδοξη εκκλησιαστική επικάλυψη στις συμπροσευχές και στα «τολμηρά» οικουμενιστικά ανοίγματα προς τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους.
Μετά τον συνοδικό θρίαμβο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, οι θιασώτες της έχουν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Τώρα μπορούν να προσκαλούν άνετα πλέον και ελεύθερα και χωρίς αναστολές τους πάσης φύσεως αρχηγούς των διαφόρων αιρετικών ομάδων, να τους υποδέχονται και να τους τιμούν με μετάλλια και ύψιστες διακρίσεις, ωσάν να ήταν ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Ένα τέτοιο δυστυχώς θλιβερό γεγονός σημειώθηκε πρόσφατα στην πατρίδα μας.
Πρόκειται για την επίσκεψη του Συροϊακωβίτη «Πατριάρχη» Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ. Ιγνατίου- Εφραίμ Β΄ στην Αθήνα, για επίσημη επίσκεψη. Οι επίσημες ανακοινώσεις στο διαδίκτυο τον παρουσίασαν ως «Συρορθόδοξο Πατριάρχη Αντιοχείας», συγκαλύπτοντας εσκεμμένα από το Ορθόδοξο πλήρωμα, ότι ο «υψηλός» επισκέπτης είναι αιρετικός, μονοφυσίτης αιρεσιάρχης, αφορισμένος, τόσον αυτός όσο και η «εκκλησία» του από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο (451) και όλες τις κατοπινές άγιες Συνόδους, (Ε΄ και ΣΤ΄) οι οποίες επικύρωσαν την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού! Το ότι ο Συροϊακωβίτης «Πατριάρχης» είναι σαφέστατα αιρετικός και δεν έχει εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία μας, το γνωρίζει και ο τελευταίος πρωτοετής φοιτητής της Θεολογίας, πόσο μάλλον οι υψηλόβαθμοι κληρικοί (Αρχιεπίσκοπος, Επίσκοποι, κ.λπ.) και οι καθηγητές της Θεολογίας. Παρ’ όλα αυτά ο εν λόγω αιρεσιάρχης έγινε δεκτός ως Ορθόδοξος επίσκοπος και μάλιστα η εκκλησιαστική, πολιτική, πολιτειακή και πνευματική ηγεσία της χώρας του απένειμε υπερβάλλουσες τιμές!
Έγινε κατ’ αρχήν δεκτός με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, από το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ Ιερώνυμο, με τον οποίο συζήτησαν διάφορα θέματα και αντάλλαξαν ακριβά δώρα. Στη συνέχεια έγινε δεκτός «από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπιο Παυλόπουλο, στην συνέχεια τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Αλέξιο Τσίπρα και αμέσως μετά τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Νικόλαο Βούτση, ενώ το μεσημέρι θα επισκεφθεί το Θεολογικό Οικοτροφείο της Αποστολικής Διακονίας» (Ιστ. Ρομφαία).
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Μάλιστα στην αναγόρευσή αυτή παραβρέθηκαν και Ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, επιβεβαίωσαν με την παρουσία τους την «ορθότητα» της ανακηρύξεως του αιρετικού «πατριάρχη» σε διδάκτορα της Ορθοδόξου Θεολογίας! Κι όχι μόνον αυτό, αλλά παραβρέθηκαν σ’ αυτή και επώνυμοι καθηγητές της Θεολογίας, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους και το κύρος τους, επιβεβαίωσαν αυτή την «ορθότητα». Σύμφωνα με το δημοσίευμα:
«Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών αναγορεύθηκε σήμερα το απόγευμα ο Συρορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ. Ιγνάτιος-Εφραίμ Β’, ο οποίος πραγματοποιεί από σήμερα επίσημη επίσκεψη στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στην Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παρέστησαν, επίσης Μητροπολίτες, …οι Αρχιερείς που συνοδεύουν τον Πατριάρχη στην επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ακαδημαϊκοί, κληρικοί και λαϊκοί. Μετά την προσφώνηση από τον Αναπληρωτή Πρύτανη Διοικητικών Υποθέσεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Ναπολέοντα Ν. Μαραβέγια παρουσιάστηκε το έργο και η προσωπικότητα του τιμωμένου από την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας Ιωάννα Στουφή Πουλημένου. Στην συνέχεια αναγνώσθηκαν τα κείμενα του Ψηφίσματος του Τμήματος, της Αναγόρευσης και του Διδακτορικού Διπλώματος από τον Πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας, αναπληρωτή καθηγητή Θωμά Α. Ιωαννίδη κι αμέσως μετά η περιένδυση του τιμωμένου με την τήβεννο της Σχολής από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, καθηγητή Απόστολο Β. Νικολαΐδη, ενώ αμέσως μετά ο τιμώμενος Πατριάρχης ανέγνωσε την ομιλία του.» (Ιστολ. Ρομφαία)
Το ότι όλα τα παρά πάνω γενόμενα είναι πρωτόγνωρα και αντίθετα προς τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας και την πατερική μας Παράδοση και επομένως απαράδεκτα, μόλις είναι ανάγκη να τονιστεί. Η παρά πάνω οικουμενιστική νοοτροπία και στάση απέναντι στον ως άνω αιρεσιάρχη καταδεικνύει είτε άγνοια των Γραφών και της Κανονικής και πατερικής μας Παραδόσεως, είτε συνειδητή περιφρόνισή τους, ως προς το τι σημαίνει αίρεση και ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στους αιρετικούς και δη αιρεσιάρχες.
Η αίρεση είναι η πιο φοβερή αμαρτία, το μεγαλύτερο κακό μέσα στην Εκκλησία. Μοιάζει με μια θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια, από την οποία κινδυνεύουν οι πάντες, ποιμένες και ποιμενόμενοι. Ο απόστολος Πέτρος στην Β΄ Καθολική του επιστολή επισημαίνει ότι η αίρεση οδηγεί στην απώλεια: «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν», (2,1). Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος προσθέτει: «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε», (Β΄ Ιωαν. 4). Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω», (Γαλ.1,8). Ο μέγας Βασίλειος παρατηρεί σχετικά: «Τι γαρ αν και μείζον πάθοι κακόν τις, το τιμιώτατον των όντων ζημιωθείς, την αλήθειαν;», (Επιστολή 204, Νεοκαισαρεύσιν, ΕΠΕ 3,164, PG. 32,581Β). Οι άγιοι Πατέρες γενικότερα, ακολουθώντας τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, δεν εδέχοντο καμία συμφιλίωση, ή συνύπαρξη με την αίρεση, αρνούμενοι να δουν αυτήν και τους εκπροσώπους της μέσα στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Όσοι αιρετικοί επιμένουν στην αίρεση, θεωρούνται από τους αγίους Πατέρες ως «ακάθαρτοι», «αντίπαλοι Χριστού», «ιερόσυλοι και αμαρτωλοί», «αντικείμενοι (τω Χριστώ) τουτ’ έστι πολέμιοι και αντίχριστοι», «ους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους λέγει εν τοις Ευαγγελίοις» (Κανών Καρχηδόνος), «νεκροί» (Αγίου Αθανασίου, 39η εόρτια επιστολή), «εχθροί της αληθείας» (Α΄ Κανών της ΣΤ΄ Οικουμενικής). Η δε αίρεση χαρακτηρίζεται ως «πλάνη» και «φαυλότης», φέρουσα τον όλεθρον (ΝΖ΄ Κανών της εν Καρθαγένη), ως «στρεβλότης» (Κανών Καρχηδόνος), κ.λ.π.
Την θανατηφόρα αυτή ασθένεια καλούνται να θεραπεύσουν και εξαλείψουν από τη ζωή της Εκκλησίας οι ποιμένες και μάλιστα οι επίσκοποι και μάλιστα οι εμπειρότεροι εξ’ αυτών. Κατ’ αρχήν καλούνται να καλέσουν σε μετάνοια τους νοσήσαντες με νουθεσίες και λόγους και αποδεικτικούς συλλογισμούς από την αγία Γραφή. Και όταν αυτή δεν φέρει αποτέλεσμα, με τη συγκρότηση Συνόδων σε τοπικό και οικουμενικό επίπεδο, και με την αποκοπή των αιρετικών από το εκκλησιαστικό σώμα, για να μην μολύνουν με τις αιρετικές τους διδασκαλίες τα υγιά μέλη της Εκκλησίας, στα οποία συνιστούν και προτρέπουν να μην έχουν καμία επικοινωνία μαζί τους.
Ο πρώην καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, ο μακαριστός αρχ. κυρός Γ.Καψάνης παρατηρεί σχετικά:
«Η προς τους αιρετικούς ιδία στάσις των ποιμένων της Εκκλησίας δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να μην αμβλύνη παρά ταις συνειδήσεσι των μελών της Εκκλησίας, ή και αυτών των ιδίων των αιρετικών την έννοιαν της αιρέσεως, ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας. Η αίρεσις είναι όλως αντίθετος της Ορθοδοξίας. Η αυστηρά αύτη στάσις λαμβάνεται δια λόγους εκκλησιολογικής συνέπειας, (μία μόνον αλήθεια, εις Χριστός και μία Εκκλησία υπάρχει) και δια λόγους ποιμαντικούς-παιδαγωγικούς. Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκρητιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το μεν ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν, οι δε αιρετικοί θα σχηματίζουν την εντύπωσιν ότι δεν απέχουν της Αληθείας και συνεπώς δεν χρειάζεται να μετανοήσουν. Εντεύθεν η λίαν αυστηρά στάσις την οποίαν επιτάσσουν οι Ι. Κανόνες έναντι των αιρετικών είναι εις το βάθος φιλάνθρωπος στάσις, τούτο μεν διότι προφυλάσσει το ποίμνιον από την λύμην της αιρέσεως, τούτο δε διότι δίδει νύξεις εις τας συνειδήσεις των αιρετικών προς επιστροφήν αυτών», («Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003, σελ. 155-156).
Ειδικότερα εις ό,τι αφορά την προκειμένη περίπτωση αξίζει να σημειωθεί, ότι δεν υπάρχει προηγούμενο στην εκκλησιαστική μας ιστορία, αμετανόητοι αιρετικοί να τυγχάνουν τιμητικών διακρίσεων και να τους απονέμονται τίτλοι και διδακτορικά διπλώματα ως Ορθοδόξων διδακτόρων. Ίσως κάποιοι διερωτηθούν: Τι λοιπόν; Πρέπει να συμπεριφερόμαστε προς αυτούς με εχθρότητα; Ασφαλώς όχι. Θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να τους κλείνουμε τις πόρτες μας. Να εκδηλώνουμε σ’ αυτούς αισθήματα αγάπης και ευγένειας, ως πνευματικά ασθενείς, όπως μας παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος και να αξιοποιούμε την επίσκεψή τους ως αφορμή, για να απευθύνουμε προς αυτούς νουθεσίες, ή τουλάχιστον την υπόμνηση, ότι βρίσκονται στην πλάνη και ότι εφ’ όσον παραμένουν σ’ αυτήν θα χάσουν την ψυχή τους. Η συναναστροφή μας μ’ αυτούς θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική και να μην υπερβαίνει τα όρια της απλής εθιμοτυπικής υποδοχής, για να μην σκανδαλίζεται και το ποίμνιο. Και προ παντός να μην φθάνει σε ακρότητες απονομής τιμητικών διακρίσεων.
Κλείνοντας, θα θέλαμε για πολλοστή φορά να εκφράσουμε την οδύνη και την έντονη αποδοκιμασία μας για το θλιβερό αυτό γεγονός. Ας αναλογιστούν οι αρμόδιοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, που πρωτοστατούν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, την μεγίστη ευθύνη τους για το σκάνδαλο που προκαλούν στον πιστό λαό του Θεού, αλλά και την απολογία τους ενώπιον του Θεού εν ημέρα κρίσεως. Ας μην επαναπαύονται και ας μη δικαιολογούνται, επικαλούμενοι τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, διότι η «Σύνοδος» αυτή έχει απορριφθεί από τα 2/3 της παγκοσμίου Ορθοδοξίας. Εκείνο που γνωρίζουμε σχετικά με τον Συροϊκωβίτη «Πατριάρχη» είναι ότι μέχρι στιγμής δεν έδειξε κανένα σημάδι μετανοίας και επιστροφής στην Ορθόδοξη πίστη και παρέμεινε στην πλάνη του Μονοφυσιτισμού. Καιρός να ανανήψουμε όλοι μας,κλήρος και λαός. Καιρός να γυρίσουμε πίσω στους αγίους Πατέρες μας και να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια τους. Καιρός να παύσουμε να καταφρονούμε και να ποδοπατούμε τους ΙερούςΚανόνες της Εκκλησίας μας, σκεπτόμενοι ότι κανείς δεν πρόκειται να μας τιμωρήσει, αν τους παραβούμε, αφού όλοι τους παραβαίνουν και μένουν ατιμώρητοι. Και αν ακόμη δεν τιμωρηθούμε στην παρούσα ζωή, οι Ιεροί Κανόνες θα μας εκδικηθούν στην μέλλουσα, διότι την ημέρα της κρίσεως θα είμαστε αναπολόγητοι. Και ας προσευχόμαστε όλοι μας ο Θεός να αναδείξει νέους εκκλησιαστικούς ηγέτες με πατερικό φρόνημα, αντάξιους των αρχαίων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Αμήν.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Περί της εννοίας του δόγματος
Οι Πατέρες τονίζουν ότι η σωτηρία δεν έρχεται με το Ορθόδοξο δόγμα από μόνο του. Δεν είναι το δόγμα που σώζει τον άνθρωπο. Το δόγμα απλώς ανοίγει τον δρόμο στον άνθρωπο, για να φθάση στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Όμως χωρίς το Ορθόδοξο δόγμα δεν φθάνει κάποιος στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Χωρίς την ορθή δογματική συνείδησι και χωρίς την Ορθόδοξη πράξι, χωρίς την Ορθόδοξη λειτουργική ζωή δεν φθάνει κανείς στην κάθαρσι και στον φωτισμό.
