![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Βιογραφία
Ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία επί εποχής Ιουστίνου (518 – 527 μ.Χ.), Ελεσβάαν του Χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας και Δουναάν του Εβραίου βασιλιά της Ομηρίτιδος. Όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ελεσβάαν καθυπέταξε τον Εβραίο βασιλιά Δουναάν, εγκατέστησε φρουρά στην πόλη. Τότε ο Εβραίος βασιλιάς επαναστάτησε, φόνευσε τους φύλακες και εκστράτευσε εναντίον της Νεγράς, την οποία και κατέλαβε σφάζοντας πολλούς Χριστιανούς. Μεταξύ αυτών και τον Αρέθα, ο οποίος, παρά τα γεράματα του, στήριζε τους Χριστιανούς και τους προέτρεπε στο μαρτύριο.
Στα χρόνια του ευσεβούς βασιλέως Ιουστίνου (518-527) στην Αξώμη της Αιθιοπίας βασιλεύει ο πιστός και ενάρετος Ελεσβαάν. Στη γειτονική όμως χώρα της ευδαίμονος Αραβίας (βασίλειο Σαβά, σημερινή Υεμένη) την εξουσία την κρατά τυραννικά ο αιμοδιψής Δου-Νοουάς. Επρόκειτο για ένα σκληρό βασιλιά που είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό και είχε το όνομα Γιουσούφ. Ο πονηρός αυτός βασιλιάς κατόρθωσε να συγκεντρώσει πλήθος στρατού. Και με τη δύναμη των όπλων να αιφνιδιάζει τις γειτονικές χριστιανικές πόλεις, με στόχο την εξόντωση των πιστών Χριστιανών «εφ’ όσον δε θα άλλαζαν την πίστη τους και δε θα ποδοπατούσαν τον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό».
Δύσκολες πραγματικά ώρες για τους Χριστιανούς. Καλούνταν όλοι να δώσουν εξετάσεις γνησιότητος αγάπης προς τον Ιησού Χριστό.
Μία από τις πόλεις που αρίστευσε και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων με επικεφαλής το μεγαλομάρτυρα Αρέθα είναι η πόλη Ναζράν (η σημερινή πόλη Νεγράν της βορείου Υεμένης). Μια πόλη με βαθιά χριστιανική Παράδοση από την εποχή του Κωνσταντίου υιού του Μ. Κωνσταντίνου. Προεστώς και υπεύθυνος της πόλης αυτής είναι ο Αρέθας, ένας πολύ σεβάσμιος και ενάρετος ηλικιωμένος με μεγάλο κύρος, αποδεκτός από όλους. Συνέβη λοιπόν τις ημέρες εκείνες ο μισόχριστος βασιλιάς Δου-Νοουάς να επιτεθεί στη χριστιανική πόλη Ναζράν. Ανέπτυξε μάλιστα έξω από τα τείχη της 12.000 στρατό. Και απειλούσε ότι «θα σφαγιασθούν όλοι, εάν δεν αρνηθούν την πίστη τους». Οι Χριστιανοί αντιστάθηκαν γενναία, και με σύνθημα: «ούτε ένας προδότης ανάμεσά μας» ήταν όλοι έτοιμοι για το μαρτύριο…
Βλέποντας όμως αυτή την αντίσταση ο πονηρός βασιλιάς άλλαξε τακτική. Έπεισε με κολακείες τους προύχοντες της πόλης για να τους κάνει μια εθιμοτυπική επίσκεψη. Ο Δου-Νοουάς φόρεσε το προσωπείο της ευγενείας και καλοσύνης και έφτασε στη χριστιανική πόλη, εγκωμίασε τους κατοίκους της για το ήθος τους, θαύμασε τα μνημεία τους, χάρηκε πολύ μαζί τους. Και καθώς αναχωρούσε, ζήτησε ανταπόδοση. Να τον επισκεφθούν και αυτοί στο δικό του στρατόπεδο.
Οι προύχοντες τον άκουσαν. Και μαζί με τον υπεύθυνο – προεστώτα τους Αρέθα εξήλθαν από την πόλη για τη συνάντηση της ανταποδόσεως. Την ώρα όμως εκείνη ξεδιπλώθηκε το άνομο σχέδιο του πονηρού εχθρού βασιλέως. Έγιναν βίαιες συλλήψεις του Αρέθα και των προυχόντων. Ακολούθησε αναστάτωση και σύγχυση στην πόλη. Οι στρατιώτες όρμησαν και λεηλάτησαν με αλλόφρονη μανία τα πάντα. Δε σεβάστηκαν ούτε τα τίμια Λείψανα του αγίου επισκόπου Παύλου, που είχε εκδημήσει πριν από δύο χρόνια. Τα έριξαν στη φωτιά… Μέσα στη μεγάλη αυτή αναταραχή ακούστηκε από παντού η ομολογία των πιστών: Είμαστε έτοιμοι με μια γνώμη «να πάθουμε δια την αγάπη του Χριστού σκληρά και πανώδυνα κολαστήρια». Οι διαταγές του βασιλιέως σκληρές. Τότε λοιπόν κάηκαν ζωντανοί συνολικά 477 ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Μαζί με αυτούς ο συναξαριστής συμπληρώνει ότι μαρτύρησαν επιπλέον «127 λαϊκοί»…
Ήρθε και η σειρά του γενναίου μάρτυρος Αρέθα μαζί με τους 340 συντρόφους του. Τον έφεραν μπροστά στο θρόνο του τυράννου. Εκεί απολογείται με παρρησία… Αισθάνεται ευτυχής, διότι αξιώνεται από το Θεό παρά τη γεροντική του ηλικία των 95 ετών να στηρίζει και να εμπνέει ένα λαό και να – όπως έλεγε –
› Στέλνει στο Χριστό την πολυάριθμη αυτή πόλη και ένα έθνος ολόκληρο
Παρηγορεί και ενθαρρύνει τους συντρόφους του και τους λέει:
› Δεν υπάρχει ενδοξότερος θάνατος από το Μαρτύριο, διότι με αυτό συμμετέχουμε στο πάθος του Χριστού και γινόμαστε κοινωνοί της δόξης του.
Και όλοι μαζί με δάκρυα του απαντούν:
› Έχε θάρρος, τίμιε πάτερ, είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε μαζί σου αυτό το μακάριο τέλος.
Σκηνές μεγαλειώδεις εκτυλίσσονται… Ο τύραννος βασιλεύς δεν αντέχει άλλο.
Διατάσσει οργισμένος το σφαγιασμό τους. Τόπος μαρτυρίου θα είναι ο γειτονικός ποταμός. Εκεί οδηγήθηκαν όλοι. Εκεί προσευχήθηκαν για τελευταία φορά όλοι μαζί. Εκεί έδωσαν ο ένας προς τον άλλο τον τελευταίο τίμιο ασπασμό τους. Ασπασμό αγάπης και ειρήνης. Πρώτος θυσιάστηκε ο Αρέθας. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Αφού προηγουμένως έχρησαν το μέτωπό τους με το αίμα του καθοδηγού Αρέθα. Τα τίμια Λείψανά τους στεφανώθηκαν με δόξα και οι λαμπρές ψυχές τους πέταξαν με συνοδεία αγγέλων στο φως του Παραδείσου. Εκεί αγάλλονται και υμνούν «ασιγήτως» τον πανάγιο Τριαδικό Θεό.
Μητρός και Βρέφους των συν τω Αρέθα Μαρτύρων
Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Aγίου Συμεών του Mεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον. Eπειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Xριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Mία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Mάρτυς Aρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Mάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Eβραίον. Oι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Aγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Tο δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του.
Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, διά την μητέρα του. O δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Tο παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Kαι δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, διά να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσά με εις το μαρτύριον. O δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Tότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Mαρτύριον είναι, το να αποθάνω διά τον Xριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. O τύραννος του λέγει. Kαι ποίος είναι αυτός ο Xριστός; Tο παιδίον απεκρίθη. Eλθέ να υπάγωμεν εις την Eκκλησίαν διά να σου τον δείξω. Tότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, διά να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω διά να φθάσω την μητέρα μου. O τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Kαι εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Tότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Eγώ ελογίαζα πως είσαι Xριστιανός. Kαι διά τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν διά την μητέρα μου. Tώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Eβραίος, λέγω σοι, ότι με Eβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Aλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Mόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου.
Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Aλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Tο γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Kαι καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. O δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα διά να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον.
Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Xριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Kαι να αγαπούν ολοκαρδίως τον Iησούν Xριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Kαι αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Xριστού γλυκύτατον όνομα.
Ο άγιος μεγαλομάρτυς Αρέθας ας καθοδηγεί και το δικό μας έθνος, όλους μας, γονείς και νήπια και παιδιά και εφήβους. Μεγάλους και γέροντες…
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.
Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο αποκαλούμενος και δίκαιος, είναι άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έζησε κατά την αποστολική εποχή και υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Για την θαυμαστή πολιτεία του και τις πολλές αρετές του, ονομαζόταν από όλους δίκαιος. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν ένας από τους γιους του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα, οπότε ήταν ετεροθαλής αδερφός του Κυρίου (Μάρκος 6,3. Γαλάτες 1,19). Μέσα στα ευαγγέλια αναφέρεται πάντοτε ως πρώτος από τους αδελφούς του Ιησού (Ματθ. 13,55. Μάρκος 6,3) κάτι που δείχνει πως πιθανώς ήταν ο πρεσβύτερος. Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος είναι αυτός που έγραψε και την πρώτη Θεία Λειτουργία της χριστιανικής Εκκλησίας. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την Ανάσταση και έδωσε μαρτυρικώς τη ζωή του, όταν καταδικάστηκε από το συνέδριο των Σαδδουκαίων.
Μέσα στη σεπτή χορεία των θεοφόρων ιεραρχών που αγωνίσθηκαν με σθένος και παρρησία για την αμώμητο χριστιανική πίστη και έλαβαν από τον Πανοικτίρμονα Θεό το χάρισμα να θαυματουργούν αδιαλείπτως, συναριθμείται και ο τιμώμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 22 Οκτωβρίου ισαπόστολος Άγιος Αβέρκιος, ο και θεοπρόβλητος ποιμενάρχης της Ιεραπόλεως της Φρυγίας της Μικράς Ασίας, ο οποίος δια της χάριτος του Θεού αναδείχθηκε «τῶν ἀρετῶν ἡ καλλονή», «τῶν ἀμέμπτων ἠθῶν τό θησαύρισμα», «τοῦ Χριστοῦ τῆς ἀγάπης τό ἐκτύπωμα», «τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀπάτης τό ἥττημα» και «τῶν δαιμόνων ἡ ἐκδίωξη».
Ο υμνηθείς ως «ὁμόζηλος τῶν Ἀποστόλων» Άγιος Αβέρκιος έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου (161-180), ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους, αλλά και μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Η ενάρετη βιοτή και ο ένθερμος ιεραποστολικός του ζήλος σε συνδυασμό και με την καρποφόρα διδασκαλία του σωτηριώδους λόγου του Θεού σαγήνευσαν σε τέτοιο βαθμό τον λαό, ώστε κατόπιν επίμονης και θερμής παρακλήσεως των κατοίκων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ιεραπόλεως, γενόμενος «κλέισμα καί σέμνωμα» της Φρυγίας της Μικράς Ασίας. Με το νέο του αξίωμα ως θεοπρόβλητος ιεράρχης της Επισκοπής Ιεραπόλεως επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην ορθή διδασκαλία της ακραιφνούς χριστιανικής πίστεως και κατόρθωσε να προσελκύσει στον Χριστό πλήθος ειδωλολατρών, ενώ κατέστη ένθερμος συμπαραστάτης και αρωγός σε όσους είχαν ανάγκη. Έτσι χήρες, ορφανά και πολυάριθμοι ενδεείς βρήκαν πλησίον του την ανακούφιση, τη φροντίδα και την αγάπη.
