Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θεσσαλονίκη 20/7/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016)
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Σᾶς ἀποστέλλω, εὐλαβῶς, μιά περιεκτική ἀποτίμηση γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί Σᾶς παρακαλῶ, νά κάνετε τόν κόπο νά τήν μελετήσετε, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά βοηθήσει, κάπως, στήν ὑπεύθυνη συζήτηση πού θά γίνει στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν αὐτή συνέλθει.
Ἡ ἀποτίμησή μας θά κινηθεῖ σέ δύο ἐπίπεδα. Τό πρῶτο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό τυπικό καί Κανονικό μέρος τῆς Συνόδου, ἐνῶ τό δεύτερο ἐπίπεδο θά ἀφορᾶ τήν ἀποτίμηση ὡς πρός τό οὐσιαστικό μέρος της.
Ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καί Κανονικότητά της, ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δέν εἶναι «Ἁγία», κατά κυριολεξία. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», οὔτε τυπικῶς οὔτε οὐσιαστικῶς, ὅπως θά γίνει φανερό μέ ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια. Δέν εἶναι ὅμως καί «Μεγάλη», ὄχι μόνον ἐπειδή δέν ἦταν παροῦσες ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀλλά κυρίως, γιατί ἦταν σέ αὐτήν πολύ μικρή καί ἐπιλεγμένη ἡ ἀντιπροσώπευσή τους ἀπό τούς κατά τόπους Ἀρχιερεῖς. Τό σημαντικότερο, ὅμως, ἐν προκειμένῳ εἶναι, ὅτι ἡ «Σύναξη» αὐτή τῶν Ἀρχιερέων δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ -μέ αὐστηρά θεολογικά κριτήρια- οὔτε κἄν ὡς μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται, μᾶλλον, γιά μιά ἰδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Ἀρχιερέων» μέ δέκα Προκαθημένους, ἤ γιά ἕνα «Συνέδριο» δέκα συγκεκριμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους τους καί τό πολύ ἀπό 24 κατ’ ἐπιλογήν Ἀρχιερεῖς.
Εἴπαμε, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ «Διάσκεψη» ἤ τό «Συνέδριο» αὐτό δέν εἶναι κἄν μία Τοπική Σύνοδος, γιατί στήν Τοπική Σύνοδο συνέρχονται καί ψηφίζουν ὅλοι οἱ μετέχοντες σ’ αὐτήν Ἀρχιερεῖς. Στήν παροῦσα ὅμως «Διάσκεψη-Συνέδριο», σύμφωνα μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας της, ψῆφο εἶχαν μόνο οἱ παρόντες δέκα Προκαθήμενοι. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι πρωτοφανής στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία καί αὐθαίρετη καί δέν συνάδει καθόλου μέ τήν ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα πρακτική τῶν ἕως σήμερα Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν τήν ἁγιοπνευματική ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα πού ἐμφαίνεται στήν ἰσότιμη ψῆφο τους. Κανείς ἀπολύτως Ἐπίσκοπος –μηδέ τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου ἐξαιρουμένου– δέν εἶναι «ἄνευ ἴσων» συνεπισκόπων του. Αὐτό πού ἴσχυσε στήν παροῦσα «Διάσκεψη» παραπέμπει ἐμμέσως σέ μία σαφῆ μορφή Παπισμοῦ, ἔστω κι ἄν ἡ ψῆφος τῶν Προκαθημένων ἔχει συλλογικό χαρακτῆρα.
Κατά συνέπεια, οἱ ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Προσυνοδικῆς Διάσκεψης», ἤ τοῦ παραπάνω «Ἀρχιερατικοῦ Συνεδρίου», δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα. Ἄρα καί καμμία ἰσχύ, ὄχι μόνο γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν στό «Ἀρχιερατικό» αὐτό «Συνέδριο» -ὅλως ἀθέσμως-, ἀφοῦ οἱ μετέχοντες Ἀρχιερεῖς δέν εἶχαν δικαίωμα ψήφου. Ἀλλά οἱ ἀποφάσεις εἶναι ἄκυρες καί γιά τόν πρόσθετο λόγο τῆς ἀρχῆς τῆς Ὁμοφωνίας, ἡ ὁποία παραβιάστηκε μέ τήν μή παρουσία τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Ἐπιπροσθέτως οἱ ἀποφάσεις τῆς ἰδιόρρυθμης «Συνόδου» τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶναι δεσμευτικές γιά τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία καί γιά ἕναν πρόσθετο λόγο. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντί νά ὑποστηρίξει τήν ὁμόφωνη θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας στό Στ΄ Κείμενο, εἰσηγήθηκε ἄλλη θέση, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τίς ἐννέα ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Πρακτικῶς, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ θέση τοῦ Σώματος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας δέν ἐκπροσωπήθηκε, ὁπότε μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Διάσκεψης», στό Στ΄ Κείμενο δέν ὑπῆρξε ὁμοφωνία. Ἄρα, τό Κείμενο εἶναι ἄκυρο.
Καί τώρα, ἡ ἀποτίμηση τοῦ οὐσιαστικοῦ μέρους τῆς ἰδιότυπης «Συνόδου». Κατ’ ἀρχήν, ὀφείλουμε νά ποῦμε γενικῶς, ὅτι στή λεγόμενη «Σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε μιά θεσμικοῦ χαρακτῆρα πνευματική ἔκπτωση ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. [Λέμε, ὅτι ἐπιχειρήθηκε, ἐπειδή –μέ βάση ὅσα εἴπαμε νωρίτερα– δέν προσδίδουμε θεσμικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς παραπάνω «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως»]. Στήν Κρήτη ὄχι μόνο δέν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση), ἀλλά καί ἐπιχειρήθηκε μιά φοβερή, θεσμικῶς, ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἔκπτωση οὐσιαστικά ἀπό τόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται γιά τήν ἔκπτωση ἀπό τήν δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἑαυτήν.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὅμως, στή «Διάσκεψη» τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούςΜαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἀποτελεῖ πνευματική παραφροσύνη καί πνευματικό πραξικόπημα ἡ πράξη τῆς ἀπόπειρας γιά Συνοδική ἀπόφαση στό Κολυμπάρι πρός ἀναγνώριση ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό, στήν πράξη, εἶναι συγκρητισμός καί Οἰκουμενισμός. Δέν κινήθηκε ὁ θυμός –τό ἔλλογο νεῦρο τῆς ψυχῆς- τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων πρός τούς νοητούς λύκους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπεναντίας, οἱ «λύκοι» ὀνομάστηκαν «πρόβατα» τῆς μίας καί μόνης λογικῆς ποίμνης, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συμπεραίνουμε, ὅτι στήν Κρήτη δέν ἔγινε ἡ ἀναμενόμενη ἀπό τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας «σύσκεψη» τῶν «Συνοδικῶν» Ἀρχιερέων μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε καί λειτούργησε ἡ «σφενδόνη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τήν ἐκ νέου καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικότερα, γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, λεκτικῶς, ὁμολογήσαμε τήν πίστη μας στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρακτικῶς ὅμως ἀκυρώσαμε αὐτήν τήν πίστη, ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες, ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλά καί ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες, πού ἀντίκεινται στόν Ὅρο αὐτό, διά τοῦ filioque. Ὡς γνωστόν, ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως -ἀκόμη καί ἡ ἑρμηνευτικῶς σωστή- καταδικάζεται ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους μετά τήν Γ΄ (συμπεριλαμβανομένης) καί ὅσοι τό κάνουν, ὁρίζεται νά καθαιροῦνται καί νά ἀφορίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Σαφῶς, λοιπόν, τό filioque, ὡς προσθήκη, καταδικάζεται -ἔμμεσα, αὐτομάτως καί ἑτεροχρονισμένα- ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς αἵρεση, ἀφοῦ ἐκπίπτουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσοι τό υἱοθετοῦν, ὡς προσθήκη, κατά τήν ἀπόφαση τῶν ἀνωτέρω Συνόδων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑτεροδοξία τοῦ filioque τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί ὅλων τῶν Προτεσταντῶν εἶναι κατεγνωσμένη αἵρεση.
Ἄλλωστε, ἡ προσθήκη τοῦ filioque καταδικάστηκε ἐπί Μεγάλου Φωτίου στήν Σύνοδο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰκουμενική), ὅπου μετεῖχε καί ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῶ καταδικάστηκαν καί ἄλλες κακοδοξίες τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ γιά τήν ταύτιση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Τριαδικό Θεό καί γιά τόν κτιστό χαρακτῆρα τῆς θείας Χάριτος, στίς Συνόδους τοῦ 1331 καί 1351. Ἀλλά καί ὁ Προτεσταντισμός καταδικάστηκε ἀπό σειρά Συνόδων στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή (1638, 1642, 1691).
Κατά συνέπεια, δέν εἶναι δυνατόν σέ ἕνα Συνοδικό δογματικοῦ χαρακτῆρα Κείμενο νά μήν ὑπάρχει θεολογική ἀκρίβεια καί οἱ ἑτερόδοξοι νά ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Αὐτό θά σήμαινε, ἤ ὅτι γίνεται συνειδητή ἔκπτωση στό ἐκκλησιολογικό δόγμα, ἤ ὅτι ὑπάρχει διγλωσσία, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου, πού χαρακτηρίζεται γιά τίς σκόπιμες ἀσάφειες καί ἰδιαίτερα γιά τίς θεολογικές ἀντιφάσεις του, ἡ «Ἀρχιερατική Διάσκεψη» στήν Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικά τόν Οἰκουμενισμό, εἰσάγοντας ἔτσι καί προωθώντας τήν ἐκκλησιολογική σύγχυση στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ὑπενθυμίζω συγκεκριμένα τήν παράγραφο 16, ὅπου σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου».
Τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία», γιά τούς ἑτεροδόξους καί ἰδιαίτερα γιά τούς Προτεστάντες, συναντοῦμε κατά κόρον καί στίς παραγράφους 19 καί 21, στό ἴδιο Κείμενο. Ἡ παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ὅτι ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συμφωνοῦμε πώς οἱ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοί συμβάλλουν σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀπό ἐδῶ πιστοποιεῖται, ὅτι, ὅσοι ψήφισαν καί ὅσοι ὑπέγραψαν αὐτό τό Κείμενο, δέν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα», κατά τήν χαρισματική ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη. Ἡ θεμελιακή θέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ δογματικός πλουραλισμός. Αὐτό σημαίνει, πρακτικά, τήν δογματικά νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικῶν δογματικῶς πίστεων. Ὅποιος ἀμφισβητεῖ τόν δογματικό αὐτό πλουραλισμό, χαρακτηρίζεται φανατικός καί φονταμενταλιστής. Παράλληλα, οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἐπιτρέπουν ἀξιολογικές κρίσεις γιά τήν ὀρθότητα, τήν ἀνωτερότητα ἤ τήν κατωτερότητα τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Στόν Οἰκουμενισμό ὅλοι χωροῦν. Γιατί ἡ ἑνότητα σ’ αὐτόν δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν ποικιλία τῶν διαφορετικῶν πίστεων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη.
Ὡς δογματολόγος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχω τήν βαθύτατη πεποίθηση, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἀλλά καί ἡ ἐπικινδυνότερη πολυαίρεση, πού ἐμφανίστηκε ποτέ στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐξαιτίας τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτῆρα του, συνιστᾶ τήν πιό δόλια ἀμφισβήτηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν πιό σοβαρή νόθευσή της. Ἀμβλύνει σέ ἀπαράδεκτο βαθμό τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί δημιουργεῖ σύγχυση γύρω ἀπό τήν ταυτότητα τῆς Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρά τήν ἀκεραιότητα τῆς σώζουσας Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας -πρᾶγμα πού ἔχει ὀλέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- μέ τό νά θεωρεῖ ὅλες τίς θρησκευτικές πίστεις νόμιμες σωτηριολογικῶς, ὅταν ὑποστηρίζει, ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες καί ἑτερόθρησκες πίστεις εἶναι ὁδοί, πού ὁδηγοῦν στήν ἴδια σωτηρία.
Ἀλλά, μέ ὅσα ἀντιφατικά, ὡς πρός τήν Ἐκκλησιολογία, γράφονται στό Στ΄ Κείμενο, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί ἐμπαίζονται, ἀφοῦ στήν ἀρχή κατονομάζονται ὡς «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες», δηλαδή αἱρετικοί, καί στή συνέχεια ὀνομάζονται Ἐκκλησίες. Δέν ἐπιτρέπεται νά ὑποτιμοῦμε τή νοημοσύνη τους. Καταλαβαίνουν καλῶς, ὅτι δέν τούς ἀγαποῦμε ἀληθινά, γιατί δέν τούς λέμε τήν ἀλήθεια καθαρά. Τούς λέμε ψέματα, πώς εἶναι Ἐκκλησίες. Καί μέ τόν τρόπο αὐτό δέν τούς βοηθοῦμε, γιατί δέν τούς καλοῦμε σέ μετάνοια καί ἄρνηση τῶν δογματικῶν πλανῶν τους, ὥστε νά ἐνταχθοῦν στήν μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία, την Ὀρθόδοξη. Εὐτυχῶς, ἀρκετοί Ἀρχιερεῖς δέν ὑπέγραψαν αὐτό τό Κείμενο γιά δογματικούς λόγους.
