
“Κανείς ας μη σας κατακρίνει, δείχνοντας δήθεν ταπεινοφροσύνη”, λέει ο άγιος απόστολος Παύλος. Αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η οικείωση του φρονήματος του Χριστού, “ο οποίος, αν και ήταν Θεός, …τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού”. Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η διάκριση, που αποτελεί δώρο Θεού, ενέργεια της θείας χάριτος στον νου και την καρδιά του ανθρώπου.
Υπάρχει και αυτόβουλη ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι εφεύρημα ψυχής φιλόδοξης, ψυχής πλανεμένης και αυταπατημένης, ψυχής που κολακεύει τον εαυτό της και ζητάει την κολακεία του κόσμου, ψυχής που ολοκληρωτκά προσηλώθηκε στις επίγειες επιτυχίες και απολαύσεις, ψυχής που λησμόνησε την αιωνιότητα και τον Θεό.
Η αυτόβουλη, η επινοημένη, η πλαστή ταπεινοφροσύνη είναι ένα σύνολο αναρίθμητων και ποικίλων τεχνασμάτων, με τα οποία η ανθρώπινη υπερηφάνεια προσπαθεί να υποκλέψει τη δόξα της ταπεινοφροσύνης από τον τυφλωμένο κόσμο, τον κόσμο που αγαπά τα δικά του, τον κόσμο που εγκωμιάζει το ελάττωμα, όταν αυτό καλύπτεται πίσω από το προσωπείο της αρετής, τον κόσμο που μισεί την αρετή, όταν αυτή παρουσιάζεται μπροστά του με τη θεία απλότητά της, με την αγία και σταθερή υποταγή στο Ευαγγέλιο.
Τίποτα δεν είναι τόσο ενάντιο στην ταπείνωση του Χριστού όσο η αυθαίρετη ταπεινοφροσύνη, που απορρίπτει τον ζυγό της υπακοής στον Κύριο και υπηρετεί τον σατανά, φορώντας τον μανδύα της υπηρεσίας του Θεού.
Αν κοιτάζουμε ακατάπαυστα την αμαρτωλότητά μας, αν προσπαθούμε να παρατηρούμε κάθε της όψη, δεν θα βρούμε μέσα μας καμιάν αρετή, ούτε την ταπεινοφροσύνη.
Η αληθινή ταπείνωση κρύβει την αληθινή αρετή, όπως μια σεμνή κόρη κρύβει την ομορφιά της μ’ ένα κάλυμμα, όπως τα “άγια των αγίων” κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων με το καταπέτασμα.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου, το ήθος του Ευαγγελίου, η λογική του Ευαγγελίου.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου. Όντας ύψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στη σαρκική διάνοια.
Το θεϊκό μυστήριο της ταπεινώσεως το αποκαλύπτει ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς μαθητές Του, σ’ εκείνους που κάθονται κοντά στα πόδια Του και ακούνε με προσοχή τα σωτήρια λόγια Του. Μα κι όταν αυτό αποκαλυφθεί, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση είναι ανεξήγητη με τα λόγια και τη γλώσσα της γης. Η ταπείνωση είναι απρόσιτη στον σαρκικό λογισμό. Προσιτή γίνεται μόνο στον πνευματικό λογισμό. Ωστόσο, κι όταν γίνεται προσιτή, ουσιαστικά παραμένει απρόσιτη.
Η ταπείνωση είναι ζωή ουράνια πάνω στη γη.
Η θαυμαστή και ευλογημένη θέα των μεγαλείων του Θεού και των αναρίθμητων ευεργεσιών Του προς τον άνθρωπο, η μακάρια γνώση του Λυτρωτή και η διακονία Του με αυτοθυσία, η αναγνώριση της καταστροφικής πτώσεως του ανθρωπίνου γένους – να τα αόρατα γνωρίσματα της ταπεινώσεως, να οι προθάλαμοι του πνευματικού αυτού ανακτόρου που έχτισε ο Θεάνθρωπος.
Η ταπείνωση δεν αισθάνεται ταπεινή. Απεναντίας, βλέποντας μέσα της υπερβολικό εγωισμό, ψάχνει επίμονα να βρει όλα τα κλαδιά του. Και όσο ψάχνει, τόσο διαπιστώνει ότι πρέπει ν’ αγωνιστεί για πολύ ακόμα.
Ο σημειοφόρος και πνευματοφόρος όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, που επονομάστηκε από την Εκκλησία Μέγας για τις μεγάλες αρετές του, ιδαίτερα για τη βαθιά του ταπείνωση, λέει σε μιαν από τις υψηλές, τις άγιες, τις πνευματικές πραγματικά ομιλίες του ότι ακόμα κι ένας καθαρός, ακόμα κι ένας τέλειος, θα λέγαμε, άνθρωπος έχει μέσα του την τάση προς την έπαρση. Αυτός ο δούλος του Θεού όχι μόνο έφτασε ο ίδιος στην πιο υψηλή βαθμίδα της χριστιανικής τελειότητας, αλλά και γνώρισε στα χρόνια του, χρόνια πλήθους αγίων, τον πιο μεγάλο όσιο, τον Μέγα Αντώνιο. Βεβαίωσε, ωστόσο, ότι δεν γνώρισε κανέναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ονομαστεί τέλειος μ’ όλη τη σημασία της λέξεως.
Η ψεύτικη ταπείνωση αισθάνεται ταπεινή. Και είναι αστείο, συνάμα και θλιβερό, να ευχαριστιέται μ’ αυτή την απατηλή και ψυχοφθόρα αίσθηση.
Ο σατανάς μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός. Οι απόστολοι του σατανά μεταμφιέζονται σε αποστόλους του Χριστού. Η διδασκαλία του σατανά παρουσιάζεται σαν διδασκαλία του Χριστού. Οι απατηλές και πλανερές καταστάσεις που προκαλούνται από τον σατανά, παρουσιάζονται σαν πνευματικές και ευλογημένες καταστάσεις που προέρχονται από τον Χριστό. Η υπερηφάνεια και η κενοδοξία που εμπνέονται από τον σατανά, δημιουργούν στον άνθρωπο την αυταπάτη ότι αποτελούν την ταπείνωση του Χριστού.
Αχ! Που κρύβονται από τους δύστυχους ονειροπόλους, που είναι αλήθεια ικανοποιημένοι με την κατάσταση της αυταπάτης τους και δεν σκέφτονται παρά την απόλαυση και την ευδαιμονία, που κρύβονται απ’ αυτούς τα λόγια του Σωτήρα, “Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε…, μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε…, αλίμονο σ’ εσάς που τώρα είστε χορτάτοι…, αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε”.
Κοίταξε με προσοχή, κοίταξε δίχως εμπάθεια την ψυχή σου, αγαπητέ μου αδελφέ! Δεν είναι προτιμότερη γι’ αυτήν η μετάνοια από την ηδονή; Δεν είναι προτιμότερο γι’ αυτήν το κλάμα πάνω στη γη, την κοιλάδα των θλίψεων την προορισμένη ακριβώς για τον θρήνο, από τις άκαιρες, τις απατηλές, τις άπρεπες, τις ολέθριες απολαύσεις;
Η μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες σου αποτελούν προϋποθέσεις της αιώνιας μακαριότητάς σου – είναι γνωστό, είναι αναμφισβήτητο, είναι βεβαιωμένο από τον Κύριο. Βυθίσου σ’ αυτές τις άγιες καταστάσεις σταθερά και μόνιμα. Μη ζητάς τις απολαύσεις, μην ευφραίνεσαι μ’ αυτές, μην ικανοποιείσαι μ’ αυτές, μην εξαλείφεις μ’ αυτές την ευλογημένη πείνα και δίψα της δικαιοσύνης του Θεού, την ευλογημένη και σωτήρια λύπη της ψυχής σου για τη αμαρτωλότητά της.
Η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης του Θεού είναι οι μάρτυρες της συναισθήσεως της πνευματικής φτώχειας. Το πένθος είναι η έκφραση της ταπεινώσεως, είναι η φωνή της. Η απουσία του πένθους, η απουσία πνευματικής ζωής, ο χορτασμός και η απόλαυση φανερώνουν την υπερηφάνεια της καρδιάς.
Να φοβάσαι μην τυχόν, για την κούφια και απατηλή απόλαυση, κληρονομήσεις την αιώνια συμφορά, όπως προειδοποίησε ο Θεός, όσους χορταίνουν τώρα εκούσια, ενάντια στο θέλημά Του.
Η κενοδοξία και τα παιδιά της, δηλαδή οι ψεύτικες πνευματικές απολαύσεις, που ενεργούν μέσα στην ψυχή δίχως να διαποτίζονται με την μετάνοια, δημιουργούν ένα φάντασμα ταπεινώσεως. Αυτό το φάντασμα αντικαθιστά στην ψυχή την αληθινή ταπείνωση. Το φάντασμα της αλήθειας, το οποίο στο όνομά της εγκαταστάθηκε στο ναό της ψυχής, φράζει στην ίδια την αλήθεια όλες τις εισόδους του πνευματικού αυτού ναού.
Αλίμονό σου, ψυχή μου, θεόπλαστε ναέ της αλήθειας! Με το να δέχεσαι μέσα σου το φάντασμα της αλήθειας, με το να προσκυνάς το ψέμα αντί για την αλήθεια, γίνεσαι ειδωλολάτρισσα!
Στο ειδωλείο στάθηκε το είδωλο: η ψευδοταπείνωση. Η ψευδοταπείνωση είναι η πιο φρικτή μορφή υπερηφάνειας. Αν με τόση δυσκολία διώχνει ο άνθρωπος από μέσα του την υπερηφάνεια, όταν την αναγνωρίζει ως υπερηφάνεια, πως θα την διώξει όταν του φαίνεται σαν ταπείνωση;
Σ’ αυτό το ειδωλείο βρίσκεται το θλιβερό βδέλυγμα της ερημώσεως! Εκεί ψάλλονται ύμνοι που ευφραίνουν τον άδη. Εκεί οι λογισμοί και τα αισθήματα γεύονται τα απαγορευμένα ειδωλόθυτα και πίνουν κρασί ανακατεμένο με θανατηφόρο δηλητήριο. Εκεί κατοικούν είδωλα, ακάθαρτα δαιμόνια, γι’ αυτό όχι μόνο η θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα δεν πλησιάζουν, μα και καμιά αληθινή αρετή ή ευαγγελική εντολή.
Η ψεύτικη ταπείνωση τυφλώνει τόσο τον άνθρωπο, που τον κάνει όχι μόνο να πιστεύει και να υπαινίσσεται, όταν μιλά στους άλλους, πως είναι ταπεινός, αλλά και ανοιχτά να το λέει και δυνατά να το κυρήσσει. Σκληρά μας εμπαίζει το ψέμα, όταν εμείς, απατημένοι απ’ αυτό, το παίρνουμε για αλήθεια.
Η μακάρια ταπείνωση είναι αόρατη, όπως αόρατος είναι και ο χορηγός της Θεός. Είναι σκεπασμένη με τη σιωπή, την απλότητα, την ειλικρίνεια, τη φυσικότητα, την ελευθερία.
Η ψεύτικη ταπείνωση συνοδεύεται πάντοτε από την προσποίηση και την εξωστρέφεια, με την οποία αυτοδιαφημίζεται. Η ψεύτικη ταπείνωση αγαπά τους θεατρινισμούς, μ’ αυτούς απατά και αυταπατάται.
Η ταπείνωση του Χριστού είναι ντυμένη με χιτώνα άρραφο, με το πιο απλό ένδυμα. Μ’ αυτό το ένδυμα δεν αναγνωρίζεται και δεν γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους.
Η ταπείνωση είναι άγιος καρδιακός θησαυρός, είναι ανώνυμη καρδιακή ιδιότητα, είναι θεία συνήθεια, που γεννιέται ανεπαίσθητα στην ψυχή από την τήρηση των ευαγγελικών εντολών.
Η αρετή της ταπεινοφροσύνης ενεργεί όπως το πάθος της φιλαργυρίας. Όσο συγκεντρώνει φθαρτούς θησαυρούς ο φιλάργυρος, τόσο κυριεύεται από την απληστία, όσο πιο πλούσιος γίνεται, τόσο πιο φτωχός αισθάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ταπεινό άνθρωπο: Όσο περισσότερο πλουτίζει σε αρετές και θεία χαρίσματα, τόσο πιο φτωχός πνευματικά, τόσο πιο τιποτένιος αισθάνεται. Είναι φυσικό. Ο άνθρωπος που δεν έχει γευθεί το ύψιστο ουράνιο καλό, θεωρεί πολύτιμα τα δικά του καλά, τα μολυσμένα από την αμαρτία. Ο άνθρωπος που έχει γευθεί το αγιοπνευματικό, το θείο καλό, βλέπει πως δεν έχουν καμίαν αξία τα δικά του καλά, που είναι συνενωμένα με το κακό.
Πολύτιμο είναι για τον ζητιάνο το σακί με τα χάλκινα νομίσματα, που μάζεψε με πολύ κόπο έπειτα από πολλά χρόνια. Όταν, όμως, ένας πλούσιος του προσφέρει θησαυρό αμύθητο από χρυσά νομίσματα, το σακί με τα χάλκινα νομίσματα το πετά περιφρονητικά σαν περιττό βάρος.
Ο δίκαιος και πολύπαθος Ιώβ, μετά την παροιμιώδη υπομονή που έδειξε στις φοβερές του δοκιμασίες, αξιώθηκε να δει τον Θεό. “Πρωτύτερα Σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα ακουστά για Σένα, μα τώρα Σε είδα με τα μάτια μου”, Του είπε σε μιαν ωραία προσευχή του. Και ποιος ήταν ο καρπός της θεοπτίας στην ψυχή του δικαίου; Η ταπείνωση: “Γι’ αυτό περιφρόνησα τον εαυτό μου, έλιωσα (από καρδιακή συντριβή), αισθάνομαι σαν χώμα και στάχτη”.
Θέλεις ν’ αποκτήσεις ταπείνωση; Τήρησε τις ευαγγελικές εντολές. Έτσι θα εγκατασταθεί στην καρδιά σου και θα ενωθεί μαζί της η αγία ταπείνωση, η ταπείνωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας. Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ταπείνωση ποτέ δεν οργίζεται, ποτέ δεν ζητάει την επιδοκιμασία των ανθρώπων, ποτέ δεν παραδίνεται στην θλίψη, ποτέ και τίποτα δεν φοβάται.
Μπορεί, αλήθεια, να παραδοθεί στη θλίψη εκείνος που προκαταβολικά θεώρησε τον εαυτό του άξιο για κάθε θλίψη; Μπορεί, αλήθεια, να φοβηθεί τις συμφορές εκείνος που προκαταβολικά αυτοκαταδικάστηκε σε συμφορές, εκείνος που βλέπει τις συμφορές σαν μέσο σωτηρίας;
Οι δούλοι του Θεού αγαπούν τα λόγια του συνετού ληστή, που ήταν σταυρωμένος κοντά στον Κύριο, και τα επαναλαμβάνουν στις θλίψεις τους: “Τιμωρούμαστε δίκαια γι’ αυτά που κάναμε… Θυμήσου μας, Κύριε, στη βασιλεία Σου”. Κάθε θλίψη την αντιμετωπίζουν με τη συναίσθηση πως είναι άξιοι γι’ αυτήν.
Η ουράνια ειρήνη έρχεται στις καρδιές τους χάρη στα ταπεινά τους λόγια και αισθήματα. Αυτή η ειρήνη προσφέρει το ποτήρι της παρηγοριάς και στον άρρωστο και στον φυλακισμένο και στον κατατρεγμένο από τους ανθρώπους και στον πληγωμένο από τους δαίμονες.
Το ποτήρι της παρηγοριάς προσφέρεται με τα χέρια της ταπεινώσεως και σ’ εκείνον που είναι καρφωμένος σε σταυρό. Ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει μόνο “ξύδι ανακατεμένο με χολή”.
Ο ταπεινός είναι ανίκανος να αισθανθεί κακία και μίσος. Εχθρούς δεν έχει. Αν αδικηθεί από κάποιον άνθρωπο, αυτόν τον βλέπει σαν όργανο της δικαιοκρισίας ή της πρόνοιας του Θεού.
Ο ταπεινός παραδίνει ολοκληρωτκά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Ο ταπεινός ζει όχι αυτονομημένος αλλά μαζί με τον Θεό και εξαρτημένος από τον Θεό.
Ο ταπεινός δεν γνωρίζει την έπαρση, γι’ αυτό πάντοτε ζητάει τη βοήθεια του Θεού και αδιάλλειπτα προσεύχεται.
Το καρπερό κλαδί γέρνει προς την γη, λυγίζοντας κάτω από το βάρος των πολλών καρπών του. Το άκαρπο κλαδί υψώνεται προς τα πάνω, αυξάνοντας τα άκαρπα βλαστάρια του.
Ψυχή πλούσια σε ευαγγελικές αρετές, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην ταπείνωση. Στα βάθη αυτής της νοητής θάλασσας βρίσκει πολύτιμα μαργαριτάρια, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Η υπερηφάνεια είναι πιστό γνώρισμα ανθρώπου κούφιου, γνώρισμα δούλου των παθών, γνώρισμα ψυχής στη οποία η διδασκαλία του Χριστού δεν βρήκε πρόσβαση.
Μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εξωτερική τους εμφάνιση. Μη βγάζεις επιπόλαια συμπεράσματα για την υπερηφάνεια ή την ταπείνωσή τους. “Μην κρίνετε επιφανειακά”, μας συμβουλεύει ο Κύριος, “να κρίνετε με τα σωστά κριτήρια”. “Από τους καρπούς τους θα καταλάβετε“, δηλαδή από τη διαγωγή τους, από τις πράξεις τους και από τις συνέπειες των πράξεών τους.
“Ξέρω την υπερηφάνεια σου και την κακία της καρδιάς σου”, έλεγε στον Δαβίδ ο πλησίον του. Αλλά ο Θεός έδωσε διαφορετική μαρτυρία για τον προφήτη: “Βρήκα τον δούλο μου τον Δαβίδ και με το άγιό μου λάδι τον έχρισα βασιλιά”. “Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι βλέπουν το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά“.
Οι επιπόλαιοι κριτές συχνά θεωρούν ταπεινό έναν υποκριτή και τιποτένιο, που επιδιώκει να αρέσει στους ανθρώπους. Αυτός, όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια άβυσσος κενοδοξίας. Απεναντίας, υπερήφανο θεωρούν εκείνον που δεν αποζητάει επαίνους ή αναγνώριση από τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν σέρνεται δουλικά μπροστά τους. Αυτός είναι αληθινός υπηρέτης του Θεού. Έχοντας γνωρίσει τη θεϊκή δόξα, που αποκαλύπτεται μόνο στους ταπεινούς, οσφράνθηκε τη δυσοσμία της ανθρώπινης δόξας κι έφυγε μακριά της.
“Τι είναι πίστη;”, ρώτησαν έναν μεγάλο δούλο του Θεού. Κι εκείνος αποκρίθηκε: “Πίστη είναι το να ζει κανείς με ταπεινοφροσύνη και να έχει ευσπλαχνία”.
H ταπείνωση στηρίζει τις ελπίδες της στον Θεό. Δεν τις στηρίζει στον εαυτό της. Δεν τις στηρίζει στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η συμπεριφορά της είναι απλή, ειλικρινής, σταθερή, μεγαλειώδης. Τέτοιας λογής συμπεριφορά οι άνθρωποι αυτού του κόσμου, όντας πνευματικά τυφλοί, την ονομάζουν υπερηφάνεια.
Η ταπείνωση δεν εκτιμά καθόλου τα επίγεια αγαθά. Μπροστά στα μάτια της μεγάλος είναι ο Θεός, μεγάλο είναι το Ευαγγέλιό Του. Εκεί είναι προσηλωμένη σταθερά. Την προσοχή της και τη ματιά της δεν την ελκύουν η φθορά και η ματαιότητα. Αυτή την αγία αδιαφορία της προς την φθορά και τη ματαιότητα οι εργάτες της φθοράς και της ματαιότητας την ονομάζουν υπερηφάνεια.
Υπάρχει προσκύνηση αγία, που γίνεται από ταπείνωση, από σεβασμό προς τον πλησίον, από σεβασμό προς την εικόνα του Θεού, από σεβασμό προς τον αδελφό του Χριστού. Και υπάρχει προσκύνηση ψυχοκτόνα, προσκύνηση υστερόβουλη, προσκύνηση ανθραπάρεσκη και συνάμα μισάνθρωπη, προσκύνηση θεομίσητη. Είναι η προσκύνηση που ζήτησε ο σατανάς από τον Θεάνθρωπο με αντάλλαγμα όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη λαμπρότητά τους.
Πόσοι δεν είναι και σήμερα εκείνοι που προσκυνούν, για ν’ αποκτήσουν επίγεια αγαθά και αξιώματα! Επαινούνται, μάλιστα, για την ταπείνωσή τους από τους ανθρώπους που δέχονται την προσκύνησή τους!
Προσεκτικά παρατήρησε όσους σε προσκυνούν. Το κάνουν, άραγε, από σεβασμό προς τον άνθρωπο; Το κάνουν από αγάπη και ταπείνωση; Ή μήπως η προσκύνησή τους αφενός ικανοποιεί τη δική σου υπερηφάνεια και αφετέρου αποβλέπει στο δικό τους πρόσκαιρο συμφέρον;
Μεγάλε της γης! Προσεκτικά παρατήρησε και συνετά συλλογίσου: Μπροστά σου σέρνονται η κενοδοξία, το ψέμα, η υποκρισία! Αυτοί που σε προσκυνούν, όταν πετύχουν τον σκοπό τους, θα σε χλευάσουν και με την πρώτη ευκαιρία θα σε προδώσουν. Τη γενναιοδωρία σου ποτέ μην τη δείχνεις στον κενόδοξο. Ο κενόδοξος όσο σκυφτός είναι μπροστά στους ανωτέρους του, τόσο θρασύς και απάνθρωπος είναι μπροστά στους κατωτέρους του. Πως θα καταλάβεις τον κενόδοξο; Από την ιδιαίτερη ικανότητα και επίδοσή του στην κολακεία, την ιδιοτελή εξυπηρετικότητα, το ψέμα και, γενικά, τη φαυλότητα και τη χαμέρπεια.
Ο Πιλάτος παρανόησε τη σιωπή του Χριστού, αποδίδοντάς την σε υπερηφάνεια. “Σ’ εμένα δεν μιλάς;”, Του είπε. “Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία είτε να Σε σταυρώσω είτε να Σε αφήσω ελεύθερο;”. Ο Κύριος του εξήγησε ότι σώπαινε από υπακοή στο θέλημα του Θεού, όργανο του οποίου ήταν ο Πιλάτος, μολονότι νόμιζε ότι ενεργούσε με την ελεύθερη βούλησή του. Εξαιτίας της υπερηφάνειάς του ο ηγεμόνας ήταν ανίκανος να καταλάβει ότι μπροστά του στεκόταν η απόλυτη Ταπείνωση, ο σαρκωμένος Θεός.
Την ψυχή που πετά ψηλά, την ψυχή που ελπίζει στα ουράνια, την ψυχή που περιφρονεί τα φθαρτά αγαθά του κόσμου, την ψυχή που δεν γνωρίζει τη φτηνή δουλοπρέπεια και τη χαμέρπεια των ανθρώπων, εσφαλμένα την αποκαλείς υπερήφανη, επειδή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις των παθών σου. Τίμησε. Αμάν, την ευλογημένη, τη θεάρεστη υπερηφάνεια του Μαρδοχαίου! Αυτό που θεωρείς υπερηφάνεια δεν είναι παρά η αγία ταπείνωση.
Η ταπείνωση είναι ευαγγελική διδασκαλία και ευαγγελική αρετή, είναι το μυστικό ένδυμα και η μυστική δύναμη του Χριστού. Ντυμένος την ταπείνωση ήρθε ανάμεσά μας ο Θεός. Όποιος από τους ανθρώπους ντυθεί την ταπείνωση, γίνεται όμοιος με τον Θεό.
‘Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει”, είπε η παναγία Ταπείνωση, “ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί”. Αλλιώς δεν είναι δυνατό να γίνει κανείς μαθητής και ακόλουθος Εκείνου που “ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού”, Εκείνου που κάθισε στα δεξιά του Θεού, Εκείνου που είναι ο νέος Αδάμ, ο ιδρυτής του αγίου γένους των εκλεκτών. Στον αριθμό των εκλεκτών συγκαταλέγονται όσοι πιστεύουν στον Χριστό. Η πίστη σ’ Αυτόν, όμως, προϋποθέτει την αγία ταπείνωση και επισφραγίζεται με την αγία αγάπη. Αμήν.
Πηγή: (ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ), Η άλλη όψη

Ἔγραφα στὸ προηγούμενο ἄρθρο μου ὅτι ἐπὶ 10ετίες ὅλη ἡ ἐξωτερικὴ καὶ ἀμυντικὴ μας πολιτικὴ στηρίζεται σ’ ἕνα σύστημα κακομελετημένων καὶ ἐσφαλμένων ἐκτιμήσεων. Ἔλεγε μὲ ἐμβρίθεια πιγκουΐνου ὁ Κων/νος Καραμανλῆς ὅτι ἡ ἔνταξὴ μας στὴν ΕΟΚ ἀρχικὰ, καὶ μετὰ στὴν Ε.Ε., διασφαλίζει τὰ σύνορὰ μας προς Ἀνατολάς. «Τύφλες καὶ μαῦρα φάσκελα», ποὺ λέγαμε στὴ Μάνη. Ἡ τουρκικὴ εἰσβολὴ εἶχε ἀρχίσει πρὸ πολλοῦ, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε στὴν Κύπρο. Μᾶς εἶχε προειδοποιήσει –καὶ μάλιστα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα– ὁ πανέξυπνος Τοῦρκος πολιτικός Ὀζάλ: «Θὰ σᾶς κατακτήσουμε πληθυσμιακά». Ἤδη στὴ Θράκη ἔχει ἐπέλθει πληθυσμιακὴ ἀνατροπή. Τώρα αὐτὴ ἐπεκτείνεται στὰ νησιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους καὶ πρὸς τὴν Ἀθήνα.
Κι ἐνῶ οἱ καλύτεροι Ἕλληνες φεύγουν γιὰ τὸ ἐξωτερικὸ, ἡ χῶρα γεμίζει ἀπὸ ἀσιατικὸ καὶ ἀφρικανικὸ πληθυσμό. Ὁ πόλεμος, λένε οἱ εἰδήμονες, καὶ ἡ φτώχεια εἶναι αὐτὰ ποὺ σπρώχνουν ὅλα αὐτὰ τὰ στίφη πρὸς ἐμᾶς. Κουραφέξαλα! Ἔχω γυρίσει ὅλη τήν Αἰθιοπία καὶ ἔχω γράψει μεγάλο βιβλίο γι’ αὐτὴ («Αἰθιοπία: Μιὰ Ἑλλάδα στὴν Ἀφρική»-Ἐκδ. Σιδέρης). Λίγες χῶρες γνώρισαν τόση φρίκη πολέμου, τόση ξηρασία, τόση φτώχεια, τόσο μέγεθος πείνας. Οὕτε καὶ στὸ Μπενάρες τῆς Ἰνδίας οὔτε στὸ παλαιὸ Δελχὶ συνάντησα τόσο μέγεθος δυστυχίας. Καὶ ἀπορῶ: Γιατὶ δὲν ἔρχονται ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία τὰ καραβάνια τῆς ἀπελπισίας ἀλλὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστὰν, τὸ Πακιστὰν, τὴ Συρία, τὴν Τυνησία καὶ τὸ Μαρόκο; Βρῆκα στὴ Σκάλα τῆς Λακωνίας Μαροκινὸ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν κοσμοξάκουστη Καζαμπλάνκα ποὺ βλέπει στὸν Ἀτλαντικό! Πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ σκεφθεῖ. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς Αἰθιοπίας εἶναι Χριστιανοὶ Κόπτες. Αὐτοὶ ποὺ φθάνουν ἐδῶ εἶναι Μουσουλμάνοι διαφόρων τάσεων, κυρίως Σουνίτες καὶ Σιίτες. Ἡ δικὴ τους προώθηση, ποὺ γίνεται μὲ ὕποπτες χρηματοδοτήσεις, σκοπεῖ στὴν ἰσλαμοποίηση τῆς Εὐρώπης. Μὲ πρῶτο πειραματόζωο τὴν Ἑλλάδα.
Κατανοῶ τὸν φόβο τῆς Βιέννης. Δύο φορὲς οἱ Ὀθωμανοί ἔφθασαν πρὸ τῶν πυλῶν της. Τὴν πρώτη φορὰ τὸ 1529, ὅταν ἕνα πλήθος «ἀκιντζί» ὑπὸ τὸν Μιχάλογλου καὶ τὸν σουλτάνο Σουλεϊμὰν τὸν Μεγαλοπρεπῆ περιέσφιξαν τὴν πόλη ἀπὸ παντοῦ, ἀκόμη καὶ μὲ στολίσκο ἀπὸ τὸν Δούναβη. Ἀλλά ἀπέτυχαν. Γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπεχείρησαν Κατάληψη τὸ 1683 ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Καρᾶ-Μουσταφᾶ Κιοπρουλῆ. Ἡ πόλη σώθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ χάρη στὴν ἐπέμβαση τοῦ πολωνικοῦ ἱππικοῦ ποὺ νίκησε τοὺς Τούρκους λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ Βιέννη, στὸ λόφο τοῦ Κάλλενμπεργκ. Στὸ λεγόμενο «Ὁπλοστάσιο τῶν Ἀστῶν» (Bürgerliches Zeughaus) μπορεῖ ὁ ἐπισκέπτης νὰ δεῖ τὰ σπάθα τοῦ Τούρκου ἀγὰ, ἀρχηγοῦ τῶν γενίτσαρων κατὰ τὴν πολιορκία τοῦ 1683, μιὰ μεγάλη κόκκινη Ὀθωμανικὴ σημαία, τὸ κρανίο τοῦ Καρᾶ-Μουσταφᾶ καὶ τὸ μεταξένιο σχοινὶ τῆς ἀγχόνης του μὲ δύο ρητὰ τοῦ Κορανίου.
Ἀλλά, ἄν οἱ Μουσουλμάνοι κατακλύσουν τὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἔγινε σταδιακὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα, τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀνακόψει τὴν προέλασὴ τους. Ἤδη στὴν Βαλκανική ἔχουν δημιουργήσει ἰσχυρά προγεφυρώματα: Στὴν Ἀλβανία, στὴ Βοσνία, στὴν Ἐρζεγοβίνη ἀλλὰ καὶ στὰ Σκόπια καὶ στὴν Βουλγαρία. Πίσω ἀπὸ μεγάλα ἱδρύματα ἰσλαμικῶν σπουδῶν βρίσκεται ἡ Τουρκία καὶ ἡ Σαουδική Αραβία. Τό ὅραμα τοῦ Νταβούτογλου γιὰ ἀνασύσταση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σὲ μερικὰ χρόνια θ’ ἀρχίσει νὰ σαρκώνεται. Ὅλα τὰ ἑκατομμύρια Μουσουλμάνων, ποὺ χρόνο μὲ χρόνο θὰ αὐξάνεται σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, θὰ τεθοῦν ὑπὸ τὴν προστασία τῆς νέας Ὀθωμανικής Αὐτοκρατορίας. Θὰ εἶναι οἱ προφυλακὲς της, ἡ Πέμπτη Φάλαγγα μέσα στὴν Εὐρώπη. Ἡ Εὐρώπη στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα διέπραξε τὴ βλακεία νὰ μὴν στείλει βοήθεια στὴν κινδυνεύουσα Βασιλεύουσα. Ἔτσι ὁ Πορθητής τὴν κατέλαβε τὸ 1453. Ἄν ζοῦσε κάτι περισσότερο ἀπό 10 χρόνια, θὰ εἶχε καταλάβει τὴν Ἰταλία καὰ μετὰ ὁ δρόμος θὰ ἦταν ἀνοιχτὸς γιὰ τὴ λοιπή Εὐρώπη. Αὐτὸ ἡ τωρινή Εὐρώπη δὲν τὸ βλέπει;
Πηγή: Εξάψαλμος
Το Ισλάμ προ των πυλών – Η τωρινή Ευρώπη δεν το βλέπει;

Μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῶν ἀποφάσεων τῆς συγκληθείσης συνόδου τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης θὰ ἤθελα νὰ τοποθετηθῶ ὡς Κανονολόγος στὰ τῆς παραγράφου (ποὺ εἶναι καὶ ἡ σημαντικώτερη), τῆς ἀναφερομένης στὶς σχέσεις τῆς ΜΙΑΣ, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ὑπόλοιπες αἱρετικὲς ὁμάδες, τὶς αὐτοαποκαλούμενες «ἐκκλησίες».
Δυστυχῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ πλειονότης τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἀπαρτισάντων τὴν σύνοδο αὐτὴ ὁμολογοῦν ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλες «ἐκκλησίες», ἑτερόδοξες μέν, ἀλλὰ πάντως «χριστιανικὲς ἐκκλησίες».
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχώμεθα τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες, τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν, ὡς «ἐκκλησίες»; Εἶναι δυνατὸν νὰ πρεσβεύουν «ἑτέρα δόξα» (δόξα=γνώμη, πίστη, Liddell-Scott, Μ. Λεξικόν, 1, 643), ἄλλη δηλαδὴ πίστη ἀπὸ ἐκείνην, τὴν ὁποία διακηρύσσει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἁγιοπατερική μας Παράδοση καὶ νὰ γίνωνται δεκτὲς ὡς «ἐκκλησίες»; Αὐτὸ εἶναι καθαρὸς συγκρητισμὸς καὶ ἐπάρατος οἰκουμενισμός.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ΜΙΑ. Καὶ τοῦτο γιὰ τὸν λόγο ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΕΝΑ. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τὸ τονίζει: «Ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5) καὶ «Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α´ Κορ. 1, 13). Κομματιάζεται ὁ Χριστός; Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος δὲν εἶπε στὸν μαθητήν Του Ἀπόστολο Πέτρο «οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησία...» (Ματθ. 16, 18); Τὴν Ἐκκλησία, εἶπε, ὄχι τὶς Ἐκκλησίες!
Ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1ο κανόνα του ὁμιλεῖ σαφῶς γιὰ τοὺς «καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τ. 3, 89) καὶ τοὺς διαχωρίζει σὲ αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ ἀποσυναγώγους ἀνάλογα μὲ τὸ βάθος τῆς πλάνης, στὴν ὁποία ἔχουν ὑποπέσει. Δὲν ἀποκαλεῖ «ἐκκλησίες» τὶς νεοπαγεῖσες συνάξεις, τὶς ψευδεπιγράφως καὶ παραπλανητικῶς ὀνομαζόμενες «χριστιανικές», ἀλλὰ τὶς ἀντιδιαστέλλει ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τὴν ἀποκλειστικῶς κατέχουσα τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας. Ὁμολογεῖ δὲ ὅτι τοὺς αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους «ὡς ἀσεβεῖς ἀποφεύγομεν καὶ ἀναθεματίζομεν» (ἐπ. 226, PG 32, 849).
Oἱ δὲ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων 8ος τῆς Α´, 7ος τῆς Β´ καὶ 95ος τῆς ΣΤ´ ρυθμίζουν τὸν τρόπο ὑποδοχῆς καὶ ἀποδοχῆς στὸ Σῶμα τῆς Μίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν». Καὶ τοῦτο γιατὶ ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποδέχθηκε τοὺς ἀποκοπέντες ὡς νέες φυτεῖες ἢ κλάδους τοῦ ἑνὸς δένδρου. Πάντοτε διεκήρυττε ὅτι ὅποιος ἐξέρχεται ἐκ τοῦ ΕΝΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ἐξέρχεται τῆς «τῶν σωζομένων μερίδος» καὶ ποτὲ δὲν ἀνεγνώρισε τὰ δῆθεν μυστήριά τους ὡς ἔγκυρα, οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ βάπτισμά τους (βλ. 46ο κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ὁ καθηγητὴς καὶ ἐπίσκοπος Νικόδημος Μίλας γράφει σχετικὰ μὲ τὰ ἀνωτέρω: «Ἐπειδὴ μία κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει, δηλονότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέον ἡ Ἐκκλησία, ἡ τὸ Σῶμα Αὐτοῦ ἀποτελοῦσα, νὰ ᾖ ἑνιαία, μία» (Ἐκκλησ. Δίκ. [1906] 294). Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος ἔγραφε στοὺς Ἰταλοὺς καὶ τοὺς Γάλλους Ἐπισκόπους: «Τοὺς τὴν ἀποστολικὴν ὁμολογοῦντας πίστιν, ἅπερ ἐπενόησαν σχίσματα διαλύσαντας, ὑποταγῆναι τοῦ λοιποῦ τῇ αὐθεντίᾳ τῆς Ἐκκλησίας» (ἐπ. 92, PG 32, 481). Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν τὴν ἀποστολικὴ πίστη νὰ διαλύσουν τὰ σχίσματα ποὺ ἐπενόησαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὴν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «οἶκός ἐστιν ἡ Ἐκκλησία πατρικός· ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (PG 62, 87). Ὅλα τὰ ἄλλα μορφώματα, τὰ ὁποῖα ἀποκαλοῦνται Ἐκκλησίες (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Οὐνία κ.τ.λ.) εἶναι ὁμάδες ἀποκεκομμένες ἀπὸ τὸ ἕνα Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ὀνομάση «ἐκκλησία» κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἱρετικὰ μορφώματα, τοποθετεῖται αὐτομάτως στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁμιλεῖ καθαρὰ περὶ τούτου: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, διότι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Χριστοῦ [...] ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν [...] Ἐκ τῆς μίας, ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς διαφόρους καιροὺς ἀπεσχίσθησαν καὶ ἀπεκόπησαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ συνέπειαν ἔπαυσαν νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύσσωμοι τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός της. Τοιοῦτοι ἦσαν πρῶτον οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Πνευματομάχοι, ἔπειτα οἱ Μονοφυσίται καὶ Εἰκονομάχοι καὶ τέλος οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάνται καὶ Οὐνῖται καὶ ὅλη ἡ ἄλλη αἱρετικὴ λεγεών» (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός [1974] 82).
Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια περὶ τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ νὰ ἀγκαλιάζουν τοὺς αἱρετικούς, διχάζοντες τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο;
Στὴν Κρήτη, ὄχι μόνον δὲν κατεδίκασαν τὶς πολλὲς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλὰ ἐστράφησαν καὶ ἐναντίον τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαρὰ ὁμολόγησε τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν».
Δὲν εἶναι πνευματικὴ παραφροσύνη νὰ στρέφεσαι ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως καὶ διακηρύξεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὸ θέμα τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας; Καί μόνον ἐξ αὐτοῦ τοῦ δογματικοῦ ὀλισθήματος ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος καθίσταται ληστρική, ἐφ᾽ ὅσον δὲν πληροῖ τὸ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἀπεκάλεσαν τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες».
Ἡ ἴδια ἡ φράση ἀποτελεῖ σχῆμα ὀξύμωρο. Ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἀκόμη οἱ ὅροι «ἑτεροδοξέω», «ἑτεροδοξία», «ἑτερόδοξος» δηλώνουν τὸ ψεῦδος, τὴν πλάνη, τὸν πλανεμένο (Πρβλ. Πλάτωνος, Θεαίτητος, 190e, 193d κ.ἀλ.). Στὴν δὲ Πατερικὴ Γραμματεία ὁ ὅρος ἑτερόδοξος ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πλανεμένου, τοῦ ἀποκεκομμένου ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποδέχεται ἑτέρα δόξα, ἑτέρα γνώμη, δηλαδή, ψευδὴ καὶ ἀλλοιωμένη δογματικὴ καὶ κανονικὴ διδασκαλία ἀπὸ ἐκείνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Βλ. καὶ Liddell-Scott,vol. ii, 344). Αὐτὸς δὲν εἶναι αἱρετικός; Αὐτὸς δὲν ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία; Τότε πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τοποθετῆται μετὰ τῆς Μίας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς «Ἐκκλησία»; Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβεβαιοῖ: «Τέτμηται ἡ αἵρεσις πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν» (ἐπ. 258, PG 32, 952).
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ἐπὶ τροχάδην κάποιες ἀπὸ τὶς ἄπειρες θέσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ τῶν ἑτεροδόξων. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀπωλέση τοὺς ἑτεροδόξους: «Τοὺς ἀποπεσόντας τῆς ἀληθείας ἑτεροδόξους λαλοῦντας ψεῦδος... ἀπολεῖ ὁ Θεός» (PG 27, 73), ἐνῶ ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει νὰ μὴν δεχώμαστε τὶς διδαχὲς τῶν ἑτεροδόξων, διότι εἶναι καθαρὴ τρέλλα νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς παράφρονες: «Μὴ ἄγεσθαι ὑπὸ τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων· μανία γὰρ σαφής, ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν» (PG 30, 649). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος διακηρύσσει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὸ νὰ διαστρεβλώνουν τὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ φανερώνουν τὴν πλάνη τους μὲ σκοπὸ νὰ παγιδεύσουν τοὺς Ὀρθοδόξους, θὰ ἐπισύρουν ἐπὶ τὰς κεφαλάς των τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ: «Οἱ ὀρύσσοντες τὰς Γραφὰς ἑτερόδοξοι οὐκ ἐπὶ τῷ μαργαρίτας εὑρεῖν, ἀλλὰ παραφθεῖραι καὶ παγίδα στῆσαι, θησαυρίζουσι πῦρ, τὴν ἐγκρύφιον κακίαν εἰς φανερὸν ἄγοντες» (PG 64,709). Σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τοὺς ἑτεροδόξους, ὄχι μόνον ὡς μὴ πειθομένους στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦντας νὰ παρασύρουν καὶ ἄλλους στὴν πλάνη τους, χρησιμοποιώντας ἀθέμιτα μέσα: «Οἳ (ἐν. οἱ ἑτερόδοξοι) πείθεσθαι ταῖς Γραφαῖς οὐκ ἀνέχονται· δεινότητι δέ τινι περιτρέπειν τοὺς ἀήθεις τῶν τοιούτων λόγων πειρῶνται» (PG 10, 1137). Ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στεντορείᾳ τῇ φωνῇ προειδοποιεῖ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς μέλη τῆς Μίας Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἔχουν καμμία κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, δηλαδὴ τοὺς αἱρετικούς, ἂν θέλουν νὰ παραμείνουν φίλοι τοῦ Θεοῦ: «Εἰ φίλοι κατὰ θεόν, πῶς τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἑτεροδόξων κοινωνοῦντες;» (ἐπ. 48, PG 99, 1081).
Πῶς, λοιπόν, θὰ ἀγνοήσουμε ὅλη τὴν Πατερική μας Παράδοση καὶ θὰ ἀποκαλέσουμε «ἐκκλησίες» τοὺς αἱρετικούς, τοὺς «ἐν πανουργίᾳ πικροτάτους ἑτεροδόξους»; (Πρβλ. Ὀλυμπιοδώρου, PG 93, 761) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς βροντοφωνάζει: «Ἔστιν οὖν ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ Ἐκκλησία, τὸ σύστημα τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων Πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, οἷς προσετέθη πιστεύσαντα ὁμοθυμαδὸν πάντα τὰ ἔθνη» (PG 96, 1357).
Γιατὶ νὰ ψευδώμεθα, Παναγιώτατε, ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἑτεροδόξων, τῶν πλανεμένων ἀδελφῶν μας; Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν μία νὰ τοὺς κατονομάζουμε ἑτεροδόξους, δηλαδὴ αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τοὺς δεχώμεθα ὡς «ἐκκλησίες»;
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ ΜΙΑ καὶ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μετεβίβασε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία στοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ Ἀποστολικὴ αὐτὴ ἐξουσία περιῆλθε στοὺς Ἐπισκόπους καὶ διαδόχους αὐτῶν.
Γιατὶ νὰ μὴν ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια πρὸς ὅλους τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἐνταχθοῦν καὶ αὐτοὶ κάποτε στὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία; Ἄλλωστε, οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Ἅγιοι Πατέρες μας αὐτὸ ἐπεδίωκαν νὰ κατανοήσουν οἱ παντὸς εἴδους αἱρετικοί: ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων εἶναι Μία καὶ μοναδική, διότι ἡ κεφαλή της εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἕνας καὶ Μοναδικός. «Ὡς γὰρ εἷς Κύριος, μία πίστις, εἷς Θεός, οὕτω δῆλον ὅτι καὶ μία ἐκκλησία» (Θεοδώρου Στουδίτου, ἐπ. 273, G. Fatouros, vol. 2, 404).
Πρέπει νὰ γίνη κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους, Oἰκουμενικὸ Πατριάρχη, λοιποὺς Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ὅτι ἡ ἐν Κολυμπαρίῳ σύναξη δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο τοῦ παραλόγου». Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιχειρήθηκε ἀνεπιτυχῶς ἦταν ἡ παραπλάνηση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ ἐπετεύχθη ἦταν ὁ παροργισμὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ Οὐρανοφάντορος Βασιλείου, ὁ ὁποῖος προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ἔγκαιρη λήψη μέτρων πρὶν τὸ μικρόβιο τῆς αἱρέσεως ἐπεκταθῆ καὶ μολύνη ὅλο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐπινέμεται τὸ κακὸν τῆς αἱρέσεως, καὶ δέος ἐστὶ μὴ τὰς ἡμετέρας Ἐκκλησίας καταφαγοῦσα, ἕρψῃ λοιπὸν καὶ ἐπὶ τὸ ὑγιαῖνον μέρος» (ἐπ. 243, PG 32, 908).
Πηγή: Ακτίνες

Σχόλιο "Ας Μιλήσουμε Επιτέλους": Μέχρι στιγμής η Ελληνική Πολιτεία, δια των αρμοδίων οργάνων της, καθώς και η κυβέρνηση, δεν έχουν απαντήσει σε σειρά καίρων ερωτημάτων σχετιζομένων τόσο με την λειτουργία του τζαμιού (υπάρχουν αρκετές διαφορετικές ομάδες μουσουλμάνων), όσο και με ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας (χώροι συνάντησης και οργάνωσης ισλαμιστών τρομοκρατών).
Η έκταση στην οποία θα κατασκευαστεί είναι ο παλαιός Κεντρικός Σταθμός Αυτοκινήτων του Ναυτικού. Εκτός από το τζαμί, θα κατασκευαστούν δύο βοηθητικοί χώροι που θα χρησιμοποιούνται ως γραφεία των ιμάμηδων.
Σχόλιο "Ας Μιλήσουμε Επιτέλους": Μέχρι στιγμής η Ελληνική Πολιτεία, δια των αρμοδίων οργάνων της, καθώς και η κυβέρνηση, δεν έχουν απαντήσει σε σειρά καίρων ερωτημάτων σχετιζομένων τόσο με την λειτουργία του τζαμιού (υπάρχουν αρκετές διαφορετικές ομάδες μουσουλμάνων), όσο και με ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας (χώροι συνάντησης και οργάνωσης ισλαμιστών τρομοκρατών).
Λογική, λοιπόν, η ερώτηση: Το ότι προχωρά η ανέγερση του τζαμιού, παρά τα κενά που ήδη έχουν επισημανθεί, και σε περίπτωση που υπάρξουν αρνητικές συνέπειες, ποιός θα φέρει την ποινική ευθύνη για οτιδήποτε συμβεί; Ή, μήπως, δεν υπάρχουν ποινικές ευθύνες (νομοθετικό κενό) όταν ικανοποιούνται απαιτήσεις τρίτων (βλ. Ευρώπη και Ερντογάν) ή ιδεοληψίες πολιτικών;
Έως τον Απρίλιο του 2017 αναμένεται να είναι έτοιμο το ισλαμικό τέμενος της Αθήνας, το οποίο θα κατασκευαστεί στον Βοτανικό ύστερα από πολλές περιπέτειες, καθυστερήσεις και αντιδράσεις.
Η σχετική σύμβαση υπεγράφη και αναρτήθηκε χθες στη «Διαύγεια». Το κόστος του έργου ανέρχεται στο ποσό των 886.963,17 ευρώ, ενώ η συνολική προθεσμία του έχει καθοριστεί σε έξι μήνες από την υπογραφή της σύμβασης. Η σύμβαση διέπεται από τα τεύχη δημοπράτησης, ενώ η ανάδοχος κατέθεσε εγγυητική επιστολή ύψους 76.630 ευρώ.
Η απόφαση για να «ξεμπλοκάρει» η ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα είχε οριστικά ληφθεί με την ψήφιση το περασμένο καλοκαίρι ειδικής νομοθετικής διάταξης. Στην αιτιολογική της έκθεση μάλιστα επισημαινόταν ότι η Αθήνα είναι πλέον η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν διαθέτει ισλαμικό τέμενος για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των μουσουλμάνων που διαμένουν στη χώρα μας.
Tα σχέδια
Βάσει των υφιστάμενων σχεδίων, το ισλαμικό τέμενος θα αναγερθεί σε μια έκταση περίπου επτά στρεμμάτων στον Ελαιώνα, η οποία εξυπηρετείται από σχεδόν όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Το κτίριο του τεμένους θα είναι 850 τ.μ. με στόχο η χωρητικότητά του να φτάνει τα 350 άτομα (υπολογίζονται 300 άνδρες και 50 γυναίκες). Το μέγεθός του δεν θα ξεπερνά έναν μεσαίου μεγέθους ενοριακό ναό και δεν θα διαθέτει μιναρέ.
Η έκταση στην οποία θα κατασκευαστεί είναι ο παλαιός Κεντρικός Σταθμός Αυτοκινήτων του Ναυτικού και θα καλύψει περί τα 2/3 της. Εκτός από το τζαμί, θα κατασκευαστούν δύο βοηθητικοί χώροι που θα χρησιμοποιούνται ως γραφεία των ιμάμηδων.
Δίπλα προβλέπεται να δημιουργηθεί μια παιδική χαρά, ενώ μπροστά από το τζαμί θα υπάρχει ένα σιντριβάνι με τις παραδοσιακές βρύσες στα πρότυπα του θρησκευτικού τελετουργικού.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Παιδείας, το τέμενος της Αθήνας θα είναι αποκλειστικά ελληνική υπόθεση, καθώς θα διοικείται από επταμελές συμβούλιο που θα διορίζεται από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η σύνθεση του συμβουλίου θα περιλαμβάνει τρεις δημοσίους υπαλλήλους καριέρας, δύο εκπροσώπους του Δήμου Αθηναίων και δύο εκπροσώπους των μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Η αρχιτεκτονική του κτιρίου θα είναι απλή, καθώς στόχος είναι να ικανοποιήσει λειτουργικές ανάγκες, και ο σχεδιασμός του θα έχει λιτές γραμμές.
Σε λειτουργία
Από τη στιγμή που θα λειτουργήσει το τέμενος θα αποτελεί τον βασικό λατρευτικό χώρο των μουσουλμάνων της Αθήνας. Ωστόσο, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, αυτό δεν σημαίνει ότι από την επόμενη ημέρα θα κλείσουν διά νόμου τα άτυπα τζαμιά που υπάρχουν στις πόλεις.
Προκειμένου να παραμείνουν σε λειτουργία όμως θα απαιτηθεί αδειοδότηση, καθώς σήμερα από το σύνολο των 65-67 άτυπων τζαμιών που υπολογίζεται ότι υπάρχουν στην Αττική, τις απαραίτητες άδειες διαθέτουν μόνο τρία.
Πηγή: Έθνος, Ας Μιλήσουμε Επιτέλους

Σε αυτή την εποχή της γενικής αποστασίας, που τα πάντα γύρω μας βιώνονται εικονικά, λόγω του καύσωνος της υποκρισίας, σε αυτή την εποχή αποφασίστηκε να συνέλθη η λεγόμενη «Αγία και Μ. Σύνοδος», με φανερά ελλιπή όχι μόνο σε αριθμό επισκόπων, αλλά και ελλιπή σε αριθμό ορθοδόξων Πατριαρχείων. Μήπως ήταν επιτακτική ανάγκη να συνέλθη Σύνοδος έστω και ελλιπής, για να ενώσει την αγία Ορθοδοξία μας, που την ταλανίζει εδώ και εκατό χρόνια το ημερολογιακό σχίσμα;
Μήπως ήταν επιτακτική ανάγκη να συνέλθη Σύνοδος, έστω και ελλιπής, για να καταδικάση την παναίρεση του οικουμενισμού; Το όχι εδώ μπαίνει αντάμα με τη λέξη ΝΤΡΟΠΗ. Αλλά συνήλθε όμως έστω και με πατερίτσες και υποβασταζομένη λόγω μη απαρτίας, καίτοι υπέφερε από θανατηφόρες ασθένειες, τουτέστιν της συνοδικότητας και της λειτουργικότητας, για να φέρη εις πέρας πάση θυσία το θεμέλιο θέμα της «Συνόδου» «σχέσεις ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο» ο εστί μεθερμηνευόμενον δια «Συνόδου» αναγνωρίσεως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, ο οποίος οικουμενισμός εργάζεται νυχθημερόν για την ενσάρκωση της Πανθρησκείας. Για να περάση πιο εύκολα την πύλην της «Μ. Συνόδου» η παναίρεση του Οικουμενισμού κατεπατήθη η συνοδικότητα και λειτουργικότητα της «Συνόδου».
Στο υποκριτικό αυτό θέμα της «Συνόδου» «σχέσεις ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο» έχω να πω τα εξής: Τόσα χρόνια ο κατήφορος της οικουμενιστικής λαίλαπας από τα ορθόδοξα δόγματα, μας έχει φέρει ένα βήμα προ του Κοινού Ποτηρίου με την αιρετική παπική εκκλησία, και τώρα διερωτάτε υποκριτικώς δια τις μελλοντικές σχέσεις! Αν αφαιρεθή η μάσκα της υποκρισίας βλέπουμε καθαρά πλέον το οικουμενιστικό πρόσωπο της παναιρέσεως του οικουμενισμού, που πέρασε πανηγυρικά δια πύλης «Μ. Συνόδου». Στο εξής ο οικουμενιστικός ορίζοντας είναι ανοικτός δια τον διακαή πόθο των οικουμενιστών, που είναι η ενότητα και το κοινό ποτήριο.
Τέτοια είδους ενότητα θα είναι πέρα ως πέρα εικονική ενότητα. Και τέτοιου είδους «Σύνοδο» σαν αυτή που συνήλθε, στην συνείδηση των πιστών είναι νεκρά, και θάπτεται εκτός ορθοδόξου κοιμητηρίου εις τόπον τον καλούμενον της λήθης. Πρώτη φορά στην δισχιλιόχρονη ιστορία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, συμβαίνει αυτό, να μη ασχολήται Σύνοδος με προβλήματα αιρέσεων και σχισμάτων, και να ασχολήται με την παρουσία μάλιστα αιρετικών, για την προσέγγιση προς αυτούς! Μήπως, πατέρες άγιοι, έγινε κάτι το πρωτοφανές στη Σύνοδο, έφυγαν δηλαδή τα Ιμαλάϊα όρη, και εστάθησαν στο Κολυμπάρι της Κρήτης και δεν είδατε για να επουλώσετε το ημερολογιακό σχίσμα των εκατό ετών; Μήπως τα δύο θέματα της πρόσφατης ελλιπούς «Συνόδου των προκαθημένων» τουτέστι των μικτών γάμων, και «σχέσεις ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο» μας οδηγούν ακάθεκτα προς την οδό της πανθρησκείας;
Η σημερινή γενική αποστασία που είναι γέννημα και θρέμμα της πονηράς και ακαθάρτου αλώπεκος της υποκρισίας, η οποία υποκρισία έχει δεχθή τα περισσότερα ουαί από τον Δεσπότη Χριστό, μετά των δύο διδύμων θυγατέρων της, ήτοι της διπλωματίας, και της εικονικής αγάπης, ο,τι είναι η μήτηρ είναι και τα τέκνα της, που εργάζονται νυχθημερόν και στο χώρο της πολιτείας με την δαιμονική παγκοσμιοποίηση, και στο χώρο της Εκκλησίας, δια της παναιρέσεως του οικουμενισμού, για την δήθεν ειρήνη και ενότητα όλων των χριστιανικών «εκκλησιών» κατ’ αρχήν, και μετά με όλο το συνονθύλευμα των θρησκειών του κόσμου, με το σύνθημα «ότι όλες οι θρησκείες οδηγούν τον άνθρωπο προ τον ένα θεόν». Και επίσης με την πονηράν εργασίαν αυτών έχουν κατορθώσει, τις εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι αρετές να τις αλλοιώσουν και να τις κάνουν εικονικές. Όταν λόγω Ν. Εποχής πρεσβεύεις οικουμενιστικά, ότι όλες οι θρησκείες οδηγούν τον άνθρωπο, προς τον ένα Θεόν, αυτό είναι βλασφημία κατά της θείας οικονομίας και ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου, και λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους.
Ας κάνουμε τώρα μία ιστορική αναδρομή από τη γέννηση του παγκάκιστου και δαιμονικού οικουμενισμού μέχρι σήμερα. Η δηλητηριώδης αυτή οχιά εγεννήθη το 1902 με τη γνωστή αιρετική εγκύκλιο, που εξαπέλυσε το οικουμενικό Πατριαρχείο ονομάζοντας τας αιρετικάς ομολογίας αδελφάς εκκλησίας. Και μόλις ανθρώθηκε το παγκάκιστο τέκνο του οικουμενισμού ευθύς έβαλε την πρώτη οικουμενιστική ταχύτητα προς τας «αδελφάς εκκλησίας» το 1923 για κοινό εορτασμό, με την αντίχριστη αλλαγή του Ιουλιανού με το παπικό ημερολόγιο, από τον αρχιμασώνο Μ. Μεταξάκη. Η δεύτερη οικουμενιστική ταχύτητα έγινε έργο από τον ερχόμενο εξ Αμερικής με το προεδρικό αεροπλάνο, αρχιμασώνο επίσης Αθηναγόρα, με την παράνομη άρση των αναθεμάτων. Η τρίτη οικουμενιστική ταχύτητα έγινε από τον σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, δεικνύοντας όλο το μεγαλείο της εικονικής του «αγάπης» προς τους αιρετικούς παπικούς, και εισάγοντάς τους σε Ορθόδοξο Ναό, εν ώρα ορθοδόξου λατρείας, με μνημόνευση του ονόματος του αιρεσιάρχου πάπα με λειτουργικούς ασπασμούς με απαγγελία του Πάτερ ημών, με δοξολογικές τιμές κ.λπ. βαπτίζοντας δε τους προπάτορας ημών ως αιτίους του σχίσματος, ως θύματα του αρχεκάκου όφεως, και οδηγώντας την ορθόδοξο αλήθεια με ανεξέλεκτη ταχύτητα προς την παπική αίρεση. Όσες οικουμενιστικές και υποκριτικές προσπάθειες και αν κάνετε, η ορθόδοξος αλήθεια δεν μπορεί ποτέ να στοιχηθή πίσω από το ψεύδος της παπικής αιρέσεως, διότι το ψεύδος της αιρέσεως ζη μέσα στο σκοτάδι και είναι ζυμωμένο με την σατανική υπερηφάνεια.
Οι προπάτορες ημών όχι μόνο μας παρέδωσαν μια λαμπρή και ανόθευτο ορθόδοξο πίστη, αλλά και νόμους που δεν απαξιώνουν την ηθική ζωή των πιστών. Εμείς τι θα κληροδοτήσουμε στους μέλλοντας πιστούς; Ότι όλες οι θρησκείες οδηγούν τον άνθρωπο προς τον ένα Θεόν; Τμήμα ισλαμικών σπουδών; Σύμφωνο συμβίωσης των Σοδομιτών; Αποτέφρωση των νεκρών; Αυτόματο διαζύγιο; Αποποινικοποίηση της μοιχείας και βλασφημίας; τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων; κ.λπ. ων ουκ έστι αριθμός. Όλα τα παραπάνω παράνομα που πέρασαν τα τελευταία χρόνια μέσα στο ποίμνιο, πέρασαν πρώτα κάτω από τα ράσα μας. Όταν δεν επισκοπήτε στην καταπάτηση των ορθοδόξων δογμάτων, και όταν καθημερινώς απαξιώνεται η ηθική, τότε προς τι το όνομα επίσκοπος; Η οικουμενιστική τετάρτη ανεξέλεκτη και χαώδης ταχύτητα, που η πυξίδα δείχνει προς τον Αντίχριστο έλαβε σάρκα και οστά στις ημέρες μας με διπλή ενέργεια, στο χώρο της Εκκλησίας, με την πρόσφατη «Σύνοδο», που ψήφισε την παναίρεση του οικουμενισμού και έπεται η συνέχεια. Και η δεύτερη ενέργεια που έλαβε σάρκα και οστά, είναι το σχέδιο από τους εργάτας της Ν. Εποχής, που είναι το απαίσιο πρόσωπο της δαιμονικής παγκοσμιοποίησης, με την ενεξέλεκτη είσοδο των μεταναστών και προσφύγων, για την σύντομη αλλαγή στα ήθη και έθιμα των ορθοδόξων πιστών, και για σαλατοποίηση των εθνών, την οποία είσοδο αυτή την ευλόγησαν στο αγιονήσι της Λέσβου ο αιρεσιάρχης πάπας και οι ημέτεροι προκαθήμενοι. Για τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης η είσοδος των προσφύγων ήταν βούτυρο στο ψωμί τους, διότι εύκολα τώρα θα προφασιστούν προφάσεις εν αμαρτίαις, για κατάργηση της προσευχής, των παρελάσεων, της αλλαγής των θρησκευτικών, την κατάργηση των θρησκευτικών συμβόλων κ.λπ. Όλα όσα επικαλούνται οι εραστές της Ν. Εποχής, περί ειρήνης, αγάπης, αδελφοσύνης, ελευθερίας, δικαιοσύνης, κατάργηση συνόρων κ.λπ. μας παραπέμπουν στα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών. Πίσω από τα συνθήματα της Ν. Εποχής, πίσω από τον άθεο οικουμενισμό, πίσω από την ισοπέδωση της αποστασίας και πίσω από την υποκρισία των εικονικών αρετών, κρύβεται η Νέα Τάξις Πραγμάτων της Ν. Εποχής, που σπρώχνει με διάφορες προφάσεις την ανθρωπότητα να μη επιθυμή πλέον Αυτόν που ήλθε εν τω ονόματι του Πατρός του, και θυσιάστηκε και ηγίασε την γην, αλλά τον υιόν της ανομίας τον Αντίχριστο, ο οποίος Αντίχριστος με την τελευταία ανεξέλεκτη και παραπλανητική και χαώδη πέμπτη ταχύτητα θα επιχειρήση να πλανήση ει δυνατόν και τους εκλεκτούς. Και όποιος τον ακολουθήσει, θα κληρονομήση το αιώνιο και αφόρητο σκοτάδι της αβύσσου.
«Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκά 18-8).
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, Ακτίνες

Στήν πρόσφατη Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού συζητήσαµε τό µάθηµα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα, πολλοί Ἱεράρχες ἐπέµεναν νά ἀποδεχθῶ τήν πρόταση νά συγκαταλέγοµαι στήν Ἐπιτροπή πού θά κάνη διάλογο µέ τό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς γιά τό νέο Πρόγραµµα Σπουδῶν πού ἔχει εἰσαχθῆ στά Σχολεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας καί γιά τά βιβλία τά ὁποῖα θά συγγραφοῦν.
