Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μελετώντας κανείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση της ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Πατέρες δια μέσου των αιώνων. Είναι χαρακτηριστική η αρχή της προς Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ' εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α , 1).
Έτσι, οι Άγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν την εμπειρία τους σε όρους για να την διαφυλάξουν από την αίρεση και την διαστρέβλωση. Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο της παραδόσεώς μας και δεν μπορεί κανείς να τα κλονίση χωρίς να χάση τον δρόμο προς την σωτηρία του.
Είναι σημαντική η φράση της ησυχαστικής Συνόδου του 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα». Οι Άγιοι δεν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους, την αποκάλυψη την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν την προοπτική όχι μόνον δεν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς το θεμέλιο της σωτηρίας.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος για την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β Κορ. ιβ , 1-4), λέγει ότι αυτά τα ρήματα είναι οι ελλάμψεις της ακτίστου δόξης του Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δεν μπορούν να εκφρασθούν τελείως από αυτούς που δέχονται την εμπειρία της αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ το μέτρο της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας για το θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στους Αγίους με άρρητα ρήματα και οι Άγιοι την εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να διδάξουν τους ανθρώπους, προκειμένου να βαδίσουν τον δρόμο της σωτηρίας τους.
Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη του Θεού μεταφέρεται με όρους κάθε εποχής, από τους φορείς της Αποκαλύψεως, τους πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν... ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό, αναγνωρίζουν και σέβονται τους προγενεστέρους θεόπτες και αποδέχονται τους όρους που εκείνοι χρησιμοποίησαν.
Επομένως, εκείνοι που μπορούν να κάνουν, αν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν την ίδια παράδοση με τους προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σε αυτούς τους «πείρα μεμυημένους» και καθοδήγηση από αυτούς.
Στον «Αγιορειτικό Τόμο», που είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γράφεται ότι τα δόγματα τα γνωρίζουν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», οι οποίοι απαρνήθηκαν τα χρήματα, την δόξα των ανθρώπων και τις κακές ηδονές του σώματος, για χάρη της ευαγγελικής ζωής· βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή τους σε εκείνους που έχουν προχωρήσει στην κατά Χριστόν ηλικία, και αφού έζησαν τον ιερό ησυχασμό με προσευχή, ενώθηκαν με τον Θεό με μυστική ένωση μαζί Του και έτσι «τα υπέρ νουν εμυήθησαν». Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας που έχουν τις δυνατότητες να διατυπώσουν την θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που ενώνονται με τους πρώτους «τη προς τους τοιούτους αιδοί και πίστει και στοργή».
Άλλος τρόπος θεολογίας δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έξω από αυτήν την θεολογία υπάρχει ο στοχασμός, η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπη «την νυν γλωσσαλγίαν και τους αυθημερινούς σοφούς και τους χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στο να θέλουν να είναι σοφοί, λέγει: «ποθώ την ανωτάτην φιλοσοφίαν και σταθμόν έσχατον ζητώ, κατά τον Ιερεμίαν, και εμαυτώ μόνω συγγενέσθαι βούλομαι». Πράγματι, σήμερα μας καταλαμβάνει θλίψη, γιατί η εποχή μας γέμισε από «αυτοχειροτονήτους θεολόγους» που διδάσκουν Κληρικούς και λαϊκούς και δημιουργούν σύγχυση στον λαό.
Αυτά τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν όσα θα ακολουθήσουν.
1. «Παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία
Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός για την Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία με την δυτική σχολαστική θεολογία στα πρόσωπα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ. Στον διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς και εκφραστής ολοκλήρου της θεολογίας της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή του, αφού εξέφρασε την διδασκαλία των Αποστόλων, των Αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.α. Σε όλη αυτήν την περίοδο η θεολογία της Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σε μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι' αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός και νέος θεολόγος.
Έτσι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπορεί να θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εκφράσθηκε από αυτόν. Το ίδιο παρατηρούμε και με την διδασκαλία όλων των Αγίων. Συνήθως, οι απόψεις των αιρετικών λάμβαναν την ονομασία από το πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ως «γρηγοριανή», του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Το ίδιο και θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.
Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δε ότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με έναν σκωπτικό χαρακτήρα, για να υποτιμηθή και να θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από την θεολογία της Εκκλησίας. Υπήρχαν δε και θεολόγοι οι οποίοι στο παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά για την όλη ησυχαστική παράδοση που εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε και ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και επανερμηνείας της θεολογίας του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μια αλλοίωση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Για παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά για την σχέση και διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός για την προσωπική μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς μπορεί να ομιλή κάποιος επιστήμονας για μια θεωρία, όταν απορρίπτη την πράξη, η οποία την επιβεβαιώνει; Αυτό είναι και αντιεπιστημονικό. Γι' αυτό κατά την «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι που δεν δέχονται την ησυχαστική παράδοση την οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».
Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν την νοοτροπία, λόγω της ενασχολήσεώς μου με το έργο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γι' αυτό, όταν θέλησα να αναλύσω την διδασκαλία του και να καταγράψω τα πολυχρόνια συμπεράσματά μου, το έκανα επί τη βάσει της ζωής των εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν την ίδια ησυχαστική παράδοση και εμπειρία που είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και είχε βιώσει στο Άγιον Όρος. Έτσι το έργο το οποίο συνέγραψα έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια μερικών κύκλων που επέμεναν να ερμηνεύουν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με έναν στοχαστικό, σχολαστικό και φιλοσοφικό τρόπο. Δεν μπορεί, όμως, να δη κανείς την ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τον χώρο που βιώθηκε και είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.
Επομένως, οι όροι «παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως και είναι επικίνδυνοι για τα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.
2. Νεοπατερική και μεταπατερική «θεολογία»
Το προηγούμενο παράδειγμα δείχνει πως ενεργούν και συμπεριφέρονται σύγχρονοι θεολόγοι σχετικά με την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Έχω συζητήσει με ορθόδοξο καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σε Πανεπιστήμιο του Εξωτερικού και έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, και ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο, οπότε πρέπει να απομακρύνουμε τα σύννεφα για να φωτισθούμε απευθείας από τον Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σε αυτήν την προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία. Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική– με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πώς θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα. Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση ή τουλάχιστον την προσεγγίζουν.
Στην συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος, μεταπατερική θεολογία, αφού θεωρείται ότι δεν μας χρειάζονται πια οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σε άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», και, επομένως, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εποχή μας.
Νομίζω ότι η νεοπατερική και μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μια άποψη, σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία είχε αξία για την εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία και η θεολογία των συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει και την πατερική και την σχολαστική θεολογία.
Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής. Οπότε, δεν υπάρχει εμβάθυνση στην αλήθεια με την πάροδο του χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση της Αληθείας, αλλά η Εκκλησία την «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια την διατυπώνει ανάλογα με τα προβλήματα της εποχής.
Στην εμφάνιση της λεγομένης νεοπατερικής και μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι που εργάσθηκαν στον δυτικό χώρο, με κέντρο το Παρίσι. Ήλθαν σε διάλογο με την δυτική σκέψη και προσπάθησαν να απαντήσουν στα προβλήματα που συνάντησαν. Χρεωστούμε πολλά σε αυτούς τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα τον Βλαδίμηρο Λόσκυ, που έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα τους λεγομένους νηπτικούς.
Αλλ' όμως μεταξύ αυτών των θεολόγων υπάρχουν και μερικοί που εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας. Θα μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.
Γίνεται λόγος για έναν οικουμενισμό που «θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις λεκτικές διαμάχες για να θεμελιωθεί πάνω σε έναν πειραματικό ρεαλισμό της σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα και έννοιες, που τελικά δεν είναι παρά ίχνη, μέσα στο σφαιρικό βίωμα της Εκκλησίας, μέσα σε ό,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».
Συνδέεται ο φανατισμός με την «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί αν όχι το σπέρμα του, τουλάχιστον το χώμα όπου καλλιεργείται» και γι' αυτό γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση μιας οικίας «με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία», μέσα στην οποία θα χωρούν όλοι. Και όσοι δεν θέλουν να εργασθούν για την κατασκευή μιας τέτοιας οικίας, θα πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ το «κλειδί» της οικίας είναι ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος και εκείνα που μας ενώνουν.
Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να επιχειρηθή «μια καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε να εργασθούμε πολύ με την προοπτική αυτής της συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά να φιλονικούμε μεταξύ μας».
Τέτοιες «μεταπατερικές και συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπρατικό» στην Ελλάδα και τίθενται είτε σε αντιπαράθεση προς τους Πατέρες που θεωρούνται «μουσεία» του παρελθόντος, είτε με αυτές παρερμηνεύονται τα πατερικά χωρία για να ενταχθούν στην νέα νοοτροπία.
Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός και η προοπτική της μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας, που είναι πολύ επικίνδυνη για την Ορθόδοξη Εκκλησία και οδηγεί σε έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στον τρόπο ζωής, αλλά και στην έκφραση της πίστεως. Αμφισβητείται με αυτό στην πραγματικότητα η οριοθέτηση της πίστεως, την οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.
3. Οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων και οι ζωντανοί οργανισμοί
Όλοι μας πρέπει να αποδεχθούμε την βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία θεώσεως και, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες και όχι οι Πατέρες την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή και σε κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».
Όμως, «οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί» δεν διαφοροποιούνται καθόλου από τους προγενεστέρους Πατέρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που έζησε τον 8ο αιώνα, μιλώντας για την Θεοτόκο και επαναλαμβάνοντας τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την αγίαν Παρθένον, χωρίς εστι της θεότητος», γράφει: «Ουκ εμός ο λόγος, και εμός ο λόγος· κλήρον γαρ τούτον εκ θεολόγου πατρός Γρηγορίου θεολογικωτάτου δέδεγμαι». Δηλαδή, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν θεωρεί δικό του τον λόγο, αφού τον παρέλαβε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που έζησε τέσσερεις αιώνες πριν από αυτόν, αλλά, συγχρόνως, θεωρεί ότι είναι και δικός του λόγος, επειδή πρόκειται για κληρονομιά –«κλήρον θεολογικώτατον»– την οποία παρέλαβε «εκ θεολόγου πατρός» και την επαλήθευσε. Όσοι θέλουν να είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται την διδασκαλία τους, τους καθιστούν πατέρες τους και κληρονομούν δια της πνευματικής γεννήσεως και τον λόγο και τον τρόπο της ενθέου ζωής τους.
Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από το παρελθόν σε κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά από ζωντανούς και όχι νεκρούς γονείς, έτσι και η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς και όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφερόμενος στην έλλαμψη των άνω αγγελικών δυνάμεων από τον Θεό «κατά τάξιν», δηλαδή από «της πρώτης ταξιαρχίας επί την δευτέραν και από ταύτης επί την ετέραν και καθεξής», λέγει ότι το ίδιο γίνεται και με τους Αγίους. «Από γαρ των προλαβόντων αγίων οι κατά γενεάν και γενεάν δια της των εντολών του Θεού εργασίας ερχόμενοι άγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ομοίως εκείνοις ελλάμπονται». Κολλά κανείς στους προηγηθέντες Αγίους με την εργασία των εντολών του Θεού και ελλάμπεται όπως εκείνοι. Έτσι δημιουργείται μια διαχρονική αλυσίδα και κάθε κόμβος συνδέεται με τους άλλους με την πίστη, τα έργα και την αγάπη.
Με αυτήν την πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. 4/δ: 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ και Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα δια του Ευαγγελίου, δηλαδή δια της εφαρμογής των εντολών του Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.
Όποιος ζη την ίδια παράδοση, εφαρμόζει τις ευαγγελικές εντολές στην ζωή του, αγωνίζεται εναντίον των παθών του για να αποκτήση μέθεξη του Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία και με τους άλλους Αγίους που έζησαν πριν από αυτόν και ανήκει στην ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος των Πατέρων που υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν· ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».
Στην βιβλικοπατερική παράδοση υπάρχει διαφορά μεταξύ Προφητών-θεοπτών-θεολόγων και στοχαστών, ανάλογα με την διαφορά που υπάρχει μεταξύ προφητείας και στοχασμού. Ο Προφήτης Ησαΐας διαλαλεί: «Ιδού δη ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ αφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ ισχύοντα και ισχύουσαν ... και προφήτην και στοχαστήν» (Ησ. γ , 1-2).
Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτό το χωρίο κάνει την διάκριση μεταξύ στοχαστού και προφήτου. «Ενταύθά μοι δοκεί λέγειν στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι, και απ' αυτής των πραγμάτων της πείρας», ενώ η προφητεία είναι έμπνευση του Αγίου Πνεύματος στους Προφήτες. «Έτερον μεν γαρ στοχασμός, και προφητεία άλλο· ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων, ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων, και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλά των μελλόντων προορά, ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν». Και συμπεραίνει: «Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου, και τοσούτον, όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας χάριτος το διάφορον». Και για να τεκμηριώση αυτήν την διάκριση χρησιμοποιεί την διαφορά μεταξύ του βασιλέως Σολομώντος και του Προφήτου Ελισσαίου.
Ο Χριστός διακήρυξε στους συγχρόνους Του: «ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού λέγοντος, εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ , 31-32). Ο Θεός για μας τους Ορθοδόξους δεν είναι μια αφηρημένη έννοια ούτε μια ιδεολογία, αλλά Αυτός που αναπαύεται σε ζώντας οργανισμούς, στους Αγίους, κατά την λειτουργική προσευχή: «Ο Θεός ο άγιος, ο εν αγίοις αναπαυόμενος...» και κατά τον ύμνο «ο Θεός των Πατέρων ημών». Επομένως, ο Θεός μας δεν είναι Θεός των στοχαστών και φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων (όχι των μεταπατέρων), ο Θεός των ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε εποχή.
Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι "αποστολική", αλλά είναι επίσης και "πατερική". Ουσιαστικώς είναι "η Εκκλησία των αγίων Πατέρων". Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι "πατερική", είναι αληθώς και "αποστολική"».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι στην εποχή μας ύστερα από τόσες μελέτες «είμεθα διατεθειμένοι να παραδεχθώμεν το αιώνιον κύρος των "Πατέρων"», καθώς επίσης ότι η Εκκλησία δεν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών". Τα αποθέματα είναι ζωντανά –depositum juvenescens, κατά τον άγιον Ειρηναίον. Η πίστις δεν είναι κειμήλιον του παρελθόντος, αλλά μάλλον "η μάχαιρα του Πνεύματος"». Ομολογεί δε ότι η ερμηνεία της Αγίας Γραφής γίνεται από την θεολογία την οποία εκφράζουν οι Άγιοι κάθε εποχής. «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις την θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον δια του φορέως της ζώσης εμπειρίας της Εκκλησίας».
Έτσι, για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα: Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες. Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.
Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ενοχλούνται από την θεολογία την οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε την γνήσια ορθόδοξη θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων με την σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε την θεολογία με την εμπειρία, την καθηγητική έδρα με το ησυχαστήριο. Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.
Σε μια εισήγησή μου που έγινε στο παρελθόν προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.
Η έκπληξή μου ήταν βαθύτατη διότι ακόμη και στην επιστήμη η αναφορά σε ανθρώπους, που παράγουν ένα καλλιτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο είναι τεκμήριο γνησιότητος, ενώ για μερικούς συγχρόνους θεολόγους η αναφορά σε ανθρώπους που ζουν την πραγματική ορθόδοξη θεολογία θεωρείται ιδεολογοποίηση. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας.
Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.
Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύεται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».–
Πηγή: Παρέμβασις
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης, πιστὸς στὴν ἐκ Θεοῦ θεία παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας, αὐτῆς τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ συνάμα, ὡς ἑπόμενος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν ἁγίων και θεοφόρων Πατέρων, ἀντιμάχετο τὴν συμπροσευχή μετὰ τῶν ἀκαθάρτων αἱρετικῶν, εἰς πανορθόδοξον κήρυξιν τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν ὡς δαιμονικοῦ λουτροῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐπιζητεῖ τὴν σωτηρία διά τοῦ βαπτίσματος εὶς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ Ὁρθόδοξοι συνομολογοῦν μετὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοὺς λατίνους ὡς ἀθέως πολύθεους,
«Ἀλλ᾿ ἡμεῖς τούτους τε κἀκείνους ὡς ὄντας ἀθέους τε καί πολυθέους ἀποβαλλόμεθα καί τοῦ πληρώματος τῶν εὐσεβούντων, ὡς καί ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ καθολική καί ἀποστολική ἐκκλησία διά τοῦ Συνοδικοῦ καί Ἁγιορειτικοῦ τόμου, τελέως ἐκκόπτομεν, πιστεύοντες εἰς μίαν θεότητα τρισυπόστατον καί παντοδύναμον, οὐδαμῶς τοῦ ἑνιαίου καί τῆς ἁπλότητος ἐκπίπτουσαν διά τάς δυνάμεις ἤ τάς ὑποστάσεις»[1]
ἀρνητᾶς τοῦ ἐνός τρισυποστάτου Θεοῦ,
«Τοιγαροῦν κατ᾿ αὐτούς ὑποστατικῶς ἔχει τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν ὁ Υἱός˙ ἀμέσως γάρ καί οὐχ ὡς ὁ Πατήρ ἐμμέσως˙ καί οὕτω κατ᾿ αὐτούς τά φυσικά τῶν ὑποστατικῶν διενήνοχεν οὐδέν˙ οὐκοῦν καί ἡ φύσις τῆς ὑποστάσεως, ὡς μή τρισυπόστατον ἤ τριφυᾶ κατ᾿ αὐτούς εἶναι τόν Θεόν.»[2]
καὶ ἐπομένως ὡς ἀβαπτίστους ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρας. Ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου θεολογεῖ οὔτως
«οὔτε οὖν τὴν πρὸ τοῦ σχίσματος ἀγάπην ὑμᾶς προβάλλεσθαι χρὴ , οὔτε τὴν μετὰ τὸ σχίσμα, μενούσης τῆς αἰτίας τοῦ σχίσματος»[3]
περἰ τῆς ἀρνησιχρίστως προβαλλομένης ἀγάπης ὑπό τῶν ἐξ Ὁρθοδοξίας κοινωνούντων μετά τῆς λατινικῆς εἰδωλολατρικῆς λύμης,
«Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ᾽ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ᾽ αγαπώ!»[4]
Ἡ ἐν Ὀρθοδοξία ἄρνησις βαπτίσεως τῶν ἀθέως πολύθεων λατίνων, συνιστᾶ ἄρνησιν Χριστοῦ καὶ πραγμάτωσι ἐσφωρικοῦ μίσους πρὸς ἀποστέρησι τῆς ἐν Χριστῶ τῶ Θεῶ σωτηρίας ἐκ κοιλίας ἄδου.