Στό Κείμενο γιά «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ», δέν θά ἐπαναλάβω, ὅσα σχετικά ἔγραψα στήν πρώτη μου Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, στίς 3-2-2016, γιά νά μή Σᾶς κουράζω. Θά προσθέσω μόνο, ὅτι, ἐνῶ ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θέτει τίς ἐκκλησιολογικές–δογματικές προϋποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἡ ἀπόφαση τῆς «Διασκέψεως» τῶν Ἀρχιερέων στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης -ὅλως ἀντι-Κανονικῶς καί ἀναρμοδίως- δίνει την δυνατότητα στίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀποκλίνουν ἀπό τήν περί τῶν μυστηρίων δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ προταθεῖσα εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων ὡς οἰκονομία -πέρα ἀπό τήν ἀντικανονικότητα καί τήν παρανομία της, ἀλλά καί τό ὀξύμωρο τῆς σχετικοποιήσεως ἑνός Κανόνα (72) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πενθέκτης) ἀπό ἥσσονα «Σύνοδο», στήν ὁποία παραπέμπει τό θέμα- εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνιστᾶται αὐστηρῶς ἀπό τόν 72ο Κανόνα ἡ ἀκύρωση καί ἡ διάλυση αὐτοῦ τοῦ γάμου, ὡς παράνομη ἐκκλησιολογικῶς συμβίωση. Ἡ περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση τοῦ Κανόνα, δέν ἀφήνει καθόλου περιθώρια γιά ὁποιαδήποτε οἰκονομία. «Οὐ γάρ χρή τά ἄμικτα μιγνῦναι», σημειώνει ὁ Κανόνας, «οὐδέ τῷ προβάτῳ τόν λύκον συμπλέκεσθαι, καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δε παραβῇ τις τά παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δέν εἰσηγεῖται, δηλαδή, ὁ 72ος Κανόνας οἰκονομία, ἀλλά ἐφιστᾶ τήν προσοχή γιά τήν σοβαρότατη παρανομία. Ἡ παρέκκλιση ἀπό τόν συγκεκριμένο Κανόνα συνιστᾶ σοβαρότατη Κανονική παρανομία καί «παραοικονομία», πού ἔχει, ἐπίσης, σοβαρότατες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀφοῦ ἀναμειγνύει τά ἄμικτα σέ «ἄμικτη μίξη», «συμπλέκει» ἐκκλησιολογικῶς τό «πρόβατο» μέ τόν «λύκο» καί τήν «μερίδα» τοῦ Χριστοῦ μέ τόν «κλῆρο» τῶν ἁμαρτωλῶν. Τέτοια, ὅμως, μίξη εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητη καί θεολογικῶς καί πνευματικῶς ἀπαράδεκτη.
Στό Κείμενο: «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον», δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἐπιχειρεῖται ὁ ἐγκιβωτισμός Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐνίοτε καί ἑτεροθρήσκων. Τοῦτο εἶναι ἐμφανές, ὅταν τά σχετιζόμενα μέ τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία βιώνεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγονται ἀπροϋπόθετα καί γιά τούς ἐκτός αὐτῆς. Αὐτό, ὅμως, κενώνει στήν πράξη τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐνόσῳ ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ, ὅτι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἄκτιστη ἐνέργειά Του, μπορεῖ νά κατορθώνεται καί νά οἰκειώνεται καί ἐκτός αὐτῆς ἀπό ἑτεροδόξους, ἑτεροθρήσκους καί ἀνθρώπους ἁπλῶς «καλῆς θελήσεως», ἐνδεχομένως τότε καί ἀπό ἀθέους. Αὐτό ὄχι μόνο μαρτυρία δέν συνιστᾶ, ἀλλά προκαλεῖ καί σύγχυση ἀνάμεσα στούς πιστούς γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δεδωρημένης σ΄ αὐτήν «ἄνωθεν εἰρήνης».
Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι μέ τήν ἐν λόγῳ «Ἀρχιερατική Διάσκεψη» ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀντικανονική -ἔστω καί πρόσκαιρη- λύση τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο δέν θεραπεύουν, ἀλλά διαιωνίζουν τόν ἤδη συνοδικῶς καταδικασμένο ἐθνοφυλετισμό (1872).
Μετά τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐκδόθηκε ἡ «Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Κρήτη, 2016), ἡ ὁποία παρουσιάζει θεολογικές ἀντιφάσεις. Γι’ αὐτό καί θά ἀναφερθοῦμε ἐπιγραμματικά σ’ αὐτές. Συγκεκριμένα, στήν δεύτερη παράγραφο σημειώνεται τό ἑξῆς: «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον Χριστόν...». Ἐδῶ, γεννᾶται εὔλογα τό λογικό καί θεολογικό ἐρώτημα: Πῶς «ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν θεάνθρωπον Χριστόν», ὅταν αὐτή ἀναγνωρίζει τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες, τούς Ἀντιχαλκηδονίους καί τούς Μονοθελῆτες ὡς Ἐκκλησίες, ἐνόσῳ αὐτοί ἔχουν καταδικασμένη ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους Χριστολογία;
Στήν τρίτη παράγραφο μνημονεύονται Σύνοδοι καθολικοῦ «κύρους», ὅπως εἶναι ἡ ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1484, μέ τήν ὁποία ἀποκηρύσσεται ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας. Ἀκόμη καί οἱ Σύνοδοι, πού ἀποκηρύσσουν τίς Προτεσταντικές δοξασίες. Πῶς συμβιβάζονται, ὅμως, ὅλα αὐτά μέ τήν ἀναγνώριση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν ὡς Ἐκκλησιῶν;
Στήν παράγραφο 20 σημειώνονται τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ἐλειτούργησαν ὡς εὐκαιρία διά τήν Ὀρθοδοξίαν, διά νά ἀναδείξῃ τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καί διά νά δώσῃ ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς γνησίας παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγώμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας...». Ἡ δήλωση αὐτή, ὅμως, διαψεύδεται ἀπό τά κοινά Κείμενα, τά ὁποῖα ὑπεγράφησαν καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως εἶναι τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας καί τοῦ Pussan. Καί ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος κατακλείεται ὡς ἐξῆς: «Ταῦτα ἀπευθύνονται ἐν συνόδῳ πρός τά ἐν τῷ κόσμῳ τέκνα τῆς ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί πρός τήν οἰκουμένην πᾶσαν, ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι πρός διαφύλαξιν τῆς πατροπαραδότου πίστεως». Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι» δέν ἀναγνώρισε ποτέ στό παρελθόν, ὡς Ἐκκλησία, τούς αἱρετικούς, ὅπως ἐπιχείρησε νά κάνει ἡ ἐν λόγῳ «Συνέλευση τῶν Ἀρχιερέων» στήν Κρήτη.
Ὡς πρός τό «Μήνυμα» τῆς «Ἀρχιερατικῆς Διασκέψεως», αὐτό συνοψίζει τίς ληφθεῖσες ἀποφάσεις καί παράλληλα προκαλεῖ τή νοημοσύνη τῶν ἐνημερωμένων πιστῶν. Συγκεκριμένα, στήν πρώτη παράγραφο τοῦ «Μηνύματος»σημειώνονται τά ἑξῆς: «Βασική προτεραιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στηριγμένη στή θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ὑφισταμένη ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρει νέους καρπούς». Τό εὔλογο ἐρώτημα τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Μηνύματος» αὐτοῦ εἶναι: Πῶς διακηρύσσεται ἔτσι πανηγυρικά ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν εἶναι γνωστό, ὅτι σ’ αὐτήν τήν «Σύναξη» δέν παραβρέθηκαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού ἀντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, ἀπ’ ὅσους ἀντιπροσωπεύτηκαν ἀπό τούς δέκα Προκαθημένους, πού συμμετεῖχαν σ’ αὐτήν; Καί πῶς γίνεται μέ τόση ἄνεση ἡ ἀναφορά στή Θεία Εὐχαριστία, ὡς θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τή στιγμή πού ὑφίσταται ἡ διακοπή τῆς διαμυστηριακῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στά δύο πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας; Καί στήν ἴδια παράγραφο σημειώνεται: «Ἡ Συνοδικότητα διαπνέει τήν ὀργάνωση, τόν τρόπο πού λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καί καθορίζεται ἡ πορεία της». Ὑπάρχει, ὅμως, κάποια μαρτυρία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ ἀποφάσεις νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τούς Προκαθημένους καί χωρίς τήν ψῆφο τῶν συμμετεχόντων Ἀρχιερέων;
Στήν τρίτη παράγραφο γίνεται λόγος γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους καί σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οἱ διάλογοι, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν σημαίνει ποτέ συμβιβασμό σέ ζητήματα Πίστεως». Ἐδῶ, ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικά καί πάλι τά Κείμενα τοῦ Balamand, τοῦ Porto Alegre, τῆς Ραβέννας, τοῦ Pussan, τά ὁποῖα ἔχουν σοβαρές ἐκκλησιολογικές αἱρέσεις.
Ὅλα τά παραπάνω λέγονται μέ ἔμπονη ἀγάπη καί σεβασμό στήν Ἀρχιερωσύνη Σας, χωρίς καμμία ἄλλη ἐπιδίωξη, παρά μόνο, ἐπειδή θέλουμε νά μένουμε πάντοτε, ὡς ζῶντα μέλη, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία Του.
Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
Το Βατικανό επικροτεί και προβάλλει θετικά το Μήνυμα της Συνόδου της Κρήτης. Με βάση τη θυμοσοφική παροιμία πως όταν ο εχθρός σου σε επαινεί ψάξε να βρεις πού έχεις κάνει λάθος, οι δέκα Προκαθήμενοι των αντίστοιχων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στην εν λόγω Σύνοδο, πρέπει να συσκεφθούν και να καταλήξουν γιατί αυτή η πανηγυρική προβολή του κειμένου από τους Λατίνους.
Πιο συγκεκριμένα η μηνιαία εφημερίδα «Καθολική», όργανο των Ουνιτών στην Ελλάδα, στο φύλλο της Πέμπτης, 30ής Ιουνίου 2016, (Περίοδος Β΄ Αριθμ. 179) με πρωτοσέλιδο έχει τον εξάστηλο εντυπωσιακό τίτλο «ΜΗΝΥΜΑ Της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τόσο εντυπωσιακή παρουσίαση του Μηνύματος ούτε τα προπαγανδιστικά φερέφωνα του Φαναρίου δεν είχαν... Διερωτάται κάθε Ορθόδοξος ποιά ήσαν τα σημεία του Μηνύματος που οδήγησαν τους εκπροσώπους του Πάπα στην Ελλάδα να το προβάλλουν τόσο πολύ;...
Επί πλέον στο κάτω μέρος της 1ης σελίδας, πάλι με εντυπωσιακό τρόπο, παρουσιάζεται η, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 2016, ευχετήρια επιστολή της «Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος» προς «Την Αυτού Θειοτάτην Παναγιότητα κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ, Οικουμενικόν Πατριάρχην». Σ’ αυτήν αναφέρουν ότι «θεωρούν ευλογίαν δι’ όλην την Εκκλησίαν του Χριστού και γεγονός ιστορικόν και ελπιδοφόρον δι’ όλην την ανθρωπότητα την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών...». Διερωτάται πάλι ο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός ποιά είναι η «όλη Εκκλησία», που θεωρεί ευλογία τη σύγκληση της Συνόδου στην Κρήτη; Κατά το Βατικανό είναι η υπό τον Πάπα «Εκκλησία». Και γιατί αυτή αγάλλεται για τη Σύνοδο; Ασφαλώς με την βεβαιότητα της, μέσω αυτής, προώθησης της υπό τον Πάπα «ενώσεως» με τους Ορθοδόξους...
Έκτακτη Σύγκληση της συνέλευσης των Προκαθημένων δύσκολο να πραγματοποιηθεί τον καιρό αυτό. Πέραν των άλλων ο Οικουμενικός Πατριάρχης βρίσκεται στο εξωτερικό «για ολιγοήμερη ανάπαυση». Στη σχετική ανακοίνωση του Φαναρίου δεν αναφέρεται ούτε ο τόπος που θα αναπαυθεί, ούτε ο χρόνος της παραμονής του εκτός Τουρκίας. Το παράξενο, για το τυπολατρικό Φανάρι, γεγονός του αινιγματικού ανακοινωθέντος, τροφοδότησε φήμες, που φαίνονται υπερβολικές και πιθανόν μακριά από την αλήθεια. Ο κ. Βαρθολομαίος, πριν αναχωρήσει στο εξωτερικό, υπέγραψε με τους άλλους θρησκευτικούς ηγέτες της γείτονος κείμενο υποστήριξης του Προέδρου Ερντογκάν και υπέρ της ευημερίας και ειρήνης της χώρας τους, της Τουρκίας.
Εν τω μεταξύ στον απόηχο της Συνόδου στην Κρήτη ο ηγούμενος της Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας Δοσίθεος δημοσίευσε σε ιστοσελίδα ύβρεις εναντίον όσων έκαμαν κριτική σ’ Αυτήν. Γράφει: «Τα όσα λέγονται και γράφονται περί της Πανορθοδόξου Συνόδου υπερβαίνουσι τα λύματα των οχετών πολλών μεγαλουπόλεων», πως « τα εκ των κοράκων κρα-κρα αδυνατούσιν ίνα καλύψωσι τους τερετισμούς των αηδόνων» και πως οι δηλώσεις «υπερορθοδόξων», «ζηλωτών» και «στειροελλαδιτών» «γέμουσι χολής» ( κατά του Φαναρίου) και πάσχουν από «πτωχοπροδρομικό ελλαδισμό και εκκλησιαστικό επαρχιωτισμό εν πλειοδοσία».... Στη συνέχεια θέτει θέμα σχέσεων Φαναρίου και Εκκλησίας της Ελλάδος και απειλεί ότι «οι κατόπιν βίας διατυπωθέντες και χορηγηθέντες Τόμος του 1850 και Πράξις του 1928 ανά πάσαν στιγμήν δύνανται ίνα αρθώσιν»....
Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος με ειλικρίνεια σημειώνει: «Επεσκέφθην την Βασιλεύουσαν Πόλιν ως ταπεινός και ευτελής προσκυνητής εκατόν τεσσαράκοντα μίαν (φοράς) και εις τους εκεί από του χρέους μη κινούντας ουδ’ ίχνος διέγνων κακοδοξίας»... Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος πρέπει να διαθέτει ικανή προσωπική περιουσία για να έχει πάει τόσες φορές στην Πόλη. Αν και, ως μοναχός, έχει δώσει όρκο ακτημοσύνης...Ελπίζουμε ότι τα έξοδά του ταξιδίου, της διαμονής του και των δώρων προς τα στελέχη της Πατριαρχικής Αυλής δεν προέρχονται από τα έσοδα της Μονής, που ανήκει στη Μητρόπολη Καρπενησίου και στην Εκκλησία της Ελλάδος και μόνο.
Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος είναι κληρικός της Εκκλησίας της Ελλάδος και μισθοδοτείται και ζει από Αυτήν. Όμως την απειλεί εμμέσως πλην σαφώς ότι θα αρθεί το Αυτοκέφαλό της και θα χάσει τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών»....Η ψυχή του ομολογεί ότι ανήκει στο ανοικτό στην «οικουμενικότητα» Φανάρι και όχι στον «πτωχοπροδρομικό ελλαδισμό». Και διερωτάται κανείς, γιατί τότε μένει στην Ευρυτανία, στα διαλείμματα από τα ταξίδια του, και δεν ζητάει μετάθεση στην Πόλη, για να προσφέρει εκεί μόνιμα τις υπηρεσίες του, χωρίς να κουράζεται με τα τόσα ταξίδια; Εκτός των χρημάτων φαίνεται ότι τίποτε άλλο δεν τον συνδέει με την Εκκλησία της Ελλάδος. Το μισθό του όμως μπορεί να τον παίρνει και στην Πόλη, όπως και τα έσοδα από τα βιβλία της μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, τα οποία έχει εκδώσει....
Το κείμενο του Αρχιμανδρίτου Δωροθέου, φυσικά, αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου...-
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 22α Ιουλίου 2016.
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ «ΒΛΑΣΦΗΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ» ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
Στον απόηχο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, γράφονται και δημοσιεύονται ποικίλα σχόλια, από μέρους των προσώπων εκείνων, οι οποίοι αποτιμούν θετικά το έργο της. Κάποιοι αρέσκονται να εκθειάζουν και να μεγαλοποιούν τα πενιχρά, έως μηδενικά θετικά αποτελέσματά της. Κάποιοι άλλοι αρέσκονται να στηλιτεύουν και να κακολογούν όσους είχαν το θάρρος και την ευθιξία να διαμαρτυρηθούν και να προτείνουν αλλαγές στα προσυνοδικά κείμενα τα οποία ήταν γεμάτα από ασάφειες οι οποίες, εν πολλοίς οδηγούσαν σε σοβαρές εκκλησιολογικές παρεκτροπές, όπως η περιβόητη παράγραφος για την απόδοση εκκλησιαστικότητας στους αιρετικούς, ή η παράγραφος για τη σχέση της Εκκλησίας με το παναιρετικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
Ένας από τους στηλιτευτές κατά όσων είχαν ασκήσει κριτική στα κείμενα και τον τρόπο συγκλήσεως και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ. Σε ομιλία του επ’ άμβωνος στο ναό της Αγίας Μαρίνας Αρτέμιδος Αττικής, στις 17 Ιουλίου, έκαμε λόγο για «βλασφήμους και συκοφάντες» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Σε ποιους άραγε απευθύνοντας οι βαρείς αυτοί χαρακτηρισμοί του; Προφανέστατα, σε όσους, άσκησαν την νόμιμη και την, καθ’ όλα εκκλησιαστικά επιτρεπτή, κριτική τους σε αυτή. Ιδού επακριβώς η φράση του: «Βιάστηκαν μερικοί να βλασφημήσουν και να συκοφαντήσουν την Αγία και Μεγάλη μας Σύνοδο, ο Θεός ας στους συγχωρήσει» (http://trelogiannis.blogspot.com/2016/07/blog-post_101.html)!
Δηλώνουμε, ότι αναγκαζόμαστε με πόνο ψυχής, να σχολιάσουμε τα απαράδεκτα αυτά λόγια του Σεβασμιωτάτου, διότι, όπως είναι γνωστό, υπηρέτησε για χρόνια στην Τοπική μας Εκκλησία, η οποία του είχε εμπιστευτεί την νευραλγική θέση του Ιεροκήρυκος, αλλά και δική του εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Θεωρούμε ότι η άδικη αυτή κριτική του στρέφεται, εμμέσως πλην σαφώς, πρωτίστως κατά του σεπτού μας Ποιμενάρχη, ο οποίος, άσκησε γόνιμη κριτική και προσπάθησε με παρεμβάσεις του, να καταστεί η Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης όντως Αγία και Μεγάλη. Στρέφεται, εμμέσως πλην σαφώς, επίσης εναντίον άλλων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών (Γλυφάδος, Γόρτυνος, Κηθύρων, Ναυπάκτου, κ.α.) οι οποίοι εξέφρασαν την αγωνία τους για την έκβαση της Μεγάλης Συνόδου και είχαν το θάρρος και προπαντός την αίσθηση του ιερού καθήκοντος, να ασκήσουν τη νόμιμη κριτική τους και επίσης να συνδιοργανώσουν, με τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, την Θεολογική και Επιστημονική Ημερίδα για την Μεγάλη Σύνοδο, τον περασμένο Μάρτιο. Η οποία, κατά τη γνώμη μας, άσκησε καταλυτικό ρόλο στη λειτουργία και τις αποφάσεις της Μεγάλης Συνόδου.
Θεωρούμε επίσης ότι στρέφεται ο λόγος του, και πάλι εμμέσως πλην σαφώς, κατά των χιλιάδων κληρικών, μοναχών, Καθηγητών Πανεπιστημίων, θεολόγων, επιστημόνων και απλών πιστών στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι άσκησαν την νόμιμη και επιτρεπτή κριτική τους για την επιτυχία και την κανονικότητα της Μεγάλης Συνόδου. Θεωρούμε τέλος ότι στρέφεται και κατά ημών των ελαχίστων και ταπεινών θεραπόντων του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, οι οποίοι, αφότου ανακοινώθηκε η διοργάνωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, δώσαμε, κατά τη γνώμη μας, τον «καλόν αγώνα», για να καταστεί, όπως επιθυμούσαμε όλοι μας, σύμπας ο λαός του Θεού, η Σύνοδος «επόμενη τοις Αγίοις Πατράσι», όντως Αγία και Μεγάλη.
Όλοι αυτοί, και τελευταίους εμάς, χαρακτηριστήκαμε από τον Σεβασμιώτατο Προικοννήσου ως «βλάσφημοι και συκοφάντες»! Θα περιμέναμε, έστω και μονολεκτικά, να παραθέσει κάποιες «αποδείξεις» για τους ακραίους και βαρείς αυτούς χαρακτηρισμούς του. Να εξηγήσει στους ακροατές του το «λάθη» των «βλασφήμων και συκοφαντών» κατά της Μεγάλης Συνόδου. Να εξηγήσει γιατί πρέπει να θεωρούνται ως «εκκλησίες» οι αιρετικές κοινότητες και παρασυναγωγές. Να εξηγήσει στους ακροατές του ότι η συμμετοχή μας στο παναιρετικό Συμβούλιο Εκκλησιών είναι σύμφωνο με την δισχιλιόχρονη παράδοση της Εκκλησίας μας! Όμως δυστυχώς δεν το έκανε και προτίμησε τον εύκολο δρόμο του στιγματισμού τους ως «βλασφήμων και συκοφαντών»!
Μάλιστα, προφανώς για να έχει τη συνείδησή του «ήσυχη», και να δώσει κύρος στα μεγαλόστομα λόγια του, προχώρησε στην ευχή: «ο Θεός ας τους συγχωρήσει»! Να μας συγχωρήσει ο Θεός, για ποιο πράγμα; Επειδή θελήσαμε να είναι η Σύνοδος της Κρήτης όντως Αγία και επωφελής για την Εκκλησία και τον κόσμο; Επειδή πληρώθηκε η ψυχή μας από αγωνία, κλάψαμε, στεναχωρηθήκαμε, κοπιάσαμε, ξενυχτήσαμε, να συντάξουμε κείμενα και ανακοινώσεις, με τις οποίες εκφράζαμε τους φόβους μας, κάναμε τις καλόπιστες κριτικές μας και προτείναμε διορθώσεις στις αδυναμίες και τις αντιφάσεις των προσυνοδικών κειμένων; Επειδή αρνηθήκαμε και αντιδράσαμε να δοθεί εκκλησιαστική υπόσταση στις καταδικασμένες συνοδικά αιρέσεις του παπισμού, του αγγλικανισμού, του προτεσταντικού μωσαϊκού, των μονοφυσιτών και των νεστοριανών κ.α.; Δεν γνωρίζει ο Σεβασμιώτατος Προικοννήσου, ο οποίος έχει θητεύσει κοντά στον μακαριστό Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, για πολλά χρόνια, ως Διευθυντής του «Παντοκράτορος» ότι Γραφικώς «Εκκλησία» σημαίνει «Σώμα Χριστού» και επομένως δεν μπορεί να αποδοθεί στους κατεγνωσμένους αιρετικούς; Βεβαίως και αποζητάμε το έλεος του Θεού και συγχώρεση, όχι για ό, τι κάναμε, αλλά για ό, τι δεν κάναμε, για τις όποιες παραλήψεις μας, για το μεγάλο σκοπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου!
Δεν είναι βεβαίως άνευ σημασίας και μια χαρακτηριστική δήλωση του Σεβ. Προικοννήσου, άκρως απαξιωτική για τους Πατριάρχες και τις πολυπληθείς Συνόδους Μεγάλων Εκκλησιών, των τεσσάρων Πατριαρχείων (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίοι αποφάσισαν να μην συμμετάσχουν στην Μεγάλη Σύνοδο. Τους αποκάλεσε, σε παλιότερη δήλωσή του: «γκρινιάρηδες» (http://treliannis.blogspot.gr/2016/06/blog-post_429.html)! Αδιαφορεί όμως για το γεγονός ότι η μη συμμετοχή των ως άνω τεσσάρων Πατριαρχείων, τα οποία ποιμαίνουν τα ¾ των Ορθοδόξων πιστών παγκοσμίως, δεν πάρθηκε από τους «γκρινιάρηδες» προκαθημένους τους, αλλά από τις πολυπληθείς Ιερές Συνόδους τους! Η μη συμμετοχή τους ήταν συνοδική! Αυτή την απόφαση ο Σεβασμιώτατος την αποκαλεί «γκρίνια»! Κρίμα!
Οι απαράδεκτες δηλώσεις του Σεβ. Προικοννήσου σχολιάστηκαν από διακεκριμένους θεολόγους. Παραθέτουμε αποσπάσματα σχετικού σχολίου του αγωνιστή και διακεκριμένου κυπρίου θεολόγου κ. Ανδρέα Κυριακού, τον οποίο επαινούμε, επί τη ευκαιρία, για τα υπέροχα ομολογιακά του κείμενα: «Κατά τον Σεβασμιώτατο, έπρεπε, μόλις ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Συνάξεως του Κολυμβαρίου, οι λαοί, φυλαί και γλώσσαι να κύψουν και να προσκυνήσουν (όπως λέει το βιβλίο του Δανιήλ) τα αποφασισθέντα. Λησμονεί ότι, όπως διακήρυξαν οι Πατριάρχες της Ανατολής το 1848, ο Ορθόδοξος λαός είναι που αποδέχεται ή όχι τις συνοδικές αποφάσεις. Του διαφεύγει επίσης ότι στην ιστορία της Εκκλησίας παρουσιάστηκαν σύνοδοι πολυάνθρωπες, που όμως εξέπεσαν της αληθείας κι αποδοκιμάσθηκαν από τη συνείδηση της Εκκλησίας, όπως λ.χ. αυτή του 449 στην Έφεσο, του 754 στην Ιέρεια, της Φερράρας – Φλωρεντίας του 1438-39, του Μπρεστ - Λιτόφσκ του 1596 (που στερέωσε την επάρατη Παπική Ουνία στην κεντρική Εύρώπη) κ.ο.κ.».
Αλλά ο Σεβασμιώτατος Προικονήσου είπε και κάτι άλλο αξιοπρόσεκτο στην ομιλία του: «Το καθήκον της αληθείας δεν αναιρεί το καθήκον της αγάπης»! Κατ’ αρχήν θα τον ρωτούσαμε: ποιος αρνήθηκε το στοιχείο της αγάπης στις σχέσεις μας με τους πλανεμένους; Κανένας! Όμως εδώ ο Σεβασμιώτατος, κάνει έναν επικίνδυνο μετεωρισμό και σοφιστεία: Καταλογίζει εμμέσως πλην σαφώς έλλειψη αγάπης σε όλους εκείνους οι οποίοι υπεραμύνονται, και καλά κάνουν, την αλήθεια. Πιστός στις περιρρέουσες ιδέες, προτάσσει την αγάπη σε σχέση με την αλήθεια. Ιδού πως σχολιάζει ευστοχότατα και πάλι ο κ. Α. Κυριακού τη φράση του αυτή: «Τι υπονοείτε, Σεβασμιώτατε; Μήπως την αθηναγόρειον “αγάπην άνευ όρων και ορίων”, η οποία συνεπάγεται την υποτίμηση και την εν τέλει άρνηση της αλήθειας της πίστεως, όπως έπραξε ο ως άνω Οικουμενικός Πατριάρχης; Αφήστε τα ψευδοδιλήμματα και τις σχοινοβασίες. Η Εκκλησία διαχρονικά καταδίκαζε την αίρεση και την απομάκρυνση από την αλήθεια, διότι κατά τον Μέγα Παύλο είναι ες αεί “στύλος και εδραίωμα της αληθείας”. Η Εκκλησία αγαπά τους αιρετικούς και γι’ αυτό δείχνει τις κακοδιδασκαλίες τους, που τους χωρίζουν από το Θεό (Άγιος Αγάθων), ώστε να μετανοήσουν και να κερδίσουν τη σωτηρία. Όπως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Γρηγοριάτης, αγάπη στον άρρωστο είναι η επισήμανση της ασθενείας του ώστε να αναζητήσει τη θεραπεία στο ιατρείο του Χριστού (Μ. Κανών). Τουναντίον ουσιαστικά, μίσος προς τον ασθενή αποτελεί η καλλιέργεια σ’ αυτόν της ψευδαισθήσεως ότι με την κακόφρονα πίστη του όλα βαίνουσι καλώς» (Ιστολ. http://trelogiannis.blogspot.com/2016/07/blog-post_101.html)!
