Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
› Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας:
› Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε:
› Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη.
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας. Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά:
› Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες», Μέγας Συναξαριστής)
Ο βίος καί η πολιτεία του μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Πρώτον. Τό θαύμα δέν γεννά τήν πίστη, αλλά η πίστη τό θαύμα. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες κάποιο θαύμα έγινε αιτία νά πιστέψουν στόν αληθινό Θεό καλοπροαίρετοι άνθρωποι, αλλά τό γεγονός αυτό αποτελεί εξαίρεση. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, κάθε κανόνας έχει καί τίς εξαιρέσεις του, οι οποίες μάλιστα τόν επιβεβαιώνουν. Οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι αργά ή γρήγορα, μέ τόν έναν ή τόν άλλον τρόπο, ακόμα καί χωρίς τό θαύμα, θά βρούν τόν δρόμο τους. Δηλαδή, ο Θεός θά οικονομήση τά γεγονότα τής ζωής τους μέ τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε νά Τόν γνωρίσουν καί νά αποκτήσουν προσωπική κοινωνία μαζί Του.
Όποιος δέν είναι καλοπροαίρετος, δέν πρόκειται νά πιστέψη, έστω καί άν μπροστά στά μάτια του αναστηθή νεκρός. Ζωντανό παράδειγμα ο έπαρχος Αρριανός, καθώς επίσης οι γραμματείς καί φαρισαίοι τής εποχής τού Χριστού, όπως καί πολλοί άλλοι. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή «τού πλουσίου καί τού Λαζάρου», όπου εκεί ο πατριάρχης Αβραάμ, στόν κόλπο τού οποίου αναπαυόταν ο πτωχός Λάζαρος, άκουσε τόν πλούσιο νά τού ζητά νά κάνη θαύμα καί μάλιστα νεκρανάσταση. Δηλαδή, ο πλούσιος ήθελε νά αναστηθή ο Λάζαρος, γιά νά πιστέψουν οι αδελφοί του καί νά μετανοήσουν, ούτως ώστε νά μή πάνε καί αυτοί μετά τόν θάνατό τους, όπως εκείνος, στόν τόπο τής βασάνου. Ο Αβραάμ, δηλαδή, ο Θεός, τού απάντησε λέγοντάς του τόν γνωστόν λόγο: «ει Μωϋσέως καί τών προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται».
Έπειτα, γιά νά πιστέψη κανείς στόν Χριστό θά πρέπει νά τό λέγη η καρδιά του, δηλαδή νά είναι αληθινό παλληκάρι. Επειδή στήν συνέχεια θά πρέπει νά απαρνηθή τόν παλαιό εαυτό του, μέ τά πάθη καί τίς αμαρτωλές επιθυμίες του, καί νά ενδυθή τόν νέον «κατ’ εικόνα τού κτίσαντος αυτόν», καί γιά τόν αγώνα αυτόν απαιτείται πνευματική ανδρεία καί λεβεντιά.
Δεύτερον. Η συνείδηση τού ανθρώπου πού δέν μετανοεί γιά τίς αμαρτίες του, μέ τόν καιρό αμβλύνεται καί δέν τόν ελέγχει. Ο άγιος Ιωάννης τής «Κλίμακος» λέγει ότι:
«... όταν η συνείδηση παύση νά μάς ελέγχη γιά τίς αμαρτίες άς προσέξουμε μήπως αυτό δέν οφείλεται στήν καθαρότητα, αλλά στήν κόπωση καί άμβλυνση αυτής, τής συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.»
Τό χειρότερο δέ είναι ότι εκείνος πού ευρίσκεται σέ αυτήν τήν κατάσταση αισθάνεται καί πιστεύει ότι όλα όσα κάνει είναι σωστά. Καί γιά νά συνέλθη από αυτήν τήν κατάσταση, τής πνευματικής αναισθησίας, χρειάζεται, ίσως, νά γίνη κάποιος ισχυρός σεισμός μέσα του, προκειμένου νά γκρεμισθούν τά είδωλα, τά οποία κατασκεύασε καί λατρεύει, καί πρώτα απ' όλα τό είδωλο τού εαυτού του. Η συνείδηση, κατά τόν άγιο Ιωάννη τής «Κλίμακος», είναι:
«... ο λόγος καί ο έλεγχος τού φύλακά μας Αγγέλου, ο οποίος μάς δόθηκε στό Βάπτισμα καί γι’ αυτόν τόν λόγο βλέπουμε ότι οι αβάπτιστοι δέν αισθάνονται έντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, αλλά πολύ ελαφρές.»
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας κάθε πιστός έχει τόν φύλακα Άγγελό του, ο οποίος τού δόθηκε από τόν Θεό κατά τήν βάπτισή του γιά νά τόν συνοδεύη καί νά τόν προστατεύη. Καί όταν πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, ο φύλακας Άγγελός του χαίρεται, ενώ, όταν αμαρτάνη, τόν ελέγχει από αγάπη, γιά νά τόν οδηγήση στήν μετάνοια. Επειδή μέ τήν μετάνοια καθαρίζεται από τήν αμαρτία καί λαμβάνει εκ νέου τήν Χάρη τού Θεού τήν οποία απώλεσε, αλλά καί επανέρχεται στήν οδό από τήν οποία ξεστράτισε, αφού η αμαρτία δέν είναι απλώς παράβαση, μέ τήν νομική έννοια τού όρου, κάποιας εντολής, αλλά κυρίως η απομάκρυνση από τόν Χριστό καί η απώλεια τής αιωνίου θείας ζωής.
Η αγαθή συνείδηση συνδέεται μέ τήν καθαρότητα τής καρδιάς τού ανθρώπου καί τήν ενοίκηση τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού μέσα στήν ύπαρξή του. Επομένως, τό μεγαλύτερο θαύμα, τό οποίο θά πρέπει νά ευχόμαστε νά συμβή στήν ζωή μας, είναι η αληθινή μετάνοια.
(Πηγή: «Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ιερομάρτυς Παφνούτιος Ο Ιεροσολυμίτης 19 Απριλίου», Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα, Εκκλησιαστική Παρέμβαση)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῶ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῶ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξε σὲ ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον ἐξ ὧν καὶ ἠμὶν Παράσχου, ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναόν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων, οἰκτιρμῶν ποταμούς.
Μεγαλυνάριον
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ποιός θα ακούσει χωρίς να δακρύσει και να συγκινηθεί το ένδοξο και κατανυκτικό μαρτύριο του Οσιομάρτυρα και Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου, με το οποίο δοξάσθηκε ο Θεός, η Ορθοδοξία και το Γένος μας, ιδιαίτερα δε η Σεβασμία Μονή μας (σημ. Ι.Μ. Εσφιγμένου), η οποία τον προετοίμασε γιά τον δοξασμένο θρίαμβο;
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ 1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.
Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».
Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.
Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Το Μεγάλο Σάββατο του έτους 1579 μ.Χ., οι Αρμένιοι δωροδόκησαν τους Τούρκους που κατείχαν τα Ιεροσόλυμα και το Μεγάλο Σάββατο εισήλθε στον Πανάγιο Τάφο ο δικός τους Πατριάρχης να πάρει το Άγιο Φώς. Οι Τούρκοι κυβερνήτες απαγόρευσαν στον Έλληνα πατριάρχη και στους ορθοδόξους πιστούς να εισέλθουν στον Ναό της Αναστάσεως για την καθιερωμένη τελετή του Αγίου Φωτός.
Τα συγγράμματα που αναφέρονται στο γεγονός δεν προσδιορίζουν το ακριβές έτος. Αναφέρουν, όμως, ότι την περίοδο εκείνη πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Σωφρόνιος, ενώ πατριάρχες Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ήταν αντιστοίχως ο Ιερεμίας, ο Σιλβέστρος και ο Ιωακείμ. Tέλος, σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ο Μουράτ Γ΄[2]. Αν ανατρέξουμε στους επίσημους καταλόγους (ή στις ιστοσελίδες) των τεσσάρων αυτών Πατριαρχείων, διαπιστώνουμε πως οι τέσσερις ελληνορθόδοξοι πατριάρχες πράγματι διετέλεσαν τα καθήκοντά τους στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα· και αν εξετάσουμε την ακριβή περίοδο πατριαρχίας του καθενός, και την αντίστοιχη περίοδο βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Γ΄, προκύπτει ότι το μοναδικό έτος που συνέπεσε η διοίκηση των πέντε αντρών είναι το 1579[1].
Έτσι, οι Ορθόδοξοι με τον Πατριάρχη ήλθαν και έμειναν έξω από το Ναό της Αναστάσεως, στην Αγία Αυλή. Η λύπη τους ήταν μεγάλη, γι᾽ αυτό προσεύχονταν στον Κύριο με πολύ πόνο. Εν τω μεταξύ, εντός του Ναού ο Πατριάρχης των Αρμενίων και οι Αρμένιοι επίσης προσεύχονταν και παρακαλούσαν τον Κύριο να λάβουν το Άγιο Φως, αλλά τούτο δεν εμφανιζόταν. Το πλήθος των πιστών παρέμεινε στο προαύλιο του ναού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά ακόμη και μετά τη δύση του ηλίου.
Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄, που διήνυε το πρώτο έτος της πατριαρχίας του, στεκόταν προσευχόμενος στο αριστερό μέρος της πύλης του ναού, πλησίον ενός κίονα. Και ξαφνικά, ενώ είχε ήδη πέσει η νύχτα, ο κίονας διερράγη και το Άγιο Φως ξεπήδησε από το εσωτερικό του. Ο πατριάρχης άναψε αμέσως τη λαμπάδα του και μεταλαμπάδευσε το Άγιο Φως στους πιστούς. Μέσα σε λίγα λεπτά, η ιερή φλόγα εξαπλώθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους και το προαύλιο του ναού φωτίστηκε. Οι έκπληκτοι Τούρκοι φρουροί άνοιξαν τότε τις πύλες του ναού και ο πατριάρχης, μαζί με το πλήθος των ορθοδόξων, κατευθύνθηκαν πανηγυρικά προς τον Πανάγιο Τάφο.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας καταγράφονται σε όλα τα αποκαλούμενα Προσκυνητάρια Ιεροσολύμων, που είναι οδηγοί για τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Το αρχαιότερο απ’ αυτά τα Προσκυνητάρια, στο οποίο αναφέρεται η διάρρηξη του κίονα, περιέχεται σε ένα πολύτιμο χειρόγραφο που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Μονάχου. Πρόκειται για τον κώδικα Monacensis Graec. 346[3], ο οποίος περιέχει το Προσκυνητάριο του ιερομόναχου Ανανία. Το χειρόγραφο, γραμμένο από τον Κρητικό ιερομόναχο Ακάκιο το 1634, είναι αντίγραφο του αρχικού έργου του ιερομόναχου Ανανία το οποίο εγράφη το 1608, δηλαδή 29 έτη μετά το θαύμα που περιγράφει. Αυτό σημαίνει πως ο Ανανίας είχε τη δυνατότητα να συλλέξει στοιχεία για το θαύμα από ανθρώπους που βίωσαν τα γεγονότα.
Το χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης του Μονάχου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1890 από τον Παπαδόπουλο-Κεραμέα στην Αγία Πετρούπολη[5], με ταυτόχρονη ρωσική μετάφραση. Σύμφωνα με την καταγραφή του Κρητικού Ακάκιου, ο ιερομόναχος Ανανίας διηγείται με ανορθόγραφο τρόπο τα εξής:
«Έξω δε της Αγίας Πόρτας, πλησίον εις το δυτικόν μέρος, είναι γ΄ κολόναις μαρμαρέναις, και από την μεσινήν κολόναν, λέγουν, ότι ευγήκεν το Άγιον Φως τον παλαιόν καιρόν. Και είναι σχισμένη καμπόσον και φαίνεται έως την σήμερον. Και αυτό το θαύμα το έδειξεν ο θεός τοιουτοτρόπως, επειδή λέγουν, ότι εις τον καιρόν εκείνον δεν άφησαν, εκείνοι οπού όριζαν τον πατριάρχην, να σέβουν [εισέλθουν] μέσα να κάμουν την εορτήν της Λαμπράς, κατά την συνήθειαν. Ο δε πατριάρχης εστάθη έξω με τον λαόν εις την αυλήν Μεγάλω Σαββάτω βραδί λυπημένοι. Και εκρατούσαν και τα κηρία εις τα χέρια τους. Και ο πατριάρχης έστεκε πλησίον εις τον θρόνον της αγίας Ελένης, εις μίαν κολόναν κοντά. Και τότε λέγουν ότι ευγήκε το Άγιον Φως απ’ εκείνην την κολόναν οπού είπαμεν πως είναι σχισμένη καμπόσον, και υπήγε απάνω εις την κολόνα οπού έστεκεν ο πατριάρχης πλησίον. Και τότε άναψε τα κηρία οπού εκράτει ο πατριάρχης και απεκήνα άναψε και ο λαός από τας χείρας του πατριάρχου κατά την συνήθειαν. Τότε λέγει όταν ίδαν αυτό το θαύμα εκείνοι οπού όριζαν, άνοιξαν την αγίαν πόρταν και εσέβηκεν [εισήλθε] ο πατριάρχης με τον λαόν και έκαμαν την εορτήν, κατά το έθος.»
Η ίδια διήγηση, με κάποιες επιπλέον πληροφορίες, περιλαμβάνεται σε πολλά Προσκυνητάρια της Ιερουσαλήμ που εκδόθηκαν τους επόμενους αιώνες. Η αρχαιότερη έκδοση αυτών των προσκυνηματικών οδηγών συναντάται στη Βιέννη, το 1749, με τίτλο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, γραμμένη από τον αρχιμανδρίτη και φύλακα του αγίου Τάφου, Συμεών. Στο έργο επιβεβαιώνεται ότι το σχίσιμο και η ανάφλεξη του κίονα έλαβαν χώρα την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Γράφει ο αρχιμανδρίτης Συμεών:
«Τότε ο πατριάρχης εστάθη έξω εις την αυλήν της εκκλησίας, τω αγίω και μεγάλω σαββάτω, με τον λαόν προς εσπέραν, μετά μεγάλης λύπης δεόμενοι του Κυρίου ολοψύχως. Και ο πατριάρχης ανέβη εις τον θρόνον της Αγίας Ελένης πλησίον μιας κωλώνας, προσευχομένου δε του πατριάρχου μετά του λαού. Ω της φιλανθρωπίας σου Δέσποτα, εσχίσθη μία κωλώνα και ευγήκε το Άγιο φως έξω, και έδραμεν ο πατριάρχης και άναψε τα κηρία οπού εβάσταζεν εις τας χείρας του, και από τας χείρας αυτού άναψε τα κηρία ο λαός εις αγιασμόν αυτού.» (Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 19)
Η έκδοση της Βιέννης αναφέρει και ένα ακόμη γεγονός, που σχετίζεται με έναν Άραβα εμίρη, ονόματι Τουνόμ, ο οποίος την ώρα του θαύματος βρισκόταν στην αυλή του Ναού. Όταν αντίκρισε την ανάφλεξη του κίονα συνειδητοποίησε την αυθεντικότητα του θαύματος και ομολόγησε στους ομοθρήσκους του τη δύναμη του Ιησού Χριστού. Αφού διαπληκτίστηκε μαζί τους, η ομολογία του αυτή στάθηκε αιτία να διαταχθεί η εκτέλεσή του και εν συνεχεία να παραδοθεί το σώμα του στην πυρά.
Σχετικά με τον Άραβα εμίρη, στην έκδοση της Βιέννης αναφέρονται τα εξής:
«Είναι και τινά καρφία καρφωμένα εις την γην, έμπροσθεν εις το κατόφλοιον της αγίας πόρτας από τον καιρόν εκείνον εις την μνήμην του γενομένου θαύματος, τα οποία λέγουν να έμπιξεν ένας εμίρις, όστις βλέπωντας εκείνο το εξαίσιον θαύμα επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν, και φωνάζωντας μία είναι η πίστις των χριστιανών, και έμπιξε τα καρφία εκείνα ένα προς ένα εις την πέτραν, ωσάν εις κηρί μαλακόν, και ούτος εμαρτύρησεν υπό πυρός κατακαείς.» (Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 20)
Το περιστατικό με τα καρφιά αναφέρεται εν συντομία και στο χειρόγραφο του Μονάχου, ως εξής:
«Ευρίσκονται δε κάποια καρφία εμπηγμένα κάτω εις την γην έμπροσθα εις την αγίαν πόρταν. Λέγουσιν ότι τα έμπηξαν απ’ εκείνον τον καιρόν.» (φ. 87α)
Σήμερα ο Άραβας Χότζας Εμίρης Τούνομ είναι αγιοκαταταγμένος μάρτυρας της Ορθοδοξίας, η μνήμη του γιορτάζεται στις 18 Απριλίου, και τα λείψανά του βρίσκονται στη μονή της Μεγάλης Παναγίας των Ιεροσολύμων.
Παραπομπές:
[1] Στο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης (σ. 49) που εκδόθηκε το 1787 στη Βιέννη, από τον Χρύσανθο Προύσσης, αναφέρεται ότι το γεγονός έγινε: «εις τον καιρόν του μακαριοτάτου αοιδήμου κυρίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Ιερεμίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Σιλβέστρου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, και Ιωακείμ Αντιοχείας, επί της βασιλείας του Σουλτάν Μουράτ».
[2] Ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ Γ΄ (Sultan Mourad Khan ΙΙΙ) κυβέρνησε την περίοδο 1574-1595, ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄ πατριαρχεύει την περίοδο 1579-1608, ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄ την περίοδο 1572-1579, ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος την περίοδο 1569-1590 και ο Αντιοχείας Ιωακείμ Δ΄ την περίοδο 1553-1592. Το μοναδικό κοινό έτος είναι το 1579. 3. G. Zuallardo, Il devotissimo viaggio, Ρώμη 1587, σ. 204.
[3] Το χειρόγραφο καταλαμβάνει τον αριθμό 346 στον κατάλογο του Ignaz Hardt, Catalogus codicum manuscriptorum graecorum bibliothecae regiae Bavaricae, τ. 3, Μόναχο 1812, σ. 547-48.
[4] Προσκυνητάριον της Ιερουσαλήμ και των λοιπών αγίων τόπων, 1608-1634, επιμ. Α. Παπαδόπουλος–Κεραμεύς, σ. 17.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ληστὴν μνήσθητί μου Χριστε, κραυγάσαντα τὴν ἐνδεκάτην τὴν ὥραν, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ προσχωρήσαντα, Εμίρην Τούνομ ἄσμασι Μάρτυρα ὥσπερ ἱερὸν ἐν τῇ ὥρα τῆς ἀφῆς τῶν λαμπάδων τῶν Ορθοδόξων ὑπὸ Φωτὸς τοῦ Ἁγίου στεῤῥῶς, ἀθλήσαντα τιμῶμεν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν θεασάμενον ὡς πῦρ τὸ Φῶς τὸ ἅγιον, ἐπ’ ὀρθοδόξους καταβαῖνον ξένως μέλψωμεν, ἐκ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως πύλης στύλου, καὶ καλῶς ἀλλοιωθέντα ὥσπερ κήρυκα, τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνδεκάτης ὥρας Μάρτυρα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Τούνομ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθομολογήσας, ὅτε εἶδες τὸ θεῖον Φῶς, Τούνομ καλλιμάρτυς, λαμπάδα Ὀρθοδόξων, ἀνάπτων καὶ Μαρτύρων, στέφος δεξάμενος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής:
«Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως.»
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων «Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες
Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου.
Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας
Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην Ακολουθία…
Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως (και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής:
«Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας (Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων).»
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…
… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…
Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: «Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ».
Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης:
«... ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν.»
Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» (από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους
Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας.»
Ηυδόκησεν ο Κύριος
Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος:
› Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων.
Ο Κύριλλος απάντησε:
› Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε:
› Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου.
Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821.
Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις.»
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
* * * * * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
Εξεδόθη σύντομη βιογραφία του Αγίου όπου δημοσιεύονται και αυθεντικές μαρτυρίες αυτοπτών για τα πολλά θαύματα πού έχει επιτελέσει ο Άγιος. Τμήμα των τιμιωτάτων λειψάνων του Ιερομάρτυρος ανευρέθη στην Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου του Αγίου Όρους -σήμερα δε φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου› υπάρχει εκεί μια μικρή ασημένια λειψανοθήκη με ένα μικρό τεμάχιο Αγίου Λειψάνου και παλαιό χειρόγραφο πού αναφέρει ότι ο Άγιος Κύριλλος εμαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1821.
Στις 26 Ιουνίου 1988 θεμελιώθηκε παρεκκλήσιο του Αγίου με δαπάνες της κας Λίνας Καλλά-Χατζή εις μνήμην του συζύγου και των γονέων της. Ο τάφος του Αγίου ανοίχθηκε στις 11 Μαΐου 1989, οπότε μυρόβλησε όλο το Πύθιο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού. Τέλος στις 8 Ιουλίου 1993 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέταξε τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα Κύριλλο Στ΄ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΡΕΩ › ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» Τάσου Λιγνάδη, Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – 6, Φεβρουάριος 1996, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247, Διακόνημα)
Ο Άγιος στη Γερμανία (1998)
Με λένε Βασιλική και μένω στη Γερμανία. Εγέννησα πριν από ένα χρόνο ένα κοριτσάκι το βάπτισα και το είπα Μαρίνα, ένα υγιέστατο παιδάκι ήταν, ξαφνικά όμως όταν έγινε οκτώ μηνών έμεινε παράλυτο. Δεν κουνούσε ούτε χέρια ούτε πόδια και το έπιαναν σπασμοί. Το πήγα στο νοσοκομείο δεν μπορούσαν να βρούν οι γιατροί από που έπαθε αυτή την ανίατη αρρώστεια, εγώ δεν έπαψα να καίω το καντηλάκι του Αγίου Κυρίλλου και στο κομοδίνο του παιδιού μου είχα την εικόνα του Αγίου και τον παρακαλούσα μέρα και νύχτα για το παιδί μου. Μετά από 7 μήνες παίρνω την εικόνα του Αγίου και τη βάζω επάνω του, αμέσως αυτή την στιγμή άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, οί γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και με ρωτούσαν ποιός Άγιος ειναι και πώς τον λένε και τους είπα ολόκληρη την ιστορία με τον Άγιο Κύριλλο και το θαύμα. Δοξάζω το Θεό όπου η χάρις του Αγίου έκανε καλά το παιδί μου. Είθε η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ να σκεπάζει όλο τον κόσμο!
Ο Αγιος στο Βέλγιο (18-3-98)
Ονομάζομαι Ελένη Καραφυλλάκη και ο σύζυγος Μιχάλης. Πατρίδα μας είναι το ακριτικό χωριό του Έβρου, η πατρίδα του Μεγάλου μας Αγίου Κυρίλλου, το Πύθιο. Εμείς όμως μένουμε έδω και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στο Βέλγιο. Ο σύζυγος μου ασθένησε πολύ βαριά και έπρεπε να κάνει 3 εγχειρήσεις. Ηταν πολύ σοβαρές, και αφορούσαν το συκώτι, τον πνεύμονα και το νεφρό του. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς έδω στο Βέλγιο οι οποίοι μας παρουσίασαν τα πράγματα πολύ δύσκολα αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία. Μια μέρα όπως γυρίσαμε στο σπίτι μετά το γιατρό άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη και απελπισμένη όπως ήμουν βγάζω από το συρτάρι μου το βιβλιαράκι με το βίο του Αγίου, το αγκαλιάζω και φωνάζω με πίστη:
› Άγιε μου, σώσε τον άνδρα μου.
Το βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, με τον Άγιο Κύριλλο (τον αναγνώρισα από την άγια εικόνα του στο βιβλίο) και μου λέει:
› Ελένη παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, ο Άγιος διάβασε τον άνδρα σου και δεν έχει τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και περάσαμε άπό τον ακτινολόγο ο οποίος κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες μας είπε:
› Οί άκτινογραφίες είναι πεντακάθαρες. Ή έγινε μεγάλο θαύμα ή λάθος διάγνωση είχαμε κάνει!
Μεγάλη η χάρη του Αγίου. Πάντοτε θα τον επικαλούμαστε εγώ και η οικογένειά μου με πίστη.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Διακόνημα)
Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998
Ονομάζομαι Γιαννούλα Παπαδούλη και είμαι κάτοικος του χωρίου Ποιμενικόν Νέας Ορεστιάδος. Πριν ένα χρόνο είχα πάρει την εικόνα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ και στην προσευχή μου παρακαλούσα τον Άγιο να με αξιώσει να πάω στο Πύθιο να προσκυνήσω στην εκκλησία και στον τάφο του. Φέτος την Κυριακή του Θωμά που ήταν η μνήμη του πήγαμε με’ την αδελφή μου Αθηνά και το γαμπρό μου Στρατή στην Εκκλησία του.
Εκεί προσκυνήσαμε την εικόνα Του και είδαμε και οι τρεις μας μερικά γράμματα στο μέτωπο Του. Τα διαβάσαμε αλλά τα ξεχάσαμε αμέσως. Μόνο το γράμμα Α θυμόμαστε όλοι. Δε μπορέσαμε να δώσουμε καμία εξήγηση. Κατάπληκτοι πήραμε λίγο λαδάκι από το καντηλάκι που καίγεται μπροστά στην εικόνα του για να σταυρώσουμε τον ετοιμοθάνατο πατέρα μας που υπέφερε από καρκίνο. Δυστυχώς όλο το αίμα του είχε αλλοιωθεί και οι γιατροί από το Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, μας είπαν ότι δεν έχει νόημα να κάθεται μέσα και να τον πάρουμε στο σπίτι για να πεθάνει ήσυχος.
