Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εάν μας αιχμαλωτίσει περισσότερο από τα άλλα πάθη η ακηδία, τότε η ψυχή μας ευρίσκεται σε μεγάλο αγώνα. Είναι πολύ φοβερό αυτό το πονηρό πνεύμα. Συγγενεύει πολύ με το πνεύμα της λύπης και νικά ιδιαίτερα αυτούς που ευρίσκονται στη μοναξιά. Όταν εγερθούν πελώρια τα κύματα λογισμών και παθών εναντίον της ψυχής, εκείνη την ώρα ο άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα λυτρωθεί ουδέποτε απ’ αυτά. Ο νοητός εχθρός του επιφέρει παντός είδους λογισμούς και σκέψεις ότι, εάν σήμερα είναι τόσο άσχημα, αύριο θα είναι χειρότερα και μεθαύριο ακόμη χειρότερα. Έτσι του σφυρίζει στο νου ότι εγκαταλείφθηκε από τον Θεό, ότι του συμβαίνουν αυτά επειδή δεν τον φροντίζει ο Θεός, ότι αυτά συμβαίνουν μόνον σ’ αυτόν και σε κανέναν άλλον. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν είναι!
Διότι όχι μόνο σε εμάς τους αμαρτωλούς συμβαίνουν αυτά, αλλά και στους αγίους Του, οι οποίοι διά μέσου των αιώνων ευαρέστησαν τον Θεό και γνώρισαν ότι είναι φιλάνθρωπος Θεός και Πατέρας και ότι από αγάπη και για την απόκτηση των αρετών μάς παιδεύει με την πνευματική Του ράβδο. Μετά όμως απ’ αυτά, γρήγορα και αναμφίβολα έρχεται η αλλοίωση, η ψυχική αποκατάσταση και το έλεος του Θεού. Και ενώ σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή δίνουν στον άνθρωπο όλα την εντύπωση ότι δεν θα μπορέσει να νικήσει το πανδαιμόνιο των λογισμών και παθών του, και όλες οι αρετές του φαίνονται ακατόρθωτες και μισητές, λόγω επενέργειας του σατανά, μετά από όλα αυτά ακολουθεί η θεία αλλοίωση.
Όλα του φαίνονται ευχάριστα και ότι οι λυπηρές καταστάσεις δεν είναι τίποτε μπροστά σ’ αυτή την ειρήνη και ευλογία της επισκέψεως της θείας Χάριτος. Επί πλέον γίνεται περισσότερο πρόθυμος για τις αρετές, εξίσταται απ’ αυτή την πνευματική μεταβολή και παίρνει απόφαση, σε καμμία περίπτωση να μην παρεκκλίνει από την οδό των αρετών. Αντιλαμβάνεται ακόμη ο άνθρωπος ότι ο Θεός κατά το μέγα έλεός Του οικονομεί αυτά τα πράγματα, προς ωφέλεια και δοκιμασία του. Γι’ αυτό αισθάνεται ότι περιβάλλεται από την αγάπη του Θεού, ότι Αυτός είναι πάντοτε κοντά στους πιστούς χριστιανούς και ότι ουδέποτε επιτρέπει να πειρασθούμε περισσότερο από τις δυνάμεις μας, διότι χωρίς την άδεια του Θεού, ο νοητός εχθρός δεν μπορεί να μας κάνει κανένα κακό. Διότι δεν είναι στο θέλημα της ψυχής μας να πειρασθεί λίγο ή πολύ, αλλά στο θέλημα και την άδεια του Θεού.
Με αυτές τις εμπειρίες, ο αγωνιζόμενος χριστιανός γίνεται σοφός από τους πειρασμούς, και βλέποντας αυτές τις εναλλαγές της Χάριτος στην ψυχή του, υπομένει καρτερικά τις διάφορες δοκιμασίες. Με αυτές ο μοναχός εκφράζει την αγάπη του προς τον Θεό, όταν τις υπομένει, και σιγά-σιγά προοδεύει πνευματικά. Διότι τίποτε δεν προκαλεί στον μοναχό τόσους στεφάνους, όσο ο αγώνας κατά της ακηδίας, εάν ασκηθεί χωρίς χρονοτριβή στην ιερή εργασία, λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Κατά την περίοδο του αδυσώπητου πολέμου, πρέπει να εξοπλιστούμε εναντίον του πνεύματος της αχαριστίας και βλασφημίας, διότι με αυτά τα όπλα μάς πολεμά ο εχθρός την ώρα εκείνη. Ο σατανάς κυριεύει τότε τον άνθρωπο με την αμφιβολία και το φόβο και του ρίχνει σαν βέλη τους λογισμούς, ότι δεν είναι δυνατόν να ελεηθεί από τον Θεό, να αποκτήσει τη συγχώρηση, να λυτρωθεί και σωθεί από τα βάσανα της αιωνίου κολάσεως. Μάλιστα και άλλους λογισμούς του υπαγορεύει, τους οποίους δεν μπορώ να γράψω. Μα και εάν θελήσει να διαβάσει ή να εργασθεί, δεν τον αφήνει ο πειρασμός. Γι’ αυτό, την ώρα εκείνη να διώχνουμε με δύναμη από κοντά μας την απελπισία και να μην αδιαφορούμε για την προσευχή.
Να πίπτουμε για προσευχή με το πρόσωπό μας στη γη, διότι πολύ ωφελεί αυτή η στάση του σώματός μας και να προσευχόμαστε, όπως λέγει ο Μέγας Βαρσανούφιος: «Κύριε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό· Θεέ μου, βλέπε την λύπη μου και ελέησόν με!» Ή όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Δέσποτα, μη με αφήνεις να πειρασθώ περισσότερο από τις δυνάμεις μου, ούτε με την λύπη ούτε με τον ψυχικό πόνο, αλλά λύτρωσέ με και δος μου δύναμη, για να μπορώ να τα υπομένω με ευχαριστία».Ή αφού υψώσουμε τα μάτια και τα χέρια μας στον ουρανό, να προσευχηθούμε, όπως διδάσκει ο μακάριος Γρηγόριος ο Σιναΐτης γι’ αυτά τα πάθη, την ακηδία και πορνεία, τα οποία θεωρεί τα χειρότερα από όλα τα άλλα.
Μ’ αυτό τον τρόπο αγωνιζόμενοι, να αναγκάζουμε τον εαυτό μας, όσο είναι δυνατόν, στην ανάγνωση και στο εργόχειρο, τα οποία βοηθούν πολύ στην ώρα αυτού του πολέμου. Μερικές φορές συμβαίνει ο αγωνιζόμενος χριστιανός να μην αφήνει καθόλου να πλησιάσει ούτε ένα πάθος στη ψυχή του. Τότε είναι μεγάλη ανάγκη και ευκαιρία να επιδοθεί με όλη τη δύναμη της καρδιάς του στην προσευχή.
Ενώ για την καταπολέμηση του πνεύματος της αχαριστίας και βλασφημίας να λέμε τα εξής: «Φύγε από κοντά μου, σατανά! Τον Κύριο και Θεό μου προσκυνώ και μόνο Αυτόν υπηρετώ, και όλους τους πόνους και τις θλίψεις τα δέχομαι με ευχαριστία, διότι στέλνονται απ’ Αυτόν, για τη λύση των αμαρτημάτων μου. Ιδού τι λέει ο Προφήτης Μιχαίας: «Οργήν Κυρίου υποίσω ότι ήμαρτον αυτώ» (7, 9). Ενώ η αχαριστία και βλασφημία θα επιστρέψουν στην κεφαλή σου και γρήγορα αυτό θα το καταλάβεις. Απομακρύνσου λοιπόν, από μένα. Να σε καταστρέψει ο Θεός, ο οποίος με δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του».
Εάν και μετά απ’ αυτά τα λόγια σε ενοχλήσει πάλι, ασχολήσου με κάποιο εξωτερικό – υλικό ή πνευματικό έργο, το οποίο θα σε ενισχύσει στην υπομονή και την ελπίδα, διότι απ’ αυτά πρέπει να πιαστεί η ψυχή, που θέλει να ευαρεστήσει τον Θεό, όπως γράφει ο άγιος Μακάριος. Χρειάζεται όμως προσοχή στην επιλογή απασχολήσεως των εξωτερικών έργων, διότι με αυτά πολλές φορές μπλέκει και τις παγίδες του ο διάβολος για να μας φέρει στην ακηδία και να απομακρύνει την ψυχή μας από την ελπίδα του Θεού. Όμως ο Θεός ουδέποτε εγκαταλείπει την ψυχή, η οποία ελπίζει σ’ Αυτόν, να πειρασθεί υπεράνω των δυνάμεών της, αφού ο Ίδιος γνωρίζει όλες τις αδυναμίες μας.
Διότι, εάν οι άνθρωποι γνωρίζουν πόσο φορτίο μπορεί να σηκώσει ο ημίονος, πόσο ο όνος, πόσο η καμήλα και βάζει στο καθένα, όσο μπορεί μόνο να μεταφέρει, κατά παρόμοιο τρόπο και ο αγγειοπλάστης, γνωρίζει σε πόση φωτιά θα ψήσει τα πήλινα σκεύη του, διότι με την περισσότερη φωτιά θα σπάσουν, ούτε πάλι θα τα βγάλει από τον φούρνο πριν την κανονική ώρα τους, διότι θα είναι άχρηστα. Εάν, λοιπόν, οι άνθρωποι έχουν τόση σύνεση, πόσο μάλλον περισσότερη και αμέτρητη είναι η σοφία του Θεού, ο Οποίος γνωρίζει ποιοι πειρασμοί και πόσοι πολεμούν την κάθε μία ψυχή προκειμένου να την καταστήσουν άξια για τη Βασιλεία του Θεού; Και όχι μόνο θα αξιωθεί της μελλούσης απολαύσεως των αγαθών, αλλά και εδώ λαμβάνει τις παρακλήσεις του Παναγίου Πνεύματος.
Όλα αυτά, αφού τα γνωρίζουμε καλά, να υπομένουμε με γενναιοψυχία και σιωπή στο κελλί μας. Μερικές φορές όμως ο άνθρωπος ωφελείται περισσότερο από την συνομιλία με άλλους, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος. «Πολλές φορές, όταν είμεθα σε ακηδία, η ακατηγόρητη επίσκεψή μας σε άλλους αδελφούς και σε κατάλληλο καιρό και η συζήτηση μαζί τους, μπορεί να εξαφανίσει σε κάποιο μέτρο το πάθος της ακηδίας». Έτσι λοιπόν, ο αγωνιστής, αφού ενδυναμώνεται σταδιακά με την Θεία Χάρι και την προσωπική του εμπειρία, επιδίδεται με περισσότερο πόθο στον καλόν αγώνα των αρετών. Αλλά η εν ησυχία υπομονή είναι ωφελιμότερη, λέγουν οι Πατέρες, οι οποίοι τα γνώρισαν αυτά με τον προσωπικό τους αγώνα.
Πηγή: (Οσίου Νείλου Σόρσκυ, “Περί νοεράς εργασίας”, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 64-74), Καινή Κτίσις
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 12η Ιουνίου 2017
ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ Ή ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ;
Η ζωή και ο θάνατος! Ιδού τα δύο μεγάλα μυστήρια για την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο. Πιο είναι επί τέλους το νόημα της παρούσης ζωής; Ποιος είναι ο προορισμός μας; Τι υπάρχει πέραν του τάφου; Υπάρχει σκοπός στη ζωή μας ή ήρθαμε τυχαία στον κόσμο, ζούμε τυχαία και κάποια στιγμή θα πάψουμε να υπάρχουμε; Κάποιοι μας έφεραν σ’ αυτή τη ζωή, χωρίς να μας ρωτήσουν. Και από τότε που γεννηθήκαμε, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε σ’ αυτό τον κόσμο, σ’ ένα κόσμο που είναι γεμάτος βάσανα, θλίψεις και πόνους, με τελική κατάληξη τον βιολογικό μας θάνατο.
Από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια προβληματίστηκε ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτά τα μεγάλα οντολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα και προσπάθησε, μέσω των θρησκειών και του φιλοσοφικού στοχασμού, να δώσει αυθεντικές απαντήσεις. Αλλά και μέχρι σήμερα πολλοί άνθρωποι που έχουν φιλοσοφικές αναζητήσεις, και τολμούν να ανυψώσουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των πέρα από τα στενά βιολογικά πλαίσια της παρούσης ζωής, βασανίζονται με παρόμοια ερωτήματα. Όμως πέρα από την φιλοσοφία και την θρησκεία υπάρχουν και οι επιστήμες της Ιατρικής, της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας, που εμπλέκονται στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, και φιλοδοξούν να δώσουν όχι απλά απαντήσεις, αλλά να καταργήσουν το θάνατο!
