
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ουκ έστιν έννοια αγαθή, μη ούσα εκ της χάριτος της θείας, εμπίπτουσα εν τη καρδία, και ουκ εστί λογισμός πονηρός προσεγγίζων τη ψυχή, ει μη προς πειρασμόν και πείραν.
Το συνέδριο της ντροπής (που αρχικά είχε αναβληθεί με το πρόσχημα της πανδημίας) θα γίνει στα Ιωάννινα στις 22 Οκτωβρίου
Οι ΗΠΑ τροποποίησαν τις προβλέψεις της MDCA του 1990 και του 1996, χωρίς αποτελεσματική αντίδραση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Κατὰ τὴν ὥραν κατά τήν ὁποίαν ἐξεδικάζετο ἡ ἀγωγὴ τοῦ Σεβ. Αὐστραλίας κατὰ τοῦ «Ο.Τ.» εἰς Ἀθήνας, ἐτυλίχθη εἰς φλόγας ὁ Καθεδρικός τοῦ Σύδνεϋ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε γίνει ἡ βράβευσις τοῦ Γερουσιαστοῦ κ. Andrew Bragg, πρωτοστάτου τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν δικαιωμάτων.
Αναφερθήκαμε πολλές φορές στην χρονολογία – ορόσημο για την Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία του Χριστού: το 2025, όπου αναμένονται κοσμοϊστορικά γεγονότα.
Στην Πελοπόννησο το 1823 μόνο τα φρούρια της Πάτρας, του Ακροκορίνθου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ρίου κατέχονταν ακόμα από τους Τούρκους. Ο Ακροκόρινθος κρατούσε ακόμα γιατί ανεφοδιαζόταν εύκολα από την Πάτρα με πλοία.
Μετά τη μάχη της Ακράτας-Μαύρων Λιθαριών και ιδιαίτερα από τις 18 Απριλίου η πολιορκία του Ακροκορίνθου γινόταν όλο και πιο στενότερη. Την πολιορκία ανέλαβε ο Γιάννης Νοταράς από τα Τρίκαλα της Κορινθίας ο οποίος στο μεταξύ προήχθη σε αντιστράτηγο από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Τον Ιούνιο οι Έλληνες ενισχύθηκαν και από τον έμπειρο στρατιωτικό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η Ελληνική δύναμη έφθασε τους 800 άνδρες. Κατά διαταγή του εκτελεστικού από το Σοφικό στην πολιορκία έλαβε μέρος και σ γενναίος Κολοκοτρώνης με δύναμη από 450 άνδρες, μαζί με τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, τον Μαλτέζο και τον Γιάννη Νοταρά. Οι πολιορκούμενοι επειδή περίμεναν ενισχύσεις από την Πάτρα σε τρόφιμα και Στρατό δεν δέχονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση.
Τον Οκτώβριο η τάξη μεταξύ των πολιορκητών διασαλεύτηκε λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών Γιαννάκη και Παναγιώτη Νοταρά αλλά και πάλι ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης να αποκαταστήσει την τάξη. ΣΤΟ μεταξύ οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση με τον όρο η παράδοση να γίνει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε αυτοπροσώπως και έπειτα από συνεννόηση με τον Φρούραρχο Αβτουλάχ-Μπέη, υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823 η συνθήκη της παράδοσης και της αποστολής των Τούρκων με ασφάλεια στη Θεσαλονίκη. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.
Ακολούθησε Αγιασμός και επίσημη Δοξολογία, στη συνέχεια φαγοπότι και χορός από όλους τους Κορινθίους και τους Δερβενοχωρίτες. μέσα σε δάκρυα χαράς για την απελευθέρωση του ενδοξότερου Φρουρίου της Πελοποννήσου και της συντριβής και του τελευταίου ίχνους της Δραμαλικής Στρατιάς.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Μπιμπή
Πηγή: Αβέρωφ
Η ΦΙΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ*
* Η διήγηση που ακολουθεί αναφέρεται στο Μαρτύριο του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου και των συν αυτώ, όπως παραδίδεται στην Ελληνική Πατρολογία J. P. Migne, τόμος 115, στ. 1141-1160.
Α'
Ήταν την εποχή που ο τύραννος Μαξιμιανός1 εξέδωσε εκείνο το ανόσιο διάταγμα, που ίσχυε για όλη σχεδόν την οικουμένη και το έστειλε και σ' αυτούς που διοικούσαν την Αίγυπτο, σύμφωνα με το οποίο ή όλοι οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί θα γεύονταν τις ανόσιες θυσίες και με όρκο θα αρνούνταν την πίστη τους ή, αν δεν συμμορφώνονταν, θα θανατώνονταν με κάθε λογής τιμωρίες και βασανιστήρια.
Γι' αυτό το λόγο τότε πολλοί πιστοί συνελήφθησαν, από τους οποίους άλλοι υπέρ Χριστού ένδοξο θάνατο υπέμειναν και άλλοι ρίχτηκαν σε φυλακές και δεσμά και βασανίζονταν από την πείνα και τη δίψα.
Τότε λοιπόν κάποιος άνδρας, από τον κατάλογο των Αιγυπτίων στρατιωτών, που άξιζε πολύ για το Μαξιμιανό, πολύ και για το στράτευμά του και προκαλούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς, ονομαζόμενος Ούαρος, από επιφανή γενιά, που όλοι τον θαύμαζαν για τη δόξα του και ήταν ακουστός για την ανδρεία του, έμπαινε κρυφά κάθε νύχτα στο δεσμωτήριο και από τη μια φρόντιζε τους φυλακισμένους και από την άλλη τους παρακαλούσε να δέονται και γι' αυτόν να αγωνιστή μέχρι τέλους ισάξιο και ίδιο με κείνους αγώνα. Γιατί φοβόταν ακόμη να φανερώση την πίστη του, επειδή οι οπαδοί της ασέβειας έπνεαν φονική μανία κατά των ευσεβών, και όποιους Χριστιανούς συνελάμβαναν, άλλους στην πυρά, άλλους στη θάλασσα, άλλους σε άλλα βασανιστήρια και στο θάνατο ακόμα τους παρέδιδαν.
Β'
Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε στον έπαρχο ότι οι υπηρέτες της ασέβειας συνέλαβαν και μερικούς από τους πιστούς που κατοικούσαν στην έρημο, χάρηκε για την είδηση και διατάζει να τους κλείσουν προς το παρόν στη φυλακή υπό αυστηρά φρούρηση και την επαύριο να ετοιμάσουν τα όργανα βασανισμού και να αρχίσουν να τους ανακρίνουν.
Μόλις λοιπόν το πράγμα έφτασε στ' αυτιά του μακάριου Ούαρου, αφού έδωσε χρήματα στους επικεφαλής της φρουράς, μπήκε νύχτα στη φυλακή και έλυσε από τα δεσμά τους αυτούς που είχαν συλληφθεί και ελευθέρωσε τα πόδια τους από το ξύλο, όπου τους είχαν δεμένους. Και αφού τους περιποιήθηκε και φρόντισε να φάνε, επειδή επί οκτώ ολόκληρες μέρες είχαν παραμείνει άσιτοι, έπεσε καταγής και τους παρακαλούσε λέγοντας:
› Σας παρακαλώ, γνήσιοι υπηρέτες του Χριστού, ικετεύσατε το Θεό για μένα να με αξιώση να συμμεριστώ κι εγώ τα ίδια δεινά με σας και να μου δώση καρτερία να τα υπομείνω. Γιατί κι εγώ είμαι δούλος του Χριστού και των αγίων του. αλλά οι πολλές και αυστηρές τιμωρίες και η σκληρότητα των δικαστών με αποτρέπουν να βγω μπροστά, αν και το θέλω, και μου προξενούν φόβο. Ευχηθείτε λοιπόν υπέρ εμού, άγιοι μάρτυρες, ευχηθείτε. Γιατί εσείς αύριο θα τελειώσετε τη ζωή σας εν Κυρίω.
Σ' αυτά τα λόγια οι άγιοι έδωσαν αυτή την απάντηση:
› Κανείς, αδελφέ Ούαρε, δεν μπορεί να θερίζη καλοπερνώντας, αν πρώτα δεν σπείρη με δάκρυα τους σπόρους στη χειμωνιά και δεν αναλάβη τους κόπους που απαιτούνται για τη σπορά. Το ίδιο κι ένας αθλητής δε στεφανώνεται αν δεν αγωνιστή σύμφωνα με τους κανόνες. Εμπρός λοιπόν, αδελφέ, ακολούθησε το δρόμο μας και γίνε τέλειος στρατιώτης του Χριστού. Γιατί εκείνος ο Ίδιος, για χάρη του οποίου αποδεχόμαστε τις τιμωρίες, μας συμπαρίσταται από ψηλά με φιλανθρωπία και αοράτως μας παρέχει μεγάλη βοήθεια.
Την ώρα που έλεγαν αυτά οι άγιοι, έρχονται κάποιοι στρατιώτες, που είχαν λάβει διαταγή να τους οδηγήσουν στον έπαρχο. Αυτοί, όταν αντίκρυσαν τον μακάριο Ούαρο γονατισμένο μπροστά στους μάρτυρες, σα να τα έχασαν μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα και από την κατάπληξή τους, εκφράζοντας με λόγια φιλανθρωπίας τη γνώμη τους, του λένε:
› Τρελάθηκες, άνθρωπε; Δε φοβάσαι μήπως, αν μάθη ο ηγεμόνας αυτό που συνέβη, χάσης μαζί με το στρατιωτικό αξίωμα και τη ζωή σου;
Σ' αυτούς ο μακάριος απάντησε:
› Μακάρι να αναδειχθώ τέλειος Χριστιανός και συναγωνιστής και σύντροφος αυτών των αγίων. Γιατί η φιλία που έχομε με κάνει να σας έχω εμπιστοσύνη και για τίποτε να μη φοβούμαι απ' όσα λέγονται ή γίνονται εδώ.
Γ'
Μετά απ' αυτά τα λόγια οι στρατιώτες τους αγίους, που ήταν έξι τον αριθμό (γιατί ήταν μεν επτά όλοι κι όλοι, αλλά ο ένας πρόφθασε και ξεψύχησε στην έρημο), τους οδήγησαν αλυσοδεμένους στον ηγεμόνα.
Εκείνος ήταν καθισμένος σε υψηλό βήμα και περιστοιχιζόταν από πλήθος στρατιωτών, που κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλη του και από τα νεύματά του. Διέταξε λοιπόν να γδύσουν τους αγίους και να τους οδηγήσουν μπροστά του και αμέσως τους ρωτούσε:
› Ποια είναι η γενιά σας και κάτω από ποιες συνθήκες ζήσατε; Πώς ονομάζεστε;
Και απαιτούσε να του απαντήσουν αμέσως. Είπε:
› Ορκίζομαι είπε στη δίκη που σας εποπτεύει και στη μεγάλη δύναμη των θεών, ότι εσάς, που ακόμα ζήτε, θα σας παραδώσω για τροφή στα θηρία και στα σκυλιά.
Τότε οι άγιοι, χωρίς καθόλου να φοβηθούν ούτε από την αλαζονεία της εξουσίας ούτε από τη σκληρότητα των λόγων, είπαν:
› Εμείς, δικαστά, δεν έχομε καμμιά πατρίδα πάνω στη γη, γιατί είμαστε ξένοι και παρεπίδημοι. Γιατί για τους Χριστιανούς αληθινή πατρίδα και πολιτεία έχει οικοδομηθή στους ουρανούς2. Πίστεψε ότι έτσι έχουν τα πράγματα για μας. Όσο για τις δικές σου απειλές, λίγο μας νοιάζει. και μάλλον ευχόμαστε να μη σταθή στα λόγια η απειλή σου, αλλά να φτάση και στα έργα. Γιατί έτσι και ο δικός μας πόθος για το Χριστό θα φανερωθή και εσύ ο ίδιος θα μάθης με βεβαιότητα ποια βοήθεια εκείνος μας δίνει.
Έτσι μίλησαν οι άγιοι και τότε ο τύραννος στράφηκε προς τους συνέδρους και είπε:
› Βλέπω ότι αυτοί οι δύσμοιροι έχουν μία και την αυτή σκέψη, σα να έχουν συμφωνήσει. Ας τους μαστιγώσουν λοιπόν κι ας τους χτυπήσουν με το παραπάνω.
Και ενώ τους χτυπούσαν δυνατά κι εκείνοι τίποτα δεν αποκρίνονταν, ο δικαστής έκανε μια επιπλέον ερώτηση λέγοντας:
› Πού είναι ο έβδομος από σας, που προπάντων καταζητείται;
Μόλις ειπώθηκε αυτό αμέσως πρόβαλε τρέχοντας από τον όχλο ο γενναιότατος Ούαρος, στάθηκε στο μέσον και λέει στον ηγεμόνα:
› Εκείνος προ πολλού έφυγε απ' αυτή τη ζωή, αλλά άφησε εμένα κληρονόμο στη θέση του. Αν λοιπόν εκείνος έχη κάποιο χρέος, εγώ ο ίδιος είμαι εδώ για να το πληρώσω.
Δ'
Άκουσε τα λόγια του ο ηγεμόνας και όλος κυριεύθηκε από οργή και λέει:
› Ποιος είν' αυτός και από ποια λεγεώνα; Το στρατιωτικό σώμα να απάντηση.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
› Είμαι από τη λεγεώνα των Τυάνων και μάλιστα από τους επιφανείς στρατιώτες.
Τότε ο ηγεμόνας κατάπληκτος απ' αυτό που άκουσε, είπε:
› Ποιος πονηρός δαίμονας σε έκανε να σπρώξης τον εαυτό σου σε κίνδυνο τόσο φανερό, ώστε και το ένδοξο στρατιωτικό σου αξίωμα και τη δωρεάν διατροφή που απορρέει απ' αυτό καθόλου να μην υπολογίσης και την ίδια τη ζωή σου να έκθεσης σε τέτοιο κίνδυνο;
Και ο μακάριος είπε:
› Τον άρτο που κατέρχεται εξ ουρανού και το θείο ποτήριο του τιμίου αίματος Χριστού του Κυρίου μου προτίμησα από τις δικές σου τιμές και στρατιωτικές επιχορηγήσεις, δόξα που παραμένει αιώνια σε αντίθεση με την παροδική, και ζωή που ποτέ δεν τελειώνει σε αντίθεση με τη φθαρτή και πρόσκαιρη.
Τότε ο δικαστής, δείχνοντας φανερά ταραγμένος, στράφηκε προς τους αγίους και με πολλή ταραχή και πικρία ψυχής είπε:
› Ας είναι μάρτυρας η δύναμη των μεγάλων θεών, πρώτους εσάς με βασανιστήρια θα θανατώσω, που μου στερήσατε τέτοιο στρατιώτη. γιατί αυτό πιθανώτατα είναι δικό σας έργο και κανενός άλλου.
Οι μάρτυρες πάλι, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τα λόγια του, είπαν:
› Περίμενε λίγο, δικαστά, και θα καταλάβης ποια είναι τα όπλα αυτής της στρατιάς. Γιατί οδηγήσαμε τον άνδρα στην ταξιαρχία των αγγέλων.
Μετά απ' αυτή την απάντηση ο έπαρχος από τη μια προσπαθούσε να πείση τους άνδρες να συγκατατεθούν στην ασέβεια και να προσφέρουν θυσία σε πράγματα μάταια, αφού κι ο ίδιος ήταν κενός και παράλογος, εκείνοι από την άλλη, χωρίς να δίνουν καμμιά προσοχή στα λόγια του, ανταπαντούσαν:
› Θεοί, που δεν εδημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν.
Με τη σειρά του ο μακάριος Ούαρος, εξάπτοντας περισσότερο την οργή του δικαστή, έλεγε:
› Γιατί ενοχλείς τους αγίους λέγοντας πράγματα ανόητα και ανώφελα; "Γιατί, λέει η παροιμία, ο ανόητος ανόητα θα μιλήση". Ο μέγας Ησαΐας σου το λέει αυτό και όχι εγώ, και μάλιστα αφού δεν είσαι σε θέση ούτε να τους αντικρούσης ούτε καθόλου να προχωρήσης σε συζητήσεις μαζί τους;.
Ε'
Εκείνος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, δεν μπορούσε πια να κρατηθή, αλλά, έξαλλος από οργή που δυνάμωνε, διέταξε να κρεμάσουν επί ξύλου τον Ούαρο και απευθυνόμενος προς τους αγίους είπε:
› Αν νικηθώ από τη δική σας αντίσταση, θα απαρνηθώ με όρκο και τη λατρεία των θεών.
Τόσο καταλυτική δύναμη έχει η αλήθεια, που αποδεικνύει πολλές φορές πόσο αδύναμοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν την ελευθερία που πηγάζει απ' αυτήν. Αλλά, οι μάρτυρες του Χριστού είπαν:
› Δοκίμασε πάνω σ' αυτό τον αδελφό μας τί μπορείς να καταφέρης και αν δειχθής ανώτερός του, τότε ίσως, καθώς ελπίζεις, δεν θα αποτύχης και με μας.
Σ' αυτά τα λόγια ο δικαστής απάντησε απειλώντας τους αγίους με βαρύτατες ποινές και τον μάρτυρα διέταξε να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα βασανισμού. Και σα να μη θεώρησε αυτή την τιμωρία αρκετή για να κάμψη ένα τέτοιο γενναίο φρόνημα και μια τέτοια ψυχική ετοιμότητα, διέταξε να τον τεντώσουν καταγής και να τον μαστιγώνουν άγρια με λουριά. έπειτα τέσσερις άνδρες τραβώντας τον να τον δέρνουν με μεγάλα ρόπαλα, μέχρι να τον εξαντλήσουν.
Ο αθλητής λοιπόν, που υπέφερε γενναία αυτά τα βασανιστήρια, στράφηκε προς τους αγίους και εις επήκοον όλων είπε:
› Ευλογήσατε το δούλο σας, άγιοι πατέρες, ευλογήσατε. Ευχηθείτε να με δυναμώση ο Κύριος και να με αναλάβη η δεξιά του. Γιατί ο ίδιος γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, αυτός που καταδέχθηκε να την ενδυθή, και είπε ότι. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Τότε οι άγιοι, αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
› Ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων, θα σου στείλη δύναμη εξ ύψους και θα θέση επί της κεφαλής σου περικεφαλαία σωτηρίας και θα σε ενδύση με ιμάτιο εκδικήσεως. Το χέρι του θα σε υπερασπίση και ο βραχίονάς του θα σε ενισχύση και θα σου χαρίση λαμπρές νίκες κατά του εχθρού. "Εξεγείρου τοιγαρούν, εξεγείρου, ένδυσαι την ισχύν του βραχίονός σου" αντλώντας αυτό το δίδαγμα από τη θεία Γραφή και γνωρίζοντας ποιος μας βοηθάει από ψηλά και ποια αγαθά πρόκειται να απολαύσουν εκείνοι που προς χάρη του πρόθυμα διάλεξαν να υποφέρουν αυτά τα βάσανα.
Και ο μάρτυρας του Χριστού, παρόλο που με τόσα μέσα τον μαστίγωναν, σαν να αισθανόταν από ψηλά ένα χέρι να τον βοηθάη, με αγαλλίαση ψυχής είπε στους αγίους:
› Καμιά λύπη να μη διαπερνά την καρδιά σας εξ αιτίας μου. γιατί να, η προσευχή σας εισακούστηκε από το Θεό και έκανε υποφερτά τα σκληρά βασανιστήρια και τη λύπη μετέβαλε σε ψυχική άνεση, και μάλιστα τόσο, ώστε ούτε τα τραύματα να μην αισθάνομαι.
ΣΤ'
Μετά απ' αυτά ο τύραννος επιχειρούσε πάλι να τον μεταπείση και προσπαθούσε να δελεάση τον αθλητή να αρνηθή την πίστη του, υποσχόμενος αγαθά και κατηγορώντας όχι εκείνον, αλλά τους μάρτυρες του Χριστού ως υπεύθυνους για τα βασανιστήρια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε υποστεί. Μόλις όμως είδε ότι ο άγιος μάλλον τον περιγελούσε για την πανουργία και τα σοφίσματά του, άναψε ακόμη περισσότερο από οργή και διατάζει να κρεμάσουν και πάλι τον Ούαρο στο ξύλο του βασανισμού και με σιδερένια νύχια να τον ξεσκίζουν. Και ενώ, καθώς ξεσκιζόταν το σώμα του μάρτυρος, οι περισσότερες σάρκες του έπεφταν στη γη και από το αίμα που ανάβλυζε από το σώμα του βαφόταν κόκκινο το έδαφος, ο ενάρετος Ούαρος διατηρούσε την ηρεμία του, σαν να μην υπέφερε καθόλου, αλλά η ψυχή των αγίων υπέφερε φοβερά και τα σπλάγχνα τους σπαράσσονταν που έβλεπαν να βασανίζεται ο αδελφός τους. Γι' αυτό, μη υποφέροντας και τη σκληρότητα του δικαστού, είπαν:
› Γιατί δεν καταλαβαίνεις, αγριώτερε κι απ' αυτά τα θηρία, ότι ακόμα και οι πέτρες και το σίδερο θα λύγιζαν από τα τόσα χτυπήματα;
Εκείνος όμως ούτε μ' αυτά τα λόγια στάθηκε δυνατό να μαλακώση και σαν να έπαιρνε το πράγμα στ' αστεία, είπε:
› Ο Χριστός ο δικός σας, ας έρθη να τον βγάλη από τα χέρια μας
μη γνωρίζοντας ο ανόητος ότι το να μπορή να υποφέρη αυτά τα βασανιστήρια μεγαλόψυχα έδειχνε ότι Εκείνος (ο Χριστός) και παρών ήταν και τον ελευθέρωνε και του έδινε τη δρόσο του σα βάλσαμο για τις οδύνες του.
Ο μακάριος πάλι, ενώ του καταξέσχιζαν τις σάρκες, είπε:
› Δεν θα ήθελα να απαλλαγώ απ' αυτά τα βασανιστήρια που διαρκούν προσωρινά, και μακάρι ο Χριστός μου να με λυτρώση από εκείνα που διαρκούν αιώνια, ενώ εσένα και την αγριότητά σου θα καταδικάση όπως σου αξίζει.
Ζ'
Θέλοντας να εκδικηθή με έργα αυτά τα λόγια ο δικαστής διέταξε να μπήξουν τα ακονισμένα μαχαίρια στα σπλάγχνα του μάρτυρος λέγοντας: «Ας δη ο καταραμένος να χύνονται σα νερό μπροστά στα μάτια του τα σωθικά του». Αλλά τον μάρτυρα του Χριστού ούτε η πίκρα αυτού του βασανισμού πέτυχε να τον κάνη να υποχωρήση κάπως από την απόφασή του να υποφέρη για το Χριστό ούτε να ξεστομίση κάποιο λόγο ανάρμοστο σε γενναίο άνδρα ή από φόβο να δείξη ότι κάνει κάποια μικρή ή μεγαλύτερη υποχώρηση. Τουναντίον δυνάμωνε ο έρωτάς του για το Χριστό και απαντώντας στους ολοένα βαρύτερους βασανισμούς με βαρύτερες απαντήσεις έκανε το δικαστή να τον χτυπά.
Είπε:
› Εσύ βέβαια πονηρέ υπηρέτη των πονηρών δαιμόνων και μισάνθρωπε, που βίαια αντιτίθεσαι στους αγαθούς, ίσως μπορέσης να βγάλης έξω τα σπλάγχνα μου, δε θα καταφέρης όμως να αποσπάσης και να αφαιρέσης από την καρδιά μου την πίστη στο Χριστό.
Οι άγιοι πάλι, όταν αντίκρυσαν τα σπλάγχνα του μάρτυρος διαλυμένα και σκορπισμένα στο έδαφος, δάκρυσαν από αγάπη για το συνάνθρωπο και από μεγάλη συμπόνια και επικαλούνταν τη βοήθεια του Χριστού, υπέρ του οποίου εκείνος υπέφερε αυτά τα μαρτύρια. Σ' αυτούς όταν έριξε το βλέμμα ο δικαστής και είδε τα δάκρυα στα μάτια τους, σημάδι της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο ή καλύτερα της αγάπης προς τον αδελφό, σα να γέμισε από κάποια ευχαρίστηση είπε δυνατά:
› Νικηθήκατε πέρα για πέρα, νικηθήκατε. Γιατί αν μπορούσε ο Θεός σας να σας χαρίση αυτή την αιώνια ζωή που φαντάζεστε, για ποιο λόγο θρηνείτε έτσι για το φίλο σας που έχει άσχημο τέλος;
Εκείνοι τότε του απάντησαν:
› Αυτή η σταγόνα των δακρύων φανερώνει τη φυσική συμπάθεια. Γιατί εμείς ποτέ με τη θέλησή μας δε θα κλάψουμε τον αδελφό που τελειώνει τη ζωή του με τέτοιο θάνατο. Τουναντίον μάλλον τον θεωρούμε αξιομακάριστο και αξιοζήλευτο για το τέλος του, γιατί με αυτό τον πρόσκαιρο βασανισμό απέκτησε την αιώνια βασιλεία. Δε θρηνούμε λοιπόν αυτόν, όπως είπαμε, αλλά μάλλον εσένα για την απώλεια και για όσες τρομερές ανταποδόσεις πρόκειται να κληρονομήσης. Γιατί του Χριστού νόμος είναι να κλαίμε και για σας τους εχθρούς μας, όπως θεσπίζει η αγάπη και η φιλανθρωπία.
Η'
Και ενώ ακόμη έλεγαν αυτά οι άγιοι, τους οδηγούσαν και πάλι στη φυλακή, μέχρις ότου ο δικαστής αποφασίση σε ποια βασανιστήρια θα τους παραδώση. Ο δε μακάριος Ούαρος παρέμενε κρεμασμένος πάνω στο ξύλο, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί να παραμένη μετέωρος μέχρι να παραδώση και την ψυχή του. Μόλις όμως είδε τους αγίους να τους οδηγούν δεμένους και με κουστωδία στη φυλακή, φώναξε με δυνατή φωνή:
› Σταθείτε γενναίοι, πατέρες μου, σταθείτε γενναίοι... Εγώ καθόλου δε λογαριάζω τις ποινές που μου επιβάλλουν, αλλά εμένα εμπιστευθείτε με στο Χριστό μου και Σωτήρα, και με ακλόνητη πεποίθηση θα πορευθώ σ' Εκείνον ασφαλισμένος με τις δικές σας προσευχές.
Αφού λοιπόν επί πέντε ώρες υπέμεινε γενναία το μαρτύριο, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό που του το είχε εμφυσήσει. Οι βασανιστές του όμως ούτε τότε τον άφησαν ήσυχο, επειδή νόμιζαν ότι ακόμα ζει, αλλά, σαν τα κοράκια, τον βασάνιζαν και μετά το θάνατό του. Όταν όμως και αυτοί και ο τύραννος διέκριναν με βεβαιότητα ότι ο Ούαρος ήταν νεκρός, κατέβασαν το νεκρό και, αφού τον έσυραν δια μέσου της πόλεως, οι σκύλοι στα σκυλιά τον παρέδωσαν να τον κατασπαράξουν.
Ο Ούαρος λοιπόν τέτοιο και τόσο μακάριο τέλος είχε.
Την επόμενη μέρα ο μιαρός φονιάς, επειδή δεν κατάφερε να πείση τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου, -γιατί ήθελε και έκανε το παν να φανή νικητής με το να μεταπείση αυτούς που ήταν τόσο σταθεροί-, μετά από πολλές και διάφορες τιμωρίες, τους καταδίκασε σε θάνατο δια ξίφους. Όταν λοιπόν οι μάρτυρες με χαρά και προθυμία έφτασαν στην τελείωση, κάποιοι Χριστιανοί σήκωσαν νύχτα κρυφά τα ιερά τους λείψανα και με σεμνή τελετή τα εναπέθεσαν σε επιφανή τόπο.
Θ'
Κατά την άθληση του μάρτυρος Ουάρου λοιπόν, κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Κλεοπάτρα, που καταγόταν από την Παλαιστίνη, και που είχε εναποθέσει στο Θεό μόνο την ελπίδα της, βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και αντικρύζοντας τα βαριά εκείνα βασανιστήρια που υπέστη ο μάρτυρας εξ αιτίας της πίστης του στο Χριστό, υπέφερε κατάκαρδα και ένιωθε μεγάλη λύπη και καθώς επανέφερε στη μνήμη της το μαρτύριό του, παρακαλούσε το Θεό, αφιερώνοντας το χρόνο της σε νηστείες και προσευχές, να πληροφορηθή τί κληρονόμησε ο μάρτυρας στην άλλη ζωή.
Αυτή πήρε μαζί της το παιδί της, που ήταν μικρό, και μαζί με άλλους πήγε νύχτα στο μέρος όπου είχε ριφθεί το νεκρό σώμα του μάρτυρος. Το σήκωσε, το αρωμάτισε με πολύτιμα αρώματα, το έντυσε με λαμπρή φορεσιά και, επειδή έπνεε σφοδρός ο κλύδωνας της ασέβειας και τα δεινά απειλούσαν τη ζωή της, φοβούμενη να δείξη φανερά την ευσέβειά της, απέθεσε το νεκρό του μάρτυρος με σεβασμό κάτω από την κλίνη της, αφού μετέφερε όσο χώμα ήταν αρκετό για την πρόχειρη ταφή διατηρώντας με ευλάβεια αναμμένη ακοίμητη κανδήλα και απονέμοντάς του τιμή, όπως μπορούσε, με θυμιάματα.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ασέβεια των ειδωλολατρών υποχωρούσε, σκέφτηκε να αφήση την ξένη χώρα και να επιστρέψη στην πατρίδα της. Επειδή όμως δεν της επιτρεπόταν να μεταφέρη το νεκρό σώμα του μάρτυρος, αν δεν το δήλωνε προηγουμένως στον έπαρχο, αφού τακτοποίησε όπως έπρεπε όλες τις διατυπώσεις που σχετίζονταν με το νεκρό με τη βοήθεια κάποιου που συγκαταλεγόταν στους ρήτορες, προσέρχεται στο διοικητή της περιοχής, που κρυφά τον πλησίασε με χρήματα και τον παρακαλούσε να της επιτρέψη να κηδεύση το νεκρό. Και εξηγώντας ποιος είναι ο νεκρός και ποιος ο τρόπος του θανάτου του, έλεγε ότι ο άνδρας της, ο οποίος κατείχε τα πρωτεία στο στράτευμα έχοντας διακριθεί, αφού έστησε πολλές φορές λαμπρά και περιφανή τρόπαια κατά των εχθρών και καυχιόταν για τα πολλά του ανδραγαθήματα εναντίον τους, είχε φύγει απ' αυτή τη ζωή, χωρίς να αξιωθή να ταφή όπως του ταίριαζε. Είπε:
› Αυτού το σώμα εγώ σφοδρά επιθυμώ να το μεταφέρω στην πατρίδα.
Υποχωρεί λοιπόν ο διοικητής της επαρχίας στο αίτημά της και της επιτρέπει να κάνη αυτό που ζητούσε. Κι εκείνη το νεκρό του συζύγου της, ο οποίος είχε πολύ νωρίτερα αποβιώσει σε ξένη χώρα, παρέδωσε σε μνήμα μέσα στο οποίο έβαλε σκόνη.
Ι'
Τότε τον νεκρό του μάρτυρος τον σήκωσε, αφού και πάλι τον αρωμάτισε με μύρα και τον εστόλισε με λαμπρότερη φορεσιά και, για να μην καταστή δυνατό να το μάθη αυτό κανένας Χριστιανός, τον εναπέθεσε σε ένα περιτύλιγμα από μαλλί3 και τον έκρυψε εκεί, γιατί στην αρχή φοβόταν τη μανία των εθνικών, αργότερα όμως πολύ περισσότερο τη θέρμη των ευσεβών, οι οποίοι θεωρούσαν, όπως ήταν φυσικό, σπουδαιότατο έργο να σηκώνουν τα λείψανα εκείνων που μαρτύρησαν για το Χριστό και αμιλλώντο με το μεγαλύτερο ζήλο γύρω από αυτά, έφτασε στην Παλαιστίνη.
Όταν λοιπόν έφθασε εκεί, σε κάποια κώμη που βρισκόταν κοντά στο Θαβώρ και ονομαζόταν Έδρα ενταφιάζει το άγιο σώμα του μάρτυρος με όλες τις τιμές, και λαμπάδες ανάβοντας και καίοντας πολλά θυμιάματα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να προσέρχεται στη σωρό, γιατί αυτό ήδη είχε μαθευτεί παντού και όλους να σπεύσουν τους καλούσε η ευωδία των χαρισμάτων του, και όσοι κατατρύχονταν από κάποια βαριά ασθένεια ή όσοι βασανίζονταν από την ενέργεια πονηρού πνεύματος όλοι μόλις έφθαναν στη σωρό αμέσως απαλλάσσονταν από εκείνα που τους ενοχλούσαν, σχημάτισε τη γνώμη η φιλομάρτυς ότι έπρεπε να ανεγείρη και σεπτό ναό προς τιμήν του μάρτυρος. Επειδή λοιπόν είχε αφοσιωθεί στο να ανεγείρη το ναό με μεγάλη πολυτέλεια, επιθυμώντας να αποδώση μεγάλες τιμές στο μάρτυρα, -ποιες χάρες, ποια ώρα καλή της χαμογελούσε- ένιωσε να πλημμυρίζη από χαρά, γιατί η ψυχή χαίρεται όταν φροντίζη για κάτι καλό, από τη μια γιατί εκ φύσεως το αγαθό προξενεί χαρά σε όσους το εργάζονται, επειδή έχουν την καλή μαρτυρία της συνειδήσεως, από την άλλη επειδή ελπίζουν σε κάποια ανταπόδοση. Στέλνει λοιπόν χρήματα σ' αυτούς που είχαν την εξουσία ζητώντας τους να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Πράγματι αμέσως της εστάλησαν βασιλικές επιστολές, που απένεμαν στο γιο της το αξίωμα που ζητούσε.