Την εποχή όμως αυτή ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος διέταξε να λάβουν χώρα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία λαμπρές τελετές προς τιμήν των ειδωλολατρικών θεών, ενώ στην προσπάθειά του να αποκαλυφθούν οι χριστιανοί εκείνοι που θα επέμεναν να λατρεύουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υποχρέωσε όλους τους κατοίκους να συμμετάσχουν στις ειδωλολατρικές εορτές. Η εντολή του αυτοκράτορος ίσχυε και για την Ιεράπολη, όπου διακονούσε ο ιεράρχης του Χριστού Άγιος Αβέρκιος. Μόλις άρχισαν οι τελετές προσκύνησης των ειδωλολατρικών θεών, κατά τις οποίες οι κάτοικοι της πόλεως επιδίδονταν σε κραιπάλες, ο θεοφόρος Αβέρκιος ευρισκόμενος στο σπίτι του προσευχήθηκε στον Κύριο για να ελεήσει και να φωτίσει τον λαό που ζούσε μέσα στην πλάνη και την ασωτία. Η έκκληση του φωτισμένου ιεράρχου βρήκε αμέσως ανταπόκριση στον Θεό. Έτσι ο Άγιος μέσα από μία οπτασία έλαβε την εντολή του Κυρίου να κατακρημνίσει τον ειδωλολατρικό βωμό του Απόλλωνος, αλλά και των άλλων θεών. Η εντολή δεν άργησε να εκτελεσθεί, αφού μέσα στη νύχτα κατακρήμνισε τα άψυχα είδωλα. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες, αφού αποδείχθηκε έμπρακτα η ματαιότητα της λατρείας των ψεύτικων θεών. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να συλλάβουν τον ποιμενάρχη της Ιεραπόλεως και να τον θανατώσουν. Ο Άγιος Αβέρκιος παρουσιάσθηκε όμως μόνος του στην αγορά, όπου με ξεχωριστή παρρησία κήρυξε την αμώμητο χριστιανική πίστη. Η θαρραλέα του αυτή στάση εξόργισε ακόμη περισσότερο τον όχλο, ο οποίος όμως έμεινε άναυδος και άφωνος μετά τη θαυματουργική θεραπεία τριών δαιμονισμένων από τον Άγιο που τους θεράπευσε δια της χάριτος του Θεού χρησιμοποιώντας το ραβδί, με το οποίο είχε κατακρημνίσει τα είδωλα.
Το θαυμαστό και υπερφυές αυτό γεγονός ειρήνευσε τον εξαγριωμένο όχλο, ο οποίος άρχισε πλέον να αντιμετωπίζει με σεβασμό τον διαπρύσιο κήρυκα του λόγου του Θεού. Μάλιστα ο εποικοδομητικός του λόγος για τη χριστιανική πίστη έπεισε πολλούς ειδωλολάτρες στο να εγκολπωθούν τον Ιησού Χριστό και να βαπτισθούν χριστιανοί, ενώ η φήμη του διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάτοικοι όχι μόνο από την Ιεράπολη, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να καθοδηγηθούν πνευματικά και να θεραπευθούν από τις ασθένειές τους. Μεταξύ των επιτελεσθέντων θαυμάτων ήταν και η θεραπεία της τυφλής ειδωλολάτρισσας Φρυγγέλης, η οποία είχε ως διακαή πόθο να ακούσει τον φωτισμένο λόγο του Αγίου. Τότε ο ευλογημένος ιεράρχης του Χριστού δίδαξε στην τυφλή Φρύγγελα την ορθή χριστιανική πίστη, αλλά παράλληλα τη θεράπευσε από την τύφλωση και αποκατάστησε πλήρως την όρασή της.
Η θαυματουργική φήμη του Αγίου διαδόθηκε όμως μέχρι και τη Ρώμη και έγινε γνωστή ακόμη και στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος διέταξε να έρθει εκεί για να θεραπεύσει τη δεκαεξάχρονη κόρη του Λουκίλλα, η οποία ενώ ετοιμαζόταν να παντρευτεί, βρισκόταν κάτω από ισχυρή δαιμονική επήρεια. Όταν έφτασε ο Άγιος Αβέρκιος στη Ρώμη, οδηγήθηκε στα ανάκτορα, όπου τον υποδέχθηκε η αυτοκράτειρα Φαυστίνα, η οποία τον πήγε αμέσως στη δαιμονισμένη κόρη της, τη Λουκίλλα. Μόλις η δαιμονισμένη κόρη τον αντίκρισε, καταλήφθηκε από βίαιους σπασμούς, ενώ το δαιμόνιο που τη βασάνιζε, άρχισε να ικετεύει τον φωτισμένο ιεράρχη του Χριστού να το αφήσει να επιστρέψει στον τόπο, από όπου είχε έρθει και που ήταν η Φρυγία της Μικράς Ασίας. Τότε ο «καθοδηγήσας τούς πλανεμένους» θεοφόρος Αβέρκιος το άφησε να επιστρέψει, αλλά το διέταξε να μεταφέρει από τη Ρώμη στην Ιεράπολη έναν τεράστιο πέτρινο βωμό που χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για τις θυσίες. Το παράδοξο και υπερφυές αυτό γεγονός άφησε άναυδο το συγκεντρωμένο πλήθος στα ανάκτορα, όταν μάλιστα είδε το δαιμόνιο να εξέρχεται από τη νεαρή κόρη του αυτοκράτορος και να μεταφέρει τον τεράστιο ειδωλολατρικό βωμό με τελικό προορισμό την Ιεράπολη της Φρυγίας.
Η θεραπεία της Λουκίλλας δημιούργησε ατμόσφαιρα απερίγραπτης χαράς και η αυτοκράτειρα Φαυστίνα από ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του Αγίου, θέλησε να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα με χρυσό και άργυρο. Όμως ο «εἰληφώς τήν χάριν παντοίων ἰαμάτων» θεοπρόβλητος ιεράρχης του Χριστού αρνήθηκε ένα τέτοιο δώρο. Αξιομνημόνευτο είναι και το θαύμα που επιτέλεσε ο Άγιος μ’ ένα αγγείο, στο οποίο είχαν βάλει μαζί κρασί και λάδι. Χάρη όμως στη δύναμη της προσευχής του στον Κύριο δεν αναμείχθηκαν τα δύο υγρά μεταξύ τους και από το αγγείο βγήκε το καθένα από τα δύο χωριστά. Στη Ρώμη ο Άγιος Αβέρκιος παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και επιτελώντας θαύματα, γεγονός που απέδειξε περίτρανα την παντοδυναμία του ενός και αληθινού Θεού.
Κάποια στιγμή όμως έλαβε μέσα από ένα όραμα την εντολή από τον Θεό να φύγει από τη Ρώμη και να επισκεφθεί τη Συρία. Αρχικά έφθασε στην Αντιόχεια, ενώ στη συνέχεια πήγε στην Απάμεια για να συσπειρώσει τους χριστιανούς, να στηρίξει τους φτωχούς και να αγωνισθεί με σθένος εναντίον της αιρέσεως του Μαρκίωνος. Σύμφωνα μ’ αυτή αναγνωριζόταν μόνο το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, δίνοντας σ’ αυτά ερμηνεία με τρόπο δυϊστικό που αντιπαραθέτει τον «Δίκαιο Θεό» της Παλαιάς Διαθήκης στον «αγαθό Θεό» της Καινής Διαθήκης. Από την Απάμεια έφθασε στον ποταμό Ευφράτη, ενώ κατόπιν η ιεραποστολική του περιοδεία συνεχίστηκε στη Μεσοποταμία, όπου καταπολέμησε με ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα την αίρεση του Μαρκίωνος. Στη συνέχεια επισκέφθηκε την Κιλικία, τη Λυκαονία και την Πισιδία, όπου κήρυξε «τά περί τοῦ Κυρίου Ιησοῦ Χριστοῦ μετά πάσης παρρησίας ἀκωλύτως». Ενδεικτικό είναι ότι ο ένθερμος ιεραποστολικός του ζήλος σε συνδυασμό με τις μακροχρόνιες και καρποφόρες ιεραποστολικές του περιοδείες θυμίζουν την ιεραποστολική δράση των Αγίων Αποστόλων που επισκέφθηκαν πολλούς τόπους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Γι’ αυτό και δικαίως του αποδόθηκε ο τίτλος του «ισαποστόλου», αφού κανείς άλλος επίσκοπος της εποχής εκείνης δεν διάνυσε τόσο μεγάλες αποστάσεις και δεν περιόδευσε σε τόσα πολλά μέρη για να κηρύξει κατά μίμηση των Αγίων Αποστόλων τον λόγο του Θεού.
Μετά την πλούσια ιεραποστολική του δράση επέστρεψε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, όπου το πνευματικό του ποίμνιο τον υποδέχθηκε με ανείπωτη αγαλλίαση. Εκεί συνέχισε ως ακάματος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού το ποιμαντικό του έργο, ενώ παράλληλα με τη χάρη του Θεού θεράπευσε ασθενείς και εκδίωξε δαιμόνια. Ιδιαίτερη όμως μέριμνα και αγάπη επέδειξε και στους κληρικούς της επαρχίας του, αφού για την ορθή πνευματική τους καθοδήγηση συνέταξε εγχειρίδιο με τις κατάλληλες νουθεσίες και υποδείξεις. Όμως η καρποφόρα επίγεια δράση του πλησίαζε πλέον να ολοκληρωθεί και ο ίδιος προαισθανόμενος την εκδημία του, υπέδειξε τον διάδοχό του στην Επισκοπή Ιεραπόλεως, τονίζοντάς του τη μεγάλη ευθύνη των επισκοπικών του καθηκόντων. Κάποια στιγμή αποσύρθηκε σ’ ένα υψηλό βουνό για να προσευχηθεί, όπου με τη δύναμη της προσευχής του στον Κύριο ανέβλυσε μία πηγή θερμού ύδατος. Κατόπιν προαισθανόμενος τον επικείμενο θάνατό του που έλαβε χώρα σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, κατέβηκε στην Ιεράπολη και ετοίμασε τον τάφο του κοντά στον βωμό που είχε μεταφέρει το δαιμόνιο. Μάλιστα έδωσε την εντολή να σκαλίσουν μία επιγραφή σε πέτρινη πλάκα, η οποία διασώθηκε μέχρι σήμερα και φυλάσσεται σε μουσείο της Ρώμης. Στην επιγραφή αυτή αναγράφονται τα ακόλουθα:
› Ἐκλεκτῆς πόλεως πολίτης τόδ’ ἐποίησα ζῶν, ἵν’ ἔχω καιρῷ σώματος ἔνθα θέσιν, τοὔνομ’ Ἀβέρκιος˙ ὅ ὤν μαθητής ποιμένος ἁγνοῦ, ὅς βόσκει προβάτων ἀγέλας ὄρεσιν πεδίοις τε, ὀφθαλμούς ὅς ἔχει μεγάλους πάντῃ καθορῶντας. Οὖτος γάρ μ’ ἐδίδαξε γράμματα πιστά˙ εἰς Ρώμην ὅς ἔπεμψεν ἐμέ βασιλείαν ἀθρῆσαι καί βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον, χρυσοπέδιλον˙ λαόν δ’ εἶδον ἐκεῖ λαμπράν σφραγεῖδαν ἔχοντα. Καί Συρίης πέδον εἶδα καί ἄστεα πάντα, Νισῖβιν, Εὐφράτην διαβάς, πάντῃ δ’ ἔσχον συνομίλους Παῦλον ἔχων ἔποχον. Πίστις πάντῃ δέ προῆγε καί παρέθηκε τροφήν πάντῃ ἰχθύν ἀπό πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν, ὅν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή˙ καί τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διά παντός οἶνον χρηστόν ἔχουσα κέρασμα διδοῦσα μετ’ ἄρτου….
Από τα ιερά λείψανα του Αγίου Αβερκίου διασώθηκε η τιμία κάρα του, η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Παναχράντου της νήσου Άνδρου, ενώ αποτμήματα λειψάνων του φυλάσσονται στις Ιερές Μονές Καρακάλου του Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας, Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνος και Κύκκου Κύπρου, όπου κατόπιν παρακλήσεως του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, του και Καθηγουμένου της Μονής, εποιήθη Ακολουθία προς τιμήν του Αγίου από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια. Επίσης στο χωριό Ελεγμοί (Κουρσουνλού) της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας σώζεται το ερειπωμένο Καθολικό της ιστορικής Ιεράς Μονής του Αγίου Αβερκίου που είναι κτίσμα της κομνήνειας εποχής και χρονολογείται από τον 9ο μ.Χ. αιώνα.