Το δόγμα και η λειτουργική ζωή δεν είναι τα μέσα για να φθάση κανείς στην κάθαρσι της ψυχής και στον φωτισμό. Είναι όμως οι απαραίτητες προϋποθέσεις, τα απαραίτητα θεμέλια, για να οδηγηθή κάποιος στην κάθαρσι και τον φωτισμό. Δεν είναι δηλαδή το δόγμα ένα αυτόματο μέσο που μας οδηγεί από μόνο του σ’ αυτές τις καταστάσεις.
Ο Άρειος τόνιζε ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά κατηγορείται, από τον Μέγα Αθανάσιο ότι υπεστήριζε την εν χρόνω γέννηση του Λόγου.
Γιατί όμως;
Διότι προσέθετε το «ην ποτε ότε ουκ ην». Το «ποτέ» και το «ότε» είναι όμως χρονικά επιρρήματα. Διότι, όταν λέγη κανείς το «ην ποτε ότε ουκ ην», σημαίνει ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος. Γλωσσικά αυτό σημαίνει. Αλλά μέσα στα πλαίσια της Αποφατικής θεολογίας ό,τι και να πη κανείς για τον Θεό, περιορίζεται στα χρονικά κατηγορήματα. Οποιαδήποτε λέξι και αν χρησιμοποιήση κανείς για τον Θεό, δεν μπορεί να αποφύγη τις διαστάσεις του χρόνου.
Γιατί;
Π.χ. λέμε: Ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός. Γλωσσικά, εξ επόψεως νοήματος αυτό το γεννάται εκ του Πατρός μπορεί να σημαίνει είτε ότι κάποτε γεννήθηκε εκ του Πατρός ή ότι αενάως γεννάται εκ του Πατρός ή ότι εν χρόνω γεννάται εκ του Πατρός. Το ίδιο συμβαίνει και όταν λέγη κάποιος ότι: Ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός.
Οι Πατέρες, για να πλαισιώσουν την διδασκαλία τους και για να περιφράξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν διάφορες ορολογίες. Βέβαια και οι Πατέρες λένε ότι ο Λόγος προ των αιώνων εγεννήθη εκ του Πατρός. Αλλά εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι η ανθρωπίνη σκέψις ανταποκρίνεται μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία. Οπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχική σύλληψις του ανθρώπου ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες καθημερινές εμπειρίες και μόνον. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπάση τους περιορισμούς της κτιστής του φύσεως, ώστε να μπορέση να συλλάβη το άκτιστο. Αυτό κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι απολύτως αδύνατο. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται για το άκτιστο ότι υπάρχει. Ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχει κτισθή, το οποίο υπάρχει πάντοτε και το οποίο δεν μοιάζει με τα κτίσματα. Αλλά όλα αυτά τα κατηγορήματα, δεν είναι θετικά. Είναι πλήρως αρνητικά. Αυτές δεν είναι θέσεις, αλλά αρνήσεις. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι άκτιστος, δεν λέμε τι είναι ο Θεός, αλλά απλώς λέμε τι δεν είναι ο Θεός. Η λέξις άκτιστος σημαίνει απλώς ότι ο Θεός δεν είναι κτίσμα. Αυτό όμως λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι τι είναι ο Θεός. Είπαμε λοιπόν τι δεν είναι ο Θεός.
Ας πούμε τώρα τι είναι ο Θεός. Δεν υπάρχει όμως κανένα όνομα που να προσδιορίζη το τι είναι ο Θεός, διότι ο άνθρωπος από την φύσι του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβη τον Θεό. Η βασική αιτία αυτού του γεγονότος είναι ότι ο άνθρωπος είναι κτίσμα. Έχει δημιουργηθή για να γνωρίση τον Θεόν, αλλά ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίση τον Θεόν. Όταν ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεόν. Και αυτό γίνεται δια του Φωτός, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι Πατέρες πάρα πολλές φορές ασχολούνται με την φράσι: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή μέσα στο Φως του Θεού θα δούμε το Φως του Θεού. Μόνον, όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως. Ακριβώς, όπως γίνεται και στον φυσικό χώρο. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, δεν βλέπει απολύτως τίποτε. Εάν όμως βρεθή μέσα στο φως, τότε βλέπει το φως.
Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως είναι ότι οι Πατέρες παίρνουν αυτό το Φως του Θεού και το ταυτίζουν με το Σκότος (Γνόφος) και χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.
Εφ’ όσον λοιπόν οι γνωσιολογικές μας δυνάμεις αναλογούν στα κτιστά και δεν επεκτείνονται στα άκτιστα, γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο τα κτιστά. Επομένως οποιαδήποτε ορολογία χρησιμοποιήσωμε για τον Θεό, η ορολογία αυτή θα είναι παρμένη από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου και όχι από κάποια δυνατότητα του ανθρώπου να περιγράψη το άκτιστο. Αυτή η Πατερική αντίληψις περί γνωσιολογίας εμπίπτει απολύτως μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας έρευνας, η οποία γίνεται επάνω στα γνωσιολογικά θέματα και η οποία σήμερα (σ.σ.: το έτος 1983) γίνεται από νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους και λίγο από ψυχιάτρους.
Όλες οι επιστήμες, που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, συμφωνούν ως προς την γνωσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όλα στον άνθρωπο είναι παρμένα, απ’ ότι ξέρομε μέχρι τώρα, από τις καθημερινές εμπειρίες του ανθρώπου. Ακόμη και οι αφηρημένες σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και οι μαθηματικοί υπολογισμοί, όλα αυτά πλέον έχει γίνει αποδεκτό ότι είναι διαστάσεις της υλικής υπάρξεως του κόσμου και καμμιάς πνευματικής αΰλου υπάρξεως.
Η κατηγορία πάντως του Μεγάλου Αθανασίου εναντίον του Αρείου, ότι διδάσκει την «εν χρόνω» γέννησι του Λόγου, προέρχεται από την ίδια την έκφρασι του Αρείου, την οποία εξεμεταλλεύθησαν οι Ορθόδοξοι και συνέχεια βομβάρδιζαν τους Αρειανούς επάνω στο θέμα αυτό. Τόσο δε πολύ τους βομβάρδιζαν, ώστε οι Αρειανοί αναγκάσθηκαν και απάντησαν. Με την απώλεια όμως, που συνέβη, των πολλών συγγραμμάτων των αιρετικών, χάθηκαν και οι απαντήσεις αυτές.
Οι Πατέρες κατηγορούσαν τον Άρειο ότι διδάσκει την εν χρόνω γέννησι του Λόγου. Απόδειξις δε για τους Πατέρες είναι ότι ο Άρειος αναφέρει το «ποτέ» (κάποτε) και το «ότε». Ναι, αλλά σώζονται όμως αποσπάσματα των λεχθέντων του Αρείου και των Αρειανών, στα οποία οι Αρειανοί διαμαρτύρονται γι’ αυτήν την καταγγελία των Ορθοδόξων, ότι δηλαδή διδάσκουν την εν χρόνω γέννησι του Λόγου και υποστηρίζουν ότι συκοφαντούνται, καθ’ όσον οι ίδιοι διδάσκουν ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός «προτων αιώνων».
Αυτό το προ των αιώνων έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα οι αιώνες και ο χρόνος. Οι Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξύ αιώνων και χρόνου, αν και δεν ήξεραν μοντέρνα Φυσική. Στην Φυσική δεν έχομε πια τον χρόνο που είχαμε στο παρελθόν. Ο χρόνος του παρελθόντος εμετράτο από την σχετική κίνησι της γης ως προς τον ήλιο και την σελήνη. Τώρα όμως οι αντιλήψεις περί χρόνου έχουν αλλάξει πάρα πολύ.
Εκείνο που έχει για μας σημασία, είναι ότι οι Πατέρες διακρίνουν σαφώς μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, λένε οι Πατέρες, πρώτα δημιούργησε τους αιώνες, μετά τους αγγέλους, και μετά τον κόσμο αυτόν, καθώς και τον χρόνο. Δηλαδή οι Πατέρες ήξεραν ότι ο χρόνος είναι μία διάστασις ωρισμένου μέρους του κτιστού σύμπαντος. Διότι το πρώτο κτίσμα που κτίσθηκε είναι οι αιώνες και όχι ο χρόνος. Ο χρόνος δημιουργείται αργότερα από τον Θεόν.
Οπότε η κυρία διαφοροποίησις μεταξύ αιώνων και χρόνου είναι ότι στον χρόνο έχομε αλληλοδιαδοχή στα γεγονότα, ενώ στους αιώνες δεν έχομε αναγκαστικά αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, αλλά μία συνύπαρξη γεγονότων σε μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκωνται τα γεγονότα με την αλληλοδιαδοχή. Ο άνθρωπος είναι περιωρισμένος στην αλληλοδιαδοχική εμπειρία των καταστάσεων, επειδή είναι μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος δεν έχει εμπειρία μιας υπάρξεως χωρίς αλληλοδιαδοχή. Την αποκτά όμως μόνο στην εμπειρία της θεώσεως, διότι τότε καταργείται ο χρόνος.
Μόνον εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι έχει εμπειρία εκείνου του τρόπου της υπάρξεως που υπερβαίνει την ύπαρξι, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χρόνο, υπάρξεως που υπερβαίνει τον αιώνα, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χώρο, υπάρξεως που υπερβαίνει την λογική κλπ. Έχει δηλαδή ο θεούμενος την εμπειρία του ακτίστου, χωρίς όμως να γνωρίζη γνωσιολογικώς τι είναι αυτό το άκτιστο. Επειδή γνωσιολογικώς το άκτιστο για τον θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδή και ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται στον θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, αν και υποπίπτη στην αντίληψι του νοός και της λογικής και των αισθήσεων και του σώματος του ανθρώπου, παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Μυστήριο, επειδή ξεφεύγει από τα όρια και τον τρόπο γνώσεως του ανθρώπου.
Και τούτο συμβαίνει, επειδή το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων είναι η ομοιότητα και η διαφορά. Μεταξύ δε κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Βλέπομε π.χ. έναν ελέφαντα, που για έναν, που δεν ξέρει τίποτε από ελέφαντες, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. Αλλά απλώς διαφέρει από τα άλλα ζώα. Μετά βλέπομε δύο ελέφαντες και λέμε α, αυτοί οι δύο μοιάζουν. Αν, όμως, τους εξετάσωμε πιο προσεκτικά, στην περίπτωση που ο ένας είναι αρσενικός και ο άλλος θηλυκός, βλέπομε ότι διαφέρουν μεταξύ τους σε ωρισμένα μέρη του σώματος. Αλλά, παρά τις διαφορές τους, υπάρχει μία γενικώτερη ομοιότητα μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε μιλάμε πάλι για ελέφαντες και τους βάζομε στην ίδια κατηγορία των άλλων ελεφάντων.
Όταν όμως έχη κάποιος την εμπειρία της θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίησι, αλλά δεν μπορεί να διακρίνη ομοιότητα, να βρη δηλαδή ομοιότητα μεταξύ του ακτίστου με κάποιο κτιστό. Η διαφοροποίησις όμως υπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι, που δεν έχει ξαναδεί ποτέ στην ζωή του. Δεν υπάρχει όμως καμμία ομοιότης εκείνου που του αποκαλύπτεται με κάτι που ήδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει εκείνο που υποπίπτει στη αντίληψι του θεουμένου από όλα τα κτιστά. Διαφέρει, αλλά δεν μοιάζει με τίποτα, με κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δεν μοιάζει; Διότι δεν έχει ούτε χρώμα ούτε διαστάσεις ούτε φως είναι ούτε σκότος είναι ούτε μεγάλο είναι ούτε μικρό είναι, δεν έχει σχήμα, δεν έχει είδος (μορφή).
Γι’ αυτό οι Πατέρες, όταν μιλάνε για την δόξα του Θεού, μιλάνε σαν να είναι κάτι το ασχημάτιστο και ανείδεο. Βέβαια αυτό το ανείδεο είναι επιχείρημα επιθέσεως εναντίων Πλατωνικών. Διότι οι Πλατωνικοί πίστευαν ότι υπάρχει ένας κόσμος των ιδεών. Όταν όμως οι Πατέρες λένε ότι η δόξα του Θεού είναι ανείδεος, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμμία σχέσι με τον νοητό κόσμο του Πλάτωνος. Και κάθε φορά που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την δόξα του Θεού ως ανείδεο και ασχημάτιστο, κάθε φορά που το αναφέρουν αυτό, κάνουν κατ’ ευθείαν επίθεσι εναντίων των δοξασιών του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και γενικά εναντίον της φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι η Θεολογία των Πατέρων ξεφεύγει από όλα τα κατηγορήματα του φιλοσοφικού τρόπου σκέψεως.
