Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
1. Σταχυολογήματα ἀπό τό κείμενο «Δήλωση Ἑνότητας» τῆς 10ης Συνέλευσης τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν
Παρακάτω παραθέτουμε σέ μετάφραση ἐπιλεγμένα σημεῖα τοῦ κειμένου Unity Statement τοῦ Πουσάν Δέν ἀποσκοποῦμε σέ πλήρη ἀνάλυσή του, ἀλλά στήν ἀνάδειξη τῆς γενικῆς γραμμῆς του· καί εἶναι ἐν πρώτοις ἐμφανές, ὅτι γιά τούς συμμετασχόντες, ἡ τελείωση τῶν ἐλπίδων τῶν Χριστιανῶν δέν εὑρίσκεται στούς καινούς οὐρανούς «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄Πετρ. 3,13), οὔτε τό «πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20), τά ὁποῖα ἀποσιωπεῖ. Ἐγκοσμιοκρατικῶς γιά τό Π.Σ.Ε. ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὅτι θά ἐκπληρωθεῖ ἐπί γῆς «hier und jetzt», μέ τή συνδρομή τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων· ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰω. 16, 33) καί τό «μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. 2, 15) εἶναι γιά τό κείμενο τοῦ Πουσάν κενός λόγος.
Μέ αὐτό δέν ἐννοοῦμε ὅτι δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀγωνίζεται γιά τό δίκαιο καί τήν εἰρήνη, ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά ματαιοπονεῖ καί νά ἔχει φροῦδες ἐλπίδες γιά ἐπί γῆς Βασιλεία, ἐφ’ ὅσον ἡ πλατεῖα ὁδός τῆς φιλαυτίας καί τοῦ ἰδίου συμφέροντος εἶναι δεδομένον καί διακηρυγμένο ἀπό τόν Θεό, ὅτι θά ἀκολουθεῖται πάντοτε ἀπό τήν πλειοψηφία (Ματθ. 7,13).
Οἱ ἐκκλησιολογικές πλάνες τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν κατά κανόνα εὑρίσκονταν ἤδη «σπερματικῶς» στό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἀλλά ἐδῶ ἔλαβαν ἀνεπτυγμένη καί ἐπίμονη κατάθεση.
Ἐκκλησιολογικῶς γιά ἄλλη μιά φορά, ὅπως καί στό Πόρτο Ἀλέγκρε, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας στό Π.Σ.Ε. ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Αὐτή τή φορά ὅμως πολύ πιό ἐκπεφρασμένως, καθώς μεταθέτουν (§15, βλ. κατωτέρω) τήν ἐκπλήρωση τῆς Μιᾶς Ἁγίας (Unae Sanctae) στό μέλλον, ὅταν θά ὑπάρξει κοινή εὐχαριστιακή τράπεζα Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων. Δηλαδή κατ΄ ἀκρίβειαν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι στό Π.Σ.Ε. δέν μποροῦν πλέον νά λένε Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά Προσδοκῶ Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν.
Τό αὐγουστίνειας προελεύσεως προτεσταντικό ἐφεύρημα τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας», ἡ ὁποία δῆθεν ὑπερέχει τῶν ὁρατῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» καί μερικῶς τίς περιέχει, αἱρετικό δόγμα πού ἔχει συνοδικῶς καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί πολεμεῖται στήν ἀντιρρητική μας γραμματεία [12], υἱοθετεῖται στό Πουσάν καί πάλι μέ τήν ἐμμονή «νά ἐπιδιώκουμε ἀπό κοινοῦ τήν ἑνότητα τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας» (§14).
Ἡ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ὄχι μόνον τή γεωγραφική οἰκουμενικότητα, ἀλλά κυρίως τή συμπερίληψη στήν Ἐκκλησία ὅλων καθολικῶς τῶν μέσων πού ἀπαιτοῦνται γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας («διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν τῶν ἀνθρώπων ἐλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα [...] καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπιτελουμένων») [13]. Παρά ταῦτα τό δόγμα αὐτό καί πάλιν βάλλεται καί καταρρίπτεται στό κείμενο τοῦ Πουσάν, καθώς δηλώνεται (§4 καί §15) ὅτι ὅλα τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. (συνεπῶς καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) «ἐμπλουτίστηκαν» ἀπό τήν ἐπαφή μέ τά λοιπά μέλη, δηλαδή, μέ τίς ποικίλες αἱρέσεις τῶν Προτεσταντῶν· αὐτό συμπληρώνει τή βλάσφημη θέση τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ὅτι ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο, οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι πτωχευμένες (§3, “impoverished”).
Στήν παράγραφο §4 τῆς Δηλώσεως Ἑνότητας τοῦ Πουσᾶν, τίθεται στό στόχαστρο τό αἴσθημα αὐτάρκειας τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν ὡς πρόξενο ἀναισθησίας ἔναντι τῶν ἀδικιῶν καί συγκρούσεων στόν κόσμο. Ἡ «ποινικοποίηση» ἐκ μέρους τοῦ Π.Σ.Ε. τῆς ἐκκλησιαστικῆς «αὐτάρκειας» στοχοποιεῖ ἀμέσως τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἀποτελεῖ τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, καί ὅτι συμφώνως πρός τήν Ἁγία Γραφή ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον εἶναι ὁρατή (Πράξ. 2, 47), ἀλλά ἀποτελεῖ «στύλον καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3, 15) · ἡ Ὀρθοδοξία ἀκόμη καί συνοδικῶς ἔχει διατυπώσει τήν ὁλοκληρία καί ἀκεραιότητά της, ἐν ἀντιθέσει πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ· ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους (1716/1725) διατύπωσε τήν αὐτοσυνειδησία, ὅτι παρά τά παραπάνω αἱρετικά σχίσματα ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε ἄθικτη: «Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ρηθέντος ἱστίου [τοῦ πλοίου τῆς Ἐκκλησίας] ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, δι΄ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος, καὶ κούφως διαπερῶμεν τὰ κύματα τῶν αἱρέσεων, μέχρις οὗ εἰς τὸν εὔδιον καταντήσωμεν τῆς σωτηρίας λιμένα. [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος» [14].
Στό κείμενο αὐτό τοῦ Π.Σ.Ε. (§10 καί §4), καθώς καί σέ προγενέστερα τούτου, παρατηρεῖται τό ἑξῆς παράδοξο: θεωρεῖται νόμιμη ἡ διαφορετικότητα (“diversity”) τῶν «ἐκκλησιῶν»-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε., καί παράνομη κατά Θεόν ἡ διαίρεσή τους. Βεβαίως, ἡ διαφορετικότητα αὐτή ἀναφέρεται στά δόγματα, διότι ἡ ἱστορική διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ σημερινοῦ Π.Σ.Ε. δέν ἔγινε γιά ἐλάσσονα θέματα ἐθῶν καί παραδόσεων, ἀλλά μόνο γιά δόγματα. Τό κείμενο τοῦ Πουσάν ἀποσιωπᾶ τό ἁγιογραφικό «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. 4,5) καί ἐπικαλεῖται μιάν ἀνύπαρκτη στήν πρώτη Ἐκκλησία «διαφορετικότητα» ρήξεων καί διαιρέσεων (§7), ἀποσιωπώντας ὅτι τά θέματα αὐτά, μολονότι δέν ἅπτονταν πάντοτε τοῦ πυρῆνα τῆς σωτηρίας, παρά ταῦτα ἐλύνονταν ὅλα μέ ἀποστολικές Συνόδους καί ἐπήρχετο ὁμοφωνία· γι΄ αὐτό μαρτυρεῖ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «εἰ δέ τις δοκεῖ φιλόνεικος εἶναι, ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ θεοῦ (Α΄ Κορ. 11, 16).
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, διατυπώνει θαυμασίως, μέ τόν δικό του πάντοτε θεόπνευστο λόγο, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ: «Διὰ τῆς χάριτός Του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἑνώνει ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰς μίαν ψυχὴν καὶ μίαν καρδίαν, τὴν καθολικὴν ψυχὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καθολικὴν καρδίαν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ διὰ τοῦτο αὐτὰ “τὸ αὐτὸ φρονοῦσι”, “τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχουσι”, διότι φρονοῦν μὲ τὴν καθολικὴν ψυχὴν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αἰσθάνονται μὲ τὴν καθολικὴν αἴσθησιν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ φρόνημά των καὶ τὸ αἴσθημά των εἶναι προσωπικὸν καὶ συνάμα καθολικόν, διότι ἕκαστος ἀνήκει εἰς ὅλους καὶ ὅλοι ἀνήκουν εἰς ἕκαστον» [15]. Ποῦ λοιπόν, ἡ ἀνόητη καί βλάσφημη «διαφορετικότητα» τῆς δῆθεν ἀοράτου Ἐκκλησίας;
Στήν παραγράφους §4 καί §14 τοῦ κειμένου ἀναφέρεται ἡ διαίρεση τῶν «ἐκκλησιῶν», τοῦ λεγομένου «χριστιανικοῦ κόσμου», ὡς ἀφορμή πένθους καί μετανοίας. Λησμονεῖται ἐδῶ ἡ βασική ἐντολή τοῦ Κυρίου «ἐάν κάποιος παρακούσει καί στήν Ἐκκλησία νά τόν ἔχεις σάν τόν ἐθνικό καί τόν τελώνη» (βλ. Ματθ. 18,17). Ἡ Ἐκκλησία πρός ἄμυνα τοῦ ποιμνίου της πάντοτε «ἀφόριζε» καί «ἀναθεμάτιζε» (ἔθετε ἐκτός τῶν ὁρίων Της καί ἀνέθετε στόν Θεό) ὅσους ἐπέμεναν ἀμετανοήτως στήν αἵρεσή τους· εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ ἀρχαία διατύπωση τοῦ ἁγίου Βικεντίου τοῦ Ληρινίτου (περί τό 434): «Ἔτσι, λοιπόν, τό νά κηρύττει κανείς στούς Καθολικούς Χριστιανούς διδασκαλία ἄλλη ἀπό ἐκείνη πού ἔλαβαν, οὐδέποτε ἐπιτράπηκε, πουθενά δέν ἐπιτρέπεται καί οὐδέποτε θά ἐπιτραπεῖ. Καί ὁ ἀναθεματισμός ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κηρύττουν διαφορετικά ἀπό ὅσα ἅπαξ [Ἰούδα 3] παραδόθηκαν, πάντοτε ἦταν καθῆκον, εἶναι παντοῦ καθῆκον καί θά εἶναι πάντοτε καθῆκον» [16].
Ἀποτελεῖ ἐπίσης θεολογικό ψεῦδος ἡ διαπίστωση στό κείμενο τοῦ Πουσάν ὅτι ἡ διαφορετικότητα δέν μπορεῖ νά γίνεται αἰτία διαιρέσεως στήν Ἐκκλησία καί ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾷ ὁμοιομορφία (§10). Ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Φώτιος ὁ Μέγας, τούς λόγους τοῦ ὁποίου οἱ οἰκουμενιστές διαστρέφουν πρός τό ἴδιο συμφέρον, κάνει σαφῆ διάκριση ὅσων διαφοροποιήσεων μποροῦν νά εἶναι ἀνεκτές καί ὅσων ὄχι. Εἶναι σαφές ὅτι οἱ διαφορές μας μέ τίς αἱρετικές, «ἑτερόδοξες» «ἐκκλησίες» τοῦ Π.Σ.Ε. ἀνήκουν σαφῶς στόν τομέα τῶν ἀπαρεγκλίτως φυλασσομένων δογμάτων. Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος: «Καί πράγματι, ὑπάρχουν τά κοινά, τά ὁποῖα εἶναι ἀνάγκη νά τά φυλάττουν ὅλοι, καί βεβαίως πρίν ἀπό τά ἄλλα, τά περί Πίστεως, ὅπου ἄν παρεκκλίνει ὀλίγον κανείς, ἁμαρτάνει ἁμαρτίαν πρός θάνατον. Ὑπάρχουν καί μερικά πού ἀκολουθοῦνται ἀπό κάποιους ἰδιαιτέρως, τῶν ὁποίων ἡ παράβαση εἶναι ἐπιζήμια γιά ἐκείνους πού τούς παραδόθηκαν αὐτά, γιά ἐκείνους ὅμως πού δέν τά παρέλαβαν, τό νά μή τά τηρήσουν εἶναι ἀπαλλαγμένο κατακρίσεως» [17].
Τό Π.Σ.Ε. μέ τό κείμενο τοῦ Πουσάν πολύ βολικῶς «φορτώνει» και τήν Ὀρθοδοξία μέ τά σφάλματα τῆς δυτικῆς χριστιανωσύνης καί μέ τήν διαιρεμένη εἰκόνα τοῦ «χριστιανισμοῦ» πρός τόν ἔξω κόσμο (παράγραφοι §11, §14). Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, καθοδηγούμενη ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, οὐδέποτε δογμάτισε ὁ,τιδήποτε θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει σκάνδαλο γιά τόν κόσμο, διαφορετικό ἀπό τό σκάνδαλο πού ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἀποτελεῖ γιά τούς ὑπερήφανους καί χαμαιζήλους (Ματθ. 13, 57, Μάρκ. 6, 3, Α΄Πετρ. 2, 7.8). Ἡ μόνη Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος, δέν ἔχει νά ἀπολογηθεῖ γιά τίποτε, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστός διά τῶν Ἀποστόλων Του ἐπέρριψε τό κρῖμα τοῦ σκανδάλου σέ ἐκείνους πού προκαλοῦν τίς διαιρέσεις στό ἑνιαῖο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας «ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ» (Γαλ. 5, 10) καί αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες καί ἄλλοι.
Ἡ παράγραφος §14 ἐκφράζει τήν ἐπαίσχυντη θέση ὅτι μετανοοῦμε γιά τή διαίρεση τῶν «ἐκκλησιῶν». Αὐτό συνεπάγεται ὅτι «μετανοοῦμε» πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία στό παρελθόν, τά τώρα ἑτερόδοξα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. (Μονοφυσῖτες, Προτεστάντες). Συνεπῶς «μετανοοῦμε» πού προφυλάχθηκε ἡ ὀρθόδοξος Ἀνατολική καί Καθολική Ἐκκλησία ἀπό τήν αἱρετική ἀντίληψη τῶν Σεβηριανῶν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει δύο φύσεις μετά τήν ἕνωση (ἐνανθρώπηση). Μετανοοῦμε πού διώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅσοι (ὅπως οἱ Προτεστάντες) δέν πίστευαν ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὄντως Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ (Ἰω. 6, 55)· ὅσοι δέν ἀνεγνώριζαν τήν ἀπό Χριστοῦ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας νά λύει ἁμαρτήματα (Ἰω. 20, 23)· ἐκεῖνοι πού δέν ἀνεγνώριζαν τήν τιμή τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1, 48)· ὅσοι υἱοθέτησαν τήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία εἰκονομαχία· ὅσοι κατήργησαν τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πλήν κάποιων (συμβολικῶν συνήθως) ἀπομειναρίων καί ὅσοι κατέχωσαν τόν θησαυρό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί κυρίως τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων (Β΄Πετρ. 1, 25 καί Ἀποκ. 8, 4).
Οἱ ἐκπρόσωποι μας στό Πουσάν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Ἐπίσκοποι, μετανοοῦν πού ἡ Ἐκκλησία διεχώρισε ὅσους αἱρετικούς, καί κυρίως τούς Προτεστάντες, ἀμφισβήτησαν τήν Ἱερωσύνη τῶν Ἐπισκόπων, καί τούς ἀντικατέστησαν μέ πάστορες καί ἱεροκήρυκες !
Γι’ αὐτήν τήν δῆθεν «ἀοράτως ἑνωμένη διαφορετικότητα» ἀλήθειας καί πλάνης, Χριστοῦ καί Βελίαρ, φωτός καί σκότους, μᾶς καλεῖ ἡ παράγραφος §14 νά εἴμαστε ἐπιπλέον καί εὐγνώμονες. Ὥστε, προσθέτουμε ἐμεῖς, ὅταν θά ἐπιτευχθεῖ ἡ δύσφημος ἕνωση τοῦ «χριστιανικοῦ κόσμου» κατά τό θέλημα τοῦ Π.Σ.Ε., νά μπορεῖ νά ἐπιλέγει καί ὁ κάθε Ὀρθόδοξος, παραμένοντας τυπικῶς Ὀρθόδοξος, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά σωθεῖ, μέ ἤ χωρίς Θεία Κοινωνία, ἱερά Ἐξομολόγηση, ἄσκηση, νηστεῖες κ.τ.σ., ἀφοῦ ἡ δῆθεν «Θεόθεν δοθεῖσα διαφορετικότητα» στό Π.Σ.Ε., ἤδη τά ἐξαγιάζει ὅλα !
Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ δέσμευση γιά παραμονή στό Π.Σ.Ε. καί γιά ἐπέκταση τῶν τρόπων ἀναμείξεως Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὅπως ἐκφράζεται στήν παράγραφο §15 (“We will hold each other accountable for fulfilling these commitments”), δέσμευση ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καί τό σύνθημα τοῦ Μηνύματος τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν («We intend to move together»), εἶναι ἀποκαρδιωτική, εἶναι δεῖγμα ἀμετανοησίας τοῦ «ὀρθοδόξου» οἰκουμενισμοῦ.
Τελευταῖο, ἀλλά ὄχι ἐλάχιστο, τίθεται καί τό μήνυμα τῆς συνεργασίας μέ ἄλλες θρησκεῖες γιά τήν εὐημερία τῆς ἀνθρωπότητας (§15: “We will make common cause for the well-being of humanity and creation with those of other faith communities”. Βλ. καί §3)· ἡ διαθρησκειακή προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. παραμένει πάντοτε ἀνοικτή καί κατηφορική.
Ὁρίστε μερικά ἀπό τά ἀπαράδεκτα σημεῖα τοῦ κειμένου :
3. «[...] Ὑπάρχει μιά αἴσθηση, πού βαθαίνει μεταξύ μερικῶν ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνάγκης ἀλλήλων καί τοῦ ὅτι καλοῦνται ἀπό τόν Χριστό νά εἶναι σέ ἑνότητα. Σέ μέρη ὅπου οἱ Ἐκκλησίες βιώνουν ἀγωνία καί διαρκῆ φόβο διωγμοῦ, ἡ ἀλληλεγγύη μεταξύ Χριστιανῶν ἀπό διαφορετικές παραδόσεις στήν ὑπηρεσία τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης εἶναι ἕνα σημάδι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ οἰκουμενική κίνηση ἔχει ἐνθαρρύνει νέες φιλίες διαμορφώνοντας ἕνα φυτώριο ὅπου μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ἡ ἑνότητα. Ὑπάρχουν μέρη ὅπου οἱ Χριστιανοί ἀπό κοινοῦ ἐργάζονται καί δίνουν μαρτυρία στίς τοπικές τους κοινωνίες καί σέ νέες περιφερειακές συμφωνίες διαθηκικῆς, στενότερης κοινωνίας καί ἐκκλησιαστικῶν ἑνώσεων. Προοδευτικῶς, ἀναγνωρίζουμε ὅτι καλούμεθα νά μοιραστοῦμε μέ, καί νά διδαχθοῦμε ἀπό, ἐκείνους ἀπό ἄλλες πίστεις, γιά νά ἐργασθοῦμε μαζί τους σέ κοινές προσπάθειες γιά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί γιά τή διατήρηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ὄμορφης ἀλλά καί δοκιμαζόμενης κτίσης τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ ἐπιτεινόμενες σχέσεις φέρουν νέες προσκλήσεις καί μεγαλώνουν τήν κατανόησή μας» [18].
4. «Πενθοῦμε ἐπειδή ὑφίστανται ἐπίσης ὀδυνηρές ἐμπειρίες καταστάσεων, ὅπου ἡ διαφορετικότητα ἔχει τραπεῖ σέ διαίρεση καί δέν ἀναγνωρίζουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ σέ ἀλλήλους. Δέν μποροῦμε ὅλοι νά συγκεντρωθοῦμε πέριξ τῆς Τραπέζης σέ εὐχαριστιακή κοινωνία. Παραμένουν θέματα πού διαιροῦν. Νέα θέματα ἀναδεικνύουν ὀξεῖες προκλήσεις πού προξενοῦν νέες διαιρέσεις ἐντός καί μεταξύ ἐκκλησιῶν. Αὐτές πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν στήν κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν μέ τόν τρόπο τῆς διάκρισης μέ ὁμοφωνία. Πολύ εὔκολα ἀποσυρόμαστε μέσα στίς δικές μας παραδόσεις καί κοινότητες, ἀρνούμενοι νά δεχθοῦμε πρόκληση καί νά ἐμπλουτισθοῦμε ἀπό τά δῶρα πού ἄλλοι μᾶς προσφέρουν. Μερικές φορές φαίνεται ὅτι ἐναγκαλιζόμαστε τή δημιουργική νέα ζωή τῆς πίστης καί ὅμως δέν ἐναγκαλιζόμαστε ἕνα πάθος γιά τήν ἑνότητα ἤ νοσταλγία γιά κοινωνία μέ τούς ἄλλους. Αὐτό μᾶς καθιστᾷ περισσότερο ἕτοιμους νά ἀνεχθοῦμε τήν ἀδικία, ἀκόμη καί συγκρούσεις μεταξύ καί ἐντός τῶν ἐκκλησιῶν. Μένουμε πίσω, καθώς μερικοί γίνονται ὅλο καί περισσότερο κουρασμένοι καί ἀπογοητευμένοι στό οἰκουμενικό μονοπάτι» [19].
7. «[...] Ἀπ’ ἀρχῆς ἡ κοινότητα τῶν πιστῶν ζοῦσαν μαζί, ἦσαν ἀφιερωμένοι στήν ἀποστολική διδασκαλία καί κοινωνία, κλῶντες ἄρτο καί προσευχόμενοι μαζί, φροντίζοντας γιά τούς πτωχούς, κηρύσσοντας τά εὐαγγέλια, κι ὅμως παλεύοντας μέ ρήξεις καί διαιρέσεις» [20].
10. «[...] Οἱ συναθροίσεις Συνόδων ἐπίσης εἶναι δῶρα πού καθιστοῦν δυνατή τήν κοινωνία, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος, γιά τή διάκριση τοῦ θελήματος τοῦ Θοῦ, γιά κοινή διδασκαλία καί θυσιαστική ζωή, ὑπηρετώντας τίς ἀνάγκες ὁ ἑνός τοῦ ἄλλου καί τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾷ ὁμοιομορφία· ἡ διαφορετικότητα εἶναι ἐπίσης δῶρο, δημιουργικό καί ζωοπάροχο. Ἀλλά ἡ διαφορετικότητα δέν μπορεῖ νά εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε οἱ ἐν Χριστῷ νά καθίστανται ξένοι καί ἐχθροί πρός ἀλλήλους, ζημιώνοντας ἔτσι τήν ἑνοποιό πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» [21].
11. «Ὡς προφητικό σημεῖο ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά διακηρύξει τή ζωή πού ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά ὅλη τήν κτίση. Μόλις καί μετά βίας εἴμαστε ἕνα ἀξιόπιστο σημεῖο ἐν ὅσω παραμένουν οἱ ἐκκλησιαστικές μας διαιρέσεις, πού ἀναδύονται ἀπό θεμελιακές διαφωνίες στήν πίστη. Διαιρέσεις καί περιθωριοποίηση ἐπί τῆ βάσει ἐθνότητος, φυλῆς, γένους, ἀναπηρίας, ἰσχύος, θέσης, κάστας καί ἄλλων μορφῶν διακρίσεων ἐπίσης συσκοτίζουν τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα. Γιά νά εἴμαστε ἕνα ἀξιόπιστο σημεῖο, ἡ κοινή ζωή μας πρέπει νά ἀνακλᾶ τίς ἀξίες τῆς ὑπομονῆς, ταπεινοφροσύνης, γενναιοδωρίας, προσεκτικῆς ἀκρόασης ἀλλήλων, ἀμοιβαίας ὑπευθυνότητας, περιεκτικότητας καί μιά θέληση νά παραμείνουμε μαζί, χωρίς νά λέμε “Δέν σέ ἔχω ἀνάγκη” (Α΄Κορ. 12, 21)» [22].
14. «Ἐπιβεβαιώνουμε τή θέση τῆς Ἐκκλησίας στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν, ὁμολογώντας μέ λύπη ὅτι ἡ ἔλλειψή ἑνότητάς μας (disunity) ὑπονομεύει τή μαρτυρία μας γιά τά εὐαγγέλια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί καθιστᾶ λιγότερο ἀξιόπιστη τή μαρτυρία μας γιά τήν ἑνότητα ἐκείνη πού ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά ὅλους. Ὁμολογοῦμε τίς ἀποτυχίες μας νά ἀσκήσουμε δικαιοσύνη, νά ἐργασθοῦμε γιά τήν εἰρήνη καί νά συντηρήσουμε τήν κτίση. Παρά τίς ἀποτυχίες μας, ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί συγχωρητικός καί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς καλεῖ σέ ἑνότητα. Ἔχοντας πίστη στή δημιουργική καί ἀναδημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποθοῦμε ἡ Ἐκκλησία νά ἀποτελεῖ πρόγευση, ἀξιόπιστο σημεῖο καί ἀποτελεσματικό ὑπηρέτη τῆς νέας ζωῆς πού ὁ Θεός προσφέρει στόν κόσμο. Στόν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ στή ζωή σέ ὅλη της τήν πληρότητα, εἶναι πού ἀνανεώνονται ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καί ἕνα πάθος γιά τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό, προτρέπουμε ἀλλήλους νά παραμείνουν ἀφοσιωμένοι στόν πρωταρχικό σκοπό τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν: “νά καλοῦμε ἀλλήλους σέ ὁρατή ἑνότητα σέ μία πίστη καί σέ μία εὐχαριστιακή κοινωνία, ἐκφρασμένη στή λατρεία καί τήν κοινή ζωή ἐν Χριστῷ, μέσῳ τῆς μαρτυρίας καί τῆς ὑπηρεσίας πρός τόν κόσμο καί νά προχωροῦμε πρός αὐτήν τήν ἑνότητα, ἔτσι ὥστε ὁ κόσμος νά πιστεύσει”» [23].
14. «[...] Ἐπιβεβαιώνουμε τή μοναδικότητα τῆς κοινωνίας μας (our fellowship) καί τήν ἐμμονή μας (conviction) νά ἐπιδιώκουμε ἀπό κοινοῦ τήν ἑνότητα τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, εὐγνώμονες γιά τή διαφορετικότητά μας καί ἐν συνειδήσει τῆς ἀνάγκης μας νά ἀναπτυχθοῦμε σέ κοινωνία (to grow in communion)» [24].
15. «Μέ πιστότητα πρός αὐτήν τήν κοινή μας κλήση, θά ἀναζητήσουμε μαζί τήν πλήρη ὁρατή ἑνότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὅταν θά ἐκφράσουμε τήν ἑνότητά μας γύρω ἀπό τή μία Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ἐπιδιώκοντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θά ἀνοίξουμε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀποδοχή τῶν δώρων ἀπό τίς παραδόσεις ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καί θά προσφέρουμε τά δῶρα μας ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Θά μάθουμε νά μνημονεύουμε ἀπό κοινοῦ τούς μάρτυρες πού μαρτύρησαν τήν κοινή μας πίστη. Θά συνεχίσουμε τίς θεολογικές συζητήσεις, δίνοντας προσοχή σέ νέες φωνές καί διαφορετικές μεθόδους προσεγγίσεως. Θά ἀναζητήσουμε νά ἐξαντλήσουμε τίς συνέπειες τῶν θεολογικῶν μας συμφωνιῶν. Θά ἐντείνουμε τήν ἐργασία μας γιά δικαιοσύνη, εἰρήνη καί τήν ἴαση τῆς κτίσεως, καί θά ἀντιμετωπίσουμε ἀπό κοινοῦ τίς σύνθετες προκλήσεις τῶν σύγχρονων κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί ἠθικῶν θεμάτων. Θά ἐργασθοῦμε γιά περισσότερο δίκαιους, συμμετοχικούς καί περιεκτικούς τρόπους συμβιώσεως. Θά κάνουμε κοινό στόχο μαζί μέ ἀνθρώπους ἀπό ἄλλες κοινότητες πιστῶν τήν εὐημερία τῆς ἀνθρωπότητας καί τῆς κτίσεως. Θά θεωρήσουμε ἀλλήλους ὑπεύθυνους γιά τήν ἐκπλήρωση αὐτῶν τῶν δεσμεύσεων. Πάνω ἀπό ὅλα, θά προσευχόμαστε ἀκαταπαύστως γιά τήν ἑνότητα γιά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε ( Ἰω. 17): μιάν ἑνότητα πίστεως, ἀγάπης καί συμπόνιας πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔφερε μέσῳ τῆς ἱερωσύνης του· μιάν ἑνότητα ὅπως ἡ ἑνότητα τήν ὁποίαν ὁ Χριστός μοιράζεται μέ τόν Πατέρα· μιάν ἑνότητα τυλιγμένη στήν κοινωνία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, λαμβάνουμε τήν ἐντολή γιά τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα στήν ἱεραποστολή καί τήν ὑπηρεσία» [25].
Στό τέλος, ὁ ἐπίλογος εἶναι προσευχή πρός τόν Θεό, ὥστε μεταξύ ἄλλων νά «γίνουν οἱ διαιρεμένες ἐκκλησίες ὁρατῶς μία» διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ [26]
Σημειώσεις
12. Βλ. τά σχετικά κεφάλαια (Γ.5 καί Δ.1) τοῦ κειμένου «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx καί στή Θεοδρομία ΙΓ΄4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 595-640.
13. ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Φωτιζομένων 18, 23· PG 33, 1044A.B. Εἷναι φανερό (PG 33, 1048B) ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ταυτίζει τή Μία Ἐκκλησία μέ τήν ὁρατή «σύναξη» τῶν Ὀρθοδόξων.
14. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότους (1716/1725), Ἀπόκρισις ε΄ στό Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 795.
15. ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Κεφάλαια ἐκκλησιολογικά 36, ἐν Ο ΑΥΤΟΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, μτφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987 [5η], σελ. 184.
16. SANCTUS VINCENTIUS LIRINENSIS, Commonitorium Primum 9, PL 50, 649·«Annuntiare ergo aliquid Christianis catholicis, præter id quod acceperunt nunquam licuit, nusquam licet, nunquam licebit; et anathematizare eos qui annuntiant aliquid præterquam quod semel acceptum est, nunquam non oportuit, nusquam non oportet, nunquam non oportebit». Ἑλληνική μετάφραση βλ. ΙΕΡΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΛΗΡΙΝΙΤΟΥ, Ὑπομνήματα (Commonitoria) 9, μετάφρασις καί σχόλια ὑπό Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη (μέρος β΄), Θεολογία ΜΘ΄ 2 (Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 1978) 239 (στό διδαδίκτυο βλ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/index.asp ).
17. ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ, Ἐπιστολή Β΄, Φωτίου πρός Πάπαν Νικόλαον, PG 102, 604C.D : «Καὶ γάρ ἐστιν ὄντως κοινὰ πᾶσιν, ἅπαντα [μᾶλλον: ἃ πάντα] φυλάττειν ἐπάναγκες, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων τὰ περὶ πίστεως, ἔνθα καὶ τὸ παρεγκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τὴν πρὸς θάνατον. Ἔστι καὶ ἰδιαζόντως τισὶ παρεπόμενα, ὧν ἡ παράβασις, οἷς μὲν ἐδόθη κατέχεσθαι, ἐπιζήμιος· οἷς δ’ οὐ παρείληπται, καὶ τὸ μὴ συντηρεῖν, ἀκατάκριτον».
18. §3. «[...] There is a deepening sense among some churches of needing one another and of being called by Christ to be in unity. In places where churches experience anguish and constant fear of persecution, solidarity between Christians from different traditions in the service of justice and peace is a sign of God’s grace. The ecumenical movement has encouraged new friendships forming a seed bed in which unity can grow. There are places where Christians work and witness together in their local communities and new regional agreements of covenanting,closer fellowship and church unions. Increasingly, we recognize that we are called to share with, and learn from, those of other faiths, to work with them in common efforts for justice and peace and for the preservation of the integrity of God’s beautiful but hurting creation. These deepening relationships bring new challenges and enlarge our understanding».
19. §4. «We grieve that there are also painful experiences of situations where diversity has turned into division and we do not always recognise the face of Christ in each other. We cannot all gather together around the Table in Eucharistic communion. Divisive issues remain. New issues bring sharp challenges which create new divisions within and between churches. These must be addressed in the fellowship of churches by the way of consensus discernment. Too easily we withdraw into our own traditions and communities refusing to be challenged and enriched by the gifts others hold out to us. Sometimes we seem to embrace the creative new life of faith and yet do not embrace a passion for unity or a longing for fellowship with others. This makes us more ready to tolerate injustice and even conflicts between and within the churches. We are held back as some grow weary and disappointed on the ecumenical path».
20. §7. «[...] From the beginning the community of believers lived together, were devoted to the apostolic teaching and fellowship, breaking bread and praying together, caring for the poor, proclaiming the good news and yet struggling with factions and divisions».
21. §10. «[...] Conciliar gatherings too are gifts enabling the fellowship, under the Spirit’s guidance, to discern the will of God, to teach together and to live sacrificially, serving one another’s needs and the world’s needs. The unity of the Church is not uniformity; diversity is also a gift, creative and life-giving. But diversity cannot be so great that those in Christ become strangers and enemies to one another, thus damaging the uniting reality of life in Christ».
22. §11. «As prophetic sign the Church’s vocation is to show forth the life that God wills for the whole creation. We are hardly a credible sign as long as our ecclesial divisions, which spring from fundamental disagreements in faith, remain. Divisions and marginalisation on the basis of ethnicity, race, gender, disability, power, status, caste, and other forms of discrimination also obscure the Church’s witness to unity. To be a credible sign our life together must reflect the qualities of patience, humility, generosity, attentive listening to one another, mutual accountability, inclusivity, and a willingness to stay together, not saying ‘I have no need of you’ (1 Cor. 12:21)».
23. §14. «We affirm the place of the Church in God’s design and repent of the divisions among and within our churches, confessing with sorrow that our disunity undermines our witness to the good news of Jesus Christ and makes less credible our witness to that unity God desires for all. We confess our failures to do justice, to work for peace, and to sustain creation. Despite our failings, God is faithful and forgiving and continues to call us to unity. Having faith in God’s creating and re-creating power, we long for the Church to be foretaste, credible sign and effective servant of the new life that God is offering to the world. It is in God, who beckons us to life in all its fullness that joy, hope, and a passion for unity are renewed. Therefore, we urge one another to remain committed to the primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches: to call one another to visible unity in one faith and in one Eucharistic fellowship, expressed in worship and common life in Christ, through witness and service to the world and to advance towards that unity in order that the world may believe».
24. §14. «[...] We affirm the uniqueness of our fellowship and our conviction to pursue the unity of the visible Church together, thankful for our diversity and conscious of our need to grow in communion».
25. §15. «In faithfulness to this our common calling, we will seek together the full visible unity of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church when we shall express our unity around the one Table of the Lord. In pursuing the unity of the Church we will open ourselves to receive the gifts of each other’s traditions, and offer our gifts to one another. We will learn to commemorate together the martyrs who witnessed to our common faith. We will continue theological conversations, giving attention to new voices and different methods of approach. We will seek to live out the consequences of our theological agreements. We will intensify our work for justice, peace and the healing of creation, and address together the complex challenges of contemporary social, economic and moral issues. We will work for more just, participatory and inclusive ways of living together. We will make common cause for the well-being of humanity and creation with those of other faith communities. We will hold each other accountable for fulfilling these commitments. Above all, we will pray without ceasing for the unity for which Jesus prayed (John 17): a unity of faith, love and compassion that Jesus Christ brought through his ministry; a unity like the unity Christ shares with the Father; a unity enfolded in the communion of the life and love of the Triune God. Here, we receive the mandate for the Church’s vocation for unity in mission and service».
26. §16. «We turn to God, the source of all life, and we pray: O God of life, lead us to justice and peace, that suffering people may discover hope; the scarred world find healing; and divided churches become visibly one, through the one who prayed for us, and in whom we are one Body, your Son, Jesus Christ, who with you and the Holy Spirit, is worthy to be praised, one God, now and forever. Amen.»
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι διαθρησκειακές συναντήσεις εξακολουθούν να παραμένουν στο προσκήνιο, να απασχολούν την επικαιρότητα. Μετά το χτύπημα των διδύμων πύργων της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για την οργάνωση διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, και μάλιστα με την παρότρυνση και ενθάρρυνση πολιτικών, διακόνων της Νέας Τάξεως πραγμάτων, υπό το πρόσχημα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, της οποίας τα αίτια είναι κυρίως η πολιτική καταπίεση των λαών, η κοινωνική αδικία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους ισχυρούς σε διακρατικό επίπεδο. Δίκαια χαρακτηρίσθηκαν ως συναντήσεις και διάλογοι «κατ' επιταγήν» των ισχυρών, στους οποίους δυστυχώς υπακούουν και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Είναι διπλός ο στόχος αυτών των συναντήσεων. Από τη μία πλευρά προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη από την πολιτική στην θρησκεία, να παρουσιάσουν δηλαδή πως υπεύθυνες για την τρομοκρατία δεν είναι η φτώχεια και η καταπίεση των λαών, αλλά ο θρησκευτικός φανατισμός. Και από την άλλη επιδιώκουν να ενισχύσουν τον συγκρητισμό, την ανάμειξη πολιτισμών και θρησκειών, την οικοδόμηση του πολυπολιτισμικού μοντέλου της Νέας Εποχής, της Πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Η εποχή του Ιχθύος (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός) τελείωσε με το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, και αρχίζει τώρα από το 2001 η εποχή του Υδροχόου, του Αντιχρίστου, ο οποίος βέβαια ως μοναδικό και αποκλειστικό στόχο έχει να ισοπεδώσει και να εξισώσει τις θρησκείες, ώστε να παύσει να ισχύει η διακήρυξη του Ευαγγελίου ότι μόνον ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, η αλήθεια και η ζωή, και να παραμείνουν έτσι οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο σκότος και στην πλάνη.
Τα κείμενα που δημοσιεύονται στο μικρό αυτό βιβλίο επισημαίνουν τον λανθασμένο και επικίνδυνο δρόμο των διαθρησκειακών συναντήσεων με βάση την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων. Οφειλετική δε και αρμόζουσα κατά πάντα κρίνεται η αφιέρωσή του εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β', τον όντως γνήσιον Έλληνα και Ορθόδοξον ιεράρχην, ο οποίος δεν εδίστασε να ορθώσει το ανάστημά του και να επιτελέσει το επισκοπικό του χρέος, αρνούμενος να φιλοξενήσει διαθρησκειακή συνάντηση στην θεοφρούρητη και αγιοφύλακτη συμπρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους και συμβασιλεύουσα της ένδοξης Πόλης, της ξακουστής και ζηλευτής Κωνσταντινούπολης.
Μάρτιος 2003
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
***************
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης
2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς
3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες
4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
α'. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες.
β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και Μουσουλμάνων
γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
5. Ο διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ
α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
δ'. Όλοι οι άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι
ε' . Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος
ζ'. Οι Άγιοι Νεομάρτυρες
η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες. Εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο.
1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης
Δεν ήταν εκκλησιαστική η σύναξη της Ασίζης που συνεκάλεσε ο πάπας στις 24-1-2002. Αν διαβάσει κανείς το Ευαγγέλιο και ερευνήσει την ιστορία της Εκκλησίας, δεν θα συναντήσει πουθενά τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακό συναπάντημα. Η Εκκλησία επί δύο χιλιάδες χρόνια λειτουργεί ως σύναξη και κοινωνία των πιστών και ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι ενωμένοι με το ένα Βάπτισμα και την μία Ευχαριστία, ομολογούν την μία πίστη εις Πατέρα, εις Υιόν και εις Άγιον Πνεύμα, εις Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Όλες οι χριστιανικές συνάξεις αρχίζουν με την δοξολόγηση της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή επικαλούνται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνωσία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτικες θρησκείες. στα πρόσωπα των τριών μάγων που προσκύνησαν τον Χριστό εκπροσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το φως εκ φωτός που έλαμψε στον κόσμο. Στον Ιορδάνη ποταμό κατά την βάπτιση του Χριστού "η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις".
Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πίστες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι «εγώ ειμι το φως του κόσμου»1. Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό του φως βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»2. Από της εποχής του Αγίου Ιωάννου, του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, που ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κληρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων οδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης -αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι- δεν τους είπαν ότι έχομε την ίδια πίστη με σας, πιστεύομε στον ίδιο θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»3.
Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θεϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτίσθηκαν και εσώθηκαν, ενσωματωθέντα στο σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή την συνάντηση της Ασίζης, αλλά και διακηρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες», πράγμα που δεν έκανε ούτε μπορούσε να κάνει η Ασίζη, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.
Από της πλευράς αυτής η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ όμως σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χριστού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»4, στην νέα Γαλιλαία των εθνών, στην Ασίζη, το σκότος εξακολουθεί να παραμένει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπήθηκαν, προσευχήθηκαν στους δικούς τους θεούς, δεν ακούσθηκε το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»5.
2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς
Ας δούμε όμως και το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ' εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη όμως αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επιτευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη λοιπόν και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών κοινωνίαν και συναναστροφήν, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες.
Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο φίλος των πορνών και των τελωνών, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, επήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών6. Εθεωρούντο και αυτοί νόμιμοι εκπρόσωποι του μωσαϊκού νόμου, «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι»7, όπως θεωρεί ο πάπας εαυτόν νόμιμο διάδοχο του Πέτρου και βικάριο του Χριστού επί της γης. Μήπως όμως και ο Πέτρος δεν αρνήθηκε το Χριστό; Όταν με κοσμικά κριτήρια προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από τον Σταυρό και τον θάνατο, γιατί τον ήθελε κοσμικό άρχοντα με δύναμη και εξουσία επί της γης, όπως ακριβώς έχει διαμορφώσει ο Παπισμός το κράτος του Βατικανού, άκουσε τότε τα φοβερά λόγια του Χριστού.«ύπαγε οπίσω μου Σατανά. σκάνδαλόν μου ει. ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»8. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ' αρχήν. όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους. «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»9.
Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό10.
Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος;»11 Ο πάπας διά των αιώνων νουθετήθηκε όχι μία και δύο φορές, αλλά χίλιες δύο, για να αποκηρύξει τις πλάνες του. Και ο σημερινός πάπας νουθετήθηκε επανειλημμένως στους διάλογους· ακόμη και οι εκπρόσωποί του θεολόγοι στον επίσημο διάλογο με την ορθόδοξη Εκκλησία υπέγραψαν στο Freising του Μονάχου (1990) την καταδίκη της Ουνίας· ως παράνομος όμως Ιούδας «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Απέρριψε και αχρήστευσε αυτήν την απόφαση και παρέσυρε πολλές ορθόδοξες εκκλησίες, χωρίς λόγο, σε νέα συζήτηση στο Balamand του Λιβάνου, όπου αθωώθηκε και με υπογραφή «Ορθοδόξων» η επάρατη Ουνία. Δεν αποτελεί παράβαση ευαγγελικής εντολής να εξακολουθούμε εμείς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» να έχουμε κοινωνία και συναναστροφή και να δικαιώνουμε έτσι τον αυτοκατάκριτο πάπα; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»12 και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»13. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο απόστολος και κήρυκας της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθή και είχε πλασθή με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς· «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»14. Αυτός λοιπόν ο ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου15. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως.
Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την Παγκοσμιοποίηση, τον Οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά. η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προέβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη. «Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ' αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς»16.
Υπάρχουν πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς· αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τους έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε. αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, όπως δεν πείθεται ο πάπας, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο. «Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον». Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζύ τους, αλλά είπε στον μοναχό που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό. «παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ' ειρήνης». Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου. κάποια περίοδο που εγκαταστάθηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς. «και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα». Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιο Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτας να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλθε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.
Ο Άγιος Εφραίμ, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κατά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέγει: «Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέγειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν»17.
Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα που έστειλε αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, όπως ερωτά τώρα δήθεν ευγενικά και διακριτικά αν μπορεί να έλθει στην Αθήνα, αν δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ' όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο18.
Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς19. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι εγνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα· εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει λοιπόν αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους· όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; "Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού"20. Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει. Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια. όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο. "Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην21. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος επαινεί τον φανερό και λεβέντικο πόλεμο ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη· «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων. μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»22. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα. «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ' ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.
3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες
Τώρα, αντί οι Χριστιανοί επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων και των Αγίων, να εφαρμόσουν το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»23 και να διακηρύξουν ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προωθούν τον διαθρησκειακό συγκρητισμό. Εκτιμούν ότι θα επιτύχουν ό,τι επέτυχαν με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλύνουν δηλαδή τις μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβάλουν τις δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε, και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου, να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απάτη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί το ίδιο ψεύδος που χρησιμοποίησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους· διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει: Μην ακούτε τί λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρησκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.
Και δυστυχώς αυτά τα υποψιθυρίζουν, γινόμενοι όργανα του Διαβόλου, "ορθόδοξοι" πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς και πανεπιστημιακοί θεολόγοι. Έχουν εντοπισθή και έχουν σχολιασθή πολλές τέτοιες ρήσεις, και θα ήταν πολύ χρήσιμο κάποιος επιμελής θεολόγος, κληρικός ή μοναχός, να τα συγκεντρώσει όλα, για να φανεί το μέγεθος της πτώσεως από την αλήθεια του Ευαγγελίου και την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Μερικές τέτοιες πλανεμένες γνώμες παρουσίασε ενδεικτικά η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους σε ένα μικρό θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των Αγίων Πατέρων»24, που προλογίζει ο σοφός και ομολογητής Γέροντας ηγούμενος της Μονής π. Γεώργιος Καψάνης. Καταχωρίζεται σ' αυτό γνώμη ορθοδόξου ιεράρχου σύμφωνα με την οποία «κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος... αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»25. Άλλος ακαδημαϊκός θεολόγος διερωτάται και απορεί, σαν να μην έχει διαβάσει Ευαγγέλιο και Αγίους Πατέρες: «Τί λοιπόν θα εμπόδιζε τη σύγχρονη θεολογία να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της θρησκείας του Μωάμεθ μίαν "οδόν προς σωτηρίαν" των ανθρώπων;» Και συμπεραίνει, ερωτών, μη δυνηθείς ακόμη να μάθει το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου: «Πώς μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση και η δράση του Μωαμεθανισμού στον κόσμο είναι έργο του Διαβόλου και όχι του Θεού, του Αντιχρίστου και όχι του Χριστού;»26 Θεέ και Κύριε, έλεος! Τον Μωάμεθ τον έστειλε στον κόσμο ο Χριστός, φαίνεται, ως άλλον Παράκλητο. Δεν αρκούσε η αποστολή του Αγίου Πνεύματος που «οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν». Χρειαζόμασταν και την "αλήθεια" του ψευδοπροφήτη. Θα δούμε τί λέγει ενδεικτικά περί αυτού η Εκκλησία διά στόματος των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Μαρτύρων.
Άλλος επίσης θεολόγος, πανεπιστημιακός και αυτός, δέχεται ότι στη βίωση της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας έχομε «δοκιμασμένους τρόπους επίγνωσης και βίωσης της παρουσίας του Θεού και του θείου θελήματος, πλήρωμα ζωής μέσα τους και γύρω τους»21. Δυστυχώς και για τον θεολόγο αυτό ο Χριστός δεν είναι η οριστική, τελεία και αποτελεσματική αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, το πλήρωμα του νόμου και των προφητών, αυτός στον οποίο υπέταξε ο Θεός τα πάντα και «εν τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι», και η Εκκλησία της οποίας είναι κεφαλή δεν είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»28. Έχομε ανάγκη και άλλου προφήτου, ωσάν να μην κατώκησε στον Χριστό «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», και σαν να μην είμαστε εν Χριστώ οι πιστοί κατά πάντα "πεπληρωμένοι"29. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της ζωής, η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Δεν άφησε κανένα κενό για να το συμπληρώσει άλλος προφήτης. ήλθε στον κόσμο «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι»30.
Οι άνθρωποι αντλούν και λαμβάνουν τα πάντα εκ του πληρώματος αυτού. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο»31. Η αποκάλυψη, η φανέρωση του Θεού στον κόσμο κορυφώθηκε, σφραγίσθηκε με την ενανθρώπηση του Θεού. Ο Χριστός είναι η αποκορύφωση, η σφραγίδα της Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει μετά το Ευαγγέλιο και εκτός από το Ευαγγέλιο άλλο Ευαγγέλιο. Όπως σωστά ελέχθη το Κοράνιο είναι παραποίηση του Ευαγγελίου. «Πάντες οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν»32. Δεν υπάρχει χώρος για άλλους προφήτες. Τί άλλο σπουδαιότερο, εντυπωσιακότερο, αποτελεσματικότερο θα μπορούσε να κάνει ο Θεός από το να έλθει ο ίδιος στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άλλο πιο καινούργιο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία· «Και Θεός ων τέλειος άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται το πάντων καινόν καινότατον, το μόνον καινόν υπό την ήλιον, δι' ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τί γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;»33 Θα μειώσουμε λοιπόν το έργο και την διδασκαλία του ίδιου του Θεού, για να δώσουμε χώρο για συμπλήρωση στον Μωάμεθ; Εκτός και αν οι γράφοντες και λέγοντες παρόμοια δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού, όπως δεν πίστευε βέβαια και ο Μωάμεθ, γιατί αν πίστευε δεν θα είχε το θράσος να συμπληρώσει το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού. Πρέπει να μάθουμε οι Χριστιανοί να δοκιμάζουμε και να διακρίνουμε τα πνεύματα, την αλήθεια από την πλάνη, τους προφήτες από τους ψευδοπροφήτες, τον Χριστό από τον Αντίχριστο, κατά την σύσταση του ηγαπημένου ευαγγελιστού και θεολόγου: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι. και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστι, και τούτο εστί το του Αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»34.
Στην ίδια γραμμή της μη διακρίσεως των πνευμάτων, και πολύ χειρότερα μάλιστα, της ταυτίσεως και εξισώσεως του Χριστιανισμού με τον Βουδδισμό, τον Ινδουισμό, το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό, του Χριστού με όλους αυτούς τους ανθρώπους προφήτες ή ψευδοπροφήτες, κινείται και άλλη εκπληκτική και βλάσφημη γνώμη άλλου ετεροδόξου θεολόγου, η οποία λέγει: «Για το μέλλον ένα μόνο είναι βέβαιο. στο τέρμα τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της πορείας του κόσμου, δεν θα στέκονται ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός, αλλά ούτε το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Ναι, ούτε και ο Χριστιανισμός. Καμιά θρησκεία. Αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος... Και στο τέρμα δεν θα στέκεται πια μεταξύ θρησκειών διαχωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής. δεν θα στέκεται ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας. Μάλιστα, δεν θα στέκεται πια διαχωριστικά ούτε και ο Ιησούς Χριστός»35.
Τί να σχολιάσει κανείς από την μεγαλόστομη και βλάσφημη αυτή κενολογία. Συμπεραίνουμε απλώς ότι η πανθρησκειακή συνάντηση της Ασίζης είναι ο καρπός αυτών των θεολογικών διεργασιών που συντελούνται αδιαμαρτύρητα και χωρίς λήψη ποιμαντικών μέτρων από την δήθεν ποιμαίνουσα αλλά περί άλλα τυρβάζουσα και νυστάζουσα Ιεραρχία, εκτός μερικών επαινετών αλλά ισχνών και ασθενών φωνών. Θα συνεχίσουμε με τον σύντομο σχολιασμό αυτής της βλασφημίας και θα δούμε αν όντως επίσης έχουν οι θρησκείες ή μερικές θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές πνευματικές και ηθικές αξίες, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του πανθρησκειακού, του διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
Από που αντλεί αυτή τη βεβαιότητα ο συγγραφεύς; Ποια Βίβλο διαβάζει και ποιος Θεός του τα απεκάλυψε; Έχει δική του Αποκάλυψη και δική του Βίβλο; Μήπως είναι ο ίδιος προφήτης και οραματιστής και βλέπει τί θα συμβεί στο μέλλον, στα έσχατα;
Στην αρχή της ιστορίας και στο τέλος της ιστορίας όμως στέκεται ο Χριστός· αυτός είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος36, και αυτός θα έλθει στο τέλος, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, να κρίνει και τον Βούδα και τον Μωάμεθ και τους Εβραίους, εν δυνάμει τώρα και εξουσία και όχι εν ταπεινώσει, όπως ήλθε την πρώτη φορά37. Ο «Άρρητος», που προβάλλεται ως διαφορετικός από τον Χριστό, είναι αποκύημα και πλάσμα της φαντασίας όσων τον πιστεύουν, ψεύτικο και ανύπαρκτο είδωλο, μοιάζει με τον Μέγα Αρχιτέκτονα των Μασόνων, οι οποίοι προωθούν αυτήν την πανθρησκειακή ισοπέδωση, πλανώντες και πλανώμενοι, καθήμενοι εν τω σκότει της νέας Γαλιλαίας των εθνών, της πολυθρησκειακής και πολυπολιτισμικής Νέας Εποχής. Και έχει βέβαια δικαίωμα κανείς να πιστεύει και να γράφει ό,τι θέλει. το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, γιατί είναι εικόνα του Θεού. Δεν εξαναγκάζει ο Θεός κανένα, ούτε εκβιάζει. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» είπε ο Χριστός· όλα γίνονται μέσα στο φως ενώπιον των ανθρώπων και όχι εν κρύπτω και παραβύστω. Στο σκοτάδι εργάζονται και σχεδιάζουν όσοι φοβούνται το φως, για να μη ελεγχθούν τα πονηρά τους έργα· ο «Άρρητος» που δεν ταυτίζεται με το Χριστό και το Φως είναι σκότος και πλάνη. Απορεί πάντως κανείς και εξίσταται για το μέγεθος της συγκρητιστικής και οικουμενιστικής διαβρώσεως των τελευταίων δεκαετιών, αφού καθίσταται πλέον δυνατόν οι βλάσφημες αυτές, αρνησίχριστες και αντίχριστες θέσεις, να δημοσιεύονται άλλες μεν στην Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλες στο περιοδικό «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του «Θεολογικού Συνδέσμου» Θεσσαλονίκης.
4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;
Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)38, να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον σημερινό πάπα Ιωάννη Παύλο Β' ο οποίος ετόλμησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών39 και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία "ιερά" βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος· γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος. εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί» που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»40.
α. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες
Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό· ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Και δεν υπάρχει βέβαια λόγος να μιλήσει κανείς για το ψεύδος της θρησκείας των ειδώλων, αφού ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη προσπαθεί να διαφυλάξει τους Ιουδαίους από την ειδωλολατρεία, την οποία συνέτριψε τελικώς και αφάνισε ο Χριστός και εγελοιοποίησαν οι άγιοι μάρτυρες, όταν τους επίεζαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να προσκυνήσουν τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα. Και όμως έπαυσε και αυτό να είναι αυτονόητο, και «εσκοτίσθη η ασύνετος καρδία» των Χριστιανών ηγετών, αφού καλούν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες, όπως έγινε στην Καμπέρα της Αυστραλίας κατά την Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή καλύτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου εκτροπής και παραπλάνησης των Εκκλησιών, και όπως έγινε αυτές τις ημέρες στην νέα εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο του πάπα. Δεν ισχύει πλέον αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες «εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού, εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και ότι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»41.
Ο αλάθητος πάπας είναι πάνω και από την Αγία Γραφή και καλεί και ειδωλολάτρες να προσευχηθούν, πού; Στα αναίσθητα είδωλα, στην αναισθησία των οποίων μετέχει και αυτός που τα σέβεται: «Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμόν έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσοναι, χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ' αυτοίς»42.
Η μόνη ενδεδειγμένη στάση ενός Χριστιανού επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, είναι να πράξει αυτό που έπραξε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και αλλού. να αποτρέψει τους ειδωλολάτρες από το να απάγονται και παρασύρονται από τα «άφωνα είδωλα»43, να τους πει ότι «γένος υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον»44, να τους βγάλει, από τους «χρόνους της αγνοίας» και να τους ανοίξει την νέα εποχή της αληθούς θεογνωσίας, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και καμμία συνέπεια, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική. Γιατί έτσι καθίσταται συνυπεύθυνος της πλάνης και της ασεβείας, αφού αφήνει την εντύπωση ότι παντού υπάρχει αλήθεια, ότι όλες οι θρησκείες, παρά τις διαφοροποιήσεις, έχουν στοιχεία αληθείας, και είναι περιττό επομένως να τους κηρύξει το Χριστό και το Ευαγγέλιο.
Ασεβούν οι της πανθρησκείας και προσβάλλουν τους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι καλούμενοι από τους διώκτες τους να προσκυνήσουν τα είδωλα, όχι μόνο δεν το έπραξαν, έστω και εξωτερικά, αλλά μετεβλήθησαν σε κήρυκας και αποστόλους και διδασκάλους Χριστού και έσωσαν από την πλάνη πολλούς άλλους. Σύμφωνα με την καινούργια νοοτροπία, που τείνει να επικρατήσει, η στάση αυτή των Αγίων Μαρτύρων απορρίπτεται, είναι φονταμελιστική και ακραία, γιατί στηρίζεται στην πίστη ότι μόνον ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή, και για να μη χάσει κανείς αυτήν την αλήθεια και τη ζωή αξίζει να χύσει και το αίμα του, το ιδικό του βέβαια, όχι των άλλων, όπως κάνουν οι καμικάζι του Ισλάμ, οι οποίοι οδηγούν στον θάνατο δεκάδες άλλων ανθρώπων. Σε τίνος μάρτυρος τον βίο και την απολογία μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτήν την νερόβραστη και χλιαρή ομολογία, ότι όλοι όσοι θρησκεύουμε είμαστε το ίδιο, ο καθένας πιστεύει στον δικό του Θεό και κατά τον ιδικό του τρόπο; Χωρίς την παρρησία, το θάρρος, την αφοβία και την τόλμη των Αγίων Μαρτύρων, που ήλεγξαν την ασέβεια και την πλάνη, χωρίς το αίμα των Αγίων Μαρτύρων δεν θα είχε στερεωθή η Εκκλησία, δεν θα είχε αναπτυχθή αρδευόμενη και τροφοδοτούμενη, για να υπάρχουν σήμερα επίσκοποι και θεολόγοι που προσβάλλουν αυτήν την σταυρική πορεία και το τίμιο αίμα, την θυσία και την ομολογία των Αγίων Μαρτύρων.