Μόλις τον σταυρώσαμε άνοιξε τα μάτια του, ζήτησε να φάει και υστέρα κοιμήθηκε ήρεμα. Το πρωί ξύπνησε και αισθανόταν εντελώς καλά σαν να μην είχε υποστεί καμία ταλαιπωρία. Δοξάζουμε το Θεό και το θαυματουργό του Άγιο, τον Άγιο Κύριλλο τον ΣΤ’ πού είναι προστάτης μας! Κάθε χρόνο θα τον προσκυνούμε με πίστη την ημέρα της μνήμης του.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998» Διακόνημα)
Απολυτίκιον Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης. Βυζαντίου τον θρόνον αρεταίς κατεκόσμησας, Ανδριανουπόλεως θρέμμα, Ιερότατε Κύριλλε· ζηλώσας, γαρ τας τρίβους αθλητών δεινώς αγχόνη ηωρήθης απηνώς και Πυθίου ανεδείχθης πανσθενουργός προστάτης· όθεν κράζομεν· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε κραταιώσαντι, δόξα τω νεοάθλων κοινωνόν σε αναδείξαντι.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ΄.
Τη Υπερμάχω. Τον Πατριάρχην τον φιλόθεον και άριστον οφθέντα πάσιν αθλητήν εγκωμιάσωμεν, Βυζαντίου τον κοσμήτορα και ποιμένα αληθή του εν πικρά δουλεία στένοντος ορθοδόξων δήμου, θείοις μελωδήμασιν ανακράζοντες· Χαίροις, πάντιμε Κύριλλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ο προθύμως αποκτανθείς ως ποιμήν, θεόφρον, Εκκλησίας Χριστού καλός, Κύριλλε τρισμάκαρ, υπέρ του σου ποιμνίου Αγαρηνών προτάσσων την ιταμότητα.
Σε όλες τις εποχές η Εκκλησία μας, που κατά τον Απόστολο Παύλο και τους Πατέρες είναι «Σώμα Χριστού» και «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», καλούσε και καλεί τους ανθρώπους να ενταχθούν στο Σώμα της και τις κοινωνίες να γίνουν Εκκλησία, «Σώμα Χριστού». Καλούσε δηλαδή τους ανθρώπους να γίνουν «μιμηταί Χριστού» κατά το Παύλειο «μιμηταί μου γίνεσθαι καθώς καγώ Χριστού», προβάλλοντας με άλλα λόγια ως πρότυπο ανθρώπου τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και κατ’ επέκταση τους θεούμενους «μιμητάς Χριστού», τους Αγίους μας.
Από την πλευρά τους οι πιστοί, οι φιλόχριστοι ευσεβείς χριστιανοί, ακολουθώντας τις προτροπές της, όχι ιδεαλιστικά και μηχανικά ή από φόβο αλλά από πίστη πραγματική (και για τους χριστιανούς το «πιστεύειν» είναι τρόπος ζωής), προσπαθούσαν και προσπαθούν να φανούν αντάξιοι της κλίσεως αυτής. Να αγιάσουν. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας.
Δυσκολίες και εμπόδια πάρα πολλά. Βλέπετε «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής». Όμως με υπομονή και επιμονή, ταπείνωση, γενναιότητα και αδούλωτο φρόνημα απέναντι στους παντοειδείς πειρασμούς, πολλοί τα κατάφεραν και τα καταφέρνουν να επιτύχουν τον στόχο, τον αγιασμό. Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει στην ιστορική της πορεία αναρίθμητα πρότυπα αγωνιστών ηρώων, μορφές αγίων, που λειτουργούν στηρικτικά και εμπνέουν αγωνιστικά τους χριστιανούς.
Μια τέτοια μορφή, ένας τέτοιος άγιος είναι και ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, ο «αθλοφόρος νέος», όπως τον αποκαλεί ο υμνογράφος του (Κοντάκιο):
«Αθλοφόρον νέον σε ἡ Ἐκκλησία, κτησαμένη ἅπασαν τοῦ διαβόλου τὴν ἰσχύν, καταβαλοῦσα γεραίρει σε, ἀξιοχρέως τιμῶσα τὴν μνήμην σου.»
Καταγόταν από το χωριό Τέροβο, γεννημένος στις αρχές του 16ου αιώνος (1500). Οι γονείς του φιλόθεοι και ευσεβείς. Όταν τους έχασε, νέος στην ηλικία, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκεί την τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του, αυτή του ράπτη, για να ζήσει. Αλλά τον εφθόνησαν οι εκ των γειτόνων του αλλόφυλλοι ομότεχνοι που τον ζήλευαν και τον συκοφαντούσαν. Αυτός δε, τους αντιμετώπιζε με παρρησία. Πηγαίνει σε πνευματικό να εξομολογηθεί και να του δηλώσει ότι είναι έτοιμος και πρόθυμος να μαρτυρήσει. Ήταν ήδη Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1526. Ο πνευματικός του προσπαθεί να τον αποτρέψει, αλλά ο Ιωάννης επιμένει, λέγοντάς του ότι είδε όραμα πως χόρευε εν μέσω πυρός όπως οι Τρεις παίδες εν καμίνω και είναι βέβαιος ότι θα τον στηρίξει ο Θεός.
Επιστρέφοντας στην εργασία του οι μισούντες αυτόν αρχίζουν να το προπηλακίζουν λέγοντας δήθεν πως όταν ήταν κάποτε στα Τρίκαλα είχε αλλαξοπιστήσει και τώρα ξαναέγινε χριστιανός. Ο Άγιος Ιωάννης τα αρνείται όλα αυτά, δηλώνοντας πως ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Εγώ, λέγει, «εν αυτώ τω Χριστώ και ζω και ζήσομαι και συν αυτώ και υπέρ αυτού ευγνωμόνως τεθνήξομαι». Τον διώκουν, τον χτυπούν αλλά εκείνος προσεύχεται:
«Ενίσχυσόν με μόνε Δυνατέ. δός μοι δύναμιν, δός μοι κραταίωσιν και χείρα μοι βοηθείας εξ αγίου σου κατοικητηρίου κατάπεμψον.»
Τους δε συκοφάντες του αποστομώνει με θάρρος και εκείνοι συνεχίζουν να τον βασανίζουν, τον φυλακίζουν. Και ο Άγιος προσεύχεται.
Γράφει ο συναξαριστής:
«... ο δε εις ουρανόν και νουν ανατείνας και όμμα, Χριστός Ανέστη και τα λοιπά της ωδής επέψαλλε κείμενος.»
Τον καταδικάζουν στον δια πυρός θάνατον, όμως δήθεν φιλανθρώπως φερόμενοι απέναντί του για να μη καεί οδυνηρώς, τον αποτραβούν εκ της πυράς και τον αποκεφαλίζουν. Το σώμα του έπεσε και κάηκε στην πυρά, όσα δε λείψανα απέμειναν μαζί με την σεπτή κεφαλή του, ευλαβείς χριστιανοί τα περισυνέλεξαν. Ήταν Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος του 1526, η μνήμη του δε τιμάται την 18 Απριλίου.
Ο φιλόχριστος λαός, αγαπώντας και νοιώθοντας τα πρότυπα ζωής σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Νεομάρτυρα πολύ κοντινά του, με το αδιάψευστο χριστιανικό και εκκλησιαστικό –βιωματικό του αισθητήριο, προσπαθεί να τον εντάξει και στην προσωπική του ζωή τιμώντας τον
Κάνει τη ζωή του, τον αγώνα του, το μαρτύριό του τραγούδι, ύμνο (Δοξαστικό Εσπερινού):
«Τὸν γενναῖον Ἀθλητήν τιμήσωμεν, Ἰωάννην τὸν ἀοίδιμον. οὗτος γὰρ ἡδρασμένος ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ἀληθείας, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ταῖς ἀλλεπαλλήλοις προσβολαῖς τῶν βασάνων, ἀκλόνητος ἔμεινε. καὶ διηυγασμένος ταῖς θείαις ἀκτῖσιν αὐτοῦ, πυρός, τομῆς, καὶ μαστίγων, ἀνδρείως κατεφρόνησε. διό καὶ χαράν ἄληκτον, εἰς οὐρανούς ἐκληρώσατο. ἀλλ’ ὦ πολύαθλε Μάρτυς, νῦν τρανῶς καθορῶν τὴν δόξαν Θεοῦ, πρέσβευε ἐκτενῶς ὑπέρ ἡμῶν, τῶν πιστῶς εὐφημούντων, τὴν πανέορτον μνήμην Σου.»
Αλλά και (Πρώτο Στιχηρό του Εσπερινού):
«Δεῦτε φιλομάρτυρες, Ἰωαννίνων τὸ γέννημα, καὶ σεμνόν παιδαγώγημα, ἀξίως τιμήσωμεν, Ἰωάννην πάντες. τὸ κλέος Μαρτύρων, Χριστοῦ τὸν Νέον Ἀθλητήν, ὁμολογίας κρατῆρα πλήθοντα, τὸν πάντας προσκαλούμενον, μεθ’ ὑψηλοῦ τοῦ κηρύγματος. δεῦτε πάντες καὶ πίετε μαρτυρίου ποτήριον.»
Και επικαλούμαστε την βοήθειάν του, με γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και γνωρίζοντας βιωματικά την πίστη μας οι φιλόχριστοι χριστιανοί, βέβαιοι για την αγιότητά του και έχοντας συνείδηση ότι ζώντες και κεκοιμημένοι αποτελούμε ένα Σώμα Χριστού (Δοξαστικό Στιχηρών Εσπερινού):
«Δεῦτε φίλαθλοι, τῶν Ἀθλητῶν τὸ καύχημα, Ἰωάννην τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν. οὗτος γὰρ τῇ πυρᾷ ἐναπλωθείς καὶ στεῤῥῶς ἐγκαρτερήσας τῇ τοῦ ξίφους ἐκτομῇ, τῷ Θεῷ τὸ πνεῦμα παρέδωκε, καὶ διαμένον στέφος ἐκληρώσατο. ὅθεν δυσωπεῖ ὁ πολύαθλος, τοῦ ῥυσθῆναι κινδύνων, τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην αὐτοῦ.»
Και ζητούμε να πρεσβεύει «Χριστώ τω Θεώ» γι’ εμάς (Απολυτίκιο του Αγίου):
«Μέγα καύχημα Ἰωαννίνων, μέγα στήριγμα τῆς Κωνσταντίνου, μέγα κλέος σὺ τούτων τῶν πόλεων. τῆς μὲν γὰρ γόνος σεπτός ἐχρημάτισας. τὴν δὲ τοῖς σοῖς ἐπορφύρωσας αἵμασιν. ἀλλά πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ μακάριε, τοῦ περιέπειν αὐτῶν τὴν εὐσέβειαν.»
Βλέπουμε πως εκεί στην Βασιλεύουσα προβάλλουν και τον τόπο που τον γεννά αλλά τιμούν και τον τόπο όπου μαρτυρεί (Κάθισμα μετά τον Πολυέλεον):
«Μέγα ὄνομα, τῇ σῇ πατρίδι, προεξένησαν οἱ σοὶ ἀγῶνες, Ἀθλοφόρων κοινόν ἐγκαλλώπισμα. οὐκ ἀφανής οὖσα γὰρ οὐδέ πρότερον, νῦν διὰ σὲ ἐπιπλέον πεφήμισται, ὦ Μακάριε. διὸ εὐχαρίστως ἤθροισται, ἐπιτελέσαι σου τὰ νῦν μνημόσυνα.»
Μπορεί οι άπιστοι άλλως να νομίζουν, όμως οι πιστοί είμαστε βέβαιοι για την αγιότητά του και το δηλώνουμε, δοξάζοντάς τον (Κάθισμα μετά την Γ' Ωδή):
«Κατεπλάγησαν τὰ σὰ, ἄπιστοι πάντες καὶ πιστοί καὶ ἐνόμισαν αὐτὰ, καθάπερ ἀστεῖά τινα, τὰ ἐπί σοὶ γεγονότα ὦ Ἰωάννη. νέον ἀφειδεῖν τῆς νεότητος. βίῳ ἀνταλλάττεσθαι θάνατον. καὶ μαρτυροῦσι ταῦτα οἱ ὁρῶντες, ἀντίπαλοι καὶ ἡμέτεροι. διὸ ἡμεῖς σε, ὑμνολογοῦντες, τὸν Σωτῆρα δοξάζομεν.»
Και γίνεται η πίστη βεβαιότητα και σιγουριά και ελπίδα αστείρευτη, υποστηριζόμενη και από τα θαύματα που ακολουθούν, όπως αναγράφεται στο συναξάρι του, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο «έστιν ουν πίστις ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» δηλαδή είναι η πίστη βεβαιότητα γι’ αυτά που δεν βλέπουμε και σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε. Όπως ακριβώς έκαναν και οι άγιοί μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυς (Εξαποστειλάριο):
«Τῶν Ἀθλητῶν τὸ κλέος ὁ Ἰωάννης, ᾠδαῖς ἐναρμονίοις ἀνευφημείσθω. οὗτος γὰρ ἠλόγησε τοῦ σώματος, καθά φθείρεσθαι μέλλοντος. πολλάς βασάνους ἐνέγκας, διά Χριστοῦ τὴν ἀγάπην.»
Εκφράζουμε λοιπόν την χαρά μας οι χριστιανοί με ωδές πνευματικές και ύμνους προς (Δοξαστικό των Αίνων):
«Τὸν ἀριστέα Χριστοῦ, τὸν κλεινόν Ἀθλοφόρον, ὑμνήσωμεν ἅπαντες Ἰωάννην τὸν πανεύφημον, ὅστις ἐξέλαμψε φαιδρῶς διά τοῦ μαρτυρίου τῷ θείῳ ἀναφλεγόμενος ἔρωτι. Χαῖρε οὖν πόλις Ἰωαννίνων ἐπί τοιούτῳ βλαστῷ ἐγκαυχωμένη, ὅστις σε τοῖς τῶν αἱμάτων αὑτοῦ ῥείθροις ἐπορφύρωσε καὶ ἐυφροσύνης πνευματικῆς τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα ἐνεπλήρωσε, πρεσβεῦον διηνεκῶς ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»
Οι ευσεβείς χριστιανοί πολύ σύντομα από το χρόνο του μαρτυρίου του, όπως συνέβη και με άλλους αγίους, παράδειγμα ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς, τον τιμούν ως άγιο, τον αγιογραφούν όπως στη Μονή Φιλανθρωπινών στο Νησί (16ος αι.), τον Ναό Αγίου Αθανασίου στο Προσγόλι (17ος αι.), στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Βελλά (18ος αι. ) κ.α. και συντάσσουν το συναξάρι του σχεδόν αμέσως, όπως ο Ιουστίνος ο Δεκαδίων μαζί με την ακολουθία του, περίπου το 1543, δηλαδή 17 χρόνια μετά το μαρτύριό του. Στη συνέχεια επανεκδίδουν την ακολουθία ο πρωτόπαπας του Ναυπλίου Νικόλαος ο Μαλαξός, ο μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας Αντώνιος και άλλοι το 1719, το 1738, το 1792, το 1819, το 1865 (ακολουθία δημοσιευμένη στο Ανθολόγιον της Βενετίας εκ του τυπογραφείου του Φοίνικος) και το 1870 η χειρόγραφη ακολουθία του, στην οποία στηριχθήκαμε να γράψουμε όλα αυτά:
«Ποιηθεῖσα παρά τοῦ Σοφωτάτου Κυρίου Ἰουστίνου τοῦ Δεκαδίωνος, αἰτήσει δὲ τῶν φιλοχρίστων εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Ἀντιγραφθεῖσα ὑπό τοῦ ἀναξίου Ἱερομονάχου Ἀγαθαγγέλου Γεωργιάδου Ἰωαννίτου. Διά τὴν Ἱεράν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Σούβλιασις (σ.σ. σημερινός Άγιος Βλάσιος Θεσπρωτίας).»
Βλέπετε στους δύσκολους καιρούς που περνούσε το γένος μας τα μόνα στηρίγματά του υπήρξαν οι άγιοί του και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι νεομάρτυρες, οι οποίοι κατά πρόνοιαν Θεού, διαφύλαξαν το γένος μας από τους αλλοφύλλους, αλλοθρήσκους και αλλοδόξους. Κάτι τέτοιο συνέβη στην περιοχή αυτή της Θεσπρωτίας, όπου οι εξομώσεις, οι εξισλαμισμοί, ήταν συχνοί. Το 1968 δε, προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κυρίου Σεραφείμ, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, εκδίδεται νέα ακολουθία, ποιηθείσα υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του εκ Βορείου Ηπείρου.
Κοινή διαπίστωση είναι πως στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένα πνεύμα ατομικιστικό, η φιλαυτία, ο εγωισμός. Τα πρότυπα που προβάλλονται ή ο τρόπος ζωής που μοιάζει να κυριαρχεί, καλλιεργεί συγκεκριμένες νοοτροπίες και διαμορφώνει συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, ευάλωτους σε κάθε πειρασμική συμπεριφορά που απεργάζονται, για το συμφέρον τους, άνθρωποι χωρίς φόβο Θεού, σύμφωνα με τις επιταγές του «άρχοντος του αιώνος τούτου» ή «το πνεύμα της απωλείας». Η Εκκλησία μας, η τροφός του Γένους των χριστιανών σε όλες τις εποχές, απέναντι σε αυτή την κατάσταση, υπομονετικά, χωρίς να γίνεται κόσμος, καλεί τον κόσμο να γίνει Εκκλησία, να ενταχθεί ενεργά-βιωματικά στο Σώμα της και να στηριχτεί στα αιώνια πρότυπά της, τους αγίους της. Αγίους, όπως ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, τον οποίο απόψε τιμούμε, ώστε να αντιμετωπίσουμε οι χριστιανοί εκ του ασφαλούς και θεοπρεπώς, με αγωνιστικότητα, γενναιότητα και ελπίδα, τις κάθε είδους τρικυμίες της ζωής μας, πλέοντας στο απάνεμο λιμάνι Της με οδηγό τον Χριστό.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε, τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Κάθισμα Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι, ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.
Ὁ Οἶκος
Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾶ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Ἔτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.
Μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες του αγιολογίου των νεοτέρων χρόνων, που αναδείχθηκε ευκλεής και ταπεινός ιεράρχης, Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, φωτεινός ασκητής με χάρισμα θεοσημειών, ονομαστός αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο οποίος στις 17 Απριλίου 1805 παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Προικισμένος από τον Θεό με βαθιά πίστη και ευλάβεια, αλλά και με ζωηρό αγωνιστικό φρόνημα, ταξιδεύει ακαταπόνητα όσο κανείς άλλος στα νησιά του Αιγαίου και αφήνει παντού τη φιλόθεη βιοτή και αγιαστική του χάρη, ώστε αναδεικνύεται σκεύος εκλογής του Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά και της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (+1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μεσαία Συνοικία των Τρικάλων. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα. Η επιθυμία του όμως μένει ανεκπλήρωτη, αφού η έλλειψη της συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Όμως ο νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και τους αδυνάτους. Έτσι ο πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση και ο Μιχαήλ παραμένει στη πατρική οικία μελετώντας την Αγία Γραφή και διάφορα ψυχωφελή βιβλία. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου αμισθί εργάζεται ακατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. Στο μοναστήρι του Αγίου στα Ομαλά παραμένει για μερικούς μήνες για να συλλέξει και να συγγράψει παραινέσεις και υποδείγματα Οσίων Πατέρων.
Το 1764 εκδημεί εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθένιος και σύσσωμος ο κλήρος και ο λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ ως διάδοχο στον θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι’ αυτό και ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α΄ την εκλογή του ενάρετου και σεμνού Μιχαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη με τις απαραίτητες συστατικές επιστολές και χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέχεια πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 1765 σε ηλικία 34 ετών Μητροπολίτης Κορίνθου.
Επιστρέφει στην Κόρινθο, όπου ο λαός τον υποδέχεται με αγάπη, χαρά και ενθουσιασμό και μιμούμενος τον αρχιποιμένα Χριστό αρχίζει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση του εκκλησιαστικού φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του λαού της Κορίνθου. Γι’ αυτό και αφοσιώνεται με όλη του την ψυχή στην αναμόρφωση της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Κηρύττει ανελλιπώς τον θείο Λόγο, τελεί δωρεάν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δωρίζει συγγράμματα κατηχήσεων για να διδάσκονται όλοι τα νοήματα της πίστεως, μοιράζει κολυμβήθρες σε πόλεις και χωριά, ιδρύει σχολεία, ανακαινίζει ιερούς ναούς και φροντίζει ιδιαίτερα την επιμόρφωση του κλήρου της επαρχίας του. Έτσι παύει τους αγράμματους και προχωρημένους στην ηλικία κληρικούς, απαγορεύει τη συνύπαρξη ιεροσύνης και πολιτικής, καταργεί τη χειροτονία επί χρήμασι και απαιτεί ο κληρικός να κατέχει τα κοινά γράμματα και να έχει την κατάλληλη ηλικία.
Το σπουδαίο ανακαινιστικό έργο του Αγίου διακόπτεται με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768. Μεταβαίνει στην Καλαμάτα και συμμετέχει σε διαβουλεύσεις για την εξέγερση των Πελοποννησίων κατά των Τούρκων. Το 1770 υψώνει τη σημαία της επανάστασης στα Τρίκαλα, αλλά η επαναστατική κίνηση αποτυγχάνει και αναγκάζεται να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου διδάσκει και ιερουργεί για τρία χρόνια. Το 1771 επισκέπτεται την Κεφαλληνία για να προσκυνήσει το ιερό και χαριτόβρυτο λείψανο του Αγίου Γερασίμου, όπου συνέβη σύμφωνα με την προφορική παράδοση της μονής και το θαυματουργικό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης και συνομιλίας των Αγίων Γερασίμου και Μακαρίου, των δύο δηλαδή επιφανών γόνων της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων.
Το θαύμα έχει καταγραφεί στην προφορική παράδοση της μονής και μέχρι σήμερα οι μοναχές το αφηγούνται ως εξής: Αφού ο Άγιος Μακάριος προσκύνησε το ιερό λείψανο του Αγίου Γερασίμου, ήθελε να μείνει μόνος μπροστά στη λάρνακα και μετά τη δύση του ηλίου. Αυτό όμως απαγορευόταν σύμφωνα με το τυπικό της μονής. Η έντονη επιμονή του Αγίου Μακαρίου προκάλεσε την περιέργεια των μοναζουσών, οι οποίες κατ’ εξαίρεσιν επέτρεψαν στον Άγιο να μείνει μπροστά στο ιερό λείψανο. Τότε μερικές μοναχές κρύφτηκαν στον γυναικωνίτη για να μπορέσουν να δουν τι θα κάνει ο Άγιος. Με αυτόν τον τρόπο έγιναν μάρτυρες και θεατές ενός εκπληκτικού θαύματος: Αφού ο Άγιος Μακάριος γονάτισε μπροστά στη λάρνακα, η λάρνακα άνοιξε και σηκώθηκε από μέσα ο Άγιος Γεράσιμος. Οι δύο Άγιοι εναγκαλίστηκαν και αφού συνομίλησαν, ο εν σώματι άφθορος και εν πνεύματι ζωντανός Άγιος Γεράσιμος ο θαυματουργός μπήκε και πάλι μέσα στη λάρνακα.
Η σημερινή αδελφότητα της μονής του Αγίου Γερασίμου αποφάσισε από ευλάβεια στον Άγιο Μακάριο, αλλά και για να καταστήσει ευρύτερα γνωστό το επιτελεσθέν θαύμα, να αγιογραφηθούν στον περικαλλή και παμμεγέθη Ιερό Ναό του Αγίου Γερασίμου στο μοναστήρι των Ομαλών τόσο ο Άγιος Μακάριος όσο και το θαυματουργικό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης των δύο Αγίων. Τη φιλοτέχνηση των αγιογραφιών ανέλαβε ο κεφαλληνιακής καταγωγής αγιογράφος κ. Ηλίας Γεωργάτος, ο οποίος άλλωστε έχει αναλάβει και την ιστόρηση ολόκληρου του μεγαλοπρεπούς ιερού ναού.
Ο Άγιος Μακάριος διέμεινε στη μονή του Αγίου Γερασίμου για μερικούς μήνες. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1771 συνέγραψε τη «Συλλογή παραινέσεων και υποδειγμάτων των οσίων πατέρων ημών».
Σημαντική υπήρξε και η αγιαστική παρουσία του Αγίου στην Κεφαλληνία, αφού μέχρι σήμερα διασώζεται και φυλάσσεται ως πολύτιμος θησαυρός στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς καθηγιασμένο αντιμήνσιο με την υπογραφή του Αγίου Μακαρίου.
Μετά από την παραμονή του στην Κεφαλληνία, ο Άγιος ανεχώρησε και πάλι για τη Ζάκυνθο, όπου διέμεινε τρία χρόνια, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ύδρα, την Πάτμο, τους Λειψούς, τη Σάμο, την Ικαρία και τη μυροβόλο Χίο, όπου και εκοιμήθηκε οσιακώς στις 17 Απριλίου του 1805.
Το 1774 μεταβαίνει στην Ύδρα και φιλοξενείται στο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Ασκεί ιεροκηρυκτικά και αγιαστικά καθήκοντα προς τον υδραϊκό λαό, εγκαινιάζει ιερούς ναούς, όπως τον ιερό ναό των Αγίων Πάντων, που οικοδομήθηκε το 1774 και μονάζει για κάποιο χρονικό διάστημα στο ασκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας. Μέχρι σήμερα σώζονται στο αγιοβάδιστο νησί με την πλούσια κολλυβαδική παράδοση η πλατεία, στην οποία δίδασκε τους πιστούς, καθώς και αντιμήνσια, που φέρουν την υπογραφή του Αγίου. Στην Ύδρα συναντιέται και συνδέεται με στενή φιλία με τον Νάξιο Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα περιλάλητο Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), για να αποτελέσουν μαζί και με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813) τους αρχηγέτες του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων και τους πρωτεργάτες της φιλοκαλικής αναγέννησης των πατερικών και χριστιανικών γραμμάτων.
Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον του Αγίου για την Ύδρα, αφού μέχρι σήμερα σώζεται επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Γρηγόριο που ήταν ο αδελφός του Αγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου, μέσω της οποίας ζητά πληροφορίες για κάποιον νεομάρτυρα Κωνσταντίνο, ο οποίος σύμφωνα με τους μελετητές ταυτίζεται με τον πολιούχο και έφορο της νήσου Ύδρας Άγιο νεομάρτυρα Κωνσταντίνο τον Υδραίο (1770 – 1800). Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι δεκαπέντε χρόνια μετά την Κοίμηση του Αγίου Μακαρίου καταγράφεται αδιάσειστη μαρτυρία για την αγιότητα και το θαυματουργικό του χάρισμα μέσα από το κείμενο του βίου του Γέροντος Ιεροθέου, του και κτίτορος της κολλυβαδικής Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας. Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για:
«... τόν ἐν ἁγίοις Μακάριον, τόν πρόεδρον Κορίνθου, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρακίνησιν καί διδασκαλίαν του ἀπέδειξεν πολλούς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ καί τά σεβάσμια αὐτοῦ λείψανα θαυματουργοῦσι εἰς αἰσχύνην τῶν συκοφαντῶν και φθονοκατηγόρων ἀνθρώπων.»
Στο μεταξύ του ζητείται να παραιτηθεί από τον μητροπολιτικό θρόνο της Κορίνθου. Ο Άγιος αρνείται να υποβάλλει παραίτηση, αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Θεοδόσιος ο Β΄ προχωρεί στην πλήρωση των κενών μητροπόλεων της Πελοποννήσου και χειροτονεί νέο Μητροπολίτη Κορίνθου τον πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως Νικαίας Γαβριήλ. Ο Άγιος απομακρύνεται αυθαίρετα και αντικανονικά. Δέχεται ανεξίκακα την εκθρόνισή του, αλλά δεν εφησυχάζει και γίνεται σταυροφόρος Χριστού. Αυτοεξόριστος επισκέπτεται διάφορα νησιά του Αιγαίου και ασκεί το ποιμαντικό και ιεροκηρυκτικό του έργο. Ταξιδεύει στη θαλάσσια αυτή περιοχή ακατάπαυστα και μονάζει σε απόκρημνες και ερημικές τοποθεσίες νησιών του Αιγαίου. Γι’ αυτό και αποκαλείται «Αιγαίος» Επίσκοπος και ιεραπόστολος του Αιγαίου. Επισκέπτεται τη Χίο και αργότερα μεταβαίνει στο Άγιο Όρος, όπου συλλέγει πολύτιμο υλικό από χειρόγραφα και προετοιμάζει τη Φιλοκαλία.
Στο Άγιο Όρος δεν βρίσκει γαλήνιο λιμάνι σωτηρίας, αφού ξεσπούν έντονες ταραχές και συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης, γνωστής ως έριδας των Κολλυβάδων. Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι το πνευματικό εκείνο κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Άγιο Όρος περί τα μέσα του 18ου αιώνα και αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Βασικά θέματα του κινήματος ήταν η μη τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή, που είναι η ημέρα Αναστάσεως του Κυρίου, η ανάγκη για συχνή Θεία Μετάληψη και η μελέτη πατερικών, ασκητικών και νηπτικών κειμένων τονίζοντας την αξία του ησυχασμού και την ευεργετική πνευματική επίδραση του ασκητικού ήθους.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και μεταβαίνει στη Χίο. Το 1778 φτάνει στην Πάτμο και ιδρύει αργότερα στον λόφο της Κουμάνας ησυχαστήριο με ναϋδριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης ασκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικοασκητικά κείμενα και συγγράφει τον βίο του Οσίου Χριστοδούλου. Συναναστρέφεται με πνευματικούς πατέρες, όπως με τον Νήφωνα τον Χίο, τον Γρηγόριο τον Νισύριο και τον Αθανάσιο τον εξ Αρμενίας και ασκείται για μικρό χρονικό διάστημα στους Λειψούς στο ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο είχε ιδρύσει ο Νήφων ο Χίος. Στη συνέχεια ο Άγιος Μακάριος μεταβαίνει στη Σάμο και διαμένει για κάποιο χρονικό διάστημα στην περιοχή του χωριού Μύλοι, όπου μετά την οσιακή του Κοίμηση ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με μεγάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Άγιος προσκαλείται από τα αδέλφια του, που βρίσκονται στην Ύδρα, για να μεταβούν στα Τρίκαλα για τη διανομή της πατρικής περιουσίας. Η άκρα ασκητικότητα και η τέλεια ακτημοσύνη του τον οδηγούν στο να αρνηθεί το μερίδιο της κληρονομιάς, το οποίο παραχωρεί στα αδέλφια του, ενώ καίει όλα τα χρεώγραφα του πατέρα του και χαρίζει τα χρέη στους οφειλέτες. Στη συνέχεια ταξιδεύει στη Σμύρνη, όπου αναζητεί και βρίσκει χρηματοδότες για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ ενισχύει πνευματικά την οικογένεια του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, ο οποίος αναλαμβάνει τα τυπογραφικά έξοδα των βιβλίων του Αγίου.
Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Χίο, όπου εγκαθίσταται σε ασκητικό και ησυχαστικό τόπο κοντά στον ναό του Αγίου Πέτρου στους βορειανατολικούς πρόποδες του όρους Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Στον ασκητικό αυτό τόπο ο Άγιος ως Μεγαλόσχημος πλέον μοναχός έχοντας μαζί του και τον υποτακτικό Ιάκωβο βρίσκει την ποθούμενη ησυχία και επιδίδεται στην αυστηρή άσκηση, τη φιλανθρωπία και την ανάγνωση νηπτικοασκητικών πατερικών κειμένων. Μέσα από την αδιάλειπτη άσκηση και προσευχή βιώνει θεοπτικές εμπειρίες και φτάνει σε τέτοιο υψηλό βαθμό αγιότητος, ώστε το κατανυκτικό ασκητήριό του γίνεται πόλος έλξης για κάθε πονεμένη ψυχή, που βρίσκει κοντά στον Άγιο την ψυχική ανάπαυση και σωτηρία.
Με τη βοήθεια των κατοίκων της Χίου και της Σμύρνης βοηθά τον Νήφωνα τον Χίο στην ανέγερση της ιστορικής Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία, όπου και μεταβαίνει για να ασκητεύσει μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα στον περίβολο της Μονής ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου, όπου φυλάσσεται και παλαιά εικόνα του Αγίου, για να θυμίζει την αγιαστική και ασκητική του παρουσία στο νησί.
Επιστρέφοντας στη Χίο κηρύττει στους ναούς, ενισχύει οικονομικά τους φτωχούς, προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά σε όσους έχουν ανάγκη, εντείνει τους ασκητικούς του αγώνες, επικοινωνεί αδιάλειπτα με τον Θεό. Το 1782 εκδίδεται η πεντάτομη Φιλοκαλία, που αποτελεί μία ανθολογία από έργα ασκητικών και νηπτικών πατέρων. Αργότερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», ο «Ευεργετινός» και η «Ιερή Κατήχηση του Πλάτωνα Μόσχας», ενώ στο Άγιο Όρος μεταφράζει έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έργο «Περί συνεχούς Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια και αντιδράσεις και η Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίνδυνο και απόβλητο. Αργότερα όμως το βιβλίο δικαιώνεται και επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄.
Στο ασκητήριό του ο Άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα και το αλειπτικό χάρισμα. Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, ο οποίος με την πίστη και τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυχώνει και προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθοδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδητά προς το μαρτύριο ο Πολύδωρος ο Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ο πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ο Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ο Μάρκος ο Νέος από την Σμύρνη (5 Ιουνίου 1801) και ο πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (14 Απριλίου 1803). Παράλληλα ενισχύει οικονομικά τον Αδαμάντιο Κοραή, που σπουδάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας και βοηθάει στην έκδοση του Νέου Μαρτυρολογίου. Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο και βιογράφο του, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του Νέου Λειμωναρίου, το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, που εποίησε και την Ακολουθία του Αγίου Μακαρίου.
Ι. Ν. Αγίου Μακαρίου Ελάτας, Χίος
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία όλο το δεξιό μέρος του σώματός του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί και να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τις 17 Απριλίου του 1805, ημέρα κατά την οποία ο Γενάρχης του Φιλοκαλισμού παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από τον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο οποίος από τότε μετονομάσθηκε από τον ευσεβή χιακό λαό σε ναό του Αγίου Μακαρίου. Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, που φυλάσσονται σε ναούς και μοναστήρια της Χίου και της Κορινθίας, αλλά και στο Άγιο Όρος, πραγματοποιήθηκε το 1808.
Μετά την Κοίμηση του Αγίου ο εκ Θεσσαλίας μοναχός Κωνστάντιος από αγάπη και σεβασμό στον δάσκαλο και γέροντά του, Άγιο Μακάριο, τον οποίο γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τιμήν του, το 1815 στο χωριό Ελάτα της Χίου και γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου. Το 1987 θεμελιώθηκε ο περικαλλής ιερός ενοριακός ναός του Αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας στη θέση μικρότερου μονοθάλαμου ιερού ναού. Ο νέος μεγαλόπρεπος ναός εγκαινιάσθηκε στις 15 Μαΐου 2005 επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως 200 ετών από την οσιακή Κοίμηση του Αγίου (1805-2005). Ναοί επ’ονόματι του Αγίου υπάρχουν επίσης στις Ιερές Μονές Ευαγγελισμού Θεοτόκου Ικαρίας (περιοχή Λευκάδα Αγίου Κηρύκου), Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου Σερρών και Προφήτου Ηλιού Ύδρας, στα Τρίκαλα και τα Μερτικέικα Κορινθίας, στην Καρυά Λευκάδος και στο Κάθισμα της Παναγίας Κουμάνας Πάτμου, ενώ κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Μακάριο υπάρχει στον περικαλλή ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς Χίου, το οποίο εγκαινιάσθηκε το Σάββατο της Διακαινησίμου 3 Μαΐου 2003. Ο Άγιος Μακάριος τιμάται επίσης στο επ' ονόματι των Αγίων Κολλυβάδων Πατέρων ανεγερθέν παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου, καθώς και στην Ιερά Μονή Παναγίας Παντανάσσης Κερατέας Αττικής, όπου εγκαταβιώνει πλέον η γυναικεία αδελφότητα της Ιεράς Μονής Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου, συνεχίζοντας το έργο της προς δόξαν Θεού και δια πρεσβειών του προστάτου και εφόρου της Μονής, Αγίου Μακαρίου του Νοταρά.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού τέλεσε ο Άγιος στην πορεία των 200 και πλέον ετών από την οσιακή του Κοίμηση στις 17 Απριλίου του 1805 μέχρι τις ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των ορθοδόξων ως ο ενάρετος, δημιουργικός και φιλόστοργος ποιμενάρχης, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο ταπεινός διάκονος Χριστού, ο ουρανόσταλτος οδηγός ψυχών, ο μελετητής και εφαρμοστής των θεωρητικών και πρακτικών νηπτικών κειμένων, ο συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων, ο θαυματουργός άγιος.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
[1] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), Δελτίο Ιδρύματος Κορινθιακών Μελετών, τεύχος 40, Κιάτο 2006.
[2] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, Εφημερίδα «Σαμιακόν Βήμα», Αρ. φυλ. 3628, 19-05-2008.
[3] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η ευδόκιμος παρουσία του στην Ύδρα, Το Μοναστήρι και το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας, Εκδόσεις Μίλητος, Α΄ Έκδοση 2009.
[4] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Άγιος Μακάριος Ξυλοκάστρου –Ένας περικαλλής ναός αφιερωμένος στον θαυματουργό ιεράρχη της Κορίνθου, Εφημερίδα «Ημερήσια Κορίνθου», Αρ. φυλ. 7338,09 -04-2010.
[5] Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η διέλευσή του από την Κεφαλληνία, Περιοδικό «Οδύσσεια Κεφαλλονιάς –Ιθάκης», τεύχος 2010.
[6] Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς: Γενάρχης του Φιλοκαλισμού –Μητροπολίτης Κορίνθου (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα 2006.
[7] Παπαδοπούλου Στυλιανού Γ., Ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου, Εκδόσεις «Ακρίτας», Α΄ Έκδοση, Αθήνα 2000.
[8] Χαροκόπου Αντωνίου Ν., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731 – 1805), Έκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 2001.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (1731-1805): Ο ευκλεής ιεράρχης της Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκπαιδευτικός, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Ι. ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΝΟΤΑΡΑ
(ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ)
Βρισκόμαστε στης αρχές του 20ου αιώνος στον Πειραιά, που δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση την σημερινή πολύβουη μεγαλούπολη, αφού η περισσότεροι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και έβλεπες τους ανθρώπους να κυκλοφορούν όχι με αυτοκίνητα αλλά με άμαξες και μόνιππα και οι αγωγιάτες με τους αγρότες με τα άλογα και τα γαϊδούρια τους φορτωμένα να δουλεύουν για τα προς το ζην. Ένας τέτοιος λοιπόν είναι και ο ήρωας της ιστορία μας αυτής ο Γεώργιος Φωτεινός καταγόμενος από την Ύδρα άνθρωπος μεροκαματιάρης που πάσκιζε από το πρωί ως το βράδυ δουλεύοντας για να θρέψει την αυτόν τη γυναίκα του την Ευδοκία και τους γονείς τους.
Τα χρόνια κυλούσαν με το συνηθισμένο τους ρυθμό και έφτασε στο έτος 1922. Η Ελλάδα είχε χάσει τον Μικρασιατικό από τα τουρκικά στρατεύματα του Μουσταφά-Κεμάλ Αττατούρκ και χιλιάδες άνθρωποι αναγκάσθηκαν να ξεριζωθούν από της πατρογονικές τους εστίες και να μεταναστέψουν στην μητέρα Ελλάδα ιδρύοντας εκεί νέους συνοικισμούς με τα ονόματα τον παλαιών τους πατρίδων. Έτσι έφτασαν και στην παλιά Κοκκινιά την γειτονία του κυρ-Γιώργη και έχτισαν εκεί της πρόχειρες παράγκες τους προσπαθώντας να ορθοποδήσουν και να αρχίσουν μια νέα ζωή με μόνη ελπίδα τους το θεό και της εικόνες των αγίων που είχαν πάρει μαζί τους στην προσφυγιά.
Όμως η πρόχειρες παράγκες τους δεν ήταν αρκετές να τους προστατεύσει από τον βαρύ χειμώνα, και τη βροχή που ανελέητα έμπαινε μέσα και απειλούσε ακόμα και να τους πνίξει. Σε μια τέτοια κατάσταση βρέθηκαν οι πρόσφυγες τέλος του 1922 αρχές του 1923. Μια ξαφνική νεροποντή μεγάλης εντάσεως τους ανάγκασε να μαζέψουν άρον - άρον τους μπόγους με τα πράγματά τους και να αποφασίσουν να μετοικίσουν ψηλότερα γατί η περιοχή είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη λίμνη με νερά και λάσπες. Οι κάτοικοι βλέποντάς τους σε αυτή την κατάσταση έτρεξαν να βυθίσουν στην μεταφορά με ότι μέσο διέθεταν ακόμα και με τα χέρια.
Μαζί τους έτρεξε και ο Γιώργης με το κάρο του (σούστα), φόρτωσε όσους μπόγους και ανθρώπους μπορούσε μέσα στην αναταραχή και ξεκίνησε να πάει στο σημείο που είχαν συμφωνήσει οι πρόσφυγες. Ξαφνικά μετά από αρκετά μέτρα το άλογο άρχισε να αφηνιάζει και να τραντάζεται προς τα πίσω με κίνδυνο να ανατρέψει το φορτίο του. Μάταια ο κυρ-Γιώργος προσπαθούσε τραβώντας,με τη βοήθεια και άλλων να κάνουν το ζώο να προχωρήσει (νόμισαν ότι είχε κολλήσει στα λασπόνερα) αυτό όχι μόνο δεν προχωρούσε αλλά συνέχιζε τα ίδια αναγκάζοντας το αφεντικό του μετά τα παρακάλια να χρησιμοποιήσει το καμτσίκι για να το συνετίσει αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα σ’ αυτή την κατάστασης ξαφνικά το άλογο άρχιζε να πατάει με το πόδι του ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά από λίγο φάνηκε σα να αναδυόταν από τα νερά ένα τετράγωνο πράγμα. Τότε το άλογο χλιμίντρισε και αφού σήκωσε το πόδι του, άρχισε και πάλι να κινείται κανονικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Περίεργος ο κόσμος που έτρεξε να δει τη συμβαίνει παρατήρησε ότι το τετράγωνο αυτό ξύλο δεν ήταν μια απλή σανίδα αλλά κάτι είχε ζωγραφισμένο επάνω. Ο Γεώργιος το πήρε και προσπάθησε να το καθαρίσει με ότι μέσο βρήκε.
Σιγά - σιγά άρχιζε να καθαρίζει η μορφή και να φαίνεται η εικόνα ενός μονάχου ιερέα, διάβασαν και την επιγραφή Άγιος Μακάριος ο Κορίνθου και την επιγραφή /ημερομηνία 1850 Νοεμβρίου 10. Αμέσως όλοι άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να ασπάζονται την ιερή εικόνα με πίστη απορώντας για το θαύμα της ευρέσεως και διασώσεως της από τη νεροποντή. Ρώτησε τότε ο Γιώργος τους παριστάμενους αν κάποιος είχε αυτήν την εικόνα (κατάλαβε ότι η εικόνα έπεσε από κάποιον πάνω στον πανικό) αλλά κανένας την είχε ξαναδεί, έτσι με φόβο θεού την πήρε στο σπίτι του και την έβαλε στο εικονοστάσι του έως ότου βρει τον κάτοχο της.
Έτσι για αρκετές μέρες προσπαθούσε να βρει κάποιον αλλά δεν κατέστη δυνατό και με τη σύμφωνη γνώμη όλων, κλήρου και λαού αποφάσισε να την κρατήσει. Το πράγμα μαθεύτηκε και κάθε τόσο ερχόταν κόσμος να δει την θαυματουργή εικόνα που ο εικονιζόμενος της δεν είναι άλλος από τον Άγιο Μακάριο (κατά κόσμο Μιχαήλ Νοταρά) (Τρίκαλα Κορινθίας 1731- +Βροντάδο Χίος 17 Απριλίου 1805) που δεν ήταν ένας απλός ιερομόναχος όπως εμφανίζεται στην εικόνα αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου που αφού ποίμανε την Αρχιεπισκοπή Κορίνθου για πολλά χρόνια, εκδιώχθηκε από την θέση του για δήθεν συμμετοχή του στην επανάσταση του Ρώσου ναυάρχου Αλεξίου Ορλόφ και αναχώρησε για την Ύδρα, την Χίο, την Πάτμο, και μετά για το Άγιο Όρος που ανεδείχθη μαζί με τον μοναχό Νικόδημο τον αγιορείτη σε ηγέτη των Κολλυβάδων…
… Τα χρόνια περνούσαν ώσπου έφτασε το 1940 και η κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου , δυστυχία , κακουχίες και στερήσεις και αρρώστιες , το 1941 έπεσε τόσο μεγάλη πείνα ώστε η άνθρωποι πουλούσαν τα υπάρχοντα τους για λίγες φέτες ψωμί. Ο Γιώργος και η γυναίκα του αντιμετώπιζαν και αυτή το ίδιο πρόβλημα. Πούλησαν σχεδόν τα πάντα για να επιζήσουν αλλά όχι της εικόνες τους, τελικά δεν άντεξαν της ταλαιπωρίες και πέθαναν το 1942.
Τα λιγοστά υπάρχοντα που τους είχαν απομείνει τα μοιράστηκαν οι συγγενείς τους, την εικόνα του αγίου Μακάριου την πήρε η αδερφή του Γεώργιου. Μετά από χρόνια πέρασε στα χέρια της κόρης της, κυρίας Δέσποινας Δελλή η οποία μετά από ένα ταξίδι της στην Πάτμο γύρο στο 1988-90 επισκέφτηκε το Μοναστήρι και εκεί γνώρισε τον παλιό Καθηγούμενο της Ι.Μ. και Έξαρχο της Πάτμου (1961-1963) και σχολάρχη της Πατμιάδος Σχολής π. Παύλο Νικηταρά (+1999), (θειο του σημερινού θεοφιλέστάτου Καθηγουμένου και Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου κ. Αντίπα Νικηταρά), και σε επόμενο ταξίδι της του παρέδωσε την εικόνα όπου έκτοτε φυλάσσεται στην Μονή, όπου τιμάται ιδιαιτέρως.
Το έτος 2005 επί τη συμπληρώσει 200 χρόνων από τον θάνατο του άγιου η πατριαρχική εξαρχία Πάτμου με σχετική εισήγηση του έξαρχου της κ.κ. Αντίπα και την ευλογία του Παναγιότατου Οικουμενικού Πατριάρχου στην δικαιοδοσία του οπίου ανήκει η μόνη ,η εξαρχία, και τα γύρω νησιά (τα συν- αποτελούμενα την Εξαρχία), (Λειψοί, Λέβιθα, Αρκοί κ.α.),αποφάσισε ν’ αφιερώσει το ημερολόγιο του στον άγιο Μακάριο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.
Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω εκ βάθους καρδίας τον καθηγητή και τέως σχολικό επιθεωρητή Δρ. Αντώνιο Χαροκόπο, για τη συνεργασία μας , την αγάπη και την εκτίμηση του προς εμένα , την κ. Δέσποινα Δελλη την κάτοχο της ιεράς εικόνας, χωρίς την βοήθεια της το περιστατικό αυτό θα παρέμενε άγνωστο, καθώς και τον Εκκλησιάρχη της Μονής μας, Ιερομόναχο π. Κύριλλο για της πολύτιμες πληροφορίες του, τον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης της μονής κ. Ιωάννη Ματθ. Μελιανό, συνάδελφο και φίλο, τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού θρόνου π. Νικηφόρο εφημέριο του ενοριακού Ι. Ναού του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου στην πατρίδα μου τους Λειψούς, που από παιδί ακόμα με νουθετούσε και με οδηγούσε προς την αυλή του Κυρίου, τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη π. Αμβρόσιο Ψωμιά, Ηγούμενου-Δικαίου της Ι. Μονής (Σκήτης) των Αγίων Πατέρων στη Χίο, τον ευχαριστώ για την αγάπη του στην ταπεινότητα μου και την βοήθεια του και της πληροφορίες του προς με , στο πρόσφατο ταξίδι μου στην αγία και πολύπαθη αυτή νήσο, και τους μοναχούς της Ιεράς αυτής μονής, τον Αιδ. Πρωτ. Γ. Κωνσταντίνου για την αγάπη και την φιλοξενία του, καθώς και τον πνευματικό μου πατέρα κ.κ Αντιπα θεοφ. Καθηγουμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του θεολόγου, Πατριαρχικό Έξαρχο της νήσου Πάτμου, και μόνιμο αντιπρόσωπο της Α.θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη για το ενδιαφέρον και την αγάπη που δείχνει για την ελάχιστοτητά μου όλα αυτά τα χρόνια από της χειροθεσίας μου έως σήμερα.
Ελάχιστος δούλος παρά Κυρίου
Ήσυχος Κυριάκος
Υποδιάκονος της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου
Βοηθός της Κ.Δ. στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] ΙΩΣΗΦ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΥ «ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΑ», ΕΚΔ. ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Κ.Μ. ΠΡΟΚΙΔΟΥ, ΕΝ ΧΙΩ 1863.
[2] ΔΡ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ν. ΧΑΡΟΚΟΠΟΥ «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ» ,ΑΘΗΝΑ 2001 ΕΚΔ. ΑΣΤΗΡ –ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
[3] ΘΕΟΦ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΕΞΑΡΧΟΥ ΠΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΝΤΙΠΑ -(ΠΑΥΛΟΥ) ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΔΡ.Θ. «ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΞΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΤΜΟΥ», ΕΚΔ. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ,2005.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΨΩΜΙΑ –ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ-ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ Ι. ΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΧΙΟΥ.
[5] «ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ ΧΙΩ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ,ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ –ΧΙΟΣ 2003.
[6] ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥ – ΑΡΧΙΜ. ΝΗΦΩΝΟΣ ΑΣΤΥΦΙΔΗ «ΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΩΝ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΕΙ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ ΧΙΩ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ – ΑΝΘΟΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ , ΑΘΗΝΑΙ 1973.
[7] ΘΕΟΦ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΕΞΑΡΧΟΥ ΠΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΝΤΙΠΑ «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΝ ΠΑΤΜΩ ΔΙΑΛΑΜΞΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» , ΕΚΔ. ΙΕΡΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ, ΑΘΗΝΑ-ΠΑΤΜΟΣ 2006.
[8] ΑΡΧΙΜ. ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ «ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΗ ΛΕΙΨΩ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ», ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧ. ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΛΕΙΨΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1999.
[9] ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΦΛΩΡΕΝΤΗ ««ΒΡΑΒΕΙΟΝ» ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΠΑΤΜΟΥ»» ΕΚΔ. ΙΔΡΥΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ , ΑΘΗΝΑ 1980.
[10] ΑΡΧΙΜ. ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ «Η ΛΕΙΨΩ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ» ,ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧ. ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΛΕΙΨΩΝ Β΄ ΕΚΔΟΣΗ., ΑΘΗΝΑ 1994, Γ΄ ΕΚΔ. 2003.