Το να ασχοληθή βέβαια κάποιος με την φιλοσοφία, αυτό δεν είναι κακό, διότι γυμνάζεται το μυαλό του ανθρώπου. Αρκεί όμως να μη δεχθή την διδασκαλία της φιλοσοφίας προκειμένου περί της υπάρξεως και φύσεως του Θεού. Αυτό λένε όλοι οι Ησυχαστές πατέρες. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος μάλιστα είναι ο κατ’ εξοχήν φιλοσοφών Πατέρας της Εκκλησίας. Ακόμη, αν διαβάση κανείς τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, θα δη ότι υπάρχει η ίδια γραμμή και σ’ αυτόν. Οπότε συμπεραίνομε ότι για τον εκγυμνασμό του ανθρωπίνου πνεύματος δεν είναι κακό το να ασχολήται κάποιος με την φιλοσοφία, είναι όμως ανοησία το να παραδέχεται την διδασκαλία της προκειμένου περί θεολογικών θεμάτων.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών
Εξ επόψεως τώρα της Παραδόσεως δεν είναι το ίδιο πράγμα η μοντέρνα Ορθοδοξία με την παραδοσιακή Ορθοδοξία. Υπάρχει βέβαια κάτι το κοινό, η Αγία Γραφή· αυτή όμως είναι μέρος της Παραδόσεως. Το πρόβλημα όμως είναι ποια είναι η ουσία της Παραδόσεως· ποιος είναι ο πυρήνας της Παραδόσεως. Αυτόν θα τον βρη κανείς, αν προσεγγίση το θέμα, όπως θα έκανε σε μία οποιαδήποτε θετική επιστήμη.
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχομε εκτός της προφορικής Παραδόσεως και γραπτά κείμενα. Έχομε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις και τα πρακτικά των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, έχομε τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Τέτοια όμως γραπτά κείμενα έχουν σε ποσότητα και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες. Οπότε τίθεται το θέμα, ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των πιστών των άλλων Χριστιανικών δογμάτων.
Γιατί οι μεν να είναι Ορθόδοξοι και οι άλλοι αιρετικοί; Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών;
Νομίζω την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσωμε, αν πάρωμε για παράδειγμα την Ιατρική επιστήμη. Εκεί έχομε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήση το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι απόφοιτος μιας ανεγνωρισμένης Ιατρικής Σχολής, αλλά και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία·διότι, αν παρεκτραπή κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκησι του επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στην Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή δηλαδή ή η αποκοπή κάποιου μέλους Της, ονομάζεται αφορισμός· προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος καθαίρεσις. Έτσι οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπή να θεραπεύη, έτσι και στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να επιτραπή σε έναν αιρετικό να θεραπεύη τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύη.
Οπότε, όπως δεν είναι δυνατόν να γίνη ποτέ ένωσις μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτών γιατρών και του Ιατρικού Συλλόγου, έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνη ένωσις μεταξύ των Ορθοδόξων και των αιρετικών. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα σημαντικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητας να θεραπεύη αρρώστους.
(Από το βιβλίο «Πατερική Θεολογία», του Πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†), Εκδόσεις Παρακαταθήκη)
Πηγή: Παναγία Παλατιανή http://www.panagiapalatiani.gr/ckfinder/userfiles/files/AntAir008.pdf
Ὅταν ἔμεινε γιά διανυκτέρευση στό Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μέ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καί εἶχε πολλές ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μέ καλωσύνη καί πραότητα. Τότε τό Μοναστήρι δέν εἶχε τήν μεγάλη τράπεζα πού ἔχει τώρα, καί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοί) σέ μιά μικρή τράπεζα (τραπεζαρία) στό ἰσόγειο, δίπλα στή βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στήν τράπεζα καί περίμεναν τόν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπό σεβασμό ἀλλά καί γιά νά γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχή τῆς τραπέζης. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καί στούς ἄλλους νά καθήσουν, ἔκανε τό σταυρό του καί ἄρχισε νά τρώη. Ὁ παπικός ἦταν πιστός. Παίρνει τό λόγο καί λέει στό Γέροντα:
› Γέροντα, δέν θά κάνωμε προσευχή;
Καί ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ:
› Καλύτερα νά κάνωμε σιωπή.
Καί συνέχισε τό φαγητό του. Ἄς κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στίς συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους.
(Πηγή: απόσμασμα από το βιβλίο της Ενωμένης Ρωμηοσύνης: «Ο Γερων Ιακωβος», Ενωμένη Ρωμηοσύνη)
Να προσέχετε τους αιρετικούς! Εμείς, παιδιά μου, εκείνο που βρήκαμε εκείνο να τηρούμε, είτε εκ παραδόσεως, είτε εν λόγω, είτε δια επιστολής, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος. Προ ετών είχε περάσει ένα παλληκάρι φοιτητής από την Θεσσαλονίκη, και το παιδί αυτό πήγαινε σε μια μεγάλη αίθουσα με άλλους φοιτητές και τους μιλούσαν αιρετικά πράγματα. Και το παιδί ήταν μαύρο στο πρόσωπο και έβγαζε από το στόμα του φλόγες. Μου έλεγε:
› Πάτερ μου, φωτιές βγάζω από το στόμα μου!
› Μα, αφού αρνήθηκες τον Θεό, παιδί μου;…
› Πάτερ μου, μας πλανήσανε. Ήμασταν παιδιά της Εκκλησίας… Τι να κάνω τώρα, πάτερ, για να σωθώ;
› Να μετανοήσης, παιδί μου, και να μην ξαναπάς σε τέτοιες πόρτες και τέτοιες συντροφιές να μην κάνης. Και να πηγαίνης στην εκκλησία. Στην εκκλησία υπάρχει η σωτηρία της ψυχής μας. Στην εκκλησία βρίσκουμε υγεία, παρηγοριά, σωτηρία ψυχής.
(Πηγή: «Ο Αγιος Ιάκωβος για τους ναρκομανείς, τους αιρετικούς και τους ματαιόδοξους», Κοινωνία Ορθοδοξίας)
Διηγεῖται ὁ Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης:
«Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι μᾶς ἕνας Προτεστάντης πάστορας. Ὅταν μὲ ἐνημέρωσαν ὅτι αὐτὸς ὁ κύριος εἶναι ἱερέας τῶν Προτεσταντῶν, τὸν πλησιάσαμε καὶ τὸν ξεναγήσαμε στὸ Μοναστήρι μας. Μετά, εἶπα νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαγητό. Ἐγὼ δὲν κάθησα μαζί του στὸ τραπέζι, ἀλλὰ ἀποσύρθηκα στὸ κελί μου. Διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ τάξις. Οἱ Πατέρες ἀπαγορεύουν τὴ συμπροσευχὴ ποὺ προηγεῖται τῆς κοινῆς τραπέζης.»
Σὲ ἄλλη περίπτωση ἐπισκέφθηκαν τὸ Μοναστήρι δύο ἁγιορεῖτες ἱερομόναχοι καὶ μιὰ ἡλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικῆς καταγωγῆς, ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ γίνει Ὀρθόδοξη. Ὅταν στὸ Γέροντα ἀναφέρθηκε ὅτι, κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στὰ ἄτομα αὐτὰ εἶναι ἀρκετό το μυστήριο τοῦ Χρίσματος, χωρὶς τὸ Βάπτισμα, ὁ Γέροντας εἶπε:
«Δὲν γνωρίζω τί ἀποφάσισε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζω εἶναι ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται». Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται κανονικά το μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος.»
Καὶ σὲ ἕνα τρίτο περιστατικὸ ἑνὸς Καθολικοῦ, ποὺ θέλησε νὰ βαπτισθεῖ, ἀφοῦ ὁ Γέροντας τὸν προέτρεψε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἐπίσκοπό τῆς περιοχῆς του, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε μὲ τὴ σύσταση ὅτι δὲν χρειάζεται βάπτισμα ἄλλα μόνο χρίσμα, χωρὶς νὰ σχολιάσει τὴν παραπάνω ἀντιμετώπιση, ἔφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στὸ Μοναστήρι καί, βοηθούμενος ἀπὸ ἕνα ἀρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικὰ τὸν ἐν λόγω ἄνθρωπο στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπη.
(Πηγή: ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ νέο βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωάννη Κωστὼφ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, ὄχι νὰ ἐκτρέφουμε, ἀλλὰ νὰ ἐκτρέπουμε τὴν αἵρεσι», σέλ. 55-56, Ελλάς-Ορθοδοξία)
«Ἀν εἴμαστε πνευματικὰ ἀδύναμοι καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου μᾶς ἐπηρεάζει ἀρνητικά, τότε πρέπει νὰ μὴ τὸν κατηγοροῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποφεύγουμε καὶ νὰ μὴν ἔχουμε μαζί του συναναστροφὲς καὶ συνέπειες.
Καὶ ἂν εἶναι αἱρετικὸς τότε νὰ τὸν ἀποφεύγουμε τελείως καὶ νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε. Γιατί ἡ συντροφιὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἐπικίνδυνη, μπορεῖ νὰ μᾶς δηλητηριάσει καὶ νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά.»
(Πηγή: «Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης: Ἡ συντροφιὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μπορεῖ νὰ μᾶς δηλητηριάσει καὶ νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά», Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό)
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Κοινωνία Ορθοδοξίας, Ελλάς-Ορθοδοξία, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Κάθε δύναμη, πού ἀντιστρατεύεται τήν Ὀρθοδοξία, δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν περιοχή τῆς ἀγκάλης Του. Γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη συνυπάρχει μόνο μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἡ ὀρθόδοξη παραλαβή καί διατήρηση τῆς ἐν Χριστῷ Ἀλήθειας, εἶναι τό κλίμα πού διασφαλίζει τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Ἔξω ἀπό τὀ κλίμα αὐτό, ὅ, τι φαίνεται ὡς ἀγάπη, εἶναι ἀπάτη καί κακία. Μέσα στό κλίμα αὐτό ὅ, τι φαίνεται ὡς μῖσος εἶναι ἀγάπη.
...................................................................
Πῶς τώρα ἡ φαινομενική ἀγάπη τοῦ ἑτεροδόξου εἶναι κακία, καί πῶς αὐτό τό φαινομενικό μῖσος τῶν Ἀποστόλων πρός τόν ἑτερόδοξο , ὁ φανατισμός καί ἡ μισαλοδοξία ὅπως θά λεγόταν σήμερα, πῶς εἶναι ἀγάπη, αὐτό κατανοεῖται ὅταν ἀτενίσει κανείς γιά ἄλλη μία φορά τήν περιοχή τῆς αἰώνιας ἀγάπης.
Οἱ Ἀπόστολοι αὐτοί ἀγωνίζονται νά συγκρατήσουν τούς πιστούς στήν περιοχή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινή ἀγάπη.
Οἱ ἑτερόδοξοι ἀνταγωνίζονται νά βγάλουν τούς πιστούς ἔξω ἀπό τήν κοινή περιοχή τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀγάπης. Διότι ἀφοῦ “ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί’’ (Α’Ἰω.4,8.16) καί ‘’ἀλήθεια ἐστί’’ (Ἰω. 1,6), ὅποιος ἐκπίπτει ἀπό τήν ἀλήθεια, ἐκπίπτει καί ἀπό τήν ἀγάπη. Καί ‘’ὁ Θεός τῆς ἀγάπης’’ (Β΄ Κο 13,11), πού εἶναι ἐξ ἴσου καί ‘’Πνεῦμα τῆς ἀληθείας’’ (Ἰω 14,16-17), δέν εἶναι δυνατόν σέ ἄλλους νά κατοικεῖ ὡς ἀγάπη μόνον καί σέ ἄλλους ὡς ἀλήθεια. Ἐκεῖνος πού εἶναι στήν ἀλήθεια, αὐτός εἶναι καί στήν ἀγάπη.
Οἱ Πατέρες ἀποκάλεσαν τόν Θεό ‘’αὐτοαλήθεια’’, ὅπως τόν ἀποκάλεσαν καί ‘’αὐτοαγάπη’’. Αὐτός πού στέκει ἄξω ἀπό τήν ἀλήθεια εἶναι ὁ διάβολος καί οἱ πονηροί ἄγγελοί του, καί γι’ αὐτό λέγεται ‘’ψεύστης’’ καί ‘’πατήρ τοῦ ψεύδους’’.
Αἰτιολογεῖται μάλιστα στήν Καινή Διαθήκη ὅτι ὁ διάβολος, ἐπειδή εἶναι πηγή τοῦ ψεύδους καί βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, γι’ αὐτό εἶναι καί ἀνθρωποκτόνος. Ἔχει, δηλαδή, μία ἰδιότητα, πού φανερώνει ἀπουσία ἀγάπης. ‘’Ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς καί ἐν τῇἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ. Ὅταν λαλῇ τό ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ’’ (Ἰω 8,44).
________________________________
Γιά τήν ἀντιγραφή
Φ.Μ.
Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ἡ βασικὴ προβληματικὴ ἡ ὁποία πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ἂν ὑπάρχουν σαφῆ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπὴ καὶ μὲ πληρότητα τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης.