β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων
Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα εν μια υποστάσει. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιο Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.
Το γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία δήθεν ακολουθούν οι Εβραίοι, δεν παρουσιάζεται εμφανώς η Αγία Τριάδα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν διδάσκεται από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό· «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»45. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»46. Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ γαρ, Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»47.
Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Κ. Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Π. Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια. και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό: « Εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και ηρνούντο να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο. γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι όπως του είπαν «συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν»48. Και προς τους μαθητάς του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη θεότητά του. επήνεσε και πρόβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου» εκείνος απήντησε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»49. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού: «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»50. Όλη η Κ. Διαθήκη, από το κήρυγμα του Ιωάννου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωσις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Δεν πιστεύει λοιπόν στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο φως της Τριαδικής θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία. «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»51. Δεν ημπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού· «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»52. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός· όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός· «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»53.
Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς ηγέτες που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»54 και όχι με συνάξεις τύπου Ασίζης, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότας και φονείς: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»55. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιιουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε την Ασίζη και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες. Θα δούμε όμως στη συνέχεια τί λέγουν σχετικώς μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, για να συγκριθούν προς όσα λέγουν οι σύγχρονοι «Πατέρες» των συναντήσεων τύπου Ασίζης.
γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
Στο προηγούμενο τμήμα αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε γνώμες κληρικών και θεολόγων, υποστηρικτών του διαθρησκειακού Οικουμενισμού, σύμφωνα με τις οποίες σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, μερικές μάλιστα από αυτές πιστεύουν στον ίδιο Θεό, όπως οι τρεις μονοθεϊστικές· ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός, και ο Μουσουλμανισμός. Ανατρέψαμε εν συντομία αυτή τη θέση, γιατί αντίκειται στο Ευαγγέλιο και προσβάλλει τους Αγίους Μάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό, την οποία θεωρούσαν ως μοναδική οδό σωτηρίας· διαφορετικά η θυσία και το μαρτύριό τους δεν έχουν νόημα, αν όντως όπου και αν πιστεύει κανείς, σώζεται. Υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, αφού για τον Ιουδαϊσμό έχομε τη γνώμη του ιδίου του Χριστού και των Αποστόλων, ακόμη και του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, που ήσαν μάλιστα και Ιουδαίοι και αγαπούσαν τους ομοφύλους των, μέχρι σημείου ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου. «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»56. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.
Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων εσυνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων. εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης· «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα που υπέμεινε έγιναν «βασίλειον διάδημα» που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός» ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;»57, όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου: «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»58. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή: «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων εις τα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους: «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».
Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι λοιπόν ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθή από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;
Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, θα παρουσιάσουμε ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ' απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.
5. Ο Διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ
α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Πρώτος εκ των αγίων που ασχολήθηκε με το Ισλάμ είναι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), σύγχρονος της εμφανίσεως και διαδόσεως του Ισλάμ από τον Μωάμεθ (570-632). Το Βυζάντιο, υπό τον Ηράκλειο τότε, απησχολημένο στον πόλεμο εναντίον των Περσών, υποτίμησε τον νέο κίνδυνο, που προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι αποκτούσαν ενότητα κάτω υπό τον νέο ηγέτη και την νέα θρησκεία του Μωάμεθ. Το ίδιο συνέβη και με τους Πέρσες. Αμφότεροι, Ρωμαίοι και Πέρσες, είχαν εξασθενήσει από τις μεταξύ τους συγκρούσεις και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ορμή των νεοφωτίστων και επιθετικών Αράβων, παρακινουμένων σε πόλεμο εναντίον των απίστων από τον περίεργο νέο προφήτη, για τον οποίο δικαιολογημένα η έρευνα διερωτάται αν είναι προφήτης ή δικτάτωρ, θρησκευτικός ή στρατιωτικός ηγέτης. Την κατάσταση εχειροτέρευε η δυσμένεια των τοπικών χριστιανικών πληθυσμών εναντίον του Βυζαντίου λόγω των χριστολογικών διενέξεων, καθότι στις ανατολικές επαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός είχαν ευρεία διάδοση. Οι ενωτικές προσπάθειες των αυτοκρατόρων δεν απέδωσαν, γι' αυτό και οι ντόπιοι πληθυσμοί δυσαρεστημένοι με το Ορθόδοξο Βυζάντιο, έβλεπαν στο Ισλάμ τη δυνατότητα να αποσείσουν την βυζαντινή κυριαρχία, μολονότι βέβαια στη συνέχεια επλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά αυτήν την λανθασμένη εκτίμηση.
Ο Άγιος Μάξιμος, αυτοκρατορικός αξιωματούχος προηγουμένως του Ηρακλείου και πρωταγωνιστής κατόπιν ως μοναχός στον αγώνα εναντίον του Μονοθελητισμού, συμμοναστής και φίλος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ο οποίος αναγκάσθηκε να παραδώσει το 637 τα Ιεροσόλυμα στον χαλίφη Ομάρ, είχε άριστη γνώση των συμβαινόντων, αφού ο ίδιος διέτρεξε όλες τις ανατολικές χώρες και έφθασε μέσω Αφρικής στη Ρώμη, όπου πρωτοστάτησε στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον του Μονοθελητισμού. Σε μία επιστολή του λοιπόν προς τον Πέτρο Ιλλούστριο, που χαρακτηρίζεται ως δογματική59, διότι προβαίνει σε εννοιολογικές διασαφήσεις χριστολογικών όρων εναντίον της διδασκαλίας του Σεβήρου, θεωρεί υποχρέωσή του να συστήσει εμμονή στην ορθόδοξη πίστη, ώστε με σύμμαχο το Θεό να αποφύγει η αυτοκρατορία τον νέο κίνδυνο του Ισλάμ, την διδασκαλία και συμπεριφορά του οποίου περιγράφει ο Άγιος Μάξιμος με νηφαλιότητα και δικαιοσύνη.
Γράφει λοιπόν ότι το χειρότερο κακό στον κόσμο, στην οικουμένη, ήταν τότε η εμφάνιση του Ισλάμ, το οποίο με πολλή αγριότητα στρέφεται εναντίον της πολιτισμένης ανθρωπότητος και την καταστρέφει. Πρόκειται για παραφυάδα του Ιουδαϊσμού, που αρέσκεται στις αιματοχυσίες, στις θανατώσεις ανθρώπων, με τις οποίες μάλιστα νομίζει ότι ευαρεστεί τον Θεό. Αυτά τα οποία απεχθάνεται ο Θεός, με αυτά το Ισλάμ λατρεύει τον Θεό. Είναι ο πλέον άπιστος λαός, προπομπός και πρόδρομος του Αντιχρίστου. Αγνόησε το σωτηριώδες έργο του Χριστού και αδιάντροπα διώκει την πίστη και την αρετή, από φθόνο και βασκανία, γιατί χωλαίνει και στα δύο· προδίδει την πίστη και την αρετή, «υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός και έθνος απαίδευτον». Σ' αυτές τις δύο κακίες, την υπερηφάνεια και την ηδονή έχει διαμοιράσει την ζωή· η υπερηφάνεια τον οδηγεί σε αποστασία από τον Θεό, ενώ η ηδονή σε καταφρόνηση του πλησίον, σε μισανθρωπία, «ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται· ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων». Κατά τον Άγιο Μάξιμο ο Θεός επέτρεψε στο «απηνές και αλλόκοτον έθνος» να σηκώσει το χέρι του εναντίον των Χριστιανών, εξ αιτίας του ότι δεν πολιτεύονται οι Χριστιανοί αξίως του Ευαγγελίου και έχουν περιπέσει σε πλήθος αμαρτιών. Πρέπει γι' αυτό στο εξής να γρηγορούμε και να είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε την πίστη μας, χωρίς να υπολογίζουμε ακόμη και τον θάνατο. Πρόκειται περί προφητικής ενοράσεως των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν με την επέκταση του Ισλάμ, περί των νεομαρτύρων, οι οποίοι ανανέωσαν την δόξα των παλαιών μαρτύρων: «Και Θεόν αυτόν ομολογήσωμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδένα παντελώς υφορώμενοι θάνατον. ίνα και αυτός ημάς έμπροσθεν του Πατρός ομολογήση. και σεσωσμένους διά της καλής ομολογίας προσαγάγη, ης αυτός εις την των ημετέρων καλών υποτύπωσιν απήρξατο. μαρτυρήσας επί Ποντίου Πιλάτου και ομολογήσας την καλήν ομολογίαν. ην μιμείσθαι κατά την αυτού χάριν αξιωθείημεν, ότ' αν καλέσοι καιρός». Απόσπασμα από το ενδιαφέρον αυτό κείμενο, όπου για πρώτη φορά αποτιμάται το Ισλάμ από χριστιανικής πλευράς παραθέτουμε στη συνέχεια: «Τί γαρ των νυν περιεχόντων την οικουμένην κακών περιστατικώτερον; Τί δε τοις ησθημένοις των γινομένων δεινότερον; Τί δε τοις πάσχουσιν ελεεινότερον ή φοβερώτερον; Έθνος οράν ερημικόν τε και βάρβαρον, ως ιδίαν γην διατρέχον την αλλοτρίαν· και θηρσίν αγρίοις και ατιθάσοις, μόνης ανθρώπων έχουσι ψιλόν σχήμα μορφής, την ήμερον πολιτείαν δαπανωμένην. και λαόν Ιουδαϊκόν, και ανέκαθεν ανθρώπων αίμασι χαίροντα, και μόνην θείαν ευαρέστησιν ειδότα τον φόνον του πλάσματος. και διά τούτο πλέον μαινόμενον, πάντων των επί κακία διαβεβοημένων εν τω πλούτω της πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον.και οις Θεός απεγχθάνεται, Θεόν θεραπεύειν οιόμενον. τον μόνον πάντων των επί γης λαών απιστότατον. και διά τούτο προς υποδοχήν της αντικειμένης δυνάμεως επιτηδειότατον, προπομπεύοντα τρόπω τε παντί και διαθέσει της ενδημίας του πονηρού. και δι' ων πράττει μηνύοντα του Αντιχρίστου την παρουσίαν, επειδή την του αληθώς Σωτήρος ηγνόησεν. τον δυσμενή και παράνομον, μισάνθρωπόν τε και μισόθεον, και διά τούτο μάλλον μισάνθρωπον, ότι μισόθεον, και ταις κατά των αγίων εντρυφάν ύβρεσι συγχωρούμενον. ως εγγύς ούσης της εκδικήσεως, ίνα και κολασθή δικαιότερον, φανείσης αυτού διά των πραγμάτων τελείως της κατά του Θεού τυραννίδος τε και επαναστάσεως· τον του ψεύδους προστάτην λαόν, της τε μιαιφονίας δημιουργόν, και της αληθείας εχθρόν. τον πικρόν της εμής πίστεως διώκτην, δι' ης η πολύθεος κατελύθη πλάνη, και των δαιμόνων αι φάλαγγες απηλάθησαν. Δι' ης πάντα τα έθνη κεκροτήκασι χείρας, κατά την προφητείαν, και ηλάλαξαν τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Εγνώσθη μυστικώς αυτοίς διά σαρκός επιδημήσας ο μονογενής Υιός. Κύριος μεν, ως δούλοις αρετήν επιτάσσων τοις διά πράξεως των εντολών ανεχομένοις. ύψιστος δε, ως της αληθούς γνώσεως χορηγός, τοις πόθω σοφίας διά θεωρίας προς την γυμνήν συμβόλων επειγομένοις των μυστηρίων κατάληψιν. φοβερός δε, ως κριτής, και των παραβάσεων εκδικητής. βασιλεύς δε, ως εκάστω των κατ' αξίαν ητοιμασμένων διανομεύς· και μέγας ως υπέρ φύσιν διά των εναντίων τα εναντία ποιών. και διά πάθους απάθειαν, και διά θανάτου ζωήν δημιουργών και παραδόξω δυνάμει ταις εαυτού κατά σάρκα στερήσεσι, τας ατρέπτους έξεις των αγαθών τη φύσει δωρούμενος. και ουδ' ούτως ο παράφρων αισχύνεται λαός, και λήγει διώκων πίστιν και αρετήν. Άπερ σαφώς διώκει διά βασκανίαν. ως αμφοτέρων εκπεπτωκώς, και ουκ ειδώς ότι πέπτωκεν, επ' αμφοτέραις χωλαίνων ταις ιγνύαις, και διαναστήναι του πτώματος της ασεβείας παντελώς μη δυνάμενος, ή μη βουλόμενος, ειπείν οικειότερον. ως πίστιν και αρετήν αεί προδιδούς υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός, και έθνος απαίδευτον. Αις επιμερίσας εαυτού την ζωήν, ο αποστάτης και πλήρης ανομιών, την μεν αποστασίας Θεού ποιείται μητέρα, την δε, μισανθρωπίας δημιουργόν. ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται. ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων.
Τί τούτων, ως έφην, Χριστιανών οφθαλμοίς, ή ακοαίς φοβερώτερον; Έθνος απηνές και αλλόκοτον, κατά της θείας κληρονομίας οράν επανατείνεσθαι χείρας συγχωρούμενον. Αλλά ταύτα το πλήθος ων ημάρτομεν συμβήναι πεποίηκεν. Ου γαρ αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού πεπολιτεύμεθα. Πάντες ημάρτομεν, πάντες ηνομήσαμεν, πάντες αφήκαμεν την οδόν των εντολών την ειπούσαν, εγώ ειμι η οδός, και κατ' αλλήλων εθηριώθημεν, αγνοήσαντες της φιλανθρωπίας την χάριν, και των υπέρ ημών του σαρκωθέντος Θεού παθημάτων το μυστήριον. και διωδεύσαμεν τρίβους αβάτους, τας των παθών της ατιμίας δηλαδή σχέσεις τη διαθέσει της γνώμης κυρώσαντες. Αλλά γρηγορήσωμεν και προσευξώμεθα, μήπως πλέον βαρυνθώσιν αι καρδίαι ημών εν κραιπάλη και μέθη.»
β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός
Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (680-754) ζει ένα αιώνα περίπου μετά τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Όταν γεννήθηκε, είχαν παρέλθει πενήντα περίπου χρόνια, αφ' ότου οι Άραβες είχαν καταλάβει την γενέτειρά του Δαμασκό (634), η οποία μάλιστα έγινε μετά από λίγο κέντρο του ισλαμικού κόσμου, γιατί εγκαταστάθηκε εδώ το αραβικό χαλιφάτο, η θεοκρατική δηλαδή κυβέρνηση των Μουσουλμάνων (661). Γεννήθηκε λοιπόν και ανατράφηκε σε ισλαμικό περιβάλλον και έμαθε πολύ καλά τα της νέας θρησκείας, πολύ περισσότερο μάλιστα διότι και ο ίδιος και ο πατέρας του ήσαν ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι, λόγω της υψηλής των μορφώσεως, στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού. Η εκκλησιαστική παράδοση έχει διασώσει στον βίο του το θαύμα και την παράσταση της Παναγίας της Τριχερούσας· σύμφωνα με την σχετική διήγηση η βυζαντινή διπλωματία τον ενέπλεξε, ως υπερασπιστή των αγίων εικόνων για να τον εξοντώσει, στις σχέσεις της με το χαλιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη επιστολή του Ιωάννου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ' Ίσαυρο, τον οποίο προέτρεπε δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Δαμασκού. Ο χαλίφης θεώρησε ως γνήσια την ψευδεπίγραφη επιστολή και οργισμένος τον ετιμώρησε με το κόψιμο του δεξιού χεριού, που έγραψε την προδοτική επιστολή. Η Παναγία όμως, στην εικόνα της οποίας προσευχήθηκε, εισήκουσε τη δέηση του αθώου Ιωάννου και θαυματουργικά επανασυγκόλησε και αποκατέστησε το χέρι. Ευγνωμονών ο Άγιος Ιωάννης κατασκεύασε ασημένιο χέρι και το εκρέμασε στην εικόνα της Παναγίας, η οποία έτσι φαινόταν ως Τριχερούσα. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, μεταφερθείσα εκεί από τον Άγιο Σάββα των Σέρβων, ο οποίος εμόνασε για κάποιο διάστημα στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του και αγίασε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Γνώστης λοιπόν άριστος του Ισλάμ ο μέγας άγιος και πατήρ έβλεπε με ανησυχία εκτός της πολιτικής και στρατιωτικής του επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθή και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθή από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στο Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία που έχει ενσωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρησκεία από τον Άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυστηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαοπλάνο και πρόδρομο του Αντιχρίστου: «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου»60.
Θα παρουσιάσουμε σύντομα τη γνώμη και την αξιολόγηση του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού περί του Ισλάμ, την οποία μάλιστα δεν δίστασε, όπως φαίνεται από το κείμενο, να εκφράσει σε διάλογο με Μουσουλμάνους, για να φανεί πώς οι Άγιοι συμπεριφέρονταν στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπως επίσης και το αν εκείνοι οι διάλογοι ομολογίας και μαρτυρίας, έχουν κάποια σχέση με τους σημερινούς συγκρητιστικούς διαλόγους της βλάσφημης πανθρησκείας του Σατανά, τους οποίους μετασχηματίζουν εις διαλόγους φωτός, κατά το πρότυπο δήθεν των Αγίων Πατέρων, οι οπαδοί της Πανθρησκείας, για να παραπλανούν και εξαπατούν τους απλοϊκούς και μη ειδότας.
Αναφέρεται στα ονόματα Αγαρηνοί, Ισμαηλίται και Σαρακηνοί με τα οποία είναι γνωστοί, όπως και στο προηγούμενο ειδωλολατρικό τους παρελθόν που διαρκεί μέχρι, των χρόνων του Ηρακλείου, «αφ' ου χρόνου και δεύρο ψευδοπροφήτης αυτοίς ανεφύη Μαμέδ επονομαζόμενος», ο οποίος ισχυρίζεται ότι όσα διδάσκει του αποκαλύφθηκαν εξ ουρανού, είναι όμως αυτά «γέλωτος άξια». Αναφέρεται βέβαια η βίβλος του και στον Χριστό, τον οποίο θεωρεί προφήτη και δούλο του Θεού, όπως και στην μητέρα του Μαρία. Αρνείται όμως την σταύρωση, ισχυριζόμενος από επίδραση του Δοκητισμού, ότι οι Ιουδαίοι «εσταύρωσαν την σκιάν αυτού». Ο Χριστός δεν απέθανε, ούτε εσταυρώθη. «ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς εαυτόν εις τον ουρανόν διά το φιλείν αυτόν».
Τί να τα κάνει όμως κανείς αυτά, που φαινομενικά δείχνουν κάποιο σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού, όταν στην συνέχεια βάζει ο Μωάμεθ τον ίδιο τον Χριστό σε διαλογική συζήτηση με τον Θεό, μετά την άνοδό του στους ουρανούς, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να λέγει ότι όσα σχετικά γράφονται στο Ευαγγέλιο είναι ψεύδη και πλάνες. Υπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία από αυτήν εναντίον του Χριστού και του Ευαγγελίου, και υπάρχει, απομένει χώρος για να δει κανείς θετικά το Ισλάμ και τον προφήτη του, όπως πράττουν οι νέοι υποστηρικτές των ψευδοπροφητών; Τα καλά λόγια που υπάρχουν στο Κοράνιο για το Χριστό είναι απλώς το ένδυμα του προβάτου, κάτω από το οποίο κρύβεται η διάθεση του λύκου, που έρχεται να θύσει και να απολέσει, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός· «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες»61. Σε ποια άλλη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο η σύσταση του Αποστόλου Ιωάννου να διακρίνουμε και να δοκιμάζουμε «τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» και ότι το κριτήριο της διακρίσεως των πνευμάτων είναι η αποδοχή της θεότητος του Χριστού και της ενσαρκώσεώς του62; Ο ίδιος απόστολος επαναλαμβάνει ότι «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί. ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος»63. Και σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση της αρνήσεως του Χριστού, όπως συμβαίνει στο Ισλάμ, συνιστά να αποφεύγουμε κάθε επικοινωνία με όσους αρνούνται την θεότητα του Χριστού. Αρνηθήκαμε ή όχι το Ευαγγέλιο στην Ασίζη, και όπου αλλού καλοδεχθήκαμε και καλοσυζητήσαμε με τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους; Ας ξαναδιαβάσουν το Ευαγγέλιο επί τέλους μερικοί ποιμένες και θεολόγοι, εκτός και αν δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο και θέλουν να το "απομυθεύσουν" και να το αποκαθάρουν και αυτό. Αυτό πάντως αιωνίως θα συνιστά εις τους πιστούς: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε. ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»64. Όσο και αν προσπαθούν με στρεβλούς και δοκησίσοφους συλλογισμούς να αλλάξουν τα πράγματα οι διαπλεκόμενοι στην πανθρησκεία κληρικοί και θεολόγοι, η σαφήνεια και η απλότης του Ευαγγελίου δεν αφήνουν περιθώρια άλλων ερμηνειών, για να είναι ακριβώς αναπολόγητοι όσοι διαστρέφουν την αλήθεια. Ο δεχόμενος και συναναστρεφόμενος τους αρνητάς του Χριστού, είναι και αυτός αρνητής του Χριστού, «κοινωνεί τοις έργοις τοις πονηροίς». Αυτός είναι ο καθρέπτης του ευαγγελικού λόγου, μέσα στον οποίο πρέπει να ιδούν τα πρόσωπά τους οι των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων.
Για να επανέλθουμε όμως στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, θα παραθέσουμε τον διάλογο μεταξύ του Θεού και του Χριστού, όπως τον μεταφράζει ο Άγιος από το Κοράνιο (19,29): «Ω Ιησού συ είπας ότι "Υιός ειμι του Θεού και Θεός"; Και απεκρίθη φησίν ο Ιησούς. "Ιλεώς μοι, Κύριε. συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου. αλλ' άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον το λόγον τούτον, και εψεύσαντο κατ' εμού και εισί πεπλανημένοι". Και απεκρίθη και φησιν αυτώ ο Θεός· "Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον "». Κατά τα άλλα εμείς μπορούμε να ονομάζουμε το Κοράνιο "ιερό" και να το εξισώνουμε με το Ευαγγέλιο, για το οποίο το ίδιο το "ιερό" Κοράνιο πιστεύει ότι γράφτηκε όχι από το Θεό, αλλά από ανθρώπους "παραβάτας" "ψεύστας" και "πεπλανημένους". Απέμεινε τελικώς κάτι που να πιστεύουμε και να ακολουθούμε; Μετά την παράθεση αυτού του εδαφίου από το Κοράνιο λέγει πάλιν ο Άγιος Ιωάννης· "Και άλλα πολλά τερατολογών εν τη τοιαύτη συγγραφή γέλωτος άξια, ταύτην προς Θεού επ' αυτόν κατενεχθήναι φρυάττεται".
Στη συνέχεια σε διάλογο που έχει με Μουσουλμάνους παρουσιάζει την θέση ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ δημιουργεί αμφιβολίες και επιφυλάξεις, γιατί δεν υπάρχουν μάρτυρες που να βεβαιώνουν ότι πράγματι ο Θεός την έδωσε στον προφήτη τους, όπως έγινε με τον Μωυσή στο όρος Σινά, και όπως έγινε με τον Χριστό, για τον οποίον εμαρτύρησαν οι προφήται πριν ακόμη έλθει. Κανένας προφήτης δεν μίλησε για το Μωάμεθ. Και ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ συνιστά στους οπαδούς του τίποτε να μη πράττουν ή να δέχονται χωρίς την παρουσία μαρτύρων, η ίδια η πίστη και η Γραφή του είναι αμάρτυρες. Κανένας προφήτης δεν μίλησε περί αυτού, αλλά και κανένας άλλος δεν είδε πώς του εδόθη η διδασκαλία. «ο γαρ ταύτην υμίν παραδούς ουδαμόθεν έχει το βέβαιον, ουδέ τις προμάρτυς εκείνου γνωρίζεται, αλλά και κοιμώμενος εδέξατο ταύτην».
Αναφέρεται στη συνέχεια και σε κατηγορίες των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών, τις οποίες αναιρεί. Κατόπιν μεταξύ των άλλων «ληρωδιών» μνημονεύει όσα έχουν σχέση με τον γάμο, την επιτρεπόμενη πολυγαμία, και την συμπεριφορά του ιδίου του Μωάμεθ, ο οποίος εχώριζε ανδρόγυνα, γιατί ερωτευόταν ξένες γυναίκες, και αυτήν την ακράτειά του παρουσίαζε ως εντολή του Θεού. Νομοθετεί μάλιστα την εντός του γάμου ακράτεια συνιστών στους άνδρας. «"είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκε σοι και φιλοκάλησον αυτήν" και τόδε ποίησον και τοιώσδε, ίνα μη πάντα λέγω, ως εκείνος, αισχρά». Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτηνώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγαθών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση.«Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος. πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες».
γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς μαζύ με τον αδελφό του Μεθόδιο είναι οι απόστολοι και φωτιστές των Σλάβων. Μαθηταί του Αγίου Φωτίου συνέβαλαν αποφασιστικά με τη σοφία και την αγιότητά τους στη στροφή των σλαβικών λαών προς το φως του Ευαγγελίου και στην αποφυγή του σκότους του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού, οι οποίοι επίσης επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Στον Βίο Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) σώζεται διάλογος του Αγίου με τους Ιουδαίους ενώπιον του Χαγάνου, ηγεμόνος των Χαζάρων. Ιουδαίοι και Μουσουλμάνοι επίεζαν τον Χαγάνο να αποδεχθεί οριστικά μία από τις δύο θρησκείες. Ο εν λόγω διάλογος με τους Ιουδαίους έγινε το 861 στη Χαζαρία. Ένας σύμβουλος του Χαγάνου που ήταν παρών στον διάλογο θέλησε να διαπιστώσει τη γνώμη του Αγίου Κυρίλλου για το Ισλάμ, που ήταν εκεί σοβαρός αντίπαλος του Ιουδαϊσμού. Το σχετικό κείμενο σε μετάφραση έχει ως έξης: «Ένας από αυτούς, σύμβουλος του Χαγάνου, που γνώριζε καλά όλη την κακότητα των Σαρακηνών, ρώτησε τον Φιλόσοφο. "Πες μας ξένε, πώς γίνεται να μην αναγνωρίζετε τον Μωάμεθ; Αυτός στις Γραφές του επαίνεσε πολύ τον Χριστό. Λέγει ότι γεννήθηκε από Παρθένο, αδελφή του Μωυσέως, ότι είναι μέγας προφήτης, πως ανέστησε νεκρούς και εθεράπευσε με μεγάλη δύναμη κάθε ασθένεια". Ο Φιλόσοφος του απάντησε: "Ας κρίνει ο Χαγάνος μεταξύ ημών των δύο". είπε και τα εξής. "Αν ο Μωάμεθ είναι προφήτης, πώς μπορούμε τότε να πιστεύσουμε στο Δανιήλ; Διότι εκείνος είπε ότι από το Χριστό και εξής κάθε οράση και προφητεία σφραγίσθηκε. Όμως ο Μωάμεθ έζησε μετά την εμφάνιση του Χριστού. Πώς μπορεί λοιπόν να είναι προφήτης; Αν τον ονομάσουμε προφήτη τότε απορρίπτουμε τον Δανιήλ". Τότε και πολλοί απ' αυτούς είπαν: "Ό,τι είπε ο Δανιήλ το είπε διά του πνεύματος του Θεού. Αλλά για το Μωάμεθ που ξεστόμισε τις πλάνες του μόνο για κακία και ακολασία, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ψεύτης και διαφθείρει τη σωτηρία". Για όλα αυτά ο πρώτος σύμβουλος του Χαγάνου είπε απευθυνόμενος στους Ιουδαίους φίλους: "Αυτός ο ξένος με τη βοήθεια του Θεού κατεπάτησε στο έδαφος την υπερηφάνεια των Σαρακηνών, αλλά και την δική σας την ανέτρεψε ως άξια ντροπής"»65. Υπάρχει και άλλος εκτενής διάλογος του Αγίου Κυρίλλου με τους Μουσουλμάνους, που φανερώνει αδιάψευστα πώς διεξήγαγαν οι Άγιοι τους διαθρησκειακούς διαλόγους και σε τί είδους διαθρησκειακές συναντήσεις έπαιρναν μέρος. Θα τον παρουσιάσουμε μελλοντικά σε εκτενέστερη μορφή του παρόντος κειμένου.
Αναφορά στο Ισλάμ βρίσκουμε και στον Βίο του Αγίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού, ο οποίος κατά την επικρατούσα στην έρευνα άποψη έζησε τον 9ο αιώνα, επί της εποχής Λέοντος Στ' του Σοφού, ενώ ο Βίος πρέπει να εγράφη τον 10ο αιώνα. Απαντώντας ο Άγιος Ανδρέας σε ερώτηση του μαθητού του Επιφανίου για το μέλλον της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και στους Μουσουλμάνους, δικαιολογώντας την εναντίον τους οργή του Θεού από την βλάσφημη πίστη τους και την ακόλαστη ζωή τους· «Και μετά ταύτα δώσει το πρόσωπον αυτού επί Ανατολάς και ταπεινώσει τους υιούς Αγάρ. οργισθήσεται γαρ ο Κύριος διά την βλασφημίαν αυτών, και διά το είναι τον καρπόν αυτών χολήν Σοδόμων και πικρίας Γομόρρων. και διά τούτο νύξας εγερεί τον βασιλέα Ρωμαίων επ' αυτούς και εξολοθρεύσει αυτούς και τα τέκνα αυτών πυρί αναλώσει»66.
Τον ένατο αιώνα ζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης συνδεδεμένος και με την Θεσσαλονίκη, όπου γνωρίσθηκε με τον Ιωσήφ τον Υμνογράφο, ο οποίος συνέταξε ακολουθία και κανόνα του Αγίου. Σώζεται μία Διήγηση όπου γίνεται λόγος για μεταστροφή Μουσουλμάνων στο Χριστιανισμό μετά από συζήτηση με τον Άγιο Γρηγόριο. Πόσους μεταστρέφουν τώρα οι των διαθρησκειακών διαλόγων; Σε κάποιο σημείο της συζητήσεως λέγει ο Άγιος προς τον Μουσουλμάνο: «Και μη έλπιζε επί τα παρόντα, αλλ' επί τα μέλλοντα και μη πίστευε επί τον ψευδοπροφήτην, τον υιόν της κολάσεως· αλλά πίστευσον εις τον Ιησούν Χριστόν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Πίστευσον Τριάδα ομοούσιον, την μίαν θεότητα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον»67.
Θα κατακλείσουμε αυτό το τμήμα με αναφορά στην θαρραλέα και άξια Χριστιανού ποιμένος στάση του Αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αιών), ο οποίος βρέθηκε σε παρόμοια προς τους σημερινούς πατριάρχες και αρχιεπισκόπους θέση, κράτησε όμως τελείως διαφορετική στάση. Είναι προφανές ότι και σήμερα οι θρησκευτικοί ηγέτες πιέζονται από τις πολιτικές ηγεσίες, που είναι υπεύθυνες των αλληλοσπαραγμών και των πολέμων, να συναντηθούν και να μιλήσουν για την ειρήνη, σαν να ευθύνονται οι θρησκείες για τις συγκρούσεις όπου γης. Γίνονται έτσι οι θρησκείες το εξιλαστήριο θύμα και με τις συναντήσεις τους επιβεβαιώνουν στην πράξη ό,τι φραστικά αποκρούουν, και αφήνουν την εντύπωση ότι οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους, ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ποια οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα υποκινούν τους πολέμους. Συγχρόνως μάλιστα με τις συναντήσεις αυτές σχετικοποιούν τις αλήθειες της πίστεως, και ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί ηγέτες εξισώνουν την μοναδική και απόλυτη αλήθεια του ενσαρκωθέντος Θεού με τα εντάλματα και τις διδασκαλίες των ανθρώπων. Επίεζε και ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143-1180) την εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδο να φανεί περισσότερο ανεκτική απέναντι του Ισλάμ και να απαλείψει από τα εκκλησιαστικά βιβλία το ανάθεμα εναντίον του Μωάμεθ. Ο άγιος Ευστάθιος, ο οποίος σημειωτέον ώφειλε στον αυτοκράτορα την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, αντέδρασε και έπεισε την σύνοδο να μη δεχθεί την απάλειψη του αναθέματος εναντίον του Μωάμεθ και της διδασκαλίας του, όπως και έγινε. Είπε μάλιστα την εξής φράση: «Εσοίμην αν καταπεπατημένον ταις πτέρναις φορών τον εγκέφαλον και του σχήματος τούτου παράπαν ανάξιος, ει θεόν ηγοίμην αληθινόν τον παιδεραστήν και καμηλώδη και πάσης πράξεως μυσαράς υφηγητήν και διδάσκαλον»68. Σήμερα προχωρήσαμε τόσο πολύ στην αποστασία, ώστε τις προτάσεις για «κάθαρση» των σχολικών και εκκλησιαστικών βιβλίων από αυστηρές εκφράσεις τις κάνουν όχι οι πολιτικοί, αλλά οι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Η κρίση του Αγίου Ευσταθίου ότι αυτό σημαίνει παραλογισμό, κατέβασμα του μυαλού στα πόδια, και εξευτελισμό του ιερατικού σχήματος πρέπει να προβληματίσει πολλούς.
δ'. Όλοι οι Άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι
Τολμούν πολλοί οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή μάλλον Συγκρητισμού, και μάλιστα πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι, σε διακηρύξεις και σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, να ισχυρίζονται ότι ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεννάδιος Σχολάριος κ.ά. ήσαν υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και ότι αυτοί αποτελούν τα πρότυπά τους. Θα ευχόμασταν εκ βάθους ψυχής να ήσαν όντως πρότυπα για τους σημερινούς ηγέτες οι μεγάλοι αυτοί Άγιοι και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Δυστυχώς όμως δεν είναι, διότι όλοι οι Άγιοι έχουν απόλυτα αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ, την οποία δεν διστάζουν να διατυπώσουν, ακόμη και όταν αναγκάζονται να προσέλθουν σε διάλογο με τους Μουσουλμάνους, είτε ως αιχμάλωτοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, είτε ως υπόδουλοι και κατακτημένοι, όπως ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.
Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, εθελουσίως στους διαλόγους, και χωρίς να υπάρχει εξωτερική ανάγκη ή βία αναγνωρίζουμε τον Μωάμεθ ως προφήτη και βλέπουμε πολλά θετικά στη διδασκαλία του. Μα τότε πολύ περισσότερο πρέπει να αμνηστεύσουμε τους Χριστιανούς αιρετικούς που κατεδίκασε η Εκκλησία με οικουμενικές και τοπικές συνόδους, διότι ασφαλώς αυτοί έχουν πολύ περισσότερα όμοια στοιχεία και θετικά, αφού η κακοδοξία τους περιορίζεται σε ένα δύο συγκεκριμένα θέματα της χριστιανικής πίστεως και όχι στην ριζική απόρριψη του Χριστού και του Ευαγγελίου, όπως συμβαίνει με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Και όμως η Εκκλησία έχει καταδικάσει τους αιρετικούς και τους έχει αναθεματίσει, όπως ακούμε να εκφωνούνται τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όπως πάμε ούτε το επίθετο ορθόδοξος και το ουσιαστικό Ορθοδοξία θα έχουν πια νόημα, διότι αυτά αντιπαρατίθενται στα κακόδοξος και κακοδοξία, τα οποία όμως σήμερα "καθαίρονται", καθαρίζονται από το αρνητικό τους περιεχόμενο. Καταργούν λοιπόν την Ορθοδοξία και την αρνούνται όσοι αμνηστεύουν τις αιρέσεις, πολύ περισσότερο τις θρησκείες. Είναι πλέον σαφές, όπως διακηρύσσεται πλέον από μερικούς "προοδευτικούς", ότι η έννοια της αιρέσεως και του αιρετικού, του ετεροδόξου και του ετεροθρήσκου, δεν ισχύει, δεν έχει πέραση στην σημερινή εποχή της συγχύσεως και αναμίξεως των πάντων, του φωτός προς το σκότος. Όλα είναι νόμιμα και αποδεκτά και στον τομέα της πίστεως και στον τομέα της ηθικής ζωής. Ας μας ξεκαθαρίσουν λοιπόν μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι έχουν προσχωρήσει σ' αυτήν την "προοδευτική" άποψη, για να καθορίσουμε και εμείς την στάση μας απέναντί τους, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε, διότι διαφορετικά κοινωνούμε και εμείς «τοις έργοις αυτών τοις πονηροίς»69. Εμείς επιθυμούμε να έχουμε κοινωνία όχι προς τους ακοινωνήτους, αλλά προς τους αγίους και πιστούς όλων των εποχών, να πιστεύουμε όπως επίστευαν όλοι οι προ ημών Άγιοι Πατέρες, στους οποίους πειθόμεθα και υπακούουμε. Καλή υπακοή είναι η υπακοή στο Ευαγγέλιο και στους Αγίους· κακή είναι στους κακοδόξους και στους υποστηρικτάς των. Η ανυπακοή στους δεύτερους είναι αγία ανυπακοή· τους καλούς ποιμένες ακολουθούν τα πρόβατα. αποφεύγουν τους κακούς ότι «ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν»70.
Όλοι λοιπόν οι Άγιοι, ανεξαιρέτως, έχουν αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ και τον "προφήτη" του. Από της πλευράς αυτής, της καθαρά ερευνητικής, έχει δίκαιο ο Αστέριος Αργυρίου, όταν διαπιστώνει, ότι «καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και μέχρι μια αρκετά πρόσφατη εποχή η αρνητική στάση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θα επικρατήσει σ' ολόκληρη τη χριστιανική θεολογία»11. Τουλάχιστον δεν επιχειρεί να νοθεύσει την αλήθεια και να την αλλοιώσει, όπως μερικοί άλλοι που θεωρούν ως προδρόμους και πρότυπα των σημερινών διαλόγων τους Αγίους Πατέρες. Είναι μόνον λυπηρό που ο εν λόγω ερευνητής στη συνέχεια δεν συμφωνεί με αυτήν την καθολικά αρνητική θέση των αγίων, και επαινεί σημερινούς επιστήμονες που βλέπουν θετικά το Ισλάμ, γιατί λέγει τους βοήθησαν σ' αυτό «η γενναιότητα της ψυχής τους και η βαθιά τους πίστη», σαν να εστερούντο αυτές τις αρετές οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει επί λέξει: «Οι επιστήμονες όμως που ανέφερα - καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι και μαθητές τους - διακρίνονταν επίσης για τη γενναιότητα της ψυχής τους και για τη βαθιά τους πίστη. Οι δύο αυτές αρετές, τα δύο αυτά θεία χαρίσματα, τους βοήθησαν ώστε να αναγνωρίσουν στο Ισλάμ τη θρησκεία που δοξολογεί τον ίδιο με μας Θεό, το Θεό του Αβραάμ, τον κοινό Πατέρα όλων των πιστών. Οι ίδιες ακριβώς αρετές χαρακτηρίζουν και όλους τους χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες και ορθοδόξους, που τα πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, αποφάσισαν να εργαστούν για την προώθηση του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση και καλύτερη γνωριμία μεταξύ των δύο αυτών αποκεκαλυμμένων θρησκειών»72. Να! λοιπόν. Οι ενάρετοι και χαρισματούχοι επιστήμονες της τελευταίας πεντηκονταετίας, σε διαφορετική πορεία από τους Αγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ετών. Των αγίων όμως η αρετή και η σοφία, ως και τα θεία χαρίσματα, είναι αποδεδειγμένα θεόθεν και απτά· εμείς αυτούς ακολουθούμε. οι άλλοι μπορούν να περιμένουν και θα περιμένουν εις μάτην την θεόθεν αναγνώριση της αρετής και των χαρισμάτων τους. Ας δούμε λοιπόν τί λέγει σχετικώς ο όντως άγιος και χαρισματούχος, ο κήρυξ του φωτός και της Χάριτος, «Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλος, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος», ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
ε'. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους, υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθείας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμάνους που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικό για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυτελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Η απόλαυση αυτών των παροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνωρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο για να είναι κανείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, "αντικειμενικός", "αμερόληπτος" και όχι απόλυτος και αποκλειστικός. Μικρών δυνατοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προβολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επιδιώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καταξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπισμού, με μία άκρως αντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως... ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για τον Μ. Βασίλειο73. Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του, κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών. Σε κάποια μεσολαβητική, ειρηνευτική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Εκεί λοιπόν συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδεία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει Προς την εαυτού εκκλησίαν, την εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χαρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλοπίστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων. Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρτυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας.
Συνολικά κατά την διάρκεια της ταλαιπωρίας του από πόλη σε πόλη, η οποία οφείλεται εις το ότι πληροφορηθέντες οι Τούρκοι ότι ήτο επιφανής και διάσημος αρχιερεύς, ζητούσαν υπέρογκα χρηματικά ποσά ως λύτρα, διεξήγαγε τρεις διαλόγους ο Άγιος Γρηγόριος με θεολόγους του Ισλάμ, στους οποίους σύντομα θα αναφερθούμε. Η πρώτη συζήτηση περιγράφεται σε επιστολή προς την Εκκλησία του74, η δεύτερη συζήτηση στην ίδια επιστολή και σε άλλη του επιστολή από την αιχμαλωσία προς ανώνυμο παραλήπτη75, και η τρίτη συζήτηση «Προς τους αθέους Χιόνας»76, εξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σαν ένα είδος πρακτικών, από τον ιατρό Ταρωνείτη, που προσεκλήθη από Χριστιανούς για να βοηθήσει τον ασθενήσαντα από τις ταλαιπωρίες Άγιο Γρηγόριο.
Γράφοντας λοιπόν «Προς την εαυτού εκκλησίαν» κρίνει ότι ήταν μέτρο της προνοίας του Θεού η αιχμαλωσία του: «Δοκεί γαρ μοι διά της οικονομίας ταύτης φανερούσθαι τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του επί πάντων Θεού, και αυτοίς τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ως αναπολόγητοι ώσιν επί του μέλλοντος αυτού φρικωδεστάτου βήματος, εγγύς όντος ήδη, δι' ην οικονομίαν, ως από των εκβάντων έστι συνοράν, και ημείς παρεδόθημεν ταις τούτων χερσίν, άμα προς μικράν έκτισιν των πολλών εις Θεόν ημετέρων αμαρτημάτων»77. Οι σημερινές συναντήσεις και διάλογοι δεν γίνονται για καμμία οικονομία θεϊκή, ούτε καθιστούν αναπολογήτους τους Μουσουλμάνους, αφού δεν μαθαίνουν από αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου· γίνονται για ανθρώπινες οικονομίες, όπως και αν εκλάβει κανείς τον όρο. Από την Καλλίπολη, όπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι ομαδικά στην Λάμψακο υπό σκληρές συνθήκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικών κακώσεων ο ηγεμών των βαρβάρων ήλπιζε ότι θα εισπράξει χιλιάδες νομισμάτων για την απελευθέρωση του Αγίου Γρηγορίου, οι δε φανατικοί στην πίστη Μουσουλμάνοι εξεδήλωναν την μανία τους εναντίον του και επεδίωκαν να τον υποχρεώσουν σε θεολογικό διάλογο, γιατί πίστευαν ότι η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία από τον Θεό εξ αιτίας της ασεβούς πίστεως των Χριστιανών. Αγανακτεί στο σημείο αυτό ο Άγιος Γρηγόριος γιατί «το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος» μεγαλαυχεί και πιστεύει ότι λόγω της ευσέβειας και θεοφιλίας του επικρατεί επί του Γένους των Ρωμηών. Υπενθυμίζει ότι κατά το Ευαγγέλιο «ο κόσμος ούτος εν τω πονηρώ κείται»78 και ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυριαρχούν οι κακοί και δούλοι των κάτω, που εκβιάζουν με τα όπλα και εκπορθούν τα γειτονικά εδάφη. Μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου κυβερνούσαν τον κόσμο οι ειδωλολάτρες, που δεν είχαν βέβαια την εύνοια του Θεού. Οι Μουσουλμάνοι έπαθαν ό,τι και οι ειδωλολάτρες Έλληνες, για τους οποίους λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν», διότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν». Το ίδιο και οι Μουσουλμάνοι, ενώ ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και Πνεύμα, ότι ετέχθη εκ παρθένου, εδίδαξε θεία πράγματα, ανελήφθη στους ουρανούς και θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, εν τούτοις δεν τον δέχονται ως Θεό, ως Θεάνθρωπο Λόγο, αλλά «ηλλάξαντο την αλήθειαν εν τω ψεύδει και επίστευσαν και εσεβάσθησαν και ηκολούθησαν ανθρώπω ψιλώ τε και θνητώ και τεθαμμένω, Μωάμεθ ούτος, παρά τον Θεάνθρωπον και αείζωον και αΐδιον Λόγον». Η συνέχεια των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος αποτελούν ολοκληρωτική άρνηση και κατεδάφιση του Ισλάμ. Επειδή λοιπόν αστόχησαν στην πίστη, όπως οι ειδωλολάτρες, τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν και εις πάθη ατιμίας». η πίστη τους και η ζωή τους είναι θεομισείς και απάνθρωπες. Έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο παραλογισμού, ώστε όχι μόνον δικαιολογούν τα όσα πράττουν, αλλά νομίζουν ότι και ο Θεός επιδοκιμάζει τις πράξεις τους. Επικαλείται για την κρίση του αυτή την προσωπική του πλέον εμπειρία. Λέγει το κείμενο: «Επεί γουν γνόντες περί ων ο Λόγος τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν η εσεβάσθησαν, "παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν" και "πάθη ατιμίας", ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως, και θεομισώς, και κατά τον εκ παιδός υπό Θεού μεμισημένον και της πατρικής ευχής απωσμένον Ησαύ, επί τόξω και μαχαίρα και ασωτία ζην, επεντρυφώντας ανδραποδισμοίς, φόνοις, λεηλασίαις, αρπαγαίς, ακολασίας μοιχείαις, ανδρομανίαις. Και ου μόνον αυτοί τα τοιαύτα πράττουσιν, αλλ' ω της παρανοίας, και τον Θεόν συνευδοκείν τούτοις οίονται. Ούτως εγώ περί τούτων διανοούμαι, τα κατ' αυτούς νυν ειδώς ακριβέστερον»79.
Ακούτε όλοι εσείς, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, ειρηνοποιοί και αγαπητικοί, που τολμάτε και επικαλείσθε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως συνήγορο των ιδικών σας θετικών εκτιμήσεων για το Ισλάμ. Γιατί κρύβετε την αλήθεια και την συσκοτίζετε; Φοβάστε το φως του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, γιατί αποτελούν έλεγχο των ιδικών σας πράξεων. Δεν τελειώσαμε όμως με τον Άγιο Γρηγόριο, γιατί έχει και άλλες ενδιαφέρουσες διαθρησκειακές θέσεις, και θα συνεχίσουμε. Εδώ πάντως στο χωρίο που παραθέσαμε κονιορτοποιείται το επιχείρημα των διαθρησκειακών "θεολόγων" περί του ότι το Ισλάμ γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη και διδάσκαλο. Τόσο το χειρότερο, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι "ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς"· η γνώση των περί Χριστού επιβαρύνει περισσότερο τους Μουσουλμάνους, διότι «γνόντες τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν ή εσεβάσθησαν» αλλά τον έβαλαν, όπως είδαμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να παραδέχεται ότι το Ευαγγέλιο το έγραψαν άνθρωποι "παραβάται", "ψεύσται" και "πεπλανημένοι". Όχι μόνο αρνήθηκαν τον Χριστό αλλά διέστρεψαν και την διδασκαλία του, καταστάντες γι' αυτό αναπολόγητοι, αυτοί και οι υποστηρικτές των.
Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ότι πολλοί από αυτούς έδειξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προσέβαλαν και φιλονεικούσαν μαζύ του προβάλλοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προσθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγίου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσου νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει»80.
Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πηγές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν το ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστιανός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμάλωτοι για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.
Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθηκαν στην Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διεξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ. «εκείνος ήρετο πάλιν, ει δεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ»81. Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου.· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την διδασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν»82. Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων. κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ. δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολονότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστι των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα»83.
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικομήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τις ποτε και οίος εστιν ο καλόγηρος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τίποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού. «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν»84. Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους. έγραψε όμως ποτέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;
Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης. ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρειες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν. παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμάνους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης που διέσωσε αυτόν τον διάλογο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριάζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερινούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό. είναι αδιανόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει. «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά ιατρού του Ταρωνείτου».
Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λόγος στον Άγιο Γρηγόριο ο οποίος παρουσίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πίστεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδασκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητος και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μητέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χριστιανοί για τον Μωάμεθ. «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πώς ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού λόγον και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;»85
Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «διά τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν για να κρίνει όλον τον κόσμον. και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον προ της δικής του παρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν. εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω»86.
Επιτυχέστατες είναι και οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγορεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης»87. Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζονται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;
Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υακίνθου, όπου και εγκαταστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδείας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήσαν πολύ λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κάποιον ομόπιστό τους· εκ του μακρόθεν παρακολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρηγόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορμή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση. Ο Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθήσουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε ότι και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πώς ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πιστεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι;»88
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότατη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών. το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ' αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Διά τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω»89.
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθηκε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χριστιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών. «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τασιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντολές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από τον Χριστό. Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό. θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμάνους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πώς λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ουν πλανηθήτε οπίσω αυτών»90. Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κατόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολάκευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η διδασκαλία του Χριστού, μολονότι απομακρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε: «Τί δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμενος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο. η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμένης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν»91.
Η συντριπτική αυτή και θαρραλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νοήματα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη92 .
Ανταποκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πιστεύσει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι93.
Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' ον θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα94. Με αυτήν την παρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχάζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.
Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλοντική περίοδο της ιστορίας, αλλά σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»95.
Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος, ενώπιον αγρίων και βαρβάρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογήσει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παντελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτικός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλήθεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διαλόγους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαίτερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, στους οποίους θα αναφερθούμε στο τελευταίο τμήμα, με το οποίο και θα τελειώσουμε.
στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος
Ενδιαφέρουσες κρίσεις και εκτιμήσεις για το Ισλάμ, στην ίδια πάντοτε γραμμή των προ αυτών Αγίων Πατέρων, έχουν διατυπώσει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, ολίγα χρόνια προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, όπως και ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης και εθνάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Ο δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεις διαλόγους διαθρησκειακούς με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ και ένα με Τούρκους αξιωματούχους στην πόλη των Σερρών.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων του πάπα, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για το Ισλάμ σε επιστολή που στέλνει προς κάποιον Μάξιμο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ορθοδοξία και προσεχώρησε στον Παπισμό. Επιχειρούσε μάλιστα δι' επιστολών να πείσει και άλλους να προσχωρήσουν στον Παπισμό, ενδιαφερόμενος τάχα για τη σωτηρία τους περισσότερο όμως, όπως εκτιμά ο Βρυέννιος, αγωνιζόμενος να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που έκανε και να διαφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεως για την αποστασία του. Παρόμοια επιστολή έστειλε και στον Βρυέννιο, ο οποίος του ανταπέστειλε επιστολή, με τίτλο «Τω από Γραικών Ιταλώ αδελφώ Μαξίμω της τάξεως των κηρύκων»96. Μεγάλο μέρος από τις απαντήσεις αυτές του Βρυεννίου έχει ενσωματωθή και σε άλλο έργο του με τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικός περί της ενώσεως των εκκλησιών»91.
Ανάμεσα στα επιχειρήματα του αποστάτη Μαξίμου εναντίον των Ορθοδόξων ήταν η ευπραγία των Δυτικών και η δυστυχία των Ορθοδόξων, που ερμηνευόταν ως εγκατάλειψή τους από τον Θεό. Απαντά λοιπόν ο διδάσκαλος Ιωσήφ ότι, αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, τότε ευσεβέστεροι όλων πρέπει να θεωρηθούν οι Αγαρηνοί, οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μιαρό και άθεο έθνος λέγοντας: «Ει εκ της κατά τον βίον ευπραγίας, ω Μάξιμε, τεκμαίρη του δόγματος την ορθότητα, ώρα σοι και Αγαρηνούς και Ισμαηλίτας ευσεβεστέρους ημών υπειληφέναι, εφ' οις ευετηρούσι σήμερον, το μιαρόν έθνος και άθεον· το τα ασεβέστατα κατά Χριστού του Θεού ημών αθυροστομούν. το ταις παρά φύσιν όσαι ώραι καταχραινόμενον μίξεσι· των ει μη τι άλλο προσήν ημίν των καλών, τη γουν εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστει σεμνυνομένων και τω εις αυτόν αγίω τετελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν όμως αυτούς τους «εξαγίστους», τους μιαρούς και αθέους, να επιτίθενται και να κομπάζουν όχι μόνον εναντίον μας αλλά και εναντίον των Λατίνων. Θεωρεί ότι το άθεο αυτό έθνος πολεμεί συγχρόνως εναντίον του Θεού των Χριστιανών, και ότι πάσχοντες δεινά οι Ορθόδοξοι από αυτούς τους «αλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ο θάνατός τους υπολογίζεται από το Θεό ως μαρτύριο, διότι αρνούνται να δεχθούν την πίστη και τον μιαρό τρόπο της ζωής τους και προτιμούν ακόμη και να αποθάνουν για τον Χριστό. «Ος γαρ, ενόν εις τα εξάγιστα και άθεα εκείνων ήθη μεταβαλείν και ενσπόνδους αυτούς σχειν τούτους, μάλλον δε και της παρ' εκείνοις ραστώνης και ανέσεως μεθ' όσης τιμής απολαύειν. ταύτα παρά φαύλον τιθέμενος, μισείσθαι παρ' εκείνων ανέχεται και ελαύνεσθαι, και αυτό βιαίως το ζην αφαιρείσθαι διά Χριστόν πάντα πάσχει τα ειρημένα. Του δε διά Χριστόν πάσχειν τί άρα μακαριώτερον;». Δεν θα παρουσιάσουμε εδώ την σύγκριση που κάνει ο μοναχός Ιωσήφ της πνευματικής καταστάσεως των Λατίνων και των Ορθοδόξων, οι οποίοι παρά την δυσπραγία και την υποδούλωση πολλών εξ αυτών στους αλλοπίστους εξακολουθούν να διατηρούν απαρασάλευτη την πίστη τους και να ιερουργούν τα θεία μυστήρια και να έχουν εναργή την παρουσία του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στο θαύμα του αγιασμού του ύδατος· «Και το ύδωρ ευχή και σφραγίδι παρά των κατά τόπον ιερέων αγιαζόμενον, εναργή της χάριτος σώζει τα σύμβολα, ως εκ της ορωμένης διαυγείας και καθαρότητος, μηδέν πάσχον όσα εικός ύδωρ ακινητούν, την αόρατον πιστούσθαι εν αυτώ του Πνεύματος επιφοίτησιν· και οία παρ' ημίν οία τε εστιν ιερωσύνη τελείν παρίστησι τηλαυγώς». Μας ενδιέφερε να δείξουμε πώς εκτιμά και πώς εκφράζεται ο Ιωσήφ Βρυέννιος για το Ισλάμ, διότι και σ' αυτόν αναφέρονται, ως πρότυπο, μερικοί σημερινοί θεολόγοι της πανθρησκείας, πλανώντες και πλανώμενοι.
Οι συζητήσεις που έκανε ο Γεννάδιος Σχολάριος για το Ισλάμ ομοιάζουν με τις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όχι μόνον ως προς τα επιχειρήματα αλλά και ως προς το ότι συζητά ως υπόδουλος και κατακτημένος, υπό δυσμενέστατες δηλαδή ιστορικές συγκυρίες, και μάλιστα στους τρεις από τους τέσσερις διαλόγους με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα του Σχολαρίου περιέχουν αυτές τις συζητήσεις. Προκύπτει λοιπόν από αυτά ότι ο πορθητής πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Ι. Μονή Παμμακαρίστου, όπου είχε μεταφέρει το Πατριαρχείο ο Σχολάριος από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Εζήτησε δε από τον πατριάρχη να μάθει για την πίστη των Χριστιανών. Στην συνάντηση αυτή βλέπει κανείς το πνεύμα μιας χιλιετούς παραδόσεως να στέκεται αντιμέτωπο μπροστά στο σπαθί και στην εξουσία ενός φοβερού πολεμάρχου. Ο πατριάρχης δεν εδειλίασε ούτε προέβη σε εκπτώσεις από την πίστη και σε απόκρυψη της αληθείας, όπως κάνουν στις σημερινές διαθρησκειακές συναντήσεις και στους διαλόγους. Εξέθεσε με παρρησία τους λόγους της υπεροχής του Χριστιανισμού, τον οποίο παρουσίασε ως την μοναδική οδό σωτηρίας. Εντυπωσιάσθηκε ο Μωάμεθ και οργάνωσε δεύτερη και τρίτη συζήτηση, παρόντων και Μουσουλμάνων θεολόγων. Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι το αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν πολύ αποδοτικό. Εθαύμασε ο Μωάμεθ την σοφία του πατριάρχη και αισθανόταν καύχηση γιατί έγινε αρχηγός τόσο σπουδαίου λαού. η προσωπική εκτίμηση προς τον πατριάρχη είχε επιπτώσεις στην γενικότερη ευνοϊκή στάση του απέναντι στους κατακτηθέντες, όπως φαίνεται από τα παραχωρηθέντα προνόμια. Ορισμένες μάλιστα ιστορικές πηγές, όπως η Turcograecia, προχωρούν τόσο πολύ την επιτυχία των συζητήσεων, ώστε να ισχυρίζονται ότι «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα ή θα υπάρξει ποτέ από τους σημερινούς διαθρησκειακούς διαλόγους των εξισώσεων και των ισοπεδώσεων; Οι συζητήσεις αυτές περιέχονται στο σύγγραμμα του Σχολαρίου «Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των ανθρώπων». Θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν σε κάποιον από τους διαθρησκειακούς διαλόγους ελέγετο ότι ο Χριστιανισμός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας, διότι από αυτό προκύπτει πως ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε το Ισλάμ είναι οδοί σωτηρίας.
