![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν βιβλία που να έχουν μελετηθεί περισσότερο από τα βιβλία της Αγίας Γραφής, όχι μόνο από φίλους αλλά και από εχθρούς, και τα οποία μιλούν για την έλευση του αναμενόμενου Μεσσία, του Χριστού Ιησού, που υπήρξε ο πρώτος ΚΑΙ μοναδικός ΚΑΙ αληθινός Θεάνθρωπος της ιστορίας,. σε αντίθεση με τους φανταστικούς και ανύπαρκτους θεανθρώπους των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων, οι οποίοι, αφενός δεν έχουν καμία ιστορική βάση, γιατί δεν υπήρξαν πραγματικά, αφετέρου αποτελούν εκφάνσεις της νοσταλγούμενης λύτρωσης, που παρατηρείται σ’ όλους τους λαούς και της θεανθρώπινης παγκόσμιας προσδοκίας. Πράγματι, τον Βούδα, τον Κομφούκιο, τον Λάο Τσε, τον Μωάμεθ και τους άλλους ιδρυτές θρησκειών, δεν τους έχει προαναγγείλει κάποια θρησκευτική παράδοση. Αντίθετα, ο Μεσσίας αναγγέλθηκε από μια ατελείωτη αλυσίδα ανθρώπων, που έζησαν και έδρασαν σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο, περιβάλλον και συνθήκες. Θα παραμείνει, δηλαδή, για πάντα το κλειδί της ιστορίας, που ανοίγει μόνο με την πίστη στην θεότητά Του και το χαρακτηρισμό Του ως «Υιό του Θεού», που έγινε άνθρωπος ακριβώς για να γίνουμε εμείς θεοί, κατά τη συμμετοχή μας σ’ Αυτόν, και για να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο απ. Παύλος, στην προς Γαλάτας επιστολή του, μας διαβεβαιώνει πως «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, τότε έστειλε ο Θεός τον Υιό Του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα». Για το συγκεκριμένο αυτό «πλήρωμα του χρόνου», μίλησαν οι προφήτες εκατοντάδες χρόνια πριν την πολυπόθητη Επιφάνειά Του. Αποτελούν οι μαρτυρίες αυτές την πλέον ισχυρή αγιογραφική απόδειξη του Θεανθρώπινου χαρακτήρα του Ιησού Χριστού, της ιδιότητάς του ως Υιού του Θεού και της μοναδικής μεσιακής Του αποστολής μέσα στο διάβα των αιώνων (βλ. και ‘Υπόθεση Ιησούς’ του Vitorio Messori, Πορεία Πνευματική, Αθ. 1980).
ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ
Η Π.Δ. βροντοφωνάζει το ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΜΕΣΣΙΑΣ με μεγάλο πλήθος προφητειών, που ανέρχονται περίπου στις τρεις εκατοντάδες. Στις σελίδες της Π.Δ. αναγνωρίζεται ότι είχαν σπάσει των ανθρώπων τα πνευματικά φτερά και δεν μπορούσαν πλέον να ανέλθουν στο ύψος της αγιωτικής τελειότητας. Ο Θεός δεν άφησε όμως το πλάσμα Του στην κατάπτωση, οδύνη και τις ενοχές του. Εξήγγειλε δια των προφητών -όπως έχουμε πάμπολλες αναφορές και στα φιλολογικά κείμενα πολλών λαών- σειρά μαρτυριών, δια των οποίων αποδεικνύεται η αναμονή του Λυτρωτή από την Παλαιστίνη (όπως και αυτός ο Βολταίρος παραδέχεται) και η σύμπτωση όλων των προφητειών στο πρόσωπο του Ιησού, με σκοπό την σωτηρία των πιστών που θα ακολουθήσουν τις εντολές Του. Το να συμπέσουν άλλωστε σε ένα πρόσωπο 300 προφητείες, και αυτός να μην είναι ο υπεσχημένος Μεσσίας, στατιστικά και μαθηματικά έχει υπολογιστεί πως είναι εντελώς απίθανο να συμβεί. Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ενδεικτικά:
(α) Το γνωστό «Πρωτευαγγέλιο», την εξαγγελία περί σωτηρίας του ανθρώπου μετά την Πτώση του ανθρώπου από τον αρχικό παράδεισο. «Είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι ….. Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα (την Θεοτόκο), κι ανάμεσα στο σπέρμα σου (τον διάβολο) και στο σπέρμα της (τον Χριστό). Εκείνος (ο Θεάνθρωπος) θα σου συντρίψει το κεφάλι, κι εσύ (ο σατανάς) θα του πληγώσεις (μόνο) την φτέρνα» (τριήμερος θάνατος, αλλά μετά ακολούθησε η ανάστασή Του) {Γένεση: 3,14-15}. - (β) Την ολοκάθαρη προφητεία του Ησαΐα: «Νά, η Παρθένος θα συλλάβει, θα γεννήσει Υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ» (ήτοι: Ο Θεός μαζί μας) (7,14). - (γ) Ακόμη, λέγει ο Ησαΐας: «Γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος, ο οποίος θα κατέχει την πηγή της εξουσίας (η εξουσία από την αρχή θα είναι πάνω στους ώμους του), που το όνομά του θα είναι ΘΕΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, αιώνιος Πατέρας και της ειρήνης άρχοντας» (9, 5-6). - (δ) Την χαρακτηριστική προφητεία του Ιακώβ: «Ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει ο άρχοντας (Σηλώ), σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν» (Γένεση: 49, 10). «Σηλώ» ερμηνεύεται ως Ειρηνοποιός και Μεσσίας. Όπως δείχνει η ιστορία, το «σκήπτρο και η ράβδος της εξουσίας» αφαιρέθηκαν από τον Ιούδα όταν ακριβώς εμφανίστηκε ο Ιησούς πάνω στη γη. Όχι πολλά χρόνια μετά από τον Ηρώδη, η Ιουδαία μαζί με την Ιερουσαλήμ υπήχθησαν υπό την διοίκηση Ρωμαίου ηγεμόνα, και ο Ισραήλ έχασε την ανεξαρτησία του (βλ. Vittorio Messori, όπου ανωτέρω). - (ε) Την προφητεία του Μιχαία περί γεννήσεως του Μεσσία στην Βηθλεέμ, από «γυναίκα που θα γεννήσει το αναμενόμενο παιδί ….. Θα τους οδηγήσει, θα τους προστατέψει ….. Όλοι οι λαοί της γης θα αναγνωρίσουν την μεγαλοσύνη του. Αυτός θα φέρει την ειρήνη» (5,1-3). - (στ) Την προφητεία του Μαλαχία περί αποστολής του αγγελιοφόρου (Ιωάννου του Βαπτιστή) πριν από την ιστορική εμφάνιση του Θεού επί γης (Μαλ. 3,1 και Ησ. 40,3-5). - (ζ) Ο Δανιήλ μίλησε για την υπερφυσική γέννηση του Χριστού (2,45) και την αιώνια βασιλεία Του (7,14). Σε άλλη προφητεία του αναφέρθηκε σε διάστημα «Εβδομήντα εβδομάδων», μέχρι να εμφανιστεί και χριστεί ο Άγιος των αγίων, ο «Ηγήτωρ Χριστός», ο οποίος μάλιστα θα θανατωθεί, «θα εκκοπεί, και όχι για τον εαυτό του» (9, 25-27). - (η) Την σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, όπως το προείπε ο προφήτης Ιερεμίας (38,15). - (θ) Ο Ιεζεκιήλ επίσης ονόμασε τον Θεάνθρωπο ‘Ποιμένα’ (34,23) και την Θεοτόκο ‘ανατολική Πύλη του Ναού’ (44,2), κ.α. (βλ. και Παν. Τρεμπέλα, ‘Απολογητικαί Μελέται’ Δ΄ και Ε΄, εκδ. Σωτήρ, όπως και Νικολάου Νευράκη, ‘Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού’, Αθ. 1989).
ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η ΑΣΥΓΚΡΙΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ: «Ποτέ κανένας άνθρωπος δεν μίλησε όπως αυτός ο άνθρωπος», αναφέρεται στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο (7,46). Φανέρωσε τον Τριαδικό Θεό ολοκάθαρα στους ανθρώπους. Ως η «λύρα με τις δέκα χορδές» του βασιλιά Δαυίδ τράβηξε όλον τον κόσμο προς τον εαυτόν Του και μαγνήτισε τους ανθρώπους. Δίδαξε την νέα εντολή της αγάπης, της αγάπης δηλαδή που θυσιάζεται για τους άλλους και όχι της συναισθηματικής αγάπης. Και κήρυξε την ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων. Διότι μέσα στον Χριστό δεν υπάρχουν διαφορές, ούτε φυλετικές, ούτε ρατσιστικές, ούτε κληρονομικές, ούτε εθνικές. Όλοι δι’ Αυτού και εν Αυτώ είμαστε ένα.
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΝΑΜΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ: Ποτέ δεν βγήκε λόγος κακός ή άσχημη λέξη από το στόμα του, ούτε έπραξε ποτέ αμαρτία, σύμφωνα με τον προφήτη Ησαΐα και τον απόστολο Πέτρο (Α΄ Πέτρ. 2,22). Ο απ. Παύλος τον ονομάζει «Αυτόν που δεν γνώρισε ποτέ αμαρτία» (Β΄ Κορ. 5,21). Σε φίλους και εχθρούς απηύθυνε το ερώτημα: «Ποιος από σας μπορεί να με ελέγξει για διάπραξη αμαρτίας;» Και φυσικά κανείς ποτέ δεν το τόλμησε. Υπήρξε ο τέλειος παιδαγωγός για μικρούς και μεγάλους και στους αιώνες. Ακόμη και ο Πιλάτος αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι είναι «αναίτιος αμαρτίας» και «δίκαιος» (Ιω. 18,38/ Ματθ. 27,24). Ο Ιούδας απελπίστηκε γιατί παρέδωσε αυτόν που είναι «αίμα αθώον» (Ματθ. 27,4). Και γι’ αυτό η Εκκλησία μας ψάλλει στη θεία Λειτουργία «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός».
ΤΑ ΑΠΕΙΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ: Έκανε κάθε είδους θεραπείες. Ανέστησε νεκρούς. Θεράπευσε βαριά αρρώστους. Μιλάμε για ανθρώπους τυφλούς, χωρίς κόρη οφθαλμού. Παράλυτους σήκωσε όρθιους, ανθρώπους κατάκοιτους από τη γέννησή τους. Ηρέμησε φουρτουνιασμένες θάλασσες, και άλλα πολλά «ων ουκ έστι αριθμός». Τόσα, ώστε ο ευαγγελιστής Ιωάννης να γράψει ότι αν θα θέλαμε να περιγράψουμε όλα όσα έκανε ο Ιησούς, δεν θα χωρούσε ο κόσμος τα βιβλία που θα γραφόντουσαν. Εξακολουθεί φυσικά να θεραπεύει ο Κύριος και σήμερα όσους προστρέχουν σ’ αυτόν με καθαρή και άδολη πίστη. (βλ. και Νικολάου Γ. Νευράκη, όπου ανωτέρω). Ορισμένοι κατηγόρησαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα χρησιμοποιώντας τον υπνωτισμό και την υποβολή και άλλοι ότι έμαθε να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις τις φύσεως από ταξίδια που ΔΗΘΕΝ πραγματοποίησε σε μεγάλα αποκρυφιστικά κέντρα της Ανατολής. Δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν μπορεί η υποβολή να ειρηνεύει θάλασσες, να διώχνει δαιμόνια, να χορταίνει χιλιάδες ανθρώπους με λίγα ψάρια και να ανασταίνει νεκρούς. Επιπλέον, η μεγαλύτερη διάρκεια ύπνωσης δεν ξεπερνάει τις έξι ώρες (βλ. Μιχαήλ Χούλη: «Η Ψευδώνυμος Γνώσις», εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη). Ακόμη, οι Γαλιλαίοι και Ιουδαίοι και Σαμαρείτες της εποχής του Χριστού, καθώς και οι απόστολοι και μαθητές του, δεν ήσαν ανόητοι ώστε να πιστεύουν αδιαμαρτύρητα στο κάθε τι. Ήσαν πανέξυπνοι βιοπαλαιστές, άνθρωποι του εμπορίου, ή και της πράξης, και γι’ αυτό διαπίστωναν καθημερινά την αλήθεια και την υπερφυσική πραγματοποίηση των θαυμάτων του Χριστού, αφού ο ίδιος είναι η πηγή της Θείας Χάριτος.
ΟΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ: Ο μοναδικός ευεργέτης του σύμπαντος κόσμου προφήτευσε την τριήμερη ταφή και ανάστασή Του, την ολοκληρωτική καταστροφή των Ιεροσολύμων και το αδύνατο του αφανισμού της Εκκλησίας Του. Θυμίζουμε τα λόγια του: «Γκρεμίστε αυτόν τον ναό και σε τρεις ημέρες θα τον οικοδομήσω και πάλι» (Ιω. 2,19). Τότε νόμιζαν πως εννοεί τον ναό των Ιεροσολύμων, αλλά μετά την ανάστασή Του φάνηκε καθαρά ότι μιλούσε για το ένδοξο σώμα Του. Η άλλη μεγάλη του προφητεία είναι η εξής: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, που εξοντώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς τους απεσταλμένους σε σένα…. Νά, το σπίτι σου θα παραμείνει έρημο» (Ματθ. 23,37-38). Το γεγονός πραγματοποιήθηκε το 70 μ.Χ. όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτο κατέστρεψε ολοκληρωτικά την άγια πόλη, για να καταστείλει την εξέγερση των Ιουδαίων. Η τρίτη Του προφητεία αφορά την Εκκλησία, όταν είπε: «Και οι πύλες του άδη δεν θα μπορέσουν να την εκμηδενίσουν» (Ματθ. 16,18). Πράγματι, μέχρι σήμερα η Εκκλησία κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται.
Η ΛΑΜΠΡΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, που είναι το σημαντικότερο γεγονός της ιστορίας: Η μεγαλύτερη απόδειξη της αναστάσεως είναι ότι όλοι οι απόστολοι, εκτός του Ιωάννη που πέθανε σε βαθειά γεράματα και του Ιούδα που απαγχονίστηκε, έδωσαν τη ζωή τους για Εκείνον, που δεν θα το έκαναν φυσικά για ένα ψέμα ή για μια αόριστη φήμη (βλ. «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», όπου ανωτέρω).
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ
Ολόκληρη η Αγία Γραφή, αλλά κυρίως η Καινή Διαθήκη, αν γνωρίζει κάποιος να την διαβάζει με ανοιχτούς πνευματικούς οφθαλμούς, διακηρύσσουν την θεότητα του Χριστού. Τρανταχτά παραδείγματα βρίσκουμε στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, ο οποίος παρακαλεί τους χριστιανούς να έχουν το ίδιο φρόνημα με τον Χριστό Ιησού, ο οποίος «ΑΝ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΘΕΟΣ, δεν θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου κι έγινε άνθρωπος» (Φιλιπ. 2,5-7), και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Και ολοκάθαρα ακόμη διδάσκει: «Ο ΘΕΟΣ ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, το Πνεύμα απέδειξε ποιος ήταν, φανερώθηκε στους αγγέλους, κηρύχθηκε στα έθνη, τον πίστεψε ο κόσμος, αναλήφθηκε με δόξα» (Α' Τιμ. 3,16). Ο απόστολος των εθνών, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, προσφωνεί τον Χριστό ως τον «ΘΕΟ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ» (Ρωμ. 9, 1-5). Και πάλι το «σκεύος εκλογής», ο μακάριος Παύλος δηλώνει ότι αναμένει μαζί με όλη την Εκκλησία «την μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή την εμφάνιση της δόξας ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΘΕΟΥ και σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού» (Τίτου 2,13). Η μαρτυρία του απ. Παύλου είναι πολύ σημαντική! Μιλάει για εμφανίσεις του αναστημένου σε 500 αδελφούς και τελευταία στον ίδιο. Γνωρίζουμε ότι λέει την αλήθεια γιατί, ενώ εδίωκε σκληρά κάποτε τους χριστιανούς, είδε ξαφνικά μια μέρα μεσημέρι το άκτιστο φως του Χριστού και γεύθηκε την ουράνια αλήθεια. Τον επίλογο της α' επιστολής του ο ευαγγελιστής Ιωάννης κλείνει με τη διαπίστωση ότι «Είμαστε πραγματικά μέσα στην αλήθεια, στον Υιό του Θεού, τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ και η αιώνιος ζωή» (Α' Ιω. 5,20). Και επειδή οι μαρτυρίες είναι πάρα πολλές ακόμη, αναφέρουμε μόνο εκείνη του απ. Πέτρου, ο οποίος ονομάζει τον Ιησού "Θεό" και "Σωτήρα", διότι λέγει: «Ο Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού, προς εκείνους που έλαβαν πίστη ίσης αξίας με τη δική μας, δια της δικαιοσύνης του ΘΕΟΥ μας και ΣΩΤΗΡΑ μας Ιησού Χριστού» (Β' Πέτρ. 1,1).
Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ
Σε μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τους μαθητές Του, ο Χριστός αποκαλύπτει ότι σε λίγο χρονικό διάστημα θα αναληφθεί προς τον Πατέρα Του, μετά φυσικά το πάθος, το σταυρικό Του θάνατο και την Ανάστασή Του. Ο Φίλιππος τότε τού ζητά να τους δείξει τον Πατέρα Του. Ο Κύριος απαντά: «Εάν με γνωρίζατε, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου. Από τώρα τον ξέρετε και τον έχετε δει», εννοώντας την ταυτότητα της ουσίας Πατρός και Υιού. Και συνεχίζει ο Ιησούς: «Τόσον καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δε μ’ έχεις γνωρίσει;» (Ιω. 14,7-10). Ο ίδιος αποκαλύπτει: «Πριν γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω» (όχι υπήρχα, αλλά πάντοτε και αναλλοίωτα ΥΠΑΡΧΩ αϊδίως ως Θεός) (Ιω. 8,58). Όταν ο Πέτρος τού λέγει ότι είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός τού απαντά ότι είσαι «Μακάριος Πέτρο, γιατί σάρκα και αίμα δεν σου αποκάλυψε αυτήν την αλήθεια, αλλά ο Πατέρας μου που είναι στους ουρανούς» (Ματθ. 16,13-17). Φανταστείτε τον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον προφήτη Ηλία, να λένε: «Εγώ και ο Θεός είμαστε ένα», ή «Πιστεύετε σε μένα και στον Θεό πιστεύετε». Δεν θα ήταν γελοίο; Ακόμη, αν ο Πέτρος λέγοντας ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού εννοούσε ότι ο Χριστός ήταν παιδί του Θεού όπως και εμείς, με ηθική δηλαδή έννοια, δεν θα τον μακάριζε ο Ιησούς λέγοντάς του ότι του το αποκάλυψε ο Θεός. Εδώ πρόκειται για πλήρη και ουσιαστική υιιότητα. Θεός ο ίδιος, αλλά και Υιός του Θεού. Παραθέτουμε επίσης τα λόγια του δύσπιστου απ. Θωμά, μετά από την πρόσκληση του αναστημένου Χριστού να αγγίξει τις πληγές του. Του λέει με δάκρυα στα μάτια ο Θωμάς: «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ» (Ιω. 20,28). Τότε ο Κύριος όχι μόνο δεν αρνήθηκε ότι είναι Θεός, αλλά τον παρατήρησε επειδή πίστεψε σ’ αυτόν αφού τον είδε, ενώ ευτυχισμένοι θα είναι του λέει όσοι πιστέψουν σε Αυτόν χωρίς να τον δουν (βλ. Άγγελου Δαμασκηνίδη: «Η Αλήθεια έχει τον Λόγο», εκδ. «Ο Λόγος», Αθήναι & Μιχαήλ Χούλη: «Η Ψευδώνυμος Γνώσις», εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη).
Ακόμη, συνεχώς επαναλαμβάνει ο Ιησούς ότι «ήλθε» και αυτοπροσδιορίζεται ως «Υιός του Ανθρώπου, που ήρθε να διακονήσει και όχι να διακονηθεί» (Μάρκ. 10,45). Στην πρώτη άλλωστε δημόσια εμφάνισή Του που παραθέτει ο Λουκάς, διαβάζοντας ο Κύριος μέσα στη Συναγωγή το χειρόγραφο του Νόμου που αναφερόταν στον ερχόμενο Μεσσία, τους αποκαλύπτει πως «σήμερα εκπληρώθηκε η προφητεία αυτή» (Λουκ. 4,21). Στον Ιωάννη τον Βαπτιστή απαντά καταφατικά ότι είναι ο Μεσσίας (Ματθ. 11,2-6) και στην σαμαρείτισσα που του μίλησε για την έλευση του «λεγόμενου Χριστού», του Μεσσία των παλαιοδιαθηκικών ελπίδων του Ισραήλ, την πραγματοποίηση της ημέρας του Yahweh, απαντά χωρίς περιστροφές «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» (Ιω. 4,25-26) (βλ. και Ιακώβου Πηλιλή, επισκόπου Κατάνης, «Ο Ιησούς Χριστός», Αθ. 1998). Το «Εγώ Είμαι», που επαναλαμβάνει ο Χριστός στους συνομιλούντες μαζί Του, με τον οποίο αυτοχαρακτηρισμό παραπέμπει τους ακροατές Του στο «Εγώ Ειμί ο Ων» (Γιαχβέ), όπως αυτοφανερώνεται ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη –και που σημαίνει στην ουσία «Είμαι και θα Είμαι αυτός που Είμαι (ο αναλλοίωτος)- είναι το κατεξοχήν όνομα του Θεού Γιαχβέ. Λέγει ο Ιησούς: «Εάν δεν πιστέψετε ότι Εγώ Είμαι (ο Γιαχβέ) θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας…. Όταν υψώσετε τον Υιόν του Ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Είμαι (ο Γιαχβέ)» (Ιω. 8,21-29). Και πάλι «Από τώρα σας τα λέω, πριν να γίνουν, ώστε όταν γίνουν να πιστέψετε ότι Εγώ Είμαι» (Ιω. 13,12-19). Παραπέμπει ο Κύριος τους ακροατές Του στον προφήτη Ιεζεκιήλ, για να μπορέσουν να καταλάβουν ότι ο ομιλών μαζί τους είναι ο Θεός Γιαχβέ. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με απόλυτο τρόπο το ρήμα «Είμαι». Στον προφήτη Ιεζεκιήλ πράγματι ο Θεός λέγει: «Τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Ειμί» (Εγώ είμαι ο Γιαχβέ) (35,9). Και πάλι για τον εαυτό Του ο Χριστός ισχυρίζεται: «Εγώ το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκ. 22,12-13). Είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι εκφράσεις αυτές σημαίνουν πως ο Υιός του Θεού είναι αϊδιος και αιώνιος, ότι δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, όπως ο Θεός Πατέρας αναφέρει στην Παλαιά Διαθήκη για τον εαυτό Του (βλ. και π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου: «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1994).
Η ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Η αυθεντία του Ιησού, πάνω στους συγχρόνους του και σε όλες τις γενεές, εκφράστηκε πράγματι: α) με την ανυπέρβλητη διδασκαλία Του, με την οποία εξέπληττε τους πάντες, διότι εδίδασκε «ως εξουσίαν έχων» (Μάρκ. 1,22) και β) με την θαυματουργική Του δράση που εθάμβωνε τα πλήθη, ώστε να θαυμάζουν όλοι και να μένουν εκστατικοί από την δύναμή Του (Ματθ. 9,8 & Μάρκ. 1,27). Διότι το αισθητήριο του λαού δεν λάθευε όταν ένοιωθε πως πρόκειται για υπερφυσική ενέργεια Θεού και προέρχεται από τον Χριστό ως από πηγή. Αν προσθέσουμε μάλιστα ότι διενεργούντο όλα αυτά μέσα από μια τελείως αγία ζωή γεμάτη απλότητα, φιλανθρωπία, ταπείνωση και έλλειψη επίδειξης και ότι με τη θαυματουργική Του δύναμη «δαιμόνια εκβάλλονταν, ασθενείς θεραπεύονταν, λεπροί καθαρίζονταν, νεκροί εγείρονταν» (Ματθ. 10,8), ή ότι κατευνάστηκε τρικυμία, τεράστιο πλήθος ψαριών συνελήφθη στα δίχτυα απελπισμένων ψαράδων, το νερό στην Κανά ξαφνικά μετατράπηκε σε εξαίρετο κρασί, με λίγα ψάρια τράφηκαν χιλιάδες άνθρωποι, το αυτί του Μάλχου κολλήθηκε και μια συκιά ξεράθηκε μέσα σε μια στιγμή, με μία Του προσταγή, είναι φανερό ότι επρόκειτο για Θεό ενσαρκωμένο, που ήρθε να επισκεφθεί και σώσει τα παιδιά Του (βλ. και Ιακώβου Πηλιλή, επισκόπου Κατάνης, «Ο Ιησούς Χριστός», Αθ. 1998).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ
Όταν ο Ιησούς ρώτησε τους μαθητές του «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;», εκείνοι απάντησαν ότι τον θεωρούν ότι είναι είτε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, είτε ο προφήτης Ηλίας, είτε ο προφήτης Ιερεμίας είτε κάποιος άλλος μεγάλος προφήτης. Ο Ιησούς τότε τους ρώτησε: «Εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Αμέσως ο απόστολος Πέτρος απάντησε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζωντανού» (Ματθ. 16,15-16). Ο Χριστός επαίνεσε την αποκάλυψη που δέχθηκε εκείνη την ώρα ο Πέτρος και του είπε μάλιστα ότι πάνω στη δυνατή αυτή πίστη (τον βράχο της πίστεως) θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του, ώστε οι πύλες του άδη να μην μπορούν να την σαλεύσουν. Έκτοτε, και μετά ιδίως την ανάστασή Του, οι απόστολοι βασισμένοι σ’ αυτήν την πίστη σχημάτισαν την πρώτη Εκκλησία Του, με τα φλογερά κηρύγματά τους, την αγιοπνευματική θαυματουργία τους, τα φοβερά μαρτύρια που υπέστησαν και τέλος το θάνατό τους στο όνομα Εκείνου, τον οποίον, μετά την ανάστασή Του, είδαν επανειλημμένως μπροστά τους, ενώ παράλληλα τους ενίσχυσε, τους δίδαξε, τους καθοδήγησε, τους ερμήνευσε τις Γραφές, μέχρις ότου αναληφθεί. Άλλωστε ένας πατέρας γνωρίζεται καλύτερα από τα παιδιά του και όχι από τους εκτός οικογενείας. Τα (πνευματικά) παιδιά του Χριστού ήσαν οι άγιοι απόστολοι, που κατέγραψαν ότι ήταν Θεός επί γης. Ακόμη, ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, κατά τη διάρκεια της δίκης των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου, αν και δεν ήταν χριστιανός, σοφά αποκάλυψε: «Ό,τι είναι εκ Θεού δεν χάνεται» (Πράξ. 5,38-39). Το γεγονός επαληθεύτηκε μέχρι σήμερα με την εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας στα πέρατα του κόσμου (βλ. και «Θρησκείες: Πλάνη;», αρχιμ. Β. Μπακογιάννη, βιβλιοπ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθ. 1995).
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΑΙ
Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό, στο έσχατο όριο ταπεινώσεως, βασανισμού, πόνου και ψυχοσωματικής αδυναμίας, διαβεβαιώνει τον εκ δεξιών Του μετανοημένο κακούργο: «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο». Και αυτή η διαπίστωση γίνεται αφού ο ληστής ζήτησε από τον Χριστό να μην τον ξεχάσει «όταν θα έλθει στην Βασιλεία Του». Επομένως μπροστά στο μυστήριο του Χριστού, ή θα πρέπει να δεχθεί κανείς μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες παράλογες υποθέσεις: (α) ότι ήταν τρελός, (β) ότι υπήρξε συμφεροντολόγος αρχηγός θρησκευτικών ομάδων, (γ) ότι δεν υπήρξε ποτέ, ή αλλιώς θα πρέπει να παραδεχθεί με εντιμότητα στην έρευνά του ότι ο Ιησούς ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ.
(α) Και βέβαια τρελός δεν ήταν, διότι το ήθος, η διδασκαλία του, τα θαύματά του, το ασύγκριτο πνεύμα του, Τον αναδεικνύουν ως την τελειότερη και πλέον συγκροτημένη μορφή της παγκόσμιας σκηνής για όλες της εποχές, (β) Ιδιοτελής θρησκευτικός καθοδηγητής δεν υπήρξε, διότι όχι μόνο δεν απέβλεψε ποτέ στην πολιτική δύναμη και εξουσία, όχι μόνο όλη Του η ζωή ήταν ζωή δίωξης, δυσμένειας και μίσους εκ μέρους του κατεστημένου, αλλά και στην απόλυτη εξαθλίωση του σταυρικού του πάθους και λίγο πριν εκπνεύσει συγχωρεί όλους τους εχθρούς του από το ύψος του σταυρού Του, (γ) Το πλήθος των μαρτυριών για την υπερφυσική επί γης παρουσία του, για την αγιότητα και δόξα του και την θαυματουργό και ανυπέρβλητη δράση του ή την θυσία Του, στα χρόνια του Καίσαρα Αυγούστου, Ηρώδη βασιλέα, Ηρώδη Αντύπα, αυτοκράτορα Τιβέριου και Πόντιου Πιλάτου, δεν αφήνει αμφιβολίες όχι μόνο ότι ήταν πράγματι μεγαλειώδης ιστορική προσωπικότητα, αλλά και ο Μεσσίας και ΣΑΡΚΩΘΕΙΣ ΘΕΟΣ (Μαρτυρίες για την ιστορική Του ύπαρξη, εκτός από εκείνες των Ευαγγελίων που θεωρούνται βάσιμη ιστορική πηγή, υπάρχουν και των: Θαλλού, Σαραπίωνα, Ιώσηπου, Τάκιτου, Σουετώνιου, του Πλίνιου του νεώτερου, Λουκιανού, του Ταλμούδ, των διαφόρων γνωστικών αιρέσεων, αλλά και αρνητών συγγραφέων).
Κάτι πολύ σημαντικό ακόμη: Ποτέ ο Χριστός δεν υποσχέθηκε εύκολη ζωή στους φίλους και μαθητές Του, αλλά βασανισμούς, στερήσεις, εξαθλίωση, μίσος, μαρτύριο από τους εχθρούς τους. Τους είχε ενημερώσει ότι οι ακόλουθοί Του θα υποστούν σταυρούς και θυσίες, όπως Εκείνος. Και παρ’ όλα αυτά τον ακολούθησαν εκατομμύρια άνθρωποι μέχρι σήμερα. Πώς εξηγείται αυτό αν, σύμφωνα με τα λόγια Του, δεν του «δόθηκε πάσα εξουσία εν Ουρανώ και επί γης»; ( Ματθ. 28,18 / Ιω. 17,2). Πώς εξηγείται, οι Ισραηλίτες και οι συμπατριώτες του, που επί ποινή θανάτου βδελύσσονταν κάθε προσπάθεια ανακηρύξεως ανθρώπων σε θεούς από την Ρωμαϊκή εξουσία, και λόγω φυσικά του αυστηρού τους μονοθεϊσμού, να προσηλυτίζονται κατά χιλιάδες στην χριστιανική πίστη μετά την Πεντηκοστή, το κήρυγμα του Πέτρου και των άλλων αποστόλων Του, και να θεωρούν έναν φαινομενικά απλό άνθρωπο ως Υιό του Θεού; Θα συνέβαιναν όλα αυτά αν ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεάνθρωπος με την κυριολεκτική σημασία του όρου;
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη λοιπόν αλήθεια ότι ο Χριστός δεν ήταν ένας ηθικολόγος, δεν ήταν ένας φιλόσοφος. Δεν ήταν ένας κοινωνικός επαναστάτης ή ιδεολόγος, ή απλά ένας μεγάλος δάσκαλος. Ήταν και είναι ο Υιός του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, Θεάνθρωπος. Στο θείο Του πρόσωπο, στο πρόσωπο δηλαδή του Λόγου του Θεού, ενώθηκε αρμονικά, ασύγχυτα, αδιαίρετα και αχώριστα η θεία και η ανθρώπινη φύση Του. Μόνο έτσι θα μπορούσε να σωθεί και θεωθεί η ανθρώπινη φύση. Ενωμένη δηλαδή μαζί Του, αφού με την ανάληψη εξάλλου του Χριστού, η ανθρώπινη φύση βρίσκεται στα δεξιά του Θεού. Απομένει όμως με την άσκηση, την μετάνοια, την ταπείνωση και την αγάπη, τη δική μας δηλαδή συν-ενέργεια, να ενωθούμε και κατά χάριν ως πρόσωπα μαζί Του, για να μπορέσουμε έτσι να ολοκληρωθούμε, να τελειοποιηθούμε και να αγιαστούμε μέσα στη δική Του παρουσία.
Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895 και πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965. Το παρακάτω περιστατικό αναφέρεται στις τελευταίες του στιγμές στο νοσοκομείο και την θαυμαστή πληροφορία που είχε η γυναίκα του από τον Άγιο Εφραίμ τον θαυματουργό.
- Περνούσε δύσκολες ημέρες στο νοσοκομείο ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, και η γυναίκα του Μαρία Κόντογλου, ήταν γονατιστή και προσευχόταν για την θεραπεία του, επικαλούμενη τον Μεγάλο μας Άγιο Εφραίμ. Ας μην ξεχνάμε, ότι η αγιασμένη χείρα του χαρισματούχου αγιογράφου, είχε φιλοτεχνήσει την πρώτη εικόνα του Αγίου μας! Η Μαρία Κόντογλου περίμενε λοιπόν από τον Άγιο κάτι.
Και τι μεγαλύτερη βοήθεια θα μπορούσε να βρει απ’ αυτή, το να δει εκείνη ακριβώς την ώρα που προσηύχετο, την ψυχή του Φώτη Κόντογλου να την κρατά ο Άγιος Εφραίμ, και μέσα σε τόση δόξα να την οδηγεί στον Ουρανό!
Παραξενεύτηκε βλέποντας όλα αυτά! Τι τάχα να σήμαιναν; Κείνη την ώρα λοιπόν διέλυσε την απορία της κάποιο τηλεφώνημα από το νοσοκομείο, που της ανακοίνωνε ότι ο άνδρας της πέταξε ανάλαφρα στον Ουρανό! Ο Άγιος ήταν στ’ αλήθεια ο συνοδός του!
Πηγή: (από το βιβλίο: «Οπτασίαι και Θαύματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ του Θαυματουργού» - Γ΄τόμος - Έκδοση Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου - Όρος Αμώμων Αττικής), Αγάπη εν Χριστώ, Άγιος Δημήτριος Κουβαρά
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μόρφου Κύπρου κ.κ. Νεόφυτος περιγράφει τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μακαριστὸ Γέροντα Εὔμενιο τὸν Σαριδάκη ὅταν ταξιδέψαν μαζὶ στὴν Ρωσία καὶ στὴν Οὐκρανία. Ὅταν ἔφτασαν στὸ Κίεβο ὁ Μακαριστὸς Γέροντας εἶπε στὸν Πανιερώτατο, ὅτι εἶχε ξαναέρθει μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Πορφύριο, τὸν Ἅγιο Παΐσιο καὶ τὸν γέροντα Ἰάκωβο τὸν Τσαλίκη, γιὰ νὰ κάνουν προσευχή, ὅπως τοὺς εἶχε πεῖ ἡ Παναγία. Χαρακτηριστικά τους εἶχε πεῖ ἡ Παναγία: «Κάντε προσευχὴ γιὰ νὰ μὴ γίνει τώρα ὁ μεγάλος ὁ πόλεμος, νὰ δώσουμε χρόνο μετανοίας στοὺς ἀνθρώπους».
Μήνυμα ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει χρόνο, ἐποχή, τόπο, καιροὺς καὶ συγκεκριμένους παραλῆπτες. Εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρο καὶ ἀπευθύνεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς παγκόσμιας ἀνησυχίας καὶ τῶν....
«ἀκουσμάτων» τῶν πολέμων ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφέρει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸ μήνυμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι: «Κάντε πονεμένη προσευχὴ γιὰ νὰ δοθεῖ χρόνος μετανοίας».
Τὸ παρὸν ἠχητικὸ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου γιὰ τὸν Ἅγιο Ἄνθιμο τῆς Χίου πνευματικὸ πατέρα τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου του Λεπροῦ καὶ τὸν Γέροντα Εὐμένιο τὸν Λεπρὸ πνευματικὸ τέκνο τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Σταχυολόγηση καὶ διασκευὴ κειμένου ἀπὸ τὰ “Πνευματικὰ Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἄς συλογιστοῦμε, ἀγαπητοί, τό χάος στό ὁποῖο ἦταν βυθισμένη πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ αἰώνιου θανάτου πού τήν ἀκολουθοῦσε, καί ἀπ᾿ ὅπου δέν μποροῦσε νά μᾶς βγάλει καμιά δύναμη. Γιατί ἄνθρωποι, βέβαια, δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς λυτρώσουν, ἀφοῦ ὅλοι ἦταν σκλάβοι τοῦ διαβόλου, μολυσμένοι ἀπό τίς ἀνομίες: «Πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεάν τῇ αὐτοῦ χάριτι διά τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»1. Μά οὔτε καί ἄγγελοι θά μποροῦσαν νά μᾶς λυτρώσουν, γιατί αὐτοί, ἔχουν περιορισμένη δύναμη, ἀγαθότητα καί σοφία, ἀφενός θά ἐμποδίζονταν ἀπό τό αὐτεξούσιό μας, καί ἀφετέρου δέν θά εἶχαν τρόπο νά γιατρέψουν τό ἄπειρο κακό μας οὔτε νά μᾶς κρατήσουν αἰώνια στήν εὐδαιμονία καί μακαριότητα. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶπε:
«Οὐ πρέσβυς οὐδέ ἄγγελος, ἀλλ᾿ αὐτός ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτούς»2. Ποιός; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε καί δύναμη ἄπειρη γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει, καί σοφία ἄπειρη γιά νά βρεῖ τόν τρόπο τῆς ἐλευθερίας μας, καί δικαιοσύνη ἄπειρη γιά νά μήν κάνει τυραννική τήν ἐλευθερία τῶν ὑποδουλωμένων ἑκούσια στούς δαίμονες, καί ἀγαθότητα ἄπειρη γιά νά μεταδώσει σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων τόν πλοῦτο τῆς θείας Του χάριτος καί δόξας.
Ἄς στοχαστοῦμε τώρα, ἀγαπητοί, πόσο βαθύ ἦταν τό χάος πού βρισκόμασταν, δίχως ἐλπίδα σωτηρίας, σά σκλάβοι τοῦ σατανᾶ, σάν ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, σά σύντροφοι τοῦ Ἑωσφόρου στήν ἀνομία καί σάν καταδικασμένοι μαζί του στήν αἰώνια κόλαση. Καί μ᾿ αὐτή τή σκέψη ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς εὐχαριστήσουμε μ᾿ ὅλη μας τήν καρδιά τό Θεό, πού μᾶς λύτρωσε ἀπό κείνη τή νοητή αἰώνια ἄβυσσο. Σάν ἀντάλλαγμα, ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς φωτίσει, γιά νά ἐκτιμήσουμε ὅσο πρέπει τή μεγάλη Του δωρεά, «εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καί Πατρί τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί, ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί μετέστησεν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἔχωμεν τήν ἀπολύτρωσιν»3.
Στοχαστεῖτε τώρα, ἀδελφοί, πόσο ψηλά ἀνεβήκαμε μέ τή θεία ἐνανθρώπηση. Θά μποροῦσε ὁ Θεός μόνο μέ μιά ἁπλή ἐξωτερική συγχώρηση νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά κακά τῆς κολάσεως. Δέν ἀρκέστηκε ὅμως σ᾿ αὐτό, ἀλλά καί μᾶς ὕψωσε σέ θέση θεϊκή μέ τήν ἁγιαστική Του χάρη. Μᾶς ἔκανε θετά παιδιά Του καί κληρονόμους τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν:
«Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν, ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δέ τέκνα, καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ»4.
Ποιός μπορεῖ τώρα νά μετρήσει τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τό χάος, ὅπου βρισκόμασταν, ἀπό τό ὕψος, ὅπου μᾶς ἀνέβασε ὁ Θεός;
Τή θέση ἑνός ἁμαρτωλοῦ, καταδικασμένου στόν ἅδη, ἀπό τή θέση ἑνός δικαίου, βαλμένου στή δόξα τοῦ παραδείσου;
Τά Σεραφείμ ἐκπλήσσονται ὅταν μετρᾶνε αὐτά τά δύο ἄκρα, κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά νιώσουμε οὔτε ἐλάχιστα στήν καρδιά μας μιά χάρη τόσο ἀξιοθαύμαστη.
Ἕνας εὐαγγελιστής Ἰωάννης κι ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔμειναν ἐκστατικοί μπροστά στήν ἄπειρη ἀγάπη, πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο.
Ὁ μέν ἕνας εἶπε: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»5.
Καί ὁ ἄλλος: «Τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπέρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν»6.
Καί ὅμως, ἐμεῖς καθόλου δέν τό συλλογιζόμαστε αὐτό. Οὔτε βέβαια συγκλονιζόμαστε ἀπό τά τολμηρά μά ἀληθινά λόγια τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πού γράφει πώς ὁ Θεός, ὁ αἴτιος καί δημιουργός τοῦ σύμπαντος, ἀπό τήν ὑπερβολική Του ἀγαθότητα καί τόν ἔρωτα πού ἔχει γιά ὅλα τά κτίσματά Του, καί μάλιστα τόν ἄνθρωπο, συγκαταβαίνει νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό Του. Καί ἐνῶ εἶναι ἔξω καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα, κατεβαίνει στό χῶρο τῶν κτιστῶν, γιά νά μεταδώσει σ᾿ αὐτά τήν ἀγαθότητά Του:
«Τολμητέο δέ καί τοῦτο ὑπέρ ἀληθείας εἰπεῖν, ὅτι καί αὐτός ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ καί ἀγαθῷ τῶν πάντων ἔρωτι δι᾿ ὑπερβολήν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, ταῖς εἰς τά ὄντα πάντα προνοίαις καί οἷον ἀγαθότητι καί ἀγαπήσει καί ἔρωτι θέλγεται· καί ἐκ τοῦ ὑπέρ πάντα καί πάντων ἐξῃρημένου πρός τό ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικήν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ»7. Καί τοῦτο φαίνεται πρῶτα ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου, ὁπότε ὁ Θεός «ἔξω ἑαυτοῦ ἐγένετο» γιά ἕξι μέρες. Καί ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς δημιουργίας, «κατά τήν ἑβδόμην εἰς τό οἰκεῖον ὕψος, ὅ μηδ᾿ ἀπέλιπε, θεοπρεπῶς ἐπανῆλθε»8. Ἔπειτα φαίνεται καί ἀπό τήν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί πάλι ὁ Υἱός Του, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη στόν ἄνθρωπο, «ἔξω ἑαυτοῦ ἐγένετο» γιά τριαντατρία χρόνια. Δίδαξε, θαυματούργησε, κάλεσε σέ μετάνοια, ἔπαθε, πέθανε στό Σταυρό καί, τέλος, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, «καθεζόμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», ὅπως πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του. Καί τοῦτα πάλι, ἐμεῖς δέν τά συλλογιζόμαστε.
Ἄς στοχαστοῦμε ὅμως μιά ἀκόμα μεγάλη εὐεργεσία, πού μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος: Προβλέποντας τή μωρία πού ἔχουμε, νά σκορπίζουμε δηλαδή τόν πνευματικό θησαυρό πού μᾶς χάρισε καί νά γκρεμιζόμαστε ἀπό τό ὕψος τῆς χάριτος στό βάραθρο τῆς ἁμαρτίας, μᾶς ἔδειξε τό δρόμο τῆς μετάνοιας καί τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γιά νά γυρίζουμε μ᾿ αὐτά στή χαμένη ἀρχική χάρη. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὀνόμασε τή μετάνοια «χάριν μετά χάριν». Ὦ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκατανόητη! Οὔτε τή σκιά μιᾶς τέτοιας ἀγάπης δέν μποροῦμε νά βροῦμε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Καί ὅμως, φανερώνουμε τόση ἀγνωμοσύνη καί τόση ἀναισθησία ἀπέναντι στό μεγάλο μας Εὐεργέτη, περιφρονώντας τό ἀνεκτίμητο δῶρο Του καί δουλεύοντας στήν ἀμαρτία, ἐνω, ἀντίθετα, τρέχουμε νά εὐχαριστήσουμε μέ κάθε τρόπο τούς ἀνθρώπους πού θά μᾶς δείξουν καί τήν ἐλάχιστη ἀγάπη. Ἀλήθεια, τέτοια ἀχαριστία δέν ὑπάρχει οὔτε στούς ἴδιους τούς δαίμονες. Αὐτοί ποτέ δέν ἀξιώθηκαν νά λάβουν τέτοια χάρη. Ἀφοῦ ἔπεσαν μιά φορά, ἀφέθηκαν γιά πάντα στήν ἀπώλειά τους. Πόσο λοιπόν πρέπει νά εὐγνωμονοῦμε ἐμεῖς τό Θεό, πού μᾶς ἔδειξε τόση ἐπιείκεια, ἐνῶ τιμώρησε τόσο αὐστηρά τούς ἀποστάτες ἀγγέλους; Ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς εἶναι τόση, πού δέν σβήνει ἀπό τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τόσο δυνατή πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας ἀγάπη γιά Ἐκεῖνον, πού κανένας πειρασμός νά μήν τή σβήνει.
Ἄς συλλογιστοῦμε, τέλος, τήν ἔσχατη ταπείνωση, στήν ὁποία ὑπέβαλε τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός γιά νά μᾶς λυτρώσει, ἑνώνοντας τή θεότητά Του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔπαθε καί πέθανε γιά τήν ἀγάπη μας. Τήν ταπείνωση αὐτή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ὀνομάζει κένωση: «(Ὁ Χριστός) ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ ἀλλ᾿ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών»9.
Ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἑρμηνεύοντας τί ἦταν ἐκείνη ἡ κένωση, λέει: «Ὁ πλήρης κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως»10.
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, συγκρίνοντας τή συγκατάβαση αὐτή μέ τή δημιουργία τῆς κτίσεως, τή βρίσκει ἀνώτερη καί σπουδαιότερη: «Ὅτι καί ἠνέσχετο (ὁ Θεός) συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, καί ἐδυνήθη πρός τό ἡμέτερον ἀσθενές καταβῆναι· οὐ τοσοῦτον γάρ οὐρανός καί γῆ καί τά μεγέθη τῶν πελάγων, καί τά ἐν ὕδασι διαιτώμενα, καί τά χερσαῖα τῶν ζώων, καί τά φυτά, καί ἀστέρες, καί ἀήρ, καί ὧραι, καί ποικίλη τοῦ παντός διακόσμησις τό ὑπερέχον τῆς ἰσχύος συνίστησιν, ὅσον τό δυνηθῆναι τόν Θεόν, τόν ἀχώρητον, ἀπαθῶς διά σαρκός συμπλακῆναι τῷ θανάτῳ ἵνα τῷ ἰδίῳ πάθει τήν ἀπάθειαν χαρίσηται»11.
Μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού ἔλαβε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο στερήθηκε τή δόξα καί τήν εὐδαιμονία καί τήν ἀνάπαυση πού ἔπρεπε νά ἔχει, ἀλλά ἔπαθε περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα ἔπαθε ποτέ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτό τόν κόσμο – φτώχεια, κόπους, συκοφαντίες, ὀνειδισμούς, βασανιστήρια, καί τέλος σταυρικό θάνατο. Μέ διό λόγια, «ἀντί, τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας»12. Πόσο μεγάλη εὐεργεσία μᾶς ἔκανε ὁ Θεός μέ τό πλῆθος τῶν βασάνων καί τῶν καταφρονήσεων, πού ὑπέμεινε γιά τή σωτηρία μας! Πράγματι, τά χᾶνει κάθε νοῦς! Μένει ἄφωνη κάθε γλώσσα! Θά μποροῦσε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου νά πεῖ ἕνα λόγο στόν οὐράνιο Πατέρα Του, κι Ἐκεῖνος θά μᾶς ἔστελνε τή βοήθειά Του. Καί τότε, βέβαια, θά ἦταν φτωχική ὅλη ἡ ἀγάπη καί ὅλη ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων γιά νά Τόν εὐχαριστήσει ἐπάξια. Τώρα λοιπόν, πολύ περισσότερο, πού θέλησε νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἐξουσία τῶν δαιμόνων χύνοντας τό τίμιο αἷμα Του, πῶς θά τόν εὐχαριστήσουμε ὅπως πρέπει;
Θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά κάνει κάτι περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό πού ἔκανε μέ τή σταυρική Του θυσία; Καί, μετά ἀπ᾿ αὐτή, μᾶς ζητάει ἄραγε πολλά πράγματα, ὅταν μᾶς παραγγέλλει νά τηροῦμε τόν ἅγιο νόμο Του; Καί τοῦτο, ὄχι γιά τίποτε ἄλλο, ἀλλά γιά νά κάνει κι ἐμᾶς κοινωνούς τῆς δικῆς Του μακαριότητος;
Ναί στήν τήρηση τοῦ νόμου Του βρίσκεται ὅλη ἡ μακαριότητά μας: «ὁ φυλάσσων τόν νόμον μακαριστός»13.
Ὤ, τί ἔχουν νά ποῦν οἱ ἄγγελοι γιά τή φοβερή ἀχαριστία μας; Καί τί ὑπερηφάνεια θά ἔχει ὁ διάβολος τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Γιατί, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀφενός θά χλευάσει τόν Κύριο,χρησιμοποιώντας ἐναντίον Του τή δική μας καταφρόνηση καί ἀχαριστία, ἐνῶ ἀφετέρου θά καυχηθεῖ πώς αὐτός, χωρίς νά μᾶς πλάσει, χωρίς νά μᾶς εὐεργετήσει καί χωρίς νά πεθάνει γιά χάρη μας, μᾶς ἔκανε νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀθετώντας τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
«Καί τοῦτο τά καύχημα τοῦ ἐχθροῦ βαρύτερον ἐμοί τῶν ἐν τῇ γεένῃ κολάσεων φαίνεται, τῷ ἐχθῷ τοῦ Χριστοῦ ὕλην γενέσθαι καυχήματος καί ἀφορμήν ἐπάρσεως κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανόντος καί ἐγερθέντος»14.
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, συλλογιζόμενοι τήν ἔσχατη ἀχαριστία μας ἀπέναντι στό Θεό, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὄχι μόνο δέν ἀνταποδῳσαμε ἀγάπη στήν ἀγάπη Του καί εὐγνωμοσύνη στίς τόσες εὐεργεσίες Του, ἀλλά Τόν γεμίσαμε μέ τόση λύπη. Ἀπό τώρα τουλάχιστον, ἄς ἀφιερώσουμε τή ζωή μας στό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου, πού ὄχι μόνο μᾶς δημιούργησε, ἀλλά καί μᾶς ἐξαγόρασε μέ τή θυσία Του ἀπό τή δουλεία τοῦ σατανᾶ. Ἄς ἀνήκουμε πιά στό Χριστό μόνο, Αὐτόν ἀγαπώντας, Αὐτόν ποθώντας, Αὐτόν ἀναπνέοντας καί λέγοντας πάντα μαζί μέ τό Δαβίδ:
«Ὦ Κύριε, ἐγώ δοῦλος σός, ἐγώ δοῦλος σός…»15
______________
1 Ρωμ. Γ΄: 23-24. 2 63 : 9. 3 Κολ. Α΄ : 12-14. 4 Ρωμ. Η΄: 16-17. 5 Ἰω. γ΄ : 16. 6 Ρωμ. Η΄: 32. 7 (Περί θείων ὀνομάτων, κεφ. δ΄). 8 (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λόγ. εἰς τήν καινήν Κυριακήν). 9 Φιλιπ. Β΄: 6. 10 Λογ. εἰς τά Γενέθλια. 11 Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. η΄ . 12 Ἑβρ. Ιβ΄: 2. 13 Παρ. 29 : 18. 14 Ὅροι κατά πλάτος, Β΄, β΄ . 15 Ψαλμ. 115 : 7.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς), Ἡ ἄλλη ὄψη
Σήμερα, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας- εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. Ἀλήθεια καί ζωή νοοῦνται πρωτίστως ἐπί ὑπαρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, χωρίς ὀλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν αὐθεντική ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτή ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»1 . Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ γνώση εἶναι ὑπόθεση βιωματική. Γνώση σημαίνει βιωματική ἐμπειρία. Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς ἀλήθειας. Στήν ἱστορική καί ἐμπειρική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ἔργα εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπό τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί τά ἔργα πού δέ συνοδεύονται ἀπό εὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός2. Οἱ ἠθικές ἀρετές, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ζωοποιοῦνται ἀπό τήν ψυχή3, ἡ ὁποία ἁγιάζεται μέ τά ὀρθά δόγματα4 πού εἶναι καί φορεῖς ἁγιαστικῆς ἐνεργείας. Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως»5.
Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ διά τῆς ἀκοῆς ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος6 . Χωρίς τή μετοχή αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς μας7. Στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα, πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά τροφή τῶν δογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσω ἄνθρωπον τελειοῦσθαι...»8.
Ἡ πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναι συνυφασμένη μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρἰβεια.
Ἀλλά, ἐνῶ ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι ἀδύνατον ὁ αἱρετικός νά εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον ἐκ χιόνος προϊέναι φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν ἑτεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβῶν τό κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖς λοιπόν κεκαθαρμένοις»9 . Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡς ἀσεβεῖς καί ἡ αἵρεση ὡς ἀσέβεια10.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἦθος τῶν πιστῶν ὀφείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική σχέση, οὕτως ὥστε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀκριβῶς πραγματικότητας. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἀπό τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀκυρώνεται τό ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.
Ὁ καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν καθαρότητα τῆς ζωῆς.
Μάλιστα, ἡ μονομερής προβολή ἑνός ἀπό τά θεμελιώδη αὐτά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας θεωρήθηκε πάντοτε ὡς διάψευση τῆς ὅλης ταυτότητάς της. «Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»11 . Ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἔχει γνησιότητα, ὅταν βεβαιώνει τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀποτελεῖ δηλαδή τή βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ δογματική ἀλήθεια ἔχει πρακτική καί σωτηριολογική ἀξία, ὅταν βιώνεται καί φανερώνεται ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, ὅταν ὑπάρχει ἁγιοπνευματική καθαρότητα τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκεῖν ἡμῖν πρός σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»12, παρατηρεῖ χαρακτηριστικά.
Τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, ὡς ἐν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρους ἐκδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει καθολικά τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Χριστός στήν Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»13 .
Ἡ σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική, εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμως τήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός ὅμως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιο τρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά παραμένει ἐνεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχει ἀκάθαρτο βίο14 , γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν ἀκρίβεια βιώσεως τῶν δογμάτων καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτά νά διαστρέφονται καί νά ἀντιστοιχοῦν στήν ἀκάθαρτη ζωή του15.
Ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν εἶναι εὔκολο καί ἐκεῖνος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκεῖνος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό ὅλα τά πάθη. Ὅποιος ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει. Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συμβαίνει νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετη ζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα κάποιο ἄλλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψη φροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν ἔχουν καθαρό βίο16 . Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερός πολέμιος καί διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ἄμεμπτη ζωή, ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς ξεπέρασε17.
Ὡς πρός τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζωῆς, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, θά σημειώσουμε τό ἑξῆς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενο. Στίς μέρες μας πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικῶς, ἀλλά νά ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ ἕναν ἐσωτερικό ὑπαρξιακό διχασμό. Ἔτσι ἄλλωστε ἑρμηνεύεται, γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες ἀλήθειες, παρά τή σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»18 . Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆς, πού πρωτογενῶς καί δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλῶς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον ἐπιφαίνῃ»19. Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά ἔργα μας εἶναι διεστραμμένα20.
Ἄν ὅμως ἡ γνώση καί ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτή τή γνώση καί μετοχή.
Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή ἀπό τά πονηρά πνεύματα21 . Κατά τήν Ἀσκητική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ, κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν ἀποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶν τοῦ διαβόλου καί μᾶλλον ἄγονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ὀρθῆς»22. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς φρενοβλαβεῖς (πνευματικῶς).
Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούς γιά τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση ἀπιστία καί ἀθεΐα καί τούς αἱρετικούς ὡς ἑτερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αἱρετικούς ὡς ἐχθρούς καί ἀρνητές τῆς ἀλήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου23 καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου24.
Ἡ αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή ἀπό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. «Ὥσπερ ὁ ἐξελθών ὁδοῦ εὐθείας πλανᾶται ἐν ἀλλοδαπῇ χώρᾳ, μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής), «οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς ὁμοούσιον Τριάδα»25 . Ὅποιος ὅμως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι ἐκτός ὁδοῦ, οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους ἀλλοτρίους καί ἀλλοτριωτικούς τῆς ὄντως ὑγιοῦς ζωῆς.
Εἶναι κοινός τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ἀξιολογικῶς ἡ αἵρεση βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἠθική ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεση κατεξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τῶν πιστῶν ἀπό τόν Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δογματική ἀπόφανσή της.
Ἀλλά, στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν ἠθική πλευρά τῆς αἱρέσεως, ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός. Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία, παρά τό νά μήν ἀγαποῦν ἐμᾶς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους26 . Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ὀρθή πίστη ἔχει ὡς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή ἀπό τή γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται ἀπό τή βία, τή συκοφαντία καί τά ἐγκλήματα.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς καταθέτουν προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστεροῦν ὅμως σέ ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τῶν προσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν Ἀνατολική Εὐρώπη.
Ὅταν κινδυνεύει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί ἀναδεικνύονται ὑπέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί διαφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεῖται καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι φυσικό οἱ ζωντανοί φορεῖς τῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας νά εἶναι καί οἱ ὑπερασπιστές τῆς πίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὅσοι ἀγωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση, οἱ ἐπιεικεῖς καί εἰρηνικοί πιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος27 . Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί κατεξοχήν τῶν ἁγίων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ἀποτελεῖ ἀγωνιστική ἄμυνα. Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονται ἀμυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τοῦ κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως», θά διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος28.
Ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν ἔχει ὡς τίμημα τήν ἴδια τή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή ζωή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶν ἀντιφρονούντων αἱρετικῶν, ἀλλά ἀναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία, γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν ἐπιχειρημάτων, παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένων χαρισματικῶν φορέων της.
Ὁ στόχος τῆς στάσεως αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στήν πρόκληση τῶν αἱρετικῶν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀπό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν ὑγιαίνουσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό πιστοποιεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, δέν αἰσθάνονται μίσος πρός αὐτούς29 . Ἀπεναντίας, εἶναι ἀνεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ἔναντι τῶν ἴδιων τῶν αἱρετικῶν, μολονότι ἐκεῖνοι φέρονται ἐριστικῶς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ὡς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς30. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος»31. Ἡ συνομιλία ὀφείλει νά περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εὐσέβειαν μεταβολῆς», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο32.
Κινούμενος μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πρακτικῆς, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἀφαίρεση τοῦ Filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως33. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή γνήσια πίστη ὡς ἐντελῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆς πίστεως. Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν34.
Ἡ Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται, κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ἀναφορᾶς, γιά ἕναν σταθερό προσανατολισμό ὀρθῆς πίστεως καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεῖες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου τῶν ὀρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά ἀπό τούς ἁγίους, ἀπό τούς θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της. Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς καί αἰσιόδοξοι ὅτι δέν κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθοῦμε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
1 Ἰω. 17,3
2 Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G. 33, 456B
3 Βλ. P.G. 60,745
4 Βλ. P.G. 59, 443
5 P.G. 90, 165A
6 Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ ἐρημίτη, P.G. 65, 1001AB
7 Βλ. Ἁγίου Μακαρίου, P.G. 34, 904B
8 P.G. 31, 920A
9 P.G. 88, 996B
10 Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1076C καί P.G. 25, 221-225
11 P.G. 53,31 καί P.G. 59, 369
12 P.G. 59, 77
13 Μθ. 6, 21
14 Βλ. P.G. 51, 280
15 Βλ. P.G. 55,50 καί P.G. 62, 93
16 Βλ. P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244
17 Βλ. Ε.Π.Ε. 18, 222-224
18 P.G. 59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»
19 P.G. 64, 500C
20 P.G. 59, 59-61
21 Βλ. σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
22 P.G. 26, 960Β
23 Βλ. P.G. 25, 541C-544C
24 Βλ. P.G. 26, 25Β καί 941Α
25 P.G. 79, 1237C
26 Βλ. P.G. 87, 2925Β
27 Βλ. P.G. 35, 1112Α
28 Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G. 32, 908C
29 Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 937C
30 Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 940C
31 Τίτ. 3,10
32 Βλ. P.G. 26, 940Β
33 Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ΛόγοςΑ΄, 4, 27-31. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
34 Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31, 260-261
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΠΑ.ΣΥ.ΒΑ) και η Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (Σ.Φ.Ε.Β.Α), σας προσκαλούμε στο Μνημόσυνο του Αρχηγού και πνευματικού καθοδηγητή μας Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016 και ώρα 9.30 π.μ στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πευκακίων (οδός Ασκληπιού 38, Αθήνα).
Εικοσιδύο χρόνια από την εκδημία του, τιμούμε τη μνήμη του Ακρίτα Ιεράρχη και προμάχου των δικαίων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και ταυτόχρονα υποσχόμαστε συνέχιση του Αγώνα μέχρι την πλήρη κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αδελφών μας και την εξασφάλιση των εθνικών μας δικαίων.
Τα Διοικητικά Συμβούλια
ΠΑ.ΣΥ.Β.Α - Σ.Φ.Ε.Β.Α
Κάποτε σκοτεινιάζει ὁ οὐρανός. Κατάμαυρα σύννεφα σκεπάζουν τὸν ἥλιο. Τὴ νύχτα τὸ σκοτάδι γίνεται ψηλαφητό. Σβήνουν τ᾿ ἀστέρια, χάνεται ὁ οὐρανός. Σὲ παλαιότερους καιροὺς ποὺ δὲν ὑπῆρχαν πυξίδες καὶ ἄλλα σύγχρονα ὄργανα, τὰ πλοῖα ἔχαναν τὸν προσανατολισμό τους, παραδίδονταν στὴ βία τῶν κυμάτων.
Ἔτσι εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κάποτε βαραίνει μολύβι ὁ οὐρανός. Χάνει τὸν ὁρίζοντα ἡ ψυχή, θαλασσοδέρνεται ἀβοήθητη.
Κατὰ καιροὺς ἡ σκοτεινιὰ ἀποκτάει εὐρύτερες διαστάσεις. Πνίγονται σ᾿ αὐτὴν λαοὶ καὶ ἔθνη. Πελαγοδρομοῦν σὲ ἀχαρτογράφητα νερά.
Τέτοια εἶναι ἡ ἐποχή μας. Ἔχασε τὸν δρόμο της, τὸν προσανατολισμό της. Ἐγκατέλειψε τὸν προορισμό της. Μὲς στὴ δική της σύγχυση θαλασσοπνίγονται τὰ πλήθη τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ ἀπορία ξεχειλίζει ἀναπάντητη, βασανιστική: Ποῦ πᾶμε; Τί μᾶς περιμένει ἄραγε αὔριο; Τυραννικὰ ἐρωτήματα, ἀγωνία «ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ» (Λουκ. κα΄ [21] 26).
Κάθε μέρα ποὺ περνάει, πυκνώνει πιὸ πολὺ τὸ ἤδη ὑπέρπυκνο σκοτάδι. Κάθε μέρα ποὺ ἔρχεται, σέρνει μαζί της ἀσήκωτο φορτίο στενοχωρίας, ἀνασφάλειας, φόβου καὶ ἀγωνίας.
Κάθε μέρα βυθίζει ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴ διαφθορὰ τὸν ἤδη διεφθαρμένο πλανήτη. Ἁπλώνει τὴν παρανομία παντοῦ, εἰσάγει τὴν ἁμαρτία μέχρι τὸ μεδούλι ἀκόμη καὶ τῶν πολὺ μικρῶν παιδιῶν. Παραδίδει στὴ σαρκολατρία μικροὺς καὶ μεγάλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πλούσιους καὶ φτωχούς. Διαλύει τὴν οἰκογένεια, ἀποσαθρώνει τὴν κοινωνία, παραλύει τὰ ἔθνη, πολτοποιεῖ τοὺς λαούς, τοὺς ὑποδουλώνει σὲ παρὰ φύσιν ἀνομολόγητα πάθη, νομιμοποιεῖ τὶς πιὸ φρικτὲς διαστροφὲς, ἐξανδραποδίζει τὰ παιδιά, τὰ παραδίδει ἀνήμπορα στὰ νύχια τῶν ἐμπόρων ναρκωτικῶν, τῶν συμμοριῶν trafficking (διακινητῶν πορνείας), τὰ πνίγει στὸ βοῦρκο τῶν πιὸ αἰσχρῶν ἡδονῶν.
Ἂν ἦταν πόλεμος, οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπιαναν τὰ ὅπλα, τὸ ἀρχηγεῖο θὰ κήρυττε γενικὴ ἐπιστράτευση, ὁ στρατὸς θὰ ἔσπευδε στὰ σύνορα. Ἂν ἦταν…
Ἀλλὰ εἶναι!
Πόλεμος εἶναι. Πόλεμος «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»· εἶναι πόλεμος μὲ τὰ διαβολικὰ τάγματα, μὲ τοὺς κοσμοκράτορες ποὺ ἐξουσιάζουν τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, τῶν βυθισμένων στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου τούτου. Πόλεμος μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ κατοικοῦν ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό (Ἐφ. ς΄ 12).
Εἶναι πόλεμος ἀμφιβολιῶν, πόλεμος λογισμῶν, πόλεμος παθῶν. Καὶ ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος παλεύει μὲ τὰ κύματα καταμεσῆς τοῦ ὠκεανοῦ. Οἱ ὀλιγόπιστοι τὰ χάνουν, ἀμφιταλαντεύονται, ἀναρωτιοῦνται μήπως πρέπει κι αὐτοὶ νὰ συμβιβαστοῦν.
Ὅμως…
Ὁδεύοντας οἱ πιστοὶ σὲ τέτοια κρίσιμη καμπὴ τῆς ἱστορίας καὶ ἐρχόμενοι ἀντιμέτωποι μὲ τοὺς ἀμέτρητους πειρασμούς της, ὀφείλουμε νὰ μὴ λησμονοῦμε ποτὲ δύο βασικότατες ἀλήθειες, γιὰ νὰ κρατοῦμε σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη τὴν κατεύθυνση τοῦ πλοίου τῆς ζωῆς μας.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καίρια ἀλήθεια ὅτι κύριος τῆς ἱστορίας καὶ κυβερνήτης τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Δημιουργὸς καὶ Ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται· καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε»· ὅλα διαμέσου Αὐτοῦ καὶ γι᾿ Αὐτὸν ἔχουν δημιουργηθεῖ. Κι Αὐτὸς ὑπάρχει πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, καὶ ὅλα ἀπ᾿ Αὐτὸν συγκρατοῦνται καὶ διατηροῦνται στὴν ὕπαρξη (Κολ. α΄ 16, 17).
Ὀφείλουμε δηλαδὴ νὰ θυμόμαστε πάντα ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὰ σπουργιτάκια βρίσκονται μέσα στὴν πρόνοια καὶ τὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὸ θέλημά Του.
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια ποὺ ἐπίσης πρέπει νὰ κρατᾶμε ζωντανὴ μέσα μας εἶναι τὸ ὅτι ἔχει ἀξία νὰ μένει κανεὶς πιστὸς καὶ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς κρίσιμες περιστάσεις. Ὁ στρατιώτης δοκιμάζεται στὸν πόλεμο, ὁ μαθητὴς στὶς ἐξετάσεις, ὁ ἀθλητὴς στοὺς ἀγῶνες καὶ ὁ πιστὸς στοὺς δίσεκτους καιροὺς τῶν μεγάλων πειρασμῶν.
Λοιπόν, τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης μάχης. Εἶναι προνόμιο νὰ ζοῦμε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς τῆς μεγάλης ἀποστασίας. Νὰ δίνουμε τὴ μαρτυρία μας σ᾿ αὐτούς. Νὰ βεβαιώνουμε μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὸ διάχυτο σατανικὸ ψεῦδος.
Εἶναι προνόμιο νὰ κρατᾶμε ὑψωμένη τὴ σημαία τῆς Ὀρθοδοξίας τώρα, γιὰ νὰ χαροῦμε καὶ τὸν ἐρχόμενο θρίαμβό της, τὴν ἐπικράτησή της σὲ ὅλο τὸν κόσμο αὔριο!
Πηγή: Ο Σωτήρ
Συνοπτικά σχόλια
Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή.
Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη1 κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο• και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού2 και με το θειο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό3 και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.
Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου• δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας• δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ• δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου• δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου• δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος• δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό• δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό• δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».
Στο Ενοριακό Αρχονταρίκι του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», o Πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Τσιμούρης συζήτησε το θέμα «Η προσφορά του Γέροντος Γεωργίου Καψάνη στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία», με τον Ιερομόναχο Λουκά Γρηγοριάτη, τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου.
Προλογίζοντας ο π. Σπυρίδων χαρακτήρισε τον μακαριστό Γέροντα πρόσωπο αγαπητό και πρόσωπο – σταθμός. Έναν άνθρωπο λεβέντη γεμάτο από αγάπη, θεολογική γνώση, κρυστάλλινη εμμονή στην αλήθεια.
Ακολούθως έλαβε τον λόγο ο π. Λουκάς Γρηγοριάτης. Όπως είπε, ο μακαριστός Γέροντας για πάρα πολλούς ανθρώπους, αποτέλεσε το πρόσωπο εκείνο που τους στήριξε, τους αγάπησε, τους βοήθησε να προχωρήσουν με ασφάλεια στην πνευματική ζωή.
Προσέφερε πρώτα τον εαυτό του στην Εκκλησία κι έτσι μπόρεσε κατόπιν να προσφέρει και το έργο του στην Εκκλησία. Όλη του η ζωή, από την παιδική του ηλικία, ήταν για την Εκκλησία.
Η ζωή του
Στη συνέχεια ο π. Λουκάς αναφέρθηκε στα βασικά στοιχεία της ζωής του μακαριστού, που δείχνουν και τον τρόπο της προσφοράς του στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία.
«Πρόσωπο φωτεινό, καθαρό. Χαίρονταν οι άνθρωποι να είναι κοντά του, να τον ακούνε και να τον βλέπουνε. Νους οξυδερκής, φρόνημα ταπεινό, καρδιά ευσπλαχνική.»
Περιέγραψε στο σημείο αυτό, τις πέντε βασικές αρετές του Γέροντα. Πρώτη του αρετή, η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Την προς τον Θεό αγάπη, την έκρυβε επιμελώς. Την αγάπη του προς τους ανθρώπους, δεν μπορούσε να την κρύψει.
Αγαπούσε αληθινά, πνευματικά, χριστοκεντρικά, με καθαρότητα και ανιδιοτέλεια. Αγαπούσε με θυσία του εαυτού του. Οι πολλές του ασθένειες, δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα φυσικής φθοράς, αλλά και συνέπειες της αγάπης του.
Η υπομονή του ήταν επίσης καρπός της αγάπης του. Γι᾽ αυτό και στην βαριά ασθένεια του καρκίνου, δεν βαρυγκώμησε.
Δεύτερη αρετή του, ήταν η πίστη του, ως βίωμα εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο Γέροντας ήταν απόλυτα αναπαυμένος με το θέλημα του Θεού. Πολύτιμο συνεργό στην άσκηση της πίστεως, είχε την προσευχή. Προσευχόταν αθόρυβα, καρδιακά, αληθινά.
Τρίτη αρετή του, η ταπεινοφροσύνη του. Δεν αυτοσχεδίαζε, δεν ήθελε να προβάλλει κάτι καινούργιο ώστε να δημιουργήσει εντυπώσεις, οπαδούς, σχολή. Ήθελε μόνο να γίνεται το θέλημα του Θεού.
Όπως είπε χαρακτηριστικά επ᾽ αυτού:
«Ήλθε στο Άγιο Όρος με μικρή συνοδεία. Δεν θέλησε να επιβληθεί στην παλιά αδελφότητα. Την αγκάλιασε, την τίμησε, την στήριξε.
Το πόνεσε το Άγιο Όρος και δόθηκε στο Άγιο Όρος.»
Τέταρτη αρετή του, ήταν η εκκλησιαστικότητα των κινήτρων του. Η συνεισφορά του στο έργο της Εκκλησίας, δεν εξυπηρετούσε αλλότρια συμφέροντα, δεν έκρυβε ιδιοτέλεια ή υστεροβουλία. Τα έδινε όλα για την Εκκλησία.
Και η πέμπτη αρετή του, ήταν η διάκριση, η οποία είχε δύο εκφράσεις. Να ενεργεί με κατά Θεόν ευγένεια και φρόνηση, έτσι ώστε και όταν διαφωνούσε να μην προσβάλλει. Και δεύτερον να διακρίνει αμέσως τα πνεύματα, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πότε η παρέμβαση του ήταν αναγκαία και πότε όχι, πότε συνέφερε τη Εκκλησία μια οξεία αντίδραση και πότε έπρεπε να ενεργεί ήπια.
Έτσι, έχοντας αυτές τις βάσεις, διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, για 40 χρόνια, από το 1974 έως το 2014.
Η ποιμαντική του
Στη συνέχεια ο π. Λουκάς ανέπτυξε την ποιμαντική διακονία και προσφορά του Γέροντα Γεωργίου.
Από νωρίς λοιπόν, άρχισε την κατηχητική του δραστηριότητα. Συνέλαβε την ιδέα να συστήσει ένα ίδρυμα νεότητας στο πλαίσιο της Ενορίας Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου. Σε αυτό θα έβρισκαν πνευματική στήριξη οι νέοι της Ενορίας. Ήταν την δεκαετία του ’50 που ίδρυσε το Χριστιανικό Ίδρυμα Νεότητος «Ο Παντοκράτωρ».
Η ποιμαντική των φυλακισμένων, ήταν το αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής. Και οι επισκέψεις στις φυλακές ανηλίκων, το εφαρμοσμένο μάθημα του στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής.
«Όμως τον κέρδισε τελικά η ποιμαντική του λαού του Θεού. Την ακαδημαϊκή θέση αντάλλαξε με το μοναχικό σχήμα και την ιεροσύνη.
Στο κέντρο της ποιμαντικής του, ήταν η ησυχαστική παράδοση της Φιλοκαλίας, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των Κολλυβάδων Πατέρων. Συχνά ο λόγος του ήταν περί μετανοίας και νοεράς προσευχής.
Πολλοί νέοι έγιναν μοναχοί κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση.»
Ώριμος στην σωματική και πνευματική ηλικία, προσέφερε την ποιμαντική του και στον γυναικείο μοναχισμό. Μεγάλα κοινόβια και μικρά μοναστηράκια, δέχτηκαν την ποιμαντική του φροντίδα.
Πόθος του Γέροντα ήταν εμείς οι Ορθόδοξοι να καλλιεργήσουμε την αυτοσυνειδησία μας. Ότι δηλαδή, μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Στη συνέχεια ο π. Λουκάς έκανε μνεία και της Ιεραποστολικής προσφοράς του Γέροντα, κάνοντας αναφορά και στο πρόσωπο του φλογερού ιεραποστόλου, του μακαριστού π. Κοσμά Γρηγοριάτη.
Η προσφορά του Γέροντα Γεωργίου ήταν να συντονίζει, να εμψυχώνει, να επιβλέπει, να παρηγορεί, να χειρίζεται καταστάσεις που απαιτούσαν διάκριση και πνευματική ωριμότητα.
Να προσφέρει κατάλληλους μοναχούς και δυνάμεις, ώστε το έργο εκεί να αποδώσει καρπούς.
Η αντιμετώπιση των δυσκολιών και των εντάσεων μέσα στην Εκκλησία
Σε ερώτηση του π. Σπυρίδωνα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Γέροντας αντιμετώπιζε δύσκολες καταστάσεις και εντάσεις εντός της Εκκλησίας, ο π. Λουκάς απάντησε πως στεκόταν απέναντι σε τέτοιες εντάσεις με μερικά σπουδαία χαρακτηριστικά.
Το πρώτο ήταν ο πόνος του. Πονούσε για το θέμα και η αγάπη του ήταν αυτή που έβγαινε απ᾽ την ψυχή του απέναντι στα πρόσωπα που σχετίζονταν με το θέμα.
Ταυτόχρονα όμως προσευχόταν να γίνει το θέλημα του Θεού και ενεργούσε με ταπεινοφροσύνη και διάκριση. Ήταν η καρδιακή καθαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τέτοιες καταστάσεις.
Ο εκκλησιαστικός άνθρωπος και η έννοια της «εκκλησιαστικότητας»
Ο Γέροντας οδηγούσε τα πνευματικά του παιδιά, σε αυτό που είναι το θέλημα του Θεού για τον καθένα. Να γίνουν κατά Χάριν θεοί, τέκνα Θεού.
«Διότι αυτό διαφοροποιεί την Εκκλησία από τα άλλα συστήματα. Ο εκκλησιαστικός άνθρωπος στοχεύει και παιδαγωγεί προς αυτό που θέλει ο Θεός από μας. Να ενωθούμε μαζί του.»
Το χάρισμα της πατρότητας
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το χάρισμα της πατρότητας του Γέροντα, ο π. Λουκάς απάντησε πως ήταν ακένωτη η πατρική του αγάπη. Γι᾽ αυτό και ήταν μεγάλος ο πόνος με τον οποίον υποδεχόταν κάθε άνθρωπο.
Και συμπλήρωσε πως θεωρούσε την υπακοή, το καλύτερο μέσο και τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην αληθινή ελευθερία.
Η ζωή στην Ενορία
Επόμενο θέμα ήταν η ζωή στη Ενορία, όπως της προσέγγιζε ο Γέροντας Γεώργιος. Η ζωή του Ορθοδόξου λαού, όπως έλεγε, είναι γύρω από την Εκκλησία, γύρω απ᾽ την Αγία Τράπεζα.
Και η Ενορία είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της Εκκλησίας «εν τόπῳ», γύρω απ᾽ το θυσιαστήριο και τον εφημέριο της, ουσιαστικά γύρω από την Θεία Λειτουργία.
Όπως είπε ο π. Λουκάς:
«Η Ενορία είναι μία κοινωνία εν Χριστώ, αυτών οι οποίοι εκκλησιάζονται εκεί. Με κέντρο το Ναό, τη Θεία Λειτουργία και το λατρευτικό έργο της Ενορίας, γίνονται όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες.
Βγαίνουμε απ᾽ την Εκκλησία και συνεχίζουμε να ενεργούμε λειτουργικά, ευχαριστιακά.»
Η θεολογία για τον Γέροντα
Ο Γέροντας Γεώργιος, θέλησε η θεολογία του να είναι εμπειρική και όχι διανοητική. Πως δηλαδή τα δόγματα της Εκκλησίας γίνονται πράξεις και πως οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, γίνονται τρόποι βιώσεως της καθημερινότητας μας.
Πίστευε ο Γέροντας, πως ο σωστός τρόπος θεολογίας είναι η ταπεινή υπακοή σε αυτό το οποίο έχουν πει οι Άγιοι Πατέρες, ώστε να είναι έκφραση της εν Αγίῳ Πνεύματι, εμπειρίας των θεοφόρων Πατέρων.
Η μνήμη του Γέροντα
Τελευταίο ερώτημα του π. Σπυρίδωνα προς τον συνομιλητή του, ήταν το πώς θα θυμάται τον Γέροντα. Ο π. Λουκάς απάντησε σχετικά:
«Ο Γέροντας είναι εκείνος που μας αγάπησε, μας γέννησε πνευματικά, μας στήριξε ως πατέρας, μας άφησε μια ισχυρή πνευματική παρακαταθήκη.
Κι εκείνος ο οποίος απ᾽ τον ουρανό, φροντίζει για την σωτηρία μας.»
Πηγή: Συνοδοιπορία
Από τα δόγματα και τας αληθείας που φυλάσσει η Εκκλησία άλλα μεν τα έχομεν πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε, που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών εκ της παραδόσεως των αποστόλων, τα εκάμαμεν δεκτά. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η άγραφος παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν δια την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικρά γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρησιν επ' αυτών.
Διότι αν επιχειρούσαμεν να εγκατελείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμεν θα εζημιώναμεν το Ευαγγέλιον εις την ουσίαν του ή μάλλον θα μετετρέπαμεν το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα. Λόγου χάριν (δια να θυμηθώ το πρώτον και πιο συνηθισμένον απ' όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστιν των με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφώμεθα προς Ανατολάς κατά την προσευχήν ποιον γραπτόν έργον μας το εδίδαξε; Τους λόγους της επικλήσεως κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος εκ των αγίων μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς εις αυτά που οι απόστολοι ή το Ευαγγέλιον μνημονεύουν, αλλά προς της Ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, διότι εδιδάχθημεν από την άγραφον διδασκαλίαν ότι έχουν μεγάλην δύναμιν εις την επιτέλεσιν του Μυστηρίου.
Ευλογούμεν επίσης και το ύδωρ του βαπτίσματος και το έλαιον του Χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποια γραπτά κείμενα τα επήραμεν αυτά; Δεν τα γνωρίζαμεν από την σιωπηράν και μυστικήν παράδοσιν; Ποιος γραπτός λόγος διδάσκει την δια του ελαίου χρίσιν; Από πού επήραμεν το να βαπτίζωμεν τρεις φοράς εις το ύδωρ τον άνθρωπον; Και τα άλλα ακόμη τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξις του Σατανά και των αγγέλων αυτού, από ποιον σύγγραμα διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευθείσαν και μυστικήν διδασκαλίαν, την οποίαν διετήρησαν οι πατέρες μας εν σιγή χωρίς να τη πολυερευνούν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπήν να προστατεύομεν την σεμνοτητα των μυστηρίων; Διότι πώς ήτο δυνατόν να διακηρυχθεί το νόημα αυτών τα οποία ούτε να ιδούν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι; Τι επεδίωκεν άραγε ο μέγας Μωυσής με το να καθορίσει ότι δεν ημπορούν όλοι να εισέρχονται εις το ιερόν; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψεν ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται˙ αφού δε άφησε τα προαύλια μόνον δια τους καθαρωτέρους, τους Λευίτας μόνον έκρινε ως αξίους να προσφέρουν λατρείαν εις τον Θεόν. Ενώ δε εξεχώρισεν ως έργον των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλην την άλλην ιερουργίαν, επέτρεψε εις ένα μόνον, τον αρχιερέα να εισέρχεται εις τα άδυτα. Και δι'αυτόν καθώρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μίαν μόνον ημέραν του χρόνου και κατά ωρισμένην ώρα, ώστε να εποπτεύει τα Άγια των Αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήτο τούτο κάτι ασυνήθιστον και ξεχωριστόν.
Εγνώριζε καλώς ο σοφός Μωυσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένον και ευκολοπλησίαστον, το απομεμακρυσμένον όμως και σπάνιον το θεωρεί κατά φυσικήν ακολουθίαν ως περισπούδαστον. Κατά τον ίδιο τρόπον λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ αρχής τους εν τη Εκκλησία θεσμούς επεδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και την σιωπήν την σεμνότητα των Μυστηρίων. Άλλωστε παύει να είναι μυστήριον αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οιοσδήποτε.
Αυτό είναι το νόημα της αγράφου παραδόσεως˙ να μη αμεληθή και περιφρονηθή η γνώσις των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνηθείας. Υπάρχει διαφορά μεταξύ δόγματος και κηρύγματος. Το δόγμα σιωπάται˙ τα κηρύγματα δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων επ' ωφελεία των αναγνωστών.
Δι' αυτόν τον λόγον, ενώ όλοι στρεφόμεθα κατά την προσευχήν προς ανατολάς, ολίγοι γνωρίζομεν ότι επιζητούμεν έτσι την παλαιάν πατρίδα, τον παράδεισον, τον οποίον εφύτευσεν ο Θεός εις την Εδέμ που ευρίσκεται προς ανατολάς. Όρθιοι προσφέρομεν τας ευχάς κατά την ημέραν της Κυριακής˙ δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγον. Όχι μόνον δια να υπενθυμίσουμε εις τους εαυτούς μας, με την στάσιν μας κατά την αναστάσιμον ημέραν, την Χάριν που μας εδόθη, ότι δηλαδή αναστηθήκαμεν μαζί με τον Χριστόν και εμείς και οφείλομεν να επιδιώκωμεν τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικών της μελλούσης ζωής.
Δια τούτο ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδος , δεν ωνομάσθη απόν Μωυσή πρώτη, αλλά μία. ‘‘Έγινε, λέγει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, και έχομεν έτσι μίαν ημέραν’’ (Γεν.1,5). Και τούτο διότι η ίδια ημέρα κάνει τον αυτόν κύκλον πολλάς φοράς. Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα, και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μίαν πράγματι και αληθινήν ογδόη ημέραν, εις την οποίαν αναφέρεται και ο ψαλμωδός εις μερικάς επιγραφάς των ψαλμών, την κατάστασιν που θα διαδεχθή αυτόν τον χρόνον , την ατελείωτον ημέραν, την αβασίλευτον, που δεν τη διαδέχεται η νύκτα, τον ατελείωτον εκείνον και αγέραστον αιώνα.
Αναγκαστικώς λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει εις τα τέκνα της να προσεύχονται κατ' αυτήν την ημέραν όρθιοι, ώστε με τη διαρκή υπόμνησιν της αιωνίου ζωής να μη παραμελούμεν τα εφόδια δια την εκεί μετάβασίν μας. Ολόκληρος δε η περίοδος της πεντηκοστής είναι υπόμνησις της εις το μέλλον αναμενόμενης αναστάσεως. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιασθή επτά φοράς, συμπληρώνει τας επτά εβδομάδας της ιερά περιόδου της Πεντηκοστής. Άρχεται δηλαδή από Κυριακήν και τελείωνει πάλιν εις Κυριακήν και επαναλαμβάνεται ενδιαμέσως πεντήκοντα φοράς ο αυτός κύκλος της ημέρας. Μιμείται δια τούτο την αιωνιότητα και είναι ομοία προς αυτήν˙ όπως εις την κυκλικήν κίνησιν, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλιν εις τα ίδια. Κατ'αυτήν λοιπόν την ημέραν οι θεσμοί της Εκκλησίας μας εδίδαξαν να προτιμώμεν την ορθίαν στάσιν, σαν να μεταφέρουν έτσι με τη διαρκή υπόμνησιν τον νουν μας από τα παρόντα εις τα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισίαν επίσης εγειρόμεθα, δια να δείξομεν έτσι ότι λόγω της αμαρτίας επέσαμεν εις την γην, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτιστού μας ωδηγηθήκαμε εις τον ουρανόν.
Δεν θα με φθάση η ημέρα δια να εκθέσω τα άγραφα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Πηγή: (Μέγας Βασίλειος, ΕΠΕ, ΤΟΜΟΣ 10, ΕΡΓΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...