Μέ πολλή λύπη ἀρνήθηκα νά συµµετάσχω σέ αὐτήν τήν Ἐπιτροπή, ὄχι ἀπό κάποια ἀντίδραση, ἀλλά γιατί διεπίστωσα ὅτι δέν ὑπάρχει σαφής εἰκόνα πάνω στό θέµα αὐτό, καί ἕνας διάλογος πού θά γίνη σέ ἄλλη βάση θά εἶναι ἀτελέσφορος.
Ἔχω µελετήσει ἐπισταµένως πάρα πολλά κείµενα, ἤτοι τόν ὀγκώδη φάκελλο ἀπό τίς Συνεδριάσεις τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν τελευταίων ἐτῶν, τά ὑπάρχοντα βιβλία καί τό νέο Πρόγραµµα Σπουδῶν, ἀλλά καί κείµενα πού προῆλθαν ἀπό τό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς...
Πολιτικῆς, τούς ἐµπειρογνώµονες τοῦ Ὑπουργείου, τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων καί τήν Ἕνωση Θεολόγων Καιρός, διατριβές, γνωµοδοτήσεις νοµικῶν καί πανεπιστηµιακῶν, ἀποφάσεις τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν κλπ.
Παρατήρησα ὅτι ἡ Πολιτεία εἶχε ἕνα συγκεκριµένο στόχο, τόν ὁποῖον ἐφήρµοζε, τόν ὁποῖο παρακολουθοῦσε καί τελικά τόν ὑλοποίησε ἄσχετα ἀπό τίς ἀλλαγές στά Κυβερνητικά σχήµατα καί στήν ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Στήν συνέχεια θά ἀναφέρω ἕνα µικρό χρονικό θέσεων γιά τό θέµα αὐτό κατά τήν διάρκεια τοῦ ἔτους πού διερχόµαστε.
1. Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016, ὕστερα ἀπό κοινή Συνεδρίαση µέ τούς Κοσµήτορας καί τούς Προέδρους τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν καί τούς ἐκπροσώπους τῶν συνδικαλιστικῶν ὀργανώσεων τῶν θεολόγων, κατέληξε στήν ἑξῆς ἀπόφαση:
«Νά ἐπικεντρωθεῖ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραµµα Σπουδῶν µέ τήν δική του θεµατική µεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅµως νά γίνουν µερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδοµένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε µάθηµα– µερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα µέ τήν θεµατολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅµως δοθεῖ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιµοποιηθοῦν ὡς ἐφαρµογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράµµατος Σπουδῶν» (∆ελτίον Τύπου Ἱερᾶς Συνόδου, 13-1-2016).
2. Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀπέστειλε ἐπιστολή στόν Ὑπουργό Παιδείας (ὑπ' ἀριθ. Πρωτ. 881/391/22.02.2016), στήν ὁποία µεταξύ τῶν ἄλλων, περιλάµβανε καί τήν ἑξῆς ἀπόφασή της:
«Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προτίθεται νά συνεργαστεῖ περαιτέρω, στή βάση τῆς ἐπιστηµονικῆς βελτίωσης τοῦ ὑπάρχοντος µαθήµατος καί τῆς στήριξης τῶν καθηγητῶν του. Ἀντιτίθεται στήν κατάργηση καί ἀντικατάστασή τουἀπό ἕνα µάθηµα «γεωγραφίας τῶν θρησκειῶν» ἤ «θρησκευτικοῦ ἐγκυκλοπαιδισµοῦ» µέ κάποια ἁπλῶς ἰδιαίτερη παρουσίαση τῆς παρουσίας τῆς Ὀρθοδοξίας στόν ἑλλαδικό χῶρο».
3. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν 8η Μαρτίου 2016 σύµφωνα µέ τό ∆ελτίο Τύπου υἱοθέτησε τήν ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, πού παρατέθηκε προηγουµένως.
Ἐπίσης «ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου γιά "τήν ὑποχρεωτικότητα τοῦ µαθήµατος τῶν Θρησκευτικῶν, τήν τήρηση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας στό τρέχον πρόγραµµα καί τόν Ὀρθόδοξο χαρακτήρα του"». Ἡ πρόταση αὐτή ἐντάσσεται µέσα στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
4. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος µετά τήν συνάντησή του µέ τούς ἐκπροσώπους τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Θεολόγων µεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:
«Βεβιασµένα τώρα ἀκοῦµε τά νέα προγράµµατα τά ὁποῖα ξέρουµε πῶςἐλήφθησαν καί πώς προωθήθηκαν καί µέ σφραγίδα ποίων ἀνθρώπων προωθήθηκαν αὐτά τά προγράµµατα", εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί συµπλήρωσε: "Ἐγώ µέ µιά λέξη θά ἔλεγα σήµερα ἐπειδή διάβασα τά καινούρια προγράµµατα καί τά εἶδα: εἶναι ἀπαράδεκτα! Εἶναι ἐπικίνδυνα!Εἶναι πράγµατα πού δέν θά ἀποδώσουν καρπούς ἀλλά µεγάλη ζηµιά στήν Παιδεία γενικότερα, στήν κοινωνία καί ρήξη στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας. Γι’ αὐτό καί ἀπό αὐτή τή θέση σήµερα, θά τά πῶ καί στήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου, κάνω ἔκκληση πρός τόν πρωθυπουργό κ. Τσίπρα νά σταµατήσει αὐτήν τήν προσπάθεια, νά ἀναβάλει κάθε µιά πρωτοβουλίαἑνός ἢ µερικῶν ἀνθρώπων καί σέ µιά βάση µεγάλη Ἐκκλησίας καί Πολιτείας νά συνεργαστοῦµε σοβαρά ἐπιτέλους σέ ἕναν τόπο πού ἀκούγονται λόγια, λόγια, λόγια καί λείπει ὁ λόγος!» (skai.gr, 20-09-2016, 14:20).
5. Ὁ Μακαριώτατος κ. Ἱερώνυµος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Πρωθυπουργό καί τούς Ἀρχηγούς τῶν Κοινοβουλευτικῶν Ὁµάδων, ἔγραψε, µεταξύ τῶν ἄλλων:
«Το αἴτηµα αὐτό δέν ἀπαντήθηκε ποτέ ἀπό τό Ι.Ε.Π., οὔτε ὑπῆρξε πρόσκληση γιά ἄλλη συνάντηση. Τό αἴτηµά µας γιά ἀνοικτό καί οὐσιαστικό διάλογο παραµένει σέ ἐκκρεµότητα, ἀλλά µέ προαπαιτούµενο τήνἔναρξή του ἀπό µηδενική βάση».
6. Ὁ Μακαριώτατος στήν εἰσήγησή του κατά τήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2016 εἶπε γιά τό µάθηµα τῶν Θρησκευτικῶν, µεταξύ ἄλλων:
«Ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖο πρωτοστάτησε ἡ Πολιτεία, τά καινούργια προγράµµατα τά ὁποῖα µελέτησα, µέ ἔπεισαν ὅτι δέν πρόκειται γιά Θρησκευτικά, ἀλλά γιά µιά ἐπιχείρηση ἀλλοιώσεως τῆς πίστεώς µας.
Γιά τό θέµα αὐτό παραπέµπω στήν πολυσέλιδη ἐπιστολή τήν ὁποία ἀπηύθυνα στόν Πρωθυπουργό καί τούς Ἀρχηγούς τῶν Κοµµάτων καί τήν ὁποία πρό ὀλίγων ἡµερῶν σας κοινοποίησα.
Πρότασίς µου: Ἐξ ἀρχῆς ἀντιµετώπιση κάθε ἀναγκαίας ἀλλαγῆς σέ συνεργασία πραγµατική Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ὅπως προβλέπει τό Σύνταγµα καί ὁ Καταστατικός µας Χάρτης».
Καί στίς τελικές προτάσεις του συµπεριέλαβε καί τήν ἑξῆς:
«Ὑλοποίηση τῆς ληφθείσης ἀποφάσεως στή Βουλή τήν Τετάρτη 28 Σεπτεµβρίου 2016 σύµφωνα µέ τήν ὁποία θά συνεχισθῆ ἡ συνεργασία µέσα ἀπό ἀµοιβαῖο διάλογο ἀπό µηδενική βάση Ἐκκλησίας – Πολιτείας γιά τό περιεχόµενο τοῦ µαθήµατος τῶν Θρησκευτικῶν».
7. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν συνεδρίασή της τήν 5-10-2016, ἀπεφάσισε, ὅπως καταγράφηκε στό ∆ελτίον Τύπου, µεταξύ ἄλλων, «νά ζητηθεῖ συνάντηση τοῦ Μακαριωτάτου µετά τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ ἐντός τῆς ἡµέρας προκειµένου νά τοῦ ἐκθέσει τίς ἀπόψεις καί τήν σύµφωνη γνώµη τῆς Ἱεραρχίας σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό µάθηµα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἐπίσης γιά τό ἴδιο θέµα ἔχει ζητήσει συνάντηση καί µέ τόν Πρόεδρο τῶν ΑΝ.ΕΛ. κ. Πάνο Καµµένο».
Ὁ ἐκπρόσωπος Τύπου τῆς Ἱεραρχίας Μητροπολίτης ∆ηµητριάδος κ. Ἰγνάτιος, ἀπαντώντας σέ ἐρωτήσεις τῶν δηµοσιογράφων, προσδιόρισε τήν πρόταση τήν ὁποία θά ὑπέβαλλε ἡ Ἐπιτροπή τῆς Ἱεραρχίας στήν συνάντησή της µέ τόν Πρωθυπουργό καί τούς Ὑπουργούς. Μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε: «Αὐτό πού ζητᾶµε εἶναι γιά τή χρονιά πού ἄρχισε νάἀνασταλεῖ τό Πρόγραµµα Σπουδῶν τοῦ µαθήµατος τῶν Θρησκευτικῶν»(Desk Vimaorthodoxias, 5-10-2016, 14:51).
8. Ὁ Μακαριώτατος µετά τήν συνάντηση µέ τόν Πρωθυπουργό καί τούς Ὑπουργούς εἶπε στούς δηµοσιογράφους, µεταξύ τῶν ἄλλων:
«∆ηµοσιογράφος: Μηδενική βάση, δηλαδή;
∆ηµοσιογράφος: Φέτος θά ἰσχύση τό πρόγραµµα;
Ἀρχιεπίσκοπος: Θά χρησιµοποιηθοῦν τά παλιά βιβλία καί ἡ προσπάθεια τῶν διορθώσεων θά γίνη ἀπό τώρα καί ἕως ὅτου γραφοῦν τά καινούρια βιβλία θά χρησιµοποιοῦνται τά βιβλία τά σηµερινά».
9. Ὁ Ὑπουργός Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευµάτων κ. Φίλης µετά τήν συνάντηση µέ τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἱεραρχίας καί τόν Μακαριώτατο ἀνέφερε µεταξύ τῶν ἄλλων:
«∆ΗΜ: Συνεχίζετε µέ τά νέα προγράµµατα φέτος κανονικά;
ΝΦ : Βεβαίως συνεχίζουµε καί δέν ὑπάρχει ζήτηµα διαφωνίας αὐτή τή στιγµή γιά τό ζήτηµα αὐτό. Ἤδη ἔχουν ἐκδοθεῖ τά νέα προγράµµατα, γίνονται οἱ ἐπιµορφώσεις τῶν καθηγητῶν. Ἀλλά ἐπαναλαµβάνω: ∆έν ἔχουµε µία ἀντίληψη δογµατική. Θέλουµε τό διάλογο, θά ξανακούσουµε τίς ἀπόψεις πού θά διατυπωθοῦν ἐπί τῶν συγκεκριµένων προγραµµάτων ἀπό παράγοντες ἐκκλησιαστικούς καί θά προχωρήσουµε στήν ἀξιολόγηση τοῦ µαθήµατος στό τέλος τῆς χρονιᾶς.
∆ΗΜ: Πάγωµα τῶν προγραµµάτων σπουδῶν δέν ὑπάρχει;
ΝΦ: Σᾶς εἶπα ὅτι ἐφαρµόζονται» (ἀπό τήν ἱστοσελίδα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας).
10. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν Συνεδρίαση τῆς 6ης Ὀκτωβρίου, ἀφοῦ ἐνηµερώθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Ἱεράρχες πού συναντήθηκαν µέ τόν Πρωθυπουργό καί τούς Ὑπουργούς ἀπεφάνθη, σύµφωνα µέ τό ∆ελτίον Τύπου τῆς ἡµέρας ἐκείνης:
«Γιά τήν τρέχουσα χρονιά θά ἀξιοποιηθοῦν τά ὑπάρχοντα βιβλία Θρησκευτικῶν, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη διανεµηθεῖ στούς µαθητές. [...].
Ἀκολούθως ὁ Μακαριώτατος ἀνέφερε ὅτι σέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία πού εἶχε νωρίς τό πρωί τό Γραφεῖο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου µέ τήν Ὑφυπουργό παρά τῷ Πρωθυπουργῷ καί Κυβερνητική Ἐκπρόσωπο κ. Ὄλγα Γεροβασίλη, ἐδόθη ἡ διαβεβαίωση ὅτι γιά τό µάθηµα τῶν Θρησκευτικῶνἰσχύουν τά ὅσα εἰπώθηκαν στή χθεσινή συνάντηση µέ τόν Πρωθυπουργό καί γι’ αὐτό κάθε ἄλλη ἐνέργεια εἶναι προσωπικέςἑρµηνεῖες τοῦ καθενός».
∆ιαβάζοντας κανείς ὅλες αὐτές τίς ἀποφάσεις καί τίς δηλώσεις, διαπιστώνει µερικά χαρακτηριστικά σηµεῖα.
α) Ἡ Ἱεραρχία ἀποφάσισε νά κάνη διάλογο στό παλαιό Ἀναλυτικό Πρόγραµµα, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου γράφηκαν τά βιβλία. Ὅµως, ἡ Κυβέρνηση µέ ὑπουργική ἀπόφαση ἀπέστειλε σέ ὅλα τά Σχολεῖα τό νέο Πρόγραµµα Σπουδῶν γιά νά ἐφαρµοσθῆ, µέ τήν ὁδηγία νά χρησιµοποιήσουν ὑλικό ἀπό τά παλαιά βιβλία:
«Κατά τή φετινή σχολική χρονιά, ἔχουν διανεµηθεῖ στούς µαθητές τά σχολικά βιβλία τῶν παλαιῶν Προγραµµάτων Σπουδῶν. Οἱ ἐκπαιδευτικοί µποροῦν νά τά ἀξιοποιοῦν κατά τήν κρίση τους, ὡς πηγές στή διδασκαλία, µέ βάση τά νέα Προγράµµατα Σπουδῶν, ἀποκλειστικά στήν περίπτωση πού τά θέµατα τῶν νέων Προγραµµάτων Σπουδῶν σχετίζονται µέ τά περιεχόµενά τους» (Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευµάτων: Οδηγίες εφαρµογής των νέων Προγραµµάτων Σπουδών του µαθήµατος των Θρησκευτικών στο ∆ηµοτικό, στο Γυµνάσιο και στο Λύκειο, 27-9-2016).
β) Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔµενε σταθερός στίς ἀπόψεις του καί τίς θέσεις τῆς Ἱεραρχίας, ἀφοῦ ἔκανε λόγο γιά παραµονή τῶν βιβλίων πού ἐγράφησαν µέ τό παλαιό Ἀναλυτικό Πρόγραµµα, καί ἔκανε λόγο γιά διάλογο ἀπό µηδενική βάση, ἀναφερόµενος στό νέο Πρόγραµµα Σπουδῶν. Ἐπίσης, ὁ ἐκπρόσωπος Τύπου τῆς Ἱεραρχίας, ἐνηµέρωσε τούς δηµοσιογράφους ὅτι θά προταθῆ ἡἀναστολή τοῦ νέου Προγράµµατος.
γ) Ἡ Κυβέρνηση παρέµεινε στήν ἀπόφασή της νά ἐφαρµοσθῆ τό νέο Πρόγραµµα, νά γίνουν Σεµινάρια Ἐπιµορφώσεως καί οἱ θεολόγοι καθηγητές νά χρησιµοποιήσουν τά παλαιά βιβλία, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη διανεµηθῆ, στήν προοπτική τοῦ νέου Προγράµµατος Σπουδῶν.
δ) Τελικά, ἀπό ὅ,τι καταλαβαίνω θά γίνη διάλογος µεταξύ ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς ὄχι πάνω στά βιβλία τοῦ παλαιοῦ Προγράµµατος, ὅπως ἀρχικά ἀποφάσισε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά πάνω στό νέο Πρόγραµµα Σπουδῶν, πού ἤδη ἐφαρµόζεται, γιά νά βελτιωθοῦν, ὥστε νά καταρτισθοῦν τά νέα βιβλία.
Παρακαλουθώντας τήν ἐξέλιξη τῆς πορείας τοῦ θέµατος, διεπίστωσα ὅτι ἀποφασίσθηκε κάτι πού εἶναι ἀντικείµενο σεµιναρίου διπλωµατίας καί γι' αὐτό οἱ ἀναλυτές τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἔχουν συγκεχυµένες ἀπόψεις.Ἄλλοι ἀπό αὐτούς ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Κυβέρνηση ἐπέβαλε τίς ἀπόψεις της καί ἄλλοι ὅτι ὑποχώρησε ἡ Κυβέρνηση στίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας.
Πάντως, κάποιος Ἀρχιερεύς πού συµµετεῖχε στήν συζήτηση πού ἔγινε στό Πρωθυπουργικό Μέγαρο εἶπε ὅτι «τό συµπέρασµα εἶναι ὅτι δέν βγάζω κανένα συµπέρασµα» (kathimerini.gr, 07-10-2016, 10:47). Νοµίζω ὑπάρχουν συµπεράσµατα, τά ὁποῖα ἐξάγονται ἄν δοῦµε τό θέµα µέσα ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνιά.
Ἐπειδή, ὅµως, ἤµουν εἰσηγητής καί στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ἐλήφθη καθαρή ἀπόφαση, εἶχα τήν ἄποψη ὅτι δέν πρέπει νά γίνη νέος ἀτελέσφορος διάλογος καί γι' αὐτό δέν ἀποδέχθηκα νά συµµετάσχω σέ ἕναν διάλογο, ὁ ὁποῖος δέν θά εὐδοκιµήση ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.–
Ὀκτώβριος 2016
Πηγή: Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Κανένας δέν ἀμφισβητεῖ, ὅτι ἡἙλλάδα περνάει ἀπό μία βαθύτατη ἠθική κρίση, ἡὁποία εἶναι καί ἡ οὐσιαστική αἰτία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης πού κλονίζει τήν χώρα ἤδη παραπάνω ἀπό μιά 5ετία. Ἐπίσης γίνεται ἀπό ὅλους δεκτό, ὅτι βαρύτατη εὐθύνη γιά τήν κρίση αὐτή, τόσο τήν ἠθική ὅσο καί τήν οἰκονομική, φέρουν τά πολιτικά κόμματα τῆς πατρίδας μας πού ἐκπροσωποῦνται στό Ἐθνικό Κοινοβούλιο.
Καί ἐνῶ εἶναι φανερό, ὅτι σχεδόν ἀποκλειστικά αὐτά εὐθύνονται, ἔχουν τό θράσος καί ὑπόσχονται ὅτι θά βγάλουν τήν χώρα ἀπό αὐτή τήν δεινή κατάσταση. Σέ μία τέτοια κρίση τό πιό φυσικό πού ἔχει νά κάνει κανείς εἶναι ὁ τονισμός τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἡἐνίσχυση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης τῆς χώρας, ἡ παροχή κάθε βοήθειας στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡἐνίσχυση τῆς παιδείας μέσῳ τῆς καλλιέργειας ἰδίως τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (ΜτΘ) πού μέ μοναδικό τρόπο καλλιεργεῖ τόν ἄνθρωπο. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἔχει ἐπισημάνει μιά μεγάλη ἀλήθεια λέγοντας: «Ὅταν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται». Πέφτουν ὅλοι οἱἠθικοί φραγμοί. Ἡ Ρωσσία πού ἐπί 70 χρόνια ἔζησε στή δύνη τῆς ἀθεΐας, σήμερα βρίσκει πάλι τό δρόμο της μέ τόν ἐπανευαγγελισμό τῆς χώρας. Στήν Ἑλλάδα ὅμως τά πράγματα μοιάζουν νά ἀκολουθοῦν ἄλλη πορεία. Δέν ἐπιχειρεῖται αὐτό τό αὐτονόητο, ἡἐπιστροφή στόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν ὁποῖο τρεφόταν ἐπί χιλιετίες ὁ λαός της. Ἀντίθετα ἡ χώρα ὠθεῖται ἀπό τίς πολιτικές ἐξουσίες ὅλων τῶν ἀποχρώσεων ὅλο καί περισσότερο στόν ἀποχριστιανισμό της, στήν ἀθεΐα. Κυριολεκτικά μέ μανία γκρεμίζεται ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπό Χριστό στόν τόπο αὐτό.
Χαρακτηριστικό δεῖγμα αὐτῆς τῆς μανίας τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ περιπέτειες τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά τελευταῖα χρόνια. Φθάνει δέ ἡ μανία αὐτή στή κορύφωσή της μέ τή σημερινή ἡγεσία τοῦὙπουργείου Παιδείας. Ὁ τωρινός Ὑπουργός ἔχει συνυφάνει μέ τό πρόσωπό του σέ μοναδικό βαθμό τόν ἀμοραλισμό, τήν ἀπάτη καί τά ἀσύστολα ψεύδη, προκειμένου νά παρουσιάζει τά ἄσπρα μαῦρα καί τά μαῦρα ἄσπρα.
Μερικά μόνο δείγματα αὐτῆς τῆς «ἱκανότητας» τοῦ κ. Ὑπουργοῦ:
Διακηρύττει κάθε τόσο, ὅτι τό σχολεῖο στήν Ἑλλάδα εἶναι «κοσμικό», ἐνῶὁ βασικός νόμος τῆς χώρας, τό Σύνταγμα, ξεκινάει μέ τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐδῶ μόνο δύο δυνατότητες ἑρμηνείας ὑπάρχουν: Ἤ ὁ κ. Ὑπουργός δέν ἔχει ἀνοίξει καθόλου τό Σύνταγμα, πρᾶγμα ὅμως πού τό θεωροῦμε ἐντελῶς ἀπίθανο, ἤ τό κάνει ἀπόλυτα ἐνσυνείδητα μέ βαθύτατη περιφρόνηση πρός τόν Ἑλληνικό λαό πού ἔχει δώσει στόν ἑαυτό του αὐτόν τόν βασικό νόμο καί ἐπιθυμεῖ τήν ἐθνική του συγκρότηση καί τήν λειτουργία τῆς κοινωνίας του νά τήν ρυθμίζει σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ περιφρόνηση πρός τόν Ἑλληνικό λαό συνδέεται, βέβαια, στήν περίπτωση αὐτή μέ ἕναν ἀσύλληπτο αὐταρχισμό καί ἀλαζονεία, ἐπειδή παρά τήν τόσο ρητή ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ, ὁ κ. Ὑπουργός ὄχι μόνο διατυμπανίζει συνεχῶς αὐτό τόν κοσμικό χαρακτῆρα τοῦ σχολείου ἀλλά ζητεῖ καί νά τό κάνει πραγματικότητα.
Διακηρύττει καί διαφημίζει ἀπό τηλεόρασης πρός τόν Ἑλληνικό λαό, ὅτι μέ τή διατύπωση «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης» πού ἀναφέρεται στό ἄρθρο 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος μεταξύ ἄλλων ὡς σκοπός τῆς παιδείας, ἐννοεῖται ἀόριστα κάποια θρησκευτική συνείδηση πού πρέπει νά καλλιεργηθεῖ στούς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες μαθητές. Καί στό σημεῖο αὐτό σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία πού δίνει, θά μποροῦσε πάλι νά ἐπικαλεσθεῖ κανείς τήν ἄγνοια τοῦ κ. Ὑπουργοῦ. Ἤδη ὅμως παραπάνω ἀπορρίψαμε αὐτή τήν ἐκδοχή ὡς ἰδιαίτερα ἀπίθανη. Ἔτσι μένει μόνο νά διαπιστώνουμε τό ἑξῆς: Ὁ κ. Ὑπουργός πρέπει νά γνωρίζει πολύ καλά, ὅτι ἁρμόδιο γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Συντάγματος εἶναι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ). Καί ἡἑρμηνεία αὐτῆς τῆς διατύπωσης «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης» ἔχει δοθεῖ μέ ἀπόλυτη σαφήνεια στίς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ 3356/1995 και 2176/1998 καί στήν τελεσίδικη ἀπόφαση τοῦ ΔιοικητικοῦἘφετείου Χανίων 115/2012. Σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις αὐτές ὁὅρος «θρησκευτική συνείδηση» ἑρμηνεύεται λόγῳ τοῦ προοιμίου τοῦ Συντάγματος, δηλ. τῆς ἐπίκλησης τῆς Ἁγίας Τριάδος καί λόγῳ τοῦἄρθρου 3 ὅπου ὁρίζεται ἡὈρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία, ὡς ἡὈρθόδοξη χριστιανική συνείδηση. Ὅμως ἀπόλυτα συνειδητά διαστρέφει τό νόημα τοῦ Συντάγματος, καί μέ περιφρόνηση πρός τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς δημοκρατίας, πού περικλείει τόν διαχωρισμό τῶν ἐξουσιῶν, ἀκυρώνει στήν πράξη τή δικαστική ἐξουσία ὁρίζοντας ὁἴδιος μέ ἀπολυταρχικό τρόπο, τί μέλει γενέσθαι: Γιά νά ἐκπληρωθεῖἡ συνταγματική ἀπαίτηση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ὡς σκοποῦ τῆς παιδείας, ὅπως τήν ἐννοεῖὁἴδιος, πρέπει νά προσφέρεται στά Ὀρθόδοξα παιδιά ἡ θρησκειολογική σούπα τῶν νέων Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν (ΑΠΣ) στό ΜτΘ, δηλ. νά διδάσκονται παράλληλα μέ τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλες ἕξι θρησκεῖες καί δύο χριστιανικές ὁμολογίες, ἐξισώνοντας ἔτσι τά πάντα. Μέχρι τώρα γινόταν ὄχι διδασκαλία ἀλλά ἐνημέρωση καί ἐξήγηση τῆς πίστης ὅπως καί τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί ὁμολογιῶν. Ἀπό τώρα ὅμως ὁ στόχος προφανῶς θά εἶναι, καί τονίζω πάλι γιά τά Ὀρθόδοξα παιδιά, ἡὤθηση τῶν παιδιῶν ἀπό τήν τρυφερή ἡλικία τῶν 8 χρονῶν στή ἀθεΐα, διότι αὐτή εἶναι ἡ συνέπεια τῆς σχετικοποίησης τῶν πάντων πού ἐπιχειρεῖται μέ τά νέα ΑΠΣ τοῦ ΜτΘ ἀπό τήν ἡγεσία τοῦὙπουργείου.
Διακηρύττει, ὅτι προηγήθηκε ἐπί μῆνες διάλογος, πρίν ληφθεῖἡἀπόφαση γιά τήν ἐφαρμογή τῶν νέων ΑΠΣ στό ΜτΘ. Ὁ διάλογος, τόν ὁποῖο διαφημίζει τόσο ὁ κ. Ὑπουργός, ἐννοεῖται ὅτι διεξήχθη στό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς (ΙΕΠ) ἀπό μιά ἐπιτροπή πού εἶχε συσταθεῖ μέ ἀπόφαση τοῦἴδιου τοῦὙπουργοῦ καί ἀποτελεῖτο ἐκτός ἀπό τόν πρόεδρο τοῦ ΙΕΠ ἀποκλειστικά ἀπό νεωτεριστές Θεολόγους τοῦ Πανελληνίου Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», ὁὁποῖος ἀποδεδειγμένα συστάθηκε γιά τήν προώθηση καί ἐφαρμογή αὐτῶν τῶν προγραμμάτων καί μέ τόν ὁποῖο παρά τήν ἰσχνή μειοψηφία τῶν μελῶν του διαλέγεται ἀποκλειστικά τό Ὑπουργεῖο καί τό ΙΕΠ. Μάλιστα τά πέντε ἀπό τά 7 μέλη τῆς ἐπιτροπῆς εἶχαν συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή ἐμπειρογνωμόνων τῶν νέων ΑΠΣ καί ἄρα εἶχαν ἄμεσο προσωπικό συμφέρον ἀπό τήν ἔκβαση τῆς κρίσης τῆς ἐπιτροπῆς. Γι’ αὐτό καί ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ) μέ αἴτησή της στόν Ὑπουργό εἶχε ζητήσει τήν ἐξαίρεσή τους, χωρίς φυσικά νά εἰσακουστεῖ (βλ. petheol.gr )
Ποιά ὅμως μορφή ἔλαβε αὐτός ὁ τόσο διαφημισμένος διάλογος στήν ἐπιτροπή τοῦ ΙΕΠ, ὅπου κλήθηκαν τόσο ἡἹερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅσο καί ἡ ΠΕΘ νά καταθέσουν τίς προτάσεις τους; Φυσικά τήν μορφή πού εἶχε προκαθοριστεῖἀπό τόν ἴδιο τόν Ὑπουργό μέ τήν ἐντολή του πρός τήν ἐπιτροπή, νά μή συζητήσει καμία ἄλλη πρόταση πέραν τῶν πολυθρησκειακῶν νέων ΑΠΣ. Ἡ ΠΕΘ πού ἐκπροσωπεῖ τή συντριπτική πλειοψηφία τοῦ θεολογικοῦ κόσμου στήν Ἑλλάδα κατόπιν αὐτῶν ἀρνήθηκε σέ ἐπιστολή της πρός τόν πρόεδρο τοῦ ΙΕΠ νά συμμετάσχει σ’ αὐτήν τήν παρωδία διαλόγου, ὑπογραμμίζοντας ταὐτόχρονα ὅτι τά τελευταῖα χρόνια «δέν κλήθηκε ποτέ νά συμμετάσχει, παρά τά διαρκῆ αἰτήματά της περί αὐτοῦ, σέ καμία ἐπιτροπή διαλόγου πού ἀφοροῦσε τή σύνταξη ἤ τήν ἀναμόρφωση νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν» (βλ. petheol.gr ).
Παραπάνω τονίσαμε, ὅτι τά νέα ΑΠΣ προορίζονται οὐσιαστικά μόνο γιά τούς Ὀρθόδοξους μαθητές. Πῶς καταλήγουμε σ’ αὐτό τό συμπέρασμα; Πρίν ἀποφασιστεῖὁριστικά ἡἐφαρμογή τῶν νέων ΑΠΣ ὁ κ. Ὑπουργός εἶχε τονίσει ἐπανειλημμένα , ὅτι ἐάν διατηρεῖτο ὁὈρθόδοξος χαρακτῆρας τοῦ μαθήματος, δέν θά μποροῦσε νά διατηρηθεῖὁὑποχρεωτικός χαρακτῆρας τοῦ μαθήματος, ἐννοώντας προφανῶς μέ αὐτό ὅτι θά ἔδινε πάλι τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς καί στούς Ὀρθόδοξους μαθητές, δηλ. ἕνα καθεστώς παρόμοιο μέ αὐτό πού ἴσχυε ἀπό τό καλοκαίρι τοῦ 2008 μέχρι τόν Ἰανουάριο τοῦ 2015. Στόχος προφανῶς αὐτῶν τῶν δηλώσεων ἦταν νά ἐκφοβίσει τούς Θεολόγους καθηγητές, οἱὁποῖοι εἶχαν ὑποφέρει ἀπό τό καθεστώς αὐτό τῶν ἀθρόων ἀπαλλαγῶν, βλέποντας τό μάθημά τους νά ἐξευτελίζεται, νά συμφωνοῦν χωρίς καμία ἀντίσταση μέ τήν ἐφαρμογή τῶν νέων ΑΠΣ. Τό καθεστώς αὐτό τῶν ἀθρόων ἀπαλλαγῶν πού ἦταν σέ ἰσχύ μέχρι τόν Ἰανουάριο τοῦ 2015 εἶχε βέβαια καταδικαστεῖ τελεσίδικα ὡς ἀντισυνταγματικό ἀπό τό Διοικητικό Ἐφετεῖο τῶν Χανίων (ἀπόφαση 115/2012). Ἀλλά, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, ὁ κ. Ὑπουργός δέν δίνει καί ἰδιαίτερη σημασία στή δικαστική ἐξουσία, ἡὁποία, ὅπως φαίνεται, γι’ αὐτόν εἶναι περισσότερο διακοσμητική.
