Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Είναι ευκαιρία τώρα με την οικονομική, εκπαιδευτική, πνευματική,εκκλησιαστική, θεολογική, οικογενειακή, κοινωνική και παγκόσμια και εθνική κρίση (ή κρίσεις) να να κάνουμε κριτική και αυτογγνωσίαστον τρόπο ζωής, σκέψεως και λόγων, δηλαδή να μετανοήσουμε ειλικρινά και να ξαναρχίσουμε απο την αρχή τη ζωή μας και προσωπικά και σθλλογικά. Ετσι, θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας, την οικογένεια την κοινωνία, το έθνος, Ευρωπαική ήπειρο και την παγκόσμια κοινωνία, να εξέλθουν απο τα διέξοδά τους και ημών.
Ενα βιβλίο, που μπορεί να βοηθήση στην κριτική και αυτογνωσία μας,για να βγούμε απο τα αδιέξοδα, είναι και το βιβλίο του μακαριστού καθηγητού της Δογματικης θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη (1970-1984) Πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη, «Ρωμιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη», έκδοση Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2002. Είναι ιστορικό, θεολογικό,πνευματικό, πολιτικό (όχι κομματικοποιημένο) βιβλίο. Με επιστημονικό τρόπο, πρωτότυπο, λογοτεχνικό, χωρίς προκαταλήψεις και ψυχολογικές πιέσεις η εθνικιστικές η διεθνιστικές κορώνες, λέγει περίπου τα εξής για το θέμα της Ρωμιοσύνης-Ρωμανίας-Ρούμελη:
α. Ρωμιοσύνη είναι ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, της Βορείου Αφρικής, των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και για λίγο χρονικό διάστημα, της Αραβικής Χερσονήσου.
β. Η Ελληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή, Πολιτισμός, Θεολογία και πνευματικότητα, είναι η Ρωμιοσύνη μας.
γ. Η Ρωμιοσύνη είναι το εκχριστιανισμένο Ρωμαικό Δίκαιο και Διοίκηση.
δ. Η Ρωμιοσύνη είναι η Ορθόδοξη πίστη και ορθόδοξη ζωή της μοναδικής και μόνης στον κόσμο εκκλησίας,της ορθοδοξίας.
ε. Η Ρωμιοσύνη είναι η Ελληνική γλώσσα και η Ελληνικη παιδεία.
στ. Η Ελληνική ιστορία ήθη και έθιμα, οικονομία, πολιτική, τέχνες και σωστές επιστήμες, είναι μέρος της Ρωμιοσύνης.
ζ. Στην Ρωμιοσύνη μας ανήκουν επίσης οι Ρωμιοί (βαπτισμένοι,ορθοδόξως και ανατολικώς), όλων των εθνοτήτων και όλων των εποχών, ιδίως οι Ρωμιοί Ελληνορθόδοξοι Κύπριοι.
Ο άγιος Γέροντας Παίσιος Καππαδόκης Αγιορείτης, επροφήτευση για το μέλλον του Αγίου όρους και της Ρωμιοσύνης- Ρωμανίας τα εξής:
«Κάποτε το Βυζάντιο – Ρωμανία - Ρωμιοσύνη, εδημιούργησε το Αγιον όρος. ως μοναστικό κέντρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τώρα, ήλθε η ώρα και η εποχή το Αγιον όρος, να δημιουργήση ξανά την Βυζαντινή Χριστιανική Αυτοκρατορία-Ρωμιοσύνη-Ρωμανία, όχι ως παγκόσμιο κράτος, αλλά ως πολιτιστική παγκόσμια εξουσία. Μετά την μπόρα την δαιμονική, θα έλθει η λιακάδα η θεική.»
Ας εντρηφήσουμε λοιπόν πνευματικά και εθνικά και θεολογικά, στο βιβλίο ‘ Ρωμιοσύνη-Ρωμανία - Ρούμελη», του πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη (+2001), αφού διαβάσουμε πρώτα, αποσπάσματα απο την εισαγωγή του βιβλίου αυτού, που παραθέτουμε πιο κάτω. Καλή ανάγνωση:
Η Ορθοδοξία, όπως την εκφράζουν οι πατέρες της εκκλησίας πρέπει να βιωθή σαν το εκλεκτότερο πολιτιστικό μας στοιχείο, συνδεδεμένο άμμεσα με την πολιτιστική και εθνική μας επιβίωση. Η εγκληματική παραμέληση της αρχαίας γλώσσας, της γλώσσας του Πλάτωνος, της Καινής Διαθήκης, των Πατέρων της εκκλησίας, μόνον από εχθρούς μας θα μπορούσε να είχε προγραμματισθή, για να μας αφαιρέση το μοναδικό σε σχέση με όλους προνόμιο της γλωσσικής οικειότητος και συγγενείας. Είναι νομίζω καιρός να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε σοβαρά για την διάσωση των θησαυρών του παρελθόντος.
Οι Ευρωπαίοι «φίλοι και σύμμαχοί» μας, λοιπόν, χαίρονται σήμερα, διότι όχι μόνον κατόρθωσαν να μας φραγκέψουνε εν πολλοίς, όχι σε όλα, αλλά και διότι μας έπεισαν ότι είναι θεοί, αυτοθεοί, οι σωτήρες οι κοινωνικοί αναμορφωτές, οι τέλειοι και ανώτατοι επιστήμονες, πολιτικοί, καλλιτέχνες κλπ, χωρίς τους οποίους ο πλανήτης Γη και οι άνθρωποι, που κατοικούν σε αυτόν, θα ήταν ένα τίποτα, ένα μηδέν, ένα υποανάπτυκτο σύνολο, βυθισμένο στην βαρβαρότητα, την δεισιδαιμονία, τον επαρχιωτισμό και την απαιδευσία. Οι Ελληνες, που επίστευσαν το παραμύθι των Ευρωπαίων, ονομάστηκαν ευφυώς από τον μακαριστό Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη «Γραικύλοι» (ο τρόπος ζωής και σκέψεώς τους), «Ρωμιοσύνη- Ρωμανία-Ρούμελη», εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 10-13:
«Με τον Γραικισμόν και Νεογραικισμόν εννοούμε όχι τον Νεοελληνισόν, αλλά το μη Ρωμαίϊκον μέρος του Νεοελληνισμού. Ο Νεογραικισμός ως και ο προ της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλως Γραικισμός είναι εκ της φύσεως των δουλεία χειρότερα της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία ήσαν υποδούλωσις του σώματος. Ο Γραικισμός και ο Νεογραικισμός είναι υποδούλωσις του πνεύματος.
Οι Ρωμιοί της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας είναι όσοι δεν ακουλούθησαν το παράδειγμα εκείνων, που εφράγκευσαν και ετούρκευσαν.
Οι σημερινοί εναπομείναντες Ρωμιοί ασφαλώς δεν τουρκεύουν αλλ’ ούτε φραγκεύουν ούτε γραικεύουν. Οπως οι Γραικοί προ της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως είναι εκείνοι, που εφράγκευσαν, ούτω και οι Νεογραικοί εγραίκευσαν, γενόμενοι οι σημερινοί Γραικύλοι των Ευρωπαίων και των Ρωσσων και τώρα των Αμερικανών εξαδέλφων των Ευρωπαίων.
Το γραικεύω είναι σχεδόν ταυτόν με το φραγκεύω. Σημαίνει σήμερον αμερικανεύω, ρωσεύω, φραντσεύω, γερμανεύω, δηλαδή γίνομαι πνευματικός δούλος των έξω της Ρωμιοσύνης.
O Ρωμιός γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας και δουλείας. Γίνεται σύμμαχος με οποιοδήποτε, εφ’ όσον συμφέρει εις το Εθνος, αλλά ποτέ δούλος των συμμάχων.
Ο Γραικύλος, όμως, νομίζει ότι συμμαχία σημαίνει πνευματικήν δουλείαν, δηλαδή συγχώνευσιν πολιτισμού και σύγχυσιν ιδεολογιών. Ο Γραικύλος δεν γίνεται μόνον σύμμαχος, αλλά γίνεται και θέλει να γίνει ένα πράγμα με τον σύμμαχον. Νομίζει ότι συμμαχία είναι το να προσφέρεται δι’ έρωτα ως δούλη προς κύριον, ίνα αποκτήση ισχυρόν προστάτην. Ο οποίος θα σώσει την Ελλαδίτσαν του. Ο Νεογραικύλος είναι συνεχιστής της παράδοσης των Γραικύλων προ της Αλώσεως της Πόλεως, οι οποίοι μας εκύρηττον την ανάγκην της φραγκευσεως τπυ πνεύματος, δια να σωθώμεν απο την δουλείαν του σώματος...
...Ο Ρωμιός έχει ηγετικά αισθήματα από την Ρωμιοσύνην του.
Ο Γραικύλος τον ηγέτη κάμνει μόνον εντός της Ελλαδίτσας του, αφού τα ηγετικά του αισθήματα και τη πολιτικήν του δύναμιν αντλεί από πηγήν έξω της Ρωμιοσύνης και εκτός της Ελλαδίτσας του.
Ο Ρωμιός είναι από την Ρωμιοσύνην του αετός. Οι Ρωμιοί είναι πρός αλλήλους αετοί και προς ξένους αετοί.
Ο Γραικύλος κάμνει το λιοντάρι εις τούς Ρωμιούς, με την βοήθειαν των ξένων΄ξένων, αλλά είναι φρόνιμον ποντικάκι εις τους ξένους.
Δεν ενδιαφέρει τον Ρωμιον τι λέγουν οι ξένοι δι’ αύτόν, διότι τα κριτήρια του είναι ρωμαικά.
Ο Γραικός αγωνίζεται να βρεθή εις θέσιν να διατυμπανίζει τι καλά λέγουν οι ξένοι δι’ αυτόν, διά να αποδείξη την αξίαν του διότι τα κριτήριά του δεν είναι ρωμαίϊκά, αλλά ευρωπαικά, ρωσσικά κα αμερικάνικα.
Ο Ρωμιός είναι σκληρός και ελεύθερος και ουδέποτε αφελής. Και όταν το σώμα του ή τα συμφέροντά του σκλαβωθούν, κάμνει ελιγμούς και υποκρίνεται αναλόγως των περιαστάσεων, διά να παραμείνει με την ευφυΐαν του όσον το δυνστόν πλέον ελεύθερα η Ρωμιοσύνη του. Με υπερηφάνειαν τον καραγκιόζη κάμνει και πάντοτε αδούλωτος αετός της Ρωμιοσύνης παραμένει.
Ο Νεογραικισμός αρκετά εζημίωσε το Ρωμαίϊκον με την λεγομένην ξενομανίαν του, η οποία είναι εις την πραγματικότητα δουλοπρέπεια εις τα αφεντικά του.
Ακριβώς επειδή οι Νεογραικοί είναι διηρημένοι μεταξύ των αφεντικών των, συμπεριφέρονται ο ένας Γραικύλος προς τον άλλον Γραικύλον ωσάν τα αφεντικά των. Οι Γραικύλοι των Ρώσσων φέρονται προς τους Γραικύλους των Αμερικανών ως οι Ρώσσοι προς Αμερικάνους και τανάπαλιν. Το ίδιον κάμνουν οι Γραικύλοι των Φραντσέζων, Αγγλων, Γερμανών κλπ.
Διά τούτο παρατηρείται το περίεργον φαινόμενον να ερωτεύεται ο Γραικύλος τον Ρώσσων φιλον του και να μισεί τον Γραικύλον των Αμερικανών και τανάπαλιν.
Το παράδοξον είναι ότι έκαστος θεωρεί τον άλλον Γραικύλον εχθρών και προδότην του Εθνους.
Εξ’ απόψεως, όμως. Ρωμοσύνης οι Γραικύλοι είναι όλοι προδόται.»
Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Ρωμιός αποφεύγει τας συμμαχίας, Οχι, Ονειροπόλος και αφελής δεν είναι. Αλλά, ουδέποτε γίνεται πνευματικός ή σωματικώς δούλος του συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εις τα συμπεφωνημένα, αλλά ιδεολογικώς αδέσμευτος.
Τούτο. Όμως, δεν σημαίνει ότι ο Ρωμιός πάλιν ότι δέχεται μόνον τα Ρωμαίϊκα και τίποτε το ξένον Δέχεται ο, τιδήποτε το καλόν και το κάμνει ρωμαίίκον, (σ.σ « ό, τιδήποτε είναι αληθινόν, είναι εθνικόν είπε ένας σημαίνων ποιητήςτου 19 αιώνος μ.χ. Το είπε ο Διονύσιος Σωλωμός). Οπως γίνεται σύμμαχος με όποιον συμφέρει εθνικώς, κατά τον ίδιο τρόπον αποκτά όλα όσα χρειάζονται από την σοφίαν των επιστημώνων τπυ κόσμου, αλλά τα προσαρμόζει εις το ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Ουδέποτε συγχέει τας θετικάς επιστήμας με τον πολιτισμόν,αφού γνωρίζει ότι και ο βάρβαρος δύναται να έχει η να αποκτήσει και να προαγάγει τας θετικάς επιστήμας, διά να χρισημοποιήσει αυτάς εις υποδούλωσιν και καταστροφήν των ανθρώπων.
Διά τούτο ο Ρωμιός γνωρίζει ότι είναι πνευματικός ηγέτης και εις αυτούς, που είναι ως τεχνοκράται και ως οικονομική δύναμις ηγέται.
Αλλά οι Νεογραικύλοι έχουν τόσον πολύ συνηθίσει να συγχέουν το τεχνοκρατικόν και οικονομικόν στοιχείον με την ηγεσίαν, ώστε δεν αντιλαμβάνονται πλέον το γεγονός ότι η Ρωμιοσύνη είναι σήμερον π0λιτιστικός ηγέτης εκατομυρίων ανθρώπων εκτός της Ελλαδίτσας των.
Ο Γραικύλος νομίζει ότι τοιαύτην ηγεσίαν είχον μόνον οι αρχαίοι Ελληνες και φανταζεται τον εαυτόν του ως φύλακα των ερειπίων αυτών. Θεωρεί συνεχιστάς και ηγέτας του πολιτιστικού έργου των αρχαίων Ελλήνων τους Ευρωπαίους. Δεν είναι εις θέσιν να καταλάβη ότι μόνον η Ρωμιοσύνη είναι συνεχιστής και ηγέτης του Ελληνικού πολιτισμού. Διά τούτο ο Γραικύλος είναι ο κύριος συντελεστής εις την καλλιέργειαν του δουλουπρεπούς φρονήματος του νεογραικισμού εν Ελλάδι πνεύματος. Ο Γρικύλος έχει εμπιστοσύνην οχι εις τον εαυτόν του, αλλά μόνο εις τα ξένα αφεντικά του.