Αφορμή για το παρόν άρθρο μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στο περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», με θέμα: «ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ; Ο ρόλος των θρησκειών Βουδισμός, Ισλάμ, Χριστιανισμός, της Νομικής και Ιατρικής». Πρόκειται για συνέντευξη που πήρε η δημοσιογράφος κ. Άννα Μπαλλή από τρεις εκπροσώπους θρησκειών και της βιοηθικής. Από τον κ. Ναϊμ Ελγαντούρ, πρόεδρο της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος, τον κ. Θωμά Μαστακούρη, Δικηγόρο – συγγραφέα, L.L.Μ. στην βιοηθική, τον κ. Μάκη Αχλαδιώτη, δάσκαλο του Βουδισμού, του Βουδιστικού Κέντρου Αθήνας και τον κ. Γεώργιο Κατσιμίγκα, Νοσηλευτή – Θεολόγο, οι οποίοι έδωσαν ο καθένας τη δική του άποψη στο ερώτημα του θανάτου και της μετά θάνατον ζωής. Η εν λόγω δημοσιογράφος, βαθιά επηρεασμένη από το πνεύμα του συγχρόνου θρησκευτικού συγκρητισμού και μη ικανοποιημένη από τις απαντήσεις που δίδει η Εκκλησία μας στα παρά πάνω ερωτήματα, καταφεύγει στο Ισλάμ, στον Βουδισμό και στις επιστήμες, για να έχει όπως νομίζει, μια σφαιρική εικόνα του θέματος, χωρίς ωστόσο να παραθεωρεί και την διδασκαλία της Εκκλησίας, την οποία τοποθετεί μαζί με τις άλλες θρησκείες.
Όπως και άλλες φορές τονίσαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν είναι μια θρησκεία, όπως οι άλλες θρησκείες, έστω η καλλίτερη. Όλες οι θρησκείες αποτελούν κατ’ ουσίαν ανθρώπινα κατασκευάσματα, που εκφράζουν κατά κύριο λόγο ανθρώπινες υποκειμενικές επινοήσεις για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, για τα παρόντα και τα έσχατα. Στον αντίποδα των θρησκειών βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, η οποία δεν είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, αλλά αποκάλυψη Θεού εν τω προσώπω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού. Ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, όχι για να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, αλλά για να επαναφέρει τον άνθρωπο στον αρχικό προορισμό, για τον οποίο τον έπλασε, να τον καταστήσει δηλαδή θείας φύσεως κοινωνό και μέτοχο της αληθινής και αιωνίου ζωής.
Αλλά εδώ είναι το τραγικό. Ο σύγχρονος άνθρωπος απέρριψε τον Χριστό και την ανάστασή του, με την οποία απέδειξε ότι είναι ο μόνος νικητής του θανάτου και ο μόνος χορηγός της ζωής και ανατρέχει στις θρησκείες του κόσμου και στην επιστήμη, για να λύσει τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Ποθεί μια άλλου είδους «αιώνια ζωή», και όχι αυτή που μας δίδει ο Χριστός, σύμφωνα με το λόγο του «ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω.6,47) και πάλιν «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω.5,24). Θέλει να ζήσει την αιώνια ζωή μέσα στα πλαίσια της παρούσης ζωής.
Ας δούμε όμως περιληπτικά ποιες «εξηγήσεις» έδωσαν οι παραπάνω ερωτηθέντες από την κ. Μπαλλή. Ο Μουσουλμάνος κ. Ελγαντούρ, πιστός στη διδασκαλία του Κορανίου για την μεταθανάτιο ζωή, απορρίπτει την ιδέα της αιώνιας ζωής στα πλαίσια της παρούσης ζωής: «Να ζεις αιώνια και με τόσα προβλήματα που έχει η ζωή, βαριέσαι, κουράζεσαι […] Εμείς στο Ισλάμ ξέρουμε ότι αυτή η ζωή που ζούμε, που είναι 70, 80, 90 ή και 100 ετών, είναι πολύ μικρή μπροστά σε αυτή που θα ζήσουμε αργότερα και στην οποία δεν θα υπάρχει θάνατος. […] ξέρουμε ότι υπάρχει ανάσταση μετά το θάνατο. Είναι εκείνη η μέρα που θα σηκωθούμε όλοι και θα κριθούμε, σύμφωνα με αυτά που έχουμε κάνει». Πράγματι το Κοράνιο διδάσκει ανάσταση νεκρών, μέλλουσα κρίση, παράδεισο και κόλαση, αλλά η διδασκαλία γύρω από τα θέματα αυτά είναι ένα μίγμα ιουδαϊκών, χριστιανικών και άλλων παραδόσεων. Ο παράδεισος του Κορανίου έχει έντονα υλιστικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει ό, τι ποθούσε ο Μωάμεθ, όταν ζούσε στην παρούσα ζωή. Δηλαδή πανέμορφους κήπους με πολυποίκιλα φαγητά και φρούτα, ποτάμια με νερό αδιάφθορο, ποτάμια από γάλα και ποτάμια από γλυκό κρασί. Επίσης όσοι θα πάνε στον παράδεισο, θα έχουν στη διάθεσή τους αγνές γυναίκες, (συζύγους). Για τον κάθε μουσουλμάνο αντιστοιχούν 72 «αιώνιες παρθένες» εξαιρετικής καλλονής.
Ο δικηγόρος, συγγραφέας και ειδικός σε θέματα Βιοηθικής και Βιοτεχνολογίας κ. Θωμάς Μαστακούρης, κάνει λόγο για «άλματα» της επιστήμης στον τομέα της βιοτεχνολογίας: «σκεφτείτε ότι δεν μιλάμε μόνο για τις επεμβάσεις στο ανθρώπινο γενετικό υλικό, όπως είναι η κλωνοποίηση ή το παιδί των τριών γονέων, αλλά και κάθε άλλο τομέα της ζωής, στον οποίο η επιστήμη έχει ανατρέψει τα δεδομένα: τεχνητή γονιμοποίηση, αμβλώσεις, μεταμοσχεύσεις, διατήρηση της ζωής (η μιας παρωδίας ζωής) με τεχνητά μέσα». Τα άλματα της επιστήμης στους παρά πάνω τομείς βεβαίως είναι όντως εντυπωσιακά. Ωστόσο παρά τις μέχρι σήμερα μεγάλες προόδους της επιστήμης στον τομέα της Γενετικής της Ιατρικής και της Βιοτεχνολογίας, αυτή εξακολουθεί ακόμη και μέχρι σήμερα να αδυνατεί να νικήσει τον θάνατο. Και είναι απόλυτα βέβαιο, ότι ουδέποτε, μέχρι συντελείας των αιώνων, θα μπορέσει να τον νικήσει, διότι η νίκη του θανάτου δεν είναι έργο ανθρώπινης δυνάμεως, αλλά θείας. Ο θάνατος ήδη νικήθηκε από τον μόνο νικητή του θανάτου τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πέραν τούτου η αλματώδης ανάπτυξη της επιστήμης στους παρά πάνω τομείς έχει δημιουργήσει μια σωρεία προβλημάτων και απειλών, που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον ολοκλήρου της ανθρωπότητας. Ο διάσημος επιστήμων Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» απαριθμεί μερικά τέτοια προβλήματα: «α) Μήπως με τον αναπρογραμματισμό των γενετικών κωδίκων της ζωής αναλαμβάνουμε το ρίσκο της μοιραίας διακοπής μιας εξελικτικής ανάπτυξης εκατομμυρίων ετών; β) Μήπως η τεχνητή δημιουργία ζωής επιφέρει τον θάνατο του φυσικού κόσμου; γ) Μήπως μετατραπούμε σε ξένους μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου ο πληθυσμός θα αποτελείται από κλωνοποιημένα χιμαιρικά και διαγονιδιακά δημιουργήματα; δ) Μήπως η δημιουργία, η μαζική παραγωγή και η μαζική απελευθέρωση στο περιβάλλον χιλιάδων γενετικά κατασκευασμένων μορφών ζωής θα προκαλέσει μη αναστρέψιμη καταστροφή στη βιόσφαιρα, κάνοντας την γενετική ρύπανση ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τον πλανήτη απ’ ό,τι ήταν η πυρηνική και η πετροχημική ρύπανση; ε) Τι σημαίνει να είσαι μια ύπαρξη σε έναν κόσμο, όπου τα παιδιά σχεδιάζονται και γεννιούνται κατά παραγγελία και όπου οι άνθρωποι αποκτούν ταυτότητα, γίνονται στερεότυπα και διακρίνονται στη βάση του γονοτύπου τους;» [1]
Ο εκπρόσωπος του Βουδιστικού Κέντρου Αθήνας κ. Μάκης Αχλαδιώτης, μεταξύ άλλων είπε: «καθώς έχουμε αυτό το πολύτιμο σώμα, που η τάση του είναι να φτάσει στη φώτιση για το καλό όλων. Και αυτός είναι και ο σκοπός του Βουδισμού. Όταν οι συνθήκες που δημιούργησαν το σώμα μας πάψουν να υπάρχουν, τότε επέρχεται ο θάνατος. Και μιλάμε για τον θάνατο του σώματος, γιατί για μας τους βουδιστές το πνεύμα συνεχίζει και μετά το θάνατο, μάλιστα λέμε ότι δεν είμαστε το σώμα μας, αλλά έχουμε το σώμα μας, χρησιμοποιούμε το σώμα μας. Ανάλογα με τις εντυπώσεις που έχουμε «φυτέψει» στο νου κατά την περίοδο της ζωής, στην φάση του θανάτου αυτές οι εντυπώσεις έρχονται στην επιφάνεια και καθορίζουν την επόμενη μας επαναγέννηση». Ξεκάθαρα ο εκπρόσωπος του Βουδισμού δίνει την βουδιστική αντίληψη της ζωής και του θανάτου. Το πρώτο που θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε είναι ότι ο ιδρυτής του Βουδισμού, ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, ήταν ένας απλός άνθρωπος, που έζησε στη βόρεια Ινδία τον 5ον π. Χ. αιώνα και τελικά πέθανε. Δεν μπόρεσε να νικήσει τον θάνατο, το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Είχε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Το μεγάλο πρόβλημα που τον απασχολούσε ήταν το πρόβλημα του πόνου, των θλίψεων και γενικά των δεινών που ταλαιπωρούν και βασανίζουν τον άνθρωπο. Προσπαθούσε να βρει την βαθύτερη αιτία τους και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να απαλλαγεί από αυτά. Στο τέλος, ύστερα από πολλές ενδοσκοπήσεις και εσωτερικό διαλογισμό και ζώντας ένα ασκητικό τρόπο ζωής, νόμισε ότι βρήκε αυτό που ζητούσε. Βρήκε, όπως ισχυρίζεται, «την έσχατη αλήθεια», που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πλήρη ελευθερία από όλα τα δεινά. Και πια ήταν αυτή; Έφθασε να «δει τα πράγματα έτσι όπως όντως είναι». Για τον Βούδα «όταν βλέπει κανείς πως όντως έχουν τα πράγματα», έχει υπερβεί κάθε είδους λύπη, ατέλεια και αποτυχία. Κεντρική διδασκαλία του Βούδα ήταν, ότι όλα τα δεινά της ζωής δεν είναι τυχαία, ή αμετακίνητα. Έχουν κάποια αιτία, η οποία όταν ξεριζωθεί, τότε τα δεινά και ο πόνος χάνονται. Τι είναι λοιπόν αυτό που πρέπει να ξεριζωθεί; Είναι ο «πόθος», ο εγωκεντρικός πόθος για τις απολαύσεις των αισθήσεων και για την ίδια τη ζωή. Όταν ο άνθρωπος νεκρώσει μέσα του αυτό τον πόθο, απελευθερώνεται από όλα τα δεινά και φθάνει σε μια άλλη κατάσταση που λέγεται νιρβάνα. Αυτός είναι ο «παράδεισος» του Βουδισμού, το «νιρβάνα», το «σβήσιμο» της ανθρώπινης ύπαρξης στη μακαριότητα του μηδέν, δηλαδή της ανυπαρξίας! Τότε λυτρώνεται και από τους συνεχείς κύκλους των μετενσαρκώσεων. Αλλά ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, εκ φύσεως θέλει τη ζωή, αποστρέφεται τον θάνατο, διψάει για ζωή και μάλιστα για αιώνια ζωή μακαριότητος και ευτυχίας, χωρίς πόνους και θλίψεις. Πως λοιπόν μπορεί το σβήσιμο του πόθου για ζωή να είναι ένας παράδεισος για τον άνθρωπο; Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι ο Βούδας, ούτε το πρόβλημα του πόνου μπόρεσε να λύσει, ούτε τον ίδιο τον θάνατο να νικήσει. Η «εσχάτη αλήθεια» την οποία αναζητούσε και την οποία νόμισε ότι βρήκε, τελικά δεν ήταν η επίγνωση των πραγμάτων, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, «η οδός και αλήθεια και η ζωή», (Ιω.14,4).
Τέλος ο κ. Γεώργιος Κατσιμίγκας, διατύπωσε την χριστιανική άποψη περί θανάτου και μετά θάνατον ζωής. Έδωσε βέβαια κάποιες ορθές απαντήσεις, ωστόσο θα περιμέναμε να διατυπώσει με περισσότερη πληρότητα το αληθινό νόημα της αιώνιας ζωής και της εν Χριστώ κατάργησης του θανάτου.