Ἐπίσης στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπαναφέρουμε στή μνήμη μας ὅτι ἀρχικά αὐτά τά προγράμματα εἶχαν προβληθεῖἀπό τούς νεωτεριστές θεολόγους πού τά συντάξανε ὡς ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιά τήν ἀναβάθμιση τοῦ ΜτΘ. Ἰσχυρίζονταν, ὅτι μέ αὐτά θά ἀφαιροῦνταν ἀπό τούς ἀμφισβητίες τά ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα, ὅτι θά ἦταν ἕνα μάθημα ὑποχρεωτικό γιά ὅλους καί δέν θά ὑπῆρχε καθόλου ἡ δυνατότητα ἀπαλλαγῆς, ἀφοῦ θά διδάσκονται οἱ βασικές θρησκεῖες μέ βαρύτητα στή θρησκεία τοῦ τόπου, πού εἶναι ἀπόλυτα λογικό καί θεμιτό. Ὅλα αὐτά βλέπουμε σήμερα ὅτι ἦταν ἁπλή διαφήμιση γιά τά νέα ΑΠΣ. Διότι παρά τήν καθιέρωση τῶν νέων ΑΠΣ στήν σχολική πράξη ἡ δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ΜτΘ συνεχίζει νά ὑπάρχει. Μέχρι σήμερα βρίσκεται σέ ἰσχύ ἡἐγκύκλιος τῆς 23-1-2015, ἡὁποία περιορίζει τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ΜτΘ αὐστηρά στούς «μή Χριστιανούς Ὀρθόδοξους μαθητές, δηλαδή ἀλλόθρησκους ἤἑτερόδοξους ἤἄθρησκους, πού ἐπικαλοῦνται λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης».
Ἔτσι προκύπτει τό ἑξῆς ἐνδιαφέρον στοιχεῖο: Ὅσο τό ΜτΘ εἶχε τόν παραδοσιακό ὀρθόδοξο χαρακτῆρα, ἡἡγεσία τοῦὙπουργείου ἀπό τό 2008 ἔδινε μέ ἀσαφεῖς διατυπώσεις, ἐντελῶς ἀντισυνταγματικά, σέ Ὀρθόδοξους μαθητές τήν δυνατότητα ἀπαλλαγῆς, μαθαίνοντάς τους στή ἀπάτη μέ ψευδεῖς δηλώσεις καί χρησιμοθηρία, ἀφοῦ εἶχαν ἕνα μάθημα λιγότερο νά διαβάζουν. Τώρα πού ὁ κ. Ὑπουργός καθόρισε, πάλι ἐντελῶς ἀντισυνταγματικά, μέ τά νέα ΑΠΣ τόν πολυθρησκειακό χαρακτῆρα τοῦ ΜτΘ καί μέ τόν τρόπο αὐτό καθιερώνει πλέον ἐλεύθερα τόν προσηλυτισμό καί ὠθεῖ τούς μαθητές στήν ἀθεΐα ἀποκλείει πιά μέ ἀπόλυτη σαφήνεια καί αὐστηρότητα τήν ἀπαλλαγή Ὀρθόδοξων μαθητῶν ἀπό τό ΜτΘ, ἐπιτρέποντας αὐτή τήν ἀπαλλαγή μόνο σέ ἀλλόθρησκους, ἑτερόδοξους ἤἄθεους μαθητές. Τώρα πού μέ βάση τούς ἐμπνευστές «θεολόγους» τῶν νέων ΑΠΣ τό μάθημα θά ἔπρεπε νά εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ἀνεξαιρέτως ὅλους τούς μαθητές, ἐπειδή δέν ὑπάρχουν πλέον λόγοι θρησκευτικῆς συνείδησης πού θά μποροῦσαν νά ἐπικαλεστοῦν, ἡἡγεσία τοῦὙπουργείου δίνει πάλι σέ μή Ὀρθόδοξους μαθητές τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς, προφανῶς γιά νά μή «προσηλυτίζονται» αὐτοί κατά λάθος στήν Ὀρθοδοξία καί γιά νά εἶναι σέ πλεονεκτική θέση ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων συμμαθητῶν τους μέ ἕνα μάθημα λιγότερο. Στούς δέ Ὀρθόδοξους μαθητές ἐπιβάλλει τό μάθημα, γιά νά ὑποστοῦν μέ τήν θρησκειολογική σούπα πού θά διδάσκεται πλύση ἐγκεφάλου καί νά στραφοῦν ἐπί τέλους στόν νέο παράδεισο τῆς ἀθεΐας πού ἐπαγγέλλεται ἐκεῖνος καί τό κόμμα τοῦ (βλ. τίς δηλώσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ στίς 25/7/2016 γιά μιά «Νέα Ἑλλάδα. Τήν Ἑλλάδα τοῦ 2021», ἡὁποία θά προκύψει ἀπό τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καί τήν μετατροπή τῆς χώρας σέ οὐδετερόθρησκο κράτος).
Σέ ὅλα τά παραπάνω προστίθεται ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο πού ἐπιβεβαιώνει μέ ἀκλόνητο τρόπο τή θέση μας, ὅτι τά νέα ΑΠΣ στοχεύουν βασικά στούς Ὀρθόδοξους μαθητές. Τήν ἴδια ἐποχή πού προωθοῦσε ὁ κ. Ὑπουργός τήν ἐφαρμογή τῶν νέων ΑΠΣ ψηφίστηκε στό Κοινοβούλιο ὁ νόμος 4386/11-5-16 (ΦΕΚ 83/11.5.2016 τ. Α΄), ὅπου στό ἄρθρο 55 «Ρύθμιση θεμάτων τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων τοῦὙπουργείου Παιδείας Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων» καί στήν παρ. 5 νομοθετήθηκαν τά ἀκόλουθα: «5. Στό ἄρθρο 16 τοῦ Ν. 1771/1988 (Α΄171) προστίθεται νέα παράγραφος 4, ὡς ἀκολούθως: «4. Κατ’ ἐξαίρεση, ἐφόσον στά δημόσια δημοτικά σχολεῖα των μέ ἀριθμό 25153/26.2.1957 (Β΄86) καί 78871/22.3.1962 (Β΄125) κοινῶν ὑπουργικῶν ἀποφάσεων τῶν Ὑπουργῶν Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί Οἰκονομικῶν δέν ὑπηρετεῖ δάσκαλος τοῦ Καθολικοῦ δόγματος ἤ τῆς Ἑβραϊκῆς θρησκείας καί γλώσσας γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τῶν μαθητῶν τοῦ Καθολικοῦ δόγματος ἤ τῆς Ἑβραϊκῆς θρησκείας καί γλώσσας ἀντίστοιχα, μετά ἀπό σχετική εἰσήγηση τῶν ἁρμοδίων Περιφερειακῶν Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας καί Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, εἶναι δυνατή ἡ πρόσληψη, ἀνά σχολικό ἔτος, ἐκπαιδευτικοῦἐκτός τῶν οἰκείων πινάκων ἀναπληρωτῶν ἐκπαιδευτικῶν γιά τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν τοῦ Καθολικοῦ δόγματος καί γιά τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί γλώσσας τῆς Ἑβραϊκῆς θρησκείας. Ἡἐπιλογή καί πρόσληψη τοῦἐκπαιδευτικοῦ γίνεται μέ ἀπόφαση τοῦὙπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, ὕστερα ἀπό πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Καθολικῆς Ἱεραρχίας Ἑλλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) καί τοῦ ΚεντρικοῦἸσραηλιτικοῦ Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ) ἀντίστοιχα». Τά δικαιώματα αὐτά, τά ὁποῖα ἡ κυβέρνηση πολύ καλῶς σύμφωνα μέ τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης (ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος) καθιερώνει μέ τόν παραπάνω νόμο γιά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Καθολικῆς Ἱεραρχίας Ἑλλάδος καί γιά τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο καί πού ἤδη ἰσχύουν γιά τή μουσουλμανική κοινότητα στή Θράκη, γιατί δέν ἰσχύουν καί γιά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τούς Ὀρθόδοξους μαθητές; Μήπως στά μάτια τῆς Κυβέρνησης ἡἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα καί οἱ πιστοί της εἶναι ὑποδεέστεροί τῶν παραπάνω θρησκευτικῶν μειονοτήτων; Γιατί αὐτός ὁ θρησκευτικός ρατσισμός εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν πιστῶν της; Γιατί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, Ἑβραῖοι καί Μουσουλμάνοι Ἕλληνες μαθητές νά ἔχουν τό δικαίωμα νά διδάσκονται τή δική τους θρησκεία, καί μάλιστα μέ ἐκπαιδευτικούς τῆς ἐπιλογῆς τῶν θρησκευτικῶν τους κοινοτήτων, καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες μαθητές νά ταΐζονται μέ αὐτή τή θρησκειολογική σούπα τῶν νέων ΑΠΣ τοῦ ΜτΘ; Αὐτή εἶναι ἡ Νέα Ἑλλάδα πού ἐπαγγέλλεται ὁὙπουργός Παιδείας Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων καί ἡ Κυβέρνηση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ;
Πηγή: («ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 170 , Ὀκτώβριος 2016), Θρησκευτικά

Ταπεινῶς εὔχομαι ὅπως ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ἡ Προστάτις, Ἔφορος καί Πολιοῦχος τῶν Κυθήρων πρεσβεύῃ ἀκαταπαύστως ὑπέρ εἰρηνεύσεως καί καταστάσεως τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σκέπῃ δέ, περιφρουρῇ καί διασώζῃ, ταῖς ἀκοιμήτοις Αὐτῆς ἱκεσίαις, τήν Ὑμετέραν λογικήν Ποίμνην καί τόν σύμπαντα κόσμον εἰς δόξαν Θεοῦ καί σωτηρίαν ψυχῶν, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε»[Ρωμ. ιδ' 15].
Ἐν Κυθήροις τῇ 24ῃ Σεπτεμβρίου 2016
ΕΟΡΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ
Ἀριθ. Πρωτ.: 469
Πρός Τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνας
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί Πατέρες,
Ταπεινῶς εὔχομαι ὅπως ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ἡ Προστάτις, Ἔφορος καί Πολιοῦχος τῶν Κυθήρων πρεσβεύῃ ἀκαταπαύστως ὑπέρ εἰρηνεύσεως καί καταστάσεως τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σκέπῃ δέ, περιφρουρῇ καί διασώζῃ, ταῖς ἀκοιμήτοις Αὐτῆς ἱκεσίαις, τήν Ὑμετέραν λογικήν Ποίμνην καί τόν σύμπαντα κόσμον εἰς δόξαν Θεοῦ καί σωτηρίαν ψυχῶν, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε»[Ρωμ. ιδ' 15].
Κατόπιν τούτου εὐσεβάστως προάγομαι, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς ἐπικειμένης Τακτικῆς Συνελεύσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό 4ης ἕως 7ης Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., νά θέσω ὑπ' ὄψιν Ὑμῶν καί τῆς Ι.Σ.Ι. τούς ἀκολούθους προβληματισμούς μου καί τήν ταπεινήν μου πρότασιν καί τοποθέτησιν.
Μελετῶν τά θέματα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως προβληματίζομαι δισσῶς : α) Κατά τό διαρρεῦσαν ἀπό 1ης Ἰουνίου 2016 καί ἀπό τῆς ὑπ' ἀριθ. 3148/1457/11-7-2016 Πράξεως τοῦ Μακ. Προέδρου καί Προκαθημένου ἡμῶν κ.Ἱερωνύμου, ἔχομεν ἁλματώδεις καί ῥαγδαίας ἐξελίξεις εἰς τά θέματα Παιδείας καί δή τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μετά τῶν παρεπομένων τούτου, ὑπό τοῦ πρό οὐδενός, ὡς φαίνεται, ὀρρωδοῦντος ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ ΥΠΕΠΘ καί δέν ὑπάρχει εἰς τήν καταρτισθεῖσαν Ἡμερησίαν Διάταξιν εἰδική ἀναφορά, ἐνασχόλησις καί διεξοδική συζήτησις ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ φλέγοντος θέματος. Θέλω δέ νά πιστεύω ὅτι εἰς τήν Εἰσήγησιν τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου καί Προέδρου τῆς Ι.Σ.Ι. κ.Ἱερωνύμου μέ θέμα : «Ἐκκλησιαστικοί Προβληματισμοί» -τήν ὁποίαν χαιρετίζω, μετά τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ, ὡς μίαν ἰδιαιτέρας σημασίας πρωτοβουλίαν Αὐτοῦ - ὅτι τό θέμα τῆς Παιδείας, ἀναφορικῶς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, θά ἔχῃ κεντρικήν θέσιν καί θά ληφθοῦν αἱ δέουσαι Ἀποφάσεις, ἀφοῦ μάλιστα εἰς τό πρόγραμμα τῶν θεμάτων τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως καταλαμβάνει τάς Συνεδριάσεις μιᾶς καί ἡμίσεος ἡμέρας καί
β) Καταθέτω, ὡσαύτως, τόν προβληματισμόν μου καί διά τήν ἐπάρκειαν ἤ μή τῆς διεξαγωγῆς τῆς μετά τό διάλειμμα τῆς Συνεδριάσεως τῆς Πέμπτης (6-10-2016) καί ἀπό ὥρας 11.30 π.μ. -14.00 περίπου (ἐκτός ἀπροβλέπτων καθυστερήσεων) Εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Σερρῶν καί Νιγρίτης κ.Θεολόγου μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῶν διεξαχθεισῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί τῆς ἐπ' αὐτῆς συζητήσεως. Δέν πρόκειται περί ἁπλῆς καί πληροφοριακῆς ἐνημερώσεως, ἀλλά περί ἀναφορᾶς εἰς τά πεπραγμένα τῆς ἐν Κρήτῃ Α. Μ. Συνόδου, ἐν ἀναφορᾷ πρός τά ἀποφασισθέντα καί δι' ἅ ἐξουσιοδοτήθη ἡ 25μελής Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπό τῆς Ι.Σ.Ι., ὅπερ καθίσταται δυσχερές, δεδομένου ὅτι ἡ σαφής πληροφόρησις τοῦ Ἱεροῦ Σώματος, πέρα τῶν ἀποσταλέντων ἡμῖν παρά τῆς Δ.Ι.Σ. ἐνημερωτικῶν ἐντύπων μετά τῶν δι' ἕνα ἕκαστον τῶν θεμάτων τῆς Α.Μ.Σ. Ἀποφάσεων Αὐτῆς, καί αἱ συζητήσεις καί τοποθετήσεις τῶν Συνοδικῶν Συνέδρων προφανῶς δέν δύνανται νά καλυφθοῦν εἰς αὐτό τό δίωρον. Καί ἐάν ὡρίζετο δι' Ἀποφάσεως τῆς Ι.Σ.Ι. καί ἀπογευματινή Συνεδρίασις τό ἑσπέρας τῆς Πέμπτης (6/10) -ὅπερ καί εἰσηγοῦμαι- θά ἦτο ζήτημα ἐάν θά ἐπήρκει καί αὐτός ὁ χρόνος, δεδομένου ὅτι ὡρισμένα ἀκανθώδη θέματα, καί δή τό περί τῶν «Σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», κατέστη προδήλως, ὡς μή ὤφειλε, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»[1] κείμενον, δυστυχῶς, «εἰς πτῶσιν καί (μή) εἰς ἀνάστασιν πολλῶν»[2], μέ ἀπροβλέπτους διαστάσεις καί συνεπείας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Διά τοῦ ὑπ' ἀριθ. 75/25-2-2016 ἡμετέρου ὑπομνήματος πρός τήν Ι.Σ.Ι., ἀφορῶντος εἰς τήν ἐπικειμένην σύγκλησιν τῆς Α.Μ.Σ. ἐν Κρήτῃ καί τά διαφαινόμενα τότε προβλήματα ὡς πρός τήν λειτουργίαν Αὐτῆς, ἀνεφέρθην διεξοδικῶς εἰς αὐτά εἰς τό 13σέλιδον ἐκεῖνο κείμενον, τά ὁποῖα καί ἐξ ὑστέρου ἀκροθιγῶς θά ὑπομνήσω, ἀφοῦ μετά τό πέρας καί τήν ὁλοκλήρωσιν τῶν ἐργασιῶν Αὐτῆς, ἐπεβεβαιώθησαν καί ἀποτελοῦν ἤδη πρόσκομμα, ὄχι μόνον διά μίαν μεγάλην μερίδα πιστῶν, ἀλλά καί διά τετράδα ὅλην Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν - Πατριαρχείων, ἅτινα συναριθμοῦν τά πολυαριθμότερα πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Καί ἐπειδή ἕνα τόσον σοβαρόν, κρίσιμον καί εὐρυδιάστατον θέμα δέν θά ἦτο δυνατόν νά ἐκτεθῇ δεόντως ὑπό τῆς ἐλαχιστότητός μου διά παρεμβάσεως πέντε ἤ δέκα λεπτῶν -διότι ἐπιβάλλεται νά ὁμιλήσουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀδελφοί- διά τοῦτο ἐπέλεξα τήν μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ καί ἐπιγνώσεως τῶν Ἀρχιερατικῶν μου εὐθυνῶν ὑποβολήν τοῦ παρόντος ὑπομνήματος εἰς τήν Ἀνωτάτην ἡμῶν Ἐκκλησιαστικήν Ἀρχήν (Ι.Σ.Ι.) ἐκ προτέρου καί τήν κοινοποίησιν τούτου εἰς τά Μέλη τῆς Ι.Σ.Ι. διά τήν ἔγκαιρον ἐνημέρωσιν Αὐτῶν καί τήν ἔμφρονα καί θεάρεστον λῆψιν Ἀποφάσεων, αἱ ὁποῖαι εὔχομαι νά ἀναπαύσουν ἐν Κυρίῳ τό πνεῦμα καί τήν καρδίαν τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν καί νά ἀποτρέψουν διαιρέσεις, σκάνδαλα ἤ καί τό χειρότερον σχίσματα, τά ὁποῖα «οὐδέ αἷμα μαρτυρίου δύναται νά ἀποπλύνῃ», κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον[3]. «Καί τό νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι χειρότερον κακόν τοῦ νά πέσῃ εἰς αἵρεσιν»[4].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Ἅγιοι Συνοδικοί Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Τά βλέμματα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, καί ἰδιαιτέρως τῶν μή συμμετασχουσῶν εἰς τήν ἐν Κρήτῃ Α.Μ.Σ. Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐστραμμένα πρός τήν Ι.Σ.Ι. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προσδοκῶντα τήν Ἱεροκανονικήν καί Ἁγιοπατερικήν τοποθέτησιν ἡμῶν εἰς τό λίαν εὐαίσθητον καί κρίσιμον θέμα : «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἐπ' αὐτοῦ τοῦ καιρίου καί νευραλγικοῦ θέματος ἐπιτραπήτω μοι νά κάμω Ὑμᾶς κοινωνούς τῶν ἀκολούθων σκέψεών μου :
1. Ἡ 25μελής Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου μας κ.Ἱερωνύμου μετέβη εἰς Κρήτην διά νά ἐκπροσωπήσῃ τήν Ι.Σ.Ι. καί κομίσῃ τάς Ἀποφάσεις της ἐπί τῶν ἕξ (6) θεμάτων τῆς Α.Μ.Σ. καί ὄχι διά νά διαπραγματευθῇ ἐπί τῶν ἀποφασισθέντων ὑπό τῆς Ι.Σ.Ι. Καί ἐνῷ εἰς τό πολύκροτον καί ἐπίμαχον ζήτημα τῶν σχέσεών μας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον προέβαλε σθεναρῶς τήν ὀρθόδοξον θέσιν τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων καί αἱρετικῶν ὡς χριστιανικῶν κοινοτήτων καί ὁμολογιῶν (συμφώνως πρός τήν Ἀπόφασιν τῆς Ι.Σ.Ι.) καί ὄχι ὡς χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, τελικῶς κατέθεσε τήν ἀρχικήν πρότασιν μετηλλαγμένην ὑπό τήν διατύπωσιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ' αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἀλλοίωσις τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ι.Σ.Ι. ἐν ἀγνοίᾳ Αὐτῆς -καί ἐνταῦθα διαπιστοῦται τό σοβαρόν ἔλλειμμα τῆς Συνοδικότητος τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἐκ τῆς μή συμμετοχῆς ἁπάντων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων - ἔδωκε τήν ἐκκλησιαστικότητα, ἀναγνωρίζουσα ὡς Ἐκκλησίας τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνίτας, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελήτας, καταδικασθέντας διά τήν Χριστολογικήν των αἵρεσιν ἀπό τῆς Γ' ἕως καί τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί τήν πανσπερμίαν τῶν Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τό καλούμενον Π.Σ.Ε., ὅπερ ἐν τῇ πράξει λογίζεται ὡς ἄκρατος συγκρητισμός καί Οἰκουμενισμός (παναίρεσις).
2. Ἡ ἐπί 19 αἰῶνας ἐπίμονος καί ἀστασίαστος ἄρνησις τῆς Ἁγιωτάτης τοῦ Χριστοῦ Μιᾶς, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας νά χαρακτηρίσῃ καί ἀποκαλέσῃ διαχρονικῶς τάς πάσης φύσεως αἱρετικάς ἤ σχισματικάς παρασυναγωγάς ὡς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας, ὅπερ διατυποῦται ἀριδήλως εἰς τάς Οἰκουμενικάς καί Τοπικάς Συνόδους (συγκαταλεγομένας ὡς Οἰκουμενικάς ὑπό τῆς συνειδήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ Πληρώματος τῆς Η' ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί τῆς Θ' ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ), ἀλλά καί εἰς τάς Ἁγίας Συνόδους ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ ἀπό τοῦ 15ου ἕως καί τοῦ 19ου αἰῶνος, οὐδόλως δηλοῖ σκληρότητα ἤ ἀπέχθειαν καί ἐχθρικήν διάθεσιν ἔναντι τῶν κατά καιρούς διαφόρων αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, εἰ μή μόνον τήν ἐπιβαλλομένην περιθρίγκωσιν καί περιχαράκωσιν τῆς θεοπαραδότου Ἁγίας καί ἀμωμήτου Πίστεως καί Παραδόσεως τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί ἐν ταυτῷ τήν ἐνδεδειγμένην φιλανθρωπίαν πρός τούς ἐν πλάνῃ, αἱρέσει καί κακοδοξίᾳ ὄντας συνανθρώπους μας αὐτούς, τούς ὁποίους δέν ἀφήνομεν νά ἐφησυχάζουν εἰς τήν πλάνην καί τό πνευματικόν σκότος, ἀλλά διακριτικῶς ἐπαναλαμβάνομεν πρός αὐτούς τόν Κυριακόν λόγον˙ «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[5].
3. Ἀπό τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἠλλοιώθη ἡ ὡς ἄνω μακραίων ἐκκλησιαστική παράδοσις καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Προύσης Δωροθέου ἀπηυθύνθη διά διαγγέλματος «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» (1920) καί ἠκολούθησαν οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι, αἱ Προσυνοδικαί Ἐπιτροπαί καί Διασκέψεις, ἡ ἵδρυσις τοῦ λεγομένου Π.Σ.Ε. καί αἱ Συνελεύσεις τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας καί τοῦ Pussan μέ σοβαράς ἐκκλησιολογικάς ἀποκλίσεις καί αἱρέσεις. Αὐτό τό μετηλλαγμένον «κλῖμα» τοῦ 20οῦ καί τοῦ 21ου αἰῶνος ἐξώθησε εἰς τήν ἀπόδοσιν τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας εἰς τούς ἐν πλάνῃ καί αἱρέσει ὄντας ἑτεροδόξους.
4. Προβάλλεται συνήθως ἡ εὐλογοφανής ἔνστασις ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀποδίδεται καί εἰς τούς ἑτεροδόξους, ὄχι κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλά συμβατικῶς, ὡς ἕνας τρόπος ἐκφράσεως καί συνεννοήσεως. Καί φέρονται ὡς παραδείγματα αἱ φράσεις «ἐκκλησία τοῦ Δήμου» εἰς τήν ἀρχαιότητα καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην «ἐκκλησία λαοῦ πᾶσα», «ἐκκλησία Ἰσραήλ», «ἐκκλησία ὁσίων», «ἐκκλησία πονηρευομένων» κ.λπ., ὅπου δηλοῦται ἡ σύναξις καί συνάθροισις τοῦ λαοῦ ἤ τῶν πιστῶν. Ἡ διαφορά τῆς μιᾶς ἀπό τήν ἄλλην περίπτωσιν εἶναι τεραστία.
Οἱ ἑτερόδοξοι καί κακόδοξοι συνάμα δέν θεωροῦν ἑαυτούς, οὔτε θεωροῦνται ἁπλῶς ὑπό τῶν ἄλλων ὡς μία θρησκευτική συνάθροισις, ἀλλ' ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλ. Ἐκκλησία μέ κεφαλήν τόν Χριστόν. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, φερ' εἰπεῖν, πιστεύουν ὅτι ἀποτελοῦν τήν Μίαν καί μόνην Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐνῷ τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν θεωροῦν ὡς ἐλλειματικήν, διότι δέν δέχεται τό Παπικόν πρωτεῖον! Καί παρά ταῦτα ὑποστηρίζουν τήν «περί δύο πνευμόνων» τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικήν θεωρίαν των. Καί ἐντός τοῦ Προτεσταντικοῦ χώρου παρομοίως χαρακτηρίζεται ἡ Ὀρθοδοξία ὡς ἐλλειματική καί μειονεκτική, διότι δέν ἀναγνωρίζει τάς χειροτονίας τῶν γυναικῶν καί τόν «γάμον» τῶν ὁμοφυλοφίλων!
Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὅταν τούς χαρακτηρίζομεν ὡς Ἐκκλησία δέν τούς ἀποκοιμίζομεν καί δέν συντελοῦμεν εἰς τόν ἐφησυχασμόν των, καθώς τούς ἀποκρύπτομεν τήν ἀλήθειαν, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Καί δέν θά λογοδοτήσωμεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν ἡμερᾳ Κρίσεως διά τήν πνευματικήν αὐτήν «Βαβέλ» καί τήν νόθευσιν ἤ ἀπόκρυψιν τῆς σῳζούσης Θείας Ἀληθείας τῆς θεόθεν ἀποκαλυφθείσης διά τῶν Προφητῶν καί ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ καί Σωτῆρι ἡμῶν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι καί μιᾶς ἑκάστης τῶν ἄλλων φερομένων καί αὐτοαποκαλουμένων ὡς «Ἐκκλησιῶν»;
5. Ὅμως ἡ ἀλλοτρίωσις καί ἡ σοβαρά αὕτη ἀλλοίωσις προῆλθεν ἐκ τῆς παραδοχῆς θεωριῶν τινων ἀσυμβάτων πρός τήν Ἁγίαν ἡμῶν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν καί Κληρονομίαν. Ἀνεφέραμεν ἤδη τήν περί «δύο πνευμόνων θεωρίαν» καί ἕπονται : ἡ «θεωρία τῶν κλάδων», ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται ἐν τοῖς πράγμασιν, ἀφοῦ ἐξ ἐπισήμων χειλέων διακηρύσσεται ὅτι ὅλες οἱ «ἐκκλησίες», ὁμολογίες καί θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ὁδόν σωτηρίας», ἐνῷ ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεως καί τῆς σωτηρίας ἡμῶν εὐτόνως διακηρύσσει : «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι'ἐμοῦ»[6]. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Δομήτωρ καί ἡ Κεφαλή τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἱδρύθη μέ τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν μεγάλην ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, καί οὐδεμιᾶς ἄλλης ψευδωνύμου καί ψευδεπιγράφου «ἐκκλησίας». Ὀφείλεται ἀκόμη (ἡ ἀλλοίωσις αὕτη καί ἀλλοτρίωσις) καί εἰς τήν ἐκ Πατριαρχικῶν χειλέων διακηρυχθεῖσαν καί μή ἀνακληθεῖσαν εἰσέτι ἐπισήμως ἄποψιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, ἀλλά διεσπασμένη ἐν χρόνῳ Ἐκκλησία», ὅπερ εἰσάγει καινοφανῆ ἐκκλησιολογίαν, ἀλλά καί εἰς τόν χαρακτηρισμόν τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὡς «Ἁγιωτάτου Πρεσβυτέρου Ἀδελφοῦ» καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς «Ἀδελφῆς Ἐκκλησίας», ἐνῷ ἐκεῖνος μέν ὡς ἰσόβιος ἀρχηγός Κράτους θεωρεῖται ὡς καθαιρετέος ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὀπαδοί δέ αὐτοῦ ὡς ἀπεσχισμένοι ὄντες καί ἀκοινώνητοι, λόγῳ τῶν σοβαρῶν αἱρετικῶν ἀποκλίσεών των εἰς τά θέματα Πίστεως καί Παραδόσεως (ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς γνωστόν, διεκήρυξεν ὅτι τούς Ὀρθοδόξους χωρίζουν ἀπό τούς Λατίνους οὐσιώδεις διαφοραί καί ὄχι ἀσήμαντα πράγματα ἤ ὀνόματα), δέν δύνανται νά χαρακτηρισθοῦν ἀπό δογματικῆς καί θεολογικῆς ἀπόψεως ὡς Ἐκκλησία.
6. Διά τήν Α.Μ.Σ. τῆς Κρήτης ἐγράφησαν καί γράφονται πολλά ἀπό ἐκκλησιαστικούς καί θεολογικούς κύκλους. Καί ἡ ταπεινότης μου εἰς τό προμνημονευθέν ὑπ' ἀριθ. 75/25-2-2016 Ὑπόμνημα ἐξέθεσε μέ εὐκρίνεια τά προσήκοντα. Τοῦτο μόνον νά προσθέσω ἐκ τῶν ὑστέρων. Παραθεωρηθείσης τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας, ἡ ὁποία προβλέπεται εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τῆς Α.Μ.Σ., διεξήχθησαν αἱ ἐργασίαι Αὐτῆς, ἄνευ τῆς παρουσίας καί συμμετοχῆς 4 Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἡ πρότασις τῆς ἡμετέρας Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων ὡς χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινοτήτων ἀπερρίφθη, διότι θά ἔπρεπε νά ὑπάρχῃ ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν διά τήν υἱοθέτησιν τῆς προτάσεως αὐτῆς.