Αναπτύσσει ο πατριάρχης την θεία παιδαγωγία και οικονομία που την βλέπει να προχωρεί βαθμιαία μέσω τριών σταδίων.του φυσικού εν πρώτοις νόμου, του μωσαϊκού κατόπιν και τελικώς του ευαγγελικού, ο οποίος είναι ολοκλήρωση και συμπλήρωση του μωσαϊκού και τελειότατος νόμος· μετά από αυτόν δεν μπορεί να δεχθεί κανείς άλλη τελειότερη διδασκαλία. «ούτε χρη διδασκαλίαν άλλην εκδέχεσθαι τελειοτέραν, ούτε πειστέον αν είη τοις λέγουσιν από Θεού τι νομοθετείν τελειότερον, και πολλώ μάλλον ει φαίνοιντο φθείροντες εν πάσιν ή τοις πλείοσι την του Ιησού και των Αποστόλων διδασκαλίαν». Ο Μωάμεθ και το Κοράνιο τίθενται στο περιθώριο, αχρηστεύονται μέσα στο σχήμα αυτό των τριών σταδίων, των τριών φάσεων της Θείας Οικονομίας, την οποία ολοκλήρωσε το Ευαγγέλιο. Μετά την τέλεια διδασκαλία του Χριστού δεν υπάρχει χώρος για άλλη διδασκαλία. Ο υπαινιγμός περί του ότι το Κοράνιο κατέστρεψε σε όλα ή στα περισσότερα και έφθειρε τη διδασκαλία του Χριστού είναι σαφέστατος. Και αυτά ελέχθησαν ενώπιον του πορθητού Μωάμεθ. Τουλάχιστον πρέπει να ντρέπονται όσοι ψάχνουν να βρουν πρότυπα των σημερινών διαλόγων στην προηγουμένη πατερική παράδοση. Ας παραδεχθούν ότι δεν έχουν το θάρρος και την παρρησία να σηκώσουν το βάρος αυτής της παραδόσεως και ας μη την ευτελίζουν, μόνο και μόνο για να μη διαταράξουν την ραστώνη και την ευημερία τους. Δεν είναι αυτό ούτε αποστολικό, ούτε μαρτυρικό φρόνημα98.
Υπάρχει και ένα δεύτερο κείμενο του Σχολαρίου για το Ισλάμ, το οποίο μάλιστα περιελήφθη και στα συμβολικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον τίτλο Ομολογία Σχολαρίου. Πρόκειται για σύντμηση και περίληψη του προηγουμένου συγγράμματος, την οποία έκανε ο ίδιος ο Σχολάριος μετά από αίτημα του Μωάμεθ, ώστε να είναι «σαφές και ευπαράδεκτον τοις αμυήτοις». Η Ομολογία έχει δημοσιευθή και στο γνωστό έργο του καθηγητού Ι. Καρμίρη «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»99. Ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η έκθεση των αληθειών της πίστεως γίνεται κατ' αντιπαράθεσιν των αντιστοίχων του Κορανίου, χωρίς αυτό να ονοματίζεται. Υπάρχει και τρίτο σχετικό κείμενο το οποίο συνέγραψε ο Σχολάριος στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, μετά από συζήτηση που είχε με δύο ανωτάτους Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι έστειλαν στη μονή στρατιώτη με έγγραφη προσταγή να κατέλθει ο Σχολάριος στην πόλη των Σερρών, για να συζητήσουν μαζί του, χωρίς βέβαια να γράφουν στο έγγραφο τον σκοπό αυτής τους της ενεργείας. Το έργο φέρει τον τίτλο. «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
ζ'. Οι Άγιοι Νεομάρτυρες
Και ερχόμαστε στους Αγίους Νεομάρτυρες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι αποτελούν την νέα δόξα την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέουν με την Εκκλησία των παλαιών μαρτύρων και την παρουσιάζουν ως την μόνη αληθή Εκκλησία του Χριστού, εντός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολογία και το μαρτύριο τους, και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι' αυτών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πολύς χώρος για να παραθέσουμε όσα αναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύκτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθένειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.
Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μουσουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, για διαλόγους που αναβίωσαν το παράδειγμα του πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων, των αρχαίων μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και ομολογητών.
Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπόσχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμερα στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της πίστεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αληθείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί εμαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι μάρτυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξισώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοιπόν προσβολή και απόρριψη της στάσεως των Αγίων μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολογούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομολογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδεικτικά θα δούμε; Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέντε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνονται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς: α) διά να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου πίστεως. β) διά να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπιστοι. γ) διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων. δ) διά να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας. ε) δε και τελευταίον διά να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».
Απέναντι αυτής της εικόνος των αληθινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρησκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου πίστεως· δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους· δεν δοξάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμονή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρακινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι' αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.
Από το σύνολο των όσων είπαν πολλοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέχεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιάκοπη αλυσίδα της πίστεως από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.
Ο νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρόταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε:
«Έλα και εσύ αυθέντα να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθινός, διά να σε φωτίση να ιδής το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυφλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κωνσταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»100.
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος, που ασκήθηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελιγράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπωρώ, διά ποίαν αιτίαν άρα γε ετυφλώθην τόσον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκουσίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγία Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ος εστιν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ. υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος. ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι»101.
Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάρτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προτροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τί ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; Ω τόλμη μαρτυρική! Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ ' ενός γίγαντος ανδρειωμένου!»102. Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βίου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γενναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του· δίκαιος ως λέων πέποιθε (κη' ι) και το του προφήτου Δαβίδ· ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην (Ψαλμ. ριη')»103. Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχαριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κηρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μοναδικής οδού σωτηρίας.
η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες
I. Οι δυο εχθροί της Ρωμιοσύνης. Παπισμός και Ισλάμ, Φράγκοι και Τούρκοι
Η πρώτη χριστιανική χιλιετία αποτελεί την περίοδο του θριάμβου της χριστιανικής πίστεως. Επέζησε των σκληρών διωγμών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, αφού ανέδειξε πλήθος καλλινίκων και ηρωικών μαρτύρων, εξαπλώθηκε παρά τους διωγμούς εις τα πέρατα της τότε οικουμένης και τελικώς νικήτρια όλων των ιστορικών της αντιπάλων, του Ιουδαϊσμού, του ειδωλολατρικού Ελληνισμού και της Ρωμαϊκής διοικήσεως, έγινε η ζωοδότρα πνευματική πνοή, η ψυχή του πρώτου χριστιανικού κράτους, της επωνύμου των Χριστιανών καινής πολιτείας, που εγκαθιδρύθηκε με την θεϊκή κλήση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως, του εν βασιλεύσιν αποστόλου Μ. Κωνσταντίνου.
Όπως η θαυμαστή εξάπλωση του Χριστιανισμού από το επιτελείο των αδυνάμων κατ' άνθρωπον και αγραμμάτων αποστόλων παραπέμπει στη θεϊκή προέλευση της χριστιανικής πίστεως, γιατί είναι αδύνατο να ερμηνευθεί με ανθρώπινα κριτήρια, έτσι και η πάνω από χίλια χρόνια επιβίωση της ελληνοχριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου, της Ρωμανίας των ιστορικών μας πηγών, της Ρωμιοσύνης στην απλή λαϊκή γλώσσα, μοναδικό φαινόμενο αντοχής, χρονικής διάρκειας, πνευματικής καρποφορίας και ακτινοβολίας, ερμηνεύεται με βάση τους νόμους της θείας κυβερνητικής και της θείας συμμαχίας. Ο Χριστός και η Παναγία Μητέρα του, η Υπέρμαχος Στρατηγός, στους οποίους αφιερώθηκε και ανατέθηκε η Πόλις, έγιναν οι προστάτες και οι φρουροί των κατοίκων, οι οποίοι όμως ανταποδοτικά και συνεργιακά τηρούσαν τους νόμους της θείας κυβερνητικής και αποδεικνύονταν άξιοι της θεϊκής συμμαχίας.
Η Κωνσταντινούπολη έγινε η νέα Ιερουσαλήμ, όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα ιερά της ανά τον κόσμον χριστιανικής οικουμένης, και ο χριστιανικός λαός έγινε ο νέος εκλεκτός λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ, αφού ο παλαιός Ισραήλ στάθηκε ανάξιος να συνεχίσει το έργο της διακονίας στη σωτηρία του κόσμου.
Την εκπληκτική διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, διαδέχθηκε η θαυμαστή εμβάθυνση και ανάπτυξη των δογμάτων της πίστεως από τις συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, η υποδειγματική βίωση και εφαρμογή των εντολών του Χριστού από πλήθος αγίων και ασκητών, αλλά και από τον ευλογημένο λαό του Θεού, η εκρηκτική πνευματική και πολιτιστική άνθηση και παραγωγή σε όλους τους τομείς, στην λατρεία, στην φιλολογία, στην τέχνη, με συνέπεια περί το τέλος της πρώτης χιλιετίας να παρατηρηθεί νέα αύξηση του Χριστιανισμού με την εισαγωγή στους κόλπους της Εκκλησίας των σλαβικών λαών της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Φαινόταν ότι το ευαγγέλιο είχε κηρυχθεί εις πάσαν την κτίσιν, εις τα πέρατα της τότε γνωστής Οικουμένης, και ότι ο Χριστιανισμός αποδεικνυόταν η μόνη οδός για την σωτηρία των ανθρώπων. Πολλοί ερμηνευτές δέχονται ότι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού που διδάσκει η Αποκάλυψη, και που εξέθρεψε και εξακολουθεί να εκτρέφει χιλιαστικές μεσσιανικές προσδοκίες, πρέπει να εντοπισθεί στο υπερχιλιόχρονο χριστιανικό Βυζάντιο.
Η δεύτερη χριστιανική χιλιετία, που τελειώνει σε ενάμισυ μήνα, αρχίζει με δυσοίωνες προοπτικές για το ενιαίο ακόμη σε Ανατολή και Δύση χριστιανικό κράτος. Επί αιώνες πλήθος βαρβάρων λαών επιτιθεμένων από όλα τα σημεία του ορίζοντος δεν κατορθώνουν να κλονίσουν την χριστιανική αυτοκρατορία. Το δυτικό της τμήμα υποδουλώνεται στα από το βορρά ελθόντα γερμανικά φύλα, πολλά από τα οποία εκχριστιανίσθηκαν δεχθέντα την αίρεση του Αρειανισμού. Η Εκκλησία της Ρώμης, άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε αιχμάλωτη, ορθοδοξεί ακόμη και διατηρεί την ενότητά της με την Κωνσταντινούπολη, μολονότι είναι ενοχλημένη από τον παραγκωνισμό της, προς εξουδετέρωση του οποίου αναπτύσσει τις γνωστές περί πρωτείου απόψεις της, που βρήκαν την τελική τους έκφραση στην γνωστή ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά. Η αίρεση πάντως και η αμφισβήτηση της χριστιανικής ενότητος με παράλληλη υπονόμευση της Κωνσταντινουπόλεως θα αρχίσουν να εμφανίζονται στις αρχές του 9ου αιώνος με την συμμαχία της Ρώμης και των Φράγκων του Μ. Καρόλου, μεγάλου βέβαια για τους Φράγκους, όχι για τους Ρωμιούς. Ο ένας από τους δύο μεγάλους κινδύνους της ενιαίας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας, του θεοΐδρυτου και θεοσύστατου χριστιανικού κράτους, που ίδρυσε ο Μ. Κωνσταντίνος «ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν δεξάμενος», όπως ο απόστολος Παύλος, αρχίζει να διαγράφεται. Η πολλαχώς και πολλαχού μαρτυρουμένη, ακόμη και μέχρι των ημερών μας, εχθρότης των Λατινοφράγκων της Δύσεως εναντίον του Regnum Graecorum κορυφώνεται με την απόσχιση της Ρώμης από την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, που κακώς την ονομάζουμε σχίσμα των Εκκλησιών, και με τις επαίσχυντες σταυροφορίες και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204.
Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος ο εξ Ανατολών άρχισε να διαγράφεται τον 7ο αιώνα, με την εμφάνιση και την δράση του Μωάμεθ, του δυναμικού αυτού πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη που ήνωσε τους διεσπασμένους Άραβες κάτω από την θεοκρατική πολιτεία του Ισλάμ. Η Κωνσταντινούπολη, που μόλις πρόσφατα είχε εξέλθει νικήτρια από τον πόλεμο εναντίον των Περσών την εποχή του Ηρακλείου, υποτίμησε, δεν έδωσε την δέουσα σημασία στην διαγραφόμενη νέα απειλή, μολονότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής προφητικά και προορατικά διείδε τον κίνδυνο και προέβη σε σχετική προειδοποίηση104. Ο απωθημένος στο περιθώριο της ιστορίας Ιουδαϊσμός που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την προοδευτική και οικουμενική εξέλιξη της θείας οικονομίας, και γι' αυτό απέρριψε και αρνήθηκε την θεότητα του Χριστού και επολέμησε την Εκκλησία, εμφανίζεται τώρα δυναμικά με ένα παρακλάδι του, τον Μωαμεθανισμό, το Ισλάμ, που ριζώνει και θεμελιώνεται βασικά στο έδαφος της Π. Διαθήκης. Ο αυστηρός μονοθεϊσμός, ο ανεικονισμός, οι περί καθαρών και ακαθάρτων διατάξεις, οι εγκόσμιες και παχυλές μεσσιακές προσδοκίες, η εκδικητικότης και το μίσος εναντίον των εχθρών και απίστων, αρκούν για να υποδείξουν την συγγένεια μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ισλάμ και την κοινή απόσταση και διαφοροποίησή τους από τον Χριστιανισμό. Η συνεργασία Εβραίων και Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών τονίζεται συχνά στις γραμματειακές πηγές, ιδιαίτερα στους βίους των Νεομαρτύρων. Αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Το χριστιανικό κράτος των Ρωμανίας άρχισε γρήγορα να αισθάνεται την πολιτική και πολιτιστική απειλή. Αντέδρασε σε πολιτιστικό επίπεδο στο κίνημα της εικονομαχίας που απέβλεπε, ενισχυόμενο από ιουδαϊκές και ισλαμικές επιδράσεις, στον εξανατολισμό, δηλαδή στον εξιουδαϊσμό και εξισλαμισμό του Χριστιανισμού105, σε πολιτικό όμως και στρατιωτικό επίπεδο δεν μπόρεσε να κρατήσει τις ανατολικές του επαρχίες, την Αίγυπτο, την Συρία, την Παλαιστίνη. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι και κατόπιν οι Οθωμανοί θα πάρουν την σκυτάλη από τους Άραβες και θα περισφίγγουν διαρκώς την θεοφρούρητη Πόλη, η οποία χάνει πλέον και τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, αποδυναμωμένη δε και εξασθενημένη από τους δυτικούς σταυροφόρους, προ παντός όμως απογυμνωμένη από την θεϊκή βοήθεια, λόγω της αποστασίας περί την πίστη με την σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και της εκκοσμικεύσεως των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, υποκύπτει οριστικά και πέφτει στα χέρια των αλλοθρήσκων του Μωάμεθ του Β' την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453. Η ημισέληνος του Ισλάμ υψώνεται στη θέση του δικέφαλου αετού, χωρίς πάντως να κατορθώσει να νικήσει τον Τίμιο Σταυρό.
* Εισήγηση στο Διορθόδοξον Επιστημονικόν Συνέδριον «Κωνσταντίνος ο Υδραίος - Νεομάρτυρες προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους» Ιωβηλαίον 200 ετών από του μαρτυρίου του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου (14.11.1800 - 14.11.2000).
II. Μεγαλύτερος ο κίνδυνος από τους Φράγκους
Οι θαυμαστοί βίοι των Νεομαρτύρων, των νέων αυτών αθλητών της πίστεως, που ανανέωσαν τους άθλους των παλαιών μαρτύρων, ήταν η απάντηση της αληθείας απέναντι στην πλάνη και στο ψεύδος, όχι μόνο των ετεροθρήσκων Μουσουλμάνων αλλά και των ετεροδόξων Χριστιανών της Δύσεως, είναι η δόξα και το καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας και έλεγχος των κακοδόξων, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Συγκρίνοντας μάλιστα ο Άγιος Νικόδημος τους νέους με τους παλαιούς μάρτυρες εκτιμά ότι οι Νεομάρτυρες έχουν κάτι περισσότερο από τους παλαιούς μάρτυρες. Είναι ενδιαφέρουσα η αιτιολόγηση αυτής της θέσεως, διότι συντρίβει την πολλάκις διατυπούμενη άποψη ότι οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Λέγει ο άγιος Νικόδημος: «Εκείνοι διά την πίστιν της Αγίας Τριάδος εμαρτύρησαν; Και ούτοι ομοίως- εκείνοι διά το όνομα και την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχυσαν το αίμα; Και ούτοι ομοίως, ίνα μη είπω ότι, ούτοι έχουσί τι περισσότερον από εκείνους, καθ' ότι εκείνοι μεν ηγωνίσθησαν κατά της πολυθεΐας, και ειδωλολατρείας, ήτις είναι μία προφανής ασέβεια, όπου δύσκολα ημπορεί να απατήση ένα λογικόν νουν, ούτοι δε ηγωνίσθησαν κατά της των αλλοπίστων μονοπροσώπου μονοθεΐας, ήτις είναι μία κεκρυμμένη ασέβεια οπού ευκόλως δύναται να απατήση το νουν»106. Κεκρυμμένη ασέβεια λοιπόν η μονοπρόσωπη μονοθεΐα του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού. Δεν έχει καμμία σχέση με την τριπρόσωπη μονοθεΐα του Χριστιανισμού, με την μόνη αληθινή θεογνωσία της Αγίας Τριάδος.
Διαβάζοντας πράγματι κανείς τους βίους και τις ακολουθίες των Νεομαρτύρων, την μέχρι θανάτου εμμονή στην πίστη του γλυκυτάτου Ιησού και μετά παρρησίας και αποστροφής αποκήρυξη του ψευδοπροφήτη Μωάμεθ και της μιαράς θρησκείας των Μουσουλμάνων, διαπιστώνει ότι είχαν δίκαιο όλοι εκείνοι οι ηγέτες, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί, οι οποίοι μπροστά στον διπλό κίνδυνο των Λατινοφράγκων της Δύσεως και των Μουσουλμάνων της Ανατολής, προτίμησαν τους Μουσουλμάνους, όπως το εξέφρασε επιγραμματικά ο ήρωας της αλώσεως Λουκάς Νοταράς:
«Κρειττότερόν εστιν εν μέση τη πόλει
ιδέσθαι φακιόλιον τουρκικόν
ή καλύπτραν λατινική.ν»
Γιατί ενώ πολιτικά και στρατιωτικά ο κίνδυνος και από τους Τούρκους και από τους Φράγκους ήταν ίδιος και απαράλλακτος, πολιτιστικά και πνευματικά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Η απόλυτη θρησκευτική διαφοροποίηση μεταξύ Ορθοδόξων Ελλήνων και Μουσουλμάνων Τούρκων, την θρησκεία και την πίστη των οποίων απέρριπταν μετά βδελυγμίας οι πρώτοι, μαζύ με την αίσθηση της πολιτιστικής υπεροχής αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο στην πολιτιστική αφομοίωση των Ορθοδόξων από τους Τούρκους. Στην περίπτωση όμως των Λατινοφράγκων της Δύσεως ο κίνδυνος της πολιτιστικής αφομοιώσεως ήταν πολύ μεγαλύτερος· όχι μόνο λόγω της κοινής ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, που καθιστούσε δυσδιάκριτη την πολιτιστική διαφοροποίηση και ευνοούσε την αφομοίωση, αλλά και λόγω της απαίτησης των Δυτικών, που ετίθετο ως όρος σε όλες τις διαπραγματεύσεις για αποστολή βοήθειας, να εγκαταλείψουν οι Ορθόδοξοι συλλογικά την Ορθόδοξη πίστη και να ασπασθούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό, εντασσόμενοι στην δικαιοδοσία του πάπα. Η επαίσχυντη σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας, όπου υποχρεώθηκαν και εκβιάσθηκαν οι Ορθόδοξοι να προδώσουν την πίστη τους και να τα παραδώσουν όλα στους Παπικούς, για να εξασφαλίσουν την βοήθεια των Δυτικών έναντι των Τούρκων, η οποία ποτέ δεν δόθηκε, είναι αδιάψευστο γι' αυτό στοιχείο. Όπου οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, εξεδίωξαν τους ορθοδόξους επισκόπους και εγκατέστησαν λατίνους που επεδίωξαν με κάθε τρόπο να εκλατινίσουν βιαίως τους κατοίκους. Η Ορθοδοξία στην Κύπρο και στην Κρήτη διασώθηκε, όταν ανέλαβαν οι Ορθόδοξοι επίσκοποι μετά την τουρκική κατάκτηση των νησιών107.
III. Η απόρριψη του Ισλάμ από τους Νεομάρτυρες
Δεν ήταν βέβαια ρόδινα τα πράγματα κάτω από τους Μωαμεθανούς κατακτητάς και την σκληρότητα του Ισλάμ εναντίον των μη Μουσουλμάνων, των απίστων. Ο ίδιος ο Λουκάς ο Νοταράς που προτιμούσε να δει στην Πόλη τους Τούρκους παρά τους Φράγκους, σφαγιάσθηκε με εντολή του ίδιου του Μωάμεθ μαζύ με τους δύο νεαρούς γιους του, γιατί αρνήθηκε να τους παραχωρήσει στις ταπεινωτικές σαρκικές ορέξεις του. Είναι οι πρώτοι μετά την άλωση νεομάρτυρες που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, για να μη μιανθούν από τον αλλόθρησκο κατακτητή, χωρίς ακόμη η Εκκλησία να έχει αναγνωρίσει την μαρτυρική προσφορά τους. Δεν έχουμε δυστυχώς πολύ καιρό για να αναλύσουμε εδώ ότι η μετέπειτα ηρωική και υπερήφανη στάση των Νεομαρτύρων μπροστά στους άρχοντες και κριτές του Ισλάμ ως και η εμφάνιση ιερέων και μοναχών που ως αλείπται ενίσχυαν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία θεμελιώθηκε από τον πρώτο μετά την άλωση πατριάρχη και εθνάρχη, τον Γεννάδιο Β' Σχολάριο, ο οποίος στη γνωστή συνάντησή του με τον σκληρό πορθητή δεν έκανε αυτό που κάνουν σήμερα πατριάρχες και θεολόγοι ισοπεδώνοντας συγκρητιστικά τις θρησκείες και ταυτίζοντας την αλήθεια και την πλάνη, χωρίς μάλιστα να τους αναγκάζει κανείς. Παρουσίασε τον Χριστιανισμό ως την μόνη οδό για τη σωτηρία των ανθρώπων και ως πλάνες όλες τις άλλες θρησκείες, με συνέπεια όχι μόνο να θαυμάσει ο κατακτητής την τόλμη και τη σοφία του, αλλά όπως παραδίδουν οι πηγές άρχισε να αμφιβάλλει και για την ορθότητα της δικής του πίστεως. Γράφει η Turcograecia. «Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ. Όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ' έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας της ης είχε κατά του γένους των Γραικών». Ήταν τόσο πειστική η επιχειρηματολογία του Σχολαρίου ώστε γράφεται ότι ο σουλτάνος «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Την ίδια παρρησία έδειξε και όταν κατά το διάστημα της παραμονής του στις Σέρρες στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου τον κάλεσαν δύο Τούρκοι αξιωματικοί να συζητήσουν περί πίστεως108. Το ίδιο επίσης συναντά κάνεις ένα αιώνα νωρίτερα στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος ενώ ήταν αιχμάλωτος επί ένα έτος περίπου στα χέρια των Τούρκων, το 1354 σε συζήτηση που είχε με θεολόγους του εμίρη της Προύσας Ορχάν, που σώθηκε ως «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας»109 με παρρησία ανέπτυξε την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Ο συνάδελφος καθηγητής κ. Β. Φανουργάκης έδειξε πειστικά σε μελέτη του ότι η ομολογία πίστεως του νεομάρτυρος αγίου Μιχαήλ από τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη αντλεί από το έργο αυτό του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά110. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ αν ο ίδιος ο νεομάρτυς είπε τα ίδια ή παρόμοια, λιγώτερα ή περισσότερα από αυτά που του έβαλε στο στόμα ο συγγραφεύς του μαρτυρίου. Σημασία έχει ότι υπάρχει μία συνεχής παράδοση που φθάνει πιο πίσω, σχεδόν στα χρόνια της εμφανίσεως του Ισλάμ, απορριπτική και αρνητική που φθάνει μέχρι του σημείου να βλέπει τον ιδρυτή του Ισλάμ ως πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Οι νεομάρτυρες εμφανιζόμενοι προ των δικαστών έχουν βεβαιότητα για την ανωτερότητα και την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Δεν την ανταλλάσουν ούτε με κοσμικά αξιώματα και πλούτη που τους υπόσχονται ούτε πτοούνται τα μαρτύρια και τον θάνατο, ο οποίος θα τους φέρει πιο γρήγορα κοντά στον Χριστό, για να ζήσουν την αληθινή και αιώνια ζωή. Πολλοί αρκούνται στην διακήρυξη ότι δεν πρόκειται να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό, ό,τι και αν τους κάνουν. Μερικοί κινούμενοι από ιεραποστολικό ζήλο επιχειρούν να διδάξουν φανερά στους Μουσουλμάνους την αλήθεια και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία παρουσιάζοντας τις πλάνες της θρησκείας των. Δύο άλλες κατηγορίες οι εξ αρνησιχρίστων και οι εξ Αγαρηνών Νεομάρτυρες που έζησαν και εγνώρισαν το Ισλάμ, αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν συγκρίσεις, να παρουσιάσουν τον Χριστιανισμό ως φως, ως αλήθεια, ως χρυσό, και το Ισλάμ ως σκότος, ως ψεύδος, ως μπακίρι (χαλκό). Εκφράζονται περιφρονητικά για τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη και απατεώνα, κρίνουν πολλές λατρευτικές και ηθικές τους πράξεις ως ανόητες και μιαρές.
Δεν μπορούμε τώρα να ταξινομήσουμε και να κατατάξουμε αυτό το υλικό που έχουμε επισημάνει. Ενδεικτικά μόνον θα αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις και στα πρακτικά του συνεδρίου ή σε άλλο βιβλίο αξίζει να συγκεντρωθεί και να αξιολογηθεί.
Ο Άγιος Γεώργιος που εμαρτύρησε στη Σόφια το 1515 είπε μεταξύ άλλων στον Τούρκο δικαστή: «Και αυτός ο ίδιος ο Χριστός είπεν εις το Ευαγγέλιον ότι όλος ο νόμος και οι προφήται έως του Ιωάννου επροφήτευσαν, και από τότε έως τέλος του αιώνος προφήτης άλλος δεν γίνεται· όθεν ο Μωάμεθ, προφήτης δεν είναι, διατί είναι υστερώτερος από τον Χριστόν. αλλά αυτός μόνος του ωνόμασε τον εαυτό του προφήτην και κλειδούχον του Παραδείσου και έπλασεν ό,τι ο Παράδεισος έχει εκεί τρυφάς σαρκικάς και πορνικάς σμίξεις και εσύνθεσε παρόμοιον βιβλίον με εύκολην θρησκείαν όπου αρέσκει εις τους σαρκικούς και είπεν ότι όταν εκοιμάτο του εδόθη από τον Θεόν το βιβλίον εκείνο»111.
Ο Άγιος Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων που εμαρτύρησε το 1526 είπε: «Και πώς είναι, δυνατόν να αφήσω τον Χριστόν τον πλάστην μου και Θεόν και να ακολουθήσω τον Μωάμεθ, άνθρωπον αγράμματον, πλασματολόγον και πολέμιον του Χριστού μου; Δι' ο και μάλιστα αποστρέφομαι και εκείνον και την πίστιν του. και ει τι θέλετε κάμετε εις εμέ· διατί όσον περισσότερα βάσανα μου δώσετε, τόσον περισσότερον καλόν θέλει μου κάμετε»112.
Ο οσιομάρτυς Κυπριανός που εμαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1679 είπε μεταξύ άλλων: «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε να ήστε πεπλανημένοι; Και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, οπού είναι αληθινός Υιός και Λόγος του Θεού, αμή πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και τον λέγετε προφήτην, ο οποίος προφήτης δεν ήτον αλλά απατεών και σας εκαταγέλασεν»113;
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος μοναχός στη σκήτη της Αγίας Άννης, που μαρτύρησε στο Βελιγράδι το 1722, σε ερώτηση του δικαστού ποια είναι η γνώμη του για τον Μωάμεθ απάντησε με παρρησία. «πλάνος ην, απατεών και δεύτερος από τον διάβολον. τούτον πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτην κηρύττω· ούτος μεν ευρισκόμενος πυρίναις αλύσεσι δεδεμένος και εν φλογί της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μετά τους υπ' αυτού ιστάμενος θρηνεί και οδύρεται την εαυτού απώλειαν. υμείς δε ως ανόητοι και πεπλανημένοι σέβεσθε και τιμάτε αυτόν τον επί τόξω και μαχαίρα και πάση κακία κακώς βιώσαντα και ήδη εν τη φλογί του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός εφανέρωσέ μοι περί αυτού και όλου του πεπλανημένου γένους υμών των αθέων Αγαρηνών»114.
Και ο τιμώμενος με τις λαμπρές αυτές εορταστικές εκδηλώσεις νεομάρτυς Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος είπε μεταξύ άλλων στον ηγεμόνα της Ρόδου· «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν, και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζύ με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»115.
Επίλογος
Με αυτήν την ολοκληρωτική απόρριψη του Ισλάμ, που δεν αφήνει ούτε υποψία για την ύπαρξη αλήθειας, διασώθηκε η Ορθοδοξία κατά τους σκληρούς αιώνες της δουλείας, ανακαινισμένη και επαναβεβαιωμένη ως γνησία Εκκλησία του εσταυρωμένου Χριστού με το αίμα των νεομαρτύρων της. Η ευημερούσα Δύση, που δεν γνώρισε ούτε έζησε το Ισλάμ εν τόξω και μαχαίρα, ερωτοτροπεί τώρα και γοητεύεται· έχει αποχριστιανισθή σχεδόν ολοκληρωτικά και δεν αντιδρά στις χιλιάδες των τζαμιών που λογχίζουν τους αιθέρες και την ψυχή της. Την αδιαφορία της για θέματα πίστεως με τις γνωστές φλυαρίες περί ανεξιθρησκείας και ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μεταδίδει τώρα και σε μας. Γνωρίζουμε πόση ανεξιθρησκεία υπάρχει και πόσες ελευθερίες στα ισλαμικά καθεστώτα και πόσο υπερασπίσθηκαν τους νεομάρτυρες οι διαφωτιζόμενοι τότε σοφοί της Ευρώπης. Το μαρτύριο είναι συνδεδεμένο με την κατοχή και την υποστήριξη της αλήθειας· για το ψεύδος και την πλάνη δεν χύνει κανείς το αίμα του. Ακόμη και στον 20ο αιώνα η Ορθοδοξία αναδεικνύει μάρτυρες γιατί είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Τα ενδεικτικά αυτά λόγια των μαρτύρων που ακούσαμε απόψε θα τα απορρίψουν ως φονταμενταλιστικά και συντηρητικά οι οικουμενιστές των διαθρησκειακών διαλόγων, και οι εκπονητές των αναλυτικών προγραμμάτων και οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων. Τώρα σε γραμματόσημα είναι μαζύ ο ραββίνος, ο μουφτής και ο ορθόδοξος παπάς. Το αλωμένο από τον Σιωνισμό Βατικανό οργανώνει την νέα πανθρησκεία και το ακολουθούμε κομπλεξικά και εμείς. Ούτε η Εκκλησία τολμά να αντιδράσει για το μουσουλμανικό τέμενος που αποφασίσθηκε να κτισθεί στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Όπως στη Φερράρα-Φλωρεντία, για την Ενωμένη τότε Ευρώπη του πάπα και των Φράγκων, υπογράψαμε όλους τους όρους και προδοθήκαμε ευτυχώς που υπήρξε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο ορθόδοξος λαός έτσι τώρα εφαρμόζουμε όλες τις ντιρεκτίβες των Βρυξελλών ακόμη και όταν νομίζουμε απλώς ότι μας το ζητούν, όπως έγινε με τις ταυτότητες.
Υπάρχει όμως πάλι ο πιστός ορθόδοξος ελληνικός λαός που θα φανεί πιο άξιος από τους ηγέτες του, για να ανανεώνεται η μνήμη και η τιμή των νεομαρτύρων, οι οποίοι, όπως ψάλλουμε στις ακολουθίες τους, «Αγαρηνών το θράσος κατέβαλον» και «τον της πλάνης αρχηγέτην, ως απατεώνα και πάσης αθεμιτουργίας εφευρέτην θαρσαλέως καθύβρισαν»116. Ο Θεός εδοκίμασεν εν πυρί και σιδήρω την χρυσή Ορθοδοξία, την απεκάθηρε με τους διωγμούς και τα μαρτύρια, όπως την αρχαία Εκκλησία, για να παίξει τον σωστικό της ρόλο στην ερχόμενη τρίτη χιλιετία.
* * * * * *
1. Ιω.8, 12.
2. Ιω. 1,9.
3. Πράξ. 4,12.
4. Ματθ. 4, 12-17.
5. Ματθ. 3, 2 και 4, 17.
6. Ματθ. 23, 13ε.
7. Αυτόθι 23, 2.
8. Αυτόθι 16,23.
9. Ματθ. 18, 17.
10. Αυτόθι 3, 7-11.
11. Τίτ. 3, 10.
12. Β' Πέτρ. 2, 1.
13. Β' Πέτρ. 3, 11.
14. Β' Ιω. 10-11.
15. Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων 3, 3, 4.
16. Πράξ. 13, 8-11.
17. Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα, τόμος Στ' σελ. 234-235, Θεσσαλονίκη 1995, έκδ. «Το Περιβόλι της Παναγίας».
18. Βλ. Μ. Μιχαήλ, Το μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σελ. 115: "Όχι, δεν μπορούμε να πάμε. Διότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ο Πάπας δεν είναι έτοιμοι. Έχουν πολύ εγωισμό. Όχι μόνο θέλουν να μας υποτάξουν, άλλα και δεν πιστεύουν ότι έχουμε την αλήθεια εμείς. Δεν χρειάζεται να πάμε. Καλύτερα θα βοηθήσουμε την υπόθεση με την προσευχή μας". Αυτή είναι η παραδοσιακή Ορθόδοξη θέση. Αντίθετα πολλοί εκσυγχρονισμένοι και εκκοσμικευμένοι κληρικοί και θεολόγοι πηγαινοέρχονται στο Βατικανό και ασπάζονται και το χέρι του πάπα. Γι' αυτό τώρα δεν αντιδρούν. έχει προετοιμασθή το έδαφος· ανταποδίδουν την φιλοξενία. Όπως ελέχθη χαρακτηριστικά ο πάπας δεν έχει έρθει τώρα· έχει έλθει πνευματικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Λέγεται μάλιστα από αξιόπιστες πηγές ότι ο Γέροντας Πορφύριος προορατικά είχε προφητεύσει με λύπη την έλευση του πάπα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Να προσεύχεσθε να δίνει ο Θεός ημέρες στον Σεραφείμ. Διότι μετά τον Σεραφείμ θα έλθει ο πάπας».
19. Ματθ. 25, 34-36.
20. Ματθ. 10,34-36.
21. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σελ. 204.
22. Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1, 176.
23. Ματθ. 28, 19.
24. Έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000.
25. Αυτόθι, σελ. 17. Πρόκειται για γνώμη του μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού.
26. Αυτόθι, σελ. 10. Γνώμη του καθηγητού Αστ. Αργυρίου, διδάσκοντος στη Γαλλία.
27. Αυτόθι, σελ. 10. Πρόκειται για γνώμη του Δρ. Θ. Γ. Τσανανά.
28. Εφ. 1,21-23.
29. Κολ. 2, 9.
30. Ιω. 10, 10.
31. Ιω. 1, 16-17.
32. Ματθ. 11, 13.
33. Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Γ' (1) 45, ΕΠΕ 1, 282.
34. Α' Ιω.4, 1-4.
35. Βλ. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μ. Γρηγορίου, σελ. 11. Πρόκειται για τη γνώμη του γνωστού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Η. Kung, την οποία μαζύ με άλλες παρουσιάζει ο Γ. Τσανανάς στο περιοδικό, «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του Θεολογικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1992, σελ. 163, στη στήλη «Κείμενα - Απόψεις».
36. Αποκ. 1, 8: «Εγώ ειμι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ». Αυτόθι, 21,6: «Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος».
37. Πράξ. 1,11: «Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Ματθ. 24, 30: «Και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής».
38. Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ' όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη.
Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επί πλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι' αυτό αποδίδουν σημασία στην ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία». Βλ. Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σελ. 43-44.
39. Βλ. σχετικά Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ' ΟΔΟΝ 1992, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος, τεύχος 3, σελ. 43-57.
40. Ιω. 1,5 και 1,11.
41. Ρωμ. 1,22-25.
42. Ψαλμ. 113,12-16.
43. Α΄ Κορ. 12,2.
44. Πράξ. 17, 29.
45. Έξ. 20, 2-3.
46. Δευτ. 6, 4.
47. Ησ.43, 10.
48. Ιω. 10,30-33.
49. Ματθ. 16, 16.
50. Ματθ. 26, 63.
51. Ιω. 14,9-10.
52. Ματθ.11,27.Α' Ιω.2,23: «Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει».
53. Ιω. 9,39.
54. Πράξ. 5, 15.
55. Πράξ. 7,51-52.
56. Ρωμ. 9, 3.
57. Ματθ. 17, 17.
58. Ματθ. 21,43.
59. Αγίου Μαξίμου, Επιστολή δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544. Το απόσπασμα στις στήλες 540-541.
60. Περί αιρέσεων ρα', ΕΠΕ 2, 306 ε.
61. Ματθ. 7, 15.
62. Α' Ιω. 4, 1-4.
63. Β' Ιω. 7.
64. Β' Ιω. 10-11.
65. Βλ. σχετικώς Νικολάου Ζήση, «Αγίου Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως, Διάλογος με τους Ιουδαίους Χαζάρους», Θεοδρομία, τεύχος 7, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σελ. 97-98.
66. PG 111, 85C.
67. PG100, 1204 και 1209.
68. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονογραφία 282, 2.
69. Β' Ιω. 11.
70. Ιω. 10, 5.
71. Αστέριος Αργυρίου, «Κοράνιο και χριστιανική πίστη. Σκέψεις πάνω στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο χτες και σήμερα», εν ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, τεύχος 3, Σεπτ. - Δεκ. 1992, σελ. 39. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παλαιότερη βασική για το θέμα μελέτη του Ε. Δ. Σδράκα, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
72. Αυτόθι, σελ. 40.
73. Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27, ΕΠΕ 6, 174 ε.
74. Επιστολή προς την εαυτού εκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160-197.
75. Επιστολή ότε εάλω, ΕΠΕ 7,198-209.
76. Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, ΕΠΕ 7, 210-225.
77. Προς την εαυτού εκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.
78. Α' Ιω.5, 19.
79. Προς την εαυτού εκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7, 166-168.
80. Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7, 168.
81. Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172.
82. Αυτόθι 172-174.
83. Αύτόθι 15,ΕΠΕ 7, 174.
84. Αύτόθι 17,ΕΠΕ 7, 176.
85. Διαλέξις προς τους αθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
86. Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222. Γαλ. 1,8.
87. Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224.
88. Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
89. Αυτόθι 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
90. Αυτόθι 24-25, σελ. 186.
91. Αυτόθι 28, σελ. 188-190.
92. Αυτόθι.
93. Αυτόθι.
94. Βλ. Επίσκεψις 510 (31. 10. 1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21.
95. Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190.
96. Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ. Γ', σελ. 152-158, Θεσσαλονίκη 1991.
97. Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ· Α', σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991.
98. Περί όλων αυτών βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος· Βίος - Συγγράμματα - Διδασκαλία, Ανάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 217-219 και 295-298. Βλ. επίσης Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, έκδ. L. Petit, κ. ά. Paris 1930, σελ. 444: «Ούτως αρχή μεν της ανθρωπίνης καταστάσεως ο φυσικός ην νόμος, μεσότης δε ο διά Μωυσέως δοθείς, πέρας δε και τελειότης ο του Χριστού, και ταύτη τη τελειότητι αμέσως επακολουθήσειν πιστεύομεν την εν εκείνω τω μέλλοντι βίω τελειοτέραν κατάστασιν».
99. Τόμος Α', σελ. 429-436.
100. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150.
101. Αυτόθι, σελ. 812-813.
102. Νέον Μαρτυρολόγιον, έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1961, σελ. 186.
103. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ένθ' ανωτ. σελ. 150.
104. Βλ. Επιστολή Δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544.
105. Για τις επιδράσεις επί των εικονομάχων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 57ε.
106. Νέον Μαρτυρολόγιον ήτοι Μαρτυρία των νεοφανών Μαρτύρων, των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων, Αθήναι 1961, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», σελ. 12.
107. Σχετικώς με τον διπλό αυτό κίνδυνο και την στάση των Ορθοδόξων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος. Βίος - συγγράμματα - διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 19982, σελ. 19-30.
108. Αυτόθι, σελ. 218ε.
109. ΕΠΕ 7, 210-225.
110. Β. Φανουργάκη, «Μάρτυρες - Νεομάρτυρες. Τα μαρτύρια των νεομαρτύρων ως αδιάσπαστη συνέχεια των μαρτυρίων της αρχαίας Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Έκδοσις της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1988, σελ. 179-203.
111. Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 34-35.
112. Αυτόθι, σελ. 45-46.
113. Αυτόθι, σελ. 92.
114. Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Επιμέλεια Αθανασίου Μάργαρη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 816.
115. Αυτόθι, σελ. 150.
116. Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 121, 157.
(Από το βιβλίο «Διαθρησκειακές συναντήσεις. Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων», Εκδόσεις Βρυέννιος,Θεσσαλονίκη, 2003)
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 23η Μαΐου 2018
ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Εδώ και αρκετά χρόνια η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. εμφανίζεται πρωτοπόρος στο συγκρητισμό. Χωρίς αμφιβολία έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη Σχολή των Αθηνών και έχει αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια Σχολή σε συγκρητιστικές επιδόσεις. Σε επιδόσεις και εκδηλώσεις, που πραγματικά θα τις ζήλευαν ακόμη και παπικές και προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης βάλθηκε με ένα πρωτοφανή οίστρο, να εφαρμόσει στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της.
Τι να μνημονεύσει κανείς πρώτο και τι δεύτερο σ’ αυτές τις επιδόσεις; Την πρωτιά της στη δημιουργία κατευθύνσεως μουσουλμανικών σπουδών; Ή την διοργάνωση ενός πλήθους συνεδρίων, όπως αυτό που πραγματοποιείται στις ημέρες μας από 21 έως 24 Μαΐου; Ή την προβολή και διαφήμιση πατριαρχών και επισκόπων διεθνούς φήμης, όπως πρόσφατα του πρώην οικουμενικού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου, (σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, μασόνου 33ου βαθμού), του μοιραίου και τραγικού αυτού ανθρώπου, που προώθησε όσο κανένας άλλος την παναίρεση του Οικουμενισμού στην εκκλησία μας;
Ένα ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των ολεθρίων αυτών επιδόσεων ήρθε να προσθέσει πρόσφατα με την διοργάνωση Ημερίδας, προκειμένου να τιμήσει έναν παπικό «αρχιεπίσκοπο». Σύμφωνα με ανακοίνωση στο διαδίκτυο:
«... την Τρίτη 15 Μαΐου 2018 και ώρα 11:30, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διοργανώνει στην αίθουσα Συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα, αφιερωμένη στον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη (Σπιτέρη), με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας!»
Η Ημερίδα εντάσσεται στα πλαίσια εκδηλώσεων «Διαδρομές Θεολογικού Διαλόγου και διαχριστιανικής καταλλαγής». Σύμφωνα με το πρόγραμμα εισηγητές ήταν οι:
α) Ευαγγελία Αμοιρίδου, «Πνευματικοί, ακαδημαϊκοί και ποιμαντικοί βηματισμοί από τα καντούνια της Κέρκυρας στα ίχνη του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Αντωνίου της Πάδοβας», και
β) Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, «Οικουμενικές εμπνεύσεις και δράσεις».
Ακολούθησε επίδοση πλακέτας και μουσική εκδήλωση (http://aktines.blogspot.gr/2018/05/blog-post_41.html#more).
Με έκπληξη διαβάσαμε ότι ο τιμώμενος αιρετικός «αρχιεπίσκοπος» τιμήθηκε από την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή «με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας» του. Πράγμα που σημαίνει με απλά ελληνικά ότι η εν λόγω Σχολή, ακολουθώντας και εφαρμόζοντας πάνω στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, (η οποία ως γνωστόν αναγνώρισε πλήρη εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς παπικούς), έρχεται τώρα να τιμήσει τον εν λόγω παπικό «αρχιεπίσκοπο»! Για τους καθηγητές της Σχολής ο παπικός«αρχιεπίσκοπος»έχει πλήρη και κανονική αρχιεροσύνη, η δε 50ετής ιερατική και ποιμαντική του διακονία υπήρξε θεοφιλής και θεάρεστη, ώστε αξίζει και πρέπει να τιμηθεί όχι απλώς από τους παπικούς, αλλά και από μας τους Ορθόδοξους! Μ’ άλλα λόγια η 50ετής προσηλυτιστική του δράση εις βάρος του ορθοδόξου ποιμνίου, εξ’ αιτίας της οποίας ως άλλος προβατόσχημος λύκος κατασπάραζε και έστελνε στην απώλεια της αιρέσεως του Παπισμού πλήθος ψυχών, υπήρξε κατά πάντα θεάρεστη και γι’ αυτό έπρεπε να τιμηθεί!!!
Αδυνατούν δυστυχώς οι καθηγητές της Σχολής να συνειδητοποιήσουν, ότι μέσα στην αίρεση δεν υπάρχει ποιμαντική, διότι απλούστατα δεν υπάρχει σωτηρία. Στην αίρεση μία μόνο ποιμαντική υπάρχει, η ποιμαντική, που οδηγεί στην απώλεια. Λυπούμεθα, διότι αναγνωρίζοντας τον Παπισμό ως Εκκλησία, ακυρώνουν συνοδικές αποφάσεις δέκα αιώνων, που τον καταδίκασαν ως αίρεση και τον απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Λυπούμεθα διότι με τη διαγωγή τους εφαρμόζουν πάνω στην πράξη την κακόδοξη οικουμενιστική θεωρία περί Μιας, αλλά ταυτόχρονα και «διηρημένης Εκκλησίας»! Λυπούμεθα, διότι απεμπολούν τον όρο «Καθολική» από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και τον χαρίζουν στους αιρετικούς παπικούς. Λυπούμεθα και οδυρόμεθα, διότι είδαμε σε φωτογραφίες της Ημερίδας, να παρίστανται σε αυτή και ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι «τίμησαν» με την παρουσία τους τον αιρετικό «αρχιεπίσκοπο»!
Κλείνοντας εκφράζουμε την λύπη μας καθώς διαπιστώνουμε όλο και εναργέστερα την απομείωση των Ορθοδόξων κριτηρίων των ακαδημαϊκών θεολόγων της πατρίδος μας, οι οποίοι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αντί να είναι οι άγρυπνοι οφθαλμοί της θεολογικής επιστήμης και οι φύλακες των Ορθοδόξων δογμάτων και των ευσεβών παραδόσεων, έγιναν φερέφωνα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Ειλικρινά λυπούμεθα για τις Σχολές μας, οι οποίες, ενώ πριν μερικές δεκαετίες ήταν προπύργια της Ορθοδοξίας, τώρα απέβησαν εκκολαπτήρια θεολόγων με αλλοιωμένο, φρόνημα. Θεολόγων οι οποίοι θα μεταδίδουν στη συνέχεια στα σχολεία και στο λαό το δηλητήριο της αιρέσεως και θα οδηγούν στην απώλεια πλήθος ψυχών. Λυπούμεθα, αλλά δεν απογοητευόμεθα. Διότι το τιμόνι της Εκκλησίας το κρατάει στα χέρια του ο Θεός! Ο Θεός είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη νίκη στην Ορθοδοξία. Δεν θα θριαμβεύσει τελικά η αίρεση, όσο και αν φαίνεται, ότι τώρα συνεχώς κερδίζει έδαφος. Η «ένωση των εκκλησιών» δεν θα είναι τελικά μονόδρομος. Μια μέρα ο συγκρητισμός των ημερών μας θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, όπως ακριβώς κατέρρευσε ο Μαρξισμός-Λενινισμός στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Σχόλιο Τ.Ι.: Πριν από τα κείμενα του Καθηγητή κ. Φαράντου και του μοναχού Δαμασκηνού, παραθέτουμε απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα κατά το οποίο έγινε ανάγνωση από το υπό κρίση βιβλίο του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ζηζιούλα «Η Κτίση ως Ευχαριστία», σε εκπομπή του Δημήτρη Κοσμόπουλου (εδώ). Πρόκειται για ένα από τα πλέον βλάσφημα και αιρετίζοντα θεολογικά αναγνώσματα, σε βαθμό που θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως νέο-ειδωλολατρική ομολογία. Αλλά και από επιστημονική-φιλοσοφική σκοπιά να το δει κανείς, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρημάτων και των "διαπιστώσεων" του φιλοσόφου Ζηζιούλα, κινούνται ανάμεσα στη σοφιστία και την παραεπιστήμη. Από τη μεριά της Πίστης μας, είναι λυπηρό (για πολλούς σκανδαλιστικό) το φαινόμενο (σίγουρα σημείο των καιρών) πως τέτοιου περιεχομένου κείμενα μπορούν να φέρουν το μανδύα και την επίφαση “πονήματος Ορθοδόξου θεολογικής σκέψης”, και να μην έχουν ήδη καταδικαστεί για τον αντίχριστο χαρακτήρα τους. Από τη μεριά της Επιστήμης είναι απορίας άξιο πως θεωρητικά επιστημονικά σχήματα (Δαρβινισμός) και υφιστάμενα και καθιερωμένα επιστημονικά πεδία (Κβαντομηχανική, Σχετικιστική Φυσική, κ.λ.π.) μπορούν να έχουν τόσο διαβρωτική επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη ώστε εν τέλει αυτή να οδηγείται στην πλάνη και την παρακμή.
«... Όλα όσα είπαμε, τονίζει ο μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης στο βιβλίο του η «ΚΤΙΣΗ ΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ: Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», περιγράφουν την κατάσταση που αφορά τους πρώτους 2 ή 3 αιώνες της Χριστιανικής περιόδου. Τα πράγματα όμως φαίνεται να αλλάζουν βαθμιαία και η Εκκλησία σιγά-σιγά οδηγήθηκε σε μια σοβαρή αλλαγή συνείδησεως σε ότι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Τα αποφασιστικά βήματα σε αυτή την εξέλιξη μπορούν να περιγραφούν πολύ περιληπτικά ως εξής:
Πρώτον: η ισχυρή επίδραση του Πλατωνικού και του γνωστικού τρόπου σκέψεως κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η σημασία του υλικού κόσμου και να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση ‘σαν χωρίς σημασία’ και στη χειρότερη σαν ‘κακός’. Οι Χριστιανοί γνωστικοί της Αλεξάνδρειας, πάνω από όλα η ισχυρή επιρροή του Ωριγένη, είναι κλασσικό παράδειγμα αυτής της εξελίξεως. Ο Ωριγένης του οποίου τα γραπτά διαβάζονταν πολύ από τους μοναχούς της Αιγύπτου, επηρέασε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του Ανατολικού μοναχισμού, ο οποίος τελικά, ευτυχώς, διασώθηκε από την επηρροή αυτή χάρη σε δυνάμεις του Ορθοδόξου μοναχισμού όπως οι Άγιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μάξιμος ο Ομολογητής.
Δεύτερον: Στη Δύση παρόμοιες εξελίξεις έτειναν στο να διχοτομήσουν τον άνθρωπο από τη φύση, με το να θεωρούν τον άνθρωπο ανώτερο από τη φύση και κέντρο των πάντων. Ως τυπικά παραδείγματα αυτής της εξελίξεως μπορούμε να αναφέρουμε τον ιερό Αυγουστίνο και τον Βοήθιο, οι οποίοι όρισαν το ανθρώπινο ον, ακόμη και το θείο ον, με τη χρήση των εννοιών του λόγου και του νου, και εισήγαγαν τη συνείδηση και την ενδοστρέφεια σαν τα ύψιστα στοιχεία του ανθρώπου, ακόμα και του Θεού. Έτσι το ανθρώπινο ον ξεχώρισε από την όλη φύση όχι μόνο σαν όν ανώτερο από τα άλλα όντα αλλά πραγματικά σαν το μόνο ον που είχε σημασία για την αιωνιότητα, εκτός βέβαια από τους αγγέλους, οι οποίοι χάρις την πνευματική και άυλη υπόστασή τους ήταν ακόμη ανώτερης αξίας και από τις ανθρώπινες ψυχές. Η Βασιλεία του Θεού κατά την αντίληψη του ιερού Αυγουστίνου απαρτίζεται μόνο από σεσωσμένα πνευματικά όντα, από αθάνατες ψυχές.
Η Εκκλησία έχανε έτσι βαθμιαία τη συναίσθηση της σπουδαιότητας και της αιώνιας αξίας του υλικού κόσμου και αυτό ήταν ιδιαίτερα φανερό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα ιερά μυστήρια και ιδιαίτερα τη Θεία Ευχαριστία. Αντί να είναι η Ευχαριστία μια ευλογία του υλικού κόσμου, των καρπών της φύσεως, και μια αναφορά όλων αυτών με ευγνωμοσύνη και ευλάβεια στο Δημιουργό, η Ευχαριστία πολύ γρήγορα έγινε βασικά μια τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού και ένα μέσο χάριτος για την πνευματική τροφή της ψυχής. Η διάσταση του κόσμου χάθηκε γρήγορα από τη μυστηριακή Θεολογία στη Δύση, δίνοντας τη θέση της σε μια πνευματοκεντρική, ή ψυχοκεντρική αντίληψη του κόσμου.
Τρίτον: Η εποχή του μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως ελάχιστα συνετέλεσε στην αλλαγή αυτής της καταστάσεως έχοντας στην πραγματικότητα εμπνευστεί από το σχολαστικισμό με την ιδέα ότι το κατ’ εικόνα Θεού αφορά στο λογικό του ανθρὠπου. Τα μυστήρια παρέμειναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό στη Δύση άσχετα με τον υλικό κόσμο και έτσι το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση μεγάλωσε περισσότερο . Ο Καρτέσιος ακολουθώντας την Αυγουστίνεια παράδοση έκανε τη σκέψη κέντρο των πάντων:
«Σκέπτομαι άρα υπάρχω.»
Ενώ ο Διαφωτισμός ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την άποψη ότι το σκεπτόμενο λογικά ον είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει σε όλη τη Δημιουργία. Ο Ρομαντισμός, ενώ δίνει σημασία στη φύση, ενίσχυσε τη διχοτόμηση ανάμεσα στον σκεπτόμενο ενσυνείδητο υποκείμενο και στη μη σκεπτόμενη ασυνείδητη φύση (!?) δίνοντας εμφανώς προτεραιότητα στο πρώτο και επιτρέποντας στο τελευταίο να έχει αξία μόνο στο μέτρο που περικλείει μέσα του το πρώτο. Ο Πιετισμός, ο ευσεβισμός δηλαδή, ο Μυστικισμός και άλλες θρησκευτικές και θεολογικές κινήσεις, λειτουργούσαν επίσης χωρίς αναφορά στη φύση. Ενώ ο Πουριτανισμός και η δεσπόζουσα τάση του Καλβινισμού εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τους στίχους της Γεννέσεως «… αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.» (Γένεση, 9:1), συνετέλεσαν στην άνοδο του καπιταλισμού και τελικά στην τεχνολογία και στον πολιτισμό των ημερών μας (!?).
Σ’ αυτήν την ανθρωποκεντρική και λογικοκρατούμενη αντίληψη του κόσμου, στην οποία η Χριστιανική θεολογία συνέβαλεν αποφασιστικά, ο σύγχρονος Δυτικός κόσμος μας κατάφερε να παρουσιάσει δυό αντισώματα προς τα οποία όμως η Θεολογία και η Εκκλησία παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό εχθρικές.
Πρώτο ήταν ο Δαρβινισμός. Ο Δαρβινισμός τόνισε ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι διόλου το μόνο διανοούμενο όν της Δημιουργίας, πράγμα που ήταν ράπισμα στη σχολαστική άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του, και ότι τη συνείδηση, ακόμα και την αυτοσυνειδησία, μπορούμε να τη συναντήσουμε και στα ζώα (!?). Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και στον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους. Έτσι ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική του θέση στη φύση και το ερώτημα ως προς τη διαφορά του από τα ζώα παρέμεινε ανοικτό δεδομένου ότι η λογική δεν είναι πια η ειδοποιός διαφορά(!?).