Ποιο είναι τώρα το συμπέρασμα από όλες τις παραπάνω απόψεις; Ποιός από τους τρεις κατέχει και αποκαλύπτει την αλήθεια γύρω από τα μεγάλα αυτά ερωτήματα, ο Χριστός, ο Βούδας, ή ο Μωάμεθ; Είναι προφανές ότι την αποκαλύπτει εκείνος, που αποδεικνύει πάνω στα πράγματα, ότι είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου. Και αυτός βέβαια είναι μόνον ο Χριστός. Διότι ούτε ο Βούδας, ούτε ο Μωάμεθ, μπόρεσαν να νικήσουν τον θάνατο, ούτε να αναστήσουν άλλους ανθρώπους. Ούτε επίσης η επιστήμη της Γενετικής μπόρεσε να κατασκευάσει άνθρωπο, άφθαρτο και αθάνατο. Αντίθετα ο Χριστός αφού ανέστησε τον Λάζαρο, τον υιό της χήρας και την κόρη του Ιαείρου, στο τέλος ανέστησε και τον ίδιο τον Εαυτό του και αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να αποδείξει ότι «εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει», (Ρωμ.6,9). Τώρα πια είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι Αυτός και μόνον Αυτός είναι «η ανάστασις και η ζωή» (Ιω.11,25).
Και κάτι ακόμη. Ο Χριστός δεν ήρθε να μας χαρίσει απλώς μια κάποια μετά θάνατον επιβίωση, αλλά ζωή αληθινή και ποιότητα μετά θάνατον ζωής! Ήρθε να μας χαρίσει «ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ.2,9). Ήρθε να μας χαρίσει την μακαριότητα του παραδείσου, που δεν μπορεί να περιγραφεί με ανθρώπινες λέξεις. Και μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος, αφού ερεύνησε και διαπίστωσε με αντικειμενικότητα και χωρίς προκατάληψη τις πλάνες όλων των άλλων θρησκειών, στράφηκε σταθερά και αταλάντευτα προς τον Χριστό και έγινε μέτοχος της ιδικής του αληθινής και αιωνίου ζωής.
Εκ του Γραφείου επί τω Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1] Ο Αιώνας της Βιοτεχνολογίας. Γενετικό Εμπόριο και η Αυγή του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου, «Νέα σύνορα», Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1998, σελ.23
… Επειδή πολλές φορές θελήσατε νά μάθετε πῶς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πνευματικός, σύμφωνα με τόν ἀπόστολο (βλ. Ρωμ. 7:14), καί τί πρέπει νά γνωρίζουν καί νά κάνουν ὅσοι θέλουν νά τόν τηρήσουν, θα σᾶς πῶ γι’ αὐτό κατά τή δύναμή μου.
Πρῶτα-πρῶτα γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡμεσότητα καί τό τέλος κάθε καλοῦ. Τό καλό εἶναι ἀδύνατο νά πράττεται ἤ νά πιστεύεται παρά μόνο μέ τήν ἕνωση μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σέ κάθε προσπάθειά σου βάλε ἀρχή Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ἀρχή κάθε καλοῦ, γιά νά γίνει κατά Θεόν ἐκεῖνο πού ἀποφάσισες νά κάνεις.
Ἡ βέβαιη πίστη εἶναι ἕνας ἰσχυρός πύργος. Καί ὁ Χριστός γίνεται τά πάντα γιά τόν ἄνθρωπο πού πιστεύει.
Ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου, πού ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία, διδάσκει ὅλη τήν ἀλήθεια. Καί οἱ πιό πολλοί τόν διαβάζουν ἁπλά γιά νά τόν γνωρίσουν· λίγοι, ὅμως, τόν κατανοοῦν, ἀνάλογα μέ τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν. Ὁ νόμος αὐτός γιά νά διαβαστεῖ χρειάζεται ἐπίγνωση, για νά κατανοηθεῖ χρειάζεται τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἀλλά γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἀπαιτεῖται τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ.
Μή ζητᾶς νά δεῖς τήν τελειότητα τοῦ θείου νόμου σέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, γιατί τέλειος σέ ἀρετές δεν μπορεῖ νά βρεθεῖ κανείς. Ἡ τελειότητά του εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριος εἶναι κρυμμένος μέσα στίς ἐντολές Του καί ἀποκαλύπτεται σ’ ἐκείνους πού Τόν ζητοῦν, ἀνάλογα μέ τήν προθυμία τους στήν ἐκτέλεση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν.
Ὅταν ἀσκήσουμε βία στόν ἑαυτό μας γιά τήν ἐκτέλεση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τότε θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὁ νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι τέλειος καί ὅτι ἐμεῖς μέν τόν ἐφαρμόζουμε μέ τά καλά μας ἔργα, κανείς ἄνθρωπος, ὅμως, δέν μπορεῖ νά τόν τηρήσει τέλεια χωρίς τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος ἔχει ταπεινοφροσύνη καί ἐργασία πνευματική, ὅταν διαβάζει τίς θεῖες Γραφές, ὅλα τά ἐννοεῖ ἀναφορικά μέ τόν ἑαυτό του καί ὄχι μέ ἄλλον.
Νά μελετᾶς τά λόγια τῆς Γραφῆς, ἐκτελώντας τις θεῖες ἐντολές, καί μήν καταγίνεσαι σέ πλατειασμούς καί θεωρητικές ἀναλύσεις, πού φέρνουν ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνος πού γνωρίζει τό θέλημα τοῦΘεοῦ καί τό ἐκτελεῖ κατά τή δύναμή του, μέ μικρούς κόπουςἀποφεύγει τούς μεγάλους.
Ἐκεῖνος πού δέν προτιμᾶ θεληματικά τούς κόπους γιά χάρη τῆς εὐσέβειας, δοκιμάζεται σκληρότερα ἀπό τούς ἀθέλητους κόπους.Ἡ συνείδηση εἶναι ἕνα βιβλίο πού τό ἔχουμε ἀπό τή φύση μας.Ἐκεῖνος πού τό μελετᾶ στήν πράξη, δέχεται θεία βοήθεια.
Ἄν ζητᾶς νά θεραπευθεῖς, φρόντισε τή συνείδησή σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει, καί πολύ θά ὠφεληθεῖς.
Τά κρυφά τοῦ κάθε ἀνθρώπου τά γνωρίζουν ὁ Θεός καί ἡ συνείδησή του. Ἀπ’ αὐτά τά δύο ἄς διορθώνεται ὁ καθένας.
Ἡ ἀγαθή συνείδηση ἀποκτᾶται μέ τήν προσευχή καί ἡ καθαρή προσευχή μέ τή συνείδηση. Γιατί ἀπό τη φύση τους ἔχουν ἡ μία τήνἀνάγκη τῆς ἄλλης.
Ὅποιος ἐκτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἄς περιμένει τον πειρασμό πού τήν ἀκολουθεῖ. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τον Χριστό μέ τά ἀντίθετα δοκιμάζεται.
Ἐκεῖνος πού θέλει νά νικήσει τούς πειρασμούς χωρίς προσευχή καί ὑπομονή, δέν θά τούς διώξει, ἀλλά θά περιπλακεῖ περισσότερο.
Μή λές ὅτι ἔχεις ἀποκτήσει ἀρετή χωρίς θλίψη. Γιατί ἡ ἀρετή πού ἀποκτᾶται μέ ἄνεση εἶναι ἀδοκίμαστη.
Τά αἰώνια ἀγαθά ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἀνθρώπους πού περνοῦν θλίψεις. Ὅμοια καί τά αἰώνια βάσανα ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἀνθρώπους πού περνοῦν μέ κενοδοξία καί ἡδονή.
Μή νομίζεις ὅτι κάθε θλίψη ἔρχεται στούς ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εὐαρεστοῦν τόν Θεό, καί ὅμως ἔχουν θλίψεις. Γιατί ἡ Γραφή, πού λέει ὅτι «οἱ ἀσεβεῖς θά διωχθοῦν» (Ψαλμ. 36:28), λέει ἐπίσης ὅτι «ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς» (Β΄ Τιμ. 3:12).
Στίς θλίψεις ἐναντιώθηκαν πολλοί μέ πολλούς τρόπους. Κανείς, ὅμως, δέν τίς ξεπέρασε χωρίς προσευχή καί μετάνοια.
Κάθε ἀθέλητης θλίψεως νά ἀναλογίζεσαι τό ἀποτέλεσμα, καί θά βρεῖς σ’ αὐτό τό σβήσιμο κάποιας ἁμαρτίας.
Κάθε κατά Θεόν θλίψη εἶναι πραγματικό ἔργο εὐσέβειας. Γιατί ἡ ἀληθινή ἀγάπη δοκιμάζεται μέ τά ἀντίθετα.
Τίς θλίψεις τοῦ παρόντος νά τίς ἀνταλλάσσεις προκαταβολικά μέ τά μελλοντικά ἀγαθά, καί ποτέ δέν θα ἀτονήσει ὁ ἀγώνας σου ἀπόἀμέλεια.
Οἱ χλευασμοί τῶν ἀνθρώπων φέρνουν θλίψη στην καρδιά, ἐξαγνίζουν ὅμως ἐκείνους πού τούς ὑπομένουν.
Ἄν ζημιωθεῖς ἤ χλευαστεῖς ἤ διωχθεῖς ἀπό κάποιον, μή σκέφτεσαι τό παρόν, ἀλλά περίμενε τό μέλλον, καί θά διαπιστώσεις ὅτι αὐτός σοῦ ἔγινε πρόξενος πολλῶν καλῶν ὄχι μόνο στήν παρούσα ζωή ἀλλά καί στή μέλλουσα.
Ἐκεῖνος πού ἀδικεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπαλλάσσεται ἀπό ἁμαρτίες καί βρίσκει βοήθεια ἀπό τον Θεό ἀνάλογη μέ τή θλίψη.
Ἀπό ἐκείνους πού ἀδικοῦν φανερά, πιό πονηρός εἶναι ἐκεῖνος πού ἀδικεῖ κρυφά, γι’ αὐτό καί κολάζεται σκληρότερα.
Ὅποιος προσεύχεται γιά τούς ἀνθρώπους πού τον ἀδικοῦν, χτυπᾶ μέ ὁρμή τούς δαίμονες. Ὅποιος ἐναντιώνεται στούς ἀνθρώπους πού τόν ἀδικοῦν, πληγώνεται ἀπό τούς δαίμονες.
Μήν προσπαθεῖς νά λύσεις τά δύσκολα προβλήματα μέ φιλονικία, ἀλλά μέ τά μέσα πού ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός νόμος, δηλαδή μέ τήν ὑπομονή, τήν προσευχή καί τήν ἁπλότητα τῆς ἐλπίδας.
Καλύτερα νά σέ πολεμοῦν οἱ ἄνθρωποι παρά οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνος πού εὐαρεστεῖ τόν Κύριο, τούς νίκησε καί τούς δύο.
Στόν καιρό τῆς θλίψεως νά προσέχεις τήν ἐπίθεση τῆς ἡδονῆς. Γιατί τότε γίνεται εὔκολα ἀποδεκτή, ἐπειδή παρηγορεῖ τή θλίψη.
Φωτιά πού καίει εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅσο, λοιπόν, ἐλαττώνεις τό ὑλικό πού τήν τροφοδοτεῖ, τόσο και θά σβήνεται. Καί ὅσο προσθέτεις ὑλικό, τόσο καί θα φουντώνει.
Μήν ἀφήσεις ἁμαρτία χωρίς νά τήν ἐξαλείψεις, ἀκόμα κι ἄν εἶναι πολύ μικρή, γιά νά μή σέ παρασύρει μετά σέ μεγαλύτερα κακά.
Τά μικρά ἁμαρτήματα ὁ διάβολος μᾶς τά παρουσιάζει ἀσήμαντα, ἐπειδή μέ ἄλλον τρόπο δέν μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μεγαλύτερα κακά.
Ὅταν ἁμαρτήσεις κρυφά, μήν προσπαθήσεις νά κρυφτεῖς. Γιατί «ὅλα εἶναι γυμνά καί ξεσκεπασμένα στά μάτια τοῦ Κυρίου» (Ἑβρ. 4:13), στόν ὁποῖο θα λογοδοτήσουμε γιά τίς πράξεις μας.
Γιά ὅποιον ἁμαρτάνει φανερά, χωρίς νά μετανοεῖ, καί δέν παθαίνει τίποτα μέχρι τόν θάνατό του, νά πιστεύεις πώς ἡ Κρίση θά εἶναι ἀνελέητη.
Ὅπως τούς ἀνόρεχτους τούς ὠφελεῖ ἡ πικρή ἀψιθιά, γιατί τούς ἀνοίγει τήν ὄρεξη, ἔτσι καί τούς κακότροπους τούς συμφέρει νά παθαίνουν συμφορές, γιατί τούς κάνουν νά μετανοοῦν.
Ἄν ἐξετάζεις τίς δικές σου ἁμαρτίες καί ὄχι τοῦ πλησίον σου, ποτέ δέν θά λεηλατήσουν οἱ δαίμονες το πνευματικό ἐργαστήριο τοῦ νοῦ σου.
Ἄς ὑποθέσουμε πώς εἶναι δώδεκα τά πάθη. Ἄν ἀγαπήσεις ἕνα ἀπ’ αὐτά μέ τή θέλησή σου, εἶναι ἱκανό νά ἀναπληρώσει καί τά ἄλλα ἕντεκα.
Αἰτίες κάθε κακίας εἶναι ἡ κενοδοξία καί ἡ φιληδονία. Ἐκεῖνος πού δέν τίς μίσησε αὐτές, δέν νικᾶ κανένα πάθος.
Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ἔχει ὀνομαστεῖ ἡ φιλαργυρία (βλ. Α΄ Τιμ. 6:10). Αὐτή, ὡστόσο, σαφῶς ἀποτελεῖται ἀπό τήν κενοδοξία καί τή φιληδονία. Ἀπ’ αὐτά τά τρία πάθη, τή φιλαργυρία, τήν κενοδοξία καί τή φιληδονία, τυφλώνεται ὁ νοῦς.
Ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν παθῶν, ἔχουν αὐξηθεῖ τόσο πολύ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὁ θυμός, ἡ ὀργή, οἱ πόλεμοι, οἱ φόνοι καί ὅλα τά ὑπόλοιπα κακά. Πρέπει, λοιπόν, νά τά μισήσουμε ὡς μητέρες τῶν κακῶν και μητρυιές τῶν ἀρετῶν.
Κάθε πράγμα ἀπό λίγο ἀρχίζει, καί σιγά-σιγά ἀναπτύσσεται καί μεγαλώνει.
Τά κακά παίρνουν δύναμη τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Ὅμοια καί τά καλά αὐξάνονται τό ἕνα μέ τή βοήθεια τοῦ ἄλλου, ὠθώντας ὅλο καί πιό μπροστά τόν ἄνθρωπο πού μετέχει σ’ αὐτά.
Ὅταν βρίσκεσαι στήν ἀρχή τοῦ κακοῦ, μή λές: «Δεν θά μέ νικήσει». Γιατί ἔχεις ἤδη νικηθεῖ τόσο, ὅσο βρίσκεσαι μέσα στό κακό. Δίχτυ πολύπλοκο εἶναι ἡ μέθοδος τῆς κακίας, κι ἐκεῖνος πού μπλέχτηκε λίγο, ἄν ἀμελήσει, σφίγγεται ὁλόκληρος μέσα σ’ αὐτό.
Ἀπό τή φιληδονία ἔρχεται ἡ ἀμέλεια καί ἀπό την ἀμέλεια ἡ λήθη τῶν καλῶν. Γιατί ὁ Θεός ἔχει χαρίσει σέ ὅλους τή γνώση ἐκείνων πού μᾶς συμφέρουν.
Ἡ φιλήδονη καρδιά γίνεται φυλακή καί ἁλυσίδα γιά τήν ψυχή τήν ὥρα τοῦ θανάτου, ἐνῶ ἡ φιλόπονη καρδιά εἶναι πόρτα ἀνοιχτή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἄν δέν θέλεις νά πάθεις κακό, μή θέλεις νά κάνεις κακό. Γιατί, ἀναπόφευκτα, τό ἕνα ἀκολουθεῖ τό ἄλλο. «Ὅ,τι σπέρνει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό καί θά θερίσει» (Γαλ. 6:7). Ὅταν, λοιπόν, μέ τή θέλησή μας σπέρνουμε τά κακά καί ἔπειτα χωρίς τή θέλησή μας τά θερίζουμε, πρέπει νά θαυμάζουμε τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Μή θέλεις ν’ ἀκοῦς ξένες πονηρές πράξεις, γιατί ἔτσι ἐντυπώνονται μέσα σου καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά αὐτῶν τῶν πράξεων.
Ὅταν ἀκοῦς μέ εὐχαρίστηση ἄσχημα λόγια, νά θυμώνεις μέ τόν ἑαυτό σου καί ὄχι μ’ ἐκεῖνον πού τά εἶπε. Γιατί ἄν ἡ ἀκοή σου εἶναι πονηρή, θά φορτώνεις τόν ἑαυτό σου μέ πονηρά ἀκούσματα.
Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά βόσκουν μαζί πρόβατα καί λύκοι, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό νά βρεῖ ἔλεος ἐκεῖνος πού ἐπιβουλεύεται τόν πλησίον του.
Ὅπως δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν τό νερό καί ἡ φωτιά, ἔτσι δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν ἡ δικαιολογία καί ἡ ταπείνωση.
Ἄν κανείς σέ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, περίμενε κάποια στιγμή καί νά σέ κατηγορήσει.
Ἄν ὑπερηφανεύθηκες ἐπειδή σέ ἐπαίνεσαν, περίμενε ἀτιμία. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὅποιος ὑψώνει τον ἑαυτό του, θά ταπεινωθεῖ» (Λουκ. 14:11).
Ὅταν ἔχεις λογισμό πού σέ προτρέπει νά ζητήσεις ἀνθρώπινη δόξα, νά ξέρεις καλά ὅτι σοῦ προετοιμάζει αἰσχύνη.
Ἐκεῖνος πού ἐπιζητεῖ τόν ἔπαινο, βρίσκεται μέσα στό πάθος. Κι ἐκεῖνος πού θρηνεῖ γιά θλίψη πού τοῦ ἦρθε, ἀγαπᾶ τήν ἡδονή.
Ὑπάρχει ἔλεγχος πού γίνεται ἀπό κακία ἤ ἀπό ἄμυνα. Ὑπάρχει καί ἔλεγχος πού γίνεται ἀπό φόβο Θεοῦ καί ἀπό ἀγάπη πρός τήν ἀλήθεια.
Καλύτερα νά προσεύχεσαι μέ εὐλάβεια γιά τόν πλησίον σου, παρά νά τόν ἐλέγχεις γιά κάθε του ἁμάρτημα.
Πολλοί εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσευχῆς καί διαφέρει ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Κανένας, ὅμως, τρόπος προσευχῆς δέν εἶναι ἐπιβλαβής, ἐκτός ἄν δέν εἶναι προσευχή ἀλλά σατανική ἐνέργεια.
Μήν ὑπερηφανευθεῖς, ἄν χύνεις δάκρυα στήν προσευχή σου. Εἶναι ὁ Χριστός πού ἄγγιξε τά μάτια σου καί θεράπευσε τήν τύφλωση τοῦ νοῦ σου.
Κάποιος ἄνθρωπος πού θέλησε νά κάνει κακό, προηγουμένως προσευχήθηκε νοερά ἀπό συνήθεια. Και ἀφοῦ κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἐμποδίστηκε ἀπό τό κακό, ὕστερα πολύ Τόν εὐχαρίστησε.
Ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή καί ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις φέρνουν στήν καρδιά συντριβή ἀσφαλή καί ὠφέλιμη, ἀρκεῖ νά μήν ἀνατρέψουμε τήν ἰσορροπία τῶν τριῶν αὐτῶν μέ τήν ὑπερβολή. Ἐκεῖνος πού καλλιεργεῖ ὑπομονετικά αὐτές τίς ἀρετές, θά λάβει βοήθεια καί σέ ἄλλες, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἀμελεῖ καί διασκορπίζεται ἐδῶ κι ἐκεῖ, θά νιώσει ἀφόρητη ὀδύνη τήν ὥρα τοῦ θανάτου του.
Νά μή σκέφτεσαι καί νά μήν κάνεις τίποτα χωρίς σκοπό σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος πού βαδίζει χωρίς σκοπό, μάταια κουράζεται.
Ὑπάρχει πράξη πού φαίνεται καλή, ἀλλά ὁ σκοπός ἐκείνου πού τήν κάνει δέν εἶναι καλός. Ὑπάρχει και ἄλλη πράξη πού φαίνεται κακή, ἀλλά ὁ σκοπός ἐκείνου πού τήν κάνει εἶναι καλός. Καί αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο σέ ἔργα ἀλλά καί σέ λόγια. Αὐτή ἡ ἀντίθεση πράξεως καί σκοποῦ ὀφείλεται ἄλλοτε σέ ἀπειρία ἤ ἄγνοια, ἄλλοτε σέ πονηρή διάθεση καί ἄλλοτε σε εὐσεβή σκοπό.
Ὁ Θεός τίς πράξεις μας τίς λογαριάζει σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Νά σοῦ δώσει ὁ Κύριος κατά τήν καρδιά σου» (Ψαλμ. 19:5).
Ὑπάρχει ἄνθρωπος πού φαινομενικά ἐκτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι δοῦλος σέ πάθος καί μέ τους πονηρούς λογισμούς καταστρέφει τήν καλή πράξη.
Μήν καταφρονήσεις καί μήν παραμελήσεις ποτέ τούς λογισμούς σου. Γιατί ὁ Θεός γνωρίζει ἀλάθητα κάθε λογισμό.
Ὁ Θεός κρίνει καί ζυγίζει κάθε σκέψη μας. Μπορεῖ τό ἴδιο πράγμα νά τό σκεφθεῖ κανείς ἤ μέ ἁπλό ἤ μέ ἐμπαθή τρόπο.
Ἀκούγοντας τόν Κύριο νά λέει, «Ὅποιος δέν ἀπαρνηθεῖ ὅλα του τά ὑπάρχοντα, δέν εἶναι ἄξιος γιά μαθητής μου» (πρβλ. Λουκ. 14:33), μήν ἐννοήσεις ὅτι ἀναφέρεται μόνο στά χρήματα, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς πράξεις τῆς κακίας.
Ἐκεῖνος πού μετανοεῖ σωστά, περιπαίζεται ἀπό τούς ἀνόητους ἀνθρώπους. Καί αὐτό εἶναι σημάδι ὅτι εὐαρεστεῖ τόν Θεό.
Ἡ ἀμέλεια στό νά κάνουμε ὅσα καλά μποροῦμε, δύσκολα συγχωρεῖται. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως, καί ἡ προσευχή ἀποκαθιστοῦν ἐκείνους πού ἀμέλησαν να κάνουν τό καλό.
Τίς ἐναλλαγές τῶν καλῶν καί τῶν κακῶν νά τίς δέχεσαι μέ ἠρεμία. Ἔτσι ἐξομαλύνει ὁ Θεός τίς ἀνωμαλίες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Μή λές ὅτι ἔρχεται ὁ πειρασμός χωρίς νά τό θέλεις. Γιατί ὁπωσδήποτε, κι ἄν δέν ἀγαπᾶς τήν ἁμαρτωλή πράξη, ἀγαπᾶς τίς αἰτίες της.
Νά προσεύχεσαι νά μή σοῦ ἔρθει πειρασμός. Ἄν ὅμως ἔρθει, δέξου τον σάν δικό σου καί ὄχι σάν ξένο.
Ἄν θέλεις νά σωθεῖς, ἀγάπησε τόν ἀληθινό λόγο και μήν ἀποστραφεῖς ποτέ ἀδιάκριτα ἔλεγχο ἀπό ἄλλον.
Τό στόμα τοῦ ταπεινόφρονα λέει τήν ἀλήθεια. Ὅποιος ἀντιλέγει στήν ἀλήθεια, εἶναι ὅμοιος μέ τον ὑπηρέτη ἐκεῖνον πού ράπισε τόν Κύριο στό πρόσωπο.
Ἄλλο εἷναι ἡ ἐκτέλεση ἐντολῆς καί ἄλλο ἀρετή, ἄν καί παίρνουν ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη τίς ἀφορμές τῶν ἀγαθῶν. Ἐκτέλεση ἐντολῆς εἶναι τό νά κάνει κανείς τά διαταγμένα ἀπό τόν θεῖο νόμο. Ἀρετή, ὅμως, εἶναι τό νά τοῦ ἀρέσει ἀληθινά ἡ ἐκτέλεση τῆς θείας ἐντολῆς.
Ὅπως τό φῶς τῆς ἡμέρας προέρχεται ἀπό τόν ἥλιο, ἔτσι καί κάθε ἀρετή προέρχεται ἀπό τόν Θεό.
Ὅταν κατορθώσεις κάποιαν ἀρετή, θυμήσου τον Χριστό πού εἶπε: «Χωρίς ἐμένα, δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα» (Ἰω. 15:5).
Κάθε καλό ἔχει χαριστεῖ ἀπό τόν Κύριο στους ἀνθρώπους κατ’ οἰκονομίαν· καί ἐκεῖνος πού πιστεύει ἔτσι, δέν θά τό χάσει ποτέ.
Γιά τήν ντροπή πού θά σηκώσει κανείς μέ εὐχαρίστηση γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἑκατό φορές περισσότερο θά δοξαστεῖ ἀπό πολλούς ἀνθρώπους. Καλύτερα, ὅμως, εἶναι νά ἐνεργεῖ κανείς τό κάθε καλό μόνο γιά τά μελλοντικά ἀγαθά.
Ἐκεῖνος πού ἔχει κάποιο πνευματικό χάρισμα και συμπονᾶ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, μέ τή συμπόνια διατηρεῖ τό χάρισμα. Ὁ ἀλαζόνας, ὅμως, θά τό χάσει, καθώς χτυπιέται ἀπό τούς ἀλαζονικούς λογισμούς του.
Ἡ καρδιά πού ἔχει ἔλεος γιά τούς ἄλλους, ἀναμφίβολα θά ἐλεηθεῖ. Εἶναι φανερό καί τό ἀντίθετο.
Εἰρήνη εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, ἡ ὁποία δεν βρίσκεται χωρίς τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πάντοτε νά κάνεις τό καλό κατά τή δύναμή σου. Και ὅταν μπορεῖς νά κάνεις τό μεγαλύτερο, μήν ἀρκεῖσαι στό μικρότερο. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὅποιος γυρίζει πίσω, δέν εἶναι κατάλληλος γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (πρβλ. Λουκ. 9:62).
