
Πιστέ καί ἀγαπημένε Λαέ, Ἀδελφοί τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης μας, τῆς καρδιᾶς τῆς Ἑλλάδας, Προσέρχομαι ταπεινά ἐνώπιόν σας, ὡς ὁ ἔσχατος τῶν Ἀδελφῶν μου Ἀρχιερέων, γιά νά σᾶς ἐκφράσω τήν κοινή μας θέση στό ζήτημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Δέν ἦλθα νά σᾶς φανατίσω. Ἦλθα νά σᾶς ἐνημερώσω. Βλέποντας αὐτή τή συγκλονιστική εἰκόνα τῆς λαοθάλασσας μ' αὐτή τή μεγαλειώδη παρουσία σας ἐδῶ, ἀντιλαμβάνομαι πόσο δίκαιο εἶχε ἡ Ἱ. Σύνοδος νά ὁρίσει νά γίνει πρῶτα στή Θεσσαλονίκη, στήν ἱερή πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Γένους, τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν ἱεραποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τήν πόλη τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, τῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τή πόλη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν μεγάλων ἀναστημάτων τοῦ Πνεύματος, ἡ σημερινή εἰρηνική καί πρωτοφανής σέ παλμό καί ὄγκο Λαοσύναξη τῶν πιστῶν. Γιατί πρῶτοι ἐσεῖς μέ αὐτή τή συγκλονιστική μαρτυρία σας ἐδῶ δίνετε σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα τό Μήνυμα ἑνός ἀξεπέραστου εἰρηνικοῦ δυναμισμοῦ, ἀλλά καί ἑνός ἀπαράμιλλου χριστιανικοῦ ἤθους.
ΟΜΙΛΙΑ
τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
στή Λαοσύναξη τῆς Θεσσαλονίκης
Πιστέ καί ἀγαπημένε Λαέ, Ἀδελφοί τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης μας, τῆς καρδιᾶς τῆς Ἑλλάδας,
Προσέρχομαι ταπεινά ἐνώπιόν σας, ὡς ὁ ἔσχατος τῶν Ἀδελφῶν μου Ἀρχιερέων, γιά νά σᾶς ἐκφράσω τήν κοινή μας θέση στό ζήτημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Δέν ἦλθα νά σᾶς φανατίσω. Ἦλθα νά σᾶς ἐνημερώσω.
Βλέποντας αὐτή τή συγκλονιστική εἰκόνα τῆς λαοθάλασσας μ' αὐτή τή μεγαλειώδη παρουσία σας ἐδῶ, ἀντιλαμβάνομαι πόσο δίκαιο εἶχε ἡ Ἱ. Σύνοδος νά ὁρίσει νά γίνει πρῶτα στή Θεσσαλονίκη, στήν ἱερή πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Γένους, τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν ἱεραποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τήν πόλη τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, τῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τή πόλη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν μεγάλων ἀναστημάτων τοῦ Πνεύματος, ἡ σημερινή εἰρηνική καί πρωτοφανής σέ παλμό καί ὄγκο Λαοσύναξη τῶν πιστῶν. Γιατί πρῶτοι ἐσεῖς μέ αὐτή τή συγκλονιστική μαρτυρία σας ἐδῶ δίνετε σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα τό Μήνυμα ἑνός ἀξεπέραστου εἰρηνικοῦ δυναμισμοῦ, ἀλλά καί ἑνός ἀπαράμιλλου χριστιανικοῦ ἤθους.
Εἶχε δίκαιο νά περιμένει ἡ Ἱ. Σύνοδος ὅτι οἱ Μακεδόνες καί Θρακιῶτες, οἱ Ἠπειρῶτες καί οἱ Θεσσαλοί θά ἔδιναν ἐδῶ ἕνα ἐπιβλητικό καί πολυσήμαντο παρόν στήν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας τους, γιά νά διατρανώσουν τήν ἀμετακίνητη θέλησή τους νά προασπίσουν ἱερά καί ὅσια πού κινδυνεύουν νά ὑπονομευθοῦν καί στή συνέχεια νά ἀλλοτριωθοῦν.
Εἶχε δίκαιο νά στηρίζεται στήν πανθομολογούμενη εὐσέβειά σας, τήν εὐσέβεια πού στό βόρειο χῶρο τῆς Πατρίδας μας ἔχει νά ἐπιδείξει πρωτόφαντα ἔργα πνοῆς καί χριστιανικῆς ἀλληλεγγύης, πού ἀγκαλιάζουν ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς διακρίσεις. Εἴμαστε μιά ἀνθρώπινη κοινωνία ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καί κατανόησης. Καί τό ἀποδεικνύουμε κάθε μέρα.
Εὐλογημένε Λαέ τοῦ Θεοῦ, πιστοί τῆς Ἐκκλησίας μας!
Πρίν ἀπό 13 χρόνια σ’ αὐτή τή πόλη ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικός Λαός τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσε πρός κάθε κατεύθυνση τό εἰρηνικό μήνυμα τῆς ἤρεμης ψυχικῆς του δύναμη πού διατράνωνε τή θέληση γιά νά μείνει ἀπρόσβλητο τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πάλι ὁ ἴδιος Λαός, πολύ περισσότερος ἀπό τότε, καί πολύ πιό ἐνημερωμένος, συνάζεται, γιά νά διατρανώσει τήν ἀπόφασή του νά προασπίσει τήν κληρονομιά του, νά ἐπαναβεβαιώσει τή θέλησή του νά μείνει ἡ Ἑλλάδα χώρα ὀρθόδοξη, ἀληθινά προοδευτική καί σύγχρονη.
Εἶναι ἄκρως συγκινητικό καί συγκλονιστικό τό θέαμα πού ἀτενίζουμε ὅλοι μας σ’ αὐτό τό χῶρο. Ἑκατοντάδες χιλιάδες ἄνθρωποι κάθε τάξεως καί κάθε ἡλικίας ἦλθαν σήμερα ἐδῶ χωρίς καμμιά εἰδική ὀργάνωση, μέ μοναδικό ἐφόδιο τό πύρωμα τῆς καρδιᾶς τους καί δίνουν τό παρόν στή Λαοσύναξη ἐτούτη, τήν εἰρηνική μέν ἀλλά ἀποφασιστική, πού διεκδικεῖ καί ἀξιώνει ἀπό τήν ἐξουσία τό σεβασμό γιά τήν παράδοση καί γιά τή διάρκεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἐξασφαλίζεται μόνο μέ τή στενή καί ὀργανική ἑνότητά του μέ τή ζωηφόρα πηγή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως αὐτό συμβαίνει ἐπί αἰῶνες τώρα. Σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς ἐπαινῶ γι’ αὐτή τήν ἐκκλησιαστική, τήν πολιτισμένη καί δυναμική σας παρουσία. Στηρίζει ὁ Λαός μας τούς ποιμένες του στή διεκδίκηση τῶν δικαίων τῆς παράδοσής μας.
Εἴμαστε ἐδῶ ἀνεξαιρέτως ὅλοι οἱ πιστοί, ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ. Παραμερίζοντας τά κοινωνικά καί πολιτικά ἐμπόδια, δίνοντας τό παρόν στό κάλεσμα τῆς Μάνας Ἐκκλησίας, γιατί νοιώθουμε ὅτι κινδυνεύουν οἱ πατροπαράδοτες ἀξίες τῆς φυλῆς μας, τά δομικά καί γνήσια στοιχεῖα τῆς αὐτοσυνειδησίας μας.
Ἐδῶ εἶναι μεταξύ τῶν πρώτων οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, πού εὐλογοῦν μέ τή παρουσία τους τήν ἐκδήλωση καί διαδηλώνουν ἀποφασιστικά τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας, τό ὁποῖο ἀταλάντευτα καθοδηγεῖ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πρός τό λιμάνι τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐλπίδας. Καί μαζί μας εἶναι πολλές ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί ἡ Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, πού συμπαρίστανται στόν ἀγῶνα μας.
Ἐδῶ εἶναι καί οἱ ἱερεῖς μας. Οἱ ἁπλοί, ἔντιμοι καί ἀφοσιωμένοι παπᾶδες τοῦ Λαοῦ μας, πού μέ τήν ὑποβλητική τους παρουσία θεμελιώνουν κάθε μέρα μέσα στίς ψυχές καί οἰκοδομοῦν τούς πύργους τῆς πνευματικῆς ἰδιοπροσωπίας μας ὡς Χριστιανῶν καί Ἑλλήνων.
Ἐδῶ καί τά μοναστήρια μας, τά μετερίζια αὐτά τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τά θυμιατήρια τῆς εὐλάβειάς μας, τά ἄπαρτα κάστρα πού στηρίζουν μέ τίς προσευχές τους τόν καθημερινό μας ἀγῶνα.
Ἐδῶ εἶναι καί ἡ Θεολογική μας Σχολή, τοῦ Ἀριστοτελείου, πού μέ τά ψηφίσματα τῶν δύο Τμημάτων της στάθηκε ἀπό τήν ἀρχή στό πλευρό μας καί δικαίωσε τόν ἀγῶνα μας. Μαζί της καί οἱ ἐκκλησιαστικές μας Σχολές, πού προετοιμάζουν τά νέα στελέχη τῆς Ἐκκλησίας μας.
Βλέπω ἐδῶ πολιτικούς ἄνδρες, ἀπό ὅλους τούς κομματικούς χώρους, αὐτούς πού ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες βάσταξαν στούς ὤμους των τό βάρος τῆς ἀλήθειας καί ἀντιπαρατέθησαν στό ψεῦδος καί στή μαύρη προπαγάνδα. Ἀλλά καί τούς ἄρχοντες τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης με ἐπικεφαλῆς τόν Δήμαρχο τῆς πόλεως τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ἐδῶ εἶναι καί οἱ πιστοί μας ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού συνέρρευσαν στήν πόλη αὐτή, ὁ καθένας μέ τό δικό του παλμό φέρνοντας μαζί καί τό μήνυμα τῆς κοινῆς προσπάθειας γιά τή διάσωση τῆς ἁγίας Παράδοσής μας.
Ἄφησα τελευταίους νά μνημονεύσω τιμητικά τους ἐλπιδοφόρους νέους μας, τά ἅλικα παιδιά μας, τή ζωντανή καί δυναμική νεολαία μας, πού μέ τόν ἐνθουσιασμό καί τό παλμό τους ὀμορφαίνουν αὐτή μας τή Σύναξη δίνοντας μιά μαρτυρία ὀδύνης γιά τό μέλλον τοῦ τόπου, ἕνα συγκλονισμό γιά ὅ,τι μέλλει γενέσθαι στή χώρα αὐτή, στήν ὁποία γεννήθηκαν καί ἐπιθυμοῦν διά παντός νά ζήσουν ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι.
Χρόνια τώρα σ’ αὐτό τόν τόπο συμπορεύονται θεσμικά καί ἀποφασιστικά Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός. Καί ὅλοι ξέρουν ὅτι δέν ὑπάρχει πτυχή τοῦ ἰδιωτικοῦ καί δημοσίου βίου πού νά μή διαποτίζεται ἀπό τά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Αὐτό εἶναι πλέον θεσμός, εἶναι ἔθιμο, εἶναι ἱστορική νομοτέλεια. Καί τό ἔθνος στηρίζεται στούς θεσμούς του. Μέσα καί γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀνελίσσεται ἡ ζωή τοῦ Ἕλληνα ἀπό τότε πού γεννιέται μέχρι τότε πού πεθαίνει. Τά πανηγύρια μας, οἱ χαρές μας, οἱ λύπες μας, τά τραγούδια μας, οἱ χοροί μας, τά πάντα ἀρχίζουν καί τελειώνουν στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ βαφτιζόμαστε καί μυρωνόμαστε, ἐκεῖ παντρευόμαστε, ἐκεῖ ἁγιαζόμαστε, ἐκεῖ παρηγοριόμαστε, ἐκεῖ προσευχόμαστε, σέ στιγμές μεγάλης λύπης καί εὐτυχίας, ἐκεῖ τέλος μέ συγκλονιστική στοργή μᾶς πᾶνε, ὅταν παίρνουμε τό δρόμο τῆς αἰωνιότητας. Μέσα στήν Ἐκκλησία κάνουμε τίς ἐθνικές τελετές μας, ἐκεῖ ἡ μνήμη τοῦ τόπου μένει ἄσβεστη. Ἐκεῖ ἡ σημαία μας ἀνεμίζει, ἐκεῖ ἡ ἱστορία μας ξεδιπλώνεται.
Σέ κανένα ἄλλο μέρος τοῦ κόσμου Λαός καί θρησκεία δέν εἶναι τόσο πολύ συνδεδεμένοι, γιατί πουθενά ἀλλοῦ ἡ ἱστορία τοῦ Λαοῦ δέν γονιμοποιήθηκε τόσο πολύ μέσα στή πίστη, καί πουθενά ἀλλοῦ οἱ ἄνθρωποι δέν ἔνοιωσαν τήν Ἐκκλησία τους τόσο πολύ μέσα στή ζωή τους. Ρίξτε ἕνα βλέμμα σ’ αὐτήν ἐδῶ τή βυζαντινή πόλη, τήν ὄμορφη καί ἁγιότοκο Θεσσαλονίκη. Παντοῦ ἐκκλησίες, παντοῦ ὁ Σταυρός, παντοῦ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Κορυφαῖος ἅγιός της ὁ Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος καί μαζί του μιά πλειάδα ἁγίων πού τήν περιζώνουν ἀπό παντοῦ καί τήν προστατεύουν. Καί δέν ὁμιλῶ μόνο γιά τά μοναδικά μνημεῖα τοῦ κλεινοῦ Βυζαντίου, οὔτε γιά ἕνα ἔνδοξο παρελθόν. Ὁμιλῶ καί γιά τό σήμερα. Σήμερα ὅπου ἡ πίστη μεγαλύνεται καί ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ ὑψώνει καθημερινά ναούς, νέες ἑστίες πολιτισμοῦ μέ ἐπίκεντρο τήν τοπική Ἐκκλησία καί τόν πολιό Ἐπίσκοπό της, τόν Μητροπολίτη της κ. Παντελεήμονα, νέα σεβάσματα πού μᾶς κάνουν ὅλους ὑπερήφανους. Παντοῦ σ’ αὐτή τήν πατρίδα οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά δραστηριοποιοῦνται, νά ἐκσυγχρονίζονται, νά βρίσκονται στήν πρωτοπορία τῆς προόδου, νά νοιώθουν εὐρωπαῖοι, νά δείχνουν τόν ἀγῶνα τους, νά ἔχουν καί τίς ἀδύνατες στιγμές τους. Ὅμως μή τούς πῆς νά ἀφήσουν τή πίστη τους, νά προδώσουν τίς ἀρχές τους. Ἰδιαίτερα σήμερα πού τή σκυτάλη τῆς ἐπιστροφῆς στίς ρίζες μας τήν ἔχουν πάρει στά στιβαρά τους χέρια οἱ νέοι μας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς μοῦ ἔλεγε πρό ἡμερῶν. «Ἁμαρτωλοί μπορεῖ νά εἴμαστε. Προδότες ὅμως δέν εἴμαστε». Μπράβο στά νέα μας παιδιά. Ὅταν οἱ νέοι μας ἔτσι σκέπτονται, ἡ Ἑλλάδα δέν πεθαίνει ποτέ.
Ζητᾶ εὔλογα ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος αὐτοῦ τοῦ τόπου, νά πληροφορηθῆ, γιατί αὐτή ἡ βιασύνη, γιατί μέ τήν εὐκαιρία τῶν ταυτοτήτων, ἡ ἔκφρασης τόσης ἐμπάθειας σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτή ἡ πεισματική ἐμμονή σέ μιά ἀπόφαση πού διχάζει, πού δέν τήν θέλει, δέν τήν ἀποδέχεται ὁ πιστός λαός μας, γιατί αὐτή ἡ περιφρόνηση πρός τήν Ἱεραρχία, γιατί αὐτός ὁ αἰφνιδιασμός;
Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀφήσει ἀναπάντητα αὐτά τά κρίσιμα ἐρωτήματα. Καί δίδει τήν ἀπάντησή της νηφάλια, ὑπεύθυνα καί πειστικά.
1. Καί κατ’ ἀρχήν πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει διαχωρίσει τή θέση της ἀπό κάθε εἶδος φανατισμοῦ, φονταμενταλισμοῦ καί μισαλλοδοξίας. Ἡ Διακήρυξη τοῦ Φαναρίου τό 1994 εἶναι σαφής: «Τό διαπραττόμενον ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας ἔγκλημα εἶναι ἐναντίον αὐτῆς τῆς θρησκείας». Ἀλλά ἡ θλιβερή καί ἀντορθόδοξη ὑστερία μερίδας τοῦ δυτικοῦ τύπου, πού καλῶς γνωρίζουμε ἀπό ποῦ παρακινεῖται, φαίνεται νά βρῆκε θιασῶτες καί στήν Ἑλλάδα. Δέν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός καί δέν ὑποτιμοῦμε κανέναν. Ὅμως γιά τή πίστη μας γινόμαστε λέοντες, γιά νά μή περάσει ἡ παρακμή καί ἡ ἀλλοτρίωση.
2. Τήν ἀξία ὡστόσο τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ πνεύματος ἀναγνωρίζουν σήμερα πιά ὅλοι οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Γι’ αὐτό καί ἡ Εὐρώπη, ἀναζητώντας μιά σταθερή βάση ἑνότητας τῶν Λαῶν της, δέν στηρίζεται πιά ἀποκλειστικά στήν οἰκονομία καί τήν ἀνάπτυξη. Στρέφεται κυρίως πρός τίς πνευματικές ἀξίες, πρός τόν πολιτισμό. Ἐκεῖ δηλαδή πού ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε νά ἐπιδείξουμε πρωτόγνωρες ἐπιδόσεις. Ἡ πνευματική κρίση στήν Εὐρώπη προῆλθε ἀπό τήν περιθωριοποίηση καί τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν κατώρθωσε νά στηρίξει τούς Λαούς τήν ὥρα πού ἔπρεπε. Σήμερα οἱ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες στή Δύση ἀγωνίζονται νά ξαναφέρουν τό Χριστό μέσα στίς κοινωνίες,νά ξαναδώσουν νόημα ζωῆς στούς νέους, νά ξανααναστήσουν τό χαμένο ὅραμα τής εὐτυχίας. Ἐμεῖς ἐδῶ, δόξα τῷ Θεῷ, μέχρι στιγμῆς διατηροῦμε ἄθικτα τά πνευματικά μας ἐρείσματα. Ὑπάρχει κανένας λόγος νά τά γκρεμίσουμε; Θέλουμε νά πριονίσουμε τό κλαδί πάνω στό ὁποῖο καθόμαστε; «Οἱ Ἕλληνες – γράφει ὁ Ράνσιμαν - ἔχουν μιά κληρονομιά γιά τήν ὁποία μποροῦν νά αἰσθανόνται ὑπερήφανοι. Μιά κληρονομιά πού δέν πρέπει νά χαθῆ μέσα στίς ἐναλλασσόμενες ὑλικές καταστάσεις». Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἱστορική πρόκληση. Ἄν οἱ Ἕλληνες θέλουμε νά ἐπιβιώσουμε μέσα στή παγκοσμιοποιημένη χοάνη, πρέπει νά διαφυλάξουμε τή μορφή μας, τή στερεά μορφή πού μᾶς χαρίζει διαχρονικά καί συγχρονικά ἡ παράδοσή μας. Ἀλλοιῶς θά ἀφομοιωθοῦμε καί θά ἐξαφανισθοῦμε. Ἔχουμε οἱ ὀρθόδοξοι τό μεγάλο προνόμιο νά ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας τήν ἐπιβίωση μέ μέτρο καί ἁρμονία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας. Μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ὁλόκληρος θησαυρός, ἕνας ἀδαπάνητος πλοῦτος πού δέν ἔχει παραποιηθῆ μέχρι τώρα πού συνέχει ὅλο τό Γένος μας. Ἡ ἱστορική ἀλληλεγγύη μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας δέν μπορεῖ εὔκολα νά διασπασθῆ, γιατί βιώνεται καθημερινά μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύεται ἕνα ζωντανό προπύργιο αὐτοσυνειδησίας, ἕνα μετερίζι διάσωσης τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς μας ταυτότητας, ἕνα «τζιβαϊρικόν πολυτίμητον», ὅπως τό ἔλεγε ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης. Οἱ πνευματικοί μας Πατέρες, τά μοναστήρια μας, οἱ ἐνορίες μας, οἱ παπάδες μας, οἱ ἐπίσκοποί μας, ὅλοι εἶναι μιά δύναμη πού θά διαλύσει κάθε ἐναντίωση εἰρηνικά καί συστηματικά. Μιά ἁπαλή πνοή πού χαρίζει τήν ἐλπίδα καί στηρίζει τήν ἀντίσταση ἐνάντια στήν διάσπαση καί στήν ἀλλοτρίωση. Μέσα ἀπό τή Θεία Λειτουργία ξεπηδάει τό πνεῦμα τῆς ἑνότητας καί τῆς δύναμης. Πονᾶμε, γιά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί ἀγαπᾶμε τόν τόπο μας, τή θρησκεία μας καί τά παιδιά μας. Τό ἔνστικτο τοῦ Λαοῦ λειτουργεῖ σωστικά. Καί δέν θά ἐπιτρέψει ὁ κίνδυνος τῆς ἀφομοίωσης νά πραγματωθῆ. Θά μείνουμε αὐτό πού εἴμαστε, πρῶτα Ἕλληνες καί Χριστιανοί καί μετά Εὐρωπαῖοι.
Ὤ κι ἄν ἐσηκώνονταν ἀπό τούς τάφους των τά μεγάλα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας, οἱ Κολοκοτρώνηδες καί οἱ Μακρυγιάννηδες, οἱ Μιαούληδες καί οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ παπᾶδες καί οἱ δεσποτάδες τοῦ μεγάλου Ἀγώνα, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ , ὁ Διάκος, ὁ Παπαφλέσσας, οἱ πρόκριτοι τῆς Τροιζηνίας, κι ἔπειτα οἱ μεγάλοι μας διανοούμενοι, οἱ ποιητές καί οἱ πολιτικοί, ὁ Καποδίστριας κι ὁ Παπαρρηγόπουλος, ὁ Τρικούπης καί ὁ Ζαμπέλιος, ὁ Σολωμός, ὁ Κάλβος κι ὁ Μαβίλης, ὁ Παπαδιαμάντης καί ὁ Ἐλύτης, ὁ Καραολῆς κι ὁ Δημητρίου, ὤ! Κι ἄν ἐσηκώνονταν αὐτοί καί χιλιάδες ἄλλοι, πού μέ τό λόγο καί τίς πράξεις των ἐθεμελίωσαν καί ἐστήριξαν καί ὕμνησαν τήν πνευματική ὑπόσταση αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, τί θά ἔλεγαν ἄν ἔβλεπαν τό γκρέμισμα πού ἐπιχειροῦν σήμερα κάποια παιδιά τους στήν ἑλληνορθόδοξη παρουσία μέσα στή κοινωνία, καί τά ραπίσματα πού δίνουν στήν Μάνα τους, τήν Ἐκκλησία.
3. Στ’ ἀλήθεια δέν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ αὐτά πού συμβαίνουν. Οὔτε καταλαβαίνω τή σκοπιμότητά των. Μᾶς λένε. Στήν Ἑλλάδα δέν ζοῦνε μόνο ὀρθόδοξοι πολίτες, ζοῦνε καί πολίτες Ἕλληνες ἄλλων δογμάτων καί ἄλλων θρησκειῶν. Καί πρέπει καί αὐτοί νά προστατευθοῦν. Κι ἐμεῖς ἀπαντᾶμε, ναί νά προστατευθοῦν, ὅσο λίγοι καί ἄν εἶναι. Καί προστατεύονται. Ἀλλά γιατί τάχα ἡ προστασία τους περνάει μέσα ἀπό τήν ταπείνωση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἐξουδετέρωσή της; Τό κράτος δέν προστατεύει σήμερα τίς μειονότητες τῶν γνωστῶν θρησκειῶν, ὅπως ἐπιτάσσει τό Σύνταγμα; Ἄν δέν τίς ἐπροστάτευε πῶς οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν ἐλεύθερα τίς ὅσες θέλουν μεγαλοπρεπεῖς ἐκκλησίες τους, τά πολυδιαφημισμένα σχολεῖα τους, τίς κλινικές καί τά νοσοκομεῖα τους, τά ἄλλα κτίριά τους, τίς ἐπισκοπές, τίς ἐφημερίδες τους, τίς περιουσίες τους; Ἄν δέν τούς ἐπροστάτευε, πῶς οἱ Μουσουλμάνοι στή Θράκη ἔχουν τά τζαμιά τους, τά σχολεῖα τους, τίς περιουσίες τους; Πῶς οἱ Χιλιαστές ἀναγνωρίζονται ὡς ἀντιρρησίες συνειδήσεως καί δέν πολεμοῦν γιά τήν Πατρίδα, ἀλλά τυγχάνουν προνομιακῆς μεταχείρησης σέ σχέση μέ τά ἄλλα στρατευμένα παιδιά μας; Πῶς οἱ Ἰσραηλίτες ἔχουν τίς Συναγωγές τους, τά μουσεῖα τους, τά γραφεῖα τους, τίς κοινότητές τους; Τό κράτος ἐπιτελεῖ τό καθῆκον του κι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία δέν ἔχουμε ποτέ ἐκφράσει ἀντίθετη γνώμη. Θέλετε νά συνεχίσω; Ἐδῶ προστατεύονται ὄχι μόνο οἱ ὀπαδοί τῶν γνωστῶν θρησκειῶν ἀλλά καί αὐτοί τῶν θρησκειῶν πού δέν θέλουν νά εἶναι γνωστές καί τῶν παραθρησκευτικῶν κινημάτων καί αὐτῶν ἀκόμη πού εἶναι ἐπικίνδυνα γιά τήν τύχη τῶν πολιτῶν πού θά παρασυρθοῦν σ’ αὐτά ἤ γιά τήν ἐθνική μας ἀσφάλεια. Δέν ἐπιτρέπεται νά πῶ τίποτε ἄλλο σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἀλλά οἱ ἁρμόδιοι δέν τά ξέρουν αὐτά; Κι ἄν τά ξέρουν, γιατί ἐπιμένουν πῶς τάχα ἡ προστασία ὅλων αὐτῶν ἐπιβάλλει δῆθεν στό κράτος νά ἀπαρνηθῆ τήν Ὀρθοδοξία;
4. Mέσα στήν Ἐκκλησία καλλιεργοῦμε τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἀξίας τοῦ ἄλλου, τῆς ἑνότητας τοῦ Λαοῦ μας. Ἐδῶ μπροστά μας σήμερα ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας πού ἀνήκει σέ ὅλα τά κόμματα. Στήν Ἐκκλησία δέν κάνουμε διαχωρισμούς, δέν ρωτᾶμε ποῦ ἀνήκει ὁ καθένας. Γιατί ὁ Θεός θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔλθουν σέ ἐπίγνωση ἀληθείας. Γι’ αὐτό καί αὐτή μας ἡ μεγαλειώδης Σύναξη σήμερα δέν ἔχει καμία σχέση μέ τίς πολιτικές συγκεντρώσεις. Δέν ἤλθαμε ἐδῶ γιά νά διακηρύξουμε τό μῖσος μας ἤ τήν ἀντίθεσή μας νόμιμη ἐξουσία ἤ καί σέ ὅσους διαφωνοῦν μαζί μας. Ἤλθαμε γιά νά στείλουμε μηνύματα. Εἴμαστε νομοταγεῖς πολίτες καί πονᾶμε γι’ αὐτό τόν τόπο, ὅπως τόσοι ἄλλοι. Ὅμως δέν ἀνεχόμαστε νά ξεπουλιέται ἡ πίστη μας. Καί διστάζουμε νά δεχθοῦμε - ὅπως λέγεται καί γράφεται – πώς ξένα κέντρα ἔξω ἀπό τήν Ἑλλάδα ἐπιβάλλουν κινήσεις καί ἀποφάσεις, ἐπειδή θέλουν νά ἐξασθενίσουν τίς ἀντιστάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ καί νά τόν στερήσουν ἀπό ἕνα ἰσχυρό ἔρεισμα πού ἀποδείχθηκε ἀνθεκτικό στίς λαίλαπες καί στίς περιπέτειες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὡς κιβωτός διέσωσε τόν τόπο. Κι αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό ἀδυνάτισμα τῆς Ἐκκλησίας συνεπάγεται ἐξασθένηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀποθωράκισή του. Οἱ ἱστορικοί δεσμοί Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ σ’ αὐτό τόν τόπο εἶναι ἀκατάλυτοι καί κανένας δέν μπορεῖ, κανένας δέν ἔχει τό ἀνάστημα νά τούς διαλύσει.
5. Δυστυχῶς μερικοί διανοούμενοί μας, ἡ ἰντελλιγκέντσια ὅπως λέγεται, θέλουν πεισματικά νά ἀγνοοῦν αὐτούς τούς ἱστορικούς κανόνες καί τό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στή διαφύλαξη τῆς Παράδοσής μας. Μᾶς λέγουν πώς ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καί τῆς ἀνάπτυξης ἐπιβάλλονται ἀλλαγές πού θά κάνουν τή χώρα ἀνταγωνιστική καί προοδευτική. Δέν διαφωνοῦμε. Δέν εἴμαστε ἐναντίον τῆς ἀνάπτυξης καί τῆς προόδου. Χαιρόμαστε γιά τίς πρωτοβουλίες τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας πού τό ἑλληνικό δαιμόνιο τῆς δίδει φτερά καί θαυματουργεῖ προβάλλοντας διεθνῶς τή χώρα μας. Ἡ παγκοσμιοποίηση ὡς ἰσοπέδωση πολιτισμῶν εἶναι ἐπικίνδυνη καί ἀπόβλητη. Ἕνα ἔθνος πορεύεται πρός τόν ἐκσυγχρονισμό ὄχι ἀντιγράφοντας μηχανικά ἄλλων Λαῶν τ’ ἀχνάρια, ἀλλά μέ βαθειά συναίσθηση τῆς ταυτότητάς του καί μέ ἰσχυροποίηση τῶν στοιχείων πού τήν ἀποτελοῦν. Πρῶτα ἰσχυροποιοῦμε τήν Πατρίδα μας, τήν ὀργανώνουμε καί τήν διασφαλίζουμε ἀπό κάθε κίνδυνο καί ὕστερα ἔχουμε ὅλο τό καιρό νά σκεφθοῦμε γιά τίς λεπτομέρειες τῶν ἰδεολογιῶν καί τῶν κατευθύνσεων πού θά ἀκολουθήσουν τάξεις καί στρώματα. Χωρίς αὐτή τή διαδικασία ὅλα τά ἄλλα δέν εἶναι μόνο περιττά, εἶναι καί ἀφελῆ. Τί ἔχουμε νά κερδίσουμε ἀπό τήν παγκοσμιοποίηση, ἄν χάσουμε τόν πλοῦτο της Παράδοσής μας, ἄν μεταβληθοῦμε σέ λαό χωρίς αὐτοσυνειδησία καί χωρίς πολιτισμό; Ἑπομένως, αὐτό πού σήμερα προέχει εἶναι τό πῶς αὐτός ὁ Λαός θά διατηρήσει ζωντανές τίς παραδόσεις τους καί τίς ἀξίες του. Τώρα δέ πού ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποπροσωποίηση τοῦ καθενός μας μέ τή μετατροπή του σέ ἄψυχο καί ἀπρόσωπο ἀριθμό, τώρα πρέπει νά ἀντιδράσουμε ὅλοι καί ἡ Ἑλλάδα νά ἀρχίσει νά λειτουργεῖ καί ὡς ἐθνικό κέντρο μιᾶς Διασπορᾶς, πού ἀγωνίζεται, νά διατηρηθῆ στά δύσκολα χρόνια τῆς ἰσοπεδωτικῆς μανίας, τῆς παγκοσμιοποιημένης δυναμικῆς τόσο τοῦ πλούτου, ὅσο καί τῆς τεχνολογίας.
Καί μοὔρχονται τώρα στό μυαλό τά λόγια πού ἔγραφε στίς στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας ὁ Παπαδιαμάντης, καί πού διατηροῦν καί σήμερα τήν ἐπικαιρότητά τους: «Ἄγγλος ἤ Γερμανός δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα.... Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμει δημοσίᾳ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνοθρούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσει εἰς ὕψος καί φανῆ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον ἀλλ΄ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον ἔχει καί θά ἔχει διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».... Τήν Ἑλλάδα μας θέλουν νά τήν κάμουν νά προσποιεῖται δημοσίᾳ τήν ἄθεο, γιά νά ἀναγνωρίζεται προοδευτική, νά φαίνεται πώς ἀπαρνιέται τήν ἱστορία της καί τήν Παράδοσή της, πού εἶναι ἑλληνορθόδοξη. Ναί, ἡ Παράδοσή μας περνᾶ μέσα ἀπό Ὀρθοδοξία, ἐθνικότητα καί γλώσσα. Αὐτά τά τρία θά ἔπρεπε νά προσέχουν ὅλοι ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀντί νά βάλλουν καταιγιστικά ἐναντίον καί τῶν τριῶν. καί νά φαντασθῆτε ὅτι ἐφέτος ἡ Ε.Ε. δέχθηκε πρόταση γιά καθιέρωση τῆς διδασκαλίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στά σχολεῖα ὅλης τῆς Εὐρώπης. Ὅλοι μας εἶμαστε ὑπερήφανοι καί γιά τήν Ὀρθοδοξία μας καί γιά τήν ἐθνικότητά μας καί γιά τήν γλώσσα μας. Καί δέν ἐπιτρέπουμε σέ κανένα νά μᾶς θίξει καί τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά.
Στούς προοδευτικούς αὐτούς τεχνοκράτες, πού θέλουν καλά καί σώνει νά μετατρέψουν τήν Ἑλλάδα σέ χώρα πού δέν θά ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθοδοξία καί δέν θά στηρίζεται σ’ αὐτήν, λέμε ξεκάθαρα: Ματαιοπονεῖτε.... Ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ δέν σᾶς ἀκολουθεῖ. Θά μείνετε καί πάλι μόνοι σας. Δέν ἐκφράζετε τό Λαό, λέτε ὅτι μιλᾶτε γι’ αὐτόν, ἀλλά κατά βάσιν τόν ἀπεχθάνεστε καί τόν λοιδωρεῖτε, ὅταν διαπιστώνετε ὅτι δέν σᾶς ἀκολουθεῖ. Ἀπό τόν μεσοπόλεμο πασχίζετε λυσσωδῶς νά γκρεμίσετε τά βάθρα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί δέν τό καταφέρνετε. Τώρα νομίσατε ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα σας καί πώς μέ τή σπάθη τῆς ἐξουσίας θά ἐπιτύχετε τά σχέδιά σας. Εἶσθε γελασμένοι. Σᾶς τό ἐπαναλαμβάνω. Θά μείνετε καί πάλι μόνοι σας. Δέν σᾶς ἀκολουθοῦν στόν ὀλισθηρό σας δρόμο ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπώνυμοι καί ἐκλεκτοί διανοούμενοι, πολιτικοί, ἐπιστήμονες καί τεχνοκράτες, λογοτέχνες καί καλλιτέχνες, πού εἶχαν αὐτές τής ἡμέρες τό θάρρος νά ὁμολογήσουν ἐνώπιον ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ τή πίστη τους καί στήν Ἑλλάδα καί στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντιστέκεται στά σχέδιά σας ὅλος ὁ ἄλλος Ἑλληνικός Λαός. Καί μή νομίζετε ὅτι οἱ πνοές τῆς ζωῆς μποροῦν νά ἀντιμετωπίζονται μέ νόμους καί διατάγματα. Οἱ νόμοι, ὅταν ὁ Λαός δέν θέλει, δέν ἐφαρμόζονται, πέφτουν σέ ἀχρησία καί οὐσιαστικά καταργοῦνται. Τούς ἀπορρίπτει ἡ συνείδηση πού ἔχει τό ἔθνος γιά τό τί εἶναι ὀρθό καί τί ὄχι. Καί ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στήν πολεμική σας κατά τῆς Ἐκκλησίας, σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι πολλοί ἄλλοι πρίν ἀπό σᾶς ἔπεχείρησαν τό ἴδιο καί ἀπέτυχαν. Ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἦταν ἀνθρώπινο δημιούργημα, θά εἶχε πρό πολλοῦ ἁλωθῆ καί καταποντισθῆ. Εἶναι ὅμως θεῖος ὀργανισμός, εἶναι πνοή τοῦ Παρακλήτου, εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας, μά κανένας δέν θά μπορέσει ποτέ νά τήν ἐξαφανίσει ἀπό προσώπου γῆς. Μπορεῖ νά τήν ταλαιπωρεῖτε, νά τήν συκοφαντεῖτε, νά τήν λιθοβολεῖτε. Μπορεῖ νά σηκώνονται ἐνάντιά της κύματα καί τυφῶνες. Ἡ Ἐκκλησία γιά λίγο «κλυδωνίζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένει».
