Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η αρχή του νέου έτους είναι μια καλή ευκαιρία για κοινωνική επικοινωνία και ανταλλαγή ευχών, αλλά, προ πάντων, για αυτοκριτική και επίγνωση των ορίων μας. Στο υπόλοιπο του έτους παγιδευόμαστε σε πολλούς περισπασμούς, που μας αποπροσανατολίζουν και μας απομακρύνουν από το νόημα της ζωής. Αν σκεφθούμε νηφάλια τότε θα αναγνωρίσουμε ότι τα όρια μας είναι δεδομένα, όπως και η θέση του πλανήτη μας στο σύμπαν.
Είναι εντυπωσιακά τα όσα αναφέρονται στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» της 4ης Ιανουαρίου 2017 για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τίτλος του σχετικού άρθρου: «Ο άνθρωπος έφτασε στα όριά του;». Σ’ αυτό αναγράφεται ότι με βάση έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος του Οκτωβρίου 2016 της επιστημονικής επιθεώρησης «Nature» το προσδόκιμο της ζωής του ανθρώπου , αλλά και η ανάπτυξη του ύψους του και οι αθλητικές του επιδόσεις φθάνουν στα όριά τους. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι πως μέσα σε μια δεκαετία (1999-2009) ο δείκτης νοημοσύνης και ευφυίας IQ μειώθηκε σε χώρες που έγινε η σχετική μελέτη... Μεγάλη μείωση παρατηρήθηκε στη Γαλλία, στη Δανία και στη Φινλανδία και μικρή στη Σουηδία και στη Νορβηγία. Έρευνα δεν έγινε στην Ελλάδα...
Από τα μέσα του 20ού αιώνα κυριαρχούν οι φανταστικές ιστορίες με υπεράνθρωπους, εξωγήινους και διαστημικούς πολέμους. Αυτές, εν γνώσει των δημιουργών τους, δίνουν την εντύπωση πως στο κοντινό μέλλον θα γίνουν πραγματικότητα, όπως έγιναν του Βερν. Πρόκειται για μεγάλο ψέμα. Ο άνθρωπος ολοκληρώνει την εξερεύνηση της Γης και πλέον ουδέν άλλο μπορεί να πράξει, παρά να βελτιώσει τη ζωή του σ’ αυτήν ή να την καταστρέψει... Είναι αδύνατο να κατοικήσει σε άλλον πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος και είναι αδύνατο να επισκεφθεί κάποιον άλλον του σύμπαντος, ή να μας επισκεφθούν...
Ο Λι Μπίλινγκς, associate editor του αμερικανικού επιστημονικού περιοδικού «Scientific American», στη συνέντευξή του στον Μάρκο Καρασαρίνη και στο «ΒΗΜΑgazino» μπορεί να δείχνει αισιόδοξος στις έρευνες που γίνονται για την ανακάλυψη ύπαρξης ζωής εκτός του ηλιακού συστήματος. αλλά αναγνωρίζει ότι «τα ( Σημ. Με τα δεκάδες θύματα) διαστημικά λεωφορεία υπήρξαν εμβληματικά των μεγάλων τεχνολογικών μας φιλοδοξιών – και των περιορισμών μας» και διατυπώνει, έστω υποθετικά, την άποψη ότι είμαστε μόνοι στο σύμπαν: «Ας φαντασθούμε ότι ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχει άλλη Γη, ούτε άλλες διάνοιες. Ίσως αυτό να μας ωθούσε να εκτιμήσουμε περισσότερο τον πλανήτη και τους συνανθρώπους μας».
Στο έργο του «Δόκτωρ Φάουστους» ο Κρίστοφερ Μάρλοου (1564-1593) τονίζει ότι ο ουρανός είναι μεν σπουδαίος, αλλά φτιάχτηκε για τον άνθρωπο και συνεπώς αυτός είναι καλύτερος από τον ουρανό... Αν συνειδητοποιήσουμε τα όριά μας και παύσουμε να κυριαρχούμαστε από την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να τα υπερβούμε και να υποκαταστήσουμε τον Θεό, τότε η ζωή μας στον φιλόξενο αυτόν πλανήτη θα είναι πιο δίκαιη και πιο υπεύθυνη.-
Πηγή: Ακτίνες
Είναι γεγονός ότι ζούμε σε αποκαλυπτικούς καιρούς, αφού βλέπουμε να επικρατή μια μεγάλη αποστασία των ανθρώπων από το θέλημα του Θεού και κυρίως, βέβαια, από τον ζωντανό Θεό. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς αντιμετωπίζει κανείς αυτήν την κατάσταση.
Η Εκκλησία, όπως το βλέπουμε στην διδασκαλία των Πατέρων και των αγίων, εξασκούσε πάντοτε την αντιαιρετική τακτική και αντιμετώπιζε τους αιρετικούς, αναιρώντας τα επιχειρήματά τους, αλλά όμως προχωρούσε και σε ένα άλλο βασικότερο σημείο, δηλαδή οριοθετούσε την Ορθόδοξη πίστη και βοηθούσε τους πιστούς να την βιώνουν και να αποκτήσουν ενότητα με τον Χριστό.
Δηλαδή, βοηθούσε τους Χριστιανούς να ζουν μέσα στην Εκκλησία, με την θεολογία και τα μυστήρια, ώστε να αντιμετωπίζουν κάθε αίρεση, αλλά και τις ενέργειες του αντιχρίστου.
Είναι γνωστό από τα έργα των Πατέρων ότι όταν εμφανίζονται αιρέσεις και όταν θα έλθη ο αντίχριστος, θα πλανηθούν όσοι δεν έχουν προσωπική πείρα των αληθειών της πίστεως, όσοι δεν είναι πραγματικά παιδιά του Θεού και δεν μπορούν να κάνουν την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ ενεργειών του Θεού και ενεργειών του διαβόλου.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι έργο της Εκκλησίας δεν είναι αποκλειστικά και μόνον να μάχεται με τους αιρετικούς, αλλά να καταρτίζη τους πιστούς, ώστε στον κατάλληλο καιρό να γίνουν ομολογητές του Χριστού και μάρτυρες από αγάπη για Αυτόν. Και γνωρίζουμε καλά ότι το να ομολογή κανείς τον Χριστό και να μαρτυρήση για Αυτόν δεν είναι ένα ανθρωποκεντρικό έργο, ούτε αποτέλεσμα ενός φροντιστηρίου αντιαιρετικού αγώνος, αλλά μέθεξη της Χάριτος του Θεού.
Ο Χριστός είπε: “Πάς όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων…” (Ματθ. ι’, 32). Η ομολογία γίνεται εν Χριστώ, όταν ο άνθρωπος είναι ενωμένος με τον Χριστό. Σε άλλο σημείο είπε: “Θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι· εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν ή ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν” (Λουκ. κα’, 13-14).
Έτσι, ο Χριστιανός προετοιμάζεται, καθαρίζοντας την καρδιά του, αποκτώντας εκκλησιαστικό φρόνημα και ζωή και όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους.
Πάντοτε θα υπάρχουν εχθροί, αιρετικοί και αντικείμενοι. Ο Χριστός είπε: “Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων…” (Ματθ. ι’, 16). Οι Μαθηταί έγιναν Απόστολοι και εστάλησαν μέσα στους λύκους. Ο Χριστός δεν επαγγέλλεται να κονιορτοποιήση τους λύκους, ούτε να καταργήση την δύναμη του Σατανά στον νυν καιρό· αυτό θα γίνη μετά την Δεύτερη έλευσή Του, στον άλλο αιώνα. Αλλά εκείνο που υπόσχεται είναι να καταρτίζη μαθητάς, να δημιουργή δικά Του πρόβατα, και να τους αποστέλη στους λύκους για να τους αντιμετωπίσουν.
Τελικά, η Εκκλησία δεν πρέπει να καταναλίσκη όλες τις δυνάμεις της στον πόλεμο εναντίον των αιρετικών, ούτε να φοβίζη τους ανθρώπους, αλλά να προετοιμάζη τους Χριστιανούς με όλα τα μέσα που διαθέτει, δηλαδή την Ορθόδοξη θεολογία, την νοερά προσευχή, την μυστηριακή ζωή κ.λ.π. για να γίνουν αυτοί στον κατάλληλο καιρό ομολογητές του Χριστού και μάρτυρες για την δόξα Του.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 8 Ἰανουαρίου
Ὅταν συνέβη αὐτό καί ἔγινε γνωστό, λέγει κάποιος ἀπό τούς ἀδελφούς στό Γέροντα μιά μέρα. Ἄν πάθαινες ζημιά, πάτερ, ἀπό λεοπάρδαλη ἤ ἀπό φίδι ἤ ἀπό ἄλλο θηρίο, τί θά γινόταν; Ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας· παιδί μου, δέν φοβούμαστε τά πονηρά πνεύματα καί θά φοβηθοῦμε τά θηρία; ὅμως, ἀγαπητέ, ποτέ δέν ἀκούστηκε, ὅτι ἔπαθε ποτέ κανείς ζημιά ἀπό λεοπάρδαλη, ἐκτός ἀπό ἕναν μ᾽ αὐτό τόν τρόπο· περπατοῦσε, δηλαδή, ἕνας ἀδελφός τό μονοπάτι τῶν κελλιῶν καί ἦλθε σέ ἕνα ἀπόκρημνο μέρος. Ἀπό πάνω ἦταν ψηλός ὁ βράχος. Καί ἀφοῦ συνάντησε ἐκεῖ ὁ ἀδελφός τήν λεοπάρδαλη, ὅταν τήν εἶδε, φοβήθηκε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά οὔτε τό θηρίο θέλησε νά παρακάμψει. Στέκονταν, λοιπόν, καί ἀλληλοκοιτάζονταν. Βλέποντας ὁ ἀδελφός ὅτι δέν παραμερίζει τό θηρίο, τοῦ λέγει· «ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κάνε μου τόπο νά περάσω». Κι αὐτό μόλις ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου πετάχτηκε στό γκρεμό, ἐνῶ εἶχε μέγεθος διπλάσιο ἑνός ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ ἀδελφός δέν φοβήθηκε τό Θεό, τόν Ὁποῖον τρόμαξε τό θηρίο, ἀλλά, ἀφοῦ πῆρε μεγάλες πέτρες, πετροβολοῦσε τό θηρίο. Κι αὐτό, ἀφοῦ θύμωσε πολύ, ἀνέβηκε γρήγορα ἀπό ἄλλο μέρος, πρόλαβε τόν ἀδελφό καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε δυό–τρία χτυπήματα, ἔφυγε ἀφήνοντάς τον πληγωμένο χωρίς ὅμως καθόλου νά τόν ἀγγίξει μέ τό στόμα του. Ἀφοῦ τόν βρήκαμε ἐμεῖς, τόν μεταφέραμε στό νοσοκομεῖο καί σὲ λίγες μέρες ἔγινε καλά ὁ ἀδελφός.
Ὅσο γιά τά φίδια ὅτι εἶναι φοβερά καί θανατηφόρα σ᾽αὐτή τήν περιοχή, γνωρίζω κάποιον κηπουρό πού σκότωσε ἕνα φίδι στόν κῆπο καί τό κρέμασε στό φράκτη καί ἐνῶ ἔμεινε δυό ἑβδομάδες κρεμασμένο, οὔτε θηρίο, οὔτε ὄρνεο θέλησε νά τό ἀγγίξει, ἐκτός ἀπό τά μυρμήγκια πού μπῆκαν ἀπό τά μάτια καί τό στόμα του καί τοῦ κατέφαγαν τίς σάρκες. Καί πάλιν ὅταν ξυλοκόβαμε, σήκωσε κάποιος ἀδελφός μιά πέτρα γιά νά τή βάλει στό φορτίο. Ἦταν ὅμως ἕνα φίδι κάτω ἀπό τήν πέτρα, πού σήκωσε τό λαιμό του νά ἁρπάξει τόν ἀδελφό· ὅμως δέν τόν πέτυχε, ἀλλά δάγκωσε μιά ρίζα μεγάλου δέντρου πού ἦταν ἐκεῖ, σάν νά δάγκωνε τόν ἀδελφό (γιατί ἦταν τυφλό καί κωφό ἀπό τό πολύ του δηλητήριο) καί ἀμέσως ξεράθηκε τό δέντρο σάν νά κάηκε ἀπό φωτιά. Καί ἐνῶ ὑπάρχουν τέτοια φίδια καί ἀκόμη φοβερότερα, οὐδέποτε ἀκούστηκε ὅτι δαγκώθηκε κανείς ἀπό φίδι σ᾽ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο τῆς ἁγίας Δέσποινάς μας, τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, γιατί φυλάττει τούς δούλους της ἀπό κάθε κίνδυνο.
Παρακαλοῦσε ὁ Γέροντας τούς ἑκάστοτε κελλαρίτες νά μήν γίνεται χωρίς αὐτόν κατασκευή ἄρτων, γιατί ἔλεγε ὅτι εἶναι πολύ μεγάλος ὁ μισθός αὐτῆς τῆς ἐργασίας σ᾽ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο· γιατί τά περισσότερα ψωμιά ξοδεύονταν στούς ξένους. Πῆρε καί τό διακόνημα τῶν πουλαριῶν, πού ἦταν πρός τό δρόμο τῆς Ἱεριχοῦς. Βοηθοῦσε ἀκόμη καί συνεργαζόταν μέ τούς κηπουρούς καί σέ κάθε ἄλλο διακόνημα μέ προθυμία· φρόντιζε δέ νά συμμετέχει κατά πολύ στίς ἐργασίες τοῦ ξενῶνα, ὄχι μόνο γιά τό μισθό, ἀλλά καί γιατί ἤθελε νά γίνει παράδειγμα προθυμίας στούς ἀδελφούς. Στό ἀρτοποιεῖο σύν τοῖς ἄλλοις ἔκαιε καί τό φοῦρνο. Γνωρίζετε πόσο ἀφόρητη εἶναι ἡ ζέστη στό μέρος μας τό καλοκαίρι· πολλές φορές βρήκαμε τά κεριά τοῦ κηροπηγείου τοῦ ναοῦ λιωμένα καί πεσμένα ἀπό τήν ὑπερβολική πύρωση τοῦ ἀέρα. Ὅμως ὁ Γέροντας μέσα σ᾽ αὐτόν τόν καύσωνα καθόταν συχνά καί πύρωνε τό φοῦρνο καί δύο καί τρεῖς φορές, κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας τῆς ἀρτοποιΐας, πρᾶγμα πού, ἐνῶ δοκίμασαν νά κάνουν πολλοί ἀπό τούς ἀδελφούς, κανείς δέν ἄντεξε χωρίς ἀλληλοδιαδοχή· γι᾽ αὐτό καί ἔλεγαν οἱ ἀδελφοί· αὐτός ὁ Γέροντας εἶναι σιδερένιος.
Μιά μέρα, λοιπόν, μετά τό γεῦμα, ὁ καθένας ξάπλωσε, ὅπου ἤθελε, νά ἀναπαυθεῖ· ὁ Γέροντας ἔγειρε λίγο κάπου ἀπόμακρα, ὄχι γιά νά κοιμηθεῖ, ἀλλά γιά νά ἀπαγγείλλει ψαλμούς. Καί ξαφνικά πετάχτηκε φωτιά ἀπό τό παραφούρνι πού ἦταν ἀνοιχτό ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, καί ἅρπαξαν οἱ θάμνοι πού ἦταν ἐκεῖ καί ἦταν πάρα πολλοί καί ἀνέβηκε ἡ φωτιά μέχρι τή σκεπή. Καί βλέπει τήν ἁγία εὐλογημένη Θεοτόκο νά στέκεται ἀνάμεσα στή στέγη καί στή γῆ καί νά σβήνει τή φωτιά μέ τά ἴδια της τά χέρια. Καί ὁ Γέροντας εἶδε καί ἐθαύμασε. Ὅταν σηκώθηκαν οἱ ἀδελφοί διηγήθηκε σ᾽ αὐτούς τό θαῦμα τῆς Θεοτόκου καί ἐθαύμασαν ὑμνολογῶντας την· ὑπῆρχε δέ ἀληθινή ἀπόδειξη τοῦ θαύματος οἱ καμένοι θάμνοι.
Πηγή: (Ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου: «Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης»), Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Πανιερώτατε,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Συνεχίζουμε σήμερα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐντρύφηση καὶ ἀναδίφηση στὸ σπουδαῖο δίτομο ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», ποὺ θὰ ἀπασχολήσει στὸ σύνολό τους τὶς Συναντήσεις τοῦ Σεμιναρίου μας κατὰ τὸ τρέχον ἀκαδημαϊκὸ ἔτος.
Τὸ θέμα, μᾶλλον τὰ θέματα τῆς σημερινῆς μας Συνάντησης, εἶναι βασικὰ δύο: «Ἡ θεολογία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος» καί, «Ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως καὶ τῶν ἀγγέλων», σύμφωνα πάντοτε μὲ τὸ ἀνωτέρω ἔργο.
Κάτι ἀναγκαῖο εἰσαγωγικά: Θὰ προσέξουμε ὅτι στὰ ὑπὸ ἐξέταση βιβλία -καί, ἑπομένως, καὶ στὴν παροῦσα μας εἰσήγηση- ὁ συγγραφέας ἐπανέρχεται συχνὰ στὰ ἴδια θέματα καὶ παρατηροῦνται κάποιες ἀναπόφευκτες ἐπαναλήψεις. Τοῦτο ὀφείλεται στὴ φύση τῶν θεμάτων τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς», ποὺ τυγχάνουν ἀλληλοεφαπτόμενα καὶ ἀλληλοεξαρτώμενα.
Πρὶν προχωρήσουμε ὅμως στὴν παρουσίαση τῶν θεμάτων μας, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ξανὰ καὶ συνοπτικὰ κάτι σημαντικό, ποὺ ἀναφέρθηκε καὶ στὴν προηγούμενη Συνάντησή μας καὶ ποὺ ἀφορᾶ στὸ ὅλο ὑπὸ παρουσίαση ἔργο: Ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ καὶ προϋπόθεση τῆς ἐμπειρικῆς αὐτῆς προσέγγισης τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἀποτελοῦν τὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς μεθηλικίωσης τοῦ πιστοῦ, δηλ. ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση (ἢ δοξασμὸς ἢ ἁγιασμός). Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός, ἔχοντας λάβει τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ μέσα στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν προσωπικό του ἀγώνα, ἀγωνίζεται νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ φθοροποιὰ ἁμαρτωλὰ πάθη.
Καί, ὅσο καθαίρεται, τόσο φωτίζεται. Ὁ φωτισμὸς αὐτὸς ποὺ λαμβάνει εἶναι ἐνυπόστατος, δηλ. παρέχεται ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσοι δὲ πιστοὶ προκόψουν στὴν πορεία αὐτὴ τοῦ φωτισμοῦ, φθάνουν, ὅταν καὶ ὅπως εὐδοκήσει ὁ Τριαδικός μας Θεός, στὴ θέωση, δηλ. κοινωνοῦν, μετέχουν πληρέστερα στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, καὶ γίνονται κατὰ χάριν θεοί, αὐτὸ δηλ. ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἄκρος σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ θεούμενοι πιστοὶ γνωρίζουν πλέον τὸν Θεὸ ἐμπειρικὰ -ὄχι ἁπλῶς γνωσιολογικά. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀληθινὴ δογματικὴ συνείδηση.
Καὶ εἶναι αὐτὴ τὴ δογματικὴ ἐμπειρικὴ συνείδηση τῶν θεωμένων ἁγίων, ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στοὺς δογματικοὺς Ὅρους καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ θέσπισαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Καὶ ἡ ἀπόλυτη αὐθεντικότητα καὶ ἀλήθεια τῶν δογμάτων αὐτῶν ἐπιβεβαιώνεται διαχρονικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας, ὅσους δηλαδὴ πιστοὺς φθάνουν στὴ θέωση ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Καὶ ἐμεῖς, ποὺ δὲν φθάσαμε στὰ μέτρα αὐτὰ τῶν ἁγίων μας, ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθοῦμε ταπεινὰ καὶ μὲ πεποίθηση τὴν ἐμπειρικὴ διδασκαλία τους, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὴ σωτηρία, στὸν ἁγιασμό μας.
Στὴ συνάφεια αὐτή, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πανιερωτάτου θὰ καταθέσουμε μία σύγχρονη σχετικὴ ἐμπειρία θεοπτίας καὶ κοινωνίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μίας ἁγιασμένης Γερόντισσας ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπως τὴν κοινοποίησε πρόσφατα στὸν Πανιερώτατο γνωστὸς εὐλαβὴς κληρικός. «Ὅταν κλαίω καὶ στενάζω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, βαθαίνει ἡ καρδιά μου. Ἀναστενάζω ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀνακουφίζομαι. Ἡ εὐχὴ τρέχει, τρέχει... καί, σὲ ἀνύποπτο χρόνο, δὲν ξέρω πῶς, μὲ τὰ ‘‘κυάλια’’ τῆς καρδιᾶς βλέπω τὸ ἄπλετον ἐκεῖνο Φῶς, ποὺ νοῦς δὲν χωράει καὶ γλῶσσα δὲν διηγᾶται... Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὸ μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ!
Ὁ οὐρανὸς κρύβει πολλὰ μυστήρια... Τὸ Φῶς εἶναι ἄπλετον, δὲν ἔχει ἀρχὴ, μέση καὶ τέλος. Εἶναι ἀσχημάτιστο, ὅμοιο. Εἶναι γεμάτο πληροφορίες. Πολλὰ ἀνεξήγητα ἐξηγοῦντα μέσα σ᾽ αὐτό. Κάποια μπορεῖς νὰ διηγηθεῖς, ἀλλὰ τὰ περισσότερα ὄχι. Εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σ᾽ ἕνα Φῶς φαίνονται καὶ οἱ Τρεῖς, ἀλλὰ διακρίνονται καὶ σὰν τρία Φῶτα, ποὺ εἶναι ἕνα Φῶς! Δὲν ξέρω νὰ σᾶς τὸ περιγράψω... Ὁ ἄναρχος Πατέρας δὲν φαίνεται... Οὐδεὶς τὸν εἶδε, οὔτε θὰ τὸν δεῖ ποτέ· οὔτε οἱ ἄγγελοι. Τὸν κρύβει τὸ πολὺ Φῶς...
Φαίνεται ὅμως ἡ ἀγαθότητά του, ἡ ἀγάπη του ποὺ δὲν περιγράφεται, ἡ πρόνοιά του γιὰ τὸν κόσμο, ἡ ἀνεκτικότητα καὶ ἡ μακροθυμία του. Ο Υἱὸς φαίνεται, γιατὶ ἔγινε σὰν ἐμᾶς: Πῆρε ἀνθρώπινο σῶμα καὶ φαίνεται καθαρὰ νὰ βγάζει Φῶς! Ἔχει γαλάζια μάτια, καστανόξανθα μαλλιὰ καὶ διχαλωτὰ γενάκια, μέτριο ἀνάστημα καὶ συμμετρικὸ σῶμα. Ἔχει ἀθεράπευτες τὶς πληγὲς τοῦ Σταυροῦ γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε, γιατὶ πολλοὶ τὸν εἶπαν ‘‘πλάνο’’, ‘‘σοφό’’, κ.λπ. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν φαίνεται. Εἶναι Φῶς! Ἦρθε στὸν κόσμο καὶ δὲν ἔφυγε. Κινεῖται μὲ μεγάλο κρότο, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀκούει κανείς!
Περνάει ἀπ᾽ ὅλους συνεχῶς, ἀλλὰ σκηνώνει ὅπου ὑπάρχει μετάνοια. Τὰ θεϊκὰ εὐωδιάζουν. Φέρνουν γαλήνη, ἠρεμία καὶ παράδεισο στὴν ψυχὴ καὶ ἔλεγχο γιὰ τὰ χάλια μας. Βλέπω μέσα στὸ Φῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πᾶν καὶ ἐγὼ μηδέν...». Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ σύγχρονη αὐθεντικὴ ἐμπειρία μᾶς ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ποὺ εἴπαμε καὶ πολλὰ ἀπὸ ὅσα θεωρητικὰ θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια.
Α´. Ἡ θεολογία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος
1. Δόγμα καὶ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος
α. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ
Ὅπως τονίζεται στὸ ὅλο ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἡ Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ἡ ὀρθὴ δόξα-πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό, δὲν εἶναι θρησκεία, δηλ. ἀνθρώπινο δημιούργημα γιὰ νὰ καλύψει τὶς μεταφυσικὲς ἀνάγκες καὶ ἀνησυχίες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη. «Ὁ Θεὸς ποὺ ὑπάρχει εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γνωστὸς στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.» Ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στηρίζεται στὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καθὼς καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ πίστη ἐμπειρικὴ καὶ ὄχι στοχαστικὴ διακήρυξη.
Οἱ θεόπτες, κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, βλέπουν, κοινωνοῦν «τρίφωτον Θεότητα». Τὰ δύο Φῶτα (ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα), ἔχουν ὡς πηγὴ τὸ πρῶτο Φῶς, τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Δογματικὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅτι δηλ. τὰ τρία αὐτὰ Φῶτα δὲν εἶναι ἀνεξάρτητα μεταξύ τους, ἀλλὰ μία Θεότητα, τὸ γνωρίζουν ἐπίσης οἱ θεούμενοι ἐμπειρικά. «Ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Φωτὸς (τοῦ Χριστοῦ) βλέπουν τὴν πηγὴ τοῦ Φωτός, τὸν Πατέρα.»
Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ θεόπτης ἅγιος στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς θεώσεως δὲν κοινωνεῖ στὴν ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ -διαφορετικὰ θὰ γινόταν καὶ ὁ ἴδιος κατὰ φύσιν θεός-, ἀλλὰ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, ποὺ τὸν καθιστοῦν κατὰ Χάριν θεό. Παραθέτουμε ἐδῶ τὸ ὡραιότατο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ μᾶς μυσταγωγεῖ θεολογικώτατα στὴ θεοπτικὴ αὐτὴ ἐμπειρία τῆς Τριφώτου Ἁγίας Τριάδος: «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν Κτίσιν.»
Περαιτέρω, ὁ π. Ἰωάννης τονίζει ὅτι ἡ Δυτικὴ Σχολαστικὴ θεολογία, ἐπειδὴ ἀπώλεσε τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, στηρίζει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὄχι στὴν ἐμπειρική Του γνώση, ἀλλὰ στὸν συλλογισμὸ ὅτι, ἐὰν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε δὲν θὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου γιὰ εὐδαιμονία, οὔτε ἐπὶ γῆς, οὔτε στοὺς οὐρανούς! Ἐπειδὴ δέ, συνεχίζουν οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι, ὁ ἄνθρωπος κατὰ φύσιν ρέπει πρὸς τὴν εὐδαιμονία, ἄρα αὐτὴ ὑπάρχει.
Καί, ἀφοῦ αὐτὴ ὑπάρχει, ὑπάρχει καὶ ὁ Θεὸς ποὺ τὴν παρέχει! Ἔτσι, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συνδέθηκε στὴ Δύση, δηλ. στὸν παπισμὸ καὶ προτεστανισμὸ καί, γενικώτερα, τὴ Δυτικὴ κουλτούρα, ὄχι μὲ τὴν αὐθεντικὴ ἐμπειρική Του γνώση, ἀλλὰ μὲ τὴ λογική· ἡ λογικὴ μάλιστα θεωρήθηκε πὼς δὲν εἶναι ὑλική, ἀφοῦ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν λογική, ἀλλὰ ἄϋλη. Στὴ λογική, μάλιστα τὴ λογικοκρατία, στηρίχθηκε λοιπὸν ἡ Σχολαστικὴ θεολογία.
Γιὰ τοὺς Πατέρες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ γνωρίσει μόνο τὰ ὑλικὰ φαινόμενα, τὰ κτιστά. Μεταξὺ κτιστοῦ κόσμου καὶ ἄκτιστου Θεοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Ὁ μόνος τρόπος, ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, νὰ φθάσει στὴ θεογνωσία, εἶναι μὲ τὴ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς του, τὸν νοῦ, ποὺ λέγεται καὶ καρδία, ἀφοῦ αὐτὸς καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ μεταμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 4, 8).
β. Γνώση τοῦ Θεοῦ-Θεολογία
Ἐφόσον ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει καὶ ἀποκαλύπτεται στὸν θεούμενο πιστό, τότε αὐτὸς μετέχει στὴ δόξα Του καὶ ἀποκτᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι γνώση τῆς λογικῆς, ἀλλὰ τοῦ νοῦ, τῆς καρδίας. Στὴν πραγματικότητα, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ λογικὴ ὅμως, ἀνάλογα μὲ τὴ δυνατότητα τοῦ κάθε θεουμένου πιστοῦ, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὴ διατυπώνει. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος περὶ Θεοῦ τοῦ θεουμένου ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικὴ Θεολογία. Στὴν πατερικὴ παράδοση γίνεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ γνώσεως τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀποκαλυπτικῆς Του ἐμπειρίας, καὶ γνώσεως περὶ Θεοῦ διὰ τῆς πίστεως ἐξ ἀκοῆς.
Βεβαίως ὁ πιστὸς ἀρχίζει ἀπὸ τὴ δεύτερη καί, ὅταν ζεῖ ἐν μετανοίᾳ καὶ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, σταδιακὰ ἀρχίζει νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐθεντικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως. Ὅπως τονίζει ὁ π. Ρωμανίδης: «Γνώση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει μόνον ὁ θεούμενος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸν Θεὸ ἀπ᾽ εὐθείας· καὶ ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ θεουμένου εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως περὶ τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὁ θεούμενος γνωρίζει τὸν Θεὸν ἀπ᾽ εὐθείας, μετὰ μᾶς μεταδίδει τὰ περὶ Θεοῦ... Ὁπότε, ὁ Προφήτης καὶ ὁ Ἀπόστολος καὶ ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αὐθεντία ἡ δική μας περὶ Θεοῦ...».
γ. Διατύπωση τῆς ἐμπειρίας-τοῦ Δόγματος
Οἱ θεόπτες διατυπώνουν τὴν ἐμπειρία τους περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος γιὰ λόγους ποιμαντικοὺς ἢ καὶ ἀντιαιρετικούς, ὅπως στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὁπόταν, ἕνεκα τῆς παραχάραξης τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, ἦταν ἀνάγκη νὰ τὴν ὁριοθετήσουν. Καὶ ἀσφαλῶς, ἡ ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία λαμβάνεται ἀπὸ εἰκόνες καὶ νοήματα τοῦ κτιστοῦ τούτου κόσμου καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν αἵρεση ποὺ κατὰ καιροὺς ἀναφυόταν, μὲ στόχο νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, οἱ θεόπτες ἅγιοι Πατέρες δὲν ἦταν ποτὲ προσκολλημένοι σὲ συγκεκριμένη ὁρολογία στὴ διατύπωση τῶν περὶ Θεοῦ Δογμάτων, ἀλλὰ εἶχαν τὴ διακριτικὴ ἐξουσία καὶ εὐχέρεια νὰ ρυθμίζουν τὴν περὶ Θεοῦ ὁρολογία ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή τους, τὶς ἑκάστοτε συνθῆκες. Ἡ δογματικὴ ὁρολογία καθορίζεται λοιπὸν καὶ κατοχυρώνεται ἀπὸ τοὺς θεούμενους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ στὴ συνέχεια γίνεται αὐθεντικὸ τμῆμα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ἔτσι, τὸ Δόγμα περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἀποτελεῖ καρπὸ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ Θείας ἀποκαλύψεως. Βεβαίως, πρέπει νὰ λεχθεῖ πώς, παρὰ τὸ ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες προσπαθοῦν νὰ ὁριοθετήσουν τὴν ἀποκάλυψη περὶ Θεοῦ, ὁ Θεός, ἡ Ἁγία Τριάδα, παραμένει πάντοτε ἀπόρρητο μυστήριο, ἀκόμη καὶ στὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια ζωή.
2. Πρόσωπα, οὐσία καὶ ἐνέργεια
Οἱ ὅροι, ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι γιὰ νὰ διατυπώσουν τὸ δόγμα, τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι: Πρόσωπο, ὑπόσταση, φύση, οὐσία, ἐνέργεια καὶ τρόπος ὑπάρξεως. Ἐπειδὴ οἱ ὅροι αὐτοὶ χρησιμοποιοῦνταν πρωταρχικὰ ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ἅγιοι Πατέρες, σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τους, καθόρισαν θεόπνευστα καὶ ὀρθόδοξα τὸ ἀκριβές τους νόημα. Ἔτσι, ταύτισαν τὸ πρόσωπο μὲ τὴν ὑπόσταση καὶ τὴ φύση μὲ τὴν οὐσία, ἐνῶ καθόρισαν τὴν ἐνέργεια ὡς τὴν δραστικὴ καὶ οὐσιώδη κίνηση τῆς φύσεως. Περαιτέρω, καθόρισαν καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῶν τριῶν Προσώπων τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ: Ὁ Πατὴρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός.
2.α.Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη
Πολλοὶ νεώτεροι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς ἑρμηνευτές, πρεσβεύουν ἐσφαλμένα ὅτι ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποκαλύφθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, παρὰ μόνο στὴν Καινὴ Διαθήκη. Βεβαίως, ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκάλυψε μὲ σαφήνεια τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ἡ Παλαιὰ Διάθηκη, ὅταν μελετηθεῖ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, μᾶς φανερώνει τὸ τριαδικὸν τοῦ Θεοῦ, μὲ ἄλλη ὅμως ὁρολογία.
Ἔτσι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ ὅρος Θεὸς φανερώνει τὸν Πατέρα, οἱ ὅροι Γιαχβὲ (= ὁ Ὤν) ἢ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος ἢ Κύριος τῆς Δόξης τὸν ἄσαρκο Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, παράλληλα μὲ τὴν ὁρολογία αὐτή, χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ὅροι Πατήρ, Υἱὸς ἢ Λόγος, καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, γιὰ νὰ προσδιορίσουν τὰ τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ. Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποιοῦσαν μὲ φιλοσοφικὴ ἔννοια τοὺς ὅρους οὐσία, ἐνέργεια, πρόσωπα καὶ ὑποστάσεις ἀναφερόμενοι στὸν Τριαδικὸ Θεό, οἱ ἅγιοι Πατέρες διατύπωσαν βάσει τῆς θεοπτικῆς τους ἐμπειρίας τὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τῶν τριῶν Ὑποστάσεων ἢ Προσώπων τοῦ ἑνὸς Θεοῦ.
2.α.i.-ii. Ὁ ἄσαρκος Λόγος-Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος
Οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις-ἐμφάνειες τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. τοῦ ἀσάρκου τότε Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔχουμε τὸν κεκρυμμένο Θεὸ Ἐλωχίμ, δηλ. τὸν Πατέρα, καὶ τὸν ἐμφανιζόμενο στοὺς ἀνθρώπους Γιαχβὲ (=ὁ Ὤν), ποὺ εἶναι ὁ ἄσαρκος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας ὅμως οἱ Προφῆτες τὸν Υἱό, δι᾽ αὐτοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἔβλεπαν καὶ τὸν Πατέρα, ὅπως λέγει ὁ Χριστός: «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα» (Ἰω. 14, 9). Ἔτσι, οἱ Προφῆτες, ἔχοντας ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διδάσκουν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὄχι μόνον ἡ Καινὴ Διαθήκη.
Σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Ἄγγελος Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίζεται συνεχῶς στοὺς Προφῆτες, εἶναι ὁ ἄσαρκος Χριστός. Καὶ ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τὸν ἑρμηνευτικὸ κανόνα-κλειδὶ ἀπὸ τὸν Μεγάλο Βασίλειο, ποὺ γράφει ὅτι ὅπου ὁ Ἄγγελος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὀνομάζεται ρητὰ Θεός, εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίζεται στοὺς Προφῆτες. Βεβαίως, πρὶν τὴ σάρκωση τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἄσαρκος δὲν μπορεῖ νὰ εἰκονίζεται. Στὴν ἐποχὴ λοιπὸν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔχουν μὲν οἱ Προφῆτες ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἀποκαλυπτόμενος σ᾽ αὐτοὺς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶχε ἀκόμη λάβει σάρκα, ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ νὰ ἀπεικονισθεῖ ὁ Θεός. Ἡ ἀπεικόνισή του ἐπιτρέπεται μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή Του.
Καὶ ἐδῶ ἕνα σχόλιο: Σὲ νεώτερες δυτικότροπες εἰκόνες (τουρκοκρατία κ. ἑξ.), ποὺ νομίζω οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν ἰδεῖ, ὑπάρχει μία ἐσφαλμένη κατὰ πολὺ ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀπεικονίζεται ὡς γέρων ἀσπρομάλλης, ἔχοντας στὰ δεξιά Του τὸν Χριστὸ ὡς νέο μαυρομάλλη καὶ ἀπὸ ἐπάνω τους τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς ἐνθρόνου γέροντος ἀσφαλῶς παραπέμπει στὴν ἐμφάνιση τοῦ «Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν» στὴν Π.Δ. (Δαν. 7, 9 καὶ 22), ἀντίστοιχη αὐτῆς στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Ἀποκ. 1, 12-18). Κατὰ τὴν ὁμόφωνη ὅμως ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ ἄσαρκος Υἱὸς καὶ Λόγος καὶ ὄχι ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπεικονίζεται. Καὶ τὸ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν δὲν σημαίνει τὸν ἡλικιωμένο, ἀλλὰ τὸν προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ.
2. β. Πρόσωπα-οὐσία-ἐνέργεια
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ Πατέρες δὲν χρησιμοποιοῦσαν τοὺς ὅρους οὐσία καὶ ὑποστάσεις, στὴν ὁρολογία περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Δόγματος. Τοὺς ὅρους ὑπόσταση, φύση καὶ οὐσία χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. κ. ἑξ. γιὰ νὰ διατυπώσουν Ὀρθόδοξα τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας τους, δηλ. τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ ἀφορμὴ τὶς πλανεμένες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν ἐξελληνισμένων φιλοσοφούντων Χριστιανῶν, ποὺ ἀλλοίωναν τὴ Θεία ἀποκάλυψη. Βεβαίως, τὰ νοήματα τῶν ὅρων αὐτῶν ἐνυπάρχουν, τόσο στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Μάλιστα, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου υἱοθέτησαν τὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων περὶ διάκρισης οὐσίας καὶ ὑπόστασης, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἡ αἵρεση τῶν Σαβελλίου καὶ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως, ποὺ πρέσβευαν ὅτι ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ τὴν ἴδια ὑπόσταση, ὁπότε θεωροῦσαν πὼς ἦταν δύο ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἄρα δὲν ἦταν πραγματικὰ πρόσωπα. Συγχρόνως, οἱ ἅγιοι Πατέρες κάνουν διάκριση μεταξὺ τῆς ἀμέθεκτης οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μεθεκτῆς Του ἐνέργειας. Ἡ οὐσιώδης αὐτὴ θεολογικὴ ἀλήθεια δὲν ἦταν καρπὸς φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καρπὸς τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως ποὺ εἶχαν:
Κατ᾽ αὐτὴν ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστον Φῶς, τὸ ὁποῖο ἀποκάλεσαν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, δὲν μετεῖχαν σ᾽ αὐτήν, καθότι τοῦτο εἶναι τελείως ἀδύνατο στὴ κτιστὴ φύση, τόσο τὴν ἀνθρώπινη, ὅσο καὶ τὴν ἀγγελική. Διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεὸ ἔκαναν καὶ ὁρισμένοι αἱρετικοί, ὅπως ὁ Παῦλος Σαμοσατέας, ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος. Ἡ διάκρισή τους ὅμως αὐτὴ ἦταν μία φιλοσοφικὴ ἑρμηνεία καὶ ὄχι καρπὸς ἐμπειρίας δοξασμοῦ. Ἀσφαλῶς, μὲ τὸν ὅρο οὐσία ἐκφράζουμε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ μεθέξουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀμέθεκτο τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ ἐπακριβῶς, καθότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη καὶ ἀκατάληπτη. Ὁ Θεός, ὅπως οἱ ἴδιοι Πατέρες τὸν ἀποκαλοῦν, εἶναι ὑπερούσιος.
Γιὰ τοῦτο καὶ οἱ Πατέρες, στὶς μὲν ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων ἦταν μέτοχοι, προσδίδουν διάφορα ὀνόματα, ἀνάλογα μὲ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ φέρουν, ὅπως, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότητα, δικαιοσύνη, κ.λπ., στὴν Θεία οὐσία ὅμως δὲν δίδουν ὀνόματα, ἀφοῦ τὴ θεωροῦν ἀνώνυμη ὡς ἀμέθεκτη. Οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν καὶ «ὑπερούσιον κρυφιότητα». Καὶ βεβαίως στὴν πατερικὴ παράδοση καὶ τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται πάνω ἀπὸ τὴ νόηση, καθὼς μετέχουμε σ᾽ αὐτὸ μὲ τὴ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐνασχόληση τῆς λογικῆς, ἐγκεφαλικῆς ἐνέργειας, ὅπως ἀκριβέστατα τὸ συνοψίζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Θεὸν φρᾶσαι ἀδύνατον· νοῆσαι ἀδυνατώτερον». Γράφει ὁ π. Ἰωάννης: «Στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὄχι μόνον καταργοῦνται τὰ νοήματα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ προσευχή... ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τὰ νοήματα καὶ τὰ ρήματα».]
Ἕνα σημαντικὸ χάρισμα, ποὺ ἀποκτᾶ ὁ πιστὸς ποὺ φθάνει στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, εἶναι αὐτὸ τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Ὁ φωτισμένος δηλαδὴ πιστός, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, μαθαίνει νὰ διακρίνει μεταξὺ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν, κυρίως αὐτῶν τοῦ διαβόλου. Κατὰ τὸν π. Ρωμανίδη, «ἡ ὅλη ὑπόθεση εἶναι νὰ μάθουμε πότε ἐνεργεῖ μέσα μας ὁ Θεὸς καὶ πότε ὁ διάβολος. Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεολογία.» Ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας πόσο σημαντικὸ εἶναι τοῦτο τὸ χάρισμα γιὰ τὸν κάθε Πνευματικὸ Πατέρα.
Γιὰ νὰ συνοψίσουμε, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ἡ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπὸ δική μας πείρα, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ὑπαρκτή, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄμεση σχέση οὐσίας καὶ ἐνέργειας σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνέργειά Του καλεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες οὐσιώδης ἐνέργεια. Κι ἀκόμη, οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια δὲν εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι ἀπρόσωπες, δὲν εἶναι κάτι τρίτο ἢ τέταρτο. Καὶ ἀντιλαμβάνονται ὅτι τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ τὴν ἴδια ἐνέργεια, κοινωνοῦν τῆς αὐτῆς οὐσίας, ἀλλὰ ἔχουν χωριστὴ τὸ καθένα ὑπόσταση.
Ἡ οὐσία ἢ ἡ φύση καὶ ἡ φυσική της θέληση, δύναμη καὶ ἐνέργεια ἀνήκουν ἀπὸ κοινοῦ στὶς τρεῖς Ὑποστάσεις κατὰ φύσιν καὶ μὲ ἀπόλυτη ἰσότητα καὶ κυριότητα, ἐνῶ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα ἢ προσόντα (ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν τριῶν Προσώπων) ἀνήκουν τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ σὲ μία Ὑπόσταση καὶ εἶναι γιὰ πάντα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀκοινώνητα.
2. γ. Τρόπος ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος
Οἱ θεόπτες ἅγιοι, βασισμένοι στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ στὴν προσωπική τους ἐμπειρία, γιὰ νὰ δηλώσουν τὶς σχέσεις τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, χρησιμοποίησαν τὶς λέξεις Πατήρ, Υἱὸς-Λόγος καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, καθὼς καὶ τὶς ἐκφράσεις αἰτία καὶ τρόπος ὑπάρξεως. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ λεγόμενα ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν Τριῶν Προσώπων. Ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων.
Οἱ Καππαδόκες Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Πατρικὴ Ὑπόστασις καὶ ὄχι ὡς θεϊκὴ οὐσία. Ἀκόμη εἰσήγαγαν αὐτοὶ γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἔννοια τῆς αἰτίας. Τὸ γεννᾶν σημαίνει αἰτία ὑπάρξεως. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Θεϊκὴ οὐσία ὅμως δὲν γεννᾶται, οὔτε ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ διὰ τῆς γεννήσεως κοινωνεῖ τὴν οὐσία του στὸν Υἱὸ καὶ διὰ τῆς ἐκπορεύσεως στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Πατὴρ ὀνομάζεται ἀναίτιος (δὲν ἔχει αἰτία ὑπάρξεως), πρωταίτιος ἢ πανταιτία. Ὁ Πατήρ, μαζὶ μὲ τὴ Θεία οὐσία, κοινωνεῖ στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὅλες τὶς φυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες αὐτῆς τῆς οὐσίας.
Ὁ Υἱὸς λοιπόν, ὡς ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἔχει ὅλα ὅσα καὶ ὁ Πατήρ, ἐκτὸς τῆς Πατρότητος καὶ τοῦ νὰ εἶναι Πηγὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, στὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχουν κοινὰ (οὐσία, φυσικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια) καὶ ἀκοινώνητα (τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα), γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ «κοινωνία Προσώπων». Ὁ ὅρος «τρόπος ὑπάρξεως» δὲν ἀναφέρεται στὴ Θεία οὐσία, ἀλλὰ μόνον στὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα.
2. δ. Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμοούσιοι μὲ τὸν Πατέρα
i. Τὸ ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα
Στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑπάρχει ὁ ὅρος ὁμοούσιος, γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ ἡ δογματικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιοι μὲ τὸν Πατέρα. Οἱ θεοφόροι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατέγραψαν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν στὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας ποὺ εἶχαν, ὅτι δηλ. ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν τὴν ἴδια δόξα μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ ὅρος ὁμοούσιος χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Πατέρες γιὰ νὰ καθορίσει αὐτὴ τὴν ταυτότητα δόξας τῶν Τριῶν Προσώπων. Μάλιστα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν ἀρχὴ χρησιμοποίησε τὸν ὅρο ὁμοιούσιος (δηλ. ὅμοιος κατὰ πάντα) γιὰ τὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἔννοια: Ἐφόσον μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, ὅταν λέμε ὅμοιος κατὰ πάντα ὁ Υἱός, σημαίνει Θεὸς ἄκτιστος, μὲ τὴν ἴδια οὐσία.
Ὅταν ὅμως ὁ ὅρος αὐτὸς χρησιμοποιήθηκε ἐσφαλμένα ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς (ὅτι τάχα ἡ οὐσία τοῦ Υἱοῦ εἶναι παρόμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Πατέρα), τότε οἱ Πατέρες δημιούργησαν τὸν ὅρο ὁμοούσιος (χωρὶς τὸ ἰῶτα), μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ταυτούσιος, ὄχι ὅμως καὶ τῆς ἰδίας ὑπόστασης. Ἐπεκράτησε τελικὰ τὸ ὁμοούσιος, γιατὶ ἐκφράζει καλύτερα τὴν ἀποκαλυφθεῖσα δογματικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι Θεός. Εἶναι σημαντικὸ νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ νόημα ποὺ ἐκφράζει ὁ ὅρος ὁμοούσιος εἶναι ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, δηλ. ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή. Βεβαίως, ὁ ὅρος αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ λογικά. Εἶναι ὅμως μέσον γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἐμπειρία καὶ βίωση τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη νὰ ποῦμε ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὑπάρχουν δύο ὁμοούσια: Εἶναι ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴ Θεότητα καὶ ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
ii. Τὸ ὁμοούσιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν Πατέρα
Ὅ,τι ἔχει ὁ Πατήρ, ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ τὴν ἐνέργεια, ἔχει καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁπόταν, ὄχι μόνον ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁμοούσια, ἀλλὰ διαφέρουν ὡς πρὸς τὶς ὑποστάσεις. Ὅταν λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀκολουθώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ θεοπτική τους ἐμπειρία, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀναφέρονται στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος.
Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι αἰτία ἢ συναιτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς Αὐτὸ ἔχει τὴν ὕπαρξή Του ἀπὸ μόνο τὸν Πατέρα. Οἱ Πατέρες ὅμως θεολογοῦν καὶ γιὰ τὴν οὐσιώδη πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μία πέμψη ποὺ δὲν εἶναι ἐν χρόνῳ, ἀλλὰ ἄχρονη, καὶ ἐννοοῦν τὴν κοινοποίηση, δηλ. τὴν κοινωνία τῆς Θεϊκῆς οὐσίας καὶ οὐσιώδους ἐνέργειας ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Υἱὸ καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Σὲ αὐτὲς τὶς δογματικὲς ἀλήθειες ὑπῆρχε πλήρης θεολογικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν Ρωμαίων Πατέρων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας μέχρι τὸν 8ο αἰώνα. Οἱ Φράγκοι θεολόγοι ὅμως, χρησιμοποιώντας μερικὰ χωρία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, πού, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶχε στὸ θέμα θεολογικὴ ἀλλὰ φιλοσοφικὴ προσέγγιση, κατέληξαν στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ αἱρετικοῦ filioque στὸ Πιστεύω, ὅτι δηλ. τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱό, θεωρώντας ἔτσι καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ὡς αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ 794 οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ 809 ἀνεκήρυξαν ὡς δόγμα τὴν προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, καὶ τὸ 1009 ἐπέβαλαν τὴν αἵρεση τούτη καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἐνῶ στὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439) ἐπισημοποιεῖται ὡς δόγμα τοῦ παπισμοῦ. Ἡ αἵρεση αὐτὴ δὲν εἶναι παρονυχίδα, καθὼς ὑποβιβάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἰσάγει δυαρχία στὴν Τριάδα καὶ συγχέει τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν Τριῶν Προσώπων, διαστρεβλώνοντας καίρια τὴν Ὀρθόδοξη Τριαδολογία.
3. Ἄκτιστο καὶ κτιστὸ
α. Διαφορὰ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ
Βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν θεωμένων ἁγίων Πατέρων ἀποτελεῖ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ. Ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, εἶναι ἄκτιστος καὶ προϋπῆρχε τῆς κτίσεως. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι ἄκτιστος, ὅπως καὶ ὁ Υἱός, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται προαιωνίως ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁλόκληρο ὅμως τὸ σύμπαν, ἡ κτίση, δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μὴ ὄν, ἦλθε δηλ. στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὸ παντοδύναμο «γενηθήτω» Του.
Ἔτσι, κτιστὸ εἶναι ὅ,τι ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του στὸν ἄκτιστο Θεό. Καί, ἄκτιστη δὲν εἶναι μόνον ἡ Θεία οὐσία, ἀλλὰ καὶ ἡ Θεία δόξα, οἱ Θεῖες ἐνέργειες. Αὐτός, ποὺ φθάνει στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γνωρίζει αὐτὲς τὶς δογματικὲς ἀλήθειες καὶ ἐμπειρικά. Καὶ ὁ ὅρος ὁμοούσιος, στὸν ὁποῖο ἤδη ἀναφερθήκαμε, ἀποδίδει ἀκριβῶς τὸ ἄκτιστο τοῦ Λόγου, τὸν Ὁποῖον ἔβλεπαν οἱ Προφῆτες στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
3. β-γ. Γέφυρα ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ.
Θεωρία τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος
Παρὰ τὴ διαφορὰ μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μεθέξει τῆς ἀκτίστου δόξης καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἑνωθεῖ μαζί της καὶ νὰ ἀποκτήσει ἔτσι πνευματικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλόσοφοι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κάνουν λόγο γιὰ φυσικὸ καὶ μεταφυσικὸ καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὸ μεταφυσικό. Κατὰ τοὺς Πατέρες ὅμως, μὲ τὴ λογικὴ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατανοήσει μόνο τὰ κτίσματα, ἐνῶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη δόξα-ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γέφυρα, ποὺ ἑνώνει τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία στὸ Ψαλμικὸ χωρίο, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35, 10). Στὴν κατάσταση τῆς θεοπτίας, ὁ θεούμενος γνωρίζει ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καὶ διακρίνει τὸ ἄκτιστο Φῶς, τόσο ἀπὸ τὸ κτιστὸ φῶς τοῦ ἡλίου (ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴ χαρακτηριστικὴ περίπτωση τῆς περίφημης συνομιλίας τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ μὲ τὸν Νικόλαο Μοτοβίλωφ), ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ κτιστὸ ‘φῶς’ τοῦ διαβόλου, ποὺ μερικὲς φορὲς «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β´ Κορ. 11, 14). Στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπεισέλθει ψεῦδος καὶ πλάνη.
Β´. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου
1. Ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως
α. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς
Ἡ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ποὺ εἴδαμε στὰ προηγούμενα κεφάλαια, ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὸ θέμα τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως. Ὡς πρὸς τὴν πρώτη διάκριση, τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν ἑνότητα μεταξύ τους κατ᾽ οὐσίαν, ἐνῶ ἡ κτίση μετέχει ποικιλότροπα στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κατ᾽ οὐσίαν δημιουργός, ἀλλὰ κατ᾽ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν. Ὅλη δηλ. ἡ κτίση δημιουργήθηκε μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ ἐλεύθερη βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν κοινωνεῖ τῆς οὐσίας Του.
Γι᾽ αὐτό, θὰ μποροῦσε ὁ κόσμος νὰ μὴν ὑπάρχει, ἀφοῦ δὲν προσθέτει τίποτα στὸν ἀνενδεὴ Θεό. Ἡ οὐσία καὶ ἐνέργεια τῶν κτισμάτων εἶναι κτιστές, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Θεία οὐσία καὶ ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἄκτιστες. Σημαντικὴ ἀκόμη ἀλήθεια τῆς Πίστεως, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων εἶναι ὅτι ὅλη ἡ κτιστὴ δημιουργία προέρχεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, καὶ ὄχι ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία περὶ δημιουργίας ἀνατρέπει τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τόσο τοῦ Πλάτωνα, ποὺ ὑποστήριζε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε κατὰ ἀντιγραφὴ τῶν ἀρχετύπων ἰδεῶν, ποὺ ὑπῆρχαν στὸν Θεό, ὅσο καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη, ποὺ πρέσβευε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε ἀνάγκη νὰ δημιουργήσει τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ τὸ «μεταβλητό», μεταβαίνοντας ἀπὸ τὸ «δυνάμει» στὸ «ἐνεργείᾳ».
Γιὰ τοὺς Πατέρες, ὅ,τι προέρχεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἶναι κτίσμα, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄκτιστα εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός. Ὁ Λόγος λοιπὸν εἶναι ἄκτιστος, ὅπως καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ ἔχουν αἰτία ὑπάρξεως τὸν Πατέρα. Ὅποιος φθάσει στὴ θέωση, γνωρίζει ἐμπειρικὰ καὶ βλέπει τὰ ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς ἄκτιστα, καὶ ὅσα ἔγιναν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὡς κτιστά.
β. Τὰ δημιουργήματα
Τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ διαιροῦνται σὲ ὁρατὰ (ὅλη ἡ κτίση) καὶ ἀόρατα ἢ ἀσώματα (οἱ ἄγγελοι). Ὅλα τὰ κτιστὰ ἔχουν καὶ ὁμοιότητα, ἔχουν καὶ διαφορές. Αὐτό, μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε μεταξὺ τῶν ἀλόγων κτισμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων, μεταξὺ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν δαιμόνων. Μεταξὺ ὅμως Θεοῦ καὶ κτισμάτων δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ὁμοιότητα. Στὴν πατερικὴ παράδοση γίνεται ἀκόμη διάκριση μεταξὺ ἀϊδίου, αἰωνίου καὶ χρόνου. Τὸ ἀΐδιο (=ἄναρχο καὶ ἀτελεύτητο) ἀνήκει στὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ αἰώνιο ἀνήκουν οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι, καὶ στὸν χρόνο ζεῖ καὶ κινεῖται ὅλη ἡ κτίση, συμπερι-λαμβανομένου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Χρόνος καὶ αἰώνας εἶναι δημιουργήματα, ἀλλὰ διαφέρουν μεταξύ τους. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ ἡλιακὸς χρόνος, ἐνῶ ὁ αἰώνας εἶναι χρόνος τῶν ἀγγέλων, ποὺ δὲν περιορίζονται ἀπὸ τὴν ὕλη. Ἡ διάκριση αὐτὴ δὲν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλὰ ἀποκαλυπτικὴ πείρα τῶν θεοπτῶν ἁγίων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ καθιερώθηκε στὴν ἀρχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων ἡ ἱερατικὴ ἐκφώνηση-Τριαδολογικὴ δοξολογία, «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν», ποὺ συναρμόζει καὶ τὶς τρεῖς μορφὲς τοῦ χρόνου, τοῦ ἡλιακοῦ, τοῦ αἰωνίου καὶ τοῦ ἀϊδίου.
γ. Ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας
Μιὰ ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις, ποὺ συναντοῦμε στὴν πατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἐν λόγῳ ἐρώτημα, εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε μὲ σκοπὸ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Δὲν ἔγινε ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ Οἰκονομία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν στὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος καὶ παρεμβάλλεται ἡ πτώση καὶ ἡ σωτηρία. Βεβαίως, ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ θέωση. Καί, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ, ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ Πρόσωπο ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο θὰ ἑνωνόταν ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὸ Πρόσωπο αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός
δ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὴν κτίση
Τὰ βασικὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως σχετικὰ μὲ τὴν κτίση εἶναι δύο: Τὸ πρῶτο, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν κτίση ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, καὶ τὸ δεύτερο, ὅτι ὁ Θεὸς τὴν κυβερνᾶ καὶ συντηρεῖ καὶ προνοεῖ γι᾽ αὐτὴν μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του καὶ ὄχι μὲ κτιστοὺς νόμους. Ἀσφαλῶς, μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἀνάλογα μὲ τὰ ἀποτελέσματά της διακρίνεται σὲ ζωοποιό, σοφοποιό, θεοποιό, καθὼς καὶ σὲ δημιουργική, συντηρητική, προνοητική, θεωτική. Ὅλα τὰ κτίσματα μετέχουν στὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὄχι στὴ θεωτική, στὴν ὁποία μετέχουν μόνοι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι.
Στὸ σύμπαν, ἀπὸ ἀπόψεως θεολογικῆς, δὲν ὑπάρχουν ἀπρόσωποι φυσικοὶ νόμοι, τοὺς ὁποίους δῆθεν ἔθεσε ὁ Θεὸς καὶ κατόπιν ἐγκατέλειψε τὴ κτίση, ἀλλ᾽ ἡ συνεκτική, δηλ. συντηρητικὴ ἐνέργεια τοῦ Δημιουργοῦ, ποὺ τὴ διακρατεῖ σὲ λειτουργία. Πολλοὶ Πατέρες, μάλιστα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅταν ἀναφέρονται στὴ συνεκτικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκεται πανταχοῦ παροῦσα σὲ ὅλο τὸ σύμπαν, κάνουν λόγο γιὰ τοὺς «λόγους τῶν ὄντων», γιατὶ δηλ. ὑπάρχουν τὰ ὄντα καὶ πῶς συντηροῦνται ἀπὸ τὴ Θεία ἐνέργεια.
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς διαβαθμίσεις πνευματικῆς γνώσεως. Ἡ πρώτη, ἡ εἰσαγωγική, εἶναι νὰ βλέπεις, νὰ ἀντιλαμβάνεσαι διὰ τῆς πίστεως αὐτὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν κτίση, ἀποδεχόμενος τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ἡ τελειώτερη ὅμως εἶναι ὅταν μὲ τὴ φωτιστικὴ καὶ ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴ λεγόμενη «φυσικὴ θεωρία τῶν ὄντων» καὶ ἀντιλαμβάνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης τὴ συνεκτικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
ε. Καταγραφὴ τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας
Τὴν ἀποκαλυπτική τους ἐμπειρία γιὰ τὸ ἄκτιστο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τὴ δημιουργία τῶν ὄντων ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ Αὐτόν, καθὼς καὶ τὴν ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, οἱ θεόπτες Προφῆτες, Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες διατυπώνουν καὶ καταγράφουν μὲ κτιστὰ νοήματα καὶ ρήματα, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα καὶ παιδεία τοῦ καθενός τους, καὶ χρησιμοποιώντας ἀναπόφευκτα τὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους. Γιὰ παράδειγμα, ἡ κοσμολογία, ἡ κοσμογένεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ἐπηρεασμένη στὴ διατύπωση ἀπὸ τὴ βαβυλωνιακὴ κοσμολογία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἀκόμη, γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς δημιουργίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, χρησιμοποιοῦνται τὰ γνωστὰ στοὺς συγγραφεῖς γενεαλογικὰ δεδομένα, βάσει τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μερικὲς (7-8) χιλιάδες χρόνια πρίν.
Σήμερα ὅμως γνωρίζουμε ὅτι τὸ σύμπαν ἔχει δισεκατομμύρια ἔτη ἡλικία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίζεται στὴ γῆ παλαιότερα (κατὰ μία ἄποψη πρὶν ἀπὸ 10.000-100.000 χρόνια). Οἱ θεόπτες λοιπὸν ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν δὲν κάνουν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴν ἀποκαλυπτική τους ἐμπειρία μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς τους. Σκοπὸς τῆς καταγραφῆς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἀπὸ τοὺς ἁγίους συγγραφεῖς της δὲν ἦταν νὰ διδάξουν ἐπιστημονικὲς γνώσεις τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν προσωπικὴ γνώση τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Ἔτσι, ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἐπιστήμης, ποὺ διερευνᾶ τὸ σύμπαν καὶ ἀνακαλύπτει νεώτερα εὑρήματα ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή, καθόλου δὲν ἐπηρεάζει ἢ μειώνει τὴν Πίστη μας. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅ,τι ἔπλασε καὶ ποὺ διακυβερνᾶ μὲ τὴν πανσοφία καὶ συνεκτική, προνοητική Του ἐνέργεια τὴν κτίση.
Β´. 2. Ἡ δημιουργία τῶν ἀγγέλων
2.α. Οἱ φωτεινοὶ ἄγγελοι
Οἱ ἄγγελοι εἶναι νοερὰ πνεύματα, ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζοῦν στοὺς αἰῶνες, ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο χρόνου ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο, ποὺ διακρίνεται ὅμως καὶ ἀπὸ τὸ ἀΐδιο, ποὺ ἀποδίδεται σὲ μόνο τὸν Θεό. Ὅπως καὶ τὰ λοιπὰ κτίσματα, ἔτσι καὶ οἱ ἄγγελοι ἦλθαν στὸ εἶναι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἄρα εἶναι κτιστοὶ καὶ ἔχουν ἀρχή. Ἔχουν βέβαια λεπτότερη ὑλικὴ φύση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ καλοῦνται ἄυλοι, παρὰ ἀσώματοι. Οὔτε λοιπὸν οἱ ἄγγελοι οὔτε ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἄυλα ὄντα καὶ φύσει ἀθάνατα, καθὼς ὁ μόνος ἄυλος καὶ φύσει ἀθάνατος εἶναι ὁ ἄκτιστος Θεός. Ἔτσι, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς εἶναι «φύσει θνητοὶ» ἀλλὰ Χάριτι ἀθάνατοι, ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλησε ὁ Δημιουργός. Οἱ ἄγγελοι εἶναι δοξολογικὰ τοῦ Θεοῦ πνεύματα, ἀλλ᾽ εἶναι καὶ «λειτουργικὰ πνεύματα, εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. 1, 14).
Οἱ ἄγγελοι λέγονται καὶ νόες, γιατὶ ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια, ὄχι ὅμως καὶ λογική. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔχει καὶ νοερὰ καὶ λογικὴ ἐνέργεια. Σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ αὐτὴ ἀνθρωπολογικὴ διάκριση, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ νοερὰ ἐνέργεια κοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ μὲ τὴ λογικὴ ἐνέργεια ἔρχεται σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὰ πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, μέσα στὸν ἀνθρώπινο χωροχρόνο.
Βασικὴ ἀκόμη πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀμετάβλητα ὄντα, οὔτε καὶ οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀμετάβλητοι, καὶ δὲν θὰ εἶναι οὔτε καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ἀλλὰ πορεύονται ἀπὸ δόξα σὲ δόξα καὶ βρίσκονται σὲ συνεχὴ ἀνοδικὴ πορεία. Παρὰ τὴ συνεχή τους αὐτὴ ὅμως κίνηση, ποτὲ δὲν θὰ φθάσουν, ὡς κτιστὰ ὄντα, στὴ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα ἀκόμη μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄγγελοι λαμβάνουν τὸ χάρισμα τῆς ἀτρεψίας πρὸς τὸ κακό, ποὺ μέχρι τότε δὲν εἶχαν.
2. β. Οἱ σκοτεινοὶ δαίμονες
Σύμφωνα μὲ τὴν ὅλη Ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ὑπάρχουν καὶ οἱ δαίμονες, ἀρχικὰ ἄγγελοι, ποὺ ἐξέπεσαν τῆς θείας δόξης, ἕνεκα τῆς ὑπερηφάνειάς τους. Οἱ δαίμονες, ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ πνεύματα, εἶναι μὲν «αἰθέρια ὄντα», ἀλλά, ἐξαιτίας τῆς πτώσης καὶ ἀμετανοησίας τους, δὲν μετέχουν τοῦ Θεϊκοῦ Φωτός, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι σκοτεινοί. Μετέχουν δηλ., ὅπως καὶ ὅλη ἡ δημιουργία, στὴν ἄκτιστη δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως στὴ θεοποιό Του ἐνέργεια, ἀλλὰ τὴν κολαστικὴ (τιμωρητική). Ὡς νοερὰ πνεύματα οἱ δαίμονες, ὅπως καὶ οἱ ἄγγελοι, δὲν δεσμεύονται ἀπὸ τὸν χωροχρόνο, ἀλλὰ κινοῦνται μὲ μεγάλη ταχύτητα, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι πανταχοῦ παρόντες. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ δὲν θὰ σωθοῦν, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι δὲν τὸ θέλουν, δὲν θέλουν νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν.
Οἱ θεούμενοι, ὡς κεκαθαρμένοι ἀπὸ τὰ πάθη, βλέπουν καὶ ἀγγέλους καὶ δαίμονες, ἀλλὰ καὶ γνωρίζουν, ἀπὸ τὴν πείρα τους καὶ τὴ Θεία Χάρη, τὶς ἐνέργειές τους. Ὁ διάβολος, γιὰ παράδειγμα, γνωρίζει τέλεια καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ τὴν ἑρμηνεύει μέσα ἀπὸ τὴ δική του πλανεμένη προοπτική, μὲ σκοπὸ τὴν ἀπώλεια ὅσων τὸν ὑπακούουν. Ἔτσι, γίνεται «κατηχητὴς» αὐτῶν ποὺ ἡ ζωὴ καὶ τὸ φρόνημά τους ἔχουν διαστρεβλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἡ πολεμικὴ λοιπὸν τοῦ διαβόλου κατὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολυποίκιλη καὶ σ᾽ αὐτὴν μετέρχεται τὰ πάντα γιὰ νὰ βλάψει τὸν ἄνθρωπο. Δημιουργεῖ λ.χ. καὶ διάφορες φαινομενικὰ καλὲς ἐμπνεύσεις, ἀκόμη καὶ ἀγαθὰ αἰσθήματα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μερικὲς ἀσκητικὲς ἐνέργειες μπορεῖ νὰ εἶναι δαιμονικές. Ἀκόμη, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἐπαληθεύουν οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, μερικὲς φορὲς ὁ διάβολος «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτὸς» (Β´ Κορ. 11, 14). Τὸ δαιμονικὸ ὅμως ‘φῶς’ διαφέρει πλήρως ἀπὸ τὸ ἄκτιστο Θεϊκὸ Φῶς. Τὸ τελευταῖο εἶναι ἀσχημάτιστο, χωρὶς μορφή, καὶ εἶναι πάντοτε ἔσωθεν, ἐνῶ τὸ διαβολικὸ εἶναι πάντοτε ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου, περιορισμένο σὲ τόπο, καὶ ἔχει σχῆμα καὶ χρῶμα.
Παραθέτουμε καὶ πάλιν ἐδῶ τὴν ἐμπειρία ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ καὶ τοῦ διαβολικοῦ ‘‘φωτὸς’’ ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω σύγχρονη εὐλογημένη Γερόντισσα τῆς Κρήτης: «Ὅταν ἔρθει τὸ Θεϊκὸ Φῶς, ἑνώνονται οἱ αἰσθήσεις ὅλες σὲ μία. Τραβιόνται καὶ τὰ σαρκικὰ μάτια σὰν μαγνήτης, βλέπεις ὅλος, ἀπὸ τὴν κορυφὴ μέχρι τὰ νύχια, ὅλος γίνεσαι φῶς, δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ βλέπεις... Ὁ ἥλιος εἶναι λυχναράκι μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ Φῶς... Εἶναι γαλάζιο, πολὺ ἐλαφρὺ καὶ ὑπόλευκο... Κάποτε ἔρχεται ἱλαρὸ σὰν τὸ ἡλιοβασίλεμα καὶ παραμένει ὥρα πολλὴ στὴν ψυχή... Τὸ κόκκινο φῶς εἶναι τοῦ διαβόλου. Τὸ φῶς τοῦ διαβόλου εἶναι ἀηδιαστικό. Αὐτὸν τὸν τραβάει πολὺ τὸ κόκκινο χρῶμα. Εἶναι σὰν τὶς ἀστραπὲς καὶ τὶς βροντές... Ἀλλοιώτικο εἶναι... Δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω. Δὲν εἶναι φῶς, εἶναι πῦρ! Τὸ Φῶς ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπλετον. Δὲν ἔχει ἀρχή, μέση, τέλος...».
Κατὰ τοὺς Πατέρες, Πνευματικὸς Πατέρας καὶ θεολόγος εἶναι τὸ αὐτὸ πράγμα, δηλ. ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴ Χάρη τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων γνωρίζει τὶς μεθοδίες τοῦ διαβόλου. Καὶ ὁ θεούμενος, ποὺ ἔχει τοῦτο τὸ χάρισμα, χαρακτηρίζεται στὴ γλώσσα τῶν Πατέρων ‘ἀπλανής’, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραπλανηθεῖ ἀπὸ τὰ ποικίλα σατανικὰ τεχνάσματα. Καί, γιὰ νὰ ἀποκτηθεῖ ἀπὸ κάποιον τὸ χάρισμα αὐτὸ τῆς διακρίσεως, προϋποθέτει ἀπαραίτητα ὅτι αὐτὸς ἔχει Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ πράξη. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ αἵρεση, ποὺ κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰώνια ἀπώλεια.
Ὁ διάβολος εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς διαφθορᾶς ἐμπλέκει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὅλη τὴ δημιουργία στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως νικοῦν τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία, συμμετέχοντας στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατ᾽ αὐτῶν -ὁ Ὁποῖος καταπάτησε τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του-, ὅταν εἶναι ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀναστημένου δηλ. Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέχοντας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του στὴ Θεία Εὐχαριστία.
Καί, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ τελευταῖο μας τοῦτο κεφάλαιο καὶ τὴν ὅλη σημερινὴ θεματική μας, ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων. Τὸ στάδιο τῆς κάθαρσης στὴν οὐσία εἶναι ἡ ἐκδίωξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν δαιμόνων. Ὅλος ὁ σκοπὸς τοῦ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ εἶναι νὰ φθάσει νὰ διακρίνει τὶς ἄκτιστες ἀπὸ τὶς κτιστὲς ἐνέργειες, καὶ μάλιστα ἐκεῖνες τοῦ διαβόλου, ὥστε νὰ ἐκδιώκει τὶς σατανικὲς προσβολές. Κι ὅταν, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐκδιώκονται οἱ δαίμονες, ἔρχεται ἡ Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Πηγή: (Εἰσήγηση στὴν Β΄ συνάντηση (19.12.2016) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους (2016-2017). Εἰσηγητής: Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακεὶμ), (Παρουσίαση τῶν ὁμωνύμων κεφαλαίων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η ἔκδοση, σελ. 47-145)), http://www.immorfou.org.cy/, Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό
ΕΙΜΑΙ ανυπόμονος. Πιάνω την πένα μου και αρχίζω αμέσως να σου γράφω πάλι για την ομορφιά, τη θελκτικότητα, τη γλυκύτητα της θείας χάριτος και της θεοχαρίτωτης ψυχής. Το κάνω για ν’ αυξήσω τη γνώμη σου γύρω απ’ αυτό το θέμα, για να ενισχύσω τον ιερό πόθο σου και για να φουντώσω τον ένθεο ζήλο σου. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα χρησιμοποιήσω λόγια δικά μου, αλλά κάποιου θεόσοφου αγίου του Μεγάλου Μακαρίου, ο οποίος στη δέκατη όγδοη ομιλία του αναφέρει τα εξής: «Αν ένας άνθρωπος στον κόσμο τούτο είναι πολύ πλούσιος κι έχει στην κατοχή του κρυμμένο θησαυρό, με το θησαυρό και τον πλούτο του αποκτάει όλα όσα θέλει. Έτσι κι αυτοί που έχουν βρει και κατέχουν τον επουράνιο θησαυρό του Πνεύματος (δηλαδή τη θεία χάρη), αποκτούν κάθε αρετή απ’ αυτόν τον θησαυρό και μαζεύουν με τη δύναμή του περισσότερο ουράνιο πλούτο. Ο απόστολος λέει: «Εμείς, που έχουμε το θησαυρό τούτο, είμαστε σαν πήλινα δοχεία» (Β΄ Κορ. 4:7)∙ ενώ, δηλαδή, είμαστε ακόμα ενωμένοι με τη σάρκα, αξιωθήκαμε ν’ αποκτήσουμε μέσα μας το θησαυρό αυτό, που είναι η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
»Αυτός λοιπόν, που βρήκε και έχει μέσα του τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, μπορεί με τη δύναμή Του, να πραγματοποιεί κάθε έργο δικαιοσύνης, που απορρέει από τις εντολές του Θεού, και να εκτελεί κάθε έργο αρετής αγνά και καθαρά, εύκολα και αβίαστα.
»Ας παρακαλέσουμε κι εμείς τον Θεό, ας προσευχηθούμε και ας Του ζητήσουμε να μας χαρίσει το θησαυρό του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τις εντολές Του με αγνότητα και καθαρότητα.
»Πρέπει να επιμένει κανείς στην ικεσία προς τον Κύριο, για ν’ αξιωθεί να βρει και να δεχθεί τον επουράνιο θησαυρό του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως τον βρει, άκοπα θα κατορθώσει να εφαρμόσει όλες τις εντολές του Κυρίου με αγνότητα και καθαρότητα, τις εντολές που πρωτύτερα δεν μπορούσε να εφαρμόσει ούτε με μεγάλο κόπο. Ο θησαυρός αυτός αποκτάται ύστερα από μεγάλη αναζήτηση, με πίστη και υπομονή».
Πώς, όμως, αισθάνονται εκείνοι στους οποίους η χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει αρχίσει να εκδηλώνεται φανερά; Να τί λέει γι’ αυτό ο άγιος Μακάριος:
«Όσοι αξιώθηκαν “να γίνουν παιδιά του Θεού” (Ιω. 1:12) και να γεννηθούν από τον ουρανό, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα, έχουν τον Χριστό μέσα τους, που τους φωτίζει και τους αναπαύει. Αυτοί οδηγούνται με πολλούς και διάφορους τρόπους από το Πνεύμα. Δέχονται μυστικά μέσα στην καρδιά τους τη θεία χάρη, που τους δίνει πνευματική ανάπαυση. Μερικές φορές αισθάνονται σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο, όπου χαίρονται και ευφραίνονται με τρόπο ανέκφραστο. Άλλοτε νιώθουν σαν την νεόνυμφη γυναίκα, που η παρουσία του συζύγου της της χαρίζει ασφάλεια και ανάπαυση. Άλλοτε, μολονότι ενωμένοι με το σώμα τους, νιώθουν σαν ασώματοι άγγελοι. Άλλοτε είναι σαν μεθυσμένοι από πιοτό, ενώ στην πραγματικότητα ευφραίνονται και μεθούν από το Πνεύμα με μια θεϊκή μέθη πνευματικών μυστηρίων. Άλλοτε καίγονται τόσο από τη μεγάλη αγαλλίαση που τους δίνει το Πνεύμα, ώστε, αν ήταν δυνατό, θα έβαζαν όλους τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά τους, χωρίς να ξεχωρίζουν τους καλούς από τους κακούς. Άλλοτε ταπεινώνονται τόσο πολύ, με την ταπεινοφροσύνη που τους χαρίζει το Πνεύμα, ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους τελευταίο και κατώτερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Άλλοτε αναπαύονται σε πολύ μεγάλη ησυχία, γαλήνη και ειρήνη, μέσα σε μιαν ανέκφραστη πνευματική ευφορία. Άλλοτε αποκτούν τόσο μεγάλη σοφία, γνώση και σύνεση από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που είναι αδύνατο να τις εκφράσει γλώσσα ανθρώπινη. Άλλοτε, πάλι, γίνονται σαν απλοί άνθρωποι».
Τι υπέροχη, τι ποθητή κατάσταση! Να και μια σύντομη περιγραφή της ψυχής που έχει φωτιστεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος:
«Όταν η ψυχή φτάσει στην τελειότητα του Πνεύματος, αφού καθαριστεί εντελώς απ’ όλα τα πάθη και ενωθεί με τον Παράκλητο σε μιαν ανέκφραστη κοινωνία, αξιώνεται και η ίδια, ως ενωμένη με το Πνεύμα, να πνευματοποιηθεί. Τότε γίνεται όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη χαρά, όλη ανάπαυση, όλη αγαλλίαση, όλη αγάπη, όλη ευσπλαχνία, όλη αγαθότητα, όλη καλοσύνη».
Να τι αγωνίζονταν να κατορθώσουν – και κατόρθωσαν – οι άγιοι ασκητές! Δεν αξίζει ν’ αγωνιστούμε κι εμείς γι’ αυτό; Η είσοδος στον κόσμο της χάριτος, τον κόσμο του Αγίου Πνεύματος, είναι ανοιχτή στον καθένα. Η βασιλεία του Θεού δεν είναι «κήπος κλεισμένος» (Άσμα 4:12). Τα αγαθά της τα έχει υποσχεθεί ο Κύριος σε όλους μας, και μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Προκαταβολή της αποκτήσεώς τους είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μας δίνεται στα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Εμείς δεν έχουμε παρά να «σκάψουμε» μέσα μας, στον κήπο της ψυχής μας, όπου είναι θαμμένος αυτός ο θησαυρός, για να τον βρούμε και να τον οικειοποιηθούμε. Ας πιάσουμε το φτυάρι μας κι ας αρχίσουμε να βγάζουμε το χώμα. Με τις πρώτες φτυαριές το χρυσάφι και το ασήμι θ’ αρχίσουν να λαμποκοπούν. Έπειτα από λίγο όλος ο θησαυρός θα βγει στο φως. Τότε η χαρά μας δεν θα έχει όρια.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σου υπέδειξα το δρόμο της αποφασιστικότητας. Δε στο ανέφερα, όμως, πώς συγκεκριμένα γεννιέται στην ψυχή η αποφασιστικότητα και πώς καταλήγει σε θετική προσπάθεια. Αυτό θα κάνω τώρα.
Ακόμα κι ένα απλό ενδιαφέρον για κάποιο αντικείμενο μπορεί να κεντρίσει την ενεργητικότητα. Στην περίπτωση, ωστόσο, του απλού ενδιαφέροντος, είναι πιθανό να μην κινητοποιηθεί η ψυχή, αλλά να μεταθέσει την έναρξη της προσπάθειας σε μελλοντικό χρόνο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η αναβολή αυτή να παραταθεί για πολύ. Από τη στιγμή, όμως, που η ψυχή θα αντιληφθεί ότι ένα αντικείμενο ή έργο είναι επιτακτικά αναγκαίο και εξαιρετικά επείγον, ανυπέρθετα παίρνει την απόφαση για την απόκτηση ή την εκτέλεσή του. Να ένα παράδειγμα: Κάποιος άνθρωπος, νωθρός και τεμπέλης, κάθεται στο δωμάτιό του. Αν το σπίτι πιάσει φωτιά, μην του φωνάξεις. Άφησέ τον να δει τη φωτιά, και θα πεταχτεί αμέσως έξω. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε κι εμείς: Να νικάμε τη νωθρότητα και την αναποφασιστικότητά μας με τη μνήμη της άσβεστης φωτιάς, που μας περιμένει, να παρακινούμε τον εαυτό μας σε αγώνα με την υπόμνηση του κινδύνου της αιώνιας καταστροφής μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε αυτή την πραγματικότητα, τόσο ζωηρότερα εκδηλώνεται η ψυχική μας ενεργητικότητα, ωθώντας μας σε δράση.
Πάρε οποιαδήποτε μικρή δυσκολία της ζωής σου, για να καταλάβεις τι αναλογικά θα κάνεις και στην περίπτωση για την οποία μιλάμε. Εγώ θα έλεγα τούτο μόνο: Ο θάνατος μπορεί να έλθει οποιαδήποτε στιγμή. Τι θα μας συμβεί τότε; Ίσως ό,τι και στον κακό δούλο της παραβολής – το τάλαντο, το δώρο της χάριτος, του αφαιρέθηκε, και ο ίδιος πετάχτηκε στο αιώνιο σκοτάδι (Ματθ. 25 : 28-30)∙ ή ίσως ό,τι και στις άμυαλες παρθένες της άλλης παραβολής, που έμειναν έξω από τη γιορτή του γάμου, ακούγοντας το «δεν σας ξέρω» (Ματθ. 25:10-12 ). Στ’ αλήθεια, είτε η μία είτε η άλλη συμφορά θα μας βρει, αν δεν αναφλέξουμε τη χάρη μέσα μας κι αν δεν φωτιστούμε απ’ αυτήν. Βάλε νοερά τον εαυτό σου στην κατάσταση είτε του κακού δούλου είτε της άμυαλης παρθένας, και η αναποφασιστικότητά σου -αν, βέβαια, είσαι αναποφάσιστη- θα εξανεμιστεί. Τίποτα, βλέπεις, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη μνήμη του θανάτου, της κρίσεως και της κολάσεως. Ο σοφός Σειράχ λέει: «Να θυμάσαι πάντα τα στερνά σου, και δεν θα πέσεις ποτέ σε αμαρτία» (Σοφ. Σειρ. 7:36). Κράτα, λοιπόν, σταθερά στο νου σου αυτή τη θύμηση και μην την αφήσεις να εξασθενήσει ή να χαθεί. Καλό βοήθημα είναι το βιβλίο «Βοστάνι σπιάι»(*), που σου έχω δώσει.
Μια άλλη πλευρά είναι η ύπαρξη βοήθειας. Αυτή δίνει στην ψυχή θάρρος και αγαθή ελπίδα για την αποφυγή της συμφοράς, αυτή είναι που την εμπνέει και την παρακινεί σε δράση. Διαφορετικά, η αίσθηση της επικείμενης και αναπότρεπτης καταστροφής θα την βύθιζε στην απελπισία. Στο παράδειγμα που ανέφερα παραπάνω, δεν υπήρχε μήτε μια πόρτα ξεκλείδωτη, μήτε ένα παράθυρο ανοιχτό όταν έπιασε φωτιά το σπίτι, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος που τυλιγόταν στις φλόγες: Να τραβάει τα μαλλιά του! Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή που κινδυνεύει να κολαστεί (γιατί δίχως τη χάρη αναπόφευκτα θα στερηθούμε τη βασιλεία των ουρανών): Προβλέποντας τον κολασμό της, δεν θα είχε παρά ν’ απελπιστεί, αν δεν γνώριζε ότι της παρέχεται βοήθεια. Δοξασμένος ας είναι ο Κύριος, που μας έχει προσφέρει ήδη τα μέσα της λυτρώσεώς μας από την αιώνια απώλεια. Όλα είναι προετοιμασμένα, όλα είναι στο χέρι μας, όλα είναι στην ψυχή μας. Δεν απομένει παρά να δραστηριοποιηθούμε και ν’ αγωνιστούμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θα συνεχίσουμε ν’ αναβάλλουμε από μέρα σε μέρα;
Ας έρθω, όμως, σ’ εσένα. Νομίζω ότι δεν έχεις ν’ αρχίσεις κάτι το ιδιαίτερο, δεν έχεις ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή σου. Συνέχισε να ζεις μέσα στο πνεύμα όπου ανατράφηκες. Κράτησε τις ευσεβείς αρχές της οικογένειάς σου. Αγάπησε ολόψυχα τον πνευματικό τρόπο ζωής και αποφάσισε αυτοπροαίρετα να ζήσεις πνευματικά ως το θάνατό σου. Η μέχρι τώρα χριστιανική σου ζωή δεν ήταν στην πραγματικότητα δική σου. Άλλοι σε οδηγούσαν σ’ αυτήν. Είναι, βέβαια, πολύ καλό το ότι σ’ έβαλαν στο δρόμο του Θεού. Μετά την ενηλικίωσή σου, όμως, δεν θα συνεχίσεις να βαδίζεις στον ίδιο δρόμο, αν δεν το θέλεις εσύ η ίδια, αν δηλαδή δεν επιλέξεις, συνειδητά πια και ακούσια, τη ζωή του πνεύματος. Και την επιλογή αυτή πρέπει να την κάνεις το συντομότερο, γιατί αλλιώς ή θα σαγηνευθείς ολοκληρωτικά από το πονηρό πνεύμα της κοσμικής ζωής ή θα καταλήξεις στη χλιαρότητα, όπως ήδη σου έχω πει.
Σκέψου το, για τον Θεό, και μην αργήσεις ν’ αποφασίσεις. Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!
(*) Το «Βοστάνι σπιάι» («Έγειρε ο καθεύδων») είναι ένα μικρό βιβλίο με επιλογή κειμένων του αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ.
Πηγή: («Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ), Η άλλη όψη
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι περιωρισμένος κατ’ οὐδένα τρόπον. Γι’ αὐτὸ τονίζουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι πανταχοῦ παρὼν κατ’ ἐνέργειαν. Λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπίσης πανταχοῦ παρὼν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος κατ’ ἐνέργειαν, εἶναι ὅμως ἀπών ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος, κατ’ οὐσίαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι πανταχοῦ παροῦσα κατ’ οὐσίαν.
Ὁ Θεός, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι ἀπών κατ’ οὐσίαν στὸν κόσμο. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμο, ἐπειδὴ οἱ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον εἶναι μόνο κατὰ βούλησιν καὶ κατ’ ἐνέργειαν. Κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμον ἔχει μόνον ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Ὄχι ἡ Θεία φύσις τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὲς οἱ διαφοροποιήσεις λοιπὸν συνιστοῦν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πάρα πολὺ ἁπλή. Τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς διδασκαλίας εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δὲν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. Οἱ διακρίσεις αὐτές, ποὺ κάνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, διότι γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸν κατ’ ἐνέργειαν.
Ἡ ὑποστατικὴ ἕνωσις ὅμως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς φύσεως. Δὲν εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Λόγον κατ’ ἐνέργειαν ἢ ἁπλῶς κατὰ τὴν βούλησιν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς (ἡ ἀνθρωπίνη Του φύσις) μὲ τὸν Λόγο κατὰ φύσιν.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Με το θέμα της φαντασίας, που είναι σπουδαιότατο για την μεταμόρφωση του ανθρώπου και την πορεία του προς την θέωση, έχω ασχοληθεί στα βιβλία μου, ιδιαιτέρως στο βιβλίο μου με τίτλο «Θεραπευτική αγωγή», καθώς επίσης και σε μερικές σελίδες στο άλλο βιβλίο μου «Ψυχική ασθένεια και υγεία». Δεν θέλω, βέβαια, να επανέλθω πάνω στο θέμα αυτό, γιατί πιστεύω ότι αναπτύχθηκε διεξοδικά, αλλά θέλω να υπογραμμίσω μερικά σημεία, τα οποία θεωρώ πολύ απαραίτητα για την κατανόηση των θέσεων του κεφαλαίου εκείνου περί φαντασίας.
1) Οι άγιοι Πατέρες που ασχολήθηκαν και έγραψαν για το θέμα αυτό δεν ξεκίνησαν από ψυχoλoγικές έρευνες, ούτε από την προσπάθεια απλώς να ερευνήσουν επιστημονικά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Άλλωστε ξέρουμε από την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι οι άγιοι Πατέρες δεν ήταν επιστήμονες του γραφείου, αλλά Ποιμένες του λαού του Θεού. Και φυσικά είχαν την εμπειρία πως ενεργεί η Χάρη του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια οι άγιοι Πατέρες γνώρισαν πολύ καλά την ψυχή, όπως είναι μετά το συνταρακτικό γεγονός της πτώσεως, και στην συνέχεια γνώρισαν την ψυχή και όλον τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως αναγεννάται με την Χάρη του Θεού. Έτσι έκαναν τις παρατηρήσεις τους πάνω στο θέμα της φαντασίας όχι κινούμενοι από ψυχολογικές, επιστημονικές έρευνες, αλλά από την εμπειρία που είχαν και με σκοπό, φυσικά, να καθοδηγήσουν τον λαό του Θεού. Και όταν οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν την ορολογία των φιλοσόφων και επιστημόνων της εποχής εκείνης δεν ταυτίζονταν πέρα για πέρα με τις θεωρίες τους. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, άλλ’ επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημάτων, πολύ το μεταξύ νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Το χωρίο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο. Δείχνει ότι, καίτοι μερικοί από τους Πατέρες χρησιμοποίησαν κοινή ορολογία με τους φιλοσόφους, εν τούτοις όμως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους. Οι άγιοι Πατέρες έχουν νουν Χριστού πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έχουν την Αποκάλυψη, ενώ οι φιλόσοφοι μιλούν από την διάνοια και τον δικό τους ανθρώπινο στοχασμό.
Το λέγω αυτό γιατί πρέπει να σημειωθή ότι δεν μπορούμε και σήμερα, μιλώντας για την φαντασία, να εννοούμε ό,τι εννοούν και οι σημερινοί ψυχίατροι που ασχολούνται με το θέμα αυτό. Υπάρχει ομολογουμένως μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών που έχουν την αγιοπνευματική εμπειρία και αυτών που ασχολούνται ανθρωποκεντρικά με το σοβαρό θέμα της φαντασίας. Κι αν καμμιά φορά χρησιμοποιούμε κοινή ορολογία εν τούτοις εννοούμε διαφορετικά πράγματα.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω τι λέγει ο Αρχιμ. Σωφρόνιος για το θέμα αυτό. Αρχίζοντας να μελετά το θέμα της φαντασίας εισαγωγικά τονίζει και τα ακόλουθα: «Κι αυτό το κεφάλαιο της πνευματικής ζωής είναι εξαιρετικά λεπτό και πολύπλοκο και δεν πιστεύουμε πως θα ανταπεξέλθωμε ικανοποιητικά. Επειδή βασική τάση μας είναι να εκθέτουμε συγκεκριμένη πείρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περιγράψουμε απλά σε γενικές γραμμές τη συνείδηση και τις παραστάσεις, που επικράτησαν σήμερα στους ασκητικούς κύκλους των πατέρων του Άθω και που συμμεριζόταν κι ο ίδιος ο Γέροντας. Αφήνομε κατά μέρος τις θεωρίες της σύγχρονης επιστημονικής ψυχολογίας. Δεν θα κάνουμε σύγκριση ούτε κριτική αυτών ή άλλων θεωριών. Σημειώνουμε μόνο πως σε πολλά δεν συμπίπτουν, γιατί οι δυο θεωρίες έχουν σαν βάση διαφορετικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές παραστάσεις».
Έτσι στην ανάπτυξη του θέματος της φαντασίας δεν προσπάθησα να κάνω σύγκριση μεταξύ της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των συγχρόνων ψυχολόγων γύρω από το θέμα, αλλά να περιγράψω το πως μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την φαντασία μέσα από την σύγχρονη πείρα που διασώζεται και διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία και βιώνεται από συγχρόνους μοναχούς που είναι εντεταγμένοι μέσα στην θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτό είναι απαραίτητο να λεχθή γιατί οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αναφέρονται περισσότερο στην φαντασίωση, γιατί πιστεύουν ότι μόνον αυτή δημιουργεί ψυχoλογικές ανωμαλίες, ενώ οι άγιοι Πατέρες όταν μιλούν για την φαντασία επεκτείνονται και πέρα από αυτήν την ερμηνεία. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται απλώς για μια ψυχολογική ισορροπία την οποία ενδεχομένως καταργεί η φαντασίωση, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να φθάση εκεί ο άνθρωπος δεν απαλλάσσεται μόνον από την φαντασίωση, αλλά και από αυτήν την ίδια την ενέργεια του φαντάζεσθαι, έστω και σε καλά πράγματα. Γιατί στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι ο νους για να φθάση στην θεωρία του Θεού απαλλάσσεται τελείως από κάθε εικόνα, έστω και καλή, ακόμη δε απαλλάσσεται και από αυτούς τους λογισμούς και τους συλλογισμούς, έστω κι αν είναι καλοί για την εξέλιξη του πολιτισμού και την προσαρμογή μας στον κοινωνικό χώρο.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ψυχιάτρους. Κι αν κάποτε συμπίπτουμε σε μερικές εκφράσεις πρέπει να παρατηρηθή ότι υπάρχει χαώδης διαφορά στο νόημα κάθε όρου. Πιστεύω δε ότι είναι μεγάλη ασέβεια να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε πατερικά κείμενα μέσα από την σύγχρονη ψυχολογική ερμηνεία, καθώς επίσης είναι μεγάλη αδικία να θεωρούμε τα ψυχολογικά ως πνευματικά. Όταν μιλούμε για πνευματικά, εννοούμε κυρίως την επενέργεια του Παναγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός στον οποίο κατοικεί το Πανάγιο Πνεύμα, δηλαδή αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου έχει συνέπειες και στον ψυχολογικό τομέα (στις ανθρώπινες εκδηλώσεις), όπως επίσης και η απουσία του Παναγίου Πνεύματος από την καρδιά του ανθρώπου έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην όλη προσωπικότητα τού ανθρώπου, στις λεγάμενες ψυχολογικές εκδηλώσεις του, αλλά δεν μπορούν να ταυτισθούν τα ψυχολογικά με τα πνευματικά.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση λέμε πως δεν υπάρχει τίποτε όμοιο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ των ψυχολογικών (κτιστών) και των πνευματικών (άκτιστων). Μιλώντας για πνευματικά δεν εννοώ αυτό που ο κόσμος ονομάζει, δηλαδή τις εκδηλώσεις και ενέργειες του μυαλού, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει κάτι που νομίζω ισχύει κυρίως στην περίπτωση που μελετάμε. Γράφει στην επιστολή προς Κορινθίους: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού μωρία γαρ αυτώ έστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται, ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. β', 14-15). Ψυχικός άνθρωπος είναι ο εστερημένος των ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος και πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δέχεται τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και αυτό φανερώνεται με την νοερά αδιάλειπτη προσευχή. Ο ίδιος Απόστολος μιλώντας για την υιοθεσία παρουσιάζει τα γνωρίσματα που δείχνουν ότι είμαστε αληθινά τέκνα Θεού. Γράφει: «ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά ο πατήρ, αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η', 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μέσα στην ψυχή μας και αυτή η ενέργεια εκδηλώνεται με την νοερά προσευχή («κράζομεν αββά ο πατήρ») και αυτό φανερώνει ότι είμαστε τέκνα Θεού. Το ότι αυτή είναι η ερμηνεία τού αποστολικού αυτού χωρίου φαίνεται από έναν επόμενο στίχο της ίδιας επιστολής στον οποίο λέγει: «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, άλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. π', 26). Έτσι, λοιπόν, ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα και στον οποίο ενεργεί η νοερά αδιάλειπτη προσευχή, και που φανερώνει ότι είναι τέκνον Θεού, αυτός δεν ανακρίνεται από κανέναν άνθρωπο, δηλαδή δεν μπορεί κανείς άνθρωπος του κόσμου να τον εξετάση, να τον ερευνήση, αντίθετα μάλιστα αυτός ερευνά όλους τους ανθρώπους.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ερμηνεύοντας αυτόν τον αποστολικό λόγο, γράφει: «ο τοιούτος (δηλαδή ο άγιος, ο πνευματικός άνθρωπος) πάντας ανθρώπους ανακρίνει κατά το γεγραμμένον, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και πού έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν. Αυτόν δε ουδείς ανθρώπων των εχόντων το πνεύμα του κόσμου γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της Θεότητος Πνεύμα γινώσκει τον όμοιον». Κανείς ψυχολόγος που κάνει το έργο του ανθρωποκεντρικά δεν μπορεί να εξετάση τον άγιο άνθρωπο γιατί ο άγιος κινείται πέρα από το δικό του ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον. Αυτό το γράφω γιατί δεν μπορούμε με ψυχoλογικά κριτήρια να ερμηνεύουμε και να διαβάζουμε τα έργα των Θεουμένων. Και είναι μεγάλη αδικία όταν προσπαθούμε με κριτήρια ψυχολογικά και μάλιστα της σημερινής ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας να εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και πάλι υπογραμμίζω ότι γράφοντας για την φαντασία και γενικά για το μεγάλο θέμα της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας δεν έκανα καμμιά σύγκριση και σύγχυση της θεόπνευστου διδασκαλίας των αγίων Πατέρων με τα πορίσματα της συγχρόνου ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας.
Άλλωστε, αν η σημερινή ψυχολογία ερευνήση τις θεωρίες που έχουν οι άγιοι θα τους παρουσιάση ψυχασθενείς, ως πάσχοντας από φαντασία. Και όμως είναι δεδομένο ότι όταν οι άγιοι φθάνουν στην θεωρία του Θεού, των αγγέλων και άλλων αγίων, αυτό γίνεται γιατί προηγήθηκε κάθαρση της καρδιάς, και ο νους απηλλάγη από κάθε είδους φαντασία και από κάθε είδους εικόνα. Έβλεπαν δια της θεώσεως «ξένον θέαμα, ξένον άκουσμα», χωρίς να υπάρχη η ενέργεια τού φαντάζεσθαι.
2) Μιλώντας άκόμη για την φαντασία πρέπει να δούμε δυο βασικά χωρία των αγίων Πατέρων. Το ένα είναι τού Αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού και το άλλο του Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ ευσύνοπτο χωρίο κάνει διάκριση μεταξύ φανταστικού, φανταστού, φαντασίας και φαντάσματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Φανταστικόν έστι δύναμις της άλογου ψυχής δια των αισθητηρίων ενεργούσα, ήτις λέγεται αίσθησις. Φανταστόν δε και αισθητόν το τη φαντασία και τη αισθήσει υποπίπτον ως όρασις μεν αυτή η οπτική δύναμις, ορατόν δε το υποπί πτον τη οράσει, λίθος τυχόν ή τι των τοιούτων. Φαντασία δε έστι πάθος της άλογου ψυχής υπό φανταστού τίνος γινόμενον, φάντασμα δε πάθος διάκενον εν τοις αλόγοις της ψυχής απ’ ουδενός φανταστού γινόμενον. Όργανον δε του φανταστικού η εμπρόσθιος κοιλία του εγκεφάλου».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι το φανταστικό είναι η δύναμη της άλογου ψυχής που ενεργεί δια των αισθητηρίων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το φανταστικό ενεργεί όταν ενεργούν τα αισθητήρια όργανα. Φανταστό δε είναι αυτό που υποπίπτει στην φαντασία και την αίσθηση, πράγμα το οποίο λέγεται και αισθητό. Φαντασία είναι το πάθος της άλογου ψυχής που ενεργείται από κάποιο φανταστό. Και φάντασμα είναι εκείνο που δεν προξενείται από κανένα φανταστό. Ώστε, λοιπόν, υπάρχει το όργανο που λέγεται φανταστικό, που είναι δύναμη της άλογου ψυχής, το φανταστό, που υποπίπτει στο φανταστικό, η φαντασία που συνδέεται με τις αισθήσεις και το φάντασμα που δημιουργείται στο φανταστικό χωρίς να υπάρχη συμμετοχή των αισθητηρίων οργάνων.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει για το θέμα της φαντασίας: «Ούτε τη σαρκί κατ’ αρχάς συνεκτίσθη η ήδονή και η οδύνη· ούτε τη ψυχή η λήθη και η άγνοια· ούτε τω νω το τυπούσθαι και μετατυπούσθαι τοις είδεσι των γεγονότων τούτων γαρ η παράβασις εξήρε την γένεσιν. Ο τοίνυν της σαρκός εξελών την ηδονήν και την οδύνην, την πρακτικήν αρετήν κατώρθωσεν, ο δε της ψυχής εξαφανίσας την λήθην και την άγνοιαν, την φυσικήν διήνυσεν ευπρεπώς θεωρίαν ο δε τον νουν, των πολλών απολύσας τύπων, την θεολογικήν εκτήσατο μυσταγωγίαν».
Για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά το χωρίο αυτό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού πρέπει να το εντάξουμε μέσα στην όλη θεολογία του, κατά την οποία υπάρχουν τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Όταν ό άνθρωπος απαλλάσσεται από την ηδονή και την οδύνη, τότε βιώνει την πρακτική φιλοσοφία, όταν απαλλάσσεται από την λήθη και την άγνοια, τότε βιώνει την φυσική θεωρία, δηλαδή την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, και όταν ο νους του απαλλάσσεται και ελευθερώνεται από τις εικόνες και τις φαντασίες, τότε οδηγείται προς την θεωρία που συνδέεται αναπόσπαστα με την θεολογία. Και όπως η ηδονή και η οδύνη, και όπως η λήθη και η άγνοια, έτσι και η φαντασία είναι μεταπτωτικά φαινόμενα και, επομένως, για να φθάση ο άνθρωπος στην θέωση πρέπει να απαλλαγή και να ελευθερωθή από αυτά. Με αυτό το πρίσμα και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι «και όσα ομοιώματά τινα νομίζει ο νους υπέρ αυτών ποιείσθαι, φαντασία λέγεται και ουκ αλήθεια... Η αιτία της φαντασίας των εικόνων η ασθένεια, και ούχ η καθαρότης εστί τού νοός».
Μελετώντας τα χωρία αυτά των αγίων Πατέρων, αλλά και άλλα συναφή χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, καίτοι υπάρχει το φανταστικό ως ενέργεια της άλογου ψυχής, εν τούτοις το φαντάζεσθαι, και μάλιστα εμπαθώς είναι καρπός της πτώσεως του ανθρώπου και είναι αυτό που μολύνει τον νου. Ο νους στην φυσική του κατάσταση είναι απηλλαγμένος από τις φαντασίες. Και γι’ αυτό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο άνθρωπος ο οποίος μετά από μεγάλη κάθαρση φθάνει στον φωτισμό τού νου και στην θεωρία, απαλλάσσεται τελείως από το φαντάζεσθαι και με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγή από τις φαντασίες και να καθαρίση τελείως τον νου του. Και έτσι πια καταλαβαίνουμε ότι οι Πατέρες μιλούν για την απαλλαγή από την φαντασία, αφού το φανταστικό, που είναι ενέργεια της άλογου ψυχής, αδρανοποιείται στην καθαρή θεωρία.
_____________
* Νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
Πηγή: (ΤΟ ΒΙΛΙΟ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ» Τόμος Α΄ - Α΄ Έκδοση 1989,σσ. 354-362 - Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Κοντάκιον
Εις την Σύναξιν του Αγίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
(7 Ιανουαρίου)
Προοίμιο
Τρέμοντας τη σωματική Σου παρουσία, ο Ιορδάνης από φόβο οπισθοδρόμησε,
και την προφητική του αποστολή πραγματοποιώντας, ο Ιωάννης με τρόμο οπισθοχώρησε.
Των αγγέλων τα τάγματα κατάπληκτα έμειναν
που Σ’ έβλεπαν μέσα στα νερά ως άνθρωπος να βαπτίζεσαι,
κι όλοι οι σκοτισμένοι γέμιζαν φως και υμνούσαν Εσένα
που φάνηκες και εφώτισες τα πάντα.
Οίκοι
α. Για χάρη του Αδάμ, που έχασε το φως του στον Παράδεισο, εβγήκε Ήλιος από τη Βηθλεέμ,
και του άνοιξε τα μάτια, αφού τα έπλυνε στα νερά του Ιορδάνη·
στον μελανιασμένο και στον σκοταδιασμένο εβγήκε Φως άσβηστο.
Νύχτα πια για τον Αδάμ δεν υπάρχει, αλλά πάντα ημέρα.
Πρωί-πρωί το Φως γι’ αυτόν γεννήθηκε.
Γιατί το δειλινό εκρύφτηκε, καθώς μας λέει η Γραφή.
Αυγή να τον φωτίζει βρήκε αυτός που στο σουρούπωμα γκρεμίστηκε.
Απ’ το σκοτάδι απαλλάχτηκε και πρόφτασε το Χάραμα,
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
β. Όταν θεληματικά ο Αδάμ εξευτελίστηκε, γιατί καρπό δοκίμασε που τύφλωνε,
αμέσως άθελά του εγυμνώθη. Αφού δηλαδή τυφλό τον ευρήκε εκείνος που τον ατίμασε, τον εξεγύμνωσε.
Ήτανε το λοιπόν γυμνός κι ανάπηρος και προσπαθούσε ψάχνοντας να πιάσει αυτόν που τον εξέντυσε.
Κι εκείνος βλέποντας αυτόν, τον επεριγελούσε,
πως άπλωνε δηλαδή παντού τα χέρια και ζητούσε
την πρώτη στολή ακόμα και μετά την απογύμνωση.
Έτσι τον είδε ο φύσει Συμπαθής κι ήρθε κοντά του λέγοντας·
«Αν και είσαι γυμνός κι ανάπηρος, σε δέχομαι, έλα σε μένα,
που φάνηκα κι εφώτισα τα πάντα».
γ. Ύμνησέ Τον, Αδάμ, ύμνησέ Τον. Προσκύνησε Αυτόν που ήλθε προς τα σένα.
Γιατί σου φανερώθηκε, όσο το μπορούσες, για να Τον αντικρύσεις, να Τον ψηλαφήσεις και να Τον υποδεχτείς.
Αυτός που τον φοβήθηκες, τότε που ξεγελάστηκες, για χάρη σου όμοιος έγινε με σένα.
Κατέβηκε στη γη, για να σε πάρει επάνω.
Μέχρι το θάνατο έφτασε, θεός συ για να γίνεις
και νάβρεις την πρώτη σου ομορφιά.
Θέλοντας να ξανανοίξει τον Παράδεισο κατοίκησε στη Ναζαρέτ.
Γι’ αυτά, λοιπόν, ύμνησε, άνθρωπε, και ευχαρίστησε ψέλνοντας Αυτόν,
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
(…)
ιβ . Σχίζεται πια ο πένθιμος χιτώνας της αμαρτίας. Επήραμε τη στολή τη λευκή,
που το Άγιο Πνεύμα μας ύφανε από καθάριο μαλλί του Αρνιού και Θεού μας.
Η αμαρτία καταργήθηκε. Εδόθηκε αθανασία. Η αποκατάσταση είναι φανερή.
Ο Πρόδρομος αυτήν εγνωστοποίησε λέγοντας:
«Νάτος ετώρα ο Αμνός του Θεού που σηκώνει
όλου του κόσμου τα κρίματα».
Έδωκε άφεση χρέους σε όλους που πολλά χρεωστούσαν.
Αυτός που εσκίρτησε πρώτος τώρα με το κήρυγμα φανέρωνε Αυτόν
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
ιγ . Τι θαυμάσιο το κήρυγμα του Βαπτιστή και τι συμβολισμό περιέχει!
Έλεγε Αρνί τον Τσοπάνη, κι όχι απλώς Αρνί, αλλά Αρνί που συγχωράει αμαρτίες.
Έδειξε στους άνομους ότι ήταν ανώφελος ο τράγος, που έστελναν στην έρημο.
«Να», λέει, «το Αρνί. Τώρα δεν χρειάζεται ο τράγος.
Ακουμπήστε πάνω Του όλοι τα χέρια
και λέγετε τις αμαρτίες σας.
Γιατί ήρθε να σηκώσει μαζί με του λαού του και τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Να ο Ελευθερωτής, που μας έστειλ’ ο Πατέρας, Αυτός
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.»
(…)
ιζ . Θα Σε δω λοιπόν κι εγώ, Ιησού, να φωτίζης τον νου μου
και να λες στους λογισμούς μου· «Σεις οι πάντοτε διψασμένοι ελάτε σε μένα και πιείτε.»
Πότισε την καρδιά την ταπεινωμένη, που ο πλάνος την έκανε συντρίμμι.
Την μάρανε ολότελα με πείνα και με δίψα.
Όχι με πείνα φαγητού ούτε με δίψα του νερού
μα με πείνα και δίψα ακοής του λόγου του Θεού.
Γιατί δεν βρίσκει δάσκαλο ούτε και μαθητή.
Έτσι σιωπηλά αναστενάζει και Σένα περιμένει τον Δίκαιο Κριτή,
που φάνηκες κι εφώτισες τα πάντα.
(…)
Αγίου Ρωμανού του Μελωδού
(απόδοση στη δημοτική: Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης)
* Περισσότερα για το ποιητικό είδος των Κοντακίων μπορείς να βρεις εδώ.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στα συγγράμματά τους αποκάλεσαν την λογική ενέργεια «λόγο» και την νοερά ενέργεια «νου». Έτσι, σε πολλά πατερικά έργα συναντούμε τους όρους «λόγο» και «νου».
«Όταν διαβάσει κανείς τους Πατέρες, κυρίως τους Αλεξανδρινούς, από την εποχή του Μακαρίου Αιγυπτίου, όπως και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, γίνεται συνέχεια λόγος περί λόγου και νου».
Βέβαια, η λέξη «νους» συγγενεύει ετυμολογικά με την λέξη «διάνοια» και ενώ οι δύο αυτές λέξεις ταυτίζονται σχεδόν σημασιολογικά, εν τούτοις οι Άγιοι Πατέρες έκαναν την διάκριση μεταξύ νου και διάνοιας-λόγου, για να εκφράσουν την εμπειρία που είχαν αποκτήσει με την Χάρη του Θεού.
«Στην νεοελληνική φιλοσοφία λόγος και νους είναι το ίδιο πράγμα. Οπότε, άμα λέμε λογική ενέργεια ή νοερά ενέργεια, οι περισσότεροι που διαβάζουν τους Πατέρες λένε το ίδιο πράγμα είναι».
Σύγχυση δημιουργείται και με την μετάφραση των νηπτικών κειμένων σε άλλες γλώσσες, που ταυτίζουν τον νου με την διάνοια.
«Σήμερα μου έφερε κάποιος μια μετάφραση της Φιλοκαλίας στα αγγλικά, και έχει στο πίσω μέρος ένα ευρετήριο ονομάτων με ορισμούς, τι σημαίνουν οι ορολογίες. Και έχουν εκεί νου και το ταυτίζουν με την διάνοια. Ενώ στους Πατέρες νους και διάνοια δεν είναι το ίδιο πράγμα».
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι όταν λένε οι Πατέρες ότι ο νους κατεβαίνει στην καρδιά, δεν εννοούν ότι κατεβαίνει η λογική - ο εγκέφαλος, πράγμα αδύνατον, αλλά η νοερά ενέργεια, που διαφέρει από την λογική ενέργεια.
«Δεν ξέρω πώς άλλαξε η ορολογία του νου. Αλλά φαίνεται ότι οι Πατέρες, για να καταλάβει ο Ελληνιστικός κόσμος ότι αυτή η νοερά προσευχή, η καρδιακή προσευχή, δεν είναι κάτι το συναισθηματικό, πήραν τις συνώνυμες λέξεις, όπως είναι ο λόγος και ο νους και τις τεμαχίσανε και είπαν ο λόγος θα είναι το μυαλό και ο νους θα είναι η νοερά ενέργεια».
Ο νους χρησιμοποιείται και για τους αγγέλους, οι οποίοι λέγονται «νόες», όπως είδαμε πιο πάνω. Στην χρήση της λέξεως νους οδηγήθηκαν οι Πατέρες και από το ότι ο Απολλινάριος είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο.
«Ο Απολλινάριος είναι γνωστόν πως ηρνείτο στον Χριστό, όχι την ανθρώπινη λογική, αλλά τον ανθρώπινο νου. Έλεγε ότι ο Χριστός πήρε ψυχή λογική, αλλά την θέση του νου πήρε ο Λόγος, που είναι διδασκαλία του Αρείου. Οπότε, φαίνεται και από τους αιρετικούς η ανθρωπολογία αυτή».
Συγχρόνως, οι Πατέρες, πέραν του ότι μιλούσαν για νου και λόγο, έκαναν και την διάκριση μεταξύ του νου και της λογικής. Άλλο είναι το έργο του νου και άλλο είναι το έργο της λογικής.
Επίσης στην Παλαιό Διαθήκη γίνεται λόγος για καρδιά, πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί και ο Απόστολος Παύλος και οι πρώτοι Πατέρες.
«Στους Εβραίους είναι η καρδιά. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι η καρδιά. Έχουν μια πιο βιολογική αντίληψη. Στους Πατέρες, όμως, είναι η καρδιά, είναι τα νοερά όμματα του ανθρώπου, είναι η διάνοια και ο νους, όπως λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Η διάνοια είναι η λογική και ο νους είναι αυτό που προσεύχεται. Αλλά, και τα δύο μαζί λέγονται νοερά όμματα ή νοερές ενέργειες της ψυχής».
«Ο Απόστολος Παύλος ακολουθεί την παλαιότερη ορολογία, που δεν γίνεται διάκριση μεταξύ λόγου και νου, όπως γίνεται στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και στους νεώτερους Πατέρες. Στους Καππαδόκες, μάλλον, δεν γίνεται η διάκριση μεταξύ του λόγου και του νου. Οι Καππαδόκες πάντοτε αναφέρονται στο νου».
«Στην πατερική παράδοση φαίνεται, ίσως για πρώτη φορά, στον Μακάριο Αιγύπτιο, όπου γίνεται μια διαφοροποίηση μεταξύ λόγου και νου και ταυτίζεται ο νους με την λειτουργία μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και ο λόγος πλέον, μαζί με την λέξη διάνοια, ταυτίζονται με την λογική του ανθρώπου».
Οι Πατέρες στην αρχή «κληρονόμησαν μια παράδοση με τον όρο καρδία». Αυτή ήταν η παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. «Έλεγαν καρδία πρώτα και τίποτα άλλο ή έλεγαν το πνεύμα του ανθρώπου και τίποτε άλλο, ή η καρδιά του ανθρώπου.
Μετά, σε ορισμένο χρόνο, άρχισαν οι Πατέρες να χρησιμοποιούν την διάκριση νοός και λόγου, για να διαφοροποιήσουν τα δύο, ώστε η νοερά ενέργεια να μη ταυτίζεται με την λογική.
Γι' αυτόν τον λόγο πήραν ταυτόσημες λέξεις, διότι στα Ελληνικά νους και λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Όπως έκαναν την διάκριση μεταξύ υποστάσεως και ουσίας, το ίδιο έκαναν και εδώ. Είπαν: από τώρα και στο εξής λέμε λόγο αυτό που είναι μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου, που είναι η λογική του ανθρώπου, και αυτό που προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου θα το ονομάσουμε νου και τελείωσε το θέμα. Αυτό έκαναν.
Οπότε, δεν ταυτίζεται ο νους αυτός με την λογική ούτε με την καρδιά, αλλά όταν προσεύχεται ο νους, όμως, πάντοτε προσεύχεται στην καρδιά. Αυτό είναι το παράξενο. Διότι αυτό το ξέρει από παρατήρηση, το ακούει. Ακούει βέβαια».
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σε παλαιούς Πατέρες, πολλές φορές, με τον όρο «νους» χαρακτηρίζεται η ψυχή, η οποία έχει διάφορες ενέργειες.
«Λέμε νους και για την διάνοια. Οπότε, από μια άποψη, η ψυχή έχει διάφορες ενέργειες: έχει λόγο, έχει αίσθηση, λόγο και νου, η ψυχή έχει αυτές τις ενέργειες.
Σε άλλους Πατέρες είναι ο νους που έχει διάφορες ενέργειες, οπότε ο νους είναι η ψυχή, με άλλα λόγια, που έχει διάφορες ενέργειες, έχει τον λόγο, έχει την δύναμη να μπορεί να προσεύχεται στην καρδιά κ.ο.κ. Αλλά είναι θέμα ορολογίας αυτά».
Τελικά, «οι Πατέρες λένε ότι η νοητική κατάσταση δεν είναι λογική. Άλλο είναι ο νους, άλλο είναι ο λόγος, γι' αυτό έχουν χωρίσει τα δύο αυτά».
Αυτό σημαίνει ότι δίνουμε σημασία στο τι περιγράφουν και τι αποδίδουν οι λέξεις. Η εμπειρία, για να εκφρασθεί, απαιτείται καλύτερη και αρτιότερη ορολογία.
«Εκείνο που έχει σημασία, δεν είναι ακριβώς με ποιές λέξεις γίνεται η προσευχή αυτή, αλλά ότι ο νους δεν συγχέεται με την λογική. Αυτό έχει σημασία. Δηλαδή, η ενέργεια του νου δεν συγχέεται με την ενέργεια της λογικής, τελείως ανεξάρτητος είναι».
Κατά την φυσική λειτουργία της ψυχής του ανθρώπου, οι λογισμοί βρίσκονται στην λογική.
«Υπάρχει η φαιά ουσία, που λέγεται μυαλό, όπου υπάρχουν οι λογισμοί. Αυτοί οι λογισμοί είναι έργο της λογικής. Οι λογισμοί δεν έχουν την έννοια που έχουν σήμερα οι ανήθικες σκέψεις. Αυτοί είναι των νεωτέρων, δηλαδή, πουριτανών της Ελλάδος.
Στους Πατέρες της Εκκλησίας λογισμός σημαίνει απλώς λογική σκέψη, τίποτα άλλο δεν σημαίνει. Είναι ο λόγος, οι λογισμοί, είναι οι διανοήσεις της λογικής».
«Στον νου του ανθρώπου πρέπει να κυριαρχεί ένας λόγος, η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, που επιτυγχάνεται με την μονολόγιστη προσευχή. Μονολόγιστος ευχή σημαίνει ο ένας λογισμός, η μνήμη Θεού και τίποτα άλλο, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν κλπ. Ένας λογισμός που θα είναι μόνον ο Κύριος της δόξης, δηλαδή, μέσα στον νου του ανθρώπου, γι' αυτό και λέγεται μονολόγιστος ευχή».
Είναι βασική διδασκαλία των θεουμένων που έχουν πείρα, ότι η νοερά ενέργεια - ο νους ενεργεί στην καρδιά.
«Όταν ο νους λειτουργεί φυσιολογικά, τότε είναι στην καρδιά του ανθρώπου και προσεύχεται. Όποτε ο άνθρωπος προσεύχεται με την λογική του, αυτή είναι η ανθρώπινη προσευχή, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται. Όταν όμως προσεύχεται ο νους του ανθρώπου μέσα στην καρδιά, τότε το Πνεύμα προσεύχεται. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος μάς λέει ότι προσεύξομαι τω νοΐ, προσεύξομαι τω πνεύματι.
Οπότε, εδώ υπάρχουν δύο προσευχές. Στον Απόστολο Παύλο, όμως -φαίνεται σαφώς- ο νους εκεί είναι η λογική. Και όταν λέει προσεύξομαι τω Πνεύματι, αυτή η προσευχή είναι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, που πολλές φορές αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου».
«Ήταν συνείδηση των αρχαίων Χριστιανών ότι ο άνθρωπος έχει μία ενέργεια, η οποία πρέπει να είναι στην καρδιά και αυτό πρέπει να γίνει όργανο του Αγίου Πνεύματος, όταν προσεύχεται μέσα στην καρδιά αδιαλείπτως, όλο το εικοσιτετράωρο».
«Μόνον όταν λειτουργεί αυτή η ενέργεια, ο νους είναι στην καρδιά του ανθρώπου. Όταν δεν λειτουργεί σωστά, τότε πλανάται εδώ και εκεί και έχει συγχωνευθεί με την λογική του ανθρώπου».
«Οι ασκητές, όταν ασκητεύουν, φθάνουν στο σημείο που βλέπουν τον νουν. Τον βλέπουν κιόλας. Βλέπουν όταν είναι εκτός του σώματος ή μέσα στην καρδιά. Είναι όπως είναι ένα πινγκ-πονγκ μπάλα (pingpong ball) δηλαδή, μια σφαίρα, είναι φωτεινό και το βλέπουν. Οπότε, όταν φεύγει από εκεί που πρέπει να είναι, το βλέπουν που φεύγει και, όταν επιστρέφει, το βλέπουν που επιστρέφει».
«Γι' αυτό και η όλη ασκητική της Ορθόδοξης Εκκλησίας βασίζεται στο να χωρισθεί ο νους από την λογική και να περιορισθεί ο νους μέσα στο σώμα, κυρίως στον χώρο της καρδιάς.
Και το παράξενο είναι, αυτοί που ασχολούνται με αυτήν την ασκητική πράξη ξέρουν και εντοπίζουν τον νου, πού βρίσκεται, δηλαδή, ή εδώ ή κάπου αλλού, και πού περιτριγυρίζει η ενέργεια αυτή, δηλαδή, και πρέπει να την περιορίσουν, ώστε να είναι δυνατόν νάρθει το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήσει εκεί και να προσεύχεται».
Όταν ο άνθρωπος έχει εμπειρία Θεού, δεν χάνει την λογική του και τις αισθήσεις του.
«Και αυτή η γνώση που έχουν οι Άγιοι του Θεού, από το ένα μέρος συμπεριλαμβάνει την λογική του ανθρώπου, διότι η λογική και το σώμα του ανθρώπου μένουν παρατηρητές στην εμπειρία αυτή. Δεν χάνονται οι αισθήσεις κλπ, μετέχουν στην εμπειρία της θεοπτίας, αλλά η ίδια η εμπειρία της θεοπτίας υπερβαίνει τις αισθήσεις και την δύναμη της λογικής, γι' αυτό και είναι υπέρλογος γνώση του Θεού.
Και οι Πατέρες την περιγράφουν ως αγνωσία, όχι διότι στερείται γνώσεως, αλλά διότι υπερβαίνει την γνώση. Δεν είναι ένα είδος γνώσεως. Εν συγκρίσει με τις γνώσεις τις φυσικές του ανθρώπου, που έχει δια της λογικής, είναι αγνωσία, αλλά δεν είναι όμως άγνοια, διότι είναι θεοπτία.
Διότι ο άνθρωπος πραγματικά μετέχει στο άκτιστο που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα κτίσματα. Αυτή η εμπειρία που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι το θεμέλιο της θεολογίας και είναι η μόνη ασφαλής και πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου».
Γίνεται σαφέστατο ότι άλλος είναι ο ρόλος της λογικής και άλλος ο ρόλος του νου. Με την λογική γνωρίζουμε τα κτιστά πράγματα του περιβάλλοντος και με τον νου γνωρίζουμε τον Θεό.
«Η λογική έχει την θέση της μέσα στην θεολογία. Στο στάδιο της καθάρσεως και του φωτισμού μετέχει βέβαια η λογική, καταλαβαίνει τι μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού και τι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού. Επίσης, η λογική καταλαβαίνει ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων είναι να μας εμπνέουν νοήματα, τα οποία όμως νοήματα είναι οδηγοί στην θέωση και δεν μπορεί να ταυτισθούν με την θέωση.
Η προσπάθεια των αιρετικών είναι να αφανίσουν την διάκριση μεταξύ Θεώσεως και φωτισμού, και έτσι χρησιμοποιούν τα νοήματα ώστε να ταυτίσουν την νόηση με την θέωση, ώστε να νομίζουν ότι οι ίδιοι, με την διανόηση, έχουν φθάσει στην ακμή των γνώσεων περί Θεού, ώστε να γνωρίζουν αυτοί καλύτερα από αυτούς που έχουν φθάσει στην θέωση».
Ο άνθρωπος με την λογική του ταξινομεί τις εμπειρίες του και κάνει περιγραφή. Για παράδειγμα, ένας κόβεται και πονάει. Αυτό είναι μια εμπειρία. Μετά η λογική κάνει ανάλυση.
«Έχω μια τραυματική εμπειρία. Κόπηκα, πονάω. Μετά η λογική έρχεται και βάσει της εμπειρίας που έχω, κάνει ανάλυση, κάνει συσχέτιση σύνθεση, και πάει να βρει μια λύση. Τι θα κάνω τώρα, θα φωνάξω τον γιατρό, θα κάνω μόνος μου την θεραπεία, θα βάλω ιώδιο επάνω. Κάνει παρατήρηση, μετέχει σε μια παρατήρηση, η οποία είναι μια συγκέντρωση από όλο το νευρολογικό σύστημα. Γίνεται συγκέντρωση και μετά γίνεται ανάλυση και μετά απόφαση τι θα γίνει».
Από την εμπειρία του Θεού, δια του νου, εμπνέεται και η λογική, «που μεταφράζει την εμπειρία στην γλώσσα του ανθρώπου».
Αν κανείς προσπαθήσει να φθάσει στην γνώση του Θεού με την λογική, τότε πλανάται, αφού «η λογική είναι ένα αδέσποτο πράγμα, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».
Η προσπάθεια να αποκτήσει κανείς την γνώση του Θεού δια της λογικής, οδηγεί στην αίρεση.
«Η πεποίθησις του Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος μπορεί με την λογική του να συλλάβει τον Θεό, είναι η βάση όλων των διαφορών μεταξύ Ορθοδοξίας και Φράγκων».
Επομένως, οι Άγιοι Πατέρες κάνουν την διάκριση μεταξύ νου και λογικής. Την διάκριση αυτή την γνωρίζουν και οι Ινδουϊστές, που ασκούνται στον υπερβατικό διαλογισμό.
Όμως, σε αυτούς ενώ ο νους αδειάζει από λογισμούς, εν τούτοις εκτρέπεται σε άλλη κατεύθυνση, αφού δεν πληρούται από το Άγιον Πνεύμα.
«Οι Ινδουϊστές γνωρίζουν για την νοερά ενέργεια, αυτοί ξέρουν αυτήν την διάκριση μεταξύ λόγου και νοός. Και έχουν μια ασκητική γύρω από αυτά τα θέματα».
«Οι Ινδουϊστές ξέρουν ότι, εκτός από την λογική, υπάρχει ο νους. Το ξεύρουν αυτό το πράγμα και κάνουν γυμναστική πνευματική και φθάνουν μέχρι το να διώξουν από τον νου όλους τους λογισμούς και χωρίς να έχουν την μονολόγιστη ευχή.
Οι δικοί μας διώχνουν από τον νου όλους τους λογισμούς και μετά παραμένει η μονολόγιστη ευχή, που κατεβαίνει από την λογική και μεταφέρεται στην καρδιά. Δηλαδή, όπως δίνει κανείς την μπάλα σε έναν άλλο, η λογική αφού έχει καθαρισθεί ο νους, περνάει την ευχή στην καρδιά. Οπότε, η καρδιά προσεύχεται νοερώς και η λογική κάνει εσπερινό. Οπότε, μπορεί και διπλά να προσεύχεται ο άνθρωπος και εσπερινό να κάνει και να κάνει νοερά προσευχή ή να γράφει και να μαγειρεύει».
Ενώ οι Ινδουϊστές γνωρίζουν την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας και την διάκριση μεταξύ νου και λογικής, την αγνοούν οι ψυχίατροι.
«Μόνον που οι σημερινοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι δεν γνωρίζουν περί της υπάρξεως της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου».
«Ο ψυχίατρος, αν γνώριζε την ύπαρξη του νου, θα ήταν υποχρεωμένος ή όχι να βρει τρόπο να θέσει σε λειτουργία αυτόν τον νου, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να λειτουργεί σωστά; Αυτό, νομίζω, ότι είναι το σημείο επαφής της σημερινής Ορθοδόξου θεολογίας με τον σύγχρονο άνθρωπο».
Πηγή: ("Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου), Ι.Ν. Παντανάσσης ''To Γενέσιον της Θεοτόκου''
Θυμᾶσαι, πιστεύω, ὅτι ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ διαμορφώνεται τόσο ἀπὸ τὴ φύση ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ χάρη. Πρέπει νὰ διευκρινίσω, ὅμως, ὅτι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν σώζονται ὅλοι. Σώζονται, μπαίνουν δηλαδὴ στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μόνο ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἐνοικεῖ ἡ χάρη, διαποτίζοντάς τους ὁλοκληρωτικά, μεταμορφώνοντας θὰ ἔλεγα, σύνολη τὴ φύση τους. Πρόσεξε τί λέει ὁ Κύριος! Λέει πὼς «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ προζύμι, ποὺ τὸ πῆρε μία γυναίκα καὶ τὸ ἀνακάτεψε μ’ ἕνα σακὶ ἀλεύρι, ὥσπου ζυμώθηκε ὅλο» (Ματθ. 13:33). Τὸ ζυμάρι δὲν φουσκώνει ἀμέσως μόλις ἀνακατωθεῖ μὲ τὸ προζύμι. Φουσκώνει στὴν ὥρα του, ἀφοῦ πρῶτα τὸ προζύμι διεισδύσει καὶ ἁπλωθεῖ σιγὰ-σιγὰ μέσα του. Τὸ ψωμὶ ποὺ γίνεται ἔτσι, εἶναι ἀνάλαφρο, εὐωδιστό, νόστιμο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη. Ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴ φύση μας, στὸ ἅγιο Βάπτισμα, δὲν τὴ διαποτίζει ἀμέσως. Ἁπλώνεται σιγὰ-σιγά. Κι ὅταν ἡ χάρη ἁπλωθεῖ παντοῦ, ὅταν σύνολη ἡ φύση μας χαριτωθεῖ, τότε, ὅλα ὅσα κάνουμε, παίρνουν ἕναν ἄλλο χαρακτήρα. Τότε οἱ ἐνέργειές μας, μολονότι φαινομενικὰ εἶναι οἱ ἴδιες μὲ ἄλλες ὅμοιες ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, ἀποκτοῦν ἕνα ἰδιαίτερο ἄρωμα, μίαν ἰδιαίτερη γεύση, ἕναν ἰδιαίτερο ἦχο. Ὁ Θεὸς δέχεται μόνο αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ποὺ Τοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐάρεστες.
Θὰ κάνω ἄλλη μία παρομοίωση, γιὰ νὰ ἐξηγήσω τὸ πῶς ἡ χάρη, ὅταν τῆς δίνονται περιθώρια νὰ ἐνεργήσει, ἀφοῦ διαποτίσει σύνολη τὴ φύση μας, γίνεται καὶ ἐξωτερικὰ ὁρατὴ σὲ ὅλους ὅσοι εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὴ δοῦν. Ἡ χάρη, λοιπόν, μοιάζει μὲ τὴ φωτιά, ποὺ διεισδύει στὸ σίδερο. Δὲν εἶναι μόνο μέσα στὸ σίδερο, μὰ καὶ στὸ ἐξωτερικό του. Τὴν πύρινη δύναμή της τὴ βλέπει ὁ καθένας. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη, ὅταν εἰσχωρήσει στὴ φύση μας. Γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπ’ ὅλους. Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μ’ ἕναν θεοχαρίτωτο ἄνθρωπο, αἰσθάνονται ὅτι αὐτὸς ἔχει μίαν ἀσυνήθιστη δύναμη, ποὺ ἐκδηλώνεται ποικιλότροπα. Ὅταν ἀρχίζει νὰ μιλάει γιὰ ὁτιδήποτε πνευματικό, λάμπει σὰν τὸν μεσημεριάτικο ἥλιο, καὶ τὰ λόγια του πηγαίνουν κατευθείαν στὴν ψυχὴ τοῦ ἀκροατῆ, διαμορφώνοντας μέσα του μὲ αὐθεντία ἀνάλογα συναισθήματα καὶ διαθέσεις. Μὰ κι ὅταν ἀκόμα δὲν μιλάει, ἐκπέμπει μία θερμότητα, ποὺ ἐπηρεάζει τὰ πάντα γύρω του, καὶ μία παράξενη δύναμη, ποὺ ἐπενεργεῖ στὶς ψυχὲς καὶ τοὺς ἐμπνέει προθυμία γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα.
Παίρνουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ νηπιακή μας ἡλικία μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ χάρη ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας, μὲ τὴν προοπτικὴ καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μετὰ τὴν ἐνηλικίωση καὶ ὡρίμανσή μας, θὰ ἀναλάβουμε αὐτοθέλητα καὶ πρόθυμα τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «δίνοντάς τους ἀγωγὴ καὶ συμβουλὲς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο» (Ἐφ. 6:4) , τότε ἡ θεία χάρη γεννάει τὴν εἰρήνη στὶς παιδικὲς ψυχές. Ἔτσι τὰ παιδιὰ γίνονται εὐγενικά, ταπεινά, ὑπάκουα, καλότροπα, θεοφοβούμενα. Παραδείγματα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς παντοῦ. Θὰ ἔλεγα πὼς κι ἐσὺ εἶσαι ἕνα τέτοιο παιδί, ἂν δὲν φοβόμουνα ὅτι θὰ τὸ ἔπαιρνες ἐπάνω σου, μολονότι κανένα χάρισμά σου δὲν ὀφείλεται σὲ δικές σου προσπάθειες. Ὑπάρχουν στὴν ψυχή σου πολλὰ καλὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὰ ἔχεις πάρει ἀπὸ ἄλλους· εἶναι δῶρα εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τῶν ἀνθρώπων, καὶ συγκεκριμένα τῶν γονιῶν σου, πού σοῦ τὰ κληροδότησαν ἤ σοῦ τὰ ἔδωσαν μὲ τὴν ἀνατροφή. Μπροστά σου βρίσκεται τώρα ἕνα καθῆκον: Ν’ ἀγαπήσεις ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα, νὰ τὰ κλείσεις στὴν καρδιά σου, κι ἔπειτα νὰ τὰ αὐξήσεις καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσεις. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πατᾶς σὲ γερὰ θεμέλια καὶ ὅτι βρίσκεσαι στὸν σωστὸ δρόμο. Τίποτα, ὅμως, ἀπ’ ὅσα ἔχεις δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς σου καὶ ἀποτέλεσμα ὑπεύθυνων ἀποφάσεών σου. Καὶ ἂν δὲν ἀρχίσεις τώρα νὰ καταβάλλεις τὶς δικές σου προσπάθειες γιὰ τὴ σταθεροποίηση τῶν καλῶν στοιχείων τῆς ψυχῆς σου, θὰ τὰ χάσεις ὅλα μὲ τὶς πρῶτες δυσάρεστες περιστάσεις. Ναί, θὰ σὲ ἐγκαταλείψουν, ἀφήνοντας πίσω τους μόνο μία γλυκειὰ – ἢ μήπως πικρή;- ἀνάμνηση.
Θυμᾶσαι τί ἔνιωσες, ὅταν βυθίστηκες στὴ δίνη τῆς κοσμικῆς ζωῆς; Πῶς ταλαιπωρήθηκες τότε; Πῶς ἡ λύπη πλημμύρισε τὴν καρδιά σου; Ὅ,τι καλὸ ἔχεις μέσα σου, τὸ πῆρες ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά σου. Γιατί, λοιπόν, οἱ ἐμπειρίες σου ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ σὲ στενοχώρησαν; Ἐπειδὴ ἄφησες τὸν ἑαυτό σου νὰ νιώσει κάποια συμπάθεια γιὰ τὴ ζωὴ αὐτή. Μολονότι δὲν τὸ ὁμολόγησες, εἶναι αὐταπόδεικτο ἀπὸ τὴ λύπη ποὺ σὲ ταλαιπώρησε ἀργότερα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε συμπάθεια, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ ταλαιπωρία. Σοῦ ἔγραψα ὅτι, ἂν κάποια ἀδήριτη ἀνάγκη σὲ ρίξει ξανὰ στὴν ἴδια δίνη, μὴν ἀφήσεις τὴν καρδιά σου νὰ προσκολληθεῖ σὲ κάτι ἀπ’ ὅσα βλέπεις ἢ ἀκοῦς ἐκεῖ. Ἂν ἡ καρδιά σου δὲν προσκολληθεῖ σὲ τίποτα, δὲν θὰ ξαναδοκιμάσεις λύπη. Δὲν ξέρω ἂν τώρα βρίσκεσαι πάλι σ’ αὐτὴ τὴ δίνη. Κι ἂν βρίσκεσαι, δὲν ξέρω ἂν τηρεῖς τὴ συμβουλή μου. Κάνε ὅ,τι νομίζεις. Εἶσαι αὐτεξούσια. Ὅπου νὰ ‘ναι, ἄλλωστε, ἐνηλικιώνεσαι.
Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, πάντως, ὀφείλω νὰ σοῦ πῶ εἰλικρινὰ καὶ ξεκάθαρα ὅτι ἔχεις τρεῖς ἐπιλογές: Εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ θεοχαρίτωτος, εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος κοσμικός, κενός, ματαιόσχολος καὶ ἐμπαθὴς ὅσο ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄλλοι, εἴτε, τέλος νὰ γίνεις ἄνθρωπος μετέωρος ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικός. Καὶ θὰ γίνεις, ἂν τὸ θελήσεις. Ἄνθρωπος κενὸς καὶ ματαιόσχολος, ἄνθρωπος κοσμικὸς καὶ ἄπιστος δὲν νομίζω ὅτι θὰ γίνεις ποτέ, γιατί σὲ γνωρίζω ἀρκετὰ καλά. Δὲν μπορῶ, ὡστόσο, ν’ ἀποκλείσω τὴν πιθανότητα τῆς τρίτης περιπτώσεως. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴ γίνεις οὔτε ἐντελῶς πνευματικὴ μὰ οὔτε καὶ ἐντελῶς κοσμική, οὔτε χριστιανὴ μὰ οὔτε καὶ ἄπιστη. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ἂν δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Πρόσεξε! Μιλάω γιὰ ἕλξη καὶ ὄχι γιὰ συμμετοχὴ στὴν κοσμικὴ ζωή. Γιατί ἡ συμμετοχή, ὅπως λὲς κι ἐσύ, μερικὲς φορὲς εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἂν λοιπόν, δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἕλξη, θὰ γεννηθεῖ μέσα σου μία συμπάθεια γιὰ τὴν κοσμικότητα, συμπάθεια ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀποκόψει ἐντελῶς ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές σου, ἀλλὰ θὰ σοῦ ἐμπνεύσει κάποια ψυχρότητα ἀπέναντί τους. Θὰ διατηρήσεις τὶς ἀρχές σου, ἢ μᾶλλον μερικὲς ἀπ’ αὐτές, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ συνήθεια. Ἔτσι οὐσιαστικὰ δὲν θὰ βρίσκεσαι οὔτε στὸν κοσμικὸ χῶρο, οὔτε στὸν ἀληθινὰ πνευματικό· δὲν θὰ εἶσαι οὔτε κοσμικὸς οὔτε πνευματικὸς ἄνθρωπος.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιὸ θὰ εἶναι; Ὅποιο ἦταν καὶ γιὰ τὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας, ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν Ἀποκάλυψη: «Ξέρω καλὰ τὰ ἔργα σου. Δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστός. Μακάρι νὰ ἤσουνα εἴτε κρύος εἴτε ζεστός! Ἐπειδή, ὅμως, δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστὸς ἀλλὰ χλιαρός, γι’ αὐτὸ θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου» (Ἀποκ. 3:15-16). Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς θερμὸς ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ σ’ ὅλα τὰ θεῖα, ἀλλὰ ψυχρὸς ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν εἶσαι οὔτε ψυχρὴ ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα οὔτε θερμὴ ἀπέναντι στὰ θεῖα, ἀλλὰ χλιαρὴ καὶ κρυερὴ ἀπέναντι σὲ ὅλα, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀποδοκιμάσει καὶ θὰ σὲ ἀπορρίψει.
Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνεις; Νὰ διαλέξεις μὲ τὴν καρδιά σου τὴν ἅγια καὶ θεάρεστη πνευματικὴ ζωή, τώρα μάλιστα ποὺ ἐνηλικιώνεσαι. Θὰ τὴ διαλέξεις; Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ φωτίσει!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...