ΙΑ'
Εκείνη λοιπόν ανέβαλε προς το παρόν την τελετή απονομής, επειδή είχε επιδοθεί με μεγάλη επιμέλεια στην ανέγερση του ναού. Όταν όμως ο ναός, που είχε ανεγερθεί προς τιμήν του μάρτυρος, αποπερατώθηκε, συγκάλεσε όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους της επαρχίας στα εγκαίνια του ναού. Συγκάλεσε επίσης και όσους από τους μοναχούς έλαμπαν με την ενάρετη ζωή τους και, αφού έβγαλε το ιερό σώμα του μάρτυρος από το φέρετρο, το απέθεσε με λαμπρότητα σε πολυτελή νεκρική κλίνη. Εκεί επάνω τοποθέτησε επίσης και τη χλαμύδα και τη ζώνη του αξιώματος την οποία επρόκειτο να φορέση το παιδί της, θέλοντας να ευλογηθούν πρώτα απ' όσους είχαν συγκεντρωθή εκεί και κατόπιν εκείνος και τα δύο να τα φορέση.
Έπειτα, αφού ανέπεμψε ολονύκτια δοξολογία μαζί με όλο το πλήθος, η ίδια και ο γιος της πλησίασαν πρώτοι το σώμα του μάρτυρος και μεταφέροντάς το το εναπέθεσαν με ιεροπρέπεια στο ιερό θυσιαστήριο του ναού. Και στη συνέχεια η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα, ικετεύοντας με θέρμη και με δάκρυα, ζητούσε με πίστη από το μάρτυρα καθετί καλό για το παιδί της και για κείνη.
Μετά τη θεία λειτουργία, που τελέσθηκε με λαμπρότητα, φιλοξένησε όσους είχαν συγκεντρωθεί εκεί παραθέτοντας πλούσιο και λαμπρό τραπέζι και τα σχετικά με αυτή τη διακονία τα ανέλαβαν η ίδια και ο γιος της. Είχε μάλιστα δώσει εντολή η μητέρα στο παιδί να μη φάη και να μην πιη τίποτα πριν τελειώση η συνεστίαση.
Έτσι τελείωσε το δείπνο και η μέρα έφευγε πια, όμως αυτό που πρόκειται να λεχθή θα ταράξη και την ακοή και την ψυχή των ολιγοψύχων, αλλά και θα κινήση σε δοξολογία τη γλώσσα εκείνων, που όσο είναι εφικτό γνωρίζουν τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός και τη θαυμαστή πρόνοια της μεγάλης του σοφίας, και θα αποδεχθούν το γεγονός, λόγω της ωφέλειας που προέκυψε από αυτό.
Όταν λοιπόν έφθασε το βράδυ, το παιδί, κατάκοπο, ξάπλωσε στο κρεβάτι του. η μητέρα του όμως, αφού το φίλησε τρυφερά στα μάτια, του έλεγε:
› Σήκω, παιδί μου και έλα να φας με τη μητέρα σου. Γιατί πώς θα κοιμηθής καλά, κουρασμένος και νηστικός;
Αλλά εκείνος, επειδή είχε υψηλό και οξύ πυρετό δεν μπορούσε ούτε να απαντήση στη μητέρα του. Τότε εκείνη είπε:
› Αλήθεια, εγώ δεν θα γευθώ τροφή ή κάτι άλλο, αν προηγουμένως δεν δω πώς θα εξελίχθη η κατάσταση του παιδιού μου.
Καθόταν λοιπόν άυπνη δίπλα - στο παιδί και δροσίζοντας όσο ήταν δυνατόν τη φλόγα της αρρώστιας ή μάλλον ανάβοντας περισσότερο τη φωτιά στα σπλάχνα της, κατά τα μεσάνυχτα, (ποιες είναι οι βουλές του Υψίστου!) βλέπει το γιο της, νικημένο από την αρρώστια, να κείτεται νεκρός, άφωνος και άπνους.
IB'
Μόλις λοιπόν συνειδητοποίησε αυτό το πικρό γεγονός, στην αρχή πέφτει στη γη από τον ίλιγγο που ένιωσε και έχασε τη φωνή της, γιατί η ξαφνική λύπη είχε δέσει τη γλώσσα της. Έπειτα, όταν λιγάκι συνήλθε και λίγο ανένηψε, σηκώνοντας στους ώμους το νεκρό σώμα του παιδιού της, έρχεται στο ναό που έχτισε προς τιμήν του μάρτυρος, και φέροντάς το στο ιερό θυσιαστήριο το αποθέτει εκεί και τραβώντας τα μαλλιά της θρηνούσε λέγοντας στο γιο της:
› Έχασα, γιε μου, την ελπίδα που είχα σε σένα. αλλοίμονο, παιδί μου, αλλοίμονο, λουλούδι μου, που μαράθηκες τόσο αξιοθρήνητα πριν την ώρα σου! Αλλοίμονο! γιατί βλέπω το τέλος σου εγώ, που είχα την ελπίδα να γηροκομηθώ από σένα. Έτσι μου ανταποδίδεις, πολυαγαπημένε μου, όσα έκανα για να σε αναθρέψω; Τέτοιους καρπούς ήλπιζα να δρέψω η δύστυχη; Με ποιο στόμα, με ποια γλώσσα θα μιλήσω για σένα, με ποια μάτια θα σε κλάψω; Μακάρι να είχα δει το δικό μου θάνατο αντί για το δικό σου και να με είχαν θάψει τα αγαπημένα χέρια του παιδιού μου. Μακάρι εγώ η ίδια να κειτόμουν νεκρή και μετά το θάνατό μου να με τιμούσες με τις προόδους σου. Γιατί έτσι εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη. Έτσι βέβαια και σε μένα θα εύρισκε εφαρμογή αυτό που πατροπαράδοτα ισχύει.
ΙΓ'
Έτσι έλεγε και προσπέφτοντας πάλι στέναζε και συνομιλούσε με το σώμα του μάρτυρος, σα να ήταν ακόμη ζωντανό:
› Ποια τόσο μεγάλη αδικία κάναμε, μάρτυρα του Χριστού, ώστε να πέσωμε σε τέτοια πικρή συμφορά; Δεν άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα και δεν προτίμησα την εκφορά του δικού σου σώματος; Δεν σου έχτισα ναό εκ θεμελίων; Δεν πρόσφερα, αν μη τί άλλο, την προαίρεση της ψυχής μου; Τί τα ήθελα αυτά; Τί το καλό ζητούσα προσφέροντάς τα, αν όχι τη σωτηρία του παιδιού μου; Όχι να παραμείνη κοντά σ' αυτή που τον γέννησε μέχρι τα βαθιά γεράματα; Αλλοίμονο, πόσο γελάστηκα στις ελπίδες μου, τί περίμενα και τί είδα! Αλλά, μάρτυρα του Χριστού, ή δώσε μου πίσω το γιό μου, όπως ο Ελισσαίος στη Σωμανίτιδα, ή μη μου αρνηθής το θάνατο που θα με λυτρώση, αλλά κάνε εγώ που τόσο κακότυχα γέννησα και ανάθρεψα ένα γιό, μαζί του να αναχωρήσω για την άλλη ζωή.
Στο διάστημα που η Κλεοπάτρα πικρά έκλαιγε το γιο της και έκανε τους παρευρισκομένους να τη σπλαγχνίζονται για το κακό που τη βρήκε και να θαυμάζουν την άβυσσο των βουλών του Υψίστου, χωρίς να το καταλάβη την πήρε για λίγο ο ύπνος και αναμφίβολα της εμφανίστηκε ο γιος της μαζί με τον μάρτυρα. Δηλαδή της φαινόταν ότι έβλεπε τον αθλητή να στέκεται και να έχη στην αγκαλιά του σαν δικό του γιο το γιο της, η περιβολή δε και των δύο ήταν υπερκόσμια και λαμπρότατη και τα κεφάλια τους τα στόλιζαν ωραιότατα στεφάνια. Και τα στεφάνια θα έλεγες ότι είχαν θεϊκή ομορφιά και απερίγραπτη με λόγια ωραιότητα.
ΙΔ'
Φαινόταν λοιπόν ο μάρτυς να λέη:
› Γιατί δεν χαίρεσαι, γυναίκα, αλλά την καρδιά σου κατατάραξε φοβερή λύπη; Μήπως λοιπόν είμαι τόσο αγνώμονας εγώ και τίποτα απ' όσα έκανες δεν καταλαβαίνω ή δεν ανταπέδωσα λαμπρότατα τις τιμές; Δε βλέπεις ποια δόξα έχει αξιωθεί ο γιος σου; Ποια χάρη λάμπει ολόγυρά του; Γιατί λοιπόν δεν αφήνεις αυτή τη λύπη και δεν περνάς στη γαλήνη; Αλλ' αν σου φαίνεται απαραίτητο, ας πλησίαση ακόμα περισσότερο ο γιος σου και κοίταξέ τον προσεκτικά για να μάθης και συ από μόνη σου σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
Έτσι είπε και έμοιαζε να φωνάζη το παιδί λέγοντας:
› Πλησίασε, παιδί μου, στη μητέρα σου, ώστε να δη σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι και να παρηγορήσης τα πολλά δάκρυά της.
Αλλά το παιδί περισσότερο κρεμόταν από το μάρτυρα, μη θέλοντας καθόλου να τον αφήση ούτε να πάη στη μητέρα του. Αλλά έλεγε προβάλλοντας αντίσταση:
› Φύγε, μητέρα, φύγε και πήγαινε στο σπίτι σου και μην παραδίδεσαι σ' αυτούς τους θρήνους. Γιατί θεωρώ εξίσου παράλογο να προτιμήση κανείς το θάνατο από τη ζωή και τη λύπη από την ατέρμονη ευδαιμονία, με το να προτιμήση την πρόσκαιρη ζωή από την αιώνια.
Όταν άκουσε η μητέρα αυτά τα λόγια από το παιδί της, σα να σταμάτησε το θρήνο και θερμά παρακαλούσε το μάρτυρα να την παραλάβη και εκείνη μαζί με το παιδί της, ώστε να παρηγορηθή με εκείνα που έβλεπε. Αλλ' εκείνος την προέτρεπε ν' ακολουθήση μάλλον την οδό που οδηγεί στη σωτηρία και τέλος, αφού την ευλόγησε, αναχωρούσαν μαζί με το παιδί της στη δική τους κατοικία, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια της.
ΙΕ'
Εκείνη, λοιπόν, αμέσως μόλις ξύπνησε και επανέφερε στο νου της ποια ψυχική αγαλλίαση ένιωσε κατά την παρουσία του μάρτυρος και του παιδιού της, άρχισε να τα διηγήται με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση στους παρόντες. και οι ψυχές όλων γέμισαν από θαυμασμό για τα θαυμαστά που διηγόταν. Έπειτα εκείνη η μακαρία, αφού αρωμάτισε το περιπόθητο εκείνο σωματάκι του παιδιού της και το έντυσε λαμπρά, το απέθεσε δίπλα στο μάρτυρα και μαζί με τα συγγενικά και τα ιδιαίτερα φιλικά της πρόσωπα ανέπεμψε ολονύκτια ευχαριστία. Κατόπιν, αφού φρόντισε να τελεσθή και η μυστική θυσία όπως έπρεπε, προσκάλεσε σε λαμπρό δείπνο αυτούς που πήραν μέρος μαζί της στην ιερή υμνολογία. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε την κοσμική ζωή, σε θησαυροφυλάκια που δεν λεηλατούνται -εννοώ τους πεινασμένους- κατέθεσε όλο τον πλούτο της και αφού φόρεσε απέριττο χιτώνα, διακονούσε στον τάφο του μάρτυρος. Και ζούσε κατά τέτοιο τρόπο, με νηστείες και προσευχές, και τόσο εκάθαρε τον έσω άνθρωπο, ώστε κάθε Κυριακή να της εμφανίζεται ο μάρτυρας μαζί με το γιο της, με την ίδια περιβολή, με την οποία της είχε εμφανισθεί και παλαιότερα, παρηγορώντας τον πόνο της.
Το έβδομο έτος αφ' ότου άρχισε η αλλαγή της ζωής της προς το καλύτερο, όταν πια ήταν πλήρης ημερών του Πνεύματος, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης, έχοντας αφήσει παραγγελία το σώμα της να ταφή κοντά στο γιο της, ώστε αυτοί που κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο μνήμα και να ενταφιαστούν και ούτε η σκόνη τους να χωρισθή.
Είθε ο Θεός να δώση και σ' εμάς μαζί μ' αυτούς να πάρομε μέρος στη σωτηρία και να δούμε τη χώρα των ζώντων, γιατί σ' Αυτόν οφείλεται όλη η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων, ΑΜΗΝ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Μαξιμιανός Μάρκος-Αυρήλιος-Βαλέριος, επιλεγόμενος Ηρακλής, 250-310 μ.Χ. Συνάρχων του Διοκλητιανού. Το 285 μ. Χ. ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ. Το κράτος του περιελάμβανε την Αφρική, την Ισπανία και την Ιταλία, με πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα. Υπήρξε άγριος διώκτης του Χριστιανισμού.
2. Εβρ. 13, 14. «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
3. Η λατινική μετάφραση μεταφράζει το "εν τύλη ερέας" "in arca oleagina", σε κιβώτιο από ξύλο ελιάς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀποκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Πηγή: Ιερό Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Νεκρός για τον κόσμος Blog
Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή. (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς (ποὺ ἔμειναν στὴν Καισαρεία καὶ ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θὰ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καὶ οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἀνέβηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ ἀπὸ τὴν Καισαρεία μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καὶ κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιὸ μαθητὴ στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής! Νὰ ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τὸν ὁποῖο αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Λουκᾶ δίνει στὸν ἐκλεκτὸ Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τὸν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητὴ τὸν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχε μάλιστα καὶ σπίτι δικό του, στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μαθαίνουμε μόνο πὼς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στὴν Ταμασὸ ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες.
Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιὰ μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Θεωνᾶ στὴν Ρώμη γιὰ νὰ διευθετήσουν τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στὴν Ρώμη οἱ δυὸ φίλοι συνήντησαν μερικοὺς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πὼς κατέφυγαν ἐκεῖ μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς διδάχτηκαν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ λίγα ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ γνωρίσουν γι’ αὐτὴν περισσότερα. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ἔσπευσαν νὰ συντομεύσουν τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴν Ρώμη καὶ νὰ φύγουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὸ ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νὰ συναντήσουν ἐκεῖ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τους περισσότερα γιὰ τὸ ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς πόθος τους, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στὴν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυὸ φίλοι συναντήθηκαν μὲ τὸν «ἠγαπημένον μαθητήν», τὸν Θεολόγο Ἰωάννη καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιὰ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους τὴν Κύπρο. Ἦρθαν γιὰ νὰ σκορπίσουν καὶ ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιὰ ἀληθινὴ ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σὰν ἔφτασαν στὴν Κύπρο, μὲ μεγάλη χαρὰ πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καὶ Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρὸ καιροῦ καὶ ἀνέλαβαν σκληρὴ ὁδοιπορία, γιὰ νὰ φωτίσουν τὶς σκοτισμένες ψυχές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σὲ διάφορα μέρη νὰ τοὺς συναντήσει. Ἕνα πρωὶ οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τοὺς Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τὸν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νὰ γίνει σύντροφος καὶ βοηθός του.
Ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἀρχὴ οἱ δύο μαθητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικὲς ἐξορμήσεις μὲ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νὰ γίνει σὲ λίγο καιρὸ πηγὴ παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδος γιὰ τὶς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τὸ φλογερὸ κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπὸ τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ τὰ πολλὰ θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καὶ νέες ψυχὲς στὸν ἀριθμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἅγιο Μνάσωνα μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὅπου ἔμενε καὶ πῆγε στὴν πόλη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μὲ τὰ πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἀγανάκτησε γιὰ τὸ κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μὰ καὶ ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ψέλλισε:
› Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
Κι ἀφοῦ κοίταξε μὲ παράπονο τὰ λευκὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν στὸ μέσο, φώναξε:
›Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ διατάζω νὰ πέσεις καὶ νὰ συντριβεῖς.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ ναὸς γκρεμίστηκαν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα μὲ δάκρυα ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν στοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τὰ ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος δὲν τὰ ἔχασε. Μὲ τὸ θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ πλημμύριζε τὴν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τὰ μανιασμένα πλήθη, καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό τους. Μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ μιᾶς σταμάτησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ πόνο:
› Τὰ μάτια μας. Τὸ φῶς μας. Χάσαμε τὸ φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καὶ κάνε μας καλά.
Ὁ Ἅγιος στὶς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους σφραγίζοντας τὸν καθένα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὕστερα τοὺς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ζωὴ τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζὶ ἔμεναν στὴν ἀρχή. Στὸ ἴδιο σπήλαιο ποὺ χρησιμοποιόταν καὶ ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μὲ προθυμία τὸν βοηθοῦσε. Καὶ σὲ ὅλα του ἦταν πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στὸ ἱεραποστολικὸ ταξίδι ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στὴν Πάφο, ὁ Μνάσων τὸν ἀκολούθησε πρόθυμα καὶ πολὺ τοῦ συμπαραστάθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στὴν ἀκολουθία του, καθόλου δὲν ὑστέρησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τὴν Τροφίμη, τὴν μητέρα τοῦ Ἀετίου, ποὺ ἀπὸ τὴν βαθιὰ θλίψη της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορὰ ἀνέστησε ἀπ’ τὸν τάφο ἕνα πάλι νεκρὸ μὲ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν τὴν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τὸ στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, ποὺ μιὰ ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν στραγγαλίσει, γιὰ νὰ πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τὸ χέρι καὶ μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
› Ἄφησέ τον, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.