6. Ἀλλά νά καί ἄλλο ἕνα σοφιστικό ἐπιχείρημα πού τό ἀκούσαμε κατά κόρον αὐτές τίς ἡμέρες. Εἶναι τό ἐπιχείρημα περί τῶν διακριτῶν ρόλων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέσα στό κράτος. Κι ἐμεῖς παραδεχόμαστε, καί τό ἔχουμε τονίσει ἐπανειλημμένως, ὅτι ἀναγνωρίζουμε τούς διακριτούς μας ρόλους καί γι’ αὐτό δέν ἐπιδιώκουμε νά συγκυβερνήσουμε μέ τήν κυβέρνηση. Ἡ νόμιμη κυβέρνηση κυβερνᾶ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι κόμμα, δέν εἶναι πολιτική δύναμη. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε ὀρέγεται τήν ἐξουσία, οὔτε θέλγεται ἀπό αὐτήν. Δέν διεκδικεῖ οὔτε ἀπαιτεῖ ἁρμοδιότητες ἀπό τό κράτος. Τό σύστημα τῆς συναλληλίας καί οἱ ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέοντες ρόλοι εἶναι σαφῶς διακριτοί. Τό πιστεύουμε αὐτό καί ἐπανειλημμένα τό διεκηρύξαμε. Καί στό θέμα τῶν ταυτοτήτων ποτέ καί πουθενά δέν εἴπαμε ὅτι τίς ταυτότητες τῶν πολιτῶν θά τίς ἐκδίδουμε τάχα ἐμεῖς καί ὄχι ἡ Ἀστυνομία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλο ρόλο. Εἶναι ἡ πνευματική Μητέρα τοῦ πιστοῦ Λαοῦ καί εἶναι καί θεματοφύλακας τῆς Παράδοσής μας καί τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ μας. Διεκδικεῖ νά ὁμιλεῖ καί νά διαλέγεται, ὅπως τοῦτο συμβαίνει στή δημοκρατική χώρα μας πρίν ἀπό λήψη σημαντικῆς ἀπόφασης ἀπό τήν κυβέρνηση. Ὅταν οἱ ἐκπαιδευτικοί, οἱ ἐργαζόμενοι, οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι διαλέγονται μέ τήν κυβέρνηση γιά θέματα πού τούς ἐνδιαφέρουν, αὐτό σημαίνει ὅτι συγκυβερνοῦν; Τότε, γιατί μόνο στήν Ἐκκλησία ἀρνοῦνται τό δικαίωμα νά ἔχει γνώμη καί τῆς συμπεριφέρονται μέ αὐταρχισμό καί δέν θέλουν νά συζητήσουν μαζί της καί τῆς κλείνουν τήν πόρτα κατά πρόσωπον; Ἡ κάθε κοσμική ἐξουσία, ὅταν αὐτονομεῖται ἀπό τό Θεό καί τό Λαό καί δέν διαλέγεται μέ τήν Ἐκκλησία γιά θέματα πού ἀφοροῦν στό Λαό, τότε αὐτό συνιστᾶ αὐτοθέωσή της, πού ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονία. Κι ἐμεῖς μέν ὡς πρόσωπα, δεχθήκαμε τόν κόλαφο τῆς ταπείνωσης με ταπείνωση καί ὑπομονή, ἐπειδή ἔτσι μαθαίνουμε στήν Ἐκκλησία, νά συγχωροῦμε καί νά ὑπομένουμε. Ὅμως ἡ προσβολή πέρασε στόν εὐσεβῆ Λαό πού ἡ Ἐκκλησία ἐκπροσωπεῖ. Καί μέσα στό Λαό αὐτό εἶναι καί ἐκεῖνοι πού μᾶς προσέβαλαν. Δέν κατάλαβαν ὅτι ταυτόχρονα προσέβαλαν καί τόν ἑαυτό τους;
7. Ἀγωνιζόμαστε, ναί γιά νά παραμείνει ἡ πατρίδα μας χώρα χριστιανική ὅπως ἦταν ἀνέκαθεν. Θά ἐρωτήσετε ὅμως. Καί ἀπό ποῦ συνάγεται ὅτι ἐπιδιώκεται μιά τέτοια ριζική ἀλλαγή; Συνάγεται ἀπό ἐπίσημες παλαιότερες καί πρόσφατες δηλώσεις καί καταγραφές ἑνός ὑπευθύνου φορέα τῆς σημερινῆς κρατικῆς ἐξουσίας – πού δέν εἶναι βέβαια ὁ μόνος, ὑπάρχουν καί ἔξω τῆς κυβερνήσεως θιασῶτες του - ὅτι θά πρέπει σιγά –σιγά νά γίνει σταδιακή ἀποκαθήλωση τῆς θρησκείας μας ἀπό τή δημόσια ζωή, χωρίς αὐτά νά διαψεύδωνται. Θέλετε παραδείγματα; Α) Νά φύγει ζητᾶνε, ἡ προμετωπίδα τοῦ Συντάγματός μας, πού ἀρχίζει μέ τή φράση πού ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς πρόγονοί μας εὐθύς μετά τήν Ἐπανάσταση του 1821: «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Μά ἐπικλήσεις τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν καί σέ ἄλλα Συντάγματα τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Γερμανίας καί κανείς δέν διανοήθηκε νά τίς διαγράψει. Γιά μᾶς εἶναι μιά ἐν δυνάμει ἱστορική μνήμη πού γίνεται μοχλός ζωῆς. β) Νά γίνει ὑποχρεωτικός γιά ὅλους ὁ πολιτικός γάμος, καί μόνο αὐτόν νά ἀναγνωρίζει τό κράτος. Γ) Νά ὑποβιβασθῆ ἡ Ἐκκλησία καί νά μήν ὑπάρχη στό Σύνταγμα τό ἄρθρο 3 πού τήν ἀνακηρύσσει ἐπικρατοῦσα. Δ) Νά μήν εἶναι, κατά τίς νομικές τής σχέσεις ν.π.δ.δ. Ε) Νά μήν ὁρκίζεται στό Εὐαγγέλιο, δηλ. θρησκευτικά, ἡ Βουλή καί ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας. Στ) Νά τροποποιηθῆ τό Σύνταγμα, ὥστε νά μήν περιλαμβάνεται στούς σκοπούς τῆς παιδείας μας ἡ ἀνάπτυξη καί τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν, ὥστε νά καταργηθῆ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Θέλετε καί ἄλλα μέτρα πού ἀσφαλῶς θά ἀκολουθήσουν; Νά μερικά. Θά ἀφαιρεθοῦν οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς αἴθουσες τῶν σχολείων καί τῶν δικαστηρίων καί τῶν νοσοκομείων καί τῶν στρατώνων. Θά ἀφαιρεθῆ ἀπό τούς κοντούς τῶν σημαιῶν ὁ Σταυρός. Ἤ καί ὁ ἐθνικός μας ὕμνος, ἐπειδή μιλάει γιά τό Σταυρό. Λές καί βάλθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά γίνουν χριστιανομάχοι. Λές καί ἔβλαψε αὐτή τήν Πατρίδα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ καί πρέπει νά τιμωρηθῆ.
8. Ὅλοι τώρα καταλαβαίνουν ὅτι τό θέμα δέν εἶναι ἁπλά οἱ ταυτότητες. Τό θέμα εἶναι ἡ πίστη μας. Κι αὐτήν δέν τήν διαπραγματευόμαστε, οὔτε τήν κρύβουμε. Ἀντίθετα, ὅπως οἱ ἄλλοι θέλουν νά μή τήν ἀναφέρουμε, ἐμεῖς θεωροῦμε καύχησή μας τό ὅτι εἴμαστε αὐτό πού εἴμαστε.
Θέλουν νά ἐξομοιωθοῦμε μέ τούς εὐρωπαίους, εἶπε κάποιος. Καί προσέθεσε ὅτι ἐμπόδιο σ’ αὐτό εἶναι τάχα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀπό τήν ἀρχή εἶχε καί ἔχει εὐρωπαϊκό προσανατολισμό. Καί θέλει νά προβάλη πρός τήν Εὐρώπη τή χώρα μας ἀλλά καί τό δικό της πλοῦτο τήν ἀνατολική μας παράδοση, πού οἱ ξένοι ἐκτιμοῦν. Οἱ ξένοι γνωρίζουν ὅτι «γιά τούς Ἕλληνες ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τό σπίτι τους», ὅπως ἔγραψε πρό ἐτῶν στή γαλλική «Μόντ» ὁ κ. Λακαριέρ (24-11-98). Καί ἀπό μᾶς περιμένουν νά πᾶμε στήν Εὐρώπη μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας καί μέ τήν ἱστορία μας καί τόν πολιτισμό μας. Μόνον ἔτσι μᾶς σέβονται καί μᾶς ὑπολογίζουν. Προσπαθοῦν κάποιοι νά μᾶς παραβιάσουν στό ἐξωτερικό φονταμενταλιστέ καί φανατικούς τοῦ ὀπισθοδρομισμοῦ καί τῆς ἄγονης συντήρησης. Μᾶς ἀποκαλοῦν ἐδῶ ἄδικα χομεϊνίδες καί στενόμυαλους, πού τάχα σύρουμε πρός τά πίσω τήν κοινωνία μας καί ἐμποδίζουμε τόν ἐκσυγχρονισμό της. Καί μέ αὐτά μᾶς διασύρουν στά μάτια τῶν ξένων, γιατί γιά τό δικό μας Λαό πού μᾶς ξέρει αὐτά δέν «πιάνουν». Ἐμεῖς ἐδῶ στήν Ἑλλάδα διδάσκουμε τό Λαό καί δίνουμε πρῶτοι τό παράδειγμα τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, τῆς πραγματικῆς ἀγάπης, τῆς ἀληθινῆς προόδου, τῆς μεγαλοψυχίας καί τῆς ἀνεκτικότητας. Καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή καταδικάζουμε κάθε τρομοκρατία καί συμπαριστάμεθα στά θύματά της. Θέλουμε κοινωνία πού θά ζῆ εἰρηνικά μέ παραδόσεις καί σταθερή ὑποδομή. Καί ἔχουμε νά ἐπιδείξουμε μέσα στή κοινωνία μας ἄπειρα δείγματα τῆς συνεργασίας μας μέ ὅλους τούς φορεῖς, μέ τούς νέους, μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν μᾶς ἀποστρέφεται οὔτε μᾶς ἀποφεύγει ὁ Λαός μας. Τά μοναστήρια μας κάθε μέρα ἐπισκέπτονται χιλιάδες ἄνθρωποι καί ἀναπαύονται σ’ αὐτά. Πόσες χιλιάδες ἐξομολογοῦνται στήν Ἐκκλησία τή στοργική Μάνα πού σκύβει μέ ἀγάπη στό πόνο τῶν παιδιῶν της; Ποῦ εἶδαν οἱ ἐπικριτές μας τούς χομεϊνίδες; Καί δέν σκέπτονται τό κακό πού κάνουν στή χώρα μας, ὅταν πρός τά ἔξω βγάζουν τήν άποτρόπαιη εἰκόνα τοῦ φανατισμοῦ, πού δέν μᾶς ταιριάζει, οὔτε μᾶς χαρακτηρίζει;
9. Ζητοῦν οἱ θιασῶτες τοῦ ἄθεου καί ἄθρησκου κράτους τήν ἀποκαθήλωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὑψηλή καί τιμητική θέση, πού τῆς ἐξασφάλισε διαχρονικά ἡ συνείδηση τοῦ ἔθνους, καί τήν ἐξουδετέρωσή της. Ὅμως ἡ Εὐρώπη δέν ζητεῖ κάτι τέτοιο γιά κανένα κράτος-μέλος της. Ἀντιθέτως ἡ ΡΚ Εὐρώπη στηρίζει πολλές ἐλπίδες στήν Ἑλλάδα γιά τή χριστιανική της παράδοση καί αὐτό γιά νά διασώσει τήν ἐνοτητά της. Μέ τή Δήλωση δέ τοῦ Ἄμστερνταμ ἡ Ε.Ε. ἀφήνει πλήρη ἐλευθερία γιά τή ρύθμιση τῶν σχέσεων κράτους καί Ἐκκλησίας στίς ἐθνικές κυβερνήσεις, ἀνάλογα μέ τίς ἱστορικές καί ἄλλες συνθῆκες πού ἰσχύουν σέ κάθε κράτος. Ἑπομένως δέν μποροῦν νά ἐπικαλοῦνται τήν Εὐρώπη ὅσοι θέλουν νά «κοντήνουν» τήν Ἐκκλησία. Κι ἐπί τέλους ἄς ρωτήσουν καί τό Λαό ἄν θέλει μιά τέτοια ἐξέλιξη. Ἄν δηλ. θέλει ὁ Λαός τήν Ἐκκλησία του ταπεινωμένη, ἀπωθημένη, περιφρονημένη, περιθωριακή, προσωπική μόνο ὑπόθεση τοῦ κάθε πολίτη. Σήμερα μάλιστα πού παρατηρεῖται μιά ἐντυπωσιακή ὅσο καί πρωτόγνωρη στροφή τοῦ κόσμου καί ἰδίως τῶν νέων μας πρός τήν Ἐκκλησία, ἐπιβάλλεται σοφία καί σύνεση. Ἐμεῖς πιστεύουμε πώς ὁ Λαός μας καί μαζί καί οἱ νέοι μας πιστεύουν βαθειά στό Θεό. Τό δείχνουν οἱ δημοσκοπήσεις καί τό γέμισμα τῶν ἐκκλησιῶν ἀπό νέους κυρίως. Αὐτή τήν ὥρα πολλοί σημαδεύουν τήν Ἑλλάδα κι ἐκεῖνο πού μᾶς χρειάζεται δέν εἶναι ἡ ἐξασθένηση ἀλλά ἡ ἰσχυροποίηση τῶν ἐρεισμάτων τῆς πίστεως, τῆς ἑνότητος καί τῆς συνοχῆς. Καί τέτοιο εἶναι γιά τό Λαό ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία καλλιεργεῖ τή πίστη μέσα στίς καρδιές καί εἶναι ἀνάγκη νά τό τονίσω καί πάλι. Δέν εἶναι κοσμικός ὀργανισμός ἡ Ἐκκλησία, οὔτε μιμεῖται τίς κοσμικές μεθόδους ἐνέργειας. Ἡ δύναμή της δέν εἶναι στόν πλοῦτο ἤ κοσμική ἰσχύ. Μέσα ἀπό τίς δυσκολίες ἡ Ἐκκλησία ξαναβρίσκει τό δρόμο της, ἐπειδή τό σκάφος της τό κυβερνᾶ ὁ Χριστός. Ἄν ἡ ἑλληνική Πατρίδα διασώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτό δέν ἀλλάζει σέ τίποτα τόν πνευματικό χαρακτῆρα της. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία πρωτίστως ἐνδιαφέρεται νά μή διαγραφῆ ἀπό τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἡ πίστη. Ἐπειδή αὐτή ἡ πίστη, μετατρεπόμενη σέ βίωμα ζωῆς, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο γενναῖο ἀγωνιστή τοῦ καλοῦ, φορέα σεβασμοῦ τῶν Χριστιανικῶν ἀξιῶν, ἀνυποχώρητο ὑπερασπιστή τῆς ἀγάπης, ἀκέραιο ἠθικό πρόσωπο, μόνιμα προσανατολισμένο πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο μέ ὅλα του τά προβλήματα. Κοντά της ὁ Λαός μας βρίσκει τό στήριγμα καί τήν ἀπαντοχή του. Ἀλλά ἐνδιαφέρεται τήν πίστη αὐτή νά τήν προβάλλει, νά τήν τιμᾶ καί νά τήν ὑποστηρίζει καί τό κράτος μας, πού ἔχει πολλούς λόγους νά τό κάνει. Γιά τό ἴδιο καί γιά τό Λαό τῆς Ἑλλάδας.
10. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μιλάει ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ. Καί διαμαρτύρονται μερικοί καθηγητές νομομαθεῖς καί μᾶς λένε: Δέν ἔχετε κανένα δικαίωμα νά ἐπικαλεῖσθε τό Λαό. Τό Λαό μόνο ἡ ἐκλεγμένη κυβέρνηση ἐκπροσωπεῖ. Ἀπαντᾶμε λέγοντας, ὅταν λέμε Λαό, ἐννοοῦμε τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λέγονται κληρικοί καί λαϊκοί, στή γλῶσσα τῆς Θεολογίας, πού πιστεύουν. Γι’ αὐτό βέβαια τό Λαό μιλᾶμε, τό Λαό τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτόν ἀσφαλῶς δέν συμπεριλαμβάνονται οὔτε οἱ ἄθεοι, οὔτε οἱ ἀλλόθρησκοι, οὔτε οἱ ἀλλόδοξοι. Περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὀρθόδοξοι. Καί στήν εὐλογημένη χώρα μας αὐτοί εἶναι ἑκατομμύρια. Ἀλλά αὐτοί πού τά λένε αὐτά δέν ἔχουν μελετήσει τή Θεολογία καί μεταφέρουν στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔννοιες πού δέν ἰσχύουν σ’ αὐτήν . Ὥρα εἶναι νά μᾶς ἀπαγορεύσουν κιόλας νά λέμε τό «Σῶσον, Κύριε, τόν Λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου»......
Καί ἄς ἔλθουμε τώρα καί στό πολυσυζητημένο ζήτημα τῶν ταυτοτήτων.
1. Τό θέμα αὐτό ὑπάρχει ἀπό παληά, ἡ ἀμφισβητούμενη ὅμως ρύθμισή του ἀνέκυψε τώρα ὡς κεραυνός ἐν αἰθρία. Ἡ Ἐκκλησία τό παρακολουθεῖ βέβαια ἀπό 15ετίας περίπου. Καί εἰδική Ἐπιτροπή συνέστησε ἔγκαιρα γιά νά τό μελετᾶ, ὥστε ν΄εἴμαστε ἕτοιμοι νά παρουσιάσουμε τίς ἀπόψεις μας. Ἐπί πολλά χρόνια τό ζήτημα ἔμεινε στά ἀζήτητα. Αἰφνιδίως τώρα ἀνεσύρθη ἀπό τήν ἀφάνεια, λίγο μετά τίς ἐκλογές. Μόλις διαπιστώσαμε κάποιες ὕποπτες κινήσεις, ἐπιδιώξαμε μιά συμφωνία κυρίων, πού προέβλεπε διάλογο μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κυβέρνησης. Δέν μπλεχθήκαμε στό πρόβλημα ἀπό πολυπραγμωσύνη. Δέν φυτρώσαμε ἐκεῖ πού δέν μᾶς ἔσπειραν. Πρόκειται γιά τό Θρήσκευμα, ἕνα στοιχεῖο πού ἐνδιαφέρει ἄμεσα τήν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς δέν μιλήσαμε, ἐπειδή δέν μᾶς πέφτει λόγος, οὔτε γιά τήν ἀπάλειψη τῆς ὑπηκοότητας οὔτε γιά τά δαχτυλικά ἀποτυπώματα κλπ. Καί τοῦτο γιατί ἔχουμε ἐπίγνωση τῶν διακριτῶν μας ρόλων. Ἀσχολούμεθα μέ ὅ,τι ὀργανικά καί λογικά ἐνδιαφέρει τίς ἀρχές μας, τή διδασκαλία μας. Μέ τήν ἴδια λογική τήν Ἐκκλησία ἄμεσα ἐνδιαφέρει στίς νέες ταυτότητες, ἐκτός ἀπό τό Θρήσκευμα καί τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα, ὁ ἀριθμός 666 καί ὁ ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός. Αὐτά ὅλα σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, μέ τή διασφάλιση τοῦ ἀπορρήτου τῆς προσωπικῆς ζωῆς, μέ τό σεβασμό τπης ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, μέ τή θρησκευτική συνείδηση τῶν πολιτῶν, γιά τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται ἐπί αἰῶνες. Ὅλα αὐτά συνιστοῦν βαρύτατη προσβολή τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς. Ἤδη ἀνεγράφη στόν τύπο ὅτι ἰδιωτικές ἑταιρίες ἐμπορεύονται προσωπικά στοιχεῖα ἀνυποψίαστων πολιτῶν, τά ὁποῖα πωλοῦν, μέ ἀποτέλεσμα κανένας πιά νά μή αἰσθάνεται ἀσφαλής σ’ αὐτόν τόν τόπο./
2. Ἡ συμφωνία πού ἐπιτύχαμε δέν τηρήθηκε. Καί αἰφνιδίως ἀνηγγέλθη στή Βουλή ἡ ἀπόφαση γιά τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς νέες ταυτότητες. Γιά τήν ἀπόφαση αὐτή διετύπωσε τήν ἀντίθετη γνώμη της τόσο ἡ ΔΙΣ ὅσο καί ἡ ΙΣΙ. Ἡ τελευταία μάλιστα ἔκανε μιά ὕστατη προσπάθεια ἐπαφῆς μέ τόν κ. Πρωθυπουργό προκειμένου νά τοῦ ἀναπτύξει τίς θέσεις της, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα.
3. τί ζητᾶμε ἐμεῖς καί ὁ πιστός Λαός; Στήν ἀρχή ζητούσαμε ὅ,τι προβλέπει καί ὁ ἰσχύων νόμος 1899/1991, δηλ. τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος. Μᾶς εἶπαν ὅτι αὐτό εἶναι ἀντισυνταγματικό. Κανείς δέν μπορεῖ νά ὑποχρεώσει κάποιον νά ἀναγράψει χωρίς τήν θέλησή του τό θρήσκευμά του στήν ταυτότητά του. Τήν ἀντισυνταγματικότητα ὅμως τῶν νόμων δέν τήν κρίνει ὁ κάθε ἐπιστήμων ἤ ἡ κάθε Ἀρχή. Ὑπάρχουν τά δικαστήρια πού τήν κρίνουν. Παρά ταῦτα ἐμεῖς κατανοήσαμε τήν ἀνάγκη νά μήν εἶναι ὑποχρεωτική ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, σεβόμενοι τίς ἀπόψεις ἐκείνων πού δέν θέλουν αὐτή τήν ἀναγραφή καί ὑποχωρήσαμε. Καί εἴπαμε ἐν τάξει. Τότε ἄς ἀφεθῆ ὁ κόσμος ἐλεύθερος στήν προαιρετική ἀναγραφή. Ὅποιος θέλει νά γράφει τό Θρήσκευμά του καί ὅποιος δέν θέλει νά μή τό γράφει. Τί δημοκρατικότερο καί τί λογικότερο. Καί ὅμως τελικά οὔτε αὐτό ἔγινε δεκτό. Ἡ Ἀρχή ἐπεκαλέσθη τόν 4274/97, πού στό ἄρθρο 2 κατατάσσει τό Θρήσκευμα μεταξύ τῶν εὐαίσθητων στοιχείων τῆς προσωπικότητας, γιά τά ὁποῖα ἀπαγορεύεται κάθε ἐπεξεργασία. Ὅμως ἡ Ἀρχή ἀγνόησε τό ἄρθρο 5 τοῦ ἴδιου νόμου πού προβλέπει ἐξαίρεση καί ἐπιτρέπει κάθε ἐπεξεργασία καί σ’ αὐτά τά εὐαίσθητα στοιχεῖα, ὅταν πρός τοῦτο συναινεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος καί ἐγκρίνει ἡ Ἀρχή. Ἡ Ἐκκλησία προτείνουσα τήν προαιρετική ἀναγραφή ἐπικαλεῖται αὐτή τή διάταξη. Ἀλλ’ ὁμιλεῖ εἰς ὦτα μή ἀκουόντων...
4. Τό ὅλο θέμα στηρίχθηκε στή γνώμη τῆς Ἀρχῆς, πού ἔχει γνωμοδοτικό χαρακτῆρα. Καί εἶπε ἡ Ἀρχή: Ἡ προαιρετική ἀναγραφή εἶναι καί αὐτή ἀντισυνταγματική. Ἀλλά πῶς καί γιατί ἡ Ἀρχή καταστρατηγεῖ τό νόμο; Εἶναι πάνω ἀπό τούς νόμους; Δέν εἶναι δέ μόνο ἡ παραπάνω διάταξη πού ἐμνημονεύσαμε, πού εἰσάγει ἐξαίρεση στόν κανόνα τῆς μή ἀναγραφῆς, ὅταν τό θέλει ὁ πολίτης εἶναι καί ὁ ἄλλος νόμος, ὁ ἰσχύων σήμερα 1899/91, πού ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Γιατί τόν παραβιάζει ἡ Ἀρχή, πού εἶναι ταγμένη νά ἐνεργεῖ μέ τούς νόμους;
5. Εἰδικοί συνταγματολόγοι καί ἔγκριτοι νομομαθεῖς, πού συμβουλεύθηκε ἡ Ἐκκλησία, τήν διαβεβαίωσαν ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα. Ἄλλωστε τό 1993 τό κυβερνόν σήμερα κόμμα, ὡς ἀντιπολίτευση, εἶχε ὁμαδικά ὑποστηρίξει στή Βουλή τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος καί ἐπεκαλεῖτο μάλιστα ἀνάλογη τοποθέτηση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς. Τότε λοιπόν ἡ προαιρετική ἀναγραφή ἦταν συνταγματική. Σήμερα, μέ τό ἴδιο Σύνταγμα, τί συνέβη καί δέν εἶναι; Ἑπομένως, ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς ὄχι μόνον δέν εἶναι θέσφατη ἀλλά καί ἀποδεικνύεται νομικῶς διάτρητη. Καί εἶναι νομικῶς διάτρητη ὄχι μόνο γιά τούς παραπάνω λόγους ἀλλά καί γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Πρόεδρός της, πρίν κἄν συγκαλέσει τό Συμβούλιο τῆς Ἀρχῆς, γιά νά λάβει τή γνωστή ἀπόφαση, ἔσπευσεν ὁ ἴδιος μέ δηλώσεις του στόν τύπο καί ἔλαβε θέση στό ὑπό κρίσιν ζήτημα. Εἶπε μάλιστα, ταχθείς ἀναφανδόν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης, ὅτι καθ’ ὅσον ἀφορᾶ στό Θρήσκευμα πρέπει ὁ πολίτης οὔτε κἄν νά ἐρωτᾶται ἄν θέλει νά ἀναγραφῆ στήν ταυτότητά του τό στοιχεῖο αὐτό. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέδειξε ὅτι δέν εἶχε ἀμεροληψία καί δέν μποροῦσε νά προεδρεύσει τοῦ Συμβουλίου. Στήν ἀπόφαση λοιπόν τῆς Ἀρχῆς ὑπάρχει ἰσχυρός ἀντίλογος.
Θέλετε νά μάθετε τί ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ λέγει ἡ Ε.Ε.; Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες δέν συνιστᾶ παραβίαση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συνθήκης περί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Καί ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων στήν ἀπόφασή τῆς 8-9-1993 ἀποφαίνεται ὅτι, ὅποιος σιωπᾶ καί δέν δηλώνει τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις δέν δικαιοῦται νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι παραβιάστηκε ἡ θρησκευτική του ἐλευθερία, ἐπειδή ἄλλοι τίς δηλώνουν.
Γιατί οἱ ἐπιστήμονες, πού μᾶς λένε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, ἐδῶ δέν διδάσκονται ἀπό τήν Εὐρώπη; Ἡ ἴδια Ἐπιτροπή μέ ἄλλη ἀπόφασή της δέχθηκε ὅτι δέν θίγεται τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας κάποιου, ὅταν οἱ Ἀρχές τῆς χώρας του τόν καλοῦν νά δηλώσει τό θρήσκευμά του.
6. Εἶπε ἀκόμη ἡ Ἀρχή, πώς στήν ταυτότητα περιλαμβάνονται μόνον τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τήν ἐξακρίβωση τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου στοιχεῖα. Καί κατά συνέπειαν τό Θρήσκευμα δέν ἀνήκει σ’ αὐτά. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄποψή μας ὅτι εἰδικά γιά μᾶς τούς Ἕλληνες τό θρήσκευμά μας εἶναι στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας, ὁ νόμος τοῦ 1986 ὁρίζει ὅτι στήν ταυτότητα καταχωρίζονται καί ἄλλα στοιχεῖα πού ἐπέχουν θέση ἐπίσημης βεβαίωσης γιά τίς Ἀρχές τοῦ κράτους, χωρίς νά χρειάζονται ἄλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες καί χρονοβόρες καί δραχμοβόρες γιά τόν πολίτη. Καί τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀξιοπρόσεκτο. Πρόκειται μέ ἄλλα λόγια γιά τή διευκόλυνση τῶν ἐννόμων σχέσεων. Αὐτή τή διάσταση ἐπιμένει νά τήν ἀγνοεῖ ἡ Ἀρχή.
7. Ἰσχυρίζονται οἱ ἀντιδρῶντες καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν προαιρετική ἀναγραφῆ τοῦ Θρησκεύματος, ὅτι τό Θρήσκευμα γράφεται στίς ταυτότητές μας ἀπό τό 1942 μέ τήν πρωτοβουλία τῶν γερμανικῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς καί αὐτό γιά νά μποροῦν τάχα νά ἐπισημαίνουν τούς Ἑβραίους. Ἀπαντᾶμε. Δέν εἶναι σωστή ἡ πληροφορία. Ἄν οἱ Γερμανοί ἔκαναν τότε κάτι τέτοιο τότε γιατί δέν ἔκαναν τό ἴδιο καί στίς ἄλλες κατεχόμενες χῶρες τῆς Εὐρώπης; Καί ἄν μέσῳ τῶν ταυτοτήτων συνελάμβαναν τούς Ἑβραίους οἱ Γερμανοί, τότε θά ἔπρεπε σέ ὅλες τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὅπου δέν ὑπῆρχαν ταυτότητες, μέ τό Θρήσκευμα νά εἶχαν σωθῆ ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι. Ὅμως τό ἀκριβῶς ἀντίθετο συνέβη. Μόνο στήν Ἑλλάδα πολλοί Ἑβραῖοι σώθηκαν χάρις στίς ταυτότητες. Γιατί ἔτσι δόθηκε ἡ εὐκαιρία στόν ἀοίδιμο Ἀρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, πού σέ συνεργασία μέ τόν τότε Ἀστυνομικό Διευθυντή Ἀθηνῶν ἀείμνηστο Ἄγγελο Ἔβερτ, νά ἀλλάζουν τίς ταυτότητες τῶν Ἑβραίων καί νά τούς παρουσιάζουν ὡς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς. Καί αὐτό τό ἔχουν ἀναγνωρίσει καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἰσραηλίτες συμπολίτες μας, καί τό ἴδιο τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτή ἡ ἀναγραφή, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἕνα κεκτημένο δικαίωμά μας καί δέν μπορεῖ ξαφνικά καί ἀπότομα νά διαγραφῆ.
8. Ζητοῦμε αὐτή τή στιγμή ἐπί πλέον ἀπό ὅλο τόν πολιτικό κόσμο, τούς δημοσιογράφους, τά ΜΜΕ καί ἄλλους φορεῖς τῆς Πολιτείας νά τοποθετηθοῦν μπροστά στό φαινόμενο τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων, καί τοῦ φακελλώματος τῶν πολιτῶν. Ὁ ἀγώνας μας σήμερα δέν εἶναι μόνο γιά τό θρήσκευμα, εἶναι καί γιά ὅλη τή φιλοσοφία πού διέπει τίς νέες ταυτότητες καί πού τελικά ὁδηγεῖ στόν ἐξανδραποδισμό τοῦ πολίτη.
Θεσσαλονικεῖς, Χριστιανοί Ἕλληνες,
Ἡ σιωπή, γράφει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, εἶναι ἡ φωνή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τώρα ὅμως ὑπάρχουν στιγμές πού ἡ σιωπή παραχωρεῖ τή θέση της στόν ἐκφραστικό λόγο πού μπαίνει στίς καρδιές καί συντονίζει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Βλέπω τόν παλμό σας καί ρίγη συγκινήσεως διαπερνοῦν τό σῶμα μου. Ἐμεῖς ἐδῶ δέν κάνουμε ἀνταγωνισμό ἰσχύος μέ κανένα. Κάνουμε μιά εἰρηνική κατάθεση μαρτυρίας. Εἰρηνική, τό τονίζω. Σήμερα ἡ Πατρίδα περνᾶ μεγάλη δοκιμασία γιά πολλά ἄλλα θέματα. Εἶναι ἄστοχη πολυτέλεια ἡ δημιουργία καί νέων. Ἡ Λαοσύναξή μας ἔδωσε ἤδη τό μήνυμα. Αὐτός ὁ κόσμος δέν πρέπει νά νοιώθει προδομένος. Αὐτά τά παιδιά δέν μποροῦν νά βλέπουν γύρω τους νά γκρεμίζονται τά θεμέλια τῆς ζωῆς του. Ἡ Ἱεραρχία, σήμερα, στράφηκε στό Λαό τοῦ Θεοῦ ζητώντας του νά διατρανώσει τή θέλησή του τήν ἀταλάντευτη νά ἀφεθῆ προαιρετική ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, νά ἀντιμετωπισθῆ τό φάσμα τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος καί νά ἀποφευχθοῦν τά ἄλλα μέτρα σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει προαναγγείλει ὁ θεωρητικός τοῦ ξηλώματος. Μέτρα πού τελικά βλάπτουν τό ἔθνος. Τή θέληση αὐτή ποιός μπορεῖ νά ἀγνοήσει; Ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῆ στή λαϊκή φωνή; Στράφηκε ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία σήμερα καί πρός τή νόμιμη κυβέρνηση τῆς χώρας καί ἐζήτησε μαζί της διάλογο γιά τίς ταυτότητες.
Ἐλέχθη, ὅτι σήμερα δέν θά ὑπάρξουν νικητές καί ἡττημένοι. Πράγματι. Δέν ἤρθαμε ἐδῶ γιά νά φοβερίσουμε κανένα, οὔτε γιά νά ἐντυπωσιάσουμε μέ τόν ὄγκο μας τή διεθνῆ κοινή γνώμη. Δέν θέλουμε νά σκεφθῆ κανείς ὅτι κινούμεθα ἀπό κίνητρα πολιτικά. Πονᾶμε γιά τή τύχη τῆς Ἑλλάδας μας καί διαμαρτυρόμαστε ἔντονα, χωρίς ἐθνικιστικές ἐξάρσεις. Δέν ἐπιδιώκουμε νά διχάσουμε τό Λαό. Γι’ αὐτό καί δέν ζητᾶμε τίς δάφνες τοῦ νικητῆ. Μόνος νικητής θέλουμε νά εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα, αὐτά τά δύο, πού ὅπως ἔλεγε ὁ πατήρ Κοσμᾶς, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς τά ἀφαιρέσει ἐκτός κι ἄν μόνοι μας τά ἀπαρνηθοῦμε. Ποιός ἀπό μᾶς εἶναι διατεθειμένος νά τά προδώσει καί νά τά ἀπαρνηθῆ; Νομίζω πώς κανείς. Ναί, κανείς. Πιστεύω σέ σᾶς. Πιστεύω στή νεολαία. Πιστεύω στόν ἱερό μας κλῆρο. Πάρτε στά χέρια σας τή μεγάλη ἐτούτη ὑπόθεση καρδιᾶς καί μή ὑποστέλλετε τίς σημαῖες καί τά λάβαρα. Ἡ Ἐκκλησία γιά ἄλλη μιά φορά θά προσφέρει ὑπηρεσίες στόν τόπο. Ἡ παράδοση θά διασωθῆ καί ὁ λαός θά ἀναπνεύσει. Ζητᾶμε μιά δίκαιη λύση. Καί ἡ φωνή μας, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν, θά πετάξει στ’ ἀκρογυάλια, στά βουνά καί στίς πόλεις μας καί θά φθάσει ἐκεῖ κάτω στήν Ἀθήνα. Καί θά ἀκουσθῆ ὡς βροντή. Ἐμεῖς αὐτή τή στιγμή ἁπλώνουμε ἀπό τή Θεσσαλονίκη τό χέρι στήν Ἀθήνα. Κι΄ ἐλπίζουμε ὅτι θά ὑπάρξει κι’ ἀπό ἐκεῖ ἀνταπόκριση. Ἑλλάδα καί Ὀρθοδοξία εἶναι δίδυμο ἀδιάσπαστο. Ἡ νομοτέλεια τῆς ἱστορίας τό ἐπιβεβαιώνει. Ὁ Λαός τό βιώνει. Ἡ Πατρίδα τό ἀξιώνει. Ἡ Ἐκκλησία τό καμαρώνει. Ἐδῶ τώρα διαμαρτυρηθήκαμε εἰρηνικά, ὁμολογήσαμε τή πίστη μας εἰρηνικά καί θά πορευθοῦμε στά σπίτια μας εἰρηνικά. Ὅλους τούς ἀγαπᾶμε καί γιά ὅλους προσευχόμαστε. Ἄς ψάλουμε τώρα ὅλοι μαζί τό «Τῆ Ὑπερμάχῳ....».
14 Ἰουνίου 2000
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000

Πιστέ καί εὐλογημένε λαέ τῆς Ἀθήνας καί ὅλης τῆς Ἑλλάδος. Μέ νωπό ἀκόμη τόν ἀπόηχο ἀπό τή συγκλονιστική, εἰρηνική καί δυναμική Λαοσύναξη τῆς Θεσσαλονίκης, σήμερα ἡ Ἀθήνα δίνει τό δικό της παρόν καί ἀποστέλλει καί αὐτή τό δικό της μήνυμα. Ἡ Ἀθήνα, ἡ πόλη τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ἔδωσε τό μήνυμα τοῦ ἀγώνα γιά τήν πίστη, διατρανώνει σήμερα μέ τόν πιό ἐπίσημο καί κατηγορηματικό τρόπο τήν ἀδιαπραγμάτευτη βούλησή της νά ἀγωνισθῆ γιά τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια.
ΟΜΙΛΙΑ
τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καί Πάσης ¨Ἑλλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
στή Λαοσύναξη τῶν Ἀθηνῶν
Πιστέ καί εὐλογημένε λαέ τῆς Ἀθήνας καί ὅλης τῆς Ἑλλάδος.
Μέ νωπό ἀκόμη τόν ἀπόηχο ἀπό τή συγκλονιστική, εἰρηνική καί δυναμική Λαοσύναξη τῆς Θεσσαλονίκης, σήμερα ἡ Ἀθήνα δίνει τό δικό της παρόν καί ἀποστέλλει καί αὐτή τό δικό της μήνυμα. Ἡ Ἀθήνα, ἡ πόλη τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ἔδωσε τό μήνυμα τοῦ ἀγώνα γιά τήν πίστη, διατρανώνει σήμερα μέ τόν πιό ἐπίσημο καί κατηγορηματικό τρόπο τήν ἀδιαπραγμάτευτη βούλησή της νά ἀγωνισθῆ γιά τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια.