Πηγή: (Όσιος Μάρκος ο Ασκητής, «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τ. 34, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ), Ι.Ν. Παντανάσσης
O άνθρωπος είναι το «κατ' εικόνα» του Θεού και επομένως η ζωή του, για να ανταποκριθεί στην αληθινή του φύση, πρέπει να είναι μικρογραφία της ζωής του Θεού. Επειδή ο Θεός είναι Τριαδικός, και ο άνθρωπος καλείται να γίνει «Τριαδικός», ζώντας «Τριαδικά», δηλαδή τη ζωή της πλήρους ενότητας και της ολοκληρωτικής αγάπης. Σε μια τέτοια ζωή καλεί τον άνθρωπο ο Τριαδικός Θεός που είναι το αρχέτυπο του άνθρωπου. Η ζωή της αγάπης δεν ανταποκρίνεται μόνο στην αληθινή φύση του ανθρωπου, αλλα οδηγεί τον άνθρωπο και στην αληθινή Θεογνωσία.
«Όποιος δεν αγαπά, δεν εγνώρισε τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη. Με τούτο εφανερώθη η αγάπη του Θεού σ' εμάς: ότι τον Υιόν Του τον μονογενή έστειλε ο Θεός εις τον κόσμο, δια να ζήσωμε δι' αυτού. Εις τούτο συνίσταται η αγάπη, όχι εις το ότι εμείς αγαπήσαμε τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιόν Του ως ιλασμόν δια τας αμαρτίας μας. . . Με τούτο ξέρομεν ότι μένομεν εν αυτώ και αυτός εν ημίν, διότι μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 813).
Η μεγάλη ελπίδα του ανθρώπου, το νόημα της ζωής του, είναι η κοινωνία της αγάπης, που δεν περιλαμβάνει μόνο στους συνανθρώπους, αλλά αποτελεί ενότητα και αρμονία με τον ίδιο τον εαυτό μας και με τον Θεό, που είναι η ζωή! Αυτή η Θεοκοινωνία (Β' Πέτρ. α' 4), κατά την οποία ο άνθρωπος «μένει εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ίω. δ' 16 Πρβλ. Ίω. ιζ' 2026) εξασφαλίζεται με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος του Θεού (Α' Ίω. δ' 13), με το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος (Α' Ίω. β' 2027), που είναι η σφραγίδα του Θεού (Αποκ. Θ' 4).
Εάν ο Υιός, που εστάλη από τον Πατέρα, «δια να ζήσωμεν δι' αυτού» ή το Άγιο Πνεύμα ήσαν κτίσματα, τότε δεν θα μπορούσαμε δι' αυτών να έχουμε καμμία κοινωνία με τον Θεό «θα ηνωνόμεθα απλώς με κάποιο κτίσμα και θα ήμεθα αποξενωμένοι από τη θεία φύση, αφού τίποτα δεν θα μας ήνωνε με αυτήν. Τώρα δε, που λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού και μέτοχοι του Θεού, φαίνεται ότι το εν ημίν χρίσμα και η σφραγίς δεν είναι εκ της φύσεως των δημιουργημάτων, αλλά εκ της φύσεως του Υιού, ο οποίος συνάπτει ημάς με τον Πατέρα δια του εν αυτώ Αγίου Πνεύματος» (Μ. Αθαν. Πρβλ. Έβρ. γ' 14, Ρωμ. η' 1417, Β' Πέτρ. α' 4).
Η πίστη στον Τριαδικό Θεό αποτελεί για τον άνθρωπο πραγματική ελπίδα. Αν ο άνθρωπος γνωρίσει ποιο είναι το αρχέτυπό του, πως είναι δηλαδή εικόνα της Αγίας Τριάδος, τότε θα πιστέψει πως είναι δυνατόν να ζήσει και αυτός τη ζωή της ενότητας και της αγάπης. Τότε ο άνθρωπος θα μπορέσει να βρει τη σωτηρία.
Τούτο δεν είναι δύσκολο να το εννοήσουμε, όταν σκεφθούμε πως ο άνθρωπος, ιδιαίτερα σήμερα, ζει εσωτερικά διεσπασμένος και εξωτερικά απομονωμένος. Αισθάνεται πως αποτελείται από πολλαπλά στοιχεία έχει σώμα, πνεύμα, βούληση, συναίσθημα κ. α. Ένας άνθρωπος διηρημένος εσωτερικά δεν μπορεί να πει ότι είναι λυτρωμένος• το ίδιο και όταν αισθάνεται ότι ζει σε πλήρη αποξένωση και μοναξιά ένας άνθρωπος που δεν διαθέτει τη δύναμη να αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει την εσωτερική του ισορροπία.
Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει πως δεν ανήκει στη φύση του η εσωτερική διάσπαση και η εξωτερική αποξένωση, αλλά η αρμονία και οι διαπροσωπικές σχέσεις γι' αυτό πρέπει να γνωρίσει τον Τριαδικό Θεό και να πιστέψει πως δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα» Του! Να βεβαιωθεί πως ο Θεός ζει στην πληρότητα, την ενότητα και την αγάπη και να πιστέψει πως σ' αυτό το σημείο βρίσκεται και ο δικός του τελικός προορισμός, το νόημα της δικής του ζωής (Β' Κορ. ε' 1721, Α' Ίω. γ' 23).
Αν ο άνθρωπος δεχθεί τον Τριαδικό Θεό και ανακαλύψει την προσωπική του ταυτότητα στην εικόνα του Τριαδικού Θεού, τότε μόνο μπορεί να βεβαιωθεί πως και ο ίδιος, από την φύση του, είναι δυνατόν να φθάσει στην πληρότητα της αρμονίας, της αγάπης, της κοινωνίας τότε αποκτά νόημα όχι μόνο η ζωή του, αλλά και ο αγώνας του. Ιδού γιατί είπαμε πως η αλήθεια του Τριαδικού Θεού, η πίστη στην Αγία Τριάδα, είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου. Μακριά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό και την ορθόδοξη διδασκαλία για το τι είναι ο άνθρωπος, δεν μπορούμε να θέσουμε ως νόημα της ύπαρξής μας την κοινωνία και τη βίωση της αγάπης• αναγκαστικά θα πέσουμε σε άκοπους υλοκρατικούς και υλιστικούς ή θα κινηθούμε σε επίπεδα πανθεϊστικής τάξης. Σε τέτοιους δρόμους οδηγούν επί παραδείγματι όλες οι ινδουιστικής προέλευσης ομάδες, που κηρύττουν πως ο Θεός δεν είναι προσωπικός και πως ο άνθρωπος δεν επλάσθη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν θεού», αλλά είναι μέρος της θείας ουσίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το νόημα της ζωής του ανθρώπου δεν είναι πλέον η ανάπτυξη σχέσεων κοινωνίας και αγάπης, αλλά αντίθετα η αποδέσμευση από οποιεσδήποτε «προσκολλήσεις» και η διάλυση της προσωπικότητας του άνθρωπου στη λεγόμενη «παγκόσμια συνειδητότητα».
Αυτό αποδεικνύει πόσο επιπόλαιο θα ήταν να θελήσουμε να συμβιβάσουμε τη χριστιανική μας υπόσταση με οποιαδήποτε συμμετοχή σε τεχνικές της γιόγκα, του διαλογισμού και σε παρόμοιες «πρακτικές», που βασίζονται σε εξωχριστιανικές θεολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ο ισχυρισμός ότι όλες οι θρησκείες αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό ή ότι με τις «τεχνικές» αυτές μπορεί κανείς να γίνει καλύτερος χριστιανός, αν δεν οφείλεται σε άγνοια των βασικών χριστιανικών θέσεων ή σε αποκρυφιστική ερμηνεία του χριστιανικού μηνύματος, αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση της χριστιανικής πίστης και ελπίδας, επικίνδυνη αλλοίωση της έννοιας του χριστιανικού νοήματος της ζωής, επιβουλή της σωτηρίας του ορθοδόξου πιστού.
Υπογραμμίζουμε πως η θεία αποκάλυψη, δηλαδή η συγκατάβαση του Θεού, πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, προσαρμοζόμενη στην πνευματική κατάσταση του άνθρωπου της πτώσης.
Η αποκάλυψη αυτή ολοκληρώθηκε με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και αναφέρεται στον Ένα και Τριαδικό Θεό. Ο Θεός δεν μας αποκάλυψε τα πάντα για τον Εαυτό Του, αλλά όσα ήσαν απαραίτητα για τη σωτηρία μας. Οι δογματικοί όροι της Εκκλησίας δεν αποδίδουν αυτό που στην ουσία Του είναι ο Θεός, αλλά «οριοθετούν» την πίστη και περιφρουρούν το περιεχόμενο της έναντι της αιρετικής απειλής.
Πιστεύουμε σε Ένα Θεό, που είναι Τριαδικός, δηλαδή κοινωνία προσώπων. Υπάρχει μόνο μία Θεία ουσία, γι' αυτό κάνουμε λόγο για ένα Θεό. Όμως αυτής της Θείας ουσίας μετέχουν όχι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό και ο Ένας Θεός είναι ταυτόχρονα και Τριαδικός. Ο Πατήρ, ως μοναδική Αρχή και Πηγή, μεταδίδει τη Θεία ύπαρξη στον Υιό με προαιώνια γέννηση και στο Άγιο Πνεύμα με προαιώνια εκπόρευση.
Αλλά μέσα στο χρόνο για τη σωτηρία του κόσμου, τα πάντα συντελούνται «Τριαδικά», από τον Πατέρα δια του Υιού «εν Αγίω Πνεύματι». Γι' αυτό και αναφέρεται ότι το Άγιο Πνεύμα «πέμπεται» δια του Υιού. Και τα τρία Θεία πρόσωπα έχουν μία θέληση και μία ενέργεια, είναι μεταξύ τους ενωμένα αδιαιρέτως.
Ο άνθρωπος, έχοντας σαν αρχέτυπό του τον Τριαδικό Θεό, είναι από τη φύση του («κατ' εικόνα») ενότητα, αρμονία, αγάπη. Αν όμως απορρίψουμε την πίστη στην Αγία Τριάδα, εκλάβουμε τον Υιό ή το Άγιο Πνεύμα ως κτίσμα, εάν εισαγάγουμε «σύγχυση» στις σχέσεις των θείων προσώπων, τότε και ο άνθρωπος ως το «κατ' εικόνα» αυτού του Θεού, από τη φύση του δε θα είναι ενότητα και αγάπη, αλλά διάσπαση, δυσαρμονία ή σύγχυση. Γι' αυτό λέμε πως η πίστη στον Τριαδικό Θεό είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου.
Διαβάζω κι ακούω κάποιους που θρηνολογούν για την οριστική απώλεια της απλότητας και της ποίησης στη ζωή μας και στο περιβάλλον μας έτσι, όπως το μεταμορφώσαμε. Τους διαβάζω, ακούω τα θρηνολογήματά τους και… σ’ ένα μέρος τους συμμερίζομαι. Προσπαθώ όμως να γίνω και κάπως κριτικός.
Ομολογώ πως κάθε δρομάκι και κάθε γειτονιά της Σκιάθου της εποχής του Παπαδιαμάντη μπορούσε να γίνει πίνακας ζωγραφικής, ενώ στις μέρες μας λιγόστεψαν τα γραφικά τοπία. Το ίδιο λιγόστεψε η γραφικότητα του κάθε διαβάτη, που βαδίζει βιαστικός στους δρόμους της σύγχρονης πόλης αλλά και των χωριών μας. Και πολλά πάρα πολλά κατασκευάσματα της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας δεν μπορούν να δώσουν θέμα στους παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Στους μοντέρνους καλλιτέχνες κάπως μπορούν να δώσουν θέμα, αλλά το αποτέλεσμα δεν συγκινεί, απλώς κινεί την περιέργεια και οι μοντέρνοι επισκέπτες των μουσείων μοντέρνας τέχνης υποκρίνονται πως τους αρέσουν, για να μη θεωρηθούν καθυστερημένοι.
Από δω αρχίζει η ανίχνευση της νοσηρότητας και του λάθους. Γιατί το καθυστερημένο δεν είναι καλό και άξιο; Γιατί η σμίλη και ο χρωστήρας του Θεού επιμένει να είναι τόσο καθυστερημένος αψηφώντας τον χλευασμό μας; Μας δίνει όμως μια πειστική απάντηση άκρως χαρακτηριστική της θεϊκής αγαθότητάς του. Μας αναγνωρίζει παιδιά του και μας σκεπάζει με τη χάρη του.
Μπορεί οι ανάγκες μιας πληθωρικής ανθρωπότητας να μας επιβάλλουν σχήματα και χρώματα μοντέρνα στις κατασκευές μας, αλλά να συντηρούμε και να εξακολουθούμε ν’ αγαπούμε και τα παραδοσιακά μας. Μπορούμε δηλαδή να δεχόμαστε τα μοντέρνα στο βαθμό της ανάγκης χωρίς να τα θεωρούμε αξίες ούτε αισθητικές ούτε βιοτικές. Μπορούμε δηλαδή να κατασκευάζομε πολυώροφα οικοδομήματα, όπου υπάρχει ανάγκη, χωρίς όμως να αξιολογούμε αισθητικά και πολιτιστικά ακόμη τα κατασκευάσματα αυτά ως αντιπροσωπευτικότερα της ανθρώπινης προόδου.
Η ιστορία μας επιβάλλει άλλα σχήματα και άλλα μεγέθη σε σύγκριση προς τα παλιά, αλλά δεν πρέπει να μας ενθουσιάζουν επειδή είναι άλλα. Η αμαρτία του καινούργιου σχήματος έγκειται στο ότι θεωρείται και γίνεται δεκτό όχι μόνο ως αναγκαίο αλλά ως καλύτερο. Άλλωστε αυτό γίνεται αισθητό από την αδυναμία του να γίνει δεκτό από την τέχνη. Αυτό, νομίζω, έγινε και αιτία της αφηρημένης τέχνης. Επειδή τα μοντέρνα σχήματα είναι άμουσα, η αφαίρεση στην τέχνη φέρνει μια ασάφεια, για ν’ αποφύγει τη γελοιοποίηση.
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος ξυπνούσε με την προσευχή του και συνέχιζε την ημέρα του με το «Κύριε ελέησον», ό,τι μοντέρνο επινοούσε και κατασκεύαζε, για να θεραπεύσει τις ανάγκες ενός τόσο πολυπληθέστερου κόσμου, θα το αισθανόταν ως δωρεά του Θεού, και όχι ως θρίαμβο του αλλοτριωμένου ανθρώπου, ως άλλον πύργο Βαβέλ δηλαδή. Πιστεύω ότι είναι άνετα δυνατόν ένας πιλότος να οδηγεί ένα Μπόινγκ πάνω στα 30000 πόδια δοξάζοντας το Θεό για τα μεγαλεία του καθώς θα βλέπει από κάτω του τα Ιμαλάϊα και καθώς θ’ απολαμβάνει την ευκολία να νικάει τις αποστάσεις. Έτσι δεν θα ‘κανε κι ο απόστολος Παύλος, αν πήγαινε στην Ιταλία με ένα ελικόπτερο; Γιατί όμως όταν απολαμβάνουμε τις πιο υψηλές δωρεές του Θεού, τις κλέβουμε απ’ τα χέρια του και τις αισθανόμαστε «δικές μας» χωρίς κι εμείς να είμαστε «δικοί του»; Εδώ συναντώ την αμαρτία του πολιτισμού.
Ένας πολιτισμός της ευχαριστίας, της αναφοράς κάθε πρωτοβουλίας στη φώτιση του Θεού με την επικοινωνία της προσευχής, θα κάνει αμέσως τους ανθρώπους αθώους και εγκρατείς. Ίσως να κάνει λίγο βραδύτερους τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά θα καθιστά την ανάπτυξη προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, δεν θα πετά στο περιθώριο τόσο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γίνει και δαίμονας με την αλαζονεία του. Γι’ αυτό ο κάθε χαρισματικός άνθρωπος εύκολα κυριεύεται από την τάση να ξεπεράσει κάθε όριο και να αισθανθεί ένα προσωπικό θρίαμβο. Αυτός είναι ο ανθρώπινος εωσφορισμός. Μπορεί κανείς να ιδεί αυτή την τάση εκφρασμένη σαφέστατα στον Επιτάφιο του Περικλή.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επισημάνει καίρια τη σημασία της κάθε προκοπής και κάθε πρωτοβουλίας του ανθρώπου και γι’ αυτό έχει εφαρμόσει τον «αγιασμό» ως προϋπόθεση επιτυχίας. Κάθε σπίτι εγκαινιάζεται με αγιασμό, αλλά κάθε κατάστημα, εργοστάσιο, νοσοκομείο, αυτοκίνητο, μηχανάκι, καράβι και γενικά κάθε κατασκεύασμα του ανθρώπου, για να γίνει και να λειτουργεί με την ευλογία του Θεού. Και κάθε σχολικό έτος ξεκινάει με αγιασμό, όπως και κάθε κυβέρνηση της χώρας.
Ας εμβαθύνουμε λοιπόν το νόημα του αγιασμού, που εγκαινιάζει κάθε βήμα του πολιτισμού, για να καταλάβουμε γιατί αποτυγχάνουμε ή επιτυγχάνουμε στα έργα μας σ’ αυτή τη ζωή.
Πηγή: Η άλλη όψη
Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, να προσέχεις! Από τι να προσέχεις άραγε; Από όλα εκείνα που γεννούν το φόβο στην καρδιά μου για σένα; Να προσέχεις όλα ετούτα που φοβάμαι εγώ; Άραγε τα φοβάσαι κι εσύ; Δε σε ρώτησα ποτέ; Αναρωτιέμαι εδώ τώρα που σου γράφω σαστισμένος, άραγε κατάφερα να σε κάνω να φοβηθείς τις δικές μου Ερινύες; Πέτυχα στόχο σε τούτο το έγκλημα; Αν ναι παιδί μου, σου ζητώ ταπεινά να με συγχωρέσεις κάποτε στη ζωή σου. Αν δεν τα κατάφερα, άραγε τι να σε φοβίζει, τι να σε τρομάζει εσένα;
Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, μα δεν ακούς. Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Όσες φορές κι αν νόμισα πως σου συμπαραστάθηκα, πως ήμουν δίπλα σου, πως ήμουν μαζί σου, κάλυψα τι δική μου ανάγκη ως γονιός, αλλά τη δική σου ανάγκη ως παιδί, άραγε την κάλυψα;
Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Σε τούτο το διάφανο πέτασμα που μας χωρίζει, καθρεφτίζονται τα πάθη μου, τα λάθη και τα ελαττώματά μου, η χοϊκή μου φύση, το πάθος της σάρκας, η φυλαργυρία, η λαιμαργία, η απληστία, η αχαριστία, η μνησικακία... η ροπή σε κάθε μορφή αμαρτίας. Νόμιζα δε φαίνομαι, πως είμαι καλά κρυμμένος, μα όλα ήταν στο φως, όλα μπροστά στα αθώα ματάκια σου, ποτίσανε αδιάκριτα την παιδική σου ψυχούλα με τις δικές μου αμαρτίες. Πως να σταθώ μπροστά σου; Τι να σε συμβουλέψω;
Η ζωή μου από τη ζωή σου χωρίζονται πέρα ως πέρα με ένα διάφανο αδιαπέραστο πέτασμα, σα τζαμαρία που αγγίζει τον ουρανό. Παιδί μου, σε βλέπω, σε παρακολουθώ, είμαι δίπλα σου, σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, μα δεν ακούς. Γονατίζω, κοιτάζω μέσα στην καρδιά μου. Κλαίω σαν μικρό παιδί, Παναγία Μητέρα του γλυκύτατου Ιησού, το παιδί μου Παναγία μου, σώσε το παιδί μου από τα δικά μου λάθη, από τα δικά μου πάθη και τους φόβους μου. Την πάσαν ελπίδα μου για το παιδί μου Παναγία μου, είς σε ανατίθημι...
Τότε άκουσα τη φωνή σου παιδί μου:
- Μπαμπά! σ’ευχαριστώ
Έτρεξα με δύναμη να σ’ αγκαλιάσω μα το διάφανο πέτασμα δεν υποχωρούσε.
- Παιδί μου, αγάπη μου, σπλάχνο μου, ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη, μα πάλι δε με άκουγες.
Κόντεψα να τρελαθώ, κολλημένος στο διάφανο τζάμι που μας χώριζε, κάρφωσα το βλέμμα μου στα ματάκια σου και ψιθύρισα με απόγνωση...
- Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου,
- Σ’ακούω μπαμπά, σ’ ακούω καθαρά, ξέρω πως αγωνιάς, ξέρω πως με στηρίζεις, μα πάνω από όλα ξέρω πως με αγαπάς...
- Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου, Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου,
- Σ’ακούω μπαμπά, σ’ ακούω καθαρά, σε ευχαριστώ μπαμπά!
Υ.Γ. Αφιερωμένο
- στην κορούλα μου την “Κωνσταντίνα μου”, ήταν είναι και θα είναι η μούσα μου. (στο Νίκο και τη Μαριγούλα επίσης αλλά θαρρώ τραβήξαν πολύ λιγότερα από την αδερφούλα τους)
- στην ανεψιά Δωροθέα, που μαζί με την Κωνσταντίνα ήταν η επιβεβαίωση του βιβλίου “ο ασθενής που θεράπευσε τον θεραπευτή του” στην περίπτωσή μου
- σε όλα τα “παιδιά μου” που με τίμησαν φέτος με την εμπιστοσύνη τους
- πάνω από όλα στους γονείς και διδασκάλους, που δεν ανακάλυψαν ακόμα τη δύναμη της προσευχής στη χάρη της Παναγίας, ή που παρασύρθηκαν και την ξέχασαν
Πηγή: Κατάνυξις
Ἡ ἄποψη ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀμφίεσης τῆς γυναικός, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς, δὲν εἶναι καὶ τόσο σημαντικό, εἶναι λανθασμένη.
Ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ γνώμη ὅτι ὅταν ἡ γυναίκα δὲν προσέξη τὴν σεμνὴ ἐνδυμασία ἀποβάλλει καὶ τὴν αἰδώ: «Ἅμα δὲ κιθῶνι (χιτῶνι) ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή» (Ἡροδότου, Ἱστορία, 1, 8, 14).
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουμε ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Δημιουργός μας Θεὸς φρόντισε νὰ ἐνδύση τὰ γυμνὰ σώματα τῶν πρωτοπλάστων μετὰ τὴν πτώση τους: «Καὶ ἐποίησεν κύριος ὁ θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γέν. 3, 21). Ἡ ἐνδυμασία ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν παρακοή του, γιὰ νὰ καλύπτη τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἐνθυμῆται τὴν πτώση του καὶ τὴν ἀπογύμνωσή του ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ὁ Θεὸς «πρὸς τὸ μὴ γυμνοὺς εἶναι καὶ ἐνασχημονεῖν», κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο (βλ. PG 53,149).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἐνδυμασία ὑφίσταται ὡς κάλυψη τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ σώματός μας (πρβλ. Α´ Κορ. 3, 16. 6, 19. Β´ Κορ. 6, 16), ἀλλὰ καὶ ὡς σφραγίδα ἁγνότητος, συνεχοῦς νήψεως καὶ ὑγείας πνευματικῆς ( Πρβλ. Μάρκ. 5, 15. Λουκ. 8, 35).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τὴν σημασία, τὴν ὁποία ἔχει ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν χριστιανὴ γυναίκα ποὺ θέλει νὰ εἶναι θεοσεβής: «Ὡσαύτως [καὶ] γυναῖκας ἐν καταστολῇ (δηλ. ἐνδυμασία) κοσμίῳ μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν καὶ χρυσίῳ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ, ἀλλ᾽ ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν» (Α´ Τιμ. 2, 9-10). Στὸ χωρίο αὐτὸ δηλώνεται ἐμφανέστατα ὅτι ἡ ἐνδυμασία δὲν εἶναι δευτερευούσης σημασίας, ἀλλὰ φανερώνει τὴν σεμνότητα ἢ μὴ τῆς ψυχῆς: «Τῇ περιβολῇ μηνυούσῃ τῶν ψυχῶν τὴν σεμνότητα» (PG 82, 801).
Ἔτσι, λοιπόν, ὅποιοι καὶ ὅποιες «ἀναισχύντως ἀπογυμνοῦν, ἃ συγκαλύπτειν εὐσχημονέστερον» (Μ. Βασιλείου), δὲν καλύπτουν, δηλαδή, τὸ σῶμα τους καὶ τὸ ἀποκαλύπτουν στὰ μάτια τῶν ἄλλων, αὐτοὶ εἶναι ἄσεμνοι - ἀσεβεῖς. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἀσεβοῦν σὲ κάτι ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκει, ἀφοῦ τὸ σῶμα μας ἀνήκει στὸν Δημιουργό μας Θεό: «ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α´ Κορ. 6, 20). Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι κατηγορηματικός: «Εἰ γὰρ ἀλλότριόν ἐστι τὸ σῶμα, οὐκ ἔχετε ἐξουσίαν ἀλλότριον σῶμα ὑβρίζειν, φησὶ, καὶ μάλιστα ὅταν ᾖ Δεσποτικόν, οὐδὲ ναὸν μολύνειν τοῦ Πνεύματος» (PG 61,147). Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ἀπόλυτος στὸ ζήτημα τῆς σεμνότητος: «Οὐκ ἐκδύσῃ γυμνός· νυκτὸς δὲ καὶ ἡμέρας τὸ ἱμάτιόν σου ἔστω καλύπτον τὴν σάρκα σου» (Πρβλ. PG 28, 264C).
Καταφαίνεται, λοιπόν, ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία φανερώνει τὴν ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ ψυχή, διότι ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ὁπωσδήποτε ἐπιδρᾶ οὐσιαστικῶς στὴν ψυχή. Εἴτε τὴν ξιπάζει, τὴν φέρνει σὲ κενοδοξία καὶ ἔπαρση μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς ἀσέμνου περιβολῆς εἴτε τὴν φέρνει σὲ κατανυκτικὴ ὑποταγὴ καὶ ταπείνωση μὲ τὴν σεμνὴ καὶ μεμετρημένη περιβολή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει ὅτι τὸ «πανταχόθεν περιστέλλεσθαι καλῶς, ὅπερ ἐστὶ πολλοῦ φόβου σημαντικόν», δηλαδὴ ὅτι ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία δηλώνει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. (Βλ. PG 95, 1005).