Η Δυτική Εκκλησία υπερασπιζόμενη γενικά τη λογοκεντρική δομή του πολιτισμού μας απέτυχε να αντιδράσει δημιουργικά στην πρόκληση του Δαρβινισμού και προτίμησε η ίδια είτε να εμπλακεί σε μια ανταγωνιστική διαμάχη μαζί του είτε να υποκύψει δεχόμενη αυτήν την κατωφερή ανθρωπολογία, και όλα αυτά γιατί αρνήθηκε να αναζητήσει σε άλλες περιοχές εκτός της λογικής(!?) τη διαφορά των ανθρωπίνων όντων από τα ζώα . Αλλά ο Δαρβινισμός έχοντας ουσιαστικά κερδίσει την επιστήμη της Βιολογίας είναι ακόμη στο προσκήνιο και η Θεολογία πρέπει να κάνει την καλύτερη δυνατή χρήση του θετικά και αρνητικά στο θέμα της αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσεως(!?).
Δεύτερον από τα αντισώματα σ’ αυτόν τον ανθρωποκεντρικό και λογικοκρατούμενο πολιτισμό που κληρονόμησεν η εποχή μας, ήρθε από την περιοχή της Φυσικής φιλοσοφίας μέσα από τον Αινστάιν και τη σχολή της σύγχρονης Κβαντικής Φυσικής που τον διαδέχτηκε. Εδώ το χτύπημα ήταν διαφορετικό και ίσως βαθύτερο.
Ως πρώτη συνέπεια, η Φυσική επιστήμη σήμερα έρχεται να υπογραμμίσει το τέλος της διχοτομήσεως ανάμεσα στη φύση, ή την ουσία, και στο γεγονός (?!). Κάθε τι που είναι ταυτόχρονα συμβαίνει. Χώρος και χρόνος αλληλοπεριχωρούνται. Ο Κόσμος ο ίδιος είναι ένα γεγονός και δε μπορεί να γίνει αντιληπτός ξέχωρα από μια πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε από μια τελετή η οποία συνεχώς πραγματοποιείται. Επιπρόσθετα έχουμε το χτύπημα στη δομή του υποκειμένου και του αντικειμένου, που έρχεται από την Κβαντική Μηχανική (?!). Ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα στην οποία η μια πλευρά επηρεάζει την άλλη. Το σύμπαν ολόκληρο, μέχρι τα πιο ασήμαντα στοιχεία του είναι παρόν και στο πιο απλό και μικρό μέρος του. Ακόμα και αυτό που από μια συγκεκριμένη σχολή Φυσικής φιλοσοφίας ονομάζεται Ανθρωπική Αρχή, παρά τον ανθρωποκεντρισμό του δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια θεώρηση του κόσμου στην οποία ο άνθρωπος είναι απομονωμένος από το υπόλοιπον σύμπαν(?!).
Η επιστήμη της Φυσικής όπως και της Βιολογίας ασκεί πίεση στη σύγχρονη Θεολογία, ζητώντας αναθεώρηση της παραδοσιακής μας Θεολογίας (?!). Πιστεύω ότι αυτή την πίεση μπορεί να την χρησιμοποιήσουμε ως αποφασιστηκά ωφέλιμη για την Εκκλησία στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει το οικολογικό πρόβλημα(?!). Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει μια δημιουργική χρήση από τη Θεολογία όλων αυτών των νέων εξελίξεων της Βιολογίας και της Φυσικής, σε συνδυασμό με όσα η Χριστιανική παράδοση μπορεί να προσφέρει για τον ίδιο σκοπό. Τέτοια στοιχεία από τη Χριστιανική παράδοση μπορούμε να αντλήσουμε από τις περιοχές της Πατερικής Θεολογίας, ειδικά δε από το χώρο της σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας(?!).
Από τη λειτουργική εμπειρία της αρχαίας Εκκλησίας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα. Όλες οι αρχαίες λειτουργίες ιδιαίτερα στην Ανατολή περιλαμβάνουν καθαγιασμό της ύλης και του χώρου. Δεν υπάρχουν σε αυτές τις λειτουργίες τάσεις που να ωθούν την ανθρώπινη ψυχή σε στάσεις ενδοστρέφειας και αυτοσυνειδησίας(?!). Όλα στις λειτουργίες αυτές αποβλέπουν στη συμμετοχή του προσευχομένου στο γεγονός κοινωνίας με τα άλλα μέλη της λατρευτικής κοινότητας και με το υλικό πλαίσιο της λειτουργίας (?!). Εκτός από τον άρτο και τον οίνο που είναι σαφώς μέρος του υλικού κόσμου, η αρχαία λειτουργία προσπαθούσε να απευθυνθεί σε όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου μέσα από το λειτουργικό γεγονός: στην όραση με τις εικόνες και τα άμφια, στην ακοή με τους ύμνους και τις ψαλμωδίες, στην όσφρηση με την οσμή του λιβανιού, κλ.π., και επιπλέον οι προσευχές ‘υπέρ ευκρασίας αέρων’, ‘εφορίας των καρπών της γης’, τοποθετούν τη λειτουργία στην καρδιά της Δημιουργίας.
Δεύτερον, όλες οι αρχαίες λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων, και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού (!?), όσο την αναφορά των δώρων του άρτου και του οίνου στο Δημιουργό-Πατέρα (!?), αυτό δηλαδή που σε όλες τις αρχαίες Ελληνικές λειτουργίες είναι γνωστό ως ‘Αναφορά’ . Οι λειτουργιολόγοι σήμερα τείνουν στο να τονίσουν αυτή την ξεχασμένη λεπτομέρεια, η οποία όντως μπορεί να έχει ξεχωριστή σημασία για μια Θεολογία της Δημιουργίας (!?), και ετούτο γιατί η λεπτομέρεια αυτή επικεντρώνει εξίσου την προσοχή στην πράξη του ανθρώπου ως ιερέως της Δημιουργίας (?!) καθώς και στην πράξη του Θεού, ο οποίος στέλνει το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλλει τα προσφερόμενα δώρα σε σώμα και αίμα Χριστού. Αυτό το ξεχασμένο στοιχείο είναι τόσο κεντρικό στη συνείδηδη της αρχαίας Εκκλησίας ώστε προσφέρει και αυτή ακόμα την ορολογία(?!) για να δηλωθεί η ταυτότητα και το όνομα της Ευχαριστιακής Ακολουθίας. Στην αρχαία Εκκλησία η ακολουθία αυτή ονομαζόταν, όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, καθαρά και απλά Αναφορά, ή Ευχαριστία. Και οι δύο αυτοί όροι έχουν σχέση με την ιερατική πράξη του ανθρώπου ως εκπροσώπου όλης της Δημιουργίας. Σε σχέση με όλα αυτά θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η αρχαία ευχαριστιακή λειτουργία άρχιζε την ευχαριστιακή ευχή, ή τον Κανόνα, με ευχαριστία για τη Δημιουργία πριν απ’ όλα και ύστερα για τη λύτρωση δια του Ιησού Χριστού. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως είναι η ευχαριστιακή λειτουργία η οποία σχολιάζεται από τον Άγιο Κύριλλο των Ιεροσολύμων στις «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις» του, η ευχαριστία για τη Δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία του Χριστού (?!). Βέβαια, αυτός δεν ήταν συνηθισμένος τύπος αλλά μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε(?!) για να τονίσουμε το πόσο κεντρική θέση είχε η αναφορά της κτίσεως στην αρχαία λειτουργία .
Το ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας, και αυτό αξίζει να το τονίσουμε, δεν ήταν η θυσία όπως συνέβαινε το μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο Θεό της δικής του Δημιουργίας(?!). Είναι κρίμα πραγματικά γιατί η θυσία έφτασε να καλύψει για αιώνες το νόημα της Ιερωσύνης. Είναι κρίμα , όχι τοσο γιατί αυτό έδωσε αφορμή για ατέλειωτες αντιθέσεις ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες εμποδίζοντάς τους να φτάσουν σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας ακόμα και σήμερα, αλλά κυρίως γιατί αυτό σήμαινε ότι χάθηκε η διάσταση της Δημιουργίας από την έννοια της Ιερωσύνης (?!). Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να αποκαλύψουμε και να αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση με σκοπό να αντιμετωπίσουμε το Οικολογικό πρόβλημα (!?).»
(Πηγή: «Ακούστε το Βιβλίο "Κτίση ως Ευχαριστία"», ο Δημητρης Κοσμόπουλος διαβάζει από το βιβλίο του μητροπολίτη Περγάμου Iωάννη Ζηζιούλα, Αντίφωνο )
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:
4o ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»
1. Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα απομακρύνεται εκ της «παραδοσιακής» ορθοδόξου θεολογίας, ήτις κατανοεί το έργον της ως λειτουργίαν εντός της Εκκλησίας προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τους πιστούς της. Η θεολογία τον κ. Ζ. απευθύνεται προς «το σύγχρονο άνθρωπο», με τον οποίον επιδιώκει να διαλεχθεί και να πείσει, επιζητούσα «μια έντιμη, συνεπή συνομιλία με την επιστημονική ή φιλοσοφική σκέψη», και «με τους φυσικούς επιστήμονες» (88. 89).
Ποίος είναι «ο σύγχρονος άνθρωπος» εις την εικόνα του κ. Ζ.;
- Είναι εκείνος, πού «αποτινάζει με αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως(32), που δεν πείθεται με «τα δογματικά κηρύγματα»(33), πού «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»(25). Και εδώ παρατηρείται κάτι το εκπληκτικόν, ουχί μόνον δι' ορθόδοξον, αλλά και δι' οιονδήποτε άλλον θεολόγον επιστήμονα: Ο κ. Ζ. αποδέχεται ανεπιφυλάκτως -και μάλιστα υπερθεματίζει- την πολεμικήν ταύτην «του συγχρόνου ανθρώπου», δια της οποίας απορρίπτει ούτος σύνολον την χριστιανικήν - ορθόδοξον παράδοσιν, διότι «δεν την συλλαμβάνει πλέον» . Χωρίς την άσκησιν οιασδήποτε κριτικής προς «τον σύγχρονον άνθρωπον», όστις είναι πλήρης προλήψεων, δεισιδαιμονιών, αιρέσεων, ανηθικότητος, εγκληματικότητος κλπ., επιρρίπτει ούτος όλα τα βάρη «της κρίσεως του συγχρόνου ανθρώπου στη σχέση του με το Χριστό» εις την Εκκλησίαν και εις την θεολογίαν της, δια τον λόγον και μόνον, ότι διδάσκει αυτή, ο,τι απορρίπτει ούτος. Και δια να μην επανέρχομαι: «Και μέσα στην Εκκλησία», κατά τον κ. Ζ., το άτομον δεν σώζεται, αλλά κακοποιείται και αλλοτριούται(29) !
Ειδικώτερον, ως προς την περί Θεού διδασκαλίαν, όπως κατανοεί ταύτην ο κ. Ζ., αξία σημειώσεως είναι τα ακόλουθα: Ο κ. Ζ. εις τον περί Θεού λόγον του απαξιοί, σχεδόν, να «εργασθεί» με χριστιανικάς εννοίας, όπως: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα, ενέργειαι του Θεού κλπ. Ακόμη δε και την λέξιν «Θεός» χρησιμοποιεί κατά συγκατάβασιν: «...σε κάποιο "επέκεινα" - στο Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την παραδοσιακή ορολογία»(45)! Αντί δε τούτων επιδεικνύει προτίμησιν ούτος προς τους φιλοσοφικούς όρους: «υπερφυσικό», «υπερβατικό», «επέκεινα» κλπ., οίτινες υπεμφαίνουν το ουδέτερον, το απρόσωπον, το ανενέργητον «επέκεινα», καθώς και προς μίαν «απόλυτα μονοθεϊστική έννοια περί Θεού»(103), ακατανόητον δια τα ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα.
Ωσαύτως ασκείται υπό του κ. Ζ. δριμύτατη πολεμική κατά της «παραδοσιακής» ορθοδόξου περί Θεού διδασκαλίας, με μόνον κριτήριον «τον σύγχρονο άνθρωπο». Ο κ. Ζ. δηλ. δεν ερωτά θεολογικώς, εάν η «παραδοσιακή» περί Θεού διδασκαλία αντιστοιχεί ή όχι προς το περιεχόμενον της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, και εκείθεν να κρίνει ή και να απορρίψει ταύτην, αλλά θέτει ως κριτήριον του περί Θεού λόγου της ορθοδόξου θεολογίας «το σύγχρονο άνθρωπο».
Έπονται τα ακόλουθα «σχιζοφρενικά» : Εδώ έχομεν θεολογικήν ασυδοσίαν. Ουδείς ποτέ σοβαρός θεολόγος απέρριψε θεολογικάς προτάσεις με εξω-θεολογικά κριτήρια.
1. Δια την υπό «του συγχρόνου άνθρωπου» απόρριψιν του Θεού ευθύνεται η θεολογία, «εφ' όσον η θεολογία του Τον τοποθέτησε σε μια σφαίρα πού δεν μπορεί πια να κατανοήσει»(26), ήτοι «τοποθέτησε» «το σύγχρονο άνθρωπο» «σε σχήματα δυαλιστικά»(36). Τί είναι «τα δυαλιστικά» ταύτα «σχήματα»; Απλούστατα: Ο υπό της θεολογίας «διαχωρισμός ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»(25).
2. «Η θεολογική παράδοση», με την περί Θεού και κόσμου «δυαλιστική» διδασκαλία της, έβλαψε «το σύγχρονο άνθρωπο»: «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36). Και εδώ, λοιπόν, η μαρξιστική - φροϋδική κριτική της αλλοτριώσεως του ανθρώπου δια της εις Θεόν πίστεως!
3. Και τέλος, η αντίφασις: «Ο σύγχρονος άνθρωπος...» «... το Υπερφυσικό... δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25).
Διατί, λοιπόν, ευθύνεται η παραδοσιακή θεολογία δια την υπό «του συγχρόνου ανθρώπου» απόρριψιν του Θεού, αφού ούτος «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»; Και πως θα πρέπει, άραγε, να ομιλήσει η θεολογία περί του Θεού «στο σύγχρονο άνθρωπο», δια «να μπορέσει να τον κατανοήσει»; Ο κ. Ζ. δίδει την απάντησιν: Να απορρίψει το «υπερφυσικό», να ταυτίσει αυτό με «το φυσικό», να διακηρύξει μία, «ενιαία πραγματικότητα». Εν τη απορρίψει δηλ. «του υπερφυσικού», «ο σύγχρονος άνθρωπος» θα «συλλάβει» και θα «κατανοήσει» αυτό . Παρακολουθούμε, πώς ο κ. Ζ. διατυπώνει τον θεολογικόν του Μονισμόν:
«... δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό... Υπάρχει συνάντηση πλήρης, μέχρι ταυτισμού, (η υπογράμμισις είναι του κειμένου), της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα,.., μια συνάντηση, στην οποία και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως» (25 - 26).
Ο κ. Ζ. εις άλλα, νεώτερα, κείμενα του αυτού βιβλίου του εκφράζεται συμφώνως προς την «παραδοσιακήν» περί Θεού διδασκαλίαν, όταν αναφέρει: δεν υπάρχει «φυσική συγγένεια ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία» (93), αλλά «φυσική ετερότητα του Θεού και της δημιουργίας»(90) κ.ά. Τι συμβαίνει εδώ: κραυγαλέα αντίφασις ή θεολογική σκοπιμότης;
Εν τούτοις εν παραμένει βέβαιον: Ο κ. Ζ. πρεσβεύει ένα θεολογικόν Μονισμόν, όστις απαγορεύει «την διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού» και αποδέχεται «την ταύτισιν» Θεού και κόσμου. Απόδειξις τούτου το γεγονός, ότι προσπαθεί να κατοχυρώσει τούτον και με επιχειρήματα, τα οποία συνοψίζονται εις τα ακόλουθα:
1. Αναφέρει ο κ. Ζ.:
«Αυτή η θεώρηση τον κόσμου μέσα στην Ευχαριστία δεν αφήνει περιθώρια για διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού»(25).
Επί της θέσεως ταύτης αι ακόλουθοι ενστάσεις: Καταργεί, άραγε, η θεία Ευχαριστία το χριστολογικόν δόγμα της Οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνος, ήτοι το: «ασυγχύτως, ατρέπτως - αδιαιρέτως, αχωρίστως»; Το «ασυγχύτως, ατρέπτως» δεν διασώζει τας «δυο φύσεις» του Ιησού Χριστού, την άπειρον, ποιοτικήν, διαφοράν ακτίστου και κτιστού, την «διαίρεσιν» «ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»; Το δε «μέχρι ταυτισμού» (25) δεν οδηγεί, άραγε, εις «ταύτισιν» των δύο -«φυσικού και υπερφυσικού»- με όλας τας ακολουθίας: σύγχυσιν, μονοφυσιτισμόν, μονισμόν, θεολογίαν του θανάτου του Θεού κλπ.;
Η υπό του κ. Ζ. αποδοχή «ενιαίας πραγματικότητος», «μέχρι ταυτισμού... φυσικού και υπερφυσικού», φαίνεται να έχει ως αιτίαν και την συγκεχυμένην ορολογίαν, την οποίαν χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν λέγει: «Η Ευχαριστία είναι... αυτός ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός», «το όλο μυστήριο του Χριστού»(20, 21), κλπ. Τοιαύτας εκφράσεις χρησιμοποιούν όλαι αι χριστιανικαί «εκκλησίαι» δια και κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας των, προκειμένου να δηλώσουν την «παρουσίαν» του Χριστού «εν τω μέσω» της κοινότητος των.
Δεν αμφισβητώ την αλήθειαν των εκφράσεων τούτων, επισημαίνω, όμως, ότι εις την δογματικήν γλώσσαν της ορθοδόξου θεολογίας η «παρουσία του Χριστού» εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας προσδιορίζεται μόνον δια της φράσεως: « σώμα και αίμα Χριστού» , και δι' ουδεμιάς περαιτέρω. Η ορολογία αυτή έχει μεγάλην σημασίαν δια την ορθόδοξον θεολογίαν των «ενώσεων» και των «διακρίσεων», ήτις δεν γνωρίζει ορολογίαν των «ταυτίσεων» και «συμβολισμών».
2. Ο κ. Ζ. αποδίδει «την κρίση του συγχρόνου άνθρωπου στη σχέση του με το Χριστό... στη θεολογική παράδοση», η οποία, διδάσκουσα εις τον περί Θεού λόγον της την «διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού», «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά» και έτσι «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36, 25). Εις το βιβλίον του, λοιπόν, ο κ. Ζ, παρουσιάζει, εκτός των θεολογικών του ιδεών, και «το πρότυπο» του συγχρόνου ορθοδόξου «δογματολόγου», κατά την ιδικήν του ορολογίαν, όστις διαπρέπει εις γνώσεις ουχί μόνον των δογματικών αληθειών της χριστιανικής πίστεως, αλλά και σχεδόν όλων των «συγχρόνων» κοσμικών επιστημών, όπως π.χ. της Φυσικής, της Βιολογίας, του Δαρβινισμού κλπ.
Εν προκειμένω δε, προβάλλει ούτος τας επί της Ψυχολογίας και της Ψυχαναλύσεως γνώσεις του, υιοθετών ανοποδείκτους θεωρίας περί «νευρώσεων», προκαλουμένων δια της εις Θεόν πίστεως, και διαπιστώνων «φροϋδικά» πλέγματα, τα οποία προεκάλεσε «στο σύγχρονο άνθρωπο» «η θεολογική παράδοση», ήτις «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά ή σε ασφυκτικά ηθικά κατασκευάσματα» και, έτσι, «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό». Δια να αρθεί, λοιπόν, «η κατάσταση της σχιζοφρένειας», θα πρέπει η θεολογία να αποδεχθεί μίαν πραγματικότητα, υπό την έννοιαν: «δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό»(25), συμφώνως και προς την αρχήν: «πονάει δόντι, βγάζει δόντι»!
Το ερώτημα, πού προκύπτει είναι, εάν, τώρα, πού «ο σύγχρονος άνθρωπος» απέρριψε «το υπερφυσικό», διότι «δεν το συλλαμβάνει πλέον», έπαυσε να ζει «σε μια κατάσταση σχιζοφρενείας»(25)! Ο,τι εκπλήσσει εις την προκειμένην περίπτωσιν, είναι ότι ο κ. Ζ. χρησιμοποιεί ουχί θεολογικά, αλλά εξωθεολογικά κριτήρια και επιχειρήματα προς απόρριψιν δογματικών και ηθικών διδασκαλιών της χριστιανικής πίστεως. Επαναλαμβάνω : Ουδείς σοβαρός θεολόγος επί διαχριστιανικού επιπέδου θεολογεί με τοιούτου είδους επιχειρηματολογίαν. Το αίτημα, όμως, περί άρσεως της «διχοτομήσεως» της χριστιανικής ζωής, εγείρει και θεολογικά προβλήματα, αφού η ύπαρξις και η ζωή του κατά Χριστόν ζώντος πιστού και θεολόγου είναι «διαλεκτική», ήτοι ζει ούτος διαρκώς εις μίαν κατάστασιν «διχασμού».
Ακούομεν, πως εκφράζεται ο απόστολος Παύλος: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν,... ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες,... ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. 6, 9 - 10), ή: «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητήτε,... τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ... Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης...» (Κολοσ. 3, 1 εξ.), ή το: «εκ του κόσμου τούτου ουκ εστέ» (Ιω. 15, 19); Τι δηλούν τα χωρία ταύτα και το πλήθος των παρομοίων: άραγε ουχί το παράδοξον, το μυστήριον της ζωής των Χριστιανών, οίτινες, ζώντες «επί της γης», καλούνται εις το φρονείν «τα άνω, μη τα επί της γης»; Ο τρόπος ούτος του ζειν, δεν είναι, «διχασμός» της υπάρξεως, εκφραζόμενος κατά τρόπον ανεπανάληπτον με τας φράσεις: «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται, νεκρώσατε τα μέλη υμών» κλπ., και αντιστοιχών προς την εν Ιησού Χριστώ «αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιώνιοις σεσιγημένον, φανερωθέντος δε νυν» (Ρωμ. 14, 24 - 25);
Κατανοεί, λοιπόν, «ο σύγχρονος άνθρωπος» την «εσωτερικήν ταύτην γλώσσαν» ή το «εσωτερικό τούτο γκέτο»(112, 88) των κατά Χριστόν «σαλών» δια να προσαρμόσουν ούτοι την χριστιανικήν πίστιν εις τα δικά του μέτρα και κριτήρια; Ιδού, τί αναφέρει σχετικώς Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Αι γλώσσαι του κόσμου τούτου διάφοροι εισι... Οι δε Χριστιανοί μίαν καινήν γλώσσαν μανθάνουσι,... ου του κόσμου τούτου ούτε του αιώνος του παρερχομένου». Η θεολογία καλείται, άραγε, να προσαρμόζεται εις τα κριτήρια «του συγχρόνου ανθρώπου», ή να προσαρμόζει τον κόσμο» προς τα περιεχόμενα του χριστιανικού Ευαγγελίου;
3. Δια την «μέχρι ταυτισμού της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα», μέχρι σημείου, που «και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25, 26) θεωρίαν του, και προς στήριξιν του θεολογικού του Μονισμού, προσάγει ο κ. Ζ. εν ακόμη εξωθεολογικόν, δηλ. «επιστημονικόν», επιχείρημα: «Ο σύγχρονος άνθρωπος... το υπερφυσικό, ως κάτι το ‘'επέκεινα'' της φύσεως, λόγω των νεωτέρων επιστημονικών και φιλοσοφικών εξελίξεων δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25). Η συνέπεια δε τούτου είναι: Η θεολογία θα πρέπει να απορρίψει «το υπερφυσικό», προκειμένου να έλθει εις «διάλογον» με «το σύγχρονο άνθρωπο» και ενδεχομένως να «κερδίσει» αυτόν.
Το θέμα «των φιλοσοφικών εξελίξεων» αφήνω κατά μέρος, αφού η Φιλοσοφία είναι μεν επιστήμη ουχί όμως «ακριβής», ήτοι «αντικειμενική», όπως η Φυσική, εκφράζουσα υποκειμενικόν, και, εν πολλοίς, αυθαίρετον στοχασμόν. Δια «τας νεωτέρας επιστημονικάς εξελίξεις», όμως, έχω να αναφέρω τα ακόλουθα: Ακόμη και αν η επιστήμη απεφαίνετο: «δεν υπάρχει υπερφυσικό» (25), θα έπρεπε, άραγε, να απορρίψει ο Χριστιανισμός την πίστιν εις τον υπερβατικόν Θεόν; Τι είναι η Εκκλησία: «φούρνος του Χότζα», δια να την μετακινούμεν διαρκώς και προς κάθε κατεύθυνσιν, συμφώνως προς τας επιθυμίας και τας υποδείξεις του εκάστοτε «περαστικού»; Μπορεί η επιστήμη να καταργήσει την εις Θεόν πίστιν, χωρίς και να αυτοκαταργηθεί; Μπορεί, π.χ. να αποφανθεί: «δεν υπάρχει υπερφυσικό», χωρίς συγχρόνως να αυτοκαταργηθεί, ένεκα υπερτάσεως των επιστημονικών της ορίων και προϋποθέσεων; Εάν κάποιος επιστήμων απορρίπτει την εις Θεόν πίστιν, τούτο αποτελεί ουχί επιστημονικών πόρισμα, αλλά προσωπικόν «πιστεύω»: πίστιν ως αθεΐαν.
Ο κ. Ζ. επαίρεται, ότι είναι εις θέσιν να διεξάγει διάλογον «μέ τους φυσικούς επιστήμονες»(89). Δεν αναφέρει, λοιπόν, συγκεκριμένως δια ποίων εκ «των νεωτέρων επιστημονικών εξελίξεων» απορρίπεται «το υπερφυσικό, ως κάτι το "επέκεινα" της φύσεως» (25); Σήμερον, ούτε αρχάριοι φοιτηταί εκφέρουν τοιαύτας απόψεις, εις μίαν εποχήν δηλ., καθ' ην με επιστημονικά δεδομένα., «απεδείχθη πλέον, ότι και αυτή η πραγματικότης της καθημερινής μας ζωής αποτελεί αντικείμενον πίστεως» (H.Ditfurth,Wir sind nicht nur von dieser Welt, 1981, 166).
Επαναλαμβάνω: Η επιστήμη ουδέποτε δύναται να αποδείξει επιστημονικώς ως πλάνην την πίστιν εις το «υπερφυσικό», εις τον Θεόν. Μόνον την δεισιδαιμονίαν καταρρίπτει η επιστήμη, ήτοι δοξασίας τύπου μαγείας, αστρολογίας, θεοσοφίας κλπ., αι οποίαι προσκρούουν εις θεμελιώδεις λογικάς κατηγορίας και εις εγνωσμένα επιστημονικά δεδομένα. Η θεμελιώδης και αδιαμφισβήτητος θέσις της συγχρόνου επιστήμης και ειδικώτερον της Φυσικής περί της «υπερφυσικής» πραγματικότητος έχει ως εξής: «η υπερφυσική πραγματικότης κατ' ουδένα τρόπον δύναται να απορριφθεί λογικώς ή επιστημονικώς» (H.Ditfurth, 214).
Ουχί μόνον δε τούτο, αλλά η επιστήμη της Φυσικής του Αιώνος μας ανεκάλυψεν εκ νέου: «το μυστήριον της ζωής και της θαυμαστής δομής του κόσμου, αποτελούσης εκδήλωσιν του εν ούτω αποκαλυπτομένου Λόγου» (A.Einstein), το «απροσδιόριστον» της κοσμικής πραγματικότητος (W.Heisenberg), και το συγκλονιστικώτερον: κατέληξεν εις το τελεσίδικον -μη επιδεχόμενον αναθεώρησιν- πόρισμα, ότι και εντός του κόσμου υπάρχει «υπερβατικότης» , ουχί εν τη έννοια του - μη - εισέτι - γνωσθέντος, δυναμένου όμως να γνωσθεί υπό του ανθρώπου, αλλ' εν τη εννοία του παντελώς απροσίτον καί ακατάληπτου: του τελείου μυστηρίου (πρβλ. H.Ditfurth, 157 εξ.). Ο Ρ. Jordan θα εκφράσει το νέον αίσθημα «πίστεως» της συγχρόνου Φυσικής με την φράσιν: «Βαδίζομεν επάνω σ' ένα λεπτό στρώμα πάγου μιας λίμνης, με άγνωστα τα βάθη της κάτω από μάς». Ο δε sir James Jeans αναφέρει και επικυρώνει την περίφημον εικόνα του Πλάτωνος (Πολιτ. Ζ') περί των δέσμιων εις «το σπήλαιον»:
«Παραμένομεν ακόμη έγκλειστοι εις το σπήλαιον ημών, με τα νώτα μας εστραμμένα προς το φως, και δυνάμεθα να παρατηρώμεν μόνον τας σκιάς εις τον τοίχον»!
Τοιαύτα και ανάλογα πορίσματα της συγχρόνου Φυσικής, αλλά και άλλων επιστημών, όταν αγνοούν οι επαιρόμενοι δι' επιστημοσύνην και της θύραθεν σοφίας θεολόγοι, μεταβάλλονται εις ψευδοαποστόλους της χριστιανικής πίστεως και της αληθείας του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.
(Πηγή: «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ: “...δεν υπάρχει... υπερφυσικό”», Πατερικός )
Ο ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΣ ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ!
Επίσης, ισχυρίζεται, ότι ο Δαρβινισμός έδωσε ένα ράπισμα στη Σχολαστική άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του(56). Και ακόμη: Αποδίδει στον Ιερό Αυγουστίνο και το Βοήθιο, οι οποίοι «όρισαν το ανθρώπινο ον, ακόμη και το θείο Ον, με τη χρήση των εννοιών του λόγου και του νου»(54). Δεν νομίζει, λοιπόν, ότι υποτιμά την νοημοσύνην των θεολόγων, όταν υποστηρίζει παρόμοιας θεωρίας, όταν δηλ., ό,τι εκείνος απορρίπτει, το φορτώνει ως κακόν εις τον Μεσαίωνα και εις τον Σχολαστικισμόν προς ιδίαν κάλυψιν; Δεν είναι, λοιπόν, ο Θεός Νους και Λόγος; Τι είναι, άραγε, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θείος Λόγος; Είναι δε ο Θεός άλογος Οντότης; Θα απορρίψομεν, λοιπόν, τον Λόγον του Θεού, αντί να αναζητήσομεν υφισταμένας, κατά περιεχόμενον, διαφοράς μεταξύ του Ελληνικού λόγου και του Λόγου της θείας Αποκαλύψεως; Ισχύει, λοιπόν, ή όχι το Ιωάννειον: «Εν αρχή ην ο Λόγος,… και Θεός ην ο Λόγος» ;
Αλλά και ο ποιηθείς κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, δεν είναι, λοιπόν, ο λόγος του Λόγου; Η μήπως δεν είναι αύτη η ενιαία και ομόφωνος δισχιλιετής ελληνοχριστιανική παράδοσις; Χρειάζεται να αναφέρομεν συγγραφείς και χωρία; Υπήρξε ποτέ θεολόγος της Εκκλησίας, όστις να απέρριψε το λογικόν εκ του κατ’ εικόνα ή να μην ανεφέρθη εις αυτό, έστω και ευκαιριακώς;
Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα είναι πρωτίστως παλαιοδιαθηκική: Ούτος εργάζεται με δύο κυρίως δόγματα, σχεδόν αγνοούμενα υπό της θεολογίας της καινής κτίσεως, ήτις θεωρεί τον άνθρωπον υπό το φως της ζωής και του έργου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του εν Αγίω Πνεύματι εν τη Εκκλησία και προς τον κόσμον επιτελουμένου λυτρωτικού έργου, ήτοι με τα δόγματα της εκ του μηδενός δημιουργίας και του κατ’ εικόνα Θεού ποιηθέντος ανθρώπου. Και είναι τούτο ευνόητον, αφού το θεολογείν του κ. Ζ. προσδιορίζει ουχί το καινόν της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, αλλά το παλαιόν, το πανανθρώπινον. Στόχος του είναι μια θεολογία της δημιουργίας(60), με ιερέα τον άνθρωπον, τον κάθε άνθρωπον, ως φορέα του κατ’ εικόνα, και ουχί τον καινόν κατά Χριστόν άνθρωπον.
Εις τους θεολογικούς στοχασμούς του ασχολείται ιδιαιτέρως ο κ. Ζ. με το κατ’ εικόνα Θεού εις τον άνθρωπον, εις το οποίον εισάγει μίαν άγνωστον μέχρι τούδε θεολογικήν καινοτομίαν: απορρίπτει εξ αυτού τον λόγον και τον νουν , ήτοι την λογικότητα(54, 101), με την αποφθεγματικήν φράσιν: το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ανθρώπου δεν είναι η λογικότητα, αποδίδει δε στο Σχολαστικισμό την ιδέα ότι το κατ’ εικόνα Θεού αφορά στο λογικό του ανθρώπου (55).
Ο λόγος δε της απορρίψεως ταύτης του λογικού εκ του κατ’ εικόνα δεν είναι θεολογικός, όπως θα ανεμένετο, αλλά επιστημονικός, αυτήν την φοράν όχι η επιστήμη της Φυσικής, αλλά της Βιολογίας, η ορθότερον: ο Δαρβινισμός. Ο Δαρβινισμός έδωκεν εν ράπισμα στη Σχολαστική(!) άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του… Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους. Έτσι ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική τον θέση στη φύση… δεδομένου ότι η λογική δεν είναι πια η ειδοποιός διαφορά(57)· η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο συνιστά διαφορά του βαθμού της λογικής(100). Ο άνθρωπος είναι επίσης ένα ζώον, όπως μας υπενθυμίζει ο Δαρβίνος (111). Και εν σ. 98:
«... Ο Δαρβίνος έδωσε ένα χτύπημα σ’ αυτή τη λογοκροπική αντίληψη για την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου. Η ιδιαίτερη ταυτότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα δεν βρίσκεται στη λογική, εφ’ όσον και τα κατώτερα ζώα έχουν κάποια λογική και κάποια συνείδηση, έστω και σε χαμηλότερο βαθμό(98).»
Εδώ συμβαίνει κάτι το εκπληκτικόν: Ο κ. Ζ. υιοθετεί ανεπιφυλάκτως και άνευ ουδεμιάς διακρίσεως τον Δαρβινισμόν, όστις ισχυρίζεται, ότι ο άνθρωπος εις το σύνολον του, ήτοι και ως σώμα και ως πνεύμα (λογικόν), είναι προϊόν της ιστορικής εξελίξεως των ειδών!Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους , (η υπογράμμισις ανήκει εις το κείμενον), ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική του θέση στη φύση, ο άνθρωπος είναι επίσης ένα ζώο, διαφορά δηλ. ποσοτική, και όχι ποιοτική, και τούτο όχι μόνον ως προς το σώμα, το σωματικόν μέρος, αλλά πρωτίστως ως προς τον νουν, το νοερόν, το λογικόν: τα ζώα κατέχουν την αυτήν λογικήν, αλλά μόνον σε χαμηλότερο δασμό(98). Η άποψις αυτή αποτελεί θέσιν της υλιστικής αθεΐας, καθ’ ην το πνευματικόν στοιχείον του ανθρώπου είναι προϊόν της ύλης και συνεξελίσσεται μετ’ αυτής, ότι διαφέρει κατά βαθμόν μόνον έναντι του λογικού των άλλων ζώων, ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ζώον όπως π.χ. τι σώζεται μετά τον θάνατον του ανθρώπου, υπάρχει ψυχή;
(Πηγή: «μητρ. Ι.Ζηζιούλας: Ο Δαρβινισμός κέρδισε την επιστήμη της βιολογίας !!!», Ενοριακό ιστο-Λόγιο )
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ ΤΟΥ Κ. ΜΕΓΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟΝ «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ»
ΚΑΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Εἰς τὸ ὡς ἄνω ἄρθρον του, τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ φύλλον τῆς 6ης Αὐγούστου 2010 τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου, ὁ καθηγητὴς κ. Μέγας Φαράντος εὐστόχως ἐπιχειρεῖ θεολογικὴν κριτικὴν εἰς τὰς κενοφανεῖς θεολογικὰς θέσεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὅπως αὐτὲς ἐξετέθησαν εἰς τὸ βιβλίον τοῦ τελευταίου μὲ τίτλον «Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία-Θεολογικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας».
Ὁ κ. Φαράντος συμπεραίνει, ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας πρεσβεύει καὶ εἰσηγεῖται ἕναν «θεολογικὸν Μονισμόν», ὁ ὁποῖος «ἀπαγορεύει 'τὴν διχοτόμηση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ καὶ ἀποδέχεται την ταύτιση Θεοῦ καὶ κόσμου». Καὶ πρὸς στήριξιν αὐτοῦ τοῦ συμπεράσματος, προβάλλει, ἐν συνεχείᾳ, τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ ταυτοχρόνως ἐπιχειρεῖ κριτικὴν ἐπὶ τούτων, εἰς τρία κύρια σημεῖα.
Εἰς τὸ ὑπ’ ἀρ. (3) σημεῖον, ὁ κ. Φαράντος ἀναφέρεται καὶ εἰς ἓν ἐξωθεολογικόν, δηλ. «ἐπιστημονικὸν» ἐπιχείρημα τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος τὸ προβάλλει πρὸς στήριξιν τοῦ θεολογικοῦ του Μονισμοῦ ὡς καὶ τῆς θεωρίας του περὶ «ταυτισμοῦ τῆς οὐράνιας μὲ τὴν ἐπίγεια πραγματικότητα», μέχρι τοῦ σημείου, ποὺ «καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς παύει νὰ νοεῖται ὡς "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως». Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι τὸ ἑξῆς:
«Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως, λόγω τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ἐξελίξεων.»
Ἡ συνέπεια δὲ τούτου εἶναι, κατὰ τὸν κ. Ζηζιούλα, ὅτι: «Ἡ θεολογία θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίψει τὸ «ὑπερφυσικό», προκειμένου νὰ ἔλθη εἰς «διάλογον» μὲ τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο» καὶ ἐνδεχομένως νὰ «κερδίσει» αὐτόν.
Ἀπαντῶντας εἰς τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ, ὁ κ. Φαράντος, ἀπορρίπτει εὐθέως τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὅτι οἱ νεώτερες φιλοσοφικὲς ἐξελίξεις ἀποτελοῦν ἐμπόδιον εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως, μὲ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι 'ἡ Φιλοσοφία εἶναι μὲν ἐπιστήμη, οὐχὶ ὅμως «ἀκριβής», ἤτοι «ἀντικειμενική», ὅπως ἡ Φυσική, ὡς ἐκφράζουσα ὑποκειμενικὸν καὶ ἐν πολλοῖς αὐθαίρετον στοχασμόν.
Ἐδῶ, θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία παρέμβασι. Κατ' ἀρχήν, μὲ τὸν ὅρον «σύγχρονος ἄνθρωπος», ὁ κ. Ζηζιούλας, κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν ἐννοεῖ μόνον ἐκεῖνον «ποὺ ἀποτινάζει μὲ ἀγανάκτηση τοὺς ἠθικοὺς κανόνες» τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, ἢ ἐκεῖνον ποὺ «δὲν πείθεται μὲ τὰ δογματικὰ κηρύγματα», ἢ ἐκεῖνον ποὺ «δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικό», δηλ. τὸν ἄθεον, ἀλλά, ἐπίσης, ἐκεῖνον (τὸν «Χριστιανόν», λαϊκὸν ἢ ρασοφόρον), τὸν «παραμορφωμένον», ἄθεον εἰς τὴν οὐσίαν, ποὺ, προσπαθῶντας νὰ κατανοήση τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Ἐκκλησιολογία, ὄχι μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ μὲ τὴν διάνοια, ὄχι μόνον κάνει φιλοσοφία ἐπάνω στὴν θεολογία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ δημιουργεῖ π.χ. τὴν θεωρία τῶν Κλάδων στὴν θεολογία, ἢ τὴν Βαπτισματικὴ θεολογία στὴν ἐκκλησιολογία, ἀλλά, ἐπίσης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν σύγχρονη Ἐπιστήμη καὶ δὴ τὴν θεωρίαν τῆς Ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν, ἀπορρίπτει συλλήβδην τὴν Ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ Θεολογία, ὡς ἀντικειμένην εἰς τὴν θεωρίαν τῆς Ἐξελίξεως καὶ τὶς νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις.
Π.χ., ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία λέει ὅτι ὑπῆρξε «πτῶσις». Ὁ «Χριστιανὸς» αὐτὸς λέει «ὄχι, δὲν ὑπῆρξε «πτῶσις», διότι ἡ Ἐπιστήμη δὲν ἔχει ἀνιχνεύσει κάποια χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία «δὲν ὑπῆρχε φθορὰ καὶ θάνατος».
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία λέει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος. Ὁ «Χριστιανὸς» αὐτὸς λέει «ὄχι, δὲν ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος γιατὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο εἶναι συνέπεια τυχαίων γεγονότων».
Ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται ὅτι εἶναι μία φυσικὴ θεωρία, βασισμένη σὲ ἐπιστημονικὲς ἐνδείξεις, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἐπιστημονικὴ θεωρία, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, σήμερα, εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα φιλοσοφικὴ θεωρία εἰς τὸν χῶρο τῆς Ἐπιστήμης καί, διὰ μέσου αὐτῆς, ἡ Ἐξέλιξις τῶν εἰδῶν, ἐνῶ εἶναι ὑπόθεσις, παρουσιάζεται σὰν γεγονός, λόγῳ δῆθεν τῆς πληθώρας τῶν ἐνδείξεων ποὺ συνηγοροῦν ὑπὲρ αὐτῆς.
Ἄρα, δὲν εἶναι ἀτυχὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὅτι οἱ νεώτερες φιλοσοφικὲς ἐξελίξεις ἀποτελοῦν ἐμπόδιο εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικόν. Ὅμως, ἀντὶ ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ προσπαθήση νὰ ἁλιεύση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εὐαγγελικῶς, κατὰ τὴν προτροπὴν τοῦ κ. Φαράντου, ἀντιθέτως, τάσσεται μὲ τὸ μέρος του, καί, θέλοντας ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ διακονήση τὸν «σύγχρονο μετανεωτερικὸ ἄνθρωπο», δημιουργεῖ, τὴν ἰδική του αἱρετικὴ μετανεωτερικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία (βαπτισματική, οἰκουμενιστική, οἰκολογικὴ καὶ ὅποια ἄλλη). Δηλ., πρῶτα ὁ ἴδιος θέτει τὸν ἑαυτόν του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι ἀποδέχεται καὶ διδάσκει αἱρετικὲς δοξασίες, καί, στὴν συνέχεια, προσπαθῶντας νὰ διακονήση λανθασμένα τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο», τὸν παρασύρει σὲ βαθύτερο γκρεμό .
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ χωρὶς Θεὸ ἄνθρωπος, ἔχει πρόβλημα, κατὰ τὸν κ. Ζηζιούλα, καὶ λόγῳ τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν ἐξελίξεων, λόγῳ τῶν ὁποίων δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως. Αὐτὸ εἶναι ἐπίσης σωστό, κατὰ τὴν γνώμη μας. Ἐδῶ, διερωτᾶται, ὅμως, ὁ κ. Φαράντος «διὰ ποίων, ἐκ τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν ἐξελίξεων, ἀπορρίπτεται τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως;».
Ἂς μᾶς ἐπιτρέψη, ἐδῶ, νὰ καταθέσωμε τὴν ἰδική μας ἐξήγηση.
Δὲν εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη μας, οἱ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἐξελίξεις, ἤ, καλύτερα, ἀνακαλύψεις, καθ' ἑαυτές, ἐκεῖνες ποὺ δημιουργοῦν τὸ πρόβλημα στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ χρῆσις τους πρὸς ὑποστήριξι τῆς θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως. Ὅλες οἱ σημερινὲς ἀνακαλύψεις στὴν Αστρονομία, Φυσική, Βιολογία, Βιοχημεία, Ἰατρική, ὅλες ἀνεξαιρέτως, διακονοῦν τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως καὶ ἑρμηνεύονται ἔτσι ὥστε νὰ τὴν ὑποστηρίζουν. Αὐτό, δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἡ θεωρία αὐτή, ἐνῶ ξεκίνησε σὰν ἀμιγὴς ἐπιστημονικὴ θεωρία στὴν βιολογία, στηριζομένη σὲ ἐπιστημονικὲς ἐνδείξεις, ὅπως ὅλες οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες ποὺ διαμορφώνονται, μέχρις ὅτου καταρριφθοῦν καὶ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ ἄλλες θεωρίες λόγῳ νέων δεδομένων ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ προκύπτουν, ἐπειδὴ διδάσκει ὅτι ἡ ἐξέλιξις τῶν εἰδῶν στὸν ἔμβιο κόσμο εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων, καὶ ἐπειδὴ σὲ ἄλλες ἐπιστῆμες, π.χ. στὴν Ἀστροφυσική, παρετηρήθη ὅτι συμβαίνει τὸ ἴδιο, τυχαῖα δηλ, συμβαίνει εἰς τὸ σύμπαν ὅ,τι συμβαίνει, βόλεψε στὸ νὰ υἱοθετηθῆ γενικὰ στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα σὰν ἡ θεωρία ποὺ ἑρμηνεύει τὴν λειτουργία τοῦ μακροκόσμου καὶ τοῦ μικροκόσμου χωρὶς τὴν ὕπαρξι ἢ παρέμβασι ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτὴ ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως διδάσκεται σήμερα σὲ ὅλα τὰ ἐπιστημονικὰ ἱδρύματα τοῦ κόσμου στοὺς χώρους τῆς φυσικῆς Ἐπιστήμης, καὶ αὐτὴ προβάλλεται στὰ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως παγκοσμίως, σὰν τὴν θεωρία ποὺ ἑρμηνεύει τὴν ὕπαρξι τοῦ κόσμου, τὴν γένεσι τῶν φυσικῶν φαινομένων, τὴν γένεσι τῆς ζωῆς καὶ τὴν λειτουργία τῶν ζώντων ὀργανισμῶν. Βάσει αὐτῆς, ὅλα συνέβησαν τυχαῖα καὶ ἐξελίσσονται τυχαῖα, χωρὶς σκοπό, χωρὶς νόημα.
Ὅμως, ὁ φυσικὸς κόσμος λειτουργεῖ βάσει φυσικῶν νόμων. Ὑπάρχουν, στὴν Ἐπιστήμη, ὡρισμένες σταθερὲς παράμετροι (π.χ. ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός, τὸ φορτίο τοῦ ἠλεκτρονίου, κλπ.), καὶ οἱ σταθερὲς τῶν φυσικῶν νόμων (ὅπως τὸ g, ἡ ἐπιτάχυνσις τῆς βαρύτητος, κλπ.), ποὺ ἔχουν σταθερὲς τιμές, συγκεκριμένες. Ὅλες αὐτὲς οἱ φυσικὲς σταθερὲς ἔχουν τέτοιες τιμὲς ὥστε νὰ ἐξυπηρετῆται ἡ ἐμφάνισις τῆς ζωῆς καὶ ἡ λεγομένη «ἀνθρωπικὴ ἀρχή», δηλ. ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀνθρώπου στὴν γῆ. Οἱ φυσικοὶ νόμοι, καὶ οἱ συγκεκριμένες τιμὲς τῶν φυσικῶν αὐτῶν σταθερῶν μπορεῖ, νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων; Ὄχι, βέβαια.
Ἡ θεωρία αὐτὴ ἀσχολεῖται καὶ μιλάει μόνο γιὰ ὅ,τι ὑλικὸ ὑπάρχει. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθῆ μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα. Δηλ., δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξι Θεοῦ, ἀγγέλων, πονηρῶν πνευμάτων, ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τὴν ὕπαρξι αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνιχνεύση. Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν.
Ἀλλά, ποιὰ εἶναι τὰ κύρια σημεῖα αὐτῆς τῆς φιλοσοφικῆς, στὴν οὐσία, θεωρίας;
Εἶναι τὰ ἑξῆς:
Α) Ὅτι ἔγινε μία μεγάλη ἔκρηξις (τὸ Big Bang) πρὶν ἀπὸ 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, ἀπὸ τὴν ὁποία παρήχθη ἕνας τεράστιος ἀριθμὸς ἀτόμων ὑδρογόνου. Ἀπὸ αὐτὰ δημιουργήθηκαν τὰ νεφελώματα, οἱ γαλαξίες καὶ τὰ ἀστέρια.
Β) Πρὶν ἀπὸ 4 δισεκατομμύρια χρόνια ἐμφανίσθηκε αὐτόματα ἡ ζωὴ στὴν γῆ.
Γ) Ἀπὸ τότε, ἡ ζωὴ ἐξελίσσεται τυχαῖα ἀπὸ εἶδος σὲ εἶδος.
Δ) Πρὶν 6 ἑκατομμύρια χρόνια ἐμφανίσθηκε στὴν γῆ ὁ κοινὸς πρόγονος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πιθήκου.
Ε) Ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περίπου 2 ἑκατομμύρια χρόνια ἐνῶ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τοῦ homo sapiens μερικὲς δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
ΣΤ) Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ, πεθαίνει καὶ ἐξαφανίζεται στὴν ἀνυπαρξία ὅπως τὰ ζῶα.
Ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει πολλὰ τρωτὰ σημεῖα, τὸ πρῶτο ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι εἶναι μία θεωρία, δηλ. μία ὑπόθεσις. Καὶ εἶναι μία θεωρία ἡ ὁποία βολεύει τὴν Νέα Ἐποχὴ στὸ γκρέμισμα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀφίνει ἀπ' ἔξω τὴν ὕπαρξι ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Γι' αὐτό, προσχεδιασμένα καὶ συστηματικά, σήμερα, προβάλλεται φιλοσοφία περὶ τῆς ζωῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζῆ χωρὶς Θεό, νὰ μὴν ἀσχολῆται μὲ τὸν Θεό. Καὶ, ἐνῶ ἡ γένεσις τῆς Μεγάλης Ἐκρήξεως, ποὺ ἔχει ἀνιχνευθῆ ὅτι συνέβη πρὶν 13. 7 δισεκατομμύρια χρόνια, εἶναι δηλ. ἕνα γεγονός, δὲν ἔχει ἀκόμη ἑρμηνευθῆ, οὔτε τὸ ποιὸς τὴν προκάλεσε, οὔτε τὸ πῶς συνέβη, οὔτε τὸ ποιὸ ἦταν τὸ ἀρχικὸ ὑλικό της. Καὶ, γιὰ νὰ μὴν ταπεινωθοῦν οἱ ἐπιστήμονες καὶ παραδεχθοῦν ὅτι κάποιο ὑπερφυσικὸ αἴτιο τὴν προκάλεσε, καταφεύγουν σὲ ἄλλες θεωρίες, ὅπως εἰς τὴν θεωρία τῶν Χορδῶν, τῶν ἀναδιπλουμένων συμπάντων, κλπ., τὶς ὁποῖες προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν μὲ ἐπιστημονικὰ πειράματα, ὅπως ἐκεῖνο ποὺ σχεδιάζεται στὸ CERN γιὰ νὰ κατοχυρώση τὴν ὕπαρξι τοῦ σωματιδίου Higgs καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν μὴ ἀναγκαιότητα ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ ἀποφύγουν νὰ μιλήσουν γιὰ Θεὸ Δημιουργό. Ὅμως, πάλι τὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀναπάντητο ἀπὸ αὐτούς: Πῶς ξεκίνησαν ὅλα αὐτά; Τὶ ὑπῆρχε στὸν χρόνο μηδέν;
Ἡ ὕπαρξις, ἢ ἡ μὴ ὕπαρξις, Θεοῦ Δημιουργοῦ δὲν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά
Ἡ ὕπαρξις Θεοῦ Δημιουργοῦ, ὅμως, εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός. Ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι Θεὸς Δημιουργὸς ὑπάρχει, εἶναι προσωπικὸς Θεός, διαλέγεται δηλ. μαζί μας, καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν. Ἀλλά, πῶς εἴμαστε σίγουροι γι' αὐτό; Ἐπειδὴ τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή; Ὄχι. Ἁπλᾶ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλυφθῆ πάρα πολλὲς φορὲς στοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν ἱστορία καὶ συνεχίζει νὰ ἀποκαλύπτεται. Ἀποκαλύπτεται καὶ τὸν βλέπουν. Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ἱστορικές, ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνον ὅταν ἀποκαλύπτεται. Καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀποκαλύπτεται εἶναι ἐπειδὴ δὲν ζεῖ μέσα στὸ σύμπαν. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σύμπαν. Ὄχι σὲ ἄλλο σύμπαν, ἀλλὰ στὸν δικό Του χῶρο, ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὸν δικό μας. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔχει ἀποκαλυφθῆ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἔχει μιλήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔκανε, μάλιστα, καὶ κάτι καταπληκτικό, περίεργο καὶ ἀναπάντεχο γιὰ ἕναν παντοδύναμο Θεό. Σὲ ἕναν ταπεινὸ πλανήτη τοῦ σύμπαντος, τὴν Γῆ, μπῆκε στὴν κοιλιὰ μιᾶς Παρθένου καὶ ἔγινε ἄνθρωπος! Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός! Πῶς τὸ ξέρομε αὐτό; Ὅποιος δεῖ τὸν Χριστὸν τώρα, βλέπει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος. Καὶ τὸν ἔχουν δεῖ πάρα πολλοί. Καί, ἐπίσης, τὶ ἄλλο βλέπει ἀκόμα; Ὅτι ὁ Χριστὸς ἐδημιούργησε τὰ φυτά, τὰ ζῶα καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὅπως θέλει ἡ ἐξέλιξις, ἀλλὰ ὅπως περιγράφει, μὲ τὴν ἁπλῆ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του ὁ Προφήτης Μωϋςῆς στὴν Γένεσι. Αὐτά, βέβαια, εἶναι ἀπλησίαστα γιὰ τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο».
Ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως μιλᾶ γιὰ αὐτόματη γένεσι τῆς ζωῆς ἀπὸ μία χημικὴ σούπα. Ὅταν, ὅμως, κάποιος βλέπη τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς τοῦ δείχνει, ὅπως εἴπαμε, ὅτι Ἐκεῖνος ἐδημιούργησε, ὄχι μόνο τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα. Καί, τελευταῖο, ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δείχνει, ἐπίσης, ὅτι τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν ἐδημιούργησε παίρνοντας ἕναν πίθηκο καὶ κάνοντάς τον ἄνθρωπο, ἀλλὰ παίρνοντας χῶμα. Ὅπως θὰ πάρη, στὴν Μέλλουσα Ἀνάστασι, χῶμα καὶ θὰ ἀναστήση τοὺς νεκρούς, ποὺ ἔχουν γίνει χῶμα, ἔτσι καὶ τότε, στὴν Δημιουργία, πῆρε χῶμα καὶ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο. Δὲν πῆρε ὁ Θεὸς ἕναν πίθηκο καὶ τοῦ ἔδωσε ψυχὴ καὶ τὸν ἔκανε ἄνθρωπο, ὅπως ἐσφαλμένως ὑποστηρίζουν σήμερα πολλοὶ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι.
Ὁ πίθηκος δὲν ἔχει αὐθυπόστατη ψυχή, ποὺ νὰ μένη καὶ νὰ ζῆ καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ πιθήκου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἔχει αὐθυπόστατη καὶ ἀθάνατη ψυχή. Πῶς τὸ γνωρίζομε αὐτό; Τὸ γνωρίζομε ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς ψυχὲς νεκρῶν ἀνθρώπων (τῶν Ἁγίων) ἐμφανίζονται σὲ ζωντανούς. Ψυχὴ ζώου δὲν ἔχει ἐμφανισθῆ ποτὲ στὴν ἱστορία. Ἄρα, ἂν προερχόταν ὁ ἄνθρωπος ἐξελικτικὰ ἀπὸ πιθηκοειδές, δὲν θὰ εἶχε αὐθυπόστατη καὶ αἰώνια ψυχή. Τὸ ὅτι συμβαίνει νὰ ἔχη αὐθυπόστατη ψυχὴ σημαίνει, ἁπλούστατα, ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Ἡ Ἐπιστήμη, ὅμως, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύση τὴν ἄϋλη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν δέχεται ὕπαρξι αὐθυπόστατης ψυχῆς εἰς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ὕπαρξι τῶν ψυχικῶν φαινομένων τὴν ἑρμηνεύει ὡς ἀπόρροια τῶν νευρικῶν διεργασιῶν τοῦ ἐγκεφάλου. Περισσότερα ἐπάνω σ' αὐτὸ θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια.
Ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα, τώρα, ἡ ὁποία εἶναι κατευθυνόμενη, γιὰ νὰ στηρίξη καὶ προπαγανδίση τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως, ἔχει παράγει σειρὰ ἐπιστημονικῶν ταινιῶν (ντοκυμαντέρ, βίντεος, κλπ.) πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό. Χαρακτηριστικὴ σειρὰ εἶναι ἡ σειρὰ COSMOS ποὺ παρουσίασε ὁ ἀστροφυσικὸς Carl Sagan. Σ' αὐτὴν τὴν σειρά, φαίνεται καθαρὰ τὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς ποὺ εἶναι κρυμμένο πίσω της. Ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάζεται σὰν δεισιδαιμονία, ἡ ἀνυπαρξία ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ ὑποστηρίζεται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ἐξάγεται συμπερασματικά, ἡ ὕπαρξις λογικῶν ὄντων σὲ ἄλλους πλανῆτες βλακωδῶς ὑποστηρίζεται, ἡ φιλοσοφία περὶ τῆς ζωῆς εἶναι καθαρὰ μηδενιστική, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνύπαρκτος.