Ὅμως, διά τήν ἀλήθειαν πρέπει νά ἐπισημανθῇ ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι ἐσημειώθησαν σοβαραί ἐκκλησιολογικαί ἀποκλίσεις, παραχαράσσουσαι τήν ἀκραιφνῆ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν μέ ὅ,τι καί ὅσα αὐτό συνεπάγεται, ἀναφορικῶς πρός τά θέματα: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» καί «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ», κραδαίνεται «ἄνωθεν» (ἀπό τόν ἐγκέφαλον τῆς Α.Μ.Σ.) ἡ μάχαιρα τῆς καθαιρέσεως διά τούς διαφωνοῦντας Κληρικούς καί τοῦ ἀφορισμοῦ διά τούς ἐνισταμένους λαϊκούς, Καθηγητάς ὄντας τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν, διότι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι» ἀρθρώνουν ὑπεύθυνον καί ἄρτιον θεολογικόν λόγον ὡς πιστά μέλη καί τέκνα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Διατί αὐτή ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ ἀξιολόγου αὐτοῦ θεολογικοῦ δυναμικοῦ μας, Μακαριώτατε καί ἅγιοι Ἀδελφοί Συνοδικοί; «Εἰ κακῶς ἐλάλησαν»[7] ἄς μαρτυρήσουν (οἱ κατήγοροι) περί τοῦ κακοῦ... Ἄς καταδείξουν μίαν ἀντιευαγγελικήν, ἀντιπατερικήν ἤ ἀντικανονικήν τοποθέτησιν καί διδασκαλίαν των. Ὁ Ὁμότιμος, ἤδη, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης μᾶς ἀπέστειλε μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ τήν ἀπό 20/7/2016 ἐπιστολήν του, διά τῆς ὁποίας ὡς εἰδήμων Δογματολόγος κάμνει σύντομον ἀποτίμησιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Α.Μ.Σ. καί χρησιμοποιεῖ καθαρόν καί ἀπερίτμητον λόγον. Θά «ἀνταμειφθῇ» ὁ κ.Καθηγητής διά τοῦ ἀφορισμοῦ; Ὁμοίως καί οἱ Ὁμότιμοι Καθηγηταί Πρωτ/ροι : ὁ π.Γεώργιος Μεταλληνός καί ὁ π.Θεόδωρος Ζήσης (Πανεπιστημιακοί μου διδάσκαλοι καί οἱ τρεῖς), προσκληθέντες τόν παρελθόντα Μάρτιον ὑπό τριῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν καί ἐμοῦ εἰς τήν διεξαχθεῖσαν Θεολογικήν Ἡμερίδα εἰς τό Στάδιον Εἰρήνης καί Φιλίας, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Α.Μ.Σ., καί κατέθεσαν θεολογικόν - ἐκκλησιολογικόν λόγον, ὁ ὁποῖος κατεχωρίσθη εἰς τά Πρακτικά τῆς Ἡμερίδος. Θά λάβουν ὡς ἀνταπόδομα τῆς προσφορᾶς των αὐτῆς τήν ποινήν τῆς καθαιρέσεως; Καί ἐάν, παρ' ἐλπίδα, τοῦτο ἀντικανονικῶς διαπραχθῇ, ἐκεῖνοι οὐδόλως θά ζημιωθοῦν πνευματικῶς, «ἀλλά τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» κατά τόν ΙΕ' Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου[8], ἐνῷ θά προκληθῇ σάλος εἰς τό Ἐκκλησιαστικόν Πλήρωμα, καί
7. Καί, ἐπειδή τά θέματα, τά ὁποῖα ἀνεφύησαν ἐκ τῶν ἀποφάσεων τῆς Α.Μ.Σ. τῆς Κρήτης εἶναι μεγάλα καί σοβαρά, εὐλαβῶς προτείνω, ἐάν δέν ὁλοκληρωθῇ σφαιρικῶς ἡ συζήτησις, νά μή σπεύσωμεν νά τά συγκλείσωμεν, ἀλλ' ἄς ἀναβληθῇ ἡ διεξαγωγή των δι' ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ι.Σ.Ι. Θά ἦτο δέ πάνυ ὠφέλιμον, ἀντί νά τεθοῦν ὑπό κατηγορίαν οἱ προαναφερθέντες Πανεπιστημιακοί Καθηγηταί, νά κληθοῦν ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. διά νά ἀναπτύξουν τήν θεολογικήν ἐπιχειρηματολογίαν των, νά δεχθοῦν τά ἐρωτήματά μας καί νά διεξαχθῇ ἕνας γόνιμος καί ἐποικοδομητικός διάλογος. Καί εἰς τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἐκαλοῦντο Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι, ἀλλά καί διά θέματα Παιδείας ἡ Δ.Ι.Σ. ἔχει πραγματοποιήσει εἰς τό παρελθόν παρομοίας συναντήσεις. Εἶναι γνωστόν ὅτι καί ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος γίνονται δι' αὐτά τά φλέγοντα ἐκκλησιολογικά θέματα Συνάξεις καί συζητήσεις, ὅπως καί εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Δέν πρέπει ἐπ' οὐδενί ἐκ τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς νά ἐπωφεληθῇ ὁ ἀλάστωρ, ἀλλ' ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία νά ἐξέλθῃ ἐνδυναμωμένη καί δεδιδαγμένη.
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Ἀδελφοί καί Πατέρες ἅγιοι Συνοδικοί,
Σᾶς κατεπόνησα διά τῆς ἐκτεταμένης μου αὐτῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία βαθυσεβάστως ἐπεσήμανε τά ἀνωτέρω βαρυσήμαντα καί περισπούδαστα θεολογικῶς θέματα, τά ὁποῖα κατ' αὐτόν τόν καιρόν ἐξόχως ἀπασχολοῦν τόν Ὀρθόδοξον Χριστιανικόν κόσμον.
Εὑρισκόμεθα, κατά κοινήν ὁμολογίαν, πρό μιᾶς κρισίμου καμπῆς τῆς θαλασσοδρομίας τῆς νοητῆς Νηός τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία χρῄζει σοφῶν καί διακριτικῶν χειρισμῶν πρός ἀποφυγήν προσκρούσεων εἰς ὑφάλους ... Προέχει ἡ Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἡμῶν καί ἡ πορεία μας ἐπί τῆς ὀρθῆς καί ἀσαλεύτου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογικῆς βάσεως καί κατευθύνσεως. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, διακρίνων τρία εἴδη ἀθεΐας, ἐφιστᾷ τήν προσοχήν τῶν ποιμένων καί διδασκάλων εἰς τήν ἀποφυγήν τοῦ τρίτου εἴδους, ἰδιαιτέρως. Δέν ἀρκεῖ, δηλαδή, τό νά μήν εἴμεθα ἄθεοι (τό νά μή δηλώνωμεν ἄθεοι - ἄπιστοι καί τό νά μή ἀρνούμεθα τήν πατρῴαν πίστιν, προσχωροῦντες εἰς ἄλλην θρησκείαν, αὐτά εἶναι τά δύο πρῶτα εἴδη ἀθεΐας), ἀλλά πρέπει νά ἀποφεύγωμεν καί τό τρίτον εἶδος ἀθεΐας˙ τό νά μή ὁμολογῶμεν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν ἡμῶν καί νά μή προασπιζώμεθα ταύτην, ὑπερμαχοῦντες αὐτῆς, ἐνώπιον τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν.
Ὁ ἑκασταχοῦ Ἐπίσκοπος καί ἡ ὑπ' αὐτόν Ἐπισκοπή δέον νά διέπωνται ὑπό τοῦ Θείου Νόμου τῆς Ἁγιογραφικῆς καί Ἁγιοπατερικῆς Διδασκαλίας, νά φυλάσσουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν Θεοπαράδοτον Ὀρθόδοξον Πίστιν καί Παράδοσιν, «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι» καί «μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο» καί νά σέβωνται τήν Δογματικήν Διδασκαλίαν καί τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς γνωστόν, κατά τήν Ὁμολογίαν Πίστεως, τήν ὁποίαν κάμνει ὁ Ἐπίσκοπος πρό τῆς χειροτονίας του, ὁμολογεῖ «ἵνα τηρῇ τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, πάντα μέν, ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει ... μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλλων, μήτε τῶν δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλά τούτοις ἐμμένων καί ταῦτα μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγαθῆς συνειδήσεως διδάσκων καί κηρύττων, πάντα δέ ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ταῦτα (κἀκεῖνος) ἀποδοκιμάζει ἀποδιοπομπούμενος διά παντός»[9].
Ὅ,τι συνᾴδει καί δέν προσκρούει εἰς τά ἀνωτέρω καθομολογηθέντα πρό τῆς φρικτῆς ὥρας τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας, θά φυλάξῃ χάριτι Θεοῦ καί ἡ μικρά καί παραμεθόριος πρός νότον Ἐπισκοπή τῶν Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων καί ὁ ταπεινός Ἐπίσκοπος αὐτῆς ἀντί πάσης θυσίας.
Κατακλείων τήν παροῦσαν παραθέτω τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου˙ «Εἰμί μέν ποιμήν ὀλίγος, καί ποιμνίου μικροῦ προεστηκώς, καί πολλοστός ἐν ὑπηρέταις τοῦ Πνεύματος. Ἡ Χάρις δέ οὐ στενή, οὐδέ τόποις περιγραπτή»[10].
Ἐπί δέ τούτοις ὑποσημειοῦμαι,
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
Κοινοποίησις εἰς ἅπαντα τά Μέλη τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
______________________
[1] Πρβλ. Λουκ. β' 34.
[2] Αὐτόθι.
[3] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλία ια' εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν (βλ. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἱερόν Πηδάλιον, σελ.19, ὑποσημ. 2).
[4] Ἔνθ' ἀνωτέρω.
[5] Ἱωάν. η' 32.
[6] Ἰωάν. ιδ' 6.
[7] Πρβλ. Ἰωάν. ιη' 23.
[8] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερόν Πηδάλιον, Κανών ΙΕ' τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, σελ. 206.
[9] Ἀρχιερατικόν Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1999, Τάξις γινομένη ἐπί χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου, σελ. 111.
[10] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, PG 37, Ἐπιστ. ΜΑ', σελ. 84.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Ἑορτάζουν οἱ διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σχετικὸ εἶνεκαὶ τὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε μία παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁμιλεῖ περὶ σπορέως· διότι σπορεῖς ἦταν καὶ οἱ πατέρες.

Ἕνα νέο σχέδιο νόμου μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιτρέπεται ἠ ευθανασία καὶ ἀπὸ ἄτομα ποὺ νιώθουν ὅτι ἔχουν «ὁλοκληρώσει τὴ ζωή τους». ἀλλὰ δὲν βρίσκονται ἀπαραίτητα στὸ τελευταῖο στάδιο κάποιας θανατηφόρου ασθενειας, ἑτοιμάζει ἠ ολλανδική κυβερνηση. Σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸ κοινοβούλιο, οἱ ὑπουργοὶ Ὑγείας καὶ Δικαιοσύνης εἶπαν ὅτι οἱ λεπτομέρειες τοῦ νομοσχεδίου ποὺ σκοπεύουν νὰ παρουσιάσουν δὲν ἔχουν ἀποσαφηνιστεῖ ἀκόμα, ἀλλὰ τὰ ἄτομα ποὺ «ἔχουν μιὰ σταθμισμένη γνώμη ὅτι ἡ ζωὴ τοὺς ἔχει ὁλοκληρωθεῖ θὰ πρέπει, ὑπὸ αὐστηρὰ καὶ προσεκτικὰ κριτήρια, νὰ πάρουν τὴν ἄδεια νὰ τελειώσουν τὴ ζωή τους μὲ ἀξιοπρέπεια".
Ἡ Ὀλλανδία εἶναι ἡ πρώτη χώρα στὸν κόσμο ποὺ νομιμοποίησε τὴν εὐθανασία, τὸ 2002, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὶς περιπτώσεις ἀσθενῶν ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ ἀφόρητους πόνους χωρὶς καμία προοπτικὴ θεραπείας. Οἱ ἐπικριτὲς τῆς πρότασης θεωροῦν ὅτι ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἔχει ἤδη ἐξαπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε σχεδιαστεῖ ἀρχικά, καὶ ὅτι ὁ ὅρος «ἀφόρητος πόνος ἢ βάσανο» ἔχει ἐφαρμοστεῖ ὄχι μόνο σὲ περιπτώσεις ἀτόμων σὲ τελικὰ στάδια ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ....
ἄτομα μὲ ψυχικὲς νόσους ἢ ἄνοια.
Ἡ ὑπουργὸς Ὑγείας Ἔντιθ Σίπερς ἔγραψε στὴν ἐπιστολή της πρὸς τὸ Κοινοβούλιο, ὅτι "ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία γιὰ μιὰ προσωπικὴ ἐπιλογὴ τερματισμοῦ ζωῆς συναντᾶται κυρίως στοὺς ἡλικιωμένους, τὸ νέο σύστημα θὰ περιοριστεῖ σὲ αὐτούς". Παρόλα αὐτά, ἡ ὑπουργὸς δὲν ἀνέφερε τὸ κατώτερο ὅριο ἡλικίας.
Ὁ νέος νόμος θὰ χρειαστεῖ «προσεκτικὴ καθοδήγηση καὶ ἔγκριση ἐκ τῶν προτέρων μὲ πάροχο βοήθειας στὸ θάνατο ποὺ θὰ ἔχει ἰατρικὴ ἐκπαίδευση, μαζὶ μὲ συμπληρωματικὴ ἐκπαίδευση».
Μεταξὺ ἄλλων, θὰ περιλαμβάνει καὶ μηχανισμοὺς ἀσφαλείας, ὅπως ἐλέγχους ἀπὸ τρίτους, ἐπανεξετάσεις καὶ ἐποπτεία. Ἡ κυβέρνηση προσδοκᾶ νὰ ἔχει τὸ σχέδιο νόμου ἕτοιμο μέχρι τὸ τέλος τοῦ 2017, μετὰ ἀπὸ διαβουλεύσεις μὲ εἰδικούς.
Ἡ πολιτικὴ τῆς εὐθανασίας στηρίζεται ἀπὸ μεγάλο μέρος τῆς ὀλλανδικῆς κοινωνίας, καὶ οἱ περιπτώσεις ἐφαρμογῆς τῆς αὐξάνονται μὲ διψήφια ποσοστὰ κάθε χρόνο γιὰ πάνω ἀπὸ μιὰ δεκαετία, καθὼς τὴν ἀποζητοῦν περισσότεροι ἀσθενεῖς καὶ παράλληλα περισσότεροι γιατροὶ εἶναι πρόθυμοι νὰ τὴν ἐξασκήσουν.
Τὸ 2015 ἡ εὐθανασία ἐφαρμόστηκε στὴν Ὀλλανδία σὲ 5.516 περιπτώσεις, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ 3,9% ὅλων των θανάτων στὴ χώρα.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Ὁ ἁγίας μνήμης καί ἀμερικανικῆς καταγωγῆς π. Σεραφείμ Ρόουζ (†1982) λέγει κάπου ὅτι εἶναι πιό ἀργά ἀπ᾽ ὅσο φανταζόμαστε.
Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα γιά τά θέματα τῆς παιδείας στήν Ἑλλάδα σήμερα, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται γιά νά γκρεμίσει ψυχές, θεσμούς καί ὅ,τι ἔχει μείνει ἀκόμη ὄρθιο σ᾽αὐτόν τόν τόπο. Καί τοῦτο σέ κραυγαλέα ἀντίθεση μέ τό ἰσχύον ἑλληνικό σύνταγμα, τό ὁποῖο στό ἄρθρο 16, παράγραφος 2 προβλέπει: «Ἡ Παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες».
«Τά ἄθεα γράμματα», γιά τά ὁποῖα μέ πόνο μιλοῦν ὁ Πατροκοσμᾶς, ὁ Παπουλᾶκος καί ὅσοι ἀγαποῦσαν καί ἀγαποῦν αὐτόν τόν τόπο, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν παιδεία χωρίς Χριστό καί ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τέλει δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν λεγομένη Νέα Ἐκπαίδευση, πού ἔχει σχεδιάσει καί ὑλοποιεῖ ἡ λεγομένη Νέα Ἐποχή καί ἡ συνακόλουθη Νέα Τάξη Πραγμάτων καί ἡ κατεδαφιστική Παγκοσμιοποίηση.
Ἡ προσπάθεια τῆς κατεδάφισης δέν εἶναι καινούργια. Ξεκίνησε μέ τήν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου καί τή Βαυαροκρατία. Κοντεύουν διακόσια χρόνια τώρα.
Νά τί γράφει ὁ Παπουλᾶκος, ἄλλος Πατροκοσμᾶς καί αὐτός. «Τ᾽ ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τούς ἅγιους καί ἀγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ ἔθνους ξένους κι ἄπιστους γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ᾽ ἄθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τοῦ ἔθνους καί τ᾽ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ τή λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος πού μέ τό αἷμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού πορπάτησε τή δύσκολη ἀνηφοριά, νά παραδεχτεῖ πώς δέ μπορεῖ νά πορπατήσει στόν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε κι ὅτι δέν ξέρουμε μεῖς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αἷμα μας λευτερώσαμε, ἀλλά ξέρουν νά τό συγυρίσουν ἐκεῖνοι πού δέν πολέμησαν, ἐκεῖνοι πού δέν πίστεψαν στόν ἀγώνα, ἐκεῖνοι πού πᾶνε νά μᾶς ἀποκόψουνε ἀπό τό Χριστό, καί πασχίζουνε νά μᾶς ρίξουνε στή σκλαβιά ἄλλων ἀφεντάδων, ποὖναι πιό δαιμονισμένοι ἀπό τούς Τούρκους. Γιατί καί κεῖνα πού σεβάστηκεν ὁ Τοῦρκος, τ᾽ ἄθεα γράμματα τά πετᾶνε καί πᾶνε νά τά ξερριζώσουνε. Ἀφανίζουνε μοναστήρια, πομπεύουνε τούς καλογέρους καί τίς καλόγριες, κλέβουνε τ᾽ ἅγια δισκοπότηρα καί τά πουλᾶνε γι᾽ ἀσήμι πού θά στολίσει τίς βρωμογυναῖκες. Ἁρπάζουνε τ᾽ ἅγια τῶν ἁγίων καί τά βάζουνε κάτω ἀπό τά πόδια τῆς ἐξουσίας τους, πού τά ὁρίζει κατά τά νιτερέσια της (=συμφέροντα). Τ᾽ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουνε τό σάβανο τοῦ γένους. Αὐτά λοιπόν τά γράμματα θά μάθουμε στά παιδιά μας;» (ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ, Ὁ Παπουλάκος, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν 101997, σ. 145-146).
Ὅμως τά τότε «ἄθεα γράμματα», δηλαδή ἡ προσπάθεια γκρεμίσματος καί πετάγματος τῶν –κατά Κόντογλου– πολυτίμητων τζιβαϊρικῶν τῆς παραδόσεώς μας στά ἀζήτητα τῆς Ἱστορίας σέ σχέση μέ τό δαιμονικό κακό, πού γίνεται σήμερα, δέν συγκρίνεται!
Ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε τήν πολύ-πολύ πρόσφατη μετάλλαξη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ πανθρησκειακή σαλάτα, ὅπου ὁ Χριστός ἐξισώνεται μέ τόν Βούδδα, τόν Μωάμεθ κ.ο.κ. Πρός ἀπόδειξιν αὐτοῦ θά ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά σημεῖα ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ὁμιλία τῆς θεολόγου καθηγήτριας κ. Ἑλένης Βασάλου στήν Ἡμερίδα πού ὀργάνωσε στήν Ἀθήνα (23.09.2016) γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἡ «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν», τῆς ὁποίας προΐσταται ὁ π. Σαράντης Σαράντος. Ἡ κ. Βασάλου ἀποδεικνύει μέ ντοκουμέντα ὅτι οἱ «ἐγκέφαλοι» τῆς μετάλλαξης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν («προοδευτικοί» θεολόγοι Γιαγκάζογλου, Βαλλιανᾶτος κ.ἄ.) ἐμπνεύστηκαν τίς ἀλλαγές ἀπό πρόγραμμα γιά τά Θρησκευτικά τῆς Νεο-Βουδδιστικῆς ὀργάνωσης Arigatou, ἡ ὁποία χρηματοδοτεῖται ἀπό τή δυναστεία τῶν Ροκφέλλερς. Ἡ κ. Ἑλένη Βασάλου ἀντιπαραβάλλει τό πρόγραμμα τοῦ «Παγκοσμίου Δικτύου Θρησκειῶν γιά Παιδιά» (GNRC) τῆς Arigatou μέ τό «Νέο Πρόγραμμα», πού ἐξεπόνησε ἡ ὁμάδα τῶν ἀποδομητῶν θεολόγων (Γιαγκάζογλου Βαλλιανάτου καί τῶν ὁμοϊδεατῶν τους) καί ἐνομοθέτησε ἡ συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου μέ ὑπουργό ἀ-Παιδείας τόν ἀπόφοιτο Λυκείου κ. Νίκο Φίλη! Ἡ κ. Βασάλου βρίσκει καταπληκτικές ὁμοιότητες μεταξύ Arigatou καί «Νέου Προγράμματος». Σέ πολλές περιπτώσεις ὄχι μόνο τό νόημα ἀλλά καί ἡ διατύπωση εἶνα πανομοιότυπη, μέχρι καί στήν τελεία καί στό κόμμα. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό ἑξῆς: Στό πρόγραμμα τοῦ Arigatou διαβάζουμε: «Ὁ Χριστός συνεξετάζεται μαζί μέ τούς δασκάλους τῶν θρησκειῶν καί ἀντίστοιχα, ὅλα τά θέματα τῶν θρησκειῶν» (Arigatou, σ. 113). Τό ἴδιο ἐπακριβῶς ἀναφέρεται στό «Νέο Πρόγραμμα» ὡς ἑξῆς: «Ὁ Χριστός συνεξετάζεται μαζί μέ τούς δασκάλους τῶν θρησκειῶν καί ἀντίστοιχα, ὅλα τά θέματα τῶν θρησκειῶν» (Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τά Θρησκευτικά, σσ. 68-69). Καλά, οὔτε ἀντιγραφή δέν μποροῦν νά κάνουν;
Τό Νέο Πρόγραμμα τῶν Γιαγκάζογλου – Φίλη μυεῖ κυριολεκτικά τούς μαθητές, ἤ-δη ἀπό τό Δημοτικό, στίς θρησκεῖες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς καί κυρίως στή δαιμονική συγ-κρητιστική πανθρησκεία! Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν γίνεται ἁπλῶς θρησκειο-λογικό ἀλλά κάτι πολύ χειρότερο: Οἱ μαθητές καλοῦνται νά διαλογισθοῦν (γιόγκα καί διαλογισμός), νά κατασκευάσουν μία «μαντάλα», πού χρησιμοποιεῖται στόν ἰν-δουϊστικό καί βουδδιστικό διαλογισμό, νά «κατασκευάσουν καί ἀναρτήσουν ἡμερολό-γιο μέ τίς ἑορτές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν» καί ἄλλα πέραν πάσης φαντασίας.
Καί ἀκόμη, τό πιό ἐξωφρενικό εἶναι ὅτι αὐτή τή μύηση στήν πανθρησκεία τῆς «Νέας Ἐποχῆς» καλοῦνται νά ὑποστοῦν μόνο τά παιδιά τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἐνῶ οἱ μαθητές ἑβραϊκοῦ, μωαμεθανικοῦ καί παπικοῦ θρησκεύματος θά διδάσκονται τά δικά τους καί μάλιστα ἀπό δασκάλους καί καθηγητές, οἱ ὁποῖοι θά προσληφθοῦν ἀπό τό Ὑπουργεῖο ἀ-Παιδείας μετά ἀπό ὑπόδειξη ἀντιστοίχως τῶν ἐν Ἑλλάδι ἑβραίων, μωαμεθανῶν καί παπικῶν καί καθ᾽ ὑπέρβαση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κανονικῶς διοριζομένων δασκάλων καί καθηγητῶν! Αὐτό κι᾽ ἄν εἶναι σκάνδαλο! Τό ἀποκαλύπτει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ μέ ἐπιστολή του πρός τόν πρωθυπουργό Ἀλέξη Τσίπρα (20 Σεπτεμβρίου 2016), ἡ ὁποία ὅμως ἐπιστολή –ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο– δέν ἔκανε νά ἱδρώσει τό «αὐτί» τοῦ κ. Τσίπρα, ἀλλ᾽ οὔτε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (4-7.10.2016) χρησιμοποιήθηκε, δυστυχῶς, ὅπως θά ἔπρεπε, μέ ἀποτέλεσμα ἁπλῶς νά συσταθεῖ μία Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας, πού θά συζητήσει τό θέμα μέ τήν Πολιτεία. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἐν τῷ μεταξύ θά διδαχθεῖ μέ βάση τό ἀπαράδεκτο καί ἐπικίνδυνο «Νέο Πρόγραμμα», καί βλέπουμε. Δηλαδή θρίαμβος Φίλη – Γιαγκάζογλου.
Οἱ ἀποδομητές τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί οἱ ἐθνομηδενιστές ἀντιστρέφουν καί διαστρέφουν ἐκτός ἀπό τά Θρησκευτικά καί τήν Ἱστορία. Νά τί διαβάζουμε στό «Βιβλίο Γλώσσας» τῆς Ε´ Δημοτικοῦ, τεῦχος α´, σελ. 44. Μᾶς τά ἀποκαλύπτει ὁ γνωστός δάσκαλος Δημήτρης Νατσιός στό ἀφυπνιστικότατο βιβλίο του «Τά ἄθεα γράμματα καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους». Εἶναι ἕνα ἀπό τά ἄπειρα δείγματα ἀντιστροφῆς – διαστροφῆς. Διαλέξαμε τό συγκεκριμένο λόγῳ τῆς ἐγγιζούσης ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940.
Τό κείμενο ἔχει τίτλο:
«Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τόν πόλεμο!» (καί ὑπότιτλο «Κι ἐμεῖς πήγαμε στό ὑπόγειο»). Καί ἀφοῦ κρύφτηκαν στό ὑπόγειο, διαμείβονται οἱ ἑξῆς ἄθλιοι διάλογοι: «Μετά γύρισε (ὁ μπαμπᾶς) στή μαμά καί τῆς εἶπε πώς θά τρέξει στήν τράπεζα νά σηκώσει λεφτά. "Δέν ἔχουμε δραχμή", εἶπε κι ἔφυγε τρέχοντας στή σκάλα...». Ὅταν ὁ προκομμένος ὁ μπαμπᾶς γύρισε ἀπό τήν τράπεζα ἀπογοητευμένος, γιατί ἡ τράπεζα ἦταν κλειστή καί δέν μπόρεσε «νά σηκώσει λεφτά», πῆγαν σ᾽ ἕνα ὑπόγειο, «στῆς κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί τό σπίτι της ἔχει ὑπόγειο καί τό λιακωτό της εἶναι τσιμεντένιο καί δέν μποροῦν νά τό τρυπήσουν οἱ μπόμπες». Καί ὁ μπαμπᾶς –πρότυπο ἥρωα– πῆρε στήν ἀγκαλιά του τόν ἀφηγητή, παιδί μικρό καί τοῦ εἶπε:
«–Ἄκη, ἀπό σήμερα θά γίνεις ἄνδρας». Καί ὁ Ἄκης, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν «γενναιότητα» τοῦ πατέρα του, ἀπάντησε:
«Ἐγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δέν ἤθελα νά γίνω σήμερα ἄντρας....». Βεβαίως, γιατί οἱ ἄντρες στρατεύονται καί πολεμοῦν! Ἐνῶ ὅσοι δέν θέλουν νά γίνουν ἄντρες, παίρνουν τό Ι5 (γιώτα πέντε) χαρτί ἀπόλυσης καί σπεύδουν στά ὑπόγεια καί ἄσε τά κορόϊδα νά κατασκοτώνονται γιά τήν τιμή τῆς πατρίδας! (Δημήτρης Νατσιός «Τά ἄθεα γράμματα καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους». ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Πεντάλοφος Παιονίας, 2015, σ. 203).
Θά ρωτήσει κάποιος –καί δικαιολογημένα– γιατί ὅλο αὐτό τό μίσος, ἡ διαστρέβλωση, τό ψέμα;
Οἱ ἀπάνθρωποι σχεδιαστές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων θέλουν νά φτιάξουν σχολεῖα χωρίς Χριστό, χωρίς ψυχή καί χωρίς πατρίδα καί ἀπό ἐκεῖ νά βγαίνουν οἱ μεταλλαγμένοι ὑπήκοοι τῆς παγκόσμιας ἀπολυταρχικῆς διακυβέρνησης, πού ὀνειρεύονται. Μισοῦν θανάσιμα τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο. Καί ξέρουν πολύ καλά τί κάνουν, διότι κατά τόν μεγάλο Ντοστογιέφσκι «Χωρίς Χριστό ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Τό σχέδιό τους προωθοῦν μέ τρόπο συστηματικό καί «ἐπιστημονικό».
Βασικοί τρόποι, πού χρησιμοποιοῦν γιά νά διαλύσουν Παιδεία, κοινωνία καί κυρίως νεολαία εἶναι καί οἱ παρακάτω:
1. Ἡ μετατροπή τῶν κοινωνιῶν σέ πολυπολιτισμικές, πολυφυλετικές καί πολυθρησκευτικές.
Ἐπειδή κανένας ἐλεύθερος ἄνθρωπος δέν θά ἤθελε νά ζήσει σέ μιά, «κοινωνία» (κοινωνία ἐντός εἰσαγωγικῶν) τύπου Big Brother (βλ. «1984» τοῦ Τζώρτζ Ὄργουελ), γι᾽ αὐτό ὁ στόχος εἶναι νά διαλυθοῦν οἱ κοινωνίες.
Πῶς θά γίνει αὐτό; Μέσῳ τῆς πολυπολιτισμικότητας, πολυφυλετικότητας καί πολυθρησκευτικότητας.
Αὐτές οἱ ἐπίμονες στοχεύσεις γιά τή μετάλλαξη τῶν κοινωνιῶν δημιουργοῦν γκετοποιήσεις καί διαλύουν τόν κοινωνικό ἱστό. Πάρτε τό παράδειγμα τῶν σημερινῶν εὐρωπαϊκῶν πρωτευουσῶν καί κυρίως τοῦ Παρισιοῦ καί τῶν γκετοποιημένων προαστίων του.
Τά τραγικά γεγονότα τῆς 13ης Νοεμβρίου 2015 στό Παρίσι θά πρέπει νά ἀνοίξουν τά μάτια ὅσων θέλουν νά βλέπουν.
Ἡ multi culti (πολυ-πολιτισμική) ἐκπαίδευση εἶναι στίς προτεραιότητες τοῦ «νέου σχολείου», τῆς «νέας ἐκπαίδευσης» ἤ τῶν «ἄθεων γραμμάτων», ὅπως τά ὀνομάζουν οἱ ἅγιοί μας.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ στόχος τῆς Νέας Τάξης εἶναι ἡ δημιουργία ἄ–ριζων ἀνθρώπων μέσα σέ μία διαλυμένη κοινωνία. Ἀπρόσωπων καί ἀνέστιων ἀνθρώπων σέ μιά ἀπρόσωπη κοινωνία, ὅπου θά κυριαρχεῖ ὁ φόβος (βλ. ἄνθηση τρομοκρατίας), μέ στόχο νά ἐκχωρήσουμε τήν προσωπική, πολιτική καί ἐθνική ἐλευθερία μας, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τάχα ἀσφάλεια. Ὅποιος ὅμως θυσιάζει τήν ἐλευθερία γιά χάρη τῆς ἀσφάλειας, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο οὔτε καί εἶναι ἄξιος γι᾽ αὐτά, λόγῳ τῆς δουλοφροσύνης του!
2. Ἡ προώθηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας
Ἡ ὁμοφυλοφιλική «ἀτζέντα», ἔχει μιά ἀπό τίς πρῶτες θέσεις στίς προτεραιότητες τῆς ἀμερικανικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, ὅπως ἐδήλωσε τό 2014 ὁ ἴδιος ὁ Ἀμερικανός Ἀντιπρόεδρος Τζό Μπάιντεν, ἑβραϊκῆς καταγωγῆς.
Τά παιδιά πρέπει νά υἱοθετήσουν τή διαστροφική ἄποψη ὅτι τό φύλο ἐπιλέγεται (ἐννοεῖται μετά τή γέννηση).
Θυμηθεῖτε τίς «παρελάσεις ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας» πού προωθοῦνται παγκοσμίως μέ σπόνσορες τίς κορυφαῖες πρεσβεῖες τῶν χωρῶν τοῦ δυτικοῦ κόσμου, μέ πρῶτες-πρῶτες τίς Η.Π.Α.
Στό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας, αὐτοῦ τοῦ νέου φασισμοῦ, δέν θά πρέπει κανείς νά εἶναι «ὁμοφοβικός». «Ὁμοφοβία», σύμφωνα μέ τούς νεοταξίτες ἰνστρούχτορες εἶναι μιά νοσηρή, μιά ψυχοπαθολογική συμπεριφορά ἀρνητισμοῦ καί δυσανεξίας ἀπέναντι στή «διαφορετική» σεξουαλική ἐπιλογή.
Ὁπότε τά πράγματα ἀντιστρέφονται. Δέν εἶναι οἱ ὁμοφυλόφιλοι, πού θά πρέπει νά αἰσθάνονται ἄσχημα καί ἐνδεχομένως νά κρύβουν τήν παρέκκλισή τους, ἀλλά καλλιεργοῦνται αἰσθήματα ἐνοχῆς στούς φυσιολογικούς ἀνθρώπους, γιατί δῆθεν καταπιέζονται οἱ ὁμοφυλόφιλοι, καί ἐν τέλει καλλιεργοῦνται στούς φυσιολογικούς αἰσθήματα ἐνοχῆς, ἐπειδή δέν εἶναι καί αὐτοί ὁμοφυλόφιλοι!
Τό προβαλλόμενο πρότυπο ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀμφισεξουαλικός (ὁ ἀνδρόγυνος ἄνθρωπος). Θυμηθεῖτε τήν Κοντσίτα, πού τῆς δώσανε πρό τριετίας τό βραβεῖο τραγουδιοῦ στή Γιουροβίζιον.
3. ῾Η «καταπολέμηση τοῦ ρατσισμοῦ»
Ὁ κατάλογος τῶν κατασκευασμένων ἀπό τή Νέα Τάξη «φοβιῶν» εἶναι ἀρκετά πλούσιος. Ὅμως οἱ πιό ἐπικίνδυνες «φοβίες» ἀπέναντι στό «διαφορετικό» εἶναι –κατ᾽ αὐτούς– ἡ ὁμοφοβία, ἡ ἰσλαμοφοβία καί ἡ φοβία ἀπέναντι στό ἐθνικά διαφορετικό, ἡ ὁποία, αὐτή ἡ τελευταία, βαφτίζεται «ρατσισμός».
Θά πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ Νέα Τάξη ἔχει καί τή δική της γλῶσσα, τή «νέα γλῶσσα». Τά ἔχει πεῖ ὅλα αὐτά ὁ Τζώρτζ Ὄργουελ στό γνωστό του βιβλίο «1984», τό ὁποῖο ἔγινε καί ταινία· σᾶς συνιστῶ νά τή δεῖτε (ὑπάρχει σέ ἀντι-νεοταξικά blogs).
Στή νέα γλῶσσα λοιπόν ἀλλάζει ἡ τρέχουσα σημασία τῶν λέξεων. Ἔτσι «καταπολέμηση τοῦ ρατσισμοῦ» (ἕνας ἀπό τούς κύριους στόχους τῆς σύγχρονης προπαγάνδας καί τοῦ «νέου σχολείου» τῶν («ἄθεων γραμμάτων») εἶναι ἡ ἀπενεργοποίηση τῶν ὑγιῶν ἀντανακλαστικῶν προστασίας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς, ἱστορικῆς, φυλετικῆς καί βιολογικῆς συνέχειας καί αὐτοσυντήρησής του, πού ἔχει ὁ Ἕλληνας καί γενικῶς ὁ δυτικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς πολυ-πολιτισμικῆς κλπ. προπαγάνδας.
Εἶναι ἐκφραστικό ἕνα σκίτσο: Ἴσως τό ἔχετε δεῖ. Ἕνα μαυράκι λέγει σ᾽ ἕνα συνομήλικό του λευκό παιδάκι «Εἶμαι περήφανος πού εἶμαι μαῦρος». Ὁ ἄλλος ἀπαντᾶ: «Αὐτό εἶναι ὑπέροχο».
Καί ἀπό κάτω: Λέγει ὁ μικρός λευκός: «Καί ἐγώ εἶμαι περήφανος γιά τήν καταγωγή μου». Καί τό μαυράκι τόν «καρφώνει»: «Εἶσαι ρατσιστής»!
Ἡ Νέα Τάξη μέ τήν ἐπικόλληση ἐτικέτας –«ρετσινιᾶς», σάν κι αὐτή τοῦ «ρατσιστῆ», ἐπιδιώκει νά ἀπομονώσει ὅσους γίνονται ἐνοχλητικοί.
4. Βομβαρδίζουν τό ἔλλογο στοιχεῖο στόν ἄνθρωπο. Στόχος τους εἶναι ἡ κατάργηση νοῦ καί λογικῆς.
Στή μάχη γιά νά δημιουργηθεῖ ὁ «νέος ἄνθρωπος» τῆς «Νέας Ἐποχῆς» μέσῳ τῶν «ἄθεων γραμμάτων», δηλαδή τῆς «Νέας Ἐκπαίδευσης», ὁ ἄνθρωπος πού θά ἔχει ἀπενεργοποιημένη τή σκέψη καί τήν κρίση (αὐτό κάνουν καί οἱ νέες αἱρέσεις ἤ σέκτες), ἐκτός ἀπό τήν Πίστη στόν Χριστό, ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική ἀλήθεια βομβαρδίζουν καί τή λογική (τό ἔλλογο στοιχεῖο στόν ἄνθρωπο).
Ἔτσι προωθοῦνται στήν ἐκπαίδευση ἡ «πλάγια σκέψη», ἡ «σκέψη χαμηλῶν πιθανοτήτων» (ἔχουν καί ἐπιστημονικοφανῆ ὀνόματα), ἡ συναισθηματική νοημοσύνη (πού εἶναι πολύ τῆς μόδας), ἡ ἐκπαίδευση στόν «Νοῦ τῆς Νύκτας» κ.ἄ. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, «Νέα Ἐποχή. Ἐξέλιξη ἤ Χειραγώγηση;», σσ. 297, 301, 252 κ.ἄ.)
Οἱ ἐπιχειρήσεις αὐτές «κατεδάφισης» τῆς λογικῆς καί τῶν προαναφερθέντων συνδυάζονται μέ τήν ἐπιχείρηση ἐναντίον τῆς γλώσσας, πού ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν γλωσσική ἀνεπάρκεια τῶν μαθητῶν, πού καί αὐτό δέν εἶναι «ἀτύχημα», ἀλλά ἔγκλημα ἐκ προμελέτης.
Γιά τό θλιβερό ἐπίπεδο τῆς γλώσσας τῶν νέων παιδιῶν σήμερα στήν Ἑλλάδα καί στή Δύση εὐθύνονται ἐκτός τῶν ἄλλων καί δύο συνειδητές ἐπιλογές τοῦ «νέου σχολείου», πού εἶναι: α) Ἡ προτεραιότητα στήν προφορική καί ὄχι στή γραπτή γλῶσσα καί β) Τό γεγονός ὅτι δέν γίνεται συστηματική διδασκαλία τῆς Γραμματικῆς καί τοῦ Συντακτικοῦ.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὅλα τά παραπάνω προωθοῦνται πιό εὔκολα καί ἀποτελεσματικά καθώς ἡ ταλαίπωρη χώρα μας κυβερνᾶται μέ «ντιρεκτίβες» πού ἔρχονται ἀπ᾽ ἔξω. Τό διευθυντήριο τῶν Βρυξελλῶν καί ἄλλα παρόμοια κέντρα σχεδιάζουν καί οἱ δικοί μας ὡς πρόθυμοι Ναί-Ναί-κοι ὑλοποιοῦν. Πολλές φορές μάλιστα γίνονται καί βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως.
Τά ἀποτελέσματα
Τά ἀποτελέσματα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐργώδους προωθήσεως τῆς διάλυσης εἶναι αὐτό πού εἶχε πεῖ ὁ μέγας διδάχος μας Πατροκοσμᾶς, ὁ ἅγιος τῶν ἀδούλωτων σκλάβων τῆς Τουρκοκρατίας: «Θά βγοῦν πράγματα ἀπό τά σχολεῖα πού δέν τό βάνει ὁ νοῦς σας» καί «Τό κακό θά σᾶς ἔρθει ἀπό τούς διαβασμένους» καί παραμορφωμένους –θά συμπληρώσουμε ἐμεῖς– ἀπό τά «ἄθεα γράμματα».
Κατά τήν εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ δασκάλου Δημήτρη Νατσιοῦ «Οὐδέποτε ὑπῆρχαν στόν κόσμο καί στόν τόπο μας τόσοι ἐγγράμματοι καί τέτοια φτώχεια πνευματική».
Μέ τά «ἄθεα γράμματα» τῆς «Νέας Ἐκπαίδευσης» ἑτοιμάζονται νέοι γενίτσαροι τῆς «Νέας Ἐποχῆς»!
Μακάρι ὅλα αὐτά, πού ἐπισημάναμε, νά ἦσαν «φοβίες» καί «συνωμοσιολογίες», ὅπως θά σπεύσουν νά ἀποφανθοῦν ἀπαξιωτικά οἱ πλουσίως ἀμειβόμενοι διαμορφωτές γνώμης καί ἰνστρούχτορες τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἡ πραγματικότητα ὅμως μιλᾶ ἀπό μόνη της καί μᾶς πληγώνει.
«Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός καί τά γεγονότα», ἔλεγε τό 1936 ὁ Γιῶργος Σεφέρης, «ζῶ ὁλοένα μέ τό ἐντονότερο συναίσθημα πώς δέν εἴμαστε στήν Ἑλλάδα· πώς αὐτό τό κατασκεύασμα πού τόσο σπουδαῖοι καί ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δέν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλά ἕνας ἐφιάλτης μέ ἐλάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μέ μιά πολύ βαριά νοσταλγία. Νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζῶντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό...». (Κατά παράθεση Δημήτρη Νατσιοῦ, ἔνθ᾽ ἀνωτ. σ. 78).
Ἀντιμετώπιση
«Καί τώρα τί κάνουμε;» θά ρωτήσετε δικαιολογημένα.
Καί ἀπαντοῦμε:
• Ἡ λύση εἶναι κάθε ἐνορία καί κάθε μοναστήρι νά γίνει ἕνα μετερίζι ἀντίστασης στήν ἐπέλαση τοῦ κακοῦ καί τῆς νεοταξικῆς βαρβαρότητας.
• Νά ξαναβροῦμε τόν καλό μας ἑαυτό μέ τά πολυτίμητα τζιβαϊρικά τῆς παραδόσεώς μας: πίστη, πατρίδα, οἰκογένεια, γλώσσα, φιλότιμο, σεβασμό, καθῆκον, ὑπομονή, ἀγωνιστικότητα καί τόσα ἄλλα.
• Νά λειτουργήσει ξανά τό Κρυφό Σχολειό.
• Οἱ δάσκαλοι καί καθηγητές, πού ἀγαποῦν τά παιδιά, νά βάλουν στήν ἄκρη τά «Βιβλία γλώσσας», πού κατήντησαν κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Δημήτρη Νατσιοῦ περιοδικά ποικίλης ὕλης καί συνταγές μαγειρικῆς, καί νά δώσουν στά παιδιά Χριστό καί Ἑλλάδα, χρησιμοποιώντας ἄλλα διδακτικά βιβλία, πού ἔχουν ἀποσυρθεῖ ἀπό τούς ἀποδομητές Νεοταξίτες.
• Νά δοθεῖ τό βάρος τῆς ἀγωγῆς στήν Οἰκογένεια καί στήν Ἐκκλησία (ἀφοῦ τό σχολεῖο εἶναι τό κύριο μέσο τῆς πνευματικῆς γενοκτονίας τῶν παιδιῶν μας).
• Νά δουλέψει κυρίως τό Παράδειγμα.
• Περισσότερο νά μιλοῦμε στόν Θεό γιά τά παιδιά καί ὄχι στά παιδιά γιά τόν Θεό καί μάλιστα χωρίς παράδειγμα.
• Σέ ὅλη αὐτή τή διαδικασία πνευματικῆς ἀντίστασης σπουδαῖο ρόλο ἔχει νά παίξει ὁ δάσκαλος. Νά τί μᾶς λέγει ὁ θεοφώτιστος ἀγαπημένος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση ὁ σωστός δάσκαλος, ἰδίως στίς μέρες μας! Τά παιδιά εἶναι ἄγραφες κασσέττες· ἤ θά γεμίσουν βρώμικα τραγούδια ἤ βυζαντινή μουσική. Τό ἔργο τοῦ δασκάλου εἶναι ἱερό. Ἕχει μεγάλη εὐθύνη καί, ἄν προσέξη, μπορεῖ νά πάρη μεγάλο μισθό ἀπό τόν Θεό. Νά φροντίζη νά διδάσκη στά παιδιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά βροῦν τρόπο οἱ ἐκπαιδευτικοί νά περνᾶνε κάποια μηνύματα στά παιδιά γιά τόν Θεό καί γιά τήν Πατρίδα. Ἄς σπείρουν αὐτοί τόν σπόρο, καί ἄς μήν τόν δοῦν νά βλαστάνη. Τίποτε δέν πάει χαμένο· κάποια στιγμή θά πιάση τόπο. Καί πάντα μέ τό καλό, μέ ἐπιείκεια, μέ ἀγάπη νά φέρωνται στά παιδιά. Νά προσπαθοῦν νά ξυπνᾶνε τό φιλότιμό τους. Τό παιδί θέλει ἀγάπη, ζεστασιά. Πολλά παιδιά τήν στεροῦνται τελείως στό σπίτι. Ἂν οἱ δάσκαλοι ἀγαπήσουν τά παιδιά, θά τούς ἀγαπήσουν καί ἐκεῖνα, καί τότε θά κάνουν πιό εὔκολα τό ἔργο τους.
Ἐμᾶς ὁ δάσκαλος μέ τήν βέργα μᾶς χτυποῦσε, ὅταν ἔβλεπε ἀταξία, ἀλλά ἀγαποῦσε τά παιδιά καί τά παιδιά τόν ἀγαποῦσαν. Δέν εἶχε δικά του παιδιά καί τά ἀγαποῦσε τά παιδιά πολύ. Γι᾽ αὐτό λέω ὅτι καλοί εἶναι οἱ γονεῖς πού γεννοῦν πολλά παιδιά καί γίνονται πολύτεκνοι, ἀλλά καλύτεροι εἶναι οἱ σωστοί ἐκπαιδευτικοί πού ἀναγεννοῦν τοῦ κόσμου τά παιδιά καί γίνονται ὑπέρ-ὑπέρ-πολύτεκνοι! Δίνουν ἀναγεννημένους ἀνθρώπους στήν κοινωνία, καί ἔτσι γίνεται καλύτερη». (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α´, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, σ. 307)
Καί γιά νά κλείσουμε μέ τόν ἰσαπόστολο καί ἱερομάρτυρα Πατροκοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τόν ἀνεπανάληπτο Διδάσκαλο τοῦ Γένους μας μέ τοῦ ὁποίου τά ἀφυπνιστικά κηρύγματα ἱδρύθηκαν 1.100 σχολεῖα κατώτερα καί 210 ἀνώτερα, ὅπου διδασκόταν καί ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς θά ἔκλεινε τά σημερινά σχολεῖα μέ τά ἄθεα γράμματα, γιά νά φτιάξει πραγματικά σχολεῖα μέ Χριστό καί Ἑλλάδα.
Νά τί λέγει σέ μιά ἀπό τίς Διδαχές του:
«Καλά, χριστιανοί μου, μοῦ ἐχαρίσετε τά παιδιά σας, ἀμή νά ἰδοῦμεν, ἔχετε καί σχολεῖον ὁπού νά διαβάζουν, νά μανθάνουν γράμματα τά παιδιά μας; –Δέν ἔχομε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.– Τέτοια παιδιά ἀγράμματα μοῦ ἐχαρίσετε; Τί τά θέλω; Χάρισμά σας. Παιδιά ὡσάν τά γουρουνόπουλα νά ἔχω δέν τό καταδέχομαι, διατί εἶμαι ὑπερήφανος. Χάρισμά σας. Ὡσάν θέλετε χαρίσετέ μου καί ἕνα σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας νά μανθάνουν τά παιδά μας γράμματα, νά ἠξεύρουν ποῦ περιπατοῦνε καί τότε νάν τά εὔχωμαι νά ζήσουν, νά προκόψουν.
Ἀμή δέν εἶναι καλά νά βάλετε ὅλοι σας νά κάμετε ἕνα ρεφενέ, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους νάν τό κυβερνοῦν τό σχολεῖον, νά βάνουν διδάσκαλον νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά καί πλούσια καί πτωχά χωρίς νά πληρώνουν; Διατί ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τό κατά δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τό ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν, διατί χωρίς τό σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τό σκότος. Καλύτερα νά ἔχης εἰς τήν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν παρά νά ἔχης βρύσες καί ποταμούς, διατὶ ἡ βρύσις ποτίζει τό σῶμα, τό δέ σχολεῖον ποτίζει τήν ψυχήν, τό σχολεῖον ἀνοίγει τές ἐκκλησίες, τό σχολεῖον ἀνοίγει τά μοναστήρια. Ἀνίσως καί δέν ἤτανε σχολεῖα, ποῦ ἤθελα ἐγώ νά μάθω νά σᾶς διδάσκω;» [Βλ. Ἰωάννου Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καί Βιογραφία), Διδαχή Α1, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα, χ.χ., σ. 142].
Ἄς εὐχηθοῦμε μέ τίς πρεσβεῖες του καί πάντων τῶν Ἁγίων καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου νά βροῦμε καί πάλι τόν δρόμο μας.
Πρέπει νά εἴμαστε ἀγωνιστικοί καί αἰσιόδοξοι. Ἡ νίκη, «μέ μαθηματική ἀκρίβεια», θά εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως προφήτεψε ὁ Πατροκοσμᾶς, ἀναφερόμενος καί στίς σημερινές μεγάλες δυσκολίες καί στήν ἐξοντωτική φορομπηχτική πολιτική, ὅπου «θά φορολογήσουν ἀκόμη καί τά κοτέτσια», στό τέλος λέγει ὅτι «δέν θά προλάβουν»!
Σᾶς εὐχαριστῶ
Πηγή: (Ἱερός Ναός Ἁγίου Φωτίου Θεσσαλονίκης, Κυριακή 9 Ὀκτωβρίου 2016, Συνδιοργάνωση Ἱ. Ν. Ἁγίου Φωτίου καί Συλλόγου «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη»), Ακτίνες

Ἐπειδήπερ, πατέρες καί ἀδελφοί, τοῦ ἁγίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Στουδιώτου τά θεόπνευστα τῶν ὑψηλῶν αὐτοῦ πράξεων ἀναγινώσκετε συγγράμματα, ἅπερ ἐκεῖνος εἰς πολλῶν ὠφέλειαν ἐξέθετο θείῳ κινούμενος Πνεύματι, μετά τῶν ἄλλων αὐτοῦ ὑπερφυῶν κατορθωμάτων καί τοῦτο ῥητῶς οὕτως, καθώς ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἐκεῖνος ἀπαραβάτως ἐφύλαξεν, ἔγραψε καί ἐδίδαξε λέγων· “Ἀδελφέ, ἄνευ δακρύων μή κοινωνήσῃ ποτέ”. Τοῦτο οἱ ἀκροαταί ἀκούσαντες – πολλοί γάρ παρῆσαν οὐ μόνον λαϊκοί, ἀλλά καί μοναχοί τῶν ὀνομαστῶν καί περιδόξων ἐπ᾿ ἀρετῇ -, ἐθαύμασαν ἐπί τῷ λόγῳ καί ἀλλήλοις ἐνατενίσαντες εἶπον, ὡς ὑπομειδιῶντες, ὁμοθυμαδόν μιᾷ τῇ φωνῇ· “Λοιπόν ἡμεῖς οὐδέποτε κοινωνήσωμεν, ἀλλά μείνωμεν ἅπαντες ἀκοινώνητοι! “.Τούτων ἀκούσας ὁ ἄθλιος ἐγώ καί ταλαίπωρος, κατ᾿ ἰδίαν τε μνησθείς ἐκείνων αὐτῶν τῶν ταῦτα εἰπόντων καί τῶν ῥημάτων αὐτῶν καί διαπονηθείς, ἔκλαυσα πικρῶς, ἐν ὀδύνῃ καρδίας μου λέγων οὕτως ἐν ἐμαυτῷ· (60) “Ἆρα γε οὕτω περί τοῦ πράγματος ἀληθῶς διακείμενοι καί ὡς ἀδύνατον εἶναι τοῦτο ἀπό ψυχῆς λογισάμενοι, εἶπον ἅ εἶπον; ἤ ὡς μικρόν τι μᾶλλον κατόρθωμα λογισάμενοι τό κατά τόν καιρόν τῆς κοινωνίας κλαῦσαι μόνον, τοῦ ῥήματος κατεγέλασαν; “. Πάντως γάρ εἰ μή καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καί νύκτα ἔργον ἔχει τό κλαίειν τις ἐνώπιον Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, οὐδέ ὅτε τῶν θείων μυστηρίων μεταλαβεῖν βουληθῇ, κἄν ὁπωσοῦν πενθῆσαι ἤ κλαῦσαι ἰσχύσει κατά Θεόν καί δακρύων κατενεγκεῖν σταλαγμούς· πῶς γάρ, ἐάν μή κατ᾿ οἰκονομίαν τινά ἄρρητον ἤ σύμβασιν ἐξ αἰτίας τινός σπανίως ἐπέλθῃ τινί; ὅ οὐδέ θαυμαστόν μοι δοκεῖ, ὅπου γε πολλοί καί ἐν αὐτῇ τῇ ἐξόδῳ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ἔκλαυσαν ὁμοῦ καί ἐδάκρυσαν (οἶμαι δέ οὐ πολλοί, ἀλλά λίαν ὀλίγοι καί εὐαρίθμητοι). Εἰ δέ καί τοῦτο ἀδύνατον πάντῃ λογίζονται, τό μετά δακρύων καθ᾿ ἑκάστην μετέχειν τῶν φρικτῶν μυστηρίων, φεῦ τῆς ἀγνοίας αὐτῶν, βαβαί τῆς ἀναλγησίας, οἴμοι τῆς ἀνοίας τῶν ταῦτα λεγόντων καί ἀμελείας καί τῆς πωρώσεως. Εἰ γάρ ἑαυτούς ἔκρινον, οὐκ ἄν ὑπό τῶν ἰδίων λόγων ἐκρίνοντο· εἰ μετανοίας ἐπεμελοῦντο, οὐκ ἄν ἀδύνατον εἶναί ποτε τοῦτο ἀπηρεύξαντο· εἰ πρᾶξιν μετήρχοντο ἔγκαρπον, οὐκ ἄν ἄγευστοι τοῦ τοιούτου καλοῦ τῆς τοιαύτης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ὅλως ἐτύγχανον· εἰ φόβον Θεοῦ ἐν καρδίᾳ ἐκτήσαντο, οὐ μόνον ἐν τῷ καιρῷ τῆς μεταλήψεως τῶν θείων μυστηρίων δυνατόν εἶναι τό πενθεῖν καί κλαίειν διεμαρτύραντο, ἀλλά καί ἐν πάσῃ ὥρᾳ εἰ οἷόν τε.
Διό καί τήν ὑμετέραν ἀγάπην περί τούτου πληροφορῆσαι βουλόμενος, ὡς πρός ἐκείνους αὐτούς τούς οὕτως εἰπόντας τόν λόγον ποιούμενος, διερωτῆσαι προῄρημαι· (61) “Εἴπατέ μοι, ὦ βέλτιστοι ἀδελφοί, διά τί τοῦτο ἀδύνατον; “- “Ἐπειδή, φησίν, οἱ μέν εὐχερῶς καί ἐξ ἑτοίμου πρός κατάνυξιν ἔχουσιν, οἱ δέ σκληροκάρδιοί τινες καί λιθοκάρδιοι ὄντες, οὐδέ τυπτόμενοι κατανύσσονται. Οἱ οὖν οὕτως ἔχοντες, πῶς κλαίειν καί πενθεῖν δύνανται καί μετά δακρύων ἀεί κοινωνεῖν; Ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς αὐτοί τήν θείαν καί ἀναίμακτον λειτουργίαν ἐπιτελοῦντες, πῶς δύνανται κλαίειν;”- “Αὐτό οὖν τοῦτο τό εἶναι σκληρούς, ὥς φατε, καί πρός κατάνυξιν δυσκινήτους, πόθεν αὐτοῖς, εἴπατε εἰ ἐπίστασθε, προσεγένετο; Εἰ δ᾿ ἀγνοεῖτε, μικρόν τι τοῦ ὕψους ὑμῶν ἀνεπαισχύντες ὑφέντες καί τήν ἀκοήν εὐμενῶς ὑποκλίναντες, μή ἀπαξιώσητε μαθεῖν ἐξ ἐμοῦ τοῦ ἐσχάτου. Γέγραπται γάρ· “Ἐάν δέ τῷ ἐσχάτῳ ἀποκαλυφθῇ, ὁ πρῶτος σιγάτω “.
“Πόθεν οὖν, φησίν, ὁ μέν σκληρός, ὁ δέ εὐκατάνυκτος;” Ἄκουσον. Ἐκ προαιρέσεως ὁ μέν ἀγαθῆς, ὁ δέ φαύλης· καί ἐξ ἐννοιῶν ὁ μέν πονηρῶν, ὁ δέ τοιούτων· καί ἐκ πράξεων ὁ μέν ἐναντίων, ὁ δέ φιλοθέων. Καί εἰ δοκεῖ, σκόπησον καί εὑρήσεις ἅπαντας τούς ἐξ αἰῶνος διά μόνων τῶν τριῶν τούτων, ὅτι πολλοί ἐξ ἀγαθῶν ἐγένοντο πονηροί καί ἐκ πονηρῶν ἀγαθοί. Πόθεν γάρ - ἵνα ἄνωθεν αὐτούς ἐπαριθμήσωμαι - , ὁ Ἑωσφόρος ἐξέπεσεν; οὐχί προαιρέσει καί λογισμῷ συγκαταθέμενος πονηρῷ; Πόθεν ὁ Κάϊν ἀδελφοκτόνος ἐγένετο; οὐχί τῇ πονηρᾷ προαιρέσει ἑαυτόν τοῦ Ποιητοῦ προτιμήσας καί λογισμοῖς πονηροῖς ἐξακολουθήσας, τῷ φθόνῳ ἔκδοτος γέγονε καί τόν φόνον εἰργάσατο; Πόθεν δέ ὁ Σαούλ ἐζήτει κρατῆσαι καί ἀποκτεῖναι τόν Δαυίδ, ὅν ὡς ἑαυτόν ἐτίμα τό πρότερον καί ὑπερηγάπα ὡς εὐεργέτην; (62) ἐκ φύσεως ἤ ἐκ πονηρᾶς προαιρέσεως; εὔδηλον ὅτι ἐκ πονηρᾶς προαιρέσεως· ἐκ φύσεως γάρ οὐδείς ἐγένετο πονηρός, ἐπειδή οὐδέ πονηρῶν ἔργων ποιητής ὁ Θεός, ἀλλά λίαν καλῶν, μάλα δή ἀγαθός ὤν καί τοῦτο οὐ θέσει καί προαιρέσει, ἀλλά φύσσει καί ἀληθείᾳ. Πρός τούτοις πόθεν ὁ μέν εἷς ληστής, ὁ συσταυρωθείς τῷ Δεσπότῃ Ἰησοῦ Χριστῷ, ἔλεγεν· “Εἰ Υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, σῶσον σεαυτόν καί ἡμᾶς”, ὁ δέ ἕτερος αὐτῷ ἀνθυπέφερεν· “Οὐδέ φοβῇ σύ τόν Θεόν; ὅτι ἡμεῖς μέν δικαίως, ἄξια γάρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπελάβομεν, οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε”; Πόθεν, εἰπέ μοι, ὁ μέν ταῦτα, ὁ δέ ἐκεῖνα ἐφθέγξατο; καί ὁ μέν ἐδικαιώθη, ὁ δέ κατεκρίθη; Οὐχί ἐκ προαιρέσεως ἕκαστος καί λογισμῶν ὁ μέν ἀγαθῶν, ὁ δέ πονηρῶν; Ἐκ τούτων γάρ καί ὁ μέν ἀπιστίαν, ὁ δέ πίστιν κτησάμενος ἔλεγε· “Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου”.
Ἵνα δέ τούς ἄλλους παρήσω πολλούς ὄντας, ἐκ τούτων ὧν εἰπεῖν βούλομαι μάθετε καί διδάχθητε ὅτι προαιρέσεως αὐτεξουσιότητι ἕκαστος, ἤ κατανυκτικός καί ταπεινός, ἤ σκληροκάρδιος καί ὑπερήφανος γίνεται. Καί εἰκότως. Δύο γάρ τινων ἀποτασσομένων τῷ βίῳ ὁμοτέχνων, ὁμογενῶν, συνηλικιωτῶν, ἔσθ᾿ ὅτε καί ἀδελφῶν, ὁμογνωμόνων, ὁμοτρόπων, πονηρῶν, φημί, καί σκληρῶν, ἀσπλάχνων, ὠμοτάτων, φιλασάρκων καί φιλαργύρων καί πᾶν εἶδος κακίας καί πονηρίας μετελθόντων ἐπίσης, καί εἰσερχομένων αὐτῶν ἅμα εἰς τό τῆς ἀσκήσεως στάδιον, ὁ μέν αὐτῶν κατορθοῖ πᾶσαν ὁμοῦ ἀρετήν, ζέσει πίστεως καί προθέσεως, πάντων ἀποκοπήν ποιούμενος τῶν κακῶν, ὁ δέ χείρων ἤ ὅπερ ἦν πρό τοῦ ἀποτάξασθαι γίνεται. Πόθεν οὖν οὐκ ἐπίσης καί τά τῆς ἀρετῆς αὐτοῖς κατωρθώθη, (63) ὥσπερ καί τά τῆς κακίας ἐκορυφώθη; Οὐχί ὅτι ὁ μέν προθέσει ψυχῆς ἀγαθῆς πάντα τά κατά Θεόν ὑπέμεινε λυπηρά, καί πρός τούτοις προσέχων ἦν ἐξ αὐτῆς εἰσόδου καί ἀποταγῆς νουνεχῶς ταῖς θείαις Γραφαῖς καί οἴκοθεν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τό ἀγαθόν ποιεῖν ἐξελέξατο, μιμούμενος τούς τῶν εὐλαβεστέρων ἀνδρῶν βίους καί συναμιλλώμενος αὐτοῖς ἐν νηστείαις καί προσευχαῖς, ἐν δεήσεσιν, ἐν σιωπῇ χειλέων, ἐν κατανύξει καί δάκρυσιν, ἐν ἀποχῇ βρωμάτων ἡδέων καί ἀκαίρων ὁμιλιῶν, ἐν ἀποχῇ θυμοῦ καί ὀργῆς καί κραυγῆς, ὑπομένων ἐμπόνως ὕβρεις καί θλίψεις καί στενοχωρίας, καί τά εὐτελῆ καί ἀτιμότερα ἐκλεγόμενος τῶν ἔργων, μή ἀντιλέγων ἤ γογγύζων ἐπιτασσόμενος, ἀλλά προθύμως ἐπιτελῶν πάντα καί τόν ἔσχατον ἀεί μεταδιώκων τόπον καί ἑαυτόν εὐτελέστερον λογιζόμενος πάντων καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα ποιῶν μετά γνώσεως, ὅσα ἡμᾶς αἱ θεῖαι Γραφαί σαφῶς ἐκδιδάσκουσιν, ἵνα τυχών ἐλέους καί συγχωρήσεως τῶν προτέρων κακῶν, εὕρῃ παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὁ δέ τά ἐναντία τούτων πάντων προθέσει ψυχῆς πονηρᾶς ποιῶν, ἔμεινεν ὅπερ ἦν καί πρό τοῦ ἀποτάξασθαι πονηρός, ἵνα μή λέγω καί χείρων ἤ ὅπερ ἦν.