(Πηγή: «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Ι. ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΝΟΤΑΡΑ ΑΡΧΙΕΠ. ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΠΟΥ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.», Ήσυχου Κυριάκου, Υποδιακόνου, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ προνοίᾳ τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοῦ καὶ διδαχαῖς, τιμῶμέν σε ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ γεραίρουσα, πόλις ἡ Χίος ἐνθέως, τὸν Κορίνθου πρόεδρον, Μακάριον θείοις ὕμνοις· οὗτος γὰρ, ἐν ὁσιότητι βιοτεύσας, γέγονε, Νεομαρτύρων θεῖοις ἀλείπτης· μεθ’ ὧν πάντοτε πρεσβεύει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λαμπρότητα βεβειῶν· χαίροις ὁ τῆς Χίου, λαμπτὴρ καὶ ἀντιλήποτωρ, Μακάριε θεόφρον, Κορίνθου πρόεδρε.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Μέγας Συναξαριστής
Πολλές φορές εἶχα ἀκούσει τούς Δωδεκανήσιους συμφοιτητές μου νά μιλοῦνε μέ πολύ σεβασμό γιά τόν ἄγνωστο σέ μένα, π. Ἀμφιλόχιο, τόν
Γέροντα τῆς Πάτμου, ὅπως τόν ἔλεγαν. Ἀλλά καί ἡ καθηγήτρια τῶν Παιδαγωγικῶν τῆς Σχολῆς μας, μακαριστή Μαρία Πετρούτσου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῶν παραδόσεών της ἀνέφερε γνῶμες τοῦ κληρικοῦ αὐτοῦ. Αὐτά ἄναψαν τήν ἐπιθυμία μου νά τόν γνωρίσω.
Ἡ εὐκαιρία δέν ἄργησε νά ρθεῖ. Μιά μέρα στό διάλειμμα μέ πλησίασε ὁ Ροδίτης συμφοιτητής μου Λουκᾶς καί μοῦ λέγει: «ἦρθε στή Ρόδο γιά ἰατρικές ἐξετάσεις ὁ π. Ἀμφιλόχιος, θέλεις νά πᾶμε νά τόν γνωρίσεις;» Δόξασα τό Θεό γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ ἔδωσε νά ἰκανοποιήσω μιά ἐπιθυμία μου. «Κανόνισε, τοῦ λέγω, νά πᾶμε».
Πράγματι τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης ἡμέρας βρεθήκαμε μπροστά σέ μιά σιδερένια πόρτα τῆς ὁποίας τό κουδούνι ἔγραφε: «Μετόχιον ῾Ι. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου». Μιά μοναχή μᾶς ἄνοιξε καί μᾶς ὁδήγησε στό ἀρχονταρίκι ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Γέροντας π. Ἀμφιλόχιος. Ὁ Γέροντας ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, σωστό κυπαρίσσι. Ἀφοῦ τόν χαιρετίσαμε, καθήσαμε κι ἀκούγαμε τά, πράγματι, σοφά του λόγια. Ἀρχισαν κι οἱ ἐρωτήσεις. Τήν περίοδο ἐκείνη εἶχαν ἀρχίσει τά ἀλισβερίσια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Βατικανό, ἦταν φυσικό νά πάρουμε τή γνώμη τοῦ Γέροντα: «Ὁ Χριστός, παιδιά μου, ἴδρυσε μία ἐκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία μας, τήν ᾽Ορθοδοξία μας. Μόνο αὐτή κρατάει ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι κάτι πρόσθεσαν ἤ κάτι ἀφαίρεσαν, γι᾽ αὐτό εἶναι σχηματικοί ἤ αἰρετικοί. Πάντως οἱ παπικοί θέλουν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς ὑποτάξουν καί νά μᾶς ἀφομοιώσουν. Τό τί ὑπέφεραν οἱ ᾽Ορθόδοξοι Ἕλληνες κατά τήν κατοχή τῶν Δωδεκανήσων ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἰταλούς στρατιῶτες ἀλλά καί ἀπό τούς Ἰταλούς μισιονάριους πού εἶχαν ἔλθει στά Δωδεκάνησα γιά νά μᾶς παρασύρουν στόν παπισμό˙ χρειάζεται πολλή προσοχή καί προσευχή ἐκ μέρους μας. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι τό σκάφος τῆς ᾽Εκκλησία μας δέν τό κυβερνοῦν ἄνθρωποι ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος Χριστός.
- Γέροντα, πῶς θά καταλάβουμε ἄν ἕνας κληρικός εἶναι εὐλαβής, ἄν φοβᾶται τό Θεό; τόν ρώτησα.
- Παιδί μου, αὐτό εἶναι πολύ εὔκολο. ᾽Εσύ πᾶς μέσα στό ἱερό. Τό ἱερό θά σέ βοηθήσει νά καταλάβεις ἄν ὁ ἱερέας εἶναι εὐλαβής κι ἔχει πάνω του φόβο Θεοῦ. Δές πῶς συμπεριφέρεται, ὄχι μόνον τήν ὥρα πού λειτουργεῖ ἀλλά καί τίς ἄλλες ὧρες πού βρίσκεται μέσα σ᾽ αὐτό. Ἄν γελάει, ἄν ἀστειεύεται, ἄν φωνάζει, ἄν δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι βρίσκεται στά ῞Αγια τῶν ῞Αγίων, ἄν δέν πιστεύει ὅτι τό ἱερό εἶναι γεμάτο ἀπό Ἀγγέλους πού ἀκατάπαυστα δοξολογοῦν τόν Κύριο πού εἶναι πάνω στήν ῾Αγία Τράπεζα, τότε ὁ κληρικός αὐτός ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τό ῾Ιερό. Οἱ κληρικοί αὐτοί θά δώσουν γιά τή συμπεριφορά τους αὐτή μιά μέρα λόγο στό Θεό. Τούς κληρικούς αὐτούς νά τούς ἀποφεύγετε. Ἡ ἐξοικείωση μέ τά ῞Αγια εἶναι πολύ εὔκολη, εἶναι μεταδοτική.
Ἡ ἄλλη μου ἐρώτηση ἦταν: -Γέροντα, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ᾽Επίσκοπο;
- Τά παραπάνω ἰσχύουν καί γιά τούς ᾽Επισκόπους καί γιά ὅλους ὅσοι μπαίνουν μέσα στό ῾Ιερό. Μόνο γιά τόν ᾽Επίσκοπο πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἄλλο. Ὁ ᾽Επίσκοπος κρίνεται καί ἀπό τόν ὁδηγό του, μή σᾶς φαίνεται παράξενο. Ὁ ὁδηγός εἶναι ὁ καθρέπτης του.
Δυστυχῶς ἠ ὥρα εἶχε περάσει κι ἔτσι ἀφοῦ πήραμε τήν εὐχή του καί ἀσπασθήκαμε τή δεξιά του ξεκινήσαμε νά φύγουμε. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα μᾶς ἔκανε νά σταματήσουμε:
- Λουκᾶ, παιδί μου πρόσεξε μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἀναλόγιο κι ἐσύ, Γιῶργο, μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἱερό. Ἄντε στήν Εὐχή τοῦ Θεοῦ καί πεῖτε καί κανένα Κύριε ἐλέησον καί γιά μένα, τό ἔχω μεγάλη ἀνάγκη.
Σιωπηλοί καί μέ αἰσθήματα χαρμολύπης φύγαμε ἀπό τό ῾Ιερό Μετόχιο.
Τέκνον τῆς Πάτμου
Τήν ἄλλη μέρα ὁ συμφοιτητής μου Λουκᾶς μοῦ ἔδωσε τίς πρῶτες πληροφορίες γιά τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Τόν γνώριζε καλά. ᾽Εξάδελφος του, ὁ νῦν Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας Ἀμφιλόχιος, ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, κατά κόσμον Ἀθανάσιος Μακρῆς, γεννήθηκε στό ἱερό νησί τῆς ἀποκάλυψης, τήν Πάτμο τό 1889. Οἱ γονεῖς του, ᾽Εμμανουήλ καί Εἰρήνη, ἄνθρωποι εὐλαβείς καί ἐνάρετοι, τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» καί φρόντισαν νά ἀποκτήσει ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Τοῦ μιλοῦσαν μέ πολλή εὐλάβεια γιά τήν ἁγία μας ᾽Ορθοδοξία καί γιά τήν πατρίδα μας, τήν ῾Ελλάδα. Ὁ Γέροντας εἶχε τρία ἀδέλφια: τόν Νικόλαο, πού κοιμήθηκε σέ μικρή ἡλικία, τήν Αἰκατερίνα, μετέπειτα Μαγδαληνή μοναχή καί τήν Καλλιόπη, μετέπειτα Μάρθα μοναχή.
Ἀπό μικρός βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς γεωργικές ἐργασίες καί στό ψάρεμα. Τοῦ ἔμαθαν ἀκόμα τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τήν ὑποχρέωσή του νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τακτικά μέ τούς γονεῖς του πήγαινε γιά προσκύνημα στό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ἤ ἀνέβαιναν στό καστρομονάστηρο τοῦ ῾Αγίου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Στά προσκυνήματα αὐτά γνώρισε καί συνδέθηκε μέ ὁσιακές μορφές πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ. Οἱ πατέρες δίδασκαν στούς πιστούς ὅτι πρέπει νά ἀγαποῦν τήν ᾽Ορθόδοξη πίστη μας καί ὅτι ἡ ᾽Ορθοδοξία εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Κύριός μας καί ὅτι μόνον αὐτή κρατᾶ ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του, «ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια διότι ἥ πρόσθεσαν σ᾽ αὐτά πού δίδαξε ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤ ἀφαίρεσαν δογματικές ἀλήθειες». Αὐτά καί ἄλλα πού τοῦ ἔλεγαν οἱ μοναχοί ὁ Ἀμφιλόχιος τά ἔβαζε μέσα του καί σιγά σιγά ἄναψε ἡ ἐπιθυμία του νά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο.
Ἀργότερα ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ἀπό μικρό παιδί ἔβλεπα τόν ἄγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο τόν ὁποῖο ἀγαποῦσα πάρα πολύ, προσευχόμουν σ᾽ αὐτόν καί τόν παρακαλοῦσα νά γίνω μαθητής του καί ὁπαδός του». Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔδωσε ἀπάντηση στίς προσευχές του. Ἔτσι σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, τό Μάρτιο τοῦ 1906 μέ τήν εὐχή τῶν γονέων του περνᾶ τήν κεντρική πύλη τῆς Μονῆς τοῦ ἡγαπημένου Μαθητή τοῦ Κυρίου μας ὄχι γιά προσκύνημα, ἀλλά γιά νά γίνει μέλος τῆς ἀδελφότητος. Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς μέ χαρά τόν δέχτηκε, τόν γνώριζε ἀπό πολλά χρόνια, καί τόν ἔγραψε στόν κατάλογο τῶν δοκίμων τῆς Μονῆς. Μέ τήν ὑπακοή, τήν προσευχή καί τή μελέτη πατερικῶν κειμένων γρήγορα ξεπέρασε στήν ἀρετή πολλούς μοναχούς πού ἀσκοῦνταν ἐκεῖ ἀπό χρόνια καί γι᾽ αὐτό τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου κείρεται μικρόσχημος μοναχός καί παίρνει τό ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Οἱ νέοι ἀγῶνες, τά νέα παλαίσματα καί ὁ μεγαλύτερος πόλεμος ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο δέν πτοοῦν τόν στρατιώτη τοῦ Κυρίου μας. Στό στόμα καί τό νοῦ του ἔχει συνεχῶς τήν εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ ῞Αγιον ῎Ορος κι ἔτσι ἐκπληρώνει μιά παλαιά του ἐπιθυμία.
Ὁ ἡγούμενος καί ἡ γεροντία τῆς Μονῆς βλέποντας τήν πνευματική του πρόοδο ἀποφάσισαν νά γίνει μεγαλόσχημος μοναχός. Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπολλοῦ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν εὐλαβή καί αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη. Μετά τή μεγασχημία του μέ τήν εὐλογία τῶν Πατέρων πηγαίνει γιά προσκύνημα στούς ῾Αγίους Τόπους.
Τήν ἴδια χρονιά γνωρίζει τόν ταπεινό, μαρτυρικό καί σοφό Ἀρχιθύτη Μητροπολίτη Πενταπόλεως ῞Αγιο Νεκτάριο μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά κι ἔγινε μαθητής του. Ὁ σύνδεσμος αὐτός δέν διακόπηκε ποτέ καί σήμερα συνεχίζεται εἰς τούς οὐρανούς ὅπου καί οἱ δύο ἀπολαμβάνουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Στίς 27 Ἰανουαρίου 1919 μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος στόν ἱερό Ναό ῾Αγίου Νικολάου Κῶ καί στίς 5 Ἀπριλίου τοῦ ἰδίου ἔτους στό Βαθύ τῆς Σάμου στόν ἰερό ναό τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος παίρνει τό δεύτερο βαθμό τῆς ἱεροσύνης
Ἀπό τό 1920-1926 ὑπηρετεῖ τήν ἐκκλησία ἀπό διάφορες ἐπάλξεις.
Στίς 14 Νοεμβρίου 1935 ψηφίζεται, ἀπό τή Πατμιακή Ἀδελφότητα, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικός Ἔξαρχος Πάτμου. Τό ὑψηλό του ἀξίωμα δέν τόν ἔκανε, ὅπως δυστυχῶς γίνεται, ἐγωιστή καί ἀλαζόνα ἀλλά ὑπηρέτησε τό μοναστήρι μέ ταπείνωση, σύνεση καί αὐταπάρνηση. Σύντομα, τό 1937, ἦρθε σέ ρήξη μέ τούς Ἰταλούς κατακτητές. Ἀντιστάθηκε μέ γενναιότητα καί σθένος στὰ σχέδια τους γιὰ τὸν ἐξιταλισμό τῶν Δωδεκανήσων, τήν αὐτονόμηση τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τήν ὑπαγωγή τους στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα του ἦταν νά χάσει τήν ἡγουμενία καί νά ἐξορισθεῖ ἀπό τήν Πάτμο στήν ἡπειρωτική ῾Ελλάδα.
Κατά τήν ἐξορία του δέν τόν κυρίεψε ἡ κατάθλιψη καί ἡ μελαγχολία, οὔτε ἔπεσε στήν ἀδράνεια, ἀλλά θεώρησε ὅτι αὐτή ἦταν δῶρο ἀπό τό Θεό γιά νά ἐργαστεῖ γιά τή δόξα Του καί γιά τήν Πατρίδα. Δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά ἐργαστεῖ κι ἐδῶ μέ ἱεραποστολικό ζῆλο. Οἱ κατακτητές νόμισαν ὅτι φεύγοντας ἀπό τήν Πάτμο ὁ γέροντας θά διαλυόταν τό τεράστιο πνευματικό του ἔργο. Πόσο ἀπατήθηκαν! Μπορεῖ νά ἔφυγε γιά λίγο ἀπό τήν ἀγαπημένη του Πάτμο, ἀλλ᾽ ὠφέλησε πολύ τήν ὑπόλοιπη ῾Ελλάδα μέ τήν ἱεραποστολική του δράση.
Μέσα του κυριαρχοῦσε τό ἐρώτημα «πῶς θά σωθοῦν οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν ἐξιταλισμό καί τούς μισιονάριους τοῦ Πάπα». «Μέ τήν ἵδρυση μοναστηριῶν» ἀπαντᾶ ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Πάτμο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἡγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Τό 1939 τοῦ ἀνατέθηκαν καθήκοντα ἐφημερίου στό ναό «Παναγία Διασώζουσα» καί τό 1940 ἱδρύει τό ἱερό Κάθισμα τοῦ ῾Αγίου Ἰωσήφ στή θέση Κουβάρι.
Οἱ Πατέρες ἐκτιμῶντας τίς ἰκανότητές του καί τήν πνευματικότητά του τό 1942 τοῦ ἐμπιστεύονται τά καθήκοντα τοῦ ἐφημερίου τοῦ ῾Ιεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ἐδῶ φάνηκαν τά τάλαντά του καί τά προσόντα του. Καλλώπισε τό ναό τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τοιχογραφίες καί ἀνακαίνισε τό δάπεδο τοῦ ναϊδρίου τῆς ῾Αγίας Ἄννης.
Τό Μάρτιο τοῦ 1947 μετά ἀπό πολλούς ἀγῶνες καί θυσίες στά Δωδεκάνησα κυματίζει ξανά ἡ Γαλανόλευκη. Στή Ρόδο στά χρόνια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς οἱ παπικές καλόγριες εἶχαν ἱδρύσει ὀρφανοτροφεῖο στό ὁποῖο προσπαθοῦσαν νά ὡθήσουν στόν παπισμό τίς ὀρθόδοξες κοπέλες πού ἀνέτρεφαν. Ὅταν οἱ καθολικές καλόγριες ἔφυγαν μαζί μέ τά στρατεύματα κατοχῆς, ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Τιμόθεος καί ὁ διοικητής Δωδεκανήσων κάλεσαν τόν π. Ἀμφιλόχιο νά ἀναλάβει τό ὀρφανοτροφεῖο. Ὁ Γέροντας παρά τά προβλήματα ὑγείας πού εἶχε, πῆγε στήν Κάλυμνο νά βρεῖ τή δασκάλα ῾Ερασμία, μετέπειτα μοναχή ᾽Εμμέλεια γιά νά ἀναλάβει μαζί μέ τή μοναχή Εὐστοχία τό ὀρφανοτροφεῖο. Οἱ δυό αὐτές ἀδελφές ἐργάσθηκαν ἀφιλοκερδῶς καί μέ αὐταπάρνηση στό μετερίζι πού τίς ἀνατέθηκε καί μάλιστα βραβεύθηκαν ἀπό τήν βασίλισσα Φρειδερίκη.
Ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι οἰ μοναχοί εἶναι οἱ εὔζωνοι τῆς ἐκκλησίας γι᾽ αὐτό προσπάθησε νά ἱδρύσει πολλά μοναστήρια. «Τά μοναστήρια, ἔλεγε, θά διαφυλάξουν ἀνόθευτη τήν πίστη μας. Αὐτά θά ἀγωνισθοῦν γιά νά ἐπικρατήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή γῆ». Ἔτσι ἵδρυσε τό 1950 τό ῾Ιερό Γυναικεῖο Κοινόβιο τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ Αἰγίνης καί τό 1954 ἀνέλαβε τήν πνευματική ἐπιστασία τῆς ἀνασυσταθείσης ῾Ιεράς Γυναικείας Μονῆς Ευαγγελισμοῦ Ἰκαρίας.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος σέ ὅλη του τή ζωή βασανίζονταν ἀπό διάφορες ἀσθένειες καί ἦταν εὐαίσθητος στά κρυολογήματα. Τέλη Μαρτίου 1970 προσβλήθηκε ἀπό πνευμονία, κατάλαβε ὅτι σύντομα θά ἀφήσει τό μάταιο τοῦτο κόσμο καί ὅτι θά φύγει ἀπό τή στρατευομένη ᾽Εκκλησία καί θά γίνει πολίτης τῆς Θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας.
Ἡ ὁσιακή του κοίμηση
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι βαριά ἄρρωστος διαδόθηκε ἀστραπιαία παντοῦ. Τά πνευματικοπαίδια του ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ πλανήτη κατέφθασαν στό ἱερό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἄν καί δέν εἶχε δυνάμεις δέν ἔπαψε νά δίνει τίς τελευταῖες του συμβουλές.
Ἔδωσε σέ ὅλους τίς συμβουλές πού ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Ὁ π. Ἀμφιλόχιος εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Στήν προσπάθεια τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν νά τόν κρατήσουν μέ ὀρούς λίγες μέρες στή ζωή, παρακαλοῦσε κι ἔλεγε: -ἀφῆστε με, καλά μου παιδιά, νά φύγω, ἦρθε ἡ ὥρα μου.
- Γιατί, Γέροντα, τούλεγαν, δέ μένεις μαζί μας καί τοῦτο τό Πάσχα; Δίσταζε νά ἀπαντήσει. Μετά ἀπό ἐπίμονες ἐρωτήσεις εἶπε, στόν π. Παῦλο: -Εἶδα τήν Παναγία καί τόν Θεολόγο πρό ὁλίγου καί τούς παρεκάλεσα νά μείνω κοντά σας κι αὐτό τό Πάσχα, ἀλλά μοῦ εἶπαν δέ γίνεται ἄλλο, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση, Πάσχα θά κάμεις στούς Οὐρανούς μαζί μας. Αὐτό τό λέγω σάν ἐξομολόγηση, ἐπειδή μέ πιέζετε, μήν τό πεῖτε σέ ἄλλους.
Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία ἐξέταση αἵματος. Μικροβιολόγος δέν ὑπῆρχε στήν Πάτμο καί ἔτσι τοῦ πῆραν αἷμα καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐξέταση. Ὅταν ἔφθασε τό αἷμα στό ἰατρεῖο καί ὁ ἰατρός τό ἄνοιξε, βρέθηκε πρό ἐκπλήξεως τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί αὐτός πού τό μετέφερε. Τό αἷμα εὐωδίαζε, ἀνεξήγητα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ὄχι ὅμως καί γιά τή θεία, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ὥστε νά μαρτυρεῖ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀναδεικνύει ὅλους τούς ἐκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος γνωρίζει.
Ὁ ἀλησμόνητος Γέροντας στίς 16 Ἀπριλίου 1970 μέ πλήρη διαύγεια τῶν αἰσθήσεών του ἔφυγε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο γιά τήν οὐράνια πατρίδα πού τόσο ποθοῦσε κι ἐπιθυμοῦσε καί πῆγε νά πάρει ἀπό τά χέρια τοῦ ἀδέκαστου Κριτή τό στεφάνι τῆς ἁγιότητος.
Ἔφυγε ὁ Γέροντας ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφοῦ ἔδωσε ὅλη του τή ζωή γιά τούς ἄλλους,τούς ἀδελφούς του καί ἀδελφούς τοῦ Κυρίου μας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ὡς δόκιμος ἐργάτης στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τήν ᾽Εκκλησία καί τήν Πατρίδα σάν καλός χριστιανός καί γνήσιος ῾Ελληνας.
Τό λείψανό του, ὅπως ὁμολογοῦσαν ὅλοι ὅσοι παρευρέθηκαν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία, πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική. Ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ἄς δοῦμε τώρα τούς τομεῖς στούς ὁποίους ἐργάσθηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεϊκό ζῆλο ὁπ. Ἀμφιλόχιος.
῾Ιδρύει τήν ῾Ιερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, «ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός του» γιά μοναχός εἶναι φυσικό νά ἤθελε κι ἄλλοι νά ἀκολουθήσουν τό δρόμο του. Πέρασε κατά τήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό ὅλα τά στάδια τοῦ μοναχισμοῦ. Ἔκανε δόκιμος στό Μοναστήρι, ὑποτακτικός, μικρόσχημος καί μεγαλόσχημος μοναχός, ἱερομόναχος, ἡγούμενος καί τέλος Γέροντας μοναστικῶν ἀδελφοτήτων. Ὁ παππούλης θεωροῦσε τό μοναχισμό ὡς μαρτύριο καί ὄχι σάν ἐφαλτήριο γιά δόξες, τιμές, ἀνέσεις καί ἀξιώματα. Ἔλεγε: «Τὸ νὰ παραμένεις πιστὸς στὸ Μοναχισμὸ θεωρεῖται μαρτύριο».
Ἡ προσεκτική καί ἁγία ζωή του ἔγινε μαγνήτης νά συγκεντρωθοῦν γύρω του κοπέλες πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν τόν ἰσάγγελο βίο. Ἔτσι τό 1937 ἀποφάσισε νά δώσει ζωή στό ἐρημητήριο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού βρισκόταν στό νοτιοδυτικό τμῆμα τοῦ νησιοῦ καί ἔχει ἐκπληκτική θέα πρός τόν κόλπο τῶν Κήπων, ἀφοῦ εἶναι χτισμένο στήν ἄκρη τοῦ βράχου. Τή χρονιά αὐτή μετά τίς ἀπαραίτητες διαδικασίες τό ἐρημητήριο ἔγινε γυναικεία Μονή ἀφιερωμένη στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου. Στά ὑπάρχοντα ἐρειπωμένα κτήρια πού ἀνακαινίσθησαν προστέθηκαν καί νέα καί στό χῶρο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες μοναχές ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς Γεροντίσσης Εὐστοχίας. Ἡ Μονή, πού πῆρε μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξη χάρη στό ἄγρυπνο καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ π. Ἀμφιλοχίου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τήν Ἰταλική κατοχή, καθῶς οἱ μοναχές στήν προσπάθειά τους νά διατηρήσουν τήν ῾Ελληνική γλώσσα ἵδρυσαν «κρυφά σχολεῖα» σέ ὅλους τούς συνοικισμούς τῆς Πάτμου καί παράλληλα ἀσχολήθηκαν μέ τή διδασκαλία της στά μικρά παιδιά.