Ἐπιθυμῶν, λοιπόν, ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ διακονήση αὐτὸν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ὁμολογεῖ εὐθέως ὅτι δὲν πιστεύει κἂν σὲ Θεὸ Δημιουργὸ ὅπως τὸν διδάσκει ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθόδοξη Θεολογία, νὰ συμφωνῆ μὲ τὰ διακηρυττόμενα ἀπὸ τοὺς ἐξελικτικοὺς περὶ τοῦ ἀνθρώπου. Προσπαθῶντας νὰ ἀναπαύση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πιθηκοειδῆ (ἢ ἀνθρωποειδῆ, τὸ ἴδιο εἶναι) ἀνήκει στὴν ὁμάδα ἐκείνη τῶν «Χριστιανῶν» ποὺ φθάνουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μέγας Βαςίλειος, κλπ.) πίστευαν καὶ υἱοθετοῦσαν τὴν Ἐξέλιξι τῶν εἰδῶν σὰν τὸν τρόπο τῆς γενέσεως καὶ ἐμφανίσεως τῶν διαφόρων φυτικῶν καὶ ζωικῶν εἰδῶν. Παντρεύουν δηλ., αὐθαίρετα, τὴν Ἐξέλιξι μὲ τὴν Ἀποκάλυψη! Χαρακτηριστικά, ἔχει πῆ, ὁ κ. Ζηζιούλαςιούλας, ποὺ εἶναι ὁ ἡγέτης στὸν χῶρο τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων θεολόγων ποὺ εἰσηγοῦνται κενοφανεῖς θεολογικὲς θέσεις, καὶ τὰ ἑξῆς:
«....(Κατὰ τὸ παρελθόν), ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἐπιστήμη ἐναντιώθηκαν, ἡ μία στὴν ἄλλη, μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ, φαίνεται, πώς συνέπραξαν σὲ μεγάλο βαθμό, ἂν καὶ ἀσυνειδήτως, στὴν καταστροφὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ...
Στὴν ἐποχὴ μας, ...ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφία τῆς ἐξειδικευμένης γνώσεως ἀμφισβητεῖται, τόσο στὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ στὴν θεολογία, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν πρώτη. Παραδείγματος χάριν, καθίσταται ὁλοένα καὶ σαφέστερο στοὺς ἐπιστήμονες, ὅτι ἡ ζωολογία καὶ ἡ βοτανολογία δὲν εἶναι σαφῶς διαφορετικοὶ ἐπιστημονικοὶ τομεῖς, ὅσο ἐθεωροῦντο παραδοσιακῶς ὅτι εἶναι. Δὲν μπορεῖς νὰ κατανοήσης τὴν μέλισσα χωρὶς νὰ μελετήσης τὰ ἄνθη ποὺ καθορίζουν τὴν ζωή της(?!), τὴν ὅλη της ὕπαρξη καὶ τὴν φύση της. Αὐτὴ ἡ περιβαλλοντικὴ ἀλληλεπίδραση καὶ ἀλληλεξάρτηση μπορεῖ νὰ ἐπεκταθῆ ἐπ' ἄπειρον: Τὸ κάθε τὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάτι ἄλλο.
Αὐτὴ ἡ νἐα ὁλιστικὴ προσέγγιση στὴν γνώση μπορεῖ νὰ ἔχη σημαντικὲς περιβαλλοντικὲς συνέπειες, τόσο γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ γιὰ τὴν θρησκεία. Ἡ ἐξαφάνισις ἑνὸς ὡρισμένου εἴδους ἐπηρεάζει τὰ ὑπόλοιπα εἰδη. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ κάθε ἀλλαγὴ στὸ φυσικὸ περιβάλλον.
Ἂν ἡ ἐπιστήμη κινηθῆ μὲ συνέπεια ἀπὸ τὸν παραδοσιακὸ κατακερματισμὸ τῆς γνώσεως πρὸς μία ὁλιστικὴ προσέγγιση, ἡ θρησκεία (καί, ἰδιαιτέρως, ἡ Χριστιανικὴ θεολογία) πρέπει νὰ ἀναθεωρήση τὶς ἀπόψεις της γιὰ τὸ ἀνθρώπινο ὂν καὶ νὰ δεχθῆ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδιανόητοι χωρὶς τὴν ὀργανική τους σχέση μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία(?!). Ἡ Χριστιανικὴ θεολογία θὰ πρέπη νὰ δεχθῆ τοὺς βασικοὺς ισχυρισμοὺς τῶν ἐξελικτικῶν ἰδεῶν τῆς βιολογίας, καὶ νὰ κατανοήση τὸν Ἄνθρωπο ὡς ὀργανικὸ μέρος τῆς οἰκογένειας τῶν ζώων(?!).
Δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ ἀπειλὴ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Ἐξελικτικῆς θεωρίας στὴν βασική της ἀρχή, δηλαδή, τῆς ἰδέας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀντιπροσωπεύει τὸ τελικὸ σημεῖο σὲ μία βιολογικὴ διαδικασία, ἂν καὶ δὲν ὑπάρχη ἀνάγκη νὰ δεχθῆ τὸν Δαρβινισμὸ στὴν λεπτομερῆ του περιγραφὴ αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως. Ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ Ανθρώπου τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς Δημιουργίας ἀπὸ φυσικὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπῆρχαν ἤδη(?!).
Μία τέτοια ὁλιστικὴ προσέγγιση θὰ ἀσκοῦσε εὐεργετικὴ ἐπίδραση στὴν στάση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ περιβάλλον, ἀλλά, αὐτό, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὸ μόνο ἂν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία συμπέσουν, ὡς πρὸς τὶς ἀπόψεις τους σχετικὰ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὴν θέση τοῦ ἀνθρώπου σὲ αὐτόν...
Καθίσταται ὁλοένα καὶ σαφέστερο, τόσο στὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ στὴν θεολογία, ὅτι, ὄχι μόνο ὁ Ἄνθρωπος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ ὅτι καὶ τὸ ἀντίστροφο εἶναι ἐξ ἴσου ἀλήθεια, δηλαδὴ ὅτι ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὂν γιὰ τὴν πραγμάτωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς ὑπάρξεώς της. Οἱ περιβαλλοντολόγοι χρειάζεται νὰ ἀναθεωρήσουν τὴν διαδεδομένη ὑπόθεσή τους, ὅτι ὁ Ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία δὲν χρειάζεται τὸν Ἄνθρωπο.
Ἡ θρησκεία - σίγουρα ἡ Χριστιανικὴ θεολογία - εἶναι ἀνθρωποκεντρική, στὴν κοσμολογία της, καὶ θὰ ἐπέμενε, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι ἀπαραίτητο στὴν δημιουργία (?!). Ὑπάρχουν σημάδια, σήμερα, ὅτι ἡ ἐπιστήμη κινεῖται πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση, τὴν ἀνθρωποκεντρική, ἡ ὁποία δηλώνει, ὅτι τὸ σύμπαν εἶναι φτιαγμένο μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ ἔχη νόημα μόνο μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὸν ὀργανικό του δεσμὸ μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλὰ καὶ ἡ τελευταία, ἐπίσης, χρειάζεται τὸν Ἄνθρωπο γιὰ νὰ πραγματωθῆ.
Ἂν ἡ Ἀνθρωπικὴ Αρχὴ γίνη δεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες -καὶ ὑπάρχουν ἐνδείξεις, ὅτι, ἡ συζήτηση ποὺ προκάλεσε, κινεῖται πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση-, τότε μία ὑγιὴς καὶ δημιουργικὴ συμφιλίωση θὰ λάβη χώρα μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐπιστήμης, ποὺ θὰ ἔχη σημαντικὲς συνέπειες γιὰ τὴν οἰκολογικὴ σκέψη...
Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι, ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θεωρία τῆς Σχετικότητας κέρδισε τὴν μάχη στὴν ἐπιστήμη(?!), κατέστη δύσκολο νὰ ἐξαλειφθῆ τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐπιστημονικῆς «ἀλήθειας». Ὁ παρατηρητής, ὅπως μᾶς λένε τώρα, ἐπηρεάζει τὴν πραγματικότητα, κατὰ τὴν διαδικασία τοῦ πειράματος(?!). Τὶ ἀπομένει, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ διχοτόμηση "ὑποκείμενο-ἀντικείμενο";
Ἂν δὲν ὑπάρχη (πλέον) καθαρὸ "ἀντικείμενο" στὴν ἐπιστήμη, δὲν εἶναι πλέον δυνατὸ νὰ λειτουργῆ κανεὶς στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα χωρὶς νὰ περιλαμβάνη σὲ αὐτὴ καὶ τὸ πρόσωπο. Αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου, ποὺ συνήθως θεωρεῖται σὰν κάτι ποὺ ἀφορᾶ στὴν κοινωνιολογία, τὴν ψυχολογία καὶ τὴν θεολογία, γίνεται τώρα ζωτικῆς σημασίας καὶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη πρέπει νὰ ἀνοίξη τὰ σύνορά της γιὰ νὰ συναντηθῆ μὲ τὴν θεολογία καὶ τὶς ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου, ἂν θέλη νὰ κατανοήση σωστὰ τὴν ἴδια της τὴν φύση...
Τὸ κίνητρο τοῦ ἐπιστήμονα καὶ ἐκεῖνο τοῦ θεολόγου συναντῶνται στὸ σημεῖο τῆς κατανοήσεως τοῦ κόσμου ὡς μιᾶς ἀδιάσπαστης ὀργανικῆς ἑνότητας(?!), τῆς ὁποίας ἡ ἀκεραιότητα πρέπει νὰ θεωρηθῆ ὡς δεδομένη καὶ νὰ εἶναι σεβαστή, γιὰ νὰ ἀληθεύη ὁποιαδήποτε πλευρὰ ἢ ἀπόσπασμα τῶν γνώσεών της. Ἔτσι, τόσο ἡ θρησκεία, ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἂν θέλουν νὰ εἶναι συνεπεῖς πρὸς τὸν ἑαυτό τους, δέχονται, ὅτι, κάθε ἀποκάλυψη τῆς πραγματικότητας, θρησκευτικὴ ἢ ἐπιστημονική, μπορεῖ νὰ ἔχη νόημα μόνον ἂν ὁ κόσμος γίνεται σεβαστὸς στὴν μυστηριώδη ὁλότητά του[1](??!!).»
Ὑποστηρίζει δηλ. ὁ κ. Ζηζιούλας, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ συναντηθῆ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὸ ἀντίθετο. Τοῦτο, βέβαια, εἶναι ἀναληθές. Γιατί; Διότι, τὰ ὅρια τῆς Ἐπιστήμης καὶ τὰ ὅρια τῆς θεολογίας δὲν συναντῶνται. Ὁ Θεὸς βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ἡ Ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν προσεγγίση. Ἀλλά, ἡ Ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίση οὔτε τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ὅπως θὰ καταδειχθῆ εἰς τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ἄρθρο αὐτό. Σχετικά, ἔχει πῆ ὁ Π . Γεώργιος Μεταλληνὸς τὰ ἑξῆς, ἀναφερόμενος εἰς τὴν θύραθεν γνῶσι καὶ τὴν ἄνωθεν κατερχομένη:
«…Οἱ δύο αυτὲς γνώσεις ἀπαιτοῦν καὶ δύο γνωστικὲς μεθόδους. Μέθοδος τῆς ἐνδοκοσμικῆς σοφίας-γνώσεως εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς διανοητικῆς/λογικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου...
Ἡ καταγραφὴ τῆς γνώσεως - καὶ στὶς δύο περιπτώσεις - προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου...
Ἡ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δύο γνώσεων (σοφιῶν), τῶν μεθόδων καὶ τ ῶν ὀργάνων τους, ἀποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξὺ τους, ἀλλὰ καὶ κάθε σύγκρουση...
"Ἑκάστη γνῶσις τελεῖ τὰ ἑαυτῆς", κινουμένη "ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῆς ὅροις τε καὶ λόγοις". Κάθε γνώση δηλ. μένει καὶ κινεῖται στὰ ὅριά της. Τίθεται δηλ. πρόβλημα ὁρίων γιὰ κάθε γνώση. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν ὁδηγεῖ στὴν σύγχυση τῶν λειτουργιῶν τους καὶ τελικὰ στὴν σύγκρουσή τους...
Μόνο ἐκεῖ ὅπου ἔχουν χαθεῖ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μένει ἀνοικτὸς ὁ δρόμος πρὸς τὴν σύγχυση καὶ τὴν σύγκρουση...
Τὴν διάκριση καὶ ἱεράρχηση συγχρόνως τῶν δύο γνώσεων ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μ. Βασίλειος:
"Πίστις ἡγείσθω τῶν περὶ Θεοῦ λόγων· πίστις καὶ μὴ ἀπόδειξις. Πίστις, ἡ ὑπὲρ τὰς λογικὰς μεθόδους τὴν ψυχὴν εἰς συγκατάθεσιν ἕλκουσα· πίστις, οὐχ ἡ γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις, ἀλλ' ἡ ταῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείαις ἐγγινομένη...
Καὶ ὅλως, εἰ ἡ πίστις ἐλπιζομένων ἐστὶν ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων, μὴ φιλονείκει ἰδεῖν ἤδη τὰ μακρὰν ἀποκείμενα, μηδὲ τὰ ἐλπιζόμενα ἀμφίβολα καταστήσῃς, διὰ τὸ μήπως αὐτῶν δύνασθαι κατὰ τὴν γνῶσιν ἐξάπτεσθαι" (PG 30,104 Β/105Β).
Ὁ ἴδιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, δίνει, στὴν «Ἑξαήμερό» του (PG 29, 3-208), ἕνα κλασσικὸ παράδειγμα Ὀρθόδοξης χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ἀποκρούει τὶς κοσμολογικὲς θεωρίες τῶν φιλοσόφων (περὶ αἰωνιότητας καὶ αὐθύπαρκτου τοῦ κόσμου), καὶ προχωρεῖ στὴν σύνθεση τῶν βιβλικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέσω μιᾶς συνεχοῦς ὑπέρβασης τῆς ἐπιστήμης. Ἀναιρῶντας δὲ τὶς ὑλιστικὲς θεωρίες καὶ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, περνᾶ στὴν θεολογικὴ (ἀλλ' ὄχι μεταφυσικὴ) ἑρμηνεία. Κεντρικὸ μήνυμα τοῦ ἔργου του εἶναι, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ λογικὴ στήριξη τοῦ δόγματος (ἐπιστημοφάνεια). Τὸ δόγμα ἀνήκει σὲ ἄλλη σφαίρα· εἶναι ὑπέρλογο, "ἐπιστημονικό", στὰ ὅρια μιᾶς ἄλλης γνώσης. Ἡ χρήση τοῦ "δόγματος" στὴν ἐνδοκοσμικὴ γνώση ὁδηγεῖ στὴν μεταβολὴ τῆς ἐπιστήμης σὲ μεταφυσική, ἐνῶ ἡ χρήση τῆς λογικῆς στὸν χῶρο τῆς πίστης ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία καὶ σχετικότητά της. Δὲν ὑπάρχει συνεπῶς κανένα "πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα" στὴν Ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς χῶρος ἐρευνᾶται μὲ τὶς δικές του - ἐπιστημονικὲς καὶ στὶς δύο περιπτώσεις - προϋποθέσεις.
Ἡ τραγικότερη ἔκφραση τῆς ἀλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιμετώπιση, στὴν Δύση, τοῦ Γαλιλαίου. Θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ περίπτωσή του ὡς ὑπέρβαση ὁρίων δικαιοδοσίας, ἂν δὲν ἦταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση τῶν ὁρίων τῶν γνώσεων καὶ σύγκρουσή τους. Γεγονός, ὅμως, εἶναι, ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς "ἄνω" σοφίας, στὴν Δύση, καὶ τοῦ τρόπου ἀπόκτησής της, μετέβαλε τὴν διάνοια σὲ ὄργανο θείας καὶ ἀνθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη μὲν ἡ διάνοια στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπόρριψη τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὡς ἀκατανόητου, ἡ χρήση της δὲ στὸν χῶρο τῆς "πίστης" εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψει τὴν ἐπιστήμη, ὅταν θεωρεῖται ἀντίθετη πρὸς τὴν "πίστη". Τὴν ἴδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει ἡ ἀπόρριψη τοῦ Κοπερνίκειου συστήματος στὴν "καθ' ἡμᾶς Ἀνατολὴ" (1794-1821) καὶ τὴν ἴδια ἀπώλεια τῶν κριτηρίων...
Τὴν ρεβὰνς τῆς καταδίκης τοῦ Γαλιλαίου θὰ πάρει (πῆρε) ἡ ἐπιστήμη στὸ πρόσωπο τοῦ Δαρβίνου μὲ τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως...
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν Δύση, κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ "ἀμετάβλητου" στὴν μεταφυσικὴ ὀντολογία. Διότι, ἡ ἐπιστήμη βεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τὸ "ἀμετάβλητο" δὲν ὑπάρχει...
Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη συνέβαλε στὴν διάσταση τῶν χώρων πίστης καὶ γνώσης, μὲ ἀπόληξη τὴν ἀκόλουθη ἀξιωματικὴ ἀρχή: Ἀπὸ τὴν νἐα φιλοσοφία (θετικὴ) γίνονται δεκτὲς μόνο οἱ ἀλήθειες, ποὺ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ἀπολυτοποιημένη πιὰ αὐθεντία τῆς Δυτικῆς σκέψης (νοησιαρχία)...
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ δόγματα (π.χ. τριαδικότητα Θεοῦ, ἐνσάρκωση, "ἐν Χριστῷ" σωτηρία κ.τ.ὁ.) ἀπορρίπτονται λογικά. Ὅποιος τὰ δέχεται λογικά, ἤ, προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐπιβάλλη λογικά, αὐτὸς ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς "φυσικῆς" (λογικῆς) θρησκείας (τοῦ "θεϊστικοῦ διαφωτισμοῦ"), ποὺ, ἀπὸ πλευρᾶς (Ὀρθοδόξου) πατερικότητας, ὄχι μόνο δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀλλ' εἶναι ἡ χειρότερη μορφή της. Ἡ ἀπόρριψη τῆς "πίστης" εἶναι λιγώτερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν διαστρέβλωσή της...
Στὴν Ὀρθοδοξία, αὐθεντία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὸ Ἄκτιστο, ὡς θέα τοῦ Ἀκτίστου (ἡ θέωση, ὁ δοξασμός), καὶ ὄχι τὰ κείμενα, οἱ Γραφές. Τὸ δόγμα "sola scriptura" εἶναι Προτεσταντικό, δηλ., δυτικό. Ἡ πρόταξη τῶν κειμένων –δεῖγμα θρησκειοποίησης τῆς πίστης – ὁδηγεῖ στὴν ἰδεολογικοποίησή τους, καὶ, κατ' οὐσίαν, στὴν εἰδωλοποίηση τῶν κειμένων, δηλ. στὴν ἀπολυτοποίησή τους (fundamentalismus), μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες συνέπειες …
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος (+430), ἀγνοῶντας τὴν Γραφικὴ καὶ Πατερικὴ γνωσιολογία, καὶ, Νεοπλατωνικὸς στὴν οὐσία, μὲ τὸ ἀξίωμά του "credo, ut intelligam" (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω), ἔθεσε τὴν ἀρχή, ὅτι μὲ τὴν πίστη ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν λογικὴ σύλληψη τῆς Ἀποκάλυψης. Ἔτσι, ὅμως, δίνεται προτεραιότητα στὴν διάνοια, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς γνωστικὸ ὄργανο, τόσο στὴν φυσική, ὅσο καὶ στὴν ὑπερφυσικὴ γνώση. Ὁ Θεὸς νοεῖται ὡς "ἀντικείμενο" γνωστικό, ποὺ "συλλαμβάνεται" ἀπὸ τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συλλαμβάνεται τὸ φυσικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενό της.
Μετὰ τὸν Αὐγουστίνο, τὸ ἑπόμενο βῆμα (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, + 1274) θὰ κάνει ὁ Καρτέσιος (+1650) μὲ τὸ δικό του ἀξίωμα: "cogito, ergo sum" (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), μὲ τὸ ὁποῖο διακηρύσσεται ἡ διάνοια ὡς κύριο συστατικὸ τῆς ὕπαρξης.
Ἡ Πατερική, ὅμως, Ὀρθοδοξία εἶναι ἀντιμεταφυσική, διότι ἀναζητεῖ συνεχῶς τὴν ἐμπειρικὴ "βεβαιότητα", μὲ τὴν χρήση τῆς Ἡσυχαστικῆς μεθόδου. Γι' αὐτὸ, καὶ ὁ Ἡσυχασμὸς τῶν Κολλυβάδων εἶναι ἐμπειρικὸς-ἐπιστημονικός. Ὀρθὸς λόγος, γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, εἶναι ὁ ἐμπειρικὸς λόγος. Δὲν πρέπει, γι' αὐτό, νὰ παραπλανᾶ ἡ ἀπολογητικὴ μέθοδός τους, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐμφανίζει τὰ μειονεκτήματα τοῦ μεταφυσικοῦ φονταμενταλισμοῦ.
Τὸ «Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅπως καὶ τὰ κηρυγματικὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μὲ κορύφωση τὴν «Φιλοκαλία»... φανερώνουν τὴν ἡσυχαστικὴ φιλοκαλικὴ συνείδησή τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιωτή τους. Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς τῶν Κολλυβάδων-ἡσυχαστῶν τοῦ 18ου αἰῶνα εἶναι ἐμφανεῖς στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο δέχονται τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο τῆς Δύσης. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις εἶναι μὲν κριτικός, ἀλλὰ γενικὰ ἀνοικτὸς στὴν ἐπιστήμη καὶ θετικός, μὲ Πατερικὴ διάθεση. Οἱ Κολλυβάδες ἀποδέχονται ἐπιστημονικὲς θέσεις (π.χ., τὶς νεώτερες θεωρίες περὶ λειτουργίας τῆς καρδιᾶς, ὁ ἅγιος Νικόδημος, στὸ «Συμβουλευτικό του Ἐγχειρίδιο»). Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος δὲν πολεμεῖ τὴν ἐπιστήμη καθ' ἑαυτή, ἀλλὰ τὴν χρήση της ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστὲς τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου. Τὴν ἐπιστήμη θεωροῦν ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ζωῆς του.
Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης, πέρα ἀπὸ τὴν σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δύο ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικά, προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, "μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ"!). Κάποτε, λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν λογικὴ τῆς φθορᾶς… Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴν συνύπαρξη πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅταν ἡ πίστη δὲν εἶναι φαντασιώδης μεταφυσική, καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν νοθεύει τὸν θετικό της χαρακτήρα μὲ τὴν χρήση τῆς μεταφυσικῆς...
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δύο γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου, εἶναι στοιχεῖο τῆς Πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν "κάτω" ἢ "ἔξω" σοφία στὴν "ἄνω" ἢ "θεία" γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴν σύκρουσή τους.
Μία "Ἐκκλησία", ποὺ ἐπιμένει στὴν μεταφυσικὴ θεολόγηση, θὰ ἀναγκάζεται νὰ ἀποκαθιστᾶ συνεχῶς κάποιο Γαλιλαῖο· ἀλλὰ, καὶ μία Ἐπιστήμη, ποὺ ἀγνοεῖ τὰ ὅριά της, θὰ ἀλλοτριώνεται σὲ μεταφυσική, καὶ θὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἡ τὴν ἀπόρριψή Του - ἐμφανῶς ἢ σιωπηρῶς.
...(Ἔτσι) ἡ ἀντίθεση, καί, κατὰ συνέπεια, ἡ σύγκρουση πίστης καὶ ἐπιστήμης συνιστᾶ πρόβλημα μὲν γιὰ τὴν Δυτικὴ (Φραγκολατινικὴ) σκέψη, καὶ ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θεμελιώνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῶν δύο χώρων[2].»
Ὅλα, λοιπόν, τὰ ἀνωτέρω, δείχνουν ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας βρίσκεται σὲ λάθος δρόμο...
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
(ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ)
Α. Περὶ τοῦ Θεοῦ
Εἰς τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖον περιέχει καὶ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Τρισαγίου, ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς περὶ τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ πρώτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος: «...Ἅγιος ὁ Θεὸς (Πατήρ), ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Δηλ., ἅγιος, κατὰ φύσιν καὶ κυριολεξίαν, εἶναι ὁ Θεὸς Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὰ πάντα, δηλ. τὸν κόσμον, διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Του μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ, βλέπομε δύο πράγματα: Πρῶτον, ὅτι δηλώνεται κατηγορηματικὰ ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργός, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόσωπο καὶ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι δηλ. ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, προϊὸν τυχαίων γεγονότων, ὅπως διδάσκουν οἱ ἐξελικτικοί. Καὶ, δεύτερον, ὅτι καὶ τὰ τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, συνεργοῦν εἰς τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου. Τὸ κάθε Πρόσωπο ἔχει ἰδιάζοντα καὶ ξεχωριστὸ ρόλο. Ὁ Πατὴρ βούλεται, δηλ. ἀποφασίζει νὰ δημιουργήση τὸν κόσμον, ὁ Υἱὸς δίνει τὴν ἐντολὴν νὰ δημιουργηθῆ ὁ κόσμος, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φέρει εἰς πέρας καὶ πραγματοποιεῖ τὴν βουλὴν τοῦ Πατρὸς καὶ ὑλοποιεῖ τὴν ἐντολὴν τοῦ Υἱοῦ. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς (Λόγος), λέγει ἡ Γραφὴ, γενηθήτω φῶς' καὶ ἐγένετο φῶς (τῇ συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Ὁ Θεὸς εἶναι τρία Πρόσωπα: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ ἔχουν κοινὴν φύσιν, ἐνέργειαν καὶ θέλημα, ἀλλὰ διαφορετικὸν ρόλον, διαφορετικὸν ἔργον, εἰς τὴν δημιουργίαν καὶ συντήρησιν καὶ ὕπαρξιν τοῦ κόσμου.
Καὶ συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Ἅγιος ἰσχυρός (ὁ Υἱός), δι’ οὗ τὸν πατέρα ἐγνώκαμεν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ». Δηλ., ἅγιος, κατὰ φύσιν καὶ κυριολεξίαν, εἶναι καὶ ὁ Υἱός, διὰ τοῦ ὁποίου ἐγνωρίσαμε τὸν Πατέρα, ἐγνωρίσαμε δηλ. ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Πατήρ. Ἀλλά, καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπεδήμησεν εἰς τὸν κόσμον, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἔκτοτε μένει μεθ' ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα. Πῶς, ὅμως, διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐγνωρίσαμε τὸν Πατέρα; Ὁ Υἱὸς ἀπεκάλυψε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν Πατέρα, ὅτι ὑπάρχει Πατήρ. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπεκαλύπτετο, ὡμιλοῦσε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς Προφήτας: «Τάδε λέγει Κύριος (ὁ Πατήρ), κλπ.» καὶ ἀπεκάλυπτε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν βουλὴν τοῦ Πατρός. Δηλ., «αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω θέλει νὰ μεταφέρετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος (ὁ Θεὸς Πατήρ)...».
Εἰς δὲ τὴν Καινὴν Διαθήκην, μετὰ δηλ. τὴν Ἐνσάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, μᾶς ἀπεκάλυπτε ἐπανειλημμένως τὸν Πατέρα. Πότε; Κατὰ τὴν Βάπτισίν Του, κατὰ τὴν Μεταμόρφωσίν Του, κατὰ τὴν διδασκαλίαν Του, κατὰ τὸ Μυστικὸν Δεῖπνον, κλπ., καὶ τελικά, κατὰ τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἀπεκάλυψε τὴν Ἁγία Τριάδα πλήρως, εἰς τὴν πληρότητά Της, εἰς τοὺς Ἀποστόλους. Ἐκεῖ, οἱ Ἀπόστολοι "εἶδαν", ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὴν Ἁγίαν Τριάδα "καθώς ἐστι". Εἶδαν τὸν Πατέρα, ποὺ εἶναι Φῶς, καὶ ποὺ εἶναι ἡ πηγή, ἡ ὁποία γεννᾶ ἀεννάως τὸν Λόγον καὶ ἐκπορεύει ἀεννάως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶδαν τὸν Υἱόν, ποὺ εἶναι ἐπίσης Φῶς, ἀλλὰ σαρκωμένον, ἔχον περίγραμμα ἀνθρώπου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἶδαν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ Φῶς. Ὁ Θεὸς δηλ., τὶ εἶναι; Τρία Φῶτα, ἀλληλοπεριχωρούμενα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα, μετὰ τὴν Ἐνσάρκωσιν, εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ εἶναι τρία Πρόσωπα ἰσότιμα, ποὺ τὸ καθένα ἔχει τὸν ἰδικό Του ρόλον. Ὅμως, αὐτὰ τὰ τρία διαφορετικὰ Πρόσωπα εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ἕνα κατὰ τὴν φύσιν, τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐνέργειαν. Πηγὴ ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ. Ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐπίσης ἐκ τοῦ Πατρός. Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν ὅμως διαφορετικὸν τρόπον ὑπάρξεως. Ὁ Υἱὸς γεννᾶται, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται. Ὁ Πατήρ γεννᾶ ἀεννάως τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Αὐτὰ, ἀπεκάλυψε τότε ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ συνεχίζει διαχρονικὰ νὰ τὰ ἀποκαλύπτη, πάλι ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς ἐπαναλαμβάνεται εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῆς κάθε ἐποχῆς, ἀκριβῶς ὅπως συνέβη τότε καὶ μὲ τὸν ἀπ. Παῦλο. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικὰ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία, συντηρεῖ, μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία, τὴν μαρτυρία περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ φύσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ καταλήγει τὸ Δοξαστικό, ἀναφερόμενο τώρα εἰς τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι» . Γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὀνομάζεται ἐδῶ "Παράκλητον Πνεῦμα"; Ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ ἑξῆς εἰς τὴν ἀρχιερατική Του προσευχή, κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπειδὴ ἐλυπήθησαν οἱ Μαθηταὶ ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὑπάγη εἰς τὸν Πατέρα, δηλ. θὰ ἀναληφθῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν:
«Κἀγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει «ὑμῖν, ἵνα μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα ᾖ» (Ἰωάν., 14, 16)
Δηλαδή, «μετὰ τὴν Ἀνάληψί μου, θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα νὰ σᾶς στείλη ἄλλον Παράκλητον, Παρηγορητήν, ὁ ὁποῖος θὰ μείνη γιὰ πάντα μαζί σας».
Ἔτσι, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ ἄλλος Παράκλητος, ποὺ κατῆλθε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, παραμένει, ἔκτοτε, μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, εἰς τὴν Ἐκκλησία καὶ μᾶς παρακαλεῖ (παρηγορεῖ) μὲ τὴν Χάρι Του, τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχομε τώρα τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βλέπωμε καὶ νὰ παρηγορούμεθα. Δηλ., τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι γιὰ μᾶς ὁ Παράκλητος, ὁ Παρηγορητής. Καὶ, συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» . Ἐδῶ, βλέπομε, ὅτι ρητὰ ἀναφέρεται ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Οἱ Λατῖνοι ἔχουν εἰσαγάγει τὴν βλασφημία, ὅτι ἐκπορεύεται "καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ" (filioque), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν ἡ ἀρχὴ σειρᾶς αἱρετικῶν δοξασιῶν τους, οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν. Καὶ συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον». Δηλ., τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ναὶ μὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ποὺ εἶναι ἡ πηγή Του, ὅμως ἀναπαύεται εἰς τὸν Υἱὸ καὶ ἀποστέλλεται εἰς τὸν κόσμον διὰ τοῦ Υἱοῦ. Πῶς τὸ γνωρίζομε αὐτό; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε:
«...Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω· ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ίωάν., 16, 7)
Δηλαδή, ...θὰ σᾶς στείλω Αὐτὸν, τὸν Παράκλητο (ποὺ θὰ παραμείνη γιὰ πάντα μαζί σας).
Αὐτὸς, λοιπόν, ε ἶναι ὁ Θεὸς. Ὁ ἄναρχος, ἀθάνατος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πανάγαθος, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ μὴ ἔχων ὁμοιότητα μὲ τίποτε εἰς τὸν κόσμον καὶ τοῦ ὁποίου τὸ δεύτερο Πρόσωπο, ὁ Υἱός, προσέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς, ποὺ ἔχει δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως ἑνωμένες, δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, θεάνθρωπος. Ὄχι ὑπεράνθρωπος, ποὺ λέγουν οἱ αἱρετικοί. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἀπεικονίζεται εἰς τὶς εἰκόνες, λόγῳ τῆς περιγραπτῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως, καὶ προσκυνεῖται λατρευτικῶς, ὡς Θεὸς Λόγος. Ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἀπεικονίζονται, διότι δὲν μοιάζουν μὲ τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον. Εἶναι Φῶτα ἄκτιστα, δηλ. ὄχι τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ σημαίνει ὅτι οὔτε ὡς φῶς πρέπει νὰ ἀπεικονίζωνται, διότι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου, ὡς κτιστόν, δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὸ ἄκτιστον Φῶς τοῦ Θεοῦ. Πῶς, λοιπόν, προσκυνεῖται καὶ λατρεύεται ὁ Θεὸς; Νοερῶς, ὡς ἄκτιστον Πνεῦμα, καὶ διὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Β. Περὶ τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Χριστὸς, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον, ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πρωτότυπον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀδὰμ ἐπλάσθη κατὰ τὸ μεταγενέστερον χρονικὰ πρωτότυπόν του, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς. Ὁ Ἅγιος γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Ἅγιος γίνεται κατὰ Χάριν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς κατὰ φύσιν, ἐφ' ὅσον φθάση εἰς τὸ μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος εἶναι καθαρὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁμαρτωλός, εἶναι ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ καλεῖται, διὰ τῆς μετανοίας, νὰ γίνη καθαρὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἅγιος. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἐπλάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα «κατ' εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Τὶ σημαίνει, ὅμως, αὐτό; Σημαίνει τὸ ἑξῆς:
Ὁ Θεὸς εἶναι Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός), Πνεῦμα (Ἅγιον Πνεῦμα). Ἀλλά, καὶ ἡ κατὰ προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ἔχει νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα. Ἡ διαφορά, ὅμως, ποιὰ εἶναι; Ὁ Θεὸς, ποὺ εἶναι Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔχει τρεῖς Ὑποστάσεις. Ὁ Νοῦς εἶναι ὑπόστασις (ὁ Πατήρ), ὁ Λόγος εἶναι ὑπόστασις (ὁ Υἱός), τὸ Πνεῦμα εἶναι ὑπόστασις (τὸ Ἅγιον Πνεῦμα). Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἂν καὶ ἔχη, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα, εἶναι μία ὑπόστασις. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι Τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία κατὰ προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἀκριβής εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ ὁμοιάση.
Καὶ, ὅπως ὁ Θεὸς ἔχει Νοῦν, ποὺ βούλεται καὶ ἀποφασίζει, Λόγον, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν βουλὴν καὶ ἀπόφασιν τοῦ Νοῦ καὶ ἐντέλλεται, καὶ Πνεῦμα, ποὺ φέρει εἰς πέρας καὶ πραγματοποιεῖ τὴν βουλὴν τοῦ Νοῦ διὰ τοῦ Λόγου, τὸ ἴδιο ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος: Νοῦν, ποὺ βούλεται καὶ ἀποφασίζει, λόγον, ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ ἐκφράζει (ἐνδιαθέτως, προφορικῶς ἢ γραπτῶς) τὴν βουλήν, τὴν ἐπιλογήν, τὴν ἀπόφασιν καὶ τὸ θέλημα τοῦ νοῦ, καὶ πνεῦμα (δύναμιν), τὸ ὁποῖον πραγματοποιεῖ τὴν ἐκπεφρασμένην διὰ τοῦ λόγου βουλὴν τοῦ νοῦ. Παράδειγμα: Ἀποφασίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νὰ πάη ὁ ἄνθρωπος ἕνα ταξείδι. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτει, ἐκφράζει τὴν βούλησιν καὶ ἀπόφασιν τοῦ νοῦ καὶ ἐπεξεργάζεται λογικὰ τὴν βουλὴν τοῦ νοῦ. Δηλ., κρίνει ὁ λόγος τὴν βουλὴν τοῦ νοῦ καὶ, ἂν τὴν ἐγκρίνη ὡς ἐπιθυμητή, χρήσιμη καὶ πραγματοποιήσιμη, ἐξαγγέλει ὁ ἄνθρωπος, διὰ τοῦ λόγου, τὴν ἀπόφασίν του νὰ πάη αὐτὸ τὸ ταξείδι. Γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήση, ὅμως, αὐτὸ τὸ ταξείδι, ἀναλαμβάνει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ κινήση τὸ σῶμα, ὥστε νὰ φέρη εἰς πέρας τὴν ἐγκεκριμένην ὑπὸ τοῦ λόγου βουλὴν τοῦ νοῦ. Τότε, τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖ τὸ σῶμα, ὥστε νὰ σηκωθῆ τὸ χέρι καὶ νὰ τηλεφωνήση εἰς τὸ πρακτορεῖο ταξειδίων, ἢ νὰ περιπατήση ὁ ἄνθρωπος μέχρι τὸ πρακτορεῖο ἐκδόσεως εἰσητηρίων, κλπ. Δηλ., ἡ πηγὴ τῶν πάντων εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁ νοῦς του. Ἀπὸ αὐτὸν ξεκινοῦν ὅλα. Εἶναι ἡ κατὰ φύσιν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν του.
Τὶ ἀκριβῶς, ὅμως, ἐννοοῦμεν ὅταν λέγωμεν "νοῦν"; Τὶ εἶναι ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου; Εἰς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ ἴδιος ὅρος, "νοῦς", χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὸ κέντρο, τὸ μάτι, τῆς ψυχῆς, καὶ γιὰ τὴν διάνοια, ποὺ εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς. "Νοῦς", γιὰ τὸν ἐπιστήμονα, σημαίνει διάνοια (mind), ὄχι τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς. "Νοῦς", γιὰ τὸν πιστό, μπορεῖ νὰ σημαίνη διάνοια, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν δύναμι τῆς ψυχῆς ποὺ κινεῖ τὸν ἐγκέφαλο, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σημαίνη καὶ τὸν ὀφθαλμό, τὸν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, τὴν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ διάνοια εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ λόγου, τὸ «λογισμικὸ» τοῦ ἐγκεφάλου, ὄχι ἡ πηγὴ τοῦ λόγου. Καὶ ἑδράζεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής τοῦ λόγου, τὸ ὑλικὸ εἰς τὸ ὁποῖο «ἐγκαθίσταται» τὸ λογισμικό, δηλ. ἡ διάνοια. Ἡ διάνοια λειτουργεῖ καὶ ἀποκαλύπτεται ὅτι λειτουργεῖ διὰ τοῦ ἐγκεφάλου. Ἕνας κατεστραμμένος ἐγκέφαλος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μία πρόσθεση, ἐπειδὴ δὲν λειτουργεῖ ἡ διάνοια. Ἐμᾶς, ὅμως, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διάνοια, ποὺ εἶναι τὸ λογισμικὸ τοῦ ἐγκεφάλου. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ γνωρίσωμε ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ λόγου, ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν. Αὐτὴ ἡ πηγὴ εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι. Εἶναι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι, βέβαια. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλὰ ὁ ἐπεξεργαστὴς τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἠλεκτρονικὸς ὑπολογιστὴς τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός, ὅμως, κινεῖ τὸν ἐγκέφαλο; Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ διάνοια ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων. Καὶ, τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ποιὸς τὴν κινεῖ; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ ψυχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου, καὶ συγκεκριμένα ὁ πυρῆνας της, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Τὴν δὲ ψυχὴ ποιὸς τὴν κινεῖ; Ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ἡ διάνοια εἶναι ἁπλὰ μία ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς, γεννᾶ τὸν λόγον, τὴν σκέψιν, ἢ ἀποδέχεται τὴν σκέψιν, τὸν λογισμόν, ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ Θεός, ἢ ὁ διάβολος. Ἡ διάνοια ἐπεξεργάζεται, διὰ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῆς λογικῆς, τὴν σκέψιν, καὶ, ἐὰν ὁ νοῦς τὴν ἐγκρίνη καὶ τὴν ἀποδεχθῆ, ἐὰν δηλ. κάνη συγκατάθεσιν εἰς ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ὑποδεικνύει ἡ σκέψις, ὁ λογισμός, τότε δίδει ἐντολὴν εἰς τὴν διάνοιαν νὰ κάνη πρᾶξιν τὴν σκέψιν. Καὶ ἡ διάνοια κινεῖ τὸν ἐγκέφαλον, ὁ δὲ ἐγκέφαλος τὸ σῶμα, ποὺ πραγματοποιεῖ, φέρει εἰς πέρας, ἐκεῖνο ποὺ προέτεινε ἡ σκέψις. Ἔτσι κινεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος χειρίζεται τὸν ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστή του, διὰ τῆς διανοίας του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, χειρίζεται, διὰ τῆς διανοίας, τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Κάθε, ὅμως, σκέψις ἢ λογισμὸς ποὺ γεννᾶται ε ἰς τὸν ἄνθρωπον προέρχεται πάντα ἀπὸ τὴν φυσικήν του πηγήν, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς του; Ὄχι πάντα. Διότι, σκέψεις ἢ λογισμοὶ ὑποβάλλονται εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπὸ δύο ἄλλες ὀντότητες: Ἀπὸ τὸν Θεόν, ἢ ἀπὸ τὸν διάβολον. Δηλ., μία σκέψις ποὺ γεννᾶται εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ προέρχεται, εἴτε ἀπὸ τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν φυσικήν του πηγήν, εἴτε ἀπὸ τὸν ὑπέρτατον Νοῦν, τὸν Θεόν, ποὺ θέλει νὰ σώση καὶ βοηθήση τὸν ἄνθρωπον, εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολον, ποὺ θέλει νὰ πλανήση καὶ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπον. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεών του, ἐὰν αὐτὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον. Καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γεννᾶ τὸν λόγον, κινεῖ τὴν διάνοιαν καὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ εἶναι ὑπεύθυνος διὰ τὶς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου.
Συμβαίνει, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν του, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας, τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι ἕνα αύθυπόστατον κτίσμα, νὰ ἔχη δηλ. ἰδικήν του ὑπόστασιν, ξεχωριστὴν ἀπὸ ἐκείνην τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον παραμένει ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι δηλ. μία ὀντότητα ξεχωριστὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζεῖ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει εἰς τὰ ζῶα. Τὰ ζῶα, καὶ δὴ ὁ χιμπαντζής, ποὺ λέγουν οἱ ἐξελικτικοὶ ὅτι εἶναι τὸ πλησιέστερο πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἐξελικτικά, ζῶο, δὲν ἔχουν ψυχὴ ὡς αὐθυπόστατη ὀντότητα. Ἡ ψυχὴ τῶν ζώων πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματός τους. Καὶ, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ψυχὴ ὅμοια μὲ τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ποὺ νὰ εἶναι αὐθύπαρκτο κτίσμα καὶ νὰ συνίσταται ἀπὸ νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα, γι' αὐτὸ καὶ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν λόγον. Ἔχουν φωνήν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγον. Ἔχουν ὑποτυπώδη λογικήν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγον. Γιατὶ δὲν ἔχουν λόγον; Ἐπειδὴ δὲν ἔχουν νοῦν, ψυχήν, ζῶσαν πέραν τοῦ τάφου, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, αὐθύπαρκτον κτίσμα καὶ ἡ πηγὴ τοῦ λόγου. Οὔτε αὐτεξούσιον ἔχουν, ἀλλὰ κινοῦνται νομοτελειακά. Δὲν ὑπάρχει περίπτωσις ἕνα ζῶο ποὺ πεινάει νὰ μὴ προσεγγίση τὴν τροφήν, ὅταν αὐτὴ τοῦ προσφερθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μπορεῖ νὰ τὴν ἁρνηθῆ, ἐπειδὴ ἔχει αὐτεξούσιον. Ἐξ ἄλλου, ποτὲ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἱστορίαν δὲν ἔχει καταγραφῆ περιστατικόν, κατὰ τὸ ὁποῖον ἕνα ζῶον νὰ ἐμφανίσθηκε εἰς ἕναν ζῶντα ἄνθρωπον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ζώου αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο, διότι ἁπλούστατα τὰ ζῶα δὲν ἔχουν ψυχὴν ποὺ νὰ ζῆ μετὰ τὸν βιολογικό τους θάνατο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες ἐμφανίσεως νεκρῶν ἀνθρώπων, ἁγίων καὶ μὴ, εἰς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν. Τὶ εμφανίζεται εἰς τοὺς ζῶντας; Ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ζεῖ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο.
Ἐδῶ, τώρα, συναντοῦμε καὶ τὸ μέγα χάσμα ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας εἰς τὸ ἀνθρωπολογικὸ ζήτημα. Διότι, ἡ μὲν Ο.Α. (Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία) διδάσκει ὅλα τὰ ἀνωτέρω, ἐπειδὴ γνωρίζει, ἐξ ἀποκαλύψεως, τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δὲ Ε. (Ἐπιστήμη) διδάσκει καὶ αὐτὴ περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, βασισμένη ὅμως εἰς τὴν παρατήρησιν, τὸ πείραμα, εἰς τὴν φαινομενολογία καὶ εἰς τὴν Ἐξελικτικὴ Θεωρία, ποὺ εἶναι ἡ φιλοσοφία της.
Καί, τὶ διδάσκει ἡ Ε.; Ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου - μὲ αὐτὸν τὸν ὅρον, "νοῦν", ἡ Ε. ἐννοεῖ μόνον τὴν διάνοιαν (mind) τοῦ ἀνθρώπου - εἶναι μία ψυχικὴ ἐνέργεια, μία ψυχικὴ δύναμις, τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ε. δὲν ὁμιλεῖ , δὲν ἀσχολεῖται, δὲν γνωρίζει, ὅτι ὑπάρχει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν διάνοια, καὶ ἕνας ἄλλος "νοῦς", ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἔχει καὶ αὐθυπόστατην ψυχήν, ἡ ὁποία τὸ ζωοποιεῖ καὶ τῆς ὁποίας ὁ πυρῆνας εἶναι αὐτὸς ὁ ἄλλος νοῦς. Δὲν γνωρίζει, ὅτι τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ζωοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν γνωρίζει, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄλλος "νοῦς", καὶ κατ' ἐπέκτασιν ἡ ψυχή, ὑφίσταται, ὑπάρχει, καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, πάλι σὰν αὐθυπόστατη ὀντότητα. Ἡ Ε., ἐπειδὴ δὲν κατέχει τὴν γνῶσι ἐξ ἀποκαλύψεως, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἀνυπαρξία μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο, ὅπως τὰ ζῶα. Ὅτι, δηλ., πέραν τοῦ τάφου δὲν ὑπάρχει τίποτε ἁπολύτως. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα, βεβαίως, δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ ὅτι ἡ Ε. δὲν ἀποδέχεται ὕπαρξιν Θεοῦ Δημιουργοῦ, ἀφοῦ ἀδυνατεῖ νὰ Τὸν ἀνιχνεύση μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα, δεχομένη ὅτι ὅλα τὰ ὑλικὰ ὄντα εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων.
Κατὰ τὴν Ο.Α., ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τὸ κέντρο, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μὲ τὴν "καρδιὰ" τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πνευματικὸ δηλ. κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκπορεύονται, κατὰ τὸν Κύριο, οἱ πονηροὶ διαλογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ κέντρο ὑπάρξεως, δηλ. τὸν "νοῦν", τὴν "καρδίαν", δὲν ἐκπορεύονται μόνον οἱ πονηροὶ λογισμοί, ἀλλὰ ὅλοι οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις, τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὲς πηγάζουν ἀπὸ τὸν ἴδιο, εἴτε ὑποβάλλονται εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ ἀπὸ τὸν διάβολον. Καὶ, αὐτὸ τὸ κέντρο τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὁ νοῦς του, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τὸ κέντρο, τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἑδράζεται, ὄχι εἰς τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἰς τὸν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ τόπος, ἡ ἕδρα, τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἕδρα τοῦ νοῦ, διότι ὁ νοῦς ταυτίζεται μὲ τὴν πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατανέμεται, διαχέεται, εἰς ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ περικλείει, συνέχει τὸ σῶμα. Ἔχει, ὅμως, τὸ φυσικό της κέντρο, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἑδράζεται ὁ "νοῦς" (ὄχι ἡ διάνοια), ἡ πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κέντρο, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Εἰς αὐτὸ τὸ κέντρο, εἰς τὴν πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν χῶρο τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς, ἔρχεται καὶ ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικὸς τῆς Χάριτος, κράζον «ἀββᾶ ὁ πατήρ», κατὰ τὸν Ἀπὸστολον, καὶ ποεῖ τὸν ἄνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υἱὸν Θεοῦ. Εἰς τὰ ζῶα δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης, ἐπειδὴ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν νοῦν, ποὺ νὰ δέχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὔτε νοῦν ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι πηγὴ λόγου καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἔχουν οὔτε λόγον. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ προέρχεται, ἐξελικτικά, ἀπὸ τὰ ζῶα;
Ἡ διάνοια, ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ νοῦ, ἑδράζεται εἰς τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο ἡ διάνοια χρησιμοποιεῖ, ὥστε ὁ ἐγκέφαλος νὰ κινήση τὸ σῶμα καὶ νὰ φέρη εἰς πέρας, νὰ ἐκτελέση, ἐκεῖνο ποὺ τὸν διατάσσει ἡ διάνοια. Ἡ δὲ διάνοια, ὅπως εἴπαμε, κατὰ τὴν Ο. Α., παίρνει ἐντολὲς ἀπὸ τὸν νοῦν, τὸ κέντρο, τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Ἄν, τώρα, ἐρωτήσωμε ἕναν ἐπιστήμονα «ἔχεις νοῦν;», θὰ μᾶς ἀπαντήση «ναὶ» ἐννοῶντας τὴν διάνοιά του, ἡ ὁποία κινεῖ τὸν ἐγκέφαλό του. Καί, ἂν πάλι τὸν ἐρωτήσωμε «πῶς ξέρεις ὅτι ἔχεις νοῦν (διάνοιαν), ἀφοῦ δὲν τὸν βλέπης;», θὰ μᾶς ἀπαντήση «ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ἀφοῦ λειτουργῆ λογικὰ ὁ ἐγκέφαλός μου». Δὲν τὸν βλέπει τὸν νοῦν του, τὴν διάνοιά του, ὁ ἐπιστήμων, ὅμως συμπεραίνει ὅτι ἔχει διάνοια ἐπειδὴ σκέπτεται, ἐπειδὴ λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλός του, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τοῦ ἐγκεφάλου του εἶναι ἡ διάνοια. Δὲν γνωρίζει, ὅμως, ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τῆς διανοίας εἶναι ἡ ψυχή, ὁ νοῦς, ὡς ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς. Οὔτε γνωρίζει, ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ, κατ' ἐπέκτασιν, δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ε., λοιπόν, δὲν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διττός, δηλ. ὅτι συνίσταται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ τὸ σῶμα καὶ ζεῖ σὰν αὐθύπαρκτη ὀντότητα μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματος, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνιχνεύση, οὔτε δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ κάτι ἄλλο πέραν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεών του καὶ τὸ ὄργανο ποὺ ἐνεργεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δηλ. ὁ νοῦς, ἡ πνευματική του καρδιά, ποὺ εἶναι ὁ πυρῆνας, τὸ μάτι τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ε. δέχεται μόνον, ὅτι οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου πηγάζουν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό του, ὁ ὁποῖος, λέγουν, ὅτι εἶναι ἡ ἕδρα ὄχι μόνο τῶν σκέψεων, ἀλλὰ καὶ τῶν συναισθημάτων καὶ τοῦ αὐτεξουσίου (τὸ ὁποῖο κατ' αὐτοὺς εἶναι ἀνελεύθερο ὡς ἐπηρεαζόμενο ἀπὸ τὴν κληρονομικότητα, τὸ DNA, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα χημικῶν διεργασιῶν). Ἡ Ε. δέχεται, ἔτσι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ λίγο-πολὺ νομοτελειακά, ὅπως τὰ ζῶα, ἡ δὲ ἐλευθερία ἐπιλογῆς ποὺ ἔχει εἶναι προϊὸν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ὁ ὁποῖος τοῦ παρέχει καὶ μία πιὸ ἐξελιγμένη λογική. Ὅμως, εἰς τὴν πραγματικότητα, ἡ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι τεράστια, ὅπως ἀνεφέρθη παραπάνω. Καὶ, αὐτή, γιὰ μᾶς, εἶναι μία ἐπὶ πλέον ἀπόδειξις ὅτι δὲν προερχόμεθα ἀπὸ τὰ ζῶα.
Ἀποτέλεσμα, τώρα, αὐτῆς τῆς ὡς ἄνω θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ε. εἶναι νὰ καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια ἀπὸ τὴν Ε. νὰ χαρτογραφηθῆ ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος γιὰ νὰ ἀνιχνευθοῦν καὶ ἐντοπισθοῦν τὰ κέντρα τοῦ αὐτεξουσίου, τῶν συναισθημάτων, τῆς μνήμης, τῶν σκέψεων, τοῦ λόγου, κλπ., τὰ ὁποῖα, βέβαια, δὲν πρόκειται νὰ εὑρεθοῦν εἰς τὸν ἐγκέφαλον, ἁπλούστατα διότι δὲν εὑρίσκονται εἰς τὸν ἐγκέφαλον, ἀλλὰ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπόδειξις τούτου, εἶναι τὸ ὅτι, μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του διατηρεῖ τὰ πάντα, ὅλα ὅσα εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τοῦ θανάτου του. Μετὰ θάνατον, ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ καὶ τὴν προσωπικότητά του, καὶ τὴν μνήμη του, πλήρως, καὶ τὰ συναισθήματά του. Αὐτὸ τὸ γνωρίζομε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μαρτυρία τῆς ψυχῆς, μετὰ θάνατον, κατὰ τὴν κοινὴ μαρτυρία ὅλων ὅσων ἐνεφανίσθησαν μετὰ θάνατον εἰς τοὺς ζῶντες καὶ ἀπεκάλυψαν τὴν κατάστασιν τῆς ψυχῆς των πέραν τοῦ τάφου. Πῶς ἐμφανίζονται εἰς τοὺς ζῶντες ἀνθρώπους οἱ κεκοιμημένοι Ἅγιοι καὶ διαλέγονται μαζί τους; Ποιὸς ὁμιλεῖ, ἀφοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου εἶναι εἰς τὸν τάφον; Ἀσφαλῶς, ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου. Ἀλλά, τὸ γνωρίζομε καὶ ἀπὸ μαρτυρίες ζώντων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, εἶχαν ἐξωσωματικὴ ἐμπειρία περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς τους. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ βγῆκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, ποὺ πέθαναν δηλ. γιὰ λίγο, καὶ εἶδαν τὸ σῶμα τους νεκρό, ὅπως τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω τους. Καὶ, μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐπανῆλθαν εἰς τὸ σῶμα τους, τὸ ὁποῖο ἔκειτο νεκρό, καὶ συνέχισαν νὰ ζοῦν. Πῶς ἀνεστήθη τὸ σῶμα τους καὶ ζωοποιήθηκε, ἀφοῦ πρὶν λίγο ἔκειτο νεκρό; Ἀσφαλῶς, μὲ τὴν ζωοποιὸ δύναμι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἰσέλθη πάλιν εἰς τὸ σῶμα. Καὶ, ὅταν ἡ ψυχή τους εἶχε χωρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τους, μὲ ποιὸ ὄργανο ἔβλεπαν τὸ σῶμα τους; Ἀσφαλῶς μὲ τὸν νοῦν, τὴν ψυχή τους.
Εἰς τὴν Παράδοσι τῆς Έκκλησίας ἔχουν καταγραφῆ μαρτυρίες ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι "εἶδαν" τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ζῶντες. Καὶ ἐδῶ, πάλι πρόκειται γιὰ ἐξωσωματικὴ ἐμπειρία, κατὰ τὴν ὁποία ὅμως παίρνει ὁ ἄγγελος τοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχή του, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται, καὶ τὴν πηγαίνει εἰς τὸν τόπον τοῦ Παραδείσου ἢ τῆς Κολάσεως, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήση ἐμπειρία περὶ τῆς ἀληθείας τῶν καταστάσεων αὐτῶν. Μετά, ὁ ἄγγελος ἐπαναφέρει εἰς τὸ σῶμα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, καὶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνήση, διηγεῖται πράγματα ὄχι τοῦ κόσμου τούτου. Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν πεθαίνει, ἂν καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, ἀλλὰ συντηρεῖται εἰς τὴν ζωὴν, ὡς εἰς κῶμα, ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ε., λοιπόν, ἐφ' ὅσον δὲν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία ζεῖ σὰν αὐθυπόστατο κτίσμα καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματος, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ σὰν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου κάτι ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου . Ἡ Ε. νομίζει ὅτι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὅπως νομίζει ὅτι καὶ ἡ πηγὴ τῶν συναισθημάτων ε ἶναι ὁ ἐγκέφαλος. Ἐμεῖς, λέμε, ὅτι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν συναισθημάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καί, συγκεκριμένα, τὸ κέντρο τῆς ψυχῆς του, ὁ νοῦς, καὶ ὄχι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν Ο. Α. τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς. Γιὰ τὴν Ε. αὐτὸ τὸ κέντρο εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτὸ διδάσκουν ἡ Ψυχολογία καὶ ἡ Ιατρική. Καὶ ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ ἄλλο μέγα χάσμα μεταξὺ τῆς Ε. καὶ τῆς Ο. Α.