Σήμερα ἡ Ἀθήνα ξεπέρασε τή Θεσσαλονίκη. Χιλιάδες Λαός ἔχει κατακλύσει τήν πρωτεύουσα, εἰρηνικός, μειλίχιος, πρᾶος, ἀλλά καί ἀποφασισμένος νά βροντοφωνάξη πρός κάθε κατεύθυνση τή θέλησή του. Αὐτή ἡ Λαοσύναξη, πού ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεφάσισε, δέν ἔχει τό προηγούμενό της. Ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ τούτη τή στιγμή κάνει μυσταγωγία, κάνει προσευχή καί τίθεται καί πάλιν ἐπί κεφαλῆς τοῦ πιστοῦ Λαοῦ στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά του νά ὑπερασπισθῆ τήν πνευματική αὐτοσυνειδησία του.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι –κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας- «συνεχῶς θάλλουσα καί ἀνακαινιζομένη διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι’ αὐτό εἶναι πάντοτε ζωντανή καί χαρισματική κοινωνία προσώπων, πού ἀναλαμβάνουν δύσκολους καί ἱστορικούς ρόλους μέ συνέπεια καί τόλμη.
Ἡ σημερινή μας Λαοσύναξη γίνεται σέ τούτη ἐδῶ τήν ἱστορική πλατεῖα, μπροστά ἀπό τό Ἐθνικό Κοινοβούλιο, τό τέμενος τῆς Δημοκρατίας, πού ταυτόχρονα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Τό χῶρο ὅπου τά ἰδανικά τοῦ ἔθνους καί οἱ ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐνσαρκώνονται σέ ὑπερούσιες πράξεις διαχρονικῆς συνέπειας καί ἀδάμαστου ἤθους. Σέ αὐτό τόν τόπο κάποτε, τό 1843, δόθηκε τό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, καί ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ πρωταγωνιστής αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης διηγεῖται: «Πιάνω καί φκειάνω μιάν Σημαία καί γράφω. ‘Ἐθνική συνέλεψη, Σύνταγμα’. Λέγω ‘Εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Βασιλείας Του σηκώνεται ἡ Σημαία τῆς Πατρίδος’». Καί αὐτή ἡ πλατεία εἶναι ὁ πιό κατάλληλος χῶρος γιά νά ἀκουσθῆ καί σήμερα ἡ φωνή τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, γιά νά πέσουν τά τείχη τῆς προκατάληψης, γιά νά ἐγκαταλειφθοῦν τακτικές σφαλμάτων, γιά νά ἔλθη ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχική ἡρεμία στήν εὐλογημένη Πατρίδα μας.
Καί ὁ πιστός Λαός τῆς Ἐκκλησίας μας ἦλθε καί εἶναι ἐδῶ. Πιό πού καί ἀπό τό πλῆθος, μᾶς συνεπαίρνει τό σθένος, ἡ διαύγεια, ἡ λάμψη καί ἡ χαρά στά βλέμματά σας. Μᾶς φωτίζει τῶν ματιῶν σας τό φῶς. Καθώς τό φῶς τῆς ἡμέρας ρίχνει πάνω σας τίς ἡλιαχτίδες του, τά πρόσωπά σας παίρνουν μιά γλυκιά ὄψη πραότητας καί καλωσύνης. Ἔχει αὐτή ἡ παλλαϊκή κοσμοσυρροή καμία σχέση μέ τίς πολιτικές συγκεντρώσεις; Ἦρθε κανένας σας ἐδῶ μέ μίσος στήν καρδιά γιά τόν ὑποτιθέμενο ἀντίπαλο; Ὅλοι θαύμασαν στή Θεσσαλονίκη τό ἦθος σας, τήν γλυκύτητά σας, τήν ὀμορφιά σας. Κι’ ἐδῶ στήν Ἀθήνα τό ἴδιο συμβαίνει. Δέν ἤλθατε παρακινούμενοι μόνο ἀπό τό πύρωμα τῆς καρδιᾶς σας; Δέν ἀνήκετε ἐσεῖς σέ ὅλα τά κόμματα; Δέν ἀφήσατε στό σπίτι σας τίς κομματικές σας διαφορές ἤ καί διαφωνίες καί τώρα ἐδῶ δέν εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ; Ἡ Ἐκκλησία –τό ξέρετε- ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά της καί κρύβει στόν κόλπο της ὅλους τους ἀνθρώπους. Ποῦ βλέπουν ὁμοιότητες αὐτῆς τῆς μεγάλης Σύναξης μέ τίς πολιτικές συγκεντρώσεις;
Θεοπροστάτευτε Λαέ, μή νοιώθεις προδομένος στά πιό ἱερά σου πιστεύματα. Ἡ Ἱεραρχία ὅλη ἑνωμένη εἶναι ἐδῶ, σᾶς εὐλογεῖ ὅλους καί σᾶς ἁπλώνει τά χέρια της. Εἶναι μαζί σας. Μή κάμπτεσθε στό ἀγωνιστικό καί χριστιανικό φρόνημά σας, ἐπειδή βλέπετε νά σᾶς εἰρωνεύονται καί νά σᾶς λοιδοροῦν κάποιοι ἐπαγγελματίες τῆς παραπληροφόρησης. Εἶναι ἐδῶ μαζί σας οἱ πνευματικοί σας Πατέρες, οἱ ἱεροῖς, οἱ τίμιοι καί ἀγωνιστές κληρικοί, πού μέ τό Σταυρό στό χέρι καί τήν προσευχή βαδίζουν μπροστά. Ξέρω ὅτι τούς ἀγαπᾶτε καί τούς σέβεσθε. Δέν ὑπάρχει στή χώρα μας διάσταση κλήρου καί Λαοῦ. Ὁ κλῆρος μας εἶναι κομμάτι τοῦ Λαοῦ μας, ζυμωμένο μέ τό Λαό, ἐργαζόμενος γιά τό Λαό, προερχόμενος ἀπ’ τό Λαό.
Μήν ἔχετε τήν αἴσθηση τοῦ περιφρονημένου, τοῦ ἀπωθημένου στό περιθώριο. Αὐτό ἐπιδιώκουν νά μᾶς τό ἐπιβάλουν οἱ θιασῶτες τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τῆς ἄρνησης. Σεῖς ἀντίθετα εἶσθε, εἴμαστε, ἡ μεγάλη, ἡ περίσεμνη, ἡ σοβαρή, ἡ σώφρων, ἡ εὐγενική, ἡ χαμηλή τόνων παρεμβολή, πού σκορπίζει τό δέος σ’ ἐκείνους πού ἀγνόησαν τό Λαό καί ἀπεφάσισαν ἐνάντια στή θέλησή του. Κάθε μέρα τό ποτάμι μεγαλώνει καθώς χιλιάδες ἑκατομμύρια ρυάκια τό ἐνισχύουν μέ ζῆλο νεοπροσήλυτου. Εἶναι οἱ χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ τόπου, πού τώρα ἀποδεικνύουν ὅτι μποροῦν - ὅταν τό ἀπαιτήσει ἡ περίσταση – νά διεκδικοῦν μέ ἔνθεο ζῆλο τό δικαίωμα στήν ἰδιοπροσωπεία τους, ὅπως αὐτή προέρχεται μέσα ἀπό τήν ἱστορία μας. Ὁ κόσμος δέν θέλει νά ἀλλοιωθῆ ἡ παράδοση του στό βωμό τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιδίωξης. Ἔχουμε κατ’ ἐπανάληψη διακηρύξει ὅτι εἴμαστε σέ μόνιμο εὐρωπαϊκό προσανατολισμό. Ἡ Ἐκκλησία βοήθησε μέ ὅλες τίς δυνάμεις της ὅλους τούς Πρωθυπουργούς τῆς χώρας, ἀπό τόν Κων. Καραμανλῆ, τόν Γεώργιο Ράλλη, τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου, τόν Κων. Μητσοτάκη μέχρι καί τόν Κων. Σημίτη, στήν ἐπίτευξη τῆς εὐρωπαϊκῆς προοπτικῆς τῆς χώρας. Συνομολογεῖ στά περισσότερα οἰκονομικά καί ἀναπτυξιακά μεγέθη τῆς παγκοσμιοποίησης, καί ἰδίως σ’ ἐκεῖνα πού μέσα τους περιέχουν τή φροντίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη. Καί γι’ αὐτό χαιρέτησε μέ εἰλικρίνεια τή χθεσινή ἔνταξη τῆς χώρας μας στήν ΟΝΕ. Ἀλλά δέν ἀποδέχεται τό πολιτισμικό μέρος της, πού ἀποβλέπει στήν ὁμογενοποίηση τῶν Λαῶν, στήν ἰσοπέδωση τῶν παραδόσεων, στήν ἐκπόρθηση τῶν ἰδιαιτεροτήτων κάθε Λαοῦ, ὥστε νά ἐπικρατήση ἕνα καί μοναδικό μοντέλο ζωῆς μέ ἀνθρώπους κλωνοποιημένους, ἀπαρνητές τῆς ἱστορίας τους. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στήν παγκοσμιοποίηση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄμυνα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, ἀλλά κυρίως ἡ πρόταση τῆς οἰκουμενικότητας καί καθολικότητάς της στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ὅποιος νομίζει ὅτι γίνεται εὐρωπαῖος μέσα ἀπό τήν ὁμοιομορφία καί τήν ἰσοπέδωση πρέπει νά γνωρίζει ὅτι εἶναι καταδικασμένος νά εἶναι εὐρωπαῖος δεύτερης κατηγορίας. Φτωχός συγγενής τῆς Εὐρώπης καί κακέκτυπο σύγχρονου εὐρωπαίου πολίτη. Γιατί οἱ εὐρωπαϊκοί Λαοί δέν ἔχουν σύμπλεγμα κατωτερότητας γιά τήν πολιτισμική, τή θρησκευτική καί τήν ἐθνική τους ταυτότητα, ὅπως δέν ἔχουν καί γιά τήν οἰκονομία τους. Δέν ἀνεχόμαστε νά γίνουμε ἁπλοί καταναλωτές ἀγαθῶν καί ἡ κοινωνία μας νά μεταβληθῆ ἁπλά σέ ἕνα ἀπέραντο χρηματιστήριο καί μία ἀτέλειωτη ἀγορά.
Καί αὐτό δέν θά γίνει ὅσο ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ στήν μεγάλη πατρίδα μας μέ τίς ὑγιεῖς πνευματικές δυνάμεις τοῦ τόπου συνεχίζουν νά ἀναπτύσσουν τήν εὐεργετική της ἐπιρροή στό Λαό καί νά τόν προφυλάσσουν ἀπό κακοτοπιές καί ὀλισθήματα. Σ’ αὐτό τόν τόπο ἡ Ὀρθοδοξία ἐπί 2000 χρόνια εἶναι ἡ βαθύτερη πηγή ἀπό ὅπου ἀναδύονται ὅλες οἱ ἀκριβές σημασίες τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί ἡ πλουσιώτερη ἀφετηρία ἀπ΄ ὅπου ξεδιπλώνονται ἔνσαρκες οἱ σαγηνευτικότερες πτυχώσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης θεωρεῖ τήν Ὀρθοδοξία θεμέλιο λίθο τῆς ἐθνικῆς καί πνευματικῆς ὑποστάσεως. «Ἄν σηκώσουν τήν πίστη μας», ἔγραφε, «ξένοι καί ‘γεδικοί’ μας χάνεται τό ἔθνος». Λαοί καί ἔθνη πού παραμερίζουν τή θρησκεία τους καταντοῦν περίγελως. «Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείψουν τόν Πλάστη τοῦ παντός- γράφει πάλι ὁ Μακρυγιάννης-, τότε γίνονται παιδιά τοῦ διαβόλου καί καταβασανίζουν τήν ἀνθρωπότητα καί χάνουν τή δικαιοσύνη, τή θέληση τῆς παντοδυναμίας του καί τῆς βασιλείας του καί τρῶνε αὐτεῖνοι καί οἱ ὀπαδοί τους ζωντανούς ἀνθρώπους». Ἐμεῖς, λοιπόν, θέλουμε καί τήν πρόοδο καί τήν παράδοσή μας, πού εἶναι «τζιβαϊρικόν πολυτίμητον». Ὡς Ἐκκλησία ἐπικροτοῦμε τήν Εὐρώπη τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισμῶν, ἀλλά καί τήν Εὐρώπη τοῦ σεβασμοῦ στήν παράδοση κάθε Λαοῦ καί ἔθνους. «Εὐρωπαϊκή Κοινότητα σημαίνει», παρατηροῦσε τό 1992 ὁ Γερμανός Πρόεδρος Βαϊστσέκερ, «σεβασμό τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας κάθε χώρας – μέλους». Καί συνεχίζει ὁ κ. Βαϊστσέκερ: «Ἄν αὐτό ἰσχύει χωρίς ἐξαίρεση, τί θά μποροῦσε κανείς νά πῆ γιά τήν Ἑλλάδα μέ τό πολιτιστικό παρελθόν τριῶν χιλιετιῶν;»(1992). Ἔτσι μᾶς βλέπουν οἱ σοβαροί ξένοι. Κι ἐμεῖς πᾶμε μέ ἀπίστευτη ἐλαφρότητα νά ἀχρηστεύσουμε τά ἐρείσματά μας;
Ἀναρωτιέμαι καί ρωτάω: Ποιοί εἶναι αὐτοί πού θέλουν νά διχάσουν τό Λαό καί τήν κοινωνία καί τόν διαχωρίζουν ἀνάμεσα σέ πολίτες τοῦ προοδευτικοῦ δῆθεν κράτους καί σέ πιστούς τῆς ὀπισθοδρομικῆς δῆθεν Ἐκκλησίας; Τί ἐξυπηρετεῖ αὐτή ἡ τεχνητή ρήξη τῆς συνοχῆς τοῦ Ἔθνους καί τῆς κοινωνίας, γιά τήν ὁποία κάποιοι δηλώνουν ἱκανοποιημένοι ἤ καί ὑπερήφανοι; Ποιοί εἶναι αὐτοί πού θέλουν νά μετρήσουν τίς «καθαρές» δυνάμεις τῆς «προόδου», ὅπου γι’ αὐτούς «πρόοδος» εἶναι ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν παράδοση, τήν ἱστορία καί τήν ποικιλομορφία;
Φοβοῦμαι πώς κάποιοι, ἐμφανιζόμενοι σήμερα ὡς ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά παίξουν πολιτικό ρόλο, παρότι ποτέ δέν ἔπεισαν τόν ἑλληνικό Λαό νά τούς προσφέρει ρόλους. Καί χρησιμοποιοῦν ὡς πρόσχημα τό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Εἶναι ὅμως αὐτό δημοκρατικά δεοντολογικό; Καί ἄλλοι πάλι προσδοκοῦν ἄλλα προσωπικά ὁφέλη, τήν ἀνάδειξή τους σέ θώκους καί θέσεις, πού περιμένουν νά πάρουν ὡς ἀμοιβή γιά τήν ἀπάρνηση τῶν ἀρχῶν τους. Φοβοῦμαι ὅτι κάποιοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία τώρα νά καλύψουν τό ἰδεολογικό τους κενό καί μέ ἀφορμή τό θέμα τῶν ταυτοτήτων κατασκευάζουν ἕναν ἀντίπαλο στό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναρωτιέμαι, ὅμως τί σημαίνει προοδευτική ἄποψη στίς ἡμέρες μας. Σημαίνει ἄρνηση τοῦ διαλόγου; Σημαίνει αὐταρχική καί ἄνευ συζητήσεως ἐπιβολή ἀποφάσεων; Σημαίνει ἄρνηση τῆς πολυφωνίας; Σημαίνει ἰσοπέδωση τῶν εὐαισθησιῶν, ἔστω κι ἄν αὐτές κρίνονται ἀπό κάποιους λανθασμένες; Σήμερα πού οἱ συνθῆκες ἐπιβάλλουν τήν ἐνίσχυση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τοῦ λαοῦ, μπροστά στό χαλασμό πού ἔρχεται, ὁ Λαός ἀντιλαμβάνεται σαφέστερα, μέ μιά θαυμαστή διαίσθηση, καί στρέφεται ἐναγώνια πρός τήν Ἐκκλησία ὡς Κιβωτό της σωτηρίας. Ἐμεῖς βροντοφωνάζουμε τόν εὐρωπαϊκό προσανατολισμό τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τήν προσήλωσής της στό τυραγνισμένο Γένος μας. Ἔτσι, ἀποδεχόμεθα τήν Εὐρώπη, ἀλλά λατρεύουμε καί τήν Ἑλλάδα. Γι΄ αὐτό λέμε ΝΑΙ στήν Εὐρώπη, ἀλλά ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΝΑΙ στήν Ἑλλάδα.
Κάθε πολίτης αὐτοῦ τοῦ τόπου ἀναγνωρίζει ὅτι ἔχει χρέος κι αὐτός καί οἱ ἄλλοι, ὅλοι μαζί νά διαφυλάξουμε, παράλληλα μέ τόν εὐρωπαϊκό, μαζί καί τόν παραδοσιακό χαρακτῆρα τῆς χώρας μας καί νά παραδώσουμε στά παιδιά μας μιάν Ἑλλάδα σύγχρονη, σεβαστή, ἀξιοπρεπῆ, καί ἀνεπτυγμένη, ἀλλά ταυτόχρονα μιάν Ἑλλάδα πνευματική, παραδοσιακή καί χριστιανική. Πρέπει ὅλοι νά καταλάβουν κάποτε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινότητα ψυχῶν καί σωμάτων καί πώς ὅλες οἱ ἠθικές ἀξίες τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ προέρχονται ἀπό τήν εὐλογημένη συνάντηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος μέ τόν Χριστιανισμό. Γιά μᾶς ἡ ζωηφόρα παράδοσή μας εἶναι ἕνα μέγεθος ὄχι στατικό ἀλλά δυναμικό, πού εἶναι πηγή προοδευτικῆς ἔμπνευσης καί κάθε φορά νέας πολιτισμικῆς δημιουργίας, μέ τήν διαφορά ὅτι τά βασικά του δομικά στοιχεῖα δέν παραλλάσσουν, εἶναι θεμελιώδη καί μή ἀναθεωρητέα. Εἶναι μόνιμα καί ἀναντικατάστατα. Οἱ μορφές της ἀλλάζουν. Ἡ οὐσία της παραμένει ἀκαινοτόμητη. Καί εἶναι κατά βάσιν Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι τότε δέν πρόκειται γιά παράδοση ἑλληνική.
Μέ πόνο καί ἔκπληξη ἀκοῦμε τίς ἡμέρες αὐτές ὁρισμένους πολιτικούς καί δημοσιογράφους νά συγχέουν –χωρίς ἐπίγνωση ἐλπίζουμε αὐτῶν πού λένε- τόν ὀρθολογισμό μέ τή μονοδιάστατη καί ἀνιστόρητη σκέψη. Νά συγχέουν τό κοσμικό κράτος μέ τήν ἄρνηση τοῦ πλουραλισμοῦ καί τοῦ δικαιώματος διαφωνίας. Νά συγχέουν τά κηρύγματα τοῦ διαφωτισμοῦ μέ τήν ὑποβάθμιση καί τό διασυρμό τῆς παράδοσης καί τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἔθνους.
Μέ θλίψη, ἐπίσης, βλέπουμε τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ὀρισμένοι διολισθαίνουν σέ ἀπόψεις βαθύτατα ἀντιδημοκρατικές. Στήν αὐγή τοῦ 21 ου αἰώνα ὑπάρχουν στή χώρα μας κάποιοι πολιτικοί ἐπιστήμονες καί σχολιαστές πού ἰσχυρίζονται ὅτι τά συνταγματικά δικαιώματα δέν ἰσχύουν γιά ἐκείνους πού διαφωνοῦν μέ μιά κυβερνητική πρωτοβουλία. Πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν διαθέτει τό δικαίωμα στήν ἐλευθερία τῆς γνώμης καί τοῦ λόγου. Ἔφτασαν κάποιοι στό ἀκραῖο σημεῖο αὐταρχισμοῦ νά ἰσχυρίζονται πώς διαπράττει ποινικό ἀδίκημα ἡ Ἱεραρχία, ἐπειδή ὀργανώνει μιά εἰρηνική διαμαρτυρία. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐδῶ συμβαίνει τό ἐξῆς παράδοξο. Θεωροῦν ὅλοι αὐτοί ὅτι ὁ πολίτης μέ δικαίωμα λόγου, μέ δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, μέ δικαίωμα συμμετοχῆς στά κοινά εἶναι μόνο ὅποιος ἔχει ἀντιεκκλησιαστικές καί ἀντικληρικαλιστικές ἀπόψεις. Ὅποιος εἶναι ὀπαδός τοῦ ἄθρησκου, τοῦ λαϊκοῦ κράτους. Οὔτε λίγο, οὔτε πού θεωροῦν ὀρισμένοι ὅτι ὅποιος εἶναι πιστός ἤ ἔστω ὅποιος δέχεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἔχει ἄποψη, δέν εἶναι πολίτης ἤ μᾶλλον εἶναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας.
Τούς καλοῦμε καί τούς παρακαλοῦμε συνεπῶς νά καταλάβουν ὅτι ὅσοι συγκεντρώθησαν ἐδῶ σήμερα καί τήν προηγούμενη Τετάρτη στή Θεσσαλονίκη δέν εἶναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ὅτι ὅλος αὐτός ὁ Λαός εἶναι πολίτες μέ δικαίωμα στή πίστη, στή γνώση, στή γνώμη, στό παρόν καί στό μέλλον αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Τό βασικό τους ἐπιχείρημα εἶναι πώς δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει «συγκυβέρνηση» ἀνάμεσα στήν Πολιτεία καί στήν Ἐκκλησία. Ἄς μή φοβοῦνται. Κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ἐξουσία καί τήν ἁρμοδιότητα τῶν κρατικῶν ὀργάνων. Οἱ κίνδυνοι κατά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας δέν προέρχονται σέ καμιά περίπτωση ἀπό τόν πνευματικό καί ἠθικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας.
Παρακολουθοῦμε μέ ὀδύνη νά ἀνοίγη ἐκ τοῦ μή ὄντος ἕνα δῆθεν ἰδεολογικό μέτωπο μεταξύ «διαφωτιστῶν» καί «ἀντιδιαφωτιστῶν». στήν αὐγή τοῦ 21 ου αἰώνα κάποιοι δείχνουν νά ἀγνοοῦν παντελῶς τήν ἱστορία τοῦ 18 ου καί 19 ου αἰώνα στόν τόπο αὐτό. Γιατί ἄν ἤξεραν τήν ἱστορία, θά ἐγνώριζαν ὅτι σέ ὀρθόδοξους Ἕλληνες κληρικούς ὀφείλετο ἡ εἰσαγωγή καί ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων καί τῶν προοδευτικῶν ἀρχῶν καί ἀπόψεων στήν Ἑλλάδα.
Δέν ἀρκοῦνται ὅμως σ’ αὐτό. Τώρα ἐπιτίθενται συλλήβδην κατά τῶν κληρικῶν καί ἰδίως κατά τοῦ σώματος τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μέ ἀναξιοπρεπῆ γιά τούς ἰδίους καί εὐτελῆ τρόπο. Λυποῦμαι, γιατί δέν σέβονται τά ἀξιώματά τους καί μάλιστα ἀξιώματα πού εἶναι συνυφασμένα μέ ἕνα μεσολαβητικό ὑποτίθεται ρόλο καί ὄχι ἐμπρηστικό. Ἄς εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία ὅλους τούς συγχωρεῖ καί ὅλους τούς ἀγαπᾶ καί γιά ὅλους προσεύχεται.
Πράγματι. Ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ἄνοιξαν οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου καί ἐλέχθησαν ἀπό στόματα ἀνθρώπων πού καί αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἐγράφησαν ἀπό γραφίδες ἀνθρώπων, πού καί αὐτοί δικαιοῦνται τή σωτηρία, ρήματα ἀπρεπῆ καί λόγια βαρειά, γεμάτα μίσος καί περιφρόνηση, γεμάτα προκατάληψη καί ἐμπάθεια πρωτοφανῆ, γεμάτα ἀπό ὑπεροψία καί κακότητα. Ἐπεστράτευσαν καί τίς ὕβρεις καί τίς ἀπειλές ἐναντίον μας καί ἐναντίον μας καί ἐναντίον σας. Γιά μένα ἔφθασαν στήν αἰχμή τοῦ παραληρήματος νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι πρέπει νά ἐξορισθῶ, καί ἄλλοι νά γράψουν ὅτι εἶμαι ἐπικίνδυνος. Ἀντιπαρέρχομαι μέ ἐσωτερική καθαρότητα καί χωρίς ἐμπάθεια τίς ὕβρεις καί συγχωρῶ μέ μακροθυμία αὐτούς πού τίς εἶπαν. Ἀλλά καί γιά σᾶς εἶπαν ὅτι εἶσθε τάχα οἱ φανατικοί. Καί ξέρετε γιατί; Διότι ἔχετε τήν τόλμη νά ὑψώνετε τή φωνή σας καί νά διεκδικῆτε τό δίκηο σας. Συκοφάντησαν τίς πολιτισμένες Λαοσυνάξεις μας ὡς δῆθεν «ὀχλοκρατικές ἐκδηλώσεις», χαρακτηρίζοντας τά εὐγενῆ παιδιά τῆς Ἐκκλησίας ἀσύντακτο χύδην ὄχλο. Μᾶς εἶπαν ἐμᾶς τούς Ποιμένες σας «κάπηλους τῆς θρησκείας». Ἐπειδή θεωρήσαμε χρέος μας νά τεθοῦμε ἐπί κεφαλῆς τῶν πιστῶν μας. Θεωροῦν ὅπως καί κατ’ ἀλήθειαν εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα πνευματικό καί ἠθικό ρόλο μέσα στήν κοινωνία, καί ἡ Λαοσύναξη αὐτή δέν συνάδει μέ τό ρόλο μέσα στήν κοινωνία, καί ὅτι ἡ Λαοσύναξη αὐτή δέν συνάδει μέ τό ρόλο τής αὐτό. Ἔχουν λάθος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέν μιά μεγάλη πνευματική δύναμη πού ἔχει θεία προέλευση. Ἀλλ’ εἶναι μέν μία μεγάλη λαϊκή δύναμη πού προέρχεται ἀπό τόν πιστό Λαό της. Αὐτός ὁ Λαός ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους μέ παλμό, μέ ψυχή καί μέ ὀντότητα. Δέν εἶσθε σεῖς περιθωριακοί, εἶσθε ὑπεύθυνοι νοικοκυραῖοι, εἶσθε σοβαροί ἄνθρωποι, πού ἀνησυχεῖτε γιά τήν πορεία τοῦ τόπου. Εἶσθε εὐϋπόληπτοι πολίτες, πού πάντα εἶσθε πρόθυμοι νά ἀποδεικνύεσθε ὄχι μόνο καλοί πιστοί ἀλλά καί χρηστοί πολίτες.
Τά βέλη τους στρέφονται, ὅπως λένε, κατά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί μιᾶς ὁμάδας Ἀρχιερέων πού ἔχουν τάχα «πολιτικές» φιλοδοξίες καί διατυπώνουν «πολιτικό» λόγο. Λυπᾶμαι, γιατί κάποιοι πολιτικοί καί ἀκαδημαϊκοί ταγοί δέν γνωρίζουν τί σημαίνει συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτά πού λένε δέν προσβάλλουν κάποια πρόσωπα. Προσβάλλουν τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί τήν ἱστορική της σχέση μέ τόν Ἑλληνισμό. Ὅποιος καί ἄν εὑρίσκετο στή θέση μας, ὅποιος καί ἄν ἦταν Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέλος τῆς Ἱεραρχίας της θά εἶχε τήν ἴδια ἄποψη. Θά ἀντιδροῦσε καί θά ἐνεργοῦσε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Αὐτό δέν ἔγινε καί τό 1987, γιά νά πάρω μόνο δύο πρόσφατα παραδείγματα. Εἰλικρινά δέν καταλαβαίνω τί εἶναι αὐτό πού φοβοῦνται ἤ πού τούς ἐνοχλεῖ. Γιατί τόση ἀνασφάλεια, γιατί τόσο ἐκνευρισμός; Γιατί τόση ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στό αἰσθητήριο καί στήν κρίση τοῦ Λαοῦ;
Ἐρωτῶ: Εἶναι ἀνεπίτρεπτος ὁ λόγος καί εἶναι «πολιτικός», μέ τήν ἔννοια του ὑπέρ τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς ἱστορικῆς προοπτικῆς αὐτοῦ τοῦ τόπου, λόγος; Εἶναι ἀπηγορευμένος καί «πολιτικός» δῆθεν ὁ λόγος ὑπέρ τῶν πτωχῶν, ὑπέρ τῶν ἀδυνάτων, ὑπέρ τῶν ἀδικουμένων, ὑπέρ τῶν πασχόντων, τῶν ταπεινῶν, τῶν ἀσθενῶν; Ὀ λόγος ὑπέρ τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ὑπέρ τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἀλληλεγγύης, ὁ λόγος ὑπέρ τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς γενναιοδωρίας, ὁ λόγος ὑπέρ τῆς ἐλπίδας; Εἶναι «πολιτικός» ὁ λόγος γιά τήν οἰκογένεια καί γιά τήν νεολαία, γιά τό σχολεῖο καί γιά τά ναρκωτικά, γιά τά ἐθνικά μας θέματα; Τούς πληροφοροῦμε ὅτι αὐτός ὁ λόγος εἶναι βαθύτατα ἐκκλησιαστικός καί πατερικός, δηλ. ἀνθρώπινος καί ἁπλός. Ἄν ὅμως ἕνας τέτοιος λόγος δέν πρέπει νά ἀρθρώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε τί πρέπει νά λέει καί νά κάνει ἡ Ἐκκλησία; Νά διδάσκει τήν ἡττοπάθεια καί τήν ἀδράνεια; Νά κηρύττει τήν ἀνοχή ἀπέναντι στήν ἀδικία καί τήν ἀνισότητα;
Θά ἐβόλευε ἀφάνταστα ἄν ἤμασταν θιασῶτες τῆς ἀποστεωμένης καί ἀπονευρωμένης ποιμαντικῆς θεολογίας, πού εἶναι ξεκομμένη ἀπό τά φλέγοντα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Θά ἐβόλευε ἀφάνταστα ἄν μέ τό λόγο μας δέν διεγείραμε συνειδήσεις καί ἄν ἀφήναμε τό δρόμο ἐλεύθερο σέ σχέδια πού βλάπτουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας μας. Τώρα πού αὐτός ὁ λόγος ἀναρριπίζει ἐλπίδες καί στεριώνει ψυχές, τώρα πού αὐτός ὁ λόγος βρίσκει ἀντίκρυσμα στίς καρδιές καί ὄχι μόνο στό νοῦ, αὐτό ἐνοχλεῖ καί πρέπει νά διαβληθῆ. Στήν ἐποχή μας ἡ πολιτική ταυτίσθηκε αὐθαίρετα μέ τήν κομματικοποίηση. Ἐμεῖς δέν μιλᾶμε κομματικά, ἀσχολούμαστε ὅμως μέ τήν κοινωνία καί προσπαθοῦμε νά δώσουμε λύσεις ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό λόγο, χωρίς νά μετατρεπόμεθα σέ κόμμα. Γι’ αὐτό καί δέν διχάζουμε τό Λαό. Μιλᾶμε τή γλώσσα τῆς ἀλήθειας καί τῆς εἰλικρίνειας.
Δέν ἐπιθυμοῦμε κοσμική δόξα, γι’ αὐτό καί δέν θέλουμε κανενός εἴδους συγκυβέρνηση, οὔτε κἄν μερίδιο κρατικῆς ἐξουσίας. Τό ράσο καί τοῦ πιό φτωχοῦ παπᾶ εἶναι ἀνώτερο καί ἀπό αὐτή τήν αὐτοκτρατορική ἀλουργίδα. Τή μεγαλύτερη δόξα καί τιμή νοιώθουμε, ὅταν ἀξιωνόμαστε νά κρατᾶμε στά χέρια μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλά παράλληλα νοιώθουμε μιά βαρειά εὐθύνη γιά τό Γένος. Αὐτό δέν εἶναι διεκδίκηση ἐξουσίας, εἶναι εὐθύνη καί βάρος ἱστορικό, πού συνοδεύεται ἀπό θυσίες καί ἀπό μαρτύρια.
Ἄς μάθουν ὅσοι δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά κατανοήσουν καί ἰδίως νά βιώσουν τήν ὀρθόδοξη παράδοση αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅτι τίποτε δέν εἶναι πιό σύγχρονο ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἐπιείκεια, τή συγχώρηση, τήν παρηγοριά, τήν προσδοκία καί τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐμεῖς πού μαζευτήκαμε σήμερα ἐδῶ γνωρίζουμε καί νοιώθουμε τί θά πῆ ἡ μικρή καί ἁπλή φράση «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἐμεῖς πού μαζευτήκαμε σήμερα ἐδῶ γνωρίζουμε καί νιώθουμε τί θά πῆ ἡ προτροπή «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας».
Τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων καί τῆς ἀφαίρεσης τοῦ Θρησκεύματός μας τό θεωροῦμε σημαντικῆς σπουδαιότητας, γι’ αὐτό καί διαμαρτυρόμαστε. Δέν τρέφομε αὐταπάτες οὔτε διώκουμε χίμαιρες. Δέν προσδίδουμε στό θέμα αὐτό διαστάσεις πού τάχα δέν ἔχει, δέν τραγικοποιοῦμε τά πράγματα. Στόν ἀποκλεισμό ἀπό τίς νέες ταυτότητες τοῦ Θρησκεύματος, πού ὑπάρχει ἀπό 80 χρόνια, βλέπουμε μπροστά μας τήν ἐπιχείρηση νά ἐξοβελισθοῦν σιγά-σιγά ἀπό τή δημόσια ζωή ἕνα πρός ἕνα ὅλα τά στοιχεῖα τῆς θρησκευτικότητάς μας, ὥστε νά φθάσουμε σταδιακά στόν πλήρη θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῆς κοινωνίας καί τοῦ κράτους. Σήμερα βγαίνει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες, αὔριο τά θρησκευτικά ἀπό τά σχολεῖα, τήν ἄλλη ὁ Σταυρός ἀπό τίς σημαῖες, τήν παράλλη οἱ ἱερές εἰκόνες ἀπό τά δημόσια καταστήματα. Θά ἐπιβληθῆ ὑποχρεωτικά ὁ πολιτικός γάμος θά ὑποβαθμισθῆ ἡ Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο ἰδιωτικῆς φύσεως θεσμοῦ, θά ἀποχριστιανισθῆ ὁ δημόσιος βίος. Δέν εἶναι δύσκολο ἀπό ὅσα γράφονται, καί δέν διαψεύδονται, περί τῶν παραπάνω νά συναχθοῦν καί τά ἐπακόλουθά των. Ἀπ΄ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ μή ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες θίγει τήν πίστη μας. Μέχρι τώρα συνέβησαν καί ἀρκετά ἄλλα, γιά τά ὁποία ἄν καί ὑψώσαμε φωνή διαμαρτυρίας δέν εἰσακουσθήκαμε. Τώρα βγάζουν τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Ὄχι. Φθάνει πιά.
Διερωτᾶται κάθε λογικός ἄνθρωπος, γιατί βγαίνει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Καί παίρνει ὡς ἀπάντηση νομικά ἐπιχειρήματα καί μόνον. Τό ὅλον θέμα δέν εἶναι μόνο νομικό. Ἔχει καί ἄλλες διαστάσεις πού δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθοῦν. Εἴμαστε μιά μικρή θρησκευτική μειονότητα στήν Ε.Ε. καί θέλουμε στήν ἐθνική μας ταυτότητα νά δείχνουμε καί νά ὁμολογοῦμε αὐτή τή θρησκευτική ἰδιαιτερότητά μας. Καί δέν ὑπάρχει κανένας, μά κανένας λόγος νά μᾶς τό ἀρνοῦνται. Ἀλλά καί ἡ νομική πλευρά δέν εἶναι ὅπως μᾶς τή λένε.
1. Πρῶτα-πρῶτα ἔχουμε τόν ἰσχύοντα σήμερα γιά τίς ταυτότητες ν. 1988/91. Ὁ νόμος αὐτός προβλέπει ὅτι στίς ταυτότητες συμπεριλαμβάνεται ὑποχρεωτικά καί τό Θρήσκευμα. Νά θυμήσω ἐδῶ ὅτι τότε κατά τήν ψήφιση αὐτοῦ τοῦ νόμου σημερινοί κυβερνητικοί ἀξιωματούχοι, εἶχαν ταχθῆ ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς, τήν ὁποία σήμερα ἀρνοῦνται. Ἄρα ὅσοι λένε ὅτι ὁ νόμος προβλέπει τήν ἀπάλειψη τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, δέν λένε τήν ἀλήθεια. Ἀντίθετα ὁ νόμος αὐτός ἐπιβάλλει τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος.
