Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Χρέος λοιπόν έχουμε να συνεχίσουμε, παρουσιάζοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου στο θέμα της σύγχυσης που επικρατεί, εξαιτίας των δύο ακραίων φαινομένων του Οικουμενισμού και του Ζηλωτισμού. Μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά, πως ο μακαριστός πατήρ είναι ο μοναδικός που ξεσκέπασε τόσο τέλεια τα δύο αυτά άκρα. Και στους προσφάτους αγίους που ανέδειξε η Εκκλησία μας, δεν βλέπουμε να ασχολήθηκαν με τόση σπουδή με τα δύο αυτά ακραία φαινόμενα, όσο ασχολήθηκε και κυριολεκτικά ξεσκέπασε, ο σοφός στα θεία π. Επιφάνιος.
Όσο για την εμφάνιση των δύο αυτών άκρων θα επαναλάβουμε, πως δεν έχουν μεταξύ τους μεγάλη χρονική διαφορά, μάλλον έχουν πολύ ελάχιστη, διότι ο μεν Οικουμενισμός εμφανίστηκε περίπου το 1920, ο δε Ζηλωτισμός το 1924. Και επειδή ο μακαριστός πατήρ όταν ζούσε έβλεπε τα λογικά πρόβατα του Χριστού να φεύγουν από τη μάντρα Του, φοβούμενοι τον Οικουμενισμό με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στον Ζηλωτισμό, εξαιτίας των εκκλησιαστικών ηγετών που επιχειρούσαν τολμηρά ανοίγματα υπέρ του Οικουμενισμού, αποφάσισε να μιλήσει και να ρίξει άπλετο φως στο σκότος που απειλούσε πολύ την Εκκλησία.
Ας ακούσουμε λοιπόν τι έλεγε ο σοφός πατήρ:
«Εν πρώτοις, φίλτατε π. Νικόδημε, οφείλω να σοι είπω μίαν πικράν αλήθειαν, ήτις θα σοι φανή πλέον η παράδοξος και θα σε εκπλήξη. Μέχρι σήμερον απέφευγον- οικονομία χρώμενος- να διατυπώσω αυτήν την θέσιν η διετύπουν αυτήν συνεσκιασμένως, αλλ’ ήδη, όποτε τα πράγματα έφθασαν εις το μη περαιτέρω και πρόσωπα εκλεκτά -αλλ’ έχοντα ατυχώς περιδεή συνείδησιν- προσχωρούσιν εις τους Παλαιοημερολογίτας, πίπτοντα θύματα μιας αδιστάκτου προπαγάνδας κατά της Εκκλησίας, είνε καιρός να λεχθή η αλήθεια άνευ περιστροφών και άνευ επιφυλάξεων.
Λοιπόν, π. Νικόδημε, όσοι φοβούμενοι τον Οικουμενισμόν, προσχωρούσιν εις τους Παλαιοημερολογίτας, δεν κερδαίνουσιν άλλο τι, ειμή, φεύγοντες μίαν αίρεσιν, προσχωρούσιν εις μίαν άλλην. Βεβαίως δεν έχουσι συνείδησιν ότι προσχωρούσιν εις αίρεσιν, αλλά τουτο ουδαμώς μεταβάλλει τα πράγματα.
Μη νομίσης ότι είμαι άδικος η υπερβολικός. Θα αποδείξω ως απολύτως αληθή τον ισχυρισμόν μου. Και ιδού: Τι είνε αίρεσις, αγαπητέ π. Νικόδημε; Η νοθεία της Πίστεως! Τι είνε όμως νοθεία της Πίστεως; Η αθέτησις Δογμάτων; Βεβαίως και αυτό είνε νοθεία της Πίστεως, αλλά δεν είνε μόνον αυτό. Νοθεία της Πίστεως είνε και η αναγωγή εις Δόγματα Πίστεως πραγμάτων μη όντων τοιούτων. Αν δηλαδή θελήση τις να αναγάγη εις Δόγμα Πίστεως, εις όρον σωτηρίας, πράγμα τι δευτερεύον, έστω και καλόν, τότε καθίσταται αυτομάτως αιρετικός! Θέλεις παράδειγμα; Έχεις τους περιφήμους Ευσταθιανούς! Τι έπραξαν αυτοί; Ηθέτησαν Δόγματα Πίστεως; Ποιον; Μήπως το περί Αγίας Τριάδος; Μήπως το περί των δύο φύσεων του Κυρίου; Μήπως το περί Αγγέλων; Μήπως το περί Διαβόλου κλπ. κλπ.; Όχι! Ουδέν Δόγμα ηθέτησαν. Αλλά τότε τι έπραξαν; Ανήγαγον εις Δόγματα Πίστεως, εις Όρους σωτηρίας, πράγματα δευτερεύοντα. Την αγαμίαν και την αποχήν κρεών. Η Εκκλησία έλεγε: Καλά και άγια και θεάρεστα και αξιοσύστατα είνε αυτά τα πράγματα, αλλά δεν είνε όροι σωτηρίας, δεν είνε δόγματα Πίστεως. ΟΧΙ εφρίαττον οι Ευσταθιανοί! Ο μη απεχόμενος γάμου και κρεών ου δύναται σωθήναι! Τι συνέβη τότε; Η Εκκλησία δια της εν Γάγγρα Συνόδου απεκήρυξεν αυτούς ως αιρετικούς και εξεφώνησε κατ’αυτών ορμαθόν αναθεμάτων».
Να λοιπόν πως ξεσκέπασε ο μακαριστός πατήρ, με τον φωτισμό του Αγ. Πνεύματος που είχε, την πλάνη των ζηλωτών. Είναι φοβερά αυτά που αναφέρει ο ιερός πατήρ, διότι σε τι διαφέρει το πειρασμικό πείσμα των Ευσταθιανών με το παρόμοιο των Ζηλωτών; Κολάσιμο έλεγαν οι Ευσταθιανοί πως είναι ο γάμος και το κρέας! Επίσης κολάσιμο λένε οι ζηλωτές πως είναι η αλλαγή του Εορτολογίου κατά 13 ημέρες. Και εξαιτίας αυτής της αλλαγής, αποχώρησαν μόνοι τους από την Μία Εκκλησία και έκαναν δικιά τους «Εκκλησία», μάλλον πολλές «Εκκλησίες», με αποτέλεσμα να αλληλοαφορίζονται και να αλληλοανθεματίζονται. Μόνο αυτό να κοιτάξει κανείς, του αρκεί να εννοήσει, πως το κίνημα των ζηλωτών είναι εξ ολοκλήρου πειρασμικό.
Και συνεχίζει ο άγιος Γέροντας Επιφάνιος το λόγο του στην επιστολή του:
«Καλή και αγία, αγαπητέ π. Νικόδημε, είνε η εορτολογική ομοιομορφία (ήτις πάντως ουδέποτε υπήρξε καθολικώς εν τη Εκκλησία), αλλά δεν είνε Δόγμα Πίστεως, δεν είνε όρος σωτηρίας. Όχι! κραυγάζουσιν οι Παλαιοημερολογίται! Η διάσπασις της εορτολογικής ομοιομορφίας εστέρησε την Εκκλησίαν της Χάριτος, κατέστησεν (άκουσον και φρίξον!) άκυρα τα Μυστήρια αυτής και επομένως οι Νεοημερολογίται είνε εκτός Χάριτος, ήτοι εκτός σωτηρίας!! Αυτός ο φρικαλέος ισχυρισμός, αδελφέ Νικόδημε, συνιστά φοβεράν αίρεσιν και βλασφημίαν κατά του Αγίου Πνεύματος. Ανήγαγον οι ταλαίπωροι εις Δόγματα Πίστεως, εις όρους σωτηρίας, στοιχεία… ημερολογιακά και εορτολογικά!…».
Αλήθεια ύστερα από αυτό το άπλετο φως που έρριξε ο μακαριστός πατήρ στο θέμα του παλαιού ημερολογίου, ποιός παλαιοημερολογίτης θα ισχυριστεί πως το θέμα του Εορτολογίου αποτελεί Δόγμα Πίστεως και όρο σωτηρίας; Εάν, ο μη γένοιτο, συνεχίζουν να επιμένουν πάλι σ αὐτά, δεν θα φοβηθούν την κατάληξη των Ευσταθιανών, που καταδικάστηκαν ως αιρετικοί για παρόμοιο θέμα; Και τι πιο χειρότερο υπάρχει να ονομάσει η Εκκλησία μας ορισμένα μέλη τους Σώματός της αιρετικούς και να τους αποκόψει από το Σώμα της; Στώμεν καλώς λοιπόν και στώμεν μετά φόβου. Επίσης, μία μεγάλη συκοφαντία που ρίχνουν οι ζηλωτές και όχι μόνο, στον μακαριστό γέροντα είναι πως τεχνηέντως ο π. Επιφάνιος μέσα από τα γραπτά του ευνοεί τους οικουμενιστάς!! Αυτό είναι πέρα για πέρα αστήρικτη και άδικη συκοφαντία, διότι αν μελετήσει κανείς καλά και σε βάθος μόνον τις δύο μεγαλειώδεις επιστολές που έστειλε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, εκεί θα δει πως γελοιοποιούνται οι συκοφάντες, διότι τέτοιον δριμύ έλεγχο προς Πατριάρχη ποιός άλλος τόλμησε ποτέ; Και μη μου πείτε πως ήταν λίγος ο κίνδυνος από τη μεγάλη τόλμη του ελέγχου προς τον Πατριάρχη. Όμως η φλόγα της αγάπης για την Εκκλησία που έκαιγε μέσα στην καθαρή καρδιά του πατρός δεν άφηνε περιθώρια να σιωπήσει.
Και επειδή δεν επιθυμώ να γράψω περισσότερα για το ζήτημα των ζηλωτών, θα αναφέρω ως επίλογο το τέλος των επιστολών του μακαριστού πατρός προς τον μοναχό Νικόδημο αγιορείτη, ο οποίος σημειωτέον δεν υπήρξε ζηλωτής και ζητώ συγγνώμη που τον αποκάλεσα έτσι στο προηγούμενο δημοσιευθέν κείμενό μου. Λέει λοιπόν ο σοφός γέροντας Επιφάνιος:
«Ταύτα, πολυφίλητε π. Νικόδημε, είχον γράψαι σοι τε και τη ιερά και θεοφιλεί Συνοδεία σου. Έγραψα δ’ «εκ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας». Η όλη κατάστασις της Ορθοδόξου Εκκλησίας είνε σήμερον λίαν θλιβερά. Ίσως τελικώς δεν θα αποτραπώσι μεγάλαι περιπέτειαι. Πρόσχωμεν! Εν ταπεινώσει, εν προσευχή, εν νηστεία, εν κατανύξει, ζητήσωμεν παρά του Κυρίου φωτισμόν πως δει ημάς περιπατήσαι εν τοις επερχομένοις. Διπλούς ο κίνδυνος της Εκκλησίας: Ένθεν ο σατανοκίνητος Οικουμενισμός και εκείθεν ο ψυχόλεθρος Φανατισμός (σημ. εννοεί τον Ζηλωτισμό) ο οδηγών τελικώς εις φρικαλέας βλασφημίας και αιρέσεις και επισκοτίζων την αλήθειαν. Φοβηθώμεν αμφότερα και αμφότερα φύγωμεν. Ουκ εκκλινούμεν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μέση και βασιλική οδώ πορευσόμεθα. Αύτη δ’ έστιν η της ακηράτου Ορθοδοξίας οδός, ήτις και ακριβείας φύλαξιν οίδε και οικονομίας επίδειξιν ουκ αγνοεί».
Εδώ θαυμάζουμε την πλούσια διάκριση του σοφού πατρός, ο οποίος μας επισημαίνει πως η Εκκλησία μας οφείλει να περπατήσει τη μέση και βασιλική οδό και με πολύ φόβο Θεού να χρησιμοποιεί πότε την ακρίβεια και πότε την οικονομία, δηλαδή την κατά Θεόν οικονομία, διότι υπάρχει και οικονομία, όχι κατά Θεόν που οδηγεί στην ασέβεια και στην ασωτία. Ομοίως υπάρχει και ακρίβεια που οδηγεί στην ασπλαγχνία και στο απολυταρχισμό. Έτσι λοιπόν επαναλαμβάνουμε, πως καλούνται όλοι οι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ηγέτες και όχι μόνο, να αποκτήσουν τη διάκριση που λέγεται φωτισμός του Αγίου Πνεύματος, ώστε να είναι άξιοι να χρησιμοποιούν κατά Θεόν την ακρίβεια και την οικονομία. Ώστε του λοιπού, αφού το πετύχουμε αυτό με τη βοήθεια του Αγίου Τριαδικού Θεού μας να δούμε την Αγία μας Ορθοδοξία κυρίαρχη και δοξασμένη από όλους τους ανθρώπους που είναι καλοπροαίρετοι. Αμήν.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
Πρόλογος
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ μας είναι από τη φύση της καθολική και ασφαλώς οικουμενική (παγκόσμια). Έχει ανοιχτή την αγκαλιά της σ' όλους τους ανθρώπους, κάθε φυλής και εποχής, και τους καλεί να έρθουν κοντά της. O Χριστός, που είναι ή κεφαλή της, απευθύνει διαχρονικά στον κόσμο το «δεύτε προς με πάντες», ενώ παράλληλα στέλνει τους μαθητές Του να διδάξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας «εις πάντα τα έθνη».
Αυτή τη συστατική και φυσική ιδιότητα της Εκκλησίας, την οικουμενικότητα-παγκοσμιότητα, τη διεκδικούν σήμερα δυο κινήματα, που εκφράζουν το πνεύμα της εποχής: ό Οικουμενισμός και ή Παγκοσμιοποίηση. Η Παγκοσμιοποίηση προωθείται από ισχυρές πολιτικοοικονομικές δυνάμεις και προβάλλει το μοντέλο μιας ενοποιημένης ανθρωπότητας, ενώ ό Οικουμενισμός δραστηριοποιείται στον θρησκευτικό χώρο, επιδιώκοντας την εκπλήρωση του οράματος ενός ενωμένου Χριστιανισμού και στοχεύοντας τελικά σε μια οικουμενική θρησκεία, μια Πανθρησκεία. Στο τεύχος τούτο επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε το κίνημα του Οικουμενισμού -στο οποίο συμμετέχει και ή Ορθοδοξία-, επειδή αυτό παραμένει άγνωστο στο ευρύτερο πλήρωμα της Εκκλησίας μας και επειδή οι εξελίξεις στους κόλπους του προκαλούν ανησυχία και προβληματισμό.
Ίσως ν' ακούγεται περίεργα, αλλά είναι γεγονός ότι σήμερα ό Οικουμενισμός απειλεί την οικουμενικότητα της Εκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει όλο και περισσότερο σε συμβιβαστικές-συγκρητιστικές τακτικές, που αναιρούν θεμελιώδεις αρχές της ορθοδόξου πίστεως. Και, ας μην το λησμονούμε, ή ορθή πίστη είναι ή πρώτη και κύρια προϋπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου, σύμφωνα με τη θεόπνευστη αγιοπατερική απόφανση:
«Όστις βούλεται σωθήναι, προ πάντων χρή αυτώ την καθολική κρατήσαι πίστιν, ην ει μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειεν, άνευ δισταγμού, εις τον αιώνα απολείται» (Σύμβολο της Πίστεως αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας).
Έτσι, λοιπόν, αν το σωτήριο μήνυμα της Ορθοδοξίας μας χαθεί ανάμεσα στα πλάνα μηνύματα των ετεροδόξων και των αλλοθρήσκων, για χάρη ενός ουτοπικού οικουμενιστικού οράματος, τότε θα χαθεί και η ελπίδα του κόσμου.
Τι είναι ό Οικουμενισμός.
Ο Οικουμενισμός είναι μια κίνηση, που διακηρύσσει ότι έχει ως σκοπό την ενότητα του διαιρεμένου χριστιανικού κόσμου (Ορθοδόξων, Παπικών, Προτεσταντών, κ.ά.). H ιδέα της ενότητας συγκινεί κάθε ευαίσθητη χριστιανική ψυχή και ανταποκρίνεται στους μύχιους πόθους της. Την ιδέα αυτή οικειοποιείται και ό Οικουμενισμός. Άλλα το ενωτικό του όραμα, όραμα κατεξοχήν πνευματικό, το στηρίζει κυρίως πάνω στις ανθρώπινες προσπάθειες και όχι στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί, όταν συναντήσει την ανθρώπινη μετάνοια και ταπείνωση, να κάνει αυτό το όραμα πραγματικότητα. H ποθητή ενότητα, αν και όταν συμβεί, δεν θα είναι παρά ένα θαύμα του Θεού.
Πότε εμφανίστηκε.
Οι ρίζες του Οικουμενισμού πρέπει ν' αναζητηθούν στον προτεσταντικό χώρο, στα μέσα του 19ου αί. Τότε κάποιες χριστιανικές Ομολογίες, βλέποντας τον κόσμο να φεύγει από κοντά τους λόγω της αυξανόμενης θρησκευτικής αδιαφορίας και των οργανωμένων αντιθρησκευτικών κινημάτων, αναγκάστηκαν σε μια συσπείρωση και συνεργασία. Αυτή ή ενωτική δραστηριότητα τους έλαβε οργανωμένη πλέον μορφή, ως Οικουμενική Κίνηση, τον 20ό αι., και κυρίως το 1948, με την ίδρυση στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), που εδρεύει στη Γενεύη.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι το Π.Σ.Ε. δεν θα μπορούσε ποτέ να πάρει "οικουμενικό" χαρακτήρα, αλλά θα παρέμενε απλά μια ενδοπροτεσταντική υπόθεση, αν δεν συμμετείχαν και κάποιες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Οι Ρωμαιοκαθολικοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Αργότερα όμως, χωρίς να ενταχθούν στο Π.Σ.Ε., μπήκαν κι αυτοί στην Οικουμενική Κίνηση. Με σχετικό διάταγμα της Β' Βατικανής Συνόδου (1964), εγκαινίασαν έναν δικό τους Οικουμενισμό που στοχεύει στην ένωση όλων των Χριστιανών κάτω από την παπική εξουσία.
H συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι σημαντική ώθηση στη δημιουργία της Οικουμενικής Κινήσεως έδωσε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ιδιαίτερα μάλιστα με το Διάγγελμα του 1920, που, όπως αποδείχθηκε, αποτέλεσε τη βάση και τον "Καταστατικό Χάρτη" της συμμετοχής των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση. Το Διάγγελμα αυτό ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην ιστορία της Εκκλησίας, επειδή για πρώτη φορά επίσημο ορθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε όλες τις ετερόδοξες Κοινότητες της Δύσεως "Εκκλησίες", «ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και σύσσωμους της επαγγελίας του Θεού». Έτσι ανέτρεπε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Και για να μην αναφερθούμε σε παλαιότερες εποχές, φτάνει να θυμηθούμε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) το ίδιο Πατριαρχείο, σε εγκύκλιο του τοποθετούσε τον Παπισμό εκτός Εκκλησίας, επειδή εισήγαγε «αιρετικός διδασκαλίας και καινοτομίας». Για αυτό και καλούσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να επιστρέψουν στους κόλπους της μιας Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδοξίας.
Το Διάγγελμα του 1920 έχοντας ως πρότυπο τη διακρατική «Κοινωνία των Εθνών», πρότεινε τη σύμπηξη μιας «συνάφειας και κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών», με κυριότερους στόχους:
α) την επανεξέταση των δογματικών διαφορών με συμβιβαστική διάθεση,
β) την παραδοχή ενιαίου ημερολογίου (ή μερική εφαρμογή του οποίου επέφερε, δυστυχώς, ενδοορθόδοξο εορτολογικό διχασμό), και
γ) τη συγκρότηση παγχριστιανικών συνεδρίων.
Έκτος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όλες σχεδόν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ζήτησαν σταδιακά να γίνουν, και έγιναν, δεκτές ως μέλη του Π.Σ.Ε. Μερικές, ωστόσο, αναγκάστηκαν αργότερα ν' αναδιπλωθούν και ν' αποχωρήσουν, καθώς αφενός παρακολουθούσαν με απογοήτευση τον εκφυλισμό του και αφετέρου πιέζονταν από τις έντονες αντιοικουμενιστικές αντιδράσεις του ποιμνίου τους. Εύλογο πρόβαλλε το ερώτημα: Πώς, άραγε, μπορεί ή Ορθοδοξία να είναι ενταγμένη ως "μέλος" σε "κάτι", τη στιγμή που ή ίδια είναι το "όλον", το Σώμα του Χρίστου, και που καλεί όλους να γίνουν μέλη Του; H παρουσία, άλλωστε, των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε., λόγω του τρόπου συγκροτήσεως και λειτουργίας του, ήταν πάντα ισχνή, ατελέσφορη και διακοσμητική. Οι αποφάσεις του διαμορφώνονταν αποκλειστικά από την ποσοτική υπεροχή των προτεσταντικών ψήφων. Βέβαια, μέχρι το 1961, οι Ορθόδοξοι στις Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ιδιαίτερες δηλώσεις -μερικές αποτελούν μνημειώδη ομολογιακά κείμενα- ως εκπρόσωποι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Όσον αφορά στο οικουμενιστικό άνοιγμα του Βατικανού, ή ανταπόκριση της Ορθοδοξίας υπήρξε θετική, με κύριο εκφραστή της τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. O Πατριάρχης συναντήθηκε με τον πάπα Παύλο ΣΤ' στα Ιεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054 και υποστήριξε το "διάλογο της αγάπης", προωθώντας έτσι τους στόχους της Β' Βατικανής Συνόδου.
Τα θεωρητικά "ανοίγματα" του Οικουμενισμού.
