Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἐν Πειραιεῖ 4-10-2017
Τί λέγει ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
Ἡ γενική στάση τῶν ἐν τῷ κόσμῳ καί τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων καί δή ἔναντι τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἕως τίς προηγούμενες δεκαετίες ὑπῆρξε ὑποδειγματική καί καθοδηγητική. Ἐν τούτοις, συναντᾶται ταυτόχρονα καί ἡ ἀπευκταία, ἀρνητική στάση τῶν μοναχῶν.
Ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν περιπτώσεις μοναχῶν, πού ἀποδείχθηκαν καί ἀποδεικνύονται εἰσηγητές, ἔξαρχοι ἤ ἔνθερμοι ὑποστηρικτές τῶν αἱρέσεων καί τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ. Πολλοί μοναχοί, ἐπίσης, παρασύρθηκαν καί παρασύρονται ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς Οἰκουμενιστές, μέ ἀποτέλεσμα τήν προσωρινή ἤ καί παντοτινή ἀποκοπή τους ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄλλοι, ἄν καί εἶχαν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἐνέδιδαν ἤ ἐνδίδουν στίς ποικίλες προκλήσεις τῶν αἱρετικῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπ’ὅ,τι προστάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία συμπεριφορά τους πρός τούς αἱρετικούς καί τούς Οἰκουμενιστές. Ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν, τέλος, περιπτώσεις μοναχῶν, οἱ ὁποίοι νόμιζαν ἤ νομίζουν ὅτι εἶναι προσηλωμένοι στήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί Παραδόσεων, ἀλλά ἀπό ἀδιακρισία, ἐμπάθεια, φιλοδοξία καί ἐγωϊσμό δημιούργησαν ἤ δημιουργοῦν σχίσματα, τά ὁποία φυσικά εἶναι καταδικαστέα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι βέβαια ἀπορίας ἄξιον τό ὅτι ἀρκετοί αἱρεσιάρχες προῆλθαν καί ἀπό τούς κόλπους τῶν μοναχῶν καί τῶν αὐστηρῶν ἀσκητῶν. Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο καί Θεοφόρο Πατέρα Βαρσανούφιο, οἱ μοναχοί, πού πίστευαν ἤ δίδασκαν αἱρετικά δόγματα δέν ἔκαναν δέηση καί προσευχή στόν Θεό, γιά νά τούς δείξει, ἄν αὐτά εἶναι ἀληθινά. Γι’αὐτό καί ὁ Θεός τούς ἄφησε στήν δική τους προσωπική γνώση[1]. Ὁ δέ Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση, γιατί πίπτουν οἱ μοναχοί καί οἱ πνευματικοί ἄνδρες, λέγει : «Δέν πίπτουν αὐτοί, πού κρατᾶνε τόν νόμο, ἀλλά αὐτοί, πού τόν ἐγκαταλείπουν καί ἀμελοῦν τά καίρια σημεῖα του, δηλ. τήν προσευχή καί τήν ταπεινοφροσύνη, ἐπειδή ἔχουν κλαπεῖ ἀπό τήν βιοτική μέριμνα καί τήν κενοδοξία»[2].
Σέ διάφορες περιόδους καί ἰδιαίτερα στήν σημερινή συναντᾶται ἡ ἀδυναμία ἀρκετῶν μοναχῶν στό νά ἀντιμετωπίσουν μέ κατάλληλο τρόπο τούς αἱρετικούς. Κατά τίς περιόδους τῶν διαφόρων αἱρέσεων, ἀλλά καί τήν σημερινή περίοδο τοῦ σιωνιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἡγούμενοι Μονῶν, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι, γιά λόγους δῆθεν οἰκονομίας, μᾶλλον δειλίας, ὑποχωροῦσαν ἤ ὑποχωροῦν στίς πιέσεις τῶν αἱρετικῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἐπικοινωνοῦσαν ἤ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μαζί τους μέ διαφόρους τρόπους.
Μέ ἄφατη καρδιακή θλίψη καί πόνο διαπιστώνει κανείς ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὀρθόδοξη δογματική καθίζηση καί παράδοση στόν σατανοκίνητο Οἰκουμενισμό φανερώθηκε ἀποροκάλυπτα ἀπό τήν ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτη στάση τῆς Ἱερᾶς Κονότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Πανοσιολογιωτάτων Καθηγουμένων τῶν εἴκοσι Ἱερῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν ἔναντι τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς, οὐνιτικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016). Συμμετεῖχαν στήν ψευδοσύνοδο μέ ἐκπρόσωπό τους τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικητα π. Τύχωνα, ὁ ὁποῖος, ὡς μέλος-σύμβουλος τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[3], ὄχι μόνο δέν εἴχε δικαίωμα λόγου καί ψήφου κατά τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου, ἀλλά μέ τήν παρουσία του σ’αὐτή καί τό ἐπακολουθῆσαν ἐξυμνητικό τῆς ψευδοσυνόδου κείμενό του[4], ἀποδέχθηκε καί ἐπεκύρωσε τήν ψευδοσύνοδο, μή ἐφαρμόζοντας προηγούμενες ὁδηγίες, πού κινοῦνταν πρός τήν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν δογματικῶν θεμάτων[5]. Τό τραγικώτερο ἦταν ἡ ἔκδοση τοῦ καθησυχαστικοῦ μηνύματος τῆς Ἔκτακτης Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους (30-6-2017)[6], στό ὁποῖο ἰσχυρίζονταν ἡγούμενοι καί ἀντιπρόσωποι ὅτι δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς καί οὐσιαστικά ἀπάλλασσαν καί ἀθώωναν τήν ψευδοσύνοδο ἀπό τά σοβαρά δογματικά ἀτοπήματά της. Εἶναι, βεβαίως, γνωστόν ὅτι τά ἀνωτέρω δέν ἔχουν γίνει ἀποδεκτά ἀπό τό σύνολο σχεδόν τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν, κελλιωτῶν καί ἀσκητῶν καί ὅτι ὑπάρχουν σοβαρές ἀντιδράσεις καί ὀρθόδοξες φωνές, τίς ὁποῖες οἱ φιλοοικουμενιστές ἡγούμενοι προσπαθοῦν νά καταστείλουν μέ κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσον. Ἡ κύρια καί βασική εὐθύνη, ὅμως, βαραίνει τούς ὤμους καί τίς πλάτες τῶν Πανοσιολογιωτάτων Καθηγουμένων, πού ἐν πολλοῖς συμπορεύονται μέ τήν ὁλέθρια γιά τήν Ἐκκλησία μας γραμμή τοῦ προεστῶτος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στόν Ὀρθόδοξο χῶρο Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Ἄς ἀφήσουμε, ὅμως, τόν μεγάλο Ὁμολογητή καί μοναχό Ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά ἀπαντήσει στούς ἀνωτέρω ἡγουμένους θαυμάσια, ἀποκαλυπτικά, ἐλεγκτικά καί ἰδιαίτερα διδακτικά.
Λέγει ὁ Ὅσιος ὅτι σέ περιόδους αἱρέσεως:
«χρέος νά ἀγωνίζεται, νά ὁμιλεῖ καί νά διδάσκει τόν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει, ὄχι μόνο αὐτός, πού ὑπερέχει σέ βαθμό καί γνώση, ἀλλά ἀντιθέτως, ἀκόμη κι αὐτός, πού κατέχει τήν θέση τοῦ μαθητῆ, ὀφείλει νά διακηρύττει τήν ἀλήθεια καί νά ὁμιλεῖ ἐλεύθερα. Τά λόγια αὐτά δέν εἶναι ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου καί ἄλλων Πατέρων. Οἱ ἡγούμενοι, ὅμως, πού συνελήφθησαν ἀπό τόν βασιλιά, δέν ἔπραξαν ὅσα προανέφερα, ἄν καί ἦταν ἀνώτεροι σέ ἀξίωμα καί γνώση ἀπό ὅλους τούς ἡγουμένους αὐτῆς τῆς χώρας, ἀλλά ἀπεναντίας μᾶλλον σιώπησαν˙ καί δέν ἔπραξαν μόνο αὐτό, τό ὁποῖο ἄλλωστε ἦταν τρομερό, ἀλλά ὑπέγραψαν καί ἔγγραφη βεβαίωση ὅτι δέν θά συνεδριάζουν μεταξύ τους, οὔτε θά διδάσκουν. Ἡ πράξη τους αὐτή εἶναι προδοσία τῆς ἀληθείας, ἄρνηση τοῦ ἀξιώματός τους καί καταστροφή, ὄχι μόνο τῶν ὑποτακτικῶν τους, ἀλλά καί τῶν ἰσοτίμων τους».
Οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἔλαβαν διαταγή ἀπό τούς Ἰουδαίους νά μήν διδάσκουν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶπαν τά ἐξῆς : «Σκεφθεῖτε καί κρίνετε μόνοι σας, ἐάν εἶναι ὀρθό καί δίκαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά ὑπακούουμε περισσότερο σ’ἐσᾶς, παρά στόν Θεό»[7]. Καί πάλι: «Πρέπει νά ὑπακούουμε στόν Θεό περισσότερο καί ὄχι στούς ἀνθρώπους»[8].
Τέτοια καί παρόμοια θά ἔπρεπε οἱ ἡγούμενοι νά ποῦν σ’αὐτούς, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Θεός δι’αὐτῶν, γιά νά οἰκοδομήσουν τούς Ὀρθοδόξους, γιά νά στηρίξουν τά μοναστήρια, γιά νά ἐνισχύσουν αὐτούς, πού πάσχουν στίς ἐξορίες. Ἀλλά, γιατί προτιμᾶμε τά μοναστήρια περισσότερο ἀπό τόν Θεό, καθώς καί τήν ἀνάπαυση, πού αὐτά μᾶς παρέχουν ἀπό τήν κακοπάθεια τῆς ὁμολογίας; Ποῦ εἶναι τό «Μιλοῦσα μπροστά στούς βασιλεῖς καί δέν ντρεπόμουν»[9]; Ποῦ εἶναι τό «Νά, δέν θά ἐμποδίσω τά χείλη μου, ὥστε νά διακηρύξουν τίς χάριτές Σου˙ Κύριε, Ἐσύ τό γνωρίζεις αὐτό»[10]; Ποῦ εἶναι ἡ δόξα καί ἡ ἰσχύς τοῦ μοναχικοῦ μας τάγματος; Πῶς οἱ μακάριοι Σάββας καί Θεοδόσιος, ὅταν ὁ τότε βασιλεύς Ἀναστάσιος θέλησε νά ἀσεβήσει, ἀντέδρασαν μέ σθένος καί ὑπερασπίσθηκαν τήν πίστη, ἀναθεματίζοντας ἀφ’ἑνός μαζί μέ τούς μοναχούς τους μέσα στήν Ἐκκλησία τούς κακοδόξους, ἀφ’ἑτέρου δέ στέλνοντας τήν ἐπιστολή τους στόν βασιλέα, διά τῆς ὁποίας διεκήρυξαν ὅτι θά προτιμήσουν τόν θάνατο ἀπό τό νά ἀνεχθοῦν ὁποιαδήποτε ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως;
Ἀλλά, ἀποκρίνονται, καθώς λέγουν, οἱ κύριοι ἡγούμενοι: «Καί ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς, γιά νά διαμαρτυρηθοῦμε»; Πρῶτον, εἶναι Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν αὐτή τήν στιγμή ὁπωσδήποτε νά μιλήσουν˙ ἔπειτα εἶναι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι δέν παρασύρονται τόσο εὔκολα, ἐπειδή εἶναι ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου˙ κατόπιν ἡγούμενοι, οἱ ὁποῖοι διορθώνουν καί τίς ἀτέλειες τῶν ἄλλων καί ἔχουν χρέος νά μή δίνουν σέ κανένα αἰτία σκανδάλου, «γιά νά μή γίνει κατά κανένα τρόπο θέμα μομφῆς καί ἐμπαιγμοῦ ἡ διακονία, πού τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος»[11], καθώς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος.
Εἶναι δέ ἀναγκαῖο νά χαρακτηρίσω τό μέγεθος τοῦ σκανδάλου καί τῆς μομφῆς ἤ μᾶλλον τῆς συγκαταθέσεως, πού προκάλεσαν διά τοῦ γράμματος, πού ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως; Διότι, ἐάν ἡ σιωπή εἶναι μέρος τῆς συγκαταθέσεως, πόσο ἀκόμη πιό φοβερό εἶναι ἡ ἔγγραφη ἐπικύρωση ἐνώπιον ὅλης τῆς Ἐκκλησίας τῆς συγκαταθέσεως καί τῆς συμφωνίας τους αὐτῆς[12];
Σέ ἄλλη του ἐπιστολή ὁ μέγας Θεόδωρος κατακρίνει τόν ἡγούμενο Θεόφιλο, πού εἶχε καταδεχθεῖ νά κοινωνήσει μέ τούς εἰκονομάχους:
«Ὤ τῆς πωρώσεως! Ὤ τῆς θεομαχίας! Μέ τήν περιφρόνηση τῆς εἰκόνος Του, ἔχει γίνει ἄρνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς Θεοτόκου καί ὁποιουδήποτε Ἁγίου. Ἐξ αἰτίας τῶν ἁγίων εἰκόνων ὁ ἀρχιεπίσκοπος (ἅγιος Νικηφόρος) ἐκδιώχθηκε, ἐπίσκοποι ἐξωρίσθηκαν, ἐνῶ ἡγούμενοι ὑπέστησαν τά ἴδια δεινά μαζί μέ μοναχούς, μοναχές, λαϊκούς καί λαϊκές. Ἄλλοι δέρνονται, ἄλλοι φυλακίζονται, μερικοί πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα, ἄλλοι βασανίζονται, μερικοί φεύγουν διά θαλάσσης καί ἄλλοι στίς ἐρήμους. Οἱ ἐρημιές καί τά σπήλαια ἔχουν γεμίσει˙ γεμάτα εἶναι τά ὄρη καί οἱ λαγκαδιές. Σάρκες κατακόβονται, αἵματα τρέχουν, ὅλη ἡ χώρα μας συνταράσσεται ἀπό τόν διωγμό. Ὅλη ἡ ὑφήλιος, θά ἔλεγα, θρηνεῖ καί ὀδύρεται.
Καί σύ, ὤ τρισάθλιε, ἐνῶ ἐνέδωσες στήν θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί διαμένεις στό «ὀλετήρι», γιά νά τό πῶ ἔτσι, καί ὄχι στό μοναστήρι, λέγεις ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, κοροϊδεύοντας μέ ἰουδαϊκό τρόπο τούς χριστοφόρους - ἤ μᾶλλον τόν ἴδιο τόν Χριστό - γιά τόν Ὁποῖο καί πάσχουν; Καί ποιό ναό διέσωσες, ἐσύ πού μόλυνες τόν ναό τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν ἑαυτό σου; Ποιούς ἀδελφούς προφύλαξες; Ἐκείνους, πού καταστράφηκαν ἀπό τήν συγκοινωνία σου μέ τούς αἰρετικούς, ἔστω καί μέ ἁπλή συνεστίαση; Ἔγινες σκάνδαλο τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἀρνήσεως, προτροπή ἀπωλείας, σάρκα καί ὄχι πνεῦμα, «σκοτήρ» καί ὄχι φωστήρ. Αὐτά φωνάζει ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια πρός ἐκείνους, πού ἀσεβοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, τούς ὁποίους, ἐάν δέν μετανοήσουν γιά τίς ἄθεες ἐπιλογές τους, δέν πρέπει νά τούς θεωροῦμε Χριστιανούς»[13].
Σέ ἄλλη του δέ ἐπιστολή πρός τόν ἡγούμενο Εὐστράτιο, ὁ σοφός Πατήρ λέγει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
«Δέν φαίνεται ἀνεύθυνο τό ὅτι, ἐνῶ συνελήφθηκες ἀπό ἄνθρωπο τοῦ βασιλέως, ἐν τούτοις ἔμεινες ἀβλαβής, δηλαδή σέ ἄφησαν ἐλεύθερο. Διότι, αὐτό συνοδεύει τά ὅσα διαδίδονται γιά τό πρόσωπό σου. Ἄλλωστε, εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι κανείς ἀπό ὅσους ἔχουν ὁμολογήσει μέ θάρρος τήν Ὀρθόδοξη πίστη δέν μένει χωρίς φυλάκιση ἤ τουλάχιστον ἐξορία, δηλαδή φυγάδευση. Ἀντιθέτως δέ, ὅσοι διαφεύγουν αὐτές τίς τιμωρίες, σημαίνει ὅτι ἐξαπατήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς, γιά νά μή μιλήσω σκληρότερα καί σέ λυπήσω.
Ἤ μήπως δέν διέκρινες, ἐσύ ὁ τόσο διορατικός, τόν φοβερό διωγμό τοῦ θηριωνύμου Λέοντος, τοῦ ὁποίου τό ἐγκληματικό χέρι συνέλαβε ἀκόμη καί τούς ἀλλοεθνεῖς Εἰκονοφίλους καί τούς σκότωσε καί τούς ἀφάνισε, ἤ - στήν πιό φιλάνθρωπη περίπτωση - τούς ἔθεσε ὑπό φρούρηση, ἔπειτα ἀπό σκληρή μαστίγωση, ἐκτός φυσικά ἀπό ὅσους ἔδειξαν ὑποταγή. Ἐφόσον, λοιπόν, ἐσύ δέν ὑπέστης, μετά τήν σύλληψή σου, τίποτε ἀπό αὐτά, συγχώρησέ με, ἀλλά ὑποχώρησες ὁσιώτατε. Καί μή ἰσχυρίζεσαι ὅτι διατηρεῖς ἀσφαλεῖς τίς Ἐκκλησίες σου καί ἀπείραχτες τίς ἁγιογραφίες τους, καθώς καί τό μνημόσυνο τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου μας (Νικηφόρου)˙ διότι, τέτοιου εἴδους φλυαρίες λέγουν καί ἄλλοι, πού παρασύρθηκαν καί ὑπέκυψαν στούς εἰκονομάχους. Δέν θά ἦταν δυνατόν νά διατηρηθοῦν αὐτά, παρά μόνο ἐάν πραγματοποιήθηκε προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας.
Διότι, ποιό εἶναι τό ὄφελος ἀπό τό νά περιποιούμαστε ἀψύχους ναούς, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἐμεῖς καταστραφήκαμε, πού εἴμαστε καί ὀνομαζόμαστε ναός τοῦ Θεοῦ; Οὔτε ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τῆς Θεοτόκου, οὔτε κανενός Ἁγίου κινδυνεύουν νά πάθουν τίποτε, διότι διαμένουν μέσα σ’αὐτές ὡς πρωτότυπα. Ἀντιθέτως, καταστρέφονται ψυχικά ὅσοι νομίζουν ὅτι τίς ἀφανίζουν, ἀλλά καί ὅσοι - γιά νά φυλάξουν δῆθεν τίς εἰκόνες - ἀποφεύγουν τήν ὁμολογία καί τήν ἐπακόλουθη κακοπάθεια. Ἀλοίμονο! Ἄλλοι πεθαίνουν, ἄλλοι ἐξορίζονται, ἄλλοι μαστιγώνονται, ἄλλοι φυλακίζονται, τά ὄρη, οἱ ἔρημοι, τά βράχια καί τά σπήλαια φιλοξενοῦν τούς μακαρίους διωγμένους, καί ἐμεῖς, μένοντας στά μοναστήρια μας, νά νομίζουμε ὅτι δέν θά πάθουμε κανένα κακό; Καθόλου»[14]!
Τέλος, σέ ἐπιστολή του πρός πρεσβύτερο, πού ὑπέγραψε, ὁ ἱερός Πατήρ λέγει : «Ἄν ἰσχυρίζεσαι ὅτι, ὑπογράφοντας, ἔκραζες ὅτι προσκυνᾶς τίς ἅγιες εἰκόνες, συγχώρησέ με, ἀδελφέ, ἀλλά καί ὁ Πιλάτος, ἀθωώνοντας μέ τό στόμα τόν ἑαυτό του ἀπό τήν σφαγή τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν κάλαμο κύρωσε τόν θάνατο»[15].
Εὐχή καί προσευχή μας εἶναι οἱ Πανοσιολογιώτατοι Καθηγούμενοι νά ἀκούσουν, ὄχι τά δικά μας λόγια, ἀλλά τά λόγια τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου˙ νά συνειδητοποιήσουν τό μέγα πλῆγμα, πού ἀτυχῶς ἐπέφεραν στό Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί δή στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἁγιώνυμο Ὄρος˙ νά μετανοήσουν ἐμπράκτως˙ νά ἀνακαλέσουν τήν συγκατάθεσή τους˙ νά ἀποσύρουν τό ἁγιορείτικο μήνυμα τῆς 30ης Ἰουνίου 2017˙ νά προβοῦν στήν σύνταξη καί κυκλοφόρηση ἑνός ὄντως ὀρθοδόξου καί ὁμολογιακοῦ κειμένου, ὅπου θά δηλώνεται ἡ πλήρης ἀντίθεσή τους στόν Οἰκουμενισμό καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης˙ καί τέλος, νά ἐφαρμόσουν τό ἱεροκανονικό δικαίωμα, πού παρέχεται ἀπό τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου[16], τῆς παύσεως τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τους, τοῦ αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μιμούμενοι τούς παλαιοῦς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πού διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί μασόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Μόνο μέ τίς ἀνωτέρω τολμηρές καί θεάρεστες ἀποφάσεις θά κατορθώσουν, μέ τήν χάρη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά ἐπαναφέρουν καί νά ἐξυψώσουν καί πάλι τό κῦρος καί τήν αἴγλη τοῦ Ἁγιωνύμου Ἄθω.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἀπόκρισις χδ΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1997, σ. 287.
[2] ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ, Ἀντιβολή πρός σχολαστικόν, P.G. 65, 1076B.
[3] Ὁ Ἠγούμενος τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα Τύχων στήν ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο, http://www.amen.gr/article/o-igoumenos-tis-monis-stavronikita-tyxon-stin-adiprosopeia-tou-oikpatriarxeiou-stin-panorthodoksi-synodo
[4] Ἠγούμενος Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα : Ναί στούς θεολογικούς διαλόγους, ἀλλά…., 3-8-2017, http://www.katanixis.gr/2017/08/blog-post_73.html
[5] Ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπί τῶν τελικῶν κειμένων τῆς Μεγάλης Συνόδου, 26-11-2016, http://thriskeftika.blogspot.gr/2017/01/blog-post_23.html
[6] Ἅγιον Ὄρος γιά Μεγάλη Σύνοδο : ''Δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς'', 30-6-2017, http://www.romfea.gr/agioritika-nea/15666-agion-oros-gia-megali-sunodo-den-uparxei-logos-taraxis
[7] Πράξ. 4, 19.
[8] Πράξ. 5, 29.
[9] Ψαλμ. 118, 46.
[10] Ψαλμ. 39, 10.
[11] Β΄ Κορ. 6, 3.
[12] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή β΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1120B-1121A.
[13] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πθ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1337A-C.
[14] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή ρστ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1364D-1364B.
[15] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή στ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1128D. Σχ. βλ. Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σσ. 343, 345, 347-350.
[16] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 358.
Πηγή: Ακτίνες
Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».
Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλάθητου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως γεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλες αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιο των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η Ιερά Εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτία, ο ιησουϊτισμός, η σχολαστική, η καζουιστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών…
Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστό τέκνο του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν στην άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η «αλάθητος» αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικός και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ’ αρχήν έκαστος Προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον στον άλλον΄ τέλος αυτού του «αποθνήσκειν» δεν υπάρχει, καθ’ ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος.
Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι’ εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο.
Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως «των Εκκλησιών», περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις «σύσσωμος» το Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου.
1. Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β’ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β’ Θεσ. 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια΄ η αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ο οποίος είναι η σάρκωση και η εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι η αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν η αλήθεια, εάν ήταν νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιες: η Αλήθεια η αιώνια και η Ζωή η αιώνια (πρβλ. Ιω. 14, 6′ 1, 4.17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοιά του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15). Αυτό πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ο άνθρωπος να αυξάνει σ’ Εκείνον, «ος εστίν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστόν.
Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ο ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και σ’ όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι’ αυτό και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).
Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Μόνο οι Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επί πλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεώς τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μη πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχειά της, στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ο αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθεια της πίστεως: «Η πίστη είναι η βάση των αρετών που ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, που κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει oλοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τί είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς. Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), που έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (Ρ.G. 91, c. 465C).
2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.
Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.
Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κοινωνία (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ’ εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.
Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ’ αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β’ Κορ. 6, 14).
Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ’ αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι’ Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β’ Ιω. 1, 10).
Ο Κανόνας ΜΕ’ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;
Ο Κανόνας ΞΔ’ των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.
Ο Κανόνας Μς’ των αγίων Αποστόλων:«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.
Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο… Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού.
Γι’ αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).
Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ’ όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι’ αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ’ αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).
Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή».
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, 1974, σελ. 224-233) Ορθόδοξος άμβωνας, Θεογνωσία
σχόλιο Γ.Θ : Οι Βατικάνιες κακοδοξίες και απάνθρωπες τακτικές όλων των προηγούμενων αιώνων έρχονται αντιμέτωπες με την προσπάθεια του αντίχριστου Πάπα για επιβολή της πανθρησκείας. Έχουμε ένα εμφύλιο των αιρετικών δηλαδή...
Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο μέτρο έχει χρησιμοποιηθεί από τότε που επεπλήχθη ο Πάπας Ιωάννης XXII, το 1333. Κατηγορείται ότι έχει υποστηρίξει 7 αιρετικές θέσεις για το γάμο, την ηθική ζωή και τη λήψη των μυστηρίων.
Κληρικοί από όλο τον κόσμο και μελετητές κατηγόρησαν τον Πάπα Φραγκίσκο ότι διαδίδει «αιρέσεις» σχετικά με το γάμο, την ηθική ζωή και τα μυστήρια, τις οποίες οι παραδοσιακοί θεολόγοι επιμένουν ότι ο ποντίφικας έχει «υποστηρίξει άμεσα ή έμμεσα».
Στην επιστολή τους, μεγέθους 25 σελίδων, που παραδόθηκε στον Φραγκίσκο τον περασμένο μήνα, 62 κληρικοί και λόγιοι από 20 χώρες, εξέδωσαν μια «αδελφική διόρθωση» στον πάπα. Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο μέτρο έχει χρησιμοποιηθεί από τότε που επεπλήχθη ο Πάπας Ιωάννης XXII, το 1333, σύμφωνα με το Εθνικό Καθολικό Μητρώο.
Η επιστολή, που είναι διαθέσιμη σε έξι γλώσσες, αναφέρει ότι με την Αποστολική Προτροπή του «Amoris Laetitia» («Η χαρά της αγάπης») και «άλλες, σχετικές λέξεις, πράξεις και παραλείψεις», ο Φραγκίσκος έχει υποστηρίξει 7 αιρετικές θέσεις για το γάμο, την ηθική ζωή και τη λήψη των μυστηρίων και έχει προκαλέσει την εξάπλωση αυτών των αιρετικών απόψεων στην "Καθολική Εκκλησία"».
Η Amoris Laetitia εκδώθηκε τον Απρίλιο του 2016 και έγινε στόχος σφοδρότατης λριτικής από λόγιους, επειδή άνοιξε την πόρτα για να επιτρέψει στους πολιτικά ξαναπαντρεμένους Καθολικούς, να λάβουν κοινωνία.
Στο έγγραφο ο Πάπας ζητά από την εκκλησία να είναι πιο καταδεκτική σε «ατελή μέλη», λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πάντα». Στην Amoris Laetitia ο Πάπας λέει ότι οι ιερείς και οι επίσκοποι θα πρέπει να αποφασίζουν κατά περίπτωση αν κάποιος που έχει χωρίσει και ξαναπαντρεύεται μπορεί να επανενταχθεί στην καθολική εκκλησία και να λάβει κοινωνία.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον Εκκλησιαστικό Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορούν να λάβουν κοινωνία εκτός και αν απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις με τους νέους συντρόφους τους, καθώς ο πρώτος γάμος τους εξακολουθεί να ισχύει στα μάτια της Εκκλησίας. Το άτομο στην περίπτωση αυτή θα διαπράξει την αμαρτία της μοιχείας υπό τις διδασκαλίες της Εκκλησίας.
Ωστόσο, οι υπογράφοντες την αδελφική διόρθωση υπογραμμίζουν ότι δεν κάνουν «κρίση για την υπαιτιότητα του Πάπα Φραγκίσκου στην διάδοση των 7 αιρέσεων», καθώς δεν είναι «καθήκον τους να κρίνουν αν έχει διαπραχθεί η αμαρτία της αίρεσης».
Έχουν σημειώσει, ωστόσο, ότι «άλλοι που μίλησαν υπέρ της Καθολικής πίστης έχουν υποστεί αντίποινα».
Ως εκ τούτου, οι «υπογράφοντες μιλούν για μεγάλο αριθμό κληρικών και λαϊκών πιστών που στερούνται ελευθερίας λόγου».
Οι κληρικοί και οι μελετητές «επιμένουν με σεβασμό» ότι ο Πάπας Φραγκίσκος «καταδικάζει τις αιρέσεις που έχει άμεσα ή έμμεσα υποστηρίξει και διδάσκει την αλήθεια της καθολικής πίστης στην ακεραιότητά της».
Ο Πάπας δεν έχει ακόμη απαντήσει.
Τον περασμένο Ιούνιο έστειλε στον Πάπα επιστολή που υπογράφηκε από μια ομάδα 45 Καθολικών μελετητών, καλώντας τον να διορθώσει σφάλματα στο Amoris Laetitia που υποστήριζαν ότι περιέχουν «διάφορες δηλώσεις που μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μια άποψη που είναι αντίθετη στην καθολική πίστη και ηθική».
Α. Ὁ Σχολαστικισμός τῆς Φραγκοπαπικῆς Δύσεως ἐναντίον τῆς πατερικῆς Ἀνατολῆς
Στήν Δύση μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα ἡ Θεολογία καί ἡ πνευματικότητα ἀκολουθοῦσαν βασικῶς τον δρόμο πού ἐχάρασσε ἡ Ἀνατολή. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ G. Dumont οἱ πηγές καί οἱ ἀρχές τῆς θεολογικῆς σκέψεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητος τῶν Δυτικῶν, πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνθούσα ἐποχή τοῦ λατινικοῦ Καθολικισμοῦ βρίσκονται στήν Ἀνατολή, ὅσο καί ἄν αὐτό ἐκπλήσσει πολλούς Δυτικούς Χριστιανούς. Στήν Ἀνατολή ὀφείλει ἡ Δύση τήν μορφοποίηση σέ δόγματα τῶν μεγάλων μυστηρίων τοῦ Χριστιανισμοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῆς θείας και ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μεγάλο ἀριθμό ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἰδιαίτερα πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί τήν ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀποξένωση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀρχίζει σέ συγκεκριμένη ἱστορική ἐποχή• ἡ δυναμική ἐμφάνιση στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν Φράγκων-Γερμανῶν τοῦ Μ. Καρόλου προσέφερε εἰς τόν θρόνο τῆς Ρώμης ἰσχυρό σύμμαχο γιά νά ἀντιμετωπίσει τις πιέσεις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί εἰς τόν Γερμανό ἡγεμόνα καί τούς διαδόχους του τήν εὐκαιρία νά θεμελιώσουν καί οἰκοδομήσουν τήνἉγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καί να ὑποκαταστήσουν τήν Ρωμανία, πού ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα Βυζάντιο. Ὁ Κάρολος ὁ Μέγας, ὅπως ἀναλύει ὁ Le Guillu, ἐφιλοδόξησε να δημιουργήσει νέα θεολογική παράδοση, ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἐπί λέξει λέγει: «Εἰς τά Καρολίνεια βιβλία γιά πρώτη φορά γίνεται ἡ προσπάθεια νά προσδιορίσει ἡ Δύση τόν ἑαυτό της σέ ἀντίθεση με τήν ᾽Ανατολή»[1].
Στήν ἀποξένωση αὐτή συνετέλεσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο παράγοντα ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς νέας θεολογίας ἐπάνω στην ἀριστοτελική συλλογιστική, ἡ διαμόρφωση δηλαδή τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας. Στήν σύγκρουση τοῦ 14ου αἰ. μεταξύ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ ἔχουμε σύγκρουση τῆς νέας θεολογίας τοῦ Σχολαστικισμοῦ με τήν Ἁγιοπνευματική Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε καί ἡ Δύση.
α) Σύγκρουση Ὀρθοδόξου Φωτισμοῦ καί Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ τόν 14ο αἰώνα
Ὑπῆρξε ὄντως σφοδρή σύγκρουση τῆς σχολαστικῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας τῶν Δυτικῶν μέ τήν ἁγιοπνευματική καί ἐμπειρική Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Την πρώτη ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς δυτικῆς Ἀναγεννήσεως, καί τήν δεύτερη ὁ μέγας θεοφόρος καί θεοφάντωρ θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἐπέτυχε ὅ,τι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο αἰώνα• να ἐκφράσει δηλαδή καί νά κωδικοποιήσει τήν διδασκαλία τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων γιά πολλά θέματα, σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι:
α) ἄν ἡ Θεολογία πρέπει νά εἶναι διαλεκτική ἤ ἀποδεικτική, νά στηρίζεται δηλαδή στήν φιλοσοφική ἀνάλυση καί συζήτηση, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ μεταφέροντας τόν Σχολαστικισμό ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή ἤ στή βεβαιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς,
β) ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ὁδηγεῖ στήν τελείωση καί στήν θέωση, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ ἤ αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ την θεία σοφία, ἡ ὁποία χορηγεῖται σε ὅσους τηροῦν τίς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ καί καθαίρονται ἀπό τά πάθη, ὁπότε μετά τήν κάθαρ ση δέχονται τον θεῖο φωτισμό καί στή συνέχεια φθάνουν καί στήν θεοπτία, κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί
γ) ἄν αὐτός ὁ φωτισμός εἶναι καρπός τῆς κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ, κατά τον Βαρλαάμ ἤ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἡ ὁποία θεώνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά κατ’ ἐνέργειαν, κατά Χάριν, ὄχι ὅμως κατά φύσιν καί οὐσίαν, διό τι διακρίνονται οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι συντριπτική ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί περιφανής ἡ νίκη τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καί Πατερικῆς Ἀνατολῆς ἐπί τῆς σχολαστικῆς καί μεταπατερικῆς Δύσεως. Δέν θά τήν ἀναλύσουμε ἐδῶ[2], ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσκητική βιοτή και προσπάθεια γιά τήν κάθαρση ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη, ὅπως ἔπραξαν καί ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ θεολόγοι τῆς πείρας, τῆς ἐμπειρίας, δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει σοφός εἰς τά θεῖα, καί ἑπομένως ἡ μόνη δυνατότητα νά θεολογεῖ κάποιος μή φωτισμένος καί θεούμενος εἶναι νά ἀκολουθεῖ τούς φωτισμένους και θεωμένους ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς αὐτήν τήν προϋπόθεση δέν ἔχουμε θεολογία και σοφία, ἀλλά μωρία καί ἀνοησία.
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀλλά καί προς τούς μεταπατερικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς στοχαστάς, τούς φιλοσόφους, τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους λέγει ἀξιωματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ: «Καθαρότητος ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μή και μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός»[3].