2. Τό ἐμπόδιο αὐτό βάλθηκε νά τό ὑπερπηδήσει μέ τήν ἀπόφασή της ἡ Ἀρχή προστασίας τοῦ πολίτη ἀπό τήν ἐπεξεργασία εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων. Ἦλθε λοιπόν ἡ Ἀρχή καί εἶπε ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι ἀντισυνταγματικός καί οὐσιαστικά τόν κατήργησε. Ἀλλ’ ἐρωτᾶται ποία εἶναι ἡ Ἀρχή αὐτή πού ἀναλαμβάνει νά ὑποκαταστήσει εἴτε τή Βουλή, εἴτε τά δικαστήρια, εἴτε καί αὐτόν τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, πού κατά τό Σύνταγμα μόνον αὐτοί ἔχουν τό δικαίωμα νά κρίνουν τήν ἀντισυνταγματικότητα τῶν νόμων; Ἀφῆστε πού μέχρι σήμερα ἡ Ἀρχή αὐτή στερεῖται συνταγματικῆς νομιμοποίησης, ἀκόμη καί ὡς φορέας ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, μιά καί κατά τό Σύνταγμα ( ἄρθρο 1, παρ. 3 καί 26, παρ. 2) ἡ ἐξουσία αὐτή ἀσκεῖται ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί τήν Κυβέρνηση. Ἄρα ὁ ἰσχύων νόμος περί ταυτοτήτων διατηρεῖ τήν πλήρη τυπική του ἰσχύ καί δέν μπορεῖ νά παραμερισθῆ ἀπό κανένα ὄργανο διοικήσεως. Ἔτσι ἡ Ἀρχή στήν προκειμένη περίπτωση ἀντιποιεῖται ἔργο τοῦ νομοθέτη ἤ τοῦ δικαστῆ.
3. Ἀλλ’ ἡ Ἀρχή ἀφοῦ ἔκρινε ὅλως ἀναρμοδίως ὥς ἀντισυνταγματικό τόν ἰσχύοντα ν. 1899/91, στηρίχθηκε στόν νεώτερο γιά νά ἐξοβελίσει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Καί ἐπεκαλέσθη τό ἄρθρο 2 τοῦ νόμου αὐτοῦ πού λέγει ὅτι τά εὐαίσθητα προσωπικά στοιχεῖα δέν δημοσιοποιοῦνται, ἀνάμεσα δέ σ’ αὐτά εἶναι καί τό Θρήσκευμα. Ὅμως ἔκανε πώς δέν ἀντελήφθη τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ ἰδίου νόμου, τό ὁποῖο προβλέπει ἐξαιρέσεις στόν παραπάνω κανόνα. Καί ἀνάμεσα σ’ αὐτές εἶναι καί τό ζήτημα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος πού ἐπιτρέπεται, ὅταν ὁ ἐνδιαφερόμενος δώσει τήν συγκατάθεσή του. Ἄρα ὁ ἴδιος ὁ νόμος θεωρεῖ τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος ὡς ἐπιτρεπόμενη.
4. Τήν λύση αὐτή τήν προτείνουμε ἐμεῖς, ἐγκαταλείψαντες τήν ἀρχική μας θέση γιά ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος. Καί τό ἐκάναμε ἐκ λόγων σεβασμοῦ πρός τήν συνείδηση ἐκείνων τῶν συμπολιτῶν μας, πού γιά διαφόρους λόγους δέν θά ἤθελαν νά ἐξαναγκασθοῦν νά δηλώσουν τό θρήσκευμά τους ἤ εἶναι ἄθεοι.
5. Ὅμως ἡ κυβέρνηση, ἐνῶ μᾶς ὑπεσχέθη ὅτι θά συζητήσει μαζί μας τό ζήτημα, τελικά μᾶς ἀγνόησε καί «υἱοθέτησε» τίς ἀπόψεις τῆς Ἀρχῆς. Δέν ἔπρεπε αὐτό νά γίνει. Ζητήσαμε εὐκαιρία νά συζητήσουμε τίς ἀπόψεις μας, νά ἀκούσουμε τίς ἀπόψεις τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Καί ἀντ’ αὐτοῦ βρεθήκαμε μπροστά στήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς. Ἀλλ’ οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἀρχῆς δέν εἶναι θέσφατα. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει γνώση τῶν ἀπόψεων πολλῶν ἄλλων ἐγκρίτων νομομαθῶν, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ προαιρετική ἀναγραφή στίς ταυτότητες τοῦ Θρησκεύματος δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα. Ἐδῶ τώρα τό ζήτημα ἐπικεντρώνεται στό ὕψος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Στή μέθοδο, στή περιφρόνηση, ὄχι μόνο πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τήν Ἱεραρχία καί πρός τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται καί γιά τήν περιφρόνηση πρός τή γνώμη πολλῶν πολιτῶν, πρός τή ζῶσα καί βιωμένη παράδοση τοῦ τόπου, δήλ. Πρός τήν ἰδιοσυστασία του καί πρός τήν ἐνεργό ἱστορική του συνείδηση.
6. Ἐπικαλοῦνται καί τήν Ε.Ε γιά τήν ἀποβολή τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες. Τελοῦν σέ πλάνη. Ποτέ ἡ Ε.Ε. δέν ἔδωσε ὁδηγία νά βγῆ τό Θρήσκευμα. Μάλιστα τελευταία, καί κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς Λαοσύναξής μας στή Θεσσαλονίκη, μᾶς εἶπαν θριαμβευτικά ὅτι ἡ Ἐπιτροπή τῆς Ε.Ε. σέ ἀπάντηση ἐρωτήματος Ἕλληνα εὐρωβουλευτῆ ἀπεφάνθη ὅτι τό Θρήσκευμα εἶναι εὐαίσθητο στοιχεῖο καί τά εὐαίσθητα στοιχεῖα δέν ἀναγράφονται πουθενά. Ὅμως δέν εἶπαν στό Λαό ὅτι, στή συνέχεια, ἡ Ἐπιτροπή συμπλήρωσε, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή ἀνατρέπεται ἀπό μιά σειρά ἐξαιρέσεων, μία ἀπό τίς ὁποῖες θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συγκατάθεση τοῦ ἐνδιαφερομένου. Ἄρα, ὅταν θέλει ὁ πολίτης νά γραφῆ τό Θρήσκευμά του στήν ταυτότητα, κανένας δέν μπορεῖ νά τοῦ τό ἀπαγορεύσει. Ἀλλά ἀκόμη δέν μᾶς εἶπαν ὅτι τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο στίς 14-6-2000, δηλ. τήν ἴδια ἡμέρα, ἀπεφάνθη ὕστερα ἀπό αἴτηση τοῦ ἴδιου εὐρωβουλευτῆ ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀνήκει στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν ἐθνικῶν κυβερνήσεων, ἡ δέ τυχόν ἀναγραφή του δέν ἀποτελεῖ παραβίαση τοῦ δικαιώματος προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων. Τί ἔχουν τώρα νά ποῦν οἱ νομομαθεῖς τῆς Ἀρχῆς πού παρέσυραν τήν κυβέρνηση;
7. μᾶς ἐρωτοῦν ἀκόμη, γιατί ἐνῶ στά διαβατήρια δέν ὑπάρχει τό Θρήσκευμα δέν ἀντιδράσατε, καί τώρα στίς ταυτότητες ἀντιδρᾶτε. Ἀπαντᾶμε: Στά διαβατήρια δέν ὑπῆρχε ποτέ τό Θρήσκευμα. Καί δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά ζητᾶμε νά μπῆ. Τοσούτῳ μάλλον γιατί τό διαβατήριο εἶναι ἕνα ταξιδιωτικό ἔγγραφο πού μπορεῖ νά περιλαμβάνει ὅ,τι θέλει, ἐνῶ ἡ ταυτότητα εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς προσωπικότητάς μου. Ὅμως στίς ταυτότητές μας, ἀντίθετα, ὑπῆρχε τό Θρήσκευμα καί τώρα μᾶς τό πετᾶνε ἔξω. Καί δέν εἶναι ἀληθές ὅτι τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος τήν ἐπέβαλαν οἱ Γερμανοί στήν Κατοχή. Ὑπάρχουν ἀπό τό 1914 ἑλληνικές ταυτότητες μέ τό Θρήσκευμα. Ἐπί 85 χρόνια τουλάχιστον ὑπάρχει τό Θρήσκευμα καί τώρα τό βγάζουν ἔξω. Φυσικά προβληματιζόμαστε. Κάτι κρύβεται ἀπό πίσω. Τί; Ἄς μᾶς τό ποῦν οἱ ἴδιοι.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μία χώρα δημοκρατική καί μέ μακρά ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ποτέ στή χώρα μας δέν εὐδοκίμησε ὁ ρατσισμός, ἡ μισαλλοδοξία, οἱ διακρίσεις σέ βάρος τῶν ἀδυνάτων. Ἀναφέρονται διαρκῶς ὁρισμένοι σέ διάφορα ζητήματα πού ἀφοροῦν τή θρησκευτική ἐλευθερία τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων. Ἐμεῖς τούς λέμε στήν Ἑλλάδα ἰσχύει ὄχι ἁπλῶς ἀνεξιθρησκεία ἀλλά πλήρης θρησκευτική ἐλευθερία, τῆς ὁποίας ἀπολαμβάνουμε οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἑτερόδοξοι καί οἱ πιστοί ὅλων τῶν ἄλλων θρησκειῶν.
Βασικός ἰσχυρισμός τῶν ἐπικριτῶν μας εἶναι πώς ὀφείλουμε οἱ πάντες ὑπακοή στούς νόμους τοῦ Κράτους. Ὄντως ὀφείλουμε ὑπακοή ὅλοι. Καί ἐμεῖς εἴμεθα νομοταγεῖς καί ἐκπληρώνουμε τίς ὑποχρεώσεις μας πρός τήν πολιτεία μέ ἀφοσίωση καί αὐταπάρνηση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἀμετάβλητοι ἤ ὅτι μποροῦν νά παρερμηνεύονται. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε ὑπῆρξε ἀνάγκη, οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιάτες (μετά τή μάχη τῆς Μαντινείας 362 π.Χ.) ἀπεφάσισαν νά ἀφήσουν τούς νόμους τους πού προέβλεπαν σκληρή τιμωρία γιά τούς ἀνυπάκουους στρατιῶτες ἐν ὥρᾳ μάχης, σέ ἀχρησία. «Ἐῶμεν τούς νόμους καθεύδειν», εἶπαν, ἀποβλέποντες στό γενικότερο συμφέρον.
Εἴμεθα ἀφιερωμένα πρόσωπα στό Θεό καί στό Λαό Του. Ἐδώσαμε φρικτούς ὅρκους κατά τή στιγμή τῆς ἀφιερώσεώς μας καί ἀπαρνηθήκαμε καί τόν ἑαυτό μας ἀκόμα, προκειμένου νά εἴμεθα στή διάθεση ὅλου τοῦ κόσμου πού προσέρχεται μέ ἐμπιστοσύνη σε μᾶς. Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἄνδρες πού θυσιάσθηκαν γιά τήν πατρίδα, πού ἐσφάγησαν καί προσέφεραν τή ζωή τους γιά τήν ἐλευθερία. Τά στήθη τους τά κοσμοῦν ἀριστεῖα ἀνδρείας. Οἱ ἔγγαμοι παπάδες μας ἔχουν συγκροτημένες οἰκογένειες μέ δυναμική παρουσία στή κοινωνία. Θά σᾶς φανῆ ὑπερβολικό, ὅμως εἶναι ἀλήθεια. Οἱ μισοί τουλάχιστον Ἕλληνες προέρχονται ἀπό ἱερατικά σπίτια. Τό μαρτυροῦν τά ἱερατικά καί ἐκκλησιαστικά των ἐπώνυμα. Αὐτοί οἱ παπάδες μᾶς πρόσφεραν καί προσφέρουν στήν κοινωνία ἐπιστήμονες, πολιτικούς, ἀξιωματικούς, ἐπιχειρηματίες, ἐργαζόμενους, πού δίδουν πάντα τό παρόν στά ἐθνικά, ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά προσκλητήρια. Εἶναι ἀδικία νά συκοφαντεῖται ἀσύστολα ὁ ἐφημεριακός καί ὁ μοναστηριακός κλῆρος, οἱ Ἱεράρχες μας καί ὅλος ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ κόσμος βρίσκεται σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τό Λαό μέ τίς Ἀρχές τοῦ κράτους συνεισφέροντας στό κοινό καλό.
Ἀπό αὐτή τή συνάφεια προέρχεται καί ἡ ἀξίωση τῆς Ἐκκλησίας νά μή διασπασθῆ ἡ ἑνότητα καί συνεργασία της μέ τό κράτος, τήν κοινωνία καί τό ἔθνος μας, πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐθνοφυλετικῶν ἰδεολογιῶν, οὔτε ὀλιγοπιστίας ἤ ἀνασφάλειας τῶν ποιμένων της ἀλλά εἶναι φυσική ἀπόρροια τῆς θεολογίας της ἐνσαρκώσεως, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλ. τῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων στό Χριστό καί στηρίζεται, ὅπως ἤδη εἴπαμε, στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Οἱ θιασῶτες τοῦ χωρισμοῦ ἐπισείουν τό φάσμα ὅτι τάχα ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ μοναδική χώρα τῆς Εὐρώπης πού ἔχει κρατική Ἐκκλησία. Καί πάλι δέν λένε τήν ἀλήθεια. Πρῶτα-πρῶτα στήν Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κρατική. Εἶναι αὐτοδιοίκητος, ἐντός τοῦ κράτους, ὀργανισμός. Ὅμως στήν Εὐρώπη ὑπάρχουν κρατικές ἐκκλησίες στά ἑξῆς κράτη: Στήν Μ. Βρετανία, στήν Ἱσπανία, στή Δανία, στή Νορβηγία, στή Σουηδία, ἀκόμη καί στήν Ἰταλία. Ὅλες αὐτές οἱ χῶρες εἶναι θεοκρατικές; Στήν Εὐρώπη κάθε χώρα ἀκολουθεῖ τή δική της ἱστορική διαδρομή καί ὡς πρός τή σχέση της μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτό μάλιστα διασφαλίζεται ρητά ἀπό τή συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, πού κάποιο ἐπικαλοῦνται χωρίς νά τήν γνωρίζουν. Ἐμεῖς ἐδῶ ζητᾶμε νά παραμείνει ὡς ἔχει τό σχῆμα συνεργασίας μας μέ τήν Πολιτεία. Καί ἡ Ε.Ε. θεωρεῖ ὅτι «μέσα στά πλαίσια ἑνός δημοκρατικοῦ συστήματος δέν ὑφίσταται ἀσυμβατότης μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Πέρα ἀπό κάποια τραγικά παραδείγματα, ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει δείξει ὅτι ὁ ἀπόλυτος διαχωρισμός πνευματικῆς καί ἐγκόσμιας ἐξουσίας δέν εἶναι ἐφικτός, ἀντιθέτως ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ὕπαρξη ἑνός δημοκρατικοῦ πολιτεύματος» (βλ. Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης, ἔκθεση 8270/27-11-98 σ. 9). Αὐτή τή συνεργασία τήν ἐπιδιώκει ἡ Ἐκκλησία γιά τό καλό τοῦ Λαοῦ καί τοῦ ἔθνους. Καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἡ μεγάλη πλειοψηφία τοῦ Λαοῦ μας, πού ἕνα μόνο μικρό κομμάτι του εἶναι σήμερα ἐδῶ, ἀποδέχεται αὐτή τή συζυγία καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, πού ἐκφράζει τόν πιστό Λαό, ζητεῖ μέ ταπείνωση καί ἀγάπη ἡ ἑνότητα αὐτή νά μή διασπασθῆ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει νά ἐπιβάλλει τίς ἀπόψεις της σέ κανένα. Τά ἁρμόδια κρατικά ὄργανα ἀποφασίζουν. Ἀλλά δέ μιά δημοκρατική πολιτεία ἀποφασίζουν, ἀφοῦ ἀκούσουν τούς ἐνδιαφερομένους ἤ αὐτούς πού θέλουν νά διατυπώσουν τή γνώμη τους. μᾶς λένε ὅτι τό θέμα τῶν ταυτοτήτων δέν ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία. Ἄς τό δεχθοῦμε καί αὐτό, ἀλλά ὑπάρχουν πολίτες πού θέλουν νά ποῦν τή γνώμη τους. Πού δέν καταλαβαίνουν ποιός καί πῶς ἀποφασίζει. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νά ζητᾶμε τόν διάλογο μέ τήν κυβέρνηση. Καί ὁ κ. Πρωθυπουργός δέν ἔπρεπε νά περιφρονήση τήν Ἐκκλησία καί νά ἀρνηθῆ νά συναντηθῆ ὁ ἴδιος μαζί της, ὅταν βλέπει καθημερινά πλῆθος κοινωνικῶν ἤ ἄλλων κοινωνικῶν φορέων, ὅπως ἔγινε καί τίς τελευταῖες ἡμέρες μέ ἀφορμή τήν ἔνταξη τῆς χώρας στήν ΟΝΕ. Ἄς στέρξει νά συζητήσει μαζί μας τό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Αὐτό διαδηλώνει σήμερα ὁ πιστός Λαός μας προβάλλοντας τή θιγόμενη πίστη του.
Πιστέ καί εὐλογημένε Λαέ τοῦ Θεοῦ,
Ἕνα βαθύ κοινωνικό ρῆγμα ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν πού σᾶς ἀνέπτυξα καί τό ρῆγμα αὐτό πρέπει ἐπειγόντως νά κλείσει. Οἱ καιροί εἶναι δύσκολοι καί ἡ ἑνότητα τοῦ Λαοῦ ἀναγκαία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀγάπης, πού εἶναι τό βασικό στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ ποιμένες σας λυπούμεθα γιά τή δυσάρεστη αὐτή ἐξέλιξη.
Σήμερα ὁ λόγος εἶναι ἀγών ὑπέρ τῆς εὐσέβειας. Γι’ αὐτό ἤλθαμε ἐδῶ καί γι’ αὐτό μυριόστομη φωνή ἀφήνουμε νά βγῆ μέσα ἀπ’ τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Ἡ φωνή αὐτή ἔχει δύο ἀποδέκτες.
Ὁ ἕνας εἶναι ἡ ἐξουσία καί οἱ φορεῖς της. Πρός αὐτούς μέ ταπεινώση καί ὑπευθυνότητα λέμε: Μήν ἐπιμένετε σέ μιάν ἀπόφαση πού βλάπτει ὅλο τό ἔθνος καί μή σκέπτεσθε κακά γιά τήν Ἐκκλησία μας. Δέν ἐκθέτουμε τή χώρα σέ πικρά σχόλια, δέν ἀρνούμεθα τήν πρόοδο. Δέν εἴμαστε ὀπισθοδρομικοί, οὔτε φανατικοί, ἀλλά δέν δεχόμαστε νά παραιτηθοῦμε ἀπό τά ἱερώτερα πιστεύματά μας. Ὁ Λαός μας δέν ἔχει ἀνάγκη ἑνός «ἐκσυγχρονισμοῦ» πού περνάει μέσα ἀπό τήν ἀπάρνηση τῆς πνευματικῆς του ταυτότητας. Σᾶς παρακαλοῦμε νά ἀναθεωρήσετε τίς ἀποφάσεις σας, πού στοχεύουν στήν ἀπομάκρυνση τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας ἀπό τά παιδιά της. Καί νά παύσετε νά μᾶς βλέπετε ὡς ἀντιπάλους, πού πρέπει νά ἐξουδετερώσετε. Δέν μαχόμεθα γιά ἰδιοτελῆ συμφέροντα. Δέν ἔχουμε πολιτικές βλέψεις. Μέχρι σήμερα σέ ὅλα εἴμαστε μαζί μέ τήν Πολιτεία. Μέ διακριτούς ρόλους ὁ καθένας. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δούλη τοῦ Καίσαρα. Πορευόμαστε ἀντάμα ὡς δύο κουπιά στήν ἴδια βάρκα. Συμβάλλουμε, κατά τό ποιμαντικό μας μέρος, στήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξη τοῦ Λαοῦ μας μέσα στήν ΟΝΕ. Καί σέ ὅλα αὐτά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀπολύτως συμβατή ἡ πίστη καί ἡ παράδοσή μας.
Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κατά βάθος καί σεῖς συμφωνεῖτε μαζί μας. Ἀλλά ἄλλου εἴδους αἰτίες δέν σᾶς ἐπιτρέπουν νά τό παραδεχθῆτε. Δέν θέλουμε νά σᾶς θίξουμε σέ τίποτε. Δέν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Πολιτεία ἤ μέ τήν κυβέρνηση, ἀλλά μέ μία συγκεκριμένη κυβερνητική πράξη. Δέν ἐπιζητοῦμε τίς δάφνες τοῦ νικητή. Δέν ἀποδεχόμαστε τό ρόλο τοῦ Κήνσορα. Ὡς πνευματικοί Πατέρες καί δικοί σας σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο τῆς δικαιοσύνης. Ἔχετε ἀσφαλῶς καί σεῖς τίς ἴδιες μέ μᾶς εὐαισθησίες. Ἄς τίς ἑνώσουμε, γιά νά βγοῦμε ἀπό τό ἀδιέξοδο. Ζητοῦμε νά ἀνοίξει ὁ δίαυλος τῆς ἐπικοινωνίας καί τοῦ διαλόγου. Γιά θέματα λίαν σοβαρά καί ὑπεύθυνα. Γιά τά ὁποῖα ὁ Λαός δείχνει ἕνα ζωηρό ἐνδιαφέρον. Μή παραθεωρεῖτε τή θέληση τοῦ Λαοῦ καί μή περιφρονεῖτε τούς χριστιανούς, κατατάσσοντάς τους στήν κατηγορία τῶν πολιτῶν δεύτερης ἤ τρίτης κατηγορίας. Ρίξτε ἀπόψε ἐδῶ μιά ματιά νά δῆτε ποιοί ἔχουν ἔλθει. Δέν εἶναι μόνο παποῦδες καί γιαγιάδες, τούς ὁποίους ἐμεῖς μέν τιμοῦμε, ἐνῶ ἐνδέχεται ἄλλοι νά τούς ἀπορρίπτουν. Εἶναι καί πολλοί ἄλλοι ὥριμοι ἄνθρωποι, καθώς πρέπει ἄνθρωποι, ἐπιστήμονες, μορφωμένοι, σημαντικοί. Εἶναι νέοι, μυριάδες νέοι, πού μέ τό σφρῖγος τους δίνουν ἕν ξεχωριστό τόνο στή Σύναξή μας. Εἶναι κι αὐτοί τῆς ἀπαρεσκείας; Μή ἐπιτρέπετε νά δηλητηριάζεται ἄλλο ἡ ἀτμόσφαιρα. Γιατί ἀπογοητεύετε ἕνα ὁλόκληρο Λαό θίγοντάς του ὅ,τι ἱερώτερο καί πολυτιμότερο ἔχει; Θελήσατε νά ἀκούσετε τίς φωνές τῶν φρονίμων πού σᾶς τό ζητοῦν καί ἀπό τόν περίγυρό σας. Ἄν δέν ἀμφιβάλλετε ὅτι ὁ Λαός ἀπαιτεῖ νά ἀναγράφεται προαιρετικά τό Θρήσκευμά του στίς ταυτότητες, ἡ Ἐκκλησία θά ἀναλάβη νά συγκεντρώση σέ κάθε ἐνορία μυριάδες ὑπογραφῶν τῶν πιστῶν της, ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες, τίς ὁποῖες ἡ Ἱεραρχία θά ἐπιδώση στόν κύριο Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων. Αὐτή τή φωνή τοῦ Λαοῦ ποιός μπορεῖ νά ἀγνοήση; Ἐμεῖς πάντως σεβόμαστε καί τή θέληση καί τήν ἐξουσία τοῦ Λαοῦ. Καί ὁ ἄλλος ἀποδέκτης του λόγου μας εἶσαι σύ, μεγάλε καί δυναμικέ, πιστέ Ἑλληνικέ Λαέ. Κράτα γερά μέσα σου τά ζώπυρα τῆς πίστεως, πού παρέλαβες ἀπό τούς γονεῖς σου. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χώρα τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν κατίσχυση τῶν μεγάλων ἰδανικῶν. Μήν ἀφήσεις τή χώρα νά χάση τόν χαρακτήρα της, νά μετατραπῆ σέ μάζα ἀνθρώπων χωρίς θεμέλια, χωρίς συνείδηση, χωρίς ἐθνικότητα. Μέσα σ’ αὐτή τή μάζα κινδυνεύεις νά γίνης ἕνα νούμερο, ἕνας ἀριθμός, νά χάσης τήν ἐλευθερία τῆς προσωπικότητάς σου.
Ἀδελφοί! Μείνατε ἑδραῖοι σέ ὅσα μάθατε καί πιστωθήκατε. Μείνατε σταθεροί στή πίστη σας καί στά ἰδανικά τοῦ Γένους. Αὐτό εἶναι τό χρέος μας. Αὐτό μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοί μας καί οἱ ἥρωες τῆς ἀπελευθέρωσής μας. Ἡ Ἱεραρχία ἀπέδειξε καί πρός τούς πλέον ὀλιγόπιστους ὅτι ποιμαίνει μέ ἱστορική εὐθύνη καί μέ πνευματική ἐνέργεια τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Θά συνεχίση ἔτσι. Κλῆρος καί Λαός μαζί πορεύονται τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ὅλοι μαζί θά παρακολουθοῦμε τίς ἐξελίξεις κι ἐμεῖς ὡς Ἱεραρχία θά σᾶς ἐνημερώσουμε τακτικά. Σᾶς καλῶ ὅλους νά εἴμαστε μέ πολλή προσευχή καί μέ περισσή ἀγάπη. «Στῶμεν καλῶς» ἀδελφοί. Ἡ Ἐκκλησία στά 2000 χρόνια τῆς ἱστορίας της ἔχει ἀντιμετωπίσει πολλές δοκιμασίες καί ἀπό ὅλες ἔχει βγῆ νικητής.
Εὐχαριστῶ θερμά τούς Πατριάρχες καί Προκαθημένους τῶν ἁγίων ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού μᾶς ἐξέφρασαν γραπτῶς τήν συμπαράστασή τους στόν δίκαιο ἀγώνα μας καί προσεύχονται γιά τήν ἐπιτυχία τῆς προσπάθειάς μας. Εἶναι ἐδῶ μαζί μας ἐκπρόσωποι ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, ἀπό τήν Κρήτη. Ὅλοι ἑνωμένοι μαζί μας.
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ, πού εἶχε τήν εὐθύνη τῆς ὀργάνωσης αὐτῆς τῆς Λαοσύναξης καί τούς συνεργάτες του, κληρικούς καί λαϊκούς, πού κουράσθηκαν, γιά νά μᾶς ἐξασφαλίσουν αὐτή τήν εἰρηνική Σύναξη.
Εὐχαριστῶ τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς καί ὅλους τούς μοναχούς καί μοναχές τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό ἀγωνιστικό παρόν πού ἔδωσαν στήν σημερινή μας Σύναξη.
21 Ἰουνίου 2000
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000

Όταν το 1923 Έλληνες διπλωμάτες και πολιτικοί υπέγραφαν την Συμφωνία Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Λοζάνης, άφησαν «παραθυράκια» ανοικτά, με συνέπειες καταστροφικές για την Ελλάδα.
Ενώ ήταν γνωστό ότι η περιοχή της δυτικής Θράκης συμπεριλαμβάνεται στον λεγόμενο «Εθνικό Όρκο» –τον έδωσαν οι βουλευτές της Οθωμανικής Βουλής στην τελευταία της συνεδρίαση στην Κωνσταντινούπολη, πριν τη διάλυσή της και τη συγκρότηση της «Εθνοσυνέλευσης του Μεγάλου Τουρκικού Έθνους» στην Άγκυρα– δέχτηκαν να εξαιρεθούν της ανταλλαγής οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης.
Μάλιστα αυτό έγινε μετά από απαίτηση της ελληνικής πλευράς, για να εξαιρεθούν της Ανταλλαγής και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και να σωθεί έτσι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Δηλαδή, δεχτήκαμε την παραμονή μουσουλμάνων σε μια περιοχή που γειτνιάζει με τα ελληνοτουρκικά σύνορα και μπορεί σχετικά εύκολα –εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες– να «ενσωματωθεί» στην Τουρκία, τη στιγμή μάλιστα που στον «Εθνικό Όρκο» υπάρχει άρθρο που λέει ότι «οι κάτοικοι της δυτικής Θράκης θα αποφασίσουν για το μέλλον τους με τοπικό δημοψήφισμα».
Τα χρόνια πέρασαν και αποδείχτηκε ότι εκείνη η συμφωνία τελικά δεν διασφάλισε τα εθνικά μας συμφέροντα. Οι 100.000 μουσουλμάνοι της Θράκης μετατράπηκαν σε «Τούρκους» και αποτελούν μέρος του εθνικού σχεδιασμού της Τουρκίας για επέκταση προς δυσμάς, ενώ οι 150.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου εκδιώχτηκαν και έμειναν 2.000 γερασμένες και βασανισμένες ψυχές, έρμαιο και παιχνιδάκι της τουρκικής βαρβαρότητας. Αυτά γίνονται όταν αφήνεις παραθυράκια στις συμφωνίες...
Εν αναμονή της συμφωνίας που τεκταίνεται και είναι πιθανόν να έλθει προς έγκριση στην ελληνική Βουλή, απαραίτητο είναι να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις και να διατυπώσουμε ιστορικές αλήθειες:
Μακεδονικό έθνος υπάρχει;
Όχι, δεν υπάρχει και δεν έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία.
Μακεδονική γλώσσα υπάρχει;
Όχι, όπως έχει γνωμοδοτήσει ο κ. Μπαμπινιώτης αλλά και οι γλωσσολόγοι διεθνούς φήμης και αποδοχής.
Σλαβομακεδονικό έθνος και γλώσσα υπάρχουν;
Όχι, είναι δημιούργημα της Αριστεράς, για να χρυσώσει την εθνική υποχώρηση που προετοιμάζει δεκαετίες τώρα.
Υπάρχουν τρεις Μακεδονίες;
Όχι, αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Διαδίδεται ότι δήθεν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 η Ελλάδα πήρε το 50% της Μακεδονίας, η Σερβία το 28%, η Βουλγαρία το 9% και η Αλβανία το 1%. Έψαξα και διάβασα τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου και πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Είναι ένα μεγάλο ψέμα!
Ιστορικά η Μακεδονία εκτεινόταν στα σημερινά Σκόπια και τη Βουλγαρία;
Όχι. Απόδειξη αυτού είναι ότι δεν υπάρχουν αρχαίες μακεδονικές πόλεις, με εξαίρεση την αρχαία Ηράκλεια, που βρίσκεται δίπλα στο Μοναστήρι.
Ας συνοψίσουμε: Μακεδονικό έθνος και γλώσσα δεν υπάρχουν. Τρεις Μακεδονίες δεν υπάρχουν. Γεωγραφικά η Μακεδονία δεν εκτείνεται πέραν των ελληνικών συνόρων. Κατόπιν τούτου και εφόσον αποδεχόμαστε τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η «μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα», που δήλωσε ο Ζάεφ ότι έχει κατοχυρώσει στη συμφωνία που τεκταίνεται με την Ελλάδα, αλλά και η «κάποια Μακεδονία» που θα ονομαστεί αυτό το κράτος, με την υπογραφή της Ελλάδας, είναι όλα ένα τεχνητό κατασκεύασμα.
Και αν τελικά η συμφωνία αυτή επιτευχθεί και εγκριθεί από τα Κοινοβούλια των δυο χωρών, θα υπάρχει ένα κράτος που θα λέγεται «κάπως Μακεδονία» με τη σφραγίδα και την υπογραφή της Ελλάδας, μέλος των ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Και θα υπάρχει και μια περιφέρεια της Ελλάδας, που θα ονομάζεται κι αυτή «Περιφέρεια Μακεδονίας». Τι πιστεύει ο αναγνώστης, ότι το κράτος θα διεκδικήσει να ενσωματώσει την περιφέρεια ή το ανάποδο; Γιατί η λύση αυτή μόνο στατικότητα και σταθερότητα δεν προοιωνίζεται για την περιοχή!!!
Εδώ λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση και τα κόμματα πρέπει να μιλήσουν επιτέλους τη γλώσσα της αλήθειας και να εξηγήσουν στους Έλληνες πολίτες τους λόγους που η ελληνική κυβέρνηση και άρα η Ελλάδα αναγκάζεται να αναγνωρίσει ένα έθνος και μια γλώσσα που δεν υπάρχουν και ένα κράτος με όνομα που δεν δικαιούται, αφήνοντας όχι παράθυρο αλλά ολόκληρη πόρτα ορθάνοιχτη για διεκδίκηση της μακεδονικής κληρονομιάς. Και μη μας πείτε για το erga omnes, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι προϊόντος του χρόνου, θα επικρατήσει το Μακεδονία και το κράτος που θα αναγνωρίσουμε θα ενισχύει μέρα με τη μέρα και την εθνική μακεδονική ταυτότητα και τις διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα.
Όσο για τη Θεσσαλονίκη, αυτήν την «ανοιχτή πολυεθνική πόλη» που μας διαφημίζουν ορισμένοι που είναι γνωστό στο Κράτος ότι παίζουν δεκαετίες τώρα παιχνίδια με ξένα κέντρα, αυτή θα είναι το «κερασάκι» στην τούρτα.
Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια και οι πολιτικοί και τα κόμματα πρέπει να την πουν στους πολίτες. Γιατί το ψέμα και η απάτη, πέραν των άλλων, εξαγριώνουν τον κόσμο και δίνουν τροφή σε κύκλους που επιθυμούν την αποσταθεροποίηση της χώρας. Προειδοποιούμε, το Σκοπιανό και η συμφωνία-έκτρωμα, θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε πολλαπλή αποσταθεροποίηση.
Πηγή: Pontos News

Οι Άγιοι ως φορείς του Αγίου Πνεύματος είναι οι γνήσιοι εκφραστές του θείου θελήματος. Πάντοτε η Εκκλησία βασίζεται στους λόγους Τους και στο παράδειγμά Τους ώστε η πορεία Της να είναι ορθή. Η μελέτη των κειμένων και των θέσεών τους κρίνεται απαραίτητη. Ιδιαιτέρας σημασίας θεωρούμε τις απόψεις συγχρόνων Οσίων Πατέρων για το φλέγον θέμα της παναιρέσεως του «Οικουμενισμού». Τα λόγια τους είναι ξεκάθαρα και αναφέρονται ακριβώς για αυτό το θέμα σ' αυτήν την εποχή, έτσι δεν είναι δυνατόν να παρερμηνευθούν κατά την βούληση του καθενός. Νομίζουμε πως κάθε υγιής Χριστιανός οφείλει να Τους ακολουθήσει.
Σύγχρονοι Γέροντες και Οικουμενισμός
Οι Άγιοι ως φορείς του Αγίου Πνεύματος είναι οι γνήσιοι εκφραστές του θείου θελήματος. Πάντοτε η Εκκλησία βασίζεται στους λόγους Τους και στο παράδειγμά Τους ώστε η πορεία Της να είναι ορθή. Η μελέτη των κειμένων και των θέσεών τους κρίνεται απαραίτητη. Ιδιαιτέρας σημασίας θεωρούμε τις απόψεις συγχρόνων Οσίων Πατέρων για το φλέγον θέμα της παναιρέσεως του «Οικουμενισμού». Τα λόγια τους είναι ξεκάθαρα και αναφέρονται ακριβώς για αυτό το θέμα σ' αυτήν την εποχή, έτσι δεν είναι δυνατόν να παρερμηνευθούν κατά την βούληση του καθενός. Νομίζουμε πως κάθε υγιής Χριστιανός οφείλει να Τους ακολουθήσει.
Γέρων Παΐσιος o Αγιορείτης
Οικουμενισμός, και κοινή αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων. Οι Σιωνιστές ετοιμάζουν κάποιον για Μεσσία.
Είναι και μερικοί που ξεκινούν με καλή διάθεση. Αλλά, όταν μαζεύωνται τι μάγοι, τι πυρολάτρες, τι Προτεστάντες, ένα σωρό - άκρη δεν βρίσκεις -, για να φέρουν την ειρήνη στον κόσμο, πώς να βοηθήσουν; Ο Θεός να με συγχωρέση, αυτά είναι κουρελούδες του διαβόλου.
Στα θέματα της πίστεως ήταν ακριβής και ασυγκατάβατος. Είχε μεγάλη ορθόδοξη ευαισθησία, γι' αυτό δεν δεχόταν συμπροσευχές και κοινωνία με πρόσωπα μη ορθόδοξα. Τόνιζε: «Για να συμπροσευχηθούμε με κάποιον, πρέπει να συμφωνούμε στην πίστη». Διέκοπτε τις σχέσεις του ή απέφευγε να δη κληρικούς που συμμετείχαν σε κοινές προσευχές με ετεροδόξους. Τα «μυστήρια» των ετεροδόξων δεν τα αναγνώριζε.
Καταπολέμησε τον οικουμενισμό και μιλούσε για το μεγαλείο και την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας.
Για ένα διάστημα είχε διακόψει, μαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον Όρος, το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Αλλά το έκανε με πόνο: «Κάνω προσευχή», είπε σε κάποιον, «για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του». Για τους Αντιχαλκηδονίους (μονοφυσίτες) είπε:
«Αυτοί δεν λένε ότι δεν κατάλαβαν τους αγίους Πατέρες, αλλ' ότι οι άγιοι Πατέρες δεν τους κατάλαβαν. Δηλαδή σαν να έχουν αυτοί δίκαιο και τους παρεξηγήσανε.»
Χαρακτήρισε ως βλασφημία κατά των αγίων Πατέρων την προτεινόμενη κάθαρση των Λειτουργικών βιβλίων από τον χαρακτηρισμό του αιρετικού για τον Διόσκορο και Σεβήρο. Είπε:
«Τόσοι άγιοι Πατέρες που είχαν θείο φωτισμό και ήταν σύγχρονοι δεν τους κατάλαβαν και τους παρεξήγησαν, και ερχόμαστε εμείς μετά από τόσους αιώνες να διορθώσουμε τους αγίους Πατέρες; Αλλά και το θαύμα της αγίας Ευφημίας δεν το υπολογίζουν; Και αυτή παρεξήγησε τον τόμο των αιρετικών;»
Ο διάβολος έχει τρία πλοκάμια. Για τους φτωχούς τον κουμμουνισμό, για τους πιστούς τον οικουμενισμό και για τους πλουσίους την μασσωνία.