Ο Άγιος Αβέρκιος εορτάζεται πανηγυρικά στη Σαντορίνη, θεωρούμενος μάλιστα ως ο προστάτης άγιος των κρασιών, αφού ο εορτασμός της μνήμης του στις 22 Οκτωβρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το άνοιγμα των νέων κρασιών. Άλλωστε από παλαιοτάτων χρόνων την ημέρα της εορτής του Αγίου άνοιγαν στη Σαντορίνη οι κάναβες που ήταν συνήθως υπόσκαφες αποθήκες για να δοκιμάσουν τα κρασιά της νέας σοδειάς. Η ιδιαίτερη τιμή που απολαμβάνει ο Άγιος Αβέρκιος στη Σαντορίνη οδήγησε το 1826 στη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας προς τιμήν του, η οποία επανεκδόθηκε το 1867. Επ’ ονόματί του στο κυκλαδίτικο αυτό νησί υπάρχουν δύο ιεροί ναοί, οι οποίοι είναι και οι μοναδικοί ναοί του Αγίου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ο ένας ναός βρίσκεται στο χωριό Πύργος πάνω από την κεντρική πλατεία, ενώ ο δεύτερος ναός που ανεγέρθηκε το 1995, βρίσκεται στο χωριό Εμπορείο. Αλλά στο όνομα του θαυματουργού Αγίου είναι εγκαινιασμένο ήδη από τις 10 Φεβρουαρίου του 1798 και το δεξιό κλίτος του ιερού ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος Εμπορείου, γεγονός που αποδεικνύει την ξεχωριστή λατρευτική τιμή που αποδίδουν οι κάτοικοι της οινοπαραγωγικής Σαντορίνης στον ισαπόστολο του Χριστού Άγιο Αβέρκιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η τιμή του Αγίου στην Ερμιόνη Αργολίδος, όπου στον ιερό ενοριακό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου υπάρχει σε περίτεχνο προσκυνητάρι φορητή εικόνα του Αγίου, έργο του εξ Ύδρας ιερέως Λαζάρου Καρβελά, η οποία αποτελεί δωρεά των οινοπωλών της Ερμιόνης το 1908. Ενδεικτικό είναι ότι κατά την ημέρα της εορτής του στην Ερμιόνη άνοιγαν τα νέα κρασιά και μετά τη Θεία Λειτουργία διαβαζόταν η σχετική ευχή για να γίνει ο μούστος «καλόπιστο» κρασί.
Εκτός όμως από την πράγματι ενδιαφέρουσα λαογραφική προσέγγιση της εορτής του Αγίου Αβερκίου, η ολόθερμη ευχή μας είναι, επικαλούμενοι τις πρεσβείες του στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή, να διατηρήσουμε ακραιφνή τον απαράμιλλο θησαυρό της χριστιανικής πίστεως, αφού ο σωτηριώδης λόγος του Ευαγγελίου του Χριστού, τον οποίο με τόσο ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο κήρυξε ο θεοφόρος ισαπόστολος και θεοπρόβλητος ιεράρχης της Ιεραπόλεως, είναι ο μόνος που νοηματοδοτεί την επίγεια πορεία και τον πνευματικό μας αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
[1] Μπούσια Χαραλάμπους Μ., Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αβερκίου Επισκόπου Ιεραπόλεως, χ.χ.
[2] Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Δεύτερος- Οκτώβριος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Β΄ Έκδοση, Αθήναι 2011.
Από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Oύτος ήτον Eπίσκοπος Iεραπόλεως Φρυγίας Σαλουταρίας, κατά τους χρόνους Mάρκου Aντωνίνου, εν έτει ρπϛ΄ (186), ιατρείας πολλάς και θαύματα διάφορα εργαζόμενος. Aπό τα οποία είναι και τα ακόλουθα.
Kαλεσθείς γαρ ούτος να υπάγη εις Pώμην, ιάτρευσε την θυγατέρα του βασιλέως, η οποία εν ω καιρώ έμελλε να υπανδρευθή, ενωχλήθη από πονηρόν δαιμόνιον. Tαύτην ουν ηλευθέρωσεν από το πάθος ο Άγιος, και εδίωξε το δαιμόνιον μακράν εις τον τόπον, οπού πρότερον εκατοίκει. Aφ’ ου πρότερον αυτό αναγκάσθη υπό του Oσίου να ομολογήση την κακίαν του ενώπιον πάντων.
Aλλά και όταν επήγαινεν εις την Pώμην, εβάλθησαν ομού εις ένα αγγείον κρασί και λάδι. Kαι διά προσευχής του Aγίου εφυλάχθησαν αυτά ασύγχυτα, και εύγαιναν από το αγγείον χωριστά χωριστά το καθ’ ένα.
Όταν δε έμελλε να γυρίση από την Pώμην, ηνάγκασεν ένα δαίμονα να σηκώση μίαν μεγαλωτάτην πέτραν. Tην οποίαν βαστάζωντας ο δαίμων έμπροσθεν εις όλους, την επήγεν από την Pώμην εις την Iεράπολιν. Tαύτην δε την πέτραν επρόσταξεν ο Άγιος και την έβαλον επάνω εις τον τάφον του, ωσάν μίαν νικητικήν κολόναν.
Αλλά και θερμά νερά διά προσευχής του ο Άγιος ούτος εύγαλεν από τα βάθη της γης. Kαι άλλα πολλότατα εποίησε θαύματα, κηρύττων μεν αποστολικώς εις όλας τας πόλεις της Συρίας και Mεσοποταμίας την ευσεβή και ορθόδοξον πίστιν. Φιλιόνων δε τας Eκκλησίας και πόλεις εκείνας, οπού είχον διχονοίας αναμεταξύ των. Διά τούτο και ισαπόστολος παρά πάντων ωνομάσθη. Kαθότι και αυτός επεριτριγύρισε πολλήν γην και θάλασσαν, καθώς και οι κορυφαίοι του Xριστού Aπόστολοι.
Eπήγε δε ο Άγιος και εις την Λυκαονίαν και Πισσιδείαν και εις την επαρχίαν των Φρυγών, και επλήρωσεν όλας τας πόλεις αυτάς από τα ορθά δόγματα της ευσεβείας. Άφησε δε και εις την Eκκλησίαν του Iεράπολιν ένα βιβλίον, γεμάτον από διδασκαλίας, το οποίον άριστα συνέγραψεν ο ίδιος. Oύτω λοιπόν ζήσας ο αοίδιμος εν οσιότητι και δικαιοσύνη, και πανταχού διαλάμψας με λόγια και έργα και θαύματα, και φθάσας εις χρόνους εβδομήκοντα δύω, προς Kύριον εξεδήμησε.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐκμιμησάμενος, τὴ Ἐκκλησία ἐκλάμπεις ὡς ἑωσφόρος ἀστήρ, τὴν θεόσδοτον ἰσχὺν φαίνων τοὶς ἔργοις σοί, σὺ γὰρ θαυμάτων ἱερῶν, τᾶς δυνάμεις ἐνεργῶν, Ἀβέρκιε Ἱεράρχα, πρὸς εὐσέβειας εἰσόδους, τοὺς πλανωμένους καθωδήγησας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ἀβέρκιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Ὡς Ἱερέα μέγιστον, καὶ Ἀποστόλωv σύσκηvοv, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει σε ἅπασα, ἡ τῶν πιστὼv Ἀβέρκιε, ἢv ταῖς σαῖς ἰκεσίαις περιφύλαττε μάκαρ, ἀκαταγώvιστον, ἐξ αἱρέσεως πάσης, καὶ ἄσειστοv πολυθαύμαστε.
Ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας, που η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 21 Οκτωβρίου, γεννήθηκε στην Ταβαθά της Παλαιστίνης, το έτος 291 μ.Χ. από γονείς, ειδωλολάτρες. Είχε δε, σπάνια πνευματικά χαρίσματα και διακρίνονταν, για την ευφυΐα του. Οι γονείς του, φρόντισαν να τον μορφώσουν, όσο καλύτερα μπορούσαν και προκειμένου να το πετύχουν, τον έστειλαν για σπουδές, στην Αλεξάνδρεια, κοντά σε ξακουστούς και σοφούς, διδασκάλους. Κοντά τους, πίστεψαν, ότι θα γίνει σοφός, που ήταν και η επιθυμία τους.
Σχόλιο Τ.Ι.: Πριν λίγο μόνο καιρό, στη σκλαβωμένη πατρίδα μας, έφηβοι δεκαπεντάχρονοι δούλοι μπορούσαν με τη βοήθεια της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας να ορθώνουν ανάστημα, να ομολογούν την πίστη τους με σθένος χιλίων σημερινών "απελευθερωμένων ενηλίκων", και να στέφονται το στεφάνι του μάρτυρος. Σήμερα, καθ' υπόδειξη ξένων πατρόνων, οι ντόπιοι υπηρετούντες τον αρχαίο αρχέκακο όφι, "παρέχουν" στους δεκαπεντάχρονους "το δικαίωμα" να αυτοακρωτηριάζονται σωματικά, πνευματικά, και ψυχικά. Η μόνη φράση που ταιριάζει είναι "πλήρης εκφυλισμός, διαστροφή, αποστασία και πτώση". Τα Σόδομα και τα Γόμορα είναι παιδική χαρά μπροστά σε αυτό το κατάντημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας αποτελούν σπουδαία πρότυπα για τον κόσμο, ο οποίος «ὅλος ἐν πονηρῷ κεῖται». Ιδίως σε εποχές, όπου καταργείται κάθε κύρος και αξία και σφυροκοπούνται αδιάκοπα και με κάθε είδους πνευματικής βίας οι Χριστιανοί και ιδιαιτέρως η νεολαία μας, έτσι ώστε να συμπορεύονται με το ρεύμα του κόσμου. Σε τέτοιες εποχές ο βίος του δεκαπεντάχρονου Αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννου του εκ Μονεμβασίας είναι πράγματι ένα δυνατό, σπουδαίο και φωτεινό πρότυπο προς μίμηση και ενθάρρυνση για τους νέους μας στον πνευματικό τους αγώνα. «Παράδειγμα υπομονής για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς», γράφει για τον Άγιο νεομάρτυρα Ιωάννη, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος συμπεριέλαβε το Μαρτύριο του Αγίου, μόλις 20 χρόνια μετά την ένδοξη κοίμησή του, στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Είναι επιτακτική η ανάγκη να προβάλλονται νεομάρτυρες, όπως ο Ιωάννης, για να αποτελούν το παράδειγμα της σταθερότητας για τους νέους μας για τα Όσια και τα Ιερά της Πίστης και της Πατρίδας μας, αγαθά για τα οποία πότισαν την Ελληνική γη με το τίμιο και αγνό αίμα τους, ήρωες της Πίστης μας.
Το Μαρτύριο του Αγίου και την Ιερή Ακολουθία του συνέγραψε ο χρηματίσας Αρχιδιάκονος του τελευταίου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας και Εθνομάρτυρα Χρύσανθου Παγώνη, Πανάρετος Αγγελόπουλος από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος διετέλεσε Ηγούμενος σε δύο Ιερές ιστορικές Μονές της Καλαμάτας. Στην Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία (1827 – 1834) και στην Ιερά Μονή Βαλανιδιάς (1834 – 1856), οπότε δολοφονήθηκε ενώ επέστρεφε στο μοναστήρι. Την προαναφερθείσα ιερή Ακολουθία «θεώρησε» ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ το 1820, και «ἐξεδόθη ἐπιμελείᾳ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γαρδικίου ἐν Καλάμαις, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἰω. Πολυμενάκη 1893».
Ο Άγιος του Θεού νεομάρτυς Ιωάννης γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γούβες της Μονεμβασίας και ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ιερέας και καταγόταν από το χωριό Γεράκι, όπου ήταν τότε η έδρα της Επισκοπής Έλους της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Καλαμάτας. Χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Έλους Κύριλλο (1755 – 1769) και τοποθετήθηκε Εφημέριος της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου Γουβών της Μονεμβασίας, τόπου καταγωγής της Πρεσβυτέρας του και μητέρας του Αγίου.
Ο μικρός Ιωάννης ήταν, όπως αναφέρει ο βιογράφος του, «πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα». Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, τον δίδασκε καθημερινά από τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας μας και έτσι ο μικρός Ιωάννης απέκτησε πίστη δυνατή και θέληση ισχυρή, μιμούμενος τις μορφές των μεγάλων Αγίων και Οσίων της Εκκλησίας μας. Διατηρούσε δε πάντα στην καρδιά του τη συνείδηση ότι είναι γιος ιερέα και αυτός ήταν ο λόγος για την καθ’ όλα προσεκτική ζωή του.
Το 1770, όταν άρχισαν τα «Ορλωφικά», εξαπολύθηκαν από την «Υψηλή Πύλη» στην Πελοπόννησο 60.000 Αλβανοί με σκοπό να λεηλατήσουν και να κατασφάξουν τους Πελοποννησίους. Πάνω από 20.000 κάτοικοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες σφαγιάστηκαν. «Η χερσόνησος ηρημώθη κατοίκων» γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Αυτή η πλημμύρα του αίματος έπνιξε και την οικογένεια του μικρού Ιωάννη. Ο πατέρας του, ιερέας Δημήτριος, σφαγιάστηκε μπροστά στο ποίμνιό του πρώτος απ’ όλους στην κεντρική πλατεία των Γουβών. Ήταν ένας από τους 6.000 κληρικούς οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του Γάλλου Πρόξενου Πουκεβίλ, θανατώθηκαν κατά την περίοδο του αγώνα.