Διέτρεξα αὐτές τίς ἡμέρες πολλά ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά να ἐπαναβεβαιώσω ὅσα ἐδῶ θά ἔλεγα «ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι και τῷ θεοφάντορι τούτῳ καί θεόπτῃ πατρί». Θά χρειαζόταν πολύς χρόνος, γιά νά παρουσιάσω τήν πατερικότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν ἐκτίμηση καί ἀξία πού δίδει στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπό τά πολλά πού ἐσταχολόγησα ἐλάχιστα μόνο θά παρουσιάσω ἐνδεικτικά, γιά νά φανῆ πόσο λάθος κάνουν καί πόσο ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εὑρίσκονται ὅσοι, κληρικοί καί θεολόγοι, ἀντί νά καθιστοῦν ἀντικείμενο σπουδῆς στίς ἀκαδημίες, στίς θεολογικές σχολές καί στά σχολεῖα τούς πνευματοκινήτους καί θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρες, πού μᾶς καθιστοῦν προσιτό τόν ἀπέραντο ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας μεγαλειότητος, μᾶς κατεβάζουν στά κτιστά καί μικρά τῶν ἀνθρωπίνων στοχασμῶν και φιλοσοφιῶν, καί πολλές φορές μᾶς μυοῦν στά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος - ἐξοβελίζουν π.χ. ἀπό τά σχολεῖα το ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τήν κατήχηση, τήν δογματική, τήν λειτουργική, τήν ἱστορία, τίς ἀναφορές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς Ἁγίους, αὐτήν την Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί εἰσάγουν τόν μασωνικό σατανικό συγκρητισμό μέ τό μάθημα τῆς Θρησκειολογίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπιβεβαιώνοντας τήν θαυμαστή πράγματι διά τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν Πατέρων λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μη συμφωνοῦν μεταξύ τους οἱ θεοφόροι Πατέρες, διότι τούς καθοδηγεῖ ἡ ἐπίπνοια τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος[4]. Οἱ Πατέρες εἶναι ἀ σφαλεῖς προστάται τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Θεολογίας, διότι εἰς τό πνεῦμα τους «ἐφιζάνει», ἐπικάθηται, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἔτσι ὅσοι μαθητεύουν στούς Ἁγίους Πατέρες γίνονται διδακτοί Θεοῦ[5]. Μέ αὐθεντία καί κῦρος τονίζει ὅτι «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσιν, πᾶσιν ἁπλῶς, δι᾽ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆ σαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ»[6].
Ὁ Βαρλαάμ δέν θά κατέληγε στήν αἵρεση, καί μαζί μ’ αὐτόν καί οἱ σύγχρονοι μεταπατερικοί Νεοβαρλααμίτες, ἄν πίστευε ὅτι τά θεῖα δέν προσεγγίζονται μέ λογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά μέ εὐλαβῆ πίστη καί δεχόταν μέ ἁπλότητα τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά τίς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι εἶναι καλύτερες καί σοφώτερες ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, γιατί προέρχονται ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀποδεικνύονται μέ ἔργα καί ὄχι μέ λόγια[7]. Φωτογραφίζοντας δέ ἀκόμη καί τήν βαρλααμική ὁρολογία τῶν συγχρόνων Μεταπατερικῶν ἐρωτᾶ τόν Βαρλαάμ ἄν κατάλαβε ποῦ ὁδηγεῖ αὐτή ἡ «ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβεια»[8]. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, σέ τέτοιο βόθρο ἀσεβείας, γιατί ἐξερεύνησε μέ τη λογική καί τή φιλοσοφία αὐτά πού εἶναι «ὑπέρ λόγον καί φύσιν» και δέν πίστευσε στούς Πατέρες πού λέγουν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι «οὐ δυνατόν ἑρμηνευθῆναι λόγῳ τόν τρόπον τῆς προφητικῆς ὄψεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνον οἶδε σαφῶς ὁ τῇ πείρᾳ μαθών• εἰ γάρ φύσεως ἔργα καί πάθη πολλάκις οὐδείς ἄν παραστήσειε λόγος, πολλῷ μάλλον τάς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας»[9].
Ἡ μέχρι τώρα ἀνάπτυξη ἀπέβλεπε νά δείξει ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῶν Πατέρων ἄρχισε σταδιακά νά ἀναπτύσσεται ἀπό τόν 9ο αἰώνα συγχρόνως μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ εὐθύνεται για τον παραμερισμό τῶν Πατέρων, ὄχι μόνο γιατί κατέστησε τήν λογική καί τήν διαλεκτική βασικά ὄργανα θεολογήσεως καί περιφρόνησε τον ἄνωθεν φωτισμό, τήν θεία σοφία, ἀλλά καί γιατί ἐδογματοποίησε την ὕψωση τοῦ πάπα ὑπεράνω καί τῶν συνόδων καί τῶν Πατέρων, ἀκόμη καί ὑπεράνω τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Κριτήριο ὀρθῆς θεολογήσεως πλέον δέν εἶναι ἡ συμφωνία μέ τους Πατέρες, ἀλλά ἡ συμφωνία μέ τον πάπα. Ἐνῶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κινεῖται στή γραμμή Χριστός- Ἀπόστολοι-Πατέρες, ἡ παπική μοναρχική ἀντίληψη κινεῖται στη γραμμή Χριστός-Πέτρος-Πάπας.
Αὐτή ἡ ἰσχυρή μεταπατερική θύελλα δέν ἐκλόνισε τήν πατερική παράδοση, τά πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός ἀνέδειξε κατά τήν μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου τῆς Ρωμανίας τρεῖς νέους μεγάλους ἱεράρχας και οἰκουμενικούς διδασκάλους, τους Τρεῖς Νέους Ἱεράρχας, ὅπως τον τελευταῖο καιρό ὀρθῶς διακρίναμε· τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος τόν 9ο αἰώνα πρῶτος συστηματικά καί θεολογικώτατα ἀντιμετώπισε την ἀντιπατερική καί αἱρετική διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, καί στό θέμα τοῦ filioque καί στό θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, κατοχυρώσας μέ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 879 στην Κωνσταντινούπολη, πού θεωρεῖται οἰκουμενική, τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία• τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἀντιμετωπίζοντας τόν οὑμανιστή και φιλοσοφοῦντα Βαρλαάμ, κατά την περίοδο ἀκμῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ, προέβαλε τόν φωτισμό τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τοῦ κτιστοῦ καί περιορισμένου φωτισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, με πλήρη κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας του ἀπό τίς ἡσυχαστικές συνόδους τοῦ 1451, στήν Κωνσταντινούπολη καί πάλι, πού θεωροῦνται καί αὐτές ὡς μία καί οἰκουμενική• καί τόν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τον Εὐγενικό, τόν γίγαντα καί ἄτλαντα αὐτόν τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὀρθῶς ἀποκληθέντα ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος μόνος ἀκύρωσε καί ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευτοενωτικῆς συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἡ ὁποία ἐκβιαστικά καί καταπιεστικά στόν ὅρο της ἐδογμάτισε ἀντιπατερικές και αἱρετικές διδασκαλίες καί ἀριθμεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς παπικούς μεταξύ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.
β) Πατερικά καί μεταπατερικά στήν ψευτοσύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας
Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, πού συνέγραψε τήν ἱστορία τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), ὅπου σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἦλθαν σέ σύγκρουση ἡ πατερική Ὀρθόδοξη Θεολογία μέ την «μεταπατερική» σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, μᾶς διασώζει γεγονότα καί πληροφορίες, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν νά ἀντιληφθοῦμε τό πόσο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πατερική καί πόσο ἡ Δύση, ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ Φράγκοι τόν 9ο αἰώνα κατέλαβαν τό μέχρι τότε ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, μετατράπηκε σέ ἀντιπατερική, μεταπατερική, καί ἐγέννησε τοῦ κόσμου τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα.
Γνωρίζοντας οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες ὅτι ὁ Παπισμός μέ την Σχολαστική Θεολογία εἶχε ὑπερβῆ, εἶχε παραμερίσει, τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στή θέση τους εἶχε τοποθετήσει τούς δικούς του «Πατέρες», κορυφαῖος τῶν ὁποίων τον 13ο αἰώνα εἶχε ἀναδειχθῆ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, μέσα εἰς τά γράμματα με τά ὁποῖα ὅριζαν τούς ἐκπροσώπους των, τούς τοποτηρητάς, ἔθεταν και τά ὅρια τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου, εἴτε αὐτή ἐπρόκειτο νά γίνει στήν Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας, ὅπου ἐπερίμεναν τον πάπα οἱ μεταρρυθμιστές συνοδικοί, εἴτε σε ἄλλο τόπο πού ἐπρόκειτο να ὁρίσει ὁ πάπας. Ἡ ἕνωση ἔπρεπε να γίνει «νομίμως καί κανονικῶς και κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ»[10]. Διαφορετικά δέν ἐπρόκειτο να δεχθοῦν τις ἀντιπατερικές-μεταπατερικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου.Μέ τήν τοποθέτησή τους αὐτή οἱ πατριάρχες ἐξέφραζαν τήν σταθερή, μόνιμη, ἀπαράβατη διά τῶν αἰώνων θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦν συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, στοιχεῖο τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της• δέν ὑπάρχει Θεολογία πού ὑπερβαίνει τούς Πατέρες, καί δέν εἶναι θεολόγοι ὅσοι ἤ μειώνουν τήν ἀξία τους ἤ τούς κατηγοροῦν ἤ τό χειρότερο τούς ξεπερνοῦν καί τους ὑπερβαίνουν, ὅπως εἰσηγήθηκε στο γνωστό συνέδριό της τόν Ἰούνιο τοῦ 2010, «Ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τό στόμα αὐτό ὅλων τῶν Πατέρων καί ἐκφραστή τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος δέν πιστεύει σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος:«Ὁ μή κατά τήν Παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων... ἄπιστός ἐστι»[11].
Ἐνωρίτερα ἐπίσης ὁΜέγας ὄντως Ἀθανάσιος στήν γνωστή του Ἐπιστολή πρός τόν Σεραπίωνα διευκρινίζει θαυμάσια ποια εἶναι αὐτή ἡ Παράδοση, πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία• εἶναι αὐτά πού παρέδωσε ὁ Χριστός, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐφύλαξαν οἱ Πατέρες: «Ἴδωμεν καί αὐτήν την ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται»[12].
Ἡ ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν ὀρθοδοξότατη καί πατερικώτατη ὁριοθέτηση τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου προκάλεσε ἀμέσως τήν ἀντίδραση τοῦ ἀπεσταλμένου τῆς συνόδου τῆς Βασιλείας Ἰωάννου τῆς Ραγκούσης, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας το δυτικό-φράγκικο πλέον πνεῦμα τῆς ἐκεῖ Θεολογίας, πού δέν ἐχρειάζετο τώρα πλέον τούς Πατέρες, παρενέβη στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπό τούς πατριάρχες και ἐπέτυχε νά ἀλλάξουν τά γράμματα μέ ἀπάλειψη τῶν ὅρων καί ὁρίων τῆς συμφωνίας μέ τίς συνόδους και τους Ἁγίους Πατέρες.Ὑποχώρησε δυστυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ πρό τῆς μεγάλης ἀνάγκης γιά οἰκονομική καί στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά το χειρότερο εἶναι πώς ὑποχώρησαν οἱ πατριάρχες, τῶν ὁποίων τά κριτήρια πρέπει νά εἶναι ἀναλλοίωτα καί σταθερά, μόνον πνευματικά καί οὐδέποτε πολιτικά, σέ θέματα πίστεως. Σημειώνει μέ λύπη ὁ Συρόπουλος ὅτι αὐτό ἦταν ἕνα κακό προοίμιο, γιά ὅσα ἐπρόκειτο να ἀκολουθήσουν,πού ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ παρητεῖτο τοῦ ρόλου του νά εἶναι «δεφένσωρ», ὑπερασπιστής τῆς πίστεως: «Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων»[13].
Οἱ θεολόγοι βέβαια τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, δέν εἶχαν ἀνάγκη τίς ὑποδείξεις τῶν πατριαρχῶν, γιά νά θεμελιώνουν πατερικά τίς τοποθετήσεις τους και νά φέρνουν σέ δύσκολη θέση τους Λατίνους θεολόγους[14], οἱ ὁποῖοι μη ἔχοντας πατερικά ἐρείσματα προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν διαλεκτικά καί φιλοσοφικά τίς θέσεις τους, κατά τήν ἐπικρατήσασα στη Σχολαστική Θεολογία μέθοδο,πού στηριζόταν στίς λογικές κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη. Διασώζει μάλιστα ὁ Συρόπουλος χαριτωμένο περιστατικό, καί πολύ διδακτικό για ὅλους μας, καί ἰδιαίτερα γιά τους μεταπατερικούς καινοτόμους τῶν καιρῶν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας (Ἰβηρίας), ὅταν ἄκουσε σέ κάποια συνεδρία τόν Λατῖνο ὁμιλητή Ἰωάννη Τουρκουεμάδα, ἀπό τήν Ἱσπανία, να ἐπικαλεῖται συχνά τόν Ἀριστοτέλη, στράφηκε ἐνοχλημένος προς τόν Συρόπουλο καί εἶπε: «Τί Ἀριστότελ ᾽Αριστότελε• νέ καλό Ἀριστότελε». Ὅταν δέ ὁ Συρόπουλος τόν ἐρώτησε, τί τότε εἶναι τό καλό ἀπήντησε: «Ἅγιο Πέτρο, ἅγιο Παῦλο, ἅγιο Βασίλειο, θεολόγο Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νέ Ἀριστότελ Ἀριστότελε». Εἰρωνευόταν δέ καί ἐταλάνιζε μέ σχήματα, νεύματα καί χειρονομίες τόν Λατῖνο σχολαστικό, ἀλλά ὅπως παρατηρεῖ ὁ Συρόπουλος μᾶλλον εἰρωνευόταν ἐμᾶς, πού ἀφήσαμε την παράταξη τῶν Πατέρων καί αὐτομολήσαμε σέ τέτοιους διδασκάλους• «μᾶλλον δέ ἡμᾶς τούς εἰς τοιούτους διδασκάλους αὐτομολήσαντας»[15].
Ἐνωρίτερα διηγεῖται και ἄλλο περιστατικό μέ τόν ἴδιο Γεωργιανό ἀντιπρόσωπο νά ἀφήνει με τήν πατερική του ἀπάντηση ἄφωνο τόν πάπα καί νά τοῦ γίνεται διδάσκαλος. Λίγο πρίν ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀποστασία, και ὑπογραφῆ ὁ ἐπαίσχυντος ἑνωτικός ὅρος, ἐκάλεσε τον ἐν λόγῳ ὀρθόδοξο κληρικό ὁ πάπας καί μέ γλυκύτατη προσήνεια, πού θυμίζει τήν ἀγαπολογία καί εὐγένεια τῶν συγχρόνων μας Οἰκουμενιστῶν, τοῦ συνέστησε νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι «ἡ μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ταύτης προεστηκώς ἐστι διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πέτρου και τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ και ποιμήν καί διδάσκαλος καθολικός πάντων τῶν Χριστιανῶν». Γιά να βρῆτε λοιπόν ψυχική σωτηρία, προσέθεσε ὁ πάπας, πρέπει νά ἀκολουθῆτε τήν μητέρα Ἐκκλησία, να δέχεσθε ὅ,τι δέχεται καί αὐτή, να ὑποταγῆτε στόν ἐπίσκοπό της και νά διδάσκεσθε καί νά ποιμαίνεσθε ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως ὀρθοδόξου ἐπισκόπου βρίσκεται στήν διαχρονική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων καί μετά ἀπό χίλια χρόνια ἀποτελεῖ αὐτολεξεί ἐπανάληψη τῆς περί Παραδόσεως θέσεως τοῦ Μ. ᾽Αθανασίου, τήν ὁποία ἐμνημονεύσαμε, ἀλλά καί ὅλων τῶν μετά ταῦτα Ἁγίων Πατέρων καί συνόδων. Εἶπε: «Ἡμεῖς χάριτι Θεοῦ ἐσμέν Χριστιανοί καί στέργομεν καί ἑπόμεθα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν• ἡ ἡμετέρα οὖν Ἐκκλησία κατέχει καλῶς ὅσα παρέλαβεν ἀπό τε τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων τῶν ἀνακεκηρυγμένων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί οὐδόλως παρεξῆλθε ἀπό τῆς διδασκαλίας αὐτῶν καί οὔτε προσέθηκέ τι οὔτε ἀφείλετο τό τυχόν• ἡ δ’ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης προσέθηκε και παρέβη τά ὅρια τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διό καί ἀπεκόψαμεν αὐτήν ἤ καί ἀπέστημεν ἀπ’ αὐτῆς ὅσοι τηροῦμεν τά τῶν Πατέρων καθαρά». Ἄν λοιπόν ἐπιθυμεῖ ἡ μακαριότης σου νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία καί νά ἑνωθοῦμε ὅλοι, πρέπει νά ἐκβάλλεις ἀπό τό σύμβολο τῆς πίστεως τήν προσθήκη τοῦ filioque. Μπορεῖς νά τό ἐπιτύχεις εὔκολα, ἄν θελήσεις, γιατί τά γένη τῶν Λατίνων θά δεχθοῦν ὅσα τους ὑποδείξεις, ἀφοῦ σέ θεωροῦν διάδοχο τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί σέβονται τήν διδασκαλία σου. Τό συμπέρασμα τοῦ Συροπούλου: Ὁ πάπας περίμενε να παρασύρει καί να κερδίσει μέ τήν ὑποκριτική ἀγαπολογία του τόν Ἴβηρα, ὡς ἀλλόγλωσσο, ὡς ἰδιώτη, ὡς ἀμαθῆ καί ὡς βάρβαρο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε την ἀπάντηση, ἔμεινε ἄφωνος:«Ἀκούσας δέ τά παρ’αὐτοῦ ἄφωνος ἔμεινεν»[16].
2. Μεταπατερικές ἐκδηλώσεις κατά τήν Τουρκοκρατία καί τήν μετά τό 1821 περίοδο
α) Τουρκοκρατία
Τί ἔγινε ὅμως μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453, ἀλλά καί μετά την ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους τό 1821; Πολύ σύντομα ἡ εἰκόνα ὡς πρός την πίστη καί τήν πατερική παράδοση εἶναι ἡ ἑξῆς: Κατά θεία ρύθμιση τά ἡνία τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὡς πρῶτος μετά τήν ἅλωση πατριάρχης καί ἐθνάρχης, ἐξέχων ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, καθηγητής καί ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός, κατά τά τελευταῖα δέ πρό τῆς ἁλώσεως ἔτη καί μοναχός, ὁ πιστός μαθητής καί κατά πάντα ἀκόλουθος τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ Γεννάδιος Σχολάριος...
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γνωρίζοντας τήν εὐσέβεια καί τίς ἱκανότητές του,πρό τοῦ θανάτου του, τον ὥρισε διάδοχο στούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες καί δέν διεψεύσθη. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας μέ την ἄρνησή του νά τίς ὑπογράψει καί ὁ ΓεννάδιοςΣχολάριος,ὡς σύμβουλος καί τῶν δύο αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η΄ Παλαιολόγου καί τοῦ Κωνσταντίνου ΙΒ΄, τοῦ τελευταίου ἡρωϊκοῦ αὐτοκράτορος,παρεμπόδισε τήν ἀνανέωση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου, γιά περισσότερα ἀπό δέκα ἔτη, μέχρι πού ἔγινε μοναχός τό 1450 καί οἰκειοθελῶς ἀπεχώρησε ἀπό τήν αὐτοκρατορική αὐλή, μέ συνέπεια, νά ἀνανεωθῆ ἡ ἕνωση μέ τό ἀντιπατερικό συλλείτουργο τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, κορυφαία αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Πόλης ἀπό τον Θεό καί τῆς ἁλώσεώς της ἀπό τούς Τούρκους λίγους μῆνες ἀργότερα. Ἀριστοτελικός φιλόσοφος ὁ ἴδιος καί γνώστης τῆς Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔργα τοῦ ὁποίου μετέφρασε, καί ἐπί πλέον παρών ὡς θεολογικός σύμβουλος καί μετέχων ἐνεργῶς τῶν ἐργασιῶν τῆς Φερράρας Φλωρεντίας, ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἔπρεπε νά συντηρηθεῖ στήν νέα αὐτή ἐπώδυνη αἰχμαλωσία ἡ ὀρθόδοξη πίστη, διότι, ἄν χανόταν καί αὐτή, μαζί μέ την πολιτική ὑποδούλωση ἐκινδύνευε νά χαθεῖ ὁλοκληρωτικά ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός, νά ἐξαφανισθεῖ ἡ Ρωμιοσύνη, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ὑποταχθεῖ στην Ἐκκλησία τοῦ πάπα[17].
Μέσα ἀπό τά ἐρείπια ὡς πατριάρχης ἀνόρθωσε καί ὀργάνωσε την Ἐκκλησία ἐπί τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ διδασκάλου του ἉγίουΜάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σχετικά μέ τους Πατέρες ἀρκούμαστε σε δύο μόνο σημαντικές θέσεις του. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι τόσο πλούσια και τόσο ἀνώτερη ἡ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων καθοδήγηση, ὥστε το νά ἀκολουθεῖ κανείς τούς Πατέρες εἶναι δεῖγμα συνέσεως καί εὐφυΐας, καί γι’ αὐτό ἀνοηταίνουν ὅσοι δεν ἀκολουθοῦν τούς Πατέρες• «ἀλλά νοῦν ἐχόντων ἄν εἴη τούς τῶν Πατέρων ὅρους ἀκολουθεῖν». Συνοψίζοντας δέ καί αὐτός τήν περί τῶν Πατέρων γνώμη τῆς Ἐκκλησίας γράφει: «Ἡμεῖς δέ τῆς πατερικῆς παραδόσεως οὐδέν ἱερώτερον, οὐδέν σοφώτερον εἶναι πεπεισμένοι καί ταύτης ἐχόμενοι τόν τῆς πίστεως τουτονί δρόμον ἐλπίζομεν ὑφ’ ἡγεμόσι πιστοῖς δραμεῖσθαι»[18].
Ἐπάνω εἰς αὐτήν τήν πατερική γραμμή, πού δέν διεκόπη, πορεύθηκαν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία μέχρι τή δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, μολονότι παρουσιάσθηκαν τώρα νέα προβλήματα καί νέες προκλήσεις, ἐχθρικές πρός τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται για τήν ἐμφάνιση καί διαμόρφωση στην Δύση τοῦ μεγάλου σχίσματος τοῦ Προτεσταντισμοῦ πού ἐνίσχυσε το ἀντιπατερικό πνεῦμα, ὡς καί τοῦ συνδεδεμένου μέ τήν ἀθεΐα καί τον ἀνθρωποκεντρισμό τῆς Ἀναγεννήσεως Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ πού πέρασε καί στην Ἀνατολή ὡς νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ κύριο ἡγέτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ. Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό, πολλοί δέ Ὀρθόδοξοι, νέοι, πού μετέβαιναν στήν Δύση γιά σπουδές, μετέφεραν ἐπιστρέφοντας στόν ἐκκλησιαστικό καί παιδευτικό χῶρο τήν νεωτερικότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Εἶναι ἴσως χρήσιμο νά ἐξηγήσω, γιατί ὁ Προτεσταντισμός ἐνίσχυσε τό ἀντιπατερικό πνεῦμα, γιά νά κατανοηθεῖ καλύτερα ὅτι ὁ κυριαρχῶν σήμερα παναιρετικός Οἰκουμενισμός πού ὀργανώνει καί ἐνισχύει την μεταπατερικότητα, εἶναι βασικῶς προτεσταντικῆςπροελεύσεως μέ ρίζες βέβαια παπικές, μόνον πού ὁ ὀρθολογισμός καί ὁ ἀνθρωποκεντρισμός τοῦ Παπισμοῦ ὠθήθηκε στα ἄκρα καί μετέτρεψε τόν κάθε Προτεστάντη πιστό σέαὐθεντικό ἐκφραστή καί ἑρμηνευτή τῆς πίστεως. Λέγει σχετικῶς ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Δέν πρέπει νά πλανώμεθα: ὁ δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός, ὁ Παπισμός, εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικός προτεσταντισμός και ἀτομισμός, διότι μετέθεσε τό θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν αἰώνιον Θεόν εἰς τό ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ προτεστάνται δεν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο παρά ἁπλῶς παρεδέχθησαν αὐτό τό δόγμα (=τοῦ ἀλαθήτου) εἰς τήν οὐσίαν του καί το ἀνέπτυξαν τόσον,ὥστε να φθάση εἰς τρομεράς διαστάσεις καί λεπτομερείας. Πράγματι ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι ἄλλο, παρά εἷς κατά πάντα ἐφηρμοσμένος Παπισμός, ἡ βασική ἀρχή τοῦ ὁποίου (τό ἀλάθητο τοῦ ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῆ εἰς την ζωήν ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς κοινωνίας. Κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ κάθε Προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος, διεκδικῶν τό ἀτομικόν ἀλάθητον εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς. ῾Υπ’ αὐτήν τήν ἄποψιν δύναται να λεχθῆ ὅτι ὁ Προτεσταντισμός εἶναι εἷς ἐκλαϊκευμένος Παπισμός...»[19].
Ἡ ἐγκατάλειψη ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὑπέρμετρη ἐκτίμηση πρός την φιλοσοφία εἶχε σάν συνέπεια να εἰσαχθοῦν στη Δύση νεωτερισμοί, να διατυπωθοῦν ἀντιπαραδοσιακές διδασκαλίες και αἱρέσεις, να διακοπεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Παραδόσεως πού συνέδεε ἀδιάσπαστα τήν ἀποστολική και πατερική ἐποχή. Στην παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔβλεπαν πλέον οἱ πιστοί τό κήρυγμα καί τή ζωή τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά σχήματα ἀνθρώπινα καί κοσμικά. Γι’ αὐτό καί ἡ Μεταρρύθμιση τοῦ Λουθήρου καί τῶν ἄλλων τά ἐγκρέμισε ὅλα• στράφηκε μόνο πρός την Ἁγία Γραφή καί ἐμείωσε τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας και τήν Παράδοση γενικῶς, διότι δεν ἐγνώριζαν ὅτι οἱ πρῶτοι πού ξεθεμελιώνουν τίς ἐκτροπές τοῦ Παπισμοῦ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρώην παπικοί ἦσαν προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς “σχισματικῆς” Ἀνατολῆς• δέν ἔβλεπαν τήν πατερική ἐποχή ὡς συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς, τούς Πατέρες ὡς συνεχιστάς τῶν Ἀποστόλων. Ἄν ὁ Λούθηρος ἐγνώριζε την ἀνατολική πατερική παράδοση (καί ξέρουμε ὅτι ἐγνώριζε ἕνα μόνο ἔργο τοῦΜ.Ἀθανασίου, και αὐτό μή γνήσιο, καί ἐλάχιστα δογματικά ἔργα τοῦ αὐτοῦ πατρός, σέ λατινική μετάφραση), δέν θα ἐταύτιζε ἀσφαλῶς το σύνολο τῆς πατερικῆς παραδόσεως πρός τον Παπισμό καί το Σχολαστικισμό.
Ἴσως νά ἀνεγνώριζε τότε στην Ἀνατολική Ἐκκλησία τήν συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔψαχνε, καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τούς διαδόχους τῶν Προφητῶν καί Ἀποστόλων, πού κράτησαν ζωντανά, γνήσια καί ἀνόθευτα τόν λόγο καί τήν ζωή τοῦΧριστοῦ και τῶν Ἀποστόλων. Ἀναγκάσθηκαν βέβαια στή συνέχεια Παπικοί καί Προτεστάντες στόν μεταξύ τους ἐξοντωτικό ἀγώνα, ἰδιαίτερα μετά τήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563) νά χρησιμοποιοῦν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ καθένας γιά νά καταπολεμεῖ τόν ἀντίπαλο μέ ἐπιχειρήματα, γι’ αὐτό καί ἔχουμε πολλές ἐκδόσεις πατερικῶν ἔργων αὐτήν τήν περίοδο στή Δύση, καί ὄχι γιατί ἐσέβοντο καί τιμοῦσαν τούς Πατέρες. Ἡ πιο σοβαρή κατηγορία ἀστήρικτη πάντως καί ἕωλη, τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἄλλαξαν οἱ Πατέρες τό ἀρχικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνέτρεψαν τίς βιβλικές-Ἰουδαϊκές βάσεις του καί τό μετέτρεψαν σέ δόγματα μέ ἐμφανῆ τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες πού διετύπωσε καί διεμόρφωσε ὁ γνωστός προτεστάντης ἱστορικός A. Harnack, συνεχίζουν ὅμως καί σήμερα νά ἀποδέχονται οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι σάν τους ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, προτείνουν στους Ὀρθοδόξους, οἱ μεταξύ τους διάλογοι νά στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἄξιο ἐλέγχου και ἐρεύνης τό ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι στον σύγχρονο θεολογικό διάλογο ἀποδέχονται αὐτήν τήν θέση καί δέν χρησιμοποιοῦν γνῶμες Ἁγίων Πατέρων ἀκολουθοῦντες ἔτσι τήν μεταπατερικότητα τῶν Προτεσταντῶν. Το ἀληθές γιά τό θέμα τοῦ ἐξελληνισμοῦ εἶναι ὅτι τόν ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν μεταβολή του δηλαδή σέ γνώση, τόν ἐπεδίωξαν και τόν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀπέτρεψαν αὐτόν τόν κίνδυνο, ὅπως συνέβη μέ τον Γνωστικισμό, τον Ἀρειανισμό καί τον Σχολαστικισμό, καί ὅπως εὐκρινέστατα φαίνεται στή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ. Οἱ Πατέρες πράττουν ὅ,τι ἔπραξαν οἱ Ἀπόστολοι, πού ἐχρησιμοποίησαν ἑλληνική ὁρολογία, ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ἔννοια τοῦ Λόγου καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκόμη καί ἐπί λέξει παραθέματα ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς, ἀφοῦ ἀπευθύνονταν καί πρός ἑλληνικά ἀκροατήρια, κατ’ ἐξοχήν μάλιστα σέ ἑλληνικά ἀκροατήρια.Ὑπάρχει λοιπόν ἐξελληνισμός καί στην Ἁγία Γραφή, στήν Κ. Διαθήκη, την μόνη πηγή τῆς πίστεως τῶν Προτεσταντῶν;
Ἡ Ἐκκλησία πάντως, ἐπί Τουρκοκρατίας, παρά τήν αἰχμαλωσία της σέ βάρβαρο καί ἀνηλεῆ κατακτητή, τήν ἔλλειψη παιδείας καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ διδασκάλων καί θεολόγων, δεν παρεξέκλινε κατ’ ἐλάχιστον ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀμύνθηκε ἀποτελεσματικά στίς ἐπιθέσεις τῶν μεταπατερικῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, ἀλλά καί τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ὑπερβοῦν στήν νέα παιδεία τοῦ Γένους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐμφορούμενοι οἱ περισσότεροι ἀπό ἄκριτη ἀρχαιολατρεία καί κλασσικισμό ἐπεδίωκαν να συνδέσουν τόν νέο Ἑλληνισμό μέ την ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπερβαίνοντας το Βυζάντιο, τήν Ρωμιοσύνη. Μέ ἐπανειλημμένες καί αὐστηρές συνοδικές ἀποφάσεις ἡ Ἐκκλησία καταγγέλλει τούς Παπικούς και τούςΠροτεστάντεςπρός το ποίμνιο ὡς ἐπικινδύνους αἱρετικούς. Καταδικάζει ἐπίσης τίς ἀνατρεπτικές ἰδέες τῶν Διαφωτιστῶν. Μέ τό γνωστό κίνημα τῶν Κολλυβάδων τοῦ ῾Αγίου Ὄρουςπού ἀνανέωσαν ἐπιτυχῶς την πατερική Παράδοση τόν 18ο αἰώνα προετοίμασε τό πλήρωμα στό να ἀντέξει τό ἀντιπατερικό πνεῦμα πού ἐπρόκειτο καί θεσμικά πλέον διά τοῦ κράτους των Βαυαρῶν, μετά τόν μόνο ὀρθόδοξο κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, νά φραγκέψει, νά ἐξευρωπαΐσει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Ἔπραξε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, οἱ κεφαλές τῆς ὁποίας, μεταπατερικῶς, ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νά χαρακτηρίσουν ὡς αἱρέσεις τον Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ἀλλά και φθάνουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτές τίς αἱρέσεις, ὅπως καί την παλαιά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς ἐκκλησίες πού παρέχουν τήν Χάρη καί τήν σωτηρία.
Ὡς μικρό δεῖγμα αὐτῆς τῆς πατερικῆς στάσεως ἐπί Τουρκοκρατίας παραθέτουμε ἐλάχιστες γνῶμες συνοδικές καί πατριαρχικές, ὡς καί μερικές ἐνέργειες τῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Πατέρων. Ἀπαντῶντες στούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους οἱ Πατριάρχαιτῆς Ἀνατολῆς (1716/1725) ξεκαθαρίζουν σαφῶς ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας ὁρίσθηκαν «ὀρθῶς τε καί εὐσεβῶς», ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στίς Οἰκουμενικές συνόδους και δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά προσθέσει κανείς οὔτε νά ἀφαιρέσει. Μέ αὐστηρότητα ἀποκλείουν κάθε διάλογο σε θέματα πίστεως καί καλοῦν τους Προτεστάντες Ἀγγλικανούς, ἄν ἐπιθυμοῦν τήν ἕνωση, νά συμφωνήσουν μέ ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί στή συνέχεια διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων ἐδίδαξε, χωρίς ἔρευνα καί συζητήσεις, ἀλλά με ἁπλότητα καί ὑπακοή.
«Ἀνάγκη ἀκολουθῆσαι καί ὑποταγῆναι τοῖς διορισθεῖσι καί διαταχθεῖσιν ὑπό τῆς ἀρχαιοπαραδότου καί πατροπαραδότου καί παρά τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεως,ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν καθ’ ἑξῆς ἐς τόδε θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν,μετά ἁπλότητος και ὑπακοῆς καί ἄνευ τινός ἄλλης ἐρεύνης καί περιεργείας»[20]. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, κηρύσσει ὅτι «Ἐκλήθημεν ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς ᾽Ανατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἀπό τε τῶν προφητῶν, ἀπό τε τοῦ Σωτῆρος, ἡμῶν Χριστοῦ,ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων,ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων και ἁπαξαπάντων τῶν ὑπό τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων Ἁγίων Πατέρων εἰς τό πιστεύειν καί φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καί διασώζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καίἀνόθευτα εἰς τό παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καί κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε και ἀγράφους»[21].
Ἐνωρίτερα ὁ γνωστός καί μέγας ὄντως πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός, στήν δεύτερη ἀπάντησή του πρός τούς Λουθηρανούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης, ἀφοῦ σύντομα διεπίστωσε ὅτιδέν μπορεῖνά γίνει θεολογικός διάλογος μαζί τους, ἐπειδή κυρίως ἀπορρίπτουν τούς Ἁγίους Πατέρες, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, με εὐγένεια ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα διέκοψε τόν διάλογο κα ίτούς ἄφησε νά βαδίζουν στόν δικό τους δρόμο: «Ἀξιοῦμεν δέ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μή κόπους παρέχειν ἡμῖν, μηδέ περί τῶν αὐτῶν γράφειν καί ἐπιστέλλειν, εἴ γε τούς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας και θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε, καί τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτούς καί ἐπαίροντες, τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε, καί τά ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τούς λόγους αὐτῶν τούς ἁγίους καί θείους, δι’ ὧν ἄν ἡμεῖς γράφειν καί ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
῞Ωστε τό καθ’ ἡμᾶς,ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων, φιλίας δέ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε» (1581)[22]. Μέ βάση αὐτήν τήν πατερικώτατη πατριαρχική θέση, ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἔπρεπε νά διακοποῦν οἱ ἐπιζήμιοι θεολογικοί διάλογοιμέ ὅλους τούς αἱρετικούς, ὅπως ἔχουμε ζητήσει ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια πολλοί κληρικοί καί θεολόγοι.
Οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες καί μάλιστα οἱ τρεῖς ἐξέχοντες μεταξύ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς,ὁ μοναχός Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Πάριος, ἐξουδετέρωσαν πλήρως την μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν,τῶν Λουθηροκαλβίνων Προτεσταντῶνκαί τῶν Διαφωτιστῶν βασικῶς μέ τά ἑξῆς μέτρα: μέ ἐντυπωσιακά πληθωρική ἔκδοση ποικίλων πατερικῶν ἔργων, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία» τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μέ προβολή τῶν πατερικῶν λειτουργικῶν παραδόσεων, ὅπως ἡ συχνή θεία κοινωνία και ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων μόνον τά Σάββατα καίὄχιτίς Κυριακές· μέ τήν σύνταξη πλήθους ὑμνογραφικῶν ἔργων καίἀκολουθιῶν στήν καθιερωμένη γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, παρά τό χαμηλό μορφωτικό ἐπίπεδο τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τους· μέ την πολύ συχνά ἀπαντώμενη στά ἔργα τους ἀντιπαπική καί ἀντιπροτεσταντική διδασκαλία τους,ὅπως και μέ την ἀντιπαράθεσή τους καί πρός τους Εὐρωπαίους καί Ἕλληνας διαφωτιστάς, ἰδιαίτερα ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ὁ ὁποῖος για τόν λόγο αὐτό δέχθηκε μεγάλη ἀρνητική κριτική ἀπό τούς “Φωταδιστές” λογίους. Ἰδιαίτερα μάλιστα γιά τό θέμα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων, πού ταλαιπωρεῖ, χωρίς λόγο,τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα,ἐκτός τοῦ ὅτιοὐδέποτε πέρασε ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνά τους αἰῶνας Ἁγίων Πατέρων παρόμοιος προβληματισμός, ἀντίθετα μάλιστα ἐξακολουθοῦν νά συντάσσουν ἀκολουθίες στήν ἀρχαία γλώσσα καί μέχρι τῶν ἡμερῶν μας,ὑπάρχειμία σχεδόν ἄγνωστη σημαντική θέση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού την παρουσιάζουμε ἐδῶ, μήπως και αὐτή, μαζί μέ ὅσα ἄλλα πατερικά ἔχουν γραφῆ[23], φωτίσει τούς τρεῖς ἀρχιερεῖς, τόν Νικοπόλεως κ. Μελέτιο, τόν Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο καί τόν Σιατίστης κ. Παῦλο νά ἐπανέλθουν στον πατερικό δρόμο.