* * * * * *
Οι Άγιοι Πατέρες κάτι ήξεραν και απαγόρευσαν τις σχέσεις με αιρετικό. Σήμερα λένε: "Όχι μόνο με αιρετικό αλλά και με Βουδδιστή και με πυρολάτρη και με δαιμονολάτρη να συμπροσευχηθούμε. Πρέπει να βρίσκωνται στις συμπροσευχές τους και στα συνέδρια και οι Ορθόδοξοι. Είναι μία παρουσία". Τί παρουσία; Τα λύνουν όλα με την λογική και δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα.
Μερικοί από τους Ορθοδόξους που έχουν ελαφρότητα και θέλουν να κάνουν προβολή, "Ιεραποστολή", συγκαλούν συνέδρια με ετεροδόξους, για να γίνεται ντόρος και νομίζουν ότι θα προβάλουν έτσι την Ορθοδοξία, με το να γίνουν δηλαδή ταραμοσαλάτα με τους κακοδόξους.
Εκ του βιβλίου: «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», Έκδοση: Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου» της Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
* * * * * *
Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πύρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν ότι δεν υπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως, η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ Γέροντας ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, τόμ. Α', έκδ. Γ', σελ. 508 του κ. Νικολάου Α. Ζουρνατζόγλου.
Αγιορείτες Πατέρες
...αποκηρύσσομεν τα τοιαύτα φιλενωτικά συνθήματα και φιλενωτικάς τάσεις και μένομεν στερεοί και ακλόνητοι εις την Ορθόδοξον ημών Πίστην, ακολουθούντες όσα προεφύτευσαν οι Θεηγόροι Προφήται και εδίδαξαν οι Θεοκήρυκες Απόστολοι, ο των Θεοφόρων Πατέρων Σύλλογος, αι επτά άγιαι Οικουμενικοί Σύνοδοι και αι Τοπικαί τοιαύται, έχοντες επί κεφαλής τον ακρογωνιαίον Λίθον Χριστόν τον Θεόν ημών και εν γένει εμμένομεν εις όσα η Ορθόδοξος ημών Πίστις διδάσκει είτε διά γραφίδος είτε δια της Παραδόσεως, αποκρούοντες την «Ένωσιν» ή «Ενότητα» όπως την αποκαλούν εσχάτως οι φιλενωτικοί. Εάν οι Καθολικοί και οι λοιποί αιρετικοί θέλουν να επιστρέψουν εις την Ορθοδοξίαν, να έλθουν αυτοί προσπίπτοντες και ζητούντες το έλεος, ασπαζόμενοι εις το ακέραιον τα δόγματα και Παραδόσεις της αμωμήτου ορθοδόξου ημών Πίστεως και όχι να τρέχωμεν ημείς οι ορθόδοξοι προς τους αιρετικούς.
Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
Εάν ο Πάπας θέλη ένωσιν να αναγνωρίση και ομολογήση όλας τας πλάνας, αιρέσεις και καινοτομίας τας οποίας έκαμον, απ' αρχής οι κατά καιρούς Πάπαι, αποσχισθέντες από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, να μετανοήση, να κλαύση πικρώς, να ταπεινωθή και τότε είναι δεκτός.
...Εάν δεν αποβάλλουν την υπερηφάνεια και ο Πατριάρχης και ο Πάπας και εάν δεν ταπεινωθούν, μιμούμενοι τον Κύριον, όχι μόνον δεν θα επιτύχουν έναν αλλά θα αυξήσουν την διαίρεσιν και θα προξενήσουν μεγάλα σκάνδαλα, ταραχάς, συγχύσεις, μεγάλην βλάβην και ζημίαν εις τα εαυτών ποίμνια. Εάν μιμηθούν τον Κύριον και ταπεινωθούν, θα επιτύχουν την ένωσιν, θα ωφελήσουν εαυτούς και τα εαυτών ποίμνια και θα δοξασθή και δι΄αυτών, ως εδοξάσθη και υπό των Αγίων Αποστόλων το Όνομα του Ουρανίου μας Πατρός, επειδή «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτό υψωθήσεται» (Λουκ.18, 14).
...Εάν οι σημερινοί Αρχιερείς, δεν σεβασθούν τας αποφάσεις, τους κανόνας και τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τας καταφρονούν, ποίος που καλώς φρονεί θα σεβασθή τας ιδικάς των;
Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού παραγγέλλει: Μη συγκοινωνήτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. Εις περιστάσεις κατά τας οποίας περιφρονείται και υβρίζεται η Αγία Ορθόδοξος Πίστις ημών επιτρέπεται έλεγχος ακόμη και θυμός δίκαιος δικαιώτατος, απαγορεύεται δε η σιωπή. Αλλά και ο έλεγχος να γίνεται με διάκρισιν και σύνεσιν, όχι, με ταραχήν και θυμόν υπερβολικόν, να γίνεται με θυμόν θεϊκόν...
Ο Θεός δεν εγκαταλείπει την Εκκλησίαν Του, και εκείνους που την πολεμούν θα τους ταπεινώση και θα τους συντρίψη ως σκεύη κεραμέως, και μακάριοι εκείνοι οι οποίοι μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την Ορθόδοξον πίστιν, εις την ορθόδοξον ομολογίαν.
...Η ταπεινή μου γνώμη, αναφορικώς με το ενωτικόν πνεύμα προς την παναίρεσιν του Οικουμενισμού το οποίον διακατέχει το Οικουμ. Πατριαρχείον, είναι, ότι οφείλομεν ως ορθόδοξοι Χριστιανοί και μάλιστα ως μοναχοί να ακολουθήσωμεν όχι την γνώμην την ιδικήν μας, αλλά την γνώμην των Αγίων Πατέρων μας, Προφητών, Αποστόλων, Διδασκάλων και κηρύκων της αληθούς πίστεως ημών.
...τω έγραψα επιστολήν. Εις οποίαν τω γράφω, Μακαριώτατε, εάν αληθώς ηγάπας τον Πάπα έπρεπε να του είπης την αλήθειαν. Άκουσον φίλε Πάπα, συ είσαι πρώτος εις την υπερηφάνειαν και δεύτερος εγώ, διότι συ λέγεσαι Αλάθητος και εγώ Παναγιώτατος, η αλήθεια εστίν ότι ούτε συ είσαι αλάθητος ούτε εγώ Παναγιώτατος.
Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Παναγιώτατε, Από τινων ετών κατώδυνον το Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το συνειδητώ πιστεύον πλήρωμα, παρίσταται θεατής επικινδύνων προς την Πίστην ακροβασιών του Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου. Ούτως, ίνα παραλίπωμεν άλλου είδους ακροβασίας, η προς τον Πάπαν και τον Παπισμόν συμπεριφορά Υμών και τινών Υμετέρων αντιπροσώπων, ρίπτει εις άφατον θλίψιν, αλλά και φοβεράν ψυχικήν δοκιμασίαν, τα αληθώς ορθοδοξούντα τέκνα της Εκκλησίας. Αλληλογραφείτε μετά του Πάπα εν πάση εκκλησιαστική τάξει, ως εάν έζωμεν εις τον Ε' μ.Χ. αιώνα. Υποβάλλεσθε εις τας ταλαιπωρίας μακρινών ταξιδιών προς συνάντησιν αυτού. Ανταλλάσετε μετ' αυτού τρυφεράς περιπτύξεις και αδελφικούς ασπασμούς. Καλείτε αυτόν «Πρώτον Επίσκοπον της Χριστιανοσύνης» και υμάς Αυτόν δεύτερον. Διακηρύσσετε urbi et orbi ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ' αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Αίρετε εκ μέσου αιωνοβίους αφορισμούς, οίτινες, έστω και αν επιβλήθεισαν υπό το κράτος των εντυπώσεων εκ στιγμιαίων γεγονότων πρωτοφανούς οξύτητας και ως αντίδρασις εις τα γεγονότα εκείνα, ουχ ήττον δε εξέφραζον ει μη το καθολικόν φρόνημα της αμωμήτου και θεοφόρου Ορθοδοξίας και δεν απετέλουν ειμή απλήν εφαρμογήν, καθυστερημένη μάλιστα, των διατάξεων του Κανονικού της Εκκλησίας Δικαίου, επιβαλλουσών την αποπομπήν εκ της θεοτεύκτου Μάνδρας των «ανιάτως και προς θάνατον νοσούντων» προβάτων, των αιρετικών δηλαδή και φθορέων της Πίστεως.
Πώς είναι δυνατόν ο αιρετικός Πάπας να είναι ο Πρώτος Επίσκοπος της Χριστιανοσύνης και Υμείς ο δεύτερος; Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών; Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης; Πώς δ' ακόμη είναι δυνατόν να αίρωνται αι κανονικαί της Εκκλησίας ποιναί, όταν το αντικείμενον αυτών (η αίρεσις)ου μόνον εξακολουθή να υπάρχει, αλλά και αισίως αύξεται και μεγενθύνεται και γαυριά;
Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης
«Τι να συζητήσωμεν με τους Καθολικούς; Αν είναι εν τάξει η προσθήκη τους εις το Σύμβολον της Πίστεως, το οποίον τηρούμεν ημείς αναλλοίωτον χάριτι Χριστού,... ή επί της μωρολογίας του αλάθητου του Πάπα, το οποίον ουδέ χωρεί εις τον νουν του κοινού ανθρώπου...;
Δεν κατεχόμεθα από μισαλλοδοξίαν, ως θέλουν να μας χαρακτηρίζουν οι επιπόλαιοι φιλενωτικοί, προμαχούμεν της πίστεως των Πατέρων μας και κατά καθήκον πνευματικόν φέρομεν εις γνώσιν του χριστεπωνύμου Ορθοδόξου πληρώματος τα ανωτέρω, ίνα προφυλάξωμεν αυτό από τας σατανικάς παγίδας του Ουνιτισμού.»
«Ελληνικός Βορράς», 6 Φεβρουαρίου 1964.
Μοναχοί κατά του Οικουμενισμού
Επιτροπή Γ. Φιλόθεος Ζερβάκος, Γ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Γ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος
Οι Ορθόδοξοι Ιερομόναχοι και Μοναχοί θεωρούν, ότι ουδεμίαν επαφή δύναται να πραγματοποιηθή άνευ των κατωτέρω στοιχειωδών προϋποθέσεων.
1. Διαπραγματεύσεις ΕΠΙ ΙΣΟΙΣ ΟΡΟΙΣ. Τούτο όμως συνεπάγεται ρητήν παραίτησιν του Πάπα από της αξιώσεως του «Πρωτείου» έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, άνευ της παραιτήσεως αυτής η φράσις «επί ίσοις όροις» καθίσταται απάτη και χονδροειδής φενάκη.
2. Εφ όσον υφίσταται η υπούλως αποκαλουμένη Ενωτική Ανατολική Εκκλησία, «Ουνιτική», ο «διάλογος» δεν δύναται να έχη άλλο αντικείμενον, παρά την προσχώρησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Ουνίαν, η οποία, κατά το Βατικανόν, αποτελεί την ήδη από της ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας, ηνωμένην μετά της Ρώμης, Ανατολικήν Εκκλησίαν, την διατηρούσαν, κατά Παπικήν συγκατάβασιν, το τυπικόν της Ορθοδοξίας, αλλ' αναγνωρίζουσαν ανεπιφυλάκτως το πρωτείον του Πάπα, υπό την απόλυτον και αυταρχικήν εξουσίαν του οποίου, άλλωστε, διατελεί, μισθοδοτουμένη και επιχορηγουμένη.
3. Ανάληψις και προηγουμένη εκτέλεσις υποχρεώσεων περιστολής της πνευματικής, εκπαιδευτικής και ψευδοφιλανθρωπικής δραστηριότητος της εν Ελλάδι Παπικής Εκκλησίας και των παραφυάδων της, εις τους εις την χώραν μας διαβιούντας ΕΚ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ Καθολικούς, δια τους οποίους, ο Ελληνικός Ορθόδοξος Μοναχισμός, ουδεμίαν αισθάνεται εχθρότητα θεωρών αυτούς ως πεπλανημένους αδελφούς. Η αντίδρασις των Ορθοδόξων Ελλήνων εν γένει, αφορά εις την ύπουλον επέκτασιν της δραστηριότητος, αφθόνως χρηματοδοτουμένων υπό του Βατικανού, Παπικών Οργανώσεων, εις βάρος Ορθοδόξων Χριστιανών, και ιδίως υπό το πρόσχημα της φιλανθρωπίας εις τα πτωχά και απροστάτευτα τέκνα των, επί σκοπώ προσηλυτισμού των εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Η έναρξις «διαλόγου» - ανάγνωθι διαπραγματεύσεων - άνευ του προηγουμένου τερματισμού των, υπό του Βατικανού διεξαγμένων κατά της Ορθοδοξίας, εχθροπραξιών, αποτελεί δουλοπρεπή και επικίνδυνον ενέργειαν, οδηγούσαν, αναποφεύκτως, εις την κατά κράτος υποταγήν της Ορθοδοξίας, όπως πάντοτε συμβαίνει με τους κατά την διάρκειαν της εχθρικής επιθέσεως, προσερχομένους προς διαπραγμάτευσιν μετά του επιτιθεμένου.
Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο Ομολογητής
«Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του βρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με επικεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινό ευαγγελικό όνομά των είναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εις το διάστημα της ιστορίας αι διάφοροι αιρέσεις ηρνούντο ή παρεμόρφωνον ιδιώματά τινα του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, αι δε ευρωπαϊκαι αύται αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρον τον Θεάνθρωπον και εις την θέσιν του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού και άλλων αιρέσεων ων το όνομα λεγεών.»
«... ο Πατριάρχης Αθηναγόρας; Αυτός με την νεοπαπιστικήν συμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήν Αλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την Αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήν αντιεκκλησιαστικήν υπερηφάνειάν του. Και προετοιμάζει με αυτοκτονικήν ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», όχι όμως με το βασικόν ευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο - προτεσταντικήν θεματολογίαν. Την προετοιμάζει μάλιστα εις τον Πύργον της Βαβέλ του συγχρόνου αναρχικού και μηδενιστικού κόσμου άνευ της συμμετοχής των πραγματικών ορθοδόξων ομολογητών, φορέων της Ορθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως και Εκκλησιαστικότητος. Τον τελευταίον καιρόν αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον ορθόδοξον κόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των, τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς δια του Τύπου...»
(ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, Αριθ. 145 - 6,1 - 15 Σεπτεμβρίου 1971)
Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες, Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η έξης: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι' αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα άγια Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.
...μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παν -μυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ' αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τι μετοχή έχουν δικαιοσύνη και ανομία; τι δε κοινωνία φως προς σκότος;» (Β' Κορ. 6, 14).
Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.
Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόισκι
«Οι άνθρωποι που αρνούνται σταθερά την Εκκλησία ομιλούν για «ευαγγελικές αρχές» και «ευαγγελική διδασκαλία», αλλά ο Χριστιανισμός ως ζωή είναι τελείως ξένος σ' αυτούς... Ο Προτεσταντισμός έχει σκοτώσει την εν γένει Εκκλησιαστική ζωή, για την οποία ο Κύριος Ιησούς Χριστός προσευχήθηκε στην ιερή του προσευχή.»
TROITSKY, NEW HIEROMARTYR HILARION, Χριστιανοσύνη ή Η Εκκλησία; (Jordanville, NY: Holy Trinity Monastery) (στα Αγγλικά).
Άγιος Νικόλαος Αχρίδος
...Όλοι θέλομε να δώσει ο Θεός ενότητα πίστεως στον κόσμο. Μα εσείς τα μπερδεύετε τα πράγματα. Άλλο η συμφιλίωσις των ανθρώπων, και άλλο η συμφιλίωση των θρησκειών. Ο Χριστιανισμός επιβάλλει ν' αγαπάμε με όλη μας την καρδιά τους πάντες, όποια πίστη και αν έχουν! Συγχρόνως όμως μας διατάζει να κρατάμε αλώβητη την πίστη μας και τα δόγματά της. Σαν χριστιανοί πρέπει να ελεείτε όλο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους! Ακόμη και την ζωή σας να δώσετε γι΄αυτούς. Αλλά τις αλήθειες του Χριστού δεν έχετε το δικαίωμα να τις θίξετε. Γιατί δεν είναι δικές σας. Η πίστη του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία μας να την κάνωμε ό,τι θέλομε.
Γέρων Πορφύριος
Εσείς θα κρατήσετε (στους διαλόγους) και θα ακολουθήσετε την Ορθόδοξη θέση. Αν τώρα αυτοί (οι Παπικοί) θέλουν να έρθουν μαζί μας, ούτε μπορούμε, αλλά ούτε και πρέπει να τους εμποδίσουμε να έλθουν.
Μη φοβάστε, οι διαθέσεις του Πάπα ανέκαθεν ήταν να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία και θα έλθει ημέρα που ο διάλογος θα ματαιωθεί· τίποτε δεν πρόκειται να γίνει· άλλωστε οι ουνίτες, αυτός ο δούρειος ίππος, είναι φως φανάρι ότι τον ενδιαφέρει να αναγνωρίσουν οι Ορθόδοξοι κεφαλήν τον Πάπα και τίποτε περισσότερο.
Γέροντος Πορφυρίου, Ανθολόγιο Συμβουλών, Μήλεσι 2003, σελ. 229, 290.
Γέρων Σωφρόνιος του Essex
Ο Γέροντας Σωφρόνιος αναλύει την ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που την κάνει να ξεχωρίζη από κάθε άλλη θρησκεία και Χριστιανική Ομολογία. Μέσα στην Εκκλησία μπορεί κανείς να ζήση το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Η θέα του ακτίστου Φωτός, η αίσθηση της θείας Χάριτος κατά την θεία Λειτουργία και την άσκηση, η εσωτερική ειρήνη και η πληροφορία, η ιερή ησυχία και η προσευχή κ.α., όλα αυτά δείχνουν την αλήθεια της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που υπάρχει πλούσια μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι' αυτό και σε επιστολή του συνδέει στενά: δόγμα, Εκκλησία και άσκηση. Αλλού γράφει:
«... ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από όλες τις άλλες εκκλησίες σε τρία επίπεδα, γιατί: α) μόνη αυτή αληθεύει πλήρως στην θεολογία της, β) μόνη αυτή γνωρίζει το μυστήριο της χάριτος, της αγίας ζωής, και διαφυλάσσει στην πληρότητα τη θεία χάρη, και γ) είναι η αρχαιότερη, η θεμελιώδης, η βασική, από την οποία αποσχίσθησαν κατά καιρούς μεγαλύτερα η μικρότερα τμήματα...»
Ως ορθόδοξος εμπειρικός θεολόγος δεν μπορεί να δεχθή τον περιορισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την θεωρία του οικουμενισμού, τον οποίο θεωρεί ως «μία από τις πιο επικίνδυνες αιρέσεις». Η προσπάθεια μερικών να δημιουργήσουν μια «παγκόσμια και αποστολική εκκλησία» είναι μια πλανεμένη προσπάθεια. Το ίδιο πλανώνται και εκείνοι που προσπαθούν να ζήσουν «κάποιο είδος υψηλού μυστικισμού, που υπερβαίνει τα όρια της εκκλησιαστικής αντιλήψεως της χριστιανικής θρησκείας». Συνιστά:
«Προσεύχομαι στον Θεό εσείς να μη πλανηθείτε με όλα αυτά, αλλά να πιστεύετε ακράδαντα με την καρδιά και τον νου ότι υπάρχει πάνω στη γη εκείνη η Μία, Μοναδική και Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος. Η Εκκλησία αυτή διατηρεί αλώβητη και ακέραιη τη διδασκαλία του Χριστού (και όχι ξεχωριστά μέλη της), κατέχει το πλήρωμα της γνώσεως και της χάριτος και είναι αλάθητη.»
Και στην συνέχεια προσφέρει την ομολογία του, που είναι έκφραση εμπειρίας και ζωής.
Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης
* Εάν θα απολεσθώμεν ή θα επιζήσωμεν, ως Εκκλησία ή ως Έθνος, ουκ εστίν ημών. Ημών είναι να κρατήσωμεν την ομολογίαν μας εις την Εκκλησίαν και την αγάπην μας προς τον Χριστόν, εις όλας τας συνεπείας της ηθικής και δογματικής βιώσεως και ολα τα άλλα αφορούν τον Κύριόν μας, ότι «αυτώ μέλει περί ημών»....
Αποσπάσματα από τον ένθρονιστήριον λόγον του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, 1974
* Εκείνοι που ομιλούν πληθωρικά περί αγάπης νοθεύουν το περιεχόμενο της για να περιπτυχθούν όλους τους αιρετικούς όλων των αποχρώσεων. Είναι τόσο ψεύτικη αυτή η αγάπη όσο και τα ψεύτικα λουλούδια....
* Παπικοί, Προτεστάνται, Χιλιασταί, Μασώνοι, Ενωτικοί, Οικουμενισταί, και κάθε άλλη «ρίζα πικρίας», όλοι αυτοί «μίαν γνώμην έχουσι, και την δύναμιν και την εξουσίαν αυτών τω Θηρίω διδόασιν. Ούτοι μετά του Αρνίου πολεμήσουσι, και το Αρνίον νικήσει αυτούς, ότι Κύριος κυρίων εστί και Βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ' αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί» (Άποκ. 17, 13).
* Φρονούμεν ότι η Ορθοδοξία δεν έχει καμμία θέση ανάμεσα σ' αυτό το συνονθύλευμα των πλανών και των αιρέσεων. Αυτό το δόλιο «οικουμενικό» κατασκεύασμα δεν αποσκοπεί στην αναζήτηση της αληθείας, αλλά κατά τον π. Χαράλαμπον Βασιλόπουλον:
«... είναι ένα ανακάτεμα αφανισμού της Αλήθειας. Είναι μία προσπάθεια όχι να βρουν την αλήθεια οι πλανεμένοι, αλλά να την χάσουν και εκείνοι που την έχουν, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.»
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ μεγαλύτερη δυσκολία πού ἀντιμετωπίζει ὁ ἐρευνητής τῆς παρουσίας τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀξιόπιστων πηγῶν πού θά τόν ὁδηγήσουν σέ ἀσφαλῆ συμπεράσματα. Συνεπῶς ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία παραμένει ἀνεξερεύνητη, λόγῳ τῆς ἐλλείψεως ἀξιόπιστων πηγῶν. Ὅσοι ἐρευνητές μελέτησαν στό παρελθόν τήν Ὀρθόδοξη παρουσία στήν Αὐστραλία ἀναφέρονται σέ ἔλλειψη ἀρχείων καί ἱκανῶν στοιχείων πού νά ρίχνουν φῶς στό θέμα αὐτό. Ἔτσι τό μεγαλύτερο μέρος τῶν πηγῶν πλησιάζει περισσότερο τήν μορφή τοῦ μύθου, παρά τῆς ἱστορικῆς ἀποδείξεως. Εἶναι ὄντως ἀναμφισβήτητο ὅτι οἱ ἱστορικές καταγραφές γιά τήν ἄφιξη τῶν Ἑλλήνων πρωτοπόρων εἶναι ἐλάχιστες.
Μεγάλη βοήθεια ὡστόσο ἀντλοῦμε γιά τούς πρώτους μετανάστες ἀπό καταγεγραμμένα στοιχεῖα. Γιά παράδειγμα, ἀπό τήν πρώτη ἑλληνική ἔκδοση στήν Αὐστραλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό πρῶτο βιβλίο στά ἑλληνικά, «Ἡ Ζωή ἐν Αὐστραλίᾳ», τό ὁποῖο ἐκδίδεται στό Σίδνεϋ τό 1916 καί γίνεται ἐκτενής ἀναφορά στούς Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας τῆς δεύτερης πεντηκονταετίας τοῦ 19ου αἰῶνα καί τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 20οῦ. Συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ Γεώργιος Κένταυρος, οἱ ἀδερφοί Κοσμᾶς καί Ἐμμανουήλ Ἀνδρονίκου καί ἐκδίδεται μέ δαπάνες τοῦ ὁμογενῆ Ἰωάννου Κομηνοῦ. Ἀπό τό βιβλίο αὐτό ἀντλοῦμε τίς πρῶτες μας πληροφορίες γιά τήν ἱστορία, τήν ἀνακάλυψη, τήν γεωγραφική θέση, τόν πληθυσμό, τό Σύνταγμα τῆς Αὐστραλίας καί γενικά τήν διεθνῆ κατάσταση πρίν τό 1916. Τό σημαντικώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἔχουμε ἐκτενεῖς πληροφορίες γιά τούς Ἕλληνες μετανάστες στήν Αὐστραλία πρίν τό 1916.
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἀναγνωρίζει τίς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος καί προϊδεάζει τόν ἀναγνώστη μέ τήν ἑξῆς εἰσαγωγική περίοδο: «Εὐκολώτερον θά ἐπετύγχανέ τις τήν τοῦ Νοτίου Πόλου ἐξερεύνησιν, παρά τήν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Αὐστραλίας ἐξιχνίασιν, καί δή, τοῦ τά πρῶτα ἐν αὐτῇ ἀποβιβασθέντος» (1). Οἱ πληροφορίες στό βιβλίο αὐτό ἔχουν σχέση μέ τόν τόπο καταγωγῆς τῶν πρώτων Ἑλλήνων, τόν χρόνο ἀφίξεώς τους στήν Αὐστραλία, τόν τόπο πού ἐγκαθίστανται, τά ἐπαγγέλματα πού ἀσκοῦν, τήν οἰκογενειακή τους κατάσταση καί τούς πρώτους Ὀρθοδόξους ἱερεῖς.
Τό δεύτερο βιβλίο πού μᾶς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν ἑλληνισμό τῆς Αὐστραλίας, γιά τήν πρώϊμη μετανάστευση, γιά τίς ἀσχολίες τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία, καθώς καί τίς πρῶτες τους προσπάθειες γιά νά συστήσουν Κοινότητες καί ἄλλους ὀργανισμούς, εἶναι τό βιβλίο «International Directory of 1927» Τό βιβλίο ἐκδίδεται τό 1927 στήν Ἀδελαΐδα ἀπό τήν Διεθνῆ Ἐκδοτική Ἑταιρεία κι ἀφιερώνεται «τῷ Ἑλληνισμῷ τῆς Αὐστραλίας εἰς ἔνδειξιν τιμῆς διά τό ἀδιάπτωτον ἐθνικόν αἴσθημα αὐτοῦ». Στό βιβλίο αὐτό ὑπάρχουν βιογραφικά τοῦ πρώτου Μητροπολίτου Αὐστραλίας Χριστοφόρου Κνίτη, τῶν ἱερέων τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ 20οῦ αἰῶνα, καθώς καί ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο «The Greek Orthodox Church in Australia» τοῦ Μητροπολίτου Αὐστραλίας Χριστοφόρου, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦμε πολλές πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Αὐστραλία μέχρι τό 1927, ἔτος ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου.
Ὡστόσο ἡ πρώτη συστηματική προσπάθεια μελέτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ γίνεται ἀπό τόν Αὐστραλό διπλωμάτη καί ἱστορικό Hugh Gilchrist, στά βιβλία του «Australians and Greeks», μιά σειρά τριῶν τόμων πού ἐκδίδονται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1992 καί 2004. Στόν πρῶτο τόμο μέ τίτλο «The Early Years» πραγματεύεται τά γεγονότα ἀπό τό 1522 ― 1914. Στόν δεύτερο τόμο μέ τίτλο «The Middle Years» διαπραγματεύεται τά γεγονότα ἀπό τό 1914 ― 1939 καί στόν τρίτο τόμο μέ τίτλο «The Later Years» τά γεγονότα ἀπό τό 1939 ― 1953.
Πολλές ἐπίσης πληροφορίες γιά τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντλοῦμε ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, τίς εἰσηγητικές ὁμιλίες τῶν Ἀρχιεπισκόπων στίς Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις, τό Λεύκωμα «Πεντηκονταετηρίς 1924 ― 1976», τήν Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς πού ἐκδόθηκε τό 1993 μέ τίτλο «Ἐπετηρίς», καθώς καί τά Λευκώματα πού κατά καιρούς
ἔχουν ἐκδοθῆ ἀπό Κοινότητες καί Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς.
ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ―ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ
Οἱ πρῶτοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί στήν Αὐστραλία εἶναι εἴτε περαστικοί μέ πλοῖα πού σταθμεύουν στήν Αὐστραλία γιά διαφόρους λόγους, εἴτε ἐγκατεστημένοι στήν Αὐστραλία. Οἱ δεύτεροι ἐξυπηρετοῦν τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν ὀρθοδόξων καί θέτουν τίς πρῶτες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία πού ἀναφέρεται, γίνεται τό 1820 ἀπό ἕναν Ρῶσσο ἱερομόναχο ὀνόματι Διονύσιο, ἐπιβάτη ἑνός ρωσσικοῦ πλοίου πού πέρασε ἀπό τό Σίδνεϋ. Ἄλλη πληροφορία δίνεται τό 1862 ἀπό μιά ἐπίσκεψη ἄλλου ρωσσικοῦ πλοίου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται μεταξύ τῶν ἐπιβατῶν τοῦ πλοίου κάποιος πατήρ Ἱερώνυμος, ὁ ὁποῖος τελεῖ κι αὐτός θρησκευτικές Ἀκολουθίες.
Στήν περίοδο αὐτή γίνεται ἀναφορά σέ Ἕλληνες μοναχούς πού ἐπισκέπτονται τήν Αὐστραλία. Οἱ μοναχοί αὐτοί μετά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἑλλάδα, ζητοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά στείλη ἱερεῖς στήν Μελβούρνη. Σύμφωνα μέ τόν Αὐστραλό ἱστορικό καί διπλωμάτη Hugh Gilchrist, ἡ «Ἑλληνική Ὀρθόδοξος δράσις εἰς τήν Αὐστραλίαν ἱστορικῶς μαρτυρεῖται ἀπό τοῦ 1863», μέσῳ τῆς ἀλληλογραφίας ἑνός μοναχοῦ πού ἐπισκέφτηκε τήν Αὐστραλία καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Θεοφίλου (1862 ― 1873).
Ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1860, Ὀρθόδοξοι μοναχοί ἐπισκέπτονται τήν Αὐστραλία καί κατά τήν περιοδεία τους αὐτή κηρύττουν καί βαπτίζουν σέ πολλά μέρη τῆς ἀχανοῦς Ἠπείρου. Τό 1862 ἕνας μοναχός ὀνόματι Θωμᾶς Πολίτης, ἐπισκέπτεται τήν Αὐστραλία καί μόλις ἐπιστρέφει στήν Ἑλλάδα γράφει ἕνα γράμμα, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1863 στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ζητώντας νά σταλῆ ἕνας ἱερέας στήν Μελβούρνη. Στήν ἀπάντησή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ. Θεόφιλος θέτει μερικές ἐρωτήσεις ὅσον ἀφορᾶ τόν ἀριθμό, τήν καταγωγή, τήν σχέση τους μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν δυνατότητα νά συντηρήσουν ἱερέα. Στήν ἀπαντητική του ἐπιστολή ὁ μοναχός Θωμᾶς ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν στήν Αὐστραλία γύρω στούς 1.500 Ὀρθοδόξους Ἕλληνες ἀπό τά Ἰόνια Νησιά, τήν Πελοπόννησο, τήν Στερεά Ἑλλάδα. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς ἐργάζονταν στά χρυσωρυχεῖα καί ἦταν ἕτοιμοι νά ἀναλάβουν τήν συντήρηση ἱερέα, καθώς καί τήν ἀνέγερση Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ πρωτοβουλία αὐτή παραμένει ἄκαρπη.
Ἡ ἑπομένη ἐπίσκεψη γίνεται ἀπό ἕναν ἁγιορείτη ἱερομόναχο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὀνόματι Χριστόφορο Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ἐπισκέπτεται τήν Κουησλάνδη, πολιτογραφεῖται τό 1868 καί ἀρχίζει ἀλληλογραφία μέ τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σχετικά μέ τήν ἀποστολή ἱερέων στήν Αὐστραλία. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία αὐτή, ἐξάγονται σημαντικές πληροφορίες γιά τούς Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας πού ἀνάγονται στούς 500, οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη. Οἱ λίγοι αὐτοί Ἕλληνες εἶναι πρόθυμοι νά πληρώσουν τά εἰσιτήρια ἱερέα γιά νά ἔρθη στήν Αὐστραλία, καθώς ἐπίσης καί τό μισθό του. Προτίθενται ἐπίσης νά ἀνεγείρουν Ἱερό Ναό πρῶτα στήν Μελβούρνη καί μετά στό Σίδνεϋ.
Ὁ ἱερομόναχος Χριστόφορος τελεῖ ἀρκετά Μυστήρια. Τελικά καί αὐτή ἡ πρωτοβουλία δέν ἔχει ἀποτέλεσμα. Στίς δύο μεγαλύτερες πόλεις, Σίδνεϋ καί Μελβούρνη, παρατηρεῖται κατά τήν δεκαετία τοῦ 1890 σύμπραξη μέ τίς Ὀρθόδοξες ὁμάδες τῶν Συρίων καί Λιβανέζων μέ μόνο πρόβλημα τό γλωσσικό, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ Ἀραβική ἦταν ἡ μητρική γλῶσσα τῶν περισσοτέρων Συρίων. Γιά τόν λόγο αὐτό Ἕλληνες καί Σύριοι, μέσῳ τοῦ Ρώσσου Προξένου στήν Μελβούρνη, ζητοῦν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γεράσιμο (1861 ― 1896) ἱερέα, ὁ ὁποῖος νά ὁμιλῆ Ἑλληνικά καί Ἀραβικά γιά νά ἀνταποκριθῆ στίς λειτουργικές καί θρησκευτικές ἀνάγκες Ἑλλήνων καί Συρίων Ὀρθοδόξων. Ὡστόσο καί αὐτή ἡ προσπάθεια ἀπέτυχε.
Πρός τό τέλος τοῦ 1896, ἐμφανίζεται στό Σίδνεϋ ὁ ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Μπακαλιάρος ἀπό τήν Σάμο πού ἐπισκέπτεται τίς Ἀποικίες τῆς Νέας Νοτίου Οὐαλίας καί Βικτώριας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1896 ― 1898. Λόγῳ ἐλλείψεως Ἱεροῦ Ναοῦ οἱ ἱερές Ἀκολουθίες τελοῦνται σέ Ἀγγλικανικούς Ναούς. Ἔτσι ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία στό Σίδνεϋ ἀπό Ὀρθόδοξο ἱερέα τελεῖται στόν Ἀγγλικανικό Ναό St James (KingStreet, Sydney). Τήν ἑπομένη χρονιά, ὁ πατήρ Δωρόθεος, μετά ἀπό πρόσκληση τῶν Ἑλλήνων τῆς Μελβούρνης, τούς ἐπισκέπτεται ὅπου γιά μιά ἑβδομάδα τελεῖ ἱερές Ἀκολουθίες. Στό Σίνδεϋ ὁ ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Μπακαλιάρος συνεχίζει νά ἱερουργῆ στόν Ἀγγλικανικό Ναό St James μέχρι καί τό θεμέλιο λίθο τοῦ πρώτου Ὀρθοδόξου Ναοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Μάϊο τοῦ 1898.
Ἡ πορεία, λοιπόν, τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Αὐστραλία οὐσιαστικά ξεκινᾶ μέ τούς δύο διορισμένους κληρικούς τῆς θρησκευτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τόν π. Ἀθανάσιο Καντόπουλο πού φτάνει στήν Μελβούρνη τό 1898 καί τόν π. Σεραφείμ Φωκᾶ πού φτάνει στό Σίδνεϋ τό 1899. Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μεταναστῶν ὁδηγεῖ στήν ἀνέγερση τῶν πρώτων Ναῶν, τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Σίδνεϋ (1898) καί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στήν Μελβούρνη (1900). Στήν συνέχεια μόνιμοι κληρικοί ἐμφανίζονται στό Perth, στό Darwin, στό Port Pirie καί στό Brisbane. Ναοί ἀνεγείρονται στό Perth (1924), στό Port Pirie (1926) καί στό Brisbane (1929). Παρόμοιες πρωτοβουλίες συναντᾶμε στήν Ἀδελαΐδα καί στό Innisfail. Ἡ ἐξελικτική αὐτή φάση περνᾶ ἀπό πολλά στάδια.

Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Σίδνεϋ, πρώτη Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Αὐστραλία (1898).
Μέχρι τό 1927 εἶναι ὁ Καθεδρικός Ναός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
ΙΔΡΥΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ― ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ
Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης εἰκοσιπενταετίας τοῦ 20οῦ αἰῶνα, οἱ Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας ἔχουν ἱδρύσει Κοινότητες ἐκτός τοῦ Σίδνεϋ καί τῆς Μελβούρνης, στό Perth, στό Brisbane, στό Port Pirie καί στό Darwin, μιά μικρή ἐκκλησία μέ λαμαρίνες. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό κέντρο καί τό σύμβολο τῆς ἑνότητος στήν ζωή τῶν πρώτων μεταναστῶν.
Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μεταναστῶν δημιουργεῖ τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως τῶν δομῶν ἐκείνων πού θά ἐξυπηρετήσουν τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Στό πρῶτο κῦμα τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία πού ἀρχίζει περίπου κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, προστίθεται τώρα ὁ νέος ἀριθμός τῶν μεταναστῶν πού μαζί δημιουργοῦν τίς πρῶτες Κοινότητες στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη. Τό 1897 εἶναι τό ἔτος πού ἱδρύονται οἱ Κοινότητες στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη, μέ πρωταρχικό σκοπό τήν ἀνέγερση Ἱερῶν Ναῶν.
Ὁ π. Ἀθανάσιος Καντόπουλος, ἱερατικός Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ Μελβούρνης (1898 -1902).
