Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

p nikodhmos mpilalhs 03


Τελέσθηκε, το Σάββατο 4 Ιουνίου 2016,  το διετές ι. Μνημόσυνο του μακαριστού π. Νικοδήμου Μπιλάλη, από τους Συλλόγους «ΠΑΝΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ» (Π.Ε.ΦΙ.Π.) και «Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης», στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, οδ. Ακαδημίας, Αθήνα. Ο Γέροντας υπήρξε ο Ιδρυτής και η «ψυχή» των δύο Συλλόγων.

Μέσω του Περιοδικού της Π.Ε.ΦΙ.Π., «Ελληνορθόδοξη ΠΟΛΥΤΕΚΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ», ομιλιών, συνεντεύξεων, αλλά και προσωπικών του επαφών, επί 46 έτη ανέδειξε την ηρωική Πολύτεκνη Οικογένεια, την οποία προσφυώς χαρακτήριζε ως το μεγαλύτερο σύγχρονο ΘΕΜΑ-ΘΕΑΜΑ-ΘΑΥΜΑ. Παράλληλα ενημέρωνε ορθόδοξα και υπεύθυνα για το ιερό Μυστήριο του ορθοδόξου Γάμου και της τεκνογονίας. Ήταν σφοδρός πολέμιος των φονικών εκτρώσεων και της εφάμαρτης αντισύλληψης. Υπήρξε εκ των πρώτων δημογράφων και από πολύ νωρίς έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τον καταστροφικό δημογραφικό μας κατήφορο.

Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι εκατοντάδες παιδιά διασώθηκαν από έκτρωση και έζησαν εξαιτίας των άρθρων και των συμβουλών του π. Νικοδήμου. Αλλά και χιλιάδες παιδιά γεννήθηκαν από ζευγάρια, που ενώ είχαν αποφασίσει να μη κάνουν άλλα παιδιά, διαβάζοντας το Περιοδικό άλλαξαν γνώμη και προχώρησαν στην απόκτηση ενός η και περισσοτέρων παιδιών.

Κινούμενος από τη μεγάλη του αγάπη προς το ιερό πρόσωπο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ίδρυσε τον ομώνυμο Σύλλογο. Μέσω του Συλλόγου προώθησε και διέδωσε την ι. μνήμη του μεγάλου κολλυβά Αγίου. Εξέδωσε τον «Πρωτότυπο Βίο» του Αγίου Νικοδήμου, από ανέκδοτο χειρόγραφο του Αγίου Όρους, τον οποίο και πρόσφερε δωρεάν (πάνω από 100.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα). Ανήγειρε, με προσωπική του επιστασία, τον πρώτο ι. Ναό του Αγίου Νικοδήμου στις Καρυές του Αγίου Όρους, στον τόπο όπου είχε ταφεί ο Άγιος. Συμμετείχε ως ειδικός περί του Αγίου σε πολλά αγιονικοδημικά συνέδρια.

Στο διετές ι. Μνημόσυνό του συμμετείχαν αρκετοί Ιερείς, με προεξάρχοντα τον Α  Ἀντιπρόεδρο της Π.Ε.ΦΙ.Π., Αρχιμ. π. Νεκτάριο Ζιόμπολα, ο οποίος στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο μακαριστό Γέροντα και το έργο του. Επιμνημόσυνο λόγο εκφώνησε και ο Πρόεδρος της Π.Ε.ΦΙ.Π. κ. Αντώνιος Αντωνίου. Παρέστησαν συγγενείς του Γέροντα, πολλοί Φίλοι των Πολυτέκνων και γνωστοί του, αλλά και αρκετοί Πολύτεκνοι.

 

Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος

 

 

moisis agioritis


Σε μία εποχή πλούσια σε λόγο, πληροφόρηση, ενημέρωση, συζήτηση, διάλογο, επικοινωνία να μιλά κανείς περί σιωπής ακούγεται μάλλο αρκετά παράξενα. Σε καιρούς εκτροπής του λόγου σε ψεύδος, ύβρη, κολακεία, ειρωνεία, απάτη κι εμπαιγμό αξίζει νομίζουμε ν΄αναφερθεί κανείς και στην εγνωσμένη, επιλεγμένη, διακριτική, κερδοφόρα σιωπή. Η σιωπή είναι μία μορφή συμπεριφοράς.

Το να σιωπά κανείς δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι αδιάφορος, αδρανής, νωχελής κι απρόσεκτος. Η εσκεμμένη σιωπή, η προσεγμένη ολιγορία και η απόρριψη της φλυαρίας και του κουτσομπολιού αποτελεί προτίμηση της σιγής κι αποφυγή της κουραστικής πολυλογίας, από την οποία συνήθως προέρχονται διάφορα προβλήματα, όπως φιλονικίες, ψυχρότητες και θόρυβοι. Οι σιωπηλοί άνθρωποι μιλούν με τη σοβαρή σιωπή τους. Δεν μιλούν, όχι γιατί δεν γνωρίζουν να μιλήσουν, όχι από ακαταδεκτικότητα και κρυφή οίηση ότι δεν συμμετέχουν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις, αλλά από την ταπεινή αίσθηση ότι δεν έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Έτσι απλά σιωπούν. Όταν μάλιστα μιλούν, καταθέτουν λόγο μεστό περιεχομένου.

Οι σιωπηλοί άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι, αρεστοί, και προτιμητέοι. Η κοινωνία σήμερα αναζητά τολμηρούς συζητητές. Μερικοί μάλιστα θεωρούν τους σιωπώντες νοσηρούς, μειονεκτικούς, δειλούς, φοβισμένους και προβληματικούς. Θα μπορούσε βέβαια ορισμένοι να είναι έτσι, όπως και αρκετοί φλύαροι. Οι γνήσια πάντως σιωπηλοί άνθρωποι «ζουν το άρωμα μιας άλλης ζωής, που δεν μπορούν να εννοήσουν οι άλλοι που αγάπησαν τις έκδηλες μορφές συμπεριφοράς. Η σιωπή γεμίζει την ψυχή τους χαρά και τους ανοίγει ορίζοντες μιας έντονης πνευματικής δράσης, την οποία δύσκολα μπορεί να κατανοήσει και να αξιολογήσει το ανθρώπινο περιβάλλον τους» (Γεώργιος Κρασανάκης).

Από τα παραπάνω διαφαίνεται μια σιωπή με δύο μορφές. Η μία ως αδυναμία και η άλλη ως αρετή. Ας τις δούμε και τις δύο παρακαλώ προσεκτικά.

Είπαμε πως μπορούμε νάχουμε σιωπή από φόβο ή δειλία, που προέρχεται από νοσηρές ψυχικές καταστάσεις. Μια νοσηρή σιωπή είναι σκοτεινή, άχαρη, δόλια, κουραστική και φθοροποιός. Ταλαιπωρεί τον ίδιο τον άνθρωπο, που δεν είναι ισορροπημένος, ξεκάθαρος, τίμιος, ειλικρινής, εκφραστικός και ντόμπρος. Μερικές φορές μπορεί να προσποιείται κανείς τον σιωπηλό και ταπεινό, ενώ μέσα του επικρατεί μεγάλη σύγχυση, ταραχή, θόρυβος, στενοχώρια και οίηση. Η προσποίηση αυτή είναι φοβερή κι αξιοκατάκριτη υποκρισία. Ένας φαινομενικά σιωπηλός απατά. Διατηρεί σιωπή από κακή διάθεση για τον πλησίον. Ή υπάρχει από έλλειψη θάρρους ή βαθύ εσωτερικό κενό. Ο ταπεινά σιωπηλός δεν είναι ακοινώνητος, φυγόκοσμος κι αφιλάδελφος. Ούτε κλείνεται στο καβούκι του ναρκισσευόμενος, μονολογώντας με τον σοφό εαυτό του κι απαξιώνοντας τον αδελφό του.

Υπάρχει λοιπόν κακή και καλή σιωπή, όπως καλός και κακός λόγος. Η εσωτερική ποιότητα του ανθρώπου χρωματίζει κι αρωματίζει και τη σιωπή και τον λόγο του. Το ευαγγέλιο δεν μας θέλει πάντοτε σιωπώντες. Μας καλεί συχνά σε κήρυγμα, ιεραποστολή, ομολογία, νουθεσία και συμβουλή. Ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο : «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμί μετά σου». Άφοβα, του λέγει να κηρύττεις το ευαγγέλιο και να μη σιωπάς, γιατί είμαι μαζί σου. Τον λόγο του ενδυναμώνει η συνεχής παρουσία του Κυρίου.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει πως ο Λόγος του Θεού προήλθε από τη σιγή. Μετά από μακρά σιγή στην έρημο μίλησε ο Χριστός. Τα μεγάλα μυστήρια τελεσιουργούνται στην ησυχία και τα καλύπτει η ιερή σιγή. Το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Υιού και του Λόγου του Θεού κατανοείται καλύτερα σιωπηλά. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει : «ράον σιωπή». Είναι προτιμότερη εδώ η σιωπή. Ας επικρατήσει σιγή. Η σιωπή τώρα είναι πιο εύκολη και ακίνδυνη. Γιατί «ου φέρει το μυστήριον έρευναν». Η σιωπή δηλώνει την ταπείνωση του νου, την όραση της καρδιάς, την ευχαριστία της ψυχής, που μένει άφωνη κι ακούει τις δοξολογίες των αγγέλων και των θεοΰφαντων ύμνων της ιεράς υμνολογίας μας.

Η ομολογία της πίστεως δεν είναι ένας στείρος τυπικός λόγος, αλλά προέρχεται από τη σιωπή της καθαρής καρδιάς. Έτσι η σιωπή γεννά τον καθαρό, ωραίο και μεστό λόγο. Ο νους συγκινείται στα υψηλά και δεν κινεί τη γλώσσα να εκφέρει λέξεις, όπου συγκρατημένη ακινητεί να εκφράσει νοήματα δύσκολα μυστηρίων Θεού.

«Ο δε Ιησούς εσιώπα». Δεν είναι μόνο ενώπιον του αρχιερέως Πιλάτου στο Πραιτώριο που σιωπά ο Χριστός. «Και ουδέν απεκρίνατο» προσθέτει ο ευαγγελιστής Μάρκος. Δεν δίνει καμιά απάντηση. Θεωρεί ότι δεν βγαίνει τίποτε με τα λόγια. Ότι θα μιλούσε και δεν θα τον άκουγαν. Ότι θα έπεφταν οι λόγοι του στο κενό. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντες, αλλά έβλεπε την ηθελημένη κώφευση των ανθρώπων, είχαν αυτιά και δεν τα χρησιμοποιούσαν. Ο Χριστός δεν χάιδευε ακοές. Δεν έλεγε αυτά που ήθελαν ν΄ακούσουν. Έτσι με νόημα σιωπά. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς». Δεν απαντούσε τίποτε στις πολλές ερωτήσεις. Σαν να έλεγε από τότε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έβλεπε ότι δεν έβγαινε τίποτε με τη συζήτηση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τονίζει την άφοβη σιωπή του Ιησού παρά τις απειλές της εξουσίας. Στο πρόσωπο του Χριστού επιβεβαιώνεται ο αρχαίος προφητικός λόγος. Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας λέγει: Δεν άνοιξε το στόμα του καθόλου κι έμεινε άφωνος μπροστά στους διώκτες του.

Όταν στην πρόκληση απαντά κανείς με τη σιωπή χαμηλώνει την ένταση, διακόπτει τη συνέχεια, ταπεινώνει την οργή, σβήνει τον θυμό και σιγάζει δύσκολες καταστάσεις. Σημασία όμως έχει και το ήθος και το ύφος και ο τρόπος αυτής της σιωπής. Αν είναι εγωιστικός φαίνεται. Αν είναι περιφρονητικός δεν μπορεί να κρυφτεί. Αν κανείς όμως ταπεινά σιωπά, για να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα, υποχωρεί, ανέχεται, αποσύρεται, ελαχιστοποιεί τα τρομερά δικαιώματά του, χάρη της ειρήνης, της ενότητος και της αγάπης, τότε κερδίζει ενώ φαίνεται ότι χάνει. ‘Οποιος είναι έξυπνος κάνει τον χαζό, λένε στο Άγιον Όρος. Η σεμνή στάση του σιωπώντος μπορεί να φιλοτιμήσει τον άλλο, να τον κάνει να ξανασκεφθεί τα πράγματα καλύτερα. Αν έχει κανείς τη δύναμη, που κύρια προέρχεται από τη ταπείνωση, να μη δώσει συνέχεια στην προκλητική προσβολή, την ειρωνεία και τον χλευασμό, και σιωπά, δεν σημαίνει ότι είναι δειλός κι ανόητος, αλλά έχει έναν ηρωισμό μεγαλύτερο από την τόλμη της αυθάδειας, του θράσους και της συνέχειας του καυγά και της γκρίνιας των πολλών αντιδράσεων. Ο άνθρωπος προκαλούμενος αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, να μιλήσει, να δικαιολογηθεί και να δημιουργήσει αμυντική ασφάλεια. Μεγαλύτερη δύναμη χρειάζεται κανείς να σιωπήσει παρά να μιλήσει. Η σιωπή όμως θέλει σοφή γνώση, αυτοκυριαρχία και κυρίως ταπείνωση.

Η σιωπή όπως ήδη είπαμε δεν είναι για όλους, για παντού και για πάντοτε. Οι άγιοι πατέρες καλλιέργησαν επισταμένα την εύλογη σιωπή και είχαν ένθεο λόγο. Είναι πολύ σπουδαίο και σημαντικό πράγμα οι άνθρωποι να γνωρίζουν καλά πότε να μιλήσουν, τι να πουν, σε ποιον θα το πουν, γιατί θα το πουν, πόσο θα πουν και πότε θα πρέπει να σιωπήσουν, ν΄αποσυρθούν, να κρυφτούν. Όπως ωραία ειπώθηκε «ο προφορικός λόγος περιορίζει τον ενδιάθετο λόγο που περιέχεται στη σιωπή. Ποτέ δεν μπορεί να τον περιλάβει και να τον εκφράσει απόλυτα. Γι ‘ αυτό η σιωπή είναι συχνά σε θέση να εκφράσει περισσότερα από όσα ο λόγος» (Γεώργιος Μαντζαρίδης). Αυτό συμβαίνει στη θεολογία, στην ιερά ησυχία.

Η πολυλογία, η φλυαρία, η κενολογία, η περιττολογία, η αργολογία, η φαιδρολογία δηλώνει κενοδοξία, αδιακρισία κι εσωτερική ανησυχία. Η ησυχία γεννά την ωραία σιωπή κι αυτή εξυφαίνει τον λόγο. Δεν πρόκειται για ανενεργό στάση, για παθητική πράξη, για οκνηρό έργο, για φυγόπονη απραξία, αλλά για επιλεγμένη εργασία αυτογνωσίας, αυτοπαρατήρησης, ενδοσκαφής και εντρυφήσεως στα θεία. Λέγει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Απόκτησε την εσωτερική σου γαλήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σου, χωρίς εσύ να το ξέρεις». Δεν χρειάζεται συνέχεια να μιλάμε. Ο κόσμος κουράστηκε από τα πολλά, τα παχειά, τ’ αδιαφανή, τα υποκριτικά, τα ξύλινα λόγια. Οι άλλοι δεν βρίσκονται πάντοτε πλάι μας για να μας ακούνε, αλλά και για να τους ακούμε. Λέγει ένας σοφός «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά και ένα στόμα- περισσότερο ν΄ακούμε και λιγότερο να μιλάμε». Εμείς κυκλοφορούμε σαν να έχουμε δέκα στόματα και κανένα αυτί. Μιλά ο άλλος και δεν τον ακούμε και σκεφτόμαστε τι θα πούμε εμείς. Έτσι, όπως λέγει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχουμε παράλληλους μονολόγους. Δεν διαλεγόμαστε και δεν επικοινωνούμε.

Ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος δεν κήρυττε ποτέ. Ήταν ειρηνικός, φωτεινός, χαρούμενος πάντοτε. Τον ρωτούσαν : «Πώς είσαι έτσι Γεώργιε;». «Είμαι χριστιανός» απαντούσε. Και γίνονταν κι εκείνοι χριστιανοί για να ομορφύνει η ζωή τους. Ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας έλεγε : «Μετάνιωσα που μίλησα, όχι γιατί σιώπησα». Η πολυλογία θα φέρει αμαρτία. Ο λόγος δεν είναι πάντοτε ουσιαστικός κρίκος των ανθρώπων. Η έλλειψη πνευματικότητος κάνει τον λόγο να διαχωρίζει κι όχι να ενώνει τους ανθρώπους. Δύο άνθρωποι που ταξιδεύουν μαζί δεν χρειάζεται συνέχεια να συνομιλούν. Επαναλαμβάνω: ο κόσμος σήμερα κουράστηκε πολύ από τα πολλά λόγια, κενού περιεχομένου, φθαρμένα, κακομεταχειρισμένα, παραποιημένα, δίχως ανταπόκριση βιώματος.

Ένα πρόσωπο σιωπηλό, σημαντικό, ιερό, ωραίο είναι της Παναγίας. ‘Ολος ο βίος της είναι μια απέραντη σιωπή. Ελάχιστοι λόγοι της Θεοτόκου διεσώθηκαν. Πρόκειται για τη σεμνή, καθαρή, ταπεινή και σιωπηλή κόρη της Ναζαρέτ. Η Παναγία μας είναι βίωση της σιγής, η προσωποποίηση της σιωπής, η ερωτευμένη της ησυχίας. «Όσον εμβαθύνομεν εις το Μυστήριον της Παναγίας, τόσον καθαρώτερον και θεωρούμεν και ακούμεν τον λόγον της σιγής. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και ανακαλύπτομεν το θείον εις την σιγήν, την σχέσιν Της προς την δημιουργίαν, προς ότι βαθύ και μεγάλο υπάρχει εις την ζωήν μας» (Μητροπ. Χαλκηδόνος Μελίτων). Δεν ήξερε να μιλήσει η Παναγία; Δεν μπορούσε κάτι να πει; Δεν είχε λόγο; Ηθελημένα σιωπούσε από ταπείνωση. Άφηνε να μιλά ο Υιός Της. Ήταν συνεχώς στη σκιά του. Το βροντερό κήρυγμα της Θεοτόκου είναι η συνεχόμενη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της ελέγχει αυστηρά κάθε γυναικεία φλυαρία.

Καλείται να μαθητεύσει ο πιστός στον διδακτικό και σοφό λόγο της σιωπής. Η εγνωσμένη παραίτηση από τον λόγο δηλώνει εμπειρία. Σωπαίνει κανείς στη μεγάλη χαρά. Δεν βρίσκει ικανά λόγια να την εκφράσει. Σωπαίνει και στον βαθύ πόνο. Χάνει τα λόγια του. Τα κάνει καυτό δάκρυ. Τι να πει κανείς στη μητέρα που θάβει το μικρό της παιδί. Ειλικρινά θυμώνω όταν ακούω κοινότοπα λόγια, υψηλά, υπερβατικά, απάνθρωπα ενίοτε, σκληρά για την πονεμένη μάνα. Καλύτερα να μην πούμε τίποτε. Καλύτερα να προσευχηθούμε. Είπαμε δεν χρειάζεται πάντοτε να μιλάμε, να θέλουμε να παρηγορήσουμε τους άλλους μ’ έναν τόσο απόμακρο τρόπο.

Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής. Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα. Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου. Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας. Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.

Κουρασθήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεώς μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.

Η σιωπή φαίνεται από τα παραπάνω λεχθέντα νάχει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες; Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέγει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει : Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα· στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει. Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς. Είναι χαρά ν’ ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).

Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα: «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.

Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα. O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε: «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα. Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα. Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ, ο αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο. Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».

Η ήσυχη, ασκητική και σοφή έρημος διδάσκει, αδελφοί μου αγαπητοί, πολλά τον ανήσυχο κόσμο από αγάπη και με πόνο. Ο κόσμος κατασκευάζει καθημερινά ένα λόγο αυθάδη, εγωπαθή, άσοφο και αντίθεο. ‘Εχει στοιχεία δαιμονιώδη, αφού δημιουργεί αυτονόμηση, ισχυρή αυτοπεποίθηση, εξουσιαστική κυριαρχία και φιλόδοξη αυτάρκεια, τα οποία θεωρεί ευφυή τεχνάσματα του νου, ενώ πρόκειται για παραδοξολογήματα. Θεωρεί τη γλώσσα του όπλο κατατροπώσεως των άλλων, των εχθρών και όχι αδελφών. Κι ενώ δι’ αυτού του τρόπου οδηγείται σε φοβερά αδιέξοδα, δεν ταπεινώνεται και δεν μετανοεί παραδεχόμενος την ήττα του κι αποφασίζοντας μια πιο ανεκτική και επιεική στάση προς τον πλησίον του. Είναι μεγάλη ασοφία να νομίζεις πως είσαι σοφός με το να κάνεις και να λες ότι θέλεις παντού και πάντοτε. Η υπεροψία της λογομανίας αποτελεί αταπείνωτη επιβολή επί πάντων και τελικά μωρία.

Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους. Κατά τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Τα έργα εικονίζουν την αρετή και τα λόγια θα πρέπει να είναι η σκιά της εικόνας των έργων. Οι Γέροντες παρακαλούσαν τους άλλους να εύχονται υπέρ αυτών, μην κατακριθούν λέγοντας κάτι που πριν δεν ποιούσαν. Κατά τον αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει. Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει: «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».

Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας. Ο αββάς Αμμωνάς αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση. Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας Γέροντας κι όχι με τα λόγια σου. Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα. Ο άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει: «Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».

Οι ασκητές δεν έκλειναν τη θύρα του κελλιού τους αλλά του στόματός τους – και για να φάνε και για να μιλήσουν. Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε για τη σιωπηλή προσευχή του, όπως και η αιμορροούσα. Λίγα κανείς να λέει και πολλά να κατανοεί, λέγει πάλι ο άγιος Νείλος ο Ασκητής. Μ’ ένα ποτήρι νερό, μ΄ένα δίλεπτο, μ’ ένα «Κύριε ελέησον» μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να λέει κανείς συνεχώς πολλά. Έχει να διδάξει πολλά η αγιασμένη σιωπή των μοναχών στον φλύαρο κόσμο. Ο κόσμος δεν κατανοεί τον μοναχισμό. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτε. Δεν πειράζει. Οι μοναχοί μόνο να προσεύχονται. Αυτό φθάνει. Ο κόσμος θα σωθεί κατά το μέγα έλεος του Θεού.

Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία : «Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. Καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».

Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».

Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν. Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό.

Δικαιολογημένα θ’ απορήσετε και θα μου πείτε: «Μα πάτερ μου, πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς μέσα στον κόσμο αυτό, είναι ποτέ δυνατόν να ησυχάσουμε και να σωπάσουμε;». Η απάντηση είναι καταφατική. Ναι μπορείτε, αν θέλετε, αν κατά βάθος το επιθυμείτε. Μπορεί κανείς να περιορίσει την κοινωνικότητα, τη δραστηριότητα, την ενημέρωση, την πληροφόρηση, τις μέριμνες, τις λεπτομέρειες, τους σχολαστικισμούς. Ν΄αυξήσει τη μελέτη, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την περισυλλογή και την αυτοεξέταση. Η ζωή των μοναχών δεν είναι ως εξωγήινων, και το ησυχαστικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας δεν είναι διόλου προς περιφρόνηση. Στη μακραίωνη παράδοση μας, Ορθοδοξία και ησυχασμός ταυτίζονται. Είναι άρνηση του εαυτού της όταν η Ορθοδοξία αστοχεί από την πλούσια ησυχαστική της παράδοση υιοθετώντας νέους τρόπους ζωής προφασιζόμενη σύγχρονες ανάγκες. Είναι λυπηρό ακόμη κι άνθρωποι της Εκκλησίας να λένε σήμερα πως ο ησυχασμός ήταν για κάποτε κι όχι για τώρα.

Η Εκκλησία αξίζει και πρέπει ν΄αξιοποιήσει περισσότερο τον λατρευτικό της πλούτο. Κυρίως η θεία Λειτουργία είναι αστείρευτη πηγή δυνάμεως, ειρήνης, χάριτος και ζωής. Στους κόλπους της Εκκλησίας υπάρχει η αληθινή ησυχία, σιγή και ανάπαυση. Όπως ωραία ειπώθηκε: «Όταν περνά η μέρα κι οι καμπάνες του ενοριακού ναού δεν καλέσανε τους πιστούς σε λατρευτική σύναξη, σημαίνει πως η Εκκλησία εκείνη τη μέρα δεν πραγμάτωσε τον προορισμό της, που δεν είναι άλλος από το ν΄αναπαύσει τα κουρασμένα και ταλαιπωρημένα από την αμαρτία παιδιά της» (πρεσβύτερος Σπυρίδων Σταυρής).

Στον ναό ανεφοδιάζεται ο πιστός πνευματικά, δίχως μερικές φορές να το εννοεί, και τρέφεται εν Αγίω Πνεύματι, ενισχυόμενος στον καθημερινό δύσκολο αγώνα του στον δρόμο, την εργασία και το σπίτι του. Πρέπει να φτιάξει ο χριστιανός ένα κελλάκι στο σπίτι του, για να ξαποστάζει, να ξελαχανιάζει, να ησυχάζει, να προσεύχεται. Είναι μεγάλη η ανάγκη να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι πρέπει να βρίσκει καθημερινά έστω λίγη ώρα ησυχίας. Την οποία αυτή ώρα προσευχόμενος ο άνθρωπος εξευγενίζεται, ενδυναμώνεται, ωραιοποιείται, η καρδιά του θερμαίνεται για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν ανησυχεί, δεν θέλει να θυμώνει, να θορυβεί, ν’ αντιμάχεται, να μπλέκεται σε περιπέτειες πικρών λόγων. «Σχολάσατε και γνώται ότι εγώ ειμί ο Θεός», λέγει η Αγία Γραφή. Η σχέση με τον Χριστό διέρχεται από μια γνώση κάποιας «σχολής» και «απραξίας», αλλά και άρσης προσωπικού σταυρού προς συμφιλίωση, υπομονή, ανεκτικότητα και καρτερία.

Η σιωπή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι μια μορφή ασκήσεως, όπως η νηστεία και η εγκράτεια. Τα τροπάρια της Μ. Σαρακοστής μιλούν συχνά και για εγκράτεια γλώσσης και για ιδιαίτερη προσοχή των εξερχόμενων από το στόμα λόγων, που υποδηλώνει αυτοσυγκέντρωση και αυτοσυγκράτηση. Η σιωπή θέλει αγώνα για να κατακτηθεί, αλλά οπωσδήποτε και τη θεία χάρη για να διατηρηθεί. Η σιωπή έχει ανάγκη τον τόπο τον κατάλληλο αλλά κυρίως τον τρόπο. Η τέλεια σιωπή είναι όχι μόνο ν’ αγωνίζεσαι, να μην περιεργάζεσαι, να μην επιθυμείς τα φθαρτά. Έχει σχέση λοιπόν αυτή η σιωπή με την απάθεια. Πηγάζει από τον πλούτο της ειρήνης της καρδιάς. Ο ασκητής μένει σιωπηλός κι ακτήμων, εμπιστεύεται πλήρως τον Θεό και πλούτος του αναφαίρετος είναι η μεγάλη του αγάπη για τον Θεό. Η σιωπή από μόνη της δεν σημαίνει τίποτε. Έχει σχέση, σύνδεσμο κι ενότητα με τις άλλες αρετές.

Το Άγιον Όρος μιλά με τη σιωπή του, αυτή είναι η ωραία μυστική διδαχή του. Μιλά με την ηρεμία και πραότητα των μοναχών, με τη γαλήνη της φύσης, με τη χάρη των ιερών ακολουθιών. Οι μυστικές φωνές της προσευχής φθάνουν ως ηχηρά μηνύματα εκζητήσεως θείου ελέους στον θρόνο του Παντάνακτος. Η αέναη προσευχή αντιγράφει την αΐδιο δοξολογία των αγίων αγγέλων. Οι αγρυπνίες στο Άγιον Όρος τελούνται στη σιγή της νύκτας, στην ησυχία του μεσονυκτίου. Γράφει ένας Γέροντας: «Χωρίς τελείαν ησυχίαν είναι αδύνατον να ανέλθη κανείς «εις φιλοσοφίας κορυφήν» και να ευαρεστήση τον Θεόν. Διότι η ησυχία γεννά την άσκησιν και κατά διαδοχικά στάδια τον κλαυθμόν, τον φόβον του Θεού, την ταπείνωσιν, την προόρασιν, την αγάπην· η δε αγάπη καθιστά την ψυχήν άνοσον και αγαθήν» (μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης).

Η σιωπή των μοναχών σημαίνει τη νοσταλγία της ψυχής τους για την ουράνια πατρίδα τους. Η σιωπή του Αγίου Όρους έχει σχέση με τη ζώσα ησυχαστική παράδοσή του, με τον γνήσιο ασκητικό δρόμο, τον ιδιότυπο τρόπο ζωής, που φωτίζεται και λαμπρύνεται από το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Αντιλαμβάνεσθε πολύ καλά πόσο αυτά τα λόγια μου με ελέγχουν. Ένας μοναχός να μιλά στον κόσμο περί σιωπής και να μη κάθεται σιωπών στο κελλί του να κλαίει τις αμαρτίες του…

Συγχωρέστε μου το οξύμωρο, αντιφατικό και ανόητο της αγάπης μου κι ακούστε την ταπεινή μου φωνή. Η εκκοσμίκευση και η σύγχυση της γενεάς μας δεινοπαθεί από τη φλυαρία. Ο λόγος αποσυνδέει τους ανθρώπους. Η σιωπή πρέπει να το ομολογήσουμε είναι δυσκολοκατόρθωτη. Τι να κάνουμε; Να συνεχίσουμε να κάνουμε ότι κάνουμε κι «ότι βρέξει ας κατεβάσει»; Ασφαλώς όχι. Δοκιμάσαμε την οδό των αντεγκλήσεων, των αντιλόγων, των εκδικήσεων, των ψυχροτήτων κι οδηγηθήκαμε σε αδιέξοδα και σε απογοητεύσεις. Τι να κάνουμεν λοιπόν; Ας εμπιστευθούμε τη χάρη του Θεού. Ας παραδεχθούμε ειλικρινά την αδυναμία μας, την ήττα από τα πολλά και ωραία ίσως λόγια μας. Ξέρετε, η θεία χάρη είναι περισσότερο υπόθεση γνήσιου ταπεινού φρονήματος παρά σκληρού μακρού αγώνα, μελέτης και συζητήσεων.

Ο αποπροσανατολισμός των ημερών μας δημιουργεί συνθήκες αναταραχής. Οι άνθρωποι θεωρούν φυσική τη γκρίνια, ευφυή τον καυγά, δικαίωμα την κατατρόπωση του άλλου, ελευθερία την ασυδοσία, την ελευθεροστομία. Θεωρούν ότι με τα λόγια τους θα επηρεάσουν, θα πείσουν, θα μετατρέψουν τους άλλους. Κι αφού είδαν κι αποείδαν τις συνεχείς αποτυχίες των λόγων τους εντούτοις ακόμη επιμένουν σε αυτούς. Αφού ούτε με το μαλακό ούτε με το σκληρό, ούτε με το γλυκό ούτε με το πικρό τίποτε δεν έγινε, γιατί τόση επιμονή; Ας μετατραπούν οι συμβουλές, οι νουθεσίες, οι διδαχές σε ταπεινή δέηση, σε ομολόγηση της ανημπόριας μας στον Παντοδύναμο Θεό. Να παρέμβει, να επέμβει Εκείνος καλύτερα από μας στις δυσκολιές των παιδιών, στις ασυνεννοησίες των συζύγων, τις λαθεμένες διαπροσωπικές σχέσεις των φίλων, στις ζηλοφθονίες των συνεργατών και συναδέλφων.

Η προσευχή παρουσιάζεται ως λόγος, ως διατύπωση επιθυμιών και λεκτικό σχήμα. Κατά βάθος όμως αποτελεί βίωμα μυστικό, δύσκολο-έκφραστη αίσθηση και αλάλητο στεναγμό της καρδιάς. Οι ωραιότερες προσευχές είπαν είναι οι σιωπηλές. Ο πιστός τελικά δεν ρωτά, δεν μιλά, μόνο ακούει. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται αλλά αποκαλύπτεται. Τότε σιγά πάσα σάρκα βροτεία. Βιώνει την αγάπη του Θεού και βοά ασταμάτητα με τους υπέροχους και αλάλητους στεναγμούς της καθαρής και πυρπολημένης από αγάπη καρδιάς.

Μιλώ περί σιωπής και λέγω πολλά. Συγχωρέστε με. Μίλησα από αγάπη. Τελειώνοντας, θάλεγα ας πιάσουμε καλύτερα μεγαλύτερη κουβέντα με τον Θεό. Τότε δεν θάχουμε μοναξιά ποτέ. Μέσα στην προσευχή θα φωτισθούν τ΄απαραίτητα λόγια μας και θα περικοπούν τα περιττά κι αχρείαστα. Θα εμπνευσθούμε μόνο για τα πρέποντα. Μέχρι να φθάσουμε στη αγία και μακαρία σιωπή, στη χαρούμενη και ταπεινή φυλάκιση της γλώσσας και την απελευθέρωσή της μόνο προς αίνο Θεού κι ενίσχυση και παρηγοριά και συνάντηση αδελφών αγαπητών, τέκνων Θεού, εκλεκτών φιλαδέλφων, πάλι ας σιωπούμε σεμνά, σιγαλά, ελπιδοφόρα. Ευχαριστώ θερμά για την ευγενική σιωπή σας και δεομένη Παναγία να πρεσβεύει για όλους μας.

 

Πηγή: (Από το βιβλίο «Η εύλαλη σιωπή» του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, εκδ. “Εν Πλω”), Η άλλη όψη

pantokrator 02


Ο Ύψιστος φανερώνει Εαυτόν πρώτα ως Πατήρ και κατόπιν ως Παντοκράτωρ και Ποιητής. Αυτό είναι εύλογο. Η πατρότητά Του αναφέρεται στον συναιώνιο Υιό Του, ενώ η παντοκρατορία Του και η ποιητική δύναμη στον κτιστό κόσμο, ορατό και αόρατο.

Πρώτα λοιπόν Πατήρ, κατόπιν Παντοκράτωρ και Ποιητής. Κανείς ποτέ στην αιωνιότητα δεν μπόρεσε να ονομάσει τον Θεό Πατέρα, εκτός από τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή. Μήπως στον χρόνο; Ούτε και στον χρόνο, στους αιώνες των αιώνων· κανείς. Ακούστε την προϊστορία του ανθρώπινου γένους και βάλτε την στην καρδιά σας και θα δώσει φως στη διάνοια και χαρά στην ψυχή σας. Αφού κτίστηκε ο κόσμος και ο Αδάμ αποβλήθηκε από τον Παράδεισο εξαιτίας του θανάσιμου παραπτώματος, της απαίσιας αμαρτίας της ανυπακοής προς τον Δημιουργό του και μέχρι την κάθοδο του Υιού του Θεού στον κόσμο, κανένας από τους θνητούς δεν τόλμησε να αποκαλέσει τον Θεό πατέρα του. Ακόμη και οι πιο εξέχοντες από τους εκλεκτούς Του τον ονόμαζαν με τα μεγαλύτερα ονόματα, όπως: Παντοκράτορα, Κριτή, Ύψιστο, Βασιλέα, Κύριο των Δυνάμεων, μα όχι με το όνομα Πατήρ, με το γλυκό αυτό όνομα.

Οι άριστοι του ανθρώπινου γένους μπορούσαν να αισθάνονται ως πλάσματα ενός παντοδύναμου Πλάστη, σαν σκεύη ενός θείου Κεραμέως, μα ποτέ ως παιδιά ενός ουράνιου Πατέρα. Αυτό το δικαίωμα δόθηκε στους ανθρώπους μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού και δεν έχει δοθεί σε όλους, μα σε όσους Τον προσέλαβαν: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. 1:12). Αυτό σημαίνει ότι έχουν υιοθετηθεί και μπορούν να αποκαλούν τον Θεό: «Αββά ο πατήρ» (Γαλ. 4:5-6, Ρωμ. 8:14-16).

Την υιοθεσία αυτή –δώρο του θείου ελέους– φανέρωσε και πρόσφερε στους ανθρώπους ο ίδιος ο Χριστός στην απαρχή της διακονίας Του στον κόσμο. Φανέρωσε στους ανθρώπους ότι μπορούσαν από εκείνη τη στιγμή να αποκαλούν τον Θεό Πατέρα τους λέγοντας: «ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 6:9). Από τότε μέχρι σήμερα, πολλά εκατομμύρια νέοι και γέροι στη γη βοούν από μέρα σε μέρα: Πάτερ ημών.

Τα πονηρά πνεύματα δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούν τον Θεό πατέρα τους. Το ίδιο και στους αμετανόητους αμαρτωλούς, δεν επιτρέπεται να εκφέρουν τη γλυκιά αυτή λέξη: Πάτερ! Οι τριακόσιοι δεκαοκτώ άγιοι Πατέρες της Νικαίας, οι οποίοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως, πρώτα ονόμασαν τον Θεό Πατέρα και κατόπιν Παντοκράτορα και Ποιητή, ενεργώντας έτσι φωτιζόμενοι από το Πνεύμα το άγιο του Θεού. Το έπραξαν αυτό πρώτον, επειδή ο Ύψιστος είναι ο Πατήρ του Κυρίου και Χριστού προαιώνια και προ καταβολής κόσμου και δεύτερον, επειδή ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ως πρώτο δώρο προς τους ανθρώπους που Τον ακολουθούν έφερε την υιοθεσία, το δικαίωμα δηλαδή να μπορούν τον Πατέρα Του να τον αποκαλούν και δικό τους Πατέρα: Πάτερ ημών.

* * *

Οι άγιοι Πατέρες της Νικαίας, φωτιζόμενοι από το Πνεύμα το άγιο του Θεού, ονόμασαν τον Πανύψιστο πρώτα Παντοκράτορα και κατόπιν Ποιητή. Δεν θα ήταν πιο φυσικό, θα αναρωτηθείτε, πρώτα να κατασκευαστεί κάτι και ύστερα να κρατείται; Να ονομάζαμε τον Πανύψιστο πρώτα Ποιητή και κατόπιν Παντοκράτορα; Φαινομενικά είναι έτσι, μα εσείς μη κρίνετε κατ’ όψιν, όταν διαλογίζεσθε περί της Αληθείας. Γιατί ο Θεός είναι πραγματικά κατά πρώτον Παντοκράτωρ. Πριν ακόμα οικοδομήσει τον ουρανό και τη γη, κρατούσε εντός Του και το σχέδιο της δημιουργίας, από τα κεφαλαιώδη μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, με όλες τις δυνάμεις, τους νόμους και τις διατάξεις. Πώς αλλιώς θα μπορούσε η δημιουργία να είναι δυνατή και εφικτή, δίχως αυτή τη λογική παντοκρατορία;

Αφού λοιπόν ο μεγαλόπρεπος Κτίστης κατασκεύασε αμφοτέρους τους κόσμους, τον ορατό και τον αόρατο, συνέχισε να είναι ο Παντοκράτωρ και να περικρατεί εξ ολοκλήρου μέσα στην απόλυτη δύναμή Του όλες τις δυνάμεις των δύο κόσμων, όλους τους νόμους και την τάξη: «ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών» (Μτ. 10:29). Και πάλι, «θριξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται» (Λκ. 21:18) δίχως τη θέληση του Παντοκράτορος Θεού.

Με το ισχυρό Του χέρι κρατεί ο Θεός ακόμα και δυνάμεις, οι οποίες τον αρνούνται και τον μάχονται. Εκείνος, κατά την απερίγραπτη σοφία και δύναμή Του, όλες τις ενέργειές τους ενάντια στους νόμους Του και κατά των πιστών Του, τις ανατρέπει και τις χρησιμοποιεί προς το αγαθό. Και όλα τα φέρνει σε αρμονία με τα σχέδιά Του. Ούτε ένα δάκρυ δικαίου, ακόμη κι αν πέσει στον ωκεανό, δεν μένει λησμονημένο. Κανένας λόγος κακός ή καλός, ειπωμένος σε τούτο τον κόσμο, δεν μένει δίχως απάντηση, φανερή ή μυστική, από τον Θεό.

Πατήρ, Παντοκράτωρ, Ποιητής. Αυτός είναι ο Θεός μας, ο Μόνος, Ζων και Αληθινός. Ως Ποιητής, ο Θεός έπλασε τον ουρανό και τη γη και όλα τα ορατά και αόρατα πράγματα: «ο δε Θεός ημών, εν τω ουρανώ και εν τη γη πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησε» (Ψαλ. 113:11). Με τον ουρανό οι θείοι ερμηνευτές εννοούσαν ανέκαθεν το βασίλειο των Αγγέλων και όλων των άλλων ισχυρών ουρανίων δυνάμεων, ορατών για τον Θεό, αλλά αόρατων για μας. Με τη γη εννοούσαν όλα τα πράγματα επάνω στη γη, μέσα στη γη, περί την γη και εκ της γης, τα προσιτά στην κατάληψη των αισθήσεών μας.

Όλα τα ορατά και αόρατα δημιουργήματα έγιναν από τον Θεό. Δεν υπάρχει κανένας άλλος Ποιητής, μήτε στον ουρανό μήτε και στη γη, εκτός από τον Πανύψιστο. Ούτε και υπάρχει τίποτε το κτιστό, από το μεγαλύτερο μέχρι το πιο ελάχιστο, που έχει φτιαχτεί από κάποιον άλλον εκτός του Πανυψίστου. Εκείνος είναι στην κυριολεξία και στο απόλυτο ο μόνος Ποιητής, Ποιητής κατ’ ουσίαν και κυριολεξία, είναι εκείνος που έφτιαξε και το υλικό και την κατασκευή, τα πράγματα και το σχήμα των πραγμάτων. Είναι Εκείνος που έβαλε μέσα σε όλα κάποια μυστική δύναμη ύπαρξης, αμοιβαιότητας, έλξης και άπωσης, κίνησης και ζωής.

Γι’ αυτό, όταν ακούσετε πως ο Δημιουργός έφτιαξε όλα όσα έχουν κτιστεί, πρέπει να το εννοήσετε σαν να έχει φτιάξει όχι μονάχα τις μορφές των πραγμάτων από έτοιμη ύλη, αλλά και αυτή την ίδια την ύλη τους. Σε τούτο φανερώθηκε η πληρότητα της δημιουργικής δύναμης του Θεού, στο ότι Εκείνος έπλασε και το ένα και το άλλο. Οι βάσεις και η εξέλιξη σύνολης της ουσίας του σύμπαντος αποτελούν επινόηση και κτίσμα του μεγάλου Κτίστου Θεού.

Μπορεί άραγε ολόκληρη η διάνοια του ανθρώπου να συλλάβει όλη τη μεγαλοπρέπεια και το εξαίσιο αυτής της ουσίας; Ή μήπως μπορούν όλα τα ανθρώπινα μάτια μαζί να την περικλείσουν; Ή πάλι, όλες οι ακοές μαζί να την αφουγκραστούν, ή όλες οι γλώσσες να την εκφράσουν; Μορφές και χρώματα, αριθμοί και μεγέθη, μουσική και τραγούδι, χαρά και πόνος, κόσμοι υδάτινοι και κόσμοι χοϊκοί, κόσμοι εναέριοι και πύρινα άρματα των αστέρων, όλα αυτά δεν μας ωθούν περισσότερο σε μια προσευχητική σιωπή, παρά σε λόγους;

Μα να γνωρίζετε πως όλο αυτό το θαύμα και η μεγαλοπρέπεια του ορατού σύμπαντος μόλις που μπορεί να παρομοιαστεί με τη στολισμένη φρουρά που στέκει μπροστά στην πύλη των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μπροστά στη θύρα του αόρατου κόσμου, της πνευματικής βασιλείας, της αγγελικής. Πίσω από εκείνη την θύρα βρίσκεται το κατ’ εξοχήν θαυμαστό, το θαύμα των θαυμάτων, η υπεράνω πάσης προσδοκίας μεγαλοπρέπεια. Εκεί, όπου ως ήλιος λάμπει ο ίδιος ο Πανύψιστος Βασιλέας (Αποκ. 22:5). Εκεί, πλέον, δεν βοηθά μήτε σκέψη μήτε όραση, μήτε ακοή και γλώσσα. Ο μέγας Απόστολος «ηρπάγη εν πνεύματι εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12:3-4). Έτσι, στους ουρανούς, στο πνευματικό βασίλειο του Βασιλέως Ποιητού, τα πάντα υπερβαίνουν την τωρινή μας αντιληπτική και εκφραστική δύναμη.

Τούτος ο ορατός κόσμος, σε σχέση με εκείνον τον αόρατο, είναι σαν την σκιά προς την αλήθεια, σαν το σύμβολο προς το πνεύμα, σαν το γράμμα προς το νόημα, σαν μια επιστολή που περιγράφει την μακρινή πατρίδα των εξορίστων. Μα και τους δύο κόσμους τούς έχει πλάσει ο ίδιος Κτίστης. Μόνος Αυτός συντηρεί τους δύο κόσμους με το ακούραστο και πανίσχυρο χέρι Του – ο μόνος Δημιουργός. Μόνος Αυτός τους οδηγεί μέσα από μυστικά μονοπάτια προς τους μυστηριώδεις σκοπούς, τους οποίους ο ίδιος έχει προκαθορίσει – Εκείνος, ο αγαθός Πατήρ του Κυρίου και Χριστού και όλων των εκλεκτών του τέκνων.

 

Πηγή: (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», τ. 29, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 187, από το άρθρο: Η πίστη των «μορφωμένων» ανθρώπων), Κοινωνία Ορθοδοξίας

karyes 01


Ἐπιστήμονες γιατροί, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ἐργάζονται καὶ παλεύουν, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρα λύπη. Ποιητὲς καὶ λογοτέχνες καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς τέχνης ἐπίσης, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα, προσπαθώντας νὰ τὴν προσεγγίσουν εἰκαστικά. Τὴ λύπη, πού, ὅταν θρονιάζει στὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς, γίνεται κολαστήριο ἐργαλεῖο καὶ τὴν συγκλονίζει, τὴν παραμορφώνει καὶ καθιστὰ τὸν ἄνθρωπο «ἄλλον ἑαυτόν». Ὅλοι προβληματίζονται καὶ προβληματίζουν, ἀναρωτιοῦνται, ἐπιρρίπτουν εὐθύνες, προτείνουν λύσεις, καταριοῦνται τὴν «τύχη», ἀλλὰ αὐτή, παρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ κατασταλεῖ προσωρινά, παραμένει ἀνίκητη, συνεχίζοντας νὰ παίζει τὸ παιχνίδι της. Νὰ φυτεύει στὴν ψυχὴ τὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ τὴν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Χωρὶς νὰ ξεχωρίζει πρόσωπα. Χωρὶς νὰ κάνει διακρίσεις. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τοῦ χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ροκανίζει μὲ τὸ σαράκι της. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἄραγε τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας της;
Στὸ βιβλίο μὲ  τίτλο: «Ὠδὴ στὸ ἐφήμερο – Ἡ λύπη κατὰ τοὺς Πατέρες», ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέας, γίνεται λόγος γιὰ τὸ...
οὐσιῶδες καὶ βασανιστικὸ αὐτὸ θέμα τῆς ζωῆς. Διαβάσαμε τὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου καὶ θεωρήσαμε ἐπείγουσα καὶ ἐπιβεβλημένη τὴν ὑποχρέωση νὰ τὸν μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἀναγνῶστες. Φαίνεται καθαρὰ πὼς διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπάρχει ἀπάντηση. Καταργοῦνται τὰ σταυροδρόμια καὶ τὰ ἀδιέξοδα.
 
Γράφει ἡ ἐκδότρια Μονή: «Ἐκφράζουν (οἱ Πατέρες) τὴ συμπάθειά τους πρὸς τὸν πάσχοντα, χωρὶς ὅμως αὐτὴ ἡ στάση τους νὰ μειώνει στὴ συνείδηση τῶν λυπημένων τὴ σημασία τοῦ πάθους τῆς λύπης καὶ τὴν ἀνάγκη ἀποκοπῆς τους ἀπ` αὐτό… «Τὸ χαροποιὸν πένθος» ὁδηγεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο (Παῦλο), στὴ σωτηρία, ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου προετοιμάζει καὶ συντηρεῖ τὸ θάνατο. Προσπαθοῦμε νὰ προσφέρουμε στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, ὡς συνδρομὴ καὶ ὑποστήριξη στὸν ἀγώνα τους κατὰ τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, ποὺ συνεχῶς γεμίζει τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς μας καὶ μᾶς στερεῖ τὴ χαρὰ «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ…».
Ἀντιγράφουμε τὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν πρόλογο, συστήνοντας προκαταβολικὰ τὸ βιβλίο ὡς ἐπένδυση πνευματική:
 
«Πράγματι, ἂν ἐρευνήσει κανεὶς κατὰ βάθος τὰ αἴτια τῆς λύπης, θὰ διαπιστώσει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτα συσχετισμένη μὲ  ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἀπολαβὲς τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος τὶς περισσότερες φορὲς πάσχει ἀπὸ τὴ φιλαυτία του καὶ ἐξαιτίας αὐτῆς πρέπει, ἂν θέλει τὴν ἐλευθερία του, νὰ παλέψει, γιὰ νὰ ἀποκτήσει πάλι «τὸν χαμένο θησαυρό του». Ἡ κολοκυθιὰ τοῦ Προφήτη Ἰωνά, ὅσο καὶ ἂν δόθηκε φιλάνθρωπα ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ καλυφθεῖ μία συγκεκριμένη καὶ πρόσκαιρη ἀνάγκη τοῦ Προφήτη, δὲν θὰ ἔπρεπε, γιὰ κανένα λόγο, νὰ γίνει διαχωριστικὸ τεῖχος καὶ νὰ σκιάσει τὴ θέα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή του. Γι` αὐτό, ὅταν ὁ Ἰωνὰς «βολεύθηκε» κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ ὑποκατάστατου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεώρησε τὴν ἀνάπαυση ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ κολοκυθιὰ ὡς εὐχάριστο ἀντίδοτο κατὰ τῆς λύπης του καὶ ὡς συμπλήρωμα τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς του. Ἀλλὰ ἡ σκιὰ τῆς κολοκυθιᾶς δὲν ἦταν πηγὴ ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ ἀνάπαυσης. Ἦταν μονάχα ἕνα ἐφήμερο εἴδωλο εὐτυχίας, στὸ ὁποῖο ὁ Ἰωνὰς στήριξε τόσο ἀπερίσκεπτα τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάπαυσης καὶ τῆς πληρότητάς του.
 
Ἡ ἀπερισκεψία αὐτὴ τοῦ Ἰωνὰ προκάλεσε τὴ φιλάνθρωπη καὶ πάνσοφη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πρόσταξε τὴν κολοκυθιὰ νὰ ξεραθεῖ κι ἀμέσως αὐτή, μέσα σὲ μία νύχτα, ξεράθηκε. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη τοῦ Ἰωνά, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε, ἄφησε νὰ φανεῖ ὁ εἰδωλικὸς χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο εἶχε προσλάβει τὸ ἐφήμερο αὐτὸ κτίσμα στὴν ψυχὴ τοῦ Προφήτη.
Καθένας μας, βέβαια, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, διατηροῦμε κρυφὰ ἢ φανερὰ κάποια «κολοκυθιά», στὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἔχουμε στηρίξει τὶς προσδοκίες, τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις μας. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουμε νοσηρὰ τὸν ψυχοφθόρο ὕπνο, ποὺ μᾶς χαρίζει «ἡ πυκνὴ καὶ πανόλεθρη σκιά της». Ὁ Πανοικτίρμονας Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας», ἐπιτρέπει κάποια στιγμὴ νὰ «ξεραθεῖ» ἡ εἰδωλικὴ αὐτὴ χαρά μας καὶ νὰ χαθοῦν γιὰ πάντα τὰ ψεύτικα στηρίγματά μας.
 
Ἐξαιτίας λοιπὸν τῆς λύπης, ἡ ὁποία θὰ πλημμυρίσει στὴ συνέχεια τὴν ψυχή μας, μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ ὅτι ποικίλες «κολοκυθιὲς» ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ τὴ θέση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν ἐκβάλει τὴν ἐλπίδα Του ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ λειτουργεῖται μέσα μας «Θεοπρεπῶς» καὶ ἡ ὁποία  ὄφειλε νὰ στρέφεται πάντα, καθὼς Ἐκεῖνος ἔχει ὁρίσει, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό, διοχετεύεται ἄσκοπα σὲ ἀλλότριους τόπους καὶ ἔχει ἐντελῶς ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν πορεία της πρὸς τὸ «καθ` ὁμοίωσιν». Ἔχει, μ` ἄλλα λόγια κάνει ἀντικείμενο καὶ ἀποδέκτη της τὴν ἐφήμερη ὕλη, τὶς ἀθέμιτες σχέσεις μὲ τὸ παρὸν καὶ μὲ τὴν ἄκρατη φιλαυτία.
 
Αὐτὰ ὅμως, καθὼς θὰ μᾶς ἐξηγήσουν στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες μας, εἶναι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ τρέφουμε ἐλπίδες καὶ νὰ χαιρόμαστε. Εἶναι «οἱ κολοκυθιές μας», τῶν ὁποίων τὴ σκιὰ ἐπέτρεψε βέβαια, πρὸς καιρόν, ὁ Θεὸς - γιὰ νὰ μᾶς προσφέρουν κάποια ἀνακούφιση καὶ νὰ μᾶς προστατεύσουν, «ὡς δερμάτινοι χιτῶνες», ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης μας – ἀλλὰ αὐτὲς τὶς τρώει εὔκολα κάποια στιγμὴ ἕνα σκουλήκι καὶ ἔτσι μένουμε ἐκτεθειμένοι καὶ ἀπροστάτευτοι «στὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας». Ἀλλὰ γι` αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς ἀναπαύσεις θὰ πρέπει νὰ λυπούμαστε συνεχῶς καὶ νὰ μετανοοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιατί, καθὼς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι γιατί δὲν θαυματουργήσαμε οὔτε γιατί δὲν θεολογήσαμε οὔτε ἐπίσης γιατί δὲν φθάσαμε στὴ θεωρία τῶν ἀθεάτων, ἀλλὰ θὰ δώσουμε λόγο, γιατί δὲν κλαύσαμε καὶ δὲν μετανοούσαμε συνεχῶς».
 
Εὐχὴ καὶ προσευχή μας γιὰ τὸν καθένα μας εἶναι νὰ μὴν ἐπενδύουμε πλέον στὴ σκιὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ «κολοκυθιές» μας, ἀλλὰ νὰ βιασθοῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τέτοια ἀβέβαια ὑποστυλώματα, ὥστε νὰ μὴ βρίσκει ἡ λύπη στὴν ψυχὴ μας ἀντικείμενο, γιὰ νὰ τρέφεται καὶ νὰ συντηρεῖται». Αὐτὰ ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου.
 
Πῶς οἱ πρόγονοί μας πορεύτηκαν αἰῶνες τώρα καὶ ἀντιστάθηκαν σὲ τόσους «καύσωνες» χωρὶς νὰ λυγίσουν; Μήπως στηριζόμενοι σὲ ἐγκόσμια «παρασόλια» καὶ σὲ ξένες τῆς παραδόσεώς μας βακτηρίες; Πῶς ἀνέδειξε τὸ Γένος τόσους ἥρωες καὶ ἁγίους; Μήπως μὲ τὰ πλούτη καὶ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου; Ὄχι. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπάρνηση  τῶν «ὡραίων» τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐγώ, ποὺ ἦταν γέννημα τῆς προσήλωσης στὸ κοινὸ πνεῦμα, στὴν κοινὴ πίστη στὸ ἴδιο Πρόσωπο, αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴ βεβαιότητα τοῦ προορισμοῦ στὴν αἰωνιότητα.
 
Ὁ Φώτης Κόντογλου, στὸ βιβλίο «Μυστικὰ ἄνθη», σ` ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ χαρμολύπη ἢ τὸ χαροποιὸν πένθος» μὲ ἁπλό, χαριτωμένο καὶ λογοτεχνικὸ ὕφος, γράφει: «Ὁ πόνος κατὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι δύο λογιῶν, πόνος κατὰ Θεὸν καὶ πόνος κατὰ κόσμον. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ πόνος ποὺ νοιώθει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πίστη στὸ Θεό, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πόνος ποὺ νοιώθει ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πίστη. Ὁ πρῶτος εἶναι ποὺ τὸν γλυκαίνει ἡ ἐλπίδα, ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πόνος ποὺ τὸν κάνει ἀνυπόφερτον ἡ ἀπελπισία. Ὁ πρῶτος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ φχαριστήσει καὶ νὰ μαζευτεῖ στὸ βυθὸ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὸν κάνει νὰ ἐπαναστατήσει καὶ νὰ βλαστημήσει… Ἀπὸ τούτη τὴ λύπη ποὺ νοιώθει ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ γερά, βγαίνει ἡ παρηγοριά, ἡ «παράκλησις» ποὺ λένε τὰ βιβλία τῆς θρησκείας καὶ γίνεται τὸ λεγόμενο «χαροποιὸν πένθος» ἢ ἡ «χαρμολύπη», ποὺ λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες…
 
Στὴ συνέχεια φέρνει ὡς παράδειγμα, ποὺ ἐφαρμόστηκε στὴν πράξη αὐτὴ ἡ ζωντανὴ ἐλπίδα καὶ ἁγιοπνευματικὴ χαρὰ τὸ δικό μας Γένος. Ἡ καταφρόνηση τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, πού ἦταν βασισμένη στὸ εὐαγγελικό: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ;» (Ματθ. 16,26) καὶ «μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μάτθ.10,28)…
 
Τὸν καιρὸ ποὺ πλάκωσε τὸ γένος μας ἡ μαύρη σκλαβιὰ τοῦ Τούρκου κι ὑποφέρνανε βασανιστήρια οἱ πατεράδες μας, ἡ θρησκεία τοὺς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἀφοβία καὶ τὰ ἁγιασμένα αἰσθήματα ποὺ εἴπαμε, ἀνεβήκανε στὴν καρδιά τους, χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μακάρια ἐλπίδα του.
Ὁ πόνος ἔκανε τὴν καρδιά τους σὰν κάποια οὐράνια κιθάρα ποὺ ἄγγιζε τὶς κορδὲς (χορδὲς) της ἕνα μυστικὸ χέρι. Καὶ γινήκανε ποιητὲς οἱ τσομπάνηδες, ψαλτάδες κι ἅγιοι οἱ χωριάτες, ζωγράφοι κι ὑμνογράφοι οἱ καλόγεροι κι οἱ ἀσκητάδες, μοιρολογῆστρες καὶ κεντῆστρες οἱ γυναῖκες. Ὁλάκερη ἡ φυλὴ ἁγίασε καὶ βούιζε σὰν βλογημένο μελισσολόγι, ποὺ χαιρότανε πετώντας γύρω ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἄνθη, ποὺ φυτρώνανε στὸ ματωμένο χῶμα. Ὁ πόνος μετάλλαζε σὲ χαρά, ἡ σκλαβιὰ σὲ ξεπέταγμα, τὸ ξόδι σὲ ψαλμὸ ἀθανασίας…
 
Τότε ἤτανε ποὺ τρέχανε νὰ μαρτυρήσουνε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὰ παλληκάρια ἀπάνω στ` ἄνθος τους, χιλιάδες ἀδάμαστες ψυχές, κράζοντας στὸν ἄγριο σφάχτη τους: «Χτύπα γιὰ τὴν πίστη!».
Κι ἐμεῖς διδασκόμενοι  ἀπ` αὐτούς, αἰσθανόμαστε βαθιὰ εὐγνωμοσύνη, καὶ  ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, ἂν ὁ καιρὸς τὸ καλέσει. Ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρὲς καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστης μας κατεργάζονται καταφανῶς καὶ ἀδιστάκτως τὸ κακό.
 
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-5-2016
 

mia stigmh toy pasxa 01


Ολόκληρο το συγκλονιστικό βιβλίο σε αυτή την ανάρτηση

Η ίδια ανθρώπινη ψυχή, ο ίδιος  Χριστός, η ίδια έμπρακτη μετάνοια!

Το κείμενο αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα και δύσκολα θα μπορέσει να συγκρατήσει κάποιο δάκρυ στα μάτια του, αν  ίσως έτυχε να έχει ανάλογες- εμπειρίες, κι αν δεν είχε, του ευχόμαστε να έχει στο μέλλον, επειδή όσο υπάρχει η αμαρτία στον κόσμο, οι άνθρωποι θα έχουμε ανάγκη από μετάνοια. Μαράν άθα. έλα Κύριε!

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ- Ν. ΣΚΗΤΗ ΆΓΙΟ ΌΡΟΣ . ΕΚΔΟΣΗ Η ΕΤΟΣ 2000

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τι χωρίζει το φως από το σκοτάδι, τη χαρά από τη λύπη, τη ζωή από το θάνατο, το καλό από το κακό;

Φαίνονται αντίθετα και μακρινά το ένα από το άλλο, στην ουσία όμως τα χωρίζει μονάχα μια πολύ λεπτή κλωστή, μια λέξη, ένα άγγιγμα, μια στιγμή.

Μια τέτοια στιγμή στάθηκε μοιραία και για τη ζωή του Θωμά, του κεντρικού ήρωα αυτής της Ιστορίας, που αγγίζει τα όρια τον φανταστικού κι όμως είναι τόσο αληθινή. Βέβαια δεν ήταν καθόλου τυχαία αλλά ήταν μια στιγμή του Πάσχα, που θα πει πέρασμα, μετάβαση. Πάσχα είπανε και οι Εβραίοι όταν βγήκαν από τη δουλεία της Αιγύπτου πηγαίνοντας προς τη γη της Επαγγελίας, την ελευθερία, τη χαρά. Ένα τέτοιο πέρασμα έγινε και στην ψυχή αυτού του ανθρώπου που αφέθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια του νοητού Μωϋσή της, του Ιησού Χριστού, να την οδηγήσει εκεί που μόνο Εκείνος ξέρει και μπορεί.

Καθαρισμένη από τα πολυτιμότερα μύρα, τα ειλικρινή δάκρυα της μετάνοιας, φωτισμένη από την αγνή της πρόθεση η ψυχή – ο σύνολος άνθρωπος – οδηγήθηκε στο δρόμο της επιστροφής, στη νοητή γη της Επαγγελίας και μάλιστα κάνοντας τέτοιους καρπούς άξιους μιας τέτοιας μετάνοιας ώστε να διακρίνεται «ως πόλη κειμένη επάνω όρους». Ο Θωμάς, αυτός ο πρώην κατάδικος, ο πρώην θηριώδης φονιάς, το φόβητρο μιας ολόκληρης κοινωνίας, σαν άλλος Σαύλος μεταμορφώνεται σε ζωντανό κήρυκα της αγάπης του Χριστού φτάνοντας να θεωρείται μέχρι σήμερα στην ιδιαίτερη του πατρίδα ως άγιος!

Ποιος το περίμενε, ποιος το ήλπιζε, ποιος θα μπορούσε ποτέ να το πιστέψει;

«Τα αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό» που είπε: «Σας δίνω τη ζωή και το θάνατο· διαλέξτε τη ζωή»…Η ιστορία που ακολουθεί, καθώς εξελίσσεται ανάγλυφη μπροστά στα μάτια σου, σε συνεπαίρνει με την απλότητα, την αλήθεια και τη ζωντάνια της και θα μπορούσε να πει κανείς πως παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες και αναλογίες. μ’ εκείνη του Δαβίδ, της αλειψάσης τον Κύριο, του ληστή στο σταυρό, του τελώνη, του Παύλου, αλλά και της Μαρίας της Αιγυπτίας· τι πιο φυσικό απ’ αυτό;

Ι.Ν. Σκήτη
Πάσχα 2000

Γ. Ιλαρίων μοναχός

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

«Προέφθασάν με ημέραι θλίψεώς μου και εγένετο Κύριος επιστήριγμά μου»

(Β’Βασιλ.22, 19)

Στα μέσα του περασμένου αιώνος, στα κάτεργα τα φοβερά της Σιβηρίας, και συγκεκριμένα της πόλεως Τοβόλσκυ κοντά στα Ουράλια όρη, μέσα σ’ όλους τους βαρυποινίτες φυλακισμένους ξεχωρίζει για την αγριότητα του και την ασύγκριτη οργή του, ο βαρυποινίτης Θωμάς Ρυζκώφ!

Είναι ένας γιγαντόσωμος, ολόξανθος νέος, περί που εικοσιτεσσέρων χρόνων, με καταγάλανα μάτια που πετούν φλόγες μίσους και κακίας και καθηλώνουν από τρόμο όποιον αντικρίζουν! Οι ώμοι του είναι αθλητικοί και τριγωνικοί και τα μπράτσα του ατσαλένια που προεξοφλούν την καταπληκτική δύναμη του νέου βαρυποινίτου με τα νευρώδη και στεγνά κατακόκκινα χείλη του.

Είναι καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά ο Θωμάς για φόνο που με κανένα τρόπο δεν παραδέχεται ότι διέπραξε! Και είναι διάχυτη η γνώμη στα κάτεργα και σ’ όλη την περιοχή πως κάποια δικαστική πλάνη είχε γίνει, εξ αιτίας της εμπάθειας ορισμένων εχθρών του που με κακότητα και εμπάθεια κατέθεσαν ψεύτικα εναντίον του.

Και μπορούσε να το πιστέψει κανείς αυτό γιατί ο Θωμάς έδειχνε καθημερινά αγανάκτηση και οργή για την καταδίκη του φωνάζοντας σε στιγμές φοβερού παροξυσμού: «Είμαι αθώος, είμαι αθώος, δεν έκαμα τίποτε, αφήστε με, αφήστε με να φύγω!». Και τότε χτυπούσε με λύσσα αγρίου θηρίου το κεφάλι του στον τοίχο του κελιού του μέχρι που μάτωνε. Τα μάτια του τότε έμοιαζαν με μάτια κυνηγημένου θηρίου και αφροί έβγαιναν από το στόμα του, όπως του μανιασμένου τσακαλιού που θέλει να κατασπάραξη το θήραμα του.

Σ’ αυτή την κατάστασίν του, γινόταν τόσον άγριος ο Θωμάς Ρυζκώφ, ώστε έμοιαζε με εξαγριωμένη και αδάμαστη τίγρη που ξέφυγε από το σιδερένιο κλουβί της! Μα κι όταν ηρεμούσε λίγο, ήταν διάχυτο το μίσος και η αποστροφή του προς όλους τους ανθρώπους του θλιβερού του και αποπνικτικού του περιβάλλοντος.

Και όσο περνούσε ο καιρός τόσον και περισσότερο κλείνονταν στον εαυτόν του ο Θωμάς και τότε έμοιαζε σαν κυνηγημένο και παραδαρμένο λύκο, γι’ αυτό και οι άλλοι κατάδικοι του είχαν βγάλει το «παρατσούκλι» «Λυκοθωμά» και έτσι τον φώναζαν  για να τον πειράζουν.

Αλλά όλα αυτά τα πειράγματα κι άλλες πολλές παρεξηγήσεις έφερναν συχνά σε ρίξει το Θωμά με όλους τους κρατουμένους και κατάδικους, αλλά και με τους δεσμοφύλακας του.

Τότε έβλεπε κανείς τον αγριεμένο Θωμά, να τρίζει  τα δόντια του, να μαζεύει τους γρόνθους του και το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει με γρηγοράδα που φανέρωνε το επικείμενο ξέσπασμα της οργής του.

Μαρτύριο και κόλαση αφόρητος η ζωή του Θωμά στα κάτεργα του Τοβόλσκυ! Από τη μια μεριά οι κατάδικοι με τα απαίσια «φιάσκα» τους, από την άλλη μεριά οι ραβδισμοί των σκληρών δεσμοφυλάκων του προς «σωφρονισμό» και «ημέρωσίν» του, έκαμαν τον Θωμά στην απελπισία του να πάρη την απόφαση, ή να αποδράσει από την εφιαλτική αυτή κόλασιν, ή να θέση τέρμα στην μαρτυρική του ζωή.

Και δεν ήταν λίγες φορές που τον έβλεπε κανείς να μονόλογοι ο Θωμάς και να λέγει με αγριεμένη την όψιν και τρεμάμενα χείλη:

«Θα εκδικηθώ! Θα εκδικηθώ όλους τους κακούργους που με κρατάνε εδώ μέσα, γιατί είμαι εντελώς αθώος, αθώος».

Έτσι κύλησαν τρία ολόκληρα χρόνια απερίγραπτου μαρτυρίου για τον κατάδικο Θωμά, όταν μια φθινοπωρινή βραδιά άγρια και παγερή και με καταρρακτώδη βροχή που χαλούσε ο Θεός τον κόσμον με αστραπές και βροντές και οι σειρήνες των κάτεργων σφύριζαν δαιμονισμένα καλώντας σε συναγερμό τους κατάδικους για να βοηθήσουν στην απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων που είχαν πλημμυρίσει τις κατασκότεινες και σεσαθρωμένες φυλακές, ο Θωμάς Ρυζκώφ κατορθώνει να δραπέτευση οι ομοβροντίες των δεσμοφυλάκων τον κυνηγούν μέσα στο δάσος το γειτονικό όπου πιστεύουν ότι έχει καταφύγει και που μόνον άγρια θηρία πεινασμένα και επιθετικά υπήρχαν…

Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε με αρρωστημένο και μελαγχολικό ήλιο που έδωσε την ευκαιρία να διαπιστωθεί ο θλιβερός απολογισμός της νύχτας! Ο Θωμάς που τελικά κατόρθωσε να δραπέτευση είχε σκοτώσει με φρικτό τρόπο δύο δεσμοφύλακες ανοίγοντας φρικτά τα κεφάλια τους!

Τα πτώματα των δυστυχισμένων βρέθηκαν στην καρδιά του δάσους, εκεί που κρυπτόμενους ο Θωμάς και στήνοντας ενέδρα κατόρθωσε το νέο αυτό από τρόπαιον έγκλημα του.

Οι στρατιωτικές Αρχές του Τοβόλσκυ εξαπέλυσαν αποσπάσματα, ανιχνευτές με κυνηγετικούς σκύλους για να ανακαλύψουν τον φονιά – δραπέτη!

Ο κόσμος όλος της περιφερείας έχει αναστατωθεί με την περιγραφή του αποτρόπαιου εγκλήματος και παίρνει ανάλογα προφυλακτικά μέτρα. Οι Αρχές στέλλουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με πολλές διευκρινίσεις παντού, με την αβέβαιη ελπίδα να ανακαλύψουν οπωσδήποτε τον δραπέτη ή το κρησφύγετων του και έτσι προλάβουν χειρότερα εγκλήματα! Αλλά δυστυχώς χαμένος κόπος.

Καίτοι η επικήρυξης του τρομερού φονιά έφθασε στο καταπληκτικό ποσόν των χιλίων ασημένιων ρουβλίων, όμως κανείς δεν μπορούσε να μάθη έστω και που βρίσκεται ο Θωμάς, ακόμη εάν υπάρχει ζωντανός ή κατασπαραγμένος από τα άγρια τσακάλια του δάσους που είχε καταφύγει…

Μερικοί μουζίκοι που διάβαζαν την τοιχοκολλημένη επικήρυξη έγλειφαν τα χείλη τους ονειρευόμενοι το μυθικό ποσόν της επικηρύξεως και έλεγαν: «Να πάρη η ευχή! Μα τον άγιον Σέργιο, λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε τον Λυκοθωμά»…

 

mia stigmh toy pasxa 02

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

«Παιδεύσει με δίκαιος εν ελέη και ελέγξει με  έλαιο δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». (Ψαλμ. 140, 5)

Πέρασαν δύο ακόμη χρόνια και σχεδόν σ’ όλη την περιφέρεια του Τοβόλσκυ κόντευαν να ξεχάσουν οι περισσότεροι την τρομακτική μορφή του γιγαντόσωμου δραπέτου, όταν ξαφνικά ένα πρωινό αναστατώθηκαν οι φύλακες αλλά και όλα τα κάτεργα του Τοβόλσκυ, από ένα αποτρόπαιων έγκλημα που στην ειδεχθή εκτέλεση του ήταν όμοιο με τα δύο εκείνα εγκλήματα στην καρδιά του δάσους κατά την δραπέτευση του Θωμά Ρυζκώφ!

Ο επόπτης των φυλακών, ο σκληρός και αγέλαστος Κάσιμιρ Πετρώφ βρέθηκε σκοτωμένος στο κρεβάτι του και ήταν πνιγμένος στο ίδιο το δικό του πλημμυρισμένο αίμα. Το κεφάλι του ήταν χωρισμένο μακάβρια στα δύο και επάνω του αφημένο ένα κακογραμμένο χαρτί:

«Να, παληόσκυλε, ό,τι σου άξιζε για όσα μου έκανες!».

Στο διάβασμα του χαρτιού όλοι ανατρίχιασαν!

Καμία αμφιβολία δεν χωρούσε πια πως ο φονιάς και πάλιν ήταν ο Θωμάς, ο δραπέτης των κάτεργων, που ζούσε και εξακολουθούσε με μεγαλύτερο μένος το βρωμερό δολοφονικό του έργον!

Τόση είναι η τρομοκρατία που δημιουργήθηκε από το νέο έγκλημα ώστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, νωρίς – νωρίς μαζευόταν στα σπίτια τους, κλείδωναν καλά τις πόρτες τους και το όπλο το είχαν στο προσκέφαλο για κάθε ώρα ανάγκης χωρίς φυσικά αυτό να εμποδίζει να ακούεται κάθε λίγο και λιγάκι κά ποιος νέος φόνος με τον ίδιον τρόπον εκτελέσεως, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, αλλά και ληστείες και πυρπολήσεις και καταστροφές.

Παντού τώρα ολοφάνερα πλανιέται το φάσμα του θανάτου! Παντού κρατούν την αναπνοή τους και ομολογούν:

«Ο Θωμάς Ρυζκώφ, ο Λυκοθωμάς, είναι ο απαίσιος εκτελεστής όλων αυτών! Ποιος θα μπόρεση να του αντισταθεί και ποιος θα είναι ικανός άνθρωπος να τον εκτέλεση;».

Οι Τοπικές και Περιφερειακές Αρχές είναι αφάνταστα αναστατωμένες και νυχθημερόν συσκέψεις επί συσκέψεων προσπαθούν να δώσουν μία λύση και να καθησυχάσουν τον αναστατωμένο λαόν που ζητά εγγυήσεις ασφαλείας!

Έπειτα ο βαρύς χειμώνας με τις τρομερές χιονοστιβάδες σε κάθε βήμα που δημιουργούν ένα «ταμπούρι» για τον φονιά, εμποδίζουν πολύ το έργον της ανιχνεύσεως των αποσπασμάτων, που έχουν δημιουργήσει αληθινές εκστρατείες εναντίον του αγρίου αυτού θηρίου που όπου οσφραίνεται ζωντανή ύπαρξη ζητά εκδίκηση με αίμα…

Τα χρόνια κυλούν το ένα μετά το άλλο και ο Θωμάς έχει καταντήσει ο τρομερός εφιάλτης, ο αποπνικτικός φόβος και το μαρτυρικό άγχος όλης της περιφερείας…

Το όνομα του Θωμά είναι ταυτόσημων με ο,τι πιο χυδαίων, κακούργο, ανάλγητο και σατανικό.

Ακόμη και στην Πετρούπολη έχουν ξεχασθεί οι μεγάλοι χοροί και τα πλούσια ξεφαντώματα και γίνεται σοβαρή σύσκεψης ανωτάτων στρατιωτικών πως θα εξοντωθεί ο εγκληματίας, αυτός που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο κακουργίας της περιφερείας Τοβόλσκυ και για όλα τα χρονικά της. Μάλιστα τόση είναι και στην Πετρούπολη η τρομοκρατία από την φήμη του μεγάλου αυτού εγκληματίου ώστε όταν σ’ ένα αριστοκρατικό χορό ένας ουσάρος μεταμφιέστηκε σε «Λυκοθωμά» περισσότερες από δεκαπέντε αριστοκράτισσες κυρίες και δεσποινίδες χρειάσθηκαν ιατρική βοήθεια από σοβαρές μορφής λιποθυμίας! ενώ ο νεαρός ουσάρος τιμωρήθηκε αυστηρά…

Δέκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν! Κύλησαν αργά, μαρτυρικά γεμάτα εφιαλτικό τρόμο και θλιβερή προσμονή…

Δέκα χρόνια με τρομοκρατία και αγωνία όλων των κατοίκων της περιφερείας! Οι μικρομάννες για να φοβερίζουν τα παιδιά τους όταν ατακτούν τους φωνάζουν με δέος:

«Ο Θωμάς, να, ο Λυκοθωμάς έρχεται να σε φάει…»

Και αυτά τρομαγμένα αφάνταστα έτρεχαν να κρυφτούν στην αγκαλιά της μάνας, χωρίς να τολμούν να σηκώσουν το κεφαλάκι τους από την ποδιά της μάνας…

Μα και οι μεγάλοι άνδρες θέλοντας να βεβαιώσουν ότι αυτό που λένε είναι αλήθεια ορκίζονταν: «Να μη χαρώ τη ζωή μου! Να πάω από τα χέρια του Λυκοθωμά»… και άλλοι πάλιν επιθυμώντας να πειράξουν ή να τρομάξουν κάποιον του φώναζαν: «Έννοια σου! η χερούκλα του Λυκοθωμά σε περιμένει! από αυτόν θα το βρεις».

Και αυτό έκαμε αληθινά ο Θωμάς! Σαν κεραυνός άγριος και σμερδαλέος έπεφτε όπου νόμιζε ότι θα σκορπίσει συμφορά! Δεν έκαμε καμία διάκριση! Λές και μέσα του δεν είχε καρδιά για να συγκινηθεί από τις φωνές και τα δάκρυα

εκείνων που έκαμε να θρηνούν και να σπαράζουν αλλά λες και είχε ένα κομμάτι μαύρο γρανίτη αντί για καρδιά και δεν συγκινώνταν.

Λες και αίμα δεν κυκλοφορούσε στα νεύρα του, αλλά «αφιόνι» που τον έκαμε Χάρο αχόρταστο, να γκρεμίζει, να σκοτώνει αδιάκριτα, γέρους και παιδιά, μικρούς και μεγάλους και να σπέρνει στο πέρασμα του τον όλεθρο…

Τόση η απελπισία και η απόγνωσης των κατοίκων και των Αρχών από την διαφυγή του Θωμά, ώστε στα γύρω μεγάλα μοναστήρια έγιναν ολονυκτίες παρακαλώντας τον Θεόν να απαλλάξει την περιφέρεια από την μάστιγα του Θωμά. Οι Αρχές μάλιστα επί ζημία του γοήτρου των, εξέδωσαν νέα επικήρυξη με την οποίαν πενταπλασίαζαν το χρηματικό ποσόν για την σύλληψη ή τον φόνο αυτού.

Ο κόσμος στέκεται με λαχτάρα και θαυμασμό μπροστά στο αναγραφόμενο ποσόν και μονολογεί ο καθένας μακαρίζοντας αυτόν που θα αξιωθεί να το πάρη: «Καλόθιος (καλότυχος) αυτός που θα έχη, μα τον αγιον, την τύχη να βρει το κρησφύγετο του Θωμά και να τον παραδώσει! Τι όμορφο Πάσχα έχει να κάμει»…

Μάλιστα τώρα που κοντεύει το Πάσχα, – ήταν μήνας Μάρτιος περί τα τέλη αυτού – θα μιλούσε με την τύχη του, έλεγαν μερικοί, όποιος μπορέσει να τον γατζώση. θα είναι πολύ τυχερός! Πόσους καλοθρεμμένους αμνούς θα έχη με τα λεφτά αυτά; Πόση βότκα; Πόσο μαύρο χαβιάρι και άλλα αγαθά θα μπορέσει να απόλαυση αυτός που θα έχη την δύναμιν να ξεκαθαρίσει όλη την περιφέρεια από τον αρχικακούργον που ελυμαίνετο όλη την περιφέρεια, τους πάντας και τα πάντα. Μάλιστα συμφώνησαν πως, μια και δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν, ας προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν οπωσδήποτε και να κρεμάσουν το βρώμικο κεφάλι του στην πλατεία, προς κοινή θέα, ώστε να πιστεύσουν οι κάτοικοι πως εξέλιπε κάθε κίνδυνος από αυτόν.

«Αχ! Μονολογούσε ένας κοντόχοντρος κοζάκος, πόσον θα θελα νά ήμουνα εγώ αυτός που θα ελευθέρωνε την άλλοτε ήσυχη περιοχή μας, από αυτό το βρώμικο τσακάλι». Μάλιστα εκλύθηκαν σε κοινή σύσκεψη όλοι οι ακροβολιστές και οι Νεμβρώδ* της περιοχής, στους οποίους δόθηκε εκ μέρους των υπευθύνων η υπόσχεσης πως, εκείνος που θα φέρει το κεφάλι ή το δέρμα του Θωμά θα τύχη ιδιαιτέρων κρατικών τιμών και επιχορηγήσεων διά βίου…

Αλλά όμως καίτοι νύχτα και ημέρα «χτενίζεται» όλη η περιοχή από ανιχνευτές και κυνηγετικούς σκύλους, καίτοι ενέδρες και παγίδες στήθηκαν παντού, ο Λυκοθωμάς, ο αγριάνθρωπος που διψούσε για αίμα, δεν φαίνεται πουθενά, ούτε αφήνει και ίχνη τώρα.

Και όπως πέρασαν πάλι άλλοι έξη μήνες, χωρίς να φανεί πουθενά αυτός, πολλοί πίστευσαν πως μπορεί να κατασπαράχθηκε σε κάποια πάλη του με τα άγρια θηρία τα πεινασμένα του δάσους τα οποία αλίμονο, δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι και αυτός, ο Θωμάς, προέρχεται από την ίδια την φύσιν τους.

Γι’ αυτό και ο κόσμος ξεθάρρεψε και άρχισε να κινείται πιο ελεύθερα!

Οι Αρχές σταμάτησαν να επιδιώκουν την σύλληψη του ασύλληπτου Θωμά και όσον περνούσε ο καιρός τόσον και πιο αργά σαν παραμύθια, σαν μύθους, διηγούνται οι μικρομάννες στα παιδιά τους τις ιστορίες του Λυκοθωμά, έτσι για να έχουν και κάποιον φόβον όταν ατακτούν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

«Υπάρχουν στιγμές της ζωής μας που ζυγίζουν μια ολόκληρη αιωνιότητα».  Γκαίτε

Ο χειμώνας πέρασε και άρχισε να υποχωρεί η  κακοκαιρία και τα άφθονα χιόνια μεταβάλλονται σε κελλαρίζοντα ρυάκια και ζωογόνα νάματα των απέραντων εκταρίων που εκτείνονται έξω από την πόλιν Τοβόλσκυ.

Το Πάσχα με τις ομορφιές του έρχεται, γι’ αυτό και κάθε βράδυ οι εκκλησιές, πλούσιες ή ταπεινές, γεμίζουν από ευσεβή λαόν που προσέρχεται να προσκυνήσει τον παθόντα και αναστάντα Κύριον, τον Γλυκύτατο Διδάσκαλο της αγάπης και της συγγνώμης! Αυτή μάλιστα την χρονιά που είναι λησμονημένο αρκετά το όνομα το απαίσιο του Λυκοθωμά των Ουραλίων ορέων, θα γιορτασθεί το Πάσχα με μεγαλύτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, αλλά και ελευθερία.

Γι’ αυτό όταν ολόγλυκα και χαρμόσυνα κτύπησαν οι βαριές καμπάνες των εκκλησιών αναγγέλλοντας ότι «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΊΉ» (ΚΡΙΣΤΟΣ ΒΟΣΚΡΕΣ) όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους κρατώντας πολύχρωμες και πλούσιες λαμπάδες πασχαλιάτικες, και Φορώντας τα καλά τους.

Την ημέρα τούτη την λαμπερή του Πάσχα, καλοντυμένοι άρχοντες και καθαροί μουζίκοι συναντώνται στους δρόμους και με εγκαρδιότητα αλληλοασπάζονται και χαιρετώνται περιχαρείς με τους πασχαλιάτικους χαιρετισμούς.

«Κριστός Βοσκρές!» (Χριστός ανέστη!)

«Βοϊστινο Βοσκρές!» (Αληθώς ανέστη!)

Γλέντησαν όλη την ημέρα του Πάσχα, όλοι ενωμένοι και αδελφωμένοι! Έπαιξαν τα τοπικά όργανα, χόρεψαν λεβέντικους χορούς, μεγαλόσωμοι νέοι και νέες!

Οι νοσταλγικές μπαλαλάικες έπαιζαν γλυκά και ενώ κοπέλες κτυπούν τα «ντέφια» τους νέοι πολλοί χορεύουν κοζάκικους χορούς!

Η μεγάλη πλατεία της πόλεως, μετά την δεύτερη Ανάστασιν γέμισε από παρδαλόχρωμο κόσμο που γλεντά με τον δικό του πατροπαράδοτο τρόπον, την μεγάλη γιορτή της Αναστάσεως που είναι για όλους τους Ορθοδόξους «εορτή και πανήγυρης πανηγύρεων», είναι ακόμη, «Κλητή και άγια ημέρα Η ΜΙΑ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ, η Βασιλίς και Κυρία».

Οι γέροντες με τα κοζάκικα καλουπάκια στο κεφάλι από αστραχάν και τις αστραφτερές φουφούλες τους είναι στηριγμένοι στα πελεκητά ραβδιά τους και παρακολουθούν χαμογελαστοί και συγκινημένοι το μεγάλο πανηγύρι της Χριστιανοσύνης!!

Οι νέοι και οι νέες ακούραστοι χορεύουν και κερνούν σπάταλα! Φωνές, χαρές, τραγούδια, αγκαλιάσματα με συγκίνηση δίνουν μια ξεχωριστή νότα στο γλεντοκόποι της ημέρας!

Και όταν άρχισε να σουρουπώνει, κατάκοποι, κουρασμένοι μα και απόλυτα ικανοποιημένοι, αποσύρονται, λίγοι, λίγοι για τα σπίτια τους! Αλληλοασπάζονται και εύχονται και «του χρόνου καλύτερα!»…

Μεταξύ των τελευταίων αποχωρεί και ο μεγαλέμπορος της Τοβόλσκυ, ο μεσόκοπος και καλόκαρδος Αλέξη Σαϊλόφσκυ με την λεπτή και αρχόντισσα γυναίκα του την Τατιάνα.

Γεμάτος γέλια και χαρά και με κατακόκκινο το πρόσωπον από την βότκα την πολλή, αποχαιρετά τον Δήμαρχο της πόλεως: «Άρχοντα Κριστιάνωφ -Μηχαήλοβιτς, δέξου θερμά συγχαρητήρια για την οργάνωση της σημερινής γιορτής. Είχε μεγάλη επιτυχία! Πόσο με ξεκούρασε αυτή η Γιορτή η μεγάλη ύστερα από τόσα και τόσα υπερσιβηρικά μου ταξίδια για τις πολλές εμπορικές μου εργασίες! Κριστός Βοσκρές! και του χρόνου»…

Αποχαιρέτησαν εγκάρδια τον Δήμαρχο και μπήκαν με την σύζυγο του στον έλκηθρων που ήταν καλυμμένο με πλούσια μάλλινα και γούνες και το έσερναν δύο μικρόσωμα αλογάκια από την «ράτσα» που προσφέρει ο τόπος.

Τ’ ασημένια κουδουνάκια του ελκήθρου κουδούνιζαν τόσο γλυκά και απαλά που σκορπούσαν μια ευχάριστη νότα μουσικής μέσα στην σιγαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας.

Χτυπώντας ανάλαφρα τ’ αλογάκια του ο Σαϊλόφσκυ γυρίζει και λέγει με χαμόγελο στη γυναίκα του ακουμπώντας το κεφάλι της εύθυμα στον ώμο του συζύγου της σιγοτραγουδούσε ένα εύθυμο τοπικό τραγούδι.

«Τατιάνα Σαϊλόφσκυ! Πόσον όμορφη είναι η πασχαλιάτικη αύτη βραδιά! Με την ησυχία της και την γοητεία της μαρτυρεί πως δεν υπάρχει πια για τα μέρη αύτη θέσης για την βρώμικη μπότα του Λυκοθωμά».

Τα μάτια τα μεγάλα και εκφραστικά της Τατιάνας Σαϊλόφσκυ ανοιγόκλεισαν με χάρι, κοίταξαν τον Αλέξη με τρυφεράδα ενώ τα χείλη της σαν να λένε κάποιο έμμετρο ποίημα τονίζουν αργά και επίσημα: «Αλέξη Ιβάνωφ Σαϊλόφσκυ! Τώρα πια τ’ όνομα το τρομακτικό του Λυκοθωμά έχει μπει στο περιθώριο του παραμυθιού για να φοβίζομε τα παιδιά μας όταν αυτά δεν κοιμόνται ή ατακτούν».

Και για βεβαίωση των λόγων της άρχισε και πάλιν να τραγουδά πιο εύθυμα και ζωηρά ένα άλλο πασχαλιάτικο τραγούδι…

Ύστερα από λίγο όμως ακούγεται η φωνή του Αλέξη Σαϊλόφσκυ να λέγει στη γυναίκα του: «Φθάσαμε, κυρία μου, κι όλας, χωρίς να το καταλάβομε».

Και απλώνει το χέρι του με ευγένεια προς την γυναίκα του για να την βοηθήσει να κατέβει από το έλκηθρων.

Μπροστά τους τώρα ορθώνεται μεγαλόπρεπο το παλιό αρχοντικό των Σαϊλόφσκυ! Είναι ένα τριώροφων με δύο μεγάλα μπαλκόνια και έναν απέραντο κήπο με πανύψηλα δέντρα. Παντού βασιλεύει σιγή!

Και κανείς δεν φαίνεται από πουθενά, γεγονός που ξαφνιάζει πολύ την Τατιάνα και την εξαναγκάζει να πει: «Περίεργο πράγμα», και κατεβαίνει από το έλκηθρων με μάτι ανήσυχο και φοβισμένο και κοιτά κατ’ ευθείαν προ την μισάνοιχτη κεντρική πόρτα του σπιτιού, που βρίσκεται μόνον δύο χιλιόμετρα μακριά από την πόλιν.

«Δεν βγήκαν όπως πάντα, οι δύο πιστοί και καλοί μας υπηρέτες, ο Ντημητρέϊ και ο Κύριλλος να μας υποδεχθούν όπως πάντα», σκέφθηκε ενδόμυχα χωρίς να το πει η Τατιάνα. Μα ούτε και ακούσθηκε η πάντα πρόσχαρη και ζωηρή φωνή της παραμάνας του παιδιού των, του μοναχογιού των Κασσιανού, της καλοκάγαθης Δόμνας Μιχαήλοβιτς που πάντα έτρεχε να τους χειροκρότηση σε κάθε τους επιστροφή και να φωνάξει με χάρι: «Καλώς τα, καλώς τα  μάτια μου τα δύο»…

Η νεκρική σιγή που βασιλεύει παντού αποκορυφώνει τον ακαθόριστο φόβον και την ανησυχία τους, γι’ αυτό και αρχίζει εκείνος να φωνάζει δυνατά με την βαριά και επιβλητική του φωνή: «Δόμνα! Ντημητρέϊ! Κυρίλλεφ!»… Μα ο αντίλαλος της φωνής του δημιουργεί ένα περίεργο ανατρίχιασμα στην ψυχή και των δύο…

Σιωπή, σιωπή θανάτου βασιλεύει παντού και παρά τίς φωνές του Σαϊλόφκσυ κανείς δεν ξεπροβάλλει από την μισάνοιχτη πόρτα. Η ενστικτώδης αγωνία τους κάνει με ένα αυθόρμητο και πηγαίο«Αχ», βγαλμένο μέσα από την ψυχή τους να ορμήσουν μέχρι τον προθάλαμο του σπιτιού των χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν πως μπήκαν μέσα. Μα πόση όμως φρίκη ένοιωσαν, μέχρι λιποθυμίας της Τατιάνας που σωριάσθηκε επάνω σ’ ένα μικρό κάθισμα που βρέθηκε μπροστά της. Μα και του Αλέξη Σαϊλόφσκυ κόντεψε να σταματήσει η αναπνοή του. Γιατί μέσα σε μια λίμνη αίματος, οι δύο υπηρέτες τους, βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλον με τα κεφάλια ανοιγμένα.

Προχωρεί σαν μαγνητισμένος και με τρεμάμενα πόδια μέχρι το δωμάτιο της Δόμνας, όπου την βρίσκει επάνω στο κρεβάτι της με όψη φρίκης στο πρόσωπον και με το κεφάλι φρικτά παραμορφωμένο να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. Καημένη Δόμνα και ήσουν τόσο καλή!…

Στο θέαμα αυτό της απερίγραπτης συμφοράς, πιάνει το κεφάλι της η Τατιάνα με τα δύο της τρέμοντα χέρια και φωνάζει τώρα, απελπισμένα, τρελά, το μονάκριβο εξάχρονο παιδί της, τον Μικαέλ.

«Παιδί μου! Παιδί μου! Μικαέλ! Μικαέλ! Που είσαι αγόρι μου;»… Η φωνή της αντιλαλεί άγρια και σπαρακτικά ανάμεσα στους υψηλούς βουβούς τοίχους του μεγάρου.

Ο Μικαέλ, ένας ολόξανθος άγγελος με τα ζωηρά πράσινα παράξενα ματάκια του και το θαλασσί μακρύ νηκτικό του, μοιάζει σαν άγγελος που αποσπάσθηκε από ουράνια αγγελική συναυλία για να φέρει κάποιο χαρούμενο μαντάτο στον κόσμον αυτόν!

Στο άκουσμα της σπαρακτικής φωνής της μανούλας του ξυπνά και ορθώνεται στο κρεβατάκι του και ολόγλυκα της λέγει: «Εδώ, είμαι γλυκεία μου μανούλα» και τρίβοντας χαδιάρικα τα ματάκια του, προσθέτει: «Γιατί μου φωνάζεις έτσι δυνατά;»

Εκείνη στο αντίκρισμα του, ρίχθηκε σαν τρελή από χαρά στην αγκαλιά του και το φιλί αχόρταγα φωνάζοντας με κλάματα: «Παιδάκι μου, γλυκό μου παιδάκι! Λατρεία μου είναι καλά;» Το σφίγγει επάνω της με τόση δύναμη ώστε ένα, ωχ, πόνου βγαίνει από το στόμα του μικρού. Στα ροζαλά χειλάκια του απλώνεται ένα αθώο χαμόγελο που απεκάλυπτε όλη την ικανοποιήσει του για την μεγάλη αγάπη της μανούλας του και της απαντά νωχελικά:

«Ναι, χρυσή μου μανούλα, είμαι καλά και ξανά κοιμήθηκα στο κρεβατάκι μου μόλις έφυγε από εδώ ένας μεγάλος άνθρωπος, πολύ μεγάλος, με μακριά γένια που μπήκε με ορμή στο δωματιάκι μου κρατώντας ψηλά σηκωμένο αυτό το παιχνιδάκι!

Και παίρνει από το κρεβατάκι του δίπλα ένα φοβερό όπλο, γνωστό στους Ρώσους χωρικούς με το όνομα «κιστέν»! Το «κιστέν», εύχρηστο στους κυνηγούς της περιοχής αποτελείτο από ιμάντα ισχυρό που στην άκρη έχει δεμένη μια σιδερένια σφαίρα. Όποιον κτυπήσει το φοβερό αυτό όργανο, επιφέρει το κτύπημα του στην κεφαλήν, ακαριαίο τον θάνατο.

Το φονικό όργανο ήταν πνιγμένο κυριολεκτικά στο αίμα των τριών αδικοσκοτωμένων υπηρετών του Αλέξη Σαϊλόφσκυ!

Η Τατιάνα, κοιτά τρομαγμένα τον άνδρα της και λέγει με σβησμένη φωνή: «Αλέξη! Ζει, αλίμονο ακόμη ο Λυκοθωμάς και βρίσκεται εδώ κοντά μας»

Ο μικρός Μικαέλ παίρνει το χλωμό από τον τρόμο πρόσωπον της μανούλας του, μέσα στα ζεστά χεράκια του και το γυρίζει προς το μέρος του και της λέγει γλυκά, χαδιάρικα: «Που λες, καλή μανούλα, κοιμόμουνα εδώ στο κρεβατάκι μου, όταν άκουσα να κλωτσά την πόρτα μου αυτός ο μπάρμπας με τα γένια και τα άγρια μαλλιά.

» Ξύπνησα κι όπως τον είδα να σηκώνει το «κιστέν», εγώ πήρα από το προσκέφαλο μου το όμορφο αυγό που χθες το βράδυ τόση ώρα ζωγράφιζα και του το έδωκα με αγάπη και με χαμόγελο του είπα: «Μπάρμπα, ΚΡΙΣΤΟΣ ΒΟΣΚΡΕΣ!»

» Αυτός με κοίταξε ώρα πολλή στα μάτια και σιγά – σιγά άρχισε να κατεβάζει το χέρι του με το όπλο…

» το κοιτούσε ώρα πολύ σαν μαγνητισμένος και ύστερα, σαν κάτι να του έκαψε το χέρι, το αφήκε επάνω στο κρεβατάκι μου! Ύστερα άπλωσε το χέρι του που ήταν γεμάτο από αίματα και πήρε το αυγό μου! το κοίταξε περίεργα ώρα πολλή κι ύστερα σήκωσε σε μένα τα μάτια του.

» Άλλαξε όψη, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Βοϊστινο Βοσκρές».

» Είδα τότε στα μάτια του, συνέχισε ο μικρός Μικαέλ, να γυαλίζουν δυο δάκρυα!!! και όταν τον ρώτησα γιατί κλαις; τότε σφίγγοντας το αυγό επάνω στο στήθος του άρχισε να τρέχει προς την πόρτα και χάθηκε»…

Ο Μικαέλ χαμογέλασε με ικανοποιήσει για την διήγηση του και ύστερα με παιδική αφέλεια έτρεξε να δη τι είχε συμβεί. Γιατί εν τω μεταξύ, κόσμος πολύς που έμαθε αστραπιαία την νέα συμφορά της περιφέρειας, έτρεξε έντρομος για να μάθη λεπτομέρειες από την καινούρια δράση του Λυκοθωμά. «Είμαστε χαμένοι», είπαν μερικοί, ολοφάνερα απελπισμένοι! Ο Λυκοθωμάς εξακολουθούσε, με το ίδιο εκδικητικό μένος, να σκοτώνει…

 

mia stigmh toy pasxa 03

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

«Ότι την ανομία μου αναγγέλλω και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου» (Ψαλμ. 37,19)

Δεύτερη καμπάνα του Πάσχα και οι Αρχές είναι αφάνταστα αναστατωμένες! Οι άνθρωποι όσο όμορφα γιόρτασαν χθες, τόσο είναι σήμερα στεναχωρημένοι και τρομαγμένοι.

Ωστόσο, όλοι τους είναι αποφασισμένοι να πάνε στην Εκκλησία  που τους περιμένει, χρυσοντυμένος ο πατήρ Βλαδίμηρος, για την ωραία πασχαλιάτικη Λειτουργία.

Οι καμπάνες κτυπούν γλυκοχαρμόσηνα και γεμίζουν θάρρος τις  τρομαγμένες καρδιές των χριστιανών που νομίζουν ότι ακούν τον ίδιο τον Αναστάντα Θεάνθρωπο να τους φωνάζει: «Θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμο» .

Αλλά, πόση ήταν η κατάπληξη όλου του κόσμου αυτού, του φοβισμένου, πόση η απορία του , πόση η λαχτάρα του, όταν μέσα στην εκκλησία και σε μια κολόνα απ’ αυτές που στηρίζουν το δεξιό κλίτος, στέκεται ο Λυκοθωμάς, κοιτάζοντας κατάματα μόνο τον γλυκύτατο Χριστό που σταυρωμένος επάνω στον  Σταυρό Του, βρισκόταν επάνω από την Ωραία Πύλη και ψιθυρίζοντας αδιάκοπα: «Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές!» και κρατώντας το ζωγραφιστό αυγό του μικρού Μικαέλ επάνω στο στήθος του.

Μερικοί  δεν ήθελαν να το πιστέψουν και νόμιζαν πως ο ξεπεσμένος ζητιάνος της περιφέρειας ο Βόγορις Πλιάτωφ, γνωστός χρόνια σ’ όλους, είναι αυτός που προσεύχεται με τόση κατάνυξη και περιπάθεια μπροστά στον ολόχρυσο Σταυρόν της Ωραίας Πύλης… Άλλοι πάλι σταυροκοπιούνται και δακρυσμένοι λένε: «Έλα Χριστέ και Παναγιά μου ! Μα να πιστέψομε στα μάτια μας πως βλέπουμε μπροστά μας, εδώ μέσα, τον Θωμά; Είναι αλήθεια; Είναι πραγματικότητα; Είναι εδώ το θηρίο αυτό που κατασπάραζε αχόρταστα τόσες και τόσες ψυχές; που έκλεισε τόσα σπίτια αλύπητα και το όνομα του έκαμε όλους να σταματούν την αναπνοή τους;»…

Και όμως ναι! Αυτός ήταν! ο Θωμάς Ρυζκώφ! αυτός ο απαίσιος κακούργος και δολοφόνος που ήταν αρκετή ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, εκεί κοντά στο κρεβατάκι του αγγελόμορφου Μικαέλ, για να ξαναγεννηθεί θαυματουργικά όπως τόσοι και τόσοι έχουν ξαναγεννηθεί τέτοια ημέρα φωτισμένοι από το Φως το Θείον της Αναστάσεως!

Η δύναμις του Τιμίου Σταυρού του έσπασε και του γκρέμισε μέσα του κάθε τι ολέθριο και κακό! Ένας καινούριος άνθρωπος άρχισε να δημιουργείται μέσα του!

Ένας άνθρωπος μετανοιωμένος, γεμάτος αληθινή πίστη και αγάπη και καλοσύνη! Αυτό είναι πια ολοφάνερο…

Τι κι αν πολλοί οπισθοχωρούν έντρομοι στην θέα του Θωμά, λες και πρόκειται να δεχθούν κάποια από τις φοβερές εκείνες επιθέσεις του; Τι κι αν άλλοι πλησιάζουν για να ψηλαφίσουν με τα μάτια τους και φωνάζουν ύστερα θριαμβευτικά: «Επιτέλους! αυτός είναι! Γρήγορα, ας ειδοποιήσομε την αστυνομία να τον συλλάβει»· Μα ο Θωμάς μένει ατάραχος, ολύμπιος, λες και τώρα βρήκε ό,τι τόσα χρόνια ζητούσε να βρει, ό,τι η ψυχή του μέσα στα θεόρατα κύματα της αμφιβολίας και της εξαγριωμένης συνειδήσεως του σαν ασφάλεια λαχτάρησε να βρει.

Τώρα από τα σκληρά του μάτια αδιάκοπα τρέχουν δάκρυα! Δάκρυα πολύτιμα μαργαριτάρια μετανοίας, σαν δάκρυα που είναι ικανά να κάμουν το πιο όμορφο λουτρό της ψυχής και να την καθαρίσουν από κάθε ρύπο η κηλίδα. Τέτοια δάκρυα κάποτε κύλησαν από τα μάτια ενός μετανοιωμένου Δαβίδ, από τα μάτια της επ’ αυτοφώρω συλληφθείσης γυναικός, από τα μάτια του συσταυρωθέντος μετά του Χριστού, εκ δεξιών κακούργου και του χάρισαν την πρώτη θέση στον Παράδεισο…

Ενώ συνεχίζεται η ακολουθία της όμορφης πασχαλιάτικης Λειτουργίας, μερικοί ψιθυρίζουν, ο ένας στον άλλον στ’ αυτί: «Να τον πιάσομε για να μη μας φύγει ο φονιάς»… Μπορεί να τ’ ακούει όλα αυτά εκείνος, ίσως όχι, αφού ολοφάνερα είναι δοσμένος στην νοερά κοινωνία με τον Εξοφλητήν των ανθρωπίνων αμαρτημάτων, τον Ιησού! Ξεκάθαρα τώρα πια φαίνεται! Δεν υπάρχουν λόγοι να τον συλλάβουν, γιατί εκείνος πιάστηκε στο δόκανο της αγάπης του Χριστού και ειλικρινά μετάνιωσε και ψυχικά αναγεννήθηκε Τούτο το βεβαιώνουν τα πλούσια καυτερά δάκρυα που κυλούν από τα μάτια του και το γαλήνιο ελκυστικό πια πρόσωπον του, που σκορπά προς όλες τις κατευθύνσεις ακτίνες αγάπης και συμπάθειας και τα τρέμοντα από συγκίνηση χείλη του σιγοψιθυρίζουν σ’ όποιον τον κοιτάξει: «Κριστός Βοσκρές».

Η Θεία Λειτουργία έχει τελειώσει και ο κόσμος περιχαρής εξέρχεται από τον ναό! Χαιρετά ο ένας τον άλλον με τον πασχαλιάτικο γνωστό χαιρετισμό και μόνον ο Θωμάς μένει γονατισμένος και με την ίδια έκσταση προσευχής κοιτώντας με περιπάθεια τον λάμποντα ολόχρυσο Σταυρόν επάνω από την Ωραία Πύλη. Ο ασπρομάλλης ιερεύς στέκεται στην Ωραία Πύλη και κρατά στο δεξί του χέρι την ολόχρυση εικόνα της Αναστάσεως, που πριν από λίγο ασπάσθηκαν οι χριστιανοί για να ευχαριστήσουν τον Λυτρωτή των αμαρτωλών.

Τα μάτια του πέφτουν επάνω στον Θωμά. Αρκετά λεπτά ο ένας κοιτά τον άλλον! Η στιγμή είναι άκρως συγκλονιστική. Είναι αφάνταστα μεγαλειώδης γι’ αυτήν την ψυχήν την πληγωμένη και πλανημένη που χρόνια τώρα ήταν κυλισμένη στον βούρκο και την καλούσε τώρα ο Χριστός.

Άλλωστε γιατί ήλθε στον κόσμον; Τον κόσμον αυτόν που είναι γεμάτος πάθη, μίση και κακότητες; Τι άλλο ήλθε να βρει παρά τους «Θωμάδες» αυτούς όλων των εποχών που κύλησαν στην ζωήν και έπεσαν κατάχαμα και λέρωσαν το ένδυμα της ψυχής τους;-

Πόσον θερμά και γλυκά φωνάζει ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας σε κάθε αμαρτωλό που γλιστρά και πέφτει: «Λούσασθε και καθαροί γίγνεσθαι, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου». Αλλά και ο μεγάλος Φλωρεντινός φιλόσοφος Τζιοβάνι Παπίνι δίκαιο έχει όταν γράφει στον «Βίον του Χριστού»:

«Από την σοφία του Σταυρού πηγάζουν οι περγαμηνές και οι ανώτερες σπουδές κάθε ανθρώπου! Ακόμη και οι ακαδημίες και τα ινστιτούτα. Ο Σταυρός του Κυρίου, πάντα παραμένει για κάθε αμαρτωλό πηγή αστείρευτη προς κάθαρση ψυχής, αγιασμού, σοφίας και απολυτρώσεως»…

Ο ιερεύς τώρα με υψωμένο τον Τίμιον Σταυρόν, με αργό αλλά σταθερό βήμα εξέρχεται του ιερού Βήματος και πλησιάζει τον γονατισμένο Θωμά που τώρα συγκλονίζεται ολόκληρος από ένα δυνατό κλάμα με αναφιλητά που αντιλαλούν με αίσθησιν μέσα στον ναό…

Ο ιερεύς που θυμίζει τον μεγαλόπρεπο Μωϋσή πλησιάζει με το ένα χέρι του, τον ώμο του Θωμά και  τον κτυπά ανάλαφρα και πατρικά του λέγει:

«Τόμα, Χριστός Βοσκρές» (Θωμά! Χριστός, Ανέστη).

Ο Θωμάς γυρίζει τα βουρκωμένα μάτια του αργά-αργά και φοβισμένα , λές από ντροπή, προς τον λειτουργό του Υψίστου και ενώ τον πνίγουν τα δάκρυα απαντά:

«Πάππα, Βοΐστινο Βοσκρές». (Πάτερ, Αληθώς Ανέστη).

Ο ιερεύς παίρνει θάρρος και βγάζοντας ένα ανακουφιστικό αναστεναγμό λέγει με τρυφεράδα στον Θωμά: «Παιδί μου θέλεις να προσκύνησης τον Τίμιον Σταυρόν και την Ανάστασιν του Σωτήρος μας; Επάνω στον Σταυρόν σταυρώθηκε ο Κύριος μας για να ξεπλύνει με το πανάχραντο Αίμα Του κάθε αμαρτία ανθρώπων».

Ο Θωμάς, στο άκουσμα των λόγων του ιερέως έκαμε μια κίνηση φόβου προς τα πίσω σαν κάτι ήθελε να αποφύγει ενώ από το στόμα του έβγαιναν τρεμουλιαστές λέξεις: «Όχι! Όχι, πάτερ μου! Δεν τολμώ, δεν είμαι άξιος με τα λερωμένα χείλη μου να εγγίζω τον πεντακάθαρο Σταυρόν του Κυρίου μας!»…

Ο ιερεύς δεν κρατήθηκε και πνίγηκε στο κλάμα ενώ με πατρική στοργή φέρνει τον Σταυρόν στα χείλη του Θωμά που κάμει τώρα το σημείον Του επί του στήθους του και τον ασπάζεται λαχταριστά πολλές φορές! «Ο Θεός παιδί μου, λέγει ψιθυριστά, μόλις ακουόμενος ο ιερεύς, ας σου χαρίσει την ίαση της ψυχής σου. Αμήν».

Ίσα – ίσα την στιγμήν εκείνη όρμισαν τέσσαρες χωροφύλακες που είχαν ειδοποιηθεί για να συλλάβουν τον Θωμά. Εκείνος τώρα μόλις αντίκρισε τους χωροφύλακες όχι μόνον δεν προέβαλλε καμία αντίσταση αλλά απλώνει τα χέρια του προς αυτούς και τους λέγει με χαμόγελο και με βουρκωμένα μάτια:

«Κριστός Βοσκρές». Εκείνοι τον κοιτάζουν με απορία στα μάτια και κάπως φοβισμένα του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.

Κόσμος πολύς περιτριγυρίζει τον Θωμά κατά την έξοδο του από τον ναό, ενώ σ’ όλους φωνάζει χαρούμενος «Κριστός Βοσκρές». Μερικοί δακρύζουν από ακαθόριστα συναισθήματα και μονολογούν: «Πόσον άλλαξε το πλάσμα αυτό του Θεού!».

Και ήταν αληθινά ο Θωμάς την ώρα που έβγαινε, γαλήνιος, συμπαθής και ξαναγεννημένος!

Όλοι απομακρύνονται από το προαύλιο του ναού, συζητούν και σκέπτονται: «Ποιο θαύμα είναι αυτό που επέφερε αυτή την μεταλλαγή σ’ αυτόν τον άνθρωπον που αποτελούσε την μάστιγα της περιφερείας και στ’ άκουσμα του και μόνον έτρεμαν από φρικίαση μικροί και μεγάλοι;» Παρέμεινε μυστήριον για όλους το θαύμα της μεταλλαγής του! Αυτό το άγριο θηρίο της περιφερείας που ζητούσε αίμα, τώρα είναι ένα ήμερο μονοχρονίτικο αρνάκι. ο σκληρός και υπερήφανος γύπας είναι ένα πάλλευκο περιστέρι που κοιτά τα πάντα με αθωότητα και αγάπη!

Μερικές γριές γονατίζουν στους δρόμους και με την διακρίνουσα αυτές ευσέβεια και πίστιν λένε:

«Ω! Κύριε του ουρανού και της γης! Δικό Σου είναι αυτό το θαύμα του Θωμά! Μόνον Συ, Κύριε, μπορείς να κάμεις τέτοια θαύματα γιατί μόνον Συ μας είπες ότι μπορείς να ξεκουράζεις κοντά Σου τις καρδιές μας»…

 

mia stigmh toy pasxa 04

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

«Και δώσω αυτώ καρδίαν ετέραν και πνεύμα καινόν δώσω εν αυτώ και εκσπάσω

την καρδίαν την λίθινη εκ της σαρκός αυτού και δώσω αυτώ καρδίαν καλή».

(Ίεζ.. 11, 19)

Ο  Θωμάς οδηγήθηκε στην ανάκριση που κράτη σε μερόνυχτα ολόκληρα! Υπεβάλλετο σε πιέσεις να ομολογήσει όσα εγκλήματα διέπραξε και τα οποία, ίσως, δεν ανακάλυψε η Αστυνομία. Αυστηρός ο ανακριτής, ένας χοντρόκοντος κατακόκκινος στο πρόσωπο μοσχοβίτης με πολύν εκνευρισμό έδινε διαταγές για τον γρήγορο ρυθμό των ανακρίσεων, λες και ήθελε το συντομότερων να δώσει τέρμα σ’ αύτη την τόσο τρομακτική ιστορία!

Ολοφάνερα έδειχνε ο κ. ανακριτής πως από καιρό λαχταρούσε να συλλάβει τον Θωμά γιατί ομολογουμένως τα αποτρόπαια εγκλήματα του, του είχαν γίνει οι μεγάλοι εφιάλτες του και οι τρομεροί του πονοκέφαλοι. Τώρα, νόμιζε ότι έπιασε μέσα στη φάκα τον αγριοπόντικο και το αποθηριωμένο λιοντάρι μέσα στο κλουβί.

Πόσον όμως μακριά από την πραγματικότητα ήταν ο κ. ανακριτής! Εκεί μπροστά του με τα δεμένα χέρια καθισμένος στο σκαμνί της ανακρίσεως δεν ήταν ένας κακούργος παρμένος τώρα από την ατέλειωτη φάλαγγα των λυμεώνων της κοινωνίας! Όχι! Όχι! Δεν ήταν τώρα κοντά του ένας εγκληματίας! Η Χάρις της Αναστάσεως του Κυρίου, σαν μια ολοδύναμη φωτοβολίδα έπεσε στα ερεβώδη σπήλαια της ταραγμένης καρδιάς του Θωμά, έλαμψε όλο το εσωτερικό της και τότε είδε τα ράκη και τις αράχνες που είχε η αμαρτία σωριάσει σ’ αυτήν. Ζήτησε αμέσως να την καθαρίση από κάθε τι αηδιαστικό με τα δάκρυα και την συντριβή του…

Μήπως τώρα και δυο χιλιάδες χρόνια με τον ίδιο πάντα τρόπον δεν καθαρίζουν την ψυχή τους, όλοι οι αμαρτωλοί; Η Χάρις του Χριστού μας που έγινε άνθρωπος, έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να σώσει κάθε αμαρτωλό αρκεί και αυτός ο ίδιος να το δεχθεί.

Γι’ αυτό και ο Θωμάς με τους καταρράκτες των δακρύων του που άρχισαν να τρέχουν από την στιγμή που ο μικρός άγγελος της αγάπης και της καλοσύνης, ο μικρούλης Μικαέλ του πρόσφερε το πασχαλιάτικο του αυγό και του είπε: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!, ξέπλυνε κάθε ρύπο της ψυχής του και έγινε άλλος άνθρωπος, καινούριος, που ζούσε τώρα μονάχα για τον Χριστό!

Την στιγμήν που έπαιρνε το αυγό – Ω! αυτή η αγία και τρισευλογημένη στιγμή για την ζωήν του – η ψυχή του Θωμά ανίστατο από τα δεσμά της αμαρτίας που χρόνια ολόκληρα τον κατατυραννούσε και τον προέτρεπε να διαπράττει τόσα και τόσα αποτρόπαια και φρικτά εγκλήματα.

Ο Θωμάς καθόλου δεν μιλά μπροστά στον κ. ανακριτή. Στέκεται με ένα ανάλαφρο και σταθερό χαμόγελο στα χείλη κι όταν κάποιο καινούργιο πρόσωπον θα μπει στο γραφείο γυρίζει και του λέει ζωηρά, με αυθορμητισμό μικρού παιδιού: «Κριστός Βοσκρές».

Παρά την πίεση κατά την ανάκριση δεν θέλει να θυμηθεί τίποτε από την παλιά, αμαρτωλή και εγκληματική ζωή του. Σε κάθε ερώτηση όλων, με ένα μόνον «Κριστός Βοσκρές», απαντά. Το κουρασμένο από την αμαρτία μυαλό του δεν θέλει να αποχωρισθεί από την γλυκεία φυσιογνωμία του Αναστάντος Λυτρωτού. Έχει τώρα πια συνεπάρει την παραδαρμένη του ψυχή, όπως ο μαγνήτης τραβά γρήγορα τα ρινίσματα του σιδήρου, γι’ αυτό δεν εννοεί να σκεφθεί Τι ποτε άλλο!

Η ανάκρισης κράτησε πολύ! Περνούσε ο καιρός και ο Θωμάς Ρυζκώφ το άγριο εκείνο θηρίο, που σαν φάντασμα κολάσεως κάποτε ελυμαίνετο τους πρόποδες των Ουραλίων ορέων, τώρα, με την Χάριν του Αναστάντος Χριστού με την θέρμη που ξεπήδησε από τον Ζωοδόχων Τάφον του Κυρίου, έχει θερμάνει τόσον πολύ την παγωμένη από την κακότητα και την σκληρότητα ψυχήν του, γι’ αυτό τώρα σαν το καλό κάγαθο προβατάκι βρίσκεται κουλουριασμένος σε μια γωνιά του κατασκότεινου απομονωτηρίου του…

Και οι χειροπέδες που του έχουν περάσει είναι τόσον βαριές ώστε όταν προσπαθεί, καμία φορά να σηκώσει τα χέρια του, αυτά ματώνουν και σχηματίζουν επάνω στο κορμί του μακριά ρυάκια από αχνιστό αίμα.

Όμως εκείνος αδιάφορος εξακολουθεί να βρίσκεται σε έκσταση θερμής προσευχής. Ακόμη και αυτό το φαγητό που του φέρνουν δεν τον πολυαπασχολεί! Εάν δεν του φωνάξει ο θηριώδης και βλοσυρός δεσμοφύλακας του, «φάε παλιόσκυλο», εκείνος δεν ζητά ούτε σταγόνα νερό για να δροσίσει τα αλμυρισμένα και λευκά χείλη του, ύστερα από την τόση ταλαιπωρία.

Κι όσον περνούσε ο καιρός και όσον περισσότερο τον ανέκριναν, τόσον αυτός ήσυχα και ατάραχα έλεγε προς όλους το «Κριστός Βοσκρές». Με τα ίδια λόγια άπαντα όταν το μαστίγιο ανεβοκατεβαίνει με γρηγοράδα στο κορμί του και δημιουργεί αγιάτρευτες πληγές για να τον εξαναγκάσουν να μιλήσει.

Μα και όσοι πέρασαν από το κελί του για να βεβαιώσουν ότι αυτός είναι ο τρομερός ληστής που κάποτε δημιούργησε τόσα κακά στην περιοχή, ενώ τον παρατηρούν σαν απολιθωμένοι, κατ’ αρχήν, ύστερα μαγνητίζονται από κάποια ακαθόριστη έλξη και τον βλέπουν με πολλή συμπάθεια και μονολογούν: «Μα νάνε άραγε αληθινά αυτός ο ίδιος Θωμάς;» Βέβαια το ίδιο σχήμα προσώπου! τα ίδια χέρια, τα ίδια γιγαντιαία πόδια που έτρεχαν σαν του ζαρκαδιού! Αλλά αυτή η όψη του με την τόση γαλήνη και ιλαρότητα έκαμαν τους πάντας να αμφιβάλλουν!

Πού είναι τώρα εκείνα τα απαίσια άλλοτε, μάτια του που έμοιαζαν εξαγριωμένου και μανιασμένου ταύρου; Πού είναι τώρα ο ανήσυχος και ατίθασος άνθρωπος που έμοιαζε με τίγρη εξαγριωμένη που μόλις πιάστηκε στο κλουβί; Τι αλλαγή καταπληκτική! Τι παράξενο θαύμα αναγεννήσεως έγινε σ’ αυτό το δημιούργημα του Θεού;

Και γι’ αυτό όταν κλητεύθηκαν να πιστοποιήσουν ότι αυτός είναι ο Θωμάς, έφευγαν με την ψυχήν μαγεμένη από την ηρεμία και την αταραξία του Θωμά που κέρδιζε την εμπιστοσύνη και την συμπάθεια όλων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

«Μετά την απομάκρυνση μου (από , του Θεού) μετανόησα και όταν έφθασα εις την

γνώσιν, αισθάνθηκα εντροπή, βαθιά εντροπή, διότι πλήρωσα της νεότητας μου την

αισχύνη». (Ιερ. 38, 18)

Οι ανακριτικές αρχές συνεκαλέσανε ιατρικό συμβούλιο για να πιστοποιήσουν τι συμβαίνει! Μήπως τρελάθηκε; Μήπως κάποια παράκρουσης δια νοητική; Μήπως ακόμη υποκρίνεται με έντεχνο τρόπο για να αποφύγει την κρεμάλα που οπωσδήποτε τον περιμένει;

Οι ιατροί, διακεκριμένοι ψυχολόγοι και νευρολόγοι όπως ο περίφημος νευρολόγος της Πετρουπολέως Ζηνόβιος Τζάλσκωφ και ο ψυχίατρος του Κιέβου Συμεών Γκλαβίτσκυ, που περαστικοί και οι δύο από την περιοχή, εκλήθησαν να εξετάσουν τον Θωμά, απεφάνθησαν ομοφώνως ότι ο κακούργος δεν υποκρίνεται αλλά πραγματικά έχει πάθει πλήρη αμαύρωσιν της διανοίας με έντονα τα φαινόμενα μιας ψυχικής μεταβολής επί τα βελτίω.

Ο άνθρωπος που βύθισε σαν κτήνος το μαχαίρι του ολέθρου στις καρδιές πολλών αθώων υπάρξεων, τώρα βαδίζει τον δρόμο του λυτρωμού του και της ψυχικής του αναγεννήσεως.

Μεταξύ των μεγάλων προσωπικοτήτων που επεσκέφθησαν το άγριο θηρίο των Ουραλίων το οποίον τώρα βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Κιέβου και Γαλικίας Πιτχρίμ, ένας σοφός και αληθινά μεγάλος Ιεράρχης της Ορθοδοξίας, όστις με την διακρίνουσα σοβαρότητα του είπε μόλις βγήκε από το κελί του Λυκοθωμά και ενώ τα μάτια του βούρκωναν και τα χείλη του έτρεμαν από συγκίνηση:

«Ούτε τρελός, ούτε ψυχοπαθής, ούτε και υποκρίνεται, όπως νομίζετε κύριοι! Ο Θωμάς Ρυζκώφ, αναγεννήθηκε με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος όπως τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί της ζωής! Είναι ένα από τα πολλά θαύματα και αυτός του καλού μας Χριστού! Δεν μπορεί να συμβαίνει αλλιώς! Μόλις με είδε και μόνον που μπήκα στο θλιβερό κελί του σύρθηκε με τα γόνατα για να έλθει κοντά μου, όχι για να μου επιτεθεί, αλλά για να μου ασπασθεί με τρυφεράδα μικρού παιδιού το χέρι και να μου πει με την μεγαλύτερη συγκίνηση που άκουσα ποτέ στην ζωή μου το, «Κριστός Βοσκρές».

Πιστεύω λοιπόν, πρόσθεσε ο υπέροχος εκείνος Ιεράρχης, ότι μάλλον προηγουμένως ήταν παράφρων και εκτός εαυτού και όχι τώρα! Τώρα «εις εαυτόν ελθών», την συγγνώμη του Θεού ζητεί και την δική μας την βοήθεια διά να γίνει ένας νέος άνθρωπος. Διαβεβαιώ τους πάντας ότι είναι αυτός απηλλαγμένος πλέον πάσης επιρροής του δαίμονος διά τούτο και με εγγύηση την αρχιερατική μου αξιοπρέπεια ζητώ να τύχη της πλήρους συγγνώμης εκ μέρους πάντων ημών, και της αφέσεως των αμαρτιών παρά της Εκκλησίας ημών».

Και φεύγοντας για να μπει στην άμαξα του που τον περίμενε, ο καλοκάγαθος και σεβάσμιος Ιεράρχης κτύπησε πατρικά τον διευθυντή των φυλακών που με σεβασμό και λεπτότητα τον συνόδευσε μέχρι την έξοδο του γραφείου και του είπε: «Ποτέ μη το λησμονήσετε αγαπητέ μου φίλε! Ο Θωμάς νεκρός ην και άνεζησε, απολωλός ην και ευρέθη! ήλθε ο υιός του ανθρώπου ζητείσαι και σώσαι το απολωλός»…

Αλλά επειδή, «Σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος», οι αστυνομικοί ετοίμασαν την δικογραφία του Θωμά, ογκωδέστατη και ανατριχιαστική στο περιεχόμενο της για να δικαστή λίαν συντόμως! Αλλά η γέννησης του Τσάρεβιτς, του διαδόχου του θρόνου, για την οποίαν ο μεγαλόψυχος τσάρος Νικόλαος ο Α’ παρεχώρησε γενική αμνηστία, χαρίζει και στον Θωμά την ελευθερία του την οποίαν ούτε ζήτησε, ούτε και τον εντυπωσίασε.

Αλλά βγαίνοντας από την φυλακήν υποκλίνεται συνεχώς μέχρι το έδαφος προς όλους και με το «Κριστός Βοσκρές» τους αποχαιρετά.

Ο Θωμάς τώρα είναι ελεύθερος μεταξύ των ελευθέρων ανθρώπων! Αλλά λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος του, έπρεπε κάποιος να εγγυηθεί για την ειρηνική και έντιμο διαβίωση του μεταξύ των πολιτών της κοινωνίας.

Ο καλός αρχιεπίσκοπος Πιτιρίμ προθύμως έδωκεν την αρχιερατική του εγγύηση προς τούτο, ενώ ο επιθεωρητής των φυλακών Ιβάν Ραμπουλόσκυ ανέθετε στον γηραιόν και πεπειραμένο υπαξιωματικό, Ιωάναθαν Λβώφ, να τον επιβλέπει κατά την καθημερινή του ζωήν.

Τούτο ήτο πολύ εύκολο! Γιατί τώρα πια, ο Θωμάς γεμάτος Φως Χριστού, γεμάτος Θεία καλοσύνη, από τρομερός κακούργος και ληστής, είχε γίνει ηρεμότερος και από το πιο άκακο παιδάκι.

Δούλευε, δούλευε πρόθυμα και την πιο βαριά δουλειά! Ποτέ δεν γύρευε τίποτε και ούτε συμφωνούσε ποτέ αμοιβή! Κανένα δεν ενοχλούσε! Κανένα δεν άφησε χωρίς να εξυπηρετεί με καλοσύνη. Μόλις έβλεπε άνθρωπον φορτωμένο, πρόθυμα άφηνε την δουλειά του για να τρέξει και τον ξεκούραση μέχρι το σπίτι του, υποκλινόμενος μάλιστα μόλις άφηνε τα ψώνια με ευγένεια χωρίς να περιμένει τίποτε.

Αλλού πάλι έβλεπε την γερόντισσα να επιστρέφει από το παζάρι με πράγματα και έτρεχε χαρούμενος και πρόθυμος να την ξεκούραση, ενώ εκείνη έβγαζε χίλιες ευχές από το στόμα της για τον Θωμά.

Και μόνον αυτό! Όπου πέθαινε κανένας φτωχός, ο Θωμάς αυτόκλητος νεκροπομπός ήταν παρών για να βοηθήσει.

Να σηκώσει τον νεκρό, ν’ άνοιξη τον τάφο, να τον θάψει και να προσφέρει μάλιστα και κάτι από το  μεροκάματο του στα υπόλοιπα μέλη της πτωχής και πενθούσης ή απορφανισθείσης οικογενείας.

Είναι τόση η προθυμία, η καλοσύνη και η υπομονή του στις προσβολές και χυδαίες εκφράσεις των κακών, ώστε γρήγορα όλος ο κόσμος στην πόλιν και την περιφέρεια, αρχίζουν να ξεχνούν το παρελθόν του και την προσβλητική προσφώνηση «Λυκοθωμά» και αντί αυτής όλοι τώρα με αγάπη τον φωνάζουν: «ΚΑΛΟΘΩΜΑ».

Τα χρόνια εκείνα λόγω ελλείψεως φαρμακευτικής περιθάλψεως, οι επιδημίες ήταν συχνές! Κάποτε ένα φλογερό αληθινά καλοκαίρι, έπεσε φοβερή χολέρα.

Ο κόσμος αποδεκατίζονταν από την επάρατη εκείνη αρρώστια με τόση γρηγοράδα ώστε δεν προλάβαιναν να θάπτουν τους νεκρούς. Δεν υπήρχε σπίτι, στο άλλοτε χαρούμενο και ζωηρό Τοβόλσκυ, χωρίς να εχη βγάλει ένα – δύο νεκρούς και στο κρεβάτι του πόνου πολλούς βαριά αρρώστους, που σπάραζαν από τους πόνους, τους εμετούς και την αγωνία. Και όλοι αυτοί έμεναν αβοήθητοι γιατί υπήρχε κίνδυνος μεταδόσεως της αρρώστιας.

Και αν υπήρχε κάποιος που είχε προσβληθεί κά πως ελαφρότερα και ήταν όρθιος, που να τολμήσει να πλησιάσει τον βαριά άρρωστο, αφού ο φόβος της υποτροπής και χειροτερεύσεως, αλλά και το αυτοσυντήρητο, τον έκαμε να φαίνεται απαθής και να φεύγει μίλια μακριά από τον πυρακτωμένο άρρωστο. Και τότε το θέαμα ήταν σπαρακτικώτατον!

Έβλεπε κανείς αρρώστους στο κρεβάτι του πόνου, μόνους, εγκαταλελειμμένους παρά πάντων, που κατέβαλαν ύστατες προσπάθειες για να φωνάξουν: «Ε! Σεις που περνάτε απ’ έξω, για την αγάπη του Θεού, αδέλφια μου, ελάτε να μου δώσετε λίγο νερό γιατί σβήνω!»…

Μα οι περαστικοί – αυτοί οι ελάχιστοι – έτρεχαν βιαστικοί να φύγουν, λες και τους κυνηγούσε η χολέρα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

«Δεύτε οι ευλογημένοι τον Πατρός μου… επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και σννηγάγετέμε, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με».

(Ματθ. κε’ 35)

Μέσα σ’ αυτήν την κόλασιν της απογνώσεως και της φρίκης, μόνον ένας άνθρωπος παραμένει ατάραχος και με στοργή μικρομάννας προς όλους και τρέχει παντού πρόθυμα να δώσει χείρα βοηθείας.

Είναι ο Θωμάς Ρυζκώφ! Δεν αφήνει σπίτι χωρίς να τρέξει για να δείξει πόσα μπορεί να κάμει μια καρδιά που κρύβει μέσα της τον Χριστόν μία «τελεία αγάπη», η εν Χριστώ αγάπη, ήτις «έξω βάλλει τον φόβον», όπως θαυμάσια τονίζει ο αγαπημένος μαθητής της αγάπης ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Και αυτό είναι αληθέστατο: Όποιος αγαπά πραγματικά, χριστιανικά, δεν φοβείται τίποτε στην ζωήν του.

Ο πλημμυρισμένος από Χριστόν έχει την δύναμιν ολόκληρα βουνά να μετακινεί, που πολλές φορές σαν βουνά θεόρατα και φραγμοί τεράστιοι εμποδίζουν τον δρόμο της αγάπης. Εκείνος που αληθινά αγαπά μπορεί να μετακινεί τα βουνά αυτά για να πραγματοποιεί έργα δυνατά και να εκδηλώνει αισθήματα που προκαλούν το θάμβος και την κατάπληξιν και που παραμένουν αθάνατα παραδείγματα στις επιγινόμενες γενεές των ανθρώπων.

Και ο καλός πια Θωμάς, μέσα στην πόλιν του Τοβόλσκυ θα μείνει μια ιστορία ζώσης αγάπης! Ένας θρύλος που θα θυμίζει θεϊκή θυσία! Θα γίνει το ωραιότερο και συγκινητικότερο τραγούδι υπεροχών χριστιανικών αισθημάτων προς τον πλησίον μας, τον οποίον την ώρα του πόνου και της μονώσεώς του τον πλησιάζει για να τον ανακούφιση…

Γιατί την ώρα εκείνη το καλό και η αγάπη εκδηλώνεται προς αυτό το ίδιο το Πρόσωπον του Θεανθρώπου όπως μας διαβεβαίωσε το ίδιο το αλάνθαστο στόμα του γλυκύτατου Διδασκάλου της Αγάπης: «Αμήν γαρ λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).

Και είναι μεγάλο πράγμα, υπέροχος ηρωισμός, αληθινή ανθρωπιά να μπορεί κανείς, όταν κάποιος πάσχει, να απλώνεις το χέρι σου με στοργή και συμπόνια για να του προσφέρεις το νερό της παρηγοριάς σου και το μανδήλι της στοργής σου για να του σφογγίσης τα καυτερά δάκρυα της μονώσεώς και της αρρώστιας του.

Και μέσα στον γογγυσμό των πονεμένων και άρρωστων, μέσα στον καθολικό εκείνον γογγυσμό, από την χολέρα και το θανατικό, παρήγορη, τρυφερή και στοργική υψώνεται η φωνή του καλό-Θωμά: «Κριστός Βοσκρές!» Έρχομαι! Έρχομαι αδελφούλη μου! Εγώ, εγώ, εγώ είμαι ο Θωμάς! θα σου δώσω «ό,τι και αν θέλεις»… και ανασκουμπώνεται ο Θωμάς και προσφέρει ότι μπορεί. Στον έναν πετσέτες βρεγμένες με ξύδια και παγωμένα νερά! Στον άλλον αλλάζει τα σεντόνια και τα σκεπάσματα του! Στον πιο πέρα κάνει εντριβές με φάρμακα και αλλού κάμει αέρα σε φλογισμένα μέτωπα… Αυτός ν’ αλλάξει μόνος του τους αρρώστους! Αυτός να τους καθαρίση! Αυτός να περιποιηθεί τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και να μαζέψει τα παιδιά τα ορφανά. Ακόμη αυτός να τρέξει να ταΐσει τα ζώα τους που πεινασμένα και άρρωστα και αυτά φώναζαν δυνατά και έδιναν ένα ανατριχιαστικό τόνο στο όλο πένθιμο περιβάλλον της πόλεως, λες και αυτά καταλάβαιναν το κακό που έπεσε σ’ αυτήν.

Η λέξης «θαύματα» δεν μπορεί να αποδώσει τα όσα με τόση προθυμία και χριστιανικό ηρωισμό επιτελεί ο Θωμάς! Όλοι, μα όλοι μένουν άφωνοι και κατάπληκτοι μπροστά στο σωτήριον έργον του! Και το καταπληκτικότερο όλων! Ο Θωμάς πλησιάζει άφοβα και περιποιείται τους βαριά άρρωστους!

Και όμως, τόσον και περισσότερο γίνεται υγιέστερος, τόσον και περισσότερο γίνεται θαλερώτερος και ισχυρότερος! Και είναι αλήθεια πως «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν».

Το γνωρίζομεν αυτό και η πείρα των ανθρωπίνων πραγμάτων μας το βεβαιώνει απόλυτα. Κάθε άνθρωπος που εργάζεται το καλό εμπνεόμενος από το φωτεινό παράδειγμα του αναστάντος Χριστού, ποτέ δεν χάθηκε! Ποτέ δεν τον άφησε η Χάρις του Χριστού! Γι’ αυτό και ο Θωμάς μένει απείραχτος από την φοβερή αρρώστια που μαστίζει τον τόπον γιατί έχει περιχαράκωμά του, την ευλογία και την προστασία του παντοδυνάμου αναστάντος Θεού και Λυτρωτού.

Τόση είναι η ευλογία του Θεού που υπάρχει τώρα στο Θωμά, ώστε να συμβαίνει τούτο το καταπληκτικό και ανεξήγητο: Όταν ατέλειωτες νύχτες καθισμένος στο προσκέφαλο διαφόρων αρρώστων βαριάς μορφής, είχε να λέει με τον δικό του τρόπον, κάτι από την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού, προς κάθε μετανοιωμένο αμαρτωλό, οι ασθενείς κα τά τα ξημερώματα, λες, από κάποιο αόρατο χέρι θεραπευτούν, ξυπνούσαν απύρετοι ευδιάθετοι και με δάκρυα στα μάτια φιλούσαν τα ευεργετικά, τα φιλάνθρωπα και ακούραστα χέρια του Θωμά.

Επί τέλους! Μόλις παρουσιάστηκαν τα πρώτα φθινοπωρινά κρύα η επιδημία υπεχώρησε και οι Αρχές της πόλεως θέλησαν να ανταμείψουν επάξια τον ήρωα αυτόν της αγάπης, τον άγγελον αυτόν παρηγοριάς, τον Θωμά, που με τόσον αλτρουισμών και αυτοθυσία στάθηκε στο πλευρό των αρρώστων της πόλεως! Μα όσοι δουλεύουν αληθινά για την ψυχή τους και πιστεύουν πως τέρμα των επί γης ευγενών αγώνων τους, δεν είναι ο ψυχρός και άχαρος τάφος, αλλά τα μεγαλεία της ουρανίου μακαριότητας και ακόμη ότι: «Μακάριοι οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες… τα γαρ έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών», δεν περιμένουν, εκ του κόσμου τιμές και δόξες ανθρώπινες και μάταιες, για όσα πράττουν σε τούτον εδώ τον κόσμον.

Γι’ αυτό και ο Θωμάς αποποιείται με ειλικρινή ταπεινοφροσύνη κάθε τιμητική διάκριση που θέλουν να του δώσουν. Το μόνον που παρακαλεί είναι να του επιτρέψουν να πάει στο πανάρχαιο μοναστήρι της Πρέσναγια Μαρία (της Παναγίας) για να περάσει λίγες ημέρες στην ομορφιά και στην γαλήνη του! Η επιθυμία του Θωμά πρόθυμα και καλόγνωμα γίνεται παρά πάντων αποδεκτή και του παραχωρούν δυο γερά άλογα που τα φορτώνουν οι γυναίκες και οι άνδρες με αφιερώματα και «τάματα» και τον συνοδεύουν μέχρι έξω της πόλεως. Με δάκρυα θερμά και συγκίνηση μεγάλη κατευοδώνουν τον μεγάλο ευεργέτη τους, όλοι ανεξαιρέτως! Και ο Θωμάς με το δεξί του χέρι στην καρδιά συνεχώς υποκλίνεται, δεξιά και αριστερά και με χαμόγελο τους λέει:

«Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές!»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

«Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία»… «Εισέλθετε εις τας πύλας αυτού

εν εξομολογήσει». (Ψαλμ. 148, 12).

Ύστερα από δώδεκα ώρες ταξίδι κοπιαστικό, ο Θωμάς Ρυζκώφ, φθάνει       μπροστά στη βαριά σιδερένια πόρτα του μοναστηριού! Είναι δειλινό σχεδόν!  Μέσα στην ερημιά του δάσους, από ώρα είχε ακούσει τα σήμαντρα και τις καμπάνες του να κτυπούν για τον εσπερινό και το απόδειπνο.

Ένας ψηλόλιγνος καλόγερος περίπου εξήντα χρόνων, άνοιξε αργά – αργά την βαριά πόρτα και τον υποδέχθηκε με χαμόγελο λέγοντας του; «Ευλογείτε τον Κύριον».

Ο Θωμάς του φίλησε το χέρι και τον παρακάλεσε να ειδοποίηση τον ηγούμενο, τον αρχιμανδρίτη Τύχωνα Τιμοφέερ, ένα διακεκριμένο κληρικό, γνωστόν για την πολυμάθεια του και τον ασκητικό του βίον, αλλά και για το μεγάλο του ιεραποστολικό έργον στην Ιαπωνία κατά το παρελθόν.

Την ώρα εκείνη ο Ηγούμενος «εσπέριζε». Γι’ αυτό και ο Θωμάς μπαίνει ακροποδητί στον ναό του μοναστηρίου όπου όλη η αγιογραφία και το μισοσκόταδο και τα μυρωμένα σύννεφα του μοσχολίβανου, δημιουργούσαν τέτοια υποβλητικότητα και έξαρσιν ώστε αθέλητα ο Θωμάς έπεσε στα γόνατα με το κεφάλι προς την γην ενώ ο αναγνώστης – μοναχός διάβαζε την στιγμήν εκείνη από το ψαλτήρι τα συγκινητικά αυτά λόγια:

«Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις εν ταίς θλίψεσιν ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα».

Κλαίει, κλαίει συνέχεια ο Θωμάς και δεν παίρνει καθόλου είδηση πότε τελείωσε ο Εσπερινός και το Απόδειπνο και ένας – ένας οι σαράντα οκτώ μοναχοί, φιλώντας το χέρι του ηγουμένου με σεβασμό, έφευγαν περνώντας μπροστά από το Θωμά με αργό βήμα και σκυμμένοι, ενώ του έριχναν μια φευγαλέα ματιά κατά το πέρασμα τους!

Τελευταίος με αργό και επιβλητικό βήμα και με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, πλησιάζει τον Θωμά, ο ηγούμενος Τύχων! Μέσα στην νεκρική τώρα σιγή που βασιλεύει στον ναό, ακούεται υποβλητική, λες και έρχεται από το Ιερόν άδυτο του υπερπέραν, η φωνή του ηγουμένου:

«Σήκω, παιδί μου, να σε ακούσω!»…

Πέρασαν λίγα λεπτά νεκρικής σιγής ακόμη και ο Θωμάς δειλά – δειλά, σαν φοβισμένο μικρό, σηκώνει το κεφάλι του ενώ τα βουρκωμένα μάτια του καρφώνονται επάνω στον Σταυρόν που κρέμεται από τον λαιμό του ηγουμένου:

«Κριστός Βοσκρές! Πατέρα μου», ψελλίζει τώρα Θωμάς.

«Βοϊστινο Βοσκρές, παιδί μου», απαντά με χαμόγελο και συμπάθεια ο ηγούμενος, ενώ νεύει με το κεφάλι του προς τα κάτω.

Απλώνει τώρα το χέρι του ο ηγούμενος και σηκώνει το Θωμά με αγάπη και τον φέρνει στο δεξιό μέρος  του νάρθηκος όπου υπάρχει το εξομολογητήριο.

Περνά στο λαιμό του το πετραχήλι του ο ηγούμενος, ενώ ο Θωμάς γονατίζοντας και με σταυρωμένα χέρια στο στήθος αρχίζει να εξομολογείται χωρίς κανένα δισταγμό όλα του τα αμαρτήματα χωρίς να περιμένει να του το πει ο ηγούμενος, ελλαμπόμενος από το Πανάγιον Πνεύμα που χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπων έχει φωτίσει…

καμία δικαιολογία δεν θέλει να δώσει στον εαυτόν του για όσα έκαμε! Κανένα απολύτως ελαφρυντικό! Το μόνον που επίμονα τονίζει είναι ότι ΔΕΝ ΔΙΕΠΡΑΞΕ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΗΚΕ, τότε που ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων και καταδικάστηκε άδικα!… Μετά την εξομολόγηση του ο Θωμάς στάθηκε με κατεβασμένο κεφάλι, ενώ απόλυτη σιγή βασιλεύει εντός του ναού διακοπτόμενη μονάχα από το σιγαλό αναφιλητό του Θωμά.

Ο ηγούμενος του μιλά με αγάπη πατρική και για την επιθυμία του σταυρωθέντος Κυρίου που υπάρχει μπροστά τους μέσα στο εξομολογητήριο, όπως όλοι οι αμαρτωλοί βρουν τον δρόμο της επιστροφής. Τον ρωτά επίσης να ομολογήσει αδίστακτα εάν η μετάνοια του είναι οριστική και η απόφασης του αμετάκλητη, ν’ ακολουθήσει την εν Χριστώ ζωήν.

Ο Θωμάς, αντί άλλης απαντήσεως ρίχτηκε στην αγκαλιά του ηγουμένου με αφέλεια και λαχτάρα μικρού παιδιού και με δυνατά τώρα αναφιλητά λέγει;

«Ναι! Ναι! τίμιε πάτερ, για πάντα στον Χριστόν».

Ο ηγούμενος έβγαλε το κουκούλιόν του με τον καλογηρικό του σκούφο και βάζοντας την άκρη του πετραχηλιού του στο κεφάλι του γονατισμένου Θωμά λέγει την ωραία συγχωρητική ευχή που ακούεται πάντα στο τέλος κάθε λυτρωτικής Ιεράς Εξομολογήσεως.

Την συγκλονιστική εκείνη στιγμή νόμιζε κανείς πως άγγελοι αόρατοι φτερούγιζαν γύρω από το εξομολογητήριο για να δώσουν την ευλογία του Θεού στον μεγάλον εκείνον μετανοιωμένο. Λες και από μακρά μια ολόγλυκεια, μεθυστική ψαλμωδία έψαλλε με μυριάδες αγγελικών χειλέων: «Ζητήσατε τον Κύριον και εν τω ευρίσκειν Αυτόν επικαλέσασθε! Ηνί κα δ’ αν εγγίζει υμίν, απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού και επιστραφήτω προς Κύριον και ελεηθήσεται ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών» (Ησαΐας 55, 6).

Ο Θωμάς οδηγήθηκε σε κελί του ξενώνας του μοναστηρίου να ξεκουραστεί ύστερα από την τόση συγκίνηση του. Έπεσε να αναπαυθεί ύστερα από τόση σωματική κόπωση και ψυχική αγωνία και συγκίνηση! Τα χαράματα τον ξύπνησε «το τάλαντο» που ο κωδωνοκρούστης – μοναχός, πριν από τις μεγαλόπρεπες καμπάνες, κτυπούσε περνώντας μπροστά από κάθε κελί μοναχού αλλά και φιλοξενουμένου…

Κατά την Θεία Λειτουργία μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων! Πήρε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ύστερα από τόσα χρόνια καταστροφής ψυχικής και περιπετειών απερίγραπτων. Την ώρα της Θείας Μεταλήψεως ένα μικρό παράξενο πουλί μπήκε και κάθισε στο αναλόγιο το αριστερό και τραγουδούσε τόσον μελωδικά λες και ήθελε να συνοδεύσει τον ψάλτη – μοναχό που γλυκά και αυτός και κατανυκτικά έψαλλε: «Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ!»… «Γεύσασθε και είδετε ότι χρηστός ο Κύριος, αλληλούια…».

Τώρα ο Θωμάς παραμένει για λίγο στο μοναστήρι μαθαίνοντας λίγη ανάγνωσιν και γραφή από τον εξαίρετο αδελφό της μονής, τον μοναχό Φιλάρε τον Νετσάεφ, έναν πρώην αξιωματικό της τσαρικής ανακτορικής φρουράς, πολύ μορφωμένο! Αυτός έγινε μοναχός ύστερα από τον αδόκητο θάνατον της προσφιλέστατης συζύγου του την οποία έχασε από μία μυστηριώδη αρρώστια είκοσι ημέρες μετά τον γάμο του, γεγονός που τόσο τον συνεκλόνισε ώστε για να θεραπεύσει τον τραυματισμό της καρδιάς του απεφάσισε να εγκαταλείψει την λαμπρή σταδιοδρομία του και να αποσυρθεί στο μοναστήρι…

Στον Θωμά δείχνει ειλικρινή αδελφική αγάπη και συμπάθεια και τον προτρέπει να μείνει οριστικά στο μοναστήρι που όλοι τόσον τον συμπαθούν.

Αλλ’ ο Θωμάς τους ευχαριστεί όλους με ένα θερμό χειροφίλημα και φεύγει, άγνωστο για που, ενώ και ο ηγούμενος και όλοι οι μοναχοί τον αποχαιρετούν μέχρι την εξωτερική σιδερένια πόρτα…

Έως ότου χάθηκε στον ορίζοντα τον παρακολουθεί ο ηγούμενος με μάτια που τρέχουν δάκρυα άφθονα και ενώ μονολογεί: «Ένας μεγάλος μετανοιωμένος! Ένας νέος όσιος! Ένας σύγχρονος άγιος! Τιμή για το μοναστήρι μας που πέρασε από εδώ μια τέτοια ευλογημένη ψυχή!».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄

«Μακάριος ου αφέθησαν αι ανομίαι. Μακάριος ανήρ ος ελπίζει επί Κύριον. Μακάριος ανήρ ο  φοβούμενος τον Κύριον. Μακάριος ανήρ ος εν σοφία   τελευτήσει. Μακάριος ον εξελέξω και προσελάβου  Κύριος· Αλληλούια».

Πέρασαν ακόμη τριάντα ολόκληρα χρόνια! Έχει ολότελα ξεχασθεί από όλους η ιστορία του άλλοτε Λυκοθωμά και αργά και που, κάποιος γέροντας πίνοντας λίγη βότκα, ή τσάι από το ασημένιο «σαμοβάρι», έχει να διηγηθεί με συμπάθεια αλλά και ιερό θαυμασμό την ιστορία του μετανοιωμένου Θωμά Ρυζκώφ!

Την εποχή αυτή έχουν πέσει πολλά χιόνια και ο Φεβρουάριος του χρόνου αυτού είναι φοβερός σε πα γωνιές όσον ποτέ άλλοτε… Γύρω από τα Ουράλια όρη έχουν έλθει από την Πετρούπολη, πρίγκιπες, μεγιστάνες και άλλοι ευγενείς για να κυνηγήσουν αγριογούρουνα.

Έχουν διασκορπιστεί τώρα στην καρδιά του πυκνού δάσους και κάπου – κάπου ακούεται κάποιος πυροβολισμός από τους «Νεμβρώδ». Μεταξύ όλων και ο πρίγκηψ Μετισλάβ Κανιέφ, άλλοτε Φρούραρχος του Κιέβου, περίπου εξήντα – πέντε χρόνων με μεγάλη στρατιωτική δράση και πείρα κυνηγά με διάθεση και ευχαρίστηση μικρού παιδιού παρά τα χρόνια που σηκώνει επί των ώμων του!

Αποφεύγει τους άλλους και όλο απομακρύνεται λες και κάτι το ιδιαίτερο αναζητά! Και δεν είχε άδικο.  ένα αγριογούρουνο παρουσιάστηκε μπροστά του και τώρα αρχίζει το κυνηγητό του με όλη την δύναμιν και την πείρα που έχει σαν παλιός στρατιωτικός. Μα όπως το κυνηγούσε και αυτό έτρεχε γρυλίζοντας βρέθηκε ο πρίγκηψ μπροστά σε μια καλύβα στο άνοιγμα της οποίας πρόβαλλε ένας πάλλευκος γέροντας, ψηλόσωμος και ολοφάνερα εξαϋλωμένος από την άσκηση. Ο πρίγκηψ κρύφτηκε πίσω από ένα θεόρατο έλατο για να τον παρακολουθήσει! Ο γέρων ασκητής γονάτισε και σήκωσε τα χέρια του ψηλά και άρχισε να προσεύχεται αφού προηγουμένως αντί άλλου προοιμίου είπε τρεις φορές: «Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές!» Πάλλευκος όπως είναι με την στάση αυτήν της ικεσίας του, θυμίζει μάλλον τον Μωϋσή την ώρα που ικέτευε υπέρ των συμπατριωτών του τον Ύψιστο: «Παύσον, Κύριε, της οργής του θυμού σου και ίλεως γενού επί την κακία του λαού σου».

Το στήθος του γέρου – ασκητού ανάσαινε βαριά, τα μάτια του έχουν πάρει μια απαστράπτουσα όψη επιθανάτιο και τα χείλη του συνεχίζουν με συγκίνησιν να ψελλίζουν: «Κύριε! Κύριε μου! Άνοιξε τις πύλες των ουρανών».

Ο πρίγκηψ κατασυγκεκινημένος ανατριχιάζει από την φυσιογνωμία του γέροντος γιατί στο πρόσωπο του αναγνωρίζει τώρα ένα παλιό του γνώριμο της στρατιωτικής του καριέρας: Τον Θωμά Ρυζκώφ!

Ο πρίγκηψ, έτρεξε γρήγορα – γρήγορα κοντά του και γονατίζοντας με το ένα πόδι τον παίρνει στην αγκαλιά του, ίσα – ίσα την ώρα που έπεφτε εξαντλημένος εκείνος και το κουρασμένο κορμί του λύγιζε όπως το όμορφο κυπαρίσσι που το χτύπησαν στη ρίζα με αξίνα…

Ο ασκητής Θωμάς Ρυζκώφ, γυρίζει τρεμουλιαστά το κεφάλι του με άκακο και τρυφερό βλέμμα μικρού παιδιού και λέγει μόλις ακουόμενος στον πρίγκιπα: «Ώστε με γνωρίσατε, Υψηλότατε, εμένα τον αχρείον δούλον Κυρίου;» Και συνέχισε αργά και πονεμένα: «Ω! πόσον έχω κλάψει στην ζωήν μου, από τότε που ένα μικρό παιδάκι, με ένα κόκκινο πασχαλιάτικο αυγό στο χέρι μου έδειξε τον δρόμο του γυρισμού κοντά στον Θεόν! Πόσον μετάνιωσα και πόσο προσευχήθηκα! Ω! εκείνη Η ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ πόσον με άλλαξε και με έκαμε μερόνυχτα στα γόνατα πεσμένος να ζητώ το έλεος και την συγγνώμη του Κυρίου μας που σταυρώθηκε και αναστήθηκε για την αγάπη Του την μεγάλη προς κάθε αμαρτωλό. Φεύγω! Φεύγω πια, κουρασμένος και συντρίμμι από το βάρος της ενοχής μου! Φεύγω! Μα θα

ήθελα να  ξέρω, άραγε… ο Καλός… μας, Χρι… στός, θα…, συγ… χωρή… ση τα πολ… λά μου αμαρ… τη… μα… τα;» και καταβάλλοντας μια ύστατη προσπάθεια κάμει το σημείον του Σταυρού επί του στήθους του που κινείται αργά – αργά και στρέφοντας τα μάτια του προς τον ουρανόν επαναλαμβάνει τα λόγια: «Κύριε, Κύριε μου! Άνοιξε μου τις πύλες των ουρανών».

Το κεφάλι του Θωμά Ρυζκώφ έγειρε απότομα προς τα δεξιά όπως τον κρατούσε ο πρίγκηψ στην αγκαλιά του και ένα ιλαρό, γλυκύτατο φως περιέλουσε το πρόσωπον του σαν φωτοστέφανος! Ο πρίγκηψ που ήταν τόσον συνηθισμένος στις μάχες και στην σκληρότητα, κατελήφθη από δέος και απαλά – απαλά απέθεσε τον ασκητή επί του εδάφους! Του σταύρωσε τα χέρια, του έκλεισε τα ζεστά του μάτια που κοιτούσαν ακόμη με λαχτάρα τον ουρανόν και στάθηκε επάνω από τον νεκρό βουβός και με στάση προσοχής!

Την ώρα εκείνη, ο μολυβένιος ουρανός άλλαξε όψιν! Τα μαύρα σύννεφα έφυγαν και στον ουρανόν, τώρα κάτι άρχισε να χρυσίζει και να κατεβαίνει σαν να έριχνε ο ουρανός χρυσάφι! Ο πρίγκηψ τα έχασε και άφησε το βλέμμα του τώρα να κοιτάζει με προσοχή τον ουρανόν.

Και ενώ παρατηρεί με κάποια νευρικότητα αυτό το ακαθόριστο σχήμα του ουρανού που αρχίζει με γρηγοράδα να κατεβαίνει προς την γη, ο γύρω τόπος από τον νεκρό ασκητή γέμισε από σύννεφα τεράστια μοσχολίβανου που λες και έβγαιναν από χίλια λιβανιστήρια.

Ξάφνου, ότι κατέβηκε από τον ουρανόν γίνεται πλήθος αγγέλων που είναι έτοιμοι να κάμουν νεκρικό «ξόδι» και περιτριγυρίζουν με ευλάβεια τον νεκρό τού ασκητού.

Ο πρίγκηψ τα έχασε και από φόβον τραβιέται μερικά βήματα προς τα πίσω για να μη ενόχληση την αγία Συνοδεία ενώ ακούει τον πρώτον άγγελον να ψάλλει:

«Μακάριος ον εξελέξω και προσελάβου, Κύριε, κατασκηνώσει εν ταις αυλαίς σου».

Δεύτερος άγγελος έψαλε: «Τίμιος εναντίον Κυρίου, ο θάνατος του οσίου αυτού».

Τρίτος άγγελος ολόγλυκα τώρα ψάλλει με σκυφτό κεφάλι: «Ολίγα παιδευθέντες – οι όσιοι – μεγάλα ευεργετηθήσονται, ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού. Ως χρυσός εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς ο Κύριος»…

Ο πρίγκηψ μπροστά στην νεκρώσιμη εκείνη ακολουθία που έψαλλαν αγγελικά στόματα, έμεινε σε μεταρσίωσιν τέτοια επί ώρα πολλή, ώστε, οι δικοί του που ανησύχησαν και τον αναζήτησαν, τον βρήκαν σε στάση που τους κατέπληξε ώστε, κινώντας τον, του λένε:

«Μα τι συνέβη, υψηλότατε; Γιατί είσθε τόσον χλωμός αλλά και τόσον συγκινημένος;» Εκείνος σαν να συνέρχεται από όνειρο ή από κάποιον άλλον κόσμον να κατεβαίνει τινάζει λίγο το κεφάλι του και τους λέγει με αργό και επίσημο λόγο: «Γονατίσατε καλοί μου φίλοι! Γονατίσατε μπροστά σ’ ένα σύγχρονο άγιον. Έναν άνθρωπον που τον ξαναγέννησε ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ και με το χέρι ενός παιδιού που προσέφερε ένα πασχαλιάτικο αυγό στον πρώην κακούργο για να τον κάμει άξιον ώστε πρό ολίγου να παραλάβουν την ψυχή του άγγελοι του ουρανού που κατέβηκαν σταλμένοι από τον Θεόν για την μετανοιωμένη αυτή ψυχή».

Γύρω από τον νεκρό τώρα Θωμά Ρυζκώφ, τον ασκητή που χρόνια έκλαυσε και προσευχήθηκε ζητώντας το έλεος του Θεού βρίσκεται ένας ολόκληρος κόσμος που γονατίζει τώρα, αποκαλύπτεται και κάμει τον σταυρόν του και ασπάζεται το μοσχομυρισμένο λείψανο του. Χίλιες μυρωδιές και μύρια πουλιά κάθονται στα τριγύρω δέντρα και ψάλλουν την μεγάλη αλήθεια της Πίστεως μας: «Πιο μεγάλη και από την πιο μεγάλη αμαρτία είναι η αγάπη του καλού μας Θεού και η ευσπλαχνία Του προς κάθε μετανοιωμένο».

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αντέχουμε...

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...