Ναι μεν ο Ρωμιός έχει απόλυτον πεποίθεσιν ει; Την Ρωμιοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός, ούτε μισαλλόδοξος είναι και ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθέτως αγαπά τούς ξένους, ουχί όμως αφελώς.
Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και ολας τας φυλάς και όλα τα έθνη χωρίς διάκρισιν και χωρίς προτίμησιν. Ο Ρωμιός γνωρίζει ότι η Ρωμιοσύνη του κατέχει την αλήθεια και είναι η υψίστη μορφή των πολιτισμών. Αλλά, κατανοεί άριστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά τον Ρωμιό όχι όμως περισσότερο από τους άλλους. Ο Θεός αγαπά τον κάτοχον της αλήθειας, αλλά εξ’ ίσου αγαπά τον κήρυκα του ψεύδους. Αγαπά τον άγιον αλλά εξ’ ίσου ακόμη και τον διάβολο. Ο Θεός αγαπά όλα τα δημιουργήματα του, μισεί όμως την αμαρτία, τον θάνατο και τον εγωϊσμό. Ελεήμων καρδία είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως και υπέρ των δαιμόνων , λέγει ο αββας άγιος ισαάκ ο Σύρος).
Διά τούτο η Ρωμιοσύνη είναι αυτοπεποίθεσις, ταπεινοφροσύνη και φιλότιμο, και όχι κίβδηλος πεποίθςσις, ιταμότης και εγωϊσμός. Ο ηρωϊσμός της Ρωμιοσύνης είναι αληθής και διαρκής κατάστασις του πνεύματος, καί όχι αγριότης, βαρβαρότης και αρπακτικότης.
Οι μεγαλύτεροι ήρωες της Ρωμιοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων.
Η Ρωμιοσύνη διαφέρει των άλλων πολιτισμών, διότι έχει το ίδιον θεμέλιον διά τον ηρωϊσμόν της, ως και διά την αγιωσύνην της, δηλαδή το ρωμαϊκόν φιλότιμον, το οποίον δεν υπάρχει εις τον Ευρωπαϊκόν πολιτισμόν Πολιτισμόν. Παρά ταύτα οι Γραικύλοι από το 1821 μέχει σήμερα προπαγανδίζουν ότι οφείλομε να εγκαταλείψωμε την Ρωμιοσύνη και να γίνωμε Ευρωπαίοι, διότι δήθεν ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός είναι ανώτερος από τη Ρωμιοσύνη.
Αναγκαζόμαστε εκ των πραγμάτων, των ιστορικών γεγονότων καιτων έξωθεν της Ελλάδος και της Κύπρου ποικιλων΄μων πιέσεων, που ασκούνται κυρίως πρός την κατεύθυνση της πολιτικής, πνευματικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας του Ελληνισμού, να βοηθήσουμε, να συμπαρασταθούμε, να προσευχηθούμε, να ενισχύσουμε- μετά τον Θεόν – με τα πτωχά μας κολλυβογράμματα και τις διαπιστώσεις όλους μας, για να μπορέσουμε χάριτι Χριστού να αντισταθούμε σθεναρώς διακριτικώς, ευθαρσώς, ορθοδόξως, ελληνοπρεπώς και επιστημονικώς και να δώσουμε ε’υλογες, παραδοσιακές και λυτρωτικές λύσεις. Λύσεις οι οποίες δεν θα ωφελήσουν μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο. Αλλά και την παραπαίουσα πνευματικά και θεολογικά αποτυχημένη Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αφορμή για τα πιό πάνω αναφερθέντα μας έδωσαν τα παρακάτω κείμενα, τα οποία και παραθέτουμε:
Εν εφημερίδα «Απογευματινή», Πέμπτη 11 Μαϊου 2000 μ.χ,. σελ. 14, τίτλος του άρθρου: «Γιόρτασαν τα 50 χρόνια της Ευρωπαϊκής Ιδέας»:
«Τα πενήντα χρόνια απότη Γέννηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας εορτάστηκαν με μια λαμπρή εκδήλωση από την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, στην οποία παραβρέθηκαν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, καθώς και των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών φορέων...
... Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι στό μήνυμα, πού απέστειλε, υπογράμμισε ότι η πραγματική πρόκληση σήμερα είναι «να ξανασκεφτούμε τον τρόπο, με τον οποίον χτίζουμε την Ευρώπη να επινοήσουμε μια δημοκρατικότητα διακυβέρνηση με μορφή δικτύου, όπου τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι εθνικές κυβερνήσεις, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, καθώς και η κοινωνία των πολιτών, από κοινού σχεδιάζουν, προτείνουν, εφαρμόζουν και παρακολουθούν πολιτικές».
Επαναλαμβάνουμε και σχολιάζουμε εν συντομία τη εξής ρήση του κ. Πομάνο Πρόντι:
«Να ξανασκεφτούμε τον τρόπο, με τον οποίο χτίζουμε.»
Πηγή: Ακτίνες
Τόν τελευταῖο καιρό, δέν περνάει οὔτε μέρα σχεδόν, πού νά μή δημοσιεύεται τοὐλάχιστον μία συνάντηση Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων μέ ἀντίστοιχους αἱρετικούς ‘’συναδέλφους’’ τους!
Καί δέν φτάνουν οἱ αἴθουσες συνεδριάσεων καί τά χαλαρά τραπεζώματα γιά δαῦτες τίς δημοσιοσχετίστικες συναντήσεις, ἀλλά καταλήγουμε δυστυχῶς καί μέσα στίς ἁγιασμένες μας ἐκκλησιές, νά προσευχόμαστε παρέα μαζί τους! Μέ ποιούς; Μέ τούς αἱρετικούς!
Καί τούς βάζουμε μάλιστα στό κέντρο τῆς ἐκκλησιᾶς μας, δίπλα καί ἀπέναντι ἀπό τό Δεσποτικό, σέ πολυτελεῖς πολυθρόνες καί θρόνους περικαλεῖς καί ὑψηλούς!
Καί, ὧ τῆς ὕβρεως καί τῆς παρανομίας: Γίνεται ἡ Μεγάλη Εἴσοδος, περνᾶνε ἀπό μπροστά τους (μπροστά ἀπό τούς αἱρετικούς)τά Τίμια Δῶρα καί κανένας, μά κανένας ἀπό τούς δικούς μας παρισταμένους ἐκκλησιαστικούς ἀξιωματούχους δέν βγάζει ἄχνα διαμαρτυρίας!
Μήπως δέν ἐκφωνήθηκε τό ‘’τάς θύρας, τάς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν’’; Μήπως ἔπαψε στίς ἡμέρες μας νά ἰσχύει ἡ ἱερά αὐτή προτροπή γιά ἀπομάκρυνση τῶν μή μυημένων ἀπό τόν χῶρο τῆς Θείας Λατρείας; Ἀπό ποῦ λάβαμε τό δικαίωμα νά κουβαλᾶμε μέσα στήν Θεία Λειτουργία γνωστούς ἀμετανόητους αἱρετικούς καί αἱρεσιάρχες;
Εἶναι ἤ δέν εἶναι, οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες -οἱ guest star τῶν ἱερῶν μας πανηγύρεων- σέ Φανάρι, Ἀθῆνα, Κολυμπάρι καί Ὁμογένεια, ἀμετανόητοι αἱρετικοί;
Τί λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τίς περιπτώσεις αὐτές;
Τί προβλέπεται ἀπό τούς Ἱερούς μας Κανόνες; Τί γράφει τό Ἱερό μας Εὐαγγέλιο; Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τί μᾶς ἔχουν διδάξει πάνω στό θέμα αὐτό;
Εἶναι νά ἀναρρωτιέται κανείς: Στίς ἡμέρες μας, πού οἱ περισσότεροι τῶν ἱερωμένων μας εἶναι κάτοχοι τίτλων πανεπιστημιακῶν σχολῶν, πῶς νά ἀποδώσεις αὐτή τήν κατ’ ἐξακολούθηση ἐκκλησιολογική καί δογματική ἐνδοτικότητα, ἁπλά καί μόνον στήν ἄγνοια; Φαίνεται, ὅτι στήν πραγματικότητα συμβαίνει κάτι ἄλλο καί μάλιστα πολύ πιό βαρύ.
Καί ἐπί τοῦ προκειμένου, ὁ παρακάτω σχετικός λόγος τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἔρχεται νά βεβαιώσει γιά πολλοστή φορά, ὅτι ὄντως κάτι ἄλλο συμβαίνει, τό ὁποῖο σχετίζεται ὅχι βεβαίως μέ τήν ἄγνοια, ἀλλά μέ τήν περιφρόνηση τῶν Ἁγίων μας Πατέρων καί τῆς Ἱερᾶς μας Παραδόσεως. Καί τοῦτο, διότι οἱ ἀσφαλεῖς γνώμονες καί κανονάρχες τῆς Πίστεώς μας, δηλαδή οἱ Ἅγιοι, εἶναι πάντοτε διαθέσιμοι, εὐκόλως προσβάσιμοι καί πάντοτε σαφεῖς καί ἐπίκαιροι. Γι’ αὐτό καί ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντι στήν ζωή καί τό δόγμα τῆς πολυτίμητης Ὀρθοδοξίας μας εἶναι μοναδική καί παμμέγιστη.
Γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
‘’Ψευδαποστόλους δέ, καί ψευδοπροφήτας, καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς. Ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν’’.(*)
Δηλαδή: Ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδασκάλους θεωρῶ μόνο τούς αἱρετικούς. Τῶν ὁποίων οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί εἶναι διεστραμμένοι.
‘’Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς ἀποστόλους, καί προφήτας, καί διδασκάλους δεχόμενος, Θεόν δέχεται, οὕτως καί ὁ τούς ψευδαποστόλους, καί ψευδοπροφήτας, καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος, τόν διάβολον δέχεται’’.(*)
Ὅπως, λοιπόν, αὐτός πού δέχεται τούς πραγματικούς Ἀποστόλους καί Προφῆτες καί Διδασκάλους, δέχεται τόν Θεό, ἔτσι καί ὅποιος δέχεται τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τόν διάβολο.
____________________________________________________________________
(*) (Περί τῶν πραχθέντων ἐν Βιζύῃ..., ΕΠΕ 15Γ,25. PG 90, 144-145)
ΜΑΞΙΜΙΑΝΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ, Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, τόμος Α’, σελ. 157.
Περί ζήλου αγαθού
Ζήλος είναι η θέρμη της ψυχής, που εκδηλώνεται σαν ορμή ή σαν πάθος και επιθυμία. Ζήλο λίγο-πολύ διακρίνουμε και στους καλούς και στους κακούς ανθρώπους. Ο ζήλος είναι αγαθός όταν η όρμή του κινείται και εργάζεται προς το καλό. Όταν όμως εκδηλώνεται προς τα χυδαία και τα τιποτένια, είναι πονηρός. Ο αγαθός ζήλος ζητά την επικράτηση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ζητά την τελειότητα της αρετής, μιμείται το καλό και ποθεί η ψυχή του το αγαθό. Ο αγαθός ζήλος γεννιέται μέσα στην αγαθή ψυχή σαν καλή επιθυμία, χωρίς ίχνος ζήλιας· είναι εκδήλωση της αγάπης προς το αγαθό και εκφράζει τη διάθεση για πρόοδο. Ο αγαθός ζήλος επιθυμεί πάντοτε τα ανώτερα.
Περί του κατ’ επίγνωση ζηλωτή
Ο χαρακτήρας του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι αυτός που λατρεύει, γεμάτος ενθουσιασμό για την πίστη του, τον Θεό. Πράγματι είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στον Θεό και φυλάει με αυστηρότητα τον νόμο Του. Ακολουθεί ευλαβικά τις πατρικές παραδόσεις και εργάζεται με πολλή θέρμη για τη δόξα του ονόματός Του. Είναι εραστής των έργων που αξίζουν τον έπαινο και γεμάτος πόθο βιάζεται να μιμηθεί τα καλά. Βαδίζει με πολλή προθυμία τον δρόμο της αρετής και επιδιώκει με ζήλο τις άριστες των ασχολιών. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι φίλος κάθε καλού, αγαπάει και ποθεί όλες τις αρετές. Διακαίεται από τον πόθο να διαδώσει τον θείο λόγο, με σκοπό τη στερέωση της πίστης, την ευόδωση του έργου της Εκκλησίας, τη μεγαλύτερη επίδοση του θείου κηρύγματος, την αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής πάντοτε εργάζεται, πάντοτε κινείται, πάντοτε βρίσκεται σε δράση. Ο ζήλος του τόσο περισσότερο φλέγεται και αναζωπυρώνεται, όσο περισσότερο πασχίζει για το αγαθό, όσο περισσότερο αγαπάει τον Θεό. Ο ζηλωτής αυτός, ενώ κοπιάζει, δεν αποθαρρύνεται· ενώ εργάζεται, δεν αποκάμνει· ενώ πονάει, δεν αισθάνεται την κούραση· ενώ δαπανάται, δεν εξαντλείται και δεν γκρινιάζει, αλλά πάντα ακμαίος και ζωηρός, εύθυμος και θαρραλέος, εξορμά προς νέα εργασία. Φλεγόμενος από τον ένθεο ζήλο του, ζητά να επεκτείνει τις ενέργειές του σε όλη την ανθρωπότητα. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής, ορμώμενος από την αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, ό,τι κάνει, το κάνει με αγάπη και αυταπάρνηση. Δεν κάνει τίποτα που να μπορεί να επιφέρει θλίψη στον πλησίον του. Ο ζήλος του ενέχει φωτισμό και επίγνωση. Τίποτα δεν τον εξωθεί σε παρεκτροπή.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι η θερμή αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, η πραότητα, η ανεξιθρησκία, η ανεξικακία, η διάθεση για ευεργεσία και η ευγένεια των τρόπων. Ο κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι ο τύπος του αληθινού χριστιανού.