Ἡ Ε., λοιπόν, μιλᾶ γιὰ ψυχή, ἀλλὰ ἐννοεῖ τὴν ψυχικὴ ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ ὁποία, φυσικά, παύει μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό, καὶ ἡ Ε. δὲν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς, ὡς αὐθυποστάτου ὀντότητος, μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου παύει νὰ ὑπάρχη μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἡ Ε. δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύση, μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε πρὶν τὸν βιολογικό του θάνατο, εἴτε μετά. Εἶναι ἔτσι καταδικασμένη νὰ ἔχη ἐσφαλμένη εἰκόνα καὶ ἀντίληψι περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐμεῖς, πιστεύομε, ἐπειδὴ γνωρίζει ἡ Έκκλησία, ὅτι ὁ Θεὸς κτίζει, δημιουργεῖ, τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν μήτρα τῆς μητέρας του, ἀγνώστως καὶ ἀρρήτως, ἐπειδὴ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη δύναμις τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο καὶ ζωοποιεῖ . Ὁ βιολογικὸς θάνατος, κατὰ ταὸν ὁποῖο συμβαίνει βίαιος χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος, εἶναι μία ἀφύσικη κατάστασις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι' αὐτό, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ξαναδώση τὸ σῶμα εἰς τοὺς νεκροὺς κατὰ τὴν μέλλουσαν κοινὴν Ανάστασιν τῶν σωμάτων τῶν νεκρῶν.
Ἡ ζωὴ εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου όφείλεται εἰς τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς του. Ἐὰν ἡ ψυχὴ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, τότε τὸ σῶμα νεκροῦται, πεθαίνει. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέστησε ἄνθρωπο, ἐπανέφερε τὴν ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ τὸ σῶμα ἀνεστήθη. Ἡ Ε. δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύση πῶς γίνεται μία ἀνάστασις ἑνὸς νεκροὺ σώματος, ἀφοῦ δὲν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς εἰς τὸν ἄνθρωπο. Ἀναστάσεις, ὅμως, νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς μέσα εἰς τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ψυχή, λοιπόν, ζωοποιεῖ καὶ συντηρεῖ ζωντανὸ τὸ σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴν Χάρη, τὴν ἐνέργεια, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλ., ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ζωὴ τοῦ σώματος εἶναι ἡ ψυχή. Φεύγει ἡ Χάρις ἀπὸ τὴν ψυχή; Ἀρρωσταίνει ἡ ψυχὴ καὶ νεκρώνεται. Φεύγει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα; Τὸ σῶμα πεθαίνει. Αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὸν ἄνθρωπο.
Δαμασκηνὸς μοναχὸς Ἁγιορείτης
[1] Σεβ. Ἱωάννου Ζηζιούλα: "Ἐπιστήμη καὶ περιβάλλον: Μία θεολογικὴ προσέγγισις", περιοδ. ΤΟΛΜΗ, Ὀκτώβριος 2001, σελ. 23-27 (ἀνάτυπον ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 'Θρησκεία, Ἐπιστήμη καὶ Περιβάλλον - Ἡ Μαύρη θάλασσα σὲ Κίνδυνο', 1998).
[2] Π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 173-187.
(Πηγή: «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», Θεοδρομία )
Πηγή: Αντίφωνο , Πατερικός , Ενοριακό ιστο-Λόγιο , Θεοδρομία
Ὁμολογιακό κήρυγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μπαντσέν κ. Λογγίνου
(ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ἁγίας Σκέπης, 1/14 Ὀκτωβρίου 2016)
Μετάφραση (ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ, μερική ἐπιβεβαίωση ἐκ τοῦ ρωσσικοῦ)
& ἐπιμέλεια: Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση)
Δημοσιεύουμε ἕνα παλαιότερο, ἀλλά πάντοτε ἐπίκαιρο, ὁμολογιακό κήρυγμα τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Μπαντσέν κ. Λογγίνου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνακηρυχθεῖ «ἥρως τῆς Οὐκρανίας» γιά τό σπουδαῖο φιλανθρωπικό του ἔργο (τό 2008) [1], ἀλλά διέκοψε, κατά τούς ἱερούς Κανόνας, τό μνημόσυνο τῆς προϊσταμένης του ἀρχῆς [2], τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί πασῶν τῶν Ρωσσιῶν κ. Κυρίλλου, τόν Μάρτιο τοῦ 2016, γιά λόγους ἀθετήσεως τῆς Πίστεως, κατά τήν «Κοινή Δήλωση τῆς Ἁβάνας» (12 Φεβ 2016) μεταξύ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσσίας καί τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου.
Ἀπό τούς λόγους τοῦ Σεβ. κ. Λογγίνου ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἀποδίδει τήν δέουσα προτεραιότητα στήν προάσπιση τῶν ἱερῶν δογμάτων, ὁμιλῶν μετά παρρησίας ἡ ὁποία πηγάζει ἐκ τῆς πίστεως, ἐπικρίνοντας καθηκόντως καί ὅλες τίς σχετικές καινοτομίες πού συνοδεύουν πάντοτε ὡς «ἀπαραίτητα» συμπτώματα ὅσους ἔχουν μολύνει τήν ψυχή τους μέσῳ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ μαγνητοφώνηση τοῦ κηρύγματος δέν ἐκκίνησε ἐξ ἀρχῆς, καί ἔτσι τό κείμενο αὐτό παρουσιάζεται ἐδῶ νοηματικῶς «ἀκέφαλο» (ἄνευ εἰσαγωγῆς)· τά ἐντός ἀγκυλῶν εἶναι ἐπεξηγήσεις προστεθειμένες κατά τήν ἀπομαγνητοφώνηση.
«Γιατί ζοῦμε; Γιατί εὑρισκόμαστε, ἀδελφοί καί ἀδελφές, ἐπάνω σέ αὐτήν τήν γῆ; Μέ σκοπό νά κάνουμε κακό; Νά σκοτώνουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο; Ὄχι ! «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» [3]. Διαδῶστε τό καλό. Ἀγαπῆστε καί συγχωρεῖστε. Ἡ ζωή εἶναι μικρή καί μᾶς ἐπισκιάζουν οἱ ἔσχατοι καιροί. Ὁ Κύριος θά ἔλθει νά κρίνει αὐτόν τόν κόσμο. Ὅπως θά μᾶς βρεῖ Αὐτός, ἔτσι θά ἔλθει ἐπάνω μας ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τούς συγχώρησε ὅλους. Οὐδείς ἁμαρτωλός ἀφίεται ἐπί γῆς, ὁ ὁποῖος νά μή μπορεῖ νά βρεῖ συγχώρηση. Εἶπε «Ἦλθα γιά νά συγχωρήσω» [4]. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Κυρίου – νά συγχωρήσει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, καί νά μᾶς παραλάβει ὅλους ἐντός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά ὑπηρετήσουν τόν Θεό. Γι΄ αὐτόν τόν λόγο σᾶς εἶπα ὅτι ἤδη ἔχουν φθάσει οἱ δυσχερεῖς καιροί. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι ἐξαπατῶνται ἀπό Πατριάρχες, Ἐπισκόπους, Ἱερεῖς, πού θέλουν νά δείξουν ἕναν διαφορετικό δρόμο πρός τήν αἰώνια ζωή, καί ὄχι τόν δρόμο πού ὁ Κύριος μᾶς ἔχει παραδώσει. Τί νομίζετε, ἀδελφοί καί ἀδελφές, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θά μποροῦσαν νά συγκεντρώσουν μαζί Ὀρθοδόξους, Καθολικούς, Προτεστάντες, Βαπτιστές, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, καί νά ποῦν: «Εἴμαστε ἀδελφοί καί ἀδελφές ἐν Χριστῷ;!». Ὄχι! Ὁ Κύριος διεχώρισε τήν αἵρεση ἀπό τήν ἀλήθεια [5]. Καί ἐκεῖνοι [δηλ. οἱ αἱρετικοί] εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, ἐχθροί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐχθροί τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχω τίποτε ἐναντίον ἑνός ἀνθρώπου [δηλ. ἐναντίον ἑνός αἱρετικοῦ προσωπικῶς], ἀλλά, ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν· δέν πρέπει νά ἐπιτρέψουμε αὐτήν τήν ἀνταρσία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι γιά τήν Ὀρθόδοξο Πίστη μας αὐτά τά πράγματα εἶναι βλασφημία.
Σήμερα προσευχόμαστε μαζί σας, κλαίοντες, καί ζητήσαμε τό Μυστήριο τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλά, ἐρχόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί χορεύουμε, ὅπως ἕνας Κοζᾶκος, ὅπως κάνουν στήν Ἐκκλησία στή Μόσχα [6]; Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δέν θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά, θά ἦταν ἐξ ἀντιθέτου ἡ συναγωγή τοῦ σατανᾶ [7]. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν χάσει κάποια αἴσθηση τοῦ τί σημαίνει νά εἶσαι Χριστιανός. Πῶς μποροῦμε νά χορεύουμε ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ;! Πῶς μποροῦμε νά ποῦμε, ἀδελφοί καί ἀδελφές, ὅτι θά ἔπρεπε νά ἔχουμε διαφορετικές πίστεις καί διδασκαλίες στήν Ἐκκλησία μας; Μή τό πιστεύετε αὐτό! Αὐτοί εἶναι ἄνθρωποι πού προετοιμάζουν τόν δρόμο γιά τόν Ἀντίχριστο. Εἶναι ἀποστάτες καί προδότες τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας.
Ἀδελφοί καί ἀδελφές, ζητοῦμε ἀπό ὅλους σας, νά ἵστασθε στήν Ἀλήθεια, καί στήν Ὀρθή Ὁδό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν ὅτι θά ἔλθει ἕνας τέτοιος καιρός, ὅπως αὐτός, καί θά σᾶς προδώσουν, καί θά κάνουν αὐτή τήν Σύνοδο [καθώς φαίνεται, τήν ληστρική Σύνοδο τῆς Κρήτης, σημ.], τήν Ψευδο-σύνοδο, τήν Σύνοδο τοῦ διαβόλου, τοῦ Ἀντιχρίστου, καί θά προδώσουν τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί θά σᾶς καταδιώξουν[8]. Εἴχαμε σκεφθεῖ ὅτι δέν θά ἦταν τώρα, ἀλλά ἀργότερα· ὅμως, ἀδελφοί καί ἀδελφές, τούς βλέπουμε νά λαμβάνουν τά ἱερά λείψανα τοῦ Πατρός μας Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ καί νά τά δίνουν, αὐτά τά ἱερά λείψανα, στόν αἱρετικό Ἰησουΐτη Πάπα [9]!
Αὐτή ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά συγχωρηθεῖ, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖτες μας μεταθέτουν τόν Θρόνο [τήν ἁγία Τράπεζα] στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας [10], ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά βλέπουν τήν Λειτουργία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι στό Ἱερό, ὄπισθεν τοῦ Τέμπλου – αὐτό εἶναι αἵρεση! Λατινική αἵρεση [11]! Καί δέν φοβοῦνται τίποτε!
Ὡστόσο, εἶναι ὁ καιρός. Ἔχει ἔλθει ὁ καιρός, ἀδελφοί καί ἀδελφές, νά προσευχηθοῦμε, νά ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά σταματήσει αὐτούς καί τό βδέλυγμα αὐτό. Ἀλλά οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν, ὅτι ἔτσι θά εἶναι τό βδέλυγμα αὐτό! Θά ἔλθει! Δέν μπορῶ κἄν νά βρῶ τίς λέξεις νά μιλήσω γιά αὐτά τά αἴσχιστα πράγματα πού ἔχουν εἰσέλθει μέσα στόν πλέον Ἱερό Τόπο: στό Ἱερό, στό Ἱερό! Ἔπειτα, χόρεψαν στή Μόσχα [δηλ. ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ]!
Δηλαδή, ὁ Πατριάρχης δέν εἶδε πῶς χόρευαν μπροστά στό Ἱερό, καί χόρευαν σάν Κοζᾶκοι καί τραγουδοῦσαν αἱρετικά τραγούδια; Προδότες, ἀποστάτες, ὑπηρέτες τοῦ σατανᾶ! Δέν γνωρίζω πόσος χρόνος ἔχει ἀπομείνει, ὅμως σᾶς παρακαλῶ, ἄς μετανοήσουμε καί προσέλθουμε στόν Κύριο καί Θεό.
Ἐπιθυμῶ νά ἔχετε τήν εἰρήνην τοῦ νοός. Ἐπιθυμῶ νά εἶμαι μαζί μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους Του. Δέν πρόκειται νά σᾶς ἀποκρύψω τίποτε. Πάντοτε θά λέγω τήν ἀλήθεια. Ὅταν κατακλείσαμε τήν Σύνοδο [Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2016] ἐλέχθη ὅτι «κανείς δέν πρέπει νά μάθει τί γίνεται ἐδῶ». Γιατί δέν θά ἔπρεπε νά γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ; Γιατί συμβαίνει ἄνθρωποι πού ἔχουν κτίσει Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια νά μή πρέπει νά γνωρίζουν τήν ἀλήθεια; Καί γιατί μᾶς χρειάζεστε, ἀδελφοί καί ἀδελφές; Ὥστε νά μᾶς τρέφετε, νά μᾶς ντύνετε, νά κτίζετε γιά μᾶς Ἐκκλησίες, καί μετά ἀντί τούτων ἐμεῖς νά σᾶς ἀποστέλλουμε στήν ἄβυσσο, στήν αἰωνία βάσανο; Αἶσχος! Αἶσχος! Μετανοεῖστε, Ὀρθόδοξοι! Συνέλθετε! Εἶναι καιρός γιά ὁμολογία! Δέν πρέπει νά φοβεῖσθε! Μή φοβεῖσθε τίποτε! Νά εἶσθε ἀληθινοί πρός Κύριον τόν Θεό, τούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἀκοῦστε τούς Ἁγίους Πατέρες, πού ὅλοι ἔγραψαν καί μᾶς εἶπαν τί καιροί θά ἔλθουν, καί μᾶς εἶπαν τί θά πρέπει νά κάνουμε.
Δόξα τῷ Θεῷ, πού δέν μεταβήκαμε στή Σύνοδο αὐτή [τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, σημ.], ἀλλά στίς 2-3 Φεβρουαρίου [Σύνοδο Πατριαρχείου Μόσχας, 2016 - σημ.] κατετέθη ἕνα κείμενο, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή [Σύνοδος τῆς Κρήτης–σημ.], ἦταν «καλή» καί δέν παραβιάζει τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [12], καί ὅτι ἐμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «ὅλοι συμφωνοῦμε μέ αὐτό! Γιατί τώρα νά διαφωνήσουμε;». Εἶναι ἀπαραίτητο νά συγκληθεῖ ἄλλη Σύνοδος [Ἐπισκοπική Σύνοδος–σημ.], γιά νά ἀποσύρει τό κείμενο αὐτό. Αὐτό εἶναι κείμενο ὑπέρ τοῦ Ἀντιχρίστου, διαβολικό· ἐπειδή κανείς δέν μᾶς ἄκουσε ἐκεῖ, καί σέ ὅλους εἶπαν: «Κάθησε κάτω· ἔχει ἤδη ὑπερψηφισθεῖ · εἶναι ὅλα ἐντάξει!».
Δέν θά πράξουμε καθώς μᾶς λένε, διότι αὐτός εἶναι ὁ δρόμος πρός τήν αἰώνια ἀπώλεια. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἄνθρωποι. Πιστεύω στόν Θεό, ὄχι ἐπειδή κάποιος μέ ἐξεβίασε νά πιστεύσω, ἀλλά πιστεύω σέ Αὐτόν, ἐπειδή δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς Αὐτόν. Ἡ ζωή μου ὑπῆρξε πολύ δύσκολη. Ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία ἕως τώρα. Καί ἔχω πάντοτε αἰσθανθεῖ τήν χεῖρα τοῦ Θεοῦ καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καί πάντοτε ὁ Κύριος μοῦ ὑπέδειξε τί πρέπει νά κάνω. Δέν ἦλθα στό Μοναστήρι ἤ τήν ὑπηρεσία πρός τόν Θεό, γιά νά ἔχω ἔπαινο ἤ νά ἔχω ἄλλους νά μέ προσκυνοῦν. Ἔρχομαι μαζί σας, γιά νά ὑπηρετήσω τόν Κύριο. Αὐτός εἶναι τά πάντα γιά μᾶς, ἐμεῖς δέν εἴμαστε τίποτε.
Γιά τόν λόγο αὐτό, σᾶς ζητῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά, σᾶς ἱκετεύω: φρoντίστε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη! Προστατεῦστε τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ! Θά εἴμαστε λίγοι, ἀλλά ὁ Κύριος δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει!
Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί ἀδελφές, συμπανηγυρίζω μαζί μέ ὅλους σας γιά τήν ἅγια Ἑορτή τῆς Σκέπης τῆς Εὐλογημένης Παρθένου Μαρίας. Καί αἰτοῦμαι τό μητρικό ἔλεος, τήν μητρική φροντίδα Της γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς, καί νά καλύψει Αὐτή ὅλους τούς πιστούς καί ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐπί τῆς γῆς αὐτῆς, μέ τό ἱερό Της μαφόριο.
Μή ἀπογοητεύεσθε! Μή φοβεῖσθε, ἀδελφοί καί ἀδελφές! Ὅλα θά ἐκπληρωθοῦν, οἱ καιροί ἔχουν ἤδη φθάσει.
Βαρύς πόλεμος θά γίνει! Πόσο αἱματηρή μάχη! Ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων θά πεθάνουν. Ἀλλά μή φοβεῖσθε τίποτε, ἄν εἴμαστε μέ τόν Θεό, ἄν πορευόμαστε μέ τόν Θεό, ἄν παραμένουμε μέ τόν Θεό ἐν τῇ ἀληθείᾳ. Ὅλοι λένε ὅτι εἶναι μέ τόν Θεό καί ἑνώνονται χάριν τῆς ἀγάπης, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύουν. Αἱρετικά τά λόγια τοῦ Πατριάρχη μας, ὅταν λέει ὅτι ὁ Θεός εἶναι σάν τόν ἥλιο, καί ὅτι οἱ ἀκτῖνες πού ὁδηγοῦν στόν ἥλιο, εἶναι ὅλες οἱ αἱρέσεις, ὅλες οἱ ἐπί γῆς θρησκεῖες καί ὅλες ὁδηγοῦν στόν ἕνα Θεό [13]! Δέν μᾶς λέγεται αὐτό πουθενά στούς Πατέρες, δέν εἶναι πουθενά γραμμένο! Τό λέει αὐτό, ἐπειδή ὁ διδάσκαλός του, ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος Ροτόβ, πέθανε σάν σκύλος στά πόδια τοῦ Πάπα [14]. Τοῦ εἶχε προλεχθεῖ νά μήν πάει ἐκεῖ, καί ὅτι θά πέθαινε. Ὅταν φίλησε τήν παντόφλα τοῦ Πάπα, πέθανε ἐκεῖ, στά πόδια του.
Γιατί δέν σταματήσαμε, ὅταν τό θαῦμα αὐτό φανερώθηκε; Γιατί προχωρήσαμε μέ τυφλότητα καί φαντασθήκαμε ἄλλην ὁδό, ἀπό τήν Μία Ὁδό τῆς Σωτηρίας, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔχει ἀφήσει, τήν στενή ὁδό [15]; Ὁ Κύριος μᾶς κατέλιπε Μία Ἐκκλησία καί εἶπε ὅτι «πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσι» [16] τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν μίλησε γιά «ἐκκλησίες», γιά «ἀδελφές ἐκκλησίες»· εἶπε, «οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν» [17] καί ὅτι « Ἐγώ εἰμι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ταύτης» [18], ὄχι ὁ Πάπας, ὄχι ὁ Πατριάρχης, οὔτε ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλός. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχετε ἔλθει σήμερα γιά χάρη μου, γιά νά προσευχηθεῖτε σέ ἐμένα; Ποιός εἶμαι ἐγώ; Εἴμαστε μαζί ἀνάξιοι καί ἁμαρτωλοί· ἤλθαμε νά ἱκετεύσουμε τόν Κύριο. Ἐντρέπομαι νά ἀτενίσω πρός τόν Θεό, ἐπειδή οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πολλές, καί πρέπει νά μιλήσω διαρκούσης τῆς Λειτουργίας καί νά πῶ, καθώς λειτουργοῦμε: «Κύριε ἐλεῆμον, ἔγειρον ἡμᾶς! Κύριε, συγχώρησον ἡμῖν, ὁ Θεός!». Ἔτσι προσεγγίζω πρός τόν Θεό, καί ἔτσι πρέπει νά προσέρχεσθε στόν Κύριο καί Θεό. Διότι δέν εἴμαστε τίποτε.
Ἀδελφοί καί ἀδελφές, συγχωρεῖστε με. Σᾶς ἀγαπῶ. Χαίρω πού εἶμαι μαζί σας. Ἀλλά θέλω νά παραμείνω στήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὁ Κύριος λέει: «Πᾶσα ἁμαρτία ἀφεθήσεται, τήν δέ κατά τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἁμαρτίαν οὐ δυνατόν ἀφεθῆναι, οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» [19]. Ἡ αἵρεση – αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅλες οἱ αἱρέσεις θά εἶναι κατά τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε βρεῖ ἄνθρωπο ἐπί γῆς χωρίς ἁμαρτία; Γνωρίζω ὅτι μόνον ὁ Θεός εἶναι χωρίς ἁμαρτία [20]. Ἐμεῖς οἱ λοιποί εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοί. Καί πῶς, λοιπόν, μπορεῖ ὁ Πάπας νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία; Ὁ Θεός δέν χρειάζεται ἀντικαταστάτη - ὁ Πάπας στράφηκε ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί μπορεῖτε νά δεῖτε αὐτόν τόν ὑπηρέτη τοῦ Ἀντιχρίστου, τόν Μητροπολίτη Ἱλαρίωνα [Ἀλφέγιεφ] [21], νά λέει, ὅτι πρέπει νά ἀλλάξουμε τήν Ἁγία Γραφή! Ἡ Ἁγία Γραφή τώρα εἶναι κακή! [δηλ. Ὁ Μητρ. Ἱλαρίων θέλει μιά μετάφραση στήν μοντέρνα ρωσσική γλώσσα] [22]. Πῶς, λοιπόν, σῴζονταν οἱ ἄνθρωποι μέχρι σήμερα; Λένε ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀλλάξουμε τήν Λειτουργία, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουν [δηλ. ἡ ἐπιθυμία νά στραφοῦν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική σλαβονική στήν σύγχρονη ρωσσική γλῶσσα] [23]. Νομίζουν ὅτι ὅλοι εἶναι ἀνόητοι, καί μόνοι αὐτοί εἶναι ἔξυπνοι. Κύριε, δίδαξέ μας! Καί ἴσθι ἐλεήμων πρός τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί τόν λαό.
Σᾶς ἐναγκαλίζομαι ὅλους. Αἰτοῦμαι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά σᾶς. Ὁ Κύριος νά εἶναι πάντοτε μαζί σας. Καί ἐμεῖς δέν εἴμαστε τίποτε.»
Μετάφραση (ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ, μέ μερική ἐπιβεβαίωση ἐκ τοῦ ρωσσικοῦ) & ἐπιμέλεια: Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση)
• Βίντεο τοῦ κηρύγματος (ρωσσιστί): https://www.youtube.com/watch?time_continue=3&v=CKFjgiAvsLc
• Πηγή ρωσσικοῦ κειμένου (δι’ ἀπομαγνητοφωνήσεως): http://www.logoslovo.ru/forum/all/topic_15222/
• Πηγή ἀγγλικῆς μεταφράσεως: http://nftu.net/non-commemorating-mp-bishop-longinus-metropolitan-hilarion-alfeyev-a-servant-of-antichrist/
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[1] Σύμφωνα καί μέ τήν ἐπίσημη ἀνάρτηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας περί τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος τό 2011 (19 Σεπ/2 Ὀκτ) στήν Μονή στό Μπαντσέν, «Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ἐγκαινίασε τό Καθολικό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ στό χωριό Μπαντσένυ τῆς Οὐκρανίας» (https://mospat.ru/gr/2011/10/02/news48823/).
[2] Ἡ εἴδηση τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Μόσχας κ. Κυρίλλου ὑπό τοῦ Σεβ. Λογγίνου, καί ἐδῶ: http://nftu.net/moscow-patriarchate-bishop-in-ukraine-ceases-commemoration-of-patriarch-kirill/. Ὁ Μητροπολίτης Οὐκρανίας κ. Ὀνούφριος, ἄμεσος Προϊστάμενος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Λογγίνου, εἶναι μόνιμο μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (https://en.wikipedia.org/wiki/Holy_Synod_of_the_Russian_Orthodox_Church).
[3] Ματθ. 5, 9.
[4] Ματθ. 9, 13· «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» καί Μάρκ. 2, 17. Πρβλ. Ἰω. 10, 10· «ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσι» καὶ 12, 47: «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» καί Α΄ Ἰω. 3, 5.
[5] Πρβλ. Ματθ. 15, 13.14· «Πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται. Ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν. Τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» καὶ 10, 14: «Καὶ ὃς ἂν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν». Ἐπίσης, Τίτ. 3, 10 «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» καὶ Γαλ. 1, 8 «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω».
[6] Ἀναφέρεται σέ μουσική ἐκδήλωση μέ τραγούδια, ἀλλά καί κάποιες χορευτικές κινήσεις, πού πραγματοποιήθηκε τήν Κυριακή 25 Ἀπρ/8 Μαϊ τοῦ 2016 στήν περιφέρεια τῆς Μόσχας, στήν περιοχή Ναρο-Φόμισκ, στόν Ναό τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ τῆς Ἀπρέλεφκα. Ἐκεῖ ἡ χορωδία «Γκαούντα» μέ εὐθύνη τοῦ Ἱερέως Ἀντωνίου Σουγκαλέι ἐκτέλεσε μουσικά προτεσταντικά κομμάτια, καί μέ χορευτικές κινήσεις, ἐνώπιον τοῦ Τέμπλου καί τῆς Ὡραίας Πύλης (βλ. βίντεο https://www.youtube.com/watch?v=13KbXMCM1iE, ἰδίως ἀπό τό 1΄58΄΄ κ.ἑ.). Ὑπῆρξαν σχετικά ἐπικριτικά δημοσιεύματα· σέ ἕνα ἐξ αὐτῶν (http://hram-pohvala.moseparh.ru/2016/10/08/o-koshhunstvennyx-plyaskax-na-amvone-pravoslavnogo-xrama-v-g-aprelevka/) ὁ Διάκονος Ἠλίας Μασλώφ ἀναφέρει ὅτι, συμφώνως πρός ἔγγραφες καταγγελίες ἐνοριτῶν πρός τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, ὁ ἐν λόγῳ Ἱερεύς εἰσήγαγε καί ἄλλους νεωτερισμούς, ὅπως τήν ἐπιτέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας μέ τήν Ὡραία Πύλη ἀνοικτή, τήν εἰς ἐπήκοον πάντων ἐκφώνηση τῶν ἱερῶν μυστικῶν εὐχῶν, τήν ἐγκατάλειψη τοῦ καλύμματος τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, τήν περιστασιακή ἀπαμφίεση τοῦ ράσου, τήν ἀπαρέσκεια πρός τήν ἐπίκληση «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», καθώς καί γενική παραθεώρηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν νηστειῶν καί τῆς παραδοσιακῆς εὐσεβείας, τήν «μετα-πατερικότητα», τήν ἀμφισβήτηση τῶν θαυμάτων στά Συναξάρια κ.ἄ. Βλ. καί ἄλλο σχετικό video μέ διάφορες χορευτικές ἐκδηλώσεις ἐντός ρωσσικῶν Ναῶν καί σύγκρισή τους μέ τά ἀνάλογα προτεσταντικά events https://www.youtube.com/watch?v=9VndOFTPuxI, ὅπως καί τό ἀκόλουθο, παρόμοιο, ἀκόμη δέ χειρότερο: (https://www.youtube.com/watch?v=6xPVz6eGadQ).
[7] Ἀποκ. 2, 9· «... καὶ τὴν βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς͵ καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ».
[8] Εἶναι γνωστές οἱ προφητεῖες περί ἐπικρατήσεως τῶν αἱρέσεων στούς ἐσχάτους καιρούς, ὅπως ἐκείνη τοῦ Ὁσίου Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος (4ου μ.Χ. αἰ.): «Μετά ταῦτα εἶδεν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆς ὅτι νέφος καί λαῖλαψ, ὀμίχλη σκοτεινή πειρασμῶν φοβεροτάτων ἔπεσεν εἰς τούς Μοναχούς ἀπό τό μέρος τῆς ἄρκτου, καί ὅτι ἐδιώκοντο οἱ Μοναχοί καί τό μοναχικόν σχῆμα ἀπό ὄλεθρον αἱρέσεων, ἠναγκάζοντο δέ οἱ πολλοί ρίπτοντες τό σχῆμα νά ὑπανδρεύονται» (Περί συντελείας, ἀντιχρίστου καί Β΄Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991, σ. 132)· ἐπίσης, τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου (†1927), τελευταίου Στάρετς τῆς Σκήτης Ὄπτινα (ἐδῶ) «... Οἱ αἱρετικοί θά πάρουν τήν ἐξουσίαν ἐπί τῆς Ἐκκλησίας καί θά τοποθετήσουν ἰδικούς των ὑπηρέτας παντοῦ, οἱ δέ πιστοί θά καταφρονῶνται». Ἀλλά καί ὁ ἡμέτερος Ὁμολογητής Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος (1786-1852) ἔχει γράψει: «[Τῆς ἁλωθείσης ὑπό τῶν ἀποδομητῶν Σχολῆς τῆς Χάλκης] σκοπός πρός τοῖς ἄλλοις πολλοῖς ὑπάρχει, ἵνα νοθεύσῃ κατά τό πνεῦμα τῆς διαφθορᾶς καί τῆς πλάνης, καί κατά τόν προσηλυτισμόν τῆς Ἀγγλίας, ὅλους τούς ἐσομένους Πατριάρχας, καί ὅλην ἐν γένει τήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως μίαν ἡμέραν νομοθετηθῇ διά Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ κατάργησις τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ ἀντεισαγωγή τῆς Λουθηρο-Καλβινικῆς αἱρέσεως ... » (Ἅπαντα, ἐν Ἀθήναις 1910, σ.99ἑ.).
[9] Σέ ἐπίσημη ἐπίσκεψη στό Βατικανό τοῦ Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίωνος (2/15 Σεπτεμβρίου 2016), ὅπου ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ παρέδωσε «τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ σέ λειψανοθήκη σέ μορφή πασχαλινοῦ αὐγοῦ», ὅπως φαίνεται καί ἐδῶ: (https://mospat.ru/gr/2016/09/15/news135747/).
[10] Ὅπως ἔγινε στόν ἑορτασμό τῆς Ἁγίας Ἰσαποστόλου Ὄλγας (11/24 Ἰουλίου 2016) στόν Ναό τῆς Παναγίας «Πάντων Θλιβομένων ἡ Χαρά» στήν Μπολσάγια Ὀρντύνκα τῆς Μόσχας (βλ. τήν φωτογραφία ἐδῶ: https://mospat.ru/wp-content/uploads/2016/07/ECR_9036.jpg καί τήν εἰδησεογραφική κάλυψη τοῦ γεγονότος ἐδῶ: https://mospat.ru/gr/2016/07/24/news134168/).
[11] Βλ. καί τήν σχετική κριτική γιά ἀνάλογα δικά μας φαινόμενα, ἐπί Ἀρχιεπισκοπίας τοῦ κυροῦ Χριστοδούλου τοῦ ἀπό Δημητριάδος, λ.χ. Ἱερομ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΠΑΡΟΥΣΗΣ, «Λειτουργική ἀναγέννησις ἤ οἰκουμενιστική ὁμοιομορφία;», Θεοδρομία 3 (Ἰουλ.-Σεπ. 1999) 59ἑ.: «Ὡς ἦταν φυσικόν, ἐπροχώρησαν καί σέ μία δευτέρα καινοτομία, τελοῦντες τήν Θεία Λειτουργία “κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ”, ὡσάν νά εἶναι ὑποχρεωμένοι νά συμμορφωθοῦν στίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανείου συνόδου. Διερωτᾶται κανείς, πῶς ἀγνοήθηκε καί πάλιν ἡ Ἀποστολική Παράδοσις, ἀλλά καί οἱ ἐπιστημονικές μελέτες, (ὅπως τοῦ K. GAMBER: “TOURNES VERS LE SEIGNUR” - ἡ μετάφρασις ὑπό δημοσίευσιν), πού ἀπέδειξαν ἀνιστόρητη τήν σχετική ἀπόφασι τῆς Β΄ Βατικανείου συνόδου;».
[12] Ὅπως φαίνεται σέ καθησυχαστική ἀνακοίνωση (2 Φεβ 2016) μέ τίτλο: «Πατριάρχης Κύριλλος: δέν ὑπῆρξε θέμα οὐδεμιᾶς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ μή Ὀρθοδόξους» (https://mospat.ru/en/2016/02/02/news127683/).
[13] Ἐννοεῖται ἴσως ἡ δήλωση τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τήν Κυριακή 02/15 Νοεμβρίου 2015 στό Καλίνινγκραντ, ὅπως καταγράφεται στό πρακτορείο εἰδήσεων Interfax, ὑπό τόν τίτλο «Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ἀποκαλεῖ τήν τρομοκρατία παραφροσύνη καί τήν μάχη ἐναντίον τῆς ὡς καθῆκον καθενός κατοίκου τοῦ πλανήτη» (http://www.interfax-religion.ru/?act=news&div=60953)· ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης Μόσχας καί πασῶν τῶν Ρωσσιῶν δήλωσε ὅτι πρός καταπολέμηση τῆς τρομοκρατίας « ... ἡ Ἐκκλησία ἔχει μία μόνον ἀπάντηση: κοιτάξτε βαθειά στίς καρδιές σας, μετανοεῖστε καί στραφεῖτε στόν Θεό. Ἡ παγκόσμια προσευχή μας σέ διαφορετικές γλῶσσες, μέ διαφορετικούς τρόπους καί ἀκόμη μέσῳ διαφορετικῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, θά κατευθυνθεῖ πρός τόν Θεό Δημιουργό, ὥστε νά δείξει συγκαταβατικῶς τό ἔλεός του στήν ἀνθρώπινη φυλή καί νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν φοβερή αἰχμαλωσία τῆς ἐμμονῆς».
[14] Ὁ Μητροπολίτης Λένιγκραντ Νικόδημος (κατά κόσμον Μπόρις Γεωργίεβιτς Ροτόβ, 1929 – 1978) ὑπῆρξε ἰσχυρότατο πρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί μέγας οἰκουμενιστής· στίς 5 Σεπτεμβρίου τοῦ 1978 ξεψύχησε, σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, στά χέρια του Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Παύλου Α΄ (ἐπίσης «μελλοθανάτου») κατά τήν διάρκεια τῶν ἐκδηλώσεων ἐνθρονίσεώς του. Βλ. τό σχετικό καί πολύ ἐνδιαφέρον δημοσίευμα: Μητρ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Α΄Luciani: Τό μυστικό» (19 Ἰαν 2015) (http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-131/2031-2007-131-11).
[15] Ματθ. 7, 13.14 καί Λουκ. 13, 24.
[16] Ματθ. 16, 18.
[17] Ματθ. 16, 18.
[18] Ἐφ. 4, 15. 5, 23 Κολ. 1, 18. Πρβλ. Ἰω. 15, 4-7.
[19] Βλ. Ματθ. 12, 31.32 καί Λουκ. 12, 10.
[20] Ἰακ. 1, 17, Β΄ Κορ. 6, 14.15. Βλ. καί Ἰω. 8, 46 καί Ἑβρ. 4, 15 καί Α΄ Ἰω. 3, 5.
[21] Ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίων (Ἀλφέγιεφ, 1966 - ), δρ. Θεολογίας καί μουσικός, πολύγλωσσος, εἶναι Πρόεδρος τοῦ Τμήματος τῶν Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καθώς καί τῆς Συνοδικῆς Βιβλικῆς – Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς καί μόνιμο μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
[22] Χαρακτηριστική τῆς τάσεως αὐτῆς εἶναι πολυσέλιδη ἀνακοίνωση, σέ σχετικό Συνέδριο τοῦ 2013, τοῦ Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ἱλαρίωνος (Προέδρου, ἄλλωστε, τῆς Συνοδικῆς Βιβλικῆς – Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς), μέ τίτλο «Μεταφράσεις τῆς Βίβλου: Ἱστορία καί Νεωτερικότητα», ὅπου ὁ κ. Ἱλαρίων διαπιστώνει ἀναληθῶς (μᾶλλον ψευδῶς, διότι ἄγνοια δέν δικαιολογεῖται σέ τέτοια θέση καί ἐπί τοιούτων ζητημάτων), ὅτι ἀρχαιόθεν δέν ὑφίσταται γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μία γενικῶς ἀποδεκτή μορφή κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς (... «Единого общепринятого текста Библии в православной традиции нет»)!. Ἐν συνόλῳ τό κείμενό του διαπνέεται ἀπό ὑπερβολική ἐπιστοσύνη στήν βιβλική ἔρευνα τῶν αἱρετικῶν θεολόγων καί ἀπό παντελῆ ἀπαξίωση πρός τήν ἑρμηνευτική ἐπιστήμη τῶν ἁγίων Πατέρων, τήν ὁποία σχεδόν (δι’ ἐπιδεικτικῆς ἀγνοήσεως) ἀπαξιοῖ (https://mospat.ru/ru/2013/11/26/news94805/).
[23] Ὅπως φαίνεται καί σέ δημοσίευμα (ἐδῶ: http://dsnmp.ru/mitropolit-ilarion-alfeev-predlagaet-otkryivat-hramyi-s-bogosluzheniem-na-russkom-yazyike/) μέ τίτλο: «Ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων (Ἀλφέγιεβ) προτείνει νά ἀνοίξουν Ἐκκλησίες πού νά λειτουργοῦν στά ρωσσικά» (26 Ἰαν 2015), καί ὄχι δηλαδή στήν τρέχουσα λειτουργική γλῶσσα, τήν ἐκκλησιαστική σλαβονική.
Πηγή: Ακτίνες
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου, Συγγραφέως (και Ιατρού),
Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων καί Παραθρησκειών τῆς Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.
Εν Πειραιεί τη 28η Απριλίου 2018
Εισήγηση με θέμα: «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»
που δόθηκε σε Αντιαιρετική Ημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς την 26η Απριλίου 2018
στην Αίθουσα του «Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς» με γενικό θέμα «ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ»
Σεβασμιώτατε ποιμενάρχα μας, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι. Πριν να ξεκινήσω θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Σεραφείμ για την τιμή της αναθέσεως της παρούσης ομιλίας, στα πλαίσια της παρούσης Ημερίδος με γενικό θέμα «Πτυχές του Αποκρυφισμού της Νέας Εποχής». Το θέμα μου έχει τίτλο: «Νέα Εποχή και Οικουμενισμός» και περιλαμβάνει μια σύντομη εισαγωγή, μια συνοπτική παρουσίαση των δύο σπουδαιοτέρων σκοτεινών και αντιχρίστων κινημάτων της εποχής μας, της λεγόμενης Νέας Εποχής και του Οικουμενισμού, την διαλεκτική σχέση μεταξύ Νέας Εποχής και Οικουμενισμού και τέλος κάποια συμπεράσματα.
Εισαγωγικά
Οι αιρέσεις και γενικότερα τα ποικίλα συστήματα των σκοτεινών και αντιχρίστων δυνάμεων πάντοτε υπήρξαν ο μεγαλύτερος εχθρός στη ζωή της Εκκλησίας, το πιο επικίνδυνο όπλο του προαιωνίου αντιδίκου και αντιπάλου της σωτηρίας μας, του διαβόλου. Η αγία μας Εκκλησία κατά την μακραίωνα δισχιλιετή ιστορική πορεία της κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια πλειάδα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, οι οποίες επιχειρούσαν με πολλούς και ποικίλους τρόπους και μεθόδους προσηλυτισμού, να προσελκύσουν τα θύματά τους στην πλάνη και εν τέλει στην απώλεια. Διά των αγίων Πατέρων και με την συγκρότηση Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων αντιμετώπισε με επιτυχία, συνεργούσης της Χάριτος, όλες αυτές τις αιρέσεις. Σήμερα η Εκκλησία μας καλείται κυρίως να αντιμετωπίσει δύο νέες ύπουλες και επικίνδυνες αιρέσεις, δύο πολυκέφαλα θηρία, δύο σκοτεινά, δαιμονικά και αντίχριστα κινήματα παγκοσμίων διαστάσεων, τη λεγόμενη Νέα Εποχή και τον Οικουμενισμό. Τα δύο αυτά κινήματα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή στη ζωή της Εκκλησίας, διότι κινούνται ευέλικτα και παραπλανητικά σε πολλά επίπεδα συγχρόνως, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσει ο ερευνητής τα όριά τους και να αξιολογήσει πλήρως την διαβρωτική τους δράση.
Νέα Εποχή
Έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως στην εισήγησή του ο π. Κυριακός σχετικά με τον όρο Αποκρυφισμός και το νοηματικό περιεχόμενο του κινήματος της Νέας Εποχής και επομένως, θα είμαι πολύ περιληπτικός στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη Νέα Εποχή. Κατ’ αρχήν η Νέα Εποχή είναι ένα παγκόσμιο κίνημα, αντίχριστο ως προς τον χαρακτήρα, αποκρυφιστικό ως προς την προέλευση και πολυσύνθετο ως προς την διάρθρωση. Ο όρος είναι παρμένος από την αστρολογία, σύμφωνα με την οποία, κατά την αντίληψη των αποκρυφιστών και θεοσοφιστών, ο ήλιος γυρίζει γύρω από ένα κεντρικό άξονα και η περιστροφή του διαρκεί χιλιάδες χρόνια. Η τροχιά του διαιρείται σε 12 μέρη και αποτελεί τον ζωδιακό κύκλο. Για να περάσει από το ένα ζώδιο στο άλλο, χρειάζεται γύρω στα δύο χιλιάδες χρόνια. Αυτές είναι οι εποχές. Σε κάθε εποχή κυριαρχεί ένας νέος διδάσκαλος, ένας «αβατάρ»-Μεσσίας, που φέρνει νέες αλήθειες στη γη. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εποχή του Χριστιανισμού, η εποχή των Ιχθύων, πέρασε και μπήκαμε σε μια νέα εποχή, την εποχή του Υδροχόου.
Σύμφωνα με την ιδεολογία των οπαδών της Νέας Εποχής, περιμένουμε ένα νέο Μεσσία, τον Μεσσία της Νέας Εποχής, ο οποίος θα είναι συγχρόνως, ένας παγκόσμιος πολιτικός ηγέτης, που θα κυβερνήσει την ανθρωπότητα, αλλά και θρησκευτικός, που θα ενώσει όλες τις θρησκείες. Θα εγκαταστήσει μια νέα τάξη πραγμάτων, τόσο σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο όσο και σε θρησκευτικό. Αυτοί είναι οι δύο κεντρικοί στόχοι της Νέας Εποχής. Στο κίνημα αυτό συστεγάζονται και αλληλοπεριχωρούνται η θεοσοφία και ο αποκρυφισμός με μια ποικιλία εκδηλώσεών του, η μασονία, ο διεθνής σιωνισμός, ο νεογνωστικισμός, και πολλές άλλες αντίχριστες οργανώσεις. Οι ίδιοι οι εκφραστές του κινήματος της Νέας Εποχής αυτοπροσδιορίζονται, σύμφωνα με ένα ελληνικό νεοεποχίτικο περιοδικό[1] ως «ένα δυναμικό ρεύμα πνευματικής αναζήτησης, που αναπροσανατολίζει την ανθρώπινη συνείδηση σε νέες πηγές αληθείας», και που ως γνώρισμα έχει την «πύρινη αγάπη», την «πνευματικότητα» και «την καθολική ελευθερία μέσα στην αναδυόμενη παγκόσμια κοινότητα πέρα από διακρίσεις φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές, ή ιδεολογικές».
Οι παρά πάνω θέσεις και απόψεις, φαίνονται βέβαια πολύ ελκυστικές, εντυπωσιάζουν, και γίνονται εύκολα αποδεκτές. Κατά βάθος όμως δεν αποτελούν τίποτε άλλο, παρά το προσωπείο της Νέας Εποχής, στην προσπάθειά της να παραπλανήσει και να διαβρώσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Πίσω από το προσωπείο κρύβεται μια άλλη σκοτεινή και εφιαλτική πραγματικότητα. Διότι τίποτε από όσα επαγγέλλεται και διακηρύσσει η Νέα Εποχή, δεν είναι νέο. Απολύτως τίποτα. Αντιθέτως η Ορθόδοξη Εκκλησία, το μόνο αληθινά νέο και καινό το οποίο βιώνει και ομολογεί από καταβολής κόσμου είναι η ενσάρκωση του Θεού Λόγου, όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, «επιτελείται το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον»[2].
Ιστορική αναδρομή
Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών του φαινομένου της Νέας Εποχής τοποθετούν τις απαρχές της εμφανίσεως και εξαπλώσεως του κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως παρατηρεί σύγχρονος ερευνητής ο πρωτοπρ. π. Βασίλειος Γεωργόπουλος, ως όρος αλλά και ως κίνημα, κυοφορήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στους κόλπους της Θεοσοφίας και του Αποκρυφισμού, έτσι ώστε να μπορούμε να βεβαιώσουμε με σιγουριά, ότι η Θεοσοφία και ο Αποκρυφισμός είναι ο χώρος που γέννησε και τρέφει τη Νέα Εποχή, ή αν θέλετε, η πνευματική μήτρα της Νέας Εποχής. Τούτο αποδεικνύεται πέραν των άλλων και από το γεγονός, ότι οι επιφανέστεροι διεθνώς γνωστοί εκφραστές του κινήματος της Νέας Εποχής, είχαν όλοι τους κάτι κοινό μεταξύ τους. Ήταν όλοι τους βαθιά διαποτισμένοι από την ιδεολογία και τα δόγματα της Θεοσοφίας και του Αποκρυφισμού.
Ήδη έγινε προηγουμένως λόγος για την πρώτη διάσημη θεοσοφίστρια, την ρωσικής καταγωγής Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ, και επομένως δεν θα επεκταθώ στο πρόσωπο και τη δράση της. Το έργο της Μπλαβάτσκυ συνέχισαν οι Henry Olcott, η Annie Besant, και η Αλίκη Μπέϋλη, μεγάλοι θεοσοφιστές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνος. Το γεγονός επίσης ότι τόσο ο Olcott, όσο και η Annie Besant ήταν μασόνοι, μαρτυρεί τη βαθιά ιδεολογική συγγένεια μεταξύ Θεοσοφίας και Μασονίας. Μάλιστα η Annie Besant αργότερα έγινε αρχηγός της γυναικείας Μασονίας στην Αγγλία και στις χώρες που εξηρτώντο από αυτήν, όπως μας πληροφορεί ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, στο έργο του «Ο αποκρυφισμός στο φως της Ορθοδοξίας»[3]. Από τους διασημότερους θεοσοφιστές του 20ου αιώνος μνημονεύουμε τον αμερικανό αποκρυφιστή Λήβι Ντόουλιγκ, τον Γάλλο Πολ λε κουρ, τον Πέτερ Κάντυ και τη σύζυγό του Έϊλιν, την ηθοποιό Σίρλεϋ Μακλέϊν, τον Δαυϊδ Σπάνγκλερ, συγγραφέα και εκδότη πολλών νεοεποχίτικων βιβλίων, τον Άγγλο γεωπόνο Τζωρτζ Τρεβαλιάν, μεγάλο θιασώτη και θεωρητικό της Νέας Εποχής, την διάσημη Μάριλιν Γκράσσο Φέρκουσον, πασίγνωστη για το βιβλίο της με τίτλο «Η συνομωσία του Υδροχόου» και θεωρουμένη ως προφήτιδα της Νέας Εποχής κ.α.
Βασικές θεοσοφικές διδασκαλίες
Οι βασικές θεοσοφικές αντιλήψεις της Μπλαβάτσκυ και των διαδόχων της περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου είναι ουσιαστικά ένα συνοθύλευμα γνωστικισμού, πνευματισμού, μεντιουμισμού, ινδουϊσμού, και βουδισμού, ενώ παράλληλα διαφαίνεται στα έργα της, στα οποία αναλύει τις βασικές διδασκαλίες της Θεοσοφίας:
α) το φοβερό μίσος της κατά του Χριστιανισμού, και,
β) η φανερή και δεδηλωμένη προσήλωσή της στην αξία και στις πρακτικές της σατανολατρείας.
Πρώτη βασική αρχή, η αν θέλετε, βασικό δόγμα της Θεοσοφίας είναι ότι δεν υπάρχει θρησκεία ανώτερη από την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, μαζί και ο Χριστιανισμός, έχουν μέρος μόνον της αλήθειας, οπότε όλες θα πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μια να εμπλουτίσει τις άλλες και να εμπλουτιστεί από τις άλλες. Ο αληθινός ερευνητής της αλήθειας οφείλει να χάσει τελείως από τα μάτια του όλες τις δογματικές πίστεις και όλες τις θρησκείες. Συμφιλιώνει όλες τις θρησκείες, αποφλοιώνει την κάθε μια τους από τα εξωτερικά ανθρώπινα ενδύματα και αποκαλύπτει ότι η ρίζα της κάθε μιας ταυτίζεται με τη ρίζα κάθε άλλης μεγάλης θρησκείας. Έχοντας λοιπόν χάσει από τα μάτια του τις πίστεις και τις θρησκείες είναι πλέον οπαδός της παν-ιδεολογίας, της θεοσοφικής, η νεοεποχίτικης πανθρησκείας. Η θεοσοφική διδασκαλία, ισχυρίζεται η Μπλαβάτσκυ:
«... είναι η αποθήκη από όλες τις αλήθειες, που κήρυξαν όλοι οι μύστες και προφήτες των ιστορικών και προϊστορικών χρόνων… Είναι πάνω στη γη ό,τι το λευκό φως για το ηλιακό φάσμα. Κάθε θρησκεία είναι ένα από τα επτά χρώματα του φάσματος. Κάθε χρωματιστή ακτίνα αγνοεί όλες τις άλλες και τις θεωρεί ψεύτικες, απατηλές. Η ανθρωπότητα δεν θα βασανίζεται στο μέλλον απ’ την κατάρα του χωρισμού της τεχνητής πόλωσης, αλλά θα βυθιστεί μες το αγνό χωρίς απόχρωση λευκό φως της αιώνιας αλήθειας.»[4]
Περαιτέρω και σαν συνέπεια των προηγουμένων η Μπλαβάτσκυ προτείνει τη συναδέλφωση όλων των λαών, πέρα από διαφορές θρησκείας, χρώματος και φυλής και προβλέπει λαμπρό το μέλλον της Θεοσοφίας. Έτσι θέτει τις βάσεις για την ανοικοδόμηση της πανθρησκείας και τη διάβρωση του χριστιανικού κόσμου.
Μια άλλη βασική αρχή της θεοσοφίας που αποτελεί γνήσια έκφραση του θρησκευτικού συγκρητισμού, είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός, η συνύπαρξη δηλαδή και η αποδοχή διαφορετικών δογμάτων και πίστεων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή όλες οι θρησκείες και όλες οι πίστεις αποτελούν νόμιμες εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου και είναι δρόμοι που οδηγούν στον ίδιο θεό και κατ’ επέκταση όλες οι θρησκείες προσφέρουν λύτρωση και σωτηρία. Επομένως μπορεί κανείς να πιστεύει σε όποια θρησκεία θέλει, αρκεί να μην είναι αποκλειστικός. Για τη Θεοσοφία και τη Νέα Εποχή κάθε αντίληψη περί μοναδικότητος του ευαγγελίου, κάθε αντίληψη που δεν κατανοεί ισοπεδωτικά και εξισωτικά όλες τις πίστεις και τις θρησκείες θεωρείται φανατισμός και μισαλλοδοξία. Το πνεύμα της συγκρητιστικής πανθρησκείας εκφράστηκε άριστα στο «Α΄ Κοινοβούλιο των Θρησκειών του κόσμου», που πραγματοποιήθηκε το 1893 στο Σικάγο στην ομιλία του ινδού Γκουρού Βιβεκανάντα:
«…Οι χριστιανοί δεν πρέπει να γίνουν ινδουϊστές, ούτε βουδιστές, ούτε και αυτοί να γίνουν χριστιανοί. Αλλά κάθε θρησκεία θα πρέπει να αφομοιώσει το πνεύμα των άλλων θρησκειών, διατηρώντας ωστόσο τις ιδιαιτερότητές της…»[5]
Επιγραμματικά μόνον μνημονεύουμε ορισμένες ακόμη βασικές διδασκαλίες της θεοσοφίας και της Νέας Εποχής, στις οποίες δεν θα επεκταθούμε λόγω ελλείψεως χρόνου: Την πίστη στη μετενσάρκωση και το κάρμα, την πίστη σε απρόσωπο θεό, την δυνατότητα μετεξελίξεως του ανθρώπου σε κατ’ ουσίαν θεό με τις δικές του μόνο δυνάμεις, κ.α.
Θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό παραθέτοντας μερικά στοιχεία από την «Χριστολογία» της Νέας Εποχής. Όταν ομιλούμε για «Χριστολογία» της Νέας Εποχής βασικά εννοούμε:
α) ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός κατά την Νέα Εποχή, και,
β) ποιος είναι ο Χριστός της Νέας Εποχής.
Όπως αναλύει σε σχετική μελέτη του[6] ο πρωτ. π. Κυριακός Τσουρός Γραμματέας της Σ.Ε. επί των αιρέσεων:
«... ο υδροχοϊκός Χριστός της Νέας Εποχής δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον Χριστό των ευαγγελίων και της αγίας Γραφής γενικότερα. Κατά τη θεοσοφία ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Χριστός» της εποχής των ιχθύων… Είναι μια ακόμη ενσάρκωση της θείας ουσίας, ένας αβατάρ, όπως πολλοί άλλοι προ αυτού (Ώρος, Βούδας, Κρίσνα, Ιμάμ Μάχντι κ.α.). Ήταν ένας από μια μακρά συνέχεια τελείων θείων ανθρώπων.»[7]
Ως προς το δεύτερο ερώτημα: ποιος είναι ο Χριστός της Νέας Εποχής, αναφέρουμε ότι υπάρχει μια πληθώρα «Χριστών», αφού οι πολυάριθμες ομάδες της Νέας Εποχής διεκδικούν η κάθε μια για τον εαυτό της την αυθεντία και ένα δικό της τύπο «Χριστού». Όπως παρατηρεί ο π. Κυριακός:
«... δεν συμφωνεί φερ’ ειπείν ο Χριστός της Θεοσοφίας με τον Χριστό του Υδροχόου, ή ο Χριστός της Ενωτικής Εκκλησίας του Μουν με τον Χριστό του Σάϊ Μπάμπα. Εξ’ άλλου κατά καιρούς εμφανίστηκαν πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδομεσσίες, ιδιαίτερα τα τελευταία έτη της δεύτερης μ. Χ. χιλιετίας.»[8]
Για παράδειγμα η θεοσοφίστρια Αλίκη Μπέϋλυ μας δίδει την εξής εικόνα περί του Χριστού σε ένα βιβλίο της με τίτλο «Η επανεμφάνισις του Χριστού», το οποίο δημοσίευσε στην Αγγλία το 1948:
«Ο Χριστός της Νέας Εποχής έχει να επιτελέσει, κατά την Θεοσοφία, ένα πολύ σημαντικό έργο…Οραματιζόμεθα μιαν νέαν και ζωτικήν παγκόσμιον θρησκείαν… Αυτή η ιδέα μιας παγκόσμιας θρησκείας… βραδέως σήμερον γίνεται ευρέως επιθυμητή και εργασία συντελείται δια την πραγματοποίησίν της. Η συγχώνευσις των πίστεων αποτελεί τώρα έδαφος συζητήσεων. Της νέας παγκοσμίου θρησκείας τα βάθρα θα τα καθορίζουν όσοι εργάζονται εις τον τομέα της θρησκείας.»[9]
Ωστόσο προς το παρόν κατά την Μπέϋλυ υπάρχουν εμπόδια για την επανεμφάνιση του Χριστού της Νέας Εποχής και κατά συνέπεια για την εγκαθίδρυση της νέας παγκόσμιας θρησκείας. Και το πρώτο και μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο ίδιος ο Χριστιανισμός.
Οικουμενισμός
Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σκέλος της εισηγήσεως μας, που αφορά τον Οικουμενισμό και στα σύντομα χρονικά περιθώρια που έχουμε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα σπουδαιότερα βασικά γνωρίσματά του, για να δούμε στη συνέχεια, πως τα δύο αυτά μεγέθη, Νέα Εποχή και Οικουμενισμός, συγκλίνουν μεταξύ τους και τελικά υπηρετούν ένα κοινό στόχο, την σταδιακή πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητος, την πραγματοποίηση και εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας. Κατ’ αρχήν ο Οικουμενισμός είναι ένα παγκόσμιο κίνημα, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την οικουμένη. Η όλη διαδικασία αυτής της σταδιακής μεταβολής της ανθρωπότητος λέγεται και παγκοσμιοποίηση.
Το κίνημα αυτό, όπως φάνηκε και από τον ορισμό που δώσαμε, κινείται και δραστηριοποιείται σε τέσσερα κυρίως επίπεδα, (κατ’ επέκταση όμως επηρεάζει όλους τους τομείς της ανθρωπίνης δραστηριότητος): Στο πολιτικό, το οικονομικό, το πολιτισμικό και τέλος το θρησκευτικό. Και στο μεν πολιτικό επίπεδο προωθούνται όλες εκείνες οι διεργασίες, που είναι απαραίτητες για την δημιουργία όλων εκείνων των προϋποθέσεων και υποδομών, που απαιτούνται για την ανάδειξη μιας παγκόσμιας κυβερνήσεως με ένα παγκόσμιο ηγέτη. Η ιδέα ενός πλανητάρχη, ενός παγκόσμιου ηγέτη που θα λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητος, ήδη καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια και προωθείται από διεθνή σιωνιστικά και μασονικά κέντρα. Η προϊούσα καταστροφή του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο, οι πόλεμοι, οι φυσικές καταστροφές, οι άνωθεν κατευθυνόμενες και προγραμματιζόμενες οικονομικές κρίσεις, οι αθρόες μεταναστεύσεις των λαών κ.λ.π. θα δημιουργήσουν το πρόσφορο εκείνο κλίμα που απαιτείται για να φθάσει κάποτε η ανθρωπότης, ταλαιπωρημένη από τα δεινά και την εξαθλίωση, να αναζητήσει ένα παγκόσμιο κυβερνήτη, ένα σωτήρα, που θα την λυτρώσει από όλα τα κακά. Αυτός ο ηγέτης –πλανητάρχης, όμως όπως γνωρίζουμε από την αγία Γραφή δεν θα είναι άλλος από τον Αντίχριστο. Θα είναι για μεν τους οπαδούς της Νέας Εποχής ο νέος Χριστός –Αβατάρ της εποχής του Υδροχόου, για δε τους Εβραίους Σιωνιστές ο «Μεσσίας», που διακαώς περιμένουν επί αιώνες τώρα, αφού γι’ αυτούς ο Μεσσίας δεν ήταν ο Χριστός, τον οποίο αρνήθηκαν και εσταύρωσαν. Ο αναμενόμενος Μεσσίας των Εβραίων θα είναι ένας επίγειος παγκόσμιος κυβερνήτης με έκτακτα υπερφυσικά χαρίσματα, ο άνθρωπος που θα δεχθή μέσα του όλη την ενέργεια του σατανά, και ο οποίος θα υπόσχεται ότι θα χαρίσει ευημερία και ειρήνη σ’ όλους τους λαούς της γης.
Στο οικονομικό επίπεδο προωθούνται όλες εκείνες οι διεργασίες που απαιτούνται για τη ανοικοδόμηση και καθιέρωση ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μιας παγκόσμιας οικονομίας. Την διαδικασία αυτή προωθούν εκ του αφανούς τα διεθνή σιωνιστικά κέντρα με την συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια ολίγων οικογενειών, ως επί το πλείστον Εβραίων στην καταγωγή, της λεγομένης ελίτ των μεγαλοκεφαλαιούχων του χρήματος, οι οποίοι σήμερα κατέχουν στα χέρια τους το 90% και πλέον του παγκοσμίου κεφαλαίου, με την δύναμη του οποίου κατορθώνουν να ασκούν στις κυβερνήσεις των λαών ισχυρότατες πιέσεις, ώστε να κατορθώνουν τελικά να επιβάλλουν την θέλησή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μετατοπίζεται η εξουσία από τις κυβερνήσεις στους ισχυρούς του χρήματος, ενώ οι δημοκρατικοί θεσμοί εξασθενούν σταδιακά. Η εξουσία ασκείται τυπικά μόνον από τους ηγέτες των χωρών, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε απλούς υπαλλήλους αυτών, που ελέγχουν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Το χρήμα ανυψώνεται πλέον σε υπέρτατη αξία, γίνεται ο κυρίαρχος προσδιοριστικός παράγων που καθορίζει και διαμορφώνει όλους τους επί μέρους θεσμούς και κρατικές λειτουργίες, όπως η παιδεία, η οικογένεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η εθνική άμυνα, η εξωτερική πολιτική της χώρας, τα ΜΜΕ, μέσω των οποίων επιδιώκεται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Παράλληλα με κριτήρια καθαρά οικονομικά, με στόχο την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, όπως γνωρίζουμε προωθήθηκε η ίδρυση της Ε.Ε., της Βορειοαμερικανικής Ενώσεως κ.λ.π., ενώ σταδιακά καταργούνται τα εθνικά κράτη, τα οποία παραχωρούν την εξουσία των σε ομοσπονδίες χωρών, οι οποίες όμως ελέγχονται και από τους αριστοκράτες του χρήματος.
Σε πολιτιστικό επίπεδο καλλιεργείται και προωθείται η ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητος. Της διαμορφώσεως δηλαδή και της επιβολής ενός ανανεωμένου Δυτικοευρωπαϊκού-Αμερικανικού πολιτισμού, ο οποίος θα κατασκευάζει πολίτες με μια παγκόσμια πλανητική συνείδηση. Προς επίτευξη του στόχου αυτού καταβάλλεται συντονισμένη προσπάθεια, κυρίως μέσω της παιδείας και των ΜΜΕ, για την αποδυνάμωση της εθνικής αυτοσυνειδησίας των λαών και την ισοπέδωση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των επί μέρους εθνών. Μέσα στα πλαίσια αυτά οι τοπικές παραδόσεις προσβάλλονται ως οπισθοδρομικές, τα ήθη και τα έθιμα των λαών γελοιοποιούνται και συκοφαντούνται ως απηρχαιωμένα, τα ιστορικά γεγονότα διαστρεβλώνονται και παραποιούνται, κάθε έννοια υγιούς φιλοπατρίας διαβάλλεται και υβρίζεται ως ρατσισμός και μισαλοδοξία, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των αλλοδαπών πληθυσμών αποκτούν προνομιακή θέση και προστασία έναντι του υπολοίπου πληθυσμού. Τέλος σε θρησκευτικό επίπεδο προωθείται μέσω της παναιρέσεως του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού η ανοικοδόμηση μιας παγκόσμιας θρησκείας.
Ιστορική αναδρομή
Ας έλθουμε τώρα να δούμε ειδικότερα τον σύγχρονο Οικουμενισμό σε θρησκευτικό επίπεδο και ας κάνουμε πρώτα μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Ο θρησκευτικός Οικουμενισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παγκοσμιοποίηση σε θρησκευτικό επίπεδο. Η προσπάθεια δηλαδή δημιουργίας μιας παγκόσμιας θρησκείας, η πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Χαρακτηρίζεται έντονα από το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και διακρίνεται:
α) στον Διαχριστιανικό Οικουμενισμό, και,
β) στον Διαθρησκειακό Οικουμενισμό.
Αν δούμε τον Οικουμενισμό από καθαρά εκκλησιολογική άποψη θα τον χαρακτηρίσουμε ασφαλώς ως αίρεση και μάλιστα ως μια από τις φοβερότερες αιρέσεις όλων των αιώνων. Είναι μια «παναίρεση», όπως την χαρακτήρισε μία μεγάλη οσιακή μορφή της εποχής μας ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, η οποία έχει αναπτύξει μέσα στους κόλπους της συγκεκριμένες αιρετικές θεωρίες, οι οποίες, βέβαια είναι τελείως ξένες προς την Ορθόδοξη πίστη και παράδοση.
Διαχριστιανικός Οικουμενισμός
Ως προς το πρώτο σκέλος του Οικουμενισμού τον Διαχριστιανικό Οικουμενισμό πολύ σύντομα αναφέρουμε ότι εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σαν ένα κίνημα μέσα στους κόλπους του Προτεσταντισμού στην εναγώνια προσπάθειά του να ξαναβρεί την ενότητά του μέσα στη διάσπασή του, μετά την συνειδητοποίηση του συνεχώς αυξανόμενου πολυκατακερματισμού του, αλλά και σαν μία αναγκαιότητα των τότε πολιτικών ανακατατάξεων της Ευρώπης. Το 1948 ιδρύεται το γνωστό Π.Σ.Ε., το οποίο αποτέλεσε τον κύριο φορέα και όργανο του Οικουμενισμού για την προώθηση και πραγματοποίηση των σκοπών του. Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, προσκληθέντα να συμμετάσχουν ως μέλη του Π.Σ.Ε., έδειξαν στην αρχή μεγάλη επιφυλακτικότητα. Στην πρώτη Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ το 1948 εκπροσωπήθηκαν μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες της Κύπρου και της Ελλάδος.
Στον Ορθόδοξο χώρο ο Οικουμενισμός κάνει την εμφάνισή του στις αρχές του 20ου αιώνος με τις γνωστές πατριαρχικές εγκυκλίους του 1902, 1904 και 1920 που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο προς όλα τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, τις οποίες προσκαλεί σε διάλογο και προσέγγιση με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Είναι άξιον προσοχής, ότι στην Εγκύκλιο του 1920 για πρώτη φορά χαρακτηρίζονται επισήμως οι αιρετικοί, (Παπικοί και Προτεστάντες), ως Εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την (Ορθόδοξη), Εκκλησία, αλλά «συγκληρονόμοι» των υποσχέσεων του Θεού εν Χριστώ. Είναι γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αρνείται, ούτε φοβάται τον διάλογο προς πάντας, είτε ετεροδόξους είτε ετεροθρήσκους, ακολουθώντας τον θεόπνευστο λόγο του απ. Πέτρου «έτοιμοι προς απολογίαν παντί τω αιτούντι…». Ωστόσο από την εμπειρία των μέχρι σήμερα γενομένων διαλόγων, (με τους προτεστάντες επί 70 χρόνια ενώ με τους Ρωμαιοκαθολικούς επί 38), διαπιστώθηκε το αμετακίνητο της γνώμης και η πεισματώδης επιμονή τους στις ποικίλες αιρετικές διδασκαλίες τους. Γι’ αυτό όπως ήταν αναμενόμενο οι διάλογοι έφθασαν σε αδιέξοδο.
Το δε πλέον τραγικό είναι το γεγονός, ότι όχι μόνο δεν κατορθώσαμε μέσω των διαλόγων να επαναφέρουμε τους ετεροδόξους στην Ορθοδοξία, αλλά τελικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Φθάσαμε στο σημείο, μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, να αναγνωρίσουμε τους ετεροδόξους ως Εκκλησίες. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πλέον πρώτον μεν από τα κείμενα κοινής αποδοχής, τα οποία υπέγραψαν Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι στα παγκόσμια συνέδρια και στις μικτές θεολογικές επιτροπές επί των θεολογικών διαλόγων, όπως για παράδειγμα του Πόρτο Αλέγκρε, του Μπουσάν, του Μπαλαμάντ και της Ραβέννας. Και δεύτερον από τις επίσημες συνοδικές αποφάσεις της ψευδοσυνόδου της Κρήτης, (Ιούνιος 2016). Γνήσια έκφραση του θρησκευτικού συγκρητιστικού πνεύματος, που κυριαρχεί στον Οικουμενισμό αποτελούν οι αιρετικές θεωρίες, τις οποίες ανέπτυξε. Αναφέρουμε επιγραμματικά τις κυριώτερες από αυτές, χωρίς να προχωρούμε σε αναλύσεις, διότι δεν μας παίρνει ο χρόνος. Την θεωρία των κλάδων, του δογματικού μινιμαλισμού, της περιεκτικότητος, της βαπτισματικής ενότητος, των αδελφών Εκκλησιών, των δύο πνευμόνων, της μεταπατερικής θεολογίας κ.α.
Διαθρησκειακός Οικουμενισμός
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Οικουμενισμός δεν περιορίστηκε μόνο σε διαχριστιανικό επίπεδο, αλλά σύντομα επεκτάθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, και σε διαθρησκειακό. Το πρώτο επίσημο άνοιγμα προς τις άλλες θρησκείες πραγματοποιεί ο Παπισμός κατά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, (1962-1965), με την γνωστή Συνοδική Εγκύκλιο Nostra Aetate, όπου διακηρύσσεται:
«Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό τον ζώντα… τον εύσπλαγχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους.»[10]
Προς τον σκοπό αυτό μάλιστα διοργάνωσε Διαθρησκειακές Συναντήσεις στην Ασσίζη (1986, 1994, 2002, 2011 κ.α.) και Διαθρηκειακές Συνελεύσεις στη Ρώμη, όπως αυτή που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, με εκπροσώπους όλων των θρησκειών. Ο διάλογος και η προσέγγιση κατ’ αρχήν με τις δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, (για τις οποίες έγινε γενικά παραδεκτό, ότι πιστεύουν στον ίδιο Θεό), θεωρήθηκε ως έκφραση αγάπης, ως «αγαπητική έξοδος» προς τον πλησίον προς μετάδοση του μηνύματος της χριστιανικής πίστεως. Θεωρήθηκε ακόμη ως μία αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού και ιδιαίτερα του ισλαμικού φανατισμού, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, των ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες και την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών. Στην πραγματικότητα όμως εξυπηρετεί και προωθεί τα σκοτεινά σχέδια του Διεθνούς Σιωνισμού και της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου.
Το παράδειγμα του Βατικανού ακολούθησε στη συνέχεια το Π.Σ.Ε. και η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ 1976):
«... εκφράζουσα την επιθυμίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας να συμβάλη εις την διαθρησκειακήν συννενόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των ιδεωδών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, απεφάσισεν, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία συνεργασθή προς τούτο μετά των άλλων, εκτός του Χριστιανισμού θρησκευμάτων.»[11]
Την ίδια αυτή απόφαση επανέλαβε και η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 1986[12]. Με βάση τις προαναφερθείσες Πανορθόδοξες Διασκέψεις το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοργάνωσε αφ’ ενός μεν διμερείς Ακαδημαϊκές Διασκέψεις με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ και αφ’ ετέρου Διαθρησκειακά Συνέδρια και Συναντήσεις ηγετών και εκπροσώπων των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, όπως το Συνέδριο στις Βρυξέλλες το 2001, στη Θεσσαλονίκη το 2003, στην Αθήνα το 2004 κ.α. Σ’ όλα αυτά τα Διαθρησκειακά Συνέδρια και Διαλόγους έγινε προσπάθεια να ευρεθούν κοινά σημεία πίστεως με τις άλλες θρησκείες, διακηρύχθηκε μάλιστα, ότι και οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό (κατά το παράδειγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου) και επομένως και σ’ αυτές υπάρχει σωτηρία.
Νέα Εποχή και Οικουμενισμός
Όπως τονίσαμε και προηγουμένως η Νέα Εποχή και ο Οικουμενισμός, οι δύο αυτές σκοτεινές και αντίχριστες δυνάμεις αλληλοπεριχωρούνται, συγκλίνουν μεταξύ τους και τελικά υπηρετούν ένα κοινό στόχο, τη σταδιακή πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητος και την πραγματοποίηση και εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας. Πιο συγκεκριμένα μεταξύ του Οικουμενισμού και της «Νέας Εποχής» υπάρχει μια πολύ βαθιά και στενή ιδεολογική συγγένεια και μία αιτιώδης σχέση.
Αναφέραμε προηγουμένως ότι βασική αρχή της Θεοσοφίας και της Νέας Εποχής είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός. Την ίδια όμως αυτή αντίληψη και αρχή, την ομολογούν επίσης πολλοί εκπρόσωποι του Οικουμενισμού. Αναφέρουμε αποκαλυπτικές δηλώσεις ορισμένων εξ’ αυτών:
α) του Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού:
«Όλες οι θρησκείες θεωρούνται ηθελημέναι οδοί από τον Θεόν για την δόξαν του Θεού και την σωτηρίαν των πιστών τους.»[13]
«Κατά βάθος μία εκκλησία, η ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου.»[14]
«Η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται πέραν αυτής και σε μια θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνησίας δυνατότητος συναντήσεως με το ιερό.»[15]
β) του πρώην Πατριάρχου Αλεξανδρείας κυρού Παρθενίου:
«Για μένα το θέμα της γνώσεως αν το Ισλάμ είναι, ή δεν είναι μια εμπνευσμένη θρησκεία δεν τίθεται: Είναι βεβαίως εμπνευσμένη… Ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεόν, ικανούς να νηστεύουν, να προσεύχονται, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα.»[16]
γ) του καθηγητού κ. Σάβα Αγουρίδη:
«Ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία, και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα όπως η Ορθοδοξία.»[17]
Επίσης όπως αναφέραμε παρά πάνω κύριος στόχος της Νέας Εποχής είναι ομογενοποίηση και ο συγκερασμός όλων των θρησκειών του κόσμου και η συναδέλφωση όλων των λαών, πέρα από διαφορές θρησκείας, χρώματος και φυλής. Αυτήν όμως την ανάγκη συναδελφώσεως και περαιτέρω συνεργασίας όλων των λαών και θρησκειών διακήρυξε, όπως είδαμε παρά πάνω η Α΄ και η Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τα Διαθρησκειακά Συνέδρια και Συναντήσεις που διοργανώθηκαν στη συνέχεια μεταξύ της Ορθοδοξίας και των άλλων θρησκευμάτων, βάδισαν με συνέπεια και πιστότητα πάνω στη γραμμή αυτή που χάραξε η Α΄ και η Γ΄ Προσυνοδική. Καλλιέργησαν την ιδέα ότι η προσέγγιση και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες, αποτελεί μία αναγκαιότητα προκειμένου έτσι να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή μαρτυρία για το καλό του κόσμου. Για να καταπολεμίσουν, όπως ισχυρίζονται, τα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα, όπως ο πόλεμος, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η φτώχεια, κ.λ.π. Για να προωθήσουν την παγκόσμια ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες, την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών. Είναι αποκαλυπτικές οι δηλώσεις ορισμένων κυρίων εκπρόσωπων του Οικουμενισμού, που εκφράζουν ακριβώς αυτή την ιδεολογία:
α) του πρώην Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κυρού Ιακώβου, ο οποίος διετέλεσε για ένα διάστημα συμπρόεδρος του Π.Σ.Ε.:
«… Το Π.Σ.Ε. προχωρεί προς πραγματοποίηση του σκοπού του δια του συγκερασμού πολιτισμών, θρησκειών και λαών.»[18]
β) Ορθοδόξου Πατριάρχου ο οποίος στην Παγκόσμια Διάσκεψη Θρησκείας και Ειρήνης στην Riva delGarda της Ιταλίας στις 4 Νοεμβρίου 1994 διεκήρυξε ότι:
«… Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάντες και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδιστές και Κομφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια προς τον σκοπόν της καθοδηγήσεως του κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητών του εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας.»[19]
Συμπεράσματα
Με βάση τα όσα παρά πάνω ελέχθησαν, το πρώτο που θα πρέπει να τονίσουμε, σαν γενικό συμπέρασμα, είναι ότι η ανθρωπότητα σήμερα βιώνει μια πρωτοφανή πνευματική σύγχυση, που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Ζούμε σε μια εποχή που έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εσχάτων χρόνων, όπως αυτά έχουν προφητευθεί από το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας, από τους ιερούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής και από αγίους και χαρισματούχους Γέροντες, που ομίλησαν προφητικά για τα έσχατα. Κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την πρωτοφανή αποστασία των ημερών μας παίζουν τα δύο πολυκέφαλα θηρία της πλάνης, η Νέα Εποχή και ο Οικουμενισμός. Και τα δύο εργάζονται παράλληλα, υπηρετούν με συνέπεια το πανθρησκειακό όραμα και προετοιμάζουν με γοργούς ρυθμούς την εφιαλτική πανθρησκεία, η οποία θα στρώσει το χαλί για την έλευση του αντιχρίστου.
Ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού βρίσκεται ήδη αναπόφευκτα αντιμέτωπος με τα δύο αυτά πολυκέφαλα θηρία, τα οποία αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ζωή της Εκκλησίας. Απέναντι στην διπλή αυτή απειλή καλείται να θωρακιστεί με την παντοδύναμο Χάρη του Θεού, με την πνευματική εκείνη πανοπλία, για την οποία κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολή του, (6,10-17). Προ πάντων καλείται σήμερα η Εκκλησία δια του κλήρου και του πιστού λαού της, να επαγρυπνεί και να διακρίνει τα «σημεία των καιρών» (Ματθ.16,3). Να υπερασπιστεί την ακεραιότητα του δόγματός της και να διακηρύξει την σταθερή και αταλάντευτη πεποίθησή της, ότι αυτή μόνη παραμένει η Εκκλησία των αγίων αποστόλων και των θεοφόρων Πατέρων, η Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία, εντός της οποίας και μόνον ο άνθρωπος πραγματοποιεί την σωτηρία και την θέωσή του.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.
[1] «Δώρα για τη ζωή», τευχ.13, Σεπτ.-Οκτ. 2004, εξώφυλλο
[2] Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως, Γ΄1, PG. 94,984.
[3] Ο αποκρυφισμός στο φως της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1996, τομ, Ε΄, σελ.113.
[4] The Secret Doctrine, Έκδοση- ανατύπωση του 1974, από το Theosophical University Press, Pasadena Kalifornia, σελ. ΧΧ.
[5] Βλ. περιοδ. «Διάλογος» του «Διορθοδόξου Συνδέσμου πρωτοβουλιών Γονέων», τευχ. 1, σελ.16.
[6] «Ο Χριστός της Νέας Εποχής», στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Πτυχές της Νέας Εποχής. Απειλή αλλοιώσεως του Ορθοδόξου φρονήματος από το πνεύμα της Νέας Εποχής», Πρακτικά ΙΖ΄ Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα Αιρέσεων και Παραθρησκείας, Κλάδος Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2007, σελ. 163-198.
[7] Από τη βηθλεέμ στο Γολγοθά, σελ. 211.
[8] Ο.π. σελ. 177.
[9] Αλίκη Μπέϊλυ, Η επανεμφάνιση του Χριστού, σελ. 169.
[10] Βλ. Διάταγμα Β΄ Συνόδου του Βατικανού, τευχ. 7, Εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου, Αθήνα, σελ. 43-44.
[11] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα καὶ προοπτικαί, Ἀθῆναι 1990, σελ. 29.
[12] Βλ. Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, «Η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πιστή διάκονος του παναιρετικού Οικουμενισμού, Πειραιεύς 2015, σελ. 22.
[13] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού Λόγος Διαλόγου, σελ. 16.
[14] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν «Ορθοδοξία και Ισλάμ», εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ.17.
[15] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αριθ. 426/1.10.1989, σελ. 6.
[16] Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19.
[17] Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, « Διαλογισμός και Προσευχή, Ορθόδοξη θεώρηση», Αθήναι 1993, σελ. 236.
[18] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού , Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο», Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σ. 4-5.
[19] Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ.511/30.11.1994, σελ. 28.
Πηγή: Ακτίνες
Στὶς 19 καὶ 20 Ἀπριλίου 2018 διεξήχθη στὸ Α΄ Ἀμφιθέατρο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Διεθνὲς Συνέδριο. Τὸ θέμα του ἦταν: «Ἀθηναγόρας καὶ Οἰκουμένη: 70 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο καὶ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.».
Τραγικὴ κατάπτωση μιᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς ποὺ παλαιότερα ἐκαυχᾶτο ὡς παραδοσιακὴ καὶ πιστὴ στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σὲ μᾶς δὲν προξένησε ἔκπληξη ἡ διοργάνωση τέτοιου Συνεδρίου γιὰ νὰ τιμηθεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ποῦ ὁδηγεῖται ἡ Ἐκκλησία στοὺς καιρούς μας. Τὸ πλανεμένο πνεῦμα τοῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ἐνστερνισθεῖ πολλοὶ σημερινοὶ ποιμένες μας, αὐτὸ ἐξυμνοῦν καὶ μὲ αὐτὸ ὠθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία στοὺς γκρεμοὺς τῆς οἰκουμενιστικῆς καὶ πανθρησκειακῆς ἐκτροπῆς.
Θλιβόμαστε καὶ πονοῦμε γι᾿ αὐτό. Μνημονεύουμε τὰ κρυστάλλινα λόγια τῶν ἁγίων μας «ζώντων καὶ τετελειωμένων» καὶ μὲ σεβασμὸ ὑψώνουμε φωνὴ υἱικὴ πρὸς τοὺς θαυμαστὲς τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ τοὺς παρακαλοῦμε: Μὴ ρίχνετε ἄλλη φωτιὰ στὸν τάφο τοῦ ἐκτραπέντος Πατριάρχη! Ἀφῆστε τον στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἀκοῦστε τὸν διάπυρο λόγο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους τότε ποὺ ἐπαινοῦσε τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου του.
Ἀκοῦστε τὴν πονεμένη κραυγὴ τοῦ ἁγίου Παϊσίου ποὺ ἔγραφε: «Τὰ γραφόμενά μου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας βαθύς μου πόνος διὰ τὴν γραμμὴν καὶ κοσμικὴν ἀγάπην, δυστυχῶς, τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δὲν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή…».
Ἀκοῦστε τὴ δραματικὴ κραυγὴ τοῦ μεγάλου ὁσίου πατρὸς Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζων τὰς Ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν Ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον Ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην ‘‘Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον’’… Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν ὀρθόδοξον κόσμον».
Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πνευματικοὶ ὁδηγοὶ τῆς ἐποχῆς τὸν ἐπέκριναν δριμύτατα: ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ Φώτης Κόντογλου, οἱ καθηγητὲς Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀνδρέας Θεοδώρου, Κωνσταντίνος Μουρατίδης.
Γι᾿ αὐτὸ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ φωνάζουμε: Μὴ ρίχνετε ἄλλη φωτιὰ στὸν τάφο του!
Πηγή: Ο Σωτήρ
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: Τί φρονοῦσε γιά τόν Μασόνο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα
ὁ ἀδίκως ἐκθρονισθείς προκάτοχός του κλεινός Μάξιμος ὁ Ε΄
μεταγραφή: Μον. Σεραφείμ (Ζήσης)
Ἐξ αἰτίας τῆς ἐπικαιρότητος τοῦ πράγματος δημοσιεύω ἐπειγόντως, ἄνευ τοῦ λοιποῦ συνήθους μοι ὑπομνηματισμοῦ, ἐπιστολή τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου Ε΄ (1897-1971) πρός κάποιον ἔμπιστό του Κληρικό, τήν ὁποίαν ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἔχω μεταγράψει ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» (τ. 191-192, 1 & 15 Αὐγ 1973). Τόν πρέποντα σχολιασμό θά τόν συμπληρώσω ἐν καιρῷ τῷ δέοντι μέ ἐπάρκεια ἱστορικῶν τεκμηρίων, πού ἔγιναν γνωστά τά τελευταῖα ἔτη. Ἡ πρώτη σελίδα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ Πατριάρχου Μαξίμου ἀπό τό 1962 δημοσιεύεται αὐτούσια (φωτογραφικῶς) στό πρωτοσέλιδο τοῦ ὡς ἄνω φύλλου τοῦ «Ὀ.Τ.».
Ὁ ἴδιος ὁ ἐκθρονισθείς ἀπό τήν συνωμοσία τοῦ ΝΑΤΟ, τῆς Μασονίας καί τῶν Οἰκουμενιστῶν, λαμπρός Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄, κατηγορεῖ τόν Ἀθηναγόρα γιά τά αἱρετικά του φρονήματα, τήν φιλοδοξία του, τήν ἐνδεχόμενη τεκτονική του ἰδιότητα καί τινα ἄλλα. Ἡ φωνή τοῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ εἶναι ἡ φωνή τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τοῦ καταληφθέντος ἀπό τούς μασονοκινήτους καί ἀμερικανοκινήτους Οἰκουμενιστές, ὅπως ἔπαυσεν αὐτό νά ὑπάρχει ὡς Φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί ἐφεξῆς.
† ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Ἐμπιστευτική – Προσωπική 25/5/1962
Σεβάσμιε καί λίαν μοι ἀγαπητέ ἀδελφέ,
Συνεκινήθην βαθύτατα ἐκ τοῦ προφρόνως ἀπό 18ης ὑπερμεσοῦντος μηνός Μαΐου διαβιβασθέντος ἀδελφικοῦ Σας γράμματος.
Ἡ εὐχή τῆς Ἁγιωσύνης Σας νά μέ παρακολουθῆ καί ἐφεξῆς ὁλόθυμος, ἵνα ὁ Κύριος γένηται ἵλεως καί τερματίσῃ τό εἰς ὅ ἀναιτίως κατεδικάσθην φρικτόν πολυετές μαρτύριον, ἀναπαύων με ἐν εἰρήνῃ. Εὔχομαι νά ἐπιζήσετε, διά νά ἀναγνώσητε τήν ἐκδοθησομένην μετά τόν θάνατόν μου βιογραφικήν μου μελέτην, ἥν ἀνέλαβον ἁρμόδιοι καί ἁγνοί αὐτόθι Κληρικοί καί λαϊκοί, ὅτε καί θά παρακολουθήσητε τάς φρικώδεις λεπτομερείας τοῦ δράματος τῆς ἀσθενείας μου, τῆς παραιτήσεως καί τῆς μετ' αὐτήν μαρτυρικῆς ζωῆς μου, ἅς ἐσκηνοθέτησεν ὁ εὐκλεής διάδοχός μου ἐν συνεργασίᾳ μετά τῶν τότε διεπόντων τά τοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν, οὐδόλως διστάσαντες, οἱ ἀθεόφοβοι, νά μετέλθουν δόλον πρωτοφανῆ καί ἀπάτην καί νά προέλθουν εἰς ἐνεργείας τοῦτ' αὐτό προδοτικάς.
Τήν ἀρτίως καί σοφῶς καταρτισθεῖσαν μελέτην περί τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ἥν ἐν τῇ μεγάλῃ Σας πρός ἐμέ καλωσύνῃ καί τῇ ἀκραιφνεῖ ἀδελφικῇ ἀγάπῃ πάνυ προφρόνως μοι διεβιβάσατε, τήν ἐζήτησα διά τόν ἐξῆς λόγον. Τόν κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος Προκαθήμενον τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐν τῇ διακρινούσῃ αὐτόν ἐπιπολαιότητι καί τῇ μανίᾳ τῆς ἐπιδείξεως, κατέλαβεν ἑνωτική παραφροσύνη, ὐφ' ἧς οἰστρηλατούμενος, προέρχεται εἰς ἀναριθμήτους πρός πάσας τάς κατευθύνσεις ἐνεργείας ἀντιβαινούσας, ἀντικανονικάς καί ἀντορθοδόξους, μεταξύ δέ τούτων συγκαταλέγονται ἀκροβασίαι καί ἅλματα εἰς τό ζήτημα τῶν σχέσεων πρός τήν Ἀρμενικήν Ἐκκλησίαν. Εἶνε γνωστόν ὅτι αἱ σχέσεις αὗται ὑφίσταντο ἀνέκαθεν μεταξύ τῶν ἐνταῦθα δύο Πατριαρχείων, τοῦ ἠμετέρου καί τοῦ Ἀρμενικοῦ, σχέσεις ὅμως καθαρῶς τυπικαί, περιοριζόμεναι εἰς ἀνταλλαγήν ἐπισκέψεων ἐπί ταῖς μεγάλαις ἑορταῖς τῆς Χριστιανωσύνης, Πάσχα καί Χριστουγέννων. Μή περιορισθείς εἰς ταύτας ὁ ἡμέτερος Προκαθήμενος καθιέρωσεν ἐφέτος τήν ἀνόητον καί ἄνευ λόγου ἀνταλλαγήν μετά τῶν Ἀρμενίων λειτουργικῶν ἐπισκέψεων καί ἀντεπισκέψεων οὕτως εἰπεῖν, τελεσθείσης Ὀρθοδόξου λειτουργίας ἐν τῷ ἐν Σταυροδρομίῳ Ἀρμενικῷ Ναῷ ὑπό ἡμετέρων Κληρικῶν καί Ἱεροψαλτῶν καί Ἀρμενικῆς λειτουργίας ἐν τῷ ἐν ἐκεῖ Ὀρθοδόξῳ Ναῷ τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπό Ἀρμενίων, παρόντων κατ' ἀμφοτέρας καί συμπροσευχομένων τῶν δύο Πατριαρχῶν. Εἶνε γνωστόν ὅτι τοιαῦται λειτουργίαι τελοῦνται εἰς μέρη, ὅπου δέν ὑπάρχει Ναός τοῦ δόγματος ἐκείνου, κατ' οἰκονομίαν, διά τούς ἐκεῖ, τυχόν, εὑρισκομένους οἰκείους χριστιανούς, διά τοῦτο δέ καί ἐχαρακτήρισα ἀνωτέρω τάς λειτουργίας ταύτας, ἄν μή τι ἄλλο, ὡς ἀνοήτους καί ἄνευ λόγου γενομένας. Δέν ἠρκέσθη ὅμως εἰς μόνας ταύτας ὁ ἡμέτερος Προκαθήμενος, ἀλλά μετέβη μετά τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου εἰς τήν ἐν Χάλκῃ Ἱ. Θεολογικήν Σχολήν, εἰς τά προπύλαια τῆς ὁποίας ἐνέδυσαν τόν πρός στιγμήν διστάσαντα Ἀρμένιον Πατριάρχην Μανδύαν, Ἐπιτραχήλιον καί Ὠμοφόριον μετά ποιμαντορικῆς ράβδου καί ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις ὡδήγησαν εἰς τό Ναΐδριον τῆς Σχολῆς, προηγουμένων ἐνδεδυμένων τά ἄμφια αὐτῶν Ἱερέων καί Διακόνων μετά Δικηροτρικήρων καί θυμιατηρίων, μετά δέ τήν εὐλογίαν, ἐν τῷ σωλέᾳ ἐνεκαθίδρυσαν εἰς τόν Ἀρχιερατικόν Θρόνον, ὅπου ὁ Ἀρμένιος ἔβαλεν εὐλογητόν καί προεξῆρχε τῆς τελετῆς τῆς δοξολογίας. Τοῦτο δὲν εἶναι μόνον συμπροσευχή· προέστη ὁ Ἀρμένιος Πατριάρχης μετ' Ὀρθοδόξων Κληρικῶν Ὀρθοδόξου τελετῆς ἐν Ὀρθοδόξῳ Ναῷ. Δοθέντος δέ ὅτι οἱ Ἀρμένιοι εἶναι αἱρετικοί ἐμπίπτει, ἐρωτῶ, ὁ ταῦτα διατάξας εἰς τόν ΜΕ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἄλλων συναφῶν Ἱ. Κανόνων τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδων;
Δυστυχῶς ὅσα λέγει καί πράττει ὁ ἡμέτερος Προκαθήμενος ἀντικανονικά καί ὀρθοδόξως παράβολα θεᾶται καί ἀκούει ἀπαθής καί ἀνάλγητος ἡ ἁπανταχοῦ καί δή ἡ ἡμετέρα ἐνταῦθά τε καί αὐτόθι Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία καί ἐπί τῶν εὐκλεῶν ἡμερῶν αὐτοῦ τό Πάνσεπτον Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀπό Κέντρου καί Ἀρείου Πάγου τῆς Ὀρθοδοξίας μεταβάλλεται εἰς κέντρον καί πηγήν πάσης ἀντικανονικῆς καί αἱρετικῆς δοξασίας καί ἐνεργείας. Ἴσως εἰς ἐμέ, ἐφ' ὅσον ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί τῶν φρικωδῶν παθημάτων μου δέν πίπτει λόγος, ἀλλ' ἐξεγείρεται ἠ συνείδησίς μου ἐπί τοῖς τελουμένοις καί λαλουμένοις ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις. Εἶνε μία τοιαύτη κατάστασις ἀνεκτή; Ἐπισυνάπτω ἀπόκομμα Ἀραβικοῦ Ὀρθοδόξου Περιοδικοῦ, ὅπου παπιστικαί δηλώσεις αὐτοῦ, μή διαψευσθεῖσαι. Εἰς τήν ἐπισκεφθεῖσαν αὐτόν τῇ 9ῃ ὁδεύοντος Μαΐου νέαν Ἐφορείαν τοῦ ἐνταῦθα Ζαππείου Παρθεναγωγείου ἐδήλωσεν ἀπροκλήτως καί ἀνερυθριάστως: «Ἐγώ δέν εἶμαι θεολόγος. Οἱ θεολόγοι εἶναι κακοί. Τούς θεολόγους τούς ἀπεχθάνομαι, διότι αὐτοί, λόγῳ τῶν δογματικῶν των ἀπόψεων, εἰς ἅς ἐπιμένουν, ἐνσπείρουν τήν διχόνοιαν καί ἐμποδίζουν τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν»!!!
Ἐδημοσίευσεν ὁ «Κόσμος» τῶν Παρισίων τήν καί εἰς τόν ἐνταῦθα ἐκδιδόμενον «Χρόνον» μετενεχθεῖσαν πληροφορίαν ὄτι δύο Ἐκκλησιαστικαί Κορυφαί, ὁ Καντουαρίας καί ὁ Ἁθηναγόρας, εἶναι Μασσῶνοι καί δέν διέψευσε μέχρι τοῦδε τήν πληροφορίαν. Διατί ἆραγε; Ἐσχάτως μᾶς ἀπεδόθη ὁ Ὀρθόδοξος Ναός τοῦ ἐν Σιολῇ Τουρκικοῦ Πτωχοκομείου καί μετά τήν Πατριαρχικήν ἐν αὐτῷ χοροστασίαν εἰς τήν γενομένην δεξίωσιν μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἀσυναρτησιῶν ἐδήλωσε καί τά ἀκόλουθα, ἀναγραφέντα ἐν ἐκδιδομένῃ ἐνταῦθα ἐφημερίδι καί μή διαψευσθέντα: «Ἡμεῖς εἰς τό χωριό μας, εἰς τό πατρικό μας σπίτι, εἴχομεν δύο, τόν παπᾶν καί τόν δερβίσην, τόν δερβίς Κιαμήλ. Ἐξωμολογούμεθα δέ καί ἐλέγομεν τά μυστικά μας εἰς τόν δερβίς Κιαμήλ, διότι εἰς τόν παπᾶν δέν εἴχομεν ἐμπιστοσύνην»!!! Δέν εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος εἰς τόν ἐνθρονιστήριόν του λόγον ἀφιέρωσεν ἰδιαιτέραν παράγραφον, ἐκθειάζων τήν Μουσουλμανικήν Θρησκείαν (Βλ. «Ὀρθοδοξίαν» Ἰαν. 1949) καί δέν εἶναι αὐτός ὅστις ἀθεοφόβως ἐθεάθη προσευχόμενος εἰς τό ἐνταῦθα τέμενος τοῦ Ἐγιούπ καί εἰς τό ἐν Ἱεροσολύμοις τοῦ Ὁμάρ;
Ὑπάρχουν, ἀγαπητέ μοι, ... καί ἄλλα ἠθικῆς φύσεως, ὅλα μεμαρτυρημένα γεγονότα, πού δέν γράφονται. Ψεῦδος, δόλος, ἀπάτη, κακοήθεια καί ἐνωτική μανία μετ' ἐκδηλώσεων καί ἐνεργειῶν, κακοδόξων. Μισεῖται θανασίμως ὑπό τοῦ ἐνταῦθα ὀρθοδόξου πληρώματος. Ποῦ θά φθάσῃ ἡ κατάστασις αὐτή; Ἦλθε νά ρίψη τήν χαριστικήν βολήν κατά τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων.
Εὐχηθῆτε ὑπέρ τῆς οὔτω δεινῶς χειμαζομένης Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Μέ ἄπειρον ἀγάπην
† Ὁ πρ. Κων/πόλεως ΜΑΞΙΜΟΣ
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς μίαν τῶν συνεντεύξεών του μετά τινος ξένου μεταξύ ἄλλων εἶπε τά ἑξῆς, ἅτινα ἐδημοσίευσε τό Περιοδικόν «Ἀλ Μασσάρα» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας:
Ἡ φιλονικεία, ἐβεβαίωσεν ἡ Α.Θ.Π. μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, δέν ὠφελεῖ καθόλου: «Μήπως θέλομεν, εἶπε, νά θέσωμεν ὅρους εἰς τήν θείαν δύναμιν, ὅταν λέγωμεν, ὅτι ἡ μετουσίωσις ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ γίνεται μόνον δι΄ ἐνζύμου ἤ ἀζύμου ἄρτου; Ἤ ὅταν λέγωμεν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ; Μάλιστα, εἶπε, ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ!!! Καί τό ἀλάθητον τοῦ Πάπα ἐπίσης ἐξήγησε μέ μορφήν πρακτικήν.» [Ἀντουάν Βαῖγνερ (Περιοδικόν «Ἀλ Μασσάρα», ἀριθ. 472, Φεβρουάριος 1961, σελ. 97)]
Πηγή: Κατάνυξις
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ - 70 χρόνια από την εκλογή στον Οικουμενικό Θρόνο:
Επέτειος χαράς ή οδύνης;
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας κάθε κεκοιμημένος, δίκαιος ή άδικος, παραδίδεται στη φιλάνθρωπη κρίση και το έλεος του Κυρίου μας.
Για το λόγο αυτό και η Εκκλησία μας κηδεύει όλους και μετά θάνατον δεν αναφέρεται πλέον στα αμαρτωλά πεπραγμένα και φυσικά δεν καταδικάζει κανένα μετά θάνατον. Η πάγια αυτή πράξη της Εκκλησίας μας έχει μόνο μία εξαίρεση: τους αιρετικούς!
Και αυτό, διότι, ενώ κάθε άνθρωπος με το θάνατό του σταματά να βλάπτει τους άλλους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον αιρετικό. Ο αιρετικός συνεχίζει να βλάπτει ψυχές ανθρώπων, διότι το αιρετικό και πλανεμένο φρόνημά του επιζεί και μετά το θάνατό του.
Έτσι, ως Χριστιανοί οφείλουμε να σιωπούμε και να μην ασχολούμαστε με τα αμαρτήματα των κεκοιμημένων, αλλά όταν όμως πρόκειται για ζητήματα πλανεμένου ήθους και αιρέσεως, αναλόγως της θέσεως που έχουμε στην Εκκλησία και των ψυχικών και πνευματικών μας χαρισμάτων υποχρεούμαστε να ενεργούμε, ώστε το αιρετικό και πλανεμένο φρόνημα να μη συνεχίζει το ψυχοφθόρο έργο του στα μέλη της Εκκλησίας μας.
Αφορμή για το φυλλάδιο αυτό μας έδωσε η διοργάνωση διεθνούς συνεδρίου από τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα:
«Αθηναγόρας και Οικουμένη: 70 Χρόνια από την εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο και από την ίδρυση του Π.Σ.Ε.» , Θεσσαλονίκη 19-20.4.2018.
Θα περιμέναμε από τους διοργανωτές του συνεδρίου αλλά και τους πνευματικούς επιγόνους του Αθηναγόρα να πάρουν σαφή και κατηγορηματική θέση σε κρίσιμα θέματα τα οποία, δεκαετίες τώρα, σκανδαλίζουν τις ψυχές των Χριστιανών και να προστατεύσουν έτσι τη μνήμη του Πατριάρχου Αθηναγόρα. Δυστυχώς όμως από το δημοσιευθέν πρόγραμμα δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια πρόθεση των διοργανωτών του συνεδρίου.
Στό σύντομο αὐτό φυλλάδιο, μέ ἀφορμή το διεθνές συνέδριο, θέτουμε πολύ ἐπιγραμματικά καίρια ερωτήματα στα οποία, δυστυχώς, οι υπεύθυνοι ποιμένες σιωπούν προκλητικά επιτείνοντας έτι πλέον τον σκανδαλισμό του λαού.
Παρακαλούμε το φυλλάδιο να εκληφθεί ως πρόσκληση-πρόκληση στους αρμοδίους να κάνουν το χρέος τους απένατι στον κεκοιμημένο πνευματικό τους Πατέρα, αλλά και στο εκκλησιαστικό Σώμα, το οποίο απεχθάνεται την ανθρωπαρέσκεια και αναμένει ειλικρίνεια και ευθύτητα από τους υπευθύνους της Εκκλησίας και της θεολογίας.
Θεσσαλονίκη 19-20 Απριλίου 2018
Προς τους διοργανωτές του Διεθνούς Συνεδρίου: «Αθηναγόρας και Οικουμένη:
70 χρόνια από την εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο και από την ίδρυση του Π.Σ.Ε.»,
Θεσσαλονίκη 19-20.4.2018.
Σεβασμιώτατοι, αξιότιμοι Κύριοι,
Είναι γνωστό ότι ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αφορούν στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα και παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει περισσότερα από 45 χρόνια από το θάνατό του, απασχολεί ιδιαίτερα έντονα την εκκλησιαστική συνείδηση είναι το ερώτημα αν ο Αθηναγόρας ήταν τέκτονας και μάλιστα του ανώτατου 33ου βαθμού και κατά συνέπεια κατά πόσο υπηρέτησε τους μασονικούς σχεδιασμούς.
Και ενώ οι μασόνοι και τα μασονικά και θεοσοφικά έντυπα είναι απολύτως κατηγορηματικοί από την πρώτη στιγμή του θανάτου του (7.7.1972), ότι Ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΗΤΑΝ ΜΑΣΩΝΟΣ 33ου ΒΑΘΜΟY , εν τούτοις οι κατά τα άλλα λαλίστατοι συνεργάτες και πνευματικοί επίγονοι του κεκοιμημένου πατριάρχη τηρούν επ’ αυτού απόλυτη σιγή... Περιορίζονται μόνο σε ανοίκειους χαρακτηρισμούς που συχνά εξελίσσονται σε βίαιους λεκτικούς προπηλακισμούς σε όσους Ορθοδόξους Χριστιανούς τολμούν και θέτουν το ζήτημα αυτό. Αντίθετα ποτέ δεν έχουν στραφεί εναντίον του τεκτονισμού και των εντύπων του.
Όπως γνωρίζετε η τεκτονική ιδιότητα είναι εντελώς ασυμβίβαστη με αυτή του Ορθοδόξου Χριστιανού, πολλώ μάλλον του Ορθοδόξου Κληρικού και ιδιατέρως του Πατριάρχου. Επίσης, είναι γνωστός ο ρόλος της μασονίας και της θεοσοφίας στην προώθηση του συγκρητιστικού - διαχριστιανικού και διαθρησκειακού - Οικουμενισμού.
Συνεπώς, το ζήτημα της μασονικής ή μη ιδιότητος του Αθηναγόρα ως Πρώτου τη τάξει των Ορθοδόξων Πατριαρχών και πρωτεργάτου της Οικουμενικής Κινήσεως δεν είναι ούτε παρονυχίδα ούτε θέμα προσωπικής επιλογής του αλλά καίριο ζήτημα που άπτεται σοβαρών εκκλησιαστικών, διορθοδόξων ζητημάτων και επιλογών.
Κατά συνέπεια, ελπίζουμε και ευχόμαστε πως το Συνέδριό σας, στο οποίο συμμετέχουν ως ομιλητές πρόσωπα που γνώρισαν από κοντά τον Αθηναγόρα καθώς και πνευματικοί του επίγονοι δεν θα παραβλέψει αυτή τη διάσταση του προβληματισμού κάποιων μελών της Εκκλησίας μας, έστω «μικρών» και «ασθενών τη πίστει», θα πάρει σαφή θέση και θα αποτελέσει την απαρχή ξεκαθαρισμού του τόσο ομιχλώδους πεδίου γύρω από το τόσο ευαίσθητο ζήτημα της τεκτονικής ιδιότητας του Αθηναγόρα. Και το πεδίο θα ξεκαθαριστεί όχι με “άσφαιρες” και ατελέσφορες προφορικές δηλώσεις κάποιων υπευθύνων ή ανευθύνων, αλλά μόνο όταν αναγκασθούν με κάθε νόμιμο τρόπο – ακόμα και με προσφυγή στην Ελληνική Δικαιοσύνη – οι μασόνοι να αποκαταστήσουν τη συκοφαντική προσβολή που έχουν, δεκαετίες τώρα, προσάψει στον Αθηναγόρα ότι ήταν μασόνος του 33ου βαθμού.
Αν, παρ’ όλα αυτά, κρίνετε ως ανάξιο σοβαρότητας το ζήτημα αυτό και το παρακάμψετε τελείως, θα μας επιτρέψετε να υποθέσουμε δύο τινά:
Αν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν ήταν μασόνος , και όσα γράφουν οι μασόνοι είναι ψευδή και συκοφαντικά, αλλά δεν αναγκαστούν οι ίδιοι να αποκαταστήσουν τη συκοφαντία και έτσι συνεχίζει να παραμένει το ομιχλώδες τοπίο, τότε… όσα συνέδρια και αν κάνετε, όσα λόγια επαινετικά και αν πείτε, όσους διθυράμβους και αν εκφωνήσετε για τον Αθηναγόρα, δεν έχουν απολύτως καμία αξία. Αντίθετα, δίνουν την αίσθηση ότι λειτουργούν ως προπέτασμα καπνού για να κρύψετε την ατολμία σας να τα βάλετε με τη μασονία και να αποκαταστήσετε την τρωθείσα από τους τέκτονες μνήμη του. Σε τελική ανάλυση δεν σέβεστε τη μνήμη του Αθηναγόρα, παρά τα όσα λέτε γι’ αυτόν…
Αν όμως…
Αν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν πράγματι μασόνος 33ου βαθμού;
Tότε… Ω! Θεέ μου…
Πώς τολμάτε να διοργανώνετε τιμητικά συνέδρια για ένα τέτοιο αξιολύπητο πρόσωπο;
Πώς τολμάτε να εξυφαίνετε ύμνους και επαίνους για ένα μασόνο;
Τι και αν έκανε “πολλά” και “σπουδαία” έργα;
Εφόσον πέθανε ως μέλος της αντίχριστης μασονίας χωρίς να την αρνηθεί μέχρι το τέλος της ζωής του, πώς ανέχεται η ψυχή σας να τον εξυμνείτε και να τον εξυψώνετε;
Τελικά, ούτε το Θεό φοβάστε, ούτε ανθρώπους ντρέπεστε, ούτε την Εκκλησία σέβεστε;
Και ασφαλώς, τον ταλαίπωρο Αθηναγόρα δεν τον αγαπάτε, αλλά τον χρησιμοποιείτε για να πετύχετε τη δική σας προβολή!
Γιατί, αν τον αγαπούσατε, μόνο «Κύριε ελέησον την ψυχή του» θα λέγατε και δεν θα διοργανώνατε συνέδρια δήθεν τιμής, αλλά ουσιαστικά προσβολής της μνήμης του.
Τάδε έφη… Πατριάρχης Αθηναγόρας!
Μικρό απάνθισμα απίστευτης αθηναγόρειας “θεολογίας”…
ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΤΗΝ ΑΓIA ΑΝΑΦΟΡΑ!:
«Ἐν τῆ κοινωνία ταύτη ἱερουργοῦντες μετά τῆς χορείας τῶν περί ἡμᾶς ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καί ὑπερτίμων, μνησθησόμεθα ἀπό τῶν διπτύχων τῆς καρδίας ἡμῶν τοῦ τιμίου ὀνόματός Σου, ἀδελφέ , Ἁγιώτατε τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ἐπίσκοπε, ἐνώπιον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου Σώματος καί αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Σωτῆρος ἐν τῆ θεία τοῦ ἁγιωτάτου προκατόχου ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου λειτουργία. Καί ἐροῦμεν τῆ ἁγία ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἐνώπιον τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου καί λέγομέν σοι: τῆς Ἀρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεός, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων»(σημ. 1).
ΠΡΟΤΙΘΕΤΑΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΕΙ ΣΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗ!:
Σε δήλωσή του πρός τόν προτεστάντην πάστορα τῆς «Μεταρρυθμιστικῆς ἐκκλησίας» (Ρεφορμισταί) τῆς Ἑλβετίας Ρότζε Σούλτζ είπε:
«Ἐπιθυμῶ νά σᾶς κάμω μίαν ὁμολογίαν: εἶσθε ἱερεύς, θά ἠδυνάμην νά λάβω ἐκ τῶν χειρῶν σας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Καί τήν ἑπομένην προσέθεσε πρός τόν ἴδιον πάστορα, λέγων: «Θά ἠδυνάμην νά ἐξομολογηθῶ εἰς ὑμᾶς»(σημ. 2).
ΚΑΙ INTERCOΜΜUNION;!
«Ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἡ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν»(σημ. 3).
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΥΤΕ ΥΓΙΗΣ ΟΥΤΕ ΚΑΘΟΛΙΚΗ!:
«Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον»(σημ. 4).
ΘΑ ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!:
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίση πρός τήν ἄλλην, ἀλλ' ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφιστάμενας Θεολογικάς διαφοράς»(σημ. 5, σ. 87).
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ = «ΒΟΥΛΑΙ και ΕΠΙΝΟΙΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ»!:
«Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»(σημ. 4).
ΑΘΗΝΑΓΟΡΕΙΟΣ ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ!:
α) «Τά δόγματα εἶναι ἡ δύναμις τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πλοῦτος της, διά τοῦτο τόν κρατοῦμεν εἰς τό θησαυροφυλάκιον. Τοῦτο, ὅμως, οὐδόλως μᾶς ἐμποδίζει νά κόψωμεν ἕνα κοινόν νόμισμα μετά τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.»(σημ. 6),
β) «Μά ἔχουμε καί πολλές διαφορές, μᾶς λένε. Ποιές; Τό Φιλιόκβε; Ἀπό τόν 7ο αἰώνα ὑπῆρχε καί οἱ Ἐκκλησίες δέν εἶχαν χωρισθῆ. Τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο; Τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Κάθε Ἐκκλησία θά κρατήση τά δικά της ἔθιμα. Ἄν τό θέλη ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἄς τό κρατήση. Ἀλλά σᾶς ἐρωτῶ: Ποῦ εἶναι τό ἀλάθητο σήμερα, ὅταν ὁ πάπας ἔχη στήν Ρώμη μόνιμο 15μελή Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποφασίζει; Ἄλλωστε, ὅλοι θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀλάνθαστο. Στή δουλειά μας, στίς σκέψεις μας, σέ ὅλα. Σέ ρωτᾶ ἡ γυναίκα σου πόσο ἁλάτι θά βάλη στό φαγητό; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἔχει τό ἀλάθητό της. Ἄς τό ἔχη καί ὁ πάπας, ἅμα τό θέλη. Ἐμεῖς δέν ζητᾶμε νά τό ἔχουμε.»(σημ. 7),
γ) «Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα.»(σημ. 8, σ. 93),
δ) «Εις και ο ίδιος Ιησούς Χριστός, η ιδία Παναγία Παρθένος, το ίδιον Ευαγγέλιον, το ίδιον Βάπτισμα, η ιδία Πίστις εν Χριστώ, το ίδιον Άγιον Ποτήριον, η ιδία Εκκλησία, η αυτή ζωή, ενταύθα και εν τη αιωνιότητι. Ιδού ο ύμνος των Αγγέλων της Γεννήσεως του Χριστού, ψαλλόμενος σήμερον από κοινού, εν τη Δύση και τη Ανατολή. Ιδού η υψίστη Θεολογία. Ἐάν ὑφίστανται εἰσέτι καί τινες τινες θεολογικαί διαφοραί, ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης ἀποχρωματίζει αὐτάς καί πλησιστίους φέρει ἡμᾶς εἰς τήν ἀρχαίαν πίστιν ὅτι ἀνήκομεν εἰς τήν αὐτήν θρησκείαν καί Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.»(σημ. 5, σ. 87),
ε) «Ἡμεῖς οὐδέν βλέπομεν πρόσκομμα εἰς τήν ὁδόν τῆς ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς… Δέν βλέπομεν πρόσκομμα διά τόν ἁπλούστατον λόγον ὅτι τοιαῦτα προσκόμματα δέν ὑφίστανται.» (σημ. 10).
ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ή ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ;
α) «Ὁ Θεολογικός διάλογος δέν θά ἀποδώση. Δέν εἴμεθα ἕτοιμοι καί θά χρειασθοῦν αἰῶνες. Μόνον ἕνας διάλογος εἶναι ἐφικτός: Ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης. Αὐτός θά διευκολύνη τόν διάλογον τῶν διαφορῶν.»(σημ. 7),
β) «Επειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ!»(σημ. 3),
γ) «Κατά τά 900 χρόνια, πού ἐπέρασαν ἀπό τό 1054, φθάσαμε οἱ δύο κόσμοι Ἀνατολῆς καί Δύσεως νά νομίζωμε ὅτι ἀνήκομε σέ διαφορετικές Ἐκκλησίες καί σέ διαφορετικές θρησκεῖες. Καί ἑπομένως γίνεται πρόδηλος ὁ σκοπός τῶν Διαλόγων. Νά προπαρασκευάσουν ψυχολογικῶς τούς λαούς μας ὅτι πρόκειται γιά μία Ἐκκλησία καί μία Θρησκεία, ὅτι πιστεύομε ὅλοι τόν ἴδιον Θεόν, τόν Σωτήρα Χριστόν»(σημ. 5, σ. 53).
Ο ΠΑΠΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ…ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ:
α) «Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ»(σημ. 8, σ. 94),
β) Εἶσθε «φορεύς ἀποστολικῆς χάριτος καί διάδοχος πλειάδος ἁγίων ἀνδρῶν… Πάπας ἐξαιρέτου πνευματικῆς περιωπῆς καί χρστιανικῆς πνοῆς, κτησάμενος ἐν τῆ ταπεινώσει τά ὑψηλά.»(σημ. 11, σ. 225, 227).
Η ΠΑΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗ είναι «ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Θ. ΠΡΟΝΟΙΑΣ»!:
«Θεωροῦμεν ὡς ἐκδήλωσιν τῆς Θείας Προνοίας τήν Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τῆς Σεβαστῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, πρός τήν ὁποίαν ἐξεφράσαμεν ὅλην μας τήν ἐκτίμησιν»(σημ. 11, σ. 108).
ΑΙΣΘΗΜΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΔΥΣΗ:
Αθηναγόρας προς Αμερικής Ιάκωβο: «Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.»(σημ. 9).
ΕΞΙΣΩΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ:
«Ἀπατώμεθα και ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τον Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι να βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον.»(σημ. 12).
ΓΑΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ!:
«Εἶμαι σαφῶς κεκηρυγμένος ὑπέρ τοῦ γάμου τῶν κληρικῶν καί ἀφοῦ χειροτονηθοῦν. Δέν εἶναι κώλυμα γάμου ἡ χειροτονία. Θά εἴχαμε πολλούς ἀποφοίτους Θεολογικῶν Σχολῶν ἱερεῖς, ἐάν ἤξεραν ὅτι μποροῦν νά νυμφευθοῦν, ὅταν εὕρουν τήν σύντροφο τῆς ζωῆς των καί ὄχι βιαστικά, ἐπειδή τό ἐπιβάλλει ὁ τύπος. Εἰς μίαν κληρικολαϊκήν συνεδρίασιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς τό εἴχαμε ἀποφασίσει καί θά τό εἶχα λύσει τό θέμα αὐτό, ἀλλά δέν πρόφθασα. Ἐκλήθην ἐδῶ.»(σημ. 7).
ΚΟΙΝΟ ΠΑΣΧΑ!:
«Καί αὖθις ἐπαναλαμβάνομεν εἰς ὅλον τόν χριστιανικόν κόσμον ὡς ἡμέραν κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τήν δευτέραν Κυριακήν τοῦ Ἀπριλίου, ἐλπίζοντες ὅτι ὁ κοινός οὖτος ἑορτασμός, ὁ σταθερός, θά ἀποτελέση ὄχι μόνον ἕν σύμβολον, ἀλλά καί μίαν θετικήν συμβολήν εἰς τήν τελείωσιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας.» (σημ. 12).