Ὁ πρῶτος Ἑλληνορθόδοξος Ναός, τῆς Ἁγίας Τριάδος, θεμελιώνεται στό Σίδνεϋ στίς 29 Μαΐου 1898 ἀπό τόν π. Δωρόθεο, μέ τήν παρουσία πολλῶν Ἑλλήνων, Συρίων καί Λιβανέζων. Στίς 16 Ἀπριλίου 1899 γίνονται ἐπίσημα τά θυρανοίξια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὡστόσο ὁ π. Δωρόθεος ξαφνικά ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Αὐστραλία καί τό Συμβούλιο τῆς Κοινότητος, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων κατάγονται ἀπό τά Κύθηρα, ζητᾶ ἐγγράφως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων νά τούς ἀποστείλη ἱερέα. Ἔτσι τό 1898 φτάνουν οἱ ἱερεῖς π. Σεραφείμ Φωκᾶς (2) (1899 ―1917) γιά τό Σίδνεϋ καί ὁ π. Ἀθανάσιος Καντόπουλος (1898 ― 1903) γιά τήν Μελβούρνη τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Καί οἱ δύο κληρικοί εἶναι ἔγγαμοι, μορφωμένοι, καί γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς καί τῆς Ἀραβικῆς.
Ὁ Μέγας Οἰκονόμος π. Σεραφείμ Φωκᾶς, ὑπηρετεῖ στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος Σίδνεϋ ἀπό τό 1899 μέχρι τό 1913.
Στίς 13 Ἰανουαρίου 1899 διορίζεται ὁ π. Σεραφείμ Φωκᾶς ὡς ἱερατικός Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ π. Σεραφείμ εἶναι 50 ἐτῶν, ὅταν φτάνει στό Σίδνεϋ στίς 9 Μαρτίου 1899 μέ τήν πρεσβυτέρα του καί τίς πέντε κόρες τους. Μιλᾶ ἄπταιστα Ἑλληνικά, Ἰταλικά, Ἀραβικά καί Γαλλικά. Ὁ π. Σεραφείμ διακονεῖ στήν Ἁγία Τριάδα ἐπιτελώντας τά καθήκοντά του μέ τρόπο ἱεροπρεπῆ καί ταπεινό μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1913, ὅπου γιά λόγους ὑγείας παραιτεῖται. Πεθαίνει στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1917 (3). Ἡ κηδεία του τελεῖται ἀπό τόν διάδοχό του ἀρχιμανδρίτη Δημήτριο Μαρινάκη, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ἤδη ἀντικαταστήσει ἀπό τό 1913.
Στήν Μελβούρνη μετά ἀπό ἐνέργειες μελῶν τῆς Συριακῆς Ὀρθοδόξου πατριάς, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Δαμιανός (1897 ―1931), στέλνει ὡς πρῶτο ἱερέα τῶν Ὀρθοδόξων τόν π. Ἀθανάσιο Καντόπουλο, ὁ ὁποῖος φτάνει μέ τήν οἰκογένειά του στήν Μελβούρνη στίς 10 Ἰουνίου τοῦ 1898. Ὁ π. Ἀθανάσιος μέ καταγωγή ἀπό τήν Ρόδο, γεννιέται στά Ἱεροσόλυμα κι ἔχει τρία ἀδέρφια πού ὅλοι τους γίνονται κληρικοί. Μιλᾶ ἄπταιστα Ἑλληνικά καί Ἀραβικά, γεγονός πού τόν καθιστᾶ ὡς τήν ἰδανικώτερη λύση γιά τήν Μελβούρνη.
Τά θεμέλια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Μελβούρνη τίθενται στίς 6 Δεκεμβρίου 1900. Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐνδιαφέρεται μέχρι τό 1902, ἔτος κατά τό ὁποῖο τοποθετεῖται τό τέλος τῆς Θρησκευτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων στήν Αὐστραλία καί ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα τῆς Αὐστραλίας μέ τόν διορισμό τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικάνδρου Μπετίνη σέ ἀντικατάσταση τοῦ π. Ἀθανασίου Καντοπούλου. Ὁ ἀρχιμανδρίτης Νίκανδρος Μπετίνης μένει στήν Μελβούρνη μέχρι τό 1907, ἔτος ἀναχωρήσεώς του γιά τήν Ἑλλάδα (4).

Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου,
πρῶτος Ὀρθόδοξος Ναός στήν Μελβούρνη (1900).
Μετά τό 1902 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διορίζει τούς ἱερεῖς γιά τίς Κοινότητες τῆς Αὐστραλίας, μιά λύση καί πάλι προσωρινή, μέχρι νά ξεκαθαρίση τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στήν Αὐστραλία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ Συνοδική Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1908 ἀποδέχεται τήν πνευματική δικαιοδοσία στήν Αὐστραλία πού τῆς παραχωρεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέχρι τό 1922, πού καταργεῖται μέ νέα Συνοδική Πατριαρχική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Μελετίου Μεταξάκη (1921 ― 1923) πού θέτει ὅλες τίς Ἑλληνικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Διασπορᾶς κάτω ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ζ΄ (1923 ― 1924) μέ νέο Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο στίς 7 Μαρτίου 1924 ἱδρύει τήν Μητρόπολη Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας μέ τήν ἐπωνυμία «Ὀρθόδοξος Μητρόπολις Αὐστραλίας» καί ὁ Ποιμενάρχης «Ἱερώτατος Μητροπολίτης Αὐστραλίας, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Ὠκεανίας».
Πρίν τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστραλίας, στήν Αὐστραλία ὑπάρχουν μόνο δύο ναοί∙ στό Σίδνεϋ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν Μελβούρνη, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Οἱ πρῶτες Κοινότητες στήν Αὐστραλία ἱδρύονται μέ τήν πρωτοβουλία πιστῶν πού τούς κρατοῦν ἑνωμένους ἡ κοινή τους πίστη, οἱ παραδόσεις, καθώς καί οἱ δυσκολίες στήν νέα τους πατρίδα. Πρῶτος Ποιμενάρχης τῆς νεοπαγοῦς Μητροπόλεως ἐκλέγεται ὁ ἀπό Σερρῶν Μητροπολίτης Χριστόφορος Κνίτης καί λίγο πρίν τήν ἄφιξή του βρίσκονται σέ ὁλόκληρη τήν Αὐστραλία γύρω στούς 10.000 Ἕλληνες.
Δεύτερος Μητροπολίτης Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας ἐκλέγεται ὁ ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Εὐαγγελινίδης, τό 1931. Τρίτος Μητροπολίτης ἐξελέγη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 22 Ἀπριλίου τοῦ 1947 ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Παπαθανασόπουλος, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει τήν Ἐπαρχία τοῦ Θρόνου μέχρι τό 1958, ὁπότε χάνει τήν ζωή του σέ τροχαῖο ἀτύχημα. Τέταρτος Μητροπολίτης ἐκλέγεται ὁ Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Ἱεζεκιήλ Τσουκαλᾶς τόν Φεβρουάριο τοῦ 1959. Τήν 1η Σεπτεμβρίου 1959 ἡ Ἱερά Μητρόπολη Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας προάγεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ Ἀρχιεπισκοπή καί ὁ Ποιμενάρχης σέ Ἀρχιεπίσκοπο.
Στήν δεκαετία τοῦ ᾿50 παρατηρεῖται μαζική μετανάστευση τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία καί δημιουργοῦνται οἱ ἀνάγκες γιά ἵδρυση Ἐκκλησιῶν, Σχολείων, Κοινοτικῶν καί φιλανθρωπικῶν Ἱδρυμάτων. Πρίν τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στήν Αὐστραλία βρίσκονται 10.000 Ὀρθόδοξοι. Στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στήν Αὐστραλία ἀνέρχονται στίς 75.000. Ἀπό τό 1960 ἕως τό 1980 ὁ ἀριθμός τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία ἔχει ἀνέβει πολύ, ὅπως δείχνουν οἱ ἀπογραφές τῶν ἐτῶν 1954, 1961, 1976 καί 1981. Ἡ ἀπογραφή τοῦ 1981 ἀνεβάζει τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους σέ 421.281. Μέ τήν ἀθρόα ἄφιξη τῶν νέων μεταναστῶν ἱδρύονται νέες Κοινότητες, ἀνεγείρονται νέοι Ναοί, συγκροτοῦνται Σχολεῖα, ὀργανώνονται φιλόπτωχοι Ἀδελφότητες. Τήν περίοδο αὐτή συγκαλοῦνται Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις πού στόχευαν στήν ἀρτιώτερη ρύθμιση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικώτερα.

Τό ἐπιβατικό πλοῖο Orion, καθώς καί τά ἐπιβατικά πλοῖα Flaminia, Toscana, Tasmania, Castel Verde, Begonia, Κυρήνεια, Castel Felice κ.ἄ.,
μεταφέρουν χιλιάδες μετανάστες στήν δεκαετία τοῦ ᾿50.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεζεκιήλ μέ μέλη τῆς A΄ Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως στό Σίδνεϋ.
(22 ― 28 Ἰανουαρίου 1961).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱεζεκιήλ παραιτεῖται τό 1968 γιά λόγους ὑγείας καί ὡς Πατριαρχικός Ἔξαρχος ἀποστέλνεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Ἰάκωβος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Γερμανίας. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1969 ὁ πρώην Αὐστραλίας Ἱεζεκιήλ ἐπανεκλέγεται καί παραμένει ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1974. Στίς 3 Φεβρουαρίου 1975 ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλέγει παμψηφεί ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας τόν Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Στυλιανό Χαρκιανάκη, ὑφηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος ἔφτασε στό Σίδνεϋ στίς 15 Ἀπριλίου 1975 καί ἐνθρονίστηκε ἐπισήμως τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, στίς 26 Ἀπριλίου τοῦ 1975.
ΚΛΗΡΙΚΟΛΑΪΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Σταθμό γιά τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα τῆς Αὐστραλίας ἀποτελοῦν οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες συγκαλοῦνται κάθε τέσσερα χρόνια καί ἀποτελοῦν τό ἀνώτατο νομοθετικό σῶμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἡ ἀρχή τῶν ἐργασιῶν γίνεται πάντα μέ τήν εἰσηγητική ὁμιλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, στήν ὁποία ἐκτίθενται «τά χάριτι Θεοῦ συντελεσθέντα ἔργα καί προγράμματα» κατά τήν τετραετία πού πέρασε. Οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀποτελοῦν τό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο καθορίζει τήν κοινή γραμμή σέ θέματα θρησκευτικά, ἐκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά καί κοινωνικά. Πρόκειται γιά Συνελεύσεις πού συμμετέχουν Κληρικοί (¼) καί Λαϊκοί (¾) τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Κληρικολαϊκῶν Συνελεύσεων ἐπικυρώνονται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τίθενται σέ ἐφαρμογή ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή. Οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀποτελοῦν ἱστορικούς σταθμούς, στίς ὁποῖες καταγράφονται οἱ ἐξελίξεις καί ἡ πρόοδος τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί ὁμογενειακῶν δρώμενων στήν Αὐστραλία.
Οἱ τρεῖς πρῶτες Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ὀργανώνονται ἐπί Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Ἱεζεκιήλ καί οἱ λοιπές ὀκτώ ἐπί Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Στυλιανοῦ. Ἔχουν λάβει χώρα ΙΑ´ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀπό τό 1961 μέχρι τό 2013. Στήν τελευταία Συνέλευση, γιά πρώτη φορά, ἀπηύθυνε μήνυμα μέσῳ Skype ἡ Α. Θ. Παναγιότης.
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΟΗΘΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Τό 1954 ὁ Μητροπολίτης Αὐστραλίας Θεοφύλακτος Παπαθανασόπουλος (1948 ― 1958), μέ σχετικό αἴτημα πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ζητᾶ τόν διορισμό δύο βοηθῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ἔλλειψη βοηθῶν Ἐπισκόπων προβλημάτιζε τόν Μητροπολίτη Θεοφύλακτο, ὁ ὁποῖος πολλές φορές τό χρησιμοποιοῦσε ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἐλλειπῆ ὀργάνωση τῆς Μητροπόλεως. Ὡστόσο τό αἴτημα αὐτό δέν ἐγκρίνεται ἐπί ποιμαντορίας Θεοφυλάκτου, ἀλλά πραγματώνεται ἐπί ποιμαντορίας Ἱεζεκιήλ, τό 1959. Ἔτσι ὁ θεσμός τῶν βοηθῶν Ἐπισκόπων εἰσάγεται στήν Αὐστραλία τό 1959.
ΕΠΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Κατά τήν τελευταία περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐν Αὐστραλίᾳ, σημαντικό σταθμό ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση καί ἡ εὔρρυθμη λειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγνωρισμένη ὡς ἰσότιμη τῶν ἄλλων Πανεπιστημιακῶν Σχολῶν τῆς Αὐστραλίας καί τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπίσης καλλιεργεῖ συστηματικά:
- τήν λειτουργική ― ἐνοριακή ζωή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, καλώντας σέ ἐτήσια βάση μοναχούς ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἐξομολόγηση,
- τόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό στά ἀνδρῶα καί γυναικεῖα Μοναστήρια τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς,
- τήν ἐκπαίδευση τῆς νέων μέσῳ τῶν Κολλεγίων καί τῶν Συνεδρίων τῆς νεολαίας,
- τούς πνευματικούς θησαυρούς τῆς Ἑλληνο ― Ὀρθοδόξου παραδόσεως, μετακαλώντας ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος ἀπό τήν Ἑλλάδα γιά διαλέξεις,
- τήν κοινωνική πρόνοια καί ἔργα εὐποιΐας,
- τήν φροντίδα γιά τήν τρίτη ἡλικία.
Ἀπό τό 2010 καί ἑξῆς, ὀργανώνεται ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ὠκεανίας «πρός ἐνίσχυσιν τῆς διορθοδόξου συνεργασίας καί μαρτυρίας μεταξύ τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων Δικαιοδοσιῶν».
Ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωρεῖται Σταυροαναστάσιμη, μέ Σταυρό καί Ἀνάσταση στήν καθημερινή της πρακτική, ὡστόσο μπορεῖ ἀσφαλῶς ὁ πιστός νά ἐγκαυχᾶται ἐν Χριστῷ γιά τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας μας «ἐν γῇ ἀλλοτρία».
1. Βλ. βιβλίο, Ἡ Ζωή ἐν Αὐστραλίᾳ, σ. 85.
2. Ὁ π. Σεραφείμ Φωκᾶς κατάγεται ἀπό τά Μάδυτα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Θεωρεῖται ὁ στυλοβάτης τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος στό Σίδνεϋ καί ὑπῆρξε πολύ ἀγαπητός στούς ὁμογενεῖς. Ὑπῆρξε αὐστηρός, ἀφιλοκερδής, πρότυπο οἰκογενειάρχου καί ἀφοσιωμένος στήν Ἐκκλησία καί στό ποίμνιό του.
3. Μέχρι τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστραλίας, οἱ ἱερεῖς πού ὑπηρετοῦν στό Σίδνεϋ εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: Ἀρχ. Δωρόθεος Μπακαλιάρος (1897 ― 1898), π. Σεραφείμ Φωκᾶς (1899 ―1913), ἀρχ. Δημήτριος Μαρινάκης (1913 ― 1923). Ὁ ἀρχ. Δημήτριος Μαρινάκης τό 1924 ἀποσχηματίζεται καί ἐργάζεται ὡς συνιδιοκτήτης στήν ἐφημερίδα Ἐθνικόν Βῆμα μέ τόν ἀδερφό του, ἐφημερίδα πού ἐκδίδεται σήμερα ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Εκδηλώσεις με τίτλο «Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος», διοργανώνει το Πολεμικό Ναυτικό, δίνοντας την ευκαιρία στους πολίτες να επισκεφθούν τα πλοία του στόλου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΓΕΝ την Παρασκευή 08 Ιουνίου 2018, μετά την ολοκλήρωση της άσκησης «ΚΑΤΑΙΓΙΣ 2018», πλοία του Πολεμικού Ναυτικού πρόκειται να καταπλεύσουν σε Άγιο Ευστράτιο, Αλεξανδρούπολη, Αμοργό, Βόλο, Θάσο, Θεσσαλονίκη, Ικαρία, Καβάλα, Κάλυμνο, Λέσβο, Λήμνο, Μεγίστη, Οινούσσες, Ρόδο, Σαμοθράκη, Σάμο, Σκόπελο, Φούρνους, Χίο και Ψαρά.

Κεντρικό σημείο των εκδηλώσεων έχουν καθοριστεί τα Ψαρά, όπου, την Τρίτη 05 Ιουνίου 2018, θα πραγματοποιηθούν ιδιαίτερες εκδηλώσεις, παρουσία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Στο επίκεντρο των εκδηλώσεων θα είναι η απόδοση τιμών στους ναυάρχους Κωνσταντίνο Κανάρη, Ανδρέα Μιαούλη και Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, στο πρόσωπο των οποίων αναγνωρίζεται και τιμάται η προσφορά όλων των επώνυμων και ανώνυμων ηρωικών Ναυμάχων του κατά θάλασσα αγώνα, διαχρονικά.
Για το λόγο αυτό θα μεταφερθούν με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, στα Ψαρά, η καρδιά του Κωνσταντίνου Κανάρη από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η καρδιά του Ανδρέα Μιαούλη από την Ύδρα και τα οστά της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας από τις Σπέτσες.

Οι εκδηλώσεις «Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος» θα ολοκληρωθούν τη Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018 με την επιθεώρηση του Στόλου εν πλω, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, στο Σαρωνικό Κόλπο.
Με την πραγματοποίηση των εν λόγω εκδηλώσεων, αναδεικνύονται και ενισχύονται οι άρρηκτοι δεσμοί του Ελληνικού λαού με τη θάλασσα και το Πολεμικό Ναυτικό, που αποτελεί βασικό παράγοντα της Εθνικής μας ισχύος, θεματοφύλακα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και προασπιστή της εδαφικής μας ακεραιότητας. Παράλληλα δε, προβάλλεται η πλούσια Ναυτική Παράδοση και η Ναυτική Ιστορία της Ελλάδας.
Πηγή: OnAlert.gr

Έκπληξη μεγάλη μου προκάλεσαν οι δηλώσεις ορισμένων μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, για το παράνομο νομοσχέδιο της αναδοχής/υιοθεσίας μικρών παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ενώ αρχικά ομολόγησαν πως δεν συμφωνούν μ΄ αυτόν τον καταραμένο νόμο, αλλά θα κηρύττουν στο ποίμνιό τους αυτά που έχει ορίσει για την οικογένεια ο Χριστός και οι Απόστολοί Του.
Όμως στη συνέχεια, είπαν το εξής οξύμωρο και διπλωματικό: «αν θέλουν κάποιοι άνθρωποι να νομοθετούν τέτοιους νόμους ανήκει στην ελευθερία την δική τους.»!!! Ερωτούμε αυτούς τους μητροπολίτες, τί είδους ελευθερία εννοούν πως έχουν όσοι θέλουν να νομοθετούν εγκληματικά νομοσχέδια; Από πού αντλούν τέτοια πρωτόγνωρη ελευθερία; Ας ερευνήσουν οι αγαπητοί μας μητροπολίτες, υπάρχει τέτοιου είδους «ελευθερία» στις εντολές του Χριστού και στο Σύνταγμα της Ελλάδος μας; Εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει τέτοια παράνομη εντολή, ποιός άραγε τους παρέχει τέτοια ελευθερία; Τελικά, μπορεί ο άνθρωπος από μόνος του να νομοθετεί καταστροφικά νομοσχέδια, επειδή το απαιτεί η ελευθερία του, όπως τονίζουν οι μητροπολίτες μας; Εάν, μη γένοιτο, είναι έτσι, τότε βρισκόμαστε στο νόμο της ζούγκλας των ανθρωποφάγων.
Μήπως Σεβασμιώτατοι μητροπολίτες μας, φοβόσαστε να εκφράσετε την Αλήθεια του Χριστού; Μήπως έχετε ενδώσει στην εύκολη λύση του συμβιβασμού; Μάλλον αυτό είναι, διότι αν ερευνήσετε τον βίο των προκατόχων σας, θα βγάλετε εύκολα τα συμπεράσματά σας. Αλλά τι λέω; Ούτε καν την Εκκλησία της Μολδαβίας δεν θέλετε να μιμηθείτε, που σύσσωμο το εκκλησιαστικό σώμα, αφόρισε την κυβέρνησή της, που ψήφισε τον αντιρατσιστικό νόμο! Εδώ η κυβέρνηση της χώρας μας, όλα τα εγκληματικά νομοσχέδια ψήφισε και εσείς τα έχετε δικαιολογήσει, πως ανήκουν στην ελευθερία τους! Γιατί σεβασμιώτατοι, δεν χρησιμοποιείτε και εσείς το επιτίμιο των αφορισμών; τί περιμένετε; Μην αργοπορείτε άλλο, διότι ο λαός της Ελλάδος, αρχίζει να σας νοιώθει σαν διπλωμάτες πολιτικούς και όχι σαν μητροπολίτες του Χριστού. Εμείς όλοι, τα λογικά πρόβατα του Χριστού, ολοψύχως ευχόμεθα, να δούμε επιτέλους τα στόματά σας να γίνουν χρυσά, σαν του ιερού Χρυσοστόμου και πάντων των Αγίων μας.Αμήν.
Πηγή: Ακτίνες

Σχόλιο Τ.Ι.: «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος» (᾿Ιω. Χρυσοστόμου ΡG 59,369). Ο ιερός Χρυσόστομος διδάσκει ότι σε τίποτα δεν μας ωφελεί το να έχουμε καθαρό βίο εάν διδάσκουμε και πιστεύουμε διεφθαρμένα δόγματα, και τούμπαλιν ότι σε τίποτα δεν μας ωφελεί το να διδάσκουμε και να πιστεύουμε ορθά δόγματα εάν έχουμε βίο διεφθαρμένο. Έτσι, «τά ὑγιῆ δόγματα σπουδάζωμεν ἐναποτίθεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς καί μετά τούτων καί βίου ἀκρίβειαν ἐπιδείκνυσθαι, ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι...», διότι «τόν χριστιανόν οὐδέν ὀνίνησι τά ὀρθά δόγματα, ἐάν τῆς κατά τόν βίον πολιτείας ἀμελῇ». (Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς 7,15· ΡG 9,525Α· ΕΠΕ 4,452-454). Δυστυχώς είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κάποιος απο την ορθή ομολογία λησμονώντας τον ορθό βίο, τον προσωπικό αγώνα της καθάρσεως του εαυτού του απο τα πάθη. Ομολογία που είναι μόνο στα λόγια και δε συνοδεύεται από έργα είναι αρκετά εύκολη, ενα είδος επικίνδυνης πλάνης, που μπλέκει στα δίχτυα της αρκετούς ορθοδόξους χριστιανούς ιδιαίτερα πολλούς που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα κακώς κείμενα της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Ο ίδιος ο Κύριός μας λέγει: «ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33). Από την άλλη μεριά η πτώση στην πλάνη υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου πάθους, όπως η κενοδοξία, η ραθυμία της ψυχής, η έλλειψη φροντίδας γιά τη σωτηρία του ανθρώπου κ.τ.λ. Ο Θεός έλκει αυτούς, που βρίσκονται στην πλάνη, όταν έχουν καθαρό βίο, ενώ η αστοχία ως προς την Πίστη διευκολύνεται και πολλαπλασιάζεται όταν ο βίος είναι διεφθαρμένος (᾿Ιω. Χρυσοστόμου P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244).
Περί των πηγών της διδασκαλίας του Ιησού
Προτιθέμενοι να ελέγξωμεν και διαφωτίσωμεν άμα τας πεπλανημένας δοξασίας των κατά της Ορθοδοξίας επιτιθεμένων κακοβούλως Διαμαρτυρομένων Πρεσβυτεριανών, αυτοκαλουμένων Ευαγγελικών, κρίνομεν αναγκαίο να πραγματευθώμεν πρώτον περί της Πηγής του Θείου Λόγου. Πηγή της Θρησκείας του Σωτήρος Χριστού είναι ο θείος Αυτού τε και των θεοπνεύστων Αποστόλων λόγος. Ο θείος λόγος μετεδόθη εξ αρχής διά στόματος εις τον κόσμον, «Η πίστις εξ ακοής…» (Ρωμ. ι’ 17). Ενεχαράχθη δε και ενετυπώθη διά ζώσης φωνής εις τας καρδίας και διανοίας των ακουσάντων αυτόν. Προϊόντος όμως του χρόνου οι θείοι Απόστολοι, μη επαρκούντες εις την εξάπλωσιν των μεγάλων αληθειών της θείας αποκαλύψεως εις τα έθνη, και προς εμπέδωσιν των υπ’ αυτών ιδρυθεισών Εκκλησιών και υπό των πιστευσάντων χριστιανών παρακαλούμενοι, είτε και υπ’ άλλων αιτιών παρακινούμενοι, έγραψαν εξ αυτών τινές κατά διαφόρους εποχάς Επιστολάς κατ’ έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος ως και κατόπιν τα τέσσερα Ευαγγέλια. Αι Πράξεις λοιπόν των Αποστόλων, αι Επιστολαί και τα Ευαγγέλια απετέλεσαν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Η Καινή λοιπόν αυτή Διαθήκη, απαρτιζομένη εκ των τεσσάρων Ευαγγελίων, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννου, εκ των Πράξεων των Αποστόλων, εκ των δέκα και τεσσάρων επιστολών του Αποστόλου Παύλου, εκ των επτά καθολικών επιστολών των Αποστόλων Πέτρου, Ιακώβου, Ιούδα και Ιωάννου και εκ της Αποκαλύψεως του Ιωάννου ήτοι εξ είκοσι και επτά θεοπνεύστων βιβλίων, αποτελείτο, ως είπομεν, Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Εκτός, δε του Κανόνος (βιβλίου) τούτου της Κ. Διαθήκης έχομεν και την Παλαιάν Διαθήκην, απαρτιζομένην εκ τριάκοντα και εννέα θεοπνεύστων κανονικών βιβλίων. Και η μεν πρώτη καλείται Νέα Γραφή, ή Καινή Διαθήκη, η δε δευτέρα Παλαιά Γραφή ή Παλαιά Διαθήκη και αι δύο ομού ονομάζονται Αγία Γραφή.
Η Αγία λοιπόν αυτή Γραφή είναι ο γραπτός λόγος του Θεού, είναι η πρώτη και κυριωτάτη πηγή της Αληθούς θρησκείας του Παλαιού και του Νέου Ισραήλ, ήτοι των Εβραίων και των Χριστιανών. Είναι τέλος τα δύο δηνάρια του Κυρίου άτινα άφησε τω Πανδοχεί ίνα επιμεληθεί του περιπεσόντος εις τούς ληστάς ανθρώπου. Και πηγή της μεν των Εβραίων θρησκείας είναι η Παλαιά Γραφή, της δε εξ αποκαλύψεως θρησκείας του Ιησού Χριστού κυρίως πηγή είναι η νέα Γραφή, μαρτυρουμένη όμως και βεβαιουμένη υπό των Νόμων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης η οποία έχει τας αυτάς βάσεις.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Α’
Περί Παραδόσεως
Εκτός της μιας ταύτης πηγής, δηλαδή του γραπτού λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία παραδέχεται και τας συμπαρομαρτούσας τη Αγία Γραφή διδασκαλίας των Μαθητών, των Απόστολων, των Ιερών της Γραφής συγγραφέων και των μετ’ αυτούς διαπρεψάντων επί αγιότητι και πολυμαθεία Εκκλησιαστικών Πατέρων. Τας συναδούσας (συμφωνούσας) τη Αγία Γραφή ταύτας διδασκαλίας ονομάζει η Ορθόδοξος Εκκλησία ιεράν Παράδοσιν ή Εκκλησιαστικάς Παραδόσεις ή και απλώς παράδοσιν.
Η λέξις παράδοσις δεν σημαίνει, ως οι «Ευαγγελικοί» λέγουν, τυχαίαν φήμην, λόγους αδεσπότους, λόγους αγράφους, εντάλματα ανθρώπων, αλλά σημαίνει τας περί της θρησκείας του Ιησού παραδοθείσας εις την Εκκλησίαν γνώσεις υπ’ Αυτού και των Αυτού Αποστόλων.
Η παράδοσις ημών δεν αποτελείται από φήμας των τριόδων, αλλ’ είναι ως προείπομεν, διδασκαλία περιεχομένη εις συγγράμματα αποστολικών (αμέσων Μαθητών των Αποστόλων) και άλλων μεγάλων Πατέρων, γνησιότητος αναμφισβητήτου και υπ’ αυτής της αρνητικής κριτικής, ηγγυημένη δε υπό της Εκκλησίας «Ήτις εστί στύλος και εδραίωμα της αληθείας» κατά την διδασκαλίαν της Κ. Διαθήκης (Α Τιμ. γ 15). Αυτοί δε καθ’ εαυτοί οι συγγραφείς οι χρηματίσαντες άμεσοι Μαθηταί των Αποστόλων, και μαρτυρούντες εις τα συγγράμματα αυτών ότι παρέλαβον κάτι τι παρά των Αποστόλων ή ότι ήκουσαν κάτι παρ’ αυτών, είναι άξιοι πάσης πίστεως. Καθ’ ότι άλλωστε αι πληροφορίαι τοις τοιούτοις συγγράμμασι είναι υιοθετημέναι και εν συνεχεί εφαρμογή υπό της επισήμου Εκκλησίας, της Εκκλησίας της ποιμαινούσης, ήτοι της αρχούσης των πιστών, και υπευθύνου, δι’ αυτό η υποχρέωσις, όπως παρέχωμεν εις αυτούς πίστιν ακλόνητον είναι πλέον η επιτακτική.
Παραλείπομεν, ότι και εάν ακόμη δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών πατέρων μαρτυρούντα περί ορισμένων εκκλησιαστικών ζητημάτων, θα ήτο αρκετόν το ότι υπό της Εκκλησίας αδιακόπως ούτως επρεσβεύθησαν και εδιδάχθησαν.
Η Εκκλησία η Ορθόδοξος η οποία καθ’ ημάς δεν είναι άφρακτος αμπελών, και δεν περιλαμβάνει μέλη απλά ως χύμα εσκορπισμένα, αλλά περιλαμβάνει άρχοντας και αρχομένους, η Εκκλησία, λέγομεν δι’ ημάς η Ορθόδοξος, είναι εγγυητής υπεύθυνος και αυθεντικός δι’ άπαν το περιεχόμενον της παραδόσεως, το υιοθετημένον παρ’ αυτής, και αν δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών Πατέρων. Τούτο δε ανεξαρτήτως της ιδιότητος του αλάθητου με την οποίαν δεχόμεθα αυτήν πεπροικισμένην υπό του θείου Ιδρυτού της.
Η αξιοπιστία λοιπόν της παραδόσεως δι’ ημάς τους Ορθοδόξους είναι αδιάσειστος, εκείνος δε, ο οποίος θα τολμήση να κηρύξη αυτήν αναξιόπιστον, είναι υποχρεωμένος να αποδείξη αυτό θετικώς, ουχί δε να ισχυρίζηται αυτό αυθαιρέτως.
Η παράδοσις άλλωστε δεν περιέχει τι αντίθετον τη Γραφή, αλλά μόνον μη υπάρχον, ή υπάρχον σκιωδώς. Επομένως συμπληροί ή αποσαφεί (εξηγεί) την Γραφήν.
Παράδειγμα: Ο Ιησούς λέγει εις τους Μαθητάς Του όπως: «Πορευθέντες μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη’ 19-20). Γεννάται όμως το ζήτημα, τίνι τρόπω ετέλουν το βάπτισμα οι Απόστολοι; Εβύθιζον τους προσερχομένους εις Χριστόν άπαξ εις το ύδωρ και απήγγελον διά μιας το, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»; ή εβύθιζον αυτούς δεύτερον και απήγγελον μόνον το «Και του Υιου;» εβύθιζον αυτούς τρίτον και απήγγελον το «Και του Αγίου Πνεύματος;». Εις το ερώτημα τούτο απαντά η Παράδοσις διά των συγγραμμάτων των Αποστολικών Πατέρων, και μάλιστα διά της αδιακόπου και επισήμου πράξεως της Εκκλησίας. Και ερωτάται κατά τι λοιπόν η Παράδοσις, η οποία μας πληροφορεί τον τρόπον, καθ’ ον οι Απόστολοι ετέλουν το Βάπτισμα, αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Η Γραφή επίσης ομιλεί περί επιθέσεως χειρών, περί αλείψεως δι’ ελαίου κ.λ.π. Ερωτάται όμως πώς επέθετον τας χείρας και πώς ήλειφον έλαιο; Και εάν η Παράδοσις μας πληροφορήση συμπληρωματικώς περί τούτων, κατά τι αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Ακόμη η Γραφή ομιλεί περί ενότητος του γιου προς τον Πατέρα: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιωάν. ι’ 30). Γεννάται όμως το ερώτημα. Η ενότης αυτή που αναφέρεται; Εις το ότι ο Πατήρ και ο υιός είναι αγέννητοι; Αδύνατον. Έρχεται η Παράδοσις, δηλαδή ενταύθα ολόκληρος εν Οικουμενικώ Συνόδω τω 325 και μας καθορίζει αυθεντικώς, ότι η ενότης του γιου προς τον Πατέρα αναφέρεται εις την ουσίαν και μας δωροφορεί και τον όρον Ομοούσιον. τούτο είναι μία διασάφησις εννοίας σκιωδώς εν τη Γραφή φερομένης, ουχί δε αντίθεσίς τις.
Δεν είναι ανάγκη λοιπόν η Παράδοσις να συμφωνεί προς την Γραφήν, ίνα αποδεχθώ μεν αυτήν, ως φρονούσιν οι «Ευαγγελικοί», διότι θα είναι εντελώς περιττή, αλλ’ είναι ανάγκη μόνον να μη διαφωνεί προς αυτήν. Εφ’ όσον συμπληροί τα κενά ή διασαφεί τα σκιωδώς ειρημένα, είναι απαραίτητος.
Ίσως δεν θα είχομεν ανάγκην της παραδόσεως, εάν η Γραφή ήτο βιβλίον συστηματικόν, εκθέτον απ’ αρχής μέχρι τέλους, τόσον χρονικώς, όσον και μεθοδικώς, την διδασκαλίαν του Χριστού. Αλλ’ η Γραφή είναι απομνημονεύματα περιέχοντα σποραδικώς μέρος μόνον της διδασκαλίας του Χριστού, και τούτο εκ διαφόρων περιστατικών λόγων και εν διαφόροις καιροίς γραφέν.
Εάν δε, λάβωσιν ανά χείρας το βιβλίον τούτο δέκα, εκατόν, χίλιοι άνθρωποι σοφοί μεν καθ’ όλα και άριστοι ελληνισταί ή οιασδήποτε άλλης γλώσσης κάτοχοι, εν τη οποία είναι μεταπεφρασμένη η Γραφή, μη δεδιδαγμένοι όμως εκ των προτέρων, ουδέν περί Χριστού, Χριστιανισμού, και Εκκλησίας και ένεκα τούτου τελείως ανίδεοι και μελετήσωσιν αυτό επισταμένως, δεν θα εννοήσωσιν τίποτε περί της διδασκαλίας και του συστήματος του χριστιανισμού, έκαστος δε θα καταλήξη, ουχί μόνον εις διάφορα, αλλά και τουτ’ αυτό αντίθετα συμπεράσματα προς τον άλλον, και τούτο προτείνομεν να δοκιμασθή διά πειράματος.
Το φως λοιπόν της παραδόσεως είναι απαραίτητον εις τον ασθενικόν οφθαλμόν του αναγνώστου της Γραφής. Το απαραίτητον άλλως μιας παραδόσεως είναι ανεγνωρισμένον και εφηρμοσμένον και εις άλλας σχέσεις των ανθρώπων και εις άλλους κλάδους.
Ταύτα δε τα στοιχειωδώς λογικά και πρακτικώς απαραίτητα, τα μηδαμώς αντιπίπτοντα προς την Γραφικήν διδασκαλίαν, μάλλον δε και κυρούμενα υπ’ αυτής1 μολονότι οι «Ευαγγελικοί» (Προτεστάνται) τα αποκρούουσι θεωρητικώς τα εφαρμόζουσιν όμως εν τη πράξει. Δηλαδή μολονότι ρηγνύουσι τους πνεύμονας κραυγάζοντες, ότι ουδεμίαν παράδοσιν δέχονται, οικτρώς αντιφάσκοντες προς εαυτούς αντλούσιν εκ της ημετέρας Παραδόσεως, της αποτελούσης μύθευμα κατ’ αυτούς, αρκετά, πλάττουσι δε και άλλα εκτός της Γραφής, τα οποία πάντως αποτελούσι μίαν παράδοσιν ιδικήν των.
Δεν σημαίνει ουδέν, ότι η παράδοσίς των είναι πενιχρά εν σχέσει προς την ημετέραν, ούδ’ ότι διαφέρει της ημετέρας. Το ζήτημα είναι, ότι και αυτοί οι «Ευαγγελικοί» εκτός της Γραφής έχουν αρκετά, τα οποία αποφεύγουσι να ονομάσωσι παράδοσιν, νομίζοντες, ότι σώζονται με την αποφυγήν της λέξεως.
Μη νομισθώσι, παρακαλούμε, τα τελευταία αυτά λόγια ως συκοφαντικά διότι είμεθα έτοιμοι να αναφέρω μεν και παράδειγμα. Ημείς οι Ορθόδοξοι φερ’ ειπείν παραδεχόμενοι την Ιεράν Παράδοσιν παράλληλον πηγήν τού θείου λόγου προς την Αγίαν Γραφήν, την δε ποιμαίνουσαν Εκκλησίαν επίσημον και αυθεντικόν μάρτυρα και ερμηνευτήν της τε Γραφής και της Παραδόσεως, κατά λογικήν λοιπόν συνέπειαν αντλούμεν και εκ της Παραδόσεως και υποτασσόμεθα εις το κύρος της Εκκλησίας, εις τρόπον ώστε και τας τυχόν εσφαλμένας ημών αντιλήψεις να ρυθμίζωμεν συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτής. Συγκεκριμένως δε περί Γραφής προκειμένου, επειδή εκτός των γνωστών βιβλίων της Κ. Διαθήκης παρουσιάσθησαν και άλλα με την αξίωσιν, ότι προέρχονται από άνδρας θεοπνεύστους (Ευαγγέλιον του Πέτρου, Ευαγγέλιον του Θωμά και εν γένει τα απόκρυφα), καταφεύγομεν εις την Παράδοσιν και εις το κύρος της Εκκλησίας και πληροφορούμεθα αυθεντικώς, ότι ταύτα είναι νόθα, παρ’ ότι φέρονται επ’ ονόματι Αποστόλων, και ότι μόνα γνήσια είναι τα γνωστά είκοσι επτά βιβλία της Κ. Διαθήκης.