Περισσότερο μάλιστα μᾶς ἐνδιαφέρει σ΄αὐτὴν τὴν διερεύνηση νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, τὸν Ρωμαιοκαθολοκισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὑπὸ τὶς πάμπολλες διασπάσεις του, διότι γιὰ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὀλιγάνθρωπη τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τὴν πολυάνθρωπη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ καθολικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν γένει συνειδήσεως, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπὴ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση, ἀλήθεια καὶ πλάνη. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰώνα. Δὲν ὑπάρχει πλέον σαφῆς ὁροθετικὴ γραμμὴ ποὺ νὰ χωρίζει καὶ νὰ διακρίνει μέχρι ποῦ φθάνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ αἱρεση. Κατόρθωσε ἐπὶ δεκαετίες τὸ κακῶς ὀνομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» νὰ ἀλλοιώσει τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νὰ μᾶς ταυτίσει καὶ ἰσοπεδώσει ὅλους τοὺς Ἀνατολικούς, ἐμᾶς καὶ τοὺς Μονοφυσῖτες, νὰ μᾶς πείσει ὄχι μόνο νὰ στεγαζόμαστε καὶ νὰ συσκεπτόμαστε σὲ ἐπιτροπὲς κάτω ἀπὸ τὴν κοινὴ ὀνομασία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῶς νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν Προτεσταντῶν σὲ ἐκκλησιαστικὴ διακονία μὲ τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων, ὅπως ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχει κάνει τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἐσχάτως δὲ γιὰ τὸ γάμο τῶν Κοπτῶν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ ὁράματος νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀντὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ σωτήριος μέθοδος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενοι μιὰ πίστη, μιὰ σώζουσα ἀλήθεια, νομιμοποίησαν τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ταύτισαν καὶ ἐξίσωσαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀληθὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων μὲ τὶς ψευτοδιδασκαλίες τῶν νέων ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων. Οἱ Προτεστάντες δέχθηκαν καὶ ἐπρόβαλαν τὴν γνωστὴ «θεωρία τῶν κλάδων» (branch theory), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπαρκτὲς ὁρατὲς Ἐκκλησίες. Κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἕνα τμῆμα, ἕνα κομμάτι, καὶ ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως στὸν κορμὸ τοῦ δένδρου ὑπάρχουν κλάδοι πολλοὶ ποὺ ἀποτελοῦν ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου, ἔτσι καὶ οἱ ἐπιμέρους ἐκκλησίες εἶναι ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της ὅτι εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα κατ΄αὐτοὺς δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀλλὰ ἀόρατη καὶ ἰδανική. Εἶναι ὄντως ἐφυὴς ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Ἂν ὅμως θέλει κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἱστορικά, πρέπει νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μερικοὶ κλάδοι ἀποκόπτονται ἀπό τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τρέφονται ἀπὸ τοὺς χυμοὺς ξεραίνονται καὶ καταστρέφονται, ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἄμπελο καὶ τὸ κλῆμα, τὴν κληματαριὰ δηλαδὴ καὶ τὴν κληματόβεργα, τὴν κληματίδα:
«... ἐὰν μὴ τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ καίεται.»
Ἡ θεωρία τῶν Κλάδων ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα, τὸν δεσμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλες οἱ παραφυάδες οἱ προτεσταντικὲς ποὺ ξεφυτρώνουν συνεχῶς. Καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτή, μὲ προτεσταντικὴ δηλαδὴ ἐκκλησιολογία, δικαιολογεῖται ὁ τίτλος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν», ὅπου στεγάζονται ἰσότιμα ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες. Δὲν δικαιολογεῖται ἡ δική μας συμμετοχή, σὰν νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μιὰ τέτοια παραφυάδα, καὶ συναποτελοῦμε μὲ ὅλους αὐτοὺς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν δικαιολογεῖται γιὰ μᾶς ἐπίσης οὔτε ὁ ὅρος «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ποὺ δὲν ἔλειψαν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μεγάλο ἀριθμὸ ὀπαδῶν καὶ σὲ μεγάλη γεωγραφικὴ καὶ ἐθνολογικὴ ἔκταση. Ἡ ἔκπτωση καὶ ἡ ἀποκοπὴ μιᾶς χώρας ἢ ἑνὸς ἔθνους ἀπὸ τὴν καθολικὴ τὴν οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, δὲν παραβλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δένδρο παραμένει ἑνιαῖο, ὅταν ἀποκοπεῖ ἕνα κλαδί του, ὅπως καὶ τὸ κλῆμα ὅταν ἀποκοπεῖ ἡ κληματόβεργα. Γι΄αὐτὸ ὅπως ὀρθὰ παρατηρήθηκε:
«... ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν, ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. Χωρισμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρούσα σ΄αὐτὲς τὶς χῶρες.»
Συναφὴς πρὸς τὴν «θεωρία τῶν κλάδων» εἶναι ἡ θεωρία τῆς «Περιεκτικότητας» τῶν Ἀγγκλικανῶν, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ περιέχονται, νὰ συμπεριλαμβάνονται, μέσα στὴν ἐκκλησία, θεωρώντας νόμιμη αὐτὴ τὴν εὐρύτητα καὶ τὴν πλατειὰ ἀνοχή, οἱ πιὸ ἀντίθετες διδασκαλίες καὶ ἀποκλίσεις, ἀκόμη καὶ σὲ οὐσιώδη θέματα πίστεως, ἀρκεῖ νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα τῶν διαφωνούντων. Γίνεται ἀνεκτὴ π.χ. ἡ ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων ἢ ἡ ἑρμηνεία της μὲ συμβολικὴ ἔννοια, τὰ θαύματα μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀφύσικα καὶ μυθώδη συμβάντα, ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὡς μία φυσιολογικὴ γέννηση κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ἔχει νόημα ἡ χριστιανικὴ πίστη, «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν», ἀνήκει στὴ σφαῖρα τοῦ συμβολισμοῦ καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὸ γεγονός. Ἂν προσθέσουμε καὶ τὰ τολμηρὰ ἀνοίγματα τῶν Ἀγγλικανῶν στὶς μέρες μας, τὴν ἔγκριση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τὴν ἱερολόγηση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφιλοφύλων, τὰ ὁποῖα βέβαια υἱοθετήθηκαν μετὰ ἀπὸ φοβερὲς ἐσωτερικὲς διαιρέσεις καὶ διαφωνίες, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔχουν ξεπεραστεῖ ὅλα τὰ ὅρια, νομιμοποιοῦνται καὶ δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ διαφωνίες καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία γίνεται ξέφραγο ἀμπέλι, συνονθύλευμα καὶ συμπερίληψη ὅλων τῶν πλανῶν καὶ τῶν καινοτομιῶν.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ρωμαικαθολικισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ὁ Προτεσταντισμός, φαίνεται κατ΄ἀρχὴν ὅτι ὑπάρχουν ὅρια, ἀφοῦ ἰσχύει καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ ἀρχαῖο δόγμα «extra Ecclesiam nulla salus», ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Βρῆκε ἡ παπικὴ ἐκκλησιολογία τρόπο νὰ εὐρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐσιαστικῶς νὰ δεχθεῖ τὴν ἀόρατη ἐκκλησία τῶν Προτεσταντῶν. Σύμφωνα μὲ αύτὴν τὴν ἀντίληψη ἀκόμη καὶ στὶς αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ὁμάδες τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἐφόσον τελεῖται ὀρθῶς. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν βαπτισθεῖ ὀρθῶς εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀτελὴς· ὁλοκληρώνεται ὅταν τὰ μέλη αὐτῶν τῶν χωρισμένων ἀπὸ τὴν Ρώμη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων ἀναγνωρίσουν τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο δικαιοδοσίας τοῦ πάπα. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁποιασδήποτε χριστιανικῆς ὁμολογίας ὑπάγεται στὴ δικαιοδοσία τοῦ πάπα, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων εἶναι ὑπαρκτὴ καὶ πραγματική, ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὁλοκληρούμενη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Χωρὶς τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα δὲν προσφέρουν οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς τὸ θεμελιῶδες μέσο σωτηρίας, γι΄αὐτὸ εἶναι ἐλλιπεῖς. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατηρεῖ ὁ Παπισμὸς τὴν Οὐνία στὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ καὶ λατινικὴ ἱεραρχία ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν Λατῖνοι πιστοὶ.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρ. Ανδροῦτσος ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπολαμβάνει τοὺς ὀρθῶς βαπτιζόμενους ὡς:
«... de jure ἀνήκοντας εἰς αὐτὴ καὶ καθιστᾶ ἐπισκόπους διὰ τὰς παροικίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν.»
Ὁ ἴδιος ἐκτιμᾶ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ κυριαρχικοὺς καὶ ἐπεκτατικοὺς σκοπούς, διότι:
«... ἡ κατ΄ἀρχὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας βαπτίσματος εὐρύνει ὁμολογουμένως τὰ ὅρια τῆς μιᾶς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τιθέμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς τῆς αὐλῆς διατελοῦντα, ὡς ἐνίστανται ὀρθῶς Διαμαρτυρόμενοι κριτικοί.»
Ἀπὸ ὅσα ἐν συντομία ἀναπτύχθηκαν προκύπτει ὅτι ἡ καταβαλλόμενη σήμερα προσπάθεια στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης γιὰ τὴν προώθηση καὶ ἐπιβολὴ μιᾶς νέας, χωρὶς κανονικὰ ὅρια, ἐκκλησιολογίας, μὲ ἀποδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν ἑτεροδόξων, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ κάτι νέο, τὴν ἔναρξη μιᾶς νέα, δῆθεν, ἐποχῆς, ὅπως διατείνονται, μερικοὶ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενίζοντες θεολόγοι, οὔτε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους αὐτοσυνειδησία καὶ παραχώρηση πρὸς χάριν τῆς ἑνότητας. Τὸ νέο συνίσταται στὸ ὅτι ἐνέπλεξαν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ξένη προβληματικὴ καθόλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα, ὥστε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς αὐτὲς τὶς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ νὰ παύσουμε νὰ ἀποτελοῦμε μέτρο σύγκρισης καὶ γνώμονα ποὺ ἐλέγχει τὴν ἐκκλησιαστικότητά τους καὶ τοὺς ὠθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος.
Αὐτὰ λέγονται γιὰ τοὺς ἐνθουσιῶδεις Ὀρθόδοξους οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται καὶ αὐτοθαυμάζονται γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904 καὶ 1920. Σ΄αὐτήν, λοιπόν, τὴν νέα ἐποχὴ αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, νὰ γκρεμίσουμε τὰ ὅρια «ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», τὰ ὁποῖα μερικοὶ χαρακτήρισαν ὡς τείχη τοῦ Βερολίνου, ἄλλοι δὲ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίσουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ Θέτουν αὐτὰ τὰ ὅρια, ὡς τείχη τοῦ αἴσχους, τοὺς δὲ Ἁγίους ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὰ περιφρουρήσουν ὡς ἔχοντας τὴν ἀνάγκη τῶν προσευχῶν μας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, γιατὶ διήρεσαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει πράγματι ἀνάγκη τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ ὅσους ἐρωτοτροποῦν καὶ συμφύρονται μὲ τὴν πλάνη. Δὲν αἰσθάνονται ἄραγε κάποιον ἔλεγχο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν ψάλλει γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων λέγουσα:
«... λίαν ηὔφρανας τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ κατήσχυνας τοὺς κακοδόξους», ὅταν τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου καὶ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου;»
Κατὰ τὴν σταθερὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως λέγει ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων:
«... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ἀλλ΄ἡ μόνη Ἐκκλησία.»
Καὶ ὅπως προσθέτει ὁ ἐπίσης Μόσχας Μακάριος:
«... εἶναι ἡ μόνη ἥτις μένει πιστὴ εἰς τὰς ἀρχαίαςι Οίκουμενικὰς Συνόδους καὶ κατ΄ἀκολουθίαν αὐτὴ μόνη ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀληθὴ καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἶναι ἀλάνθαστος.»
Αὐτὴν τὴν πίστην προέβαλλαν καὶ ἐδίδασκαν τὸ Οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο καὶ ὅλες οἱ τοπικές αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ περίοδο αὐτοαιχμαλωσίας τῶν Ὀρθοδόξων στὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τῶν σειρήνων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸ πῶς φθάσαμε σταδιακὰ σ΄αὐτὴν τὴν νέα πνευματικὴ αἰχμαλωσία, ἐντοπίζοντας τοὺς σταθμοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, ὅπως καὶ τὶς εὐθῦνες ὅλων ὅσοι ἔβλεπαν καὶ βλέπουν τὴν νέα ἀποστασία καὶ σιωποῦν. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε κάποια ἄλλη φορά.
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ, ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗ
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ἡ νέα φυτεία, ὁ νέος ἀμπελὼν ποὺ φύτευσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ μοναδικὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἵδρυσε τὸν θεανθρώπινο αὐτὸ θεσμό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει ἕνα μοναδικὸ σῶμα, μιὰ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν ἴδια κεφαλή. Γι΄αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁρίζεται ὅτι πιστεύουμε:
«... εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.»
Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὴν άποδοχὴ σύνολης τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, χωρὶς διάκριση οὐσιωδῶν καὶ ἐπουσιωδῶν θεμάτων. «Ὁ τὸ ἕν λυμαινόμενος», ἀκόμη κι ἂν εἶναι μικρὸ καὶ ἐπουσιῶδες, «τὸ πᾶν λυμαίνεται». Τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁρμονικὰ καὶ ἄψογα κτισμένο τῇ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στὰ θεμέλια τῶν Ἀποστόλων μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχουν ἄχρηστα ὑλικὰ γιὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσεις οὔτε κακοτεχνίες καὶ κενὰ γιὰ νὰ προσθέσεις. Τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄχρηστα ὑλικὰ καὶ προσθαφαιρέσεις ἐπιχείρησαν νὰ θέσουν καὶ νὰ διαπράξουν οἱ αἱρετικοι, ἐμποδίθηκαν ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ψευδοποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀναβαίνουν καὶ εἰσέρχονται ἀλλαχόθεν είς τὴν μάνδραν καὶ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα. Αὐτοὶ βρίσκονται ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὴν διδασκαλία τους καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε. Εἶναι οἱ πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων, ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορεία της καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ σήμερα.
Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος μὲ τοὺς κακοὺς γεωργούς, λέγει ὁ Κύριος ὅτι:
«... ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε.»
Φραγμὸς εἶναι ἡ ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση, τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας, οἱ κανόνες καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσα ἐν συμφωνία διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Μόνιμη σύσταση καὶ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων στὶς συνόδους καὶ τὰ συγγράμματά τους εἶναι:
«... μὴ μετέρης ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν.»
Καὶ ἡ προσευχομένη καὶ λατρεύουσα Ἐκκλησία ἐκφράζει τὸ ἴδιο μὲ τὸ θαυμάσιο κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων:
«Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν, ἢ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.»
Οἱ Ἀπόστολοι συνιστοῦν νὰ κρατοῦμε τὰ παραδοθέντα, νὰ μὴ δεχόμαστε διαφορετικὲς διδασκαλίες ἀπὸ τὶς παραδοθεῖσες, ἀκόμη καὶ ἂν κατέβει ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς τὶς διδάξει, νὰ μὴν συναναστρεφόμαστε μὲ αἱρετικοὺς οὔτε κἂν νὰ τοὺς χαιρετοῦμε:
«... καὶ χαῖρειν αὐτοῖς μὴ λέγετε.»
Ὅσα περὶ αἱρετικῶν διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ἐπανέλαβε καὶ τὰ ἐτόνισε στοὺς ἱεροὺς κανόνες ἡ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς ἢ νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα θεωροῦν ἄκυρα καὶ ἔρημα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ παραβαίνοντες αὐτοὺς τοὺς κανόνες πιστοί, ἐὰν εἶναι κληρικοὶ καθαιροῦνται, ἐὰν εἶναι λαϊκοὶ ἀφορίζονται.
Ἡ αὐστηρότητα αὐτὴ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων δὲν ἔχει δικανικό, τιμωρητικὸ χαρακτήρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ πνευματικοὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔχει παιδαγωγικό, φιλανθρωπικὸ χαρακτήρα. Ἀποβλέπει στὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρήσουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα. Σὲ ὅσους βρίσκονται μέσα στὶς αἱρέσεις, εἶτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννήσεως, εἶτε μὲ ἐθελούσια προσχώρηση, μεταφέρει τὸ μήνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πὼς μποροῦν δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρύσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρέπουν τὴν προσέλευση ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχει ἕνα μόνο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν παράλληλα ἐργαστήρια, ἄλλοι χῶροι ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ.
Άπὸ τὸ πλῆθος τῶν πατερικῶν ἐπισημάνσεων περὶ τοῦ ὅτι ἡ αἵρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια μνημονεύουμε ἐδῶ ἐλάχιστες. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν πρώτη κανονική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου διδάσκει ὅτι οἱ κληρικοὶ ποὺ ὑπάρχουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα δὲν μεταδίδουν τὴν Θεία Χάρη, τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι ἔχουν χάσει:
«Οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκέτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εφ΄ ἑαυτοῖς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν... οἱ δὲ ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον τὴν ἐξουσίαν, οὐκέτι δυνάμενοι Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αύτοὶ ἐκπεπτώκασιν.»
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπίσης στὸ κλασικὸ δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» συνιστᾶ:
«Πάσῃ δυνάμει φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι "μὴ γὰρ δῶτε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν", φησὶν ὁ Κύριος, "μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων", ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γινόμεθα κατακρίσεως»
Ἂς σκεφθοῦν τὶς εὐθῦνες τους ὅσοι ὑποδέχθηκαν καὶ ἀγκάλιασαν τὸν πάπα στὴν Ἀθήνα ὡς ἐπίσκοπο Ρώμης καὶ συνετέλεσαν στὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων καὶ στὴ φθορὰ καὶ ἀλλοίωση, στὴν ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Ἱερεὺς τῶν Ἀθηνῶν, πνευματικός, μοῦ εἶπε ὅτι ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι σχημάτισαν τὴν ἐντύπωση μὲ τὶς φιέστες καὶ τὶς ὑποδοχὲς ὅτι δὲν μᾶς χωρίζει τίποτα μὲ τοὺς παπικούς, ἔλαβαν μέρος στὴν παπικὴ λειτουργία τοῦ σταδίου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς παπικοὺς μετέλαβαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν παπικὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐπῆραν καὶ ἔφαγαν τὴν ὄστια. Νὰ ἀποκαλύψω ἀκόμα ὅτι ὄχι μόνο ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ καὶ καθηγητὲς θεολογικῶν σχολῶν Ὀρθόδοξοι, στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, μεταλαμβάνουν τὴν ὄστια σὲ παπικὲς λειτουργίες. Ἤδη μᾶς ἔχει ἐπίσης καταγγελθεῖ ὅτι στὴ Σύρο οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων ἐκκλησιάζονται ἐναλλὰξ στὶς παπικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ μεταλαμβάνουν ἀδιακρίτως ἀπὸ τὴν παπικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Θεία Εὐχαριστία. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναλογισθεῖ τὶς εὐθῦνες του τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, τῆς πόλεως ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔδωσαν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Balamad στὸ Λίβανο, τὸ ὁποῖο προσχώρησε σὲ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ξεπερνώντας στὸ θράσος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ ἄλλα πατριαρχεῖα.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ποὺ γίνεται λόγος περὶ τοῦ ὅτι στὴν αἵρεση χάνει κανεὶς τὴν σωτηρία του, ταιριάζει νὰ ἀναφέρουμε ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ τὴν θαυμάσια σχετικὴ διήγηση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θέλησαν μερικοὶ νὰ δοκιμάσουν ἂν ὄντως ὁ ἀββὰς Ἀγάθων ἔχει μεγάλη διάκριση, ὅπως φημίζονταν. Τὸν ἐπισκέφθηκαν λοιπὸν καὶ σὲ ἐπανειλημμένα ἁμαρτήματα ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν, λέγοντάς του ὅτι εἶναι πόρνος καὶ ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ καταλάλος δὲν ὀργίσθηκε, ἀλλὰ ἔλεγε ὅτι ὄντως εἶναι ὅπως τὰ λέτε. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι αἱρετικός, ἀντέδρασε καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι. Ὅταν τοῦ ἐζήτησαν κατόπιν νὰ ἐξηγήσει, γιὰ ποιὸ λόγο μόνο γιὰ τό αἱρετικὸς ἀντέδρασε, ἀπάντησε ὅτι τὸ νὰ δέχεται κανεὶς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς εἶναι ὀφέλιμο, ἡ αἵρεση ὅμως εἶναι πράγμα πολὺ ἐπιζήμιο, γιατὶ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό:
«Τὰ πρῶτα ἑμαυτῷ ἐπιγράφω, ὄφελος γὰρ ἐστὶ τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικὸς χωρισμὸς ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες.»
ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΑΓΙΩΝ
Ἴσως βέβαια ἰσχυρισθοῦν κάποιοι ὅτι ὅσα λέγουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀρχαίους αἱρετικοὺς ποὺ καταδικάσθηκαν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὄχι γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καταδίκη Οἰκουμενικῆς ἢ ἄλλης συνόδου. Δυστυχῶς ἐτόλμησαν νὰ τὸ ποῦν κι αὐτὸ τὴν περίοδο τῆς εἰσβολῆς τοῦ πάπα μερικοὶ θεολόγοι καὶ μάλιστα Ἀρχιερεῖς. Γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὁ δικός μου λόγος αὐστηρὸς θὰ παραθέσω αὐτὸ ποὺ λέγει μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὴν ἀπαιδευσία καὶ ἀμάθεια πολλῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι καὶ σ΄αὐτὸ σοφοί, στὸ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀπαιδευσία τους καὶ νὰ σιωποῦν:
«Οὔτω οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο εἰσι σοφοί, τὴν ἑαυτῶν γιγνώσκειν ἀπαιδευσίαν.»
Καὶ τὸ χειρότερο μάλιστα εἶναι ὅτι τοὺς ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ διδάσκουν ἄλλους, αὐτοὶ ποὺ δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀμάθειά τους:
«Καὶ ὃ τούτου πονηρότερον, παιδεύειν ἄλλους πεπιστευμένον τὸν μηδὲ τῆς οἰκίας ἀμαθείας ἐπαισθανόμενον.»
Ὑπάρχει, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ τὰ τοῦ πάπα φρονοῦντες καὶ ὑποστηρίζοντες, ὑπάρχει συνοδικὴ καταδίκη τοῦ filioque. Τί ἐμάθατε κατὰ τὶς θεολογικές σας σπουδές; Ἡ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ διέπραξαν οἱ Λατῖνοι προσθέσαντες ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὸ γνωστὸ filioque, ἀπαγορεύται ἤδη προδρομικὰ ἀπὸ προηγούμενες οἰκουμενικὲς συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Μετὰ τὶς δύο πρῶτες οἰκουμενικὲς συνόδους, τὴν ἐν Νικαίᾳ (325) καὶ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει (381), οἱ ἐπόμενες οἰκουμενικὲς σύνοδοι δὲν ἐτόλμησαν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν κάτι ἀπὸ τὸ Σύμβολο, τὸ θεώρησαν ἀπαραχάρακτο καὶ ἀμετάβλητο. Μολονότι π.χ. ἔγινε τόσος λόγος καὶ διεξήχθησαν μεγάλοι ἀγῶνες γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας «Θεοτόκος», τὸ ὁποῖο ἠρνεῖτο ὁ Νεστόριος, ἐν τοῦτοις δὲν τὸ προσέθεσαν. Ἡ ἴδια μάλιστα σύνοδος ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, ἡ Γ' ἐν Ἐφέσω Οἰκουμενικὴ Σύνοδος(431), εἰς τὸν ὅρο αὐτῆς γράφει ὅτι:
«... ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος, ἑτέραν πίστιν μηδενῖ ἐξεῖναι προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν τὴν Νικαέων συνελθόντων σὺν Ἁγίω Πνεύματι.»
Ὁ μετασχὼν καὶ πρωταγωνιστήσας σ΄αὐτὴν τὴν σύνοδο Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γράφοντας στὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, λέγει ὅτι:
«... οὐδενὶ ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε, ἢ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν.»
Καμμία σύνοδος στὴν συνέχεια δέν ἐτόλμησε νὰ προσθέσει κάτι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀντίθετα ἐπαναλαμβάνουν τὴν ἀπαγόρευση γιὰ προσθήκη ἢ ἀφαίρεση, ὅπως ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος , ἡ ὁποία διακήρυξε:
«Οὐδέν ἀφαιροῦμεν, οὐδέν πριστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλλάτωμεν.»
Στὶς συνοδικὲς αὐτὲς ἀπαγορεύσεις ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος γράφει:
«Μέσα εἰς τοὺς ὅρους τούτους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περιέχονται τὰ φρικτὰ ἀναθέματα κατ' ἐκείνων, ὅπου τολμήσουν νὰ βάλλουν τὸ μιαρὸν τους χέρι μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον τῆς Πίστεως.»
Ἂν λοιπὸν ἀπαγορεύεται ὁποιαδήποτε προσθήκη, ἀκόμη καὶ ὀρθὴ θεολογικά, ὅπως ἡ λέξη «Θεοτόκος», πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύεται ἡ προσθήκη αἱρετικῆς διδασκαλίας, ὅπως εἶναι τὸ filioque. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς θεολογούμενο, ὡς θέμα δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖο δικαιολογοῦνται διαφορετικὲς γνῶμες, ὅπως νομίζουν μερικοὶ καὶ μάλιστα ἐπίσκοποι. Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφέστατη, ὁριστικὴ καὶ ἀταλάντευτη, μετὰ μάλιστα τὴ σαφὴ καὶ φωτισμένη ἀνάλυση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Μ. Φώτιο στὸ ἔργο του «Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας». Ἡ θεωρούμενη ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Η' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879, ποὺ συγκάλεσε ὁ Μ. Φώτιος, στὴν ὁποία μάλιστα παρίσταντο ἐκπρόσωποι τῆς ὀρθοδοξούσης ἀκόμη Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, κατεδίκασε τὸ filioque ὡς ἀθέμιτη προσθήκη, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ προηγούμενες σύνοδοι. Στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει ὁ Μ. Φώτιος «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» χαρακτηρίζει τὸ filioque ὡς δυσσεβὴ καὶ βλάσφημη διδασκαλία ποὺ στρέφεται ἐναντίον τῶν Εὐαγγελίων, τῶν συνόδων καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν Ἁγίων. Παραθέτουμε τὸ κείμενο αὐτὸ:
«Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν φησὶν "Τὸ Πνεῦμα, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται", οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, τὸ Πνεῦμα, φασίν, ὅ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς Ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ Ἁγίους παραγράφεται Πατέρας, τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα καὶ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μρτύρων, καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν, ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται.»