Οἱ αἰρετικοί ὁρθοδόξως ὁρίζονται ὡς ἀκάθαρτοι ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
«πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι.»[5]
καὶ οἱ πιστοί ἔχουν τὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρὸς χωρισμόν ἐκ τῶν ἀκαθάρτων,
«διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ»[6]
«Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέτες ῥήξωσιν ὑμᾶς»[7]
Ἡ ἀποδοχή τοῦ δαιμονικοῦ λουτροῦ τῶν αἰρετικῶν ὡς τοῦ ἁγίου βαπτίσματος τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας , ὅπως καὶ ἡ συμπροσευχή μεθ’ αὐτῶν, ἐπιφέρει τὴν ἐνοχή, τῆς ὁμονύμου πρὸς τὸν Χριστιανισμόν εἰδωλολατρείας ἐπί τῶν ἐξ Ὀρθοδοξίας καταφρονούντων τὴν δι’ Υἱοῦ ἄκτιστον παράδοσιν τῶν ρημάτων τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὡς θεολογεῖ ὁ μεταστᾶς ἡγήτωρ τῶν θεολόγων, ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής,
«πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει· ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει. εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.»[8]
Ὁ με΄ἰερός κανῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὁρίζει τὸν ἀφορισμόν ὅσων, εἴτε συμπροσεύχονται , εἴτε ἐπιτρέπουν τὴν ἀποδοχή αἰρετικῆς ἰεροπραξίας,
«Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.»
Ὁ μς΄ ἰερός κανῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει την καθαίρεσιν τῶν κληρικῶν ἐκείνων οἱ ὀποίοι δέχονται τὸ βάπτισμα τῶν αἰρετικῶν,
«Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;»
Ἀπὸ τοῦ κειμένου τοῦ π. Ἰωάννη Κωστώφ, ἔχουμε τὴν μαρτυρία τῆς μὴ συμπροσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη μὲ προτεστάντη, ὡς καί τὴν βάπτιση λατινικῶς καταβαπτισμένης, ὁμοπίστως τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰς ὑπακοήν τοῦ ὅρου πίστεως τῆς συνόδου τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1755,
«Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίω ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐντειλαμένω βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[9]
εἰς εὐθείαν κατάκρισιν τοῦ ἀπό Φαναρίου και Βατικανοῦ κειμένου τοῦ Balamand,
13 […], «On each side it is recognized that what Christ has entrusted to His Church—profession of apostolic faith, participation in the same sacraments, above all the one priesthood celebrating the one sacrifice of Christ, the apostolic succession of bishops—cannot be considered the exclusive property of one of our Churches. In this context it is clear that rebaptism must be avoided.»[10]
«῾Εκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν᾿Εκκλησίαν του-ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήντελοῦσαντήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικήν διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡςἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων᾿Εκκλησιῶν. Εἶναι σαφέςὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός» («῾Η Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατά τό παρελθόν καί σημερινή ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», ᾿Εφ. «Καθολική» φ. 2705/20-7-1993).
τὸ ὁποίο ἀρνησιχρίστως ἀπαγωρεύει τὴν βάπτιση τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων ἀθέως πολυθέων λατίνων.
Ὠσαύτως ὡς περὶ Λατίνων, τὸ Φανάριον ἀρνησιχρίστως ἀπαγωρεύει τὴν βάπτιση τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων Λουθηρανῶν.
Ἡ ὁρθόδοξως ὁρθοπραξία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη, ἀσφαλῶς δεικνύει τὴν εὐθείαν κατάκρισιν τοῦ ἐκείνου κειμένου, τοῦ ἀπό Φαναρίου καὶ Βυρτεμβέργης συνομολογοῦντος τήν ἀπαγώρευσιν τῆς βαπτίσεως τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων Λουθηρανῶν,
13.[..], «Together, Lutherans and Orthodox echo this declaration and mutually reject proselytism toward each other.»
«Μαζί, οι Λουθηρανοί και οι Ορθόδοξοι συνομολογολυν αυτή τη δήλωση και αρνούνται αμοιβαία τον προσηλυτισμό ο ένας προς τον άλλον»
14. […] «We oppose proselytism, which sows division within existing churches and is counterproductive to Christian unity»[11]
«Αντιτιθέμεθα τον προσηλυτισμό, ο οποίος σπέρνει τη διαίρεση μέσα στις υπάρχουσες εκκλησίες και είναι αντιπαραγωγικός στη χριστιανική ενότητα»
Ἐκ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἰωάννου Κωστώφ[12]:
Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης:
Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας.
Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό...
Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου.
Διότι αυτό απαιτεί η τάξις.
Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης...
Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη.
Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:
Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».
Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα...
Χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.
[1] ΕΠΕ 63, 448
[2] ΕΠΕ 51, 108
[3] MANSI 31, 516E
[4]«Αι Πνευματικαι υποθηκαι του Αθηναγορου του Α΄ » Ορθοδοξος Τυπος (365) 13 Ιουλιου 1979, σελ 4
[5]Τιτ. Α΄13-16
[6] Β΄ Κορ. Στ΄.17
[7] Ματθ. Ζ΄.6
[8] Β΄ Ιω. α΄, 9-11
[9] Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος ΙΙ, Εν Αθήναις 1953, σ. 989-991
[10]The Balamand Agreement, http://www.ewtn.com/v/experts/showmessage_print.asp?number=309141&language=en
[11]COMMON STATEMENT OF THE 15TH PLENARY SESSION OF THE LUTHERAN - ORTHODOX JOINT COMMISSION Lutherstadt Wittenberg, Germany, 31 May - 7 June 2011
https://www.patriarchate.org/el/-/common-statement-of-the-15th-plenary-session-of-the-lutheran-orthodox-joint-commission-lutherstadt-wittenberg-germany-31-may-7-june-2011
[12] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ νέο βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Κωστώφ,«ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, ὄχι νὰ ἐκτρέφουμε, ἀλλὰ νὰ ἐκτρέπουμε τὴν αἵρεσι», Σταμάτα 2013, σελ 55
Πηγή: Ακτίνες
Σχόλιο Τ.Ι.: Την 30η Νοεμβρίου, 2014, ο πάπας Φραγκίσκος παρέστη στον εορτασμό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για τον προστάτη της Απόστολο Ανδρέα. Στην πανηγυρική Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία που τελέστη στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι (βίντεο εδώ από τo Catholic Television Network, CTV), ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία διαβάζοντας από σχετικό τόμο που του παρέδωσε ο Επίσκοπος Περγάμου κ. κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο οποίος και παρέμεινε εκ δεξιών του ποντίφικα σε όλη τη διάρκειά της (διήρκησε κάτι παραπάνω από 3 ώρες). Συμπροσευχήθηκε με Ορθοδόξους και άλλους που επίσης παρευρέθηκαν, και απήγγειλε το "Πάτερ ἡμῶν" στα Λατινικά (1:53:33). Εκφώνησε λόγο (2:36:23), και "ευλόγησε" (με τα πέντε δάχτυλα όπως φαίνεται στη φωτογραφία) κληρικούς, ψάλτες, και λαϊκούς εντός του ναού (2:51:50) αφού οι ψάλτες έψαλαν το "Κύριε φύλαττε αὐτόν, εἰς πολλά ἔτη" (!). Στη συνέχεια οι δύο Προκαθήμενοι "ευλόγησαν" τους πιστούς από τον εξώστη του Πατριαρχικού Οίκου (2:59:55) και υπέγραψαν στην Αίθουσα του Θρόνου κοινή δήλωση όπου υπογραμμίζεται η εμμονή τους στην πορεία των διαχριστιανικών διαλόγων. Σε αυτή τη Θεία Λειτουργία παρέστησαν μεταξύ άλλων, ο τότε Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως και Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος (χωρίς σχόλιο), Πρέσβεις και Γενικοί Πρόξενοι στην Τουρκία, βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκπρόσωποι της Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, και "πιστοί". Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας διάφορα κομμάτια αυτής απαγγέλθηκαν σε διάφορες γλώσσες για να "τιμηθεί" έτσι και το "οικουμενιστικό πνεύμα της Ασίζης". Στην ιστορία παρόμοιες προδοτικές συμπεριφορές φέρουν βαρύτατες συνέπειες, γιατί ενεργοποιούν τους πνευματικούς νόμους, κάτι που δυστυχώς όπως φαίνεται έχει ξεχαστεί, ή δεν έχει γίνει κατανοητό στο μέγεθος που θα έπρεπε από τα ανθρώπινα μυαλά των συντελεστών.
Δεκατρία χρόνια μετά τήν προδοτική ψευτοσύνοδο τῆς Φερράρας, ὁ συνυπογραφείς ἑνωτικός ὅρος ἐφαρμόζεται πλέον καί στήν πράξη: Ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα ἔρχονται στήν Κωνσταντινούπολη καί στίς 12 Δεκεμβρίου 1452 (πέντε μῆνες πρίν ἀπό τήν Ἅλωση) συλλειτουργοῦν μέ τούς δικούς μας μέσα στήν Ἁγιά Σοφιά.
Ἡ ὑβριστική αὐτή ἑνωτική λειτουργία σήμανε καί τό τέλος τῆς χιλιόχρονης Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ προδοσία τῆς Πίστεως, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τά Βιβλία μας τά Ἱερά, ποτέ δέν μένει ἀτιμώρητη. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σηκώθηκε ἀπό τήν Πόλη καί ἀντ’ αὐτῆς ἐγκαταστάθηκε ἡ χατζάρα τοῦ Τούρκου.
Στήν συγκεκριμμένη, ὅμως, ἀποστασία (συλλείτουργο μέ αἱρετικούς), κάποια παλληκάρια τῆς Πίστεώς μας διαμαρτυρήθηκαν καί ἀντέδρασαν σθεναρά. Ἀνάμεσά τους καί ὁ γνωστός σέ ὅλους μας θαυματουργός Ἁγιος τῆς νήσου Λέσβου, ὁ Ἅγιος Ραφαήλ.
Ὁ Ἅγιος Ραφαήλ ἦταν διορισμένος ἀπό τόν ἵδιο τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ὡς σύμβουλός του καί πρωτόπαπας. Στήν κρίσιμη, ὅμως, ὥρα (τήν ὥρα τοῦ προδοτικοῦ συλλείτουργου) δέν ὑπολόγισε οὔτε ἀξιώματα οὕτε φιλίες αὐτοκρατορικές. Κινούμενος στήν ἴδια ἐκκλησιολογική καί πνευματική γραμμή μέ τόν Γεννάδιο, συμβουλεύει τόν αὐτοκράτορα νά σταματήσουν κάθε σχέση μέ τούς παπικούς. Προτείνει στόν βασιλιᾶ νά ἀγωνιστοῦν γιά τήν σωτηρία τῆς Πόλης καταφεύγοντας ὅχι στήν δῆθεν βοήθεια τοῦ ἀντίχριστου Βατικανοῦ, ἀλλά στήν δοκιμασμένη κραταιά προστασία τῆς Παναγιᾶς μας.
Ὁ Ἅγιος Ραφαήλ, ἐνῷ ἦταν καλεσμένος ἀπό τόν ἵδιο τόν αὐτοκράτορα, δέν πάτησε τό πόδι του στό προδοτικό συλλείτουργο. Στοιχημένος στήν ἁγιοπατερική μας Παράδοση, ἀρνήθηκε νά συμπροσευχηθεῖ μέ τούς ἑνωτικούς λατινόφρονες καί μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ ἀρχιαιρεσιάρχη, δηλαδή τοῦ πάπα. Ὁ βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἐξοργίστηκε μέ τήν σθεναρά Ὀρθόδοξη στάση τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ καί ἔδωσε ἀμέσως διαταγή νά ἐξοριστεῖ. Νά πῶς βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας στήν Λέσβο, ὅπου καί ἀργότερα μαρτύρησε: Ἐξορισμένος στό νησί γιά τά ἀνόθευτα Ὀρθόδοξα φρονήματά του καί τήν προσήλωσή του στήν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση.
Στίς ἡμέρες μας, σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, τό ἔμπρακτο παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ ἀποδεικνύεται, δυστυχῶς, ὅτι δέν ἔχει πέραση. Σήμερα, οἱ ἴδιοι ἐκκλησιαστικοί ἀξιωματοῦχοι, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι σεμνύνονται τόν Ἅγιο Ραφαήλ, ὅχι μονάχα δέν ἀντιδροῦν στήν συμπροσευχητική παρουσία καρδιναλίων καί παστόρων μέσα σέ Θεία Λειτουργία στό Φανάρι, στό Κολυμπάρι καί ἀλλαχοῦ ἐν Εὐρώπῃ καί Ἀμερικῇ, ἀλλά τοὐναντίον ἐπιχαίρουν καί καυχῶνται γιά τά προδοτικά τους αὐτά ‘’κατορθώματα’’.
Ἀπόδειξη, τά ἀτελείωτα πάρε-δῶσε μέ τήν πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ἐνυπόγραφη ‘’συνοδική’’ ἀναγνώριση τῶν άντιχρίστων ἀποφάσεων τοῦ λεγόμενου παγκοσμίου συμβουλίου ἐκκλησιῶν, τά ἐντατικά μαθήματα ἱερωμένων γιά τήν ἐμπέδωση τῶν ἀποφάσεων τῆς ψευτοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἡ μετάλλαξη τῶν περισσοτέρων ἀντιαιρετικῶν γραφείων σέ κέντρα συνεργασίας μέ ‘’ἑτεροδόξους ἀδελφούς’’, ἡ μετατροπή Ἱερῶν Μονῶν σέ ἄντρα ‘’μεταπατερικῆς θεολογίας’’ καί διδασκαλεῖα ‘’σύγχρονων φιλοσοφικῶν θεωριῶν’’, καί πάνω ἀπ’ ὅλα τό μένος ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἀξιωματούχων ἐναντίον κάθε Ρωμηοῦ ρασοφόρου (παπᾶ ἤ μοναχοῦ), πού δηλώνει ἐλάχιστος μιμητής τοῦ νεοφανοῦς καί θαυματουργοῦ Ἀγίου μας, τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, τοῦ μαρτυρήσαντος στήν νῆσο Λέσβο.
Ἡ ἀποστασία μας ἀναμφιβόλως ἔχει λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι, στήν συντριπτική τους πλειονότητα, ὑπηρετοῦν χωρίς συστολή τήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, εἴτε μέ τήν σιωπή τους εἴτε μέ τά ἔργα τους. Εἶναι παραλογισμός –γιά νά μήν ποῦμε καθαρή ὑποκρισία- ἀπό τήν μιά μεριά νά διδάσκεις, ὅτι ‘’ἑορτή Ἁγίου ἴσον μίμησις Ἀγίου’’ καί ἀπό τήν ἄλλη νά βάζεις στά ἕξι μέτρα κάθε πιστό (παπά ἤ λαϊκό), πού προσπαθεῖ μέ φιλότιμο νά ἐφαρμόσει τήν Χρυσοστομική παρότρυνσή σου.
Οἱ πιό κάτω (τίμιοι παπάδες καί εὐλαβεῖς μοναχοί), ζῶντας ὑπό καθεστώς ὁμηρίας καί τρομοκρατίας, σιωποῦν περιμένοντας τάχα εὐνοϊκότερες ἡμέρες γιά νά ἀντιδράσουν.
Ἐνῷ οἱ πιστοί, ὡς ἀνεπίσκοποι πλέον, καταλήγουν στήν ἀδιαφορία ἤ στήν σύγχυση.
Θά βγοῦν ἐπιτέλους μπροστά μερικοί Ἐπίσκοποι, μέ ἔψιλον κεφαλαῖο, γιά νά πιάσουν ὄντως σκοπιά, νά φυλάξουν τό ποίμνιο καί νά κρατήσουν ἀνόθευτη τήν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας; Ἤ θά συνεχίσουμε τόν ἴδιο ἐκκοσμικευμένο (οἰκουμενιστικό) χαβά, περιγράφοντας τά δεινά τοῦ λαοῦ μας ἁπλῶς καί μόνον ὡς ‘’κρίση’‘ καί ’’ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα’’, καί ὅχι ὡς θεομηνία καί Θεία Δίκη γιά τά τεκταινόμενα στόν χῶρο τῆς Πίστεως;
Πηγή: Αβέρωφ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 16η Νοεμβρίου 2017.
Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Προφανώς το σύγχρονο κακόδοξο θεολογικό ρεύμα, της λεγόμενης «Μεταπατερικής Θεολογίας», προξένησε ανυπολόγιστη ζημία στο εκκλησιαστικό σώμα και τώρα άρχισαν να φαίνονται οι πικροί καρποί του και οι ολέθριες επιπτώσεις του. Γύρω από το νεοφανές αυτό θεολογικό ρεύμα έχει ασχοληθεί η Ιερά Μητρόπολή μας πριν από πεντέμισι περίπου χρόνια με την διοργάνωση Θεολογικής Ημερίδας, τον Φεβρουάριο του 2012 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, με θέμα: «Πατερική Θεολογία και μεταπατερική αίρεση», στην οποία ειδικοί ερευνητές και καταξιωμένοι ομιλητές ανέπτυξαν και ανέδειξαν το μέγεθος της πνευματικής αυτής κακοήθειας, που άρχισε να αναπτύσσεται στο σώμα της ελλαδικής Εκκλησίας εδώ και μερικές δεκαετίες. Μετά το γνωστό Συνέδριο της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» του Βόλου, το ζήτημα επεκτάθηκε και στις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, σε άλλες Θεολογικές Ακαδημίες της πατρίδος μας, σε καθηγητές Θεολογικών Σχολών, σε σωματεία και συλλόγους, και αλλού.