Οι «Ευαγγελικοί» όμως, οι απορρίπτοντες την Παράδοσιν, ως μύθευμα και εντάλματα ανθρώπων, και το κύρος της Εκκλησίας ως ανύπαρκτον, πόθεν έχουσι την πληροφορίαν, ότι αυτό το βιβλίον, το οποίον κατέχουσιν, είναι η γνησία Καινή Διαθήκη; Δεν απαντώσιν εις το ερώτημα, διότι από την ιδίαν Παράδοσιν αντλούσι την σοβαρωτάτην και θεμελιώδη ταύτην πληροφορίαν των. Εξελθόντες από τα σπλάχνα της Δυτικής Εκκλησίας τελείως γυμνοί με μόνην την Καινήν Διαθήκην ανά χείρας ομοιάζουσι προς υιόν ελθόντα μεν εις ρήξιν με τον πατέρα του και φυγόντα νυκτός της πατρικής οικίας γυμνός αλλά συναποκομίσας λάθρα εξ αυτής και πολύτιμον αντικείμενον, το οποίον όταν ερωτάται, πόθεν έσχεν, αποφεύγει να απαντήση. Εάν όμως οι ερωτώντες γνωρίζωσι την προέλευσιν του πολυτίμου αντικειμένου η σιωπή τού φυγόντος υιού δεν ωφελεί αυτόν εις ουδέν.
Είναι γνωστόν, ότι την βεβαιότητα περί της γνησιότητας των γνωστών είκοσι επτά βιβλίων της Κ. Διαθήκης οι «Ευαγγελικοί» συναπεκόμισαν παρά της Παπικής λεγομένης εκκλησίας, της εχούσης ταύτη από της Παραδόσεως και του κύρους της καθόλου Εκκλησίας. Εντρέπονται βεβαίως ίνα είπωσιν ότι αντλούσι την γνησιότητα της Γραφής εκ της Παραδόσεως, ίνα μη ερωτηθώσι: «πως σεις οι λακτίζοντες την Παράδοσιν προσφεύγετε εις αυτήν;» Αυτό είναι άλλωστε που τους χαρακτηρίζομεν ανακολούθους «αντιευαγγελικούς». Αλλ’ η σιωπή δεν τους ωφελεί. Διότι το γεγονός, ότι αντλούσιν από την Παράδοσιν την γνησιότητα της Γραφής, είναι πασιφανές.
Αλλά πάλιν οι «Ευαγγελικοί» ίνα μη φαίνωνται σιωπώντες εις το ερώτημα, απαντώσι με αοριστολογίας, νομίζοντες, ότι σώζονται. Τους ερωτάτε επί παραδείγματος, «αφού μεταξύ των γνησίων βιβλίων της Κ. Διαθήκης ανεφανίσθησαν και μη γνήσια, τις ήτο εκείνος, ο οποίος την εποχήν ακριβώς της εμφανίσεως των νόθων παρουσιάσθη εις το μέσον και είπεν: «Αυτό είναι το γνήσιον και το δεχόμεθα, το άλλο είναι νόθον και το απορρίπτωμεν;» διότι υπήρξαν πολλά νόθα2. Τι όνομα είχεν ούτος, και τι θέσιν ή ιδιότητα ή αξίωμα κατείχεν;
Τους ερωτάτε, λέγομεν, ταύτα και σας απαντώσι: Τα γνήσια βιβλία της Αγίας Γραφής ευρέθησαν εις τας Βιβλιοθήκας των Μονών, των Πατριαρχείων και άλλων ιδρυμάτων. Και αν τους ερωτήσητε: «Ποιος τα έβαλε εκεί;» υψώνουσι τους ώμους των προσπαθούντες να υπεκφύγωσι. Αλλ’ ουδαμού σώζωνται διότι η αλήθεια κράζει εναντίον των ζητούσα απάντησιν. Εάν λοιπόν κ. κ. «Ευαγγελικοί» δεν αντλείτε την γνησιότητα του Ευαγγελίου εκ της Παραδόσεως, να μας είπητε, πόθεν τέλος αντλείτε;
Αλλά και ακόμη ας μας απαντήσωσι εις ποίον μέρος της κ. Διαθήκης λέγεται, ότι τα βιβλία αυτής είναι είκοσι επτά; Ασφαλώς ουδαμού. Ποιος λοιπόν σας το είπε; Ασφαλώς η Παράδοσις την οποίαν απορρίπτετε. Ώστε έχετε κόρην άνευ μητρός; Και βαστάζετε την κόρην της παραδόσεως την Κ. Διαθήκην και απορρίπτετε την μητέρα αυτής την παράδοσιν; Ουαί υμίν εάν δεν επιστρέψητε.
Αλλ’ ακόμη. Υμείς οι Ορθόδοξοι έχομεν την Κυριακήν αργίαν, ενώ η Γραφή ομιλεί περί αργίας του Σαββάτου. Η παράδοσις όμως μας πληροφορεί, ότι λόγω της αναστάσεως του Ιησού κατά Κυριακήν, η αργία μετετέθη από του Σαββάτου εις την Κυριακήν. Αλλά και «οι Ευαγγελικοί» έχουσι αργίαν την Κυριακήν. Ερωτώμεν πόθεν παρέλαβον αυτήν, αφού η Γραφή δεν ομιλεί περί Κυριακής αλλά περί Σαββάτου; Ασφαλώς από την παράδοσιν την οποίαν λέγουν ότι την αρνούνται.
Και πάλιν ημείς έχοντες Εκκλησίαν ποιμαίνουσαν με εξουσίαν του ρυθμίζειν τα της λατρείας, του ερμηνεύειν την Γραφήν και την Παράδοσιν κ.λ.π., δυνάμεθα εκτός του Πρωτοτύπου της Γραφής να αναγινώσκωμεν και μεταφράσεις αυτής εγκεκριμένας, δυνάμεθα να απαγγέλλωμεν και διαφόρους ύμνους εγκεκριμένους, δυνάμεθα κ.λ.π.
Οι Ευαγγελικοί όμως οι καταργήσαντες την ποιμαντικήν εξουσίαν, το αυθεντικόν κύρος της Εκκλησίας, και πάσαν μαρτυρίαν αυτής περί Παραδόσεως παρουσιάζουσι μίαν Γραφήν ηρμενευμένην υπ’ αδήλου και εις την ερμηνείαν ταύτην υποτάσσονται τυφλώς, αναγιγνώσκοντες αποκλειστικώς την ηρμηνευμένην Γραφήν και τρέμοντες προ του πρωτοτύπου κειμένου, όταν τις παρουσιάση αυτό εις αυτούς.
Έχουσιν υμνολόγιον ιδικόν των αγνώστου συγγραφέως και αγνώστου εγκριτικής αρχής, το οποίον με φρασεολογίαν άλλην εκτός της γραφικής αποδίδει τα αισθήματα αυτών και τας δοξασίας εν ταις κοιναίς των προσευχαίς παρά τας διαβεβαιώσεις των ότι δήθεν δεν μεταχειρίζονται άλλην φρασεολογίαν εκτός της Γραφικής.
Επίσης κλείουσι τους οφθαλμούς κατά τας προσευχάς των και διάφορα άλλα πράττουσιν. Αλλ’ η Γραφή αγνώστους ερμηνευτάς ή κριτάς των ερμηνειών, αγνοεί. Αγνώστους συνθέτας υμνολογιών και ανωνύμους εγκριτικάς αρχάς αγνοεί, ως επίσης και κλείσιμον των οφθαλμών. Συμφώνως όμως με τας επαγγελίας των είναι υποχρεωμένοι να αναγινώσκωσι μόνον το Πρωτότυπον της Γραφής (δηλαδή το κείμενον) και ουχί ερμηνείαν (παράφρασιν) εφ’ όσον δεν παραδέχονται κανέναν ως ερμηνευτήν αυθεντικόν και επίσημον. Επίσης είναι υποχρεωμένοι να μη έχωσιν υμνολογίαν, αλλά να ψάλλωσιν εκ της Γραφής. Εάν θέλουν να ψάλλουν και τους οφθαλμούς να μη κλείωσι κ.λ.π.
Παρ’ όλα όμως ταύτα εκτός της Γραφής και της Παραδόσεως εδημιούργησαν και μίαν νέαν ιδικήν των παράδοσιν. Και διά του τρόπου τούτου εκτός της αντιφάσεως εις την οποίαν ευρίσκονται, αποδεικνύουσι το απαραίτητον της Παραδόσεως, ενώ υβρίζουσιν αυτήν. Δεν είναι λοιπόν «αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί» και ανακόλουθοι; Δέχονται την ερμηνείαν και τους ύμνους του Λουθήρου και απορρίπτουν την Ερμηνείαν των αγίων Πατέρων και κάθε τι αυτών.
Βεβαίως η ανάγκη και η αμηχανία, εις την οποίαν περιέπεσαν εκ της απορρίψεως της παραδόσεως, τους υπεχρέωσε να καταφύγωσιν εις την Παράδοσιν, την οποίαν ελάκτισαν εν πολλοίς, και νέαν να δημιουργήσωσιν εν άλλοις. Αλλ’ εάν η ανάγκη είναι ελαφρυντικόν, η εγωιστική επιμονή όπως αρνούνται και καταφεύγουσιν εις ότι υβρίζουσι, και εξακολουθούσι, να υβρίζωσιν εκείνο, εις το οποίον ως εις άγκυραν σωτηρίας καταφεύγουσιν (δηλαδή την Παράδοσιν) είναι παρά πολύ επιβαρυντικόν δι’ αυτούς. Όταν λοιπόν ημείς κ. κ. «Ευαγγελικοί» λέγομεν Παράδοσιν δεν εννοώμεν παράδοσιν ανθρώπων ως σείς διαστρέφετε, αλλά διδασκαλίαν Χριστού μη φερομένην μεν εν τη Kαινή Διαθήκη αλλ’ επαρκέστατα μεμαρτυρημένην και ηγγυημένην. Σεις δε ομιλείτε περί παραδόσεως ανθρώπων, ορισμένως είσθε εκτός πραγματικότητος. Καθ’ ότι η παράδοσις ανθρώπων σημαίνει πλάσμα της επινοίας των ανθρώπων, και τοιαύτα πλάσματα η Ορθόδοξος Εκκλησία όχι μόνον δεν έχει αλλά και τα πολεμεί, ως άλλωστε έχει αποδείξει τούτο διά μέσου των αιώνων μέχρι σήμερον.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Β’
Η Αγία Γραφή περί της Ιεράς παραδόσεως
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Θεός και Σωτήρ ημών, ως γνωστόν, ουδέν γραπτόν αφήκε τοις Αποστόλοις και Μαθηταίς αυτού εξ όσων εν τη προς ημάς σωτηριώδει αυτού εν σαρκί επιδημία εδίδαξεν, αλλ’ υπεσχέθη αυτοίς ότι ερχομένου του Παρακλήτου υπομνήσει αυτοίς πάντα: «Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου. Εκείνος διδάξει υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν». (Ιωάν. ιδ’ 25-26).
Και πάλιν: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθαι βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθει Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν». (Ιωάν. ιστ’ 12).
Κατόπιν της υπό του Αγίου Πνεύματος υπομνήσεως των πάντων αφού επί πολλάς δεκάδας ετών, πριν έτι γραφή η Αγία Γραφή, αγράφως και εκ στόματος παρεδίδετο και εκηρύττετο, ο λόγος του Θεού υπό των Αποστόλων πάντων, έρχεται ο ηγαπημένος Μαθητής Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής, όστις κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας, 32 έτη ύστερον από της του Χριστού θείας αναλήψεως έγραψε το Ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, έρχεται λέγομεν και μας πληροφορεί ότι αφήκε πολλά άγραφα και λέγει: «Εστί δε και άλλα πολλά, όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα εάν γράφητε καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία αμήν». (Ιωάν. κα’ 25). Και πάλιν: «Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των Μαθητών αυτού, α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω» (Ιωάν. κ’ 30). Και εν τη δευτέρα του επιστολή λέγει: «Πολλά έχω υμίν γράφειν, ουκ βoυλήθην διά χάρτου και μέλανος, αλλ’ ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι» (στ 12). Και εν τη τρίτη επιστολή προς Γάϊον, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Πολλά είχον γράφειν, αλλ’ ου θέλω διά μέλανος και καλάμου σοι γράψαι, ελπίζω δε ευθέως ιδείν σε και στόμα προς στόμα λαλήσομεν, ειρήνη σοι» (στ’. 13-14).
Τις δύνανται να αμφισβητήση λοιπόν ότι, αφού έγραψε το ιερόν ευαγγέλιον ο Ιωάννης και έγραψε τας επιστολάς, δεν παρέδωκεν όσα άφηκεν άγραφα εν τω Ευαγγελίω και εν ταις επιστολαίς αυτού αφού μάλιστα ταύτα υπόσχεται εν αυταίς; τούτο είναι μία τρανωτάτη απόδειξις της Ιεράς Παραδόσεως.
Ο δε μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος περισσότερον πάντων ομιλεί περί της ιεράς Παραδόσεως συνιστά και επιβάλλει αυτήν3 αλλ’ οι Ευαγγελικοί αντιτάσσονται εις την διδασκαλίαν του Παύλου με εν χωρίον της Αποκαλύψεως που λέγει: «Εάν τις επιθή προς ταύτα, επιθήσει ο Θεός επ’ αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω» (Αποκ. κβ’ 18) και εν τούτοις δεν έχουν δίκαιον, διότι πρέπει να γνωρίζουν ότι μετά την Γραφήν ταύτην (την αποκάλυψιν δηλαδή) ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιόν του, χωρίς να αναιρεθώσι ταύτα. Επίσης ο Μωυσής εις το (Δευτ. δ’ 2) λέγει• «Δεν θέλει προσθέσει εις τον λόγον, τον οποίον, εγώ σας προστάζω, ουδέ θέλετε αφαιρέσει απ’ αυτού». Και εν τούτοις μετά εγράφησαν τόσα βιβλία των προφητών. Τι σημαίνουν λοιπόν όλα ταύτα ω «Ευαγγελικοί»; Σημαίνουν ότι δεν δύναται να προσθέση τις εναντία του πνεύματος της Αγίας Γραφής, ουχί όμως και παν ό,τι είναι σύμφωνον και εποικοδομητικόν.
Παρ’ όλα όμως αυτά οι «Ευαγγελικοί» δεν υποχωρούν. Οπλίζονται με άλλα χωρία και πολεμούν, και αυτά είναι τα εξής:
1) «Διατί και υμείς παραβαίνετε την εντολήν του Θεού διά την παράδοσιν υμών; ο γαρ Θεός ενετείλατο λέγων: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα… μάτην δε σέβονταί με διδάσκοντες διδασκαλίας, εντάλματα ανθρώπων» (Ματθ. ιε’ 3).
2) «Αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού, κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων βαπτισμούς ξεστων και ποτηρίων και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε». (Μάρκ. ζ’ 8) και πάλιν: «Μη προσέχοντες Ιουδαϊκοίς μύθοις, και εντολαίς ανθρώπων αποστρεφομένων την αλήθειαν» (Τίτ. α’ 14).
3) «Ειδότες ότι ου φθαρτοίς αργυρίω ή χρυσίω εσώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου» (Α’ Πέτρ. α’ 18). 4) «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμιν, ανάθεμα έστω. Ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω: ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α’ 8).
Αλλά όλα αυτά τα χωρία εν αποδεικνύουν, ότι υπάρχει και ψευδής παράδοσις, από την οποίαν πρέπει να απομακρύνεταί τις, εξετάζων ποίαι είναι αι παραδόσεις του Θεού, διά του Αγίου Πνεύματος, και ποίαι αι παραδόσεις των μικρών ανθρώπων. Άλλωστε εις τα ανωτέρω βλέπομεν, ότι ο Χριστός ελέγχει τους Φαρισαίους, διότι κατεστρατήγησαν την πέμπτην εντολήν και προέτρεπον να υστερώσι τον άρτον από τους γονείς των, διά να συνεισφέρωσιν εις τον Κορβανάν.
Εδώ λοιπόν, πρόκειται περί ιδιοτελών ενταλμάτων των Φαρισαίων διά τους υποκριτικούς σκοπούς των, και ουχί περί της ακριβούς ερμηνείας των αγίων Γραφών, διά των οποίων ο Χριστός ήλεγχε τους παρερμηνεύοντας αυτούς Ραββίνους, ακριβώς όπως σήμερον η Ορθόδοξος Εκκλησία ελέγχει τους παρερμηνεύοντας την Αγίαν Γραφήν Διαμαρτυρομένους. Επίσης ο Απ. Παύλος καταδικάζει πάσαν άλλην διδαχήν ήτις αντίκειται εις το Ευαγγέλιον, αυτή είναι η αλήθεια και ουχί άλλη.
Αλλά μήπως και οι της παλαιάς Διαθήκης άνθρωποι δεν επροχώρουν διά της Παραδόσεως;
Και εν τη Παλαιά Διαθήκη υπάρχει η Παράδοσις δηλαδή και εν τω Μωσαϊκώ Νόμω ωδηγούντο υπό του αγράφου νόμου της συνειδήσεως και υπό της παραδόσεως. Ο Άβελ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ιώβ, και άλλοι τοσούτοι θεοφιλείς άνδρες εδικαιώθησαν εκ παραδόσεως.
Άλλωστε τις νόμος, ποία γραφή, τις Προφήτης ωδήγησεν αυτούς; Αλλά και κατόπιν μετά τον γραπτόν νόμον ο Μωυσής συνιστά εις τους Ιουδαίους τον προφορικόν νόμον. Εις το Δευτερονόμιον φερ’ ειπείν, κεφ. λβ’ 6, αναφέρει: «Ερώτησον τον πατέρα σου και αυτός θέλει σοι αναγγείλει, τους πρεσβυτέρους σου και αυτοί θέλουσί σοι ειπεί» και εις τον (Ιώβ η’ 8) λέγει: «Ερώτησον, παρακαλώ, περί των προτέρων γενεών και ερεύνησον ακριβώς περί των πατέρων αυτών. Διότι ημείς είμεθα χθεσινοί και δεν ηξεύρομεν ουδέν» και εις τους ψαλμούς οη’ 3 λέγει: «Όσα ηκούσαμεν και εγνωρίσαμεν και οι πατέρες ημών διηγήθησαν εις ημάς, δεν θέλομεν κρύψει αυτά από των τέκνων αυτών εις την επερχομένην γενεάν», και εις τας παροιμίας λέγει:« Άκουε υιέ μου, την διδασκαλίαν τού πατρός σου και μη απορρίψεις τον νόμον της μητρός σου». Και ερωτάται, υπάρχει ή δεν υπάρχει Παράδοσις εις την Αγ. Γραφήν κ. κ. «Ευαγγελικοί»; Τι αυτά που παραθέτομεν τόσον εκ της Καινής όσον και εκ της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπάρχουν εις την Γραφήν σας;
Οι Άγιοι Πατέρες περί Παραδόσεως
Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων δυνάμεθα κατά λογικόν συμπέρασμα να παραδεχθώμεν ασυζητητί, ότι η Ιερά Παράδοσις διετηρήθη ακεραία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Κατ’ εξοχήν δε ο Κύριος διά του Αγίου Πνεύματος διεφύλαξεν ακεραίαν την αληθή διδασκαλίαν αυτού εν τη Εκκλησία, ίνα αρύωνται εξ αυτής οι βουλόμενοι ειδέναι την Ευαγγελικήν αλήθειαν.
Παρ’ ότι δε η Παράδοσις είναι αυταπόδεικτος, εν τούτοις θα παραθέσωμεν ολίγας μαρτυρίας εκ της πράξεως της πρώτης Εκκλησίας ίνα βοηθήσωμεν τους θέλοντας εκ των «Ευαγγελικών» να επιστρέψουν και όπως προλάβω μεν τους μέλλοντας να εκτροχιασθώσιν.
1) Ο Επίσκοπος Ρώμης Κλήμης, όστις εχρημάτισε μαθητής των δύο κορυφαίων Αποστόλων, τον οποίον και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν αυτού μνημονεύει (Φιλ. δ’ 3). Περί αυτού λοιπόν του Πατρός ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει εν τη πολυτίμω αυτού Ιστορία τα εξής:
«Την επισκοπήν (της εν Ρώμη Εκκλησίας) κληρούται Κλήμης, ο και εωρακώς τους μακαρίους Αποστόλους και συμβεβληκώς αυτοίς και έτι έναυλον το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν προ οφθαλμών έχων» (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. ε’, κεφ. 6). Ώστε ευθύς εξ αρχής βλέπομεν, ότι υπό δύο πνευματικών λυχνιών εφωτίζοντο οι πρώτοι Χριστιανοί, δηλαδή εκ του γραπτού και προφορικου λόγου, του αγράφου λόγου του Θεού και της Ιεράς Παραδόσεως.
2) Ο Απόστολος Βαρνάβας όστις σαφώς παραγγέλει να φυλάττωμεν παν ότι παρελάβωμεν: «Φυλάξεις, λέγει, α παρέλαβες μήτε προστιθείς μήτε αφαιρών» (Βαρναβ. Ηθικ. Καθηκ. κεφ. 19).
3) Ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος, ο μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (του Ευαγγελιστού) όστις εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού συνιστά θερμώς την υπακοήν εις την Εκκλησίαν, τον Επίσκοπον και τον Πρεσβυτέρων: «Στήκετε αδελφοί, λέγει, εδραίοι εν τη πίστει του Ιησού Χριστού και εν τη αυτού αγάπη… συναθροίζεσθε κοινή… υπακούοντες τω Επισκόπω και τω πρεσβυτερίω απερισπάστω διανοία» (Επιστ. προς Εφεσ. κεφ. 10). Και αλλαχού λέγει: «Φεύγετε τον μερισμόν της ενότητος και τας κακοδιδασκαλίας των αιρεσιωτών, όπου δε ο ποιμήν εστίν, εκεί ως πρόβατα ακολουθείτε» (Προς Φιλαδελφ. κεφ. 2). Κατά δε την ρητήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, ο θεοφόρος ούτος αποστολικός πατήρ, διαφόρους Εκκλησίας επισκεπτόμενος προέτρεπε αυτούς να τηρώσιν αυστηρώς τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων: «Τας κατά πόλιν, αις απεδήμει, παροικίας ταις διά λόγου ομιλίαις τε και προτροπαίς επιρρωνύς, εν πρώτοις μάλιστα προφυλάττεσθαι τας αιρέσεις, άρτι τότε πρώτον αναφυείσας και επιπολαζούσης, παρήνει, προύτρεπέ τε απρίξ έχεσθαι της των Αποστόλων παραδόσεως, ήν υπέρ ασφαλείας και εγγράφως ήδη μαρτυρόμενος, διατυπούσθαι αναγκαίον ηγείτο». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 6, κεφ. 36).
4) Ο των Σμυρναίων Επίσκοπος Πολύκαρπος μαθητής του επιστηθίου Ιωάννου, εν τη προς Εφεσίους επιστολή αυτού, εν κεφαλαίω πέμπτω, ονομάζει τον προφορικόν λόγον του Παύλου «λόγον περί αληθείας», ον, λέγει, «γενόμενος (ο Παύλος) κατά πρόσωπον των τότε ανθρώπων, εδίδαξεν ακριβώς, και βεβαίως». Και ο Ειρηναίος αναφέρει σαφώς την περί της Ιεράς Παραδόσεως διδασκαλίαν του θείου Πολυκάρπου, λέγων: «Πολύκαρπον ταύτα αείποτε διδάξαι, α παρά των Αποστόλων εμεμαθήκει, τα αυτά δε και την Εκκλησίαν παραδιδόναι, και μόνα αληθή είναι. Και εις Ρώμην ελθόντα πολλούς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν επιστρέψαι μίαν και μόνην ταύτην την αλήθειαν παρά των Αποστόλων παραλαβείν μαρτυρούντα, ή και παρά της Εκκλησίας παρεδόθη». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ.39).
5) Ο Παπίας επίσης σύγχρονος των Αγίων Αποστόλων ων, κατά την μαρτυρίαν του Ευσεβίου, λέγει, ότι εκτός των ερμηνειών της Αγίας Γραφής παρέλαβε και τινάς άλλας αληθείς επίσης διδασκαλίας παρά των πρεσβυτέρων: «ουκ οκνήσω δε σοι, λέγει, και όσα ποτέ παρά των πρεσβυτέρων καλώς έμαθον, και καλώς εμνημόνευσα, συγκατατάξαι ταις ερμηνείαις, διαβεβαιούμενος την αυτών αλήθειαν, ου γάρ τοις τα πολλά λέγουσιν, έχαιρον, ώσπερ οι πολλοί, αλλά τοις ταληθή διδάσκουσιν, ουδέ τοις τας αλλοτρίας εντολάς μνημονεύουσιν, αλλά τοις τας παρά τού Κυρίου το πίστει δεδομένας, και παρ’ αυτής παραγιγνομένας της αληθείας… ου γάρ τα εκ των βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον, όσον τα παρά ζώσης φωνής και μενούσης». (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3, κεφ. 39).
Εξ αυτού καταφαίνεται πόσον απ’ αρχής προσείχεν η Εκκλησία εις την διατήρησιν της ακεραιότητος της Παραδόσεως, καθώς και εις την ακριβή διάκρισιν της πηγής ταύτης.
6) Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο και μαθητής του θείου Παύλου σαφέστατα μαρτυρεί την ύπαρξιν της Ιεράς Παραδόσεως: «ουσία γαρ της καθ’ ημάς ιεραρχίας, λέγει, εστί τα θεοπαράδοτα λόγια σεπτότατα δε λόγια ταύτα φαμέν, όσα προς των ενθέων ημών ιεροτελεστιών εν αγιογράφοις ημίν και θεολογικοίς δεδώρηται δέλ τοις και μην όσα προς των αυτών ιερών ανδρών αυλοτέρα, μυήσει και γείτονί πως ήδη της αιωνίου ιεραρχίας εκ νοός εις νουν διά μέσου λόγου, σωματικού μεν, αϋλοτέρου δε όμως γραφής εκτός, οι καθηγεμόνες ημών, εμυήθησαν». (Περί Εκκλ. Ιεραρχ. κεφ. 1).
7) Ο Ιουστίνος Μάρτυς και Φιλόσοφος σύγχρονος και ούτος των θεοκηρύκων Αποστόλων, ρητώς αναφέρει ότι ήτο εν χρήσει ως λόγος Θεού και ως πηγή ορθής πίστεως και η προφορική διδασκαλία, η Ιερά Παράδοσις. Ο ιερός Ιουστίνος γράφων προς Διόγνητον, λέγει: «ου ξένα ομιλώ, ουδέ παραλόγως ζητώ, άλλ’ Αποστόλων γενόμενος μαθητής, γίνομαι διδάσκαλος εθνών, τα παραδοθέντα αξίως υπηρετών γενομένοις αληθείας μαθηταίς» (Επιστολή προς Διόγνητον).
8) Ο Ηγήσιππος όστις ήκμασε επί της πρώτης διαδοχής των Αποστόλων, κατά την πιστήν μαρτυρίαν του Ευσεβίου, συνέγραψεν εις πέντε βιβλία την παράδοσιν των θείων Αποστόλων, τα οποία απωλέσθησαν. Ο Ευσέβιος ιστορών την υπόθεσιν αυτήν γράφει τα εξής: «Εν πέντε ούν συγγράμμασιν ούτος (ο Ηγήσιππος) την απλανή παράδοσιν του Αποστολικού κηρύγματος απλουστάτη συντάξει γραφής υπομνηματισάμενος…» (Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 5 κεφ. 20).
9) Ο άγιος Ειρηναίος (ο Επίσκοπος Λουγδούνων), όστις ήτο μαθητής του Επισκόπου της Σμύρνης Πολυκάρπου, λίαν εναργώς ομιλεί περί της αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Οι την αλήθειαν ειδέναι βουλόμενοι εν εκάστη Εκκλησία στρέφεσθαι οφείλουσιν εις την γνωστήν προς πάντας αποστολικήν παράδοσιν» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 3). Και πάλιν ο αυτός αλλαχού ελέγχων τους αιρετικούς, τους μη ακολουθούντας τη παραδοθείση τη εκκλησία θεία διδασκαλία, φανεροί ημίν τον τρόπον καθ’ ον ο προφορικός λόγος του Θεού, η Παράδοσις, διετηρήθη ακεραία: «Ότε, λέγει, ημείς εις την Αποστολικήν (διδασκαλίαν) αυτούς παραπέμπομεν εν ταις Εκκλησίαις τηρουμένην κατά των πρεσβυτέρων διαδοχήν, αντίκεινται το παραδόσει» (Κατά αίρεσ. βιβλ. 3 κεφ. 2).
10) Ο ιερός Κλήμης ο Αλεξανδρείας πραγματευόμενος την αναγκαιότητα της Παραδόσεως λέγει τα εξής: «Αλλ’ οι μέν την αληθή της μακαρίας σώζοντες διδασκαλίας παράδοσιν ευθύς από Πέτρου τε και Ιακώβου, και Ιωάννου τε, και Παύλου των αγίων Αποστόλων παις παρά πατρός εκδεχόμενος, ολίγοι δε οι πατράσιν όμοιοι. Ήκoν (φθάνουν) δε συν Θεώ και εις ημάς τα προγονικά εκείνα και αποστολικά καταθησόμενα σπέρματα» (Στρωματ. Α κεφ. 1 § 11, 12).
Αιτιολογών ακόμη ο ιερός Κλήμης διά ποίον λόγον παρεδόθησαν υπό των Αποστόλων ουχί εγγράφως, αλλ’ αγράφως λέγει τα εξής: «Αυτίκα (και πρωτον μεν) ου πολλοίς απεκάλυψεν, α μη πολλών ην, ολίγοις δε οις προσήκει ηπίστατο (ολίγοι επρόκειτο να γνωρίσουν) εκδέξασθαι και τυπωθήναι προς αυτά, τα δε απόρρητα, καθάπερ ο Θεός λόγω πιστεύεται και ου γράμμα τι» (Αυτόθι Α κεφ. 1 § 13). Ακόμη ο ιερός Κλήμης δύο πηγάς των θρησκευτικών ημών γνώσεων παραδέχεται, ήτοι τον γραπτόν λόγον του Θεού, συνοδευόμενος πάντοτε υπό της Ιεράς Παραδόσεως.
11) Ο Ωριγένης ομιλεί περί της εν τη Εκκλησία διατηρουμένης Παραδόσεως, προτρέπων την τήρησιν αυτής ως εξής: «Τηρητέα ουν η Αποστολική παράδοσις παρά των Αποστόλων τη τάξει της διδαχής παραδοθείσα και μέχρις ημών εν ταίς Εκκλησίαις υπάρχουσα μόνη δ’ αυτή η αλήθεια πιστευτέα, η μηδέν διαφέρουσα της Εκκλησιαστικής και Αποστολικής παραδόσεως» (Περί αρχών βιβλ. 1, κεφ. 2). Και αλλαχού ο Ωριγένης ρητώς λέγει, ότι η έννοια των Ιερών Γραφών δέον να ερμηνεύηται διά της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως.
12) Ο Άγιος Κυπριανός ομιλεί περί της πολυτιμότητος και αναγκαιότητος της Ιεράς Παραδόσεως ως εξής: «Ράδιον ψυχαίς ευσεβέσι και απλαίς και πλάνας αποφεύγειν και την αλήθειαν ευρίσκειν, άμα γάρ εις την πηγήν της θείας τραπώμεν παραδόσεως, απόλυται η πλάνη» (Λατινιστί (Cyprian) Επιστ. 63).
13) Ο Τερτυλλιανός ρητώς ομολογεί, ότι υπάρχει άγραφος διδασκαλία υπό της αρχαίας Εκκλησίας τηρουμένη: «ουκ άλλην παράδοσιν αποστολικήν οφείλομεν ομολογείν, η την νυν ενταίς υπ’ αυτών ιδρυθείσαις Εκκλησίαις φυλασσομένην» (Νοn alid agnoscenda erit… Contr. Maccion, Ι, Cap. 12).
14) Ο Αυγουστίνος επίσης (τον οποίον εν πολλοίς οι «Ευαγγελικοί» τον παραδέχονται) διά την Παράδοσιν λέγει: «Ότι άπασα η Εκκλησία τηρεί, και ότι άνευ πάσης διατάξεως συνοδικής εν αυτή αεί ετηρείτο, δικαιότατα παρά των Αποστόλων ηγούμεθα παραδεδομένον» (Λατινιστί, de Baptism ν Cap. 24).
15) Ο Μ. Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αποφαίνεται σαφώς περί της αναγκαιότητος και ακεραιότητος της εν τη Εκκλησία υπαρχούσης αληθούς διδασκαλίας της Ιεράς Παραδόσεως λέγων: «Ίδωμεν δ’ όμως και προς τούτοις, και αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικης4 Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν, και οι Πατέρες εφύλαξαν’ εν αυτή γάρ η Εκκλησία τεθεμελίωται» και κατωτέρω προσθέτει: «Κατά γάρ την παραδοθείσαν ημίν παρά των Πατέρων αποστολικήν πίστιν παρέδωκα μηδέν έξωθεν επινοήσας» (Λόγ. Περί Αγίου Πνεύματος).
Ακόμη βεβαιοί, ότι το κύρος της Παραδόσεως είναι έτι βέβαιον και εκ των πράξεων των Συνόδων, εν ταις οποίαις αντιπροσωπεύετο άπασα η Οικουμενική Εκκλησία διά των θείων αυτής ποιμένων και διδασκάλων: «… και κατέχων, λέγει, έκαστος την εκ πατέρων πίστιν, ην και οι εν Νικαία συνελθόντες(Πατέρες) υπέμνησαν γράψαντες». (Κατά Αρειανών Λόγ. ΑΙ). Και εν γένει ο μέγας ούτος της Ορθοδοξίας Πατήρ, απαγορεύων την αυθαιρεσίαν εν τη ερμηνεία της Αγίας Γραφής συνιστή την συμφωνίαν και συσχέτισιν των πηγών των περί της εις τον Σωτήρα πίστεως θρησκευτικών ημών γνώσεων, διό και λέγει: «Ημών δε η πίστις εστίν η ορθή, και εκ διδασκαλίας Αποστόλων ορμωμένη, και παραδόσεως των Πατέρων βεβαιουμένη, εις τε Νέας και Παλαιάς Διαθήκης». (Επιστ. προς Αδελφ. Τόμ. Α’ σελ. 159).
16) Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων ακμάσας περί τω 350 μ.Χ. αναφέρει εις τας πέντε τελευταίας Μυσταγωγικάς του Κατηχήσεις περί παραδόσεως κατ’ εξοχήν δε το πρακτικόν μέρος των Μυστηρίων, το οποίον διατηρεί η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Εις την δευτέραν δε του αγίου Κατήχησιν, βλέπομεν ακριβώς πόσον μακράν της αληθείας ευρίσκονται οι πολεμούντες τον παραδοθέντα τη Εκκλησία λόγον του Κυρίου: «Πολύ, (λέγει ο μέγας ούτος Πατήρ) σου φρονημότεροι ήσαν οι Απόστολοι και αρχαίοι επίσκοποι, οι της Εκκλησίας προστάται οι ταύτα παραδόντες σύ ουν τέκνον της Εκκλησίας μη παραχάραττε τους θεσμούς». (Κατηχ. 4 § κβ’).
Ομοίως ο αυτός Πατήρ, προφυλλάττων τους πιστούς από της διαστροφής της αληθείας, από τας παγίδας των κακοδόξων αιρετικών λέγει: «Βλέπετε ουν, αδελφοί, και κρατείτε τας παραδόσεις, ας νυν παραλαμβάνετε και απογράψασθε αυτάς εις το πλάτος της καρδίας υμών τηρήσατε μετ’ ευλαβείας μη που συλήση τινάς χαυνωθέντας ο εχθρός μήτις αιρετικός παρατρέψη τι των παραδεδομένων ημίν». (Κατηχ. 5 § η’).
17) Ο Επιφάνιος ο Κύπρου, όστις υπήρξε σφοδρότατος πολέμιος των αιρέσεων λέγει περί Παραδόσεως τα εξής: «Και όροι γάρ ετέθησαν ημίν και θεμέλια και οικοδομή της πίστεως, και Αποστόλων παραδόσεις, και Γραφαί Άγιαι, και διαδοχαί διδασκαλίας και εκ πάντοθεν η αλήθεια του Θεού ησφάλισται». (Αιρέσ. 55). Εκτός τούτων παραθέτομεν και μίαν ακόμη μαρτυρίαν του θείου Πατρός έχουσαν ούτω: «Τηρείν δεί, λέγει, και την παράδοσιν ου γάρ οίαν τε εν μόναις ευρείν πάντα ταις γραφαίς, οι γάρ αγιώτατοι Απόστολοι τα μεν εν τη Γραφή κατέλιπον, τα δε εν τη παραδόσει ο και Παύλος βεβαιοί λέγων, καθώς παρέδωκα υμίν». (Α Κορινθ. ια’ 2) (Αιρεσ. 60, κεφ. 6).
18) Ο Μ. Βασίλειος μετά τον θείον Επιφάνιον εις πλείστα μέρη των πολυπληθών αυτού συγγραμμάτων παραγγέλλει ρητώς την τήρησιν της εγγράφου διδασκαλίας, της υπό της μητρός ημών Εκκλησίας πεφυλαγμένης.