Γράφει ὁ πατερικώτατος Ἁγιορείτης Ἅγιος: «Φυλαχθῆτε δέ ἀκόμη, ἀδελφοί, καί ἀπό τόν λογισμόν τοῦτον, ὅπου βάλλει εἴς τινας ὁ διάβολος καί τούς λέγει· ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος καί ἀμαθής καί δέν καταλαμβάνεις ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, και λοιπόν διατίὅλως να ὑπάγῃς εἰς τήν ἐκκλησίαν; Σᾶς ἀποκρίνεται γάρ, ἀδελφοί, ἕνας ἀββᾶς εἰς τό Γεροντικόν καίσᾶς λέγει· ὅτιἄν και ἐσεῖς δένκαταλαμβάνετε ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ὁ διάβολος τά καταλαμβάνεικαίδιά τοῦτο τρομάζει και φοβεῖται και φεύγει ἀπό λόγου σας, ἀφήνω νά λέγω, ὅτι και ἐσεῖς,ἄν καίδέν καταλαμβάνετε ὅλα τά λόγια τά ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα, ἀλλ’ ὅμως πολλά λόγια ἐξ αὐτῶν καταλαμβάνετε καί μέ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε.Προσθέτωδέ και τοῦτο,ὅτι ἄν ἐσεῖς συχνά πηγαίνετε εἰς τήν ἐκκλησίαν καίἀκούετε τά θεῖα λόγια,ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νά σᾶς κάμῃ μέ τον καιρόν νά καταλαμβάνετε ἐκεῖνα, ὅπου πρότερον δέν ἐκαταλαβαίνατε, ὡς λέγειὁ Χρυσόστομος,διότιὁ Θεός βλέποντας τήν προθυμίαν σας ἀνοίγει τόν νοῦν σας και τόν φωτίζειεἰς το νά τά καταλαμβάνῃ»[24].
Ἀναφερόμενοι στούς Ἁγίους Κολλυβάδες,ἀλλά καί γενικῶς στην πατερικότητα τῆς περιόδου τῆς δουλείας, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε την δόξα καί τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στούς νεωτέρους χρόνους, τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες.Ἀπό αὐτούς ὄχι μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία να ἔχουν ὡς“ἀλείπτας”,ὡς προπονητάς, δηλαδή, εἰς τό μαρτύριο τούς Ἁγίους Κολλυβάδες καί ἄλλους ὁσίους Γέροντες,ἀλλά και το πλῆθος τῶν ἄλλων Νεομαρτύρων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀκολουθοῦντες τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων περί τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας, ἀρνήθηκαν μέ βαρεῖς μάλιστα χαρακτηρισμούς ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ να ἀλλαξοπιστήσουν και ἐπλήρωσαν αὐτήν τους τήν ἄρνηση καί ὁμολογία μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Ἀποτελοῦν γι’ αὐτό βαρύτατη προσβολή πρός τούς Νεομάρτυρες ὅσα στα πλαίσια τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν λέγονται, και μάλιστα ἀπό πατριάρχας,ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς καί θεολόγους ὅτι δηλαδή καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας, ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός ἔχουν τον ἴδιο Θεό,ὅτι τό Κοράνιο,εἶναι ἅγιο και ἱερό βιβλίο, ἄξιο να τό προσφέρουμε καί ὡς δῶρο. Δέν γνωρίζουν την αὐστηρότατη κριτική μεγάλων Ἁγίων Πατέρων καί τήν παντελή ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Κορανίου ἀπό τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τον Ἅγ.Ἰωάννη Δαμασκηνό,τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί πολλούς ἄλλους[25];
Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ προσφιλέστατος λαϊκός διδάχος και ἰσαπόστολος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἐταύτιζε,προσεκτικά βέβαια καί συνεσκιασμένα, τον Μωάμεθ μέ τόν Ἀντίχριστο ὅπως και τον πάπα; Ἔλεγε: «Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕναςεἶναιὁ Πάπας και ὁ ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας,χωρίς να εἰπῶ τό ὄνομά του· τό καταλαμβάνετε, μά λυπηρόν εἶνε νά σᾶς το εἰπῶ,διότι αὐτοί οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τήν ἀπώλειαν καθώς τό ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτειαν,αὐτοίἀπώλειαν· ἡμεῖς νηστείαν, αὐτοί πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοί πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη,αὐτοί ἀδικωσύνη»[26].Δέν ξεχνοῦμε ἀκόμη τήν πατερική του προφητεία καί σύσταση «τόν πάπα νά κα- ταρᾶσθε, διότι αὐτός θα εἶνε ἡ αἰτία»[27].
Πόσο ἐνθαρρυντικά ἦσαν γιά τούς πιστούς αὐτά πού ἔλεγε γιά τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγ. Πατέρων: «Ἐγώ ἐδιάβασα και περί ἱερέων,και περί ἀσεβῶν,αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ.Πνεύματος.Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τό τέλος· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί,και νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος»[28].
β΄) Ἡ Μεταπατερικότητα μετά τή δημιουργία τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους (1821)
Τό συμπέρασμα ἀπό τήν ἀναφορά μας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅτι ἡ μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Διαφωτιστῶν δέν ἐκλόνισε τήν πατερικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Χάσαμε τήν σωματική ἐλευθερία, ἀλλά κρατήσαμε ἐλεύθερη καί ἀδούλωτη τήν ψυχή μας, τήν πίστη μας, μέχρι σημείου, νά ἀναδειχθοῦν καί μάρτυρες τῆς πίστεως. Πῶς ἔχει ὅμως, ἡ κατάσταση κατά τήν περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου; Δυστυχῶς θά πρέπει νά ἀρχίσει κανείς μέ τό «πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν», καί νά συνθέσει νέα Ἱερεμιάδα. Αὐτό πού δέν δέχθηκαν νά κάνουν οἱ μεγάλες μορφές τοῦ Γένους, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά νά σώσουν τό κράτος ἤ στήν Τουρκοκρατία οἱ Ἅγιοι καί οἱ Νεομάρτυρες, γιά νά σώσουν το σῶμα τους καί τήν καλοπέρασή τους, τό ἐπράξαμε δυστυχῶς καί το πράττουμε σήμερα χειρότερα. Παραδώσαμε τήν Ἑλλάδα στά χέρια ξένων, τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος και τῶν ἐντοπίων ὑποστηρικτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουν ὡς μόνιμο στόχο νά ξερριζώσουν και νά ἀφανίσουν ὅ,τι θυμίζει Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδυναμώσουν τελείως τίς πνευματικές ἀντιστάσεις νά καταστήσουν τήν Ἑλλάδα ἀγνώριστη, ἀνορθόδοξη καί ἀνελλήνιστη, ὥστε φραγκεμένη καί ἐκλατινισμένη, παπική, προτεσταντική καί «διαφωτισμένη» (σκοτισμένη), νά την ἀφομοιώσουν καί νά τήν ἀφανίσουν.
Οἱ μεταπατερικοί καί ἀντιπατερικοί ὑπάρχουν καί δροῦν ἐδῶ και πολλά χρόνια· ἁπλῶς τώρα τους ὑποστασιώνει, τούς συνοψίζει και τούς ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἡ ὁποία ὅπως ἐλέχθη προσφυῶς ἀπό εὐλαβέστατο και ἀγωνιστή συμπρεσβύτερο ἔπαυσε νά εἶναι Ἀκαδημία καί μετατράπηκε σέ ἐπιδημία.
Ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη στους ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρό τοῦ κινδύνου τῆς πίστεως δέν ὑπολόγισαν το παρεξηγημένο «φιλάδελφο», ἀλλά ἐστηλίτευσαν τά ὅσα ἐλέχθησαν στο μεταπατερικό συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας τόν Ἰούνιο τοῦ 2010· πρῶτον, τόν καί πρῶτον στούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες, ἀτρόμητον ἀγωνιστήν τῆς Πίστεως στίς ἡμέρες μας, σεβασμιώτατον μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ· δεύτερον, τόν σεβασμιώτατον μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ὁ ὁποῖος μέ ἐμπεριστατωμένο καί ἀποδεικτικώτατο ὑπόμνημα πρός τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέδειξε τήν προτεσταντική προέλευση τῆς μεταπατερικότητας καί τῆς συναφειακῆς θεολογίας καί τήν ἀποξένωσή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία· τρίτον, τόν σεμνόν καί πατερικώτατον μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος γρήγορα συμφώνησε καί προσετέθη στούς ὀρθοτομοῦντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας·τέταρτον, τόν μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἔσπευσε νά συμπαραταχθῆ μέ θεολογικώτατο ἄρθρο, στό ὁποῖο κατήγγειλε τήν κυοφορούμενη νέα αἵρεση τῆς μεταπατερικότητας, και πού σήμερα τόν ἔχουμε κοντά μας διδάσκοντα καί ὁμολογοῦντα· και τέλος πολλούς ἄλλους ἀρχιερεῖς, λοιπούς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδοκίμασαν με ἄρθρα, σχόλια καί φράσεις τήν αἱρετική συναγωγή τοῦ Βόλου, ἐξαιρέτως δέ τήν ναυαρχίδα τῶν ὀρθοδόξων ἀγώνων ἐπί πενήντα τώρα χρόνια, τήν ὀρθόδοξη μαχητική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», τήν ἐφημερίδα τῶν ὁσίων Γερόντων, ἱδρυτῶν καί ὑπευθύνων, ἀειμνήστων π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου καί τοῦ ἀξίου διαδόχου του π. Μάρκου Μανώλη, ἡ ὁποία προέβαλε καί ἀνέδειξε τό θέμα τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως.
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, μερικά ἀπό τάπιό ὑψηλά δένδρα καί τους πιό πικρούς καί θανατηφόρους πνευματικά καρπούς τοῦ μεταπατερικοῦ δάσους.
Ὁ δέκατος ἔνατος αἰώνας παρά την Βαυαροκρατία ἐκύλησε μέ σοβαρές ἀντιπατερικές ἐνέργειες πού ἔβρισκαν ὅμως ὀρθόδοξες ἀντιστάσεις. Ἀντίθετα πρός τους ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀνακηρύσσεται ἡ σχισματική αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αὐτογνωμόνως, χωρίς τήν γνώμη καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐπιβάλλεται πολιτειοκρατικό σύστημα στίς σχέσεις ἐκκλησίας καί πολιτείας, πού προκαλεῖ τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στόν καίσαρα, μέ ἀφέντη τῆς συνόδου τόν παριστάμενο βασιλικό ἐπίτροπο, ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀφανίζεται ὁ Μοναχισμός μέ τό νά κλείσουν βίαια ἀπό τόν προτεστάντη ἐπίτροπο τοῦ Ὄθωνος Βαυαρό Μάουερ τά 400 ἀπό τά πεντακόσια μοναστήρια μέ ταυτόχρονη ἀπαλλοτρίωση τῆς περιουσίας τους καί πτωχοποίηση τῶν μοναχῶν, ὅπως κατήγγειλε μέ συγκινητικό κείμενό του ὁ γνήσιος Ρωμηός στρατηγός Μακρυγιάννης[29]. Τά πλήγματα ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ, σέ κάθε ἐποχή καί στήν ἐποχή μας, κατά την ὁποία ἔχει σχεδιασθῆ καί μεθοδευθῆ ἡ δυσφήμηση ἀλλά καί ἡ ἐσωτερική διάβρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς μοναδικῆς αὐτῆς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, κοστίζουν πολύ, διότι ἀποσκοποῦν στό να στερέψει ἡ πηγή πού προσφέρει, βρύει, Πατέρες, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι στόν σύνολό τους σχεδόν οἱ Ἅγιοι Πατέρες προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ἡ ὀργάνωση και τά προγράμματα σπουδῶν τῆς ἱδρυθείσης στό Ἐθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Θεολογικῆς Σχολῆς ἀκολουθοῦν γερμανικά πρότυπα, καί ἡ σχεδόν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά σταδιοδρομήσει κανείς σ’ αὐτήν, ἦταν οἱ σπουδές στη Δύση, μέ συνέπεια ἡ παπική καί ἡ προτεσταντική Θεολογία νά ἐπηρεάζουν διά τῶν καθηγητῶν τούς πτυχιούχους της, κληρικούς καί λαϊκούς. Δύο παραδείγματα μόνον ἐνδεικτικά γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές: ὁ ἐπί πολλά ἔτη κατέχων τήν ἕδρα τῆς Πατρολογίας στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος, ἐκφράσθηκε ἀπαξιωτικά καί ὑποτιμητικά γιά τους ἀγῶνες καί την Θεολογία τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ κήρυκος αὐτοῦ τῆςΧάριτος καί τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ ἐκφραστοῦ τῆς Θεολογίας τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. Στήν ἴδια Σχολή μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὁ περιορισμός τῶν Ἁγίων Πατέρων στούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες, μέχρι τον Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, καί μέ αὐτούς μόνον ἀσχολεῖται τό μάθημα τῆς Πατρολογίας, ἐνῶ οἱ μετέπειτα ἅγιοι συγγραφεῖς ἀνήκουν σέ ἄλλο γνωστικό ἀντικείμενο, στούς ἐκκλησιαστικούς βυζαντινούς συγγραφεῖς, ὡσάν νά ἔπαυσε το Ἅγιον Πνεῦμα νά δρᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα καί νά γεννᾶ Πατέρες, ὅπως τόν Μ. Φώτιο, τόν Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τούς Κολλυβάδες ἐπιφανεῖς Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο στόν 20ο αἰώνα.Ὑπόκειται και ἐδῶ ἡ παπική ἀντίληψη τοῦ παραμερισμοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς σχολαστικούς δικούς τους «Πατέρες» καί θεολόγους ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἑξῆς, καί πολύ περισσότερο ἡ προτεσταντική ἀντίληψη ὅτι Πατέρες μποροῦν να χαρακτηρισθοῦν μόνο ὅσοι προσεγγίζουν πρός τούς χρόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ἔζησαν τους πρώτους αἰῶνες, τό πολύ μέχρι τόν 5ο αἰώνα. Διδάσκοντας ἐπί χρόνια Πατρολογία στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἀναγκαζόμουν κάθε φορά στούς νέους φοιτητάς νά διευκρινίζω ὅτι γιά νά χαρακτηρισθῆ κάποιος συγγραφεύς ὡς Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας δέν χρειάζεται νά ἔχη καί τό γνώρισμα τῆς ἀρχαιότητος, ὅπως ἀπαιτοῦν τά ἑτερόδοξα ἐγχειρίδια Πατρολογίας, καί μερικά ἰδικά μας, ἀλλά ἀρκοῦν ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ ἀναφορά στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν δέν σημαίνει πώς τό σύνολο τῶν καθηγητῶν της στήν συνέχεια ἐνίσχυσαν τό μεταπατερικό καί ἀντιπατερικό πνεῦμα.Ὑπάρχουν λαμπρά παραδείγματα γνησίων πατερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου καί τινων ἄλλων, ἐξεχόντως δέ τοῦ λαμπροῦ καί ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ συμπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου στά θεολογικάμας γράμματα ἀποπνέει τό ἄρωμα καί τήν αὐθεντικότητα τῆς πατερικῆς σοφίας. Ἐπιθυμῶ μάλιστα στή συνάφεια αὐτή νά κάνω μία πρόταση καί μία ἐπανόρθωση πού ἀφορᾶ στην Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Ἡ πρότασή μου εἶναι νά προβληθῆ μέ ἡμερίδα ἤ συνέδριο τό πρόσωπο καί το ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ὅπως ἀξιέπαινα ἔπραξαν ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός γιά τόν μεγάλο πατερικό θεολόγο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἡ ἐπανόρθωση ἔχει σχέση μέ τον πρύτανη τῶν θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν γίγαντα τῆς θεολογικῆς σκέψης καί παραγωγῆς ἀείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα. Οἱ κάποιες ἀστοχίες του σχετικά μέ τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ θεολογική του ἀντιπαράθεση με τον π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δικαιολογοῦνται ἐν μέρει ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγνοια τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δέν εἶναι ὅμως ἀντιπατερικός οὔτε μεταπατερικός, ὅπως ἄφησε νά ἐννοηθεῖ ἡ «Ἀκαδημία» τοῦ Βόλου σέ σχετική της ἐκδήλωση. Δέν τόν χαρίζουμε στούς μεταπατερικούς. Εἶναι πατερικός, πατερικώτατος. Και μόνο ἡ μελέτη τῆς τρίτομης Δογματικῆς του καί τά πολύτομα ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα στην Παλαιά καί στην Κ.Διαθήκη, ὅπου θαυμάζει κανείς την πλούσια χρήση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί ὅσα κριτικά ἔχει γράψει γιά τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους, τον ἀποξενώνουν τελείως ἀπό τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστάς.
῾Η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πολύ νεώτερη τῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἱδρυθεῖσα τό 1942, εὐτύχησε κατά τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος (1950-1970) νά ρίξει τό βάρος, μέ ἀποφασιστική σ’ αὐτό συμβολή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Π. Χρήστου, στήν ἔκδοση και ἔρευνα τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ και ἄλλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας και νά ἀποκτήσει γι’ αὐτό διεθνῶς κῦρος ὡς σχολή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως ἐκεῖνο ξεκίνημα ἔχει ἐξασθενήσει καί ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός χαρακτηρίζει σήμερα την πλειονότητα τῶν καθηγητῶν της, μέ λαμπρές ἐξαιρέσεις τούς παρισταμένους ἐδῶ ἀπόψε συναδέλφους, προέδρους τῶν συνεδριῶν καί εἰσηγητάς.
Ὁ μεγάλος πάντως σεισμός τῆς μεταπατερικότητας ἀρχίζει στις ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τίς δύο συνοδικές καί πατριαρχικές ἐγκυκλίους, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, τό 1902 καί τό 1904. Γίνεται πιό ἰσχυρός μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920 καί ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νά εἶναι ἐνεργός με ἰσχυρότερη μάλιστα ἔνταση. Με τίς δύο πρῶτες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπό ἐντελῶς νέο πνεῦμα, μεταπατερικό, ἐγκαταλείπει τήν μέχρι πρό ὀλίγων ἐτῶν, μέχρι τοῦ 1895, αὐστηρή πατερική στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, καί ἀπευθυνόμενο προς τούς προέδρους τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, μεταξύ ἄλλων, ζητεῖ νά μάθει τήν γνώμη τους γιά τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων «μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονότι καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας». Συγχρόνως θέτει καί τό θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, μη τοποθετούμενο πάντως ὑπέρ ἤ κατά τοῦ πατροπαραδότου καί ἐπί αἰῶνας κρατοῦντος Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἀναμένον τις σκέψεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Ἐπειδή ἡ ἀπάντηση σχεδόν ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν καί στα δύο ἀρνητική, ἐκόπασε γιά λίγο αὐτή ἡ πρώτη ὁρμή, ἀλλά ἐπανῆλθε ἰσχυρότερη μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ὅπου το νεωτερικό μεταπατερικό πνεῦμα γιά πρώτη φορά ἐπισήμως ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στις αἱρετικές κοινότητες, ἀφοῦ διά τῆς ἐγκυκλίου ἀπευθύνεται «Πρός
τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», καί ὄχι μόνο πρός τις ὀρθόδοξες.
Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ χωρίς ἀμφιβολία Μασόνου Μελετίου Μεταξάκη διατελέσαντος κατά σειράν μητροπολίτου Κιτίου τῆς Κύπρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο την περίοδο αὐτή στό νά προωθηθῆ ὁ ὑπό τῆς Μασονίας σχεδιασθείς καί προωθούμενος μέχρι σήμερα Οἰκουμενισμός, διαχριστιανικός καί διαθρησκειακός, γιά νά ἀποδυναμωθῆ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες καί νά ἐξισωθῆ μέ αὐτές ὅπως καί ὁ Χριστιανισμός σέ σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες. Κάκιστο κατόρθωμα τοῦ Μεταξάκη ἦταν ἡ προώθηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καί ἡ ἀντικατάσταση τοῦ πατροπαραδότου καί κεκυρωμένου ἀπό ἀποφάσεις Πατέρων καί συνόδων Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μέ τό παπικό Γρηγοριανό, χωρίς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ τήν συμπαράσταση, δυστυχῶς τοῦ ἐξαιρέτου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καί ἐπιστήμονος ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, παλαιοῦ συνεργάτου τοῦ Μεταξάκη στο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀπό ὅπου ξεκίνησε τήν ἐντυπωσιακή ἀλλά καί καταστροφική του δράση, πού ἀπέληξε στό νά σχίσει την Ἐκκλησία.
Ἡ ἵδρυση τοῦ προτεσταντικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τό 1948 στό Ἄμστερνταμ, στό ὁποῖο πρόθυμα μετέσχε το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο και ἀρκετές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἀποτελεῖ τόν χειρότερο ἐκκλησιολογικό ἐκτροχιασμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Διά τοῦ ΠΣΕ ὁ Διάβολος, ἐμφανιζόμενος ὡς ἄγγελος φωτός ὑπό το προσωπεῖο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος, ἐπιχειρεῖ νά σαλεύσει τά ἀποστολικά καί πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, καταργώντας ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐδίδαξαν περί αἱρέσεως και αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα ἐξισώνονται μέ την Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική καί Πατερική Ἐκκλησία.Δέν πρόκειται για Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀλλά γιά «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων», ὅπως προσφυῶς τό ὀνόμασε ὁ καθηγητής Κ. Μουρατίδης[30].
Τήν κληρονομιά τοῦ Μελετίου Μεταξάκη ἀξιοποιεῖ καί ἐπαυξάνει ἄλλη ἐπίσης ἰσχυρή προσωπικότητα, ὁ ἀπό Ἀμερικῆς κληθείς στόν οἰκουμενικό θρόνο πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καί μετά την σεμνή ἀλλά καθοδηγούμενη πατριαρχία τοῦ Δημητρίου, ὁ ἐπίσης ἰσχυρός ὑποστηρικτής τοῦ ἀντιπατερικοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχηςΒαρθολομαῖος. Μέσα στό κλῖμα αὐτό τό ἀνατρεπτικό τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως ἔχουν διατυπωθῆ μεταπατερικές καί ἀντιπατερικές θέσεις τέτοιες,πού δικαιολογοῦν ἀπολύτως τήν μεταπατερικότητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, τήν ὁποία ἄλλωστε στηρίζει, καλύπτει καί δικαιώνει το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἐνδεικτικές ἐλάχιστες θέσεις τῶν ἐπί ἑξήντα τώρα ἔτη δρώντων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν δείχνουν ὅτι δυστυχῶς ἄργησε νά ἀφυπνισθῆ καί νά ἀντιδράσει τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν. Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας[31]. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της»[32]. Ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἀντιπατερικές δηλώσεις του μία ἀκόμη: «Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώση τόν ἄνθρωπον»[33].
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιο ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους» Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι και νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαιἀνθρώπων»[34].
Μεγαλύτερη εἶναι ἡ βλάσφημη θέση τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου, χειρότερη ἀκόμη καί ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, διότι ἀρνεῖται συνολικά το δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καταγγέλθηκε ἀπό σκανδαλισθέντας ὁμογενεῖς τῆς Ἀμερικῆς καί ἀπό Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖες ἐζήτησαν ἀπό τήν σύνοδο τοῦ Φαναρίου νά τόν καθαιρέσει, πλήν εἰς μάτην. Εἶπε ὁ Ἰάκωβος: «Τό νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται: Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῇ, ἡ Θεολογία τῶν Ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[35].
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου[36].
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[37]. Ὡμίλησε ἀπερίφραστα γιά τήν ἱερότητα καί ἰσότητα τῶν «Ἱερῶν Γραφῶν» τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἰσλάμ, δηλαδή τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Κορανίου[38], τό ὁποῖο ἐχαρακτήρισε ὡς «ἅγιο» και τό ἐδώρησε σέ Τοῦρκο ἐπιχειρηματία στήν Ἀμερική. Καί τό τρομερώτερο ὅλων εἶναι ὅσα εἶπε γιά τους Ἁγίους Πατέρες, τά ὁποῖα ὁδήγησαν σέ ἔντονη διαμαρτυρία τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς τάς χεῖραςτοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ»[39].
Ὁμόφρων καθ’ ὅλα τοῦ πατριάρχου ὁ θεολογικός του σύμβουλος μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης. Ἐκτός τῆς παλαιᾶς του θέσεως περί «ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας», πού ἀρνεῖται τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἀληθείας γιά τούς Ὀρθοδόξους,ὅπως πρό αὐτοῦ διεκήρυξε ὁ Θυατείρων Ἀθηναγόρας, προωθεῖ τώρα καί τήν λεγόμενη «βαπτισματική ἐκκλησιολογία», ἰσχυριζόμενος ὅτι καί τῶν αἱρετικῶν τό Βάπτισμα εἰσάγει εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δέχεται τά ἑξῆς πρωτάκουστα: «Τό Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Τό Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἤ μή, ὁριοθετεῖ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί “ἐκτός Βαπτίσματος” δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως «“ἐντός τοῦ Βαπτίσματος”, ἔστω καί ἄν ὑπάρχει μία διάστασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα δυνάμεθα νά ὁμιλῶμεν διά Ἐκκλησίαν»[40].
Ἐλαχίστων ἀκόμη, μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν ἐλάχιστες θέσεις, ἀπό τίς πάμπολλες, θά ἀναφέρω, γιά νά σχηματίσουμε μία πρώτη θλιβερή εἰκόνα γιά τό ποῦ μᾶς ἔχει ὁδηγήσει ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός, ἀλλά καί γιά νά ἐμπεδωθεῖ πλέον καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ συνείδηση τῆς ἀνάγκης περί τοῦ ὅτι δέν πρέπει νά κρύβουμε ἤ νά παραβλέπουμε καί νά ὑποτιμοῦμε τήν πλάνη καί το ψεῦδος, πού ἐμφανίζονται ὡς ἀλήθεια καί φῶς, καί ἔτσι διαβρώνουν καί παραπλανοῦν τό ἀπληροφόρητο καί ἀκατήχητο ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη καί ἐπείγουσα προτεραιότητα νά συγκεντρωθοῦν ὅλες ἤ οἱ σημαντικώτερες κακόδοξες γνῶμες ἐπωνύμων Οἰκουμενιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε ὀνομαστικά καί κατοχυρωμένα να γνωρίσουν οἱ πιστοί τήν ἔκταση τῆς κακοποίησης πού ὑφίστανται οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, χωρίς δυστυχῶς τό ὑγιές τῆς Ἐκκλησίας μέρος να ἀντιδρᾶ καί νά ἀνθίσταται ἀποστολικῶς καί πατερικῶς.
Τούς προαναφερθέντας μεγαλοσχήμονας κληρικούς ἀκολουθεῖ κατά πόδας ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ἐπαναλαμβάνων, ὅσα παλαιότεροι Οἰκουμενισταί ἔχουν πῆ περί διηρημένης Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ μητροπολίτης Θυατείρων Ἀθηναγόρας. Εἶναι ἀνθρώπινο νά κάνει κανείς λάθος· εἶναι ὅμως δαιμονικό καί ἑωσφορικό νά μή ἀναγνωρίζει τό λάθος, γνώρισμα τοῦ ἐγωϊστικοῦ φρονήματος ὅλων τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Μεσσηνίας ἐλέγχθηκε γιά τήν πλάνη του ἀπό τόν σεμνό και πατερικό μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ καί ἀπό τόν ἄξιο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθηγητή τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Δημήτριο Τσελεγγίδη, ἀλλ’ αὐτός «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Δυστυχῶς ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔκλεισε τό θέμα μέ ψευτοειρηνισμούς καί συμβιβασμούς, χωρίς ἀποκήρυξη τῆς πλάνης ἐκ μέρους τοῦ Μεσσηνίας. Παλαιότερος ἐπίσης ἐπιφανής λαϊκός θεολόγος, ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικόλαος Νησιώτης, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν καί ἀξιωματούχων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διετύπωσε ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικές θέσεις, ἐλεγχθείς πατερικώτατα ἀπό τόν ἤδη μνημονευθέντα ὁμολογητή καθηγητή Κωνσταντῖνο Μουρατίδη, ὡς ἀρνούμενος τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐπικρίνει ὁ Νησιώτης τον Οἰκουμενικό ἐπαρχιωτισμό τῶν Ὀρθοδόξων καί δι’ ἐρωτήματος ἀποκλείει τήν ταύτιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν Μία Ἐκκλησία.
Ἐρωτᾶ: «Δέν σκεπτόμεθα διαρκῶς καί δέν ἐνεργοῦμεν ὡσάν ἡ “Una Sancta” περιωρίζετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς μας Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας; Ἀλλ’ ἡ πεῖρα τῆς συναντήσεως εἰς συνελεύσεις καί συνέδρια ἀποσείει ἀφ’ ἡμῶν τήν αὐταρέσκειάν μας ταύτην»[41]. Ὁ «Ναρκισσισμός» τοῦ Περγάμου, προοδοποιήθηκε ἀπό τήν «αὐταρέσκειαν» τοῦ Νησιώτη, ὁ ὁποῖος ὅπως διαπιστώνει ὁ καθηγητής Μουρατίδης «ζητεῖ ὅπως ἀποφεύγωμεν ἀπό τοῦ νά προσαγορεύωμεν ἀλλήλους “σχισματικούς” ἤ “αἱρετικούς”, ἀφοῦ δεν ὑπάρχουν “σχισματικοί” ἀλλ’ ἱστορικαί Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ διαιρέσει των παρουσιάζουν μίαν σχισματικήν κατάστασιν ἐντός τῆς μιᾶς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας!»[42]. Βλέπετε Ἅγιε Κυθήρων ποιούς ἀκολουθεῖ ὁ Μεσσηνίας; Ὅλοι εἴμαστε διηρημένοι καί σέ σχισματική κατάσταση, μέσα σέ μία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, προφανῶς ἀόρατη, κατά τούς Προτεστάντες πού τήν κάνει ὁρατή το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Ἐκ τῶν νεωτέρων λαϊκῶν καθηγητῶν ἰδιαίτερα ἐλύπησε τους Ὀρθοδόξους καί ἐχαροποίησε τους κακοδόξους, κατά τό ad hoc ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Μαρτζέλος. Προώθησε καί ἐνέκρινε δύο διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ἀχρηστεύουν μεταπατερικῶς τίς ἀποφάσεις συνόδων καί τήν διδασκαλία Ἁγίων Πατέρων, ὡς καί τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στά κείμενα τά πάμπολλα τῆς λατρείας καί στό “Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας”, περί τοῦ ὅτι οἱ Διόσκορος καί Σεβῆρος εἶναι αἱρετικοί Μονοφυσίτες. Οἱ δύο διδακτορικές διατριβές νεαρῶν θεολόγων ὑπερβαίνουν την Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι σοφώτεροι οἱ συντάκτες τους ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Πίστεως, ἔκαναν λάθος ἐκεῖνοι, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Μ. Φώτιος, τους διορθώνουν τώρα οἱ μαθητές τοῦ καθηγητοῦ Γ. Μαρτζέλου. Ἔτσι τους ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν αἰώνων ἀναθεματιζομένους αἱρετικούς Διόσκορο καί Σεβῆρο τούς παρουσιάζουν ὡς ὀρθοδόξους. Ἀλλά γενικῶς τούς Μονοφυσίτες ἀθωώνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής, ἐλεγχθείς ἐμβρισθέτατα καί ὀρθοδοξότατα διά σχετικῶν δημοσιευμάτων ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ ἉγίουὌρους.
Διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιπατερική μεταπατερικότητα τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, γιατί δέν ἐμπλέκεται πολύ στά οἰκουμενιστικά δρώμενα, ὅπως σχεδόν στό σύνολό τους οἱ ἄλλοι μεταπατερικοί, μολονότι σέ παλαιά δημοσιεύματά του υἱοθετεῖ τίς ἀθηναγόρειες θέσεις ἐναντίον τῆς ἀντιρρητικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων καί ὁμιλεῖ γιά «τή ματαιοπονία τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ἔρευνα τοῦ Filioque»[43], ἐπαινεθείς μάλιστα γιά τίς προοδευτικές του θέσεις ὑπό τῶν Οὐνιτῶν. Ὁ βαρύς φιλοσοφικός ἐξοπλισμός του καί ἡ στοχαστική του διάθεση δέν τόν ἄφησαν νά θέσει ἐν ταπεινώσει τά ἀναμφισβήτητα χαρίσματά του στήν προβολή καί ἑρμηνεία τῆς διά τῶν αἰώνων ἐκφαινομένης συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀκολουθήσει τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως πολλοί ἐξ αὐτῶν φιλόσοφοι, πανεπιστήμονες, στοχαστές ἔπραξαν μέ τούς πρό αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες.
Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς τό παράδειγμα τοῦ σπάνια φιλοσοφική συγκρότηση διαθέτοντος Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ταπεινώσει μᾶς λέγει ὅτι ἀπό ὅσα γράφει τίποτε δέν εἶναι ἰδικό του, ἀλλά ἀνθολόγηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς ὁ ἐκφραστής τῆς πρό αὐτοῦ Πατερικῆς Παραδόσεως, γι’ αὐτό καί ἡ Δογματική του, τό ἔργο του δηλαδή «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», εἶναι καί θά παραμείνει ἡ αὐθεντικώτερη καί γνησιώτερη καί ἀκριβέστερη πηγή τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Δυστυχῶς ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς ὑπερέβη τούς Πατέρες, δέν ἀκολουθεῖ τούς Πατέρες· διατυπώνει διδασκαλίες ἀντιπατερικές καί ἠθικά ἐπικίνδυνες, ὅπως ἡ διδασκαλία του γιά τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς ὁδό θεογνωσίας, γιά τήν ὁποία ἐλέγχθηκε μέ δυνατή καί ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μέ σειρά δημοσιευμάτων, στά ὁποῖα αὐτή ἡ διδασκαλία χαρακτηρίζεται ὡς ἐπανεμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Νικολαϊτισμοῦ, ὡς Νεονικολαϊτισμός. Ὁ π. Θεόκλητος μάλιστα εὑρίσκει ὄχι ἁπλῆ ὑπέρβαση, ἀγνόηση τῶν Πατέρων, ἀλλά πολεμική καί ὕβρεις ἐναντίον τους.
