Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΣΥΝΤΟΜΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
1. Τόν Θεό, ἀγαπητοί μου, δέν μποροῦμε νά τόν κατανοήσουμε μέ τό μυαλό, γι᾽ αὐτό καί λέγουμε «πιστεύουμε» σ᾽ Αὐτόν. Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ «ἀπρόσιτο φῶς», σέ φῶς, δηλαδή, πού δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε καί δέν μποροῦμε νά τό πλησιάσουμε. Ὁ Θεός εἶναι «ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α´ Τιμ. 6,16). Εἶναι «ἀνεξεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι οἱ ὁδοί αὐτοῦ» (Ρωμ. 11,33.34). Δέν ὑπάρχει κανένας πού μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό παρά μόνο Αὐτός ὁ Ἴδιος (βλ. Α´ Κορ. 2,11).
2. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή πάλι μᾶς λέει ὅτι Αὐτός ὁ ἀόρατος καί ἀκατάληπτος Θεός ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους καί ἔτσι ἔχουμε κάποια γνώση τοῦ Θεοῦ. Τήν γνώση αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ἔχουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί ἀπό ὅλη τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Γιατί «τά ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1,20). Δηλαδή: Παρότι ἡ αἰώνια δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεϊκή Του ἰδιότητα εἶναι ἀόρατες, ὅμως οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νά τίς δοῦν μέσα στήν δημιουργία ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀναπολόγητοι οἱ ἄνθρωποι πού δέν πίστεψαν τόν Θεό, λέει στήν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλά καί ἀπό τόν ἑαυτό του λέει ὁ Δαυίδ ὅτι ἐγνώρισε τόν Θεό: «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ ἐμοῦ» (Ψαλμ. 138,6). «Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα βασίλειο τῆς θείας σκέψης», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης.
3. Ἀλλά τήν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ τήν ἔχουμε ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς ἔφερε μέ τήν σάρκωσή Του. Ἀκοῦστε τί μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀφοῦ ὁ Θεός τά παλαιά τά χρόνια μίλησε στούς προπάτορες πολλές φορές καί μέ ποικίλους τρόπους διά τῶν προφητῶν, σ᾽ αὐτούς ἐδῶ τούς ἐσχάτους καιρούς μίλησε σ᾽ ἐμᾶς μέσω τοῦ Υἱοῦ» (Ἑβρ. 1,1)! Καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός κήρυξε τήν διδασκαλία Του μέ τούς Ἀποστόλους Του, ἀφοῦ ἔστειλε σ᾽ αὐτούς τό «Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας», τό Ὁποῖο «ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιό βαθιά σχέδια τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2,10).
Ὅσοι, λοιπόν, ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔχουν θεογνωσία, γιατί νοοῦν αὐτή τήν θεία ἀποστολική διδασκαλία, πού κηρύχθηκε διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη πού μᾶς ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί πάλι δέν ἔχουμε καθαρή γνώση τοῦ Θεοῦ, γιατί τό νά νοήσουμε αὐτήν τήν ἀποκάλυψη ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ψυχική μας καθαρότητα. Γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά καταφεύγουμε στούς ἁγίους Πατέρες πού καθάρισαν τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη καί κατενόησαν τήν περί Θεοῦ γνώση, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Σωτήρας μας. Αὐτούς τούς ἁγίους Πατέρες πρέπει νά ἔχουμε καθοδηγούς στήν θεολογική μας σπουδή.
4. Τά παραπάνω γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ (καί γιά τήν ἀκαταληψία Του, ἀλλά καί γιά τήν γνώση μας περί τοῦ Θεοῦ, πού λάβαμε μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) τά ἀνέπτυξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἀντικρούσουν τούς αἱρετικούς. Ἄλλοι αἱρετικοί αὐτοί ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά γίνει τέλεια καταληπτός ἀπό μᾶς τούς ἀνθρώπους• ὅτι μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό τόσο καλά, ὅσο Αὐτός ὁ Ἴδιος γνωρίζει τόν Ἑαυτό Του• καί ὅτι τά ὀνόματα πού ἀποδίδονται στόν Θεό ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἐκφράζουν τήν ἴδια τήν οὐσία Του. Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν κυρίως ὁ Ἀέτιος καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς ὀπαδούς τους. Αὐτούς τούς πολέμησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες (ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἄλλοι) λέγοντας ὅτι ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη ἀπό μᾶς. Ὡραῖο εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὅτι, ἄν ὁ Θεός ἦταν τέλεια καταληπτός ἀπό μᾶς, θά ἔπαυε νά ἦταν Θεός γιά μᾶς: «Θεός γάρ καταλαμβανόμενος, οὐκ ἔστι Θεός»!
5. Ἄλλοι ὅμως αἱρετικοί ἔλεγαν τό ἀντίθετο, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος σέ μᾶς. Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν οἱ λεγόμενοι Μαρκιωνῖτες καί ἄλλοι παρόμοιοι σύγχρονοί τους αἱρετικοί. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπαντῶντες σ᾽ αὐτούς τούς αἱρετικούς ἔλεγαν ὅτι, ναί μέν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη καί ἀκατάληπτη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό στά ἔργα Του, στήν δημιουργία Του καί στήν Πρόνοιά Του, στίς θεῖες Του ἐνέργειες. Στήν ἀποκάλυψη πού μᾶς ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὡραῖο εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὅτι, ἄν μᾶς ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τόν Θεό, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου θά ἦταν μάταιο, ὅπως θἆταν καί ἡ πίστη μας, πού θά ἔφερνε κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἀθεϊσμό.
Στούς αἱρετικούς, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος σέ μᾶς, πρέπει νά προσθέσουμε καί τόν δυτικό Βαρλαάμ. Αὐτός, πραγματικά, ἔλεγε ὅτι δέν μποροῦμε καθόλου νά νοήσουμε τόν Θεό οὔτε νά ἔχουμε καμμία ἐπαφή μαζί Του. Τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ὀπαδῶν του τήν πολέμησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Mέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Τo βιβλίο του Ιώβ αποτελεί, σχετικά με το ζήτημα του πόνου, έναν από τους βαθύτερους και δυνατότερους στοχασμούς που έχουν ποτέ γραφτεί. Το συγκεκριμένο βιβλίο με το πνεύμα που το διατρέχει τοποθετείται στο μεταίχμιο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Ο Θεός δεν είναι η αιτία των δεινών που συμβαίνουν ξαφνικά στον Ιώβ
Αποτελεί διδαχή του βιβλίου του Ιώβ το ότι ο Θεός δεν είναι η αιτία των δεινών που συμβαίνουν ξαφνικά στον Ιώβ, και πέρα από αυτόν, στους ανθρώπους.
Ο Ιώβ, βέβαια, σε όλο το βιβλίο, φαίνεται να βλέπει στον Θεό τον δημιουργό αυτών που του έχουν συμβεί. Αυτό μαρτυρεί τη βαθιά πίστη του στον Θεό, την αφοσίωσή του σ’ Αυτόν, τον σεβασμό στην παντοδυναμία Του, την ελπίδα του στο πρόσωπό Του. Η συγκεκριμένη στάση μαρτυρείται και από το γεγονός ότι ο Ιώβ, ενώ θεωρούσε ότι ο Θεός βρίσκεται στην αρχή αυτών που του συμβαίνουν, αρνείται να Τον κατηγορήσει, να αμφισβητήσει τη δικαιοσύνη και την αγαθότητά Του, και να ξεσηκωθεί εναντίον Του.
Θα σημειώσουμε, ωστόσο, ότι ο Ιώβ βλέπει στο πρόσωπο του Θεού Εκείνον που του έχει δώσει όλα τα προηγούμενα αγαθά του. Στη δυστυχία του, εξακολουθεί να Τον δοξολογεί για αυτά, και θεωρεί φυσιολογικό ότι εκείνα τα αγαθά, που δεν τα άξιζε και του δόθηκαν από τον Θεό δωρεάν, του αφαιρέθηκαν επίσης χωρίς λόγο: «Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω. Ευλογημένο να είναι το όνομά Του στους αιώνες» (Ιώβ 1, 21). Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στο Υπόμνημά του για το συγκεκριμένο χωρίο, ο Ιώβ, μακράν από το να κατηγορήσει τον Θεό ότι του έχει αφαιρέσει αυτά τα αγαθά, θεωρεί ότι δεν του ανήκαν, και Τον δοξολογεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι του τα προσέφερε. Την ίδια στάση τηρεί ο Ιώβ και απέναντι στη γυναίκα του, όταν αυτή έρχεται να του προτείνει να καταραστεί τον Θεό• και πραγματικά τής απαντάει: «Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε από τον Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;» (Ιώβ 2, 10). Και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος σχολιάζει αυτούς τους λόγους ως εξής: «Για ποιο λόγο έδωσε τα αγαθά; Όχι επειδή το άξιζαν. Ούτε λοιπόν και τώρα να θλιβόμαστε, επειδή ταλαιπωρούμαστε ενώ δεν αξίζουμε κάτι τέτοιο. Όταν μάλιστα εκείνος ήταν κυρίαρχος και μπορούσε να δώσει μόνο τα κακά. Αφού όμως έδωσε και αγαθά, γιατί στενοχωριόμαστε;».
Ο Θεός, λοιπόν, που εμφανιζόταν πρωτίστως ως Εκείνος που έδωσε στον Ιώβ τα προηγούμενα αγαθά του, παρουσιάζεται επίσης, και τούτο είναι πολύ ζωηρό στον επίλογο του βιβλίου, και ως Εκείνος που τον αποκαθιστά στα αγαθά του και μάλιστα του παρέχει μεγαλύτερα αγαθά (Ιώβ 42, 10-16). Μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων, ο Θεός εμφανίζεται ως Εκείνος στον Οποίο ο Ιώβ πρέπει και οφείλει νόμιμα να ελπίζει, ώστε να υποφέρει τα δεινά που τον συνθλίβουν, και επίσης να ελευθερωθεί από αυτά.
Τα δεινά που συμβαίνουν στον Ιώβ δεν αποτελούν τιμωρία για τις προσωπικές του αμαρτίες
Συνιστά θεμελιώδη διδαχή του βιβλίου του Ιώβ η διδασκαλία ότι τα δεινά που του συμβαίνουν (όπως και αντίστοιχα αυτά που συμβαίνουν γενικά στους ανθρώπους) δεν αποτελούν τιμωρία για κάποιο προσωπικό αμάρτημα.
Οι φίλοι του Ιώβ επιζητούν να του αποδείξουν και να τον κάνουν να παραδεχτεί το αντίθετο, δηλαδή ότι οι δυστυχίες του είναι μια δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του.
Οι φίλοι του Ιώβ τοποθετούνται σε μια λογική που κυριαρχεί στην Παλαιά Διαθήκη σύμφωνα με την οποία, σε τούτο τον κόσμο, ο Θεός ανταμείβει τους δίκαιους και τιμωρεί τους πονηρούς. Αυτό το σχήμα επιβεβαιώνεται σε όλο το χρονικό διάστημα με τα λόγια τους: «Όσοι καλλιεργούν την αδικία και σπέρνουν τη συμφορά, αυτοί αδικία και συμφορά θερίζουν. Με ένα φύσημα του Θεού καταστρέφονται, με την πνοή της οργής του αφανίζονται» (Ιώβ 4, 8-9)• «Όλη η ζωή του ασεβούς είναι ένα συνεχές μαρτύριο» (Ιώβ 15, 20)• «Έτσι θα συμβεί και σε όλους εκείνους που τον Θεό ξεχνούν» (Ιώβ 8,13)• «Μα δεν αφήνει ο Θεός ποτέ τον ευσεβή, ενώ βοήθεια στους κακούς δεν πρόκειται να δώσει» (Ιώβ 8,20)• «Ο κακός γίνεται το θύμα τρομακτικών φόβων που τον ακολουθούν βήμα προς βήμα. Η πείνα γίνεται ο σύντροφός του και η δυστυχία στέκει πλάι του. Η αρρώστια θα του καταφάει το δέρμα» (Ιώβ 18, 11-13)• «Αφότου έβαλε ο Θεός πάνω στη γη τον άνθρωπο, ο θρίαμβος των κακών δεν διαρκεί πολύ και η χαρά του ασεβούς δεν διαρκεί παρά μια στιγμή μονάχα» (Ιώβ 20, 4-5)• «Αυτή είναι η ανταπόδοση που θα έχει ο ασεβής, αυτή είναι η κληρονομιά που ο Θεός τού ορίζει» «αύτη η μερίς ανθρώπου ασεβούς παρά Κυρίου και κτήμα υπαρχόντων αυτώ παρά του επισκόπου» (Ιώβ 20, 29• πρβλ. 20, 5-28• 27,13-24)• «[Ο Κύριος] πληρώνει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του, και στον καθένα δίνει ανάλογα με τη διαγωγή του» (Ιώβ 34, 11)• «Να γνωρίζεις […] ότι ό Κύριος δεν απορρίπτει τον άκακο, και δεν αφήνει τον ασεβή να ζει με όλη την ισχύ του» (Ιώβ 36, 5-6).
Ξεκινώντας από αυτές τις αρχές, οι φίλοι του Ιώβ συμπεραίνουν ότι βασανίζεται και υποφέρει διάφορες δυστυχίες, αναγκαστικά επειδή είναι αμαρτωλός• αν ήταν δίκαιος, όπως συνεχίζει αδιάκοπα να διατείνεται, θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει όλες τις μορφές της ευημερίας και του πλούτου, και δεν θα τον είχε αφανίσει η δυστυχία. Ο πρώτος στόχος όλων των λόγων τους είναι λοιπόν να προκαλέσουν την εμφάνιση, αν όχι της προφανούς και συνειδητής ενοχής του Ιώβ, τουλάχιστον της κρυμμένης και ασυνείδητης ενοχής του, και να τον πείσουν γι’ αυτή: «Η συνείδηση του λάθους σου υπαγορεύει τα λόγια σου» (Ιώβ 15, 5)• «Εξαιτίας της ευσέβειάς σου [ο Κύριος] σε ελέγχει; […] Μήπως μάλλον για τη μεγάλη κακία σου και τις δίχως τέλος ανομίες σου;» (Ιώβ 22, 4-5)• «Είπες: “Η συμπεριφορά μου είναι καθαρή κι άμεμπτος είμαι στα μάτια Του”. Αλλά αν ο Θεός ήθελε να μιλήσει, […] θα μάθαινες ότι σου ζητά λογαριασμό για το λάθος σου. […] Εκείνος γνωρίζει την πανουργία του ανθρώπου. Βλέπει την ανομία και την παρακολουθεί» (Ιώβ 11, 4-11).
Επειδή θεωρούν ότι η αμαρτία του Ιώβ αποτελεί την αρχή των δεινών του, τον προσκαλούν να μεταμεληθεί, και βλέπουν τη μετάνοια ως το μόνο μέσο για να βάλει τέρμα στην αμαρτία του: «Λοιπόν, να συμφιλιωθείς με τον [Κύριο] και να κάνεις ειρήνη μαζί Του: έτσι θα βρεις την ευτυχία. […] Κι αν γυρίσεις πίσω [στον Κύριο] κι αν διώξεις μακριά από το σπίτι σου την αδικία […] ό,τι αποφασίζεις θα το πετυχαίνεις. […] Τα χέρια σου να είναι καθαρά και θα σωθείς» (Ιώβ 22, 21-30)• «Αλλά αν συ προσφεύγεις στον Θεό και δέεσαι στον Κύριο από τώρα, Αυτός θα σου στείλει τη χάρη Του και θα αποκαταστήσει το σπίτι ενός δικαίου» (Ιώβ 8, 5-6)• «Στρέψε την καρδιά σου προς τον Θεό, ύψωσε τα χέρια σου προς Αυτόν. Αποκήρυξε την ανομία που λερώνει τα χέρια σου, και μην αφήσεις την αδικία να μένει άλλο στο σπίτι σου. […] Τότε θα λησμονήσεις τη δοκιμασία σου» (Ιώβ 11, 13-16).
Εκφράζουν έτσι μια λαθεμένη αντίληψη για τον Θεό, την αγαθότητά Του και τη δικαιοσύνη Του. Αποκαλύπτουν όμως και μια εσφαλμένη άποψη θεωρώντας ότι τα παθήματα και τα δεινά που συμβαίνουν στον άνθρωπο αποτελούν τιμωρία για λάθη του παρόντος και του παρελθόντος, ποινή για τη δική του ενοχή, ή ότι οπωσδήποτε συνδέονται υποχρεωτικά με τις προσωπικές του αμαρτίες.
Όταν, πεπεισμένοι από τις απαντήσεις του Ιώβ που αδιάκοπα διακηρύσσει την αθωότητά του, οι τρεις φίλοι του σταματούν να μέμφονται την υπευθυνότητά του, (Ιώβ 32,1) ενεργούν με τον τρόπο αυτό απλά και μόνο για να κατηγορήσουν τον Θεό για αδικία. Συνεχίζουν, με άλλα λόγια, να δημιουργούν, με τη μια ή την άλλη σημασία, μια αναγκαία σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ των δεινών που συμβαίνουν σε έναν άνθρωπο, της αμαρτίας του και της δικαιοσύνης του Θεού: Αν ο άνθρωπος υποφέρει, αυτό γίνεται επειδή έχει αμαρτήσει κι ο Θεός τον τιμωρεί δικαίως. Αν, κατά συνέπεια, επιβεβαιωθεί ότι ο Ιώβ υποφέρει χωρίς να έχει αμαρτήσει, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άδικος. Δεν ξεφεύγουν από αυτή τη δυαδική λογική και αποδεικνύονται ανίκανοι να αντιμετωπίσουν, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο να υποφέρει ο άνθρωπος χωρίς να έχει αμαρτήσει ή να έχει πιθανόν αμαρτήσει χωρίς όμως να υποφέρει κατ’ ανάγκη, κι ότι στις δύο αυτές περιπτώσεις ο Θεός εξακολουθεί να είναι δίκαιος.
Η άποψη και η στάση των φίλων του Ιώβ αποδοκιμάζονται τόσο από θεολογική σκοπιά όσο και από ηθική και πνευματική. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί σχολιαστές έχουν διακρίνει στη σύζυγο και τους φίλους του Ιώβ κρυμμένους τύπους του διαβόλου πίσω από το προσωπείο όχι μόνο μιας ψεύτικης σοφίας αλλά και μιας υποκριτικής συμπόνιας.
Πραγματικά, η στάση τους είναι ύπουλη και δόλια καθώς, ενώ ισχυρίζονται ότι βοηθούν τον Ιώβ να κατανοήσει τα αίτια των δοκιμασιών του και τον παρηγορούν γι’ αυτές, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τον εξουθενώσουν ακόμη πιο πολύ, προσθέτοντας και ηθικά και πνευματικά βάσανα στα φυσικά που περνάει, όταν επιχειρούν να τον κάνουν να παραδεχτεί ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει, εξαιτίας των σφαλμάτων του.
Σε ό,τι αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον Θεό και τις σχέσεις Του με τους ανθρώπους, αυτός αποδοκιμάζεται από τον Ιώβ [«Θεωρείτε ότι υπερασπίζεστε τον Θεό με λόγους πονηρούς και την αιτία Του με λόγους ψεύδους;» (Ιώβ 13, 7)], αλλά επίσης και κατεξοχήν από Αυτόν τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος αναδεικνύει τη ριζική υποκρισία, ενώ κάνει την αλήθεια να λάμψει από την πλευρά του Ιώβ: «Είπε ο Κύριος στον Ελιφάζ τον Θαιμανίτη “Θύμωσα πολύ με σένα και με τους δύο φίλους σου γιατί δεν μιλήσατε σωστά για μένα όπως ο δούλος μου ο Ιώβ”» (Ιώβ 42, 7).
Από τη μελέτη του βιβλίου του Ιώβ συνάγεται ότι καμιά σχέση δεν υπάρχει αναγκαστικά ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του και στις αμαρτίες που θα έχει προσωπικά διαπράξει.
Η άποψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να υφίσταται δεινά ως τιμωρία για τις αμαρτίες που έχουν κάνει οι πλησίον του απορρίπτεται με τον ίδιο τρόπο. Η άποψη ότι τα δεινά θα έχουν αποδοθεί σε μια ενοχή της φύσης, της οποίας υπεραμύνονται οι φίλοι του Ιώβ, δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή από τον ίδιο τον Ιώβ.
Ο Ιώβ δικαιολογημένα αρνείται να συνδέσει την προσωπική του ενοχή με τα δεινά που του συμβαίνουν
Η αντίληψη του Ιώβ είναι αντίθετη με αυτή των φίλων του. Η συνείδησή του δεν του απαγγέλλει καμιά κατηγορία• επικαλείται την εντιμότητα της στάσης του και της συμπεριφοράς του απέναντι στον Θεό (Ιώβ 23, 11-12), κάνει μνεία των αρετών του (Ιώβ 29,12-17• 30, 24-25• 31, 1-34) και δεν παύει να διακηρύσσει την αθωότητά του (πρβλ. Ιώβ 6, 24• 7, 20• 9, 20• 11, 4• 13, 15-18.23• 23,10• 27, 3-6• 32,1). Ενδόμυχα πιστεύει ότι τα βάσανα που περνάει δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ποινή για τα παραπτώματά του ούτε και φυσικό επακόλουθό τους.
Παρά ταύτα, ο Ιώβ δεν είναι υπερήφανος και αλαζόνας. Τα λόγια του μαρτυρούν την ταπείνωσή του, καθώς και το πνεύμα της μετάνοιας. Φαίνεται εντελώς διατεθειμένος να αναγνωρίσει την αμαρτωλότητά του: «Διδάξτε με, λοιπόν, κι εγώ σωπαίνω• δείξτε μου σε τι έσφαλα» (Ιώβ 6, 24). Γνωρίζει ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, δεν είναι εντελώς αγνός: «Ποιος είναι καθαρός από ρύπο; Κανένας βέβαια» (Ιώβ 14, 4). Εντούτοις, υπάρχει τόσο μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα στην ενδεχόμενη ενοχή του και τα δεινά που καλείται να υποφέρει, ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να διακρίνει τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος ούτε και τον δεσμό μεταξύ αυτής και των δεινών.
Αντίστροφα εξάλλου, ο Ιώβ αρνείται να συσχετίσει το γεγονός ότι είναι δίκαιος με τον πλούτο που απολάμβανε προηγουμένως, αναγνωρίζοντας τον τελευταίο ως δωρεάν προσφορά του Θεού και όχι ως ανταμοιβή για τα καλά του έργα (πρβλ. Ιώβ 2, ΙΟ175).
Ο Ιώβ δεν τρέφει αυταπάτες θεωρώντας τον εαυτό του δίκαιο. Η δικαιοσύνη του επιβεβαιώνεται από τον συγγραφέα του βιβλίου που αρχίζει τη διήγησή του ως εξής: «Στην Αυσίτιδα ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και τέλειος, σεβόταν τον Θεό και αποστρεφόταν το κακό» (Ιώβ 1, 1). Στο υπόμνημά του ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος επιμένει ιδιαίτερα στη λέξη «άμεμπτος»: «Το κείμενο δεν γράφει αναμάρτητος αλλά άμεμπτος, δηλαδή ότι δεν του έβρισκες ψεγάδι. Όχι μόνο δεν έπραττε πράξεις βεβαρημένες με την αμαρτία αλλά ούτε αξιόμεμπτες και αξιοκατάκριτες πράξεις». Επιπλέον και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Ιώβ επιβεβαιώνονται από τον Ίδιο τον Θεό, ο οποίος, δύο φορές, λέει στον Σατανά όταν αυτός εμφανίζεται μπροστά Του: «Πρόσεξες τον δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη. Είναι άνθρωπος ακέραιος, δίκαιος, ευθύς, με σέβεται και αποστρέφεται το κακό» (Ιώβ 1, 8• 2, 3). Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «Ο Θεός δίνει τη μαρτυρία ότι [ο Ιώβ] είναι άμεμπτος». Στα μάτια του Θεού, ο Ιώβ είναι ακόμη ο πιο άγιος άνθρωπος της εποχής του. Θεωρεί ανύπαρκτη την ακαθαρσία που ο Ιώβ είναι διατεθειμένος να ομολογήσει (πρβλ. Ιώβ 14, 4).
Ο Ιώβ δεν ασπάζεται την αντίληψη της «έμφυτης δικαιοσύνης» του Θεού, την οποία εκφράζουν οι φίλοι του. Η πραγματικότητα διαψεύδει την άποψη ότι τα δεινά που ο άνθρωπος καλείται να υποστεί θα αποτελούσαν τιμωρίες για τα παραπτώματά του, επειδή έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρούμε πολλούς αθώους που έχουν υποστεί τέτοια δεινά. Ο Ιώβ υπενθυμίζει κυρίως ολόκληρους πληθυσμούς που, αν και πιστοί στον Θεό, έχουν πέσει άδικα θύματα καταπίεσης και εκμετάλλευσης και έχουν καταντήσει να υφίστανται κάθε είδους ταλαιπωρία και εξαθλίωση (Ιώβ 24, 1-12• βλέπε και 9, 23).
Ο Ιώβ παρατηρεί αντίθετα ότι πολλοί από όσους διαπράττουν το κακό είναι πλούσιοι: «Γιατί ο Θεός αφήνει να ζουν οι ασεβείς, να γερνάνε και τα αγαθά τους να πληθαίνουν; Βλέπουν τους απογόνους τους να στεριώνουν. […] Η ειρήνη στα σπίτια τους δεν απειλείται και το μαστίγιο του Θεού τούς προστατεύει. Πάντα σφριγηλός και γόνιμος ο ταύρος τους κι η αγελάδα τους γεννάει δίχως αποβολές. […] Τραγούδια λένε με τύμπανα και κιθάρες και με τον ήχο της φλογέρας χαίρονται. Περνούν ευτυχισμένα τη ζωή τους• […] Ωστόσο λένε στον Θεό: “Άσε μας ήσυχους. Δεν θέλουμε να μάθουμε το θέλημά Σου!”. Μα δεν κρατούν την ευτυχία τους στο χέρι, χωρίς να ’ναι ο Θεός στις συμβουλές τους μέσα; Βλέπεις συχνά να σβήνει το λυχνάρι της ζωής του ασεβούς, να τον χτυπάει η δυστυχία, η θεία οργή να καταστρέφει τ’ αγαθά του, ο άνεμος σαν άχυρο να τον σκορπά και η λαίλαπα σαν σκύβαλο να τον πηγαίνει και να τον φέρνει;» (Ιώβ 21, 7-18• πρβλ. 21,19-34). Η ίδια διαπίστωση απαντά και σε άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι ο Ψαλμωδός αναφωνεί: «Ζήλεψα τους ασεβείς βλέποντας την ειρήνη των αμαρτωλών. […] Ο μόχθος των ανθρώπων σε εκείνους δεν υπάρχει. Και σαν τους άλλους σκληρά δεν τιμωρούνται. […] Και ο λαός μου στρέφεται σε αυτούς, καθώς σε αυτούς βρίσκει ευτυχισμένες μέρες. […] Να ποιοι είναι οι αμαρτωλοί: αυτοί που ευημερούν και ακμάζουν» (Ψαλμ. 72, 3-12). Ο προφήτης Ιερεμίας ρωτάει τον Θεό: «Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; Γιατί όλοι οι άπιστοι απολαμβάνουν την ασφάλεια και την ειρήνη;» (Ιερ. 12, 1). Και ο προφήτης Μαλαχίας διαπιστώνει: «Τώρα φτάσαμε εμείς να καλοτυχίζουμε τους υπερόπτες: Όσοι αμαρτάνουν ευημερούν προκαλούν τον Θεό και σώζονται» (Μαλ. 3,15).
Ο διάβολος είναι η πρώτη αιτία των παθημάτων και των άλλων δεινών του Ιώβ
Ο Σατανάς με κίνητρο τη μοχθηρία και τον φθόνο του είναι η πρωταρχική αιτία των δεινών που συμβαίνουν στον Ιώβ. Σαφή ένδειξη γι’ αυτό μας δίνει ο συγγραφέας της διήγησης. Όταν ο Σατανάς λέει στον Θεό: «Βάλε το χέρι σου και ακούμπησε τα υπάρχοντά του• σου ορκίζομαι ότι θα σε βλασφημήσει δημόσια» (Ιώβ 1, 11). Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα να πράξει κάτι τέτοιο ο Θεός. Ο Σατανάς είναι αυτός που, σύμφωνα με το δικό του θέλημα, θα επιφορτιστεί με τούτο το έργο και θα γίνει ο πρόξενος όλων των δυστυχιών του Ιώβ που θα ακολουθήσουν. Στον δεύτερο κύκλο της συζήτησης, επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία και ο Σατανάς ακόμη σαφέστερα προσδιορίζεται ως ο αυτουργός της ασθένειας και των παθημάτων που εμφανίζονται στον Ιώβ: «Ο Σατανάς αποχώρησε από τη σύναξη του Θεού και πλήγωσε τον Ιώβ με κακόηθες έλκος από τα πόδια ως την κορυφή της κεφαλής» (Ιώβ 2, 7). Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Γιατί καμιά επίθεση εναντίον αυτού (του Ιώβ) δεν προκλήθηκε από τον Θεό, αλλά όλα προέρχονταν από το χέρι του διαβόλου».
Ο ίδιος ο διάβολος διατηρεί εξάλλου την πρωτοβουλία σε όλη τη διαδικασία κατασυκοφάντησης του Ιώβ ενώπιον του Θεού, όταν διαβεβαιώνει ότι αποκλειστικά και μόνο για λόγους συμφέροντος ο Ιώβ Τού είναι πιστός (πρβλ. Ιώβ 1, 9- 2, 4).
Αν δεν είχε επέμβει ο Σατανάς, ο Ιώβ κατά πάσα πιθανότητα θα είχε συνεχίσει να απολαμβάνει την ευημερία που του είχε δωρίσει ο Θεός αρχικά, και στην οποία θα τον αποκαταστήσει τελικά. Και τούτο δείχνει διπλά ότι δεν είναι το θέλημα του Θεού ουσιαστικά να συμβαίνουν στον Ιώβ δεινά.
Ο Ιώβ ήταν δίκαιος την περίοδο της ευημερίας του, πριν να χτυπηθεί από τη δυστυχία. Και τούτο δείχνει ότι η δυστυχία δεν αποτελεί προϋπόθεση της δικαιοσύνης ούτε και μέσο για να φτάσει κάποιος σε αυτή, ακόμη και αν είναι αλήθεια ότι αφού ξεπέρασε τη δοκιμασία, η αρετή του Ιώβ εκδηλώθηκε με ακόμη λαμπρότερο τρόπο.
Παρ’ όλα αυτά, ο διάβολος, και όχι ο Θεός, αμφέβαλλε για τη σταθερότητα της συμπεριφοράς του και είχε ανάγκη να την επαληθεύσει. Το βιβλίο του Ιώβ παρέχει σαφή μαρτυρία για τον καθοριστικό ρόλο των ενεργειών του διαβόλου στον κόσμο για να γεννήσει μέσα σ’ αυτόν δεινά και παθήματα, με κίνητρο τον φθόνο και τη μοχθηρία του.
Τίθεται, ωστόσο, ένα πρόβλημα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να ενεργήσει όπως ενεργεί. Ο Σατανάς για να πραγματώσει τα σχέδιά του, ζητάει και παίρνει την άδεια από τον Θεό (Ιώβ, 1,11-12• 2, 5-6).
Θεωρούμε, στο σημείο αυτό ότι αξίζει, εκ μέρους του συγγραφέα της διήγησης, η ίδια προσοχή και φροντίδα που θα κινητοποιήσει τους Πατέρες όταν θα υποστηρίξουν ότι τα δεινά συμβαίνουν στον άνθρωπο με την παραχώρηση του Θεού: να αποφύγουμε να δημιουργήσουμε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια αυτόνομη αρχή του κακού που αντιπαλεύει μια αντίστοιχη αρχή του καλού, με ενδεχόμενο η πρώτη να έχει την ικανότητα να επικρατεί και να υποσκελίζει τη δεύτερη. Η ιδέα της παντοδυναμίας του Θεού κυριαρχεί στο σύνολο του βιβλίου του Ιώβ: αυτή η ιδέα απαντά στα λόγια των φίλων του Ιώβ, αλλά και στα λόγια του ίδιου του Ιώβ (Ιώβ 9, 4-13• 12,10.14-25• 42, 2) και, τέλος, κατέχει σημαίνουσα θέση και στον λόγο αυτού του Ίδιου του Θεού (Ιώβ 38, 4-40, 26).
Η αρχή του βιβλίου μάς παρουσιάζει τον Σατανά, έναν άγγελο που είχε πέσει, ο οποίος μαζί με τους αγγέλους καλείται να δίνει αναφορά στον Θεό για τη δράση του πάνω στη γη (πρβλ. Ιώβ 1,6-7• 2,1-2). Μπορούμε να διακρίνουμε ότι, ενώ επιτρέπει τη συγκεκριμένη δράση, ο Θεός δεν την προκρίνει, αλλά αντίθετα την περιορίζει σε μια κατεύθυνση που ευνοεί τον άνθρωπο και τη δημιουργία, που αποτελεί έκφραση της Πρόνοιάς Του, (γιατί, παρατηρήσαμε, ότι χωρίς Αυτή -με άλλα λόγια, αν οι δυνάμεις του πονηρού κινούνταν ελεύθερα- ο κόσμος θα είχε βουλιάξει και καταστραφεί από αυτές): «Είπε τότε ο Κύριος στον Σατανά: “Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του• μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι”» (Ιώβ 1,12)• «Είπε τότε ο Κύριος στον Σατανά: “Ορί¬στε, σου τον παραδίδω• μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του”» (Ιώβ 2, 6).
Στο σημείο αυτό συναντάμε και πάλι την πηγή του κακού: είναι η ελευθερία που χορήγησε ο Θεός σε όλα τα λογικά όντα (αγγέλους και ανθρώπους) κατά τη δημιουργία τους. Πρόκειται για μια δωρεά, της οποίας τη χρήση, από σεβασμό προς αυτά, τους παραχώρησε σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αν αυτή η χρήση δεν είναι «επ’ αγαθώ».
Από την άποψη αυτή, ο Ιώβ πρέπει να υποφέρει επειδή είναι δίκαιος και όχι αμαρτωλός
Ο διάβολος καταπιάνεται λοιπόν με τον Ιώβ, με σκοπό, προπαντός, να τον κάνει να πέσει, να αμαρτήσει. Κίνητρά του είναι η μοχθηρία και ο φθόνος.
Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει με έναν άλλο τρόπο ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποφέρει επειδή είναι αμαρτωλός, και αναιρεί την ιδέα ότι το πάθημα θα ήταν αναγκαστικά μια τιμωρία για ένα προσωπικό αμάρτημα ή μια φυσική συνέπεια αυτού. Μπορούμε, πραγματικά, να πούμε αντίστροφα ότι επειδή είναι δίκαιος και όχι αμαρτωλός πρέπει ο Ιώβ να υποφέρει: η αγιότητα του προκαλεί τον φθόνο του διαβόλου και διεγείρει την εμπαθή δραστηριότητα του.
Πρέπει να επισημανθεί ότι στο σημείο αυτό εντοπίζουμε και πάλι τον αρνητικό δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ του παθήματος και της αμαρτίας, τον οποίο υπογραμμίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο: ο διάβολος χρησιμοποιεί το πάθημα, στηρίζεται σε αυτό, για να σπρώξει τον άνθρωπο στην αμαρτία.
Ο Ιώβ ενοχοποιεί την πεπτωκυία φύση ως δεύτερη αιτία
Ο Ιώβ φαίνεται να αγνοεί ότι είναι ο διάβολος αυτός που τον πολεμάει. Πιστεύει ότι ο Θεός βρίσκεται πίσω από τα παθήματά του, αρνείται όμως να Τον κατηγορήσει, και δεν αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο θα τον πολεμούσε ο Θεός, καθώς θεωρεί τον εαυτό του άμεμπτο απέναντι Του. Τούτη η άγνοια του Ιώβ, οι αναρωτήσεις και η αμφιβολία που γεννά μέσα του η άγνοια, η αβεβαιότητα και η ανησυχία που προκύπτουν από αυτή αποτελούν μέρος των δοκιμασιών του Ιώβ και συμβάλλουν με τον πιο ηχηρό και εντυπωσιακό τρόπο στην εκδήλωση της τυφλής εμπιστοσύνης του στον Θεό και την έκφραση της απόλυτης πίστης του σε Αυτόν.
Αναζητώντας μια απάντηση στα ερωτήματα που αναφύονται, ο Ιώβ ενοχοποιεί παρά ταύτα την ακαθαρσία που θα επηρέαζε κάθε άνθρωπο από τη σύλληψή του: «Γιατί ποιος είναι ο καθαρός από τον ρύπο; Κανείς βέβαια. Ακόμη κι αν η ζωή του πάνω στη γη διαρκούσε μόνο μία μέρα» (Ιώβ 14, 4-5). Το συγκεκριμένο χωρίο συσχετίζεται συχνά από τους ερμηνευτές με τον 7ο στίχο του 50ού ψαλμού: «Δες ότι μέσα στην ανομία γεννήθηκα• στην αμαρτία ζω, αφότου με γέννησε η μητέρα μου». Η ουσία του προβλήματος, ωστόσο, είναι να μάθουμε πώς πρέπει να κατανοούμε τις έννοιες του «ρύπου» και της «αμαρτίας». Κάποιοι ερμηνευτές τις έχουν προσεγγίσει στο πλαίσιο μιας αμαρτίας για την οποία κάθε άνθρωπος θα ήταν ένοχος εκ φύσεως: πρόκειται για εξήγηση που προεξοφλεί ή επιβεβαιώνει το δόγμα του ιερού Αυγουστίνου περί προπατορικού αμαρτήματος. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι αυτές οι καταφάσεις στόχευαν στη (φυσική) ακαθαρσία που συνοδεύει τον άνθρωπο κατά τη σύλληψη (πρβλ. Λευιτ. 15,19 κ.ε.) και τη γέννησή του (πρβλ. Λευιτ. 12, 2), χωρίς αυτή η ακαθαρσία να εμπλέκει κάποιον άλλο παράγοντα παρά μόνο κάποια ηθική αδυναμία και κάποια ροπή προς την αμαρτία, και άλλοι, τέλος, υπενθυμίζουν τον όρο «ο νόμος της αμαρτίας», δηλαδή τις περιοριστικές συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος που επηρεάζουν κάθε άνθρωπο από την ώρα που γεννιέται, χωρίς ωστόσο για όλες αυτές να είναι προσωπικά αμαρτωλός ή ένοχος. Σχολιάζοντας αυτούς τους στίχους του Ιώβ, ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί εύλογα ότι ο Ιώβ μοιάζει να έχει υπόψη του την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Και η συγκεκριμένη αδυναμία αφορά στη φύση μετά την πτώση, που είναι φορέας όλων των αρνητικών συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος. Θα παρατηρήσουμε ότι ο ίδιος ο Ιώβ δεν φαίνεται να στοχεύει σε κάποια προσωπική αμαρτία, καθώς τούτη η εκτίμηση δεν τον εμποδίζει να συνεχίσει να θεωρεί τον εαυτό του ως δίκαιο• ας θυμηθούμε ότι και ο Ίδιος ο Θεός θεωρεί τον Ιώβ «άμεμπτον», πραγματικότητα που επιβεβαιώνει παρόμοια και ο συγγραφέας του βιβλίου. Αντίθετα, οι φίλοι του Ιώβ, υποκριτικά, δημιουργούν ένα δεσμό ανάμεσα στην ακαθαρσία, που αυτοί αποδίδουν σε κάθε άνθρωπο από τη σύλληψή του, και στην ενοχή (πρβλ. Ιώβ 4,17• 15,14• 25, 4). Είναι σημαντικό και το στοιχείο ότι η έκφραση: «θνητός […] που γεννιέται από γυναίκα», που χρησιμοποιείται από τον Ιώβ (14, 1), και η οποία στο στόμα του «δεν αποκαλύπτει τίποτε άλλο παρά τη φθίση της ανθρώπινης ύπαρξης», βρίσκει το αποκλίνον νόημά της στους φίλους του (πρβλ. Ιώβ 15, 14• 25, 4): «από την έννοια της περατότητας, ο Ελιφάζ ολισθαίνει μεμιάς σε αυτή της ενοχής. Ο Βιλδάδ, με τη σειρά του, επαναλαμβάνει […] τον ίδιο τύπο συλλογισμού».
Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι εδώ ο Ιώβ υπενθυμίζει, ως μια αιτία των δεινών του, τις συνέπειες της προπατορικής αμαρτίας, η οποία επηρεάζει την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, αυτό παρουσιαζόταν στον λόγο του απλά και μόνο σύντομα, υπαινικτικά και έμμεσα: δεν αποτελεί παρά «πρώτη αίσθηση, σαν μέσα από την καταχνιά, για ό,τι στην Καινή Διαθήκη, θα είναι ορατό “ως εν εσόπτρω”».
Το πάθημα του Ιώβ ως πειρασμός
Το πάθημα και όλα τα δεινά που περνάει ο Ιώβ μοιάζουν ξεκάθαρα σαν πειρασμοί. Ο διάβολος του ασκεί πίεση με τους πειρασμούς, ώστε να τον οδηγήσει στην αμαρτία και τα πάθη. Ο διάβολος ελπίζει ότι ο Ιώβ θα κατηγορήσει τον Θεό και θα οδηγηθεί έτσι στην προσβολή της αγαθότητάς Του, και επιπλέον θα στραφεί εναντίον Του και τελικά θα Τον απορρίψει. Ο στόχος αυτός που θέλει να πετύχει ο διάβολος εκφράζεται σαφώς από τη γυναίκα του Ιώβ: «Ακόμα επιμένεις σε αυτή την ευσέβειά σου; […] Βλαστήμα λοιπόν τον Θεό και πέθανε» (Ιώβ 2, 9). Και είναι τόσο σαφής ο τρόπος ώστε ορισμένοι ερμηνευτές έχουν δει στο πρόσωπο της γυναίκας του Ιώβ όχι μόνο ένα εκτελεστικό όργανο του διαβόλου, αλλά και μια ενσάρκωσή του. Μέσα από τα λόγια τούτα διατυπώνονται οι τέσσερις μεγαλύτεροι πειρασμοί που είναι δυνατόν να δεχτεί ο άνθρωπος στη συνάντησή του με τον πόνο: 1) Απώλεια της υπομονής, 2) Παράδοση σε πάθη που συνδέονται με την αποφυγή του παθήματος, 3) Κατηγορία και κατάρα εναντίον του Θεού, 4) Παράδοση στον θάνατο. Αλλά η τελευταία προσβολή («πέθανε») έχει και ένα άλλο νόημα: προλέγει τι θα συμβεί στον άνθρωπο που θα ενδώσει σε τούτους τους πειρασμούς και εκφράζει επίσης σαφέστατα το πιο χθόνιο σχέδιο του διαβόλου, τον πνευματικό θάνατο του ανθρώπου. Αυτός επέρχεται ιδιαίτερα αν ο άνθρωπος υποχωρήσει στον τρίτο πειρασμό, σε αυτόν που καταρχάς στοχεύει ο διάβολος, όπως αποκαλύπτουν δύο φορές τα λόγια του ενώπιον του Θεού: «Βάλε το χέρι σου και ακούμπησε τα υπάρχοντά του• σου ορκίζομαι ότι θα σε βλασφημήσει δημόσια» (Ιώβ 1,11)• «Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν σε βλασφημήσει!» (Ιώβ 2, 5)
Ο εξαιρετικός χαρακτήρας του Ιώβ
Αυτό που θα προκαλούσε την πτώση του κοινού θνητού δεν οδήγησε και τον Ιώβ στην πτώση. «Έτσι παρ’ όλες αυτές τις συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε τίποτα το απρεπές εναντίον του Θεού» (Ιώβ 1, 22• πρβλ. 22, 10). Όχι μόνο δεν βλασφήμησε ο Ιώβ τον Θεό κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του, αλλά Τον δοξολογούσε (πρβλ. Ιώβ 1, 21).
Στους πειρασμούς του Σατανά ο Ιώβ αντέταξε τρεις βασικές στάσεις: 1) Σταθερή υπομονή στις δοκι¬μασίες, 2) Αταλάντευτη πίστη στον Θεό, στο πλαίσιο της οποίας όχι μόνο δεν Τον βλασφήμησε, αλλά και δεν Τον κατηγόρησε και, μολονότι ήταν πεπεισμένος για το δίκιο του, δεν θεώρησε ως ένοχη τη δικαιοσύνη Του και έφτασε μέχρι του σημείου να παραδεχτεί ότι θα μπορούσε να ήταν Εκείνος ο δημιουργός των δεινών του, 3) Αληθινή ελπίδα στον Θεό, δίχως υπεκφυγές.
Την αντίσταση και τη νίκη του επί των πειρασμών, ο Ιώβ δεν τις απέδιδε μόνο στις δικές του δυνάμεις, αλλά στην ενίσχυση και στήριξη από τη θεία δύναμη ως απάντηση στην προσευχή του.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε επίσης ότι, όπως όλοι οι Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης τους οποίους ο Θεός είχε επιστρατεύσει σε μια αποστολή παιδαγωγίας και προφητείας, ο Ιώβ εδώ παρέχει τη μαρτυρία για κάποια ιδιαίτερη χάρη, η οποία του έχει δώσει τη δυνατότητα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, να ξεφεύγει από την κοινή μοίρα της ανθρωπότητας που βρίσκεται υπό το κράτος των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος. Και στην προκειμένη περίπτωση, του επιτρέπει να αντισταθεί στην πίεση που, άμεσα ή έμμεσα, του ασκεί ο διάβολος διά μέσου του σώματος ή του παθητικού στοιχείου της ψυχής, και επομένως να μην ηττηθεί από τα δεινά, να μην υποχωρήσει εύκολα στους πειρασμούς, και να μην υποταχτεί στην αμαρτία και τα πάθη. Έχουμε επισημάνει ότι τούτο το χαρακτηριστικό που αφορά στους Δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης συνδεόταν με την αποστολή που τους είχε αναθέσει ο Θεός: να αναγγείλουν τον ερχομό του Χριστού και να προεικονίσουν τη σωτηριώδη οικονομία Του.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Claude Larchet “Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων“, Εκδόσεις “Εν πλω”. Στο βιβλίο μπορεί ο αναγνώστης να βρει τις παραπομπές του παρόντος αποσπάσματος), Η άλλη όψη
Ὁ κόσμος πλανᾶται. Πάντοτε. Ἀπὸ τὴν πρώτη του ἀρχὴ τὸ φίδι τὸν ἐκμαυλίζει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ πιστεύει. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Πλανᾶται. Καὶ παίρνει τὸν ἴσιο δρόμο τοῦ κακοῦ. «Ἴσιο». Ἔτσι τὸ φίδι τοῦ τὸν παρασταίνει. Κι ἔτσι κι ὁ ἴδιος τὸν φαντάζεται. Κ ἔτσι τὸν βλέπει. «Ἴσιο». Φαρδύ, εὔκολο, ἄνετο. Ἀλλὰ στὴν ἀρχή. Μόνο στὴν ἀρχή. Ἔπειτα…
Ἔπειτα ἀρχίζει τὸ μαρτύριο. Καὶ ἔπειτα τὸ λάθος. Στὰ βάθη τοῦ ἄδη. Ἔτσι τὸ λέει ὁ Παροιμιαστής: ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾄδου» (Παρ. ιδ´ [14] 12)· ὑπάρχει δρόμος στὴ ζωὴ ποὺ φαίνεται σὲ κάποιους ἀνθρώπους ὀρθός, τὸ τέλος του ὅμως ὁδηγεῖ στὸ βυθὸ τῆς κολάσεως.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου: αὐτοκαταστροφική. Πλανᾶται· ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει τὴν εὔκολη εὐτυχία· ἀρνεῖται τὸν Δημιουργό του· ἐπαναστατεῖ· στρέφεται μὲ μίσος ἐναντίον Του· Τὸν διώχνει· δὲν Τὸν θέλει στὴ ζωή του· κραυγάζει μὲ μανία: «ἀπόστα ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰώβ κα´ [21] 14]· φύγε μακριά ἀπό μένα. Τοὺς δρόμους Σου δὲν θέλω νὰ ξέρω. Διώχνει τὸν εὐεργέτη του. Ἀνοίγει πόλεμο μὲ τὸν οὐρανό.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι ἔπραξαν τόσους αἰῶνες· ἔτσι πράττουν καὶ σήμερα.
Εἶπαν: «διαρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορίψωμεν ἀφ᾽ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν» (Ψαλμ. β´ 3)· ἂς σπάσουμε τὰ δεσμὰ τῆς ὑποταγῆς μας στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μεσσία καὶ ἂς ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους.
Ἐπαναλαμβάνουν δὲ καὶ σήμερα: Καμία σχέση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Κράτος. Τὸ κράτος μας εἶναι οὐδετερόθρησκο. Αὐτὸ λένε. Καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζουν. Διώχνουν τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὰ σχολεῖα· μεταβάλλουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σὲ πανθρησκειακὴ σούπα· ἀφαιροῦν ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Γλώσσας κάθε ἀναφορὰ πρὸς τὴν πίστη· δημιουργοῦν θεματικὲς ἑβδομάδες διαστροφῆς.
Εἶπαν πάλι: «Δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» (Ψαλμ. ογ´ [73] 8)· ἐλᾶτε νὰ ἐξαφανίσουμε ὅλες τὶς ἑορτὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν γῆ. Τὸ εἶπαν τότε. Καὶ σήμερα τὸ πραγματοποιοῦν. Περιθωριοποιοῦν τὶς χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ εἰσάγουν γιορτὲς γελοῖες: «ἑορτὴ τῶν μανιταριῶν», «ἑορτὴ τῆς πατάτας» καὶ ἄλλες παρόμοιες Κι ἀκόμη: ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων τὸ νόημά της· τὴν μετατρέπουν σὲ γέννηση τοῦ «Χ» (Xmas).
Διασύρουν, χλευάζουν τὴν Πίστη. Αὐθαδιάζουν. Νομοθετοῦν ἀντίθεους νόμους. Καταφρονοῦν τὸ Εὐαγγέλιο. Τιμωροῦν τοὺς ὁμολογητὲς τῆς ἀληθείας βάσει ψευδοαντιρατσιστικῶν νόμων. Συκοφαντοῦν καὶ διασύρουν ὅλους ὅσοι στηλιτεύουν τὶς διαστροφές.
Εἶπαν τότε: «οὐκ ἔστι Θεὸς» (Ψαλμ. ιγ´ [13] 1). Καὶ σήμερα ἄφρονες ὀρθώνουν τὸ σπιθαμιαῖο ἀνάστημά τους μπροστὰ στὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων. Νομίζουν πὼς αὐτοὶ κυβερνοῦν τὸν κόσμο, ὅτι αὐτοὶ καθορίζουν τὶς τύχες του. Καγχάζουν: «ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;» (Ψάλμ. ριγ´ [113] 10]· ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους; καὶ παραφρονοῦν· μαίνονται· ἀπειλοῦν τὸν οὐρανό.
Οἱ μικροί, οἱ ἀσήμαντοι. Τὸ χῶμα, ἡ σκόνη τῶν ἀνέμων.
Καὶ δὲν βλέπουν τὸν ζῶντα Θεό, «οὗ ἐν τῇ χειρὶ πνοὴ πάντων τῶν ὄντων».
Κι οὔτε ἀκοῦν.
Τὸ γέλιο Του. Τὸ πικρὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς περιπαίζει καὶ τοὺς οἰκτίρει: «Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτοὺς» (Ψαλμ. β´ 4)· ὁ Θεὸς ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς θὰ γελάσει περιφρονητικὰ μαζί τους καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς περιπαίξει καὶ θὰ τοὺς χλευάσει.
Ἀκοῦστε, ἄφρονες! Ἀκοῦστε τὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ. Τὸ πικρὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ. Γελάει μαζί σας. Γελάει μὲ τὰ καμώματά σας, τὴν πλάνη, τὴν παράκρουσή σας. Μὲ γέλιο ὄχι χαιρέκακο, ἀλλὰ πικρό. Πικρό, διότι σᾶς λυπᾶται. Σᾶς πονάει. Πατέρα σας εἶναι. Πατέρας μας. Ὅλων.
Ἐσεῖς νομίζετε ὅτι εἶστε μεγάλοι καὶ ὅτι ἐσεῖς διαμορφώνετε τὴν Ἱστορία. Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι εἶστε μόνο ὄργανα τοῦ Θεοῦ. Ὄργανα ποὺ εἴτε τὸ θέλετε εἴτε ὄχι, εἴτε τὸ καταλαβαίνετε εἴτε ὄχι, ὑπηρετεῖτε τὸ σχέδιο τὸ δικό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὄχι μόνο ὁ Δημιουργὸς ἀλλὰ καὶ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸς κατευθύνει τὴν Ἱστορία.
Καὶ γελάει μαζί σας. Μὰ τὰ καμώματά σας.
Μὲ γέλιο πικρό.
Πικρό. Διότι σᾶς πονάει. Διότι εἶναι καὶ δικός σας πατέρας.
Γιατί τὸν παροργίζετε;
Πηγή: (Τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», ἀρ. τ. 2154, 01.05.17 Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»), Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία
Ο μακάριος Αυγουστίνος: Δεν υπάρχει αγάπη ούτε σωτηρία εκτός Εκκλησίας.
Ο μακάριος Αυγουστίνος δέχεται ότι η χριστιανική διδασκαλία όταν κατανοείται θεωρητικά, μπορεί να φυλαχθεί και εκτός Εκκλησίας. Η αλήθεια παραμένει αλήθεια ακόμη κι αν την εκφράζει ένας κακός άνθρωπος. Πράγματι και οι δαίμονες ομολογούσαν τον Χριστό, όπως και ο Απόστολος Πέτρος. Ο χρυσός είναι αναμφίβολα καλός και παραμένει χρυσός ακόμη και στους κλέφτες, έστω κι αν χρησιμεύει για τους κακούς τους σκοπούς. Ο Χριστός είπε κάποτε στους μαθητές Του: «εκείνος που δεν είναι εναντίον μας είναι με το μέρος μας» (Λουκ. 9, 50). Από αυτό μπορείς να συμπεράνεις ότι εκείνος που στέκεται εκτός Εκκλησίας σε κάποια θέματα δεν είναι εναντίον της Εκκλησίας και έχει κάτι από τον εκκλησιαστικό πλούτο. Οι Αθηναίοι τιμούσαν τον άγνωστο Θεό (Πράξ. 17, 23) και ο Απόστολος Ιάκωβος μαρτυρεί ότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι» (Ιακ. 2, 19) αλλά αυτά, βέβαια, είναι εκτός Εκκλησίας. Στα συγγράμματά του κατά των Δονατιστών ο μακάριος Αυγουστίνος λεπτομερώς αποδεικνύει και υποστηρίζει κάποιου είδους εγκυρότητα στο σχισματικό βάπτισμα.
Όμως αν και εκτός Εκκλησίας μπορεί να διαφυλάσσεται η αληθινή διδασκαλία, αν ακόμη και τα Μυστήρια τελούμενα ξέχωρα από την Εκκλησία είναι έγκυρα, τότε σε τι είναι αναγκαία η Εκκλησία; Δεν είναι άραγε δυνατή η σωτηρία εκτός Εκκλησίας; Δεν αποχωρίζει έτσι ο μακάριος Αυγουστίνος τον Χριστιανισμό από την Εκκλησία; Δεν παραδέχεται τη δυνατότητα υπάρξεως Χριστιανισμού χωρίς Εκκλησία; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δίδεται αρνητική απάντηση από τον μακάριο Αυγουστίνο. Τη χριστιανική ζωή που οδηγεί στη σωτηρία ο μακάριος Αυγουστίνος την εγγράφει μόνο στην Εκκλησία και εκτός Εκκλησίας τέτοια ζωή δεν μπορεί να υπάρξει.
Το γεγονός ότι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία φυλάσσουν κάτι από τον εκκλησιαστικό πλούτο δεν προσφέρει απολύτως καμιά ωφέλεια, αλλά μόνο βλάβη. Πως έτσι; Διότι, απαντά ο μακάριος Αυγουστίνος, όλοι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία δεν έχουν αγάπη. Ο Χριστός υπέδειξε ένα σημείο με το οποίο μπορεί κάποιος να γνωρίσει τους μαθητές του. Το σημείο αυτό δεν είναι η χριστιανική διδασκαλία, ούτε και τα μυστήρια, αλλά μόνον η αγάπη. «Εν τούτω», είπε Εκείνος στους μαθητές Του «γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13, 35). Τα Μυστήρια δεν σώζουν εάν εκείνος που τα δέχεται δεν έχει αγάπη. Ο Απόστολος λέγει: «Εάν... ειδώ τα μυστήρια (sacramenta) πάντα..., αγάπην δε μη έχω ουδέν ειμί» (Α Κορ. 13,2). Προφήτευσε ο Καϊάφας αλλά κατεκρίθη. Αυτός ο ίδιος ο χωρισμός από την Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία, η οποία αποδεικνύει ότι στους σχισματικούς δεν υπάρχει αγάπη. Ο αναγεννημένος στο βάπτισμα αλλά μη ενωμένος με την Εκκλησία δεν έχει κανένα όφελος από το βάπτισμα επειδή δεν έχει αγάπη. Το βάπτισμα αρχίζει να είναι σωτήριο γι’ αυτόν τότε μόνο, όταν ενώνεται με την Εκκλησία. Η Χάρις του βαπτίσματος δεν μπορεί να καθαρίσει από τις αμαρτίες εκείνον ο οποίος δεν ανήκει στην Εκκλησία. Η ενέργειά του κατά κάποιον τρόπο παραλύει από την επιμονή της καρδιάς του σχισματικού στο κακό, δηλαδή στο σχίσμα. Έτσι, καθώς ο βαπτιζόμενος, αμέσως μετά το βάπτισμα μπαίνοντας στο σκοτάδι του σχίσματος, διακρίνει την αμαρτωλότητά του, την απουσία δηλαδή απ’ αυτόν της αγάπης, ευθύς και οι αμαρτίες επιστρέφουν σ’ αυτόν.
Ότι οι συγχωρημένες αμαρτίες επιστρέφουν αν δεν υπάρχει αδελφική αγάπη, το έδειξε χειροπιαστά ο Κύριος όταν μίλησε για τον δούλο στον οποίο ο κύριός του χάρισε το χρέος 10.000 ταλάντων. Όταν ο δούλος εκείνος δεν σπλαχνίστηκε τον σύνδουλό του, που του όφειλε 10 δηνάρια, τότε ο κύριος διέταξε να του δώσει πίσω όλα όσα του όφειλε. Όπως εκείνος ο δούλος για ένα χρονικό διάστημα έλαβε άφεση του χρέους έτσι και ο βαπτιζόμενος εκτός Εκκλησίας επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα ελευθερώνεται από τις αμαρτίες του, αλλά καθώς μετά το βάπτισμα παραμένει εκτός Εκκλησίας, τότε του καταλογίζονται εκ νέου όλες οι αμαρτίες που έκαμε πριν το βάπτισμα.
Τότε μόνο του συγχωρούνται οι αμαρτίες, όταν αγαπητικά ενωθεί με την Εκκλησία. Οι σχισματικοί στερούνται της ελπίδος της σωτηρίας όχι επειδή το βάπτισμά τους είναι ανενεργό, αλλά μόνο επειδή είναι εκτός Εκκλησίας και διάκεινται εχθρικά προς αυτήν. Τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να τη λάβει και να τη φυλάξει μόνο όποιος είναι ενωμένος εν αγάπη με την Εκκλησία. Όποιος χωρίστηκε από την Εκκλησία, δεν έχει αγάπη. Δεν υπάρχει αγάπη προς τον Θεό σε εκείνον που δεν αγαπά την ενότητα της Εκκλησίας. Ματαίως λέει ότι έχει χριστιανική αγάπη. Η αγάπη μπορεί να τηρηθεί μόνο σε ενότητα με την Εκκλησία, επειδή το Άγιο Πνεύμα ζωογονεί μόνο το Σώμα της Εκκλησίας. Καμιά νόμιμη και επαρκής αιτία δεν μπορεί να υπάρξει για να χωρισθεί κάποιος από την Εκκλησία. Όποιος απεκόπη από την Εκκλησία δεν έχει το Άγιο Πνεύμα, όπως και το αποκομμένο από το σώμα μέλος δεν έχει πνοή ζωής έστω κι αν για κάποιο διάστημα διατηρεί το προηγούμενο σχήμα του. Γι’ αυτό όλοι οι αποκομμένοι από την Εκκλησία, όσο εναντιώνονται σ’ αυτήν δεν μπορούν να είναι καλοί, ακόμη κι αν η συμπεριφορά τους φαίνεται αξιέπαινη. Αυτός καθαυτόν ο χωρισμός τους από την Εκκλησία τους κάμει κακούς.
Έτσι, κατά τη διδασκαλία του μακαρίου Αυγουστίνου, η Εκκλησία είναι έννοια πολύ στενότερη από τον Χριστιανισμό, όταν αυτός κατανοείται υπό την έννοια μόνο θεωρητικών θέσεων. Παραμένοντας κάποιος εκτός Εκκλησίας, μπορεί να είναι σε συμφωνία μ’ αυτές τις θεωρητικές τοποθετήσεις. Για την ένωση με την Εκκλησία, είναι απαραίτητη εκτός αυτού η συμφωνία βουλήσεων (consensio voluntatum). Αλλά είναι φανερό ότι χωρίς αυτή την τελευταία, μόνη η θεωρητική συμφωνία με τη χριστιανική διδασκαλία είναι τελείως ανώφελη γιατί εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Στη ζωή ο Χριστιανισμός συμπίπτει τελείως με την Εκκλησία.
Οι απόψεις του αγίου Κυπριανού και του μακαρίου Αυγουστίνου, αν και φαινομενικά είναι λίγο διαφορετικές μεταξύ τους, καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα: extra Ecclesiam nulla salus δηλαδή εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Σώζει τους ανθρώπους η αγάπη η οποία είναι Χάρις, δώρο της Καινής Διαθήκης. Εκτός Εκκλησίας είναι αδύνατο να τηρήσεις την αγάπη επειδή εκεί δεν είναι δυνατόν να λάβεις το Άγιο Πνεύμα.
Πηγή: (Από το βιβλίο: Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929) Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού π.Ιωάννη Φωτόπουλου), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ἔρχεται καιρός, ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι· καὶ ἐπὰν ἴδωσι τινὰ μὴ μαινόμενον, ἐπαναστατήσονται αὐτῷ λέγοντες, ὅτι σὺ μαίνη, διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς.
Έρχεται καιρός κατά τον οποίον οι άνθρωποι θα τρελαθούν· κι αν δουν κάποιον που δεν είναι τρελός, θα του επιτεθούν και θα του πουν, είσαι τρελός, γιατί δεν θα είναι όμοιός τους.
Πηγή: Αβέρωφ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΚΤΟΣ
(Καθώς και περί ακτημοσύνης)
1. Πολλοί από τους σοφούς διδασκάλους μετά από τον προηγούμενο τύραννο συνηθίζουν να τοποθετούν τον παρόντα μυριοκέφαλο δαίμονα της φιλαργυρίας. Και για να μη μεταβάλωμε την σειρά των σοφών εμείς οι άσοφοι, ακολουθήσαμε τον ίδιο κανόνα και την ίδια απόφασι. Έτσι αφού ομιλήσωμε ολίγο με την αρρώστεια, θα ομιλήσωμε έπειτα εν συντομία και για την κατάστασι της υγείας.
2. Η φιλαργυρία είναι προσκύνησις των ειδώλων, θυγατέρα της απιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειών, υποβολεύς ανομβρίας, προμηνυτής λιμών.
3. Φιλάργυρος είναι εκείνος πού καταφρονεί τις ευαγγελικές εντολές και τις παραβαίνει ενσυνείδητα. Όποιος απέκτησε αγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Όποιος όμως ισχυρίζεται πώς συμβιβάζει στην ζωή του και τα δύο, αυτοαπατήθηκε.
4. Όποιος πενθεί για τις αμαρτίες του, απαρνήθηκε και το σώμα του. Διότι όταν το εκάλεσε η περίστασις, ούτε αυτό το λυπήθηκε.
5. Μη ισχυρίζεσαι ότι μαζεύεις χρήματα για τους πτωχούς. Διότι δύο μόνο λεπτά αγόρασαν την ουράνιο βασιλεία. (Λουκ. κα΄ 2)
6. Ο φιλόξενος και ο φιλάργυρος συναντήθηκαν. Και ο δεύτερος αποκαλούσε τον πρώτο αδιάκριτο και ασύνετο.
7. Όποιος ενίκησε το πάθος αυτό, έπαυσε να έχη μέριμνες. Όποιος είναι δεμένος μαζί του, ποτέ δεν θα κάνη καθαρά προσευχή.
8. Αρχή της φιλαργυρίας, η πρόφασις της ελεημοσύνης. Τέλος δε αυτής, το μίσος προς τους πτωχούς. Έως ότου κάποιος συγκεντρώση τα χρήματα, κάνει ελεημοσύνες. Όταν όμως τα συγκεντρώση, σφίγγουν τα χέρια του.
9. Είδα ανθρώπους πτωχούς ως προς τα χρήματα, οι οποίοι επλούτησαν στην ζωή των «πτωχών τώ πνεύματι»∙ δηλαδή επλούτησαν στην μοναχική ζωή. Και έπαυσαν πλέον να ενθυμούνται την προηγουμένη πτωχεία τους.
10. Ο φιλοχρήματος μοναχός είναι ξένος προς την ακηδία(!), ενθυμούμενος κάθε ώρα τον αποστολικό λόγο «Ο αργός μηδέ εσθιέτω» (Β΄ Θεσ. γ΄ 10), καθώς και το: «Αί χείρες αύται διηκόνησαν εμοί και τοίς σύν εμοί»! (Πράξ. κ΄ 34).
11. Η ακτημοσύνη είναι απαλλαγή από τις φροντίδες, αμεριμνία βίου, οδοιπορία ανεμπόδιστη, αποξένωσις από την λύπη, πίστις στις εντολές του Θεού.
12. Ο ακτήμων μοναχός είναι κύριος όλου του κόσμου. Έχει αναθέσει στον Θεόν την φροντίδα του, και με την πίστι του αυτή τους έχει όλους δούλους του. Δεν θα ομιλήση σε άνθρωπο για ανάγκες του. Όλα δε όσα του προσφέρονται, τα δέχεται σαν από το χέρι του Κυρίου. Ο ακτήμων εργάτης της αρετής είναι υιός της απροσπαθείας, και αυτά που έχει θεωρεί σαν να μη τα έχη. Όταν ήλθε η ώρα της αναχωρήσεως για την άσκησι, τα εθεώρησε όλα σαν σκύβαλα. Εάν όμως λυπήται για κάποιο πράγμα, σημαίνει ότι δεν έγινε ακόμα ακτήμων. Ο ακτήμων άνθρωπος έχει καθαρά προσευχή, ενώ ο φιλοκτήμων προσεύχεται έχοντας τον νου του σε υλικά πράγματα.
13. Όσοι ζουν ως υποτακτικοί, είναι ξένοι προς την φιλαργυρία. Διότι εκείνοι πού και το σώμα ακόμη παρέδωσαν, τι κρατούν λοιπόν ως ιδικό τους; Αυτοί σε ένα μόνο σημείο συνήθως υστερούν: Παρουσιάζονται εύκολοι και έτοιμοι σε τοπικές μετακινήσεις.
14. Είδα υλική περιουσία πού έκανε μερικούς μοναχούς να παραμένουν υπομονητικά στον τόπο τους. Εγώ δε περισσότερο απ’ αυτούς εμακάρισα εκείνους που περιπλανώνται για την αγάπη του Κυρίου.
15. Όποιος εγεύθηκε τα ουράνια, εύκολα καταφρονεί τα επίγεια. Ο άγευστος όμως εκείνων αγάλλεται με τα γήϊνα υπάρχοντά του.
16. Όποιος ασκεί την ακτημοσύνη χωρίς λόγο και πνευματική βάσι, υφίσταται δύο αδικίες: και από τα παρόντα απέχει και τα μέλλοντα στερείται.
Ας μη φανούμε λοιπόν, ώ μοναχοί, πιο άπιστοι από τα πτηνά, πού ούτε μεριμνούν ούτε συγκεντρώνουν τροφές (πρβλ. Ματθ. ς΄ 26).
17. Μέγας είναι εκείνος που απαρνείται κατά τρόπον θεάρεστο τα χρήματα. Άγιος όμως είναι εκείνος που απαρνείται το ιδικό του θέλημα. Ο μέν πρώτος θα λάβη εκατονταπλάσια είτε με χρήματα είτε με χαρίσματα. Ο δε δεύτερος θα κληρονομήση ζωήν αιώνιο.
18. Δεν θα λείψουν τα κύματα από την θάλασσα. Ούτε από τον φιλάργυρο η οργή και η λύπη.
19. Όποιος καταφρονεί τα υλικά, απηλλάγη από τις δικαιολογίες και τις αντιλογίες, ενώ ο φιλοκτήμων και για μία βελόνα ακόμη αγωνίζεται μέχρι θανάτου.
20. Η ακλόνητη πίστις θα περιορίση τις μέριμνες, ενώ με την μνήμη του θανάτου κατορθώνεται ακόμη και η απάρνησις του σώματος.
21. Στον Ιώβ δεν υπήρχε ίχνος φιλαργυρίας∙ γι’ αυτό και όταν τα στερήθηκε όλα, έμεινε ατάραχος.
22. «Ρίζα πάντων των κακών, και είναι και λέγεται η φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. ς΄ 10). Διότι αυτή είναι που δημιούργησε μίση και κλοπές και φθόνους και χωρισμούς και έχθρες και ζάλες και μνησικακίες και ασπλαγχνίες και φόνους.
23. Με ολίγη φωτιά μερικοί έκαψαν μεγάλο δάσος. Αντιθέτως με μία αρετή άλλοι εσώθηκαν από όλα τα τωρινά και προηγούμενα πάθη. Αυτή ονομάζεται απροσπάθεια. Την εγέννησε δέ η πείρα και η γεύσις της αγάπης του Θεού και η φροντίδα για την μεταθανάτιο απολογία.
24. Δεν ξεχάσθηκε από τον πολύ προσεκτικό αναγνώστη ο λόγος της μητροκάκου, δηλαδή της μητέρας όλων των κακών γαστριμαργίας.
Αναφέρει η ίδια σαν δεύτερο απόγονό της στην κακή και επάρατη τεκνογονία της τον λίθο της αναισθησίας, δηλαδή την σκληρότητα της καρδίας. Αλλά με εμπόδισε να την τοποθετήσω (την αναισθησία) στην θέσι της ο πολυκέφαλος όφις της ειδωλολατρείας, (η φιλαργυρία), η οποία, χωρίς να ξέρω πώς, αριθμείται τρίτη στην αλυσίδα των οκτώ παθών από τους διακριτικούς Πατέρας.
Αφού λοιπόν χωρίς πολλά λόγια ετελειώσαμε τον λόγο περί φιλαργυρίας, επιθυμούμε να ομιλήσωμε τώρα περί αναισθησίας, εξετάζοντάς την τρίτη στην σειρά, αν και στην τάξι της γεννήσεώς της είναι δεύτερη. Έπειτα απ’ αυτήν θα ειπούμε ολίγα λόγια περί ύπνου και αγρυπνίας, καθώς επίσης και περί της νηπιώδους και ανάνδρου δειλίας. Διότι αυτά τα νοσήματα είναι των αρχαρίων.
Ένα βραβείο ακόμη! Όποιος το κατέκτησε προχωρεί σαν άϋλος προς τον ουρανό.
Δεκάτη έκτη πάλη! Όποιος ενίκησε σ΄αυτήν, ή έχει αποκτήσει αγάπη ή έπαυσε να έχη μέριμνες.
Ι.Μ.Παρακλήτου
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Εἰς τήν Ἐγκύκλιον Ἀπάντησιν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 1895 πρός τόν πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἀναφέρονται μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Βαθέως θλίβεται καί ὀδύνῃ συνέχεται μεγάλῃ πᾶσα εὐσεβής καί ὀρθόδοξος ψυχή εἰλικρινῶς ζηλοῦσα τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, βλέπουσα ὅτι ὁ μισόκαλος καί ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τόν ἀγρόν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τόν σῖτον. ῎Ενθεν τοι καί ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καί λυμαίνονται τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρά καί μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπό τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, καὶ δίνει τὴ λαμπρότητά Του σ΄ ἐκείνους πού καθαρίζουν τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους κι’ ἑνώνονται μὲ τὸ «Θεῖον πῦρ».
Θαῦμα παράδοξο! Ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καὶ σωματικά. Ἄνθρωπος καὶ Θεὸς νὰ γίνονται ἕνα, ὅπως ἕνα εἶναι καὶ τὸ ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν ψυχή. Μὲ τὴν ἕνωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν Θεός», ὅπως λέει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ: «Ἐγώ εἶπα, θεοὶ ἐστε καὶ υἱοί Ὑψίστου πάντες».
Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν». Πῶς ὅμως μένουμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ κι’ Αὐτός σέ μᾶς; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Ἴδιος, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, προσευχήθηκε στὸν Πατέρα: «Σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοί ἐν ἡμῖν ὦσιν…κἀγώ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν…». Ἀλλά καί στούς μαθητές Του μέ σαφήνεια εἶπε: «Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί … ἐγώ ἐν τῷ πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν». Ἐναργέστατα εἶναι τὰ θεϊκὰ κι’ ἀλάθητα λόγια τοῦ Κυρίου.
Ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Υἱό Του, ἔτσι κι’ ἐμεῖς εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας μένει «κατὰ φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ», ἔτσι καὶ ὅσοι πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν «διὰ Πνεύματος Ἁγίου», μένουν «κατὰ χάριν ἐν τῷ Θεῷ» καὶ ὁ Θεὸς μένει σ’ αὐτούς ὡς «κατὰ χάριν υἱούς» Του. Τί θαυμαστή, θεανθρώπινη ἕνωση! Ἡ ἕνωση ὅμως Πατέρα καὶ Υἱοῦ δὲν εἶναι παρὰ ἕνωση ἄπειρης καὶ ἄφατης ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγαπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα φανερώνεται μὲ τὴν «ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσῃ» ἄρνηση τοῦ θελήματός Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ πατρός. Αὐτό ἀκριβῶς χαρακτηρίζει πρωταρχικὰ τὴν Θεία Ἕνωση. Αὐτό ὅμως πρέπει νὰ χαρακτηρίζει καὶ τὴ δική μας ἀγαπητική ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ εἶναι γνήσια: ἡ ταπεινή ἐκπλήρωση τοῦ ἁγίου θελήματός Του, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Τό εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τά ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε… Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με… Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν». Ὁ Θεός ἔρχεται καί «ποιεῖ μονήν παρ’ ἡμῖν», -μέ ἄλλα λόγια: ἑνώνεται μαζί μας- μόνον ἄν Τόν ἀγαπᾶμε ἔμπρακτα, τηρώντας τό νόμο Του. Τότε ζοῦμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος Του: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Τότε προγευόμαστε τή μυστική καί ἀπερίγραπτη γλυκύτητα τῆς βασιλείας Του, τήν ἄρρητη ἀπό τό φθαρτό σῶμα. Γιατί, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, δείξαμε τόν ἕνα τρόπο ἑνώσεώς μας μέ τόν Θεό: τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλος, παράλληλος, πού συμπληρώνει καί ἐνισχύει τόν πρῶτο. Αὐτός εἶναι ἡ συχνή συμμετοχή μας στό μυστικό δεῖπνο Του, ἡ μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων Του. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός πάλι εἶπε: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ… Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσει εἰς τόν αἰώνα… Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, κἀγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα». Γιά νά εἴμαστε λοιπόν ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ζωή αἰώνια, πρέπει νά κοινωνοῦμε συχνά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Ἐκείνου, πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς ζωῆς. Ἀλλιῶς, ὄχι μόνον εἴμαστε χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλά καί νεκροί: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς». Ἄς προσέξουμε ὅμως, νά μήν κοινωνοῦμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιᾶς, καθαρή ζωή καί πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε ἡ Θεία Κοινωνία ὄχι μόνο δέν συντελεῖ στήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, ἀλλά, ἀντίθετα, μᾶς καταδικάζει καί μᾶς κατακαίει. «Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει». Γι’ αὐτό «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω». Ἂς φυλάξουμε λοιπὸν μὲ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια τὶς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἄς προσερχόμαστε μέ συναίσθηση καί ἀκατάκριτη συνείδηση στά πανάγια μυστήριά Του, γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του· γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία Του· γιά νά μήν ὑποστοῦμε στήν παρούσα ζωή ὅ,τι λέει ὁ Τίμιος Πρόδρομος: «Ὁ ἀπειθών τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν». Γιά νά μήν ἀκούσουμε στήν ἄλλη ζωή τόν φοβερό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ… Οὐκ οἷδα ὑμᾶς!…». Γιά νά δεχθοῦμε, τέλος, τήν πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου».
Πηγή: Αγάπη εν Χριστώ
Πέντε σοφές καί πέντε μωρές παρθένες. Διάβασε: πέντε σοφές καί πέντε μωρές ἀνθρώπινες ψυχές. Οἱ σοφές εἶχαν τά καντήλια καθαρά καί τό λάδι ἐνῶ οἱ μωρές μόνον τά καντήλια.
Τά καντήλια κατ᾿ ἀρχάς συμβολίζουν τό σῶμα καί τό λάδι τό ἔλεος. Ἴσως, ἡ ἑλληνική λέξη «ἔλαιον» νά ἔχει κάποια σχέση μέ τή λέξη ἔλεος. Ἀπό τή λέξη ἔλεος παράγεται καί ἡ λέξη πολυέλεος, πού σημαίνει αὐτόν πού ἔχει πολύ ἔλεος. Ὁ πολυέλεος τοῦ ναοῦ ἀνάβει κατά τή διάρκεια τοῦ ὄρθρου ὅταν ψέλνονται οἱ ψαλμοί περί τοῦ πολύ ἐλέους τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ ἐκλεκτοῦ Του λαοῦ μέ τήν ἐπανάληψη «ὄτι εἰς τόν αἰώνα τό ἔλεος Αὐτοῦ ἀλληλούια» (Ψαλμ. 135:1). Οἱ σοφές παρθένες εἶχαν, λοιπόν, παρθένο σῶμα μέ παρθένα ψυχή ἀλλά μαζί μ᾿ αὐτό καί μεγάλο ἔλεος. Ἔλεος ἀπέναντι στούς πιό ἀδύναμους ἀπό τίς ἴδιες, πού ἀκόμα δέν εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες. Οἱ μωρές παρθένες κρατοῦσαν αὐστηρά τή σωματική παρθενία ἀλλά ἦταν ἀνελέητες καί ἔβλεπαν περιφρονητικά τούς πιό ἀδύναμους ἀπό τίς ἴδιες. Τούς κατέκριναν μέ ἀλαζονεία καί τούς ἀποστρέφονταν μέ ὑπεροψία. «Δίκαια τίς ἀποκαλοῦν μωρές», λέει ὁ ἅγιος Νεῖλος τοῦ Σινᾶ, «ἀφοῦ πέτυχαν στό πολύ δύσκολο καί σχεδόν ἀδύνατο -δηλαδή τήν παρθενία- παρέβλεψαν ὅμως τό ἔλεος, τή συμπόνια, τή συγχώρεση».
Τό καντήλι τους ἦταν καθαρό, ἀλλά ἄδειο καί σκοτεινό! Ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος καί τό σῶμα λιώσει κάτω ἀπό τό χῶμα ἐνῶ ἡ ψυχή ξεκινήσει πρός τόν δρόμο τῆς αἰώνιας κατοικίας τό λάδι τοῦ ἐλέους πρέπει νά τίς φωτίζει καί νά τίς ὁδηγεῖ. Ὅποιος μένει χωρίς αὐτό τό λάδι θά τόν περιτρυγυρίζει τό σκοτάδι. Πῶς θά διασχίσει τόν δύσκολο αὐτό χῶρο; Ἡ ψυχή διακατέχεται ἀπό φόβο καί τρέμει. Γύρω της φοβερές σκιές ἀπό ἀναλαμπές. Σάν τά ἀνατριχιαστικά ὄνειρα πού ταλαιπωροῦν τόν ὕπνο. Ποιός θά τήν ἐλεήσει τώρα; Ποιός θά προσφέρει ἔστω καί μία ἀχτίδα φωτός; Θά ἐλεήσει ὁ Θεός, ἀλλά τούς ἐλεήμονες. Ἀφοῦ ἔχει εἰπωθεῖ: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄: 7). Αὐτοί πού ἔδειξαν ἔλεος ἔναντι τῶν δημιουργημάτων αὐτοί θά ἐλεηθοῦν ἀπό τόν Δημιουργό. Δέν εἶναι ἄραγε αὐτό δίκαιο καί παρηγορητικό;
Στή γειτονιά μας ζοῦσε μία μεγάλη κοπέλα. Γι᾿ αὐτήν ἦταν γνωστό ὅτι καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς της παρέμεινε τίμια. Μέχρι ἐκεῖ καλά καί ἄξια συγχαρητηρίων. Ἀλλά ἀπό μέρα σέ μέρα ἡ γλώσσα της ἄρχισε νά ξερνᾶ δηλητηριώδη βέλη γιά ἐκείνους πού ζοῦσαν στόν γάμο καί οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ περηφανευόταν γιά τήν παρθενία της καί λοιδοροῦσε ὅσους τῆς φαίνονταν χειρότεροι ἀπ᾿ αὐτήν. Ἕνας ἱερέας σέ μία συζήτηση μᾶς εἶπε γι᾿ αὐτήν: ἄν δέν ξέρετε τί εἶναι ἡ μωρή παρθένα ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, νά την! Καί ὄντως, κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται ἔντονα ἡ μωρία ὅταν ὁ ἄνρωπος διαθέτει μία καί μόνον ἀρετή καί τοῦ λείπουν οἱ ὑπόλοιπες. Ἡ μία ἀρετή μοιάζει ὅπως ἕνα μικρό φῶς μέσα στό σκοτάδι πού ἀναγκάζει τόν ταξιδιώτη νά γέρνει πότε ἀριστερά πότε δεξιά γιά νά μπορέσει νά δεῖ. Ἡ σοφία δέν βρίσκεται στήν μία ἀρετή ἀλλά στή συλλογή ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὅπως εἶπε καί ὁ Πάνσοφος: «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καί ὑπήρεισεν στύλους ἑπτά» (Παρ. Σολ. 9: 1). Σοφή εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία διαθέτει τουλάχιστον ἑπτά ἀρετές.
Ἀκόμα αὐτή ἡ παραβολή τοῦ Χριστοῦ ἔχει καί βαθύτερη πνευματική σημασία. Μέ τίς πέντε μωρές παρθένες ὑπονοεῖ τίς πέντε βασικές αἰσθήσεις. Ὅποιος ζεῖ μ᾿ αὐτό πού βλέπει καί ἀκούει χωρίς κανέναν ἔλεγχο ἀπό τόν νοῦ, αὐτός ἔχει μωρή ψυχή. Ὅταν ὁ θάνατος ἁπλώσει τό πέπλο του σ᾿ αὐτόν τόν αἰσθητό κόσμο μία τέτοια ψυχή μένει στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Μέ τίς πέντε σοφές παρθένες ὑπονοεῖ τίς πέντε ἐσωτερικές αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες ἐλέγχουν τόν νοῦ καί κυριαρχοῦν πάνω στίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις. Ἀλλά θά μπορέσεις κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς σου νά τό ἀντιληφθεῖς αὐτό; Ὁχρόνος θά δείξει. Εἰρήνη καί ὑγεία ἀπό τόν Θεό.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται…», Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Εκπομπή "Εκκλησία και Κόσμος" της Μητροπόλεως Κασσανδρείας στο κανάλι Atlas TV που θα μεταδοθεί την Κυριακή 9 Απριλίου 2017.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...