«Αλλά μη χωρίσης, λέγει, Πατρός και Υιού το Πνεύμα το Άγιον, δυσωπείτω σε η παράδοσις, ο Κύριος ούτως εδίδαξεν, Απόστολοι εκήρυξαν, Πατέρες διετήρησαν, μάρτυρες εβεβαίωσαν αρκέσθητι λέγειν ως εδιδάχθης, και μη μοι τα σοφά ταύτα». (Βασιλ. Ομιλ. 24 κατά Σαβελ. και Αρείου και των Ανομοίων 6).
Εκ του μνημονευθησομένου χωρίου ηλίου φαεινότερον δείκνυται, ότι το παρ’ ημίν Εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν μετεβλήθη ουδέ κατά κεραίαν αλλ’ είναι αυτό εκείνο, όπερ οι θεοκήρυκες Απόστολοι παρέδωκαν τη Εκκλησία και όπερ μνημονεύει εν τοις συγγράμμασιν αυτού ο Θείος Βασίλειος και οι λοιποί αρχαίοι της Εκκλησίας Πατέρες: «Των εν τη Εκκλησία λέγει, πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων Παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντηρεί, ουκ ουν όστις γε κατά μικρόν γουν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται. Ει γάρ επεχειρίσαμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιιστώντες το κήρυγμα. Οίον, (ίνα του πρώτου και κοινωτάτου μνησθώ), τω τύπω του Σταυρού τους εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ηλπικότας κατασημαίνεσθαι, τις ο διά γράμματος διδάξας; Το προς ανατολάς τετράφθαι κατά την προσευχήν, ποίον εδίδαξεν ημάς γράμμα; Τα της Εκκλησίας ρήματα επί τη αναδείξει του άρτου της Ευχαριστίας και του ποτηρίου της ευλογίας, τις των αγίων εγγράφως ημίν καταλέλοιπεν; ου γάρ δή τούτοις αρκούμεθα, ών ο Απόστολος ή το Ευαγγέλιον επεμνήσθη, αλλά και προλέγομεν και επιλέγομεν έτερα, ως μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ισχύν, εκ της αγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Ευλογούμεν δε το τε ύδωρ του Βαπτίσματος και το έλαιον της Χρίσεως, και προσέτι αυτόν τον βαπτιζόμενον, από ποίων εγγράφων; ουκ από της σιωπωμένης και μυστικής παραδόσεως; Τις δε αυτού του ελαίου την Χρίσιν, τις λόγος γεγραμμένος εδίδαξε; το δε τρίς βαπτίζεσθαι τον άνθρωπον πόθεν; Αλλά δε όσα περί το βάπτισμα, αποτάσσεσθαι τω Σατανά και τοις αγγέλοις αυτού, εκ ποίας εστί γραφής; ουκ εκ της αδημοσιεύτου ταύτης και απορρήτου διδασκαλίας, ην εν απολυπραγμονήτω και απεριεργάστω σιγή οι πατέρες ημών εφύλαξαν καλώς εκείνοι δεδιδαγμένοι των Μυστηρίων τα σεμνά σιωπή διασώζεσθαι; Α γάρ ουδέ εποπτεύειν έξεστι τοίς αμυήτοις, τούτων πώς αν ήν εικός την διδασκαλίαν θριαμβεύειν εν γράμμασι;»
Προχωρών δε εν τω αυτώ κεφαλαίω ο Μέγας Βασίλειος, λέγει: «Επιλείψει με η ημέρα τα άγραφα της Εκκλησίας Μυστήρια διηγούμενον». (Βασιλ. Περί Αγ. Πνεύματος προς Αμφιλόχιον Επίσκοπον Ικονίου κεφ. 27). Ο Μέγας ούτος Πατήρ, αγαπητέ εν Χριστώ αναγνώστα, γεννηθείς εν έτει 329 μ.Χ., αποδεικνύει διά μαρτυριών πλείστων αρχαίων της Εκκλησίας Πατέρων, ότι αι περί της τελέσεως του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και των λοιπών Μυστηρίων ιεραί Παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι από της συστάσεως αυτής τεθεσπισμέναι, ότι και αυτός εβαπτίσθη κατά την περί του Βαπτίσματος μνημονευθείσαν υπ’ αυτού διάταξιν της Εκκλησίας. Προς απόδειξιν δε τούτου φέρει μάρτυρας και τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιον, υπό του οποίου έλαβε το Βάπτισμα, και πολλούς άλλους Αποστολικούς και τους αμέσως μετ’ αυτούς Πατέρας, οίον Κλήμεντα τον Ρωμαίον, Διονύσιον τον Ρώμης Επίσκοπον, τον Ειρηναίον, τον Ωριγένην, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν κ.α.
19) Ο Γρηγόριος Νύσσης επίσης αδελφός του Μ. Βασιλείου τοσούτον σέβεται την Ιεράν Παράδοσιν, ώστε φέρει ταύτην ως σφραγίδα αλάθητον, ως λόγον Θεού, προς επιβεβαίωσιν των λόγων και των επιχειρημάτων αυτού. «Αρκεί γάρ, λέγει, εις απόδειξιν του ημετέρου λόγου το έχειν πατρόθεν ήκουσαν την Παράδοσιν, οιόν τινά κλήρον δι’ ακολουθίας εκ των Αποστόλων διά των εφεξής αγίων παραπεμφθέντα». (Γρηγορ. Νύσσης, προς Ευνομ. Λόγ. γ’).
20) Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ημάς να φυλάττωμεν την διδασκαλίαν, ήτοι την παρακαταθήκην των Πατέρων λέγων: «Φυλάσσοντες την καλήν παρακαταθήκην, ην παρά των Πατέρων ειλήφαμεν». (Γρηγορ. Ναζιανζ. Λόγος Ειρηνικ.).
Ο αυτός Πατήρ, ομιλών κατά Ιουλιανού του παραβάτου, μνημονεύει της Ιεράς Παραδόσεως, ως πηγής της θείας διδασκαλίας. «Πόθεν, λέγει, ούτω μισόχριστος ο του Χριστού μαθητής, ο τοσούτοις λόγοις της αληθείας προσομιλήσας, και τα μέν ειπών, τα δε ακούσας των φερόντων εις Σωτηρίαν». (Του αυτού κατά Ιουλιανού Λόγ. Α’).
21) Ο Θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραγγέλλει ημίν στερρώς έχεσθαι της Ιεράς Παραδόσεως. Ούτος ομιλών εις την Α’ Κορινθίους επιστολήν του Παύλου, ένθα ο θείος Απόστολος συνιστά την στοματικήν Παράδοσιν, λέγει: «Άρα και αγράφως πολλά παρεδίδου τότε, ο και αλλαχού δηλοί». (Χρυσ. Α’ Κορ. Λόγ. 26).
Ομοίως και εν τη Β’ Θεσσαλονικείς του Παύλου ομιλών ο Θείος Χρυσόστομος, εν τω τετάρτω αυτού λόγω, λίαν σαφώς αναγνωρίζει το αξιόπιστον της Ιεράς Παραδόσεως και συνιστά το κύρος και την σπουδαιότητα αυτής. «Ου πάντα, λέγει, δι’ επιστολής παρεδίδοσαν οι Απόστολοι, αλλά πολλά και αγράφως, ομοίως κακεινα, και ταύτα έστίν αξιόπιστα, ώστε και την Παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα, Παράδοσις εστί, μηδέν πλέον ζήτει». (Χρυσ. Β’ Θεσσ. Λόγ. δ’ και στ’).
22) Ο Σωκράτης ο σχολαστικός, εν τη Εκκλησιαστική Ιστορία αυτού βεβαιοί την εκ διαδοχής υπάρχουσαν εν τη Εκκλησία Ιεράν Παράδοσιν. Ούτος αφηγούμενος τα κατά την συγκροτηθείσαν εν Αλεξανδρεία Σύνοδον επί τη ανακηρύξει της Ομοουσίου Τριάδος λέγει: «Ου γάρ νεαράν τινα θρησκείαν επινοήσαντες εις την Εκκλησίαν εισήγαγον, αλλά άπερ εξ αρχής και η Εκκλησιαστική παράδοσις έλεγε, και αποδεικτικώς παρά τοις Χριστιανών σοφοίς εφιλοσοφείτο. Ούτω γάρ πάντες οι παλαιότεροι περί τούτου λόγου γυμνάσαντες, έγγραφον ημίν κατέλιπον» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστορ. βιβλ. 3 κεφ. 7).
Ο αυτός ιστορικός Σωκράτης διηγείται, ότι Ασχάλος ο Θεσσαλονίκης Επίσκοπος ερωτηθείς παρά του αυτοκράτορος Θεοδοσίου ποία δόγματα φυλάττει, απήντησε, τα παραδοθέντα υπό των Αποστόλων. «Ου παρήλθε, λέγει, Αρειανών δόξα κατ’ Ιλυρίων έθνη, ούδ’ ίσχυσε συναρπάσαι η παρ’ εκείνου (του Αρείου) γεγενημένη καινοτομία τας τη δε Εκκλησίας, αλλά μένουσι φυλάσσοντες ασάλευτον την άνωθεν μεν και εξ αρχής εκ των Αποστόλων παραδοθείσαν πίστιν, εν δε τη εν Nικαία Συνόδω βεβαιωθείσαν» (Αυτόθι βιβλίον 5, κεφ. 6).
23) Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εν τη εκθέσει της ορθής ομολογίας λέγει: «Φυλάξωμεν δε μάλλον το μέγα και πρώτον της πίστεως ημών φάρμακον την καλήν, λέγω, της πίστεως κληρονομίαν ομολογούντες ψυχής τε και σώματι μετά παρρησίας, ως οι Πατέρες ημάς εδίδαξαν, οίτινες τοις εξ αρχής αυτόπταις και υπηρέταις γινομένοις του λόγου ηκολούθησαν» (Μαξίμ. Έκθεσις Ορθ. Ομολ.).
24) Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαιοί, ότι παν το εν τη Εκκλησία γινόμενον προστέτακται υπό των θεηγόρων, Αποστόλων και πνευματοφόρων Πατέρων εις δόξαν του παμβασιλέως Θεού ημών, δηλαδή Λειτουργίαι και τελεταί και εορταί των Αγίων και ψαλμωδίαι κλπ. «Πάντα, λέγει, οι θεηγόροι Απόστολοι και θεηπόλοι και πνευματοφόροι Πατέρες εν κατοχή του θείου κατά το θεμιτόν γεγονότες, και της εκστατικής τούτου δυνάμεως ποσώς μετειληφότες εν Θεώ, στόμα τι θεοφιλώς εθέσπισαν και Λειτουργίας, και ευχάς, και ψαλμωδίας ετησίους τε μνήμας των προλαβόντων, άτινα μέχρι του νυν, Θεού του φιλανθρώπου τη χάριτι, επαύξουσι και προστίθενται από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών και βορρά και νότον, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου και βασιλέως των βασιλευόντων Θεού». Ομοίως του λόγου γενομένου εις το στρέφεσθαι προς ανατολάς κατά την ώραν της προσευχής, λέγει, «Άγραφος, η παράδοσις αυτή των Αποστόλων, πολλά γαρ αγράφως ημίν παρέδωκαν».
Και εν γένει ο Άγιος Ιωάννης, γνωρίζων την σοβαρότητα των Αποστολικών Παραδόσεων ονομάζει τους Αγίους Πατέρας ακριβείς φύλακας αυτών «Αποστολικών Παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες».
Ταύτην δε την ομολογίαν του ιερού Δαμασκηνού, δηλαδή, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν ακριβείς φύλακες των Αποστολικών Παραδόσεων, επιβεβαιούσι με μίαν φωνήν άπαντες οι κήρυκες της πίστεως από των Αποστολικών Χρόνων μέχρις ημών, ως είδομεν εις τα εκτεθέντα χωρία των Αποστολικών ανδρών και διαδόχων αυτών.
Λυπούμεθα δε, μη δυνάμενοι να εκταθώμεν περισσότερον καταχωρούντες πλείονα εκ του αφθόνου ταμείου των εκλεκτών της του Χριστού ποίμνης Ποιμένων και Διδασκάλων. Ελπίζομεν όμως ότι και αυτά είναι αρκετά διά τους θέλοντας. Διά τους εγωϊστάς και μη θέλοντας ολόκληρον την Πατρολογίαν εάν παραθέταμεν δεν ήθελον συγκινηθή.
Τέλος, πας όστις θέλει να πιστεύη ορθώς, ως εδίδαξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και οι Απόστολοι, όστις θέλει να έχη ακεραίαν και ανόθευτον την Ευαγγελικήν αλήθειαν οφείλει να ερμηνεύη τον γραπτόν λόγον του Θεού, δηλαδή την αγίαν Γραφήν, ουχί αλαζονευόμενος, ουχί κατά τας προλήψεις αυτού, αλλ’ εν απλότητι, έχων πάντοτε υπ’ όψιν την αυθεντίαν της εν τη Εκκλησία τηρουμένης Αποστολικής διδασκαλίας, ήτοι της Ιεράς Παραδόσεως, διότι κατά τον Άγιον Ειρηναίον:
«Οι την παράδοσιν αγνοούντες ου δύνανται την αλήθειαν εκ των Γραφών ευρείν» (Ειρην. κατά αιρεσ. γ’ 2, δ’ 63) και κατά τον Κλήμην Αλεξανδρείας: «Οι κατά της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως την Γραφήν ερμηνεύοντες απώλεσαν τον της αληθείας κανόνα». (Στρωμ. α’ 7). Επομένως, ίνα μη απολέσωμεν τον της αληθείας κανόνα: «ουκ οφείλομεν παρεκλίνειν της πρώτης Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και Γραφαίς πιστεύσαι άλλως πως, παρά ως παρέδωκαν ημίν εκ διαδοχής αι του Θεού Εκκλησίαι» (Ωριγ.).
Διό και λέγομεν τοις παρ’ ημίν «Ευαγγελικοίς» εις την πραγματικότητα «Αντιευαγγελικοίς» ως έλεγε εις τους προκατόχους αυτών προ 1640 ετών ο Άγιος Κυπριανός: «Εάν προς την πηγήν της θείας Παραδόσεως στρέψωσι παύσει η ανθρωπίνη πλάνη» (Κυπριαν. Επιστ. 74).
Αλλ’ Έλληνες «Ευαγγελικοί», αφού απορρίπτετε την Παράδοσιν 24 Αγίων Πατέρων, πως παραδέχεσθε την του Λουθήρου; Ποιος γνωρίζει καλύτερον, ο Λούθηρος που παρουσιάζεται μετά 1500 έτη ή αυτοί που ήσαν διάδοχοι των Αποστόλων; Προσέξατε την πλάνην και την απώλειαν όπου ευρίσκεται όπισθεν αυτής. Από ημάς εξαρτάται η σωτηρία. Ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι και αναμένει. Το ευχόμεθα με όλην την δύναμιν της ψυχής μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Τούτου χάριν, λέγει ο Παύλος εις τον Τίτον, «Κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην». (Τιτ. α’ 5). Δηλαδή, καθ’ ον τρόπον εγώ σοι διέταξα. Ο τρόπος όμως αυτός καίτοι δεν μνημονεύεται γραπτώς υπό του Παύλου εφηρμόσθη βεβαίως υπό του Τίτου και μεταδόθη τοις επιγινομένοις αποτελεί δε προφανώς μίαν παράδοσιν συμπληρούσαν την Γραφήν, την οποίαν καλούνται οι «Ευαγγελικοί» να προσέξουν.
2. Εκτός των είκοσι επτά κανονικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης, εγράφησαν υπό των πολεμίων της Χριστιανικής Θρησκείας αιρετικών των πρώτων αιώνων και πλείστα άλλα νόθα και ψευδεπίγραφα Ευαγγέλια μερικά των οποίων είναι και τα εξής: 1) Το καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιον, όπερ ήτο το του Ματθαίου νενοθευμένον υπό των Εβραίων Χριστιανών. 2) Το κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλιον, εξ ου αντλούν τας πλάνας αυτών οι Σαβελλιανοί. 3) Το κατά Μαρκίωνα Ευαγγέλιον, όπερ ήτο το του ιερού Λουκά ηκρωτηριασμένον και νενοθευμένον υπό των αιρετικών, οίτινες ημφισβήτουν το γνήσιον του Λουκά. 4) Το Ευαγγέλιον των 12 Αποστόλων. 5) Το Πρωτοευαγγέλιον του Ιακώβου. 6) Το κατά Θωμάν, το της νηπιότητος του Χριστού Ευαγγέλιον. 7) Το Ευαγγέλιον της γενέσεως της Θεοτόκου. 8) Το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου. 9) Αι απόκρυφοι πράξεις διαφόρων Αποστόλων. 10) Αι Απόκρυφοι επιστολαί και πολλαί άλλαι αναφοραί και ιστορίαι. Τα νόθα και ψευδεπίγραφα ταύτα βιβλία, άτινα επενόησαν οι αιρετικοί προς υποστήριξιν των κακοδοξιών αυτών, είναι περισσότερα των γνησίων.
3. «Άρα ουν αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε, είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θεσ. β’ 15). «Παραγγέλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος, και μη κατά την παράδοσιν, ην παρέλαβεν παρ’ ημών» (Β’ Θεσ. γ’ 6). «Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε, καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε» (Α’ Κορ. ια’ 2). «Τα δε λοιπά ως αν έλθω διατάξομαι» (αυτ. 34). «Παρέδωκα δε υμίν, εν πρώτοις α και παρέλαβον» (Α’ Κορ. ιε’ 3). «Και α ήκουσας παρ’ εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι». (Β’ Τιμ. β’ 2). Εις το σημείον αυτό δηλούται και η προς άλλους μετάδοσις της παραδόσεως. «Καταστήσεις κατά πόλεις πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην» (Τίτ.α’ 5). «Α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε» (Φιλ. δ’ 9). «Καθώς παρέδωσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου, έδοξε καμοί παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν» (Λουκ. α’ 2). «Οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα, μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (Πράξ. α’ 3). Τι τοις έλεγεν, ω «Ευαγγελικοί», ο Κύριος επί τεσσαράκοντα ημέρας περί της Βασιλείας του Θεού; πού είναι γεγραμμένα αυτά; Ης ποίον βιβλίον της Κ. Διαθήκης αναφέρονται; «Διό γρηγορείτε μνημονεύοντες ότι τριετία ν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νου θετών ένα έκαστον» (Πράξ. κ’ 31). Τι τοις έλεγεν και πάλιν ω «Ευαγγελικοί» τρία έτη ο Παύλος; Εις ποίον βιβλίον ταύτα αναφέρονται; Δεν είσθε λοιπόν ανακόλουθοι;
4. Όταν λέγει «Καθολική» δεν εννοεί της Παπικής αλλά της Ορθοδόξου. Δεν υπήρχε άλλωστε επί ημερών Μ. Αθανασίου η Παπική λεγομένη εκκλησία.
(απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΝΤΙΕΤΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ)
Πηγή: Η Άλλη Όψις

Τήν ὥρα πού ἔπεφτε ἡ Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ἡ Πόλη τοῦ φωτός, ἀκουγόταν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ κραυγή «ἑάλω ἡ πόλις», δηλαδή κυριεύθηκε ἡ Πόλη. Πράγματι, ἡ ἕως τότε ὡραιότερη Πόλη τοῦ κόσμου, πού ἦταν λουσμένη ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ πολιτισμοῦ κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς.
Ὅμως, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὡς ποιητής, πού ἤξερε νά συλλαμβάνη τά ἐσωτερικά μηνύματα τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, γράφει: «οὐκ ἑάλω ἡ Bασιλεύουσα... οὐκ ἑάλω ἡ Ρίζα, οὐκ ἑάλω τό φῶς». Καί αὐτό λέγεται γιατί ἡ Πόλη δέν εἶναι μόνον τά κτίρια, ἀλλά ὁ πολιτισμός της, ἡ παράδοσή της, ἡ ἐσωτερική ταυτότητά της. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιατί ἡ ἔνδοξη Ρωμηοσύνη, ἔστω καί ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη δέν πέθανε, ἀφοῦ ἡ καρδιά της ἐξακολουθοῦσε νά κτυπᾶ ἀσταμάτητα καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα καί ἡ Ρωμηοσύνη ὡς φῶς καί ζωή ἀκτινοβολεῖ σέ ὅλον τόν κόσμο. Ὅμως, παρά τήν πτώση τῆς Πόλης καί τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄναψε πάλι μέ τήν παρουσία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Πατριάρχου μετά τήν ἅλωση, καί κυριάρχησε σέ ὅλη τήν Τουρκοκρατία ὡς πονεμένη Ρωμηοσύνη.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία διακρινόταν ἀπό μιά ἄλλη νοοτροπία, δέν κυριαρχοῦσε στόν κόσμο μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία, ἀλλά μέ τήν ὑψηλή στρατηγική της καί κυρίως μέ τόν πολιτισμό της.
Ὁ Καθηγητής Χαράλαμπος Παπασωτηρίου στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Βυζαντινή ὑψηλή στρατηγική (6ος-11ος αἰώνας)» ἐρευνᾶ καί καταγράφει αὐτήν τήν πραγματικότητα.
Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ: «Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Βυζαντινῆς περίπτωσης πηγάζει ἀπό τόν συνδυασμό τριῶν στοιχείων. Πρῶτον, τό Βυζάντιο ἀντιμετώπιζε κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ἰσχυρότερή του, καί ἐνίοτε περισσότερες ἀπό μία. Δεύτερον, τό Βυζάντιο ὑπῆρξε παρά ταῦτα ἡ μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στήν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Τρίτον, κατόρθωσε νά ἐξαπλώσει τόν πολιτισμό του σέ μεγάλες ἀπολίτιστες ἤ ἡμιβάρβαρες περιοχές τοῦ εὐρύτερου περιβάλλοντός του μέ συνέπειες πού συνεχίζουν σήμερα νά ἐπηρεάζουν τίς πολιτισμικές παραδόσεις ἑνός σημαντικοῦ μέρους τῆς εὐρασιατικῆς ἠπειρωτικῆς μάζας».
«Οἱ Βυζαντινοί συνδύαζαν τήν μακροπρόθεσμη προσήλωση στήν οἰκουμενική τους ἰδεολογία μέ τήν βραχυπρόθεσμη πολιτική εὐελιξία». Τό Βυζάντιο κυριαρχοῦσε στόν κόσμο ὄχι τόσο μέ τά ὅπλα, ἀλλά μέ τήν ἀνάπτυξη καί διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ του. «Τό μακροβιότερο ἐπίτευγμα τῆς βυζαντινῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς ἦταν ἡ προώθηση μιᾶς διεθνοῦς τάξης, βασισμένης στόν βυζαντινό πολιτισμό, πού ἐξέφραζε τόν ἀταλάντευτο ἰδεολογικό οἰκουμενισμό τοῦ Βυζαντίου». Καί τό ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι τό Βυζάντιο ἄφησε μιά μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, πού ἐπεκτάθηκε σέ μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές ἀπό τήν ἐπικράτειά του, ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου παραμένει αὐτή ἡ πολιτιστική κληρονομιά καί ἀλλοιώνει σήμερα καί τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μελετοῦν καί ἐπιδιώκουν νά ζήσουν αὐτόν τόν πολιτισμό, πού καλλιέργησε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία.
«Ἡ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ προϋπέθετε τήν ἐπιβίωση τοῦ Βυζαντίου ὡς μεγάλης δύναμης σέ ἕνα σκληρά ἀνταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Ἡ ἐξαιρετική μακροβιότητα τοῦ Βυζαντίου ὡς πρωταγωνιστικοῦ διεθνοῦς κέντρου ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ὑψηλῆς στρατηγικῆς πού ἀπέφευγε τίς μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις καί ἀποδυνάμωνε τούς ἀντιπάλους μέ ἔμμεσες στρατηγικές»
Εἶναι ἕνα μοναδικό γεγονός στήν ἱστορία νά καταλύεται τό Κράτος καί νά παραμένη γιά αἰῶνες ὁ πολιτισμός του καί νά ἔχη διαρκῆ ἐπικαιρότητα. Ἄς τονισθοῦν μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιά πολιτισμό ἐννοοῦμε «τό σύνολο τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἐπιτηδευμάτων τοῦ ἀνθρώπου», τά «δημιουργήματα (πνευματικά καί ὑλικά) ἑνός συνόλου ἀνθρώπων σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο», «τόν βαθμό ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν συνθηκῶν ζωῆς ἑνός κοινωνικοῦ συνόλου», τήν διανόηση, τίς καλές τέχνες κ.λ.π. (Γεωργίου Μπαμπινιώτη)
Στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτήν πού ὀνομάζουμε Ρωμηοσύνη, καί εἶναι ἕνας συνδυασμός μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως καί τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας, στόν ὁποῖο συνδυασμό προεξάρχοντα καί κυρίαρχο ρόλο ἔχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τά δέ ἄλλα βοηθοῦν στήν ἔκφραση, ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμός πού προκάλεσε καί προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν. Αὐτός ὁ πολιτισμός, παρά τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη καί σήμερα.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέ τά δόγματα-ὅρους, μέ τήν χρήση τῶν ὅρων πού κυριαρχοῦσαν στόν ἑλληνικό χῶρο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπικυρώθησαν ἀπό τούς Ρωμαίους Αὐτοκράτορες. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ θεραπευτική καί ποιμαντική πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί συντελεῖ στήν καλή συγκρότηση καί λειτουργία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη σήμερα παρά τήν μή ὕπαρξη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἁπλώνεται σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, διακηρύσσει τά δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες, διατηρεῖ τό ἱεραρχικό καί συνοδικό σύστημα, πού καθιερώθηκε κατά τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί διαφέρει σαφέστατα ἀπό τόν Παπισμό, πού διακρίνεται ἀπό τήν ἀπολυταρχία καί τόν δεσποτισμό, ἀλλά καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό, πού διακρίνεται ἀπό τόν κατακερματισμό.
Ἡ δογματική καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, κυριαρχεῖ καί σήμερα σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δημιούργησε ἕναν λαμπρό πολιτισμό, πού διαπνέεται ἀπό τό φῶς. Ἔτσι, παρά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀπώλεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σήμερα βιώνεται ζωντανά ὁ πολιτισμός πού ἀναπτύχθηκε καί μεγαλούργησε σέ αὐτήν. Νά θυμίσω μερικά τέτοια ζωντανά παραδείγματα.
Τό τυπικό τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν εἶναι καταπληκτικό καί συγκινεῖ ὅποιον τό ἐξετάσει προσεκτικά καί βλέπει τόν σκηνοθέτη τῆς παραδόσεως πού τό δημιούργησε. Τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας, πού θυμίζει τήν λειτουργία πού ἐτελεῖτο στά Ἀνάκτορα, ἀλλά καί ὅταν παρευρίσκονταν οἱ Αὐτοκράτορες σέ αὐτήν, ἐξακολουθεῖ νά διακρίνεται σαφῶς στόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Αὐτό τό βλέπει κανείς καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἰδίως στίς καταπληκτικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τοῦ Πάσχα. Ἐμεῖς τά ἔχουμε συνηθίσει καί τά θεωροῦμε δεδομένα, ἀλλά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι τό τυπικό ἔχει ἀπαρτισθῆ, καί ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση «σκηνο-θετηθῆ» ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσωτερική πνευματική ἐμπειρία.
Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες.
Ὁ τρόπος ἀνοικοδόμησης τῶν Ἱερῶν Ναῶν δείχνει ἕναν λαμπρό πολιτισμό, μιά ἰδιαίτερη στάση ζωῆς. Ὁ βυζαντινός ρυθμός μέ τόν τροῦλλο εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἔνδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ οὐράνιου κόσμου μέ τόν ἐπίγειο καί ἐκφράζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση, πού καί σήμερα τήν διαβάζουμε καί τήν ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς εἶναι ἕνα ἀριστούργημα πού δημιουργήθηκε ἀπό ἀνθρώπους πού εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐκκλησιαστική-βυζαντινή μουσική πού ἐπενδύει μουσικά τά ἱερά τροπάρια, ἀκολουθεῖ τά νοήματα τῶν τροπαρίων, καί ἐκφράζει, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, τό ἱλαρό, τό κατανυκτικό, τό μεγαλοπρεπές καί τό πανηγυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν βυζαντινή μουσική, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια κλίμακα, ἐν τούτοις μέ τήν διαφορά τῶν διαστημάτων δημιουργοῦνται ὀκτώ ἦχοι, πράγμα πού ἐντυπω-σιάζει τούς δυτικούς μουσικολόγους.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία ἐκφράζει τό ἐσωτερικό βίωμα τοῦ ἁγίου καί δείχνει ὅτι τό ἄκτιστο φῶς πού βιώνουν οἱ ἅγιοι προχέεται διά τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα, ἀκτινοβολεῖ καί σέ ὅλη τήν κτίση, καί δείχνει τήν μέθεξη τοῦ Φωτός ἀπό τούς ἁγίους, φανερώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ σώματος καί τήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως.
Ὅλα αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτεύγματα εἶναι ζωντανές πραγματικότητες σήμερα, μέσα σέ αὐτές κολυμπᾶμε, ζοῦμε καί ἀναπνέουμε καί μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά. Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός, πού εἶναι ἡ νηπτική καί θεραπευτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει τό πῶς θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, πῶς ἀπό τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη ὁδηγεῖται στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πῶς ἀπό τήν ἀνθρωποκεντρικότητα φθάνει στήν θεανθρωποκεντρικότητα καί βιώνει τήν θέωση.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα, ἀλλά «οὐκ ἑάλω τό φῶς της καί ἡ δόξα της». Τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμαίϊκης Παραδόσεως δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ ἀπό φθαρτά πράγματα, ἀλλά αὐτό τό ἴδιο τά μεταμορφώνει, τά ἀνακαινίζει. Ἡ 29η Μαϊου διαπνέεται ἀπό τήν χαρμολύπη, λύπη γιά τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, χαρά γιά τήν διάσωση τοῦ φωτός. Εἶναι ἕνα χαροποιόν πένθος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζει ὅλον αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Παραδόσεως τῆς Πόλεως καί μᾶς προτρέπει νά λουζόμαστε μέσα σέ αὐτό τό φῶς. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ακτίνες

Μέ θλίψη καὶ ἀγανάκτηση δεχθήκαμε τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν τήν εἴδηση τῆς ὑπερψήφισης τοῦ νομοσχεδίου γιά τήν ἀναδοχή παιδιῶν ἀπό ὁμόφυλα ζευγάρια. Ὁ νόμος αὐτός, πού ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ ἄλλου περί σύναψης συμφώνου συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων καί πρόδρομο τῆς ἀναγνώρισης τοῦ γάμου μεταξύ τους καί τῆς υἱοθεσίας ἐκ μέρους τους, ὄχι μόνο διαλύει κάθε ἔννοια φυσικῆς δομῆς τῆς οἰκογένειας, ἀλλά ἐπιπλέον στρέφεται ἐναντίον τῆς παιδικῆς ἀθωότητος. Ἀποτελεῖ ἐπίσης συνέχεια τῆς προκλητικῆς περιφρόνησης τῆς λαϊκῆς βούλησης ἀπό ὅσους τόν ψήφισαν.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ἀθήνα, 24.5.2018.
Μέ θλίψη καὶ ἀγανάκτηση δεχθήκαμε τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν τήν εἴδηση τῆς ὑπερψήφισης τοῦ νομοσχεδίου γιά τήν ἀναδοχή παιδιῶν ἀπό ὁμόφυλα ζευγάρια. Ὁ νόμος αὐτός, πού ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ ἄλλου περί σύναψης συμφώνου συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων καί πρόδρομο τῆς ἀναγνώρισης τοῦ γάμου μεταξύ τους καί τῆς υἱοθεσίας ἐκ μέρους τους, ὄχι μόνο διαλύει κάθε ἔννοια φυσικῆς δομῆς τῆς οἰκογένειας, ἀλλά ἐπιπλέον στρέφεται ἐναντίον τῆς παιδικῆς ἀθωότητος. Ἀποτελεῖ ἐπίσης συνέχεια τῆς προκλητικῆς περιφρόνησης τῆς λαϊκῆς βούλησης ἀπό ὅσους τόν ψήφισαν.
Μέ τόν νόμο αὐτόν ἀθῶες παιδικές ὑπάρξεις γίνονται ἄβουλα ἀθύρματα σέ ἐνδεχόμενες ἄνομες ὀρέξεις ἀνθρώπων πού ἐπιμένουν νά νομιμοποιοῦν τίς διαστροφικές τους τάσεις. Ἐπιπλέον – καί τό κυριότερο – καταδικάζονται νά ζοῦν σέ «οἰκογένειες» πού μόνο πληγές, πόνο και αρνητικά πρότυπα διάλυση μποροῦν νά προσφέρουν στίς παιδικές τους ψυχές, καθώς τούς στεροῦν τό πρωταρχικό δικαίωμα νά ἀπολαμβάνουν ἀπό κοινοῦ τό μητρικό χάδι και μέ τήν πατρική ἀσφάλεια. Ἡ ἔλλειψη ἀνδρικοῦ καί γυναικείου προτύπου στήν οἰκογένεια, πατρικοῦ καί μητρικοῦ, προξενεί συνιστᾶ πνευματική ἀναπηρία γιά στά παιδιά, καθώς κολοβώνει ανατρέπει τήν ἰσόρροπη καί ἁρμονική ψυχοσωματική τους ἀνάπτυξη. Πῶς, ἀλήθεια, θά ἀπευθύνεται τό παιδί πρός τούς γονεῖς του τοῦ ἰδίου φύλου; Μέ τί προσφώνηση; Καί τί σωρεία ψυχολογικῶν τραυμάτων θά ἐπιφέρει στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἡ ἀγωγή του μέσα σέ τέτοιες «οἰκογενειακές» συνθῆκες; Ποιός θά ἀναλάβει ἀργότερα, μετά τήν ἐνηλικίωσή του, νά τό ἀποζημιώσει γιά τή βαρύτατη ἠθική καί ψυχολογική βλάβη πού θά ἔχει ἤδη ὑποστεῖ; Οἱ τραγικές ἐμπειρίες παιδιῶν πού μεγάλωσαν σέ ὁμόφυλα ζευγάρια , κυρίως στίς ΗΠΑ, διαψεύδουν τούς ἀντίθετους ἰσχυρισμούς.
Τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποφεύγεται ἡ ἱδρυματοποίηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐτελές. Ἡ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν σέ σύγχρονες παιδικές στέγες μέ ὅλη τήν προβλεπόμενη σχετική στήριξη ἀπό εἰδικούς τῆς ψυχικῆς ὑγείας, παιδοψυχιάτρους καί κοινωνικούς λειτουργούς, δέν ἀφήνει στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τραύματα ἔλλειψης στοργῆς καί φροντίδας καί συμπτώματα ἱδρυματισμοῦ, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα. Ἀντιθέτως ἡ ἐπίγνωση στό παιδί ὅτι ζεῖ σέ οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ δημιουργεῖ ἀθεράπευτα ὄχι μικρά ψυχολογικά προβλήματα ὅταν ἡ ἀπουσία κάποιου γονεϊκοῦ προτύπου, πατρικοῦ ἤ μητρικοῦ, ὑποκαθίσταται ἀπό γονέα τοῦ ἰδίου φύλου. Ποιός εἶναι ἐδῶ γιά τό παιδί ὁ πατέρας καί ποιός ἡ μητέρα του; Ἄλλωστε, ὑπάρχουν πάρα πολλά ἑτερόφυλα ζευγάρια που ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά ἀναδεχθοῦν καί ἐν τέλει νά υἱοθετήσουν παιδί, καί δέν τούς δίνεται ἡ δυνατότητα, εἴτε λόγῳ περιορισμένου ἀριθμοῦ παιδιῶν, εἴτε λόγῳ γραφειοκρατίας.
Γιά τούς λόγους αὐτούς θεωροῦμε τόν ψηφισθέντα νόμο παράνομο, ἐπαίσχυντο καί ἐπικίνδυνο. Με βάση τα παραπάνω, αφενός, δηλώνουμε ὅτι μέ κάθε ἔννομο μέσο θά ἀγωνιστοῦμε γιά τήν κατάργησή του, καθότι αὐτός καταργεῖ αφαιρεί πρωταρχικό δικαίωμα στήν ποιότητα ζωῆς τοῦ παιδιοῦ καί αφετέρου καλοῦμε ὅλους τούς εὐαισθητοποιημένους συμπολίτες μας νά συμπράξουν.
Τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν:
Ενωμένη Ρωμηοσύνη (Ε.ΡΩ.)
Ένωση Επιστημόνων Γυναικών
Εστία Πατερικών Μελετών
Μητέρες Επιστήμονες Πολύτεκνες
Μουσική Συντροφιά
Πανελλήνια Ένωση Γυναικών
Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)
Πανελλήνια Ένωση Φίλων των Πολυτέκνων (Π.Ε.ΦΙ.Π.)
Πανελλήνιος Ένωσις Γονέων «Ἡ Χριστιανική Αγωγή» (ΓΕΧΑ)
Πανελλήνιος Ορθόδοξος Ένωση (Π.Ο.Ε.)
Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.)
Σύλλογος «Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης»
Σύλλογος Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Δράσεως «Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ»
Σύνδεσμος Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης
Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (Σ.Φ.Ε.Β.Α.)
Χριστιανική Ένωση Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Χ.Ε.Ε.Λ.)
Χριστιανική Ένωση Επιστημόνων (Χ.Ε.Ε.)
Χριστιανική Φοιτητική Δράση (Χ.Φ.Δ.)
Χριστιανική Φοιτητική Ένωση (Χ.Φ.Ε.)
Σύλλογοι που υποστηρίζουν τις προσπάθειες:
Aνωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος