Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σύμπτωμα καθολικῆς ἀποστασίας; Ἀπόδειξη ὅτι πλέον διανύουμε τοὺς ἔσχατους καιρούς, στοὺς ὁποίους ἡ αὐτοκρατορία τοῦ κακοῦ θὰ ἀποκτήσει πρωτοφανὴ ἐξουσία; Καὶ μάλιστα ἐξουσία ὄχι μόνο σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; Ἔτσι φαίνεται.
Διότι πῶς ἀλλιῶς θὰ ἐξηγηθεῖ τὸ ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔφθασε στὸ σημεῖο, ἀνατρέποντας αἰώνιους νόμους, νὰ ἐπιτρέψει στοὺς κληρικοὺς νὰ ἔρχονται σὲ δεύτερο γάμο, ἂν συμβεῖ νὰ πεθάνει ἢ νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει ἡ πρεσβυτέρα τους; Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀπόλυτοι: Γιὰ κανέναν λόγο δὲν γίνεται δεκτὸς δεύτερος γάμος κληρικῶν. Οὔτε θάνατος οὔτε διαζύγιο ἀποτελοῦν λόγο γιὰ τέτοιο γάμο (Κανόνες ΙΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ΙΒ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Γ΄ καὶ ΣΤ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία σὲ τούτους τοὺς καιροὺς τῆς μεγάλης ἐκτροπῆς ἔκανε πολλὲς ὑποχωρήσεις στὸ θέμα τοῦ γάμου τῶν μελῶν της, ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νομοθετεῖ τὸ ἀδιάλυτο τοῦ γάμου «παρεκτὸς λόγου πορνείας» (Ματθ. ε΄ 32).
Ὅμως, παρὰ τὶς τόσες ὑποχωρήσεις, κράτησε ἕναν χῶρο ἱερὸ καὶ ἀπαράβατο: τὸν ἅγιο χῶρο τῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπαγορεύοντας τὸν δεύτερο γάμο τῶν κληρικῶν, φανέρωνε ἔμπρακτα δύο πράγματα: τὴν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, καὶ τὴν ἱερότητα καὶ τὸ ἀδιάλυτο τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου. Τώρα καὶ τὰ δύο αὐτὰ Μυστήρια βεβηλώνονται, ὑποβιβάζονται.
Ὅταν ὁ φιλανθρωπότατος Χριστός μας δίδασκε γι᾿ αὐτὴν τὴν ἱερότητα καὶ τὸ ἀδιάλυτο τοῦ γάμου, οἱ σκληροκάρδιοι Ἑβραῖοι Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Μωυσῆς εἶχε ἐπιτρέψει τὸ διαζύγιο – «βιβλίον ἀποστασίου» τὸ ὀνόμαζαν τότε: «Μωσῆς ἐνετείλατο βιβλίον ἀποστασίου δοῦναι καὶ ἀπολῦσαι». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν καταλυτική: «Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν», ἐξαιτίας τῆς σκληροκαρδίας σας τὸ ἐπέτρεψε αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, τοὺς εἶπε, «ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ οὐ γέγονεν οὕτω» (Ματθ. ιθ΄ 7-8).
Σὲ τέτοια σκληροκαρδία ἔχουμε φθάσει, τόσο πολὺ ἔχουν πετρώσει σὲ τούτους τοὺς ἔσχατους καιροὺς οἱ καρδιές μας, ὥστε ἀκόμη καὶ λόγῳ διαζυγίου νὰ ἐπιτραπεῖ δεύτερος γάμος κληρικῶν; «Βιβλίον ἀποστασίου» σὲ καιροὺς ἀποστασίας;
Ἀλλὰ αὐτὸ συνιστᾶ βίαιη ἀνατροπὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Μὲ ποιὸ ὅμως δικαίωμα; Ἀπὸ πότε μιὰ τοπικὴ Σύνοδος ἀπέκτησε τὴν ἐξουσία νὰ ἀνατρέπει ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Ἁποδεχόμενη δεύτερο γάμο κληρικῶν, οὐσιαστικὰ ἡ Ἐκκλησία ἐπιβεβαιώνει τὴν πνευματικὴ ὑποβάθμιση τοῦ κλήρου στοὺς καιρούς μας.
Ἡ εἴδηση, ὅπως δημοσιεύθηκε καὶ δὲν διαψεύσθηκε, μᾶς πληροφορεῖ ἐπιπλέον ὅτι αὐτὸς ὁ ἀπαράδεκτος γάμος θὰ ἱερουργεῖται μὲ «μία ἁπλὴ προσευχὴ καὶ σὲ πολὺ στενὸ οἰκογενειακὸ κύκλο». Ἄρα δὲν θὰ εἶναι γάμος; Δὲν θὰ γίνεται μυστήριο; Καὶ γιατί δὲν θὰ ἱερολογεῖται; Τότε τί θὰ εἶναι ὅλο αὐτό; Νομιμοποίηση πορνείας;
Ἀναμφιβόλως τὸ πρόβλημα εἶναι ὑπαρκτὸ καὶ ἐπώδυνο. Πάντοτε, σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἦταν ἐπώδυνο γιὰ τὸν ἱερέα. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι σὲ παλαιότερους χρόνους πρόβλημα κυρίως δημιουργοῦσε ὁ θάνατος τῆς πρεσβυτέρας, σπανιότατη δὲ ἦταν ἡ περίπτωση τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ ἱερέα ἀπὸ αὐτήν. Σήμερα δυστυχῶς, λόγῳ τῆς γενικότερης καταπτώσεως, αὐτὸ τὸ δεύτερο συμβαίνει πολὺ συχνότερα. Ἔτσι παρουσιάζεται ὡς πράξη «φιλανθρωπίας» καὶ κατανοήσεως ἡ παράνομη αὐτὴ νομοθέτηση.
Ποιὰ εἶναι ἡ λύση στὸ ὑπαρκτὸ αὐτὸ πρόβλημα ποὺ περιγράψαμε;
Ἐκείνη ποὺ νομοθέτησαν οἱ φιλανθρωπότεροι πάντων ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ ὁποία ἰσχύει γιὰ ὅλους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς: Ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ, ποὺ ἐπέτρεψε μέσα στὴν πανσοφία καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του ὁ Κύριος τῶν πάντων, καὶ ἡ εὐλογημένη ἀνηφορικὴ πορεία τοῦ ἀγωνιζόμενου μαζὶ μὲ τὸ δοκιμαζόμενο ποίμνιό του ἱερέα πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: Ο Σωτήρ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 8η Οκτωβρίου 2018
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ;
Όπως είναι γνωστό ο Μοναχισμός, ως προφητικός, αποστολικός και μαρτυρικός βίος, ως αγγελομίμητος πολιτεία συνεχούς μετανοίας και αφιερώσεως, αποτελεί το καύχημα και τη δόξα της Εκκλησίας μας. Ανάγει την αρχή του σ’ αυτό τούτο το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας, ο Οποίος έζησε ως παρθένος, ακτήμων και κατά πάντα υπήκοος στο θέλημα του ουρανίου Πατρός του, ενσαρκώνοντας στο πρόσωπό Του τις τρείς βασικές και θεμελιώδεις αρετές του Μοναχισμού, την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή και βρίσκει την πλήρη καταξίωσή του στο πρόσωπο της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Ο κύκλος των δώδεκα μαθητών του Κυρίου μας αποτελεί το πρώτο κοινόβιο στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας μας, οι δε μακαρισμοί και γενικότερα η επί του Όρους ομιλία αποτελούν τους πρώτους κανόνες του Μοναχισμού. Οι μοναχοί είναι οι «άγγελοι του Θεού» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η «διηνεκής βία της φύσεως» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, οι «μάρτυρες τη προαιρέσει» κατά τον Μέγα Αθανάσιο, οι «συνεχιστές της μαρτυρικής Εκκλησίας» κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «η κόμη που κοσμεί την κεφαλή της Εκκλησίας» κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «οι ευαγγελικώς ζώντες» κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό.
Ανεκτίμητη και ανυπολόγιστη η αξία και η προσφορά του και ο ρόλος του στην εκπλήρωση της αποστολής της Εκκλησίας, αφού από τις τάξεις των μοναχών προήλθαν στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, κορυφαίοι επίσκοποι, ποιμένες και διδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, πολυγραφότατοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, φλογεροί ιεραπόστολοι, γενναίοι ομολογητές της πίστεως, που με τους αντιαιρετικούς των αγώνες και με το αίμα τους διεφύλαξαν ανόθευτη και απαραχάρακτη την αλήθεια της πίστεως από τον κίνδυνο των αιρέσεων, μουσουργοί, ποιητές και υμνογράφοι, που εισήγαγαν την βυζαντινή μουσική και τις ασματικές ακολουθίες στη λατρεία της Εκκλησίας και τέλος κορυφαίοι καλλιτέχνες της ιερής τέχνης της αγιογραφίας, που με τις απαράμιλλες εικονογραφικές τους παραστάσεις κοσμούν το εσωτερικό χώρο των ναών μας και μας ανυψώνουν προς τον Κύριο.
Τα τελευταία χρόνια με πολύ πόνο ψυχής διαπιστώνουμε από γνωστούς μοναστικούς, αλλά και οικουμενιστικούς κύκλους, μια προσπάθεια παραχαράξεως και κολοβώσεως του ρόλου και της αποστολής του Μοναχισμού . Παρατηρούμε να επιχειρείται μια προσπάθεια υπερτονισμού της ασκητικής του διαστάσεως και απομειώσεως, μέχρις αποσιωπήσεως, της ομολογιακής του διαστάσεως και εν γένει του πρωτεύοντος και κυρίαρχου ρόλου που έπαιξε ο Μοναχισμός στην καταπολέμηση των αιρέσεων. Σύμφωνα με την νοοτροπία αυτή,η αποστολή του Μοναχισμού είναι να οδηγήσει εκείνους που απαρνήθηκαν τον κόσμο και ακολούθησαν την αγγελομίμητη πολιτεία, στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Οι μοναχοί θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την άσκηση, την νήψη και την προσευχή. Ποτέ να μην διακόπτουν την ησυχία τους, να είναι τέκνα τελείας υπακοής προς τους ποιμένας των, ηγουμένους, αρχιερείς, και πατριάρχες, έστω και αν αυτοί συμβαίνει κάποτε να μην ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας και να παρεκκλίνουν στην αίρεση. Ποτέ να μην ασχολούνται με θέματα αιρέσεων, για την αντιμετώπιση των οποίων είναι αρμόδιοι οι αρχιερείς και άλλα κατάλληλα πρόσωπα, που ορίζονται από αυτούς. Την αρρωστημένη αυτή νοοτροπία και αντίληψη διαπιστώνουμε σε λόγους και ομιλίες γεροντάδων και ηγουμένων, αγιορειτών και μη, αλλά και αρχιερέων σε Συνέδρια, Ημερίδες και άλλες συνάξεις, και το γεγονός αυτό μας έδωσε την αφορμή να δημοσιεύσουμε προ ετών σχετικό άρθρο με τίτλο: «Η ομολογιακή διάσταση του Ορθοδόξου μοναχισμού και η σύγχρονη πραγματικότητα», (25.1.2016).
Το ίδιο αυτό θλιβερό φαινόμενο, δυστυχώς, της αρρωστημένης αυτής νοοτροπίας με πολύ πόνο διαπιστώσαμεσε πρόσφατο Μοναστικό Συνέδριο και μάλιστα πανελληνίου εμβελείας, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος, στις 22-23 Σεπτεμβρίου, με γενικό θέμα: «Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός και οι σύγχρονες μορφές Μοναχικής Πολιτείας», αφιερωμένο στους αειμνήστους Μητροπολίτες Λευκάδος & Ιθάκης κυρόν Νικηφόρον και Κερκύρας & Παξών κυρόν Πολύκαρπον. Σύμφωνα με πληροφορίες από το διαδίκτυο, (ιστ. «Ακτίνες», κ.α.), στο Συνέδριο συμμετείχαν αρχιερείς,πολλοί ηγούμενοι, αγιορείτες και μη, ηγουμένισσες, αρχιμανδρίτες, ιερομόναχοι, μοναχοί και μοναχές εκ των μεγαλυτέρων και πλέον γνωστών Μονών της Ελλάδος, λοιποί κληρικοί, καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και άλλοι εκπαιδευτικοί. Αναγνώσθηκαν 19 εισηγήσεις, στις οποίες οι ομιλητές ανέπτυξαν πτυχές του μοναχικού βίου και σύγχρονες μορφές κληρικών και μοναχών, που παρουσιάσθηκαν ως πρότυπα μοναχικής ζωής και ως πρόσωπα, που βίωσαν αυθεντικά και υποδειγματικά την μοναχική ζωή στην εποχή μας. Από τις περιλήψεις των εισηγήσεων, υπό τύπον πορισμάτων, που δημοσιεύθηκαν πήραμε μια εικόνα γύρω από το περιεχόμενο των εισηγήσεων. Τα πορίσματα καταλήγουν, μεταξύ άλλων, στα εξής γενικά συμπεράσματα:
«Στις εργασίες του Συνεδρίου τονίστηκε ότι ο Ορθόδοξος Μοναχισμός με την μακραίωνη παράδοσή του καλλιέργησε και διατήρησε την ευαγγελική και αποστολική αλήθεια. Βασικά στοιχεία του μοναχικού βίου είναι το μαρτύριο της συνειδήσεως, αλλά και το μαρτυρικό φρόνημα. Η εξωτερική, αλλά κυρίως η εσωτερική ησυχία. Η ανάκληση του ασώτου νοός από την εξωστρέφεια και η επάνοδός του στην καρδιά και εν συνεχεία η ολοσχερής στροφή διά της νοεράς προσευχής στον τριαδικό Θεό.»
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα – κριτική του θεολόγου κ. Δημ. Αναγνώστου:
«Είναι άξιο απορίας και προβληματισμού το γεγονός, ότι ενώ ζούμε σε εποχή γενικής αποστασίας, συγκρητισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Πίστεως, έξωθεν και έσωθεν, ουδείς και ουδεμία εκ των ομιλητών και ομιλητριών στο εν λόγω Συνέδριο δεν αναφέρθηκε στην Πίστη, την αξία και τη σημασία της, αλλά και την αναγκαιότητα προασπίσεώς της. Πολλώ δε μάλλον, όταν, σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Ορθόδοξος Mοναχισμός υπήρξε διαχρονικώς όχι μόνον ακριβής φύλαξ, αλλά και υπερασπιστής αυτής, πρωτοπόρος δε στην αντιμετώπιση των αιρέσεων κατά τις περιόδους όταν η Πίστις ήταν το κινδυνευόμενον.»
Με βάση τα παρά πάνω,το πρώτο που μπορούμε να συμπεράνουμε, σχετικά με το Συνέδριο αυτό, είναι ότι η περί Μοναχισμού εικόνα που μας έδωσε, είναι κολοβωμένη, αφού προβλήθηκε μόνο η ασκητική του διάσταση, ενώ αποσιωπήθηκε η ομολογιακή. Όσο για τα πρόσωπα που προβλήθηκαν ως πρότυπα μοναχικής ζωής και ως παραδείγματα προς μίμηση, διερωτώμεθα, εάν και κατά πόσον ανταποκρίνονται στο βίο και στους αντιαιρετικούς αγώνες των αρχαίων μεγάλων οσίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ως γνωστόν, παράλληλα με την άσκηση και την βίωση της μοναχικής τελειώσεως, αγωνίστηκαν με ζήλο και μαρτυρικό φρόνημα, (μερικοί μάλιστα εξ’ αυτών μέχρις αίματος), για την καταπολέμηση των αιρέσεων της εποχής των. Διερωτώμεθα εάν και κατά πόσον τα προβληθέντα πρόσωπα διέκριναν και επεσήμαναν τις σύγχρονες αιρέσεις της εποχής μας και μάλιστα την φοβερότερη από όλες, την παναίρεση του Οικουμενισμού.
Διερωτώμεθα,εάν και κατά πόσον τα πρόσωπα αυτά, παράλληλα με την άσκηση και την προσευχή στα μοναστικά περιβάλλοντα στα οποία έζησαν, θεώρησαν χρέος τους, να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους και να κάνουν το παν για την καταπολέμησή του. Διερωτώμεθα εάν και κατά πόσον προσπάθησαν να προφυλάξουν το ποίμνιό τους από τον κίνδυνο της φοβερής αυτής αιρέσεως με συγγράμματα και αντιαιρετικά φυλλάδια, με ομιλίες, σε Συνέδρια και Ημερίδες, με δημοσιεύσεις στα ΜΜΕ και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Εάν και κατά πόσον κατέφυγαν στη διοικούσα Εκκλησία και ζήτησαν τη συνοδική καταδίκη και εκείνων που αμετανοήτως την προωθούν. Εάν και κατά πόσον διακινδύνευσαν, ή θυσίασαν το αρχιερατικό, ή το ηγουμενικό τους αξίωμα, προκειμένου να στηλιτεύσουν αιρετικές διδασκαλίες και πλάνες επωνύμων οικουμενιστών. Αν εξαιρέσουμε τον πρώην καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου κυρό Γεώργιο Καψάνη, είναι ζήτημα, αν τα άλλα από τα προβληθέντα πρόσωπα ως πρότυπα μοναχικής ζωής, υπήρξαν παράλληλα και σπουδαίοι αγωνιστές και ομολογητές της πίστεως και πολέμιοι του Οικουμενισμού.
Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, μπορούν να συγκριθούν τα προβληθέντα στο εν λόγω Συνέδριο πρόσωπα, με τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος συχνά κατέβαινε στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει τον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας κατά της φοβερής αιρέσεως του Αρείου; Μπορούν να συγκριθούν με τους μοναχούς της εποχής που η εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Αρειανισμού, οι οποίοι είχαν τόσο θερμή πίστη και τόσο ακμαίο ομολογιακό φρόνημα, ώστε εάν:
«... παρουσιαζόταν ανάγκη, προτιμούσαν με προθυμία περισσότερο τον θάνατο, παρά να αποδεχθούν κάποια αλλοίωση σε έστω και ένα από τα Ορθόδοξα δόγματα της Συνόδου της Νικαίας.» (Νικηφόρου Καλλίστου Εκκλησιαστική ιστορία, P.G.146,653B-D);
Μπορούν να συγκριθούν με τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ο οποίος αποδοκίμαζε τις αιρέσεις του Σαβελλίου και του Αρείου και κατεπολέμησε επίσης τόσο πολύ το παράλογο δόγμα του Απολλιναρίου, ώστε έκανε το παν για να το ξεριζώση από κάθε χριστιανική ψυχή; Σύμφωνα με τον βιογράφο του:
«... έφραξε ακόμη και τα απύλωτα στόματα των αιρετικών ανομοίων με πολλά επιχειρήματα και αγιογραφικά χωρία.» (Εγκώμιον εις τον όσιον πατέρα Εφραίμ, P.G. 46,825C-828A)
Μπορούν να συγκριθούν με τον όσιο Σάββα τον ηγιασμένο, οποίος κατά την εποχή που η Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Μονοφυσιτισμού:
«... προσέτρεξε εσπευσμένως σύρων όπισθεν αυτού τους μοναχούς της ερήμου, [περίπου 10.000 τον αριθμό], ως ατρομήτους της Ορθοδοξίας προμάχους.» (Νικηφόρου Καλλίστου Εκκλησιαστική ιστορία, PG. 147,188);
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του:
«... επί κεφαλής αυτών εισέρχεται εις Ιερουσαλήμ, εξεγείρει τον λαόν αυτής, αποδιώκει τους απεσταλμένους του Σεβήρου και αναθεματίζει αυτόν τε και τον υποστηρίζοντα αυτόν Αναστάσιον τον προστάτην της αιρέσεως τύραννον.» (Νικηφόρου Καλλίστου, ό.π. σελ.188)
Μπορούν να συγκριθούν με τον όσιο Στέφανο τον Νέο, ο οποίος έχυσε το αίμα του υπέρ των αγίων εικόνων, ή με τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη και με πλείστους άλλους αγίους ασκητές και οσίους, που εξορίστηκαν από τα Μοναστήρια τους και υπέμειναν τα πάνδεινα την περίοδο της εικονομαχίας; Μπορούν να συγκριθούν με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος επί τέσσερα χρόνια φυλακίστηκε από τον λατινόφρονα Πατριάρχη Καλέκα, ή με τους αγίους οσιομάρτυρες αγιορείτες Πατέρες τους επί του λατινόφρονος Πατριάρχου Βέκου μαρτυρήσαντας, ή με τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό; Μπορούν τέλος να συγκριθούν με τον όσιο Υπάτιο, τον όσιο Δαλμάτιο, τον όσιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, τον άγιο Μάρκο τον ασκητή, τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο, τον άγιο Νείλο τον σοφό,τον άγιο Σωφρόνιο, τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή και πολλούς άλλους, ων τα ονόματα εν βίβλω ζωής;
Εάν η εικόνα που μας έδωσαν οι εισηγητές στο εν λόγω Συνέδριο για τα παρά πάνω προβληθέντα πρόσωπα ως πρότυπα μοναχικής ζωής, είναι μια εικόνα μοναχών, ή κληρικών που καλλιέργησαν μονομερώς την άσκηση και την ποιμαντική, ενώ παρέμειναν ψυχροί και αδιάφοροι απέναντι στις αιρέσεις της εποχής μας και μάλιστα στην πιο επικίνδυνη από όλες, την παναίρεση του Οικουμενισμού, τότε δεν αξίζει να αποτελούν πρότυπα μοναχικής ζωής. Εάν τα πρόσωπα αυτά από φόβο και δειλία, μήπως μπουν σε περιπέτειες και κινδύνους, εσιώπησαν ενόχως, τότε όχι μόνο δεν θα έπρεπε να προβάλλονται και να τιμώνται ως πρότυπα μοναχικής ζωής, αλλά να θεωρούνται και ως παραδείγματα προς αποφυγή. Να θεωρούνται ως πρόσωπα, που καλλιέργησαν ένα Μοναχισμό δικής τους εμπνεύσεως, ξένο προς τον Μοναχισμό της Ορθοδόξου μοναχικής μας Παραδόσεως. Ένα Μοναχισμό αλλοτριωμένο, κολοβωμένο, ασπόνδυλο, άνευρο, τύπου Γκουρουϊσμού, ξένο προς το θυσιαστικό ήθος των μοναχών, τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία τους, τα βασανιστήρια και τις εξορίες που υπέμειναν για την καταπολέμηση των αιρέσεων, ένα Μοναχισμό που αγνοεί το χρέος της ομολογίας μέχρι θανάτου, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας:
«Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς.» (Ματθ.10,32)
Πέραν αυτών τίθενται τα ερωτήματα: Γιατί άραγε οι διοργανωτές του Συνεδρίου δεν συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα του Συνεδρίου την παρουσίαση αληθινά μεγάλων συγχρόνων Γερόντων, όπως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο άγιος Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς), ο άγιος Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Γέροντας π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, ο Γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο Γέροντας π. Σεραφείμ Ρόουζ, κ. α., οι οποίοι παράλληλα με την υποδειγματική μοναστική τους ζωή υπήρξαν και σθεναροί ομολογητές της Ορθοδόξου πίστεως και πολέμιοι του Οικουμενισμού; Γιατί δεν ανετέθη σε ειδικό εισηγητή η παρουσίαση του Οικουμενισμού και η μέχρι σήμερα εξέλιξή του; Γιατί δεν τονίστηκε η υποχρέωση και το καθήκον των μοναχών να αγωνίζονται κατά της παναιρέσεως αυτής, η οποία «στρώνει το χαλί» του Αντιχρίστου και προετοιμάζει την μιαρή θρησκεία του; Γιατί δεν ανετέθη εισήγηση, η οποία θα αξιολογούσε από Ορθόδοξη σκοπιά την «Σύνοδο» της Κρήτης; Η απάντηση στα παρά πάνω ερώτημα είναι προφανής: Ο βίος και οι αγώνες των ως άνω οσιακών μορφών, αλλά και η παρουσίαση τέτοιου είδους εισηγήσεων θα αποτελούσαν δριμύτατο έλεγχο για την απραξία, τον φόβο και την δειλία πολλών.
Πέραν αυτών θα περιμέναμε από τους διοργανωτές του Συνεδρίου να αναθέσουν σε ειδικούς εισηγητές θέματα, τα οποία άπτονται των σημερινών μεγάλων προκλήσεων, όπως είναι το σύγχρονο αλγεινό φαινόμενο του εφησυχασμού και της εν πολλοίς εκκοσμικεύσεως του Μοναχισμού. Τα Μοναστήρια μας σήμερα δυστυχώς τείνουν να καταντήσουν τουριστικοί προορισμοί και τόποι συνάντησης προσκυνητών με κάποιους αξιοπερίεργους «Γέροντες», κάτι σαν τους ινδουιστές γκουρού, οι οποίοι προαναγγέλλουν τα μέλλοντα και τα έσχατα. Να αναθέσουν ακόμη εισήγηση για το μεγάλο καινοφανές πρόβλημα των μικτών μοναστικών κοινοτήτων, τα οποία μας ήρθαν από την αιρετική Δύση. Επίσης μια άλλη εισήγηση η οποία θα στηλίτευε την απόπειρα νόθευσης της γνησίας Ορθόδοξης πνευματικότητας με την ψεύτικη, οικουμενιστικής εμπνεύσεως, η οποία καλλιεργείται σε «Μονές» των αιρετικών παπικών, όπως αυτές του Μπόζε και του Ταϊζέ, στις οποίες συρρέει πλήθος Ορθοδόξων μοναχών και μοναζουσών, προκειμένου να συμμετάσχουν στα Συνέδριά τους, τα οποία υποτίθεται έχουν σκοπό να γνωρίσουν και να προάγουν την Ορθόδοξη πνευματικότητα.
Κλείνοντας εκφράζουμε με πολύ πόνο ψυχής την απογοήτευσή μας για το Συνέδριο της Λευκάδος, καθ’ όσον παραθεώρησε το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο γνώρισμα, που χαρακτηρίζει τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, που τον διαφοροποιεί διαμετρικά από άλλους «Μοναχισμούς» αιρετικών και αλλοθρήσκων, που είναι ακριβώς η ομολογιακή και αγωνιστική του διάσταση. Δεν μπόρεσαν δυστυχώς οι διοργανωτές του Συνεδρίου να συνειδητοποιήσουν, ότι Μοναχισμός χωρίς αγώνες και θυσίες για την διαφύλαξη της πίστεως εν καιρώ αιρέσεων, όπως η δική μας, δεν είναι Ορθόδοξος Μοναχισμός, αλλά κάτι σαν Γκουρουϊσμός, ή βουδιστικός Μοναχισμός. Δεν μπόρεσαν δυστυχώς να συνειδητοποιήσουν, ότι η πίστη είναι πάνω από όλα, είναι το εν «ου έστι χρεία» (Λουκ.10,42). Αν χαθεί η πίστη, χάνονται όλα τα άλλα. Χωρίς την Ορθόδοξη πίστη, ως προϋπόθεση, δεν υπάρχει ούτε αληθινός Μοναχισμός, ούτε αληθινή Ιεραποστολή, ούτε αληθινή Ποιμαντική, ούτε αληθινή άσκηση, ούτε αληθινή λατρεία, ούτε αληθινά μυστήρια, ούτε αγιασμός, ούτε σωτηρία. Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε!!!
Και αν ακόμη κάποιος νηστεύει κάθε μέρα, και αν ακόμη προσεύχεται από το πρωί ως το βράδυκαι από το βράδυ ως το πρωΐ, και αν ακόμη κοινωνεί κάθε μέρα, και αν ακόμη κάνει ελεημοσύνες μεγάλες και σπουδαίες, και αν ακόμη κάνει ιεραποστολή, οτιδήποτε και αν κάνει, χωρίς την Ορθόδοξη πίστη, δεν έχουν καμία αξία όλα αυτά ενώπιον του Θεού.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΣ – ΟΥΝΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΤΥΠΟΥ BOSE
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
Ἐν Πειραιεῖ 19-9-2018,
Στό οἰκουμενιστικό – οὐνιτικό μοναστήρι τοῦ Bose τοῦ αἱρετικοῦ παπικοῦ κ. Enzo Bianci, στήν Βόρεια Ἰταλία, διεξήχθη γιά μιά ἀκόμη χρονιά ἀπό 5 ἕως 8 Σεπτεμβρίου, τό 25ο Διεθνές Συνέδριο «Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος», μέ τό γενικό θέμα: «Διάκρισις καί χριστιανικός Βίος».
Συμμετεῖχαν οἰκουμενιστές ἀπό πολλές Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ζιμπάμπουε κ. Σεραφείμ, ἡ καθηγήτρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ Ἀρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος, κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ.ἄ. Μήνυμα στό Συνέδριο ἀπηύθυνε, ὡς κατ’ ἔτος, ὁ οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, τό ὁποῖο ἀνέγνωσε ὁ ἐκπρόσωπός του Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρας Φασίολο, κληρικός τῆς Μητροπόλεως Ἰταλίας. Εἰσήγηση μέ θέμα «Ἐγρήγορση καί αὐθεντικότητα στήν Ἐκκλησία σήμερα», πραγματοποίησε στίς 8 Σεπτεμβρίου ὁ οἰκουμενιστής Ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννης Χρυσαυγής[1].
Καθηκόντως τονίζουμε τά ἑξῆς: Τόσο ὁ μοναχισμός, ὅσο καί ὁ ἐρημητισμός στή Δύση δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν ὀρθόδοξο ἀνατολικό μοναχισμό καί ἐρημητισμό. Ὁ Παπισμός εὐνόησε τήν διαμόρφωση τῶν μοναχικῶν ταγμάτων (Ἰησουϊτῶν, Καπουτσίνων, Δομινικανῶν, Φραγκισκανῶν κ.ἄ.), τά ὁποῖα εἶναι διασκορπισμένα σέ διάφορες περιοχές, ἀλλά ἔχουν ἑνιαία ὀργάνωση καί ὑπάγονται στήν κεντρική ἐξουσία τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης. Ἀκόμη, χαρακτηρίζονται συνήθως γιά τήν ἐξειδίκευσή τους σέ κάποια ἰδιαίτερη ἀποστολή (φιλανθρωπική δράση, κλπ) καί διακρίνονται ἐξωτερικά ἀπό τήν διαφορετική ἐνδυμασία τους. Τά μοναχικά τάγματα ἦταν καί παραμένουν ἄγνωστα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἡ ὅλη δομή τους προϋποθέτει διαφορετική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας. Γενικά, ὁ μοναχισμός στή Δύση τοποθετεῖται στήν ὑπηρεσία κάποιου κοινωνικοῦ σκοποῦ, δηλ. εἶναι κυρίως ὀργανωτικός, ἐνῷ στήν Ἀνατολή εἶναι κυρίως ἡσυχαστικός καί ἔχει ὡς κύριο σκοπό τήν ἀένναη λατρεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀδιάλειπτη καρδιακή νοερά προσευχή, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη, τήν παρθενία, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τό φωτισμό καί τή θέωση. Στό ἴδιο ξένο πρός τήν Ἀνατολή πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἐρημητισμός στή Δύση, ὁ ὁποῖος ἔχει μεταλλαχθεῖ σέ κάποιο εἶδος κοινωνικοῦ ἐρημητισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ ἐρημητισμός στή Δύση ἄν δέν ἔχει ἐκλείψει παντελῶς, ἔχει σημαντικά ἐξασθενήσει[2].
Μέ τόν «παντοδύναμο» Πάπα του ὁ Παπισμός σκοπεύει νά κατακτήσει τόν κόσμο. Ἡ παρά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (16ος Κανών)[3] ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου καί τά ποικίλα «κοινωνικά» μοναχικά τάγματα ἔρχονται νά ὑπηρετήσουν τό σκοπό αὐτό. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀντιθέτως, σκοπεύουσα, ὄχι στήν κατάκτηση, ἀλλά στή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, οὔτε τήν ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου ἐπέβαλε, οὔτε τό μοναχισμό ἀπό ἡσυχαστικό μετέβαλε σέ κοινωνικό καί τῆς δράσεως. Στή «θεοποιό» ἡσυχία ὁ μοναχός μεταμορφώνεται καί μυστικῶς μεταμορφώνει τόν κόσμο καί δι’αὐτοῦ:
«... ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως[4].»
Εἶναι γνωστός ὁ οἰκουμενιστικός, διαβρωτικός καί ἰσοπεδωτικός ρόλος τοῦ Bose. Ἐργαστήρι οἰκουμενιστικῆς θεολογίας ἀποτελεῖ ἡ μοναστική κοινότητα τοῦ Bose τῆς Βόρειας Ἰταλίας. Στό παπικό αὐτό μοναστήρι κάθε χρόνο διοργανώνονται διαχριστιανικά συνέδρια μέ ὁμιλητές, ὄχι μόνο παπικούς, προτεστάντες, μονοφυσῖτες, ἀλλά καί «ὀρθοδόξους» κληρικούς καί θεολόγους. Ἡ κοινότητα αὐτοπροβάλλεται ὡς φιλορθόδοξος καί τά μέλη της ὑποτίθεται ὅτι ἐντρυφοῦν στήν ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοση. Παρά, ὡστόσο, τή βαθειά γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν ὀρθοδόξων ἀσκητῶν Πατέρων, παραμένουν ἀμετανόητοι καί σταθεροί στήν πίστη τῆς αἵρεσής τους! Ἡ συμμετοχή πολλῶν «ὀρθοδόξων» στά διαχριστιανικά συνέδρια τοῦ Bose δημιουργεῖ μεγάλη σύγχυση στούς ὀρθόδοξους πιστούς, ὄχι μόνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλά ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης. Καί πῶς νά μήν μπερδευτεῖ ἕνας πιστός βλέποντας ὀρθόδοξες βυζαντινές εἰκόνες νά κοσμοῦν τά ἔντυπα τῆς ἀδελφότητας τοῦ Βοse ἤ εἰσηγήσεις μέ θέματα, ὅπως «Ἐγρήγορση καί αὐθεντικότητα στήν Ἐκκλησία σήμερα», μέ ἀναφορές σέ ἀποσπάσματα τῶν ἀσκητῶν Πατέρων τῆς Γάζας, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννη, ὅπου παρουσιάζονται ὁρισμένα βασικά στοιχεῖα τῆς ἀρετῆς τῆς διακρίσεως καί ἡ πνευματική κατεύθυνσή της, ἡ ὁποία δέν πρέπει ποτέ νά βασίζεται στήν ἐξουσία τοῦ ἀτόμου, πού τήν ἀσκεῖ, ἀλλά στήν ἀνάπτυξή της, στήν ταπεινοφροσύνη, στόν σεβασμό πρός τόν ἄλλο, στή λεπτότητα, πού ἐκφράζεται συχνά περισσότερο μέ σιωπή, παρά μέ λόγια;
Ὁ προσεκτικότερος ὡστόσο μελετητής τῶν ὀνομάτων τῶν ὀρθοδόξων εἰσηγητῶν διαπιστώνει πώς οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς εἶναι πρωτεργάτες οἰκουμενιστικῶν δράσεων καί ἐντός τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται. Ἀποκαλυπτική τοῦ οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀδελφότητας τοῦ Bose εἶναι καί ἡ ἐπίσημη ἱστοσελίδα της[5]. Σέ αὐτή ρητά ἀναφέρεται ὅτι στή μονή Bose ἐγκαταβιώνουν «μοναχοί καί μοναχές» ἀπό ὅλες τίς χριστιανικές ὁμολογίες (παπικοί, προτεστάντες, μεθοδιστές κ.ἄ.), ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ παπικοῦ Enzo Bianchi. Δέν πρόκειται, παρά γιά ἐφαρμογή τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὄχι μόνο στή θεολογία, ἀλλά καί στή λειτουργική πράξη καί τή μοναχική ζωή, ὅπου συμπροσευχόμενοι παρίστανται ἀπό κοινοῦ κληρικοί καί πιστοί «ὀρθόδοξοι», παπικοί καί ἀπό κάθε χριστιανική αἵρεση. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ κοινότητα τοῦ Bose ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρό προπύργιο τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ συμμετοχή στά συνέδριά της «ὀρθοδόξων» κληρικῶν καί θεολόγων ἀποτελεῖ πράξη θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς ἀνευθυνότητας, ἀφοῦ, ἀφ’ἑνός ὁδηγεῖ σέ σύγχυση τούς ὀρθόδοξους πιστούς, ἀφ’ἑτέρου δέ κανέναν αἱρετικό δέν ὁδήγησε σέ ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία[6].
Εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ π. Ἰωάννης θά παρέλειψε σκόπιμα στήν εἰσήγησή του νά ἀναφερθεῖ σέ ὅσα οἱ ὅσιοι καί θεοφόροι πατέρες μας Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης λέγουν περί τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν. Ἐμεῖς, ὅμως, ἄς τά ὑπενθυμίσουμε. Λέγει ὁ Μέγας Βαρσανούφιος στήν χ΄ (600ή) ἀπόκρισή του γιά τίς αἱρέσεις ὅτι εἶναι δόγματα τῶν Ἑλλήνων (δηλ. τῶν εἰδολωλατρῶν), ματαιολογίες ἀνθρώπων, πού νομίζουν ὅτι κάτι εἶναι, καί ρήματα ἀργῶν ἀνθρώπων. Τίς αἱρέσεις τίς γέννησε ἡ πλάνη. Μποροῦμε νά τίς ἀναγνωρίσουμε ἀπό τούς καρπούς τους, πού εἶναι ἡ φυσίωση, ἡ ἐξουδένωση, ἡ χαύνωση, ἡ ἀμέλεια, τό πρόσκομμα, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ νόμου ἤ καλύτερα τοῦ νομοθέτου Θεοῦ. Εἶναι οἰκητήριο δαιμόνων καί τοῦ ἄρχοντός τους διαβόλου. Δέν φέρνουν στό φῶς, ἀλλά στό σκότος. Δέν προτρέπουν σέ φόβο Θεοῦ, ἀλλά στήν κατά διάβολον προκοπή. Δέν γλυτώνουν ἀπό τόν βόρβορο, ἀλλά καταποντίζουν σ’ αὐτόν. Αὐτές εἶναι τά ζιζάνια, πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός στόν ἀγρό τοῦ οἰκοδεσπότου. Αὐτές εἶναι τά ἀγκάθια, πού φύτρωσαν στήν καταραμένη ὑπό τοῦ Δεσπότου Θεοῦ γῆ. Εἶναι ψεῦδος, σκότος, πλάνη, ἀλλοτρίωση Θεοῦ[7]. Κατά τόν Μέγα Βαρσανούφιο, αἱρετικός εἶναι καθένας, πού δέν φυλάττει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, παρ’ ὄλο πού πιστεύει στήν καρδιά του καί ὀμολογεῖ μέ τό στόμα του τόν Χριστό[8].
Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος στήν χδ΄ (604η) ἀπόκρισή του μᾶς ἀποκαλύπτει πῶς φθάνουν μερικοί στό σημεῖο νά λαλοῦν καινά δόγματα. Ἐξηγεῖ ὅτι μερικοί, νομίζοντας πώς εἶναι διδάσκαλοι ἀφ’ἑαυτοῦ τους ἤ ἀναγκαζόμενοι ἀπό τούς ἀνθρώπους νά γίνουν διδάσκαλοι, πρόκοψαν πολύ καί περισσότερο ἀπό τούς διδασκάλους τους καί ἔφτιαξαν καινά δόγματα. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἔμειναν πιστοί στίς παραδόσεις καί τά μαθήματα τῶν διδασκάλων τους, τά ὁποία, ὅμως, δέν ἦταν ὀρθά. Ἀφοῦ πρόκοψαν καί ἔγιναν πνευματικοί διδάσκαλοι, δέν παρακάλεσαν τόν Θεό γιά τούς διδασκάλους τους, ἄν δηλαδή αὐτά, πού εἶπαν, εἶναι ἐπικυρωμένα καί ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἀλλά, ἔχοντας τούς ἑαυτούς τους ὡς σοφούς καί γνωστικούς, δέν διέκριναν τούς λόγους τους. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναμίχθηκαν οἱ διδασκαλίες τῶν διδασκάλων τους μέ τίς διδασκαλίες τους καί πότε δίδασκαν ἀπό τήν διδασκαλία, πού ἔμαθαν, πότε ἀπό τήν εὐφυΐα τοῦ μυαλοῦ τους. Ἔτσι, αὐτοί οἱ λόγοι γράφτηκαν στό ὄνομά τους. Ἀφοῦ πρόκοψαν καί βελτιώθηκαν περισσότερο, πῆραν καί ἀπό ἄλλους, ἀλλά καί ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα τούς ἀποκαλύφθηκε κάτι. Καί δίδαξαν ἀπό τά μαθήματα τῶν διδασκάλων τους, χωρίς νά διακρίνουν, ἄν οἱ λόγοι τους εἶναι ἀληθινοί, ὅπως ὄφειλαν νά πληροφορηθοῦν ἀπό τόν Θεό μέ τήν δέηση καί τήν προσευχή. Ἔτσι, ἀναμίχθηκαν οἱ διδασκαλίες καί, ἐπειδή εἰπώθηκαν ἀπ’ αὐτούς, γράφτηκαν στό ὄνομά τους. Ὅταν, λοιπόν, ἀκούσουμε κάποιον ἀπ’αὐτούς νά ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτά, πού λέει, τά ἄκουσε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτό εἶναι πληροφορία καί ὀφείλουμε νά τόν πιστέψουμε. Ὅταν, ὅμως, διδάσκει τά λόγια του, δέν θά τόν ἀκούσουμε νά λέει αὐτό. Γιατί, αὐτά δέν προέρχονται ἀπό πληροφορία, ἀλλά ἀπό τά μαθήματα τῶν πρώτων διδασκάλων του. Ἔτσι, προσέχοντας στή γνώση καί τή σοφία τους, δέν ρώτησαν τόν Θεό γι’αὐτά, ἄν εἶναι ἀληθινά[9].
Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος λέγει ὅτι, ἐάν προσμένεται νά κινηθεῖ σέ ἕνα τόπο αἵρεση, δέν πρέπει νά ἀναχωρεῖ κανείς ἀπό τόν τόπο αὐτό, προτοῦ νά φανερωθεῖ ἡ αἵρεση. Ἐπίσης, λέγει ὅτι, ἐάν σέ ἕνα τόπο κινεῖται μιά ὑπόθεση καί οἱ Πατέρες στόν τόπο αὐτό δέν μποροῦν νά διακρίνουν, ἄν εἶναι αἱρετική ἡ ὄχι, πρέπει νά πηγαίνει κάποιος καί νά ρωτᾶ τούς ἐμπείρους γι’αὐτό. Τέλος, ὁ ἴδιος συνιστᾶ:
«Φεῦγε αὐτά, ἀδελφέ, μή βεβαιωθῇ ὁ λόγος αὐτῶν ἐν τῇ καρδίᾳ σου˙ ξηραίνουσι δάκρυα, τυφλοῦσι τήν καρδίαν καί ἄπαξαπλῶς ἀπολλύουσι τούς προσέχοντας αὐτοῖς ἀνθρώπους˙ μή στῇς ἐν αὐτοῖς˙ μή μελετήσης αὐτά, πικρίας γέμουσι καί τελεσφορουσι καρπόν εἰς θάνατον… Ἀδελφέ, εἰ σωθῆναι θέλεις, μή βάλης σεαυτόν εἰς ταῦτα˙ ἐπεί μαρτύρομαί σοι ἐνώπιον Θεοῦ ὅτι εἰς βόθυνον ἐνέπεσας τοῦ διαβόλου καί εἰς τόν ἔσχατον θάνατον. Λοιπόν, ἀπόστα τούτων καί ἰχνηλάτησον τούς Πατέρας˙ κτῆσαι σεαυτῷ τήν ταπείνωσιν καί τήν ὑπακοήν, τόν κλαυθμόν, τήν ἄσκησιν, τήν ἀκτημοσύνην, τό ἀψήφιστον καί ὅσα τοιαῦτα εἰσί καί εὑρίσκεις εἰς τά ρήματα αὐτῶν καί τούς βίους. Ποίησον δέ καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας καί μή προσχῆς ἐμοί τῷ λέγοντι καί μή ποιουντι[10].»
Ἄν κάποιος ἔχει κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο, πού εἶναι αἱρετικός, συμβουλεύει ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος ὅτι πρέπει νά τόν νουθετεῖ, ὄχι, ὅμως, καί νά ἀντιλέγει:
«Νουθέτησον αὐτόν τήν ὀρθήν ἐπιγνῶναι πίστιν˙ μή ἀντιβάλης δέ αὐτῷ, μηδέ θελήσης γνῶναι τί φρονεῖ, ἵνα μή ἐμβάλῃς εἰς σέ τόν ἰόν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐάν θελήσῃ ὅλως ὠφεληθῆναι, καί ἄκουσαι τήν ἀλήθειαν τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτόν πρός ἁγίους Πατέρας τούς δυναμένους ἐν Χριστῷ αὐτόν ὠφελῆσαι, καί οὕτως εὑρίσκη ἀβλαβῶς κατά Θεόν αὐτῷ συνερχόμενος. Ἐάν δέ μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν μή προσδέξηται τήν διόρθωσιν, τόν τοιοῦτον, κατά τόν Ἀπόστολον, παραιτοῦ[11].»
Εἶναι, βεβαίως, καλή ἡ ἀναφορά τοῦ π. Ἰωάννου σέ ἀποσπάσματα τῶν ἀσκητῶν Πατέρων τῆς Γάζας, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννη, ὅπου παρουσιάζονται ὁρισμένα βασικά στοιχεῖα τῆς ἀρετῆς τῆς διακρίσεως καί ἡ πνευματική κατεύθυνσή της. Ἀλλά, ἐάν δέν ὑποδείξει στούς θαμῶνες τοῦ Bose τήν αἵρεσή τους καί τήν τραγική τους πλάνη, πῶς θά σωθοῦν καί σέ τί θά τούς ὠφελήσουν οἱ ἀσκητές Πατέρες;
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ξεκίνησε τό 25ο διεθνές συνέδριο Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος στό μοναστήρι τοῦ BOSE, 5-9-2018, https://www.ekklisiaonline.gr/nea/xekinise-to-25o-diethnes-synedrio-orthodoxou-pnevmatikotitos-sto-monastiri-tou-bose/, καί, Ὁ Ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννης Χρυσαυγῆς στό συνέδριο BOSE, 9-9-2018, (http://fanarion.blogspot.com/2018/09/bose.html).
[2] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 111-112.
[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θες/κη 2003, σσ. 233-234.
[4] Λουκ. 17, 20. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός. Ὀρθοδοξία καί παπισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σ. 94.
[5] https://www.monasterodibose.it/
[6] ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΑΤΣΗΣ, «Προπύργιον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τό Bose», Ὀρθόδοξος Τύπος (25-6-2010) (http://thriskeftika.blogspot.gr/2010/06/bose.html), ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, 27-6-2013, (https://www.imp.gr/images/Epikairothta_2013/ANAKOINOTHEN_EPISTOLH_OIKOYMENIKOS_OIKOYMENISMOS_DIALOGOI.pdf).
[7] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1997, σσ. 283-284.
[8] Ὀ. π., ἀπόκρισις φλς΄, σ. 256.
[9] Ὄ. π., σσ. 287.
[10] Ὄ.π., ἀπόκρισις φλζ΄, φλη΄καί χ΄, σσ. 256-257, 284.
[11] Ὄ. π., ἀπόκρισις ψλγ΄, σ. 327.
Πηγή: Ακτίνες
Σχόλιο Τ.Ι.: Ἡ οἰκουμενιστική Κοινότητα Taizé ἱδρύθηκε τό 1940 στην κεντρική Γαλλία. Προβάλλεται ὡς το ἀπόλυτο οἰκουμενιστικό πρότυπο εἰρηνικῆς συμβίωσης διαφορετικῶν πεποιθήσεων ἀνθρώπων καί σάν ἀξιοθέατο τουρισμοῦ, ὅπου πραγματοποιοῦνται οἰκουμενιστικές ἐκδηλώσεις καί συνέδρια, πού σκοπό ἔχουν νά δώσουν στούς πολλούς τήν ψευδαίσθηση, ὅτι οἱ δογματικές ἀποκλίσεις τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλά ἁπλᾶ ἀποτελοῦν διαφορετικές παραδόσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ στόχοι τους εἶναι ταυτόσημοι μέ αὐτους τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιών: ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ὁρατῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν μεταξύ τους σέ μία ὁρατή ἑνότητα, ἡ συμπροσευχές μέ ἀνθρώπους διαφόρων δογμάτων, και ἡ «ἀναζήτηση» τῆς ἀλήθειας μέσα ἀπό τό συγκρητισμό. Δέχεται ἐπισκέπτες ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, πού τούς καλεῖ νά συμπροσευχηθοῦν καί νά μελετήσουν ἀπό κοινοῦ τήν Ἁγία Γραφή. Ἕλληνες φοιτητές Θεολογικῶν Σχολῶν ἐπισκέπτονται τήν κοινότητα, δυστυχῶς, μετά ἀπό προτροπές οικουμενιστών καθηγητών τους.
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΑΙΖΕ ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ
Του Β. Χαραλάμπους - Θεολόγου,
«Στο Taizé θα θέλαμε να συνδράμουμε να γίνει πιο αντιληπτή η κοινωνία που, εν Χριστώ, υπάρχει ήδη μεταξύ όλων των βαπτισμένων» - ο Παπικός «αδελφός» Αλοΐς.
Η Ορθόδοξη συμμετοχή για τα 75χρονα της οικουμενιστικής «Κοινότητας Taizé», συνέβαλε στις οικουμενιστικές προσπάθειες της Παπικής οικουμενιστικής αυτής κοινότητας. Η οικουμενιστική «Κοινότητα Taizé», έχει επεκτείνει τα οικουμενιστικά ολισθήματά της και σε διαθρησκειακό επίπεδο, όπως τούτο έγινε στη διαθρησκειακή συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 2015 στο Taizé.
Η οικουμενιστική «Κοινότητα Taizé» ως γνωστό παρουσιάζεται σάν «μοναστική» κοινότητα. Έχει δολίως αποκληθεί «μοναστική». Είναι όμως μια από αυτές τις κοινότητες, που με βάση το Βατικάνειο «Κώδικα Κανονικού Δικαίου» (Codise di Diritto Canonico), θεωρούνται «Ιδιωτικές ενώσεις πιστών» (Associazones private di fedeli).
Η οικουμενιστική «Κοινότητα Taizé» βρίσκεται στην περιοχή της Γαλλικής Bourgogne (Βουργουνδίας), Saône et Loire. Η «Κοινότητα Taizé» αριθμεί πάνω από 100 άτομα. Είναι κατ’εξοχή οικουμενιστική κοινότητα. Δολίως καλείται οικουμενική και όχι οικουμενιστική κοινότητα. Τη κοινότητα αποτελούν άνθρωποι διαφόρων ομολογιών, από 30 χώρες. Τη συναποτελούν Παπικοί, Προτεστάντες και «Ορθόδοξοι». Το τι έχουν σοφισθεί είναι ολοφάνερο.
Η οικουμενιστική «Κοινότητα Taizé» ιδρύθηκε το έτος 1940 από το καλούμενο «αδελφό» Roger Schutz. Ο καλούμενος «αδελφός» Αλοΐς είναι ο σημερινός «ηγούμενος» της Κοινότητας Taizé. Ο παπικός Αλοΐς είναι Γερμανικής καταγωγής και Γαλλικής υπηκοότητας και παρουσιάζεται ως «ηγούμενος» της οικουμενιστικής αυτής κοινότητας.
Πάνω από 100,000 νέοι (διαφόρων δογμάτων) απ’όλο τον κόσμο την επισκέπτονται ετησίως. Η επίσκεψή τους είναι ολιγοήμερη και εκεί «ασχολούνται» με οικουμενιστικές προσευχές, την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, καθώς και με άλλες «συλλογικές» όπως τις καλούν εργασίες.
Για τις επισκέψεις αυτές αναφέρει σχετικά ο παρουσιαζόμενος ως «ηγούμενος» παπικός «αδελφός» Αλοΐς:
«Με αυτές τις επισκέψεις θα ήθελα να δείξω ότι με τους αδελφούς μου επιζητούμε με πάθος την κοινωνία μεταξύ των Χριστιανών. Στο Taizé θα θέλαμε να συνδράμουμε να γίνει πιο αντιληπτή η κοινωνία που, εν Χριστώ, υπάρχει ήδη μεταξύ όλων των βαπτισμένων.»
Τα των «ελασσόνων» δυστυχώς θα καραδοκούν για την επίπλαστη ενότητα. Δυστυχώς οι οικουμενιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στην «Κοινότητα Taizé», σκοπό έχουν να καταδείξουν ότι οι δογματικές διαφορές αποτελούν απλά διαφορετικές παραδόσεις. Τούτο άλλωστε υπονοείται και από τα κατά καιρούς παπικά κελεύσματα, όπου οι δογματικές διαφορές καλούνται σκοπίμως εκκλησιαστικά έθιμα.
Καθίσταται η αλήθεια της Πίστης δευτερεύουσα, χάριν της ανθρωπάρεσκης αγάπης. Επακόλουθο λοιπόν και τούτο από το ανθρωπάρεσκο των ελασσόνων στα οικουμενιστικά διαλογικά παίγνια. Καθίστανται τοιουτοτρόπως η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και η ομολογία της αλήθειας δευτερεύουσες. Είναι ξεκάθαρο δείγμα παπικής δολιότητας η «Κοινότητα Taizé» και συνεπώς είναι απαράδεκτη η συμμετοχή Ορθοδόξων σ΄αυτές τις οικουμενιστικές συνάξεις.
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 25η Ιανουαρίου 2016
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πολύ συχνά σήμερα διατυπώνεται από πολλούς υψηλόβαθμους κληρικούς, πατριάρχες και αρχιερείς, αλλά και λαϊκούς και ακαδημαϊκούς θεολόγους, η αντίληψη ότι η αποστολή του Μοναχισμού είναι να οδηγήσει εκείνους που απαρνήθηκαν τον κόσμο και ακολούθησαν την αγγελομίμητη πολιτεία της μοναχικής ζωής, στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Ότι, οι μοναχοί θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την νήψη και την προσευχή. Ποτέ να μην διακόπτουν την ησυχία τους, να είναι τέκνα τελείας υπακοής, (άλλωστε η αρετή της υπακοής είναι το θεμέλιο της μοναχικής ζωής), προς τους ποιμένας των, ηγουμένους, αρχιερείς, πατριάρχες, έστω και αν αυτοί συμβαίνει κάποτε να μην ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας. Ισχυρίζονται ακόμη ότι δεν θα πρέπει να ασχολούνται με θέματα αιρέσεων, για την αντιμετώπιση των οποίων είναι αρμόδιοι οι αρχιερείς και άλλα κατάλληλα πρόσωπα, που ορίζονται από αυτούς.
Τη νοοτροπία αυτή που θέλει τον μοναχό αυστηρά και αποκλειστικά προσηλωμένο στον προσωπικό του αγώνα για τον αγιασμό της ψυχής του εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ιδιαίτερα στην εποχή μας, σε ομιλίες πολλών πατριαρχών και αρχιερέων, όταν απευθύνονται σε μοναχούς και μοναχές της εκκλησιαστικής των δικαιοδοσίας, όπως για παράδειγμα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όταν επισκέπτεται το Άγιον Όρος και απευθύνεται σε αγιορείτες πατέρες. Οι λόγοι του έχουν σχεδόν αποκλειστικά χαρακτήρα νουθεσίας και υπομνήσεως για το χρέος, που έχουν οι αγιορείτες μοναχοί, να φθάσουν δια της ασκήσεως στον αγιασμό και την θέωση.
Ωστόσο η αντίληψη αυτή, όσο και αν φαίνεται ευλογοφανής για όσους δεν γνωρίζουν τον πραγματικό χαρακτήρα του Μοναχισμού, δεν μπορεί να δικαιωθεί ούτε από τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων μας, ούτε από τους βίους των οσίων της Εκκλησίας μας, ούτε γενικότερα από την Εκκλησιαστική μας Ιστορία. Προ πάντων όμως δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στη διδασκαλία του Κυρίου μας, ο οποίος εζήτησε από όλους τους μαθητές του να ομολογούν με παρρησία το όνομά του. Οι μοναχοί οφείλουν βέβαια να είναι τέκνα υπακοής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άλογα πρόβατα και άβουλα όντα. Ως γνήσια τέκνα υπακοής στις ευαγγελικές εντολές, ποτέ δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ποιμένα «μη εισερχόμενον διά της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνοντα αλλαχόθεν», δηλαδή αιρετικά φρονούντα, διότι τον θεωρούν «κλέπτην και ληστήν» (πρβλ. Ιω.10,1), αλλά και διότι έχουν προ οφθαλμών την σαφή εντολή του Χριστού: «αλλοτρίω δε, [δηλαδή αιρετικά φρονούντα], ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού» (Ιω.10,5).
Ένα απλό ξεφύλλισμα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και των βίων των αγίων, είναι αρκετό για να μας πείσει τον καθένα, ότι οι μοναχοί δεν αγωνίστηκαν μόνο για τον προσωπικό τους αγιασμό, αλλά παράλληλα θεώρησαν χρέος τους, να αγωνιστούν εναντίον των αιρέσεων της εποχής των και να θυσιαστούν υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις υπήρξαν οι κύριοι, ή και αποκλειστικοί υπέρμαχοί της. Και για να μιλήσουμε ακριβέστερα, οι μοναχοί, σε μεν περιόδους ειρήνης αγωνίζονταν τους ασκητικούς των αγώνες για να κατορθώσουν τις αρετές, σε περιόδους όμως που η εκκλησία επολεμείτο από αιρέσεις, αγωνίζονταν με διάκριση και ταπείνωση, με εκκλησιαστικό ήθος και φρόνημα, αλλά και με ζήλο και πνεύμα αυτοθυσίας, για να μην νοθευτεί αλλά να παραμείνει απαραχάρακτη η «άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστις» (Ιουδ.3). Ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γνωστός για τους ασκητικούς, αλλά και για τους αντιαιρετικούς του αγώνες και τους διωγμούς, που υπέμεινε κατά την περίοδο της αιρέσεως της εικονομαχίας, εδίδασκε σχετικά με το ζήτημα αυτό:
«Είναι εντολή Κυρίου να μην σιωπούμε, όταν η πίστη κινδυνεύει από αιρέσεις. Διότι λέγει ‘να ομιλείς και να μην σιωπάς’ και ‘εάν υποστέλληται (υποχωρήσει), ουκ ευδοκεί, (δεν ευαρεστείται) σ’ αυτόν η ψυχή μου’ (Εβρ.10,38), και ‘εάν ούτοι σιωπήσωσι οι λίθοι κεκράξονται’, (Λουκ.19,40). Ώστε όταν ο λόγος είναι περί πίστεως, δεν μπορούμε να πούμε: Εγώ ποιος είμαι; Ιερεύς; Ουδέποτε. Άρχων; Ούτε και αυτό. Στρατιώτης; Από πού; Γεωργός; Αλλά ούτε και αυτό. Πτωχός προμηθευόμενος μόνο την εφήμερη τροφή. Δεν μου πέφτει λόγος ούτε φροντίδα για το προκείμενο ζήτημα. Αλίμονο οι λίθοι θα κραυγάσουν και εσύ θα μείνης σιωπηλός και αμέριμνος;… Ώστε και αυτός ο πτωχός είναι εστερημένος από κάθε απολογία την ήμερα της κρίσεως επειδή τώρα δεν ομιλεί και άξιος κατακρίσεως και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο.» (PG 99,1321A-C)
Όπως σημειώνει πολύ ωραία ο αείμνηστος αρχ. π. Γεώργιος Καψάνης, πρώην Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους, ο αγώνας των μοναχών δεν είναι απλά αντιαιρετικός:
«Είναι αγών να πραγματωθή στους εαυτούς τους και να φανερωθή το πλήρωμα της Αληθείας και της Ζωής που έχει η Εκκλησία… Να μη κενωθή ο λόγος του Σταυρού. Να μη νοθευθή το Ευαγγέλιο. Να μη θεολογούμε κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αριστοτελικά (σχολαστικά), αλλά αλιευτικά (αποστολικά). Να μη χάσουμε την δυνατότητα της θεώσεως και του Ακτίστου Φωτός, δεχόμενοι κτιστή Χάρι. Να μη εκπέσει η Εκκλησία από σώμα Χριστού σε ανθρωποκεντρική οργάνωσι.» («Ορθόδοξος Μοναχισμός και Άγιον Όρος, σελ.45)
Την θυσιαστικό ήθος των μοναχών, τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία τους, τα βασανιστήρια και τις εξορίες που υπέμειναν για την καταπολέμηση των αιρέσεων και τέλος τους μαρτυρικούς των θανάτους, μπορούμε να αντιπαραβάλουμε με τα μαρτύρια των αρχαίων μεγάλων μαρτύρων της Εκκλησίας κατά τους τρείς πρώτους αιώνες των διωγμών. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τώρα οι διώκτες δεν είναι πλέον οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αλλά «χριστιανοί». Είναι αιρετικοί αυτοκράτορες, στρατιωτικοί, κληρικοί, επίσκοποι, ακόμη και πατριάρχες! Ο αγώνας είναι εναντίον «χριστιανών».
Παρά κάτω αναφέρουμε μερικές μόνο περιπτώσεις, (από τις πάμπολλες), οσίων και πατέρων της Εκκλησίας μας που παράλληλα με τους ασκητικούς των αγώνες, αγωνίστηκαν με μεγάλο ζήλο και πνεύμα αυτοθυσίας εναντίον των αιρέσεων. Και τούτο για να φανεί και η άλλη διάσταση του Μοναχισμού, η ομολογιακή, η οποία επιμελώς αποσιωπάται από τους οικουμενιστικούς κύκλους, (προφανώς για λόγους ευνοήτους), ενώ προβάλλεται μονομερώς και κατά κόρον μόνον η ασκητική του διάσταση.
1. Αρχίζουμε με τον Μέγα Αντώνιο, (4ος αιώνας), ο οποίος συχνά κατέβαινε στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει τον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας κατά της φοβερής αιρέσεως του Αρείου. Θεωρούσε καθήκον του και υποχρέωσή του να αφήσει κατά μέρος την προσωπική του άσκηση και να ενώσει τις δυνάμεις του, με τις δυνάμεις των λαϊκών μελών της Εκκλησίας, για τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας. Όπως μας πληροφορεί ο Μέγας Αθανάσιος, που έγραψε και τον βίο του:
«Όταν οι Αρειανοί διέδωσαν ψευδώς, ότι και αυτός έχει τα ίδια φρονήματα με αυτούς, αγανακτούσε και θύμωνε εναντίον τους. Κατόπιν κατά παράκληση των επισκόπων και όλων των αδελφών, κατέβηκε από το όρος. Αφού λοιπόν πήγε στην Αλεξάνδρεια, απεκήρυξε τους Αρειανούς λέγοντας, ότι η αίρεσις αυτή είναι η χειρίστη και πρόδρομος του Αντιχρίστου.» (Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου, PG26,909Β-912Β)
Στην περίοδο που στον θρόνο της Αλεξανδρείας ήταν ο Αρειανός πατριάρχης Γρηγόριος ο Καππαδόκης, οι διωγμοί των Ορθοδόξων είχαν φθάσει στο αποκορύφωμά τους. Όπως μας πληροφορεί ο άγιος Αθανάσιος σε εγκύκλια επιστολή του:
«Άγιες και αγνές παρθένοι ξεγυμνώνονταν και υφίσταντο ανεπίτρεπτη μεταχείριση. Εάν μάλιστα προέβαλαν αντίσταση, έθεταν σε κίνδυνο και αυτή την ζωή τους. Μοναχοί κατεπατούντο και πέθαιναν και μερικοί ρίχνονταν εδώ και εκεί, άλλοι δε φονεύονταν με ξίφη και ρόπαλα και άλλοι πάλι τραυματίζονταν.» (ΒΕΠΕΣ, τομ. 30, σελ.196-197)
Στην περίοδο που στον θρόνο της Αλεξανδρείας ήταν ο Αρειανός πατριάρχης Λούκιος, πολλούς διωγμούς υπέφεραν οι μοναχοί που ζούσαν στα μοναστήρια και τις σκήτες που βρίσκονταν γύρω από την Αλεξάνδρεια. Όλοι εκείνοι οι μοναχοί είχαν τόσο θερμή πίστη και τόσο ακμαίο ομολογιακό φρόνημα, ώστε εάν:
«... παρουσιαζόταν ανάγκη, προτιμούσαν με προθυμία περισσότερο τον θάνατο, παρά να αποδεχθούν κάποια αλλοίωση σε έστω και ένα από τα Ορθόδοξα δόγματα της Συνόδου της Νικαίας.» (Νικηφόρου Καλλίστου Εκκλησιαστική ιστορία, PG146,653B-D)
Στην ίδια εκείνη περίοδο ηγέτης στην Καππαδοκία και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής στον αντιαιρετικό αγώνα κατά του Αρειανισμού αναδείχθηκε ο Μέγας Βασίλειος με συνεργούς του τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης και τον άγιο Ευσέβιο Σαμοσάτων. Ο Μέγας Βασίλειος, έχοντας ο ίδιος την εμπειρία της ασκήσεως και της μοναχικής ζωής, έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση προς τους μοναχούς, τους οποίους σε διάφορες επιστολές του επαινούσε και προέτρεπε να υπομένουν με γενναιότητα τους διωγμούς και τις δοκιμασίες από τους Αρειανούς. Σε μια τέτοια επιστολή του προς τους μοναχούς της Βεροίας, έγραφε:
«Στέναξα όταν άκουσα πως ξεσηκώθηκε εναντίον σας ο άγριος εκείνος διωγμός και ότι οι ‘εις κρίσεις και μάχας νηστεύσαντες’ (Ησ.58,4), επιτέθηκαν αμέσως μετά το Πάσχα εναντίον των σκηνωμάτων σας και παρέδωσαν στις φλόγες τους κόπους σας.» (PG 32, 944Α)
Σε άλλους μοναχούς έγραφε:
«Σας παρακαλούμε πάνω από όλα να θυμάστε την πίστη των Πατέρων και να μην κλονίζεσθε, από όσους προσπαθούν να διαταράξουν την ησυχία σας. Γνωρίζετε καλά άλλωστε, ότι ούτε η ακριβής πολιτεία θα είναι ωφέλιμη μόνη της, εάν δεν είναι φωτισμένη από την ορθή πίστη στον Θεό, αλλά ούτε και η Ορθόδοξος ομολογία θα μπορέση να σας παρουσιάσει στον Κύριο, εάν στερήται από αγαθά έργα. Αντιθέτως πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο για να είναι άρτιος ο άνθρωπος του Θεού και να μη χωλαίνει η ζωή μας λόγω ελλείψεως.» (PG32,1040Α)
Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης δίδασκε, ότι πρέπει να βοηθούμε αυτούς που πέφτουν σε αίρεση για να επιστρέψουν στην ορθή πίστη. Εάν όμως δεν τα καταφέρουμε, να μη έχουμε πλέον φιλία μαζί τους, για να μη μας συμπαρασύρουν στην πλάνη τους (Το Γεροντικόν σελ.39).
2. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αποδοκίμαζε τις αιρέσεις του Σαβελλίου και του Αρείου:
«... και κατεπολέμησε επίσης τόσο πολύ το παράλογο δόγμα του Απολλιναρίου, ώστε έκανε το παν για να το ξεριζώση από κάθε χριστιανκή ψυχή. Έφραξε ακόμη και τα απύλωτα στόματα των αιρετικών ανομοίων με πολλά επιχειρήματα και αγιογραφικά χωρία.» (Εγκώμιον εις τον όσιον πατέρα Εφραίμ, PG 46,825C-828A)
3. Aπό τους οσίους που αγωνίστηκαν εναντίον του Νεστοριανισμού μνημονεύουμε τον όσιο Υπάτιο, τον όσιο Δαλμάτιο, τον όσιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, τον άγιο Μάρκο τον ασκητή, τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο, τον άγιο Νείλο τον σοφό κ.α.
4. Από τους αγώνες των μοναχών κατά την περίοδο του Μονοφυσιτισμού μνημονεύουμε τον όσιο Αυξέντιο, τον όσιο Ευθύμιο τον Μέγα, τον όσιο Σάββα, τον όσιο Γελάσιο, τον όσιο Συμεών τον Στυλίτη, τον όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη κ.α.
5. Από τους αγώνες των μοναχών κατά την περίοδο του Μονοθελητισμού μνημονεύουμε τον άγιο Σωφρόνιο, τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή κ.α.
6. Από τους αγώνες των μοναχών κατά την περίοδο της Εικονομαχίας τον άγιο Γερμανό Πατριάρχη Κων/πόλεως, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο οσιομάρτυρα Ανδρέα τον εν τη Κρίσει, τον άγιο οσιομάρτυρα Στέφανο τον Νέο, τον όσιο Θεοστήρικτο τον ομολογητή, την οσία Ανθούσα, τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον όσιο Θεοφάνη της Σιγγριανής, τους οσίους Θεόδωρο και Θεοφάνη τους Γραπτούς, κ.α.
7. Από τους αγώνες των μοναχών κατά του Παπισμού, μνημονεύουμε τους αγίους οσιομάρτυρες αγιορείτες Πατέρες τους επί του λατινόφρονος Πατριάρχου Βέκου μαρτυρήσαντας. Το Άγιον Όρος την εποχή αυτή, (13ος αιών), γίνεται ο ισχυρός κυματοθραύστης της λαίλαπας του εκλατινισμού της Ορθοδοξίας. Λίγο αργότερα, (14ος αιών), ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γίνεται ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας κατά της επηρμένης δυτικής οφρύος του Παπισμού και ο ακατάβλητος υπερασπιστής; της Ορθοδόξου ησυχαστικής μας Παραδόσεως. Τον 15ον αιώνα εμφανίζεται ο Άγιος Μάρκος επίσκοπος Εφέσου ο Ευγενικός, ο οποίος και αυτός, προερχόμενος από τις τάξεις των μοναχών, έδωσε τη μεγάλη μάχη κατά του Παπισμού κατά την διάρκεια των εργασιών της ψευδοσυνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438-1439) και αργότερα από τις Μονές, όπου ήταν εξόριστος, για την μη εφαρμογή των προδοτικών αποφάσεων της εν λόγω ψευδοσυνόδου.
8. Στους μαύρους χρόνους της τουρκοκρατίας, όπου αφ’ ενός μεν ο εξισλαμισμός και αφ’ ετέρου ο εκλατινισμός από τους πολυάριθμους «μισιοναρίους» του Παπισμού και του Προτεσταντισμού έκανε θραύση, τα Ορθόδοξα Μοναστήρια μας υπήρξαν οι ισχυρές αντιστάσεις για τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας μας. Ο εθνομάρτυς και ισαπόστολος άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, (1714-1779), άφησε την ησυχία του αγίου Όρους και βγήκε στον κόσμο για να βοηθήσει το δοκιμαζόμενο Γένος μας, το οποίο κινδύνευε από τον εξισλαμισμό και τον εκλατινισμό. Βγήκε να καταγγείλει, ότι όλες οι πίστεις είναι κάλπικες, εκτός της Ορθοδόξου. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό επακολούθησε μια γιγαντιαία επιχείρηση για τον εκδυτικισμό της Ορθόδοξης πατρίδας μας με πρωταγωνιστές τους ξενόφερτους Βαυαρούς ηγεμόνες, παπικούς και προτεστάντες, που ήρθαν από την Βαυαρία, (σημερινή νότια Γερμανία), στην καθημαγμένη από τους αγώνες για την λευτεριά πατρίδα μας για να την κυβερνήσουν. Και επειδή έβλεπαν ότι στην επιχείρησή τους αυτή το μεγάλο εμπόδιο ήταν τα Μοναστήρια, έδωσαν εντολή και έκλεισαν 450 Ιερές Μονές στην τότε ελευθερωμένη Ελλάδα!
9. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε, τον σπουδαιότατο ρόλο που έπαιξαν τα Ορθόδοξα Μοναστήρια στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και γενικότερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριάρχησε ένας από τους φοβερότερους διωγμούς, που γνώρισε η Εκκλησία στους τελευταίους αιώνες. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια της μαρξιστικής λαίλαπας, τα Μοναστήρια υπήρξαν τα προπύργια της Εκκλησίας, τα καταφύγια των διωκόμενων πιστών από τους αιμοσταγείς αθέους μαρξιστές. Αναφέρουμε την περίπτωση του μεγάλου αγίου και Ομολογητού της Σερβικής Εκκλησίας, Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος, εξόριστος και απομονωμένος στην Μονή Τσέλιε της νοτίου Σερβίας, έδωσε τη μάχη κατά του αθεϊσμού και του Οικουμενισμού.
10. Τέλος στον αγώνα κατά της τελευταίας μεγάλης αιρέσεως που εμφανίστηκε κατά τον 20ον αιώνα και συνεχίζει να μαστίζει μέχρι σήμερα την Εκκλησία, της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, και πάλι οι μοναχοί ήταν οι κύριοι υπέρμαχοί της. Ήδη μνημονεύσαμε παρά πάνω τον άγιο Ιουστίνο τον Πόποβιτς, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος ισχυρός αντίπαλός της. Αναφέρουμε επίσης τον άγιο Παΐσιο τον αγιορείτη, τον όσιο Φιλόθεο τον Ζερβάκο, τον αείμνηστο π. Αθανάσιο τον Μητιληναίο, τον αείμνηστο αρχ. π. Γεώργιο Καψάνη κ.α. Ισχυρή επίσης υπήρξε η αντίσταση του αγιορείτικου Μοναχισμού κατά της εν λόγω αιρέσεως κατά την τριετία 1970-1973, κατά την οποία οκτώ αγιορείτικες Μονές, όλες οι σκήτες και τα περισσότερα κελιά, διέκοψαν την μνημόνευση των Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, (και αργότερα του Δημητρίου), παίρνοντας αφορμή από την αντικανονική άρση των αναθεμάτων το 1965 και άλλα οικουμενιστικά ανοίγματά του προς τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό.
Με πόνο ψυχής διαπιστώνουμε, ότι δυστυχώς, η αγωνιστικότητα των μοναχών υποβαθμίστηκε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα που η φοβερή αυτή αίρεση βρίσκεται στο αποκορύφωμά της και με πολλή λαχτάρα περιμένουν οι οικουμενιστές την συνοδική επικύρωση του Οικουμενισμού, (αντί της καταδίκης του), από την μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», σήμερα που ο αγώνας θα έπρεπε να είχε ενταθεί και ισχυροποιηθεί ακόμη περισσότερο, συμβαίνει δυστυχώς το ακριβώς αντίθετο. Τώρα που τα βλέμματα του πιστού λαούτου Θεού είναι στραμμένα με αγωνία στο Άγιον Όρος, ως την ακρόπολη της Ορθοδοξίας, προσδοκώντας τον θρίαμβο κατά της αιρέσεως, με πολλή θλίψη και απογοήτευση διαπιστώνουν ότι οι αγιορείτες Πατέρες, (εκτός ολίγων επαινετών εξαιρέσεων), φαίνεται να έχουν καταθέσει τα όπλα. Δεν βλέπουμε οργανωμένο αγώνα από Ιερές Μονές του αγίου Όρους. Οι Ηγούμενοι των Μοναστηριών, φοβούμενοι προφανώς μήπως υποστούν διωγμούς και καθαιρέσεις, σιωπούν ενόχως. Αλλά και η Ιερά Κοινότητα του αγίου Όρους κρατά μια στάση δυστυχώς ανοχής, αν όχι συντάξεως με τον Οικουμενισμό, πιεζόμενη από τις απειλές και τις φοβέρες των πατριαρχικών. Το χειρότερο είναι ότι προχωρεί ακόμη και σε διώξεις αγιορειτών μοναχών, όπως του π. Σάββα του Λαυρεώτου κ.α., επειδή τολμούν να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους; στην ένοχη σιωπή των Ιερών Μονών και της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην πλειονότητα των Ιερών Μονών στον ελλαδικό χώρο. Βεβαίως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον αντιοικουμενιστικό αγώνα, που δίδει εδώ και πολλά χρόνια η άτυπη «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», στην οποία συμμετέχουν πολλοί μοναχοί και κληρικοί με ομολογιακό φρόνημα. Όπως επίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους ελάχιστους ομολογητές ιεράρχες που αγωνίζονται κατά της αιρέσεως.
Κλείνοντας παρακαλούμε θερμά τους σεβαστούς μας μοναχούς και μοναχές να συνειδητοποιήσουν την επιτελική τους θέση μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και να αναλογισθούν τις ευθύνες τους. Να συνειδητοποιήσουν την ομολογιακή διάσταση του Ορθοδόξου Μοναχισμού. Να εννοήσουν, ότι, όταν ο Μοναχισμός περιορίζεται μόνο στην ασκητική του διάσταση, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον Γκουρουϊσμό, όπως πολύ ωραία τονίζει συνεχώς ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Γεώργιος Μεταλληνός. Τους παρακαλούμε να βαδίσουν πάνω στα χνάρια της πατερικής και μοναστικής μας παραδόσεως και να γίνουν οι συνεχιστές των ομολογητών μοναχών του παρελθόντος, διότι οι καιροί, που ζούμε είναι κάτι περισσότερο από πονηροί. Είναι τραγικοί!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Ο Β´ ΓΑΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΧΗΡΕΙᾼ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
ΚΑΙ Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ὕποπτη ἀλλαγή στό κείμενο τήν τελευταία στιγμή
1. Ἀκολουθοῦν τήν ὀλέθρια καί βλάσφημη καινοτομία τοῦ Μελετίου Μεταξάκη (1923)
Αἰφνιδίασε καί ἐξέπληξε ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου νά ἐπιτρέψει τόν δεύτερο (β´) γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, ὡς καί αὐτῶν πού ἐγκαταλείπονται ἀπό τίς πρεσβυτέρες τους. Ἦταν κάτι μή ἀναμενόμενο, διότι παρά τίς προσπάθειες πού κατέβαλαν καθ᾽ ὅλην τήν διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος καί τῶν ἀρχῶν τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου κοσμικόφρονες καί οἰκουμενιστικοί ἐκκλησιαστικοί κύκλοι νά ἐπιτραπεῖ ὁ β´ γάμος, αὐτό δέν κατέστη δυνατόν, διότι προσέκρουε στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Χρειαζόταν μεγάλο θράσος καί ἑωσφορικός ἐγωϊσμός, γιά νά ἀποτολμηθεῖ ἡ βλάσφημη αὐτή ἀγνόηση καί περιφρόνηση τῆς Ἀποστολικῆς καί Πατερικῆς διδασκαλίας καί πράξεως.
Γιά πρώτη φορά αὐτό συνέβη στό λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινουπόλεως (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ὅπου μέ ἐλάχιστο ἀριθμό συμμετοχῶν τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπετράπη ὁ δεύτερος γάμος τῶν συνεπείᾳ θανάτου χηρευόντων ἱερέων καί διακόνων: «... ὡς μή ἀντιβαίνων εἰς τό καθόλου πνεῦμα τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας». Ἐπειδή μάλιστα ἐγνώριζαν οἱ καιτονόμοι, μέ πρωτοστάτη τόν μασόνο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, ὅτι ἡ ἀπόφασή τους αὐτή ἦταν ἀντίθετη πρός τήν αἰωνόβια συνεχῆ καί σταθερή πράξη τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπαγορεύει τόν β´ γάμο, ἐτόλμησαν ἑωσφορικά νά θίξουν τήν ἱερότητα καί τό κῦρος αὐτῆς τῆς πράξεως, τήν ὁποία διεμόρφωσαν ἑκατοντάδες ἁγίων Πατέρων ὑψηλοῦ θεολογικοῦ κύρους καί σοφίας, κοσμικῆς καί χριστιανικῆς, συγχρόνως ὅμως καί διαπνεόμενοι ἀπό ἀληθινή ἀγάπη γιά τήν σωτηρία τῶν χηρευόντων κληρικῶν. Γράφουν λοιπόν στήν ἀπόφασή τους ὅτι:
«... ἡ ἔκπαλαι καί ὑπέρ ἑαυτῆς κανονικάς διατάξεις ἔχουσα σχετική πρᾶξις τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δέν ἔχει ἄθικτον τήν ἱερότητα καί τό κῦρος ἀναλλοίωτον.»
Θίγουν λοιπόν τήν ἱερότητα καί τό κῦρος τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ μέ σωτηριολογικές καί ποιμαντικές ἐπιπτώσεις θέματος καί ἀποφασίζουν ὅτι: «... ἡ πάλαι ὁρισθεῖσα καί μέχρι τοῦδε κρατοῦσα σχετική πρᾶξις ἐπιδέχεται τροποποίησιν». Ἀπαντώντας μάλιστα καί στό ζήτημα τῆς προτεραιότητας μεταξύ τῶν μυστηρίων γάμου καί ἱερωσύνης, ἡ ὁποία ἐπέβαλε γιά τούς ἐγγάμους πρῶτα νά γίνει ὁ γάμος καί μετά νά ἀκολουθήσει ἡ ἱερωσύνη, καί εἰς τό ἐάν αὐτή ἡ προτεραιότητα εἶναι ἀμετακίνητη, ἄν δηλαδή ἐπιτρέπεται νά προηγηθεῖ ἡ ἱερωσύνη καί νά ἀκολουθήσει ὁ γάμος ἀποφαίνονται ἐκ κοιλίας, χωρίς καμμία ἁγιογραφική καί πατερική ὑποστήριξη, ὅτι δέν ὑπάρχει προτεραιότητα, καί τό ἕνα δέν ἀποκλείει τό ἄλλο:
«Ἀμφότερα τά μυστήρια ταῦτα ἀπό τε δογματικῆς καί μυστηριακῆς ἀπόψεως ἐξεταζόμενα δέν ἀποκλείουσιν ἄλληλα[1].»
Τό ἴδιο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» ἀσχολήθηκε καί μέ τήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση, πού ἐπεβλήθη μονομερῶς χωρίς πανορθόδοξη ἀπόφαση καί προκάλεσε διαιρέσεις καί σχίσματα, καί μέ ἄλλες καινοτομίες στήν νηστεία, στήν ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κ.ἄ. Προσδιόρισε ἐν πολλοῖς τήν θεματολογία τῆς ἀπό τότε προετοιμαζόμενης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί ἔγινε ἡ κακιά μήτρα, ἀπό τήν ὁποία προῆλθαν πολλά ἐκτρώματα, αἱρετικά καί σχισματικά[2].
2. Διγλωσσία καί διπλωματία, ἀταίριαστες σέ ποιμένες. Ἀπόκλιση ἀπό τήν κανονική τάξη ὁ β´ γάμος
Εἶναι πάντως χαρακτηριστικό περί τοῦ ὅτι οἱ λαμβάνοντες τίς ἀντιπαραδοσιακές αὐτές ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες ἦσαν καιροσκόποι καί διπλωμάτες καί ὄχι ποιμένες, κάλαμοι ὑπό ἀνέμου σαλευόμενοι, προσαρμοστικοί στίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν καί τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ὅτι λίγο ἐνωρίτερα ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ὡς μητροπολίτης Ἀθηνῶν (1918-1920), εὑρέθηκε πρό συνόδου παραδοσιακῆς καί ὄχι μόνο δέν μπόρεσε νά προχωρήσει τό θέμα, ἀλλά καί προέβαλε τήν παραδοσιακή θέση.
Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ζίτσης Νικόλαος, τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε στήν Ἀθήνα καί ἔθεσε ἐνώπιον τῆς Συνόδου στίς 22-4-1920 τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν, ἐπειδή ἡ Σερβική Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα ἀπό τούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς καί ἔκλινε ὑπέρ εὐνοϊκῆς ἀποφάσεως, ἤθελε νά ἔχει τήν γνώμη καί τῆς ἰσχυρῆς τότε Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, εὑρέθη πρό τῆς ἑξῆς καταστάσεως. Ὁ μητροπολίτης Μελέτιος μέ δηλώσεις του ἐκφράσθηκε μέ συμπάθεια πρός τούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς καί αὐτό ἐνεθάρρυνε τόν Σέρβο μητροπολίτη νά ζητήσει τήν γνώμη τῆς ἑλλαδικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ὅμως:
«... ὀρθῶς σκεπτομένη καί σοβαρῶς ἀντιμετωπίζουσα τό θέμα ἔκρινεν ὅτι οὕτως ἐσημειοῦτο ἀπόκλισις ἀπό τῆς κεκανονισμένης τάξεως.»
Τό θέμα ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθεῖ πανορθοδόξως μέ ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πάντως καί μέσα στήν Σύνοδο ὁ μητροπολίτης Μελέτιος, μολονότι ἔβλεπε μέ συμπάθεια τό θέμα, προσαρμοσθείς πρός τό παραδοσιακό κλῖμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶπεν ὅτι:
«... ὁ δεύτερος γάμος ὄχι μόνον στερεῖται κανονικοῦ ἐρείσματος ἀλλά φαίνεται προσκρούων εἰς τό ἀποστολικόν "μιᾶς γυναικός ἄνδρα", ἐξ οὗ καί ἡ κανονική τάξις, ἡ μή ἐπιτρέπουσα τό δίγαμον, ὑπό τήν ἔννοιαν πάντοτε ὅτι ἡ διγαμία ἀποτελεῖ ἔλλειψιν, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει τό τέλειον[3].»
Τρία χρόνια ἀργότερα ὡς οἰκουμενικός πατριάρχης καί μέσα σέ διαφορετικό ἀντιπαραδοσιακό κλῖμα, πού ἄρχισε νά καλλιεργεῖται στίς αὐλές τοῦ Φαναρίου ἀπό τόν ὄντως ἐξωτερικά μεγαλοπρεπῆ πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ´ στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος, βρῆκε τόν κατάλληλο χῶρο καί χρόνο γιά νά σπείρει τά ζιζάνια τῶν καινοτομιῶν, πού τά ἐπότισαν καί τά περιποιήθκαν, ἀλλά ἔσπειραν καί νέα, οἱ καινοτόμοι διάδοχοί του Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος, γιά νά ἀνθίσουν καί καρποφορήσουν μετά ἀπό ἕνα αἰώνα στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.
3. Ἐκτός ἀπό τήν διγλωσσία καί διπλωματία ἔχομε καί ὕποπτες μεθοδεύσεις στήν σχετική ἀπόφαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης
Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν ἀντιφατικότητα, διπλωματία καί διγλωσσία τοῦ Μελετίου Μεταξάκη εὑρίσκεται εἰςτό ὅτι τό ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τήν ἐξέταση τοῦ θέματος τοῦ β´ γάμου τῶν κληρικῶν στά πλαίσια τῆς προετοιμασίας καί τῆς λειτουργίας τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού συνῆλθε στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016.
Ἐδῶ μάλιστα ἐκτός ἀπό τήν διγλωσία καί διπλωματία, πού χαρακτηρίζει τά κείμενα τῆς «Συνόδου», παρατηρήθηκε καί κάτι πολύ χειρότερο. Στό τελικό κείμενο τῆς «Συνόδου» «Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί στήν σχετική παράγραφο γιά τόν β´ γάμο τῶν κληρικῶν, ἐνῶ μέχρι καί τῆς «Συνόδου» καί σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς προετοιμασίας καί τῆς ἐπικαιροποίησης τοῦ κειμένου ἀπαγορευόταν ὁ γάμος τῶν ἐν χηρεία κληρικῶν, διότι «συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) μετά τήν χειροτονίαν, κωλύεται ἡ σύναψις γάμου», περιέργως ἔχει προταχθῆ μία φράση, ἐκ κοιλίας καί αὐτή, χωρίς κανένα ἔρεισμα, ὅπως ἔγινε καί στό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μελετίου Μεταξάκη, ἡ ὁποία ἀποδυναμώνει τή ἀπαγόρευση τῶν κανόνων καί ἀνοίγει τόν δρόμο στό νά ἐπιτραπεῖ ὁ β´ γάμος τῶν κληρικῶν. Ποιός ἐπρότεινε αὐτήν τήν προσθήκη; Ἔγινε εὐμενῶς δεκτή; Ὑπῆρξε συζήτηση; Διατυπώθηκαν ἀντιρρήσεις; Εἶναι μήπως προϊόν λαθροχειρίας καί νόθευσης τοῦ κειμένου μετά τήν ὑπογραφή;
Ἦσαν τόσο ἀπρόσεκτοι καί ἀδιάφοροι οἱ συνοδικοί ἐπίσκοποι, ὥστε δέν ἐπρόσεξαν τήν προσθήκη καί ὑπέγραψαν «τυφλοῖς ὄμμασι». Ἄς παρακολουθήσουμε ἀπό τήν ἀρχή τό θέμα καί τήν ἐξέλιξή του, γιατί παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον, κυρίως ὡς πρός τήν ἀξιοπιστία καί τό κῦρος τῆς «Συνόδου», τήν δυνατότητα ἀποδοχῆς της ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν δικαίωση ὅσων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀρνήθηκαν νά λάβουν μέρος καί ὅσων ἀπό ἐμᾶς ἀντιδροῦμε γιά τίς πανάθλιες καί ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις της.
4. Στό κενό ἡ ἀπόφαση τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου». Παραμένει ἡ ἀπαγόρευση τοῦ β´ γάμου
Ἡ ἀπόφαση τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923 πού ἐπέτρεπε τόν β´ γάμο τῶν ἐν χηρεία κληρικῶν δέν εἶχε καμμία ἐπίπτωση στήν ζωή καί στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Πανορθοδόξως ἐπικρατοῦσε ἡ θέση ὅτι ὁ β´ γάμος εἶναι ἀπηγορευμένος, διότι δέν εἶναι σύμφωνος πρός τήν κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποτυπώνεται καί στά συγγράμματα Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ὡς καί σέ γνῶμες καθηγητῶν τῆς Δογματικῆς, στά ὁποῖα ἐνδεικτικῶς θά ἀναφερθοῦμε.
Ὁ γνωστός Σέρβος κανονολόγος μητροπολίτης Νικόδημος Μίλας γράφει ὅτι στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία:
«... ἰσχύει ὁ ὡρισμένος θεσμός, ὅτι ὁ βουλόμενος ζῆν ὡς ἱερεύς ἐν κοινωνίᾳ γάμου ὀφείλει συνάψαι γάμον πρό τῆς χειροτονίας, διότι μετ᾽ αὐτήν ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὁ γάμος τοῖς ἐκ τοῦ καταλόγου τοῦ κλήρου[4].»
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης ἐξετάζων τόν γάμον ἀπό δογματικῆς πλευρᾶς γράφει:
«Διά τοῦτον καί ἄλλους λόγους ἐπεβλήθη ἐν μέν τῇ Δύσει ἡ γενική καταναγκαστική ἀγαμία εἰς πάντας τούς κληρικούς, ἐν δέ τῇ Ἀνατολῇ περιωρίσθη αὕτη μόνον εἰς τούς ἐπισκόπους διά τοῦ δωδεκάτου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 691, ἐνῶ τοῖς πρεσβυτέροις καί διακόνοις ἐπιτρέπεται πάντοτε ὁ πρό τῆς χειροτονίας γάμος, οὐχί δ᾽ ὅμως καί μετ᾽ αὐτήν[5].»
Ὁ ἔγκριτος κανονολόγος καθηγητής Παν. Παναγιωτᾶκος ἀναφερόμενος στά ἀνατρεπτικά κωλύματα τοῦ γάμου, τά ὁποῖα «κωλύουν ἐπί ποινῇ ἀκυρότητος τόν γάμον» συγκαταλέγει μεταξύ αὐτῶν τήν Ἱερωσύνη καί τήν Μοναχική Κουρά:
«... ὡς ἐκ τῶν ὁποίων ἀπαγορεύεται ἡ σύναψις γάμου παντί προσώπῳ προσκτησαμένῳ τήν Ἱερωσύνην εἰς πάντα τῆς χειροτονίας βαθμόν ἤ τήν Μοναχικήν Ἰδιότητα ἤ καί ἀμφοτέρας[6].»
Ἀπαριθμεῖ τούς σχετικούς ἀπαγορευτικούς κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς καί τά ἄρθρα 1364 καί 1372 τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, πού τήν ἐκκλησιατική ἀπαγόρευση τήν ἐδέχοντο καί ὡς πολιτική, νομική, ὅπως γινόταν καί στό Βυζάντιο. Συγκεκριμένα τό ἄρθρο 1364 προέβλεπε τά ἑξῆς:
«Κωλύεται ὁ γάμος κληρικῶν παντός βαθμοῦ καί μοναχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς ἐκκλησίας.»
Δυστυχῶς τό 1982 ἡ τότε κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀνάμεσα στίς ὀλέθριες, ἀντιπαραδοσιακές καί ἀντορθόδοξες ἀλλαγές καί μεταρρυθμίσεις, πού προσέβαλαν αἰώνιες ἀρχές καί ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁδήγησαν σταδιακά στήν σημερινή ἠθική καί πνευματική κατάρρευση, κατήργησε τό ἄρθρο αὐτό τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, μέ συνέπεια γιά τήν Πολιτεία, γιά τό Κράτος, ἡ Ἱερωσύνη δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου. Μποροῦν ἑπομένως κάποιοι κληρικοί νά τελοῦν πολιτικό γάμο, ἐφ᾽ ὅσον ὁ ἐκκλησιαστικός ἀπογορεύεται ἀκόμη σύμφωνα μέ τήν Εὐαγγελική καί Πατερική Διδασκαλία.
Αὐτήν ἀκολουθεῖ καί ὁ καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μητροπολίτης Τυρολόης καί Σερεντίου Παντελεήμων Ροδόπουλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος στό σχετικό του σύγγραμμα, τό ὁποῖο ἐδίδασκε ἐπί δεκαετίες στούς φοιτητάς, καί ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν καί τήν κατάργηση τοῦ ἄρθρου 1364, πού ἐμνημονεύσαμε, ἀπαριθμεῖ τά κωλύματα τοῦ γάμου καί ὡς ἀπόλυτο καί ἀνατρεπτικό κώλυμα μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει, ὅπως καί ὁ Παναγιωτᾶκος τήν Ἱερωσύνη καί τήν Μοναχική Κουρά. Γράφει:
«Κωλύεται ὁ θρησκευτικός (οὐχί ὁ πολιτικός) γάμος Κληρικῶν παντός βαθμοῦ καί Μοναχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας[7].»
Καί ὁ ἔγκριτος ἐπίσης καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κων. Βαβοῦσκος, πού ἐδίδασκε ἐπί ἔτη στήν Νομική Σχολή Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, ἀποφαίνεται ὀρθῶς ὅτι «πανορθόδοξον δίκαιον ἀποτελεῖ ἡ ἀπαγόρευσις τελέσεως δευτέρου γάμου εἰς ἅπαντας τούς λοιπούς κληρικούς»[8], μέ τό «λοιπούς» ἔχει κατά νοῦν τούς ἐπισκόπους γιά τούς ὁποίους ἐπίσης πανορθοδόξως ἰσχύει ἡ ἀγαμία.
5. Στά προσυνοδικά κείμενα παραμένει ἡ ἀπαγόρευση τοῦ β´ γάμου. Παρεμβάσεις τοῦ Ἀθηναγόρα
Ὅλοι λοιπόν διδάσκαμε καί διδασκόμασταν στίς Θεολογικές καί στίς Νομικές Σχολές ὅτι ἡ Ἱερωσύνη ἀποτελεῖ ἀπόλυτο καί ἀνατρεπτικό κώλυμα τοῦ γάμου καί ὅτι σύμφωνα μέ τήν ἱεροκανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ὁ β´ γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Αὐτό ἀποτύπωνε καί τήν διαχρονική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, πού διαμορφώθηκε ἀταλάντευτα καί ἀκαινοτόμητα στούς αἰῶνες ἀπό φωτισμένους καί ἀξιόπιστους Πατέρες καί Διδασκάλους. Κατά καιρούς βέβαια γράφονταν καί διατυπώνονταν γνῶμες ὄχι μόνον ὑπέρ τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἀλλά καί ὑπέρ τοῦ γάμου τῶν ἀγάμων κληρικῶν μετά τήν χειροτονία τους. Προκάλεσε πολλές συζητήσεις καί ἀντιδράσεις ἡ γνώμη πού διατυπώθηκε ἀπό τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, συνεργάτη καί ὁμόφρονα τοῦ Μελετίου Μεταξάκη, ὅτι:
«Πρέπει νά μποροῦν νά παντρεύονται καί οἱ κληρικοί, γιατί δέν εἶναι νοητό ἕνας κληρικός νά καταδικασθῆ σέ ἰσόβια ἀγαμία, ἐπειδή δέν μπόρεσε νά βρῆ τήν κατάλληλη σύζυγο προτοῦ ἱερωθῆ[9].»
Στήν προετοιμασία πάντως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» μεταξύ τῶν θεμάτων πού ἐπελέγησαν ἐξ ἀρχῆς, ὡς κληρονομιά καί τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 1923, ἦταν καί τό θέμα «Κωλύματα Γάμου». Καί ἐπειδή τά περί βαθμῶν συγγενείας πού ἦσαν καθορισμένα ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες ἦταν ἀποδεκτά καί δέν δημιουργοῦσαν προβλήματα, ὑπῆρξαν σκέψεις καί προτάσεις τό θέμα αὐτό νά ἐκπέσει ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων τῆς «Συνόδου», δεδομένου μάλιστα ὅτι τό φλέγον ὄντως θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν, παρά τίς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου», δέν εἶχε γίνει ἀποδεκτό σχεδόν ἐπί ἕνα αἰώνα στήν ζωή καί στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παρέμενε στήν κεκανονισμένη ἐπί αἰῶνες τάξη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀρεσκόμενοι ὅμως στίς καινοτομίες φαίνεται ὅτι ἤλπιζαν πώς θά κατόρθωναν καί στό θέμα αὐτό νά ἐπιβάλουν τίς νεωτεριστικές τους θέσεις, ὅπως τίς ἐπέβαλαν καί στό ἐκκλησιολογικό θέμα στό περιβόητο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπου τίς αἱρέσεις τίς ὀνόμασαν ἐκκλησίες. Στό προσυνοδικό πάντως κείμενο «Κωλύματα τοῦ γάμου», πού ἑτοίμασε ἡ «Β´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στήν Γενεύη τό 1982 (3-12 Σεπτεμβρίου) τηρεῖται ἡ κανονική παράδοση καί λέγεται ὅτι:
«Ἡ Ἱερωσύνη, εἰς οἱονδήποτε τῶν τριῶν αὐτῆς βαθμῶν, ἀποτελεῖ, συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κώλυμα πρός σύναψιν γάμου.»
Ἡ προετοιμασία τῆς συνόδου διεκόπη ἐπί δύο καί πλέον δεκαετίες καί λόγω τῶν διαφωνιῶν πού προέκυψαν σέ βασικά θέματα, ὅπως στά θέματα περί τοῦ «Αὐτοκεφάλου» καί τῶν «Διπτύχων», τά ὁποῖα τελικῶς ἐξέπεσαν τοῦ καταλόγου, ἀλλά καί λόγῳ τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως πού δημιουργήθηκε μετά τήν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων τό 1990. Δέν ἔπαυσαν πάντως οἱ ἐπαφές καί οἱ βολιδοσκοπήσεις, ὥστε νά ἐξακριβωθεῖ ἡ στάση τῶν ἐκκλησιῶν στά φλέγοντα θέματα πού ἐνδιέφεραν τούς ὀργανωτάς καί συντονιστάς, ὥστε στή σύνοδο νά μή συναντήσουν ἀντιδράσεις[10].
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνταποκρινόμενη σέ ὀχλήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά διατυπώσει τήν γνώμη της γιά τόν β´ γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν συνέστησε τό 2004 ἐπιτροπή πρός μελέτην τοῦ θέματος. Ἡ Ἐπιτροπή συγκροτουμένη ἀπό τούς καθηγητάς Σπ. Τρωϊάνο, ἀρχιμ. Χρυσόστομο Σαββάτο, νῦν μητροπολίτη Μεσσηνίας, καί πρωτοπρεσβύτερο Σαράντη Σαράντο, διακεκριμένο κληρικό καί θεολόγο, προσφάτως τότε χηρεύσαντα καί πολύτεκνο, καί κληθεῖσα νά ἐκφράσει τήν γνώμη της περί τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ καί διαζεύξει κληρικῶν ἀπήντησε ἀρνητικά στήν πρόταση νά ἐπιτραπεῖ ὁ γάμος, καί ὅπως γράφει ὁ π. Σαράντης:
«... ὁμόφωνα ἀποφάσισε νά μή κάνει δεκτή τήν πρόταση, σύμφωνα μέ τούς ἱερούς κανόνες καί τήν μακρά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.»
Ἡ γνώμη αὐτή δέν εὐχαρίστησε τούς νεωτεριστάς, γι᾽ αὐτό καί μετά δύο ἔτη τό 2006 ἐπανῆλθε διά νεωτέρου γράμματος πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ζητώντας τήν γνώμη τῆς Ἑλλαδικῆς Συνόδου. Δυστυχῶς αὐτήν τήν φορά ἡ Σύνοδος τῶν Ἀθηνῶν δέχθηκε «κατ᾽ οἰκονομίαν ἄκραν» τόν δεύτερο γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἔθετε ὅμως ὡς ἀπαράβατον ὅρον, τόν ὁποῖο δυστυχῶς δέν ἐτήρησεν ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν τελευταία του αἰφνιδιαστική ἀπόφαση, κατά τόν ὁποῖο:
«... τοῦτο δ᾽ ὅλον δύναται νά κυρωθῆ μόνον μετά ὁμόφωνον ἀπόφασιν Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐπί τῷ τέλει τῆς κοινῆς ἐφαρμογῆς αὐτῆς ὑφ᾽ ἁπασῶν τῶν ὑπ᾽ οὐρανόν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, τῶν συνηρμοσμένων, ὥσπερ χορδαί κιθάρᾳ, εἰς τήν ἄρρηκτον ἑνότητα τῆς Πίστεως[11].»
Δέν ἔλειψαν μάλιστα καί πρόσωπα τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ὅπως ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Οἰκονόμου, πού ἀρθρογράφησαν ἐπαινώντας τήν τόλμη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«... νά συζητήσει θέματα καί προβλήματα τά ὁποῖα μέχρι χθές χαρακτηρίζονταν "ταμποῦ" καί νά σταθεῖ ὡς στοργική μητέρα φιλάνθρωπα καί ἀγαπητικά δίπλα σ᾽ ἐκείνους τούς ἐγγάμους ἱερεῖς, πού μένουν μόνοι σέ νεαρή ἡλικία εἴτε λόγῳ χηρείας, εἴτε λόγω ἐγκατάλειψης ἀπό τίς συζύγους τους». Ἐπικαλεῖται ἐπαινετικά ὁ νεαρός τότε κληρικός τίς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τῆς Κωνσταντινούπολης ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καί μᾶς ἐνημερώνει γιά τήν πιό πρόσφατη ἀναφορά στό θέμα πού ἔγινε ἀπό τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα στήν Βιέννη, ὅπου βρέθηκε γιά θεραπεία, ὁ ὁποῖος σέ ἰδιαίτερη συνομιλία μέ τόν δημοσιογράφο Παλαιολόγο εἶπε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Οὐδέν μυστήριον ἐμποδίζει ἄλλο μυστήριον. Ἡ ἱερωσύνη δέν ἐμποδίζει τόν γάμον, ὅπως ὁ γάμος δέν ἐμποδίζει τήν ἱερωσύνην διά τούς διακόνους καί ἱερεῖς[12].»
Ὁ π. Σαράντης Σαράντος μετά τήν ἀλλαγή στάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέστειλε ἐπιστολή πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο (20-12-2006), στήν ὁποία διερωτᾶται σέ σχέση μέ τήν πρό διετίας γνωμάτευση τῆς Ἐπιτροπῆς εἰδικῶν:
«Τί συγκλονιστικό ἄλλαξε ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ὥστε νά κάνετε δεκτή τήν πρόταση γιά δεύτερο γάμο στούς ἐν χηρείᾳ (μόνο;) κληρικούς;»
Ἐκθέτει δέ στή συνέχεια τούς θεολογικούς καί ποιμαντικούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά ἐπιτραπεῖ ὁ δεύτερος γάμος[13].
6. Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ β´ γάμου ἔφθασε καί στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης
Ἡ ἐπιτάχυνση τῆς σύγκλησης τῆς «Συνόδου», ὥστε αὐτή νά συνέλθει τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, ἀποφασίσθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στή «Σύναξη τῶν Προκαθημένων» πού συνῆλθε στό Φανάρι. Στήν σύναξη αὐτή ἀποφασίσθηκε νά συσταθεῖ «Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ἡ ὁποία ἀνέλαβε νά ἐπικαιροποιήσει καί νά «βελτιώσει» τά κείμενα πού εἶχαν προετοιμασθῆ ἐνωρίτερα. Ἡ Ἐπιτροπή συνῆλθε καί ἐργάσθηκε, δέν πρόλαβε ὅμως νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο της καί ἀπό τά ἐννέα κείμενα πού εἶχαν πρός ἐπεξεργασία γιά τέσσερα δέν ἔγινε καθόλου συζήτηση (Διασπορά, Αὐτοκέφαλο, Αὐτόνομο, Δίπτυχα), ἐνῶ ἀπό τά ὑπόλοιπα πέντε δέν ὑπῆρξε συμφωνία στά δύο, στό ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καί τῶν Κωλυμάτων τοῦ γάμου, ὅπου περιλαμβανόταν καί τό θέμα τοῦ β´ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἔτσι ἡ «Εἰδική Ἐπιτροπή» μέ ἀτελές ἤ ἡμιτελές τό ἔργο της ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες της στίς 2 Ἀπριλίου τοῦ 2015 καί παρέδωσε τά κείμενα πρός περαιτέρω ἐπεξεργασία στήν «Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη», πού συνῆλθε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 στήν Γενεύη, καί ἔκλεισε τόν κύκλο τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου.
Ἡ τελική ἔγκριση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων ἔγινε τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 σέ νέα «Σύναξη τῶν Προκαθημένων» στήν Γενεύη, στήν ὁποία ἀπό τά δέκα θέματα πού ἀποφάσισε νά ἔλθουν στήν Σύνοδο ἡ «Α´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» τῆς Γενεύης τό 1976, τελικῶς παρέμειναν ἕξη, γιατί τελευταία στιγμή ἐξέπεσε καί τό θέμα τοῦ κοινοῦ Ἡμερολογίου, ἐπειδή καί σ᾽ αὐτό τό ἐπεῖγον καί φλέγον θέμα, πού προκάλεσε διαιρέσεις καί σχίσματα, δέν ὑπῆρξε συμφωνία. Ἀνάμεσα πάντως στά θέματα πού ἀπέμειναν περιλαμβάνεται καί τό θέμα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, τοῦ ὁποίου διευρύνθηκε τό περιεχόμενο καί ἄλλαξε ὁ τίτλος. Ὁ πρῶτος τίτλος ἦταν «Κωλύματα γάμου», ἐνῶ ὁ τελικός διατυπώθηκε ὡς ἑξῆς: «Τό Μυστήριο τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ».
Αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι μέχρι καί τήν τελική ἔγκριση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων ἀπό τήν «Σύναξη τῶν Προκαθημένων» τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 ὁ β´ γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἀπαγορευόταν, διότι ἡ διατύπωση πού ἔγινε στήν «Β´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» τοῦ 1982 παρέμεινε ἀμετάβλητη καί στήν τελευταία «Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» (Ὀκτώβριος 2015) καί στήν «Σύναξη τῶν Προκαθημένων» τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016. Ἡ διατύπωση αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερωσύνη ἀποτελεῖ συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονική παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου), κώλυμα πρός σύναψιν γάμου[14].»
Ἀπό τίς ἀσήμαντες λεκτικές τροποποιήσεις ἐπισημαίνουμε μόνον ὅτι κακῶς ἀπαλείφθηκε ὁ χαρακτηρισμός τῆς ἐν Τρούλλῳ ὡς οἰκουμενικῆς πού ὑπῆρχε στό κείμενο τοῦ 1982, προφανῶς γιά νά ὑποβαθμισθεῖ ἡ κανονική ἀπαγόρευση. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν διατύπωση ἔφυγε τό κείμενο ἀπό τούς Προκαθημένους καί ἦλθε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, καί αὐτήν τήν διατύπωση ἐγνώριζαν προσυνοδικά ὅλες οἱ τοπικές ἐκκλησίες καί ὅσοι ἀρχιερεῖς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί καί θεολόγοι ἐνδιαφέρθηκαν νά μάθουν γιά τό τί ἐπρόκειτο νά ἀποφασισθεῖ στήν ψευδοσύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί δέν προτάθηκαν ἀλλαγές, ἐφ᾽ ὅσον ἡ διατύπωση ἀκολουθοῦσε τήν σταθερή καί ἀδιάκοπη ἀπαγορευτική θέση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν β´ γάμο τῶν κληρικῶν.
7. Ἀθέμιτη καί ὕποπτη προσθήκη
Οἱ ἀντιπαραδοσιακοί πάντως καινοτόμοι τῆς γραμμῆς Μελετίου Μεταξάκη καί Ἀθηναγόρα δέν ἦσαν εὐχαριστημένοι μέ τήν ἀπαγορευτική διατύπωση τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου, μέ τήν ὁποία ὅλοι συμφωνοῦσαν, ἀφοῦ κανείς δέν ἔκανε τροποποιητικήπρόταση. Γι᾽ αὐτό σοφίσθηκαν ἱεροκρυφίως καί ὑπόπτως νά ἀλλάξουν τό κείμενο, ὥστε μελλοντικῶς νά μπορεῖ κανείς νά τό ἐπικαλεσθεῖ ὑπέρ τοῦ β´ γάμου τῶν κληρικῶν. Πρόσθεσαν λοιπόν πρίν ἀπό τήν ἀπαγορευτική τοῦ β´ γάμου διατύπωση, ἄλλη εὐνοϊκή πρόταση, ἡ ὁποία θεολογικά δέν στηρίζεται πουθενά, οὔτε στήν Ἁγία Γραφή οὔτε στήν Κανονική, Συνοδική καί Πατερική Παράδοση, ἀλλά ὁμοιάζει μόνο μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τοῦ Μεταξάκη καί τίς γνῶμες τοῦ Ἀθηναγόρα πού παραθέσαμε. Τό κείμενο, ὅπως βγῆκε ἀπό τήν «Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» (Ὀκτώβριος 2015) καί ὅπως ἔφυγε ἀπό τήν «Σύναξη τῶν Προκαθημένων» ἀμετάβλητο (Ἰανουάριος 2016) εἶχε ὡς ἑξῆς:
«Ἡ ἱερωσύνη ἀποτελεῖ συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου) κώλυμα πρός σύναψιν γάμου.»
Τώρα ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, βγῆκε ἀλλαγμένο, παραμορφωμένο, ἀλλά καί ἀντιφατικό καί αὐτοαναιρούμενο. Τό παραθέτουμε:
«Ἡ ἱερωσύνη αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου, ἀλλ᾽ ὅμως συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσα κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου) μετά τήν χειροτονίαν κωλύεται ἡ σύναψις γάμου.»
Ἡ προσθήκη «ἡ ἱερωσύνη αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» ἀνοίγει τήν πόρτα γιά νά ἐπιτραπεῖ ὁ γάμος καί στούς ἀγάμους, ἀλλά καί στούς ἐγγάμους κληρικούς πού βρίσκονται σέ χηρεία. Ἀφοῦ ἡ ἱερωσύνη δέν ἀποτελεῖ κώλυμα, μποροῦν νά νυμφεύονται. Μέ ἄλλα λόγια λέγει τά ἴδια πού εἶπε ὁ Ἀθηναγόρας στόν δημοσιογράφο Π. Παλαιολόγο:
«Οὐδέν μυστήριον ἐμποδίζει ἄλλο μυστήριο. Ἡ ἱερωσύνη δέν ἐμποδίζει τόν γάμον, ὅπως ὁ γάμος δέν ἐμποδίζει τήν ἱερωσύνην διά τούς διακόνους καί ἱερεῖς.»
Τό τοῦ Ἀθηναγόρα «ἡ ἱερωσύνη δέν ἐμποδίζει τόν γάμον» ἔγινε στή γλώσσα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου «ἡ ἱερωσύνη καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου». Πραγματοποιεῖται ἔτσι καί ἡ σχετική ἀπόφαση τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τοῦ Μεταξάκη, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ τροποποίηση τῆς ἀπαγορευτικῆς τῶν ἱερῶν κανόνων διατάξεως, ἀφοῦ αὐτή «δέν ἔχει ἄθικτον τήν ἱερότητα καί τό κῦρος ἀναλλοίωτον».
Γιά νά μή θεωρηθεῖ ὅτι καταργεῖται ἡ ἀπαγόρευση, τήν ἄφησαν ἄθικτη στήν ἴδια φραστική περίοδο, συνδέοντάς την μέ τήν εὐνοϊκή πρόταση μέ ἕνα ἀντιθετικό «ἀλλ᾽ ὅμως», εἰς τρόπον ὥστε κατορθώνεται τό ἀκατόρθωτο: Καί νά ἐπιτρέπεται ὁ β´ γάμος τῶν κληρικῶν, ἀφοῦ «ἡ ἱερωσύνη καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» καί νά ἀπαγορεύεται, ἀφοῦ «συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν... μετά τήν χειροτονίαν κωλύεται ἡ σύναψις γάμου».
Διαλέγετε καί παίρνετε ὅ,τι θέλετε, καί τήν ἄδεια καί τήν ἀπαγόρευση, καί τίκτετε καί παρθενεύετε. Ἡ διγλωσσία, ἡ διπλωματία, ἡ ὑποκρισία καί ἡ ἀντιφατικότητα, πού χαρακτηρίζουν πολλές ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει συνοδικοί ἀρχιερεῖς, στό ἀποκορύφωμά τους. Ἡ σαφήνεια καί εὐθύτητα τῶν παλαιῶν ὀρθοδόξων συνοδικῶν ἀποφάσεων, πού ἀκολουθοῦν τό τοῦ Κυρίου «ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ· τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν»[15], εἶναι παντελῶς ἄγνωστες καί ξένες στά συνοδικά κείμενα τῆς ψευδοσυνόδου. Ὑπάρχει ὅμως ἐδῶ καί κάτι πολύ χειρότερο, πού ξεπερνᾶ τό θράσος καί φθάνει στά ὅρια τῆς βλασφημίας, εἶναι ὄντως ἐκ τοῦ πονηροῦ, γιατί ἀντιπαραθέτει ἀνθρώπινους ἐπισφαλεῖς λογισμούς, πού δέν ἔχουν κανένα βιβλικό καί πατερικό ἔρεισμα, δηλαδή τό «ἡ ἱερωσύνη δέν ἀποτελεῖ καθ᾽ ἑαυτήν κώλυμα γάμου», πρός τήν ἐπί αἰῶνες σταθερή καί ἀμετάβλητη συνοδική ἀπαγόρευση, κατά τήν ὑποία «συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν... μετά τήν χειροτονίαν κωλύεται ἡ σύναψις γάμου». Αὐτό σημαίνει, ὅτι ναί μέν ἰσχύει τώρα ἡ κανονική παράδοση πού ἀπαγορεύει τόν μετά τήν χειροτονία γάμο, ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά ἀλλάξει, νά τροποποιηθεῖ, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀποφαινόμαστε μεταπατερικῶς, ἀντιπατερικῶς, ἀντικανονικῶς, ἀντορθοδόξως, «ἐκ κοιλίας» ὅτι «ἡ ἱερωσύνη δέν ἀποτελεῖ καθ᾽ ἑαυτήν κώλυμα γάμου».
Ποιά τοπική ἐκκλησία, ποιός προκαθήμενος, ποιός ἐπίσκοπος ἐπρότεινε στήν «Σύνοδο» αὐτήν τήν βλάσφημη ἀλλαγή; Ἔγινε συζήτηση γιά τήν ἔγκριση ἤ ἀπόρριψή της; Ποιοί τήν ὑποστήριξαν καί ποιοί τήν ἀπέρριψαν; Μήπως προστέθηκε ἱεροκρυφίως καί δέν ἔγινε ἀντιληπτή κατά τήν ὑπογραφή τοῦ κειμένου, ὁπότε πρόκειται γιά ὑποκλοπή ἀποφάσεως καί γιά νόθευση τοῦ κειμένου; Μέχρι νά δημοσιευθοῦν τά «Πρακτικά» τῆς «Συνόδου» θά αἰωροῦνται τά ἐρωτήματα αὐτά, ἐκτός καί ἄν εὐαισθητοποιηθοῦν οἱ ὑπεύθυνοι καί δώσουν τίς ἀπαραίτητες πειστικές ἐξηγήσεις. Παραμένει πάντως εὔλογα καί τό σχετικό ἐρώτημα: Γιατί μετά ἀπό δύο χρόνια καθυστερεῖ ἡ ἔκδοση τῶν «Πρακτικῶν»; Μήπως ἡ δημοσίευσή τους θά ἐπιβαρύνει περισσότερο τό φορτισμένο κλῖμα ἐναντίον τῆς «Συνόδου, καί θά φουντώσει τίς ἀντιδράσεις; Ἐλπίζουμε νά μή ἐπιχειρηθεῖ καί ἀλλοίωση τῶν «Πρακτικῶν». Ὁπωσδήποτε αὐτή ἡ ὕποπτη, ἡ μή φανερή ἀλλαγή ἀποτελεῖ ἕνα πρόσθετο σοβαρό πλῆγμα γιά τήν ἀξιοπιστία τῆς ψευδοσυνόδου καί δικαίωση ὅσων ἀγωνίζονται γιά τήν ἀπόρριψη καί καταδίκη της.
8. Σημαντικές μαρτυρίες τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καί τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα ἀρχιμανδρίτου Τύχωνος
Ὑπάρχουν πάντως γιά τό θέμα δύο ἀξιόπιστες μαρτυρίες συνοδικῶν μελῶν, ὁ συνδυασμός τῶν ὁποίων δείχνει ὅτι κάτι ὕποπτο συνέβη μέ τό θέμα τοῦ β´ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν· οἱ μαρτυρίες αὐτές προέρχονται ἀπό τόν μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο καί ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους ἀρχιμανδρίτη Τύχωνα. Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος στό ἀποκαλυπτικό ὀγκῶδες βιβλίο του γιά τήν «Σύνοδο», πού ἔχει τίτλο «Ἡ ῾῾Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος᾽᾽ στήν Κρήτη. Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις», ἀφιερώνει ἕνα κεφάλαιο στίς δώδεκα παρεμβάσεις πού ἔκανε κατά τήν διάρκεια πού συνεζητοῦντο τά κείμενα. Ἡ ὄγδοη παρέμβασή του ἔγινε κατά τήν συζήτηση τοῦ κειμένου πού μᾶς ἀφορᾶ «Τό μυστήριο τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ», ὅπου παρατηρεῖ τά ἑξῆς:
«Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν πρότεινε στό κείμενο αὐτό κάποια ἀλλαγή, γιατί θεώρησε ὅτι ἔχει γραφῆ σύμφωνα μέ τίς κανονικές διατάξεις καί εἶχε συμβάλει καί ἡ ἴδια σέ αὐτό κατά τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μικτοί γάμοι, δηλαδή οἱ γάμοι μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων Χριστιανῶν, ὅπως καί μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἀλλοθρήσκων ἀπαγορεύονται κατ᾽ ἀκρίβειαν ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες. Τό ἴδιο ἀπαγορεύεται ὁ δεύτερος γάμος τῶν Κληρικῶν, μετά τήν χηρεία τους[16].»
Μᾶς παραθέτει δέ στή συνέχεια πῶς εἶχε διαμορφωθῆ τό κείμενο στό σημεῖο αὐτό, τό κείμενο δηλαδή πού εἶχε μπροστά του, ὅταν στήν «Σύνοδο» συζητοῦσαν τό θέμα. Τό κείμενο εἶχε ὡς ἑξῆς, ὅπως δηλαδή ἔφυγε ἀπό τήν «Σύναξη τῶν Προκαθημένων», τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016:
«Ἡ ἱερωσύνη ἀποτελεῖ, συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3ος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου) κώλυμα πρός σύναψιν γάμου.»
Καί ἐνῶ προβαίνει σέ κάποιες προτάσεις φραστικῆς βελτίωσης, γιά νά γίνει τό κείμενο σέ ἄλλα σημεῖα σαφέστερο, ὡς πρός τό θέμα αὐτό δέν κάνει καμμιά παρατήρηση ἤ σχόλιο, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ προσθήκη στό κείμενο, ἡ εὐνοϊκή γιά τόν β´ γάμο τῶν κληρικῶν, δηλαδή τό ὅτι «ἡ ἱερωσύνη καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου», δέν ὑπῆρχε στό κείμενο οὔτε προτάθηκε ἀπό κάποιον, ἀκόμη καί ὅταν συνεζητεῖτο τό θέμα στήν «Σύνοδο». Ἄν εἶχε προστεθῆ ἤ ἄν εἶχε προταθῆ, θά τό ἄφηνε ἀπαρατήρητο καί ἀσχολίαστο ὁ προσεκτικός ἱεράρχης; Πότε λοιπόν ἔγινε ἡ ἀλλαγή καί ἡ προσθήκη; Εἰς τό παρασκήνιο τῆς Γραμματείας, καί ἦλθε στό τέλος ἀπαρατήρητα πρός ὑπογραφή;
Τήν ἀλλαγή τοῦ κειμένου τήν ἐπισημαίνει ἀρνητικά καί ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα ἀρχιμανδρίτης Τύχων, πού ἐκπροσώπησε τό Ἅγιον Ὄρος στήν «Σύνοδο». Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στό κείμενο γιά τά κωλύματα τοῦ γάμου ἔγιναν κάποιες μεταβολές, πού δίνουν τό δικαίωμα νά ὑποπτεθεῖ κανείς ὅτι ἀλλάζει στάση ἡ Ἐκκλησία στό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν. Δέν μᾶς λέγει βέβαια πότε ἔγιναν αὐτές οἱ μεταβολές, ποιός τίς πρότεινε, ποιοί τίς δέχθηκαν καί ποιοί διεφώνησαν. Ὁ ἴδιος ὡς Ἁγιορείτης ἀντέδρασε γιά τήν ἀθέτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων; Τοῦ ὀφείλουμε πάντως εὐχαριστίες καί συγχαρητήρια, διότι ἀντελήφθη ὅτι κάτι ὕποπτο συσκευάζεται, καί προφητικά διεῖδε αὐτό πού ἔπραξε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου, μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά ἐγκρίνει δηλαδή τόν β´ γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, καταστρατηγώντας τήν σαφῆ ἀπαγόρευση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Παραθέτουμε ἐπί λέξει ὅσα σχετικά ἔγραψε ὁ ἀρχιμανδρίτης Τύχων σέ «Ἔκθεση», πού ἔστειλε τήν 21η Ἰουλίου 2016 πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο:
«Εἰς τά κωλύματα τοῦ γάμου ἐγένοντο ὡρισμέναι μεταβολαί, αἱ ὁποῖαι δέν φαίνεται μέν νά ἐπιφέρουν κάποιαν ἀλλαγήν εἰς τήν ἐπικρατοῦσαν κατάστασιν, δίδουν ὅμως τό δικαίωμα διά ὑποψίαν τινά ἀλλαγῆς τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι τοῦ θέματος τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν. Συγκεκριμένως τό 4ο ἐδάφιο, ἐνῶ ἔλεγε: ῾῾Ἡ ἱερωσύνη ἀποτελεῖ συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονική παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου) κώλυμα πρός σύναψιν γάμου᾽᾽, διεμορφώθη ὡς ἑξῆς: ῾῾Ἡ ἱερωσύνη αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου, ἀλλ᾽ ὅμως συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου) μετά τήν χειροτονίαν κωλύεται ἡ σύναψις γάμου᾽᾽. Ἄς ἐλπίσωμεν ὅτι δέν θά χρησιμοποιηθῆ ἡ διατύπωσις αὐτή ἀπό ὁποιονδήποτε διά καταστρατήγησιν τῆς σαφοῦς ἐντολῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων[17].»
9. Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα νά ἀναλάβουν τίς εὐθύνες τους
Οἱ ἐλπίδες τοῦ Ἁγιορείτη ἡγουμένου διαψεύσθηκαν παταγωδῶς, καί δέν εἶναι βέβαια ἡ πρώτη φορά πού ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καταστρατηγεῖ τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες. Τούς ἐπικαλεῖται μόνον, ὅταν πρόκειται νά κατοχυρώσει τό «πρωτεῖο» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, λησμονώντας ὅτι πρόκειται περί πρωτείου τιμῆς καί ὄχι ἐξουσίας, ὅτι ἐξακολουθεῖ νά εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων (primus inter pares), καί ὅτι δέν μπορεῖ νά ἐνεργεῖ τυραννικά χωρίς τήν συναίνεση τῶν ἴσων, ὡς πάπας τῆς Ἀνατολῆς, καί ὅτι σέ κάθε περίπτωση περιφρονώντας τούς Ἱερούς Κανόνες κόβει ὁ ἴδιος τό ὑψηλό κλαδί ἐπάνω στό ὁποῖο ἐκεῖνοι τόν ἀνέβασαν. Κατηγορεῖ τίς τέσσερις ἐκκλησίες πού δέν ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο» γιά ἀσυνέπεια, ἐπειδή εἶχαν ὑπογράψει τά προσυνοδικά κείμενα. Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, εἶχε ὑπογράψει προσυνοδικά τήν ἀπαγόρευση του β´ γάμου τῶν κληρικῶν καί ἔκανε τό πᾶν καί κατάφερε νά ἀλλάξει τό κείμενο ὄχι ἐμφανῶς, ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Συνόδου, ἀλλ᾽ ἱεροκρυφίως. Καί δέν εἶναι ἡ μοναδική παρόμοια περίπτωση· εἶναι γνωστή ἡ καταγγελία ἱεραρχῶν ὅτι δέν ἐγνώριζαν τά προσυνοδικά κείμενα, καί μόνον ὅταν διαμαρτυρήθηκαν τούς ἐστάλησαν.
Ἀξίζει λοιπόν νά μετέχει κανείς σέ μία σύνοδο, ὅπου τά θέματα δέν συζητοῦνται, ἀλλά συσκευάζονται καί ὅπου «Γιάννης κερνάει καί Γιάννης πίνει». Ποῦ νά φαντασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ β´ γάμου τῶν κληρικῶν, πού ὁμόφωνα εἶχε ἀποφασισθῆ σέ ὅλες τίς προσυνοδικές συναντήσεις, θά ἀνατρεπόταν στήν Κρήτη μέ μία ὕποπτη ἀλλαγή τοῦ κειμένου. Ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει στήν τελευταία «Δήλωση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας γιά τήν παράνομη εἰσπήδηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στό κανονικό ἔδαφος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας», ὅτι στήν Κρήτη ἀποφασίσθηκε ἡ ἀπαγόρευση τοῦ β´ γάμου, χωρίς προφανῶς νά γνωρίζει τήν ὕποπτη προσθήκη στό κείμενο. Ἐπειδή πάντως ἡ ἀπόφαση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς προέχουσας καί δυνατῆς Ἐκκλησίας, παραμένει στήν τήρηση τῆς διαχρονικῆς καί σταθερῆς παράδοσης τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων, τήν παραθέτουμε μέ πολλή χαρά, ἐλπίζοντες καί εἰς ἄλλα σοβαρότερα θέματα νά τηρεῖται ἡ ἴδια στάση, καί νά μήν ἀκολουθεῖ τήν Κωνσταντινούπολη στήν ἐπιλεκτική ἐπίκληση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Λέγει ἡ «Δήλωση» τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας:
«Ἰδιαίτερο πόνο προκάλεσε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως περί τοῦ ἀποδεκτοῦ τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν. Αὐτή ἡ ἀπόφαση παραβιάζει τούς ἱερούς κανόνες (17ο Ἁγίων Ἀποστόλων, 3ο τῆς Πενθέκτης, 1ο τῆς ἐν Νεοκαισαρείας, 13ο Βασιλείου τοῦ Μεγάλου), καταπατᾶ τήν Πανορθόδοξη συμφωνία καί στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ἀπόρριψη τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης 2016, τῆς ὁποίας ἀναγνώριση τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τόσο ἐπίμονα ζητᾶ ἀπό τίς ἄλλες κατά τόπους Ἐκκλησίες[18].»
Δέν θά ἀποφύγουμε παρεμπιπτόντως νά ποῦμε, μιά καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀφορᾶ στήν εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης σέ ξένη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, στήν Οὐκρανία δηλαδή, ἡ ὁποία ἀναμφισβήτητα ἀποτελεῖ κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅτι νιώθουμε καί ἐμεῖς μεγάλο πόνο γιά τό ἐπιχειρούμενο νέο σχισματικό τόλμημα τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἰδιαίτερα ὅσοι ἐπί ἔτη ἀγωνιζόμαστε νά συγκρατήσουμε τήν παράφορη ὁρμή του στήν κατάλυση καί περιφρόνηση τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Εὐχόμαστε νά ἐπέλθει ἡ συνεννόηση καί ἡ καταλλαγή ὄχι μόνον γιά τό θέμα τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά γιά τό πολύ σοβαρότερο θέμα τῆς καταδίκης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Ὁ Θεός βοηθός καί ὑπερασπιστής καί ὄχι οἱ ἄρχοντες καί οἱ πλανητάρχες.
* * * * * *
[1]. Βλ. εἰς Πρακτικά καί Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923). Ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογράφου 1923, σελ. 215-218.
[2]. Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Παλαιό καί Νέο Ἡμερολόγιο καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα. Γιατί ἀπέσυρε τό φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος;, Θεοδρομία 18 (2016) 264-291. Τό ἴδιο καί στό βιβλίο μας Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νά ἐλπίζουμε ἤ νά ἀνησυχοῦμε; Ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 179-216.
[3]. Βλ. Αντωνιου Παπαδοπουλου, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔναντι ζητημάτων τινων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος», εἰς τό βιβλίο Του Ιδιου, Μαρτυρία καί διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα ΙΙ, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 165-173: «Περί τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν».
[4]. Νικοδημου Μιλας, Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου Ζάρας τῆς Δαλματικῆς, Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις Σακελλαρίου 1906, σελ. 374.
[5]. Εἰς Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 4, 209, λῆμμα «Γάμος» (Δογματική).
[6]. Αὐτόθι 4, 221, λῆμμα «Γάμος» (Καν. - Ἐκκλ. Δίκαιον).
[7]. Παντελεημονσ Ροδοπουλου, Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Μαθήματα Κανονικοῦ Δικαίου, Ἐκδ. οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 226-228.
[8]. Κων. Αναστ. Βαβουσκου, Ἐγχειρίδιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Δ´ Ἔκδοσις, ἀναθεωρηθεῖσα καί συμπληρωθεῖσα, Ἐκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 293.
[9]. Βλ. σχετικῶς Αγιορειτου Μοναχου, «Γάμος Κληρικῶν μετά τήν χειροτονίαν», εἰς Ὀρθόδοξος Τύπος, τεῦχος 129 (1970). Ἐπίσης Ηλια Τσακου, Θεολόγου, «Ὁ Γάμος τῶν Κληρικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος, τεῦχος 122 (1970).
[10]. Γιά τίς ἀλλαγές στήν θεματολογία τῆς «Συνόδου» βλ. μνημονευθέν ἔργο μας Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νά ἐλπίζουμε ἤ νά ἀνησυχοῦμε;, σελ. 95 ἑ. καί σελ. 148 ἑ.
[11]. Βλ. σχετικῶς: «Γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἐπιστολή π. Σαράντη Σαράντου πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», στόν ἱστότοπο ΑΒΕΡΩΦ, δημοσιευθέν ἀπό τήν Φαίη στίς 4 Σεπτεμβρίου 2018. Στήν δημοσίευση ἐπισυνάπτεται καί ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου πρός τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
[12]. Τό κείμενο τοῦ π. Ἐπιφανίου Οἰκονόμου μᾶς ἔγινε γνωστό ἀπό δημοσίευσή του στόν ἱστότοπο ΑΒΕΡΩΦ ἀπό τήν Φαίη. Τό παραθέτει μετά ἀπό βίντεο, ὅπου δίνει ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλυπτική συνέντευξη γιά τήν θετική στάση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ἔναντι τοῦ β´ γάμου τῶν κληρικῶν πρό τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ὁ ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἐπί κεφαλῆς τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς «Συνόδου π. Ιωαννησ Χρυσαυγησ. Ὁ τίτλος τῆς Φαίη γιά τό θέμα εὑρηματικός: «Δεύτερος γάμος κληρικῶν - λίγο Κανόνες, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα καί τ᾽ ἀγόρι μου!» Ἡ διαδικτυακή πηγή τοῦ ἄρθρου τοῦ π. Ἐπιφανίου εἶναι ἡ ἑξῆς: http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/ commitees/press/epifanios/epifanios_text5.htm
[13]. Βλ. γιά τήν ἐπιστολή στήν ὑποσημ. 11.
[14]. Βλ. τό κείμενο εἰς: Συνοδικά ΧΙΙΙ. Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψις. Σαμπεζύ 10-17 Ὀκτωβρίου 2015. Πρακτικά-Κείμενα, Ὀρθόδοξον Κέντρον Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαπεζύ-Γενεύη, 2016, σελ. 335.
[15]. Ματθ. 5, 37.
[16]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ιεροθεου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», στήν Κρήτη, Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2018, σελ. 367 ἑ.
[17]. Βλ. ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς «Ἐκθέσεως» τοῦ ἡγουμένου μεταξύ ἄλλων καί στόν «Ὁρθόδοξο Τύπο», φ. 2132/23.09.2016.
[18]. Ἡ «Δήλωση» υἱοθετήθηκε ἀπό τήν ἔκτακτη συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στίς 14 Σεπτεμβρίου 2018 (Πρακτικά Ν. 69). Βλ. Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τμῆμα Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων. Εἰδήσεις-Διορθόδοξες Σχέσεις - Δήλωση Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας γιά τήν παράνομη εἰσπήδηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στό κανονικό ἔδαφος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. 14.09.2018 18:21.
Πηγή: Ακτίνες
Στο βίντεο που θα παρακολουθήσετε -πριν την ψευδοσύνοδο της Κρήτης- ο δημοσιογράφος ερωτά τον π. Ιωάννη Χρυσαυγή, Αρχιδιάκονο του Οικουμενικού Θρόνου, για το θέμα της διγαμίας των κληρικών. Η απάντηση του π. Ιωάννη Χρυσαυγή αποτυπώνει γλαφυρά την γνωστή διάβρωση του Ορθόδοξου φρονήματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου που δηλητηριάζει ολόκληρη την Εκκλησία.
Δημοσιογράφος: «Το πρωί κυκλοφόρησε ένα δημοσίευμα στο οποίο ισχυρίζεται ότι εχθές κατά τις συζητήσεις πάνω στο κείμενο του γάμου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στο ζήτημα άδειας να ξαναπαντρευτούν οι χήροι κληρικοί και είπε ότι θα ήτανε καλό ότι κάποια στιγμή να ληφθεί η απόφαση πάνω στο ζήτημα αυτό και θα θέλαμε να ρωτήσουμε την επίσημη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο θέμα των ιερέων που χηρεύουν.»
π. Ιωάννης Χρυσαυγής: «Το θέμα είναι πολύ σημαντικό και το θέμα δημιουργεί πολύ πόνο σε πολύ κόσμο, όχι μόνο τους κληρικούς που περνούν αυτήν την διαδικασία, τις οικογένειες τους και ακόμα και τον λαό που θέλει να ξέρει τι γίνεται στην περίπτωση των κληρικών.
Δεν μπορώ να σχολιάσω τι ακριβώς ειπώθηκε. Μπορώ να πω ότι μιλήσαν οι ιεράρχες όλοι πολύ ανοιχτά για θέματα ποιμαντικά και των κληρικών και των λαϊκών. Αυτό μπορώ να το πω. Μπορώ να πω ότι μίλησαν με συμπόνοια για τα διάφορα θέματα γάμου.
Αυτό που πιστεύω είναι ότι εάν η Εκκλησία δεν μπορεί να δείξει κατανόηση και αγάπη σε αυτούς που είναι επι κεφαλής των επισκοπών ή των ενοριών, αν δεν αγαπά και συμπονά και συγχωρά αυτούς, πώς μπορεί αυτοί να συμπονούν, να αγαπούν και να συγχωρούν άλλους; Είναι σαν ένας κύκλος η συγχώρηση.
Οπότε, είναι αλήθεια ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο -δεν λέω για το τι ειπώθηκε εχθές, αλλά σαν Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορώ να πω- ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει λάβει πολλές εκκλήσεις από πολλούς Επισκόπους και Αρχιεπισκόπους για περιπτώσεις κληρικών για να αποφασίσει κάποτε η σύνοδος. Ξέρω ότι ο Παναγιότατος δεν θέλει να κάνει μία απόφαση εντελώς πρόχειρη ή μία απόφαση από μόνος του. Θα ήθελε, τουλάχιστον απ’ ότι γνωρίζω, έχει γράψει στο παρελθόν στις άλλες Εκκλησίες για να μάθει τι είναι η διαδικασία στις άλλες Εκκλησίες, τι είναι που πράττουν αυτοί, για να ξέρει για να δει αν μπορούμε να βρούμε μία Πανορθόδοξη λύση. Το αν θα βρεθεί Πανορθόδοξη λύση δεν ξέρω, ούτε νομίζω πως είναι στο ατζέντα για την Μεγάλη Σύνοδο αυτή, αλλά ότι είναι στην καρδιά και στο νου του Πατριάρχη, αυτό είναι αλήθεια.»
Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής θέτει εξαρχής την βάση του συλλογισμού του που είναι ο «πολύς πόνος» των χήρων κληρικών με τον οποίο η Εκκλησία 2000 χρόνια τώρα δεν έχει ασχοληθεί! Επακολούθως, ο λαός «θέλει να ξέρει τι γίνεται», αφού έως τώρα δεν ήξερε! Οι δε χήροι κληρικοί νοιώθουν «πολύ πόνο» δίχως την πρεσβυτέρα τους και θέλουν να την αντικαταστήσουν! Σίγουρα όμως δεν νοιώθουν πόνο που ψευδοποιμένες γελοιοποιούν τους φρικτούς όρκους που έδωσαν την ώρα της χειροτονίας τους, και τους καλούν με πονηρία, όπως έκανε το φίδι στην Εύα, να τους αθετήσουν.
Στη συνέχεια ο π. Ιωάννης περιγράφει το γνωστό σε όλους μας κοσμικό πνεύμα που κατευθύνει τις συζητήσεις. Οι ιεράρχες μίλησαν «πολύ ανοιχτά» και «με συμπόνοια» για θέματα ποιμαντικά και γάμου, μας είπε. Ένα τόσο σημαντικό θέμα που μπαίνει στην καρδιά της κοινωνίας και ούτε ένας, ΕΝΑΣ Πατερικός λόγος δεν ακούστηκε. Το ζητούμενο και επαινετό σήμερα δεν είναι οι ιεράρχες να μένουν πιστοί στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, αλλά να είναι «ανοιχτοί» και «συμπονετικοί», με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει υποκειμενικά για τον καθένα τους και για τα «γούστα» της κάθε εποχής. Οι εν Αγίω Πνεύματι Άγιοι Απόστολοι και θεοφόροι Πατέρες προφανώς αντιμετώπισαν αυτά τα θέματα με πολύ στενότητα και ακαρδία!!
Το άνω συμπέρασμα επαληθεύεται από τον ίδιο αμέσως μετά: «εάν η Εκκλησία δεν μπορεί να δείξει κατανόηση και αγάπη … αν δεν αγαπά και συμπονά και συγχωρά αυτούς…» Δύο χιλιάδες χρόνια δηλαδή η Εκκλησία πορεύεται δίχως αγάπη και συγχώρηση και μάλιστα στους ίδιους τους λειτουργούς Της!
Αυτά όμως που λέγονται είναι απίστευτα: «… αν δεν αγαπά και συμπονά και συγχωρά αυτούς, πώς μπορεί αυτοί να συμπονούν, να αγαπούν και να συγχωρούν άλλους; Είναι σαν ένας κύκλος η συγχώρηση.»
Εγώ έως τώρα γνώριζα ότι στην Εκκλησία υπάρχει η εν Χριστώ αγάπη και ότι η συγχώρηση χρειάζεται μετάνοια, εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Σήμερα έμαθα ότι είναι μία «κυκλική διαδικασία» (σαν το χαλασμένο τηλέφωνο) όπου ο ένας συγχωρεί τον άλλον.
Γνώριζα ότι ο ιερεύς, η «αιχμή του δόρατος» της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία, οφείλει να είναι πρότυπο Ορθόδοξης ζωής και πνευματικού αγώνα για να εμπνέει όλους εμάς. Σήμερα έμαθα ότι δεν αξίζει να κάνεις αγώνες διότι ακόμη και οι λειτουργοί της Εκκλησίας «ανταμείβονται» με συγχωροχάρτια σ’ αυτήν την ζωή.
Οι κινήσεις του κ. Βαρθολομαίου δείχνουν ότι ανοίγει τον δρόμο για «πανορθοδοξοποίηση» της διγαμίας των κληρικών στην επόμενη ψευδοσύνοδο. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα ακολουθήσει για άλλη μία φορά τα ντροπιασμένα χνάρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θα στηρίξει αυτήν την απόφαση με λίγο Κανόνες λίγο κρασί λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου, όπως συνηθίζει να κάνει.
Η Εκκλησία μας «μεταμορφώνεται» κανονικά και με το νόμο. Δεν συνηθίσαμε απλά να συμβιώνουμε με αλλότρια πνεύματα, τώρα «μεταμορφωνόμαστε». Τεράστια ευθύνη γι’ αυτό φέρουν και τα επιφανή πρόσωπα της Εκκλησίας, τα οποία ενώ λένε ότι διαφωνούν, επέλεξαν έναν αδικαιολόγητα παρατεταμένο χλιαρό τρόπο αντίδρασης στον οικουμενισμό, αφήνοντας εμάς τους λαϊκούς μονάχους σε έναν άνισο αγώνα.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω μετά το βίντεο ένα κείμενο του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου [βιογραφικό ΕΔΩ] το οποίο πρέπει να γράφτηκε εκεί κοντά στο 2006 επί Χριστοδούλου, όταν η Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πήρε την απόφαση να χορηγεί άδεια δεύτερου γάμου εις τους εν χηρεία κληρικούς «κατ’ άκρα οικονομία». Είναι αξιοπρόσεκτη η επαινετική αναφορά που κάνει ο αρθρογράφος στην συμβολή των Μασόνων Μεταξάκη και Αθηναγόρα στο θέμα της διγαμίας των κληρικών. Αξιοπρόσεκτο είναι και το ύφος του κειμένου, το οποίο δίνει την εικόνα μίας Εκκλησίας που θέλει να απελευθερωθεί από τα δεσμά Της!
***
Φαίη για το ΑΒΕΡΩΦ.
***
Ο δεύτερος γάμος των κληρικών
Θετική αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη η τόλμη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να συζητήσει, κατά την τελευταία τακτική συνέλευσή της, θέματα και προβλήματα τα οποία μέχρι χθες χαρακτηρίζονταν «ταμπού» και για τα οποία δεν τολμούσε κανείς ν’ αρθρώσει λόγο για να μη θεωρηθεί νεωτεριστής ή και ασεβής. Η Εκκλησία της Ελλάδος, για πρώτη φορά, άγγιξε θέματα όπως ο δεύτερος γάμος των Κληρικών ή η στράτευση των υποψηφίων Κληρικών, τα συζήτησε εκτενώς και τα παρέπεμψε για περαιτέρω επεξεργασία σε ειδική επιτροπή, η οποία θα υποβάλει τις προτάσεις της για να προβεί η Σύνοδος σε τελικές αποφάσεις.
Στη σημερινή μας παρέμβαση θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο ενδεχόμενο τελέσεως δευτέρου Γάμου από τους Κληρικούς, καθώς κατέστη σαφές ότι η Εκκλησία μας δε μπορεί να μένει απαθής μπροστά σε προβλήματα που ταλανίζουν τις σύγχρονες ιερατικές οικογένειες, ενίοτε λαμβάνουν τραγικές διαστάσεις κι έχουν θλιβερές συνέπειες. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ανοίγοντας αυτόν τον διάλογο, ζητεί, ως στοργική μητέρα, να σταθεί φιλάνθρωπα και αγαπητικά δίπλα σ’ εκείνους τους εγγάμους Ιερείς, που μένουν μόνοι σε νεαρή ηλικία, είτε λόγω χηρείας, είτε λόγω εγκατάλειψης από τις συζύγους τους. Οι άνθρωποι αυτοί καλούνται ν’ αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας ζωής την οποία δεν επέλεξαν, καλούνται να ακολουθήσουν ουσιαστικά τη μοναχική ζωή ενώ έχουν επιλέξει τον έγγαμο βίο, καλούνται να μεγαλώσουν παιδιά χωρίς τη συμπαράσταση και την απαραίτητη παρουσία της μητέρας, γεγονός που κλονίζει την εν γένει ιερατική τους διακονία, καλούνται ν’ αντέξουν τους σαρκικούς πειρασμούς, χωρίς να είναι προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, έχοντας πάντα μπροστά τους το φάσμα της πτώσης και της παρεκτροπής. Πρόκειται για οξέα και ανυπέρβλητα προβλήματα τα οποία οδηγούν σε τραγικές καταστάσεις, που συχνά γίνονται ευρύτερα γνωστές, τραυματίζοντας το σώμα της Εκκλησίας και σκανδαλίζοντας τους πιστούς.
Η ποιμαντική προβληματική επί του ζητήματος αυτού, όμως, δεν προέκυψε τώρα στην Εκκλησία. «Στα 1923 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Συνέδριο, υπό την προεδρεία του Πατριάρχου Μελετίου του Δ΄, το οποίο εξέτασε το δυνατόν της συνάψεως δευτέρου γάμου υπό των εν χηρεία διατελούντων κληρικών. Το συνέδριο αποφάσισε ομόφωνα τα εξής:
Α. Είναι επιτρεπόμενος ο δεύτερος γάμος στους συνεπεία θανάτου χηρεύσαντες ιερείς και διακόνους, δεν αντιβαίνει στην Ευαγγελική διδασκαλία και μάλλον προλαμβάνει τον μώμον κατά της ιερατικής καταστάσεως.
Β. Δικαιούνται οι Σύνοδοι των επί μέρους Εκκλησιών να επιτρέπουν σε αιτούντες ιερείς και διακόνους να συνάψουν δεύτερο γάμο ύστερα από γνωμοδότηση του οικείου Επισκόπου τους.
Γ. Το μέτρο αυτό λογίζεται κανονικό και έγκυρο μέχρι της συγκλίσεως Πανορθοδόξου Συνόδου «ήτινι μόνη απόκειται όπως περιβάλη την διάταξιν ταύτην διά κύρους καθολικού» {βλ. πρακτικά και αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, 10/5 – 8/6/1923}…Η πιο πρόσφατη αναφορά στο ζήτημα αυτό έγινε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ευρισκόμενος στη Βιέννη για θεραπεία, σε ιδιαίτερη συνομιλία με τον δημοσιογράφο Παλαιολόγο αναφέρθηκε στο θέμα με τα εξής χαρακτηριστικά: “Ουδέν μυστήριον εμποδίζει άλλον μυστήριον. Η ιερωσύνη δεν εμποδίζει τον γάμον όπως ο γάμος δεν εμποδίζει την ιερωσύνη διά τους διακόνους και τους ιερείς”» (Μητρ. Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου Κουκουρίδη, «Μελάνι και Θυμίαμα», σελ. 79).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι ότι οι αποφάσεις εκείνου του Πανορθοδόξου Συνεδρίου, στο οποίο συμμετέσχον και εκπρόσωποι της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον δεν έχει συγκληθεί έως τώρα Πανορθόδοξη Σύνοδος, έχουν κανονική ισχύ και ο δεύτερος γάμος των εν χηρεία Κληρικών είναι έγκυρος αφού δεν έρχεται σε αντίθεση με την Ευαγγελική διδασκαλία, με την προϋπόθεση, βέβαια, η τέλεσή του να έχει την έγκριση των τοπικών Συνόδων, ύστερα από εισήγηση του οικείου Επισκόπου.
Το σκεπτικό εκείνου του Συνεδρίου είναι εντυπωσιακό, αν σκεφθεί κανείς ότι έλαβε χώρα σε μια εποχή που στον τόπο μας επικρατούσε εντονότατος συντηρητισμός και ήταν δύσκολο για την Ορθόδοξη Εκκλησία να ξεφύγει από μια νοοτροπία περιχαράκωσης στα παραδεδομένα, τα οποία συχνά συνιστούν πλαίσιο ασφαλείας. Μπορεί να καταστεί, όμως, ιδιαίτερα χρήσιμο και για το έργο της σύγχρονης επιτροπής που συνέστησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, μιας επιτροπής που οφείλει να δει κατάματα την πραγματικότητα, όπως τόλμησαν να κάνουν οι σοφοί πρόγονοί μας, να λειτουργήσει φιλάνθρωπα και προστατευτικά προς τους δοκιμαζόμενους αυτούς κληρικούς, ορίζοντας, βέβαια, σοβαρότατες και αυστηρότατες προϋποθέσεις, προκειμένου να μην επιτρέψει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος επέτρεψε, κατ’ άκραν οικονομίαν, την τέλεση του μυστηρίου του γάμου σε ζευγάρι ηλικιωμένων πρώτων εξαδέλφων, οι οποίοι συζούσαν επί σειρά δεκαετιών, είχαν αποκτήσει παιδιά και δεν άντεχαν να ζουν άλλο μακριά από την ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού και της Εκκλησίας. Η σχετική άδεια δόθηκε ύστερα από την υπεύθυνη και σοβαρότατη εισήγηση του οικείου Μητροπολίτου, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται επί της γης», για να πάψουν δηλ. οι άνθρωποι να ζουν υπό το καθεστώς της αμαρτίας το οποίο συνιστά αποξένωση από τον Θεό. Επρόκειτο για κίνηση αγάπης που πάντα χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της Εκκλησίας.
Πηγή: ecclesia.gr, Αβέρωφ
Ἦταν ὑπόδουλοι, ἀλλὰ δὲν ἦταν δοῦλοι. Ἦταν σκλαβωμένοι, μὰ δὲν ἔγιναν σκλάβοι ποτέ.
Ἦταν ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι, εἶχαν ὅμως ὑπέροχο καὶ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ ἀρχοντικὴ καρδιά. Ἦταν φτωχοί, μὰ πλούτιζαν τὸν κόσμο.
Δὲν εἶχαν πτυχία, διδακτορικὲς διατριβές, τίτλους καθηγεσίας· εἶχαν ὅμως τὴν ἀληθινὴ θεολογία. Ἦταν ζυμωμένοι μὲ τὴν Παράδοση. Ἦταν φορεῖς τῆς ἀλήθειας τῶν Πατέρων, τῶν Ἀποστόλων, τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἦταν ἀληθινοί.
Οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. Τῆς σκοτεινῆς περιόδου τῆς δουλείας.
Κι ὅταν δέχθηκαν τὴ μεγάλη πρόκληση, δὲν δίστασαν!
Οἱ μικροί, οἱ φτωχοί, οἱ ἀδύναμοι, οἱ διωγμένοι καὶ περιφρονούμενοι καὶ καταπιεζόμενοι εἶπαν τὸ μεγάλο ΟΧΙ!
ΟΧΙ στὸν παποκράτορα, τὸν δίκερο γίγαντα τῆς Ρώμης, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Δίκερο, διότι διεκδικεῖ διπλὴ ἐξουσία: πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Ἀλλὰ δίκερο καὶ διότι ἐνσαρκώνει τὸ δίκερο θηρίο τῆς «Ἀποκαλύψεως», ποὺ ἐμφανίζεται μὲ προσωπεῖο ἀρνιοῦ, ἀλλὰ εἶναι δράκων, καὶ τὸ ὁποῖο πείθει τοὺς λαοὺς νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἀντίχριστο ὡς Χριστό (Ἀποκ. ιγ΄ [13] 11-18).
Σ᾿ αὐτὸ τὸν πανίσχυρο, ἐπίδοξο θρησκευτικὸ πλανητάρχη εἶπαν τὸ ΟΧΙ: στὸν πάπα Πίο τὸν Θ΄, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 1848 ἐξέδωσε τὴν Ἐγκύκλιο «In Suprema Petri Apostoli Sede» (Ἐν τῇ Ὑπερτάτῃ Ἕδρᾳ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου), μιὰ ψευδοαγαπητικὴ ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία τοὺς καλοῦσε – καλοῦσε ὅλους τοὺς Χριστιανούς – νὰ ὑποταγοῦν στὴν ἐξουσία του. Εἰδικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους πρότεινε ὡς τρόπο ἑνώσεως αὐτὸν τῶν προβατόσχημων λύκων τῆς Οὐνίας: Νὰ κρατήσουν ὅλη τὴν παράδοσή τους, ἀρκεῖ νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐξουσία του.
ΟΧΙ! τοῦ ἀπάντησαν.
Καὶ δὲν τοῦ εἶπαν μόνο ΟΧΙ!
Αὐτοὶ οἱ ἀδύναμοι στὸν πανίσχυρο εἶπαν: Τέλειωσες! Εἶσαι νεκρός! Τὸ σύστημά σου, ἡ ψευδοεκκλησία σου ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ! Συντρίφθηκε, διαλύθηκε, ἐξαφανίσθηκε. Τοῦ μίλησαν σὲ προφητικὸ Ἀόριστο, τὸν ἰσχυρότερο ὅλων τῶν χρόνων. Ὄχι σὲ Μέλλοντα: Θὰ καταβληθεῖ! Οὔτε κἂν σὲ Τετελεσμένο Μέλλοντα: Θὰ ἔχει καταβληθεῖ! Ἀλλὰ σὲ Ἀόριστο: ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ!
Δὲν γνώριζαν διπλωματικὴ γλώσσα οἱ μακάριοι. Ναί, μακάριοι. Οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς στὴν κατὰ τὸ ἔτος 1848 ἀπάντησή τους. Δὲν γνώριζαν ἀπὸ ψευδοαγαπολογία. Δὲν τοὺς θάμπωναν ἰδέες σὰν αὐτὲς ποὺ κυκλοφοροῦν σήμερα περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», περὶ «δύο πνευμόνων», περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας».
Οἱ μικροὶ αὐτοὶ κατὰ κόσμον – μεγάλοι κατὰ Θεόν – μιὰ ἀλήθεια γνώριζαν, τὴν ἁπλὴ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια! Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια κατέθεσαν στὴν ἀπάντησή τους πρὸς τὸν αὐθάδη πάπα Πίο τὸν Θ΄.
Συμπύκνωσαν στὶς ἐπιγραμματικές τους φράσεις τὴ θεολογία 19 αἰώνων, τὴ διαχρονικὴ μαρτυρία τοῦ Πνεύματος. Καὶ νὰ θέλαμε, τοῦ εἶπαν, δὲν μποροῦμε. Γιατί; Διότι τὴν πίστη τὴ δική μας τὴ διαφεντεύει ὁ λαός:
«Ἔπειτα παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ.»
Καὶ κατέληξαν, ἀσφαλίζοντας τὸ ποίμνιό τους, τὰ παιδιά τους:
«Ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥσπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει “ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ” (Ἀποκ. ιβ΄ [12] 10).»
Μὴ φοβάστε, παιδιά μας! Τὸ παπικὸ κακόηθες μόρφωμα εἶναι ἤδη νεκρό. «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ»! Ὅπως διαλύθηκε τότε ὁ Ἀρειανισμός, ἔτσι θὰ ἀφανισθεῖ καὶ ὁ Παπισμός. Καὶ τὸ τέλος του θὰ τὸ ἀναγγείλει ἡ οὐράνια φωνή: «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ»!
Σήμερα ὁ ἡγέτης τοῦ Παπισμοῦ φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ στὸν θρησκευτικὸ χῶρο. Θρησκευτικὸς πλανητάρχης. Κάθε κίνησή του καταγράφεται γιὰ νὰ προβληθεῖ. Κάθε λόγος του σχολιάζεται. Μοιάζει νὰ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ μόνος. Ὡς πρόσωπο καὶ ὡς θεσμὸς διαχρονικός.
Μοιάζει, ἀλλὰ δὲν εἶναι.
Διότι ἤδη χάθηκε, «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ»!
Ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ μόνη ἀλήθεια, μένει.
Ὅπως τὸ δήλωσε σὲ ὅλο τὸν κόσμο στὶς 14 Ἰουλίου τοῦ 2000 ὁ κορυφαῖος Βυζαντινολόγος – Προτεστάντης αὐτός – σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν:
«Χαίρομαι μὲ τὴ σκέψη ὅτι στὰ ἑπόμενα 100 χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία θὰ εἶναι ἡ μόνη ἱστορικὴ Ἐκκλησία ποὺ θὰ ὑφίσταται»!
Ἡ Ὀρθοδοξία θὰ μένει ἀκατάβλητη γιὰ πάντα!
(Πηγή: «Κατεβλήθη!», Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Κουβαρά)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΑΝΑΤΟΛΗΣ 1848
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΥ
Πᾶσι τοῖς ἁπανταχοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητοῖς καὶ περισπουδάστοις ἡμῖν ἀδελφοῖς ἁγίοις ἀρχιερεῦσι, τῷ τε περί αὐτοὺς εὐλαβεστάτῳ Κλήρῳ καὶ πᾶσι τοῖς Ὀρθοδόξοις γνησίοις τέκνοις τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, τὸν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ἀδελφικὸν ἀσπασμὸν καὶ πᾶν ἀγαθὸν παρὰ Θεοῦ καὶ σωτήριον.
1. Ὤφειλε μὲν τὸ τῆς ἀπολυτρώσεως ἡμῶν εὐαγγελικὸν καὶ θεῖον κήρυγμα τοιοῦτον ἀκίβλδηλον κηρύττεσθαι παρὰ πάντων καὶ τοιοῦτον ἀγνὸν πιστεύεσθαι αἰωνίως, οἷον ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ὁ ἐκ τῶν πατρικῶν καὶ θεϊκῶν κόλπων, ἀπεκάλυψεν εἰς τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ οἷον αὐτοί, μάρτυρες γενόμενοι αὐτήκοοί τε καὶ αὐτόπται, ὡς σάλπιγγες διαπρύσιοι, τορῶς ἤχησαν εἰς πᾶσαν τὴν ὑφήλιον· (ὁ γὰρ φθόγγος αὐτῶν εξῆλθεν εἰς πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ τὰ ῥήματα αὐτῶν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης (Ψαλμ. 18,5)· καὶ τέλος οἷον ἀνεπηρέαστον, τὰς αὐτὰς φωνὰς ἐπαναλαμβάνοντες, οἱ τοσοῦτοι θεοφόροι Πατέρες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐκ περάτων γῆς μέχρι ἡμῶν συνοδικῶς τε καὶ ἰδίᾳ διδάσκοντες, πανδήμως παρέδωκαν. Ἀλλ’ ὁ ἀρχέκακος νοητὸς ἐχθρὸς τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας, ὡς πάλαι ἐν τῇ Ἐδὲμ, πρόσωπον ὠφελίμου δῆθεν συμβούλου δολίως ἀναλαβών, παραβάτην τῆς θείας ῥητῆς ἐντολῆς ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον, οὕτω καὶ ἐν αὐτῇ τῇ νοητῇ Ἐδέμ, τῇ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πολλοὺς κατὰ καιρὸν ἀπατήσας καὶ πονηροῖς καὶ αντιθέοις λογισμοῖς ἐμβαλὼν καὶ ὀργάνοις αὐτοῖς χρώμενος, τὸ δηλητήριον τῆς αἱρέσεως εἰς τὰ διαυγῆ νάματα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας συγκιρνῶν ἐν ποτηρίοις περικεχρυσωμένοις τῇ εὐαγγελικῇ δῆθεν χριστολογίᾳ ποτίζει πολλούς τινας, ἀθώους μέν, ἀπροφυλάκτως δε βιοῦντας, καὶ “μὴ προσέχοντας περισσότερως τοῖς ἀκουσθεῖσι” (Ἑβρ. 2,1) καὶ παρὰ τῶν πατέρων αὐτῶν ἀναγγελθεῖσι (Δευτερ. 32,7), συμφώνως τῷ εὐαγγελίω καὶ ὁμοειδῶς τοῖς προτέροις ἀεὶ διδασκάλοις, μηδὲ ἡγουμένους αὐτάρκη εἰς ψυχικὴν αὐτῶν σωτηρίαν τὸν ῥητὸν καὶ γραπτὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ τὸ κῦρος τῆς διηνεκοῦς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νεοχμὸν δυσσέβειαν καὶ καινοτομίας ὡς ἐπὶ ἱματίοις θηρεύοντας, καὶ παντοιοτρόπως τὴν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν κιβδηλευθεῖσαν περιπτυσσομένους.
2. Ἐντεῦθεν αἱ πολυσχιδεῖς καὶ τερατώδεις αἱρέσεις, ἃς ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἤδη ἐκ τῶν σπαργάνων αὐτῆς, ἀναλαβοῦσα τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ καὶ δραξαμένη “τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὃ ἐστι ῥῆμα τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. 6, 17), ἠνάγκασται ἵνα καταπολεμήσῃ, καὶ κατὰ πασῶν ἐθριάμβευσέ τε μέχρι τῆς σήμερον, καὶ θριαμβεύσει τροπαιοφόρος εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα, λαμπροτέρα ἀείποτε καὶ ἰσχυροτέρα ἀναφαινομένη μετὰ τὴν συμπλοκήν.
3. Ἀλλὰ τούτων τῶν αἱρέσεων, αἱ μὲν ἤδη καὶ πάντῃ ἐξέλιπον, αἱ δὲ φθίνουσιν, αἱ δὲ ἀπεμαράνθησαν, αἱ δὲ καὶ θάλλουσι κατά γε τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον, ἀκμαῖαι ἄχρι καιροῦ ἀποκαταστάσεως αὐτῶν, καὶ ἄλλαι πάλιν ἀναφύονται, ὅπως διατρέξωσι τὴν ἑαυτῶν περίοδον ἀπὸ γενέσεως μέχρι φθορᾶς· οὗσαι γὰρ δειλαίων ἀνθρώπων δείλαιοι διαλογισμοὶ καὶ ἐπίνοιαι, ὥσπερ κἀκεῖνοι, οὕτως καὶ αὗται ἐμβροντηθεῖσαι τῷ κεραυνῷ τοῦ ἀναθέματος τῶν ἑπτά οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐξίτηλοι γίνονται, κἄν χίλια ἔτη διατηρηθῶσι. Μόνη γὰρ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐμψυχουμένη παρὰ τοῦ ζῶντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, διατελεῖ καὶ αὐτὴ αἰωνία, κατὰ τὴν ἀψεδῆ ἐπαγγελίαν τοῦ Κυρίου, “πῦλαι ᾅδου οὐ καταισχύνουσιν αὐτῆς” (Ματθ. 16, 18), ἤτοι στόματα ἀσεβῶν καὶ αἱρετικῶν (ὡς ἐξηγοῦνται ἡμῖν οἱ θεῖοι Πατέρες), ὅσον δεινά, ὅσον εὔλαλα καὶ πιθανά, ὅσον καταπληκτικὰ καὶ ἄν ὦσιν, οὐ κατισχύσουσι τῆς ἡσύχου καὶ σιγηλῆς ὁρθῆς διδασκαλίας. Ἀλλ’ ἆρά γε “τί ὅτι ὁδὸς ἁμαρτωλῶν εὐοδοῦται” (Ἱερ. 12,1) καὶ οἱ δυσσεβεῖς ἐπαίρονται καὶ ὑψοῦνται ὡς οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου (Ψαλμ. 36,35), πειράζοντες τὴν ἥσυχον λατρείαν τοῦ Θεοῦ; Ὁ λόγος τούτου ἄῤῥητός ἐστι καὶ ἡ Ἐκκλησία, καίτοι παρακαλοῦσα καθ’ ἑκάστην ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ αὐτῆς οὗτος ὁ σκόλωψ, οὗτος ὁ ἄγγελος Σατᾶν, ἀκούει πάντοτε παρὰ τοῦ Κυρίου “ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται” (Β’ Κορ. 12,9). Διὸ “ἥδιστα μᾶλλον καυχᾶται ἐν ἀσθενείαις αὐτῆς, ἵνα ἐπισκηνώσῃ επ’ αὐτὴν ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ” καὶ “ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται” (Α’ Κορ. 11, 19).
4. Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥσπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλά διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει “ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ” (Ἀποκ. 12,10).
5. Ἡ καινοφανὴς δόξα, “ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Ὑιοῦ”, ἐναντίον τῆς ῥητῆς ἐρμηνείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπ’ αὐτῷ ἐμπεριστάτως γενομένης, “ὃ παρὰ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται” (Ἰωάν. 15,26), καὶ ἐναντίον τῆς ὁμολογίας συμπάσης τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἃ μαρτυρεῖται ὑπὸ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων, “τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον”, α’ ὡς αναιροῦσα τὴν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ μαρτυρουμένην ἐκ μιᾶς αἰτίας ἑνικὴν μέν, ἑτεροειδῆ δὲ πρόοδον τῶν θείων προσώπων τῆς μακαρίας Τριάδος· β’ ὡς ἐπιφέρουσα ἑτεροτελεῖς καὶ ἀνίσους σχέσεις εἰς αὐτὰς τὰς ἰσοδυνάμους καὶ συμπροσκυνουμένας ὑποστάσεις καὶ σύγχυσιν αὐτῶν ἤ συνίζησιν· γ’ ὡς ἐλεγχουσα ἀτελῆ δῆθεν, ἢ γοῦν σκοτεινὴν καὶ δύσληπτον πρὸ αὐτῆς τῆν ὁμολογίαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας· δ’ ὡς καθαπτομένη τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει δευτέρας οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁγίων Πατέρων, θεολογησάντων δῆθεν ἀτελῶς τὰ περὶ τοῦ Ὑιοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος, ὡς σιγησάντων τηλικαύτην ἰδιότητα τῆς θεότητος ἑκατέρων τῶν προσώπων, καίτοι οὔσης ἀνάγκης ἵνα ἐρμηνευθῶσιν ἅπασαι αἱ θεϊκαὶ ἰδιότητες κατά τε τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Μακεδονιανῶν· ε’ ὡς ὑβρίζουσα τοὺς πατέρας τῆς Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, καὶ Ζ’ οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀνακηρύξαντας εἰς τὴν ὑφήλιον παντέλειον καὶ πάμπληρες τὸ θεῖον Σύμβολολον, ὥστε καὶ ἀραῖς φρικταῖς καὶ ἐπιτιμίοις ἀλύτοις ἀπειπεῖν πᾶσαν προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν ἢ ἀλλοίωσιν ἢ μετάθεσιν ἔτι καὶ κεραίας αὐτῆς καὶ εἰς ἑαυτοὺς καὶ εἰς οὑστινασοῦν ἄλλους· τὸ δὲ τάχα ἦν διορθωτέον καὶ αὔξιμον καὶ ἀκολούθως ἅπασα ἡ θεολογικὴ τῶν καθολικῶν Πατέρων διδασκαλία ἀλλοιωτέα, ὡς ἀνακαλυφθείσης δῆθεν νέας ἰδιότητος καὶ εἰς τὰ τρία πρόσωπα τῆς μακαρίας Τριάδος· ς’ ὡς παρεισδύσασα κατ’ ἀρχὰς ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Δύσεως “λύκος ἐν δέρματι προβάτου”, τοὐτέστιν ὑπὸ τὴν σημασίαν οὐ τῆς “εκπορεύσεως” κατὰ τὴν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ τὴν ἐν τῷ Συμβόλῳ ἑλληνικὴν ἐκδοχὴν, ἀλλ’ ὑπὸ τὴν σημασίαν τῆς “ἀποστολῆς” καθ’ ἃ ἀπελογεῖτο ὁ Πάπας Μαρτῖνος πρὸς τὸν Ὁμολογητὴν Μαξιμον, καὶ καθ’ ἃ ἐξηγεῖτο Ἀναστάσιος ὁ βιβλιοθηκάριος ἐπὶ Ἰωάννου τοῦ ὀγδόου· ζ’ ὡς βιάσασα ιδιωτικῶς τόλμῃ ἀνεικάστῳ καὶ παραχαράξασα αὐτὸ τὸ Σύμβολον, οὖσαν κοινὴν παρακαταθήκην τοῦ Χριστιανισμοῦ· η’ ὡς ἐπαγαγοῦσα τηλικαύτας ταραχὰς ἐν τῇ ἡσύχῳ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ καὶ σχίσασα τὰ ἔθνη· θ’ ὡς ἀποκηρυχθεῖσα πανδήμως κατ’ αὐτὴν τὴν πρώτην ἐμφάνισιν αὐτῆς ὑπὸ δύο ἀειμνήστων Παπῶν, Λέοντος τοῦ Γ’ καὶ Ἰωάννου του Η’, ὃς καὶ μετὰ τοῦ Ἰούδα συνέταξε πρώτους εἰσαγαγόντας αὐτὴν εἰς τὸ θεῖον Σύμβολον ἐν τῇ πρὸς τὸν ἱερὸν Φώτιον ἐπιστολῇ· ι’ ὡς καταδικασθεῖσα ὑπὸ πολλῶν ἱερῶν Συνόδων τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς ἑώας λήξεως· ια’ ὡς ἀναθέματι καθυποβληθεῖσα, οἷα νεωτερισμὸς καὶ ἐπαύξησις τοῦ Συμβόλου κατὰ τὴν Η’ οἰκουμενικὴν Σύνοδον, τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθεῖσαν ἐπὶ εἰρήνην τῶν ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν ἐκκλησιῶν· ιβ’ ὡς ἅμα εἰσαχθεῖσα ἐν ταῖς κατὰ τὴν Δύσιν Ἐκκλησίαις, ἤτοι αὐτὴ ἐτεκνοποίησε αἴσχιστα γεννήματα ἤ συμπαρεισήγαγε κατὰ μικρὸν ἑτέρας καινοτομίας, τὰς πλείστας ἐναντιουμένας εἰς τὰς ῥητῶς γεγραμμένας ἐν τῷ εὐαγγελίω διαταγὰς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, διατηρηθείσας ἀκριβῶς μέχρι τῆς εἰσαγωγῆς αὐτῆς ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις, εἰς ἃς παρεισήχθη: οἷον ῥάντισμα ἀντὶ βαπτίσματος· ἀπάρνησιν τοῦ θείου ποτηρίου εἰς τοὺς λαϊκοὺς καὶ ἄρσιν μετὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ἄρτου κλωμένου, χρῆσιν δὲ φολιδίων· ἄζυμον ἀντὶ ἄρτου· ἀφαίρεσιν ἀπὸ τῶν λειτουργιῶν τῆς εὐλογίας, ἤτοι τῆς θείας ἐπικλήσεως τοῦ παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος· καὶ καταλυούσας τὰς ἀρχαίας ἀποστολικὰς τελετὰς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, οἷον τὰ βαπτιζόμενα βρέφη μήτε χρίεσθαι, μήτε μεταλαμβάνειν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τοὺς ἐγγάμους μὴ ἱερᾶσθαι, τὸ ἀναμάρτητον καὶ τοποτηρητικὸν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πάπα κ.τ.λ., παραγκωνίσασα οὕτως ἅπαντα τὸν ἀρχαῖον ἀποστολικὸν τύπον, μικροῦ δεῖν, ἁπάντων τῶν μυστηρίων καὶ ἁπάσης τῆς διδασκαλίας, ὃν κατεῖχε ἡ ἀρχαία, ἁγία καὶ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης, οὖσα τότε μέλος τιμιώτατον τῆς ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας· ιγ’ ὡς παρωθήσασα τοὺς θεολόγους τῆς Δύσεως, ὑπερασπιστὰς αὐτῆς γενομένους, διὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτὴν χώραν μηδεμίαν μήτε ἐν τῇ Γραφῇ μήτε ἐν τοῖς Πατράσι, πρὸς εὐπροσωπισμὸν τῶν ἀπαριθμηθεισῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν, οὐ μόνον εἰς τὰς τῶν Γραφῶν παρερμηνείας, οἵας οὐχ ὁρῶμεν εἰς οὐδένα τῶν Πατέρων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ εἰς παραχαράξεις ἱερῶν καὶ ἀθίκτων κειμένων τῶν ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν θείων Πατέρων· ιδ’ ὡς φανείσα ξένη, ἀνήκουστος καὶ βλάσφημος ἔτι καὶ εἰς τὰς δι’ ἑτέρους δικαίους λόγους πρὸ τῆς γενέσεως αὐτῆς δι’ αἰώνας ἀποκλεισθείσας ἀπὸ τῆς καθολικῆς μάνδρας ὑφισταμένας χριστιανικὰς κοινωνίας· ιε’ ὡς μὴ δυνηθεῖσα εἰσέτι ἀπολογηθῆναι ἐκ τῶν Γραφῶν κἂν πιθανῶς, ἢ τοὐλάχιστον ἐλλόγως ἐκ τῶν Πατέρων σὺν πάσῃ τῇ σπουδῇ καὶ τῷ ἀγῶνι τῶν ὑπερασπιστῶν αὐτῆς εἰς οὐδεμίαν τῶν καταλεχθεισῶν κατηγοριῶν, -ἡ τοιαύτη δόξα φέρει ἅπαντα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἑτεροδιδασκαλίας, προϊόντας ἐκ τῆς φύσεως καὶ τῶν ἰδιωμάτων αὐτῆς. Καὶ ἐπειδὴ πᾶσα ἑτεροδιδασκαλία, ἁπτομένη αὐτοῦ τοῦ καθολικοῦ φρονήματος περὶ τῆς τε μακαρίας Τριάδος καὶ τῶν θείων προσόδων, καὶ δὴ καὶ αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἔστι τε καὶ λέγεται αἵρεσις, καὶ οἱ οὕτω φρονοῦντες αἱρετικοί, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ ἐν ἁγίοις Δαμάσου Πάπα Ῥώμης, “εἴ τις περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ὑιοῦ καλῶς φρονήσει, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου Πνεύματος οὐκ ὀρθῶς ἔχει, αἱρετικός ἐστι” (Ὁμολ. καθ. πίστ., ἣν ὁ Πάπας Δάμασος απέστειλε πρὸς ἐπίσκοπον Παυλῖνον Θεσσαλονίκης, MPL. 13, 363), διὰ τοῦτο ἡ μία, ἁγία, καθολική καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν, ἐκήρυξέ τε πάλαι ἐπὶ τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικῶς, αὐτὴν μὲν τὴν ῥηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Ὑιοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς αἵρεσιν, καὶ τοὺς ὁπαδοὺς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καὶ ἂν ὦσιν αἱρετικούς, κατὰ τὴν ῥηθεῖσαν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, καὶ τὰς ἐξ αὐτῶν συγκροτουμένας συνάξεις αἱρετικάς, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν πνευματικὴν καὶ θρησκευτικὴν τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς τοιούτους ἄθεσμον, μάλιστα τῇ δυνάμει του ζ’ Κανόνος τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἀνωτέρω σελ. 150).
6. Αὕτη ἡ αἱρεσις, συνημμένους ἔχουσα ἑαυτῇ καὶ παμπόλλους νεωτερισμούς, ὡς εἴρηται, γνωρισθεῖσα περὶ τὸν ἕβδομον αἰῶνα μεσοῦντα, ἄγνωστος τὴν ἀρχὴ καὶ ἀνώνυμος, καὶ δὴ ὑπὸ διαφόρους σημασίας κατὰ τὰς δυτικὰς ἐπαρχίας τῆς Εὐρώπης ἠρέμα ὑφέρπουσα ἐν διαστήματι τεσσάρων ἤ πέντε αἰώνων, κατισχύσασα τῆς ἀρχαίας ὀρθοδοξίας ἐκείνων τῶν μερῶν, ἀκηδίᾳ τῶν ἐκεῖ τότε ποιμένων καὶ προστασίᾳ τῶν ἡγεμόνων, ἀπεπλάνησε κατὰ μικρὸν οὐ μόνον τὰς τότε ἔτι ὀρθοδοξούσας Ἐκκλησίας τῶν Ἰσπανιῶν, ἀλλὰ καὶ τὰς Γερμανικὰς καὶ τὰς Ἰταλικὰς αυτάς, ὧν η ὀρθοδοξία κατηγγέλετό ποτε εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον, καὶ πρὸς ἃς πολλάκις ἐκοινολογοῦντο οἱ θειότατοι Πατέρες ἡμῶν, οἷος ὁ μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, καὶ ὧν ἡ μεθ’ ἡμῶν σύμπνοιά τε καὶ σύμπραξις μέχρι τῆς ἑβδόμης οἰκουμενικῆς Συνόδου διετήρησεν ἀλώβητον τὴν διδασκαλίαν τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ τέως φθόνῳ τοῦ μισοκάλου, οἱ νεωτερισμοὶ αὐτῆς περὶ τῆν ὑγιᾶ καὶ ὀρθόδοξον θεολογίαν τοῦ παναγίου Πνεύματος (οὗ “ἡ βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται (τοῖς ἀνθρώποις) οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι”, κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου ἀπόφασιν) Ματθ. 12,32), καὶ ἀλληλοδιαδόχως οἱ περὶ τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ μάλιστα οἱ περὶ τὸ μυστήριον τοῦ τε κοσμοσωτηρίου βαπτίσματος καὶ τῆς θείας κοινωνίας καὶ τῆς ἱερωσύνης νεωτερισμοὶ οἷα γεννήματα τερατώδη, συμπαρακολουθήσαντες κατεκυρίευσαν καὶ αὐτὴν τὴν πρεβυτέραν Ῥώμην, ὁπόθεν ἐνδυθεῖσα ἐπισημότητα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρὸς διαστολὴν εἴληχε καὶ τὴν προσηγορίαν Παπισμός. Οἱ γὰρ Ἐπίσκοποι αὐτῆς, Πάπαι ἐπωνυμούμενοι, εἰ καὶ τὸ κατ’ ἀρχάς τινες αὐτῶν οἰκουμενικῶς ἐκηρύχθησαν κατὰ τοῦ νεωτερισμοῦ, οἷος ὁ Λέων ο Γ’ καὶ Ἰωάννης ὁ Η’, ὡς προείρηται, καὶ εἰς τὴν ὑφήλιον ἀπεκήρυξαν αὐτήν, ὁ μὲν διὰ τῶν ἀργυρῶν ἐκείνων ἀσπίδων, ὁ δὲ διὰ τῆς εἰς τὴν Η’, οἰκουμενικὴν Σύνοδον πρὸς τὸν ἱερὸν Φώτιον ἐπιστολῆς αὐτοῦ, καὶ διὰ τῆς πρὸς Σφενδόπουλχρον ὑπὲρ τοῦ Μεθοδίου ἐπισκόπου Μοραυΐας, οἱ πλείους μέντοι τῆς μετ’ αὐτοὺς διαδοχῆς, δελεασθέντες ἐκ τῶν ὑπὸ τῆς αἱρέσεως χορηγουμένων αὐτοῖς ἀντισυνοδικῶν προνομίων ἐπὶ καταδυναστείᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εὑρόντες ἐν αὐτοῖς πολὺ τὸ κοσμικὸν ὄφελος “καὶ τὴν ἐργασίαν πολλὴν”, φαντασθέντες μονοκρατορίαν ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησία καὶ μονοπώλιον τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐ μόνον τὸ κατ’ αὐτοὺς ἠλλοίωσαν ἀρχαῖον θρήσκευμα, ἀποσχίσαντες ἑαυτοὺς τοῖς ρηθεῖσι νεωτερισμοῖς ἀπὸ τοῦ λοιποῦ ἀρχαίου τε καὶ ὑφισταμένου χριστιανικοῦ πολιτεύματος, ἀλλ’ ἐσπούδασαν, οὐκ ἄνευ ἀθεμίτων παραπραγματεύσεων, ὡς ἡ αληθὴς Ἱστορία παρέδωκεν ἡμῖν, ἵνα συναποσπάσωσι καὶ τὰς λοιπὰς τέσσαρας Πατριαρχείας εἰς τὴν ἑαυτῶν ἀποστασίαν ἀπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ δουλώσωσιν οὕτω τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν εἰς θελήσεις καὶ διαταγὰς ἀνθρώπων.
7. Οἱ τότε ἀοίδιμοι προκάτοχοί τε καὶ Πατέρες ἡμῶν κοινῷ τῷ πόνῳ καὶ τῷ βουλεύματι, ἰδόντες λὰξ πατουμένην τὴν προγονικὴν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν, καὶ τὸν ἄνωθεν ὑφαντὸν χιτῶνα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν χερσὶν ἀνοσίοις διαῤῥηγνύμενον, πατρικῷ τε καὶ ἀδελφικῷ φίλτρῳ οἰστρούμενοι, ἔκλαυσαν μὲν τὴν ἀπώλειαν τοσούτων Χριστιανῶν, “ὑπὲρ ὧν ὁ Χριστὸς ἀπέθανε” (Ρωμ. 14,15, Β’ Κορ. 5,14,15), κατεβάλλοντο δὲ πολλὴν τὴν σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν, συνοδικῶς τε ἅμα καὶ ἰδίᾳ, ἵνα σῳσομένης τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῆς Καθολικῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, συρράψωσιν, ὅπώσποτε δυνηθῶσι, τὸ διερρωγός, καὶ ὡς δόκιμοι ἰατροί συνεσκέφθησαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ πεπονθότος μέλους, πολλὰς ὑπενεγκότες καὶ θλίψεις καὶ περιφρονήσεις καὶ διωγμούς, μόνον ὅπως μὴ καταμελισθῇ το σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μόνον ὅπως μὴ καταπατηθῶσιν οἱ ὅροι τῶν θείων καὶ σεπτῶν Συνόδων. Ἀλλ’ ἡ ἀψευδὴς Ἱστορία παρέδωκεν εἰς ἡμᾶς τὸ ἄτεγκτον τῆς δυτικῆς ἐπιμονῆς εἰς τὴν πλάνην· οἱ ἀοίδιμοι οὗτοι ἄνδρες ἐπειράθησαν ἔργῳ καὶ εἰς ταύτην τὴν ὑπόθεσιν τὸ ἀληθὲς τῶν λόγων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ οὐρανοφάντορος, λέγοντος ἔτι καὶ τότε ἐκ πείρας περὶ τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως, καὶ ἰδίᾳ περὶ τοῦ κατ’ αὐτὸν Πάπα· “οἳ τό γε ἀληθὲς οὔτε ἴσασιν, οὔτε μαθεῖν ἀνέχονται, πρὸς μὲν τοὺς τὴν ἀλήθειαν αὐτοῖς ἀπαγγέλοντας φιλονικήσαντες, τὴν δὲ αἵρεσιν δι’ αυτῶν ἐπιβεβαιώσαντες” (προς Εὐσέβ. Σαμοσ., Ἐπιστ. 239 MPG. 32,893)· καὶ οὕτω μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν ἀδελφικήν, γνόντες τὸ ἀμετανόητον αὐτῶν, “ἀποσεισάμενοι” καὶ “παραιτηθέντες”, παρέδωκαν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀδόκιμον αὐτῶν νοῦν” (Ρωμ. 1,28), (κρείττων γὰρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”, ὡς εἶπε καὶ ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Γρηγόριος περὶ τῶν Ἀρειανῶν). Ἔκτοτε οὐδεμία κοινωνία πνευματικὴ ἡμῖν τε καὶ αὐτοῖς· βαθὺ γὰρ ὤρυξαν τὸ χάσμα ἰδίαις χερσί, τὸ μεταξὺ αὐτῶν τε καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
8. Ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο ἔπαυσεν ὁ Παπισμὸς ἐπηρεάζων τὴν ἥσυχον Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀποστέλλων ἁπανταχοῦ μισσιοναρίους λεγομένους, ἄνδρας ψηχοκαπήλους, “περιάγει γῆν καὶ θάλασσαν, “ἵνα ποιήσῃ ἕνα προσήλυτον” (Ματθ. 23,15), ἀπατήσῃ ἕνα τῶν Ὀρθοδόξων, διαφθείρῃ τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν διδασκαλίαν, νοθεύσῃ διὰ προσθήκης τὸ θεῖον Σύμβολον τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πίστεως, περιττὸν ἀναδείξῃ τὸ θεοπαράδοτον βάπτισμα, ἄχρηστον τὴν κοινωνίαν τοῦ ποτηρίου τῆς Διαθήκης καὶ μύρια ὅσα ἄλλα ὁ δαίμων τοῦ νεωτερισμοῦ ὑπηγόρευσεν εἰς τοὺς τότε τὰ πάντα τολμήσαντας σχολαστικοὺς τοῦ μεσαίωνος καὶ εἰς τοὺς τότε τὰ πάντα διὰ τὴν φιλαρχίαν θαρρήσαντας ἐπισκόπους τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης. Οἱ διὰ τὴν εὐσέβειαν μακαριστοὶ προκάτοχοι καὶ πατέρες ἡμῶν, καίτοι πολυμερῶς καὶ ποκιλοτρόπως ἐπηρεασθέντες καὶ καταδιωχθέντες ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, ἀμέσως τε καὶ ἐμμέσως ὑπὸ τοῦ Παπισμοῦ, “πεποιθότες ἐπὶ Κύριον” ἴσχυσαν ἵνα διασώσωσι καὶ παραδώσωσι σώαν καὶ εἰς ἡμᾶς ταύτην τὴν ἀνεκτίμητον κληρονομίαν τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἣν καὶ ἡμεῖς, Θεοῦ συνάρσει, μετοχεύσομεν ὡς θησαυρὸν πολύτιμον εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεὰς, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αιώνων. Ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο παύουσιν ἕως τῆς σήμερον ἣ παύσονται οἱ Παπισταὶ, κατὰ τὸ ἔθος αὐτῶν, ἐπιτιθέμενοι κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἣν ἔχουσιν ἔλεγχον ζῶντα καθημερινὸν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, ὡς ἀποστατήσαντες ἐκ τῆς προγονικῆς αὐτῶν πίστεως. Εἴθε ἐποίουν τὰς ἐπιθέσεις ταύτας κατὰ τῆς ἐπιδραμούσης τὴν Ἑσπερίαν καὶ κατακυριευσάσης αἱρέσεως. Τίς γὰρ ἀμφιβάλλει ὅτι, εἴπως ἡ εἰς κατάλυσιν τῆς Ὀρθοδοξίας σπουδὴ αὐτῶν ἐνησχολεῖτο εἰς κατάλυσιν τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν νεωτερισμῶν, κατὰ τὰς θεοφιλεῖς συμβουλἀς Λέοντος τοῦ Γ’ καὶ Ἰωάννου τοῦ Η’, τῶν ἀοιδίμων ἐκείνων ἐσχάτων ὀρθοδόξων Παπῶν, πάλαι ἂν οὐδὲ ἴχνος ἐμεμενήκει αὐτῆς εἰς τὴν ὑφήλιον, καὶ ἦμεν ἂν νῦν λέγοντες “τὸ αὐτὸ” κατὰ τὴν ἀποστολικὴν παραγγελίαν. Ἀλλ’ ὁ τῶν διαδεξαμένων αὐτοὺς ζῆλος οὐκ ἦν ἐν προφυλακῇ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κατὰ τὸν αξιομνημόνευτον ζῆλον τοῦ ἐν μακαρίοις Λέοντος τοῦ Γ’.
9. Καὶ ἄχρι μὲν καιροῦ αἱ ἐπιθέσεις τῶν προγενεστέρων Παπῶν, ὡς ἐκ προσώπου αὐτῶν, ἤδη ἦσαν πεπαυμέναι, καὶ μόναι αἱ τῶν κατὰ μέρος μισσιοναρίων ἐγένοντο. Ἀρτίως δὲ ὁ κατὰ τὸ 1846 ἀναλαβὼν τὴν ἐπισκοπὴν τῆς Ῥώμης καὶ ἀναγορευθεὶς Πάπας Πῖος ἔνατος, ἐξέδωσε κατὰ τὴν 6ην Ἰανουαρίου τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους ἐγκύκλιον ἐπιγραφομένην “πρὸς τοὺς Ἀνατολικούς”, συνισταμένην εἰς δώδεκα σελίδας ἐν τῇ ἑλληνικῇ μεταφράσει, ἣν ὁ ἀπεσταλμένος αὐτοῦ διεσκόρπισεν, ὡς ἔξωθέν ποθεν ἐρχόμενον μίασμα, ἐντὸς τῆς ἡμετέρας ὀρθοδόξου ποίμνης. Ἐν ταύτῃ τῇ ἐγκυκλίῳ προσκαλεῖ μὲν τοὺς κατὰ διαφόρους καιροὺς ἐκ διαφόρων χριστιανικῶν κοινωνιῶν ἀποστατήσαντας καὶ αὐτομολήσαντας εἰς τὸν Παπισμόν, καὶ ἑπομένως οἰκείους αὐτῷ, ἀποτείνεται δ’ ἐκ προθέσεως καὶ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἰδίᾳ μὲν ἢ ὀνομαστὶ οὐ, ἀναφέρων δὲ ὀνομαστὶ (σελ. 3. στίχ. 1418, σελ. 4 στίχ. 19 καὶ σελ. 9 στίχ. 5 καὶ 17 καὶ 23) τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς ἡμῶν Πατέρας, δῆλός ἐστι συκοφαντῶν αὐτούς τε καὶ ἡμᾶς τοὺς διαδόχους καὶ ἀπογόνους αὐτῶν, ἐκείνους ὡς τάχα πειθομένους εἰς τὰ παπικὰ ἐντάλματα καὶ ἀποφάσεις ἀνετάστως καὶ καθ’ ὃ προερχομένας ἀπὸ τῶν Παπῶν, ὡς τάχα διαιτητῶν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡμᾶς δὲ ὡς τάχα ἀπειθεῖς εἰς τὰ ἐκείνων παραδείγματα, καὶ ἑπομένως διαβάλλων ἡμᾶς εἰς τὸ θεόθεν ἡμῖν ἐπιτραπὲν ποίμνιον, ὡς ἀποσχιζομένους δῆθεν τῶν Πατέρων ἡμῶν αὐτῶν καὶ ὡς ἀμελοῦντας τῶν ἱερῶν ἡμῶν καθηκόντων καὶ τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν πνευματικῶν ἡμῶν τέκνων. Καὶ δὴ σφετεριζόμενος ὡς ἴδιον κτῆμα τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τὸ κατέχειν, ὡς καυχᾶται, τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἀπατᾶν ἐθέλει οὕτω τοὺς ἀφελεστέρους εἰς ἀποστασίαν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπιλέγων τὰ εἰς πάντα τρόφιμον θεολογικῆς παιδείας παράδοξα ἐκεῖνα ῥήματα, “οὔτε ὑπάρχει λόγος δι’ οὗ νὰ προφασισθῆτε ἀπὸ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν ἀληθινὴν Ἐκκλησίαν καὶ κοινωνίαν μὲ τὸν ἅγιον τοῦτον θρόνον” (σελ. 10, στίχ. 29).
10. Πάντως ἕκαστος τῶν εὐσεβῶς ἀνατεθραμμένων καὶ πεπαιδευμένων ἡμετέρων ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἐν Χριστῷ, ἀναγιγνώσκομεν ἐπισταμένως καὶ τῇ θεόθεν αὐτῷ δοθείσῃ σοφίᾳ, διακρίνει ὅτι οἱ λόγοι καὶ τοῦ νῦν ἐπισκόπου τῆς Ῥώμης, ὡς καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ σχίσματος προκατόχων αὐτοῦ, οὔκ εἰσι ῥήματα εἰρήνης, ὡς λέγει (σελ. 7, στίχ. 8), καὶ φιλοστοργίας, ἀλλά ῥήματα ἀπάτης καὶ παραλογισμοῦ, εἰς ἰδιοτέλειαν τείνοντα, κατὰ τὸ ἔθος τῶν ἀντισυνοδικῶν αὐτοῦ προκατόχων. Δι’ ὃ καὶ βέβαιοί ἐσμεν ὅτι, ὡς μέχρι τῆς σήμερον, οὕτω καὶ εἰς τὸ ἐξῆς οἱ Ὀρθόδοξοι οὐκ ἀπατηθήσονται· βέβαιος γὰρ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἡμῶν, “ἀλλοτρίῳ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν” (Ἰωάν. 10,5).
11. Σὺν πᾶσι τούτοις ἡμέτερον πατρικόν τε καὶ ἀδελφικὸν χρέος καὶ ἱερὸν καθῆκον ἡγησάμεθα, ἵνα καὶ διὰ τοῦ παρόντος ἡμῶν εὐχετικοῦ στηρίξωμεν ὑμᾶς εἰς ἣν κατέχετε ἐκ τῶν προγόνων Ὀρθοδοξίαν, ἅμα τε τὸ σαθρὸν τῶν συλλογισμῶν τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ῥώμης ἐν παρόδῳ σημάνομεν, ὅπερ καὶ αὐτὸς δῆλός ἐστι νοῶν. Οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς αὐτοῦ ὁμολογίας ἐγκαλωπίζει τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἐκ τοῦ ἀξιώματος τὴν ὁμολογίαν αὐτοῦ. Τὸ δ’ ἄρα ἔχει ἄλλως· μὴ γὰρ ὁ θρόνος τῆς Ῥώμης, ὃς ἐκ μιᾶς τινος ἁπλῆς παραδόσεως νομίζεται τιμηθεὶς παρὰ τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ ὑπὸ τῆς θείας Γραφῆς μαρτυρούμενος κύριος θρόνος τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἀντιόχεια, ἧς ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦτο μεμαρτύρηται ὑπὸ τοῦ ἁγίου Βασιλείου “ἁπασῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν καιριωτάτη” (Ἐπιστ. 66, Ἀθαν. τῷ μεγ. MPG 32.415), καί, ὅπερ μέγιστον, ἡ δευτέρα οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γράφουσα πρὸς τὴν Σύνοδον τῶν Δυτικῶν (τοῖς κυρίοις τιμιωτάτοις καὶ εὐλαβεστάτοις ἀδελφοῖς καὶ συλλειτουργοῖς Δαμάσῳ, Ἀμβροσίῳ, Βρίττωνι, Οὐαλεριανῷ κ.τ.λ.), μαρτυρεῖ λέγουσα· “τῆς δὲ πρεσβυτάτης καὶ ὄντως ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τῆς Συρίας, ἐν ᾗ πρώτη τὸ τίμιον τῶν Χριστιανῶν ἐχρημάτισεν ὄνομα” (MPL. 13,1202)· οὔτε αὐτή, φαμέν, ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἔσχε ποτὲ τὸ δικαίωμα, ἵνα μὴ κρίνηται πρός τε τὴν θείαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις, ὡς ἀληθῶς σεμνυομένη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πέτρου. Καὶ τί λέγομεν; αὐτὸ τὸ πρόσωπον τοῦ μακαρίου Πέτρου ἐκρίθη “κατ’ ἐνώπιον πάντων πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου” καί, ὅπερ γραφικὸν μαρτύριον, εὑρέθη εἶναι “κατεγνωσμένος καὶ οὐκ ὀρθοποδῶν” (Γαλ. 2,11 ἑξ.). Τί οὖν ὑποληπτέον περὶ τῶν ἐγκαυχωμένων καὶ γαυριώντων μόνον ἐπὶ τῇ κατοχῇ τοῦ καθ’ ὑπόληψιν θρόνου αὐτοῦ; Καὶ τῷ ὄντι αὐτὸς πάλιν ὁ οὐρανοφάντωρ μέγας Βασίλειος, ὁ οἰκουμενικὸς οὗτος διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδoξίας ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, εἰς ὅνπερ ἀναγκάζονται καὶ οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ῥώμης ἵνα παραπέμπωσιν (σελ. η’, στίχ. 31) ἡμᾶς, τρανῶς καὶ καθαρῶς ἀνωτέρω ἐδήλωσεν ἡμῖν, τίνα ὑπόληψιν ὀφείλομεν ἔχειν περὶ τῶν κρίσεων τοῦ Οὐατικανοῦ ἀδύτου. “Οἳ τό γε ἀληθές οὔτε ἴσασιν, οὔτε μαθεῖν ἀνέχονται, πρὸς μὲν τοὺς τὴν ἀλήθειαν αὐτοῖς ἀπαγγέλλοντας φιλονικήσαντες, τὴν δὲ αἵρεσιν δι’ ἑαυτῶν ἐπιβεβαιοῦντες”. Ὥστε αὐτοὶ ἐκεῖνοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν, οὓς θαυμάζουσα ἐπαξίως ὡς φωστῆρας καὶ διδασκάλους καὶ αὐτῆς τῆς Δύσεως ἀπαριθμεῖ ἡμῖν ἡ αὐτοῦ Μακαριότης καὶ συμβουλεύει ἵνα ἀκολουθῶμεν (Αὐτόθι), διδάσκουσιν ἡμᾶς, ἵνα μὴ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐκ τοῦ ἁγίου θρόνου, ἀλλὰ τὸν θρόνον αὐτὸν καὶ τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου κρίνωμεν πρὸς τὰς θείας Γραφάς, πρὸς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις καὶ ὅρους καὶ πρὸς τὴν κεκηρυγμένην πίστιν, ἤτοι πρὸς τὴν ὀρθοδοξίαν τῆς διηνεκοῦς διδασκαλίας. Οὕτως ἔκριναν καὶ κατέκριναν συνοδικῶς οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ τὀν Ὀνώριον Πάπαν Ῥώμης καὶ τὸν Διόσκορον Πάπαν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Μακεδόνιον καὶ Νεστόριον Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν Πέτρον Κναφέαν Πατριάρχην τῆς Ἀντιοχείας κ.τ.λ. Εἴπερ γὰρ καὶ αὐτὸ τὸ “βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἐν τόπῳ ἁγίῳ”, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῶν Γραφῶν (Δαν. 9,27) καὶ Ματθ. 24,15), διατί μὴ καὶ ἡ καινοτομία καὶ ἡ αἵρεσις ἐπὶ θρόνου ἁγίου; Κἀντεῦθεν πορίζεται ἐν συνόψει τὸ χαῦνον καὶ ἀβληχρὸν καὶ τῶν λοιπῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ῥώμης· εἰ μὴ γὰρ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐτεθεμελίωτο ἐπὶ τῇ ἀρραγεῖ πέτρᾳ τῆς ὁμολογίας τοῦ Πέτρου (ἥτις ἦν κοινὴ ἀπόκρισις ἐκ μέρους τῶν ἐρωτηθέντων Ἀποστόλων, “ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε”; (Ματθ. 16.16) τοῦ τῆς “σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ Ὑιὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος” (Αὐτόθι 16), ὡς ἐξηγοῦνται ἡμῖν οἱ θείοι Πατέρες ἀνατολικοὶ τε καὶ δυτικοὶ ἐπὶ σφαλερῷ ἄν ἐθεμελιοῦτο θεμελίῳ κἀπὶ τῷ Κηφᾷ αὐτῷ, μήτοι γε τῷ Πάπᾳ, ὅστις μετὰ τὸ ἰδιοποιηθῆναι καὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ποίαν τινὰ διαχείρισιν αὐτῶν ἐποιήσατο, πρόδηλον ἐκ τῆς Ἱστορίας. Ἀλλὰ καὶ τὴν τοῦ τριττοῦ “ποίμενε τὰ πρόβατά μου” σημασίαν οἵ τε κοινοὶ θεῖοι Πατέρες ἡμῶν συμφώνως διδάσκουσιν, ὅτι οὐκ ἦν προνόμιόν τι ἐπὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἥκιστα δὲ τῶν διαδόχων αὐτοῦ, ἀλλ’ ἁπλῆ τις ἀποκατάστασις αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποστολήν, ἧς ἐκπεπτωκὼς ἦν διὰ το τριττὸν τῆς ἀρνήσεως· καὶ αὐτὸς δὴ ὁ θεῖος Πέτρος φαίνεται ἐκδεχόμενος οὕτω τὸν νοῦν τῆς τριττῆς τοῦ Κυρίου ἐρωτήσεως “ἀγαπᾶς με”, καὶ τοῦ “πλεῖον”, καὶ τοῦ “τούτων” (Ἰωάν. 21,16))· ἀναμνησθεὶς γὰρ τοῦ “εἰ καὶ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι”, “ἐλυπήθη ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον φιλεῖς με”. Ἀλλ’ οἱ διάδοχοι αὐτοῦ σκοπίμωτάτως ἐκδέχονται τὴν ῥῆσιν λίαν ἐπὶ τὸ εὐθυμότερον.
12. Ἀλλὰ λέγει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης (σελ. η’, στίχ. 12), ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν εἶπεν εἰς τὸν Πέτρον (Λουκ. 22,32) “ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου, καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοῦς ἀδελφοὺς σου”. Ἡ δέησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐγένετο ἐπὶ λόγῳ, ὅτι ὁ μὲν σατανᾶς ἐξῃτήσατο (Αὐτόθι 31) ἵνα σκανδαλίσῃ τὴν πίστιν ἁπάντων τῶν μαθητῶν, ὁ δὲ Κύριος ἐπέτρεψε αὐτῷ μόνον τὸν Πέτρον, δι’ αὐτὸ τοῦτο μάλιστα διότι ἐφθέγγετο λόγους φιλαυτίας καὶ ἐδικαίου ἑαυτὸν ὑπὲρ τοῦς ἄλλους· “εἰ καὶ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι” (Ματθ. 26,33). Ἀλλ’ ἡ ἐπίτρεψις αὕτη ἐγένετο πρόσκαιρος, “ἤρξατο καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν, ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον”· οὕτως ἀσθενὴς ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐγκαταλιμπανομένη εἰς ἑαυτήν, “τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής” (Ματθ. 26,41)· πρόσκαιρός φαμεν, ὅπως πάλιν ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν διὰ τῆς ἐπιστροφῆς αὐτοῦ ἐν δάκρυσι μετανοίας, στηρίξῃ ἔτι μᾶλλον τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, εἰς ὃν αὐτοὶ οὔτε ἐπιώρκησαν οὔτε ἠρνήθησαν. Ὦ τῶν σοφῶν κριμάτων τοῦ Κυρίου! ὡς θεία καὶ μυστηριώδης ἦν ἡ ἐπὶ γῆς ἐσχάτη νὺξ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν! Ὁ δεῖπνος ἐκεῖνος ὁ ἱερὸς, αὐτὸς οὗτος πιστεύεται τελεῖσθαι καὶ τὴν σήμερον καθ’ ἑκάστην· “τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν” (Λουκ. 22,20) καὶ “ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ” (Παύλ. Α’ Κορ. 11,26). Ἡ οὕτως ἐπιμελῶς παραγγελλομένη ἡμῖν ὑπὸ τοῦ κοινοῦ Διδασκάλου ἀδελφικὴ ἀγάπη, – “ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἀλλήλοις” (Ἰωάν. 13,35) – ἧς τὸ χειρόγραφον καὶ τὰς συνθήκας οἱ Πάπαι πρῶτοι ἔσχισαν, ὑπερασπιζόμενοι καὶ δεχόμενοι καινοτομίας αἱρετικὰς, παρὰ τὰ εὐαγγελισθέντα ἡμῖν καὶ κανονονισθέντα ὑπὸ τῶν κοινῶν Διδασκάλων καὶ Πατέρων ἡμῶν, αὑτὴ αὕτη, φαμέν, ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖ καὶ τὴν σήμερον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν χριστεπωνύμων λαῶν καὶ ἰδίως τῶν ἡγουμένων αὐτῶν. Ὁμολογοῦμεν γὰρ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον Θεοῦ τε καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ἡ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν δέησις (σελ. ζ’, στίχ. 33) πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν χριστιανῶν ἀγάπης καὶ ἑνότητος εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, εἰς ἣν καὶ πιστεύομεν, ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς καὶ ἡμεῖς ἕν ἐσμεν” (Ἰωάν. 17,22), ἐνεργεῖ ἐν ἡμῖν, ὡς καὶ ἐν τῇ αὐτοῦ Μακαριότητι, κἀνταῦθα συναντᾷ ἡ ἀδελφική ἡμετέρα ἔφεσις καὶ σπουδὴ τὴν τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος· ταύτῃ μόνῃ τῇ διαφορᾷ, ὅτι ἐν ἡμῖν μὲν ἐνεργεῖ ἐπὶ συνθήκῃ τοῦ διατηρηθῆναι ἀκέραιον καὶ ἄθικτον τὸ θεῖον Σύμβολον τῆς τῶν χριστιανῶν πίστεως κατὰ τὴν εὐαγγελικὴν φωνὴν καὶ κατὰ τοὺς ὅρους τῶν ἑπτὰ ἁγίων οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὴν διδασκαλίαν τῆς διηνεκοῦς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν δὲ τῇ αὐτοῦ Μακαριότητι ὑπὲρ τοῦ κραταιωθῆναι καὶ ὑπερισχύσαι τὸ κῦρος καὶ τὸ ἀξίωμα τῶν ἐπὶ τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου καθεζομένων καὶ τὸ τῆς κοινῆς διδασκαλίας αὐτῶν. Ἰδοὺ τὸ κεφάλαιον, ὡς τύπῳ εἰπεῖν, ἁπάσης τῆς ἐμπεσούσης διαφορᾶς καὶ διενέξεως μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ ἐκείνων, καὶ τὸ μεσότειχον τοῦ φραγμοῦ, ὅπερ, Θεοῦ προλέγοντος ἡμῖν “καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὔκ ἐστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης, κἀκεῖνα με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσωσι” (Ἰωάν. 10,16), συμπράξει τῆς περιᾳδομένης φρονήσεως τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος, ἐλπίζομεν ἵνα ἀρθῇ ἐκ μέσου ὲπὶ τῶν ἡμερῶν αὐτῆς. Ἤδη οὐν εἰρήσθω καὶ τὸ τρίτον· ἂν γὰρ ὑποθῶμεν, κατὰ τοὺς λόγους τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος, καὶ αὐτὴν τὴν ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος ἀρνηθῆναι καὶ ἐπιορκῆσαι Πέτρου δέησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ὅτι προσκεκολλημένη καὶ συνημμένη διατελεῖ εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πέτρου, καὶ ὅτι ἀναφέρεται ἐνεργείᾳ καὶ εἰς τοὺς κατὰ καιρὸν ἐπικαθημένους, εἰ καί, καθ’ ἃ προείρηται (&11) οὐδὲν συμβάλλει εἰς κύρωσιν γνώμης (ὡς ἐκ τοῦ παραδείγματος αὐτοῦ τοῦ μακαρίου Πέτρου γραφικῶς πληροφορούμεθα, ἔτι καὶ μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ ἁγίου Πνεύματος), πιστοποιούμεθα ὅμως ἐκ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ὅτι ἐλεύσεται καιρός, καθ’ ὃν ἡ θεία αὕτη, ἡ διὰ τὴν ἄρνησιν τοῦ Πέτρου, δέησις, ὅπως μὴ ἐκλείψῃ εἰς τέλος ἡ πίστις αὐτοῦ, ἐνεργήσει καὶ εἴς τινα τῶν διαδόχων αὐτοῦ, ὅστις κλαύσει ὡς ἐκεῖνος πικρῶς, καὶ ἐπιστρέψάς ποτε στηρίξει ἡμᾶς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἔτι μᾶλλον εἰς ἣν κατέχομεν ἐκ προγόνων ὀρθόδοξον ὁμολογίαν· καὶ εἴθε! εἴη ἡ αὐτοῦ Μακαριότης οὗτος ὁ ἀληθὴς διάδοχος τοῦ μακαρίου Πέτρου. Ἀλλ’ εἰς ταύτην τὴν ταπεινὴν ἡμῶν εὐχὴν μή τι κωλύει ἵνα προσθῶμεν καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἐγκάρδιον ἡμῶν συμβουλὴν ἐν ὀνόματι τῆς Καθολικῆς ἁγίας Ἐκκλησίας; Πάντως ἡμεῖς οὐ τολμῶμεν μὲν εἰπεῖν , ὡς εἶπεν (σελ. ι’, στίχ. 22) ἡ αὐτοῦ Μακαριότης, “ἄνευ ἄλλης ἀναβολῆς”· λέγομεν δὲ ἄνευ ἐπισπεύσεως, μετὰ ὥριμον σκέψιν, ἔτι εἰ, δεήσει, καὶ σύσκεψιν μετὰ τῶν ἀπροληπτοτέρων ἐπισκόπων καὶ θεολόγων καὶ διδασκάλων, ὧν πᾶν ἔθνος τῆς Δύσεως κατὰ θεῖαν οἰκονομίαν τὴν σήμερον εὐμοιρεῖ.
13. Λέγει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Λουγδούνων ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει εἰς ἔπαινον τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, “δεῖ συνέρχεσθαι πᾶσαν τὴν Ἐκκλησίαν, δηλονότι τοῦς πανταχόθεν πιστούς, ἕνεκα τοῦ πρωτείου ἐν ταύτῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ πάντα ὑπὸ τῶν πανταχόθεν πιστῶν διετηρήθη ἡ παρὰ τῶν Ἀποστόλων δοθεῖσα παράδοσις”. Καίτοι τοῦ ἁγίου τούτου λέγοντος πάντῃ ἄλλο ἢ ὅ,τι στοχάζονται οἱ Οὐατικανοί, ἀλλ’ ἀφίεται μὲν ἤδη αὐτοῖς καὶ ἡ κατ’ ἀρέσκειαν αὐτῶν ἐκδοχὴ καὶ ἐρμηνεία, φαμέν δέ, τίς ἀρνεῖται ὄτι ἡ ἀρχαία Ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἦν ἀποστολικὴ καὶ ὀρθόδοξος; Καὶ οὐδεὶς ἡμῶν ὀκνήσει εἰπεῖν καὶ ὑπογραμμὸν Ὀρθοδοξίας. Μάλισθ’ ἡμεῖς εἰς μείζονα ἔπαινον αὐτῆς προσθήσομεν ἐκ τοῦ ἱστορικοῦ Σωζομένου (Ἱστορ. ἐκκλησ. Βιβλ. Γ’, κεφ. ιγ’, MPG. 67, 1065) καὶ τὸν τρόπον, δι’ οὗ ἄχρι καιροῦ ἐδυνήθη διατηρῆσαι τὴν ἣν ἐπαινοῦμεν αὐτῆς Ὀρθοδοξίαν, ὃν παρέδραμεν ἡ αὐτοῦ Μακαριότης· “ὡς ἐπίπαν γὰρ ἡ μὲν ἀνὰ πᾶσαν τὴν Δύσιν Ἐκκλησία καθαρῶς διὰ τῶν πατρίων ἰθυνομένη δογμάτων, ἔριδός τε καὶ τῆς περὶ ταῦτα τερθρείας ἀπήλλακτο”. Ἤ τις ἐκ τῶν Πατέρων, ἢ ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἠρνήθη τὰ κανονικὰ πρεσβεῖα αὐτῆς ἐν τῇ τάξει τῆς ἱεραρχίας, ἕως οὗ καθαρῶς ἰθύνετο διὰ τῶν πατρίων δογμάτων, στοιχοῦσα τῷ ἀλανθάστῳ κανόνι τῆς τε Γραφῆς καὶ τῶν Ἱερῶν Συνόδων; Ἀλλὰ τό γε νῦν ἡμεῖς οὐχ εὑρίσκομεν διατετηρημένον ἐν αὐτῇ οὔτε τὸ δόγμα τῆς μακαρίας Τριάδος κατὰ τὸ σύμβολον τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Α’ καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει τῆς Β’ συναθροισθέντων θείων Πατέρων, ὅπερ ὡμολόγησαν καὶ ἐκύρωσαν καὶ εἰς τοσαύτας ἀρὰς τοὺς παραχαράττοντας αὐτὸ μέχρι κεραίας, ὡς καθῃρημένους, καθυπέβαλον αἱ λοιπαὶ πέντε οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, οὔτε τὸν ἀποστολικὸν τύπον τοῦ θείου βαπτίσματος, οὔτε τὴν ἐπίκλησιν τοῦ τελεταρχικοῦ Πνεύματος ἐπὶ τῶν ἅγίων, ἀλλ’ ὁρῶμεν ἐν αὐτῇ καὶ τὸ θεῖον ποτήριον περιττήν, ἄπαγε! πόσιν ὑπολαμβανόμενον, καὶ ἕτερα πάμπολλα, ἄγνωστα οὐ μόνον εἰς τοὺς ἡμετέρους ἁγίους Πατέρας οἵτινες ἀείποτε ἐχρημάτισαν ὁ καθολικὸς ἀλάνθαστος κανὼν καὶ γνώμων τῆς Ὀρθοδοξίας, καθ’ ἃ καὶ ἡ αὐτοῦ Μακαριότης τὴν ἀλήθειαν σεβομένη διδάσκει (σελ. β’), ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἱεροὺς ἀρχαίους Πατέρας τῆς Δύσεως· καὶ δὴ αὐτὸ τὸ πρωτεῖον, ὑπὲρ οὗ νῦν πυκτεύει καὶ ἡ αὐτοῦ Μακαριότης πάσαις δυνάμεσιν, ὡς καὶ οἱ προκάτοχοι αὐτοῦ, ἐξ ἀδελφικοῦ τύπου καὶ πρεσβείου ἱεραρχικοῦ εἰς κυριαρχικὸν μεταπεπτωκός. Τί οὖν ὑποληπτέον περὶ τῶν ἀγράφων παραδόσεων, εἲ τὰ γεγραμμένα τοσαύτην ὑπέστησαν καὶ ἀλλοίωσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον; Ἢ τίς ποτε οὕτω θαρσαλέος καὶ πίσυνος εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου, ὥστε τολμῆσαι εἰπεῖν, ὅτι εἴπως ἀνεβίου ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Εἰρηναῖος, ὁρῶν σήμερον αὐτὴν εἰς τηλικαῦτα οὐσιωδέστατα καὶ καθολικὰ ἄρθρα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποσχιζομένην τῆς ἀρχαίας καὶ πρωτογόνου ἀποστολικῆς διδασκαλίας, οὐκ ἔμελλεν ἀντιπαραταχθῆναι αὐτὸς πρῶτος εἰς τὰς καινοτομίας καὶ αὐτοδοκήτους διατάξεις αὐτῆς, τῆς τότε δικαίως ὑμνουμένης ὑπ’ αὐτοῦ Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὡς καθαρῶς ἰθυνομένης διὰ τῶν πατρίων δογμάτων; Παραδείγματος χάριν, ὁρῶν τὴν Ῥωμάναν Ἐκκλησίαν οὐ μόνον ἐκ τοῦ ἑαυτῆς λειτουργικοῦ κανόνος ἀποβαλοῦσαν, καθ’ ὑπαγόρευσιν τῶν σχολαστικῶν, τὴν παναρχαιοτάτην καὶ ἀποστολικὴν ἐπίκλησιν τοῦ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, καὶ κολοβώσασαν οἰκτρῶς τὴν ἱερουργίαν εἰς τὸ οὐσιωδέστατον αὐτῆς μέρος, ἀλλὰ σπουδάζουσαν συντόνως ἵνα καὶ ἀπὸ τῶν λειτουργιῶν τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινωνιῶν ἀποξέσῃ αὐτήν, συκοφαντοῦσα οὕτως ἀναξίως τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου, εἰς ὃν ἐγκαυχᾶται, ὅτι “μετὰ τὴν διαίρεσιν παρεισέπεσε” (σελ. ια’, στίχ. 11), τί οὐκ ἂν περὶ τούτου τοῦ νεωτερισμοῦ οὗτος ὁ θεῖος Πατήρ, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς “ὅτι ὁ ἀπὸ γῆς ἄρτος, προσλαμβανόμενος τὴν ἔκκλησιν τοῦ Θεοῦ, οὐκ ἔτι κοινὸς ἄρτός ἐστι κ.τ.λ. (Εἰρην. βιβλ. Δ’, κεφ. λδ, ἔκδ. Massuet), ἔκκλησιν λέγων τὴν ἐπίκλησιν; Δι’ ἧς τελειοῦσθαι τὸ μυστήριον τῆς ἱερουργίας πιστεύειν τὸν Εἰρηναῖον, καὶ αὐτὸς ὁ ἐκ τοῦ τάγματος τῶν ἐλασσόνων λεγομένων παπικῶν μοναχῶν Φραγκῖσκος Φεῦ- Ἀρδέντιος, ὁ κατὰ τὸ 1639 ἐκδοὺς μετὰ σχολίων τὰ συγγράμματα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου, ἐσημειώσατο ἰδίως ἐν τῷ κεφ. τοῦ Α’ βιβλ. σελ. 114): panem et calicem commixtum per invocationis verbo corpus et sanguinem Christi vere fieri, (τὸν Εἰρηναῖον διδάσκειν τὸν ἄρτον τῆς εὐχαριστίας καὶ τὸ κεκραμένον ποτήριον διὰ τῶν τῆς ἐπικλήσεως ῥημάτων γίγνεσθαι ἀληθῶς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ); Ἀκούων δὲ τὸ τοποτηρητικὸν τοῦ Πάπα καὶ τὸ διαιτητικόν, τί οὖν ἂν εἴποι αὐτὸς, ὅς καὶ διὰ μικρὰν καὶ σχεδὸν ἀδιάφορον διένεξιν περὶ τῆς τελετῆς τοῦ Πάσχα (Εσεβ. Έκκλ. Ἱστρ. Ε’, 24. MPG 20,497 ἐξ) οὕτω γενναίως καὶ θριαμβευτικῶς ἀντιπαρακελεύων περιέστειλε τὴν τοῦ Πάπα Βίκτωρος βίαν ἐν τῇ ἐλευθέρᾳ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ; Οὕτως αὐτὸς ὁ ὑπὸ τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος προσκαλούμενος μάρτυς τοῦ πρωτείου τῆς Ῥωμάνας Ἐκκλησίας δείκνυσιν, ὅτι τὸ ἀξίωμα αὐτῆς οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μὴν διαιτητικόν, ὅπερ οὐδ’ αὐτὸς ὁ μακάριος Πέτρος οὐδέποτε ἐκπληρώσατο, ἀλλ’ ἀδελφικὸν τυγχάνει πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γέρας ἀπονεμηθὲν τοῖς Πάπαις διὰ τὸ μεγαλώνυμον καὶ πρεσβεῖον τῆς πόλεως. Ὡς καὶ ἡ τετάρτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐπὶ διατηρήσει τῆς ὑπὸ τῆς τρίτης οἰκουμενικῆς Συνόδου κανονισθείσης (καν. η’) ἀνεξαρτησίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἑπομένη τῇ δευτέρᾳ οἰκουμενικῇ (καν. γ’), καὶ αὐτὴ πάλιν τῇ πρώτῃ οἰκουμενικῇ ἀποκαλούσῃ, ἀπεφήνατο, “διὰ τὸ βασιλεύειν τῆν πόλιν ἐκείνην οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα” (καν. κη’) (ἀνωτέρω σελ. 136, 166), μηδὲν εἰποῦσα περὶ τῆς ἐξιδιασμένης ἀποστολικῆς αὐτῶν ἀπορροίας ἐκ τοῦ Πέτρου, καὶ ἧττον πάντων περὶ τε τοῦ τοποτηρητικοῦ τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς καὶ τῆς καθολικῆς ποιμαντορίας. Ἡ δὲ τοιαύτη βαθεῖα σιγή τῶν τηλικούτων προνομίων, οὐ μόνον δὲ ἀλλὰ καὶ ἡ τῆς προτερεύσεως αὐτῶν αἰτολογία, οὐχὶ διὰ τὸ “ποίμαινε τὰ πρόβατά μου”, οὐδὲ διὰ τὸ “ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν”, ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ τὸ “ἔθος” καὶ διὰ τὸ “βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην”, καὶ ταῦτα οὐχ ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν Πατέρων, τοσοῦτον παράδοξος φανήσεται, πεπείσμεθα, εἰς τὴν αὐτοῦ Μακαριότητα, ἄλλως πως λογιζομένην τὰ πρεσβεῖα αὐτῆς (σελ. 8, στίχ. 16), ὅσον αὐτός τε, ὡς ὀψόμεθα (&15), μεγάλως ἐκτιμᾷ τὴν ἣν νομίζει εὑρηκέναι ὑπὲρ τοῦ θρόνου αὐτοῦ μαρτυρίαν τῆς ῥηθείσης οἰκουμενικῆς τετάρτης Συνόδου, καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, ὁ καὶ μέγας ἀκούων (βιβλ. Α’, 26 ἑπ.), εἴθιζε λέγειν τὰς τέσσαρας ταύτας οἰκουμενικὰς Συνόδους οἱονεὶ τέσσαρα εὐαγγέλια καὶ τετραγωνιαῖον λίθον, ἐφ’ οὗ ᾠκοδόμηται ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία.
14. Λέγει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης (σελ. ι’, στίχ. 12). ὅτι οἱ Κορίνθιοι διενεχθέντες πρὸς ἀλλήλους, ἀναφορὰν ἐποιήσαντο εἰς τὸν Κλήμεντα τὸν Πάπαν Ῥώμης, ὃς κρίνας τὴν ὑπόθεσιν ἔγραψε πρὸς αὐτοὺς· οἱ δὲ οὕτως ἠσπάσαντο τὴν ἀπόφασιν αὐτοῦ, ὥστε καὶ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀνεγίγνωσκον αὐτήν. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ συμπεσὸν καὶ πολλὰ ἀσθενὲς ἐπιχείρημα τῆς παπικῆς ἐξουσίας ἐν τῷ οἰκῳ τοῦ Θεοῦ· τότε γὰρ οὔσης κέντρου τῆς διοικήσεως καὶ πρωτευούσης τῆς Ῥώμης, ἐν ῇ διῃτῶντο οἱ αὐτοκράτορες, ἔδει πᾶσαν ὑπόθεσιν ὁπωσοῦν ἐπίσημον, οἷα ἱστορεῖται ἡ τῶν Κορινθίων, ἐκεῖ διακρίνεσθαι, μάλιστα εἴπως ἓν τῶν διαφερομένων μερῶν προσέτρεχεν εἰς ἐξωτερικὴν σύμπραξιν. Οὕτω συμβαίνει καὶ μέχρι τῆς σήμερον· οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς τὰ παραδόξως συμπεσόντα καὶ δυσδιευθέτητα γράφουσιν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ εἶναι ἕδραν αὐτοκρατορικήν, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ συνοδικὸν πρεσβεῖον· καὶ εἰ μὲν ἡ ἀδελφικὴ σύμπραξις διορθώσει τὸ διορθωτέον, εὖ ἔχει· εἰ δὲ μή, ἀναγγέλλεται τὸ πράγμα καὶ εἰς τὴν διοίκησιν κατὰ τὰ καθεστῶτα. Ἀλλ’ αὕτη ἡ ἀδελφικὴ συνδρομή, ἔν γε τῇ χριστιανικῇ πίστει, οὐ πωλεῖται διὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ἑκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα εἰρήσθω καὶ εἰς τὰ ἐκ τῶν ἁγίων Ἀθανασίου τοῦ μεγάλου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀναφερόμενα (σελ. θ’, στίχ. 5,17), ὑπὸ τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος παραδείγματα προστασίας ἀδελφικῆς καὶ πρεπούσης εἰς τὰ πρεσβεῖα τῶν ἐπισκόπων Ῥώμης Ἰουλίου τε καὶ Ἰνοκκεντίου, ἧς τὴν ἀπότισιν ἀπαιτοῦσιν ἀφ’ ἡμῶν τὴν σήμερον οἱ διάδοχοι ἐκείνων διὰ τῆς νοθεύσεως τοῦ θείου Συμβόλου· καίτοι τοῦ Ἰουλίου αὐτοῦ ἐν τοῖς τότε ἀγανακτοῦντος κατά τινων, ὅτι “τὰς ἐκκλησίας ταράσσουσι τῷ μὴ ἐμμένειν τοῖς ἐν Νικαίᾳ δόξασι”, καὶ ἀπειλοῦντος “…ἢ τοῦ λοιποῦ οὐκ ἀνέξεσθαι, εἰ μὴ παύσοιντο νεωτερίζοντες” (Σωζόμ. Ἱστ. ἐκκλ. Βιβλ. Γ’, κεφ. 7). Ἔτι ἐν τῇ ὑποθέσει τῶν Κορινθίων σημειωτέον καὶ τοῦθ’ ὅτι, τότε ὄντων τριῶν μόνων τῶν πατριαρχικῶν θρόνων, ὁ πλησιέστερος τοῖς Κορινθίοις καὶ θεματικώτερος ἦν ὁ τῆς Ῥώμης, πρὸς ὃν καὶ ὤφειλον ἀνενεχθῆναι κανονικῶς. Οὐδὲν οὖν ἐν αὐτοῖς συνορῶμεν τὸ ἔκτακτον καὶ τὸ τὴν τοῦ Πάπα δεσποτείαν σημαῖνον ἐν τῇ ἐλευθέρᾳ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ.
15. Ἀλλά, τέλος, λέγει (σελ. τῇ αὐτ. στίχ. 20) ἡ αὐτοῦ Μακαριότης, ὅτι ἡ τετάρτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, (ἣν κατὰ παραδρομὴν πάντως μεταφέρει ἀπὸ Χαλκηδόνος εἰς Καρχηδόνα), ἀναγνωσθείσης τῆς ἐπιστολῆς Πάπα Λέοντος τοῦ Α’, ἐβόησεν· “ὁ Πέτρος διὰ τοῦ Λέοντος οὕτως ὡμίλησε”. Τὸ πράγμα ἀληθῶς οὕτως ἔχει· ἀλλ’ ὤφειλε μὲν ἡ αὐτοῦ Μακαριότης μὴ παραδραμεῖν καὶ τὸ πῶς καὶ μετὰ ποίαν ἐξεργασίαν οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐβόησαν τὸ ὅπερ ἐβόησαν εἰς ἔπαινον τοῦ Λέοντος. Ἐπειδὴ δὲ ἐκείνη ἴσως συντομίαν σπουδάζουσα, ἐλλιπὴς φαίνεται εἰς τὸ ἀναγκαιότατον τοῦτο, καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡλίκον ἀνώτερον εἶναι οὐ μόνο τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ τῆς περὶ αὐτὸν Συνόδου πασιδήλως ἐμφαῖνον, φέρε ἡμεῖς δηλώσωμεν εἰς τὸ κοινὸν τὸ γεγονός, ὡς ἀληθῶς ἐγένετο. Ἐκ τῶν πλέον ἢ ἑξακοσίων Πατέρων τῶν ἐν τῇ Συνόδῳ τῆς Χαλκηδόνος συναθροισθέντων, διακόσιοι περίπου, οἱ σοφότεροι αὐτῶν διετάχθησαν ὑπὸ τῆς Συνόδου, ἵνα ἐξετάσωσι καὶ κατὰ γράμμα καὶ κατὰ νόημα τὴν ῥηθείσαν ἐπιστολὴν τοῦ Λέοντος, οὐ μόνον δέ, ἀλλ’ ἵνα ἀναφέρωσι καὶ ἐγγράφως καὶ ἐνυπογράφως τὴν ἰδίαν αὐτῶν κρίσιν ἐπ’ αὐτῆς, ἐὰν ὑπάρχῃ ὀρθόδοξος ἢ μὴ· αἱ κατὰ μέρος διακόσιαι περίπου ἐπικρίσεις καὶ δοκιμασίαι τῆς ἐπιστολῆς εὑρίσκονται ἐν τῇ τετάρτῃ μάλιστα συνελεύσει τῆς ῥηθείσης ἱερᾶς Συνόδου τοιᾷδέ τινι περιοχῇ. Παρ. χάριν. “Μάξιμος Ἀντιοχείας Συρίας εἴπε· συνάδει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου τῆς βασιλευούσης Ῥώμης Λέοντος τοῖς ἐκτεθεῖσι παρὰ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτώ ἐν Νικαίᾳ ἁγίων Πατέρων, καὶ τῶν ἑκατόν πεντήκοντα τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ νέᾳ Ῥώμῃ, καὶ τῇ ἐν Ἐφέσῳ παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου Ἐπισκόπου Κυρίλλου ἐκτεθείσῃ πίστει· καὶ ὑπεσημηνάμην. Καὶ πάλιν “Θεοδώρητος ὁ εὐλαβέστατος Ἐπίσκοπος Κύρου· συνάδει ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τοῦ κυρίου Λέοντος τῇ ἐν Νικαίᾳ ἐκτεθείσῃ πίστει παρὰ τῶν ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τῷ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπαγορευθέντι παρὰ τῶν ἑκατόν πεντήκοντα Συμβόλῳ τῆς πίστεως καὶ ταῖς ἐπιστολαῖς τοῦ μακαρίου Κυρίλλου· καὶ ὑποδεξάμενος τὴν προῤῥηθείσαν ἐπιστολὴν ὑπέγραψα”. Καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς ἅπαντες ὁμολογοῦσι· “συνάδει ἡ ἐπιστολή”, “σύμφωνός ἐστι ἡ ἐπιστολή”, “συμφωνεῖ ἡ ἐπιστολή, ὅσον κατ’ ἔννοιαν” κ.τ.λ. Μετὰ τοσαύτην καὶ τηλικαύτην ἀκριβῆ ἐξέτασιν ἐκ παραλλήλου πρὸς τὰς προτέρας ἱερὰς Συνόδους, καὶ πληροφορίαν πλήρη τῆς ὀρθότητος τῶν ἐννοιῶν, καὶ οὐχ ὅτι ἦν ἁπλῶς ἐπιστολῆ τοῦ Πάπα, ἐβόησαν, μηδαμῶς φθονοῦντες, τοῦτο δὴ τὸ περιβόητον, εἰς ὅ καυχωμένη νῦν σεμνύεται καὶ ἡ αὐτοῦ Μακαριότης. Ἀλλ’ εἴπερ καὶ ἡ αὐτοῦ Μακαριότης ἔπεμπεν ἡμῖν τὰ ταῖς προτέραις ἁγίαις ἑπτὰ οἰκουμενικαῖς Συνόδοις σύμφωνα καὶ συνάδοντα, ἀντὶ τοῦ καυχᾶσθαι εἰς τὴν τῶν προκατόχων αὐτῆς κηρυττομένην ὑπὸ τῶν προκατόχων καὶ Πατέρων ἡμῶν ἐπὶ τῆς οἰκουμενικῆς Συνόδου εὐσέβειαν, εἶχεν ἂν καυχᾶσθαι δικαίως ἐπὶ τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς ὀρθοδοξίᾳ, ἀντὶ πατραγαθιῶν δηλαδὴ ἀνδραγαθίας κηρύττουσα· ὥστε ἐπὶ τῇ αὐτοῦ Μακαριότητι κεῖται καὶ νῦν, ἐὰν ἐπιστείλῃ τοιαῦτα οἷα οἱ διακόσιοι πατέρες ἐξετάσαντες καὶ συγκρίναντες εὕρωσι σύμφωνα καὶ συνάδοντα ταῖς ῥηθεῖσαις προτέραις Συνδοις, ἐπ’ αὐτῇ, φαμὲν, κεῖται, ἵνα ἀκούσῃ καὶ παρ’ ἡμῖν τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν σήμερον οὐ μόνον τὸ “ὁ Πέτρος οὕτως ὡμίλησε”, καὶ εἴ τι ἕτερον σεμνόν, ἀλλὰ καὶ τὸ “ἀσπασθήτω ἡ ἁγία χεὶρ ἡ ἀπομάξασα τὰ δάκρυα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας”.
16. Καὶ πάντως ἐκ τῆς περινοίας τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος ἐξῆν ἀπεκδέχεσθαι τηλικοῦτον ἔργον ἄξιον τοῦ γνησίου διαδόχου τοῦ μακαρίου Πέτρου, τῶν Λέοντος τοῦ Α’ καὶ Λέοντος τοῦ Γ’, τοῦ ἐπὶ προφυλακῇ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως χαράξαντος τὸ θεῖον Σύμβολον ἀκαινοτόμηντον ἐπὶ ἀσπίδων ἀκαταμαχήτων, ἔργον, ὃ συνάψει τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως τῇ Καθολικῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ καὶ ἡ κανονική πρωτοκαθεδρία τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος καὶ αἱ ἕδραι ἁπάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως κεναὶ καὶ ἑτοῖμαι διατελοῦσιν· ἡ γὰρ Καθολική Ἐκκλησία, ἀπεκδεχόμενη πάντως τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἀποστατησάντων ποιμένων μετὰ τῶν ποιμνίων αὐτῶν, οὐ διορίζει ψιλῷ τῷ ὀνόματι ἐπὶ τῆς τῶν ἄλλων ἐνεργείᾳ κυριότητος παρεισάκτους, καπηλεύουσα τὴν ἱερωσύνην. Καὶ δὴ ἀπεξεδεχόμεθα “λόγον παρακλήσεως”καὶ ἠλπίζομεν αὐτόν, ὡς ἔγραφεν ὁ ἅγιος Βασίλειος πρὸς τὸν ἅγιον Ἀμβρόσιον ἐπίσκοπον Μεδιολάνων, “ἀνανεῶσαι τὰ ἀρχαῖα τῶν πατέρων ἴχνη” (Ἐπιστ. 197 MPG 32,712)· ὅτε οὐκ ἄνευ μεγάλης ἐκπλήξεως ἡμετέρας ἀνέγνωμεν τὴν ῥηθείσαν πρὸς τοὺς Ἀνατολικοὺς ἐγκύκλιον, ἐν ᾗ ὁρῶμεν πόνῳ ἀπαραμυθήτῳ ψυχῆς καὶ τὴν αὐτοῦ ἐπὶ συνέσει ἐπαινουμένην Μακαριότητα, ὡς καὶ τοὺς ἀπὸ τοῦ σχίσματος προκατόχους αὐτῆς, ῥήματα λαλοῦσαν νοθεύσεως: ἤτοι παρεγγραφὴν τοῦ ἀμωμήτου ἱεροῦ ἡμῶν Συμβόλου, σφραγισθέντος ἤδη ὑπὸ τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων· παραβίασιν τῶν ἱερῶν λειτουργιῶν, ὧν μόνον ἡ οὐρανία ὑφὴ καὶ τὰ τῶν συνταξαμένων ὀνόματα, καὶ ὁ πῖνος τῆς γεραρᾶς ἀρχαιότητος καὶ τὸ ἀποδοθὲν κῦρος ὑπὸ τῆς ἑβδόμης οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πράξ. στ’) ἀπενάρκωσεν ἂν καὶ παλινδρομῆσαι ἐποίησε καὶ τὴν ῥαπίσασαν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἱερόσυλον καὶ πάντολμον χεῖρα. Ἐξ ὧν εἰκάσαμεν, εἰς ἡλίκον ἀδιεξίτητον λαβύρινθον βλάβης καὶ ἀδιόρθωτον ἁμαρτάδα ἀνακυκλήσεως ἐνέβαλεν ὁ Παπισμὸς ἔτι καὶ τοὺς συνετωτέρους καὶ εὐλαβεστέρους ἐπισκόπους τῆς Ῥωμαἱκῆς Ἐκκλησίας, ὥστε μὴ δύνασθαι ἄλλως ποιεῖν αὐτοὺς εἰς διατήρησιν τοῦ ἀναμαρτήτου, καὶ ἑπομένως τοῦ σπουδαζομένου τοποτηρητικοῦ ἀξιώματος καὶ τοῦ δεσποτικοῦ πρωτείου μετὰ τῶν ἐπακολούθων αὐτῷ, ἢ κατορχεῖσθαι μὲν καὶ τῶν θειοτάτων καὶ αθίκτων, τολμᾶν δὲ κατὰ πάντων ὁμόσαι, καὶ ταῦτα λόγῳ μὲν ἐπενδυομένους εὐλάβειαν “τῆς ἀξιοσεβάστου ἀρχαιότητος” (σελ. ια’, στίχ. 16), πράγματι δὲ μένειν ἔνδον ὁ νεωτερικὸς θυμὸς ἀμείλικτος κατὰ τῆς ἀγιότητος ἐν τῷ λέγειν, “ὀφείλουν νὰ ἀπορριφθῶσιν ἀπὸ ταύτας ὅσα μετὰ τὴν διαίρεσιν!!! παρείσπεσαν εἰς αὐτάς” κ.τ.λ. (Αὐτόθι στίχ. 11) μιγνύντας οὕτω καὶ μέχρι τοῦ δεσποτικού δείπνου τὸν ἰὸν τοῦ νεωτερισμοῦ. Καὶ δοκεῖ ἐκ τῶν λόγων τούτων, ὡς ἡ αὐτοῦ Μακαριότης ὑπολαμβάνει, ὅτι καὶ ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ συνέβη ὅ,τι σύνοιδε συμβὰν καὶ εἰς τὴν τῆς Ῥώμης μετὰ τὸν Παπισμον, ἤτοι ἀλλοίωσις καθάπαξ εἰς ἅπαντα τὰ μυστήρια καὶ διαφθορά ἐπὶ σχολαστικῇ τερθρείᾳ εἰς ἣν θαρρῶν ἀρκεῖται εἰς ὁμοιοπάθειαν καὶ τῶν ἡμετέρων ἱερῶν λειτουργιῶν καὶ μυστηρίων καὶ δογμάτων, πάντοτε ὅμως εὐλαβουμένη “τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμῶν ἀρχαιότητα”! καὶ διὰ συγκατάβασιν πάντως ἀποστολικήν! χωρίς, ὡς λέγει (σελ. ια’, στίχ. 5) “νὰ θλίψῃ ἡμᾶς μὲ σκληράν τινα προγραφήν”! Ἐκ τοιαύτης ἀγνοίας τῶν καθ’ ἡμᾶς ἀποστολικῶν καὶ καθολικῶν διαιτημάτων προῆλθε πάντως καὶ ἡ ἑτέρα αὐτῆς ἀπόφανσις (σελ. ζ’, στίχ. 22)· “ἀλλ’ οὔτε μεταξύ ὑμῶν ἠδυνήθη νὰ διατηρηθῇ ἡ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἱερᾶς ἐπιστασίας ἐνότης”, ἀποδιδούσης παραδόξως τὸ οἰκεῖον πάθημα εἰς ἡμᾶς, ὥς ποτε καὶ ὁ Πάπας Λέων ὁ ἕνατος ἔγραφε πρὸς τὸν ἐν μακαρίοις Μιχαὴλ τὸν Κηρουλάριον, ἐγκαλῶν τοὺς Γραικούς, ὡς μεταβαλόντας τὸ Σύμβολον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μηδαμῶς αἰδούμενος μήτε τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ μήτε τὴν Ἱστορίαν. Ἀλλὰ πεπείσμεθα ὅτι, ἂν ἡ αὐτοῦ Μακαριότης ἀνακαλέσῃ εἰς μνήμην τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἀρχαιολογίαν καὶ ἱστορίαν, τὴν διδασκαλίαν τῶν θείων Πατέρων καὶ τὰς ἀρχαίας λειτουργίας τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰσπανίας καὶ τὸ Εὐχολόγιον τῆς ἀρχαίας Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἐκπλήξει γενήσεται, μανθάνουσα πόσας μὲν ἄλλας τερατώδεις θυγατέρας ἐγέννησεν ἐν τῇ Δύσει ὁ Παπισμός, ἔτι ζῶσας, ἐνῷ ἡ Ὀρθοδοξία ἐτήρησεν τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἄφθορον νύμφην τῷ νυμφίῳ αὐτῆς παρ’ ἡμῖν, καίτοι μηδεμίαν μὲν ἔχουσαν ἀστυνομίαν κοσμικήν, ἢ ὡς λέγει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης “ἱερὰν ἐπιστασίαν” (σελ. ζ’, στίχ. 23) μόνῳ δὲ τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης καὶ τῷ κοινῷ φίλτρῳ πρὸς τὴν κοινὴν μητέρα συνεχομένοις ἐν ἐνότητι πίστεως ἐσφραγισμένης ταῖς ἑπτὰ σφραγίσι τοῦ Πνεύματος (Ἀποκ. ε;, 1), ἤτοι ταῖς ἑπτὰ οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, καὶ ἐν ὑπακοῇ ἀληθείας· πόσα δὲ “ὀφείλουν ἀληθῶς νὰ ἀποῤῥιφθῶσιν ἀπὸ τὰ σημερινὰ παπικὰ δόγματά τε καὶ μυστήρια”, καθ’ ὃ “ἐντάλματα ἀνθρώπων”, ὅπως δυνηθῇ καταλλαγῆναι ἡ τὰ πάντα καινοτομήσασα τῆς Δύσεως Ἐκκλησία πρὸς τὴν ἀναλλοίωτον καθολικὴν ὀρθόδοξον πίστιν τῶν κοινῶν Πατέρων ἡμῶν εἰς ἥν, ὡς γνωρίζει, καθ’ ἃ λέγει (σελ. η’, στίχ. 30), τὴν ἡμετέραν κοινὴν σπουδήν, “τοῦ νὰ προσέχωμεν εἰς τὴν διατηρηθείσαν ὑπὸ τῶν προγόνων ἡμῶν διδασκαλίαν”, οὕτω καλῶς ποιεῖ διδάσκουσα (Αὐτ. στίχ. 31) ἡμᾶς, ἵνα “ἀκολουθῶμεν τοὺς ἀρχαίους ἱεράρχας καὶ πιστοὺς τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν”, οἵτινες πῶς ἐννόουν τὸ διδασκαλικὸν ἀξίωμα τῶν ἀρχιεπισκόπων τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ ποίαν τινὰ ἰδέαν αὐτῶν ὀφείλομεν ἔχειν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τίνι τρόπῳ δεῖ δέχεσθαι τὰς διδασκαλίας αὐτῶν, συνοδικῶς τε δεδώκασιν ἡμῖν ὑπογραμμόν (&15), καὶ ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος σαφῶς ἡρμήνευσε (&17)· πῶς δὲ καὶ τὸ κυριαρχικόν, ἐπειδὴ ἐνταῦθα οὐ πραγματείαν ἐκτιθέμεθα, αὐτὸς ὁ μέγας Βασίλειος πάλιν ὑποτυπωσάτω ἐν ὁλίγοις, “ἐβουλόμην αὐτῶν ἐπιστεῖλαι τῷ κορυφαίῳ” (Αυτόθι).
17. Ἐκ τούτων ἁπάντων συμπεραίνει καὶ πᾶς τρόφιμος τῆς ὑγιοῦς καθολικῆς διδασκαλίας, ἀλλ’ ἰδίως ἡ αὐτοῦ Μακαριότης πόσον ἀνόσιον μὲν καὶ ἀντισυνοδικὸν τὸ κατατολμᾶν ἀλλοίωσιν τῶν ἡμετέρων δογμάτων τε καὶ λειτουργιῶν καὶ λοιπῶν ἱερουργιῶν, γενομένων τε καὶ δὴ καὶ μαρτυρουμένων ὁμηλίκων τῷ χριστιανικῷ κηρύγματι, διὰ τὸ ἀπονεμηθὲν αὐτοῖς ἀείποτε σέβας, καὶ τὸ πιστεύεσθαι ἄθικτα καὶ ὑπ’ αὐτῶν τῶν ἀρχαίων ὀρθοδόξων Παπῶν οἷς ποτε ταῦτα καὶ ἡμῖν κοινὰ ἐχρημάτισαν. Πόσον δὲ εὐπρεπές τε καὶ ὅσιον ἡ βελτίωσις τῶν καινοτομιῶν, ὧν τὴν κεχρονολογημένην εἰσαγωγὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ῥώμης ἡμεῖς τε καθ’ ἕκαστον οἴδαμεν, καὶ οἱ ἀοίδιμοι Πατέρες ἡμῶν διεμαρτυρήθησαν ἐγκαίρως κατὰ τοῦ νεωτερισμοῦ. Εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι λόγοι εὐχερείας εἰς τὴν αὐτοῦ Μακαριότητα τῆς τοιαύτης μεταβολῆς. Πρῶτον, ὅτι τὰ μὲν ἡμέτερα ἦσάν ποτε σεβάσμια καὶ εἰς τοῦς Δυτικούς, ὡς τὰς αὐτὰς ἱερουργίας ἔχοντας καὶ τὸ αὐτὸ Σύμβολον ὁμολογοῦντας· τὰ δὲ νεωτερικὰ οὔτε γνωστὰ τοῖς Πατράσιν ἡμῶν, οὔτε δυνάμενα ἀποδειχθῆναι κἂν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τῶν ὀρθοδόξων δυτικῶν Πατέρων, οὔτε μὴν σύστασιν φέροντα οὔτε ἐκ τῆς ἀρχαιότητος οὔτε ἐκ τῆς καθολικότητος. Ἔπειτα παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ, ὡς ἔργῳ ἐπειράθησαν καὶ πολλοὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σχίσματος Παπῶν τε καὶ Πατριαρχῶν Λατινοφρόνων μηδὲν ἀνύσαντες, ἐνῷ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς οἱ κατὰ καιροὺς Πάπαι ἢ εὐκόλως ἢ βίᾳ ἐκανόνισαν τὰ νεολογούμενα δι’ οἰκονομίαν καθ’ ἃ ἀπελογοῦντο πρὸς τοὺς Πατέρας ἡμῶν, καίτοι καταμελίζοντες τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οὕτω πάλιν Πάπας διὰ θείαν ὄντως καὶ δικαιοτάτην οἰκονομίαν δύναται, καταρτίζων οὐ δίκτυα, ἀλλ’ αὐτὸν τὸν διασχισθέντα χιτῶνα τοῦ Σωτῆρος, ἀντικαταστῆσαι τὰ σεβάσμια ἀρχαῖα, “ἱκανὰ νὰ τηρήσωσι τὴν εὐσέβειαν”, ὡς λέγει καὶ ἡ αὺτοῦ Μακαριότης (σελ. ια’, στίχ. 16), ἅπερ καὶ αὐτὸς τιμᾷ, ὡς λέγει (Αὐτ. στίχ. 14), καὶ οἱ προκάτοχοια αὐτοῦ, ἐπειπὼν τὸν ἀξιομνημόνευτον λόγον τῶν τινος μακαρίων προκατόχων αὐτοῦ (ἔστι δὲ οὗτος Κελεστῖνος ὁ ἐπὶ τῆς Γ’ οἰκουμενικῆς Συνόδου)· “desinat novitas incessere vetustatem”, (παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τὴν ἀρχαιότητα). Καὶ ἀπολαυέτω κἂν τοῦτο τὸ ὄφελος ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἐκ τοῦ μέχρι τοῦδε ἀναμαρτήτου τῶν ἀποφάνσεων τῶν Παπῶν. Πάντως ὁμολογητέον, ὅτι εἰς τοιαύτην ἐπιχείρησιν, καίτοι τηλικοῦτος ὢν Πῖος ὁ Θ’ καὶ τὴν σοφίαν καὶ τὴν εὐλάβειαν καὶ τὸν τῆς χριστιανικῆς ἑνώσεως ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ζῆλον, ὡς λέγει, μέλλει ὅμως ἀπαντῆσαι ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν δυσχερείας καὶ κόπους. Ἀλλ’ ἐνταῦθα ἡμεῖς μὲν ὀφειλέται ἐσμὲν μάλισθ’ ὅπως ὑπενθυμίσομεν (καὶ ἀπέστω τόλμη!) τὴν αὐτοῦ Μακαριότητα αὐτὸ τοῦτο τὸ θέμα τῆς ἐπιστολῆς αὐτοῦ (σελ. η’, στίχ. 32), ὅτι εἰς τὰ ἀφορῶντα τὴν ὁμολογίαν τῆς θείας θρησκείας οὐδὲν δεινὀν ὑπάρχει, τὸ ὁποῖον καὶ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τὴν ἀνταπόδωσιν ἐν τῇ αἰωνίᾳ ζωῇ νὰ μὴν ὀφείλῃ τις νὰ ὑπομένῃ”. Κεῖται δὲ εἰς τὴν αὐτοῦ Μακαριότητα, ἵνα δείξῃ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ὡς συμβουλῆς θεαρέστου ἔξαρχος, οὕτω καὶ διεκδικητὴς πρόθυμος τῆς ἀδικουμένης εὐαγγελικῆς καὶ συνοδικῆς ἀληθείας ἔτι καὶ τῇ τῶν ἰδίων αὐτοῦ συμφερόντων θυσίᾳ, ὥστε εἶναι κατὰ τὸν Προφήτην (Ἡσ. ξ’, 17), “ἄρχων ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐπίσκοπος ἐν δικαιοσύνῃ”. Γένοιτο! Ἀλλ’ ἕως ἂν γένηται αὕτη ἡ ἐπιθυμητὴ τῶν ἀποστατησῶν Ἐκκλησιῶν ἐπιστροφὴ εἰς τὸ σῶμα τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἧς ὁ μὲν “Χριστὸς κεφαλή” (Παύλ. Ἐφ. δ’15), ἡμεῖς δὲ ἕκαστος “μέλη ἐκ μέρους”, πᾶσα συμβουλὴ γιγνομένη ὑπ’ αὐτῶν καὶ πᾶσα παραίνεσις αὐτεπάγγελτος, τείνουσα εἰς κατάλυσιν τῆς πατροπαραδότου ἡμετέρας ἁμωμήτου πίστεως, οὐ μόνον ὡς ὕποπτος καὶ φευκτέα, ἀλλὰ καὶ ὡς δυσεβὴς καὶ ψυχώλεθρος δικαίως κατακρίνεται συνοδικῶς· καὶ εἰς ταύτην τὴν κατηγορίαν ἀνάγεται ἐν πρώτοις καὶ ἡ ῥηθείσα “πρὸς τοὺς Ἀνατολικούς” ἐγκύκλιος τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Πάπα Πίου του Θ’, καὶ τοιαύτην κηρύττομεν αὐτὴν ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ.
18. Διὰ τοῦτο, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοὶ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, ὡς ἀείποτε, οὕτω καὶ νῦν μάλιστα ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ τῆς ἐκδόσεως τῆς ῥηθείσης Ἐγκυκλίου, χρέος ἀπαραίτητον νομίζομεν ἑαυτοῖς, κατὰ τὴν ἡμετέραν πατριαρχικὴν καὶ συνοδικὴν ἐνοχήν, ὅπως μὴ ἀπόλλυται μηδεὶς ἐκ τῆς θείας μάνδρας τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς ἁπάντων ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς τε αὐτοὺς καθ’ ἑκάστην ὑπενθυμίζωμεν καὶ ἡμᾶς προτρέπωμεν εἰς αὐτό, ὅπως, ὑπενθυμίζοντες ἀλλήλους τοὺς λόγους καὶ προτροπὰς τοῦ μακαρίου Παύλου πρὸς τοῦς ἱεροὺς προκατόχους ἡμῶν, οὓς αὐτὸς μετεκαλέσατο ἐν τῇ Ἐφέσῳ, ἐπαναλαμβάνομεν πρὸς ἀλλήλους. Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῷ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε” (Πράξ. κ’, 28-30). Τότε οἱ προκάτοχοι καὶ πατέρες ἡμῶν, ἀκούσαντες τὰς θείας ταύτας παραγγελίας, κλαυθμὸν μέγαν ἐποιήσαντο, καὶ ἐπιπεσόντες εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλουν αὐτὸν. Δεῦτε οὐν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοί, ἀκούοντες αὐτοῦ νουθετοῦντος ἡμᾶς μετὰ δακρύων, ἐπιπέσωμεν νοερῶς ὁλοφυρόμενοι ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, καὶ καταφιλοῦντες παρηγορήσομεν αὐτὸν τῇ σταθερᾷ ἡμῶν ὑποσχέσει, ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, οὐδεὶς ἡμᾶς ἀποπλανήσει τῆς ἀσφαλοῦς ὁδηγίας τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὥσπερ κἀκείνους οὐδεὶς ἠδυνήθη πλανῆσαι σὺν πάσῃ τῇ σπουδῇ, ἣν κατέβαλλον κατὰ καιροὺς οἱ ἐπ’ αὐτῷ ἐπεγερθέντες ὑπὸ τοῦ πειράζοντος· ὅπως ἀκούσωμεν παρὰ τοῦ Δεσπότου τὸ “εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ”, κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως, ἤτοι τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν τε καὶ τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, εφ’ ὃ κατέστησεν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ποιμένας.
19. Ταύτην τὴν ἀποστολικὴν παραγγελίαν καὶ προτροπὴν δι’ ὑμῶν διαβιβάζομεν καὶ εἰς ἅπαν τὸ ὀρθόδοξον σύστημα, ὅπου ποτὲ γῆς εὑρίσκονται πολιτευόμενοι, εἰς τοὺς ἱερεῖς, καὶ εἰς τοὺς ἱερομονάχους, εἰς τοὺς ἱεροδιακόνους καὶ μοναχούς, ἑνὶ λόγῳ εἰς ἅπαντα τὸν Κλῆρον καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸν, ἄρχοντάς τε καὶ ἀρχομένους, πλουσίους ἢ πένητας, εἰς τοὺς γονεῖς καὶ εἰς τὰ τέκνα, εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ μαθητάς, εἰς τοὺς πεπαιδευμένους καὶ ἀπαιδεύτους, εἰς τοὺς κυρίους καὶ ὑπηρέτας, ὅπως ἅπαντες ἐνισχύσοντες καὶ συμβουλεύοντες ἀλλήλους “δυνηθῶμεν στῆναι πρὸς τὰς μεθοδίας τοῦ διαβόλου”. Οὕτω γὰρ προτρέπει ἡμᾶς ἅπαντας καὶ ὁ μακάριος Πέτρος ὁ ἀπόστολος. “Νήψατε, γρηγορήσατε, ὅτι ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ· ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει” (Α’ Πέτρ. ε’, 8).
20. Ἡ γὰρ πίστις ἡμῶν, ἀδελφοὶ, οὐκ ἐξ ἀνθρώπων οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἐκήρυξαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ἐκράτυναν αἱ ἱεραὶ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, παρέδωκαν ἐκ διαδοχῆς οἱ μέγιστοι σοφοὶ Διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης καὶ ἐπεκύρωσαν τὰ ἐκχυθέντα αἵματα τῶν ἁγίων Μαρτύρων. "Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας", ἣν παρελάβομεν ἄδολον παρὰ τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Ἀλλ’ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἡντιναοῦν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεύσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἁρτίως λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ διὰ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. Τὸ φρικτὸν τοῦτο ἀνάθεμα, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Χριστῷ ἀγαπητά, οὐκ ἐκφωνοῦμεν ἡμεῖς σήμερον, ἀλλ’ ἐξεφώνησε πρῶτος ὁ Σωτήρ ἡμῶν “ὃς ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι (Ματθ. ιβ‘, 32)· ἐξεφώνησεν ὁ θεῖος Παῦλος (Γαλ. α’, 6-8)· “θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινες εἰσὶν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς. Καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”· ἐξεφώνησαν τοῦτο αἱ ἑπτὰ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ σύμπας ὁ χορὸς τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ἃπαντες οὖν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμῳδόν (Ψαλμ. ρη’, 18), “κατάραν ὡς ἱμάτιον”, κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι· “κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω”, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὃ παρελάβετε”. Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κἀκεῖνοι, ὡς καὶ ἡμεῖς, εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων αὐτῶν πίστεως.
21. Ὅθεν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, “τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἡγνικότες ἐν ὑπακοῇ τῆς ἀληθείας”, κατὰ τὸν Ἀπόστολον (Α’ Πέτρ. 1,22), “προσέχωμεν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραῤῥυῶμεν” (Ἑβρ. 2,1). Ἡ πίστις καὶ ἡ ὁμολογίας ἣν κατέχομεν ἀκαταίσχυντός ἐστι, διδασκομένη ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ἐκ στόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν, μεμαρτυρημένη ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν ἱερῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων, κεκηρυγμένη εἰς τὴν ὑφήλιον, μαρτυρουμένη καὶ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτῆς, οἵτινες, πρὶν ἢ ἀποστήσωσιν ἀπὸ τῆς ὁρθοδοξίας εἰς τὰς αἱρέσεις, αὐτὴν τὴν πίστιν κατεῖχον καὶ αὐτοί, ἢ κἂν οἱ πατέρες ἢ οἱ προπάτορες αὐτῶν· μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς διηνεκοῦς Ἱστορίας ὡς θριαμβεύουσα κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων, αἵτινες κατεδίωξαν καὶ καταδιώκουσιν αὐτήν, ὡς ὁρᾶτε, μέχρι τῆς σήμερον. Οἱ ἀλληλοδιάδοχοι ἱεροὶ θεῖοι Πατέρες καὶ προκάτοχοι ἡμῶν, ἀρχόμενοι ἀπὸ τῶν Ἀποστόλων, καὶ οὓς κατέστησαν οἱ Ἀπόστολοι διαδόχους μέχρι τῆς σήμερον, μίαν καὶ ἀδιάῤῥηκτον ἅλυσιν καταρτίζοντες, καὶ χειρὶ χεῖρα συνδέοντες συγκλείουσιν ἱερὸν περίβολον, οὗ “θύρα ὁ Χριστός”, ἐν ᾧ ἅπαν τὸ ὀρθόδοξον ποίμνιον ποιμαίνεται εἰς τὰς ζειδώρους νομὰς τῆς μυστικῆς Ἐδέμ, καὶ οὐχὶ εἰς ἄνοδα καὶ τραχέα”! ὡς ὑπολαμβάνει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης (σελ. ζ’, στίχ. 12). Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν κατέχει αὐτὰ τὰ ἀδιάπτωτα καὶ ἀνόθευτα κείμενα τῶν θείων Γραφῶν, τῆς μὲν Παλαιᾶς Διαθήκης τὴν ἀληθῆ καὶ ἀρτίαν μετάφρασιν, τῆς δὲ Νέας αὐτὸ τὸ θεῖον πρωτότυπον. Αἱ τελεταὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων, καὶ ἰδίᾳ αἱ τῆς θείας λειτουργίας, εἰσὶν αὐταὶ ἑκεῖναι αἱ ἀποστολοπαράδοτοι λαμπραὶ καὶ κατανυκτικαὶ τελεταί. Οὐδὲν ἔθνος, οὐδεμία κοινωνία χριστιανικὴ δύναται καυχηθῆναι εἰς τὸν Ἰάκωβον, εἰς τὸν Βασίλειον, εἰς τὸν Χρυσόστομον· αἱ σεπταὶ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, οὗτοι οἱ ἑπτὰ στῦλοι τοῦ οἴκου τῆς σοφίας, ἐν αὐτῇ καὶ παρ’ ἡμῖν συνεκροτήθησαν· αὐτὴ κατέχει τὰ πρωτότυπα τῶν ἱερῶν ὅρων αὐτῶν. Οἱ ἐν αυτῇ ποιμένες καὶ τὸ τίμιον πρεσβυτέριον καὶ τὸ μαναχικὸν τάγμα διατηρεῖ αὐτὴν τὴν ἀρχαιοτάτην εὐαγῆ σεμνότητα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ εἰς τὰς ἀξιώσεις καὶ εἰς τὸ πολίτευμα, ἔτι καὶ εἰς τὴν ἁπλοϊκὴν ἀμφίεσιν αὐτῶν. Ναί! ἀληθῶς, εἰς ταύτην τὴν ἁγίαν μάνδραν διηνεκῶς ἐπέπεσόν τε καὶ ἐμπίπτουσιν, ὡς καὶ ἐφ’ ἡμῖν ὁρῶμεν, “λύκοι βαρεῖς”, κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ἀποστόλου, ὅπερ δείκνυσιν, ὅτι τὰ ἀληθῆ ἀρνία τοῦ ἀρχιποίμενος ἐν αὐτῇ ἐπαυλίζονται· ἀλλ’ αὐτὴ καὶ ἔψαλλε καὶ ψαλλεῖ εἰς τὸν αἰῶνα, “κυκλώσαντες ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς” (Ψαλμ. 117,11). Προσθήσομεν δὲ καὶ ἀνάμνησιν λυπηρὰν μέν, χρήσιμον δὲ εἰς ἀπόδειξιν καὶ πίστωσιν τῆς ἀληθείας τῶν ἡμετέρων λόγων. Ἅπανθ’ ὅσα χριστιανικὰ γένη ὁρῶνται τὴν σήμερον σεμνυόμενα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μὴ ἐξαιρουμένης μήτε αὐτῆς τῆς Δύσεως, μηδ’ αὐτῆς τῆς Ῥώμης ὡς καὶ ὑπὸ τοὺ καταλόγου τῶν πρώτων Παπῶν βεβαιούμεθα, ὑπὸ τῶν ἡμετέρων ἁγίων προκατόχων καὶ Πατέρων ἐδιδάχθησαν τὴν ἀληθῆ εἰς Χριστὸν πίστιν, κἂν ὕστερον ἄνδρες δολιότητος, ὧν πολλοὶ καὶ ποιμένες καὶ ἀρχιποίμενες ὄντες τῶν ῥηθέντων γενῶν, κατατολμήσαντες δειλαίοις λογισμοῖς καὶ γνώμαις αἱρετικαῖς, ἐμίαναν φεῦ! τὴν ὀρθοδοξίαν τῶν ἐθνῶν ἐκείνων, ὡς ἡ ἀψευδὴς Ἱστορία διδάσκει ἡμᾶς, ὡς προεῖπεν ὁ Παῦλος.
22. Διὰ τοῦτο ἐπιγνῶμεν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἡμῶν πνευματικά, ἡλίκη ἡ χάρις, ἣν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἡμῶν καὶ εἰς τὴν μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ἥτις οἷα μήτηρ ἀνύποπτος παρὰ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἀνατρέφει ἡμᾶς ἀκαταισχύντους καὶ εὐαπολογήτους ἐν εὐγενεῖ παῤῥησίᾳ “περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος”. Ἀλλὰ τί ἀνταποδώσομεν ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ τῷ Κυρίῳ “περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν”; Ὁ ἀνενδεὴς Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῷ οἰκείῳ αἵματι ἀνακτησάμενος ἡμᾶς, οὐδὲν ἕτερον ἀπαιτεῖ ἀφ’ ημῶν, εἰ μὴ τὴν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας ἡμῶν εἰς τὴν ἀμώμητον ἱερὰν πίστιν τῶν πατέρων ἡμῶν, τὴν ἀγάπην καὶ τὸ φίλτρον εἰς τὴν ἀναγεννήσασαν ἡμᾶς οὐ ῥαντίσματι νεωτερικῷ, ἀλλὰ θείῳ λουτρῷ τοῦ ἀποστολικοῦ βαπτίσματος Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τὴν τρέφουσαν ἡμᾶς κατὰ τὴν αἰωνίαν Διαθήκην τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν τῷ ἰδίῳ αὐτοῦ τιμίῳ σώματι, καὶ ἀφθόνως, οἷα γνησία μήτηρ, ποτίζουσαν ἡμᾶς τῷ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας ἐκχυθέντι τιμίῳ αὐτοῦ αἵματι. Περικυκλώσωμεν οὖν αὐτὴν νοερῶς, “ὡς τὰ νοσία τὴν ὄρνιν”, ὅπου ποτὲ γῆς εὑρισκόμεθα, εἰς ἄρκτον ἢ εἰς μεσημβρίαν, εἰς ἀνατολὴ ἢ εἰς δύσιν· ἐξαρτήσωμεν τὰ ὄμματα καὶ τὰς διανοίας ἡμῶν αὐτῶν ἐκ τὴς θειοτάτης αὐτῆς καὶ λαμπροτάτης ὄψεώς τε καὶ καλλονῆς· ἐπιλαβώμεθα ἀμφοτέραις ταῖς χερσί τοῦ φωτεινοῦ χιτῶνος αὐτῆς, ὃν περιέβαλεν ἰδίαις ἀχράντοις αὐτοῦ χερσίν “ὁ νυμφίος ὁ ὡραῖος κάλλει”, ὅτε ἐλυτρώσατο αὐτὴν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ πλάνου καὶ ἐστόλισεν αὐτὴν νύμφην ἑαυτῷ αἰωνίαν. Συναισθανθῶμεν εἰς τὰς ψυχὰς ἡμῶν αὐτῶν τὸ ἀμοιβαῖον ἀλγεινὸν αἴσθημα μητρὸς φιλοτέκνου καὶ τέκνων φιλομητόρων, ὅταν λυκόφρονες ἄνδρες καὶ ψυχοκάπηλοι σπουδάζουσι καὶ μεθοδεύονται, ἵνα ἢ ἑκείνην ἀπαγάγωσι δούλην, ἢ αυτὰ ὡς ἀρνία ἐκ τῶν μητέρων αὐτῶν ἀφαρπάσωσιν. Ἐντείνωμεν δὲ τοῦτο τὸ αἴσθημα κληρικοί τε καὶ λαϊκοὶ ἤδη μάλιστα, ὅταν ὁ νοητὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐχθρός, χορηγῶν (σελ. ια’, στίχ. 2-25) ἀπατηλῆς εὐκολίας τηλικαῦτα μεταχειρίζηται ὄργανα, καὶ περιπατῇ ἁπανταχοῦ, κατὰ τὸν μακάριον Πέτρον, “ζητῶν τίνα καταπίῃ”, καὶ ὅταν “ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ προευόμεθα” εἰρηνικῶς τε καὶ ἀκάκως, ἱστᾷ τὰς δολερὰς παγίδας αὐτοῦ.
23. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, “ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν”, “ὅς οὐ νυστάξει, οὐδὲ ὑπνώσει φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ”, “φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ἡμῶν”, “καὶ κατευθύνει τὰς ὁδοὺς ὑμῶν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν”. Ἔρρωσθε χαίροντες ἐν Κυρίῳ.
αωμή, κατὰ μῆνα Μάϊον Ἰνδικτιῶνος ς’
+Ἄνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
+Ἱερόθεος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρείας καὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
+Μεθόδιος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης τῆς μεγάλης θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
+Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱερὰ Σύνοδος.
Ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἱερὰ Σύνοδος.
Ἡ ἐν Ἱερουσαλήμ ἱερὰ Σύνοδος.
(Πηγή: «Απόφαση Συνόδου Πατριαρχών Ανατολής 1848», Σύνοδος Πατριαρχών Ανατολής 1848)
Πηγή: Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Κουβαρά, Σύνοδος Πατριαρχών Ανατολής 1848
Ἡ ἐργασία αὐτή εἶχε ὡς ἀφορμή: α) τό βιβλίο «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» (ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ) τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ καί β) τήν τρίτομη ἔκδοση τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων ἀπό τήν Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας μέ τόν τίτλο «Ἰσαάκ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά. Μετάφραση ἀπό τά Συριακά». Μετά τήν ἐργασία ἀκολουθεῖ ἐπιστολή τοῦ συγγραφέως πρός τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας σχετικά μέ τήν ἔκδοση τῶν κακοδόξων συγγραμμάτων τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ.
Ι) Εἰσαγωγικά - Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος
Ἡ πλήρης καί παντελής ἀπουσία τῆς ἀκτίστου Χάριτος στή Δύση καί ὁ συνακόλουθος ὀρθολογισμός τῶν θεολόγων της δημιούργησε ἕνα χάος, μιά σύγχυση στήν πίστη ὅλων τῶν «χριστιανῶν» τῆς Δύσεως. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμενοι σοβαρά γιά τήν πίστη καί τή χριστιανική ζωή μπολιάστηκαν μέ διαρκεῖς ἀμφιβολίες ἐν σχέσει πρός τό Εὐαγγέλιο, τήν ἀλήθεια καί τή γνησιότητά του, γιά τήν ὀρθή πίστη, γιά τή γνησιότητα τῶν πατερικῶν κειμένων ἀκόμη καί γιά τήν... ὕπαρξή κάποιων Ἁγίων!
Δυστυχῶς αὐτή ἡ φοβερή σύγχυση μεταφέρθηκε καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο μέ βιβλία περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καί ἐπιτροπές δηλητηριάζουν μέ μικρές, προσεκτικές δόσεις τήν ὀρθόδοξη συνείδηση. Ἐνσπείρουν δισταγμό ὡς πρός τήν πλήρη καί ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί χρησιμοποιοῦν ἕνα δῆθεν διάλογο μέ σκοπό τήν συμφιλίωση ὀρθοδοξίας καί πλάνης, ὀρθοδοξίας καί θρησκειῶν, συμφώνως πάντοτε μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Στήν οἰκουμενιστική αὐτή πρωτοπορία βρίσκεται καί τό προσφάτως ἐκδοθέν ἀπό τίς Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ βιβλίο τοῦ Ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος».
Πρίν μιλήσουμε γιά τό βιβλίο του Ἀλφέγιεφ πρέπει νά ποῦμε ποιός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Γεννήθηκε στήν Νινευΐ ἤ κατ’ ἄλλους κοντά στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἔζησε τόν ΣΤ´ αἰῶνα. Ἐπειδή ὑπάρχει ἐπιστολή του πού τήν ἀπευθύνει στόν τότε νέο στήν ἡλικία Ἅγιο Συμεών τόν Θαυμαστορείτη (521-596μ.Χ.), γίνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ «ἤκμαζεν» γύρω στά 530 μ.Χ. καί κατά πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στό τέλος τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος. Νέος ἔγινε μοναχός μαζί μέ τόν ἀδελφό του στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ματθαίου καί ἀργότερα τόν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καί ἀνεχώρησε στήν ἔρημο. Ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου τόν κάλεσε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά ἐκεῖνος ἔχοντας τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία ἀρνεῖται. Ἀργότερα ὅμως ὑπακούει σέ θεία ἀποκάλυψη καί δέχεται νά γίνει ἐπίσκοπος Νινευΐ. Ἀλλά γιά πολύ λίγο. Τήν ἴδια ἡμέρα πού χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἦλθαν στό ἐπισκοπεῖο δυό ἄνθρωποι γιά νά λύσουν μία διαφορά τους. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔθεσε σάν βάση γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τους τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ Ἅγιος: «Ἄν αὐτοί ἐδῶ δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου τότε τί ἦρθα ἐγώ νά κάμω ἐδῶ;». Ἐγκατέλειψε τόν ἐπισκοπικό θρόνο καί γύρισε στήν ἀγαπημένη του σκήτη, ὅπου ἔζησε μέχρι τό θάνατό του ἀγωνιζόμενος.
Ὅμως ἄν ὁ λεπτομερής βίος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ δέν εἶναι γνωστός, ὁ Ἅγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπό τούς ἀσκητικούς Λόγους του. Τόν 8ο ἤ τό ἀργότερο τόν 9ο αἰῶνα δύο μοναχοί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης ὁ Ἀβράμιος καί ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τόν οὐράνιο αὐτό θησαυρό τῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου καί τούς μετέφρασαν ἀπό τά συριακά στήν ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ θησαυρός αὐτός διαδόθηκε παντοῦ διά μεταφράσεων στήν ἀραβική, σλαβωνική καί λατινική γλῶσσα καί στή συνέχεια σέ ὅλες τίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες.
Ἔτσι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφή πνευματική καί παρηγορία στούς ἡσυχαστές, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς πιστούς. Ἀνεδείχθη οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀλλά καί οἱ ἑτερόδοξοι μέ τίς μεταφράσεις στή γλῶσσα τους ἐθέλχθησαν ἀπό τή διδασκαλία του καί τόν μελετοῦν μέ δίψα.
Παρά ταῦτα μόνο τά τελευταῖα, σχετικῶς, χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτή τῆς μνήμης του. Παλαιότερα στό Ἅγιο Ὄρος τόν τιμοῦσαν στίς 28 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ ἐνῷ τώρα τελευταῖα στίς 28 Σεπτεμβρίου. Ἀλλά μήπως αὐτή ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, λυμαίνεται καθόλου τήν ἁγιότητα του καί τή δόξα του; Μήπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶναι Ἅγιος; Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς Ἅγιοι σέ βιβλία Πατερικά δέν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ ὅπως συμβαίνει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τά τελευταῖα χρόνια. Ἔτσι ματαίως θά ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης γιά τόν Ὅσιο Θεόγνωστο τῆς Φιλοκαλίας ἐνῷ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τοῦ Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ συγγραφέως τῶν Παραμυθητικῶν κεφαλαίων πρός τούς ἐν Ἰνδίᾳ μοναχούς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τά τελευταῖα χρόνια.
ΙΙ) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ
Παρά ὅμως τήν ἔλλειψη ἡμερομηνίας μνήμης αὐτῶν τῶν Ἁγίων καί πολλῶν ἄλλων ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικό ἐν Χριστῷ, δηλαδή ὡς ἁγιοπνευματικό τό Βίο τους, τίς δέ διδαχές τους ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ’ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Ὅλα αὐτά κατ’ ἐξοχήν ἰσχύουν σέ ὕψιστο βαθμό γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ. Ὅλοι οἱ μετά ἀπ’ αὐτόν ἀσκητικοί Πατέρες παραπέμπουν σ’ αὐτόν, ὡς Ἅγιον Ἰσαάκ, ὡς γνήσιο διδάσκαλο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὡς ἔμπειρο ἀγωνιστή καί ἐκπαιδευτή στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ὡς πνευματική λυδία λίθο μέ τήν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐκ τοῦ διαβόλου. Σ’ αὐτόν παραπέμπει 29(!) φορές ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός (Θ´ αἰών) στά ἔργα του πού δημοσιεύονται στή Φιλοκαλία, ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ μονάζων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό Λόγο περί νήψεως καί φυλακῆς καρδίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος, συνιστᾶ στούς ἡσυχαστές τή μελέτη τῶν Λόγων του τοποθετώντας τον ἀνάμεσα στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, οἱ Ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). Ἀπό τόν Ἅγιο Κάλλιστο τόν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει:
«... καρπόν τῆς προσευχῆς ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ προσηγόρευσε τόν φωτισμόν· φησί γάρ, <καθαρότης ἐστί νοός, ἐφ’ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τό φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος· καί τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καί οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλά τοκετόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διά τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης> καί πάλιν <προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἥτις μόνη ἐκ τοῦ φωτός τῆς Ἁγίας Τριάδος μετ’ ἐκπλήξεως τέμνεται>» καί τόν ὀνομάζει «ἐπόπτη καί συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτίας.»
Στόν Βίο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ βιογράφου τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθών ταῦτα καί μαθών (δηλαδή τήν κατά Χριστόν ἀλλοίωσιν, ἔλλαμψιν καί θέωσιν) Σύρος ἐκεῖνος τήν ἡσυχίαν τε καί θεωρίαν ὁ περιβόητος».
Ὁ μεγάλος Ρῶσος ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ (1433-1508) στά Ἀσκητικά του 37 φορές παραπέμπει στόν Ἅγιο μας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός θεοφόρος φιλόσοφος Ἅγιος Ἰσαάκ».
Ὁ Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει:
«Μεταξύ τῶν ἁγίων τούτων φιλοσόφων [δηλαδή τῶν Ἁγίων Πατέρων] μία ἀπό τάς πρώτας θέσεις ἀνήκει εἰς τόν μεγάλον ἀσκητήν καί ἅγιον Ἰσαάκ τόν Σύρον. Εἰς τά συγγράμματά του ὁ ἅγιος Ἰσαάκ μέ σπανίαν ἐμπειρικήν γνῶσιν παρακολουθεῖ καί περιγράφει τήν διαδικασίαν τῆς ἐξυγιάνσεως καί καθάρσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων τῆς γνώσεως.»
Ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ἔλεγε:
«Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος κρύβει ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ἀνοίξετέ τον, διαβάσετέ τον πλουτίσατε πνευματικά... Ἄν δέν ἔχεις Ἰσαάκ Σῦρο, καί ἄν δέν ἔχεις λεφτά νά τόν ἀγοράσῃς, νά πάρῃς μιά τσάντα καί νά βγῇς νά ζητήσῃς χρήματα καί νά τόν πάρῃς... Ὅταν τό διαβάζῃς καί χαίρεσαι καί ἐλέγχεσαι… Νά διαβάζετε ἕνα φύλλο τήν ἡμέραν, νά βλέπεσθε σάν σέ καθρέφτη.»
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε:
«Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Στίς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει:
«Πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη στά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, διότι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νά καταλάβει κανείς καί κάθε εἴδους μικρό ἤ μεγάλο κόμπλεξ καί ἐάν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στό Θεό, τόν βοηθάει γιά νά τό διώξη…»
Στό Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε:
«Ἔλεγε ὅτι τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀξίζει ὅσο ὁλόκληρη πατερική βιβλιοθήκη. Στό βιβλίο [τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ] πού διάβαζε, κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού κρατᾶ στό χέρι του ἕνα φτερό καί γράφει, σημείωσε: <Ἀββᾶ μου, δός μου τήν πέννα σου νά ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τό βιβλίο σου>.»
Ὁ Γέρων Πορφύριος ἔλεγε:
«Βέβαια γιά τά μυστήρια πού ὁ Θεός ἀποκαλύπτει μέσα μας καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή. Νά, ὅμως, πού μπορεῖ νά μᾶς συμβεῖ, ὅπως στόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει: <Παραφέρθηκα· ἐσεῖς μέ ἀναγκάσατε νά τά πῶ λόγῳ τῆς ἀγάπης>, (Ρωμ. 1, 11-12).»
Τό ἴδιο στενοχωριέται καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἀναγκάζεται νά πεῖ τά μυστήρια καί τά βαθιά βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπό ἀγάπη καί μόνο. Νά πῶς τό λέει:
«Ἔγινα μωρός· δέν ὑποφέρω νά φυλάξω τό μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλά γίνομαι ἀνόητος διά τήν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...»
Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες τῶν Ἁγίων πατέρων καί συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανής ἡ καθολική ἀποδοχή τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καί ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.
ΙΙΙ) Ἀσεβεῖς φλυαρίες περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ
Ἄς ἔλθουμε τώρα στό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ. Γράφει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος:
«Ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Wensinck καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ Ἰσαάκ... Ἀνακάλυψα πώς ἀνῆκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, σ’ αὐτήν πού ἀποκαλεῖται συνήθως <Νεστοριανή>. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγά σιγά στό σημεῖο νά συνειδητοποιήσω, πώς τοῦτο δέν σήμαινε πώς ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ ἤ ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα στήν ὁποία ἀνῆκε, θά μποροῦσε ἄκριτα νά καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί.»
Ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή συνείδησή τους ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ και ότι «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπό τόν Wensinck καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι Νεστοριανός!!!
Οἱ δυτικοί ἐρευνητές μελέτησαν τό νεστοριανό «βιβλίο τῆς ἁγνότητος» ὅπου γίνεται λόγος γιά κάποιον Ἰσαάκ πού γεννήθηκε στό Beit Qatraye στή δυτική ἀκτή τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καί χειροτονήθηκε ἀπό τόν Νεστοριανό Givargis περίπου τό 660 ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετά 5 μῆνες παραιτήθηκε γιά ἄγνωστο λόγο καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Matout. Μετά πῆγε στή Μονή Shabur, ὅπου πέθανε τυφλός ἀπό τό πολύ διάβασμα. Ἔγραψε καί κάποια βιβλία γιά τήν ἀναχωρητική ζωή. Μετά ἀπό αὐτή τή... φοβερή «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητές κατέληξαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ πού γνωρίζουμε!
Μέ πολύ μεγάλη εὐκολία ὁ Ἀλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τόν τόπο καταγωγῆς πού εἶναι ἡ Νινευΐ, ἤ ἡ Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καί ὄχι τό Κατάρ, β) τό χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται περίπου 100 χρόνια νωρίτερα, γ) τή διήγηση γιά τήν αἰτία παραιτήσεως του τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καί τήν ἄμεση ἀναχώρησή του καί ὄχι μετά 5 μῆνες, και δ) τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως του σέ σκήτη καί ὄχι στό μοναστήρι Σαμπούρ. Πλάθει μύθους γιά τούς λόγους χειροτονίας καί παραιτήσεως ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Κατά τό πλεῖστον ὁ νεστοριανός ἱστορικός εἶναι, γιά τόν Ἀλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ὀρθοδόξων εἶναι μυθώδεις καί ἐλλειπεῖς.
Πάντως ἀπό τή σύγκριση τῶν δύο Βίων γίνεται φανερό ὅτι ὁ ὑπό τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος Ἰσαάκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο διάφορο τοῦ Ὁσίου. Τό γεγονός ὅτι στήν περιοχή τῆς Συρίας-Περσίας-Μεσοποταμίας ἦταν διαδεδομένος ὁ νεστοριανισμός δέν σημαίνει πώς ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι καί πώς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐπίσκοπος Νινευΐ ταυτίζεται μέ τόν ἀναφερόμενο ἀπό τούς νεστοριανούς καί δέν εἶναι ὀρθόδοξος. Βέβαια ἀπό παλαιά δημιουργούνταν προβλήματα ταυτίσεως ὀρθοδόξων Πατέρων μέ αἱρετικούς. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει γιά τόν Ἅγιο Βαρσανούφιο:
«... δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρών Ἅγιος καί ὀρθοδοξότατος πατήρ, καί ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν... τόν ὁποῖον… ἀναφέρει ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων... Ὅτι δέ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἧτον ὀρθοδοξότατος καί ἐδέχετο αὐτόν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς Ἅγιον, ἐβεβαίωσε καί ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Ταράσιος ἐρωτηθείς περί τούτου ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Βεβαιοῖ δέ καί ὁ αὐτός Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκῃ· Προσέτι… ἀποδέχομαι... καί πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καί Ἀσκητῶν τούς βίους τε καί τά συγγράμματα. Τοῦτο δέ λέγω διά τόν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τόν ἀπό Ἀνατολῆς φοιτήσαντα καί τούς δε τούς Ὁσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, Ἡσαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καί Ἡσύχιον.»
Ἔτσι τό κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ’ αὐτούς Ἁγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανόν πολλοί ἐρευνητές καί πατρολόγοι ἐρευνώντας θά ταύτιζαν τούς δύο Βαρσανουφίους ἀκολουθώντας τόν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
Ἔχουμε καί ἕνα ἀρκετά πρόσφατο παράδειγμα. Ὁ γνωστός ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νά χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Σάββα τόν Βατοπεδινό ἀντιησυχαστή καί ἀντι-Παλαμίτη, ἄν καί ὁ βίος του εἶναι πλήρης ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν. Τόν ταύτιζε ἐσφαλμένα μέ κάποιο ἀντιησυχαστή ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ μέχρις ὅτου σέ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μονῆς Μ. Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό ἐπώνυμο τοῦ Ἁγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ’ ἀλήθεια χρειαζόταν αὐτή ἡ μαρτυρία γιά να πεισθοῦμε περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τό θαυμαστό Βίο του καί τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου;
IV) Τά ἀνοσιουργήματα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ
Μετά τήν ψευδοανακάλυψη ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἦταν νεστοριανός, ἀκολούθησε καί ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος δρ. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τό 1983 σέ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης κάποιο χειρόγραφο τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος πού περιεῖχε στή Συριακή γλῶσσα μιά συλλογή ἀσκητικῶν λόγων (41 Κεφάλαια) στό ὄνομα Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Τούς περισσότερους λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock με ἀγγλική μετάφραση τό 1995.
Δυστυχῶς ἀπό τίς ἐκδόσεις «Θεσβίτης» τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας μεταφράστηκαν σέ τρεῖς τόμους οἱ Λόγοι αὐτοί. Ὑποτίθεται ὅτι αὐτά εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ὅπως γράφει ὁ Ἀλφέγιεφ αὐτή ἡ συλλογή:
«... δέν μεταφράστηκε στήν Ἑλληνική καί δέν γνώρισε τή διάδοση τῆς πρώτης.»
Γιατί ἄραγε; Ὑπῆρχε λόγος; Μάλιστα. Ὑπάρχουν τρεῖς λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση τά κείμενα αὐτά δέν ἀνήκουν στόν ὅσιο Ἰσαάκ.
Πουθενά ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν γίνεται μνεία γιά τά κείμενα αὐτά. Ἀπορεῖ στ’ ἀλήθεια κανείς γιά τή βεβαιότητα τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν εὐρωπαίων δασκάλων του ὅσον ἀφορᾶ τή γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ, ὅπως τό ἀποκαλεῖ, «Β´ μέρους» τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ὅταν κατά πολλούς δυτικούς μελετητές, τούς ὁποίους ὁ Ἀλφέγιεφ ἀκολουθεῖ κατά πόδας, τήν περίοδο αὐτή στήν περιοχή Συρίας-Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοί συγγραφεῖς μέ τό ὄνομα Ἰσαάκ. Τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν πατρότητα τῶν κειμένων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἰσαάκ Ἀντιοχείας μέ κείμενα κατά νεστοριανῶν καί Μονοφυσιτῶν, οἱ μονοφυσίτες Ἰσαάκ τοῦ Ἀμίδα καί Ἰσαάκ Ἐδέσσης καί κάποιος ὀρθόδοξος Ἰσαάκ ἀπό τήν Ἔδεσσα. Ἀλλά καί ὁ Ἀλφέγιεφ διατελῶν ἐν συγχύσει προσπαθεῖ νά ξεκαθαρίσει τά κείμενα χωρίς κατά τή γνώμη μου ἀποτέλεσμα. Ἰδού τί γράφει:
«Ὁ Bedjan δίνει μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό Γ´ Μέρος [οἱ «εἰδικοί» κάνουν λόγο καί γιά Γ΄ μέρος(!)], ἀλλά αὐτά τά κείμενα ἀνήκουν στήν πραγματικότητα στόν Dadisho ἀπό τό Κατάρ...
Ἐπίσης ἀναφέρει τή Βίβλο τῆς Χάριτος, πού ἀποδίδεται στόν Ἰσαάκ, ἀλλά οἱ σύγχρονοι μελετητές ἀμφισβητοῦν τήν αὐθεντικότητά του. Ὁ D. Miller ὑποστηρίζει πώς δέν ἔχει γραφτεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ, ἀλλά ἀνήκει στήν πένα τοῦ Συμεών d- Taibutheh.»
Ἀκόμα καί ἀπό τά γνήσια κείμενα τοῦ Ἁγίου ὁρισμένα τά ἀποδίδει ὁ Ἀλφέγιεφ σέ αἱρετικούς. Πλήρης καί καθολική σύγχυση!
Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τήν Παράδοση τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Δέν δεχόμεθα, δέν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὑπό τῶν κλεπτῶν καί ληστῶν τῆς σωτηρίας μας ὅ,τι δέν μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἄς δοῦμε καί τό δεύτερο οὐσιαστικό λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σέ πολλά σημεῖα τά κείμενα αὐτά γέμουν νεστοριανῶν κακοδοξιῶν καί παραπέμπουν σέ αἱρετικούς.
Ὁ αἱρετικός Νεστόριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πίστευε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν ὄχι μόνο δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα. Μή δυνάμενος νά δεχθεῖ τήν ἑνότητα τῶν θείων φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπινόησε διαφόρων εἰδῶν ἑνώσεις «κατά τήν ἀξίαν... καί ταυτοβουλίαν καί ὁμοτιμίαν καί εὐδοκίαν καί ὁμωνυμίαν» ἀρνούμενος τήν καθ’ ὑπόστασιν Ἕνωση πού εἶναι καί ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτή τήν πλάνη ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν Γ´ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ Ἀλφέγιεφ, γίνεται φανερό ὅτι ὁ συγγραφεύς τους εἶναι νεστοριανός. Ἰδού ἀποσπάσματα:
(1)
«Δοξάζω τή θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδή ἔκανες τή φύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νά κατοικήσεις καί ναό ἅγιο γιά τή Θεότητά Σου, δηλαδή γιά Ἐκεῖνον πού κρατᾶ τά σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας Ὕπαρξης Σου... τόν Ἰησοῦ Χριστό...»
Ἐδῶ βλέπουμε νά διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἷναι ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἁπλῶς «τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιά τή νεστοριανική πλάνη.
(2)
«Δέν διστάζουμε νά ἀποκαλοῦμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καί εἶναι ὄντως ἀληθινός ἄνθρωπος - «Θεό» καί «Δημιουργό» καί «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καί στούς Ἀγγέλους νά τόν λατρεύουν... Παραχώρησε σ’ Αὐτόν νά λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζί μέ Ἐκεῖνον, μέ μιά ἑνιαία πράξη λατρείας γιά τόν Ἄνθρωπο πού ἔγινε Κύριος καί γιά τή Θεότητα ἐξίσου…»
Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστά πρόσωπα «Ἐκεῖνον» καί «Αὐτόν» τόν «Ἄνθρωπο» μέ κεφαλαῖο Α καί τήν «Θεότητα», στούς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή!! Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀποκαλοῦσε τόν Νεστόριο «ὀλεθριώτατο ἀνθρωπολάτρη», ἀφοῦ θεωρώντας τό Χριστό ἄνθρωπο, ἔστω καί μέ κεφαλαῖο Α, τόν λατρεύει ὡς Θεό.
Ἀλλά ἡ πλάνη αὐτή εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου τόν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καί ἀπό τόν Διόδωρο Ταρσοῦ διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. Ὁ Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιά «συνάφειαν» δηλαδή «ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων κατά ἐπαφήν». Πίστευε ἐπίσης ὅτι «πρό τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός ἠδύνατο νά ἁμαρτήση· καί νά αἰχμαλωτισθῆ ἀπό ρυπαρούς λογισμούς». Γιά τίς πλάνες του μετά θάνατον καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ. Χ). Διαβάζουμε στά Πρακτικά της:
«Ὅταν λοιπόν ἐφέραμεν εἰς τό μέσον τάς κατεσπαρμένας εἰς τά βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτάς τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δέν ἐκάη αὐτοστιγμεί ἀπό τό θεῖο πῦρ ἡ γλῶσσα του καί ὁ νοῦς του πού ἐξήμεσαν τέτοια πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δέν ἐτόλμησαν νά εἴπουν ποτέ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου!»
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει γιά τό Θεόδωρο καί τό Διόδωρο σέ ἐπιστολή του πρός τόν βασιλέα Θεοδόσιο:
«Ὑπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καί πρό αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ’ ὅσον εἰς τά βιβλία πού συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατά τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ.»
Καί ὅμως αὐτοί οἱ αἱρεσιάρχες στά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι. Γράφει περί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο-Ἰσαάκ:
«Ὅποιος θέλει μπορεῖ νά στραφεῖ στά γραπτά τοῦ Εὐλογημένου Ἑρμηνευτῆ σέ ἕναν ἄνθρωπο... πού τοῦ παραδόθηκαν μέ ἐμπιστοσύνη τά κρυμμένα μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς... Τόν δεχόμαστε μᾶλλον σάν ἕναν ἀπό τούς ἀποστόλους, καί ὅποιος ἀντιτάσσεται στούς λόγους του... τόν θεωροῦμε ξένο πρός τήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας.»
Τό Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἱερό Διόδωρο» ἐνῶ καί οἱ δύο Θεόδωρος καί Διόδωρος ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Διότι στά ψευδοϊσάακεια συγγράμματα διακηρύσσεται ἡ ὠριγενική κακοδοξία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.
Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ δέχεται τήν ὠριγενιστική πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. Ὁ Ὠριγένης πίστευε, ἀντίθετα ἀπό τούς φοβερούς λόγους τοῦ Κυρίου περί αἰωνίου Ζωῆς και αἰωνίου κολάσεως, ὅτι κάποια στιγμή ἡ κόλαση θά λάβει τέλος καί ὅλοι θά μποῦνε στον Παράδεισο! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ παραπέμπει στούς αἱρετικούς Θεόδωρο καί Διόδωρο πού δέχονταν αὐτές τίς ἰδέες γιά νά θεμελιώσει τήν κακοδοξία περί τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στό Θεόδωρο πού γράφει:
«... Ποτέ δέν θά ἔλεγε ὁ Χριστός... «δαρήσεται πολλάς» καί «δαρήσεται ὀλίγας», ἄν οἱ ποινές πού ἀναλογοῦν στίς ἁμαρτίες μας δέν ἦταν νά λάβουν κάποτε τέλος.»
Παραπέμπει καί στόν Διόδωρο πού λέει:
«… οἱ ραβδισμοί πού περιμένουν τούς κακούς δέν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νά βασανίζονται ὅπως τούς ἀξίζει γιά ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως κατόπιν τούς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας πού εἶναι παντοτινή.»
Μέ βάση αὐτές τίς αἱρετικές διδασκαλίες ὁ ψευδο-Ἰσαάκ κάμει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στήν πλάνη γράφοντας:
«Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς πεπτωκότες, καί πώς δέν θά ἀφήσει τούς δαίμονες νά παραμείνουν στήν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τούς ἁμαρτωλούς στίς ἁμαρτίες τους. Ἀντιθέτως θά τούς ὁδηγήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καί τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τήν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... Ἴσως νά φθάσουν σέ μιά τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτήν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»!!!
Φοβερές βλασφημίες αὐτοῦ τοῦ ψευδοαγίου! Οἱ δαίμονες νά γίνουν ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ βάλθηκε νά πραγματοποιήσει τά ἀρχέγονα σχέδια τοῦ Ἑωσφόρου βάζοντας τον πάνω ἀπό ὅλους.
V) Ἡ κακίστη παρέμβαση τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου Ware
Στά 1998 ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό Theology Digest (1998) μέ τίτλο: «Τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε γιά τή σωτηρία ὅλων;» Και καταλήγει γράφοντας ὅτι:
«ἡ πίστη μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν.»
Μέ τό ἄρθρο αὐτό τίθενται ὑπό συζήτηση οἱ βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, στην πραγματικότητα τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου. Διερωτᾶται ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἄν θα ὑπάρξει αἰωνία κόλαση. Βάζει τόν ἀναγνώστη μπροστά στό φιλοσοφικό δίλημμα: ἔσχατος δυαλισμός ἤ ἔσχατη ἀποκατάσταση καί συμφιλίωση. Ἰδού τό σκεπτικό του:
«Ἄν ξεκινοῦμε τονίζοντας ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἕναν κόσμο «καλόν λίαν» καί ἐάν ἔπειτα ὑποστηρίζουμε ὅτι ἕνα σημαντικό μέρος τῆς λογικῆς Του δημιουργίας θά καταλήξει σέ ἀνυπόφορη ὀδύνη, χωρισμένο ἀπό Αὐτόν αἰώνια, αὐτό ἀσφαλῶς ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀποτύχει στό δημιουργικό Του ἔργο καί ἔχει ἡττηθεῖ ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Εἴμαστε ἥσυχοι καί ἱκανοποιημένοι μέ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα; Ἤ τολμοῦμε, ἔστω καί μέ κάποιο δισταγμό, πέρα ἀπό αὐτή τή δυαδικότητα, νά βλέπoυμε πρός μία ἔσχατη ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅπου «ὅλα θά εἶναι καλά; (all shall be well)»
Ἀναζητεῖ λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἕνα... happy end γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση με τήν ἐν ἐλευθερίᾳ ἀγάπη τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου πρός τά πλάσματά Του. Ὁ ἐπίσκοπος χρησιμοποιεῖ γνωστά χωρία ὅπου γίνεται λόγος γιά «κόλασιν αἰώνιον», γιά τό «πῦρ τό αἰώνιον», «τόν ἀκοίμητο σκώληκα», καί «τό χάσμα τό μέγα» τά ὁποῖα, ὅπως γράφει, «ἀποδίδονται εὐθέως στόν Ἰησοῦ»! Ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μεταφορές καί σύμβολα ἐνῷ τό ἐπίθετο αἰώνιος μπορεῖ νά ἔχει σχέση μόνο μέ τόν παρόντα αἰῶνα ὄχι με τόν μέλλοντα… Βάζει λοιπόν τό δηλητήριο τῆς ἀμφιβολίας γιά τό νόημα τῶν φοβερῶν λόγων τοῦ Κυρίου καί στή συνέχεια ἀντιπαραβάλλει τά χωρία αὐτά μέ μιά ἄλλη σειρά χωρίων ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, τά ὁποῖα ἑρμηνεύει ὅπως ὁ Ὠριγένης. Γιά τόν Ὠριγένη γράφει:
«Το λάθος τοῦ Ὠριγένους ἦταν ὅτι προσπάθησε νά πεῖ πάρα πολλά. Α ὐ τ ό ε ἶ ν α ι ἕ ν α σ φ ά λ μ α π ο ύ θ α υ μ ά ζ ω μ ᾶ λ λ ο ν π α ρ ά ἀ π ο σ τ ρ έ φ ο μ α ι, (δική μας ἡ ἀραίωση) ἀλλά ὁπωσδήποτε ἦταν λάθος.»
Στά πλαίσια τοῦ θαυμασμοῦ του γιά τόν Ὠριγένη ὁ Κάλλιστος Ware καί γιά νά τόν ὑπερασπιστεῖ φθάνει στό σημεῖο νά ἀμφισβητεῖ τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς καταδίκης τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.
Γιά νά στηρίξει τή κακοδοξία του περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος παρουσιάζει τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ὡς ἀνήκοντα στήν «Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» δηλαδή ὡς νεστοριανό καί ἀποδέχεται ὡς γνήσια τά κακόδοξα ψευδοϊσαάκεια ἔργα. Γράφει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶχε σχέση ὑπακοῆς μέ τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί ὡς ἐκ τούτου οὔτε ἀναγνώριζε τήν Ε΄ Οἰκ. Σύνοδο οὔτε ἐλάμβανε ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀναθέματα πού ἐκείνη εἶχε υἱοθετήσει κατά τοῦ Ὠριγένους. Ἰδού λοιπόν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ νεστοριανός καί ὠριγενιστής και παρά ταῦτα Ἅγιος! Παραδοξότητες ἄν μή τί ἄλλο! Γράφει ἀκόμη ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὅτι ὁ:
«Ἰσαάκ... μέ περισσότερο πάθος ἀπό τον Ὠριγένη ἀπορρίπτει ὁποιοδήποτε ὑπαινιγμό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μνησίκακος καί ἐκδικητικός... και ὅταν τιμωρεῖ... ὁ σκοπός εἶναι ἀναμορφωτικός καί θεραπευτικός.»
Ἰσχυρίζεται τέλος ὅτι γιά τον Ἅγιο Ἰσαάκ -στήν οὐσία γιά τόν ψευδο-Ἰσαάκ:
«... ἡ Γέεννα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας τόπος ἐξαγνισμοῦ καί καθάρσεως, πού βοηθεῖ στό νά ἔλθει εἰς πέρας τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4).»
Μέ τον τρόπο αὐτό ὁ Ἀββᾶς μας, ἀδίκως ἐπωμιζόμενος τίς κακοδοξίες τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ, κατατάσσεται στούς ὀπαδούς τῆς θεωρίας τοῦ καθαρτηρίου πυρός. Καί βέβαια πλαγίως ἀλλά σαφῶς τή θεωρία αὐτή ἀσπάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά παρατηρήσει ὅτι:
«... οἱ ρωμαιοκαθολικές καί Ὀρθόδοξες ἀπόψεις περί <μέσης καταστάσεως> [τῶν ψυχῶν] μετά θάνατον, δέν βρίσκονται σέ τόσο ὀξεῖα ἀντίθεση μεταξύ τους, ὅσο φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως»!
Λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός νομίζει ὅτι κατάλαβε καλύτερα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τί σημαίνει Καθαρτήριο καί πόσο ἀσήμαντη εἶναι αὐτή ἡ πλάνη τοῦ Παπισμοῦ! Να ἕνα ἀκόμη οἰκουμενιστικό προγεφύρωμα πρός τήν κατεύθυνση τῶν παπικῶν, ὅπου κλήθηκε να παίξει τό ρόλο του καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Δυστυχῶς γιά τούς ἔνθερμους, ὄψιμους ὀπαδούς τοῦ Ὠριγενισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἀρνεῖται νά παίζει ρόλους καί ἡ γνησία διδασκαλία του διαψεύδει τίς φροῦδες ἐλπίδες τους.
VI) Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ περί τῆς αἰωνίου Ζωῆς καί τῆς αἰωνίου κολάσεως
Ὅλες οἱ προαναφερθεῖσες κακοδοξίες τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, καί τήν κατά πάντα ὀρθόδοξη διδασκαλία του.
α) Ὅσον ἀφορᾶ στίς νεστοριανές κακοδοξίες, παρά τίς... φιλότιμες προσπάθειες τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν σύν αὐτῷ, δέν μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι τέτοιες πλάνες ὑπάρχουν στα γνήσια ἔργα τοῦ Ἁγίου.
β) Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων πρέπει νά εἰπωθοῦν τά ἑξῆς: Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐκφράζει τήν καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἀγάπη του πρός κάθε πλάσμα ἀκόμα καί πρός τούς δαίμονες:
«Ἠρωτήθη πάλιν... Καί τί ἔστι καρδία ἐλεήμων; καί εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τήν καρδίαν, καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καί οὐ δύναται βαστάξαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων, καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν ἐν πάσῃ ὥρα εὐχήν μετά δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καί ἱλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καί ὑπέρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα Θεοῦ.»
Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη δέν ἀκυρώνει τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὁποία διατρανώνει ὁ Ἀββᾶς μας:
«Καί διεχώρισε [ὁ Θεός] τά ὅρια τῶν διαφορῶν τῶν κατασκηνωμάτων αὐτῶν εἰπών˙ ὅτι ἀ π ε λ ε ύ σ ο ν τ α ι ο ὗ τ ο ι ε ἰ ς κ ό λ α σ ι ν α ἰ ώ ν ι ο ν, δ η λ ο ν ό τ ι ο ἱ ἁ μ α ρ τ ω λ ο ί ˙ ο ἱ δ έ δ ί κ α ι ο ι, ε ἰ ς ζ ω ή ν α ἰ ώ ν ι ο ν ἐ κ λ ά μ ψ ο υ σ ι ν ὡ ς ὁ Ἥ λ ι ο ς. Και πάλιν˙ ἥξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀνακλιθήσονται ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραάμ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ὅπου ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ὅπερ ἐστί παντός πυρός φοβερώτατον.»
Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ ὄντας ἕνας ἀφώτιστος νεστοριανός γιά νά δικαιολογήσει τήν πλάνη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ρωτᾶ:
«Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ἤ νά φανταστεῖ πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δέν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;»
Ὁ γλυκύτατος ἀββᾶς μας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.»
Δηλαδή εἶναι παράλογο νά σκεφτεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί στήν κόλαση στεροῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπό τήν κόλαση γιατί ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια προσφέρεται σέ ὅλους, ἡ δέ κόλαση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά μέν τούς πιστούς γίνεται φῶς, γιά δέ τούς κολασμένους πῦρ. Ἰδού πῶς τά γράφει αὐτά ὁ εὐλογημένος Ὅσιος Ἰσαάκ:
«Ἐγώ δέ λέγω, ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον; Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ἠσθήθησαν, ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν μείζονα τήν κόλασιν ἔχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Ἡ γάρ λύπη ἡ βάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ ἐκ τῆς εἰς τήν ἀγάπην ἁμαρτίας, ὀξυτέρα ἐστίν πάσης κολάσεως γινομένης. Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη ἔκγονόν ἐστί τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας, ἥτις ὁμολογουμένως κοινῶς πᾶσι δίδοται. Ἐνεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα, ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ἀπό φίλου· τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ. Καί αὕτη ἐστί κατάγε τόν ἐμόν λόγον ἡ ἐν τῇ γεέννη κόλασις, ἡ μεταμέλεια.»
Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό σεβόμενος ὁ Θεός δέν κάμει βίαιη ἀνατροπή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὠριγενιστές, μαζί τους καί ὁ ψευδο-Ἰσαάκ, καταργώντας τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
VI) Ἡ σκοπιμότητα τοῦ βιβλίου τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ
Πάντως ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» δέν νοιώθει τήν ἀνάγκη νά δικαιολογήσει τόν ψευδοάγιο γιά τίς πλάνες του. Τόν ταυτίζει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ καί πιστεύει ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει τέτοιες κακόδοξες ἀπόψεις ἐπειδή ἀνῆκε δῆθεν στή νεστοριανή «ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτή ἡ «ἐκκλησία», κατά τόν Ἀλφέγιεφ, στήν οὐσία της δέν εἶναι νεστοριανή ἄν καί
α) «συνέχισε νά μνημονεύει τόν Θεόδωρο καί τόν Διόδωρο καί μετά τόν ἀναθεματισμό τους ἀπό τό Βυζάντιο» (sic)·
β) ἄν καί «συμπεριέλαβε το ὄνομα τοῦ Νεστορίου στά δίπτυχα...»·
γ) ἄν καί «ἀκολουθοῦσε τή θεολογική καί χριστολογική σκέψη πού βρισκόταν πιό κοντά σέ αὐτήν τοῦ Νεστορίου».
Μιλᾶμε πλέον γιά θεολογικές φαιδρότητες πού δέν χρήζουν σχολίων! Ἀλλά οὔτε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἰακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας ἡ ὁποία:
«… ἀποκαλεῖται ἐπίσης <μονοφυσιτική> ἀπό τούς θεολογικούς ἀντιπάλους της, ὅπως ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς εἶναι <νεστοριανή> ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!!
Ὅλες αὐτές εἶναι… ἐκκλησίες! Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι στή μιά περίπτωση ἔχουμε τήν «ἑλληνόφωνη βυζαντινή παράδοση», ἐνῷ στήν ἄλλη τήν «ἀνατολικοσυριακή παράδοση» καί «δυτικοσυριακή παράδοση».
Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ:
• δημιουργεῖ μιά σύγχυση καί ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περί τῆς Μοναδικότητος καί τῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
• Ἐμβάλλει ἀμφιβολίες περί τῆς Ἀληθείας πού ἐκφράζεται διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
• Βάζει, ὡς μή ὄφειλε, στό στόμα τοῦ Ἁγίου βλάσφημες κακοδοξίες καί κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στή διδασκαλία καί τήν ἁγιότητά του.
• Καί τέλος κατατάσσοντας τόν Ἅγιο Ἰσαάκ στούς νεστοριανούς, τόν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τήν ὀρθοδοξία του καί ἀλλάζει τήν βασική πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι Ἅγιος εἶναι μ ό ν ο ὁ θεωθείς καί ὅτι θεοῦται μόνο ὅποιος εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τελικός σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι νά προωθήσει τήν οἰκουμενιστική προοπτική ἀφοῦ ὅπως λέγει:
«… ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ... διέσχισε τούς ὁμολογιακούς φραγμούς», καί
«... τά γραπτά του συνεχίζουν νά τραβοῦν τήν προσοχή τῶν χριστιανῶν πού ἀνήκουν σέ διάφορες παραδόσεις, ἀλλά μοιράζονται τήν κοινή πίστη στό Χριστό, πού μετέχουν στήν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας.»
Αὐτό βέβαια εἶναι ἡ μισή ἀλήθεια. Ὄντως ἀναζητοῦν τή σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλά δέν μοιράζονται τή σωτήριο πίστη τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀνήκει. Γι᾽ αὐτό διερωτώμεθα:
- Πῶς τολμοῦν κάποιοι κατ᾽ ὄνομα ὀρθόδοξοι νά ἀσεβοῦν στόν κατά τούς Ἁγίους Πατέρας «θεοφόρο φιλόσοφο» Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νά ἀμαυρώνουν τό σεπτό του πρόσωπο, νά δυσφημοῦν την ἁγιότητα καί νά νοθεύουν τίς θεόπνευστες συγγραφές του;
- Ἀφοῦ δέν εἴμαστε ἄξιοι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του νά λύσουμε, ὡς ἄγευστοι τῶν οὐρανίων ἐμπειριῶν του, γιατί δέν ἁπτόμεθα τοῦ κρασπέδου τῶν ἱματίων του γιά νά τόν ἔχουμε πρός τόν Χριστό θερμότατον πρέσβυ;
- Καί ἐάν δέν ἔχουμε τή διάθεση οὔτε αὐτό νά κάνουμε, γιατί βάζουμε σκάνδαλα στην ὠφέλεια τῶν Ὀρθοδόξων καί προσκόμματα στή μεταστροφή τῶν ἑτεροδόξων πού θέλγονται ἀπό τή διδασκαλία του καί ζητοῦν νά εἰσέλθουν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
- Δέν θά ἔπρεπε ὁ τόσο καί πανταχοῦ ἀγαπώμενος Ἅγιος Ἰσαάκ νά παραμένει ἕνας δείκτης πρός τήν ὀρθοδοξία, ἕνα κλειδί γιά νά ἀνοίξουν οἱ καρδιές τῶν μαραζωμένων ἀπό τήν αἵρεση πλανεμένων στή Δύση ἀδελφῶν μας, μιά κλήση στό ὀρθόδοξο βάπτισμα πού εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας καί στήν κατά Χριστόν ὀρθόδοξη ἄσκηση;
Γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ:
«Ἰδού γάρ τό βάπτισμα δωρεάν συγχωρεῖ, καί οὐ ζητεῖ ὅλως τί, ἀλλ’ ἤ πίστιν. ἐν τῇ μετανοίᾳ δέ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετά τό βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλά ζητεῖ κόπους καί θλίψεις, καί λύπας τῆς κατανύξεως, καί δάκρυα καί κλαυθμόν καιροῦ πολλοῦ καί οὕτω συγχωρεῖ...»
- Δέν θά ἔπρεπε τέλος ὁ ἅγιος νά ἀποτελεῖ μιά ζῶσα ὑπόδειξη ὅτι χωρίς τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς ὄχι μόνο νά γευθεῖ κάτι τί ἀπό τήν γλυκυτάτη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ἀλλά οὔτε νά τόν κατανοήσει ὀρθά;
VII) Ὁ π. Παΐσιος καί ἡ ἀδικία στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
Γράφεται στό βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου ὅτι ὁ Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτές τίς συκοφαντίες περί νεστοριανισμοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ. Λυπημένος πολύ καί προσευχόμενος ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περί τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Ἁγίου. Μετά ἀπ’ αὐτό στό μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου στίς 28, πού ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος πρόσθεσε τά ἑξῆς:
«...καί Ἰσαάκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καί πολύ ἀδικημένου.»
Πάντως ἡ ἀδικία πού γίνεται στον Ἅγιο Ἰσαάκ μέ τό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ καί ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καί δημοσιεύματα, στήν οὐσία εἶναι ἀδικία πού γίνεται τόσο σέ κάποιους ὀρθοδόξους πού βλέπουν τόν Ἅγιο μέ καχυποψία καί στεροῦνται ἔτσι τήν ὠφέλεια ἀπό τήν αὐθεντική του διδασκαλία καί τίς πρεσβεῖες του, ὅσο καί στούς ἑτεροδόξους πού τόν βλέπουν σάν ἕνα σοφό χριστιανό διδάσκαλο, μέ πολύ καλές συμβουλές καί ὄχι ὡς τόν θαυμαστό ὀρθόδοξο, ἐκκλησιαστικό διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή ὅσον ἀφορᾶ... στόν ἴδιο τόν Ἅγιο... αὐτός δέν στερεῖται καθόλου τήν ἄκτιστη δόξα μέ τήν ὁποία τόν περιβάλλει ὁ Κύριος στή βασιλεία Του.
Ἐμπιστοσύνη στήν ἱερά Παράδοση
Μετά ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν γίνεται φρονοῦμε σαφές ὅτι πρέπει πάντοτε νά ἐμπιστευόμεθα τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού παραλαμβάνει ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων καί παραδίδει τόν Βίο καί τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Ἐν προκειμένῳ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραδίδει τά θεοφώτιστα ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ στην ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καί παραμυθίας. Ἄν δέν ἐμπιστευθοῦμε τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας πάντα θά τελοῦμε ἐν συγχύσει καί θά εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (Ἐφ. 4, 14) τῶν ἀθέων καί ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας χάριτος διψοῦν καί ἐρευνοῦν χωρίς ἀποτέλεσμα.
Από τις επιστολές του π. Σεραφείμ Ρόουζ
Απόσπασμα επιστολής προς τον π. Δαυίδ το έτος 1970
«… Μοιραζόμαστε τον ίδιο σεβασμό για τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ως ακαδημαϊκό θεολόγο και ερμηνευτή των Πατέρων. Ο σεβασμός αυτός είναι ευρέως διαδεδομένος στην Εκκλησία -τα βιβλία του για τους Πατέρες είναι βασικά εγχειρίδια. Ο Br. Gleb τον γνωρίζει και έλαβε την ευλογία του να πάει στο Τζόρντανβιλ για σπουδές.
Υπάρχει όμως και ένας λόγος για την δυσμενή άποψη στο πρόσωπό του, η οποία είναι διαδεδομένη στην Εκκλησία μας συχνά ανάμεσα στους ίδιους ανθρώπους που σέβονται την ακαδημαϊκή του θεολογία. Η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς ένα δόγμα που πρέπει να γίνει κατανοητό, αλλά μια αντίληψη ζωής που πρέπει να γίνει βίωμα -αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό σε περιόδους κρίσης όπως ήταν ολόκληρος αυτός ο αιώνας. Έχω την αίσθηση ότι ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ απέτυχε στην ουσιαστική διάσταση της Ορθοδοξίας στην πράξη.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα των πολυετών εμφανίσεών του στις οικουμενικές συνάξεις; Η Ορθοδοξία, βεβαίως, έχει γίνει πιο γνωστή, όχι όμως ως η Εκκλησία του Χριστού αλλά ως η «τέταρτη μεγαλύτερη θρησκεία», η οποία συνήθιζε ενίοτε να δημιουργεί πρόβλημα στους Προτεστάντες επιμένοντας να κάνουν «ξεχωριστές δηλώσεις», και που τώρα, υποχώρησε στη γενική αιρετική θεώρηση της Εκκλησίας την οποία προτείνουν οι Προτεστάντες (ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, πράγματι, δηλώνει σαφώς: «Η Εκκλησία σε όλες τις θρησκευτικές της μορφές είναι το σώμα του Χριστού!»).
Στην περίπτωση που περιγράφει ο Vladika Vitaly (Orthodox Word, 1969, σελ. 150-1), ο π. Γεώργιος από μόνος του ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση: όχι λέγοντας κάτι αιρετικό ο ίδιος, αλλά υποχωρώντας στις πιέσεις που πάντα υπάρχουν στις οικουμενικές συνάξεις· να πούμε κάτι που θα ικανοποιήσει την Προτεσταντική πλειοψηφία και θα ερμηνευτεί από εκείνους με αιρετικό τρόπο.
Η Ορθοδοξία του π. Γεωργίου σε τέτοιες συνάξεις είναι τυπικά ορθή αλλά είναι μόνο τυπική Ορθοδοξία, όχι ζώσα Ορθοδοξία, όχι η Ορθοδοξία στην πράξη. Και η Ορθοδοξία σήμερα καταστρέφεται εκ των έσω ακριβώς από αυτήν την έλλειψη της ζωντανής Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία έχει ένα πράγμα να πει στο οικουμενικό κίνημα: εδώ βρίσκεται η αλήθεια, ελάτε σε αυτήν. Το να παραμένει κανείς για να «συζητήσει» αυτήν την αλήθεια, όχι μόνο αποδυναμώνει την Ορθόδοξη μαρτυρία, την καταστρέφει. Οι Προτεστάντες εδώ και πολύ καιρό είχαν δίκιο όταν έλεγαν: Αν έχετε την αλήθεια, τότε γιατί συμμετέχετε στο οικουμενικό κίνημα το οποίο αναζητά μία άγνωστη αλήθεια; …»
Μετάφραση Φαίη για το ΑΒΕΡΩΦ.
(απόσπασμα από την Επιστολή νο. 32., π. Σεραφείμ Ρόουζ προς τον π. Δαυίδ Μπλακ, Μάρτιος 23, Απρίλιος 5, 1970, Μετάφραση Φαίη, Αβέρωφ)
«… We share your respect for Fr. Georges Florovsky as a theological scholar and interpreter of the Fathers; such respect is widespread in the Synodal Church—his books on the Fathers are basic textbooks. Br. Gleb knows him and received his blessing go to Jordanville to study. But there is also a reason for the lower opinion of him that is widespread in our Church, often among the same people who respect his theological scholarship. Orthodoxy—as is particularly noticeable in times of crisis such as our whole century has been—is not merely a doctrine to be understood, but a conception of life to be lived. Fr. George, it seems to me, has failed in the vital dimension of Orthodoxy in practice. What is the result of his many years of appearances at ecumenical gatherings? Orthodoxy, to be sure, has become better known—but not as the Church of Christ, rather as a “fourth major faith” which used sometimes to give trouble to the Protestants by insisting on making “separate statements,” but now has come around to the general heretical view of the Church which the Protestants expound (Archbp. Iakovos, indeed, states clearly: “The Church in all its denominational forms is the body of Christ“!). In the situation which Vladika Vitaly describes (Orthodox Word, 1969, p. 150-1), Fr. George himself gave a push in the direction of this heresy: not by saying anything heretical himself, but by giving in to the pressures that always exist at ecumenical gatherings to say something that will please the Protestant majority and will be interpreted by them in a heretical fashion. The Orthodoxy of Fr. George at such gatherings is formally correct, but it is thus only formal Orthodoxy, not living Orthodoxy, hot Orthodoxy in practice. And Orthodoxy today is being destroyed from within precisely by this lack of living Orthodoxy. Orthodoxy has one thing to say to the ecumenical movement: here is the truth, join yourself to it; to remain to “discuss” this truth not merely weakens the Orthodox witness, it destroys it. The Protestants long ago were right when they said: If you have the truth, why are you participating in the ecumenical movement, which is a search for an unknown truth.»
(Πηγή: «Letters of Fr. Seraphim Rose (1961-1982): Letter 032, Mar. 23/Apr. 5, 1970, to Fr David Black», Discerning Thoughts)
Πηγή: Αβέρωφ, Discerning Thoughts
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...