Ὁ δύστροπος ὅμως καὶ ἄνομος χρεώστης, ποὺ εἶδε τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ πλησιάζουν καὶ ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντὶ νὰ ἀφήσει τὸ δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νὰ τὸ πιέζει περισσότερο καὶ νὰ βλαστημᾶ τὸν Κύριο.
Στὶς ὕβρεις καὶ τὶς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καὶ ἄδικου Ἀλέξανδρου (ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης) ὁ Ὅσιος του εἶπε:
› Τὸ ἄνομο στόμα σου, ποὺ ὑβρίζει καὶ βλασφημεῖ τὸν δημιουργό, θὰ μείνει ἄλαλο καὶ κλειστό. Καὶ τὸ χέρι ποὺ ἐπιτίθεται καὶ ζητᾶ νὰ βλάψει τὸν ἀθῶο, θὰ ξηρανθεῖ.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του καὶ ἡ τιμωρία βρῆκε τὸν ἄνομο καὶ ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καὶ ξερός.
Τὸ θαῦμα κατατρόμαξε τοὺς παριστάμενους. Μερικοὶ μάλιστα ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ κάποιος Γελάσιος ποὺ ἐπίστευσε μὲ ὅλο τὸν οἶκο του καὶ βαπτίστηκε.
Τὸ παράδειγμά του μιμήθηκε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Μὲ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ἔβρεχαν τὰ ἐνδύματά του ζητοῦσε μὲ διάφορες κινήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε. Τὸν συγχώρησε, τὸν θεράπευσε καὶ στὸ τέλος τὸν βάπτισε.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα. Μερικὰ εἶναι καὶ τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» ποὺ ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νὰ πάει στὸ χωριὸ Πέρα, βρῆκε τὸν ποταμὸ κατεβασμένο μὲ πολὺ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καὶ εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τότε τὰ νερὰ στάθηκαν καὶ ὁ Ἅγιος πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καὶ τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καὶ πρόλαβε ναυάγιο. Σὲ καιρὸ ξηρασίας, προσευχήθηκε, καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καὶ ἔπεσαν εὐεργετικὲς βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ταμασοῦ τὸν δάσκαλο καὶ προστάτη του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἀτσαλένια θέλησή του, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του ἡ στρατιὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινὰ καὶ τὸ φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μὲ τὴν δράση του σ’ ὅλο τὸ βασανισμένο νησί.
Τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τὰ βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάει στὸν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τὸν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, στὶς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τὰ γήινα καὶ πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Στὸ ἄκουσμα τὸ θλιβερό του θανάτου του τὰ πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν πατέρα τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν γιὰ τελευταῖα φορὰ τὸ τίμιο λείψανό του. Τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν καὶ δαίμονες ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητὲς κήδευσαν τὸ ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμὸς τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπὸ τὸν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη δόξα, ποὺ διαλαλεῖ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ θυμίζει σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονται, μιὰ ἐποχὴ σκληρῶν ἀγώνων καὶ μαρτυρίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καταγωγή μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Εκατοντάδες πακιστανοί έκαναν θρησκευτική πομπή στο κέντρο της Αθήνας χωρίς να τηρούν κανένα μέτρο προστασίας και την ίδια ώρα οι «ειδικοί» κινδυνολογούν μόνο με τις Ορθόδοξες λιτανείες.
Έστω και αν δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να συναντηθούμε, σ΄ αγαπώ. Και λαχταρώ τη μέρα που θα σε δω. Πρέπει να είσαι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Η μητέρα μας σε αγαπούσε τόσο πολύ.. και ΠΟΤΕ δεν συγχώρεσε τον εαυτό της που σε άφησε να «φύγεις». Υπέφερε ως το θάνατό της για αυτήν την πράξη. Έστω και αν προσπαθούσε να μη κατακρίνει όσους έκαναν το ίδιο, αισθανόταν πάντα πως πρόσβαλε το Θεό ....
Ποια είναι η 37χρονη που εργαζόταν ως product manager στο Facebook - Ο ρόλος του μέσου κοινωνικής δικτύωσης στα αιματηρά επεισόδια στο Capitol Hill και ο Ζούκερμπεργκ
O άγιος Ισίδωρος ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη, κατά τις πρώτες επιδρομές των Τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη Μεγαλόνησο το 1669. Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου). Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, το 1956.
Την Άνοιξη του 1956, ο Βαφο-Δημήτρης (Φραγκιαδάκης Δημήτριος του Γεωργίου) μπακάλης και ιεροψάλτης του χωριού είδε στον ύπνο του ένα παπά να του λέει να πάει και να σκάψει στον περίβολο του παλιού δημοτικού σχολείου σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να τον «βγάλει» από εκεί. Του είπε δε ότι ήταν παπάς και τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί μαζί με τα δυο παιδιά του, την Ειρήνη και το Γεώργιο. Ο Βαφο-Δημήτρης τον ρώτησε πως τον λένε και πήρε την απάντηση παπα-Τσιτέρη.
Το όνομα ο Βαφο-Δημήτρης το έγραψε σε μια κούτα παπούτσια (ελβιέλες) και κοιμήθηκε ξανά. Σε λίγο ήρθε πάλι ο παπάς και του είπε «ξύπνα να κάνεις αυτό που σου είπα». Πήγε πράγματι στο σημείο που του υποδείχτηκε και έσκαψε, και βρήκε ένα τάφο με τρεις σκελετούς, ενός ενήλικα και δύο παιδικούς:
«Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ὁ Ἱερέας Ἰσίδωρος, μέ τά κατά σάρκα τέκνα του μαρτύρησαν ἀπό τούς ὀθωμανούς, ἐντός τοῦ Ἱ. Ναοῦ ὅπου τελοῦσε τήν Θ. Λειτουργία. Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια τά πέταξαν καί ἀφοῦ τά περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς χριστιανοί τά ἐνταφίασαν παρά τούς πόδας τῶν σωμάτων τῶν μαρτύρων, ὅπως ἀκριβῶς βρέθηκαν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκταφῆς τους. Σήμερα ὑπάρχει μέρος τῶν ἱ. Λειψάνων, ἀφοῦ μιά ἀσεβής μοναχή ἔκλεψε τό μεγαλύτερο μέρος τους.»
Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου. Προς τιμή του μάρτυρος «Τσιτέριου» ανεγέρθηκε από τους Βαλιανούς ναός τον Σεπτέμβρη του 2003 στο όνομα «Αγ. Ισίδωρος ο νεομάρτυρας», κατά προτροπή του οικείου μητροπολίτη. Σήμερα υπάρχει μέρος των Ιερών Λειψάνων, αφού μιά ασεβής μοναχή έκλεψε το μεγαλύτερο μέρος τους.
Η μνήμη του Αγ. Ισιδώρου και των τέκνων αυτού καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 18 Οκτωβρίου.
Πηγή: (Μηνιαίο Περιοδικό του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Οκτώβριος 2013, Έτος Θ' - Τεύχος 138), Ιερός Ναός Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
Ο Λουκάς ήταν Ρωμαίος πολίτης, πράγμα που αποδεικνύει το ρωμαϊκό όνομά του, διότι μόνο Ρωμαίος πολίτης δικαιούνταν να έχει ρωμαϊκό όνομα. Το Λουκάς προέρχεται από την σύντμηση του λατινικού ονόματος Lucanus, Λουκανός. Το Lucanus παράγεται από το ουσιαστικό lux-lucis=φως και σημαίνει τον φωτεινό.
Υπήρξε κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, που μαρτυρείται από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, ευαγγελιστής και ιστορικός της. Έγγραψε το κατά Λουκά ευαγγέλιο και τις Πράξεις των αποστόλων, που είναι η πρώτη εκκλησιαστική ιστορία του Χριστιανισμού. Σαν ευαγγελιστής ασχολείται με τους πτωχούς και καταφρονεμένους, τους περιθωριακούς και αμαρτωλούς. Οι παραβολές του Ασώτου, του Τελώνου και Φαρισαίου, του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, του άφρονος πλουσίου, του Ζακχαίου, του καλού Σαμαρείτη και άλλες πολλές είναι αποκλειστικά δικές του. Είναι ο μόνος ευαγγελιστής που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Χριστού, όπως και με σημαντικές στιγμές της ζωής της Παναγίας. Σαν ιστορικός θεωρείται έγκυρος και αμερόληπτος. Στα κείμενα του υπάρχει ιστορική και γεωγραφική ακρίβεια· ως προς δε τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις που εξιστορεί υπάρχει θαυμαστή συναισθηματική ουδετερότητα.
Όταν χρησιμοποιεί την Παλαιά Διαθήκη, δεν υστερεί έναντι των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης που είναι όλοι τους Ιουδαίοι. Την γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζει τέλεια και τα ήθη και έθιμα των Ιουδαίων. Απ’ αυτό συνάγουν μερικοί θεολόγοι ότι πριν γίνει Χριστιανός ίσως ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. Δεν αποκλείεται όμως και ως εθνικός να γνώριζε τα της Παλαιάς Διαθήκης από προσωπική μελέτη και συναναστροφή με εξ Ιουδαίων αδελφούς Χριστιανούς.
Στην αγία Γραφή το όνομα του Λουκά αναφέρεται μόνο τρεις φορές, στις επιστολές του Παύλου. Ο ίδιος, απλός και ταπεινός όπως ήταν, δεν το αναφέρει ποτέ σε κανένα από τα συγγράμματά του. Αναφέρεται στον εαυτό του στις Πράξεις των αποστόλων, όμως μόνο αόριστα και σε πληθυντικό αριθμό μέσα από τη λέξη «ημείς» (Πρξ. 16,10-16· 20,5-28,31) με την οποία συμπεριλαμβάνει τον Παύλο και την συνοδεία του.
Οι περιπτώσεις που τον αναφέρει ο Παύλος είναι οι εξής:
α΄) «Ασπάζεται Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός» (Κολ. 4,14).
β΄) «Ασπάζεταί σε Επαφράς ο συναιχμάλωτός μου εν Χριστώ Ιησού, Μάρκος, Αρίσταρχος, Δημάς, Λουκάς οι συνεργοί μου» (Φιλημ. 23).
γ΄) «Λουκάς εστί μόνος μετ’ εμού» (Β΄ Τιμ. 4,11).
Από τα χωρία αυτά προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά για τον Λουκά. Από το α΄ προκύπτει ότι ο Λουκάς ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος, διότι εδώ ο Παύλος σαφώς κατατάσσει τον Λουκά στους Χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς (Επαφράς, Δημάς), γιατί πιο πάνω μιλώντας για τον Αρίσταρχο, τον Μάρκο και τον Ιησού (Ιούστο) αναφέρει ότι ήταν «οι όντες εκ περιτομής» (πρβλ. Κολ.4,10-11). Επίσης προκύπτει ότι ήταν μορφωμένος και μάλιστα επιστήμονας γιατρός και μάλιστα λίαν αγαπητός. Από το β΄ και από άλλα πολλά χωρία προκύπτει ότι δεν ήταν απλώς ο ιατρός της συνοδείας του Παύλου αλλά και στενός συνεργάτης του. Και από το γ΄ προκύπτει ότι ήταν ο πιο πιστός ακόλουθός του, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ενώ άλλοι συνεργάτες του λιποτάκτησαν.
Ο αρχαίος εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Νεώτεροι ιστορικοί και ερμηνευτές λένε ότι μπορεί να καταγόταν από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, επειδή εκεί τον άφησε ο Παύλος ως επίσκοπο για επτά χρόνια, να διοργανώσει την Εκκλησία. Η πρώτη όμως άποψη είναι η επικρατέστερη.
Υπάρχει η θεωρία από μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς ότι ήταν από τους 70 μαθητές του Κυρίου και μάλιστα ο ένας από τους δύο συνοδοιπόρους του Χριστού καθώς βάδιζαν προς Εμμαούς (Λκ. 24, 13,35). Πάντως την θεωρία αυτή δεν την υποστηρίζουν όλοι οι πατέρες και οι γνώμες τους διίστανται.
Υμνογράφοι όπως ο Λέων ο Σοφός, ο Χριστόφορος ο Πατρίκιος και ο Θεοφάνης ο Γραπτός υπέλαβαν ότι ο συμπορευόμενος μετά του Κλεόπα μαθητής ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής, ο οποίος από ταπείνωση δεν φανέρωσε το πρόσωπό του, όταν εξιστόρησε το γεγονός στο ευαγγέλιό του. Αυτή η γνώμη έχει υπερισχύσει και διατηρείται ζωντανή μέσα στην ορθόδοξη υμνολογία, όπως φαίνεται από τους ακόλουθους ύμνους.
«Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα, και τω Λουκά συνώδευσεν, οις περ και επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλων τον άρτον· ων ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει, εν τη οδώ, και Γραφαίς ηρμήνευεν, α υπέστη· μεθ’ ων, Ηγέρθη, κράξωμεν, ώφθη τε και τω Πέτρω.» (Εξαποστειλάριον Ε΄)
«Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ! Πως Πέτρω μεν τοις οθονίοις μόνοις έδωκας εννοήσαι σου την ανάστασιν, Λουκά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλεις, και ωμιλών ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς. Διό και ονειδίζη, ως μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, και μη μετέχων των εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ’ ο πάντα, προς το του πλάσματος συμφέρων οικονομών, και τας περί σου προφητείας ανέπτυξας, και εν τω ευλογείν τον άρτον εγνώσθης αυτοίς, ων και προ τούτου αι καρδίαι προς γνώσίν σου ανεφλέγοντο· οι και τοις μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς, εκήρυττόν σου την ανάστασιν, δι’ ης ελέησόν ημάς.» (Εωθινόν Ε΄ όρθρου Κυριακής, ήχος πλ. Α΄)
«Έγνωμεν εκ των λόγων των σων, καθάπερ έφης, την των λόγων ασφάλειαν, ων έθου ενθέως, μύστα· επείπερ γράψαι ημίν περί των πραγμάτων επεχείρησας, ων πεπληροφόρησαι και καθώς σοι παρέδωσαν οι πριν αυτόπται, ων και συ ίσος γέγονας υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον, μετά την ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες. Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον.» (Στιχηρόν προσόμοιον, ήχος πλ. Α΄)
Μεγάλοι όμως πατέρες όπως ο άγιος Χρυσόστομος (στον α΄ λόγο του στις Πράξεις και στην δ΄ ομιλία του στο κατά Ματθαίον), ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (στην αρχή της ερμηνείας στο κατά Λουκάν) κ. ά., λέγουν ότι ο Λουκάς δεν υπήρξε αυτόπτης και μαθητής του Κυρίου αλλά μαθητής του αποστόλου Παύλου από το κήρυγμα του οποίου πίστεψε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή του και ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρις συμφωνούν με τη γνώμη των τελευταίων.
Αλλά εκτός των μεγάλων αυτών πατέρων και διδασκάλων, ο ίδιος ο Λουκάς στον πρόλογο του ευαγγελίου του, λέγει ότι γράφει όπως και άλλοι πολλοί «καθώς παρέδοσαν ημίν οι αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου». Επίσης στην προς Εβραίους η οποία ως νόημα και διδαχή είναι του Παύλου αλλά ως συγγραφή είναι του Λουκά λέγεται «πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι υπό του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη» (Εβρ. 2,3). Άρα δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος ο ίδιος.
Ας σταθούμε στους χαρακτηρισμούς που προκύπτουν από το λατινογενές όνομά του και από όσα γράφει ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του που προαναφέραμε.
Α΄. Εθνικός και μάλιστα Ρωμαίος πολίτης. Είναι ο μόνος συγγραφέας των βιβλίων της αγίας Γραφής που ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος. Στο ευαγγέλιό του, που είναι για τους Χριστιανούς που κατάγονται από τους εθνικούς, ανάγει την γενεαλογία του Χριστού μέχρι τον Αδάμ, τον γενάρχη όλης της ανθρωπότητας, ενώ ο Ματθαίος που γράφει για τους Χριστιανούς εξ Ιουδαίων την ανάγει μέχρι τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων. Με τη γενεαλογία του αυτή διακηρύττει ότι ο Χριστός, σαν άνθρωπος, δεν ανήκει μόνο στους Εβραίους αλλά σε όλους τους ανθρώπους. Για την Αντιόχεια, που κατά την εγκυρότερη γνώμη ήταν ο τόπος καταγωγής του, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκθέτει πως διαδόθηκε το ευαγγέλιο, πως ιδρύθηκε η εκκλησία της και πως εδώ οι πιστοί ονομάσθηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί (Πρξ. 11,26). Για τους έξι από τους επτά διακόνους δεν αναφέρει καταγωγή. Για τον ένα που καταγόταν από την Αντιόχεια σημειώνει ότι ήταν προσήλυτος Αντιοχεύς (Πρξ. 6,5).
Β΄. Ιατρός. Ο Λουκάς είναι ο πρώτος χριστιανός επιστήμονας που γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Η ιατρική διδασκόταν στα πανεπιστήμια και θεωρείτο ισότιμη με την φιλοσοφία. Η Αντιόχεια που θεωρείτο η Αθήνα της Συρίας, «Συριάδες Αθήναι», είχε και πανεπιστήμια. Πιθανόν να σπούδασε και στην Αθήνα. Υπήρξαν οι μεγάλοι ιατροί Ιπποκράτης και Γαληνός των οποίων τα βιβλία θα μελέτησε ο Λουκάς. Σαν επιστήμονας χειριζόταν σωστά και με ακρίβεια την ελληνική γλώσσα και αυτό το μαρτυρούν τα συγγράμματά του, το ευαγγέλιο και οι Πράξεις των αποστόλων, όπως και η προς Εβραίους επιστολή, η οποία σαν νόημα και διδασκαλία είναι του Παύλου, αλλά -όπως υποστηρίζουν μερικοί ερμηνευτές- σαν συγγραφή είναι του μαθητού του, τού Λουκά. Από τις πληροφορίες που δίδει στις Πράξεις για τα ταξίδια του, τα δρομολόγια των πλοίων, τις καιρικές συνθήκες φαίνεται πολυταξιδεμένος και κοσμογυρισμένος.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων (27 & 28) ο Άγιος Λουκάς, ο αφοσιωμένος αυτός μαθητής του Αποστόλου Παύλου δίνει με ζωηρή και ακριβή περιγραφή την περιπετειώδη και επικίνδυνη αύτη θαλάσσια διαδρομή από την Καισαρεία μέχρι την αιώνια πόλη, την Ρώμη. Η Καισαρεία, η παραλιακή πόλη της Παλαιστίνης, από την οποία αποπλεύσανε δέσμιος ο Παύλος με τους συνεργάτες του, τον Λουκά και τον Αρίσταρχο απ' την Μακεδονία, και μαζί με 276 ακόμα συνταξιδιώτες, η Σιδώνα στην Φοινικική παραλία, τα Μύρα της Λυκίας, οι Καλοί Λιμένες στα νότια παράλια της Κρήτης, το προξενηθέν ναυάγιο του πλοίου, το νησί Μάλτα που παρέμειναν για τρεις μήνες, οι Συρακούσες της Σικελίας, το Ρήγιο και οι Ποτίολοι στην Κάτω Ιταλία υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού. Στην τελευταία αύτη πόλη βρήκαν και χριστιανική παροικία. Η εξιστόρηση του Ευαγγελιστού Λουκά προκάλεσε ανέκαθεν το ενδιαφέρον των ιστορικών, γιατί απ΄ αυτήν διδασκόμαστε πολλά για την ναυτιλία στους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γ΄. Αγαπητός. Όπως ο Χριστός είχε «μαθητήν ον ηγάπα» (Ιω. 13,23 ·19,26 ·21,7.20) τον Ιωάννη, έτσι και ο Παύλος είχε τον αγαπημένο του μαθητή, που δεν τον εγκατέλειψε και δεν τον πρόδωσε ποτέ. Από τότε που συναντήθηκαν στην Τρωάδα, όπως εξιστορούν οι Πράξεις των αποστόλων, ο Λουκάς βρισκόταν συνέχεια κοντά του. Μόνο για μια περίοδο επτά ετών χωρίσανε, που παρέμεινε ο Λουκάς στους Φιλίππους για ιεραποστολικούς λόγους και περίμενε τον Παύλο εκεί.
Δ΄. Συνεργός. Ο χαρακτηρισμός αυτός τιμά τον Λουκά ιδιαίτερα. Διότι με τα προσόντα και τις προϋποθέσεις που είχε σαν ιατρός, επιστήμονας, κοσμογυρισμένος, συγγραφέας θα μπορούσε να διαπρέψει στην κοινωνία και να κερδίσει δόξα, πλούτο, ακόμη και ψυχές για τον Χριστό. Αλλά ο Λουκάς, χωρίς κανένας να του το ζητήσει, διάλεξε να θάψει τον εαυτό του και την σταδιοδρομία του την επαγγελματική. Παραιτήθηκε από κάθε προσωπικό δικαίωμα και όνειρο, για ν’ αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη διακονία του Παύλου. Πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτό. Διότι στο διάβα της ιστορίας βρέθηκαν πολλές φορές άνθρωποι που θυσίασαν την περιουσία τους, την υγεία τους, την ζωή τους, τον εαυτό τους χάριν της Εκκλησίας, της πατρίδας, ή άλλων σπουδαίων σκοπών. Λίγες όμως φορές και πολύ σπάνια θυσίασαν το εγώ τους και την προσωπική τους προβολή. Η θυσία αυτή του Παύλου δεν έμεινε απαρατήρητη από το Θεό, ο οποίος τον αντάμειψε με την αιώνια προβολή και δόξα του συγγραφέως της Καινής Διαθήκης (ευαγγελιστού και ιστορικού), και τη δόξα του αποστόλου και συνεργάτη του Παύλου.
Αλλά ο Λουκάς ήταν ακόμα μαζί με τον Απόστολο Παύλο τόσο κατά την πρώτη φυλάκιση του, όσο και κατά την δεύτερη που αυτός υπήρξε μόνος μαζί με τον Απόστολο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αποστόλου Παύλου στην Ρώμη κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64 μ.Χ. ο Άγιος Λουκάς αφού πρώτα του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τους αυτόπτες μάρτυρες και Απόστολους έρχεται στην Αχαΐα της Πελοποννήσου για να γράψει εκεί το περίφημο Ευαγγέλιό του. Τις πλούσιες και πολύτιμες εμπειρίες του τόσων χρόνων, από αυτά τα Θαυμάσια και κοσμοσωτήρια που άκουσε και είδε θέλει να τα καταγράψει λεπτομερώς για να διασωθούν και να μείνουν αναλλοίωτα εις τους αιώνες .
Εκθέτει λοιπόν τα σχετικά κοσμοϊστορικά και ανθρωποσωτήρια γεγονότα , με μεθοδικότητα και με χρονολογική ακρίβεια, σαν επιστήμονας που ήτανε και άνθρωπος των γραμμάτων, και κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα, ώστε δικαίως να θεωρείται ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού. Αλλά εκτός απο την μεθοδικότητα και την χρονολογική ακρίβεια που υπάρχουν στο ιερό Ευαγγέλιό του, αυτό συμπληρώνει ακόμα και τα δύο προηγούμενα ιερά Ευαγγέλια, διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα σπουδαιότατα γεγονότα της Χριστιανικής Θρησκείας που δεν τα αναφέρουν στα ιερά κείμενά τους ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και ο Ευαγγελιστής Μάρκος.
Έτσι π.χ. αυτός διηγείται ζωηρότερα από τους άλλους την Γέννηση του Χριστού. Όταν διαβάζει κανείς από το Ευαγγέλιό του τα γεγονότα, νομίζει ότι βλέπει το Χριστό βρέφος, ξαπλωμένο στην φάτνη. Βλέπει τους ποιμένες να θαυμάζουν μπροστά στο μυστήριο της Θείας οικονομίας και τους Αγγέλους να ψάλλουν το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ...". Τις πληροφορίες αυτές ίσως να τις άκουσε από την Παναγία Μητέρα του Χριστού. Επίσης στο κείμενο των δύο υπέροχων βιβλίων του, γίνεται χρήση ιατρικών όρων και ιατρικών εκφράσεων, οι οποίες συνήθως βρίσκονται σε ιατρικούς συγγραφείς. Ολα αυτά δείχνουν ότι ο συγγραφέας αυτών των βιβλίων υπήρξε γιατρός. Και το Ευαγγέλιο του και τις Πράξεις των Αποστόλων ο Άγιος Λουκάς τα γράφει για χάρη κάποιου επίσημου προσώπου, του Θεόφιλου, τον όποίον ονομάζει "κράτιστον" και που [κατά μία άποψη] ήταν τότε ηγεμόνας της Αχαΐας.
Ο Θεόφιλος είχε κατηχηθεί στην χριστιανική θρησκεία από αποστολικούς άνδρες, της πρώτης χριστιανικής γενιάς. Είχε όμως ανάγκη για να στηρίξει και να εδραιώσει καλύτερα την πίστη του και από έγγραφες πηγές. Αυτές λοιπόν τις πηγές του τις προσφέρει ο Λουκάς πρώτα με το Ευαγγέλιο του, τον "πρώτον λόγον" όπως τον ονομάζει και αργότερα με το δεύτερο βιβλίο του προς τον Θεόφιλο, δηλαδή τις Πράξεις των Αποστόλων. Έτσι στην αρχή ο ηγεμόνας Θεόφιλoς και κατόπιν όλοι οι χριστιανοί εκείνης της εποχής, αλλά και μετέπειτα οι χριστιανοί όλων των αιώνων έμαθαν από τον Λουκά όλα τα θαυμάσια και εξαίσια που πραγματοποιήθηκαν από το Θεό για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους.
Oμως ο Άγιος Λουκάς δεν υπήρξε μόνον ο Ευαγγελιστής, αλλά και ο σπουδαίος Απόστολος, γιατί δεν αρκέστηκε μόνο να γράψει το ιερό Ευαγγέλιο του, αλλά θέλησε και να το κηρύξει με την ζωντανή παρουσία του σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Έτσι αφού ο Λουκάς κήρυξε πρώτα το Ευαγγέλιο στον Ελλαδικό χώρο όπως στην Αχαΐα, την Βοιωτία και την Μακεδονία, μετά πήγε σε μακρινά μέρη, όπως στην Δαλματία και την Γαλλία, μερικοί ακόμα υποστηρίζουν ότι πήγε και στην Ιταλία και την Αφρική.
Εκτός όμως από το θαυμάσιο συγγραφικό του έργο και την σπουδαία ιεραποστολική του δράση, ο Άγιος Λουκάς, είχε και ένα μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο, είχε μεγάλη κλίση προς την ζωγραφική. Πηγές που του έδιναν εμπνεύσεις στην ζωγραφική του τέχνη ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες της νέας αληθινής θρησκείας που τόσο τον είχε συγκλονίσει και τόσο πολύ είχε αφοσιωθεί ολόψυχα σ' αυτήν από την νεανική του ηλικία. Ο Σωτήρας Χριστός, ο λυτρωτής του κόσμου, που τόσο τον είχε αγαπήσει και είχε αφιερώσει την ζωή του σ' αυτόν, τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει τον καλό Ποιμένα Χριστό που φέρει στους ώμους του το απολωλός πρόβατο.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρείται ότι μαρτύρησε στην Θήβα της Βοιωτίας, όπου είχε έρθει για να κηρύξει το ευαγγέλιο μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου. Τον κρέμασαν σε μια ελιά όπως ιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αιών) στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Ο τόπος του μαρτυρίου του, κατά παράδοση, βρίσκεται στο σημερινό παλαιό νεκροταφείο των Θηβών (ανατολικά της πόλεως), η εκκλησία του οποίου είναι αφιερωμένη στον άγιο Λουκά. Μέσα στο ναό αυτό, στο δεξιό μέρος του ιερού, βρίσκεται αρχαία ρωμαϊκή λάρνακα, όπου είχε εναποτεθεί το άγιο λείψανο. Η αγία αυτή λάρνακα μυροβλύζει κατά καιρούς (π.χ. στις 22-12-1997) και είναι πολύ θαυματουργός. Υπάρχουν όμως και πληροφορίες άλλων συναξαριστών ότι κοιμήθηκε εν ειρήνη στην Θήβα ή ως επίσκοπος στην Αίγυπτο.
Το έτος 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Αγίου Κωνσταντίνου, έδωσε εντολή στον Άγιο Αρτέμιο, τον μεγάλο Δούκα της Αιγύπτου και Μάρτυρα, να μεταφέρει τα τίμια λείψανα του Αγίου Λουκά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το εικοστό έτος της βασιλείας του Κωνσταντίου, που πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου και κατέθεσαν αυτά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στα τίμια λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου. Σήμερα όμως το άγιο λείψανο του βρίσκεται στην Πάδουα της Ιταλίας, κοντά στη Βενετία.
Για το πώς έγινε η μεταφορά αυτή δεν υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις. Διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις εκ των οποίων οι επικρατέστερες είναι ότι επισυνέβη α) επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) ή β) κατά την περίοδο της εικονομαχίας (762-846 μ.Χ.). Επίσης υπάρχει και η άποψη μερικών ιστορικών ότι η μετακομιδή έγινε κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα του Claudio Belinatti, διευθυντή των ιστορικών αρχείων της Πάδουας, ο οποίος δηλώνει ότι η παρουσία των οστών μαρτυρείται στα αρχεία αυτής της πόλεως ήδη από το 1177 (πριν δηλ. την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ.), όταν το μολύβδινο φέρετρο, το οποίο εξ αιτίας των βαρβαρικών επιδρομών είχε κρυβεί στο κοιμητήριο του περιβόλου της Αγίας Ιουστίνης, μαζί με άλλα σώματα που φυλάσσονταν στην εκκλησία, επανευρίσκεται, καταγράφεται και επανατοποθετείται μέσα στον ναό.
Απομένει προς συμπλήρωση ένα μικρό κομμάτι του παζλ που προκύπτει από τη μελέτη της διαχρονικής πορείας των ιερών λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά. Το οστούν της δεξιάς ωλένης του Ευαγγελιστού, η απουσία του οποίου διαπιστώθηκε και από την Επιστημονική Επιτροπή της Πάδουας, διαφυλάχθηκε δια μέσου των αιώνων σε ένα ιστορικό μοναστήρι της περιοχής των Αγράφων της Ευρυτανίας, μακρινός «απόγονος» του οποίου είναι ο ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις, στο χωριό Κορίτσα – Κλειτσού του Δήμου Φουρνάς, του Νομού Ευρυτανίας.
Αν η «φήμη» του κειμηλίου της «χειρός» του αγίου Λουκά ήταν απλώς μια προφορική παράδοση, το γεγονός δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένης της «περίσσειας» και πλησμονής παρομοίων ευσεβών φημών για διάφορα λείψανα που έχουν έλθει μέχρι σε μας μέσω της Παράδοσης. Η περίσσεια αυτή, μαρτυρούμενη και από τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο και δικαιολογημένη από τα δύσκολα, σκληρά και πικρά χρόνια που πέρασε ο Ελληνικός Λαός κατά τη διάρκεια του μακραίωνα Οθωμανικού ζυγού δεν στερείται ιστορικής βάσεως και επιστημονικής στήριξης.
Στην περίπτωση μάλιστα του κειμηλίου που φυλάσσεται στον άγιο Νικόλαο τον Νέο στην Κορίτσα-Φουρνάς υπάρχουν έγγραφα ιστορικά ντοκουμέντα, έστω και σχετικά πρόσφατα, που ισχυροποιούν τον ιστό της προφορικής παραδόσεως ο οποίος τα συνοδεύει. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου (1341), ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β΄(1335-1338 & 1356-1359), γαμβρός του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, εξεστράτευσε εναντίον των Αλβανών που λεηλατούσαν τα χωριά του Δεσποτάτου (στο οποίο υπαγόταν και η Ευρυτανία μετά της περιοχής των Αγράφων). Αλλά σε μάχη παρά τον Αχελώο (1359 μ.Χ.) φονεύθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος έφερε μαζί του το ιερό κειμήλιο του Αγίου Λουκά και κατά την παράδοση ένας από τους ακολούθους του έφερε τον θησαυρό αυτόν στη Σταυροπηγιακή γυναικεία Μονή του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις στην Κορίτσα – Κλειτσού των Αγράφων.
Κατʼ άλλη εκδοχή το κειμήλιο μετέφεραν στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου του Νέου δύο μοναχές από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωσή της (1453) από τους Τούρκους. Ας σημειωθεί ότι η Κορίτσα ανήκε μεν στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων υπαγόταν όμως διοικητικά και εκκλησιαστικά τόσο κατά τους Βυζαντινούς όσο και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στη Λάρισσα της Θεσσαλίας. Στρατιωτικός διοικητής της Λάρισσας υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ο οποίος εμαρτύρησε στα Βούνενα τις Θεσσαλίας κατά το 720 μ.Χ. Άρχαιότερη έκφραση της τιμής της μνήμης του Αγίου Νικολάου του νέου που διαδόθηκε ταχύτατα στον περί τη Λάρισσα θεσσαλικό χώρο είναι η ομώνυμη ιερά μονή στον Υψηλάντη Βοιωτίας (10ος μ.Χ. αιώνας) για να επακαλουθήσουν σειρά όλη μονών όπως εκείνη στα Καμπιά της Βοιωτίας όπως και αυτή της Κορίτσας Ευρυτανίας.
Η παρουσία του λειψάνου του Ευαγγελιστού Λουκά στην τελευταία αυτή Μονή μαρτυρείται από δύο συγίλια γράμματα που φυλάσσονται στο Ναό. Το ένα του Δοσιθέου, Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων (έδρα της Επισκοπής του οποίου πιστεύεται ότι ήταν εκ περιτροπής ο Κλειτσός και τα Άγραφα), με χρονολογία Απρίλιο του 1795, και δεύτερο του Νεοφύτου Ζ΄, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης (έτος 1799), το οποίο εξεδόθη προς υποστήριξη εράνου για την αποκατάσταση βλαβών του ιερού Ναού και στο οποίο ευκρινώς αναφέρεται ότι τον Ναόν «πλουτεί ιερόν κειμήλιον θαύματος άξιον τον εκ του αγκώνος πήχυν της ζωγραφικής χειρός του αγίου ενδόξου αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά».
Το ότι το ιερόν κειμήλιον είναι «θαύματος άξιον» δεν καταδεικνύεται από φοβερά, τρομερά, εξωπραγματικά ή υπερφυσικά γεγονότα αλλά από την απλή, λιτή και συγχρόνως σκληρή πραγματικότητα, αν αναλογιστεί κανείς τι φοβερούς κινδύνους εξαφανισμού και καταστροφής και τι περιπέτειες και τραγικές καταστάσεις πέρασε αυτό το κειμήλιο για να διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας μέσα από άγριο κυνηγητό αλλοεθνών, Τούρκων και Αλβανών που καταβασάνισαν τους καταφρονεμένους αλλά και σκληροτράχηλους ραγιάδες.
Ακόμη και η δική μας η γενιά έζησε το θαύμα της διάσωσης του κειμηλίου τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Όταν το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους που μεταφέρθηκαν στην Καρδίτσα και ο καθένας κοίταζε να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του βρέθηκαν άνθρωποι (οικογένεια Κ. Σαμαρά) να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τον θησαυρό αυτόν και να τον επαναφέρουν σώον και ακέραιον στην αρχική του εστία.
Ας σημειωθεί ότι ο θησαυρός αυτός, είτε ως απλή και απέριττη περιέχουσα θήκη είτε ως το σεπτό οστούν δεν έχει ούτε την ελάχιστη οικονομική ή εμπορική αξία, σε αντίθεση με την τεράστια πνευματική αξία που απορρέει από την αφοσίωση και την απόδοση υψίστης τιμής από τους απλούς, βασανισμένους, αλλά μεγαλόψυχους πιστούς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά στις 18 Οκτωβρίου, την δε κατάθεση των τιμίων λειψάνων του στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως εορτάζει στις 20 Ιουνίου.
Oι πρώτες εικόνες της Παναγίας και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Πολλοί έχουν τη γνώμη ότι οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι του Αποστόλου Λουκά. Δεν είναι σωστό αυτό. Οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι οι αχειροποίητες, δηλαδή χωρίς ανθρώπινο χέρι.
Η παράδοση λέει ότι όταν ζούσε η Παναγία, ο απόστολος Πέτρος και ο Ιωάννης έφτιαξαν μια εκκλησία για τη Παναγία χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, στη Λήδα – απέξω από το Τελ Αβίβ – που είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και υπάρχει ο τάφος του. Παρακάλεσαν τότε τη Παναγία να πάει εκεί και να ευλογήσει την Εκκλησία. Εκείνη τους είπε πηγαίνετε και θα με βρείτε εκεί. Οι Απόστολοι νόμισαν πως θα πήγαινε εκεί με κάποιο άλλο μέσο και από ευγένεια και ευσέβεια έσπευσαν γρηγορότερα για να την προλάβουν και να την υποδεχθούν. Όμως όταν μπήκαν μέσα παραδόξως είδαν σε μιά κολόνα στο Ιερό μια εικόνα της Παναγίας με το πρόσωπό της και το σώμα της ολόκληρο.
Αυτή ήταν η πρώτη και αχειροποίητη εικόνα της. Παρόμοια αχειροποίητη εικόνα ήταν και εκείνη του Ιερού Μανδηλίου με τη μορφή του προσώπου του Κυρίου που αποτυπωθηκε από τον ιδρώτα του Χριστού και θεράπευσε το βασιλιά της Εδέσσης Αύγαρο, όταν εκείνος είχε στείλει απεσταλμένους να τον βρούν για να προσευχηθεί γι’ αυτόν.
Υπήρξε και δεύτερη αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας: Οι πρώτοι χριστιανοί έφτιαξαν ένα πολύ ωραίο Ναό, αλλά κάποια στιγμή οι Εβραίοι ήθελαν να τον πάρουν. Μετά από διαμάχη τελικά το θέμα έφθασε στα δικαστήρια και επειδή ήταν δύσκολη απόφαση, ο δικαστής ζήτησε να σφραγίσουν τον Ναό και να περιμένουν όλοι κάποιο σημάδι εξ ουρανού. Όταν αργότερα άνοιξαν τον Ναό, είδαν παραδόξως στο αριστερό πάνω μέρος του Ιερού την εικόνα της Παναγίας. Ο δικαστής τότε ρώτησε τι είναι αυτό που βλέπει, και του απάντησαν οι χριστιανοί ότι είναι η μορφή της Παναγίας, της Μαρίας μητρός του Χριστού και Θεού μας και έτσι αποφάσισε να τη δώσουν στους χριστιανούς.
Μετά τις παραπάνω δύο εικόνες που αναφέραμε έρχονται οι εικόνες του Ευαγγελιστού Λουκά. Όμως μόνο τρείς εικόνες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι του Ευαγγελιστού.
Η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα στο Μέγα Σπήλαιο και είναι από κερί και λιβάνι (κηρομαστίχα) ανάγλυφος, η δεύτερη είναι της Σουμελά κοντά στη Βέροια, είναι με χρώμα και η Τρίτη είναι στη Κύπρο της Παναγίας του Κύκκου και είναι φτιαγμένη με ψηφίδα. Όλες οι άλλες εικόνες που υπάρχουν είναι σύμφωνα με αυτές του Ευαγγελιστού Λουκά και όχι του ίδίου του Λουκά.
Από αυτές τις τρείς έχουν ξεσηκώσει οι αγιογράφοι, ο καθένας με τη τέχνη του, όλες τις άλλες που ανέρχονται κατ’ άλλους σε πενήντα και κατ’ άλλους σε εκατόν είκοσι ή και εκατό πενήντα.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε πως δημιουργήθηκαν αυτές εικόνες.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ερασιτέχης ζωγράφος και από ευχαρίστηση και σεβασμό ήθελε να φτιάσει σε μια εικόνα ένα πορτραίτο της Παναγίας. Πήγε μιά μέρα και ρώτησε τη Παναγία να της φτιάξει μια εικόνα και έλαβε την θετική της απάντηση.
Τότε εμφανίσθηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ μεταφέροντας τρία σανίδια και του τα έδωσε. Εκείνος από σεβασμό δεν τον ρώτησε γιατί του έδωσε τρία σανίδια, αφού μιά εικόνα ήθελε να φτιάξει.
Σε λίγο καιρό έφτιαξε μια εικόνα και αμέσως την παρουσίασε στη Παναγία μας.
Εκείνη όταν την είδε του είπε ότι ήταν ωραία, αλλά, πρόσθεσε ότι κάτι λείπει. «Μόνη μου είμαι; Δεν έχω γυιό;» Ο Λουκάς την είχε φτιάσει δεομένη, μόνη της.
Αυτή η εικόνα είναι στα Σουμελά στο συνοικισμό των Ποντίων. Κατόπιν έφτιασε άλλη μία με το Χριστό μαζί, είναι η σημερινή ευρισκόμενη στο Μέγα σπήλαιο στα Καλάβρυτα. Την αποκάλυψε και αυτή στη Παναγία. Εκείνη τον ενεθάρρυνε πως είναι πολύ καλή αλλά.. είχε βάλει το Χριστό μας δεξιά γι’ αυτό λέγεται δεξιοκρατούσα. Όπότε έφτιαξε τη τρίτη εικόνα που είχε βάλει το Χριστό στο άλλο κανονικό χέρι, την ευρισκομένη σήμερα στη Κύπρο και είναι που απεικονίζεται με κεκαλυμμένο το πρόσωπό της. Να λοιπόν τα τρία σανίδια που έφερε στον Ευαγγελιστή Λουκά ο αρχάγγελος που προαναφέραμε.
Τις τρείς αυτές εικόνες τις ευλόγησε η Παναγία μας με το πανάγιό της χέρι και είπε: «Η χάρις του εξ’ εμού γεννηθέντος Κύριού μου και Θεού μου, να είναι μετ’ αυτών» Αυτή η ευλογία, τις διασώζει μέχρι σήμερα μετά από τόση κακία είκοσι αιώνων, διότι είναι αλήθεια ότι δεν είναι τόσο εύκολο οι εικόνες αυτές να παραμένουν τόσους αιώνες, αν δεν υπάρχει η από άνωθεν βοήθειά της.
Με βάση αυτές τις εικόνες έχουμε τις άλλες αντίγραφες εικόνες και από διάφορα ιστορικά περιστατικά έχουμε επίσης πολλές άλλες εικόνες με εξακόσιες περίπου προσωνυμίες κάτω από διάφορα περιστατικά όπως είναι η Παναγία η Τριχερούσα, η Φανερωμένη, του Άξιον Εστί, η Πορταϊτισσα, της Τήνου, η Κανάλα, η Ελευθερώτρια και άλλες.
Συμπερασματικά, οι παραπάνω τρείς αχειροποίητες είκονες, μιά του Κυρίου και δύο της Παναγίας μας, και οι τρείς του Ευαγγελιστού Λουκά, απαντούν στους ασεβείς που δεν δέχονται τις εικόνες.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Πηγή: Ευγένιος Βούλγαρης, Νεκρός για τον κόσμο, Πνευματικά Θησαυρίσματα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ (= κασιδιάρη) Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει την Βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου!
Η απελευθέρωση της Έδεσσας υπήρξε αποτέλεσμα της προέλασης του Ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και έθεσε τέρμα στην μακροχρόνια υποδούλωσή της στην Οθωμανική κυριαρχία, η οποία κράτησε πάνω από πεντακόσια χρόνια!
Η επιβίωση του Ελληνικού στοιχείου κατά την διάρκεια της μακραίωνης αυτής δουλείας ήταν αξιοθαύμαστη, δεδομένου ότι οι Χριστιανοί Έλληνες όχι μόνο δεν αφομοιώθηκαν παρόλη την μαύρη σκλαβιά και την εγκατάσταση πολλών μουσουλμάνων Τούρκων στην περιοχή, αλλά αναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά!
Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της μακραίωνης αυτής υποδούλωσης υπήρξε ο Μακεδονικός αγώνας η συμβολή του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη νικηφόρα έκβαση των βαλκανικών πολέμων. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζομένων Χριστιανικών πληθυσμών.
Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας με αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό τους. Απώτερος σκοπός ήταν η εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο αφανισμός του Ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις σφαγές.
Ενδεικτική της καταστάσεως στην περιοχή μας, ήταν μια επιστολή του μητροπολίτη Εδέσσης Στέφανου Δανιηλίδη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 15-9-1904, όπου γράφει μεταξύ άλλων:
«οι λησταντάρται (εννοώντας τους κομιτατζήδες) αμείλικτον διωγμόν εκίνησαν εναντίον των Χριστιανών της επαρχίας μου και των τριών τμημάτων αυτής, ελευθέρως και ανενοχλήτως πλέον περιέρχονται εις τα χωρία και εξαναγκάζουσι τους χωρικούς δι απειλών,ακκισμών, δολοφονιών και λοιπών φρικαλεοτήτων να εκδιώξουσι τουςδιδασκάλους και τους ιερείς των και να ασπασθώσι το σχίσμα…».
Η Έδεσσα υπήρξε από τις πρώτες πόλεις όπου συγκροτήθηκε Επιτροπή αμύνης κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων και για να υποστηρίζει και να συνεργάζεται στενά με τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα. Πρόεδρος ο γιατρός Δημήτριος Ρίζος και μέλη ο Αθανάσιος Φράγκος, ο Ιωάννης Χατζηνίκος, ο Αρχιερατικός επίτροπος Παπασιβένας Ιωάννης. Στενοί συνεργάτες υπήρξαν πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι Εδεσσαίοι, η προσφορά των οποίων ήταν ανεκτίμητη.
Ο αρχηγός και η ψυχή του αγώνα στην Έδεσσα και στην ευρύτερη περιοχή της ήταν ο υπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ή καπετάν Ακρίτας.
Με τον Μακεδονικό αγώνα οι Ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι Ελληνικοί πληθυσμοί της Έδεσσας και ολόκληρης της Μακεδονίας, κληρικοί και λαϊκοί, ανακτούν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους που τα είχαν απολέσει τα δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής τρομοκρατίας και προσφέρουν τα μέγιστα.
Η επικοινωνία του Ελληνισμού της Μακεδονίας με τους Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί στενότερους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Το ηθικό και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής εξυψώνεται σε μεγάλο βαθμό.
Κατά το διάστημα αυτό τα στελέχη του Ελληνικού στρατού, τα οποία υπηρετούν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων, ως εκπαιδευτές, πράκτορες και διαφωτιστές του Ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αποκτούν εμπειρίες και γνώσεις για την περιοχή, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ελλάδα μέσα από το Μακεδονικό αγώνα βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας. Ο αγώνας αυτός είχε δώσει τότε στην πατρίδα μας το δικαίωμα όχι μονάχα να επικαλείται την ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της φυλής με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.
Πιο συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Ελληνικός στρατός μετά την νίκη του στην μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 και 10 Οκτωβρίου, προελαύνει ορμητικά στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας και απελευθερώνει διαδοχικά την Βέροια και την Νάουσα.
Καθώς τα νέα φτάνουν στην Έδεσσα, ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργούνται στους κατοίκους της πόλης. Oι μεν Έλληνες περιμένουν με ανυπομονησία τον Ελληνικό στρατό και ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ευχή «Χριστός Ανέστη», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται αγωνία για την ζωή και τις περιουσίες τους, μιας και ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα των Γιαννιτσών για να δώσει την αποφασιστική μάχη του πολέμου στις 19-20 Οκτωβρίου 1912.
Στην Έδεσσα απομένουν μόνο λίγοι άνδρες της τουρκικής εθνοφρουράς, ο φρούραρχος της πόλης Ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ο καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης και δήμαρχος της πόλης Αλή Ριζά. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση της Έδεσσας ενεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ως ομήρους επιφανείς Εδεσσαίους που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και τους μετέφεραν στην Θεσσαλονίκη, στις φυλακές Επταπυργίου μαζί με ομήρους από άλλες περιοχές.
Όταν πλέον συνειδητοποιούν ότι είναι αναπόφευκτη σε λίγες μέρες η επικράτηση του Ελληνικού στρατού στην περιοχή, συγκαλούν σύσκεψη στο σπίτι του φρούραρχου Ρασίτ μπέη για να καθορίσουν τις μετέπειτα ενέργειές τους. Να προβάλλουν δηλαδή αντίσταση στον Ελληνικό στρατό ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Τελικά υπερισχύει η δεύτερη γνώμη και αποφασίζεται να μεταβεί στην Ιερά Μητρόπολη Έδεσσας ο Τούρκος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου για να προετοιμάσει τη συνεννόηση με τους Έλληνες της πόλης.
Την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται στην Ιερά Μητρόπολη οι τουρκικές αρχές, ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος και οι Δημογέροντες, όπου οι Τούρκοι ζητούν την προστασία τους στην περίπτωση που θα καταληφθεί η πόλη από τον Ελληνικό στρατό.
Στις 15 Οκτωβρίου παραιτούνται οι Τουρκικές αρχές και αναλαμβάνουν την φρούρηση της Έδεσσας οι Έλληνες κάτοικοί της. Στις 16 Οκτωβρίου ο δήμαρχος Αλή Ριζά πηγαίνει στις φυλακές της πόλης, αποφυλακίζει τους κρατούμενους και ο Γκαλίπ μπέης εγκαθίσταται στο κτίριο της Μητροπόλεως, όχι τόσο για να προστατευθεί από τους Χριστιανούς, αλλά για να αποφύγει την οργή όσων από τους Τούρκους είχαν την αντίθετη με αυτόν γνώμη για την παράδοση της πόλης.
Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου η έκτη ημιλαρχία υπό τον Ανθυπίλαρχο Αργύριο Σταυρόπουλο εξορμά από την Βέροια και καταλαμβάνει τον σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Αγίου Λουκά, πολιούχου από τότε της πόλης μας, τρεις στρατιώτες ως προμετωπίδα του προελαύνοντος Ελληνικού στρατού, ο Βρασίδας Λαγωνίκος, ο Νικόλαος Αγγελής και ο Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, αφού συνεπλάκησαν με την εκεί ευρισκόμενη τουρκική φρουρά. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ο ιερέας του χωριού Σωτήρα, ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός και ένας μαθητής του οικοτροφείου. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί πριν την απελευθέρωση της πόλης!
Λίγο αργότερα φτάνει στον σταθμό αμαξοστοιχία με έναν λόχο πεζικού του Ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον Αξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτικά στην Έδεσσα. Την ίδια ώρα από την πόλη έρχεται προς το σταθμό μια πομπή με επικεφαλής τον Μητροπολίτη και τους Τούρκους μουφτή, υποδιοικητή και δήμαρχο της Έδεσσας, ο οποίος κρατά λευκή σημαία.
Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Έδεσσα. Οι αγώνες και η αυτοθυσία των Εδεσσαίων και των κατοίκων της γύρω περιοχής στις επάλξεις του Μακεδονικού αγώνα καρποφόρησαν. Έγιναν γέφυρα για να περάσει ο Ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912 και να απελευθερώσει την Μακεδονία μας.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη που μεταδίδεται από τα κανάλια Altas TV και Αχελώος TV (Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021)
Ο τολμηρός και ελεύθερος στο φρόνημα και το λόγο Οσιομάρτυρας Ανδρέας, καταγόταν από την Κρήτη και έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. επί αυτοκράτορας Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου.
Όταν αυτός ξεκίνησε διωγμό κατά των αγίων εικόνων, ο Ανδρέας πληροφορήθηκε τα έκτροπα που γίνονταν εναντίον εκείνων που τις προσκυνούσαν, γι' αυτό άφησε την Κρήτη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Και όταν είδε από κοντά τη βία κατά των ορθοδόξων, αισθάνθηκε την ανάγκη από Ιερή αγανάκτηση να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Και η ευκαιρία του δόθηκε όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε' βγήκε από το παλάτι, στην επιστροφή ο Ανδρέας παραφύλαξε και με θάρρος τον πλησίασε και τον ρώτησε:
› ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;
Ο Κωνσταντίνος έμεινε εμβρόντητος στην αρχή. Αλλά έπειτα εξοργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν. Η διαταγή εκτελέστηκε και μάλιστα ένας από τους υπασπιστές κτύπησε τον Ανδρέα και συγχρόνως τον ρώτησε:
›οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;
Και ο Ανδρέας του απάντησε με τον εξής αθάνατο λόγο:
› οὐδείς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα.
Θυμωμένος τότε ακόμα περισσότερο ο βασιλιάς, διέταξε και μαστίγωσαν άγρια τον Ανδρέα. Έπειτα τον παρέδωσαν σε όχλο εικονομάχων, που τον έσυραν επάνω σε κοφτερές πέτρες. Κατόπιν κάποιος αγροίκος ψαράς με κοφτερό τσεκούρι, έκοψε το πόδι του αγίου και έτσι μετά από λίγο πέθανε.
Το λείψανό του το έριξαν σε ακάθαρτο τόπο, αλλά ορθόδοξα χέρια το πήραν νύκτα και το έθαψαν ευλαβικά σε τόπο ονομαζόμενο «τῆς Κρίσεως».
Η μνήμη του Αγίου Ανδρέα επαναλαμβάνεται και την 21η Οκτωβρίου, μετά των Άγιων Στεφάνου, Παύλου και Πέτρου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεῖς ἐν τῷ ὄρει, τᾶς νοητᾶς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τὴ πανοπλία ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ, αὔθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει, καὶ δι' ἀμφοὶν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοντάκιον Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴν ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου Μνήμης, ἅπασαν προσκαλουμένη πόλιν καὶ χώραν· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρόν μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Ὁ Οἶκος
Ἀντὶ ὅπλων, σταυρὸν ἀράμενος πανένδοξε, ἀντὶ θώρακος δέ, τὴν πίστιν ἐνδυσάμενος, πρὸς πάλην ἐξῆλθες ἐχθρῶν ἀοράτων καὶ ὁρωμένων, Μάρτυς, αὐτόκλητος, καὶ τούτων κατέβαλες τὰς παρατάξεις σθένει τοῦ Πνεύματος· οὗ ἐμφορηθεὶς πλουσίως Ὅσιε, κἀμοὶ παράσχου βραχεῖαν χάριν, φωταγωγοῦσάν μου τὸν νοῦν, ἀξίως τοῦ ὑμνῆσαί σου τοὺς γενναίους ἀγῶνας, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Πηγή: Προσκυνητής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τι είναι ο προφήτης; Ο προφήτης δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος με φωτισμένες θρησκευτικές ιδέες πολύ ανώτερες της εποχής του, αλλά πραγματική θρησκευτική προσωπικότητα, ολοκληρωμένος άνθρωπος, διότι ελέγχει βασιλείς και λαό, συγκλονίζεται ολόκληρος, ζει και αποθνήσκει αφοσιωμένος στις πεποιθήσεις του.
Οι προφήτες δεν ωφέλησαν μόνο τους ανθρώπους της εποχής τους, αλλά στερέωσαν την πίστη των πιστών όλων των αιώνων διά των προφητειών περί Χριστού-Μεσσία. Τελικά ο προφήτης αποτελεί την αφρόκρεμα του κόσμου.
Οι δώδεκα μικροί προφήτες λέγονται «μικροί» όχι γιατί στερούνται κάτι έναντι των άλλων τεσσάρων «μεγάλων» προφητών, Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, αλλά διότι τα συγγράμματά τους είναι μικρότερα σε έκταση.
811-727 π.Χ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ
Ωσηέ σημαίνει σωτηρία. Για τη ζωή του προφήτη γνωρίζουμε ό,τι περιέχει το βιβλίο του. κατ’ εντολή του Θεού έλαβε για σύζυγό του την Γομέρ. Τούτην την ονομάζει «γυναίκα πορνείας» όχι μόνο χάριν των σαρκικών της ροπών, αλλά κυρίως βάση των ηθικών της καταβολών. Αργότερα αυτή έγινε όντως πόρνη. Μ’ αυτή τη γυναίκα απόκτησε τρία παιδιά. Μετά την απόκτηση του τρίτου τους παιδιού ο προφήτης την απόπεμψε εξαιτίας της πορνείας της. Λίγο όμως αργότερα ο Θεός και πάλι δίνει εντολή να την λάβει εκ νέου πίσω.
Η σχέση του Ωσηέ με την γυναίκα του εικονίζει την σχέση του Θεού με το Ισραήλ. Όπως δηλαδή ο προφήτης προδόθηκε πάλιν και πολλάκις από την πορνεία και ακολασία της γυναίκας του, έτσι και ο Θεός συγχωρούσε τα ειδωλολατρικά παραπτώματα του ισραηλιτικού λαού τα οποία αντιστοιχούν σε πνευματική πορνεία. Μέχρι πότε όμως;
Ο Προφήτης έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. η δράση του διήρκησε 25 χρόνια, προηγήθηκε του Ησαΐα και ακολούθησε τη δράση του Αμώς. Συνεπώς η δράση του χρονολογείται από το 743-718 π.Χ. Η μνήμη του εορτάζεται από την Εκκλησία μας την 17η Οκτωβρίου.
Κεφάλαιο πρώτο
Ο Θεός διατάσσει τον προφήτη του να παντρευτεί γυναίκα πόρνη. Δύο γνώμες υπάρχου περί αυτού: α) Ότι ο γάμος δεν ήταν πραγματικό γεγονός, αλλά ότι πρόκειται περί οράματος.Αυτό το αιτιολογούν λέγοντας ότι είναι αδύνατο ο Θεός να διατάξει τον προφήτη του να παρανομήσει. β) Ο γάμος είναι πραγματικός και έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Προτιμότερη είναι η δεύτερη γνώμη, την οποία αποδέχονται οι Ειρηναίος, Αυγουστίνος, Αμβρόσιος, Θεοδώρητος, Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Αν ήταν αλληγορικός ο γάμος και όχι πραγματικός ποια εντύπωση θα προκαλούσε στους Ιουδαίους; Καμία. Άλλωστε ο προφήτης δεν αμάρτησε, εκτέλεσε τις προσταγές του Θεού. Αυτό είναι αμαρτία;
Η Γόμερ είναι πιθανό να ήταν ήδη πόρνη πριν συζευχθεί με τον προφήτη. Ίσως να είχε και αποκτήσει και άλλα τέκνα από τις εφάμαρτες συνευρέσεις της. Ίσως ακόμη και τα παιδιά που απόκτησε τον καιρό του γάμου της με τον Ωσηέ να ήταν καρποί παράνομων συνευρέσεων και γι’ αυτό ο προφήτης τα αποκαλεί «τέκνα πορνείας». Υπάρχει όμως και η πιθανότητα τα παιδιά αυτά να ήταν όντω παιδιά του Ωσηέ, τα ονομάζει όμως έτσι, εξαιτίας της στενής τους σχέσης με την πόρνη μητέρα τους.
Το πρώτο τέκνο ήταν αγόρι το οποίο ονόμασε Ιεσράελ. Η Ιεσράελ ήταν μία κοιλάδα στην οποία οι ισραηλίτες ντροπιάστηκαν και ταπεινώθηκαν. Βλέπε Βασιλ. ΙΙΙ 21,1 και Βασιλ. ΙV 9,30-37. Κατ’ αυτή την έννοια και ο ισραηλιτικός λαός δεν ήταν άξιος να φέρει το τιμητικό όνομα Ισραήλ, αλλά το απαισίου μνήμης Ιεσράελ.
Το δεύτερο τέκνο ήταν κορίτσι, την οποία ονόμασε «ουκ ηλεημένη» . Ο Απόστολος Παύλος μεταφράζει λίαν επιτυχώς «ουκ ηγαπημένη» (Ρωμ. 9,6). Θα παύσει δηλαδή ο Θεός την αγάπη Του προς το ισραηλιτικό έθνος. Για πολλά χρόνια ο Θεός φάνηκε ελεήμων και μακρόθυμος προς το Ισραήλ. Θα έρθει όμως η στιγμή που η υπομονή Του θα εξαντληθεί… (αυτή είναι ερμηνεία κατά την οποία καταλογίζονται στον Θεό ανθρωποπαθή στοιχεία. Στην πραγματικότητα η υπομονή του Θεού είναι ανεξάντλητη όπως και η αγάπη Του).
Το τρίτο τέκνο ήταν και πάλι αγόρι και το ονόμασε «ουκ λαός μου» . Ο Θεός πλέον αρνείται τον Ισραήλ για λαό Του. Εδώ έχουμε πλήρη ρήξη της εν Σινά Διαθήκης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το 1ο τέκνο συμβολίζει την Θεία οργή, το 2ο την παύση της Θείας αγάπης και το 3ο την αποστροφή και την ρήξη.
Μετά την γέννηση του τρίτου παιδιού, η Γομέρ εγκατέλειψε τον σύζυγό της και έγινε φανερή πόρνη.
Κεφάλαιο δεύτερο
Οι Ιουδαίοι και οι Ισραηλίτες και πάλι θα ενωθούν. Πότε και πως; Οι κατά σάρκα και οι κατά πνεύμα ισραηλίτες θα αποτελέσουν έναν λαό ενωμένο που το πλήθος του θα είναι τόσο μεγάλο όσο η άμμος της θαλάσσης. Αυτή ακριβώς είναι η μεσσιανική υπόσχεση η ο ποία δόθηκε από τον Θεό στον Αβραάμ.
Οι κατά πνεύμα αυτοί ισραηλίτες θα ονομαστούν «Υιοί του Ζώντος Θεού». Αυτό το όνομα ασφαλώς είναι ασυγκρίτως πιο τρυφερό και ανώτερο από το προηγούμενο όνομα Ισραήλ.
Αυτή η νέα κατάσταση των πραγμάτων θα μεταβάλλει την «ουκ ηλεημένη» σε ηλεημένη, τον «ουκ λαό μου» σε λαό μου. Πρόκειται για μια νέα Διαθήκη που θα συνάψει ο Θεός με το Νέο Ισραήλ δηλαδή τον χριστιανισμό. Η Διαθήκη αυτή θα είναι πνευματική και αδιατάραχτη εις τους αιώνας. Όσοι όμως παραμείνουν πεισματικά ενωμένοι με την πορνεία της ειδωλολατρίας θα τιμωρηθούν.
Κεφάλαιο τρίτο
Λέει ο Θεός στον προφήτη.
› Αγάπησε και πάλι τη γυναίκα σου. Δέξου την παρά την πορνεία της.
Ο Θεός την εξαγόρασε για χάρη του προφήτη, την «πλήρωσε» για να μην έχει οικονομικά κίνητρα ώστε να ψάχνει για νέους εραστές! «Εμίσθωσα αυτήν» . Εάν η Γόμερ τηρήσει την συμφωνία της αμοιβής της και δεν αναζητήσει άλλους εραστές επί μακρού καιρού, τότε ο προφήτης θα την δέχονταν και πάλι πίσω ως νόμιμη σύζυγό του.
Να η μακροθυμία του Κυρίου σε όλο το μεγαλείο της! Ο Χριστός διά του σταυρικού θανάτου Του πλήρωσε για τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, δεν ντράπηκε να ονομαστεί «Υιός ανθρώπου» αν και ήταν ο παντοκράτωρ Θεός. Κατ’ αναλογία και ο προφήτης τώρα καλείται να πληρώσει για της αμαρτίες της πόρνης γυναίκας του και να την δεχτεί και πάλι πίσω αν αυτή μείνει πιστή στην νέα συμφωνία.
Κεφάλαιο τέταρτο
Ας δώσουν προσοχή οι ισραηλίτες, διότι ο Κύριος επρόκειτο να εκδώσει καταδικαστική απόφαση. Κι αυτό γιατί μεταξύ των ισραηλιτών δεν υπάρχει πλέον αξιοπιστία και αλήθεια. Αλλά και αλήθεια να υπήρχε, δεν υπάρχει αγάπη, της οποίας η έλλειψη κάνει τον άνθρωπο σκληρό. Όπως και η αγάπη άνευ της αλήθειας κάνει τον άνθρωπο ασθενή. Επομένως και τα δύο αυτά συστατικά είναι απαραίτητα για να είναι ο άνθρωπος ψυχικά υγιής.
Δυστυχώς όμως μόνο αμαρτίες, κακίες, μοιχείες βρίσκει ο Θεός μεταξύ των ισραηλιτών. Πρώτοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την τραγική κατάσταση είναι οι ιερείς. Πρώτοι αυτοί θα τιμωρηθούν!
Ο Θεός ψάχνει, όμως δεν βρίσκει κανέναν ίχνος ελπίδας, η διαφθορά έχει φτάσει ως το κόκαλο, είναι ριζική! Ποιος μπορεί πλέον να αντιλογήσει στην δίκαιη καταδικαστική απόφαση εναντίον των ισραηλιτών που αναγγέλλει ο Θεός;
Το Ισραήλ ήταν άγιο έθνος. Υπερείχε μεταξύ των άλλων εθνών διότι διέθετε το προνόμιο της ιεροσύνης. Είναι λοιπόν πολύ δίκαιο τώρα να τους αφαιρεθεί το ιερατείο και να στερηθούν το προνόμιο των ιεροπραξιών. Οι ισραηλίτες καυχιόντουσαν για το «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιο», πλέον αυτές θα είναι έννοιες που θα χαθούν…
Πως και πότε θα γίνουν όλα αυτά; Σύντομα οι Ασσύριοι θα τους καταλάβουν και θα τους απαγορέψουν τη λατρεία. Άλλωστε η λατρεία τους είχε νοθευτεί από τη λύσσα της ειδωλομανίας.
Ο προφήτης στρέφει το βλέμμα του προς τους ιουδαίους και τους συμβουλεύει να μην καταντήσουν όπως οι ισραηλίτες. Να λατρεύουν τον Έναν, Μοναδικό και Αληθινό Θεό. Να προσέξουν να μην μολυνθούν από την καταστρεπτική ειδωλολατρία.
Κεφάλαιο πέμπτο
Οι ιερείς διεφθάρησαν πρώτοι και μαζί τους όλοι οι πολίτες. Οι ιερείς νόμιζαν μέσα στην πλάνη τους ότι οι αμαρτίες τους δεν θα γίνουν φανερές, ότι θα ξεγελάσουν ακόμη και τον ίδιο τον Θεό. Πόση η ανοησία τους!
Δυστυχώς, όχι μόνο οι ισραηλίτες, αλλά και οι ιουδαίοι θα παραδοθούν στην ειδωλολατρία…
Κεφάλαιο έκτο
Ο λαός άκουσε τις απειλές που εξεστόμισε ο προφήτης και αμέσως «μετανόησε». Όμως αυτή η μετάνοια ήταν εντελώς πρόσκαιρη και επιφανειακή. Ο Θεός ανθρωποπαθώς εκφραζόμενος μονολογεί:
› Τι να σου κάνω ισραηλιτικέ μου λαέ; Τι να κάνω και σε σένα ιουδαϊκέ μου λαέ… Η αγάπη σας προς εμένα είναι προσωρινή… Διότι έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα.
Όχι, ο Θεός δεν ζητά την κατάργηση των τελετουργιών όπως ορισμένοι νόμισαν, ο Θεός αυτό που είπε είναι ότι είναι προτιμότερη η αγάπη του πλησίον και η πρακτική γνώση του Θεού από την τυπική λατρεία. Αυτό άξιζε πάρα πολύ να το ακούσουν οι ιουδαίοι όπου η μετάνοιά τους ήταν εξωτερική και καθόλου εσωτερική-καρδιακή.
Κεφάλαιο έβδομο
Αθεράπευτη είναι η ασθένεια του Ισραήλ. Παρά την τραγικότητα της καταστάσεως, οι ισραηλίτες δεν συνειδητοποίησαν την τραγικότητά τους. Συνεχίζουν να τραγουδούν και να γλεντούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Οι πολίτες δεν έκρυψαν τις κακίες τους από τους δικαστές τους, διότι γνώριζαν ότι είναι τόση η διαφθορά των βασιλέων τους που κάθε άκουσμα της διαφθοράς τους, τους ευχαριστούσε. Αμάρταναν δημόσια κι αυτό ικανοποιούσε τους άρχοντές τους.
Καμία αντίσταση σε κανένα πάθος δεν έβαζαν. Οι διεφθαρμένοι αυτοί άνθρωποι περιγελούσαν κάθε τι ιερό.
Οι ισραηλίτες αφού εγκατέλειψαν τον Κύριο αναζήτησαν βοήθεια από τα έθνη με τα οποία αναμείχθηκαν. Έτσι έχασαν την αξία τους ως περιούσιος λαός.
Γέρασαν μέσα στην αμαρτία κι όμως παρέμειναν αναίσθητοι. Όπως λέει ο λαός «γέρασαν και μυαλό δεν έβαλαν».
Η ελπίδα που είχαν στα έθνη γρήγορα όμως θα αποδειχτεί μάταιη. Ο Κύριος θα καταστρέψει και τους Αιγύπτιους και κατόπιν τους Ασσύριους στους οποίους οι ισραηλίτες διαδοχικά ήλπισαν.
Κεφάλαιο όγδοο
Ο εχθρός καταφτάνει. Οι Ασσύριοι ως αετοί θα επέλθουν κατά του Ισραήλ. Οι ισραηλίτες θα τιμωρηθούν γιατί «παραβίασαν την διαθήκη μου» λέει ο Θεός. Όταν έρθει η ώρα της καταστροφής τους οι ισραηλίτες θα επικαλεσθούν μεν τον Κύριο αλλά θα είναι πλέον αργά. Ο Θεός δεν θα δεχτεί την υποκριτική τους μετάνοια. Η απόφαση για την τιμωρία τους αποφασίστηκε, και η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη.
Οι δέκα φυλές του Ισραήλ αποσχίστηκαν από την Ιουδαϊκή θεοκρατία και εξέλεξαν βασιλείς να τους κυβερνούν, τους οποίους όμως ο Θεός δεν ενέκρινε. Δεν ήταν «χριστοί Κυρίου» . Ήταν και παρέμειναν άγνωστοι για τον Θεό.
Αντί για τον Κύριο, οι ισραηλίτες προσκύνησαν τα είδωλα των εθνών, ποίησαν για θεός τους χρυσό μοσχάρι. Την λατρεία αυτή εισήγαγε στο Ισραήλ ο ασεβέστατος Ιεροβοάμ και αυτήν την λατρεία διατήρησαν μέχρι την ώρα της καταστροφής τους. Τελικά το χρυσό είδωλο δεν τους έσωσε…
Κεφάλαιο ένατο
Ο Ισραήλ θα υποστεί τα δεινά της εξορίας. Ο προφήτης αναγγέλλει την επερχομένη καταδίκη. Οι θεοί στους οποίους αφιέρωναν τόσο καιρό δώρα και θυσίες δεν είναι ικανοί πλέον να τους σώσουν. Θα εξοριστούν στην Αίγυπτο και στην Ασσυρία σε μέρη ακάθαρτα. Εκεί μακριά από την γη του Κυρίου δεν θα μπορούν να προσφέρουν θυσίες στον αληθινό Θεό. Θα φάγουν ακάθαρτα φαγητά απαγορευμένα από τον Μωσαϊκό νόμο και θα ενταφιαστούν σε ξένη χώρα κάτι που θεωρούνταν για τους ισραηλίτες κατάρα.
Οι ισραηλίτες στην αρχή της ιστορικής τους διαδρομής ήταν αγαπητός λαός στον Θεό, εξαιτίας όμως της διαφθοράς τους και της αμετανοησίας τους μισήθηκαν από τον Θεό όσο προηγουμένως αγαπήθηκαν.
Ο προφήτης συμμεριζόμενος την Θεία αγανάκτηση παρακαλεί τον Κύριο να τους τιμωρήσει αυστηρά, ώστε να μην γεννιούνται πλέον παιδιά ή να αποθνήσκουν από την πείνα ώστε να εκλείψει αυτή η φυλή. Ο Θεός απαντά στον προφήτη λέγοντας ότι το Ισραήλ θα διασκορπιστεί μεταξύ των εθνών. Αυτή θα είναι η τιμωρία τους…
Κεφάλαιο δέκατο
Το Ισραήλ είχε προοδεύσει πολύ υλικώς, αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό, ειδωλολατρεί. Στήνει στύλους ειδωλολατρικούς, λατρεύει την Αστάρτη και άλλες θεότητες. Ήρθε όμως η στιγμή που ο Θεός θα συντρίψει τα είδωλα. Το Ισραήλ θα καταστραφεί και οι ισραηλίτες θα αναγνωρίσουν τελικά την αιτία της τιμωρίας τους.
Πόσο ανόητοι στάθηκαν ενώπιον του Θεού τον οποίο περιφρόνησαν! Προσκύνησαν το χρυσό μόσχο του Βάαλ, όμως κι αυτός μαζί με τους ισραηλίτες θα οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. Αυτόν τον χρυσό μόσχο θα δωρίσουν στον Ασσύριο μονάρχη Ιαρείμ. Ποια πληρωμή θα λάβουν όμως από τους Ασσύριους για το δώρο τους;
› Την καταισχύνη. Η δυστυχία τους θα είναι τόσο μεγάλη που θα παρακαλούν τα βουνά να πέσουν να τους πλακώσουν παρά πλέον να ζουν.
Κεφάλαιο ενδέκατο
Μία ωραία πρωία οι ισραηλίτες απορρίφθηκαν απροσδόκητα από τον Θεό και καταστράφηκαν. Ο Θεός όμως δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως τον λαό Του. Τον τιμωρεί μεν, αλλά και πάλι τον αναλαμβάνει. (Μεσσιανική αποκατάσταση). Ο Ισραήλ δεν δύναται να καταστραφεί πλήρως, διότι κάποια ζώσα αγιότης διατηρήσεως υπάρχει μέσα του. Ο Κύριος τους αγάπησε αυτούς από αρχαιοτάτων χρόνων και κάλεσε αυτούς εξ’ Αιγύπτου. Τους απήλλαξε από την σκληρά δουλεία και τους έκανε λαό περιούσιο. Έδωσε στους ισραηλίτες τις πατριαρχικές υποσχέσεις Του και δεν θα τις ανακαλέσει.
Κεφάλαιο δωδέκατο
Και οι δύο αμάρτησαν. Και ο Ισραήλ και ο Ιούδας. Περισσότερο όμως ο Ισραήλ. (εννοώντας τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα). Εκ του Ιούδα θα προέλθει ο Χριστός-Μεσσίας.
Ο Ισραήλ συμμάχησε με τους Ασσύριους και τους Αιγύπτιους, έστειλε σ’ αυτούς δώρα. Γύρισε την πλάτη του στον αδερφό του τον Ιούδα…
Ο Ιακώβ υπήρξε πιστός στο Θεό και γι’ αυτό έλαχε της Θείας προστασίας. Οι ισραηλίτες όμως παρότι ήταν απόγονοι του Ιακώβ υπήρξαν άπιστοι στον Θεό και εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών τους και της αμετανοησίας τους θα παραδοθούν στους εχθρούς τους.
Οι ισραηλίτες κατάντησαν κερδοσκόποι έμποροι, φροντίζοντας να γίνουν πλούσιοι διά αδικιών.
Ο Θεός στο παρελθόν ευεργέτησε τον Ιακώβ και έδωσε σ’ αυτόν τις πατριαρχικές υποσχέσεις Του. Οι ισραηλίτες αν ήθελαν μπορούσαν και πάλι να τύχουν της εύνοιας του Θεού ως γνήσιοι απόγονοι του Ιακώβ. Θα έπρεπε όμως πρώτα να μετανοήσουν…
Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Η φυλή του Εφραίμ αμάρτησε, όχι μόνο στην εποχή του Ωσηέ. Αλλά και παλαιότερα. Έπεσε τόσο χαμηλά, ώστε μέσα στην ειδωλομανία της έκανε και ανθρωποθυσίες. Ως εδώ! Αυτή η αμαρτία δε θα μείνει ατιμώρητη…
Γιατί όμως αμάρτησαν τόσο πολύ; Προφανώς όταν πάτησαν το πόδι τους στην Παλαιστίνη πλούτισαν απότομα «υψώθησαν αι καρδίαι αυτών», ο πλούτος, η απόλαυση, η δύναμη, τρέφει τον εγωισμό. Έτσι λησμόνησαν τον Κύριο, έγιναν ειδωλολάτρες…
Ο Θεός ανθρωποπαθώς διερωτάται:
› Ποιος θα σε βοηθήσει στην καταστροφή σου Ισραήλ;
Κάποτε οι ισραηλίτες ζήτησαν να τους κυβερνά άνθρωπος βασιλιάς και όχι ο Θεός. Τι μπορεί να κάνει τώρα αυτός ο βασιλιάς; Αν μπορεί ας τους σώσει...
Κανείς όμως δεν θα μπορέσει να τους σώσει, θα καταβιβαστούν έως τον Άδη.
Ένα τελευταίο ερώτημα προκύπτει: Γιατί ο προφήτης ξεχωρίζει δυσμενώς την φυλή Εφραίμ από τις άλλες; Απάντηση: Διότι αυτή η φυλή υπήρξε η αιτία της διαιρέσεως.
Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο
Ο μέχρι τούδε σκοτεινός ορίζοντας του Ισραήλ φωτίζεται με τα φώτα της μελλοντικής αποκαταστάσεως. Τελικά η Θεία αγάπη θα θριαμβεύσει. Ο Θεός θα θεραπεύσει την ανθρώπινη αποστασία αποστέλλοντας Μεσσία, ο Οποίος θα πάρει πάνω Του το φορτίο των αμαρτιών όλης της ανθρωπότητας.
Το βιβλίο του Ωσηέ ένα μήνυμα θέλει να περάσει στους αναγνώστες του: Ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ του Θεού και της αποστασίας. Θα πρέπει όμως να γνωρίζει ότι οι δίκαιοι τελικά θα θριαμβεύσουν, ενώ οι αμαρτωλοί θα τιμωρηθούν. Καμία αδικία δεν πρόκειται τελικά να μείνει ατιμώρητη…
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔσοπτρον, τοῦ Παρακλήτου, ἐχρημάτισας, σοφὲ Προφῆτα, τᾶς σεπτᾶς ἐκφαντορίας δεχόμενος, ὅθεν ἐν κόσμῳ μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ὥσπερ φωτὸς λαμπηδόνας ἐξήστραψας. Ὠσηὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ὡσηὲ τὴν μνήμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι' αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑπέκλινας τὸ οὖς, τῷ λαλοῦντι Προφήτα, καὶ πάντων μυηθείς, τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, Χριστοῦ προεσήμανας, παρουσίαν τὴν ἔνθεον· ὅθεν σήμερον, τὴν Παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, τὸν Λυτρωτὴν ἀνυμνοῦμεν, τὸν σὲ μεγαλύναντα.
Τα ξημερώματα της 17ης Σεπτεμβρίου του 1941 δύο γερμανικοί λόχοι αποτελούμενοι από 250 άνδρες της Βέρμαχτ, περικύκλωσαν τα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλια που βρίσκονταν στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών, κοντά στις ακτές του Στρυμονικού κόλπου και την Αμφίπολη. Τα χωριά ήταν χτισμένα σε υψηλό σημείο, στην νότια πλευρά του Κερδυλίου όρους και η θέση τους θεωρείτο στρατηγική. Οι Γερμανοί άφησαν τα αυτοκίνητα τους στην αρχή της πλαγιάς και ανέβηκαν πεζοί από τα σημεία Στρόβολο και Λειβάδια, αιφνιδιάζοντας έτσι τους κατοίκους...
Γύρω στις 8.30 το πρωί, τους συγκέντρωσαν με την βία και ξεχώρισαν τους άντρες ηλικίας 15 έως 60 ετών. Διέταξαν τις γυναίκες να μαζέψουν όσα πράγματά προλάβαιναν από τα σπίτια τους και ενημέρωσαν ότι θα κάψουν τα Κερδύλια!
Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωτοβολίδα έδωσε το σύνθημα της μεγάλης σφαγής. Οι Γερμανοί στρατιώτες εκτέλεσαν με τα πολυβόλα όλους τους άοπλους άντρες! Επικεφαλής ήταν οι λοχαγοί Βέντλερ και Σράινερ. Ο απολογισμός ήταν τραγικός!
Στις μεταπολεμικές λίστες εκτελεσθέντων αναφέρονται 214 νεκροί! Οι τότε αστυνομικές αρχές ανέφεραν 212 άτομα. Οι γερμανικές αρχές κατέγραψαν 207 εκτελεσθέντες. Ο φιλόλογος Γιάννης Παπασυμεών στο βιβλίο του, «Η θύμηση των επιζώντων», αναφέρει 230 ονόματα, καθώς συμπεριλαμβάνει και κάποιους ετεροδημότες, οι οποίοι για κακή τους τύχη, βρέθηκαν στα Κερδύλια εκείνη την ημέρα. Όποιος κι αν είναι ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, ήταν ένα από τα πρώτα εγκλήματα των Γερμανών στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς όχι το μοναδικό!
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται η μαρτυρία του γιατρού Φυλάκτου:
«Το αίμα, το χώμα και τα πρόσωπα έγιναν ένα. Δύσκολη η αναγνώριση. Ο καθένας ψάχνει για τους δικούς του. Τα μοιρολόγια από τα γυναικόπαιδα σπάζουν την θανατική σιωπή. Και δίπλα στην σύγχυση, η συνειδητή φροντίδα, η κηδεία των σκοτωμένων».
Από την ομαδική εκτέλεση εξαιρέθηκαν ορισμένοι υπερήλικες, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο παπάς, ο δάσκαλος και ο δασοφύλακας. Ανέλαβαν, εξαναγκασμένοι από τους Ναζί, να θάψουν τους νεκρούς.
Αμέσως μετά οι στρατιώτες πυρπόλησαν όλα τα σπίτια, με αποτέλεσμα τα Άνω και Κάτω Κερδύλια να σβηστούν από τον χάρτη. Κυριολεκτικά…
Η δράση των ανταρτών και οι προειδοποιήσεις των Γερμανών
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1941 εμφανίστηκαν στην περιοχή οι πρώτες ομάδες ανταρτών. Αρχικά δημιουργήθηκε ο «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και λίγο αργότερα ο «Αθανάσιος Διάκος». Οι δύο ομάδες, υπό τις οδηγίες των αρχηγών τους, στα τέλη του Σεπτεμβρόυ κατάφεραν να αφοπλίσουν δυο σταθμούς της γερμανικής χωροφυλακής στις περιοχές Ευκαρπία και Δάφνη. Οι Γερμανοί αντέδρασαν άμεσα με σκληρές ανακρίσεις, αλλά κανείς από τους κατοίκους των γύρω χωριών, ανάμεσά τους και τα Κερδύλια, δεν αποκάλυψε τίποτα για τους αντάρτες.
Ο προδότης που τους έδωσε την αφορμή για την σφαγή
Στις 10 Οκτωβρίου του 1941 ένας κάτοικος από τα Κάτω Κερδύλια, ο Δημήτρης Κίκηρας προσπάθησε να ληστέψει τον καλόγερο Γρηγόριο Καρακαλινό, που βρισκόταν στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Η ληστεία απέτυχε, ο Κίκηρας σκότωσε τον βοηθό του καλόγερου και τραυματίστηκε ο ίδιος.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο καλόγερος ήταν αυτός που τραυμάτισε τον ληστή με ένα τσεκούρι, την ώρα που ο τελευταίος έσκυβε να του αρπάξει χρήματα. Ο καλόγερος κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και λίγο αργότερα ο δράστης συνελήφθη στο σπίτι ενός γιατρού, όπου είχε καταφύγει για να περιποιηθεί το τραύμα του.
Ο Κίκηρας είχε πραγματοποιήσει την ληστεία προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα, τα οποία χρωστούσε σε κάποιους αντάρτες. Του τα είχαν δώσει οι ίδιοι για να τους αγοράσει τρόφιμα και προμήθειες, αλλά εκείνος τα καταχράστηκε και τα ξόδεψε. Όταν τον απείλησαν για να τα επιστρέψει, απελπίστηκε και προσπάθησε να τα κλέψει από τον καλόγερο.
Έτσι, κατά την ανάκριση του, ο Κίκηρας, για να εκδικηθεί τους αντάρτες, πρόδωσε τα ονόματά τους στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί έκαναν έφοδο στα Κερδύλια και διεξήγαν έρευνα για να εντοπίσουν όσους είχαν κατονομαστεί από τον προδότη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Φεύγοντας απείλησαν τους κατοίκους με αντίποινα σε περίπτωση που βοηθούσαν τους αντάρτες. Ο φόβος που σκόρπισαν τα λόγια των Γερμανών ήταν τέτοιος, που οι κάτοικοι των δύο χωριών μετά από σύσκεψη, συνέστησαν μια επιτροπή. Με επίσκεψή τους στην γερμανική διοίκηση στην Θεσσαλονίκη, τα μέλη της, θα προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τα δύο χωριά από επικείμενα αντίποινα.
|
Τα μνημεία των εκτελεσθέντων στα Κάτω και Άνω Κερδύλια αντίστοιχα. |
|
Ήταν όμως αργά. Οι Γερμανοί είχαν πάρει την απόφασή τους. Προτού προλάβουν να επιστρέψουν τα μέλη της επιτροπής, είχαν πραγματοποιήσει το έγκλημα...
Πηγή: Περί Πάτρης
Τις προηγούμενες εβδομάδες είχα αρθρογραφήσει για το φυσικό αέριο και τα καύσιμα, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, διότι άρχισε να επαληθεύεται η περσινή μου πρόβλεψη για Gazmageddon δηλαδή για Αρμαγεδδώνα στο φυσικό αέριο.
Ο Συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας την 8η και 5΄ ώρα της 13ης Αυγούστου έλαβε διαταγή από το Α΄ Σώμα Στρατού δια της οποίας διατασσόταν μετά Τάγματος, Πυροβολαρχίας και της διοικήσεως του Αποσπάσματός του να ανέλθει στις θέσεις εφεδρείας του Υποτομέα Καλετζίκ, δηλαδή επί αυτού τούτου του Καλετζίκ και να ταχθεί υπό τις διαταγές της IV Μεραρχίας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...