Ὑπάρχει λοιπὸν προδρομικὴ καταδίκη καὶ ἀναθεματισμὸς ἀπὸ προηγούμενες συνὸδους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Η' ἐπὶ Φωτίου Οἰκουμενική, ὅσων τολμοῦν νὰ προσθέσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔστω καὶ μιὰ συλλαβή, ὅπως ἔκαναν οἱ Φράγκοι καὶ παρέσυραν τὴν Ρώμη στὴν προσθήκη τοῦ filioque, τῆς διδασκαλίας δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὴν ὁποίαν ἐξακολουθοῦν νὰ δέχονται καὶ διδάσκουν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν προελθόντες Προτεστάντες.
Ὑπάρχουν οἱ ἡσυχαστικὲς σύνοδοι τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰῶνος, ποὺ καταδίκασαν στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ τὴν δυτικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος, τὴν ἄρνηση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς σύνοδοι κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, λίγα μόνο χρόνια πρὶν ἀρχίσει ὁ αἰώνας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἰσοπεδώσεως καὶ τῆς συγχύσεως πάντων, ποὺ καταδικάζουν τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ πάμπολλες ὁμολογίες πίστεως, συμβολικὰ κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ πράττουν τὸ ἴδιο. Σὲ ἄλλη μας μελέτη θὰ παρουσιάσουμε σύντομα τὶς συνοδικὲς καὶ ἁγιοπατερικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ὥστε νὰ τὸ μάθουν ὅσοι δὲν τὸ γνωρίζουν ἢ δὲν κάνουν τὸν κόπο νὰ μελετήσουν, νὰ ἀφοπλισθοῦν δὲ καὶ ὅσοι διαστρέφουν τὰ πράγματα γιὰ νὰ παραπλανοῦν καὶ νὰ παρασύρουν.
Πάντως, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχαν συνοδικὲς ἀποφάσεις, ἀκόμη καὶ ἂν γιὰ διαφόρους λόγους δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συγκληθοῦν σύνοδοι, αὐτὸ δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Παπισμὸ καὶ τὸ γέννημά του τὸν Προτεσταντισμὸ ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τῆς αἱρέσεως. Στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία τὸ ἀλάθητο ἀπονέμεται μόνο στὴν Ἐκκλησία καθ' ἑαυτήν, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπεδωμένη αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ὅ,τι διδάσκεται πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνο πρὸς ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη, κατὰ τὴ γνωστὴ θέση τοῦ ἐκ Λειρίνης Ἁγίου Βικεντίου. Ἡ συμφωνία αὐτὴ δὲν εἶναι συγχρονική, ἀλλὰ διαχρονική, δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς ζώντας, ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς κεκοιμημένους, πρὸς τὰ μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ αὐτοὶ ζῶντα ἐν οὐρανοῖς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καμμία σύνοδος ζώντων δὲν μπορεῖ νὰ διδάξει καὶ ν' ἀποφασίσει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν ἐν οὐρανοῖς Ἁγίων. Ἐπομένως καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τότε εἶναι ἀλάθητες καὶ ἰσχυρές, ὅταν ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὰ παραδεδομένα, ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀποφάσεις ψευδοσυνόδων καὶ ἀπορρίπτονται. Ὑπῆρξαν σύνοδοι ποὺ συγκλήθηκαν ὡς γενικὲς καὶ οἰκουμενικὲς κὶι κατέληξαν νὰ χαρακτηρίζονται ληστρικές, ὡς συναγωγὲς πονηρευομένων, γιατὶ ἀκριβῶς ἦταν ἀντίθετες πρὸς τὴν πίστη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης καὶ τοπικῶς καὶ χρονικῶς καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ συνόλου τῆς ἀλήθειας. Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν κάποια οἰκουμενικὴ σύνοδος στὸ μέλλον ἀποφασίσει πὼς ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι αἱρέσεις, αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ γίνει δεκτό, γιατὶ ἀντιστρατεύεται στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιστρατεύεται στὴν ἀλήθεια. Ἀλλοίμονον, ἂν ἦταν τόσο ἰσχυρὰ τὰ συνέδρια καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἀνθρώπων νὰ καταργήσουν τὸν Θεό, νὰ σβήσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐπεχείρησαν νὰ τὸ κάνουν καὶ μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀπέτυχαν, καὶ θὰ ἀποτυγχάνουν ὅσοι προσπαθοῦν νὰ πολεμήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος.
Ἡ πίστη καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ὅτι ὁ Παπισμὸς καὶ κατόπιν ὁ Προτεσταντισμὸς εἶναι αἱρέσεις εἶναι ὁλοφάνερη καὶ ἀστασίαστη. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γεμίσει ὁλόκληρους τόμους, ἂν καταγράψει τὸ σχετικὸ ὑλικό, μεγάλο μέρος τοῦ ὁποίου ὑπάρχει στὴν περισπούδαστη μελέτη τοῦ Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «ἡ αἵρεσις τοῦ filioque». Ποῦ νὰ μαζέψει κανείς καὶ τὰ περὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ πλανῶν τοῦ Παπισμοῦ ποὺ πλησιάζουν τὶς εἴκοσι; Ἐνδεικτικῶς ἐδῶ θὰ παραθέσουμε μερικὲς γνῶμες. Ὁ ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Γαλησιώτης, σὲ ποίημά του μὲ τίτλο «Ὅτι αἱρετικοὶ εἰσιν οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἰ συγκοινωνοῦντες αὐτῶν ἀπόλλυνται» γράφει ὅτι μερικοὶ ἀμαθεῖς ποιμένες ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Ἰταλοί. Ὁλόκληρος ὅμως ὁ χορὸς τῶν Πατέρων τοὺς καταδικάζει, ὅποιος, δὲ, κοινωνεῖ μὲ τοὺς Λατῖνους χωρίζεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους:
Μέγιστα γὰρ ἐσφάλησαν καὶ πάμπολλα Λατῖνοι
Πᾶς τῶν Πατέρων ὁ Χορὸς αὐτοὺς καταδικάζει,
Αἱρετικοῖς συντάττεται καὶ σύμπας ὁ Λατῖνοις
Συγκοινωνὼν μεμέρισται Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἀφοῦ παραθέσει πολλὲς μαρτυρίες Ἁγίων συμπεραίνει:
Ἔγνως ἐξ ὦν εἰρήκαμεν ὁλίγων παρανόμων
Ἐν δόγμασι βλασφημιῶν, παρατροπῶν ἐν ἔθει
Τοὺς Ἰταλοὺς αἱρετικούς; Πῶς γοῦν ἡ κοινωνία
Ἡμῖν τούτων ἀβλαβὴς τοῖς ἐκτελοῦσι ταύτην;
Ἢ πῶς οὐκ ἂν αἱρετικοὶ κληθεῖεν οἱ Λατῖνοι
Τοσαῦτα παραβαίνοντες, καινίζοντες τοσαῦτα;
Ἀφήνουμε ὅσα λέγουν πάμπολλοι Ἅγιοι Πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκου Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, καὶ θὰ παραθέσουμε ὅσα λέγουν οἱ Ἅγιοι Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος. Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, γνωστὸς περισσότερο ὡς λειτουργιολόγος καὶ μυσταγωγός, στὰ ἔργα του ἀναφέρεται συχνὰ στὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη, 1416/17-1429, οἱ Θεσσαλονικεῖς παρέδωσαν τὴν πόλη στοὺς Βενετοὺς (1423), γιὰ νὰ τὴν γλιτώσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τελικὰ τὴν κατέλαβαν τὸ 1430, λίγους μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Συμεών (1429). Οἱ Βενετοὶ προσπάθησαν νὰ ἐκλατινίσουν τοὺς κατοίκους εἰσάγοντες καινοτομίες τῶν Λατίνων. Ἀντέδρασε ὅμως ποιμαντικὰ ὁ Ἅγιος Συμεών, γι' αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς στὰ συγγράμματά του συναντοῦμε ἀναφορὲς στὶς καινοτομίες καὶ τὶς πλᾶνες τῶν Λατίνων. Συγκαταλέγει ἀπερίφραστα τοὶς Λατίνους μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν στὸ μεγάλο δογματολειτουργικό του ἔργο «Διάλογος ἐν Χριστῷ κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων καὶ περὶ τῆς μόνης πίστεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἱερῶν τελετῶν Τὲ καὶ μυστηρίων πάντων τῆς Ἐκκλησίας». Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου, τὸ δογματικό, ἀναπτύσσει ἐν πρῶτοις τὰ περὶ τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, ὅσες ἐμφανίσθηκαν μέχρι τὴν Ζ' Οἰκουμενικἠ Σύνοδο. Μεγάλο ἀριθμὸ κεφαλαίων ἀφιερώνει στοὺς Λατίνους ὡς τὴν τελευταία αἵρεση ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γράφει ἐπὶ λέξει:
«Ἐναπολέλειπται μαθεῖν καὶ τὶς ἄρα τῶν αἱρέσεων μετὰ τὴν οἰκουμενικὴν σύνοδον τὴν ἑβδόμην παρεισεφθάρη τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ τινὰ τὴν λύμην εἰργάσατο, καὶ πὼς ἀπολογητέον πρὸς τοὺς ταύτης ἐξεχομένους.»
Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν ὁ Παπισμὸς προεκάλεσε στὴν Ἐκκλησία μεγαλύτερη ζημιὰ ἀπὸ ὅση προεκάλεσαν ὅλες μαζὶ οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ τοῦ σχίσματος ὀρθοδόξους πάπες καὶ τοὺς ἑορτάζουν ὡς ἀγίους. Οἱ μετὰ τὸ σχῖσμα πάπες εἶναι αἱρετικοί. Ἔπαυσαν νἀ εἶναι διάδοχοι στὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν διαδοχὴ τῆς ἀλήθειας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν ἑκάστοτε πάπα:
«... οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸ ἀποκαλοῦμεν.»
Λόγω τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ filioque ἔχασαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι ἀχαρίτωτα. Κωδικοποιεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών λίγο πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας τὴν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας:
«Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρω τοῦ Πνεύματος εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ οὐκ ἐν αὐτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα, ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετοῦντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό... διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα οὐκ έν αὐτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν.»
Ὁ ἐσχάτως ἐπίσης ἐνταχθεὶς μεταξὺ τῶν Ἁγίων μεγάλος διδάσκαλος τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔχει ἐνδιαφέρουσες ἀναφορὲς στὴν Δογματική του, στὸ γνωστὸ δηλαδὴ ἔργο του «Ἐπιτομὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων». Στὸ κεφάλαιο «Περὶ Ἐκκλησίας» ἀναλύοντας τὰ τέσσερα γνωρίσματά της, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σύμβολο στὴ φράση «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» γράφει:
«Μία ἡ Ἐκκλησία, ὅτι καὶ εἰς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἰς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων. Ἐκσυρρίτονται ἄρα τοῦδε τῆς Ἐκκλησίας ἑνιαίου συστήματος τὰ πολυσχιδῆ τῶν αἱρετικῶν κόμματα, ἃ δὴ καὶ ἐκκλησίαι πονηρευομένων ἀκούουσιν, ἃ κατὰ διαφόρους καιροὺς ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς τῷ ὑγιεῖ σίτῳ τῶν Ὀρθοδόξων ζιζανίων δίκην ἐνέσπειρε. Καὶ γὰρ οὐ μόνον τοὺς περὶ τὰ πρῶτα καὶ καίρια τῶν μυστηρίων κακοδοξούντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκδιωκτέον, ἀλλὰ καὶ τοὺς περὶ τὰ δεύτερα, καὶ οἷον ἐπ' ἐκεῖνοις βεβηκότα, ὡσαύτως ὡς κακόφρονας ἀποβαλλόμεθα. Φασὶ γὰρ καὶ οἱ νόμοι τῶν βασιλέων, ὅτι αἱρετικός ἐστι, καὶ ταῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται ποιναῖς ὁ καὶ μικρὸν τί τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Φησὶ Δὲ καὶ ἡ δεσποτικὴ φωνὴ ὅτι ἐὰν καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.»
Παραθέτει μάλιστα σὲ ὑποσημείωση ἀπὸ ἔργο καλούμενο Δοκίμιο τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Τί Δέ; Ἦττον ἄρα τὶς ἀπορήσειεν, εἰ διανοηθείη, ὅπως ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, ὁ ἐγγὺς τῆς ἀσεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικροῦ τὸ ἥμισυ κατέσχε τῆς Εὐρώπης; Τί Δὲ ὁ Παπισμός, ὁ πατὴρ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ; Μάλιστα Δὲ καὶ καυχῶνται ὅτι γένη πάμπολλα εἰσί, καὶ βασίλεια μεγάλα καὶ κραταιά. Καὶ τοῦτο δὴ ἐστι τὸ λυπηρόν, ὅτι γένη τοσαῦτα καὶ λαοὶ πολυπληθεῖς ἐκκλησίαι εἰσὶ πονηρευομένων καὶ ἀλλότριοι τῆς μίας, ἁγίας, τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον. Πρότερον γὰρ ἦσαν αἱρετικοί, καθὰ δὴ καὶ νῦν εἰσι, διὰ τῆς εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον προσθήκην. Νῦν Δὲ καὶ ἀβάπτιστοι ὅλως ἀποδείχθησαν ὄντες. Δι' ὃ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους, ὡς ἐθνικοὺς δεχόμενοι, ἆτε ἀβαπτίστους βαπτίζομεν κατὰ τὸν Ζ' κανόναν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Β' Συνόδου. Παραλείπω τὰ μύρια ἄλλα παρ' αὐτῶν βδελύγματα. Ἀρμένιοι Δὲ καὶ Κόπται, οἱ κατ' Αἴγυπτον καὶ Συρίαν,κόμματα μὲν καὶ οὖτοι πονηρά, λυποῦσι Δὲ οὐδὲν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, περιουσία τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀπαιδευσίας.»
Ἁναφερόμενος στὸ θέμα τοῦ filioque καὶ ἐξηγὼν γιατὶ εἶναι αἵρεση γράφει στὴ συνέχεια:
«Ἐπειδὴ ἡ κακίστη αὐτὴ αἵρεσις (αἵρεσις γὰρ ἐστι, ὡς εἰς τὸ Η' ἄρθρο τῆς πίστεως πολυτρόπως βλασφημούσα διὰ τῆς ἐκ τοῦ Υιοῦ προσθήκης) ζῶσα καθ' ἡμᾶς ἐστι, καὶ οὐδὲ παύεται λυπούσα καὶ ταράττουσα τὴν καθ' ἡμᾶς ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἰ καὶ νῦν μετριώτερον ἣ ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις, διὰ τὴν νῦν ὑπὸ τῶν ἀθέων ἐπεισκωμάσασαν ἀδιαφορίαν. Τούτου χάριν ὁ περὶ αὐτῆς ἢ κατ' αὐτῆς ἐνταῦθα λόγος φαίνεται ὤν ἀκόλουθος καὶ ἀναγκαῖος, οὐχ ἵνα Λατίνους νῦν μετὰ χιλιετίαν σχεδὸν πείσωμεν μεταμαθεῖν τὴν ἀλήθειαν, τοῦτο γὰρ οἶμαι ἀδύνατον, ἀλλὰ ἵνα τοὺς ἡμετέρους ἀσφαλίσωμεν, ὥστε μὴ ὑπὸ τῶν συνήθων αὐτοῖς σοφισμάτων καὶ ψευδοεξηγήσεων παρασύρεσθαι εἰς τὴν ἀπώλειαν.»
Παραθέτουμε καὶ τὴν γνώμη τοῦ γνωστοῦ Σέρβου ὁσίου γέροντος καὶ μεγάλου θεολόγου π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος γράφει:
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του βρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἢ παρεμόρφωνον ἰδιώματά τινα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δὲ εὐρωπαϊκαὶ αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τὸν Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὴν θέσιν του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ ἄλλων αἱρέσεων ὧν τὸ ὄνομα λεγεών.»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἀπέναντι λοιπὸν στὶς εὐρεῖες ἐκκλησιολογίες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ποὺ γκρέμισαν ὅλα τὰ ὅρια καὶ τὶς διαχωριστικὲς γραμμὲς ἀνάμεσα στὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες, τώρα μάλιστα ἐπεκτείνουν τὸ ἐγχείρημα καὶ πρὸς τὶς θρησκεῖες, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ προβάλλει τὴν δική της ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία, διδάσκουσα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθὴς καὶ σώζουσα Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκλειστικὴ εἶναι καὶ ἡ Χριστολογία καὶ ἡ σωτηριολογία. Μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Γι' αύτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη Ἐκκλησία, ἄλλο σῶμα Χριστοῦ μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχουν ἄλλα παράλληλα ἐργαστήρια σωτηρίας.
Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, τὸ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι», ποὺ ἔγινε τὸ σύνθημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν τεχνητὴ καὶ ἐξωτερικὴ συγκόλληση τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, παρὰ τὶς μεγάλες δογματικὲς καὶ ἄλλες διαφορές τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἕνα σῶμα του ζῶντος Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν προσευχῶν μας οἱ πιστοὶ δὲν εὐχόμαστε ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, διηρημένες καὶ χωρισμένες. Ὑπάρχουν οἱ τοπικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ποὺ ἀποτελοῦν μόνον αὐτὲς τὴν Unam Sanctam, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες ὁμάδες εἶναι αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Εὐχόμαστε λοιπὸν ὄχι ὑπέρ ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν», νὰ διατηρεῖ ὁ Θεὸς σταθερὲς στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν οἱ πάντες, ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς καὶ μόνης Ἐκκλησίας πιστοί. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς καθημερινῆς δεήσεως:
«... ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως.»
Εὐχόμαστε τῆς ἑνώσεως πάντων τῶν ἀνθρώπων μέσα εἰς τὴν μίαν Ἐκκλησίαν, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ διευκρινίζει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ.»
Πηγή: Θεοδρομία
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 18η Οκτωβρίου 2018
«ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» Ή ΑΣΚΗΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ;
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας ήταν και είναι η διάκριση μεταξύ γνησίας και νόθης πνευματικότητος. Μελετώντας τα αγιογραφικά κείμενα και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων μας διαπιστώνουμε ότι στη ζωή της Εκκλησίας, ήδη από τα πρώτα βήματά της, από την εποχή των αποστολικών χρόνων, εμφανίστηκε παράλληλα με την γνήσια πνευματικότητα, που είναι προϊόν και καρπός του αγίου Πνεύματος και μία άλλη «πνευματικότητα», νόθη και κίβδηλη, που εμπνέεται από το σατανά, με σκοπό την παραπλάνηση των πιστών. Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις και οι παύλειες Επιστολές, οι νεοφώτιστοι μετά το βάπτισμά τους ελάμβαναν υπερφυσικά χαρίσματα, έτσι ώστε να γίνεται αισθητή η παρουσία του αγίου Πνεύματος στα μέλη της Εκκλησίας, αλλά και στους εκτός αυτής. Ένα από αυτά τα υπερφυσικά χαρίσματα ήταν και το λεγόμενο χάρισμα της «διακρίσεως των πνευμάτων», για το οποίο κάνει λόγο ο απόστολος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών», (12,10). Στους χαρισματούχους αυτούς δηλαδή είχε δοθεί το ειδικό χάρισμα, να μπορούν να διακρίνουν τους αληθινούς προφήτες και διδασκάλους από τους απατεώνες και τα πραγματικά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος από τα ψεύτικα, που κρύβουν απατηλάτην πλάνη.Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος μας παραγγέλλει «δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α΄Ιωαν.4,1).Μας προτρέπει δηλαδή να εξετάζομε και να διακρίνομε τους ανθρώπους, που εμφανίζονται εμπνεόμενοι από το άγιο Πνεύμα, εάν πράγματι προέρχονται από τον Θεόν. Εάν μελετήσουμε επίσης τα ασκητικά κείμενα, (Γεροντικό, Ευεργετινός κ.α.), θα συναντήσουμε πάμπολλες διηγήσεις μεγάλων ασκητών, οι οποίοι, επειδή κάποτε υπερηφανεύθηκαν και νόμισαν ότι έφθασαν σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος, παραχώρησε ο Θεός και έπεσαν σε πλάνη και δέχθηκαν δήθεν αποκαλύψεις, οράματα και νόθες πνευματικές εμπειρίες, ως προερχόμενες από τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απάτες και τεχνάσματα των δαιμόνων. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός διηγείται ότι ο αββάς Ήρων, αν και δαπάνησε πενήντα χρόνια σε αυστηρή άσκηση, όμως κάποτε υπερηφανεύτηκε και πίστευσε στους ιδικούς του λογισμούς, χωρίς να τους θέσει υπό την κρίση των πνευματικών του Πατέρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι εξαπατήθηκε από το διάβολο, ο οποίος εμφανίστηκε σ’ αυτόν ως «άγγελος φωτός» και τον έπεισε να αυτοκτονήσει, πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Κλασικά παραδείγματα νόθης πνευματικότητος στην εποχή μας συναντούμε στις λεγόμενες «χαρισματικές κινήσεις» του προτεσταντικού χώρου, όπως η «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής» και άλλες ομάδες του αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής», οι οπαδοί των οποίων ισχυρίζονται ότι έλαβαν το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ή άλλα χαρίσματα, κατά παρόμοιο τρόπο, όπως οι άγιοι απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ωστόσο το φαινόμενο της νόθης πνευματικότητος δεν απουσιάζει δυστυχώς και από τον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Και ακριβώς μια τέτοια περίπτωση, με πολύ πόνο ψυχής και συνοχή καρδίας, ερχόμαστε να επισημάνουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και προφύλαξη του πιστού λαού του Θεού. Πρόκειται για την μοναχή ονόματι Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), της οποίας τον βίο, τις δήθεν ιεραποστολικές δραστηριότητες και την διδασκαλία δημοσιεύει σε ογκώδες βιβλίο, (500 σελίδων περίπου), κάποια άλλη μοναχή, προφανώς υποτακτική της, ονόματι και αυτή Γαβριηλία με τίτλο: «Η Ασκητική της αγάπης». Το εν λόγω βιβλίο μελέτησε ενδελεχώς ο π. Βασιλειος Σπηλιόπουλος, ο οποίος στη συνέχεια δημοσίευσε μια ευστοχότατη και απόλυτα τεκμηριωμένηκριτική με τίτλο: «Κρίσεις και σχόλια στο περιεχόμενοτου βιβλίου ‘Ασκητική της αγάπης’». Την κριτική προλογίζει ο αρχ. π. Σαράντης Σαράντος. Η πνευματική ζημία που προήλθε από την κυκλοφορία του βιβλίου αυτού είναι ανυπολόγιστη, δεδομένου ότι σήμερα διανύει την 13η έκδοσή του και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε πολλές ενορίες ως εγχειρίδιο κατηχητικών σχολείων. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προχωρήσουμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του βιβλίου, αφού προηγουμένως παραθέσουμε μερικά βιογραφικά στοιχείατης εν λόγω μοναχής.
Η Γερόντισσα Γαρβιηλία γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1897 στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς. «Ήταν το τέταρτο και το τελευταίο παιδί της οικογενείας. Από τα αδέλφια της η μεγάλη, η Βασιλική, ήταν εκείνη που της πρωτομίλησε για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη». (Ιστ. «Διακόνημα»). Σπούδασε Γεωπονία στην Ελβετία, αλλά είχε αναπτύξει με τα φυτά «μεταφυσική σχέση», αφού «κυριολεκτικά μέχρι το τέλος της ζωής της «μιλούσε» μαζί τους και λες κι έβλεπες κάθε φορά την ανταπόκριση τους» (όπου ανωτ.). Μετά το θάνατο της μητέρας της το 1954 πήγε ως ιεραπόστολος στην Ινδία, την οποία αγάπησε με πάθος. Αλλά, στην αχανή αυτή χώρα, όπου έμεινε 5 χρόνια, εργάστηκε περισσότερο φιλανθρωπικά, παρά ιεραποστολικά, αφού «ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό, αν δεν της το ζητούσαν οι ίδιοι» (όπου ανωτ.)! Επίσης εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε φιλίες με την «μητέρα Τερέζα, Sivananda, Baba Amte» (όπου ανωτ.) και γνωστούς γκουρού του Ινδουισμού και του Βουδισμού, τους οποίους μνημονεύει στο σύγγραμμά της η υποτακτική της.
Από την μελέτη της κριτικής του π. Βασιλείου και ιδιαιτέρως των αποσπασμάτων του βιβλίου, διαπιστώσαμε ότι στο εν λόγω βιβλίο κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ενώ παράλληλα ακυρώνεται η μοναδικότητα του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος ισοπεδώνεται και τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους αρχηγούς θρησκειών. Παράλληλα μέσω λόγων και πράξεων της Γερόντισσας γίνεται μια έντεχνη και μεθοδική προσπάθεια έμμεσης προβολής των βασικών δογματικών διδασκαλιών του Ινδουϊσμού και του Γκουρουϊσμού και των πρακτικών του. Σύμφωνα με μια γενική εκτίμηση του συγγραφέως της κριτικής, «το βιβλίο αυτό στοχεύει στην προώθηση του λαϊκού Οικουμενισμού, στην προώθηση δηλαδή ανάμεσα στους απλούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, της διδασκαλίας ότι όλες οι θρησκείες κατέχουν μέρος της αληθείας και συνεπώς, όχι μόνο δεν δικαιούμεθα να απορρίπτουμε τις διάφορες διδασκαλίες τους, αλλά έχουμε χρέος ιερό να τις αποδεχθούμε, ώστε να φθάσουμε κάποτε στην επιθυμητή, για τους φορείς αυτής της ιδέας, ένωση όλων των θρησκειών σε μία. Αποτελεί, άρα, πράξη μίσους, φανατισμού η ‘φονταμενταλισμού’, κατά τη μοντέρνα ορολογία, και μισαλλοδοξίας η εμμονή στα δόγματα, τους κανόνες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας και η απόρριψη των υπολοίπων ομολογιών και δοξασιών, φαινόμενο που, κατά τη συγγραφέα, οφείλεται σε διάφορα κόμπλεξ και φοβίες που μας διακατέχουν», (σελ.4). Ο συγγραφέας της κριτικής, προκειμένου να τεκμηριώσει το παρά πάνω γενικό συμπέρασμα, παραθέτει στη συνέχεια ένα πλήθος περιπτώσεων λόγων και πράξεων της Γερόντισσας, (με πλήθος παραπομπών), που αποδεικνύουν «την ύπαρξη ενός ανελέητου και νεοεποχίτικου συγκρητισμού, όσο και τις πλάνες των ανατολικών θρησκειών, οι οποίες είναι διάσπαρτες σ’ όλο το βιβλίο, ‘μεταμφιεσμένες’ επιμελώς σε Ορθόδοξη πνευματικότητα»,(σελ.4).
Πιο συγκεκριμένα:
Γίνεται αναφορά «σε πάμπολλους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους φίλους της Γερόντισσας, με τους οποίους διατήρησε σχέσεις σ’ όλη της τη ζωή, χωρίς ωστόσο να τους μεταστρέψει, ή έστω να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Αντίθετα, τους θεωρεί συχνά και ως αγίους (π.χ. σελ. 212 και 407) ή υπόδειγμα χριστιανών (σ. 72) και γι’ αυτό συνομιλεί μαζί τους για τον Θεό, (για ποιο Θεό άραγε;)», (σελ.4).
Γίνεται αναφορά για «τη στενή σχέση της Γερόντισσας με την αίρεση των Κουακέρων», (σελ.5). Οι Κουάκεροι είναι μέλη μιας Χριστιανικής Αντιτριαδικής Ομολογίας που φέρει την ονομασία «Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων» και ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από έναν περιπλανώμενο ιεροκήρυκα,τον Τζορτζ Φοξ. Κατά τον συγγραφέα της κριτικής «το έργο τους, [των Κουακέρων], στη Θεσσαλονίκη διαφημίζεται ως σπουδαίο, ενώ η ίδια, [η Γερόντισσα], κατέχει θέση διευθύντριας στη σχολή τους, αλλά και διδασκάλου του Ευαγγελίου. Ποιός αφελής θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, πως αν οι απόψεις της και η ερμηνεία που έδιδε στο Ευαγγέλιο δεν ταυτίζονταν απόλυτα μ’ αυτές της αιρέσεως, θα της εμπιστεύονταν τις δύο αναμφισβήτητα πιο ευαίσθητες θέσεις σε τέτοια αντιτριαδική αίρεση; Παράλληλα, δίδεται στον αναγνώστη η εσκεμμένη εντύπωση πως οι Κουάκεροι είναι ομάδα Ορθοδόξων χριστιανών με σπουδαίο μάλιστα έργο και δραστηριότητες, εντύπωση εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη, ακόμα και προσηλυτιστική».
Επίσης στο κρινόμενο βιβλίο,(σελ. 50-51),«γίνεται σύγκριση γκουρουϊστικών τεχνικών με Ορθόδοξες απόψεις. Θεωρεί δηλαδή η Γερόντισσα πως στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, όπως και στον Ινδουϊστικό, είναι σύνηθες φαινόμενο η προσπάθεια του ασκητού να γίνεται αόρατος από τούς ανθρώπους, πράγμα εντελώς ξένο και άγνωστο στη δική μας ασκητική παράδοση. Στη σελ. 53 συγκρίνεται και η ινδουϊστική με την Ορθόδοξη λατρεία, χωρίς να απουσιάζει από τον κατάλογο των ‘ομοιοτήτων’ και η διαρκής επίκληση του ονόματος του Θεού, που δήθεν υπάρχει και στις δύο λατρείες, με μοναδική διαφορά το όνομα του Θεού, που ο ασκητής επικαλείται. Φυσικά, η διαφορά είναι πολύ πιο ουσιαστική, ενώ έντεχνα περνά και πάλι το μήνυμα ότι όλες οι θρησκείες έχουν την αλήθεια, με μόνη διαφορά το όνομα, που προσδίδουν στο Θείο», (σελ.6). Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο παραλληλίζονται η νοερά προσευχή με τη γιόγκα και τον διαλογισμό και με έμφαση τονίζονται οι εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών πρακτικών.
Παρά κάτω γίνεται λόγος για την προσκύνηση των τζαμιών και ότι αυτή «δεν αντιβαίνει στο πνεύμα του βιβλίου, αφού οι Μουσουλμάνοι, οι Ινδουϊστές αλλά και οι Εβραίοι έχουν τον Θεό μέσα τους και οδηγούνται από το ίδιο πνεύμα του Θεού, όπως η ίδια η Γαβριηλία υποστηρίζει», (σελ.6). Συγκεκριμένα γράφεται επί λέξει: «Μου έλεγαν πολλές φορές: Γιατί θεωρείς τους Ινδούς σαν δικούς σου, ή τους Μουσουλμάνους, ή τους Εβραίους; Μα γιατί εγώ βλέπω τον ίδιο τον Χριστό μέσα τους, που ίσως συνειδητά δεν τον γνώρισαν ακόμα… Και έβλεπα πολλούς από αυτούς με τις πράξεις τους να κάνουν αυτό που τους οδηγούσε να κάνουν το πνεύμα του Θεού…»,(σελ. 325).
Παρά κάτω αναφέρει ένα ακόμη παράδειγμα θρησκευτικού συγκρητισμού: Η συγγραφέας του βιβλίου θέλει να περάσει το μήνυμα ότι «εκείνο που σώζει είναι η λιτότητα, η πτωχεία και η στενή οδός, η οποία όμως, συγκεκαλυμμένα παρακάτω, βιώνεται και στα ορθόδοξα μοναστήρια και στα Άσραμ», (σελ. 7). Γράφεται επί λέξει: «Μα το είπε ο Κύριος. Στενή η οδός η άγουσα στην αλήθεια… Και με πήγε με το χέρι του. Και πάλι την άλλη μέρα αλλού και αλλού, στο νοσοκομείο ενός μεγάλου κοινοβίου με μοναχούς, όπου και εκεί ήταν όλα λιτά, όπως στα δικά μας μοναστήρια…» (σελ. 245-246).
Παρά κάτω, (σελ.9), επισημαίνει ότι στο βιβλίο (σελ. 288), «παρερμηνεύεται η αγάπη που οφείλουμε προς όλους και προβάλλεται η Γερόντισσα ως ομολογήτρια της πίστεως, ενώ όσοι διαφωνούν ονομάζονται διώκτες της αγάπης» και θεωρούνται ως φανατικοί, φονταμενταλιστές, φοβισμένοι, άπιστοι, μισαλλόδοξοι κ.λ.π. Προβάλλεται δηλαδή η γνωστή,οικουμενιστικού τύπου αγάπη, εν ονόματι της οποίας αποκρύπτεται η εν Χριστώ αλήθεια, τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με το ψεύδος των θρησκειών του κόσμου, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να έρθουν σε κοινωνία «αγάπης» η αλήθεια με το ψεύδος, το φως με το σκότος, αγνοώντας τον λόγο του αποστόλου: «μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις, τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ.6,14).
Παρά κάτω, (σελ.10), κάνει λόγο για την αντιστροφή των χριστιανικών όρων, που είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδεολογίας της Νέας Εποχής και ότι αυτό το φαινόμενο της αντιστροφής το συναντούμε συχνά στο κρινόμενο βιβλίο. Γράφει: «Παίρνουν π.χ. τον όρο προσευχή και τον ταυτίζουν με το περιεχόμενο του όρου διαλογισμός για να ελκύσουν τα ανυποψίαστα θύματά τους ευκολώτερα, κάμπτοντας πιθανούς ενδοιασμούς και παρασύροντας, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς, αφού γίνεται λόγος για χριστιανικές αρετές και μεθόδους. Το φαινόμενο της αντιστροφής είναι πολύ σύνηθες και στο βιβλίο αυτό. Με έξυπνο ομολογουμένως τρόπο, ετοιμάζεται ο αναγνώστης να δεχθεί την ινδουϊστική φιλοσοφία και ζωή, εφόσον μάλιστα παρουσιάζεται ως γνήσια μορφή Ορθοδόξου πνευματικότητος, κατηχείται και σταδιακά μυείται, ακουσίως μάλιστα, σ’ αυτήν και κινδυνεύει να απομακρυνθεί από τη ζωή της Εκκλησίας, ή να παραμείνει τυπικά σ’ αυτή, προσκυνώντας άλλους θεούς, δαίμονες στην πραγματικότητα, που θα αποκτούν αυξανόμενη εξουσία πάνω του, αποξενώνοντάς τον από τη Θεία Χάρη και αμαυρώνοντάς του τον χιτώνα του Βαπτίσματος», (σελ.10).
Παρά κάτω,(σελ. 13),στο κεφάλαιο περί της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου, που ως γνωστόν αποτελεί βασικό δόγμα της Νέας Εποχής, αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα ήταν βαθιά διαποτισμένη από την πεπλανημένη αυτή διδασκαλία. Γράφει: «Ίσως και πάλι φαντάζουν υπερβολικές οι σκέψεις μας σε μερικούς. Αυτοί όμως ας μας εξηγήσουν γιατί η Γερόντισσα μας παροτρύνει: ‘Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ’ όλης της ψυχής και εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’ όλης της διανοίας σου’ και σπεύδει να επεξηγήσει: ‘το σύμπαν δηλαδή’; (σελ. 199). Άρα, κατ’ αυτήν, ταυτίζεται το σύμπαν με τον Θεό, η κτίσις με τον Κτίσαντα, γεγονός που αποδεικνύει την υιοθέτηση εκ μέρους της τής ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου».
Για να μην μακρηγορούμε, ο π. Βασίλειος αναφέρει στη συνέχεια πάμπολλες περιπτώσεις από το κρινόμενο βιβλίο,όπου αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα προβάλλει ξεκάθαρα νεοεποχίτικες ιδέες και πρακτικές, ως δήθεν Ορθόδοξες, όπως είναι η χορτοφαγία, η γλωσσολαλιά, η Yama, η ανυπαρξία και η νέκρωση, ο διαλογισμός, η θετική σκέψη, η συμπαντική ενέργεια, αλλά και η προβολή πολλών δεισιδαιμονικών πρακτικών. Επιστέγασμα όλων αυτών ο ισχυρισμός της ότι είχε και «ιαματικό χάρισμα», «θεραπεύοντας» με τα χέρια της, τα οποία «έκαιγαν και κοκκίνιζαν τάχα από το Άγιο Πνεύμα».
Περαίνοντας την αναφορά μας, θέλουμε να συγχαρούμε τον π. Βασίλειο για την άριστη κριτική παρουσίασή του και να επισημάνουμεστον πιστό λαό του Θεού, ότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει πλάνες, που προέρχονται από τον χώρο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού με έντονο το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού.Ως εκ τούτου είναι μεγάλος ο κίνδυνος,από ενδεχόμενη ανάγνωσή του,να αλλοιωθεί το Ορθόδοξο φρόνημά των πιστών και να παρασυρθούν σε συγκρητιστικές θεωρίες και αντιλήψεις, που θα τους οδηγήσουν μακριά από την σωστική αγκαλιά της Εκκλησίας μας, στην οποία, και μόνον, υπάρχει σωτηρία,ενώ έξω από αυτή υπάρχει ο όλεθρος και η καταστροφή. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τους πιστούςεκείνους, που δεν γνωρίζουν επαρκώς την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να διακρίνουν με σαφήνεια την αλήθεια της Ορθοδοξίας από το ψεύδος της αιρέσεως. Και επειδή σήμερα ο πιστός λαός του Θεού στη μεγάλη πλειοψηφία του παραμένειδυστυχώς, από ραθυμία και αμέλεια,ακατήχητος και δεν διαθέτει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γι’ αυτό και δεν συνιστούμε την ανάγνωση του βιβλίου αυτού. Είναι όντως λυπηρό το γεγονός ότι ο μισόκαλος διάβολος κατορθώνει στις έσχατες και αποκαλυπτικές ημέρες μας να πλανήσει «ει δυνατόν και τους εκλεκτούς», (Ματθ.24,24), πρόσωπα δηλαδή που προέρχονται από τον χώρο του Μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί το καύχημα της Εκκλησίας, ό,τι εκλεκτότερο έχει να παρουσιάσει σήμερα η Εκκλησία. Και ας μην ξεχνούμε ότι τα σκοτεινά κέντρα της «Νέας Εποχής» δεν στοχεύουν να αδειάσουν οι Εκκλησίες, αλλά να είναι γεμάτες με πιστούς, με αλλοιωμένο όμως φρόνημα και με νόθη «πνευματικότητα».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...