Η μητέρα του μαζί με το δωδεκάχρονο Ιωάννη αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Λάρισα, όπου πουλήθηκαν από τους Αλβανούς δύο και τρεις φορές ο καθένας σκλάβοι και αγοράστηκαν από Τούρκους. Έτσι χωρίστηκαν μητέρα και γιος. Μετά από δύο χρόνια πουλήθηκαν για ακόμα μια φορά και οι δύο και αγοράστηκαν, με θέλημα Θεού, από τον ίδιο πλούσιο Τούρκο, κάτοικο Λάρισας, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Τώρα η μητέρα και ο έφηβος γιος της ήταν πάλι μαζί και δόξαζαν το Θεό για αυτή την ευλογία. Ο πλούσιος Τούρκος, στου οποίου την κυριότητα ανήκαν ο Άγιος και η μητέρα του δεν είχε αποκτήσει παιδιά από το γάμο του. Θαύμαζε τον Άγιο για την αρρενωπότητα, την ευγένεια, την υπευθυνότητα, την υπακοή, αλλά και το αγέρωχο του χαρακτήρα του. Αυτός και η σύζυγός του σκέφτηκαν να υιοθετήσουν τον ευγενή νέο κι έτσι να πραγματοποιήσουν τον ως τότε ανεκπλήρωτο πόθο τους να αποκτήσουν ένα παιδί πιστό σε αυτούς. Αυτό όμως σήμαινε τον εκτουρκισμό και εξισλαμισμό του Ιωάννη, πράγμα το οποίο ο Ιωάννης δεν επρόκειτο να δεχτεί, επειδή μπροστά στα άγια μάτια του είχε την εικόνα του μάρτυρα πατέρα του και στα αυτιά του αντηχούσαν οι πατρικές νουθεσίες και διδασκαλίες περί της Ελληνορθόδοξης Πίστης μας.
Προετοιμαζόταν ο Τούρκος να κάνει την πρόταση της υιοθεσίας προς τον Άγιο και για αυτό «μαλάκωσε» τη συμπεριφορά του προς αυτόν και τη μητέρα του. Έφτασε η στιγμή όπου έκανε την πρόταση στον Ιωάννη και όπως ήταν φυσικό απέσπασε την άρνηση του Αγίου. Από τότε, σαν τύραννος, δεν έπαυε να ενοχλεί τον Ιωάννη να δεχτεί την παράλογη πρότασή του. Χρησιμοποίησε κάθε μέσο προκειμένου να δελεάσει τον Άγιο να αρνηθεί τα πατρώα δόγματα και να ομολογήσει στη θρησκεία του Ισλάμ. Ενίοτε τον πίεζε με κολακείες και υποσχέσεις για πλούτο και αξιώματα, ενίοτε με απειλές για τιμωρίες και βασανιστήρια. Ήταν τέτοια η μανία του άπιστου Αγαρηνού ζεύγους να παρασύρουν τον άγιο στα άνομα σχέδιά τους, ώστε χρησιμοποίησαν ακόμα και τη μαγεία. Ο βιογράφος του σημειώνει πως η σύζυγος του Τούρκου κάλεσε στο σπίτι της «άλλα κακογραΐδια Αγαρηνά», ώστε «με μαγείες και σατανικά γητεύματα να κάμουν έξω φρενών τον ευλογημένο Ιωάννη ή καν να τον ελκύσουν εις επιθυμίαν γυναικός, και ούτως να τον τουρκίσουν». Ο Ιωάννης όμως, ως πραγματικός στρατιώτης του Ιησού Χριστού ενδεδυμένος με την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, παρέμεινε στερεός και ανεπηρέαστος από «τας μεθοδείας του Διαβόλου», διατηρώντας την πίστη και την αγνότητά του. Αφού ο άπιστος Αγαρηνός είδε ότι ο Άγιος δεν πτοείτο από τα πλούτη και τα αξιώματα, τα οποία του έταζε και δε φοβόταν καθόλου από τις απειλές, αλλά παρέμενε ακλόνητος στην Πίστη του, οργίστηκε και μια μέρα του Ιουλίου οδήγησε τον Άγιο, υπό την απειλή του ξίφους του σε ένα από τα μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά) της Λάρισας. Εκεί έσπευσαν και άλλοι ομόδοξοι του Τούρκου και άρχισαν να εκφοβίζουν τον Ιωάννη και να τον απειλούν χτυπώντας τον και σπαθίζοντάς τον. Ο δούλος του Θεού Ιωάννης παρέμεινε, ως γνήσιος Χριστιανός και Έλληνας που ήταν, ακλόνητος και αμετακίνητος στην πίστη του χωρίς να φοβηθεί ή να δειλιάσει στο παραμικρό. Μάλιστα ομολόγησε με θάρρος:
› Δε γίνομαι Τούρκος∙ εγώ χριστιανός είμαι και χριστιανός θέλω να αποθάνω.
Όταν γύρισαν από το τζαμί, ο μεν Άγιος γεμάτος πληγές και αίματα, ο δε Αγαρηνός πολύ θυμωμένος και ντροπιασμένος από την ήττα του αναζητούσε αφορμή για να εκδικηθεί τον Άγιο. Και η αφορμή δόθηκε. Έφτασε η ευλογημένη νηστεία της Υπεραγίας Θεοτόκου για τη γιορτή της τον Δεκαπενταύγουστο. Ο Αγαρηνός, όπως και άλλοι ασεβείς διώκτες του Χριστού, επέμενε και πίεζε τον Άγιο να «χαλάσει» τη νηστεία και να αρτυθεί. Δεν του έδινε φαγητό παρά μόνο αρτύσιμο. Βλέποντας ότι ο Άγιος περιφρονούσε τα ελκυστικά εδέσματα τα οποία του προσέφερε, έκλεισε τον Ιωάννη στο στάβλο μαζί με τα άλογα, τον κρέμασε από ένα δοκό και συχνά έβαζε φωτιά σε άχυρα κάτω από τα πόδια του Αγίου, ώστε αυτός να ζαλίζεται από τον καπνό και έτσι, μέσω της δυσκολίας στην αναπνοή, η ταλαιπωρία του να είναι μεγαλύτερη και διά της βίας να αποσπάσει τη συγκατάθεσή του στα φληναφήματά του. Καθ’ όλο το διάστημα της ιεράς νηστείας ο Ιωάννης υπέμεινε το μαρτύριο αυτό, καθώς και την πείνα και τον ξυλοδαρμό. Ο μεγαλύτερος όμως πειρασμός τον οποίο υπέμεινε ο Άγιος ήταν η αντίδραση της μητέρας του. Πολλές φορές ο Αγαρηνός τον βασάνιζε μπροστά στα μάτια της. Ποια μητέρα αντέχει να βλέπει τον αργό και βασανιστικό θάνατο του παιδιού της; Βλέποντας λοιπόν την άκαρδη και ανάλγητη συμπεριφορά του Τούρκου προς το γιο της, τα φρικτά βασανιστήρια τα οποία καθημερινώς υπέμενε ο Άγιος, το αίμα το οποίο έρρεε από τις πληγές του, λύγισε και εκλιπαρούσε θερμά το παιδί της να υποχωρήσει και να φάει. Ισχυριζόταν πως αυτό δε θα λογιστεί ως δική του αμαρτία, αφού δεν θα καταλύσει τη νηστεία εκουσίως, αλλά κάτω από πίεση. Ο Ιωάννης παρέμεινε ανεπηρέαστος στα λόγια της μητέρας του. Αντιθέτως δε, την ενθάρρυνε και την ενδυνάμωνε λέγοντας:
› Διά τι κάμνεις έτσι μητέρα μου; Διά ποια αιτία κλαίεις; Διά τι δεν μιμείσαι κι εσύ τον Πατριάρχην Αβραάμ, ο οποίος διά την αγάπην του πλάστου του ηθέλησε να θυσιάσει τον μονογενή του υιόν, μόνον κλαίεις, και θρηνείς διά λόγου μου; Εγώ είμαι παπά υιός και πρέπει να φυλάττω καλύτερα από τους υιούς των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της αγίας μας Εκκλησίας, διά τι όταν τα μικρά δεν φυλάττομεν, πώς ημπορούμεν να φυλάξωμεν τα μεγάλα;
Δύο μήνες υπέφερε ο Άγιος νεομάρτυς Ιωάννης τα βασανιστήρια του τυράννου. Βλέποντας ότι δεν είχε άλλες αντοχές και αισθανόμενος το τέλος της επίγειας ζωής του εξέφρασε στη μητέρα του την τελευταία του επιθυμία. Παρακάλεσε λοιπόν τη μητέρα του να ενταφιάσει το σώμα του και να παραμείνει στη Λάρισα μέχρι τη στιγμή της εκταφής, για να παραλάβει τα οστά του και να τα μεταφέρει στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τα Γουβιά της Μονεμβασίας.
Καθώς δεν είχε άλλο τρόπο να βασανίσει τον Άγιο Ιωάννη, ο Τούρκος αφέντης του, θυμωμένος και απογοητευμένος από την άρνηση του και την «απειθή» συμπεριφορά του προς αυτόν, μαχαίρωσε τον Άγιο κοντά στην καρδιά, ο οποίος παρέδωσε την ψυχή του μετά από δύο μέρες στα χέρια του Θεού, σε ηλικία 15 ετών. Ήταν 21 Οκτωβρίου του έτους 1773. Μετά το μαρτυρικό τέλος του Αγίου ο άπιστος και ασεβής Αγαρηνός έριξε το καταπληγωμένο σώμα του μακριά από το σπίτι του για να καταφαγωθεί από σκυλιά και άγρια ζώα. Ομοίως, έδιωξε από το σπίτι του με περιφρόνηση και αναλγησία τη γηραιά μητέρα του Αγίου. Εκείνη κρατούσε στα χέρια της το τιμημένο Λείψανο του Μάρτυρος γιου της, αγκαλιάζοντάς και καταφιλώντας αυτό με στοργή, κλαίγοντας για τους πόνους και τις πληγές που αυτός είχε υπομείνει με θάρρος και ανδρεία. Έμεινε φύλακας και προστάτιδα του σκηνώματός του. Ο πόνος, η εξάντληση και το γήρας δεν της επέτρεπαν να το ενταφιάσει. Παρέμενε δίπλα του μη γνωρίζοντας πού να πάει και τι να κάνει. Ήταν σα να μην υπήρχε τίποτα γύρω της. Όλος ο κόσμος για αυτήν ήταν το κατασφαγμένο, γεμάτο αίματα σκήνωμα του ποθητού γιου της. Η γλυκύτητα του προσώπου του, η φωτεινότητα και η άρρητη ευωδιά την έκαναν τώρα να κλαίει όχι από λύπη για το χαμό του, αλλά από χαρά διότι ήξερε ότι αναπαύεται στις αγκάλες του Θεού. Επί δύο μέρες ουράνιο φως έλουζε την τοποθεσία εκείνη που κειτόταν το σώμα του νεομάρτυρα, γεγονός το οποίο παρατήρησαν όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας. Όλοι υπέθεσαν ότι ο Θεός διά του σημείου αυτού θέλει να τους μηνύσει κάποιο σημαντικό γεγονός. Πήγαν στο σημείο του φωτός για να εξακριβώσουν περί τίνος πρόκειται. Εκεί βρήκαν τη μητέρα να κρατά στα χέρια το νεκρό γιο της. Επέστρεψαν συγκλονισμένοι στη Λάρισα και ειδοποίησαν το Μητροπολίτη Λαρίσης, ο οποίος ήδη από τρία χρόνια διέμενε στον Τύρναβο από φόβο για τη σκληρότητα των γενίτσαρων της Λάρισας. Όταν ο Μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος ο Δ’ πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρε την άδεια κι έφτασε στη Λάρισα μεταμφιεσμένος και ενταφίασε με ευλάβεια το ιερό σκήνωμα. Η μητέρα του Αγίου παρέμεινε στη Λάρισα, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι ζητιανεύοντας τον επιούσιο και αναμένοντας την ημέρα της εκταφής για να κάνει πράξη την επιθυμία του μονογενούς της. Γαι αυτό δε δέχτηκε να ακολουθήσει τον αδελφό της, ο οποίος τη βρήκε μετά από αναζήτηση, πίσω στην πατρίδα τους.
Πέρασε ο καιρός και έφτασε η ώρα της εκταφής. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης τέλεσε την εκταφή και παρέδωσε τα ιερά Λείψανα στη μητέρα του Αγίου για να τελέσει το χρέος της. Εκείνη τα πήρε και αφού περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο έφτασε κάποτε στην πατρίδα της, τις Γούβες, όπου έμεινε με τον αδελφό της. Κρατούσε τα ιερά Λείψανα κρυμμένα σαν πολύτιμο θησαυρό, επειδή φοβόταν μήπως τα ζητήσει ο τότε Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ιγνάτιος (Τζαμπλάκος) και στερηθεί το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο. Όταν έφτασε η μέρα της δικής της κοίμησης, παρήγγειλε στους συγγενείς της κατά τον ενταφιασμό της να τοποθετήσουν μαζί της και τα ιερά Λείψανα του Μάρτυρα γιου της Ιωάννη, πράγμα το οποίο έπραξαν.
Δεκαπέντε (15) χρόνια μετά το θάνατό της πέθανε και η σύζυγος του αδελφού της και έπρεπε να ταφεί στον τάφο της οικογενείας. Την ώρα που έσκαβαν, άρρητη ευωδία κατέλαβε άπαντες τους παρευρισκόμενους. Τότε θυμήθηκαν ότι στο ίδιο σημείο βρίσκονταν ενταφιασμένα τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρα Ιωάννη. Έτσι, με ευλάβεια και μετά φόβου Θεού, τέλεσαν την ανακομιδή των οστών, τα οποία ήταν άθικτα, ακόμη και ο σάκος εντός του οποίου ήταν τοποθετημένα είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση. Το δε σώμα της μητέρας του ήταν τελείως διαλυμένο. Τα ιερά λείψανα τα οικειοποιήθηκε κάποιος ιερέας, συγγενής τους, ονόματι Ιωάννης Καυσοκαλύβας. Λόγω των πολλών θαυμάτων που επιτελούσαν τα ιερά Λείψανα του Αγίου στους πιστούς και ευλαβείς προσκυνητές δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κρυφή η ύπαρξη τους ούτε η κατοχή τους από τον ιερέα συγγενή του Αγίου. Όταν ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης πληροφορήθηκε τα άνωθεν, εξέφρασε την επιθυμία να τα δει και να τα προσκυνήσει. Ο ιερέας συγγενής του Αγίου ήταν κακότροπος και δεν επέτρεψε στο Μητροπολίτη να πραγματοποιήσει την ιερή αυτή επιθυμία του. Το έτος 1818 ο εν λόγω ιερέας πέθανε και ο Μητροπολίτης έσπευσε συνοδευόμενος από το Διάκονό του, Πανάρετο Αγγελόπουλο, το συγγραφέα του βίου του Αγίου, τέλεσε την εξόδιο Ακολουθία της Κηδείας του και κατόπιν παρέλαβε όσα από τα ιερά Λείψανα του Αγίου διασώθηκαν, αφού ο ιερέας Ιωάννης είχε δωρίσει την τιμία Κάρα του Αγίου στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Επισκοπής Έλους, όπου θεράπευσε το παράλυτο χέρι μιας γυναίκας. Ο Μητροπολίτης άφησε μέρος των ιερών Λειψάνων στη Μονεμβασία. Τα υπόλοιπα τα μετέφερε στην Καλαμάτα. Η οικογένεια Παγώνη δώρισε τα ιερά Λείψανα και τη χειρόγραφη ιερά Ακολουθία του Αγίου στην Ιερά Μονή του Γαρδικίου. Με την πάροδο του χρόνου η Μονή αυτή ερημώθηκε και για αυτό τα ιερά Λείψανα περιήλθαν στην ιστορική Ιερά Μονή του Βουλκάνου, στην οποία φυλάσσονται, σα διαμάντια σε ασημένια λειψανοθήκη, δύο μεγάλα τεμάχια από τα χέρια του Αγίου. Αναδίδουν μύρο και επιτελούν θαύματα στους πιστούς που προσέρχονται.
Με τα ιερά Λείψανα του Αγίου, ο νυν Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος (Θέμελης) τελεί κατά κόρον τα εγκαίνια Ιερών Ναών της Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον γόνον σέ, Μονεμβασία, ἀνεβλάστησε, καρποφοροῦντα, Ἰωάννη τᾶς τῆς πίστεως χάριτος, τῶν γὰρ πατρῴων θεσμῶν ἀντεχόμενος, τοὺς ἐκ τῆς Ἀγαρ ἀθλήσας κατήσχυνας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Ρωμηοσύνη, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Πολλές και σοφές άγιες μορφές παρελαύνουν από τις σελίδες της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μια τέτοια μορφή και εξαιρετική προσωπικότητα είναι κι ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Αρτέμιος που έζησε και μαρτύρησε περί τα μέσα του τέταρτου αιώνα μ.Χ. (361 - 363).
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε ἑορτή. Τί ἑορτή; Κοντὰ στοὺς ἄλλους ἁγίους ποὺ τιμᾷ ἡἘκκλησίαμας (τὸν μεγαλομάρτυρα Ἀρτέμιο καὶ τὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κεφαλληνίας) ἑορτάζει καὶ μία ἁγία ἄγνωστη στὸν πολὺ κόσμο.
Ο όσιος πατήρ ημών Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στο χωριό Τρίκαλα της Κορινθίας, στην Πελοπόννησο. Οι ευλαβείς γονείς του, Δημήτριος και Καλή, προέρχονταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων και από μικρό τον παρέδωσαν στη μάθηση των ιερών γραμμάτων, όπου διέπρεψε. Νέος, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και πήγε στη Ζάκυνθο. Από εκεί διέτρεξε όλη την Ελλάδα. Από τη Θεσσαλία κατευθύνθηκε προς τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, την Προποντίδα και τη Χαλκηδόνα. Όπου πήγαινε, έψαχνε να βρει ανθρώπους οι οποίοι είχαν φθάσει στην τελειότητα της αρετής διάγοντας ασκητικό και ισάγγελο βίο για να του διδάξουν την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών.
Έφθασε τέλος στο Άγιον Όρος, όπου ως φιλόπονος μέλισσα ρουφούσε το νέκταρ από τα διάφορα άνθη αρετής που παρατηρούσε στους ασκητές, για να φτιάξει μέσα του το μέλι της καθαρότητος της καρδίας. Ο όσιος Γεράσιμος παρέμεινε για ικανό διάστημα στον Άθω διδασκόμενος από τους θεράποντες της Κυρίας ημών Δεσποίνης Θεοτόκου. Έλαβε το μεγάλο αγγελικό Σχήμα και με ζήλο πολύ εφάρμοζε όλες τις αρετές του μοναχικού βίου: τη συνεχή νηστεία, τις ολονύχτιες αγρυπνίες, τα δάκρυα, την ανύψωση του νου προς τον Θεό μέσα στην απόλυτη ησυχία και την καθαρότητα της καρδίας. Μετά από μερικά χρόνια έφυγε από το Άγιον Όρος και ξεκίνησε ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Στα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (1537-1579) τον χειροτόνησε διαδοχικά υποδιάκονο, διάκονο και πρεσβύτερο. Επί ένα έτος υπηρέτησε στον Πανάγιο Τάφο και κατόπιν το Πατριαρχείο επί δώδεκα έτη χωρίς καθόλου να εγκαταλείψει τους ασκητικούς αγώνες. Πήγε κάποτε στην έρημο του Ιορδάνη όπου πέρασε σαράντα ημέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος, κατά μίμησιν του Κυρίου (Ματθ. 4, 1 κ. έ.).
Μετά γύρισε στο Πατριαρχείο συνεχίζοντας τη διακονία του.Κατόπιν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ξανάρχισε τις προσκυνηματικές περιοδείες. Έμεινε για κάποιο διάστημα στο Σινά, έπειτα πήγε στην Αλεξάνδρεια και διέτρεξε όλη την Αίγυπτο.
Στη συνέχεια στην Αντιόχεια και στη Δαμασκό, και από εκεί έφυγε για την Κρήτη και έφτασε τέλος στη Ζάκυνθο, όπου εγκαταβίωσε επί πέντε έτη σ’ ένα σπήλαιο μακριά απ’ όλους, τρεφόμενος μόνο με χόρτα, δίχως ψωμί και αλάτι. Όσο καλά κι αν κρυβόταν, δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν οι ευλαβείς πιστοί, και σύντομα προσέτρεχαν πολυάριθμοι για να πάρουν την ευλογία του και τη συμβουλή του. Η φωνή όμως των αγίων Πατέρων τον προειδοποιούσε ότι για τον μονάχο τίποτε δεν είναι τόσο φθοροποιό όσο ο έπαινος και η φήμη των ανθρώπων, και έφυγε από τη Ζάκυνθο για να εγκαταβιώσει σ’ ένα μικρό σπήλαιο στην Κεφαλληνία, όπου έμεινε περίπου έξι έτη.
Καθώς όμως είναι αδύνατον λύχνος αναμμένος να μείνει κρυφός, κι εκεί ακόμη οι πιστοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν την αρετή του αγίου και δεν τον άφηναν να χαρεί τη νοερά συνομιλία με τον Θεό. Τέλος, η θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα Ομαλά, μια απομακρυσμένη περιοχή του νησιού, όπου υπήρχε ναΰδριο και μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Εγκαταστάθηκε εκεί και καλλιεργούσε ένα μικρό κτήμα αγωνιζόμενος κατά των παγίδων του διαβόλου. Μετά από καιρό, ενώ η φήμη του είχε απλωθεί ξανά στην περιοχή, πληροφορήθηκε στην προσευχή του ότι ήταν θέλημα Κυρίου να δεχθεί μαθητές.
Σύντομα είκοσι πέντε νεάνιδες παρουσιάσθηκαν για να υποταγούν στην πνευματική του καθοδήγηση και το ναΰδριο μεταμορφώθηκε σε μονή. Δέχθηκε ο άγιος να απαρνηθεί την ησυχία για να μεταδώσει στα πνευματικά του τέκνα την πνευματική εμπειρία την οποία αφθόνως του είχε χαρίσει ο Κύριος. Η μονή ονομάσθηκε Νέα Ιερουσαλήμ και φαινόταν να κατοικείται από αγγέλους εν σώματι.
Πλήρης ήμερων, ο όσιος Γεράσιμος προείδε την ημέρα της εκδημίας του και κάλεσε γύρω του τα πνευματικά του τέκνα για να τους μεταδώσει τις τελευταίες του εντολές. Κατόπιν τα ευλόγησε και με χαρά παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 15 Αύγουστου 1579. Καθώς η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τιμούμε τη μνήμη του στις 20 Οκτωβρίου, ημερομηνία ανακομιδής του λειψάνου του. Το τίμιο σκήνωμα παραμένει μέχρι σήμερα άφθορο, ωσάν ο άγιος να κοιμάται. Αναδίδει ουράνια ευωδία και επιτελεί πληθώρα θαυμάτων. Ο όσιος Γεράσιμος κατέστη προστάτης της Κεφαλληνίας και πλήρης παρρησίας μεσιτεύει μέχρι σήμερα υπέρ της νήσου προς τον Θεό. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη είναι η δύναμή του να εκβάλλει τα ακάθαρτα πνεύματα από τους δαιμονισμένους που φέρνουν απ’ όλα τα μέρη στο τίμιό του σκήνωμα. Επιπλέον, χάρη στην προστασία του, η ορθόδοξη πίστη στην Κεφαλληνία έμεινε αλώβητη κατά τη μακρά περίοδο της ιταλοκρατίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Αὐτόμελον.
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐχαρίστοις ᾄσμασι, τῶν Κεφαλλήνων ἡ νῆσος, προσκαλεῖται σήμερον, τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη, μέγιστον, νεοφανέντα ἀγκωμιάσαι, καύχημα, Ὀρθοδοξίας ἀναφανέντα, τὸν Γεράσιμον τὸν θεῖον, τὸν ῥύστην ταύτης ὁμοῦ καὶ πρόμαχον.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ὁμολογίας Χριστιανῶν, ἔθετό σε σὲ στῦλον, ἀδιάσειστον ὀ Θεός, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεράσιμε δοὺς πᾶσι, τοῖς ἐναντίοις λίθον, δεινοῦ προσκόμματος.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οκτώβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 237-239, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο Λουκάς ήταν Ρωμαίος πολίτης, πράγμα που αποδεικνύει το ρωμαϊκό όνομά του, διότι μόνο Ρωμαίος πολίτης δικαιούνταν να έχει ρωμαϊκό όνομα. Το Λουκάς προέρχεται από την σύντμηση του λατινικού ονόματος Lucanus, Λουκανός. Το Lucanus παράγεται από το ουσιαστικό lux-lucis=φως και σημαίνει τον φωτεινό.
Υπήρξε κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, που μαρτυρείται από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, ευαγγελιστής και ιστορικός της. Έγγραψε το κατά Λουκά ευαγγέλιο και τις Πράξεις των αποστόλων, που είναι η πρώτη εκκλησιαστική ιστορία του Χριστιανισμού. Σαν ευαγγελιστής ασχολείται με τους πτωχούς και καταφρονεμένους, τους περιθωριακούς και αμαρτωλούς. Οι παραβολές του Ασώτου, του Τελώνου και Φαρισαίου, του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, του άφρονος πλουσίου, του Ζακχαίου, του καλού Σαμαρείτη και άλλες πολλές είναι αποκλειστικά δικές του. Είναι ο μόνος ευαγγελιστής που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Χριστού, όπως και με σημαντικές στιγμές της ζωής της Παναγίας. Σαν ιστορικός θεωρείται έγκυρος και αμερόληπτος. Στα κείμενα του υπάρχει ιστορική και γεωγραφική ακρίβεια· ως προς δε τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις που εξιστορεί υπάρχει θαυμαστή συναισθηματική ουδετερότητα.
Όταν χρησιμοποιεί την Παλαιά Διαθήκη, δεν υστερεί έναντι των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης που είναι όλοι τους Ιουδαίοι. Την γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνωρίζει τέλεια και τα ήθη και έθιμα των Ιουδαίων. Απ’ αυτό συνάγουν μερικοί θεολόγοι ότι πριν γίνει Χριστιανός ίσως ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. Δεν αποκλείεται όμως και ως εθνικός να γνώριζε τα της Παλαιάς Διαθήκης από προσωπική μελέτη και συναναστροφή με εξ Ιουδαίων αδελφούς Χριστιανούς.
Στην αγία Γραφή το όνομα του Λουκά αναφέρεται μόνο τρεις φορές, στις επιστολές του Παύλου. Ο ίδιος, απλός και ταπεινός όπως ήταν, δεν το αναφέρει ποτέ σε κανένα από τα συγγράμματά του. Αναφέρεται στον εαυτό του στις Πράξεις των αποστόλων, όμως μόνο αόριστα και σε πληθυντικό αριθμό μέσα από τη λέξη «ημείς» (Πρξ. 16,10-16· 20,5-28,31) με την οποία συμπεριλαμβάνει τον Παύλο και την συνοδεία του.
Οι περιπτώσεις που τον αναφέρει ο Παύλος είναι οι εξής:
α΄) «Ασπάζεται Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός» (Κολ. 4,14).
β΄) «Ασπάζεταί σε Επαφράς ο συναιχμάλωτός μου εν Χριστώ Ιησού, Μάρκος, Αρίσταρχος, Δημάς, Λουκάς οι συνεργοί μου» (Φιλημ. 23).
γ΄) «Λουκάς εστί μόνος μετ’ εμού» (Β΄ Τιμ. 4,11).
Από τα χωρία αυτά προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά για τον Λουκά. Από το α΄ προκύπτει ότι ο Λουκάς ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος, διότι εδώ ο Παύλος σαφώς κατατάσσει τον Λουκά στους Χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς (Επαφράς, Δημάς), γιατί πιο πάνω μιλώντας για τον Αρίσταρχο, τον Μάρκο και τον Ιησού (Ιούστο) αναφέρει ότι ήταν «οι όντες εκ περιτομής» (πρβλ. Κολ.4,10-11). Επίσης προκύπτει ότι ήταν μορφωμένος και μάλιστα επιστήμονας γιατρός και μάλιστα λίαν αγαπητός. Από το β΄ και από άλλα πολλά χωρία προκύπτει ότι δεν ήταν απλώς ο ιατρός της συνοδείας του Παύλου αλλά και στενός συνεργάτης του. Και από το γ΄ προκύπτει ότι ήταν ο πιο πιστός ακόλουθός του, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ενώ άλλοι συνεργάτες του λιποτάκτησαν.
Ο αρχαίος εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Νεώτεροι ιστορικοί και ερμηνευτές λένε ότι μπορεί να καταγόταν από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, επειδή εκεί τον άφησε ο Παύλος ως επίσκοπο για επτά χρόνια, να διοργανώσει την Εκκλησία. Η πρώτη όμως άποψη είναι η επικρατέστερη.
Υπάρχει η θεωρία από μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς ότι ήταν από τους 70 μαθητές του Κυρίου και μάλιστα ο ένας από τους δύο συνοδοιπόρους του Χριστού καθώς βάδιζαν προς Εμμαούς (Λκ. 24, 13,35). Πάντως την θεωρία αυτή δεν την υποστηρίζουν όλοι οι πατέρες και οι γνώμες τους διίστανται.
Υμνογράφοι όπως ο Λέων ο Σοφός, ο Χριστόφορος ο Πατρίκιος και ο Θεοφάνης ο Γραπτός υπέλαβαν ότι ο συμπορευόμενος μετά του Κλεόπα μαθητής ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής, ο οποίος από ταπείνωση δεν φανέρωσε το πρόσωπό του, όταν εξιστόρησε το γεγονός στο ευαγγέλιό του. Αυτή η γνώμη έχει υπερισχύσει και διατηρείται ζωντανή μέσα στην ορθόδοξη υμνολογία, όπως φαίνεται από τους ακόλουθους ύμνους.
«Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα, και τω Λουκά συνώδευσεν, οις περ και επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλων τον άρτον· ων ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει, εν τη οδώ, και Γραφαίς ηρμήνευεν, α υπέστη· μεθ’ ων, Ηγέρθη, κράξωμεν, ώφθη τε και τω Πέτρω.» (Εξαποστειλάριον Ε΄)
«Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ! Πως Πέτρω μεν τοις οθονίοις μόνοις έδωκας εννοήσαι σου την ανάστασιν, Λουκά δε και Κλεόπα συμπορευόμενος ωμίλεις, και ωμιλών ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς. Διό και ονειδίζη, ως μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, και μη μετέχων των εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ’ ο πάντα, προς το του πλάσματος συμφέρων οικονομών, και τας περί σου προφητείας ανέπτυξας, και εν τω ευλογείν τον άρτον εγνώσθης αυτοίς, ων και προ τούτου αι καρδίαι προς γνώσίν σου ανεφλέγοντο· οι και τοις μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς, εκήρυττόν σου την ανάστασιν, δι’ ης ελέησόν ημάς.» (Εωθινόν Ε΄ όρθρου Κυριακής, ήχος πλ. Α΄)
«Έγνωμεν εκ των λόγων των σων, καθάπερ έφης, την των λόγων ασφάλειαν, ων έθου ενθέως, μύστα· επείπερ γράψαι ημίν περί των πραγμάτων επεχείρησας, ων πεπληροφόρησαι και καθώς σοι παρέδωσαν οι πριν αυτόπται, ων και συ ίσος γέγονας υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον, μετά την ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες. Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον.» (Στιχηρόν προσόμοιον, ήχος πλ. Α΄)
Μεγάλοι όμως πατέρες όπως ο άγιος Χρυσόστομος (στον α΄ λόγο του στις Πράξεις και στην δ΄ ομιλία του στο κατά Ματθαίον), ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (στην αρχή της ερμηνείας στο κατά Λουκάν) κ. ά., λέγουν ότι ο Λουκάς δεν υπήρξε αυτόπτης και μαθητής του Κυρίου αλλά μαθητής του αποστόλου Παύλου από το κήρυγμα του οποίου πίστεψε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Συναξαριστή του και ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρις συμφωνούν με τη γνώμη των τελευταίων.
Αλλά εκτός των μεγάλων αυτών πατέρων και διδασκάλων, ο ίδιος ο Λουκάς στον πρόλογο του ευαγγελίου του, λέγει ότι γράφει όπως και άλλοι πολλοί «καθώς παρέδοσαν ημίν οι αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου». Επίσης στην προς Εβραίους η οποία ως νόημα και διδαχή είναι του Παύλου αλλά ως συγγραφή είναι του Λουκά λέγεται «πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι υπό του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη» (Εβρ. 2,3). Άρα δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος ο ίδιος.
Ας σταθούμε στους χαρακτηρισμούς που προκύπτουν από το λατινογενές όνομά του και από όσα γράφει ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του που προαναφέραμε.
Α΄. Εθνικός και μάλιστα Ρωμαίος πολίτης. Είναι ο μόνος συγγραφέας των βιβλίων της αγίας Γραφής που ήταν εθνικός και όχι Ιουδαίος. Στο ευαγγέλιό του, που είναι για τους Χριστιανούς που κατάγονται από τους εθνικούς, ανάγει την γενεαλογία του Χριστού μέχρι τον Αδάμ, τον γενάρχη όλης της ανθρωπότητας, ενώ ο Ματθαίος που γράφει για τους Χριστιανούς εξ Ιουδαίων την ανάγει μέχρι τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων. Με τη γενεαλογία του αυτή διακηρύττει ότι ο Χριστός, σαν άνθρωπος, δεν ανήκει μόνο στους Εβραίους αλλά σε όλους τους ανθρώπους. Για την Αντιόχεια, που κατά την εγκυρότερη γνώμη ήταν ο τόπος καταγωγής του, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκθέτει πως διαδόθηκε το ευαγγέλιο, πως ιδρύθηκε η εκκλησία της και πως εδώ οι πιστοί ονομάσθηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί (Πρξ. 11,26). Για τους έξι από τους επτά διακόνους δεν αναφέρει καταγωγή. Για τον ένα που καταγόταν από την Αντιόχεια σημειώνει ότι ήταν προσήλυτος Αντιοχεύς (Πρξ. 6,5).
Β΄. Ιατρός. Ο Λουκάς είναι ο πρώτος χριστιανός επιστήμονας που γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Η ιατρική διδασκόταν στα πανεπιστήμια και θεωρείτο ισότιμη με την φιλοσοφία. Η Αντιόχεια που θεωρείτο η Αθήνα της Συρίας, «Συριάδες Αθήναι», είχε και πανεπιστήμια. Πιθανόν να σπούδασε και στην Αθήνα. Υπήρξαν οι μεγάλοι ιατροί Ιπποκράτης και Γαληνός των οποίων τα βιβλία θα μελέτησε ο Λουκάς. Σαν επιστήμονας χειριζόταν σωστά και με ακρίβεια την ελληνική γλώσσα και αυτό το μαρτυρούν τα συγγράμματά του, το ευαγγέλιο και οι Πράξεις των αποστόλων, όπως και η προς Εβραίους επιστολή, η οποία σαν νόημα και διδασκαλία είναι του Παύλου, αλλά -όπως υποστηρίζουν μερικοί ερμηνευτές- σαν συγγραφή είναι του μαθητού του, τού Λουκά. Από τις πληροφορίες που δίδει στις Πράξεις για τα ταξίδια του, τα δρομολόγια των πλοίων, τις καιρικές συνθήκες φαίνεται πολυταξιδεμένος και κοσμογυρισμένος.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων (27 & 28) ο Άγιος Λουκάς, ο αφοσιωμένος αυτός μαθητής του Αποστόλου Παύλου δίνει με ζωηρή και ακριβή περιγραφή την περιπετειώδη και επικίνδυνη αύτη θαλάσσια διαδρομή από την Καισαρεία μέχρι την αιώνια πόλη, την Ρώμη. Η Καισαρεία, η παραλιακή πόλη της Παλαιστίνης, από την οποία αποπλεύσανε δέσμιος ο Παύλος με τους συνεργάτες του, τον Λουκά και τον Αρίσταρχο απ' την Μακεδονία, και μαζί με 276 ακόμα συνταξιδιώτες, η Σιδώνα στην Φοινικική παραλία, τα Μύρα της Λυκίας, οι Καλοί Λιμένες στα νότια παράλια της Κρήτης, το προξενηθέν ναυάγιο του πλοίου, το νησί Μάλτα που παρέμειναν για τρεις μήνες, οι Συρακούσες της Σικελίας, το Ρήγιο και οι Ποτίολοι στην Κάτω Ιταλία υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού. Στην τελευταία αύτη πόλη βρήκαν και χριστιανική παροικία. Η εξιστόρηση του Ευαγγελιστού Λουκά προκάλεσε ανέκαθεν το ενδιαφέρον των ιστορικών, γιατί απ΄ αυτήν διδασκόμαστε πολλά για την ναυτιλία στους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γ΄. Αγαπητός. Όπως ο Χριστός είχε «μαθητήν ον ηγάπα» (Ιω. 13,23 ·19,26 ·21,7.20) τον Ιωάννη, έτσι και ο Παύλος είχε τον αγαπημένο του μαθητή, που δεν τον εγκατέλειψε και δεν τον πρόδωσε ποτέ. Από τότε που συναντήθηκαν στην Τρωάδα, όπως εξιστορούν οι Πράξεις των αποστόλων, ο Λουκάς βρισκόταν συνέχεια κοντά του. Μόνο για μια περίοδο επτά ετών χωρίσανε, που παρέμεινε ο Λουκάς στους Φιλίππους για ιεραποστολικούς λόγους και περίμενε τον Παύλο εκεί.
Δ΄. Συνεργός. Ο χαρακτηρισμός αυτός τιμά τον Λουκά ιδιαίτερα. Διότι με τα προσόντα και τις προϋποθέσεις που είχε σαν ιατρός, επιστήμονας, κοσμογυρισμένος, συγγραφέας θα μπορούσε να διαπρέψει στην κοινωνία και να κερδίσει δόξα, πλούτο, ακόμη και ψυχές για τον Χριστό. Αλλά ο Λουκάς, χωρίς κανένας να του το ζητήσει, διάλεξε να θάψει τον εαυτό του και την σταδιοδρομία του την επαγγελματική. Παραιτήθηκε από κάθε προσωπικό δικαίωμα και όνειρο, για ν’ αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη διακονία του Παύλου. Πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτό. Διότι στο διάβα της ιστορίας βρέθηκαν πολλές φορές άνθρωποι που θυσίασαν την περιουσία τους, την υγεία τους, την ζωή τους, τον εαυτό τους χάριν της Εκκλησίας, της πατρίδας, ή άλλων σπουδαίων σκοπών. Λίγες όμως φορές και πολύ σπάνια θυσίασαν το εγώ τους και την προσωπική τους προβολή. Η θυσία αυτή του Παύλου δεν έμεινε απαρατήρητη από το Θεό, ο οποίος τον αντάμειψε με την αιώνια προβολή και δόξα του συγγραφέως της Καινής Διαθήκης (ευαγγελιστού και ιστορικού), και τη δόξα του αποστόλου και συνεργάτη του Παύλου.
Αλλά ο Λουκάς ήταν ακόμα μαζί με τον Απόστολο Παύλο τόσο κατά την πρώτη φυλάκιση του, όσο και κατά την δεύτερη που αυτός υπήρξε μόνος μαζί με τον Απόστολο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αποστόλου Παύλου στην Ρώμη κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64 μ.Χ. ο Άγιος Λουκάς αφού πρώτα του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τους αυτόπτες μάρτυρες και Απόστολους έρχεται στην Αχαΐα της Πελοποννήσου για να γράψει εκεί το περίφημο Ευαγγέλιό του. Τις πλούσιες και πολύτιμες εμπειρίες του τόσων χρόνων, από αυτά τα Θαυμάσια και κοσμοσωτήρια που άκουσε και είδε θέλει να τα καταγράψει λεπτομερώς για να διασωθούν και να μείνουν αναλλοίωτα εις τους αιώνες .
Εκθέτει λοιπόν τα σχετικά κοσμοϊστορικά και ανθρωποσωτήρια γεγονότα , με μεθοδικότητα και με χρονολογική ακρίβεια, σαν επιστήμονας που ήτανε και άνθρωπος των γραμμάτων, και κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα, ώστε δικαίως να θεωρείται ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού. Αλλά εκτός απο την μεθοδικότητα και την χρονολογική ακρίβεια που υπάρχουν στο ιερό Ευαγγέλιό του, αυτό συμπληρώνει ακόμα και τα δύο προηγούμενα ιερά Ευαγγέλια, διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για ορισμένα σπουδαιότατα γεγονότα της Χριστιανικής Θρησκείας που δεν τα αναφέρουν στα ιερά κείμενά τους ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και ο Ευαγγελιστής Μάρκος.
Έτσι π.χ. αυτός διηγείται ζωηρότερα από τους άλλους την Γέννηση του Χριστού. Όταν διαβάζει κανείς από το Ευαγγέλιό του τα γεγονότα, νομίζει ότι βλέπει το Χριστό βρέφος, ξαπλωμένο στην φάτνη. Βλέπει τους ποιμένες να θαυμάζουν μπροστά στο μυστήριο της Θείας οικονομίας και τους Αγγέλους να ψάλλουν το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ...". Τις πληροφορίες αυτές ίσως να τις άκουσε από την Παναγία Μητέρα του Χριστού. Επίσης στο κείμενο των δύο υπέροχων βιβλίων του, γίνεται χρήση ιατρικών όρων και ιατρικών εκφράσεων, οι οποίες συνήθως βρίσκονται σε ιατρικούς συγγραφείς. Ολα αυτά δείχνουν ότι ο συγγραφέας αυτών των βιβλίων υπήρξε γιατρός. Και το Ευαγγέλιο του και τις Πράξεις των Αποστόλων ο Άγιος Λουκάς τα γράφει για χάρη κάποιου επίσημου προσώπου, του Θεόφιλου, τον όποίον ονομάζει "κράτιστον" και που [κατά μία άποψη] ήταν τότε ηγεμόνας της Αχαΐας.
Ο Θεόφιλος είχε κατηχηθεί στην χριστιανική θρησκεία από αποστολικούς άνδρες, της πρώτης χριστιανικής γενιάς. Είχε όμως ανάγκη για να στηρίξει και να εδραιώσει καλύτερα την πίστη του και από έγγραφες πηγές. Αυτές λοιπόν τις πηγές του τις προσφέρει ο Λουκάς πρώτα με το Ευαγγέλιο του, τον "πρώτον λόγον" όπως τον ονομάζει και αργότερα με το δεύτερο βιβλίο του προς τον Θεόφιλο, δηλαδή τις Πράξεις των Αποστόλων. Έτσι στην αρχή ο ηγεμόνας Θεόφιλoς και κατόπιν όλοι οι χριστιανοί εκείνης της εποχής, αλλά και μετέπειτα οι χριστιανοί όλων των αιώνων έμαθαν από τον Λουκά όλα τα θαυμάσια και εξαίσια που πραγματοποιήθηκαν από το Θεό για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους.
Oμως ο Άγιος Λουκάς δεν υπήρξε μόνον ο Ευαγγελιστής, αλλά και ο σπουδαίος Απόστολος, γιατί δεν αρκέστηκε μόνο να γράψει το ιερό Ευαγγέλιο του, αλλά θέλησε και να το κηρύξει με την ζωντανή παρουσία του σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Έτσι αφού ο Λουκάς κήρυξε πρώτα το Ευαγγέλιο στον Ελλαδικό χώρο όπως στην Αχαΐα, την Βοιωτία και την Μακεδονία, μετά πήγε σε μακρινά μέρη, όπως στην Δαλματία και την Γαλλία, μερικοί ακόμα υποστηρίζουν ότι πήγε και στην Ιταλία και την Αφρική.
Εκτός όμως από το θαυμάσιο συγγραφικό του έργο και την σπουδαία ιεραποστολική του δράση, ο Άγιος Λουκάς, είχε και ένα μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο, είχε μεγάλη κλίση προς την ζωγραφική. Πηγές που του έδιναν εμπνεύσεις στην ζωγραφική του τέχνη ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες της νέας αληθινής θρησκείας που τόσο τον είχε συγκλονίσει και τόσο πολύ είχε αφοσιωθεί ολόψυχα σ' αυτήν από την νεανική του ηλικία. Ο Σωτήρας Χριστός, ο λυτρωτής του κόσμου, που τόσο τον είχε αγαπήσει και είχε αφιερώσει την ζωή του σ' αυτόν, τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει τον καλό Ποιμένα Χριστό που φέρει στους ώμους του το απολωλός πρόβατο.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μαρτυρείται ότι μαρτύρησε στην Θήβα της Βοιωτίας, όπου είχε έρθει για να κηρύξει το ευαγγέλιο μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου. Τον κρέμασαν σε μια ελιά όπως ιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (14ος αιών) στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Ο τόπος του μαρτυρίου του, κατά παράδοση, βρίσκεται στο σημερινό παλαιό νεκροταφείο των Θηβών (ανατολικά της πόλεως), η εκκλησία του οποίου είναι αφιερωμένη στον άγιο Λουκά. Μέσα στο ναό αυτό, στο δεξιό μέρος του ιερού, βρίσκεται αρχαία ρωμαϊκή λάρνακα, όπου είχε εναποτεθεί το άγιο λείψανο. Η αγία αυτή λάρνακα μυροβλύζει κατά καιρούς (π.χ. στις 22-12-1997) και είναι πολύ θαυματουργός. Υπάρχουν όμως και πληροφορίες άλλων συναξαριστών ότι κοιμήθηκε εν ειρήνη στην Θήβα ή ως επίσκοπος στην Αίγυπτο.
Το έτος 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Αγίου Κωνσταντίνου, έδωσε εντολή στον Άγιο Αρτέμιο, τον μεγάλο Δούκα της Αιγύπτου και Μάρτυρα, να μεταφέρει τα τίμια λείψανα του Αγίου Λουκά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το εικοστό έτος της βασιλείας του Κωνσταντίου, που πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου και κατέθεσαν αυτά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στα τίμια λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου. Σήμερα όμως το άγιο λείψανο του βρίσκεται στην Πάδουα της Ιταλίας, κοντά στη Βενετία.
Για το πώς έγινε η μεταφορά αυτή δεν υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις. Διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις εκ των οποίων οι επικρατέστερες είναι ότι επισυνέβη α) επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) ή β) κατά την περίοδο της εικονομαχίας (762-846 μ.Χ.). Επίσης υπάρχει και η άποψη μερικών ιστορικών ότι η μετακομιδή έγινε κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα του Claudio Belinatti, διευθυντή των ιστορικών αρχείων της Πάδουας, ο οποίος δηλώνει ότι η παρουσία των οστών μαρτυρείται στα αρχεία αυτής της πόλεως ήδη από το 1177 (πριν δηλ. την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ.), όταν το μολύβδινο φέρετρο, το οποίο εξ αιτίας των βαρβαρικών επιδρομών είχε κρυβεί στο κοιμητήριο του περιβόλου της Αγίας Ιουστίνης, μαζί με άλλα σώματα που φυλάσσονταν στην εκκλησία, επανευρίσκεται, καταγράφεται και επανατοποθετείται μέσα στον ναό.
Απομένει προς συμπλήρωση ένα μικρό κομμάτι του παζλ που προκύπτει από τη μελέτη της διαχρονικής πορείας των ιερών λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά. Το οστούν της δεξιάς ωλένης του Ευαγγελιστού, η απουσία του οποίου διαπιστώθηκε και από την Επιστημονική Επιτροπή της Πάδουας, διαφυλάχθηκε δια μέσου των αιώνων σε ένα ιστορικό μοναστήρι της περιοχής των Αγράφων της Ευρυτανίας, μακρινός «απόγονος» του οποίου είναι ο ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις, στο χωριό Κορίτσα – Κλειτσού του Δήμου Φουρνάς, του Νομού Ευρυτανίας.
Αν η «φήμη» του κειμηλίου της «χειρός» του αγίου Λουκά ήταν απλώς μια προφορική παράδοση, το γεγονός δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένης της «περίσσειας» και πλησμονής παρομοίων ευσεβών φημών για διάφορα λείψανα που έχουν έλθει μέχρι σε μας μέσω της Παράδοσης. Η περίσσεια αυτή, μαρτυρούμενη και από τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο και δικαιολογημένη από τα δύσκολα, σκληρά και πικρά χρόνια που πέρασε ο Ελληνικός Λαός κατά τη διάρκεια του μακραίωνα Οθωμανικού ζυγού δεν στερείται ιστορικής βάσεως και επιστημονικής στήριξης.
Στην περίπτωση μάλιστα του κειμηλίου που φυλάσσεται στον άγιο Νικόλαο τον Νέο στην Κορίτσα-Φουρνάς υπάρχουν έγγραφα ιστορικά ντοκουμέντα, έστω και σχετικά πρόσφατα, που ισχυροποιούν τον ιστό της προφορικής παραδόσεως ο οποίος τα συνοδεύει. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου (1341), ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β΄(1335-1338 & 1356-1359), γαμβρός του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, εξεστράτευσε εναντίον των Αλβανών που λεηλατούσαν τα χωριά του Δεσποτάτου (στο οποίο υπαγόταν και η Ευρυτανία μετά της περιοχής των Αγράφων). Αλλά σε μάχη παρά τον Αχελώο (1359 μ.Χ.) φονεύθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος έφερε μαζί του το ιερό κειμήλιο του Αγίου Λουκά και κατά την παράδοση ένας από τους ακολούθους του έφερε τον θησαυρό αυτόν στη Σταυροπηγιακή γυναικεία Μονή του Αγίου Νικολάου του εν Βουνένοις στην Κορίτσα – Κλειτσού των Αγράφων.
Κατʼ άλλη εκδοχή το κειμήλιο μετέφεραν στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου του Νέου δύο μοναχές από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωσή της (1453) από τους Τούρκους. Ας σημειωθεί ότι η Κορίτσα ανήκε μεν στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων υπαγόταν όμως διοικητικά και εκκλησιαστικά τόσο κατά τους Βυζαντινούς όσο και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στη Λάρισσα της Θεσσαλίας. Στρατιωτικός διοικητής της Λάρισσας υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ο οποίος εμαρτύρησε στα Βούνενα τις Θεσσαλίας κατά το 720 μ.Χ. Άρχαιότερη έκφραση της τιμής της μνήμης του Αγίου Νικολάου του νέου που διαδόθηκε ταχύτατα στον περί τη Λάρισσα θεσσαλικό χώρο είναι η ομώνυμη ιερά μονή στον Υψηλάντη Βοιωτίας (10ος μ.Χ. αιώνας) για να επακαλουθήσουν σειρά όλη μονών όπως εκείνη στα Καμπιά της Βοιωτίας όπως και αυτή της Κορίτσας Ευρυτανίας.
Η παρουσία του λειψάνου του Ευαγγελιστού Λουκά στην τελευταία αυτή Μονή μαρτυρείται από δύο συγίλια γράμματα που φυλάσσονται στο Ναό. Το ένα του Δοσιθέου, Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων (έδρα της Επισκοπής του οποίου πιστεύεται ότι ήταν εκ περιτροπής ο Κλειτσός και τα Άγραφα), με χρονολογία Απρίλιο του 1795, και δεύτερο του Νεοφύτου Ζ΄, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης (έτος 1799), το οποίο εξεδόθη προς υποστήριξη εράνου για την αποκατάσταση βλαβών του ιερού Ναού και στο οποίο ευκρινώς αναφέρεται ότι τον Ναόν «πλουτεί ιερόν κειμήλιον θαύματος άξιον τον εκ του αγκώνος πήχυν της ζωγραφικής χειρός του αγίου ενδόξου αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά».
Το ότι το ιερόν κειμήλιον είναι «θαύματος άξιον» δεν καταδεικνύεται από φοβερά, τρομερά, εξωπραγματικά ή υπερφυσικά γεγονότα αλλά από την απλή, λιτή και συγχρόνως σκληρή πραγματικότητα, αν αναλογιστεί κανείς τι φοβερούς κινδύνους εξαφανισμού και καταστροφής και τι περιπέτειες και τραγικές καταστάσεις πέρασε αυτό το κειμήλιο για να διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας μέσα από άγριο κυνηγητό αλλοεθνών, Τούρκων και Αλβανών που καταβασάνισαν τους καταφρονεμένους αλλά και σκληροτράχηλους ραγιάδες.
Ακόμη και η δική μας η γενιά έζησε το θαύμα της διάσωσης του κειμηλίου τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Όταν το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους που μεταφέρθηκαν στην Καρδίτσα και ο καθένας κοίταζε να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του βρέθηκαν άνθρωποι (οικογένεια Κ. Σαμαρά) να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τον θησαυρό αυτόν και να τον επαναφέρουν σώον και ακέραιον στην αρχική του εστία.
Ας σημειωθεί ότι ο θησαυρός αυτός, είτε ως απλή και απέριττη περιέχουσα θήκη είτε ως το σεπτό οστούν δεν έχει ούτε την ελάχιστη οικονομική ή εμπορική αξία, σε αντίθεση με την τεράστια πνευματική αξία που απορρέει από την αφοσίωση και την απόδοση υψίστης τιμής από τους απλούς, βασανισμένους, αλλά μεγαλόψυχους πιστούς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά στις 18 Οκτωβρίου, την δε κατάθεση των τιμίων λειψάνων του στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως εορτάζει στις 20 Ιουνίου.
Oι πρώτες εικόνες της Παναγίας και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Πολλοί έχουν τη γνώμη ότι οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι του Αποστόλου Λουκά. Δεν είναι σωστό αυτό. Οι πρώτες εικόνες της Παναγίας είναι οι αχειροποίητες, δηλαδή χωρίς ανθρώπινο χέρι.
Η παράδοση λέει ότι όταν ζούσε η Παναγία, ο απόστολος Πέτρος και ο Ιωάννης έφτιαξαν μια εκκλησία για τη Παναγία χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, στη Λήδα – απέξω από το Τελ Αβίβ – που είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και υπάρχει ο τάφος του. Παρακάλεσαν τότε τη Παναγία να πάει εκεί και να ευλογήσει την Εκκλησία. Εκείνη τους είπε πηγαίνετε και θα με βρείτε εκεί. Οι Απόστολοι νόμισαν πως θα πήγαινε εκεί με κάποιο άλλο μέσο και από ευγένεια και ευσέβεια έσπευσαν γρηγορότερα για να την προλάβουν και να την υποδεχθούν. Όμως όταν μπήκαν μέσα παραδόξως είδαν σε μιά κολόνα στο Ιερό μια εικόνα της Παναγίας με το πρόσωπό της και το σώμα της ολόκληρο.
Αυτή ήταν η πρώτη και αχειροποίητη εικόνα της. Παρόμοια αχειροποίητη εικόνα ήταν και εκείνη του Ιερού Μανδηλίου με τη μορφή του προσώπου του Κυρίου που αποτυπωθηκε από τον ιδρώτα του Χριστού και θεράπευσε το βασιλιά της Εδέσσης Αύγαρο, όταν εκείνος είχε στείλει απεσταλμένους να τον βρούν για να προσευχηθεί γι’ αυτόν.
Υπήρξε και δεύτερη αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας: Οι πρώτοι χριστιανοί έφτιαξαν ένα πολύ ωραίο Ναό, αλλά κάποια στιγμή οι Εβραίοι ήθελαν να τον πάρουν. Μετά από διαμάχη τελικά το θέμα έφθασε στα δικαστήρια και επειδή ήταν δύσκολη απόφαση, ο δικαστής ζήτησε να σφραγίσουν τον Ναό και να περιμένουν όλοι κάποιο σημάδι εξ ουρανού. Όταν αργότερα άνοιξαν τον Ναό, είδαν παραδόξως στο αριστερό πάνω μέρος του Ιερού την εικόνα της Παναγίας. Ο δικαστής τότε ρώτησε τι είναι αυτό που βλέπει, και του απάντησαν οι χριστιανοί ότι είναι η μορφή της Παναγίας, της Μαρίας μητρός του Χριστού και Θεού μας και έτσι αποφάσισε να τη δώσουν στους χριστιανούς.
Μετά τις παραπάνω δύο εικόνες που αναφέραμε έρχονται οι εικόνες του Ευαγγελιστού Λουκά. Όμως μόνο τρείς εικόνες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι του Ευαγγελιστού.
Η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα στο Μέγα Σπήλαιο και είναι από κερί και λιβάνι (κηρομαστίχα) ανάγλυφος, η δεύτερη είναι της Σουμελά κοντά στη Βέροια, είναι με χρώμα και η Τρίτη είναι στη Κύπρο της Παναγίας του Κύκκου και είναι φτιαγμένη με ψηφίδα. Όλες οι άλλες εικόνες που υπάρχουν είναι σύμφωνα με αυτές του Ευαγγελιστού Λουκά και όχι του ίδίου του Λουκά.
Από αυτές τις τρείς έχουν ξεσηκώσει οι αγιογράφοι, ο καθένας με τη τέχνη του, όλες τις άλλες που ανέρχονται κατ’ άλλους σε πενήντα και κατ’ άλλους σε εκατόν είκοσι ή και εκατό πενήντα.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε πως δημιουργήθηκαν αυτές εικόνες.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ερασιτέχης ζωγράφος και από ευχαρίστηση και σεβασμό ήθελε να φτιάσει σε μια εικόνα ένα πορτραίτο της Παναγίας. Πήγε μιά μέρα και ρώτησε τη Παναγία να της φτιάξει μια εικόνα και έλαβε την θετική της απάντηση.
Τότε εμφανίσθηκε ο αρχάγγελος Μιχαήλ μεταφέροντας τρία σανίδια και του τα έδωσε. Εκείνος από σεβασμό δεν τον ρώτησε γιατί του έδωσε τρία σανίδια, αφού μιά εικόνα ήθελε να φτιάξει.
Σε λίγο καιρό έφτιαξε μια εικόνα και αμέσως την παρουσίασε στη Παναγία μας.
Εκείνη όταν την είδε του είπε ότι ήταν ωραία, αλλά, πρόσθεσε ότι κάτι λείπει. «Μόνη μου είμαι; Δεν έχω γυιό;» Ο Λουκάς την είχε φτιάσει δεομένη, μόνη της.
Αυτή η εικόνα είναι στα Σουμελά στο συνοικισμό των Ποντίων. Κατόπιν έφτιασε άλλη μία με το Χριστό μαζί, είναι η σημερινή ευρισκόμενη στο Μέγα σπήλαιο στα Καλάβρυτα. Την αποκάλυψε και αυτή στη Παναγία. Εκείνη τον ενεθάρρυνε πως είναι πολύ καλή αλλά.. είχε βάλει το Χριστό μας δεξιά γι’ αυτό λέγεται δεξιοκρατούσα. Όπότε έφτιαξε τη τρίτη εικόνα που είχε βάλει το Χριστό στο άλλο κανονικό χέρι, την ευρισκομένη σήμερα στη Κύπρο και είναι που απεικονίζεται με κεκαλυμμένο το πρόσωπό της. Να λοιπόν τα τρία σανίδια που έφερε στον Ευαγγελιστή Λουκά ο αρχάγγελος που προαναφέραμε.
Τις τρείς αυτές εικόνες τις ευλόγησε η Παναγία μας με το πανάγιό της χέρι και είπε: «Η χάρις του εξ’ εμού γεννηθέντος Κύριού μου και Θεού μου, να είναι μετ’ αυτών» Αυτή η ευλογία, τις διασώζει μέχρι σήμερα μετά από τόση κακία είκοσι αιώνων, διότι είναι αλήθεια ότι δεν είναι τόσο εύκολο οι εικόνες αυτές να παραμένουν τόσους αιώνες, αν δεν υπάρχει η από άνωθεν βοήθειά της.
Με βάση αυτές τις εικόνες έχουμε τις άλλες αντίγραφες εικόνες και από διάφορα ιστορικά περιστατικά έχουμε επίσης πολλές άλλες εικόνες με εξακόσιες περίπου προσωνυμίες κάτω από διάφορα περιστατικά όπως είναι η Παναγία η Τριχερούσα, η Φανερωμένη, του Άξιον Εστί, η Πορταϊτισσα, της Τήνου, η Κανάλα, η Ελευθερώτρια και άλλες.
Συμπερασματικά, οι παραπάνω τρείς αχειροποίητες είκονες, μιά του Κυρίου και δύο της Παναγίας μας, και οι τρείς του Ευαγγελιστού Λουκά, απαντούν στους ασεβείς που δεν δέχονται τις εικόνες.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.
Πηγή: Ευγένιος Βούλγαρης, Νεκρός για τον κόσμο, Πνευματικά Θησαυρίσματα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
O άγιος Ισίδωρος ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη, κατά τις πρώτες επιδρομές των Τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη Μεγαλόνησο το 1669. Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου). Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, το 1956.
Την Άνοιξη του 1956, ο Βαφο-Δημήτρης (Φραγκιαδάκης Δημήτριος του Γεωργίου) μπακάλης και ιεροψάλτης του χωριού είδε στον ύπνο του ένα παπά να του λέει να πάει και να σκάψει στον περίβολο του παλιού δημοτικού σχολείου σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να τον «βγάλει» από εκεί. Του είπε δε ότι ήταν παπάς και τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί μαζί με τα δυο παιδιά του, την Ειρήνη και το Γεώργιο. Ο Βαφο-Δημήτρης τον ρώτησε πως τον λένε και πήρε την απάντηση παπα-Τσιτέρη.
Το όνομα ο Βαφο-Δημήτρης το έγραψε σε μια κούτα παπούτσια (ελβιέλες) και κοιμήθηκε ξανά. Σε λίγο ήρθε πάλι ο παπάς και του είπε «ξύπνα να κάνεις αυτό που σου είπα». Πήγε πράγματι στο σημείο που του υποδείχτηκε και έσκαψε, και βρήκε ένα τάφο με τρεις σκελετούς, ενός ενήλικα και δύο παιδικούς:
«Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ὁ Ἱερέας Ἰσίδωρος, μέ τά κατά σάρκα τέκνα του μαρτύρησαν ἀπό τούς ὀθωμανούς, ἐντός τοῦ Ἱ. Ναοῦ ὅπου τελοῦσε τήν Θ. Λειτουργία. Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια τά πέταξαν καί ἀφοῦ τά περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς χριστιανοί τά ἐνταφίασαν παρά τούς πόδας τῶν σωμάτων τῶν μαρτύρων, ὅπως ἀκριβῶς βρέθηκαν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκταφῆς τους. Σήμερα ὑπάρχει μέρος τῶν ἱ. Λειψάνων, ἀφοῦ μιά ἀσεβής μοναχή ἔκλεψε τό μεγαλύτερο μέρος τους.»
Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου. Προς τιμή του μάρτυρος «Τσιτέριου» ανεγέρθηκε από τους Βαλιανούς ναός τον Σεπτέμβρη του 2003 στο όνομα «Αγ. Ισίδωρος ο νεομάρτυρας», κατά προτροπή του οικείου μητροπολίτη. Σήμερα υπάρχει μέρος των Ιερών Λειψάνων, αφού μιά ασεβής μοναχή έκλεψε το μεγαλύτερο μέρος τους.
Η μνήμη του Αγ. Ισιδώρου και των τέκνων αυτού καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 18 Οκτωβρίου.
Πηγή: (Μηνιαίο Περιοδικό του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Οκτώβριος 2013, Έτος Θ' - Τεύχος 138), Ιερός Ναός Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...