Όπως επεσήμαναν στις εισηγήσεις τους οι κορυφαίοι ομιλητές της εν λόγω Ημερίδας, πρόκειται για μια «θεολογία» μεταλλαγμένη, κατασκευασμένη και προσαρμοσμένη στα θεολογικά σπουδαστήρια των Θεολογικών Σχολών και των κλειστών Συνεδρίων. Μια «θεολογία» που λειτουργεί διαβρωτικά στην Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Μια «θεολογία» που ουσιαστικά ανατρέπει και κατεδαφίζει το κύρος και την αυθεντία των αγίων Πατέρων μας. Μια «θεολογία» επιδοτούμενη και χρηματοδοτούμενη από οικουμενιστικά κέντρα και ετερόδοξα ιδρύματα και πανεπιστήμια.
Όπως πολύ εύστοχα διεκήρυξε στην ως άνω Ημερίδα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. κ. Σεραφείμ:
«Οι συγκεκριμένοι κύκλοι που ευαγγελίζονται την υπέρβαση της Πατερικής Θεολογίας, ή την επαναδιατύπωσή της για χάρη δήθεν της συμπόρευσης με τον σύγχρονο κόσμο, αντιστρατεύονται την μετοχή, με εξαιρετικά επιτηδευμένο και απολύτως κενό περιεχομένου τρόπο, στην διαχρονική ενότητα της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Η πατερική διδασκαλία και η Ορθόδοξη μελέτη και εφαρμογή στην πράξη της πείρας των αγίων Πατέρων κηρύσσονται εν διωγμώ, γιατί εκκολάπτεται μια ‘μεταπατερική αίρεσις’, που καθυβρίζει το πανάγιον Πνεύμα, το θεώσαν τους αγίους Πατέρας, ως μη γνωρίζον τα μέλλοντα και ιδία ότι ο αιώνιος λόγος του δείται συναφειακής επικαιροποιήσεως από ανθρώπους καταστίκτους από γαιώδη πάθη» .
Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δημ. Τσελλεγγίδης συμπληρώνει:
«Οι μεταπατερικοί θεολόγοι εμφανίζονται πρακτικώς να αγνοούν πλήρως, τι είναι η αγιότητα καθ’ εαυτήν και κατ’ επέκταση τι είναι καθ’ εαυτήν η αγιοπνευματική ζωή των αγίων, η οποία αποτελεί κατά την εμπειρία της Εκκλησίας τη θεμελιώδη προϋπόθεση του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν… Αλλά όταν αγνοείται και παραμερίζεται η αγιότητα, ή έστω η Ορθόδοξη θεολογική μεθοδολογία του «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν», είναι αναπόφευκτη η υιοθέτηση του ελεύθερου θεολογικού στοχασμού και της θεολογικής πιθανολογίας. Τούτο όμως οδηγεί ουσιαστικά σε μια νεοβαρλααμική θεολογία που είναι ανθρωποκεντρική και ως κριτήριό της έχει την αυτονομημένη λογική» .
Με πολλή λύπη διαπιστώσαμε ότι το γνωστό στους θεολογικούς κύκλους περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» στο τελευταίο τεύχος του (τευχ.143, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2017), με τίτλο «Ετεροδοξία και αίρεση», φιλοξένησε δυστυχώς άρθρα ακαδημαϊκών θεολόγων, στα οποία διατυπώνονται θέσεις και απόψεις, που απηχούν και εκφράζουν το νεοφανές και κακόδοξο αυτό θεολογικό ρεύμα. Από τους οκτώ αρθρογράφους του περιοδικού θα περιοριστούμε, να σχολιάσουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας τον πρώτο και επιφυλασσόμαστε να ασχοληθούμε, εν καιρώ και Θεού θέλοντος, και με άλλους.
Πρόκειται για τον καθηγητή κ. Γ. Λαρεντζάκη , ο οποίος αναπτύσσει το θέμα με τίτλο «Αίρεση και σχίσμα σήμερα». Κατ’ αρχήν κάνει λόγο για τους όρους «αίρεση και σχίσμα», οι οποίοι κατά τον αρθρογράφο έχουν σήμερα ανάγκη επανεξετάσεως και καθάρσεως. Γράφει:
«Σήμερα είναι ακαγκαίον, να επαναξετασθούν πολλοί όροι και χαρακτηρισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και κατά το παρόν και οι οποίοι δημιουργήθηκαν και άρχισαν να χρησιμοποιούνται από εποχές παλιότερες … Ένα από τα προβλήματα είναι η επανεξέταση και η κάθαρση των χρησιμοποιούμενων πολεμικών όρων. Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επανεξεταστούν και οι όροι «αίρεσις και σχίσμα» και να ερευνηθεί, εάν είναι δυνατόν οι όροι αυτοί να χρησιμοποιηθούν και να εφαρμοσθούν στη σύγχρονη σχέση των χριστιανικών Εκκλησιών».
Η επανεξέταση είναι αναγκαία διότι, όπως γράφει, «σήμερα οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών, δόξα τω Θεώ,ευρίσκονται σε κατάσταση μετανοίας και πορείας προς την καταλλαγή και ενότητα». Αφού λοιπόν οι σχέσεις είναι άριστες, κατ’ αυτόν, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει η μία Εκκλησία την άλλη ως αιρετική. Θεωρεί ακόμη τον όρο «αίρεση» «πολεμικό όρο», που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές, στις οποίες Ορθοδοξία και Παπισμός βρισκόταν σε κατάσταση διαμάχης και έχθρας, αλλά σήμερα στην εποχή της καταλλαγής και της αγάπης, της μετανοίας και της συμφιλιώσεως, δεν μπορεί να έχει θέση. Εδώ ο αρθρογράφος παίρνει ως δεδομένο ότι ο Παπισμός είναι αληθινή Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια κλπ., ενώ όπως είναι γνωστό έχει καταδικαστεί συνοδικά από πλήθος συνόδων κατά την διάρκεια της πρώτης και δευτέρας χιλιετίας.
Οι άγιοι Πατέρες, όμως, που αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων δεν χρησιμοποίησαν τον όρο «αίρεση» για να εκφράσουν την εχθρότητα και το μίσοςτους, είτε προς τον Παπισμό, είτε προς οποιαδήποτε άλλη αίρεση, που εμφανίστηκε στη ζωή της Εκκλησίας. Ούτε αναθεμάτιζαν συνοδικά τους αμετανόητους Παπικούς, επειδή τους μισούσαν. Τους αναθεμάτιζαν από αληθινή αγάπη προς αυτούς, με σκοπό να τους βοηθήσουν να συναισθανθούν την πλάνη τους και να μετανοήσουν, αλλά και από ποιμαντική μέριμνα, για να μην μεταδώσουν και σε άλλους την αρρώστια της αιρέσεως, επειδή γνώριζαν ότι η αίρεση οδηγεί στην απώλεια.
Οι άγιοι Πατέρες, βαδίζοντες πάνω στα χνάρια της αποστολικής Παραδόσεως, παρέλαβαν τον όρο «αίρεση» από την ίδια την αγία Γραφή: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος», (Τιτ.3,10-11), «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας», (Β΄Πετρ.2,1) κλπ. Έδωσαν δε στον όρο αυτόν το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο, που δίδουν σ’ αυτόν και οι θεόπνευστοι συγγραφείς της, για να χαρακτηρίσουν δηλαδή κάθε ετεροδιδασκαλία και κάθε διαστρέβλωση της υγιαινούσης και σωζούσης ευαγγελικής διδασκαλίας. Αν λοιπόν πρέπει να παύσουμε, να χαρακτηρίζουμε ως αιρετικούς τους καταδικασμένους συνοδικά και μέχρι σήμερα αμετανόητους Παπικούς, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και για κάθε άλλη αίρεση; Και κατ’ επέκταση γιατί να μη καταργήσουμε τον όρο «αίρεση» από τα ευαγγελικά κείμενα;
Παρά κάτω γράφει: «Οι ετερόδοξες Εκκλησίες δεν πρέπει να χαρακτηριστούν ως αιρετικές, διότι δεν έχουν καταδικαστεί επισήμως ως αιρετικές όπως αναφέρει ο Βλάσιος Φειδάς: ‘Οι ρωμαιοκαθολικοί, οι παλαιοκαθολικοί, οι αγγλικανοί και οι προτεστάντες δεν έχουν καταδικαστεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί, κατά προφανή εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας…’». Ο παρά πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί, διότι οι ετερόδοξοι έχουν καταδικαστεί από πλήθος συνόδων, αρχής γενομένης από την εν Εφέσω τρίτη Οικουμενική, (431μ.Χ.). Πράγματι, όπως μαρτυρεί στη Δογματική του ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, η εν λόγω Σύνοδος «εξέδωκε τον κατωτέρω δημοσιευόμενον υπ’ αριθ. 3 ‘όρον της Συνόδου περί της πίστεως’, απαγορεύοντα πάσαν αντικατάστασιν του Συμβόλου της Νικαίας, [το γνωστό σε όλους μας Σύμβολον της πίστεως, το οποίο απαγγέλουμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας], ή μεταβολήν εις το κείμενον αυτού διά προσθαφαιρέσεως, ή παραχαράξεως αυτού».[1] Παρακάτω στην ίδια σελίδα στην υποσημείωση 1 αναφέρει: «Σημειωτέον ενταύθα ότι την ακριβή έννοιαν του όρου τούτου της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, προδικάζοντος αναμφιβόλως και την καταδίκην της προσθήκης του Filioque, παρέχει ημίν αυτός ο πρόεδρος της Συνόδου Κύριλλος Αλεξανδρείας, γράφων, προς μεν τον Ιωάννην Αντιοχείας: «κατ’ ουδένα δε τρόπον σαλεύεσθαι παρά τινων ανεχόμεθα την ορισθείσαν πίστιν, ήτοι το της πίστεως Σύμβολον, παρά των αγίων ημών Πατέρωντων εν Νικαία συνελθόντων κατά καιρούς ούτε μην επιτρέπομεν εαυτοίς, ή ετέροις, [άρα ούτε και στους παπικούς], ή λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε, ή μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν, μεμνημένοι του λέγοντος, ‘μη μέταιρε όρια αιώνια, ά έθεντο οι πατέρες σου’, (Παροιμ.22,28)».
Επί πλέον η αιρετική διδασκαλία του Filioque που αποτελεί μέχρι σήμερα επίσημη δογματική διδασκαλία του Παπισμού καταδικάστηκε από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο του 879/80, επί μεγάλου Φωτίου, τα δε πρακτικά της Συνόδου υπέγραψαν και αυτοί ακόμη οι εκπρόσωποι του Πάπα. Με την υπογραφή τους αυτή οι παπικοί ουσιαστικά καταδίκασαν τον ίδιο τον εαυτό τους και ως εκ τούτου είναι αυτοκατάκριτοι, για την εκ των υστέρων επίσημη προσθήκη στη διδασκαλία τους της κακοδοξίας του Filioque. Πέραν αυτών όλες οι μεταγενέστερες Ενδημούσες Ορθόδοξες Σύνοδοι κατά την δευτέρα χιλιετία, καταδίκασαν ως αιρετικές τις διδασκαλίες του Παπισμού, (Σύνοδοι του 1089, 1170, 1341,1347, 1351, 14800, 1484, 1722, 1838, 1848, 1895 κ.α.). Ό,τι ισχύει για τον Παπισμό πολύ περισσότερο ισχύει και για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος και αυτός αποδέχεται την κακοδοξία του Filioque και επί πλέον, επειδή απορρίπτει την προσκύνηση των αγίων εικόνων, την αειπαρθενία της Θεοτόκου και τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, η οποία «σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις», είναι καταδικασμένος από τους αγίους Πατέρες της Γ΄ και της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παρά κάτω γράφει: «Οι Εκκλησίες αυτές [οι ετερόδοξοι] αποδέχονται το βασικό τριαδολογικό δόγμα και οι πιστοί των βαπτίζονται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Άρα αναγνωρίζεται το βάπτισμα αυτών και άλλα μυστήρια». Οι ετερόδοξοι αποδέχονται μεν το βασικό τριαδολογικό δόγμα, αλλά αλλοιωμένο και παραμορφωμένο, πράγμα που τους καθιστά αυτόχρημα αιρετικούς και παραβάτες του όρου της τρίτης Οικουμενικής Συνόδου και των αποφάσεων της Η΄ Οικουμενικής, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Πέραν τούτου ποτέ καμία Ορθόδοξη Σύνοδος δεν νομοθέτησε κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή αιρετικές ομάδες που αποδέχονται το βασικό τριαδολογικό δόγμα, έστω και αλλοιωμένο και βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδος, έχουν έγκυρο βάπτισμα και έγκυρα μυστήρια. Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες δεν φαίνεται να δέχεται τον παρά πάνω ισχυρισμό. Αντίθετα μάλιστα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής διακηρύσσει: «Καθάπερ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν τον χαρακτήρα περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλον ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται επί τα χείρονα προϊόν από της αρχής».[2] Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα, όποιος κόψει έστω και λίγο από ό, τι έχει χαραχθεί επάνω σ’ αυτά, καθιστά κίβδηλο όλο το νόμισμα, έτσι και εκείνος που διαστρέφει έστω και το ελάχιστο από την υγιή πίστη, καταστρέφει τα πάντα.
Η αδυναμία του αρθρογράφου να στηρίξει τον παρά πάνω ισχυρισμό του πάνω στην αγία Γραφή και τους Πατέρες φαίνεται και από το γεγονός, ότι αντί να επικαλεστεί κάποιο βιβλικό, ή πατερικό χωρίο, επικαλείται την απάντηση που έστειλε η Εκκλησία της Ρωσίας το 1903 στην Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1902, καθώς και την απάντηση της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου στην ίδια Εγκύκλιο. Μπορούν όμως αποφάσεις δύο τοπικών Εκκλησιών να έχουν την βαρύτητα και το κύρος μιας Πανορθοδόξου Συνόδου και να ισχύσουν σ’ όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες; Ασφαλώς όχι!
Κλείνοντας εκφράζουμε για μια ακόμη φορά την δυσφορία και την αγωνία μας για την πορεία της σύγχρονης θεολογικής σκέψης, η οποία ξεστρατίζει επικίνδυνα από την δισχιλιόχρονη παράδοση της Εκκλησίας μας, την οποία οριοθέτησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες. Η καινοφανής και βλάσφημη «μεταπατερική θεολογία» θα αποτελέσει το ολέθριο χωνευτήρι της αλήθειας με την πλάνη, αυτό που επιθυμεί και επιδιώκει το σύγχρονο «πνεύμα» του συγκρητιστικού Οικουμενισμού. Οι άγιοι Πατέρες αποτελούν το μεγάλο εμπόδιο για την πραγμάτωση των οικουμενιστικών σχεδίων και γι’ αυτό τίθενται στο περιθώριο!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
[1] Ιωάννου Καρμίρη, Τακτικού καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, Τομ. 1, σελ. 153.
[2] Εις Γαλάτας, κεφ. Α΄ ΕΠΕ 20,194, PG 61,622.
Έφθασε στ’ αυτιά μου ότι, καθώς φαίνεται, θεωρείτε τα κηρύγματά μου πολύ αυστηρά και πιστεύετε ότι σήμερα κανένας δεν θα έπρεπε να σκέπτεται έτσι, κανένας δεν θα έπρεπε να ζει έτσι και επομένως κανένας δεν θα έπρεπε να διδάσκει έτσι. Οι καιροί έχουν αλλάξει!
Πόσο χάρηκα που το άκουσα. Αυτό σημαίνει ότι ακούτε προσεκτικά ό,τι λέγω, και όχι μόνο ακούτε, αλλά και είστε διατεθειμένοι να το τηρήσετε. Τι περισσότερο θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε εμείς που κηρύττουμε όπως διαταχθήκαμε και όσα διαταχθήκαμε;
Ανεξάρτητα από όλα αυτά, με κανένα τρόπο δεν μπορώ να συμφωνήσω με την γνώμη σας και το θεωρώ καθήκον μου να την σχολιάσω και να την διορθώσω. Διότι – μολονότι ίσως είναι παρά την θέληση και την πεποίθησή σας – προέρχεται από αμαρτωλή πηγή, σαν να μπορούσε ο Χριστιανισμός να μεταβάλλει τα δόγματά του, τους κανόνες του, τις αγιαστικές του τελετουργίες, για να ανταποκριθεί στο πνεύμα κάθε εποχής και προσαρμοσμένος στα μεταβλητά γούστα των υιών του αιώνος τούτου, να μπορούσε να προσθέσει η να αφαιρέσει κάτι.
Κι’ όμως δεν είναι έτσι. Ο Χριστιανισμός πρέπει να παραμένει αιώνια αμετάβλητος, χωρίς καθόλου να εξαρτάται ή να κατευθύνεται από το πνεύμα της εκάστοτε εποχής. Αντίθετα ο ίδιος ο Χριστιανισμός είναι διωρισμένος να κυβερνά και να διοικεί το πνεύμα του αιώνος για καθένα που υπακούει στις νουθεσίες του. Για να σας πείσω στο εν λόγω ζήτημα, θα σας αναφέρω μερικές σκέψεις για να τις μελετήσετε.
Κάποιοι είπαν πως η διδασκαλία μου είναι αυστηρή. Κατ’ αρχήν η διδασκαλία μου δεν είναι δική μου, ούτε θα έπρεπε να είναι. Από αυτή την ιερή θέση κανείς δεν πρέπει ούτε μπορεί να κηρύττει δικιά του διδασκαλία. Αν λοιπόν εγώ ή κάποιος άλλος τολμήσει ποτέ να το κάνει, μπορείτε να μας βγάλετε εκτός Εκκλησίας.
Εμείς κηρύττουμε την διδασκαλία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, των αγίων Αποστόλων του και της Αγίας Εκκλησίας που κατευθύνεται από το άγιο Πνεύμα. Συνάμα φροντίζουμε με κάθε δυνατό τρόπο να διατηρήσουμε τη διδασκαλία αυτή ακεραία και απαραβίαστη στον νου και στην καρδιά σας. Παρουσιάζουμε κάθε σκέψη και χρησιμοποιούμε κάθε λέξη με πολλή προσοχή, για να μη σκιάσουμε με κανένα τρόπο αυτή τη λαμπρή και θεία διδασκαλία. Κανείς δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.
Ένας τέτοιος νόμος που καθορίζει το κήρυγμα του καθενός στην Εκκλησία να είναι θεόπεμπτο, καθιερώθηκε από την δημιουργία του κόσμου κι’ έτσι πρέπει να παραμείνει ισχύον ως το τέλος του κόσμου. Ο Προφήτης Μωυσής μετά την παράδοση των εντολών του ίδιου του Θεού στον Ισραηλιτικό λαό, κατέληξε στα εξής: «Ου προσθήσετε προς το ρήμα ο εγώ εντέλλομαι υμίν, και ουκ αφελείτε απ’ αυτού, φυλάσσεσθε τας εντολάς Κυρίου του Θεού ημών, όσα εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον» (Δευτ. 4,2).
Αυτός ο νόμος της σταθερότητος είναι τόσο αμετάβλητος, ώστε ο ίδιος ο Κύριος και Σωτήρας μας, όταν δίδασκε το λαό στο όρος είπε: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας, ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν η μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου, έως αν πάντα γένηται» (Ματθ. 5,17 – 18).
Έπειτα έδωσε το ίδιο κύρος στη δική του διδασκαλία, πριν ερμηνεύσει τις εντολές στο πνεύμα του ευαγγελίου, με το να προσθέσει: «Ος αν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,19).
Αυτό σημαίνει πως καθένας που ερμηνεύει λανθασμένα τις εντολές του Θεού και μειώνει το κύρος τους, θα είναι απόκληρος στην μέλλουσα ζωή. Έτσι είπε στην αρχή του κηρύγματός του. Το ίδιο διαβεβαίωσε και στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον θεατή των αρρήτων αποκαλύψεων, στον οποίο περιέγραψε την τελική κρίση του κόσμου και της Εκκλησίας, αναφέροντας στην Αποκάλυψη: «Μαρτυρώ εγώ παντί τω ακούοντι τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. Εάν τις επιθή επί ταύτα, επιθήσει ο Θεός επ’ αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω, και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφελεί ο Θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας, των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω» (Αποκ. 22, 18 – 19).
Για όλο το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη παρουσία του στον κόσμο μέχρι την δευτέρα του παρουσία, ο Χριστός έδωσε στους αγίους Αποστόλους και στους διαδόχους τους τον παρακάτω νόμο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. 28, 19).
Τούτο σημαίνει να διδάσκετε όχι ό,τι κάποιος άλλος θα ήταν δυνατόν να σκεφθεί, αλλά ό,τι εγώ παρήγγειλα, και τούτο μέχρι το τέλος του κόσμου. Και συμπληρώνει: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28, 20).
Οι Απόστολοι έλαβαν αυτόν τον νόμο και θυσίασαν τη ζωή τους για να τον τηρήσουν. Και σε αυτούς που ήθελαν να τους υποχρεώσουν να μη κηρύττουν όσα κηρύττουν επ’ απειλή τιμωρίας και θανάτου, τους απαντούσαν: «Ει δίκαιόν εστιν ενώπιον του Θεού υμών ακούειν μάλλον ή του Θεού, κρίνατε. Ου δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4, 19 – 20).
Ο σαφής αυτός νόμος παραδόθηκε από τους Αποστόλους στους διαδόχους τους, έγινε αποδεκτός από τους δευτέρους και έχει ισχύ διαχρονική στην Εκκλησία του Θεού. Εξ αιτίας του νόμου τούτου η Εκκλησία είναι ο στύλος και η βάσις της αληθείας. Βλέπετε λοιπόν τι απαραβίαστη σταθερότητα έχει; Μετά από αυτό, ποιος θα είναι τόσο θρασύς να αγγίξει πεισματικά ή να κουνήσει οτιδήποτε στο χριστιανικό δόγμα και νόμο;
Ακολούθως ακούστε τι αναφέρεται στον Προφήτη Ιεζεκιήλ που επί επτά ημέρες βρισκόταν σε έκσταση προσευχής και μετά από επτά ημέρες άκουσε το λόγο του Κυρίου: «Υιέ ανθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τω οίκω Ισραήλ, και ακούση εκ στόματός μου λόγον» (Ιεζ. 3,17), και διακήρυξε στο λαό. Να ο νόμος για σένα! Αν δεις έναν άνομο που διαπράττει ανομία και δεν του πεις: άφησε την ανομία σου και άλλαξε δρόμο, «ο άνομος εκείνος εν τη αδικία αυτού αποθανείται, και το αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω» (Ιεζ. 3,18). Αντιθέτως, αν διακηρύξεις στον άνομο ότι θα πρέπει να ξεφύγει από την άνομη οδό του και αυτός δεν ξεφύγει, τότε εκείνος ο άνομος θα πεθάνει στην ανομία του, ενώ εσύ θα σώσεις την ψυχή σου. Παρόμοια αν δεις ένα δίκαιο που αρχίζει να κλονίζεται στην αρετή του και δεν τον στηρίξεις και δεν φροντίσεις να τον φέρεις στον ίσιο δρόμο με τα λόγια σου, τότε εκείνος ο δίκαιος επειδή αμάρτησε, θα πεθάνει στις αμαρτίες του, αλλά την ψυχή του θα ζητήσω από τα χέρια σου που δεν τον στήριξες. Αν όμως προειδοποιήσεις τον δίκαιο ότι δεν πρέπει να αμαρτάνει και αυτός παύσει να αμαρτάνει, τότε ο δίκαιος θα ζήσει κι’ εσύ θα σώσεις τη ψυχή σου (Βλ. Ιεζ. 3, 19 – 21).
Τι αυστηρός νόμος! Κι’ όμως ακούγεται στις συνειδήσεις όλων των ποιμένων κατά την εκλογή και χειροτονία τους, όταν ένας βαρύς ζυγός τίθεται πάνω τους, η διαποίμανση του ποιμνίου του Χριστού που Εκείνος τους το εμπιστεύθηκε, μικρό ή μεγάλο. Όχι μόνο να το διαποιμάνουν, αλλά και να το διατηρήσουν. Πώς θα μπορούσε κανείς να είναι τόσο θρασύς, που να διαστρέψει τα πάντα στο νόμο του Χριστού, όταν αυτό συνεπάγεται καταστροφή και στους δύο, ποιμένες και ποίμνιο;
Αν η σωστική δύναμη της διδασκαλίας εξαρτιόταν από την γνώμη μας πάνω σ’ αυτήν και την συναίνεσή μας σ’ αυτήν, τότε θα είχε νόημα το να συλλάβει κάποιος άνθρωπος στο νου του να ανοικοδομήσει τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις ανθρώπινες αδυναμίες ή τις αξιώσεις της εποχής και να τον προσαρμόσει κατά τους πόθους της αμαρτωλής του καρδιάς. Μα η σωστική δύναμη του χριστιανικού νόμου δεν εξαρτάται καθόλου από μας, αλλά από το θέλημα του Θεού, από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός καθιέρωσε επακριβώς την ακριβή οδό της σωτηρίας. Έξω από αυτήν δεν υπάρχει άλλη οδός, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. Συνεπώς καθένας που διδάσκει με οποιονδήποτε διαφορετικό τρόπο, σημαίνει πως παρεκκλίνει από την αληθινή οδό και καταστρέφει τον εαυτό του και σας. Τι λογική υπάρχει σ’ αυτό;
Προσέξατε πόσο αυστηρή κρίση ελέχθη, όταν κάτι παρόμοιο συνέβει στο έθνος του Ισραήλ κατά τα δύσκολα χρόνια της αιχμαλωσίας του. Μερικοί Προφήτες από οίκτο για τους βασανισμένους και τους αρρώστους μιλούσαν στο λαό όχι όπως ο Κύριος παρήγγειλε, αλλά όπως η καρδιά τους τους υπαγόρευε. Γι’ αυτούς ο Κύριος έδωσε τις εξής διαταγές στον Ιεζεκιήλ: «Και συ, υιέ ανθρώπου, στήριξον το πρόσωπόν σου επί τας θυγατέρας του λαού σου τας προφητευούσας από καρδίας αυτών και προφήτευσον επ’ αυτάς και ερείς, τάδε λέγει Κύριος, ουαί ταις συρραπτούσαις προσκεφάλαια υπό πάντα αγκώνα χειρός και ποιούσαις επιβόλαια επί πάσαν κεφαλήν πάσης ηλικίας του διαστρέφειν ψυχάς» (Ιεζ. 13. 17 – 18).
Τούτο σημαίνει: Αλλοίμονο σε κείνους που διατάζουν κάθε είδος ιδιαιτέρας μεταχειρήσεως και προτείνουν τέτοια μαλθακή αγωγή , ώστε κανείς να μην αισθάνεται την παραμικρή δυσαρέσκεια, ούτε από τους επάνω ούτε από τους κάτω, αδιαφορώντας εάν τούτο είναι για τη σωτηρία ή την καταστροφή, ευάρεστο η αποκρουστικό στο Θεό. Αλλοίμονο σ’ αυτούς, διότι «τάδε λέγει Κύριος… τα προσκεφάλαια υμών και επιβόλαια», δηλαδή την μελιστάλακτη και παρήγορη διδασκαλία σας, «εφ α υμείς εκεί συστρέφετε ψυχάς», θα διαρρήξω από τα χέρια σας, θα ελευθερώσω τις διεστραμμένες ψυχές από αυτή την διδασκαλία σας και θα σας εξολοθρεύσω, διαφθορείς (Βλ. Ιεζ. 13, 20 – 21).
Αυτό είναι το όφελος της ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως και της επιεικείας, το είδος που θέλετε να ακούτε από τους ιεροκήρυκες! Όταν βάλετε όλα τούτα βαθειά στην καρδιά σας, δεν είναι σωστό να θέλετε να κάνουμε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στο χριστιανικό δόγμα, έχοντας την λανθασμένη επιθυμία να σας ευχαριστήσουμε. Αντίθετα μάλιστα οφείλετε να απαιτείτε επίμονα να παραμένουμε στο δόγμα, όσο το δυνατόν αυστηρά και ακλόνητα.
Έχετε ακούσει ποτέ για τα συγχωροχάρτια του Πάπα της Ρώμης; Να τι είναι αυτά: Ιδιαίτερη μεταχείριση και επιείκεια, τα οποία δίνει αψηφώντας το νόμο του Χριστού. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Από αυτά όλη η Δύση είναι διεφθαρμένη στην πίστη και στον τρόπο ζωής, και τώρα χάνεται στην απιστία και στον αχαλίνωτο βίο με τα συγχωροχάρτια της.
Ο Πάπας άλλαξε πολλά δόγματα, χάλασε όλα τα Μυστήρια, ακύρωσε τους κανόνες που αφορούσαν την ρύθμιση της Εκκλησίας και την διόρθωση των ηθών. Όλα πλέον άρχισαν να πηγαίνουν αντίθετα στο θέλημα του Κυρίου, και έγιναν χειρότερα και πιο χειρότερα.
Κατόπιν εμφανίστηκε ο Λούθηρος, ένας έξυπνος άνθρωπος αλλά ισχυρογνώμων. Αυτός λοιπόν είπε: «Ο Πάπας άλλαξε τα πάντα όπως ήθελε, γιατί να μην κάνω κι’ εγώ το ίδιο;». Άρχισε λοιπόν να τροποποιεί και να ξανατροποποιεί τα πάντα με τον τρόπο του, και ίδρυσε κατ’ αυτόν τον τρόπο την νέα λουθηρανική πίστη, η οποία ελάχιστα μοιάζει με όσα ο Κύριος παρήγγειλε και οι άγιοι Απόστολοι μας παρέδωσαν.
Μετά το Λούθηρο παρουσιάστηκαν φιλόσοφοι. Κι’ αυτοί με τη σειρά τους είπαν: «Ο Λούθηρος καθιέρωσε για τον εαυτό του μια νέα πίστη, δήθεν βασισμένη στο Ευαγγέλιο, στην πραγματικότητα όμως στηριγμένη στο δικό του τρόπο σκέψεως. Γιατί λοιπόν κι’ εμείς να μη συνθέσουμε δόγματα βασισμένα μόνο στο δικό μας τρόπο σκέψεως, αγνοώντας τελείως το Ευαγγέλιο;». Άρχισαν κι’ αυτοί πλέον να σκέπτωνται ορθολογιστικά, και να εικάζουν περί του Θεού, περί του κόσμου, περί του ανθρώπου, καθένας με τον τρόπο του, και ανακάτεψαν τόσα πολλά δόγματα, ώστε μόνο να τα απαριθμήσει κανείς, ζαλίζεται ο νους του.
Τώρα οι δυτικοί έχουν τις εξής αντιλήψεις: Πίστευε ό,τι νομίζεις καλύτερο ζήσε όπως σου αρέσει, ικανοποίησε ο,τιδήποτε θέλγει την ψυχή σου. Ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζουν κανένα νόμο ή περιορισμό και δεν υποτάσσονται στον Λόγο του Θεού. Η οδός τους είναι ευρεία, όλα τα εμπόδια εκτοπίστηκαν. Μα η ευρεία οδός οδηγεί στην απώλεια, καθώς λέγει ο Κύριος. Εκεί ωδήγησε η χαλαρότης στην διδασκαλία!
Λύτρωσέ μας, Κύριε, από αυτήν την ευρεία οδό! Προτιμότερο όμως να αγαπήσουμε κάθε στενοχωρία που ο Κύριος διώρισε για την σωτηρία μας. Ας αγαπήσουμε τα χριστιανικά δόγματα και ας βιάσουμε το νου μας με αυτά, επιβάλλοντάς του να μη σκέπτεται διαφορετικά. Ας αγαπήσουμε τα χριστιανικά ήθη και ας βιάσουμε την θέλησί μας σ΄αυτά, υποχρεώνοντάς την να σηκώνει τον ελαφρό ζυγό του Κυρίου ταπεινά και υπομονετικά. Ας αγαπήσουμε όλες τις χριστιανικές τελετουργίες και ακολουθίες που μας νουθετούν, μας διορθώνουν, μας αγιάζουν. Ας βιάσουμε την καρδιά μας μ’ αυτές, προωθώντας την να μεταφέρει τις προτιμήσεις της από τα γήινα και τα φθαρτά στα ουράνια και άφθαρτα.
Ας περιορίσουμε το εαυτό μας σαν να μπαίναμε σε κλουβί. Η μάλλον ας σύρουμε τον εαυτό μας, σαν να περνούσαμε μέσα από μια στενή διάβαση. Ας είναι αυτή στενή, για να μη μπορεί να περεκκλίνει κανείς ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Αναμφίβολα όμως θα λάβουμε δι’ αυτής της στενής οδού ως αντάλλαγμα την βασιλεία των ουρανών. Διότι αυτή η βασιλεία, καθώς γνωρίζετε, είναι η βασιλεία του Κυρίου. Ο Κύριος καθώρισε αυτή τη στενή οδό και μας είπε: Πηγαίνετε ακριβώς από αυτή την οδό και θα επιτύχετε την βασιλεία των ουρανών.
Θα μπορούσε πλέον κανείς να αμφιβάλλει για το αν ο οδοιπόρος φθάση στο σκοπό του; Και τι μυαλό θα είχε καθένας που αρχίζει να επιθυμεί κάθε είδος ακυρώσεως εντολών, όταν με αυτόν τον τρόπο θα έχανε αμέσως το δρόμο του και θα χανόταν;
Αφού εννοήσατε πλήρως αυτή την επιβεβαίωση, μη στενοχωρείσθε αν κάτι στην διδασκαλία μας φαίνεται αυστηρό. Το μόνο που να επιζητήτε είναι το να βεβαιωθήτε αν είναι του Κυρίου. Κι εφ’ όσον βεβαιωθήκατε πως είναι του Κυρίου, δεχθείτε την ολόψυχα, οσοδήποτε αυστηρή η εξαναγκαστική μπορεί να είναι. Κι όχι μόνο μην επιθυμείτε ιδιαίτερη μεταχείριση και επιείκεια στο δόγμα και στο ήθος, αλλά φεύγετε από αυτά, σαν να φεύγατε το πυρ της γεένης. Από αυτό δεν μπορούν να ξεφύγουν όσοι επινοούν τέτοια πράγματα και με αυτά παρασύρουν τους ψυχικώς αδυνάτους να τους ακολουθήσουν. Αμήν.
Πηγή: (Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», αρ. 20, 1995) Αναλογία
Παναγιώτατε, μυριάκις προτιμότερον νὰ ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καὶ νὰ μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἢ νὰ ἐπιχειρηθῇ ἔστω καὶ ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπὸ τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων: «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Πίστεως».
Αἱ ἑπτὰ λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρὸ πολλοῦ. Ἑπτὰ Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τὴν ὑψίστην τιμὴν νὰ λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσῳ τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὁραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καὶ ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καὶ ὁ Τριαδικὸς ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουν νυκτικόρακες ἢ «ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι». Καὶ ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δὲν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καὶ καθῃμαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτὴς αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀείζωος καὶ ἀκατάβλητος, τὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σῴζουσα. Δὲν θὰ ἀποθάνῃ λοιπὸν αὕτη καὶ ἂν μετακινηθῇ ἢ καὶ ἀποθάνῃ ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος.
Οὐδεὶς Ὀρθόδοξος εὔχεται τὴν μετακίνησιν ἢ τὸν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς θὰ θυσιάσῃ χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἓν ἢ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπὲρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἀλλ᾿ ὀφείλετε νὰ στηρίξητε αὐτόν, τὸ καθ᾿ Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάριν αὐτοῦ ὁτιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους· ἀκόμη καὶ τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἓν μόνον κρατήσατε, ἓν φυλάξατε, ἑνὸς φείσασθε, ἓν μὴ θυσιάσητε: τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν!
Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος ἔχει ἀξίαν καὶ χρησιμότητα μόνον καὶ μόνον ὅταν ἐκπέμπῃ ἀπανταχοῦ τῆς γῆς τὸ γλυκὺ καὶ ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶνε χρήσιμοι ἐὰν καὶ ἐφ᾿ ὅσον φωτίζωσι τοὺς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τοὺς σκοπέλους. Ὅταν τὸ φῶς αὐτῶν σβεσθῇ, τότε δὲν εἶνε μόνον ἄχρηστοι, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καὶ αὐτοὶ εἰς σκοπέλους…
Πηγή: («Τὰ Δύο Ἄκρα – Οἰκουμενισμὸς & Ζηλωτισμός», Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, Ἔκδοσις Γ΄, 2008, σελίδες 17-18, καὶ «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι», φύλλον Δεκεμβρίου 1965) Αβέρωφ
Ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἀναφέρθηκαν ἀπό μας, ἀγαπητοί, ὅπως καί ἐσεῖς καλῶς γνωρίζετε, στηρίζονται στήν Θεόπνευστη Γραφή, σύμφωνα πρός τήν ἑρμηνεία καί ὑγιῆ διδασκαλία καί διασάφηση τῶν ἁγίων θεολόγων μας.
Διότι δέν εἶναι δυνατόν σέ μᾶς, ὅταν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στή δική μας ἐξήγηση (ἑρμηνεία), νά ἐννοήσουμε ἤ νά κατανοήσουμε ἤ νά ἑρμηνεύσουμε τελείως κάτι ἀπό τούς λόγους τῆς Θεοπνεύστου Γραφῆς, παρά μόνο σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τῶν θεολόγων (Πατέρων), οἱ ὁποῖοι ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἔχουν ἐπιδοκιμαστεῖ ἀπό τίς ἁγίες συνόδους ὡς κατάλληλοι πρός τόν εὐσεβῆ αὐτόν σκοπό, γιά νά μή στριφογυρίζει ὁ νοῦς μας ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ κατά τήν συνήθεια τοῦ Πρωτέα (θαλάσσια θεότητα, πού προσλάμβανε ἀλλοδιαδόχως διάφορες μορφές), ἀφοῦ ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ὀρθή εὐαγγελική διδασκαλία καί τήν ἀληθινή σοφία καί σύνεση.
Ἀλλά, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ, ποιά ἐπαναφορά στήν ὀρθή θέση θά ὑπάρξει σέ αὐτούς, ποία; Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἑξῆς: τίποτα νά μή μεταχειριζόμαστε ἤ νά μήν παραδεχόμαστε στό νοῦ μᾶς ἀντίθετα πρός ὅσα ἔχουν διαταχθεῖ ἀπό τούς ἱερούς ἀποστόλους καί τίς ἁγίες συνόδους. Διότι ὅποιος φυλάει ὀρθά τόν ὄρο αὐτόν, θά εἶναι σύντροφος μαζί μας, θά ἐπικοινωνεῖ μαζί μας καί θά ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ μας.
Διότι ὅποιος ἀπαρνεῖται τούς κανόνες, γιά τούς ὁποίους ἔχουμε μιλήσει προηγουμένως, καί ὁρμᾶ ἐναντίον τῶν ἀποστόλων καί συμπεριφέρεται ἀνεμπόδιστα ἐναντίον τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποιά ἐπικοινωνία θά μποροῦσε νά ἔχει μέ μας; Ποιό μερίδιο θά ἔχει αὐτός μαζί μας;
Πηγή: Περικοπῆ ἐκ τῆς Α΄ἀποκρίσεως Ἱερεμίου Β΄ πρός τούς Βυρτεμβεργίους Λουθηρανούς θεολόγους, Δ.Μ.Σ. 502.
Ἐν Πειραιεῖ 31-10-2017
Στήν ἐποχή μας διοργανώνονται πολύ συχνά διαθρησκειακές συναντήσεις καί διασκέψεις μέ θέματα τήν εἰρήνη, τήν ἐξάλειψη τῆς βίας, τῆς πενίας καί τήν εἰρηνική συνύπαρξη θρησκειῶν.
Μία τέτοια συναντήση ἦταν καί ἡ Β΄ Διεθνής Διάσκεψη Ἀθηνῶν γιά τόν «Θρησκευτικό καί Πολιτιστικό Πλουραλισμό καί τήν Εἰρηνική Συνύπαρξη στή Μέση Ανατολή», πού πραγματοποιήθηκε στίς 30/31-10-2017, καί διοργανώθηκε ἀπό τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, ὕστερα ἀπό πρωτοβουλία τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Νίκου Κοτζιά.
Σ’αὐτή συμμετεῖχαν ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος Β΄, ὁ Σεβ. Μητρ. Σύρου κ. Δωρόθεος, ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, ὁ Σεβ. Μητρ. Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρας, ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος Θερμοπυλῶν κ. Ἰωάννης, ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης, ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος Σαλώνων κ. Ἀντώνιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν Παν. Ἀρχιμ. Συμεών Βολιώτης, ὁ Παν. Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Σωτηριάδης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ Σεβ. Μητρ. Κυδωνιῶν κ. Ἀθηναγόρας, ὁ Σεβ. Μητρ. Τορόντο κ. Σωτήριος, οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ΄ καί Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρος, ὁ Σεβ. Μητρ. Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχος, ὁ Σεβ. Μητρ. Γουϊνέας κ. Γεώργιος, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος, ὁ Σεβ. Μητρ. Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίων, ὁ ἔξαρχος τοῦ Παναγίου Τάφου στήν Ἑλλάδα Παν. Ἀρχιμ. κ. Δαμιανός, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Εἰρηναῖος, ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, ὁ Ἐξοχ. Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, ὁ ὑπουργός Ἐπικρατείας τῶν Ἡνωμένων Ἀραβικῶν Ἐμιράτων (ΗΑΕ), ἁρμόδιος γιά τήν Ἀνεκτικότητα Σεΐκχ Ναγιάν μπιν Μουμπάρακ ἀλ Ναχιάν, ἡ πρέσβης τῆς Αὐστρίας στήν Ἑλλάδα Ἀντρέα Ἰκίτς Μποχμ, οἱ ὑπουργοί Ἐξωτερικῶν τῆς Αἰγύπτου Σάμεχ Σούκρι, τῆς Κύπρου κ. Ἰωάννης Κασουλίδης καί τῆς Παλαιστίνης Ριάντ Μάλκι, ὁ ὑφυπουργός τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Μεγάλος Μουφτής τῆς Αἰγύπτου, Μονοφυσῖτες, ἀντιπροσωπεῖες ἀπό τό σύνολο τῶν χωρῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί τῆς Μεσογείου, καθώς καί θρησκευτικοί ἡγέτες ἀπό τόν μουσουλμανικό καί ἑβραϊκό κόσμο, πού ἐκπροσώπησαν τό σύνολο σχεδόν τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτιστικῶν κοινοτήτων στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές στίς ὁμιλίες τους ἔκαναν λόγο γιά ἁρμονική καί εἰρηνική συνύπαρξη, γιά διαθρησκειακό διάλογο μεταξύ Χριστιανῶν, Μουσουλμάνων καί Ἑβραίων, γιά ἀνεκτικότητα, γιά θρησκευτικό πλουραλισμό, γιά ἑνότητα μέσα ἀπό τήν διαφορετικότητα, γιά εἰρηνική συμβίωση τῶν πιστῶν τῶν διαφόρων θρησκειῶν, γιά προβολή τῶν στοιχείων, πού ἑνώνουν τίς θρησκεῖες, παρά ἐκείνων πού τίς χωρίζουν, καί γιά πρόταξη τῶν κοινῶν ἀξιῶν τῶν διαφόρων θρησκειῶν, παρά τῶν ἀντιλήψεων ἐκείνων περί θρησκευτικῆς ἀνωτερότητας, πού ὑπονομεύουν την ἀνοχή στό διαφορετικό[1].
Ὁ ὅρος «ἀνεκτικότητα» γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα κυρίως ὅταν χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Βολταῖρο καί ἔγινε ἡ κυρίαρχη ἠθική καί πολιτική ἰδέα τῆς πολιτισμένης Εὐρώπης. Ἄν, ὅμως, προσπαθήσουμε νά ἀνιχνεύσουμε τήν προέλευση καί τήν πρώτη ἐμφάνιση αὐτοῦ τοῦ ἄγνωστου πρίν ἀπό τόν 17ο αἰώνα ὅρου, θά καταλήξουμε ὅτι προέρχεται ἀπό τήν καμπαλιστική φιλολογία. Βασική θέση τῆς Καμπάλα εἶναι πώς ὑφίσταται μιά κοινή ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας σέ ὅλες τις θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι καί τό δόγμα τοῦ σύγχρονου οἰκουμενισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποίησης… «Ἀνατριχιαστική» εἶναι και ἡ διαπίστωση πώς ἡ κυρίαρχη σήμερα παγκοσμίως ἀντίληψη περί ἀποδοχῆς τῶν πάντων ἔχει καμπαλιστική προέλευση. Μέ μιά δόση ἴσως ὑπερβολῆς θά μποροῦσε κανείς νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ κόσμος μας σήμερα δέν εἶναι, ὅπως συνήθως λέγεται, νεωτερικός, ἀλλά καμπαλιστικός… Κατά τόν 17ο αἰώνα πραγματοποιήθηκε καί ἡ πρώτη ἐκτενής ἔκδοση τῆς μετάφρασης στά λατινικά τῆς Λουριανικῆς Καμπάλας, ἀπό τούς Christian Knorr von Rosenroth καί Francis Mercury van Helmont, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν συνεργάτες τοῦ σπουδαίου γερμανοῦ φιλοσόφου, μαθηματικοῦ καί καμπαλιστῆ, Leibniz. Τό ἔργο ἐκδόθηκε μέ τόν τίτλο Kabbala Denudata ἀνάμεσα στά ἔτη 1677 και 1684. Ἐκεῖ υἱοθετοῦνται καί προβάλλονται ὡς τό ἀπαύγασμα τοῦ καμπαλισμοῦ τρεῖς βασικές ἀρχές : πίστη στήν ἐπιστήμη, πίστη σέ πρόοδο-ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου καί πλουραλισμός-ἀνεκτικότητα[2].
Στή Μασονική δέ ἐγκυκλοπαιδεία τοῦ Ν. Χ. Λάσκαρη, πού ἐκδόθηκε μέ τήν ἄδεια τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, καί στό λῆμμα «Θρησκεία καί Τεκτονισμός», διαβάζουμε : «Ἡ τεκτονική θρησκεία δέν κάνει διακρίσεις. Δέχεται στούς φιλόξενους κόλπους της ἄνδρες κάθε δόγματος, κανένα δέ ἀπολύτως θρησκευτικό δόγμα δέν εὐνοεῖ ἤ ἀποδοκιμάζει... Ἡ θρησκεία τοῦ Τεκτονισμοῦ εἶναι ἡ γενική θρησκεία τῆς φύσεως καί τῆς πρωταρχικῆς ἀποκαλύψεως –πού μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπό κάποιο ἀρχαῖο καί πατριαρχικό ἱερατεῖο- στήν ὁποία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά συνυπάρξουν» . Νά, λοιπόν, και ὁ ὅρος «συνύπαρξη» στή Μασονία. Ἀπροκάλυπτος εἶναι δηλαδή ὁ συγκρητισμός καί ὁ εἰδωλολατρικός χαρακτήρας τῆς Μασονίας, ἀλλά καί ὁ ἀντιχριστιανικός της χαρακτήρας, κάτι πού φαίνεται καί ἀπό τήν διεκδίκηση παγκοσμιότητος, πού ἀντιστρατεύεται στήν καθολικότητα καί οἰκουμενικότητα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καί Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς τήν στενότατη, γενετική καί στοχοθεσιακή σχέση Καμπαλισμοῦ, Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ Ἀθήνα, μέ ἀποκλειστική εὐθύνη τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, κατέστη «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν»[3]. Ἡ Γαλιλαία στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνας χῶρος, ὅπου ὑπῆρχε τό σήμερα πολυδιαφημιζόμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Πολλοί πολιτισμοί, ὅλοι οἱ πολιτισμοί, ὅλα τά ἔθνη, ὅλες οἱ θρησκεῖες μαζί. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ στή Γαλιλαία ὅλα τά ἔθνη˙ Ἰουδαῖοι, Πέρσες, Ἀσσύριοι, Ἕλληνες κ.ἄ. Καί τί ἦταν αὐτό το πολυπολιτισμικό μοντέλο; Ἄς τό ἀκούσουν αὐτό ὅσοι κληρικοί καί θεολόγοι εἶναι ὑπέρ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων. Τό πολυπολιτισμικό μοντέλο ἦταν «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Σκότος ὑπῆρχε ἐκεῖ. Οἱ ὑπέρμαχοι τῶν διαθρησκεικῶν διαλόγων καί συναντήσεων ἰσχυρίζονται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν στοιχεῖα ἀληθείας, ὅλες ἔχουν κάτι θετικό. Μέ τή λογική τους αὐτή ἑπομένως κι ἐκεῖ στή «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» ὑπῆρχε φῶς, λίγο φῶς. Τό Εὐαγγέλιο, ὅμως, λέει ὅτι ἡ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» εἶναι «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Καί αὐτός «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Νά, τό Φῶς! Ὁ Χριστός! Πουθενά ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει φῶς. Μόνο στόν Χριστό. Καί σήμερα ὅπου ὑπάρχουν τέτοιου εἴδους πολυπολιτισμικά μοντέλα καί διαθρησκειακές συναντήσεις καί σύγχυση, ὅπως στήν Ἀθήνα μέ τήν διοργάνωση τῶν προσφάτων διαθρησκειακῶν συναντήσεων, ὑπάρχει σκότος.
Οἱ οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες συναγωνίζονται στό ποιός θά φανεῖ ἀρεστός στά κέντρα λήψεως ἀποφάσεων τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς. Μιμοῦνται τούς ἀθέους καί μασόνους πολιτικούς ἡγέτες, πού ψηφίζουν ἀντιχριστιανικούς, ἀνήθικους καί ἔκφυλους νόμους. Ὑποχωροῦν καί συμβιβάζονται, γιά νά μήν χαρακτηρισθοῦν ὀπισθοδρομικοί, ἀπομονωμένοι, φονταμενταλιστές καί φανατικοί καί χάσουν τά πλεονεκτήματα καί τίς κοσμικές ἀνέσεις. Οἱ σχεδιαστές τοῦ ἀφελληνισμοῦ καί τοῦ ἀποχριστιανισμοῦ τῆς Ἑλλάδος προχωροῦν ἀπό τόν διαχριστιανικό στόν διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό, στήν ἐπαναφορά τῆς «Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν», στήν ἐπανεγκατάσταση τοῦ σκότους. Συναγωνίζονται οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες στό ποιός θά συγκαλέσει τίς περισσότερες καί καλύτερες διαθρησκειακές συναντήσεις, ποιός θά φανεῖ καλύτερος ὑπηρέτης τοῦ πολυπολιτισμικοῦ μοντέλου, τοῦ μοντέλου τοῦ Ἀντιχρίστου. Σά νά ἔπαυσε ὁ Χριστός, ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἑλλάδα νά ἀποτελοῦν τόν κατ'ἐξοχήν Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό καί πρέπει νά οἰκοδομηθεῖ τώρα ὁ «πολιτισμός τῶν πολιτισμῶν», δηλ. ὁ διαθρησκειακός πολυπολιτισμός. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, μεγαλύτερη πλάνη καί αἵρεση, μεγαλύτερος κίνδυνος, μεγαλύτερη βαρβαρότητα ἀπό τήν ἐξίσωση τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους, τῆς ἀληθείας καί τῆς πλάνης, τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἀντιχρίστου. Μήπως εἶναι ἀπολίτιστοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μᾶς συνιστοῦν νά ἀποφεύγουμε τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί τους ἀπίστους; Μήπως εἶναι ἀπολίτιστος ὁ Ἀπ. Παῦλος, πού συνιστᾶ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε» καί «μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις»[4], καί εἶναι περισσότερο πολιτισμένοι οἱ ἄθεοι καί μασόνοι πολιτικοί καί οἱ οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, πού ὀργανώνουν διαθρησκειακές συναντήσεις καί συνιστοῦν νά ἔχουμε κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους; Ὅμως, «τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ»[5];
Ἀντιτασσόμαστε σέ τέτοιου εἴδους διαθρησκειακές συναντήσεις, διότι κατ'αὐτές γίνονται ἀντικανονικές συμπροσευχές, πού ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καί διότι ἔφθασαν ἕως τοῦ σημείου νά ζητοῦν τήν ἐξάλειψη (διαγραφή) ὅλων τῶν στοιχείων βίας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τῶν Χριστιανῶν καί τά κείμενα τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ Ἰσλάμ. Τό παραπάνω αἴτημα θά πρέπει νά ἰσχύει μόνο γιά τήν δαιμονική Καμπαλά τῶν Σιωνιστῶν καί τό ἀνίερο Κοράνι τῶν Μουσουλμάνων, διότι περιέχουν στοιχεῖα βίας, καί ὄχι γιά τήν Ἁγία Γραφή. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν περιέχει πολεμικά στοιχεῖα μίσους καί βίας. Ὁ ἰσχυρισμός αὐτός ἰσοδυναμεῖ μέ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παραλλήλως, οἱ οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, συμμετέχοντας σέ διαθρησκειακές συναντήσεις, προκαλοῦν τόν πιστό Ὀρθόδοξο λαό, γιατί παρουσιάζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἔνοχη καί τήν χριστιανική διδασκαλία ὡς συνένοχη στίς ἐγκληματικές πράξεις, οἱ οποίες γίνονται εἴτε στό ὄνομα τοῦ Ἰσλάμ εἴτε κατόπιν ἐντολῆς κέντρων, καί καλύπτουν τούς πραγματικούς αἰτίους τῶν πολέμων καί ἰδιαίτερα τόν Παπισμό, πού αἱματοκύλησε καί ἐξακολουθεῖ νά αἱματοκυλᾶ τόν κόσμο, καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πράου, ἀκάκου καί μόνου εἰρηνοποιοῦ. Ἐπιπροσθέτως, ἕως σήμερα, οἱ διαθρησκειακές συναντήσεις δέν ἔχουν βοηθήσει καθόλου τήν ἀνθρωπότητα, διότι, παρά τό πλῆθος αὐτῶν, καί τρομοκρατικές πράξεις ἔχουμε ἀπό τούς μή Χριστιανούς σέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ κόσμου, καί ἐμφυλίους ἔχουμε, καί πολεμικές ἐνέργειες, συγκρούσεις καί συρράξεις ἔχουμε, καί πρωτοφανεῖς διώξεις ὀρθοδόξων καί πλανεμένων Χριστιανῶν ἔχουμε κ.λπ.
Ἡ ἔννοια τῆς εἰρήνης, ὅπως καί οἱ ἄλλες ἔννοιες (ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ σοφία κ.λπ.) δέν εἶναι μία ἀφηρημένη καί ἀπρόσωπη ἔννοια. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τίποτε δέν εἶναι ἀπρόσωπο καί ἀφηρημένο. Ὅλα εἶναι συγκεκριμένα καί προσωποιημένα. Ὅλα ἔχουν τήν ἀναφορά τους στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, καί ἡ εἰρήνη εἶναι προσωποποιημένη καί ἀναφέρεται στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ὄντως εἰρήνη – «ἡ ὄντως εἰρήνη σύ Χριστέ»[6] -, ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ὡς ἐκ τούτου, καθίσταται εὐνόητο ὅτι, γιά νά ἀποκτήσει κανείς τόσο τήν ἐξωτερική ὅσο καί τήν ἐσωτερική εἰρήνη, θά πρέπει νά εἶναι ὁπωσδήποτε συνδεδεμένος, νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό. Πόσο, ὅμως, οἱ συμμετέχοντες σέ διαθρησκειακές συναντήσεις ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες σχετίζονται μέ τόν Χριστό καί ἑπομένως κατέχουν τήν εἰρήνη Του, ὅταν, μέ τό οἰκουμενιστικό πιστεύω τους καί τά οἰκουμενιστικά λεχθέντα καί πραχθέντα τους, ἀπιστοῦν στόν αὐθεντικό Χριστό καί προβάλλουν ἕναν ἄλλο νοθευμένο, διαστρεβλωμένο καί οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο Χριστό;
Ἡ εἰρήνη στή γῆ δεν πρόκειται νά ἐπικρατήσει, ἐάν δέν ἐκλείψει ἡ αἰτία τῶν πολέμων, πού εἶναι ἡ ὑλιστική βουλιμία καί ἡ περιφρόνηση τῶν πτωχῶν καί ἀδυνάτων, καί ἐάν δέν ἐπικρατήσουν οἱ χριστιανικές ἀρχές τῆς ἀγάπης, ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς, καί τῆς ὀλιγαρκείας-λιτότητας. Ἄν δέν ἀποκοποῦν οἱ ρίζες τοῦ πολέμου, αὐτός θά βλαστάνει καί θά καρποφορεῖ, ὅσο καί ἄν γίνεται προσπάθεια νά περισταλεῖ μέ διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμφωνίες.
Στήν ἐν λόγῳ διαθρησκειακή συνάντηση τῶν Ἀθηνῶν ἔγινε προσπάθεια νά προβληθεῖ ἡ συγκρητιστική, διαθρησκειακή καί οἰκουμενιστική θεωρία περί εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν ὡς ἡ μοναδική λύση στό πρόβλημα τοῦ πολέμου. Ἡ θεωρία, ὅμως, αὐτή εἶναι ἐσφαλμένη. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκλησία σημαίνει παύση τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καί κατάργηση τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός ἀποφυγή ἰδεολογικῶν συγκρούσεων μέ τά ὄργανα τοῦ σκότους, πού ἀπομειώνουν τό Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ ἐνσαρκωθέντος μόνου Σωτῆρος. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει ἀρμονική συνύπαρξη τῆς ἀληθείας μέ τήν πλάνη, τήν ἀπάτη καί τό ψεῦδος, τοῦ φωτός μέ τό σκότος, τό ζόφο καί τό ἔρεβος˙ τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, μέ τόν Διάβολο, πού εἶναι ὁ προστάτης τοῦ σκότους. Τέτοια, ὅμως, συνύπαρξη δέν εἶναι νοητή, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑωσφορική εἰσήγηση. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν λαῶν μπορεῖ νά ὑπάρξει, εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν ποτέ.
Ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή νά κηρυχθεῖ στόν κόσμο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του ὡς ἡ μόνη ἀληθινή καί τέλεια Ἐκκλησία. Ἐπίσης, εἶπε ὅτι «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν˙ οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν»[7]. Μ'αὐτόν τό λόγο ὁ Χριστός δέν τάσσεται, βέβαια, ἐναντίον τῆς εἰρήνης καί ὑπέρ τοῦ πολέμου, ἀλλά ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θά διχάσει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλοι θά πιστέψουν καί ἄλλοι δέν θά πιστέψουν καί οἱ ἄπιστοι θά πολεμοῦν τούς πιστούς. Τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγκαίως ἐπιφέρει σύγκρουση μεταξύ τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀληθινῆς ἀπό τή μιά καί τῶν ψευδῶν ἀπό τήν ἄλλη. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει : «Εἰ δυνατόν τό ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[8]. Γιατί λέει «εἰ δυνατόν»; Γιατί ὑπάρχουν περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο τό εἰρηνεύειν. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ἰσχύει αὐτό, πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εἶναι προτιμότερος ἀπό τήν εἰρήνη ὁ πόλεμος. Γιατί μιά τέτοια εἰρήνη χωρίζει ἀπό τόν Θεό.
Ἔχει τονισθεῖ πάρα πολλές φορές ὅτι ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποῖα νομιμοποιήθηκε ἀπό τήν ληστρική, αἱρετική καί οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), πρεσβεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο˙ ὅτι δέν εἶναι μόνον ὁ Χριστιανισμός ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας˙ ὅτι τήν σωτηρία μπορεῖ κανείς νά τήν βρεῖ καί στόν Μουσουλμανισμό καί στόν Ἰουδαϊσμό καί στόν Ἰνδουϊσμό καί στόν Βουδισμό ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρεία˙ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί ὁδοί σωτηρίας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπιδιώκεται ἡ ψευδοένωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σέ μία πανθρησκεία. Ἡ γενική τάση εἶναι νά φανεῖ ὅτι δέν ὑπάρχουν δογματικές διαφορές ἀνάμεσα στίς θρησκεῖες, ὅτι οἱ θρησκεῖες οὐσιαστικά εἶναι ἴδιες καί ὅτι τήν σωτηρία τήν βρίσκει κανείς παντοῦ.
Ὅμως, οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι Ἀπόστολοι καί Μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας κηρύττουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας, «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[9], ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό μοναδικό Φῶς τοῦ κόσμου - τό ψάλλουμε αὐτό στή Θεία Λειτουργία «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον» -, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀποκλειστική ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας, ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν ὑπάρχει μετά ἀπό τόν Χριστό ἄλλη ἀλήθεια. Στήν σύγχρονη ἐποχή κυριαρχεῖ δυστυχῶς μιά νέα τάση καί μία νέα ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Αὐτή ἡ νέα ἀπάτη τοῦ διαβόλου, μέ τίς διαθρησκειακές συναντήσεις, χρησιμοποιεῖ τό ἴδιο ψεῦδος, πού χρησιμοποίησε ὁ διάβολος στούς πρωτοπλάστους. Διέψευσε τότε ὁ διάβολος ὅσα εἶπε ὁ Θεός στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἔδωσε τόν δικό του λόγο, πού δέν ἦταν λόγος σωτηρίας, ἀλλά πτώσεως καί καταστροφῆς. Σήμερα στήν ἐποχή μας μᾶς λέει ὁ διάβολος˙ «Μήν ἀκοῦτε τί λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι μόνον ὁ Χριστός σώζει». Τότε ὁ διάβολος εἶπε στούς πρωτοπλάστους˙ «Μήν ἀκοῦτε τί σᾶς λέει ὁ Θεός. Δέν λέει τήν ἀλήθεια ὁ Θεός. Δέν θά πάθετε τίποτα ἄν φᾶτε ἀπό τόν καρπό τῆς γνώσεως τοῦ ξύλου τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ». Σήμερα, μέ τίς διαθρησκειακές συναντήσεις, μᾶς λέει˙ «Μήν ἀκοῦτε τί σᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ μοναδική ὁδός σωτηρίας. Καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες σώζουν, γιατί κι αὐτές πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό καί διδάσκουν τίς ἴδιες ἠθικές ἀρχές καί ἀξίες». Καί δυστυχῶς αὐτές τίς ἀπαράδεκτες θεωρίες τίς ὑποστηρίζουν, γινόμενοι ὄργανα τοῦ διαβόλου, οἱ οἰκουμενιστές πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, μητροπολίτες, ἐπίσκοποι καί ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι[10], πού συμμετέχουν σέ διαθρησκειακές συναντήσεις.
Ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός προσβάλλει τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διά Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου[11].
Ἄν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες εἶχαν τήν συμπεριφορά τῶν σημερινῶν οἰκουμενιστῶν, τότε χωρίς κανένα δισταγμό θά ἀσπάζονταν, ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί τίς ἄλλες θρησκεῖες καί θά ἦταν ταυτόχρονα καί Χριστιανοί καί ἀλλόθρησκοι, ἀφοῦ καί τά δύο θά ἦταν διαφορετικοί τρόποι προσεγγίσεως τῆς σωτηρίας. Ὁ Χριστιανισμός, ὅμως, καί ἡ ἑτεροθρησκεῖα εἶναι πράγματα ἀσυμβίβαστα. Μέ τήν οἰκουμενιστική αὐτή νοοτροπία, οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες δέν θά ἦταν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, δέν θά στεφανόνωνταν ἀπό τόν Χριστό, οὔτε θά τούς ἑορτάζαμε, οὔτε θά τούς εἴχαμε παραδείγματα πρός μίμηση.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες καί νεομάρτυρες, ἔδωσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστη μας, γιά τήν ἁγία Ὀρθοδοξία. Ὅλη αὐτή ἡ νεοταξική καί νεοεποχήτικη νοοτροπία καί δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά παρουσιάσει πώς δῆθεν ὅλες οἱ θρησκεῖες, ὅλες οἱ αἱρέσεις καί ὅλες οἱ πίστεις εἶναι τό ἴδιο, ἀποτελεῖ προσβολή τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί βλασφημία ἐναντίον τῶν ἁγίων ἐνδόξων μαρτύρων. Ἄν ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο, γιατί οἱ ἅγιοι μαρτύρησαν καί ἔδωσαν τό αἷμα τους; Γιά τήν ἁγία Ὀρθοδοξία μας, γιά τήν ἁγία πίστη μας δέν μαρτύρησαν; Καί γιατί δέν ἀπέφυγαν νά λατρεύσουν μία ὁποιαδήποτε θρησκεία;
Θά μπορούσαμε νά φαντασθοῦμε ποτέ - γιά νά χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα ἁγίων τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου- τόν ἅγιο ἔνδοξο Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά διοργανώνει ἤ νά συμμετέχει σέ διαθρησκειακές συναντήσεις, συμπροσευχόμενος καί συνδιαλεγόμενος μέ τούς εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς του γιά τήν εἰρηνική συνύπαρξη Χριστιανισμοῦ καί εἰδωλολατρείας; Ἤ τόν ἅγιο ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα Ἀρτέμιο νά πράττει τό ἴδιο μέ τόν σκληρό, αἱμοβόρο, εἰδωλολάτρη Ἰουλιανό τόν Παραβάτη, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολή νά δείρουν, νά ματώσουν καί νά ξύσουν τόν ἅγιο, διέταξε να σχίσουν στα δύο ἕνα τεράστιο βράχο καί, ἀφοῦ βάλλουν στό ἕνα κομμάτι τόν ἅγιο, νά ρίξουν τό ἄλλο ἀπό πάνω του; Ἤ τόν ἅγιο ἔνδοξο νεομάρτυρα Ἰωάννη τόν Μονεμβασιώτη νά κάνει τό ἴδιο μέ τόν Ὀθωμανό Τοῦρκο ἀφέντη του, πού τοῦ ἔχωσε τό μαχαίρι στήν καρδιά, ἐπειδή ὁ ἅγιος τηροῦσε τή νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί δέν ἀλλαξοπίστησε; Ἤ τόν ἅγιο ἔνδοξο Ἀπόστολο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο μέ τούς Ἰουδαίους, πού τόν γκρέμισαν ἀπό τό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντος, ἐπειδή ὁμολόγησε ἐνώπιόν τους ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; Ἤ, τέλος, τόν ἅγιο ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο μέ τόν Λυαῖο καί τούς εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς του, πού τόν λόγχευσαν στή δεξιά πλευρά, ὅπως ἀκριβῶς τον Χριστό;
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἡ μοναδική ὁδός σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, στό ἔργο καί τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού συνεχίζονται στό Σῶμα Του, τήν Ἁγία Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός εἶναι τό μόνο ἀληθινό Φῶς[12]˙ δέν ὑπάρχουν ἄλλα φῶτα γιά νά μᾶς φωτίσουν, οὔτε ἄλλα ὀνόματα πού μποροῦν νά μᾶς σώσουν˙ «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστίν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[13]. Ὅλα τά ἄλλα πιστεύματα, ὅλες οἱ θρησκεῖες, πού ἀγνοοῦν καί δέν ὀμολογοῦν τόν Χριστό «ἐν σαρκί ἐληλυθότα»[14], εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα καί ἔργα τοῦ Διαβόλου[15], δέν ὁδηγοῦν στήν ἀληθινή θεογνωσία καί στήν διά τοῦ θείου βαπτίσματος ἀναγέννηση, ἀλλά πλανοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύοντας στήν Ἁγία Τριάδα, δέν ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό μέ καμμία ἄλλη θρησκεία˙ οὔτε μέ τίς λεγόμενες δῆθεν «μονοθεϊστικές» θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Μωαμεθανισμό, οἱ ὁποῖες δέν πιστεύουν στήν Ἁγία Τριάδα[16], οὔτε μέ τήν εἰδωλολατρεία.
[1] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β΄, Μονόδρομος ἡ ἀρμονική συνύπαρξη σέ ἕναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, 30-10-2017, http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/17926-arxiepiskopos-monodromos-i-armoniki-sunuparji-se-enan-ragdaia-metaballomeno-kosmo, 30-10-2017, ΜΑΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ κ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ, Χρέος μας εἶναι νά ἐργαστοῦμε γιά τήν ἑνότητα μέσα ἀπό τήν διαφορετικότητα, 30-10-2017, http://www.amen.gr/article/aleksandreias-theodoros-xreos-mas-einai-na-ergastoume-gia-tin-enotita-mesa-apo-tin-diaforetikotita, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Ὁ εἰλικρινής διάλογος ἔχει τήν δύναμη νά ἀλλάζει τήν ροή τῆς ιστορίας, 30-10-2017, http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/17935-bartholomaios-o-eilikrinis-dialogos-exei-tin-dunami-na-allazei-tin-roi-tis-istorias, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἡ Ἑλλάδα νά διαδραματίζει μεσολαβητικό ρόλο γιά τήν εἰρηνική ἐπίλυση τῶν πολεμικῶν διενέξεων, 30-10-2017, http://www.romfea.gr/ekklisia-kyprou/17932-kuprou-i-ellada-na-diadramatizei-mesolabitiko-rolo-gia-tin-eiriniki-epilusi-ton-polemikon-dienejeon, ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΒΟΛΟΚΟΛΑΜΣΚ κ. ΙΛΑΡΙΩΝ, Ἡ Ἑλλάδα συντελεῖ στή διαφύλαξη θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς στή Μ. Ἀνατολή, 31-10-2017, http://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-mosxas/17947-bolokolamsk-i-ellada-suntelei-sti-diafulaji-thriskeutikis-kai-politistikis-klironomias-sti-m-anatoli
[2] ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΗΝΑΟΓΛΟΥ, «Ἀποκρυφισμός˙ τό κυρίαρχο πνευματικό ρεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ», ἐν Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, 1821-2021, 10 Συνέδρια γιά τά 200 χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου «Ἑλληνικός καί Εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός» 23 καί 24 Ὀκτωβρίου 2015, ἐκδ. Ἀρχονταρίκι, Ἀθήνα 2016.
[3] Ματθ. 4, 15.
[4] Β΄ Κορ. 6, 14 καί 17.
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν ἁγίων μαρτύρων, ἐκδ. Βρυέννιος, Φίλη Ὀρθοδοξία 7, Θεσ/κη 2003, σσ. 126-127.
[6] Ἐωθινόν ΣΤ΄, ήχος πλ.β΄.
[7] Ματθ. 10, 34.
[8] Ρωμ. 12, 18.
[9] Ἰω. 14, 6.
[10] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές…, σσ. 26-27.
[11] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία πίστεως κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σ. 24.
[12] Ἰω. 8,12.
[13] Πράξ. 4,14.
[14] Α΄ Ἰω. 4, 2-3.
[15] ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ, Διδαχές, εἰς Ἱ. ΜΕΝΟΥΝΟΣ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καί Βιογραφία), ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα, Διδαχή Α1, 37, σ. 142.
[16] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία…, σσ. 11-12.
Πηγή: Θρησκευτικά
Εισαγωγή
Μπορούν οι λαΐκοί, τα μέλη της Εκκλησίας που δεν έχουν την Ιερωσύνη, να ασχολούνται με θέματα Πίστεως; Δύνανται οι λαΐκοί, παρ' όλο που δεν έχουν κανένα αξίωμα μυστηριακής διακονίας στην Εκκλησία, να ελέγξουν Επισκόπους, όταν εκείνοι παρεκτρέπονται από την αλήθεια; Είναι δικαιολογημένοι όσοι πίσω από τους Ιερείς και τους Πνευματικούς τους Πατέρες τηρούν στάση αδιαφορίας, όταν παραχαράσσονται το κήρυγμα και η Πίστη της Εκκλησίας, επειδή παρομοίως και οι Προεστώτες και Πνευματικοί τους Πατέρες, «αφού έπαθαν κάτι ανθρώπινο» δεν μαρτυρούν και δεν ομολογούν την αλήθεια της Ορθοδοξίας;
1) Η Θεολογία μάς είναι απαραίτητη για να προχωρήσουμε στην ορθοπραξία
Ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας, έχει παραδοθεί στην Εκκλησία από τους θεωμένους διδασκάλους Της, δηλαδή τους αγίους Προφήτες, Πατριάρχες, Αποστόλους και Πατέρες και ευρίσκεται στην Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περί των δογμάτων («Όροι») και περί του βίου («ιεροί Κανόνες»), και στα έργα των Αγίων Πατέρων, ώστε να είναι εύληπτο και κατανοητό από τον απλό πιστό, με σκοπό από την Ορθοδοξία να περάσει στην ορθοπραξία, αποφεύγοντας το σκόπελο των αιρέσεων. Οι αιρέσεις μέσω της αλλοιωμένης πίστεως (αιρετικής πλάνης) καταστρέφουν την ορθοπραξία και απομακρύνουν «οντολογικώς» από το Σώμα του Χριστού, διότι αποκόπτονται από την ενότητα της Εκκλησίας περί τον Επίσκοπο και τη Θεία Ευχαριστία.
Σύμφωνα με μία από τις «αρχές» της ορθής θεολογίας, η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι φιλοσοφικό σύστημα, είναι προσπάθεια για τη σωτηρία και τη θέωση. Στις θεολογικές διαμάχες αυτό που ενδιαφέρει τους Πατέρες δεν είναι η νίκη επί του αντιπάλου, αλλά το να μη θιγεί η δυνατότητα της θεώσεως και της σωτηρίας1.
Τα δογματικά και θεολογικά έργα των Αγίων Πατέρων σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται σε λαϊκούς, στους απλούς πιστούς, με σκοπό να τους μυήσουν βαθύτερα στην πίστη και πράξη της Εκκλησίας και να τους προφυλάξουν από τις αιρέσεις. Αυτό δεν το υπενθυμίζει σχεδόν κανείς σήμερα, διότι το θεολογικό - δογματικό κήρυγμα έχει εν πολλοίς εκλείψει. Για τις συνέπειες της αιρέσεως στη πνευματική ζωή των ανθρώπων θα γράψουμε ξεχωριστά σε άλλη ενότητα.
2) Το «ασφαλώς θεολογείν» δεν είναι μεν για όλους, αλλά το «φιλοσόφως θεολογείν» και το «ομολογείν» την αποδεδειγμένη Θεολογία της Εκκλησίας, είναι για όλους τους ευλαβείς.
α. Η Θεολογία
Είναι αλήθεια, ότι οι Άγιοι Πατέρες θεωρούν τη Θεολογία ως κάτι πολύ βαθύ και συνάμα υψηλό και τονίζουν ότι η ενασχολήση με αυτήν αρμόζει μόνον σε όσους έχουν προοδεύσει στην κατά Θεόν ζωή, και ευρίσκονται σε κατάσταση τουλάχιστον «καθάρσεως» από τα πάθη, αν όχι στα ανώτερα στάδια του «φωτισμού» και της «θεώσεως», καθώς λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν είναι για τον καθένα, αγαπητοί, το να φιλοσοφή περί Θεού, δεν είναι για τον καθένα· δεν είναι το πράγμα αυτό τόσο φθηνό και όσων πορεύονται στα χαμηλά» αλλά είναι για όσους «έχουν εξετασθή και περάσει στη θεωρία [δηλ. στη θέα του Θεού] και είναι κεκαθαρμένοι στην ψυχή και το σώμα ή τουλάχιστον καθαίρονται»2.
Η ενασχόληση κατ' εξοχήν των Επισκόπων και λοιπών Κληρικών με τη Θεολογία, νοείται υπό την έννοια, ότι οι Κληρικοί πληρούν περισσότερο τις προϋποθέσεις για να φθάσουν στο στάδιο του φωτισμού και της θεώσεως, επειδή είναι επίλεκτοι, χάρις στην καθαρή τους ζωή. Οι Ιεροί Κανόνες καθορίζουν την ευθύνη πρωτίστως των Αρχιερέων για την ενασχόληση με τα δόγματα.
Όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι οι Κληρικοί αποτελούν χωριστό σώμα εκτός του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, στην Οποία ενώνονται οργανικώς με όλους τους πιστούς. Δια τούτο και έχει επισημανθεί, ότι «οι συνήθως λοιπόν φερόμενοι όροι "επίσημος Εκκλησία", "διοικούσα Εκκλησία", "διδάσκουσα Εκκλησία", χρησιμοποιούνται κατά συνθήκη και καταχρηστικώς, ενώ από δογματική άποψη με βάση την ακρίβεια παρουσιάζονται ως αδόκιμοι»3.
Ενώ, λοιπόν, η κατ' εξοχήν Θεολογία ανήκει σε όσους ενώθηκαν με τον Θεό δια της θεώσεως και της ελλάμψεως του ακτίστου φωτός, ωστόσο, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων «ημπορούμε και οι άλλοι να θεολογούμε, αλλά σε άλλα, κατώτερα στάδια, κυρίως όμως με το να ακολουθούμε τους αληθείς θεολόγους»4. Ασφαλής οδός είναι η εμπιστοσύνη σε όσα μας απεκάλυψε το Άγιον Πνεύμα δια των Αγίων. Γράφει δια τούτο ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι μπορούν να θεολογούν και αυτοί που δεν είναι άγιοι, και μάλιστα μπορούν να θεολογούν με βεβαιότητα, «όχι ακολουθώντας στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια [δηλ. τα λόγια που ελέχθησαν από το Θεό]5 ».
Λοιπόν, βάσει της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά και των προγενεστέρων Αγίων, των οποίων τη διδασκαλία αυτός συνοψίζει, υπάρχουν τρία είδη θεολογίας:
(α) η ασφαλής και μυστική θεολογία όσων έφθασαν σε θεοπτία (θέα Θεού) οι οποίοι ομιλούν από προσωπική εμπειρία και κοινωνία με τον Θεόν,
(β) η φιλόσοφος θεολογία, όσων δεν έχουν μεν προσωπική εμπειρία θεοπτίας, αλλά με ταπείνωση δέχονται τις εμπειρίες και θεοπτίες των θεοπτών και θεολογούν σύμφωνα με αυτές και
(γ) η καινή (καινούργια-καινοτόμος) θεολογία των θρασέων θεολόγων, όσων θεολογούν διαλεκτικώς με βάση τις δικές τους φιλοσοφικές αρχές και απορρίπτουν τις εμπειρίες των Αγίων6.
Η μέση οδός, της φιλοσόφου θεολογίας, βάσει των δογμάτων της Εκκλησίας μας, βασίζεται στον «αποδεικτικό συλλογισμό». Επειδή δια των Αγίων Πατέρων (Προφητών, Αποστόλων, Ομολογητών, Ιεραρχών κ.λπ.) έχουμε διδαχθή από το Άγιον Πνεύμα τις δογματικές αλήθειες, δια τούτο είμαστε βέβαιοι με αποδείξεις για το τί πιστεύει η Εκκλησία και δεν περιπίπτουμε σε «διαλεκτικό συλλογισμό» η αγνωστικισμό (ότι δηλ. μπορούμε δήθεν να συλλογιζόμαστε διαλεκτικά για τα θεία πράγματα, ή ότι δεν μπορούμε να προσκομίσουμε βέβαιες θέσεις και αποδείξεις γι' αυτά). Τούτο ήταν και ένα βασικό σημείο της αντιπαραθέσεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προς τον φιλοσοφούντα ψευδο-μοναχό, ανθρωπιστή και αγνωστικιστή Βαρλαάμ τον Καλαβρό.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπεστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη θεολογία τον διαλεκτικό συλλογισμό, ο οποίος πραγματεύεται σχετικώς με το «νομιζόμενο και πιθανό και που εκ φύσεως άλλοτε είναι αλλιώς και άλλοτε αλλιώς, και άλλοτε υπάρχει, αλλά άλλοτε δεν υπάρχει, και κάποτε είναι αληθές, και κάποτε δεν είναι». Αυτό έπρατταν οι Έλληνες φιλόσοφοι στους οποίους η θεολογία κατήντησε πιθανολογία. Αντιθέτως, ο αποδεικτικός συλλογισμός, ο οποίος πραγματεύεται «για το αναγκαίο, και εκείνο που πάντοτε υπάρχει και πάντα είναι αληθινό και πάντοτε είναι το ίδιο», είναι απαραίτητος στα θεολογικά προβλήματα, αλλά και αποτελεσματικός, διότι υπάρχουν πλευρές του θεολογικού προβλήματος που επιδέχονται απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται αφ' ενός στις αποκαλυμμένες από τον Θεό «αυτόπιστες αρχές», αφ' ετέρου στις «κοινές έννοιες» και τα «αξιώματα»7.
Συνεπώς, ως Ορθόδοξοι μπορούμε πάντοτε να προσάγουμε «αποδείξεις» για την καθολική αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, αν όχι βάσει της (ίσως ανύπαρκτης) προσωπικής μας μεθέξεως στον Θεόν, αλλά βάσει (α) της θεολογικής διδασκαλίας των Αγίων μας, οι οποίοι ήλθαν σε ένωση με τον Θεόν και (β) της κοινής λογικής, η οποία εφαρμόζει τις διδασκαλίες αυτές στα νέα προβλήματα που ανακύπτουν.
β. Η ομολογία
Όπως θα δούμε και παρακάτω σε ιστορικά συμβάντα, όταν κινδυνεύει η Πίστη, τότε η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, η «ομολογία» της αληθείας από τους ορθοδόξους πιστούς, δεν είναι θέμα φιλοσοφήσεως ή συζητήσεως, κατά τον «διαλεκτικό συλλογισμό» που προαναφέραμε, αλλά είναι θέμα εμμονής στη θεολογία που έχει απ' αρχής παραδοθεί από την Εκκλησία στους πιστούς, ως θεολογία αλάθητη. Στην εμμονή αυτή, την ομολογία, δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και υφισταμένων, κληρικών και λαϊκών.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης είναι κατηγορηματικός: «Είναι εντολή Κυρίου να μη σιωπά κάποιος σε περίσταση που κινδυνεύει η Πίστη. Διότι λέγει "Λάλει και μη σιωπήσης" [Πράξ. 18, 9]. Και "Εάν υποχωρήση δεν ευδοκεί η ψυχή μου σ' αυτόν" [Εβρ. 10,38]. Kαί "Αν αυτοί σιωπήσουν, οι λίθοι θα κράξουν" [Λουκ. 19, 40]. Ώστε όταν πρόκειται περί πίστεως, δεν είναι δυνατόν να πη κανείς "Εγώ ποιός είμαι; "»8.
Και αλλού γράφει: «Kατά τον καιρό τούτο που διώκεται ο Χριστός μέσω της Εικόνος του, οφείλει κάποιος να αγωνίζεται, όχι μόνον αν είναι υπέρτερος στο αξίωμα και τη γνώση, ομιλώντας και διδάσκοντας τον λόγον της Ορθοδοξίας, αλλά κι αν ακόμη ευρίσκεται σε θέση μαθητού, έχει χρέος να φανερώνει με θάρρος την αλήθεια και να ομιλή με ελευθερία. Δεν είναι λόγος εμού του αμαρτωλού, αλλά του θείου Χρυσοστόμου μαζί με άλλους Πατέρας»9.
Ας ιδούμε, λοιπόν μόνον μερικά από τα πολλά ιστορικά συμβάντα για την προάσπιση της Ορθοδοξίας από λαϊκούς.
3) Ιστορικές μαρτυρίες για την ενασχόληση του λαού της Εκκλησίας με τα θέματα Πίστεως.
α. Ο Ευσέβιος, που μεταγενεστέρως έγινεν Επίσκοπος του Δορυλαίου
Ένας εκ των πρώτων που αντέδρασαν κατά του αιρετικού Πατριάρχου Νεστορίου, ο λαΐκός άνθρωπος Ευσέβιος, μετέπειτα επίσκοπος Δορυλαίου, δικαιώθηκε τελικώς από την Εκκλησία κατά την καταδίκην του Νεστορίου. Ο Ευσέβιος (όντας λαϊκός) είχεν αντιδράσει αμέσως (το 429), αντικρούοντας τον αιρετικό Πατριάρχη εντός της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Άγιο Κύριλλο,«Επειδή αυτός [ο Νεστόριος] στη μέση της Εκκλησίας παρουσίαζε καινούργιες και βέβηλες διδασκαλίες, κάποιος άνδρας από τους πολύ επιεικείς, και όντας ακόμη μεταξύ των λαϊκών, αλλά έχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστή παιδεία, κινημένος από θερμό και φιλόθεο ζήλο, φωνάζοντας εντόνως είπεν, ότι ο Ίδιος ο προαιώνιος Λόγος υπέμεινε και δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατά την ανθρώπινη φύση, και από γυναίκα· και ενώ στα πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αυτά και οι μεν περισσότεροι και συνετοί τον ετιμούσαν με μεγάλους επαίνους, ως ευσεβή και συνετώτατο και γνώστην της ορθότητος των δογμάτων, ενώ οι άλλοι ήταν λυσσασμένοι εναντίον του, αυτός [ο Νεστόριος] διακόπτει και αμέσως αποδέχεται εκείνους τους οποίους και κατέστρεψε με τη διδασκαλία του, στρέφει δε την γλώσσα του εναντίον εκείνου [του Ευσεβίου], που δεν ανέχθηκε τα λόγια του, αλλά και εναντίον των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι μας θεσμοθέτησαν τον ευσεβή Όρο της Πίστεως, την οποίαν έχομεν ως άγκυρα της ψυχής ασφαλή και βεβαία, καθώς έχει γραφή [ Εβρ. 6, 19]»10.
Αμέσως μετά ο Ευσέβιος τοιχοκόλλησε στο Ναό της Αγίας Σοφίας και διέδωσε δημόσιο γραπτό λίβελλο - έλεγχο της αιρέσεως του Πατριάρχη με την παρακίνηση: «Ορκίζω στην Αγίαν Τριάδα αυτόν που λαμβάνει αυτό το χαρτί, να το παρουσιάση σε επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, αναγνώστες, λαϊκούς που κατοικούν την Κωνσταντινούπολι, κι ακόμη να τούς δώση και αντίγραφο, προς έλεγχο του αιρετικού Νεστορίου, ότι είναι ομόφρων του Παύλου του Σαμοσατέως που αναθεματίσθηκε πριν από εκατόν εξήκοντα έτη από τους ορθοδόξους Πατέρες Επισκόπους. Και αυτά που λέχθηκαν και από τις δύο πλευρές έχουν ως εξής...»11.
Αργότερα, ο ίδιος αυτός Ευσέβιος, ως Επίσκοπος πλέον του Δορυλαίου, πρωτοστάτησε μαζί με τον Άγιον Φλαβιανόν Πατριάρχην ΚΠόλεως και στην αντιμετώπιση του αιρεσιάρχη Ευτυχούς, ο οποίος πρώτος εισήγαγε τον μονοφυσιτισμό, και μαζί με τον Άγιον Φλαβιανόν υπέστη διωγμούς μετά τη μονοφυσιτική και ληστρική σύνοδο της Εφέσου (449 μ.Χ.). Γράφει σχετικώς ο Θεοφάνης ο Ομολογητής και Χρονογράφος: «ο προαναφερθείς Ευσέβιος ο σχολαστικός, που πρώτος αντιμετώπισε τον Νεστόριο, αφού προήχθη στην Επισκοπή του Δορυλαίου, συζητώντας με τον Ευτυχή τον Αρχιμανδρίτη σχετικώς με την πίστη, τον ευρήκε να μη φρονή ορθώς. Και αφού τον παρεκάλεσε πολύ και τον παρήνεσε, δεν μπόρεσε να τον ωφελήση. Τότε ο Ευσέβιος ανέφερε τα σχετικά με αυτόν στον Επίσκοπο Φλαβιανό» 12 κ.λπ.
β. Λαϊκοί που ομολόγησαν και εδιώχθησαν από τον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο.
Από επιστολή του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου προς τον Νεστόριο πληροφορούμαστε, ότι πολλοί Κωνσταντινουπολίτες, οι οποίοι -όπως είπαμε-αντέδρασαν στην αίρεση του Πατριάρχη τους Νεστορίου, υπέστησαν διωγμούς και ακοινωνησία από τον αιρετικό Πατριάρχη. Γράφει ο Πάπας προς τον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Νεστόριο: «Ακούω, ότι οι κληρικοί εκείνοι που φρονούν όπως η Καθολική [Ορθόδοξος] Εκκλησία, με τους οποίους εμείς κοινωνούμε, υπομένουν βία μεγίστη, τόσον ώστε να λέγεται ότι έχουν αποκλεισθή και έξω από την Πόλη. Χαίρομεν, διότι εκέρδισαν το έπαθλο της ομολογίας, αλλά λυπούμεθα που ο διώκτης είναι Επίσκοπος. Ο μακάριος απόστολος Παύλος από διώκτης μετηλλάγη σε κήρυκα· τώρα είναι μέγιστο ασέβημα από κήρυκα να μεταλλαγή κανείς σε διώκτη»13.
Μετά από τοπική Σύνοδο της Αλεξανδρείας όπου καταδικάστηκε η καινοφανής διδασκαλία του Νεστορίου ως αίρεση (430 μ.Χ.), ο Άγιος Κύριλλος έγραψε γράμμα στους απλούς πιστούς της ΚΠόλεως, ενθαρρύνοντάς τους να απόσχουν από την κοινωνία με τον Νεστόριο, αν αυτός δεν μετανοήσει· εκείνους που αυτός (ο Νεστόριος) είχε αποκόψει από την κοινωνία μαζί του, ο Άγιος Κύριλλος τους θεωρούσε ως κανονικώς ευρισκομένους σε κοινωνία με την Εκκλησία. Γράφει ο Άγιος σε επιστολή του στους Κωνσταντινουπολίτες «διατηρήστε τους εαυτούς σας ασπίλους και αμώμους, μήτε κοινωνώντας με τον προαναφερόμενο, μήτε προσέχοντάς τον ως διδάσκαλον, αν παραμείνη λύκος αντί ποιμένος και προτιμήση και μετά από αυτήν μας την υπόμνησι να φρονή τα διεστραμμένα. Εμείς δε κοινωνούμε με τους κληρικούς ή λαϊκούς οι οποίοι χάριν της ορθής Πίστεως χωρίσθηκαν ή καθαιρέθηκαν από αυτόν, και δεν επικυρώνουμε την άδικη ψήφο εκείνου, αλλά μάλλον επαινούμε τους πάσχοντας, λέγοντας προς αυτούς εκείνο "εάν ονειδίζεσθε εν Κυρίω, είσθε μακάριοι, διότι το Πνεύμα της δυνάμεως και του Θεού έχει αναπαυθή πάνω σας" [Α΄ Πέτρου 4, 14]»14.