1) Ο Οικουμενισμός, για να υλοποιήσει τους στόχους του, αναγκάζεται να παραθεωρήσει ή και ν' αναθεωρήσει ορισμένες βασικές αρχές της Ορθοδοξίας. Προβάλλει την αντίληψη της "Διευρυμένης Εκκλησίας", σύμφωνα με την οποία ή Εκκλησία είναι μία και περιλαμβάνει τους Χριστιανούς κάθε Ομολογίας, από τη στιγμή που δέχτηκαν το βάπτισμα. Έτσι όλες οι χριστιανικές Ομολογίες είναι μεταξύ τους "Αδελφές Εκκλησίες".
2) Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται και ή ιδέα της "Παγκόσμιας ορατής Εκκλησίας": H Εκκλησία που υφίσταται τάχα "αόρατα" και απαρτίζεται απ' όλους τους Χριστιανούς, θα φανερωθεί και στην ορατή της διάσταση με τις κοινές ενωτικές προσπάθειες.
3) Τις αντιλήψεις αυτές επηρέασε και ή προτεσταντική Θεωρία των κλάδων, σύμφωνα με την οποία ή Εκκλησία είναι ένα "δένδρο" με "κλαδιά" όλες τις χριστιανικές Ομολογίες, καθεμιά από τις οποίες κατέχει ένα μόνο μέρος της αλήθειας.
4) Ας προστεθεί επίσης και ή θεωρία των "δύο πνευμόνων", που αναπτύχθηκε μεταξύ ορθοδόξων οικουμενιστών και Παπικών. Σύμφωνα μ' αυτήν Ορθοδοξία και Παπισμός είναι οι δύο πνεύμονες, με τους οποίους αναπνέει ή Εκκλησία. Για ν' αρχίσει τάχα ν' αναπνέει ορθά και πάλι, θα πρέπει οι δύο πνεύμονες να συγχρονίσουν την αναπνοή τους.
5) Τέλος, στις μεθόδους, που χρησιμοποιεί ό Οικουμενισμός για την προσέγγιση των Χριστιανών, περιλαμβάνεται και ό δογματικός μινιμαλισμός. Πρόκειται για προσπάθεια να συρρικνωθούν τα δόγματα στα πιο αναγκαία, σ' ένα "μίνιμουμ" (=ελάχιστο), προκειμένου να υπερπηδηθούν οι δογματικές διαφορές μεταξύ των Ομολογιών. Το αποτέλεσμα όμως είναι ή παραθεώρηση του δόγματος, ό υποβιβασμός και ή ελαχιστοποίηση της σημασίας του. «Ας ενωθούν», λένε, «οι Χριστιανοί, και τα δόγματα τα συζητούν αργότερα ο! θεολόγοι»! Με τη μέθοδο βέβαια του δογματικού μινιμαλισμού είναι ίσως εύκολο να ενωθούν οι Χριστιανοί. Οι τέτοιοι "Χριστιανοί" όμως μπορεί να είναι "Ορθόδοξοι, δηλαδή αληθινά Χριστιανοί;
Η ορθόδοξη αντίληψη για την Εκκλησία.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, Εκκλησία και Ορθοδοξία ταυτίζονται. H Εκκλησία είναι οπωσδήποτε Ορθόδοξη και ή Ορθοδοξία είναι ή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού. Και επειδή ό Χριστός είναι ένας, άρα και ή Εκκλησία είναι μία. Γι` αυτό ποτέ δεν νοείται διαίρεση στην Εκκλησία. Μόνο χωρισμό από την Εκκλησία έχουμε. Σε συγκεκριμένες δηλαδή ιστορικές στιγμές οι αιρετικοί και οι σχισματικοί αποκόπηκαν απ' αυτήν, κι έτσι έπαψαν να είναι μέλη της.
H Εκκλησία κατέχει το πλήρωμα της αλήθειας, όχι μιας αφηρημένης αλήθειας, αλλά ενός τρόπου ζωής που σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο και τον κάνει "κατά χάριν Θεό". "Αντίθετα, ή αίρεση αποτελεί ολική ή μερική άρνηση της αλήθειας, ένα κομμάτιασμά της, που έτσι παίρνει το χαρακτήρα και την παθολογία μιας ιδεολογίας. Χωρίζει τον άνθρωπο από τον τρόπο υπάρξεως που έδωσε ό Θεός στην Εκκλησία Του και τον θανατώνει πνευματικά.
Τα δόγματα επίσης, τα οποία περικλείουν τις υπερβατικές αλήθειες της πίστεως μας, δεν είναι αφηρημένες έννοιες και διανοητικές συλλήψεις, ούτε, πολύ περισσότερο, μεσαιωνικός σκοταδισμός ή θεολογικός σχολαστικισμός. Εκφράζουν την εμπειρία και το βίωμα της Εκκλησίας. Γι` αυτό, όταν υπάρχει διαφορά στα δόγματα, υπάρχει οπωσδήποτε και διαφορά στον τρόπο ζωής. Κι όποιος υποτιμά την ακρίβεια της πίστεως, δεν μπορεί να ζήσει την πληρότητα της εν Χριστώ ζωής.
Ο Χριστιανός πρέπει να δεχθεί όλα όσα αποκάλυψε ό Χριστός. Όχι ένα "μίνιμουμ", αλλά το σύνολο. Γιατί στην ολότητα και την ακεραιότητα της πίστεως διασώζονται ή καθολικότητα και ή ορθοδοξία της Εκκλησίας. Έτσι εξηγούνται οι μέχρις αίματος αγώνες των αγίων Πατέρων για τη διαφύλαξη της πίστεως της Εκκλησίας, καθώς και ή μεριμνά τους για τη διατύπωση, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, των "όρων" των Οικουμενικών Συνόδων. Οι "όροι" αυτοί δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά τα όρια, τα σύνορα της αλήθειας, για να μπορούν οι πιστοί να διακρίνουν την Εκκλησία, ως Ορθοδοξία, από την αίρεση.
Οι ετερόδοξοι, με το να αρνηθούν την πληρότητα τής αλήθειας, χωρίστηκαν από την Εκκλησία. Γι` αυτό και είναι αιρετικοί. Επομένως στερούνται την αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, και τα "Μυστήρια" τους είναι άκυρα, Το βάπτισμα λοιπόν, που τελούν, δεν μπορεί να τους εισαγάγει στην Εκκλησία του Χριστού. «Τους γαρ παρά των αιρετικών βαπτισθέντας ή χειροτονηθέντας ούτε πιστούς ούτε κληρικούς είναι δυνατόν», μας λέει ό ΞΗ' κανόνας των Αγίων Αποστόλων. Και ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης συμπληρώνει: «Όλων των αιρετικών το βάπτισμα είναι ασεβές και βλάσφημοι και ουδεμία κοινωνία έχει προς το των Ορθοδόξων».
Τι μας λένε όμως οι ορθόδοξοι οικουμενιστές;
Ορθόδοξος ιεράρχης διακήρυσσε ότι «το Άγιο Πνεύμα επενεργεί σε κάθε χριστιανικό βάπτισμα» και ότι ό αναβαπτισμός των ετεροδόξων Χριστιανών από τους Ορθοδόξους εμπνέεται από «στενοκεφαλιά, φανατισμό και μισαλλοδοξία... Είναι μια αδικία κατά του χριστιανικού Βαπτίσματος και πραγματικά μία βλασφημία του Αγίου Πνεύματος»!
Άλλος ιεράρχης δήλωσε απευθυνόμενος σε ετεροδόξους: «Είμεθα όλοι μέλη Χριστού, ένα και μοναδικό σώμα, μια και μοναδική "καινή κτίσης" έφ' όσον το κοινό μας βάπτισμα μας ελευθέρωσε από τον θάνατο».
Η οικουμενιστική εκκλησιολογία εκφράστηκε από επίσημα ορθόδοξα χείλη και ως έξης: «Οφείλομε να είμεθα έτοιμοι να αναζητήσομε και να αναγνωρίσομε την παρουσία της Εκκλησίας και εκτός των ιδικών μας κανονικών ορίων, προς τα οποία ταυτίζομε την μίαν, αγίαν, καθολική και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Άλλα υπάρχουν και τολμηρότεροι, που οραματίζονται την "επανίδρυση" της Εκκλησίας διαμέσου της ενώσεως όλων των Χριστιανών: Ορθόδοξος ιεράρχης διατείνεται ότι «έχουμε ανάγκη ενός νέου Χριστιανισμού, που θα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε νέες αντιλήψεις και όρους. Δεν μπορούμε να διδάξουμε το είδος της θρησκείας που παραλάβαμε στις ερχόμενες γενιές».
Οι διάλογοι.
Ο Οικουμενισμός, για να προωθήσει τα σχέδια του, χρησιμοποιεί πολλά μέσα. Το βασικότερο είναι οι διάλογοι. Κανείς δεν αγνοεί ότι ή Ορθόδοξη Εκκλησία από τη φύση της είναι ανοιχτή στο διάλογο. Ο Θεός πάντοτε διαλέγεται με τον άνθρωπο και οι Άγιοι της Εκκλησίας δεν αρνήθηκαν ποτέ τη διαλεκτική επικοινωνία τους με τον κόσμο. Οι Άγιοι, έχοντας αυτοσυνειδησία της κοινωνίας τους με το Θεό, προσπαθούσαν με το διάλογο να μεταδώσουν την εμπειρία της αλήθειας που βίωναν. Γι` αυτούς ή αλήθεια δεν ήταν αντικείμενο έρευνας. Δεν την αναζητούσαν, δεν την διαπραγματεύονταν απλά την πρόσφεραν. Αν Ο διάλογος δεν οδηγούσε τους ετερόδοξους στην απόρριψη της πλάνης τους και στην αποδοχή της ορθοδόξου πίστεως, δεν τον συνέχιζαν.
Δυο χρόνια διαλεγόταν Ο άγιος Μάρκος Ο Ευγενικός με τους Παπικούς στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας όμως την υπεροψία, την αδιαλλαξία και την εμμονή τους στην πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τους ορθόδοξους πιστούς: «Ν' αποφεύγετε τους Παπικούς, όπως αποφεύγει κανείς το φίδι».
Θεολογικό διάλογο είχε αρχίσει και Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β' Ο Τρανός με τους προτεστάντες θεολόγους της Τυβίγγης (1579). Όταν διαπίστωσε όμως ότι o διάλογος δεν απέφερε κανέναν καρπό, τον διέκοψε. «Σάς παρακαλούμε», τους έγραφε, «μη μας κουράζετε άλλο... Ας πορευθείτε τον δικό σας δρόμο. Αν θέλετε, μπορείτε να μας γράφετε, αλλά όχι πλέον για δόγματα πίστεως».
Οι διάλογοι του Οικουμενισμού.
Οι σύγχρονοι οικουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά από τους διάλογους των Αγίων, γιατί διεξάγονται με βάση τις αρχές της διευρυμένης Εκκλησίας και του δογματικού μινιμαλισμού. Γι` αυτό είναι ανορθόδοξοι και άκαρποι. Απόδειξη, ότι στα εκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγής τους δεν έχουν προσφέρει τίποτε το αξιόλογο στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Αντίθετα μάλιστα, κατάφεραν να διχάσουν τους Ορθοδόξους! Τα κυριότερα σημεία της παθολογίας των σημερινών διαλόγων είναι τα εξής:
Α'. Έλλειψη ορθόδοξης ομολογίας: Στους διάλογους ορισμένοι Ορθόδοξοι δεν εκφράζουν την ακράδαντη πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι αυτή αποτελεί τη μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού πάνω στη γη. Δεν προβάλλουν, επίσης, την αγιασμένη παράδοση και την πνευματική εμπειρία της Ορθοδοξίας, που διαφέρουν από τις παραδόσεις και τις εμπειρίες του δυτικού Χριστιανισμού. Μόνο μια τέτοια ομολογιακή στάση θα μπορούσε να καταξιώσει και να κάνει γόνιμη την ορθόδοξη παρουσία στους διάλογους.
Β'. Έλλειψη ειλικρίνειας: Το έλλειμμα της ορθόδοξης μαρτυρίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη ανειλικρίνεια των ετεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τον διαχριστιανικό διάλογο και τον καθιστά αναποτελεσματικό. Γι` αυτό πολλές φορές είτε παρατηρούνται αμοιβαίες επιφανειακές υποχωρήσεις είτε χρησιμοποιείται διφορούμενη γλώσσα και ορολογία, προκειμένου να συγκαλύπτονται οι διαφορές. Αν πρώτα-πρώτα οι Ρωμαιοκαθολικοί ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με σαφήνεια στους οικουμενιστικούς κύκλους αυτό που τονίζουν στους δικούς τους πιστούς την αδιάλλακτη δηλαδή προσήλωση τους στο παπικό πρωτείο και αλάθητο. Έτσι, βέβαια, θα φαινόταν ξεκάθαρα και το πώς οραματίζονται την ενότητα των Χριστιανών: όχι ως ενότητα πίστεως αλλά ως υποταγή όλων κάτω από την παπική εξουσία. Επιπλέον θα επιβεβαιωνόταν ή διαπίστωση ότι ό παπικός θεσμός αφενός αποτελεί την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και αφετέρου χρησιμοποιεί τους διάλογους για την εξυπηρέτηση και μόνο της επεκτατικής του πολιτικής. Κύρια έκφραση της ανειλικρίνειας των Παπικών αποτελεί ή διατήρηση και ή ενίσχυση της Ουνίας. Πρόκειται για έναν ύπουλο θεσμό, τον οποίο ο Παπισμός χρησιμοποίησε και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως ενωτικό μοντέλο, παρ' όλες τις έντονες διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων και παρά το ότι αυτός σήμερα αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο στους διμερείς διάλογους. Αν πάλι οι ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με ευθύτητα ότι δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να υποχωρήσουν από τις βασικές προτεσταντικές τους αρχές και ότι άλλες, τελικά, είναι οι αιτίες που τους αναγκάζουν να έρχονται σε διάλογο. Αυτό, άλλωστε, φανερώνει και ο κατήφορος που έχουν πάρει οι "Εκκλησίες" τους (ιεροσύνη γυναικών, γάμοι ομοφυλοφίλων κ.ά.).
Γ'. Υπερτονισμός της αγάπης: Επειδή ή ανειλικρίνεια και οι ιδιοτελείς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τους διάλογους, που κατάντησαν σε ατέρμονες και άκαρπες θεολογικές συζητήσεις, επιχειρήθηκε μια στροφή. Οι διάλογοι τώρα ονομάστηκαν "διάλογοι αγάπης" τόσο για λόγους εντυπώσεων όσο και για να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δογματικών διενέξεων. «H αγάπη προέχει», τονίζουν. «H αγάπη επιβάλλει να ενωθούμε, έστω κι αν υπάρχουν δογματικές διαφορές». Γι' αυτό και ή πρακτική στους σημερινούς διάλογους είναι να μη συζητούνται αυτά που χωρίζουν, αλλά αυτά που ενώνουν, ώστε να δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ενότητας και κοινής πίστεως. στις Οικουμενικές Συνόδους όμως οι Πατέρες συζητούσαν πάντοτε αυτά που χώριζαν. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα σε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ πλευρών που έχουν διαφορές: Συζητούνται αυτά που χωρίζουν- γι' αυτό εξάλλου γίνεται ο διάλογος- και όχι αυτά που ενώνουν. Για μας τους Ορθοδόξους ή Αγάπη και ή Αλήθεια είναι έννοιες αδιάσπαστες. Διάλογος αγάπης χωρίς την αλήθεια είναι ψεύτικος και αφύσικος διάλογος. Ενώ διάλογος αγάπης "εν αλήθεια" σημαίνει: Διαλέγομαι με τους ετεροδόξους από αγάπη, για να τους επισημάνω που βρίσκονται τα λάθη τους και πώς θα οδηγηθούν στην αλήθεια. Εάν πραγματικά τους αγαπώ, πρέπει να τους πω την αλήθεια, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο ή οδυνηρό.
Δ'. Άμβλυνση ορθοδόξων κριτηρίων: Στην παθολογία των διαλόγων ανήκει και ή άμβλυνση των ορθοδόξων θεολογικών κριτηρίων, που προκύπτει από την καλλιέργεια μιας "οικουμενικής αβροφροσύνης", προσωπικών σχέσεων και φιλίας ανάμεσα στους ετερόδοξους θεολόγους. H πίστη θεωρείται όχι ή αλήθεια, που σώζει, αλλά ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών, που επιδέχονται συμβιβασμούς. Ισχυρίζονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές: "Διάλογο κάνουμε, δεν αλλάζουμε την πίστη μας!". Και ασφαλώς ό διάλογος, ως "αγαπητική έξοδος" προς τον άλλον, είναι θεάρεστος. Ο οικουμενιστικός όμως διάλογος, όπως διεξάγεται σήμερα, δεν είναι συνάντηση στην αλήθεια, αλλά είναι "αμοιβαία αναγνώριση". Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τις ετερόδοξες Κοινότητες ως Εκκλησίες, ότι αποδεχόμαστε πώς οι δογματικές διαφορές τους αποτελούν "νόμιμες εκφράσεις" της ίδιας πίστεως. "Έτσι όμως πέφτουμε στην παγίδα του δογματικού συγκρητισμού: Τοποθετούμε στο ίδιο επίπεδο την αλήθεια με την πλάνη, εξισώνουμε το φως με το σκοτάδι.
Ε'. Συμπροσευχές: Οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, με την άμβλυνση των θεολογικών τους κριτηρίων, είναι πολύ φυσικό να συμμετέχουν χωρίς αναστολές σε κοινές με τους ετερόδοξους λατρευτικές εκδηλώσεις και συμπροσευχές, που πραγματοποιούνται συχνά στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων. Γνωρίζουν ότι με τον οικουμενιστικό αυτό συμπνευματισμό δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που απαιτείται για την προώθηση της ενωτικής προσπάθειας. Οι ιεροί Κανόνες όμως της Εκκλησίας μας απαγορεύουν αυστηρά τις συμπροσευχές με τους ετερόδοξους. Γιατί οι ετερόδοξοι δεν έχουν την ίδια πίστη μ' εμάς. Πιστεύουν σ' έναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι' αυτό και ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός τους αποκαλεί απίστους: «O μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων άπιστος εστίν». Η συμπροσευχή λοιπόν απαγορεύεται, επειδή δηλώνει συμμετοχή στην πίστη του συμπροσευχομένου και δίνει σ' αυτόν την ψευδαίσθηση ότι δεν βρίσκεται στην πλάνη, οπότε δεν χρειάζεται να επιστρέψει στην αλήθεια.
Στ'. Διακοινωνία: Αν οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, πολύ περισσότερο αποκλείουν τη συμμετοχή μας στα "Μυστήρια" τους. Και στο σημείο αυτό όμως οι Ορθόδοξοι δεν φανήκαμε συνεπείς. Η Β' Βατικανή Σύνοδος, μέσα στα πλαίσια του οικουμενιστικού "ανοίγματος" που έκανε, πρότεινε τη Διακοινωνία με τους Ορθοδόξους: Παπικοί θα μπορούν να κοινωνούν σε ορθόδοξους ναούς και Ορθόδοξοι σε παπικούς. Με τον τρόπο αυτό τόσο οι Παπικοί όσο και οι ορθόδοξοι οικουμενιστές πιστεύουν ότι σταδιακά θα επέλθει de facto ή ένωση Παπισμού και Ορθοδοξίας, παρ' όλες τις δογματικές τους διαφορές. Αν για τους Παπικούς μια τέτοια θέση δικαιολογείται από την αντίληψη που έχουν για την Εκκλησία και τα Μυστήρια (κτιστή χάρη κ.λπ.), για μας τους Ορθοδόξους είναι παράλογη και απαράδεκτη. H Εκκλησία μας ποτέ δεν θεώρησε τη θεία Ευχαριστία ως μέσο για την επίτευξη της ενότητας, αλλά πάντοτε ως σφραγίδα και επιστέγασμά της. Άλλωστε, το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη. Αν δηλαδή ένας Ορθόδοξος κοινωνεί σε παπικό ναό, αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται και την παπική πίστη.
Συνεργασία σε πρακτικά θέματα.
Άλλο μέσο για την επίτευξη των σκοπών του Οικουμενισμού αποτελεί ή διαχριστιανική συνεργασία σε πρακτικούς τομείς. Οι οικουμενιστές διατείνονται ότι τα ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά κ. ά.) οφείλουν να μας ενώνουν. Η Εκκλησία, ασφαλώς, έδειχνε και δείχνει πάντα μεγάλη ευαισθησία σ` όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, ωστόσο ή από κοινού με τους αιρετικούς αντιμετώπιση τους παρουσιάζει τα έξης μειονεκτήματα:
α) Η φωνή της Ορθοδοξίας, όταν συμφύρετε με τις άλλες χριστιανικές φωνές, χάνει τη διαύγεια της και αδυνατεί να κοινοποιήσει στον σημερινό άνθρωπο τον δικό της μοναδικό τρόπο ζωής, που είναι Θεανθρωποκεντρικός, σε αντίθεση με τον ανθρωποκεντρικό τρόπο ζωής των ετεροδόξων.
β) Η Εκκλησία υποκύπτει στον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στο κοινωνικό της έργο κοσμικές πρακτικές των άλλων Ομολογιών, σε βάρος του σωτηριολογικού της μηνύματος. Εκείνο όμως που έχει ανάγκη ό σημερινός άνθρωπος, δεν είναι ή βελτίωση της ζωής του μέσω ενός εκκοσμικευμένου Χριστιανισμού, έστω κι αν αυτός μπορέσει να εξαλείψει όλες τις κοινωνικές πληγές, αλλά ή απελευθέρωση του από την αμαρτία και ή θέωσή του μέσα στο αληθινό Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
γ) Ο ορθόδοξος πιστός, βλέποντας τους ετερόδοξους να συνεργάζονται με τους εκκλησιαστικούς του ποιμένες, αποκομίζει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ανήκουν κι αυτοί στην Εκκλησία του Χριστού, παρά τις δογματικές διαφορές.