Ἡ ἄσεμνος ἐνδυμασία, «τὸ πάθος τοῦ καλλωπισμοῦ τῆς περιβολῆς τῶν ἱματίων», κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁδηγεῖ στὴν πορνεία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἄμεσο ἢ ἀπώτερο κίνητρο γιὰ τὴν χρήση της. Ἡ σεμνότητα, ἀντιθέτως, τὴν ἀποτρέπει καὶ ἑλκύει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἄσεμνη, ὅμως, εἶναι καὶ ἡ χρήση τῆς ἀνδρικῆς ἐνδυμασίας (πανταλόνι) ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ σέβεται τὴν προσωπικὴ ταυτότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετη στὴν ἰσοπέδωση τῶν δύο φύλων, ἡ ὁποία μετὰ μανίας ἐπιχειρεῖται κυρίως στὴν ἐποχή μας μὲ τὴν ἀνδρικὴ ἀμφίεση τῶν γυναικῶν. Ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμη ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ στὸ θέμα αὐτό. Διαβάζουμε στὸ Δευτερονόμιο: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ τῷ θεῷ σού ἐστιν πᾶς ποιῶν ταῦτα» (22, 5). Ὁ ὅρος «βδέλυγμα» δηλαδὴ «ἀηδία, σιχασιά, ἀποστροφή, βδελυγμία», δηλώνει πόσο σοβαρῶς λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ Δημιουργός μας Θεὸς τὴν ἐναλλαγὴ τῆς ἐνδυμασίας μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Δὲν θέλει νὰ διαταράσσεται ἡ φυσικὴ τάξη διαχωρισμοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας τὸ προηγούμενο χωρίο, ἐπισημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ ἀκαλλέστατο, ἄσχημο θέαμα καὶ βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ ἔνδυση τῆς γυναικὸς μὲ ἀνδρικὸ ἔνδυμα, ἐνῶ ἡ χρήση γυναικείων συνηθειῶν στὴν ἔνδυση ἐκ μέρους τῶν ἀνδρῶν ἀποτελεῖ ἔσχατο σημεῖο ἐκθηλυσμοῦ (Βλ. PG 68, 368A).
Ἐπειδή, ὅπως κατανοοῦμε, τὸ ζήτημα τῆς ἐναλλαγῆς τῆς ἐνδυμασίας μεταξὺ τῶν δύο φύλων δὲν εἶναι παρωνυχίδα, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀσχολήθηκαν καὶ οἱ Πατέρες στηλιτεύοντάς το. Οἱ Πατέρες οἱ συγκροτήσαντες τὴν ἐν Γάγγρᾳ Σύνοδο (340) εἶναι τόσο κατηγορηματικοί στὸ θέμα αὐτό, ὥστε μὲ τὸν ΙΓ´ κανόνα τους ἀναθεματίζουν τὴν γυναίκα, ἡ ὁποία θὰ ἐνδυθῆ μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ πρόθεση τῆς μοναστικῆς ἀσκήσεως: «Εἴ τις γυνὴ διὰ νομιζομένην ἄσκησιν μεταβάλλοιτο ἀμφίασμα, καὶ ἀντὶ τοῦ εἰωθότος γυναικείου ἀμφιάσματος ἀνδρῷον ἀναλάβοι, ἀνάθεμα ἔστω» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα 3, 109). Στὸν κανόνα αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ διαχωρισμὸς μεταξὺ γυναικείου καὶ ἀνδρικοῦ ἀμφιάσματος καὶ «κατάλληλος τῇ γυναικείᾳ φύσει στολή» (Βαλσαμών, ὅπ.π.). Ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίζει γρήγορα τὸν κίνδυνο ποὺ ἐλλοχεύει μὲ αὐτὴ τὴν καινοτομία καὶ τὴν καταδικάζει πρὶν ἐξαπλωθῆ στὸ σύνολο τοῦ γυναικείου κόσμου.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (691) μὲ τὸν ΞΒ´κανόνα ἐπανέρχεται στὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἐπιβάλλει ἐπιτίμιο ἀφορισμοῦ σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔστω καὶ χάριν ἀστειότητος θὰ ἐνδυθοῦν τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀντιθέτου φύλου: «Μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολὴν ἐνδιδύσκεσθαι, ἢ γυναῖκα τὴν ἀδράσιν ἁρμόδιον... τοὺς οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεῖν ἐγχειροῦντας... ἀφορίζεσθαι» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα 2, σ. 448). Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, σχολιάζοντας τὸν κανόνα αὐτόν, λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Καὶ ὄντος (sic) βδελύγματα εἶναι ταῦτα εἰς τὸν Θεόν, καὶ τῶν χριστιανῶν ἀλλότρια, τὰ ὁποῖα πρέπει οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιμεληθοῦν μὲ ὅλα τὰ δυνατά των, νὰ τὰ ἐμποδίσουν, ὡς κατηγορίαν ὄντα τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ ἐπιτίμιον ἀφορισμοῦ» (Πηδάλιον [1976], σ. 276). Στὸν κανόνα αὐτὸ διαφαίνεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ αὐστηρὴ προσήλωση τῶν Πατέρων στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ περὶ ἀπαγορεύσεως ἐνδύσεως τῶν γυναικῶν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ τὸ ἀντίθετο.
Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ὡς ἄνω κανόνος δὲν ἀναφέρεται στὴν ἐνδυμασία τῆς γυναικὸς μόνον ὅταν αὐτὴ εὑρίσκεται στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀλλὰ «ὁτεδήποτε», σὲ ὅλη τὴν καθ᾽ ἡμέραν ζωή της, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Βαλσαμών.
Τὰ φεμινιστικὰ κινήματα προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξισώσουν τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα. Πῶς ὅμως; Κατὰ τὴν γνώμη μας ἀλλοπρόσαλλα καὶ συμπλεγματικά, ἀρνούμενα τὶς πνευματικὲς ἀξίες καὶ παραθεωροῦντα τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ γυναικός. Ὅμως, ἡ τρομερὴ ἐξάπλωση τῶν γυναικείων νευρώσεων καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς τους ἰσορροπίας ἀπέδειξαν περίτρανα ὅτι στὴν πραγματικότητα ὁδήγησαν τὴν γυναίκα σὲ ἀπαράδεκτο σχιζοφρενικὸ ἀδιέξοδο.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει τὶς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἐξεζητημένη καὶ ἄσεμνη ἐνδυμασία, χαρακτηρίζοντάς την ὡς μανία. Συνιστᾶ δὲ νὰ μεταθέσουν τὴν φροντίδα ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ σώματος στὴν ἐσώτερη ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ὁ ἐξωτερικὸς στολισμὸς δὲν τὴν ἀφήνει νὰ φανῆ ὡραία ἐσωτερικῶς. Λέγει συγκεκριμένα: «Παῦσαι τῆς μανίας, γύναι, ἐπὶ τὴν ψυχὴν μετάγαγε τὴν τοιαύτην σπουδὴν, ἐπὶ τὴν ἔσω ἐμπρέπειαν· οὗτος γὰρ ὁ κόσμος ὁ ἔξωθεν περικείμενος οὐκ ἀφίησι τὸν ἔνδον γενέσθαι καλόν» (PG 62, 542).
Ἴσως, ὅμως, ἀντείπει κάποιος ὅτι ἠμπορεῖ νὰ κινῆται ἐλεύθερα, ὡς ἐλεύθερο ὄν. Στὴν Ἁγία Γραφή, ὡστόσο, βλέπουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ εἶναι ὀντολογική, πρέπει νὰ ἔχη κέντρο της τὴν ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει: «Ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5, 13). Συνεπῶς ἡ ἐλευθερία δὲν χαρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο στὸν ἄνθρωπο, «ἵνα ἀδεῶς ἁμαρτάνει» (PG 82, 496B). Κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας καὶ μᾶς κατέστησε κυρίαρχους τῶν πράξεών μας, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε αὐτὴν τὴν ἐξουσία γιὰ τὴν διάπραξη τῆς κακίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν θεωρήσουμε ὡς ἀφορμὴ πνευματικοῦ κέρδους καὶ νὰ ζήσουμε μὲ πραγματικὴ φιλόσοφο διάθεση (PG 61, 669).
Kαταλήγοντας, ὑπογραμμίζουμε ὅτι ἡ διάκριση τῶν φύλων ἔχει τὴν καταβολή της στὴν δημιουργία καὶ πρέπει νὰ γίνη σεβαστὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ γυναίκα ποὺ ἐνδύεται τὸ ἀνδρικὸ ἔνδυμα – πανταλόνι ἀντιστρατεύεται στὴν διάκριση αὐτὴ καὶ ἄρα στρέφεται κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ της.
Πρέπει νὰ κατανοήση ἡ γυναίκα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως περὶ ἐνδυμασίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινη γνώμη καὶ ἄποψη, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ της Θεοῦ. Καὶ τὸ Θεῖο θέλημα πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεώς της καὶ τῆς ὅλης ζωῆς της.
Πηγή: Ακτίνες
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ, ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα.
Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική. Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνεται στὸν καθένα μας ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία τῶν καλῶν ἔργων του, ἀλλὰ δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ σωτηρία του.
Στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε τί χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
1. Ὅταν κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ δίνει πίστη καὶ φωτισμό. Χωρὶς Αὐτό, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ πίστη. Χωρὶς τὸ φωτισμό Του, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁλότελα τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κτίση Του. Ἀπεναντίας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ φωτίσει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν πιὸ ἀμόρφωτο καὶ ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἄμεσα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ γλυκειὰ γεύση τῆς βασιλείας Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰσθάνεται στὴν ψυχή του ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, ποὺ τοῦ ἦταν ὁλότελα ἄγνωστο μέχρι τότε.
2. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι σὰν μία καθαρὴ φωτιά, μία πηγὴ θερμότητας, ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιά. Εἶναι μία ρίζα, ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν καρδιὰ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, φοβερὸ ἢ ἀδύνατο. Γι’ αὐτὸν κανένας νόμος δὲν εἶναι βαρύς, καμιὰ ἐντολὴ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστη. Ὅλα του εἶναι εὔκολα.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι τόσο μεγάλα καὶ δυνατὰ ὄπλα στὰ χέρια του, πού, ἂν τὰ ἔχει, μπορεῖ εὔκολα, ἄνετα, μὲ χαρὰ καὶ γαλήνη νὰ βαδίσει τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός.
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ ν’ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἔτσι, χρησιμοποιεῖ βέβαια τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ σὰν περαστικὸς ταξιδιώτης, χωρὶς νὰ κολλάει σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μορφωμένος καὶ ἔξυπνος κι ἂν εἶναι, μένει πάντα δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ κόσμου.
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ σοφία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, πού, πρὶν λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ὅμως κανεὶς δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει σοφία ὄχι μόνο στὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις του. Ἔτσι, λ.χ., ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα, πάντα θὰ βρεῖ τὸ χρόνο καὶ τὸν τρόπο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀκόμα καὶ μέσα στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.
5. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν καρδιακὴ εὐτυχία καὶ τὴν ἀσάλευτη εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ ἀληθινά, νὰ εὐχαριστηθεῖ καθαρά, νὰ νιώσει τὴν εἰρήνη ποὺ γλυκαίνει τὴν ψυχή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάπου κάπου χαίρεται. Μὰ ἡ χαρά του εἶναι στιγμιαία καὶ ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου διασκεδάζει. Μὰ οἱ διασκεδάσεις του εἶναι πάντα κενές, ἀνούσιες, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὲς τὸν κυριεύει μία ἀκόμα μεγαλύτερη στενοχώρια. Κάπου-κάπου εἶναι ἤρεμος. Μὰ ἡ ἠρεμία του δὲν εἶναι ἡ πνευματικὴ εἰρήνη, εἶναι νάρκη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν προσπαθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει ἀπ’ αὐτὴ τὴ νάρκη!
6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ γνωστικός, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ὅσο πρέπει, ἂν δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί χωρὶς τὴ θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του. Ἂν εἶναι τίμιος καὶ κάνει κανένα καλὸ στοὺς συνανθρώπους του, νομίζει πῶς εἶναι δίκαιος ἢ καί, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, τέλειος καὶ πῶς δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο!
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει μέσα μας, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν ἐσωτερική μας φτώχια καὶ ἀδυναμία. Καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές μας, προβάλλει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, τὴν ἀμέλειά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὴν ἰδιοτέλειά μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ φαινόμαστε μεγαλόψυχοι, τὴν παχυλὴ φιλαυτία μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ὑποπτευόμασταν. Κοντολογίς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μας τὰ δείχνει ὅλα, ὅπως πραγματικὰ εἶναι. Καὶ τότε ἀρχίζουμε ν’ ἀποκτᾶμε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Τότε ἀρχίζουμε νὰ χάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἀρετές. Τότε ἀρχίζουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ταπεινωμένοι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχίζουμε νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ ἐλπίζουμε μόνο σ’ Ἐκεῖνον.