Οὕτως οὐκ ἐκ φύσεως, ὥσπερ τινές οἴονται, ἀλλ᾿ ἐκ προαιρέσεως γίνεται πᾶς ἄνθρωπος εἴτε ταπεινός καί εὐκατάνυκτος, εἴτε σκληρός τήν καρδίαν καί πεπωρωμένος καί ἀκατάνυκτος. Πότε γάρ, εἰπέ μοι, κατανυγήσεται τήν ψυχήν καί δάκρυον ἐκ ὀφθαλμῶν σταλάξει ὁ πᾶσαν ἡμέραν σχεδόν ὧδε κἀκεῖσε περιερχόμενος καί μήτε σιωπῆς χειλέων, μήτε εὐχῆς, (64) μήτε ἀναγνώσεως καί ἡσυχίας ἐπιμελούμενος, ἀλλά ποτέ μέν προσομιλῶν τοῖς πλησίον ἐν ταῖς συνάξεσι, καί οὐ μόνον ἑαυτόν ἀλλά καί οἷς προσομιλεῖ τῆς ὠφελείας ἀποστερῶν, ποτέ δέ διασύρων καί λοιδορούμενος τούς εὐλαβεῖς τῶν ἀδελφῶν καί αὐτόν ἔσθ᾿ ὅτε τόν προηγούμενον; Πότε κατάνυξιν κτήσεται ὁ πάντα περιεργαζόμενος τά τῆς μονῆς, καί οὐ μόνον τά τῆς μονῆς, ἀλλά καί ἑνός ἑκάστου τόν βίον; καί ποτέ μέν λέγων πρός τινας τῶν ἀδελφῶν· “Ἤκουσα χθές τό καί τό” φησί, ποτέ δέ· “Ἔμαθες τί τῷ δεῖνι συνέβη τῷ ταπεινῷ;” καί πάλιν· “Ἠκούσατε τοῦ δεῖνος τήν συμφοράν; “. Ὁ τοιοῦτος ἄρα πότε τῶν οἰκείων ἀναμνημονεύσει κακῶν, ἵνα καί πονέσας δάκρυον καταφέρῃ ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ; Ὁ δέ καί τῆς συνάξεως ἐξερχόμενος ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀναγνώσεως τῶν θείων Γραφῶν καί ἐγγύς ἤ μακράν καθήμενος καί προσομιλῶν μετά τινων – ποτέ μέν ἐκείνου ποτέ δέ τῶν ἄλλων τάς ἀνωφελεῖς συντυχίας προβαλλομένων καί οὕτω λεγόντων· “Ἠκούσατε, φησί, τί τόν δεῖνα πεποίηκεν ἀδελφόν ὁ ἡγούμενος; “ ὁ δέ· “Λοιπόν, ἐάν εἴπω ὑμῖν τί τόν δεῖνα πεποίηκεν τόν ταπεινόν, τί ἔχετε εἰπεῖν; “- καί οὕτω τοιαῦτα καί χείρονα τούτων ὁ ὁμιλῶν καί ἀπασχολῶν καί ἀπασχολούμενος εἰς φλυαρίας τοιαύτας, πότε εἰς συναίσθησιν ἔλθῃ τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων καί ἑαυτόν ἀποκλαύσεται;
Ὁ γάρ μή προσέχων τοῖς θεοπνεύστοις λογίοις, μηδέ θύραν τιθέμενος περί τά χείλη αὐτοῦ, μηδέ ἀποστρέφων τό οὖς αὐτοῦ ἐξ ἀκοῆς ματαίας καί μεμνημένος τῆς ἐσχάτης ἀπολογίας καί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γυμνοί καί τετραχηλισμένοι ὀφείλομεν παραστήσεσθαι πάντες αὐτῷ καί δοῦναι λόγον ὑπέρ τῶν βεβιωμένων ἡμῖν, (65) πῶς ἄρα, εἰ πλεῖον τῶν ἑκατόν χρόνων ἐπιζήσει ἐν τῷ μοναχικῷ σχήματι, δάκρυον κτήσεται καί πενθήσει θερμῶς ἑαυτόν; Πῶς ὁ τῶν πρωτείων ἀντιποιούμενος ἐν τῇ στάσει τῆς ἐκκλησίας, ἐν τῇ καθέδρᾳ τῆς τραπέζης, καί ὑπέρ τῶν τοιούτων ἀεί μαχόμενος καί λυπούμενος, λυπηθήσεταί ποτε ὑπέρ τῆς ἰδίας ψυχῆς καί κλαύσει πικρῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὁ δέ καί προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀδυναμίαν προβαλλόμενος, δυνατός ὤν καί σφριγῶν καί νέος, ἐν τῇ στάσει τῆς ἐκκλησίας, καί παραμετρῶν ἑαυτόν τοῖς πολλά κοπιάσασι καί χρονίσασι τῇ ἀσκήσει τῶν εὐλαβεστέρων ἀδελφῶν, λέγων· “Μή δεύτερός εἰμι τοῦ δεῖνος ἤ τοῦ δεῖνος ἐγώ; ὅτι ἐκεῖνος ἐπακουμβίζων ἵσταται καί ἀπερχόμενος ἵσταται”- συνεξισάζων ἑαυτόν ἐκείνοις, ὁ ἴσως ἀνάξιος ὤν καί τῆς κάτω χώρας, πότε τῆς ἑαυτοῦ ἀσθενείας ἐπιγνώμων γένηται, ἵνα καί στενάξας ἀπό ψυχῆς κατανυγῇ τήν καρδίαν καί δακρύσῃ τοῖς ὀφθαλμοῖς; Ἡ γάρ κενοδοξία, δοῦλον αὐτόν τῇ ἀκηδίᾳ ἐκδοῦσα, οὐκέτι ἐν οὐδενί καρτερῆσαι ἀφίησιν αὐτόν ἐν ὑπομονῇ· καί διάγει ἔκτοτε ἕκαστος τῶν τοιούτων εἰς πᾶσαν σύναξιν ἐν ῥᾴθυμίᾳ καί ἀμελείᾳ, τοῖς πλησιάζουσιν αὐτῷ καί ἀνεχομένοις ἀκούειν αὐτοῦ προσομιλῶν συνεχῶς μάταια καί γραώδη μυθεύματα. Καί οὕτως ἀναισθήτως ἤ μᾶλλον εἰπεῖν ἀναλγήτως τοῖς πνευματικοῖς καί θεοσεβέσιν ἀνδράσι συνεισερχόμενος ἐν ταῖς θείαις συνάξεσιν, ἀνωφελῶς ἐκεῖθεν ἐξέρχεται, μηδεμίαν ἀλλοίωσιν ὅλως πρός τό κρεῖττον ἐπαισθανόμενος προσγινομένην αὐτῷ, τήν διά τῆς κατανύξεως τοῖς ἀγωνιζομένοις ἀπό Θεοῦ διδομένην, τοῦτο μᾶλλον ἀρκεῖν ἑαυτῷ οἰόμενος, τό μή ἀπολιμπάνεσθαι τῶν τετυπωμένων (66) συνάξεων – ὄρθρου λέγω καί λυχνικοῦ καί τῶν ψαλλομένων ὡρῶν -, οὕτως ἁπλῶς εἰς τήν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν καί τήν τελείωσιν τῶν τετελειωμένων, εἰς τήν κατά Χριστόν ἡλικίαν. Ἔγνων γάρ τινας ὑπό τῆς τοιαύτης ἀπάτης κατασχεθέντας καί σπουδήν μέν ποιουμένους ὥστε μή περιπεσεῖν εἰς ἁμαρτίαν τινά σαρκικήν μεθ᾿ ἑτέρων συναφθέντας σωμάτων· ὅπως δέ τά ἐν κρυφῇ γινόμενα ἤ καί ἐν τῷ ἀφανεῖ μελετώμενα τῆς καρδίας μή ἐκφυγεῖν τό καθόλου φροντίζοντας, καί οἰομένους σωθήσεσθαι ἄνευ τινός ἄλλης ἐργασίας, εὐχῆς λέγω καί σιωπῆς χειλέων καί ἀγρυπνίας καί ἐγκρατείας καί πτωχείας πνευματικῆς καί ταπεινώσεως καί ἀγάπης, μετά μόνης τῆς ἁπλῶς οὕτω γινομένοις ἐν ταῖς συνάξεσιν ὑπαντῆς. Ἀλλ᾿ οὐχ᾿ οὕτως ἔχει· Θεός γάρ οὐ βλέπει εἰς πρόσωπον, οὐδέ εἰς μόνην τήν ἔξωθεν καταστολήν τῶν ἠθῶν, οὐδέ εἰς τάς κραυγάς ἡμῶν, ἀδελφοί, ἀλλ᾿ εἰς καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην καί ἥσυχον καί τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιφερομένην· “Ἐπί τίνα γάρ, φησίν, ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἤ ἐπί τόν πρᾷον καί ἥσυχον καί τρέμοντά μου τούς λόγους”.
Τί δέ καί περί τῶν ἀναξίως προσερχομένων καί αἰτήσεις ποιουμένων εἰς τούς προεστῶτας αὐτῶν εἴπω; Καί οἱ μέν ὅσοι εὐλαβείας δῆθεν τῆς ἔξωθεν ἐπιμελόμενοι μόνον ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, ὅσοι πρός τά κέρδη καί τήν δόξαν καί τά παρόντα μόνον κεχήνασιν· “Οὐκ ἐσμέν ἄξιοι, φασί, καί ἡμεῖς, τίμιε πάτερ, διακονῆσαι τῇ μονῇ καί τοῖς ἀδελφοῖς; ἤ μόνος ὁ δεῖνα καί ὁ δεῖνα εἰς τήν δεῖνα καί δεῖνα διακονίαν ἐστίν ἄξιος, καί οἰκονομεῖν οἶδεν ἐκεῖνος κρεῖττον παρ᾿ ἡμᾶς τά πράγματα; (67) Δοκίμασον, εἰ βούλει, καί ἡμᾶς καί εὑρήσεις ποιοῦντας καί οἰκονομοῦντας κρεῖττον ἤ ὡς ἐκεῖνοι τά τῆς μονῆς πράγματα”, οἱ δέ ὅσοι τῇ ἀμελείᾳ καί ῥᾳθυμίᾳ ἐξ αὐτῆς αὐτῶν τῆς ἀποταγῆς ἐκδότους δεδώκασιν ἑαυτούς, ἀδυναμίαν σώματος προβαλλόμενοι, οἱ ἀπό τοῦ κόσμου χθές καί πρώην ἐλθόντες καί μυρίων κακῶν γέμοντες, πρό τοῦ ὑποταγῆναι καί ἱδρῶσαι καί κοπιᾶσαι αὐτούς εἰς τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἀπερχόμενοι ἵστανται, ὡς εἴρηται, μετά τῶν πολλά κεκοπιασάντων ἐπακουμβίζοντες. Καί ἐάν εἴπῃ ὁ πλησίον αὐτοῦ πρός ἕνα τούτων· “Εἴσελθε, ἀδελφέ, εἰς τόν συνήθη σου τόπον καί στῆθι ψάλλων ἐκεῖ μετά τῶν ἀδελφῶν· δύνασαι γάρ”, ἀποκρίνεται λέγων· “Ἀπό τῶν ὧδε μᾶλλον προσεχέστερον ἀκούων, κάλλιον ψάλλω ἤπερ ἀφ᾿ οὗ ἐκ συνηθείας ἵσταμαι τόπου”. Ἐάν δέ πάλιν προσθείς ὁ ἀδελφός εἴπῃ αὐτῷ· “Οὐ δύνασαι ὧδε ἵστασθαι, ἀδελφέ, ἄνευ προστάξεως τοῦ προεστῶτος ἡμῶν”, ἀκούσας ἐκεῖνος εὐθύς ἀπελθών αἰτεῖται τόν προεστῶτα, σώματος ἀδυναμίαν προφασιζόμενος καί ἀσθένειαν, ἕως οὗ ἐπιτύχῃ τοῦ ἰδίου σκοποῦ· “Καί ἵνα, φησί, πάτερ, ἀκούω τόν πρῶτον κανονάρχον καί ἵσταμαι εἰς τό πρῶτον στηθέον ἤ εἰς τό δεύτερον τοῦ δεῖνος ἐγγύς”, παρισάζων ἑαυτόν τῷ κεκοπιακότι πολλά· καί ὁπηνίκα τοῦ σκοποῦ τύχῃ, ἔκτοτε οὐδέποτε δύναται στῆναι ἐν τῷ χορῷ. Κατά μικρόν δέ καί εἰς πᾶσαν ἄλλην ὑπόθεσιν τοῖς πρώτοις ὁ τοιοῦτος σπουδάζων συναριθμεῖν ἑαυτόν, τήν ἔξωθεν εὐλάβειαν ὑποκρίνεται, προσποιεῖται κοσμίαν καταστολήν, τοῖς ἐρχομένοις ἐν τῇ μονῇ φίλοις τῶν ἄλλων καί ἄρχουσι σπουδάζει προσυπαντᾶν καί ἐν οἷς προσέρχονται ἀδελφοῖς συχνότερον ἀπέρχεται ἐπί τῷ γνώριμος γενέσθαι αὐτῶν, ὠφελεῖσθαι προφασιζόμενος ὑπό τῶν λεγομένων ὑπ᾿ ἐκείνων συντυχιῶν καί ἑρμηνειῶν τῆς θείας Γραφῆς.
(68) Λοιπόν οὖν περιτρέχειν ἄρχεται τό μοναστήριον ἀπό κέλλης εἰς κέλλαν ἀπερχόμενος καί λέγων ἑνί ἑκάστῳ· “Πίστευσον, ἀδελφέ, οὕτως σε ἀγαπῶ, ὅτι ἐάν μή ἴδω σε, οὐδέ ζῆν νομίζω τήν ἡμέραν ἐκείνην”. Εἰ μέν οὖν εὑρέθῃ τις, ἐξ ὧν ἀπερχόμενος ταῦτα λέγει, φοβούμενος τόν Θεόν, ἀποκρίνεται λέγων αὐτῷ· “Μνησθείη σου ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ἀδελφέ μου· τί γάρ καί βλέπεις εἰς ἐμέ ἀγαθόν;”. Ὁ δέ· “Καί τί, φησίν, οὐκ ἔχεις σύ τῶν καλῶν; Ποῖος γάρ οὕτω πραῢς, εὐλαβής, σοφός, γνωστικός, ἄπλαστος καί τό μεῖζον πάντων πατρός σπλάχνα κεκτημένος, πρός πάντας φιλάδελφος ὤν;” Ταῦτα δέ λέγων πρός τό γεύσασθαι ἀποβλέπεται μετ᾿ αὐτοῦ. Ὀ δέ πνευματικός ἀδελφός ὁμιλεῖ αὐτῷ κατά τήν δοθεῖσαν αὐτῷ χάριν τά πρός σωτηρίαν ψυχῆς καί, ὅσον τό ἐφ᾿ ἑαυτόν τούς ἐπαίνους αὐτοῦ ἀπωθούμενος, διορθοῦται τόν ἀδελφόν. Εἰ δέ μή τοιοῦτος εὑρεθῇ, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐναντίας σαρκικός καί ἀστήρικτος, εὐθύς φυσιοῦται ἐν ἑαυτῷ ὑπό τῶν ἐπαίνων ἐκείνου καί ἀποκριθείς λέγει πρός αὐτόν· “Καί τί κρεῖσσον τῆς ἀγάπης, ὦ πάτερ καί ἀδελφέ; ὄντως οὐδέν· καί μακάριος ὁ ταύτην κτησάμενος”, καί ἄλλα τινά, ὅσα οἶδε τόν κόλακα ἀποδέχεσθαι καί πρός εὐφημίαν αὐτοῦ διερεθίζειν. Εἶτα ὥσπερ τοῖς ἐπιπλάστοις ἐπαίνοις καταθελγόμενος, νοός κουφότητι χαυνωθείς ὁ τοιοῦτος, εἰ μέν τῶν εὐπόρων ἐστίν, αὐτίκα οὐδ᾿ ὑποχωρῆσαι τοῦτον ἐᾷ, ἀλλ᾿ ἀξιοῖ συνεστιασθῆναι αὐτόν αὐτῷ, καί βρώμασιν αὐτόν δεξιούμενος κενούς ἐπαίνους ἀντιλαμβάνει, τούς εἰς ἀέρα μέν διαλυομένους, βλάβην δέ οὐ τήν τυχοῦσαν τῇ αὐτοῦ προξενοῦντας ψυχῇ. Εἰ δ᾿ οὖν ἀλλά μετά τάς πολλάς καί ἀνωφελεῖς ὁμιλίας λέγει αὐτῷ· (69) “Μηδέν μοι μέμψῃ, ἀδελφέ. Οἶδεν ἡ ἀγάπη, οὐδέν ἔχω ἄξιόν σου, ἵνα σύν ἐμοί τροφῆς μεταλάβῃς. Ἀλλ᾿ ἐπεί τοιαύτην διάθεσιν καί ἀγάπην πρός ἡμᾶς τούς ταπεινούς κέκτησαι, ἔχομεν ἀπό τοῦ νῦν κοινῶς καί φιλικῶς καταπολαύειν ὧν ἄν ἐπιχορηγήσῃ Κύριος ἡμῖν εἰς βρῶσιν, καί συνευφραίνεσθαί σοι”. Ἔκτοτε οὖν παρεμπίπτει ἐν ἑκατέροις τούτοις φροντίς ἀνεξάλειπτος, καί οὐ παύονται πόρους ἐπιζητοῦντες, ὅθεν ἄν καί προσγένηται αὐτοῖς διά τῆς τῶν βρωμάτων δαψιλείας τήν δοκοῦσαν ἀγάπην βεβαιότερον ἐμπεδώσασθαι.
Οὕτω τοίνυν μετά πάντων προφάσει ἀγάπης, μᾶλλον δέ ἀπάτης συνδήσας ἑαυτόν τοῖς πᾶσι, ποτέ μέν αὐτός ἄλλον, ποτέ δέ τῶν ἄλλων ὁ καθ᾿ εἷς αὐτόν προσκαλούμενος, οὐκ ἐπιλείπει αὐτόν τράπεζα καί εὐθηνία τῶν εἰς τρυφήν χορτασμάτων εἰς κόρον, καί οὕτω γίνεται χοῖρος καί δεσμεῖται ταῖς ἡδοναῖς καί θεραπεύει ἐνδελεχῶς τήν γαστέρα, ὀκνῶ γάρ εἰπεῖν καί τά αὐτοῦ ὑπογάστρια. Διό καί μετ᾿ ἐπιτηδεύσεως ἐκ τῶν ἐράνων γαστριζόμενος καθ᾿ ἑκάστην τῆς ἑσπέρας ἐρχομένης μετά τήν τῶν ἀποδειπνίων ἀκολουθίαν εἰς τό κελλίον αὐτοῦ ἀπερχόμενος, λέγει τῷ ὑπουργοῦντι αὐτῷ· “Ἴδε, ταπεινέ, τῷ δίψει συνέχομαι. Ἀλλά θερμόν εὐτρεπίσας, δός μοι πιεῖν καί ἀναψῦξαι τῆς δίψης”. Ἐκεῖνος οὖν, ὡς ἐξ ἔθους ἔχων, εὔνους εὑρίσκεται παραχρῆμα καί δραστικώτατος ὑπηρέτης, οἷα δή καί αὐτός αὐτῷ συνευωχούμενος καί ζωηρότερον μᾶλλον πίνων τόν οἶνον καί ἐκτροφῶν, τοῦ σκότους αὐτῷ λανθάνειν ἐπιβραβεύοντος. Ὅς καί μετά τό πιεῖν ἅπαξ πρός ὄρεξιν αὖθις διεγείρεται βρωμάτων καί λεληθότως τῇ τῶν βρωμάτων ἡδύτητι ὥσπερ ὑποκλεπτόμενος, ἀνεπαισθήτως κορέννυται καί παχεῖαν ἀπεργάζεται τήν γαστέρα καί δυσμεταχείριστον καί τῇ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ μή ὑπείκουσαν. (70) Τότε λέγει αὐτῷ ὁ λογισμός· “Ἀπόλυσόν σου τόν ὑπουργόν καί στῆθι ποίησόν σου τήν συνήθη εὐχήν”. Ἀνταποκρίνεται ὁ ἕτερος λογισμός καί λέγει αὐτῷ· “Καί πῶς ἰσχύεις στῆναι ἐμπεπλησμένος ὤν καί κατάγομος; Κοιμήθητι μικρόν καί τῇ φύσει βοήθησον εἰς τό ἐξαναλῶσαι τά βρώματα καί πρό τῆς συνάξεως ἐγέρθητι. Καί τότε μᾶλλον, εὐκίνητον ἔχων τό σῶμα, εὔξῃ καλῶς”. Ὑπακούει τῷ λογισμῷ καί πεσών ὑπνοῖ καί ἐάν ἔξυπνος γένηται, οὐκ ἐγείρεται, ἀλλά λέγει· “Ταχύ ἐστιν, ὑπνώσω ἔτι μικρόν”. Καί οὕτως ὑπερτιθεμένου, φθάνει ἡ σύναξις τοῦ ὄρθρου, καί τηνικαῦτα ἐγειρόμενος εἰσέρχεται εἰς τήν σύναξιν, τό συνειδός ἔχων ἔλεγχον τῆς ἀμελείας καί ῥᾳθυμίας αὐτοῦ.
Καθώς οὖν προείπομεν, ὡς ἔθος αὐτῷ ἐστι, συχνοτέρως εἰς τάς τῶν φίλων καί ἀγαπητῶν πατέρων κέλλας ἀπερχόμενος ἕως βράδυ κάθηται συνδειπνῶν, συμπίνων, προσομιλῶν αὐτοῖς· καί οὕτως ἐν τῷ κελλίῳ ἐρχόμενος, ἄχρηστος γίνεται οὐ μόνον ἐν τῇ ἑσπερινῇ εὐχῇ, ἀλλά δή καί ἐν τῇ τοῦ ὄρθρου συνάξει, μηδέν ὅλως πνευματικόν ἤ ἐννοῆσαι ἤ διαπράξασθαι δυνάμενος. Ἀλλά καί ἐν τῇ αὐτοῦ κέλλῃ, ἐάν ἕτερος ἐλθών παραβάλῃ, ὁμοίως τήν νύκτα παρέλκει, ἔσθ᾿ ὅτε λοιδορῶν καί κατακρίνων βίους ἑτέρων, καί μένει οὗτος τόν ὅλον τῆς ζωῆς αὐτοῦ χρόνον προσαπολλύς ἐν κραιπάλῃ καί μέθῃ καί μερίμναις οὐκ ἀγαθαῖς.
Ἀλλά τίνος ἕνεκα ταῦτα πάντα διῆλθον; Ἵνα δείξω ὑμῖν, ἀδελφοί, ὅτι ὁ τοιοῦτον ἕλκων βίον οὐ δύναταί ποτε δάκρυον ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ καταγαγεῖν· πῶς γάρ ὁ ἀεί τήν αὐτοῦ θεραπεύων γαστέρα καί διηνεκῶς φροντίζων ὁμοίως τοῖς ἔθνεσι τί φάγεται αὔριον καί τί πίεται (71) καί ὡς δεσποίνῃ δουλεύων τῇ τοῦ φάρυγγος ἡδονῇ; Δῶμεν δέ καί ἀπέχεσθαι τῶν εἰρημένων αὐτόν καί μήτε πρός ἄλλου τινός κέλλαν χωρεῖν, μήτε ἄλλον αὐτόν ὑποδέχεσθαι ἐν τῇ κέλλῃ αὐτοῦ, μήτε κόρῳ γαστρός καί πότῳ καί ἀργολογίαις προσανέχειν, ἀλλά κλείσαντα τάς θύρας ἔνδον μένειν τῆς κέλλης μονώτατον· τί οὖν ὁ ὄφελος αὐτῷ, ἐάν μή πνευματική ὑπάρχῃ καί μετά γνώσεως ἡ ἐργασία αὐτοῦ, ἀλλά κάθηται ἀναγινώσκων πρός τό ἀποστηθίσαι τι, ἵνα ἔχῃ τοῦτο λέγειν ἐν καιρῷ συνάξεως ἤ καί παρουσίᾳ φίλων, ὥστε φαίνεσθαι αὐτόν γνωστικόν; Θῶμεν δέ ὅτι οὐχ ἕνεκα τούτου, ἀλλά χάριν ὠφελείας καί τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Θεοῦ ἐντυγχάνει ταῖς θείαις Γραφαῖς, εἶτα ἐγερθείς ἵσταται εἰς προσευχήν· ἡ δέ προσευχή αὐτοῦ ἔστωσαν, εἰ δοκεῖ, ψαλμοί δύο ἤ τρεῖς ἤ δέκα ἤ ἑκατόν, αἱ προσκυνήσεις ὡσαύτως, ὅσας ἄν καί εἴποις ποιεῖν, εἶθ᾿ οὕτως ἐκπληρώσας πάντα ἀνακλίνεται καί πλέον οὐδέν· τί οὖν, εἰπέ μοι, ὄφελος αὐτῷ ἐκ τῆς τοιαύτης καί μόνον ἐργασίας, ἐάν μή καί ὁ καρπός τῆς εὐχῆς καί τῆς ἀναγνώσεως ἐπανθήσῃ τῇ ψυχῇ αὐτοῦ διά τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, ὅς ἐστιν ἡ ἀπάθεια, ἡ ἐπίκτησις τῆς ταπεινοφροσύνης ὁμοῦ καί πρᾳότητος, καί ἡ γνῶσις μετά σοφίας τοῦ πνεύματος; Παντί γάρ τῷ μετά γνώσεως ἐργαζομένῳ τήν πνευματικήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀναλόγως δίχα πάσης ἀμφιβολίας ἡ τῶν εἰρημένων ἐπιγίνεται κτῆσις τῆς ἐμπόνου ἐργασίας αὐτοῦ. Εἰ δέ ἐργαζομένῳ κατά τό δοκεῖν καί πονοῦντι οὐκ ἐπανθήσει τά εἰρημένα, οὐκ ἔστιν κατά Θεόν ἡ ἐργασία αὐτοῦ ἀλλά μόνον πρός ἀνθρώπων ἀρέσκειαν, καί εἰκότως τῶν κρειττόνων ἐξαμαρτάνει.
(72) Οὕτω τοίνυν ἀεί τόν ἑαυτοῦ βίον ἕκαστος τῶν προειρημένων διερχόμενος, δυνήσεταί ποτε ἆρα, ὡς ὁ ἀπό τῆς ἀρχῆς τῆς ἀποταγῆς αὐτοῦ δούς ἑαυτόν ὅλον εἰς τό πάντα τά κατά θεόν λυπηρά ὑπομεῖναι καί παθεῖν, καθώς ἄνωθεν προειρήκαμεν, δάκρυον ἤ κατάνυξιν κτήσασθαι ἤ τήν ἐκ τοῦ κόσμου συνοῦσαν αὐτῷ κακίαν καί πονηρίαν καί σκληροκαρδίαν ἀποβαλέσθαι καί ταπείνωσιν κτήσασθαι; Οὐδαμῶς. Πλανᾷ ἑαυτόν ὅστις ἄν ᾖ, ὁ ταῦτα νομίζων ἤ καί νομοθετῶν. Ὡς γάρ οὐκ ἐνδέχεται τόν μή ἐκπυρούμενον σίδηρον τῷ πυρί ὁμοίως τῷ ἐκπυρουμένῳ λαμπρύνεσθαι ἤ εἰς ἁπαλότητα δι᾿ ἑτέρας τινός μηχανῆς ἔρχεσθαι καί χαλκεύεσθαι καί εἰς ἐργαλεῖον κατασκευάζεσθαί ποτε εὔχρηστον, οὕτως οὐδέ τόν ἀμελῆ καί ῥᾴθυμον καί τοιοῦτον ἕλκοντα βίον ἐπιβλαβῆ, οἷον ὁ λόγος ἐδήλωσε, δυνατόν τῷ ἀναδεξαμένῳ ἐκ πρώτης τύπους ἀγαθούς ἐξ ὑπακοῆς πατέρων πνευματικῶν καί βίον ἐνάρετον ἔχοντι ἐξισωθῆναι καί τῶν αὐτῶν ἐκείνῳ καταπολαῦσαι δωρεῶν καί χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Καί εἰκότως. Ὁ μέν γάρ ταπεινός ὤν τήν καρδίαν καί ταπεινοτέρας ἔχων τάς ἐννοίας καί συντετριμμένον τόν λογισμόν προαιρούμενός τε σπουδαιότερον ταῖς θείαις Γραφαῖς ἐξακολουθεῖν καί πᾶσαν ὑπομένων θλῖψιν και πάντα πειρασμόν ὑποφέρων, ἔτι δέ καί μετά πάντων τῶν εὐτελεστέρων συναριθμῶν ἑαυτόν, τάς πράξεις αὐτοῦ δηλονότι καί τά κακά ἀναλογιζόμενος καί μεμφόμενος ἑαυτόν καθ᾿ ἑκάστην καί βλέπων ἁμαρτωλόν ἑαυτόν, προκόπτει συντόμως καί ὑπό τῆς θείας χάριτος, ὅταν μή ἔχῃ ἄνθρωπον, τά πρός σωτηρίαν διδάσκεται, ἐξορίζων κατ᾿ ὀλίγον ἀπό τῆς αὐτοῦ ψυχῆς τάς ἐνούσας αὐτῷ ἀπό τοῦ κόσμου κακίας καί πονηρίας, (73) ἀντεισάγων δέ ἀντ᾿ ἐκείνων τάς ἀρετάς. Ὁ δέ γέμων ἀκαθαρσίας ὁμοῦ καί οἰήσεως καί μή βουλόμενος ἐνώπιον τῆς κραταιᾶς χειρός τοῦ Θεοῦ ταπεινωθῆναι καί ἀνακαλύψαι τά τῆς καρδίας αὐτοῦ πατρί πνευματικῷ καί κολληθῆναι αὐτῷ καί πάντα δρᾶσαι καί παθεῖν, ὅσα πρός ἀρετήν καί Θεόν μετά συνέσεως φέρει καί τελεοῖ τόν κατά Θεόν ἄνθρωπον, γίνεται χείρων ἤ ὅπερ ἦν ἐν τῷ κόσμῳ τοῦ ὑλικοῦ πνεύματος ἀντιστραφέντος καί ἐνοικήσαντος εἰς αὐτόν μετά τῶν ἑπτά πνευμάτων τῆς πονηρίας. Καί οὕτως ὁ μέν ὑπερβαίνει τοσοῦτον καί ὑπερνικᾷ τόν συνεισελθόντα αὐτῷ ἀδελφόν, ὅσον ὁ τρέχων ἐλευθερίως τόν ἐν δεσμοῖς καί πέδαις σιδηραῖς κατεχόμενον· ὁ δέ ἡττᾶται καί τοῖς προτέροις ἐναπομένει κακοῖς ἤ καί χείροσι, μή θελήσας οἴκοθεν ἐκλέξασθαι καί ποιῆσαι τό ἀγαθόν ἐν τῷ ὑπεισελθεῖν καί ἀναδέξασθαι τούς ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς.