Ανταλλαγή επισκέψεων.
Τα τελευταία χρόνια ή οικουμενιστική πολιτική ασκείται και με τις ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων μεταξύ των Ομολογιών, οι οποίες πραγματοποιούνται από υψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αυτές περιλαμβάνουν εγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ασπασμούς, ανταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ανακοινώσεις και άλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης. Ειδικότερα, από το 1969 έχει καθιερωθεί ή ετήσια αμοιβαία συμμετοχή, Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
Οι συναντήσεις αυτές, δυστυχώς, δεν είναι απλές εθιμοτυπικές επισκέψεις. Οι ίδιοι, άλλωστε, οι οικουμενιστές ομολογούν ότι με τους κοινούς εορτασμούς βιώνεται ένα είδος εκκλησιαστικής κοινωνίας, με την αμοιβαία αναγνώρισή τους. Ο πιστός λαός μας όμως, όταν παρακολουθεί τις επισκέψεις από τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη έκπληξη σκανδαλίζεται, πικραίνεται, απορεί, αλλά και προβληματίζεται, καθώς μάλιστα άλλοτε ακούει τους ποιμένες του να μιλούν με ορθοδοξότατη και αγιοπατερική γλώσσα, και άλλοτε τους βλέπει ανάμεσα στους ετερόδοξους να συμπεριφέρονται διπλωματικά, Ένας τέτοιος όμως συμβιβασμός στο χώρο της αλήθειας της Εκκλησίας, ακόμα και για την ιερότερη σκοπιμότητα, δεν θα πληρωθεί, άραγε, με ακριβό και οδυνηρό τίμημα;
Η διαθρησκειακή εξέλιξη του Οικουμενισμού.
H βαθύτατη κρίση προσανατολισμού, που εμφανίστη¬κε πολύ νωρίς στην Οικουμενική Κίνηση, την ανάγκασε πρώτα να στραφεί στην αντιμετώπιση των κοινωνικο¬πολιτικών προβλημάτων των ανθρώπων, εγκαταλείπο¬ντας τη θεολογία ως δρόμο ενώσεως, και υστέρα να πραγματοποιήσει ένα άνοιγμα προς τις μη χριστιανικές θρησκείες. Παραδέχεται ότι όλες οι θρησκείες αποτελούν διαφορετικούς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους με το Χριστιανισμό, και ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί και σ' αυτές. Σύνθημά της έχει το αξίωμα της "Νέας Εποχής": «Πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μη διεκδικείς την αποκλειστικότητα της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας».
Συγκαλεί λοιπόν διαθρησκειακές συναντήσεις, οι οποίες δεν είναι απλά επιστημονικά συνέδρια, όπως διατείνονται οι διοργανωτές τους, αλλά συνάξεις ομολογίας της ενότητας με βάση την πίστη στον ένα Θεό. Γι` αυτό συχνά περιλαμβάνουν και κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, στις οποίες συμπροσεύχονται ορθόδοξοι, ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι. O Τριαδικός Θεός όμως των Ορθοδόξων, ό αληθινός και αυτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δεν είναι ό ίδιος με τον οποίο "Θεό" των ετεροδόξων και των αλλοθρήσκων, με κάποιον φανταστικό δηλαδή "Θεό", που δημιούργησε, και συντηρεί ή θρησκευτική ανάγκη του μεταπτωτικού ανθρώπου. Δυστυχώς, το διαθρησκειακό αυτό άνοιγμα συμμερίζονται και ορθόδοξοι οικουμενιστές ιεράρχες, οι οποίοι μάλιστα εκφράζουν απόψεις σαν τις επόμενες:
1. «Η Οικουμενική Κίνηση, αν και έχει χριστιανική προέλευση, πρέπει να γίνει κίνηση όλων των θρησκειών... Όλες οι θρησκείες υπηρετούν το Θεό και τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει παρά μόνο ένας Θεός...».
2. «Κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».
3. «Το Ισλάμ, στο Κοράνιο, μιλάει για Χριστό, για Παναγία, κι εμείς πρέπει να μιλήσουμε για τον Μωάμεθ με θάρρος και τόλμη. Να δούμε την ιστορία του και την προσφορά του, το κήρυγμα του ενός Θεού και τη ζωή των μαθητών του, που είναι μαθητές του ενός Θεού...».
4. «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδιστές και Κομφουκιανοί... θα πρέπει να συντελέσομε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης. τούτο όμως θα μπόρεση να γίνει μόνον εάν είμεθα ηνωμένοι εν τω πνευματι του ενός Θεού».
Βασική επιδίωξη των διαθρησκειακών συναντήσεων είναι ή δημιουργία σημείων επαφής μεταξύ των θρησκειών, ώστε να διευκολυνθεί ή κοινή αντιμετώπιση των κοινωνικών και διεθνών προβλημάτων. Την επιδίωξη αυτή εκμεταλλεύονται κατά καιρούς και ισχυροί κοσμικοί άρχοντες, επιστρατεύοντας τις θρησκείες στην προώθηση ανόμων συμφερόντων τους. Αυτό φάνηκε καθαρά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν πραγματοποιήθηκαν «κατ' επιταγήν» πλειάδα διαθρησκειακών συναντήσεων. Έτσι όμως ή Εκκλησία μας, αντί να είναι «κρίση» και «έλεγχος» της ανομίας, μεταβάλλεται σε υποστηρικτή και συντηρητή της. Εγκλωβίζεται στην εγκόσμια προοπτική των διαφόρων θρησκειών και υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας κοσμικής Θρησκείας με ωφελιμιστικό και χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, αναγκάζεται να αθετήσει το ιεραποστολικό της χρέος, εφόσον γίνεται αποδεκτό, από επίσημους μάλιστα εκπροσώπους της, ότι όλες οι θρησκείες αποτελούν «ηθελημένας από Θεού οδούς σωτηρίας»!
Κάποιοι ορθόδοξοι οικουμενιστές, εξάλλου, φτάνουν στο σημείο να μιλούν για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αγάπη και άλλα κατεξοχήν πνευματικά αγαθά με μια ψυχρή κοσμική γλώσσα. Αποσιωπουν ότι τα αγαθά αυτά αποτελούν καρπούς του Αγίου Πνεύματος, θεία δώρα που χορηγούνται με την πνευματική «εν Χριστώ Ιησού» άθληση κι όχι μέσα από διαθρησκειακές συναντήσεις. Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί, ότι ή Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, ούτε έστω ή καλύτερη. Είναι Εκκλησία: H αυτό-αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Έχει συνείδηση της Οικουμενικότητας και της Αλήθειας του Χριστού που κατέχει, γι' αυτό και δεν φοβάται τις σχέσεις της με τους μη Χριστιανούς. Γνωρίζει όμως τα όρια αυτών των σχέσεων, όπως τα έχει διαμορφώσει ή αγιοπατερική Παράδοση και ή μυστηριακή της εμπειρία. Για παράδειγμα, ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, κάτω από συνθήκες σκληρής αιχμαλωσίας, διαλέχτηκε με τους Οθωμανούς Τούρκους. Δεν δίστασε, ωστόσο, με κίνδυνο της ζωής του, να πει την αλήθεια και να ελέγξει την πλάνη τους. Πώς αντιμετώπιζαν, άλλωστε, οι άγιοι Μάρτυρες τους ειδωλολάτρες και οι άγιοι Νεομάρτυρες τους Μωαμεθανούς; Δεν ομολογούσαν την αλήθεια; Θα μπορούσαμε να τους φανταστούμε να προσεύχονται μαζί τους; Αλλά τότε δεν θα είχαμε Μάρτυρες!
H Εκκλησία μας λοιπόν αρνείται να θυσιάσει στο βωμό άλλων σκοπιμοτήτων τη μοναδικότητα της και να αποδεχθεί το οικουμενιστικό σύνθημα ότι «σε όλες τις θρησκείες, πίσω από διαφορετικά ονόματα, λατρεύεται ό ίδιος Θεός». Πιστεύει ακράδαντα ότι ό άνθρωπος σώζεται μόνο δια του Χριστού, συμφωνά με το αποστολικό:
«Ουκ εστίν εν άλλω ουδενί ή σωτηρία ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,12).
Πηγή: (Από το Φυλλάδιο «Ο Οικουμενισμός», Έκδοση 12η, 145η χιλιάδα, 2016), Ιερά Μονή Παρακλήτου.
Μελετώντας το κατά δύναμιν το βιβλίο του μακαριστού και σοφού γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου «Τα δύο άκρα», ομολογώ πως βρήκα πολλές απαντήσεις και ανάπαυση ψυχική από τα δύσκολα που διερχόμαστε, δηλ. από τον οικουμενισμό και τον ζηλωτισμό. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Εκκλησία μας έχει ταλαιπωρηθεί πολύ από αυτά τα δύο άκρα. Ο οικουμενισμός με σύνθημα- μάλλον με δόλωμα- την αγαπολογία προελαύνει με πολύ θράσος και αναίδεια και στο πέρασμά του ισοπεδώνει τα πάντα: αγίες Συνόδους, ιερούς Κανόνες, παραδόσεις, αλλά τι λέω; Ακόμη και την Αγία Τριάδα τόλμησε και ύβρισε δια του filioque και αλάθητου του Πάπα, που είναι το αφεντικό του οικουμενισμού. Και όλα αυτά έχει υπεραπλουστεύσει με την καταραμένη αγαπολογία. Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο έχει ακριβώς προχωρήσει στην Ελλάδα μας ο Οικουμενισμός αλλά σίγουρα το ρεύμα που κινείται είναι πολύ ανησυχητικό.
Έτσι λοιπόν το ένα άκρο, ο οικουμενισμός, μας ήρθε από την δαιμονοκρατούμενη Δύση. Το δεύτερο άκρο προήλθε μέσα από τα σπλάγχνα της ορθοδόξου Εκκλησίας μας και λέγεται ζηλωτισμός. Ο ζηλωτισμός γεννήθηκε το 1924 από μία άστοχη ενέργεια των ηγετών της Εκκλησίας μας που άλλαξε το ημερολόγιο για το χατήρι των οικουμενιστών, ωστόσο όμως δεν επέφερε καμία αλλοίωση στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Να πούμε πως το μεν παλαιό εορτολόγιο ήταν από ειδωλολάτρη, το δε νέο από οικουμενιστή. Κι ενώ όπως είπαμε δεν ζημιώθηκε η Εκκλησία μας από αυτήν την αλλαγή του εορτολογίου, όμως ζημιώθηκε από τα τέκνα της, που δυστυχώς για χάρη των 13 ημερών δημιουργήθηκε σχίσμα που ταλαιπωρεί την Εκκλησία μας αρκετές δεκαετίες, λες και με το παλιό ημερολόγιο δεν πήγαινε κανείς στην κόλαση. Έτσι λοιπόν βάλλεται η μητέρα μας Εκκλησία από αυτά τα δύο επικίνδυνα άκρα και εμείς που θέλουμε να περπατήσουμε την βασιλική οδό του Χριστού μας που μόνον σ’ αυτήν περπάτησαν όλοι οι άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε και είμαστε αντιμέτωποι ανάμεσα στα δύο αυτά πυρά που εκτοξεύονται από τα δύο άκρα.
Οι οικουμενιστές μας κοιτάζουν καχύποπτα και μας ονομάζουν καθυστερημένους και ανθρώπους που δεν έχουμε συλλάβει το «μεγάλο» νόημα των καιρών, οι δε ζηλωτές μας ονομάζουν δειλούς και τον αγώνα μας που κάνουμε εμείς της μέσης και βασιλικής οδού μας τον ονομάζουν φλυαρίες και χαρτοπόλεμο! Κι ενώ οι ζηλωτές έχουν αντιληφθεί τη «δειλία» και «φλυαρία» μας, όπως εσφαλμένα αυτοί νομίζουν, όμως ακόμα δεν έχουν -μάλλον δεν θέλουν να αντιληφθούν -πόση ζημία και ταλαιπωρία έχουν φέρει στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά τα άλλα όμως εμφανίζονται και λένε πως αυτοί οι ζηλωτές είναι η γνήσια Εκκλησία του Χριστού, οι δε άλλοι που πορεύονται με το νέο εορτολόγιο αλλά και αγιορείτες που μνημονεύουμε τον οικουμενικό Πατριάρχη έχουμε εκπέσει κατά αυτούς από την χάρη του Θεού, και τα μυστήρια μας είναι άκυρα! Φυσικά τους κανόνες των αποστόλων και των αγίων Πατέρων μας τους έχουν κάνει κανόνια, για να βομβαρδίζουν όσους από εμάς πορευόμαστε την μέση και βασιλική οδό του Χριστού.
Είναι γεγονός λοιπόν πως από το πέρας της συνόδου του Κολυμπαρίου της Κρήτης αυτά τα δύο άκρα σημειώνουν σταδιακή αύξηση. Οι οικουμενιστές με τις υπογραφές της Συνόδου καυχώνται πως ο πόθος τους για την παράνομη ένωση βρίσκεται κοντά και ο καιρός έχει ωριμάσει αρκετά, ώστε να γίνει το ποθούμενό τους. Οι δε ζηλωτές αύξησαν την παράλογη λοιδορία προς εμάς που ακολουθούμε την μέση και βασιλική οδό. Βρίζουν ακόμα και τον πιο σοφό στα θεία των τελευταίων δεκαετιών, γ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Όταν διαβάζει κανείς τα συγγράμματα του π. Επιφανίου το πρώτο που διακρίνει ο αναγνώστης είναι η μεγάλη αρετή της διακρίσεως του σοφού γέροντα. Ίσως να είναι απαράμιλλος και αναντικατάστατος τολμώ να πω στο είδος του. Επίσης όλα τα κείμενα του πατρός έχουν το άρωμα του πόνου και της αγάπης προς την ορθόδοξη πίστη. Ακόμα θα έλεγα πως τα σημερινά αδιέξοδα που περνά η Εκκλησία μας, μόνο τα συγγράμματα του π. Επιφανίου φτάνουν να φέρουν την ισορροπία στην Εκκλησία. Το Πηδάλιο κι οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας δεν ερμηνεύονται με την απλή λογική του καθενός μας, χρειάζεται απαραιτήτως ο φωτισμός του Αγ. Πνεύματος. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος είναι ο μακαριστός γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Μπορεί να μη υπάρχει ανάμεσά μας σωματικώς, αλλά όμως τα συγγράμματα που μας άφησε νομίζω πως μας λύνουν όλα τα εκκλησιαστικά προβλήματα που μετά την προβληματική σύνοδο της Κρήτης αυξηθήκανε.
Αλλά ας ακούσουμε λίγα από τα θεόπνευστα λόγια του σοφού γέροντα Επιφανίου. Απαντά ο μακαριστός γέροντας σε επιστολή ενός πατρός Νικοδήμου αγιορείτου για την παύση μνημοσύνου του Πατριάρχου: «Η παύσις του μνημοσύνου του Πατριάρχου, εις την οποίαν καταλήξατε, είναι το έσχατον όριον το οποίον επιτρέπουν οι ιεροί Κανόνες. Μη προχωρήσετε περαιτέρω (δηλαδή εις αποδοχήν μνημοσύνου ετέρων επισκόπων), διότι τότε προσχωρείτε εις σχίσμα! Εφ’ όσον νυν αρκείσθε εις αυτό και συνεχίζετε «κοινωνούντες μετά της κρατούσης μητρός εκκλησίας και μετά πασών των ορθοδόξων εκκλησιών» ως γράφεις, ίστασθε επί εδάφους εκκλησιαστικώς ασφαλούς. Προσοχή μόνον μη σημειωθή και έτερον βήμα! Εφ’ όσον αρκείσθε εις αυτό και δεν προβαίνετε εις αποκήρυξιν του Πατριάρχου (όπως έπραξαν άλλοι), δηλ. εις διακήρυξιν ότι ούτος είναι πλέον έκπτωτος, είναι καθηρημένος, εστερήθη της χάριτος, δεν τελεί έγκυρα μυστήρια κλπ, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθείτε επί προτεσταντισμώ: ο ΙΕ’ κανών της πρωτοδευτέρας επιτρέπει μεν εις τα άτομα την παύσιν του μνημοσύνου προ «Συνοδικής διαγνώσεως», δεν ανατίθησιν όμως εις τα άτομα τας δίκας και καταδίκας των αιρετικών επισκόπων. Τούτο είναι έργον ουχί ατόμων, αλλά Συνόδου». Ποιός να μη θαυμάσει λοιπόν την σοφία του Θεού κατοικούσα μέσα σε αυτόν τον μακαριστό γέροντα; Ποιός δεν θα συμφωνήσει πως αυτοί οι λόγοι του πατρός όσοι τους μελετούν και τους ενστερνίζονται δεν θα γλυτώσουν από το βάραθρο της απωλείας των δύο άκρων;
Αλλά ας τον ακούσουμε πάλι τον σοφό στα θεία να χορηγεί τους υγιείς τρόπους της ορθοδόξου πίστεώς μας: «Περί του παλαιού ημερολογίου έχω γράψει παλαιότερον εκτενές άρθρον, όπερ στέλλω σοι, ελπίζων ότι θα λύσει πολλάς απορίας σου. Όσας δεν λύσει είμαι πρόθυμος να λύσω δια νέας επιστολής μου, αρκεί βεβαίως να μοι γνωρίσεις ταύτας». Εδώ ο σοφός γέροντας απευθύνεται σε ένα πατέρα Νικόδημο ζηλωτή, και θαυμάζουμε την ποιμαντική αγάπη του πατρός και το χριστομίμητον ενδιαφέρον του. Συνεχίζει ο άγιος γέροντας: «Ουδείς λόγος υπάρχει να εγκαταλείπητε το παλαιόν ημερολόγιον. Οι παλαιοημερολογίται είναι υπεύθυνοι ουχί διότι διετήρησαν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά διότι απεκήρυξαν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος και διέκοψαν την απ’ αυτής κανονικήν εξάρτησιν. Αν διετήρουν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά δεν απέκοπταν την μετά της ελλαδικής Εκκλησίας κοινωνίαν, θα ήσαν εν απολύτω κανονική τάξει».
Και πάλι συνεχίζει ο σοφός γέρων: «Τα ημερολόγια δεν σώζωσιν, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε. Εν μόνον σοι λέγω: το Πάσχα των Ιουδαίων ήτο θεόθεν καθορισμένον μέχρι της εσχάτης λεπτομερείας. Κατά τινά εποχήν λοιπόν παρουσιάσθη εις τον Μωυσήν μία ομάς ανδρών και είπον: Ημείς είμεθα ακάθαρτοι προ ημερών, ότε ετελείτο το Πάσχα, δηλαδή κατά την 14ην του πρώτου μηνός, και δι’ αυτό δεν ηδυνήθημεν να εορτάσωμεν. Θα στερηθώμεν λοιπόν ημείς του εορτασμού; Δεν θα προσενέγκωμεν ημείς δώρον εις τον Κύριον; Ο Μωυσής ερωτά περί τούτου τον Θεόν και ακολούθως αποκρίνεται: Οσάκις οιοσδήποτε Ισραηλίτης δεν δυνηθεί, λόγω ακαθαρσίας η λόγω απουσίας εις μακρινόν ταξίδιον, να εορτάση τα Πάσχα κατά την καθορισμένην ημερομηνίαν, ήτοι κατά την δεκάτην τετάρτην του πρώτου μηνός, ας εορτάσει αυτό κατά την δεκάτην τετάρτην του δευτέρου μηνός!…(Ίδε ταύτα εν τη Βίβλω των αριθμών, κεφάλαιον ένατον). Ακούεις, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε; Εν τη Παλαιά Διαθήκη εν τη εποχή της κυριαρχίας του νομικού γράμματος και των τελετουργικών τύπων υπήρχε τοσαύτη ελευθερία! Χρειάζονται σχόλια;…».
Ύστερα από τις σοφές και θείου φωτισμού εξηγήσεις του μακαριστού γέροντος για το παλαιό ημερολόγιο ποιός λοιπόν παλαιοημερολογίτης θα διαφωνήσει; Είναι φανερό λοιπόν πως όποιος δεν θεραπευτεί από τις φωτισμένες τοποθετήσεις του μακαριστού πατρός, αυτός λοιπόν «βαστάζει το κρίμα όστις εάν η» (Γαλ. ε 10).
Ομοίως και προς τους οικουμενιστάς ήταν καταπέλτης ελέγχων αυτούς «ευκαίρως ακαίρως». Ποιός να μη θαυμάσει τις δύο ανοιχτές επιστολές του προς τον οικουμενικό πατριάρχη Αθηναγόρα; Και τι να πρωτοθαυμάσουμε μέσα σ αυτές τις ομολογιακές επιστολές; Την μεγάλη παρρησία του; Τα σοφά του επιχειρήματα; Η τον μεγάλο πόνο και την αδημονία του για την Εκκλησία του Χριστού να θαυμάσουμε; Και ήταν τέτοια η αδημονία του πατρός που είναι σαν να έλεγε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα πως: «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου γι’ αυτά τα τολμηρά σας ανοίγματα με τον Πάπα και τον οικουμενισμό». Αλλά ας ακούσουμε λίγο τον ίδιο πως απευθυνόταν προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Παναγιότατε, ψάλλετε και υμείς και οι ακολουθούντες ημίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της «Αγάπης». Αγάπη, αγάπη! «Αγάπη άνευ όρων και ορίων». Εν ονόματι της αγάπης τούτο, εν ονόματι της αγάπης εκείνο, εν ονόματι της αγάπης το άλλο… Περίεργον όμως! Εφ’ όσον η καρδία υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτής εκπηγάζουσιν πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της δύσεως και δημιουργούντα πελάγη, εις α ανέτως και μετ’ ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρεώσεων οι αιρετικοί, πως διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και δια τους ταλαιπώρους ορθοδόξους; Δι’ εκείνους εκ των ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον ορθόδοξον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως να αθετή- εν ονόματι της αγάπης!- ιερούς κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους παραδόσεις, να κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι πατέρες της Εκκλησίας; Δι’ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης ημών, Παναγιότατε; Δι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας η οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ’ αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επιτέλους, Παναγιότατε, που οδηγείτε την Εκκλησίαν; Άραγε, όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε, Παναγιότατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί», και ουχί υμείς και οι μεθ’ υμών. Η αγάπη υμών δεν είναι γνησία, αλλ’ επιφανειακή και επίπλαστος. Δεν είναι «άνωθεν κατερχομένη αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ 15).