Ἡ ἐθνική του δράση
Τό 1923 τά Δωδεκάνησα περνοῦν στήν κυριαρχία τῶν Ἰταλῶν μέ πρῶτο κυβερνήτη τόν Μάριο Λάγκο. Ὁ Ἰταλός κυβερνήτης τά πρῶτα διατάγματα πού ἔβγαλε εἶχαν ὡς στόχο τήν ἀπόπειρα ἀλλοίωσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καί ἐξιταλισμοῦ τῶν Δωδεκανησίων. Σύμφωνα μέ διάταγματοῦ 1925, οἱ κάτοικοι θεωροῦντανἸταλοί πολίτες , ἐνῶ τό 1926 ὁρίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία τῆς ἰταλικῆς γλώσσας ἦταν υποχρεωτική, ἱδρύθηκε δέ Διδασκαλεῖο γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων. Ἀπό τό 1929 γιά τήν ἄσκηση ἑνός ἐπαγγέλματος πού ἀπαιτοῦσε πανεπιστημιακές σπουδές, ἔγινε ὑποχρεωτική ἡ φοίτηση ἤ τουλάχιστον ἡ μετεκπαίδευση στό Πανεπιστήμιο τῆς Πίζας˙ γιά νά διευκολύνει τή φοίτησή τους τούς ἔδινε ὑποτροφίες.
Παράλληλα, ἔγινε προσπάθεια νά ἀποδυναμωθεῖ ἡ ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία. Στήν ἀρχή μέ διάταγμα τοῦ 1926 ἡ ᾽Ορθόδοξη ἐκκλησία ἔχασε τήν ἐποπτεία τῶν κοινοτικῶν σχολείων. Τό 1928 ἱδρύθηκε ἀρχιεπισκοπή τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας μέ ἕδρα τή Ρόδο κι ἀμέσως ἐνισχύθηκε ὁ ρόλος της στήν εκπαίδευση. Τήν ἐποχή ἐκείνη στά Δωδεκάνησα ὅπως εἶναι φυσικό ἡ διδασκαλία στά σχολεία γινόταν στήν ἰταλική γλώσσα μέ ἀποτέλεσμα τά ἑλληνόπουλα νά κινδυνεύουν νά μή μιλοῦν τά ἑλληνικά.
Τό γεγονός αὐτό δέν ἄφησε ἀμέριμνο τόν π. Ἀμφιλόχιο. Ἡ ἑλληνική του συνείδηση δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μείνει ἀδρανής γι᾽ αὐτό ἀποφάσισε νά κάνει ὅ,τι ἔκανε ἡ ἐκκλησία κατά τήν τουρκοκρατία˙ ἵδρυσε κρυφά σχολεῖα.
Μέ τήν προτροπή του δημιουργήθηκαν σέ ὅλα τά νησιά κατηχητικά σχολεῖα στά ὁποία τά ἑλληνόπουλα μαζί μέ τήν ὀρθόδοξη κατήχηση διδάσκονταν τήν ἐλληνική γλώσσα καί τήν ἱστορία.
Ἡ μακαριστή Παιδαγωγός Μαρία Πετρούτσου γράφει γιά τήν περίοδο αὐτή:
«Συνδεθήκαμε ἰδιαίτερα μέ τόν π. Ἀμφιλόχιο καθῶς συνεργαστήκαμε στό «Κρυφό Σχολειό» ὅταν τό 1937 ἡ Ἰταλική Κυβέρνηση κατάργησε τήν ῾Ελληνική Παιδεία καί στά σχολεῖα τά ῾Ελληνόπουλα τῆς Δωδεκανήσου διδάσκονταν μόνο τήν Ἰταλική γλώσσα.
Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε τότε γιά μένα τό στήριγμα, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεού κι ὁ σοφός συμπαραστάτης. Ὅταν ἡ δική μου συνείδηση ἐπαναστατοῦσε γιά τά ὅσα ἤμουν ὑποχρεωμένη νά λέω ἤ νά κάνω στό δημόσιο τότε Σχολεῖο, ὅταν ἄγρια τρικυμία ἀναστάτωνε τό εἶναι μου, ἔτρεχα στό Γέροντα νά βρῶ ἀνακούφιση.«Δέν ἀντέχω ἄλλο, Γέροντα!», τοῦ ἔλεγα μέ λυγμούς, «θά παραιτηθῶ!». ᾽Εκεῖνος, μέ ἄκουγε ψύχραιμος, ἀλλά κατά βάθος ὑπέφερε μαζί μου. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔ, ἔ! Νά παραιτηθεῖς, Μαρία! Νά μείνουν τά ἑλληνόπουλα μόνα τους μαζί μέ τούς Ἰταλούς δασκάλους (ἤμουν ἡ μοναδική ἑλληνίδα στό δημόσιο σχολεῖο). ᾽Εσύ θά ἡσυχάσεις κι ἐκείνα δέν θά βλέπουν πιά ἕναν ἄνθρωπο δικό τους νά βρίσκεται κοντά τους!». Ἔτσι, μέ βοηθοῦσε νά βλέπω τό βαθύτερο νόημα τοῦ σταυροῦ μου καί νά τόν αἰσθάνομαι ἐλαφρύτερο. Ὅταν ἦταν ἀργία, πήγαινα μέ τά παιδιά στήν ἐξοχή γιά νά μαζέψουμε χόρτα καί ἀγριολούλουδα, μέ σκοπό νά περάσουμε κι ἀπό τήν Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιά νά τόν συναντήσουμε, νά τά συμβουλέψει, νά τά ἐξομολογήσει. Ἡ Γερόντισσα τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχία, μᾶς μάθαινε τραγούδια ἐθνικοῦ καί θρησκευτικοῦ περιεχομένου καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Μερικοί τούς ἔλεγαν ὅτι οἱ ἐπισκέψεις μας ἐκεῖ στό Μοναστήρι ἦταν ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Ἀλλά ἐκείνοι δέν λογάριαζαν τίποτα.
Ἡ πατρίδα μας ὀφείλει πολλά στόν Γέροντα τῆς Πάτμου, π. Ἀμφιλόχιο, γιά τή δράση του κατά τήν περίοδο τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς. Ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο μέ τήν ἵδρυση «κρυφῶν σχολείων» ἀλλά καί μέ τίς συμβουλές καί κυρίως μέ τό παράδειγμά του κράτησε ζωντανό τό ἐθνικό φρόνημα τῶν κατοίκων τῶν Δωδεκανήσων καί ἀναπτέρωσε τίς ἐλπίδες τους ὅτι σύντομα τά νησιά θά ἑνωθοῦν μέ τή μητέρα πατρίδα, τήν ῾Ελλάδα.
Πολύ θλίβονταν ὅταν ἀντίκριζε ἀπό τήν Πάτμο τά βουνά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὅπου ὑπάρχουν οἱ ἑπτά σβησμένες Λυχνίες τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδή ἡ Ἔφεσος, ἡ Σμύρνη, ἡ Πέργαμος, τά Θυάτειρα, οἱ Σάρδεις, ἡ Φιλαδέλφεια καί ἡ Λαοδίκεια. Ἡ μόνη Λυχνία πού ἦταν ἀναμμένη ἤτανε ἡ Λυχνία τῆς Ἀποκαλύψεως (στήν Πάτμο).
Σέ ὁμαδα προσκυνητῶν εἶπε: «Ἔχουμε ἕνα ἀνεξόφλητο χρέος πρῶτα πρός τούς κρυπτοχριστιανούς ἀπέναντι οἱ ὁποίοι περιμένουν μέχρι τώρα κάτι ἀπό ἐμᾶς καί δεύτερο στόν τουρκικό λαό ὁ ὁποῖος στό σύνολό του μάλλον περίπου κατά τό 50% εἶναι Ἕλληνες ἐξισλαμισθέντες.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος πίστευε ἀκράδαντα πώς ἡ ῾Ελλάδα μποροῦσε νά παίξει σπουδαῖο ρόλο στίς μέρες μας, διότι ἡ πανοπλία της εἶναι ἡ ᾽Ορθόδοξη πίστη μας ἡ ὁποία, μόνον αὐτή, μπορεῖ νά δώσει ζωή στήν πεθαμένη πνευματικά Εὐρώπη καί στήν ταλαιπωρημένη Μικρά Ασία καί ὄχι ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός.
Πρωτότυπο ἐπιτίμιο
Ἡ ἱερά νῆσος τῆς Πάτμουἔχει ἔδαφος βραχῶδες καί ἄγονο καί τόπράσινό της ἀκόμα καί σήμερα εἶναι ἐλάχιστο. Ὁ μακαριστός π. Ἀμφιλόχιος γνωρίζοντας τήν ἀξία πού ἔχει γιά ἕνα τόπο ἕνα δένδρο ἄρχισε νά φυτεύει δένδρα καί νά τά περιποιεῖται. Τήν ἀγάπη του αὐτή πρός τά φυτά προσπάθησε νά τήν περάσει καί στά πνευματικά του παιδιά. Αὐτό τό κατόρθωσε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Ὅταν τά πνευματικοπαίδια του πήγαιναν νά καταθέσουν στό πετραχήλι του τίς πτώσεις τους, ἄν ἔπρεπε σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ἐκκλησίας νά τούς βάλει κάποιο ἔπιτίμιο, αὐτός γιά κανόνα τούς ἔβαζε νά φυτέψουν ἕνα ἤ δύο δένδρα καί νά τά περιποιοῦνται μέχρι νά μεγαλώσουν. Μ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό τρόπο ἄρχισε νάπρασινίζει τό νησί καί νά ἀλλάζει ἡ ὅψη του.
῾Ιεραπόστολος
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος, ὅπως προαναφέραμε, ἔδρασε σέ ὅλη του τή ζωή καί σέ ὅλους τούς τομεῖς πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ ᾽Εκκλησία ἱεραποστολικά. Δεχόταν μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί τούς ᾽Ορθόδοξους καί τούς ἑτερόδοξους, χωρίς αὐτό, φυσικά, νά σημαίνει ὅτι ἔκαμνε ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση δογματική ἤ στά τῆς πίστεως. Οἱ ἑτερόδοξοι μπροστά του ἔκλιναν τό γόνυ τους καί ἀρκετοί μεταστράφηκαν στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Ορθοδοξία μας.
Ἕνα, ἀπό τά πολλά, παράδειγμα εἶναι καί τό παρακάτω. Μία Ἀγγλίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου χάρι στόν Γέροντα βαπτίσθηκε ᾽Ορθόδοξη˙ ὅταν τή ρώτησαν -τί ἦταν αὐτό, πού τήν ἔκανε νά ἔρθει στήν ᾽Ορθοδοξία, ἀπάντησε: «Δύσκολη ἡ ἐρώτησή σας. Ἄν, ὅμως ἐπιμένετε νά σᾶς ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα ᾽Ορθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας».
Ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Καλλίστος Γουέαρ μετεστράφη στήν ᾽Ορθοδοξία μετά τή γνωριμία του μέ τόν Γέροντα. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβονίου κ. Ἀμφιλόχιος (Ράντοβιτς) ὁμολογεῖ ὅτι ἀποφάσισε νά γίνει κληρικός μετά τήν ἐξομολόγηση πού ἔκανε στό Γέροντα καί τήν προτροπή του νά εἰσέλθει στίς τάξεις τοῦ κλήρου.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος συμβούλεψε τόν μακαριστό ἱεραπόστολο π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο νά πάει στήν Οὐγκάντα καί νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά.
Ὁ Σεβ. κ. Ἀμφιλόχιος (Τσούκος) πού διακόνησε τήν ᾽Εκκλησία ὡς ἱεραπόστολος στήν Ἀφρική, μέ τήν προτροπή τοῦ Γέροντα, καί σήμερα εἶναι Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας ὅπου καί ἐργάζεται στήν εὐρύτερη περιοχή της ἀθόρυβα ἱεραποστολικά ἦταν, πνευματικοπαίδι τοῦ π. Ἀμφιλοχίου.
Ἡ μοναχή ᾽Εμμέλεια, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τή γνωρίσουμε, πού γιά χρόνια ἐργάστηκε μέ αὐταπάρνηση καί θεῖο ζῆλο στό ᾽Ορφανοτροφεῖο θηλέων τῆς Ρόδου, ἐκτός ἀπό τή διοίκηση τοῦ ᾽Ορφανοτροφείου, ἀνέπτυξε παράλληλα μεγάλη ἱεραποστολική δραστηριότητα στή Ρόδο κάνοντας κατηχητικά καί κύκλους συμμελέτης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Οἱ Ροδίτες ἀκόμα τήν ἐνθυμοῦνται καί τή φέρνουν σάν παράδειγμα πρός μίμηση.
Νέος ῞Αγιος τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅσοι γνώρισαν τό σεμνό καί φωτισμένο κληρικό, τόν π. Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, ὁμολογοῦν ὅτι ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Οἱ πιστοί ὅταν εἶχαν προβλήματα καί δυσκολίες κετέφευγαν σ᾽ αὐτόν νά τά ξεπεράσουν. Μ᾽ ἕνα τηλέφωνο ἤ μ᾽ ἕνα γράμμα γνώριζαν στό Γέροντα τό πρόβλημά τους καί τόν παρακαλοῦσαν νά προσευχηθεῖ γι᾽ αὐτούς. Οἱ προσευχές του πάντα ἔφερναν τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, ἀρκεῖ νά ἦταν σύννομο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι πολλές φορές μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ διάβαζε τή σκέψη τους, εἶχε δηλαδή τό προορατικό χάρισμα. Μέ τίς κατάλληλες συμβουλές πολλούς ἔσωσε ἀπό ἐπικίνδυνα μονοπάτια καί ἀπό βέβαιες πτώσεις. Διάβαζε τόν συνομιλητή του καί ποτέ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἔπεφτε ἔξω.
Ἀλλά καί τό λείψανό του μετά τήν κοίμησή του πῆρε μορφή οὐράνια, ὅψη χαρούμενη κι εἰρηνική, ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση, πού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω....
Ὁ ἱερομόναχος π. ᾽Ηλίας Καλατζῆς ἔγραψε: -Τὀ 1981, στίς 19 Σεπτεμβρίου, κατόπιν πιέσεων πολλῶν πιστῶν καί τῶν ὑπευθύνων τῆς Μεγάλης Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πραγματοποιήθηκε ἡ ἐκταφή τῶν λειψάνων τοῦ Γέροντος. Ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μέσα στά πεῦκα, ὅλη ἡ γύρω περιοχή εὐωδίασε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ παρευρισκόμενοι νά ἀρχίσουν νά ἀναρωτιοῦνται τί συμβαίνει. Ἡ εὐωδία διαρκοῦσε καί μετά τήν πλύση τῶν ἁγίων λειψάνων. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Ἰσίδωρος -ὁ μετέπειτα μακαριστός ἐπίσκοπος Τράλλεων - ὁ ὁποῖος παρευρισκόταν στήν ἐκταφή, χρειάστηκε νά φύγει γιά λίγο ἀπό τό νησί γιά ἀνάγκες τῆς Μονῆς μας. Ὅταν ἐπέστρεψε μοῦ εἶπε: -Μύρισε τά χέρια μου, ἀκόμη εὐωδιάζουν μετά τό ἄγγιγμα τῆς κάρας τοῦ Γέροντα.
Γιά τήν κατάταξη τοῦ π. Ἀμφιλοχίου στό ἁγιολόγιο τῆς ᾽Εκκλησίας μας οἱ ἀδελφές τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ὑπέβαλλαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως εἶναι καθιερωμένο, τεκμηριωμένο φάκελο μέ ὅλες τίς ἀποδείξεις ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι σήμερα κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ὅτι συναγάλλεται καί δοξολογεῖ τόν ῞Υψιστο μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἄλλους ῾Αγίους. Πιστεύουμε ὅτι σύντομα ἡ ᾽Εκκλησία μας θά τόν ἀνακηρύξει ὡς ἅγιο καί θά ὁρίσει τήν ἡμέρα πού τόν κάλεσε ὁ Θεός κοντά Του ὡς ἡμέρα πού θά ἑορτάζουμε τή μνήμη του.
Ἀπό τίς νουθεσίες του
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος, ἄν καί ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως, δέν ἔπαυε νά νουθετεῖ καί νά συμβουλεύει ὅσους τοῦ τό ζητοῦσαν. Μέ συγκίνηση οἱ πιστοί θυμοῦνται ἀκόμα τίς συμβουλές του. Μερικές ἀπό αὐτές θά δοῦμε στή συνέχεια. Ἔλεγε:
Ἀπευθυνόμενος στίς μοναχές εἶπε: -Τή Γερόντισσα νά τἠν ἀγαπᾶτε. Στή συνέχεια λέγει στή Γερόντισσα: -Ὁ Θεός νά σᾶς ἐνισχύει νά ὁδηγήσετε καλῶς τό ποίμνιον πού σᾶς ἔδωκε νά διευθύνετε. Θά αἰσθάνομαι πολλή χαρά ὅταν σᾶς βλέπω νά προχωρεῖτε. Νά παρακαλεῖτε νά μέ βάλει καί μένα ὁ Κύριος εἰς τήν θέση σας. Πάντα θά εὔχομαι νά ζήσουμε ἀενάως εἰς τήν δόξαν τοῦ Παραδείσου. Θέλω νά συνέχισεις πιστά τό ἔργον μου ὅταν θά φύγω. Θά χαίρομαι ὅταν θά βλέπω ὅτι προχωρεῖτε εἰς τίς ἅγιες γραμμές τοῦ Μοναχισμοῦ....
Θαύματα
Ἕνα ἀπό τά τεκμήρια ὅτι ἕνας πιστός εἶναι κοντά στό Θεό, δηλαδή εἶναι ἅγιος, εἶναι ἡ θαυματουργία. Ὁ μακαριστός Γέροντας ἔκανε, μέ τίς προσευχές του, πολλά θαύματα ὅταν ζοῦσε καί κάνει καί σήμερα ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητήσουμε μέ πίστη καί ταπείνωση. Ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων του θά μεταφέρουμε ἐδῶ ὁρισμένα.
Θαύματα πού ἔγιναν ὅταν ζοῦσε. Ὁ Γέροντας ἐνῶ βρισκόταν στό κελί του, στή Μονή τῆς Πάτμου, ἀκούει κάποια ῾Ελένη ἀπό τήν Ἰκαρία νά τόν φωνάζει νά πάει νά τή σώσει.
Δέ χάνει καιρό, κατεβαίνει στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ καί ὡς ἐκ θαύματος βρίσκει ἰστιοφόρο πού ἔφευγε γιά τήν Ἰκαρία. Θαλασσοδαρμένος φθάνει στόν προορισμό του κι ἀμέσως ρωτᾶ ἄν ὑπάρχει κάποια ῾Ελένη χήρα καί πληροφορεῖται ὅτι πρό ἡμερῶν ἔχασε τόν ἄνδρα της˙ ἀμέσως ρώτησε νά μάθει ποῦ μένει. Ὅταν ἐνημερώθηκε σπεύδει χωρίς καθυστέρηση, ἡ φωνή τῆς ῾Ελένης σριφογυρίζει στό μυαλό του. ᾽Εκεῖ πού βάδιζε βλέπει μιά ἔξαλλη γυναίκα νά τρέχει ἀπελπισμένη, τή φωνάζει μέ τό ὄνομα της καί τῆς λέγει: «῾Ελένη, ποῦ πηγαίνεις, γιά σένα ἦλθα». Ἡ πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τόν πνευματικό, σκέπτεται αὐτό πού θά ἔκανε καί ἐξομολογεῖται ὅτι πήγαινε νά πνιγεῖ στή θάλασσα. Ἡ γυναίκα σώθηκε, τό θαῦμα ἔγινε, ὅπως ἡ ἴδια τό ὁμολόγησε.
Πνευματικό του τέκνο, ἡ Μ.Κ., διηγήθηκε ὅτι τό Νοέμβριο τοῦ 1954 ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα στήν Πάτμο καί τή φιλοξένησε στό ῾Ι. Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιά δύο μερες παρέμενε στόν πῦργο τῆς Μονῆς˙ τήν τρίτη μέρα ὁ ἀείμνηστος ἐπέμενε νά μή κοιμηθεῖ πλέον στό μέρος αὐτό, πρᾶγμα πού ἔγινε. Τή νύκτα ἐκείνη ἔπεσε ἀκριβῶς σ᾽ αὐτό τό κρεβάτι κεραυνός. Εἶναι τυχαῖο γεγονός ἡ σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου μέ τήν ἐπιμονή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός;
Θαύματα μετά τήν κοίμησή του. Μία πιστή ἐξιστορεῖ. «1η Μαΐου 1991. Πρωί πρωί παίρνω ἕνα τηλεφώνημα ἀπό τήν ῾Ι. Μονή Εὐαγγελισμοῦ Πάτμου, μέ τό ὁποῖο μέ εἰδοποιοῦν, ὅτι ἡ νύμφη τοῦ π. ᾽Ηλία, Εἰρήνη Καλαντζῆ εἶχε εἰσαχθεί ἐπειγόντως στόν «Εὐαγγελισμό» μέ συμπτώματα ὀξείας παγκρεατίτιδας κι ὅτι ἡ κατάστασή της ἦταν πολύ κρίσιμη˙ μοῦ εἶπαν νά μεταφέρω στήν ἀσθενή ἀπό τό ἁγιασμένο νερό μέ τό ὁποῖο πλύθηκαν τά ἱερά λείψανα τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀμφιλοχίου -μετά τήν ἐκταφή-, τό ὁποῖο φύλαγα ὡς ἁγίασμα στό σπίτι μου. Ἀμέσως πῆγα στό νοσοκομεῖο ὅπου βρίσκω τήν Εἰρήνη σέ κωματώδη σχεδόν κατάσταση˙ στά χέρια της ὀροί, στή μύτη σωληνάκια, μόλις καἰ μιλοῦσε˙ γεμάτη πίστη τῆς λέω: ὁ π. ᾽Ηλίας μοῦ παρήγγειλε νά σοῦ φέρω τό νεράκι τοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου, αὐτό θά σέ κάνει καλά˙ πράγματι ἀμέσως μέ τή βοήθεια συγγενοῦς της, πού παρεστέκετο στήν ἀσθενή, ἀλείψαμε μέ τό νεράκι τήν περιοχή τοῦ σώματός της, ὅπου ἦταν τό πάσχον ὄργανον. Τήν ἄλλη μέρα οἱ δικοί της μοῦ εἶπαν ὅτι μετά τήν ἐπάλειψη μέ τό ἁγιασμένο νερό παρουσίασε μία ἀπροσδόκητη γιά τούς ἰατρούς βελτίωση, πού συνεχίστηκε στίς ἐπόμενες μέρες ὡς τήν τελεία ἀποθεραπεία της».
-Ἡ Νίκη Τραχανίδου, κόρη τοῦ ᾽Εμμανουήλ Γαμπιεράκη ἀπό τόν Κάμπο τῆς Πάτμου, διηγήθηκε. «῏Ηλθα ἀπό τόν Πειραιά, πού μένω, στήν Πάτμο. Ἡ πρώτη μου δουλειά, ἦταν νά πάω νά προσκυνήσω τόν τάφο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου. Ἀπό τό καντήλι τοῦ τάφου του πῆρα λαδάκι καί τό ἔφερα στόν Πειραιά. Μιά μέρα συνάντησα μιά γνωστή μου κυρία ἡ ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι ἑτοιμαζόταν νά κάνει ἐγχείρηση στό πόδι, διότι κινδύνευε. Τῆς εἶπα νά ἔλθει νά τήν ἀλείψω μέ τό λάδι τοῦ τάφου τοῦ Γέροντα. Πράγματι ἦλθε σπίτι μου κι ἀφοῦ κάναμε παράκληση στήν Παναγία, τήν ἄλειψα μέ λαδάκι στό πονεμένο πόδι καί σέ ὅλο τό σῶμα. Τό βράδυ στόν ὕπνο μου βλέπω τό Γέροντα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε, ὅτι θά γίνει καλά καί νἄρθει στήν Πάτμο νά προσκύνησει τόν τάφο μου καί νά ὁμολογήσει τό θαῦμα. Ἡ ἀσθενής κυρία ἔγινε καλά, ἀπόφυγε τήν ἐγχείρηση καί πῆγε στήν Πάτμο νά ἐκπληρώσει τήν ὑποχρέωσή της. Ὁμολόγησε τό θαῦμα μπροστά στίς Μοναχές καί τούς προσκυνητές πού ἦταν ἐκεῖ».
Τέλος ὁ ῾Ιερομόναχος Ἀμφιλόχιος Διακάκης ἐνημέρωσε τή Μονή γράφοντας: -Πρό ἐτῶν, ξαφνικά στίς 2.30 τό πρωί, μέ ἔπιασε ἕνας ὀξύς πόνος, ὅπως λέμε κολικός. Μή γνωρίζοντας ὅμως τί σημαίνει κολικός καί πῶς ἐκδηλώνεται, νόμιζα ὅτι πεθαίνω ἐκείνη τήν ὥρα. Λέγω τότε· «Γέροντά μου, σῶσε με». Αὐτομάτως σταμάτησε ὁ πόνος καί τό πρωί διαπίστωσα τήν πτώση μιᾶς πέτρας στό μέγεθος τοῦ κριθαριοῦ. ᾽Εδῶ ἦταν τό θαυμαστό σημεῖο. Εἴχαμε θεραπεία κολικοῦ. Οἱ γιατροί μάλιστα ἀπόρησαν γιά τό γεγονός, γιατί στίς ἐξετάσεις ποῦ ἔγιναν φάνηκε ἡ ἀποβολή πέτρας. Δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τήν ἐπίκληση τοῦ Γέροντα καί αὐτόματα παρενέβη.
Ὁμολογοῦν
Τήν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα δέν τήν φανερώνουν μόνον τά θαύματά του, τήν τονίζουν καί τήν παραδέχονται κι ὅσοι τόν γνώρισαν. Ἄς δοῦμε τίς γνῶμες τους καί πῶς τόν σκιαγρφοῦν.