Χαρακτήρας του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή
Αυτός που δεν είναι κατ’ επίγνωση ζηλωτής, έχει μεν ζήλο, αλλά δεν έχει επίγνωση. Ξεγελιέται μέσα στις σκέψεις και τις ενέργειές του, δήθεν εργαζόμενος για τη δόξα του Θεού, ενώ παραβαίνει τον νόμο που θέλει να αγαπάει τον συνάνθρωπο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής, πάνω στη θέρμη του ζήλου του πράττει τα αντίθετα απ’ αυτά που λέει ο θείος νόμος και το θείο θέλημα. Διαπράττει ακόμη και το κακό, αν νομίζει ότι απ’ αυτό θα έλθει ό,τι εκείνος θεωρεί καλό και αγαθό. Ο ζήλος του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτή είναι φωτιά που καταστρέφει, «πυρ καταναλίσκον». Μπροστά πηγαίνει η καταστροφή και πίσω του έρχεται η ερήμωση. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής εύχεται στον Θεό να ρίξει φωτιά και να κατακάψει όλους όσους δεν δέχονται τις αρχές και τις πεποιθήσεις του. Τέτοιου είδους ανθρώπους τους χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετερόθρησκους ή ετερόδοξους, η ζήλια και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθινό νόημα του θείου νόμου, η παράνομη επιμονή, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικά του φρονήματα, ο παράφορος ζήλος να ντροπιάσει τους πάντες, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έριδα, το φιλοτάραχο. Ο μη κατ’ επίγνωση ζηλωτής είναι άνθρωπος ολέθριος.
Περί κακού ζήλου και του χαρακτήρα αυτού που έχει κακό ζήλο
Ο κακός ζήλος είναι βρασμός μοχθηρής ψυχής και εκδηλώνεται σαν ζηλοτυπία, σαν φθόνος, σαν μίσος προς αυτούς που έχουν κάτι λαμπρό. Ο κακός ζήλος παρακινείται από τα χυδαία και τα πονηρά και ματιάζει τα καλά. Αυτός που έχει κακό ζήλο, ο ζηλήμονας, ζητά να αμαυρώσει καθετί που είναι φωτεινό στην όψη και φθονεί τον κάτοχό του. Μισεί αυτούς που ευτυχούν και ποθεί τη δυστυχία τους. Χαίρεται με την καταστροφή τους και ευχαριστιέται στις συμφορές τους. Κανέναν δεν μπορεί να ανεχθεί να επαινούν ή να μακαρίζουν. Διαβάλλει και συκοφαντεί αυτούς που διακρίθηκαν σε δόξα και τιμή. Βρίσκει ελαττώματα στα καλά και διασείρει τα άξια. Καμιά χάρη δεν αναγνωρίζουν τα μάτια του. Η γλώσσα του κινείται για να κοροϊδέψει. Το στόμα του εκβράζει βλαστήμια. Η καρδιά του εχθρεύεται αυτούς που προοδεύουν και όσους τον ξεπερνούν τους αποστρέφεται. Μισεί την πρόοδο και μηχανεύεται τρόπους για να την ανακόψει. Αυτός που ζηλεύει είναι εγωιστής και ανόητος, γιατί μόνο τον εαυτό του θεωρεί άξιο τιμής και δόξας που άλλοι κατέκτησαν και θεωρεί τον εαυτό του πάντοτε αδικημένο. Αυτός που ζηλεύει είναι κακός και μελετάει το κακό. Στην καρδιά του συσσωρεύονται τα κακά· δυσφορεί και θλίβεται όταν ζει άδοξα και λιώνει από τη ζήλια του. Ο ζηλιάρης είναι άθλιος και ελεεινός άνθρωπος.
Πηγή: («Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ) Άλλη Όψις
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 28η Σεπτεμβρίου 2017
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ
Έχουμε ήδη και άλλες φορές στο παρελθόν ασχοληθεί με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους και Συνέδρια σε άρθρα και μελέτες μας, όπου τονίσαμε ότι η διοργάνωση των εν λόγω Συνεδρίων και Διαλόγων, εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Επισημάναμε ακόμη ότι ο Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός αποτελεί το ένα από τα τρία σκέλη ενός γενικότερου παγκοσμίου κινήματος, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική ενοποίηση όλων των λαών της γης με τελικό στόχο την απόλυτη κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την οικουμένη. Η όλη διαδικασία αυτής της σταδιακής μεταβολής λέγεται και παγκοσμιοποίηση. Στην επίτευξη των στόχων που αφορούν την θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητας εντάσσονται, παράλληλα με τα Συνέδρια και τις Συναντήσεις, και η ίδρυση και λειτουργία ενός πλήθους άλλων θρησκευτικών ομοσπονδιών και φόρουμ, όπως το «Παγκόσμιο Κοινοβούλιο Θρησκειών του κόσμου», το «Παγκόσμιο Βήμα Θρησκειών και Πολιτισμών», κ.α.
Τα εν λόγω Συνέδρια προωθούνται από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, διότι θεωρούνται ως δήθεν αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση όχι μόνον του θρησκευτικού και ιδιαίτερα του ισλαμικού φανατισμού, αλλά και άλλων ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών. Στην πραγματικότητα όμως εξυπηρετούν και προωθούν τα σκοτεινά σχέδια της «Νέας Εποχής» , την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών και την διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας θρησκευτικής συνειδήσεως, η οποία οφείλει να γίνει κτήμα όλων των λαών της γης, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί ένα νέο θρησκευτικό μόρφωμα: Η πανθρησκεία του Αντιχρίστου. Αυτή δε η Πανθρησκεία παρουσιάζει δύο βασικά χαρακτηριστικά που αποτελούν και την ουσία της: α) Πλήρης αμφισβήτηση της μοναδικότητας και αποκλειστικότητας του Ιησού Χριστού στη σωτηρία μας, και β) Οραματισμό ενός νέου «Μεσσία», που θα φέρει καινούργια παγκόσμια γνώση και ευτυχία, καταργώντας κάθε αποκλειστικότητα πίστεως.
Στα συνέδρια αυτά καλλιεργείται επίσης η αντίληψη, ότι όλες οι θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό, με διαφορετικά ονόματα. Παράλληλα, για να γίνει ακόμη πιο αισθητή και χειροπιαστή, σε λαϊκό επίπεδο, η κυοφορούμενη νέα παγκόσμια θρησκευτική συνείδηση, άρχισαν να ανοικοδομούνται σε διάφορες χώρες της γης διαθρησκειακοί ναοί, όπως αυτός του Βερολίνου, ο οποίος διαθέτει «διαμερίσματα» για προσευχή, Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Ιουδαίων!
Το τραγικό σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι το γεγονός, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας θεωρείται ως θρησκευτικό και πολιτιστικό μέγεθος, ως μια από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Θεωρείται συνυπεύθυνη για το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας και επιστρατεύεται μαζί με τις άλλες θρησκείες για να συμμετάσχει σε Διαθρησκειακούς Διαλόγους και Συνέδρια, με σκοπό να υπηρετήσει εγκόσμιους ρόλους, να συμβάλλει και αυτή στην καταστολή του θρησκευτικού φανατισμού, στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών και εν τέλει, ουσιαστικά, στην πραγματοποίηση του πανθρησκειακού οράματος.
Παράλληλα οι πρωτοπόροι των Διαλόγων προωθούν την διοργάνωση Συνδιασκέψεων, στις οποίες προσπαθούν να διερευνήσουν τη φύση και την ιστορία των Διαθρησκειακών Συναντήσεων. Μια τέτοια διεθνής Συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στην «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου» στις 15-16 Σεπτεμβρίου 2017. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία:
«Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου σε συνεργασία με το Τμήμα Θεολογίας και Θρησκευτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Exeter (Ηνωμένο Βασίλειο) διοργανώνουν στις 15-16 Σεπτεμβρίου 2017 διεθνή συνδιάσκεψη με θέμα ‘Ορθοδοξία και διαθρησκειακός διάλογος στην εποχή της εκκοσμίκευσης’. Η συνδιάσκεψη θα διερευνήσει τη φύση και την ιστορία των διαθρησκειακών συναντήσεων από ορθόδοξη χριστιανική προοπτική. Επίσης, θα εξετάσει τις ποικίλες χριστιανικές θεολογίες για τις θρησκείες, (συμπεριλαμβανομένου και του σχετικά νέου κλάδου της ‘συγκριτικής θεολογίας’), καθώς και τις επί μέρους πρακτικές του διαθρησκειακού διαλόγου, με ιδιαίτερη έμφαση στη θέση του τελευταίου στη δημόσια σφαίρα κατά την περίοδο μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, (Κρήτη, Ιούνιος 2016)»
(Ιστ. http://acadimia.org/index.php/nea-anakoinoseis/deltia-typou/466orthodoksia-kai-diathriskeiakos-dialogos-stin-epoxi-tis-ekkosmikefsis).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνέχεια της ανακοίνωσης:
«Ένα κλασικό ερώτημα που απασχολεί τους χριστιανούς όλων των παραδόσεων είναι, εάν οι πιστοί των άλλων θρησκειών δύνανται να ‘σωθούν’ ή, γενικότερα, αν υπάρχουν άλλες θρησκευτικές παραδόσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν απολύτρωση πέρα από την πίστη στον Ιησού Χριστό. Η συνδιάσκεψη έχει σκοπό να προσπελάσει με κριτικό πνεύμα και από μια ορθόδοξη σκοπιά, με έμφαση στην πατερική διδασκαλία, όλα τα κυρίαρχα ‘μοντέλα’ θεολογίας των θρησκειών, τα οποία συζητούν τη λύτρωση στο πλαίσιο των άλλων θρησκειών, όπως λ.χ. το μοντέλο του αποκλεισμού, το περιληπτικό, του πλουραλισμού, κ.ά., τις μεταφιλελεύθερες κριτικές των μοντέλων αυτών, όπως και τη σύγχρονη στροφή προς τη ‘συγκριτική θεολογία’, μακριά από τα αφηρημένα θέματα της σωτηριολογίας, προς μια προσεκτική μελέτη, από την πλευρά των χριστιανών θεολόγων, των κειμένων και των τελετουργιών των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων».
Από τη μελέτη της ιστορίας των μέχρι σήμερα Διαθρησκειακών Συναντήσεων και Διαλόγων, διαπιστώνουμε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε δυστυχώς να συμμετάσχει σ’ αυτούς, ωσάν και αυτή να αποτελεί μια θρησκεία όπως όλες οι άλλες θρησκείες του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε, αν η επισήμανσή μας αυτή, την οποία θεωρούμε πολύ ουσιαστική, ειπώθηκε στη συνδιάσκεψη, διότι δεν έχουν δημοσιευθεί οι σχετικές εισηγήσεις και τα πορίσματα. Πιστεύουμε ακράδαντα, ότι η Εκκλησία μας είναι ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο να συμφύρεται και να εξομοιώνεται με τις άλλες θρησκείες και να επιστρατεύεται, για να υπηρετήσει εγκόσμιες σκοπιμότητες, διότι δεν είναι καν θρησκεία αλλά καινή κτίσις:«Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄Κορ.5,17). Είναι το Σώμα του Χριστού, όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος: «Υμείς δε εστε Σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄Κορ.12,27) και όχι θρησκεία, ανάλογη με εκείνες του κόσμου.
Πέραν τούτου, προκύπτει επίσης και ένα άλλο μεγάλο και ουσιαστικό ζήτημα: Επιτρέπεται ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και καθηγητές Θεολογικών Σχολών, να προβληματίζονται ως προς το ερώτημα: «εάν οι πιστοί των άλλων θρησκειών δύνανται να ‘σωθούν’ ή, γενικότερα, αν υπάρχουν άλλες θρησκευτικές παραδόσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν απολύτρωση πέρα από την πίστη στον Ιησού Χριστό»; Είναι δυνατόν να τίθεται προς συζήτηση το παρά πάνω ερώτημα σε ορθόδοξο επιστημονικό συνέδριο, του οποίου η απάντηση έχει δοθεί άπαξ διά παντός μέσα από τον θεόπνευστο λόγο της αγίας Γραφής; Δε διάβασαν ποτέ τον λόγο του Κυρίου: «εγώ ειμι η θύρα· δι εμού εάν τις εισέλθῃ, σωθήσεται» (Ιω.10,9); Δεν είπε ο Χριστός: «εγώ ειμί η οδὸς καὶ η αλήθεια καὶ η ζωή· ουδεὶς έρχεται πρὸς τὸν πατέρα ειμή δι᾿εμού» (Ιω. 14,6); Δε διάβασαν ποτέ τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου Πέτρου, απολογουμένου ενώπιον των Ιουδαίων, ότι: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία ούτε γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,12); Μπορούμε να συζητούμε θέματα, στα οποία δεν χωράει συζήτηση; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τότε δεν θα ήταν περιττή η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου; Πως είναι δυνατόν να σωθεί ένας οπαδός οποιασδήποτε θρησκείας, χωρίς να αναγεννηθεί «δι’ ύδατος και πνεύματος» (Ιωάν.3,7) και χωρίς την ένωσή του με το Χριστό; Πως είναι δυνατόν να σωθεί κάποιος, που δεν κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, αφού, κατά την διαβεβαίωσή Του: «αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν.6,53-54); Αφήνει ο Χριστός κανένα περιθώριο σωτηρίας έξω από τα όρια της Εκκλησίας Του και χωρίς την ένωση μαζί Του, μέσω του παναγίου Σώματος και Αίματός Του; Ασφαλώς όχι!
Βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι και ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι κάθονται και προβληματίζονται πάνω σε ερωτήματα, στα οποία η Εκκλησία μας έχει δώσει οριστική και τελεσίδικη απάντηση εδώ και 20 αιώνες. Δεν χρειάζεται να προβληματίζονται τα μέλη της Συνδιασκέψεως του Βόλου να δώσουν απάντηση, διότι την απάντηση την έχουν δώσει ήδη σήμερα κορυφαίοι εκκλησιαστικοί Ηγέτες και Πατριάρχες. Και ξέρετε ποια είναι η απάντησή τους; Δεν είναι η απάντηση, που μας δίνει η Εκκλησία με τον θεόπνευστο λόγο της, αλλά η ακριβώς αντίθετη. Σήμερα υπάρχουν δυστυχώς Προκαθήμενοι Εκκλησιών και Πατριάρχες, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο να διακηρύσσουν δημοσίως, ότι υπάρχει σωτηρία και στις άλλες θρησκείες και αυτό ακριβώς είναι το όντως εκπληκτικό, αλλά συγχρόνως και το εξόχως τραγικό. Τρανταχτό παράδειγμα ο Παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος για λόγους πολιτικής, διεκήρυξε ότι «Όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας»[1] και ότι «Το Κοράνιο, [που αντιγράφει τον Άρειο κηρύσσοντα, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε από λάσπη, (!!!), όπως; Ο Αδάμ, (Σούρα 18, στ.65)], (και οι Γραφές των άλλων θρησκειών) είναι ‘ίσο με την Αγία Γραφή και ιερό όπως αυτή’»;[2] Το δε ακόμη τραγικότερο ξέρετε ποιο είναι; Το γεγονός ότι σήμερα έχει, σε τέτοιο βαθμό, αδρανήσει και παραλύσει το Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας μας, σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα να συγκροτηθεί ούτε μία Τοπική, έστω, Σύνοδος, η οποία να καταδικάσει όλες αυτές τις αιρετίζουσες και βλάσφημες διακηρύξεις!