γ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ων ακόμη αξιωματούχος στο Χαλιφάτο της Δαμασκού, και ενώ είχε εκσπάσει η εικονομαχία στην ΚΠολη, έγραψε περί το 730 μ.Χ. λόγους κατά της Εικονομαχίας, οι οποίοι έκαναν πολλή ζημία στην αίρεση. Καθώς λέγει ο Βίος του, αφού ο άγιος Ιωάννης επλήσθη με ζήλο, ως ο Προφήτης Ηλίας, «στους Ορθοδόξους εκείνους που τον εγνώριζαν αποστέλλει λόγους σε μορφή επιστολών υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων, αποδεικνύοντας στο έπακρο, με πολλή σοφία, ότι είναι απαραίτητη η προσκύνηση των θείων εκτυπωμάτων [Εικόνων]. Και παρήγγειλε σε εκείνους να λέγουν τα παρόμοια και προς άλλους και να δείχνουν τις επιστολές του. Και με όλους τους τρόπους έσπευδε ο νέος αθλητής της αληθείας, σαν μέσω κάποιου κύκλου, να κυκλοφορούν οι επιστολές του από χέρι σε χέρι στους πιστούς, και να δυναμώνη η Ορθοδοξία». Έτσι εξυφάνθηκε από τον αιρετικό Αυτοκράτορα της ΚΠόλεως Λέοντα Γ' συκοφαντία κατά του Αγίου Ιωάνου με αποτέλεσμα ο Ιωάννης να τιμωρηθή αδίκως από τον Χαλίφη, ως επίδοξος στασιαστής και επίβουλος της αραβικής κυριαρχίας και να του αποκοπή η δεξιά χείρα. Μετά τη θαυματουργό θεραπεία του από την ιερά Εικόνα της Παναγίας ο Άγιος εγκατέλειψε τη θέση του και εμόνασε στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα15.
δ. Οι Δέκα Μάρτυρες της Χαλκής Πύλης εναντίον της Εικονομαχίας, εορταζόμενοι στις 9 Αυγούστου.
Το Συναξάριον της 9ης Αυγούστου, μνημονεύει την εορτή των Αγίων Δέκα Μαρτύρων, οι οποίοι υπέστησαν Μαρτύριον χάριν της Εικόνος του Σωτήρος Χριστού της τοποθετημένης στην Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινουπόλεως. Οι εννέα πρώτοι από τους δέκα αυτούς Αγίους, Ιουλιανόν, Μαρκιανόν, Ιωάννην, Ιάκωβον, Αλέξιον, Δημήτριον, Φώτιον, Πέτρον, Λεόντιον και Μαρίαν την Πατρικίαν, έλαβαν μέρος στην αντίστασι που το πλήθος εκδήλωσε εναντίον του Στρατού, όταν ένας αξιωματικός (σπαθάριος) προσπάθησε να κατεβάσει την ιερά Εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη, επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου το έτος 730 μ.Χ. μετά την υπογραφή εικονομαχικού διατάγματος16. Μετά από οκτώ μήνες φυλάκιση και φρικτές βασάνους οι Άγιοι εκτελέστηκαν χάριν της Ορθοδοξίας μαζί με την αγία Μαρία την Πατρικία17.
4) Οι ιεροί Κανόνες επιτρέπουν και ενθαρρύνουν την αντίδραση των λαϊκών σε αιρετικούς (ψευδο)-ποιμένες.
Το πλέον εύλαλο κείμενο για το δικαίωμα προασπίσεως της Πίστεως από τους πιστούς, ακόμη και εναντίον των Επισκόπων, όταν οι Επίσκοποι μέσω της αιρέσεως αποκαλύπτονται ως «ψευδ-επίσκοποι» και «ψευδο-ποιμένες», αποτελεί ο περιώνυμος 15ος ιερός Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (Α΄ Φωτιανής) του έτους 861 μ.Χ. η οποία Σύνοδος θεωρείται ισόκυρος με τις Οικουμενικές Συνόδους. Ο ιερός αυτός Κανών, αφού επισημάνει πώς πρέπει οι Χριστιανοί να αντιδρούν σε ενδεχόμενες παρεκτροπές του Επισκόπου της περιοχής τους, τελειώνει με την εξής διευκρίνηση: «Όποιοι λόγω κάποιας αιρέσεως κατηγορημένης από τις Άγιες Συνόδους ή τους Πατέρες χωρίζουν τους εαυτούς τους από τον Πρόεδρο (της Εκκλησίας, τον Επίσκοπο), δηλαδή όταν εκείνος κηρύττη δημοσίως την αίρεσι και τη διδάσκει στην Εκκλησία «με γυμνήν την κεφαλήν», αυτοί όχι μόνον δεν υπόκεινται σε κανονικά επιτίμια προ συνοδικής διαγνώμης, επειδή αποτειχίζουν τον εαυτό τους από την κοινωνία προς τον καλούμενον Επίσκοπο, αλλά θα αξιωθούν και της αρμοζούσης τιμής από τους Ορθοδόξους. Διότι κατηγόρησαν όχι Επισκόπους, αλλά ψευδ-επισκόπους και ψευδο-διδασκάλους, και δεν κατακομμάτιασαν την ένωσι της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά εμερίμνησαν να ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από σχίσματα και διαμερισμούς»18. Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί Κανόνες και ερμηνείες κανονολόγων (θα τους δούμε σε ειδική ενότητα).
5) Η επιβεβαίωση της Πίστεως του Επισκόπου από τους λαϊκούς
Πολύ ορθώς επισημαίνει ο πολύς θεολόγος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ότι ναί μεν ο Επίσκοπος δεν διδάσκει την Πίστη βάσει εξουσιοδοτήσεως και υποδείξεων του ποιμνίου του, δηλ. του πιστού λαού, αλλά ούτε πάλι μπορεί να λέγει ο,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στην Εκκλησία, «προσωπικές γνώμες» δεν πρέπει ούτε και μπορεί να υπάρχουν»19. Λοιπόν ο Επίσκοπος καλείται και περιορίζεται στο να εκφράσει την δια των αιώνων καθολική εμπειρία της Εκκλησίας. Αν δεν έχη «συσσωματωθεί» εν Αγίω Πνεύματι σ' αυτήν την εμπειρία, πράγμα που φαίνεται και στη διδασκαλία του, Ιδού, θα υποστή πρεπόντως και δικαίως την αντίδραση του Ποιμνίου. Πώς έχουν ακριβώς τα λόγια του π. Γ. Φλωρόφσκυ: «... ο επίσκοπος πρέπει ν΄ αγκαλιάση μέσα του όλη του την Εκκλησία· πρέπει να εκδηλώση, να φανερώση την εμπειρία και την πίστι της. Δεν πρέπει να ομιλή αφ' εαυτού αλλά εν ονόματι της Εκκλησίας, «ex consensu ecclesiae». [...] Την πλήρη ικανότητα να διδάσκη δεν την έχει λάβει ο επίσκοπος από το ποίμνιό του, αλλά από το Χριστό, μέσω της Αποστολικής διαδοχής. Αλλ' η πλήρης αυτή ικανότης, που έχει δοθή σ' αυτόν, είναι ικανότης του να φέρη τη μαρτυρία της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Περιορίζεται από την εμπειρία αυτήν. Επομένως, σε ερωτήματα περί πίστεως, ο λαός πρέπει να κρίνη ανάλογα με τη διδασκαλία του. Το καθήκον της υπακοής παύει να ισχύη, όταν ο επίσκοπος ξεφεύγη από το καθολικό πρότυπο, οπότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση ακόμη και να τον καθαιρέση»20.
Για το λόγο τούτο η απάντηση των Πατριαρχών της Ανατολής στον Πάπα Πίο τον 9ο, το 1848, διεκήρυξε τη σημασία του ρόλου των λαϊκών στην διατήρηση της Πίστεως της Εκκλησίας : «σε μας, ούτε Πατριάρχες, ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισαγάγουν νέα [δόγματα και έθη], διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του αιωνίως αμετάβλητο και ομοειδές με αυτό των πατέρων του»21.
Ερμηνεύοντας αυτή την απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών προς τον Πάπα Πίο Θ΄ το 1848, όπου επισημαίνεται ο ρόλος των λαϊκών στη διαφύλαξη της πίστεως, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεί «Το όλο σώμα της Εκκλησίας έχει το δικαίωμα να επαληθεύη, η, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, το δικαίωμα, και όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά το καθήκον της «επιβεβαιώσεως». Μ' αυτήν την έννοια οι Πατριάρχες της Ανατολής έγραφαν στη γνωστή Εγκύκλιο επιστολή του 1848 ότι «ο λαός ο ίδιος από μόνος του υπήρξεν ο υπερασπιστής της θρησκείας»»22.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
α. Έπαινος μιας ομολογητρίας από τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη.
Κατά την διάρκεια της εικονομαχίας ανεδείχθησαν μάρτυρες και ομολογητές της Πίστεως μεταξύ των ορθοδόξων λαϊκών. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γράφοντας επιστολή στη διωκομένη αξιωματούχο (Πατρικία) Ειρήνη, την παρηγορεί και την ενθαρρύνει με τα εξής λόγια:
«Ποιός δεν γνωρίζει από τους ομολογητές ότι και συ συν-ομολόγησες; Πού δεν ακούστηκε, ότι υπάρχει και μια συγκλητική μεταξύ των μαρτύρων; Σε εθαύμασαν τα τάγματα των Μοναχών και σε επήνεσαν οι συνάξεις των λαϊκών. Αλλά, τί αξία τάχα έχουν αυτά; Τα ίδια τα τάγματα των αγγέλων και των αγίων ευφράνθηκαν χάρις εις σε. Και μη νομίσης, ότι είναι κολακεία τα λόγια μου. Βλέπε, μάρτυς Χριστού, πόσον έχεις τιμηθή, πόσον έχεις υψωθή: σύγκρινέ μου πηλό και χρυσό: τόσο πιο μεγάλο και πολύ περισσότερον είναι από το επίγειο αξίωμα που εγκατέλειψες, το επουράνιο αξίωμα που σού δωρήθηκε τώρα από τον Θεόν, δηλαδή το να αποκαλείσαι μάρτυς του Χριστού, ομολογητής της αληθείας».
«Δια τούτο σού υπενθυμίζω να μη ξεφύγης καθόλου από την ένστασι, συ που έχεις στηριχθή πάνω στην ασάλευτη πέτρα της Ορθοδοξίας, μήτε να γίνης ευκολο-πτόητη και διχόγνωμη, εξ αιτίας των πτώσεων [στην αίρεσι] είτε λαϊκών είτε μοναστών και όσων νομίζουν ότι είναι κάτι, η γενικώς οποιουδήποτε άλλου. Αυτοί είναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, που έχουν μόρφωσιν ευσεβείας, αλλά έχουν αρνηθή τη δύναμί της [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοί δοκησίσοφοι και «αρχιεροφανείς» [φαινομενικοί αρχιερείς] και «αγιόδοκοι» [φαινομενικοί άγιοι] νικήθηκαν στις παλαιές γενεές· αντιθέτως, έλαμψαν ως φωστήρες εν τω κόσμω [Φιλιπ. 2, 15] ολίγοι και αληθινοί σοφοί, οι οποίοι διαβιούν με φόβο Θεού, επειδή αρχή σοφίας είναι το να βοβήται κάποιος τον Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δεν έχουν θεωρηθή και σπουδαίοι, επειδή ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, αλλά ο Θεός στην καρδιά»23.
β. Η αγωνιστική ομολογία των λαϊκών μέσα στους διωγμούς από τους αιρετικούς ελέγχει και κατακρίνει την απραξία πολλών Μοναχών
Πολλά θα μπορούσε κανείς να πεί και εδώ. Εμείς εκλέγουμε μόνο κάτι ενδεικτικό από τον Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, προς τον φίλο του Ηγούμενο Θεόφιλο σχετικά με τη «μοιχειανική αίρεση», δηλ. την εκκλησιαστική ανοχή προς τον παράνομο (μοιχικό) γάμο του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και την μετά ταύτα συνοδική αθώωση του («μοιχοζεύκτου») Ηγουμένου Ιωσήφ που ετέλεσε τον παράνομο (μοιχικό) γάμο.
«Επειδή λοιπόν εξήλθε με Σύνοδο εις το εμφανές η αιρετική ασέβεια, πρέπει και η ευλάβειά σου μαζί με όλους τους Ορθοδόξους να εκφράζεται με θάρρος, με το να μη κοινωνή με τους κακοδόξους, μήτε να μνημονεύη κανένα από αυτούς που παρευρέθησαν στη μοιχοσύνοδο ή ομοφρονούν με αυτήν. Και βεβαίως είναι δίκαιον, όσιε πάτερ, αφού είσαι σε όλα θεόφιλος, όπως δηλώνει και το όνομά σου, να αγαπάς τον Θεόν και σ' αυτό. Διότι ο Χρυσόστομος με έντονη και εκτενή φωνή εχαρακτήρισε ως εχθρούς του Θεού, όχι μόνον τους αιρετικούς, αλλά και όσους κοινωνούν μ' αυτούς. Και εάν η δική σου σταθερότης δεν διασφαλισθή, ποιός λοιπόν θα σωθή; Και αυτός που με τη δύναμι του Θεού ωμολόγησε με παρρησία σαν άγιος πλήν ολοκληρωθή η αίρεσι, εάν τώρα, μετά την αίρεσι υποχωρήση, πώς κάποιος άλλος θα τολμήσει να πη «γρύ»;
«Και εάν το μοναχικόν τάγμα δεν θα τα θεωρήση όλα σκύβαλα [σκουπίδια], εννοώ τα μοναστήρια και όλα τα γύρω από αυτά, πώς ο λαϊκός θα καταφρονήση την γυναίκα, τα τέκνα και τα λοιπά;»24.
Είναι σαφές το δικαίωμα ή μάλλον η υποχρέωση των πιστών για την υπεράσπιση της Πίστεως. Σε άλλη ενότητα, Θεού θέλοντος, θα διαπραγματευθούμε και το θέμα της συμβολής των Μοναχών στα θέματα Πίστεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πρβλ. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι-Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Πατερικά 1, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 44.
2. Λόγος 27, Θεολογικός 1, 3, PG 36, 13ε. (μεταγλώττιση).
3. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ. «Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 376 (μεταγλώττιση).
4. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, ένθ' ανωτ., σελ. 43.
5. Λόγος αποδεικτικός δεύτερος 18 και 28, εκδ. Π. Χρήστου τόμ. 1, 94. 103.
6. Αρχιμανδριτου Γεωργίου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως, εκδ. Ι.Μ. Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 54.
7. Μοναχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη (α.χ.), σελ. 61.
8. Επιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321Α.Β (μεταγλώττιση).
9. Επιστολή (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β (μεταγλώττιση).
10. Πεντάβιβλος Αντίρρησις κατά των Νεστορίου δυσφημιών 1, 5, PG 76, 41ε. (μεταγλώττιση).
11. ACO Ι, 1, 1, 101 (μεταγλώττιση).
12. Θεοφάνους, Χρονογραφία Α.Μ. 5940, PG 108, 260B.261Β (μεταγλώττιση).
13. Επιστολή Κελεστίνου Νεστορίω ACO 1,1,1,81 (μεταγλώττιση).
14. ACO Ι, 1, 1, 113-114 (μεταγλώττιση).
15. Ολόκληρος ο Βίος εν Ιωαννου Πατριαρχου Ιεροσολυμων, Βίος του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού, PG 94, 429-489. Το συγκεκριμένο περιστατικό, από την παράγραφο ΙΔ΄ (PG 94, 449Β) και εξής.
16. Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1994, σελ. 774.
17. Μηναίον του Αυγούστου, εν Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη «ΦΩΣ», εκδ. «ΦΩΣ», Αθήναι 19702, σελ. 101.
18. Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδημου Μοναχου, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, σελ. 292 (μετγαλώττιση).
19. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθήναι 1973, σελ. 208.
20. Αυτόθι,σελ. 207.208.
21. (§17), εν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σελ. 920.
22. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, ένθ' ανωτ., σελ. 207.
23. Επιστολή (156) Ειρήνη Πατρικία, εν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄, εκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276.277 (μεταγλώττιση).
24. Επιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049Α.Β (μεταγλώττιση).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ἀναφερόμενος στὴν πίστη, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βάση τῆς ἀγάπης, ἔγραφε:
«Ξαγρύπνα ἀσταμάτητα, γιὰ νὰ κρατᾶς τὴν πίστη, καὶ ξαγρύπνα ἀσταμάτητα ὥστε ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ἡ πίστη φέρνει μέσα της, νὰ αὐξηθεῖ καὶ νὰ σοῦ φέρει χαρά. Ἐφόσον μόνη της ἡ πίστη χωρὶς τὴν ἀγάπη, θὰ παρέμενε κρύα καὶ ἄχαρη. Ὅμως καὶ ὅταν μέσα σου κρυώσει ἡ ἀγάπη, καὶ δὲν αὐξηθεῖ καὶ δὲν φέρει καρπὸ χαρᾶς, κράτα τὴν πίστη καὶ περίμενε.»
Κράτα τὴν πίστη μὲ κάθε κόστος. Καὶ περίμενε, ἀκόμα καὶ χρόνια, μέχρι ἡ ἀγάπη νὰ φυτρώσει ἀπὸ τὴν πίστη.
Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ ἔχεις χάσει πολλά,
ὅμως ἐὰν χάσεις καὶ τὴν πίστη, τὰ ἔχασες ὅλα.
Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ χάσεις τὸν καρπὸ ἀπὸ τὸ δένδρο,
ὅμως ἐὰν χάσεις τὴν πίστη, θὰ ἔχεις κόψει τὸ δένδρο”.
Πηγή: Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...