-Ὁ ᾽Επίσκοπος Διοκλείας κ. Κάλλιστος Ware, Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς ᾽Οξφόρδης καί γνωστός συγγραφέας, γράφοντας σ᾽ ἕνα βιβλίο του γιά τήν πνευματική ζωή στήν ῾Ελλάδα λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὑπήρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς ῾Ελλάδας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
-Ὁ μακαριστός Καρδιολόγος καί Καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γ. Παπαζᾶχος ἔλεγε: ᾽Επρόκειτο πραγματικά γιά ἕναν ἅγιο Γέροντα. Τόν συναντοῦσα στήν Πάτμο, ὅπου μόναζε, ἀλλά καί στήν Ἀθήνα. Μιά φορά πού εἶχε ἔρθει, εἶχα τήν εὐλογία νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου. ῏Ηταν γαλήνιος, ἤπιος, χαιρόσουν καί μόνο νά τόν βλέπεις. Τήν πρώτη φορά, πού τόν συνάντησα στήν Πάτμο, μόλις μέ εἶδε ἀπό μακριά, χωρίς νά μέ γνωρίζει, ἄνοιξε τά χέρια του καί μοῦ φώναξε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Μ᾽ ἀγκάλιασε ὕστερα καί μέ φίλησε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων˙ σ᾽ ἀγκαλιάζουν καί ζεσταίνουν πραγματικά τήν ψυχή σου. Μετά μέ πῆρε καί μοῦ εἶπε: -Ἔλα νά καθίσουμε ἔξω στόν πρωτογιό μου. -Ποιό πρωτογιό σας, Γέροντα; -Αὐτό, πού βλέπεις ἐδῶ πέρα, εἶναι ὁ πρωτογιός μου. -Ποιό, παππούλη; -Αὐτό τό πεῦκο. ῏Ηταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπό τό ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μέ διάφορους ἀνθρώπους, πού πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Καί συνέχισε: -Βλέπεις; ᾽Επάνω στόν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτό τό σιδερένιο σταυρό. Τό πεῦκο, λοιπόν, αὐτό εἶναι ὁ πρωτογιός μου καί τόν ἔχω κάνει καί μεγαλόσχημο. Ἔλα τώρα νά κάνουμε τό ἑξῆς. Νά μή μιλήσεις καθόλου καί ν᾽ ἀκούσεις πῶς ὁ πρωτογιός μου μιλᾶ μέ τή θάλασσα. Πραγματικά, φυσοῦσε ὁ ἀέρας μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ πεύκου ἀκουγόταν τό θρόισμα τᾶν πευκοβελόνων κι ἀπό κάτω ἀκουγόταν τό κῦμα τῆς θάλασσας. ῏Ηταν μιά σκηνή ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας «νά κάθομαι κοντά σ᾽ ἕνα τέτοιο ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μιλοῦσε, ἀλλά προσευχόταν, ἐπικοινωνοῦσε μέ τό Θεό. Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε:
-Αὐτή ἡ πλαγιά, πού τώρα εἶναι γεμάτη πεῦκα, ἦταν ἐντελῶς ξερή. Ὅποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιά ἐξομολόγηση, τοῦ ἔβαζα μετά «κανόνα» νά φυτέψει δέντρα. -Πολύ ὡραῖο αὐτό, νά πρασινίσει μία κατάξερη πλαγιά ἀπό τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Γέροντας ὑπέφερε ἀπό σάκχαρο, ἦταν διαβητικός. Ὅταν ἔμεινε στό σπίτι μας, ἡ γυναίκα μου ἀντιμετώπισε κάποια δυσκολία ὅσον ἀφορούσε τό διαιτολόγιό του. Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: -Κόρη μου, καμιά στενοχώρια, ὅ,τι ἔχεις ἐτοιμάσει. Ὁ Ἀμφιλόχιος εἶναι ἁπλός. Πράγματι, ἦταν τόσο ἁπλός, πού σ᾽ ἔβγαζε ἀμέσως ἀπό τή δύσκολη θέση κι ἔμπαινε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέσα στήν καρδιά σου. ῏Ηταν τόσο ἐξαγιασμένος ἄνθρωπος, πού προσωπικά δέν ἔχω ἀμφιβολία ὅτι ἡ διοικοῦσα ᾽Εκκλησία θά τόν ἀνακηρύξει καί ἐπίσημα ἅγιο.
Ὁ εὐπατρίδης τῆς ᾽Εκκλησίας
Ὅλοι ὅσοι τόν γνώρισαν ὁμολογοῦν ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας τῆς Πάτμου ἦταν μιά χαρισματική καί δυσεύρετη μορφή μέσα στή νεώτερη ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Τοῦ ταιριάζει ἀπόλυτα ὁ τίτλος τοῦ εὐπατρίδη. Τόν Γέροντα τόν διέκρινε μία σπάνια πνευματική ἀρχοντιά καί εὐγένεια καί ὑπῆρξε ὁμολογουμένως ἕνας ἀπό τούς βασικούς πρωτεργάτες τῆς ἀναγέννησης τοῦ μοναχισμοῦ,«τοῦ εὐζωνικοῦ τάγματος τῆς ᾽Εκκλησίας»,ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε. Ἄν ἡ ζωή μᾶς φέρει στήν Πάτμο ἄς μήν ἀμελήσουμε νά πᾶμε στό μοναστήρι του νά προσκυνήσουμε τόν τάφο του καί νά τοῦ ποῦμε τούς καημούς καί τά προβλήματά μας. Ὁ Γέροντας πάντα ἀκούει ὅτι τοῦ ζητοῦνε οἱ πιστοί, τρέχει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἐναποθέτει στά πόδια Του τά αἰτήματά μας καί παρακαλεῖ γιά τήν ἐκπλήρωσή τους.
Ας ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς προσευχές του. Ἀμήν.
Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος
(Πηγή: Γεώργιος Θ. Μηλίτσης, διδάσκαλος, Άγια Μετέωρα)
Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής: Την αγιοκατάταξη του αποφάσισε σήμερα, Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνεδριάζει στο Φανάρι, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε την Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018, την αγιοκατάταξη του Γέροντος της Πάτμου Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970).
(Πηγή: Τράπεζα Ιδεών)
(Πηγή: Eastern Orthodoxy)
(Πηγή: Άπαντα Ορθοδοξίας)
Σοφαί νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή...
(νουθεσίαι του αγιασμένου Πατρός Αμφιλοχίου Μακρή προς Μοναχές)
Ερώτησις: Αφού βλέπετε, Γέροντα, τόσο καθαρά τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, γιατί δεν μας τα υποδεικνύετε;
Απάντησις: Λυπούμαι για όσα βλέπω ως πατέρας, αλλά ελπίζω εις την καλλιτέρευσιν. Υποδεικνύω όσα πρέπει, αλλά πιο κερδισμένος είσαι, όταν χύσης δυο ή τρία δάκρυα εμπρός εις τον Χριστόν δι' αυτά, παρά να πης πολλά λόγια. Εκείνος είναι ο ιατρός και παιδαγωγός μας. Ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, αλλά εμείς εκλείσαμε τα μάτια μας και βλέπομε σκοτεινά. Αφού προχωρούμε έτσι άλλοι λασπώνονται και άλλοι σκοτώνονται.
Πολλές φορές την ήμερα έρχεται ο Χριστός και σου χτυπά, αλλά εσύ έχεις δουλειές...
Εκείνος που ταράσσεται δεν σκέπτεται λογικά, ορθά. Κάμνε υπομονήν και θα βραβευθής με στέφανον. Θέλω να είσθε ήρεμες για να συναντώμεθα. Άμα είσθε κουρασμένες δεν λειτουργούν οι ασύρματοι.
Ερώτησις: Πώς κατορθώνετε να έχετε τέτοια υπομονή και καρτερία εις τα διάφορα;
Απάντησις: Η χάρις του Θεού βοηθά. Πάντα πιστεύω παιδί μου εις την δύναμιν του Θεού που όλα τα μεταβάλλει και τα ρυθμίζει προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Ερώτηση: Πώς πρέπει, Γέροντα, να σκεπτώμεθα τον Χριστό;
Απάντησις: Πάντα με αγάπη, πρέπει να φέρνωμε στη μνήμη μας το Χριστό. Μπορεί να κρατούμε στα χέρια μας μια φωτογραφία ενός ανθρώπου αλλά επειδή δεν τον γνωρίζομεν, ή μάλλον δεν αγαπούμεν δεν μας συγκινεί. Ενώ όταν πάρωμε την φωτογραφία της μάννας μας αμέσως η ψυχή μας σκιρτά και κλαίει από αγάπη.
Ερώτησις: Θα σωθούμε, Γέροντα;
Απάντησις: Μα γι' αυτό βάλαμε τα ράσα για να σωθούμε. Ο πνευματικός αγώνας θα μας οδηγήση εις τον Παράδεισον. Το ότι πολεμούμε τους λογισμούς, ο κόπος αυτός θα μας βάλη εις τον Παράδεισο.
(Πηγή: (Αναδημοσίευσις από το περιοδικόν «Άγιος Νεκτάριος» Θεσ/νίκης του 1982), (Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Ακολουθία του Αγίου Αμφιλοχίου Μακρή
Η ακολουθία ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή
Πηγή: (Ιωάννης Παναγόπουλος)
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες Mνήμες)
Σχόλιο Τ.Ι.: Ακολουθεί κείμενο σχετικό με το Ιστορικό, Πολιτισμικό, και Θεολογικό υπόβαθρο της εποχής κατά την οποία εμφανίστικε το Κολλυναδικό Κίνημα τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για την εργασία του Νικολάου Ντανυλέβιτς, Ρώσου Φοιτητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, «νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ» (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν «Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ «Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις» (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν «νέων φιλοσόφων» (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος:
«Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές (5).»
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν «δογματικὸν ἀγῶνα». Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ «Κολλυβάδες». Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου «Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως» (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν:
«... νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον» (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783).
Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ «ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία». Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ
«οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς «καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς «Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους», ἀκόμη δὲ καὶ «Φραγμασόνους» (8).»
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: «Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων»(10). Ἦταν «φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος , κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης «Φιλοκαλίας». Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τοῦ «Εὐεργετινοῦ» καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν «Ὁμολογία πίστεως» (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν «Φιλοκαλία» σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε «πολυγραφότατος» ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία.
«Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα (13).»
Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα «Τούλιος» καὶ ὑπογράφεται ὡς «Πάριος». Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε «ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη»(14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο «ψευδάδελφο». Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν «ἐνσαρκώσεων» καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
«Ναί, ὑπάρχει», ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ «κανόνας τῆς λατρείας» τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι:
«... ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (16).»
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι «ἀνοίκειον», δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ «ἁμαρτιῶδες» γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: «Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου» (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν «Ὁμολογία πίστεώς» του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων:
α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ
β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται «μετὰ κολλύβων», καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ «θρῆνος εἰσάγεται». Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: «Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς».
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι:
«... ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι (18).»
Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται,
«... καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους (19)».
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν «οὐράνιο Ἄρτο».
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν:
«... τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς (20)».
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας». Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ
«... ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων (21).»
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε «Φιλοκαλία». Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν «θησαυρὸ», νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν».
«Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο (22).»
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ «Φιλοκαλία» ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε
«... ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ (24).»
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ «Φιλοκαλικὸ κίνημα» ἀντὶ γιὰ «κολλυβαδικὸ», λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ «... νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος (25)». Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος «κολλυβαδικό» κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν «φιλοκαλικὴ» ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο.
«Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον" (27).»
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ «νέο μοναστῆρι», ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του «νέος κοινοβιάρχης», γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, «τοῦ Λογιωτάτου», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης:
«Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος (29).»
Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς «ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων (30)».
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον «μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Τὸ Χατζόπουλο», μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά:
«Οὗτοι... ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί; (31).»
Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: «Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!», ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους» Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη...
Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, «ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα (33)».
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός:
«Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο...
Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας (34).»
Ἰούνιος 2001.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988.
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν).
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν).
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον).
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Πηγή: Αγιορείτικες Mνήμες, Η Άλλη Όψις, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ωνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Αννης τελούσαν τα «μετά κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριάκου) της Σκήτης κατά την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλική Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικής τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Αγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούργησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικώς τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.
στ) Έδωσαν απάντησι στα αιτήματα των καιρών. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ανάγκη να επανασυνδεθή ο «κανών της προσευχής» με τον «κανόνα της πίστεως», δηλαδή να επανευρεθή το αυθεντικό λειτουργικό ήθος.
ζ) Ανέδειξαν νέους αγίους στην Εκκλησία. Η ίδια η ζωη των «κολλυβάδων» πατέρων ήταν προσανατολισμένη στην προοπτικη της κατά Χάριν θεώσεως και γι’ αυτό ωρισμένοι έδειξαν σημεία αγιότητος ή ανεκηρύχθησαν επισήμως άγιοι, αλλά και προέβαλαν με τα συγγράμματά τους την αγιότητα των αγίων νεομαρτύρων και συγχρόνων τους οσίων ανδρών.
Η παρακαταθήκη των ιερών αυτών ανδρών είναι πολύτιμη και στις ημέρες μας, καθώς η πρόκλησις από το παλαιό και πάντοτε παρόν στην εκκλησιαστική μας ζωή νεωτερικό ήθος μας υποχρεώνει να μετρούμε τις ενέργειές μας με τον γνώμονα του δικού τους ήθους. Οι άγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν την θεολογία από την πρακτική ζωή. Η θεολογία και η ευσεβής παρόδοσις έπρεπε να καθορίζουν τον τρόπο της εκκλησιαστικης δράσεως. Η εποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια με την δική μας. Στις ημέρες τους κατόπιν προσκλήσεως του Παροναξίας Ιωσήφ Δόξα καπουτσίνοι ιερομόναχοι εξομολογούσαν Ορθοδόξους πιστούς, γεγονός που προεκάλεσε την σφοδρή αντίδρασι του ιεροδιακόνου Μακαρίου του Πατμίου. Αλλά και ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ο Ε’, ο οποίος με την συμφωνία των πατριαρχών της Ανατολής πλην του Αντιοχείας συνοδικώς απέρριψε ως άκυρο το λατινικό ράντισμα, απομακρύνθηκε από τον θρόνο του μετα από ενέργειες μητροπολιτών που διαφώνησαν με την απόφανσί του με κίνητρα μη θεολογικά και από σκοπιμότητες. Οι άγιοι «κολυββάδες» είχαν ταχθή θεολογικώς υπέρ της απόψεως του πατριάρχου Κυρίλλου Ε’[5]. Οι συμπροσευχές με ετεροδόξους, η τάσις αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων και κάποιες κοινές ποιμαντικής φύσεως πρωτοβουλίες με τους ετεροδόξους, χάριν πρακτικών σκοπών και άλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν και σήμερα τον «κανόνα της πίστεως».
Εξίσου αντίθετη προς το πνεύμα της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως των «κολλυβάδων» είναι η εκκοσμίκευσις, που παρατηρείται σε διαφόρους τομείς της εκκλησιαστικής μας ζωής και αλλοιώνει την πιστότητά μας στο αποστολο-παράδοτο ευαγγελικό ήθος της Εκκλησίας. Οι όσιοι «κολλυβάδες» πατέρες με τα φιλοκαλικα κείμενα που εξέδωσαν και με τα δικά τους θεόσοφα νηπτικά και ερμηνευτικά συγγράμματα προσέφεραν στον λαό του Θεού το αναλλοίωτο βίωμα της πατερικής Παραδόσεως. Στην Φιλοκαλία, την οποία επεξεργάσθηκαν οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος ο Αγιορείτης, καταγράφονται η αγιοπνευματικη εμπειρία και η απλανής μέθοδος της νηπτικής εργασίας, όπως την έζησαν και την εδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι και ησυχασταί πατέρες της Εκκλησίας απ’ αρχής και μέχρι του 14ου αιώνος. Κατα τον κρίσιμο για την Βυζαντινή αυτοκρατορία αυτόν αιώνα, το ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό) ρεύμα της ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως κατέκλυζε την Ορθόδοξη Ανατολή και απειλούσε με οριστικη αλλοίωσι το θεανθρωποκεντρικό της ήθος. Η ήσυχαστικη όμως θεολογία είχε επιτύχει να το διάσωση. Επιπλέον είχε δημιουργήσει στους κουρασμένους πολιτικά και κοινωνικά Ορθόδοξους λαούς ένα ακμαίο πνευματικό φρόνημα, το οποίο κατα τον Σεβ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο:
«… δεν ήταν μόνο ορθόδοξη θεωρητική απάντησι στο σύγχρονό τους φιλοσοφικό και θεολογικό προβληματισμό της Δύσεως ή της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Ταυτόχρονα είχε και συγκεκριμένη ιστορική αποτελεσματικότητα, πολύτιμη για την επιβίωσι των ορθοδόξων λαών και τη διατήρησι της καθολικης αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στους καιρους των δεινών της τουρκοκρατίας[6].»
Κατα παρόμοιο τρόπο η Φιλοκαλική Αναγέννησις του 18ου αιώνος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την πλούσια συγγραφική παραγωγή των «κολλυβάδων» πατέρων αλλά και την δημιουργία πολλών εστιών Ορθοδόξου λατρείας, ήθους και βιοτής (στα κολλυβάδικα μοναστήρια και γύρω από εκκλησιαστικά πρόσωπα στον κόσμο), προσέφερε στην Ορθόδοξο Εκκλησία ισχυρή προστασία από την δυναμική επέλασι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατα τον 19ον αιώνα. Οι Φιλοκαλικοι Πατέρες εγνώριζαν πολύ καλά τα «φώτα» του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διέκριναν εύστοχα ότι αυτός ο διαφωτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπο από την προσδοκία και την θέα του άκτιστου Φωτός, του οποίου είχαν προσωπική και βιωματική εμπειρία. Γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια ήταν να διασώσουν τον τρόπο και την μέθοδο της ησυχαστικής Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής. Το επέτυχαν με πολλές θυσίες. Καρπός του αγώνος των είναι τα χαριτόβρυτα λείψανά τους, τα απαραμίλλου αξίας δογματικά, ποιμαντικά, ερμηνευτικά και λειτουργικά τους έργα, τα μοναστήρια τους. Τα κολλυβαδικά μοναστήρια επί δύο αιώνες κράτησαν την παράδοσι των αγιασμένων κτιτόρων τους. Οι κατανυκτικές αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη στον άγιο Ελισαίο της Πλάκας, η αφανής στα μάτια των «φωτισμένων» λάτρεων της ευρωπαϊκής σοφίας λατρευτική και ποιμαντική δραστηριότης του αγίου παπα-Πλανά, ο όσιος Αρσένιος της Πάρου, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ήταν η ώριμη συνέπεια της προηγηθείσης Φιλοκαλικης Αναγεννήσεως. Η ολοφώτεινη παρουσία του αγίου Νεκταρίου και η υπ’ αυτού ανασύστασις του γυναικείου μοναχισμού στην Ελλάδα, καθώς και η λαμπρή σειρά των αγίων μορφών του 20ου αιώνος, ήταν επίσης καρπός του φιλοκαλικου ήθους. Η αναγέννησις της ησυχαστικής ζωής στην Ρουμανία και την Ρωσσία με τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και τους μεγάλους στάρετς μαρτυρεί την ουσιαστική σημασία που είχε η Φιλοκαλικη Αναγέννησις του 18ου αιώνος για τους Ορθοδόξους του Βορρά, οι οποίοι υπέστησαν και άντεξαν την αθεϊστική λαίλαπα του 20ου αιώνος. Οι νεομάρτυρες και ομολογηταί στην Ρωσσία, την Σερβία, την Ρουμανία είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως που μεταλαμπαδεύθηκε εκεί από τον ίερό Άθωνα δια των επιγόνων των «κολλυβάδων» πατέρων.
Η Φιλοκαλικη Αναγέννησις δεν είναι μόνον ιστορία. Είναι κυρίως τρόπος Ορθοδόξου ζωής και μήνυμα Ορθοδόξου φρονήματος. Είναι επίσης πρόσκλησις προς εμάς τους Ορθοδόξους του 21ου αιώνα να μένουμε πιστοί σε ό,τι παρελάβαμε από τους αγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ως Ορθόδοξο εκκλησιαστικό δόγμα και Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Τους ευχαριστούμε και τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν με την ευχή τους και την πρεσβεία τους προς τον Άγιον Θεόν να τιμήσουμε τους αγώνες τους με την συνέπειά μας στην ιερά τους παρακαταθήκη, τώρα που νέες προκλήσεις ξενόφερτων και δελεαστικών «διαφωτισμών» απειλούν να ανακόψουν και την ιδική μας πορεία προς το αληθινό Φως της ανεσπέρου Βασιλείας του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστου.
Άγιον Όρος, 20/4/2009
Παραπομπές:
[1] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι του XVIII και XIX αι. και οι Πνευματικοί Καρποί της, εκδ. ιδρ. Γουλανδρη – Χόρν, Αθληναι 1984.
[2] Βλ. Ίερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Οι Αγιορείται Κολλυβάδες και οι σχέσεις των με την Ύδρα, στον τόμο Πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού Συνεδρίου «Κωνσταντίνος ο Υδραίος -Νεομάρτυρες, προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», εκδ. Ιερας Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης,Ύδρα 2007.
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, έκδ. Ακρίτας 1998.
[4] Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονης Οσίου Γρηγορίου, Η προσφορά των Αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1991.
[5] Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Εκκλησιολογική Αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων από της Αλώσεως μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος, στο συλλογικό τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
[6] Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλικη Αναγέννησι…, ενθ’ άνωτ. σελ. 12.
(Πηγή: «Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος», άρθρο του Πανοσιολογιότατου Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18ο, αρ.φύλ. 205, Ιούνιος 2009, Αγιορείτικες μνήμες http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2013/07/3386-18.html )
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρχε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγῶνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐτὴ τὴν στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, "νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ" (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰῶνα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀκαταστασίες, ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει ὄχι μόνο μία κρίση κοινωνικῶν δομῶν, ἀλλὰ καὶ μία βαθύτερη πνευματικὴ κρίση, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πεμπτουσία της, θὰ λέγαμε, δὲν ἦταν μόνον μία ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονά του φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐπερχόμενα χρόνια τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας (2). Τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν "Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας", τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπός του ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχικὰ ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1359).
Γενικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλὲς προσπάθειες τῶν μοναχῶν του νὰ ἐμβαθύνουν στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς, ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φαίνεται νὰ λησμονήθηκε. Ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀφάνειά της, ὅμως, τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ξαναζωντάνευσε ἕνα ἄλλο μοναχικὸ κίνημα, λιγότερο γνωστὸ, ἀλλὰ ἐξ ἴσου σπουδαῖο, σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματά του, τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀγῶνα τους ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἢ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Σέρβος ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ "Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις" (3), ἔδωσε τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὶς ἀπαιτήσεις καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: στὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὀρθολογισμὸ, δικαιώνοντας τὴν γενικὴ προσδοκία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Η ΕΠΟΧΗ
Γιὰ νὰ καταλάβομε καλύτερα τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος πρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα.
Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) πολλοὶ Ἕλληνες λόγιοι ἄρχισαν νὰ φεύγουν στὴν Δύση. Ἔφευγε ἐκεῖ καὶ ἡ νεολαία μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει τὶς γνώσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ κάνει αὐτὸ στὴν πατρίδα της, ποὺ παρέμενε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμαθείας. Πολλοὶ, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεφαν πάλι μὲ εὐγενεῖς σκοποὺς νὰ ἐξαλείψουν τὸ σκοτάδι αὐτό, νὰ βοηθήσουν τὸ γένος τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ διευρύνθηκε περισσότερο κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰῶνα. Ἦταν μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀναζητοῦσαν τὴν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου γένους. Ἡ ἀντίληψη, ὅμως, περὶ τῆς ἀναγεννήσεως διεχώρισε τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς τῆς προσπαθείας σὲ δύο ὁμάδες: σὲ Φιλελευθέρους καὶ σὲ Παραδοσιακούς.
Οἱ πρῶτοι στηρίζονταν στὴν πολιτιστικὰ πιὸ ἀναπτυγμένη Δύση, προβάλλοντας τὶς δυτικὲς ἀρχὲς τῆς φιλοσοφίας, παιδείας καὶ ἐπιστήμης. Οἱ δεύτεροι δέχονταν κυρίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ στηρίζονταν στὴν πατροπαράδοτη κληρονομιά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι εἶχαν περισσότερους ὀπαδούς, οἱ ὁποῖοι γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν Δύση, ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ τὴν πειστικότητα τῆς λογικῆς της καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική της πρόοδο. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ Φιλελεύθεροι κέρδισαν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῶν Παραδοσιακῶν νὰ δικαιολογήσουν θεωρητικὰ καὶ λογικὰ τὴν στάση τους καὶ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν παράδοση καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκε τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ παρουσιάσθηκε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίβαρο στὸν ὀρθολογισμὸ τῶν "νέων φιλοσόφων" (4). Ἔτσι ὄχι μόνο προσέφερε στὶς χορεῖες τῶν Ἁγίων νέα ὀνόματα, ὅπως: τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε βαθειὰ ἐπίδρασι στὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἐπηρέασε λ.χ. σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς δύο μεγάλους λογοτέχνες, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους τῆς Σκιάθου, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ πρὶν νὰ βγάλομε συμπεράσματα γιὰ τὸ τί προσέφερε αὐτὸ τὸ κίνημα, πρέπει νὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ τὴν ἱστορία του.
2. Η ΑΦΟΡΜΗ
Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. " Ἡ ἀρχὴ του θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ξαφνιάσει κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ρηχὴ, ἐπιφανειακὴ κίνησι, γενομένη ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ στενὲς ἀντιλήψεις. Ἀλλ᾿ εἴπαμε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν μιά ἀπάτη, γιατὶ ἡ συνέχεια ἀποκαλύπτει ἀπροσδόκητες πτυχὲς καὶ ἡ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς λαμπρὲς σελίδες καὶ μεγάλες μορφές" (5).
Τὸ Κίνημα αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔριδα αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἄρχισαν τὸ 1750 νὰ κτίζουν τὸ καινούργιο Κυριακό, (δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Σκήτεώς τους), γιὰ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ εὐεργέτες, ποὺ ἔδωσαν χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μαζεύτηκαν πολλὰ ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τελοῦν πιὸ ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες.
Κατὰ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχικὰ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς καὶ τελικὰ τὸ πρωΐ τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων, (δηλαδὴ τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ συμβολίζει τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ιβ΄, 24-25: "Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει). Μέχρι τότε, σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τὶς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες στὰ παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σάββατο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγῳ τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδὴ κάθε Σάββατο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορὰ στὶς Καρυὲς, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοὶ πουλοῦσαν τὰ ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν τὰ μνημόσυνα ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδάλισε μερικοὺς μοναχοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Καυσοκαλυβίτη διάκονο Νεόφυτο τὸν Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐναντίον τῶν Ἁγιαννανιτῶν "δογματικὸν ἀγῶνα". Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔριδα αὐτὴ χώρισε ὅλη τὴν μοναχικὴ πολιτεία σὲ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καὶ τάραξε κυριολεκτικὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ μοναχοί, ποὺ ὑπερασπίσθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὸ Σάββατο μόνον, κατὰ τὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάσθηκαν περιφρονητικὰ "Κολλυβάδες". Ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ὄνομα αὐτὸ ἔγινε σὰν ἐγκώμιο γιὰ ὅλους τοὺς παραδοσιακοὺς μοναχούς. Μὲ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τάχθηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν Νεόφυτο (+1784), ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης πρώην Κορίνθου (+1805), ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (+1813) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων καὶ κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάστηκαν "Ἀντικολλυβάδες", γνωστότεροι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης τῆς Θεσσαλίας.
Στὴν συνέχεια οἱ Κολλυβάδες ἐπανεμφανίσθηκαν στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ δημοσίευση τοῦ βιβλίου "Περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως" (1777). Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε ἀνώνυμα στὴν Βενετία, ἀλλὰ σίγουρα προῆλθε ἀπὸ τοὺς κολλυβαδικοὺς κύκλους, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό του ἀντιστοιχεῖ στὶς ἀπόψεις τους. Καὶ μάλιστα οἱ ἐρευνητὲς λένε πὼς τὸ ἔγραψε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ὅτι τὸ ἐπεξεργάστηκαν ὁ Ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐμπλούτισε μὲ πολλὰ πατερικὰ κείμενα στὴν β΄ ἔκδοση (1783). Ὁ σκοπὸς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν "νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν χαριτωμένην συνήθειαν τῶν παλαιῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔρχεται νὰ ἀποδείξῃ μὲ Γραφικὰς, Ἀποστολικὰς καὶ Πατερικὰς μαρτυρίας ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ψυχοσωτήριον νὰ μεταλαμβάνῃ συχνὰ πᾶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς, ὅταν δὲν ἔχῃ ἐμπόδιον" (ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐκδ. τοῦ 1783). Ἡ αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἦταν, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ μεγάλη ἀμέλεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οὐράνια τροφὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως, καὶ γι' αὐτὸ "ἐξέλιπεν ἡ ἁγιότης ἀπὸ ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία". Τὸ βιβλίο ἀρχικὰ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1785, γιατὶ δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζʹ (1799-1801), ἀκύρωσε τὴν καταδίκη (6).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ζητήματα, ὅπως τὸ ζήτημα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Εἰκόνων, τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ, τῆς σχέσεως τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τοῦ Ἀντιδώρου, τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές, κ.τ.λ. (7). Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐξετάσομε ἐδῶ αὐτὰ τὰ θέματα, λόγῳ τῆς μικρῆς διαστάσεως τῆς ἐργασίας μας, καὶ θὰ στραφοῦμε πρὸς ἄλλα πιὸ σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ ζητήματα τοῦ κινήματος αὐτοῦ.
Ὅπως ἤδη ἔχομεν ἀναφέρει, ἡ ἔριδα αὐτὴ τάραξε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κ/πόλεως στὴν ὁποία καὶ ὑπάγεται ἡ μοναχικὴ χερσόνησος. Βλέποντας πὼς ἐξελίσσονται τὰ γεγονότα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀνησύχησε καὶ θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ κατὰ συνέπεια βγῆκε τὸ 1772 ἡ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βʹ (1769-73) ἡ ὁποία ἀφήνει τὶς δύο μερίδες τῶν ἀντιμαχομένων νὰ εἶναι ἐλεύθερες στὴν ἐκλογὴ τῆς ἡμέρας τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων καὶ στὸ ζήτημα τῆς Θ. Μεταλήψεως δὲν καθορίζει τὸ χρονικὸ διάστημα, δηλ. κατὰ πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνάει κανεὶς, ἀλλὰ σὰν ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ προετοιμασία πρὸ τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Εἶναι φανερὸ πὼς μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἡ γαλήνη δὲν ἦλθε. Καὶ «οἱ μὲν παραδοσιακοὶ κατηγοροῦσαν τοὺς φιλελευθέρους ὡς "καταπατοῦντας καὶ μὴ τηροῦντας τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας". Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς παραδοσιακοὺς ὡς "Κολλυβάδες, Σαββατίνους, αἱρετικοὺς, κακοδόξους", ἀκόμη δὲ καὶ "Φραγμασόνους"» (8).
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ δὲν ἔπαψαν οἱ προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ εἰρηνεύσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατάσσονταν νὰ ἀκολουθοῦν οἱ Σκῆτες στὸ ζήτημα τῶν Μνημοσύνων τὴν πρακτικὴ τῶν Μοναστηρίων στὰ ὁποῖα ὑπάγονταν. Ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἁγιαννανίτες δὲν ὑπάκουσαν καὶ πῆγαν στὴν Κ/Πολη νὰ παρουσιάσουν ἐκεῖ τὰ ἐπιχειρήματά τους. Πῆγαν ἐκεῖ καὶ οἱ κολλυβάδες, ὅμως ἄνευ ἐπιτυχίας. Τελικὰ τὸ 1774 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου συγκλήθηκε Σύνοδος γιὰ νὰ ἐρευνήσει αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ Σύνοδος προσκάλεσε τοὺς Κολλυβάδες, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἦρθαν, ἀφοῦ εἶδαν πὼς κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς τελοῦντες τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακές, δηλ. Ἀντικολλυβάδες. Τὸτε ἡ Σύνοδος διαμαρτυρήθηκε κατὰ τῶν Κολλυβάδων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔστειλαν τὸν γνωστὸ ἀντίπαλο τῶν Κολλυβάδων, τὸν μοναχὸ Βησσαρίωνα τὸν ἐκ Ραψάνης, ἀντιπρόσωπο τῆς συνόδου στὴν Κ/Πολη, ἔχοντάς τον ἐφοδιάσει μὲ ἐπιστολὲς, (ποὺ εἶχαν νοθεύσει τὸ περιεχόμενο), τῶν Ἀθανασίου Παρίου καὶ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (9).
Στὴν Κ/Πολη οἱ προσπάθειες τοῦ Βησσαρίωνος εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1776 καὶ τὴν καταδίκη τῶν Κολλυβάδων. Ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ ἡ κακὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἐκ μέρους τῶν Ἀντικολλυβάδων, συνέβαλε στὴν διάδοση τοῦ κινήματος σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἀργότερα, ὅμως, οἱ Κολλυβά δες δικαιώθηκαν ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριὴλ Δ΄, τὸ 1807, καὶ ἡ τελική τους δικαίωση ἔγινε τό 1819 ἐπὶ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄, τοῦ ἐθνομάρτυρος.
3. ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
α΄. Τῶν Κολλυβάδων.
Δὲν ξέρομε δυστυχῶς πόσοι μοναχοὶ κρατοῦσαν τὴν παραδοσιακὴ γραμμή. Εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε τὸν ἀριθμὸ. Σίγουρο εἶναι πώς ἦταν πολλοὶ. Ἐμεῖς θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα πρόσωπα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγέτες τους.
1. Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ πρῶτος χρονικὰ Κολλυβᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν λόγιος ἁγιορείτης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στὴν Πάτρα περὶπου τὸ 1713 καὶ σπούδασε στὴν Κ/Πολη, στὴν Πάτμο καὶ στὰ Ἰωάννινα. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ δίδαξε στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ, δηλαδὴ τὸ σχολεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τοὺς νέους μοναχούς. Τὸ 1749 ἀνέλαβε τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδος. Ἡ συντηρητικότητά του προκάλεσε ἰσχυρὰ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ὁ Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν θέση του. Ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐδιώχθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία του παύει νὰ ἀναμιγνύεται στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ τὸν συναντοῦμε σχολάρχη στὴν Χίο (1760), στὴν Ἀδριανούπολη (1767) καί, μάλιστα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἑλλάδος, στὴν Ρουμανία, στὸ Βουκουρέστι, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 1784. Τὸ γεγονὸς ὅτι καταγόταν, ἐκ μέρους τοῦ πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίπαλοί του λέγοντας πώς ὁ Νεόφυτος ὑπερασπιζόταν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὰ Σάββατα, γιατὶ δῆθεν νοσταλγοῦσε τὴν ἰουδαϊκὴ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μάλιστα κατηγόρησαν ὅλο τὸ κίνημα ὅτι ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Σὲ ἀπάντηση αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν ὁ Νεόφυτος ἔγραψε τὸ ἔργο: "Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων" (10). Ἦταν "φιλοπονώτατος, πολυμαθέστατος καὶ προκομμένος", κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ συγχρόνου του λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (11).
2. Ὁ Ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς κρατοῦσε τὴν φλέβα του ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἱστορικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, ποὺ εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Μακάριος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν Ἀγγελῆ Νοταρᾶ, ἀδελφὸ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ, μεγάλου Δούκα (πρωθυπουργοῦ) τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τοῦ Ἐθνομάρτυρος, μὲ διαταγὴ τοῦ Πορθητοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Πόλεως ὁ Ἀγγελὴς Νοταρᾶς μὲ ἄλλους ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ μεταξὺ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου καὶ Καλαβρύτων, στὰ Τρίκαλα τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ὅπου τὸ 1731 καὶ γεννήθηκε ὁ Μιχαὴλ (ἔπειτα Μακάριος) Νοταρᾶς, ἀπὸ τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Ἀναστασία. Μεταξὺ τῶν διασήμων συγγενῶν τοῦ Ἁγ. Μακαρίου πρέπει νὰ μνημονεύσουμε ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν πολιοῦχο τῆς Κεφαλληνίας, τοὺς δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καὶ Χρύσανθο καὶ τὸν λόγιο Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο Νοταρᾶ. Μὲ μιὰ λέξη ἡ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων στὴν ἱστορικὴ πορεία της ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πολιτεία πολλοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδείχθηκε καὶ ὁ Ἅγ. Μακάριος.
Στὰ νεανικὰ του χρόνια σπούδασε στὴν Κεφαλληνία. Ἔχοντας κλίση στὴν μοναχικὴ ζωὴ μετέβηκε στὴν μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς γιατὶ δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τῶν γονέων του. Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανέλθει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του στὴν Κόρινθο ὅπου καὶ ἔγινε διδάσκαλος στὸ σχολεῖο. Τὸ 1765 στὴν ἠλικία τῶν 34 χρόνων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἀλλὰ ἡ ποιμαντορία του στὴν Κόρινθο ἦταν σύντομη. Τὰ γεγονότα τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο τὸ 1769, τὰ λεγόμενα Ὀρλωφικὰ, τὸν στεροῦν τῆς καθέδρας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη νὰ ἀποστείλει νέους ἀρχιερεῖς στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἁγιος Μακάριος ἀφοσιώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅταν ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ ἀμέσως συντάχθηκε μὲ τὴν μερίδα τῶν Κολλυβάδων. Ἀλλὰ ἡ κυρία προσφορά του ὄχι μόνον στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἦταν ἠ συλλογὴ τῶν ἁγιοπατερικῶν κειμένων καὶ ἡ ἔκδοση τῆς λεγομένης "Φιλοκαλίας". Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες μαζεύοντας τὰ ξεχασμένα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δίνοντάς τα γιὰ ἐπεξεργασία στὸν Ἅγιο Νικόδημο. Ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας τους εἶναι ἡ συλλογὴ τῆς "Φιλοκαλίας" καὶ τοῦ "Εὐεργετινοῦ" καὶ πολλῶν ἄλλων βιβλίων.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἦταν ὑπόδειγμα ἱεράρχου. Συνδύαζε τὴν πνευματικὴ καὶ διδασκαλικὴ ἰκανότητα. Μολονότι ζοῦσε πτωχικὰ ὁ ἴδιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν φιλανθρωπία του, βοηθῶντας περισσότερο τοὺς σπουδαστὲς στὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν θέση του στὸ κίνημα ἦταν ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ γενάρχης του.Πέθανε στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1805 στὴν Χίο καὶ ἀμέσως ἡ ἁγιότης του ἀναγνωρίσθηκε διὰ μέσου πολλῶν θαυμάτων.
3. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τρίτος ἐκπρόσωπος τῆς παραδοσιακῆς γραμμῆς ἦταν ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (κατὰ κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης). Γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ σπούδασε στὴν Σμύρνη. Λίγο ἀργότερα στὸ νησὶ Ὕδρα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνέπτυξε στενὲς καὶ ἰσόβιες πνευματικὲς σχέσεις αἰσθάνοντας πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ βαθειὰ ἐκτίμηση (12). Τὸ 1775 κουρεύτηκε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν κατὰ κάποιον τρόπον ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ κινήματος τῶν κολλυβάδων. Ὅταν κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του γιὰ αἵρεση καὶ κακοδοξία ἐξ αἰτίας τῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα, τότε ἔγραψε τὴν "Ὁμολογία πίστεως" (1807) -ἔργο ποὺ μποροῦμε νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπολογία ὁλοκλήρου τοῦ κινήματος. Ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, μεγάλη προσωπικότητα. Διακρινόταν γιὰ τὶς γνώσεις του, τὴν ἀπέραντη μνήμη του καὶ τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρα του. Ἔγραψε καὶ ἐπεξεργάστηκε πολλὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὀποίων τὴν "Φιλοκαλία" σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο. Μετέφρασε καὶ δυτικὰ βιβλία τὰ ὁποῖα καθάρισε ἀπὸ τὸ ἀντιπατερικὸ στοιχεῖο καὶ βάπτισε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων του ὀνομάστηκε "πολυγραφότατος" ἀπὸ τοὺς βιογράφους του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγινε ἓνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν χειρογράφων μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Κ/Πόλεως.
Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ κινήματος καὶ τὴν ἐξορία καὶ αὐτοεξορία τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἔφυγε, ἀφοῦ δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ συνέχισε στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του τὸ συγγραφικὸ του ἔργο. Τὸ σύνολο τῶν ἔργων του, ἐκδοθέντων καὶ ἀνεκδότων, ἀνέρχεται στὸν ἀριθμὸ περίπου τῶν 112 τόμων, ὅπου βρίσκει κανεὶς ἐκεῖ συγκεντρωμένη καὶ κατασταλλαγμένη ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ σοφία. "Χάρις στὰ ἔργα τοῦ Νικοδήμου καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς σωστὲς ἀρχὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀσκητισμοῦ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα γιὰ τὰ μνημόσυνα" (13). Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του τὸν τιμοῦσαν πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς Ἅγιο. Πέθανε τὸ 1809 καὶ ἀνεγνωρίσθηκε σὰν Ἅγιος τὸ 1955.
4. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κόστος τοῦ νησιοῦ Πάρος τὸ 1725. Ἀργότερα ἐγκαταλείπει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα "Τούλιος" καὶ ὑπογράφεται ὡς "Πάριος". Τὰ πρῶτα του γράμματα ἔμαθε στὸ πατρικὸ νησὶ καὶ κατόπιν μετέβηκε γιὰ σπουδὲς στὴν Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἦταν ἀκροατὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία(1752-56). Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1758 ἀναχώρησε στὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση μιᾶς ἐκ τῶν δύο σχολῶν της. Ἐξ αἰτίας τῆς πανώλης ποὺ ξέσπασε ἐκεῖ διέκοψε τὰ μαθήματα καὶ πῆγε πρῶτα στὴν Κέρκυρα καὶ μετὰ ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Παναγιώτη Παλαμᾶ, μετέβηκε στὸ Μεσολόγγι ὡς διδάσκαλος τῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τοῦ θείου λόγου. Τὸ 1771 μὲ πατριαρχικὴ ἀπόφαση ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς Ἀθωνιάδας σχολῆς. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς του στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, συκοφαντήθηκε, κατηγορήθηκε γιὰ αἵρεση καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ νησὶ τῆς Χίου ὅπου ἀναλαμβάνει τὴν σχολαρχία τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ καὶ παραμένει μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 1813. Ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς εξωτερικὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πάντοτε βρισκόταν σὲ δράση. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ μαχητικὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν συμπατριωτῶν του. Μὲ ζῆλο πολέμησε τὸν βολταιρισμό, ἀθεϊσμὸ καὶ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ ὑπεράσπισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία λέγοντας ὅτι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν λύσεις σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ θέματα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀκλόνητης στάσης ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἐπιφανέστερο ἀλλὰ δυτικίζοντα λόγιο τῆς ἐποχῆς, τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ.
Ἔγραψε πολλὰ ἔργα ἀπολογητικοῦ, λειτουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ περιεχομένου. Κατὰ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ ἐπίσκοπο L. Petit, ὁ Πάριος ὑπῆρξε "ὁ πλέον διάσημος ἕλληνας τοῦ 18ου αἰῶνος μετὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη" (14). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτιμῶντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν συγκατέλεξε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τὸ ἔτος 1995.
5. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν ὁπαδῶν τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοὺ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καὶ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου.
β΄. Τῶν Ἀντικολλυβάδων.
Ἀπὸ τὶς πηγὲς φαίνεται ὅτι οἱ ἀντικολλυβάδες ἦταν πολυαριθμότεροι τῶν Κολλυβάδων. Οἱ κυριώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τους ἦταν ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὁ Βησσαρίων ἀπὸ τὴν Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας.
1. Ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Λόγιος καὶ αὐτὸς ἁγιορείτης τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα, γνωστὸς γιὰ τὸν φιλελευθερισμό του. Μοναχὸς τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Ὁ Θεοδώρητος ἦταν γιὰ τοὺς Ἀντικολλυβάδες ὅ,τι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γιὰ τοὺς Κολλυβάδες, ὁ μαχητικὸς τῆς ὁμάδας (15). Ἦταν ὁ πρωτεργάτης τῆς ἔριδας, τηρῶντας στάση ἀντικολλυβαδική. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρευνητὲς τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία συνέγραψε. Τὸ 1799 ἐκδόθηκε στὴν Λειψία ἀνώνυμος ἑρμηνεία του στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία καταδικάστηκε γιὰ δογματικὰ σφάλματα καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ κυκλοφορία της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Θεοδώρητος ἐνήργησε καὶ στὴν τύπωση τοῦ "Πηδαλίου" τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ παρενέβηκε γράφοντας σημειώσεις φιλελευθέρου πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ κατελύπησε τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τὸν Θεοδώρητο "ψευδάδελφο". Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀποσφράγισε καὶ νόθευσε ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου κατηγορῶντας τον μπροστὰ στὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γινόμενος κατ'αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κύριος κατήγορος τῶν Κολλυβάδων ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης.
Ἐλάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν δυστυχῶς γιὰ τὸν Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Ραψάνη τῆς Θεσσαλίας περίπου τὸ 1738. Σπούδασε στὰ Ἰωάννινα καὶ στὴν Ἀθωνιάδα ὡς μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ κατόπιν στὴν Κ/Πολη. Ἐκεῖ ἦταν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη, Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὸ Ἅγιον Ὄρος μετονομαζόμενος ἀπὸ Βασίλειος σὲ Βησσαρίωνα καὶ ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη. Εἶχε φήμη πεπαιδευμένου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος καὶ ἀπελάμβανε μεγάλης ἐκτιμήσεως τόσο στὸν Ἄθωνα ὅσο καὶ στὴν Κ/Πολη. Ὁ ρόλος τοῦ Βησσαρίωνα στὴν χορεία τῶν Ἀντικολλυβάδων δὲν ἦταν καὶ τόσο καλός. Μετέβηκε στὴν Κ/Πολη ὅπου συκοφάντισε στοὺς ταγοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν θεώρησι τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων καὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δικαίως καὶ ἀπέδωσαν τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τοῦ Βησσαρίωνα.
4. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ.
Ἐξετάζοντας, λοιπόν, τὴν ἔριδα αὐτὴ μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν τάσεών της ἀνακαλύπτομε τὰ ἐσωτερικὰ αἴτια καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ τὴν δημιούργησαν. Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μολονότι ξεκίνησε ἀπὸ μία φαινομενικά μικρὴ ἀφορμή, πολὺ γρήγορα παίρνει μία πνευματικὴ εὐρύτητα, ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων. Εἶναι ἕνα κίνημα ἐμμονῆς στὶς σωστὲς βάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν πεμπτουσία της, στὸ βασικό της θεμέλιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν λατρεία της. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα ἔθεσε οὐσιαστικὰ τὸ πρόβλημα τοῦ θεολογικοῦ νοήματος τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νά λύσομε εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὑπάρχει ἄραγε κάποια σχέσι ἢ κάποια μυστικὴ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει, μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς καθ᾿ αὑτὸ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱστορικῶν "ἐνσαρκώσεων" καὶ μορφῶν της; Καὶ ἐὰν ὑπάρχει, τότε ποιά;
"Ναί, ὑπάρχει", ἀπήντησαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, γιατὶ στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἀχώριστες. Ὁ "κανόνας τῆς λατρείας" τῆς προσευχῆς καὶ τὸ Τυπικὸ πρέπει ὀργανικὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸν "κανόνα τῆς πίστεως". Μὲ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία, σὰν θεωρία, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις μας, ἀλλάζει καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀντιθέτως, ἐὰν θὰ ἀλλάξωμε κάτι στὴν λατρεία μας, τότε διασαλεύεται ἡ θεολογία καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὑπάρχει κάποια μυστικὴ μετοχὴ καὶ κοινωνία μεταξὺ τοῦ συμβόλου καὶ τῆς πραγματικότητος, ποὺ αὐτὸ ἐκφράζει· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀχώριστα μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στοὺς εἰκονοφίλους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἄλλους Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν θέλωμε νά ἀλλάξωμε κάτι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μήν ἐγγίσωμε τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα καὶ νὰ μὴν ἀνατρέψωμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας μας, τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπάνω σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων δὲν ἔχουν καμμία αἴσθηση, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε πάλι λόγῳ φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιδράσεων τῆς Δύσεως. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς στὸ πρόσωπο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, καὶ περισότερο ὁ Προτεσταντισμός, εἶχαν κηρύξει τὸν χωρισμὸ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς λατρείας ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ Ἀντικολλυβάδες, λοιπόν, ἔχοντας τέτοια ἐσφαλμένη θεολογικὴ βάση πολὺ εὔκολα, καὶ χωρὶς ἐμβάθυνση στὸ νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς λατρείας, προσάρμοζαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν συναίσθηση ὅτι οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ γίνωνται πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, γιατὶ ἔτσι "ὁ χρόνος καὶ οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς γίνονται κριτήριο τῶν λειτουργικῶν πράξεων καὶ συμβόλων. Δηλαδὴ μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ τρόπο καὶ χωρὶς βάθος ἀντιμετωπίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας" (16).
Ἀντίθετα, οἱ Κολλυβάδες δὲν ἤθελαν νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἤθελαν νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Ἡ λατρεία, κατὰ τοὺς Κολλυβάδες, πρέπει νὰ εἶναι μία προσφορά, ἕνα δῶρο ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ σύστημα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβαίνωμε ἐμεῖς πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὄχι νὰ τραβοῦμε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὴν γῆ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τῶν Κολλυβάδων εἶναι θεοκεντρικές, στραμμένες πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ τῶν Ἀντικολλυβάδων εἶναι οὐμανιστικές, στραμμένες πρὸς τὸν κόσμο.
Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων ἦταν ἀντικατοπτρισμὸς αὐτῶν τῶν δύο θεολογικῶν στάσεων καὶ ὄχι μία ἀσήμαντη διαμάχη κάποιων ἀργόσχολων μοναχῶν. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, ποιά ἐπιχειρήματα παρέχουν οἱ Κολλυβάδες ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις τους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακὴ εἶναι "ἀνοίκειον", δηλαδὴ ἀπαράδεκτο, καὶ "ἁμαρτιῶδες" γεγονός. Ἀνοίκειον, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ψάλλωνται νεκρώσιμες καὶ θρηνώδεις Ἀκολουθίες, κατὰ τὴν χαρμόσυνη αὐτὴν ἡμέρα. Ἁμαρτιῶδες, γιατὶ παραβαίνονται οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν: "Ἔνοχος ἔσται ὁ κατηφῶν ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου" (17).