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει, τέλος, τὴν ἀληθινὴ προσευχή. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεό, πρὶν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἂν ἀρχίσει νὰ προσεύχεται, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ δεῖ τὸ νοῦ του νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ. Ἐπιπλέον, δὲν γνωρίζει, ὅπως πρέπει, οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὶς ἀνάγκες του οὔτε τί νὰ ζητήσει οὔτε πῶς νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό. Καλὰ-καλὰ δὲν ξέρει οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τὸ Θεό, βλέπει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας του καὶ ξέρει πῶς νὰ Τὸν πλησιάσει, πῶς νὰ Τὸν παρακαλέσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στὴν προσευχὴ εἶναι εὔτακτες, καθαρές, προσηλωμένες μόνο στὸν Κύριο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν προσευχή του νὰ πετύχει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσει.
Νά, λοιπόν, τί χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐκεῖνον ποὺ Τὸ ἔχει λάβει. Βλέπετε ὅτι, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ κι ἕνα βῆμα νὰ κάνουμε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ποθοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ Τὸ ἔχουμε πάντα μέσα μας, ὅπως Τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.
Πηγή: Σημεία Καιρών
Άμα είμαστε ετοιμασμένοι, δεν θα ταραχθούμε όταν έρθει η φοβερή ώρα του θανάτου. Θα ‘ρθει η φοβερή ώρα. Ο θάνατος είναι πάρα πολύ φοβερός, δεν τον έχουμε γευτεί και δεν ξέρουμε. Όταν θα έρθει δεν θα μπορούμε να το ομολογήσουμε, μόνο θα το υποστούμε. Έρχεται ο αρχάγγελος και ποτίζει και από την πίκρα η ψυχή εξέρχεται. Γι’ αυτό βλέπουμε και καταπίνει ο ετοιμοθάνατος, γι’ αυτό βλέπουμε και δακρύζει, γι’ αυτό βλέπουμε το απλανές βλέμμα του ετοιμοθάνατου. Δεν έχει έλεγχο του περιβάλλοντος, αυτός βλέπει άλλα. Τα μάτια χάνουνε τη φυσικότητα. Είναι ανοιχτά, αλλά βλέπουνε τα από μέσα μάτια, βλέπουν τους αγγέλους, βλέπουν τους δαίμονες. Και βλέπουμε να δακρύζουν· γιατί δακρύζουν; Ικετεύει η ψυχή εκείνη την ώρα, εκεί μιλούν οι άνθρωποι, αυτός όχι. Αυτόν τον θάνατο όλοι θα τον περάσουμε μηδενός εξαιρουμένου. Επομένως όλοι τώρα χαιρόμαστε, γελάμε, κάνουμε, φτιάχνουμε, αλλ’ όμως θα έρθει η ώρα αυτή.
Λοιπόν ας ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον συνειδητά τον θάνατο. Να έχουμε τη συνείδηση να μη μας κατηγορεί δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα, δεν θα είμαστε λευκή περιστερά, αλλά αυτά που θα έχουμε να μην είναι αυτά που θα μας βουλιάξουν. Διότι θα έχουμε και αντιστάθμισμα, θα έχουμε και καλά έργα, τα οποία να είναι δυνατά, τα οποία θα τεθούν στο άλλο μέρος της πλάστιγγος κι έτσι να υπερακοντίσουν τα αμαρτήματα τα απλά, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Θα έχουν φύγει, θα είναι τα απλά, τα οποία τα έχει και ο άγιος άνθρωπος. Και μια σκέψη, και ο θυμός είναι αμάρτημα, «το εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου». Υπάρχουν αμαρτήματα που είναι τόσο ελαφρά και δεν προσβάλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό για να τον κρατάει τον άγιο στην ταπείνωση. Διότι καμία αρετή δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως. Η μετάνοια ποτέ δεν τελειώνει, αλλά πάντα είναι ανοιχτή, γιατί είναι άνθρωπος κι ενδέχεται να πέσει.
Επομένως, επειδή αυτά όλα είναι αλήθειες αναντίρρητες, θεμελιωμένες μέσα στον λόγο του Θεού, πρέπει να μας γίνουν ζωή, να μας γίνουν πίστη, να μας γίνουν το μεγαλύτερο μέλημα της υπάρξεώς μας. Όπως τώρα έχουμε το πώς θα ζήσουμε, το πώς είναι τα παιδιά μας και η υγεία μας. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, αυτό που θα με συνέχει είναι αν είμαι έτοιμος. Κι όπου βλέπετε ότι κάπου κουτσαίνετε, κάτι δεν πάει καλά, μην το αφήνετε, βάλετε φάρμακο να γίνει καλά. Διότι όλους κάπου πάει να μας πιάσει, κι όταν το δούμε, τα γόνατα έτοιμα στην προσευχή μετά δακρύων: «Κύριε, πρόφθασον, διόρθωσέ με σ’ αυτό, διόρθωσέ με σ’ εκείνο». Όταν δεν θα έχουμε βασικά σφάλματα –θανάσιμα αμαρτήματα–, τα πλημμελήματα και τα μη θανάσιμα δεν μας απειλούν άμεσα με τον κίνδυνο της κολάσεως. Διότι βοηθά η μετάνοια, τα καλά έργα, η Εκκλησία.
Πηγή: (Απόσπασμα ομιλίας), (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 17, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, άρθρο «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην», σελ. 178.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Το βασικό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η χρήση, η τιμή και η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Διότι με αυτές εκφράζεται τόσον ο εγκόσμιος, όσον και ο υπερκόσμιος χαρακτήρας της. Την πραγματικότητα αυτή θέλησαν να τονίσουν οι εκκλησιαστικοί εκείνοι πατέρες, οι οποίοι ονόμασαν την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «Κυριακήν της Ορθοδοξίας». Κάτω αυτήν εορτάζεται η επέτειος της αποφασισθείσης αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το 843, σύμφωνα με την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Βεβαίως την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων επιβάλλουν και υπαγορεύουν διάφοροι λόγοι.
Πρώτος είναι η ανάγκη να προσηλωθή η σκέψη και η ψυχή των πιστών στους αποδέκτες των προσευχών, των δεήσεων και των παρακλήσεών τους, αλλά και των αίνων και των ευχαριστιών τους, δηλαδή στους εικονιζόμενους Αγίους. Οι πιστοί προσευχόμενοι ενώπιον των ιερών εικόνων αναπαύονται ψυχικά, βλέποντες τις συγκεκριμένες μορφές των εικονιζομένων Αγίων, έστω και όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «εν εσόπτρω και εν αινίγματι», και τούτο διότι έτσι αισθάνονται την παρουσία εκείνων στη μεσιτεία και στις πρεσβείες τους προς τον Θεόν και τους εμπιστεύονται στις δεήσεις και στα αιτήματα των προσευχών τους.
Δεύτερος ουσιαστικός λόγος είναι η μεγάλη διδακτική αξία των ιερών εικόνων, ως εκ της θέσεώς τους στους ιερούς ναούς και στη θεία λατρεία. Με αυτές διδάσκεται κάθε χριστιανός, πόσον επιβραβεύει ο Θεός και η Εκκλησία του όλους εκείνους, οι οποίοι έμειναν στη γη πιστοί στο θέλημά Του και αναδείχθηκαν άξιοι του σταυρικού θανάτου και του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου. Την επιβράβευση αυτή εκφράζουν στις εικόνες ιδιαίτερα ο φωτοστέφανος των Αγίων.
Τρίτος λόγος είναι η πολυμερής ιερότητα των ιερών εικόνων, η οποία απορρέει από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων σημαντικότεροι είναι η θέση των ιερών εικόνων στους ιερούς ναούς και τη θεία λατρεία, η θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι κάθε τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων, «επί το πρωτότυπον διαβαίνει» και τα διάφορα ιστορικά θαύματα, τα οποία απεδόθησαν σ' αυτές.
Ο προσευχόμενος ενώπιον των εικόνων αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ένα ζωντανό προσωπικό διάλογο με τους εικονιζόμενους αγίους του Θεού. Η εικόνα θα μπορούσε να παρομοιασθεί με τον θεοφιλή διερμηνέα του διαλόγου αυτού και τον μεσάζοντα εκείνον, ο οποίος καθηλώνει όλη την ύπαρξη του προσευχομένου.
Γι' αυτό και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος εχαρακτήρισε την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων ως «έγκριτον θεάρεστον θεσμοθεσίαν και παράδοσιν της Εκκλησίας, ευσεβές αίτημα και ανάγκην του πληρώματος αυτής».
Με τις εικόνες αυτές δεν παραβιάζεται ούτε απογυμνώνεται το απερίγραπτον της Θεότητος, αλλα απλώς περιγράφεται μόνον η ιστορική θεναδρική παράσταση της επί γής παρουσίας και ζωής του Ιησού Χριστού. Δεδομένου ότι όλοι οι εικονιζόμενοι Άγιοι είναι «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού» εκτυπώματα της μιάς Θεότητος, οι ιερές εικόνες τους είναι εκτυπώματα της πνευματικής τελειώσεώς τους στον κόσμο, σύμφωνα πάντοτε με την διακήρυξη του Μεγάλου Βασιλείου «η τιμή και η προσκύνησις των ιερών εικόνων επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Οι πρώτοι εικονομάχοι, παρακινούμενοι συστηματικά από τις κατηγορίες των Ιουδαϊστών, περί ειδωλολατρείας των χριστιανών εκείνων που τιμούσαν και προσκυνούσαν τις ιερές εικόνες, μεγαλοποιούσαν κάποιες παρεκκλίσεις και ακρότητες και εξεμεταλλεύονταν, δυσφημιστικά, καάποια μεμονωμένα περιστατικά απλοϊκών, αγραμμάτων και ενίοτε θρησκολήπτων χριστιανών που εκτρέπονταν σε υπερβολές και καταχρήσεις της τιμής των ιερών εικόνων.
Η Εκκλησία με την ορθόδοξη διδασκαλία της που ανέπτυξε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων, αντιμετώπισε εγκαίρως τα φαινόμενα αυτά των μεμονωμένων περιστατικών καταχρήσεων. Η ορθή διδασκαλία της είχε ήδη διατυπωθεί από τον Μέγα Βασίλειο. Κατά το πνεύμα δε των αποφάσεων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και οι εικόνες διδάσκουν την κατά χάρη εξομοίωση των εικονιζομένων Αγίων με το Θεό, διά της αγιότητος του βίου τους, γι' αυτό και αρμόζει σ' αυτές τιμή και προσκύνηση. Σχετικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «ο μη προσκυνών εχθρός εστί του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των Αγίων, εκδικητής δε του διαβόλου και των δαιμόνων, έργω επιδεικνύμενος την λύπην, ότι οι άγιοι του Θεού τιμώνται και δοξάζονται, ο δε διάβολος καταισχύνεται. Η γαρ εικών θριάμβωσίς εστι και φανέρωσις και στηλογραφία εις μνήμην της νίκης των αριστευσάντων και της αισχύνης των ηττηθέντων και καταβληθέντων».
Οι πιστοί «βλέποντες τας αναζωγραφήσεις», δηλαδή τις εικόνες, ανάγονται «εις έννοιαν και τιμήν του εικονισθέντος». Επομένως η εικόνα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον, με το οποίο ο πιστός ανάγεται εις έννοιαν, μνήμη του θεαρέστου βίου του εικονιζομένου αγίου και έτσι προτρέπεται σε ομοίωσή του, που αποτελεί και την τιμή του εικονιζομένου αγίου ή μάρτυρος.
Με όλα αυτά, συμπεραίνεται ότι η ομοιότητα, σχετική ή απόλυτη, της ιστορικής, πραγματικής μορφής του πρωτοτύπου και της εξεικονιζομένης στην εικόνα, είναι κάτι το δευτερεύον στις εκκλησιαστικές εικόνες. Το πρωτεύον και κύριον σ' αυτές είναι η ιδιότητα και η ικανότητά τους να ανάγουν στα πρωτότυπά τους και σ' αυτό συμβάλλει σημαντικά η επιγραφή, δηλαδή η αναγραφή επάνω τους του ονόματος του εικονιζομένου. Και βέβαια η μορφή του κάθε εικονιζομένου δεν είναι επινόηση των ζωγράφων, αλλά όπως παρατηρεί ο ιερός Φώτιος «της γαρ ανέκαθεν αποστολικής τε και πατρικής παραδόσεως το θείον και αδιάπτωτον κήρυγμα, και κατά τους ιδίους και ιερούς θεσμούς εργαζομένη ταύτην και τεχνιτεύουσα, εικονίζει τε και μορφοποιεί ουδέν της υλικής ακοσμίας, ή της ανθρωπίνης περιεργείας, εν αυτοίς εώσα παρρησιάζεσθαι. Όλον δε το έργον εαυτής δεικνύσα και αποφαίνουσα, καθαράς ημίν και ακιβδήλους εν τοις σεπτοίς εικονίσμασι τας των πρωτοτύπων εμφάσεις ιεροπρεπώς τε και ιεροτύπως παρέχεται».
Η εικόνα είναι, κατά τον ιερό Φώτιο, «αυτόχρημα αρχέτυπον» κατά την μορφή, την κλήση, τα ινδάλματα του αρχετύπου, κυρίως όμως κατά το βαθύτερο θεολογικό της περιεχόμενο και την αγιαστική χάρη και ευλογία του εικονιζομένου, η οποία επιφοιτά σ' αυτή αδιαλείπτως, ως και στο αρχέτυπο, και με την οποία κοινωνούν με κάθε τρόπο όσοι τιμούν το πρωτότυπον και όσοι προσκυνούν τιμητικά την εικόνα του.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...