Εδώ θαυμάζουμε την μεγάλη κατά Θεόν παρρησία του σοφού γέροντος που πηγάζει απ’ την μεγάλη αγάπη του για την ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο όμως στους ζηλωτές δεν αρέσουν τα συγγράμματα του σοφού γέροντα για τους λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν, διότι είναι σκοτεινό και ανεξήγητο να απαξιούν λόγους που περιέχουν την θεία Χάρη του Χριστού μας. Αλλά προτρέπω την αγάπη σας όποιος επιθυμεί περαιτέρω να εντρυφήσει στα σοφά λόγια του πατρός Επιφανίου, ας καταφύγει στο βιβλίο «Τα δύο άκρα οικουμενισμός και ζηλωτισμός» και εκεί θα θαυμάσει και θα εννοήσει τι σημαίνει αγαπώ την ορθοδοξία, τι σημαίνει διάκρισις, αυτή η μεγαλειώδης αρετή που στις μέρες μας κοντεύει να γίνει είδος προς εξαφάνιση. Ας πάψουν λοιπόν οι οικουμενιστές να τα υπεραπλουστεύουν όλα και να θυσιάζουν τα ιερά και τα όσια της ορθοδόξου Εκκλησίας μας στον βωμό της καταραμένης αγαπολογίας. Ας συνέλθουν και οι ζηλωτές από την παράλογη απαίτηση που ζητούν μανιωδώς «την κεφαλήν επί πίνακι» της Ορθοδοξίας, μόνο και μόνο να αποδείξουν μέσα στην συνείδησή τους πως καλά πράξανε που επιλέξανε το σχίσμα. Εμείς λοιπόν δεν έχουμε τίποτε περισσότερο άλλο να πούμε για αυτά τα δύο άκρα, αλλά μάλλον οι λόγοι του μακαριστού γέροντος Επιφανίου με πολύ πόνο και αγάπη θα μας πουν πως:«Ελάτε όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι από τον βαρύ ζυγό των δύο άκρων και θα σας αναπαύσω. Πάρετε επάνω σας τον ζυγό της μέσης και βασιλικής οδού και θα μάθετε πως εκεί βρίσκεται η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη του Χριστού και θα βρείτε ανάπαυση και ειρήνην εις τας ψυχάς σας. Διότι ο ζυγός της μέσης και βασιλικής οδού είναι χρηστός και το φορτίον της πολύ ελαφρύ». Ευχόμαστε όλοι μας ολοψύχως κανείς ορθόδοξος χριστιανός να μη παραμείνει εγκλωβισμένος σ’ αυτά τα ελεεινά και ψυχοφθόρα δύο άκρα, Αμήν.
Πηγή:Ορθόδοξος Τύπος
Μέ βάση (καί) τό τί προσφάτως συν-ὑπέγραψε ὁ ἀπαγγέλων τό "Πάτερ ἡμῶν" εἰς τάς λειτουργίας τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου αἱρετικός πάπας Ρώμης μετά τοῦ συναδέλφου του πάπα καί πατριάρχου τῶν αἱρετικῶν Κοπτῶν (μονοφυσιτῶν) τῆς Αἰγύπτου, ἐπιβεβαιώνεται ὅτι:
Ἡ νέα ἀντίχριστος ἐκκλησία, τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι πλέον παροῦσα, μέ σάρκα καί ὀστά!
Ἡ νέα Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρίς καμμία ἀμφιβολία, εἶναι παροῦσα! Καί, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, διαθέτει τή δική της πίστη καί ὁμολογία, διότι μία "Ἐκκλησία" δηλώνεται ὡς παροῦσα, κυρίως, μέ τήν πίστη της. Ἡ ἀντίχριστη ὁμολογία τῆς νέας ἐκκλησίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἤδη διαμορφωμένη. Ἰδού τά κύρια ἄρθρα τῆς ἀντιχρίστου πίστεώς της ἤ τό νέο σύμβολο τῆς πίστεως:
1. Ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες καί ὄχι μία. Ἡ μία Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ Χριστός ἤ τό μυστικό σῶμα του, ἐμπεριέχει ὅλες τίς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες, τά δέ μέλη αὐτῶν χρειάζεται νά προχωρήσουν (καί) στήν πλήρη ἑνότητα τους ἐν αὐτῆ
2. Τόν θρόνο τοῦ Ἁγίου Πέτρου τόν κατέχει μόνον ἕνας, ὁ πάπας Ρώμης, ἐνῶ ἄλλους θρόνους μποροῦν, ἐπί τοῦ παρόντος, νά τούς ἔχουν περισσότεροι τοῦ ἑνός, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγίου Μάρκου τόν ἔχει καί ὁ ὀρθόδοξος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί ὁ μονοφυσίτης Πατριάρχης Αἰγύπτου.
3. Τίς Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἶναι ὑποχρεωτικό κανείς νά τίς δέχεται ὅλες, ἀλλά μπορεῖ νά ἐπιλέγει μέ ποιές,ἤ ποιά, συμφωνεῖ καί νά μή δέχεται τίς ὑπόλοιπες.
4. Πλήρης κοινωνία καί ἑνότης τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν, τήν ὁποία ἔχει ὡς στόχο καί ἀπώτερο σκοπό ὁ Οἰκουμενισμός, δέν (θά) σημαίνει συμφωνία στήν Πίστη, ἀλλά ὁρατή ἑνότητα μέ διατήρηση τῆς διαφορετικότητος τῆς καθεμιᾶς (καί) στήν Πίστη. Αὐτή δέ (ἡ ἑνότης), θά ἐπιτευχθεῖ μέ νέους τρόπους πού θά ὑποδείξει τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία.
5. Περί Πίστεως εἶναι ἀρκετό νά ἐξασφαλίζεται ἕνα μίνιμουμ συμφωνίας στά βασικά στοιχεῖα της, ὅπως εἶναι ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό, στόν Χριστό, στά ἑπτά μυστήρια καί στήν Θεοτόκο.
6. Τό βάπτισμα τῆς κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας καθιστᾶ μέλη τοῦ Χριστοῦ (ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία) τά μέλη τῆς κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας
7. Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι εὐχή τοῦ Χριστοῦ ("ἵνα πάντες ἕν ὦσι") καί θά ἐκφρασθεῖ προσεχῶς ἐναργέστερα μέ τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες.
8. Κάθε Ἐκκλησία ἔχει τήν "εἰδική" παράδοσή της, τήν ὁποία πρέπει νά γνωρίσουν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, μέ τή μελέτη καί τίς ἀνταλλαγές στούς τομεῖς: πατρολογίας, ποιμαντικῆς, κατηχήσεως, μοναχισμοῦ καί κοινοτήτων.
9. Ὅσοι φονεύονται ἤ μαρτυροῦν ὡς Χριστιανοί προερχόμενοι ἀπό διάφορες Ἐκκλησίες εἶναι πλέον οἰκουμενικοί μάρτυρες καί κοινοί ἅγιοι μάρτυρες τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ὅλες ἐμπεριέχονται καί ἀνήκουν.
10. Τό βάπτισμα ὅλων, δηλαδή τῆς καθεμιᾶς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζεται ὡς κοινό μυστήριο καί δέν ἐπαναλαμβάνεται σέ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά ἀλλάξει Ἐκκλησία.
Τά ἀνωτέρω, τά ὁποῖα προφανῶς προκύπτουν (καί) ἐκ τοῦ δημοσιευθέντος κοινοῦ κειμένου Πάπα καί πατριάρχου τῶν Κοπτῶν Αἰγύπτου, ἐπιβεβαιώνουν τραγικά τήν ἀποστασία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκ μέρους των πλήρη καί συνειδητή ἀμνήστευση ὅλων τῶν αἱρέσεων. Τά ἀνωτέρω συγκροτοῦν τήν νέα κοινή πίστη ὅλων τῶν οἰκουμενιστῶν καί, βεβαίως, τῶν λεγομένων ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἐσχάτως σέ "πανορθόδοξο" ἐπίπεδο ἐπεκύρωσαν καί ἀποδέχονται ὅλα αὐτά «συνοδικῶς» στήν περιβόητη δῆθεν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης (Κολυμπάρι Χανίων, Ἰούνιος 2016).
Πηγή: Ακτίνες
Διαβάσαμε το αφυπνιστικό άρθρο «Για την ουρά της αλεπούς», του περιοδικού «Ο ΣΩΤΗΡ», το βασισμένο στο μύθο του Αισώπου : «Η κοντούρα η αλεπού», και χαρήκαμε και θαυμάσαμε τον εύστοχο παραλληλισμό και την επιδέξια μεταφορά του επιμυθίου στη σημερινή άθλια εποχή. Την εποχή, την «βύρσης κάκιστον όζουσαν» (αυτή που βρωμάει χειρότερα κι από το γδαρμένο τομάρι του ζώου), την από «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» κατεχόμενη και το χείριστο και οδυνηρότερο όλων, την αγνοούσα το βάθος και το πλάτος της εξαθλίωσης αυτής, ως εκ βαρείας και ανιάτου ασθενείας πασχούσης.
Το περιεχόμενο της λέξης «εποχή» είναι αόριστο και αφηρημένο.. Υποστασιοποιείται από τα πρόσωπα, τα οποία τη ζουν. Από μας. Άρα εμείς είμαστε ασθενείς, οι άνθρωποι, και συνθέτουμε με τη βιωτή μας την ασθενούσα εικόνα της εποχής.
Πέρα λοιπόν από τις ευλογημένες επισημάνσεις του προαναφερθέντος άρθρου, αλλά και τα εξ αυτών προκύπτοντα περαιτέρω αυτονόητα συμπεράσματα, οφείλουμε να δώσουμε και μια άλλη μεταφορική διάσταση στο μύθο. Και θα αναφέρεται κατ` ανάγκη και ως μοναδική και απόλυτη διέξοδος και απάντηση, στην κίνηση του Οικουμενισμού.
Δυο λόγια όμως πρώτα για τον Οικουμενισμό.
«Οικουμενισμός ονομάζεται η ιδεολογία η οποία ευρίσκεται πίσω από την Οικουμενική Κίνηση και την τροφοδοτεί ή συνεκδοχικώς είναι η ίδια η Οικουμενική Κίνηση. Η Οικουμενική Κίνηση είναι η κίνηση προς ένωση των χριστιανικών ομολογιών – «εκκλησιών» μεταξύ τους. Κύριος φορεύς της δραστηριοποιήσεως αυτής σήμερα είναι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (W.C.C. – “World Council of Churches”), υπό την σκέπη του οποίου συνεργάζονται όλες σχεδόν οι Προτεσταντικές Κοινότητες, οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πλην ολιγίστων, και οι Αντιχαλκηδόνιες Κοινότητες. Το Βατικανό δεν συμμετέχει στο Π.Σ.Ε., διότι, με συνέπεια προς τη διακήρυξή του ότι είναι η μόνη «εν ενεργεία» Εκκλησία επί γης, κρίνει ότι δεν μπορεί να θέτει σε ίση μοίρα και να συναριθμεί εαυτό με τις εκατοντάδες των υπολοίπων χριστιανικών ομολογιών, ούτε ακόμη και με τις «σχισματικές» Ορθόδοξες Εκκλησίες · έτσι έχει αποστείλει κατά καιρούς στο Π.Σ.Ε. μόνον παρατηρητές» (Ι.Μ.Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου).
Από τη μια το Π.Σ.Ε. με ηγεσία προτεσταντική και από την άλλη ο Παπισμός, με ηγέτη τον Πάπα θέλουν, ως κόλουρες αλώπεκες, να «εξισώσουν» την Ορθοδοξία με τα δικά τους θρησκευτικά κατασκευάσματα. Να εξισώσουν την «αγνή και ταπεινή κόρη», την Ορθοδοξία, με την «τοις πάσιν επιδιδομένη πόρνην», τον Προτεσταντισμό, ο οποίος είναι γνωστός για τη «ριζοσπαστική» του θεολογία και βιοθεωρία, αλλά και τη διάσπασή του σε χιλιάδες ομολογίες, οι οποίες κατέχουν καθεμιά και από λίγη αλήθεια, με αποτέλεσμα την πλήρη αποχριστιανοποίησή του. Από την άλλη να την μετατρέψουν σε σεμνότυφη, σεμνοφανή και στρίγκλα γυναίκα, η οποία φοράει στενό κορσέ και κοντεύει να σκάσει από έλλειψη οξυγόνου, αναζητώντας ελευθερία της. Να συνυπάρξει η Ορθοδοξία με τον Παπισμό, το επικρατούν αρχηγικό σύστημα της παγκοσμιοποίησης. Όμως ο Ορθοδοξία δεν κάνει τέτοιου είδους αποκλίσεις. Ακολουθεί την Αλήθεια του Ευαγγελίου, «αγνεύουσα και ταπεινουμένη», καθώς τη διδάσκουν οι Άγιοί της κατά την παράδοση των Αποστόλων.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία γράφει ο π. Γεώργιος Καψάνης: «Εἰς τόν θεσμόν τῆς συνοδικῆς διοικήσεως ἀποκαλύπτεται κατ’ ἐξοχήν ἡ Ἐκκλησία ὡς Κοινωνία. Ὄχι εἷς ἀλάθητος ἄνθρωπος (παπισμός), οὔτε ἕκαστος πιστός κεχωρισμένως – ἀτομικῶς (προτεσταντισμός), ἀλλ’ ὅλαι αἱ τοπικαί ἐκκλησίαι διά τῶν προέδρων των εἶναι μάρτυρες καί φορεῖς τῆς Ἀληθείας». (Ἀπό τό βιβλίο ‘’ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ’’).
Γι` αυτόν το λόγο η Ορθοδοξία δεν κατέστη ποτέ αίτιος οιουδήποτε κακού στην ανθρωπότητα και δεν μπορεί να ενωθεί με καμιά άλλη «πίστη», αν αυτή η «πίστη» δεν ασπαστεί ειλικρινά όλη την Αλήθειά της. Διότι, ενώ θα συνεχίζονται τα εγκλήματα των άλλων εις βάρος της ανθρωπότητας, λόγω της παραμονής τους στις πλάνες και αιρέσεις τους, όπως γίνεται μέχρι τώρα μέσα στην ιστορία και καταγράφονται στη συνείδηση του κόσμου, θα τις φορτώνεται και η Ορθοδοξία, χωρίς να έχει καμιά ευθύνη ως η αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
Οι αίτιοι των σημερινών κακών της ανθρωπότητας αναζητούν συνενόχους. Σαν την κολοβή αλεπού, ζητούν να συγκαλύψουν το αληθινό πρόσωπό τους, θέτοντας την Ορθοδοξία υπό το κράτος της επιρροής τους και του θελήματός τους. Οι ποιμένες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και κάθε γνήσιο τέκνο της, από τη θέση του ο καθένας, δεν έχουν το δικαίωμα να ενδώσουν και να την προδώσουν, διότι από τους Αγίους της Μάρτυρες όλης της γης, σε όλους τους αιώνες, «ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία στολισαμένη», λάμπει ως ήλιος και συνεχίζει να φωτίζει και να παραμένει η μόνη ελπίδα επιστροφής του ανθρώπου στη «στενή και τεθλιμμένη» αλλά ειρηνική, δίκαιη και σωτήρια οδό.
Αυτήν την οδό, την οποία ευχόμαστε, χάριτι του Θεού των Πατέρων ημών, να περπατήσουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως, κατά το ευαγγελικό: «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4).
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 15-6-2017
Πηγή: Αβέρωφ
(Ἡ παροῦσα εἰσήγηση ἐκφωνήθηκε στό συνέδριο μέ θέμα «Μελέτες τοῦ Ἁγίου Ιωάννου», πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Σόφιας καί Πατριάρχου Βουλγαρίας κ. Νεοφύτου, στή Σόφια Βουλγαρίας, στίς 9 καί 10 Ἰουνίου 2017, καί τό ὁποῖο διοργάνωσε ἡ ἐνορία τοῦ ἀρχαίου Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (Ροτόντα).
Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρώτα ἀπ’ὅλα, θά θέλαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τήν Αὐτοῦ Μακαριότητα, τόν Μητροπολίτη Σόφιας καί Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο.
Δεύτερον, θά θέλαμε νά εὐχαριστήσουμε τήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου «Μελέτες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου» γιά τήν τιμή τῆς πρόσκλησής μας σ’αὐτό τό Συνέδριο.
Τέλος, θά θέλαμε νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπός μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, παρέχει τήν εὐλογία του στό Συνέδριό μας καί εὔχεται σέ ὅλους μας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό θέμα, τό ὁποῖο θά ἀναπτύξουμε στήν ἀγάπη σας εἶναι «Πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ξεπέρασε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας».
Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, κατά τόν 15ο αἰώνα, πρίν τήν ἄλωση τῆς Πόλεως τό 1453, διαμορφώθηκαν κυρίως δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Τό πρῶτο στρατόπεδο, αὐτό τῶν λατινοφρόνων καί παποφίλων, μέ ἡγέτη τόν ἀποστάτη καί λατινόφρονα Βησσαρίωνα Νικαίας, ὁ ὁποῖος τελικῶς ἐνσωματώθηκε πλήρως στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἔγινε Καρδινάλιος, πρότεινε τήν συμμαχία μέ τήν Δύση πρός ἀπόκρουση τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, καί ἐπηρέασε ἀποφασιστικά τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η' Παλαιολόγο, πού ἀγωνιοῦσε γιά τήν τύχη τῆς αὐτοκρατορίας, τόν ὁποῖο παρέσυρε στήν ταπεινωτική ὑπογραφή τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), δεκατέσσερα μόλις χρόνια πρίν ἀπό τήν ἅλωση.
Τό δεύτερο στρατόπεδο, αὐτό τῶν Ὀρθοδόξων, μέ ἡγέτη τόν ἅγιο Μᾶρκο Ἀρχιεπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, ἀγωνίστηκε νά ἀποτρέψει τήν ψευδοένωση μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἐπηρέασε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἤθελε τό Ἔθνος νά διασώσει πρό παντός τήν πολιτιστική του ὀντότητα καί αὐτοσυνειδησία, γιατί γνώριζε τήν ἀναμφισβήτητη ἱστορική ἀλήθεια ὅτι τά ἔθνη χάνονται, ὄχι ὅταν χάσουν τήν κρατική τους ὀντότητα, ἀλλά ὅταν χάσουν τήν πολιτιστική τους ταυτότητα, τήν ψυχή τους. Ἐφ' ὅσον ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια τῆς Δύσεως στίς διπλωματικές διαπραγματεύσεις προϋπέθετε τόν ἐκλατινισμό τῶν Ὀρθοδόξων, ἔπρεπε τό Ἔθνος νά στηριχθεῖ στίς δικές του δυνάμεις. Καί μολονότι προέβλεπαν ὡς ἀναπότρεπτη τήν ὑποταγή στούς ἀλλοθρήσκους, πίστευαν ὅτι θά δημιουργοῦνταν οἱ συνθῆκες τῆς ἀναβιώσεως καί τῆς παλιγγενεσίας. Ὑπό τό πρόσχημα τῆς βοηθείας, οἱ Δυτικοί οὐσιαστικῶς θά κατακτοῦσαν καί πάλι τήν Κων/λη. Κατάκτηση καί ἡ μία, κατάκτηση καί ἡ ἄλλη. Στήν ὑπό τούς Τούρκους, ὅμως, κατάκτηση θά παρέμενε τό πλεονέκτημα τῆς ἐθνικῆς ἀξιοπρεπείας, τό ὅτι δηλ. τό Ἔθνος δέν θά πρόδιδε οἰκειοθελῶς τίς παραδόσεις του, δέν θά θυσίαζε τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό οὐσιαστικώτερο στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς του ταυτότητας. Ἐπιπλέον, ἡ μεγάλη πολιτιστική ὑπεροχή ἔναντι τῶν Τούρκων καί τό παντελῶς ἀνόμοιο τοῦ θρησκεύματος θά ἀποτελοῦσαν δυσμενεῖς παράγοντες γιά τόν πλήρη ἐξισλαμισμό, ἐνῶ ἀντίθετα μέ τούς Φράγκους ὁ ἐκλατινισμός θά ἦταν εὐκολώτερος.