Ορισμένοι θεολόγοι, προκειμένου να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους, ότι υπάρχει σωτηρία και εκτός της Εκκλησίας, στους αιρετικούς και στους αλλοθρήσκους, έπλασαν μια καινοφανή θεωρία, εντελώς αμάρτυρη και αστήρικτη στην Εκκλησία, την λεγομένη «Οικονομία του Αγίου Πνεύματος» . Σύμφωνα μ’ αυτήν το άγιο Πνεύμα δεν δεσμεύεται να σώσει τον άνθρωπο και εκτός της Εκκλησίας. Δικαιολογούν αυτό τον ισχυρισμό τους επικαλούμενοι τον λόγο του Κυρίου «το πνεύμα όπου θέλει πνει», (Ιω.3,8), τον οποίο όμως διαστρέφουν, διότι εδώ ο Κύριος σαφέστατα δεν ομιλεί περί του Αγίου Πνεύματος, αλλά περί του ανέμου! Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στους εκτός της Εκκλησίας όχι ερήμην του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, αλλά με σκοπό να τους οδηγήσει στην πίστη στο Χριστό και να τους καταστήσει μέλη της Εκκλησίας, αφού όπως μας βεβαιώνει ο Κύριος, ομιλώντας περί του Παρακλήτου: «εκείνος, [ο Παράκλητος] εμὲ δοξάσει, ότι εκ τού εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω.16,14). Κλασικό παράδειγμα η περίπτωση του εθνικού Κορνηλίου, (βλ. Πράξεις κεφ. 10), ο οποίος κατηχούμενος από τον απόστολο Πέτρο, λαμβάνει το Πνεύμα το άγιο και στη συνέχεια βαπτίζεται και γίνεται μέλος της Εκκλησίας.
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας θεολογούν επί τη βάσει της θείας Αποκαλύψεως και μας βεβαιώνουν, ότι μόνον εν Χριστώ και διά της Εκκλησίας υπάρχει σωτηρία. Τώρα, το τι θα κάνει ο Θεός με όσους δεν μπόρεσαν, για αντικειμενικούς λόγους και παρά την θέλησή τους, να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, διά του αγίου Βαπτίσματος, αυτό είναι ένα μυστήριο, το οποίο δεν μας αποκάλυψε ο Θεός. Μεγάλοι δογματολόγοι της Εκκλησίας μας, όπως, ο μακαριστός Π. Τρεμπέλας, ο αείμνηστος π. Ι. Ρωμανίδης κ.α. αναφέρουν, ότι η σωτηρία των εκτός της Εκκλησίας είναι ένα ερώτημα, στο οποίο δεν μας απαντά ο θεόπνευστος λόγος της αγίας Γραφής. Οι άγιοι Πατέρες τρομάζουν ακόμα και μπροστά στο θάνατο των αβαπτίστων νηπίων, τέκνα πιστών γονέων της Εκκλησίας, για την μετά θάνατον τύχη τους, πόσο μάλλον για τους οπαδούς των διαφόρων θρησκειών! Δεν θα πρέπει επομένως να πολυπραγμονούμε και να επιχειρούμε να δώσουμε δικές μας απαντήσεις πάνω σε θέματα, στα οποία ο λόγος του Θεού σιωπά.
Περαίνοντας, εκφράζουμε την πικρία και την ανησυχία μας για την εισβολή στο χώρο της σύγχρονης ορθόδοξης διανόησης των πλέον ακραίων σχολαστικών σχημάτων της δυτικής «χριστιανοσύνης». Οι ενασχολήσεις και το χειρότερο η διατύπωση νεοφανών «θεολογικών» δοξασιών, όπως η «σωτηρία των εκτός της Εκκλησίας», αποτελούν μια λίαν επικίνδυνη κατάσταση στο χώρο της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Στόχος των δοξασιών αυτών είναι να «απαλύνουν» τις κραυγαλέες πλάνες των αιρετικών και αλλοθρήσκων και να «γεφυρώσουν» το απύθμενο χάσμα που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας του Χριστού και των θρησκειών του κόσμου, με απώτερο στόχο την συνένωση των θρησκειών και τη δημιουργία της Πανθρησκείας. Να αμβλύνουν το Ορθόδοξο αισθητήριο, το οποίο βάζει στεγανά πλαίσια στη σχέση μας με τους αιρετικούς και τους αλλοθρήσκους. Καλούμε λοιπόν τους πιστούς μας, να μην δίνουν προσοχή στα μηνύματα που θέλουν να «περάσουν» σ’ αυτούς οι Διαθρησκειακές Συναντήσεις, με τα ωραιοποιημένα συνθήματα της ειρήνης, της συναδέλφωσης των ανθρώπων και της αλληλεγγύης. Την πραγματική και μόνιμη ειρήνη και συναδέλφωση των ανθρώπων και των λαών τη δίνει μόνον ο Χριστός, η ένσαρκη ειρήνη και αγάπη και όχι τα ετερόκλητα θρησκευτικά σχήματα του πτωτικού κόσμου!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 και 511 (30-11-1994) και 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[2] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2 , Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
Τό Συνοδικό σύστημα εἶναι ὁ τρόπος διοικήσεως καί λειτουργίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τό χαρακτηριστικό καί διακριτικό της γνώρισμα ἀπό τίς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Προκαθημένου της, διοικεῖ μέ τό Συνοδικό σύστημα τήν Αὐτοκέφαλη, Αὐτόνομη ἤ Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία, κατά τό ἀρχέγονο μητροπολιτικό καί ἐν συνεχείᾳ τό ἀρχιεπισκοπικό ἤ πατριαρχικό σύστημα.
Μετά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (48μ.Χ.), καί ἀφοῦ σέ διάφορες πόλεις καί περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Ἱεροσόλυμα, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Κύπρο, Μικρά Ἀσία, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη,Βέροια, Ἀθῆνα, Κόρινθο, Πάτρα, Κρήτη, Ρώμη κ.ἀ.), ἱδρύθησαν Ἀποστολικές Ἐκκλησίες, μέ τήν χειροτονία Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, σύν τῷ χρόνῳ, ἐνῷ ἐπλήθαιναν οἱ Ἐπισκοπές, συγκροτήθηκαν Ἐπαρχιακές καί Τοπικές Σύνοδοι μέ τήν εὐθύνη καί πρωτοβουλία τοῦ ἑκασταχοῦ Μητροπολίτου.
Ἀπό τόν 4ο καί μέχρι τόν 8ο αἰῶνα, μέ βασιλικές διαταγές Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, συνεκλήθησαν ἑπτά (7) Ἅγιες Οἰκουμενικές Σύνοδοι σέ διάφορα κέντρα τῆς Αὐτοκρατορίας (Νίκαια, Κωνσταντινούπολι, Ἔφεσο, Χαλκηδόνα) μέ τήν παρουσία ἤ τήν ἐκπροσώπησι τῶν πέντε (5) Πατριαρχῶν (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων) καί τήν συμμετοχή «τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων» [1].
Σ’αὐτές ἡ γρηγοροῦσα ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική συνείδησις συγκαταριθμεῖ καί δυό ἄλλες Συνόδους, τίς ὁποῖες καί ἀποδέχεται ὡς Οἰκουμενικές, παρότι δέν ἔχουν μέχρι σήμερα ἀναγνωρισθῆ μέ τήν καθιερωμένη κανονική ἐκκλησιαστική διαδικασία. Πρόκειται γιά τίς Συνόδους τῶν ἐτῶν 879-880 μ.Χ. ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί τοῦ 1351 μ.Χ. ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπιισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ.
Μέ τίς διάφορες αὐτές μορφές ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων, πού ἐλειτούργησαν διαχρονικά καί λειτουργοῦν στόν ὀρθόδοξο χῶρο, καλλιεργήθηκε καί ἀναπτύχθηκε τό πνεῦμα τῆς Συνοδικότητας, τό ὁποῖο, ὅταν κυριαρχῆ καί διαποτίζη τό ἱερό Συνοδικό Σῶμα, σκιρτοῦν καί ἀγάλλονται τά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια, ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα καί ἐπί γῆς στρατευομένη Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἐπικρατεῖ καί θριαμβεύει τό «ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον θέλημα» [2] τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Τρισαγίου Θεοῦ˙ τό Πανάγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο φωτίζει, στηρίζει καί ἁγιάζει τούς πιστούς «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» [3] καί «ὁμόνοια γίνεται τῶν πιστῶν θεοβράβευτος» [4].
Τό πανεύοσμο ἄνθος τῆς Συνοδικότητας, τό ἀνεκτίμητο αὐτό θεῖο δῶρο καί συνάμα ὁ ἡδύτατος αγιοπνευματικός καρπός, τό εὑρίσκουμε στήν εὐλογημένη ἐκείνη πρωτοχριστιανική, τήν Ἀποστολική ἐποχή. Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί, κατά προτροπήν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἐπρότειναν ὡς ὑποψηφίους δύο γιά τήν συμπλήρωσι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν 12 Ἁποστόλων, μετά τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, τόν Ἰωσήφ πού ἐκαλεῖτο Βαρσαββᾶς καί ἔλαβε τό προσωνύμιο Ἰοῦστος, καί τόν Ματθία. Διαβάζουμε στό πρῶτο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων: «Καί προσευξάμενοι εἶπον˙ σύ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὅν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα… Καί ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καί ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπί Ματθίαν, καί συγκατεψηφίσθη μετά τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων» [5].
«Κλῆρον ὀνομάζει ὅλη τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί φανερώνει τήν Θεία ἐκλογή» (Οἰκουμένιος). «Γιατί αὐτό εἶναι ὁ κλῆρος, ὄχι ὅποιον θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτόν πού δίνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ» (Θεοφύλακτος). Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τήν φράσι «καί προσευξάμενοι εἶπον˙ σύ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον …» λέγει τά ἑξῆς. «Ἀπό κοινοῦ προσεύχονται ὅλοι…Σύ Κύριε ἀνάδειξε τόν ἐκλεκτό σου, ὄχι ἐμεῖς…».«Εὐκαίρως τόν ἀποκαλοῦν καρδιογνώστη, γιατί ἀπό Ἐκεῖνον ἔπρεπε νά προκριθῆ, ὄχι ἀπό τούς ἐξωτερικούς…. Δέν θεωροῦσαν ἀκόμη ἀξίους τούς ἑαυτούς των νά ἐκλέξουν (τόν νέο Ἀπόστολο), γι’αὐτό καί ζητοῦν νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ κάποιο σημεῖο».
Τό 48 μ.Χ., ὡς ἐλέχθη, συνήχθη ἡ Ἀποστολική Σύνοδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν διευθέτησι πνευματικῶν ζητημάτων, ὅπως ἦταν τό θέμα τῆς ἰουδαϊκῆς περιτομῆς, τήν ὁποία ἤθελαν ὡρισμένοι νά ἐπιβάλουν καί στούς ἐξἐθνῶν χριστιανούς. Θαυμάζει κανείς τήν Συνοδικότητα τῆς ἀνεπανάληπτης ἐκείνης Ἀποστολικῆς ἐποχῆς, διαβάζοντας στό βιβλίο τῶν Πράξεων τά ἀκόλουθα: «Τότε ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν…»˙[7] «ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας…» [8] καί πιό κάτω «ἔδοξε γάρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν…» [9].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος σ’αὐτήν τήν χρυσῆ Ἀποστολική περίοδο, γράφει τά ἀκόλουθα (τά παραθέτουμε σέ ἁπλῆ γλῶσσα): «Πρόσεξε τί συνέβαινε στά χρόνια τῶν Ἀποστόλων. Ἐλαμβάνετο ὑπ’ὄψιν ἡ γνώμη ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἔτσι πρέπει νά διοικῆται ἡ Ἐκκλησία, σάν ἕνα σπίτι, σάν ἕνα σῶμα» [10]. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ ΕΚΠΑ Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος ἔγραψε τά ἑξῆς περισπούδαστα γιά τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό Συνοδικό της σύστημα: «Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας διεμορφώθη εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἅμα τῇ ἱδρύσει αὐτῆς καί δή κατά διάφορον τρόπον εἰς τά διάφορα τμήματα αὐτῆς, Ἀνατολήν καί Δύσιν, καί κατά τάς διαφόρους ἐποχάς. Οὕτως ἐν μέν τῇ Ἀνατολῇ ἀνεπτύχθη τό δημοκρατικόν πολίτευμα, καθ’ ὅ τήν Ἐκκλησίαν διοικεῖ οὐχί εἷς, ἀλλ΄ ἡ ὁλότης τῶν Ἐπισκόπων, κατά ἴσα πρός ἀλλήλους δικαιώματα, πλήν τῆς ἁπλῆς τιμητικῆς διακρίσεως τοῦ πρώτου, ἐν δέ τῇ Δύσει τό μοναρχικόν, καθ’ὅ ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὑποθετικοῦ πρωτείου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τοῦ ἀπαιτητοῦ τοῦ διαδόχου αὐτοῦ πάπα τῆς Ρώμης, οὗτος διοικεῖ τήν Ἐκκλησίαν κατ’ αὐστηρόν καί ἀποκλειστικῶς μοναρχικόν σύστημα, ἐπί ἀνατροπῇ τῆς ὑπό τοῦ Χριστοῦ τεθείσης καί ὑπό τῶν Ἀποστόλων ἀναπτυχθείσης δημοκρατικῆς ἀρχῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ.
Εἰς τάς διαφόρους ἔπειτα προτεσταντικάς ἐκκλησίας, ἐπί τῇ βάσει τῆς καταργήσεως τῆς ἀξίας τῆς παραδόσεως καί τῆς καθιερώσεως, κατά πλήρη παρανόησιν τῆς ἐννοίας του, τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος», ἀνεπτύχθησαν διάφορα συστήματα πολιτεύματος βάσιν ἔχοντα τήν λαϊκοποίησιν τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς καταργήσεως τοῦ θείῳ δικαίῳ κατεστημένου ἐν αὐτῇ κλήρου, ὡς τῆς διοικούσης ἐν αὐτῇ τάξεως.
