Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
1. Εάν στ’ αλήθεια είσαι ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματά σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου, μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά που σου έκαμαν, αλλά μάλλον η ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών που σε αδίκησαν, όπως το πολύ νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς που σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ο μακάριος Ελισσαίος στους εχθρούς του, που ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή δύναμη που είχε μέσα του˙ όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά, τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του. (223-4). Το χρήμα και η αγάπη.
2. Όπως δεν είναι δυνατό, στο ίδιο σώμα να υπάρχει και η υγεία και η αρρώστια και να μη σβήσει το ένα εξαιτίας του άλλου, έτσι ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρχουν στο ίδιο σπίτι το πολύ χρήμα και η αγάπη, και να μην εξαλειφθεί το ένα από το άλλο. (278). Η αγάπη δεν έχει εμπάθεια.
3. Πάντοτε τούτον τον τρόπο να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργισθεί, και να μη ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη που έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα κάποιου άλλου.
Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι’ αυτόν, και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια, και μην ανάψεις από θυμό εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί η αγάπη του Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με εμπάθεια. (31).
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου”. Ερμηνευτική απόδοση – επιμέλεια, Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη), Η άλλη όψη
Ο Μέγας Βασίλειος δίνει τον ακόλουθο ορισμό της νηστείας: «Νηστεία αληθινή είναι η αποξένωσις από το κακόν, η εγκράτεια της γλώσσης, η αποχή από τον θυμόν, ο χωρισμός από τας επιθυμίας, την καταλαλιάν, το ψεύδος και την ψευδορκίαν. Η στέρησις από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Μέσα εις αυτά λοιπόν η νηστεία είναι αγαθόν».
Ο περιορισμός της νηστείας στην αποχή από φαγητά δεν είναι «αγαθόν»· μόνο νηστεία τού σώματος που συνοδεύεται από τον χωρισμό από τα πάθη λογίζεται αρετή. «Η αληθινή νηστεία είναι η αποξένωσις από τα κακά» επαναλαμβάνει ο Μ. Βασίλειος και παραπέμπει στο Ης. ξγ' 4-6' να λύσης τα δεσμά της αδικίας, μη νηστεύεις χάριν διαμάχης και έριδος. «Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον άδελφόν σου· δεν πίνεις οίνον, αλλά δεν είσαι εγκρατής εις τας ύβρεις».
«Διότι ποίον είναι το όφελος εάν απέχης από τροφάς, αλλά τρώγεις δια των οφθαλμών την ακολασίαν της μοιχείας ή με την θέλησίν σου ακούεις δια των ώτων ματαίας και διαβολικάς φωνάς; Δεν ωφελεί καθόλου να απέχης από τροφάς, όμως να μην απέχης από την έπαρσιν της υψηλοφροσύνης, της κενοδοξίας και κάθε πάθους. Ή τι ωφελεί βεβαίως να είσαι εγκρατής εις τας τροφάς, αλλά να μην απέχης από πονηρούς λογισμούς... Ας γίνωμε λοιπόν εγκρατείς εις όλα αυτά, δια να μη έλθη ποτέ εις ημάς η κατηγορία τού Κυρίου, ότι διυλίζομεν τον κώνωπα και καταπίνομε την κάμηλον (Ματθ. κγ' 24)» (Μ. Βασίλειος).
Για τον Μ. Βασίλειο η νηστεία είναι παλαιότερη εντολή (Γέν. β' 17). Το «μη φάγετε», λέγει, είναι «νομοθέτημα νηστείας και εγκράτειας». Μετά από την πτώση όμως η νηστεία πήρε τη θέση τού ιατρού, γιατί συνδέεται με τη μετάνοια· είναι η μετάνοια τού σώματος! Εκείνος που νηστεύει δεν μιμείται την παρακοή της Εύας και δεν ακολουθεί τη συμβουλή του φιδιού. Για τους πρωτόπλαστους η «νηστεία» ήταν το μέτρο που θα εδοκιμάζετο η σφοδρή επιθυμία των να μείνουν σε κοινωνία με τον Θεό. Μετά από την πτώση η νηστεία, που συνοδεύεται με την άσκηση των άλλων αρετών, αποτελεί θεμέλιο στο οποίο ο πνευματικός αθλητής στηρίζει τον πνευματικό του αγώνα.
«Η νηστεία, οπού είναι ο ιατρός των ψυχών ημών», λέγει ο Συμεών ο νέος Θεολόγος, «έχει συνήθειαν, άλλου χριστιανού να ταπεινώση την σάρκα και άλλου να καταπραΰνη τον θυμόν και άλλον να φέρη εις προ-θυμίαν δια να κάμη το καλόν και άλλου να καθαρίζη τον νουν του και να τον κάμνη ελεύθερον από τους πονηρούς λογισμούς. Και άλλου να δαμάζη την αδάμαστον και ακράτητον γλώσσαν και να την κρατά με τον φόβον τού Θεού... Και άλλου να εμποδίζη τα μάτια να μη κοιτάζουν εδώ και εκεί και να περιεργάζονται τι κάμνει ο ένας και ο άλλος, αλλά κάμνει τον κάθε ένα να προσεχή εις τον εαυτόν του και να ενθυμήται τα ιδικά του ελαττώματα...». Η νηστεία οδηγεί σε κατάνυξη και μας βοηθεί να περάσουμε με τη χάρη τού Θεού «όλην την ταραχήν των παθών και την φουρτούνα των πειρασμών τού διαβόλου οπού μας καταδυναστεύει πικρώς και θέλει έλθωμεν εις τον λιμένα της απαθείας», καταλήγει ο ίδιος πατέρας.
«Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε να κλείσης και το στόμα· διότι η γλώσσα ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν συ κοπιάσης λίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθεί» (Κλίμαξ).
«Η σωματική νηστεία δεν είναι το πρώτο· κατέχει τελευταίον μέρος εις τον χώρον της αρετής» (Χρυσ.). Η αληθινή νηστεία είναι «βία φύσεως και περιτομή των ηδονών τού λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις τού νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως... σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής ελαφρότης τού ύπνου, υγεία τού σώματος πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις τού παραδείσου» (Κλίμαξ). Οι κόποι και οι ταλαιπωρίες είναι η συνεργασία τού σώματος στην άσκηση των αρετών της ψυχής, λέγει ο Μ. Βασίλειος και αναφέρεται στη νηστεία τού Κυρίου, τού Μωυσή και τού Ηλία
Διακρίνοντας τη νηστεία τού Κυρίου με την ιδική μας νηστεία ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει πως η νηστεία Εκείνου προβάλλεται εναντίον των πειρασμών (Ματθ. δ' 1-2), ενώ για μας σημαίνει «συμμετοχή εις την νέκρωσιν τού Χριστού και μία προεόρτιος κάθαρσις». Και δεν είναι αυτό «παντελής αποχή από τας τροφάς», λέγει ο Μ. Βασίλειος, αλλά «αποχή από τας απολαύσεις, με σκοπόν να συντρίψωμε το φρόνημα της σαρκός (Ρωμ. η' 8) και να επιτύχωμε τον σκοπόν της ευσέβειας». Γι' αυτό κανείς δεν εξαιρείται «από τον κατάλογον των νηστευόντων... Άγγελοι είναι αυτοί που κάμνουν την καταγραφήν των νηστευόντων εις κάθε εκκλησίαν».
Σκοπός της νηστείας δεν είναι η συντριβή τού σώματος, αλλά χαλιναγώγηση της δυνάμεως της σάρκας ώστε ο ίππος των επιθυμιών να καταστεί ευπειθής, λέγει ο Χρυσόστομος και συνιστά την τροφή για την ικανοποίηση των αναγκών.
Η νηστεία είναι όπλο στην εκστρατεία εναντίον τού Διαβόλου (Μάρκ. θ' 29). Ένας πολεμιστής προμηθεύεται πάντοτε τα αναγκαία τρόφιμα, όχι εκείνα που χρησιμεύουν στην απόλαυση· έτσι πρέπει να κάνει και ο πολεμιστής εναντίον των αοράτων έχθρων, λέγει ο Μ. Βασίλειος και προσθέτει σε άλλο σημείο: «Η εγκράτεια πρέπει να ορίζεται δια κάθε άνθρωπο ανάλογα της σωματικής του δυνάμεως, ώστε ούτε ολιγώτερον της υπαρχούσης δυνάμεως να αγωνισθώμεν, ούτε να επεκτεινόμεθα υπέρ την δύναμιν. Διότι και τούτο, νομίζω, πρέπει να προσέξωμε, μήπως δηλαδή καταλύσωμε την αντοχήν τού σώματος με την υπερβολήν της εγκράτειας και το καταστήσωμεν ανίκανον να επιτελέση τας σπουδαίας πράξεις».
Αναφερόμενος στην αναγκαιότητα της εργασίας και ταυτόχρονα της νηστείας λέγει· «πρέπει να νηστεύωμε και να τρώγωμεν όπως απαιτείται από την θεοσέβειαν ώστε όταν μεν χρειάζεται να εκτελεσθή η εντολή τού Θεού δια της νηστείας, να νηστεύσωμεν όταν δε πάλιν η εντολή τού Θεού ζητή τροφή τονωτικήν δια το σώμα, να φάγωμεν όχι ως γαστρίμαργοι, άλλ' ως εργάται τού Θεού. Διότι πρέπει να τηρούμε τον λόγον τού αποστόλου· «είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α' Κορ. Γ 31).
Εκείνος που τρώγει τόσο, «όσον χρειάζεται δια να αναλάβη δυνάμεις το σώμα που ασθενεί», λέγει ο Χρυσόστομος, μπορεί να είναι «εφάμιλλος προς εκείνον που νηστεύει ως προς την σωφροσύνην της ψυχής. Γιατί και αν το σώμα είναι ασθενικό για τη νηστεία, δεν είναι ασθενικό για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την τρυφηλή ζωή και να αποφύγει την αμαρτία ή να μετάσχει με κατάνυξη στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Αυτός που για λόγους ασθενείας δεν νηστεύει σε τίποτε δεν εμποδίζεται να ασκηθεί στην ταπείνωση, να περιφρονήσει την κενοδοξία, να προσεύχεται και να εξομολογείται και να βοηθεί τον εαυτό του με την ελεημοσύνη», λέγει ο Χρυσόστομος και υπογραμμίζει ότι η ελεημοσύνη μπορεί να εξαλείψει τις αμαρτίες μας, όταν την ασκούμε με αφθονία και χωρίς επίδειξη ενώπιον των ανθρώπων.
«Διότι υπάρχουν πράγματι τρόποι κατά πολύ σπουδαιότεροι από την αποχήν από τα τρόφιμα, οι οποίοι μπορούν να μας ανοίξουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Θεόν. Εκείνος λοιπόν, που τρώγει και δεν ημπορεί να νηστεύει ας επιδεικνύει πλουσιωτέραν ελεημοσύνην, εκτενείς προσευχάς ας έχη έντονον προθυμίαν δια την ακρόασιν των θείων λόγων εδώ δεν μας εμποδίζει καθόλου».
Πηγή: (Από το βιβλίο: Το νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
«Γιατί σε καιρό νηστείας νηστεύουμε το λάδι και τα ψάρια και τρώμε ελιές και αυγοτάραχο;»
Η παλιά και αληθινή νηστεία συνίσταται στην πλήρη αποχή τροφής ή στην ξηροφαγία. Επειδή όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί στις μεγάλες περιόδους των νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, λόγω δύσκολων συνθηκών ζωής ή έλλειψης ζήλου, έχουν στην πράξη επινοηθεί διάφορες διευκολύνσεις, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της νηστείας από όλους τους πιστούς.
Στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί μετά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.) των νηστήσιμων ημερών κατέλυαν μόνο νερό και ψωμί. Σιγά-σιγά όμως όχι μόνο η διάρκεια της ολοκληρωτικής αποχής από τροφή περιορίστηκε στα συνηθισμένα και στις άλλες μέρες όρια γι αυτό μετατέθηκαν και οι Εσπερινοί της Τεσσαρακοστής και οι Προηγιασμένες το πρωί αλλά και άλλα είδη τροφών άρχισαν να χρησιμοποιούνται, όπως οι καρποί, τα όσπρια, τα οστρακόδερμα, τα μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να κατανοηθεί και το ότι τρώμε ελιές κατά τις ημέρες που δεν τρώμε λάδι, και αυγοτάραχο κατά τις ημέρες που απέχουμε από ψάρια. Για το πρώτο μπορούμε να επικαλεστούμε το λόγο ότι οι ελιές τρώγονται ως καρπός, ενώ η απαγόρευση του λαδιού αφορά στα φαγητά που παρασκευάζονται με λάδι. Για το δεύτερο η δικαιολογία είναι λιγότερο εύλογη, αφού δεν ισχύει το ίδιο για το γάλα ή τα αυγά, αλλά και αυτά απαγορεύονται κατά τις νηστείες μας ως «καρπός... και γεννήματα ων απεχόμεθα» κατά τον 56ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Γνωρίζω πάντως ευλαβείς χριστιανούς που κατανοούν ότι πρόκειται για «οικονομία», και κατά τις ημέρες των μεγάλων νηστειών, όπως και την παραμονή που θα κοινωνήσουν, απέχουν και από ελιές και από αυγοτάραχο.
Είναι αλήθεια πως αυτή την ερώτηση την ακούμε συχνά από καλοπροαίρετους πιστούς και συχνότερα από μερικούς που ειρωνεύονται τις νηστείες. Θα μπορούσε και στις δύο περιπτώσεις να υπογραμμιστεί η ελαστικότητα και το φιλάνθρωπο των σχετικών εθίμων και των κανόνων της Εκκλησίας, που δεν έχουν σκοπό να εξοντώσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βοηθήσουν να ασκηθούν στην εγκράτεια και να κυριαρχήσουν στα πάθη τους. Αν τους σκανδαλίζουν οι τροφές αυτές, μπορούν να απέχουν από αυτές χωρίς κατά τον απόστολο να εξουθενώνουν τους «εσθίοντας» ή να «κρίνουν» (Ρω 14,3) την Εκκλησία για την φιλάνθρωπη τακτική της. Το να αναλάβει η Εκκλησία αγώνα για την εκκαθάριση των σχετικών με τη νηστεία εθίμων και των τροφών που τρώγονται ή όχι σ αυτήν, ούτε του παρόντος είναι ούτε μπορεί να μείνει πάντοτε μέσα στα όρια της σοβαρότητος. Εκείνο που πρωτεύει είναι ο τονισμός της ανάγκης της νηστείας και της πνευματικής ωφέλειας που προέρχεται απ' αυτή, καθώς και η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν συμμόρφωση των πιστών στις σχετικές εκκλησιαστικές διατάξεις, που αρκετά έχουν ατονήσει στις μέρες μας.
Από τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί ότι υπάρχει σαν πρόσωπο αρχίζει να λειτουργεί και συνειδησιακά. Αρχίζει δηλαδή να ενεργοποιείται η συνείδησή του.
Τι είναι, όμως, συνείδηση; Η λέξη «συνείδηση» παράγεται εκ του «σύνοιδα» που σημαίνει γνώση – συναίσθηση.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και η σημερινή φιλοσοφία και θεολογία χωρίζουν την συνείδηση σε ηθική και ψυχολογική.
Η ψυχολογία διδάσκει ότι συνείδηση είναι η άμεση γνώση περί των προσωπικών καταστάσεων και ενεργειών. Γνωρίζω τι γνωρίζω και γνωρίζω ό,τι γνωρίζω. Ο Τζον Λοκ το 1690 υποστήριζε ότι «η αντίληψη των όσων συμβαίνουν στην διάνοια του ανθρώπου αυτό είναι συνείδηση». Ο Γιουνγκ, ο Αντλερ, ο Φρόυδ κ.άλ. συμφωνούν ότι είναι δύσκολο να καθορισθεί η έννοια της συνειδήσεως και μάλιστα της ψυχολογικής.
Στον χώρο της φιλοσοφίας το πρόβλημα της συνειδήσεως υπήρχε από τους αρχαίους χρόνους. Παλαιοί και νέοι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι συνείδηση είναι η εσωτερική δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει και να επικρίνει τις πράξεις του και τις πράξεις των άλλων.
Από ηθικής τώρα πλευράς όλες οι θρησκείες του κόσμου καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι συνείδηση είναι η εσώτερη μαρτυρία και κρίση, η οποία υποβοηθεί τον άνθρωπο να διακρίνει το «σώζον» από του «βλάπτοντος».
Έρχεται, όμως, η ορθόδοξος θεολογία, βασισμένη στην Αγία Γραφή και την Πατερική διδασκαλία, να διευκρινήσει ότι συνείδηση είναι η ενδιάθετη «φωνή» του Θεού, ως έμφυτος ηθικός νόμος, μέσῳ της οποίας διακρίνεται το αγαθό από το κακό (Βλ. Ρωμ. 2, 14-16). Ωθούμενος ο άνθρωπος προς το αγαθό, αποφεύγει το κακό. Η συνείδηση λειτουργεί είτε ως διδάσκαλος είτε ως κριτής του. «Οτ' αν γαρ αμαρτάνομεν διά της συνειδήσεως ημών διελέγχουσα κατά πρόσωπον υπαντά, ότε δε μετανοώμεν δίδωσι πάροδον» (Μάξ. Ομολ. CCG 10, 158).
Στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου διαβάζουμε: «Η γαρ καύχησις ημών αύτη εστίν, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών» (Β´Κορ. 1, 12). Αξιοσημείωτη είναι η ρήση του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο οποίος τονίζει ότι καθαρή και ακατηγόρητη συνείδηση είναι προϋπόθεση της αμέσου και με παρρησία σχέσεώς μας με τον Θεό: «Εάν η καρδία μη καταγινώσκῃ ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον θεόν» (Α´ Ἰωάν. 3, 21).
Ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί την συνείδηση ως δώρο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, ώστε να γίνεται ακριβής διάγνωση των καλών και των κακών: «Και τούτο δε της του Θεού φιλανθρωπίας, ην περί το των ανθρώπων γένος επεδείξατο, το εκάστῳ ημών επιθείναι κριτήριον αδέκαστον το συνειδός, έχον ακριβή την διάγνωσιν των καλών και των ου τοιούτων» (PG 53, 50).
Ο σημερινός άνθρωπος, δυστυχώς, έχει «κεκαυστηριασμένη την ιδίαν συνείδησιν» (Πρβλ. Α´ Τιμ. 4, 2), την έχει νεκρώσει. Οταν μαζοποιήται και δεν υπάρχει πλέον ως πρόσωπο· όταν άγεται και φέρεται από τοὺς διάφορους λαοπλάνους και διαστρεβλωτὲς της αληθείας· όταν παρασύρεται από τα ποικίλα ρεύματα παραθρησκείας, αιρέσεως και ηθικού ξεπεσμού, χωρίς να δύναται να διατηρήσει το δικό του πρόσωπο και την δική του ελεύθερη επιλογή, τότε ο άνθρωπος υποβιβάζει την οντολογική συνείδησή του, η οποία αδρανεί, διαστρέφεται και τελικώς νεκρώνεται.
Μόνον ο εκείνος που ζει εκκλησιαστικά - πνευματικά μπορεί να υποστηρίζει ότι διαθέτει καθαρή συνείδηση. Και τούτο για τον λόγο ότι μόνον στην εν Χριστώ ζωή υπάρχει η δυνατότητα να υφίσταται η συνείδηση στον χώρο της πραγματικής ελευθερίας και των ορθών κριτηρίων για την ανάπαυση και την λύτρωσή μας. «Το δε τέλος της παραγγελίας εστίν αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου» (Α´Τιμ. 1, 5). Όταν το «θέλω» του ανθρώπου ταυτίζεται με το «θέλω» του Δημιουργού μας Θεού, όπως εκφράζεται μέσα από το «θέλω» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τότε λέμε ότι η συνείδησή μας ταυτίζεται με την συνείδηση της Εκκλησίας. Τότε έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι ενεργούμε κατά συνείδηση. Τότε μπορούμε κι εμείς να ομολογήσουμε: «Εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω θεώ άχρι ταύτης της ημέρας» (Πράξ. 23, 1).
Πηγή: Ακτίνες
Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό μία κυρίαρχη καί διαβρωτική ἀμφισβήτηση∙ ἀπό μία συνολική ἀπαξίωση καί ἀπόρριψη τῶν πάντων. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς ἀλλοίωσης, τῆς μετάλλαξης, τῆς διαστροφῆς καί τοῦ ἀρνητισμοῦ. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς σύγχυσης, τῆς πλάνης, τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀμετανοησίας∙ μιά ἐποχή ἀθεΐας, ἀντιθεΐας, αὐτονομημένης ἰσοθεΐας καί αὐτοθεοποίησης. Ζοῦμε στήν ἐποχή μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, πού ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς του καί τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων.
Αὐτή ἡ Νέα Ἐποχή ὑπάρχει καί δραστηριοποιεῖται στούς ἀντίποδες τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σωτηριολογικοῦ Του ἔργου. Ἀρνεῖται καί ἀντιμάχεται τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Περιθωριοποιεῖ καί ἀπορρίπτει τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, τήν Παναγία μας, τούς Ἁγίους μας καί ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν ἁγιασμό τους, τήν θέωσή τους.
Γευόμαστε καθημερινά καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο τόν πόλεμο πού γίνεται κατά τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, κατά τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λαοῦ μας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας, τήν ἁγιοτόκο καί ἀπαστράπτουσα πνευματικά πατρίδα μας, κάποιοι ἐπηρμένοι αὐτοαποκαλούμενοι διαφωτιστές, γοητευμένοι ἀπό τά ψευδο-σπινθηρίσματα τῆς ἀλλοιωτικῆς νεοεποχικῆς ἰδεοληψίας τους, ἐπιδιώκουν νά καταργήσουν τήν πίστη, τήν παράδοση καί τήν ἱστορική αὐτοσυνειδησία τοῦ εὐλαβοῦς καί πιστοῦ λαοῦ μας.
Ἀνάλογα φαινόμενα διαπιστώνουμε, δυστυχῶς, καί μεταξύ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, μή ἐξαιρουμένων τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, πού πολλές φορές δέν βιώνουμε γνήσια καί αὐθεντικά τόν εὐαγγελικό τρόπο ζωῆς, ἀλλά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν λογικοκρατία, τήν ἐκλογικευμένη καί ἰδεολογικοποιημένη πίστη, ἀπό τήν διαλυτική ἐκκοσμίκευση καί τόν δυτικό τρόπο ζωῆς, οὐσιαστικά ἀποκλίνουμε καί ἐκτροχιαζόμαστε ἀπό τόν ἴδιο τόν προορισμό μας, τό ἴδιο τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό καί Δημιουργό μας.
Ὅλα αὐτά τά φαινόμενα, ἄλλωστε, τῆς σήψεως καί τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπαξιώσεως καί τοῦ ἐκμαυλισμοῦ, πού μᾶς κατακλύζουν, δέν γενήθηκαν σήμερα, ξαφνικά καί ἀναίτια. Εἶναι ἀπότοκα τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ἀλαζονείας, τῆς νοησιαρχίας, τῆς αὐτάρκειας, τῆς φιλοχρηματίας, τῆς ἀπληστίας, τοῦ καιροσκοπισμοῦ, τῆς ἄκρατης εὐδαιμονίας, πού κυοφοροῦνται ἐπί μακρόν διάστημα μέσα στήν κοινωνία μας. Εἶναι ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἡ ἀπροσπάθειά μας γιά τό καθ’ ὁμοίωσιν, ἡ ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ὅλα αὐτά γίνονται, παρότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἕνα καί μόνο σκοπό, νά θεωθεῖ, νά γίνει, δηλαδή, θεός κατά χάριν.
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, «ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ “κατ᾿ εἰκόνα” στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του».
»Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ -συνεχίζει ὁ φωτισμένος Γέροντας- ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν. Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά»1 .
Γιά νά φθάσει, ὅμως, ἀδελφοί, σέ αὐτή τήν ὀντολογική ἕνωση μέ τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά στρέψει τόν νοῦ, τήν καρδιά καί τήν ἀγάπη του ἀπό τά κτίσματα στόν Κτίστη, ὥστε φωτισμένος πλέον ὁ νοῦς καί μέ κεκαθαρμένη καρδιά νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, νά φθάσει δηλαδή στήν θέωση. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό τήν ἄγνοια ἤ τήν περιθωριοποίηση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀκόμη καί ἀπό ἐμᾶς τούς πιστούς, δίνοντας ἀποκλειστική σημασία στήν λογική, στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς καί τήν ἀναγόρευσή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί μοναδικό ρυθμιστή τῶν κρίσεων καί τῶν ἐπιλογῶν. Κυριαρχεῖται, δηλαδή, ἀπό τόν ὀρθολογισμό, πού εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στήν λογική μας· εἶναι ἡ ἀναγωγή της σέ ἀπόλυτη καί κυρίαρχη ἀξία. Μέ τήν λογική, ὅμως, ὅπως θα δείξουμε στήν συνέχεια, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε σέ καμμία περίπτωση τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας, ὅπως ἀναφέρεται καί στόν τίτλο τοῦ ἀποψινοῦ μας θέματος. Τόν Θεό τόν γνωρίζουμε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ κεκαθαρμένη ἀπό τά πάθη καρδιά φθάνουν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ· βιώνουν ἐμπειρικά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· μετέχουν στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί βλέπουν τό ἄκτιστο Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό εἶδαν καί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι καί μαθητές τοῦ Χριστοῦ μας στό ὄρος Θαβώρ.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό καί γιά τήν εὐχερέστερη κατανόηση τοῦ θέματός μας, εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνουμε μία εἰσαγωγή καί νά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀπλανή ὁδηγό τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων2 . Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε τί εἶναι ἡ ψυχή, ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες καί τά γνωρίσματά της, πότε καί πῶς δημιουργεῖται, ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τί συμβαίνει μέ τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό σῶμα, ὅταν ἐπέρχεται, δηλαδή, ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰσαγωγικά περί ψυχῆς
Θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι κτιστή. Εἶναι «οὐσία γεννητὴ», ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης3 . Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι κτιστή, δημιουργημένη καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄναρχος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος, ἀνέκφραστος, ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.
Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἄρα κανένα κτίσμα δέν εἶναι αἰώνιο καί ἀθάνατο. Εἰδικά, ὅμως, ἡ ψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θεία βούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή θνητή κατά τήν φύση, ἀλλά ἀθάνατη κατά χάριν.
Ἡ ψυχή εἶναι ἐθελότρεπτη, αὐτεξούσια, ἔχει, δηλαδή, ἐλεύθερη βούληση, ἐλεύθερη προαίρεση καί ἐλεύθερη ἐπιλογή. Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόν ἑαυτό του, νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί τῆς δραστηριότητάς του. Τόσο πολύ, μάλιστα, σέβεται ὁ Θεός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού, ὅπως μᾶς ἀναφέρει τό πατερικό λόγιο, «ὁ ἄνευ σοῦ πλάσας σε (Θεός) οὐ δύναται ἄνευ σοῦ σῶσαί σε»· δηλαδή ὁ Θεός, πού χωρίς τήν δική σου συμμετοχή σέ ἔπλασε, δέν μπορεῖ, χωρίς τήν δική σου συμμετοχή, νά σέ σώσει. Τό αὐτεξούσιο εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀκόμη καί νά Τόν ἀρνεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν. «Ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον»4 , μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
Ἕνα καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο δέν ἀπαντήθηκε ποτέ ἐπαρκῶς οὔτε ἀπό τήν φιλοσοφία οὔτε ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη, εἶναι τό πῶς καί πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τό ἔχουν ἀπαντήσει σαφέστατα. Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος.
Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»· μέ τήν σύλληψη, δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα, θείᾳ βουλήσει, καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἡ ψυχή εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐκδηλώσει τίς ἐνέργειές της ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐνέργειές της, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, «κατ’ αὔξησιν γὰρ τὴν τοῦ σώματος καὶ αὕτη τὰς οἰκείας ἐνεργείας διαδείκνυσι»5 , ὅσο, δηλαδή, αὐξάνεται τὸ (ἀνθρώπινο) σῶμα, τόσο φανερώνει καὶ ἡ ψυχή τὶς ἐνέργειές της.
Τό τονίζουμε αὐτό διότι κυκλοφοροῦν ποικίλες λανθασμένες ἀπόψεις καί θεωρίες γιά τό θέμα. Κάποιες ἀπό αὐτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται τούς πρώτους μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ ἐμβρύου καί συγκεκριμένα μετά τόν τρίτο μήνα τῆς κυήσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα ἀπενοχοποιοῦν τίς ἀμβλώσεις, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό πραγματικοί ἠθελημένοι φόνοι καί μάλιστα κατά ἀνυπεράσπιστων νηπίων.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπάρχουν καί οἱ θεωρίες, πού εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή προϋπάρχει τοῦ σώματος. Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, παράγωγο τῆς ὁποίας εἶναι καί αὐτή τῆς μετεμψυχώσεως. Κατά τόν μέγιστο Ἕλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα, ἡ ψυχή, ἔχοντας ἁμαρτήσει στόν χῶρο τῶν ἰδεῶν, τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεό καί ἐγκλωβίζεται στό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν φυλακή τῆς ψυχῆς.6
Τό σῶμα, ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση τήν φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος7 . Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «Δέν εἶναι ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα μέσα στήν ψυχή»8 . Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ9 . Εἶναι, δηλαδή, καί μέσα σέ ὁλόκληρο τό σῶμα, ἀλλά ταυτόχρονα περιβάλλει ἐξωτερικά καί ὁλόκληρο τό σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων.10
Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ψυχή καί σῶμα συνιστοῦν στόν ἄνθρωπο μία ἀδιάρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Ἡ διάρρηξη αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας σηματοδοτεῖ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.
Μετά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν διάρρηξη τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας, ἡ ψυχή ἀναχωρώντας πρός τόν οὐρανό ἀναμένει καί ποθεῖ τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό σῶμα κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στήν Δευτέρα Παρουσία, μέ τό δικό της σῶμα μέ τό ὁποῖο ἔζησε στήν γῆ. Τό σῶμα, πού θά ἔχει πεθάνει, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, στήν γῆ, θά ἀναστηθεῖ, θά ἀναπλασθεῖ καί θά ἀνακαινιστεῖ κατά τήν μέλλουσα κρίση. Θά εἶναι πνευματικό καί ἄφθαρτο, ὄχι ὅμως καί ἄϋλο, ἀφού ἄϋλος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ὡς κτιστό, θά ἔχει κάποια ὑλικότητα. Θά ἔχει διαστάσεις, ἀλλά ὄχι βαρύτητα. Θά εἶναι διακριτό, θά ἔχει, δηλαδή, σχῆμα ἀναγνωρίσιμο (θά ἀναγνωρίζεται, δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ καθένας). Ἡ ψυχή, πού δέν πεθαίνει ποτέ ὀντολογικά, γιατί εἶναι κατά χάριν ἀθάνατη, θά συνδεθεῖ ξανά μέ τό δικό της ἀνακαινισμένο πλέον σῶμα καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, καί πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ πολύ γνωστός καί πολυγραφότατος θεολόγος, φιλόλογος καί συγγραφέας τῆς ἐποχῆς μας, μακαριστός Νικόλαος Βασιλειάδης στό θαυμάσιο καί κλασικό του βιβλίο «Τό Μυστήριο τοῦ Θανάτου», «τό σῶμα ἐκεῖνο θά εἶναι τό “αὐτό καί οὐκ αὐτό”, ὅπως σημειώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Δηλαδή, θά εἶναι αὐτό τοῦτο τό σῶμα, πού ὑπῆρξεν ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές»11 .
Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο, λοιπόν, ἀνθρώπινο σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό καί ὄχι θνητό καί φθαρτό, ὅπως ἦταν στήν βιολογική ζωή του.
Στήν αἰώνια ζωή, λοιπόν, μετά τήν τελική Κρίση, αὐτός ὁ ἄφθαρτος καί ἀνακαινισμένος πλέον ἄνθρωπος, εἴτε σεσωσμένος εἴτε κολασμένος, θά βλέπει τό ἴδιο πρᾶγμα, δηλαδή τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς [κατα]καίη... Ἡ βίωσις, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ».
»Ὁπότε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν παπάδων –συνεχίζει- δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦμε αὐτήν τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνη ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἑστιάζεται στό πῶς θά δῆ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν... Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττη στούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται εἴτε ὡς Φῶς εἴτε ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεόν, καί νά προετοιμάζη [ἡ Ἐκκλησία] τά μέλη της, ὥστε νά δοῦν τόν Θεόν ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς. Αὐτή ἡ προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὡς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίση καί νά τελειώση σ’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ’ αὐτήν τή ζωή νά γίνη ἡ θεραπεία καί νά περατωθῆ. Διότι μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια»12 .
Γι’ αὐτό καί εἶναι τελείως ἐσφαλμένη ἡ ἀντίληψη τῶν κατηγόρων τοῦ χριστιανισμοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν μετά θάνατο ζωή ἤ ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι θρησκεία πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά κάποια ἄλλη ζωή, γιά ἕναν μακρυνό δηλαδή Παράδεισο. Ὁ χριστιανισμός κατ’ ἀρχήν δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι οὔτε κοινωνικός ἐργάτης, οὔτε φιλόσοφος καί ὅσοι τόν ἀντιμετωπίζουν ἤ τόν ἀποδέχονται μόνο ὡς στοχαστή, ἐπαναστάτη ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ ὅσοι ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο, ὅσοι δηλαδή δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος), αὐτοί δέν μποροῦν οὐσιαστικά νά εἶναι χριστιανοί καί μάλιστα ὀρθόδοξοι, ἄν δέν ἐνεργοποιοῦν τήν ἐν Χριστῷ ταυτότητά τους.
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός καί συνεχίζει λέγοντας πώς «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἰ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση) γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” της ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»13 . Γι’ αὐτό καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τόνιζε συνεχῶς καί μέ ἐπιμονή ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα πρακτορεῖο πού κόβει εἰσιτήρια γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά εἶναι νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δῆ τόν Θεό, τότε ὁ Θεός νά γίνη Παράδεισος γι’ αὐτόν. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θεραπεύθηκαν καί γι’ αὐτό βίωσαν τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Θεραπεύθηκε ἡ ψυχή τους καί τό σῶμα τους, γι’ αὐτό καί τά σώματα ἔγιναν ἱερά λείψανα, πού ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»14 .
Τί εἶναι, ὅμως, τό ἄκτιστο φῶς, θά ρωτοῦσε κάποιος, γιά τό ὁποῖο τόσος πολύς λόγος γίνεται καί ἡ θέα καί ἡ μέθεξη τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας καί θά εἶναι αὐτό πού θά ἀπολαμβάνουμε στήν ἄλλη ζωή;
«Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»15 . Καί ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στήν πρώτη του ἐπιστολή, ἐπαναλαμβάνει αὐτή τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ] καί ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»16 . Δηλαδή: Σᾶς ἀναγγέλλουμε αὐτήν τήν ἀγγελία, τήν ὁποία ἀκούσαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί δέν ὑπάρχει σ’ Αὐτόν καθόλου σκοτάδι.
Ἡ θέα καί ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός -ὅπως τήν εἶδαν καί στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ τρεῖς ἀπόστολοι καί μαθητές τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ- δέν μπορεῖ, βεβαίως, νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Δέν μποροῦν τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. Γι’ αὐτό καί θά μεταφέρουμε, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, βέβαια, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν θεοπτῶν δηλαδή, ἔτσι ὅπως τήν βίωσαν καί τήν καταγράφουν οἱ ἴδιοι, ὥστε νά λάβουμε μία ἐλάχιστη γνώση.
Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνές (καθαρό) φῶς, ἄναρχον καὶ ἀΐδιον, πού πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά καί ἱλαρότητα καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων. Εἶναι ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο καί γεμάτο ἀπό μιά βαθειά εἰρήνη.
Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τόν ἁγιασμένο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, εἶναι ὡς πρός τήν φύση του θεία [ἄκτιστη, δηλαδή,] ἐνέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς. Κατά τή θέα του ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, πού ἐμπλουτίζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο17 . Τό θεῖο φῶς εἶναι ἄνωθεν δωρεά, εἶναι ἀκτινοβολία τῆς ὑπερκοσμίου δόξης, ἡ δόξα του πληροῖ τά πάντα. Εἶναι ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως, ἡ καλλονή τοῦ μέλλοντος καί μένοντος αἰῶνος, ἡ ἄναρχος καί ἀδιάδοχος βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄκτιστο, ἀνονόμαστο, ἀκράτητο, ἀκατάληπτο, ἄϋλο. Κάποτε γίνεται ὁρατό καί μέ τά σωματικά μάτια [ἐφόσον, βεβαίως, ἐνισχυθοῦν καταλλήλως ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ]. Εἶναι ἱλαρό καί τρυφερό, ἑλκύει πρός αὐτό καί τήν καρδιά καί τόν νοῦ οὕτως, ὥστε νά ἐπιλανθάνεταί τις τῆς γῆς [νά ξεχνᾶ κανείς τά γήινα], ἁρπαζόμενος εἰς ἄλλον κόσμον»18 .
Ἐδῶ, ἀδελφοί, κλείνουμε τήν εἰσαγωγή περί τῆς ψυχῆς καί εἰσερχόμαστε στό κυρίως θέμα. Ἴσως κάποια ἀπό αὐτά πού ἀναφέρθηκαν, καί ὅσα θά ἀναφερθοῦν καί στήν συνέχεια, θεωροῦνται κάπως δύσκολα, καί ὄντως εἶναι δύσκολα στήν κατανόησή τους, ὅταν μάλιστα ἐλάχιστα ἔχουμε ἐντρυφήσει σέ αὐτά. Συγχωρέστε μας, ἀλλά θά ἐπιμείνουμε σέ αὐτά, κι ἄς εἶναι δύσκολα, καθώς θεωροῦμε πολύ σημαντικό νά ἀσχολούμαστε καί μέ τέτοια θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι χριστιανοί μας, τολμῶ νά πῶ καί μεῖς οἱ κληρικοί καί μοναχοί, εἴμαστε ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά μελετᾶμε συχνά βιβλία ἑρμηνευτικά τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς πίστεώς μας καί νά ἀκοῦμε ἀνάλογα κηρύγματα καί διαλέξεις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πάντοτε στίς ὁμιλίες τους καί στά κείμενά τους ἀναφέρονταν, εὐκαίρως - ἀκαίρως, στίς δογματικές ἀλήθειες καί τήν θεολογία τῆς πίστεώς μας καί γι’ αὐτό οἱ χριστιανοί τῶν παλαιότερων ἐποχῶν ἦταν γνῶστες αὐτῶν τῶν θεμάτων καί συμμετεῖχαν ἐνεργά στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἔτσι ὁ πιστός λαός, ὡς ἐνημερωμένος, ὑπῆρξε πάντοτε καί ὁ φύλακας τῆς πίστεώς μας.
Ὁ νοῦς ὡς ὄργανο Θεογνωσίας
Ἡ εἰσαγωγική ἀναφορά μας στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπαραίτητη, θέλουμε νά πιστεύουμε, γιά τήν κατανόηση τοῦ ἀποψινοῦ μας θέματος, καθώς ὁ νοῦς καί ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι, ὅπως εἴδαμε, δύο ἀπό τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, συνιστοῦν, δηλαδή, τήν νοερά καί λογική ἐνέργειά της.
Ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, προσιδιάζει στήν γνώση καί ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου (τό ὁποῖο εἶναι καί ὑπέρλογο), δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ λογική ἐνέργεια στήν γνώση τοῦ κτιστοῦ, τοῦ φυσικοῦ δηλαδή κόσμου, πού μᾶς περιβάλλει.
Ἴσως λεκτικά νά ἠχεῖ ὡς πλεονασμός, ὅταν μιλᾶμε γιά λογική καί νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Κι αὐτό γιατί ἡ χρήση τῆς γλώσσας καί οἱ ὅροι εἶναι ἐπηρεασμένα σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ὅπου οἱ λέξεις λογική καί νοερά θεωροῦνται συνώνυμες καί οἱ ἔννοιές τους ταυτόσημες. Ταυτόσημες θεωροῦνται, ἐπίσης, καί οἱ ἔννοιες νοῦς, λογική καί διάνοια, τίς ὁποῖες θά δοῦμε παρακάτω. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅμως, οἱ λέξεις αὐτές λαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο καί σημαίνουν διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ὁ λόγος, ἡ λογική.
Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μᾶς διδάσκουν ὅτι στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο γνωστικά κέντρα, δύο τρόποι, δηλαδή, γιά νά καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Θεό. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει, δηλαδή, τήν ἕδρα του στήν καρδιά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτά τά δύο γνωστικά κέντρα ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, ἀπό τούς Πατέρες πνευματική γνώση (ὁ νοῦς) καί φυσική γνώση (ὁ λόγος, ἡ λογική).
Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ, δηλαδή, τήν πνευματική γνώση.
Ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν λόγο (τήν λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς κτίσεως καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ πρός τήν γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία, ὅμως, ἀποκτᾶ μόνο μέ τόν νοῦ. Μέ τήν λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στόν Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ, δηλαδή, τόν νοῦ μέ τόν λόγο (τήν λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τόν Θεό.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης: «Ἡ λογική, ἡ φυσική γνώση δηλαδή, εἶναι αὐτή πού μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε [καί] τήν πνευματική γνώση. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένη στήν φυσική γνώση, παραμένη στήν φύση καί δέν ἀνεβαίνει στόν Οὐρανό. Δηλαδή παραμένει στόν ἐπίγειο Παράδεισο πού ποτιζόταν ἀπό τόν Τίγρη καί τόν Εὐφράτη καί χαίρεται τήν ὄμορφη φύση μέ τά ζῶα, ἀλλά δέν ἀνεβαίνει στόν οὐράνιο Παράδεισο, νά χαρῆ μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους. Γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐράνιο Παράδεισο, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη στόν Νοικοκύρη τοῦ Παραδείσου, γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ταπεινωθοῦμε, γιά νά Τόν γνωρίσουμε καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του προσευχόμενοι καί νά Τόν δοξάσουμε καί ὅταν μᾶς βοηθάη καί ὅταν μᾶς δοκιμάζη»19 .
Ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ
Σύμφωνα μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο καί τόν μακαριστό Καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, « τό προπατορικό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ συνίσταται κυρίως σέ τρία πράγματα. Τό πρῶτο ὅτι ἔπαυσε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ. Τό δεύτερο ὅτι ταυτίστηκε ὁ νοῦς μέ τήν λογική, γι’ αὐτό ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος δέν ξέρει τί εἶναι ὁ νοῦς. Ξέρει μόνο τί εἶναι ἡ λογική. Καί τό τρίτον ὅτι ὑποδουλώθηκε ὁ νοῦς στά πάθη καί στίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος »20 .
Ὁ νοῦς, λοιπόν, μετά τήν πτώση ἀμαυρώθηκε, ἀσθένησε, σκοτίσθηκε, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες. Αὐτό σημαίνει ὅτι φεύγει ἀπό τήν κύρια ἐνασχόλησή του, πού εἶναι ἡ διαρκής μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί διαχέεται στό περιβάλλον καί στήν κτίση. Ἔτσι, ὁ νοῦς ὑποδουλώνεται στά πάθη καί ταυτίζεται μέ τήν λογική.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς λέει πώς ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου γιά νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπό τόν νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι κινοῦν τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς τῆς ψυχῆς, ὥστε νά ὑποδουλώσουν τόν νοῦ καί κατόπιν νά ἀκολουθήσει ἡ ὁλοκληρωτική συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. Μετά τήν ὑποχώρηση τοῦ νοῦ, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, «ἄγουσιν εἰς τήν κατά διάνοιαν ἁμαρτίαν καί, ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτόν λοιπόν αἰχμάλωτον εἰς τήν πράξιν»21 . Δηλαδή, ἀφοῦ ἡττηθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τήν προσβολή τῶν δαιμόνων, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία μέ τήν διάνοια καί μετά καί ἀπό αὐτό, κρατώντας τον αἰχμάλωτο, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία καί στήν πράξη.
Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία δημιουργεῖ μέσα του αὐτό πού οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν «εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας». Εἶναι αὐτό πού μέ σύγχρονους ὅρους θά λέγαμε ὅτι ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐφάμαρτες παραστάσεις, εἰκόνες, τίς ὁποῖες, ἐφόσον δέν τίς ἐξομολογηθεῖ ἐν μετανοίᾳ, ἀνά πᾶσα στιγμή καί σέ ἀνύποπτο χρόνο, -ἴσως καί μετά τήν παρέλευση πολλῶν ἐτῶν- τίς ἀνακαλεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγεῖ καί πάλι στήν πτώση καί στήν ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί σέ προχωρημένη ἡλικία.
Οἱ ἐφάμαρτες αὐτές παραστάσεις καλλιεργοῦνται στόν νοῦ, διά τῶν αἰσθήσεων, μέ τήν φαντασία. Ἡ φαντασία, κατά τήν ἁγιοπατερική παράδοση, εἶναι ἡ ἀποθήκη τῶν αἰσθήσεων. Ἡ φαντασία εἶναι μιά δύναμη τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος, καθώς εἶναι εὐάλωτη, καί τήν χρησιμοποιεῖ ὡς γέφυρα πρόσβασης στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ δράση τοῦ διαβόλου διά τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας ἀναχαιτίζεται μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά ἅγια μυστήρια καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ περιφρουροῦν καί διασφαλίζουν τίς πύλες τῶν αἰσθήσεων καί κόβουν, ἔτσι, τίς γέφυρες πρόσβασης τοῦ διαβόλου στόν νοῦ. Τά μυστήρια, καί ἰδιαίτερα ἡ ἐξομολόγηση, –πού μέ τόση πολλή λύσσα τήν πολεμᾶ ὁ διάβολος- εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό format (φορμάτ = ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Τόσο σπουδαῖο καί σωτήριο εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως!
Δοξασμένο τό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαχνίᾳ Του, μᾶς χάρισε ὅλα τά μέσα καί τά ἀντίδοτα, τά ἅγια Μυστήριά Του δηλαδή, γιά νά ὑπερνικοῦμε τά ὅπλα καί τίς πονηρές μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου!
Ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ
Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ στά ἐξωτερικά πράγματα ἔχει ὡς συνέπεια ὁ νοῦς νά ὑπολειτουργεῖ, χωρίς βέβαια νά καταστρέφεται. Ἡ θεραπεία του εἶναι νά ἐπιστρέψει ὁ νοῦς στήν καρδιά, ὥστε νά μπορεῖ νά λειτουργήσει κατά φύση, νά ἔχει, δηλαδή, συνεχή μνήμη Θεοῦ.
Αὐτό μᾶς τό πιστοποιεῖ καί τό ἐμπειρικό παράδειγμα πού μᾶς μεταφέρει μία ἁγιασμένη μορφή τῶν ἡμερῶν μας, ὁ χαρισματοῦχος μακαριστός γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. Σᾶς παρακαλῶ νά δώσετε ἰδιαίτερη προσοχή στό παράδειγμα αὐτό. « Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἄν κάνῃς, λέγε τήν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νά λέγῃς τήν εὐχή ταυτοχρόνως εἰς τήν ἐργασίαν σου. Θά ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῶ θά κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῶ θά ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θά λέγῃς ταυτοχρόνως καί τήν εὐχή. Θά λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σάν νά ἔχῃς δύο ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θά λέγῃ τήν εὐχήν καί ὁ ἄλλος θά ἐκτελῆ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι »22 . Αὐτοί οἱ «δύο ἐγκέφαλοι», πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Γέροντας εἶναι τά δύο γνωστικά κέντρα, πού προαναφέραμε. Ἕνα εἶναι ὁ νοῦς καί ἕνα ἡ λογική. Μπορεῖ, δηλαδή, κάποιος χρησιμοποιώντας τήν λογική νά ἐπιδίδεται ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί λεπτές διανοητικές ἐργασίες (ὑπολογισμούς, λογιστικά, πειράματα, λεπτές χειρουργικές ἐπεμβάσεις, ὁδήγηση κ.λπ.) καί ταυτόχρονα νά διατηρεῖ τόν νοῦ του ἀνέπαφο καί ἀπόλυτα συγκεντρωμένο στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ λέγοντας τήν εὐχή, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις δέν εἶναι μόνο γιά τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἀδελφούς λαϊκούς. Δέν εἶναι οὔτε πολύ δύσκολο οὔτε πολύ εὔκολο. Σᾶς τό βεβαιώνω, εἰλικρινά, καθώς ἔχω γνωρίσει τέτοια πρόσωπα, στίς μέρες μας, ὄχι μόνο κληρικούς καί μοναχούς, ἀλλά καί ἀρκετούς ἀδελφούς λαϊκούς, πού ἔχουν φτάσει σέ αὐτή τήν κατάσταση, πού περιγράφει ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Ἐφραίμ. Ἀπαιτοῦνται, βεβαίως, προϋποθέσεις, δηλαδή μετάνοια, ταπείνωση, αὐτομεμψία καί ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα.
Ἀδελφοί, προσοχή! Τίποτε δέν γίνεται χωρίς πνευματικό πατέρα καί καθοδηγό, χωρίς πετραχήλι, χωρίς ἐξομολόγηση καί ἐξαγόρευση. Παράκληση θερμή καί καρδιακή: νά ἀποκτήσουμε ὅλοι μας, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, πνευματικό πατέρα-ἐξομολόγο.
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, γιά τήν θεραπεία τοῦ νοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο παθῶν καί ἰατρεῖο ψυχῶν. Στό πνευματικό αὐτό νοσοκομεῖο τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ ἀρχίατροι, οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ ἰατροί καί οἱ μοναχοί καί οἱ ἄλλοι συνεργάτες τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως ἐσεῖς, πού εἶστε κατηχητές, κυκλάρχες, ὁμαδάρχες στίς κατασκηνώσεις κ.λπ.) εἶναι οἱ νοσοκόμοι καί θεραπευτές. Ὅλοι, ὅμως, καί τό ἰατρικό καί νοσηλευτικό προσωπικό, ὡς θνητοί ἄνθρωποι καί αὐτοί, ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας. Τελικά ὅλοι μας, μηδενός ἐξαιρουμένου -ὡς σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες- εἴμαστε πνευματικά ἀσθενεῖς καί ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη θεραπείας, καί μάλιστα ἐντατικῆς θεραπείας.
Ἡ θεραπευτική ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός.
Θεραπευμένος, ἔτσι, ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδιά καί ἀποκτᾶ τήν πνευματική γνώση, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς, τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγραμμάτους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Ἡ πνευματική γνώση, λοιπόν, εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ γνώση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς, ταπεινούς καί καθαρούς ἀνθρώπους καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.
Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τήν ἄκτιστη χάρη καί δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ἐλπίδα στόν Κύριό μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης, διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργουμένης. Εἶναι φιλαδελφία, καλοσύνη, συγχωρητικότητα.
Αὐτή ἡ πνευματική γνώση μᾶς ὁδηγεῖ νά κατανοήσουμε τήν λογική τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἐνεργεῖ, δηλαδή, ὁ Θεός στήν ζωή μας. Ἡ λογική τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄλλη, ἐντελῶς διαφορετική καί πολλές φορές ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη ἀπό τήν λογική τοῦ κόσμου καί τό κοσμικό φρόνημα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος —ὁ κοσμικός ἄνθρωπος— ἀγωνίζεται καθημερινά γιά νά κάνει τήν ζωή του πιό εὔκολη, πιό ἄνετη, πιό βολική. Στόχος καί ἐπιδίωξή του εἶναι ἡ εὐμάρεια καί ἡ εὐδαιμονία. Θέλει νά ζεῖ καλά, νά ἔχει ὑγεία, νά ἔχει καλή οἰκογενειακή ζωή, νά εἶναι ἐπιτυχημένος ἐπαγγελματικά, νά ἔχει χρήματα καί κτήματα, οἰκήματα καί ὀχήματα καί νά κατέχει πολλά ὑλικά ἀγαθά. Καί ἡ ἐπιθυμία του αὐτή δέν ἔχει μέτρο, δέν ἔχει ὅριο, ἀλλά εἶναι ἀκόρεστη, ἀσταμάτητη, γίνεται ἕνα συνεχές κυνηγητό πλούτου, ἀνέσεων καί ἐπιτυχιῶν.
Ἀντίθετα, γιά τήν λογική τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτά εἶναι ἀνούσια καί ξένα. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό μᾶς κατακτήσεις καί ἐπιτεύγματα, δέν μᾶς ὑπόσχεται ἀνέσεις καί ἐπιτυχίες, ἀλλά μᾶς καλεῖ σέ πνευματική ἐγρήγορση, σέ ἄσκηση, σέ κόπους, σέ ἀγώνα. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας δέν συνεπάγεται εὐτυχία καί εὐημερία, μέ τήν κοσμική τους ἔννοια. Ἀντίθετα, μάλιστα, ὁ Θεός μᾶς ἐπισκέπτεται καί μέσα ἀπό τίς θλίψεις, τόν πόνο, τίς ἀσθένειες. Μᾶς φανερώνεται μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, τίς ἀποτυχίες, τίς διώξεις, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, τούς ἐμπαιγμούς. Ἄκοπος καί ἄλυπος βίος δέν ὁδηγοῦν ποτέ στόν Οὐρανό, τονίζουν οἱ Πατέρες. «Οὐδείς ἀνέβη εἰς τόν οὐρανόν μετ’ ἀνέσεως», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ἄλλωστε, μᾶς ξεκαθάρισε ὅτι «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»23 .
Ὁ Ἅγιος Παῒσιος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς παρουσιάζει μέ ἐνάργεια καί γλαφυρότητα τήν διάσταση αὐτή ἀνάμεσα στήν ἀνθρώπινη λογική καί τήν λογική τοῦ Θεοῦ.
«Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γράφει, τά ἔβλεπαν ὅλα μέ τό πνευματικό, μέ τό θεϊκό μάτι. Τά Πατερικά εἶναι γραμμένα μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τίς ἑρμηνεῖες οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τώρα δέν ὑπάρχει συχνά αὐτό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά καταλαβαίνουν τά Πατερικά. Τά βλέπουν ὅλα μέ τό κοσμικό μάτι, δέν βλέπουν πιό πέρα, δέν ἔχουν τήν εὐρύτητα πού δίνουν ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη. Ὁ Μέγας Ἀρσένιος ἄφηνε τά βάγια μέσα στό νερό, χωρίς νά τό ἀλλάζη, καί τό νερό μύριζε πολύ. Ἐμεῖς ποῦ νά καταλάβουμε τί πήγαζε μέσα ἀπό ἐκεῖνο τό βρώμικο νερό! ‘‘Μά δέν τό καταλαβαίνω αὐτό’’, σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Δέν στέκεται νά δῆ μήπως ὑπάρχη καί κάτι ἄλλο, ἀλλά τό ἀρνεῖται, γιατί δέν τό καταλαβαίνει!
»Ὅταν μπαίνη ἡ λογική, δέν μπορεῖ νά καταλάβη κανείς οὔτε τό Εὐαγγέλιο οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀλλοιώνεται τό πνευματικό αἰσθητήριο, καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική του βγάζει ἄχρηστα καί τό Εὐαγγέλιο καί τά Πατερικά»24 .
Καί σέ ἄλλο σημεῖο σημείωνε:
«Θυμᾶμαι, ἦταν ἕνα γεροντάκι στήν Μονή Ἐσφιγμένου, τόσο ἁπλό πού καί τήν Ἀνάληψη [τοῦ Χριστοῦ] τήν νόμιζε γιά Ἁγία. Ἔκανε κομποσκοίνι καί ἔλεγε: «Ἁγία τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν»! Κάποτε ἕνας ἀδελφός στό Γηροκομεῖο ἦταν ἄρρωστος, καί δέν εἶχε τί νά τοῦ δώση νά φάη. Μιά καί δυό κατεβαίνει τίς σκάλες, ἀνοίγει τό παράθυρο πού ἔβλεπε πρός τήν θάλασσα, ἁπλώνει τά χέρια στήν θάλασσα καί λέει: «Ἁγία μου Ἀνάληψη, δῶσ’ μου ἕνα ψαράκι γιά τόν ἀδελφό». Καί ἀμέσως -ὤ τοῦ θαύματος!- ἕνα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει ἀπό τήν θάλασσα μέσα στά χέρια του. Οἱ ἄλλοι πού τό εἶδαν, ἔμειναν ἔκπληκτοι. Ἐκεῖνος τούς κοιτοῦσε καί χαμογελοῦσε, σά νά τούς ἔλεγε: «Τί παράξενο βλέπετε;». Ἐμεῖς ἔχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ὁ ἕνας ὁ Ἅγιος, πῶς μαρτύρησε ὁ ἄλλος, πότε ἔγινε ἡ Ἀνάληψη καί ποῦ ἔγινε καί πῶς ἔγινε, καί ὅμως οὔτε ἕνα τόσο δά ψαράκι δέν μποροῦμε νά ἔχουμε! Αὐτά εἶναι τά παράξενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ἡ λογική ὅσων διανοουμένων ἔχουν μέσα τους τόν ἑαυτό τους καί ὄχι τόν Θεό δέν τά συλλαμβάνει, γιατί ἔχουν τήν στεῖρα κοσμική γνώση μέ τήν κοσμική πνευματική ἀρρώστεια καί λείπει τό Ἅγιο Πνεῦμα»25 .
Καί σέ μία ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση ἔλεγε:
«Ἡ ἀριθμητική τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική ἀπό τήν ἀριθμητική τῶν ἀνθρώπων. Τό 4 γιά τόν Θεό εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τό 9 δέν εἶναι ἄριστα». Καί στήν ἐρώτηση μου πῶς ἐξηγεῖται αὐτό, εἶπε: «Ὅταν κανείς παίρνη 2 χαρίσματα ἀπό τόν Θεό καί τά διπλασιάζει (4) παίρνει ἄριστα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε 5 χαρίσματα καί ἀντί νά τά διπλασιάζει (10) τά ἔκανε 9 δέν πῆρε ἄριστα»26 .
Ἀδελφοί, ὁ ὀρθολογισμός, ὡς κύρια ἔκφραση αὐτῆς τῆς κοσμικῆς λογικῆς, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφανείας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση· γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο· καί ἐφ' ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγια μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε, λοιπόν, δίκιο· ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μίαν ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.
Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος, ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπῳδό τά λόγια τοῦ μηδενιστῆ Ἄλμπερτ Καμύ: «εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο» καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.
Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία, ἕνα σκαλοπάτι πρίν ἀπό τήν ἀμετανοησία. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὅμως, ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καί ἀποτελεῖ τήν οὐσία τοῦ ἅδη. Ἡ ὑπερηφάνεια δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀδυναμία, εἶναι λοιμώδης ἀσθένεια πού ὑποβόσκει σέ ὅλες τίς ἁμαρτίες.
Ἔτσι ὁ ὀρθολογισμός γίνεται ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία καί ὄχι μιά ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συναθρώπους του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται, ἔτσι, στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ μοναστηριακοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.
Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τήν λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του, στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.
Θά πρέπει, λοιπόν, νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, τόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως εὔστοχα καί γλαφυρά μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Παΐσιος:
«Ποιά λογική; Ἡ κοσμική; Αὐτή ἡ λογική δέν ἔχει καμμιά θέση στήν πνευματική ζωή. Μπαίνουν Ἄγγελοι, Ἅγιοι ἀπό τό παράθυρο, τούς βλέπεις, μιλᾶς μαζί τους, φεύγουν... Ἄν πᾶς νά τά ἐξετάσης αὐτά μέ τήν λογική, δέν γίνεται. Στήν ἐποχή μας πού ἔχουν αὐξηθῆ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στήν λογική κλόνισε τήν πίστη ἀπό τά θεμέλια καί γέμισε τίς ψυχές ἀπό ἐρωτηματικά καί ἀμφιβολίες. Γι' αὐτό στερούμαστε τά θαύματα, γιατί τό θαῦμα ζῆται καί δέν ἐξηγεῖται μέ τήν λογική. Ἀντίθετα, ἡ πίστη στόν Θεό τραβάει τήν θεϊκή δύναμη κάτω καί ἀναποδογυρίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα συμπεράσματα. Κάνει θαύματα, ἀνασταίνει νεκρούς καί ἀφήνει μέ στόμα ἀνοικτό τήν ἐπιστήμη. Ὅλα τά πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐξωτερικά φαίνονται ἀνάποδα. Ἄν δέν ἀναποδογυρίση κανείς τό κοσμικό του φρόνημα, νά γίνη πνευματικός ἄνθρωπος, ἀδύνατον εἶναι νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού μᾶς φαίνονται παράξενα (ἀνάποδα). Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐξωτερική ἐπιστημονική θεωρία, μοιάζει μέ ἀνόητο πού θέλει νά δῆ τόν Παράδεισο μέ τό τηλεσκόπιο»27 .
Αὐτή ἡ ὀρθολογιστική καί ὑλιστική ἀντίληψη τῆς ζωῆς –κύριο γνώρισμα τῆς δαιμονοκρατούμενης Νέας Ἐποχῆς– δηλητηριάζει τήν ἀνθρωπότητα καί ἀποσαθρώνει τά πνευματικά θεμέλια τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ κόσμου, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς. Μετατρέπει τά θεόσδοτα πρόσωπα σέ αὐτοδικαιωμένα, αὐτάρκη καί αὐτονομημένα ἄτομα, σέ ἀπομονωμένες μονάδες, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς κοινωνία προσώπων, προβάλλει τήν ὑπέρτατη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ὄχι τοῦ ἀτόμου. Ἀνάγει τήν ἁμαρτία σέ ἀξία, καθαιρεῖ τόν Θεό καί ἀποθεώνει τόν ἄνθρωπο, καθιστᾶ τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία σέ ἀπόλυτη αὐθεντία καί προσκυνᾶ τήν λογική, ἀρνεῖται τήν θεόσδοτη ἐλευθερία καί υἱοθετεῖ τήν δουλεία στά πάθη. Αὐτές οἱ ἀντιλήψεις καί πρακτικές εἰσβάλλουν μαζικά στόν ὀρθόδοξο κόσμο, ἰσοπεδώνοντας δόγματα, λατρεία καί παραδόσεις. Εἰσβάλλουν καί στήν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας τόσο στήν καθημερινή ζωή μας ὅσο καί στήν Ἐκκλησία μας μέ τό προσωπεῖο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως.
Ἀπό ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται περίτρανα τό πόσο σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε σωστή ὀρθόδοξη πίστη, καθώς αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τήν σωτηρία μας. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά μήν χάσουμε τήν πίστη μας, ἀλλά νά τήν διαφυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Ἄς ξεκινήσουμε τήν προσπάθεια νά μάθουμε τήν πίστη μας, γιατί δυστυχῶς ἀγνοοῦμε καίρια σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας.
Ἄς ξεκινήσουμε μία πιό συστηματική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί συγχρόνων πνευματικῶν κειμένων, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν πνευματική μας πορεία. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά κάνουμε αὐτή τήν ὑπέρβαση ἀπό τήν φυσική στήν πνευματική γνώση, ἀπό τόν παλαιό στόν νέο ἄνθρωπο, ἀπό τά ἐπίγεια στά Οὐράνια.
Ἄς ξεκινήσουμε τόν πνευματικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση τῶν παθῶν μας, ὥστε νά φθάσουμε στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ἀξιωθοῦμε, μέ τήν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τῆς ἀκτίστου δόξης Του καί ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἄς μήν πτοηθοῦμε ἀπό τήν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καί ἄς θέσουμε ὡς ἀρχικό μας στόχο τό πρῶτο στάδιο πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ὁ Πανάγαθος Θεός μας εἶναι Θεός τῶν καρδιῶν μας καί ἔρχεται καί πολλαπλασιάζει τήν κάθε καλή μας -ἔστω καί μικρή- προσπάθεια. Ἀκόμη, λοιπόν, κι ἄν δέν φτάσουμε σέ ὑψηλές καταστάσεις, ἀκόμη κι ἄν δέν γευτοῦμε τήν γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός ἀπό αὐτή τήν ζωή, τουλάχιστον ἄς τό ποθήσουμε μέ ζέση καί μέ καρδιά συντετριμμένη, μέ ταπείνωση, αὐτομεμψία καί μετάνοια, μέ νήψη, εὐχή καί προσευχή. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός καί θά συνεργήσει στούς κόπους μας καί θά μᾶς ἀνταμείψει.
Μᾶς διαβεβαιώνει γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μιλώντας γιά τόν ἀγωνιζόμενο πνευματικά, πού δέν πρόλαβε νά γευθεῖ τίς ἐμπειρίες τῆς θέας τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Μᾶς λέγει λοιπόν, ὁ Ἅγιος πώς «ἄν συντηρήσει τήν φυσική του θέρμη... καί δέν ἀφήσει τήν ἀναζήτηση καί τήν ἔρευνα καί τόν πρός Αὐτόν πόθο, ἀκόμη κι ἄν δέν τά ἔχει δεῖ, ἄν τρέφει τούς λογισμούς μέ τίς ἔννοιες τῶν ἀναγινωσκομένων θείων Γραφῶν καί τούς συγκρατεῖ, γιά νά μήν κλίνουν πρός τά ἀριστερά, καί δέν δεχθῆ κανένα διαβολικό σπόρο μέ μορφή ἀληθείας [νά μήν δεχθεῖ, δηλαδή, αἱρετικά φρονήματα], ἀλλά μᾶλλον φυλάξη τήν ψυχή του μέ ζῆλο καί ζήτηση ἀπό τόν Θεό μέ ἔμπονη προσευχή καί ὑπομονή, τότε αὐτός θά τοῦ παράσχη τά αἰτούμενα καί θά τοῦ ἀνοίξει τήν θύρα, καί μάλιστα λόγῳ τῆς ταπεινώσεώς του. Διότι τά μυστήρια ἀποκαλύπτονται στούς ταπεινόφρονες.
Ἄν ἀποθάνει μέ αὐτήν τήν ἐλπίδα, καί ἄν ἀκόμα δέν ἔχει δεῖ ἐκείνη τήν γῆ πουθενά, νομίζω ὅτι θά λάβει κληρονομιά μαζί μέ τούς παλαιούς δικαίους πού ἤλπισαν ὅτι θά φτάσουν στήν τελειότητα, ἀλλά δέν τήν ἀντίκρυσαν, κατά τό ἀποστολικό λόγιο, διότι ἐργάσθηκαν ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς των μέ τήν ἐλπίδα καί μέ αὐτήν ἐπέθαναν»28 .
Γένοιτο. Ὁ Θεός μαζί μας. Καλή χρονιά.
1 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 14-15
2 Βλ. σχ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ Ἰατρική ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου
3 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228
4 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐπειδὴ γὰρ θεοειδὴς ὁ ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ μακάριος τῷ αὐτεξουσίῳ τετιμημένος (τὸ γὰρ αὐτοκρατές τε καὶ ἀδέσποτον ἴδιόν ἐστι τῆς θείας μακαριότητος)…εἰ γὰρ ἑκουσίως τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν κατὰ τὴν αὐτεξούσιον κίνησιν ἐπί τι τῶν οὐ δεόντων ὁρμήσασαν βιαίως τε καὶ κατηναγκασμένως τῶν ἀρεσάντων ἀπέστησεν, ἀφαίρεσις ἂν ἦν τοῦ προέχοντος ἀγαθοῦ τὸ γινόμενον καὶ τῆς ἰσοθέου τιμῆς ἀποστέρησις (ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον)». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)... Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).
5 Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου: Κλῖμαξ, σελ. 136, σημ. 2.
6 Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σχετικὰ: «Μὴ νομίζεις ὅτι εἶναι ἀρχαιοτέρα (ἡ ψυχὴ) ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ σώματός των, μήτε ὅτι μένει διαπαντὸς μετὰ τὴν ἀποσύνθεση τοῦ σώματος. Διῶξε μακριὰ τὶς φλυαρίες τῶν “σοβαρῶν” φιλοσόφων, ποὺ δὲν ἐντρέπονται νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι αἱ ψυχαὶ των καὶ αἱ σκυλίσιαι ψυχαὶ εἶναι ὁμοειδεῖς μεταξὺ των, ποὺ λέγουν ὅτι οἱ ἴδιοι ὑπῆρξαν κάποτε καὶ γυναῖκες καὶ θάμνοι καὶ ψάρια θαλασσινά. Ἐγὼ δὲ δὲν λέγω μὲν ὅτι ὑπῆρξαν ποτὲ ψάρια, τὸ λέγω ὅμως καὶ τὸ ὑποστηρίζω, ὅτι, ὅταν ἔγραψαν αὐτὰ τὰ πράγματα ἦσαν ἀλογώτεροι καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια».
7 Κορ. Α΄, 7,19 « Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν»;
8 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, TLG , Work #003 6.13 to Work #003 6.14: «Οὐκ ἔστιν οὖν ἡ ψυχὴ ἐν σώματι͵ ἀλλὰ τὸ σῶμα ἐν τῇ ψυχῇ».
9 Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Ἡ μέντοι ψυχή συνέχουσα σῶμα, ᾧ καί ἐκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματος ἐστίν οὐχ ὡς ἐν τόπῳ οὐδ᾽ ὡς περιεχομένη (ἐννοεῖται τοῦ σώματος), ἀλλ᾽ ὡς συνέχουσά τε καί περιέχουσα καί ζωοποιοῦσα τοῦτο (τό σῶμα δηλ.) κατ᾽ εἰκόνα καί τοῦτο ἔχουσα Θεοῦ». Ἡ μέν ψυχή δηλ. συνέχει τό σῶμα, μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθη μαζί, εἶναι σέ ὅλο τό σῶμα, ὄχι σάν σέ ἕνα τόπο, καί ὄχι ὅτι περιέχεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή συνέχει καί περιέχει καί ζωοποιεῖ τό σῶμα καί εἶναι βέβαια εἰκόνα του Θεοῦ (ΕΠΕ 9, 562, PG151,260Α).
10 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοςπερί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228
11 Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Τό μυστήριον τοῦ θανάτου, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 1986, σελ. 434
12 Πρωτοπρ. Ἰω. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 47-48
13 Πρωτ. Γεωργίου Μετελληνοῦ, Ὄψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ταυτότητος
14 Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Λόγοι καί Διάλογοι, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 364
15 Ἰω. 8,12
16 Α΄ Ἰω. α΄ 5
17 Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τό ἄκτιστο φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του, Ὁ Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθήνα 1988, σελ. 195-200
18 Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, 2007, σελ. 124-131
19 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης 2003, σελ. 215
20 Ἀρχιμ. (νῦν Μητρ. Ναυπάκτου) Ἱεροθέου, Τό πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 162
21 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολιγητοῦ, Περί Ἀγάπης ἑκατοντάς Δευτέρα, λα΄, Φιλοκαλία τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1984, σελ. 18
23 Ματθ. 7,14
24 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 231
25 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 212-213
26 Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἐμπειρικός θεολόγος, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 31
27 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 225-226
28 Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Φιλοκαλία 8Α, σελ. 224-225
Πηγή: (Ὁμιλία στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων, Πέμπτη 19 Ἰανουαρίου 2017 Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου)
«Πατρικές Συμβουλές Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου»
Ἐάν θέλης νά σωθῆς καί σύ καί ἐγώ καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά φυλάξουμε δύο ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε ὁ οὐράνιος Θεός Πατήρ. Ἡ πρώτη εἶναι· Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου· ἡ δέ δεύτερη· καί τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου. Σέ αὐτές τίς δύο ἐντολές ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες κρέμονται...
Ὅταν λοιπόν ἔχουμε τήν πραγματική ἀγάπη, θά ἔχουμε τόν Θεό μαζί μας. Ἐπειδή δέν ἔχουμε τήν καθαρή καί γνήσια θεϊκή ἀγάπη, πού θέλει ὁ Θεός, ἄς τήν ζητήσουμε μέ πίστη, ἐπιμονή, ὑπομονή καί ταπείνωση ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι Ἀγάπη. Ὄχι τήν ἀγάπη τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἀκάθαρτη, βρωμερή, μάταιη, ψεύτικη, διαβολική καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια.
Ὅταν χωρίση ἡ ψυχή μας ἀπό τό σῶμα κανένας ἄλλος δέν θά μπορέση νά μᾶς βοηθήση. Τότε μόνον ὁ Θεός θά μᾶς βοηθήση, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί τά καλά ἔργα.
Ὅλοι ἀποθνήσκομε. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού θά ζήση καί δέν θά πεθάνη. Εἶναι βέβαιο ὅτι θά πεθάνουμε, πρέπει ὅμως νά σκεφθοῦμε πῶς θά πεθάνουμε, ἕτοιμοι ἤ ἀνέτοιμοι; Ποῦ θά μεταβοῦμε μετά θάνατον, στήν αἰώνιο ζωή ἤ στήν αἰώνιο κόλαση; Αὐτό πρέπει νά βάλουμε καλά καλά στόν νοῦ μας...Δυστυχεῖς καί ἐλεεινοί εἶναι ὅσοι δέν φροντίζουν γιά τήν ἔξοδό τους, ὅσοι δέν ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους, ὅσοι δέν μεταλαμβάνουν, ὅσοι δέν ἐκκλησιάζονται, δέν προσεύχονται, δέν ἐλεοῦν κ.λ.π...
Ὅσοι δέν πιστεύουν στήν μέλλουσα ζωή, τήν κρίση καί ἀνταπόδοση, θά ἔλθη ἡμέρα, ὅταν τό δρέπανο τοῦ θανάτου τούς θερίσει, νά πιστεύσουν ὅτι, ὅσα ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, εἶναι ἀληθινά καί βέβαια, καί θά ζητοῦν καιρό διορθώσεως, ἀλλά στόν ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός γιά μετάνοια...
Γιά νά φθάσετε μέ ἀσφάλεια στήν αἰώνια ζωή ὀφείλετε νά ἀποβάλετε κάθε ἀμέλεια καί ραθυμία καί νά βαδίσετε μέ προθυμία τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ὁποίας ὁ κόπος εἶναι λίγος, ἀλλά ἡ ἀνάπαυση αἰώνια...
Μέ τήν προθυμία καί ἐπιμέλεια νά διώκετε τήν ἀμέλεια, μέ τήν ταπείνωση τήν ὑπερηφάνεια, μέ τήν ἐλπίδα τήν ἀπελπισία, μέ τήν χαρά τήν λύπη, μέ τήν πραότητα τόν θυμό, μέ τήν εἰρήνη τήν ὀργή, μέ τήν σιωπή τήν πολυλογία, μέ τό πένθος τόν γέλωτα, μέ τήν ἐγκράτεια καί νηστεία τήν ἀκρασία καί γαστριμαργία, μέ τήν πίστη καί εὐλάβεια τήν ἀπιστία καί ἀσέβεια καί τήν προσήλωση πρός τά φθαρτά· καί τέλος μέ τήν ὁλόψυχο ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον νά ἀποδιώκετε κάθε ἁμαρτία, κάθε δόλο, πονηρία καί ἐπιβουλή τοῦ ἀντικειμένου.
Ἐφ᾿ ὅσον βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στόν μάταιο αὐτό κόσμο δέν ἔχει ἀσφάλεια καί δέν γνωρίζει τί θά συναντήσει μέχρι τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Εἶσαι εὐτυχής· σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά γίνης δυστυχής.
Εἶναι εἰρήνη καί φανταζόμαστε ὅτι θά περάσουμε ἥσυχα, καλά ἀτάραχα καί ξαφνικά γίνεται πόλεμος καί τά ἀνατρέπει ὅλα.
Ἀσφάλεια εἶναι μόνον στήν μετά θάνατο αἰώνια ζωή· καί πραγματικά εὐτυχής καί πλούσιος καί ἔνδοξος καί ὑγιής καί μακάριος εἶναι μόνον ὁ συνετός ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Θεό, Τόν ἀγαπᾶ, τηρεῖ τίς ἐντολές Του, μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί φροντίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, πού ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο.
Μή προσέχης στούς πολλούς ἀλλά στούς λίγους καί ἐκλεκτούς. Ὁ δρόμος τῆς κακίας καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς προξενεῖ πολλές δυστυχίες καί συμφορές στούς ἀνθρώπους. Οἱ πόλεμοι, οἱ συμφορές, οἱ θλίψεις, οἱ στενοχώριες, πού δοκιμάζει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἀπρόσεκτης κοσμικῆς ζωῆς πού βαδίζουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.
Μή βλέπης τά φθαρτά, ἀλλά τά ἄφθαρτα, μή τά λυπηρά τῆς πρόσκαιρης τωρινῆς ζωῆς, ἀλλά τά χαρμόσυνα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Μή βλέπης τήν προσωρινή καταφρόνηση καί ἀδοξία, ἀλλά τήν οὐράνια τιμή καί δόξα.
Μή βλέπης τήν πρόσκαιρη δυστυχία, ἀλλά τήν οὐράνια εὐτυχία, καί τά ἀνερμήνευτα, ἀνέκφραστα καί ἀκατανόητα ἀγαθά τῆς γλυκυτάτης μας οὐράνιας πατρίδας.
Καταφρόνησε, λοιπόν, τά πρόσκαιρα, καί πίστευσε τέλεια στόν Θεό. Ἀνάθεσε κάθε σου ἐλπίδα σέ Αὐτόν καί θά σωθῆς.
Ἡ πρόσκαιρη ζωή μας συγκρινόμενη μέ τήν αἰώνια μελλοντική εἶναι σάν σταγόνα πρός τούς ὠκεανούς. Μή λοιπόν προσηλώσετε τόν νοῦ σας στά πρόσκαιρα καί γήϊνα, ἀλλά στά ἄφθαρτα καί οὐράνια.
Ἄς ποθήσουμε ὁλόψυχα τά οὐράνια καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά τά ἀποκτήσουμε. Ὁ ὅσιος Ὑπερέχιος μᾶς λέγει: Ἡ ἐνθύμησή σου νά εἶναι στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί σύντομα θά τήν κληρονομήσης αὐτήν... Μή, λοιπόν, παρακαλῶ ἀμελήσουμε καί νυστάξουμε...
Ὁ Μέγας Βασίλειος μακαρίζει τήν ψυχή πού ἡμέρα καί νύκτα σκέπτεται τήν δευτέρα Παρουσία κατά τήν ὁποία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά παραστοῦν ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτοῦ γιά νά δώσουν λόγο τῶν πράξεών τους. Ἡ ψυχή, λέγει, πού μελετᾷ καί σκέπτεται αὐτά ἤ καθόλου δέν θέλει ἁμαρτήσει ἤ πολύ λίγο, διότι τό νά ἁμαρτάνη κανείς γίνεται ἐπειδή δέν σκέπτεται τόν Θεό. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶχαν μπροστά τους τόν θάνατο, τήν δευτέρα παρουσία, τήν κρίση καί ἀνταπόδοση, τόν παράδεισο καί τήν κόλαση, καί γι᾿ αὐτό ὑπέβαλαν τούς ἑαυτούς τους σέ κόπους, ἀγῶνες, νηστεῖες, προσευχές, ταλαιπωρίες καί ἀσκήσεις· ἀκόμη δέ ὑπέμειναν φυλακίσεις, ἐξορίες, βασανιστήρια καί θανατώσεις, γιά νά μήν ἁμαρτήσουν, γιά νά μή λυπήσουν τόν Θεό, καί γιά νά μή στερηθοῦν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό καί φυλάτουν τίς ἐντολές Του, δέν ἀποθνήσκουν, δέν χάνονται, ἀλλά μεταβαίνουν ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θάνατος εἶναι ἡ πρόσκαιρη αὐτή ζωή πού εἶναι γεμάτη πίκρες, θλίψεις, ἀσθένειες, στενοχώριες, φόβους, κινδύνους, θανάτους.
Ζωή αἰώνιος, ἀληθινή καί πραγματική εἶναι ἡ μετά θάνατον ζωή, ἡ ὁποία εἶναι χωρίς φόβους, κινδύνους, πολέμους, κόπους, ἀγῶνες, φροντίδες, στενοχώριες, ἀνησυχίες καί ἀκαταστασίες. Ἡ ζωή ἐκεῖ εἶναι γεμάτη ἀπό παντοτεινή χαρά, διαρκή εἰρήνη, πραγματική εὐτυχία, δόξα, τιμή καί ἀπό ἀνεκδιήγητη καί ἀνερμήνευτη μακαριότητα.
Κατά τήν γνώμη τῶν Ἁγίων Πατέρων- τήν ὁποία ἀσπάζομαι, διότι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμπνεόμενοι καί φωτιζόμενοι ἔγραφαν καί ὡμιλοῦσαν- τά μνημόσυνα, τά τρισάγια καί οἱ Λειτουργίες φέρουν πολλή καί μεγάλη ἀνακούφιση, βοήθεια καί ἀνάπαυση στίς ψυχές ἐκείνων πού πίστευαν καί πέθαναν στήν ὀρθή καί ἀληθινή πίστη.
Γι’ αὐτές τίς ψυχές οἱ Λειτουργίες, οἱ προσευχές, οἱ δεήσεις, τά τρισάγια, εἶναι ἐλεημοσύνες ψυχικές καί πολύ ὠφελοῦν τήν ψυχή τους.
Τά μνημόσυνα καί οἱ προσευχές δέν ὠφελοῦν ὅσους πέθαναν στήν ἀπιστία, τήν ἀσέβεια, τίς βλασφήμιες, ἀδικίες, συκοφαντίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀσέλγειες καί δέν μετανόησαν οὔτε στό τέλος τῆς ζωῆς τους. Αὐτούς τούς ἀσεβεῖς οὔτε Λειτουργίες, οὔτε ἐλεημοσύνες ὠφελοῦν.
Ὅσοι ἀποθάνουν μέ ἔχθρα, ὅ,τι καί ἄν κάμνουν, νηστεῖες, ἐλεημοσύνες, προσευχές, ἀγρυπνίες, φιλανθρωπίες καί εὐεργεσίες, χωρίς ἀγάπη, ὅλα δέν ὠφελοῦν...
Ἡ πνευματική σου ἀσθένεια εἶναι ἡ ἀπελπισία, ἡ πιό σοβαρή καί μεγαλύτερη ἀσθένεια. Τό θεραπευτικό της φάρμακο εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα... Ὅταν μέ χαρά δεχθῆς αὐτό τό φάρμακο θά θεραπευθῆς. Αὐτό τό φάρμακο εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τό προσφέρει δωρεάν, ἡ δέ ἀπελπισία εἶναι τό δηλητήριο τοῦ διαβόλου καί ὅσοι τό δέχονται δηλητηριάζονται οἱ ψυχές τους καί ἀποθνήσκουν τόν αἰώνιο θάνατο.
Μέ τήν ἀπελπισία ὁ διάβολος πολλές ψυχές ἐθανάτωσε ψυχικά καί σωματικά...
Νά διώξης τήν στενοχώρια καί τήν ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό σου. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ὁ διάβολος παρακινεῖ τούς ἀνθρώπους στήν αὐτοκτονία γιά νά τούς χωρίση ἀπό τόν Θεό καί τούς ὁδηγήση στήν αἰώνια κόλαση.
Ἐάν θέλης νά σωθῆς καί σύ καί ἡ σύζυγος καί τά παιδιά σου, νά παύσης τήν χαρτοπαιξία καί νά μετανοήσης. Πρόσεξε, μή παίξης ἄλλη φορά τήν ψυχή σου. Ἡ ψυχή ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Οἱ χαρτοπαῖκτες χάνουν καί τήν ψυχή τους καί τήν ζωή τους., καί τήν πρόσκαιρη καί τήν αἰώνια. Κερδίζουν αἰώνια κόλαση. Πρόσεξε, μή βάλης τήν ψυχή σου σέ κίνδυνο. Σοῦ εὔχομαι καλή μετάνοια.
Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία, δόξα, τιμή, ὡς καί ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος σέ ἕνα ἀνδρόγυνο εἶναι νά ἔχουν ἀγάπη ἀναμεταξύ τους. Προτιμεῖστε νά ἔχετε ἀγάπη καί νά εἶσθε πτωχοί, παρά νά εἶσθε πλούσιοι καί νά μήν ἔχετε ἀγάπη.
Ὅταν ἔχετε ἀγάπη θά ἔχετε τόν Θεό, καί ὅταν ἔχετε τόν Θεό, θά τά ἔχετε ὅλα.
Καλότυχο καί εὐλογημένο τό σπίτι ἐκεῖνο στό ὁποῖο λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμόνοια καί εἰρήνη· ὅπου ὁ σύζυγος ἀγαπᾶ τήν σύζυγο, ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό, οἱ γονεῖς περιποιοῦνται τά τέκνα, τά τέκνα τιμοῦν τούς γονεῖς. Μακάριο τό ἔθνος στό ὁποῖο βασιλεύει ἡ ἀγάπη.
Τά παιδιά νά εἶναι κοντά στόν Θεό. Νά ἀγαποῦν τόν Θεόν πάντοτε καί νά Τόν ἐνθυμοῦνται, καί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί τους. Ὁ Θεός δέν ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά μας, ἐμεῖς φεύγουμε καί Ἐκεῖνος ἀκολουθεῖ. Ἅμα ἐνθυμοῦνται τόν Θεόν καί τόν ἀγαποῦν, θά ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά.
Ἡ μεγάλη δυστυχία στόν ἄνθρωπον εἶναι νά εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, καί ἡ μεγάλη εὐτυχία εἶναι νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ἀγάπης, κοντά στόν Θεόν. Ὅταν ὁ Θεός εἶναι μεθ᾿ ἡμῶν οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν. Καί νά πάθωμεν κάτι δέν μᾶς ἀφήνει, δέν μᾶς ἐγκαταλείπει.
Μάθετε ὅτι εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ οἱ γονεῖς νά κάνουν ὅσα παιδιά θέλει νά τούς δίδει ὁ Θεός… Τά ἀνδρόγυνα πού δέν τηροῦν τήν θεία ἐντολή, νά κάμουν ὅσα παιδιά τούς δίδει ὁ Θεός, θά τιμωρηθοῦν. Ἐπίσης θά τιμωρηθοῦν καί ὅσοι ἐμποδίζουν αὐτούς ἀπό τήν τήρηση αὐτῆς τῆς θείας ἐντολῆς καί σέ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά καί στήν ἄλλη…
Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τόν γάμο καί τόν εὐλόγησε· ὁ δέ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, ὅταν αὐτός δέν μπορεῖ νά φονεύση, βάζει καί συμβουλεύει τούς ἀνθρώπους νά φονεύουν. Συμβουλεύει καί τούς γονεῖς νά φονεύουν τά παιδιά τους μέ τίς ἐκτρώσεις…
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἐκδοτικό Οἶκο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή: («Πατρικές Συμβουλές Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου» Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ἔτους 2010), Αναβάσεις
Μέσα στὴν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἡ ἁγία Ὀρθόδoξη Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι᾿ αὐτούς. Κάθε Σάββατο δηλαδή.
Πότε πέρασε ένας χρόνος!!!Και αύριο θα φτιάξω κόλλυβα...Για όσους βιάζονται όμως...η περσινή ανάρτηση...Καλή Ανάσταση στους αγαπημένους που "κοιμήθηκαν"... αλλά δεν ξεχάστηκαν...
Πηγή: Το ήθος που χάσαμε
Ψυχοσάββατο σήμερα και θυμήθηκα πάλι τη γιαγιά μου που έλεγε πως έπρεπε οπωσδήποτε να φτιάχνουμε κόλλυβα αυτή τη μέρα ( και το άλλο ψυχοσάββατο, της Πεντηκοστής)γιατί οι νεκροί μας περιμένουν και αν δεν τους θυμηθούμε φεύγουν παραπονεμένοι στον Άδη.Η εικόνα των ψυχών που αγάπησα να με κοιτούν με παράπονο εντυπώθηκε στη μνήμη μου (είχαν οι παλιοί,αγράμματοι άνθρωποι τρόπους υπέροχους,ποιητικούς να διδάσκουν) και από τότε κάθε ψυχοσάββατο το θεωρώ μεγάλη παράλειψη να μην ετοιμάσω κόλλυβα για τους νεκρούς μου...Έχω μνήμες από τις γυναίκες του χωριού που τα Ψυχοσάββατα τρέχαν στο νεκροταφείο με ένα πιατάκι σιτάρι στο χέρι.Καθάριζαν τους τάφους των δικών τους,άναβαν τα καντήλια-και όσων τάφων δεν είχαν κάποιον να τους περιποιηθεί-και κουβεντιάζοντας-πόνος μοιρασμένος μισός πόνος-περίμεναν τον ιερέα να ψάλει τρισάγιο.Και,φυσικά, τα κόλλυβα ήταν φτιαγμένα στο σπίτι,με κόπο, φόρο τιμής και μνήμης στους ανθρώπους που αγάπησαν.
Η συνταγή για τα κόλλυβα που φτιάχνω αλλάζει από εποχή σε εποχή ανάλογα με τα προιόντα που υπάρχουν στο εμπόριο(όταν είναι η εποχή του ροδιού δεν λείπει ποτέ από τα κόλλυβά μου)ή αυτά που έχω στο ντουλάπι μου.Πάντως φρόντίζω να μη λείπουν ποτέ οι ξηροί καρποί,αφού τους θεωρώ,μαζί με το σιτάρι, τη βάση των κολλύβων.
Βράζω το σιτάρι(αν είναι με το φλοιό του καλό είναι να το μουσκέψετε αποβραδίς) καλά και το στραγγίζω(μπορείτε να το ξεπλύνετε και με κρύο νερό).
Κατόπιν τα απλώνω σε μια πετσέτα για να φύγει το νερό.Στην πετσέτα το αφήνω όσο περισσότερο μπορώ(όλο τα βράδυ αν πρόκειται να το ετοιμάσω το πρωί).
Λίγο πριν φύγω για την εκκλησία,ανακατεύω το σιτάρι με τα υπόλοιπα υλικά δηλαδή:σουσάμι καβουρδισμένο,καρύδια,αμύγδαλα( κανονικά άσπρα αφού συμβολίζουν τα "οστά τα γεγυμνωμένα"),φουντούκια-όλοι οι ξηροί καρποί χοντροκομμένοι-σταφίδες μαύρες και ξανθές,ξύσμα από λεμόνι ή πορτοκάλι(αν έχω ρόδι,ρίχνω από αυτό αντί για ξύσμα),λίγο μαιντανό(συμβολίζει τον "τόπον χλοερόν"),λίγη κανέλα και λίγες κουταλιές τριμμένη φρυγανιά(άλλες φορές ρίχνω τριμμένα μπισκότα).
Στη συνέχεια τα βάζω σε μια πιατέλα και τα στρώνω καλά πατώντας τα με το κουτάλι.
Κατόπιν στο μύλο του καφέ(ηλεκτρικός) κάνω αλεύρι από μαλακά στραγάλια και τα απλώνω με το σουρωτήρι πάνω από τα κόλλυβα.Το στρώνω με ένα κομμάτι λαδόκολλας.
Ύστερα ρίχνω με το σουρωτήρι ζάχαρη άχνη(για μισό κιλό σιτάρι βάζω λίγο λιγότερο από μισό κιλό ζάχαρη άχνη).Το στρώνω επίσης καλά με το κομμάτι της λαδόκολλας που είπα πιο πάνω.
Τέλος στολίζω με κουφετάκια,σταφίδες,ξηρούς καρπούς ή ότι άλλο θέλει η φαντασία της νοικοκυράς.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ...
Ο Θεολόγος και συγγραφέας Λάμπρος Σκόντζος αναλύει την φιλοσοφική , Ιστορική και Θεολογική έννοια του χρόνου:
– Τι είναι πραγματικά ο χρόνος; Υπάρχει ως πραγματικό μέγεθος;
– Πως έβλεπαν οι αρχαίοι λαοί την έννοια αυτή μέσα από τις μυθολογίες και τις παραδόσεις τους;
– Ποια η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για το χρόνο; Τι είπε ο Χριστός και οι Πατέρες της Εκκλησίας; Τι αναφέρεται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως;
– Ποια η επιστημονική αντίληψη για το χρόνο; και ποιά η προσωπική μας ευθύνη για τη ροή των γεγονότων;
ΛΟΓΟΣ ΡΩΜΑΙΙΚΟΣ
ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ “ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ” (ΑΧΕΛΩΟΣ TV 2016)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΛΑΝΟΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΤΟΥΝΤΙΟ – ΚΑΜΕΡΑ: ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΔΗΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ: 20/12/16
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ: Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος και Συγγραφέας
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο Θεός μας είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Όποιος Χριστιανός δεν έχει την αγάπη του Θεού μέσα στην καρδιά του, δεν έχει ζωή Χριστού στην ψυχή του. Αυτό το μεγάλο έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, το να κατέβει ο Θεός, ο Λόγος του Θεού να γίνει άνθρωπος, να λάβει σάρκα, να κατοικήσει ανάμεσά μας, να μας πλησιάσει, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η απέραντη φιλανθρωπία της θείας αγάπης. Η αγάπη του Θεού είναι αυτή που μας προστατεύει και μας φροντίζει για όλα. Εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεό. Ασεβούμε πολλάκις, αλλά η φιλανθρωπία Του είναι απέραντη και όλα τα συγχωρεί. Όλοι μας, και πρώτος εγώ, έχουμε λυπήσει αυτή την μεγάλη καρδιά του Θεού, που λέγεται αγάπη προς τον άνθρωπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε στην ζωή μας, στον βίο μας, και στη συνέχεια να μην Του δώσουμε ξανά την πίκρα της αμαρτίας.
Η παραβολή του αγίου Ευαγγελίου, η παραβολή του ασώτου υιού, είναι μία όσο γίνεται ακριβέστερη έκφραση της αγάπης του Θεού Πατέρα προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Εκεί βλέπουμε ότι ο άσωτος υιός, που απεικονίζει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο πάνω στη γη, ζήτησε από τον πατέρα του να του δώσει το μέρος που του ανήκει από την πατρική περιουσία ως υιός. Βέβαια πάρα πολύ άφρονα, άμυαλα ζήτησε να πάρει το μερίδιό του και ν’ αποσπαστεί από την πατρική στέγη, από την πατρική αγάπη, από την πατρική φροντίδα. Και νομίζοντας ότι είναι ικανός μόνος του να φροντίσει περί της ζωής του, έφυγε και η αμυαλοσύνη πληρώθηκε πάρα πολύ ακριβά. Όπως διαλαμβάνει το άγιο Ευαγγέλιό μας, ο άσωτος αυτός υιός κατασπατάλησε όλη αυτή την περιουσία ζώντας μία αμαρτωλή ζωή.
Η αμαρτωλή ζωή γεννά θάνατο. Ο μισθός της αμαρτίας είναι ο ψυχικός θάνατος και πολλάκις γίνεται αιτία να πεθάνει κανείς και σωματικά. Ο άσωτος υιός αφού σπατάλησε ό,τι είχε πάρει σαν περιουσία, κατήντησε να βόσκει χοίρους και να ζει με τα ξυλοκέρατα των χοίρων. Δηλαδή όταν ο άνθρωπος πάρει την περιουσία της Χάριτος του Θεού, όταν αξιωθεί του αγίου Βαπτίσματος, μετά, όταν απομακρυνθεί από αυτή τη Χάρη, διότι διέκοψε αυτή την επαφή με τον Θεό Πατέρα, καταντά να γίνει σκεύος του διαβόλου, σκεύος της αμαρτίας, «ζων ασώτως» μακράν του Θεού, κυλιόμενος συνεχώς από αμαρτία σε αμαρτία.
Βλέπουμε πάλι στην παραβολή, ότι ο άσωτος κάποια στιγμή ήρθε στον εαυτό του, κατάλαβε το λάθος του. Όταν έπραττε την αμαρτία φαίνεται ότι ήταν εκτός εαυτού, εκτός λογικής, εκτός συνέσεως και σωφροσύνης. Ήρθε στον εαυτό του –λέει ο Χριστός μας– και είπε, σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων; Εγώ εδώ στα ξένα χάνομαι και απόλλυμαι. Καλύτερα να γυρίσω πίσω και δεν θα ζητήσω από τον πατέρα μου να με αποκαλεί παιδί του, διότι δεν είμαι άξιος, αλλά θα του πω να με λογίσει έναν από τους υπηρέτες του. Αυτοί περνούν τόσο καλά εκεί, να γίνω και εγώ ένας τέτοιος, μου αρκεί αυτό. Δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω υιοθεσία διότι απώλεσα την αξιοπρέπεια της υιοθεσίας. Διότι σπατάλησα ό,τι είχα από τον πατέρα μου, μου αρκεί να επιστρέψω».
Αυτά και τόσα άλλα σκέφθηκε και έβαλε απόφαση να ξεκινήσει. Πριν ακόμα ξεκινήσει, ο πατέρας του τον περίμενε έξω με ανοιχτή την αγκάλη του. Τόσο πολύ είναι έτοιμος ο Θεός να δεχτεί έναν αμαρτωλό. Πήρε ο άσωτος τον δρόμο της επιστροφής, της σωτηρίας, πήρε τον δρόμο τον ίσιο και έφτασε στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας αμέσως τον αγκάλιασε, τον φίλησε, έκλαψε επάνω του, έκλαψε και ο άσωτος, και άρχισε να του λέει: «Ήμαρτον, πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός σου, αλλά ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Τι απαντά ο Πατέρας;
«Ξέχασέ τα όλα ό,τι έκανες. Μου αρκεί η επιστροφή σου, μου φτάνει ότι γύρισες στο σπίτι. Ήσουν πεθαμένος και ανέζησες, χαμένος και ευρέθης. Αυτό φτάνει. Τα κρίματα όλα, τα σφάλματα, τη σπατάλη της περιουσίας, όλα ξέχασέ τα».
Αμέσως διατάζει λουτρό. Αφού έκανε λουτρό, τον έντυσε της υιοθεσίας την παλιά στολή, διέταξε να του βάλουν δαχτυλίδι στο χέρι του. Τα πάντα άλλαξαν, και εκεί που ήταν βρώμικος, βοσκός χοίρων, σε μια στιγμή, με την επιστροφή, έγινε παιδί του Θεού. Έγινε παιδί Βασιλέως. Ολόλαμπρος, στολισμένος. Δεν το περίμενε αυτό το πράγμα. Ο πατέρας τόση στοργή; Τόση αγάπη; Τόση αλλαγή; Τι ματαιοφροσύνη και τι πλάνη, σκέφθηκε ο άσωτος, που είχα, όταν ήμουν μακριά του! Τελικά διέταξε να σφαγεί ο μόσχος ο σιτευτός και ν’ αρχίσει η συναυλία της επιστροφής του ασώτου υιού. Και άρχισε η πανήγυρις. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο παλάτι του πατέρα και αυτός είχε βγει έξω από τον εαυτό του, από το θαύμα της σωτηρίας του. Ο δε πατέρας εκαλλωπίζετο στην ανάζηση του παιδιού του, και ήταν όλος χαρά και ευφροσύνη.
Αυτό είναι μία εικόνα ελάχιστη από την πραγματικότητα του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Πατέρας ο Ουράνιος είναι πανέτοιμος απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος επιστρέψει και ζητήσει την συγνώμη και την επιστροφή στον σώφρονα βίον, είναι έτοιμος, πανέτοιμος, να συγχωρήσει και να ξεχάσει τα πάντα. Αρκεί ο άνθρωπος να έρθει στον εαυτό του, να καταλάβει τα σφάλματά του, να ταπεινώσει το φρόνημα, ν’ αναγνωρίσει ότι έσφαλε, και ο Θεός θα του πει: Ξέχασέ τα όλα, παιδί μου, φτάνει που γύρισες. Όλα τα συγχωρώ, αρκεί που γύρισες κοντά μου.
Έρχεται και ο άλλος, ο εχθρός του ανθρώπου, ο Διάβολος με τη μεγάλη του πανουργία, με την τέχνη του, με τη μαστοριά του, και σφυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού και του λέει ότι ο Θεός δεν σε συγχωρεί, είσαι πολύ αμαρτωλός. Έκαμες εγκλήματα. Τώρα σε περιμένει μεγάλη τιμωρία και κόλαση, μην πλησιάζεις τον Θεό καθόλου, δεν είσαι άξιος να σηκώσεις τα μάτια σου, να προσευχηθείς και να ζητήσεις συγνώμη. Ο Θεός είναι οργισμένος, και τόσα άλλα.
Ο αμαρτωλός δεν πρέπει να πιστέψει σ’ όλα αυτά. Διότι ένας πατέρας, μία μητέρα, όταν επιστρέψει το παιδί της από μία αμαρτία, από μία άσωτη ζωή, που να την είχε προηγουμένως υβρίσει, να την είχε δείρει, να την είχε σπρώξει, να την είχε μουτζώσει, χτυπήσει, από τη στιγμή που επιστρέψει, η μητέρα αμέσως θα το αγκαλιάσει το παιδί, θα του δώσει συγνώμη, δεν θα λογιστεί τίποτα κακό, αρκεί που το παιδί της γύρισε στο σπίτι μετανοιωμένο. Εάν μία μητέρα μ’ ένα μόριο αγάπης, δίνει τόση συγνώμη και τόσο έλεος στο παραστρατημένο και μετανοιωμένο παιδί της, πόσο μάλλον ο Θεός, ο άπειρος στην αγάπη, θα δώσει συγνώμη και έλεος και φιλανθρωπία; Δεν πρέπει να δώσουμε ακρόαση στους ψιθυρισμούς του αποστάτη διαβόλου. Αυτός δεν έμαθε την ταπείνωση, δεν γνωρίζει τι θα πει ταπείνωση, γι’ αυτό και είναι μακριά από τον Θεό. Από τη στιγμή που θα σκηνώσει στον λογισμό του ανθρώπου η ταπείνωση, αμέσως γεννάται η επιστροφή του ανθρώπου.
Άρα ο εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι εκείνα τα κακά που μας κρατάνε μακριά από τον Θεό. Την εικόνα του ασώτου υιού να τη ζήσουμε μέσα στη σκέψη και την καρδιά μας και θα αντλήσουμε, ή μάλλον θα αντλούμε συνεχώς μετάνοια και επιστροφή. Όχι μόνο μετάνοια και επιστροφή, αλλά θα πλουτίζουμε την καρδιά μας με αγάπη Θεού. Θα νοιώθουμε τον Θεό Πατέρα μας στοργικό με μία αγάπη που δεν έχει μέτρο. Μέσα σ’ αυτή την αγάπη είναι αδύνατο ν’ αστοχήσουμε. Όσα και αν μας ψιθυρίσει ο εχθρός, ότι δεν μας συγχωρεί ο Θεός, διότι εγκληματήσαμε στη ζωή, όταν δούμε στον καθρέφτη του ασώτου υιού την αγάπη του Θεού Πατρός μας, αμέσως όλοι οι λογισμοί του διαβόλου θα διασκορπιστούν.
Πηγή: [Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού», σελ. 137 (απόσπασμα)], Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...