Διά τοῦτο οὖν, ὡς ἔφθην εἰπών, ἐργασίας ἐστί καρπός ἡ κατάνυξις καί καρπῶν πρόξενος, μᾶλλον δέ ποιητική πασῶν τῶν ἀρετῶν καί δημιουργός αὕτη καθέστηκε, καθώς πᾶσα Γραφή θεόπνευστος μαρτυρεῖ. Τοιγαροῦν καί ὁ θέλων κόψαι πάθη ἤ κτήσασθαι ἀρετάς, ταύτην πρό πάντων τῶν καλῶν καί μετά πασῶν τῶν ἀρετῶν ὀφείλει ἐπιμελῶς ἐκζητεῖν. Χωρίς γάρ ταύτης οὐ θεάσεται καθαράν ποτε τήν ἑαυτοῦ ψυχήν· εἰ δέ μή ταύτην, οὐδέ τό σῶμα πάντως κτήσεται καθαρόν. Ἄνευ γάρ ὕδατος ἀμήχανον ἐκπληθῆναι τό ῥερυπωμένον ἱμάτιον, καί δίχα δακρύων ἀμηχανέστερον ἀποπλυθῆναι καί καθαρθῆναι κηλίδων καί μολυσμῶν τήν ψυχήν. Μή προφασιζώμεθα προφάσεις (74) ψυχοβλαβεῖς καί ματαίας, μᾶλλον δέ εἰπεῖν εἰς ἅπαν ψευδεῖς καί τῆς ἀπωλείας προξένους, ἀλλ᾿ ἐκζητήσωμεν τήν βασιλίδα ταύτων τῶν ἀρετῶν ὁλοψύχως.
Ὁ γάρ ταύτην ὁλοψύχως ἐπιζητῶν, εὑρίσκει αὐτήν· μᾶλλον δέ αὕτη παραγινομένη εὑρίσκει τόν ἐκζητοῦντα ἐπιπόνως αὐτήν, καί κἄν χαλκοῦ κἄν σιδήρου κἄν ἀδάμαντος σκληροτέραν ἔχῃ καρδίαν, ἅμα τῷ παραγενέσθαι κηροῦ παντός μαλακωτέραν ταύτην ἐργάζεται. Πῦρ γάρ ἐστι θεῖον διαλῦον ὄρη καί πέτρας καί λεῖα πάντα ποιοῦν καί μεταποιοῦν εἰς παραδείσους καί ἀλλοιοῦν τάς αὐτό δεχομένας ψυχάς. Μέσον γάρ τούτων πηγή βλύζουσα γίνεται, ὕδωρ ζωῆς ἀεί πηδῶν καί ἁλλόμενον καί καταρδεῦον πλουσίως αὐτάς, καί ὥσπερ ἀπό δεξαμενῆς τινος καταρρέον εἰς τούς ἐγγύς καί μακράν, καί ὑπερεμπιπλοῦν τάς μετά πίστεως δεχομένας τόν λόγον ψυχάς. Ἐκπλύνει μέν γάρ ἐκ πρώτης τοῦ ῥύπου τούς μετόχους αὐτοῦ, εἶτα συνεκπλύνει τά πάθη καί ἀπορρύπτει, ὥσπερ τραυμάτων λεπίδας ταῦτα ἐξανασπῶν, φημί δή πονηρίαν, φθόνον, κενοδοξίαν καί τἆλλα πάντα ἅ τούτοις συνέπεται· οὐ μόνον δε ἀλλά καί ὥσπερ τις φλόξα περιτρέχουσα κατ᾿ ὀλίγον ἐξαφανίζει ἐκκαίουσα καθ᾿ ὥραν ὡς ἀκάνθας αὐτάς καί καταφλέγουσα· ἥτις καί πρῶτον μέν πόθον ἐμποιεῖ τῆς τελείας τούτων ἐλευθερίας τε καί καθάρσεως, ἔπειτα καί τῶν ἀποκειμένων καί ἡτοιμασμένων παρά Θεοῦ ἀγαθῶν τοῖς ἀγαπῶσι αὐτόν.
(75) Ταῦτα δέ πάντα μετά δακρύων, μᾶλλον δέ διά τῶν δακρύων, τό τῆς κατανύξεως θεῖον πῦρ ἀπεργάζεται· ἄνευ δέ δακρύων, ὡς ἔφαμεν, οὐδέ ἕν τούτων ἤ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς ἤ ἔν τισιν ἑτέροις γέγονέ ποτε ἤ γενήσεται. Οὐδέ γάρ ἀπό τῶν θείων Γραφῶν ἀποδείξει τοῦτό τις, ὅτι δακρύων δίχα καί κατανύξεως διηνεκοῦς ἐκαθάρθη τις ἀνθρώπων ποτέ ἤ ἅγιος γέγονεν ἤ Πνεῦμα Ἅγιον ἔλαβεν ἤ τόν Θεόν ἐθεάσατο ἤ σκηνώσαντα ἔνδον αὐτοῦ ἔγνωκεν ἤ ὅλως τοῦτον ἔσχε ποτέ ἔνοικον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, μή προηγησαμένης μετανοίας καί κατανύξεως καί ὡς ἀπό πηγῆς ἀεί βρυόντων δακρύων διηνεκῶν, τῶν κατακλυζόντων δηλονότι καί τήν τῆς ψυχῆς ἐκπλυνόντων οἰκίαν, καί αὐτήν καταδροσιζόντων καί ἀναψυχόντων τήν ὑπό τοῦ ἀπροσίτου πυρός κατεχομένην καί καταφλεγομένην ψυχήν.
Οἱ οὖν λέγοντες μή εἶναι δυνατόν καθ᾿ ἑκάστην νύκτα καί ἡμέραν πενθεῖν καί κλαίειν, ἑαυτούς πάσης ἀρετῆς γυμνούς εἶναι διαμαρτύρονται. Εἰ γάρ οἱ πατέρες ἡμῶν οἱ ἅγιοι οὕτως ἀποφηνάμενοι λέγουσι· “Ὁ θέλων κόψαι πάθη, κλαυθμῷ κόπτει αὐτά καί ὁ θέλων κτήσασθαι ἀρετάς, κλαυθμῷ κτᾶται αὐτάς”, εὔδηλον ὅτι ὁ μή κλαίων καθ᾿ ἑκάστην, οὔτε τά πάθη κόπτει οὔτε τάς ἀρετάς κατορθοῖ, κἄν, ὡς οἴεται, δοκῇ πάσας μετέρχεσθαι. Τί γάρ ὠφελοῦσιν, εἰπέ μοι, τά ἐργαλεῖα τῆς τέχνης τοῦ τεχνίτου μή παρόντος, τοῦ τήν ὕλην εἰδότος μεταχειρίσασθαι καί ταύτην ποιῆσαι σκεῦος ἁρμόδιον; Τί δέ τόν κηπουρόν ὀνίσησιν, ἐάν ὅλον μέν τόν κῆπον ἐργάσηται καί λαχάνου πᾶν γένος σπείρῃ τε καί φυτεύσῃ ἐν αὐτῷ, μή κατέλθῃ δέ ὑετός ἄνωθεν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἤ μή οὔσης ἀρδείας αὐτῷ ὕδατος; Πάντως οὐδέν. Οὕτως οὐδέ ὁ τάς ἄλλας ἀρετάς (76) μετερχόμενος καί κοπιῶν ἐν αὐταῖς ὀνήσεταί τι χωρίς ταύτης τῆς ἁγίας καί μακαρίας δεσποίνης καί δημιουργοῦ πασῶν τῶν ἀρετῶν.
Ὥσπερ γάρ βασιλεύς δίχα τοῦ ὑπ᾿ αὐτόν στρατεύματος ἀσθενής καί εὐχείρωτος τοῖς πᾶσι γίνεται καί οὐδέ βασιλεύς φαίνεται, ἀλλ᾿ ὡς εἷς τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων ἐστίν, ὡσαύτως δέ καί τά τοῦ πλήθους στρατεύματα καί στρατόπεδα δίχα βασιλέως ἤ τοῦ ἀρχιστρατήγου αὐτῶν εὐχερῶς διασκορπίζονται καί ὑπό τῶν ἀντιπάλων ἐξαφανίζονται, οὕτως λόγισαι εἶναι τό πένθος πρός τάς λοιπάς ἀρετάς. Στρατόπεδον μέν γάρ ἐπί τό αὐτό συναγόμενον ἁπάσας νόει μοι εἶναι τάς τῶν εἰσαγωγικῶν ἀρετάς, βασιλέα δέ τούτων καί στρατηγάρχην τό μακάριον πένθος καί τόν κλαυθμόν, δι᾿ οὖ ἐπί παράταξιν ἅπαν διατίθεται καί παρατάσσεται τό στρατόπεδον, προθυμοποιούμενον, ἀλειφόμενον, ἐνισχυόμενον, διδασκόμενον, ὅπλα τε αἵρειν καί ὅπῃ δεῖ καί πῶς καί πότε καί ποταπά καί ἐπί ποίῳ καί ποταπῷ τῷ ἀντιπάλῳ κατά καιρόν καί καιρούς καλῶς ὁριζόμενον, τίνας τε πέμπειν σκοπούς καί ὁποίους ἱστᾷν φύλακας καί τί τοῖς ἀπό τῶν ἀντιπάλων πεμπομένοις προσδιαλέγεσθαι χρή καί ποίοις - ἔστι γάρ καί ἀπό μόνης ὁμιλίας τρέψαι πάντας αὐτούς, ἐνίοτε δέ καί ἐκ τοῦ μηδέ εἰς συντυχίαν αὐτούς προσδέξασθαι -, πῶς δέ καί ἐνέδρας κατ᾿ αὐτῶν καί λόγους εἴτουν ἐγκρύμματα, καί πότε καί ποίους τοῦ στρατοπέδου εἰς τοῦτο ἐκπέμψαι καί ἐν ποίοις τόποις, αὐτό δή τό πένθος, λέγω, σαφῶς διατάττεται· ἄνευ δέ τούτου ὁ λαός τῶν ἀρετῶν ἅπας εὐχείρωτος.
Καί διά τοῦτο πρό πάντων καί μετά πάντων ἔργον ἔστω πᾶσιν ἡμῖν, ἀδελφοί, ἡ μετάνοια καί ὁ συνημμένος ταύτῃ κλαυθμός· καί τά τῷ κλαυθμῷ συνεπόμενα δάκρυα· οὔτε γάρ δίχα μετανοίας κλαυθμός, (77) οὔτε δίχα κλαυθμοῦ δάκρυα, ἀλλά τά τρία ταῦτα ἀλλήλοις συνδέδενται, καί οὐκ ἔστι δίχα τοῦ ἑτέρου φανῆναι τό ἕτερον. Μή οὖν λέγῃ τις ἀδύνατον εἶναι τό καθ᾿ ἑκάστην κλαίειν· ὁ γάρ τοῦτο λέγων, ἀδύνατον εἶναι λέγει καί τό καθ᾿ ἑκάστην μετανοεῖν καί ἀνατρέπει πάσας τάς θείας Γραφάς, ἵνα μή λέγω καί αὐτήν τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου τήν λέγουσαν· “Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”, καί πάλιν· “Αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ζητεῖτε καί εὑρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν”. Εἰ γάρ τό μετανοεῖν καί κλαίειν καί δακρύειν καθ᾿ ἑκάστην λέγεις ἀδύνατον, τό ταπεινοφρονεῖν καί πάντοτε χαίρειν καί ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, ἀλλά μήν καί αὐτήν κτήσασθαι καθαράν τήν καρδίαν ἀπό παντοίων παθῶν τε καί λογισμῶν πονηρῶν πρός τό θεάσασθαί τινα τόν Θεόν, πῶς ἐρεῖ ποτε δυνατόν παρά ἀνθρώπων κατορθωθῆναι φθαρτῶν; Οὐδαμῶς· καί οὕτω γενήσεταί σοι τό μετά ἀπίστων καταταγῆναι καί οὐ πιστῶν. Εἰ μέν γάρ ὁ Θεός πάντα ταῦτα ὡς δυνατά παρ᾿ ἡμῖν γίνεσθαι καί εἶπε καί λέγει καί καθ᾿ ἑκάστην βοᾷ, σύ δέ ἀντιλέγεις ἀπ᾿ἐναντίας ἐκείνῳ, ἀδύνατα λέγων εἶναι ἡμῖν καί οὐ δυνατά, πάντως τῶν ἀπίστων διαφέρεις οὐδέν.
Θέλεις οὖν μή κοινωνῆσαί ποτε δίχα δακρύων; Ποίησον τά παρά σοῦ καθ᾿ ἡμέραν ᾀδόμενά τε ὁμοῦ καί ἀναγινωσκόμενα, καί τηνικαῦτα δυνήσῃ καί τοῦτο ἀδιαλείπτως ἐπιτελεῖν. Ποῖα ταῦτα; Καί ὅλως σύ ἀγνοεῖς; Ἄκουε τοῦ λέγοντος· “Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι οὗτοι παρά τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται”. Ἀλλ᾿ ἵνα μή τόν λόγον μηκύνωμεν, αὐτά σοι λέγω, τά τοῦ Δαυίδ (78) ἀναμνήσομαι ῥήματα· “Εἰ ἀναβήσομαι, φησίν, ἐπί κλίνης στρωμνῆς μου, εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ”, καί πάλιν· “Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπό προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου, ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τήν κεφαλήν μου, ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. Προσώζεσαν καί ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπό προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου. Ἐταλαιπώρησα καί κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τήν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην. Ἐκακώθην καί ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπό στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου καί ἐγενόμεην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος, ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ὅτι σποδόν ὡσεί ἄρτον ἔφαγον καί τό πόμα μου μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνων. Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην τήν κλίνην μου τήν στρωμνήν μου βρέξω”. Φησί δέ καί ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος Ἰωάννης· “Δίψα καί ἀγρυπνία ἐξέθλιψαν καρδίαν· καρδίας δέ θλιβείσης ἐξεπήδησαν ὕδατα”. Ὁπόσα δέ καί ἄλλα περί τούτων ἡμῖν διαλέγεται, αὐτῇ τῇ βίβλῳ ὁ θελήσας ἐγκῦψαι μαθήσεται.
Εἰ οὖν καί σύ ταῦτα, ἅ καθ᾿ ἑκάστην ψάλλεις καί ἀναγινώσκεις ἤ ἄλλων ἀναγινωσκόντων ἀκούεις, ἀπαραλείπτως ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μετά ταπεινοφροσύνης καί πίστεως διάξεις, ἀμήν εὐαγγελίζομαί σοι χαράν μεγάλην, ὅτι ἐάν ἐπιμείνῃς ταῦτα ποιῶν, διψῶν, ἀγρυπνῶν, μέχρι θανάτου ὑποτασσόμενος καί ὑπακούων ἀδιακρίτως καί ἀνυποκρίτως τῷ προεστῶτί σου, (79) ὑποφέρων τε πᾶσαν θλῖψιν καί ὕβριν καί λοιδορίαν καί διαβολήν, οὐ μήν δέ ἀλλά καί μάστιγας καί αἰκίας παρά τῶν εὐτελεστέρων σου ἀδελφῶν, ἐν πάσῃ εὐχαριστίᾳ διατιθέμενος ἀμνησικάκως πρός αὐτούς καί ὑπέρ αὐτῶν προσευχόμενος, χαῖρε καί ἀγαλλία χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ, ὅτι οὐ μόνον ἐν ἑσπέρᾳ καί πρωῒ καί μεσημβρίᾳ, ἀλλά καί ἐσθίοντί σοι καί πίνοντι καί πολλάκις προσομιλοῦντι, ψάλλοντι καί ἀναγινώσκοντι καί εὐχομένῳ καί ἐπί κλίνης ἀνακειμένῳ σοι, ἡ θεία δωρεά καί ἀνεκλάλητος αὕτη ἐλθοῦσα καταδιώξει σε πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί συνοδεύσει σοι ἐν ὁδῷ καί συγκαταλύσει σοι καταλύοντι καί διακονοῦντι συνδιακονήσει σοι, παραμυθουμένη καί παρακαλοῦσα τάς ἐκ τοῦ κόπου ὀδύνας σου. Καί τότε γνώσεις, ὡς λίαν πρεπόντως καί καλῶς ὁ ἅγιος εἴρηκε Συμεών μή κοινωνῆσαι ἄνευ δακρύων τινά, καί ὡς δυνατόν τοῦτο καί ἐπ᾿ ἀληθείας πᾶσιν ἁρμόδιον. Οὐ γάρ ἐκεῖνος, ἀλλά δι᾿ ἐκείνου τό Ἅγιον Πνεῦμα καί εἶπε καί ἔγραψεν. Εἰ γάρ οὐδείς ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἄν ἡμέρα μία ἡ ζωή αὐτοῦ, καί οὐδείς δύναται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν, εὔδηλον ὅτι ἄνευ μετανοίας καί δακρύων ὀφείλει ἄνθρωπος διελθεῖν μίαν καί μόνην ἡμέραν ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ· ὅσον τό ἐπ᾿ αὐτόν. Εἰ γάρ καί μή ἔχει δάκρυα, ἀλλά τέως ζητεῖν ὀφείλει ταῦτα ἐξ ὅλης ἰσχύος τε καί ψυχῆς. Οὐδέ γάρ ἄλλως δύναται γενέσθαι ἀναμάρτητος, οὐδέ τήν καρδίαν ἁγνός.
Εἰ δέ μή χαμευνῆσαι καί ἀγρυπνῆσαι βουληθῇ τις, ἀναλογιζόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ καί τό βάρος τῶν αὐτοῦ σφαλμάτων, καί διορθώσασθαι (80) ἀνέξεται τούς προσοζέσαντας καί σαπέντας ὑπό ἀμελείας καί καταφρονήσεως μώλωπας τῆς ἐμπαθοῦς ὀρέξεως καί τῶν προλήψεων αὐτοῦ, τῶν εἰς ἀναισθησίαν αὐτόν ἀγουσῶν – τοῦτο γάρ ἡ ὄντως ἀφροσύνη ἐστί -, πῶς εἰς συναίσθησιν ἔλθῃ τῆς μελλούσης τῶν ἁμαρτωλῶν καταδίκης καί κατακρίσεως καί κλαύσει ἐν ὀδύνῃ τῆς καρδίας αὐτοῦ;
Εἰ οὐ βούλεται κακοπαθῆσαί τις ἐν τῷ ταλαιπωρηθῆναι καί κατακαμφθῆναι ἕως τέλους καί ὅλην τήν ἡμέραν σκυθρωπάζων πορεύεσθαι, ἐν τῷ κακωθῆναί τε καί ταπεινωθῆναι ἕως σφόδρα καί ὠρύεσθαι ἀπό στεναγμοῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ καί ὡς στρουθίον μονάζον γενέσθαι ἐπί δώματι καί πελεκᾶνι ἐρημικῷ ὁμοιωθῆναι, ἐν τῷ διαθέσει ψυχῆς ξένον γενέσθαι ἀπό πάντων τῶν ἐν τῇ μονῇ καί τῶν ἐν τῷ κόσμῳ καί ἀπαρρησίαστον ἀπό μεγάλων τε καί μικρῶν, ἐν τῷ κοπιᾶν ἐν στεναγμῷ καί τόν ἄρτον ὡσεί σποδόν ἐσθίειν καί τό κιρνᾶν τό πόμα αὐτοῦ μετά κλαυθμοῦ, πῶς ἰσχύσει ποτέ, ἀδελφοί, ἤ λούειν καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην αὐτοῦ ἤ ἐν δάκρυσι τήν στρωμνήν αὐτοῦ βρέχειν; Ὄντως οὐδέποτε οὐδαμῶς, οὐ μόνον ταῦτα ἐν ἐαυτῷ γεγονότα οὐ μή θεάσηται, ἀλλ᾿ οὐδέ ἐν εὐχῆ αὐτοῦ εὑρήσει αὐτά, οὐδέ τόπον ἑτοιμάσαι ἰσχύσει τῷ Κυρίῳ, οὐδέ σκήνωμα ἄξιον τῷ Θεῷ Ἰακώβ, ὅς ἐστι Χριστόν Κύριος, ὁ Σωτήρ καί Θεός ἡμῶν. Εἰ δέ μή ταῦτα προετοιμάσει καλῶς, οὐδέ μετά δακρύων, δηλονότι, οὐδέ ἀξίως καί ὡς δεῖ κοινωνῶν, τόν Βασιλέα καί Θεόν ἐν ἑαυτῷ ὑποδέξεται, κἄν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦτο ποιήσειε.
(81) “Τά γάρ ἅγια τοῖς ἁγίοις” καθ᾿ ἑκάστην οἱ μέν λέγουσι καί τοῖς ἄλλοις κηρύττουσι, μέγα ἐκβοῶντες αὐτοῖς – εἴθε δέ καί ἑαυτοῖς-, οἱ δέ λεγόντων ἐκείνων ἀκούετε. Τί οὖν; Ὁ μή ἅγιος καί ἀνάξιος; Οὔ, ἀλλ᾿ ὁ μή καθ᾿ ἑκάστην τά κρυπτά τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐξαγγέλλων, ὁ μή μετάνοιαν ἀξίαν ὑπέρ τούτων καί ὑπέρ τῶν ἐν ἀγνοίᾳ ἐπιδεικνύμενος, ὁ μή πενθῶν ἀεί καί σκυθρωπάζων πορευόμενος καί τά προειρημένα μή μετερχόμενος ἐν σπουδῇ, οὗτος οὐκ ἄξιος. Ὁ δέ ταῦτα πάντα ποιῶν καί καί ἐν στεναγμοῖς καί δάκρυσι τόν ἑαυτοῦ βίον διανύων, καί σφόδρα ἐστίν ἄξιος οὐκ ἐν ἑορτῇ μόνον, ἀλλά καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐξ αὐτῆς, εἰ τολμηρόν εἰπεῖν, τῆς ἀρχῆς τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς αὐτοῦ τῶν θείων τούτων ἐν μετοχῇ γίνεσθαι μυστηρίων. Συγγνωστός γάρ ἐστιν ὁ τοιοῦτος, ὡς ἐν τούτοις καί τοῖς τοιούτοις ἔργοις μέλλων ἐγκαρτερεῖν μέχρι τέλους, ὁδεύων ἐν ταπεινώσει καί συντετριμμένῃ καρδίᾳ. Οὕτω γάρ ποιῶν καί οὕτως ἔχων, φωτίζεται τήν ψυχήν ὁσημέραι, βοηθούμενος ἐκ τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων, καί εἰς τελείαν κάθαρσιν καί ἁγιότητα συηντόμως μᾶλλον ἀνάγεται.
Ἄλλως δέ πως ἀποπλυθῆναι ἤ καθαρθῆναι τό ῥερυπωμένον ἡμῶν σκεῦος καί τήν μολυνθεῖσαν οἰκίαν ἡμῶν οὐκ ἔνι. Ἐγώ γάρ οὐδέν πλέον οὔτε ἀπό τῶν θείων Γραφῶν μεμάθηκα, οὔτε ἐξ ἐμαυτοῦ γνῶναι ἴσχυσα. Λέγοντος γάρ ἀκούομεν καθ᾿ ἑκάστην τοῦ ἀποστόλου· “Δοκιμαζέτω γάρ, φησίν, ἕκαστος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέστω. Ὁ γάρ ἀναξίως ἐσθίων καί πίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει”καί πάλιν·“ Ὁ δέ ἀναξίως ἐσθίων τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, (82) ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου “. Εἰ δέ ὁ μή ἀξίους τούς καρπούς τῆς μετανοίας ἐπιδειξάμενος, ἀνάξιος εἶναι ὑπό πάσης θεοπνεύστου Γραφῆς ἀπελέγχεται, πῶς, εἰπέ μοι σύ, δίχα δακρύων ποτέ καθαρθῆναί τις δυνηθῇ καί ἀξίως, ὅσον τό ἐπ᾿ αὐτῷ, τῶν μυστηρίων μεταλαβεῖν; Καρπός γάρ τῆς μετανοίας πρῶτος ταῦτά εἰσι καί, ὥσπερ ἡ βδελυρά τοῦ σώματος ῥύσις καί ἡ τῆς καρδίας πρός πᾶν πάθος οἱονεί ἐνήδονος μίξις τῷ διαβόλῳ οἵα τις θυσία προσάγεται παρ᾿ ἡμῶν, οὕτω τά ἐξ αὐτῆς χεόμενα πάλιν δάκρυα θυσία εὐπρόσδεκτος τῷ Δεσπότῃ προσφέρονται καί τῆς ἐμπαθοῦς ἐκείνης ἡδονῆς τό αἶσχος ἀποκαθαίρουσι, καί τοῦτο δηλῶν ὁ Δαυίδ ἔλεγε· “Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει”. Καί εἰκότως· ἐν ἕξει γάρ τοιαύτῃ γενομένη ἡμῶν ἡ ψυχή καί οὕτω καθ᾿ ἑκάστην ταπεινουμένη, ἡμέραν μίαν οὐ διέρχεταί ποτε ἄνευ δακρύων κατά τόν εἰρηκότα Δαυίδ· “Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω”.
Διά τοῦτο οὖν παρακαλῶ καί ὑμᾶς, πατέρες καί ἀδελφοί μου, ἐν σπουδῇ ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἐν τούτοις καί τοῖς τοιούτοις ἐγγυμνασάτω ἔργοις, ἥτις κατανυγεῖσα καί μεταποιηθεῖσα κατά μικρόν, πηγή γίνεται ποταμούς δακρύων καί κατανύξεως ἀναβλύζουσα. Εἰ δέ μή οὕτω καθαροί γεγονέναι σπουδάσομεν, ἀλλ᾿ ἐν ἀμελείᾳ καί ῥᾳθυμίᾳ καί χαυνότητι πορεύεσθαι θελήσομεν, ἐγώ μέν οὐδέν ἐρῶ φορτικόν φειδοῖς τῆς ἀγάπης ὑμῶν, (83) πλήν τοῦτο, ἵτι κἄν συμβῇ ποτέ τινα μετά δακρύων ἴσως κοινωνῆσαι, ἤγουν ἤ πρό τῆς λειτουργίας ἤ ἐν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ ἤ καί ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ τῆς τῶν θείων μεταλήψεως κλαῦσαι, τάς δέ λοιπάς ἡμέρας τε καί νύκτας οὐ προθυμεῖται τοῦτο ποιεῖν, οὐδέν αὐτῷ ἐκ τοῦ πρός ἅπαξ κλαῦσαι τό ὄφελος ἔσται. Οὐ γάρ τοῦτο μόνον ἀξίους ἡμᾶς εὐθύς ἀποκαθαῖρον ποιεῖ, ἀλλά τό καθ᾿ ἑκάστην καί ἀδιαλείπτως μέχρι θανάτου πενθεῖν, ὡς αὐτός ἠμῖν ὁ Δεσπότης ποιεῖν προσέταξε “Μετανοεῖτε, λέγων, αἰτεῖτε καί ζητεῖτε καί κρούετε”. Ἕως πότε; “Ἕως οὗ λήψεσθε, φησί, καί εὑρήσετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν”. Τίς; Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δηλονότι.
Αὕτη γάρ ἡ μετάνοια καί ἡ οὕτως ἀπαραλείπτως, ὡς εἴπομεν, μέχρι θανάτου μετά πόνου καί θλίψεως ἐπιτελουμένη, κατά μικρόν μικρόν δάκρυα προχέειν ἡμᾶς ποιεῖ πικρά, δι᾿ ὧν ἀποσμήχει καί ἀποκαθαίρει τόν τῆς ψυχῆς ῥύπον καί μολυσμόν· μετά ταῦτα δέ μετάνοιαν ἡμῖν ἐμποιεῖ καθαράν καί εἰς γλυκέα τά πικρά δάκρυα μεταβάλλει καί χαράν ἀένναον ἀπογεννᾷ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν καί τό ἄδυτον φέγγος ἰδεῖν προξενεῖ, ὅ εἰ μή πάσῃ σπουδῇ καταλαβεῖν ἀγωνισόμεθα, πνευματικοί πατέρες καί ἀδελφοί, οὐκ ἄν τῶν παθῶν ἁπάντων τελείως ἀπαλλαγῶμεν, οὐ ἄν τάς ἀρετάς κτησώμεθα πάσας, οὐκ ἄν ἀξίως ἤ μετά δακρύων τῶν κατά Θεόν ἰσχύσωμεν ποτε τῶν θείων μυστηρίων καθ᾿ ἑκάστην μεταλαμβάνειν ἤ τό συνόν αὐτοῖς θεάσασθαι θεῖον φῶς. Ἀλλ᾿ οὐδέ τήν καρδίαν ἕξομέν ποτε καθαράν, οὐδέ τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνοικήσει γνωστῶς ἐν ἡμῖν, οὐδέ ἰδεῖν ἀξιωθησόμεθα, ὡς οἱ ἅγιοι, τόν Θεόν οὔτε ἐνταῦθα ὄντες (84) οὔτε ἐκεῖ μοί δοκεῖ, τυφλοί ἀπελθόντες, ἀλλ᾿ ὡς ὁ Θεολόγος λέγει Γρηγόριος, τοσοῦτον τῆς ἐκείνου θέας ἐκπέσομεν “κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου ἡμῶν ἀπεντεῦθεν ἀμβλυωπίας”, καθ᾿ ὅσον τοῦ φωτός αὐτοῦ ἑκουσίως ἑαυτούς ὑστερήσαμεν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ.
Ἀλλά γένοιτο πάντας ἡμᾶς, καθαιρομένους τε καί καθαρθέντας, τοῦτον ἀξιωθήσεσθαι κατιδεῖν. Οἱ γάρ ἐκτός τῶν δύο τούτων τοῦ βίου ὑπεξερχόμενοι, ἄδηλον ἔχουσι τό πέρας τῆς περί αὐτούς ἀποφάσεως. Τό δέ ἄδηλον καί ἀβέβαιον, ἀνέλπιστον καί ἀπληροφόρητον· ὁ γάρ μή χάριτι τήν καρδίαν βεβαιούμενος ἐξ οὐδενός ἑτέρου τήν ἀκαταίσχυντον ἐλπίδα ἀδίστακτόν ποτε, οἶμαι, κτήσεται· ὁ δέ ταύτην μή ἔχων, διά τίνος ἄλλου εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα συναρπαγήσεται τοῖς ἁγίοις; Διά τίνος δέ καί ἡ λαμπάς ἡμῶν τότε ἐξαναφθήσεται, ἐσβεσμένη ἀπό τῶν ὧδε τυγχάνουσα; Ποῦ τοῦ ἐλαίου καί πόθεν εὑρισκομένου καί ποίου τοῦ πυρός, εἰπέ μοι, τοῦ ταύτην ἀνάψαι μέλλοντος, ἤ πόθεν ἤ πῶς, ἵνα τότε ἑτοιμασθέντες φαιδροί φαιδραῖς ταῖς λαμπάσι τῷ νυμφίῳ προσυπαντήσωμεν; Ἐξαναστάντων γάρ ἡμῶν ὡς ἐξ ὕπνου, εὐθύς πρός τήν ἀπάντησιν, ὡς ἀκούετε, τρέχειν μέλλομεν. Εἰ οὖν καθεζομένων καί ἐν τοῖς μνήμασιν οἰκούντων ἡμῶν, ἐκβοήσασα ἡ σάλπιγξ ἐξυπνήσει ἡμᾶς, ἐάν μή ἀπό τῶν ὧδε, ὡς λαμπάδας προαναφθείσας, ἔχωμεν τάς ψυχάς, ἀλλ᾿ εὑρεθῶσιν ἤ μηδόλως ἤ ὀλίγον τι καί μικρόν φαίνουσαι καί ὅσον οὔπω σβεσθῆναι, κατά τήν εὐαγγελικήν φωνήν, μέλλουσαι, ποῦ τότε εὑρήσομεν ἤ τάς παντελῶς (85) ἐσβεσμένας ἀνάψαι ἤ ταῖς σβεννυμέναις ἀπό τῆς ἐνδείας τοῦ ἐλαίου προσθεῖναί τι μικρόν; Ὄντως οὐδέν οὐδαμοῦ εὑρήσομεν. Διά τοῦτο σπουδάσωμεν ἀπεντεῦθεν ἤδη ταύτας ἀνάψαι διά μετανοίας ὁμοῦ καί δακρύων φαιδρῶς, ἵνα ἐν τῇ ἀναστάσει λαμπροί λαμπρῶς τῷ νυμφίῳ προσυπαντήσωμεν καί συνεισελευσώμεθα αὐτῷ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν καί τῶν αἰωνίων κατααπολαύσωμεν ἀγαθῶν, ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες