
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό μία κυρίαρχη καί διαβρωτική ἀμφισβήτηση∙ ἀπό μία συνολική ἀπαξίωση καί ἀπόρριψη τῶν πάντων. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς ἀλλοίωσης, τῆς μετάλλαξης, τῆς διαστροφῆς καί τοῦ ἀρνητισμοῦ. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς σύγχυσης, τῆς πλάνης, τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀμετανοησίας∙ μιά ἐποχή ἀθεΐας, ἀντιθεΐας, αὐτονομημένης ἰσοθεΐας καί αὐτοθεοποίησης. Ζοῦμε στήν ἐποχή μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, πού ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς του καί τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων.
Αὐτή ἡ Νέα Ἐποχή ὑπάρχει καί δραστηριοποιεῖται στούς ἀντίποδες τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σωτηριολογικοῦ Του ἔργου. Ἀρνεῖται καί ἀντιμάχεται τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Περιθωριοποιεῖ καί ἀπορρίπτει τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, τήν Παναγία μας, τούς Ἁγίους μας καί ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν ἁγιασμό τους, τήν θέωσή τους.
Γευόμαστε καθημερινά καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο τόν πόλεμο πού γίνεται κατά τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, κατά τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λαοῦ μας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας, τήν ἁγιοτόκο καί ἀπαστράπτουσα πνευματικά πατρίδα μας, κάποιοι ἐπηρμένοι αὐτοαποκαλούμενοι διαφωτιστές, γοητευμένοι ἀπό τά ψευδο-σπινθηρίσματα τῆς ἀλλοιωτικῆς νεοεποχικῆς ἰδεοληψίας τους, ἐπιδιώκουν νά καταργήσουν τήν πίστη, τήν παράδοση καί τήν ἱστορική αὐτοσυνειδησία τοῦ εὐλαβοῦς καί πιστοῦ λαοῦ μας.
Ἀνάλογα φαινόμενα διαπιστώνουμε, δυστυχῶς, καί μεταξύ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, μή ἐξαιρουμένων τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, πού πολλές φορές δέν βιώνουμε γνήσια καί αὐθεντικά τόν εὐαγγελικό τρόπο ζωῆς, ἀλλά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν λογικοκρατία, τήν ἐκλογικευμένη καί ἰδεολογικοποιημένη πίστη, ἀπό τήν διαλυτική ἐκκοσμίκευση καί τόν δυτικό τρόπο ζωῆς, οὐσιαστικά ἀποκλίνουμε καί ἐκτροχιαζόμαστε ἀπό τόν ἴδιο τόν προορισμό μας, τό ἴδιο τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό καί Δημιουργό μας.
Ὅλα αὐτά τά φαινόμενα, ἄλλωστε, τῆς σήψεως καί τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπαξιώσεως καί τοῦ ἐκμαυλισμοῦ, πού μᾶς κατακλύζουν, δέν γενήθηκαν σήμερα, ξαφνικά καί ἀναίτια. Εἶναι ἀπότοκα τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ἀλαζονείας, τῆς νοησιαρχίας, τῆς αὐτάρκειας, τῆς φιλοχρηματίας, τῆς ἀπληστίας, τοῦ καιροσκοπισμοῦ, τῆς ἄκρατης εὐδαιμονίας, πού κυοφοροῦνται ἐπί μακρόν διάστημα μέσα στήν κοινωνία μας. Εἶναι ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἡ ἀπροσπάθειά μας γιά τό καθ’ ὁμοίωσιν, ἡ ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ὅλα αὐτά γίνονται, παρότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἕνα καί μόνο σκοπό, νά θεωθεῖ, νά γίνει, δηλαδή, θεός κατά χάριν.
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, «ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ “κατ᾿ εἰκόνα” στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του».
»Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ -συνεχίζει ὁ φωτισμένος Γέροντας- ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν. Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά»1 .
Γιά νά φθάσει, ὅμως, ἀδελφοί, σέ αὐτή τήν ὀντολογική ἕνωση μέ τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά στρέψει τόν νοῦ, τήν καρδιά καί τήν ἀγάπη του ἀπό τά κτίσματα στόν Κτίστη, ὥστε φωτισμένος πλέον ὁ νοῦς καί μέ κεκαθαρμένη καρδιά νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, νά φθάσει δηλαδή στήν θέωση. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό τήν ἄγνοια ἤ τήν περιθωριοποίηση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀκόμη καί ἀπό ἐμᾶς τούς πιστούς, δίνοντας ἀποκλειστική σημασία στήν λογική, στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς καί τήν ἀναγόρευσή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί μοναδικό ρυθμιστή τῶν κρίσεων καί τῶν ἐπιλογῶν. Κυριαρχεῖται, δηλαδή, ἀπό τόν ὀρθολογισμό, πού εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στήν λογική μας· εἶναι ἡ ἀναγωγή της σέ ἀπόλυτη καί κυρίαρχη ἀξία. Μέ τήν λογική, ὅμως, ὅπως θα δείξουμε στήν συνέχεια, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε σέ καμμία περίπτωση τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας, ὅπως ἀναφέρεται καί στόν τίτλο τοῦ ἀποψινοῦ μας θέματος. Τόν Θεό τόν γνωρίζουμε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ κεκαθαρμένη ἀπό τά πάθη καρδιά φθάνουν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ· βιώνουν ἐμπειρικά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· μετέχουν στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί βλέπουν τό ἄκτιστο Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό εἶδαν καί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι καί μαθητές τοῦ Χριστοῦ μας στό ὄρος Θαβώρ.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό καί γιά τήν εὐχερέστερη κατανόηση τοῦ θέματός μας, εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνουμε μία εἰσαγωγή καί νά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀπλανή ὁδηγό τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων2 . Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε τί εἶναι ἡ ψυχή, ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες καί τά γνωρίσματά της, πότε καί πῶς δημιουργεῖται, ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τί συμβαίνει μέ τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό σῶμα, ὅταν ἐπέρχεται, δηλαδή, ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰσαγωγικά περί ψυχῆς
Θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι κτιστή. Εἶναι «οὐσία γεννητὴ», ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης3 . Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι κτιστή, δημιουργημένη καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄναρχος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος, ἀνέκφραστος, ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.
Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἄρα κανένα κτίσμα δέν εἶναι αἰώνιο καί ἀθάνατο. Εἰδικά, ὅμως, ἡ ψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θεία βούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή θνητή κατά τήν φύση, ἀλλά ἀθάνατη κατά χάριν.
Ἡ ψυχή εἶναι ἐθελότρεπτη, αὐτεξούσια, ἔχει, δηλαδή, ἐλεύθερη βούληση, ἐλεύθερη προαίρεση καί ἐλεύθερη ἐπιλογή. Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόν ἑαυτό του, νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί τῆς δραστηριότητάς του. Τόσο πολύ, μάλιστα, σέβεται ὁ Θεός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού, ὅπως μᾶς ἀναφέρει τό πατερικό λόγιο, «ὁ ἄνευ σοῦ πλάσας σε (Θεός) οὐ δύναται ἄνευ σοῦ σῶσαί σε»· δηλαδή ὁ Θεός, πού χωρίς τήν δική σου συμμετοχή σέ ἔπλασε, δέν μπορεῖ, χωρίς τήν δική σου συμμετοχή, νά σέ σώσει. Τό αὐτεξούσιο εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀκόμη καί νά Τόν ἀρνεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν. «Ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον»4 , μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
Ἕνα καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο δέν ἀπαντήθηκε ποτέ ἐπαρκῶς οὔτε ἀπό τήν φιλοσοφία οὔτε ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη, εἶναι τό πῶς καί πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τό ἔχουν ἀπαντήσει σαφέστατα. Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος.
Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»· μέ τήν σύλληψη, δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα, θείᾳ βουλήσει, καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἡ ψυχή εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐκδηλώσει τίς ἐνέργειές της ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐνέργειές της, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, «κατ’ αὔξησιν γὰρ τὴν τοῦ σώματος καὶ αὕτη τὰς οἰκείας ἐνεργείας διαδείκνυσι»5 , ὅσο, δηλαδή, αὐξάνεται τὸ (ἀνθρώπινο) σῶμα, τόσο φανερώνει καὶ ἡ ψυχή τὶς ἐνέργειές της.
Τό τονίζουμε αὐτό διότι κυκλοφοροῦν ποικίλες λανθασμένες ἀπόψεις καί θεωρίες γιά τό θέμα. Κάποιες ἀπό αὐτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται τούς πρώτους μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ ἐμβρύου καί συγκεκριμένα μετά τόν τρίτο μήνα τῆς κυήσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα ἀπενοχοποιοῦν τίς ἀμβλώσεις, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό πραγματικοί ἠθελημένοι φόνοι καί μάλιστα κατά ἀνυπεράσπιστων νηπίων.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπάρχουν καί οἱ θεωρίες, πού εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή προϋπάρχει τοῦ σώματος. Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, παράγωγο τῆς ὁποίας εἶναι καί αὐτή τῆς μετεμψυχώσεως. Κατά τόν μέγιστο Ἕλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα, ἡ ψυχή, ἔχοντας ἁμαρτήσει στόν χῶρο τῶν ἰδεῶν, τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεό καί ἐγκλωβίζεται στό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν φυλακή τῆς ψυχῆς.6
Τό σῶμα, ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση τήν φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος7 . Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «Δέν εἶναι ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα μέσα στήν ψυχή»8 . Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ9 . Εἶναι, δηλαδή, καί μέσα σέ ὁλόκληρο τό σῶμα, ἀλλά ταυτόχρονα περιβάλλει ἐξωτερικά καί ὁλόκληρο τό σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων.10
Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ψυχή καί σῶμα συνιστοῦν στόν ἄνθρωπο μία ἀδιάρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Ἡ διάρρηξη αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας σηματοδοτεῖ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.
Μετά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν διάρρηξη τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας, ἡ ψυχή ἀναχωρώντας πρός τόν οὐρανό ἀναμένει καί ποθεῖ τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό σῶμα κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στήν Δευτέρα Παρουσία, μέ τό δικό της σῶμα μέ τό ὁποῖο ἔζησε στήν γῆ. Τό σῶμα, πού θά ἔχει πεθάνει, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, στήν γῆ, θά ἀναστηθεῖ, θά ἀναπλασθεῖ καί θά ἀνακαινιστεῖ κατά τήν μέλλουσα κρίση. Θά εἶναι πνευματικό καί ἄφθαρτο, ὄχι ὅμως καί ἄϋλο, ἀφού ἄϋλος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ὡς κτιστό, θά ἔχει κάποια ὑλικότητα. Θά ἔχει διαστάσεις, ἀλλά ὄχι βαρύτητα. Θά εἶναι διακριτό, θά ἔχει, δηλαδή, σχῆμα ἀναγνωρίσιμο (θά ἀναγνωρίζεται, δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ καθένας). Ἡ ψυχή, πού δέν πεθαίνει ποτέ ὀντολογικά, γιατί εἶναι κατά χάριν ἀθάνατη, θά συνδεθεῖ ξανά μέ τό δικό της ἀνακαινισμένο πλέον σῶμα καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, καί πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ πολύ γνωστός καί πολυγραφότατος θεολόγος, φιλόλογος καί συγγραφέας τῆς ἐποχῆς μας, μακαριστός Νικόλαος Βασιλειάδης στό θαυμάσιο καί κλασικό του βιβλίο «Τό Μυστήριο τοῦ Θανάτου», «τό σῶμα ἐκεῖνο θά εἶναι τό “αὐτό καί οὐκ αὐτό”, ὅπως σημειώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Δηλαδή, θά εἶναι αὐτό τοῦτο τό σῶμα, πού ὑπῆρξεν ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές»11 .
Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο, λοιπόν, ἀνθρώπινο σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό καί ὄχι θνητό καί φθαρτό, ὅπως ἦταν στήν βιολογική ζωή του.
Στήν αἰώνια ζωή, λοιπόν, μετά τήν τελική Κρίση, αὐτός ὁ ἄφθαρτος καί ἀνακαινισμένος πλέον ἄνθρωπος, εἴτε σεσωσμένος εἴτε κολασμένος, θά βλέπει τό ἴδιο πρᾶγμα, δηλαδή τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς [κατα]καίη... Ἡ βίωσις, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ».
»Ὁπότε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν παπάδων –συνεχίζει- δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦμε αὐτήν τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνη ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἑστιάζεται στό πῶς θά δῆ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν... Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττη στούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται εἴτε ὡς Φῶς εἴτε ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεόν, καί νά προετοιμάζη [ἡ Ἐκκλησία] τά μέλη της, ὥστε νά δοῦν τόν Θεόν ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς. Αὐτή ἡ προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὡς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίση καί νά τελειώση σ’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ’ αὐτήν τή ζωή νά γίνη ἡ θεραπεία καί νά περατωθῆ. Διότι μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια»12 .
Γι’ αὐτό καί εἶναι τελείως ἐσφαλμένη ἡ ἀντίληψη τῶν κατηγόρων τοῦ χριστιανισμοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν μετά θάνατο ζωή ἤ ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι θρησκεία πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά κάποια ἄλλη ζωή, γιά ἕναν μακρυνό δηλαδή Παράδεισο. Ὁ χριστιανισμός κατ’ ἀρχήν δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι οὔτε κοινωνικός ἐργάτης, οὔτε φιλόσοφος καί ὅσοι τόν ἀντιμετωπίζουν ἤ τόν ἀποδέχονται μόνο ὡς στοχαστή, ἐπαναστάτη ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ ὅσοι ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο, ὅσοι δηλαδή δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος), αὐτοί δέν μποροῦν οὐσιαστικά νά εἶναι χριστιανοί καί μάλιστα ὀρθόδοξοι, ἄν δέν ἐνεργοποιοῦν τήν ἐν Χριστῷ ταυτότητά τους.
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός καί συνεχίζει λέγοντας πώς «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἰ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση) γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” της ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»13 . Γι’ αὐτό καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τόνιζε συνεχῶς καί μέ ἐπιμονή ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα πρακτορεῖο πού κόβει εἰσιτήρια γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά εἶναι νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δῆ τόν Θεό, τότε ὁ Θεός νά γίνη Παράδεισος γι’ αὐτόν. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θεραπεύθηκαν καί γι’ αὐτό βίωσαν τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Θεραπεύθηκε ἡ ψυχή τους καί τό σῶμα τους, γι’ αὐτό καί τά σώματα ἔγιναν ἱερά λείψανα, πού ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»14 .
Τί εἶναι, ὅμως, τό ἄκτιστο φῶς, θά ρωτοῦσε κάποιος, γιά τό ὁποῖο τόσος πολύς λόγος γίνεται καί ἡ θέα καί ἡ μέθεξη τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας καί θά εἶναι αὐτό πού θά ἀπολαμβάνουμε στήν ἄλλη ζωή;
«Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»15 . Καί ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στήν πρώτη του ἐπιστολή, ἐπαναλαμβάνει αὐτή τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ] καί ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»16 . Δηλαδή: Σᾶς ἀναγγέλλουμε αὐτήν τήν ἀγγελία, τήν ὁποία ἀκούσαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί δέν ὑπάρχει σ’ Αὐτόν καθόλου σκοτάδι.
Ἡ θέα καί ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός -ὅπως τήν εἶδαν καί στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ τρεῖς ἀπόστολοι καί μαθητές τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ- δέν μπορεῖ, βεβαίως, νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Δέν μποροῦν τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. Γι’ αὐτό καί θά μεταφέρουμε, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, βέβαια, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν θεοπτῶν δηλαδή, ἔτσι ὅπως τήν βίωσαν καί τήν καταγράφουν οἱ ἴδιοι, ὥστε νά λάβουμε μία ἐλάχιστη γνώση.
Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνές (καθαρό) φῶς, ἄναρχον καὶ ἀΐδιον, πού πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά καί ἱλαρότητα καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων. Εἶναι ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο καί γεμάτο ἀπό μιά βαθειά εἰρήνη.
Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τόν ἁγιασμένο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, εἶναι ὡς πρός τήν φύση του θεία [ἄκτιστη, δηλαδή,] ἐνέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς. Κατά τή θέα του ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, πού ἐμπλουτίζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο17 . Τό θεῖο φῶς εἶναι ἄνωθεν δωρεά, εἶναι ἀκτινοβολία τῆς ὑπερκοσμίου δόξης, ἡ δόξα του πληροῖ τά πάντα. Εἶναι ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως, ἡ καλλονή τοῦ μέλλοντος καί μένοντος αἰῶνος, ἡ ἄναρχος καί ἀδιάδοχος βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄκτιστο, ἀνονόμαστο, ἀκράτητο, ἀκατάληπτο, ἄϋλο. Κάποτε γίνεται ὁρατό καί μέ τά σωματικά μάτια [ἐφόσον, βεβαίως, ἐνισχυθοῦν καταλλήλως ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ]. Εἶναι ἱλαρό καί τρυφερό, ἑλκύει πρός αὐτό καί τήν καρδιά καί τόν νοῦ οὕτως, ὥστε νά ἐπιλανθάνεταί τις τῆς γῆς [νά ξεχνᾶ κανείς τά γήινα], ἁρπαζόμενος εἰς ἄλλον κόσμον»18 .
Ἐδῶ, ἀδελφοί, κλείνουμε τήν εἰσαγωγή περί τῆς ψυχῆς καί εἰσερχόμαστε στό κυρίως θέμα. Ἴσως κάποια ἀπό αὐτά πού ἀναφέρθηκαν, καί ὅσα θά ἀναφερθοῦν καί στήν συνέχεια, θεωροῦνται κάπως δύσκολα, καί ὄντως εἶναι δύσκολα στήν κατανόησή τους, ὅταν μάλιστα ἐλάχιστα ἔχουμε ἐντρυφήσει σέ αὐτά. Συγχωρέστε μας, ἀλλά θά ἐπιμείνουμε σέ αὐτά, κι ἄς εἶναι δύσκολα, καθώς θεωροῦμε πολύ σημαντικό νά ἀσχολούμαστε καί μέ τέτοια θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι χριστιανοί μας, τολμῶ νά πῶ καί μεῖς οἱ κληρικοί καί μοναχοί, εἴμαστε ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά μελετᾶμε συχνά βιβλία ἑρμηνευτικά τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς πίστεώς μας καί νά ἀκοῦμε ἀνάλογα κηρύγματα καί διαλέξεις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πάντοτε στίς ὁμιλίες τους καί στά κείμενά τους ἀναφέρονταν, εὐκαίρως - ἀκαίρως, στίς δογματικές ἀλήθειες καί τήν θεολογία τῆς πίστεώς μας καί γι’ αὐτό οἱ χριστιανοί τῶν παλαιότερων ἐποχῶν ἦταν γνῶστες αὐτῶν τῶν θεμάτων καί συμμετεῖχαν ἐνεργά στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἔτσι ὁ πιστός λαός, ὡς ἐνημερωμένος, ὑπῆρξε πάντοτε καί ὁ φύλακας τῆς πίστεώς μας.
Ὁ νοῦς ὡς ὄργανο Θεογνωσίας
Ἡ εἰσαγωγική ἀναφορά μας στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπαραίτητη, θέλουμε νά πιστεύουμε, γιά τήν κατανόηση τοῦ ἀποψινοῦ μας θέματος, καθώς ὁ νοῦς καί ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι, ὅπως εἴδαμε, δύο ἀπό τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, συνιστοῦν, δηλαδή, τήν νοερά καί λογική ἐνέργειά της.
Ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, προσιδιάζει στήν γνώση καί ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου (τό ὁποῖο εἶναι καί ὑπέρλογο), δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ λογική ἐνέργεια στήν γνώση τοῦ κτιστοῦ, τοῦ φυσικοῦ δηλαδή κόσμου, πού μᾶς περιβάλλει.
Ἴσως λεκτικά νά ἠχεῖ ὡς πλεονασμός, ὅταν μιλᾶμε γιά λογική καί νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Κι αὐτό γιατί ἡ χρήση τῆς γλώσσας καί οἱ ὅροι εἶναι ἐπηρεασμένα σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ὅπου οἱ λέξεις λογική καί νοερά θεωροῦνται συνώνυμες καί οἱ ἔννοιές τους ταυτόσημες. Ταυτόσημες θεωροῦνται, ἐπίσης, καί οἱ ἔννοιες νοῦς, λογική καί διάνοια, τίς ὁποῖες θά δοῦμε παρακάτω. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅμως, οἱ λέξεις αὐτές λαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο καί σημαίνουν διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ὁ λόγος, ἡ λογική.
Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μᾶς διδάσκουν ὅτι στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο γνωστικά κέντρα, δύο τρόποι, δηλαδή, γιά νά καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Θεό. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει, δηλαδή, τήν ἕδρα του στήν καρδιά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτά τά δύο γνωστικά κέντρα ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, ἀπό τούς Πατέρες πνευματική γνώση (ὁ νοῦς) καί φυσική γνώση (ὁ λόγος, ἡ λογική).
Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ, δηλαδή, τήν πνευματική γνώση.
Ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν λόγο (τήν λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς κτίσεως καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ πρός τήν γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία, ὅμως, ἀποκτᾶ μόνο μέ τόν νοῦ. Μέ τήν λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στόν Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ, δηλαδή, τόν νοῦ μέ τόν λόγο (τήν λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τόν Θεό.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης: «Ἡ λογική, ἡ φυσική γνώση δηλαδή, εἶναι αὐτή πού μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε [καί] τήν πνευματική γνώση. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένη στήν φυσική γνώση, παραμένη στήν φύση καί δέν ἀνεβαίνει στόν Οὐρανό. Δηλαδή παραμένει στόν ἐπίγειο Παράδεισο πού ποτιζόταν ἀπό τόν Τίγρη καί τόν Εὐφράτη καί χαίρεται τήν ὄμορφη φύση μέ τά ζῶα, ἀλλά δέν ἀνεβαίνει στόν οὐράνιο Παράδεισο, νά χαρῆ μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους. Γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐράνιο Παράδεισο, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη στόν Νοικοκύρη τοῦ Παραδείσου, γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ταπεινωθοῦμε, γιά νά Τόν γνωρίσουμε καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του προσευχόμενοι καί νά Τόν δοξάσουμε καί ὅταν μᾶς βοηθάη καί ὅταν μᾶς δοκιμάζη»19 .
Ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ
Σύμφωνα μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο καί τόν μακαριστό Καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, « τό προπατορικό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ συνίσταται κυρίως σέ τρία πράγματα. Τό πρῶτο ὅτι ἔπαυσε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ. Τό δεύτερο ὅτι ταυτίστηκε ὁ νοῦς μέ τήν λογική, γι’ αὐτό ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος δέν ξέρει τί εἶναι ὁ νοῦς. Ξέρει μόνο τί εἶναι ἡ λογική. Καί τό τρίτον ὅτι ὑποδουλώθηκε ὁ νοῦς στά πάθη καί στίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος »20 .
Ὁ νοῦς, λοιπόν, μετά τήν πτώση ἀμαυρώθηκε, ἀσθένησε, σκοτίσθηκε, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες. Αὐτό σημαίνει ὅτι φεύγει ἀπό τήν κύρια ἐνασχόλησή του, πού εἶναι ἡ διαρκής μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί διαχέεται στό περιβάλλον καί στήν κτίση. Ἔτσι, ὁ νοῦς ὑποδουλώνεται στά πάθη καί ταυτίζεται μέ τήν λογική.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς λέει πώς ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου γιά νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπό τόν νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι κινοῦν τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς τῆς ψυχῆς, ὥστε νά ὑποδουλώσουν τόν νοῦ καί κατόπιν νά ἀκολουθήσει ἡ ὁλοκληρωτική συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. Μετά τήν ὑποχώρηση τοῦ νοῦ, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, «ἄγουσιν εἰς τήν κατά διάνοιαν ἁμαρτίαν καί, ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτόν λοιπόν αἰχμάλωτον εἰς τήν πράξιν»21 . Δηλαδή, ἀφοῦ ἡττηθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τήν προσβολή τῶν δαιμόνων, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία μέ τήν διάνοια καί μετά καί ἀπό αὐτό, κρατώντας τον αἰχμάλωτο, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία καί στήν πράξη.
Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία δημιουργεῖ μέσα του αὐτό πού οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν «εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας». Εἶναι αὐτό πού μέ σύγχρονους ὅρους θά λέγαμε ὅτι ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐφάμαρτες παραστάσεις, εἰκόνες, τίς ὁποῖες, ἐφόσον δέν τίς ἐξομολογηθεῖ ἐν μετανοίᾳ, ἀνά πᾶσα στιγμή καί σέ ἀνύποπτο χρόνο, -ἴσως καί μετά τήν παρέλευση πολλῶν ἐτῶν- τίς ἀνακαλεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγεῖ καί πάλι στήν πτώση καί στήν ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί σέ προχωρημένη ἡλικία.
Οἱ ἐφάμαρτες αὐτές παραστάσεις καλλιεργοῦνται στόν νοῦ, διά τῶν αἰσθήσεων, μέ τήν φαντασία. Ἡ φαντασία, κατά τήν ἁγιοπατερική παράδοση, εἶναι ἡ ἀποθήκη τῶν αἰσθήσεων. Ἡ φαντασία εἶναι μιά δύναμη τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος, καθώς εἶναι εὐάλωτη, καί τήν χρησιμοποιεῖ ὡς γέφυρα πρόσβασης στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ δράση τοῦ διαβόλου διά τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας ἀναχαιτίζεται μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά ἅγια μυστήρια καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ περιφρουροῦν καί διασφαλίζουν τίς πύλες τῶν αἰσθήσεων καί κόβουν, ἔτσι, τίς γέφυρες πρόσβασης τοῦ διαβόλου στόν νοῦ. Τά μυστήρια, καί ἰδιαίτερα ἡ ἐξομολόγηση, –πού μέ τόση πολλή λύσσα τήν πολεμᾶ ὁ διάβολος- εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό format (φορμάτ = ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Τόσο σπουδαῖο καί σωτήριο εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως!
Δοξασμένο τό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαχνίᾳ Του, μᾶς χάρισε ὅλα τά μέσα καί τά ἀντίδοτα, τά ἅγια Μυστήριά Του δηλαδή, γιά νά ὑπερνικοῦμε τά ὅπλα καί τίς πονηρές μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου!
Ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ
Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ στά ἐξωτερικά πράγματα ἔχει ὡς συνέπεια ὁ νοῦς νά ὑπολειτουργεῖ, χωρίς βέβαια νά καταστρέφεται. Ἡ θεραπεία του εἶναι νά ἐπιστρέψει ὁ νοῦς στήν καρδιά, ὥστε νά μπορεῖ νά λειτουργήσει κατά φύση, νά ἔχει, δηλαδή, συνεχή μνήμη Θεοῦ.
Αὐτό μᾶς τό πιστοποιεῖ καί τό ἐμπειρικό παράδειγμα πού μᾶς μεταφέρει μία ἁγιασμένη μορφή τῶν ἡμερῶν μας, ὁ χαρισματοῦχος μακαριστός γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. Σᾶς παρακαλῶ νά δώσετε ἰδιαίτερη προσοχή στό παράδειγμα αὐτό. « Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἄν κάνῃς, λέγε τήν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νά λέγῃς τήν εὐχή ταυτοχρόνως εἰς τήν ἐργασίαν σου. Θά ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῶ θά κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῶ θά ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θά λέγῃς ταυτοχρόνως καί τήν εὐχή. Θά λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σάν νά ἔχῃς δύο ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θά λέγῃ τήν εὐχήν καί ὁ ἄλλος θά ἐκτελῆ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι »22 . Αὐτοί οἱ «δύο ἐγκέφαλοι», πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Γέροντας εἶναι τά δύο γνωστικά κέντρα, πού προαναφέραμε. Ἕνα εἶναι ὁ νοῦς καί ἕνα ἡ λογική. Μπορεῖ, δηλαδή, κάποιος χρησιμοποιώντας τήν λογική νά ἐπιδίδεται ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί λεπτές διανοητικές ἐργασίες (ὑπολογισμούς, λογιστικά, πειράματα, λεπτές χειρουργικές ἐπεμβάσεις, ὁδήγηση κ.λπ.) καί ταυτόχρονα νά διατηρεῖ τόν νοῦ του ἀνέπαφο καί ἀπόλυτα συγκεντρωμένο στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ λέγοντας τήν εὐχή, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις δέν εἶναι μόνο γιά τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἀδελφούς λαϊκούς. Δέν εἶναι οὔτε πολύ δύσκολο οὔτε πολύ εὔκολο. Σᾶς τό βεβαιώνω, εἰλικρινά, καθώς ἔχω γνωρίσει τέτοια πρόσωπα, στίς μέρες μας, ὄχι μόνο κληρικούς καί μοναχούς, ἀλλά καί ἀρκετούς ἀδελφούς λαϊκούς, πού ἔχουν φτάσει σέ αὐτή τήν κατάσταση, πού περιγράφει ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Ἐφραίμ. Ἀπαιτοῦνται, βεβαίως, προϋποθέσεις, δηλαδή μετάνοια, ταπείνωση, αὐτομεμψία καί ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα.
Ἀδελφοί, προσοχή! Τίποτε δέν γίνεται χωρίς πνευματικό πατέρα καί καθοδηγό, χωρίς πετραχήλι, χωρίς ἐξομολόγηση καί ἐξαγόρευση. Παράκληση θερμή καί καρδιακή: νά ἀποκτήσουμε ὅλοι μας, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, πνευματικό πατέρα-ἐξομολόγο.
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, γιά τήν θεραπεία τοῦ νοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο παθῶν καί ἰατρεῖο ψυχῶν. Στό πνευματικό αὐτό νοσοκομεῖο τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ ἀρχίατροι, οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ ἰατροί καί οἱ μοναχοί καί οἱ ἄλλοι συνεργάτες τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως ἐσεῖς, πού εἶστε κατηχητές, κυκλάρχες, ὁμαδάρχες στίς κατασκηνώσεις κ.λπ.) εἶναι οἱ νοσοκόμοι καί θεραπευτές. Ὅλοι, ὅμως, καί τό ἰατρικό καί νοσηλευτικό προσωπικό, ὡς θνητοί ἄνθρωποι καί αὐτοί, ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας. Τελικά ὅλοι μας, μηδενός ἐξαιρουμένου -ὡς σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες- εἴμαστε πνευματικά ἀσθενεῖς καί ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη θεραπείας, καί μάλιστα ἐντατικῆς θεραπείας.
Ἡ θεραπευτική ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός.
Θεραπευμένος, ἔτσι, ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδιά καί ἀποκτᾶ τήν πνευματική γνώση, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς, τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγραμμάτους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Ἡ πνευματική γνώση, λοιπόν, εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ γνώση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς, ταπεινούς καί καθαρούς ἀνθρώπους καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.
Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τήν ἄκτιστη χάρη καί δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ἐλπίδα στόν Κύριό μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης, διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργουμένης. Εἶναι φιλαδελφία, καλοσύνη, συγχωρητικότητα.
Αὐτή ἡ πνευματική γνώση μᾶς ὁδηγεῖ νά κατανοήσουμε τήν λογική τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἐνεργεῖ, δηλαδή, ὁ Θεός στήν ζωή μας. Ἡ λογική τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄλλη, ἐντελῶς διαφορετική καί πολλές φορές ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη ἀπό τήν λογική τοῦ κόσμου καί τό κοσμικό φρόνημα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος —ὁ κοσμικός ἄνθρωπος— ἀγωνίζεται καθημερινά γιά νά κάνει τήν ζωή του πιό εὔκολη, πιό ἄνετη, πιό βολική. Στόχος καί ἐπιδίωξή του εἶναι ἡ εὐμάρεια καί ἡ εὐδαιμονία. Θέλει νά ζεῖ καλά, νά ἔχει ὑγεία, νά ἔχει καλή οἰκογενειακή ζωή, νά εἶναι ἐπιτυχημένος ἐπαγγελματικά, νά ἔχει χρήματα καί κτήματα, οἰκήματα καί ὀχήματα καί νά κατέχει πολλά ὑλικά ἀγαθά. Καί ἡ ἐπιθυμία του αὐτή δέν ἔχει μέτρο, δέν ἔχει ὅριο, ἀλλά εἶναι ἀκόρεστη, ἀσταμάτητη, γίνεται ἕνα συνεχές κυνηγητό πλούτου, ἀνέσεων καί ἐπιτυχιῶν.
Ἀντίθετα, γιά τήν λογική τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτά εἶναι ἀνούσια καί ξένα. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό μᾶς κατακτήσεις καί ἐπιτεύγματα, δέν μᾶς ὑπόσχεται ἀνέσεις καί ἐπιτυχίες, ἀλλά μᾶς καλεῖ σέ πνευματική ἐγρήγορση, σέ ἄσκηση, σέ κόπους, σέ ἀγώνα. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας δέν συνεπάγεται εὐτυχία καί εὐημερία, μέ τήν κοσμική τους ἔννοια. Ἀντίθετα, μάλιστα, ὁ Θεός μᾶς ἐπισκέπτεται καί μέσα ἀπό τίς θλίψεις, τόν πόνο, τίς ἀσθένειες. Μᾶς φανερώνεται μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, τίς ἀποτυχίες, τίς διώξεις, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, τούς ἐμπαιγμούς. Ἄκοπος καί ἄλυπος βίος δέν ὁδηγοῦν ποτέ στόν Οὐρανό, τονίζουν οἱ Πατέρες. «Οὐδείς ἀνέβη εἰς τόν οὐρανόν μετ’ ἀνέσεως», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ἄλλωστε, μᾶς ξεκαθάρισε ὅτι «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»23 .
Ὁ Ἅγιος Παῒσιος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς παρουσιάζει μέ ἐνάργεια καί γλαφυρότητα τήν διάσταση αὐτή ἀνάμεσα στήν ἀνθρώπινη λογική καί τήν λογική τοῦ Θεοῦ.
«Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γράφει, τά ἔβλεπαν ὅλα μέ τό πνευματικό, μέ τό θεϊκό μάτι. Τά Πατερικά εἶναι γραμμένα μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τίς ἑρμηνεῖες οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τώρα δέν ὑπάρχει συχνά αὐτό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά καταλαβαίνουν τά Πατερικά. Τά βλέπουν ὅλα μέ τό κοσμικό μάτι, δέν βλέπουν πιό πέρα, δέν ἔχουν τήν εὐρύτητα πού δίνουν ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη. Ὁ Μέγας Ἀρσένιος ἄφηνε τά βάγια μέσα στό νερό, χωρίς νά τό ἀλλάζη, καί τό νερό μύριζε πολύ. Ἐμεῖς ποῦ νά καταλάβουμε τί πήγαζε μέσα ἀπό ἐκεῖνο τό βρώμικο νερό! ‘‘Μά δέν τό καταλαβαίνω αὐτό’’, σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Δέν στέκεται νά δῆ μήπως ὑπάρχη καί κάτι ἄλλο, ἀλλά τό ἀρνεῖται, γιατί δέν τό καταλαβαίνει!
»Ὅταν μπαίνη ἡ λογική, δέν μπορεῖ νά καταλάβη κανείς οὔτε τό Εὐαγγέλιο οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀλλοιώνεται τό πνευματικό αἰσθητήριο, καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική του βγάζει ἄχρηστα καί τό Εὐαγγέλιο καί τά Πατερικά»24 .
Καί σέ ἄλλο σημεῖο σημείωνε:
«Θυμᾶμαι, ἦταν ἕνα γεροντάκι στήν Μονή Ἐσφιγμένου, τόσο ἁπλό πού καί τήν Ἀνάληψη [τοῦ Χριστοῦ] τήν νόμιζε γιά Ἁγία. Ἔκανε κομποσκοίνι καί ἔλεγε: «Ἁγία τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν»! Κάποτε ἕνας ἀδελφός στό Γηροκομεῖο ἦταν ἄρρωστος, καί δέν εἶχε τί νά τοῦ δώση νά φάη. Μιά καί δυό κατεβαίνει τίς σκάλες, ἀνοίγει τό παράθυρο πού ἔβλεπε πρός τήν θάλασσα, ἁπλώνει τά χέρια στήν θάλασσα καί λέει: «Ἁγία μου Ἀνάληψη, δῶσ’ μου ἕνα ψαράκι γιά τόν ἀδελφό». Καί ἀμέσως -ὤ τοῦ θαύματος!- ἕνα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει ἀπό τήν θάλασσα μέσα στά χέρια του. Οἱ ἄλλοι πού τό εἶδαν, ἔμειναν ἔκπληκτοι. Ἐκεῖνος τούς κοιτοῦσε καί χαμογελοῦσε, σά νά τούς ἔλεγε: «Τί παράξενο βλέπετε;». Ἐμεῖς ἔχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ὁ ἕνας ὁ Ἅγιος, πῶς μαρτύρησε ὁ ἄλλος, πότε ἔγινε ἡ Ἀνάληψη καί ποῦ ἔγινε καί πῶς ἔγινε, καί ὅμως οὔτε ἕνα τόσο δά ψαράκι δέν μποροῦμε νά ἔχουμε! Αὐτά εἶναι τά παράξενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ἡ λογική ὅσων διανοουμένων ἔχουν μέσα τους τόν ἑαυτό τους καί ὄχι τόν Θεό δέν τά συλλαμβάνει, γιατί ἔχουν τήν στεῖρα κοσμική γνώση μέ τήν κοσμική πνευματική ἀρρώστεια καί λείπει τό Ἅγιο Πνεῦμα»25 .
Καί σέ μία ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση ἔλεγε:
«Ἡ ἀριθμητική τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική ἀπό τήν ἀριθμητική τῶν ἀνθρώπων. Τό 4 γιά τόν Θεό εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τό 9 δέν εἶναι ἄριστα». Καί στήν ἐρώτηση μου πῶς ἐξηγεῖται αὐτό, εἶπε: «Ὅταν κανείς παίρνη 2 χαρίσματα ἀπό τόν Θεό καί τά διπλασιάζει (4) παίρνει ἄριστα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε 5 χαρίσματα καί ἀντί νά τά διπλασιάζει (10) τά ἔκανε 9 δέν πῆρε ἄριστα»26 .
Ἀδελφοί, ὁ ὀρθολογισμός, ὡς κύρια ἔκφραση αὐτῆς τῆς κοσμικῆς λογικῆς, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφανείας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση· γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο· καί ἐφ' ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγια μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε, λοιπόν, δίκιο· ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μίαν ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.
Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος, ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπῳδό τά λόγια τοῦ μηδενιστῆ Ἄλμπερτ Καμύ: «εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο» καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.
Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία, ἕνα σκαλοπάτι πρίν ἀπό τήν ἀμετανοησία. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὅμως, ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καί ἀποτελεῖ τήν οὐσία τοῦ ἅδη. Ἡ ὑπερηφάνεια δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀδυναμία, εἶναι λοιμώδης ἀσθένεια πού ὑποβόσκει σέ ὅλες τίς ἁμαρτίες.
Ἔτσι ὁ ὀρθολογισμός γίνεται ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία καί ὄχι μιά ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συναθρώπους του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται, ἔτσι, στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ μοναστηριακοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.
Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τήν λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του, στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.
Θά πρέπει, λοιπόν, νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, τόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως εὔστοχα καί γλαφυρά μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Παΐσιος:
«Ποιά λογική; Ἡ κοσμική; Αὐτή ἡ λογική δέν ἔχει καμμιά θέση στήν πνευματική ζωή. Μπαίνουν Ἄγγελοι, Ἅγιοι ἀπό τό παράθυρο, τούς βλέπεις, μιλᾶς μαζί τους, φεύγουν... Ἄν πᾶς νά τά ἐξετάσης αὐτά μέ τήν λογική, δέν γίνεται. Στήν ἐποχή μας πού ἔχουν αὐξηθῆ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στήν λογική κλόνισε τήν πίστη ἀπό τά θεμέλια καί γέμισε τίς ψυχές ἀπό ἐρωτηματικά καί ἀμφιβολίες. Γι' αὐτό στερούμαστε τά θαύματα, γιατί τό θαῦμα ζῆται καί δέν ἐξηγεῖται μέ τήν λογική. Ἀντίθετα, ἡ πίστη στόν Θεό τραβάει τήν θεϊκή δύναμη κάτω καί ἀναποδογυρίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα συμπεράσματα. Κάνει θαύματα, ἀνασταίνει νεκρούς καί ἀφήνει μέ στόμα ἀνοικτό τήν ἐπιστήμη. Ὅλα τά πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐξωτερικά φαίνονται ἀνάποδα. Ἄν δέν ἀναποδογυρίση κανείς τό κοσμικό του φρόνημα, νά γίνη πνευματικός ἄνθρωπος, ἀδύνατον εἶναι νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού μᾶς φαίνονται παράξενα (ἀνάποδα). Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐξωτερική ἐπιστημονική θεωρία, μοιάζει μέ ἀνόητο πού θέλει νά δῆ τόν Παράδεισο μέ τό τηλεσκόπιο»27 .
Αὐτή ἡ ὀρθολογιστική καί ὑλιστική ἀντίληψη τῆς ζωῆς –κύριο γνώρισμα τῆς δαιμονοκρατούμενης Νέας Ἐποχῆς– δηλητηριάζει τήν ἀνθρωπότητα καί ἀποσαθρώνει τά πνευματικά θεμέλια τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ κόσμου, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς. Μετατρέπει τά θεόσδοτα πρόσωπα σέ αὐτοδικαιωμένα, αὐτάρκη καί αὐτονομημένα ἄτομα, σέ ἀπομονωμένες μονάδες, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς κοινωνία προσώπων, προβάλλει τήν ὑπέρτατη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ὄχι τοῦ ἀτόμου. Ἀνάγει τήν ἁμαρτία σέ ἀξία, καθαιρεῖ τόν Θεό καί ἀποθεώνει τόν ἄνθρωπο, καθιστᾶ τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία σέ ἀπόλυτη αὐθεντία καί προσκυνᾶ τήν λογική, ἀρνεῖται τήν θεόσδοτη ἐλευθερία καί υἱοθετεῖ τήν δουλεία στά πάθη. Αὐτές οἱ ἀντιλήψεις καί πρακτικές εἰσβάλλουν μαζικά στόν ὀρθόδοξο κόσμο, ἰσοπεδώνοντας δόγματα, λατρεία καί παραδόσεις. Εἰσβάλλουν καί στήν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας τόσο στήν καθημερινή ζωή μας ὅσο καί στήν Ἐκκλησία μας μέ τό προσωπεῖο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως.
Ἀπό ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται περίτρανα τό πόσο σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε σωστή ὀρθόδοξη πίστη, καθώς αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τήν σωτηρία μας. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά μήν χάσουμε τήν πίστη μας, ἀλλά νά τήν διαφυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Ἄς ξεκινήσουμε τήν προσπάθεια νά μάθουμε τήν πίστη μας, γιατί δυστυχῶς ἀγνοοῦμε καίρια σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας.
Ἄς ξεκινήσουμε μία πιό συστηματική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί συγχρόνων πνευματικῶν κειμένων, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν πνευματική μας πορεία. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά κάνουμε αὐτή τήν ὑπέρβαση ἀπό τήν φυσική στήν πνευματική γνώση, ἀπό τόν παλαιό στόν νέο ἄνθρωπο, ἀπό τά ἐπίγεια στά Οὐράνια.
Ἄς ξεκινήσουμε τόν πνευματικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση τῶν παθῶν μας, ὥστε νά φθάσουμε στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ἀξιωθοῦμε, μέ τήν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τῆς ἀκτίστου δόξης Του καί ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἄς μήν πτοηθοῦμε ἀπό τήν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καί ἄς θέσουμε ὡς ἀρχικό μας στόχο τό πρῶτο στάδιο πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ὁ Πανάγαθος Θεός μας εἶναι Θεός τῶν καρδιῶν μας καί ἔρχεται καί πολλαπλασιάζει τήν κάθε καλή μας -ἔστω καί μικρή- προσπάθεια. Ἀκόμη, λοιπόν, κι ἄν δέν φτάσουμε σέ ὑψηλές καταστάσεις, ἀκόμη κι ἄν δέν γευτοῦμε τήν γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός ἀπό αὐτή τήν ζωή, τουλάχιστον ἄς τό ποθήσουμε μέ ζέση καί μέ καρδιά συντετριμμένη, μέ ταπείνωση, αὐτομεμψία καί μετάνοια, μέ νήψη, εὐχή καί προσευχή. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός καί θά συνεργήσει στούς κόπους μας καί θά μᾶς ἀνταμείψει.
Μᾶς διαβεβαιώνει γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μιλώντας γιά τόν ἀγωνιζόμενο πνευματικά, πού δέν πρόλαβε νά γευθεῖ τίς ἐμπειρίες τῆς θέας τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Μᾶς λέγει λοιπόν, ὁ Ἅγιος πώς «ἄν συντηρήσει τήν φυσική του θέρμη... καί δέν ἀφήσει τήν ἀναζήτηση καί τήν ἔρευνα καί τόν πρός Αὐτόν πόθο, ἀκόμη κι ἄν δέν τά ἔχει δεῖ, ἄν τρέφει τούς λογισμούς μέ τίς ἔννοιες τῶν ἀναγινωσκομένων θείων Γραφῶν καί τούς συγκρατεῖ, γιά νά μήν κλίνουν πρός τά ἀριστερά, καί δέν δεχθῆ κανένα διαβολικό σπόρο μέ μορφή ἀληθείας [νά μήν δεχθεῖ, δηλαδή, αἱρετικά φρονήματα], ἀλλά μᾶλλον φυλάξη τήν ψυχή του μέ ζῆλο καί ζήτηση ἀπό τόν Θεό μέ ἔμπονη προσευχή καί ὑπομονή, τότε αὐτός θά τοῦ παράσχη τά αἰτούμενα καί θά τοῦ ἀνοίξει τήν θύρα, καί μάλιστα λόγῳ τῆς ταπεινώσεώς του. Διότι τά μυστήρια ἀποκαλύπτονται στούς ταπεινόφρονες.
Ἄν ἀποθάνει μέ αὐτήν τήν ἐλπίδα, καί ἄν ἀκόμα δέν ἔχει δεῖ ἐκείνη τήν γῆ πουθενά, νομίζω ὅτι θά λάβει κληρονομιά μαζί μέ τούς παλαιούς δικαίους πού ἤλπισαν ὅτι θά φτάσουν στήν τελειότητα, ἀλλά δέν τήν ἀντίκρυσαν, κατά τό ἀποστολικό λόγιο, διότι ἐργάσθηκαν ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς των μέ τήν ἐλπίδα καί μέ αὐτήν ἐπέθαναν»28 .
Γένοιτο. Ὁ Θεός μαζί μας. Καλή χρονιά.
1 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 14-15
2 Βλ. σχ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ Ἰατρική ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου
3 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228
4 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐπειδὴ γὰρ θεοειδὴς ὁ ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ μακάριος τῷ αὐτεξουσίῳ τετιμημένος (τὸ γὰρ αὐτοκρατές τε καὶ ἀδέσποτον ἴδιόν ἐστι τῆς θείας μακαριότητος)…εἰ γὰρ ἑκουσίως τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν κατὰ τὴν αὐτεξούσιον κίνησιν ἐπί τι τῶν οὐ δεόντων ὁρμήσασαν βιαίως τε καὶ κατηναγκασμένως τῶν ἀρεσάντων ἀπέστησεν, ἀφαίρεσις ἂν ἦν τοῦ προέχοντος ἀγαθοῦ τὸ γινόμενον καὶ τῆς ἰσοθέου τιμῆς ἀποστέρησις (ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον)». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)... Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).
5 Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου: Κλῖμαξ, σελ. 136, σημ. 2.
6 Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σχετικὰ: «Μὴ νομίζεις ὅτι εἶναι ἀρχαιοτέρα (ἡ ψυχὴ) ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ σώματός των, μήτε ὅτι μένει διαπαντὸς μετὰ τὴν ἀποσύνθεση τοῦ σώματος. Διῶξε μακριὰ τὶς φλυαρίες τῶν “σοβαρῶν” φιλοσόφων, ποὺ δὲν ἐντρέπονται νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι αἱ ψυχαὶ των καὶ αἱ σκυλίσιαι ψυχαὶ εἶναι ὁμοειδεῖς μεταξὺ των, ποὺ λέγουν ὅτι οἱ ἴδιοι ὑπῆρξαν κάποτε καὶ γυναῖκες καὶ θάμνοι καὶ ψάρια θαλασσινά. Ἐγὼ δὲ δὲν λέγω μὲν ὅτι ὑπῆρξαν ποτὲ ψάρια, τὸ λέγω ὅμως καὶ τὸ ὑποστηρίζω, ὅτι, ὅταν ἔγραψαν αὐτὰ τὰ πράγματα ἦσαν ἀλογώτεροι καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια».
7 Κορ. Α΄, 7,19 « Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν»;
8 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, TLG , Work #003 6.13 to Work #003 6.14: «Οὐκ ἔστιν οὖν ἡ ψυχὴ ἐν σώματι͵ ἀλλὰ τὸ σῶμα ἐν τῇ ψυχῇ».
9 Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Ἡ μέντοι ψυχή συνέχουσα σῶμα, ᾧ καί ἐκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματος ἐστίν οὐχ ὡς ἐν τόπῳ οὐδ᾽ ὡς περιεχομένη (ἐννοεῖται τοῦ σώματος), ἀλλ᾽ ὡς συνέχουσά τε καί περιέχουσα καί ζωοποιοῦσα τοῦτο (τό σῶμα δηλ.) κατ᾽ εἰκόνα καί τοῦτο ἔχουσα Θεοῦ». Ἡ μέν ψυχή δηλ. συνέχει τό σῶμα, μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθη μαζί, εἶναι σέ ὅλο τό σῶμα, ὄχι σάν σέ ἕνα τόπο, καί ὄχι ὅτι περιέχεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή συνέχει καί περιέχει καί ζωοποιεῖ τό σῶμα καί εἶναι βέβαια εἰκόνα του Θεοῦ (ΕΠΕ 9, 562, PG151,260Α).
10 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοςπερί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228
11 Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Τό μυστήριον τοῦ θανάτου, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 1986, σελ. 434
12 Πρωτοπρ. Ἰω. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 47-48
13 Πρωτ. Γεωργίου Μετελληνοῦ, Ὄψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ταυτότητος
14 Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Λόγοι καί Διάλογοι, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 364
15 Ἰω. 8,12
16 Α΄ Ἰω. α΄ 5
17 Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τό ἄκτιστο φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του, Ὁ Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθήνα 1988, σελ. 195-200
18 Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, 2007, σελ. 124-131
19 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης 2003, σελ. 215
20 Ἀρχιμ. (νῦν Μητρ. Ναυπάκτου) Ἱεροθέου, Τό πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 162
21 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολιγητοῦ, Περί Ἀγάπης ἑκατοντάς Δευτέρα, λα΄, Φιλοκαλία τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1984, σελ. 18
23 Ματθ. 7,14
24 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 231
25 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 212-213
26 Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἐμπειρικός θεολόγος, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 31
27 Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, ὅ.π., σελ. 225-226
28 Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Φιλοκαλία 8Α, σελ. 224-225
Πηγή: (Ὁμιλία στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων, Πέμπτη 19 Ἰανουαρίου 2017 Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου)
«Πατρικές Συμβουλές Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου»
Ἐάν θέλης νά σωθῆς καί σύ καί ἐγώ καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά φυλάξουμε δύο ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε ὁ οὐράνιος Θεός Πατήρ. Ἡ πρώτη εἶναι· Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου· ἡ δέ δεύτερη· καί τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου. Σέ αὐτές τίς δύο ἐντολές ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες κρέμονται...
Ὅταν λοιπόν ἔχουμε τήν πραγματική ἀγάπη, θά ἔχουμε τόν Θεό μαζί μας. Ἐπειδή δέν ἔχουμε τήν καθαρή καί γνήσια θεϊκή ἀγάπη, πού θέλει ὁ Θεός, ἄς τήν ζητήσουμε μέ πίστη, ἐπιμονή, ὑπομονή καί ταπείνωση ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι Ἀγάπη. Ὄχι τήν ἀγάπη τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἀκάθαρτη, βρωμερή, μάταιη, ψεύτικη, διαβολική καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια.
Ὅταν χωρίση ἡ ψυχή μας ἀπό τό σῶμα κανένας ἄλλος δέν θά μπορέση νά μᾶς βοηθήση. Τότε μόνον ὁ Θεός θά μᾶς βοηθήση, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί τά καλά ἔργα.
Ὅλοι ἀποθνήσκομε. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού θά ζήση καί δέν θά πεθάνη. Εἶναι βέβαιο ὅτι θά πεθάνουμε, πρέπει ὅμως νά σκεφθοῦμε πῶς θά πεθάνουμε, ἕτοιμοι ἤ ἀνέτοιμοι; Ποῦ θά μεταβοῦμε μετά θάνατον, στήν αἰώνιο ζωή ἤ στήν αἰώνιο κόλαση; Αὐτό πρέπει νά βάλουμε καλά καλά στόν νοῦ μας...Δυστυχεῖς καί ἐλεεινοί εἶναι ὅσοι δέν φροντίζουν γιά τήν ἔξοδό τους, ὅσοι δέν ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους, ὅσοι δέν μεταλαμβάνουν, ὅσοι δέν ἐκκλησιάζονται, δέν προσεύχονται, δέν ἐλεοῦν κ.λ.π...
Ὅσοι δέν πιστεύουν στήν μέλλουσα ζωή, τήν κρίση καί ἀνταπόδοση, θά ἔλθη ἡμέρα, ὅταν τό δρέπανο τοῦ θανάτου τούς θερίσει, νά πιστεύσουν ὅτι, ὅσα ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, εἶναι ἀληθινά καί βέβαια, καί θά ζητοῦν καιρό διορθώσεως, ἀλλά στόν ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός γιά μετάνοια...
Γιά νά φθάσετε μέ ἀσφάλεια στήν αἰώνια ζωή ὀφείλετε νά ἀποβάλετε κάθε ἀμέλεια καί ραθυμία καί νά βαδίσετε μέ προθυμία τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ὁποίας ὁ κόπος εἶναι λίγος, ἀλλά ἡ ἀνάπαυση αἰώνια...
Μέ τήν προθυμία καί ἐπιμέλεια νά διώκετε τήν ἀμέλεια, μέ τήν ταπείνωση τήν ὑπερηφάνεια, μέ τήν ἐλπίδα τήν ἀπελπισία, μέ τήν χαρά τήν λύπη, μέ τήν πραότητα τόν θυμό, μέ τήν εἰρήνη τήν ὀργή, μέ τήν σιωπή τήν πολυλογία, μέ τό πένθος τόν γέλωτα, μέ τήν ἐγκράτεια καί νηστεία τήν ἀκρασία καί γαστριμαργία, μέ τήν πίστη καί εὐλάβεια τήν ἀπιστία καί ἀσέβεια καί τήν προσήλωση πρός τά φθαρτά· καί τέλος μέ τήν ὁλόψυχο ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον νά ἀποδιώκετε κάθε ἁμαρτία, κάθε δόλο, πονηρία καί ἐπιβουλή τοῦ ἀντικειμένου.
Ἐφ᾿ ὅσον βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στόν μάταιο αὐτό κόσμο δέν ἔχει ἀσφάλεια καί δέν γνωρίζει τί θά συναντήσει μέχρι τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Εἶσαι εὐτυχής· σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά γίνης δυστυχής.
Εἶναι εἰρήνη καί φανταζόμαστε ὅτι θά περάσουμε ἥσυχα, καλά ἀτάραχα καί ξαφνικά γίνεται πόλεμος καί τά ἀνατρέπει ὅλα.
Ἀσφάλεια εἶναι μόνον στήν μετά θάνατο αἰώνια ζωή· καί πραγματικά εὐτυχής καί πλούσιος καί ἔνδοξος καί ὑγιής καί μακάριος εἶναι μόνον ὁ συνετός ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Θεό, Τόν ἀγαπᾶ, τηρεῖ τίς ἐντολές Του, μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί φροντίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, πού ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο.
Μή προσέχης στούς πολλούς ἀλλά στούς λίγους καί ἐκλεκτούς. Ὁ δρόμος τῆς κακίας καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς προξενεῖ πολλές δυστυχίες καί συμφορές στούς ἀνθρώπους. Οἱ πόλεμοι, οἱ συμφορές, οἱ θλίψεις, οἱ στενοχώριες, πού δοκιμάζει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἀπρόσεκτης κοσμικῆς ζωῆς πού βαδίζουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.
Μή βλέπης τά φθαρτά, ἀλλά τά ἄφθαρτα, μή τά λυπηρά τῆς πρόσκαιρης τωρινῆς ζωῆς, ἀλλά τά χαρμόσυνα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Μή βλέπης τήν προσωρινή καταφρόνηση καί ἀδοξία, ἀλλά τήν οὐράνια τιμή καί δόξα.
Μή βλέπης τήν πρόσκαιρη δυστυχία, ἀλλά τήν οὐράνια εὐτυχία, καί τά ἀνερμήνευτα, ἀνέκφραστα καί ἀκατανόητα ἀγαθά τῆς γλυκυτάτης μας οὐράνιας πατρίδας.
Καταφρόνησε, λοιπόν, τά πρόσκαιρα, καί πίστευσε τέλεια στόν Θεό. Ἀνάθεσε κάθε σου ἐλπίδα σέ Αὐτόν καί θά σωθῆς.
Ἡ πρόσκαιρη ζωή μας συγκρινόμενη μέ τήν αἰώνια μελλοντική εἶναι σάν σταγόνα πρός τούς ὠκεανούς. Μή λοιπόν προσηλώσετε τόν νοῦ σας στά πρόσκαιρα καί γήϊνα, ἀλλά στά ἄφθαρτα καί οὐράνια.
Ἄς ποθήσουμε ὁλόψυχα τά οὐράνια καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά τά ἀποκτήσουμε. Ὁ ὅσιος Ὑπερέχιος μᾶς λέγει: Ἡ ἐνθύμησή σου νά εἶναι στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί σύντομα θά τήν κληρονομήσης αὐτήν... Μή, λοιπόν, παρακαλῶ ἀμελήσουμε καί νυστάξουμε...
Ὁ Μέγας Βασίλειος μακαρίζει τήν ψυχή πού ἡμέρα καί νύκτα σκέπτεται τήν δευτέρα Παρουσία κατά τήν ὁποία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά παραστοῦν ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτοῦ γιά νά δώσουν λόγο τῶν πράξεών τους. Ἡ ψυχή, λέγει, πού μελετᾷ καί σκέπτεται αὐτά ἤ καθόλου δέν θέλει ἁμαρτήσει ἤ πολύ λίγο, διότι τό νά ἁμαρτάνη κανείς γίνεται ἐπειδή δέν σκέπτεται τόν Θεό. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶχαν μπροστά τους τόν θάνατο, τήν δευτέρα παρουσία, τήν κρίση καί ἀνταπόδοση, τόν παράδεισο καί τήν κόλαση, καί γι᾿ αὐτό ὑπέβαλαν τούς ἑαυτούς τους σέ κόπους, ἀγῶνες, νηστεῖες, προσευχές, ταλαιπωρίες καί ἀσκήσεις· ἀκόμη δέ ὑπέμειναν φυλακίσεις, ἐξορίες, βασανιστήρια καί θανατώσεις, γιά νά μήν ἁμαρτήσουν, γιά νά μή λυπήσουν τόν Θεό, καί γιά νά μή στερηθοῦν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό καί φυλάτουν τίς ἐντολές Του, δέν ἀποθνήσκουν, δέν χάνονται, ἀλλά μεταβαίνουν ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θάνατος εἶναι ἡ πρόσκαιρη αὐτή ζωή πού εἶναι γεμάτη πίκρες, θλίψεις, ἀσθένειες, στενοχώριες, φόβους, κινδύνους, θανάτους.
Ζωή αἰώνιος, ἀληθινή καί πραγματική εἶναι ἡ μετά θάνατον ζωή, ἡ ὁποία εἶναι χωρίς φόβους, κινδύνους, πολέμους, κόπους, ἀγῶνες, φροντίδες, στενοχώριες, ἀνησυχίες καί ἀκαταστασίες. Ἡ ζωή ἐκεῖ εἶναι γεμάτη ἀπό παντοτεινή χαρά, διαρκή εἰρήνη, πραγματική εὐτυχία, δόξα, τιμή καί ἀπό ἀνεκδιήγητη καί ἀνερμήνευτη μακαριότητα.
Κατά τήν γνώμη τῶν Ἁγίων Πατέρων- τήν ὁποία ἀσπάζομαι, διότι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμπνεόμενοι καί φωτιζόμενοι ἔγραφαν καί ὡμιλοῦσαν- τά μνημόσυνα, τά τρισάγια καί οἱ Λειτουργίες φέρουν πολλή καί μεγάλη ἀνακούφιση, βοήθεια καί ἀνάπαυση στίς ψυχές ἐκείνων πού πίστευαν καί πέθαναν στήν ὀρθή καί ἀληθινή πίστη.
Γι’ αὐτές τίς ψυχές οἱ Λειτουργίες, οἱ προσευχές, οἱ δεήσεις, τά τρισάγια, εἶναι ἐλεημοσύνες ψυχικές καί πολύ ὠφελοῦν τήν ψυχή τους.
Τά μνημόσυνα καί οἱ προσευχές δέν ὠφελοῦν ὅσους πέθαναν στήν ἀπιστία, τήν ἀσέβεια, τίς βλασφήμιες, ἀδικίες, συκοφαντίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀσέλγειες καί δέν μετανόησαν οὔτε στό τέλος τῆς ζωῆς τους. Αὐτούς τούς ἀσεβεῖς οὔτε Λειτουργίες, οὔτε ἐλεημοσύνες ὠφελοῦν.
Ὅσοι ἀποθάνουν μέ ἔχθρα, ὅ,τι καί ἄν κάμνουν, νηστεῖες, ἐλεημοσύνες, προσευχές, ἀγρυπνίες, φιλανθρωπίες καί εὐεργεσίες, χωρίς ἀγάπη, ὅλα δέν ὠφελοῦν...
Ἡ πνευματική σου ἀσθένεια εἶναι ἡ ἀπελπισία, ἡ πιό σοβαρή καί μεγαλύτερη ἀσθένεια. Τό θεραπευτικό της φάρμακο εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα... Ὅταν μέ χαρά δεχθῆς αὐτό τό φάρμακο θά θεραπευθῆς. Αὐτό τό φάρμακο εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τό προσφέρει δωρεάν, ἡ δέ ἀπελπισία εἶναι τό δηλητήριο τοῦ διαβόλου καί ὅσοι τό δέχονται δηλητηριάζονται οἱ ψυχές τους καί ἀποθνήσκουν τόν αἰώνιο θάνατο.
Μέ τήν ἀπελπισία ὁ διάβολος πολλές ψυχές ἐθανάτωσε ψυχικά καί σωματικά...
Νά διώξης τήν στενοχώρια καί τήν ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό σου. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ὁ διάβολος παρακινεῖ τούς ἀνθρώπους στήν αὐτοκτονία γιά νά τούς χωρίση ἀπό τόν Θεό καί τούς ὁδηγήση στήν αἰώνια κόλαση.
Ἐάν θέλης νά σωθῆς καί σύ καί ἡ σύζυγος καί τά παιδιά σου, νά παύσης τήν χαρτοπαιξία καί νά μετανοήσης. Πρόσεξε, μή παίξης ἄλλη φορά τήν ψυχή σου. Ἡ ψυχή ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Οἱ χαρτοπαῖκτες χάνουν καί τήν ψυχή τους καί τήν ζωή τους., καί τήν πρόσκαιρη καί τήν αἰώνια. Κερδίζουν αἰώνια κόλαση. Πρόσεξε, μή βάλης τήν ψυχή σου σέ κίνδυνο. Σοῦ εὔχομαι καλή μετάνοια.
Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία, δόξα, τιμή, ὡς καί ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος σέ ἕνα ἀνδρόγυνο εἶναι νά ἔχουν ἀγάπη ἀναμεταξύ τους. Προτιμεῖστε νά ἔχετε ἀγάπη καί νά εἶσθε πτωχοί, παρά νά εἶσθε πλούσιοι καί νά μήν ἔχετε ἀγάπη.
Ὅταν ἔχετε ἀγάπη θά ἔχετε τόν Θεό, καί ὅταν ἔχετε τόν Θεό, θά τά ἔχετε ὅλα.
Καλότυχο καί εὐλογημένο τό σπίτι ἐκεῖνο στό ὁποῖο λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμόνοια καί εἰρήνη· ὅπου ὁ σύζυγος ἀγαπᾶ τήν σύζυγο, ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό, οἱ γονεῖς περιποιοῦνται τά τέκνα, τά τέκνα τιμοῦν τούς γονεῖς. Μακάριο τό ἔθνος στό ὁποῖο βασιλεύει ἡ ἀγάπη.
Τά παιδιά νά εἶναι κοντά στόν Θεό. Νά ἀγαποῦν τόν Θεόν πάντοτε καί νά Τόν ἐνθυμοῦνται, καί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί τους. Ὁ Θεός δέν ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά μας, ἐμεῖς φεύγουμε καί Ἐκεῖνος ἀκολουθεῖ. Ἅμα ἐνθυμοῦνται τόν Θεόν καί τόν ἀγαποῦν, θά ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά.
Ἡ μεγάλη δυστυχία στόν ἄνθρωπον εἶναι νά εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, καί ἡ μεγάλη εὐτυχία εἶναι νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ἀγάπης, κοντά στόν Θεόν. Ὅταν ὁ Θεός εἶναι μεθ᾿ ἡμῶν οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν. Καί νά πάθωμεν κάτι δέν μᾶς ἀφήνει, δέν μᾶς ἐγκαταλείπει.
Μάθετε ὅτι εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ οἱ γονεῖς νά κάνουν ὅσα παιδιά θέλει νά τούς δίδει ὁ Θεός… Τά ἀνδρόγυνα πού δέν τηροῦν τήν θεία ἐντολή, νά κάμουν ὅσα παιδιά τούς δίδει ὁ Θεός, θά τιμωρηθοῦν. Ἐπίσης θά τιμωρηθοῦν καί ὅσοι ἐμποδίζουν αὐτούς ἀπό τήν τήρηση αὐτῆς τῆς θείας ἐντολῆς καί σέ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά καί στήν ἄλλη…
Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τόν γάμο καί τόν εὐλόγησε· ὁ δέ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, ὅταν αὐτός δέν μπορεῖ νά φονεύση, βάζει καί συμβουλεύει τούς ἀνθρώπους νά φονεύουν. Συμβουλεύει καί τούς γονεῖς νά φονεύουν τά παιδιά τους μέ τίς ἐκτρώσεις…
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἐκδοτικό Οἶκο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή: («Πατρικές Συμβουλές Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου» Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ἔτους 2010), Αναβάσεις
Μέσα στὴν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἡ ἁγία Ὀρθόδoξη Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι᾿ αὐτούς. Κάθε Σάββατο δηλαδή.
Πότε πέρασε ένας χρόνος!!!Και αύριο θα φτιάξω κόλλυβα...Για όσους βιάζονται όμως...η περσινή ανάρτηση...Καλή Ανάσταση στους αγαπημένους που "κοιμήθηκαν"... αλλά δεν ξεχάστηκαν...
Πηγή: Το ήθος που χάσαμε
Ψυχοσάββατο σήμερα και θυμήθηκα πάλι τη γιαγιά μου που έλεγε πως έπρεπε οπωσδήποτε να φτιάχνουμε κόλλυβα αυτή τη μέρα ( και το άλλο ψυχοσάββατο, της Πεντηκοστής)γιατί οι νεκροί μας περιμένουν και αν δεν τους θυμηθούμε φεύγουν παραπονεμένοι στον Άδη.Η εικόνα των ψυχών που αγάπησα να με κοιτούν με παράπονο εντυπώθηκε στη μνήμη μου (είχαν οι παλιοί,αγράμματοι άνθρωποι τρόπους υπέροχους,ποιητικούς να διδάσκουν) και από τότε κάθε ψυχοσάββατο το θεωρώ μεγάλη παράλειψη να μην ετοιμάσω κόλλυβα για τους νεκρούς μου...Έχω μνήμες από τις γυναίκες του χωριού που τα Ψυχοσάββατα τρέχαν στο νεκροταφείο με ένα πιατάκι σιτάρι στο χέρι.Καθάριζαν τους τάφους των δικών τους,άναβαν τα καντήλια-και όσων τάφων δεν είχαν κάποιον να τους περιποιηθεί-και κουβεντιάζοντας-πόνος μοιρασμένος μισός πόνος-περίμεναν τον ιερέα να ψάλει τρισάγιο.Και,φυσικά, τα κόλλυβα ήταν φτιαγμένα στο σπίτι,με κόπο, φόρο τιμής και μνήμης στους ανθρώπους που αγάπησαν.
Η συνταγή για τα κόλλυβα που φτιάχνω αλλάζει από εποχή σε εποχή ανάλογα με τα προιόντα που υπάρχουν στο εμπόριο(όταν είναι η εποχή του ροδιού δεν λείπει ποτέ από τα κόλλυβά μου)ή αυτά που έχω στο ντουλάπι μου.Πάντως φρόντίζω να μη λείπουν ποτέ οι ξηροί καρποί,αφού τους θεωρώ,μαζί με το σιτάρι, τη βάση των κολλύβων.
Βράζω το σιτάρι(αν είναι με το φλοιό του καλό είναι να το μουσκέψετε αποβραδίς) καλά και το στραγγίζω(μπορείτε να το ξεπλύνετε και με κρύο νερό).
Κατόπιν τα απλώνω σε μια πετσέτα για να φύγει το νερό.Στην πετσέτα το αφήνω όσο περισσότερο μπορώ(όλο τα βράδυ αν πρόκειται να το ετοιμάσω το πρωί).
Λίγο πριν φύγω για την εκκλησία,ανακατεύω το σιτάρι με τα υπόλοιπα υλικά δηλαδή:σουσάμι καβουρδισμένο,καρύδια,αμύγδαλα( κανονικά άσπρα αφού συμβολίζουν τα "οστά τα γεγυμνωμένα"),φουντούκια-όλοι οι ξηροί καρποί χοντροκομμένοι-σταφίδες μαύρες και ξανθές,ξύσμα από λεμόνι ή πορτοκάλι(αν έχω ρόδι,ρίχνω από αυτό αντί για ξύσμα),λίγο μαιντανό(συμβολίζει τον "τόπον χλοερόν"),λίγη κανέλα και λίγες κουταλιές τριμμένη φρυγανιά(άλλες φορές ρίχνω τριμμένα μπισκότα).
Στη συνέχεια τα βάζω σε μια πιατέλα και τα στρώνω καλά πατώντας τα με το κουτάλι.
Κατόπιν στο μύλο του καφέ(ηλεκτρικός) κάνω αλεύρι από μαλακά στραγάλια και τα απλώνω με το σουρωτήρι πάνω από τα κόλλυβα.Το στρώνω με ένα κομμάτι λαδόκολλας.
Ύστερα ρίχνω με το σουρωτήρι ζάχαρη άχνη(για μισό κιλό σιτάρι βάζω λίγο λιγότερο από μισό κιλό ζάχαρη άχνη).Το στρώνω επίσης καλά με το κομμάτι της λαδόκολλας που είπα πιο πάνω.
Τέλος στολίζω με κουφετάκια,σταφίδες,ξηρούς καρπούς ή ότι άλλο θέλει η φαντασία της νοικοκυράς.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ...
Ο Θεός μας είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Όποιος Χριστιανός δεν έχει την αγάπη του Θεού μέσα στην καρδιά του, δεν έχει ζωή Χριστού στην ψυχή του. Αυτό το μεγάλο έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, το να κατέβει ο Θεός, ο Λόγος του Θεού να γίνει άνθρωπος, να λάβει σάρκα, να κατοικήσει ανάμεσά μας, να μας πλησιάσει, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η απέραντη φιλανθρωπία της θείας αγάπης. Η αγάπη του Θεού είναι αυτή που μας προστατεύει και μας φροντίζει για όλα. Εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεό. Ασεβούμε πολλάκις, αλλά η φιλανθρωπία Του είναι απέραντη και όλα τα συγχωρεί. Όλοι μας, και πρώτος εγώ, έχουμε λυπήσει αυτή την μεγάλη καρδιά του Θεού, που λέγεται αγάπη προς τον άνθρωπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε στην ζωή μας, στον βίο μας, και στη συνέχεια να μην Του δώσουμε ξανά την πίκρα της αμαρτίας.
Η παραβολή του αγίου Ευαγγελίου, η παραβολή του ασώτου υιού, είναι μία όσο γίνεται ακριβέστερη έκφραση της αγάπης του Θεού Πατέρα προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Εκεί βλέπουμε ότι ο άσωτος υιός, που απεικονίζει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο πάνω στη γη, ζήτησε από τον πατέρα του να του δώσει το μέρος που του ανήκει από την πατρική περιουσία ως υιός. Βέβαια πάρα πολύ άφρονα, άμυαλα ζήτησε να πάρει το μερίδιό του και ν’ αποσπαστεί από την πατρική στέγη, από την πατρική αγάπη, από την πατρική φροντίδα. Και νομίζοντας ότι είναι ικανός μόνος του να φροντίσει περί της ζωής του, έφυγε και η αμυαλοσύνη πληρώθηκε πάρα πολύ ακριβά. Όπως διαλαμβάνει το άγιο Ευαγγέλιό μας, ο άσωτος αυτός υιός κατασπατάλησε όλη αυτή την περιουσία ζώντας μία αμαρτωλή ζωή.
Η αμαρτωλή ζωή γεννά θάνατο. Ο μισθός της αμαρτίας είναι ο ψυχικός θάνατος και πολλάκις γίνεται αιτία να πεθάνει κανείς και σωματικά. Ο άσωτος υιός αφού σπατάλησε ό,τι είχε πάρει σαν περιουσία, κατήντησε να βόσκει χοίρους και να ζει με τα ξυλοκέρατα των χοίρων. Δηλαδή όταν ο άνθρωπος πάρει την περιουσία της Χάριτος του Θεού, όταν αξιωθεί του αγίου Βαπτίσματος, μετά, όταν απομακρυνθεί από αυτή τη Χάρη, διότι διέκοψε αυτή την επαφή με τον Θεό Πατέρα, καταντά να γίνει σκεύος του διαβόλου, σκεύος της αμαρτίας, «ζων ασώτως» μακράν του Θεού, κυλιόμενος συνεχώς από αμαρτία σε αμαρτία.
Βλέπουμε πάλι στην παραβολή, ότι ο άσωτος κάποια στιγμή ήρθε στον εαυτό του, κατάλαβε το λάθος του. Όταν έπραττε την αμαρτία φαίνεται ότι ήταν εκτός εαυτού, εκτός λογικής, εκτός συνέσεως και σωφροσύνης. Ήρθε στον εαυτό του –λέει ο Χριστός μας– και είπε, σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων; Εγώ εδώ στα ξένα χάνομαι και απόλλυμαι. Καλύτερα να γυρίσω πίσω και δεν θα ζητήσω από τον πατέρα μου να με αποκαλεί παιδί του, διότι δεν είμαι άξιος, αλλά θα του πω να με λογίσει έναν από τους υπηρέτες του. Αυτοί περνούν τόσο καλά εκεί, να γίνω και εγώ ένας τέτοιος, μου αρκεί αυτό. Δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω υιοθεσία διότι απώλεσα την αξιοπρέπεια της υιοθεσίας. Διότι σπατάλησα ό,τι είχα από τον πατέρα μου, μου αρκεί να επιστρέψω».
Αυτά και τόσα άλλα σκέφθηκε και έβαλε απόφαση να ξεκινήσει. Πριν ακόμα ξεκινήσει, ο πατέρας του τον περίμενε έξω με ανοιχτή την αγκάλη του. Τόσο πολύ είναι έτοιμος ο Θεός να δεχτεί έναν αμαρτωλό. Πήρε ο άσωτος τον δρόμο της επιστροφής, της σωτηρίας, πήρε τον δρόμο τον ίσιο και έφτασε στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας αμέσως τον αγκάλιασε, τον φίλησε, έκλαψε επάνω του, έκλαψε και ο άσωτος, και άρχισε να του λέει: «Ήμαρτον, πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός σου, αλλά ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Τι απαντά ο Πατέρας;
«Ξέχασέ τα όλα ό,τι έκανες. Μου αρκεί η επιστροφή σου, μου φτάνει ότι γύρισες στο σπίτι. Ήσουν πεθαμένος και ανέζησες, χαμένος και ευρέθης. Αυτό φτάνει. Τα κρίματα όλα, τα σφάλματα, τη σπατάλη της περιουσίας, όλα ξέχασέ τα».
Αμέσως διατάζει λουτρό. Αφού έκανε λουτρό, τον έντυσε της υιοθεσίας την παλιά στολή, διέταξε να του βάλουν δαχτυλίδι στο χέρι του. Τα πάντα άλλαξαν, και εκεί που ήταν βρώμικος, βοσκός χοίρων, σε μια στιγμή, με την επιστροφή, έγινε παιδί του Θεού. Έγινε παιδί Βασιλέως. Ολόλαμπρος, στολισμένος. Δεν το περίμενε αυτό το πράγμα. Ο πατέρας τόση στοργή; Τόση αγάπη; Τόση αλλαγή; Τι ματαιοφροσύνη και τι πλάνη, σκέφθηκε ο άσωτος, που είχα, όταν ήμουν μακριά του! Τελικά διέταξε να σφαγεί ο μόσχος ο σιτευτός και ν’ αρχίσει η συναυλία της επιστροφής του ασώτου υιού. Και άρχισε η πανήγυρις. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο παλάτι του πατέρα και αυτός είχε βγει έξω από τον εαυτό του, από το θαύμα της σωτηρίας του. Ο δε πατέρας εκαλλωπίζετο στην ανάζηση του παιδιού του, και ήταν όλος χαρά και ευφροσύνη.
Αυτό είναι μία εικόνα ελάχιστη από την πραγματικότητα του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Πατέρας ο Ουράνιος είναι πανέτοιμος απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος επιστρέψει και ζητήσει την συγνώμη και την επιστροφή στον σώφρονα βίον, είναι έτοιμος, πανέτοιμος, να συγχωρήσει και να ξεχάσει τα πάντα. Αρκεί ο άνθρωπος να έρθει στον εαυτό του, να καταλάβει τα σφάλματά του, να ταπεινώσει το φρόνημα, ν’ αναγνωρίσει ότι έσφαλε, και ο Θεός θα του πει: Ξέχασέ τα όλα, παιδί μου, φτάνει που γύρισες. Όλα τα συγχωρώ, αρκεί που γύρισες κοντά μου.
Έρχεται και ο άλλος, ο εχθρός του ανθρώπου, ο Διάβολος με τη μεγάλη του πανουργία, με την τέχνη του, με τη μαστοριά του, και σφυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού και του λέει ότι ο Θεός δεν σε συγχωρεί, είσαι πολύ αμαρτωλός. Έκαμες εγκλήματα. Τώρα σε περιμένει μεγάλη τιμωρία και κόλαση, μην πλησιάζεις τον Θεό καθόλου, δεν είσαι άξιος να σηκώσεις τα μάτια σου, να προσευχηθείς και να ζητήσεις συγνώμη. Ο Θεός είναι οργισμένος, και τόσα άλλα.
Ο αμαρτωλός δεν πρέπει να πιστέψει σ’ όλα αυτά. Διότι ένας πατέρας, μία μητέρα, όταν επιστρέψει το παιδί της από μία αμαρτία, από μία άσωτη ζωή, που να την είχε προηγουμένως υβρίσει, να την είχε δείρει, να την είχε σπρώξει, να την είχε μουτζώσει, χτυπήσει, από τη στιγμή που επιστρέψει, η μητέρα αμέσως θα το αγκαλιάσει το παιδί, θα του δώσει συγνώμη, δεν θα λογιστεί τίποτα κακό, αρκεί που το παιδί της γύρισε στο σπίτι μετανοιωμένο. Εάν μία μητέρα μ’ ένα μόριο αγάπης, δίνει τόση συγνώμη και τόσο έλεος στο παραστρατημένο και μετανοιωμένο παιδί της, πόσο μάλλον ο Θεός, ο άπειρος στην αγάπη, θα δώσει συγνώμη και έλεος και φιλανθρωπία; Δεν πρέπει να δώσουμε ακρόαση στους ψιθυρισμούς του αποστάτη διαβόλου. Αυτός δεν έμαθε την ταπείνωση, δεν γνωρίζει τι θα πει ταπείνωση, γι’ αυτό και είναι μακριά από τον Θεό. Από τη στιγμή που θα σκηνώσει στον λογισμό του ανθρώπου η ταπείνωση, αμέσως γεννάται η επιστροφή του ανθρώπου.
Άρα ο εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι εκείνα τα κακά που μας κρατάνε μακριά από τον Θεό. Την εικόνα του ασώτου υιού να τη ζήσουμε μέσα στη σκέψη και την καρδιά μας και θα αντλήσουμε, ή μάλλον θα αντλούμε συνεχώς μετάνοια και επιστροφή. Όχι μόνο μετάνοια και επιστροφή, αλλά θα πλουτίζουμε την καρδιά μας με αγάπη Θεού. Θα νοιώθουμε τον Θεό Πατέρα μας στοργικό με μία αγάπη που δεν έχει μέτρο. Μέσα σ’ αυτή την αγάπη είναι αδύνατο ν’ αστοχήσουμε. Όσα και αν μας ψιθυρίσει ο εχθρός, ότι δεν μας συγχωρεί ο Θεός, διότι εγκληματήσαμε στη ζωή, όταν δούμε στον καθρέφτη του ασώτου υιού την αγάπη του Θεού Πατρός μας, αμέσως όλοι οι λογισμοί του διαβόλου θα διασκορπιστούν.
Πηγή: [Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού», σελ. 137 (απόσπασμα)], Η άλλη όψη
Κάποτε μοῦ εἶχε πεῖ ὁ πατὴρ Πορφύριος, που τὸν εἶχα πνευματικό μου, ὅτι ὅταν βλέπεις καὶ γίνεται ἕνα κακὸ γύρω σου, γενικά, καὶ δὲν διαμαρτύρεσαι, εἶσαι συνένοχη. Καὶ μάλιστα, μοῦ τὸ εἶχε πεῖ σὲ κάποιο θέμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στὴν Ὑπηρεσία, ποὺ κι ἐγὼ φοβόμουν...
Κάποιος πρωθυπουργὸς παλιά, μόλις ἀνέβηκε κατήργησε τὴν ἀργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴ θέση μου πῆρα ὅλα τα ὑποκαταστήματα ποὺ εἶχε τὸ Ταμεῖο Ἐμπόρων στὴν ἐπαρχία, Πρέβεζα, Θεσσαλονίκη … ὅλα, καὶ τοὺς εἶπα ὅτι καθένας ἀπὸ σᾶς θὰ στείλει ἕνα τηλεγράφημα διαμαρτυριας στον ὑπουργὸ καὶ στὸν πρωθυπουργό. Ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ πάρει ἄλλους εἴκοσι, οἱ ἄλλοι εἴκοσι ἄλλους εἴκοσι καὶ ὄντως ἔγινε. Τελικά, ἡ ἀργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπανῆλθε σὲ ἕνα μήνα μὲ Προεδρικὸ Διάταγμα.
Θέλω νὰ πῶ δηλαδὴ δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ, τὸ ξεκίνησα ἔτσι μὲ εὐλογία τοῦ πατρὸς Πορφυρίου. Μην νομίζει κανεὶς ὅτι....
εἶναι μόνος του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Μπορεῖ ὁ κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ἔχει τὴ δύναμη νὰ διαμαρτυρηθεῖ διότι εἶναι συνένοχος καὶ ὑπεύθυνος.
Εὐχαριστῶ.
***
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Α] Το βδέλυγμα της ερημώσεως είναι ο Αντίχριστος που θα καθίσει ως πολιτικός, στρατιωτικός και θρησκευτικός αρχηγός στο Ναό του Θεού, «εν τόπω αγίω».
«Βδέλυγμα όμως ερημώσεως είναι και ό,τι άλλο ακάθαρτο πρίν από τον ερχομό του Αντιχρίστου εισέρχεται και κάθεται σε άγιο τόπο και ερημώνει το όποιο ιερό περιβάλλον.
Είναι η αίρεση και οι αιρετικοί που μολύνουν την ορθόδοξη κοινωνία και εισέρχονται με βέβηλα πόδια στην Αγία Ορθοδοξία μας.
Όταν για παράδειγμα πλήν λίγο καιρό κλήθηκε ο αιρεσιάρχης πάπας να επισκεφθεί τη Λέσβο, όλοι οι ορθόδοξοι τόλεγαν ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Έτσι και έγινε: από κείνη την ώρα μέχρι τώρα δεν ησύχασε το Νησί μας. Μεγάλη αναταραχή και ένταση στον καταυλισμό των προσφύγων. Είχαμε και δύο νεκρούς. Όπου πατήσει πόδι αιρετικών, δεν φυτρώνει ούτε χορτάρι.
Σχετικό είναι και το γεγονός σύμφωνα με το οποίο σε χρόνο που ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος λουζόταν στο δημόσιο λουτρό της Εφέσου και έμαθε ότι παραδίπλα ήταν και ο αιρετικός Κήρινθος, έφυγε αμέσως μαζί με τους συνοδούς του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ας φύγουμε καλύτερα μη πέσει και μας πλακώσει η στέγη του λουτρού».
Είναι πηγή δυστυχίας, κακοδαιμονίας και απωλείας η αίρεση.
Β] Βδέλυγμα της ερημώσεως είναι επίσης και το σχίσμα, το οποίο δεν ξεπλένεται ούτε με αίμα μαρτυρίου. Το σχίσμα είναι η χειρότερη βόμβα στα θεμέλια του έθνους και όσες φορές η ενότητα των Ορθοδόξων υποβαθμιζόταν, ακολουθούσαν με μαθηματική ακρίβεια συμφορές και ακαταστασίες.
Δεν υπάρχει λοιπόν χειρότερο πράγμα από την αίρεση και το σχίσμα. Άνθρωποι που έχασαν την αλήθεια της Εκκλησίας και έσχισαν τον άρραφο χιτώνα της Ορθοδοξίας δεν έχουν κανένα καρπό της χάριτος και μόνο πρόξενοι συμφορών μπορεί να γίνουν. Τους ακολουθεί ο διάβολος.
Τόπος άγιος όμως δεν είναι μόνο η Εκκλησία και η Ορθοδοξία. Τηρουμένων των αναλογιών άγια αγίων έχει και η Οικογένεια και η Πατρίδα, η ελληνορθόδοξη κοινωνία και το ελληνικό σχολείο.
Τόπος άγιος είναι και η ψυχή κάθε ανθρώπου και δή νέου και παιδιού όπου με αναίδεια και αναισχυντία επεμβαίνουν κάποιοι τρίτοι και διαφθείρουν, κάποιοι βαμμένοι κομματικοί κήρυκες, χρηματολάτρες έμποροι ψυχών και σωμάτων, μαντατοφόροι σάπιων ιδεών και απόψεων, άγγελοι του θανάτου των εκτρώσεων, δούλοι των στοών και των λεσχών, εκπαιδευτικοί που πάτησαν τον όρκο και το σύνταγμα, αποτυχημένοι μαρξιστές παλαιάς κοπής.
Γ] Τελευταία, «επ΄ εσχάτων των ημερών» η ομοφυλοφιλική θεωρητική πτέρυγα της διεθνούς των ασεβών αποφάσισε να εισβάλλει και με μια θεματική εβδομάδα να θρονιαστεί, στις έδρες και τις αίθουσες, στα μυαλά και τις ψυχές των μαθητών των Γυμνασίων της χώρας μας.
«Επειγόντως, ολιστικώς και βιωματικώς», με ταυτόχρονη ακύρωση του συνήθους γνωστού εβδομαδιαίου προγράμματος μαθημάτων, σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, πρέπει να πιστέψουν και να αποδεχθούν οι μαθητές την ανατροπή και αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων που έχει μέχρι τώρα η ελληνορθόδοξη κοινωνία, δηλαδή τις αρχές και της αξίες του Ευαγγελίου και της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Αυτό το βδέλυγμα της ερημώσεως του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής βιάζεται πολύ και θέλει να προλάβει Γονείς, Εκκλησία, Ιερείς κλπ και να ερημοποιήσει ψυχές «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» σπέρνοντας τον αμοραλισμό, δηλ. την ηθική αδιαφορία, στις νεανικές ψυχές. ΄Εχει καλέσει γι΄ αυτό το σκοπό την «αδελφή του θανάτου», την ομοφυλοφιλία και επισκέπτονται μαζί τις σχολικές αίθουσες, εκεί όπου δεσπόζει η Εικόνα Του Χριστού και η Αγία Πίστη μας.
Το βδέλυγμα της ερημώσεως, όποιο και νάναι, τελικά και σίγουρα θα το εξαφανίσει από προσώπου γης με ένα φύσημα του στόματός Του ο Ίδιος ο Χριστός. Περιμένουμε λοιπόν με έμπονη προσευχή την απάντηση του ουρανού και το τελευταίο λεπτό του Θεού.
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Το ημερολόγιο έδειχνε 5 Φεβρουρίου 2009. Ήταν η ημέρα που ο πατήρ Νικόδημος Γρηγοριάτης πέρασε από τα παρόντα στα μέλλοντα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια. Κι ήταν η ημέρα που έγιναν όλα καινούρια για εκείνον. Ήταν καιρός ευπρόσδεκτος, ήταν ημέρα σωτηρίας για το μοναχό με τη ζέουσα καρδιά. Ήταν η ημέρα που η καταβεβλημένη από βαρύτατη ασθένεια καρδιά του έπαψε πια να χτυπά.
Βέβαια, ήταν του πατρός Νικοδήμου η καρδιά μια καρδιά κουρασμένη από τον πόνο, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες και τις ανηφοριές της σταυρικής του ζωής.
Και όμως η κουρασμένη αυτή καρδιά ήταν συνάμα ακούραστη στο να αγαπά, να συμπονά, να κλαίει μετά κλαιόντων, να χαίρει μετά χαιρόντων και να προσεύχεται ακαταπαύστως, διαπύρως, εμπόνως, ενθέρμως, αδιαλείπτως, ασιγήτως, ακορέστως φλεγόμενη σε έναν έρωτα θείο και σε μια διαρκή προσφορά αγάπης προς τον συνάνθρωπο, τον κάθε έναν ως αδελφό του Χριστού.
Έτσι, όταν του γνωρίστηκε η διάγνωση της ανιάτου ασθενείας της καρδιάς του και δεν αποδέχτηκε την προταθείσα μεταμόσχευση καρδιάς, ειρηνικά δέχτηκε ο πατήρ Νικόδημος ότι το τέλος της επιγείου ζωής του θα ήταν επώδυνο και βασανιστικό και ότι του έμενε μόνο να οπλιστεί με βαθειά καρτερία και να υπομείνει ως λυπούμενος, αεί δε χαίρων.
Και είχε ιδιαίτερη αξία η καρτερία του αυτή και η αγία του υπομονή, καθώς είχαν θεμέλιο στην αληθινή και βαθειά του αγάπη για τον αγωνοθέτη Κύριό του Ιησού Χριστό και για τον κάθε πονεμένο συνάνθρωπό του, τον κάθε θεωρούμενο ως εγκεφαλικά νεκρό, που είναι βαρύτατα πάσχων κι όχι νεκρός και διέρχεται τις κρισιμότερες στιγμές της επιγείου ζωής του, καθώς επίκειται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Αναμφίβολα, ο πατήρ Νικόδημος βίωνε με ενάργεια την πεποίθηση ότι ο χρόνος και ιδιαιτέρως η τελευταία στιγμή της ζωής έχει ανεκτίμητη αξία για κάθε ψυχή. Από πολύ νωρίς η θεία Πρόνοια είχε αποκαλύψει μυστικά στον πατέρα Νικόδημο το πόσο ιερές και κρίσιμες είναι οι τελευταίες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου κατά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, όταν ως νέος μοναχός διακονούσε γέροντα μοναχό απερχόμενο για την άνω ζωή και βασιλεία.
Έτσι, ο πατήρ Νικόδημος εμπειρικώς γνώριζε την ανεκτίμητη αξία της τελευταίας στιγμή μιας ζωής και όχι απλώς διανοητικώς.
Αναντίρρητα, ο μανικός του ζήλος για τον Χριστό υπήρξε η κινητήριος δύναμη κάθε του πράξης, κάθε του λόγου, κάθε του σκέψης. Ζήλος μανικός για το Χριστό που έφτανε μέχρι τον πόθο του μαρτυρίου. Κι ο πόθος του μαρτυρίου του πραγματωνόταν στην υπομονή και την εγκαρτέρηση κατά τα τραγικά γεγονότα της οικογένειάς του, αλλά κυρίως μέσα στην μακαρία υπακοή προς τον αγαπημένο γέροντά του.
Η υπακοή του ήταν πράγματι νέκρωσις μελών και εκούσιος θάνατος, όπως την όριζε κι ο Άγιος της Κλίμακος κι όπως του ζήτησε κι ο Γέροντας Παΐσιος όταν διέκρινε στα βάθη της καρδιάς του το ζήλο των μαρτύρων.
Ο πατήρ Νικόδημος σφράγισε τη σταυρική του ζωή με το ανάλογο οσιακό του τέλος και συνεχίζει να περιβάλει με αγάπη όλους εμάς προσφέροντας για όλους ικετήριες προσευχές στον Ζώντα Άγιο Τριαδικό Θεό.
Περάσαν ήδη τέσσερα χρόνια απ’τη μέρα που ο π.Νικόδημος Γρηγοριάτης με το μαρτυρικό του τέλος επισφράγισε την οσιακή ζωή του και η ελπίδα του γέμισε μ’ αθανασία. Δαπάνησε oλόκληρη τη ζωή του στην αγία ταπείνωση που γεννούσε μέσα του δίψα ακόρεστη γι’ αγάπη.
Όταν ο θεράπων ιατρός έθεσε ενώπιον του το δίλημμα «μεταμόσχευση καρδιάς ή θάνατος» εκείνος επέλεξε αυτό που υπαγόρευε η μέχρι θανάτου αγαπώσα καρδιά του.
«Θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ό,τι άλλο τεχνικό μέσο διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μια καρδιά που θα προέρχεται από έναν "εγκεφαλικά νεκρό", ο οποίος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής ».
Όσοι ζήσαμε από κοντά τον π. Νικόδημο ξέραμε πως ήταν έτοιμος από καιρό για αυτή τη μαρτυρία Αγάπης που καρποφόρησε και το μαρτύριό του. Είναι πολλά τα θαυμαστά που συνδέονται με την οσιακή ζωή του.
Μέχρι να’ρθει η ώρα όλα αυτά να φανερωθούν προς δόξαν Θεού και ωφέλεια των συνανθρώπων μας, θα σταχυολογήσουμε απλώς τις πρώτες συγγραφικέςαντιδράσεις μετά το μαρτυρικό του τέλος. Ευχή μας είναι ο Παντεπόπτης Θεός, σύντομα να φανερώσει την κεκρυμμένη από τον κόσμο σταυροαναστάσιμη μοναχική του ζωή.
Θα κλείσουμε αυτό το σύντομο σημείωμα αντιπροσφέροντάς του τον χαιρετισμό με τον οποίο
εκείνος μας στήριζε και μας εμψύχωνε πάντα.
Να χαίρεστε πάτερ Νικόδημε! Να χαίρεστε πάτερ Νικόδημε και τώρα και πάντα!
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ
ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΕΙΣ
ΜΟΝΑΧΟΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΝ
(24-1/6-2-2009)
Στό πάνσεπτο αὐτό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, τό ἔτος 1975 ὁ π. Νικόδημος ἔλαβε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ.
Σήμερα, κεκοιμημένος, στήν ἴδια θέσι, μπορεῖ νά κάνη τόν ἀπολογισμό τῆς μοναχικῆς του ζωῆς. Ὁ ἴδιος, βαθύτατα ταπεινός, ποτέ δέν θά ἐπαναλάμβανε γιά τόν ἑαυτό του τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα, λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι Κύριος ἐν ἐκείνη τῆ ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄ Τιμ. δ΄ 7-8).
Ἐμεῖς ὅμως πού τόν ζήσαμε, μποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι εἶναι ἄξιος νά εἰπῆ αὐτά τά λόγια στόν Κύριό του. Ὁ ἀγώνας ἐτελείωσε. Τό μαρτύριον τῆς συνειδήσεως, καί αὐτό ἐτελείωσε. Νομίμως ἤθλησε, καί τώρα στεφανοῦται.
Γι’ αὐτό σήμερα συγκιρνοῦμε τήν λύπη μέ τήν χαρά. Λύπη γιά τόν σωματικό χωρισμό, καί χαρά γιά τήν νίκη τοῦ πολυάθλου ἀδελφοῦ.
Ἐτήρησε τίς εὐαγγελικές ἀρετές τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπομονῆς, τῆς πίστεως, ὅπως ἐπίσης καί τίς μοναχικές ἀρετές καί ὑποσχέσεις τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς παρθενίας, τῆς κεκρυμμένης ἀπό τόν κόσμο ζωῆς.
Ἐπίστευε ὁ μακαριστός ἀδελφός καί ἤλπιζε στόν λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου: «ἡ ζωή ὑμῶν έκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῶ Θεῷ, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη» (Κολ. γ΄ 3-4).
Μακαριστέ ἀδελφέ καί τέκνον ἐν Κυρίω, Νικόδημε, κατά τό διάστημα τῆς σταυροαναστασίμου μοναχικῆς σου ζωῆς εἶχες πάντα τήν πτωχή μου πατρική ἀγάπη. Καί σύ ἤσουν γιά μένα καί γιά ὅλη τήν Ἀδελφότητα παράδειγμα ταπεινοῦ Μοναχοῦ πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους.
Ζοῦσες τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα στίς δύσκολες στιγμές τραγικῶν γεγονότων στήν ζωή τῶν συγγενῶν σου. Νοιώθοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀνταπέδιδες τήν δική σου ἀφοσίωσι, λατρεία καί ἀγάπη στόν Κύριο.
Τώρα, λυθέντων Τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος, μπορεῖ ἡ μακαρία ψυχή σου νά χαίρεται πληρέστερα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, τήν Χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὔχου καί γιά μᾶς, νά τελειώσουμε τόν ἀγῶνα καί νά εὐαρεστήσουμε τόν Κύριο. Ὄντως, «μακαρία ἡ ὁδός, ᾖ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Εἰς τήν κοίμησιν τοῦ ὁσιωτάτου Ἀδελφοῦ ἡμῶν
καί πολυαγαπητοῦ μας μακαριστοῦ μοναχού Νικοδήμου Γρηγοριάτου
(+23 Ἰανουαρίου 2009)
Σέ γνώρισα, φιλάγιε,
φιλόχριστε, Ἀδελφέ μου,
ὅταν κι ἐγώ ὡς
Δόκιμος, ἦλθον, ἀγαπητέ μου
εἰς Γρηγορίου τήν
Μονήν, ἐν Ἄθωνος τῶ Ὄρει
τοῦ πλοίου μου τοῦ τῆς
ψυχῆς νά ἑτοιμάσω πλώρη
νά ταξιδεύσω, ὡς ἐσύ ἤδη
καλῶς ἀνῆλθες,
εἰς οὐρανῶν ἀκύμαντον
λιμένα καί ἀπῆλθες
τῶν ἐγκοσμίων καί
τερπνῶν, ἅτινα θεοφρόνως
ἐμίσησας πανόλβιε ἠγάπησας
προφρόνως
τόν Ἰησοῦν, τήν ἀρετήν,
ταπείνωσιν ἐμπόνως.
Πολύ μ’ ἐντυπωσίαζε
τό ἅγιον μετωπόν σου
τά καθαρά σου ὄμματα,
ὁ ζῆλος ο θεϊκός σου,
ἡ ἄπειρος ἀγάπη σου εἰς
ἅγιον Γέροντά σου
ὑπακοή ἀδιάκριτος σ’
αυτόν μέ τήν καρδιά σου.
Ὅπου κι ἄν διηκόνησας,
ἐπέδειξας ἀγάπην,
ὑπομονήν καί
φρόνησιν, ξένος ἀπό τά πάθη.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου
μας, ἐσκήνωσεν ἐντός σου
καί ἀπό νεότητος ἐσύ
εἶχες εἰς τό πλευρόν σου
γηθόμενον τόν ἄγγελον,
φύλακα καί προστάτην
ὅστις σέ περιφύλαξε ἀπό
ποικίλα πάθη.
Δι’ ἀσθενείας ἔφοδον,
θελήματι τῶ θείῳ
σκληρῶς ἐν χρόνοις ἱκανοῖς
ἐπλήγης καί ὁσίως
ὑπέμεινας, θεόσοφε,
καρτερικῶς καί ὤφθης
μαρτύρων ἰσοστάσιος
καθ’ ὅ Θεῶ ἐτρώθης
τῶν οὐρανίων καλλονῶν
λαβεῖν τάς ἀντιδόσεις,
καί ἐραστῆ σου Ἰησοῦ,
ψυχήν νά παραδώσης.
Ἐπέδειξες,
παμφίλτατε, ζῆλον Χριστοῦ καί πόθον
καί διά δακρύων ὀχετοῖς
ἀνῆλθες εἰς τόν Λόφον
τοῦ Γολγοθᾶ, διά Ἰησοῦν
ἰδεῖν Ἐσταυρωμένον
διά νά τόν κλαύσης
στοργικῶς νά χαίρεσαι ἀσμένως.
Ἐτίμησας, σύν Χάριτι,
μοναστικόν σου βίον
ὅτι Χριστόν ἠγάπησας ὑπέρ
τόν κόσμον πλεῖον.
Καί πλήθη νέων μοναχῶν
καί λαϊκῶν ἐνθέως
κατηύφρανας τοῖς
λόγοις σου, τούς ἔθρεψας εὐκαίρως
καί τούτους
καθωδήγησας εἰς τάς ὁδούς Κυρίου
καί δι’ ἁγίων σου εὐχῶν
τοῦ Πνεύματος Ἁγίου,
ἐστήριξας τούς ἐνδεεῖς, τούς ὀρφανούς,τούς
νέους
θερμῶς ὑπεραγάπησας, ἐδίδαξας
τους γέρους
λαβεῖν ἁγίων ἀρετάς
καί τέλους ἀνωδύνου
ἀξιωθῆναι ἅπαντες κι ἀπαλλαγήν
τοῦ θρήνου.
Δοχεῖον πλῆρες ἀρετῶν
ὤφθης Θεῶ τρισμάκαρ
κι ἐφώτισας τοῖς
λόγοις σου τόν κόσμον, θεομάκαρ.
Οὐδέποτε παρώξυνας, ἐπλήγωσας
τό Πνεῦμα
ἐκράτησας ταπείνωσιν
καί ἤχθης εἰς τό τέρμα
λαμπροφανής, ἀγνότατος
ὑπό Χριστοῦ ἐκλήθης
εἰς οὐρανῶν σκηνώματα
περιφανῶς ἀνήχθης.
Δι’ ἅπαντα τόν βίον
σου ἡμεῖς σ’ εὐχαριστοῦμεν
καθ’ ὅτι μᾶς ὑπέδειξας
ὁδόν ν’ ἀκολουθοῦμεν,
τῆς μετανοίας, τῆς εὐχῆς,
ὑπομονῆς, ἀγάπης,
δι’ ὧν προσήλθες τῶ
Χριστῶ καί ὅλως ἐδοξάσθης.
Ἡμεῖς περιλειπόμενοι
σύν Γέροντι ἁγίῳ
ἐλπίζομεν ταῖς σαῖς εὐχαῖς
νά τύχωμεν ἐν βίω
ἐλέους τοῦ Παντάνακτος, θερμῶς ν’ ἀγωνισθῶμεν
καί μετά σοῦ διηνεκῶς ποτέ νά εὑρεθῶμεν.
Χαῖρε,οὖν, πάντων
καύχημα καί ἀρετῶν ταμεῖον
τῆς εὐσεβείας ἐραστά, ὑπομονῆς δοχεῖον
καί μοναζόντων τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
ἐξαίσιον ὑπόδειγμα καί ἐναρέτου βίου.
Μοναχού Δαμασκηνού
«΄Ένα λουλούδι στον Τάφο του αδελφού π. Νικοδήμου»
Στις 23-1-2009 (Π.Ημ.) εκοιμήθη ο πολυαγαπητός μας αδελφός π. Νικόδημος στο Ωνάσειο νοσοκομείο και στις 24-1-2009 έγινε η κηδεία του στην Ιερά Μονή της Μετανοίας του.
Τα συναισθήματα μεικτά. Λύπη βαθειά για την κοίμηση και τον αποχωρισμό νέου αδελφού και χαρά διότι η ψυχή μας αισθάνεται ότι πήγε κοντά στον Χριστό μας.
Ποτέ δεν θα Ξεχάσουμε την μεγάλη του αγάπη για όλους μας, την ανεξικακία του, την εγκράτειά του, την μεγάλη υπομονή στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής του και κυρίως το Οσιακό τέλος του με δοξολογία στον Θεό, χωρίς ίχνος δυσαρέσκειας ή ερωτιματικών, αλλά με μεγάλη Πίστι έλεγε πάντοτε να γίνεται το θέλημα του Θεού.
Από παιδί 18 ετών μόλις τελείωσε το λύκειο, μέχρι 54 ετών που εκοιμήθη, 35 ολόκληρα χρόνια τέλειος υποτακτικός σε όλα, καλλιέργησε όλες ανεξαιρέτως τις αρετές στο μέγιστο βαθμό, γι’ αυτό και ηξιώθη μεγάλων ευλογιών και ανωτέρων πνευματικών καταστάσεων και εμπειριών.
Επειδή γνωρίζω ότι η ταπεινή ψυχή του δεν θέλει επαίνους, γι’αυτό τα περιγράφω γενικά και οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι καταλαβαίνουν περισσότερα.
Άλλοι πιο ειδήμονες στα πνευματικά θέματα ελπίζω να γράψουν λεπτομερώς για την οσιακή βιωτή του. Ποτέ δεν διανοήθηκε να κάνει κάτι χωρίς ευλογία ή κάποια παραχώρηση στην τέλεια κι άνευ όρων υπακοή του στον Γέροντα.
Παρηγορούσε όλους η ευαίσθητη καρδιά του, από τον Γέροντα και τους πατέρες μέχρι τον κάθε επισκέπτη και πτωχό. Με πόθο μεγάλο διάβαζε και λάτρευε τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο και τον όσιο Ισαάκ.
Ο αδελφός του Παρασκευάς σκοτώθηκε νέος σε τροχαίο δυστύχημα, ο πατέρας του Χρήστος πέθανε από την λύπη του με καρκίνο στον πνεύμονα. Απέμεινε μόνη η μητέρα του Χρυσούλα με προβλήματα αναπνευστικά και με κλονισμένη υγεία.
Με ευλογία του σεβαστού Γέροντός μας ο π. Νικόδημος επί πολλά έτη με υπομονή και προθυμία διηκόνησε στον Πειραιά την απλουστάτη και εναρέτη κ. Χρυσούλα μέχρι το ευλογημένο τέλος της.
Η εύαισθητη καρδιά του που είχε από χρόνια προβλήματα σταμάτησε να κτυπά στις 23-1-2000 (Π. Ημ.) στο Ωνάσειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν συχνά κι όπου όλοι τον αγαπούσαν πολύ. Καλή αντάμωση π. Νικόδημε!
Ο υποτακτικός σου στην Τραπεζαρία της Ιεράς Μονής μας: Μοναχός Ισαάκ Γρηγοριάτης
__________________
© Επιμελήθηκαν οι αδελφοί στην σύνταξη των Αναβάσεων, Κωνσταντίνος και Δημήτριος τους οποίους και ευχαριστούμε για την αγάπη τους και το φωτογραφικό, οπτικό και ηχητικό υλικό, το οποίο όταν υπάρξει ευλογία από την Ιερά Μονή Γρηγορίου θα το δημοσιεύσουμε προς χαράν και ψυχική ωφέλεια των ανθρώπων που τον γνώρισαν.
Διαβάστε επίσης από το διαδίκτυο για τον Μοναχό Νικόδημο Γρηγοριάτη. (1955-2009)
'Ένας άγγελος έφυγε από ανάμεσά μας' Με αυτή την φράση, την οποία πολλές φορές επανέλαβε ο σεβαστός Γέροντας μας π. Γεώργιος, εξέφρασε αυτό που ένοιωθε όλη η αδελφότητά μας αλλά και όλοι όσοι έζησαν τον π. Νικόδημο στο σύντομο χρονικό διάστημα που η αγάπη του Θεού τον άφησε κοντά μας.
Και όντως! Ο π. Νικόδημος ήταν μία αγγελική ύπαρξη, ολοκληρωτικά αφιερωμένη στον Θεό εξ απαλών ονύχων. Όπως οι άγιοι Αγγελοι έχουν ως κύριο έργο τους την ακατάπαυστο δοξολογία του Θεού, έτσι και ο π. Νικόδημος. Λάτρευε από μικράς ηλικίας τον Αγιο Θεό με όλη την ψυχή του και την καρδία του και Τον δόξαζε με έργα και λόγους.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι αγαπούν και λατρεύουν με όλη την ύπαρξή τους τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, εξου «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» για όλη την κτίσι, γι` αυτό και υπακούουν αδιακρίτως στο θέλημά Του, και το όνομα του Θεού αποτελεί γι' αυτούς υπόθεση απεράντου χαράς και ευφροσύνης, έτσι και ο π. Νικόδημος.
Λάτρευε με όλο του το είναι τον Θεό, το όνομά Του είχε συνεχώς στο στόμα και την καρδιά του και μέχρι τελευταίας του αναπνοής ένα μόνο ζητούσε, πως θα εκτελεί το θέλημα του Θεού εν πάση πληρότητι και τελειότητα.
Και επειδή γνώριζε εκ πείρας ότι εκφραστής του θείου θελήματος για τον υποτακτικό είναι ο Γέροντάς του και ότι κάθε ευλογία του Θεού έρχεται στον υποτακτικό μέσω του Γέροντός του, υπεραγαπούσε τον Γέροντα. Το όνομα του Γέροντος ήταν πάντοτε στην καρδιά και τα χείλη του π. Νικοδήμου και το θέλημα του Γέροντος απαρέγκλιτος κανών για την ζωή του.
Έλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω να σε απολαύσω. Όμως δεν θέλω να σε απολαύσω άμεσα, επειδή δεν είμαι άξιος γι' αυτό, αλλά μέσω του Γέροντός μου. Βλέποντας τον Γέροντα, θέλω να βλέπω Εσένα. Ακούοντας την φωνή του Γέροντος, θέλω να ακούω την δική Σου φωνή.
Το θέλημα του Γέροντος να είναι για μένα το θέλημά Σου». Είχε απόλυτη εφαρμογή για τον π. Νικόδημο αυτό που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του «περί υπακοής», όπου περιγράφει την θαυμαστή ζωή των μοναχών ενός κοινοβίου: «Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν και τον Γέροντα».
Η υπακοή του π. Νικοδήμου στο θέλημα του Θεού ήταν μαρτυρική. Όλη η ζωή του ήταν ένα ατελείωτο μαρτύριο, το οποίο όμως υπέμεινε αγόγγυστα, με χαρά και αισιοδοξία αξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τον Θεό. Γι' αυτό και πήρε πολλή Χάρι από τον Θεό.
Η σχέσις του π. Νικόδημου με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία δεν ήταν συμφεροντολογική. Δεν διάλεξε τον Χριστό, για να πέραση καλά στην παρούσα ζωή. Αγάπησε την σταυρό του Χριστού, γι αυτό και αξιώθηκε και της αναστάσεώς Του.
Αποδέχθηκε ολοκαρδίως τον λόγο του Χριστού: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ' 24). Γι' αυτό και έλαβε την παρά του Θεού ενίσχυση στα μακρά και επίπονα αγωνίσματα της υπομονής: «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ' 33).
Όπως οι άγιοι Αγγελοι έχουν ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό, έτσι και ο π. Νικόδημος. Η αδιάκριτος υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως του το εξέφραζε ο Γέροντάς του, που για τον π. Νικόδημο ήταν ένα συνεχές πέρασμα μέσα από τον πόνο και το μαρτύριο, αυτό απέδειξε. Την αμετακίνητη εμπιστοσύνη του και πίστη του στον Θεό και στον Γέροντά του, στο πρόσωπο του οποίου, όπως προείπαμε, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό.
Όπως γνώρισμα των αγίων Αγγέλων είναι η τελεία καθαρότης, η παρθενία και η αγιότης, έτσι και ο π. Νικόδημος, αν και αναγκάσθηκε να ζήση μεγάλο μέρος της ζωής του εν μέσω του κόσμου, διατήρησε το σώμα και την ψυχή του καθαρά και παρθένα έως και ψιλού λογισμού, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «ακριβής παρθενία η προς πάσαν κακίαν ασυνδύαστος γνώμη» (Εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννη ν, 3).
Γι` αυτό και εξομολογείτο συνεχώς, ακόμη και τον παραμικρό λογισμό που πήγαινε να τον χωρίσει από τον Θεό, τον Γέροντα ή τους αδελφούς του. Η συνείδησίς του ήταν λεπτότατη. Αμέσως συνελάμβανε κάθε τι το αντίθεο, το οποίο αμέσως εξομολογείτο.
Όπως οι άγιοι Αγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. α' 14), έτσι και ο π. Νικόδημος κατεφλέγετο από ανείκαστο πόθο να ευεργετή τους άλλους και να κερδίζη ψυχές προς σωτηρίαν.
Έλεγε: «Χριστέ μου, θέλω με ότι συμβαίνει στην ζωή μου να δοξάζεται το Πανάγιό σου Όνομα, να ωφελούνται οι αδελφοί μου και εγώ να σώζωμαι». Για τον π. Νικόδημο ο εαυτός του ήταν πάντοτε σε δεύτερη μοίρα.
Πρώτα έπρεπε να αναπαυθούν οι άλλοι. Αναφέρουμε στο σημείο αυτό την μεγάλη αγάπη με την οποία διακόνησε τους αδελφούς του, μοναχούς και λαϊκούς, όσο καιρό ήταν στο μοναστήρι, τακτοποιώντας με υπερβολική σχολαστικότητα τα του διακονήματός του, στο οποίο παρέμενε ατελείωτες ώρες, και υπηρετώντας όλους με αυτοθυσία, είτε ως παραηγουμενιάρης είτε ως αρχοντάρης είτε ως γηροκόμος είτε ως διακονητής οποιουδήποτε άλλου διακονήματος.
Τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Χαρά του ήταν να χαίρωνται και να ωφελούνται οι άλλοι. Από τα χέρια του πέρασαν πολλά υλικά αντικείμενα και χρήματα, γιατί οι άνθρωποι τον αγαπούσαν και του τα εμπιστεύονταν.
Όμως όλα τα χρησιμοποιούσε για να δίνη χαρά στους άλλους. «Για να χαρούν», όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε: «Έδωσα στον τάδε το τάδε αντικείμενο για να χαρή» ή «του έψαλα το τάδε τροπάριο για να χαρή».
Όμως εκεί που δαπάνησε απλόχερα τον εαυτό του ήταν στο να παρηγορή ατελείωτες ώρες τους απελπισμένους, να χαροποιοί τους λυπημένους, να γλυτώνει από τα νύχια του νοητού δράκοντος τους πλανεμένους, να οδηγεί στην πνευματική ζωή τους απομακρυσμένους από τον Χριστό και την σωτηρία, να ειρηνεύει τους ταραγμένους και να προσπαθεί να λυτρώνει από την σύγχυση των λογισμών και των παθών τους συγχυσμένους ανθρώπους της εποχής μας.
Η μεγάλη κοσμοσυρροή κατά την νεκρώσιμη ακολουθία, που τελέσθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Πειραιά, καθώς και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις ακόμη και αγνώστων ανθρώπων που έτυχε να γευθούν τα γλυκύτατα και παρηγορητικά του λόγια, αποτελούν έκφραση της μεγάλης αγάπης που ο λαός του Θεού, και μάλιστα της ιδιαιτέρας του πατρίδος, έτρεφε προς τον π. Νικόδημο, χάριν της ιδικής του αγάπης και ουσιαστικής προσφοράς του προς αυτόν.
Τί να πούμε για την θεομίμητη ταπείνωση του; Ήταν από τους αρχαιότερους μονάχους της Μονής μας. Ήταν καθαρότατος ψυχή και σώματι και υπεράξιος για την ιεροσύνη. Ο πόθος του για τον Θεό ανείκαστος και για την αγία ιεροσύνη ανείπωτος. Γι` αυτό εξ αλλού τελείωσε και την Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή.
Όμως όταν ο Γέροντας του ανακοίνωσε ότι δεν θα τον προωθήση στην ιεροσύνη, αποδέχθηκε αναντίρρητα την απόφασή του αυτή. Ήρχοντο νεώτεροί του στην Μονή και εγίνοντο ιερείς. Και ο π. Νικόδημος ούτε ζήλευε, ούτε φθονούσε γι' αυτό.
Απεναντίας εχαίρετο με τους νέους ιερείς και εξέφραζε τον πόθο του προς την αγία ιεροσύνη με την βαθειά τιμή και τον σεβασμό που απέδιδε σε αυτούς. Μας έλεγε τελευταία ο σεβαστός Γέροντάς μας: «Αναρωτιόμουν πώς ο π. Νικόδημος διατηρούσε αδιάλειπτα την μνήμη του Θεού μέσα του». Και βρήκα την απάντηση: «Διότι είχε πάντοτε βαθειά ταπείνωση».
Οι άγιοι Αγγελοι ως ασώματοι δεν έχουν ανάγκη πραγμάτων και υπαρχόντων, αλλά και ο π. Νικόδημος δεν θησαύρισε ποτέ θησαυρούς επί της γης, «οπού σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. στ' 19), αλλά «εν ουρανώ», διαμοιράζοντας, όπως προείπαμε, όλα όσα περνούσαν από τα χέρια του στους άλλους.
Ο π. Νικόδημος -κατά κόσμον Ιωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στον Πειραιά από απλούς, ευλαβείς και ενάρετους γονείς, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, το 1955. Είχε ακόμη ένα αδελφό, νεώτερο, τον Παρασκευά, ο οποίος κρίμασιν οις οιδε Κύριος εφονεύθη σε τροχαίο δυστύχημα παραμονές του γάμου του σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Ο π, Νικόδημος από πολύ μικρή ηλικία πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών. Ήταν εκ κοιλίας μητρός αφορισμένος για να αφιερωθεί στην λατρεία του Θεού. Γνώρισε τον σεβαστό Γέροντά μας στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αρμα Χαλκίδος το 1972, όταν ο Γέροντας ήταν ηγούμενος σ' αυτήν. Από νεαρής ηλικίας διεκρίνετο για την ευλάβειά του, τον Θείο του έρωτα, την αγνότητά του, την σοβαρότητά του, την πίστη του στον Θεό, την δοξολογική του στάση απέναντί Του, την ταπείνωσή του, την υπομονή του στις θλίψεις, την ανυπόκριτη αγάπη του προς όλους.
Ευρισκόμενος ήδη στην επιθανάτιο κλίνη εκμυστηρεύθηκε σε κάποιο αδελφό: «Από μικρό παιδί πολύ αγάπησα τον Θεό. Ζήλευα τους αγίους Μάρτυρας και τους παρακαλούσα: "Αγιοι Μάρτυρες, σας παρακαλώ, δώστε μου μία σταγονίτσα από την αγάπη σας προς τον Χριστό"». Και συνέχισε: «Αδελφέ μου, ειλικρινά σου λέω. Αυτό που τότε ζητούσα, τώρα το γεύομαι».
Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο του Αποστόλου "ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός". Ειλικρινά σου λέγω, αδελφέ μου, τώρα τον ζω». Έλεγε τα λόγια αυτά λίγο πριν την κοίμησή του, ενώ έφερε στο σώμα του τα στίγματα των παθημάτων που υπέμεινε από αγάπη προς τον Χριστό και τον πλησίον.
Θα μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε ότι ὂ π. Νικόδημος ξεπλήρωσε με κάθε δυνατή τελειότητα την εντολή του Χριστού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου... και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ' 30-31).
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αξιώθηκε να λάβη μικρή γεύση από αυτά που οι Αγιοι έζησαν, εφ' όσον και ο π. Νικόδημος ακολούθησε το παράδειγμά των. Τον ενθυμείται ο Γέροντάς μας, όταν τον πρωτογνώρισε στον Αγιο Γεώργιο της Χαλκίδος, ως ένα ευλαβέστατο νέο, που στέκετε πλησίον κάποιου κίονος του ναού, όλον στραμμένο στον εαυτό του και προσευχόμενο μετά δακρύων και κατανύξεως, που προεδήλωνε έτσι πριν από την έναρξη των μοναχικών αγωνισμάτων του την μετέπειτα θαυμαστή βιωτή του.
Όταν συνέβη το θλιβερό γεγονός του τραγικού θανάτου του αδελφού του, ο π. Νικόδημος ήταν ήδη μοναχός στο Αγιον Όρος. Πληροφορήθηκε το λυπηρό άκουσμα με πολλή ηρεμία. Πόνεσε βαθύτατα μεν αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να σκεφτεί, να ειπεί ή να πράξη κάτι ανάρμοστο.
Έφυγε εσπευσμένα από το Αγιον Όρος για να παρευρέθη στην κηδεία. Κατά την διάρκεια της νεκρώσιμου Ακολουθίας στέκετε πλησίον του νεκρού, σύννους, εκστατικός και μετά δακρύων. Όταν αργότερα ερωτήθηκε τί σκέπτετε την ώρα εκείνη, αυτός απήντησε: «Μελετούσα και θαύμαζα τα μεγαλεία του Θεού».
Ιδού τεκμήριο ψυχής θεοφιλούς, που ζη και αναπνέει μόνο για τον Θεό και την δόξα Του! Ευρισκόμενος προ του κεκοιμημένου φίλτατου αδελφού του δεν λυγίζετε από τα βλεπόμενα λυπηρά, αλλά κινείτο προς δοξολογία του Θεού για τα μη βλεπόμενα αγαθά της βασιλείας Του, στα οποία μετέβαινε ο αδελφός του.
Όμως ό απροσδόκητος θάνατος του αδελφού του βύθισε σε ανέκφραστο πένθος την οικογένειά του. Ο πατέρας του, μη υποφέροντας το τραγικό γεγονός, πολύ σύντομα εγκατέλειψε την παρούσα ζωή προσβεβλημένος από βαρεία και ανίατο νόσο.
Όταν η συνοδεία του Γέροντος μεταφυτεύθηκε από τον Αγιο Γεώργιο Αρμα Χαλκίδος στο Αγιον Όρος, το καλοκαίρι του 1974, ως ένας εξ αυτών και ο π. Νικόδημος ευρέθη στο Αγιον Όρος. Πιστός τηρητής των επιταγών των Αγίων Πατέρων σκέφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναβγεί από το Αγιον Όρος.
Γι' αυτό και δεν κατανοούσε πώς θα ήταν δυνατόν να βοηθή τους άλλους, με έργα και λόγους, πόθος που όπως προείπαμε κατέφλεγε από μικρας ηλικίας την ψυχή του. Όμως ο Αγιος Θεός δεν άφησε ανεκπλήρωτη ούτε την επιθυμία του αυτή.
Μετά την κοίμηση του αδελφού του και του πατέρα του έμεινε μόνη και απροστάτευτη ανθρωπίνως η μητέρα του, κ. Χρυσούλα, και μάλιστα με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, χωρίς κάποιον συγγενή που θα μπορούσε να την φροντίζει.
Ο σεβαστός Γέροντάς μας, που αγαπά όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα αλλά και τους γονείς των, που τα προσέφεραν στον Χριστό και την Παναγία, φροντίζοντας και για την κ. Χρυσούλα, απέστειλε τον π. Νικόδημο στην πατρίδα του, τον Πειραιά, για να της συμπαρασταθεί.
Βέβαια ο συμφυρμός του μονάχου με τον κόσμο, και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα, είναι πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Στην περίπτωση όμως του π. Νικοδήμου ο Γέροντάς μας δεν δίστασε να τον στείλει εν μέσω των θορύβων του κόσμου, εμπιστευόμενος βέβαια στην πανσθενουργό θεία Χάρι αλλά και στην υψηλή πνευματική κατάστασι του π. Νικόδημου, η οποία ήταν θεμελιωμένη στην ακράδαντη βάσι της πίστεως στον Θεό και της εμπιστοσύνης στον Γέροντα,
Και δεν αστόχησε στην απόφασή του αυτή. Συγχρόνως όμως και ο π. Νικόδημος έβλεπε πίσω από την απόφαση αυτή του Γέροντος το σχέδιο της αγάπης του Θεού αλλά και την θεία νεύσι στην θεοφιλή επιθυμία του να συμπαρίσταται στους χειμαζομένους αδελφούς του εκ του κόσμου, τους καταπονούμενους από τους ποικίλους πειρασμούς και τα βάσανα.
Επί μία δεκαετία -μέχρι την κοίμησή της- παρέμεινε ο π. Νικόδημος κοντά στην μητέρα του, υπηρετώντας την με αυτοθυσία και αυταπάρνηση και έχοντας συνείδηση ότι η υπακοή του αυτή είναι η λογική συνέχεια της υπακοής του στον Γέροντά του και την αδελφότητά του, συμφώνως προς τις μοναχικές του υποσχέσεις κατά την Ακολουθία της κουράς του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Διότι δεν εξήλθε αυτεξουσίως στον κόσμο αλλ' εξ υπακοής.
Και πράγματι, ο π. Νικόδημος έζησε με κάθε ακρίβεια, πληρότητα και τελειότητα την μοναχική ζωή εν μέσω Πειραιεί. Ξεπέρασε όλους εμάς, που κατά το διάστημα αυτό δεν απομακρυνθήκαμε καθόλου από την Μονή μας.
Έκανε πολύ καθαρότερη και ακριβέστερη υπακοή από εμάς, που ήμασταν συνεχώς κάτω από την σκέπη του Γέροντος. Ο π. Νικόδημος, συμφώνως και προς την μαρτυρία πολλών, λαϊκών και μοναχών, ανέπνεε, ζούσε και ενεργούσε κάθε τι έχοντας συνεχώς το όνομα και τις εντολές του Γέροντος στο στόμα και την καρδιά του.
Γι αυτό και ευλογήθηκε πολύ από τον Θεό. Διατήρησε καθαρότητα ψυχής πολύ ανώτερη από όλους εμάς, που δεν αντικρίσαμε κάτι από την ματαιότητα του κόσμου ευρισκόμενοι διαρκώς μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας μας.
Και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων από τον Θεό, της υπομονής, της καρδιακής χαράς, της ατελευτήτου δοξολογίας του Θεού, του παρηγορητικού λόγου προς τους τεθλιμμένους, της αγάπης προς όλους, λόγω της καθαρότητάς του αυτής, κατά τον λόγο του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε' 8).
Αυτά είναι τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η Χάρις του Θεού, όταν βρει ανθρώπους άξιους Εαυτού και δεκτικούς των θείων επιλάμψεων. Όσο καιρό παρέμεινε στον Πειραιά, δεν έπαυσε να ευεργετή τον λαό του Θεού με το παράδειγμά του, τα έργα του και τους λόγους του. Τα λόγια του ήταν πάντοτε θεοφιλή.
Ποτέ δεν αργολογούσε ούτε αστειευόταν. Μιλούσε ατελείωτες ώρες, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά, χωρίς όμως ποτέ να εκστομίζει πράγματα μάταια ή ψυχοβλαβή. Μοναδικός σκοπός του ήταν πάντοτε η ωφέλεια του πλησίον.
Αγαπούσε όλους ως γνησίους αδελφούς του. Μέχρι τα τελευταία του, αν και η δύσπνοια τον δυσκόλευε να ομιλεί ελεύθερα, δεν σταμάτησε να διδάσκει, να παρήγορη και να ενισχύει τους άλλους.
Δεν υστέρησε όμως καθόλου και στην έμπρακτη ελεημοσύνη αυτών που είχαν ανάγκη. Θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να επαναλάβουμε και για τον π. Νικόδημο τον ψαλμικό λόγο: «σκόρπισε, έδωκε τοις πένησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια' 9). Πέρασαν από τα χέρια του πολλά πράγματα αξίας αλλά και χρήματα που του εμπιστεύονταν ευλαβείς Χριστιανοί. Την ίδια στιγμή όμως τα χάριζε απλόχερα σε όσους η αγαπώσα καρδία του έκρινε ότι τα είχαν ανάγκη.
Όταν μετά την κοίμηση της μητέρας του ευρέθη και πάλι για λίγο στο Μοναστήρι μας, συμπεριφερόταν σαν να μη είχε λείψει καθόλου από την Μονή, αποδεικνύοντας έτσι ότι ουδέποτε απομακρύνθηκε από Αυτήν νοερά και καρδιακά. Η μακρά ενασχόλησής του με τα προβλήματα της υγείας της μητέρας του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάποια προβλήματα της δικής του υγείας, των οποίων η σοβαρότης από λάθος εκτίμηση των ιατρών δεν είχε γίνει αντιληπτή. Όταν όμως μετά την κοίμηση της μητέρας του θέλησε να ασχοληθεί πιο προσεκτικά με αυτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου.
Ανθρωπίνως η μόνη δυνατή θεραπεία που υπήρχε ήταν η μεταμόσχευσης καρδίας. Όμως παρά τις επανειλημμένες προτάσεις των ιατρών μέχρι και την τελευταία ημέρα της ζωής του, δεν δέχθηκε να μεταμοσχευθεί. Αγαπούσε και εχαίρετο την ζωή. Με πολύ μεγάλη σχολαστικότητα τηρούσε τις οδηγίες των ιατρών, θεωρώντας την αμέλεια ως εφάμαρτη κατά τον αποστολικό λόγο: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορ. γ' 16).
Έλεγε χαρακτηριστικά: «θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητή καρδιά ή ότι άλλο τεχνικό μέσο διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μία καρδιά που θα προέρχεται από ένα "εγκεφαλικά νεκρό", ο οποίος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής». Την πεποίθησή του αυτή, την οποία πολλές φορές είχε υπερασπιστή στο παρελθόν, πριν ακόμη εμφανιστή το πρόβλημα της υγείας του, υπεστήριξε και τώρα με απόλυτη ειρήνη και σταθερότητα αλλά και με το παράδειγμά του.
Ο π. Νικόδημος αισθανόταν το «Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο» σαν «δεύτερο μοναστήρι του», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Αγαπούσε όλους τους εργαζομένους στο Ίδρυμα, ιατρούς, νοσηλευτικό και υπηρετικό προσωπικό, αλλά και πολύ ήγαπατο από αυτούς.
Βοηθήθηκε πολύ από όλους, και μάλιστα από τον κ. Γ. Α., που τον θεωρούσε κατ' εξοχήν ιατρό του, άριστο επιστήμονα, ανιδιοτελή, γεμάτο από αγάπη για όλους τους ασθενείς του και όλως ιδιαιτέρως για τον π. Νικόδημο.
Ο συγκεκριμένος ιατρός αγωνίσθηκε με όλες τις δυνάμεις του να παρατείνει την ζωή του π. Νικόδημου, ελπίζοντας και σε κάποιο νεώτερο επίτευγμα της επιστήμης, «προκειμένου να συνέχιση την υψηλή αποστολή του», όπως έλεγε, επειδή έβλεπε την μεγάλη βοήθεια που ελάμβαναν όσοι τον πλησίαζαν. Παρετάθη μάλιστα ή ζωή του π. Νικόδημου με την θεία βοήθεια και χάρις στις προσπάθειες των ιατρών πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπαν τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα στα επιστημονικά περιοδικά πορίσματα της επιστήμης.
Όμως και ο π. Νικόδημος παραμένοντας στο «Ωνάσειο» βοήθησε πολύ με την Χάρι του Θεού και τους ασθενείς και τους συνοδούς των και το νοσηλευτικό προσωπικό του. Η υπερβάλλουσα αγάπη του π. Νικόδημου για τον Θεό ξεχείλιζε ως ποταμός με γλυκύρροα νάματα και αγκάλιαζε κάθε εικόνα του Θεού που τον πλησίαζε.
Δεν υπήρχε ψυχή πονεμένη, λυπημένη, ταραγμένη, συγχυσμένη, που να έφυγε από κοντά του χωρίς να λαβή βάλσαμο, παρηγοριά και ανάπαυση. Ήταν πολύ συνηθισμένη στα χείλη του ή φράσις: «Να χαίρεσαι! Να χαίρεσαι!» που απηύθυνε προς όλους. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα την περίπτωση μιας ευλαβούς νοσηλεύτριας, πού κάποια Μ. Παρασκευή ήταν υποχρεωμένη να μείνει στο Νοσοκομείο λόγω υπηρεσίας. Ήταν πολύ λυπημένη πού δεν θα μπορούσε να εκκλησιασθεί.
Ο π. Νικόδημος, νοσηλευόμενος τότε και αυτός, κατόρθωσε με τους θεοπρεπείς του λόγους να την ενίσχυση και να την χαροποίηση, τονίζοντας της την αλήθεια ότι ο Χριστός ήταν γι` αυτήν πολύ περισσότερο εκεί στο Νοσοκομείο, στα πρόσωπα των ασθενών που υπηρετούσε, από ότι ήταν στην Εκκλησία. Το έργο του αυτό δεν το σταμάτησε μέχρι το τέλος.
Ο ίδιος πέθαινε, εφ' όσον δεν εδέχετο την μεταμόσχευση, και ζωοποιούσε τους άλλους. Αν και εύρισκετο στην κλίνη της ασθενείας, δεν έπαυε να δίνη χαρά και ανακούφιση στους γύρω του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή ουσιαστική συμπαράσταση του με ευλογίες των ευλαβών Χριστιανών και με οικονομίες του στον αγαπητό αδελφό Ιωάννη, ευλογημένο λαϊκό αδελφό, πού με αυτοθυσία του συμπαραστάθηκε σε όλες τις δύσκολες ώρες του μέχρι τέλους.
Η ασθένεια του π. Νικόδημου ήταν πολύ βασανιστική, λόγω της μεγάλης δύσπνοιας ακόμη και εν ηρεμία, που δεν του επέτρεπε ούτε και τον ύπνο. Παρά την ταλαιπωρία, τις αϋπνίες και την σαφή γνώσι ότι ο θάνατος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στην ψυχή του ή θεϊκή χαρά, της οποίας έκανε κοινωνούς όλους όσους τον προσέγγιζαν.
Τον τελευταίο καιρό τραγουδούσε πολύ συχνά με πολλή χάρι ένα τραγουδάκι, εκφραστικό των βιωμάτων του: «Όμορφη μικρή βαρκούλα, για που έβαλες πανί, έχει θάλασσα κι αγέρα, δεν φοβάσαι μοναχή; Μη με βλέπετε μικρούλα κι αραγμένη στο γιαλό, τ' όνομα μου είναι πίστης και τα κύματα' αψηφώ...».
"Ομιλώντας τηλεφωνικώς με ένα αδελφό στην Μονή, του έψαλε με την γλυκεία φωνή του τον Αναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...». "Έψαλε όλη την α' ωδή μαζί με τα τρία ακροτελεύτια «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστάς ό Ιησούς από του τάφου».
Εάν ό αδελφός δεν τον διέκοπτε, θα συνέχιζε και τις υπόλοιπες ωδές του Κανόνος. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Αγαθόνικος ευρέθη στο «Ωνάσειο», για να συμπαρασταθεί στην εγχείρηση της ευλαβέστατης αδελφής του, τότε που και ό π. Νικόδημος νοσηλεύετε εκεί. Η συνάντησης του Σεβασμιωτάτου με τον π. Νικόδημο ήταν αφορμή μεγάλης χαράς για τον π. Νικόδημο αλλά και για τον άγιο Κίτρους.
Ερχόταν καθημερινώς για την αδελφή του, αλλά παρέμενε πολλή ώρα στον θάλαμο του π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικά τα λόγια του. Έβλεπε κανείς τότε ένα παράδοξο πράγμα: Ο Αρχιερεύς να ακούει σιωπηλός ομιλούντα ένα απλό μοναχό. Απόδειξης της αγιότητας του Σεβασμιότατου αλλά και της χαριτωμένης ψυχής του π. Νικόδημου. Αυτό βέβαια δεν είναι αφύσικο, εφ' όσον μόνον οι άγιοι καταλαβαίνουν τους αγίους.
Αργότερα έλεγε ό Αρχιερεύς προς τους παρευρισκομένους: «Το πρόσωπό του -του π. Νικοδήμου- είναι σαν του Χριστούλη», μαρτυρία που επιβεβαίωναν και πολλοί άλλοι. Τον π. Νικόδημο επισκέφθηκε στο «Ωνάσειο» και ό επίσκοπος της ιδιαιτέρας του πατρίδος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ.
Πολύ χάρηκε, ενισχύθηκε και παρηγορήθηκε από την επίσκεψι αυτή. Συγχρόνως βρήκε την ευκαιρία να έκφραση την ευγνωμοσύνη του στον Σεβασμιότατο για το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του στην Επαρχία του και να τον ενθαρρύνει στους πεπαρρησιασμένους υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά του Οικουμενισμού αγώνας του.
Όμως πολύ σύντομα ο π. Νικόδημος καθηλώθηκε στην επιθανάτιο κλίνη με πολύ ισχυρούς πόνους και βαρεία δύσπνοια. Όμως η θεολόγος γλώσσα του δεν έπαυε να κελαηδή ύμνους και δοξολογίες στον Θεό. Έλεγε με φωνή σβησμένη και συνεχώς διακοπτόμενη από την δύσπνοια: «Με ερωτούν: "Γιατί π. Νικόδημε όλες οι συμφορές σε σένα; Θάνατος του αδελφού, του πατέρα, βαρεία ασθένεια της μητέρας, απομάκρυνσης από την αγαπημένη σου Μονή, βαρεία και ανίατη ασθένεια;" Και εγώ τους απαντώ: "Γιατί πολύ με αγαπά ό Χριστός. Και εγώ πολύ" Τον αγαπώ. Πολύ Τον αγαπώ"» και συνέχισε κλαίων με τα δάκρυα ίου θείου έρωτος.
Λίγο αργότερα πάλι έλεγε: «Μέσα από τον βυθό της πολυκύμαντης ζωής μου αισθάνομαι χαρά, ειρήνη, δοξολογία, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, τον Χριστό. Τώρα χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του π. Νικόδημου. Μετά από λίγο ή τρισευλογημένη και χαριτωμένη καρδιά του π. Νικόδημου έπαυσε να πάλλη. Ο θάλαμος του γέμισε από το προσωπικό του Νοσοκομείου.
Όλοι έτρεξαν για να διαδηλώσουν με τον τρόπο τους τον θαυμασμό και την εκτίμηση τους προς τον ταπεινό μοναχό π. Νικόδημο, τον άνθρωπο του Θεού που έθεσε ως στόχο της ζωής του όχι το ίδιον όφελος αλλά την δόξα του Θεού και την ανάπαυση του αδελφού, τον άνθρωπο που παρά τις μεγάλες δοκιμασίες του δεν έπαυσε ουδέ επί στιγμήν να δοξολογεί τον Θεό, τον άνθρωπο της ακράδαντου πίστεως και ελπίδος στον Θεό, που εστάλη από τον Θεό κατά τις πονηρές ήμερες μας για να μας δείξει με το παράδειγμα του την οδό του αγιασμού και της σωτηρίας.
Γι` αυτό δεν είναι παράδοξο ότι ομολογήθηκε από τους θεράποντες του ότι «δεν πέρασε άλλος άρρωστος από το Ώνάσειο σαν τον Νικόδημο». Και ο αγαπητός του ιατρός, κ. Γ. Α., μετά την Αγρυπνία-κηδεία που ετελέσθη στον Ι. Ναό της Υπαπαντής του Πειραιά εξέφρασε την θερμή επιθυμία να συγκεντρώνονται από καιρού εις καιρόν όσοι γνώρισαν τον π. Νικόδημο, για να τον θυμούνται και να ανανεώνουν μέσα τους όλα αυτά που έζησαν κοντά του.
Ο ίδιος σε άλλη στιγμή είχε πει: «Πολύ μου μιλά στην καρδιά αυτός ο άνθρωπος». Μετά την νυκτερινή ακολουθία στον Πειραιά το σκήνωμα του μετεφέρθη στην Ιερά Μονή μας, όπου επανελήφθη η νεκρώσιμος Ακολουθία.
Το σκήνωμα του π. Νικόδημου εναπετέθη στο κοιμητήριο της Μονής προσδοκώντας «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ή δε ψυχή του χαίρεται και αγάλλεται «εν χώρα ζώντων» και «εν σκηναίς δικαίων», ένθα καταλάμπει το φως του Χριστού, τον οποίο θερμώς εξ όλης ψυχής και καρδίας αγάπησε.
Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών π. Νικόδημε!
Ι. Δ. Γ.
(ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ)
διαδικτυακή πηγή alopsis.gr
π. Νικόδημος Γρηγοριάτης. Δημοσίευση από Νικήτας
Εϊχα την τύχη να γνωρίσω τον Αγιορείτη μοναχό π. Νικόδημο όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην Εκκλησία. Θυμάμαι κάποτε στο Όρος όταν έβαζα σε όλους τους μοναχούς το ερώτημα "Είναι ο Χριστός μονογενής Υιός του Θεού"; ο π. Νικόδημος μου έκοψε το ερώτημα με το πάθος της Αγάπης του για το Χριστό ... κόντεψε να μου βάλει φωτιά με το λόγο του ... και έτσι σταμάτησα να αναρωτιέμαι.
Προχθές που ήμουν στη Παλαιόχωρα Χανίων έγραψα για αυτόν το παρακάτω πρόχειρο κειμενάκι σε ένα ταβερνάκι κοιτάζοντας το πέλαγος (όπως πάντα): -Φωτιά ερωτική στην καρδιά πληρότητα απόλυτη της Θείας Αγάπης.
Μόνον ο Χριστός, ο μόνος Αγαπημένος. Ατέρμονη χαρά της Ανάστασης. Φως μυστικό καταυγάζει όλη την ύπαρξη μέχρι το μεδούλι των οστών. Μόνο ο Χριστός η όντως Ζωή, ο Όν το Α και το Ω. Η προσευχή του Ιησού, μοναδική μέριμνα, βρασμός της ευχής στην καρδιά, αναπομπή Θείας ευωδίας, αγιασμός του χώρου και του χρόνου.
Αγάπη ακόρεστη, βαθιά. Έμπονη αγάπη για όλο τον κόσμο. Πάθος ευαγγελισμού καταναλίσκον. Πίστη ερωτικής πληρότητας, πίστη της προαίρεσης, της καρδιάς, του σώματος, της Χάριτος. Πίστη εκ των οστέων.
Φωτιά, φωτιά κράζουσα η μαρτυρία της απανταχού παρουσίας του Θεού. Κάμινος ερωτική για τον Χριστό. Καθαρός Ναός του Σωτήρος,. Συντριπτική δύναμη της μετάνοιας. Μετάνοια σχέση ζωντανή με τον σαρκωμένο Θεό της Αγάπης τον εσταυρωμένο.
Τρέλα ερωτική απροϋπόθετης υπομονής. Σφιχτή αγκαλιά με τον βαστάζοντα την οδύνη της ανθρωπινότητας. Μυστική χαρά στον πυθμένα της ταπείνωσης.
www.psyche.gr/forum/viewtopic.php?
Ο θάνατος ενός Μοναχού
Μοναχός Νικόδημος Γρηγοριάτης (1955-2009)
"και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν" Γεννήθηκε στον Πειραιά και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος του (βλ. blogspot ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ και apandaorthdoxias.blogspot com/2009/12) ηράσθη το μοναχικό σχήμα από νεαρής ηλικίας.
Δεν τον γνώριζα. Τη σχετικά σύντομη αλλά μεγαλειώδη πορεία του στις τάξεις των Μοναχών την πληροφορήθηκα από τα ιστολόγια που αναφέρω και συνιστώ στον αναγνώστη να τα διαβάσουν.
Η αιτία που με παρακινεί να του αφιερώσω τον ατελή δικό μου λόγο, είναι διότι θέλω να κρατήσω τη μνήμη του και το Ορθόδοξο φρόνημά του, ζωντανό παράδειγμα μίμησης: Στην πίστη και στην αγιότητα. Στην εποχή μας σπανίζει η έμπρακτη φανέρωση του φρονήματος αυτού. Το υποκαθιστούν άλλα και το διαφθείρουν.
Βίος θλίψεων και οδύνης ήταν η ζωή του. Έχασε τον αδελφό του και σύντομα τον πατέρα του. Έμεινε μόνη η μητέρα του. Κι αυτή άρρωστη. Χρειάστηκε να αφήσει τον τόπο της μοναστικής άσκησης για να υπηρετήσει την μητέρα του.
Όταν εκείνη πέθανε, ήρθε μετά και η δική του δοκιμασία. Καρδιακή ανεπάρκεια βαρειάς μορφής. Νοσηλεύθηκε στο Ωνάσειο και του συστήθηκε η θεραπεία της μεταμόσχευσης. Δεν τη δέχθηκε. Επέμενε ότι οι εγκεφαλικά "νεκροί" είναι βαρύτατα πάσχοντες και προτίμησε να παραμείνει στη ζωή όσο ο Κύριος το επέτρεπε ακολουθώντας τη συμβατική αγωγή.
Όποιος δεν γνωρίζει τι σημαίνει καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου, όποιος δεν έχει ζήσει τα περιστατικά αυτών των ασθενών, δεν θα μπορέσει να καταλάβει ποτέ τη δοκιμασία του Μοναχού Νικοδήμου.
Η επιστήμη του πρόσφερε την εναλλακτική λυσιτελή θεραπεία της μεταμόσχευσης. Εκείνος όμως την απέρριψε. Ω, ναι! Το γνωρίζω. Οι φιλάνθρωποι και φιλόϋλοι θα διαμαρτυρηθούν. Θα μπορούσε να είχε ζήσει και να υμνεί τον Κύριο για το θαύμα που συνετελέσθη.
Θα μπορούσε μετά να ελεεινολογεί τον εαυτό του, γιατί στάθηκε αυτός η αφορμή να πεθάνει ένας άλλος συνάνθρωπος, και με δάκρυα να εκζητεί αδιαλείπτως το έλεος του Θεού για το έγκλημα που διεπράχθη.
Αυτός έζησε, αλλά ένας άλλος πέθανε. Ήταν ήδη νεκρός, θα τον διαβεβαίωναν οι γιατροί. Το ίδιο μπορεί να του έλεγαν και κάποιοι συμμοναστές του ή μερικοί άλλοι, της ιεροσύνης υψλόβαθμοι και της θεολογίας οι εγκρατείς.
Δεν στάθηκαν όμως ικανά αυτά να μεταστρέψουν το Ορθόδοξο φρόνημα που είχε. Η άμβλυνση και η αλλοίωση που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι σοφοί τεχνολόγοι της επιστήμης, μάλιστα εν ονόματι της αγάπης, φαίνεται ότι θα συναντά ακόμη ισχυρά εμπόδια στην ευλογημένη χώρα μας. Οι Μοναχοί δεν ζούν για το σήμερα.
Ζούν το αιωνίως και αφθάρτως ζειν. Αυτό είναι η πίστη μας, αυτό και το φρόνημά μας. Προ του θανάτου μας έχουμε ήδη πεθάνει και κάθε Κυριακή, κάθε μικρή ή μεγάλη γιορτή, βιώνουμε την Ανάσταση. Κρύβουμε πάντα ένα Μοναχό μέσα στην καρδιά μας.
Ο Μοναχός Νικόδημος Γρηγοριάτης είχε συναίσθηση και συνείδηση του γεγονότος της Αναστάσεως. "Μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη. επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν".
Η μνήμη του ας είναι αιωνία και η ευχή του να μας συνοδεύει όλους.
Πρωτοσύγκελλος π. Δαμασκηνός (Πνευματικός της Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης Κύπρου)
Η παρούσα μελέτη1 αφιερούται εις τον μετά των αγίων αναπαυόμενον Αγιορείτην (†)μοναχόν Νικόδημον Γρηγοριάτην2 , με αφορμήν τριών χρόνων από την οσιακήν κοίμησίν του, ο οποίος αν και εις νέαν σχετικώς ηλικίαν υπήρξε μάρτυς με την ιδίαν του την ζωήν, εις την σταθεράν και αμετάκλητον απόφασίν του -παρά τις ασφυκτικές πιέσεις- να μην δεχθή μεταμόσχευσιν καρδίας, με αποτέλεσμα την εν Κυρίω κοίμησίν του εις τας 5 Φεβρουαρίου 2009.
Αξιώτερον πρόσωπον δι’ αφιέρωσιν της παρούσης μελέτης δεν θα ημπορούσεν να ευρεθή. Ο αξιομνημόνευτος και αξιομίμητος πατήρ Νικόδημος δεν υστερεί των άλλων αγίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Μάλιστα εις τούτο ξεχωρίζει ότι ενώ οι άγιοι μάρτυρες εθυσίαζον την ζωήν των ίνα μη αρνηθώσι τον γλυκύτατόν των Ιησούν, εις τον μακαριστόν πατέρα Νικόδημον δεν εζητήθη τοιούτον τι (έτσι τουλάχιστον φαίνεται εξωτερικώς).
Μάλιστα, ο αείμνηστος φιλοτίμως και με κόστος την ιδίαν του ζωήν ηρνήθη την μεταμόσχευσιν καρδίας λέγων χαρακτηριστικά: «Θέλω να ζήσω. Βάλτε μου την τεχνητήν καρδίαν ή ότι άλλο τεχνικόν μέσον διαθέτει η επιστήμη. Όμως ποτέ δεν πρόκειται να δεχθώ μίαν καρδίαν που θα προέρχεται από ένα "εγκεφαλικά νεκρόν", ο οποίος για μένα δεν είναι νεκρός αλλά ζων και βαρύτατα πάσχων ασθενής».
Η πράξις αυτή του μακαριστού πατρός Νικοδήμου ήτο και θα είναι η επιτυχεστέρα και ευγενεστέρα “μελέτη” εξ όσων υπήρξαν (γιατί την εσφράγισε με την ιδίαν του την ζωήν) δια την αναίρεσιν της κακοδοξίας των μεταμοσχεύσεων ανθρωπίνων οργάνων και του δαιμονοφυούς κλινικονομικού κατασκευάσματος όπερ λέγεται "εγκεφαλικός θάνατος".
Με αυτήν του την πράξιν εφήρμοσε κατά γράμμα και κατά πνεύμα το του Κυρίου «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού». Προετίμησε δηλαδή να αποθάνη αυτός (αντί της δι’ αρκετόν καιρόν παράτασης της ζωής του) παρά να συγκατατεθή εις την αφαίρεσιν της ζωής του πλησίον, ο οποίος ενδεχομένως να μην είχε και πάρα πολλά χρονικά περιθώρια ζωής.
Ιδού παράδειγμα εφηρμοσμένης ερμηνείας της ως άνω Δεσποτικής εντολής, δια τους ως μη όφειλε παραχαράσσοντας το νόημα της εντολής ταύτης, προς άστοχον θεμελίωσιν των μεταμοσχευτικών των αντιχριστιανικών θεωριών (βλ. εις την παρούσαν μελέτην, ΕΝΣΤΑΣΙΣ αρ. 12 και ΕΝΣΤΑΣΙΣ αρ. 43).
Ο Κύριος μας ετόνισεν ότι «ος εάν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών· ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών».
Και εσύ, αδελφέ Νικόδημε, και “εποίησας και εδίδαξας” και συνεχίζεις και μετά θάνατον να μας διδάσκης τρανότερον... Τοιούτος βλαστός ως ο μακαριστός πατήρ Νικόδημος ήτο φυσικόν να υπάρξη ενόσω είχε τοιούτον Πατέρα και Γέροντα με πνευματικόν ανάστημα, τον σεβαστόν μας π. Γεώργιον Καψάνην, υπέρμαχον του Ορθοδόξου Μοναχισμού και της Ορθοδόξου και αμωμήτου ημών πίστεως!
Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών, πάτερ Νικόδημε.
Εύχου και πρέσβευε και υπέρ ημών των αμαρτωλών....
Μετ’ απείρου σεβασμού, Πρωτοσύγκελλος Δαμασκηνός.
Πηγή: Αναβάσεις
Η αυτοεκτίμηση που βλάπτει την ψυχή…
Προσέχετε τον εαυτό σας. Η πρόοδος στην πνευματική ζωή διακρίνεται με την ολοένα και περισσότερη συναίσθησι της μηδαμινότητός μας. Ενώ όσο αυξάνει η εκτίμησις του εαυτού μας σε κάτι, τόσο βαδίζουμε στην καταστροφή. Ο εχθρός θα το εκμεταλλευθή αυτό. Θα πλησιάση και θα επιχειρήση να πετάξη κανένα πετραδάκι στον δρόμο μας για να σκοντάψουμε. Μια ψυχή που δίνει στον εαυτό της αξία, μοιάζει με τον κόρακα του Αισώπου που ακούγοντας τις κολακείες της αλεπούς για την «ωραία» του φωνή, άνοιξε το στόμα και του έπεσε το τυρί…».
«Πόσο χρήσιμο θα ‘ταν να βρισκόταν κάποιος να σας κατηγορή. Να χαίρεσθε, αν ποτέ συμβή αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο να σας επαινούν όλοι και κανείς να μην σας λέει την αλήθεια. Είναι νομίζετε δύσκολο να πλανηθή ή να σκοντάψη κανείς; Απέχετε πολύ από το να θεωρήτε τον εαυτό σας άγιο και άξιο να συμβουλεύη τους άλλους;».
«Στο Κίεβο ασκήτευε κάποτε κάποιος με πολλή νηστεία και μόνωσι. Τον πολέμησε όμως ο εγωισμός και άλλα πάθη. Πήγε λοιπόν και εξωμολογήθηκε τους λογισμούς του στον μακαριστό στάρετς Παρθένιο. Εκείνος του έδωσε χρήματα και τον έστειλε στην αγορά λέγοντας: «Αγόρασε κρέας και φάγε το μπροστά στους άλλους». Ο ασκητής ακολούθησε την συμβουλή του στάρετς και όλοι οι πειρασμοί του φύγανε. Να πώς οι Πατέρες πολεμούσαν την υπερηφάνεια.
Συχνά να ελέγχετε και σεις τον εαυτό σας στο σημείο αυτό. Γιατί δεν είναι μικρή συμφορά… Λένε ότι η υπερηφάνεια είναι κλέφτης που βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Έρχεται συχνά σε συνεννόησι με τους εξωτερικούς κλέφτες, τους ανοίγει πόρτες και παράθυρα, κι εκείνοι μπαίνουν και αρπάζουν κάθε θησαυρό».
«Αγωνισθήτε, ενώ συναναστρέφεσθε με άλλους και φροντίζετε για τις βιοτικές υποθέσεις, συγχρόνως να σκέπτεσθε τον Θεό και να έχετε την συναίσθησι ότι βρίσκεται κοντά σας και σας κατευθύνει σύμφωνα με το άγιό Του θέλημα. Έτσι δεν θα διασπάσθε στην εσωτερική σας εργασία. Η διάσπασις είναι η πρώτη επιτυχία του διαβόλου.
Η δεύτερη επιτυχία του είναι η προσκόλλησις της καρδιάς σε κάτι το γήινο και η αιχμαλωσία των αισθημάτων και των σκέψεων σ’ αυτό. Αυτή είναι χειρότερη επιτυχία του εχθρού.
Προσπαθήστε ν’ αποδεσμεύεσθε από κάθε αιχμαλωσία της καρδιάς και από κάθε διάσπασι της εσωτερικής σας εργασίας. Ο τρόπος είναι ένας: Να μην απομακρύνεται η προσοχή από τον Κύριο και την συναίσθησι της παρουσίας Του.
Οι υπερβολές δεν οδηγούν ποτέ σε καλό. Το πρώτο βήμα για την υπερηφάνεια είναι η κενοδοξία, η πεποίθησις δηλαδή ότι είμαι κάτι. Το δεύτερο είναι η οίησις, η συναίσθησις δηλαδή του ότι όχι απλώς είμαι κάτι, αλλά κάτι σπουδαίο ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Από την κενοδοξία και την οίησι γεννιέται πλήθος υπερήφανων λογισμών, βδελυκτών στον Θεό. Η αυτογνωσία και η βίωσι της μηδαμινότητός μας μπορεί εδώ να βοηθήση. Συχνά ας φέρνουμε στην μνήμη μας σφάλματα του παρελθόντος και ας κατακρίνουμε τον εαυτό μας γι΄ αυτά».
«Τιμιώτατε πρωτοπρεσβύτερε. Σας ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη διδασκαλία σας. Απλή και βαθειά, σύντομη και ολοκληρωμένη, μεστή και απέριττη. Ας ευλογήση ο Κύριος τους ποιμαντικούς σας κόπους σ’ όλο το πλάτος τους. Σας δόθηκε η χάρις όχι μόνο να διδάσκετε, αλλά και να πράττετε. Ας σας ενισχύη ο Κύριος να υπηρετήτε καρποφόρα τους αδελφούς χριστιανούς.
Εσείς βρίσκεσθε σε δράσι. Για μένα ήλθε ο καιρός να παραδώσω τα όπλα. Εσείς είσθε ο ποιμένας ο καλός, εγώ ο αρχιποιμένας ο άχρηστος. Για τις αμαρτίες μου αδυνάτισα σωματικά και ακόμη περισσότερο πνευματικά. Πίσω μου τίποτε καλό δεν φαίνεται, μπροστά μου τίποτε αξιόλογο δεν ελπίζεται. Μένει μόνο: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Είθε να ευδοκήση ο Κύριος, έστω κι αυτή η κραυγή να βγαίνη μέσ’ απ’ την καρδιά».
«Να καλλιεργήτε μέσα σας τον φόβο του Θεού και την ευλάβεια ενώπιον του απερίγραπτου μεγαλείου Του. Να έχετε καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη. Να θεωρήτε όλους ανώτερούς σας. Ν’ αγαπάτε την σιωπή, την μόνωσι, την συνομιλία με τον Κύριο, που θα γίνη χειραγωγός και διδάσκαλός σας.
Τα άγια δάκρυα αποτελούν εκδήλωση θείου ελέους και ασφάλεια στην πνευματική ξηρασία και στην σκλήρυνσι των αισθημάτων. Μην τα περιφρονήτε και μην τα διώχνετε.
Τα αμαρτωλά δάκρυα προκαλούν οίησι, αγαπούν την επίδειξι και παρέρχονται σύντομα.
Όταν σας πλησιάζη η υπερηφάνεια διώξτε την και τοποθετήστε στην θέσι της το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή».
«Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνω ότι το απόρθητο φρούριό μας είναι η ταπείνωσις. Δύσκολα την αποκτά κανείς. Μπορεί να θεωρή ταπεινό τον εαυτό του και να μην έχη ίχνος απ’ αυτή. Ο σωστότερος ή ο μοναδικός δρόμος για την ταπείνωσι είναι η υπακοή και η απάρνησις του ιδίου θελήματος. Χωρίς αυτά είναι δυνατόν ν’ αναπτύξη κανείς εσωτερικά εωσφορικό εγωισμό, παρά την εξωτερική ταπεινή συμπεριφορά και τις ταπεινολογίες.
Σταθήτε λοιπόν και αναρωτηθήτε, αν έχετε υποκοή και απάρνησι του ιδίου θελήματος».
«Αγωνισθήτε ν’ αποκτήσετε ταπείνωσι. Η ταπείνωσις είναι ευωδία Χριστού και ένδυμα Χριστού. Για χάρι της όλα θα τα συγχωρήση ο Θεός. Δεν θα εξετάση τις ελλείψεις που είχε ο αγώνας μας. Ενώ χωρίς ταπείνωσι καμιά άσκησι δεν μπορεί να μας βοηθήση.
Με το ταπεινό φρόνημα μπορεί ο άνθρωπος να σωθή. Χωρίς όμως αυτό το εισητήριο δεν θα του επιτρέψουν να μπη στον παράδεισο που είναι γεμάτος από ταπεινούς».
«Η ταπείνωσις πρέπει ν’ αποτελή το φόντο της ζωής σας, όπως και του καθενός που ζη ειλικρινά την εν Χριστώ ζωή».
«Αγωνισθήτε στον εαυτό σας με όλες σας τις δυνάμεις και ο Θεός θα σας βοηθήση. Έχετε σαν σκοπό ν’ αποκτήσετε «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50, 19). Όταν υπάρχουν αυτά, σημαίνει ότι βρίσκεσθε σε καλή κατάστασι. Τότε έχετε την σκέπη και την βοήθεια του Θεού. Τότε η προσήλωσις στον Θεό είναι σταθερή και η ενθύμησίς Του αδιάλειπτη».
«Προσπαθήστε να παλέψετε με το ευέξαπτο του χαρακτήρος σας. Το πάθος αυτό εκδηλώνεται όταν κάποιος ενεργήση αντίθετα με την δική σας θέλησι, επιθυμία ή εντολή. Όσο όμως ζη μέσα σας η υπερηφάνεια τίποτε δεν θα κατορθώσετε. Αυτή όλα τα κυβερνά. Αν μπορήτε πετάξτε την πέρα από την εξώπορτα του σπιτιού σας και απαγορέψτε της να ξαναπαρουσιασθή.
Να σκέπτεσθε την πανταχού παρουσία του Θεού, καθώς και την ώρα του θανάτου. Η μνήμη του Θεού και του θανάτου είναι οι καλύτεροι διδάσκαλοι για την θεραπεία των παθών».
«Είθε να σας διατηρήση ο Κύριος το χάρισμα των δακρύων για πάντα. Αυτά μαλακώνουν την καρδιά και χαρίζουν την κατάνυξι. Πρέπει όμως να τα κρύβετε. Διότι η υπερηφάνεια ολόγυρά τους περιφέρεται, όπως ο σκύλος γύρω από την τροφή».
Πηγή: (Από το βιβλίο: «Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ», Μετάφρασις από τα ρωσικά, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ), Η άλλη όψη
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας μας!
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτὴ —διὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του, διὰ τοῦ Τιμίου καὶ Παναγίου καὶ Ζωοποιοῦ Αἵματός Του— μπορεῖ νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄφεση τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νὰ παίρνει ληστές, φονιάδες καὶ ἐγκληματίες· ἔκφυλους, πόρνους καὶ μοιχούς· φιλάργυρους, φίλαυτους καὶ ὑπερήφανους· καὶ νὰ τοὺς μεταπλάθει σὲ δικαίους καὶ ἁγίους. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ παίρνει σκιὲς ἀνθρώπων, συντρίμματα ψυχῶν· νὰ παίρνει λάσπη καὶ βοῦρκο καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ νὰ δημιουργεῖ καλλιτεχνήματα, ἀνθρώπινα πρότυπα. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νὰ παίρνει βαρυποινίτες ἀπὸ τὰ κάτεργα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς ἀναδεικνύει ἀσκητὲς καὶ ὁσίους, μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια μὲ μοναδικὸ ἀντίτιμο ἕνα δάκρυ· ἕναν λόγο, «ἁμάρτησα, Κύριε»· ἕνα «Θεέ μου, ἐλέησέ με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό»· ἕνα ταπεινὸ γονάτισμα καὶ μία ταπεινὴ, εἰλικρινή καί ἐκ βάθους ψυχῆς ὁμολογία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας, κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ.
Κι ὅμως αὐτή τή Μάνα, μέ τίς ἄπειρες εὐεργεσίες, ὄχι μόνο δέν τήν εὐχαριστοῦμε καί δέν τήν εὐγνωμονοῦμε, ὅσο θά τῆς ἄξιζε, ἀλλά πολλές φορές καί τήν ἀγνοοῦμε καί τή λησμονοῦμε καί τήν πικραίνουμε. Ἀδικοῦμε πραγματικά τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας, ὅταν ἀρνούμαστε τήν μητρική ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ μετέχουμε σ’ Αὐτή μέ ἕνα ἀλλοτριωμένο κοσμικό καί ὀρθολογιστικό τρόπο, χωρίς οὐσιαστικό βίωμα, χωρίς συνειδητή συμμετοχή στά Ἱερά Μυστήριά Της, χωρίς ἀποδοχή καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας.
Ἀγνοώντας, ὅμως, καί λησμονώντας τήν Ἐκκλησία, ἀγνοοῦμε καί λησμονοῦμε τόν ἴδιο τό Χριστό, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, Αὐτός μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς σώζει καί μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς δοξάζει καί τελικά μᾶς θεώνει διά τῆς Ἐκκλησίας.
Κι ἐνῶ ὁ Κύριος καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ταπεινώθηκε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε γιά νά θεώσει τήν ἀνθρώπινη φύση μας, εἶναι τό κέντρο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τό κέντρο τῆς Ἱστορίας καί τῆς Πίστεώς μας, τό κέντρο τῶν Θείων Γραφῶν καί τῆς Θείας Λατρείας, δυστυχῶς, δέν ἀποτελεῖ πάντοτε καί τό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, τῆς διανοίας μας, τῆς καρδιᾶς μας, τό κέντρο τοῦ εἶναι μας. Δέν γίνεται ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας, τό ἀγαλλίαμά μας, ὁ πόθος μας καί ἡ λαχτάρα μας. Πολλές φορές ἐκθρονίζουμε στήν πράξη τόν Χριστό ἀπό τή ζωή μας, ἀπό τίς συναναστροφές μας, τίς συζητήσεις μας καί τίς ἀναζητήσεις μας, ἀπό τή σκέψη μας καί τή γλώσσα μας, ἀκόμα κι ἀπ’ τήν προσευχή μας. Ἡ πρώτη ἐντολή Του, τό «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Μάρκ. ιβ´, 30) δέν δονεῖ τό εἶναι μας, δέν ἀποτελεῖ τήν κύρια μέριμνά μας, τήν πεμπτουσία τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγώνα.
Ἀλλά, παρά τή δική μας ἀμέλεια, τή ραθυμία, τή χλιαρότητα καί τήν περί τά πνευματικά νωθρότητά μας, ὁ ἐράσμιος Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας, ὁ γλυκύτατος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, δέν παύει νά κρούει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί νά μᾶς ἀπευθύνει στοργικά, ἐπίμονα, ἀλλά καί διακριτικά τόν παρήγορο λόγο Του ζητώντας τήν ἐπιστροφή μας στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας.
Ἀλήθεια, πόσο ἀγνώμονες, πόσο ἄσοφοι ἀοδεικνυόμαστε, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός τοῦ Παντός, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ ἀνενδεής καί Παντοδύναμος Κύριος, ὁ φοβερός Θεός, «Ὅν φρίσσει καί τρέμει τά Χερουβείμ», ὁ Πλάστης καί Θεός μας, ἔρχεται τόσο κοντά μας! Γίνεται ὁ πολυεύσπλαγχνος Πατέρας μας, ὁ ἀδελφός μας καί ὁ πιστός φίλος μας, ἕτοιμος νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, θυσιάζοντας τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του! Ἔρχεται νά μᾶς ὑπηρετήσει «ὡς ὁ διακονῶν», νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά βάρη καί τίς θλίψεις, νά μᾶς χαρίσει τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά Του! Κι ἐμεῖς —ὤ τῆς παραφροσύνης!— τολμοῦμε πολλάκις νά Τόν ἀγνοοῦμε, νά τόν περιφρονοῦμε, δυστυχῶς, ἀκόμη καί νά Τόν ὑβρίζουμε καί νά Τόν βλασφημοῦμε, κατόπιν βέβαια τῆς ὑποκινήσεως τοῦ διαβόλου! Ὤ τῆς μεγάλης σου εὐσπλαχνίας Κύριε!
Ἀδελφοί, «ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) ἡμέρα σωτηρίας», μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β´ Κορ. ϛ´, 2). Τώρα νά μετανοήσουμε, σ’ αὐτή τή ζωή μόνο ὑπάρχει τό ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος καραδοκεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή, ἡ αὐλαία πέφτει ὁσονούπω, ἡ Κρίσις ἐγγύς, ἀκριβοδίκαιη καί ἀδέκαστη.
Ἀδελφοί μας ἀγαπητοί καί περιπόθητοι!
«Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου»! Εἶναι φοβερή ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως καί ἡ κόλαση ἡ μεγαλύτερη συμφορά, τό φοβερώτερο κακό. Τά δεινά τῆς κολάσεως δέν ἔχουν καμμία σύγκριση μέ τίς συμφορές τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄς εὐχόμαστε κανείς ἄνθρωπος στόν κόσμο νά μήν δοκιμάσει τήν ἄφατη ὀδύνη της. Ἄς μή παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς». Τό διακυβευόμενο εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή μας καί τό αἰώνιο μέλλον μας. Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι, ἀκόμη καί χριστιανοί, δέν πιστεύουν ἤ ἀμφιβάλλουν γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, δέν πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Παράδεισος καί Κόλαση. Εἶναι πραγματικά φοβερό! Στήν μέλλουσα κρίση τά σώματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων θά ἀναστηθοῦν καί θά ἐπανασυνδεθοῦν τό καθένα μέ τήν ψυχή του καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀνακαινισμένος καί ἀφθαρτοποιημένος.
Στήν ἄλλη ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦμε τόν Θεό, θά δοῦμε τήν ἄκτιστη δόξα, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό ἔνδοξο φῶς καί τήν ἄκτιστη δόξα πού εἶδαν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος Θαβώρ κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας. Τό ἄκτιστο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο, αἰώνιο, καί πληροῖ τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά. Ὅσοι, ὅμως, δέν θά εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένοι ἀπό αὐτή τήν ζωή, μᾶς τονίζουν οἱ Πατέρες, αὐτοί θά δοῦν αὐτή τήν δόξα, αὐτό τό φῶς ὡς πῦρ καταναλίσκον, δηλαδή ὡς πνευματική φωτιά πού κατακαίει. Εἶναι ἕνα θέμα τεράστιο, δύσκολο, ἀλλά κεφαλαιώδους καί μοναδικῆς σημασίας, γιά τό ὁποῖο ταπεινά προτείνουμε, ὁ Σύλλογός σας, κύριε Πρόεδρε, νά διοργανώσει σύντομα μία εἰδική ὁμιλία ἤ μᾶλλον ἡμερίδα στήν ὁποία θά μποροῦν νά ὑποβληθοῦν καί ἐρωτήσεις.
Καλό θά ἦταν, λοιπόν, καί στίς εὐχές μας, σέ γιορτές ἤ διάφορες ἄλλες περιστάσεις, νά χρησιμοποιεῖται κι ἀπό τούς λαϊκούς ἀδελφούς μας, ἡ εὐχή τῶν Μοναχῶν: «Καλή μετάνοια, καλόν Παράδεισο» καί νά μήν κτυποῦμε ξύλο, ὅταν ἀκοῦμε τήν λέξη θάνατος, ἀφοῦ αὐτός εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός πού θά μᾶς συμβεῖ. Ἄλλωστε, δέν εἴμαστε μόνιμοι κάτοικοι αὐτῆς τῆς γῆς, ἀλλά πάροικοι, ἔνοικοι τῆς γῆς. Εἴμαστε ὁδίτες καί ὄχι πολίτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ δρόμος γιά τόν Παράδεισο, ἀδελφοί, εἶναι ἕνας. Εἶναι ὁ δρόμος πού βάδισαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι: ὁ δρόμος τῆς μετανοίας, τῆς θεογνωσίας, τῆς ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς στήν Ἐκκλησία μας καί στήν Ἁγία Παράδοσή της.
Ἡ σύγχρονη κοινωνία ἔχει περιέλθει σέ ἀφάνταστο βαθμό καταπτώσεως καί ἀποστασίας. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά ἐπανέλθουμε στήν παλιά εὐσέβεια, στό φόβο τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγία ἁπλότητα. Νά ἐπανέλθουμε ὅλοι, Κληρικοί, Μοναχοί καί λαϊκοί, στήν πραότητα, στήν ταπείνωση, στήν ἀκακία, στήν ἀφελότητα τῆς καρδίας, στήν κατά Θεόν γνώση καί σοφία. Καί ν’ ἀρχίσουμε ἀπό ἁπλά, μικρά καί ἴσως τυπικά, κατά τό φαινόμενο, πράγματα· ἀλλά στήν πραγματικότητα πολύ σπουδαῖα καί οὐσιαστικά.
Καί ἄν ἡ μετάνοια καί ἡ πνευματική ἐγρήγορση εἶναι ἀπαραίτητη γιά κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας, εἶναι πολύ περισσότερο ἀπαραίτητες σήμερα, πού τό κύμα τῆς ἀθεΐας, τῆς ἀντιθεΐας, τοῦ νεοπαγανισμοῦ, τῆς εἰδωλολατρείας, τῆς σύγχυσης, τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τῆς πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς μᾶς κατακλύζει καί σάν πνευματικός λίβας μαραίνει καί κατακαίει τά ἄνθη καί τούς καρπούς τῆς πατροπαράδοτης εὐλάβειας, τῆς παράδοσης, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λαοῦ μας.
Ἐδῶ βρίσκεται, πιστεύουμε, ἡ βασική αἰτία τῆς σύγχρονης ἀπαξίας καί παρακμῆς, πού βιώνουμε ὡς λαός καί ὡς χώρα. Ἀπεμπολήσαμε ἀρχές καί ἀξίες, ἀλλάξαμε ἤθη, ἔθιμα καί συμπεριφορές, θέσαμε ἄλλους στόχους καί προτεραιότητες, νοθεύσαμε τά μέσα καί τίς διαδικασίες, ἀπωλέσαμε τό μέτρο, ἐγκαταλείψαμε τήν χαρμολύπη. Βγάλαμε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή μας καί θεοποιήσαμε τούς ἑαυτούς μας, τήν λογική μας, τήν ἀτομική μας κρίση, τίς ἀτομικές μας δεξιότητες, τό ἀτομικό μας θέλημα, τό ὑπερτροφικό καί θεοποιημένο ΕΓΩ μας. Κι ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς συνειδήσεώς μας, τῆς ψυχικῆς μας ἠρεμίας καί ἰσορροπίας, τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς μας γαλήνης καί εὐτυχίας.
Καί εἶναι πραγματικά ὀξύμωρο τό γεγονός, ὅτι ἐνῶ ἡ σύχρονη ἐποχή τῆς συνεχοῦς ροῆς πληροφοριῶν καί εἰδήσεων μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά κατέχουμε σέ καθημερινή βάση ἀμέτρητες γνώσεις γιά κάθε τί πού συμβαίνει σέ κάθε γωνιά τοῦ πλανήτη μας, νά μένουμε ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς μας, λόγῳ τῆς πολυμέριμνας καί τῶν ἀπαιτήσεων τῆς καθημερινότητας, πού συνεχῶς αὐξάνουν. Αὐτή ἡ καθημερινότητα μᾶς ἀπορροφᾶ καί καταλήγουμε νά ταυτιζόμαστε μαζί της σέ βαθμό, πού εἶναι πλέον δύσκολο νά ἀπεγκλωβιστοῦμε καί μάλιστα ὅταν ἔχουν περάσει καί τά χρόνια, καθώς δύσκολα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος σέ μεγάλη ἡλικία. Ζῶντας ἔτσι, οὐσιαστικά δέν προλαβαίνουμε νά γνωρίσουμε καί νά μάθουμε γιατί ζοῦμε, ποιός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἄν ὑπάρχει ἄλλη ζωή καί τί θά συναντήσουμε σ’ αὐτή, τί εἶναι ἡ ψυχή μας καί ποιά εἶναι τά γνωρίσματά της, τί εἶναι ἡ Κόλαση καί τί ὁ Παράδεισος.
Γι’ αὐτό καί εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη:
Α´. Νά πάρουμε καί πάλι στά χέρια μας τόν Συναξαριστή, τούς βίους τῶν Ἁγίων μας, πού κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο τόν Πόποβιτς εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐγκυκλοπαίδεια, τόν Εὐεργετινό, τά Γεροντικά, τήν Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία, τόν Ἅγιο Νικόδημο, τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο, τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τόν Παπουλάκο… Καί κυρίως καί πρωτίστως νά ἀρχίσουμε νά μελετᾶμε τακτικά καί εὐλαβικά τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί τά πατερικά κείμενα, πού ἑρμηνεύουν καί ἀναλύουν τήν Ἁγία Γραφή.
Β´. Νά ἔχουμε εὐπρεπισμένο εἰκονοστάσι στό σπίτι μας —ὄχι στό σαλόνι γιά ἐπίδειξη—, ἀλλά σέ ἰδιαίτερο χῶρο, ἄν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα, ὅπου θά μποροῦμε νά ἀποσυρθοῦμε γιά προσευχή. Εἰκονοστάσι μέ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, τῶν ὁποίων φέρουμε τά ὀνόματα, μέ Σταυρό, μέ ἀναμμένη κανδήλα, μέ τή Σύνοψη, τό Συνέκδημο, τά Προσευχητάρια. Εἰκονοστάσι, ὅπου, ὅπως οἱ παλιές εὐλαβεῖς οἰκογένειες, θά φυλάσσουμε καί ὅλα τά ἁγιαστικά (τά βάγια, τόν βασιλικό, λάδι ἤ μῦρο ἀπό προσκυνήματα, τό Μεγάλο ἁγιασμό κ.λπ.). Τό ἀναμμένο καντήλι, ὅπως λένε οἱ γεροντάδες, δείχνει τήν ζωντανή μας σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.
Γ´. Νά μάθουμε νά λέμε τήν ἁγιασμένη, πολύ θεολογική καί περιεκτική μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Νά τήν λέμε μέ πόθο καί λαχτάρα, ἐπικαλούμενοι τό γλυκύτατο Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν εἰρήνευση καί τήν προκοπή τήν δική μας, τῆς οἰκογενείας μας, γιά τήν ὑγεία καί τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν μας, γιά τήν ἴαση τῶν ἀσθενῶν, γιά τήν ἀνάπαυση καί τήν σωτηρία τῶν κεκοιμημένων μας, γιά τήν ἐπίλυση τῶν ποικίλων προβλημάτων καί δυσκολιῶν μας, γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί τήν εἰρήνη ὁλόκληρου τοῦ κόσμου.
Ἄς προσπαθοῦμε νά διατηροῦμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τό Πανάγιο Ὄνομά Του στό νοῦ καί τήν καρδιά μας, ἀκόμη καί μέσα στίς μέριμνες, ἀκόμη καί μέσα στήν πίεση καί τήν κόπωση τῆς καθημερινότητος, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε καί ὅσο μποροῦμε. Ὁ χαριτωμένος ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Καντουνακιώτης μᾶς προέτρεπε: «Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με”, ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή. Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα».
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει μέ γλαφυρότητα γιά τήν μονολόγιστη εὐχή: «Μέγα γάρ ὅπλον εὐχή, θησαυρός ἀνελλιπής, πλοῦτος μηδέποτε δαπανώμενος, λιμήν ἀκύμαντος, γαλήνης ὑπόθεσις, καί μυρίων ἀγαθῶν ῥίζα καί πηγή καί μήτηρ ἐστίν ἡ εὐχή, καί αὐτῆς τῆς βασιλείας δυνατωτέρα. Εὐχή χειμαζομένων λιμήν, κλυδωνιζομένων ἄγκυρα, σαλευομένων βακτηρία, πενήτων θησαυρός, πλουτούντων ἀσφάλεια, νοσημάτων ἀναίρεσις, ὑγιείας φυλακή· εὐχή καί τά ἀγαθά ἡμῖν ἀκίνητα διατηρεῖ, καί τά κακά μεταβάλλει ταχέως· κᾄν πειρασμός ἐπέλθῃ, ῥᾳδίως ἀποκρούεται· κᾄν ζημία χρημάτων, κᾄν ὁτιοῦν ἕτερον τῶν λυπούντων ἡμῶν τήν ψυχήν, ἅπαντα ἀπελαύνει ταχέως· εὐχή λύπης ἁπάσης φυγαδευτήριον, εὐθυμίας ὑπόθεσις, διηνεκοῦς ἡδονῆς ἀφορμή, φιλοσοφίας μήτηρ· ὁ δυνάμενος εὔχεσθαι μετά ἀκριβείας, κᾄν ἁπάντων πενέστερος ᾖ [κι ἄν εἶναι φτωχότερος ὅλων], πάντων ἐστί πλουσιώτερος· ὥσπερ ὁ τῆς εὐχῆς πάλιν ἐστερημένος, κᾄν ἐν αὐτῷ καθέζηται τῷ θρόνῳ τῷ βασιλικῷ πάντων ἐστί πενέστερος [ἔτσι, αὐτός πού δέν κάνει τήν εὐχή, ἀκόμη κι ἄν κάθεται σέ βασιλικό θρόνο, εἶναι φτωχότερος ἀπό ὅλους]».
Ἀδελφοί, σᾶς βεβαιώνω ὅτι τά προβλήματά μας καί τά θέματά μας τά λύνει ὁ Χριστός μας, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας, καί ὄχι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴτε κληρικοί εἴτε μοναχοί εἴτε λαϊκοί. Εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά μάθουμε νά προσευχόμαστε καί γιά τά δικά μας προβλήματα καί γιά αὐτά τῶν συγγενῶν καί φίλων μας. Ἡ ἔμπονη καί ἐπίμονη προσευχή εἶναι αὐτή πού θά δώσει τίς, κατά Θεόν καί συμφέρουσες γιά μᾶς, λύσεις σέ ὅλα τά ζητήματά μας, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι καί μεῖς, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, δέν θά παύουμε νά βοηθοῦμε καί νά συμπαραστεκόμαστε στούς συνανθρώπους μας. Δέν θά ἀντικαθιστοῦμε, ὅμως, τόν Πάνσοφο καί Πανελεήμονα Κύριό μας καί Θεό μας.
Δ´. Νά μάθουμε νά ἐκκλησιαζόμαστε μέ εὐλάβεια, τακτικότατα -ὄχι μόνο στίς κηδεῖες, τούς γάμους καί τίς βαπτίσεις- καί μέ προσοχή στά τελούμενα. Νά μήν ἀπουσιάζουμε ἀπό τίς θεῖες Λειτουργίες τῶν Κυριακῶν καί τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἐπικαλούμενοι ἄτοπες δικαιολογίες. Νά προετοιμαζόμαστε ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα, μέ σωματική καί ψυχική καθαρότητα καί προετοιμασία, μέ περισυλλογή, μέ ἀνάπαυση, μέ προσευχή καί μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Εὐαγγελικῶν καί Ἀποστολικῶν Ἀναγνωσμάτων καί τῶν ὑποθέσων τῶν μεγάλων Ἑορτῶν.
Ε´. Νά τελοῦμε, κατά διαστήματα, τόν Μικρό Ἁγιασμό καί –μιά φορά τουλάχιστον τόν χρόνο– τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου στά σπίτια μας γιά νά ἀποτρέπουμε μέ αὐτά, ὡς θεῖα ἀλεξικέραυνα, τήν ἐπήρεια καί τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων ἀπό τήν οἰκογένειά μας καί τό σπίτι μας, καθώς καί τήν βασκανία, τήν ζηλοφθονία καί τήν βοή τῶν πονηρῶν καί κακοποιῶν ἀνθρώπων. Ἐπισημαίνουμε στό σημεῖο αὐτό καί ἐπιμένουμε ἰδιαιτέρως: ὅτι ὁ Χριστιανός δέν πρέπει ποτέ, σέ καμμία περίπτωση, νά καταφεύγει γιά τήν ἐπίλυση προβλημάτων (ἀρρώστιες παιδιῶν, συγγενῶν, ἀποκατάσταση κ.λπ.) σέ μάγους, φωτισμένους, φωτισμένες ἀστρολόγους, χαρτορίχτρες, μέντιουμ κ.λπ.). Εἶναι μεγίστη ἁμαρτία καί μέγας κίνδυνος, τό νά προστρέχουμε σέ τέτοια πρόσωπα τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τό θεωρεῖ μάλιστα «ξεβάπτισμα». Εἶναι προτιμώτερο νά πεθάνει τό παιδί μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος, νά μήν παντρευτεῖ τό παιδί, παρά νά ζήσει ἤ νά ἀποκατασταθεῖ, μέ τή βοήθεια τοῦ Σατανᾶ —κι αὐτό, βεβαίως, ἀμφίβολο— παρά νά χάσει τήν ψυχή του. Οἱ ἐξαρτημένοι, ἄλλωστε, ἀπό τήν μαγεία καί τόν σατανισμό, ἄν δέν ἀπελευθερωθοῦν μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τήν ἐξάρτηση αὐτή, καταλήγουν τελικά καί ψυχασθενεῖς.
Νά μήν παραλείπουμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ —καί μάλιστα σωστά— καί τήν προσευχή πρίν καί μετά τό φαγητό. Δέν εἶναι καθόλου μιά τυπική συνήθεια αὐτό· εἶναι εὐλογία καί προστασία ἀπό κάθε ἐπήρεια δαιμονική καί βασκανία (πολλές φορές φαγητά ἤ γλυκίσματα, πού μᾶς προσφέρθηκαν, ἦταν μολυσμένα ἀπό μαγικά)… Ἀλλά ἀποτελεῖ καί εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν δωρεοδότη καί τροφοδότη Κύριό μας καί Θεό μας.
Νά κάνουμε πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί σωστά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ —εἶναι ὁμολογία αὐτό καί πολύ δυνατή προσευχή—, κατά τήν εἴσοδο καί ἔξοδο ἀπό τό σπίτι μας, ἀπό τό χῶρο τῆς ἐργασίας μας, ἀπό τό αὐτοκίνητό μας, σέ στιγμές δύσκολες πού χρειαζόμαστε περισσότερο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μήν κυκλοφοροῦμε ποτέ χωρίς τόν ἐπιστήθιο σταυρό ἐπάνω μας.
Νά μάθουμε νά βαδίζουμε τόν ἴσιο δρόμο καί μέ τό σταυρό στό χέρι καί νά εἴμαστε σίγουροι —παρά τά λεγόμενα περί τοῦ ἀντιθέτου— ὅτι θά ἔχουμε σ’ αὐτή τή ζωή τή διαρκή εὐλογία καί προστασία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή θά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός τῶν ἐπουρανίων Του ἀγαθῶν.
Ϛ´. Νά ἀρχίσουν οἱ νοικοκυρές, ὅσες δέν τό κάνουν, νά ζυμώνουν πρόσφορα μέ εὐλάβεια καί μέ εἰδική προετοιμασία, νά προσφέρουν τό νᾶμα, τό καθαρό κερί καί τό θυμίαμα γιά τήν Θεία Λειτουργία, μαζί μέ τά ὀνόματα, ζώντων καί κεκοιμημένων, σημειώνοντας καί ὑπογραμμίζοντας τό ὄνομα μέ ἰδιαίτερη ἀνάγκη (καλό θά ἦταν καί μέ τό αἴτημά του). Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων καί ἡ προσφορά τῶν δώρων γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀποδίδουν τή μεγαλύτερη ὠφέλεια σέ ζῶντες καί κεκοιμημένους, ὅση ὠφέλεια δέν μπορεῖ νά προσφέρει καμμία ἄλλη προσευχή ἐπί τῆς γῆς. Ἰδίως γιά τούς κεκοιμημένους μας, πού δέν ἔχουν πλέον τή δυνατότητα νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους καί περιμένουν μόνον ἀπό ἐμᾶς. Καλές οἱ δωρεές καί τά στεφάνια, ἀλλά ἡ Θεία Λειτουργία γιά τούς ἀνθρώπους μας εἶναι ἡ ἀναντικατάστατη ἀνακούφιση καί παρηγοριά τους.
Πολύ ὠφέλιμο θά ἦταν νά τελοῦμε καί Θεῖες Λειτουργίες (ν’ ἀνοίγουμε τίς Ἐκκλησιές, ὅπως συνηθίζει νά τό λέει ὁ λαός μας) ὑπέρ τῶν οἰκογενειῶν μας, τῶν συγγενῶν μας, τῶν φίλων μας καί τῶν κεκοιμημένων μας, μή παραλείποντας καί ὅλα τά διατεταγμένα (κόλλυβα καί ὑψώματα γιά τούς Ἁγίους μας, ἀρτοκλασίες, μνημόσυνα, τρισάγια καί κόλλυβα γιά τούς κεκοιμημένους μας).
Ζ´. Νά ἀφήνουμε στόν Θεό μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα τόν ἑαυτό μας, τήν οἰκογένειά μας, τήν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων καί τῶν ὑποθέσεών μας, ἀποφεύγοντας τήν ὀρθολογιστκή ὀργάνωση καί ἀντιμετώπιση τῆς προσωπικῆς καί οἰκογενειακῆς ζωῆς.
Νά διδάξουμε στά παιδιά μας ἀπό μικρά τό φόβο τοῦ Θεοῦ, τίς Ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, τό σκοπό τῆς ζωῆς μας, τό ἐφήμερο τῶν ἐγκοσμίων, τή μεταφυσική-ὑπερβατική πραγματικότητα, τήν ἀγάπη στήν Ἐκκλησία, στά Ἱερά Μυστήρια καί στήν προσευχή. Μαζί μέ τή μόρφωση τοῦ ἐγκεφάλου καί τῶν σωματικῶν δεξιοτήτων, πού θεωρεῖται σήμερα πανάκεια, νά μορφώσουμε συγχρόνως καί τίς ψυχές τῶν παιδιῶν μας, τόν νοῦ τους καί τήν καρδιά τους, γιά νά διαπλάσουμε ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες καί νά τούς δώσουμε τά σημαντικώτερα ἐφόδια.
Νά τά μάθουμε ἀπό μικρά νά εἶναι ταπεινά, ὄχι ἐγωκεντρικά καί φίλαυτα, νά ἔχουν σεβασμό στούς γονεῖς καί στούς μεγαλυτέρους, γενικώτερα. Εἶναι σημαντικό ἀπό μικρά νά μάθουν νά φιλοῦν τό χέρι τῶν γονέων καί τῶν παπούδων, ἄν ὑπάρχουν, κάθε βράδυ καί νά ζητοῦν συγχώρηση γιά τυχόν ἀταξίες, ὅπως καί νά δίνουν πρόθυμα συγχώρεση στά ἀδέλφια τους, ἀλλά καί στούς γονεῖς τους γιά τυχόν παραλείψεις, αὐστηρότητες καί προστριβές. Ἔχει μεγάλη σημασία, ἀδελφοί, νά γνωρίζουν τά παιδιά ὅτι παντοῦ καί μέσα στήν οἰκογένεια ὑπάρχει τάξη καί ἱεραρχία καί ὅτι οἱ γονεῖς εἶναι, μετά τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, τά πιό σεβαστά καἱ ἱερά πρόσωπα. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά ἀντιδροῦμε μέ ἀσέβεια πρός τούς γονεῖς μας, ἤ νά τούς ὑβρίζουμε καί νά τούς ἀπειλοῦμε ἤ καί τό πιό φοβερό νά «σηκώσουμε χέρι» ἐπάνω τους, ὅσο ἁμαρτωλοί καί ἄν εἶναι. Τά πρόσωπα τῶν γονέων μας εἶναι κάτω ἀπό τά εἰκονίσματα τῶν Ἁγίων μας. «Εὐχαί γονέων στηρίζουσι τέκνα».
Θά θέλαμε νά ἐπιμείνουμε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ζήτημα τῆς συγχωρήσεως, καθώς καί τῆς φιλοτιμίας, τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀνοικτοκαρδίας. Οἱ δύο αὐτές ἀρετές, ἡ φιλανθρωπία καί ἡ συγχώρηση, μᾶς κάνουν νά ὁμοιάζουμε μέ τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι, κυρίως, φιλάνθρωπος καί συγχωρητικός. Ὅσοι διαθέτουν αὐτές τίς δύο ἀρετές ποτέ δέν θά τούς ἀφήσει ὁ Θεός νά φύγουν ἀμετανόητοι ἀπό αὐτή τήν γῆ. Ἡ ἀγάπη Του θά τούς συντροφεύει καί σέ αὐτή τήν ζωή καί στήν ἄλλη ζωή.
Νά μιλοῦμε περισσότερο στόν Θεό γιά τά παιδιά μας, παρά στά παιδιά μας γιά τόν Θεό. Ἡ μεγαλύτερη περιουσία πού θά τούς ἀφήσουμε εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καί ζωή, ἡ ἐλπίδα τους στόν Θεό καί ἡ βαθειά συναίσθηση ὅτι χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει προκοπή καί εὐτυχία.
Ἡ ὑπερβολική μέριμνα νά ἐξασφαλίσουμε τό μέλλον τῶν παιδιῶν μας μέ ὅσα περισσότερα μποροῦμε χρήματα, κτήματα, οἰκήματα κ.λπ. ὄχι μόνο δέν συμβαδίζει μέ τό γνήσιο χριστιανικό φρόνημα, ἀλλά συσσωρεύει στούς μέν γονεῖς ἄγχος, ὑπερπροστασία, ὑπερεργασία, ὑπερκόπωση, συχνά καί ἀπροθυμία στή φιλανθρωπία, ἀλλά καί στά παιδιά καλλιεργεῖ τή φιλοκτημοσύνη, τήν φιλαργυρία, τήν ὀκνηρία, τήν πονηρία, τήν ἀχαριστία, τίς διαρκεῖς ἀπαιτήσεις, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία νά ἐκτιμήσουν τούς κόπους τῶν γονέων τους καί γι᾿ αὐτό συχνά ὁδηγοῦνται στήν κατασπατάληση τῶν ἀγαθῶν πού κληρονομοῦν καί ὄντας ἀνίκανα νά σταθοῦν στή ζωή ἐξαθλιώνονται.
Μή ζητᾶμε εὐτυχία κοσμικοῦ τύπου, πολλά χρήματα, κτήματα, οἰκήματα καί ἐπιτυχίες. Εἶναι πλάνη φοβερή νά ἐκζητοῦμε ἄλυπο, ἄκοπο καί ἀναίμακτο βίο. «Οὐδείς ἀνέβη εἰς τόν Οὐρανόν μετ’ ἀνέσεως», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
Νά ἐπιμείνουμε στίς Ἑορτές τῶν Ἁγίων μας· μή καταλύοντας, τιμώντας τόν Ἅγιο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρουμε, καί τήν νηστεία, ὅταν εἶναι ἡμέρα νηστείας. Νά καταργήσουμε τά πάρτι καί τά γενέθλια, τά ἐκ τῆς Δύσεως προερχόμενα καί γιά λόγους ἐμπορικούς προβαλλόμενα καί ἐπιβαλλόμενα, ἀλλά καί γιά λόγους οἰκογενειακῆς προβολῆς προτιμώμενα…
Η´. Φοβερές πληγές γιά τίς οἰκογένειες, ἀκόμη καί τίς χριστιανικές, εἶναι ἡ πανούργα καί πλανερή μόδα, τό ἀκριβό ντύσιμο, πού κρύβει κοσμικότητα, φιλαρέσκεια, ἐνίοτε καί ἀνηθικότητα, τό πολυτελές σπίτι καί αὐτοκίνητο, τά ἄφθονα καί ἐξεζητημένα ξενικά φαγητά καί ποτά, ἡ κοσμική ζωή καί διασκέδαση, ἡ ἄσκοπη ἐνασχόληση μέ θέματα ἀνούσια καί συχνά ἐπιβλαβῆ (χόμπυ, πολυέξοδα παιχνίδια κ.λπ.), ἡ σπατάλη χρημάτων καί χρόνου, πού ἀφαιρεῖται πάντοτε ἀπό τό χρόνο πού ἀνήκει στήν ψυχή μας, ἄν ὑπάρχει τέτοιος χρόνος, καί πολλά ἄλλα. Ὅλα αὐτά, ἀλλότρια τῆς εὐλαβείας καί τοῦ χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, πέραν τοῦ ὅτι μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, καθηλώνοντάς μας σέ φθηνά καί ἀνάξια λόγου γήϊνα πράγματα, γίνονται πολλές φορές αἰτίες τραγωδιῶν μέσα στίς οἰκογένειες: γιά νά ἱκανοποιηθοῦν ἀπαιτήσεις προτιμᾶται τό εὔκολο κέρδος διά τῆς πλαγίας ὁδοῦ, κλοπές, χρηματιστήρια, συζυγικές ἀπιστίες, διαζύγια, κ.λπ.
Γνώμη μας εἶναι —θά φανεῖ ἴσως σκληρή καί γιά πολλούς ἀνεφάρμοστη- ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά βγεῖ ἡ τηλεόραση ἀπό τό σπίτι ἤ ἔστω νά ἐλέγχεται πολύ αὐστηρά ἡ χρήση της. Εἶναι τό μεγαλύτερο κακό μέσα στό ἴδιο μας τό σπίτι, στό ἴδιο μας τό δωμάτιο, πού εἶναι τό ἱερό καί τό ἄσυλό μας. Πόσο διορατικός καί προφητικός εἶναι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός! Ἡ τηλεόραση δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ διάβολος μές στό κουτί μέ τά κέρατά του στίς στέγες τῶν σπιτιῶν μας· εἶναι λεγεῶνες διαβόλων μέσα στά σπίτια μας καί μέ τή θέλησή μας καί μέ τήν πληρωμή μας. Εἶναι σχολεῖο τοῦ κακοῦ, τοῦ ἐγκλήματος, τῆς διαφθορᾶς, τῆς κάθε εἴδους διαστροφῆς, τοῦ νεοεποχίτικου τρόπου σκέψεως καί ζωῆς, τοῦ σατανισμοῦ…. Εἶναι φοβερή ἡ ἀλλοίωση ἀπό τήν τηλεόραση, ὄχι μόνο στά παιδιά καί στούς νέους, ἀλλά καί στούς ἐνηλίκους καί στούς γέρους.
Τά ἴδια, βεβαίως, ἰσχύουν καί γιά τά κινητά τηλέφωνα καί τό internet καί κυρίως γιά τά λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ὅπως τό facebook (φέισμπουκ) κ.ἄ. πού ἀποτελοῦν μία ἀνοικτή πληγή καί μία συνεχή ἀπειλή γιά τά παιδιά, ἀλλά πολλές φορές καί γιά τούς ἐνήλικες.
Ἡ τηλεόραση, τό internet, τά κινητά τηλέφωνα (ρόζ τηλέφωνα κ.λπ.) ἀποτελοῦν τά σύγχρονα διαφθορεῖα πού ἀναπαράγουν καί προβάλλουν ὅλες τίς ἔκφυλες καί διεστραμμένες καταστάσεις, τήν ὁμοφυλοφιλία, τούς γκέι γάμους, τίς ἐλεύθερες σχέσεις, τά σύμφωνα συμβίωσης καί τόσα ἄλλα.
Εἶναι, ἐπίσης, τραγικό αὐτό πού συμβαίνει καί γιά τό ὁποῖο κατά μέγα μέρος εὐθύνονται ἡ τηλεόραση, τό internet καί τά κινητά τηλέφωνα: ἡ ἔλλειψη ἐπικοινωνίας καί διαλόγου μεταξύ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας καί κυρίως μεταξύ τῶν συζύγων. Ἡ ὑπεραπασχόληση, ἡ ὑπερεργασία πού συμπληρώνεται μέ τήν ἐπί ὧρες καθήλωση μπροστά στήν τηλεόραση, στό κινητό ἤ τόν ὑπολογιστή, μέχρι καί τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες, οἱ ὁποῖες ἀφαιροῦν καί τόν ἐλάχιστο ἐλεύθερο χρόνο ἀπό τούς συζύγους καί τά παιδιά, δημιουργοῦν συνεχή ἐκνευρισμό, κόπωση, ἀποξένωση καί μύρια ὅσα δεινά. Γιά νά εἴμαστε, ὅμως, εἰλικρινεῖς, τήν ἀπομόνωση, τόν ἐκνευρισμό, τίς ἀτέλειωτες λογομαχίες καί τόν τραυματισμό τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν τά δημιουργοῦν καί τά καλλιεργοῦν κυρίως ὁ ἐγωϊσμός τῶν γονέων, ἡ φιλαυτία τους καί ἡ αὐτοδικαίωσή τους, ἡ ὁποία δέν γνωρίζει ἀγάπη, δέν γνωρίζει συγχώρηση, δέν γνωρίζει σιωπή καί ὑπομονή. Σπίτι χωρίς συγγνώμη τό ἐπισκέπτεται συχνά ἤ μᾶλλον κατοικεῖ μονίμως μέσα σ᾿ αὐτό ὁ σατανᾶς.
Νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς μηδαμινότητός μας. Ἀκόμη κι ἄν εἴχαμε τηρήσει ὅλο τό Νόμο —πρᾶγμα δύσκολο γιά τόν ἄνθρωπο— καί πάλι ἀχρεῖοι δοῦλοι θά εἴμασταν, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Σαφέστατα καί κατηγορηματικώτατα μᾶς τό βεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν… ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν (τὸν Θεὸν), καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α´ Ἰωάν. 1, 8-10). Ἔτσι καλλιεργοῦμε τήν πραγματική ταπείνωση, στήν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεός καί ὄχι τήν ταπεινολογία καί τήν ταπεινοσχημία. Κατά τό πατερικό λόγιο, ὁ Θεός εὐλογεῖ ὅλο τόν κόσμο κάθε μέρα μέ τό ἕνα Του χέρι, τόν ταπεινό, ὅμως, τόν εὐλογεῖ μέ τά δυό Του χέρια. Ἔτσι ἐξηγεῖται αὐτό πού τόνιζε συχνά-πυκνά ὁ Γέροντας Γερμανός, ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί σώζει τόν ταπεινό ἁμαρτωλό καί ἀποστρέφεται τόν ἀσεβή καί ὑπερήφανο δίκαιο. Γι’ αὐτό καί νά μήν κάνουμε φίλους αὐτούς πού νομίζουν καί ὑποστηρίζουν ὅτι δέν ἔχουν ἁμαρτίες. Εἶναι ψεύτες, ἀνόητοι καί ἀλαζόνες.
Θ´. Ἀφήσαμε τελευταῖο τό σπουδαιότατο ζήτημα τῆς τακτικῆς, εἰλικρινοῦς καί ἐν μετανοίᾳ Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, χωρίς τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε πνευματική ζωή καί, κατά συνέπειαν, σωτηρία καί ἁγιασμό, καί μετοχή στήν Θεία Κοινωνία, στήν ὁποία πρέπει νά προσερχόμαστε τακτικά κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο, πού θά τό ἀνοίξουμε, ὅμως, σέ μιά ἄλλη εὐκαιρία.
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Ὅλα αὐτά τά ἐπισημαίνουμε ὄχι γιά νά σᾶς ἀπελπίσουμε, ἀλλά γιά νά βάλουμε νέα ἀρχή μετανοίας, σύν Θεῷ, διά πρεσβειῶν καί δι’ εὐχῶν. Κι ἄν ἀκόμη δέν μποροῦμε νά τά ἐπιτύχουμε ὅλα αὐτά, τοὐλάχιστον νά ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς μας πενίας, τῶν πολλῶν μας ἐλλείψεων, τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί νά ζητοῦμε διαρκῶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ καλός Θεός, βλέποντας τήν συναίσθηση αὐτή, θά ἀναπληρώσει τά ἐλλείποντα, ἀρκεῖ νά δεῖ καί τόν δικό μας συνεχή καί φιλότιμο ἀγώνα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί φίλοι,
Καλή ἀρχή στόν ἀγώνα μας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας. Καλή καί Εὐλογημένη Χρονιά, καλή Μετάνοια, καλόν Παράδεισο. Εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἐγκάρδια ἀγάπη σας καί τήν θυσιαστική παρουσία σας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...