Γράφει: «Καί ἐπειδή μέν διαθέτει “μιά κάποια ἀνεπτυγμέ- νην σκέψι καί κρίσι”, δέν διαθέτει δέ ἐπαρκῆ πνευματικήν πεῖραν, καί μή ὑποψιαζόμενος τήν ἀνεπάρκειάν του, ἔχει ἀθεοφόβως στρατεύσει κατά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δι’ ἄρθρων κατηγορῶν αὐτῆς... μανιχαϊσμόν! Μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἔχει ὑποστῇ ψύχωσιν, ἔγινε στόχος του, τήν χρησιμοποιεῖ εἰς τάς ἀναπλαστικάς του προσπαθείας καί πανταχοῦ τῆς Πατερικῆς πνευματικῆς διδασκαλίας διακρίνει ἐπιδράσεις μανιχαϊκάς. Εἰς ἕνα δέ τολμηρότατον βιβλίον του, πού ἐξέδωκε τελευταίως... αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύση “τήν διαστροφήν τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς ἀπό μανιχαϊκάς ἐπιδράσεις”! Τί νά εἴπωμεν; Ἡ Ἐκκλησία δέν προσέχει αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἀνιδέου αὐτοῦ θεολόγου; Δέν ὑπάρχει ἕνα γραφεῖον τύπου... νά παρακολουθῇ τάς κατά τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς διδασκαλίας ἐκτοξευομένας ὕβρεις ὑπό θεωρουμένων ὀρθοδόξων θεολόγων»[44].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπευθυνόμενος ὁ π. Θεόκλητος πρός τόν καθηγητή Γιανναρᾶ γράφει: «Μέ μιά ἀντιεπιστημονική ἐλαφρότητα καί δημοσιογραφική ρηχότητα θίγεις τά βασικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποκλίσεις σου σέ διάφορες αἱρέσεις. Ἀρχίζεις τήν θεολογική σου καριέρα μέ πόλεμο κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων -τόν ὁποῖον καί συνεχίζεις ἐμμέσως- καί ἀπό οἶστρον οἰήσεως δέν ὀκνεῖς νά ἀποδώσῃς σαρκική συσσώρευση στούς Ἁγίους Πατέρες, χωρίς αὐτό νά σέ ἐμβάλλη σέ ἀνησυχία γιά τήν ἀπύθμενη ἐκτροπή σου. Καί ἤδη συνεχίζεις ἤ νά τούς διαστρέφεις ἤ νά τούς ἀγνοῆς ἤ νά τούς σπιλώνης»[45].
Συνέχισε πράγματι ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς νά σπιλώνει καί νά συκοφαντεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες μέ συγκεκριμένο τώρα στόχο τόν ἐπιφανέστερο καί πολυγραφώτερο τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων Πατέρων τόν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, τόν ὁποῖο κατηγορεῖ ὅτι μέ τά συγγράμματά του δημιούργησε μιά «νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ μιά παραδοσιακή χριστιανι- κή κοινωνία τόν μανιχαϊκό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί “ἀκαθάρτων” ἀνθρώπων» καί ὅτι δῆθεν εἶναι «διάσπαρτη στά ἔργα τοῦ Νικοδήμου ἡ ἐμμονή στήν ἀνσέλμεια καί θωμιστική διδασκαλία “περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ”» καί ὅτι στό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου «κυριαρχεῖ τό δικανικό, τελείως δυτικό πνεῦμα»[46].
Θεμελιώδη καί ἐπιτυχῆ κριτική τῆς ἀτεκμηρίωτης, ἄδικης καί βλάσφημης πολεμικῆς τοῦ Γιανναρᾶ ἐναντίον ἑνός μεγάλου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησε ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης στό ἐξαίρετο ἔργο του «Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς», ὅπου στό τέλος δημοσιεύεται καί κείμενον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τίτλο: «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».
Ἡ μεταπατερικότητα λοιπόν τοῦ καθηγητοῦ Γιανναρᾶ προσλαμβάνει βαρύτερο χαρακτήρα τῆς τῶν ἀναφερθέντων ἄλλων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι καταλήγει σέ ἐμφανῆ ἀντιπατερικότητα μέ ὑβριστική, ἄδικη καί ἀθεμελίωτη πολεμική ἐναντίον συνόλου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀλλά καί σέ παρότρυνση τῶν νέων σέ ἠθική χαλαρότητα. Ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους «ὁ κ. Γιανναρᾶς προωθεῖ τούς ἀναγνώστας του καί μάλιστα τούς νέους νά γίνουν κριταί τῶν Ἁγίων καί νά μένουν μέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἱκανοποιοῦντες ὅμως τά πάθη των, χωρίς νά παιδαγωγοῦνται εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, ἁγνότητος καί ὑπακοῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀνέφικτος ἡ ἀληθής ἐν Χριστῷ ἐλευθερία»[47].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ὡς καρπούς αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς μεταπατερικότητας τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού συνυπέγραψαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα ἀνατρέπουν τήν Πατερική, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Στόν διάλογο μέ τούς Παπικούς τό κείμενο πού ὑπογράφτηκε στό Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ἐκτός τοῦ ὅτι γιά πρώτη φορά ἀθωώνει τήν Οὐνία, προσφέρει συγχρόνως ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στήν αἱρετική Ρώμη. Ἐξισώνονται ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί θεωροῦνται ἀμφότερες κάτοχοι τῆς γνησίας ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς Χάριτος καί τῆς ἀποστολικης διαδοχῆς. Γιά πρώτη φορά “ὀρθόδοξοι” θεολόγοι, ἀθετώντας τήν σταθερή καί ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διότι οἱ διατυπώσεις τοῦ κειμένου σημαίνουν ὅτι αὐτή συναποτελεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἀπό κοινοῦ συνυπεύθυνες γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διδασκαλία τῶν μεγάλων ἁγίων καί Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί συγχρόνως ἀχρηστεύθηκε καί ἐγκαταλείφθηκε. Εἶναι φοβερά προδοτική τῆς Πίστεως ἡ διατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην, τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτερα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 καί 14)[48].
Στό ἴδιο ἀκριβῶς μῆκος κύματος κινεῖται καί τό κείμενο τῆς Θ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στό Πόρτο ᾽Αλέγκρε τῆς Βραζιλίας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006. Τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο ὑπέγραψαν ἐκπρόσωποι τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δυστυχῶς, χωρίς νά κληθοῦν συνοδικά σέ ἀπολογία ἀπορρίπτει βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά δόγματα. Διακηρύσσει τήν φοβερή ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅτι τό σύνολο τῶν μελῶν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἀπαρτίζουν τήν Καθολική Ἐκκλησία. «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της.
Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. 86). «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 7)[49].
Ποιά σύνοδος θά καλέσει σέ ἀπολογία τούς ἐκπροσώπους πού ὑπέγραψαν τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, ὅταν ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης θριαμβολογεῖ ὑπέρ τοῦ κειμένου καί ἐκτιμᾶ ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό «ἀπηλλάγημεν τῶν ἀγγυλώσεων τοῦ παρελθόντος»;
Ἐνωρίτερα, ἐναντίον μάλιστα τῆς σαφοῦς διδασκαλίας τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν δύο Κοινές Δηλώσεις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες (1989 και 1990) στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχουμε κοινή πίστη!!!...μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι σέ καμμία φάση τοῦ Διαλόγου δέν δέχθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο (451) καί νά ἀριθμήσουν σέ δύο τίς φύσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἕνωση.
Λέγει ἡ Β΄ «Κοινή Δήλωσις» τῆς «Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» πού συνετάχθη στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1990: «Ὑπό τό φῶς τῆς ἡμετέρας Κοινῆς Δηλώσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας ὡς καί ἐπί τῶν ἀνωτέρων κοινῶν θέσεων, κατενοήσαμεν σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῆ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας» (παραγρ. 9)[50].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ἐνδεικτικῶς μερικά ἀντιπατερικά μέτρα πού ἐλήφθησαν καί ἰσχύουν στην Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων, ἡ κατάργηση τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἀναθεμάτων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν την Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στους ναούς, ἡ ἀφαίρεση ἀπό τά ἐγκώμια τοῦ ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου ὅσων τροπαρίων ἔχουν δυσμενεῖς χαρακτηρισμούς γιά τούς Ἑβραίους, καί ἄλλες λειτουργικές καινοτομίες τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», ὅπως οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων, στίς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε.
Ἀκόμη οἱ ἐπισκέψεις καί οἱ ὑποδοχές τοῦ πάπα, ὡς κανονικοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στίς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καί στήν Ἑλλάδα, καί οἱ ὁλοένα διογκούμενες κατ’ ἔτος οἰκουμενιστικές συμπροσευχές, ἰδιαίτερα ἡ καθορισμένη γιά τήν τελευταία ἑβδομάδα τοῦ Ἰανουαρίου κάθε ἔτους οἰκουμενιστική συμπροσευχή, στήν ὁποία μετέχουν ἀκόμη καί ὀρθόδοξοι πατριάρχες. Ὡς πρός τό τελευταῖο ἀξίζει νά σημειώσουμε τήν πατερική καί ὁμολογιακή δήλωση τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος ἐρωτηθείς γιατί δέν παρέστησαν ὀρθόδοξοι κληρικοί στήν συμπροσευχή πού ἔγινε στήν Θεσσαλονίκη στήν Ἐκκλησία τῶν Φράγκων, ὅπου κάθε χρόνο πρωτοστατεῖ ὁ καθηγητής τῆς Θεολ. Σχολῆς Μ. Κωνσταντίνου, ἐφέτος δέ ὡς ὁμιλητής παρέστη καί ὁ ἐπίκουρος καθηγητής Χαρ. Ἀτματζίδης, εἶπε: «Δεν εἶναι μέσα στήν τάξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νά συμμετέχη σε θρησκευτικές τελετές ἤ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί πολύ περισσσότερο μέ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν».
Τό Μασονοκρατούμενο, τέλος, Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἐπί ἔτη προσπαθεῖ νά μειώσει τό κατηχητικό, ὁμολογιακό ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, εἴτε μέ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας εἴτε μέ μεταβολή του σέ προαιρετικό, ἀκόμη και γιά τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς. Τελικός καί ἐπιθυμητός στόχος του νά τό μεταβάλει σέ μάθημα Θρησκειολογίας, ὥστε νά μυοῦνται τά παιδιά ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο ἀκόμη στήν σατανοκίνητη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας. Δυστυχῶς φαίνεται να τό ἐπιτυγχάνει μέ τήν συνεργασία, τήν σύμφωνη γνώμη καί ἐνθάρρυνση τῶν Θεολόγων συμβούλων του, συνεργατῶν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, φίλων καί ὁμοφρόνων τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, πρωτοστατοῦντος τοῦ θεολόγου Σταύρου Γιαγκάζογλου, τοποθετηθέντος ἐσχάτως ὡς διευθυντοῦ τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία». Εἶναι δυνατόν διευθυντικό στέλεχος τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπονομεύει τόν ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν; Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὡς ὁμολογιακό καί κατηχητικό τελοῦσε ὑπό διωγμόν, τώρα ὡς θρησκειολογικό τό ἀναβαθμίζουν και τοῦ δίνουν μόρια ἀκόμη καί γιά τις εἰσαγωγικές ἐξετάσεις στά Πανεπιστήμια. Πολλά καί μεγάλα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ!
Ἐπίλογος
Ἡ Ἐκκλησία κατά τή διαχρονική της συνείδηση, ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι σήμερα, σέβεται καί τιμᾷ τούς Ἁγίους Πατέρες και διδασκάλους, ὄχι γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία τους, ἡ ὁποία ὡς κτιστή παλιώνει καί φθείρεται καί γερνᾷ, ἀλλά γιά τόν φωτισμό τους ἀπό το Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ ἐνέργειες τοῦ ὁποίου καί στήν διδασκαλία τους καί στήν ζωή τους δέν παλιώνουν οὔτε γερνοῦν, ὥστε νά χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα, κατά τήν καινοφανῆ διδασκαλία τῶν Μεταπατερικῶν Θεολόγων, παλαιῶν καί συγχρόνων.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνον Ἀποστολική, ἀλλά καί Πατερική. Ἄν ἐπιτρεπόταν νά γίνει κάποια προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό ἐκκλησιολογικό ἄρθρο «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολική και Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», θά μπορούσαμε κάλλιστα νά προσθέσουμε «καί Πατερικήν»: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Πατερικήν Ἐκκλησίαν». Δέν χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα οἱ Πατέρες, ὅπως δέν ὑπερβαίνεται οὔτε τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, διότι, ὅπως λέγει ὁ α΄ κανών τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύ-ματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά συμφέροντα» . Τῶν Ἀποστόλων το κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα ὑφαίνουν ἀπό κοινοῦ τον χιτῶνα τῆς Ἀληθείας, κατά το ὡραῖο κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Κατά δέ τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἐπαναλαμβάνει τόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Λυπούμεθα, διότι ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί ὁ Διαφωτισμός, πού ἐμείωσαν πρῶτοι τούς῾Αγίους Πατέρες, ἀπέκτησαν καλούς μαθητάς καί ὀπαδούς καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κυρίως μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στούς ὁποίους ἀνήκει καί ἡ προκαλέσασα την συζήτηση «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου», μέ τό πατρομαχικό της συνέδριο γιά την «μεταπατερική» καί «συναφειακή» Θεολογία. Γιατί ἆραγε παραμερίζουν καί ὑπερβαίνουν τους Πατέρες οἱ σύγχρονοι Πατρομάχοι; Γιά τόν ἴδιο λόγο πού ἀντέδρασε καί ὁ παπικός θεολόγος Ἰωάννης τῆς Ραγκούσης λίγο πρίν ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες ἐδέσμευαν διά ἐπισήμων γραμμάτων τούς ἐκπροσώπους των, νά ἀκολουθήσουν ὅσα οἱ Πατέρες στίς οἰκουμενικές συνόδους καί στά συγγράμματά τους ὅριζαν.
Ἄν εἶχε τηρηθῇ αὐτό, δέν θά φθάναμε στήν τελική προδοσία και ἀποστασία τῆς πίστεως. Ἐπειδή λοιπόν καί τώρα μέ τόν Οἰκουμενισμό σχεδιάζεται παρόμοια καί χειρότερη ἀποστασία, θεωροῦν ὅτι μέγα ἐμπόδιο στά σχέδιά τους εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί θέλουν νά τούς ὑπερβοῦν. Ἀποτελεῖ πάντως καί αὐτό περιφανῆ νίκη τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι ἀποδεικνύει ὅτι οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι δέν μποροῦν νά διαλεχθοῦν καί νά ἀντιμετωπίσουν τήν διδασκαλία τους καί ἀλλάζουν δρόμο ξεπερνώντας τους.
Ἡ ἀντιπατερική πάντως στάση τοῦ μασωνικῆς ἐμπνεύσεως Οἰκουμενισμοῦ καί Συγκρητισμοῦ, εἶναι σαφής ἀπόδειξη τοῦ ἀντιχρίστου χαρακτῆρος των, ἐφ’ ὅσον κατά το ἱερό κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος θά βλασφημήσει τούς Ἁγίους : «Καί ἤνοιξε το στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν προς τόν Θεόν, βλασφημῆσαι τό ὄνομα αὐτοῦ καί τήν σκηνήν αὐτοῦ, τους ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας» [51].
Οἱ τῆς Ἐκκλησίας θά ἐξακολουθήσουμε νά ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι» , καί νά μή μετακινοῦμε ἤ ὑπερβαίνουμε τά ὅρια τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔθεσαν· «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Πρός ὅλους δέ τούς μεταπατερικούς καί ἀντιπατερικούς τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ και πανθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, πού ἐκτός τῶν ἄλλων διακατέχονται ἀπό ἐγωισμό καί φιλοσοφική ἔπαρση ἐπαναλαμβάνουμε τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν το λογομαχεῖν ἐπί καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων. Πιστεύσωμεν ὡς οἱ Πατέρες ἡμῶν παραδεδώκασιν. Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμέν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»[52].
Ὑποσημειώσεις
[1] Βλ. τά σχετικά εἰς H. BIEDERMANN «Einige Grundlinien Orthodoxen Kirchenvertandnisses», Ostkirchliche Studien 19(1970) 3ἑ. M-J. LE GUILLU, Vom Geist der Orthodoxie, Aschaffenburg 1963, σ. 7 καί Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις πατράσι, Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 179.
[2] Ὑπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων βλ. καί δικές μας μελέτες στό βιβλίο Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.
[3] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.
[4] Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 38, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 111-112: «Τῶν γάρ ἀδυνάτων ἐστί μή ὁμολογεῖν ἀλλήλοις ἅπαντας τούς θεοφόρους και Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων μιᾶς αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἑνός Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐπιπνοίας οὔσης».
[5] Προς Βαρλαάμ 1, 31, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 243.
[6] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1 42, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 504.
[7] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 14, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 377-378.
[8] Πρός Βαρλαάμ 1, 55, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 257: «Συνῆκας ᾗ κακοῦ φέρει... τό ζητεῖν τήν ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβειαν;»
[9] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 3, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 680-681. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἠσαΐαν 1, PG 56, 14.
[10] V. LAURENT, Les «Memoires» de Grand Ecclesiarque de l’Eglise de ConstantinopleSylvestreSyropoulossurleconcile de Florence (1438-1439), Paris 1971, Ἀπομνημονεύματα 3, 5, σελ.166.
[11] Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως PG94, 1128.
[12] Πρός Σεραπίωνα 1, 28.
[13] Ἀπομνημονεύματα 3, 5, V. LAURENT, αὐτόθι.
[14] Αὐτόθι 5, 29, σελ. 282: «Κατά δε την ἀποτεταγμένην ἡμέραν πάλιν συνήλθομεν καί ἀπελογήσατο ὁ Ἐφέσου πρόςτά παρά Ἰωάννου εἰρημένα ἀπολογίαν ἀρίστην, συνιστῶν τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα ἀπό τε τῆς θείας Γραφῆς και ἀπό μαρτυριῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων».
[15] Αὐτόθι 9, 28, V. LAURENT, σελ. 464.
[16] Αὐτόθι 9, 27-28, V. LAURENT.
[17] Γιά τήν μεγάλη αὐτή προφητική μορφή τοῦ Γένους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, πού συκοφαντήθηκε καί κακοποιήθηκε ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς καί γραμματολόγους καί μερικούς ἀνοήτους δικούς μας, βλ. τήν μεγάλη μας μονογραφία: Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη, 1988.
[18] ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα• ἔκδ.L.PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, Paris 1928-1936, τόμ. 2, 15, καί 2, 44.
[19] Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία και Οἰκουμενισμός, σελ.176 και 219.
[20] Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά και Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 1968, τόμ. 2, σελ. 819 (899).
[21] Αὐτόθι, σελ.862-863 (942-943).
[22] Αὐτόθι, σελ. 489 (569).
[23] Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα; Νεοβαρλααμισμός ἡ «ΛειτουργικήἈναγέννηση», Θεσσαλονίκη 2003.
[24] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 305, ὑποσημ.
[25] Περί ὅλων αὐτῶν βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Διαθρησκειακές Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003.
[26] Ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779). Συναξάριον – Διδαχαί - Προφητεῖαι - Ἀκολουθία, Ἀθῆναι2005, σελ. 286.
[27] Αὐτόθι, σελ. 348.
[28] Αὐτόθι, σελ. 131-132.
[29] ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, Ἀπομνημονεύματα. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια και οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁπού ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στούς δρόμους, ὁπού αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες μας καί ὅλα τ’ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου• ὅτι ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσιάσαν οἱ καημένοι οἱ καλογέροι• και σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τον ἀγῶνα. Και οἱ Μπαυαρέζοι,παντύ χαιναν ὅτ’εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δεν ἤξεραν ὅτ’εἶναι σεμνοί κι’ἀγαθοί ἄνθρωποι καί μέ τά ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καί ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι’ ἔτρωγαν ψωμί. Καί οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καί οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι’ ὁ τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινᾶς συνφώνησαν μέ τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν ὅλους τούς ναούς τῶν μοναστηριῶν».
[30] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις. Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1973, σελ. 14.
[31] Βλ. «Καθολική» 38 (1996) σ. 4, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Ἀθῆναι 1988, σελ. 409.
[32] ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΠΑΝΩΤΗ, Παῦλος ΣΤ΄ Ἀθηναγόρας Α΄. Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, Ἀθῆναι1972, τόμ. Α΄ σελ. 476.
[33] Βλ. ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 94 - Δεκ. 1968.
[34] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, ἔνθ’ἀνωτ., σελ. 29 καί τοῦ αὐτοῦ, Οἱ Ἱεροί Κανόνες στόχος καί ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπάντησις, εἰς τόν σεβασμιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων καί Μ.Βρεττανίας κ. Ἀθηναγόραν, Ἀθῆναι 1972, σελ. 21-22.
[35] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 45.
[36] Ἀρχιμ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΩΝΗ, Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 27, 31, 70.
[37] Βλ. «Καθολική», 22-7-2003, σελ. 4 καί 5 καί ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀντιοικουμενιστικά, Ἀθῆναι 2004, σελ. 24-26.
[38] Βλ. Μητρ. ᾽Ωρωποῦ καί Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Ἡ πατερική στάσις ἔναντι τοῦ Διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, Σειρά Β΄, 9 , Ἀθήνα 2004, σελ.140.
[39] Βλ. «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια» 16.12.1998 καί Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, Ἀθῆναι 2001, σελ. 285.
[40] Βλ. εἰς Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 195.
[41] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 33.
[42] Αὐτόθι, σελ. 34-35.
[43] Βλ. Μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Περί θείου καί ἀνθρωπίνου ἔρωτος. Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθῆναι 2003, σελ.27.
[44] Αὐτόθι, σελ. 28-29.
[45] Αὐτόθι, σελ. 77.
[46] Πρεσβυτέρου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, ᾽Ορθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. «Ὑπακοή», σελ. 37. 53-54.
[47] Αὐτόθι, σελ. 268.
[48] Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση (στό Freising καί στό Balamand), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 156 ἑ.
[49] Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, Ἔκδοση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σελ. 72ἑ. καί Θεοδρομία 13 (2011) 629.
[50] Βλ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗ, Τά αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1994, σελ. 109. Τήν καλύτερη κριτική παρουσίαση τῶν γενομένων καί συμφωνηθέντων στόν διάλογο μέ τούς Μονοφυσίτες ὀφειλουμε στόν θεολόγο δρ. Θεολογίας καί τ. Ἐπιθεωρητή Μέσης Ἐκπαιδεύσεως στήν Κύπρο ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ὁ ὁποῖος μετεῖχε τοῦ διαλόγου ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί μᾶς ἐχάρισε ἀντικειμενική ἱστορικοδογματική εἰκόνα στήν μονογραφία του: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Εἶναι ἡ συμφωνία ἐπί τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος θεολογικῶς ἀδιάβλητη καί πατερικῶς ἔγκυρη;, Λευκωσία 2000.
[51] Ἀποκ. 13, 6.
[52] Εἰς τό Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ο ἀγαπητός, PG 46, 1112A.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/05/2012.
Η φοβερή σύγχυση τῶν ἀγεύστων τῆς Θείας Χάριτος θεολόγων[1] τῆς Δύσεως, μέσῳ κάποιων ἡμετέρων καθηγητῶν δυστυχῶς, μεταφέρθηκε καὶ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο. Βιβλία ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας, κύκλοι θεολογούντων, περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καὶ ἐπιτροπὲς δηλητηριάζουν τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση· ἐνσπείρουν δισταγμὸ ὡς πρὸς τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τῶν ῞Ορων καὶ τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων.
Αὐτοὺς τοὺς σκοποὺς φαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸ βιβλίο τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ[2]: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», τῶν ἐκδόσεων «᾿Ακρίτας» (᾿Αθήνα 2005, σελίδες 390). ᾿Απ᾿ αὐτὸ τὸ «ἐπιστημονικὸ» βιβλίο ὁ ἀναγνώστης «μαθαίνει» νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν ἔργων του καὶ... γιὰ ὅλα. ῎Ετσι, ὁδηγεῖται σὲ σύγχυση, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «ἔθος ἔχει... ἀφαιρεῖν τὴν γεῦσιν τῆς συνέσεως καὶ τῆς κατανοήσεως καὶ σκυλεῦσαι τὰ νοήματα τὰ ἐν αὐτοῖς, καθάπερ βδέλλα ἡ συμπίνουσα τὴν ζωὴν τῶν σωμάτων...».
Αʹ. Ποιός εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ καὶ γιατί εἶναι ῞Αγιος
Ο ΑΒΒΑΣ ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος γεννήθηκε στὴν Νινευῒ ἢ κατ᾿ ἄλλους κοντὰ στὴν ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. ῎Εζησε τὸν Ϛʹ αἰῶνα· ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπευθύνει στὸν τότε νέο στὴν ἡλικία ῞Αγιο Συμεὼν τὸν Θαυμαστορείτη (521-596 μ.Χ.), συμπεραίνεται ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ «ἤκμαζε» γύρω στὰ 530 μ.Χ. καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στὸ τέλος τοῦ Ϛʹ αἰῶνος.
Νέος ἔγινε Μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου καὶ ἀργότερα τὸν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καὶ ἀνεχώρησε στὴν ἔρημο· ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ῾Ηγούμενος στὸ Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου, τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει πίσω, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔχοντας τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία ἀρνεῖται.
᾿Αργότερα ὅμως ὑπακούει σὲ θεία ἀποκάλυψη καὶ δέχεται νὰ γίνει ᾿Επίσκοπος Νινευΐ, ἀλλὰ γιὰ πολὺ λίγο. Τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, ἦλθαν στὸ ἐπισκοπεῖο δύο ἄνθρωποι, γιὰ νὰ λύσουν μία διαφορὰ μεταξύ τους. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος ἔθεσε σὰν βάση γιὰ τὴν λύση τῶν προβλημάτων τους τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ ῞Αγιος: «῍Αν αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ὑπακούουν στὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα ἐγὼ νὰ κάμω ἐδῶ;». Κι ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο καὶ γύρισε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ θάνατό του ἀσκητικῶς ἀγωνιζόμενος.
῞Ομως, ἂν ὁ λεπτομερὴς Βίος του δὲν εἶναι γνωστός, ὁ ῞Αγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπὸ τοὺς ᾿Ασκητικοὺς Λόγους του. Τὸν Ηʹ ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ Θʹ αἰῶνος, δύο Μοναχοὶ τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ὁ ᾿Αβράμιος καὶ ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τὸν οὐράνιο αὐτὸ θησαυρὸ τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου, τοὺς ὁποίους μετέφρασαν ἀπὸ τὰ συριακὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνική.
῾Ο θησαυρὸς αὐτὸς διαδόθηκε παντοῦ διὰ μεταφράσεων στὴν ἀραβική, τὴν αἰθιοπικὴ καὶ ἄλλες γλῶσσες. ᾿Αργότερα μεταφράστηκαν στὰ σλαβωνικὰ καὶ τὰ λατινικά. Στὰ 1770 ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν του δύο παλαιότατα χειρόγραφα, ἐξέδωσε στὴν Λειψία τοὺς ὀγδόντα ἕξι (ΠϚʹ) Λόγους καὶ τὶς τέσσερις ᾿Επιστολὲς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ. ῎Ετσι, τὰ ἔργα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφὴ πνευματικὴ καὶ παρηγορία στοὺς ἡσυχαστές, τοὺς κοινοβιάτες καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. ᾿Ανεδείχθη Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. ᾿Ακόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὶς μεταφράσεις στὴ γλῶσσα τους, ἐθέλχθησαν ἀπὸ τὴν διδασκαλία του καὶ τὸν μελετοῦν μὲ δίψα.
Παρά αῦτα, μόνο τὰ τελευταῖα σχετικῶς χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του στὸν ἑλληνορθόδοξο χῶρο. Παλαιότερα, στὸ ῞Αγιο ῎Ορος τὸν τιμοῦσαν στὶς 28 ᾿Ιανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Εφραίμ, ἐνῷ τώρα τελευταῖα στὶς 28 Σεπτεμβρίου. ᾿Αλλὰ μήπως αὐτὴ ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του λυμαίνεται καθόλου τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν δόξα του; Μήπως ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ δὲν εἶναι ῞Αγιος;
Κατ᾿ ἀρχάς, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς ῞Αγιοι σὲ βιβλία Πατερικὰ δὲν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τὰ τελευταῖα χρόνια. ῎Ετσι, ματαίως θὰ ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης π.χ. τοῦ ῾Οσίου Θεογνώστου τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τῶν ῾Αγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ῾Ησυχίου Πρεσβυτέρου, τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια· παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Εκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικὸ ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ ὡς ἁγιοπνευματικὸ τὸν Βίο τους, τὶς δὲ Διδαχές τους, ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ.
῞Ολα αὐτὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἰσχύουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. ῞Ολοι οἱ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ᾿Ασκητικοὶ Πατέρες παραπέμπουν σ᾿ αὐτόν, ὡς ῞Αγιον ᾿Ισαάκ, ὡς ἔμπειρο Διδάσκαλο καὶ ἀγωνιστὴ στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν, ὡς πνευματικὴ λυδία λίθο, μὲ τὴν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκ τοῦ διαβόλου. ῾Ο Εὐεργετινὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀποσπάσματα τῶν Λόγων του. Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει 29 (!) φορὲς ὁ ῞Οσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς (Θʹ αἰ.) στὰ ἔργα του, ποὺ δημοσιεύονται στὴν Φιλοκαλία, ὁ ῞Οσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, διδάσκαλος τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στοὺς ῾Ησυχαστὲς τὴν μελέτη τῶν Λόγων του, τοποθετώντας αὐτὸν ἀνάμεσα στὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος καὶ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, οἱ ῞Αγιοι Κάλλιστος καὶ ᾿Ιγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). ᾿Απὸ τὸν ῞Αγιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «...καρπὸν τῆς προσευχῆς ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ προσηγόρευσε τὸν φωτισμόν· φησὶ γὰρ [ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ], ῾῾καθαρότης ἐστὶ νοός, ἐφ᾿ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τὸ φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος· καὶ τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καὶ οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλὰ τοκετὸν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διὰ τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης᾿᾿ καὶ πάλιν ῾῾προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἢτις μόνη ἐκ τοῦ φωτὸς τῆς ῾Αγίας Τριάδος μετ᾿ ἐκπλήξεως τέμνεται᾿᾿...», καὶ ὀνομάζει τὸν ῞Αγιο «ἐπόπτη καὶ συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας».
Στὸν Βίο τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ ῞Οσιος ᾿Ισαὰκ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του ῾Αγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθὼν ταῦτα καὶ μαθὼν [τὰ θεῖα] τὴν ἡσυχίαν τε καὶ θεωρίαν περιβόητος». Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ησυχαστὴς Νεῖλος Σόρσκυ, ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ «θεοφόρο φιλόσοφο», ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς[3], ποὺ τὸν ὀνομάζει «ἅγιο φιλόσοφο» καὶ «μεγάλο ἀσκητὴ» καὶ ὁ Γέροντας ῾Ιερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ποὺ προτρέπει νὰ βγεῖ κανεὶς στὴ ζητιανιά, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὸ βιβλίο του.
῾Ο Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «῍Αν πήγαινε κανεὶς στὸ Ψυχιατρεῖο καὶ διάβαζε στοὺς ἀσθενεῖς τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Στὶς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολὺ βοηθᾶ ἡ μελέτη στὰ ᾿Ασκητικὰ τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, διότι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νὰ καταλάβει κανεὶς καὶ κάθε εἴδους μικρὸ ἢ μεγάλο κόμπλεξ καὶ ἐὰν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, τὸν βοηθάει γιὰ νὰ τὸ διώξη».
Στὸ Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Στὸ βιβλίο [τῶν ᾿Ασκητικῶν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ], ποὺ διάβαζε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου, ποὺ κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα φτερὸ καὶ γράφει, σημείωσε: ῾῾᾿Αββᾶ μου, δός μου τὴν πέννα σου νὰ ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τὸ βιβλίο σου᾿᾿...».
῾Ο Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Στενοχωριέται ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, ποὺ ἀναγκάζεται νὰ πεῖ τὰ μυστήρια καὶ τὰ βαθιὰ βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο. Νὰ πῶς τὸ λέει: ῾῾῎Εγινα μωρός· δὲν ὑποφέρω νὰ φυλάξω τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἀνόητος διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...᾿᾿. Κι ἐγὼ ὁ καημένος ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη μου σᾶς λέω μερικὰ ἀπ᾿ ὅσα μοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός».
᾿Απὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μαρτυρίες τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανὴς ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ καὶ τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.
Βʹ. ᾿Ασεβεῖς φλυαρίες περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ.῾Ο συγγραφέας, ἀλλὰ καὶ ὁ προλογίζων ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἀποδέχονται ὅλες τὶς δυτικὲς «ἐπιστημονικὲς» προκαταλήψεις α) περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ β) περὶ τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.
῎Ετσι, δρώντας εἰκονοκλαστικά, καταστρέφουν τὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ισαὰκ καὶ στὴν θέση της βάζουν ἕνα αἱρετικὸ πρόσωπο, τὸν ὁποῖο ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὀνομάζουμε ψευδο-Ισαάκ. «᾿Απὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Wensinck», γράφει στὸν πρόλογο ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ ᾿Ισαάκ... ᾿Ανακάλυψα πὼς ἀνῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἀποκαλεῖται συνήθως ῾῾Νεστοριανή᾿᾿. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγὰ σιγὰ στὸ σημεῖο νὰ συνειδητοποιήσω, πὼς τοῦτο δὲν σήμαινε πὼς ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ισαὰκ ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα στὴν ὁποία ἀνῆκε, θὰ μποροῦσαν ἄκριτα νὰ καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί».
᾿Απὸ τὰ γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος, γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπὸ τὴν συνείδησή τους ἡ ᾿Εκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ Βίου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ, ἐφόσον «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν Wensinck καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός!
Οἱ δυτικοὶ ἐρευνητὲς μελέτησαν τὸ νεστοριανὸ «Βιβλίο τῆς ἁγνότητος», ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ᾿Ισαάκ, ποὺ γεννήθηκε στὸ Beit Qatraye, στὸ Κατὰρ τῆς ᾿Αραβίας στὴν δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν νεστοριανὸ Givargis, περίπου τὸ 660, ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετὰ πέντε μῆνες παραιτήθηκε γιὰ ἄγνωστο λόγο καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Matout. Μετὰ πῆγε στὴν Μονὴ Shabur, ὅπου πέθανε τυφλὸς ἀπὸ τὸ πολὺ διάβασμα. ῎Εγραψε καὶ κάποια βιβλία γιὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν... φοβερὴ «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητὲς κατέληξαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ποὺ γνωρίζουμε! Μὲ πολὺ μεγάλη εὐκολία ὁ ᾿Αλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τὸν τόπο καταγωγῆς, ποὺ εἶναι ἡ Νινευῒ ἢ ἡ ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ ὄχι τὸ Κατάρ, β) τὸν χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται νὰ εἶναι 100 χρόνια ἐνωρίτερα, γ) τὴν διήγηση γιὰ τὴν αἰτία παραιτήσεώς του, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καὶ τὴν ἄμεση ἀναχώρησή του καὶ ὄχι μετὰ πέντε μῆνες, δ) τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του σὲ σκήτη καὶ ὄχι στὸ Μοναστήρι Σαμπούρ· πλάθει μύθους γιὰ τοὺς λόγους χειροτονίας καὶ παραιτήσεως ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.
῾Ο νεστοριανὸς ἱστορικὸς (;) εἶναι, γιὰ τὸν ᾿Αλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ᾿Ορθοδόξων παραθεωροῦνται τελείως. Πάντως, ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν δύο Βίων, γίνεται φανερὸ ὅτι συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ ὁ ὑπὸ τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος ᾿Ισαὰκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο, διάφορο τοῦ ῾Οσίου, ἢ οἱ πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ (;), ποὺ γράφει δύο αἰῶνες μετὰ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου, εἶναι συγκεχυμένες ἢ παραποιημένες.
Τὸ γεγονός, ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Συρίας - Μεσοποταμίας - Περσίας ἦταν διαδεδομένος ὁ Νεστοριανισμός, δὲν σημαίνει πὼς ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν ᾿Ορθόδοξοι καὶ πὼς ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ᾿Επίσκοπος Νινευῒ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τοὺς Νεστοριανοὺς ᾿Ισαὰκ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ᾿Ορθόδοξος. Βέβαια, ἀπὸ παλαιὰ δημιουργοῦνταν προβλήματα ταυτίσεως ᾿Ορθοδόξων Πατέρων μὲ αἱρετικούς.
῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης γράφει γιὰ τὸν ῞Αγιο Βαρσανούφιο κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους ῾Αγίους, ποὺ κάποιοι τοὺς ταύτιζαν μὲ ὁμωνύμους τους αἱρετικούς: «...δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρὼν ῞Αγιος καὶ ὀρθοδοξότατος πατήρ, καὶ ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν. ῞Οτι δὲ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἦτον ὀρθοδοξότατος καὶ ἐδέχετο αὐτὸν ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία ὡς ῞Αγιον, ἐβεβαίωσε καὶ ὁ ῞Αγιος Πατριάρχης Ταράσιος... Βεβαιοῖ δὲ καὶ ὁ... Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκη [γράφων]· Προσέτι... ἀποδέχομαι... καὶ πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καὶ ᾿Ασκητῶν τοὺς βίους τε καὶ τὰ συγγράμματα. Τοῦτο δὲ λέγω διὰ τὸν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τὸν ἀπὸ ᾿Ανατολῆς φοιτήσαντα καὶ τούς δε τοὺς ῾Οσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, ῾Ησαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καὶ ῾Ησύχιον». ῎Ετσι, τὸ κριτήριο ᾿Ορθοδοξίας τῶν ῾Αγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ᾿ αὐτοὺς ῾Αγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανὸν πολλοὶ ἐρευνητὲς θὰ ταύτιζαν τοὺς δύο Βαρσανουφίους, ἀκολουθώντας τὸν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
῎Εχουμε καὶ ἕνα ἀρκετὰ πρόσφατο παράδειγμα. ῾Ο γνωστὸς ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νὰ χαρακτηρίζει τὸν ῞Αγιο Σάββα τὸν Βατοπεδινὸ ἀντι-Ησυχαστὴ καὶ ἀντι-Παλαμίτη, ταυτίζοντας αὐτὸν ἐσφαλμένα μὲ κάποιον ἀντι-Ησυχαστὴ ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ, μέχρις ὅτου σὲ χειρόγραφο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Δ. Τσάμη ὅτι τὸ ἐπώνυμο τοῦ ῾Αγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ᾿ ἀλήθεια, χρειαζόταν ἄραγε αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικὴ μαρτυρία, γιὰ νὰ πεισθοῦμε περὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τὴν κατὰ Χριστὸν ἐπιστήμη, δηλαδὴ τὸ θαυμαστὸ Βίο του καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Φιλοθέου;
Γʹ. Τὰ κακόδοξα κείμενα τοῦ ψεύτικου Ἰσαάκ (ψευδο-᾿Ισαὰκ)
Μετά τήν ψευδο-ανακάλυψη, ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ἦταν Νεστοριανός, ἀκολούθησε καὶ ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος Dr. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τὸ 1983 σὲ βιβλιοθήκη τῆς ᾿Οξφόρδης ἕνα χειρόγραφο τοῦ Ιʹ ἢ ΙΑʹ αἰ., ποὺ περιεῖχε στὴν Συριακὴ γλῶσσα μιὰ συλλογὴ ᾿Ασκητικῶν Λόγων (ΜΑʹ Κεφάλαια) στὸ ὄνομα ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ. Τοὺς περισσότερους Λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση τὸ 1995. ῾Υποτίθεται ὅτι αὐτὰ εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ. ῞Ομως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ᾿Αλφέγιεφ, αὐτὴ ἡ συλλογὴ «δὲν μεταφράσθηκε στὴν ῾Ελληνικὴ καὶ δὲν γνώρισε τὴ διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; ῾Υπῆρχε λόγος;
Μάλιστα, ὑπάρχουν δύο λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι, κατὰ τὴν ᾿Ορθόδοξη Παράδοση, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸν ῞Οσιο ᾿Ισαάκ. Πουθενὰ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς δὲν γίνεται μνεία γιὰ τὰ κείμενα αὐτά. ῍Αν κάποιος περιφρονήσει τὴν ἀξία, ποὺ ἔχει ἡ σιωπὴ τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, πέφτει ἀμέσως στὴν δίνη τῆς δυτικῆς «ἐπιστημονικῆς» συγχύσεως. Νὰ μία μικρὴ γεύση της: Πολλοὶ δυτικοὶ μελετητὲς παρατηροῦν ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν περιοχὴ Συρίας - Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοὶ συγγραφεῖς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ισαάκ, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Ισαὰκ ᾿Αντιοχείας, οἱ μονοφυσίτες ᾿Ισαὰκ τῆς ᾿Αμίδας καὶ ᾿Ισαὰκ ᾿Εδέσσης καὶ κάποιος ᾿Ορθόδοξος ᾿Ισαὰκ ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα, ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἄλλους εἶναι Νεστοριανός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δημιουργεῖ στοὺς ἐρευνητὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πατρότητα τῶν κειμένων, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ.
᾿Αλλὰ καὶ ὁ ᾿Αλφέγιεφ διατελεῖ ἐν συγχύσει, προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσει τὰ κείμενα. ᾿Ιδοὺ τὶ γράφει: «῾Ο Bedjan δίνει μερικὰ ἀποσπάσματα..., ἀλλὰ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀνήκουν στὴν πραγματικότητα στὸν Dadisho ἀπὸ τὸ Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τὴν Βίβλο τῆς Χάριτος, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ᾿Ισαάκ. ῾Ο D. Miller ὑποστηρίζει πὼς... ἀνήκει στὴν πέννα τοῦ Συμεὼν dTaibutheh». ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ τὰ γνήσια κείμενα τοῦ ῾Αγίου ὁρισμένα τὰ ἀποδίδει ὁ ᾿Αλφέγιεφ σὲ αἱρετικούς. Πλήρης καὶ καθολικὴ σύγχυση!
Γιὰ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τὴν Παράδοση, τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ: δὲν δεχόμεθα, δὲν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδὴ ὑπὸ τῶν κλεπτῶν καὶ ληστῶν τῆς σωτηρίας μας αἱρετικῶν ὅ,τι δὲν μᾶς παραδίδει ἡ ῾Αγία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων.
Παρὰ ταῦτα, ἄς δοῦμε καὶ τὸν δεύτερο, οὐσιαστικὸ λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σὲ πολλὰ σημεῖα τὰ κείμενα αὐτὰ γέμουν κακοδοξιῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αἱρετικούς:
(1) ᾿Απὸ τὰ κείμενα, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ ᾿Αλφέγιεφ, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ συγγραφεὺς ψευδο-᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός. ᾿Ιδοὺ ἀποσπάσματα:
Ι) «Δοξάζω τὴ θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδὴ ἔκανες τὴφύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νὰ κατοικήσεις καὶ ναὸ ἅγιο γιὰ τὴ Θεότητά Σου, δηλαδὴ γιὰ ᾿Εκεῖνον, ποὺ κρατᾶ τὰ σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τὸ ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας ῞Υπαρξής Σου... τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό...» ᾿Εδῶ βλέπουμε νὰ διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη· ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἁπλῶς «ναὸς» καὶ «ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιὰ τὴν νεστοριανὴ πλάνη.
ΙΙ) «Δὲν διστάζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καὶ εἶναι ὄντως ἀληθινὸς ἄνθρωπος- «Θεὸ» καὶ «Δημιουργὸ» καὶ «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καὶ στοὺς ᾿Αγγέλους νὰ τὸν λατρεύουν... Παραχώρησε σ᾿ Αὐτὸν νὰ λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζὶ μὲ ᾿Εκεῖνον, μὲ μιὰ ἑνιαία πράξη λατρείας γιὰ τὸν ῎Ανθρωπο, ποὺ ἔγινε Κύριος καὶ γιὰ τὴ Θεότητα ἐξίσου.» Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστὰ πρόσωπα: «᾿Εκεῖνον» καὶ «Αὐτὸν» [ἄλλον καὶ ἄλλον], τὸν «῎Ανθρωπο» μὲ κεφαλαῖο Α καὶ τὴν «Θεότητα», στοὺς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή! Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλοῦσε τὸν Νεστόριο «ὀλεθριώτατον ἀνθρωπολάτρην», ἀφοῦ θεωρώντας τὸν Χριστὸ ἄνθρωπο, ἔστω καὶ μὲ κεφαλαῖο Α, τὸν λατρεύει ὡς Θεό.
(2) Τὰ κείμενα παραπέμπουν σὲ αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς ἐπαινοῦν. Γιὰ νὰ γίνουμε ἀντιληπτοί, κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ποῦμε περισσότερα γιὰ τὸν Νεστόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του. ῾Ο Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (†450/1), πίστευε ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν ὄχι μόνον δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ δύο πρόσωπα. Δὲν μποροῦσε μὲ τὴν ἐπηρμένη λογική του νὰ δεχθεῖ τὴν ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στὸ [ἕνα] Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὴν ῾Υπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὴ κυρίως τὴν πλάνη καὶ ἀναθεματίσθηκε ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Γʹ ἐν ᾿Εφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431).
᾿Αλλὰ ἡ πλάνη αὐτὴ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, τὸν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καὶ ἀπὸ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ (†392), διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. ῾Ο Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιὰ «συνάφειαν», δηλαδὴ ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων «κατὰ ἐπαφήν»· πίστευε ἐπίσης, ὅτι «πρὸ τῆς ᾿Αναστάσεως ὁ Χριστὸς ἠδύνατο νὰ ἁμαρτήση καὶ νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς». Γιὰ τὶς πλάνες του, μετὰ θάνατον, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Εʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (553 μ.Χ.). Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά: «῞Οταν, λοιπόν, ἐφέραμεν εἰς τὸ μέσον τὰς κατεσπαρμένας εἰς τὰ βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτὰς τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δὲν ἐκάη αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ θεῖον πῦρ ἡ γλῶσσα του καὶ ὁ νοῦς του, ποὺ ἐξήμεσαν τοιαῦτα πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δὲν ἐτόλμησαν νὰ εἴπουν ποτὲ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου! » (᾿Απὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σεβ. μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου: «῾Η Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»).
῾Ο ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας γράφει γιὰ τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιο: «῾Υπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ᾿ ὅσον εἰς τὰ βιβλία ποὺ συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατὰ τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ». Καὶ ὅμως, αὐτοὶ οἱ αἱρεσιάρχες στὰ κείμενα τοῦ ψευδο-᾿Ισαὰκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι: «῞Οποιος θέλει μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὰ γραπτὰ τοῦ Εὐλογημένου ῾Ερμηνευτή», γράφει περὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο᾿Ισαάκ, «σὲ ἕναν ἄνθρωπο...», ποὺ «τοῦ παραδόθηκαν μὲ ἐμπιστοσύνη τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς... Τὸν δεχόμαστε, μᾶλλον, σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὅποιος ἀντιτάσσεται στοὺς λόγους του... τὸν θεωροῦμε ξένο πρὸς τὴν κοινότητα τῆς ᾿Εκκλησίας». Τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ «ἱερὸ Διόδωρο», ἐνῶ καὶ οἱ δύο, Θεόδωρος καὶ Διόδωρος, ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς ᾿Εκκλησίας!
(3) Τὰ κείμενα ἐνστερνίζονται τὴν ὠριγενιστικὴ πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. ῾Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Διόδωρος, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, δέχονταν τὶς ἰδέες τοῦ ᾿Ωριγένους (185253/4) περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, δηλαδὴ τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς κολάσεως καὶ τῆς εἰσόδου ὅλων στὸν Παράδεισο. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαὰκ σ᾿ αὐτοὺς παραπέμπει, γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στὸν Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος γράφει: «...Ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε ὁ Χριστός... ῾῾δαρήσεται πολλὰς᾿᾿ καὶ ῾῾δαρήσεται ὀλίγας᾿᾿, ἂν οἱ ποινές, ποὺ ἀναλογοῦν στὶς ἁμαρτίες μας δὲν ἦταν νὰ λάβουν κάποτε τέλος». Παραπέμπει καὶ στὸν Διόδωρο, ὁ ὁποῖος λέει: «οἱ ραβδισμοί, ποὺ περιμένουν τοὺς κακοὺς δὲν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νὰ βασανίζονται ὅπως τοὺς ἀξίζει, γιὰ ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως, κατόπιν τοὺς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας, ποὺ εἶναι παντοτινή».
Μὲ βάση αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὁ ψευδο-᾿Ισαὰκ κάνει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στὴν πλάνη: «Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πεπτωκότες, καὶ πὼς δὲν θὰ ἀφήσει τοὺς δαίμονες νὰ αραμείνουν στὴν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὶς ἁμαρτίες τους. ᾿Αντιθέτως θὰ τοὺς ὁδηγήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τὴν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... ῎Ισως νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»! (᾿Ισαὰκ Σύρου, ᾿Ασκητικά, μετάφραση ἀπὸ τὰ Συριακά, ἐκδ. «Θεσβίτης», τ. Β3, σελ. 159-160). Οἱ δαίμονες νὰ γίνουν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ᾿Αγγέλους! ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, φαίνεται, βάλθηκε νὰ πραγματοποιήσει τὰ ἀρχέγονα ἀνόητα σχέδια τοῦ ᾿Εωσφόρου, θέτοντας αὐτὸν πάνω ἀπὸ ὅλους.
Δʹ. Ο ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ γιὰ τὴν ἀγάπη, τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση
Μέ ὂλα τοῦτα ἔγινε σαφές, ὅτι ὁ συγγραφέας αὐτῶν τῶν πλανῶν δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, τὸν Διδάσκαλο τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Εἰδικὰ ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, στὰ θεόπνευστα κείμενά του σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀγάπης, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ῾Αγίων πρὸς κάθε πλάσμα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ αἰωνίου κολάσεως: «᾿Ηρωτήθη πάλιν... τί δὲ εἶναι καρδία ἐλεήμων; καὶ εἶπε. Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος, ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως καὶ τῆς θεωρίας τῶν ὁποίων ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δάκρυα, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς συμπαθείας καὶ ἐλεημοσύνης σμικρύνεται ἡ καρδία τοῦ ἐλεήμονος, καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποφέρῃ ἢ νὰ ἴδῃ ἢ ν᾿ ἀκούσῃ βλάβην τινὰ ἢ λυπηρόν τι γινόμενον εἰς τὴν κτίσιν. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων ζώων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, εὔχεται κατὰ πᾶσαν ὥραν μετὰ δακρύων προσφέρει (;), ὅπως φυλάξῃ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐλεήσῃ αὐτούς· ἐπίσης εὔχεται καὶ ὑπὲρ τῶν ἑρπετῶν ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης, ἢτις κινεῖται εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀμέτρως καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». (Μετάφραση Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ)
Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀγάπη δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ κολασμένου, τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, ἀφώτιστος καὶ ἐσκοτισμένος, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν πλάνη περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, γράφει: «Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ ἢ νὰ φανταστεῖ πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δὲν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;».
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ: «῎Ατοπόν ἐστι λογίζεσθαί τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ «εἶναι ἄτοπο νὰ σκεφθεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν γέεννα στεροῦνται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
Δὲν ὑπάρχει «τόπος» ἀπ᾿ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ αἰωνίως ἐνεργοῦσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Η κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης.
῾Η ἀγάπη γιὰ μὲν τοὺς πιστοὺς γίνεται αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ δὲ τοὺς κολασμένους αἰώνια τιμωρία. ᾿Ιδοὺ πῶς τὰ γράφει αὐτὰ ὁ εὐλογημένος ῞Οσιος ᾿Ισαάκ: «᾿Εγὼ δὲ λέγω, ὅτι οἱ κολαζόμενοι εἰς τὴν γέενναν διὰ τῆς μάστιγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται. ῎Ω πόσον πικρὰ ὑπάρχει ἡ τιμωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τουτέστιν ἐκεῖνοι, οἵτινες αἰσθάνονται ὅτι ἔπταισαν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἔχουσι τὴν μεγαλυτέραν κόλασιν, διότι ἡ λύπη, ἢτις πληγώνει τὴν καρδίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τὴν γενομένην εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εἶναι δριμυτέρα πάσης ἄλλης κολάσεως. ῎Ατοπον εἶναι νὰ νομίζῃ τις, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν κόλασιν στεροῦνται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... δίδεται κοινῶς εἰς πάντας, ἐνεργεῖ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτῆς κατὰ δύο τρόπους, τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει...».
᾿Αντιλαμβάνεται κανείς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ σεβόμενος ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσει ποτὲ τὴν προσφορὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του, δὲν παρεμβαίνει γιὰ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Εʹ. Δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς παρεκκλίσεις τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ
Ὁ Επίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», δὲν νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ δικαιολογήσει τὸν ψευδο-άγιο γιὰ τὶς πλάνες του· πιστεύει ὅτι ἡ ἔκδοση τῶν νεστοριανῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ψευδεπιγράφως ἀποδίδονται στὸν ῞Αγιό μας, «εἶναι αὐτή, ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ ᾿Ισαάκ».
῾Ο συγγραφέας δὲν ἔχει ἐπίσης πρόβλημα μὲ τὴν νεστοριανὴ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς», ἡ ὁποία ἂν καὶ «συνέχισε νὰ μνημονεύει τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο»· ἂν καὶ «συμπεριέλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου στὰ δίπτυχα...»· ἂν καὶ «ἀκολουθοῦσε τὴ θεολογικὴ καὶ χριστολογικὴ σκέψη, ποὺ βρισκόταν πιὸ κοντὰ σὲ αὐτὴν τοῦ Νεστορίου» δὲν εἶναι νεστοριανή!!! Μιλᾶμε πλέον γιὰ θεολογικὲς φαιδρότητες, ποὺ δὲν χρήζουν σχολίων!
᾿Αλλὰ οὔτε μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν ᾿Ιακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας, ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης ῾῾μονοφυσιτικὴ᾿᾿ ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ἡ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς» εἶναι «νεστοριανή», «ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!!
῞Ολες αὐτὲς εἶναι ἐκκλησίες. ῾Η διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν μιὰ περίπτωση (᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία) ἔχουμε τὴν «ἑλληνόφωνη βυζαντινὴ παράδοση», στὴν ἄλλη (Νεστοριανοὶ) τὴν «ἀνατολικο-συριακὴ παράδοση» καὶ στὴν τρίτη (Μονοφυσῖτες) «δυτικο-συριακὴ παράδοση». ῎Ετσι ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ:
• Δημιουργεῖ μιὰ σύγχυση καὶ ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περὶ τῆς Μοναδικότητος καὶ τῆς ᾿Αληθείας τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
• ᾿Εμβάλλει ἀμφιβολίες περὶ τῆς ᾿Αληθείας, ποὺ ἐκφράζεται διὰτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
• Βάζει, ὡς μὴ ὤφειλε, στὸ στόμα τοῦ ῾Αγίου βλάσφημες κακοδοξίες καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν Διδασκαλία καὶ τὴν ῾Αγιότητά του.
• Καὶ τέλος, κατατάσσοντας τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ στοὺς Νεστοριανούς, τὸν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τὴν ᾿Ορθοδοξία του καὶ διαστρέφει τὴν βασικὴ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ῞Αγιος εἶναι μόνο ὁ θεωθεὶς καὶ ὅτι ἡ θέωση εἶναι τὸ τελειότερο δῶρο, ποὺ προσφέρεται μόνο μέσα στὴν κοινωνία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
Σκοπός τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ εἶναι νὰ προωθήσει τὴν οἰκουμενιστικὴ προοπτική, ἀφοῦ, ὅπως λέγει: «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Ισαάκ... διέσχισε τοὺς ὁμολογιακοὺς φραγμοὺς» καὶ «τὰ γραπτά του συνεχίζουν νὰ τραβοῦν τὴν προσοχὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες παραδόσεις, ἀλλὰ μοιράζονται τὴν κοινὴ πίστη στὸ Χριστό, ποὺ μετέχουν στὴν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό, βέβαια, εἶναι ἡ μισὴ ἀλήθεια. ῎Οντως ἀναζητοῦν τὴν σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλὰ δὲν μοιράζονται τὴν σωτήρια πίστη τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, στὴν ῾Οποία ἀνήκει. Δὲν θὰ ἔπρεπε ἄραγε ὁ τόσο καὶ πανταχοῦ ἀγαπώμενος ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ νὰ ἀποτελέσει ἕνα δείκτη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξία; μιὰ κλήση στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστη καὶ τὸ Βάπτισμα, καθὼς καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ᾿Ορθόδοξη ῎Ασκηση, ὡς θεμελιώδεις προϋποθέσεις κατανοήσεως τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου καί, ἔστω ἀμυδρᾶς, ἐμπειρίας τῶν βιωμάτων του; Γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «᾿Ιδοὺ γὰρ τὸ βάπτισμα δωρεὰν συγχωρεῖ, καὶ οὐ ζητεῖ ὅλως τι, ἀλλ᾿ ἢ πίστιν. ᾿Εν τῇ μετανοίᾳ δὲ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετὰ τὸ βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλὰ ζητεῖ κόπους καὶ θλίψεις, καὶ λύπας τῆς κατανύξεως, καὶ δάκρυα καὶ κλαυθμὸν καιροῦ πολλοῦ καὶ οὕτω συγχωρεῖ...».
Ϛʹ Περὶ τῆς γενομένης «ἀδικίας» στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο
Ἀφορμή γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ πήραμε ἀπὸ ὅσα γράφονται στὸν Βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου.῾Ο Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτὲς τὶς συκοφαντίες περὶ δῆθεν νεστοριανισμοῦ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. Λυπημένος πολὺ καὶ προσευχόμενος, ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περὶ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τοῦ ῾Αγίου· μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, στὸ Μηναῖο τοῦ ᾿Ιανουαρίου στὶς 28, ποὺ ἑορτάζεται ὁ ῞Αγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σύρος, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «...καὶ ᾿Ισαὰκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καὶ πολὺ ἀδικημένου».
Πάντως, ἡ ἀδικία ποὺ γίνεται στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ μὲ τὸ βιβλίο τοῦ ᾿Αλφέγιεφ καὶ ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καὶ δημοσιεύματα[1], στὴν οὐσία εἶναι ἀδικία ποὺ γίνεται τόσο σὲ κάποιους ᾿Ορθοδόξους, ποὺ βλέπουν τὸν ῞Αγιο μὲ καχυποψία καὶ στεροῦνται ἔτσι τὶς πρεσβεῖες του καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν αὐθεντική του Διδασκαλία, ὅσο καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ τὸν βλέπουν σὰν ἕνα σοφὸ χριστιανὸ διδάσκαλο, μὲ πολὺ καλὲς συμβουλὲς καὶ ὄχι ὡς τὸν θαυμαστὸ ᾿Ορθόδοξο, ᾿Εκκλησιαστικὸ Διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή, ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸν ῞Αγιο..., Αὐτὸς δὲν στερεῖται καθόλου τὴν ἄκτιστη δόξα, μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει ὁ Κύριος στὴν Βασιλεία Του.
Ζʹ. Μιά, ἴσως, χρήσιμη ἐπισήμανση
Εἶναι φρονοῦμε σαφές, ὅτι ἂν δὲν ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἐμπειρία τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ παραλαμβάνει ἐκ τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ παραδίδει τὸν Βίο καὶ τὰ κείμενα τῶν ῾Αγίων, ὅπως ἐν προκειμένῳ τὸν Βίο καὶ τὰ ὑπέροχα κείμενα τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ στὴν ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καὶ παραμυθίας, πάντα θὰ τελοῦμε ἐν συγχύσει καὶ θὰ εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (᾿Εφεσ. δʹ 14) τῶν ἀθέων καὶ ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας Χάριτος, διψοῦν καὶ ἐρευνοῦν χωρὶς ἀποτέλεσμα.
[1] Σημ.ἡμ.: Βλ. Λῆμμα: «᾿Ισαάκ· ᾿Επίσκοπος Νινευῆ», Θρησκευτικὴ καὶ ᾿Ηθικὴ ᾿Εγκυκλοπαιδεία (Θ. Η.Ε. ), τ. 6, στλ. 1005, ᾿Αθῆναι 1965· Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), «᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος», περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 31/Μάϊος-Αὔγουστος 1990, σελ. 79-91· Παναγιώτου Κ. Χρήστου (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίκης), ῾Ελληνικὴ Πατρολογία, τ. Εʹ, σελ. 429-430, Θεσσαλονίκη 1992.
[2] ῾Ο ἐπίσκοπος Βιέννης καὶ Αὐστρίας κ. ῾Ιλαρίων ᾿Αλφέγιεφ, γνωστὸς καὶ δραστήριος Οἰκουμενιστής, ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καὶ ἔχει ὡς ἕδρα του τὴν Βιέννη, εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου τῆς Μονίμου ᾿Αντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας στὴν Εὐρωπαϊκὴ ῞Ενωσι (http://orthodoxeurope.org ).
[3] ᾿Αρχιμανδρίτου ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, «῾Η Γνωσιολογία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ τοῦ Σύρου», περιοδ. «Θεολογία», τ. ΛΗʹ, 1967 καὶ ἀνάτυπον: ᾿Αθῆναι 1967, σελίδες 44 (ἡ ἐργασία εἶχε γραφῆ τὸ 1924 καὶ μέχρι τοῦ 1967 ἦταν ἀνέκδοτος)· βλ. τοῦ Αὐτοῦ, ῾Οδὸς Θεογνωσίας, ἐκδόσεις «Γρηγόρη», ᾿Αθήνα 1985, σελ. 177-244 (ἡ αὐτὴ ἐργασία σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοσι, φέρουσα ὅμως ὡς ἔτος συγγραφῆς τὸ 1927).
(᾿Εφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1659/6.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1660/ 13.10.2006, σελ. 1· ἀριθ. 1661/20.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1662/27.10.2006, σελ. 1 καὶ 2)
Τέτοια µέρα, χριστιανοί µου, µᾶς ὑπενθυµίζεται τό πόσο συχνά, ἴσως καί καθηµερινά, δοκιµάζεται ἡ πίστις µας. Εἴδαµε τόν ἀπόστολο Θωµᾶ νά µήν πιστεύη στήν ἐµφάνισι καί στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ὅταν ὅλοι οἱ µαθητές ὁµολογοῦσαν ὅτι "ἑωράκαµεν τόν Κύριον" (Ἰωάν. 20, 25). Γι’ αὐτό, χρειάστηκε µετά ἀπό ὀκτώ ἡµέρες, νά δῆ "ἰδίοις ὄµµασι" τόν Κύριο, νά Τόν ψηλαφήση, νά δῆ τήν λογχισµένη Του πλευρά καί τούς τύπους τῶν ἥλων στά χέρια Του, γιά νά µπορέση νά πιστέψη.
Ὁ Κύριος ὅµως δέν τόν µακάρισε. Δέν εἶπε "εἶσαι µακάριος, τώρα, πού µέ εἶδες καί µέ πίστευσες". Ἀλλά εἶπε: "µακάριοι οἱ µή ἰδόντες καί πιστεύσαντες" (Ἰωάν. 20, 29). Αὐτό τό "µακάριοι οἱ µή ἰδόντες καί πιστεύσαντες" (Ἰωάν. 20, 29) πολλές φορές τό ζοῦµε σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ὅπου µυστικά βιώνεται τό µυστήριο τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ὅλα ἐκεῖνα τά δραµατικά γεγονότα πού ζήσαµε πρίν ἀπό λίγες ἡµέρες, τήν Μεγάλη Ἑβδοµάδα, ἄν καί µέ τά αἰσθητά µάτια µας, ὅπως καί µέ τά φυσικά αὐτιά µας, οὔτε βλέπουµε οὔτε ἀκοῦµε οὔτε καί ψηλαφοῦµε τίποτα. (Ἐξαίρεσι ἀποτελεῖ ἡ ψηλάφησις τοῦ Σώµατος καί τοῦ Αἵµατος τοῦ Κυρίου διά τῶν χειλέων κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Κοινωνίας).
Γιά νά µπορέσουµε ὅµως νά καταλάβουµε ὁρισµένες ἀλήθειες, καί µάλιστα σέ συνδυασµό µέ τήν µεγάλη σηµερινή ἡµέρα, θά ἀναφερθοῦµε σέ κάποιους προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέφθηκαν ἕναν ἔµπορο, ἕναν διδάσκαλο, ἕναν δηµοσιογράφο, ἕναν µεγάλο πολιτικό ἄρχοντα κι ἕναν Γέροντα ἀσκητή στό Ἅγιον Ὄρος. Καί ὅλους αὐτούς τούς παρακάλεσαν, ἐπειδή πολύς λόγος γίνεται γιά τήν παγκοσµιοποίησι, νά τούς ποῦν τόν ὁρισµό της ἤ πῶς τήν φαντάζονται νά ἐξαπλώνεται µέχρι καί τήν δύστυχη πατρίδα µας.
Ὁ ἔµπορος ἄνοιξε τά χαρτιά του, πού περιελάµβαναν τιµολόγια, ἀποδείξεις προϊόντων ἀνατολικῆς προελεύσεως, πολυτελῶν ἀποστολῶν ἀπό τήν Δύσι (Ἀµερική), εἰσαγωγές καί ἐξαγωγές, µεταφορές, fax, internet, διεθνεῖς ἐκθέσεις, ἰσοτιµίες διαφόρων νοµισµάτων, ἐνηµερώσεις τοῦ χρηµατιστηρίου, τήν κίνησι τῶν Τραπεζῶν κλπ, καί εἶπε: "Αὐτό εἶναι παγκοσµιοποίησις. Τίποτε ἄλλο δέν γνωρίζω πέρα ἀπό αὐτό".
Ρώτησαν τόν δάσκαλο κι ὁ δάσκαλος ἄνοιξε τό λεξικό καί µέ ἔµφασι διάβασε µέσα τόν ἑξῆς ὁρισµό, ἐπί λέξει: "Παγκοσµιοποίησις εἶναι ἡ οἰκουµενική διεύρυνσις µιᾶς καταστάσεως, ἑνός θεσµοῦ, µιᾶς ἰδέας, µιᾶς φιλοσοφίας. Εἶναι ἐπίσης ἡ δηµιουργία µιᾶς παγκόσµιας οἰκονοµικῆς ζώνης, µιᾶς παγκόσµιας ἀγορᾶς. ἡ µετατροπή τῆς οἰκουµένης σέ µιά ἑνιαία οἰκονοµική, πολιτική καί πολιτιστική ἐπικράτεια.
Ὁ δηµοσιογράφος πάλι, χωµένος µέσα σ’ ἕνα χαρτοµάνι ἀπό ἐφηµερίδες καί ἄρθρα µέ ἀναλύσεις καί ἀνταποκρίσεις, εἶπε: "Παγκοσµιοποίησις εἶναι ἡ νέα τάξις πραγµάτων, ἡ ὁποία ἁπλώνεται καί ἦρθε καί στήν πατρίδα µας καί σάν χταπόδι µέ τά πλοκάµια της µᾶς σφίγγει σιγά σιγά, ὄχι µόνο τόν λαιµό ἀλλά καί τήν καρδιά µας. Φυσικά, προβλέπεται ἕνας ἑνιαῖος στρατός, µιά παγκόσµια κυβέρνησις καί µιά ἰδεολογία πού θά τινάζη στόν ἀέρα ὅλες τίς ἄλλες. Ἐπιπλέον, µία θά εἶναι καί ἡ θρησκεία καί ὁ Θεός θά ἀντιπροσωπεύεται ἀπό µία ἀνώτερη δύναµι. Παγκόσµιες συσκέψεις θά δροµολογοῦν τίς οἰκουµενικές ἐξελίξεις. Γιά σταθῆτε µιά στιγµή ὅµως…, εἶπε ὁ δηµοσιογράφος. Τώρα µιλῶ µέ τήν Νέα Ὑόρκη… Ἄ, χτυπάει τό τηλέφωνο καί ἀπό τό Χόνγκ Κόνγκ… Νά, τώρα µέ καλοῦν στό κινητό καί ἀπό τό Λονδίνο… Αὐτό εἶναι παγκοσµιοποίησις."
Ρώτησαν κατόπιν κι ἕναν πολιτικό, ἄρχοντα τῆς Εὐρώπης, πολύ ἰσχυρό καί πολύ γνωστό, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό λίγο καιρό εἶχε κάνει ἐπίσκεψι στήν πατρίδα µας. Τόν ρώτησαν λοιπόν τί σηµαίνει παγκοσµιοποίησις κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: "Ὅταν ἕνας ἱκανότατος πολιτικός µπορέση νά συγκεντρώση µιά ἀπόλυτη στρατιωτική, οἰκονοµική, πολιτική καί θρησκευτική παγκόσµια δύναµι στόν ἑαυτό του, µέ τήν ὁποία θά κυβερνᾶ ὡς ἀπόλυτος ἐξουσιαστής καί δυνάστης ὅλο τόν κόσµο καί ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς, ἀνεξαρτήτως θρησκεύµατος καί χρώµατος, ἐπιβάλλοντας δικτατορικά τίς ἰδέες τῆς Νέας Ἐποχῆς, αὐτό εἶναι παγκοσµιοποίησις."
Οἱ ἴδιοι αὐτοί εὐλαβεῖς χριστιανοί, πῆγαν στήν συνέχεια ὡς προσκυνητές στό Ἅγιον Ὄρος. Καί ρώτησαν ἕναν Γέροντα Ἁγιορείτη πού τόν βρῆκαν µέσα στήν Ἐκκλησία, στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, τί γνώµη ἔχει αὐτός γι’ αὐτό πού λέγεται παγκοσµιοποίησις.
Κι ὁ Γέροντας, παίρνοντάς τους ἀπό τό χέρι, τούς ὁδήγησε ἀπό τήν βόρεια πύλη τοῦ Ἱεροῦ στό πλάϊ τῆς ἱερᾶς Προθέσεως καί τούς ἔδειξε τό ἅγιο Δισκάριο. Καί τούς εἶπε:
› «Ἐδῶ κάθε µέρα τελεῖται ἡ Θεία Λετιουργία. Ἄρα, ἔχουµε πάνω σ’ αὐτόν τόν ἅγιο Δίσκο µιά παγκόσµια σύναξι! Στήν µέση εἶναι ὁ Ἀµνός τοῦ Θεοῦ, "ὁ αἴρων τήν ἁµαρτίαν τοῦ κόσµου", ὁ Χριστός, ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσµου, πού προσφέρεται "εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον". Δεξιά εἶναι ἡ Παναγία καί ἀριστερά ὅλοι οἱ ἄγγελοι, ὅλα τά τάγµατα τῶν ἀγγέλων, καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς θριαµβεύουσας Ἐκκλησίας, µαζί µέ τούς προφῆτες καί τούς δικαίους. Καί στό κάτω µέρος ὅλοι ἐµεῖς, ζωντανοί καί πεθαµένοι, µέ τά ψιχουλάκια ἐκεῖνα τά ὁποῖα βγάζει µέ τήν ἁγία Λόγχη ὁ Ἱερέας, ὅταν µνηµονεύη τά ὀνόµατα πού φέρνουν οἱ χριστιανοί.
Ἀλλά καί στήν Μεγάλη Συναπτή, δηλαδή ὄχι µόνο στήν Θεία Λειτουργία ἀλλά καί στόν Ἑσπερινό καί στόν Ὄρθρο καί στούς Ἁγιασµούς καί σ’ ὅλα τά ἄλλα Μυστήρια, ἡ Ἐκκλησία µας εὔχεται συνεχῶς "ὑπέρ τοῦ σύµπαντος κόσµου". Γιά τήν ἀκρίβεια: "ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ σύµπαντος κόσµου".
Ἑποµένως, αὐτό εἶναι παγκοσµιοποίησις, καί µάλιστα ἡ τελειότερη µορφή της, γιατί ἔχει γιά κυβερνήτη τόν Κύριο ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό Παντοκράτορα, τόν Δηµιουργό τοῦ σύµπαντος κόσµου, οὐρανίου καί ἐπιγείου, ὁρατοῦ καί ἀοράτου, ἔµψυχου καί ἄψυχου, ὑλικοῦ καί πνευµατικοῦ.»
Ἄρα, ἐµεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, µιά παγκοσµιοποίησι γνωρίζουµε, πού τήν ζοῦµε καί τήν χαιρόµαστε πνευµατικά. Καί αὐτή εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία! Αὐτό ἔχουµε ἐµεῖς! Ὅλοι οἱ ἄλλοι µπορεῖ νά ἔχουν ὅ,τι θέλουν. Ἐµεῖς ὅµως, ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἔχουµε τήν Θεία Λειτουργία καί µόνον τήν Θεία Λειτουργία! Αὐτή µᾶς ἀνεβάζει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἀνθρώπους τῆς ἁµαρτίας µᾶς κάνει πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτή µᾶς προσφέρει τό Σῶµα καί τό Αἷµα τοῦ Χριστοῦ, "εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον", πού εἶναι γιά ὅλους τό αἰώνιον φῶς, ἡ αἰώνια ζωή, ἡ ἀνάστασι καί ἡ σωτηρία µας, εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Σωτῆρας Ἰησοῦς Χριστός…
Ματαιοπονοῦν λοιπόν, ἀδελφοί µου, οἱ σκοτεινές δυνάµεις, πού στά πλαίσια τῆς δικῆς τους παγκοσµιοποίησης καταργοῦν ὄχι µόνο τίς θρησκευτικές µας ἑορτές ἀλλά καί τίς ἐθνικές, προσπαθῶντας νά µᾶς ἐπιβάλουν µέ τό ζόρι τήν κάθε µέρα χωριστά ὡς παγκόσµια ἑορτή, ἀφιερωµένη σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό τόν Σωτῆρα Χριστό.