Ἡ ψευδοένωση Φερράρας-Φλωρεντίας ἐπιβλήθηκε ἐκ τῶν ἄνω καί εἶχε πολιτικά κίνητρα, τελείως ξένα πρός τόν πνευματικό στόχο τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης καί τῆς ἀληθινῆς ἑνώσεως. Γι' αὐτό καί ἀνατράπηκε ἐκ τῶν κάτω καί εἶναι πλέον, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κ. Heussi, ἕνα ἁπλό χαρτί[1] . Οἱ Ὀρθόδοξοι, λόγῳ τῆς κατεπείγουσας καί ἀγωνιώδους ἀνάγκης νά λάβουν βοήθεια, ἀντί νά μεταβοῦν στή πόλη τῆς Βασιλείας καί νά στηρίξουν τήν ἐκεῖ ἀντιπαπική Σύνοδο, σύρθηκαν σέ μία λεγομένη «σύνοδο» ἀσυνήθους διαδικασίας καί διάρκειας, ὑποχώρησαν σ’ ὅλες τίς ἀπαιτήσεις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν, καί προσέφεραν στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἀνεκτίμητη βοήθεια καί ἀναγνώριση, χωρίς νά λάβουν τά συμφωνηθέντα ἀνταλλάγματα. Ἐνίσχυσαν, ἐν πρώτοις, μέ τήν συμμετοχή τους τό κῦρος τοῦ αἱρεσιάρχη «Πάπα» Εὐγενίου τοῦ Δ', τόν ὁποῖο ἡ μεταρρυθμιστική Σύνοδος τῆς Βασιλείας εἶχε καθαιρέσει, καί συνετέλεσαν ἔτσι στή διάλυση αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀλλά καί τῶν ἐλπίδων γιά ἐκδημοκρατισμό τῆς ἀπολυταρχικῆς μοναρχίας τοῦ αἱρεσιάρχη «Πάπα». Νομιμοποίησαν κατόπιν, μέ ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου, τίς ἐπιδιώξεις τῶν «Παπῶν», περί πρωτείου καί κυριαρχίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Κυρίως, ὅμως, προσέφεραν στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ τήν βάση, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκαν οἱ ἑπόμενες ψευδοσύνοδοι τοῦ Τριδέντου (1545-1563) καί τῆς Α' Βατικανῆς (1870) γιά τήν δογματοποίηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ «Πάπα». Αὐτό, πού ἐπί αἰῶνες ἐπεδίωκε νά ἐπιτύχει ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ μέ συστηματική νόθευση κειμένων, τό προσέφεραν οἱ λατινόφρονες καί παπόφιλοι «Ὀρθόδοξοι» στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας.
Αὐτή, λοιπόν, τήν προσφορά τῶν λατινοφρόνων πρός τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἀγωνίστηκαν καί πέτυχαν νά ἀκυρώσουν ὁ φύλακας τῆς πίστεως, Ὀρθόδοξος λαός τῆς Κων/λεως, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος[2]
1. Ἡ ὀργή τοῦ φύλακα τῆς πίστεως, Ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Κων/λεως
Στήν Κων/λη ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν εἶχε κάνει δεκτή τήν ψευδοένωση, γιατί ἤθελαν τήν καλή ἕνωση μέ τούς Παπικούς, ἐπί τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Παραδόσεως καί Ζωῆς[3] . Ἔτσι, τό πλῆθος ἦταν ἐνθουσιασμένο μέ τή σθεναρή στάση, πού κράτησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος κατά τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου. Τόν ὑποδέχθηκε θριαμβευτικά, θεωρώντας τον πραγματικό ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔβλεπε τόν ἅγιο Μᾶρκο ὡς τόν μοναδικό Ἱεράρχη, πού εἶχε τό θάρρος καί τήν ἱκανότητα νά ὑπερασπισθεῖ τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιστροφή τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπίας στήν Κων/λη ὑπῆρξε ἐρέθισμα γιά τή γενικότερη ἔκφραση τῆς δυσφορίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως. Τήν 1η-2-1440 ἀποβιβάζονταν στήν Κων/λη, ἐπανακάμπτοντας ἀπό τήν Φλωρεντία, οἱ λατινόφρονες Ἕλληνες Ἀρχιερεῖς, τούς ὁποίους, μέ ἔκδηλη ἀγωνία, ἀνέμεναν τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός τῆς Βασιλεύουσας γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια δέν δοκίμαζε τόση ἀγωνία ἀπό τήν ἀπειλή τῶν Τούρκων, ὅση ἀπό τούς ἀόριστους φόβους του, μήπως στήν Φλωρεντία κινδυνεύσουν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστεως τῶν Πατέρων του. Ὁ λαός ζητοῦσε νά μάθει, ἄν στήν Φλωρεντία νίκησε ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας, διαισθανόμενοι τήν ὀργή τοῦ λαοῦ, ἀπαντοῦσαν, μεταμελημένοι : «πουλήσαμε τήν πίστη μας˙ ἀνταλλάξαμε τήν εὐσέβεια μέ τήν ἀσέβεια˙ προδίδοντας τήν καθαρή θυσία, γίναμε ἀζυμῖτες…»[4]. Σύμφωνα μέ τόν Δούκα, οἱ ἐφιάλτες τῆς Ὀρθοδοξίας, κατάμεστοι αἰσχύνης καί τρέμοντας τήν κατακραυγή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, καταριόντουσαν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ὑπέγραψαν τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς Φλωρεντίας : «ἡ δεξιά αὐτή ὑπέγραψε, ἔλεγαν, νά κοπεῖ˙ ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, νά ἐκριζωθεῖ»[5].
Ὀ λαός τῆς Κων/λεως ἀπό τήν πρώτη στιγμή συντάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἀνάγκασε τούς ἀργυρώνητους προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας νά χτυποῦν τά στήθη τους, ἐπιδεικνύοντας μεταμέλεια, ἐπειδή συνέπραξαν στήν τραγωδία τῆς Φλωρεντίας. Ἤδη ὁ λαός εἶχε ἀκούσει ἀπό τό στόμα τοῦ ἁγίου Μάρκου ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας θά ἀνατραπεῖ καί ἡ ψευδοένωση θά ἀκυρωθεῖ[6] . Καί αὐτός ἀκόμη ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης, φοβούμενος τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, δέν μίλησε ὑπέρ τοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας[7]. Ὁ λαός, στοιχώντας στίς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, οὔτε τόν Πατριάρχη οὔτε τόν Αὐτοκράτορα φοβόταν. Ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος γράφει ὅτι «οἱ πιστοί τῆς Κων/λης περισσότερο στηρίζονταν καί καταφρονοῦσαν τά γεγονότα στή Σύνοδο καί παρασιωποῦσαν καί τό μνημόσυνο τοῦ Βασιλιᾶ»[8]. Οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Κων/λεως ἀρνοῦνταν νά συλλειτουργήσουν μέ τούς λατινόφρονες. Στήν Κων/λη «οὔτε ὁ πάπας μνημονεύονταν, οὔτε ὁ ὅρος ἀναγνώσθηκε, οὔτε κάτι ἄλλο καινοτομήθηκε»[9].
Ἡ ἐξέγερση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ κατά τοῦ πραξικοπήματος τῆς Φλωρεντίας ἦταν τέτοια, ὥστε σύντομα ἀναγκάστηκαν ὅλοι σχεδόν οἱ Ἕλληνες Ἐπίσκοποι, πού ὑπέγραψαν τήν ψευδῆ ἕνωση, ν’ ἀνακαλέσουν τήν ὑπογραφή τους μέ νεώτερη δήλωση[10] . Ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ τῆς Κων/λεως κατά τῶν λατινοφρόνων, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἐμφανιζόταν μεγαλύτερη καί περισσότερο ὀργανωμένη. «Οἱ λατινόφρονες ἀποφεύγονταν. Οἱ ὑποστηρικτές τῆς ψευδοενώσεως βρίσκονταν ὅλο καί περισσότερο ἀπομονωμένοι. Στούς ναούς, πού λειτουργοῦσαν, δέν σύχναζαν πιστοί. Ἀκόμη καί αὐτοί, πού τούς ἐπισκέπτονταν ἀπό περιέργεια, οἱ φίλοι τους τούς ἀπέφευγαν»[11]. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν ἤθελε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος σέ ἐπιστολή του ἀπό τήν Λῆμνο, ὅπου ἦταν ἐξόριστος, πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη στόν Εὔριπο περιγράφει αὐτήν τήν ἀντίδραση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ: «Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀδελφούς, παίρνοντας θάρρος ἀπό τήν ἐξορία μου, ἐλέγχουν τούς ἀλιτήριους καί παραβάτες τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν θεσμῶν, καί τούς δυσφημίζουν παντοῦ ὡς καθάρματα, χωρίς νά ἀνέχονται οὔτε νά συλλειτουργοῦν μ’αὐτούς, οὔτε νά τούς μνημονεύουν ὡς Χριστιανούς»[12].
Ἀπό τήν ἀνωτέρω περιγραφή καταδεικνύεται ἡ στάση τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαός, ὄχι μόνο γνώριζε τήν πίστη του, ἀλλά καί τήν στάση, πού ἔπρεπε νά κρατήσει, ὅταν αὐτή προδιδόταν. Καί ἡ στάση αὐτή ἧταν ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τους λατινόφρονες.
2. Ἅγιος Μᾶρκος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, ὁ ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅπως ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα ἅγιοι Πατέρες, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκμεταλλευόμενος τήν παντελῆ ἐξασθένηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, θέλησε νά ὑποτάξει τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία θά τοῦ δινόταν ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἀντάλλαγμα, προκειμένου νά βοηθήσει, ὅπως ἔλεγε, στρατιωτικά και οἰκονομικά τήν καταρρέουσα αὐτοκρατορία. Εἶναι γεγονός ὅτι, ἄν δέν ὑπῆρχε, κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ, σ’ αὐτήν τήν κρίσιμη γιά τήν Ὀρθοδοξία περίοδο ὁ ἅγιος Μᾶρκος, θά εἶχε φραγκέψει, ἐκλατινιστεῖ ὅλη ἡ Ἀνατολή καί ἡ ἀληθινή πίστη θά εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἀπό τή γῆ.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀγωνίσθηκε μόνο κατά τή ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, πρᾶγμα πού εἶναι σέ πολλούς γνωστό, ἀλλά ἀγωνίσθηκε καί μετά τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας καί τήν ἐπάνοδο στήν Κων/λη. Αὐτοί μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι σέ πολλούς εἶναι ἄγνωστοι, ἔχουν ἴσως μεγαλύτερη σημασία, διότι θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ κατά τήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ἀγῶνες του δέν τελεσφόρησαν, ἐφ’ὅσον ὑπογράφτηκε τελικῶς ἡ ψευδοένωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἐνῶ οἱ μετά τήν ψευδοσύνοδο ἀγῶνες του εἶχαν πλήρη ἐπιτυχία, ἐπειδή ἔγιναν αἰτία νά ἐπανέλθει ἡ Ὀρθοδοξία καί νά καταδικασθεῖ συνοδικῶς ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας καί μαζί ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τήν Φλωρεντία, ἕνα καί μοναδικό σκοπό ἔθεσε. Ν’ ἀγωνιστεῖ καί ν’ ἀποδείξει παράνομη, ἀντικανονική, ἀντορθόδοξη καί ἄκυρη τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας καί τόν ὅρο τῆς ψευδοῦς ἑνώσεως Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, πού ὑπογράφτηκε ἀπ’ὅλους. Τό καϊαφικό συνέδριο τῆς Φλωρεντίας ἔπρεπε μέ κάθε θυσία ν’ ἀποκηρυχθεῖ ἀπό ὅλο τό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὁ γενναῖος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου ἔθεσε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας καί τόν «ἑνωτικό» ὅρο της στήν κρίση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως τοῦ φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας ὀρθοδόξου λαοῦ.
Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν τήν ψευδοένωση στήν Φλωρεντία καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἀρνήθηκε νά ἔλθει σέ ὁποιαδήποτε ἐπαφή μέ τόν νέο λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/λεως Μητροφάνη καί τούς ὁμόφρονές του.
Ἀναφέρει ὁ ἴδιος: «ἐγώ, λοιπόν, ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπ'αὐτούς (τούς λατινόφρονες), γιά νά εἶμαι ἑνωμένος μέ τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους, κάνω σέ ὅλους φανερή τήν γνώμη μου μέ τά γραφόμενά μου, ὥστε νά μπορεῖ ὁ καθένας, πού θέλει, νά κρίνει, ἄν ἔχαιρα γιά τά ὑγιῆ δόγματα ἤ ἄν δέχθηκα τήν γενομένη ἕνωση μέ διεστραμμένα δόγματα καί διδασκαλίες»[13].
Ὁ Σ. Συρόπουλος, ἀναφερόμενος στήν διαδικασία γιά τήν ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχου, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος δέν εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τή Σύνοδο. «Ὁ βασιλιάς καί οἱ ἄρχοντες δέν ἔκαναν καθόλου λόγο γιά τόν Ἐφέσου, γιά νά παραστεῖ στήν ψηφοφορία, ἐπειδή τόν βρῆκαν νά εἶναι χωρισμένος ἀπό ὅλους, πού ἀποτελοῦσαν τήν Σύνοδο»[14].
Ἐκτός ἀπό τήν προσωπική του παύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς λατινόφρονες, ὁ ἅγιος Μᾶρκος παρότρυνε τόν κλῆρο καί τόν λαό οὔτε αὐτοί νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρεσιάρχη «Πάπα» καί τούς γραικολατίνους.
Λέγει ὁ ἴδιος: «Νά ἀποφεύγετε, λοιπόν, κι ἐσεῖς, ἀδελφοί, τήν κοινωνία μέ τούς ἀκοινώνητους καί τή μνημόνευση τῶν ἀμνημονεύτων. Νά, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός Μᾶρκος, σᾶς λέω ὅτι αὐτός, πού μνημονεύει τόν πάπα ὡς ὀρθόδοξο ἀρχιερέα, εἶναι ἔνοχος, ὥστε νά ἐκπληρώσει ὅλο τόν λατινισμό, καί νά φτάσει μέχρι τό σημεῖο νά κουρέψει ἀκόμη καί τά γένεια του. Ὁ λατινόφρων θά κριθεῖ μαζί μέ τούς Λατίνους καί θά λογισθεῖ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως»[15]. «Νά ἀποφεύγετε, λοιπόν, ἀδελφοί, τούς εἰσηγητές καί ἐπιβεβαιωτές τῆς λατινικῆς καινοτομίας»[16]. «Νά τούς ἀποφεύγετε, λοιπόν, ἀδελφοί (τούς λατινόφονες) καί τήν κοινωνία μ'αὐτούς. Γιατί αὐτοί εἶναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι ἐργάτες, πού μετασχηματίζονται σέ ἀποστόλους Χριστοῦ». Καί καταλήγει: «Νά στέκεστε, κρατώντας τίς ἔγγραφες καί ἄγραφες παραδόσεις, πού παραλάβατε, γιά νά μήν συναρπαχθεῖτε ἀπό τήν πλάνη τῶν ἀθέσμων καί ἐκπέσετε ἀπό τόν ἐπιστηριγμό σας»[17].
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἔχει, θά λέγαμε, στό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας κάτι τό μοναδικό, τό ὁποῖο, ἀφ’ ἑνός μέν θά εἶναι μεγίστη ἀπώλεια, ἄν δέν σημειωθεῖ, ἀφ’ ἑτέρου δέ δεικνύει τήν βεβαιότητα καί τήν ἀσφάλεια, πού ἔνοιωθε, ἀπομακρυνόμενος ἀπό τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως. Αὐτό τό μοναδικό εἶναι ὅτι ἤθελε νά διατηρήσει τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὄχι μόνο ἐν ὅσῳ ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον.
Ὅταν, λοιπόν, πλησίασε τό τέλος τοῦ ἁγίου Μάρκου καί βρίσκονταν πλησίον του οἱ Ὀρθόδοξοι συναγωνιστές του, καθώς ἐπίσης καί πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι καί μή, ἄφησε τίς τελευταῖες ὁδηγίες, οἱ ὁποῖες μιλοῦν γιά τήν μετά θάνατον διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας του. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ὁμολογιακό κειμήλιο, τό ὁποῖο καί μόνο του χαρακτηρίζει τόν ἅγιο. Δείχνει ὅτι, ἐνῶ βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔχει νεανικό παλμό καί δύναμη. Δείχνει τό πόσο εἶχε κατανοήσει ὁ ἅγιος τήν ἀξία τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί τήν ἀσφάλεια, πού ἔνοιωθε σ’αὐτήν, καί ἐπιπλέον ὅτι, ἀναχωρῶντας ὁ ἴδιος ἀπό τήν παροῦσα ζωή, εἶχε τήν καθαρή καί ἀνόθευτη πίστη ὡς τό μεγαλύτερο ἐφόδιο πρός συνάντηση τοῦ Κυρίου. Εἶχε τήν συναίσθηση ὅτι, ὡς διακόψας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ἀπό’δῶ, θά συναντοῦσε τούς διακόψαντας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ἁγίους, τούς διωγμένους γιά τήν πίστη, τούς μάρτυρες τῆς ἀληθείας καί ὅλους ὅσους ἀγάπησαν τήν καθαρότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί ὅσους ἔπαθαν γι’αὐτήν. Μέ ὅλους αὐτούς εἶχε ταυτισθεῖ στήν παροῦσα ζωή καί γι’αὐτό καί μετά θάνατον ἤθελε νά γνωρίζουν ὅτι παραμένει σ’αὐτή τήν πίστη.
Τά βασικά σημεῖα τῆς ὁμιλίας εἶναι τά ἑξῆς : Μέ ὅλους ὅσους εἶχε διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία γιά τά θέματα τῆς πίστεως, δέν ἤθελε οὔτε στήν κηδεία του οὔτε στό μνημόσυνό του νά παρευρεθοῦν, οὔτε πολύ περισσότερο νά φορέσουν ἄμφια, τάχα γιά νά τόν τιμήσουν, ὁ Πατριάρχης δηλ. καί οἱ Ἀρχιερεῖς του. Δέν ἤθελε νά νομισθεῖ ἀπό τούς πολλούς, ἔστω καί ὡς ὑπόνοια, ὅτι κρυφά εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Δέν ἐπιθυμοῦσε μέ τούς λατινόφρονες, Πατριάρχη καί Ἀρχιερεῖς, καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε καί μετά θάνατον. Δήλωνε ὅτι ἧταν πεπεισμένος ὅτι, ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπ’ αὐτούς ἐκκλησιαστικά, τόσο προσέγγιζε τόν Θεό, ἑνωνόταν μέ τήν ἀλήθεια καί τούς ἁγίους. Ὅσο ἀπεναντίας πλησίαζε αὐτούς, τόσο ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν Θεό καί τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἤθελε, ἀναφέρει τελειώνοντας, καμμία κοινωνία ἐκκλησιαστική, γιά να μήν ἀναμιχθοῦν στήν πίστη τά ἄμικτα[18] .
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀσφάλισε τούς πιστούς ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἐκλατινισμοῦ καί διήγειρε κάθε ὀρθόδοξη συνείδηση ἐναντίον τῆς παπικῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία μηχανευόταν τά παντα, γιά νά ὑποδουλώσει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι συμμορφώνονταν πρός τά σαλπίσματα τοῦ ἀρχηγοῦ, ἁγίου Μάρκου, καί δέν συλλειτουργοῦσαν μέ τούς λατινόφρονες, δέν ἐπικοινωνοῦσαν μ’αὐτούς, καί δέν μνημόνευαν τούς ψευδεπισκόπους, πού ὑπέγραψαν τήν ψευδῆ ἕνωση τῆς Φλωρεντίας.
3. Γεννάδιος Σχολάριος. Ὁ πρῶτος Πατριάρχης Κων/λεως μετά τήν Ἅλωση
Στό πλευρό τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στάθηκε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, ὄχι ὡς ἕνας ἁπλός ὀπαδός ἤ σημαντικό μέλος. Εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα του. Γι' αὐτό καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος τόν ἐπέλεξε ἐπισήμως, λίγο πρίν πεθάνει, ὡς συνεχιστή τῶν ἀγώνων του. Πίστευε μάλιστα καί δικαιώθηκε ὅτι ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος θά διεξήγαγε ἐπιτυχέστερα τόν ἀγώνα, λόγῳ τῶν πολλῶν καί ἀναμφισβητήτων προσόντων του, τῆς μεγάλης πολιτικῆς καί διοικητικῆς ἐμπειρίας καί τῆς δυνατότητας νά ἐπηρεάζει τόν αὐτοκράτορα, ὡς ἀνώτατος κρατικός ἀξιωματοῦχος καί σύμβουλος. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος μέ τούς σθεναρούς καί ἐπίμονους ἀγῶνες του κατέστησε στήν πράξη ἀνεφάρμοστο τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, ἐπηρεάζοντας τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Παλαιολόγο καί ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, πού ἄντεξε στούς ἐξευτελισμούς καί στίς πιέσεις καί δέν ὑπέγραψε τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς ψευδοσυνόδου, τρία ἀκόμη πρόσωπα ἔφυγαν κρυφά, λίγο πρίν ἀπό τήν ὑπογραφή, γιά νά μή δεχθοῦν πιέσεις. Ὁ ἀδελφός τοῦ αὐτοκράτορα, δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος, ὁ γνωστός φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός καί ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος καί ὁρισμένοι ἄλλοι.
Θά περίμενε κανείς ὅτι, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς ἀντιπροσωπείας στήν Κων/λη, ὁ Γεννάδιος θά ἔπεφτε στή δυσμένεια τοῦ βασιλέως καί θά ἔχανε τά ὑψηλά διοικητικά ἀξιώματα, πού κατεῖχε, ὡς καθολικός σεκρετάριος τοῦ βασιλέως, γενικός γραμματέας δηλ. τῶν ἀνακτορικῶν ὑπηρεσιῶν, καί καθολικός κριτής τῶν Ρωμαίων, γενικός δικαστής, δηλ., κάτι σάν πρόεδρος του Ἀρείου Πάγου ἤ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Συνέβη, ὅμως, τό ἀντίθετο. Κράτησε ἀκόμη καί τήν θέση του ὡς ἐπισήμου ὁμιλητῆ κάθε Παρασκευή σέ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων, ἐπί θεολογικῶν καί ἠθικῶν θεμάτων, μέ τήν παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καί τῆς συγκλήτου.
Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς εὐνοϊκῆς ὑπέρ τῶν Ὀρθοδόξων στάσεως τοῦ αὐτοκράτορα ἧταν ὅτι ἐπέτρεψε στόν Σχολάριο νά ἀντιπαραταχθεῖ ἐλευθέρως πρός τόν ἀπεσταλμένο τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» θεολόγο, λεγόμενο «ἐπίσκοπο» Κορτώνης Βαρθολομαῖο Lapacci, κατά τίς συζητήσεις στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν κατ’ἄλλους μέν τό 1444, κατ’ἄλλους δέ τό 1445[19] . Κατά τίς συζητήσεις αὐτές ἐπιδίωξη τῶν αἱρετικῶν παπικῶν ἦταν ἡ ἀνανέωση τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Γι’αὐτό παρίσταντο ὁ καρδινάλιος καί ἀνηψιός τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» Francesco Condulmer καί πολλοί ἀπό τους λατινόφρονες. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ἦταν συντριπτική. Ὁ ἐπίσημος θεολόγος τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα» ὑπέστη δεινή ἧττα καί κανείς ἀπό τούς παρισταμένους δέν τόλμησε νά τείνει χεῖρα βοηθείας πρός τόν λεγόμενο «ἐπίσκοπο», πού δεχόταν ἰσχυρά χτυπήματα. Συντετριμμένος ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Γενναδίου ὁ Ἰσίδωρος Ρωσίας, καρδινάλιος πλέον, ἐπιδόθηκε σέ πολυχρόνια προσπάθεια συλλογῆς ὑλικοῦ ἀπό τά πρακτικά τῶν συνόδων, γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν Γεννάδιο, χωρίς ὅμως νά τό ἀποτολμήσει, ὅταν κατά τό 1452 ἔγινε νέα ἀπόπειρα ἀνανεώσεως τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου.
Τό ἀποτέλεσμα τῶν συζητήσεων στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ δέν ἧταν ἁπλῶς μία θεαματική νίκη στόν θεολογικό διάλογο μέ προσωρινές ἐντυπώσεις. Ἧταν οὐσιαστικῶς διόρθωση καί ἀνάκληση τοῦ «ἑνωτικοῦ» ὅρου τῆς Φλωρεντίας. Μετά τίς συζητήσεις συνετάγη τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφτηκε ἀπό τό μεγαλύτερο μέρος ὅσων ὑπέγραψαν τόν ὅρο τῆς Φλωρεντίας, τόν ὁποῖο γιά δεύτερη φορά ἀποκήρυτταν, μετά τήν πρώτη ἀποκήρυξη ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Ἰταλία. Ἡ σκέψη περί ὑπογραφῆς νέου λιβέλλου πίστεως ἀνήκει στόν βασιλιά, ὁ ὁποῖος θέλησε, μ’αὐτή του τήν ἐνέργεια, ν’ ἀπορρίψει ἀπό τήν συνείδησή του τό βάρος τῶν ταπεινωτικῶν συνθηκῶν τῆς Φλωρεντίας[20] .
Ἡ ἔκβαση τῶν συζητήσεων τοῦ Ξυλαλᾶ, ἀλλά καί ἡ σαφῶς φιλορθόδοξη στάση τοῦ αὐτοκράτορα, παρά τήν προσποίηση τοῦ λατινισμοῦ, ἀποτελοῦν δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου νά διατηρήσει τίς θέσεις του καί νά ἐπηρεάζει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τίς ἀποφάσεις τοῦ βασιλιᾶ.
Μέ τίς συζητήσεις στό παλάτι τοῦ Ξυλαλᾶ ἄρχισε ὁ Γεννάδιος Σχολάριος τό νέο ρόλο του ὡς ἡγέτη τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐγκατέλειψε πλέον τήν σιωπή καί τήν ἀπόκρυψη πίσω ἀπό τήν σκιά τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἐμφανῶς κατῆλθε στόν ἀνοικτό στίβο, ἀναγνωρισμένος ἀπ’ὅλους ἡγέτης, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ὑποδείξεώς του ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, ἀλλά καί λόγῳ τῶν ἀναμφισβήτητων προσόντων καί τῆς στερεᾶς καί ἀκλόνητης εὐσέβειας, ἡ ὁποία τόν κατέστησε ἀληθῆ διάδοχο τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἀπό τό 1445 μέχρι τήν πτώση τῆς Πόλεως τό 1453, κάτω ἀπό δύο αὐτοκράτορες, τόν Ἰωάννη Παλαιολόγο, μέχρι τό 1448, καί τόν Κων/νο Παλαιολόγο, ἀπό τό 1449 μέχρι τό 1453, καί κάτω ἀπό δύο καταστάσεις βίου, τοῦ λαϊκοῦ, μέχρι τό 1450, καί τοῦ μοναχοῦ, ἀπό’κεῖ κι ἔπειτα, ἀγωνίστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά ἐπιτευχθοῦν δύο στόχοι. Ν’ ἀνατραπεῖ ἀφ’ἑνός ἡ ἐφαρμογή τοῦ ταπεινωτικοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας καί νά πεισθοῦν ἀφ’ἑτέρου ἄρχοντες καί λαός ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως εἶναι περισσότερο ἐξασφαλισμένη, ἐάν στηριχθοῦν στίς δικές τους δυνάμεις καί ὀργανώσουν τήν ἄμυνα καί ὀχύρωση τῆς Πόλεως μέ τά δικά τους οἰκονομικά μέσα, ὅσες θυσίες κι ἄν ἀπαιτήσει αὐτό, παρά ἀναμένοντας τήν ἀμφίβολη βοήθεια τοῦ αἱρεσιάρχου «Πάπα», μέ τό ἀντάλλαγμα τῆς προδοσίας τῆς πίστεως[21] .
4. Ἡ Συνοδική καταδίκη τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας
Οἱ ἐκτεθέντες ἀγῶνες τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καί λαοῦ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ἔφεραν τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ πανορθόδοξη συνοδική ἐξέγερση ἀποκήρυξε καί κατέκρινε τόν «ἑνωτικό» ὅρο καί τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Φλωρεντίας ὡς «ληστρική, ἐναγῆ, μιαρά, ἄθεσμη, ψευδοσύνοδο κ.τ.ὅ.»[22]. Αὐτό ἔγινε μέ τήν Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1441[23], τήν Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1443[24], τήν Ἀπολογία τοῦ Κλήρου τῆς Κων/λεως πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ τόν Παλαιολόγο τό 1443[25], τίς Ἐκκλησίες Μολδοβλαχίας, Σερβίας καί Ἰβηρίας, οἱ ὁποῖες μέ εἰδικές πράξεις, κατεδίκασαν τήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας[26], τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1450[27], τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1484[28], τήν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Κων/λεως Ἱερεμία, Ἀντιοχείας Ἀθανασίου καί Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου, πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους (1716-1725), μέ τήν ὁποία ἀπορρίπτεται ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδος, χαρακτηριζομένη ὡς «καϊαφικόν συνέδριον, ὡς ληστρικόν τε καί βίαιον κ.τ.λ.»[29], καί τέλος τήν Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 1727[30] .
Ἐπίλογος - Προτάσεις
Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χρσιτῷ ἀδελφοί,
Δέν θά ἦταν καθόλου τολμηρό καί ὑπερβολικό νά ὑποστηρίξουμε ὅτι στις ἡμέρες μας ζοῦμε μία ἀναβίωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, πού συνεκλήθη στά τέλη τοῦ Ἰουνίου 2016, εἶναι μία νέα Φερράρα-Φλωρεντία. Δέν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος. Εἶναι μία ληστρική, Φλωρεντινή, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος. Γι’αὐτό μέ βάση τά ὅσα ἀναπτύξαμε θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη οἱ Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ὅσες δέν ἔλαβαν μέρος σ’αὐτήν, ἀλλά καί μία νέα Πανορθόδοξη Σύνοδος α) νά καταδικάσουν τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Κρήτης ὡς ληστρική, αἱρετική καί οἰκουμενιστική σύνοδο, β) νά ἀπορρίψουν τά κείμενά της ὡς αἱρετικά, ἰδιαίτερα τό κείμενο γιά τίς σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους, γ) νά καταδικάσουν τούς διοργανωτές, τούς πρωταγωνιστές, τούς συμμετέχοντες σ'αὐτήν, τούς ὑπογράψαντας καί ἀποδεχομένους τά αἱρετικά κείμενά της, δ) νά καταδικάσουν τόν διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση, ε) νά ἀποφασίσουν τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στ) νά τερματίσουν κάθε κοινή ἐμφάνιση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί αἱρετικούς, καί ζ) νά ἀποχωρήσουν ἀπό τόν ἄγονο διάλογο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς.
Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Εἴθε ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός νά μᾶς ἀξιώσει νά ζήσουμε τήν Πανορθόδοξη Συνοδική καταδίκη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, δι'εὐχῶν Σας.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Πηγή: Κατάνυξις
(This lecture was presented at the Conference «Saint John’s Readings», which took place under the blessing of His Beatitude Metropolitan of Sofia and Patriarch of Bulgaria, Neophytos, in Sofia of Bulgaria, on the 9th and 10th of June 2017, and which was organized by the parish of the Ancient Church of Saint Great Martyr George (The Rotunda)
Reverend Fathers,
Dear brothers in Christ,
First of all, we want to express our gratitude to His Beatitude, Metropolitan of Sofia and Patriarch of Bulgaria, Neophytos.
Second, we want to thanks the Initiative Committee of the Conference «Saint John’s Readings» for the honour of inviting us in this Conference.
Finally, we want to say that our Bishop, His Eminance Metropolitan of Piraeus Serafim gives his blessing to our Conference and wishes to all the enlightment from the Holy Spirit.
The subject that we will speak about is «How Orthodoxy overcame the false-synod of Ferrara-Florence».
In the Orthodox East, in the fifteenth (15th) century, before the fall of Constantinople in οne thousand four hundred and fifty three (1453), mainly two conflicting sides were formed.
The one side, that of the latinophrones (latin-minded) and in favour of the Pope, led by the dissenter and latinophrone Vessarion of Nice, who, finally, was fully incorporated in the heresy of Papism and became Cardinal, proposed alliance with the West as a repulsion against the Turkish danger. He influenced decisively the emperor Ioannis eighth Palaiologos, who was concerned about the fate of the empire, and he swept him in the degrading signing of the «unifying» decree of the false-synod of Ferrara-Florence (1438-1439), just fourteen years before the fall of Constantinople.
The other side, that of the Orthodox, with leader Saint Mark Evgenikos, Archbishop of Ephesus, struggled to reject the false-union with the heresy of Papism and influenced most of the clergy and the people. He wanted the nation to rescue all its cultural entity and self-consciousness, because he knew the undeniable historical truth that the nations are lost, not when they lose their statehood, but when they lose their cultural identity, that is to say their soul. Since any assistance from the West in diplomatic negotiations required the latinization of the Orthodox, the nation should rely on its own forces. Although they foresaw that the submission to those who had different faith (to the Turks) was unavoidable, they believed that the conditions of the revival and regression would be created. Under the guise of help, the Westerners would essentially conquer Constantinople once again. Both of them would be conquering. But in the conquering by the Turks would remain the advantage of national despondency, that is to say that the nation would not betray willingly its own traditions, would not sacrifice the Orthodoxy, which was the most essential element of its national identity. In addition, the great cultural supremacy over the Turks and the totally different religion were unfavorable factors for the complete islamization, whereas with the Franks the latinization would be easier.
The false-union of Ferrara-Florence, imposed from above, had political motives, completely unrelated to the spiritual aim of the true peace and union. That is why it was turned down from below and it is now, as K. Heussi notices, a meaningless scrap of paper[31] . The Orthodox, because of the urgent and anguished need to get help, instead of going to the city of Basel to support the synod against the Pope, they were drawn to a so-called «synod» of an unusual process and duration, and they all gave in to the demands of the heretic papists, and offered valuable assistance and recognition to the heresy of Papism, without receiving the agreed return. First, they strengthened, with their participation, the prestige of the chief of the heretics Pope Eugenius fourth IV, who was defrocked by the reformist Synod of Basel, and thus they contributed to the dissolution of that Synod, and also to the hopes of democratizing the sovereign monarchy of the chief of the heresy, the «Pope». Then, they legitimized, by the decision of the false-synod, the goals of the «Popes», on the Papal primacy and sovereignty over the Church. Above all, however, they offered to the heresy of Papism the basis, on which the next false-synods of Trident (1545-1563) and the First Vatican (1870) relied on, for the dogmatization of the Papal primacy and infallibility. What the heresy of Papism had tried to achieve for ages, by the systematic distortion of the texts, was offered by the latinophrone and Popephile «Orthodox» at the false-synod of Florence.
It was that offer of the latinophrones to the heresy of Papism that the Orthodox people of Constantinople, guardian of faith, Saint Mark Eugenikos, and Patriarch Gennadios Scholarios struggled against and succeeded to overrule[32] .
1. The anger of the Orthodox people of Constantinople, guardian of faith
In Constantinople the Orthodox people had not accepted the false-union, because they wanted an commendable union with the Papists, on the basis of the Orthodox Faith, Tradition and Life[33] . Thus, the people were enthralled by the strong attitude held by Saint Mark during the false-synod. Ηe was received triumphantly and he was considered a real fighter of Orthodox faith. The Orthodox people considered Saint Mark to be the only Hierarch, who had the courage and the ability to defend the correct doctrinal teaching of the Church.
The return of the Orthodox delegation to Constantinople was a stimulus for the general expression of the unease of the ecclesiastical conscience. On the First of February of the year one thousand four hundred and forty, disembarked at Constantinople, coming back from Florence, the latinophrone Greek Archpriests, whom the multitude of people expected, with obvious anxiety. The people of Vasilevousa (Reigning City), for two whole years had less agony for the threat of the Turks and more agony whether, in Florence, the sacrosanct of their Fathers’ faith was at risk. The people wanted to know whether Orthodoxy had won in Florence. The traitors of Orthodoxy, sensing the people's wrath, were answering regretfully: «we sold our faith; we exchanged the piety for the impiety; betraying the clean sacrifice, we became unleavened…»[34]. According to the historian named Dukas, the traitors of Orthodoxy, completely disgraced and fearing the outcry of the Orthodox crew, cursed the time when they signed the «unifying» decree of Florence : «this right [hand] signed, they were saying, may it be cut; the tongue confessed, may it be eradicated»[35].
The people of Constantinople from the very first moment took sides with Saint Mark Eugenikos and they forced the venal traitors of Orthodoxy to hit their breasts, demonstrating repentance, because they participated in the tragedy of Florence. The people had already heard from the mouth of Saint Mark that the false-synod of Florence would be repudiated and the false-union would be annulled[36] . Even emperor Ioannis, fearing a possible revolt of the people, did not speak for the decree of Florence[37]. The people, under the instructions of Saint Mark Eugenikos, were not afraid of the Patriarch nor of the Emperor. Sylvestros Syropoulos writes that «the faithful of Constantinople became more determined, disdained the events at the Synod, and ceased to commemorate the King»[38]. The Orthodox clergy of Constantinople refused to serve the Divine Liturgy together with the Latinophrones. In Constantinople «neither the Pope was commemorated, nor the decree was read, nor was something else innovated»[39] .
The uprising of the Orthodox people against the decree of Florence was such, that soon almost all Greek bishops, who had signed the false-union, were forced to revoke their signature and make a newer statement[40] . The reaction of the people of Constantinople against the Latinophrones, over time, appeared larger and more organized. «The Latinophrones were avoided. The supporters of the false-union were more and more isolated. The faithfull would not go to the churches where the Latinophrones served the Divine Liturgy. Even those, who visited them out of curiosity, were avoided by their friends»[41]. The Orthodox people did not want to have ecclesiastical communion with the Latinophrone bishops and clerics. Saint Mark, exiled in Lemnos, in his letter to the hieromonk Theophanes in Evripos describes this reaction of the Orthodox people : «Most of the brothers, encouraged by my exile, reprimand the scoundrels and offenders of the right faith and of paternal institutions, they discredit them everywhere as scums, and do not tolerate either to serve the Divine Liturgy with them, or to commemorate them as Christians»[42].
The above description shows the attitude of the people and their contribution to the reestablishment of Orthodoxy. The people were well-versed in their faith and they also knew to take the right attitude, when this faith would be betrayed. And this attitude was the interruption of the ecclesiastical communion with the latinophrones.
2. Saint Mark Eugenikos, Archbishop of Ephesus, the atlas of Orthodoxy
Saint Mark Eugenikos, like all the Holy Fathers after the Schism, fought against the heretic Papism, who, taking advantage of the complete attenuation of the Roman Empire, wished to subjugate Orthodoxy, which it would be surrendered to him, in advance, if he helped, as he was saying, militarily and economically the collapsing empire. It is a fact that, if it hadn’t been for Saint Mark, by God’s goodwill, in this crucial period for Orthodoxy, the whole East would have been turned to Frankism and latinized, and the true faith would have disappeared from the earth.
The important thing is that Saint Mark not only fought during the duration of the false-synod of Florence-Ferrara, which is common knowledge, but he also fought after the signing of the agreement and the return to Constantinople. In fact, his last fights, who to many are unknown, are perhaps more important, because we could say that during the false-synod of Ferara-Florence his efforts were unsuccessful, since the false-union of the Orthodox Church with the heresy of Papism was, finally, signed, whereas, after the false-synod, Saint Marks’ struggles were absolutely successful, because they caused the reeinstatement of Orthodoxy and the condemnation of both the false-synod of Florence and the heresy of Papism.
Saint Mark Eugenikos, after returning from Florence, had one and only purpose. To fight and to prove that the false-synod of Florence, as well as the decree of the false-union between Orthodoxy and Papism, which was signed by all, were illegal, un-canonical, unorthodox and invalid. The Kaiaphas-minded council of Florence should be renounced, at all costs, by all Orthodox people. The brave Bishop of Ephesus put the false-synod of Florence and its «unifying» decree to the judgment of the ecclesiastic conscience of the Orthodox people, the guardians of the Orthodox Church.
Further, Saint Mark interrupted the ecclesiastic communion with all those, who had signed in Florence the false-union, and with those, who followed them. He refused to have any contact with the new latinophrone Patriarch of Constantinople, Metrophanes, and his like-minded.
He states : «So, having been separated from them [the latinophrones], in order to be united with the holy fathers and teachers, I make my opinion clear to all through my writings, so that anyone, who wants to judge, shall know whether I rejoiced with the healthy doctrines, or I have accepted the union which has been founded on distorted doctrines and teachings»[43].
Sylvestre Syropoulos, referring to the process of the election of the new Patriarch, says that Saint Mark had no ecclesiastic communion with the Synod either. «The King and the councilors did not discuss at all the issue of the participation of Mark of Ephesus, because they found that he was separated from all those, who formed the Synod»[44] .
Saint Mark, not only stopped having ecclesiastic communion with the latinophrones, but he also urged the clerics and the people to discontinue ecclesiastic communion with the chief of the heresy, the «Pope», and the Greco-Latins.
He says : «Avoid, therefore, you, also, brothers, the communion with the ex-communicated and the commemoration of the ones disqualified for commemoration. Here, I, the sinful Mark, tell you that the one, who commemorates the pope as an orthodox archpriest, is guilty of fulfilling the complete latinization, and he will even go so far as to cut his beard. The latinophrone will be judged together with the Latins and he will be considered a violator of the faith»[45]. «Avoid, therefore, brothers, the innovators and those who approve of the latin innovation»[46]. «Avoid them, brothers, and avoid communion with them. Because, these are false-apostles, devious workers, transformed into apostles of Christ». And he concludes : «Resist, observing the written and the unwritten traditions, which you have received, so that you may not be alluded by the fallacy of the unlawful ones and fall off from your foundation»[47].
We could say that Saint Mark Eugenikos has, regarding the matter of the interruption of the ecclesiastic communion, something unique, which, on the one hand will be a maximal loss if not noted, on the other indicates the certainty and safety, he felt, away from the bearers of the heresy. The unique thing is that he wanted to maintain the interruption of the ecclesiastic communion, not only during his life, but also after his death.
Thus, when Saint Mark’s end was drawing near, and the other Orthodox fighters, who supported him, were close to him, as well as many other officials and unofficial people, he gave the last instructions, which speak about the after-death interruption of his ecclesiastic communion. This text is a confessional heirloom, which alone characterizes the saint. It shows that, while he is at the end of his life, he has a youthful pulse and strength. It shows that the saint had understood very well the value of the interruption of the ecclesiastic communion and the security he felt within this interruption, and in addition, that, leaving from his present life, he had the pure and fair faith as the greatest qualification for meeting the Lord. He had the feeling that, since he had interrupted the ecclesiastic communion from this life, he would meet those saints, who had interrupted the communion, those had been persecuted for the faith, the martyrs of truth, and all those who had loved the purity and the integrity of the faith and had suffered for it. With all those he was identified in the present life and, for this reason, he wanted them to know that, after his death, he would remain in that faith.
The basic points of his last speech are the following : He did not want the latinophrones, with whom he had interrupted ecclesiastic communion for the matters of faith, to attend neither his funeral nor his memorial; especially, he didn’t want them, that is the Patriarch and his Archpriests, to wear their vestments in the pretext of honoring him. He did not want the majority of people to think, not even to have suspicions, that he had ecclesiastic communion with them secretly. He did not want any ecclesiastic communion with the latinophrones, the Patriarch and the Archpriests, not even after his death. He stated that he was convinced that the more he moved away from them ecclesiastically, the more he approached God and was united with the truth and the saints. On the contrary, the more he approached them, the more he distanced himself from God and the teachers of the Church. Finally, he says that he did not want any ecclesiastic communion, so that the unmixable are not mixed with the faith[48] .
Saint Mark safeguarded the faithful from the danger of latinization and stirred up every Orthodox conscience against the papal heresy, which cold invent everything in order to enslave the Orthodox Church. All the Orthodox complied with the awakenings of the leader, Saint Mark, and they did not serve together with the latinophrones, nor did they communicate with them, and they did not commemorate the false-bishops, who had signed the false-union of Florence.
