Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ένα φρικτό δίλημμα
Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.
Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.
Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ' και Κλήμης ΣΤ' διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι' στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ' στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.
Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.
Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.
Το πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ' αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ' αυτούς, για ν' αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος». Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι' εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ' αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».
Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ' ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη...ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας...είναι υπό ανάθεμα».
Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου
Μέσα σ' αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:
› Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθήτε στο να ακολουθήτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας (?!) και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.
Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση. Χωρίς να μου δώση καιρό να προβάλω καμμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:
› Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι σ' αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.
Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας. Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ' αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα. Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρων, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».
Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύσι της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μιά επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.
Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα
Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ' εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύσι του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».
Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ' ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι' αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ' αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ' αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.
Πάντα κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνη και να κρίνη όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ' ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιορισθή μόνο στο να δικάζη με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ' εκείνους που δεν του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκή και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο της πνευματικής και της κοσμικής δυνάμεως. Η πρώτη απ' αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέλησι και στην υπηρεσία του κλήρου».
Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων άλλων Χριστιανών βασιλέων για την απόκτησι και άλλων εδαφών, ή απλώς διψώντας κι' άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα» παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίση και να στερεώση όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλι του Βατικανού. Πρόκειται για κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.
Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. Ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρείες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: είναι αλάθητος θείω δικαίω, σύμφωνα με δογματικό όρο της Συνόδου του Βατικανού, που έγινε στα 1870. Από τότε και πέρα «σ' αυτόν η ανθρωπότης οφείλει να αποτείνη τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (!?). Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγή την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, διότι είνε πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύη και να διακηρύσση ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού.
Με βάσι αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράση, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησί του και τη διάθεσή του να θεωρή ό,τι αυτός θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ' ολόκληρη την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύωνται και να υπακούωνται «ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνη τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικώτατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμμιά μέρα επιβάλη αμαρτίες και απαγορεύση αρετές , η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστεύση ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».
Η απάντησις του εξομολόγου μου
Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύστασις δεν είχε σχέσι, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος που ωργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ' αυτήν την πεποίθησι έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου:
› Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστι σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάσι στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την παπωσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύσι της Εκκλησίας κι' όχι μ' αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και από την Παράδοσι της συνόλου Εκκλησίας.
Η απάντησις ήλθε γρήγορα:
› Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι' αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδρασι της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπαι έχουν αποφανθή ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύη κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύη κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοσι, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ' αυτή την περίπτωσι όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι».
Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίση την πεποίθησί μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της».
Ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου.
Ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε
Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθή από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνσις και σκέψις για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα.
Πράγματι, απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέλησι του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωσι, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν΄ «Θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί, αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω' έλεγαν: ‘Και εις ένα Πάπαν' παρά να λένε: ‘Και εις μίαν...Εκκλησίαν'».
Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπησις της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο κβ' κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».
Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ' ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο Ποντίφηκα της Ρώμης.
Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγή από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχη κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλη με την αυθεντία του στους πιστούς.
Η φοβερή απάντησις ενός Ιησουΐτη
Είχα καθ' όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχθώ στο κελλί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωσι της αρχαίας Εκκλησίας, απ' ευθείας από τις αποστολικές και πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ' αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ' αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
Βρήκα τους περισσότερους απ' αυτούς τους κληρικούς πιο φανατικούς απ' ότι περίμενα. Παρ' όλο ότι ανεγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάσι της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεσι της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ' εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ' αυτή τη φανατική προκατάληψι ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψι του:
› Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικώτατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεσις είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεσι της αγνότητος, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεσις ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλασι μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ' όλες σας τις αλήθειες (!?).
«Εδώ και λίγους αιώνες θα σας έκαιαν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως»
Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων απ' αυτούς ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».
Είχα πάντως, παρ' όλα αυτά, τη διάθεσι να μείνω στο μοναστήρι και ν' αφοσιωθώ στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωσι διορθώσεώς της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ' ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να σωρεύση καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επί πλέον, αφού η καθαρότης της διδασκαλίας είχε σπιλωθή με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστεως;
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
› «Ποιος ξέρει αν τα "μικρά μέσα σωτηρίας" που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Ιησού;...».
› «Σήμερα η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον που είναι ο κορμός που στηρίζει το παν και που είναι οι ρίζες που το τροφοδοτούν».
› «Με τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή Εκείνου ο Οποίος είναι το «έν ού εστι χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».
Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό εδήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανή διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος να θυσιάση τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την υπόληψι που απολάβαινε. Έτσι εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθή ψεύτικη», «εκάθισεν εις τον ναόν του Θεού ως θεός». Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ: «Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας». Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής...,ίνα μη συγκοινωνήσης ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης». Πώς, μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.
Β'
Όσο η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή. Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσί μου.
Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν - χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος - οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών. Ούτε όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα. Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ' εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ο,τι πιστεύουν».
Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό». Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ' 18-19, Ιω. κα' 15-17, Λουκ. κβ' 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ' αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.
Σιγά-σιγά, κατ' αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου». Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι - που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ' όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.
Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σ' αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδησί μου. Τόσο σ' αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές - τώρα πλέον και από την Ελλάδα - έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχησι τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».
Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσί τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα. Από την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέσι μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόστασι βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο. Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι». Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
Τα επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού. Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάση στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία του Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια. Έτσι δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητος που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απήρτιζαν την Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως. Η κατηγορία περί θεολογικής μομιοποιήσεως της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμμία αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.
Σιγά - σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ' αυτόν τον ισπανό για την Ορθοδοξία - έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης - δεν είναι προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι΄ εγώ είχαμε αντιληφθή, ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθηταί που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά στο τέλος. Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία - όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία - εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάση λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάση ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου.
Κατά το διάστημα εκείνο ενεβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της. Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθή αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ' εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη. Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν' αποφασίση την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόησι της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράστασι για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953, σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485. Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Όπως έγινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας 70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία».
Πηγή: (Εκ του περιοδικού "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Συνολική ἀπάντηση στίς ἐνστάσεις γιά τήν βιβλιοκριτική στήν "Ασκητική τῆς Ἀγάπης" (Γαβριηλίας πρώην μοναχῆς)
Ἐπειδή πολλοί εἶναι αὐτοί πού ἔκαναν τόν κόπο νά διαβάσουν τή βιβλιοκριτική μας περί τῆς "Ἀσκητικῆς τῆς Ἀγάπης" ἀλλά καί νά τοποθετηθοῦν εἴτε θετικά, ἐπιδοκιμάζοντας τίς θέσεις μας, εἴτε ἀρνητικά, ἀποδοκιμάζοντας τή στάση μας, ὀφείλουμε νά κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπεξηγήσεις.
Κατ' ἀρχήν θέλουμε νά ἐκφράσουμε τή λύπη μας γιά τό γεγονός ὅτι πολλοί ἀπ' ὅσους διαφώνησαν μέ τή στάση μας καί οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι μέ τό βιβλίο αὐτό μαθήτευσαν στήν ἀγάπη, κάθε ἄλλο παρά ἀγάπη μᾶς ἔδειξαν. Ἐπιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί ἐμπάθεια, ὄχι στίς θέσεις μας, ἀλλά πρός τά πρόσωπά μας καί μᾶς προσῆψαν ἀπίθανες καί φανταστικές κατηγορίες.
Ἕνα ἄλλο γεγονός πού ἀφάνταστα μᾶς λυπεῖ, ὡς ποιμένες τῶν ἐσχάτων καί χαλεπῶν αὐτῶν καιρῶν τῆς γενικῆς σχεδόν ἀποστασίας, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ μεγαλύτερη πλειοψηφία τῶν ἀντιδρώντων δέν ἔκανε τόν κόπο νά μελετήσει, νά ἐπεξεργαστεῖ καί νά περάσει ἀπό κρίση τίς θέσεις καί τά ἐπιχειρήματά μας ἀλλά μᾶς κατηγορεῖ, κινουμένη προφανῶς ἀπό ἄκρατη προσωπολατρεία, ἁπλῶς διότι τολμήσαμε νά κρίνουμε τή γερόντισσα Γαβριηλία. Τό ἐπιχείρημα τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς πού ἀντιπαρατίθενται στά ἀμέτρητα δικά μας ἐπιχειρήματα - σωστά ἤ ἐσφαλμένα δέν ἔχει σημασία- εἶναι ἕνα καί μοναδικό: δέν δικαιοῦσθε ἐσεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ φανατικοί, οἱ ἄγευστοι τῆς Θείας Χάριτος (αὐτοί εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί πού, ἐπιτυχημένα ὁμολογοῦμε, μᾶς προσδίδουν) νά κρίνετε τήν ἁγία γερόντισσα Γαβριηλία.
Ἀπαντώντας λοιπόν πρός αὐτούς ἀλλά καί πρός τό ἀνυπόστατο ἐπιχείρημά τους θά θέλαμε νά τούς συστήσουμε νά διαβάσουν τή μελέτη προσεκτικά καί κυρίως ἀπροκατάληπτα, χωρίς νά θίγονται ἀπό τό γεγονός ὅτι κρίνεται ἡ ἀγαπημένη τους γερόντισσα. Ὡς Ὀρθόδοξοι ὀφείλουμε νά δείχνουμε ταπείνωση, νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀναγνωρίσουμε τά σφάλματά μας, ἀλλά νά ἔχουμε καί κρίση, ἑτοιμότητα καί νήψη ἡ ὁποία καί μόνο θά μᾶς διασώσει στούς ἐσχάτους καιρούς καί θά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγνωρίσουμε τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου ὥστε νά μήν τόν προσκυνήσουμε.
Διαβάζοντας, λοιπόν, κανείς προσεκτικά καί ἀπροκατάληπτα τή μελέτη μας θά διαπιστώσει ὅτι καί ἀπό αὐτήν ἀκόμα τήν ἐπικεφαλίδα τονίζεται τό γεγονός ὅτι ἡ κριτική ἀπευθύνεται πρός τό βιβλίο "Ἀσκητική τῆς Ἀγάπης" καί ὄχι πρός τό πρόσωπο τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας τήν ὁποία δέν γνωρίσαμε οἱ ἴδιοι καί ἴσως αὐτό νά μᾶς βοηθάει στό νά κρίνουμε πιό ἀντικειμενικά τά γραφόμενα. Συνεπῶς τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ γερόντισσα Γαβριηλία ἦταν ἁγία δεν ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μας ὅτι τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶναι ἐπιβλαβές ἀφοῦ τά δύο αὐτά - ἡ γερόντισσα καί τό βιβλίο- μπορεῖ νά εἶναι καί ἄσχετα μεταξύ τους.
Ἐξακολουθώντας, λοιπόν, νά ἔχουμε τήν ἴδια πεποίθηση γιά τήν ἀξία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὁμολογοῦμε πώς ἐνισχύεται ἀπό τά κρούσματα προσωπολατρείας καί φανατισμοῦ τῶν ἀναγνωστῶν του, ἐξηγοῦμε, αὐτή τή φορά συνοπτικά, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωροῦμε τό βιβλίο ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, συγκρητιστικό, προπαγανδιστικό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ἄρα καί ἐπιζήμιο καί καταστροφικό.
Κάτ' ἀρχήν ἔχει γιά ἐμᾶς πολύ μεγάλη σημασία τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο προέρχεται ἀπό τήν γραφίδα μιᾶς ἀποσχηματισμένης μοναχῆς, μιᾶς μοναχῆς δηλαδή, ἡ ὁποία ἀρνήθηκε τίς ὑποσχέσεις τίς ὁποῖες ἔδωσε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἄς μήν ἐκλειφθεῖ αὐτό ὡς κατάκριση διότι ἡ γυναῖκα αὐτή αὔριο μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά ἁγιάσει. Ὅμως πῶς μπορεῖ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανός νά ἐμπιστευθεῖ τό κριτήριο καί τά βιώματα ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου; "Τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται" Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε ὅσους ἀποδεδειγμένα κατάφεραν νά φθάσουν πρῶτα στό σημεῖο πού καί ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε, τή θέωση, καί μόνο αὐτούς, τούς ἁγίους δηλαδή, νά ἔχουμε ὡς ὁδηγούς. Δέν εἶναι λοιπόν ἐπιζήμιο ἕνα βιβλίο ὅταν ὁ συγγραφέας του, ἀποδεδειγμένα πλέον, δέν κατέχει τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολεῖται;
Ἡ συγγραφέας λοιπόν τοῦ βιβλίου, πιστεύοντας στήν ἁγιότητα τοῦ βίου τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας, μᾶς προβάλλει τή γερόντισσα ὡς πρότυπο γιά τήν πνευματική ζωή. Τό περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι τό "πρότυπο αὐτό", τοὐλάχιστον σύμφωνα με το βιβλίο, πάσχει σοβαρά. Πῶς γιά παράδειγμα νά θεωρήσουμε ἁγία κάποια γιά τήν ὁποῖα πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι εἶχε οὐσιαστική καί πραγματική ἐπικοινωνία μέ ἕναν πνευματικό, κάποια ἡ ὁποία ἄν καί ἔφερε τό μοναχικό ἔνδυμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά ὑποτάχθηκε σέ κάποια γερόντισσα ἀλλά ἀκολουθοῦσε πάντα τό ἴδιον θέλημα αὐτοανακηρυχθεῖσα ἡ ἴδια ὡς γερόντισσα καί κατευθύνοντας ἄλλους ἐνῷ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο "καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καί εἶτα καθάραι", κάποια πού ἄν κά ἔφερε τό σχῆμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά ἅγια μυστήρια μέσῳ τῶν ὁποίων δίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ Κάθαρση ὁ Φωτισμός καί ἡ Θέωση;
Πῶς νά θέσουμε ὡς πρότυπο μιά ὀρθόδοξη μοναχή ἡ ὁποία, σύμφωνα πάντοτε μέ τό βιβλίο:
· ἔμενε σέ ἰνδουϊστικά μοναστήρια καί ἑόρταζε σ' αὐτά τίς μεγάλες Χριστιανικές ἑορτές.
· Συναναστρεφόταν ἀπροϋπόθετα καί συμπροσευχόταν μέ ὅλους, ἑτεροδόξους ἀλλά καί ἑτεροθρήσκους, χωρίς νά τονίζει τις τρομερές διαφορές, ὑπογραμμίζοντας ἀντιθέτως κάποιες ὁμοιότητες εἴτε διογκωμένες εἴτε ἀνύπαρκτες καί κατασκευασμένες.
· Δίδασκε σέ ὁπαδούς τῆς αἱρέσεως τῶν Κουακέρων, γιά τούς ὁποίους ἐπιμελῶς ἀποκρύπτεται ὅτι εἶναι αἱρετικοί, ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου.
· Τηροῦσε αὐστηρά τούς κανόνες τῆς χορτοφαγίας, μιᾶς χορτοφαγίας μάλιστα οὔτε τυχαίας οὔτε "ὑγιεινῆς" ἀλλά μιᾶς, ἰνδουιστικῆς προελεύσεως χορτοφαγίας, - αὐτό ἀποδεικνύεται στή μελέτη μας (προσκλήσεις σέ συνέδρια Χορτοφαγίας, κατηγορίες γιά ὅσους τρῶνε ἀκρίδες, ψάρια ἤ βακαλάο καί ταραμάδες, ταύτιση τοῦ Θεοῦ μέ τό σύμπαν κ.ο.κ).
· Μετεῖχε σέ εἰδωλολατρικές ἀκόμα τελετές, στίς ὁποῖες λατρευόταν ὁ γκουροῦ, ἀρνουμένη τό ἅγιο βάπτισμά της καί λατρεύουσα δαιμόνια.
· Διάβαζε μανιωδῶς καί ἐξίσωνε τά γκουρουϊστικά βιβλία μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους σέ γκουροῦ τούς ὁποίους προέβαλλε ὡς ἁγιασμένα γεροντάκια.
· Πίστευε ὅτι ὑπάρχει στό σύμπαν μιά ἐνέργεια πού παίρνει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τά δέντρα καί τή χάνει ἄν ἡ σάρκα του ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ὑφάσματα μαύρου χρώματος; Αὐτή ἡ ἄποψη πηγάζει ἀπό τήν ὁλιστική θεώρηση τοῦ κόσμου πού ἀποδέχονται πλήρως ὅλες οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες.
· Θεράπευε στά πλαίσια ἐπίσης τῆς θεωρίας αὐτῆς μέ τά χέρια σέ διάφορες στάσεις καί ἀσκοῦσε ἕνα εἶδος φυσιοθεραπείας ἐντελῶς ἄσχετο μέ τήν κλασική ἰατρική (θεράπευε πρίν ἀποκτήσει τό πτυχίο της, θεράπευε "χαρισματικά" ὅταν κοκκίνιζαν τά χέρια της κ.α.).
· Εἶχε συνεχῶς πειρασμικά καί δαιμονικά ὁράματα καί ὁράσεις, μηνύματα καί ἀγγελοφάνειες καί τίς ὁποῖες ἄκριτα δεχόταν ὡς θεϊκές παραγνωρίζοντας τό γεγονός ὅτι ὁ Σατανᾶς εὔκολα μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο Φωτός καί ὅτι κατά τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων "τά ἐνύπνια πολλούς ἐπλάνησαν".
Ὅλα λοιπόν τά παραπάνω κανένας λογικός καί σοβαρός ἄνθρωπος δέ μπορεῖ νά τά χαρακτηρίσει ὡς γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Μιᾶ τέτοια μοναχή καμμιά ἀπολύτως σχέση δέν ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ἀλλά τοὐναντίον πολεμάει καί καταρρίπτει κάθε τί τό ὀρθόδοξο. Ἀκυρώνει τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀνελλιποῦς μετοχῆς στή Θεία Λατρεία, ἀκυρώνει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς πλάνης καί τῆς ἀποφυγῆς αὐτῆς μέσῳ τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς νήψεως, ἀκυρώνει τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί προβάλλει τόν ἰνδουϊσμό, τήν Πανθρησκεία, καί τόν συγκρητισμό. Μέ λίγα λόγια ἀντιστρέφει τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τελικῶς ὁ μόνος πού σώζει· ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζουν καί γίνονται πραγματικοί Χριστιανοί ἀρκεῖ νά προσφέρουν κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Καί ἐρωτοῦμε ὅλους καί ἰδιαιτέρως ὅσους γνώρισαν τη γερόντισσα:
Εἶναι ὅλα αὐτά ἀληθινά; Ἄν ναί τότε τί εἴδους ἁγία ἤ ἀκόμα καί ὀρθόδοξη μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἡ γερόντισσα καί πῶς τίθεται ὡς πρότυπο στήν πνευματική ζωή; Σέ τί ἀπό αὐτά ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο πού ἀναφέρεται στό βιβλίο καλούμαστε νά τήν μιμηθοῦμε, ἐκτός φυσικά ἀπό τήν ἀξιόλογη κοινωνική της προσφορά; Πόσο μοιάζει ὁ βίος τῆς γερόντισσας μέ τά συναξάρια τῶν ἁγίων ἀλλά καί τῶν συγχρόνων γεροντάδων; Πόσο συμφωνεῖ καί συμβαδίζει ἡ θεωρία της καί ἡ πράξη της μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἀσκητική καί νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἄν ὄχι, ἄν δηλαδή δέν ἀληθεύουν ὅλα αὐτά ἀλλά εἶναι φαντασίες τῆς συγγραφέως τότε, γιατί οἱ ἐνστάσεις καί οἱ ἐπιθέσεις ἀκόμα, στρέφονται πρός ἐμᾶς καί ὄχι πρός τήν συκοφάντρια συγγραφέα; Γιατί ἀντί νά συμπαραστέκεστε στήν προσπάθειά μας νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια μᾶς πολεμεῖτε; Γιατί ἀπορεῖτε πού θέλουμε νά προστατεύσουμε τό ποίμνιο μας ἀπό ψευδῆ καί ἐπικίνδυνα πρότυπα;
Πάντως ἔχουμε τό παράπονο ὅτι κανείς ἀπό τούς διαφωνοῦντες δέν μπῆκε στή διαδικασία νά μελετήσει τή κριτική μας ἁπλῶς καί μόνο διότι, ὅλοι οἱ διαφωνοῦντες σοκαρισμένοι ἀπό τό τόλμημα καί μόνο τῆς κριτικῆς, δέν κατάλαβαν ὅτι αὐτή ἀπευθυνόταν πρός τό βιβλίο. Γι’ αὐτό θέλουμε ταπεινά νά συστήσουμε νά ξαναδιαβασθεῖ ἡ μελέτη μας πιό προσεκτικά καί νά περάσει ἀπό αὐστηρή κρίση ( ὄχι κατάκριση ἀπευθείας καί ἄνευ κρίσεως) ἀπό ἀντιπαράθεση δηλαδή τῶν στοιχείων καί τῶν ἐπιχειρημάτων σέ σύγκριση μέ ὅσα ἡ Γραφή ἀναφέρει καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουν · διότι μόνο αὐτοί εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός καί ὄχι ἡ δική μας ὑποκειμενικότητα, τό δικό μας προσωπικό καί ἐγωϊστικό κριτήριο καί ὁ συναισθηματισμός μας.
Τά ἐπιχειρήματα ὅμως πού τότε χρησιμοποιήσαμε φρονοῦμε ὅτι ἐνισχύονται καί ἀπό τήν πορεία τῆς συγγραφέως ἀλλά καί ἀπό ἄλλα στοιχεῖα πού ἔγιναν ἀργότερα γνωστά. Συγκεκριμένα παραπέμπουμε στήν ἐφημερίδα Εspresso 21.2. 2002, ὅπου σέ συνέντευξή του ὁ ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλαδός καταδικασθείς Περικλής Χάρος ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος καί ἐπεξηγεῖ πῶς καί ἐκεῖνος πῆρε τό χάρισμά του ἀπό τή γερόντισσα Γαβριηλία. Σημειωτέον ὅτι ὁ κος Χάρος θεραπεύει μέ ἰνδουϊστικές μεθόδους καίτοι παρουσιάζεται ὡς κληρικός, καί χρησιμοποιεῖ ὡς θεραπευτήριό του ἕναν ναΐσκο. Ἐπίσης ὁ κος Χάρος ἔχει "βῆμα" σέ κανάλι καί παραπλανεῖ πολύ κόσμο ὁδηγώντας ἐκτός Ἐκκλησίας.
Εἶναι τέλος φρονοῦμε ἀπαραίτητο νά διευκρινήσουμε πώς ἀπό ἐδῶ καί στό ἐξῆς δέ θά ἀπαντοῦμε σέ ἀφηρημένες ἐνστάσεις ἤ ἀντιρρήσεις πού ἀποτελοῦν ἁπλῶς ξεχύλισμα τοῦ συναισθηματισμοῦ, ἤ σέ ὑβριστικές ἐπιστολές γεμάτες "ἀγάπη" πού πολλοί, ὅπως πιστεύουν, διδάχθηκαν ἀπό τό βιβλίο αὐτό, ἀλλά μόνο σέ συγκεκριμένες ἐνστάσεις πού γίνονται πάνω σέ συγκεκριμένες θέσεις μας καί εἶναι αἰτιολογημένες, σέ ὅσους δηλαδή ἔχουν καλή προαίρεση καί ἀγαθές διαθέσεις διότι μόνο ἀπό αὐτούς μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε, καί γιατί ὄχι, νά ὡφελήσουμε.
Πηγή: Η άλλη όψη
Ἡ αἰώνια καλλονή: Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
Πρόσφατα αἰσθάνθηκα μιά μεγάλη ἔκπληξη, ὅταν μέ ἐπισκέφθηκε στό γραφεῖο μου ἕνας Ἰταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, ὁ Ἀντόνιο Ραντσολίν, ὁ ὁποῖος μέ ἐνημέρωσε ὅτι μετέφρασε, χωρίς νά τό γνωρίζω, στήν ἰταλική γλώσσα τό βιβλίο μου πού ἐξεδόθη τό 1990 σέ πρώτη ἔκδοση μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα». Μοῦ εἶπε ὅτι τό διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε, τό μετέφρασε καί μοῦ ζήτησε τήν ἄδεια νά τό ἐκδώση.
Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελέσθηκε ἀπό ὁμιλίες πού ἔκανα στό Σεμινάριο τῶν Κατηχητῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, κατά τό ἔτος 1989-1990, ὡς Ἱεροκήρυκας καί Διευθυντής Νεότητος αὐτῆς. Φυσικά ἐξεδόθη πρίν 27 χρόνια, πρίν ἐκλεγῶ Μητροπολίτης, καί ἀπό τότε δέν ἔχω διαφοροποιηθῆ στίς ἐκκλησιολογικές θέσεις μου.
Ἁπλῶς νά ἀναφερθοῦν τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, γιά νά κατανοηθῆ στήν συνέχεια ὁ πρόλογος τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ἰταλός μεταφραστής.
Τά κεφάλαια εἶναι: «Προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας», «Ὁρισμός καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας», «Ἡ Ὀρθοδοξία κατά τούς ἁγίους Πατέρας», «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιον Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», «Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα», «Ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς», «Ὀρθοδοξία καί νομικισμός», «Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική», «Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ὁ Ρωμαιοκαθολικός αὐτός θεολόγος στό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου εἶδε τήν καλλονή τῆς Ἐκκλησίας, τήν αἰώνια δόξα της. Προφανῶς εἶχε διάφορα προβλήματα μέ τήν σχολαστική θεολογία καί τήν πρακτική πού χαρακτηρίζει τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, γι’ αὐτό ἀφ' ἑνός μέν τό μετέφρασε στήν Ἰταλική γλώσσα, ἀφ' ἑτέρου δέ ἄλλαξε τόν τίτλο –γιά τήν ὁποία ἀλλαγή συμφώνησα– καί τό τιτλοφόρησε «Ἡ αἰώνια καλλονή», ἐμπνευσμένος ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἆσμα Ἀσμάτων, θέττοντας ὡς ὑπότιτλο «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας».
Τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν μελέτη τοῦ βιβλίου τίς κατέγραψε στόν πρόλογο, πού εἶναι πολύ σημαντικός, καί δείχνει πῶς αἰσθάνθηκε τήν Ἐκκλησία μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου πού μετέφρασε, σέ ἀντιπαραβολή μέ τό πῶς βιώνει τήν δική του Ρωμαιοκαθολική παράδοση.
Παρατίθεται ὁ πρόλογος:
* * *
Ὁ πρόλογος τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου στήν ἰταλική ἔκδοση
«Τί μπορεῖ νά πῆ σέ ἕναν καθολικό ἀναγνώστη –καί ἑπομένως στήν πλειοψηφία τῶν ἰταλῶν ἀναγνωστῶν του– ἕνα βιβλίο γιά τήν Ἐκκλησία γραμμένο ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο;
Θά προσπαθήσω νά ἐκφράσω αὐτό πού εἶπε σέ μένα, τόν μεταφραστή του. Θά προσπαθήσω νά ἐπισημάνω μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, πού μέ βοήθησαν νά «ἐπανεστιάσω» –ἐπιτρέψτε μου τόν ὅρο– στόν στόχο σέ σχέση μέ ὁρισμένες ἀσυνέπειες ἀπό τίς ὁποῖες μοῦ φαίνεται μερικές φορές ὅτι ὑποφέρει ὁ καθολικισμός μου…
Ἕνα πρῶτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Νά μιλᾶς καί νά ζῆς τήν Ἐκκλησία ἐκκινώντας ἀπό τόν Χριστό. Ὄχι νά ξεκινᾶς ἀπό ἕναν πάπα, ἀπό ἕναν πατριάρχη, ἀπό ἕναν ἐπίσκοπο∙ ὅσο σημαντικός κι ἂν εἶναι αὐτός (ὁ πάπας, ὁ πατριάρχης, ὁ ἐπίσκοπος), ὅσο εὐαγγελικός κι ἂν εἶναι. Γιατί ὅσο ἀκούγεται ὁ ἡγέτης, τόσο γίνεται καί ἠθική αὐθεντία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντα καί μόνο χριστοκεντρική (ὄχι παποκεντρική, ὄχι πατριαρχοκεντρική, ὄχι ἐπισκοποκεντρική). Χριστοκεντρική εἶναι ἡ Ἐκκλησία∙ καί γι’ αὐτό Πνευματοκεντρική. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος πού θέτουν, μέσα στήν ἱεραρχικά καθορισμένη κιβωτό της, ὅλους στήν ὑπηρεσία ὅλων, σέ μία ἐκπληκτική καθολικότητα καί συμφωνία τῶν ἐκφράσεων. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος, πού ἀποτυπώνουν στό σῶμα της τήν ἐσταυρωμένη καί πασχάλια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σῶμα πού γίνεται ἔτσι σῶμα φωτός, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Σῶμα ἅγιο, ἡ Ἐκκλησία, μέ τόν Χριστό στό κέντρο, ἤτοι μέ τό Πνεῦμα.
Ἕνα δεύτερο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι οὐσιαστικά ἕνας ἀσθενής: ἡ νόσος του εἶναι τά πάθη του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑπομένως ἰατρεῖο, νοσοκομεῖο∙ δέν εἶναι δικαστήριο. Εἰσέρχεσαι καί ἡ Μητέρα Ἐκκλησία σέ περιθάλπει. Μέ τό Λόγο, τοῦ ὁποίου εἶναι φύλακας. Μέ τά μυστήρια τῆς ἄκτιστης Χάρης. Καί στηρίζοντάς σε, ἐφόσον θέλεις καί τό ἀναζητᾶς, μέ ἕναν πνευματικό πατέρα, ἕναν ἰατρό, πού συμπαραστέκεται στούς ἀγῶνες σου, πού σέ ὁδηγεῖ ἀπό τό χέρι σέ μιά θεραπευτική πορεία μέσω ἀναβαθμῶν: Ἀρχικά ἡ ἐπίπονη καί μακρά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, καί τέλος, ἐάν καί ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήση, ἡ ἐκστατική ἁρπαγή τῆς θεώσεως. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά σέ κάνη θεό! Νά ἐκτείνη στό ἄπειρο τίς δυνατότητές σου, τίς θεῖες δυνατότητες τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά νεκρωθοῦν μέσα σου τά ἀφύσικα, θανατηφόρα πάθη σου, γιά νά ζήση ἐντός σου τό μοναδικό, ἅγιο, θεῖο καί ζωοποιό πάθος: ἡ ἀγάπη. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη…
Ἕνα τρίτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι τόσο ἡ παράβαση ἑνός νόμου. Δέν εἶναι μιά προσβολή στό Θεό, πού ἀπαιτεῖ τιμωρίες καί ἀποζημιώσεις… Πόσες ἀνακρίβειες, στό θέμα αὐτό, ἂν ὄχι πραγματικές βλασφημίες, σέ τόσες προσευχές: «Ἁμάρτησα καί ἀξίζω τίς κολάσεις σου καί… σέ προσέβαλα… Ὑπόσχομαι μέ τήν βοήθειά Σου νά μήν σέ ξαναπροσβάλω πιά». Τά ἁμαρτήματά μας δέν προσβάλλουν τό Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄπειρη ἀγάπη. Προσβάλλουν ἐμᾶς: διαστρέφουν τήν φύση μας, τήν πλασμένη κατ’ εἰκόνα Του… τήν ἀρρωσταίνουν, δέν ἀφήνουν νά διαλάμψη τό πρωταρχικό φῶς τοῦ Λόγου, πού περιέχει. Ἐμεῖς ὅμως θεωροῦμε τά πάθη «φυσικά», ἐνῶ πρόκειται μόνον γιά παθολογία. Ἡ Ἐκκλησία, … πάντα μᾶς κηρύσσει καί πάντα κοινωνεῖ σέ μᾶς τήν φυσιολογία. Μᾶς βαπτίζει στήν φυσιολογία, μᾶς τρέφει μέ τήν φυσιολογία. Δηλαδή μᾶς βαπτίζει στόν Χριστό καί τρέφει μέ τόν Χριστό, πάντα.
Ἕνα τέταρτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἀδιάφορη. Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά πιστεύης σέ ἕναν Θεό τρισυπόστατο ἢ σέ ἕναν Θεό μονοϋπόστατο, σέ ἕναν Υἱό γεννηθέντα ἢ σέ ἕναν Υἱό ποιηθέντα, σέ μιά ἀληθῆ σάρκα τοῦ Λόγου, ἀληθῶς προσληφθεῖσα, παθοῦσα, ἀναστᾶσα καί ἀναληφθεῖσα, ἢ ἁπλῶς σέ μία σάρκα φαινομενική, φανταστική, κατά δόκηση, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πίστη εἶναι ζωή. Καί ἀπό μία διαφορετική πίστη προέρχεται, κατά τρόπο φυσικό, μιά διαφορετική ζωή, μέ διαφορετικές ἐκφράσεις καί πραγματώσεις καί διαφορετικά σημεῖα ἀναφορᾶς. Αὐτό τό βιβλίο θέτει τόν ἀναγνώστη ἐνώπιον τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως μέ τόν ἀναλλοίωτο χαρακτήρα της, γιά τήν ὁποία ἔγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν, γιά τήν ὁποία πολλοί ἐξ αὐτῶν γεύτηκαν τήν πικρία τῶν βασανιστηρίων, τῆς φυλακῆς, τῆς ἐξορίας καί τοῦ θανάτου. Σέ ἕνα γενικό κλίμα πού σχετικοποιεῖ τά πάντα, πού ὑποβαθμίζει τά πάντα, καθίσταται ὅσο ποτέ ἄλλοτε ὑγιές καί ἐπεῖγον νά ἀναστοχαστοῦμε πάνω στό δόγμα καί τήν οὐσιώδη ἀξία του∙ καί αὐτό μπορεῖ νά γίνη στήν σχολή ἐκείνων πού ἀπέκτησαν ἐμπειρία τοῦ δόγματος, δηλ. τῶν θεουμένων. Εἶναι αὐτοί πού «θεώρησαν» («ἐθεάσαντο») τό δόγμα πρόσωπον πρός πρόσωπο: Στό Φῶς πού εἶναι τό Πνεῦμα, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Υἱός, καί μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Πατήρ. Τό δόγμα μᾶς ὁδηγεῖ στήν γνώση ἀπό τό τριαδικό πῦρ τοῦ Ἠγαπημένου.
Ἕνα πέμπτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, λοιπόν, μιά συνάντηση. Δέν εἶναι ὀρθολογικός ἢ «ἐπιστημονικός» στοχασμός ἐπί τοῦ δεδομένου τῆς ἀποκαλύψεως (πού ἀκόμα κι ἕνας ἄθεος –ἔτσι λέγεται σέ κάποια περιβάλλοντα- θά μποροῦσε νά πραγματοποιήση). Θεολόγοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού «ξέρουν» θεολογία, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἔχουν συναντηθεῖ μέ τόν Ἀναστάντα τῆς θεολογίας καί ἔτσι μποροῦν ἐκ πείρας νά μιλήσουν γιά τόν Θεό. Ἢ καλύτερα νά ψελλίσουν κάτι γιά τόν ἄρρητο Ἠγαπημένο. Καί ἐδῶ νά ἐπανεστιάσω σέ στρεβλώσεις… Ἂν συναντήσης τόν Θεό, ἀναβλύζεις θεολογία, χωρίς νά ἔχης μελετήσει τούς διάσημους Ἀθηναίους σοφούς. Ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά σέ προετοιμάζη γιά τήν συνάντηση. Ὑπάρχει μόνο γι’ αὐτό. Μέ τήν χάρη καί τήν ἄσκηση σέ ὁδηγεῖ –ἂν τήν ἀκολουθήσης πιστά, ἂν εἰσέλθης στούς ἀγῶνες πού σου προτείνει– μέχρι τήν Πεντηκοστή. Φτάνοντας στό ὑπερῶο τό πῦρ τοῦ Πνεύματος θά ἐπιφοιτήση καί σέ σένα καί τοῦτο τό πῦρ θά σέ ὁδηγήση ἔσω τοῦ Μυστηρίου. Θά εἶσαι ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος: Ἡ θεολογία «σου» θά συμπίπτη μέ τήν δική τους, ἐπειδή ἡ δική «σου» ἐμπειρία θά ὁμοιάζη μέ τήν δική τους. Τίποτε περισσότερα, ἀλλά καί τίποτα λιγότερο.
Ἕνα ἕκτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε μιά σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν πίστη, μέ τήν ὀρθή πίστη, ἀλλά ὁμοίως σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιαστική πράξη. Ἐδῶ ἀνακεφαλαιώνονται τά πάντα: ἀπό τήν δημιουργία μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀπό τήν πρωτολογία στήν ἐσχατολογία, ὅλα ἐμπεριέχονται σέ τοῦτο τό Ποτήριον καί τόν Ἄρτον. Τά πάντα: ὅλα τά ὄντα καί τό νόημά τους, ὅλη ἡ ἱστορία καί τό νόημά της. Γιατί ὁ Σαρκωμένος Λόγος, ὁ σταυρωθεῖς καί ἀναστάς, εἶναι καρδιά καί τό νόημα κάθε ὄντος∙ ἡ καρδιά καί τό νόημα τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς Ἐκκλησίας… Ἐκκλησία, ὀρθοδοξία τῆς πίστης, Εὐχαριστία: Τρία στοιχεῖα σέ περιχώρηση, πού ἀγκαλιάζονται ἀμοιβαία, συνυπάρχουν καί μαζί δίνουν ἀμοιβαίως μαρτυρία. Ἀκόμα καί ὁ τόπος ὅπου ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τήν κλάση τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γίνεται καί αὐτός ἀποκάλυψη: τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτῆς εἰσέρχεσαι στό Ναό στίς μύτες τῶν ποδιῶν, ἀφαιρεῖς τά ὑποδήματα, γιά νά συναντηθῆς μέ τήν βάτο τήν καιομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν βάτο πού βυθίζει τίς ρίζες της στήν ἁγία γῆ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου.
Αὐτά εἶναι μόνον μερικά ἀπό τά στοιχεῖα πού τό μεταφρασμένο κείμενο ἄφησε στήν καρδιά τοῦ μεταφραστῆ. Στοιχεῖα –πιστεύω– ἀποφασιστικά γιά νά ζήσουμε –καί κατά τρόπο πιό «στοχευμένο»– τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔγινα κι ἐγώ μαθητής, ὅπως οἱ κατηχητές τῶν Ἀθηνῶν τῶν ἐτῶν 1989-90, πού ἄκουγαν τόν τότε ἀρχιμανδρίτη καί νῦν μητροπολίτη Ἱερόθεο∙ ἄκουσα κι ἐγώ τούς λόγους του∙ τούς μετέφρασα (ἀναζητώντας, μεταξύ ἄλλων, καί βρίσκοντας σχεδόν πάντα τίς ἀκριβεῖς πηγές τῶν Πατέρων πού παρατίθενται καί σημειώνοντάς τις στίς ὑποσημειώσεις)∙ καί τώρα τούς παραδίδω στόν ἀναγνώστη –Ρωμαιοκαθολικό, Ὀρθόδοξο, Προτεστάντη… Γιατί νά ἀντιπαρατεθῆ μέ αὐτούς τούς λόγους, νά ἀρχίση ὁ διάλογός του μέ αὐτούς, νά διασταυρωθῆ ἡ ζωή του. Ἕνα καινούριο βιβλίο σηματοδοτεῖ πάντα τήν ἀρχή ἑνός κομματιοῦ κοινῆς ἱστορίας ἀνάμεσα στόν συγγραφέα καί τόν ἀναγνώστη.
Ὁ μεταφραστής
Ἀντόνιο Ραντσολίν»
* * *
Θά μοῦ ἐπιτραπῆ ἕνας ἀκροτελεύτιος λόγος.
Ὁ Ἰταλός μεταφραστής τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦλθε στήν Ναύπακτο στό διάστημα μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης, γιά νά μέ γνωρίση καί νά συζητήση μαζί μου διάφορα μεταφραστικά προβλήματα καί ἀμέσως μετά μοῦ ἔστειλε τόν Πρόλογό του.
Διαβάζοντας τόν πρόλογο αὐτό, αἰσθάνθηκα βαθειά ἔκπληξη, συγκινήθηκα πολύ καί δοξολόγησα ἐκ καρδίας τόν Θεό γιά τό δῶρο αὐτό πού μοῦ χάρισε.
Σέ μιά ἐποχή πού ἀκόμη καί μεγάλοι φαινομενικά θεολόγοι ἀγωνίζονται νά μᾶς πείσουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεπερασμένοι ἀπό τήν σχολαστική καί ρωσική θεολογία –πού εἶναι ἡ λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί κυριαρχεῖται ἀπό τόν σχετικισμό∙ ὅτι ἡ σύγχρονη θεολογία πρέπει νά εἶναι «συναφειακή», νά βλέπη τά κοινά σημεῖα ὅλων τῶν Χριστιανικῶν θεολογικῶν παραδόσεων∙ ὅτι πρέπει νά συμβιβαστοῦμε μέ τόν σχολαστικισμό∙ ὅτι πέρα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἄλλες Ἐκκλησίες∙ ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δέν προσδιορίζονται ἀπό τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Μυστήριο θείας Εὐχαριστίας), ἀλλά ἀπό τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος∙ ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί ὑπάρχει συναγωνισμός ἀναγνωρίσεως τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἔρχεται ἕνας Ἰταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος νά ἐξυμνήση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί νά κρίνη μέ ὡραῖο τρόπο τήν χριστιανική παράδοση μέσα στήν ὁποία μεγάλωσε καί ζῆ.
Φαίνεται καθαρά ὅτι, ἐνῶ πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι καί Κληρικοί προσπαθοῦν νά κινηθοῦν μέ μεταπατερικό, συναφειακό, σχετικιστικό καί κοσμικό τρόπο, ὅσοι ἀπό τόν λαό ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια καί ὑποψιάζονται τήν «αἰώνια καλλονή» τῆς Ἐκκλησίας, τήν προσλαμβάνουν, τήν ἀγαποῦν καί τήν ἐκφράζουν. Τελικά, «μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ὑπερισχύει» (Ἔσδρας Α', δ', 41).
Φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο πού τελικά θά ἐπικρατήση θά εἶναι «ἡ δογματική συνείδηση» τῶν θεουμένων Πατέρων καί ὄχι οἱ θεσμοποιημένες ἀρχές, ἀπό ὁποιονδήποτε καί ἄν προέρχονται. Οἱ κατά Χάριν θεούμενοι εἶναι οἱ ἐγγυητές τῆς ἀληθείας καί σέ αὐτούς ἀναπαύεται ὁ Θεός. Μακάριοι ὅσοι ζοῦν στό ἔκπαγλο Μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς «αἰωνίας αὐτῆς καλλονῆς».–
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση
Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας
Σήμερα ἔχουμε να ἀντιμετωπίσουμε μία ἄλλη Εἰκονομαχία, τὴν πίεση πού ἀσκεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία στὴν Ἐκκλησία νὰ προσαρμοστεῖ στὰ ἰδικὰ της μέτρα καὶ ἰδεώδη, ὥστε καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκκοσμικευθεῖ.
Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι μεγάλος. Ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθεῖ τὸν κόσμο νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταβάλλει σὲ κόσμο.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατεῖ τὰ τυπικά της, ἀλλὰ θὰ χάσει τὴν πίστη της.
Θὰ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Παπισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε:
«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν... της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».
Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Ἀντιθέτως, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεανθρωποκεντρισμός. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία χάσει ἢ ἐλαττώσει τὸ θεανθρωποκεντρικὸ της χαρακτήρα, ἐκπίπτει σὲ ἕνα θρησκευτικὸ ἵδρυμα ἢ σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέχεται τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ὡς τὴ μόνη Ἀλήθεια πού σώζει τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ.
Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὁδηγεῖ πρὸς μία πανθρησκεία διὰ τῆς συνεργασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν.
Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια πού σώζει, ἀλλὰ ἡ ἐνδοκόσμια εἰρήνη. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη συμφέρει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, πού θέλουν τοὺς λαοὺς ὑποταγμένους στὴν κυριαρχία τους καὶ διὰ τῆς συνεργασίας τῶν θρησκειῶν εἰρηνικοὺς (κατεσταλμένους).
Χάριν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς διαθρησκευτικὲς συναντήσεις δὲν ὁμολογοῦν τὸ Χριστό. Ἀνέχονται, ἔτσι, νὰ κατατάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι εἶναι ἄθεος ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεὸν Τρισυπόστατον καὶ εἰς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ μὴ τιμῶν τοῦ υἱὸν οὐ τιμᾶ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν». «Ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῶ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἒπ αὐτόν». Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Βασίλειο: «οὐ πιστεύει δὲ εἰς Πατέρα ὁ μὴ πιστεύσας τῷ Υἱῶ».
Πηγή: Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό
Μοναδικός φύλακας και ερμηνευτής των αληθειών της πίστεώς μας είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Όσοι δεν δέχονται ή παρερμηνεύουν τις αλήθειες της πίστεώς μας αυτοί ονομάστηκαν και είναι αιρετικοί. Αίρεση είναι η πλάνη στην πίστη. Τις αιρέσεις η Εκκλησία μας τις αντιμετώπισε με τις Συνόδους. Την περασμένη Κυριακή τιμήσαμε τους 630 θεοφόρους πατέρες που συγκρότησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ. Χ. στη Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος αυτή διακήρυξε ότι ο Χριστός είναι Τέλειος Θεός και Τέλειος Άνθρωπος∙
έχει δυο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, οι οποίες είναι ενωμένες ασυγχύτως, ατρέπτως,αδιαιρέτως, αχωρίστως σε μια υπόσταση.
Όσοι υποστήριξαν ότι η θεία φύση απορρόφησε την ανθρώπινη ονομάστηκαν Μονοφυσίτες. Αρχηγοί αυτών ο Ευτυχής, ο Διόσκορος και ο Σεβήρος. Αυτούς τους καταδίκασε η Εκκλησία με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η απόφαση της Συνόδου επικυρώθηκε και με το θαύμα που έγινε στο ιερό λείψανο της Αγίας Ευφυμίας. Όταν ολοκληρώθηκε η Σύνοδος οι Ορθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο που περιείχε την Ορθόδοξη διδασκαλία και οι Μονοφυσίτες συνέταξαν δικό τους Τόμο που περιείχε τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Τους Τόμους αυτούς τοποθέτησαν στη λειψανοθήκη της Αγίας Ευφυμίας και αφού την σφράγισαν προσευχήθηκαν για ένα χρονικό διάστημα.
Όταν άνοιξαν την λειψανοθήκη είδαν το θαυμαστό γεγονός: Ο Τόμος των Ορθοδόξων να βρίσκεται στα χέρια της Αγίας, ενώ ο Τόμος των Μονοφυσιτών αιρετικών ήταν στα πόδια της. Μ’ αυτό το θαύμα η Αγία επικύρωσε την αλήθεια για το Χριστολογικό δόγμα, γι’ αυτό καθιερώθηκε να γιορτάζεται η μνήμη των θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο μετά το θαύμα της Αγίας Ευφυμίας. Οι θεοφόροι Πατέρες αγωνίστηκαν για να φυλάξουν την Ορθοδοξία ανόθευτη. Και με ανύστακτο ποιμαντικό ενδιαφέρον προστάτεψαν τους πιστούς από τις κακοδοξίες των αιρετικών. Αυτό επιβεβαιώνει και η ανύστακτη ποιμαντική φροντίδα του Πατριάρχη Αντιοχείας Εφραιμίου που ως καλός ποιμένας νουθέτησε και μετέστρεψε στην Ορθόδοξη Πίστη έναν Σεβηριανό μοναχό. Παραθέτουμε το περιστατικό της μεταστροφής από το «Λειμωνάριον» του Μόσχου.
Η μεταστροφή κάποιου Σεβηριανού μοναχού από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Εφραίμιο
«Μας διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, πατριάρχη Αντιοχείας, ότι είχε πολύ ζήλο και θέρμη για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε κάποτε για κάποιο στυλίτη στα μέρη της Ιεραπόλεως ότι ανήκει στους αιρετικούς Σεβηριανούς και Ακεφάλους, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από την Εκκλησία, πήγε προς αυτόν με σκοπό να τον μεταστρέψει. Μόλις λοιπόν έφτασε κοντά του, άρχισε ο θείος Εφραίμιος να παρακαλεί και να νουθετεί το στυλίτη να προστρέξει στον αποστολικό θρόνο και να έρθει σε μυστηριακή κοινωνία με την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Του αποκρίθηκε ο στυλίτης και είπε:
› Εγώ δεν θα δεχτώ τη σύνοδο στην τύχη.
Του λέει ο θείος Εφραίμιος:
› Και με τι τρόπο θέλεις να σε θεραπεύσω πλήρως και να σου αποδείξω ότι, με τη χάρη του Χριστού Ιησού και Κυρίου Θεού μας, είναι ελεύθερη η αγία Εκκλησία από κάθε ακαθαρσία αιρετικής διδασκαλίας;.
Του λέει ο στυλίτης:
› Ν' ανάψουμε φωτιά, κύριε πατριάρχη, και να μπούμε μέσα εγώ και εσείς κι όποιος βγει αβλαβής, αυτός είναι ορθόδοξος κι αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε.
Το είπε αυτό, για να τρομάξει τον πατριάρχη. Τότε ο θείος Εφραίμιος αποκρίνεται στο στυλίτη:
› Έπρεπε, παιδί μου, να μ' ακούσεις σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσεις από μας. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που ξεπερνά την αθλιότητα μου, θαρρώ στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού ότι για την σωτηρία της ψυχής σου κάνω κι αυτό.
Τότε λέγει ο θείος Εφραίμιος στους παρευρισκομένους:
› Ευλογητός Κύριος, φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Κι ήρθαν τα ξύλα. Τα άναψε λοιπόν ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στο στυλίτη:
› Κατέβα κι ας μπούμε κι οι δύο, κατά την απόφασή σου.
Επειδή όμως ο στυλίτης έμεινε έκπληκτος από την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και δεν ήθελε να κατέβει του λέει ο πατριάρχης:
› Δεν πρότεινες εσύ να γίνει αυτό; και πώς τώρα δεν θέλεις να το κάνεις;
Τότε έβγαλε ο αρχιεπίσκοπος το ωμοφόριο που φορούσε, ήρθε κοντά στη φωτιά και προσευχήθηκε και είπε:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος καταξίωσες να σαρκωθείς αληθινά για μας από τη Δέσποινα μας, την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, δείξε μας την αλήθεια.
Κι όταν τελείωσε την ευχή, τίναξε το ωμοφόριο του στη μέση της φωτιάς. Αφού λοιπόν η φωτιά κράτησε τρεις ώρες και κατάφαγε τα ξύλα, πήραν το ωμοφόριο σώο, αβλαβές και ακέραιο, χωρίς να βρεθεί σ' αυτό ίχνος καψίματος. Τότε ο στυλίτης, είδε το γεγονός, πληροφορήθηκε, αναθεμάτισε το Σεβήρο και την αίρεση του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία, κοινώνησε από τα χέρια του μακάριου Εφραίμιου και δόξασε το Θεό.»
Πηγή: (Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, εκδ. Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 1986 σ.41-43) Θρησκευτικά
Ἐν Πειραιεῖ 4-10-2017
Τί λέγει ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
Ἡ γενική στάση τῶν ἐν τῷ κόσμῳ καί τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων καί δή ἔναντι τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἕως τίς προηγούμενες δεκαετίες ὑπῆρξε ὑποδειγματική καί καθοδηγητική. Ἐν τούτοις, συναντᾶται ταυτόχρονα καί ἡ ἀπευκταία, ἀρνητική στάση τῶν μοναχῶν.
Ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν περιπτώσεις μοναχῶν, πού ἀποδείχθηκαν καί ἀποδεικνύονται εἰσηγητές, ἔξαρχοι ἤ ἔνθερμοι ὑποστηρικτές τῶν αἱρέσεων καί τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ. Πολλοί μοναχοί, ἐπίσης, παρασύρθηκαν καί παρασύρονται ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς Οἰκουμενιστές, μέ ἀποτέλεσμα τήν προσωρινή ἤ καί παντοτινή ἀποκοπή τους ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄλλοι, ἄν καί εἶχαν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἐνέδιδαν ἤ ἐνδίδουν στίς ποικίλες προκλήσεις τῶν αἱρετικῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπ’ὅ,τι προστάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία συμπεριφορά τους πρός τούς αἱρετικούς καί τούς Οἰκουμενιστές. Ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν, τέλος, περιπτώσεις μοναχῶν, οἱ ὁποίοι νόμιζαν ἤ νομίζουν ὅτι εἶναι προσηλωμένοι στήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί Παραδόσεων, ἀλλά ἀπό ἀδιακρισία, ἐμπάθεια, φιλοδοξία καί ἐγωϊσμό δημιούργησαν ἤ δημιουργοῦν σχίσματα, τά ὁποία φυσικά εἶναι καταδικαστέα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι βέβαια ἀπορίας ἄξιον τό ὅτι ἀρκετοί αἱρεσιάρχες προῆλθαν καί ἀπό τούς κόλπους τῶν μοναχῶν καί τῶν αὐστηρῶν ἀσκητῶν. Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο καί Θεοφόρο Πατέρα Βαρσανούφιο, οἱ μοναχοί, πού πίστευαν ἤ δίδασκαν αἱρετικά δόγματα δέν ἔκαναν δέηση καί προσευχή στόν Θεό, γιά νά τούς δείξει, ἄν αὐτά εἶναι ἀληθινά. Γι’αὐτό καί ὁ Θεός τούς ἄφησε στήν δική τους προσωπική γνώση[1]. Ὁ δέ Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση, γιατί πίπτουν οἱ μοναχοί καί οἱ πνευματικοί ἄνδρες, λέγει : «Δέν πίπτουν αὐτοί, πού κρατᾶνε τόν νόμο, ἀλλά αὐτοί, πού τόν ἐγκαταλείπουν καί ἀμελοῦν τά καίρια σημεῖα του, δηλ. τήν προσευχή καί τήν ταπεινοφροσύνη, ἐπειδή ἔχουν κλαπεῖ ἀπό τήν βιοτική μέριμνα καί τήν κενοδοξία»[2].
Σέ διάφορες περιόδους καί ἰδιαίτερα στήν σημερινή συναντᾶται ἡ ἀδυναμία ἀρκετῶν μοναχῶν στό νά ἀντιμετωπίσουν μέ κατάλληλο τρόπο τούς αἱρετικούς. Κατά τίς περιόδους τῶν διαφόρων αἱρέσεων, ἀλλά καί τήν σημερινή περίοδο τοῦ σιωνιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἡγούμενοι Μονῶν, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι, γιά λόγους δῆθεν οἰκονομίας, μᾶλλον δειλίας, ὑποχωροῦσαν ἤ ὑποχωροῦν στίς πιέσεις τῶν αἱρετικῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἐπικοινωνοῦσαν ἤ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μαζί τους μέ διαφόρους τρόπους.
Μέ ἄφατη καρδιακή θλίψη καί πόνο διαπιστώνει κανείς ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὀρθόδοξη δογματική καθίζηση καί παράδοση στόν σατανοκίνητο Οἰκουμενισμό φανερώθηκε ἀποροκάλυπτα ἀπό τήν ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτη στάση τῆς Ἱερᾶς Κονότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Πανοσιολογιωτάτων Καθηγουμένων τῶν εἴκοσι Ἱερῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν ἔναντι τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς, οὐνιτικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016). Συμμετεῖχαν στήν ψευδοσύνοδο μέ ἐκπρόσωπό τους τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικητα π. Τύχωνα, ὁ ὁποῖος, ὡς μέλος-σύμβουλος τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[3], ὄχι μόνο δέν εἴχε δικαίωμα λόγου καί ψήφου κατά τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου, ἀλλά μέ τήν παρουσία του σ’αὐτή καί τό ἐπακολουθῆσαν ἐξυμνητικό τῆς ψευδοσυνόδου κείμενό του[4], ἀποδέχθηκε καί ἐπεκύρωσε τήν ψευδοσύνοδο, μή ἐφαρμόζοντας προηγούμενες ὁδηγίες, πού κινοῦνταν πρός τήν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν δογματικῶν θεμάτων[5]. Τό τραγικώτερο ἦταν ἡ ἔκδοση τοῦ καθησυχαστικοῦ μηνύματος τῆς Ἔκτακτης Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους (30-6-2017)[6], στό ὁποῖο ἰσχυρίζονταν ἡγούμενοι καί ἀντιπρόσωποι ὅτι δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς καί οὐσιαστικά ἀπάλλασσαν καί ἀθώωναν τήν ψευδοσύνοδο ἀπό τά σοβαρά δογματικά ἀτοπήματά της. Εἶναι, βεβαίως, γνωστόν ὅτι τά ἀνωτέρω δέν ἔχουν γίνει ἀποδεκτά ἀπό τό σύνολο σχεδόν τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν, κελλιωτῶν καί ἀσκητῶν καί ὅτι ὑπάρχουν σοβαρές ἀντιδράσεις καί ὀρθόδοξες φωνές, τίς ὁποῖες οἱ φιλοοικουμενιστές ἡγούμενοι προσπαθοῦν νά καταστείλουν μέ κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσον. Ἡ κύρια καί βασική εὐθύνη, ὅμως, βαραίνει τούς ὤμους καί τίς πλάτες τῶν Πανοσιολογιωτάτων Καθηγουμένων, πού ἐν πολλοῖς συμπορεύονται μέ τήν ὁλέθρια γιά τήν Ἐκκλησία μας γραμμή τοῦ προεστῶτος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στόν Ὀρθόδοξο χῶρο Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Ἄς ἀφήσουμε, ὅμως, τόν μεγάλο Ὁμολογητή καί μοναχό Ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά ἀπαντήσει στούς ἀνωτέρω ἡγουμένους θαυμάσια, ἀποκαλυπτικά, ἐλεγκτικά καί ἰδιαίτερα διδακτικά.
Λέγει ὁ Ὅσιος ὅτι σέ περιόδους αἱρέσεως:
«χρέος νά ἀγωνίζεται, νά ὁμιλεῖ καί νά διδάσκει τόν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει, ὄχι μόνο αὐτός, πού ὑπερέχει σέ βαθμό καί γνώση, ἀλλά ἀντιθέτως, ἀκόμη κι αὐτός, πού κατέχει τήν θέση τοῦ μαθητῆ, ὀφείλει νά διακηρύττει τήν ἀλήθεια καί νά ὁμιλεῖ ἐλεύθερα. Τά λόγια αὐτά δέν εἶναι ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου καί ἄλλων Πατέρων. Οἱ ἡγούμενοι, ὅμως, πού συνελήφθησαν ἀπό τόν βασιλιά, δέν ἔπραξαν ὅσα προανέφερα, ἄν καί ἦταν ἀνώτεροι σέ ἀξίωμα καί γνώση ἀπό ὅλους τούς ἡγουμένους αὐτῆς τῆς χώρας, ἀλλά ἀπεναντίας μᾶλλον σιώπησαν˙ καί δέν ἔπραξαν μόνο αὐτό, τό ὁποῖο ἄλλωστε ἦταν τρομερό, ἀλλά ὑπέγραψαν καί ἔγγραφη βεβαίωση ὅτι δέν θά συνεδριάζουν μεταξύ τους, οὔτε θά διδάσκουν. Ἡ πράξη τους αὐτή εἶναι προδοσία τῆς ἀληθείας, ἄρνηση τοῦ ἀξιώματός τους καί καταστροφή, ὄχι μόνο τῶν ὑποτακτικῶν τους, ἀλλά καί τῶν ἰσοτίμων τους».
Οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἔλαβαν διαταγή ἀπό τούς Ἰουδαίους νά μήν διδάσκουν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶπαν τά ἐξῆς : «Σκεφθεῖτε καί κρίνετε μόνοι σας, ἐάν εἶναι ὀρθό καί δίκαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά ὑπακούουμε περισσότερο σ’ἐσᾶς, παρά στόν Θεό»[7]. Καί πάλι: «Πρέπει νά ὑπακούουμε στόν Θεό περισσότερο καί ὄχι στούς ἀνθρώπους»[8].
Τέτοια καί παρόμοια θά ἔπρεπε οἱ ἡγούμενοι νά ποῦν σ’αὐτούς, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Θεός δι’αὐτῶν, γιά νά οἰκοδομήσουν τούς Ὀρθοδόξους, γιά νά στηρίξουν τά μοναστήρια, γιά νά ἐνισχύσουν αὐτούς, πού πάσχουν στίς ἐξορίες. Ἀλλά, γιατί προτιμᾶμε τά μοναστήρια περισσότερο ἀπό τόν Θεό, καθώς καί τήν ἀνάπαυση, πού αὐτά μᾶς παρέχουν ἀπό τήν κακοπάθεια τῆς ὁμολογίας; Ποῦ εἶναι τό «Μιλοῦσα μπροστά στούς βασιλεῖς καί δέν ντρεπόμουν»[9]; Ποῦ εἶναι τό «Νά, δέν θά ἐμποδίσω τά χείλη μου, ὥστε νά διακηρύξουν τίς χάριτές Σου˙ Κύριε, Ἐσύ τό γνωρίζεις αὐτό»[10]; Ποῦ εἶναι ἡ δόξα καί ἡ ἰσχύς τοῦ μοναχικοῦ μας τάγματος; Πῶς οἱ μακάριοι Σάββας καί Θεοδόσιος, ὅταν ὁ τότε βασιλεύς Ἀναστάσιος θέλησε νά ἀσεβήσει, ἀντέδρασαν μέ σθένος καί ὑπερασπίσθηκαν τήν πίστη, ἀναθεματίζοντας ἀφ’ἑνός μαζί μέ τούς μοναχούς τους μέσα στήν Ἐκκλησία τούς κακοδόξους, ἀφ’ἑτέρου δέ στέλνοντας τήν ἐπιστολή τους στόν βασιλέα, διά τῆς ὁποίας διεκήρυξαν ὅτι θά προτιμήσουν τόν θάνατο ἀπό τό νά ἀνεχθοῦν ὁποιαδήποτε ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως;
Ἀλλά, ἀποκρίνονται, καθώς λέγουν, οἱ κύριοι ἡγούμενοι: «Καί ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς, γιά νά διαμαρτυρηθοῦμε»; Πρῶτον, εἶναι Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν αὐτή τήν στιγμή ὁπωσδήποτε νά μιλήσουν˙ ἔπειτα εἶναι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι δέν παρασύρονται τόσο εὔκολα, ἐπειδή εἶναι ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου˙ κατόπιν ἡγούμενοι, οἱ ὁποῖοι διορθώνουν καί τίς ἀτέλειες τῶν ἄλλων καί ἔχουν χρέος νά μή δίνουν σέ κανένα αἰτία σκανδάλου, «γιά νά μή γίνει κατά κανένα τρόπο θέμα μομφῆς καί ἐμπαιγμοῦ ἡ διακονία, πού τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος»[11], καθώς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος.
Εἶναι δέ ἀναγκαῖο νά χαρακτηρίσω τό μέγεθος τοῦ σκανδάλου καί τῆς μομφῆς ἤ μᾶλλον τῆς συγκαταθέσεως, πού προκάλεσαν διά τοῦ γράμματος, πού ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως; Διότι, ἐάν ἡ σιωπή εἶναι μέρος τῆς συγκαταθέσεως, πόσο ἀκόμη πιό φοβερό εἶναι ἡ ἔγγραφη ἐπικύρωση ἐνώπιον ὅλης τῆς Ἐκκλησίας τῆς συγκαταθέσεως καί τῆς συμφωνίας τους αὐτῆς[12];
Σέ ἄλλη του ἐπιστολή ὁ μέγας Θεόδωρος κατακρίνει τόν ἡγούμενο Θεόφιλο, πού εἶχε καταδεχθεῖ νά κοινωνήσει μέ τούς εἰκονομάχους:
«Ὤ τῆς πωρώσεως! Ὤ τῆς θεομαχίας! Μέ τήν περιφρόνηση τῆς εἰκόνος Του, ἔχει γίνει ἄρνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς Θεοτόκου καί ὁποιουδήποτε Ἁγίου. Ἐξ αἰτίας τῶν ἁγίων εἰκόνων ὁ ἀρχιεπίσκοπος (ἅγιος Νικηφόρος) ἐκδιώχθηκε, ἐπίσκοποι ἐξωρίσθηκαν, ἐνῶ ἡγούμενοι ὑπέστησαν τά ἴδια δεινά μαζί μέ μοναχούς, μοναχές, λαϊκούς καί λαϊκές. Ἄλλοι δέρνονται, ἄλλοι φυλακίζονται, μερικοί πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα, ἄλλοι βασανίζονται, μερικοί φεύγουν διά θαλάσσης καί ἄλλοι στίς ἐρήμους. Οἱ ἐρημιές καί τά σπήλαια ἔχουν γεμίσει˙ γεμάτα εἶναι τά ὄρη καί οἱ λαγκαδιές. Σάρκες κατακόβονται, αἵματα τρέχουν, ὅλη ἡ χώρα μας συνταράσσεται ἀπό τόν διωγμό. Ὅλη ἡ ὑφήλιος, θά ἔλεγα, θρηνεῖ καί ὀδύρεται.
Καί σύ, ὤ τρισάθλιε, ἐνῶ ἐνέδωσες στήν θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί διαμένεις στό «ὀλετήρι», γιά νά τό πῶ ἔτσι, καί ὄχι στό μοναστήρι, λέγεις ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, κοροϊδεύοντας μέ ἰουδαϊκό τρόπο τούς χριστοφόρους - ἤ μᾶλλον τόν ἴδιο τόν Χριστό - γιά τόν Ὁποῖο καί πάσχουν; Καί ποιό ναό διέσωσες, ἐσύ πού μόλυνες τόν ναό τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν ἑαυτό σου; Ποιούς ἀδελφούς προφύλαξες; Ἐκείνους, πού καταστράφηκαν ἀπό τήν συγκοινωνία σου μέ τούς αἰρετικούς, ἔστω καί μέ ἁπλή συνεστίαση; Ἔγινες σκάνδαλο τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἀρνήσεως, προτροπή ἀπωλείας, σάρκα καί ὄχι πνεῦμα, «σκοτήρ» καί ὄχι φωστήρ. Αὐτά φωνάζει ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια πρός ἐκείνους, πού ἀσεβοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, τούς ὁποίους, ἐάν δέν μετανοήσουν γιά τίς ἄθεες ἐπιλογές τους, δέν πρέπει νά τούς θεωροῦμε Χριστιανούς»[13].
Σέ ἄλλη του δέ ἐπιστολή πρός τόν ἡγούμενο Εὐστράτιο, ὁ σοφός Πατήρ λέγει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
«Δέν φαίνεται ἀνεύθυνο τό ὅτι, ἐνῶ συνελήφθηκες ἀπό ἄνθρωπο τοῦ βασιλέως, ἐν τούτοις ἔμεινες ἀβλαβής, δηλαδή σέ ἄφησαν ἐλεύθερο. Διότι, αὐτό συνοδεύει τά ὅσα διαδίδονται γιά τό πρόσωπό σου. Ἄλλωστε, εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι κανείς ἀπό ὅσους ἔχουν ὁμολογήσει μέ θάρρος τήν Ὀρθόδοξη πίστη δέν μένει χωρίς φυλάκιση ἤ τουλάχιστον ἐξορία, δηλαδή φυγάδευση. Ἀντιθέτως δέ, ὅσοι διαφεύγουν αὐτές τίς τιμωρίες, σημαίνει ὅτι ἐξαπατήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς, γιά νά μή μιλήσω σκληρότερα καί σέ λυπήσω.
Ἤ μήπως δέν διέκρινες, ἐσύ ὁ τόσο διορατικός, τόν φοβερό διωγμό τοῦ θηριωνύμου Λέοντος, τοῦ ὁποίου τό ἐγκληματικό χέρι συνέλαβε ἀκόμη καί τούς ἀλλοεθνεῖς Εἰκονοφίλους καί τούς σκότωσε καί τούς ἀφάνισε, ἤ - στήν πιό φιλάνθρωπη περίπτωση - τούς ἔθεσε ὑπό φρούρηση, ἔπειτα ἀπό σκληρή μαστίγωση, ἐκτός φυσικά ἀπό ὅσους ἔδειξαν ὑποταγή. Ἐφόσον, λοιπόν, ἐσύ δέν ὑπέστης, μετά τήν σύλληψή σου, τίποτε ἀπό αὐτά, συγχώρησέ με, ἀλλά ὑποχώρησες ὁσιώτατε. Καί μή ἰσχυρίζεσαι ὅτι διατηρεῖς ἀσφαλεῖς τίς Ἐκκλησίες σου καί ἀπείραχτες τίς ἁγιογραφίες τους, καθώς καί τό μνημόσυνο τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου μας (Νικηφόρου)˙ διότι, τέτοιου εἴδους φλυαρίες λέγουν καί ἄλλοι, πού παρασύρθηκαν καί ὑπέκυψαν στούς εἰκονομάχους. Δέν θά ἦταν δυνατόν νά διατηρηθοῦν αὐτά, παρά μόνο ἐάν πραγματοποιήθηκε προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας.
Διότι, ποιό εἶναι τό ὄφελος ἀπό τό νά περιποιούμαστε ἀψύχους ναούς, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἐμεῖς καταστραφήκαμε, πού εἴμαστε καί ὀνομαζόμαστε ναός τοῦ Θεοῦ; Οὔτε ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τῆς Θεοτόκου, οὔτε κανενός Ἁγίου κινδυνεύουν νά πάθουν τίποτε, διότι διαμένουν μέσα σ’αὐτές ὡς πρωτότυπα. Ἀντιθέτως, καταστρέφονται ψυχικά ὅσοι νομίζουν ὅτι τίς ἀφανίζουν, ἀλλά καί ὅσοι - γιά νά φυλάξουν δῆθεν τίς εἰκόνες - ἀποφεύγουν τήν ὁμολογία καί τήν ἐπακόλουθη κακοπάθεια. Ἀλοίμονο! Ἄλλοι πεθαίνουν, ἄλλοι ἐξορίζονται, ἄλλοι μαστιγώνονται, ἄλλοι φυλακίζονται, τά ὄρη, οἱ ἔρημοι, τά βράχια καί τά σπήλαια φιλοξενοῦν τούς μακαρίους διωγμένους, καί ἐμεῖς, μένοντας στά μοναστήρια μας, νά νομίζουμε ὅτι δέν θά πάθουμε κανένα κακό; Καθόλου»[14]!
Τέλος, σέ ἐπιστολή του πρός πρεσβύτερο, πού ὑπέγραψε, ὁ ἱερός Πατήρ λέγει : «Ἄν ἰσχυρίζεσαι ὅτι, ὑπογράφοντας, ἔκραζες ὅτι προσκυνᾶς τίς ἅγιες εἰκόνες, συγχώρησέ με, ἀδελφέ, ἀλλά καί ὁ Πιλάτος, ἀθωώνοντας μέ τό στόμα τόν ἑαυτό του ἀπό τήν σφαγή τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν κάλαμο κύρωσε τόν θάνατο»[15].
Εὐχή καί προσευχή μας εἶναι οἱ Πανοσιολογιώτατοι Καθηγούμενοι νά ἀκούσουν, ὄχι τά δικά μας λόγια, ἀλλά τά λόγια τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου˙ νά συνειδητοποιήσουν τό μέγα πλῆγμα, πού ἀτυχῶς ἐπέφεραν στό Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί δή στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἁγιώνυμο Ὄρος˙ νά μετανοήσουν ἐμπράκτως˙ νά ἀνακαλέσουν τήν συγκατάθεσή τους˙ νά ἀποσύρουν τό ἁγιορείτικο μήνυμα τῆς 30ης Ἰουνίου 2017˙ νά προβοῦν στήν σύνταξη καί κυκλοφόρηση ἑνός ὄντως ὀρθοδόξου καί ὁμολογιακοῦ κειμένου, ὅπου θά δηλώνεται ἡ πλήρης ἀντίθεσή τους στόν Οἰκουμενισμό καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης˙ καί τέλος, νά ἐφαρμόσουν τό ἱεροκανονικό δικαίωμα, πού παρέχεται ἀπό τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου[16], τῆς παύσεως τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τους, τοῦ αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μιμούμενοι τούς παλαιοῦς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πού διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί μασόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Μόνο μέ τίς ἀνωτέρω τολμηρές καί θεάρεστες ἀποφάσεις θά κατορθώσουν, μέ τήν χάρη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά ἐπαναφέρουν καί νά ἐξυψώσουν καί πάλι τό κῦρος καί τήν αἴγλη τοῦ Ἁγιωνύμου Ἄθω.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἀπόκρισις χδ΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1997, σ. 287.
[2] ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ, Ἀντιβολή πρός σχολαστικόν, P.G. 65, 1076B.
[3] Ὁ Ἠγούμενος τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα Τύχων στήν ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο, http://www.amen.gr/article/o-igoumenos-tis-monis-stavronikita-tyxon-stin-adiprosopeia-tou-oikpatriarxeiou-stin-panorthodoksi-synodo
[4] Ἠγούμενος Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα : Ναί στούς θεολογικούς διαλόγους, ἀλλά…., 3-8-2017, http://www.katanixis.gr/2017/08/blog-post_73.html
[5] Ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπί τῶν τελικῶν κειμένων τῆς Μεγάλης Συνόδου, 26-11-2016, http://thriskeftika.blogspot.gr/2017/01/blog-post_23.html
[6] Ἅγιον Ὄρος γιά Μεγάλη Σύνοδο : ''Δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς'', 30-6-2017, http://www.romfea.gr/agioritika-nea/15666-agion-oros-gia-megali-sunodo-den-uparxei-logos-taraxis
[7] Πράξ. 4, 19.
[8] Πράξ. 5, 29.
[9] Ψαλμ. 118, 46.
[10] Ψαλμ. 39, 10.
[11] Β΄ Κορ. 6, 3.
[12] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή β΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1120B-1121A.
[13] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πθ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1337A-C.
[14] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή ρστ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1364D-1364B.
[15] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή στ΄, βιβλίο β΄, PG 99, 1128D. Σχ. βλ. Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σσ. 343, 345, 347-350.
[16] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 358.
Πηγή: Ακτίνες
Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».
Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλάθητου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως γεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλες αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιο των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η Ιερά Εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτία, ο ιησουϊτισμός, η σχολαστική, η καζουιστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών…
Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστό τέκνο του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν στην άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η «αλάθητος» αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικός και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ’ αρχήν έκαστος Προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον στον άλλον΄ τέλος αυτού του «αποθνήσκειν» δεν υπάρχει, καθ’ ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος.
Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι’ εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο.
Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως «των Εκκλησιών», περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις «σύσσωμος» το Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου.
1. Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β’ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β’ Θεσ. 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια΄ η αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ο οποίος είναι η σάρκωση και η εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι η αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν η αλήθεια, εάν ήταν νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιες: η Αλήθεια η αιώνια και η Ζωή η αιώνια (πρβλ. Ιω. 14, 6′ 1, 4.17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοιά του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15). Αυτό πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ο άνθρωπος να αυξάνει σ’ Εκείνον, «ος εστίν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστόν.
Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ο ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και σ’ όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι’ αυτό και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).
Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Μόνο οι Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επί πλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεώς τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μη πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχειά της, στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ο αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθεια της πίστεως: «Η πίστη είναι η βάση των αρετών που ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, που κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει oλοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τί είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς. Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), που έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (Ρ.G. 91, c. 465C).
2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.
Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.
Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κοινωνία (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ’ εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.
Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ’ αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β’ Κορ. 6, 14).
Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ’ αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι’ Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β’ Ιω. 1, 10).
Ο Κανόνας ΜΕ’ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;
Ο Κανόνας ΞΔ’ των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.
Ο Κανόνας Μς’ των αγίων Αποστόλων:«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.
Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο… Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού.
Γι’ αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).
Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ’ όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι’ αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ’ αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).
Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή».
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, 1974, σελ. 224-233) Ορθόδοξος άμβωνας, Θεογνωσία
σχόλιο Γ.Θ : Οι Βατικάνιες κακοδοξίες και απάνθρωπες τακτικές όλων των προηγούμενων αιώνων έρχονται αντιμέτωπες με την προσπάθεια του αντίχριστου Πάπα για επιβολή της πανθρησκείας. Έχουμε ένα εμφύλιο των αιρετικών δηλαδή...
Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο μέτρο έχει χρησιμοποιηθεί από τότε που επεπλήχθη ο Πάπας Ιωάννης XXII, το 1333. Κατηγορείται ότι έχει υποστηρίξει 7 αιρετικές θέσεις για το γάμο, την ηθική ζωή και τη λήψη των μυστηρίων.
Κληρικοί από όλο τον κόσμο και μελετητές κατηγόρησαν τον Πάπα Φραγκίσκο ότι διαδίδει «αιρέσεις» σχετικά με το γάμο, την ηθική ζωή και τα μυστήρια, τις οποίες οι παραδοσιακοί θεολόγοι επιμένουν ότι ο ποντίφικας έχει «υποστηρίξει άμεσα ή έμμεσα».
Στην επιστολή τους, μεγέθους 25 σελίδων, που παραδόθηκε στον Φραγκίσκο τον περασμένο μήνα, 62 κληρικοί και λόγιοι από 20 χώρες, εξέδωσαν μια «αδελφική διόρθωση» στον πάπα. Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο μέτρο έχει χρησιμοποιηθεί από τότε που επεπλήχθη ο Πάπας Ιωάννης XXII, το 1333, σύμφωνα με το Εθνικό Καθολικό Μητρώο.
Η επιστολή, που είναι διαθέσιμη σε έξι γλώσσες, αναφέρει ότι με την Αποστολική Προτροπή του «Amoris Laetitia» («Η χαρά της αγάπης») και «άλλες, σχετικές λέξεις, πράξεις και παραλείψεις», ο Φραγκίσκος έχει υποστηρίξει 7 αιρετικές θέσεις για το γάμο, την ηθική ζωή και τη λήψη των μυστηρίων και έχει προκαλέσει την εξάπλωση αυτών των αιρετικών απόψεων στην "Καθολική Εκκλησία"».
Η Amoris Laetitia εκδώθηκε τον Απρίλιο του 2016 και έγινε στόχος σφοδρότατης λριτικής από λόγιους, επειδή άνοιξε την πόρτα για να επιτρέψει στους πολιτικά ξαναπαντρεμένους Καθολικούς, να λάβουν κοινωνία.
Στο έγγραφο ο Πάπας ζητά από την εκκλησία να είναι πιο καταδεκτική σε «ατελή μέλη», λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πάντα». Στην Amoris Laetitia ο Πάπας λέει ότι οι ιερείς και οι επίσκοποι θα πρέπει να αποφασίζουν κατά περίπτωση αν κάποιος που έχει χωρίσει και ξαναπαντρεύεται μπορεί να επανενταχθεί στην καθολική εκκλησία και να λάβει κοινωνία.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον Εκκλησιαστικό Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορούν να λάβουν κοινωνία εκτός και αν απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις με τους νέους συντρόφους τους, καθώς ο πρώτος γάμος τους εξακολουθεί να ισχύει στα μάτια της Εκκλησίας. Το άτομο στην περίπτωση αυτή θα διαπράξει την αμαρτία της μοιχείας υπό τις διδασκαλίες της Εκκλησίας.
Ωστόσο, οι υπογράφοντες την αδελφική διόρθωση υπογραμμίζουν ότι δεν κάνουν «κρίση για την υπαιτιότητα του Πάπα Φραγκίσκου στην διάδοση των 7 αιρέσεων», καθώς δεν είναι «καθήκον τους να κρίνουν αν έχει διαπραχθεί η αμαρτία της αίρεσης».
Έχουν σημειώσει, ωστόσο, ότι «άλλοι που μίλησαν υπέρ της Καθολικής πίστης έχουν υποστεί αντίποινα».
Ως εκ τούτου, οι «υπογράφοντες μιλούν για μεγάλο αριθμό κληρικών και λαϊκών πιστών που στερούνται ελευθερίας λόγου».
Οι κληρικοί και οι μελετητές «επιμένουν με σεβασμό» ότι ο Πάπας Φραγκίσκος «καταδικάζει τις αιρέσεις που έχει άμεσα ή έμμεσα υποστηρίξει και διδάσκει την αλήθεια της καθολικής πίστης στην ακεραιότητά της».
Ο Πάπας δεν έχει ακόμη απαντήσει.
Τον περασμένο Ιούνιο έστειλε στον Πάπα επιστολή που υπογράφηκε από μια ομάδα 45 Καθολικών μελετητών, καλώντας τον να διορθώσει σφάλματα στο Amoris Laetitia που υποστήριζαν ότι περιέχουν «διάφορες δηλώσεις που μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μια άποψη που είναι αντίθετη στην καθολική πίστη και ηθική».
Α. Ὁ Σχολαστικισμός τῆς Φραγκοπαπικῆς Δύσεως ἐναντίον τῆς πατερικῆς Ἀνατολῆς
Στήν Δύση μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα ἡ Θεολογία καί ἡ πνευματικότητα ἀκολουθοῦσαν βασικῶς τον δρόμο πού ἐχάρασσε ἡ Ἀνατολή. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ G. Dumont οἱ πηγές καί οἱ ἀρχές τῆς θεολογικῆς σκέψεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητος τῶν Δυτικῶν, πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνθούσα ἐποχή τοῦ λατινικοῦ Καθολικισμοῦ βρίσκονται στήν Ἀνατολή, ὅσο καί ἄν αὐτό ἐκπλήσσει πολλούς Δυτικούς Χριστιανούς. Στήν Ἀνατολή ὀφείλει ἡ Δύση τήν μορφοποίηση σέ δόγματα τῶν μεγάλων μυστηρίων τοῦ Χριστιανισμοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῆς θείας και ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μεγάλο ἀριθμό ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἰδιαίτερα πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί τήν ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀποξένωση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀρχίζει σέ συγκεκριμένη ἱστορική ἐποχή• ἡ δυναμική ἐμφάνιση στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν Φράγκων-Γερμανῶν τοῦ Μ. Καρόλου προσέφερε εἰς τόν θρόνο τῆς Ρώμης ἰσχυρό σύμμαχο γιά νά ἀντιμετωπίσει τις πιέσεις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί εἰς τόν Γερμανό ἡγεμόνα καί τούς διαδόχους του τήν εὐκαιρία νά θεμελιώσουν καί οἰκοδομήσουν τήνἉγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καί να ὑποκαταστήσουν τήν Ρωμανία, πού ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα Βυζάντιο. Ὁ Κάρολος ὁ Μέγας, ὅπως ἀναλύει ὁ Le Guillu, ἐφιλοδόξησε να δημιουργήσει νέα θεολογική παράδοση, ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἐπί λέξει λέγει: «Εἰς τά Καρολίνεια βιβλία γιά πρώτη φορά γίνεται ἡ προσπάθεια νά προσδιορίσει ἡ Δύση τόν ἑαυτό της σέ ἀντίθεση με τήν ᾽Ανατολή»[1].
Στήν ἀποξένωση αὐτή συνετέλεσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο παράγοντα ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς νέας θεολογίας ἐπάνω στην ἀριστοτελική συλλογιστική, ἡ διαμόρφωση δηλαδή τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας. Στήν σύγκρουση τοῦ 14ου αἰ. μεταξύ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ ἔχουμε σύγκρουση τῆς νέας θεολογίας τοῦ Σχολαστικισμοῦ με τήν Ἁγιοπνευματική Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε καί ἡ Δύση.
α) Σύγκρουση Ὀρθοδόξου Φωτισμοῦ καί Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ τόν 14ο αἰώνα
Ὑπῆρξε ὄντως σφοδρή σύγκρουση τῆς σχολαστικῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας τῶν Δυτικῶν μέ τήν ἁγιοπνευματική καί ἐμπειρική Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Την πρώτη ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς δυτικῆς Ἀναγεννήσεως, καί τήν δεύτερη ὁ μέγας θεοφόρος καί θεοφάντωρ θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἐπέτυχε ὅ,τι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο αἰώνα• να ἐκφράσει δηλαδή καί νά κωδικοποιήσει τήν διδασκαλία τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων γιά πολλά θέματα, σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι:
α) ἄν ἡ Θεολογία πρέπει νά εἶναι διαλεκτική ἤ ἀποδεικτική, νά στηρίζεται δηλαδή στήν φιλοσοφική ἀνάλυση καί συζήτηση, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ μεταφέροντας τόν Σχολαστικισμό ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή ἤ στή βεβαιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς,
β) ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ὁδηγεῖ στήν τελείωση καί στήν θέωση, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ ἤ αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ την θεία σοφία, ἡ ὁποία χορηγεῖται σε ὅσους τηροῦν τίς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ καί καθαίρονται ἀπό τά πάθη, ὁπότε μετά τήν κάθαρ ση δέχονται τον θεῖο φωτισμό καί στή συνέχεια φθάνουν καί στήν θεοπτία, κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί
γ) ἄν αὐτός ὁ φωτισμός εἶναι καρπός τῆς κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ, κατά τον Βαρλαάμ ἤ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἡ ὁποία θεώνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά κατ’ ἐνέργειαν, κατά Χάριν, ὄχι ὅμως κατά φύσιν καί οὐσίαν, διό τι διακρίνονται οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι συντριπτική ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί περιφανής ἡ νίκη τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καί Πατερικῆς Ἀνατολῆς ἐπί τῆς σχολαστικῆς καί μεταπατερικῆς Δύσεως. Δέν θά τήν ἀναλύσουμε ἐδῶ[2], ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσκητική βιοτή και προσπάθεια γιά τήν κάθαρση ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη, ὅπως ἔπραξαν καί ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ θεολόγοι τῆς πείρας, τῆς ἐμπειρίας, δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει σοφός εἰς τά θεῖα, καί ἑπομένως ἡ μόνη δυνατότητα νά θεολογεῖ κάποιος μή φωτισμένος καί θεούμενος εἶναι νά ἀκολουθεῖ τούς φωτισμένους και θεωμένους ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς αὐτήν τήν προϋπόθεση δέν ἔχουμε θεολογία και σοφία, ἀλλά μωρία καί ἀνοησία.
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀλλά καί προς τούς μεταπατερικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς στοχαστάς, τούς φιλοσόφους, τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους λέγει ἀξιωματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ: «Καθαρότητος ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μή και μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός»[3].
Διέτρεξα αὐτές τίς ἡμέρες πολλά ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά να ἐπαναβεβαιώσω ὅσα ἐδῶ θά ἔλεγα «ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι και τῷ θεοφάντορι τούτῳ καί θεόπτῃ πατρί». Θά χρειαζόταν πολύς χρόνος, γιά νά παρουσιάσω τήν πατερικότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν ἐκτίμηση καί ἀξία πού δίδει στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπό τά πολλά πού ἐσταχολόγησα ἐλάχιστα μόνο θά παρουσιάσω ἐνδεικτικά, γιά νά φανῆ πόσο λάθος κάνουν καί πόσο ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εὑρίσκονται ὅσοι, κληρικοί καί θεολόγοι, ἀντί νά καθιστοῦν ἀντικείμενο σπουδῆς στίς ἀκαδημίες, στίς θεολογικές σχολές καί στά σχολεῖα τούς πνευματοκινήτους καί θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρες, πού μᾶς καθιστοῦν προσιτό τόν ἀπέραντο ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας μεγαλειότητος, μᾶς κατεβάζουν στά κτιστά καί μικρά τῶν ἀνθρωπίνων στοχασμῶν και φιλοσοφιῶν, καί πολλές φορές μᾶς μυοῦν στά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος - ἐξοβελίζουν π.χ. ἀπό τά σχολεῖα το ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τήν κατήχηση, τήν δογματική, τήν λειτουργική, τήν ἱστορία, τίς ἀναφορές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς Ἁγίους, αὐτήν την Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί εἰσάγουν τόν μασωνικό σατανικό συγκρητισμό μέ τό μάθημα τῆς Θρησκειολογίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπιβεβαιώνοντας τήν θαυμαστή πράγματι διά τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν Πατέρων λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μη συμφωνοῦν μεταξύ τους οἱ θεοφόροι Πατέρες, διότι τούς καθοδηγεῖ ἡ ἐπίπνοια τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος[4]. Οἱ Πατέρες εἶναι ἀ σφαλεῖς προστάται τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Θεολογίας, διότι εἰς τό πνεῦμα τους «ἐφιζάνει», ἐπικάθηται, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἔτσι ὅσοι μαθητεύουν στούς Ἁγίους Πατέρες γίνονται διδακτοί Θεοῦ[5]. Μέ αὐθεντία καί κῦρος τονίζει ὅτι «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσιν, πᾶσιν ἁπλῶς, δι᾽ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆ σαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ»[6].
Ὁ Βαρλαάμ δέν θά κατέληγε στήν αἵρεση, καί μαζί μ’ αὐτόν καί οἱ σύγχρονοι μεταπατερικοί Νεοβαρλααμίτες, ἄν πίστευε ὅτι τά θεῖα δέν προσεγγίζονται μέ λογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά μέ εὐλαβῆ πίστη καί δεχόταν μέ ἁπλότητα τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά τίς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι εἶναι καλύτερες καί σοφώτερες ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, γιατί προέρχονται ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀποδεικνύονται μέ ἔργα καί ὄχι μέ λόγια[7]. Φωτογραφίζοντας δέ ἀκόμη καί τήν βαρλααμική ὁρολογία τῶν συγχρόνων Μεταπατερικῶν ἐρωτᾶ τόν Βαρλαάμ ἄν κατάλαβε ποῦ ὁδηγεῖ αὐτή ἡ «ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβεια»[8]. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, σέ τέτοιο βόθρο ἀσεβείας, γιατί ἐξερεύνησε μέ τη λογική καί τή φιλοσοφία αὐτά πού εἶναι «ὑπέρ λόγον καί φύσιν» και δέν πίστευσε στούς Πατέρες πού λέγουν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι «οὐ δυνατόν ἑρμηνευθῆναι λόγῳ τόν τρόπον τῆς προφητικῆς ὄψεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνον οἶδε σαφῶς ὁ τῇ πείρᾳ μαθών• εἰ γάρ φύσεως ἔργα καί πάθη πολλάκις οὐδείς ἄν παραστήσειε λόγος, πολλῷ μάλλον τάς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας»[9].
Ἡ μέχρι τώρα ἀνάπτυξη ἀπέβλεπε νά δείξει ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῶν Πατέρων ἄρχισε σταδιακά νά ἀναπτύσσεται ἀπό τόν 9ο αἰώνα συγχρόνως μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ εὐθύνεται για τον παραμερισμό τῶν Πατέρων, ὄχι μόνο γιατί κατέστησε τήν λογική καί τήν διαλεκτική βασικά ὄργανα θεολογήσεως καί περιφρόνησε τον ἄνωθεν φωτισμό, τήν θεία σοφία, ἀλλά καί γιατί ἐδογματοποίησε την ὕψωση τοῦ πάπα ὑπεράνω καί τῶν συνόδων καί τῶν Πατέρων, ἀκόμη καί ὑπεράνω τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Κριτήριο ὀρθῆς θεολογήσεως πλέον δέν εἶναι ἡ συμφωνία μέ τους Πατέρες, ἀλλά ἡ συμφωνία μέ τον πάπα. Ἐνῶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κινεῖται στή γραμμή Χριστός- Ἀπόστολοι-Πατέρες, ἡ παπική μοναρχική ἀντίληψη κινεῖται στη γραμμή Χριστός-Πέτρος-Πάπας.
Αὐτή ἡ ἰσχυρή μεταπατερική θύελλα δέν ἐκλόνισε τήν πατερική παράδοση, τά πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός ἀνέδειξε κατά τήν μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου τῆς Ρωμανίας τρεῖς νέους μεγάλους ἱεράρχας και οἰκουμενικούς διδασκάλους, τους Τρεῖς Νέους Ἱεράρχας, ὅπως τον τελευταῖο καιρό ὀρθῶς διακρίναμε· τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος τόν 9ο αἰώνα πρῶτος συστηματικά καί θεολογικώτατα ἀντιμετώπισε την ἀντιπατερική καί αἱρετική διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, καί στό θέμα τοῦ filioque καί στό θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, κατοχυρώσας μέ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 879 στην Κωνσταντινούπολη, πού θεωρεῖται οἰκουμενική, τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία• τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἀντιμετωπίζοντας τόν οὑμανιστή και φιλοσοφοῦντα Βαρλαάμ, κατά την περίοδο ἀκμῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ, προέβαλε τόν φωτισμό τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τοῦ κτιστοῦ καί περιορισμένου φωτισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, με πλήρη κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας του ἀπό τίς ἡσυχαστικές συνόδους τοῦ 1451, στήν Κωνσταντινούπολη καί πάλι, πού θεωροῦνται καί αὐτές ὡς μία καί οἰκουμενική• καί τόν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τον Εὐγενικό, τόν γίγαντα καί ἄτλαντα αὐτόν τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὀρθῶς ἀποκληθέντα ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος μόνος ἀκύρωσε καί ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευτοενωτικῆς συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἡ ὁποία ἐκβιαστικά καί καταπιεστικά στόν ὅρο της ἐδογμάτισε ἀντιπατερικές και αἱρετικές διδασκαλίες καί ἀριθμεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς παπικούς μεταξύ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.
β) Πατερικά καί μεταπατερικά στήν ψευτοσύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας
Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, πού συνέγραψε τήν ἱστορία τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), ὅπου σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἦλθαν σέ σύγκρουση ἡ πατερική Ὀρθόδοξη Θεολογία μέ την «μεταπατερική» σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, μᾶς διασώζει γεγονότα καί πληροφορίες, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν νά ἀντιληφθοῦμε τό πόσο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πατερική καί πόσο ἡ Δύση, ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ Φράγκοι τόν 9ο αἰώνα κατέλαβαν τό μέχρι τότε ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, μετατράπηκε σέ ἀντιπατερική, μεταπατερική, καί ἐγέννησε τοῦ κόσμου τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα.
Γνωρίζοντας οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες ὅτι ὁ Παπισμός μέ την Σχολαστική Θεολογία εἶχε ὑπερβῆ, εἶχε παραμερίσει, τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στή θέση τους εἶχε τοποθετήσει τούς δικούς του «Πατέρες», κορυφαῖος τῶν ὁποίων τον 13ο αἰώνα εἶχε ἀναδειχθῆ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, μέσα εἰς τά γράμματα με τά ὁποῖα ὅριζαν τούς ἐκπροσώπους των, τούς τοποτηρητάς, ἔθεταν και τά ὅρια τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου, εἴτε αὐτή ἐπρόκειτο νά γίνει στήν Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας, ὅπου ἐπερίμεναν τον πάπα οἱ μεταρρυθμιστές συνοδικοί, εἴτε σε ἄλλο τόπο πού ἐπρόκειτο να ὁρίσει ὁ πάπας. Ἡ ἕνωση ἔπρεπε να γίνει «νομίμως καί κανονικῶς και κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ»[10]. Διαφορετικά δέν ἐπρόκειτο να δεχθοῦν τις ἀντιπατερικές-μεταπατερικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου.Μέ τήν τοποθέτησή τους αὐτή οἱ πατριάρχες ἐξέφραζαν τήν σταθερή, μόνιμη, ἀπαράβατη διά τῶν αἰώνων θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦν συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, στοιχεῖο τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της• δέν ὑπάρχει Θεολογία πού ὑπερβαίνει τούς Πατέρες, καί δέν εἶναι θεολόγοι ὅσοι ἤ μειώνουν τήν ἀξία τους ἤ τούς κατηγοροῦν ἤ τό χειρότερο τούς ξεπερνοῦν καί τους ὑπερβαίνουν, ὅπως εἰσηγήθηκε στο γνωστό συνέδριό της τόν Ἰούνιο τοῦ 2010, «Ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τό στόμα αὐτό ὅλων τῶν Πατέρων καί ἐκφραστή τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος δέν πιστεύει σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος:«Ὁ μή κατά τήν Παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων... ἄπιστός ἐστι»[11].
Ἐνωρίτερα ἐπίσης ὁΜέγας ὄντως Ἀθανάσιος στήν γνωστή του Ἐπιστολή πρός τόν Σεραπίωνα διευκρινίζει θαυμάσια ποια εἶναι αὐτή ἡ Παράδοση, πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία• εἶναι αὐτά πού παρέδωσε ὁ Χριστός, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐφύλαξαν οἱ Πατέρες: «Ἴδωμεν καί αὐτήν την ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται»[12].
Ἡ ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν ὀρθοδοξότατη καί πατερικώτατη ὁριοθέτηση τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου προκάλεσε ἀμέσως τήν ἀντίδραση τοῦ ἀπεσταλμένου τῆς συνόδου τῆς Βασιλείας Ἰωάννου τῆς Ραγκούσης, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας το δυτικό-φράγκικο πλέον πνεῦμα τῆς ἐκεῖ Θεολογίας, πού δέν ἐχρειάζετο τώρα πλέον τούς Πατέρες, παρενέβη στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπό τούς πατριάρχες και ἐπέτυχε νά ἀλλάξουν τά γράμματα μέ ἀπάλειψη τῶν ὅρων καί ὁρίων τῆς συμφωνίας μέ τίς συνόδους και τους Ἁγίους Πατέρες.Ὑποχώρησε δυστυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ πρό τῆς μεγάλης ἀνάγκης γιά οἰκονομική καί στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά το χειρότερο εἶναι πώς ὑποχώρησαν οἱ πατριάρχες, τῶν ὁποίων τά κριτήρια πρέπει νά εἶναι ἀναλλοίωτα καί σταθερά, μόνον πνευματικά καί οὐδέποτε πολιτικά, σέ θέματα πίστεως. Σημειώνει μέ λύπη ὁ Συρόπουλος ὅτι αὐτό ἦταν ἕνα κακό προοίμιο, γιά ὅσα ἐπρόκειτο να ἀκολουθήσουν,πού ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ παρητεῖτο τοῦ ρόλου του νά εἶναι «δεφένσωρ», ὑπερασπιστής τῆς πίστεως: «Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων»[13].
Οἱ θεολόγοι βέβαια τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, δέν εἶχαν ἀνάγκη τίς ὑποδείξεις τῶν πατριαρχῶν, γιά νά θεμελιώνουν πατερικά τίς τοποθετήσεις τους και νά φέρνουν σέ δύσκολη θέση τους Λατίνους θεολόγους[14], οἱ ὁποῖοι μη ἔχοντας πατερικά ἐρείσματα προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν διαλεκτικά καί φιλοσοφικά τίς θέσεις τους, κατά τήν ἐπικρατήσασα στη Σχολαστική Θεολογία μέθοδο,πού στηριζόταν στίς λογικές κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη. Διασώζει μάλιστα ὁ Συρόπουλος χαριτωμένο περιστατικό, καί πολύ διδακτικό για ὅλους μας, καί ἰδιαίτερα γιά τους μεταπατερικούς καινοτόμους τῶν καιρῶν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας (Ἰβηρίας), ὅταν ἄκουσε σέ κάποια συνεδρία τόν Λατῖνο ὁμιλητή Ἰωάννη Τουρκουεμάδα, ἀπό τήν Ἱσπανία, να ἐπικαλεῖται συχνά τόν Ἀριστοτέλη, στράφηκε ἐνοχλημένος προς τόν Συρόπουλο καί εἶπε: «Τί Ἀριστότελ ᾽Αριστότελε• νέ καλό Ἀριστότελε». Ὅταν δέ ὁ Συρόπουλος τόν ἐρώτησε, τί τότε εἶναι τό καλό ἀπήντησε: «Ἅγιο Πέτρο, ἅγιο Παῦλο, ἅγιο Βασίλειο, θεολόγο Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νέ Ἀριστότελ Ἀριστότελε». Εἰρωνευόταν δέ καί ἐταλάνιζε μέ σχήματα, νεύματα καί χειρονομίες τόν Λατῖνο σχολαστικό, ἀλλά ὅπως παρατηρεῖ ὁ Συρόπουλος μᾶλλον εἰρωνευόταν ἐμᾶς, πού ἀφήσαμε την παράταξη τῶν Πατέρων καί αὐτομολήσαμε σέ τέτοιους διδασκάλους• «μᾶλλον δέ ἡμᾶς τούς εἰς τοιούτους διδασκάλους αὐτομολήσαντας»[15].
Ἐνωρίτερα διηγεῖται και ἄλλο περιστατικό μέ τόν ἴδιο Γεωργιανό ἀντιπρόσωπο νά ἀφήνει με τήν πατερική του ἀπάντηση ἄφωνο τόν πάπα καί νά τοῦ γίνεται διδάσκαλος. Λίγο πρίν ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀποστασία, και ὑπογραφῆ ὁ ἐπαίσχυντος ἑνωτικός ὅρος, ἐκάλεσε τον ἐν λόγῳ ὀρθόδοξο κληρικό ὁ πάπας καί μέ γλυκύτατη προσήνεια, πού θυμίζει τήν ἀγαπολογία καί εὐγένεια τῶν συγχρόνων μας Οἰκουμενιστῶν, τοῦ συνέστησε νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι «ἡ μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ταύτης προεστηκώς ἐστι διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πέτρου και τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ και ποιμήν καί διδάσκαλος καθολικός πάντων τῶν Χριστιανῶν». Γιά να βρῆτε λοιπόν ψυχική σωτηρία, προσέθεσε ὁ πάπας, πρέπει νά ἀκολουθῆτε τήν μητέρα Ἐκκλησία, να δέχεσθε ὅ,τι δέχεται καί αὐτή, να ὑποταγῆτε στόν ἐπίσκοπό της και νά διδάσκεσθε καί νά ποιμαίνεσθε ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως ὀρθοδόξου ἐπισκόπου βρίσκεται στήν διαχρονική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων καί μετά ἀπό χίλια χρόνια ἀποτελεῖ αὐτολεξεί ἐπανάληψη τῆς περί Παραδόσεως θέσεως τοῦ Μ. ᾽Αθανασίου, τήν ὁποία ἐμνημονεύσαμε, ἀλλά καί ὅλων τῶν μετά ταῦτα Ἁγίων Πατέρων καί συνόδων. Εἶπε: «Ἡμεῖς χάριτι Θεοῦ ἐσμέν Χριστιανοί καί στέργομεν καί ἑπόμεθα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν• ἡ ἡμετέρα οὖν Ἐκκλησία κατέχει καλῶς ὅσα παρέλαβεν ἀπό τε τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων τῶν ἀνακεκηρυγμένων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί οὐδόλως παρεξῆλθε ἀπό τῆς διδασκαλίας αὐτῶν καί οὔτε προσέθηκέ τι οὔτε ἀφείλετο τό τυχόν• ἡ δ’ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης προσέθηκε και παρέβη τά ὅρια τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διό καί ἀπεκόψαμεν αὐτήν ἤ καί ἀπέστημεν ἀπ’ αὐτῆς ὅσοι τηροῦμεν τά τῶν Πατέρων καθαρά». Ἄν λοιπόν ἐπιθυμεῖ ἡ μακαριότης σου νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία καί νά ἑνωθοῦμε ὅλοι, πρέπει νά ἐκβάλλεις ἀπό τό σύμβολο τῆς πίστεως τήν προσθήκη τοῦ filioque. Μπορεῖς νά τό ἐπιτύχεις εὔκολα, ἄν θελήσεις, γιατί τά γένη τῶν Λατίνων θά δεχθοῦν ὅσα τους ὑποδείξεις, ἀφοῦ σέ θεωροῦν διάδοχο τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί σέβονται τήν διδασκαλία σου. Τό συμπέρασμα τοῦ Συροπούλου: Ὁ πάπας περίμενε να παρασύρει καί να κερδίσει μέ τήν ὑποκριτική ἀγαπολογία του τόν Ἴβηρα, ὡς ἀλλόγλωσσο, ὡς ἰδιώτη, ὡς ἀμαθῆ καί ὡς βάρβαρο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε την ἀπάντηση, ἔμεινε ἄφωνος:«Ἀκούσας δέ τά παρ’αὐτοῦ ἄφωνος ἔμεινεν»[16].
2. Μεταπατερικές ἐκδηλώσεις κατά τήν Τουρκοκρατία καί τήν μετά τό 1821 περίοδο
α) Τουρκοκρατία
Τί ἔγινε ὅμως μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453, ἀλλά καί μετά την ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους τό 1821; Πολύ σύντομα ἡ εἰκόνα ὡς πρός την πίστη καί τήν πατερική παράδοση εἶναι ἡ ἑξῆς: Κατά θεία ρύθμιση τά ἡνία τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὡς πρῶτος μετά τήν ἅλωση πατριάρχης καί ἐθνάρχης, ἐξέχων ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, καθηγητής καί ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός, κατά τά τελευταῖα δέ πρό τῆς ἁλώσεως ἔτη καί μοναχός, ὁ πιστός μαθητής καί κατά πάντα ἀκόλουθος τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ Γεννάδιος Σχολάριος...
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γνωρίζοντας τήν εὐσέβεια καί τίς ἱκανότητές του,πρό τοῦ θανάτου του, τον ὥρισε διάδοχο στούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες καί δέν διεψεύσθη. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας μέ την ἄρνησή του νά τίς ὑπογράψει καί ὁ ΓεννάδιοςΣχολάριος,ὡς σύμβουλος καί τῶν δύο αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η΄ Παλαιολόγου καί τοῦ Κωνσταντίνου ΙΒ΄, τοῦ τελευταίου ἡρωϊκοῦ αὐτοκράτορος,παρεμπόδισε τήν ἀνανέωση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου, γιά περισσότερα ἀπό δέκα ἔτη, μέχρι πού ἔγινε μοναχός τό 1450 καί οἰκειοθελῶς ἀπεχώρησε ἀπό τήν αὐτοκρατορική αὐλή, μέ συνέπεια, νά ἀνανεωθῆ ἡ ἕνωση μέ τό ἀντιπατερικό συλλείτουργο τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, κορυφαία αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Πόλης ἀπό τον Θεό καί τῆς ἁλώσεώς της ἀπό τούς Τούρκους λίγους μῆνες ἀργότερα. Ἀριστοτελικός φιλόσοφος ὁ ἴδιος καί γνώστης τῆς Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔργα τοῦ ὁποίου μετέφρασε, καί ἐπί πλέον παρών ὡς θεολογικός σύμβουλος καί μετέχων ἐνεργῶς τῶν ἐργασιῶν τῆς Φερράρας Φλωρεντίας, ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἔπρεπε νά συντηρηθεῖ στήν νέα αὐτή ἐπώδυνη αἰχμαλωσία ἡ ὀρθόδοξη πίστη, διότι, ἄν χανόταν καί αὐτή, μαζί μέ την πολιτική ὑποδούλωση ἐκινδύνευε νά χαθεῖ ὁλοκληρωτικά ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός, νά ἐξαφανισθεῖ ἡ Ρωμιοσύνη, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ὑποταχθεῖ στην Ἐκκλησία τοῦ πάπα[17].
Μέσα ἀπό τά ἐρείπια ὡς πατριάρχης ἀνόρθωσε καί ὀργάνωσε την Ἐκκλησία ἐπί τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ διδασκάλου του ἉγίουΜάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σχετικά μέ τους Πατέρες ἀρκούμαστε σε δύο μόνο σημαντικές θέσεις του. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι τόσο πλούσια και τόσο ἀνώτερη ἡ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων καθοδήγηση, ὥστε το νά ἀκολουθεῖ κανείς τούς Πατέρες εἶναι δεῖγμα συνέσεως καί εὐφυΐας, καί γι’ αὐτό ἀνοηταίνουν ὅσοι δεν ἀκολουθοῦν τούς Πατέρες• «ἀλλά νοῦν ἐχόντων ἄν εἴη τούς τῶν Πατέρων ὅρους ἀκολουθεῖν». Συνοψίζοντας δέ καί αὐτός τήν περί τῶν Πατέρων γνώμη τῆς Ἐκκλησίας γράφει: «Ἡμεῖς δέ τῆς πατερικῆς παραδόσεως οὐδέν ἱερώτερον, οὐδέν σοφώτερον εἶναι πεπεισμένοι καί ταύτης ἐχόμενοι τόν τῆς πίστεως τουτονί δρόμον ἐλπίζομεν ὑφ’ ἡγεμόσι πιστοῖς δραμεῖσθαι»[18].
Ἐπάνω εἰς αὐτήν τήν πατερική γραμμή, πού δέν διεκόπη, πορεύθηκαν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία μέχρι τή δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, μολονότι παρουσιάσθηκαν τώρα νέα προβλήματα καί νέες προκλήσεις, ἐχθρικές πρός τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται για τήν ἐμφάνιση καί διαμόρφωση στην Δύση τοῦ μεγάλου σχίσματος τοῦ Προτεσταντισμοῦ πού ἐνίσχυσε το ἀντιπατερικό πνεῦμα, ὡς καί τοῦ συνδεδεμένου μέ τήν ἀθεΐα καί τον ἀνθρωποκεντρισμό τῆς Ἀναγεννήσεως Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ πού πέρασε καί στην Ἀνατολή ὡς νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ κύριο ἡγέτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ. Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό, πολλοί δέ Ὀρθόδοξοι, νέοι, πού μετέβαιναν στήν Δύση γιά σπουδές, μετέφεραν ἐπιστρέφοντας στόν ἐκκλησιαστικό καί παιδευτικό χῶρο τήν νεωτερικότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Εἶναι ἴσως χρήσιμο νά ἐξηγήσω, γιατί ὁ Προτεσταντισμός ἐνίσχυσε τό ἀντιπατερικό πνεῦμα, γιά νά κατανοηθεῖ καλύτερα ὅτι ὁ κυριαρχῶν σήμερα παναιρετικός Οἰκουμενισμός πού ὀργανώνει καί ἐνισχύει την μεταπατερικότητα, εἶναι βασικῶς προτεσταντικῆςπροελεύσεως μέ ρίζες βέβαια παπικές, μόνον πού ὁ ὀρθολογισμός καί ὁ ἀνθρωποκεντρισμός τοῦ Παπισμοῦ ὠθήθηκε στα ἄκρα καί μετέτρεψε τόν κάθε Προτεστάντη πιστό σέαὐθεντικό ἐκφραστή καί ἑρμηνευτή τῆς πίστεως. Λέγει σχετικῶς ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Δέν πρέπει νά πλανώμεθα: ὁ δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός, ὁ Παπισμός, εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικός προτεσταντισμός και ἀτομισμός, διότι μετέθεσε τό θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν αἰώνιον Θεόν εἰς τό ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ προτεστάνται δεν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο παρά ἁπλῶς παρεδέχθησαν αὐτό τό δόγμα (=τοῦ ἀλαθήτου) εἰς τήν οὐσίαν του καί το ἀνέπτυξαν τόσον,ὥστε να φθάση εἰς τρομεράς διαστάσεις καί λεπτομερείας. Πράγματι ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι ἄλλο, παρά εἷς κατά πάντα ἐφηρμοσμένος Παπισμός, ἡ βασική ἀρχή τοῦ ὁποίου (τό ἀλάθητο τοῦ ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῆ εἰς την ζωήν ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς κοινωνίας. Κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ κάθε Προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος, διεκδικῶν τό ἀτομικόν ἀλάθητον εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς. ῾Υπ’ αὐτήν τήν ἄποψιν δύναται να λεχθῆ ὅτι ὁ Προτεσταντισμός εἶναι εἷς ἐκλαϊκευμένος Παπισμός...»[19].
Ἡ ἐγκατάλειψη ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὑπέρμετρη ἐκτίμηση πρός την φιλοσοφία εἶχε σάν συνέπεια να εἰσαχθοῦν στη Δύση νεωτερισμοί, να διατυπωθοῦν ἀντιπαραδοσιακές διδασκαλίες και αἱρέσεις, να διακοπεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Παραδόσεως πού συνέδεε ἀδιάσπαστα τήν ἀποστολική και πατερική ἐποχή. Στην παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔβλεπαν πλέον οἱ πιστοί τό κήρυγμα καί τή ζωή τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά σχήματα ἀνθρώπινα καί κοσμικά. Γι’ αὐτό καί ἡ Μεταρρύθμιση τοῦ Λουθήρου καί τῶν ἄλλων τά ἐγκρέμισε ὅλα• στράφηκε μόνο πρός την Ἁγία Γραφή καί ἐμείωσε τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας και τήν Παράδοση γενικῶς, διότι δεν ἐγνώριζαν ὅτι οἱ πρῶτοι πού ξεθεμελιώνουν τίς ἐκτροπές τοῦ Παπισμοῦ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρώην παπικοί ἦσαν προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς “σχισματικῆς” Ἀνατολῆς• δέν ἔβλεπαν τήν πατερική ἐποχή ὡς συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς, τούς Πατέρες ὡς συνεχιστάς τῶν Ἀποστόλων. Ἄν ὁ Λούθηρος ἐγνώριζε την ἀνατολική πατερική παράδοση (καί ξέρουμε ὅτι ἐγνώριζε ἕνα μόνο ἔργο τοῦΜ.Ἀθανασίου, και αὐτό μή γνήσιο, καί ἐλάχιστα δογματικά ἔργα τοῦ αὐτοῦ πατρός, σέ λατινική μετάφραση), δέν θα ἐταύτιζε ἀσφαλῶς το σύνολο τῆς πατερικῆς παραδόσεως πρός τον Παπισμό καί το Σχολαστικισμό.
Ἴσως νά ἀνεγνώριζε τότε στην Ἀνατολική Ἐκκλησία τήν συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔψαχνε, καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τούς διαδόχους τῶν Προφητῶν καί Ἀποστόλων, πού κράτησαν ζωντανά, γνήσια καί ἀνόθευτα τόν λόγο καί τήν ζωή τοῦΧριστοῦ και τῶν Ἀποστόλων. Ἀναγκάσθηκαν βέβαια στή συνέχεια Παπικοί καί Προτεστάντες στόν μεταξύ τους ἐξοντωτικό ἀγώνα, ἰδιαίτερα μετά τήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563) νά χρησιμοποιοῦν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ καθένας γιά νά καταπολεμεῖ τόν ἀντίπαλο μέ ἐπιχειρήματα, γι’ αὐτό καί ἔχουμε πολλές ἐκδόσεις πατερικῶν ἔργων αὐτήν τήν περίοδο στή Δύση, καί ὄχι γιατί ἐσέβοντο καί τιμοῦσαν τούς Πατέρες. Ἡ πιο σοβαρή κατηγορία ἀστήρικτη πάντως καί ἕωλη, τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἄλλαξαν οἱ Πατέρες τό ἀρχικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνέτρεψαν τίς βιβλικές-Ἰουδαϊκές βάσεις του καί τό μετέτρεψαν σέ δόγματα μέ ἐμφανῆ τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες πού διετύπωσε καί διεμόρφωσε ὁ γνωστός προτεστάντης ἱστορικός A. Harnack, συνεχίζουν ὅμως καί σήμερα νά ἀποδέχονται οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι σάν τους ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, προτείνουν στους Ὀρθοδόξους, οἱ μεταξύ τους διάλογοι νά στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἄξιο ἐλέγχου και ἐρεύνης τό ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι στον σύγχρονο θεολογικό διάλογο ἀποδέχονται αὐτήν τήν θέση καί δέν χρησιμοποιοῦν γνῶμες Ἁγίων Πατέρων ἀκολουθοῦντες ἔτσι τήν μεταπατερικότητα τῶν Προτεσταντῶν. Το ἀληθές γιά τό θέμα τοῦ ἐξελληνισμοῦ εἶναι ὅτι τόν ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν μεταβολή του δηλαδή σέ γνώση, τόν ἐπεδίωξαν και τόν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀπέτρεψαν αὐτόν τόν κίνδυνο, ὅπως συνέβη μέ τον Γνωστικισμό, τον Ἀρειανισμό καί τον Σχολαστικισμό, καί ὅπως εὐκρινέστατα φαίνεται στή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ. Οἱ Πατέρες πράττουν ὅ,τι ἔπραξαν οἱ Ἀπόστολοι, πού ἐχρησιμοποίησαν ἑλληνική ὁρολογία, ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ἔννοια τοῦ Λόγου καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκόμη καί ἐπί λέξει παραθέματα ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς, ἀφοῦ ἀπευθύνονταν καί πρός ἑλληνικά ἀκροατήρια, κατ’ ἐξοχήν μάλιστα σέ ἑλληνικά ἀκροατήρια.Ὑπάρχει λοιπόν ἐξελληνισμός καί στην Ἁγία Γραφή, στήν Κ. Διαθήκη, την μόνη πηγή τῆς πίστεως τῶν Προτεσταντῶν;
Ἡ Ἐκκλησία πάντως, ἐπί Τουρκοκρατίας, παρά τήν αἰχμαλωσία της σέ βάρβαρο καί ἀνηλεῆ κατακτητή, τήν ἔλλειψη παιδείας καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ διδασκάλων καί θεολόγων, δεν παρεξέκλινε κατ’ ἐλάχιστον ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀμύνθηκε ἀποτελεσματικά στίς ἐπιθέσεις τῶν μεταπατερικῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, ἀλλά καί τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ὑπερβοῦν στήν νέα παιδεία τοῦ Γένους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐμφορούμενοι οἱ περισσότεροι ἀπό ἄκριτη ἀρχαιολατρεία καί κλασσικισμό ἐπεδίωκαν να συνδέσουν τόν νέο Ἑλληνισμό μέ την ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπερβαίνοντας το Βυζάντιο, τήν Ρωμιοσύνη. Μέ ἐπανειλημμένες καί αὐστηρές συνοδικές ἀποφάσεις ἡ Ἐκκλησία καταγγέλλει τούς Παπικούς και τούςΠροτεστάντεςπρός το ποίμνιο ὡς ἐπικινδύνους αἱρετικούς. Καταδικάζει ἐπίσης τίς ἀνατρεπτικές ἰδέες τῶν Διαφωτιστῶν. Μέ τό γνωστό κίνημα τῶν Κολλυβάδων τοῦ ῾Αγίου Ὄρουςπού ἀνανέωσαν ἐπιτυχῶς την πατερική Παράδοση τόν 18ο αἰώνα προετοίμασε τό πλήρωμα στό να ἀντέξει τό ἀντιπατερικό πνεῦμα πού ἐπρόκειτο καί θεσμικά πλέον διά τοῦ κράτους των Βαυαρῶν, μετά τόν μόνο ὀρθόδοξο κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, νά φραγκέψει, νά ἐξευρωπαΐσει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Ἔπραξε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, οἱ κεφαλές τῆς ὁποίας, μεταπατερικῶς, ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νά χαρακτηρίσουν ὡς αἱρέσεις τον Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ἀλλά και φθάνουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτές τίς αἱρέσεις, ὅπως καί την παλαιά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς ἐκκλησίες πού παρέχουν τήν Χάρη καί τήν σωτηρία.
Ὡς μικρό δεῖγμα αὐτῆς τῆς πατερικῆς στάσεως ἐπί Τουρκοκρατίας παραθέτουμε ἐλάχιστες γνῶμες συνοδικές καί πατριαρχικές, ὡς καί μερικές ἐνέργειες τῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Πατέρων. Ἀπαντῶντες στούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους οἱ Πατριάρχαιτῆς Ἀνατολῆς (1716/1725) ξεκαθαρίζουν σαφῶς ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας ὁρίσθηκαν «ὀρθῶς τε καί εὐσεβῶς», ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στίς Οἰκουμενικές συνόδους και δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά προσθέσει κανείς οὔτε νά ἀφαιρέσει. Μέ αὐστηρότητα ἀποκλείουν κάθε διάλογο σε θέματα πίστεως καί καλοῦν τους Προτεστάντες Ἀγγλικανούς, ἄν ἐπιθυμοῦν τήν ἕνωση, νά συμφωνήσουν μέ ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί στή συνέχεια διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων ἐδίδαξε, χωρίς ἔρευνα καί συζητήσεις, ἀλλά με ἁπλότητα καί ὑπακοή.
«Ἀνάγκη ἀκολουθῆσαι καί ὑποταγῆναι τοῖς διορισθεῖσι καί διαταχθεῖσιν ὑπό τῆς ἀρχαιοπαραδότου καί πατροπαραδότου καί παρά τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεως,ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν καθ’ ἑξῆς ἐς τόδε θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν,μετά ἁπλότητος και ὑπακοῆς καί ἄνευ τινός ἄλλης ἐρεύνης καί περιεργείας»[20]. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, κηρύσσει ὅτι «Ἐκλήθημεν ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς ᾽Ανατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἀπό τε τῶν προφητῶν, ἀπό τε τοῦ Σωτῆρος, ἡμῶν Χριστοῦ,ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων,ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων και ἁπαξαπάντων τῶν ὑπό τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων Ἁγίων Πατέρων εἰς τό πιστεύειν καί φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καί διασώζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καίἀνόθευτα εἰς τό παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καί κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε και ἀγράφους»[21].
Ἐνωρίτερα ὁ γνωστός καί μέγας ὄντως πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός, στήν δεύτερη ἀπάντησή του πρός τούς Λουθηρανούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης, ἀφοῦ σύντομα διεπίστωσε ὅτιδέν μπορεῖνά γίνει θεολογικός διάλογος μαζί τους, ἐπειδή κυρίως ἀπορρίπτουν τούς Ἁγίους Πατέρες, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, με εὐγένεια ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα διέκοψε τόν διάλογο κα ίτούς ἄφησε νά βαδίζουν στόν δικό τους δρόμο: «Ἀξιοῦμεν δέ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μή κόπους παρέχειν ἡμῖν, μηδέ περί τῶν αὐτῶν γράφειν καί ἐπιστέλλειν, εἴ γε τούς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας και θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε, καί τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτούς καί ἐπαίροντες, τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε, καί τά ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τούς λόγους αὐτῶν τούς ἁγίους καί θείους, δι’ ὧν ἄν ἡμεῖς γράφειν καί ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
῞Ωστε τό καθ’ ἡμᾶς,ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων, φιλίας δέ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε» (1581)[22]. Μέ βάση αὐτήν τήν πατερικώτατη πατριαρχική θέση, ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἔπρεπε νά διακοποῦν οἱ ἐπιζήμιοι θεολογικοί διάλογοιμέ ὅλους τούς αἱρετικούς, ὅπως ἔχουμε ζητήσει ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια πολλοί κληρικοί καί θεολόγοι.
Οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες καί μάλιστα οἱ τρεῖς ἐξέχοντες μεταξύ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς,ὁ μοναχός Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Πάριος, ἐξουδετέρωσαν πλήρως την μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν,τῶν Λουθηροκαλβίνων Προτεσταντῶνκαί τῶν Διαφωτιστῶν βασικῶς μέ τά ἑξῆς μέτρα: μέ ἐντυπωσιακά πληθωρική ἔκδοση ποικίλων πατερικῶν ἔργων, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία» τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μέ προβολή τῶν πατερικῶν λειτουργικῶν παραδόσεων, ὅπως ἡ συχνή θεία κοινωνία και ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων μόνον τά Σάββατα καίὄχιτίς Κυριακές· μέ τήν σύνταξη πλήθους ὑμνογραφικῶν ἔργων καίἀκολουθιῶν στήν καθιερωμένη γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, παρά τό χαμηλό μορφωτικό ἐπίπεδο τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τους· μέ την πολύ συχνά ἀπαντώμενη στά ἔργα τους ἀντιπαπική καί ἀντιπροτεσταντική διδασκαλία τους,ὅπως και μέ την ἀντιπαράθεσή τους καί πρός τους Εὐρωπαίους καί Ἕλληνας διαφωτιστάς, ἰδιαίτερα ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ὁ ὁποῖος για τόν λόγο αὐτό δέχθηκε μεγάλη ἀρνητική κριτική ἀπό τούς “Φωταδιστές” λογίους. Ἰδιαίτερα μάλιστα γιά τό θέμα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων, πού ταλαιπωρεῖ, χωρίς λόγο,τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα,ἐκτός τοῦ ὅτιοὐδέποτε πέρασε ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνά τους αἰῶνας Ἁγίων Πατέρων παρόμοιος προβληματισμός, ἀντίθετα μάλιστα ἐξακολουθοῦν νά συντάσσουν ἀκολουθίες στήν ἀρχαία γλώσσα καί μέχρι τῶν ἡμερῶν μας,ὑπάρχειμία σχεδόν ἄγνωστη σημαντική θέση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού την παρουσιάζουμε ἐδῶ, μήπως και αὐτή, μαζί μέ ὅσα ἄλλα πατερικά ἔχουν γραφῆ[23], φωτίσει τούς τρεῖς ἀρχιερεῖς, τόν Νικοπόλεως κ. Μελέτιο, τόν Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο καί τόν Σιατίστης κ. Παῦλο νά ἐπανέλθουν στον πατερικό δρόμο.
Γράφει ὁ πατερικώτατος Ἁγιορείτης Ἅγιος: «Φυλαχθῆτε δέ ἀκόμη, ἀδελφοί, καί ἀπό τόν λογισμόν τοῦτον, ὅπου βάλλει εἴς τινας ὁ διάβολος καί τούς λέγει· ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος καί ἀμαθής καί δέν καταλαμβάνεις ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, και λοιπόν διατίὅλως να ὑπάγῃς εἰς τήν ἐκκλησίαν; Σᾶς ἀποκρίνεται γάρ, ἀδελφοί, ἕνας ἀββᾶς εἰς τό Γεροντικόν καίσᾶς λέγει· ὅτιἄν και ἐσεῖς δένκαταλαμβάνετε ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ὁ διάβολος τά καταλαμβάνεικαίδιά τοῦτο τρομάζει και φοβεῖται και φεύγει ἀπό λόγου σας, ἀφήνω νά λέγω, ὅτι και ἐσεῖς,ἄν καίδέν καταλαμβάνετε ὅλα τά λόγια τά ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα, ἀλλ’ ὅμως πολλά λόγια ἐξ αὐτῶν καταλαμβάνετε καί μέ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε.Προσθέτωδέ και τοῦτο,ὅτι ἄν ἐσεῖς συχνά πηγαίνετε εἰς τήν ἐκκλησίαν καίἀκούετε τά θεῖα λόγια,ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νά σᾶς κάμῃ μέ τον καιρόν νά καταλαμβάνετε ἐκεῖνα, ὅπου πρότερον δέν ἐκαταλαβαίνατε, ὡς λέγειὁ Χρυσόστομος,διότιὁ Θεός βλέποντας τήν προθυμίαν σας ἀνοίγει τόν νοῦν σας και τόν φωτίζειεἰς το νά τά καταλαμβάνῃ»[24].
Ἀναφερόμενοι στούς Ἁγίους Κολλυβάδες,ἀλλά καί γενικῶς στην πατερικότητα τῆς περιόδου τῆς δουλείας, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε την δόξα καί τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στούς νεωτέρους χρόνους, τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες.Ἀπό αὐτούς ὄχι μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία να ἔχουν ὡς“ἀλείπτας”,ὡς προπονητάς, δηλαδή, εἰς τό μαρτύριο τούς Ἁγίους Κολλυβάδες καί ἄλλους ὁσίους Γέροντες,ἀλλά και το πλῆθος τῶν ἄλλων Νεομαρτύρων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀκολουθοῦντες τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων περί τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας, ἀρνήθηκαν μέ βαρεῖς μάλιστα χαρακτηρισμούς ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ να ἀλλαξοπιστήσουν και ἐπλήρωσαν αὐτήν τους τήν ἄρνηση καί ὁμολογία μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Ἀποτελοῦν γι’ αὐτό βαρύτατη προσβολή πρός τούς Νεομάρτυρες ὅσα στα πλαίσια τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν λέγονται, και μάλιστα ἀπό πατριάρχας,ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς καί θεολόγους ὅτι δηλαδή καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας, ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός ἔχουν τον ἴδιο Θεό,ὅτι τό Κοράνιο,εἶναι ἅγιο και ἱερό βιβλίο, ἄξιο να τό προσφέρουμε καί ὡς δῶρο. Δέν γνωρίζουν την αὐστηρότατη κριτική μεγάλων Ἁγίων Πατέρων καί τήν παντελή ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Κορανίου ἀπό τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τον Ἅγ.Ἰωάννη Δαμασκηνό,τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί πολλούς ἄλλους[25];
Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ προσφιλέστατος λαϊκός διδάχος και ἰσαπόστολος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἐταύτιζε,προσεκτικά βέβαια καί συνεσκιασμένα, τον Μωάμεθ μέ τόν Ἀντίχριστο ὅπως και τον πάπα; Ἔλεγε: «Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕναςεἶναιὁ Πάπας και ὁ ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας,χωρίς να εἰπῶ τό ὄνομά του· τό καταλαμβάνετε, μά λυπηρόν εἶνε νά σᾶς το εἰπῶ,διότι αὐτοί οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τήν ἀπώλειαν καθώς τό ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτειαν,αὐτοίἀπώλειαν· ἡμεῖς νηστείαν, αὐτοί πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοί πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη,αὐτοί ἀδικωσύνη»[26].Δέν ξεχνοῦμε ἀκόμη τήν πατερική του προφητεία καί σύσταση «τόν πάπα νά κα- ταρᾶσθε, διότι αὐτός θα εἶνε ἡ αἰτία»[27].
Πόσο ἐνθαρρυντικά ἦσαν γιά τούς πιστούς αὐτά πού ἔλεγε γιά τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγ. Πατέρων: «Ἐγώ ἐδιάβασα και περί ἱερέων,και περί ἀσεβῶν,αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ.Πνεύματος.Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τό τέλος· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί,και νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος»[28].
β΄) Ἡ Μεταπατερικότητα μετά τή δημιουργία τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους (1821)
Τό συμπέρασμα ἀπό τήν ἀναφορά μας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅτι ἡ μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Διαφωτιστῶν δέν ἐκλόνισε τήν πατερικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Χάσαμε τήν σωματική ἐλευθερία, ἀλλά κρατήσαμε ἐλεύθερη καί ἀδούλωτη τήν ψυχή μας, τήν πίστη μας, μέχρι σημείου, νά ἀναδειχθοῦν καί μάρτυρες τῆς πίστεως. Πῶς ἔχει ὅμως, ἡ κατάσταση κατά τήν περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου; Δυστυχῶς θά πρέπει νά ἀρχίσει κανείς μέ τό «πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν», καί νά συνθέσει νέα Ἱερεμιάδα. Αὐτό πού δέν δέχθηκαν νά κάνουν οἱ μεγάλες μορφές τοῦ Γένους, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά νά σώσουν τό κράτος ἤ στήν Τουρκοκρατία οἱ Ἅγιοι καί οἱ Νεομάρτυρες, γιά νά σώσουν το σῶμα τους καί τήν καλοπέρασή τους, τό ἐπράξαμε δυστυχῶς καί το πράττουμε σήμερα χειρότερα. Παραδώσαμε τήν Ἑλλάδα στά χέρια ξένων, τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος και τῶν ἐντοπίων ὑποστηρικτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουν ὡς μόνιμο στόχο νά ξερριζώσουν και νά ἀφανίσουν ὅ,τι θυμίζει Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδυναμώσουν τελείως τίς πνευματικές ἀντιστάσεις νά καταστήσουν τήν Ἑλλάδα ἀγνώριστη, ἀνορθόδοξη καί ἀνελλήνιστη, ὥστε φραγκεμένη καί ἐκλατινισμένη, παπική, προτεσταντική καί «διαφωτισμένη» (σκοτισμένη), νά την ἀφομοιώσουν καί νά τήν ἀφανίσουν.
Οἱ μεταπατερικοί καί ἀντιπατερικοί ὑπάρχουν καί δροῦν ἐδῶ και πολλά χρόνια· ἁπλῶς τώρα τους ὑποστασιώνει, τούς συνοψίζει και τούς ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἡ ὁποία ὅπως ἐλέχθη προσφυῶς ἀπό εὐλαβέστατο και ἀγωνιστή συμπρεσβύτερο ἔπαυσε νά εἶναι Ἀκαδημία καί μετατράπηκε σέ ἐπιδημία.
Ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη στους ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρό τοῦ κινδύνου τῆς πίστεως δέν ὑπολόγισαν το παρεξηγημένο «φιλάδελφο», ἀλλά ἐστηλίτευσαν τά ὅσα ἐλέχθησαν στο μεταπατερικό συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας τόν Ἰούνιο τοῦ 2010· πρῶτον, τόν καί πρῶτον στούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες, ἀτρόμητον ἀγωνιστήν τῆς Πίστεως στίς ἡμέρες μας, σεβασμιώτατον μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ· δεύτερον, τόν σεβασμιώτατον μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ὁ ὁποῖος μέ ἐμπεριστατωμένο καί ἀποδεικτικώτατο ὑπόμνημα πρός τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέδειξε τήν προτεσταντική προέλευση τῆς μεταπατερικότητας καί τῆς συναφειακῆς θεολογίας καί τήν ἀποξένωσή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία· τρίτον, τόν σεμνόν καί πατερικώτατον μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος γρήγορα συμφώνησε καί προσετέθη στούς ὀρθοτομοῦντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας·τέταρτον, τόν μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἔσπευσε νά συμπαραταχθῆ μέ θεολογικώτατο ἄρθρο, στό ὁποῖο κατήγγειλε τήν κυοφορούμενη νέα αἵρεση τῆς μεταπατερικότητας, και πού σήμερα τόν ἔχουμε κοντά μας διδάσκοντα καί ὁμολογοῦντα· και τέλος πολλούς ἄλλους ἀρχιερεῖς, λοιπούς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδοκίμασαν με ἄρθρα, σχόλια καί φράσεις τήν αἱρετική συναγωγή τοῦ Βόλου, ἐξαιρέτως δέ τήν ναυαρχίδα τῶν ὀρθοδόξων ἀγώνων ἐπί πενήντα τώρα χρόνια, τήν ὀρθόδοξη μαχητική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», τήν ἐφημερίδα τῶν ὁσίων Γερόντων, ἱδρυτῶν καί ὑπευθύνων, ἀειμνήστων π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου καί τοῦ ἀξίου διαδόχου του π. Μάρκου Μανώλη, ἡ ὁποία προέβαλε καί ἀνέδειξε τό θέμα τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως.
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, μερικά ἀπό τάπιό ὑψηλά δένδρα καί τους πιό πικρούς καί θανατηφόρους πνευματικά καρπούς τοῦ μεταπατερικοῦ δάσους.
Ὁ δέκατος ἔνατος αἰώνας παρά την Βαυαροκρατία ἐκύλησε μέ σοβαρές ἀντιπατερικές ἐνέργειες πού ἔβρισκαν ὅμως ὀρθόδοξες ἀντιστάσεις. Ἀντίθετα πρός τους ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀνακηρύσσεται ἡ σχισματική αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αὐτογνωμόνως, χωρίς τήν γνώμη καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐπιβάλλεται πολιτειοκρατικό σύστημα στίς σχέσεις ἐκκλησίας καί πολιτείας, πού προκαλεῖ τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στόν καίσαρα, μέ ἀφέντη τῆς συνόδου τόν παριστάμενο βασιλικό ἐπίτροπο, ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀφανίζεται ὁ Μοναχισμός μέ τό νά κλείσουν βίαια ἀπό τόν προτεστάντη ἐπίτροπο τοῦ Ὄθωνος Βαυαρό Μάουερ τά 400 ἀπό τά πεντακόσια μοναστήρια μέ ταυτόχρονη ἀπαλλοτρίωση τῆς περιουσίας τους καί πτωχοποίηση τῶν μοναχῶν, ὅπως κατήγγειλε μέ συγκινητικό κείμενό του ὁ γνήσιος Ρωμηός στρατηγός Μακρυγιάννης[29]. Τά πλήγματα ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ, σέ κάθε ἐποχή καί στήν ἐποχή μας, κατά την ὁποία ἔχει σχεδιασθῆ καί μεθοδευθῆ ἡ δυσφήμηση ἀλλά καί ἡ ἐσωτερική διάβρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς μοναδικῆς αὐτῆς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, κοστίζουν πολύ, διότι ἀποσκοποῦν στό να στερέψει ἡ πηγή πού προσφέρει, βρύει, Πατέρες, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι στόν σύνολό τους σχεδόν οἱ Ἅγιοι Πατέρες προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ἡ ὀργάνωση και τά προγράμματα σπουδῶν τῆς ἱδρυθείσης στό Ἐθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Θεολογικῆς Σχολῆς ἀκολουθοῦν γερμανικά πρότυπα, καί ἡ σχεδόν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά σταδιοδρομήσει κανείς σ’ αὐτήν, ἦταν οἱ σπουδές στη Δύση, μέ συνέπεια ἡ παπική καί ἡ προτεσταντική Θεολογία νά ἐπηρεάζουν διά τῶν καθηγητῶν τούς πτυχιούχους της, κληρικούς καί λαϊκούς. Δύο παραδείγματα μόνον ἐνδεικτικά γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές: ὁ ἐπί πολλά ἔτη κατέχων τήν ἕδρα τῆς Πατρολογίας στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος, ἐκφράσθηκε ἀπαξιωτικά καί ὑποτιμητικά γιά τους ἀγῶνες καί την Θεολογία τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ κήρυκος αὐτοῦ τῆςΧάριτος καί τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ ἐκφραστοῦ τῆς Θεολογίας τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. Στήν ἴδια Σχολή μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὁ περιορισμός τῶν Ἁγίων Πατέρων στούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες, μέχρι τον Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, καί μέ αὐτούς μόνον ἀσχολεῖται τό μάθημα τῆς Πατρολογίας, ἐνῶ οἱ μετέπειτα ἅγιοι συγγραφεῖς ἀνήκουν σέ ἄλλο γνωστικό ἀντικείμενο, στούς ἐκκλησιαστικούς βυζαντινούς συγγραφεῖς, ὡσάν νά ἔπαυσε το Ἅγιον Πνεῦμα νά δρᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα καί νά γεννᾶ Πατέρες, ὅπως τόν Μ. Φώτιο, τόν Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τούς Κολλυβάδες ἐπιφανεῖς Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο στόν 20ο αἰώνα.Ὑπόκειται και ἐδῶ ἡ παπική ἀντίληψη τοῦ παραμερισμοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς σχολαστικούς δικούς τους «Πατέρες» καί θεολόγους ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἑξῆς, καί πολύ περισσότερο ἡ προτεσταντική ἀντίληψη ὅτι Πατέρες μποροῦν να χαρακτηρισθοῦν μόνο ὅσοι προσεγγίζουν πρός τούς χρόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ἔζησαν τους πρώτους αἰῶνες, τό πολύ μέχρι τόν 5ο αἰώνα. Διδάσκοντας ἐπί χρόνια Πατρολογία στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἀναγκαζόμουν κάθε φορά στούς νέους φοιτητάς νά διευκρινίζω ὅτι γιά νά χαρακτηρισθῆ κάποιος συγγραφεύς ὡς Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας δέν χρειάζεται νά ἔχη καί τό γνώρισμα τῆς ἀρχαιότητος, ὅπως ἀπαιτοῦν τά ἑτερόδοξα ἐγχειρίδια Πατρολογίας, καί μερικά ἰδικά μας, ἀλλά ἀρκοῦν ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ ἀναφορά στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν δέν σημαίνει πώς τό σύνολο τῶν καθηγητῶν της στήν συνέχεια ἐνίσχυσαν τό μεταπατερικό καί ἀντιπατερικό πνεῦμα.Ὑπάρχουν λαμπρά παραδείγματα γνησίων πατερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου καί τινων ἄλλων, ἐξεχόντως δέ τοῦ λαμπροῦ καί ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ συμπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου στά θεολογικάμας γράμματα ἀποπνέει τό ἄρωμα καί τήν αὐθεντικότητα τῆς πατερικῆς σοφίας. Ἐπιθυμῶ μάλιστα στή συνάφεια αὐτή νά κάνω μία πρόταση καί μία ἐπανόρθωση πού ἀφορᾶ στην Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Ἡ πρότασή μου εἶναι νά προβληθῆ μέ ἡμερίδα ἤ συνέδριο τό πρόσωπο καί το ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ὅπως ἀξιέπαινα ἔπραξαν ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός γιά τόν μεγάλο πατερικό θεολόγο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἡ ἐπανόρθωση ἔχει σχέση μέ τον πρύτανη τῶν θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν γίγαντα τῆς θεολογικῆς σκέψης καί παραγωγῆς ἀείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα. Οἱ κάποιες ἀστοχίες του σχετικά μέ τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ θεολογική του ἀντιπαράθεση με τον π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δικαιολογοῦνται ἐν μέρει ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγνοια τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δέν εἶναι ὅμως ἀντιπατερικός οὔτε μεταπατερικός, ὅπως ἄφησε νά ἐννοηθεῖ ἡ «Ἀκαδημία» τοῦ Βόλου σέ σχετική της ἐκδήλωση. Δέν τόν χαρίζουμε στούς μεταπατερικούς. Εἶναι πατερικός, πατερικώτατος. Και μόνο ἡ μελέτη τῆς τρίτομης Δογματικῆς του καί τά πολύτομα ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα στην Παλαιά καί στην Κ.Διαθήκη, ὅπου θαυμάζει κανείς την πλούσια χρήση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί ὅσα κριτικά ἔχει γράψει γιά τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους, τον ἀποξενώνουν τελείως ἀπό τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστάς.
῾Η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πολύ νεώτερη τῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἱδρυθεῖσα τό 1942, εὐτύχησε κατά τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος (1950-1970) νά ρίξει τό βάρος, μέ ἀποφασιστική σ’ αὐτό συμβολή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Π. Χρήστου, στήν ἔκδοση και ἔρευνα τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ και ἄλλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας και νά ἀποκτήσει γι’ αὐτό διεθνῶς κῦρος ὡς σχολή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως ἐκεῖνο ξεκίνημα ἔχει ἐξασθενήσει καί ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός χαρακτηρίζει σήμερα την πλειονότητα τῶν καθηγητῶν της, μέ λαμπρές ἐξαιρέσεις τούς παρισταμένους ἐδῶ ἀπόψε συναδέλφους, προέδρους τῶν συνεδριῶν καί εἰσηγητάς.
Ὁ μεγάλος πάντως σεισμός τῆς μεταπατερικότητας ἀρχίζει στις ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τίς δύο συνοδικές καί πατριαρχικές ἐγκυκλίους, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, τό 1902 καί τό 1904. Γίνεται πιό ἰσχυρός μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920 καί ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νά εἶναι ἐνεργός με ἰσχυρότερη μάλιστα ἔνταση. Με τίς δύο πρῶτες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπό ἐντελῶς νέο πνεῦμα, μεταπατερικό, ἐγκαταλείπει τήν μέχρι πρό ὀλίγων ἐτῶν, μέχρι τοῦ 1895, αὐστηρή πατερική στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, καί ἀπευθυνόμενο προς τούς προέδρους τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, μεταξύ ἄλλων, ζητεῖ νά μάθει τήν γνώμη τους γιά τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων «μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονότι καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας». Συγχρόνως θέτει καί τό θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, μη τοποθετούμενο πάντως ὑπέρ ἤ κατά τοῦ πατροπαραδότου καί ἐπί αἰῶνας κρατοῦντος Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἀναμένον τις σκέψεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Ἐπειδή ἡ ἀπάντηση σχεδόν ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν καί στα δύο ἀρνητική, ἐκόπασε γιά λίγο αὐτή ἡ πρώτη ὁρμή, ἀλλά ἐπανῆλθε ἰσχυρότερη μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ὅπου το νεωτερικό μεταπατερικό πνεῦμα γιά πρώτη φορά ἐπισήμως ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στις αἱρετικές κοινότητες, ἀφοῦ διά τῆς ἐγκυκλίου ἀπευθύνεται «Πρός
τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», καί ὄχι μόνο πρός τις ὀρθόδοξες.
Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ χωρίς ἀμφιβολία Μασόνου Μελετίου Μεταξάκη διατελέσαντος κατά σειράν μητροπολίτου Κιτίου τῆς Κύπρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο την περίοδο αὐτή στό νά προωθηθῆ ὁ ὑπό τῆς Μασονίας σχεδιασθείς καί προωθούμενος μέχρι σήμερα Οἰκουμενισμός, διαχριστιανικός καί διαθρησκειακός, γιά νά ἀποδυναμωθῆ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες καί νά ἐξισωθῆ μέ αὐτές ὅπως καί ὁ Χριστιανισμός σέ σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες. Κάκιστο κατόρθωμα τοῦ Μεταξάκη ἦταν ἡ προώθηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καί ἡ ἀντικατάσταση τοῦ πατροπαραδότου καί κεκυρωμένου ἀπό ἀποφάσεις Πατέρων καί συνόδων Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μέ τό παπικό Γρηγοριανό, χωρίς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ τήν συμπαράσταση, δυστυχῶς τοῦ ἐξαιρέτου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καί ἐπιστήμονος ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, παλαιοῦ συνεργάτου τοῦ Μεταξάκη στο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀπό ὅπου ξεκίνησε τήν ἐντυπωσιακή ἀλλά καί καταστροφική του δράση, πού ἀπέληξε στό νά σχίσει την Ἐκκλησία.
Ἡ ἵδρυση τοῦ προτεσταντικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τό 1948 στό Ἄμστερνταμ, στό ὁποῖο πρόθυμα μετέσχε το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο και ἀρκετές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἀποτελεῖ τόν χειρότερο ἐκκλησιολογικό ἐκτροχιασμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Διά τοῦ ΠΣΕ ὁ Διάβολος, ἐμφανιζόμενος ὡς ἄγγελος φωτός ὑπό το προσωπεῖο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος, ἐπιχειρεῖ νά σαλεύσει τά ἀποστολικά καί πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, καταργώντας ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐδίδαξαν περί αἱρέσεως και αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα ἐξισώνονται μέ την Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική καί Πατερική Ἐκκλησία.Δέν πρόκειται για Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀλλά γιά «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων», ὅπως προσφυῶς τό ὀνόμασε ὁ καθηγητής Κ. Μουρατίδης[30].
Τήν κληρονομιά τοῦ Μελετίου Μεταξάκη ἀξιοποιεῖ καί ἐπαυξάνει ἄλλη ἐπίσης ἰσχυρή προσωπικότητα, ὁ ἀπό Ἀμερικῆς κληθείς στόν οἰκουμενικό θρόνο πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καί μετά την σεμνή ἀλλά καθοδηγούμενη πατριαρχία τοῦ Δημητρίου, ὁ ἐπίσης ἰσχυρός ὑποστηρικτής τοῦ ἀντιπατερικοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχηςΒαρθολομαῖος. Μέσα στό κλῖμα αὐτό τό ἀνατρεπτικό τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως ἔχουν διατυπωθῆ μεταπατερικές καί ἀντιπατερικές θέσεις τέτοιες,πού δικαιολογοῦν ἀπολύτως τήν μεταπατερικότητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, τήν ὁποία ἄλλωστε στηρίζει, καλύπτει καί δικαιώνει το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἐνδεικτικές ἐλάχιστες θέσεις τῶν ἐπί ἑξήντα τώρα ἔτη δρώντων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν δείχνουν ὅτι δυστυχῶς ἄργησε νά ἀφυπνισθῆ καί νά ἀντιδράσει τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν. Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας[31]. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της»[32]. Ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἀντιπατερικές δηλώσεις του μία ἀκόμη: «Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώση τόν ἄνθρωπον»[33].
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιο ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους» Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι και νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαιἀνθρώπων»[34].
Μεγαλύτερη εἶναι ἡ βλάσφημη θέση τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου, χειρότερη ἀκόμη καί ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, διότι ἀρνεῖται συνολικά το δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καταγγέλθηκε ἀπό σκανδαλισθέντας ὁμογενεῖς τῆς Ἀμερικῆς καί ἀπό Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖες ἐζήτησαν ἀπό τήν σύνοδο τοῦ Φαναρίου νά τόν καθαιρέσει, πλήν εἰς μάτην. Εἶπε ὁ Ἰάκωβος: «Τό νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται: Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῇ, ἡ Θεολογία τῶν Ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[35].
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου[36].
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[37]. Ὡμίλησε ἀπερίφραστα γιά τήν ἱερότητα καί ἰσότητα τῶν «Ἱερῶν Γραφῶν» τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἰσλάμ, δηλαδή τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Κορανίου[38], τό ὁποῖο ἐχαρακτήρισε ὡς «ἅγιο» και τό ἐδώρησε σέ Τοῦρκο ἐπιχειρηματία στήν Ἀμερική. Καί τό τρομερώτερο ὅλων εἶναι ὅσα εἶπε γιά τους Ἁγίους Πατέρες, τά ὁποῖα ὁδήγησαν σέ ἔντονη διαμαρτυρία τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς τάς χεῖραςτοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ»[39].
Ὁμόφρων καθ’ ὅλα τοῦ πατριάρχου ὁ θεολογικός του σύμβουλος μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης. Ἐκτός τῆς παλαιᾶς του θέσεως περί «ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας», πού ἀρνεῖται τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἀληθείας γιά τούς Ὀρθοδόξους,ὅπως πρό αὐτοῦ διεκήρυξε ὁ Θυατείρων Ἀθηναγόρας, προωθεῖ τώρα καί τήν λεγόμενη «βαπτισματική ἐκκλησιολογία», ἰσχυριζόμενος ὅτι καί τῶν αἱρετικῶν τό Βάπτισμα εἰσάγει εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δέχεται τά ἑξῆς πρωτάκουστα: «Τό Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Τό Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἤ μή, ὁριοθετεῖ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί “ἐκτός Βαπτίσματος” δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως «“ἐντός τοῦ Βαπτίσματος”, ἔστω καί ἄν ὑπάρχει μία διάστασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα δυνάμεθα νά ὁμιλῶμεν διά Ἐκκλησίαν»[40].
Ἐλαχίστων ἀκόμη, μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν ἐλάχιστες θέσεις, ἀπό τίς πάμπολλες, θά ἀναφέρω, γιά νά σχηματίσουμε μία πρώτη θλιβερή εἰκόνα γιά τό ποῦ μᾶς ἔχει ὁδηγήσει ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός, ἀλλά καί γιά νά ἐμπεδωθεῖ πλέον καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ συνείδηση τῆς ἀνάγκης περί τοῦ ὅτι δέν πρέπει νά κρύβουμε ἤ νά παραβλέπουμε καί νά ὑποτιμοῦμε τήν πλάνη καί το ψεῦδος, πού ἐμφανίζονται ὡς ἀλήθεια καί φῶς, καί ἔτσι διαβρώνουν καί παραπλανοῦν τό ἀπληροφόρητο καί ἀκατήχητο ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη καί ἐπείγουσα προτεραιότητα νά συγκεντρωθοῦν ὅλες ἤ οἱ σημαντικώτερες κακόδοξες γνῶμες ἐπωνύμων Οἰκουμενιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε ὀνομαστικά καί κατοχυρωμένα να γνωρίσουν οἱ πιστοί τήν ἔκταση τῆς κακοποίησης πού ὑφίστανται οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, χωρίς δυστυχῶς τό ὑγιές τῆς Ἐκκλησίας μέρος να ἀντιδρᾶ καί νά ἀνθίσταται ἀποστολικῶς καί πατερικῶς.
Τούς προαναφερθέντας μεγαλοσχήμονας κληρικούς ἀκολουθεῖ κατά πόδας ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ἐπαναλαμβάνων, ὅσα παλαιότεροι Οἰκουμενισταί ἔχουν πῆ περί διηρημένης Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ μητροπολίτης Θυατείρων Ἀθηναγόρας. Εἶναι ἀνθρώπινο νά κάνει κανείς λάθος· εἶναι ὅμως δαιμονικό καί ἑωσφορικό νά μή ἀναγνωρίζει τό λάθος, γνώρισμα τοῦ ἐγωϊστικοῦ φρονήματος ὅλων τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Μεσσηνίας ἐλέγχθηκε γιά τήν πλάνη του ἀπό τόν σεμνό και πατερικό μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ καί ἀπό τόν ἄξιο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθηγητή τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Δημήτριο Τσελεγγίδη, ἀλλ’ αὐτός «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Δυστυχῶς ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔκλεισε τό θέμα μέ ψευτοειρηνισμούς καί συμβιβασμούς, χωρίς ἀποκήρυξη τῆς πλάνης ἐκ μέρους τοῦ Μεσσηνίας. Παλαιότερος ἐπίσης ἐπιφανής λαϊκός θεολόγος, ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικόλαος Νησιώτης, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν καί ἀξιωματούχων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διετύπωσε ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικές θέσεις, ἐλεγχθείς πατερικώτατα ἀπό τόν ἤδη μνημονευθέντα ὁμολογητή καθηγητή Κωνσταντῖνο Μουρατίδη, ὡς ἀρνούμενος τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐπικρίνει ὁ Νησιώτης τον Οἰκουμενικό ἐπαρχιωτισμό τῶν Ὀρθοδόξων καί δι’ ἐρωτήματος ἀποκλείει τήν ταύτιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν Μία Ἐκκλησία.
Ἐρωτᾶ: «Δέν σκεπτόμεθα διαρκῶς καί δέν ἐνεργοῦμεν ὡσάν ἡ “Una Sancta” περιωρίζετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς μας Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας; Ἀλλ’ ἡ πεῖρα τῆς συναντήσεως εἰς συνελεύσεις καί συνέδρια ἀποσείει ἀφ’ ἡμῶν τήν αὐταρέσκειάν μας ταύτην»[41]. Ὁ «Ναρκισσισμός» τοῦ Περγάμου, προοδοποιήθηκε ἀπό τήν «αὐταρέσκειαν» τοῦ Νησιώτη, ὁ ὁποῖος ὅπως διαπιστώνει ὁ καθηγητής Μουρατίδης «ζητεῖ ὅπως ἀποφεύγωμεν ἀπό τοῦ νά προσαγορεύωμεν ἀλλήλους “σχισματικούς” ἤ “αἱρετικούς”, ἀφοῦ δεν ὑπάρχουν “σχισματικοί” ἀλλ’ ἱστορικαί Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ διαιρέσει των παρουσιάζουν μίαν σχισματικήν κατάστασιν ἐντός τῆς μιᾶς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας!»[42]. Βλέπετε Ἅγιε Κυθήρων ποιούς ἀκολουθεῖ ὁ Μεσσηνίας; Ὅλοι εἴμαστε διηρημένοι καί σέ σχισματική κατάσταση, μέσα σέ μία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, προφανῶς ἀόρατη, κατά τούς Προτεστάντες πού τήν κάνει ὁρατή το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Ἐκ τῶν νεωτέρων λαϊκῶν καθηγητῶν ἰδιαίτερα ἐλύπησε τους Ὀρθοδόξους καί ἐχαροποίησε τους κακοδόξους, κατά τό ad hoc ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Μαρτζέλος. Προώθησε καί ἐνέκρινε δύο διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ἀχρηστεύουν μεταπατερικῶς τίς ἀποφάσεις συνόδων καί τήν διδασκαλία Ἁγίων Πατέρων, ὡς καί τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στά κείμενα τά πάμπολλα τῆς λατρείας καί στό “Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας”, περί τοῦ ὅτι οἱ Διόσκορος καί Σεβῆρος εἶναι αἱρετικοί Μονοφυσίτες. Οἱ δύο διδακτορικές διατριβές νεαρῶν θεολόγων ὑπερβαίνουν την Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι σοφώτεροι οἱ συντάκτες τους ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Πίστεως, ἔκαναν λάθος ἐκεῖνοι, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Μ. Φώτιος, τους διορθώνουν τώρα οἱ μαθητές τοῦ καθηγητοῦ Γ. Μαρτζέλου. Ἔτσι τους ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν αἰώνων ἀναθεματιζομένους αἱρετικούς Διόσκορο καί Σεβῆρο τούς παρουσιάζουν ὡς ὀρθοδόξους. Ἀλλά γενικῶς τούς Μονοφυσίτες ἀθωώνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής, ἐλεγχθείς ἐμβρισθέτατα καί ὀρθοδοξότατα διά σχετικῶν δημοσιευμάτων ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ ἉγίουὌρους.
Διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιπατερική μεταπατερικότητα τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, γιατί δέν ἐμπλέκεται πολύ στά οἰκουμενιστικά δρώμενα, ὅπως σχεδόν στό σύνολό τους οἱ ἄλλοι μεταπατερικοί, μολονότι σέ παλαιά δημοσιεύματά του υἱοθετεῖ τίς ἀθηναγόρειες θέσεις ἐναντίον τῆς ἀντιρρητικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων καί ὁμιλεῖ γιά «τή ματαιοπονία τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ἔρευνα τοῦ Filioque»[43], ἐπαινεθείς μάλιστα γιά τίς προοδευτικές του θέσεις ὑπό τῶν Οὐνιτῶν. Ὁ βαρύς φιλοσοφικός ἐξοπλισμός του καί ἡ στοχαστική του διάθεση δέν τόν ἄφησαν νά θέσει ἐν ταπεινώσει τά ἀναμφισβήτητα χαρίσματά του στήν προβολή καί ἑρμηνεία τῆς διά τῶν αἰώνων ἐκφαινομένης συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀκολουθήσει τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως πολλοί ἐξ αὐτῶν φιλόσοφοι, πανεπιστήμονες, στοχαστές ἔπραξαν μέ τούς πρό αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες.
Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς τό παράδειγμα τοῦ σπάνια φιλοσοφική συγκρότηση διαθέτοντος Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ταπεινώσει μᾶς λέγει ὅτι ἀπό ὅσα γράφει τίποτε δέν εἶναι ἰδικό του, ἀλλά ἀνθολόγηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς ὁ ἐκφραστής τῆς πρό αὐτοῦ Πατερικῆς Παραδόσεως, γι’ αὐτό καί ἡ Δογματική του, τό ἔργο του δηλαδή «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», εἶναι καί θά παραμείνει ἡ αὐθεντικώτερη καί γνησιώτερη καί ἀκριβέστερη πηγή τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Δυστυχῶς ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς ὑπερέβη τούς Πατέρες, δέν ἀκολουθεῖ τούς Πατέρες· διατυπώνει διδασκαλίες ἀντιπατερικές καί ἠθικά ἐπικίνδυνες, ὅπως ἡ διδασκαλία του γιά τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς ὁδό θεογνωσίας, γιά τήν ὁποία ἐλέγχθηκε μέ δυνατή καί ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μέ σειρά δημοσιευμάτων, στά ὁποῖα αὐτή ἡ διδασκαλία χαρακτηρίζεται ὡς ἐπανεμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Νικολαϊτισμοῦ, ὡς Νεονικολαϊτισμός. Ὁ π. Θεόκλητος μάλιστα εὑρίσκει ὄχι ἁπλῆ ὑπέρβαση, ἀγνόηση τῶν Πατέρων, ἀλλά πολεμική καί ὕβρεις ἐναντίον τους.
Γράφει: «Καί ἐπειδή μέν διαθέτει “μιά κάποια ἀνεπτυγμέ- νην σκέψι καί κρίσι”, δέν διαθέτει δέ ἐπαρκῆ πνευματικήν πεῖραν, καί μή ὑποψιαζόμενος τήν ἀνεπάρκειάν του, ἔχει ἀθεοφόβως στρατεύσει κατά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δι’ ἄρθρων κατηγορῶν αὐτῆς... μανιχαϊσμόν! Μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἔχει ὑποστῇ ψύχωσιν, ἔγινε στόχος του, τήν χρησιμοποιεῖ εἰς τάς ἀναπλαστικάς του προσπαθείας καί πανταχοῦ τῆς Πατερικῆς πνευματικῆς διδασκαλίας διακρίνει ἐπιδράσεις μανιχαϊκάς. Εἰς ἕνα δέ τολμηρότατον βιβλίον του, πού ἐξέδωκε τελευταίως... αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύση “τήν διαστροφήν τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς ἀπό μανιχαϊκάς ἐπιδράσεις”! Τί νά εἴπωμεν; Ἡ Ἐκκλησία δέν προσέχει αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἀνιδέου αὐτοῦ θεολόγου; Δέν ὑπάρχει ἕνα γραφεῖον τύπου... νά παρακολουθῇ τάς κατά τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς διδασκαλίας ἐκτοξευομένας ὕβρεις ὑπό θεωρουμένων ὀρθοδόξων θεολόγων»[44].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπευθυνόμενος ὁ π. Θεόκλητος πρός τόν καθηγητή Γιανναρᾶ γράφει: «Μέ μιά ἀντιεπιστημονική ἐλαφρότητα καί δημοσιογραφική ρηχότητα θίγεις τά βασικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποκλίσεις σου σέ διάφορες αἱρέσεις. Ἀρχίζεις τήν θεολογική σου καριέρα μέ πόλεμο κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων -τόν ὁποῖον καί συνεχίζεις ἐμμέσως- καί ἀπό οἶστρον οἰήσεως δέν ὀκνεῖς νά ἀποδώσῃς σαρκική συσσώρευση στούς Ἁγίους Πατέρες, χωρίς αὐτό νά σέ ἐμβάλλη σέ ἀνησυχία γιά τήν ἀπύθμενη ἐκτροπή σου. Καί ἤδη συνεχίζεις ἤ νά τούς διαστρέφεις ἤ νά τούς ἀγνοῆς ἤ νά τούς σπιλώνης»[45].
Συνέχισε πράγματι ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς νά σπιλώνει καί νά συκοφαντεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες μέ συγκεκριμένο τώρα στόχο τόν ἐπιφανέστερο καί πολυγραφώτερο τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων Πατέρων τόν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, τόν ὁποῖο κατηγορεῖ ὅτι μέ τά συγγράμματά του δημιούργησε μιά «νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ μιά παραδοσιακή χριστιανι- κή κοινωνία τόν μανιχαϊκό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί “ἀκαθάρτων” ἀνθρώπων» καί ὅτι δῆθεν εἶναι «διάσπαρτη στά ἔργα τοῦ Νικοδήμου ἡ ἐμμονή στήν ἀνσέλμεια καί θωμιστική διδασκαλία “περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ”» καί ὅτι στό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου «κυριαρχεῖ τό δικανικό, τελείως δυτικό πνεῦμα»[46].
Θεμελιώδη καί ἐπιτυχῆ κριτική τῆς ἀτεκμηρίωτης, ἄδικης καί βλάσφημης πολεμικῆς τοῦ Γιανναρᾶ ἐναντίον ἑνός μεγάλου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησε ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης στό ἐξαίρετο ἔργο του «Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς», ὅπου στό τέλος δημοσιεύεται καί κείμενον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τίτλο: «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».
Ἡ μεταπατερικότητα λοιπόν τοῦ καθηγητοῦ Γιανναρᾶ προσλαμβάνει βαρύτερο χαρακτήρα τῆς τῶν ἀναφερθέντων ἄλλων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι καταλήγει σέ ἐμφανῆ ἀντιπατερικότητα μέ ὑβριστική, ἄδικη καί ἀθεμελίωτη πολεμική ἐναντίον συνόλου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀλλά καί σέ παρότρυνση τῶν νέων σέ ἠθική χαλαρότητα. Ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους «ὁ κ. Γιανναρᾶς προωθεῖ τούς ἀναγνώστας του καί μάλιστα τούς νέους νά γίνουν κριταί τῶν Ἁγίων καί νά μένουν μέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἱκανοποιοῦντες ὅμως τά πάθη των, χωρίς νά παιδαγωγοῦνται εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, ἁγνότητος καί ὑπακοῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀνέφικτος ἡ ἀληθής ἐν Χριστῷ ἐλευθερία»[47].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ὡς καρπούς αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς μεταπατερικότητας τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού συνυπέγραψαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα ἀνατρέπουν τήν Πατερική, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Στόν διάλογο μέ τούς Παπικούς τό κείμενο πού ὑπογράφτηκε στό Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ἐκτός τοῦ ὅτι γιά πρώτη φορά ἀθωώνει τήν Οὐνία, προσφέρει συγχρόνως ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στήν αἱρετική Ρώμη. Ἐξισώνονται ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί θεωροῦνται ἀμφότερες κάτοχοι τῆς γνησίας ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς Χάριτος καί τῆς ἀποστολικης διαδοχῆς. Γιά πρώτη φορά “ὀρθόδοξοι” θεολόγοι, ἀθετώντας τήν σταθερή καί ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διότι οἱ διατυπώσεις τοῦ κειμένου σημαίνουν ὅτι αὐτή συναποτελεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἀπό κοινοῦ συνυπεύθυνες γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διδασκαλία τῶν μεγάλων ἁγίων καί Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί συγχρόνως ἀχρηστεύθηκε καί ἐγκαταλείφθηκε. Εἶναι φοβερά προδοτική τῆς Πίστεως ἡ διατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην, τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτερα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 καί 14)[48].
Στό ἴδιο ἀκριβῶς μῆκος κύματος κινεῖται καί τό κείμενο τῆς Θ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στό Πόρτο ᾽Αλέγκρε τῆς Βραζιλίας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006. Τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο ὑπέγραψαν ἐκπρόσωποι τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δυστυχῶς, χωρίς νά κληθοῦν συνοδικά σέ ἀπολογία ἀπορρίπτει βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά δόγματα. Διακηρύσσει τήν φοβερή ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅτι τό σύνολο τῶν μελῶν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἀπαρτίζουν τήν Καθολική Ἐκκλησία. «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της.
Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. 86). «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 7)[49].
Ποιά σύνοδος θά καλέσει σέ ἀπολογία τούς ἐκπροσώπους πού ὑπέγραψαν τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, ὅταν ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης θριαμβολογεῖ ὑπέρ τοῦ κειμένου καί ἐκτιμᾶ ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό «ἀπηλλάγημεν τῶν ἀγγυλώσεων τοῦ παρελθόντος»;
Ἐνωρίτερα, ἐναντίον μάλιστα τῆς σαφοῦς διδασκαλίας τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν δύο Κοινές Δηλώσεις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες (1989 και 1990) στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχουμε κοινή πίστη!!!...μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι σέ καμμία φάση τοῦ Διαλόγου δέν δέχθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο (451) καί νά ἀριθμήσουν σέ δύο τίς φύσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἕνωση.
Λέγει ἡ Β΄ «Κοινή Δήλωσις» τῆς «Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» πού συνετάχθη στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1990: «Ὑπό τό φῶς τῆς ἡμετέρας Κοινῆς Δηλώσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας ὡς καί ἐπί τῶν ἀνωτέρων κοινῶν θέσεων, κατενοήσαμεν σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῆ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας» (παραγρ. 9)[50].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ἐνδεικτικῶς μερικά ἀντιπατερικά μέτρα πού ἐλήφθησαν καί ἰσχύουν στην Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων, ἡ κατάργηση τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἀναθεμάτων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν την Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στους ναούς, ἡ ἀφαίρεση ἀπό τά ἐγκώμια τοῦ ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου ὅσων τροπαρίων ἔχουν δυσμενεῖς χαρακτηρισμούς γιά τούς Ἑβραίους, καί ἄλλες λειτουργικές καινοτομίες τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», ὅπως οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων, στίς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε.
Ἀκόμη οἱ ἐπισκέψεις καί οἱ ὑποδοχές τοῦ πάπα, ὡς κανονικοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στίς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καί στήν Ἑλλάδα, καί οἱ ὁλοένα διογκούμενες κατ’ ἔτος οἰκουμενιστικές συμπροσευχές, ἰδιαίτερα ἡ καθορισμένη γιά τήν τελευταία ἑβδομάδα τοῦ Ἰανουαρίου κάθε ἔτους οἰκουμενιστική συμπροσευχή, στήν ὁποία μετέχουν ἀκόμη καί ὀρθόδοξοι πατριάρχες. Ὡς πρός τό τελευταῖο ἀξίζει νά σημειώσουμε τήν πατερική καί ὁμολογιακή δήλωση τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος ἐρωτηθείς γιατί δέν παρέστησαν ὀρθόδοξοι κληρικοί στήν συμπροσευχή πού ἔγινε στήν Θεσσαλονίκη στήν Ἐκκλησία τῶν Φράγκων, ὅπου κάθε χρόνο πρωτοστατεῖ ὁ καθηγητής τῆς Θεολ. Σχολῆς Μ. Κωνσταντίνου, ἐφέτος δέ ὡς ὁμιλητής παρέστη καί ὁ ἐπίκουρος καθηγητής Χαρ. Ἀτματζίδης, εἶπε: «Δεν εἶναι μέσα στήν τάξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νά συμμετέχη σε θρησκευτικές τελετές ἤ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί πολύ περισσσότερο μέ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν».
Τό Μασονοκρατούμενο, τέλος, Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἐπί ἔτη προσπαθεῖ νά μειώσει τό κατηχητικό, ὁμολογιακό ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, εἴτε μέ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας εἴτε μέ μεταβολή του σέ προαιρετικό, ἀκόμη και γιά τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς. Τελικός καί ἐπιθυμητός στόχος του νά τό μεταβάλει σέ μάθημα Θρησκειολογίας, ὥστε νά μυοῦνται τά παιδιά ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο ἀκόμη στήν σατανοκίνητη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας. Δυστυχῶς φαίνεται να τό ἐπιτυγχάνει μέ τήν συνεργασία, τήν σύμφωνη γνώμη καί ἐνθάρρυνση τῶν Θεολόγων συμβούλων του, συνεργατῶν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, φίλων καί ὁμοφρόνων τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, πρωτοστατοῦντος τοῦ θεολόγου Σταύρου Γιαγκάζογλου, τοποθετηθέντος ἐσχάτως ὡς διευθυντοῦ τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία». Εἶναι δυνατόν διευθυντικό στέλεχος τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπονομεύει τόν ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν; Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὡς ὁμολογιακό καί κατηχητικό τελοῦσε ὑπό διωγμόν, τώρα ὡς θρησκειολογικό τό ἀναβαθμίζουν και τοῦ δίνουν μόρια ἀκόμη καί γιά τις εἰσαγωγικές ἐξετάσεις στά Πανεπιστήμια. Πολλά καί μεγάλα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ!
Ἐπίλογος
Ἡ Ἐκκλησία κατά τή διαχρονική της συνείδηση, ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι σήμερα, σέβεται καί τιμᾷ τούς Ἁγίους Πατέρες και διδασκάλους, ὄχι γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία τους, ἡ ὁποία ὡς κτιστή παλιώνει καί φθείρεται καί γερνᾷ, ἀλλά γιά τόν φωτισμό τους ἀπό το Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ ἐνέργειες τοῦ ὁποίου καί στήν διδασκαλία τους καί στήν ζωή τους δέν παλιώνουν οὔτε γερνοῦν, ὥστε νά χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα, κατά τήν καινοφανῆ διδασκαλία τῶν Μεταπατερικῶν Θεολόγων, παλαιῶν καί συγχρόνων.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνον Ἀποστολική, ἀλλά καί Πατερική. Ἄν ἐπιτρεπόταν νά γίνει κάποια προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό ἐκκλησιολογικό ἄρθρο «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολική και Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», θά μπορούσαμε κάλλιστα νά προσθέσουμε «καί Πατερικήν»: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Πατερικήν Ἐκκλησίαν». Δέν χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα οἱ Πατέρες, ὅπως δέν ὑπερβαίνεται οὔτε τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, διότι, ὅπως λέγει ὁ α΄ κανών τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύ-ματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά συμφέροντα» . Τῶν Ἀποστόλων το κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα ὑφαίνουν ἀπό κοινοῦ τον χιτῶνα τῆς Ἀληθείας, κατά το ὡραῖο κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Κατά δέ τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἐπαναλαμβάνει τόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Λυπούμεθα, διότι ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί ὁ Διαφωτισμός, πού ἐμείωσαν πρῶτοι τούς῾Αγίους Πατέρες, ἀπέκτησαν καλούς μαθητάς καί ὀπαδούς καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κυρίως μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στούς ὁποίους ἀνήκει καί ἡ προκαλέσασα την συζήτηση «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου», μέ τό πατρομαχικό της συνέδριο γιά την «μεταπατερική» καί «συναφειακή» Θεολογία. Γιατί ἆραγε παραμερίζουν καί ὑπερβαίνουν τους Πατέρες οἱ σύγχρονοι Πατρομάχοι; Γιά τόν ἴδιο λόγο πού ἀντέδρασε καί ὁ παπικός θεολόγος Ἰωάννης τῆς Ραγκούσης λίγο πρίν ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες ἐδέσμευαν διά ἐπισήμων γραμμάτων τούς ἐκπροσώπους των, νά ἀκολουθήσουν ὅσα οἱ Πατέρες στίς οἰκουμενικές συνόδους καί στά συγγράμματά τους ὅριζαν.
Ἄν εἶχε τηρηθῇ αὐτό, δέν θά φθάναμε στήν τελική προδοσία και ἀποστασία τῆς πίστεως. Ἐπειδή λοιπόν καί τώρα μέ τόν Οἰκουμενισμό σχεδιάζεται παρόμοια καί χειρότερη ἀποστασία, θεωροῦν ὅτι μέγα ἐμπόδιο στά σχέδιά τους εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί θέλουν νά τούς ὑπερβοῦν. Ἀποτελεῖ πάντως καί αὐτό περιφανῆ νίκη τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι ἀποδεικνύει ὅτι οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι δέν μποροῦν νά διαλεχθοῦν καί νά ἀντιμετωπίσουν τήν διδασκαλία τους καί ἀλλάζουν δρόμο ξεπερνώντας τους.
Ἡ ἀντιπατερική πάντως στάση τοῦ μασωνικῆς ἐμπνεύσεως Οἰκουμενισμοῦ καί Συγκρητισμοῦ, εἶναι σαφής ἀπόδειξη τοῦ ἀντιχρίστου χαρακτῆρος των, ἐφ’ ὅσον κατά το ἱερό κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος θά βλασφημήσει τούς Ἁγίους : «Καί ἤνοιξε το στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν προς τόν Θεόν, βλασφημῆσαι τό ὄνομα αὐτοῦ καί τήν σκηνήν αὐτοῦ, τους ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας» [51].
Οἱ τῆς Ἐκκλησίας θά ἐξακολουθήσουμε νά ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι» , καί νά μή μετακινοῦμε ἤ ὑπερβαίνουμε τά ὅρια τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔθεσαν· «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Πρός ὅλους δέ τούς μεταπατερικούς καί ἀντιπατερικούς τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ και πανθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, πού ἐκτός τῶν ἄλλων διακατέχονται ἀπό ἐγωισμό καί φιλοσοφική ἔπαρση ἐπαναλαμβάνουμε τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν το λογομαχεῖν ἐπί καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων. Πιστεύσωμεν ὡς οἱ Πατέρες ἡμῶν παραδεδώκασιν. Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμέν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»[52].
Ὑποσημειώσεις
[1] Βλ. τά σχετικά εἰς H. BIEDERMANN «Einige Grundlinien Orthodoxen Kirchenvertandnisses», Ostkirchliche Studien 19(1970) 3ἑ. M-J. LE GUILLU, Vom Geist der Orthodoxie, Aschaffenburg 1963, σ. 7 καί Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις πατράσι, Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 179.
[2] Ὑπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων βλ. καί δικές μας μελέτες στό βιβλίο Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.
[3] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.
[4] Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 38, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 111-112: «Τῶν γάρ ἀδυνάτων ἐστί μή ὁμολογεῖν ἀλλήλοις ἅπαντας τούς θεοφόρους και Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων μιᾶς αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἑνός Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐπιπνοίας οὔσης».
[5] Προς Βαρλαάμ 1, 31, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 243.
[6] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1 42, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 504.
[7] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 14, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 377-378.
[8] Πρός Βαρλαάμ 1, 55, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 257: «Συνῆκας ᾗ κακοῦ φέρει... τό ζητεῖν τήν ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβειαν;»
[9] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 3, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 680-681. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἠσαΐαν 1, PG 56, 14.
[10] V. LAURENT, Les «Memoires» de Grand Ecclesiarque de l’Eglise de ConstantinopleSylvestreSyropoulossurleconcile de Florence (1438-1439), Paris 1971, Ἀπομνημονεύματα 3, 5, σελ.166.
[11] Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως PG94, 1128.
[12] Πρός Σεραπίωνα 1, 28.
[13] Ἀπομνημονεύματα 3, 5, V. LAURENT, αὐτόθι.
[14] Αὐτόθι 5, 29, σελ. 282: «Κατά δε την ἀποτεταγμένην ἡμέραν πάλιν συνήλθομεν καί ἀπελογήσατο ὁ Ἐφέσου πρόςτά παρά Ἰωάννου εἰρημένα ἀπολογίαν ἀρίστην, συνιστῶν τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα ἀπό τε τῆς θείας Γραφῆς και ἀπό μαρτυριῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων».
[15] Αὐτόθι 9, 28, V. LAURENT, σελ. 464.
[16] Αὐτόθι 9, 27-28, V. LAURENT.
[17] Γιά τήν μεγάλη αὐτή προφητική μορφή τοῦ Γένους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, πού συκοφαντήθηκε καί κακοποιήθηκε ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς καί γραμματολόγους καί μερικούς ἀνοήτους δικούς μας, βλ. τήν μεγάλη μας μονογραφία: Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη, 1988.
[18] ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα• ἔκδ.L.PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, Paris 1928-1936, τόμ. 2, 15, καί 2, 44.
[19] Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία και Οἰκουμενισμός, σελ.176 και 219.
[20] Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά και Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 1968, τόμ. 2, σελ. 819 (899).
[21] Αὐτόθι, σελ.862-863 (942-943).
[22] Αὐτόθι, σελ. 489 (569).
[23] Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα; Νεοβαρλααμισμός ἡ «ΛειτουργικήἈναγέννηση», Θεσσαλονίκη 2003.
[24] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 305, ὑποσημ.
[25] Περί ὅλων αὐτῶν βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Διαθρησκειακές Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003.
[26] Ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779). Συναξάριον – Διδαχαί - Προφητεῖαι - Ἀκολουθία, Ἀθῆναι2005, σελ. 286.
[27] Αὐτόθι, σελ. 348.
[28] Αὐτόθι, σελ. 131-132.
[29] ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, Ἀπομνημονεύματα. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια και οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁπού ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στούς δρόμους, ὁπού αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες μας καί ὅλα τ’ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου• ὅτι ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσιάσαν οἱ καημένοι οἱ καλογέροι• και σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τον ἀγῶνα. Και οἱ Μπαυαρέζοι,παντύ χαιναν ὅτ’εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δεν ἤξεραν ὅτ’εἶναι σεμνοί κι’ἀγαθοί ἄνθρωποι καί μέ τά ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καί ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι’ ἔτρωγαν ψωμί. Καί οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καί οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι’ ὁ τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινᾶς συνφώνησαν μέ τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν ὅλους τούς ναούς τῶν μοναστηριῶν».
[30] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις. Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1973, σελ. 14.
[31] Βλ. «Καθολική» 38 (1996) σ. 4, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Ἀθῆναι 1988, σελ. 409.
[32] ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΠΑΝΩΤΗ, Παῦλος ΣΤ΄ Ἀθηναγόρας Α΄. Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, Ἀθῆναι1972, τόμ. Α΄ σελ. 476.
[33] Βλ. ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 94 - Δεκ. 1968.
[34] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, ἔνθ’ἀνωτ., σελ. 29 καί τοῦ αὐτοῦ, Οἱ Ἱεροί Κανόνες στόχος καί ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπάντησις, εἰς τόν σεβασμιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων καί Μ.Βρεττανίας κ. Ἀθηναγόραν, Ἀθῆναι 1972, σελ. 21-22.
[35] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 45.
[36] Ἀρχιμ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΩΝΗ, Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 27, 31, 70.
[37] Βλ. «Καθολική», 22-7-2003, σελ. 4 καί 5 καί ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀντιοικουμενιστικά, Ἀθῆναι 2004, σελ. 24-26.
[38] Βλ. Μητρ. ᾽Ωρωποῦ καί Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Ἡ πατερική στάσις ἔναντι τοῦ Διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, Σειρά Β΄, 9 , Ἀθήνα 2004, σελ.140.
[39] Βλ. «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια» 16.12.1998 καί Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, Ἀθῆναι 2001, σελ. 285.
[40] Βλ. εἰς Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 195.
[41] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 33.
[42] Αὐτόθι, σελ. 34-35.
[43] Βλ. Μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Περί θείου καί ἀνθρωπίνου ἔρωτος. Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθῆναι 2003, σελ.27.
[44] Αὐτόθι, σελ. 28-29.
[45] Αὐτόθι, σελ. 77.
[46] Πρεσβυτέρου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, ᾽Ορθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. «Ὑπακοή», σελ. 37. 53-54.
[47] Αὐτόθι, σελ. 268.
[48] Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση (στό Freising καί στό Balamand), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 156 ἑ.
[49] Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, Ἔκδοση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σελ. 72ἑ. καί Θεοδρομία 13 (2011) 629.
[50] Βλ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗ, Τά αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1994, σελ. 109. Τήν καλύτερη κριτική παρουσίαση τῶν γενομένων καί συμφωνηθέντων στόν διάλογο μέ τούς Μονοφυσίτες ὀφειλουμε στόν θεολόγο δρ. Θεολογίας καί τ. Ἐπιθεωρητή Μέσης Ἐκπαιδεύσεως στήν Κύπρο ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ὁ ὁποῖος μετεῖχε τοῦ διαλόγου ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί μᾶς ἐχάρισε ἀντικειμενική ἱστορικοδογματική εἰκόνα στήν μονογραφία του: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Εἶναι ἡ συμφωνία ἐπί τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος θεολογικῶς ἀδιάβλητη καί πατερικῶς ἔγκυρη;, Λευκωσία 2000.
[51] Ἀποκ. 13, 6.
[52] Εἰς τό Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ο ἀγαπητός, PG 46, 1112A.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/05/2012.
Η φοβερή σύγχυση τῶν ἀγεύστων τῆς Θείας Χάριτος θεολόγων[1] τῆς Δύσεως, μέσῳ κάποιων ἡμετέρων καθηγητῶν δυστυχῶς, μεταφέρθηκε καὶ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο. Βιβλία ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας, κύκλοι θεολογούντων, περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καὶ ἐπιτροπὲς δηλητηριάζουν τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση· ἐνσπείρουν δισταγμὸ ὡς πρὸς τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τῶν ῞Ορων καὶ τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων.
Αὐτοὺς τοὺς σκοποὺς φαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸ βιβλίο τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ[2]: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», τῶν ἐκδόσεων «᾿Ακρίτας» (᾿Αθήνα 2005, σελίδες 390). ᾿Απ᾿ αὐτὸ τὸ «ἐπιστημονικὸ» βιβλίο ὁ ἀναγνώστης «μαθαίνει» νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν ἔργων του καὶ... γιὰ ὅλα. ῎Ετσι, ὁδηγεῖται σὲ σύγχυση, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «ἔθος ἔχει... ἀφαιρεῖν τὴν γεῦσιν τῆς συνέσεως καὶ τῆς κατανοήσεως καὶ σκυλεῦσαι τὰ νοήματα τὰ ἐν αὐτοῖς, καθάπερ βδέλλα ἡ συμπίνουσα τὴν ζωὴν τῶν σωμάτων...».
Αʹ. Ποιός εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ καὶ γιατί εἶναι ῞Αγιος
Ο ΑΒΒΑΣ ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος γεννήθηκε στὴν Νινευῒ ἢ κατ᾿ ἄλλους κοντὰ στὴν ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. ῎Εζησε τὸν Ϛʹ αἰῶνα· ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπευθύνει στὸν τότε νέο στὴν ἡλικία ῞Αγιο Συμεὼν τὸν Θαυμαστορείτη (521-596 μ.Χ.), συμπεραίνεται ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ «ἤκμαζε» γύρω στὰ 530 μ.Χ. καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στὸ τέλος τοῦ Ϛʹ αἰῶνος.
Νέος ἔγινε Μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου καὶ ἀργότερα τὸν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καὶ ἀνεχώρησε στὴν ἔρημο· ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ῾Ηγούμενος στὸ Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου, τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει πίσω, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔχοντας τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία ἀρνεῖται.
᾿Αργότερα ὅμως ὑπακούει σὲ θεία ἀποκάλυψη καὶ δέχεται νὰ γίνει ᾿Επίσκοπος Νινευΐ, ἀλλὰ γιὰ πολὺ λίγο. Τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, ἦλθαν στὸ ἐπισκοπεῖο δύο ἄνθρωποι, γιὰ νὰ λύσουν μία διαφορὰ μεταξύ τους. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος ἔθεσε σὰν βάση γιὰ τὴν λύση τῶν προβλημάτων τους τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ ῞Αγιος: «῍Αν αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ὑπακούουν στὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα ἐγὼ νὰ κάμω ἐδῶ;». Κι ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο καὶ γύρισε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ θάνατό του ἀσκητικῶς ἀγωνιζόμενος.
῞Ομως, ἂν ὁ λεπτομερὴς Βίος του δὲν εἶναι γνωστός, ὁ ῞Αγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπὸ τοὺς ᾿Ασκητικοὺς Λόγους του. Τὸν Ηʹ ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ Θʹ αἰῶνος, δύο Μοναχοὶ τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ὁ ᾿Αβράμιος καὶ ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τὸν οὐράνιο αὐτὸ θησαυρὸ τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου, τοὺς ὁποίους μετέφρασαν ἀπὸ τὰ συριακὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνική.
῾Ο θησαυρὸς αὐτὸς διαδόθηκε παντοῦ διὰ μεταφράσεων στὴν ἀραβική, τὴν αἰθιοπικὴ καὶ ἄλλες γλῶσσες. ᾿Αργότερα μεταφράστηκαν στὰ σλαβωνικὰ καὶ τὰ λατινικά. Στὰ 1770 ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν του δύο παλαιότατα χειρόγραφα, ἐξέδωσε στὴν Λειψία τοὺς ὀγδόντα ἕξι (ΠϚʹ) Λόγους καὶ τὶς τέσσερις ᾿Επιστολὲς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ. ῎Ετσι, τὰ ἔργα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφὴ πνευματικὴ καὶ παρηγορία στοὺς ἡσυχαστές, τοὺς κοινοβιάτες καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. ᾿Ανεδείχθη Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. ᾿Ακόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὶς μεταφράσεις στὴ γλῶσσα τους, ἐθέλχθησαν ἀπὸ τὴν διδασκαλία του καὶ τὸν μελετοῦν μὲ δίψα.
Παρά αῦτα, μόνο τὰ τελευταῖα σχετικῶς χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του στὸν ἑλληνορθόδοξο χῶρο. Παλαιότερα, στὸ ῞Αγιο ῎Ορος τὸν τιμοῦσαν στὶς 28 ᾿Ιανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Εφραίμ, ἐνῷ τώρα τελευταῖα στὶς 28 Σεπτεμβρίου. ᾿Αλλὰ μήπως αὐτὴ ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του λυμαίνεται καθόλου τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν δόξα του; Μήπως ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ δὲν εἶναι ῞Αγιος;
Κατ᾿ ἀρχάς, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς ῞Αγιοι σὲ βιβλία Πατερικὰ δὲν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τὰ τελευταῖα χρόνια. ῎Ετσι, ματαίως θὰ ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης π.χ. τοῦ ῾Οσίου Θεογνώστου τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τῶν ῾Αγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ῾Ησυχίου Πρεσβυτέρου, τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια· παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Εκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικὸ ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ ὡς ἁγιοπνευματικὸ τὸν Βίο τους, τὶς δὲ Διδαχές τους, ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ.
῞Ολα αὐτὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἰσχύουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. ῞Ολοι οἱ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ᾿Ασκητικοὶ Πατέρες παραπέμπουν σ᾿ αὐτόν, ὡς ῞Αγιον ᾿Ισαάκ, ὡς ἔμπειρο Διδάσκαλο καὶ ἀγωνιστὴ στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν, ὡς πνευματικὴ λυδία λίθο, μὲ τὴν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκ τοῦ διαβόλου. ῾Ο Εὐεργετινὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀποσπάσματα τῶν Λόγων του. Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει 29 (!) φορὲς ὁ ῞Οσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς (Θʹ αἰ.) στὰ ἔργα του, ποὺ δημοσιεύονται στὴν Φιλοκαλία, ὁ ῞Οσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, διδάσκαλος τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στοὺς ῾Ησυχαστὲς τὴν μελέτη τῶν Λόγων του, τοποθετώντας αὐτὸν ἀνάμεσα στὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος καὶ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, οἱ ῞Αγιοι Κάλλιστος καὶ ᾿Ιγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). ᾿Απὸ τὸν ῞Αγιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «...καρπὸν τῆς προσευχῆς ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ προσηγόρευσε τὸν φωτισμόν· φησὶ γὰρ [ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ], ῾῾καθαρότης ἐστὶ νοός, ἐφ᾿ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τὸ φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος· καὶ τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καὶ οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλὰ τοκετὸν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διὰ τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης᾿᾿ καὶ πάλιν ῾῾προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἢτις μόνη ἐκ τοῦ φωτὸς τῆς ῾Αγίας Τριάδος μετ᾿ ἐκπλήξεως τέμνεται᾿᾿...», καὶ ὀνομάζει τὸν ῞Αγιο «ἐπόπτη καὶ συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας».
Στὸν Βίο τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ ῞Οσιος ᾿Ισαὰκ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του ῾Αγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθὼν ταῦτα καὶ μαθὼν [τὰ θεῖα] τὴν ἡσυχίαν τε καὶ θεωρίαν περιβόητος». Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ησυχαστὴς Νεῖλος Σόρσκυ, ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ «θεοφόρο φιλόσοφο», ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς[3], ποὺ τὸν ὀνομάζει «ἅγιο φιλόσοφο» καὶ «μεγάλο ἀσκητὴ» καὶ ὁ Γέροντας ῾Ιερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ποὺ προτρέπει νὰ βγεῖ κανεὶς στὴ ζητιανιά, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὸ βιβλίο του.
῾Ο Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «῍Αν πήγαινε κανεὶς στὸ Ψυχιατρεῖο καὶ διάβαζε στοὺς ἀσθενεῖς τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Στὶς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολὺ βοηθᾶ ἡ μελέτη στὰ ᾿Ασκητικὰ τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, διότι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νὰ καταλάβει κανεὶς καὶ κάθε εἴδους μικρὸ ἢ μεγάλο κόμπλεξ καὶ ἐὰν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, τὸν βοηθάει γιὰ νὰ τὸ διώξη».
Στὸ Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Στὸ βιβλίο [τῶν ᾿Ασκητικῶν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ], ποὺ διάβαζε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου, ποὺ κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα φτερὸ καὶ γράφει, σημείωσε: ῾῾᾿Αββᾶ μου, δός μου τὴν πέννα σου νὰ ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τὸ βιβλίο σου᾿᾿...».
῾Ο Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Στενοχωριέται ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, ποὺ ἀναγκάζεται νὰ πεῖ τὰ μυστήρια καὶ τὰ βαθιὰ βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο. Νὰ πῶς τὸ λέει: ῾῾῎Εγινα μωρός· δὲν ὑποφέρω νὰ φυλάξω τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἀνόητος διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...᾿᾿. Κι ἐγὼ ὁ καημένος ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη μου σᾶς λέω μερικὰ ἀπ᾿ ὅσα μοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός».
᾿Απὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μαρτυρίες τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανὴς ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ καὶ τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.
Βʹ. ᾿Ασεβεῖς φλυαρίες περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ.῾Ο συγγραφέας, ἀλλὰ καὶ ὁ προλογίζων ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἀποδέχονται ὅλες τὶς δυτικὲς «ἐπιστημονικὲς» προκαταλήψεις α) περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ β) περὶ τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.
῎Ετσι, δρώντας εἰκονοκλαστικά, καταστρέφουν τὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ισαὰκ καὶ στὴν θέση της βάζουν ἕνα αἱρετικὸ πρόσωπο, τὸν ὁποῖο ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὀνομάζουμε ψευδο-Ισαάκ. «᾿Απὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Wensinck», γράφει στὸν πρόλογο ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ ᾿Ισαάκ... ᾿Ανακάλυψα πὼς ἀνῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἀποκαλεῖται συνήθως ῾῾Νεστοριανή᾿᾿. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγὰ σιγὰ στὸ σημεῖο νὰ συνειδητοποιήσω, πὼς τοῦτο δὲν σήμαινε πὼς ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ισαὰκ ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα στὴν ὁποία ἀνῆκε, θὰ μποροῦσαν ἄκριτα νὰ καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί».
᾿Απὸ τὰ γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος, γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπὸ τὴν συνείδησή τους ἡ ᾿Εκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ Βίου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ, ἐφόσον «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν Wensinck καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός!
Οἱ δυτικοὶ ἐρευνητὲς μελέτησαν τὸ νεστοριανὸ «Βιβλίο τῆς ἁγνότητος», ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ᾿Ισαάκ, ποὺ γεννήθηκε στὸ Beit Qatraye, στὸ Κατὰρ τῆς ᾿Αραβίας στὴν δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν νεστοριανὸ Givargis, περίπου τὸ 660, ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετὰ πέντε μῆνες παραιτήθηκε γιὰ ἄγνωστο λόγο καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Matout. Μετὰ πῆγε στὴν Μονὴ Shabur, ὅπου πέθανε τυφλὸς ἀπὸ τὸ πολὺ διάβασμα. ῎Εγραψε καὶ κάποια βιβλία γιὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν... φοβερὴ «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητὲς κατέληξαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ποὺ γνωρίζουμε! Μὲ πολὺ μεγάλη εὐκολία ὁ ᾿Αλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τὸν τόπο καταγωγῆς, ποὺ εἶναι ἡ Νινευῒ ἢ ἡ ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ ὄχι τὸ Κατάρ, β) τὸν χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται νὰ εἶναι 100 χρόνια ἐνωρίτερα, γ) τὴν διήγηση γιὰ τὴν αἰτία παραιτήσεώς του, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καὶ τὴν ἄμεση ἀναχώρησή του καὶ ὄχι μετὰ πέντε μῆνες, δ) τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του σὲ σκήτη καὶ ὄχι στὸ Μοναστήρι Σαμπούρ· πλάθει μύθους γιὰ τοὺς λόγους χειροτονίας καὶ παραιτήσεως ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.
῾Ο νεστοριανὸς ἱστορικὸς (;) εἶναι, γιὰ τὸν ᾿Αλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ᾿Ορθοδόξων παραθεωροῦνται τελείως. Πάντως, ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν δύο Βίων, γίνεται φανερὸ ὅτι συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ ὁ ὑπὸ τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος ᾿Ισαὰκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο, διάφορο τοῦ ῾Οσίου, ἢ οἱ πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ (;), ποὺ γράφει δύο αἰῶνες μετὰ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου, εἶναι συγκεχυμένες ἢ παραποιημένες.
Τὸ γεγονός, ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Συρίας - Μεσοποταμίας - Περσίας ἦταν διαδεδομένος ὁ Νεστοριανισμός, δὲν σημαίνει πὼς ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν ᾿Ορθόδοξοι καὶ πὼς ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ᾿Επίσκοπος Νινευῒ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τοὺς Νεστοριανοὺς ᾿Ισαὰκ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ᾿Ορθόδοξος. Βέβαια, ἀπὸ παλαιὰ δημιουργοῦνταν προβλήματα ταυτίσεως ᾿Ορθοδόξων Πατέρων μὲ αἱρετικούς.
῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης γράφει γιὰ τὸν ῞Αγιο Βαρσανούφιο κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους ῾Αγίους, ποὺ κάποιοι τοὺς ταύτιζαν μὲ ὁμωνύμους τους αἱρετικούς: «...δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρὼν ῞Αγιος καὶ ὀρθοδοξότατος πατήρ, καὶ ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν. ῞Οτι δὲ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἦτον ὀρθοδοξότατος καὶ ἐδέχετο αὐτὸν ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία ὡς ῞Αγιον, ἐβεβαίωσε καὶ ὁ ῞Αγιος Πατριάρχης Ταράσιος... Βεβαιοῖ δὲ καὶ ὁ... Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκη [γράφων]· Προσέτι... ἀποδέχομαι... καὶ πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καὶ ᾿Ασκητῶν τοὺς βίους τε καὶ τὰ συγγράμματα. Τοῦτο δὲ λέγω διὰ τὸν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τὸν ἀπὸ ᾿Ανατολῆς φοιτήσαντα καὶ τούς δε τοὺς ῾Οσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, ῾Ησαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καὶ ῾Ησύχιον». ῎Ετσι, τὸ κριτήριο ᾿Ορθοδοξίας τῶν ῾Αγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ᾿ αὐτοὺς ῾Αγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανὸν πολλοὶ ἐρευνητὲς θὰ ταύτιζαν τοὺς δύο Βαρσανουφίους, ἀκολουθώντας τὸν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
῎Εχουμε καὶ ἕνα ἀρκετὰ πρόσφατο παράδειγμα. ῾Ο γνωστὸς ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νὰ χαρακτηρίζει τὸν ῞Αγιο Σάββα τὸν Βατοπεδινὸ ἀντι-Ησυχαστὴ καὶ ἀντι-Παλαμίτη, ταυτίζοντας αὐτὸν ἐσφαλμένα μὲ κάποιον ἀντι-Ησυχαστὴ ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ, μέχρις ὅτου σὲ χειρόγραφο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Δ. Τσάμη ὅτι τὸ ἐπώνυμο τοῦ ῾Αγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ᾿ ἀλήθεια, χρειαζόταν ἄραγε αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικὴ μαρτυρία, γιὰ νὰ πεισθοῦμε περὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τὴν κατὰ Χριστὸν ἐπιστήμη, δηλαδὴ τὸ θαυμαστὸ Βίο του καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Φιλοθέου;
Γʹ. Τὰ κακόδοξα κείμενα τοῦ ψεύτικου Ἰσαάκ (ψευδο-᾿Ισαὰκ)
Μετά τήν ψευδο-ανακάλυψη, ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ἦταν Νεστοριανός, ἀκολούθησε καὶ ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος Dr. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τὸ 1983 σὲ βιβλιοθήκη τῆς ᾿Οξφόρδης ἕνα χειρόγραφο τοῦ Ιʹ ἢ ΙΑʹ αἰ., ποὺ περιεῖχε στὴν Συριακὴ γλῶσσα μιὰ συλλογὴ ᾿Ασκητικῶν Λόγων (ΜΑʹ Κεφάλαια) στὸ ὄνομα ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ. Τοὺς περισσότερους Λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση τὸ 1995. ῾Υποτίθεται ὅτι αὐτὰ εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ. ῞Ομως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ᾿Αλφέγιεφ, αὐτὴ ἡ συλλογὴ «δὲν μεταφράσθηκε στὴν ῾Ελληνικὴ καὶ δὲν γνώρισε τὴ διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; ῾Υπῆρχε λόγος;
Μάλιστα, ὑπάρχουν δύο λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι, κατὰ τὴν ᾿Ορθόδοξη Παράδοση, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸν ῞Οσιο ᾿Ισαάκ. Πουθενὰ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς δὲν γίνεται μνεία γιὰ τὰ κείμενα αὐτά. ῍Αν κάποιος περιφρονήσει τὴν ἀξία, ποὺ ἔχει ἡ σιωπὴ τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, πέφτει ἀμέσως στὴν δίνη τῆς δυτικῆς «ἐπιστημονικῆς» συγχύσεως. Νὰ μία μικρὴ γεύση της: Πολλοὶ δυτικοὶ μελετητὲς παρατηροῦν ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν περιοχὴ Συρίας - Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοὶ συγγραφεῖς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ισαάκ, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Ισαὰκ ᾿Αντιοχείας, οἱ μονοφυσίτες ᾿Ισαὰκ τῆς ᾿Αμίδας καὶ ᾿Ισαὰκ ᾿Εδέσσης καὶ κάποιος ᾿Ορθόδοξος ᾿Ισαὰκ ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα, ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἄλλους εἶναι Νεστοριανός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δημιουργεῖ στοὺς ἐρευνητὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πατρότητα τῶν κειμένων, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ.
᾿Αλλὰ καὶ ὁ ᾿Αλφέγιεφ διατελεῖ ἐν συγχύσει, προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσει τὰ κείμενα. ᾿Ιδοὺ τὶ γράφει: «῾Ο Bedjan δίνει μερικὰ ἀποσπάσματα..., ἀλλὰ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀνήκουν στὴν πραγματικότητα στὸν Dadisho ἀπὸ τὸ Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τὴν Βίβλο τῆς Χάριτος, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ᾿Ισαάκ. ῾Ο D. Miller ὑποστηρίζει πὼς... ἀνήκει στὴν πέννα τοῦ Συμεὼν dTaibutheh». ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ τὰ γνήσια κείμενα τοῦ ῾Αγίου ὁρισμένα τὰ ἀποδίδει ὁ ᾿Αλφέγιεφ σὲ αἱρετικούς. Πλήρης καὶ καθολικὴ σύγχυση!
Γιὰ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τὴν Παράδοση, τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ: δὲν δεχόμεθα, δὲν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδὴ ὑπὸ τῶν κλεπτῶν καὶ ληστῶν τῆς σωτηρίας μας αἱρετικῶν ὅ,τι δὲν μᾶς παραδίδει ἡ ῾Αγία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων.
Παρὰ ταῦτα, ἄς δοῦμε καὶ τὸν δεύτερο, οὐσιαστικὸ λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σὲ πολλὰ σημεῖα τὰ κείμενα αὐτὰ γέμουν κακοδοξιῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αἱρετικούς:
(1) ᾿Απὸ τὰ κείμενα, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ ᾿Αλφέγιεφ, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ συγγραφεὺς ψευδο-᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός. ᾿Ιδοὺ ἀποσπάσματα:
Ι) «Δοξάζω τὴ θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδὴ ἔκανες τὴφύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νὰ κατοικήσεις καὶ ναὸ ἅγιο γιὰ τὴ Θεότητά Σου, δηλαδὴ γιὰ ᾿Εκεῖνον, ποὺ κρατᾶ τὰ σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τὸ ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας ῞Υπαρξής Σου... τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό...» ᾿Εδῶ βλέπουμε νὰ διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη· ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἁπλῶς «ναὸς» καὶ «ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιὰ τὴν νεστοριανὴ πλάνη.
ΙΙ) «Δὲν διστάζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καὶ εἶναι ὄντως ἀληθινὸς ἄνθρωπος- «Θεὸ» καὶ «Δημιουργὸ» καὶ «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καὶ στοὺς ᾿Αγγέλους νὰ τὸν λατρεύουν... Παραχώρησε σ᾿ Αὐτὸν νὰ λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζὶ μὲ ᾿Εκεῖνον, μὲ μιὰ ἑνιαία πράξη λατρείας γιὰ τὸν ῎Ανθρωπο, ποὺ ἔγινε Κύριος καὶ γιὰ τὴ Θεότητα ἐξίσου.» Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστὰ πρόσωπα: «᾿Εκεῖνον» καὶ «Αὐτὸν» [ἄλλον καὶ ἄλλον], τὸν «῎Ανθρωπο» μὲ κεφαλαῖο Α καὶ τὴν «Θεότητα», στοὺς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή! Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλοῦσε τὸν Νεστόριο «ὀλεθριώτατον ἀνθρωπολάτρην», ἀφοῦ θεωρώντας τὸν Χριστὸ ἄνθρωπο, ἔστω καὶ μὲ κεφαλαῖο Α, τὸν λατρεύει ὡς Θεό.
(2) Τὰ κείμενα παραπέμπουν σὲ αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς ἐπαινοῦν. Γιὰ νὰ γίνουμε ἀντιληπτοί, κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ποῦμε περισσότερα γιὰ τὸν Νεστόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του. ῾Ο Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (†450/1), πίστευε ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν ὄχι μόνον δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ δύο πρόσωπα. Δὲν μποροῦσε μὲ τὴν ἐπηρμένη λογική του νὰ δεχθεῖ τὴν ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στὸ [ἕνα] Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὴν ῾Υπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὴ κυρίως τὴν πλάνη καὶ ἀναθεματίσθηκε ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Γʹ ἐν ᾿Εφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431).
᾿Αλλὰ ἡ πλάνη αὐτὴ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, τὸν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καὶ ἀπὸ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ (†392), διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. ῾Ο Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιὰ «συνάφειαν», δηλαδὴ ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων «κατὰ ἐπαφήν»· πίστευε ἐπίσης, ὅτι «πρὸ τῆς ᾿Αναστάσεως ὁ Χριστὸς ἠδύνατο νὰ ἁμαρτήση καὶ νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς». Γιὰ τὶς πλάνες του, μετὰ θάνατον, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Εʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (553 μ.Χ.). Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά: «῞Οταν, λοιπόν, ἐφέραμεν εἰς τὸ μέσον τὰς κατεσπαρμένας εἰς τὰ βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτὰς τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δὲν ἐκάη αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ θεῖον πῦρ ἡ γλῶσσα του καὶ ὁ νοῦς του, ποὺ ἐξήμεσαν τοιαῦτα πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δὲν ἐτόλμησαν νὰ εἴπουν ποτὲ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου! » (᾿Απὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σεβ. μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου: «῾Η Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»).
῾Ο ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας γράφει γιὰ τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιο: «῾Υπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ᾿ ὅσον εἰς τὰ βιβλία ποὺ συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατὰ τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ». Καὶ ὅμως, αὐτοὶ οἱ αἱρεσιάρχες στὰ κείμενα τοῦ ψευδο-᾿Ισαὰκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι: «῞Οποιος θέλει μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὰ γραπτὰ τοῦ Εὐλογημένου ῾Ερμηνευτή», γράφει περὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο᾿Ισαάκ, «σὲ ἕναν ἄνθρωπο...», ποὺ «τοῦ παραδόθηκαν μὲ ἐμπιστοσύνη τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς... Τὸν δεχόμαστε, μᾶλλον, σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὅποιος ἀντιτάσσεται στοὺς λόγους του... τὸν θεωροῦμε ξένο πρὸς τὴν κοινότητα τῆς ᾿Εκκλησίας». Τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ «ἱερὸ Διόδωρο», ἐνῶ καὶ οἱ δύο, Θεόδωρος καὶ Διόδωρος, ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς ᾿Εκκλησίας!
(3) Τὰ κείμενα ἐνστερνίζονται τὴν ὠριγενιστικὴ πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. ῾Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Διόδωρος, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, δέχονταν τὶς ἰδέες τοῦ ᾿Ωριγένους (185253/4) περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, δηλαδὴ τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς κολάσεως καὶ τῆς εἰσόδου ὅλων στὸν Παράδεισο. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαὰκ σ᾿ αὐτοὺς παραπέμπει, γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στὸν Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος γράφει: «...Ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε ὁ Χριστός... ῾῾δαρήσεται πολλὰς᾿᾿ καὶ ῾῾δαρήσεται ὀλίγας᾿᾿, ἂν οἱ ποινές, ποὺ ἀναλογοῦν στὶς ἁμαρτίες μας δὲν ἦταν νὰ λάβουν κάποτε τέλος». Παραπέμπει καὶ στὸν Διόδωρο, ὁ ὁποῖος λέει: «οἱ ραβδισμοί, ποὺ περιμένουν τοὺς κακοὺς δὲν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νὰ βασανίζονται ὅπως τοὺς ἀξίζει, γιὰ ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως, κατόπιν τοὺς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας, ποὺ εἶναι παντοτινή».
Μὲ βάση αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὁ ψευδο-᾿Ισαὰκ κάνει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στὴν πλάνη: «Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πεπτωκότες, καὶ πὼς δὲν θὰ ἀφήσει τοὺς δαίμονες νὰ αραμείνουν στὴν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὶς ἁμαρτίες τους. ᾿Αντιθέτως θὰ τοὺς ὁδηγήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τὴν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... ῎Ισως νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»! (᾿Ισαὰκ Σύρου, ᾿Ασκητικά, μετάφραση ἀπὸ τὰ Συριακά, ἐκδ. «Θεσβίτης», τ. Β3, σελ. 159-160). Οἱ δαίμονες νὰ γίνουν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ᾿Αγγέλους! ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, φαίνεται, βάλθηκε νὰ πραγματοποιήσει τὰ ἀρχέγονα ἀνόητα σχέδια τοῦ ᾿Εωσφόρου, θέτοντας αὐτὸν πάνω ἀπὸ ὅλους.
Δʹ. Ο ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ γιὰ τὴν ἀγάπη, τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση
Μέ ὂλα τοῦτα ἔγινε σαφές, ὅτι ὁ συγγραφέας αὐτῶν τῶν πλανῶν δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, τὸν Διδάσκαλο τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Εἰδικὰ ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, στὰ θεόπνευστα κείμενά του σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀγάπης, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ῾Αγίων πρὸς κάθε πλάσμα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ αἰωνίου κολάσεως: «᾿Ηρωτήθη πάλιν... τί δὲ εἶναι καρδία ἐλεήμων; καὶ εἶπε. Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος, ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως καὶ τῆς θεωρίας τῶν ὁποίων ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δάκρυα, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς συμπαθείας καὶ ἐλεημοσύνης σμικρύνεται ἡ καρδία τοῦ ἐλεήμονος, καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποφέρῃ ἢ νὰ ἴδῃ ἢ ν᾿ ἀκούσῃ βλάβην τινὰ ἢ λυπηρόν τι γινόμενον εἰς τὴν κτίσιν. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων ζώων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, εὔχεται κατὰ πᾶσαν ὥραν μετὰ δακρύων προσφέρει (;), ὅπως φυλάξῃ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐλεήσῃ αὐτούς· ἐπίσης εὔχεται καὶ ὑπὲρ τῶν ἑρπετῶν ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης, ἢτις κινεῖται εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀμέτρως καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». (Μετάφραση Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ)
Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀγάπη δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ κολασμένου, τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, ἀφώτιστος καὶ ἐσκοτισμένος, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν πλάνη περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, γράφει: «Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ ἢ νὰ φανταστεῖ πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δὲν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;».
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ: «῎Ατοπόν ἐστι λογίζεσθαί τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ «εἶναι ἄτοπο νὰ σκεφθεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν γέεννα στεροῦνται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
Δὲν ὑπάρχει «τόπος» ἀπ᾿ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ αἰωνίως ἐνεργοῦσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Η κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης.
῾Η ἀγάπη γιὰ μὲν τοὺς πιστοὺς γίνεται αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ δὲ τοὺς κολασμένους αἰώνια τιμωρία. ᾿Ιδοὺ πῶς τὰ γράφει αὐτὰ ὁ εὐλογημένος ῞Οσιος ᾿Ισαάκ: «᾿Εγὼ δὲ λέγω, ὅτι οἱ κολαζόμενοι εἰς τὴν γέενναν διὰ τῆς μάστιγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται. ῎Ω πόσον πικρὰ ὑπάρχει ἡ τιμωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τουτέστιν ἐκεῖνοι, οἵτινες αἰσθάνονται ὅτι ἔπταισαν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἔχουσι τὴν μεγαλυτέραν κόλασιν, διότι ἡ λύπη, ἢτις πληγώνει τὴν καρδίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τὴν γενομένην εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εἶναι δριμυτέρα πάσης ἄλλης κολάσεως. ῎Ατοπον εἶναι νὰ νομίζῃ τις, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν κόλασιν στεροῦνται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... δίδεται κοινῶς εἰς πάντας, ἐνεργεῖ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτῆς κατὰ δύο τρόπους, τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει...».
᾿Αντιλαμβάνεται κανείς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ σεβόμενος ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσει ποτὲ τὴν προσφορὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του, δὲν παρεμβαίνει γιὰ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Εʹ. Δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς παρεκκλίσεις τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ
Ὁ Επίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», δὲν νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ δικαιολογήσει τὸν ψευδο-άγιο γιὰ τὶς πλάνες του· πιστεύει ὅτι ἡ ἔκδοση τῶν νεστοριανῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ψευδεπιγράφως ἀποδίδονται στὸν ῞Αγιό μας, «εἶναι αὐτή, ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ ᾿Ισαάκ».
῾Ο συγγραφέας δὲν ἔχει ἐπίσης πρόβλημα μὲ τὴν νεστοριανὴ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς», ἡ ὁποία ἂν καὶ «συνέχισε νὰ μνημονεύει τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο»· ἂν καὶ «συμπεριέλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου στὰ δίπτυχα...»· ἂν καὶ «ἀκολουθοῦσε τὴ θεολογικὴ καὶ χριστολογικὴ σκέψη, ποὺ βρισκόταν πιὸ κοντὰ σὲ αὐτὴν τοῦ Νεστορίου» δὲν εἶναι νεστοριανή!!! Μιλᾶμε πλέον γιὰ θεολογικὲς φαιδρότητες, ποὺ δὲν χρήζουν σχολίων!
᾿Αλλὰ οὔτε μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν ᾿Ιακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας, ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης ῾῾μονοφυσιτικὴ᾿᾿ ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ἡ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς» εἶναι «νεστοριανή», «ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!!
῞Ολες αὐτὲς εἶναι ἐκκλησίες. ῾Η διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν μιὰ περίπτωση (᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία) ἔχουμε τὴν «ἑλληνόφωνη βυζαντινὴ παράδοση», στὴν ἄλλη (Νεστοριανοὶ) τὴν «ἀνατολικο-συριακὴ παράδοση» καὶ στὴν τρίτη (Μονοφυσῖτες) «δυτικο-συριακὴ παράδοση». ῎Ετσι ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ:
• Δημιουργεῖ μιὰ σύγχυση καὶ ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περὶ τῆς Μοναδικότητος καὶ τῆς ᾿Αληθείας τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
• ᾿Εμβάλλει ἀμφιβολίες περὶ τῆς ᾿Αληθείας, ποὺ ἐκφράζεται διὰτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
• Βάζει, ὡς μὴ ὤφειλε, στὸ στόμα τοῦ ῾Αγίου βλάσφημες κακοδοξίες καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν Διδασκαλία καὶ τὴν ῾Αγιότητά του.
• Καὶ τέλος, κατατάσσοντας τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ στοὺς Νεστοριανούς, τὸν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τὴν ᾿Ορθοδοξία του καὶ διαστρέφει τὴν βασικὴ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ῞Αγιος εἶναι μόνο ὁ θεωθεὶς καὶ ὅτι ἡ θέωση εἶναι τὸ τελειότερο δῶρο, ποὺ προσφέρεται μόνο μέσα στὴν κοινωνία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
Σκοπός τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ εἶναι νὰ προωθήσει τὴν οἰκουμενιστικὴ προοπτική, ἀφοῦ, ὅπως λέγει: «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Ισαάκ... διέσχισε τοὺς ὁμολογιακοὺς φραγμοὺς» καὶ «τὰ γραπτά του συνεχίζουν νὰ τραβοῦν τὴν προσοχὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες παραδόσεις, ἀλλὰ μοιράζονται τὴν κοινὴ πίστη στὸ Χριστό, ποὺ μετέχουν στὴν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό, βέβαια, εἶναι ἡ μισὴ ἀλήθεια. ῎Οντως ἀναζητοῦν τὴν σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλὰ δὲν μοιράζονται τὴν σωτήρια πίστη τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, στὴν ῾Οποία ἀνήκει. Δὲν θὰ ἔπρεπε ἄραγε ὁ τόσο καὶ πανταχοῦ ἀγαπώμενος ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ νὰ ἀποτελέσει ἕνα δείκτη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξία; μιὰ κλήση στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστη καὶ τὸ Βάπτισμα, καθὼς καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ᾿Ορθόδοξη ῎Ασκηση, ὡς θεμελιώδεις προϋποθέσεις κατανοήσεως τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου καί, ἔστω ἀμυδρᾶς, ἐμπειρίας τῶν βιωμάτων του; Γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «᾿Ιδοὺ γὰρ τὸ βάπτισμα δωρεὰν συγχωρεῖ, καὶ οὐ ζητεῖ ὅλως τι, ἀλλ᾿ ἢ πίστιν. ᾿Εν τῇ μετανοίᾳ δὲ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετὰ τὸ βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλὰ ζητεῖ κόπους καὶ θλίψεις, καὶ λύπας τῆς κατανύξεως, καὶ δάκρυα καὶ κλαυθμὸν καιροῦ πολλοῦ καὶ οὕτω συγχωρεῖ...».
Ϛʹ Περὶ τῆς γενομένης «ἀδικίας» στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο
Ἀφορμή γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ πήραμε ἀπὸ ὅσα γράφονται στὸν Βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου.῾Ο Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτὲς τὶς συκοφαντίες περὶ δῆθεν νεστοριανισμοῦ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. Λυπημένος πολὺ καὶ προσευχόμενος, ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περὶ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τοῦ ῾Αγίου· μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, στὸ Μηναῖο τοῦ ᾿Ιανουαρίου στὶς 28, ποὺ ἑορτάζεται ὁ ῞Αγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σύρος, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «...καὶ ᾿Ισαὰκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καὶ πολὺ ἀδικημένου».
Πάντως, ἡ ἀδικία ποὺ γίνεται στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ μὲ τὸ βιβλίο τοῦ ᾿Αλφέγιεφ καὶ ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καὶ δημοσιεύματα[1], στὴν οὐσία εἶναι ἀδικία ποὺ γίνεται τόσο σὲ κάποιους ᾿Ορθοδόξους, ποὺ βλέπουν τὸν ῞Αγιο μὲ καχυποψία καὶ στεροῦνται ἔτσι τὶς πρεσβεῖες του καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν αὐθεντική του Διδασκαλία, ὅσο καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ τὸν βλέπουν σὰν ἕνα σοφὸ χριστιανὸ διδάσκαλο, μὲ πολὺ καλὲς συμβουλὲς καὶ ὄχι ὡς τὸν θαυμαστὸ ᾿Ορθόδοξο, ᾿Εκκλησιαστικὸ Διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή, ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸν ῞Αγιο..., Αὐτὸς δὲν στερεῖται καθόλου τὴν ἄκτιστη δόξα, μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει ὁ Κύριος στὴν Βασιλεία Του.
Ζʹ. Μιά, ἴσως, χρήσιμη ἐπισήμανση
Εἶναι φρονοῦμε σαφές, ὅτι ἂν δὲν ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἐμπειρία τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ παραλαμβάνει ἐκ τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ παραδίδει τὸν Βίο καὶ τὰ κείμενα τῶν ῾Αγίων, ὅπως ἐν προκειμένῳ τὸν Βίο καὶ τὰ ὑπέροχα κείμενα τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ στὴν ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καὶ παραμυθίας, πάντα θὰ τελοῦμε ἐν συγχύσει καὶ θὰ εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (᾿Εφεσ. δʹ 14) τῶν ἀθέων καὶ ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας Χάριτος, διψοῦν καὶ ἐρευνοῦν χωρὶς ἀποτέλεσμα.
[1] Σημ.ἡμ.: Βλ. Λῆμμα: «᾿Ισαάκ· ᾿Επίσκοπος Νινευῆ», Θρησκευτικὴ καὶ ᾿Ηθικὴ ᾿Εγκυκλοπαιδεία (Θ. Η.Ε. ), τ. 6, στλ. 1005, ᾿Αθῆναι 1965· Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), «᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος», περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 31/Μάϊος-Αὔγουστος 1990, σελ. 79-91· Παναγιώτου Κ. Χρήστου (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίκης), ῾Ελληνικὴ Πατρολογία, τ. Εʹ, σελ. 429-430, Θεσσαλονίκη 1992.
[2] ῾Ο ἐπίσκοπος Βιέννης καὶ Αὐστρίας κ. ῾Ιλαρίων ᾿Αλφέγιεφ, γνωστὸς καὶ δραστήριος Οἰκουμενιστής, ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καὶ ἔχει ὡς ἕδρα του τὴν Βιέννη, εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου τῆς Μονίμου ᾿Αντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας στὴν Εὐρωπαϊκὴ ῞Ενωσι (http://orthodoxeurope.org ).
[3] ᾿Αρχιμανδρίτου ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, «῾Η Γνωσιολογία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ τοῦ Σύρου», περιοδ. «Θεολογία», τ. ΛΗʹ, 1967 καὶ ἀνάτυπον: ᾿Αθῆναι 1967, σελίδες 44 (ἡ ἐργασία εἶχε γραφῆ τὸ 1924 καὶ μέχρι τοῦ 1967 ἦταν ἀνέκδοτος)· βλ. τοῦ Αὐτοῦ, ῾Οδὸς Θεογνωσίας, ἐκδόσεις «Γρηγόρη», ᾿Αθήνα 1985, σελ. 177-244 (ἡ αὐτὴ ἐργασία σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοσι, φέρουσα ὅμως ὡς ἔτος συγγραφῆς τὸ 1927).
(᾿Εφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1659/6.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1660/ 13.10.2006, σελ. 1· ἀριθ. 1661/20.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1662/27.10.2006, σελ. 1 καὶ 2)
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...