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν "Ὁμολογία πίστεώς" του παρουσιάζει περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐξηγεῖ ὅτι ὑπαρχουν δύο εἴδη μνημοσύνων: α΄). Ὅταν ὁ ἱερέας μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδὴ, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μνημόσυνο, ἢ μᾶλλον ἡ μνημόνευση, γίνεται χωρὶς κανένα πένθος ἢ θρῆνο, καὶ β΄). Ὅταν τὰ μνημόσυνα τελοῦνται "μετὰ κολλύβων", καὶ τότε πένθος ὑπάρχει καὶ "θρῆνος εἰσάγεται". Δηλαδή, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο, ἀπαγορεύεται τὴν Κυριακὴ τὸ δεύτερο εἶδος τῶν μνημοσύνων, ποὺ προκαλεῖ θρῆνο, ἐνῶ δὲν ἀπαγορεύεται τὸ πρῶτο εἶδος, δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ μνεία τῶν ὀνομάτων καὶ οἱ εὐχές ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν Προσκομιδή, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Κυριακή, ἀφοῦ δὲν προκαλεῖ πένθος, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀναστάσιμη αὐτήν ἡμέρα. Ἐξ ἄλλου ἀπαγορεύονται τὰ μνημόσυνα κατὰ τὶς Κυριακὲς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικές Διαταγές, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι: "Οὐ χρὴ πενθεῖν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς".
Ὅπως βλέπομε, γιὰ τοὺς Κολλυβάδες τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα δὲν εἶναι μόνο προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλ᾿ εἶναι "ταυτόχρονα καὶ λειτουργικὴ μαρτυρία καὶ κήρυγμα τοῦ σαββατισμοῦ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου· ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γιὰ τὴν λύτρωσι τῶν κεκοιμημένων. Τὰ κόλλυβα συμβολίζουν τὸ νεκρὸ ἄνθρώπινο σῶμα, ποὺ περιμένει τὴν Ἀνάστασι" (18). Τὸ Σάββατο, λοιπόν, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λύπης καὶ τοῦ θρήνου γιὰ τοὺς νεκρούς, ἐνῶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὴν ἀναμενόμενη κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἡ Κυριακὴ ἔχει τέτοιο συμβολισμό, αὐτὸ πρέπει νὰ μαρτυρεῖται καὶ νὰ διακηρύσσεται, "καὶ τίποτε δὲν πρέπει νά ἀμαυρώση ἢ νὰ σκεπάση ἢ νά κρύψη αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἡμέρες, ἑπομένως καὶ τὸ Σάββατο, ἀποκτοῦν τὸ πραγματικὸ καὶ αἰώνιο νόημά τους" (19).
Τὸ κάθε σύμβολο ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὁρισμένη πραγματικότητα καὶ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, δὲν πρέπει νὰ ἀμιγνύωνται τὰ διάφορα σύμβολα, οὔτε οἱ διάφορες, μεταξύ τους. Ἀλλὰ, θὰ μποροῦσε νά ρωτήσει κανείς, τί σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα γιὰ τὴν ζωή μας; Τί μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν; Ὅσο περισσότερο συναρμόζεται καὶ ταυτίζεται ὁ φυσικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Θεανθρώπινη οἰκονομία, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀνάμνηση καὶ συμβολισμὸ τῆς ἑορτῆς, τόσο περισσότερο ριζώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας ζωῆς, καὶ ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ ἀρχίζει νά συνηθίζει πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ἀρχίζει νά ζῆ σὲ ἄλλες διαστάσεις. Ἔτσι ὁ χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο μένομε τώρα, ἑνώνεται μὲ τγην αἰω νιότητα, μέσα στὴν ὁποῖα θά ζήσομε στὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μεταμορφώνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καὶ ἠ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάσει ἤδη ἐδῶ στὴν γῆ τὰ τέκνα της γιὰ τὴν ἄλλη, αἰώνια ζωή.
Τὸ βασικώτερο μέσο προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ εἶναι ἡ Θ. Μετάληψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς, ἑνωνώμαστε κατὰ χάριν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ προγευόμαστε τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Κολλυβάδων πρὸς τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς παραδόσεως, ἀλλ᾿ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη. Προκειμένου νὰ ζοῦν πνευματικά, νὰ προσηλώνονται πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐνίσχυση, τὴν θεία τροφή, τὸν "οὐράνιο Ἄρτο".
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια μεταξύ τῶν χριστιανῶν νὰ μεταλαμβάνουν μόνο δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ μὴν ὐποτιμοῦν δῆθεν τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας. Αὐτὴ τὴν στάση, δηλαδὴ τὴν ἀραιὰ Θ. Κοινωνία, ὑπερασπίσθηκαν οἱ Ἀντικολλυβάδες, μολονότι αὐτὴ δὲν ἦταν ποτὲ κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἕνα παροδικὸ γέννημα κάποιων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Οἱ Κολλυβάδες, ὅμως, εἶχαν "τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις δὲν εἶναι ἐπιβράβευσις τῶν τελείων, ἀλλ᾿ ἐνίσχυσις τῶν ἀτελῶν εἰς τὸν πνευματικό τους ἀγῶνα", καὶ ἐπιμελοῦντο καὶ συνιστοῦσαν τὴν συχνὴ προσέλευση στὸ "ποτήριο τῆς ζωῆς" (20).
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπομε τοὺς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες νὰ ἐνδιαφέρονται πρωτίστως γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀναγεννήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὴν χριστοειδῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς οἱ Κολλυβάδες ἔστρεψαν τὰ βλέμματά τους πρός τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλώντας μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία.
5. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
α΄. Στὴν Ἑλλάδα.
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς προσφορὲς τῶν Κολλυβάδων εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τῆς "Φιλοκαλίας". Ὅπως ἔχομε ἀναφέρει ἡ περισσότερη τιμὴ γιὰ τὴν συλλογή της ἀνήκει στὸν ἅγιο Μακάριο, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσθέσωμε ἐδῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀόκνου "θεολόγου τοῦ κινήματος", τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάσθηκε ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ ἅγιος Μακάριος.
Ἀφοῦ στερήθηκε τήν Μητρόπολή του, ὁ ἅγιος Μακάριος, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ βάρος, πάμπτωχος, ἀνεχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ πρῶτα ἐπισκέφθηκε πολλὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν νησιῶν, ἐρευνώντας γιὰ τὰ νηπτικὰ, ἡσυχαστικὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Ὅμως, τί παρεκίνησε τὸν Ἅγιο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἅγιος Μακάριος πρὶν νὰ γίνει Μητροπολίτης Κορίνθου ἦταν δάσκαλος καὶ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γένους. Ἀπό τότε ἤδη εἶχε ὀρθὰ διαβλέψει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει φρόνημα γνήσια ὀρθόδοξο, χωρὶς θεολογικὸ ἦθος καὶ ὀρθοπραξία. Ἐξ ἴσου καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας καὶ ὁ μοναχισμὸς δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἔχουν καρποὺς χωρὶς θεολογικὴ θεμελίωσι καὶ πρακτικὸ ὁδηγό, γέροντα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος Μακάριος τὰ εἶδε συγκεντρωμένα στὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι'αὐτὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιέρωσε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ἔχοντας φθάσει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶχε ἤδη πολλὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμπλούτησε περισσότερο μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὶς ἐκεῖ βιβλιοθῆκες καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱ.Μονὴ Βατοπαιδίου ποὺ "ἀνεκάλυψε θησαυρὸν, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων" (21). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὶς Καρυὲς καὶ ἀκριβῶς ἐκεῖ ἐκάλεσε τὸν νεαρὸ ἀκόμα μοναχὸ Νικόδημο, ποὺ εἶχε τότε ἡλικία εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ θεωρήσει τὴν Φιλοκαλία.
Τὴν ὀγκώδη συλλογὴ αὐτὴ ποὺ συμπεριέλαβε ὅλα τὰ κείμενα ἀσκητικῶν συγγραφέων ἀπὸ τὸν Δʹ μέχρι ΙΔʹ αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὀνόμασε "Φιλοκαλία". Τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (+381), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔτσι ὀνόμασε τὴν ἐπιλογὴ τῶν τμημάτων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὡριγένη καὶ τὴν ὁποία παρουσίασε στὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο. Ἡ λέξη Φιλοκαλία σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὴν ὀμορφιά, πρὸς τὸ κάλλος.
Στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔμελλε νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸν τεράστιο ὄγκο χαρτιῶν ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ Ἅγιος Μακάριος. Ἔπρεπε νὰ διαβάσει, νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ αὐτὸν τὸν "θησαυρὸ", νὰ γράψει σύντομες βιογραφίες τῶν συγγραφέων τῆς συλλογῆς καὶ νὰ συντάξει τὸ προοίμιο. Ἡ δουλειὰ ἦταν μεγάλη ἀλλὰ εὐχάριστη, ἐπειδὴ συνέβαλε στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἰδίου τοῦ Νικοδήμου. Ἐπεξεργάζοντας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἀφομοίωσε ὅλα ὅσα γράφτηκαν ἐκεῖ. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ δουλεία ἐκτελέστηκε ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Ἡ συνεργασία τῶν δύο Ἁγίων ἄρχισε τὸ 1777 καὶ τελείωσε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἤδη τὸ 1782 στὴν Βενετία ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν".
"Τὴν ἀξία τῶν προσπαθειῶν τους ἀποτιμᾶ κανεὶς βαθύτερα ἀναλογιζόμενος ὅτι τόσο εὐρὺ καὶ χρήσιμο ἔργο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἀναληφθεῖ, ἀλλ' οὔτε μέχρι σήμερα νὰ ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο καλύτερο" (22).
β΄. Στὴν Ρουμανία, Ρωσσία, κτλ.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ φιλοκαλικὸ κίνημα ἐπηρέασε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα τῶν ὑπολοίπων Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι δεμένη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ οὐκρανικῆς καταγωγῆς μολδαβοῦ στάρετς (γέροντος) Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-94), ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὴν "Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν" στὴν ἐκκλησιαστικο-σλαβονικὴ γλῶσσα.
Λίγο πρὶν ξεσπάσει ἡ ἔριδα τῶν μνημοσύνων, τὸ 1746 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἅγιος Παΐσιος ζητῶντας πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε στὴν Ρωσία οὔτε στὴν Μολδαβία. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία του καὶ ἐκεῖ. Διψῶντας γιὰ πνευματικὲς ὁδηγίες ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν ἀπήχηση. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν παρεκίνησε νὰ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ ψάχνει στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Ὄρους τὰ χειρόγραφα τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ σιγὰ σιγὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συναθροίστηκε ἡ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερὰ χερσόνησο καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν Βλαχία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀδελφότητος.
Φεύγοντας τὸ 1764 γιὰ τὴν Μολδαβία ἄφησε στὸ Ὄρος τὸν μαθητή του Γρηγόριο. Αὐτὸς προσκολήθηκε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὴν ἀντιγραφὴ κωδίκων καὶ ταυτόχρονα ἐνημέρωνε σχετικὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν ὁποῖο καὶ προμήθευε μὲ χειρόγραφα νηπτικοῦ περιεχομένου (23). Μόλις τὸ 1782 ἐκδόθηκε ἡ "Φιλοκαλία" ὁ Παΐσιος τὴν ἐπῆρε καὶ μετέφρασε στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα.
Στὴν ρωσσικὴ Φιλοκαλία ὀφείλεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσίας τοῦ ΙΗʹ αἰῶνα, ἐξοχώτερος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Μονὴ τῆς Ὄπτινα, ποὺ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση καὶ στὴν ὁμάδα τῶν σλαβοφίλων στοχαστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς πανσλαβιστές. Οἱ ἀπόψεις τῶν σλαβοφίλων συμπίπτουν μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν παραδοσιακῶν τῆς Ἑλλάδος, ὥστε "ἡ χώρα ξαναβρίσκοντας τὶς λαϊκὲς, ὀρθόδοξες ρίζες της θὰ μποροῦσε νὰ προικισθεῖ μὲ μία παιδεία σύμφωνη μὲ τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ" (24).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τῆς πνευματικῆς ἐπιδράσεως τῶν Κολλυβάδων ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸν Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς νὰ μιλάει γιὰ "Φιλοκαλικὸ κίνημα" ἀντὶ γιὰ "κολλυβαδικὸ", λέγοντας ὅτι μία τέτοια ὀνομασία δὲν μπορεῖ "νὰ ἐκφράζει, οὔτε νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ πολύπλευρου κινήματος" (25). Ὅμως σύμφωνα καί μὲ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, ὁ ὅρος "κολλυβαδικό" κίνημα, δὲν ἀποκλείει καθόλου τὴν "φιλοκαλικὴ" ἔννοιά του.
6. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μετὰ τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθω ἐξακολούθησαν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ σκορπίζονται στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἰδιαιτέρως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια ποὺ ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Μία σημαντικὴ ὄψη τοῦ ρόλου τους ὑπῆρξε τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός-γέροντος καὶ συμβούλου τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ. Πολλὲς φορὲς στάθηκαν οἱ καθοδηγητὲς καὶ ἐμψυχωτὲς τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Αὐτοὶ συνήθως ἦταν χριστιανοὶ ποὺ σὲ μία στιγμὴ ἀδυναμίας, ἐγκατέλειψαν τὴν πίστη τους καὶ ἀσπάστηκαν τὸν ἰσλαμισμὸ ἀπὸ φόβο ἢ συμφέρον. Κυριευμένοι ἀπὸ μετάνοια, ἔμπαιναν στὴν καθοδήγηση κάποιου ὀνομαστοῦ μοναχοῦ, περνοῦσαν μερικὰ χρόνια σὲ μία αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀκριβὴ τακτικὴ τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, καὶ μετὰ πήγαιναν νὰ μαρτυρήσουν ἐπισήμως τὴν ἐπιστροφὴ τους ἐνώπιον τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου καὶ καταδικάζονταν σὲ θάνατο. Τὸ παράδειγμά τους ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων (26).
Ἀλλὰ ἡ προσφορὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Κολλυβάδων ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῆς κολλυβαδικῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ στὴ νῆσο Σκιάθο. «Κάθε φορὰ ποὺ ἡ παραμονὴ τῶν ἁρματωλῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας στὴν στεριὰ καταντοῦσε ἀδύνατη, εὕρισκαν καταφύγιο στὴν γειτονικὴ Σκιάθο, ὅπου οἱ φιλόξενοι μοναχοὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοὺς προσέφεραν μὲ κάθε προθυμία ὅλη τὴν δυνατὴ περίθαλψη "ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον"» (27). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς του προσφορᾶς τὸ μοναστῆρι ἐξαιρέθηκε ἀπὸ τὴν φορολογία μὲ ἀπόφαση τῆς τότε Κυβερνήσεως.
Ἀλλὰ δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὲς τὶς προσφορὲς καὶ ἐπιδράσεις ἡ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Ἡ Μονὴ ἀνέπλασε πνευματικὰ, προετοίμασε ψυχικὰ καὶ χάρισε στὴν Ἑλλάδα τοὺς δύο μεγάλους χριστιανοὺς λογοτέχνες της, τοὺς δύο Σκιαθίτες Ἀλεξάνδρους, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικότητα, ἢ πιὸ σωστὰ χριστιανικότητα, στάθηκε ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ ὣς τώρα στὴν νεοελληνικὴ λογοτεχία (28).
Ἐδῶ δὲν θὰ μιλήσομε γιὰ τὴν βιογραφία τῶν δύο λογοτεχνῶν, ἀλλὰ θὰ στρέψομε τὴν προσοχή μας πρὸς τὶς ρίζες τῆς πνευματικότητάς τους. Μολονότι γεννήθηκαν ἕναν αἰῶνα ἀργότερα ἀπὸ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος, ἐπηρεάστηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῆς φιλοκαλικῆς πνοῆς του, ποὺ ἁπλώθηκε στὴ ὄμορφη νῆσο Σκιάθο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ "νέο μοναστῆρι", ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι. Ἱδρυτὲς του τὸ 1794 οἱ ἐξορισμένοι ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Σκιαθίτης καὶ ὁ γέροντάς του ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος, ὁ ὁποῖος στάθηκε καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἐκεῖ, ἐπικληθεὶς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του "νέος κοινοβιάρχης", γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος ποὺ τὸ μετέδωσε ἀνόθευτο στὸ κοινόβιό του. Τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητὴς του Γρηγόριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἦταν πολὺ σύντομη, ἀφοῦ πέθανε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
Τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε ὁ Φλαβιανὸς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους στυλοβάτες τοῦ κοινοβίου αὐτοῦ. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀλύπιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ λόγιου Ἐπιφανείου Δημητριάδη, "τοῦ Λογιωτάτου", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν τότε. Ὁ γιὸς τοῦ Δημητριάδη καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλυπίου ἦταν ὁ περίφημος γέρων Διονύσιος. Αὐτὸς, παραφυάδα τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, ἦταν συγγενὴς ἐξ αἵματος μὲ τὸν παπα-Ἀδαμάντιο Μωραΐτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ θεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ γέρων Διονύσιος ἐκτιμᾶτο τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του τέκνα, ὥστε νά γράψει γι᾿ αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης: "Ἐὰν ἐγεννᾶτο πρὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, θὰ ἦτο μάρτυς· ἐὰν μετὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅσιος" (29). Ἀπὸ τέτοια περίφημη γενιὰ κρατοῦσαν τὴν φλέβα τους οἱ δύο αὐτοὶ ἐξάδελφοι. Νεκρολογῶντας τὸν ἱερέα πατέρα του ὁ Παπαδιαμάντης τὸ 1895 γράφει ὅτι αὐτὸς "ἐδιδάχθη τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων" (30).
Συνειδητοποιώντας οἱ δύο Ἀλέξανδροι αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ σαρκικὴ καταγωγὴ τους ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Κολλυβάδες, τοὺς σέβονται, τοὺς τιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαπτίζουν τὴν πέννα τους στὸ κολλυβαδικὸ πνεῦμα τους. Ὁ Μωραϊτίδης πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὀνομάζοντάς τον "μέγαν Διδάσκαλον τοῦ αἰῶνος". Ἀλλὰ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του "Τὸ Χατζόπουλο", μιλῶντας γιὰ τὸν π. Νήφωνα, τόν π. Γρηγόριο καὶ τοὺς ἄλλους συνασκητές τους, προσθέτει ἐπεξηγηματικά: "Οὗτοι...ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;" (31). Ἡ σημασία, ποὺ δίνει ὁ Παπαδιαμάντης στὴν λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς φανερώνει πάλι τοὺς πνευματικοὺς προγόνους του.
Τὰ παιδικὰ χρόνια γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι πολύτιμα, ἐπειδὴ προσφέρουν τὶς ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις μιᾶς ἀμέριμνης καὶ εὐτυχισμένης ζωῆς. Ἀλλὰ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ἀνθρώπους μὲ καλλιεργημένη ψυχή, ὅπως τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους, οἱ ὁποῖοι ἀναπολοῦν συχνὰ αὐτὰ τὰ θαυμάσια χρόνια, ὅταν μὲ μεγάλη χαρὰ ἔτρεχαν στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελιστρίας, στοὺς καλοὺς καὶ εὐλαβεῖς μοναχούς. Νοσταλγικὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις γιὰ τὶς κατανυκτικὲς ψαλμωδίες τῶν νυκτερινῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τὰ μελωδικὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδονιῶν τῆς αὐγῆς.
Δὲν θὰ εἶχε ἡ Ἑλλάδα ἕναν Μωραϊτίδη ἐὰν δὲν τοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Διονύσιος: "Πήγαινε νὰ μάθης γράμματα!", ὅταν ὁ ἔφηβος Ἀλέξανδρος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχός. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος κέρδισε τὸν Μωραϊτίδη ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ λογοτεχνία (32). Ἀλλ᾿ αὐτός, μένοντας πιστὸς στὸν νεανικό του πόθο, ἔγινε μοναχὸς στὰ τέλη τὴς ζωῆς του μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἄραγε, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ "σκοταδιστὲς καὶ στενόμυαλους" Κολλυβάδες, ἢ μήπως πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκπροσώπους ἑνὸς ἀναγεννητικοῦ κινήματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἔδωσε καινούρια πνοὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ γένους; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη... Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀπασχόλησε ζωηρὰ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σχεδὸν ὅλους. Πλῆθος κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, κατὰ τὸν γερμανὸ θεολόγο N. Bonwetsch, "ὡς ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζομένης πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα" (33).
Ἔτσι τελειώνοντας, καὶ ὡς ἀνακεφαλαίωση τῆς παρούσης ἐργασίας, νομίζω πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ προσθέσω τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ καθηγητὴς π. Γ. Μεταλληνός: " Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα στὸν Ἁγιορειτικό, καὶ εὐρύτερα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, σημειώνει μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Τὸ "κίνημά" τους, ὅπως ὀνομάσθηκε, εἶναι ἀναγεννητικό, ὅσο καὶ παραδοσιακό· προοδευτικό, ὅσο καὶ πατερικό· μὲ μία λέξη: γνήσια ὀρθόδοξο. Δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις, παρεξηγήθηκε, διαβλήθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θρεμμένοι μὲ τὸ σκοτάδι τοῦ δυτικοῦ, φραγκικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ρίζες, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ εἶχαν μάθει νὰ βλέπουν τὸ ξένο σὰν δικό τους καὶ τό δικό τους σὰν ξένο... Στὸν δύσκολο ἱστορικὰ ΙΗ΄ αἰῶνα θέλησαν οἱ Κολλυβάδες νὰ ἀντιτάξουν στὸ ρεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὸν ὑπερτροφικὸ λογικισμό του ἀπειλοῦσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ τόπου, τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο θεώνοντάς τον. Μία ὁμάδα μοναχῶν, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ὄχι δίχως θεολογικὲς προεκτάσεις, γιὰ νὰ φωτίσει τὴν σωστὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας" (34).
Ἰούνιος 2001.
* * * * * *
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, "Δήλωσις τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας", Ἀθήνα 1988.
Ἀρχ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, "Ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της", ἔκδ. "Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν", Ἀθήνα 1984.
Βερίτη Γ., "Τὸ ἀναμορφωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου", περιοδ. "Ἀκτῖνες", τ. 6, σ. 99-110, Ἀθήνα 1943.
"Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου γέροντος", ἔκδ. "Τῆνος", Ἀθήνα 1994.
Ἐπιφανιάδη Π., "Ὁ γέροντας Διονύσιος", Ἀθήνα 1983.
Θ.Η.Ε. (Θρησκευτικὴ κι Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία), Ἀθήνα 1965.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, "Μικρὰ ἱστορικά", σελ. 27-30, ("Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων"), ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ὁμίλου "Οἱ Ρίζες", Λευκωσία 1988
Μπαστιᾶ Κ., "Παπαδιαμάντης", Ἀθήνα 1974.
Παπαδοπούλου Σ., "Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 2000.
Παπουλίδη Κ., "Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων", ἔκδ. "Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1971.
Παπουλίδη Κ., "Μακάριος Νοταρᾶς (1731-1805)", ἔκδ. "Ἀποστ. Διακ. Ἐκκλ. Ἑλλ.", Ἀθήνα 1974.
Πάσχου Π., "Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ", ἔκδ. "Ἁρμός", Ἀθήνα 1996.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, "Φιλοκαλία", ἔκδ. "Ἀκρίτας", Ἀθήνα 1999.
Ταχιάου Α., "Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-94) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του", ἔκδ. "Ἰνστιτούτου Βαλκανικῶν Σπουδῶν", Θεσσαλονίκη 1973.
Τζώγα Χ., "Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.", Θεσ/νίκη 1969.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀμφιλοχίου, σελ. 11.
(2) Ἀμφιλοχίου, σελ. 12.
(3) Ἀμφιλοχίου, σελ. 8.
(4) Ἀμφιλοχίου, σελ. 16.
(5) Βερίτη, σελ. 100.
(6) Παπουλίδη, σελ. 28.
(7) Ἀμφιλοχίου, σελ. 23.
(8) Παπουλίδη, σελ. 52.
(9) Τζώγα, σελ. 59.
(10) Τζώγα, σελ. 28.
(11) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 24.
(12) Τζώγα, σελ. 47.
(13) Μπαστιᾶ, σελ. 42.
(14) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 39.
(15) Παπουλίδη, σελ. 41.
(16) Ἀμφιλοχίου, σελ. 25.
(17) Βλ. Παπουλίδη, σελ. 43.
(18) Ἀμφιλοχίου, σελ. 27.
(19) Ἀμφιλοχίου, σελ. 28.
(20) "Βίος Ἱεροθέου...", σελ. 12.
(21) Ταχιάου, σελ. 109-110.
(22) Βλ. Παπαδοπούλου, σελ. 51.
(23) Παπαδοπούλου, σελ. 46.
(24) Πλακίδα, σελ. 258.
(25) Ἀμφιλοχίου, σελ. 10.
(26) Πλακίδα, σελ. 249-250.
(27) Βερίτη, σελ. 104.
(28) Βερίτη, σελ. 99.
(29) Βερίτη, σελ. 108.
(30) Μπαστιᾶ, σελ. 37.
(31) Μπαστιᾶ, σελ. 38.
(32) Ἐπιφανιάδη, σελ. 134.
(33) Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 742.
(34) Μεταλληνοῦ, σελ. 27.
(Πηγή: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ», Νικολάου Ντανυλέβιτς, Φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, Η Άλλη Όψις http://www.alopsis.gr/alopsis/kolybade.htm )
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. (Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Ἕτερον Κάθισμα Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ. (Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Ἕτερον Κάθισμα Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Πηγή: , , Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/4361/saint.aspx
Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ». Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...