3. Gennadios Scholarios. The first Patriarch after the Fall of Constantinople
On the side of Saint Mark Eugenikos stood Patriarch Gennadios Scholarios, not as a simple supporter or an important member. He is the later embodiment of Saint Mark, his identical image. For this reason, Saint Mark chose him, just before he died, to be the successor in his struggles. He even believed, and he was therein justified, that Patriarch Gennadios would struggle more successfully, thanks to his many and unquestionable qualifications, his great political and administrative experience and the ability to influence the emperor, as a higher state official and counselor. Patriarch Gennadios Scholarios, with his vigorous and continuous struggles, rendered, practically, inapplicable the «unifying» decree of the false-union of Ferrara-Florence, influencing the emperor Ioannis Palaiologos and expressing the consciousness of the people of the Church.
It should be noted that, apart from Saint Mark Eugenikos, who resisted the humiliations and the pressure and did not sign the «unifying» decree of the false-union, three more persons escaped secretly, shortly before the signing, so as not to accept pressure: the brother of the emperor, Despot Dimitrios Palaiologos, the well-known philosopher of Mystras Georgios Plithon-Gemistos and Patriarch Gennadios Scholarios, and some others.
One would have expected that, after the return of the delegation to Constantinople, Gennadios would fall into the king's disfavor, and would lose the high administrative powers he held, as the King’s general secretary in the palace, and as general judge of the Romans, that is to say, something like president of the Supreme Court of the State. However, it was the opposite that took place. He even held his position as an official speaker every Friday in the palace, on the theological and ethical issues, with the presence of the King and the Senate.
The culmination of this Emperor’s stance, favorable to the Orthodox, was that he allowed Scholarios to respond freely to the representative of the heresiarch, the «Pope», that is the theologian, so called «bishop» of Kortonis, Bartholomew Lapacci, during the discussions at the palace of Xylala, carried out in the year οne thousand four hundred forty-four (1444), or, according to others, in οne thousand four hundred and forty-five (1445)[49] . In these discussions, the aim of the heretic papists was the renewal of the «unifying» decree of the false-union of Ferrara-Florence. For this reason, the cardinal and nephew of the chief of the heresy, the «Pope», Francesco Condulmer, was present, as well as many latinophrones. The argumentation of Gennadios Scholarios was overwhelming. The official theologian of the heresiarch, the «Pope», suffered a humiliating defeat, and none of those, who were present, dared to give a helping hand to the so-called «bishop», who received strong blows. Being overwhelmed by Gennadios’s presence, Isidoros of Russia, already a cardinal, tried for many years to collect material from the minutes (acts) of the Synods, in order to face Gennadios, but he did not dare to do so, when in οne thousand four hundred and fifty-two (1452) a new attempt to renew the «unifying» decree was made.
The result of the discussions at the palace of Xylala was not only a spectacular victory, with only temporary impressions, in the theological dialogue. It was, essentially, a correction and a revocation of the «unifying» decree of Florence. After the discussions, a volume was drawn up, signed by the majority of those, who had signed the decree of Florence, wherein they renounced it for a second time, after their first renouncement, which had been made immediately after their return from Italy. The thought about signing a new libel of faith belongs to the king, who wanted, with this action, to reject from his conscience the burden of the humiliating treaties of Florence[50] .
The outcome of the discussions at Xylala, as well as the clearly pro-Orthodox attitude of the emperor, despite his pretense of latinism, was the vindication of Gennadios Scholarios’s decision to maintain his positions and to influence closely the decisions of the king.
With the discussions at the palace of Xylala, Gennadios Scholarios began his new role as leader of the Orthodox. He abandoned silence and hiding behind the shadow of Saint Mark Eugenikos, and he suddenly came to the open arena, recognized by all as a leader, not only because of the indication made by Saint Mark Eugenikos, but also because of his undisputed qualifications and his solid and unshaken piety, which made him the true successor of Saint Mark. From οne thousand four hundred and forty-five (1445) until the fall of Constantinople in οne thousand four hundred and fifty-three (1453), under two emperors, Ioannis Palaiologos, to οne thousand four hundred and forty-eight (1448), and Konstantinos Palaiologos, from οne thousand four hundred and forty-nine (1449) to οne thousand four hundred and fifty-three (1453), and in two states of his life, that of a lay person, until οne thousand four hundred and fifty (1450), and that of a monk, from then on, he struggled with all his forces to achieve two goals: the overturn of applying the humiliating decree of Florence and the persuasion of the dukes and of the people that the salvation of Constantinople is more secure by relying on their own forces and by organizing the defense and strengthening of the City with their own financial means, no matter the sacrifices, rather than waiting for the dubious help of the chief of the heresy, the «Pope», in exchange for betrayal of the faith[51] .
4. The Synodical condemnation of the false-union of Ferrara-Florence
The struggles of the Orthodox clergy and people, of Saint Mark Eugenikos and Gennadios Scholarios, had the desired effect. The Orthodox Church with a pan-orthodox synodical reaction renounced and deprecated the «unifying» decree and the so-called «synod» of Florence as «predatory, vile, abominable, unconstutional, false-synod, etc»[52]. This was done with the Synod of Moscow in οne thousand four hundred and forty-one (1441)[53], the Synod of Jerusalem in οne thousand four hundred and forty-three (1443)[54], the Apology of the Clergy of Constantinople to the emperor Ioannis Palaiologos in οne thousand four hundred and forty-three (1443)[55], the special acts of the Churches of Moldavia and Moldavlachia, Serbia and Iberia, which condemned the false-synod of Florence[56], the Synod of Constantinople in οne thousand four hundred and fifty (1450)[57], the Synod of Constantinople in οne thousand four hundred and eighty-four (1484)[58], the response of the Orthodox Patriarchs, of Constantinople Ieremias, of Antioch Athanasios and of Jerusalem Chrysanthos, to the Anglicans, who didn’t give an oath (1716-1725), by which the Florentine Synod is rejected, characterized as «a council of Kaiafa, predatory, violent, etc»[59], and finally the Synod of Constantinople in οne thousand seven hundred and twenty-seven (1727) [60].
Epilogue - Proposals
Respectable Fathers,
Dear brothers in Christ,
It would not be audacious at all, nor exaggerating, to support that in our days we are witnessing a revival of Ferrara-Florence. The false-synod of Crete, which was convened at the end of June 2016, is a new Ferrara-Florence Synod. It is not holy, nor great, nor a Synod. It is a predatory, Florentine, heretic, ecumenistic false-synod. That is why, on the basis of what we have developed above, we believe that it is an absolute necessity that the Local Orthodox Churches, and in particular those that have not participated in it, as well as a new Pan-Orthodox Synod should (a) condemn the so-called «synod» of Crete as a predatory, heretic and ecumenistic synod, (b) reject the texts as heretic, (c) condemn the organizers, the protagonists, the participants in it, the signatories and the acceptors of its heretic texts, (d) condemn the interchristian and interreligious syncretistic Ecumenism as pan-heresy (e) decide to withdraw all Orthodox Local Churches from the so-called «World Council of Churches», that is to say of Heresies (f) terminate every common appearance of the Orthodox with the those of different faith and the heretics, and (g) resign from the sterile dialogue between the Orthodoxy and any kind of heretics.
Reverend Fathers,
Dear brothers in Christ,
May the Holy Triune God make us worthy of experiencing the Pan-Orthodox Synodical condemnation of the false-synod of Crete, by your blessings.
Thank you!
[1] K. Heussi, Kompendium der Kirchengeschicte, Tübingen 1909, σ. 280.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ ἅλωση τῆς Πόλης κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο», Θεοδρομία Η2 (Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 2006) 219-239.
[3] Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, «Φερράρας-Φλωρεντίας σύνοδος», ΘΗΕ, τ. 11ος, στ. 1020.
[4] ΔΟΥΚΑΣ, Historia Byzantina, ἐκδ. Bekker, Βόννη 1834, σ. 216.
[5] Κ. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκδ. ΣΤ΄, τ. Ε΄, Ἀθῆναι 1932, σ. 276.
[6] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097C.
[7] Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Σχέσεις Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1958, σσ. 524-525.
[8] ΣΥΛΒΕΣΤΡΟΣ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Vera historia Unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive concilii Florentini exactissima narratio, graece scripta per Sylvestrum Sguropulum, ἐκδ. Rob. Greyghton, Hagae 1660, ΧΙΙ, κεφ. Β΄, σ. 332.
[9] Ὅ. π. σσ. 331-332.
[10] ΓΕΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, Κατά τῆς προσθήκης…, P.G. 160, 723D.
[11] JOSEPH GILL, Ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας, μετ. Καλοῦ Τύπου, Ἀθῆναι 1962, σσ. 405, 407.
[12] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097AB.
[13] «Ἔκθεση τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, μέ ποιό τρόπο δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καί δήλωση τῆς Συνόδου, πού ἔγινε στήν Φλωρεντία», Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σσ. 304-308.
[14] Σ. ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά ἀπομνημονεύματα ΧΙΙ, σ. 548.
[15] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, P.G. 160, 1097D, 1100A.
[16] ΣΠΥΡΙΔΩΝ Π. ΛΑΜΠΡΟΥ, Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τ. Α΄, σ. 26
[17] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1960, σ. 429.
[18] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἀπολογία, P.G. 160, 536CD.
[19] Περί τοῦ χρόνου τῶν συζητήσεων βλ. O. KRESTEN, Eine Sammlung von Konzilsakten aus dem Besitze des Kardinals Isidoros von Kiev, Wien 1976, σ. 31 ἑξ.
[20] ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, Ἄπαντα τά εὑρισκόμενα, ἐκδ. L. PETIT – X. SIDERIDES – M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, τ. ΙΙΙ 99-100, Paris 1928-1936.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, ἔκδ. Β΄ Πατριαρχικό Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσ/κη 1988, σσ. 157, 158, 160, 161.
[22] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, Ἀθῆναι 1952, σσ. 28-29
[23] A. PICHLER, Geschichte der kirchlichen Trennung zwischen dem Orient und Occident, Mϋnchen 1865, τ. ΙΙ, σ. 52 ἑξ. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Β΄, Ἀθήνα 1994, σσ. 625-626.
[24] Ι. ΣΑΚΚΕΛΙΩΝ, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1892, σσ. 25-28. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις καί Ἀλεξανδρείᾳ, 1910, σσ. 439-442. Κ. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐκδ. ΣΤ΄, τ. Ε΄, Ἀθῆναι 1932, σσ. 277-278. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1959, σ. 395. Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Σχέσεις Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1958, σ. 525. ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σ. 625. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β ΄, ἔκδ. Β΄ Ὀρθόδοξος Τύπος καί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σ. 79.
[25] ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Ἀντίρρησις περί τῆς Ἀρχῆς τοῦ Πάπα, Ἰάσιο 1682, σ. 233 ἑξ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ, Δοκίμιο ἱστορικό περί τοῦ σχίσματος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς κλπ., Ἀθῆναι 1896, σ. 218 ἑξ. ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος καταλλαγῆς, Ἰάσιο 1692, σσ. 422-431.
[26] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 80.
[27] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 457 ἑξ. ΧΡ.ΠΑΠΑÏΩΑΝΝΟΥ, «Τά πρακτικά τῆς οὕτω λεγομένης ὑστάτης ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου (1450) καί ἡ ἱστορική ἀξία αὐτῶν», Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια 16 (1896/7) 117. ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Μελέτη Ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1912, σ. 257. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ὅ. π.
[28] ΝΑΘΑΝΑΗΛ ΧΥΧΑΣ, Ἐγχειρίδιο περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, ἐκδ. Ἀ. Δημητρακόπουλος, Λειψία 1869, σ. θ΄ - ιγ΄. A. PICHLER, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 397. Ε. ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ, Ἐκκλησιαστικά σύλλεκτα, Σάμος 1891, σσ. 26-29. ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πρῶται σχέσεις Ὀρθοδόξων καί Λατίνων μετά τήν ἄλωσιν τῆς Κων/λεως, Ἱερουσαλήμ 1908, σ. 25 ἑξ. Γ. ΡΑΛΛΗΣ - Μ. ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα τῶν θείων καί Ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1852/9, V1 143-147. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά συμβολικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 25 ἑξ.
[29] MCC 37, 4435. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., τ. 2, Ἀθῆναι 1953, σ. 788-820. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Κείμενα δογματικῆς καί συμβολικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2000, σσ. 384-431.
[30] J. MANSI, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio. Florentie et Venetiis 1757/98, Parisiis 1899/1927, 37, 895. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 489-501.
[31] K. Heussi, Kompendium der Kirchengeschicte, Tübingen 1909, p. 280
[32] ARCHPRIEST THEODOROS ΖISIS, «The fall of Constantinople according to Gennadios Scholarios», magazine Theodromia Η2 (April - June 2006) 219-239.
[33] Β. STAVRIDIS, «Ferrara-Florence synod», Religious and Μoral Εncyclopedia (ΡΜΕ), v. 11, p. 1020.
[34] DOUKAS, Historia Byzantina, ed. Bekker, Βόννη 1834, p. 216.
[35] Κ. PAPARIGOPOULOS, The history of the Greek nation , ed. 6th, v. Ε΄, Athens 1932, p. 276.
[36] ST. MARK ΕUGENIKOS, Letter to Theophanis, Patrologia Greaca (P.G.) 160, 1097C.
[37] P. GRIGORIOU, Relationships between Catholic and Orthodox, Athens 1958, p. 524-525.
[38] SILVESTROS SYROPOULOS, Vera historia Unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive concilii Florentini exactissima narratio, graece scripta per Sylvestrum Sguropulum, ed. Rob. Greyghton, Hagae 1660, ΧΙΙ, chap. Β΄, p. 332.
[39] ibid pp. 331-332.
[40] GENNADIOS SCHOLARIOS, Against the addition…, P.G. 160, 723D.
[41] JOSEPH GILL, The Synod of Frorence, transl. Kalos Typos, Athens 1962, pp. 405, 407.
[42] ST. MARK OF EPHESUS, Letter to Theophanis, P.G. 160, 1097AB.
[43] «Report of his Holyness Metropolitan Bishop of Efesus, how he accepted the office of the high priesthood and declaration of the Synod, which took place in Florence», Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, pp. 304-308.
[44] S. SYROPOULOS, The memoirs ΧΙΙ, p. 548.
[45] ST. MARK OF EPHESUS, Letter to Theophanis, P.G. 160, 1097D, 1100A.
[46] SPYRIDON P. LAMPROU, Palaeologia and Peloponnesia, v. Α΄, p. 26
[47] IOANNIS KARMIRIS, The Dogmatic and Symbolic Monuments of the Orthodox Catholic Church , v. Α΄, Athens 1960, p. 429.
[48] ST. MARK OF EPHESUS, Apology, P.G. 160, 536CD.
[49] About the time of the discussions see O. KRESTEN, Eine Sammlung von Konzilsakten aus dem Besitze des Kardinals Isidoros von Kiev, Wien 1976, p. 31 ff.
[50] GENNADIOS SCHOLARIOS, Everything is finded, ed. L. PETIT – X. SIDERIDES – M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, p. ΙΙΙ 99-100, Paris 1928-1936.
[51] ARCHPRIEST. THEODOROS ΖISIS, Gennadios II Scholarios, Life-Texts-Teaching, ed. Β΄ Patriarchal Institute of Patristic Studies, Analekta of Vlatades 30, Thessaloniki 1988, pp. 157, 158, 160, 161.
[52] ΙO KARMIRIS, The Dogmatic and Symbolic Monuments of the Orthodox Catholic Church, v. Ι, Athens 1952, pp. 28-29
[53] A. PICHLER, Geschichte der kirchlichen Trennung zwischen dem Orient und Occident, Munich 1865, v. ΙΙ, p. 52 ff. VLASIOS FEIDAS, Ecclesiastical History, v. Β, Athens 1994, pp. 625-626.
[54] Ι. SAKKELION, List of manuscripts of the National Library of Greece, Athens 1892, pp. 25-28. CHRYSOSTOMOS PAPADOPOULOS, The History of the Church of Jerusalem, Jerusalem and Alexandria, 1910, pp. 439-442. Κ. PAPARIGOPOULOS, The history of the Greek nation, ed. 6th, v. Ε΄, Athens 1932, pp. 277-278. V. STEFANIDIS, Ecclesiastical History, ed. Β΄, Athens 1959, p. 395. P. GRIGORIOU, Relationships between Catholic and Orthodox, Athens 1958, p. 525. VLASIOS FEIDAS, Ecclesiastical History, volume Β΄, Athens 1994, p. 625. ΑRCHIM. SPYRIDON MPILALIS, Orthodoxy and Papism. The union of the Churches, v. Β ΄, ed. Β΄ Orthodoxos Τypos kai Syllogos “St. Nicodemus the Hagiorite”, Athens 2014, p. 79.
[55] ΝΕKTARIOS OF JERUSALEM, Objection of the Pope's domination, Iasi 1682, p. 233 ff. KALLISTOS VLASTOS, Historical essay on the schism of the Western Church from the Orthodox Eastern, etc., Athens 1896, p. 218 ff. DOSITHEOS OF JERUSALEM, Volume of distribution, Iasi 1692, pp. 422-431.
[56] ΑRCIM. SPYRIDON ΜPILALIS, op. cit., p. 80.
[57] DOSITHEOS OF JERUSALEM, op. cit, p. 457 ff. CH. PAPAIOANNOU, «The Minutes of the so-called synod in Saint Sofia (1450) and the Historical Value of them», Ecclesiastical Truth 16 (1896/7) 117. SAINT ΝΕCTARIOS OF PENTAPOLIS, Historical study on the causes of the Schism, τ. Β΄, Athens 1912, p. 257. ΑRCHIM. SPYRIDON MPILALIS, ibid.
[58] ΝΑTHANAIL CHYCHAS, Handbook on Pope's primacy, ed. A. DIMITRAKOPOULOS, Leipzig 1869, p. θ΄ - ιγ΄. A. PICHLER, op. cit, p. 397. Ε. STAMATIADIS, Ecclesiastical collectibles, Samos 1891, pp. 26-29.CH. PAPADOPOULOS, First relationships between Orthodox and Latins after the fall of Constantinople, Jerusalem 1908, p. 25 ff. G. RALLIS - Μ. POTLIS, Constitution of Divine and Holy Rules, Athens 1852/9, V1 143-147. ΙO. ΚΑRMIRIS, The symbolic texts of the Orthodox Catholic Church, p. 25 ff.
[59] MCC 37, 4435. ΙO. ΚΑRMIRIS, op. cit., v. 2, Athens 1953, p. 788-820. ARCHPRIEST. ΙO. ROMANIDIS, Texts of doctrinal and symbolic theology of the Orthodox Catholic Church , v. Β΄, ed. P. POURNARA, Thessaloniki 2000, pp. 384-431.
[60] J. MANSI, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio. Florentie et Venetiis 1757/98, Parisiis 1899/1927, 37, 895. ARCHPRIEST ΙO. ROMANIDIS, op. cit., pp. 489-501.
Source: katanixis
Ἀπὸ τὰ παλιὰ-παλιά τα χρόνια οἱ ἀνυπόγραφες ἐπιστολές, τὰ ψευδεπίγραφα καὶ τὰ ἀπόκρυφα ὑπῆρξαν μεγάλη τυράγνια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Τουλάχιστον παλιὰ ἦταν γραμμένα μὲ τὸ χέρι καὶ ἀπὸ τὸν γραφικὸ χαρακτήρα μποροῦσες νὰ γνωρίσης καὶ τὸ πρόσωπο. Τώρα, ἀραδιασμένα τὰ γράμματα στὶς μηχανές, ποῦ νὰ μαντέψης τὸν συντάκτη; Ἔπειτα, τὰ παλιά τα χρόνια λίγοι βαστούσανε κοντυλοφόρο. Τώρα καὶ οἱ κόττες ἀραδιάζουν γράμματα στὶς περγαμηνές.
Μοῦ γράφει ἕνας ἄγνωστος: «Μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῆς Μεγάλης Συνόδου διώκονται ἀπηνῶς οἱ ἀντιφρονοῦντες μοναχοί. Πηγαίνει ὁ κρατῶν στὸ κελλὶ τοῦ μοναχοῦ ποὺ δὲν μνημονεύει μὲ τὸν χωροφύλακα.
- Φύγε ἀπὸ τὸ κελλί.
- Δὲν φεύγω. Κοπίασα νὰ τὸ στήσω, στερήθηκα νὰ τὸ ἀνακαινίσω.
Καὶ ὁ κρατῶν στὸν χωροφύλακα:
- Βαλ' του χειροπέδες!
Καθόλου δὲν μὲ ἀναπαύη ὁ τρόπος αὐτός. Ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ διακηρύττουμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε κι ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει αὐτὴν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, εἶναι κρίμα καὶ μεγάλο νὰ διώκονται ἀπηνῶς μοναχοὶ καὶ οἱ μουσουλμάνοι νὰ ἀπολαμβάνουν κάθε ἐλευθερία καὶ προστασία καὶ μάλιστα ὑπερπροστασία ἀπὸ τοὺς ταγοὺς καὶ τοῦ....
κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μουσουλμάνοι εἶναι «ἀδελφοί μας» καὶ οἱ μοναχοὶ παλιόσκυλα, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σύρουμε χειροδέσμιους ἔξω στοὺς δρόμους!