Ἔτσι ἔχουµε παγκόσµια ἡµέρα γιά τήν µητέρα (ἄν καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µας ὡς ἡµέρα ἀφιερωµένη στήν µητέρα ἐθεωρεῖτο ἡ ἡµέρα τῆς Ὑπαπαντῆς), γιά τό παιδί, γιά τόν πατέρα, γιά τό περιβάλλον, γιά τήν καταπολέµησι τοῦ καρκίνου κάθε εἴδους, γιά τήν καταπολέµησι τοῦ aids, γιά τήν καταπολέµησι τῆς πείνας, παγκόσµια ἡµέρα κατά τῶν ναρκωτικῶν, κατά τοῦ τσιγάρου. Καί γενικά γιά 365 ξεχωριστά εἴδη πραγµάτων καί καταστάσεων.
Δέν ἔβαλαν ὅµως καί δέν ὅρισαν µιά ἡµέρα πένθους, παγκόσµια ἡµέρα πένθους κατά τῶν ἐκτρώσεων! ®
Ἡµέρα πένθους κατά τῶν ὕβρεων, καί εἰδικώτερα σέ µᾶς στήν Ἑλλάδα, διότι νέοι, γέροι καί παιδιά, µικροί καί µεγάλοι, βρίζουν ἀπό τό πρωί µέχρι τό βράδυ τά θεῖα, τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς πίστεώς µας. (Ναί, τά βρίζουµε, γι’ αὐτό καί θά τό πληρώσουµε…) ®
Δέν ἔχουµε ἡµέρα πένθους κατά τῶν πυρηνικῶν ἐξοπλισµῶν. ®
Δέν ἔχουµε ἡµέρα πένθους κατά τῆς αὐξανοµένης καθηµερινά ἐγκληµατικότητος. (Τώρα φοβόµαστε νά µείνουµε µόνοι µας ἀκόµα καί στά σπίτια µας, εἰδικώτερα οἱ µεγαλύτεροι στήν ἡλικία.) ®
Οὔτε ἡµέρα πένθους κατά τῆς παιδεραστίας. ®
Ἐπίσης, παγκόσµια ἡµέρα πένθους ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού ἁρπάζουν τά παιδιά, ἀκόµα καί µεγάλους, καί ἀπό ξένες χῶρες καί ἀπό τήν Ἑλλάδα, γιά νά τούς ἀφαιρέσουν ὄργανα τοῦ σώµατος καί νά τά δώσουν σ’ αὐτούς πού ἔχουν τό χρῆµα καί τήν δύναµι. ®
Ἡµέρα πένθους κατά τοῦ πανσεξουαλισµοῦ µέ τίς κάθε εἴδους ἐπίσηµες διαστροφές… (θά τά πῶ, γιατί τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή): τήν ἀρσενοκοιτία, τούς λεγοµένους "γάµους" τῶν ὁµοφυλοφίλων καί χίλια δυό ἄλλα αἴσχη. Ἡ Ἁγία Γραφή µᾶς βεβαιώνει ξεκάθαρα ὅτι "οὔτε πόρνοι …οὔτε µοιχοί οὔτε µαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται… οὔτε µέθυσοι… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονοµήσουσι" (Α΄ Κορ. 6, 9 – 10). ®
Ἑποµένως, ἀδελφοί µου, στῶµεν καλῶς!… Στῶµεν µετά φόβου Θεοῦ!
Κάποιο πρωϊνό, ξηµέρωνε Κυριακή τοῦ Θωµᾶ, γύρω στίς 4.00 τήν νύχτα, ἕνας ἱερεύς, Ρουµάνος στήν καταγωγή, πού ὀνοµαζόταν π. Κλεόπας Ἠλίε, βρισκόταν στό ἱερό Βῆµα ἑνός µοναστηριακοῦ Ναοῦ καί διάβαζε γονατιστός τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως. Μετά ἀπό λίγη ὥρα, µπῆκε στήν Ἐκκλησία γιά νά προσευχηθῆ µιά γυναῖκα, πού εἶχε ἔρθει στό µοναστῆρι ἀπό τό βράδυ.
«Προσκύνησε ὅλες τίς εἰκόνες καί ἔκανε παντοῦ µετάνοιες, διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ π. Κλεόπας. Δέν γνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν µέσα στήν Ἐκκλησία. Τήν παρατηροῦσα συνεχῶς ἀπό τήν Ὡραία Πύλη. Ἐκείνη, ἀφοῦ προσκύνησε τίς εἰκόνες, γονάτισε στό µέσον τοῦ Ναοῦ, ὕψωσε τά χέρια της καί ἔλεγε ἀπό τήν καρδιά της αὐτά τά λόγια:
› Κύριε, µή µέ ἐγκαταλίπης! Μή µέ ἐγκαταλίπης! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε… Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσε µε τήν ἁµαρτωλή… Σῶσε καί ὅλο τόν κόσµο ἀπό τήν ἁµαρτία…
Καί τότε, στά λόγια αὐτά, εἶδα ξαφνικά ἕνα ὁλόλαµπρο Φῶς γύρω της καί τρόµαξα. Ἡ γυναῖκα ἔπεσε µέ τό πρόσωπο στή γῆ καί προσευχόταν σιωπηλά, µέσα σέ λυγµούς. Ἡ φωτεινή νεφέλη πού τήν περιέλουζε, µεγάλωσε περισσότερο καί µετά σιγά – σιγά ἐξαφανίστηκε. Ἀφοῦ ἔσβησε τό θεῖο Φῶς, σηκώθηκε στά πόδια της καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἦταν µιά ἁπλῆ γυναῖκα ἀπό τά γειτονικά χωριά µας.»
Καί συνεχίζει ὁ σύγχρονος αὐτός ἅγιος Ὀρθόδοξος Ρουµάνος ἱερεύς: «Ἰδού, λοιπόν, ποιός ἔχει τό δῶρο τῆς προσευχῆς καί τῆς πίστεως. Νά, πού µερικοί λαϊκοί, ἁπλοί χριστιανοί, ξεπερνοῦν καµµιά φορά καί µοναχούς καί ἐρηµίτας καί ἐπισκόπους καί διακόνους καί πολλούς ἀπό τούς ἐν τῷ κόσµῳ ἱερεῖς.
Ἐγώ ἔκανα µετά Προσκοµιδή, καί ἀπό τήν µεγάλη µου συγκίνησι ἄρχισα νά κλαίω καί ἔτρεµα µέ τά χαρτιά µνηµονεύσεως στά χέρια. Μόνον ὁ Θεός γνωρίζει πόσοι τέτοιοι ἐκλεκτοί Του ὑπάρχουν σ’ αὐτόν τόν κόσµο! (Καί οἱ ὁποῖοι εἶναι αὐτοί πού θά τόν σώσουν ἀπό τήν µεγάλη καταστροφή καί τόν µεγάλο πειρασµό πού ἔρχεται "πειράσαι ὅλη τήν οἰκουµένη", ὅπως τονίζει ἡ ἱερά Ἀποκάλυψις.) Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε τόν ἁµαρτωλόν καί ὅλον Σου τόν κόσµον.
Ἐκεῖ στόν ἅγιο Δίσκο µνηµόνευσα καί τήν ἀνώνυµη ἐκείνη χωρική. Ἦταν γιά µένα ὁλόκληρος ὁ κόσµος. Ἡ Λειτουργία πού ἔγινε ἐκείνη τήν ἡµέρα, Κυριακή τοῦ Θωµᾶ, θά µοῦ µείνη ἀξέχαστη! Τό ὁλόλαµπρο φῶς πού τύλιξε τήν ὕπαρξι τῆς προσευχοµένης αὐτῆς γυναικούλας, τό ἴδιο φῶς τύλιξε ὡς φωτεινή νεφάλη καί τά τίµια Δῶρα. Καί τό γνώριζα πολύ καλά. Εἰσῆλθε αὐτή ἡ οὐράνια γλυκύτητα µαζί µέ τήν θεία Γνῶσι βαθειά µέσα στήν ψυχή µου. Ἦταν τό ἴδιο οὐράνιο φῶς πού τύλιξε κι ἐκείνη τήν ἁπλῆ γυναίκα. Μοῦ τό χάρισε ὡς δῶρο καί τήν εὐγνωµονῶ.»
Ἡµέρα µεγάλη ἐκείνη ἡ Κυριακή τοῦ Θωµᾶ, διότι ἦταν ἡµέρα θριάµβου τῆς πίστεως, µιᾶς καί µόνο ψυχούλας. Ὁµολογία πίστεως. Ποιός τήν εἶδε; Ποιός τήν ἄκουσε; Ἕνας καί µόνο ἱερεύς καί ὁ παρών ζῶν Θεός, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ θριαµβεύουσα Ἐκκλησία.
Ἐκείνη ὅµως, µέ τήν δική της δυνατή πίστι, ἤλεγξε ὅλους µας γιά τήν ἀπιστία µας, τήν ὀλιγοπιστία µας, τήν χλιαρότητά µας, τήν ἄρνησί µας νά τηροῦµε τίς εὐαγγελικές ἐντολές, νά καλλιεργοῦµε τίς ἀρετές, νά καταπολεµοῦµε τά πάθη καί τίς ἀδυναµίες µας, νά ἔχουµε εἰρήνη στήν ψυχή µας καί στά σπίτια µας. Ἄραγε, ἀφοῦ δέν κάνουµε προσευχή καί δέν µελετᾶµε τήν Ἁγία Γραφή, πῶς θά ἀποκτήσουµε τέτοια πίστι; Ἀφοῦ δέν προσπαθοῦµε νά γνωρίσουµε τόν Κύριο ἀπό αὐτή τή ζωή, πῶς θά ἐλπίζουµε νά Τόν συναντήσουµε αἰώνια;
Ἀδελφοί µου,
Θέλω νά πιστεύω πώς τέτοιες ψυχούλες ὑπάρχουν ἀρκετές. Πιστεύω ἐπίσης πώς οἱ σπηλιές καί τά βράχια καί οἱ τρύπες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τά ἐρηµητήρια καί τά ἀναχωρητήρια, κρύβουν πολλούς τέτοιους ἁγίους. Καί χάριν αὐτῶν τῶν ὀλίγων σωζόµαστε καί µεῖς ὅλοι. Γι’ αὐτό καί, παρ’ ὅλα τά δεινά πού µᾶς ἦρθαν τά τελευταῖα τριάντα χρόνια καί τά ὁποῖα τώρα φαίνονται πόσο σκοτεινά εἶναι, ὑπάρχουµε ἀκόµα ὡς ἔθνος.
Εἴθε λοιπόν, ἄν δέν µποροῦµε νά µοιάσουµε σ’ αὐτούς τούς ἁγίους πού βρίσκονται στήν ἔρηµο, νά µοιάσουµε σ’ αὐτήν τήν ἁπλῆ γυναικούλα, πού µᾶς παρέδωσε τέτοια µέρα, ὥρα 4.00 τό πρωί, µάθηµα δυνατῆς πίστεως καί ἀληθινῆς προσευχῆς. Ἀµήν.
Πηγή: (Κήρυγμα πατρός Στεφάνου Αναγνωστοπούλου), Ακτίνες
σ.σ. Επιτρέψτε μου να απομονώσω την παρακάτω παράγραφο από την εισήγηση του Μητροπολίτου Ύδρας Εφραίμ ενώπιον της εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Άλλη μία ‘προγραμματισμένη’ εισήγηση η οποία έγινε βεβαίως και αυτή δεκτή! Έχοντας υπόψιν αυτήν την χαρακτηριστική παράγραφο καθώς διαβάζουμε την απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Αθανασίου Μυτιληναίου που ακολουθεί, μένουμε όντως άφωνοι μπροστά στην πνευματική αλλοτρίωση που δείχνει να επικρατεί στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τούτο όμως το εθνικό έγκλημα που διαπράχθηκε εις βάρος της Παιδείας ήταν ένα φυσικό επακόλουθο -και αναμφισβήτως θα ακολουθήσουν περισσότερα- του μεγαλύτερου εγκλήματος που διαπράχθηκε εις βάρος της Πίστεως στην ψευδοΣύνοδο του Κολυμπαρίου, εκεί, όπου κυριάρχησε το ίδιο συγκρητιστικό και ακάθαρτο πνεύμα.
«Ἔτσι τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἄν ἐπιδιώκει νά εἶναι ἕνα μάθημα ὑποχρεωτικό γιά ὅλους, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε δέν ἔχει τήν πολυτέλεια νά πραγματεύεται θέματα μόνο μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία˙ κρίνεται ἀναγκαία ἡ ἀναφορά σέ σύγχρονα μεγάλα θρησκεύματα, ὄχι ὅμως νά ἀξιοποιήσει τήν διδασκαλία τους ὡς ἑρμηνευτικό πλαίσιο, ἀλλά γιά νά δώσει στόν μαθητή τήν εὐκαιρία νά ἀντιληφθεῖ ὅτι τό θρησκευτικό φαινόμενο βιώνεται ποικιλοτρόπως καί ὅτι τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μπορεῖ νά ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό πολλές διαφορετικές καί ἀντικρουόμενες ὀπτικές γωνίες. Ἔτσι τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καθίσταται μάθημα πού καταφάσκει στόν διάλογο καί στήν ἀναγνώριση τῆς θρησκευτικῆς ἑτερότητας.»
Μακαριστός Γέροντας π. Αθανάσιος Μυτιληναίος (1927 – 2006)
Απόσπασμα ομιλίας που εκφωνήθηκε στις 13/10 του 1985
«... Φυσικόν είναι να ιδούμε και τι είναι ο Χριστιανισμός. Διότι πρέπει να σημειώσομε ότι μας ενδιαφέρει άμεσα το θέμα. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο Χριστιανισμός έχει γνωστό το περιεχόμενό του. Βεβαίως είναι γνωστό το περιεχόμενο του Χριστιανισμού αλλά ποικιλοτρόπως ερμηνεύεται.. . Αυτό το ‘ποικιλοτρόπως ερμηνεύεται’ είναι πάρα πολύ σημαντικό γι’ αυτόν τον λόγο έχουν δημιουργηθεί ποικίλες απόψεις περί του Χριστιανισμού. Και για να μπορέσομε να γνωρίσομε αληθινά τον Χριστιανισμόν, θα πρέπει πρώτα να πούμε τι δεν είναι ο Χριστιανισμός και δεύτερον τι είναι ο Χριστιανισμός. Πρέπει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα.
Θα επιμείνω πολύ σε τούτο που είπα, ότι ο Χριστιανισμός ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Θα δείτε έξω οι άνθρωποι -μορφωμένοι και μη μορφωμένοι- ο καθένας να έχει μίαν άποψιν περί του Χριστιανισμού, το τι είναι ο Χριστιανισμός, και βέβαια όλα αυτά είναι εκτροπές. Δεν ξέρω δε πόσοι μπορούν να γνωρίζουν τι είναι ο Χριστιανισμός. Πού αποβλέπει, ποίος ο σκοπός του. Μάλιστα αν σκεφθεί κανένας ότι περιτέμνουν, κόβουν τον κύριον σκοπόν του Χριστιανισμού γιατί δεν τον κατανοούν. Ένα πολύ πρόχειρο σας λέγω: ότι πρέπει να γίνομε άγιοι. Αυτό είναι μία οδός, δεν είναι ένας σκοπός του Χριστιανισμού. Kαι σου λέει ο άλλος, ‘Άγιος θέλεις να γίνω; Μα ακριβώς αυτό θέλει ο Χριστιανισμός, να γίνεις Άγιος. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Έτσι παιδιά θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ το θέμα δεν είναι εύκολο, φροντίζομε να το κάνομε εύκολο, ώστε να κατανοηθεί. Να γνωρίζετε για να τοποθετηθείτε σαν σωστοί Χριστιανοί.
Είπαμε ότι θα πούμε τι δεν είναι ο Χριστιανισμός. Και πρώτα πρώτα σύμφωνα με την υποβληθείσα απορία. Ο Χριστιανισμός, ερωτάτε, είναι θρησκεία; Δεν είναι θρησκεία. Πραγματικά δεν είναι θρησκεία ο Χριστιανισμός.
Σωστά ειπώθηκε αλλά δεν ειπώθηκε όμως το τι είναι. Ναι δεν είναι θρησκεία, είναι μία στάση, ένας τρόπος ζωής. Δεν είναι αυτό πάλι σωστό. Θα το δούμε στη συνέχεια. Δηλαδή όπως διετυπώθη στην απορία κατά το ήμισυ είναι σωστό, αυτό που ένας θεολόγος είπατε ότι έχει πει.
Λοιπόν. Πράγματι, ο Χριστιανισμός καταρχήν δεν είναι θρησκεία. Αυτό εκ πρώτης όψεως παραξενεύει.
Δεν είναι θρησκεία ο Χριστιανισμός; Τι σημαίνει θρησκεία;
Αν ανοίξτε μία εγκυκλοπαιδεία θα δείτε να δίδει έναν ορισμόν, όσο τούτο είναι φυσικά δυνατόν, στην θρησκεία γιατί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το βάθος και τη διάσταση του τι είναι θρησκεία. Προσέξατέ το. Αλλά ωστόσο όμως δίδεται μία απάντησις και φυσικά τοποθετείται επί του φαινομένου της θρησκείας και όχι επί της ‘Χριστιανικής θρησκείας’ όπως θα περίμενε κανένας. Ένας γενικός ορισμός. Δεν είναι τι άλλο παρά εκείνη η έμφυτος τάσις του ανθρώπου να ζητεί τον Θεό, να ζητάει να εξαρτάται από τον Θεό γιατί αισθάνεται ένα αίσθημα ασφαλείας όταν ξέρει ότι εξαρτάται από τον Θεό. Ένα αίσθημα και φυσικής και μεταφυσικής ασφαλείας. Δηλαδή, αν δω έναν κίνδυνο για μια στιγμή αμέσως θα πω, ‘Θεέ μου βοήθησέ με’. Αυτό το ‘Θεέ μου βοήθησέ με’ δεν μπορεί να το λέει μόνο ένας Χριστιανός, το λέει και οιοσδήποτε άλλος διαφορετικού θρησκεύματος, κι ένας ειδωλολάτρης και λοιπά. ‘Θεέ μου’, άλλο τώρα ποιος είναι αυτός ο Θεός, ‘Θεέ μου βοήθησέ με’. Πάρα πολλές φορές έχουμε σε θέσεις των ειδωλολατρών που επικαλούνται τον Θεό, σε μια βοήθεια, κάνουν θυσίες, επικαλούνται βοήθεια θεία. Και δεύτερον, είναι η μεταφυσική θα λέγαμε ασφάλεια, ότι εγώ ο άνθρωπος θα πεθάνω. Αν γνωρίζω ή πιστεύω ότι θα ζω και μετά τον θάνατον, πως θα είναι αυτή η μετά θάνατον ζωή; Και ζητώ λοιπόν μία απάντηση και μία ασφάλεια δια την μετά θάνατον ζωήν. Αυτά που βρίσκομαι στους αρχαίους τάφους, πάρτε τους Αιγυπτίους, που μέσα στους τάφους έβαζαν ακόμη και τα λεγόμενα κτερίσματα σήμερα που βρίσκουμε αρχαιολογικά, τα διάφορα προσωπικά αντικείμενα του νεκρού. Ήταν ακριβώς γιατί πίστευαν ότι ο νεκρός έχει ανάγκη των προσωπικών του αντικειμένων. Σήμερα τα προσωπικά αντικείμενα του νεκρού δεν τα βάζομε στον τάφο πια, τα έχομε στο σπίτι μας και θυμόμαστε τον νεκρόν, το πρόσωπο που έφυγε από τον κόσμον αυτόν.
Έτσι ο άνθρωπος μπροστά στον θάνατο αισθάνεται μίαν ανασφάλειαν, δεν ξέρει τι θα γίνει. Συνεπώς, η πίστις στον Θεό εξασφαλίζει μίαν ασφάλεια και φυσικήν και μεταφυσικήν. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος είπε στους Αθηναίους σε κείνη την ομιλία του στον Άρειο Πάγο, ζητεῖν τὸν Θεὸν εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν. Προσέξτε αυτό το σημείον: ζητεῖν τὸν Θεὸν. Ρίπτω το βάρος πάνω σ’ αυτήν την φρασούλα: ζητεῖν τὸν Θεὸν. Δηλαδή η προσπάθεια του ανθρώπου να βρει τον Θεό. Ζητά τον Θεό. Να βρει τον Θεό. Τίνος προσπάθεια; Όχι του Θεού να βρει τον άνθρωπο αλλά του ανθρώπου να βρει τον Θεό.
Βεβαίως, αν αυτό λέγεται θρησκεία ή θρησκευτικόν αίσθημα, αυτό ο Θεός το έχει φυτεύσει εις τα βάθη της ανθρωπίνης ψυχής ώστε αν ο άνθρωπος απεστάτη από τον Θεόν, έφευγε, απεμακρύνετο -όπως και έπεσε ο άνθρωπος στην αμαρτία και απεμακρύνθη από τον Θεόν- ουδέποτε να λησμονούσε τον Θεόν και πάντοτε να τον αναζητούσε έστω και με αλλοιωμένες διαστάσεις. Να πιστεύει κάπου ότι ο Θεός είναι ο κεραυνός, είναι ο ποταμός, είναι η ιερή αγελάδα -λέω για την ιερή αγελάδα των Ινδών- και δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.
Για να καταλάβετε, το πράγμα είναι ως εξής. Ο Θεός ήθελε να έχει μία κοινωνία με τον άνθρωπο. Πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Θεός μιλούσε στον Αδάμ πρόσωπο με πρόσωπο. Φρόντισε όμως ο Θεός να κάνει το εξής. Επήρε μία καλούμπα. Τι είναι η καλούμπα; Είναι ένα κουβάρι από σπάγκο .. ο σπάγκος που κάποτε πετάμε τον χαρταετόν. Δένομε βεβαίως στην μιαν άκρη του σπάγκου τον χαρταετόν, πετάει, και το άλλο άκρο φυσικά το κρατάμε εμείς. Δεν κρατάμε ακριβώς το άλλο άκρον, αλλά κρατάμε το κουβάρι και όταν ο αετός φεύγει, ανεβαίνει, τότε αφήνομε κουβάρι και ξετυλίγεται. Όταν ο αετός πάει να πέσει τραβάμε το κουβάρι, δηλαδή το τυλίγουμε το κουβάρι, κι έρχεται ο αετός πιο κοντά.
Λοιπόν, ο Θεός έκανε το εξής παιδιά. Κρατάει Εκείνος το κουβάρι, κι έβαλε την άκρη του μίτου, του σπάγκου, την έδεσε μέσα στον άνθρωπον, στον κάθε άνθρωπο. Και λέει τώρα. Αν θέλεις φεύγα, όπου θες πήγαινε. Φεύγει, φεύγει, φεύγει ο άνθρωπος αλλά είναι δεμένος με έναν σπάγκο με τον Θεό. Και τι κάνει τώρα, ο Θεός τραβάει τον σπάγκο και φέρνει τον άνθρωπο κοντά ή ο άνθρωπος μαζεύει τον σπάγκο για να βρει τον Θεό. Αυτό το πράγμα λέγεται θρησκευτικόν αίσθημα έμφυτο. Ότι ο Θεός φύτεψε μέσα στον άνθρωπο αυτό το αίσθημα για να τον αναζητεί τον Θεό κι αν μπορεί να τον βρει.
Θα πω ξανά αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος στου Αθηναίους: ζητεῖν τὸν θεὸν εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν. Κοιτάξτε τα ρήματα. Το ρήμα ζητεῖν, να ζητώ. Ψηλαφήσειαν, το ρήμα ψηλαφίζω. Και εὕροιεν, και το ρήμα ευρίσκω. Αυτά τα ρήματα σημαίνει ότι ο άνθρωπος κινείται να βρει τον Θεό. Αλλά η θρησκεία συνεπώς όπως τίθεται, στην αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο, είναι ένα άνοιγμα του ανθρώπου προς τον Θεόν. Δηλαδή προσπαθεί ο άνθρωπος να βρει τον Θεό, έστω κι αν αυτό το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον Θεό είναι μειοδοτημένο, είναι θολερό, είναι ακαθόριστο. Γι’ αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος, ψηλαφήσειαν. Προσέξτε είναι χαρακτηριστικό το ρήμα του Αποστόλου Παύλου. Τι θα πει ψηλαφώ; Σημαίνει δεν έχω μάτια ή έχω αλλά είναι σκοτάδι και με το χέρι μου προσπαθώ να ψαχουλέψω να βρω ένα αντικείμενο και στο ψαχούλεμα που θα κάνω να ιδώ το σχήμα του αντικειμένου και ούτω καθεξής. Γι’ αυτό σας είπα προηγουμένως ο άνθρωπος ψάχνει να βρει τον Θεό, ψαχουλεύει.
Μάλιστα μερικοί ενώ είναι Χριστιανοί και αφήνουν το φως το πλήρες της αληθείας, σου λέει, ψάχνω να βρω τον Θεό. Αυτό είναι κατάντημα. Πολλές φορές το θεωρούμε ότι είναι σπουδαίο πράγμα. Ψάχνει λέει. Γιατί ψάχνεις; Δεν υπάρχει λόγος να ψάχνεις. Θα το δούμε λίγο πιο κάτω. Το να ψάχνεις είναι επαινετόν εφόσον δεν θα σου απεκαλύπτετο ο Θεός. Τη στιγμή όμως που γνωρίζεις τον Θεό γιατί να ψάχνεις να τον βρεις; Με την έννοια να τον ψηλαφάς. Αλλά καταλαβαίνετε όμως, σκοτάδι υπάρχει στον χώρο και από τον τρόπο με τον οποίον ψηλαφώ ένα αντικείμενο βγάζω διαφορετικά συμπεράσματα διότι δεν έχω πλήρη εικόνα του αντικειμένου.
Γι’ αυτόν τον λόγο παιδιά μέσα στον χώρο της θρησκείας υπάρχει διαφορετική αντίληψις περί Θεού. Αυτό είναι. Άλλος σου λέει είναι υπερβατικός ο Θεός, όπως έλεγε ο Πλάτων. Άλλος σου λέγει ότι ο Θεός είναι αυτή η ίδια η φύσις, όπως λέγει ο πανθεϊσμός. Τα κάνει όλα ότι είναι ο Θεός, η φύσις είναι ο Θεός. Όλα αυτά δείχνουν ότι ψάχνομε, αναζητούμε, έχομε ένα άνοιγμα εμείς οι άνθρωποι προς τον Θεό αλλά είναι μειοδοτημένο αυτό το άνοιγμα, είναι θολό, είναι ακαθόριστο όπως σας έλεγα προηγουμένως.
Ο Χριστιανισμός είναι το αντίστροφο. Ξέρετε που βρισκόμεθα. Πάμε να πούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Ο Χριστιανισμός είναι το αντίστροφο διότι αν η θρησκεία είναι η αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο, τώρα ο Χριστιανισμός είναι η αναζήτηση του ανθρώπου από τον Θεό. Πρόχειρα-πρόχειρα σας θυμίζω την παραβολή του χαμένου προβάτου ή της χαμένης δραχμής. Λέγει εκεί η παραβολή του χαμένου προβάτου, είχε λέγει ένας εκατό πρόβατα, έχασε το ένα και το αναζητεί σε βουνά και πεδιάδες να το βρει. Και άμα το βρήκε το ‘βαλε στους ώμους του και πηγαίνει και λέγει, χαρείτε μαζί μου βρήκα το χαμένο μου πρόβατο. Ποιος ψάχνει εδώ; Το πρόβατο ψάχνει τον τσομπάνη ή ο τσομπάνης το πρόβατο; Ο άνθρωπος ψάχνει τον Θεό ή ο Θεός ψάχνει τον άνθρωπο; Αν λοιπόν ο άνθρωπος ψάχνει τον Θεό λέγεται θρησκεία. Αν ο Θεός ψάχνει τον άνθρωπο, λέγεται Χριστιανισμός και όχι θρησκεία. Αυτή είναι η διαφορά όπως σας εξήγησα.
Και θα ‘θελα να το καταλάβετε ότι εδώ όταν λέμε ότι ο Θεός τώρα θέλει να βρει τον άνθρωπο, τι σημαίνει; Δεν έχουμε ούτε ψηλαφήματα πια, ούτε αναζητήσεις. Αποκάλυψη. Έρχεται ο Θεός και αποκαλύπτεται. Το αποκορύφωμα δε της αποκαλύψεως είναι η ενανθρώπισις. Διότι στον Ιουδαϊσμό επί παραδείγματι ο Θεός αποκαλύπτεται στο όρος Σινά αλλά μέσα σε ένα γνόφο, μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Αλλά τώρα πως αποκαλύπτεται; Μέσα από την ανθρωπίνη φύση και έρχεται ανάμεσά μας. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, λέγει ο Απόστολος Παύλος. Και συνεπώς έχομε εδώ τώρα πλήρη αποκάλυψη του Θεού. Ξέρετε ότι δεν περιμένομε άλλη αποκάλυψη μέσα στην ιστορία. Είναι η τελευταία αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ιστορία.
Ο τρόπος δε προσεγγίσεως αυτής της αυτοαποκαλύψεως του Θεού είναι η πίστις. Στις θρησκείες δεν υπάρχει αυτό που λέμε πίστις. Αυτό που ψάχνω να βρω, όπως το καταλαβαίνω το δέχομαι. Όπως το καταλαβαίνω. Στον Χριστιανισμό είναι η πίστις. Όπως μου προσφέρεται πρέπει να το δεχθώ. Βλέπετε; Εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα. Γι’ αυτό πραγματικά δεν μπορούμε να λέμε Χριστιανική θρησκεία αλλά λέμε Χριστιανική πίστις. Το έχετε ακούσει. Καταχρηστικά λέγεται Χριστιανική θρησκεία.
Βεβαίως, εγώ που σας τα λέγω αυτά αν πρέπει να γράψω μίαν αναφορά, μια δήλωση, ένα κάτι, και να αναφερθώ στον Χριστιανισμόν, πιθανόν να δείτε να γράφω Χριστιανική θρησκεία γιατί αυτά καθιερώθηκαν πια, αλλά πρέπει όμως να δούμε όχι τι καθιερώθηκε αλλά τι είναι. Κι εγώ μπορώ να πω Χριστιανική θρησκεία για μια στιγμή, να με ακούσετε, αλλά δεν είναι σωστό. Τι λέμε; Λέμε Χριστιανική πίστις και νομίζω ότι πολύ συχνά το λέμε αυτό, πρέπει να το έχετε ακούσει.
Στην Παλαιά Διαθήκη παιδιά συναντάται η λέξις ‘θρησκεία’ μόνον στη Σοφία Σολομώντος και εις το Δ Μακκαβαίων. Θα σας αναφέρω μία περίπτωση μόνο γιατί ουσιαστικά είναι μία, στην έννοια είναι μία η περίπτωσις. Από τη Σοφία Σολομώντος 14,27. Προσέξτε. Λέει:
ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν·
Λέγει. Η θρησκεία των ανωνύμων ειδώλων, που δεν έχουν ονόματα, τα είδωλα, είναι η αρχή κάθε κακού και η αιτία και το τέλος κάθε κακού. Τι αποκαλεί λοιπόν θρησκεία; Κάτι που αναφέρεται εις τα είδωλα. Το προσέξατε αυτό; Κάτι που αναφέρεται στα είδωλα. Συνεπώς, ο όρος ‘θρησκεία’ αναφέρεται στην ειδωλολατρία. Αν θέλετε ακόμα καλύτερα, στις φυσικές λεγόμενες ή κατ’ επίνοιαν, κατ’ επινόησιν θρησκείες. Αυτές τις θρησκείες που τις έφτιαξε μόνος του ο άνθρωπος. Το αίσθημα το θρησκευτικό είναι έμφυτο η κατασκευή όμως είναι ανθρώπινη. Αυτό λέγεται θρησκεία. Είναι πολύ σαφής η Παλαιά Διαθήκη σε αυτό και ίσως αν πάτε να βρείτε, γιατί μαγνητοφωνούνται αυτά, και ακούσετε εκείνο το Δ Μακκαβαίων 5,6 και πάτε και το βρείτε, θα μου πείτε εκεί δεν λέει γι’ αυτό, λέει για την Ιουδαϊκή θρησκεία. Ναι, αλλά ποιος το λέει όμως; Ξέρετε ποιος το λέει; Το λέει ο Αντίοχος ο Επιφανής εις τον Ελεάζαρο, τον διδάσκαλο των επτά Μακκαβαίων. Αυτός όμως είναι ειδωλολάτρης και αποκαλεί τον μονοθεϊσμό του Ιουδαϊσμού θρησκεία. Ώστε λοιπόν. Η έννοια της λέξεως ‘θρησκεία’ στην Παλαιά Διαθήκη σημαίνει, ειδωλολατρική θρησκεία.
Στην Καινή Διαθήκη. Η λέξις συναντάται τρεις φορές μόνον. Η μία έχει την έννοια της εξωτερικής Ιουδαϊκής πρακτικής. Αναφέρεται στις Πράξεις 26,5. Η δευτέρα περίπτωσις αναφέρεται σε δαιμονική λατρεία, εκεί που γράφει στους Κολασσαείς 2,18 ο Απόστολος Παύλος, ‘θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων’. Πρόκειται περί γνωστικισμού συνεπώς θρησκεία ειδωλολατρική. Και η τρίτη αναφέρεται από τον Άγιον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο 1,27 και περιεχόμενον έχει την φιλανθρωπία. Ποια είναι η καθαρή θρησκεία; Να επισκέπτεσαι χήρες και ορφανά. Μα δεν μπορεί να εξαντληθεί η έννοια της θρησκείας στην φιλανθρωπία. Δεν μπορώ δηλαδή αν κάνω φιλανθρωπία να λέγομαι ότι είμαι θρησκευτικός άνθρωπος.
Ώστε βλέπομε ότι τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη η λέξις ‘θρησκεία’ δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που είναι στον Χριστιανισμό ή και στον Ιουδαϊσμό, ως αποκάλυψη του Θεού.
Ξέρετε τι κίνδυνος υπάρχει όταν θα λέγαμε ότι ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία; Μοιραία βάζομε σε σύγκριση τον Χριστιανισμό με τις άλλες θρησκείες, αυτές τις κατ’ επίνοιαν τις κατ’ επινόησιν θρησκείες. Αυτές τις ενδοκοσμικές, αυτές τις δαιμονικές θρησκείες. Τις βάζομε πλάι στον Χριστιανισμόν και κάνομε σύγκριση. Και τι λέμε; Αυτό που λέμε. ‘Καλές είναι όλες οι θρησκείες’. Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό; Ή, ξέρετε σε κάποιον μπορεί να του πείτε, να είναι Χριστιανός, να μην είναι στην αίρεση, να μην είναι βουδιστής ή ό,τι άλλο, [και] σου απαντάει, ‘Καλές είναι όλες οι θρησκείες, όλες μιλάνε για τον Θεό’.
Σημειώσατε δε ότι σήμερα αυτή η παναίρεσις του οικουμενισμού που θέλει να κάνει ένα χαρμάνι, έναν συγκρητισμό .. όλων των θρησκειών, ένα ανακάτωμα … ΠΑΝΩ ΣΕ ΑΥΤΟ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ. Και λέγει: ‘όλες οι θρησκείες είναι καλές’, ‘όλες μιλάνε για τον Θεό’. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο Θεός είναι ο Ιησούς Χριστός ή είναι ο Βούδας, ή είναι ο Αλλάχ ή είναι ο δεν ξέρω τι. Απλώς, λέγει, στον κάθε λαό παίρνει ένα ξεχωριστό όνομα αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός.
Είναι ο ίδιος ο Θεός; Και το σπουδαίο, ξαναλέγω άλλη μία φορά, μοιραία βάζομε τον Χριστιανισμόν πλάι στις άλλες θρησκείες και τον συγκρίνουμε. Βέβαια αν θέλομε να είμεθα και κάπως λιγάκι ευμενέστεροι υπέρ του Χριστιανισμού λέμε, ναι αλλά ο Χριστιανισμός είναι η ανωτέρα θρησκεία.
Δεν υπάρχει ανωτέρα η κατωτέρα.