Οὕτως ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἀνατολῇ, ἀναπτυχθεῖσα διοικητικῶς ἐπί τῇ βάσει τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς, καθιέρωσε ὡς διοικητικόν αὐτῆς σύστημα τό συνοδικόν, βασιζόμενον ἐπί τοῦ περιφήμου χωρίου τῶν Πράξεων ιε’ 22 «ἔδοξε τοῖς Ἁποστόλοις καί τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ», δι’ οὗ παρέχεται τό δικαίωμα τῆς συμμετοχῆς εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας καί τῷ λαϊκῷ ἀκόμη στοιχείῳ, διετηρήθη δέ ζηλοτύπως μέχρι σήμερον. Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῷ τό κυρίως διοικοῦν ταύτην σῶμα εἶναι τό σῶμα κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς καί ἐκ μέρους του δι’ ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας.
Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἑκκλησίας ἀποδεκταί, ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν» [11].
Ποιά εἶναι τά γνωρίσματα
τῆς Συνοδικότητας καί
ἡ πρακτική ἐφαρμογή της
στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία
Ὅταν λειτουργῆ θεάρεστα καί θεοφώτιστα τό Συνοδικό σύστημα, τότε πνέει ἡ αὔρα τοῦ Παρακλήτου στίς συνεδριάσεις καί τίς ἀποφάσεις τοῦ ἱεροῦ Συνοδικοῦ Σώματος˙«οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» [12]. Ἐπικρατεῖ ὁ ἀπόλυτος σεβασμός στό Θεῖο Νόμο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στίς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στούς θείους καί ἱερούς Κανόνας καί γενικότερα στήν ἱερή ἐκκλησιαστική μας Παράδοσι. Ὑπάρχει ὁ ἐπιβαλλόμενος σεβασμός στήν Ἀνώτατη αὐτή Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, τόν ἱερό θεσμό καί τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅλα τά Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου συνδέονται «τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης» [13], ὡς οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἀπονέμεται ὁ ἀλληλοσεβασμός. Ἀκόμη ὑπάρχει ἡ συναίσθησις τῶν ὑψηλῶν καί βαρειῶν εὐθυνῶν τῆς Συνοδικῆς Διακονίας καί ὁ ἔνθεος ζῆλος τῆς ἀνταποκρίσεως στά πολυεπίπεδα ἱεροσυνοδικά καθήκοντα καί τίς προκλήσεις καί ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ἀπό πνευματικῆς σκοπιᾶς.
Ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας θέτει τίς ἀσφαλεῖς βάσεις τῆς Συνοδικότητας, διακελεύοντας τά ἑξῆς: «Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου Ἔθνους, εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτῆς πρῶτον (Προκαθήμενον), καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης˙ μόνα δέ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ’αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος(ὁ Πρῶτος) ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα» [14].
Στήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία οἱ 12 Μόνιμες Συνοδικές Ἐπιτρο πές (ἐμπνευστής των ἦταν ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμος ὁ Α’) καί οἱ 15 Εἰδικές Συνοδικές Ἐπιτροπές, κινούμενες ἀπό τό πνεῦμα τῆς Συνοδι κότητας, ἠμποροῦν νά ἀγκαλιάσουν ὅλο τό φάσμα τῶν πνευματικῶν, ποιμαντικῶν, κοινωνικῶν καί φιλανθρωπικῶν δραστηριοτήτων, συνεπικρούμενες τό ἔργον τῆς Δ.Ι.Σ. καί τῆς Ι.Σ.Ι.
Στίς συνεδριάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν κυριαρχῇ τό πνεῦμα τῆς Συνοδικότητας, τό Ἀποστολικό˙ «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»καί τό Ἱεροκανονικό˙ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», γίνονται μέ τήν Χάριν τοῦ Κυρίου μας θαύματα. Οἱ ἀρχιερατικές ἐκλογές, ὅταν διενεργοῦνται θείᾳ νεύσει, θεοκινήτως, ἀμερολήπτως καί ἀξιοκρατικῶς, χωρίς κάποια ἐπιβολή ἤ πίεσι, τότε θριαμβεύει ἡ Συνοδικότητα. Ἀλλά καί στίς αἴθουσες τῶν ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων, ὅταν ἀφήνωνται ἀνεπηρέαστοι καί ἀδέσμευτοι οἱ Συνοδικοί καί λοιποί ἐκκλησιαστικοί λειτουργοί, τότε καί ἐδῶ κατισχύει τό Συνοδικό σύστημα, ἡ ἄριστη ἀρχή τῆς Συνοδικότητας˙ «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω» [15]. Ὑπεράνω ὅλων, ὅμως, ἀπαιτεῖται ἡ ἀρχή τῆς Συνοδικότητας, ὅταν σέ μία Ἱερά Σύνοδο, ὅπως εἶναι ἡ μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἀντιμετωπίζονται σοβαρά ἐκκλησιολογικά – δογματικά καί ἱεροκανονικά θέματα, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἀπόλυτος σεβασμός καί προσήλωσις στήν ἁγιογραφική, ἁγιοπατερική, δογματική καί κανονική διδασκαλία καί Παράδοσι τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας.
Εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν φιλοξενία στίς στῆλες τοῦ ἐγκρίτου περιοδικοῦ «Ἐρῶ» τῆς Ἐνωμένης Ρωμηοσύνης.
1. Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου (†) Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί κανόνες, ἐκδ. Τρίτη,1997, Ἀποστολική Διακονία, σελ.20.
2. Ρωμ. ιβ΄2.
3. Πεντηκοστάριον, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, γ΄ ἰδιόμελο τῶν Ἑσπερίων.
4. Πρβλ.Τριῴδιον, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γ΄ προσόμοιο τῶν Αἴνων.
5. Πραξ. α΄ , 24-26.
6. Π.Ν.Τρεμπέλα (†), Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἀδελφ. Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», σελ. 72-73.
7. Πραξ. ιε΄ , 22.
8. Πραξ. ιε΄ , 25.
9. Πραξ. ιε΄ , 28.
10. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε 19,488.
11. Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου (†) Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί κανόνες, τμῆμα Α΄Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 19-20.
12. Β΄ Κορ.γ,17.
13. Τριῴδιον, Κανών Ὄρθρου Μεγ.Πέμπτης, ῴδή ε’, εἱρμός ε’ σελ.877, ἐκδ.Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1994.
14. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, Κανών ΛΔ’ Ἁγ.Ἀποστόλων, ἐκδ.Β’, ἐν Ἀθήναις 1841, σελ.21.
15. Ἔνθ’ἀνωτ. Κανών ΣΤ΄ , Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, σελ.72.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ένα φρικτό δίλημμα
Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.
Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.
Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ' και Κλήμης ΣΤ' διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι' στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ' στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.
Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.
Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.
Το πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ' αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ' αυτούς, για ν' αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος». Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι' εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ' αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».
Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ' ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη...ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας...είναι υπό ανάθεμα».
Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου
Μέσα σ' αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:
› Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθήτε στο να ακολουθήτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας (?!) και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.
Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση. Χωρίς να μου δώση καιρό να προβάλω καμμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:
› Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι σ' αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.
Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας. Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ' αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα. Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρων, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».
Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύσι της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μιά επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.
Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα
Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ' εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύσι του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».
Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ' ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι' αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ' αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ' αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.
Πάντα κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνη και να κρίνη όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ' ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιορισθή μόνο στο να δικάζη με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ' εκείνους που δεν του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκή και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο της πνευματικής και της κοσμικής δυνάμεως. Η πρώτη απ' αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέλησι και στην υπηρεσία του κλήρου».
Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων άλλων Χριστιανών βασιλέων για την απόκτησι και άλλων εδαφών, ή απλώς διψώντας κι' άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα» παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίση και να στερεώση όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλι του Βατικανού. Πρόκειται για κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.
Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. Ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρείες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: είναι αλάθητος θείω δικαίω, σύμφωνα με δογματικό όρο της Συνόδου του Βατικανού, που έγινε στα 1870. Από τότε και πέρα «σ' αυτόν η ανθρωπότης οφείλει να αποτείνη τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (!?). Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγή την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, διότι είνε πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύη και να διακηρύσση ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού.
Με βάσι αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράση, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησί του και τη διάθεσή του να θεωρή ό,τι αυτός θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ' ολόκληρη την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύωνται και να υπακούωνται «ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνη τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικώτατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμμιά μέρα επιβάλη αμαρτίες και απαγορεύση αρετές , η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστεύση ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».
Η απάντησις του εξομολόγου μου
Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύστασις δεν είχε σχέσι, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος που ωργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ' αυτήν την πεποίθησι έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου:
› Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστι σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάσι στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την παπωσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύσι της Εκκλησίας κι' όχι μ' αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και από την Παράδοσι της συνόλου Εκκλησίας.
Η απάντησις ήλθε γρήγορα:
› Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι' αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδρασι της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπαι έχουν αποφανθή ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύη κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύη κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοσι, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ' αυτή την περίπτωσι όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι».
Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίση την πεποίθησί μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της».
Ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου.
Ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε
Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθή από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνσις και σκέψις για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα.
Πράγματι, απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέλησι του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωσι, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν΄ «Θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί, αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω' έλεγαν: ‘Και εις ένα Πάπαν' παρά να λένε: ‘Και εις μίαν...Εκκλησίαν'».
Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπησις της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο κβ' κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».
Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ' ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο Ποντίφηκα της Ρώμης.
Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγή από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχη κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλη με την αυθεντία του στους πιστούς.
Η φοβερή απάντησις ενός Ιησουΐτη
Είχα καθ' όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχθώ στο κελλί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωσι της αρχαίας Εκκλησίας, απ' ευθείας από τις αποστολικές και πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ' αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ' αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
Βρήκα τους περισσότερους απ' αυτούς τους κληρικούς πιο φανατικούς απ' ότι περίμενα. Παρ' όλο ότι ανεγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάσι της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεσι της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ' εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ' αυτή τη φανατική προκατάληψι ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψι του:
› Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικώτατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεσις είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεσι της αγνότητος, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεσις ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλασι μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ' όλες σας τις αλήθειες (!?).
«Εδώ και λίγους αιώνες θα σας έκαιαν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως»
Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων απ' αυτούς ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».
Είχα πάντως, παρ' όλα αυτά, τη διάθεσι να μείνω στο μοναστήρι και ν' αφοσιωθώ στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωσι διορθώσεώς της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ' ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να σωρεύση καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επί πλέον, αφού η καθαρότης της διδασκαλίας είχε σπιλωθή με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστεως;
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
› «Ποιος ξέρει αν τα "μικρά μέσα σωτηρίας" που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Ιησού;...».
› «Σήμερα η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον που είναι ο κορμός που στηρίζει το παν και που είναι οι ρίζες που το τροφοδοτούν».
› «Με τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή Εκείνου ο Οποίος είναι το «έν ού εστι χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».
Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό εδήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανή διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος να θυσιάση τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την υπόληψι που απολάβαινε. Έτσι εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθή ψεύτικη», «εκάθισεν εις τον ναόν του Θεού ως θεός». Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ: «Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας». Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής...,ίνα μη συγκοινωνήσης ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης». Πώς, μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.
Β'
Όσο η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή. Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσί μου.
Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν - χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος - οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών. Ούτε όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα. Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ' εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ο,τι πιστεύουν».
Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό». Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ' 18-19, Ιω. κα' 15-17, Λουκ. κβ' 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ' αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.
Σιγά-σιγά, κατ' αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου». Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι - που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ' όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.
Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σ' αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδησί μου. Τόσο σ' αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές - τώρα πλέον και από την Ελλάδα - έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχησι τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».
Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσί τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα. Από την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέσι μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόστασι βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο. Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι». Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
Τα επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού. Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάση στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία του Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια. Έτσι δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητος που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απήρτιζαν την Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως. Η κατηγορία περί θεολογικής μομιοποιήσεως της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμμία αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.
Σιγά - σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ' αυτόν τον ισπανό για την Ορθοδοξία - έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης - δεν είναι προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι΄ εγώ είχαμε αντιληφθή, ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθηταί που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά στο τέλος. Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία - όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία - εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάση λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάση ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου.
Κατά το διάστημα εκείνο ενεβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της. Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθή αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ' εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη. Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν' αποφασίση την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόησι της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράστασι για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953, σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485. Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Όπως έγινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας 70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία».
Πηγή: (Εκ του περιοδικού "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Συνολική ἀπάντηση στίς ἐνστάσεις γιά τήν βιβλιοκριτική στήν "Ασκητική τῆς Ἀγάπης" (Γαβριηλίας πρώην μοναχῆς)
Ἐπειδή πολλοί εἶναι αὐτοί πού ἔκαναν τόν κόπο νά διαβάσουν τή βιβλιοκριτική μας περί τῆς "Ἀσκητικῆς τῆς Ἀγάπης" ἀλλά καί νά τοποθετηθοῦν εἴτε θετικά, ἐπιδοκιμάζοντας τίς θέσεις μας, εἴτε ἀρνητικά, ἀποδοκιμάζοντας τή στάση μας, ὀφείλουμε νά κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπεξηγήσεις.
Κατ' ἀρχήν θέλουμε νά ἐκφράσουμε τή λύπη μας γιά τό γεγονός ὅτι πολλοί ἀπ' ὅσους διαφώνησαν μέ τή στάση μας καί οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι μέ τό βιβλίο αὐτό μαθήτευσαν στήν ἀγάπη, κάθε ἄλλο παρά ἀγάπη μᾶς ἔδειξαν. Ἐπιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί ἐμπάθεια, ὄχι στίς θέσεις μας, ἀλλά πρός τά πρόσωπά μας καί μᾶς προσῆψαν ἀπίθανες καί φανταστικές κατηγορίες.
Ἕνα ἄλλο γεγονός πού ἀφάνταστα μᾶς λυπεῖ, ὡς ποιμένες τῶν ἐσχάτων καί χαλεπῶν αὐτῶν καιρῶν τῆς γενικῆς σχεδόν ἀποστασίας, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ μεγαλύτερη πλειοψηφία τῶν ἀντιδρώντων δέν ἔκανε τόν κόπο νά μελετήσει, νά ἐπεξεργαστεῖ καί νά περάσει ἀπό κρίση τίς θέσεις καί τά ἐπιχειρήματά μας ἀλλά μᾶς κατηγορεῖ, κινουμένη προφανῶς ἀπό ἄκρατη προσωπολατρεία, ἁπλῶς διότι τολμήσαμε νά κρίνουμε τή γερόντισσα Γαβριηλία. Τό ἐπιχείρημα τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς πού ἀντιπαρατίθενται στά ἀμέτρητα δικά μας ἐπιχειρήματα - σωστά ἤ ἐσφαλμένα δέν ἔχει σημασία- εἶναι ἕνα καί μοναδικό: δέν δικαιοῦσθε ἐσεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ φανατικοί, οἱ ἄγευστοι τῆς Θείας Χάριτος (αὐτοί εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί πού, ἐπιτυχημένα ὁμολογοῦμε, μᾶς προσδίδουν) νά κρίνετε τήν ἁγία γερόντισσα Γαβριηλία.
Ἀπαντώντας λοιπόν πρός αὐτούς ἀλλά καί πρός τό ἀνυπόστατο ἐπιχείρημά τους θά θέλαμε νά τούς συστήσουμε νά διαβάσουν τή μελέτη προσεκτικά καί κυρίως ἀπροκατάληπτα, χωρίς νά θίγονται ἀπό τό γεγονός ὅτι κρίνεται ἡ ἀγαπημένη τους γερόντισσα. Ὡς Ὀρθόδοξοι ὀφείλουμε νά δείχνουμε ταπείνωση, νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀναγνωρίσουμε τά σφάλματά μας, ἀλλά νά ἔχουμε καί κρίση, ἑτοιμότητα καί νήψη ἡ ὁποία καί μόνο θά μᾶς διασώσει στούς ἐσχάτους καιρούς καί θά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγνωρίσουμε τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου ὥστε νά μήν τόν προσκυνήσουμε.
Διαβάζοντας, λοιπόν, κανείς προσεκτικά καί ἀπροκατάληπτα τή μελέτη μας θά διαπιστώσει ὅτι καί ἀπό αὐτήν ἀκόμα τήν ἐπικεφαλίδα τονίζεται τό γεγονός ὅτι ἡ κριτική ἀπευθύνεται πρός τό βιβλίο "Ἀσκητική τῆς Ἀγάπης" καί ὄχι πρός τό πρόσωπο τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας τήν ὁποία δέν γνωρίσαμε οἱ ἴδιοι καί ἴσως αὐτό νά μᾶς βοηθάει στό νά κρίνουμε πιό ἀντικειμενικά τά γραφόμενα. Συνεπῶς τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ γερόντισσα Γαβριηλία ἦταν ἁγία δεν ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μας ὅτι τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶναι ἐπιβλαβές ἀφοῦ τά δύο αὐτά - ἡ γερόντισσα καί τό βιβλίο- μπορεῖ νά εἶναι καί ἄσχετα μεταξύ τους.
Ἐξακολουθώντας, λοιπόν, νά ἔχουμε τήν ἴδια πεποίθηση γιά τήν ἀξία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὁμολογοῦμε πώς ἐνισχύεται ἀπό τά κρούσματα προσωπολατρείας καί φανατισμοῦ τῶν ἀναγνωστῶν του, ἐξηγοῦμε, αὐτή τή φορά συνοπτικά, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωροῦμε τό βιβλίο ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, συγκρητιστικό, προπαγανδιστικό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ἄρα καί ἐπιζήμιο καί καταστροφικό.
Κάτ' ἀρχήν ἔχει γιά ἐμᾶς πολύ μεγάλη σημασία τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο προέρχεται ἀπό τήν γραφίδα μιᾶς ἀποσχηματισμένης μοναχῆς, μιᾶς μοναχῆς δηλαδή, ἡ ὁποία ἀρνήθηκε τίς ὑποσχέσεις τίς ὁποῖες ἔδωσε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἄς μήν ἐκλειφθεῖ αὐτό ὡς κατάκριση διότι ἡ γυναῖκα αὐτή αὔριο μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά ἁγιάσει. Ὅμως πῶς μπορεῖ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανός νά ἐμπιστευθεῖ τό κριτήριο καί τά βιώματα ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου; "Τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται" Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε ὅσους ἀποδεδειγμένα κατάφεραν νά φθάσουν πρῶτα στό σημεῖο πού καί ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε, τή θέωση, καί μόνο αὐτούς, τούς ἁγίους δηλαδή, νά ἔχουμε ὡς ὁδηγούς. Δέν εἶναι λοιπόν ἐπιζήμιο ἕνα βιβλίο ὅταν ὁ συγγραφέας του, ἀποδεδειγμένα πλέον, δέν κατέχει τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολεῖται;
Ἡ συγγραφέας λοιπόν τοῦ βιβλίου, πιστεύοντας στήν ἁγιότητα τοῦ βίου τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας, μᾶς προβάλλει τή γερόντισσα ὡς πρότυπο γιά τήν πνευματική ζωή. Τό περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι τό "πρότυπο αὐτό", τοὐλάχιστον σύμφωνα με το βιβλίο, πάσχει σοβαρά. Πῶς γιά παράδειγμα νά θεωρήσουμε ἁγία κάποια γιά τήν ὁποῖα πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι εἶχε οὐσιαστική καί πραγματική ἐπικοινωνία μέ ἕναν πνευματικό, κάποια ἡ ὁποία ἄν καί ἔφερε τό μοναχικό ἔνδυμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά ὑποτάχθηκε σέ κάποια γερόντισσα ἀλλά ἀκολουθοῦσε πάντα τό ἴδιον θέλημα αὐτοανακηρυχθεῖσα ἡ ἴδια ὡς γερόντισσα καί κατευθύνοντας ἄλλους ἐνῷ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο "καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καί εἶτα καθάραι", κάποια πού ἄν κά ἔφερε τό σχῆμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά ἅγια μυστήρια μέσῳ τῶν ὁποίων δίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ Κάθαρση ὁ Φωτισμός καί ἡ Θέωση;
Πῶς νά θέσουμε ὡς πρότυπο μιά ὀρθόδοξη μοναχή ἡ ὁποία, σύμφωνα πάντοτε μέ τό βιβλίο:
· ἔμενε σέ ἰνδουϊστικά μοναστήρια καί ἑόρταζε σ' αὐτά τίς μεγάλες Χριστιανικές ἑορτές.
· Συναναστρεφόταν ἀπροϋπόθετα καί συμπροσευχόταν μέ ὅλους, ἑτεροδόξους ἀλλά καί ἑτεροθρήσκους, χωρίς νά τονίζει τις τρομερές διαφορές, ὑπογραμμίζοντας ἀντιθέτως κάποιες ὁμοιότητες εἴτε διογκωμένες εἴτε ἀνύπαρκτες καί κατασκευασμένες.
· Δίδασκε σέ ὁπαδούς τῆς αἱρέσεως τῶν Κουακέρων, γιά τούς ὁποίους ἐπιμελῶς ἀποκρύπτεται ὅτι εἶναι αἱρετικοί, ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου.
· Τηροῦσε αὐστηρά τούς κανόνες τῆς χορτοφαγίας, μιᾶς χορτοφαγίας μάλιστα οὔτε τυχαίας οὔτε "ὑγιεινῆς" ἀλλά μιᾶς, ἰνδουιστικῆς προελεύσεως χορτοφαγίας, - αὐτό ἀποδεικνύεται στή μελέτη μας (προσκλήσεις σέ συνέδρια Χορτοφαγίας, κατηγορίες γιά ὅσους τρῶνε ἀκρίδες, ψάρια ἤ βακαλάο καί ταραμάδες, ταύτιση τοῦ Θεοῦ μέ τό σύμπαν κ.ο.κ).
· Μετεῖχε σέ εἰδωλολατρικές ἀκόμα τελετές, στίς ὁποῖες λατρευόταν ὁ γκουροῦ, ἀρνουμένη τό ἅγιο βάπτισμά της καί λατρεύουσα δαιμόνια.
· Διάβαζε μανιωδῶς καί ἐξίσωνε τά γκουρουϊστικά βιβλία μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους σέ γκουροῦ τούς ὁποίους προέβαλλε ὡς ἁγιασμένα γεροντάκια.
· Πίστευε ὅτι ὑπάρχει στό σύμπαν μιά ἐνέργεια πού παίρνει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τά δέντρα καί τή χάνει ἄν ἡ σάρκα του ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ὑφάσματα μαύρου χρώματος; Αὐτή ἡ ἄποψη πηγάζει ἀπό τήν ὁλιστική θεώρηση τοῦ κόσμου πού ἀποδέχονται πλήρως ὅλες οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες.
· Θεράπευε στά πλαίσια ἐπίσης τῆς θεωρίας αὐτῆς μέ τά χέρια σέ διάφορες στάσεις καί ἀσκοῦσε ἕνα εἶδος φυσιοθεραπείας ἐντελῶς ἄσχετο μέ τήν κλασική ἰατρική (θεράπευε πρίν ἀποκτήσει τό πτυχίο της, θεράπευε "χαρισματικά" ὅταν κοκκίνιζαν τά χέρια της κ.α.).
· Εἶχε συνεχῶς πειρασμικά καί δαιμονικά ὁράματα καί ὁράσεις, μηνύματα καί ἀγγελοφάνειες καί τίς ὁποῖες ἄκριτα δεχόταν ὡς θεϊκές παραγνωρίζοντας τό γεγονός ὅτι ὁ Σατανᾶς εὔκολα μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο Φωτός καί ὅτι κατά τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων "τά ἐνύπνια πολλούς ἐπλάνησαν".
Ὅλα λοιπόν τά παραπάνω κανένας λογικός καί σοβαρός ἄνθρωπος δέ μπορεῖ νά τά χαρακτηρίσει ὡς γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Μιᾶ τέτοια μοναχή καμμιά ἀπολύτως σχέση δέν ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ἀλλά τοὐναντίον πολεμάει καί καταρρίπτει κάθε τί τό ὀρθόδοξο. Ἀκυρώνει τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀνελλιποῦς μετοχῆς στή Θεία Λατρεία, ἀκυρώνει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς πλάνης καί τῆς ἀποφυγῆς αὐτῆς μέσῳ τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς νήψεως, ἀκυρώνει τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί προβάλλει τόν ἰνδουϊσμό, τήν Πανθρησκεία, καί τόν συγκρητισμό. Μέ λίγα λόγια ἀντιστρέφει τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τελικῶς ὁ μόνος πού σώζει· ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζουν καί γίνονται πραγματικοί Χριστιανοί ἀρκεῖ νά προσφέρουν κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Καί ἐρωτοῦμε ὅλους καί ἰδιαιτέρως ὅσους γνώρισαν τη γερόντισσα:
Εἶναι ὅλα αὐτά ἀληθινά; Ἄν ναί τότε τί εἴδους ἁγία ἤ ἀκόμα καί ὀρθόδοξη μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἡ γερόντισσα καί πῶς τίθεται ὡς πρότυπο στήν πνευματική ζωή; Σέ τί ἀπό αὐτά ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο πού ἀναφέρεται στό βιβλίο καλούμαστε νά τήν μιμηθοῦμε, ἐκτός φυσικά ἀπό τήν ἀξιόλογη κοινωνική της προσφορά; Πόσο μοιάζει ὁ βίος τῆς γερόντισσας μέ τά συναξάρια τῶν ἁγίων ἀλλά καί τῶν συγχρόνων γεροντάδων; Πόσο συμφωνεῖ καί συμβαδίζει ἡ θεωρία της καί ἡ πράξη της μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἀσκητική καί νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἄν ὄχι, ἄν δηλαδή δέν ἀληθεύουν ὅλα αὐτά ἀλλά εἶναι φαντασίες τῆς συγγραφέως τότε, γιατί οἱ ἐνστάσεις καί οἱ ἐπιθέσεις ἀκόμα, στρέφονται πρός ἐμᾶς καί ὄχι πρός τήν συκοφάντρια συγγραφέα; Γιατί ἀντί νά συμπαραστέκεστε στήν προσπάθειά μας νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια μᾶς πολεμεῖτε; Γιατί ἀπορεῖτε πού θέλουμε νά προστατεύσουμε τό ποίμνιο μας ἀπό ψευδῆ καί ἐπικίνδυνα πρότυπα;
Πάντως ἔχουμε τό παράπονο ὅτι κανείς ἀπό τούς διαφωνοῦντες δέν μπῆκε στή διαδικασία νά μελετήσει τή κριτική μας ἁπλῶς καί μόνο διότι, ὅλοι οἱ διαφωνοῦντες σοκαρισμένοι ἀπό τό τόλμημα καί μόνο τῆς κριτικῆς, δέν κατάλαβαν ὅτι αὐτή ἀπευθυνόταν πρός τό βιβλίο. Γι’ αὐτό θέλουμε ταπεινά νά συστήσουμε νά ξαναδιαβασθεῖ ἡ μελέτη μας πιό προσεκτικά καί νά περάσει ἀπό αὐστηρή κρίση ( ὄχι κατάκριση ἀπευθείας καί ἄνευ κρίσεως) ἀπό ἀντιπαράθεση δηλαδή τῶν στοιχείων καί τῶν ἐπιχειρημάτων σέ σύγκριση μέ ὅσα ἡ Γραφή ἀναφέρει καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουν · διότι μόνο αὐτοί εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός καί ὄχι ἡ δική μας ὑποκειμενικότητα, τό δικό μας προσωπικό καί ἐγωϊστικό κριτήριο καί ὁ συναισθηματισμός μας.
Τά ἐπιχειρήματα ὅμως πού τότε χρησιμοποιήσαμε φρονοῦμε ὅτι ἐνισχύονται καί ἀπό τήν πορεία τῆς συγγραφέως ἀλλά καί ἀπό ἄλλα στοιχεῖα πού ἔγιναν ἀργότερα γνωστά. Συγκεκριμένα παραπέμπουμε στήν ἐφημερίδα Εspresso 21.2. 2002, ὅπου σέ συνέντευξή του ὁ ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλαδός καταδικασθείς Περικλής Χάρος ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος καί ἐπεξηγεῖ πῶς καί ἐκεῖνος πῆρε τό χάρισμά του ἀπό τή γερόντισσα Γαβριηλία. Σημειωτέον ὅτι ὁ κος Χάρος θεραπεύει μέ ἰνδουϊστικές μεθόδους καίτοι παρουσιάζεται ὡς κληρικός, καί χρησιμοποιεῖ ὡς θεραπευτήριό του ἕναν ναΐσκο. Ἐπίσης ὁ κος Χάρος ἔχει "βῆμα" σέ κανάλι καί παραπλανεῖ πολύ κόσμο ὁδηγώντας ἐκτός Ἐκκλησίας.
Εἶναι τέλος φρονοῦμε ἀπαραίτητο νά διευκρινήσουμε πώς ἀπό ἐδῶ καί στό ἐξῆς δέ θά ἀπαντοῦμε σέ ἀφηρημένες ἐνστάσεις ἤ ἀντιρρήσεις πού ἀποτελοῦν ἁπλῶς ξεχύλισμα τοῦ συναισθηματισμοῦ, ἤ σέ ὑβριστικές ἐπιστολές γεμάτες "ἀγάπη" πού πολλοί, ὅπως πιστεύουν, διδάχθηκαν ἀπό τό βιβλίο αὐτό, ἀλλά μόνο σέ συγκεκριμένες ἐνστάσεις πού γίνονται πάνω σέ συγκεκριμένες θέσεις μας καί εἶναι αἰτιολογημένες, σέ ὅσους δηλαδή ἔχουν καλή προαίρεση καί ἀγαθές διαθέσεις διότι μόνο ἀπό αὐτούς μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε, καί γιατί ὄχι, νά ὡφελήσουμε.
Πηγή: Η άλλη όψη
Ἡ αἰώνια καλλονή: Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
Πρόσφατα αἰσθάνθηκα μιά μεγάλη ἔκπληξη, ὅταν μέ ἐπισκέφθηκε στό γραφεῖο μου ἕνας Ἰταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, ὁ Ἀντόνιο Ραντσολίν, ὁ ὁποῖος μέ ἐνημέρωσε ὅτι μετέφρασε, χωρίς νά τό γνωρίζω, στήν ἰταλική γλώσσα τό βιβλίο μου πού ἐξεδόθη τό 1990 σέ πρώτη ἔκδοση μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα». Μοῦ εἶπε ὅτι τό διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε, τό μετέφρασε καί μοῦ ζήτησε τήν ἄδεια νά τό ἐκδώση.
Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελέσθηκε ἀπό ὁμιλίες πού ἔκανα στό Σεμινάριο τῶν Κατηχητῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, κατά τό ἔτος 1989-1990, ὡς Ἱεροκήρυκας καί Διευθυντής Νεότητος αὐτῆς. Φυσικά ἐξεδόθη πρίν 27 χρόνια, πρίν ἐκλεγῶ Μητροπολίτης, καί ἀπό τότε δέν ἔχω διαφοροποιηθῆ στίς ἐκκλησιολογικές θέσεις μου.
Ἁπλῶς νά ἀναφερθοῦν τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, γιά νά κατανοηθῆ στήν συνέχεια ὁ πρόλογος τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ἰταλός μεταφραστής.
Τά κεφάλαια εἶναι: «Προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας», «Ὁρισμός καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας», «Ἡ Ὀρθοδοξία κατά τούς ἁγίους Πατέρας», «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιον Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», «Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα», «Ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς», «Ὀρθοδοξία καί νομικισμός», «Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική», «Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ὁ Ρωμαιοκαθολικός αὐτός θεολόγος στό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου εἶδε τήν καλλονή τῆς Ἐκκλησίας, τήν αἰώνια δόξα της. Προφανῶς εἶχε διάφορα προβλήματα μέ τήν σχολαστική θεολογία καί τήν πρακτική πού χαρακτηρίζει τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, γι’ αὐτό ἀφ' ἑνός μέν τό μετέφρασε στήν Ἰταλική γλώσσα, ἀφ' ἑτέρου δέ ἄλλαξε τόν τίτλο –γιά τήν ὁποία ἀλλαγή συμφώνησα– καί τό τιτλοφόρησε «Ἡ αἰώνια καλλονή», ἐμπνευσμένος ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἆσμα Ἀσμάτων, θέττοντας ὡς ὑπότιτλο «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας».
Τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν μελέτη τοῦ βιβλίου τίς κατέγραψε στόν πρόλογο, πού εἶναι πολύ σημαντικός, καί δείχνει πῶς αἰσθάνθηκε τήν Ἐκκλησία μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου πού μετέφρασε, σέ ἀντιπαραβολή μέ τό πῶς βιώνει τήν δική του Ρωμαιοκαθολική παράδοση.
Παρατίθεται ὁ πρόλογος:
* * *
Ὁ πρόλογος τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου στήν ἰταλική ἔκδοση
«Τί μπορεῖ νά πῆ σέ ἕναν καθολικό ἀναγνώστη –καί ἑπομένως στήν πλειοψηφία τῶν ἰταλῶν ἀναγνωστῶν του– ἕνα βιβλίο γιά τήν Ἐκκλησία γραμμένο ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο;
Θά προσπαθήσω νά ἐκφράσω αὐτό πού εἶπε σέ μένα, τόν μεταφραστή του. Θά προσπαθήσω νά ἐπισημάνω μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, πού μέ βοήθησαν νά «ἐπανεστιάσω» –ἐπιτρέψτε μου τόν ὅρο– στόν στόχο σέ σχέση μέ ὁρισμένες ἀσυνέπειες ἀπό τίς ὁποῖες μοῦ φαίνεται μερικές φορές ὅτι ὑποφέρει ὁ καθολικισμός μου…
Ἕνα πρῶτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Νά μιλᾶς καί νά ζῆς τήν Ἐκκλησία ἐκκινώντας ἀπό τόν Χριστό. Ὄχι νά ξεκινᾶς ἀπό ἕναν πάπα, ἀπό ἕναν πατριάρχη, ἀπό ἕναν ἐπίσκοπο∙ ὅσο σημαντικός κι ἂν εἶναι αὐτός (ὁ πάπας, ὁ πατριάρχης, ὁ ἐπίσκοπος), ὅσο εὐαγγελικός κι ἂν εἶναι. Γιατί ὅσο ἀκούγεται ὁ ἡγέτης, τόσο γίνεται καί ἠθική αὐθεντία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντα καί μόνο χριστοκεντρική (ὄχι παποκεντρική, ὄχι πατριαρχοκεντρική, ὄχι ἐπισκοποκεντρική). Χριστοκεντρική εἶναι ἡ Ἐκκλησία∙ καί γι’ αὐτό Πνευματοκεντρική. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος πού θέτουν, μέσα στήν ἱεραρχικά καθορισμένη κιβωτό της, ὅλους στήν ὑπηρεσία ὅλων, σέ μία ἐκπληκτική καθολικότητα καί συμφωνία τῶν ἐκφράσεων. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος, πού ἀποτυπώνουν στό σῶμα της τήν ἐσταυρωμένη καί πασχάλια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σῶμα πού γίνεται ἔτσι σῶμα φωτός, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Σῶμα ἅγιο, ἡ Ἐκκλησία, μέ τόν Χριστό στό κέντρο, ἤτοι μέ τό Πνεῦμα.
Ἕνα δεύτερο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι οὐσιαστικά ἕνας ἀσθενής: ἡ νόσος του εἶναι τά πάθη του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑπομένως ἰατρεῖο, νοσοκομεῖο∙ δέν εἶναι δικαστήριο. Εἰσέρχεσαι καί ἡ Μητέρα Ἐκκλησία σέ περιθάλπει. Μέ τό Λόγο, τοῦ ὁποίου εἶναι φύλακας. Μέ τά μυστήρια τῆς ἄκτιστης Χάρης. Καί στηρίζοντάς σε, ἐφόσον θέλεις καί τό ἀναζητᾶς, μέ ἕναν πνευματικό πατέρα, ἕναν ἰατρό, πού συμπαραστέκεται στούς ἀγῶνες σου, πού σέ ὁδηγεῖ ἀπό τό χέρι σέ μιά θεραπευτική πορεία μέσω ἀναβαθμῶν: Ἀρχικά ἡ ἐπίπονη καί μακρά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, καί τέλος, ἐάν καί ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήση, ἡ ἐκστατική ἁρπαγή τῆς θεώσεως. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά σέ κάνη θεό! Νά ἐκτείνη στό ἄπειρο τίς δυνατότητές σου, τίς θεῖες δυνατότητες τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά νεκρωθοῦν μέσα σου τά ἀφύσικα, θανατηφόρα πάθη σου, γιά νά ζήση ἐντός σου τό μοναδικό, ἅγιο, θεῖο καί ζωοποιό πάθος: ἡ ἀγάπη. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη…
Ἕνα τρίτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι τόσο ἡ παράβαση ἑνός νόμου. Δέν εἶναι μιά προσβολή στό Θεό, πού ἀπαιτεῖ τιμωρίες καί ἀποζημιώσεις… Πόσες ἀνακρίβειες, στό θέμα αὐτό, ἂν ὄχι πραγματικές βλασφημίες, σέ τόσες προσευχές: «Ἁμάρτησα καί ἀξίζω τίς κολάσεις σου καί… σέ προσέβαλα… Ὑπόσχομαι μέ τήν βοήθειά Σου νά μήν σέ ξαναπροσβάλω πιά». Τά ἁμαρτήματά μας δέν προσβάλλουν τό Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄπειρη ἀγάπη. Προσβάλλουν ἐμᾶς: διαστρέφουν τήν φύση μας, τήν πλασμένη κατ’ εἰκόνα Του… τήν ἀρρωσταίνουν, δέν ἀφήνουν νά διαλάμψη τό πρωταρχικό φῶς τοῦ Λόγου, πού περιέχει. Ἐμεῖς ὅμως θεωροῦμε τά πάθη «φυσικά», ἐνῶ πρόκειται μόνον γιά παθολογία. Ἡ Ἐκκλησία, … πάντα μᾶς κηρύσσει καί πάντα κοινωνεῖ σέ μᾶς τήν φυσιολογία. Μᾶς βαπτίζει στήν φυσιολογία, μᾶς τρέφει μέ τήν φυσιολογία. Δηλαδή μᾶς βαπτίζει στόν Χριστό καί τρέφει μέ τόν Χριστό, πάντα.
Ἕνα τέταρτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἀδιάφορη. Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά πιστεύης σέ ἕναν Θεό τρισυπόστατο ἢ σέ ἕναν Θεό μονοϋπόστατο, σέ ἕναν Υἱό γεννηθέντα ἢ σέ ἕναν Υἱό ποιηθέντα, σέ μιά ἀληθῆ σάρκα τοῦ Λόγου, ἀληθῶς προσληφθεῖσα, παθοῦσα, ἀναστᾶσα καί ἀναληφθεῖσα, ἢ ἁπλῶς σέ μία σάρκα φαινομενική, φανταστική, κατά δόκηση, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πίστη εἶναι ζωή. Καί ἀπό μία διαφορετική πίστη προέρχεται, κατά τρόπο φυσικό, μιά διαφορετική ζωή, μέ διαφορετικές ἐκφράσεις καί πραγματώσεις καί διαφορετικά σημεῖα ἀναφορᾶς. Αὐτό τό βιβλίο θέτει τόν ἀναγνώστη ἐνώπιον τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως μέ τόν ἀναλλοίωτο χαρακτήρα της, γιά τήν ὁποία ἔγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν, γιά τήν ὁποία πολλοί ἐξ αὐτῶν γεύτηκαν τήν πικρία τῶν βασανιστηρίων, τῆς φυλακῆς, τῆς ἐξορίας καί τοῦ θανάτου. Σέ ἕνα γενικό κλίμα πού σχετικοποιεῖ τά πάντα, πού ὑποβαθμίζει τά πάντα, καθίσταται ὅσο ποτέ ἄλλοτε ὑγιές καί ἐπεῖγον νά ἀναστοχαστοῦμε πάνω στό δόγμα καί τήν οὐσιώδη ἀξία του∙ καί αὐτό μπορεῖ νά γίνη στήν σχολή ἐκείνων πού ἀπέκτησαν ἐμπειρία τοῦ δόγματος, δηλ. τῶν θεουμένων. Εἶναι αὐτοί πού «θεώρησαν» («ἐθεάσαντο») τό δόγμα πρόσωπον πρός πρόσωπο: Στό Φῶς πού εἶναι τό Πνεῦμα, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Υἱός, καί μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Πατήρ. Τό δόγμα μᾶς ὁδηγεῖ στήν γνώση ἀπό τό τριαδικό πῦρ τοῦ Ἠγαπημένου.
Ἕνα πέμπτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, λοιπόν, μιά συνάντηση. Δέν εἶναι ὀρθολογικός ἢ «ἐπιστημονικός» στοχασμός ἐπί τοῦ δεδομένου τῆς ἀποκαλύψεως (πού ἀκόμα κι ἕνας ἄθεος –ἔτσι λέγεται σέ κάποια περιβάλλοντα- θά μποροῦσε νά πραγματοποιήση). Θεολόγοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού «ξέρουν» θεολογία, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἔχουν συναντηθεῖ μέ τόν Ἀναστάντα τῆς θεολογίας καί ἔτσι μποροῦν ἐκ πείρας νά μιλήσουν γιά τόν Θεό. Ἢ καλύτερα νά ψελλίσουν κάτι γιά τόν ἄρρητο Ἠγαπημένο. Καί ἐδῶ νά ἐπανεστιάσω σέ στρεβλώσεις… Ἂν συναντήσης τόν Θεό, ἀναβλύζεις θεολογία, χωρίς νά ἔχης μελετήσει τούς διάσημους Ἀθηναίους σοφούς. Ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά σέ προετοιμάζη γιά τήν συνάντηση. Ὑπάρχει μόνο γι’ αὐτό. Μέ τήν χάρη καί τήν ἄσκηση σέ ὁδηγεῖ –ἂν τήν ἀκολουθήσης πιστά, ἂν εἰσέλθης στούς ἀγῶνες πού σου προτείνει– μέχρι τήν Πεντηκοστή. Φτάνοντας στό ὑπερῶο τό πῦρ τοῦ Πνεύματος θά ἐπιφοιτήση καί σέ σένα καί τοῦτο τό πῦρ θά σέ ὁδηγήση ἔσω τοῦ Μυστηρίου. Θά εἶσαι ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος: Ἡ θεολογία «σου» θά συμπίπτη μέ τήν δική τους, ἐπειδή ἡ δική «σου» ἐμπειρία θά ὁμοιάζη μέ τήν δική τους. Τίποτε περισσότερα, ἀλλά καί τίποτα λιγότερο.
Ἕνα ἕκτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε μιά σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν πίστη, μέ τήν ὀρθή πίστη, ἀλλά ὁμοίως σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιαστική πράξη. Ἐδῶ ἀνακεφαλαιώνονται τά πάντα: ἀπό τήν δημιουργία μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀπό τήν πρωτολογία στήν ἐσχατολογία, ὅλα ἐμπεριέχονται σέ τοῦτο τό Ποτήριον καί τόν Ἄρτον. Τά πάντα: ὅλα τά ὄντα καί τό νόημά τους, ὅλη ἡ ἱστορία καί τό νόημά της. Γιατί ὁ Σαρκωμένος Λόγος, ὁ σταυρωθεῖς καί ἀναστάς, εἶναι καρδιά καί τό νόημα κάθε ὄντος∙ ἡ καρδιά καί τό νόημα τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς Ἐκκλησίας… Ἐκκλησία, ὀρθοδοξία τῆς πίστης, Εὐχαριστία: Τρία στοιχεῖα σέ περιχώρηση, πού ἀγκαλιάζονται ἀμοιβαία, συνυπάρχουν καί μαζί δίνουν ἀμοιβαίως μαρτυρία. Ἀκόμα καί ὁ τόπος ὅπου ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τήν κλάση τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γίνεται καί αὐτός ἀποκάλυψη: τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτῆς εἰσέρχεσαι στό Ναό στίς μύτες τῶν ποδιῶν, ἀφαιρεῖς τά ὑποδήματα, γιά νά συναντηθῆς μέ τήν βάτο τήν καιομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν βάτο πού βυθίζει τίς ρίζες της στήν ἁγία γῆ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου.
Αὐτά εἶναι μόνον μερικά ἀπό τά στοιχεῖα πού τό μεταφρασμένο κείμενο ἄφησε στήν καρδιά τοῦ μεταφραστῆ. Στοιχεῖα –πιστεύω– ἀποφασιστικά γιά νά ζήσουμε –καί κατά τρόπο πιό «στοχευμένο»– τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔγινα κι ἐγώ μαθητής, ὅπως οἱ κατηχητές τῶν Ἀθηνῶν τῶν ἐτῶν 1989-90, πού ἄκουγαν τόν τότε ἀρχιμανδρίτη καί νῦν μητροπολίτη Ἱερόθεο∙ ἄκουσα κι ἐγώ τούς λόγους του∙ τούς μετέφρασα (ἀναζητώντας, μεταξύ ἄλλων, καί βρίσκοντας σχεδόν πάντα τίς ἀκριβεῖς πηγές τῶν Πατέρων πού παρατίθενται καί σημειώνοντάς τις στίς ὑποσημειώσεις)∙ καί τώρα τούς παραδίδω στόν ἀναγνώστη –Ρωμαιοκαθολικό, Ὀρθόδοξο, Προτεστάντη… Γιατί νά ἀντιπαρατεθῆ μέ αὐτούς τούς λόγους, νά ἀρχίση ὁ διάλογός του μέ αὐτούς, νά διασταυρωθῆ ἡ ζωή του. Ἕνα καινούριο βιβλίο σηματοδοτεῖ πάντα τήν ἀρχή ἑνός κομματιοῦ κοινῆς ἱστορίας ἀνάμεσα στόν συγγραφέα καί τόν ἀναγνώστη.
Ὁ μεταφραστής
Ἀντόνιο Ραντσολίν»
* * *
Θά μοῦ ἐπιτραπῆ ἕνας ἀκροτελεύτιος λόγος.
Ὁ Ἰταλός μεταφραστής τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦλθε στήν Ναύπακτο στό διάστημα μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης, γιά νά μέ γνωρίση καί νά συζητήση μαζί μου διάφορα μεταφραστικά προβλήματα καί ἀμέσως μετά μοῦ ἔστειλε τόν Πρόλογό του.
Διαβάζοντας τόν πρόλογο αὐτό, αἰσθάνθηκα βαθειά ἔκπληξη, συγκινήθηκα πολύ καί δοξολόγησα ἐκ καρδίας τόν Θεό γιά τό δῶρο αὐτό πού μοῦ χάρισε.
Σέ μιά ἐποχή πού ἀκόμη καί μεγάλοι φαινομενικά θεολόγοι ἀγωνίζονται νά μᾶς πείσουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεπερασμένοι ἀπό τήν σχολαστική καί ρωσική θεολογία –πού εἶναι ἡ λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί κυριαρχεῖται ἀπό τόν σχετικισμό∙ ὅτι ἡ σύγχρονη θεολογία πρέπει νά εἶναι «συναφειακή», νά βλέπη τά κοινά σημεῖα ὅλων τῶν Χριστιανικῶν θεολογικῶν παραδόσεων∙ ὅτι πρέπει νά συμβιβαστοῦμε μέ τόν σχολαστικισμό∙ ὅτι πέρα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἄλλες Ἐκκλησίες∙ ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δέν προσδιορίζονται ἀπό τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Μυστήριο θείας Εὐχαριστίας), ἀλλά ἀπό τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος∙ ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί ὑπάρχει συναγωνισμός ἀναγνωρίσεως τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἔρχεται ἕνας Ἰταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος νά ἐξυμνήση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί νά κρίνη μέ ὡραῖο τρόπο τήν χριστιανική παράδοση μέσα στήν ὁποία μεγάλωσε καί ζῆ.
Φαίνεται καθαρά ὅτι, ἐνῶ πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι καί Κληρικοί προσπαθοῦν νά κινηθοῦν μέ μεταπατερικό, συναφειακό, σχετικιστικό καί κοσμικό τρόπο, ὅσοι ἀπό τόν λαό ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια καί ὑποψιάζονται τήν «αἰώνια καλλονή» τῆς Ἐκκλησίας, τήν προσλαμβάνουν, τήν ἀγαποῦν καί τήν ἐκφράζουν. Τελικά, «μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ὑπερισχύει» (Ἔσδρας Α', δ', 41).
Φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο πού τελικά θά ἐπικρατήση θά εἶναι «ἡ δογματική συνείδηση» τῶν θεουμένων Πατέρων καί ὄχι οἱ θεσμοποιημένες ἀρχές, ἀπό ὁποιονδήποτε καί ἄν προέρχονται. Οἱ κατά Χάριν θεούμενοι εἶναι οἱ ἐγγυητές τῆς ἀληθείας καί σέ αὐτούς ἀναπαύεται ὁ Θεός. Μακάριοι ὅσοι ζοῦν στό ἔκπαγλο Μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς «αἰωνίας αὐτῆς καλλονῆς».–
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση
Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας
Σήμερα ἔχουμε να ἀντιμετωπίσουμε μία ἄλλη Εἰκονομαχία, τὴν πίεση πού ἀσκεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία στὴν Ἐκκλησία νὰ προσαρμοστεῖ στὰ ἰδικὰ της μέτρα καὶ ἰδεώδη, ὥστε καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκκοσμικευθεῖ.
Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι μεγάλος. Ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθεῖ τὸν κόσμο νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταβάλλει σὲ κόσμο.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατεῖ τὰ τυπικά της, ἀλλὰ θὰ χάσει τὴν πίστη της.
Θὰ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Παπισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε:
«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν... της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».
Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Ἀντιθέτως, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεανθρωποκεντρισμός. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία χάσει ἢ ἐλαττώσει τὸ θεανθρωποκεντρικὸ της χαρακτήρα, ἐκπίπτει σὲ ἕνα θρησκευτικὸ ἵδρυμα ἢ σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέχεται τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ὡς τὴ μόνη Ἀλήθεια πού σώζει τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ.
Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὁδηγεῖ πρὸς μία πανθρησκεία διὰ τῆς συνεργασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν.
Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια πού σώζει, ἀλλὰ ἡ ἐνδοκόσμια εἰρήνη. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη συμφέρει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, πού θέλουν τοὺς λαοὺς ὑποταγμένους στὴν κυριαρχία τους καὶ διὰ τῆς συνεργασίας τῶν θρησκειῶν εἰρηνικοὺς (κατεσταλμένους).
Χάριν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς διαθρησκευτικὲς συναντήσεις δὲν ὁμολογοῦν τὸ Χριστό. Ἀνέχονται, ἔτσι, νὰ κατατάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι εἶναι ἄθεος ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεὸν Τρισυπόστατον καὶ εἰς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ μὴ τιμῶν τοῦ υἱὸν οὐ τιμᾶ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν». «Ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῶ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἒπ αὐτόν». Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Βασίλειο: «οὐ πιστεύει δὲ εἰς Πατέρα ὁ μὴ πιστεύσας τῷ Υἱῶ».
Πηγή: Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό
Μοναδικός φύλακας και ερμηνευτής των αληθειών της πίστεώς μας είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Όσοι δεν δέχονται ή παρερμηνεύουν τις αλήθειες της πίστεώς μας αυτοί ονομάστηκαν και είναι αιρετικοί. Αίρεση είναι η πλάνη στην πίστη. Τις αιρέσεις η Εκκλησία μας τις αντιμετώπισε με τις Συνόδους. Την περασμένη Κυριακή τιμήσαμε τους 630 θεοφόρους πατέρες που συγκρότησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ. Χ. στη Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος αυτή διακήρυξε ότι ο Χριστός είναι Τέλειος Θεός και Τέλειος Άνθρωπος∙
έχει δυο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, οι οποίες είναι ενωμένες ασυγχύτως, ατρέπτως,αδιαιρέτως, αχωρίστως σε μια υπόσταση.
Όσοι υποστήριξαν ότι η θεία φύση απορρόφησε την ανθρώπινη ονομάστηκαν Μονοφυσίτες. Αρχηγοί αυτών ο Ευτυχής, ο Διόσκορος και ο Σεβήρος. Αυτούς τους καταδίκασε η Εκκλησία με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η απόφαση της Συνόδου επικυρώθηκε και με το θαύμα που έγινε στο ιερό λείψανο της Αγίας Ευφυμίας. Όταν ολοκληρώθηκε η Σύνοδος οι Ορθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο που περιείχε την Ορθόδοξη διδασκαλία και οι Μονοφυσίτες συνέταξαν δικό τους Τόμο που περιείχε τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Τους Τόμους αυτούς τοποθέτησαν στη λειψανοθήκη της Αγίας Ευφυμίας και αφού την σφράγισαν προσευχήθηκαν για ένα χρονικό διάστημα.
Όταν άνοιξαν την λειψανοθήκη είδαν το θαυμαστό γεγονός: Ο Τόμος των Ορθοδόξων να βρίσκεται στα χέρια της Αγίας, ενώ ο Τόμος των Μονοφυσιτών αιρετικών ήταν στα πόδια της. Μ’ αυτό το θαύμα η Αγία επικύρωσε την αλήθεια για το Χριστολογικό δόγμα, γι’ αυτό καθιερώθηκε να γιορτάζεται η μνήμη των θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο μετά το θαύμα της Αγίας Ευφυμίας. Οι θεοφόροι Πατέρες αγωνίστηκαν για να φυλάξουν την Ορθοδοξία ανόθευτη. Και με ανύστακτο ποιμαντικό ενδιαφέρον προστάτεψαν τους πιστούς από τις κακοδοξίες των αιρετικών. Αυτό επιβεβαιώνει και η ανύστακτη ποιμαντική φροντίδα του Πατριάρχη Αντιοχείας Εφραιμίου που ως καλός ποιμένας νουθέτησε και μετέστρεψε στην Ορθόδοξη Πίστη έναν Σεβηριανό μοναχό. Παραθέτουμε το περιστατικό της μεταστροφής από το «Λειμωνάριον» του Μόσχου.
Η μεταστροφή κάποιου Σεβηριανού μοναχού από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Εφραίμιο
«Μας διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, πατριάρχη Αντιοχείας, ότι είχε πολύ ζήλο και θέρμη για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε κάποτε για κάποιο στυλίτη στα μέρη της Ιεραπόλεως ότι ανήκει στους αιρετικούς Σεβηριανούς και Ακεφάλους, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από την Εκκλησία, πήγε προς αυτόν με σκοπό να τον μεταστρέψει. Μόλις λοιπόν έφτασε κοντά του, άρχισε ο θείος Εφραίμιος να παρακαλεί και να νουθετεί το στυλίτη να προστρέξει στον αποστολικό θρόνο και να έρθει σε μυστηριακή κοινωνία με την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Του αποκρίθηκε ο στυλίτης και είπε:
› Εγώ δεν θα δεχτώ τη σύνοδο στην τύχη.
Του λέει ο θείος Εφραίμιος:
› Και με τι τρόπο θέλεις να σε θεραπεύσω πλήρως και να σου αποδείξω ότι, με τη χάρη του Χριστού Ιησού και Κυρίου Θεού μας, είναι ελεύθερη η αγία Εκκλησία από κάθε ακαθαρσία αιρετικής διδασκαλίας;.
Του λέει ο στυλίτης:
› Ν' ανάψουμε φωτιά, κύριε πατριάρχη, και να μπούμε μέσα εγώ και εσείς κι όποιος βγει αβλαβής, αυτός είναι ορθόδοξος κι αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε.
Το είπε αυτό, για να τρομάξει τον πατριάρχη. Τότε ο θείος Εφραίμιος αποκρίνεται στο στυλίτη:
› Έπρεπε, παιδί μου, να μ' ακούσεις σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσεις από μας. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που ξεπερνά την αθλιότητα μου, θαρρώ στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού ότι για την σωτηρία της ψυχής σου κάνω κι αυτό.
Τότε λέγει ο θείος Εφραίμιος στους παρευρισκομένους:
› Ευλογητός Κύριος, φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Κι ήρθαν τα ξύλα. Τα άναψε λοιπόν ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στο στυλίτη:
› Κατέβα κι ας μπούμε κι οι δύο, κατά την απόφασή σου.
Επειδή όμως ο στυλίτης έμεινε έκπληκτος από την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και δεν ήθελε να κατέβει του λέει ο πατριάρχης:
› Δεν πρότεινες εσύ να γίνει αυτό; και πώς τώρα δεν θέλεις να το κάνεις;
Τότε έβγαλε ο αρχιεπίσκοπος το ωμοφόριο που φορούσε, ήρθε κοντά στη φωτιά και προσευχήθηκε και είπε:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος καταξίωσες να σαρκωθείς αληθινά για μας από τη Δέσποινα μας, την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, δείξε μας την αλήθεια.
Κι όταν τελείωσε την ευχή, τίναξε το ωμοφόριο του στη μέση της φωτιάς. Αφού λοιπόν η φωτιά κράτησε τρεις ώρες και κατάφαγε τα ξύλα, πήραν το ωμοφόριο σώο, αβλαβές και ακέραιο, χωρίς να βρεθεί σ' αυτό ίχνος καψίματος. Τότε ο στυλίτης, είδε το γεγονός, πληροφορήθηκε, αναθεμάτισε το Σεβήρο και την αίρεση του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία, κοινώνησε από τα χέρια του μακάριου Εφραίμιου και δόξασε το Θεό.»
Πηγή: (Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, εκδ. Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 1986 σ.41-43) Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...