Περαίνοντας την ανακοίνωσή μας, εκφράζουμε τη μεγάλη λύπη μας, για όσα λέγονται και καταλογίζονται σε Επισκόπους, κληρικούς, καθηγητές πανεπιστημίων, θεολόγους, άλλους επιστήμονες και απλούς πιστούς, οι οποίοι πιστεύουμε και ομολογούμε ότι η Ορθοδοξία μας είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Ότι μόνο μέσα σε Αυτή, και πουθενά αλλού, συντελείται το μυστήριο της σωτηρίας, καθότι μόνον Αυτή είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Ότι έξω από Αυτή, ό, τι αυτοαποκαλείται ως «εκκλησία» είναι, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς «ψευδοεκκλησία», όπου συντελείται το έργο της απώλειας. Ότι νόμιμα και επιτρεπτά, από εκκλησιαστική άποψη, ασκήσαμε κριτική στα γεμάτα αντιφάσεις και σκοτεινές και διφορούμενες φράσεις, διότι σε αυτές θα στηρίζονταν οι αιρετικοί του μέλλοντος, για την ισχυροποίησή τους στους λεγόμενους θεολογικούς διαλόγους. Εκφράζουμε τέλος την λύπη μας για τους χαρακτηρισμούς του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ιωσήφ, διότι πρωτίστως αυτοί αδικούν τον ίδιο του τον εαυτό! Ελπίζουμε σε ανασκευή τους! Τέλος θα τον συμβουλεύαμε, με περισσή υιική αγάπη και σεβασμό, να ψάξει αλλού να ανακαλύψει και να καταδείξει τους πραγματικούς βλασφήμους και συκοφάντες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτή την ονομασθείσα Μεγάλη Σύνοδο που διέψευσε πολλές ελπίδες και απεδείχθη όχι μόνο Μικρή αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρετικά επικίνδυνη. Μέσα σε αυτές τις δυσάρεστες εκπλήξεις είναι και η εισήγηση του Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλυρίας κ. Νικηφόρου στην Αγία Σύνοδο, σχετικά με το Μυστήριο του Γάμου και τα Κωλύματα Αυτού.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στο θέμα του ορθόδοξου χριστιανικού γάμου δημιουργούν μια πλήρη ανατροπή της υπερδισχιλιετούς κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Αλλά και η σιωπηρή παραδρομή πληθώρας αντικανονικών πρακτικών που έχουν παραμορφώσει το μυστήριο του γάμου σήμερα καθιστούν την Εισήγηση αυτή ιδιαίτερα προβληματική.
Ειδικώτερα:
1.Επί όσων προτάθηκαν.
Α. Μεθοδολογικοί κίνδυνοι.
Πριν δούμε τις προτάσεις και την επιχειρηματολογία που στηρίζεται δήθεν στους Ιερούς Κανόνες πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει κατά γράμμα ή κατά πνεύμα προσέγγιση των ιερών κειμένων, αγίας Γραφής, ιερών Κανόνων, λόγων Πατέρων κλπ. Η επί συγκεκριμένω σκοπώ συρραφή ιερών ενταλμάτων όχι μόνον δεν αποδίδει το πνεύμα αλλά οδηγεί και σε παράλογα συμπεράσματα, όπως π.χ. αν απομονώσουμε την φράση του Ευαγγελίου «και απελθών απήγξατο» και την συνδυάσουμε με την άλλη επίσης φράση «πορεύου και σύ ποίει ομοίως» καταλήγουμε σε ένα χαρακτηριστικά παρανοϊκό παράγγελμα. Στην εισήγηση υπάρχουν τέτοιοι λανθασμένοι συνδυασμοί ιερών Κανόνων, όχι όμως τόσο προφανείς ώστε να γίνονται εύκολα αντιληπτοί..
Β. Η θεματολογία.
Αν και αναγνωρίζει η Εισήγηση αρχικά ότι «Τό θέμα τό ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ στήν παροῦσα συνεδρία ἔχει πρώτιστα ποιμαντικό ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο γιατί στό Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν τοῦ λεγομένου Δυτικοῦ κόσμου συντελοῦνται ἐσχάτως ραγδαῖες μεταβολές, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἀντίκεινται στή σχετική χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί γιατί γενικότερα τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης ἀπειλεῖ, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τή σταθερότητα τοῦ γάμου καί τή συνοχή τῆς οἰκογένειας» εντούτοις στη συνέχεια συγκατατίθεται σε πρακτικές που εκφράζουν το «πνεύμα της εκκοσμίκευσης» και ευθύς αμέσως σπεύδει να πανηγυρίσει ότι « Ἐπιτέλους ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐξέλθουμε ἀπό τήν αὐτοάνοσο ἐσωστρέφεια .. και νά ἀντιμετωπίσουμε μέ ἀποφασιστικότητα καί ρεαλισμό χρονίζοντα προβλήματα, καί ταυτόχρονα νά θέσουμε ἀρχές γιά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας».Ποιά είναι η εσωστρέφεια και ποια τα χρονίζοντα προβλήματα και ποιές οι καινούργες «Αρχές» που δεν είχε μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Πίστη; Ας δούμε ποια θεωρεί προβλήματα η περιώνυμη εισήγηση.
Β α. Τα κωλύματα του γάμου. Προκειμένου να στηρίξει μια αλλαγή στα κωλύματα του γάμου χρησιμοποιεί τα ακόλουθα επιχειρήματα:
• Οἱ Συνοδοί καί οἱ κανονολόγοι πατέρες δέν ἀποφάνθησαν συστηματικά καί συνολικά περί τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καθ’ ὅσον οἱ σχετικοί κανόνες θεσπίστηκαν, σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο, κυρίως μέ ἀφορμή τήν ἀντιμετώπιση συγκυριακῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα παραπέμπονταν εἴτε πρός συνοδική διαβούλευση εἴτε πρός διατύπωση λύσεων ἀπό ἔγκριτους περί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς ἐπισκόπους.
• Τό νομικό περιβάλλον τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας εὐνοοῦσε τότε τόν κανονικό νομοθέτη νά διατυπώνει τίς ἀρχές τῆς κανονικῆς διδασκαλίας, τίς περισσότερες φορές σέ συνάρτηση πρός τόν πολιτικό νομοθέτη. Ἔτσι, οἱ ἀμφίδρομες ἐπιδράσεις καθίσταντο γόνιμες καί ἐπιθυμητές. Οἱ νόμοι τῶν αὐτοκρατόρων καί οἱ ἱεροί κανόνες διαμόρφωναν ἀπό κοινοῦ τό χριστιανικό δίκαιο τοῦ γάμου.
• Σήμερα, ὅμως, εἶναι γνωστό ὅτι τό περιρρέον πνεῦμα τοῦ πολιτικοῦ νομοθέτη ἀνέτρεψε τά παραδεδομένα καί ἐν πολλοῖς υἱοθέτησε ἀρχές, πού ἀντιβαίνουν πρός τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, τό κοσμικό δίκαιο εἶναι ἀπρόσφορο γιά σύζευξη μέ τό κανονικό. Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξακτινώνεται πλέον σέ ὅλη τήν ὑφήλιο, ὀφείλουμε νά ἀποφασίσουμε μέ ποιμαντικό ρεαλισμό, χωρίς νά ἀγνοοῦμε καί τό ἰσχῦον Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν, ὅπου διαβιοῦν τά μέλη της, ὑπό τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι δέν θά ἀναιροῦνται οἱ ἀρχές πού ἔθεσε ὁ κανονικός νομοθέτης.
Εδώ τώρα τίθεται ένα μεγάλο ερώτημα: Ποίες είναι οι αρχές που έθεσε ο κανονικός νομοθέτης που πρέπει να σεβαστούμε; Αντί άλλης εξηγήσεως η εισήγηση αποφαίνεται με πλήθος γενικοτήτων και με μεγαλοστομίες όπως «Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πλέον, ἅγιοι Ἀδελφοί, νά λαμβάνουμε ὑπόψη τά νέα δεδομένα καί κυρίως νά ἀντιλαμβανόμαστε, ποιά ἀπόφαση εἶναι ποιμαντικά πρόσφορη. Δέν μπορεῖ καμιά Ἐκκλησία νά ἐπιβληθεῖ σέ ἄλλη, ἀγνοώντας τίς ἰδιαιτερότητες τῶν σέ κάθε τόπο ποιμαντικῶν ἀναγκῶν.
Ἡ κάθε μία Ἐκκλησία, σέ ἐπιμέρους θέματα, θά πρέπει νά ἔχει τήν ἐλευθερία νά ἐνεργεῖ αὐτόνομα κατά τέτοιο τρόπο πού νά προάγεται πνευματικά τό ποίμνιό της. Ἄν δεσμεύσει μία Ἐκκλησία τήν ἄλλη, μέ βάση τίς ἰδιαιτερότητες πού συντρέχουν σέ αὐτήν, θά προκληθοῦν μεγαλύτερα προβλήματα.» Πουθενά δεν αναφέρεται κάποια γενική αρχή που έθεσε ο Κανονικός Νομοθέτης στο θέμα των κωλυμάτων του Γάμου. Αυτό γίνεται εσκεμμένα για να καταλήξει η εισήγηση στο συμπέρασμα ότι « Ὡς πρός τούς βαθμούς τῶν διαφόρων μορφῶν συγγενείας, τούς καθοριζόμενους ἀπό τούς ἱερούς κανόνες, σέ ἁρμονία καί πρός τούς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, στή διαχρονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς διεύρυνσης αὐτῶν, ἰδίως ἀπό τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, καί ἐν τέλει στίς μέρες μας τῆς παλινδρομίας». Αυτή η διαπιστούμενη παλινδρομία από πιο κανονικό κείμενο προκύπτει; Παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνονται στην πράξη αλλά αυτό δεν έχει θεσμικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελέσει καλό προηγούμενο και παράδειγμα. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Η Εικονομαχία και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας έχουν σφραγίσει βαθιά την όλη Ορθόδοξη πνευματικότητα. Όχι μόνον γιατί ανανέωσε το Ορθόδοξο φρόνημα, όχι μόνον γιατί με την δυναμική της μετέστρεψε στον χριστιανισμό Ρώσους, Σλάβους, Βούλγαρους, ορισμένους Τούρκους κα. αλλά γιατί κυρίως όλο το λειτουργικό τυπικό και η ορθόδοξη πνευματικότητα, που σήμερα υπάρχει, έκτοτε έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτη.
Και συνεχίζει η Εισήγηση: «Ἡ ἔκταση τῶν βαθμῶν συγγένειας συνήθως προέκυπτε, ὕστερα ἀπό ἀποφάσεις ἐλασσόνων, σέ σχέση πρός τίς Οἰκουμενικές, συνοδικῶν ὀργάνων, εἴτε ἀκόμα καί ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα Πατριαρχῶν, χωρίς ὅμως νά τίθεται θέμα ἀθετήσεως τῶν κανονικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.» Δηλαδή θεωρεί η Εισήγηση ότι δεν είναι απόλυτα δεσμευτικά αυτά τα κείμενα που η επί εκατονταετίες η συνείδηση της Εκκλησίας τα θεώρησε ισόκυρα των Οικουμενικών Συνόδων; Θα συμπορευτούμε με το σχολαστικισμό της Δύσης και την αποδόμηση της Ι. Παράδοσης;
Διαπιστώνει ακόμη η Εισήγηση ότι «Ἡ πρός τό αὐστηρότερο ροπή δέν δημιουργοῦσε ποτέ θέμα ἀντικανονικότητος, ἐνῶ ἡ πρός τό ἐπιεικέστερο ροπή πάντοτε δημιουργοῦσε θέμα». Να λοιπόν μια γενική αρχή του κανονικού νομοθέτη! Η τάση μείζονος αυστηρότητας στα κωλύματα του γάμου με την πάροδο των ετών. Και βέβαια αυτό έχει να κάνει με την συνεχώς διευρυνόμενη δυνατότητα επιλογής λόγω βελτιώσεως των μέσων μεταφοράς και επικοινωνιών των λαών, που έσπαζε συνεχώς τις κλειστές κοινωνίες αλλά και με την περαιτέρω διάδοση του Ευαγγελίου και την αλλαγή των ηθών των ανθρώπων προς το ασκητικότερον. Αντί όμως η Εισήγηση να βγάλει αυτό το συμπέρασμα αποφαίνεται ότι « ὅσο οἱ βαθμοί διευρύνονταν, τόσο περιοριζόταν ἡ δυνατότητα συνάψεως ἀκωλύτου γάμου, ἰδίως στίς κλειστές τοπικές κοινωνίες. Ἔτσι ἡ διεύρυνση τῶν κωλυμάτων συνετέλεσε στήν ἀνάπτυξη τοῦ φαινομένου τῆς παλλακείας». Το πανάρχαιο φαινόμενο της παλλακείας το έλυσε η Εισήγηση τόσο απλά. Φταίει η διεύρυνση των κωλυμάτων, λέει. Μπράβο! Όσο για τις κλειστές κοινωνίες που αναφέρει δεν απασχολούν κανένα σήμερα και μόνο ενδεχομένως ιστορική αξία θα είχε μια τέτοια παρατήρηση. Το ζήτημα είναι τι δέον γενέσθαι σήμερα, που όλοι ανήκουμε σε ένα «πλανητικό χωριό» και οι γάμοι κλείνονται συχνά μέσω facebook και internet ,με άπειρες δυνατότητες επιλογής χωρίς κωλύματα συγγενείας ή και εθνικότητας ακόμη.
Στη συνέχεια η Εισήγηση επιχειρεί και μια «αφελή απάτη». Επικαλούμενη τό σχετικό κείμενο τῆς Β’ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη 1982), θά αναφέρει δύο παραδείγματα.
"Το ένα είναι ο κανόνας 54 τῆς Πενθέκτης που ὁρίζεται τό κώλυμα τοῦ τετάρτου βαθμοῦ συγγενείας ἐξ αἵματος, ἐνῶ ἀργότερα στόν τόμο τοῦ Πατριάρχη Σισινίου Β’ ὁρίζεται ὁ ἕκτος βαθμός συγγενείας ἐξ αἵματος, καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα κωλύεται καί ὁ ἕβδομος, χωρίς βεβαίως νά προηγηθεῖ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση μείζοντος συνοδικοῦ ὀργάνου γιά τήν ἀναθεώρηση τῆς κανονικῆς ἀποφάσεως τῆς Πενθέκτης.
Και το άλλο ὁ κανόνας 53 τῆς ἴδιας Συνόδου, τῆς Πενθέκτης, πού ἀναφέρεται στήν πνευματική συγγένεια. Ἡ Πενθέκτη ἀπαγόρευσε τόν γάμο μεταξύ τοῦ ἀναδόχου καί τῆς ἀναδεκτῆς ἤ τῆς μητέρας τῆς ἀναδεκτῆς.
Ὅμως ἡ εἰσαγωγική πρόταση τοῦ κανόνα ὅτι: «μείζων ἡ κατά τό πνεῦμα οἰκειότης τῆς τῶν σωμάτων συναφείας», ἔγινε ἡ αἰτία νά ἐπεκταθεῖ τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας, ὑπερβαίνοντας τόν ἀντίστοιχο κωλυόμενο βαθμό τῆς συγγενείας ἐξ αἵματος. Έφθασε, δηλαδή, τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας μέχρι καί τοῦ ἑβδόμου καί κάποιες φορές τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ."
Με όλα αυτά τα παραδείγματα βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι έχουμε συνεχή επέκταση κατά την διαδρομή του χρόνου των κωλυμάτων γάμου για λόγους φυσικής ή πνευματικής συγγένειας. Αλλά έδώ η Εισήγηση … παρακάμπτει τη λογική. Συμπεραίνει ότι η Εκκλησία τώρα ξαφνικά έχει το δικαίωμα όχι μόνον να διευρύνει αλλά και να … «περιστείλει» τα κωλύματα του γάμου αναλόγως των περιστάσεων. Αυτό το ονομάζει «ελαστικότητα» και το στηρίζει στους πιο πάνω κανόνες, που βέβαια λένε τα αντίθετα. Το θεωρεί μάλιστα αυτό σαν τη «λυδία λίθο» που θα λύσει το θέμα της πολυγαμίας στην Ιεραποστολή. Δεν μας εξηγεί όμως περαιτέρω αν αυτό σημαίνει ανοχή της πολυγαμίας και μετά την βάπτιση των εκεί πιστών .
Στη συνέχεια επικαλούμενη η Εισήγηση το «πολιτισμικό περιβάλλον» του Πατριαρχείου Αντιοχείας, καθώς και Αλεξανδρείας- Ιεροσολύμων, θεωρεί ακόμη αναγκαίο να επιτραπεί γιαυτούς ο γάμος μεταξύ προσώπων τετάρτου βαθμού (πρώτα ξαδέλφια) λησμονεί όμως το γεγονός ότι όλα αυτά τα ήθη που έφερε ο χριστιανισμός στον κόσμο αναπτύχθηκαν και επικράτησαν σε ένα αφιλόξενο και πολλές φορές εχθρικό «πολιτισμικό περιβάλλον». Δεν έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε την πίστη μας χάριν του κόσμου αλλά να αλλάξουμε τον κόσμο χάριν του Χριστού.
2. Επί όσων αποσιωπήθησαν
Α. Εδώ τώρα ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο παραλείψεων σημαντικών κανονικών ζητημάτων που η Εισήγηση παρακάμπτει. Ξεκινάει με μια διαπίστωση κοινωνιολογικού περιεχομένου « Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τῆς διαφορᾶς πνεύματος ἀνάμεσα στίς Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου καί σέ ἐκεῖνες πού μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ θρησκευτικοῦ γάμου.
Οἱ πρῶτες πολύ πιό εὔκολα δέχονται, ὅτι οἱ μικτοί γάμοι πρέπει νά συνάπτονται ἐνώπιον τῶν ἁρμόδιων πολιτικῶν ὀργάνων, ἐνῶ οἱ δεύτερες θεωροῦν τή θέση αὐτή ἀδιανόητη καί ὑποστηρίζουν τή σύναψη γάμου μέ ἱερολογία». Αν κατανοούμε καλά την προτεινόμενη άποψη, εδώ δεν μιλάμε για μυστήριο του γάμου αλλά για πλήρη αποδοχή της θρησκευτικής διάσπασης της οικογένειας. Την αναγνώριση του πολιτικού γάμου ως αδιάφορου γεγονότος για την Εκκλησία. Τα μέλη της κατά μία νέα εκκλησιολογία (περίπου Προτεσταντική) μπορούν να είναι μέλη Χριστού απορρίπτοντας στην πράξη το μέγα μυστήριο του θρησκευτικού Γάμου, ως μη αναγκαίο.
Β. Στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν μερικά όντως αγκανθώδη προβλήματα αλλά με αδόκιμο τρόπο. Ξεκινώντας από την διαπίστωση ότι «Παράλληλα, δέν εἶναι ἀκόμα σαφές στίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἄν πρέπει νά προσμετροῦνται οἱ πολιτικοί γάμοι. Σέ ὅσες Ἐκκλησίες προσμετρᾶται, ἐνίοτε παρουσιάζονται ποιμαντικά προβλήματα.
Πρόσωπο π.χ. τό ὁποῖο ἔζησε ἐκκοσμικευμένα καί σύναψε τρεῖς πολιτικούς γάμους, ὅταν στή συνέχεια μετανοήσει καί θέλει νά ζήσει μέ συνέπεια τήν ἐκκλησιαστική ζωή, δέν μπορεῖ νά συνάψει ἐκκλησιαστικό γάμο, γιατί θεωρεῖται τέταρτος» για να καταλήξει στην περίεργη πρόταση:«Τά παραπάνω παραδείγματα θέτουν ἐπιτακτικά τήν ἀνάγκη νά δοθεῖ περισσότερη ἐλευθερία στίς τοπικές Ἐκκλησίες νά διαρρυθμίζουν, κατά τήν ποιμαντική δεοντολογία καί κατά περίπτωση, αὐτά τά θέματα. Αὐτές ἐξάλλου γνωρίζουν καλύτερα τό περιβάλλον τους»
Ας ξεκινήσουμε από την τοποθέτηση αυτή για να καταλάβουμε το παράλογον της προτάσεως. Ας υποθέσουμε ότι κάθε Επίσκοπος, Μητροπολίτης ή Πατριάρχης καθιερώνει, με τις ευλογίες μιάς Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου, το δικό του Κανονικό Δίκαιο του Γάμου. Κάποιος δεν προσμετρά τους πολιτικούς γάμους και ακόμη δέχεται τέταρτο θρησκευτικό γάμο. Άλλος τους προσμετρά και δεν δέχεται τέταρτο θρησκευτικό κτλ. Αν τώρα μια νύφη που έκανε καμμιά 10ριά πολιτικούς γάμους και 2-3 θρησκευτικούς θελήσει να κάνει τη «φιέστα» ενός 4ου θρησκευτικού και 14ου γενικώς γάμου, όχι στην περιοχή που μένει ο αυστηρός Επίσκοπος αλλά στον χαλαρό ή με πρόσωπο που ζει στην βολική εκκλησιαστική περιοχή ποιος θα της το απαγορεύσει; Ξέρετε τι ωραίος «εκκλησιολογικός» παράδεισος θα γίνει εκεί; Θα μπορούν όσοι στην πατρίδα τους δεν τους επιτρέπουν οι εκκλησιαστικές αρχές κάποιο γάμο γιατί αντιβαίνει στους Ι. Κανόνες να πάνε εκεί που υπάρχει… άλλος Χριστός.
Όσον αφορά δε τον αριθμό των γάμων πολιτικών ή θρησκευτικών από μόνο απλή ανάγνωση των Ι. Κανόνων κατανοούμε ότι ένα και μοναδικό γάμο δέχεται η Εκκλησία του Χριστού. Όπως ένας είναι ο Χριστός και μία η Εκκλησία και νύμφη Του. Όλα τα άλλα είναι περιστολή της ανοιχτής πορνείας , που καθιερώθηκαν «για την σκληροκαρδία» των ανθρώπων, όπως είπε ο Χριστός.
Αν κάποτε, που οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και η επικοινωνία μεταξύ απομεμακρυσμένων λαών δύσκολη και για το λόγο αυτό , οι Κανόνες αναγνώριζαν κάποια μικρή ελαστικότητα και οικονομία σε κάποια περιοχή σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σε μια Παγκοσμιοποιημένη κοινωνία δεν μπορούμε να διαφοροποιούμαι τις υποχρεώσεις των πιστών κατά Εκκλησίες και Κράτη. Άλλωστε ο Χριστός είναι ο Αυτός και χθές και σήμερον και εις τους αιώνας. Ο ίδιος για όλους. Πάντα ο ίδιος.
Γ. Δεν αντιμετωπίζει η Εισήγηση το προσβλητικό για τον θρησκευτικό γάμο γεγονός ότι στα περισσότερα Κράτη ο δικαστής λύνει και το θρησκευτικό γάμο σε περίπτωση διαζυγίου και ο Επίσκοπος τρέχει μετά να λύσει και αυτός «πνευματικά» το γάμο χωρίς ούτε να ενημερωθεί προηγουμένως και να σχηματίσει γνώμη, αν πρέπει να προβεί σε αυτή την ενέργεια,ούτε να μπορεί να αρνηθεί μετά. Υπογράφουν έτσι οι Επίσκοποι – που κατά τα άλλα στην Εισήγηση παρουσιάζονται ως παντοδύναμοι εκφραστές του θείου θελήματος- παράνομα και αντικανονικά διαζύγια … «χωρίς να βγάλουν άχνα».
Από εδώ και εμπρός ο «χορός καλά κρατεί». Δηλαδή: Ενώ σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες δεν λύεται ο γάμος παρά μόνον αν υπάρχει υπαιτιότητα από τον ένα των συζύγων και την υπαιτιότητα την επικαλείται ο αναίτιος σύζυγος η εμπλοκή της κοσμικής δικαιοσύνης ανατρέπει αυτή την βασική αρχή. Ο κοσμικός νομοθέτης συνήθως επιτρέπει την λύση του γάμου και κατόπιν αιτήσεως του υπαιτίου συζύγου και χωρίς ακόμη να διαπιστώσει υπαιτιότητα αλλά μόνον μια αναίτια «ισχυρή διαταραχή της έγγαμης συμβίωσης». Δίνει πανηγυρικά το διαζύγιο στον υπαίτιο. Υπόγραψε λοιπόν Δεσπότη και …σιωπή!
Ενός κακού μύρια έπονται! Τι γίνεται μετά, όταν ο υπαίτιος της λύσεως του γάμου θελήσει να ξαναπαντρευτεί με θρησκευτικό γάμο ως πιστός χριστιανός και μια και δυό φορές; Με τη γυναίκα μάλιστα που του διέλυσε το προηγούμενο θρησκευτικό γάμο. Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της κανονικότητας Επίσκοπος θα δώσει βέβαια την άδεια σε πείσμα όσων είπε ο Χριστός στο Ευαγγέλιο και σε όσα οι Απόστολοι και Θεοφόροι Πατέρες διατύπωσαν σε Οικουμενικές Συνόδους.
Αυτά και πολλά άλλα ( όπως ο εξευτελισμός των δύο μυστηρίων γάμου και βαπτίσεως τέκνου μαζί, ο θρησκευτικός γάμος σαν φολκλορικό γεγονός μετά τον πολιτικό, τα επιτίμια για αυτές τις αντικανονικότητες κλπ) είναι τα θέματα που περιμέναμε να λύσει μια Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Με ανατριχίλα τέλος διαβάζουμε ότι « ζῶσα Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν ἀποφασιστικότητα νά ἀντιμετωπίζει καί τίς δύσκολες περιπτώσεις», Αυτό το «ζώσα Εκκλησία» μας θυμίζει την ονομασία που δόθηκε από τους Μπολσεβίκους στη διορισμένη από το Κομμουνιστικό Κόμμα κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης Εκκλησία της Ρωσίας.
Πάρα πολλά μπορεί να παρατηρήσει κανείς στην τόσο προβληματική Εισήγηση που υπερβαίνουν το σκοπό του παρόντος σημειώματος. Θα σταματήσουμε εδώ και θα επανέλθουμε με νεότερο σημείωμα για να δούμε το έτι περισσότερο επικίνδυνο ζήτημα του Γάμου των Κληρικών που θέτει η περιώνυμη Εισήγηση.
Πηγή: Νομοκανών
Σὲ συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κισινάου, πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, στὶς 29 Ἰουνίου (12 Ἰουλίου μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) τοῦ 2016, ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, μὲ ἀντικείμενο τὴν πρόσφατη Σύνοδο στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, προέκυψαν οἱ ἑξῆς βασικὲς θέσεις:
1. Ἡ συνελθοῦσα στὴν Κρήτη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ἀπὸ 16 ἕως 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 2016 διέψευσε καὶ τὸ ὄνομά της καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Διέψευσε τὸ ὄνομά της, διότι ἀποδείχθηκε, κρινόμενη θεολογικά, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη. Δὲν εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, διότι δὲν ἀνταποκρίθηκε στὰ κριτήρια καὶ στὰ μέτρα τῶν ἀληθινῶν συνόδων, τῶν γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, ἀποτελεῖ συνοδικὸ πραξικόπημα καὶ συνοδικὴ καινοτομία. Οἰκοδόμησε ἕνα «νέο εἶδος συνόδου», ὅπως καυχήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Εἶναι σύνοδος τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
3. Δὲν εἶναι ἁγία τυπικῶς, κανονικῶς καὶ οὐσιαστικῶς, διότι ἔλαβε ἀποφάσεις ἀντίθετες πρὸς τὶς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, δὲν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Μολονότι ἡ σχέση τῆς Μιᾶς, τῆς Ὀρθοδόξου, Ἐκκλησίας μὲ τούς ἑτεροδόξους ἀναδείχθηκε ὡς κεντρικὸ θέμα τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἀνάλωσε πολὺ χρόνο καὶ κόπο καὶ ὑπέστη μεγάλη ἔνταση, ὡστόσο γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος μέ τόσο μεγάλες φιλοδοξίες δὲν κατονόμασε καὶ δὲν καταδίκασε αἱρετικούς. Πουθενὰ μέσα στὰ κείμενα τῆς Συνόδου αὐτῆς δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη «αἵρεση». Ἀντίθετα, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ «ἐκκλησίες»· ἀξιολογεῖ θετικὰ τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἐκκλησιολογικὲς αἱρέσεις, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ Balamand (1993), τοῦ Porto Alegre (2006), τῆς Ραβέννας (2007) καὶ τοῦ Πουσάν (2013)· ἐπαινεῖ τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (WCC) καὶ συνιστᾶ νὰ συνεχισθεῖ ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς ἐκεῖ συμμετοχῆς μας καὶ τῆς ἐξίσωσής μας πρὸς τὶς δῆθεν ἐκκλησίες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Νομιμοποιώντας, λοιπόν, τὴν μὲ κακὸ τρόπο διενεργούμενη συμμετοχή μας στούς Διαλόγους καὶ ἀποκρύποντας τὴν μειοδοσία ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, ἀποκρύπτει παραλλήλως, καὶ τὸ ὅτι δὲν ἔχει σημειωθεῖ ἕως σήμερα καμμία θεολογικὴ πρόοδος πρὸς τὴν ἀλήθεια σὲ κανέναν ἀπολύτως θεολογικὸ διάλογο. Ἐπιπλέον, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, Σύνοδος ἐκάλεσε αἱρετικοὺς ὡς παρατηρητὲς στὶς ἐργασίες της, μὲ τοὺς ὁποίους ἔγιναν καὶ συμπροσευχές.
Ἀντίθετα μὲ αὐτά, ἠχεῖ σήμερα στὴν καρδιά μας, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (†1994), ὁ ἐπίκαιρος λόγος του: «Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο, εἶναι νὰ βάζῃ τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στερηθοῦν τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ»[1].
4. Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου οὔτε καὶ μεγάλη μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, διότι δὲν ἐκλήθησαν νὰ λάβουν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπήθηκε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν ὀλίγων κληθέντων δὲν ἔγινε μὲ κανονικὸ τρόπο ἐκλογῆς. Οἱ ἐπιλεγέντες μετεῖχαν χωρὶς δικαίωμα ψήφου καὶ μὲ δικαίωμα λόγου χρονικὰ περιορισμένου. Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 800 περίπου Ἐπισκόπων τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας δικαίωμα ψήφου εἶχαν μόνον οἱ 14 Προκαθήμενοι· καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπουσίαζαν οἱ 4, ἐψήφισαν τελικῶς μόνον οἱ 10, δηλαδὴ ἕνα ὀγδοηκοστὸ (1/80) τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ εἶναι παρόντες καὶ νὰ ψηφίσουν. Ἡ πράξη αὐτὴ εἶναι πρωτοφανὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας καὶ αὐθαίρετη, ἐπειδὴ παραβιάζει κατάφωρα τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα ποὺ ἐμφαίνεται στὴν ἰσότιμη ψῆφο τους. Οὐσιαστικῶς ἡ καταστρατήγηση αὐτὴ τῆς ἐπισκοπικῆς ἰσότητος καὶ ὁ ὡς ἄνω καινοφανὴς ἐλιτισμὸς εἰσηγεῖται τὴν καθιέρωση ἑνὸς «συλλογικοῦ Πάπα», Προκαθημένων οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πρῶτοι μεταξὺ ἴσων (“primi inter pares”), ἀλλὰ ἄνευ ἴσων (“primi sine paribus”).
Σὲ ἀνώτατο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας (τῆς πρώτης ἐξ αὐτῶν πρεσβυγενοῦς), οἱ ὁποῖες ἐκπροσωποῦν περίπου τὸ 70% τῶν Ὀρθοδόξων Πιστῶν, καταδεικνύει πολὺ περισσότερο τὴν Σύνοδο ὡς ὄχι μεγάλη, ἀλλὰ μικρή, οὔτε βεβαίως πανορθόδοξη, ἀλλ’ ἀπλῶς διευρυμένη διορθόδοξη Συνέλευση.
5. Ἡ Σύνοδος διέψευσε ὄχι μόνον τὸ ὄνομά της, ἀλλὰ καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας· μεταξὺ τῶν προσδοκιῶν αὐτῶν δύο θέματα εἶχαν μεγίστη προτεραιότητα, γιὰ τὴν θεραπεία παλαιῶν σχισμάτων προκληθέντων ἀπὸ πρωτοβουλίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καὶ γιὰ τὴν πρόληψη νέων διαιρέσεων καὶ ἐντάσεων: ἔπρεπε νὰ ἐπιλυθεῖ, μὲ ἐπαναφορὰ τοῦ παλαιοῦ, πατρίου, ἡμερολογίου, τὸ θέμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, τὸ ὁποῖο μεταρρυθμίστηκε πραξικοπηματικά, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση καὶ διασπᾶ ἐπὶ ἑκατὸ περίπου χρόνια τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Καὶ τὸ σημαντικώτερο: αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ἡ Σύνοδος ἦταν ἡ ἀπερίφραστη καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπὶ ἑκατὸ περίπου ἔτη διαβρώνει τοὺς Ἱεράρχες καὶ τοὺς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δυσφημώντας ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρησή της ὡς ἀκραίους καὶ φανατικούς. Ἀντιθέτως, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου στὸ ἐπίμαχο καὶ ἀμφισβητούμενο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» προέβη σὲ μία «ἄμεικτη μείξη» τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις· διατύπωσε μέσα σὲ αὐτὸ κάποιες ὀρθόδοξες ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες ὅμως ἀνέμειξε μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀκόμη καὶ οἱ διορθωτικὲς στὸ κείμενο προτάσεις ἐνισχύουν αὐτὸ τὸ μεῖγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ. Ἔτσι, ἀντὶ τῆς θεολογικῆς ἀκριβείας στὰ θέματα τῆς Πίστεως, εἰσάγονται - καὶ πάλι γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας - διατυπώσεις ἀντιφατικὲς καὶ θεολογικὰ αὐτοαναιρούμενες, σκόπιμη ἀσάφεια, ἡ ὁποία σήμερα ὡραιοποιεῖται ὡς «ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία», ἐνῷ ἀποτελεῖ πονηρὴ καὶ ἐσπιλωμένη ὑποκρισία.
Ἡ διατύπωση αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, δηλαδὴ ἡ προσεκτικὴ ἀλλά καταφανὴς ἀποδοχὴ «ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν» στὸ ἐν λόγῳ κείμενο, καταργεῖ αὐτὴν ταύτην τὴν ἐπιδίωξη τῆς Συνόδου στὸ Κολυμπάρι, τὴν ἐπίδειξη τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διότι ἀρνεῖται τὴν ἑνιαία διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ συνοδικῶς διατυπωμένη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «ὅταν ὅλοι πιστεύουμε μὲ ὅμοιο τρόπο, τότε ὑπάρχει ἑνότητα [...] Αὐτὸ εἶναι ἑνότητα Πίστεως, ὅταν ὅλοι εἴμαστε ἕνα, ὅταν ὅλοι ἔχουμε μὲ ὅμοιο τρόπο ἐπίγνωση τοῦ συνδέσμου μας»[2]. Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο οἱ αἱρετικοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ· «Ποιά πίστη ὑπάρχει σὲ αὐτούς, κοντὰ στοὺς ὁποίους οὔτε λόγια, οὔτε κείμενα εἶναι βέβαια, ἀλλὰ ὅλα ἀλλοιώνονται καὶ μεταβάλλονται σὲ διάφορες χρονικὲς περιόδους;»[3]. Μιὰ ἐπίσημη καταδίκη τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου θὰ ἀποτελοῦσε, κατὰ συνέπεια, ὑπακοὴ καὶ ὑπηρεσία πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κείμενα τῆς Συνόδου, βαμμένα μὲ θεολογικὸ σχετικισμό, παρουσιάζουν σοβαρὰ προβλήματα· εἶναι ἐπὶ τούτου χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τοῦ κειμένου «Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ», τὸ ὁποῖο πάσχει ἐξ ἐπόψεως τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας· ἡ πρόταση ἀποδοχῆς τῶν μεικτῶν γάμων ὡς «οἰκονομίας» εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη ἐκκλησιολογικῶς. Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου συνιστᾷ αὐστηρῶς τὴν ἀκύρωση καὶ διάλυση ἑνός τέτοιου γάμου ὡς ἐκκλησιαστικῶς παράνομης συμβίωσης. Ἔτσι, ἡ λεγομένη «Σύνοδος» δὲν εἰσηγεῖται οἰκονομία, ἀλλὰ σοβαρότατη κανονικὴ παρανομία, μὲ σοβαρότατες ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες.
Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης δὲν ἔχουν δεσμευτικὸ χαρακτῆρα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι οὐσιαστικῶς ἄκυρες.
6. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης νὰ λάβει πειστικὲς καὶ σαφεῖς, ὄχι διφορούμενες καὶ ἀντιφατικὲς, καθὼς ἔλαβε, ἀποφάσεις, εἶναι νὰ ὑπάρξει συνεννόηση ἀνάμεσα ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὶς Ἐκκλησίες ἐκεῖνες ποὺ ἀπουσίασαν γιὰ σοβαροὺς δογματικοὺς καὶ ἐκκλησιολογικοὺς λόγους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στοὺς Ἐπισκόπους ποὺ εἴτε ἀρνήθηκαν νὰ λάβουν μέρος εἴτε ἔλαβαν καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐπίμαχο κείμενο, κατὰ τρίτον στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπίσης στὸ ὑγιὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀντιδρᾶ· ὥστε νά ἀπορριφθοῦν συνοδικῶς ὡς ἄκυρες οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἰδιαίτερα τὸ οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ κείμενο, καὶ νὰ γίνει ἐπίσημη συνοδική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Νὰ ἀναληφθεῖ ἐπίσης προσπάθεια ἐπανόδου στὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, ὥστε νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προληφθοῦν νέες διαιρέσεις καὶ ἐντάσεις.
Ἡ ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ αὐτοῦ κειμένου τῆς Κρήτης, ἡ μὴ ἐπίσημη ἀπόρριψή του, ὁδηγεῖ στὴ μεταφορὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπ’ εὐθείας μέσα στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴ συνύπαρξη δύο ἀντιθέτων δογματικῶν (ἐκκλησιολογικῶν) παραδόσεων: ἐκείνης ἡ ὁποία ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως περὶ Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκείνης τῆς καινοτόμου, ἀλλοτρίας καὶ αἱρετικῆς, τῶν πολλῶν «ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν». Ἔτσι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία[4], παρουσιάζεται «σχιζοφρενής», ὄχι ἔχουσα «νοῦν Χριστοῦ»[5], ἀλλὰ «Χριστόν μεμερισμένον [=τεμαχισμένο] [6]», πολλὲς «δόξες», δογματικὲς δηλαδὴ πίστεις[7]. Καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου «ἔγινε γνωστὴ στὶς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες στὰ ἐπουράνια μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ»[8] παρουσιάζεται τώρα στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Κολυμπαρίου ὡς στερημένη ἀπὸ τὸ βασικὸ γνώρισμά Της τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ΕΝΟΤΗΤΑ, κατὰ τὴν ὁποίαν «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον [...] συνάρμοσε σὲ συμφωνία ἑνιαίας πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα Πίστεως τὶς διαφορετικὲς γλῶσσες τοῦ πλήθους τῶν ἐθνῶν»[9].
Ἡ ὑποχρέωση μιᾶς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γενικῶς, προκύπτει ἀβίαστα καὶ ἀπὸ τὴν διαπίστωση τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρὸς τοὺς Μονοθελῆτες· σύμφωνα μὲ αὐτὴν δὲν ἀρκεῖ ἡ «ἐξαφάνιση» ἢ «παρασιώπηση» ἑνὸς κειμένου αἱρετικοῦ τὸ ὁποῖο ἐγκρίθηκε συνοδικά, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη του, ὥστε νὰ μὴ βλάπτει τὶς ψυχὲς ὅσων τὸ διαβάσουν: «Κατέβηκε ἀπὸ τοὺς πέτρινους τοίχους, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὶς νοερὲς ψυχές. Νὰ δεχθοῦν τὴν κατάκριση αὐτῶν, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ Ρώμη καὶ ἐκτέθηκε συνοδικά, μὲ εὐσεβῆ δόγματα καὶ κανόνες, καὶ (τότε) ἔχει καταστραφεῖ τό διαχωριστικό τεῖχος καί δέν χρειαζόμαστε προτροπή»[10].
7. Πρέπει ἐδῶ, παρά ταῦτα, νὰ γίνει ἡ ὑπενθύμιση, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν δογματικὴ συνείδηση ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν λαϊκῶν, ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν Ἐπισκόπων «ἐπ’ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν δογματική τους πίστη, καθὼς μνημονεύονται στὴν Θεία Λειτουργία – εἰλικρινῶς καὶ ὄχι ψευδῶς - ὡς «ὀρθοτομοῦντες [=διατυπώνοντας σωστὰ] τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας» ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, καὶ ὅπως προϋποθέτει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν μας»[11]. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτὴ διαπότισε καὶ τὸ αὐτοκρατορικὸ («βυζαντινὸ») ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο, «Σκοπὸς τοῦ Πατριάρχη εἶναι: πρῶτα, ἐκείνους ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ τοὺς διαφυλάξει σὲ εὐσέβεια καὶ σεμνότητα βίου· ἔπειτα, καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, νὰ τοὺς ἐπιστρέψει πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (αἱρετικοὶ δὲ ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τοὺς Κανόνες καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία)». Αὐτό, διότι «Πατριάρχης σημαίνει ζωντανὴ καὶ ἔμψυχη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν ἀλήθεια μὲ ἔργα καὶ λόγια»[12]. Ὅπως, λοιπόν, δὲν προσκυνοῦμε τὴν ἁγιογραφημένη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἂν αὐτὴ μὲ νεστοριανικὴ λογική, δὲν διασῴζει τὰ ἐπιγράμματα τῆς ὁμολογίας τῆς Θεότητός Του (Ὁ Ὢν, ΙC XC) ἢ τὰ λοιπὰ γνωστὰ ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ Παραδόσεως γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως, ἔτσι δὲν ἀναγνωρίζεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας ἡ «ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν αὐτὸς δὲν διασῴζει τὴν δογματικὴ ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος καὶ τοῦ 15ου τῆς ἱερᾶς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (ἔτους 861) περὶ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας πρὸς τὸν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο.
* Στὴν συζήτηση ἔλαβαν μέρος προσκληθέντες, ἐκτός ἀπὸ τοὺς Μολδαβούς, ὁ πρωτοπρεσβύτερος-καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁ καθηγητὴς κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ματθαῖος Βουλκανέσκου καὶ ὁ μοναχὸς π. Σεραφείμ, οἱ ὁποῖοι συνέταξαν τὸ δημοσιευόμενο κοινὸ κείμενο μὲ τὸν ὡς ἄνω τίτλο, τὸ ὁποῖο ἀνέγνωσε ὁ π. Σεραφείμ, μεταφραζόμενο συγχρόνως στὰ ρωσικά.
[1] Ἐπιστολές, ἐκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικὰ Θεσσαλονίκης 2008, σελ. 149ἑ.
[2] Εἰς τὴν Πρὸς Ἐφεσίους 11, 3· PG 62, 83· «...ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστί ... Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης Πίστεως, ὅταν πάντες ἓν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκομεν».
[3] Περὶ τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καὶ Σελευκείᾳ Συνόδων 38, PG 26, 760· «Ποία πίστις παρὰ τούτοις, παρ΄ οἷς οὐ λόγος, οὐ γράμμα βέβαιον, ἀλλὰ πάντα κατὰ καιρὸν ἀλλάσσεται καὶ μεταβάλλεται;».
[4] Πρὸς Ἐφεσίους 1, 22.23· Πρὸς Κολασσαεῖς 1, 24
[5] Α΄ Πρὸς Κορινθίους 2, 16
[6] Α΄ Πρὸς Κορινθίους 1, 13· «μεμέρισται ὁ Χριστός;».
[7] Πρβλ. καὶ Πρὸς Ἐφεσίους 4, 5· «εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἓν βάπτισμα».
[8] Πρὸς Ἐφεσίους 3, 10· «... ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ».
[9] Κάθισμα τῆς α΄ στιχολογίας τοῦ Ὄρθρου τῆς Τετάρτης μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, «Καθὼς ἐπηγγείλατο, αὐτεξουσίως μολόν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τοῖς Ἀποστόλοις Χριστέ, εἰς μίαν συνήρμοσε Πίστεως συμφωνίαν τῆς ἀκτίστου Τριάδος, γλώσσας τὰς διαφόρους τῆς ἐθνῶν πανσπερμίας».
[10] Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ 12, PG 90, 145 B.C. «ΘΕΟΔ.: Ἐκεῖνος ὁ χάρτης κατηνέχθη καὶ ἀπεβλήθη. ΜΑΞ.: Κατηνέχθη ἐκ τῶν λιθίνων τοίχων, οὐ μὴν ἐκ τῶν νοερῶν ψυχῶν. Δέξωνται τὴν κατάκρισιν τούτων τὴν ἐν Ρώμῃ συνοδικῶς ἐκτεθεῖσαν δι΄ εὐσεβῶν δογμάτων τε καὶ κανόνων, καὶ λέλυται τὸ μεσότοιχον καὶ προτροπῆς οὐ δεόμεθα».
[11] Πρὸς Ἑβραίους 13, 17· «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες».
[12] Ἐπαναγωγή, τίτλος Γ΄, κεφ. α΄ & β΄· «Πατριάρχης ἐστὶν εἰκὼν ζῶσα Χριστοῦ καὶ ἔμψυχος, δι΄ ἔργων καὶ λόγων χαρακτηρίζουσα τὴν ἀλήθειαν [...] Σκοπὸς τῷ Πατριάρχῃ πρῶτον μέν, οὓς ἐκ Θεοῦ παρέλαβεν, εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι βίου διαφυλάξαι, ἔπειτα δὲ καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς κατὰ τὸ δυνατὸν αὐτῷ πρὸς τὴν ὀρθοδοξίαν καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιστρέψαι (αἱρετικοὶ δὲ τοῖς νόμοις καὶ τοῖς κανόσι καλοῦνται καὶ οἱ τῇ Καθολικῇ μὴ κοινωνοῦντες Ἐκκλησίᾳ)».
Πηγή: Ακτίνες
Σχετικά άρθρα:
Δημήτριος Τσελεγγίδης: Οι αποφάσεις της λεγομένης Συνόδου της Κρήτης είναι άκυρες [12 Ιουλίου 2016]
π. Θεόδωρος Ζήσης: Το Πατριαρχείο Ρωσίας να πάρει ξεκάθαρη θέση στα θέματα του Οικουμενισμού
Ομιλία του π. Σάββα Λαυριώτη σε oρθόδοξη συνάντηση στη Μολδαβία για τη Σύνοδο της Κρήτης
Πάνω από μισό αιώνα στην Ιερωσύνη. Δεκαετίες μέσα στο Φως της θείας Λατρείας και στη Χαρά της θείας Λειτουργίας. Ιεροκήρυκας, Εξομολόγος, Πνευματικός, Προϊστάμενος της Αδελφότητος Θεολόγων του Σωτήρος Χριστού. Πνευματικός πατήρ πνευματικών πατέρων και ποιμήν πνευματικών ποιμένων, λαϊκών, μοναχών, ιερέων, Επισκόπων, οικογενειών. Φωτεινός και διάφανος άνθρωπος. Σοβαρός, γλυκύς, «όλος ιερωμένος Θεώ». Ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος.
Η Σύνοδος της Κρήτης τελείωσε όμως οι συνέπειες της αρχίζουν τώρα να φαίνονται. Πολλοί από τους αγωνιούντες για την πορεία της Εκκλησίας κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς ανέμεναν την Σύνοδο αυτή για να βγάλουν σημαντικά συμπεράσματα και να πάρουν θέση απέναντι στην παναίρεση του Οικουμενισμού που εξαπλώνεται όλα τα τελευταία χρόνια.
Όπως πληροφορούμαστε ήδη στο Άγιον Όρος επικρατεί αναβρασμός καθώς πολλοί μοναχοί θεωρούν ότι με τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, κυρίως δε με την υιοθέτηση του όρου "εκκλησίες" για τις αιρέσεις των Παπικών και των Προτεσταντών, υπάρχει πλέον αποδοχή στην πράξη, καταγεγραμμένη στα κείμενα της Συνόδου, βασικών αρχών του Οικουμενισμού. Στη Μονή Χιλανδαρίου, το σερβικό μοναστήρι του Αγίου Όρους, με συνοπτικές διαδικασίες ανακοινώθηκε σε τέσσερις μοναχούς και ένα δόκιμο η απόφαση να φύγουν από το μοναστήρι επειδή απέρριψαν τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης και δεν αναπαύονταν με τη συνέχιση της μνημόνευσης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Εξάλλου περίπου δέκα λαϊκοί μετά το πέρας της Συνόδου απέστειλαν στους Μητροπολίτες των περιοχών τους επιστολές με τις οποίες γνωστοποιούσαν την απόφασή τους να αποτειχισθούν. Αλλά και σε πολλά αγιορείτικα κελλιά οι πατέρες διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου -χωρίς να ανήκουν στις παλαιές ομάδες των ζηλωτών που δεν μνημόνευαν ποτέ τον Πατριάρχη- ενώ μερικοί από αυτούς διέκοψαν ταυτοχρόνως και οποιαδήποτε εκκλησιαστική κοινωνία με όσους μοναχούς συνεχίζουν να μνημονεύουν τον Πατριάρχη. Σε πολλές ενορίες οι πιστοί εκφράζουν την αγωνία τους για την πορεία που τείνουν να πάρουν τα πράγματα και στις Μητροπόλεις των "Νέων Χωρών" με δυσφορία ακούνε τους Μητροπολίτες να μνημονεύουν το όνομα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Στις απλές ενορίες της Βορείου Ελλάδος οι κληρικοί μνημονεύουν τους επισκόπους τους και έτσι η απουσία του ονόματος του Πατριάρχη από τις ακολουθίες αναπαύει τους ίδιους τους κληρικούς και το εκκλησίασμα. Άλλοι πιστοί αποφεύγουν τον εκκλησιασμό σε ενορίες που μνημονεύονται επίσκοποι με οικουμενιστικές αντιλήψεις.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος σε πρόσφατο κείμενό του μας πληροφορεί ότι κατά τις εργασίες της εν Κρήτη Συνόδου "γινόταν λόγος εναντίον του ορθόδοξου "φονταμενταλισμού"". Συμπληρώνει ωστόσο ο Μητροπολίτης ότι "τελικώς δεν εξεδόθη κάποιο κείμενο εναντίον του ευσεβισμού και του ζηλωτισμού". Το σημαντικότερο ωστόσο που μεταφέρει ο Μητροπολίτης Ιερόθεος είναι ότι κατά τη σχετική συζήτηση "ο Αρχιεπίσκοπος Πολωνίας και πάσης Βαρσοβίας κ. Σάββας υποστήριξε ότι στην Πολωνία και σε πολλές άλλες βόρειες και ανατολικές χώρες αυτοί οι λεγόμενοι ζηλωτές ήταν εκείνοι που κράτησαν την πίστη κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου, φυλακίσθηκαν και μαρτύρησαν".
Οπωσδήποτε το ημερολογιακό ζήτημα με όλα τα δεινά που επέφερε, άφησε στην Εκκλησία θησαυρισμένη την πείρα αγίων μορφών για την στάση που θα πρέπει να τηρούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επειδή οι καταστάσεις στις οποίες οδηγούμαστε αρχίζουν να ομοιάζουν εκπληκτικά με την περίοδο εκείνη είναι αναγκαίο να μελετήσουμε εν νέου τις σχετικές προτροπές των αγιασμένων μορφών των χρόνων εκείνων.
Η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου από Ιεράρχες των λεγόμενων "Νέων Χωρών" είναι πράξη που αναμένουν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί και θα αποτελούσε οπωσδήποτε σημαντικό μοχλό ανάσχεσης της οικουμενιστικής πορείας των Φαναριωτών. Οι ίδιοι όμως οι Ιεράρχες έχουν την ευθύνη για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, μάλιστα δε σε συνεννόηση μεταξύ τους ώστε μια τέτοια εκκλησιαστική αντίδραση να είναι αποτελεσματικότερη. Προς το παρόν κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο. Ωστόσο οι Ιεράρχες οφείλουν να διαμηνύσουν στο Φανάρι ότι τα πράγματα δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα όσο συνεχίζεται η προέλαση του οικουμενισμού.
Οι αποτειχίσεις που αποτελούν την οδό που υιοθέτησαν λίγα πρόσωπα τα τελευταία χρόνια δεν πέτυχαν την ανάσχεση της δράσης των οικουμενιστών ούτε υιοθετήθηκαν στην παρούσα φάση ως τακτική αντίδρασης από σημαντικά πρόσωπα που ηγούνται του αγώνα υπέρ της πίστεως και εναντίον της παναίρεσης του οικουμενισμού. Μάλιστα μερικοί αποτειχισμένοι στράφηκαν με μανία περισσή εναντίον όσων δεν τους ακολουθούν στην επιλογή τους αυτή, ώστε να διερωτάται κανείς αν αντίπαλοί τους είναι οι οικουμενιστές ή όσοι πολεμούν την αίρεση του οικουμενισμού, για τους οποίους εφηύραν πλείστους όσους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Η προτροπή του Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου για αποφυγή των δύο άκρων ισχύει και στις μέρες μας. Αγιασμένοι ασκητές εντός και εκτός του Αγίου Όρους, κληρικοί και Ιεράρχες αλλά και λαϊκοί πιστοί σε κάθε γωνιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα χαράξουν το δρόμο της υπεράσπισης της πίστης. Ας μην σπεύδουν κάποιοι να καταστούν βασιλικότεροι του βασιλέως και παίρνουν βιαστικές αποφάσεις. Όσιοι Γέροντες την περίοδο του ημερολογιακού ζητήματος έλαβαν πληροφορία μέσω της προσευχής για το τι δέον να πράξουν περί της μνημόνευσης ή όχι του Πατριάρχου. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Διότι όσο η αίρεση γιγαντώνεται, όσο ο οικουμενισμός εξαπλώνεται, τόσο και ο θείος φωτισμός θα δίνεται πλουσιοπάροχα στους προσευχομένους καθαρά ώστε να διανοίξουν σωτήριες οδούς και για εμάς του απλούς πιστούς.
Λίγο πριν την αποστολή προς δημοσίευση του παρόντος άρθρου δημοσιοποιήθηκε επιστολή 60 Αγιορειτών προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους με την οποία ζητείται η διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Εάν η Κοινότητα δεν λάβει την απόφαση αυτή, γράφουν οι Αγιορείτες, θα το πράξουμε εμείς άμεσα. Προφανώς θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο θέμα.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 15/7/2016), Θρησκευτικά
След като вече приетите на събора в Крит документи бъдат официално преведени на български език, Св. Синод на БПЦ-БП ще ги разгледа в детайли и ще изрази своята позиция.
Η Σύνοδος της Κρήτης είναι πια παρελθόν και ανήκει στην εκκλησιαστική Ιστορία. Το γεγονός είναι πως δημοσιοποιήθηκε επίσημα το χάσμα, που χωρίζει τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδιαίτερα αυτών της Κωνσταντινουπόλεως και της Μόσχας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων...
Γεγονός είναι επίσης ότι οι Προκαθήμενοι των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι παρόντες και οι απόντες, είναι πλέον με τραυματισμένη την ποιμαντική τους υπευθυνότητα έναντι των άλλων Αρχιερέων, που δεν συμμετέσχον στη Σύνοδο, των μοναχών, των μοναζουσών και του πιστού λαού.
Οι Προκαθήμενοι στη σύσκεψή τους στο Φανάρι, το 2014, πήραν την ευθύνη και όρισαν ότι οι Αρχιερείς, οι οποίοι συμμετέσχον στη Σύνοδο, είχαν το δικαίωμα του λόγου, αλλά εστερούντο του δικαιώματος να ψηφίζουν... Στη Σύνοδο της Κρήτης, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναίος, «αντί της ανέκαθεν κρατούσης αποστολικής και πατροπαραδότου αρχής <εις ανήρ – μία ψήφος> ίσχυσεν η αρχή <μία αυτοκέφαλος Εκκλησία – μία ψήφος>, ό εστί μεθερμηνευόμενον, ότι ψηφίζουν μόνον οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών».
Αυτή η καινοφανής αρχή, πάντα κατά τον Μητροπολίτη Μπάτσκας, είχε τα ακόλουθα επακόλουθα:
1. Η Σύνοδος να μην εμφανισθή ως θεσμός του Ενός και ενιαίου Σώματος της Εκκλησίας, αλλ’ ως κοινοβουλευτικόν, τρόπον τινά, όργανον ανεξαρτήτων και ωλοκληρωμένων Εκκλησιών.
2. Ο σύλλογος των Προκαθημένων ενήργησεν εμπράκτως ως συλλογικός τις πάπας, είτε θέλομεν να αναγνωρίσωμεν τούτο τιμίως, είτε εθελοτυφλούμεν σχετικώς. Και
3. Η Σύνοδος υπεβιβάσθη, εκουσίως ή ακουσίως, εις σύναξιν Προκαθημένων, εχόντων απλώς διευρυμένας συνοδείας, ως προσφυώς ελέχθη».
Επίσης ο Μητροπολίτης κ. Ειρηναίος επισημαίνει ότι η Σύνοδος «αυτοπεριωρίσθη εις ολιγοήμερον δράσιν, αναλασώσασα και τον ολίγον διαθέσιμον χρόνον ως επί το πλείστον εις την ανάλυσιν και μερικήν διόρθωσιν των υποβληθέντων εις αυτήν κειμένων, άνευ ζώσης, αυθορμήτου και ελευθέρας ανταλλαγής απόψεων περί φλεγόντων ζητημάτων της συγχρόνου Ορθοδοξίας». (Σημ. Οι υπογραμμίσεις του γρ.).
Η ευθύνη της υποβαθμίσεως της Συνόδου εις σύναξη των Προκαθημένων με άνευ ψήφου συνοδείες, βαρύνει τους Προκαθημένους, που αποφάσισαν αυτήν την πρωτόγνωρη και αντιπατερική διαδικασία. Ιδιαίτερα βαρύνει τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, που την πρότεινε. Πρόκειται περί σοβαροτάτου ατοπήματος, που δείχνει έλλειψη υπευθυνότητας έναντι της Εκκλησίας. Το άλλο που, κατά τον Μητροπολίτη Μπάτσκας, βαρύνει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είναι το ότι ενώπιον των ετεροδόξων παρατηρητών «απέφυγε να καταθέσει, ως ώφειλε, την δια του κειμένου της σχέσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους μαρτυρία, της εκκλησιολογικής της ταυτότητος και αυτοσυνειδησίας κατά τρόπο ευκρινέστερο, συνεπέστερο και ακριβέστερο».
Ο κ. Ειρηναίος διευκρινίζει ότι το εν λόγω κείμενο, παρά την οξύτατη κριτική που δέχθηκε και τη δυσφορία πολλών, δεν αναθεωρήθηκε εις βάθος και πλάτος, καθώς ήτανε η επιθυμία και η σύσταση των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά δια λόγους, οι οποίοι «σιγή τιμάσθωσαν!» παραπέμφθηκε σχεδόν ανέπαφο κατ’ ουσίαν στη Σύνοδο.
Στην ψήφιση του κειμένου της σχέσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους ο Μητροπολίτης Μπάτσκας και οι άλλοι Μητροπολίτες συνοδοί των Προκαθημένων, που δεν το υπέγραψαν, φέρονται στα Πρακτικά ως υπογράψαντες, λόγω της θετικής ψήφου των Προκαθημένων των... Ακόμη και στο απολυταρχικό Βατικανό και στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο οι συμμετασχόντες σ’ αυτήν είχαν δικαίωμα ψήφου... Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία το Συνοδικό σύστημα είναι η βάση της εκκλησιολογίας Της, δεν επετράπη στους συμμετασχόντας Αρχιερείς να ψηφίσουν...
Και ο Μητροπολίτης Μπάτσκας συνεχίζει για τις επιπτώσεις που είχε το κείμενο των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο:
«Ας μη απατώμεθα ή κρυπτώμεθα: το προβληματικόν τούτο κείμενον είναι η πρώτη και κυρία αιτία της αρνήσεως των τεσσάρων ορθοδόξων Πατριαρχείων να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον , ενώ η Εκκλησία της Σερβίας εδυσκολεύετο μεν και αμφιεταλαντεύετο μέχρι τελευταίας στιγμής όσον αφορά εις την συμμετοχήν της, προσήλθε δε τελικώς δια δύο λόγους: εξ αγάπης προς την μαρτυρικήν Μητέρα Της Εκκλησίαν, την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, και επ’ ελπίδι, ότι τα ασθενούντα και ελλείποντα της προπαρασκευαστικής περιόδου θα θεραπευθούν και θα αναπληρωθούν κατά τας εργασίας της Συνόδου, ότι δηλαδή, πλην των κειμένων, η Σύνοδος θα ασχοληθή και προς τα καίρια σύγχρονα προβλήματα της καθ΄ ημάς Ανατολής, όπως είναι τα σχίσματα, είτε εθνοφυλετικής, είτε <ζηλωτικής> εμπνεύσεως, η ακοινωνησία Εκκλησιών και η αντικανονική συμπεριφορά άλλων Εκκλησιών, το αυτοκέφαλον, το οποίον κατήντησε να είναι πονοκέφαλον της Εκκλησίας και άλλα τινά. Πλην όμως ουδέν τοιούτον έλαβε χώραν...»
Και επιλέγει εις το 11σέλιδο κείμενό του ο Μητροπολίτης Μπάτσκας:
« Φοβούμαι, ότι θα μνημονεύηται εν τη μελλοντική ιστορία της Εκκλησίας ως η Σύνοδος της Κρήτης, (δηλαδή) ως περιφερειακή Σύνοδος των μετασχουσών εν αυτή Εκκλησιών, άνευ σημαντικωτέρας ακτινοβολίας και επιδράσεως...». Επειδή η συνολική ευθύνη της κατάληξης της Συνόδου βαρύνει σχεδόν αποκλειστικά τον κ. Βαρθολομαίο ερώτησα Μητροπολίτη, που γνωρίζει καλά τον ίδιο και γενικότερα το Φανάρι, αν μπορεί να περάσει η σκέψη από τον 76χρονο Οικουμενικό Πατριάρχη να παραιτηθεί του θρόνου του και να μεταβεί στο Άγιον Όρος, όπως πολλοί προκάτοχοί του, για να περάσει εκεί εν ταπεινώσει και μετανοία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του... Η απάντησή του ήταν ένα αυθόρμητο, τρανταχτό γέλιο...
Σημειώνεται ότι η οικουμενιστική πολιτική του κ. Βαρθολομαίου, όπως φάνηκε στην Κρήτη και προκάλεσε την απουσία των τεσσάρων τοπικών Εκκλησιών, ξεκίνησε στο Φανάρι πριν από πενήντα χρόνια. Τότε ρίχτηκε ο σπόρος του οικουμενισμού από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Τη χρονιά αυτή συνήλθε, με πρωτοβουλία του, στο Βελιγράδι Πανορθόδοξο Συνέδριο, το οποίο αποφάσισε την έναρξη διαλόγου με τους Αγγλικανούς και τους Παλαιοκαθολικούς. Τότε το περιοδικό της Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους διηρωτάτο: «Προς τί ο Διάλογος; Τί θα διαλεχθώμεν;...Αυτοί θέλουν τον διάλογον δια να τους αναγνωρίσωμεν ως εκκλησίαν...Δυστυχώς αι κινήσεις αύται (Σημ. γρ. Του Φαναρίου) ως βλέπομεν δεν έχουσι την άδολην επιστροφήν αυτών εις την Ορθοδοξίαν αλλά την υποταγήν εις αυτούς». («Ο Όσιος Γρηγόριος», διμηνιαίον περιοδικόν της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1966, τ. 16, σελ. 554-555).
Τότε, το 1966, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εβεβαίωσε ότι «τα πάντα ευρίσκονται εν πορεία προς μίαν ηνωμένην και ενιαίαν Χριστιανωσύνην...» (αυτ. σελ 555). Ο εξ Αμερικής αείμνηστος Πατριάρχης ξεκίνησε τον οικουμενισμό και την παγκοσμιοποίηση πριν αυτή καταστεί παγκόσμιο ιδεολογικό κίνημα... Τότε, το 1966, ετέθη από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα με τους ετεροδόξους, κατά παράβαση των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων. Τότε, το 1966, ο Μητροπολίτης Λένιγκραντ Νικόδημος, κατά την επίσκεψή του στη Μονή Γρηγορίου, σημείωσε για την δεσμία στο άθεο και ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς Εκκλησία της Ρωσίας, ότι «παραμένει πιστή στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και προς τας παραδόσεις των Αγίων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας». Και πρόσθεσε: «Θα φυλάξωμεν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας την Ορθοδοξίαν και τας παραδόσεις μέχρι τέλους» (αυτ. σελ. 535). Σημειώνεται ότι το Φανάρι επιχείρησε πάλι, στη Σύνοδο της Κρήτης, να φέρει το θέμα αλλαγής του ημερολογίου και του κοινού εορτασμού του Πάσχα, αλλά απέσυρε την πρόταση του, λόγω της αντίδρασης των περισσοτέρων τοπικών Εκκλησιών....
Πανορθόδοξο Συνέδριο συνεκλήθη για το ημερολόγιο και την κοινή εορτή του Πάσχα και πολύ πριν, το 1923, στην Κωνσταντινούπολη. Τότε απέσχον τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, που δεν βρίσκονταν σε κοινωνία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος για την αλλαγή του ημερολογίου ζήτησε να συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος, κάτι που δεν συνέβη... Τελικά επεβλήθη μια μέση κατάσταση σε ορισμένες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες Κύπρου και Ελλάδος: Διορθώθηκε το Ιουλιανό ημερολόγιο, με βάση τις απόψεις της επιστήμης και μετακινήθηκαν οι σταθερής ημερομηνίας εορτές κατά 13 ημέρες, αλλά το Πασχάλιο και οι εξαρτώμενες από Αυτό κινητές εορτές εξακολούθησαν να ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο και τους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων που το διέπουν... Το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο τηρούν και σήμερα τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας και Γεωργίας και όλες οι Μονές του Αγίου Όρους.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...