«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΚΛΑΔΩΝ»!:
«Ἤδη ἀπεκτήσαμεν τήν ἑνότητα μέ τόν Προτεσταντισμόν, διά τῆς ὁποίας πραγματοποιοῦμεν ὁμοσπονδιακήν δύναμιν 350 ἑκατομμυρίων ἀτόμων ἐπί καθαρῶς ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Ὅσον ἀφορᾶ τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἔγιναν πολλαί ἐπαφαί, αὗται δέ συνεχίζονται διά νά ἐπιτύχωμεν τήν ὁμοσπονδίαν τῶν χριστιανικῶν κλάδων, ἡ ὁποία θά συμπεριλάβη πληθυσμόν 1.000.000.000 ἀτόμων. Μέ τούς Παλαιοκαθολικούς οὐδεμίαν ἔχομεν διαφοράν. Μέ τούς Νεοκαθολικούς, καί ἰδία μετά τό 1870, ἔχομεν μικράς διαφοράς, αἱ ὁποῖαι ἡμπορεῖ καί πρέπει νά ἐξομαλυνθοῦν.»(σημ. 13).
και… ΡΑΒΒΙΝΟΣ!:
«Στην Κέρκυρα, όπου έζησα κάποτε, λειτούργησα αρκετές φορές ως Ραββίνος για τους Εβραίους φίλους μου.» (Δήλωση Αθηναγόρα στην Εβραϊκή Συναγωγή Ν. Υόρκης, 24.11.1940) (σημ. 14).
Σημειώσεις-παραπομπές:
1. Ἀθηναγόρας πρός πάπα Παῦλο ΣΤ΄, Δεκέμβριος 1968, Τόμος Αγάπης, σ. 525-530.
2. Le Monde 21.3.1970.
3. πρωτ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, Ἀνάτυπο Παρακαταθήκη, σ. 5.
4. πρωτ. Θ. ΖΗΣΗΣ, «Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής μεταπατερικότητας», Θεοδρομία 14( 2012), τ.1, σ. 43-44.
5. Αρχιμ. Αθαν. Βασιλόπουλος, μετέπ. Μητρ. Ηλείας, Ἀπό τήν πορεία τῆς ἀγάπης, Ἀθῆναι 1968.
6. Ἔθνος, 18-1-1964.
7. Ἔθνος, 20-3-1970.
8. Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, Ἀθῆναι 1976.
9. Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, Ἀθήνα 2002, σ. 189-190.
10. Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλης, Ὀρθοδοξία και Παπισμός, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1969, σ. 470, 510.
11. Αρ. Πανώτη, Ειρηνοποιοί, Παύλος ΣΤ' – Αθηναγόρας Α', Ίδρυμα Ευρώπης ΔΡΑΓΑΝ, Αθήναι 1971.
12. «Καθολική» 1635/18.6.1969, σ. 3, 13. «Καθολική» 1289/ 18.4.1962, 14. Έφημερίδα NEW YORK TIMES 25.11.1940, μεταφρ. ΧΡΟΝΙΚΑ 29 (2006), 4, στο (https://kis.gr/files/chronika-205.pdf).
Προς τους Σεβ. Μητροπολίτες και Αξιοτίμους Καθηγητές του Διεθνούς Συνεδρίου:
1) Θα χειροτονούσατε ή θα δίνατε πτυχίο σε κάποιον που έλεγε τέτοιες ασέβειες;
2) Τις ανωτέρω απόψεις του Αθηναγόρα θα τις επικροτούσαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας ή οι Μασώνοι και οι θεοσοφιστές;
3) Τελικά, με πόσο ήρεμη συνείδηση τιμάτε τον Αθηναγόρα και τον παρουσιάζετε ως πρότυπο Πρωθιεράρχου;
Οι Άγιοι και χαριτωμένα μέλη της Εκκλησίας καταγγέλλουν τον Πατριάρχη Αθηναγόρα…
1. ΑΓ. ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ:
Στην από 23.1.1969 επιστολή του γράφει για
«... την κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή … Μέ μία τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη... Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσῃ μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμον καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίσῃ, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει… οἱ φιλενωτικοί δίνουν τό πρῶτο πλῆγμα στήν Ἐκκλησία.» (σημ. 1).
2. ΑΓ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (Καθηγητής Δογματικής):
«Με τη νεοπαπιστικήν συμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις, σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήν αλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Πίστεως, αναγνωρίζων τας ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήν αντιεκκλησιαστικήν υπερηφάνειάν του… Τον τελευταίον καιρόν αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον Ορθόδοξον κόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην.» (σημ. 2).
3. ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ:
Σύσσωμος ὁ ἁγιορειτικός μοναχισμός (Μονές, Σκῆτες καί Κελιά) ἀκολουθώντας τή μακραίωνη ἐκκλησιαστική καί κανονική παράδοση (σημ. 3) ἔπαψαν νά ἀναγνωρίζουν τόν Αθηναγόρα ὡς Ὀρθόδοξο καί διέκοψαν τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του (ἀπό τό 1970 μέχρι τό θάνατό του (7.7.1972) σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιά τήν οἰκουμενιστική του πολιτική.
«Ἡ διακοπή τοῦ Μνημοσύνου ἀποτελεῖ ἄρνησιν καί πράξιν ἀντιστάσεως, ἐν ὄψει διαγραφομένου κινδύνου» , τόνιζε προφητικά ἡ Ἱ. Κοινότητα σέ ἔγγραφό της (σημ. 4). Από την εποχή του λατινόφρονα Πατριάρχου Βέκκου (+1297) το Άγ. Όρος είχε να διακόψει τη μνημόνευση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εξισώνοντας ουσιαστικά τον Αθηναγόρα με τον Βέκκο! Ακολουθώντας το Άγ. Όρος τρεις Μητροπολίτες της Β. Ελλάδος (Φλωρίνης Αυγουστίνος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Παραμυθίας Παύλος) διέκοψαν και αυτοί το μνημόσυνο καταγγέλλοντας τον Αθηναγόρα ως αιρετικό!
4. Στην από 21.11.1968 κοινή επιστολή τους ο Καθηγούμενος Ι. Μ. Σταυρονικήτα, αρχιμ. Βασίλειος (Γοντικάκης), ο Άγ. Παΐσιος και ο ιερομ. Γρηγόριος χαρακτήρισαν τά λεχθέντα καί πραχθέντα ὑπό τοῦ Ἀθηναγόρα ὡς «ἀκατανόητα καί δυστυχῶς βλάσφημα διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν» καί σημείωσαν: «ἡ ἂρνησι πρός τόν Πατριάρχη δέν εἶναι ἂρνησι πρός τήν ἀγάπην οὒτε πρός τήν ἑνότητα. Εἶναι “ὂχι” πρός τό ψεῦδος καί “ναί” πρός τήν Ἀλήθεια» (σημ. 5)!
5. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄:
«Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας.»(σημ. 6, σ. 197).
«Τά τελεσθέντα εἶναι κανονικῶς κολάσιμα, ὡς γενόμενα ἐπί καταφρονήσει τῶν ἁγίων καί Ἱερῶν Κανόνων καί ἐπί ἀνατροπῇ τῆς ἐν Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αἰωνοβίου τάξεως, καί πρός σοβαρόν σκανδαλισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας, δός δ᾽ εἰπεῖν, καί διαιρέσεως αὐτῶν, καί πρός προφανῆ ἐξευτελισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ... Τά περί τούτου λαβόντα χώραν γεγονότα, ἄκρως δυσάρεστα καί διασύροντα αὐτό τοῦτο τό κῦρος τῆς Ὀρθοδοξίας.»(σημ. 6, σ. 40-41).
6. ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ:
«Πόθεν ο Πατριάρχης εκπέπτωκεν εις τοιούτον όλισθον ώστε εκουσίως να αγωνίζεται να παραδώση το ποίμνιό του εις τους λύκους να το κατασπαράξουν; Η αιτία είναι η υπερηφάνεια…. Μίαν πατρικήν συμβουλήν δίδω τω Οικουμενικώ Πατριάρχη...: Να ταπεινωθή, να μετανοήση και να ζητήση συγχώρησιν από τον Θεόν και από το ποίμνιό του, το οποίον εσκανδάλισεν.»(σημ. 7, τ. Β΄ σ. 109, 112).
«Και εις τι συνετελέσατε με τους θεαματικούς και εξηζητημένους ασπασμούς και γλοιώδεις εναγκαλισμούς και την παρά τους ιερούς κανόνας ανταλλαγήν των δώρων; Ακριβώς εις το να... αμβλυνθή εις την ψυχήν των πιστών η συνείδησις ότι οι Παπικοί είναι αιρετικοί… Μη κολακεύετε αυτούς [τους Παπικούς], διότι τους βλάπτετε… Μηδέ στηρίζεσθε εις την πονηράν αλώπεκα, το Βατικανόν, και ελπίζετέ τι παρά της Δυτικής οφρύος… Ομολογουμένως φοβούμαι πώς διά το ατυχές Οικουμενικόν Πατριαρχείον … επαναλαμβάνεται το Γραφικόν “οι ιερείς ηθέτησαν νόμον μου και εβεβήλωσαν τα άγιά μου. Αναμέσον αγίου και βεβήλου, ου διέστειλαν”… “Μνημόνευε πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον”… Οποία έκπτωσις! Οποία συμφορά! … Θερμώς παρακαλούμεν Υμάς. θέσατε τέρμα εις τον σκανδαλισμόν.»(σημ. 7, τ. Α΄σελ. 295, 298).
7. ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ:
«Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος… ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἢ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς… Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. … Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῆ Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις.»(σημ. 8).
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ: Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
που έχει καταγγελθεί ως αιρετικός από συγχρόνους Αγίους και πρόσωπα
που η εκκλησιαστική συνείδηση τα αναγνωρίζει ως χαριτωμένα από το Θεό.
Τι σημαίνει αυτό;
Παραπομπές-σημειώσεις:
1. Αναλυτικότερα, π. Αναστ. Γκοτσοπούλου, Άγ. Παΐσιος Αγιορείτης, Σύγχρονος ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως, Πάτρα 2015, στο (https://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/8176E8F8 /agios_paisios_kai_oikoumenismos.pdf).
2. Θεοδρομία, 18(2016), τ.1-2, σ. 16.
3. Ἐξαιρετικά στοιχεῖα γιά τή στάση τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βλ. «Ἅγιον Ὂρος, Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Πίστεως», Ἃγ. Ὅρος 20142.
4. Ὀρθόδοξος Τύπος 127/10.10.1970.
5. Ὀρθόδοξος Τύπος, 98/1.3.1969 καί 1680/9.3.2007.
6. Αρχιεπίσκοπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, Πεπραγμένα, τ. Β΄, Αθήναι 1964.
7. Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1988.
8. Αρχιμ. Επ. Θεοδωρόπουλος, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σ. 152-153.
Οι μασόνοι, οι θεοσοφιστές και οι πνευματιστές επαινούν τον Πατριάρχη Αθηναγόρα (σημ. 1)…
ΤΕΚΤΟΝΕΣ: Η ηγεσία της μασονίας είναι κατηγορηματική για τη τεκτονική ιδιότητα του Πατριάρχου Αθηναγόρα, στον ύπατο 33ο βαθμό! Ενδεικτικά αναφέρουμε:
1. Επίσημη ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος: στην ενότητα «Διακεκριμένοι Έλληνες Τέκτονες» υπάρχει εκτενές βιογραφικό του Αθηναγόρα και ιδιαίτερα επαινετική αναφορά στην οικουμενιστική του δραστηριότητα (http://www.grandlodge.gr/athinagoras-w-57864.html).
2. Επίσημη ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου (http://www.aasr.gr/index.php/tektones/ellines-tektones).
3. Τά ἐπίσημα μασονικά περιοδικά κατ' ἐπανάληψη ἔχουν δημοσιεύσει ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦταν Μασόνος [τόν χαρακτηρίζουν: «μέγα» (Πυθαγόρας 1977, τ. 5, σ. 5), «ἐνσυνείδητο μασόνο» (Πυθαγόρας, 1997, τ. 58-59, σ. 49), «τοῦ Ὑπάτου 33ου βαθμοῦ… μεγάλο ὁραματιστή πού προώθησε τήν ἰδέα τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν» (Ἰλισός, 1973, τ. 97, σ. 41)].
4. Στη Στοά «Αρμονία», στις 12.10.1972 τελέστηκε μασονικό «μνημόσυνο». Μίλησε τέκτονας από την Κωνσταντινούπολη,συνεργάτης του Αθηναγόρα και έπλεξε το εγκώμιό του επαινώντας ιδιαίτερα τη πρωτοπορία του στην Οικουμενική Κίνηση. Μετά την ομίλια:
«… οι αδελφοί, καλούμενοι, εγείρονται και εις σιγήν κατανύξεως, αποδίδουν τον φόρον τιμής εις μνήμην της Α. Θ. Παναγιότητος, ενώ χορός εξ αδελφών της Στοάς ψάλλει τον εξόδιον ύμνον.» (Τεκτονικό Δελτίο, 1972, τ. 104, σ. 232-236).
ΘΕΟΣΟΦΙΣΤΕΣ: Ο Αθηναγόρας είναι ο πλέον αγαπημένος Πατριάρχης των εν Ελλάδι Θεοσοφιστών! Δεκάδες είναι τα άρθρα που τον εξυμνούν στο θεοσοφικό περιοδικό «Ιλισός». Ενδεικτικά:
1. Ιλισός, 1968, τ. 55-56, σ. 68: Μήνυμα Χριστουγέννων,
2. 1969, τ. 69-70, σ. 137: Σχόλιο στην 20ετία στον Πατριαρχικό Θρόνο,
3. 1969, τ. 73-74, σ. 250: Πρόταση του Αθηναγόρα για Κοινό εορτασμό του Πάσχα,
4. 1972, τ. 91, σ. 5-9: Αφιέρωμα με τίτλο: «Επέτειος αναρρήσεως στον Οικουμενικό Θρόνο, Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και η ανακαίνισις του Χριστιανισμού»,
5. 1972, τ. 92, σ. 125-126: Άρθρο του Αθηναγόρα,
6. 1972, τ. 94, σ. 243-245: Άρθρο με τίτλο: «Πένθος της Χριστιανοσύνης, Το Κληροδότημα του Αθηναγόρα»,
7. 1972, τ. 96, σ. 484: «Εις μνήμην του Πατριάρχου Αθηναγόρα»,
8. 1973, τ. 97, σ. 41: Ο Αθηναγόρας «μετέστη εις την Αιωνίαν Ανατολήν». Σύντομο βιογραφικό αναφέρει ότι ήταν τέκτων 33ου βαθμού, μυηθείς στην Αμερική.
Αλλά η αγάπη και η εκτίμηση των θεοσοφιστών προς τον Αθηναγόρα ήταν αμοιβαία! Και ο Αθηναγόρας τους εκτιμούσε πολύ, όπως προκύπτει από επιστολή του προς τον δεδηλωμένο μασόνο, θεοσοφιστή και εωσφοριστή Κ. Μελισσαρόπουλο (Αναλυτικότερα για την απαράδεκτη αυτή επιστολή και για το ποιος ήταν ο Κ. Μελισσαρόπουλος βλ. Αν. Γκοτσοπούλου, Αθηναγόρας-Μελισσαρόπουλος Α΄, Β΄, Γ΄, στο http://anastasiosk.blogspot.gr /2015/10/blog-post74.html και https://www.impantokratoros.gr/ 9B1FCB4.el.aspx).
Γράφει ο Αθηναγόρας τα εξής αδιανόητα σε εωσφοριστή:
«… πολλήν εδοκιμάσαμεν ψυχικήν χαράν κομισάμενοι το σύγγραμμα της ημετέρας λίαν ημίν αγαπητής Εντιμότητας… μελετούμεν αυτό εν μυστική μεθ υμών ψυχική επικοινωνια και αγαλλιάσει, ότι πλουτιζομεθα εκ των υψηλών σκέψεων της ημετέρας Εντιμότητας. Ταύτα δε πάντα συγκροτούσι και την προσωπικήν Βιβλιοθήκην την οποιαν καταρτίζομεν εν τη ψυχή ημών και διατηρούμεν ανεξάντλητον.... έχουσι τοποθετήσει την υμετέραν Εντιμότητα εις την γενναίαν και τετιμημενην παρεμβολήν των συμμετόχων και συνεργατών της Μητρός Εκκλησίας εν τη προσπάθεια αυτής εις προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών.»
ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΤΕΣ (ΜΕΝΤΙΟΥΜ): Και με τους πνευματιστές τα πήγαινε καλά ο Αθηναγόρας(;!)
1. Ν. Α. Αντωνακέας: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι…ο εκ των πλέον διανοουμένων και φιλοσοφημένων ανδρών της εποχής μας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, του οποίου αι συντεταγμέναι αρχίζουν εκ της γης, επεκτείνονται εντός του δονητικού βάθους και φθάνουν εις τον Ουρανόν, εκεί όπου είναι κεχαραγμένον το όνομά του, ου μόνο παραδέχεται την ορθότητα και αναγκαιότητα του Πνευματισμού, αλλά και ενυπογράγως διακηρύσσει τας περί πνευματισμού ιδέας του» (στο Κ. Ν. Αντωνακέας, Κοσμικοί Κύκλοι, Θέματα Μεταψυχικής, Αθήναι 1967, σ. 23).
2. Κ. Ν. Αντωνακέας: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας,… υπήρξε κατά τους νεωτέρους χρόνους πρωτοπόρος του Πνευματισμού» (Κ. Ν. Αντωνακέας, αυτόθι).
3. Ηλ. Σκριβάνου-Βασιλειάδου: «Κεφαλές της Εκκλησίας ήλλαξαν “στάσιν” και έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές Πνευματοφρόνων [Πνευματιστικών] Σωματείων…Υπεράνω όλων αυτών η κορυφή της Ορθοδοξίας, ο μεταστάς Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος δι' επιστολών του συγχαίρει Πνευματοφρόνους πνευματιστές συγγραφείς» (Ηλ. Σκριβάνου-Βασιλειάδου, Πνευματόφρονα Νάματα Ενώσεως Ερευνητών Μεταψυχικών Φαινομένων “O Άγ. Νεκτάριος”, εκδ. δ΄, Αθήναι).
Συγχαρητήριες επιστολές στις οποίες «… απονέμει ολόθερμον την πατρικήν και πατριαρχικήν ευλογίαν… όπως ο Ύψιστος ενισχύη υμάς προς συνέχισιν της τόσο γονίμου πνευματικής υμών εργασίας», έχει αποστείλει ο Αθηναγόρας μεταξύ άλλων στους πνευματιστές-μέντιουμ Νικόλαο Αντωνάκεα, Ηλέκτρα Σκριβάνου-Βασιλειάδου και Βασίλειο Τσινούκα, οι οποίοι στα συγγράμματά του υβρίζουν σκαιότατα τα Χριστιανικά δόγματα!
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ: Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
που έχει αποσπάσει τόσο πολλούς επαίνους και κολακευτικές κρίσεις
από μασόνους, θεοσοφιστές και πνευματιστές!
Τι σημαίνει αυτό;
Σημειώσεις-Παραπομπές:
1. Τά στοιχεῖα τῆς παραγράφου αὐτῆς μᾶς τά παρέσχε ἡ ἐρευνητική ἐργασία τοῦ Μοναχοῦ Ἀβερκίου, τόν ὁποῖο καί θερμῶς εὐχαριστοῦμε. Μικρό μέρος τῆς ἐργασίας αὐτῆς δημοσιεύεται στήν ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος μέ τίτλο: «Ποιός θά ὑπερασπιστεῖ δραστικά τούς κατά καιρούς φερομένους ὡς “θαυμαστές” Σκοτεινῶν Ὀργανώσεων Κληρικούς μας;» Α΄-Z΄, στό Ὀρθόδοξος Τύπος τ. 2202/2.3.18 ἓως τ. 2208/13.4.18. Βλέπε καί Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση), «Ἡ μασονική προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», στό (www.impantokratoros.gr/741CE610.el.aspx), και του ιδίου, «Στοιχεῖα ἐπιδράσεως τῆς Μασονίας στόν πρώιμο ἑλληνικό Οἰκουμενισμό», ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ 19 (2017) 4, 568-589, και (https://www.scribd.com/document/36807 0179 /Στοιχεία-Επιδράσεως-της-Μασονίας-στον-πρώιμο-Ελληνικό-Οικουμενισμό).
Οἰκουμενισμός: Ἡ “παναίρεση” τῆς ἐποχῆς μας,
στήν ὑπηρεσία τοῦ τεκτονισμοῦ καί τῆς θεοσοφίας
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἐμπνέεται ἀπό τό αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου γιά ἑνότητα ὅλων τῶν πιστῶν Του καί γεννήθηκε μέ τίς Πατριαρχικές Ἐγκυκλίους 1902, 1904 καί 1920. Δυστυχῶς, ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική καί πολύ τραγική: ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ μελέτη ἀπορρήτων μασoνικῶν κειμένων, ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὅπως σχεδιάστηκε καί προωθεῖται ἀπό τό διαχριστιανικό Οἰκουμενισμό (μέ παπικούς καί προτεστάντες), ἐντάσσεται στά εὑρύτερα πλαίσια τοῦ διαθρησκευτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἀποβλέπει στήν ἑνοποίηση ὅλων τῶν θρησκειῶν (σημ. 1)!
Οἱ μασόνοι εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς:
«Ὁ Τεκτονισμός … προώρισται αὐτός νά ὑποδείξῃ βραδύτερον τήν βάσιν, ἐπί τῆς ὁποίας θά ἑδρασθῇ ἡ παγκόσμιος θρησκεία τοῦ μέλλοντος, ἥτις θά περισυναγάγῃ τήν Οἰκουμένην ἅπασαν εἰς μίαν ποίμνην ὑπό ἕνα ποιμένα.» (σημ. 2)
Τό ἔργο αὐτό τό ἔχουν ἀναλάβει τά ἀνώτατα κλιμάκια τῆς μασονίας:
«Ἡ ἕκτη τάξις [30oς-33ος μασονικοί βαθμοί] καθιερώθη διά τήν ἵδρυσιν θρησκείας παγκοσμίου.»(σημ. 3)
Ἀσφαλῶς στό ἔργο τοῦ τέκτονα ἐντάσσεται ἡ κατάργηση τῶν θρησκειῶν μέ τή σημερινή τους μορφή:
«Ὁ τέκτων ὃτε μεν εἶναι δημοτικός [δημοκρατικός], ὃτε μεν ἀριστοκρατικός, καί ἄλλοτε καταρρίπτει τούς βωμούς τῶν ναῶν, ἄλλοτε κατακρημνίζει τούς θρόνους τῶν βασιλέων.»(σημ. 4)
Μέσῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τά χριστιανικά δόγματα, ἀρχικά, καί στή συνέχεια ὅλες οἱ θρησκεῖες θά παραμερίσουν καί θά διαγράψουν τίς διδασκαλίες πού τίς διαφοροποιοῦν καί θά κρατήσουν μόνο τά στοιχεῖα πού τίς ἑνώνουν! Αὐτό εἶναι τό «Βασιλικό Μυστικό» (σημ. 5) τοῦ Τεκτονισμοῦ, ὅπως ἐκτίθεται στήν τελετή μυήσεως τοῦ «Ὑπερτάτου Πρίγκηπος τοῦ Βασιλικοῦ Μυστικοῦ» (32ος μασονικός βαθμός):
«Νά ἐλευθερωθοῦν οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου, παραμερίζοντας πολλά πράγματα ἐξ ἐκείνων τά ὁποία τιμοῦν ἤ κηρύσσουν εἰς τάς ἰνδικάς παγόδας, τούς βουδιστικούς ναούς, τά μωαμεθανικά τεμένη καί τάς χριστιανικάς ἐκκλησίας, νά ἀναζητήσουν κάτι τό ἁγνότερον, καί νά προχωρήσουν πρός μίαν αἰωνίαν ἀλήθειαν, ἔτσι ὥστε νά προκύψῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ μέλλοντος, ὁ νέος ναός τόν ὁποῖον θέλομεν νά οἰκοδομήσωμεν μίας πράγματι καθολικῆς θρησκείας, τότε θά ἀρχίσῃ νά ἀναφαίνεται τό ἀληθές Βασίλειον τῆς Ἐλευθερίας, δεδομένου ὅτι οἱ διδασκαλίες τῶν διαφόρων θρησκειῶν ἔχουν ἀξιοσημείωτον σύμπτωσιν καί συμφωνίαν … αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι Τόποι τούς ὁποίους θέλομεν νά κατακτήσωμεν, αὐτός εἶναι ὁ Ναός τόν ὁποῖον θέλομεν νά οἰκοδομήσωμεν, εἰς αὐτό συνίσταται τό Βασιλικόν Μυστικόν.»
Ἡ σοβαρότητα τοῦ «Βασιλικοῦ Μυστικοῦ» καταδεικνύεται ἀπό τό ὅτι σέ αὐτό μυοῦνται μόνο οἱ «Ὑπέρτατοι Πρίγκηπες», οἱ ἡγέτες τῆς μασονίας (32ος βαθμός) καί δίνουν ὅρκο νά μήν ἀποκαλύψουν σέ κανένα τό «ἀπόρρητο ἔργο» γιά τήν πραγμάτωσή του:
«… ὁρκίζομαι ὅτι δέν θά ἀποκαλύψω εἰς οἱονδήποτε, μή δικαιούμενον νά μάθῃ τοῦτο, οἱονδήποτε τμῆμα τοῦ ἀπορρήτου ἔργου τοῦ βαθμοῦ τούτου (τοῦ 32ου μασονικοῦ βαθμοῦ).»(σημ. 6)
Ἐπιπλέον δε, οἱ ἲδιοι οἱ μασόνοι ὁμολογοῦν κυνικά:
«Τό εἰρηνοπολιτικόν σωτήριον κήρυγμα τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπέκρυπτε τήν καθαίρεσιν τῆς Ὀρθοδοξίας» («Πυθαγόρας», ἔτος 1930, τ. 1, σ. 17)!
Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ἡ Οἰκουμενική Κίνηση, ὃπως τήν ζοῦμε, εἶναι πνευματικός καρπός τοῦ τεκτονισμοῦ καί τῆς θεοσοφίας καί αὐτῶν τά ἄνομα καί ἀνήθικα σχέδια καλεῖται νά ὑλοποιήσει. Ἄρχισε νά ἐφαρμόζεται, τόν 19ο αἰ, ἀρχικά στόν προτεσταντικό χῶρο (σημ. 7) μέ καθαρά προτεσταντικές ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις (θεωρία κλάδων-ἀναδενδράδων) καί στοχεύσεις (ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τοῦ κατακερματισμένου προτεσταντισμοῦ) καί μέ πρωτοπόρους Προτεστάντες. Ἀργότερα, στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ., στήν Οἰκουμενική Κίνηση προσχώρησε τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι, σύμφωνα μέ μασονικά περιοδικά, οἱ Πατριάρχες ΚΠόλεως Ἰωακείμ Γ΄, Μελέτιος Μεταξάκης καί Ἀθηναγόρας - πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - ἦσαν μασόνοι! ). Ὁ παπισμός, ἀρχικά ἦταν ἀντίθετος στόν Οἰκουμενισμό, καί στή συνέχεια, ὅταν ‘‘συμφιλιώθηκε’’ μέ τήν μασονία μέ τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1962-65)(σημ. 8), παρέσχε στόν Οἰκουμενισμό τή “θεολογική” κάλυψη (βαπτισματική θεολογία, ὅρια Ἐκκλησίας) καί πρότεινε συγκεκριμένες πρακτικές γιά τήν ὑλοποίησή του, τίς ὁποῖες ἔκτοτε ἀκολουθεῖ κατά γράμμα ἡ Οἰκουμενική Κίνηση.
Ὡς Ὀρθόδοξοι θλιβόμαστε ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοί μας Ταγοί πορεύονται καί ἐνεργοῦν στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βάσει τῆς θεολογίας καί τῶν ἀποφάσεων καί πρακτικῶν ἐπιταγῶν τῆς παπικῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου μέ τελική στόχευση τούς σκοπούς τῆς μασονίας γιά ἑνοποίηση καί συγχώνευση ὅλων τῶν θρησκειῶν!
Εἶναι προφανές ὅτι μία τέτοια προσπάθεια μέ τίς προϋποθέσεις τῆς προτεσταντικῆς καί παπικῆς ἐκκλησιολογίας καί κατά βάθος τῆς θεοσοφίας καί τοῦ τεκτονισμοῦ, εἶναι ἐντελῶς ξένη στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό καί ὁ Καθηγητής τῆς Δογματικῆς καί σύγχρονος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, χαρακτήρισε τόν Οἰκουμενισμό ὡς «Παναίρεση» καί συνακόλουθα:
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ
ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ.
Σημειώσεις-Παραπομπές:
[1] Ἡ παρούσα παράγραφος δημοσιεύθηκε στό π. Ἀναστ. Γκοτσόπουλος, Ἅγιος Παΐσιος, Σύγχρονος Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Πάτρα 2015, στό (https://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/8176E8F8/agios_paisios_kai_oikoumenismos.pdf). Τά στοιχεῖα τῆς παραγράφου αὐτῆς τά ἒχουμε ἀντλήσει ἀπό τά ἀποκαλυπτικά ἄρθρα τοῦ Μοναχοῦ Ἀβερκίου, «Παγκόσμια θρησκεία και Τεκτονισμός» Α΄-Ε΄, στό Ὀρθόδοξος Τύπος τ. 2077/10.7.15 έως 2081/7.8.15. Βλ. καί Μοναχοῦ Σεραφείμ, «Ἡ μασονική προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», στό (http://www.impantokratoros.gr/741CE610.el.aspx).
[2] (Μασονικό περιοδικό) «Ἀθηνᾶ», ἔτος 1894, τευχ. 3, σ. 55-56 και τευχ. 2, σ. 26-27.
[3] (Μασονικό) «Τυπικόν τοῦ μυστικοῦ Συνεδρίου [30ου βαθμοῦ] τῶν Μεγάλων Ἐκλεκτῶν Ἱπποτῶν Καδός [“Ἁγίων”]», 1905, σ. 27.
[4] (Μασονικό περιοδικό) Πυθαγόρας, ἔτος 1882, τ. 10, σ. 291.
[5] Ἀναλυτικότερα στά ἄρθρα τοῦ Μοναχοῦ Ἀβερκίου, «Παγκόσμια θρησκεία και Τεκτονισμός» Α΄-Ε΄, βλ. ὑποσημ. 1.
[6] «Ὕπατον Συμβούλιον τοῦ 33ο τῆς Ἑλλάδος, ΤΥΠΙΚΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ τοῦ 32 βαθμοῦ τοῦ ἀρχαίου καί ἀποδεδεγμένου Σκωτικοῦ Τύπου», ἐν Ἀθήναις, 1975.
[7] Ἀναλυτικά βλ. π. Π. Heers, «Οἱ ἱεραποστολικές καταβολές τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ, Ὁρόσημα στήν πρό τοῦ 1920 πορεία του», στό (http://www.impantokratoros.gr/1FD9FFD7.print.el.aspx).
[8] (Μασονικό περιοδικό) Ο Κλειδόλιθος, ἔτος 1983, τ. 15, σ. 36.
Οἰκουμενισμός: Ἡ “παναίρεση” τῆς ἐποχῆς μας,
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα: ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον[3].»
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος[4].»
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες. Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει:
«Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς[5].»
Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα;
α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί,
β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας:
«Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.[6]»
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της. Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα: ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του:
«... ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ[7].»
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς:
«... ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν "Ἁγία Ἔδρα", ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό[8].»
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες. Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα:
«... Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα:
«ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ[9]».
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της:
«Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»,
δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο, καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι:
«ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10].
«Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν[11].»... »
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως»:
«Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12],
δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965) καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές:
1. Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση;
2. Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13];
3. Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας: ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν»:
«...› Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
› Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα.
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι[14].»
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ:
«Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία[15].»
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό:
«Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου[16].»
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση:
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν[17]», σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν!
«Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[18]», παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο:
«Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα[19].»
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης:
«Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα[20]!»
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση»:
«Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν[21].»
Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε. Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν:
«Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς», συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας,
«... καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος[22].»
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς. Νά ἐπιτευχθεῖ:
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει:
«Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν[25].»
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές:
1. Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα;
2. Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων;
Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική. Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό,
«... μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος:
«Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα:
› Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;
Μοῦ λέει:
› Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου:
› Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου:
› Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως[27].»
Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων. Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας».
«Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ:
«... ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον[31].»
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος: ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα:
«... ὑπάρχουν δύο δρόμοι: Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος[32].»
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει:
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965)
(γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ' ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι' αὐτό ἀποδίδουν σημασία στήν ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τόν σεβασμό τους στόν Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[33]),
νά προωθεῖται δέ καί νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε πρίν ἀπό τριάντα δύο χρόνια, στήν Ἀσίζη πάλι (1986), στήν Α' ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακή ψευδοσύνοδο, νά συγκαλέσει τήν πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στόν ἴδιο ψεύτικο Θεό ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι.
Τό Βατικανό καί τόν Πάπα ἀκολούθησαν στή συνέχεια τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[34], δηλ. αἱρέσεων, καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες. Φθάσαμε στό σημεῖο νά ἐκδίδονται γραμματόσημα, πάνω στά ὁποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τόν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανός κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καί ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, ὅπως ἐπίσης καί στό νά προσφέρονται ὡς δῶρο σέ κοινή καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τά τρία δῆθεν «ἱερά» βιβλία, ἡ ἑβραϊκή Βίβλος, τό Εὐαγγέλιο καί τό Κοράνιο.
Αὐτό ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καί κοινωνία τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Γιατί, ὄχι μόνον ὡς πρός τό Κοράνιο, ἄλλα καί ὡς πρός τήν ἑβραϊκή Βίβλο, ἄν αὐτή ἰδωθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ χωρίς Χριστό, ὑπό τό φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ἀνήκει κι αὐτή στό σκότος, ἐφαρμόζονται καί σ' αὐτήν τά αὐστηρά «οὐαί», πού εἶπε ὁ Χριστός πρός τούς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρός αὐτούς πρῶτα ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στό σκοτάδι. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβαν... καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[35].»
Αὐτή, λοιπόν, ἡ διγλωσσία, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, παρακολουθεῖ κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, ἀλλά μέ συνέπεια, τήν ἀνάλογη τοῦ Βατικανοῦ: αὐστηρή ὀρθόδοξη στάση στό «ἐσωτερικό» καί διαδοχικές ὑποχωρήσεις ἔναντι τῶν Παπικῶν.
Θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πολλά μοντέλα καί σχήματα ἐπανενώσεως, οὔτε ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας (οὐνιτική ἕνωση), πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό παγκόσμιο καί οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τον μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους, μέσω τῆς κατηχήσεως καί τοῦ βαπτίσματος, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζ) Ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθόδοξων οἰκουμενιστές παρασιωποῦν τίς μυστικές συμφωνίες Ρώμης - Φαναρίου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ψευδοενώσεως, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, ὅπως αὐτές ἀπεκαλύφθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐκπονήθηκε ἕνα καλά μελετημένο σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο σταδιακά ἐφαρμόζεται σέ στενή συνεργασία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ψευδοένωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι κατά τά πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τό σχέδιο αὐτό ἀπεκάλυψαν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους καί ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατήρησε:
«Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν[36].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα:
«... Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) «ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι' αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως, νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως[37].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός σέ πλήρη συμφωνία μέ τούς παραπάνω παρατηρεῖ:
«Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ συνάντηση του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας[38].»
Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπεσήμανε:
«Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ Πάπας!...Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν[39]!»
Ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι:
«... οἱ ἀδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι' ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ παραλλήλου πρός ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν[40].»
Ἐάν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τόν Αὔγουστο τοῦ 1971: «... τό ’65 ἐσηκώσαμεν τό σχίσμα, εἰς τήν Ρώμην καί ἐδῶ, μέ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καί ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ…[41]», ἀλλά καί τήν πλήρη εὐθυγράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καί Βαρθολομαίου, μέ τήν γραμμή, πού αὐτός χάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι, τοὐλάχιστον γιά τό Φανάρι, σχίσμα πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ψευδοένωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη «τελεία»[42].
Τελεία ἕνωση θά γίνει, ὅταν θά φθάσουμε πλέον στό κοινό Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρός τήν ψευδοένωση αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965. Ἐπακολούθησε ἡ πλήρης ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ ὡς «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1993 στό Balamand. Ἐκεῖνο τώρα πού ἀπομένει, εἶναι ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς συμφωνηθείσης ἑνώσεως ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον ἐπιλυθεῖ τό ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου.
Ἡ καθιέρωση τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀγάπης», μιᾶς μακρᾶς δηλαδή περιόδου ἀπό τό 1965 ἕως τό 1980, πού προηγήθηκε τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐντάσσεται μέσα στό ἄριστα μελετημένο σχέδιο, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τούς ἀρχιτέκτονες τῆς ψευδοενώσεως Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα, τόν Δεκέμβριο του 1964. Ὁ «Διάλογος τῆς Ἀγάπης ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία μέ τήν δημιουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καί φιλίας. Ἐπινοήθηκε ἀκόμη ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… ὥστε νά ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Ἐπινοήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμένων γεγονότων»[43].
Μεθοδεύτηκε ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὄχι ἀπό τά διαιροῦντα, ἀλλά ἀπό τά ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Μπαλαμάντ (Balamand). Μέ τό κείμενο αὐτό Παπικοί καί Οἰκουμενιστές ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασαν ξαφνικά στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οικονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα πού συνιστά πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως[44].
Αὐτή ἡ τακτική τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν διατρέχει, ἀπό τό ξεκίνημα ἀκόμη, ὅλη τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς, πού ἀρχίζει ἐπισήμως ἀπό τό 1980.
Ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχαν ξεκινήσει οἱ διεργασίες γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στήν φάση ἐκείνη ἐπελέγη ὡς προσφορότερος ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης», γιά νά προλειάνει τό ἔδαφος στήν ἐπίσημη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ μέθοδος, ἄλλωστε, τῆς «ψυχολογικῆς προετοιμασίας», πού προαναφέραμε, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τό 1961 ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε στήν Ρόδο τήν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψηκαί ἔθεσε μεταξύ τῶν θεμάτων της καί τήν ἔναρξη τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς. Ἡ Διάσκεψη πρότεινε τήν «καλλιέργειαν σχέσεων ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, λαμβανομένων ἰδία ὑπ' ὄψιν τῶν ὑπό τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 προβλεπομένων σημείων»[45]. Αὐτό, ὅμως, πού τονίζεται εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά παραβλέπονται οἱ βασικές διαφορές στήν πίστη καί την διοίκηση. Ἐπίσης, μέ κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν ἡ ἀνάγκη τερματισμοῦ τῆς θλιβερῆς τακτικῆς τοῦ προσηλυτισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία ἦταν καί ὁ λόγος πού ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀποφάσισε νά μήν ἀποστείλει παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού θά ξεκινοῦσε λίγα χρόνια ἀργότερα τίς ἐργασίες της.
Η) Ἡ ἀνατροπή τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων
Οἱ πανορθόδοξες αὐτές ἀποφάσεις ἔμελλε, πολύ σύντομα, νά ἀνατραποῦν μέ πρωτοβουλία τοῦ Φαναρίου καί τοῦ Βατικανοῦ. Χωρίς τήν παραμικρή ἀλλαγή στάσεως τοῦ Βατικανοῦ στό ζήτημα τῆς Οὐνίας, πού ἦταν καί ἡ αἰτία γιά τήν ἀπόφαση νά μήν ἀποσταλοῦν Ὀρθόδοξοι παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπεδίωξε παρά ταῦτα τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στό Βατικανό καί τήν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Συνεκάλεσε γιά τόν σκοπό αὐτό ἐσπευσμένα (στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1963) τήν δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου καί μάλιστα σέ διάστημα λίγων μόνο ἡμερῶν, χωρίς τήν ἐλάχιστη προετοιμασία, χωρίς τήν προηγούμενη ἐπιλογή τῆς θεματολογίας καί παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία. Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω ἀντικανονικές ἐνέργειες, ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας προέβη καί σέ ἄλλες βλάσφημες δηλώσεις, ὅπως:
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής:
«Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τις Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τήν λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τόν Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[51]!»
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς καί τρείς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Παραμυθίας Παῦλος καί ὁ Ἐλευθερουπόλως Ἀμβρόσιος, ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… «ἀπόβλητα»[52].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπισημαίνει:
«Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του Ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιό ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον, διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων[53].»
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του, ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[54].
Αὐτή εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν «Μεγάλο», κατά τούς Οἰκουμενιστές, Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τόν δῆθεν «πιστό τηρητή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως», τόν δῆθεν «ἀδικημένο καί συκοφαντημένο συνειδητά». Ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ἐπειδή εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση μεταξύ Σιωνισμοῦ, Τεκτονισμοῦ-Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ, σάν τήν σχέση μητέρας καί παιδιοῦ, ὅσοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι ἤ Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί προβάλλονται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ὡς δῆθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα εἶναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐφαρμόζεται καί στόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀλλά καί σ'αὐτούς πού τόν ἐξυμνοῦν.
Θ) Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἀποσιωποῦν σκοπίμως στά ἄρθρα τους καί τίς ὁμιλίες τους τίς ἰσχυρές καί ἠχηρές ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά καινοφανῆ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Ἀξίζει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε τήν κατηγορηματική καί μετά σθένους ἄρνηση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρόσκληση τοῦ Βατικανοῦ γιά ἀποστολή Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στήν Α΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε τό 1870.
Στήν σπουδή αὐτή τοῦ Πατριάρχπυ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί τήν προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τετελεσμένων στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀντιτάχθηκε σθεναρά ἡ Ἐκκλησία της Ἑλλάδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τοές ἐπιφανέστερους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας καί Ἐφέσου. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας καί κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Στήν μακρόβια ζωή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «γνώρισε ἀπό κοντά τή σύμπραξη τοῦ Βατικανοῦ μέ τούς Κομιτατζῆδες στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τή βοήθεια πού προσέφερε τό Βατικανό στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τή δράση της Ουνίας»[55]. Ἔχοντας, λοιπόν, ἰδία ἀντίληψη γιά τίς τακτικές τοῦ Βατικανοῦ, δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ καί νά συνθηκολογήσει μέ τίς νέες μεθοδείες του καί τήν «ἐπίθεση στά νῶτα». Στόν αἰφνιδιασμό τοῦ Πατριάρχου ἀπαντᾶ μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα. Στήν ἔκτακτη σύγκλησή της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία:
«...ἠσχολήθη μέ τό καταθλίψαν τούς Ποιμένας αὐτῆς θέμα... κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι' οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίση μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας[56].»
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τήν πάγια τακτική τοῦ Βατικανοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, «διαχωρίσασα καθηκόντως τάς Ἑαυτῆς ἱστορικάς εὐθύνας», κατέληξε στήν ἀπόφαση νά μήν λάβει μέρος στήν Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν τό ἑξῆς:
«Ἐκτιμῶσα πρεπόντως (ἡ Ἱερά Σύνοδος), ἀφιλαδέλφους, ἀντευαγγελικάς καί κατακρίτους ἐνεργείας καί μηχανορραφίας, ἀπαραλλάκτως πάντοτε γινομένας ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἀποβαλόντος τοῦ Παπισμοῦ τόν παλαιόν ἄνθρωπον, οὐδέ τάς ἀνεντίμους μεθόδους τοῦ μέσῳ τῆς οἰκτρᾶς Ούνίας ἐπιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμοῦ, ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν. Εἰς τήν ἀπόφασίν της ταύτην ἡ Ἱερά Σύνοδος σύμμαχον ἔχει καί ἅπασαν τήν Γερασμίαν χορείαν τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικῶς νά καταδικάσῃ τό περί οὗ πρόκειται ἀκαίρως καί ἐν σπουδῇ ἀποφασισθέν τοῦτο Συνέδριον[57].»
Τήν ἴδια σθεναρή στάση κράτησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί στήν περίπτωση τῆς συναντήσεως Πάπα - Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ, γεγονότα, πού γνώρισαν τήν κατακραυγή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος στήν Ἑλλάδα. Ἡ ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθήνας ἦταν ἀναπόφευκτη, γεγονός πού ἔφερε σέ δύσκολη θέση τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο στήν σχέση του μέ τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Εἶναι ἡ περίοδος, πού:
«... οἱ κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης δέχονται συνεχεῖς πιέσεις ἀπό παράγοντες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καί τοῦ ΝΑΤΟ νά στηρίξουν τήν προσπάθεια γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ Σοβιετική Ἕνωση καί τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας[58].»
Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1966 σέ συνάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν τότε Ἀντιπρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως κ. Γ. Ἀθανασιάδη-Νόβα καί τόν Ὑπουργό Παιδείας κ. Στ. Ἀλαμνῆ, ὁ Ὑπουργός δήλωσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι:
«... ἡ κυβέρνησις βαρέως φέρει τήν ἀντίθεσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τό Πατριαρχεῖον, διότι ἡ ἀντίθεσις αὐτή ἐνθαρρύνει τάς Σλαυικάς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν πρέπει νά δίδεται ἡ ἀφορμή αὕτη ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.»
Καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος ἀπάντησε μέ παρρησία καί ἀποφασιστικότητα:
«Ὄχι. Δέν εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπ' αἰώνων συνυφασμένη μέ τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Εἴμεθα πρόθυμοι νά ὑποστῶμεν καί θυσίαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Εἰς τό Βιετνάμ θυσιάζονται εἰς τήν πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν τῆς πίστεώς των...[59].»
Ἡ «λύση» στό ζήτημα δόθηκε μόλις ἕνα χρόνο μετά ἀπό τό δικτατορικό καθεστώς, πού ἐκδίωξε τόν μακαριστό Χρυσόστομο Χατζησταύρου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, γιά νά ἀναβιβάσει τόν κυρό Ἱερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα ἕως τότε τῶν Ἀνακτόρων. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε παρενθετικά ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν, σέ γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στίς οἰκουμενικές της ἐπαφές μέ τούς ἑτεροδόξους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στούς ἐπισήμους διαλόγους τηροῦσαν, κατά κανόνα, τήν ὀρθοδοξότερη στάση καί ἦταν αὐτοί, πού ἐπέφεραν τά μεγαλύτερα προσκόμματα καί ἐξέφραζαν τίς μεγαλύτερες ἀντιρρήσεις σέ συμφωνίες ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως:
«Ἐπανειλημμένως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς συναντήσεις μέ τούς Παπικούς ἐπεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ὁ πρώην συμπρόεδρος τοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε μέ τούς ἱεράρχες καί τούς θεολόγους, πού ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[60].»
Κλασική περίπτωση αὐτῆς τῆς στάσεως ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στό Μπάλαμαντ (Balamand) τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί μέ πολλές ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει, διαμαρτυρομένη γιά τήν κλιμάκωση τῆς Οὐνίας στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στό κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ, τό ὁποῖο δέν συνυπέγραψε καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὁποίου βαρύνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ γραμμή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, πού μέ τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα (μέ κορυφαία τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2001 καί τήν σύγκληση τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» δηλ. αἱρέσεων, στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2005, τό ὁποῖο ἔλαβε προδοτικές ἀποφάσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γεγονότα τά ὁποία μόλυναν πολλές συνειδήσεις ὀρθοδόξων) ἀνέτρεψε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, προσχωρώντας στήν τακτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ νέα αὐτή γραμμή, δυστυχῶς, ἀκολουθεῖται καί ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄, ἔτσι ὅπως διατυπώνεται σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα του Βατικανοῦ Avennire (14-4-2009), ὅπου θεωρεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας «ἕνα θετικό βῆμα, τό ὁποῖο περιμένει καί τήν συνέχεια του», συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πώς ὁ δρόμος γιά τήν ἑνότητα εἶναι «ἕνας δρόμος χωρίς ἐπιστροφή». Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος δέν ἔχει ἀποφύγει τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο καί τόν οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στήν Λέσβο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2016 καί ἔλαβε μέρος στήν ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, ὑπογράφοντας τά κακόδοξα κείμενά της.
Ὁ χορός των ἀντιδράσεων στά καινοφανή οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα συνεχίστηκε. Τήν σκυτάλη πῆραν δύο ἁγιασμένες μορφές. Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, πού προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965, μετά τήν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο Στ' στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ' ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα.
Δέν θά ἀποθάνη, λοιπόν, αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἤ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο!
Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ' ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν!
Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἐφ’ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον, ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!
Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα… Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ’ὀλίγον ἡ ἀτραπός, ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἴδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν[61].»
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Ἁγιορείτης ἔγραψε ἐπιστολή, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους στίς 23-1-1969, στήν ὁποία γράφει:
«Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας...
Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα της ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν...
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει...
Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὀμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας.»
Πιό κάτω ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων. Λέγει, λοιπόν:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -, θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...»
Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς:
«Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα[62].»
Τελικά, ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ὅσιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα. Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τήν αἱρετική καί βλάσφημη οἰκουμενιστική θεωρία ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, μάλιστα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μασώνου καί μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες ὅλες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, ἰδίως τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέγει γιά τόν κυρό Ἀθηναγόρα τά ἐξῆς:
«Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τήν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ (εἰς τήν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτόν διὰ τοῦ Τύπου»[63].
Ι) Οἱ συνεργάτες καί διάδοχοι τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἄς δοῦμε, τέλος, στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν συνεργατῶν καί διαδόχων τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού ἀόκνως καί ἀπερισπάστως πράττουν, γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὄντως εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τοῦ μέντορα, πάτρωνα καί προκατόχου τους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ἦταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Ἐξεστόμισε τήν παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. νά καταργηθεῖ τό δόγμα περί Ἁγίας Τριάδος:
«Το νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος[64].»
Ὁ διάδοχος τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αὐτός μέ τήν σειρά του τήν πολιτική τοῦ προκατόχου του. Ἡ Ἱ. Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους σέ ἀπαντητική ἐπιστολή τό 1972 ὅσον ἀφορᾶ τό μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς:
«… ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ προκατόχου του, ἀλλά, τοὐναντίον, ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν οἰκουμενικήν κίνησιν.»
Στή συνέχεια παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του[65]:
«… Καί διαδηλῶμεν τήν πρόθεσιν ἡμῶν, ὅπως ἐν πιστότητι πρός τήν ἄχρι τοῦδε γραμμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθήσωμεν τήν ἁγίαν καί μεγάλην γραμμήν τοῦ Μεγάλου Προκατόχου ἡμῶν, τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, διά τήν ἐν Πανορθοδόξῳ συμπνοίᾳ διαχριστιανικήν ἑνότητα. Οὐδόλως θά παραλείψωμεν τό ἐπιβαλλόμενον χρέος ὅπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά τοῦ Ἰσλάμ, ἔπειτα δέ καί μετά τῶν ἄλλων μειζόνων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν…[66].»
Ἐπίσης, στήν κοινή διακήρυξη μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄ στίς 7-12-1987, ὑποστήριξε:
«Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου[67].»
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν ἐκλογή του στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνέχισε τήν οἰκουμενιστική, ἰσοπεδωτική γιά τήν Ὀρθοδοξία γραμμή τῶν προκατόχων του Πατριαρχῶν κυρῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἀνεγνώρισε ἀμέσως τόν θεσμό τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων τῆς Ἀσίζης (1986), τόν ὁποῖο ἵδρυσε τό Βατικανό. Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή:
«... ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.»
Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[68].
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας[69]».
Τό ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν ψευδοένωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στίς προσπάθειες, τίς ὁποίες κατέβαλεν ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας γιά τήν ψευδοένωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[70].
Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν συνέχιση τῆς οικουμενιστικής γραμμῆς τῶν κυρῶν Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ καί Ἀθηναγόρου, ὁ κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύ πολλῶν ἄλλων καί στίς παρακάτω δηλώσεις καί ἐνέργειες, γιά τίς ὁποῖες καυχάται ὅτι ξεπέρασε, ὑπερπήδησε καί ὑπερηκόντισε κατά πολύ τούς προκατόχους του σέ οἰκουμενιστικό ζήλο καί ότι δίδει πραγματικό οἰκουμενιστικό ρεσιτάλ.
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχει πεῖ κατά καιρούς τά παρακάτω:
Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθεῖ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι, ἐπί παραδείγματι:
1. Mέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995).
2. Στήν κηδεία τοῦ «Πάπα» Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008).
3. Σέ συνεδρία τῆς «Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη «λειτουργία» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013).
4. Μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992).
5. Μέ τή συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ «Πάπας», φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον.
6. Μέ τήν συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2014).
7. Μέ τήν συμπροσευχή μετά τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου (Μάιος 2014).
8. Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεο-εκλεγέντα τότε οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008).
9. Μέ τή συμμετοχή τοῦ παπικοῦ «ἐπισκόπου» Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης.
10. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή «Σύνοδο» τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993) καί την ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στόν Ἀγγλικανό «Ἀρχιεπίσκοπο» Καντερβουρίας Justin Welbi (Νοέμβριος 2015).
11. Μέ τή συνάντηση μέ τόν «Πάπα» Φραγκῖσκο στή Ρώμη τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2014, μέ σκοπό τήν συμπροσευχή γιά τήν εἰρήνευση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
12. Μέ τή συνάντηση μέ τόν Μονοφυσίτη «Πατριάρχη» τῶν Ἀρμενίων κ. Ἀράμ στό Φανάρι (Σεπτέμβριος 2014).
13. Μέ τή συνάντηση «Πάπα»-Πατριάρχη-Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο (Ἀπρίλιος 2016).
14. Μέ τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016).
15. Μέ τή συμμετοχή στήν διαθρησκειακή συνάντηση τῆς Ἀσσίζης (Σεπτέμβριος 2016).
Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις[89].
[1] (http://aktines.blogspot.gr/2018/04/19-20-2018.html), (http://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_707.html).
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 46-64.
[3] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οἱ ΗΠΑ στηρίζουν το Φανάρι, (http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330).
[4] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ καί Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός ἀπό τό 1821 ἕως σήμερα, ἐκδ. Προσκήνιο-Ἄγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[5] Ματθ. 7, 16-20.
[6] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Έγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, ἐκδ. οἴκος Λιβάνη, Ἀθήνα 2002, σσ. 189-190.
[7] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ιδεῶν, Ἀθήναι 1976, σ. 93.
[9] Ὅ. π., σ. 94.
[10] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 95.
[12] Ὅ. π., σ. 95.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 117.
[15] Ό. π.
[16] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[17] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[18] Ό. π., σ. 39.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[21] Ο. π.
[22] Ό. π.
[23] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἐκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[24] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[25] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[26] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[27] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος…, σσ. 196-197.
[28] Τόμος Ἀγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[29] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας (http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm)
[30] ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, 10-9-2014, (http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-217/471-2014-217-01).
[31] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[32] Ό. π., σ. 5.
[33] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[34] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί διαθρησκειακός Διάλογος. Ἐνημερωτικό σημείωμα, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς σχέσεις μέ τό Ἰσλάμ, «Καθ' Ὀδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[35] Ἰω. 1,5 καί 1,11.
[36]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[37] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[38] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 1.
[39] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[40] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 4.
[42] Κατά τήν λατινική ἐκκλησιολογία ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ἑνώσεως τῶν ἑτεροδόξων μέ τήν Παπική αἵρεση.
[43] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καί Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[44] Ὅ. π., σσ. 88-89.
[45] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[46] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[47] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ. 94, Δεκέμβριος 1968).
[48] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης, σ. 87.
[49] Δήλωσίς του, Ἀκρόπολις, 29-6-1963.
[50] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔθνος (13-10-1967).
[51] Σχ.βλ. ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[52] «Αἱρετικός ὁ Ἀθηναγόρας ἐβροντοφώνησεν ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πρίν 42 χρόνια», Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1, 7.
[53] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[54] Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, (http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html).
[55] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[56] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[57] Ὅ. π., σσ. 19-20.
[58] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἀπό τόν ἀφορισμό τοῦ 1054 στήν ἐπίσκεψη τοῦ 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[59] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Κράτος, ἐκδ. Τό Ποντίκι, σ. 154.
[60] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἡ ὑπέρβαση τοῦ κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[61] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
[62] ΟΣΙΟΣ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[63] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 116-117.
[64] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[65] Ἐπίσκεψις 69 (25-7-1972).
[66]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…», σσ. 78 - 79.
[67] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[68] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[69] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[70] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[71] Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρός Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24-5-2014) (http://www.amen.gr/article18151) - (§4).
[72] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, (http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM). Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[73] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις 563 (31-11-1998).
[74] «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008, ἐν (http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr).
[75] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[76] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2, Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
[77] Ἐπίσκεψις 563, 21.5. (www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2), Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr, 20/1/2013.
[78] Ἀπογευματινή 21-9-2003.
[79] Νέα Ὑόρκη 28-10-2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[80] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν στὶς 25−9−2000. Ἐπίσκεψις 588, 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[81] Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83] Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
[84] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[85] Ἐπίσκεψις 563 (30.11.1998) 6. Προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998 πρός τήν παπική ἀντιπροσωπεία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Καρδινάλιος William Η. Keeler. Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Ἐπίσκεψις» 563 (1998) 4-8.
[86] (www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr)
[87] (www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816)
[88] Ὑψηλή τιμητική διάκριση γιό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο (ΦΩΤΟ) 27-10-2015, (http://www.amen.gr/article/ypsili-timitiki-diakrisi-ston-oikoumeniko-patriarxi-vartholomaio-foto), Ὁμιλία Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰνστιτοῦτο "Σοφία", τοῦ παπικοῦ κινήματος «Focolari» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
[89] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx).
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...