Αὐτὰ ἔκαναν καὶ οἱ κρατοῦντες στὴν Ἐκκλησία τὰ χρόνια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καὶ δημιουργήθηκε τὸ μέγα καὶ δυσεπίλυτο πρόβλημα τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ διαιωνίζεται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ ἐπιτήδειοι, κοντὰ στὸ ἡμερολόγιο ἀνασκάλεψαν καὶ τὶς κινήσεις τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐκ μέρους τῆς κρατοῦσας Ἐκκλησίας. Ἡ κομματιασμένη αὐτὴ «Ἐκκλησία» τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπορρόφησε τοὺς εὐλαβεῖς χριστιανοὺς καὶ τοὺς δηλητηρίασε μὲ τὰ πιὸ σύγχρονα καὶ παλιὰ φαρμάκια. Καὶ δυστυχῶς καὶ ἡ Πολιτεία τοὺς ἀνέχεται περισσότερο ἀπὸ τὴν κρατοῦσα Ἐκκλησία γιὰ λόγους ψηφοθηρίας. Σὰν τοὺς κοπρομανίτες φυτρώνουν κάθε μέρα παρατάξεις γιὰ ἀσήμαντες καὶ γελοῖες αἰτιολογίες. Καὶ κατήντησαν τὸ ἀντάρτικο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ὅτι τράβηξαν τὴν εὐσεβῆ μερίδα τοῦ λαοῦ τὸ ἔζησα τὰ χρόνια τῆς διακονίας μου στὴν Μονὴ Προυσού. Οἱ νεοημερολογίτες προσέρχονταν στὴν Παναγία σὰν νὰ ἤθελαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ ἀκρογιάλια καὶ τὰ ὀρειβατικὰ καταφύγια. Ὁ παλιοημερολογίτης ὅμως ἐρχότανε σεμνὰ ἐνδεδυμένος, μὲ τὸ ζυμωτὸ πρόσφορό του καὶ τὰ δῶρα του στὴν Παναγία.
Δὲν εἶμαι «ζηλωτής», ἄλλ' οὔτε καὶ οἰκουμενιστής. Δὲν ἀναπαύομαι καθόλου νὰ βλέπω τὸν Πατριάρχη νὰ προσεύχεται καὶ νὰ φωτογραφίζεται μὲ τὸν πάπα καὶ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους. Καὶ περίμενα ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ στηλιτεύση τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ ὄχι νὰ τὸν ἑδραιώση καὶ συνοδικῶς. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διαλόγους τίποτε δὲν κέρδισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μᾶλλον σύγχυση ἐπέφεραν στὸν κόσμο καὶ ἄλγος στοὺς ἀληθινὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Ὡς μαθητὴς τῆς Πατμιάδος Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ρώτησα τὸν νεροκουβαλητὴ τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ μᾶς ἔκανε μακρὰ ὁμιλία γι' αὐτὴν τὴν κίνηση, ποὺ δὲν θέλω νὰ τὴν χαρακτηρίσω οὔτε ἐκκλησιαστικὴ οὔτε θεολογική, περισσότερο θὰ τὴν ὀνομάσω πολιτική,
- Καὶ πότε, σεβασμιώτατε, βλέπετε αὐτὴν τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν;
Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ:
- Παιδί μου, αὐτὸ εἶναι ἐσχατολογικὸ πρόβλημα. (!)
Ἄρα οὔτε ὁ ἴδιος δὲν πίστευε σὲ αὐτὰ ποὺ ἔκανε.
Τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου μου δὲν τὸ σταματῶ, παρὰ μόνον ἂν τὸν δικάση Σύνοδος. Δὲν θέλω νὰ σχίζω τὴν Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία ποὺ μπορεῖ νὰ διαπράξη κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι. Δὲν πιστεύω σ' αὐτὲς τὶς κινήσεις, ἀλλὰ δὲν κόβω καὶ τὸ μνημόσυνο. Ἄλλωστε, κανένας κανόνας τῆς Ἐκκλησίας δὲν μοῦ ἐπιβάλλει νὰ τὸ κάνω. Δὲν συμφωνῶ μὲ δοξασίες ὅπως αὐτὴν ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἄλλες πολλές, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ποὺ δὲν μαρτυροῦνται καὶ δὲν κατοχυρώνονται οὔτε ἀπὸ τὴν Γραφὴ οὔτε ἀπὸ τὴν Παράδοση. Μένω ἐν τῇ Ἐκκλησία καὶ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ πόνο ψυχῆς λέγω στὴν μάννα μου:
- Μάννα Ἐκκλησία, δὲν βρίσκω ἀνάπαυση στὰ λόγια σου. Βοήθησε μέ. Μὴ μὲ ἀφήνης νὰ τυραννιέμαι σὲ δρόμους στενωποὺς καὶ ἀδιέξοδους.
Ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία εἶναι δύσκολη. Δὲν βαστιέται ὅμως μὲ ἐξάρσεις καὶ ἐκρήξεις, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ βαθειὰ πίστη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς ὅ,τι θέση καὶ νὰ κρατᾶμε, πρώτου, δεύτερου, τρίτου, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἰσότιμα καὶ ὑπεύθυνα, καὶ συνειδητὰ πιστεύουμε ὅτι πύλαι ἅδου, ποὺ εἶναι οἱ αἱρέσεις, δὲν θὰ καταλύσουν τὴν Ἐκκλησία. Πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε σὲ κάθε σύναξη ὅτι εἶναι μία ἡ Ἐκκλησία, καθολικὴ καὶ ἁγία, καὶ ἄθελά μας ὅλοι κάνουμε τὸν σταυρό μας στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας, χωρὶς νὰ μᾶς τὸ ἔχη διδάξει κανένας. Σὲ οὐδεμία ἄλλη «ἐκκλησία» πιστεύουμε, εἴτε κρατᾶ ἴχνη ἀλήθειας εἴτε διακυβεύει τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Χριστὸς νὰ κρατάη τὴν Ἐκκλησία του, γιατί ἅμα χάσουμε τὴν πίστη στὴν μία Ἐκκλησία, τὴν ἁγία, τότε ὅλα τα ἄλλα θὰ πᾶνε περίπατο. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μία σφαίρα ποὺ κυλᾶ μέσα στὸν χρόνο καὶ προσκολλᾶται πάνω της κάθε ἐξυπνάδα ἐκκοσμικεύσεως, εἴτε αὐτὴ εἶναι θεολογικὴ εἴτε ἠθική, ἀλλὰ παραμένει πάντοτε καθαρὴ ἀπὸ προσμίξεις καὶ μπαροῦφες τῆς ἀκαδημαικῆς θεολογίας. Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀκαδημαικὴ θεολογία, ἔχουμε ἀσκητικὴ θεολογία καὶ μαρτυρικὴ θεολογία. Ἀσκήτεψε πρῶτα, ὁμολόγησε, νήστεψε, ἀγρύπνησε, προσευχήσου, γιὰ νὰ πιστέψω ὅτι ὁ λόγος σου εἶναι ἀληθινός. Τὶς γνῶμες σου τὶς ὑπερήφανες κράτησε τὲς γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς δικούς σου, καὶ τὰ κάλπικα «νομίσματά» σου, απ' ὅπου καὶ νὰ τὰ μοιράζης, ἃς εἶναι πρὸς ἐξαφάνισή σου. Ἀμήν.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Τελευταῖα, διάβασα κείμενα ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν σέ διάφορες Θεολογικές Σχολές τοῦ ἐξωτερικοῦ καί τοῦ ἐσωτερικοῦ, γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιά τό ἄν ταυτίζωνται τά χαρισματικά μέ τά κανονικά ὅρια, γιά τό ἄν ὑπάρχουν «Ἐκκλησίες» ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία.
Κατάλαβα ὅτι διαπράττονται δύο βασικά λάθη.
Τό πρῶτον ὅτι συγχέουν τήν ὕπαρξη μερικῶν Χριστιανῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἔχουν προσευχή καί ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, μέ τό πλαίσιο τῶν ἑτεροδόξων Ὁμολογιῶν, στό ὁποῖο ἀνήκουν. Δηλαδή, ὑπάρχουν διάφοροι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν σέ Χριστιανικές Ὁμολογίες καί διακρίνονται γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔχουν αἴσθηση τῆς μετανοίας, μελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή, προσεύχονται καί γενικά ἀναζητοῦν τήν σωτηρία τους. Ὅπως, ὑπάρχουν καί ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί πού δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί φυσικά, ὁ Θεός ἔχει τήν πλήρη ἁρμοδιότητα νά σώση καί ἀνθρώπους πού εἶναι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καί νά καταδικάση Ὀρθοδόξους Χριστιανούς πού δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του.
Ἀλλά, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τίς διαφορές μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν διαφόρων ἑτεροδόξων Ὁμολογιῶν, καί ὅτι οἱ ἑτερόδοξες Ὁμολογίες ἐκκλίνουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς Πατέρας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τό ἐννοοῦμε στό δογματικό ἐπίπεδο, ἐξετάζουμε τήν διαφορά στά δόγματα, τά ὁποῖα ἐπηρεάζουν καί τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀποκλείεται, ὅμως, σέ αὐτές τίς Ὁμολογίες νά ὑπάρχουν Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί νά ἀναζητοῦν τόν Θεό, ὁπότε ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἀνάλογη.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά μέλη της σώζονται ὅταν ζοῦν ὀρθόδοξα, ὅταν ἔχουν ὀρθοδοξία καί ὀρθοζωΐα. Ὁ Χριστός σώζει τούς ἀνθρώπους διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ὅμως, μέ τήν ἑτερόδοξη ὁμάδα ἤ κοινότητα, ἡ ὁποία δέν σώζει τά μέλη της. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει γράψει:
«Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Χριστός προσφέρει τήν σωστικήν χάριν εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅταν σώζεται κανείς ἐκτός τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο σημαίνει πώς ὁ Χριστός ὁ ἴδιος σώζει αὐτόν. Ἐάν αὐτός εἶναι μέλος ἑτερόδοξον, τότε σώζεται οὗτος διότι τόν σώζει ὁ Χριστός καί οὐχί ἡ "Παραφυάς" εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει».
Τό δεύτερον λάθος πού γίνεται σήμερα ἀπό μερικούς ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους εἶναι ὅτι ὅταν γράφουν γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, κυρίως γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της, παραπέμπουν συνήθως σέ παλαιοτέρους ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν κατά τεκμήριο τόν χαρακτηρισμό τοῦ εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ καί τοῦ καλοῦ ἐπιστήμονα καί παρακάμπτουν τά κείμενα τῶν Πατέρων καί τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις.
Ὅμως, εἶναι γνωστόν ὅτι καί αὐτῆς τῆς κατηγορίας οἱ ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι εἶχαν ἐπηρεασθῆ, κατά ποικίλους βαθμούς καί τρόπους, ἀπό ἄλλες παραδόσεις, σχολαστικές ἤ προτεσταντικές, καί μέ αὐτό τό πνεῦμα ἐκπαίδευσαν Θεολόγους καί Κληρικούς.
Τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, δέν στηρίζεται στίς πανεπιστημιακές σπουδές μας ἤ δέν καθορίζεται ἀπό τούς ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους μας, ὅσο εὐσεβεῖς καί ἄν εἶναι, ἀλλά ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας καί μάλιστα ἀπό Συνοδικά κείμενα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ὅταν πρόκειται νά χειροτονηθοῦμε σέ Ἐπίσκοπον δίνουμε τήν Ὁμολογία τῆς πίστεώς μας στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι στό πτυχίο μας, τό ὁποῖο ἀποκτήσαμε ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές, στίς ὁποῖες διδάσκουν ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι πού ἔχουν δεχθῆ ποικίλες ἐπιδράσεις.
Βεβαίως, τό πτυχίο εἶναι προϋπόθεση, κατά τόν νόμο, γιά νά ἐγγραφῆ κάποιος στόν κατάλογο ἐκλογίμων πρός ἀρχιερατεία, ἀλλά δέν δίνουμε σέ αὐτό τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.
Εἶναι σημαντικό νά διαβάση κανείς τήν ὁμολογία τήν ὁποία δίνει ὁ ἐκλεγμένος Ἐπίσκοπος πρίν τήν χειροτονία του, καί μάλιστα τήν ὁμολογία πού γιά λόγους, ἐνδεχομένως, συντομίας χρόνου δέν διαβάζεται σήμερα, μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει καί συγκεκριμένους αἱρετικούς ὀνομαστικά καί ὅλους τούς αἱρετικούς.
Ἔτσι, κυρίως ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι καλούμαστε νά ὁμολογοῦμε, νά κηρύττουμε, νά ποιμαίνουμε τούς Χριστιανούς «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», καί ὄχι ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ καθενός θεολόγου καθηγητοῦ, πού γράφει κατά τήν δική του «θεολογία». Τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας, ὅπως συνοπτικά φαίνεται στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».
Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτό εἶναι τό κριτήριο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, σέ αὐτό δώσαμε τήν πίστη καί τήν ὁμολογία μας. Καί αὐτό πρέπει νά τονίζεται, γιατί κάποιοι ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, γιά τούς ὁποίους γνωρίζουμε πῶς ἀπέκτησαν αὐτήν τήν θέση, μέ τίς ἐπιλεκτικές καί κατευθυνόμενες ὑποσημειώσεις καί τίς παραπομπές πού κάνουν σέ διάφορα κείμενά τους, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους, παραπλανοῦν τούς ἀναγνώστας ἤ τοὐλάχιστον φανερώνουν τήν θεολογική ἀνεπάρκειά τους καί τήν ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων.
Δέν εἶναι δυνατόν κάποιος Κληρικός νά γράφη στά βιβλία του ἀντορθόδοξες ἀπόψεις δῆθεν ὡς ἐπιστήμων, ἐπηρεασμένος ἀπό ἑτεροδόξους θεολόγους, προκειμένου νά ἔχη μιά ἀκαδημαϊκή ἐξέλιξη καί συγχρόνως νά ὁμιλῆ δῆθεν ὀρθοδόξως, ὡς Κληρικός, στά κηρύγματά του πρός τό ὀρθόδοξο ποίμνιο!
Δέν μπορεῖ νά γίνεται διάσπαση μεταξύ ἐπιστημονικῆς καί ὀρθοδόξου θεολογίας στόν ἴδιο ἄνθρωπο, καί νά ἄλλοτε νά συμπεριφέρεται ὡς ἐπιστήμονας, πού διαφοροποιεῖται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί συνεχίζει τήν θεολογική συζήτηση πού ἔχει περατωθῆ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, γιά τήν φύση, γιά τό πρόσωπο, γιά τήν θέληση, καί ἄλλοτε νά ὁμιλῆ ὡς ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος!
Ἑπομένως, κριτήριο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ὄχι τά ὅσα γράφουν οἱ ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, ὅσο εὐσεβεῖς καί ἄν εἶναι.–
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση
«Τέτοια ὥρα τέτοια λόγια», θὰ πεῖ ὁ κάθε καλοπροαίρετος, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνενημέρωτος ὀρθόδοξος χριστιανός, ποὺ εἶναι βαφτισμένος στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶναι ὥρα νὰ ἀσχολούμαστε μὲ «λεπτομέρειες» καὶ «ἀσήμαντα πράγματα», ἐνῶ ὁ κόσμος καίγεται στὴν κυριολεξία, μὲ ὅσα φοβερὰ καὶ θλιβερὰ συμβαίνουν γύρω μας, κοντά μας; Νὰ μιλᾶμε αἴφνης γιὰ τὴ βασίλισσα Σοφία καὶ τὴν «ἐπιθυμία» της νὰ προσκυνήσει τὴν ἁγία Ἑλένη καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό!
Ναί, εἶναι ὥρα καὶ μάλιστα πολὺ κατάλληλη. Διότι μὲ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴ βεβαιώνεται ἀπὸ στόματα ὀρθοδόξων ποιμένων ἡ ταύτιση τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις. Χάθηκε τὸ κριτήριο ἢ γίνεται σκόπιμα; Ὅποιο ἀπὸ τὰ δυὸ κι ἂν ἰσχύει, δὲν εἶναι τυχαῖο τίποτε σήμερα καὶ ὅ,τι γίνεται ἀπὸ τοὺς πρωτομάστορες τῆς Παγκοσμιοποίησης, γίνεται πάντα μὲ συγκεκριμένο σκοπὸ καὶ μεγάλη μαεστρία, γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, ἔχοντας ἀνὰ χείρας ὡς ἰσχυρὴ βακτηρία τὸν Οἰκουμενισμό.
Ἡ βασίλισσα τῆς Ἱσπανίας Σοφία, πρόσωπο ἀξιοσέβαστο, ζήτησε νὰ προσκυνήσει τὴν ἁγία Ἑλένη καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Δικαίωμά της. Ἡ Σοφία, καθὼς γράφει τὸ βιογραφικό της, γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ βαφτίστηκε ὀρθόδοξη. Ὅταν ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ παντρευτεῖ τὸν Κάρολο τῆς Ἱσπανίας καὶ νὰ γίνει βασίλισσα, ἀπαρνήθηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀσπάστηκε τὸν Παπισμό. Ἔκτοτε παραμένει παπικὴ στὴν πίστη της, μὲ ξεχωριστὰ προνόμια, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸν Πάπα. «Ἡ πριγκίπισσα Σοφία παντρεύτηκε τὸν Χουᾶν Κάρλος στὴν Ἀθήνα στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1962. Ἐπιπλέον, μεταστράφηκε στὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ παραιτήθηκε τῶν δικαιωμάτων της στὸν ἑλληνικὸ θρόνο»(Βικιπαίδεια). Αὐτὸ σὰν πληροφορία, γιὰ νὰ ἔρθουμε στὸ θέμα. Ποιὸ λοιπὸν τὸ ὕποπτο καὶ ἀντορθόδοξο σὲ ὅλη τὴν ὑπόθεση;
Τὴν ὑποδέχτηκαν, λέει ἡ εἴδηση, οἱ ἐπίσκοποι Φαναρίου Ἀγαθάγγελος καὶ ὁ Σαλώνων Ἀντώνιος. Δύο ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι. Καὶ τῆς εἶπαν μεταξύ των ἄλλων ὅτι «…ἐδῶ αὐτὲς τὶς μέρες χτυπᾶ ἡ καρδιὰ τῆς Χριστιανοσύνης» καὶ ἐπιπλέον ἀναφέρθηκαν στὴ σημασία τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς γιὰ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο. Μάλιστα, τῆς προσέφεραν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης…», λέει ἡ εἴδηση.
«Χτυπᾶ ἡ καρδιὰ τῆς χριστιανοσύνης», λέει ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος. Τῆς χριστιανοσύνης καὶ ὄχι τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἃς τὸ προσέξουμε αὐτό. Ἡ γενικότητα αὐτὴ στὸ λόγο του δὲν εἶναι τυχαία. «Τῆς χριστιανοσύνης», δηλαδή, ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, εἴμαστε ἕνα ὡς «χριστιανοσύνη». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ σὲ ὅλους τους ἄλλους «χριστιανοὺς» ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες, πὼς ὑπάρχει καὶ σ` αὐτοὺς ἐκκλησιαστικότητα. Ἢ ἀκόμη παραπέρα, ὅτι καλῶς ἐπισκιάζεται ἡ μοναδικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ὅπως διαμηνύεται αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀπὸ τὸν προτεστάντη Γ.Γ. αὐτοῦ, Νορβηγὸ Δρα Ὄλαβ Φύξε Τβέιτ καὶ ἐξισώνεται μὲ ὅλα τα ἄλλα θρησκευτικὰ κατασκευάσματα. Καὶ θέλουν αὐτοὶ οἱ «ποιμένες» νὰ μᾶς πείσουν, πὼς δὲν ὑπάρχει οἰκουμενιστικὸ κίνημα, πὼς δὲν ὑπάρχει οἰκουμενισμός.
Ἡ ὑποκρισία καὶ ὁ ὕπουλος τρόπος δράσης δὲν ἁρμόζει σὲ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ λίγο καὶ τὸ ἐλάχιστο στὴν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, δὲν μποροῦν νὰ δικαιολογήσουν τὴν προδοτικὴ στάση ἀπέναντι σ` αὐτὴν καὶ στὸ Χριστό, χάριν τοῦ Καίσαρος. Δυστυχῶς, τὰ συνεχῆ συμβαίνοντα «ἀσήμαντα» ἀπὸ χρόνων πολλῶν, εἶναι αὐτὰ ποὺ διαμόρφωσαν τὴν παροῦσα ἀδιέξοδη κατάσταση στὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία δὲν φέρει καμιὰ εὐθύνη.
Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων της καὶ ἡ Πάτρια Παράδοσή της δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὴν ἱστορία ὑποκινητὲς ἢ αἴτιοι οὐδενὸς κακοῦ. Δὲν ἐννοοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὴν διακόνησαν ἢ τὴν διακονοῦν ἀναξίως, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία της. Δὲν εἶναι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει συνεργὸς κανενὸς οὔτε καὶ θὰ ἐπιφορτισθεῖ στὸ ἐλάχιστό τα ἐγκλήματα ποὺ διαπράττονται ἀπὸ ἄλλους.
Διότι αὐτὸ θὰ συμβεῖ ἐν καιρῶ, ἂν γίνει ἡ λεγόμενη «ἕνωση» μὲ τὶς τιθέμενες προϋποθέσεις. Θὰ συνεχίζονται οἱ γνωστὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία παπικὲς μέθοδοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη καὶ θὰ τὶς «χρεώνεται» καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, παρόλο ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση, ὄχι μόνο στὴν πίστη ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς φράγκικες νοοτροπίες. Συνεπῶς δὲν ἔχει λόγο καὶ συμφέρον καν νὰ συνυπάρξει μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς παπικὲς καὶ προτεσταντικὲς αἱρέσεις.
Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔχει νὰ ἀπολογηθεῖ σὲ κανέναν ἡ Ὀρθοδοξία! Τὸ ἔργο της εἶναι ἕνα: Νὰ παραμείνει στὸ δρόμο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ παράγει ἁγίους. Νὰ παραμένει ἀληθινὴ Κιβωτὸς Σωτηρίας ἕως ἐσχάτων, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος σκοπός της καὶ νὰ κρατᾶ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, σὲ ὅσους τὴν ἀναγνωρίζουν ὡς ἀληθινὴ μητέρα καὶ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν σ` αὐτήν.
Κιλκίς, 6-6-2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...