ΕΑΝ ΕΧΩ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ Ή ΤΗΝ ΕΧΩ Ή ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΧΩ.
Ή ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΛΑ Τ’ ΑΛΛΑ ΨΕΥΤΙΚΑ, Ή ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΚΑΝΩ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ.
Το βλέπετε παρακαλώ; Άρα ο Χριστιανισμός πράγματι δεν είναι θρησκεία.
Αν ερωτούσαμε τον Ιησούν Χριστόν τι θα έλεγε για τις θρησκείες του κόσμου; Τι θα απαντούσε άραγε; Πιστεύετε ότι μπορούσε να απαντήσει ο Χριστός σε αυτό; Έχει απαντήσει παιδιά ο Χριστός. Ακούστε τι λέγει στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 10,8.
πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ,
Όλοι εκείνοι που ήρθαν πριν από μένα με σκοπό να καλέσουν τους ανθρώπους σε μία θρησκεία, δηλαδή πως να σας το πώ, να τους κάνουν πρόβατα, δηλαδή να τους κάνουν ποίμνιο, συνεπώς όλες οι θρησκείες.
πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ,
Τι είναι αυτοί Κύριε; Πες μας τι είναι αυτοί που ήρθαν πριν από Σένα; Ο Βουδισμός, ο Βούδας, ο Κομφούκιος και δεν ξέρω ποιοι άλλοι που είχαν απαιτήσεις σαν ιδρυταί θρησκειών;
κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί·
Ακούσατε πως τους αποκαλεί ο Χριστός όλους αυτούς τους ιδρυτάς των θρησκειών; Κλέπτες και ληστάς. Γιατί άραγε; Ξέρετε; Διότι το αντικείμενον που ήθελαν ήταν ο άνθρωπος αλλά εφόσον δεν ήσαν αληθείς στο τέλος κακοποιούν τον άνθρωπο και κακοποιώντας τον πνευματικά αποβαίνουν κλέπται. Κλέπτουν την ανθρωπίνην ψυχή. Και λησταί. Καταληστεύουν την ανθρωπίνην ύπαρξη, την ανθρωπίνη προσωπικότητα.
κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· … ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ·
Ή το καταλαβαίνει ή δεν το καταλαβαίνει, έρχεται λέει ο κλέφτης να κλέψει, να θυσιάσει και να καταστρέψει.
ἐγὼ ἦλθον
Προσέξτε. Όλοι αυτοί, κλέπται και λησταί, δεν συγκρίνομαι μαζί τους. Εγώ, ο μοναδικά εγώ ο Ιησούς Χριστός.
(Ο μοναδικά) ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν.
Να έχουν ζωή οι άνθρωποι και παραπανήσια ζωή. Πλεονάζουσα ζωή να έχουν οι άνθρωποι.
Ώστε βλέπομε παιδιά εδώ ότι πράγματι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Αλλά τι είναι; Ο Χριστιανισμός είναι Αποκάλυψις.
Απομαγνητοφώνηση Φαίη για το ιστολόγιο ΑΒΕΡΩΦ
Πηγή: (από arnion.gr , Ομιλία αριθμός 3 - βρίσκεται κατά λάθος στη θέση 4, από 00:40 έως 26:34) Αβέρωφ
Η διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη συντονίζεται στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, την οποία εκείνος παρουσίασε με έναν σύγχρονο τρόπο στους φοιτητές του, τους ακροατές του και τους συνομιλητές του, όπως το έκανε και με τα γραπτά του. Όταν κανείς τον συναντούσε και συζητούσε για ελάχιστα λεπτά της ώρας μαζί του, μπορούσε να παραλάβει μια συμπεπυκνωμένη διδασκαλία. Είχε την ικανότητα σε μικρό χρονικό διάστημα να μεταδίδει με τρόπο ευσύνοπτο και απλό τον πυρήνα της διδασκαλίας του. Στην συνέχεια θα εκτεθούν δέκα σημεία, που είναι οι κεντρικές θέσεις της διδασκαλίας του, όπως τις έχω αντιληφθεί.
1. Ο Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι Θεός της αποκαλύψεως , δηλαδή ο Θεός ο οποίος φανερώθηκε στους Προφήτες, Αποστόλους και Αγίους κάθε εποχής και οι οποίοι χαρακτηρίζονται θεούμενοι και είναι φίλοι του Θεού. Ο Θεός της Εκκλησίας δεν είναι Θεός των φιλοσόφων και των στοχαστών, αλλά ο Θεός των Πατέρων ημών. Αποκαλύπτεται δε στους Θεουμένους, σε αυτούς, δηλαδή, που βρίσκονται σε ένα επίπεδο πνευματικής καταστάσεως, για να αισθανθούν την κοινωνία μαζί Του.
Η πνευματική αυτή κατάσταση λέγεται θεωρία, δηλαδή, οι θεόπτες βλέπουν τον Θεό μέσα στο Φως της δόξης Του. Αυτή η θέα είναι κοινωνία. Η κοινωνία προσφέρει γνώση και η γνώση αυτή είναι υπεράνω της ανθρώπινης γνώσεως. Κατά την διάρκεια της θεωρίας ο θεούμενος δεν έχει νοήματα, μετέχει του Φωτός, αλλά μετά την θεωρία καταγράφει την εμπειρία του με λέξεις και εικόνες που λαμβάνει από το περιβάλλον. Ο Θεός είναι Φως, οι Άγιοι ζουν μέσα στο Φως και στην συνέχεια περιγράφουν την άκτιστη αυτήν πραγματικότητα με στοιχεία της κτιστής πραγματικότητας. Η λέξη «άκτιστος» σημαίνει αδημιούργητος, δηλαδή δεν είναι κτιστός. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού και οι θεούμενοι το αντιλαμβάνονται αυτό κατά την διάρκεια της θεοπτικής τους εμπειρίας.
Η γνώση του Θεού, που γίνεται με άκτιστα ρήματα, μεταφέρεται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, αφ' ενός μεν για να κατηχηθούν οι πιστοί και να πορευθούν τον δρόμο της Θεώσεως, αφ' ετέρου δε για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί. Έτσι, καταρτίσθηκαν τα δόγματα από τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Άλλο είναι το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.Επομένως, ο Θεός της Εκκλησίας δεν είναι Θεός των στοχαστών ούτε των φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων ημών.
2. Τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για τον Τριαδικό Θεό, ήτοι τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Δεν κάνει λόγο μόνον η Καινή Διαθήκη για τον Τριαδικό Θεό, αλλά και η Παλαιά Διαθήκη. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία-φύση και ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματα, που είναι του Πατρός το αγέννητο, του Υιού το γεννητό και του Αγίου Πνεύματος το εκπορευτό.
Ο Θεός υπερβαίνει όλες τις κατηγορίες της ανθρώπινης και κτιστής ύπαρξης, είναι ορατός και αόρατος, γνωστός και άγνωστος, περιγραπτός και απερίγραπτος, γι' αυτό και δεν μπορούν να εφαρμόζονται στον Θεό οι περσοναλιστικές κατηγορίες.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο κρυπτόμενος, αλλά και κρύπτεται φανερούμενος. Ο Θεός είναι ένα μυστήριο και δεν είναι μόνον πρόσωπο με την έννοια που εμείς προσδίδουμε στην έννοια του προσώπου, δηλαδή με τις ανθρωπομορφικές εκφράσεις μας, αλλά είναι κάτι πέρα από αυτά. Στην κατάσταση της θεοπτίας καταργούνται όλα τα νοήματα και μετέχεται ο Θεός ως υποστατικό Φως.
Στον Τριαδικό Θεό υπάρχουν κοινά και ακοινώνητα. Τα κοινά είναι η ουσία, η φύση, η ενέργεια, η δόξα κλπ. Ενώ τα ακοινώνητα είναι το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτό. Ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και κοινωνεί την ουσία Του στο Άγιον Πνεύμα (δια του Λόγου) δια της εκπορεύσεως. Επομένως, στον Τριαδικό Θεό υπάρχει κοινωνία φύσεως-ουσίας και ενεργείας και όχι κοινωνία προσώπων. Τα πρόσωπα αλληλοπεριχωρούνται, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία προσώπων, επειδή τα ακοινώνητα δεν κοινωνούνται. Γη γνώση του Τριαδικού Θεού γίνεται κατά την διάρκεια της θεοπτικής εμπειρίας, οπότε βλέπει κανείς τον Θεό ως Φως, δια του Φωτός, εν τω Φωτί. Το Φως είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού.
3. Ο Θεός που αποκαλύπτεται στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο άσαρκος Λόγος, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, δηλαδή του ακτίστου Λόγου, και των κτιστών αγγέλων. Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουν τον Πατέρα δια του άσαρκου Λόγου εν Αγίω Πνεύματι. Με αυτήν την έννοια στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός.
Στην Καινή Διαθήκη ο Άκτιστος Λόγος αποκαλύπτεται εν σαρκί, αφού προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση από την Παναγία μητέρα Του. Έτσι, από άσαρκος Λόγος γίνεται σεσαρκωμένος, από Μεγάλης Βουλής Άγγελος γίνεται Χριστός, που στα Εβραϊκά σημαίνει Μεσσίας. Η λέξη Χριστός σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση χρίσθηκε από τον Θεό, ο ίδιος ο Θεός (Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα) έχρισε την ανθρώπινη φύση. Και στην Καινή Διαθήκη δια του Χριστού βλέπουμε τον Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι. Όταν ο Φίλιππος είπε στον Χριστό: «δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν» , ο Χριστός του απάντησε: «τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα· και πώς συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα;» (Ιωάννης ιδ' 8-9).
4. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και το τελειότερο δημιούργημά Του είναι ο άνθρωπος. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο κόσμος είναι κτιστός, που σημαίνει ότι έχει μια συγκεκριμένη αρχή, έχει φθορά και έχει τέλος. Η ψυχή του ανθρώπου είναι δημιούργημα του Θεού και ως κτίσμα έπρεπε να έχει τέλος, αλλά όμως δεν υπάρχει τέλος της ψυχής, διότι ο Θεός θέλησε διαφορετικά. Έτσι, η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη κατά Χάρη και όχι κατά φύση. Έπειτα στον άνθρωπο δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος. Ολόκληρος ο άνθρωπος, αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, είναι θετικό δημιούργημα του Θεού και κλήθηκε για να ζει αιωνίως μαζί Του.
Ο Αδάμ και η Εύα είχαν ψυχή και σώμα, αλλά και την Χάρη του Θεού. Δεν πρόκειται για τρισύνθετο, αφού ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, αλλά για το ότι ο πραγματικός άνθρωπος έχει και την Χάρη του Θεού. Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο ήταν οι πιο φυσιολογικοί άνθρωποι.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του.
Η πραγματική εικόνα του Θεού του αοράτου είναι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ο άνθρωπος δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά είναι κατ' εικόνα Θεού, δηλαδή κατ' εικόνα του Λόγου. Το καθ’ ομοίωση είναι το να φθάσει ο άνθρωπος στην μέθεξη της δόξης του Θεού, Η αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος έλαβε το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, συμπεριελάμβανε και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, αφού «το αφθαρτοποιόν Πνεύμα κάνει τον άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Έτσι, ο γνήσιος άνθρωπος είναι αυτός που ζει εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι μέσα στο Φως της δόξης του Θεού.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος δεν είναι πρόσωπο κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλλά είναι εικόνα του Λόγου, γιατί δεν υπ' άρχει καμιά αναλογία μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Η μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός και οι φίλοι Του. Οι Πατέρες δεν ανέπτυξαν ιδιαίτερα την θεωρία περί του ανθρώπου ως προσώπου, γιατί γνώριζαν ότι ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού και πρέπει να φθάσει στο καθ' ομοίωση, την θέωση-δοξασμό, γι' αυτό δεν έλεγαν ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, αλλά ότι όλοι έχουν την νοερά ενέργεια, η οποία πρέπει να ενεργοποιηθεί, και να φθάσουν στην θέωση, δηλαδή να γίνουν θεούμενοι.
5. Η πτώση του ανθρώπου είναι η απώλεια της δόξης του Θεού, σύμφωνα με το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ', 23). Ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά ήλθε κατά συμβουλή του διαβόλου και ως αποτέλεσμα της απομακρύνσεώς του από την δόξα του Θεού. Η κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος στους ανθρώπους δεν είναι κληρονόμηση της ενοχής, αλλά κληρονόμηση των αποτελεσμάτων της απομακρύνσεώς του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι ο θάνατος.
Το τι ακριβώς συνέβη με το προπατορικό αμάρτημα, φαίνεται από την διδασκαλία των Πατέρων περί του ανθρώπου, Σύμφωνα με αυτήν, η ψυχή του ανθρώπου έχει δύο παράλληλες ενέργειες, ήτοι την νοερά και την λογική ενέργεια. Με την αμαρτία η νοερά ενέργεια (νους) σκοτίσθηκε και έπαυσε να έχει επικοινωνία με τον Θεό.
Με την αμαρτία εισήλθε στον πεπτωκότα άνθρωπο το θηρίο του θανάτου, που απειλεί την ζωή του. Είναι θάνατος πνευματικός και σωματικός. Έτσι, ο άνθρωπος έχασε την μνήμη του Θεού και ζει με την λογική και την φαντασία.
Οι Προφήτες και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη καθάρισαν την καρδιά τους από τα πάθη, φωτίσθηκε ο νους τους από την Χάρη του Θεού και έφθασαν στην θεωρία βλέποντας την δόξα του Θεού. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στον Προφήτη Μωυσή, γι' αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, προκειμένου να παρουσίαση το πρότυπο του τελείου ανθρώπου, παρουσίασε τον Μωυσή.
Έτσι, οι Προφήτες και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη είναι φίλοι του Θεού, κατηλλάγησαν με τον Θεό, έφθασαν στην μέθεξη της δόξης Του, αλλά δεν μπορούσαν να νικήσουν τον θάνατο, γι' αυτό και κατέβαιναν στον Άδη. Με την θεοπτία την οποία είχαν, υπερέβησαν τον πνευματικό θάνατο, αν και αυτό ήταν προσωρινό, αλλά δεν μπορούσαν να υπερβούν τον σωματικό θάνατο. Ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη απελευθέρωσε τους φίλους Του από το κράτος του θανάτου.
6. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης σαρκώθηκε, προσέλαβε το παθητό και το θνητό της φύσεως του ανθρώπου, χωρίς την αμαρτία, για να νικήσει τον θάνατο πάνω στο σώμα Του και έτσι να απαλλάξει τους ανθρώπους από το κράτος του θανάτου και όχι από την οργή του Θεού, όπως ισχυρίζονται οι Φραγκολατίνοι.
Ο Χριστός δίδαξε εν παραβολαίς τον λαό, αποκάλυψε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού στους Μαθητές που εγκατέλειψαν τα πάντα και Τον ακολούθησαν και μερικούς από αυτούς τους εισήγαγε μέσα στην Βασιλεία του Θεού, στο άκτιστο Φως της θεότητος, όπως συνέβη στο Όρος Θαβώρ.
Το μυστήριο του Σταυρού και της αναστάσεως του Χριστού ελευθερώνει τους Θεού μένους από την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο. Το μυστήριο του Σταυρού ενεργούσε και στην Παλαιά Διαθήκη, διότι δι' αυτού οι Προφήτες και οι δίκαιοι γίνονταν φίλοι Του, αλλά δεν τους απάλλασσε από το κράτος του θανάτου, πράγμα το οποίο έγινε με το ιστορικό γεγονός της σταυρώσεως και της αναστάσεως του Χριστού και την ζωή τους στην Εκκλησία.
Το κοινό γνώρισμα της Παλαιός και Καινής Διαθήκης είναι οι βαθμοί της πνευματικής τελειότητος, ήτοι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Οι Προτεστάντες επειδή απέρριψαν τον μοναχισμό και υιοθέτησαν τις θεωρίες του απολύτου προορισμού του Καλβίνου και τα περί σωτηρίας του ανθρώπου με μόνη την πίστη του Λουθήρου, καθώς επίσης επειδή απέρριψαν τις θεωρίες των Φραγκολατίνων περί αξιομισθιών και καθαρτηρίου πυρός, καταφέρθηκαν εναντίον της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως, ως δήθεν προερχόμενα από τους ειδωλολάτρες.
Όμως, τα περί καθάρσεως, φωτισμού και Θεώσεως, με διαφορετική έννοια από εκείνη που έδιναν οι Νεοπλατωνικοί, είναι κοινή παράδοση των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων, ως μέθοδος θεραπείας και γνώσεως του Θεού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη άσκηση.
7. Η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη ως κοινωνία των δικαίων και των Προφητών με τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο. Όμως, η Εκκλησία με την ενσάρκωση του Χριστού γίνεται σώμα Του και εκείνος κεφαλή της. Αυτή είναι «η πάσα αλήθεια» την οποία αποκάλυψε το Άγιον Πνεύμα στους Αποστόλους την η μέρα της Πεντηκοστής, και πέρα από αυτό δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
Στην Παλαιά Διαθήκη η άκτιστη Χάρη του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και πολλαπλάσιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς. Αυτό γίνεται στην Καινή Διαθήκη και με το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, το οποίο προσέλαβε από την Παναγία και έγινε πηγή τής ακτίστου Χάριτος του Θεού. Έτσι, στην ζωή της εκκλησίας και το Σώμα του Χριστού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς. Αυτό είναι το πλήρωμα της αληθείας και πέραν αυτού δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Μέσα στην Εκκλησία γνωρίζουμε και βιώνουμε την αλήθεια και τον Χριστό.
Η Εκκλησία στην Καινή Διαθήκη είναι Σώμα Χριστού, το οποίο είναι ενωμένο με την κεφαλή, τον Χριστό, και δεν είναι εις τύπον της Αγίας Τριάδος. Βεβαίως, δια του Χριστού οι θεούμενοι γνωρίζουν τον Πατέρα και κοινωνούν του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή μετέχουν τής ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά δεν κοινωνούν των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Ο Χριστιανός με το Άγιο Βάπτισμα, με το Άγιο Χρίσμα γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος, αφού ενεργοποιείται η νοερά ενέργεια της ψυχής και γίνεται αδιάλειπτη προσευχή, και με την Θεία Ευχαριστία κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Τότε γεύεται την πρώτη ανάσταση. Τα κέντρα της εκκλησιαστικής ζωής είναι η Θεία Ευχαριστία, η προσευχή και η ανάγνωση της Αγίας Γραφής, η οποία αναλύεται από Προφήτες. Έτσι, έχουμε την Θεία Ευχαριστία, τον κανόνα της προσευχής - ακολουθιών, όπως συναντάται στο Μέγα Ευχολόγιο και τις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Δηλαδή, η Θεία Ευχαριστία συνδέεται αναπόσπαστα με τα άλλα Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, αλλά και με τα Ορθόδοξα δόγματα και τις προϋποθέσεις τους, που είναι ο Ορθόδοξος ησυχασμός.
Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, με τα Μυστήρια και την ησυχαστική παράδοση, ως μέθοδο θεραπείας, θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι τον επαναφέρει στην κατάσταση που βρισκόταν ο Αδάμ στον Παράδεισο και τον ανεβάζει ακόμη υψηλότερα, αφού τον ενώνει με τον Θεάνθρωπο Χριστό και νικά τον θάνατο. Ο Αδάμ στον Παράδεισο βρισκόταν στον φωτισμό του νου και στην θέωση. Μετά την πτώση έχασε την επικοινωνία με τον Θεό, σκοτίσθηκε ο νους του και ήταν επόμενο ο νους να ταυτισθεί με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Μέσα στην Εκκλησία πρέπει να γίνει η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως, να καθαρισθεί η καρδιά από τα πάθη, να φωτισθεί ο νους και ο άνθρωπος να φθάσει στην θέωση. Αυτό λέγεται θεραπεία. Με αυτήν την έννοια η Εκκλησία είναι το πνευματικό θεραπευτήριο, το πνευματικό νοσοκομείο.
Η νοερά προσευχή είναι ένδειξη ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και κοινωνεί του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία ο η άρχει και η λογική λατρεία, αλλά και η νοερά λατρεία. Η νοερά λατρεία γίνεται αδιάλειπτα. Ο νους πρέπει να καθαρισθεί από κάθε λογισμό και μέσα εκεί πρέπει να γίνεται μόνον η λεγάμενη μονολόγιστη προσευχή, να υπάρχει δηλαδή ένας λόγος, η μνήμη του Θεού.
Η Εκκλησία έχει δύο όψεις, την θετική και την αρνητική. Η θετική όψη είναι η Χριστολογία, ότι δηλαδή είναι το Σώμα του Χριστού και κοινωνία Θεώσεως, αφού η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση στο Πρόσωπο του Λόγου και θεώθηκε «άμα τη συλλήψει», «εξ άκρας συλλήψεως». Η αρνητική όψη είναι η δαιμονολογία, αφού κάνει αγώνα εναντίον του διαβόλου, της αμαρτίας και του θανάτου και θεραπεύει τον άνθρωπο, τον απαλλάσσει από «τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον» (Εβραίους Β΄, 14). Αυτό φαίνεται και από το έργο του Χριστού, ο οποίος ήλθε στον κόσμο «για να λύση τα έργα του διαβόλου» (Α Ιωάννης Γ', 8), όπως φαίνεται στα ευαγγέλια. Το παράδοξο δε και εκπληκτικό είναι ότι ο Χριστιανός όσο αισθάνεται και βιώνει την αρνητική όψη της Εκκλησίας, δηλαδή όσο πολεμά και νικά εν Χριστώ τον διάβολο, τόσο και βιώνει την θετική όψη της Εκκλησίας, την Χριστολογία, δηλαδή αισθάνεται την αγάπη του Χριστού και ενώνεται μαζί Του. Αυτό ουσιαστικά υπονοούν οι βαθμοί της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Βέβαια, ο αγώνας εναντίον του διαβόλου γίνεται εν Χριστώ.
Η πολεμική εναντίον του διαβόλου είναι διαρκής σε όλα τα στάδια της πνευματικής ζωής. Ο διάβολος πολεμά τον άνθρωπο ανάλογα με τον βαθμό της πνευματικής του καταστάσεως, αλλά ο θεούμενος διακρίνει τις μεθοδείες του, γιατί ο νους του είναι φωτισμένος από την Χάρη του Θεού. Και όταν ο διάβολος εμφανίζεται «ως Άγγελος φωτός» (παράβαλλε Β΄ Κορινθίους ια', 14), τότε ο θεούμενος γνωρίζει ότι το φως αυτό δεν βιώνεται δια της συγκράσεως, όπως γίνεται με το άκτιστο Φως, το οποίο εξέρχεται μέσα από την καρδιά του θεουμένου, αλλά δια της συζυγίας, αφού το κτιστό φως του διαβόλου είναι παρυφιστάμενο, είναι έξω από τον άνθρωπο.
Έτσι, ο Χριστιανός αγωνιζόμενος εν Χριστώ, ζώντας στην Εκκλησία πορεύεται από το κατ' εικόνα στο καθ’ ομοίωση, από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη, και μεταβάλλεται από δούλος σε μισθωτό και φίλο του Χριστού, βιώνει το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού ως μυστήριο καταλλαγής του με τον Θεό και γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος. Τότε γίνεται πραγματικός θεολόγος και μπορεί να εξασκήσει το έργο του Πνευματικού Πατρός.
Η αίρεση είναι άρνηση της μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού, δηλαδή συνίσταται στην αντικατάσταση της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως με τον στοχασμό και τον ηθικισμό, οπότε υπάρχουν διεστραμμένα αποτελέσματα. Εκείνος που στοχάζεται περί του Θεού είναι επόμενο να καταλήγει σε εσφαλμένες αντιλήψεις περί του Θεού, να κατασκευάζει έναν δικό του Θεό, σύμφωνα με τους στοχασμούς και την φαντασία του και ένα τέτοιος Θεός είναι ανύπαρκτος.
Οι θεούμενοι δεν δέχονται τον στοχασμό στην Ορθόδοξη θεολογία και τον ηθικισμό στην πρακτική ζωή. Αντί του δυτικού στοχασμού και ηθικισμού δέχονται τον ησυχασμό. Το δόγμα είναι διατύπωση της αποκαλύψεως και συνδέεται με την ασκητική που οδηγεί τον άνθρωπο στην αποκάλυψη.
8. Η εσχατολογική ζωή δεν είναι η ζωή μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά είναι η εν Χριστώ ζωή, αφού ο Χριστός, ο Οποίος είναι «ο πρώτος και ο έσχατος», ήλθε στον κόσμο. Έτσι, η Βασιλεία του Θεού εισήλθε μέσα στον κόσμο, την ιστορία και ο άνθρωπος μπορεί να μεθέξει της Βασιλείας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι θεόπτες μετέχουν από τώρα της Βασιλείας του Θεού και δεν την αναμένουν απλώς στο μέλλον. Αυτή είναι η πρώτη ανάσταση και θα ακολουθήσει και η δεύτερη ανάσταση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την βίωση της Βασιλείας του Θεού με όλη την ύπαρξη, δηλαδή με την ψυχή και το σώμα.
Η μέθεξη της Βασιλείας του Θεού είναι μέθεξη τής ακτίστου δόξης του Θεού εν τω Φωτί στην υπόσταση του Λόγου. Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά ο δοξασμός, η θέα της θεότητος του Χριστού στην τεθεωμένη σάρκα Του.
Ο κάθε θεόπτης στην Καινή Διαθήκη είναι μέλος του Σώματος του Χριστού και, όταν ορά αοράτως και γνωρίζει αγνώστως το άκτιστο Φως, μετέχει τής ακτίστου ενεργείας του Θεού. Η δράση του Φωτός γίνεται έσωθεν δια της Θεώσεως, αλλά και έσωθεν του θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, αφού είναι μέλος του Σώματος του Χριστού.
9. Ο Παράδεισος και η Κόλαση υπάρχουν εξ επόψεως τού ανθρώπου και όχι εξ επόψεως του Θεού. Ο Θεός θα εμφανισθεί σε όλους τους ανθρώπους και άλλοι θα δουν τον Θεό ως Φως, επειδή είχαν καθαρίσει το νοερό της ψυχής και είχαν αποκτήσει αυτοπτικό όμμα, οπότε αυτό είναι ο Παράδεισος, και άλλοι θα δουν τον Θεό ως πυρ και αυτό είναι η Κόλαση. Όταν καθίσει κανείς κάτω από τον ήλιο και άνοιξη τα μάτια του τα οποία δεν μπορούν να ανθέξουν την δράση αυτή, θα τυφλωθεί. Αυτό είναι η Κόλαση. Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι ο Θεός είναι και φως και πυρ, γιατί άλλους φωτίζει και άλλους κατακαίει.
Ο Χριστός στην διδασκαλία Του, μιλώντας για την Κόλαση χρησιμοποίησε τις λέξεις «σκότος» και «κυρ». Αλλά το αισθητό σκότος δεν είναι πυρ το οποίο φωτίζει, και όταν υπάρχει το πυρ δεν υπάρχει το σκότος. Αυτό σημαίνει ότι η Κόλαση δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως γνωρίζουμε εμείς τα στοιχεία αυτά στην κτιστή πραγματικότητα, αλλά είναι βίωση του ακτίστου Φωτός ως σκότους λόγω της ασθένειας του ανθρώπου. Επομένως, δεν έκανε ο Θεός την Κόλαση, αλλά ο άνθρωπος βιώνει τον Θεό ως Κόλαση, και ούτε η Κόλαση είναι μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά είναι η άκτιστη Χάρη του Θεού που βιώνεται ως πυρ καταναλίσκον. Ο Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και άδικους, αλλά οι άδικοι δεν θα μπορούν να καταλάβουν την αγάπη του Θεού.
Οι Άγιοι στην Βασιλεία του Θεού θα έχουν διαρκή πρόοδο στην μέθεξη της δόξης του Θεού, δεν θα υπάρχει μια ευδαιμονία, δηλαδή μια στατική κατάσταση, και οι κολασμένοι θα έχουν πώρωση και θα μετέχουν του Θεού ως πυρός. Μετά θάνατον δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά υπάρχει πρόοδος στην μετάνοια, που σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος αρχίσει να μετανοεί από αυτήν την ζωή, η μετάνοια θα ολοκληρωθεί στην άλλη.
10. Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του έγινε άνθρωπος και εισήλθε στην ιστορία. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού ζει μέσα στην ιστορία και την εξαγιάζει. Αλλά και οι Άγιοι ζουν μέσα στην ιστορία. Ακόμη και μετά τον θάνατό τους, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από τα ιερά λείψανά τους. Με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού δεν θα καταργηθεί η ιστορία, αλλά θα είναι μεταμορφωμένη. Ο Χριστός έχει την ανθρώπινη φύση πάντοτε ενωμένη με την θεία φύση στο πρόσωπό Του, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Και οι άνθρωποι μετά την ανάσταση θα έχουν το δικό τους σώμα, αλλά μεταμορφωμένο. Έτσι, δεν καταργείται η ιστορία ούτε υπάρχει μετα-ιστορία, αλλά μεταμορφώνεται η ιστορία.
Η Εκκλησία που ζει μέσα στον χρόνο και την ιστορία προσέλαβε δια των Πατέρων στοιχεία του περιβάλλοντος για να εκφράσει την αποκαλυπτική αλήθεια. Προσέλαβε στοιχεία από την Εβραϊκή και την Ελληνική σκέψη, από τον ρωμαϊκό πολιτισμό, τα μεταμόρφωσε και έτσι δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός, που είναι το πνευματικό ένδυμα της αποκαλυπτικής αλήθειας· πρόκειται για την ρωμαίικη παράδοση. Η βάση της ρωμαίικης θεολογίας είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Αυτό εκφράσθηκε σε έναν ιδιαίτερο χώρο με την πολιτιστική του παράδοση και ονομάζεται Χριστιανική ρωμαϊκή θεολογία, Χριστιανικός ρωμαϊκός πολιτισμός.
Η αρχαία Εκκλησία, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, είχε ενιαία παράδοση και, κυρίως, ενιαία μεθοδολογία για την μέθεξη του Θεού που εκφραζόταν με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Από τους δυτικούς Πατέρες διέφερε ο ιερός Αυγουστίνος, επειδή είχε νεοπλατωνικές και μανιχαΐκές παραδόσεις και επειδή δεν γνώριζε την Ελληνική γλώσσα. Τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου τις χρησιμοποίησαν κατά κόρον οι Φράγκοι θεολόγοι της αυλής του Καρλομάγνου, πιθανολογείται μάλιστα ότι εκείνος που τις προώθησε και τις χρησιμοποίησε είναι ο Αλκουίνος, βασικός θεολόγος του Καρλομάγνου.
Με βάση αυτές τις θεωρίες οι Φράγκοι καταδίκασαν στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 μ. Χ. Τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εισήγαγαν την θεωρία περί της αιώνιας ευδαιμονίας εν τω Θεώ, την μεθοδολογία του στοχασμού για την γνώση του Θεού, και, κατ' επέκταση, αρνήθηκαν την μέθοδο της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως, κατήργησαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό (actus purus) και εισήγαγαν την θεωρία της γνώσεως της ουσίας του Θεού, το filioque κλπ.
Αυτές οι απόψεις αναλύθηκαν περισσότερο από θεολόγους της Δύσεως, ήτοι τον Άνσελμο Καντερβουρίας, τον Θωμά Ακινάτη, και άλλους σχολαστικούς θεολόγους, όπως τον Βαρλαάμ, οπότε διαμορφώθηκε μια άλλη πολιτιστική παράδοση, ένας άλλος πολιτισμός, που είναι αντίθετος από την Ορθόδοξη ρωμαίικη παράδοση. Μάλιστα δε, έφθασαν στο σημείο οι δυτικοί θεολόγοι να θεωρήσουν ότι οι ανατολικοί Πατέρες είχαν εισαγάγει διάφορες αιρέσεις στην θεολογία τους, επειδή δεν συμφωνούσαν με τις δικές τους απόψεις, και είναι γνωστά τα συγγράμματα Contra Errores Graecorum.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δει κανείς την συζήτηση και την διαμάχη μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος εξέφραζε την Ορθόδοξη ρωμαϊκή παράδοση, και του Βαρλαάμ, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος της δυτικής σχολαστικής θεολογίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατοχύρωσε συνοδικώς την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και καταδίκασε τον Βαρλαάμ και τους όμοιους του.
Αυτές ήταν οι δέκα κεντρικές θέσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Το σημαντικό είναι ότι ο π, Ιωάννης κατέληξε σε όλη αυτήν την θεολογία για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Ο πρώτος, γιατί είχε κληρονομήσει μια προφορική ρωμαίικη παράδοση από τους γονείς του.
Ο δεύτερος λόγος, γιατί γνώρισε στην Αμερική που έζησε την δυτική παράδοση, όπως εκφραζόταν από τους Παπικούς και τους Προτεστάντες. Στους διαλόγους στους οποίους συμμετείχε γνώρισε το πνεύμα του δυτικού Χριστιανισμού, οπότε αναζήτησε τον πυρήνα της Ορθοδόξου διδασκαλίας στους Αποστολικούς Πατέρες, το ευχολόγιο της Εκκλησίας και στην ησυχαστική της παράδοση. Έπειτα επεκτάθηκε στους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την Φιλοκαλία.
Ο τρίτος λόγος, γιατί σπούδασε σε μεγάλα κέντρα του δυτικού κόσμου, όπως στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στην Βοστώνη, στο Πανεπιστήμιο του Yale, στο Πανεπιστήμιο Columbia, στην Θεολογική Σχολή του Αγίου Βλαδίμηρου Νέας Υόρκης, στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Σέργιου στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, στην Θεολογική Σχολή Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και γνώριζε όλα τα θεολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά ρεύματα.
Ταυτόχρονα δίδαξε το μάθημα της δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή Λιβάνου.
Ο τέταρτος λόγος, γιατί ήταν ερευνητικό πνεύμα και μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να ενταχθούν οι πρώτες και μετέπειτα θεολογικές του εργασίες, καθώς επίσης και η κλασσική διατριβή του για το προπατορικό αμάρτημα.
Ο πέμπτος λόγος , γιατί είχε έκτακτα διανοητικά προσόντα, είχε χωρητικότητα νοός, γι' αυτό και έλαβε, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, και το χάρισμα της θεολογίας, άλλα και γιατί συνάντησε Πατέρες που ασκούσαν την νοερά προσευχή και είχαν θεωρία Θεού και στους οποίους μαθήτευσε με ταπείνωση.
Έτσι, η θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη είναι προφητική, Αποστολική, πατερική, δηλαδή εκκλησιαστική. Επέμενε πολύ στα περί καθάρσεως. Φωτισμού και Θεώσεως, που είναι η μέθοδος της Ορθοδόξου θεολογίας και η οποία μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τους Προφήτες. Αποστόλους και Πατέρες, και έχει αποτελέσματα, όπως φαίνεται στα ιερά λείψανα, Συγχρόνως, επέμενε και στα περί ρωμαίικης παραδόσεως, η οποία διαφυλάσσει την ουσία της αποκαλυπτικής αλήθειας, διότι αυτή η ρωμαίικη παράδοση αλλοιώθηκε από την φραγκολατινική παράδοση.
Τα όσα αναφέρθηκαν είναι μια μικρή αναφορά στην μνήμη του μεγάλου αυτού θεολόγου της εποχής μας, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου θα λάβει την θέση που του αρμόζει στο πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας, γιατί συντονίσθηκε με το πνεύμα της Ορθοδόξου πατερικής παραδόσεως και εξέφρασε τον πυρήνα της.
Αιωνία η μνήμη του μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, του διδασκάλου του ησυχασμού και της εμπειρικής δογματικής θεολογίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Πηγή: («Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη», Τόμος Β΄, σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου Ιερόθεου Βλάχου) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ποὺ ἔχουν προσωπικὴ πείρα τοῦ Θεοῦ, ἔχουν πάντοτε τὴν ἴδια θεολογία, δὲν τὴν ἀλλάζουν, ὅπως τὸ κάνουν οἱ φιλόσοφοι...
Οἱ φιλοσοφοῦντες ἀλλάζουν τὴν παράδοση, ἐξ αἰτίας λογικῶν σχημάτων ποὺ κάνουν, ἔχουν πιὸ πολὺ ἐμπιστοσύνη στὴν λογική τους, παρὰ στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, συλλαμβάνουν κάτι μὲ τὴν λογική τους, καὶ ταυτίζουν αὐτὸ μὲ τὴν πραγματικότητα περὶ Θεοῦ. Ὅλες οἱ αἱρέσεις προέρχονται ἀπὸ τέτοια ἐσφαλμένη βάση.
Οἱ θεούμενοι, ὅσοι μετέχουν τῆς φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἔχουν κοινὴ ἐμπειρία γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Αὐτὸ εἶναι θέμα ἐμπειρίας, καὶ ὄχι στοχαστικὴ καὶ φανταστικὴ διδασκαλία.
Πηγή: Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό
[Α]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας»[1].
«Οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ πάπα Ἰωάννου 23ου νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν ἐνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος θά σημάνει τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στίς μή Χριστιανικές θρησκεῖες καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό σημαίνει μία νέα στάση ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καί ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιδιώξεις γιά ἀδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις … μέ ἄλλα λόγια θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας»[2]
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ.»[3] (ὁ Κύριος)
«Ἔστι δέ καί ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου»[4] (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός).
«Ἐγώ ἐδιάβασα καί περί ἱερέων, καί περί ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλή καί ἁγία... νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος»[5] (Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός)
[Β]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
Τὸ Κοράνιο εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή»[6].
«Ἀξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ὁ μουσουλμάνος Πρόεδρος τῆς Coca Cola καί ἡ σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οἰκοδεσπότες... Ἔχω ἕνα μικρό ἀναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαῖο. Ἀναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Κοράνιο, τό ἱερό βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[7].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Τὸν δὲ Μεχούμετ (σ. γρ.: Μωάμεθ) οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τὶ ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδὲ τῷ παρ’ αὐτοῦ βιβλίῳ (σ. γρ.: το κοράνιο)»[8] (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς).
«Καί ἄλλα πολλά τερατολογών ἐν τῇ τοιαύτῃ συγγραφῇ γέλωτος ἄξια, ταύτην πρός Θεοῦ ἐπ’ αὐτόν κατενεχθῆναι φρυάττεται»[9] (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός).
«Ἐπειδή μέ ρωτᾶς, θά σοῦ πῶ τήν ἀλήθεια· Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐνῷ ὁ Μωάμεθ, στόν ὁποῖο πιστεύετε ἐσεῖς, ἦταν ἄνθρωπος θνητός, ἄνθρωπος ἀγράμματος, καί στόν κόσμο τοῦτο δέν ἔκαμε κανένα καλό ἔργο, ἀλλά οὔτε κανένα θαῦμα ἔκανε στόν καιρό του, σάν τούς ἄλλους προφῆτες τοῦ Θεοῦ, τούς ὁποίους ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ... Ἀλλά δέν γινόταν Χριστέ Βασιλιά, νά ἦταν ἐκεῖνος προφήτης, ἀλλά πολέμιος τοῦ Θεοῦ, καί μέ τά μυθολογήματα καί τά παραμύθια του, φάνηκε ἀρεστός στόν ἁπλό καί ἀπαίδευτο λαό καί τόν ἀκολούθησαν, ὅπως εἶχε προφητευθῆ γιά κεῖνον, ὅτι θά ἔλθη νά πλανέψη τόν κόσμο»[10](Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Κάλφας).
[Γ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ἡ σκέψις μας στρέφεται πρός ὅλους τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν μας (σ. γρ.: Ὀρθόδοξης καί παπικῆς) ἀνά τόν κόσμον, τούς ὁποίους χαιρετοῦμεν παραθέτοντες αὐτούς εἰς τόν Σωτῆρα μας Χριστόν, ὥστε νά εἶναι ἀκάματοι μάρτυρες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.»[11].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν»[12] (Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν, Α΄ καί Β΄, Οἰκουμενικῶν Συνόδων)
«Ὁμολογῶ μίαν Ἐκκλησίαν, καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δι’ ἐμέ δέν εἶναι Ἐκκλησία καί ἑπομένως δέν εἶναι καί χριστιανοί, διότι δέν ὑπάρχει Χριστιανισμός χωρίς Ἐκκλησίαν»[13] (Ρώσος Νεομάρτυς Ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων)
[Δ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι «Τείχη τοῦ αἴσχους»[14]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«ΕΙΣ τάς Ἱεράς ΣΟΥ ἀγκάλας ἀφιεροῦται, ὦ κοινή ΜΗΤΕΡ τῶν ὀρθοδόξων, ἁγία τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ μεγάλη ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τό Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ παροῦσα λέγω ἑρμηνευτική τῶν θείων Κανόνων Βίβλος· ... τό Πηδάλιον ὅσον εἶναι ἀναγκαῖον εἰς τάς Ναῦς, τόσον εἶναι χρειώδης καί ἡ συλλογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἡ νοητή δηλαδή αὔτη Πυξίς, καί τό Πνευματικόν τοῦτο Πηδάλιον τόσον εἶναι ἀναγκαῖον καί ἀπαραίτητόν ΣΟΙ τῇ Πνευματικῇ καί Σεβασμίᾳ ΝΗΪ, τῇ ἀντιτύπῳ καί ἐκπροσωπούσῃ τήν οἰκουμενικήν καί παγκόσμιον ὁλκάδα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Καί ὄντως Πηδάλιον ἄλλο καί Πυξίς πνευματική ἡ Κανονική αὔτη Βίβλος ἐστίν· ἐπειδή αὐτή μόνη, κατά ἀλήθειαν, ἀκριβῶς καί ἀπαρεγκλίτως ἀφορᾷ εἰς τόν Πόλον, εἰς αὐτόν δηλαδή τόν Οὐρανόν· καί μέ αὐτήν, ὡσάν μέ Πηδάλιον, εἰμπορεῖ ἀσφαλέστατα, καί ἀκινδυνώτατα πᾶσα ἡ τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ Ἐκκλησία νά διευθύνῃ τόν δρόμον τοῦ πλοός της, εἰς ἐκεῖνον τόν ὄντως γαλήνιον Λιμένα τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου λήξεως. Τοῦτο δέ τό νοητόν Πηδάλιον ἐτεκτήνατο μέν πάλαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τῶν Θεοσόφων Ἀποστόλων καί τῶν κατά καιρούς ἁγίων Συνόδων, Οικουμενικῶν τε καί Τοπικῶν, καί τῶν κατά μέρος μεγάλων τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ἱεραρχῶν. ... καθάπερ πάλαι ἡ Παρθενομάρτυς Εὐφημία, τόν τόμον τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς τετάρτης Συνόδου ἐν τοῖς κόλποις δεξαμένη, πάσης διαβολῆς τῶν ἐναντίων ἀνώτερον διεφύλαξεν, οὔτω καί ΣΥ (σ. γρ: ΕΚΚΛΗΣΙΑ), ἡ καί τό Ζωομύριστον Λείψανον αὐτῆς δή ταύτης τῆς πανευφήμου Εὐφημίας, ὡς θησαυρόν ἐν σεαυτῇ κατέχουσα, τήν παρούσαν Βίβλον ἐγκολπωσαμένη, τήν οὐ μόνους τούς τῆς τετάρτης, ἀλλά καί πασῶν ἁπλῶς τῶν ἁγίων Συνόδων Οἰκουμενικῶν τε καί Τοπικῶν, καί τῶν κατά μέρος Πατέρων τούς ὅρους καί Κανόνας ἐμπεριέχουσαν, διά τῆς ἐγκολπώσεως ταύτης καί προστασίας, ἀπάσης διαβολῆς τῶν μωμοσκόπων ἀνωτέραν διαφύλαξον, ἀξιόχρεων καί ἀναντίρρητον πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις λαοῖς ποιουμένη τήν ταύτης ἀνάγνωσιν, τῇ Αὐθεντίᾳ τῆς Συνοδικῆς τε καί Ἀποστολικῆς ἀποφάσεως.»[15] (Ἀγάπιος Ἱερομόναχος καί Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).
[Ε]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ὁ Πάπας εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος καί ‘‘προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου’’ καὶ ‘’πρότυπον’’ καὶ ‘’ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης’’»[16].
«Ἁγιώτατε καί ἠγαπημένε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, ἐπίσκοπε τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Κύριε Φραγκῖσκε»[17]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Ὁ ἀντίχριστος ἕνας εἶνε ὁ Πάπας καί ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας...»[18]. (Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός)
«Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα.»[19] (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς)
[ΣΤ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[20].
«Πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές»[21].
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν·»[22] (Ὁ Κύριος)
«Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ καί δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀρνεῖται τήν ἱεραποστολή στούς ἀλλόθρησκους, στούς αἱρετικούς...», «Ἄν δέν κηρύττουμε τήν ἀλήθεια στούς τσετσένους, στούς Τατάρους, στούς Ἐβραίους, ἐπειδή εἶναι ἀπό διαφορετικές θρησκείες, θά δείξουμε ἀπανθρωπιά»[23].
«Ἕνας νεαρός ἱεραποστολος θά πρέπει νά ἐτοιμαστεῖ: τά λόγια του θά προκαλέσουν σκάνδαλο καί ἀγανάκτηση. Ἀλλά δέν πρέπει νά φοβᾶται. Ἡ ἀποστολή μας ἔγκειται στό νά λέμε πράγματα δυσάρεστα. Παρατηρήσατε ὅτι ὅταν διαβάζετε τήν Βίβλο αἰσθάνεστε ἄβολα; Τό βιβλίο ἀρχίζει νά σᾶς κρίνει. Αὐτό δέ σημαίνει ὅτι πρέπει νά βάλετε τήν ἀλήθεια στήν ἄκρη.»[24]
(Νεο-Ἱερομάρτυς καί Ὁμολογητής πατήρ Δανιήλ Σισόγιεφ).
«...γι’ αὐτό καί μόνο ἦλθα, γιά νά κηρύξω τόν ἀληθινό Θεό καί νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπη του. ... Ἐπειδή ζητοῦσα τήν δική σου σωτηρία, ἐνδοξότατε ἀφέντη, ἦλθα ἐδῶ γιά νά σέ ὁδηγήσω στήν ἀλήθεια καί νά σέ κάνω νά ἀφήσης αὐτή τήν ἀπατηλή θρησκεία, στήν ὁποία πιστεύεις (σ. γρ.: Ἰσλάμ), καί νά προσέλθεις στήν πίστι τοῦ γλυκυτάτου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ πραγματικοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί νά βαπτισθῆς στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά γίνης Χριστιανός, γιά νά κληρονομήσης τήν αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[25] (Ἱερομάρτυς Κυπριανός)
[Ζ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον (σ. γρ.: οἱ Ἱεροί Κανόνες) καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου»[26]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
Δυό παπικοί, ὁ ἕνας δημοσιογράφος καί ὁ ἄλλος γραμματέας στό Βατικανό ζήτησαν ἀπό τόν Ἅγιο Παΐσιο νά συμπροσευχηθοῦν, να ποῦν μαζί τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Ἅγιος τούς ἀπάντησε: «Γιά νά ποῦμε μαζί τό ‘’Πάτερ ἡμῶν’’, πρέπει νά συμφωνοῦμε καί στό δόγμα, ἀλλά ‘’μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστί’’»[27].
«Κάποιος εἰκονομάχος, παρέδωσε τόν ὅσιο Πέτρο τῆς Ἀτρώας, καί τόν ἀδελφό του Παῦλο, στόν ἀρχηγό του Λάμαρι. Ἐκεῖνος τούς κλείδωσε μέσα σέ ἕνα ναό καί ὅρισε φύλακες νά τούς φυλάγουν μέ ἀσφάλεια. Κατά τήν ὥρα τῶν ἑωθινῶν ὕμνων συνήθιζαν οἱ Ὅσιοι νά ἀναπέμπουν στόν Κύριο εὐχές, ἐπειδή ὅμως ἐμποδίζονταν νά τό πράξουν ἀπό τούς ἱερούς κανόνες πού ἔλεγαν ὅτι ‘‘δέν πρέπει νά μπαίνει ἤ νά προσεύχεται ὁ εὐσεβής σέ ἐκκλησία ἀσεβῶν’’, ἀφοῦ ἔκαναν τό ζωοποιό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πέρασαν ἀνάμεσα ἀπό τούς φύλακες χωρίς ἐκεῖνοι νά τούς ἀντιληφθοῦν καί, ἀφοῦ ἀνέπεμψαν τίς εὐχές πρός τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς στό ὕπαιθρο, ἐπέστρεψαν οἱ μακάριοι στόν ναό ὅπου φρουρούνταν»[28]
[Η]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή ... ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα...»[29].
«Περιμένουμε μέ ἀνυπομονησία τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀδελφοῦ μας, Πάπα Φραγκίσκου. Θά εἶναι ἕνα ἀκόμη σημαντικό βήμα στίς θετικές σχέσεις μας, ὡς ἀδελφές Ἐκκλησίες»[30].
«Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος ... Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιιν τῆς ἄλλης»[31].
Οἱ Πατέρες λέγουν:
«Παναγιώτατε· Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι κατ’ ἐπιταγήν τῆς συνειδήσεώς μας νά δηλώσωμεν ὅτι δέν ἀποδεχόμεθα τήν πεπλανημένην θεωρίαν περί ‘’ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’’. Προσέτι δέ νά ὁμολογήσωμεν καί πάλιν, ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ὅτι μόνον ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, αἱ δέ λοιπαί ἑτερόδοξοι ‘’Ἐκκλησίαι’’ εὐρίσκονται ἐν τῇ αἱρέσει καί πλάνῃ καί ὅτι μόνον τά Μυστήρια τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγίας Ἐκκλησίας εἶναι ἔγκυρα, σωστικά καί ἁγιαστικά. Ἀποδεχόμεθα ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας μόνον τάς ὁμοδόξους καί ὁμοπίστους τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας.
Ὁμολογοῦμεν ἐπίσης ὅτι τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας συμπίπτουν μέ τήν Ἀλήθειαν αὐτῆς ἥτις εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· καί ὅτι ἐκτός αὐτῆς τῆς ἀληθείας καί πέραν Αὐτῆς τά ὑπάρχοντα ἐκκλησιαστικοφανῆ σχήματα δέν δύνανται νά διεκδικήσουν δι’ ἑαυτά τήν πληρότητα τῆς Ἀληθείας καί τῆς Χάριτος, τήν Ἀποστολικήν διαδοχήν, ἤ καί τήν γνησιότητα καί ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως.
Ὡς ἐκ τούτου δέν δυνάμεθα νά ἀποδεχθῶμεν τόν Πάπαν τῆς Ρώμης ὡς ἀδελφόν Ὑμῶν ἤ ἄλλου τινός Ὀρθοδόξου Πατριάρχου καί Ἐπισκόπου, ἐφ’ ὅσον ἐμμένει εἰσέτι, ὡς ἐκ τῶν προσφάτων ἰδικῶν του κειμένων βεβαιοῦται, εἰς τά ἀντιευαγγελικά δόγματα καί αἱρέσεις, ἅτινα μεταθέτουν τήν ἐν ἡμῖν ἐλπίδα ἀπό τόν Θεάνθρωπον Χριστόν εἰς τόν ἄνθρωπον ... Πάπαν.
Αὐτήν τήν ἁγίαν πίστιν, Παναγιώτατε, παρελάβομεν παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, αὐτήν ὁμολογοῦμεν καί κηρύσσομεν, ὅση ἡμῖν δύναμις, καί μέ αὐτήν ἱκετεύομεν τόν Κύριον Ἰησοῦν νά μᾶς ἀξιώση νά ἀποθάνωμεν. Δέν μᾶς συγκινοῦν αἱ συναισθηματικαί ἀγαπολογίαι τοῦ Βατικανοῦ».
Ἅπαντες οἱ ἐν τῇ κοινῇ Συνάξει Ἀντιπρόσωποι καί Προϊστάμενοι τῶν εἴκοσι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω (1ην Νοεμβρίου 1995)[32].
[Θ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«...Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή»[33].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Τῇ λατινικῇ πίστει μή προσελκύεσθε, μηδέ τά ἔθιμα αὐτῶν κρατεῖτε, τήν Εὐχαριστίαν αὐτῶν φεύγετε καί πᾶν δόγμα αὐτῶν, καί βδελύσσεσθε τά ἤθη αὐτῶν καί τηρεῖτε τάς θυγατέρας ὑμῶν, μή ἐκγαμίζετε αὐτάς πρός αὐτούς, μηδέ λαμβάνετε [γυναῖκας] παρ’ αὐτῶν, μηδέ ἀδελφοποιεῖσθε, μηδέ ἀσπάζεσθε, μηδέ ὑποκλίνεσθε, μή ἐσθίετε, μηδέ πίνετε ἐκ κοινοῦ σκεύους μετ’ αὐτῶν, μηδέ τά φαγητά ἀπ’ αὐτῶν λαμβάνετε... Δέν προσήκει, τέκνον, νά αἰνέσεις τήν ἀλλότριον πίστιν. Ἐάν τις ἀλλότριον πίστιν αἰνεῖ, τήν ἰδικήν του βλασφημεῖ. Ἐάν δέ αἰνῆ ἐναλλάξ καί τάς δύο, καί τήν ἰδικήν του πίστιν καί τήν ἀλλότριον, διπλόπιστος τοιοῦτος ἐγένετο, καί πλησίον αἱρέσεως ἐστίν»[34](Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου).
«Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά ἀποστρέφωνται τούς αἱρετικούς, καί τάς τῶν αἱρετικῶν τελετάς. Μᾶλλον δέ αὐτοί, οἱ αἱρετικοί δηλ. πρέπει νά ἐλέγχωνται καί νά νουθετῶνται ἀπό τούς Ἐπισκόπους καί Πρεσβυτέρους, μήπως ἤθελαν καταλάβουν καί ἐπιστρέψουν ἀπό τήν πλάνην των. Διά τοῦτο ὁ παρών Κανών διορίζει ὅτι, ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος ἤθελαν ἀποδεχθῇ ὡς ὀρθόν καί ἀληθινόν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἤ τήν παρ’ αὐτῶν προσαγομένην θυσίαν, ὁ τοιοῦτος, προστάζομεν νά καθαιρεθῇ. Ἐπειδή ποίαν συμφωνίαν ἔχει ὁ Χριστός μέ τόν διάβολον; ἤ τά ὅμοια φρονήματα ἐκείνων ἔχουσι καί αὐτοί, ἤ τό ὀλιγώτερον δέν ἔχουσι προθυμίαν νά ἐλευθερώνουν αὐτούς ἀπό τήν κακοδοξία των. Οἱ γάρ συνευδοκοῦντες εἰς τάς ἐκείνων τελετάς, πῶς δύνανται νά ἐλέγξουσιν αὐτούς διά νά παραιτήσουν τήν κακόδοξον καί πεπλανημένην των αἵρεσιν;», «Ὅλη τούτη ἡ θεωρία, ὁποῦ ἕως τώρα ἐκάμαμεν ἐδῶ, δέν εἶναι περιττή, μάλιστα εἶναι καί ἀναγκαιότατη, ἁπλῶς μέν διά κάθε καιρόν, μάλιστα δέ τήν σήμερον, διά τήν μεγάλην λογοτριβήν, καί πολλήν ἀμφισβήτησιν, ὁποῦ γίνεται διά τό τῶν Λατίνων βάπτισμα, ὄχι μοναχά ἀναμεταξύ τῶν Λατίνων, ἀλλά καί τῶν Λατινοφρόνων. Λοιπόν ἀκολουθοῦντες εἰς τά εἰρημένα, ἐπειδή ὁ τύπος τοῦ Ἀποστολικού Κανόνος τό ἀπαιτεῖ, λέγομεν, ὅτι τό τῶν Λατίνων βάπτισμα εἶναι ψευδώνυμον βάπτισμα, καί διά τοῦτο, οὔτε κατά τόν λόγον τῆς ἀκριβείας εἶναι δεκτόν, οὔτε κατά τόν λόγον τῆς οἰκονομίας. Δέν εἶναι δεκτόν κατά τόν λόγον τῆς ἀκριβείας, α΄. διατί εἶναι αἱρετικοί. ... β΄. οἱ Λατίνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διατί δέν φυλάττουσι τάς τρεῖς καταδύσεις εἰς τόν βαπτιζόμενον, καθώς ἄνωθεν ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων παρέλαβεν. … »[35] (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης).
[Ι]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«...αὐτή εἶναι ἡ γραμμή τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινούπολεως. Εἶναι γραμμή σταθερή καί ἀταλάντευτη. Δέν μπορεῖ σήμερα κανείς νά κλείνεται ἐγωϊστικά στόν ἑαυτόν του μέ ἱκανοποίηση, μέ αὐτάρκεια καί αὐταρέσκεια καί αὐτοθαυμασμόν καί νά περιμένει νά ἔλθουν ὅλοι οἱ ἄλλοι νά τόν προσκυνήσουν. Αὐτό δέν γίνεται σήμερα. Χρειαζόμαστε ἀνοίγματα οἰκουμενικά, ἀνθρώπινα, κοινωνικά, νά διαλεγόμεθα μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως. Ἐπεκρίνετο τότε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας γιά αὐτά τά ἀνοίγματα πού ἔκανε. Ὅπως ἔκτοτε συνεχῶς καί σήμερα ἐπικρίνεται τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο γιά τούς οἰκουμενικούς διαλόγους τούς ὁποίους διεξάγει πώς ὡσάν τάχα νά ξεπουλοῦμε τήν Ὀρθοδοξία. Μόνον διά τοῦ διαλόγου μπορεῖ νά ἐπέλθει συνεννόησις, συμφιλίωσις καί καταλλαγή. Γι' αὐτό καί θά συνεχίσουμε ὅ,τι καί ἄν μᾶς λένε, ὅσο καί νά μᾶς ἐπικρίνουν, νά διαλεγόμεθα καί μέ τή Ρώμη καί μέ τήν Ἀγγλικανική Ἐκκλησία καί μέ τό Π.Σ.Ε. καί μέ τήν Παγκόσμια Λουθηρανική Ὀμοσπονδία καί μέ τίς λεγόμενες Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες, τούς Ἀρμενίους, τούς Κόπτας, τούς Αἰθίοπας κοκ. ... Αὐτό εἶναι μία ἀπό τίς προτεραιότητές μας, ἀπό τούς ἱερούς σκοπούς μας, ἀπό τά ἰδανικά καί τούς στόχους τῆς διακονίας μας.»[36].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.»[37] (Ἀπόστολος Παῦλος).
«Πήγαινα συχνά στό πολιτιστικό κέντρο τῶν Τατάρων. Εἶναι ἡ τρίτη μεγαλύτερη ἐθνότητα στή Μόσχα.
Ἠ ἀποστολή μας εἶχε ἐπιτυχία. Πολλοί Τατάροι ἔγιναν χριστιανοι, κυρίως νέοι. Τούς μιλοῦσα στήν ταταρική γλώσσα. Σκοπός μας εἶναι νά ρίξουμε τά τείχη πού χωρίζουν τήν κουλτούρα τῆς κάθε ἐθνότητος καί πού τούς ἐμποδιζουν νά ἔρθουν στήν Ὀρθοδοξία. Τό μήνυμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι παγκόσμια πίστη, ὅπου ὅλα τά ἔθνη ἔχουν κληθεῖ, ἀκόμη σκανδαλιζει πολλούς.»[38] (Νεο-Ἱερομάρτυς καί Ὁμολογητής πατήρ Δανιήλ Σισόγιεφ).
[ΙΑ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ εἶναι θρησκεία εἰρήνης.»[39].
«...ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφέρθηκε στά χρόνια πού βιώνουμε ἀτυχεῖς καταστάσεις, μέσω τῆς τραγικῆς στρέβλωσης τοῦ Ἰσλάμ ἀπό ριζοσπαστικές τρομοκρατικές δυνάμεις. "Στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διαπράττουν τρομερά ἐγκλήματα", ὑπογράμμισε ὁ προκαθήμενος τοῦ Οἰκουμενικού Θρόνου. »[40].
Οἱ Πατέρες λέγουν:
«...Ὅλοι ὅμως οἱ παραπάνω θέλουν νά ἀποσιωποῦν ὁ καθένας γιά τούς δικούς του λόγους ὅτι τό Ἰσλάμ εἶναι ἡ μοναδική θρησκεία στόν κόσμο πού στοχοποιεῖ ἐγκληματικά τήν ἄρνησί της, πού ἐπιβάλλεται με τήν βία καί μέ τό ἔγκλημα, πού δέν ἀναγνωρίζει τήν αὐτεξούσια καί ἐλευθέρα βούλησι τῶν προσώπων καί πού πέραν τῆς ἱστορικῆς ἔχει καί «θεολογική» ἑρμηνεία γιά τούς ἀποκεφαλισμούς. ... «Θεολογικῶς» στό Κοράνι πού «ἐνσωματώνει» τήν ἀποκάλυψι τοῦ «Θεοῦ», σάν δῆθεν «αἰώνιο καί ἀδημιούργητο, ἀνέκαθεν ὑπάρχον μετά τοῦ Θεοῦ ὡς αἰώνιος φανέρωσις τῆς θείας θελήσεως» δίδονται οἱ ἐντολές τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τῶν «ἀπίστων». Στό κεφ. 8 τοῦ Κορανίου, στ. 12 ἐξαγγέλλεται «θά ἐκτοξεύσω τόν τρόμο στίς καρδιές τῶν ἀπίστων. Ἀφαιρέστε τους τά κεφάλια καί ἔπειτα ἀφαιρέστε τους τά δάκτυλα.». Στο κεφ. 47, στ. 3, δίδεται ἡ δῆθεν θεϊκή ἐντολή «στήν σύγκρουσι μέ τούς ἀπίστους στό πεδίο τῆς μάχης ξεριζώστε τους τά κεφάλια μέχρι νά τά τσακίσετε πλήρως.» καί στό στ. 4 «ὅταν συναντᾶτε τούς ἀπίστους φονεύετε καί κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερεά τά δεσμά», στό δέ κεφ. 8, στ. 17, οἱ δήμιοι τοῦ Ἰσλάμ ἀναφέρονται ὡς οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ δολοφόνου «Θεοῦ», ... καί στό στ. 40, θεμελιώνεται ὁ διά μέσου τῶν αἰώνων θρησκευτικός φασισμός, ὁλοκληρωτισμός καί ἡ ὠμή βία τοῦ Ἰσλάμ μέ τή σούρα «Πολεμεῖτε αὐτούς μέχρις ὅτου δέν θά ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία παρά τοῦ μόνου Θεοῦ». ... Ὁμιλεῖ γιὰ «εἰρηνικὸ» Ἰσλάμ, σὲ μία χώρα ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξει χιλιάδες ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι βασανίστηκαν φρικτὰ καὶ ἔχασαν τὴ ζωή τους, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ ἐξισλαμιστοῦν, κατ’ ἐπιταγὴ πάντοτε τοῦ Κορανίου καὶ τῆς ἰσλαμικῆς σαρία! Δὲν ἀμφιβάλουμε πὼς ὑπάρχουν πιστοί του Ἰσλάμ, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τὴν εἰρήνη καὶ σέβονται τὴν πίστη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ αὐτοί, γιὰ τοὺς «ὀρθοδόξους» μουσουλμάνους εἶναι «αἱρετικοί», διότι ὅποιος δὲν πολεμᾶ νὰ ἐκλείψει κάθε ἄλλη θρησκεία, ἐκτός του Ἰσλάμ, δὲν εἶναι ἀληθινὸς μουσουλμάνος κατὰ τὸ Κοράνιο!...»[41]
(ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ).
[ΙΒ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«...Ἡ ἐπίσκεψή μας συμπίπτει μέ τόν ἱερό μήνα τοῦ Ραμαζανιού. Θά δειπνήσουμε μάλιστα μέ τό Νομάρχη καί τό Μουφτή τῆς Τραπεζούντας, κάτι πού μᾶς χαροποιεῖ»[42].
«Ὁ Πατριάρχης εὐχαρίστησε καί τόν Ὑπουργό Πολιτισμοῦ καί Τουρισμοῦ κ. Γκιουνάϊ καί εὐχήθηκε καί τούς μουσουλμάνους γιά τήν ἑορτή τοῦ Μπαϊραμίου τοῦ Ραμαζανίου πού πλησιάζει.»[43]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Ὅσο πιό πολύ εἶναι βουτηγμένος ὁ ἄνθρωπος σέ μιά λάθος παράδοση τόσο πιό δύσκολο εἶναι νά ξεφύγει ἀπό αὐτή. … Γι’ αὐτό δέν συστήνεται νά ἐπιδοκιμάζουμε τόν θρησκευτικό ζῆλο τῶν ἰουδαίων ἤ τῶν μουσουλμάνων, ἀλλά νά προβάλλουμε ὅλη τήν ἀνοησία τῆς πλάνης τους, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Εἶναι λάθος πράξη νά τούς εὐχόμαστε στίς γιορτές τους καί μέ αὐτό τόν τρόπο νά ὑποστηρίζουμε περισσότερο τήν ἁμαρτωλή τους ἐπιμονή.»[44] (Νεο-Ἱερομάρτυς καί Ὁμολογητής πατήρ Δανιήλ Σισόγιεφ).
[ΙΓ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποίαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν».[45]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«...ἕνας νέος εἶπε: ‘’Μά τί λέτε, Πάτερ; Ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί τῶν Χριστιανῶν καί τῶν Μουσουλμάνων’’. Ὁ Ὅσιος σηκώθηκε ἀμέσως, τόν πλησίασε, τόν ἔπιασε ἀπό τόν γιακᾶ καί τοῦ εἶπε: ‘’Σοῦ ἀρέσει, παλληκάρι μου, ὁ Μωχαμέτης, γιατί σέ βολεύει, μιᾶς καί ἐπιτρέπει νά πάρης ὅσες γυναῖκες θέλεις!’’»[46] (Ἁγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης).
[ΙΔ]
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶπε:
«Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ... Ρωμαιοκοθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί...»[47].
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν:
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του βρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκών οὐμανισμῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινό εὐαγγελικό ὄνομά των εἶναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τό διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωνον ἰδιώματά τινα του Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δέ εὐρωπαϊκαί αὔται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τόν Θεάνθρωπον καί εἰς τήν θέσιν του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων ὤν τό ὄνομα λεγεών»[48](Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Αὐτά λέγει, διδάσκει καί πιστεύει ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Τά ἀκριβῶς ἀντίθετα δίδαξε ὁ Κύριος καί πιστεύουν οἱ Ἅγιοί Του. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἐνστάσεις ἤ ἀντιρρήσεις ἀπό καλοπροαίρετους Χριστιανούς;
[1] «Λογοκρισία, ρατσιστική συμπεριφορά καί ἄσκηση ἐκκλησιαστικοῦ ἐκφοβισμοῦ (bulliying) ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν», http://aktines.blogspot.gr/2016/12/bulliying.html#more, καί: Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004
[2] Πρωτοπρ. Πέτρος Χίρς, «Ἀπό τήν Β΄ Βατικανή (1965) στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο (Κρήτη 2016)», http://www.ipaideia.gr/eidhseis/protopr-petros-xirs-apo-tin-v-vatikani-1965-stin-panorthodoksi-sinodo-kriti-2016.htm
[3] Ἰω. 14, 6[4] Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ αἱρέσεων ρα΄, ΕΠΕ 2, 306
[5] Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», ἐκδόσεις «Ὀρθοδόξου Τύπου», σελ. 267-268
[6] «Λογοκρισία, ...», καί: Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2 , Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002
[7] Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009 «Λογοκρισία, ...», http://aktines.blogspot.gr, καί: www.patriarchate.org/multimedia/video
[8] π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου, «Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ περὶ τοῦ Ἰσλάμ», http://www.theodromia.gr/1626E183.el.aspx , και «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν» 24, 24 – 28, σ. 184
[9] Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ αἱρέσεων ρα΄, ΕΠΕ 2, 310
[10] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἐκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Ἱερᾶ Καλύβη «Ἅγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος, σελ. 79
[11] Κοινή Δήλωσις τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, http://www.pammakaristos.com/frontend/article.php?aid=226&cid=69
[12] Τό Σύμβολον τῆς Πίστεως
[13] Πρωθιερέως Βαλεντίνου Ἄσμους, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», «Οἰκουμενισμός Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις» Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 260
[14] «Λογοκρισία, ...», καί: Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7
[15] Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχού, «Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας ἤτοι ἀπαντες οἱ Ἱεροί καί Θείοι Κανόνες», Ἀθῆναι 1886
[16] «Λογοκρισία, ...», καί: Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα
[17] Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τήν Α. Ἁγιότητα τόν Πάπαν Φραγκίσκον κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ, http://www.pammakaristos.com/frontend/article.php?aid=226&cid=69
[18] Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» ... σελ. 421
[19] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», http://www.impantokratoros.gr/anthropos-theanthropos.el.aspx
[20] «Λογοκρισία, ...», καί: Πρωτοπρεσβ. Θεόδωρος Ζήσης, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46
[21] «Λογοκρισία, ...», καί: Ἀπογευματινή 21-9-2003
[22] Ματθ. 28, 19-20
[23] Ποιός ἦταν ὁ π. Δανιήλ Σισόγιεφ, https://www.youtube.com/watch?v=O33BUawGSxs
[24] Ἀπόσπασμα συνέντευξης τοῦ Ἱεραποστόλου καί Ὁμολογητοῦ π. Δανιήλ Σισόεβ, https://proskynitis.blogspot.gr/2009/11/blog-post_29.html
[25] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου «Νέον Μαρτυρολόγιον», ... σελ. 123
[26] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καίτῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.27.31.70 καί: Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, «Γένεσις καί ἐξέλιξις τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/05/6_31.html
[27] «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 479
[28] Ὅσιος Πέτρος τῆς Ἀτρώας, Ἐνωμένη Ῥωμιοσύνη – Ἄγνωστα Συναξάρια 1, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 83
[29] «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx
[30] Oἰκουμενικός Πατριάρχης: «Περιμένουμε μέ ἀνυπομονησία τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀδελφοῦ μας, Πάπα Φραγκίσκου», http://www.amen.gr/article/ikoumenikos-patriarxis-perimenoume-me-anupomonisia-tin-episkepsi-tou-adelfou-mas-papa-fragkiskou
[31] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998) ἐν Ἐπίσκεψις, ἔτος 29ον, ἀρ. 563 (31-11-1998), «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία ...», http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx
[32] Μοναχοῦ Λουκᾶ Φιλοθεΐτου, «Τό Ἅγιον Ὄρος ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», «Οἰκουμενισμός Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις» Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 370-371
[33] «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία ...», http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx
[34] Πρωθιερέως Βαλεντίνου Ἄσμους, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»..., σελ. 259[35] Ἐρμηνεία καί σχόλιο στόν ΜΣΤ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχού, «Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός...»
[36] Πατριάρχης Βαρθολομαῖος: "Θά συνεχίσουμε τούς διαλόγους ὅσο κι ἄν μᾶς ἐπικρίνουν", http://fanarion.blogspot.gr/2012/07/blog-post_08.html
[37] Πρός Τίτον 3, 10-11
[38]Ἀπόσπασμα συνέντευξης τοῦ Ἱεραποστόλου καί Ὁμολογητοῦ π. Δανιήλ Σισόεβ...
[39] Πατριάρχης Βαρθολομαῖος: "Μεταβαίνουμε στήν Τραπεζοῦντα ὡς πρεσβευτές εἰρήνης", http://fanarion.blogspot.gr/2010/08/blog-post_13.html
[40] «Στό Προεδρικό Μέγαρο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος», http://www.cnn.gr/news/ellada/story/1116/sto-proedriko-megaro-o-oikoymenikos-patriarxis-vartholomaios
[41] «Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ: Είναι το Ισλάμ "Φιλειρηνικό"; Απάντηση σε πρόσφατη συνέντευξη», http://www.impantokratoros.gr/C17F58DB.el.aspx
[42] Πατριάρχης Βαρθολομαῖος: "Μεταβαίνουμε στην Τραπεζούντα...»
[43] http://aktines.blogspot.gr/2012/08/blog-post_7044.html
[44] Ρηγινιώτης Ἰ. Θεόδωρος, «Ὁ νεομάρτυρας ἱεραπόστολος π. Δανιήλ Συσόεφ καί ἡ σημασία τοῦ μαρτυρίου του»,
http://theologoi-kritis.sch.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=989:2016-11-18-10-46-29&catid=65:2008-12-29-20-40-10&Itemid=54
[45] Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως Ἁγιορειτών Πατέρων, http://aktines.blogspot.gr/2016/12/blog-post_73.html , καί: Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25/9/2000, “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 588, σελ. 16 καθὼς καὶ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ σταθμὸ “Flash” στὶς 16/12/2001.
[46] «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης»... σελ. 502
[47] Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως
Πηγή: Κατάνυξις
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...