Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο»1. «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»2. Αὐτά ἦταν τά πρῶτα λόγια τοῦ κηρύγματος τοῦ Θεανθρώπου. Κι αὐτά τά λόγια τά ἀπευθύνει Ἐκεῖνος μέχρι σήμερα σ᾿ ἐμᾶς μέσ᾿ ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἡ ἁμαρτία αὐξήθηκε πολύ στή γῆ, τότε ἦρθε ἐδῶ ὁ παντοδύναμος Γιατρός. Κατέβηκε στή χώρα τῆς ἐξορίας, στή χώρα τῶν μόχθων καί τῶν βασάνων μας –τῶν βασάνων πού προηγοῦνται τῶν αἰώνιων ἐκείνων τοῦ ἅδη– καί εὐαγγελίστηκε τήν ἀπέλευθέρωση, τήν ἀνακούφιση, τή θεραπεία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δίχως ἐξαίρεση. Μετανοεῖτε!
Ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας θεμελιώνεται στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Παντοδύναμος εἶναι ὁ Γιατρός, ἀποτελεσματική εἶναι ἡ θεραπεία πού μᾶς προσφέρει.
Τότε, τόν καιρό τοῦ κηρύγματός Του στή γῆ, ὁ Κύριος πρόσφερε τή θεραπεία σ᾿ ὅλους ὅσοι ἦταν ἄρρωστοι ἀπό τήν ἁμαρτία. Καμιάν ἁμαρτία δέν θεώρησε ἀθεράπευτη. Συνεχίζει καί τώρα νά μᾶς καλεῖ. Ὑπόσχεται καί χαρίζει τήν ἄφεση κάθε ἁμαρτίας, τή θεραπεία κάθε ἐφάμαρτης ἀδυναμίας.
Ὁδοιπόροι τῆς γῆς! Ὅλοι ἐσεῖς πού σαγηνεύεστε ἀπό τόν πλατύ δρόμο μέ τόν ἀκατάπαυστο θόρυβο τῶν γήινων μεριμνῶν καί ἀπολαύσεων, ἀπό τά λουλούδια πού εἶναι ἀνάκατα μ᾿ ἀγκάθια, ἐσεῖς πού προχωρᾶτε βιαστικά στόν δρόμο τοῦτο μέ τό τέρμα τό γνωστό σέ ὅλους μά καί λησμονημένο ἀπ᾿ ὅλους –τόν τάφο τόν σκοτεινό καί τήν αἰωνιότητα τήν ἀκόμα πιό σκοτεινή καί φοβερή– σταματῆστε! Πετάξτε τά δεσμά τῆς γοητείας τοῦ κόσμου, πού διαρκῶς σᾶς κρατᾶ αἰχμάλωτους! Ἀκοῦστε τί σᾶς κηρύσσει ὁ Σωτήρας καί δῶστε στά λόγια Του τήν προσοχή πού πρέπει: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο». «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιά σᾶς, ὁδοιπόροι τῆς γῆς, νά στρέψετε ὅλη τήν προσοχή σας σ᾿ ἐτούτη τή βασική, τήν ὠφέλιμη, τή σωτήρια παραίνεση. Διαφορετικά, θά φτάσετε στό τέρμα, θά φτάσετε στόν τάφο, θά φτάσετε στίς πύλες τῆς αἰωνιότητας, χωρίς νά ἔχετε ἀποκτήσει ὀρθή ἀντίληψή της, χωρίς νά γνωρίζετε τίς ὑποχρεώσεις ἐκείνου πού μπαίνει σ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, θά ἔχετε ἑτοιμάσει ἐκεῖ γιά τόν ἑαυτό σας τή δίκαιη τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες σας. Ἡ πιό βαριά ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιά τά λόγια τοῦ Σωτήρα, ἡ περιφρόνηση τοῦ Σωτήρα.
Μετανοεῖτε!
Ἀπατηλός καί πλανεμένος εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Σ ᾿ αὐτούς πού κάνουν τά πρῶτα τους βήματα, φαίνεται ἀτέλειωτος καί γεμάτος δράση. Σ᾿ αὐτούς πού ἔφτασαν στό τέρμα του, φαίνεται πάρα πολύ σύντομος καί γεμάτος κούφια ὄνειρα.
Μετανοεῖτε!
Καί τή δόξα καί τόν πλοῦτο καί ὅλα τά ἄλλα ἐγκόσμια ἀγαθά, πού γιά τήν ἀπόκτησή τους χρησιμοποιεῖ ὅλον τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καί ὅλες τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις ὁ τυφλωμένος ἁμαρτωλός, θά ὑποχρεωθεῖ νά τά ἐγκαταλείψει τότε πού βίαια θά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τήν ψυχή του τό ἔνδυμά της, τό σῶμα, τότε πού θά ὁδηγηθεῖ ἀπό τούς ἀδυσώπητους ἀγγέλους στήν κρίση τοῦ δίκαιου Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ πού ἀγνοοῦσε καί περιφρονοῦσε.
Μετανοεῖτε!
Μοχθοῦν καί βιάζονται οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀποκτήσουν πλούσιες γνώσεις, γνώσεις ὅμως μικρῆς σημασίας, γνώσεις χρήσιμες μόνο πρόσκαιρα, γνώσεις πού συμβάλλουν στήν ἱκανόποίηση τῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Τή γνώση τοῦ Ὄντος καί τοῦ ἔργου πού εἶναι πραγματικά ἀναγκαία, δηλαδή τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῆς συμφιλιώσεώς μας μ᾿ Αὐτόν μέσῳ τοῦ Λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν φροντίζουν νά τήν ἀποκτήσουν. Καί ὅμως, ἡ ἐπίγεια ζωή μᾶς δόθηκε μόνο γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς γνώσεως.
Μετανοεῖτε!
Ἄς κοιτάξουμε, ἀδελφοί, δίχως ἐμπάθεια, κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐπίγεια ζωή μας. Θά διαπιστώσουμε πώς εἶναι μηδαμινῆς ἀξίας. Ὅλα τά ἀγαθά της ἀφαιροῦνται μέ τόν θάνατο ἤ καί πολύ νωρίτερα μέ διάφορα ἀπροσδόκητα περιστατικά. Δέν ἀξίζει, λοιπόν, νά ὀνομάζονται ἀγαθά αὐτά πού χάνονται τόσο σύντομα! Ἀπάτη εἶναι, ἤ μᾶλλον δίχτυα. Καί ὅσοι μπλέκονται σ᾿ αὐτά τά δίχτυα, στεροῦνται τά ἀληθινά, τά αἰώνια, τά οὐράνια, τά πνευματικά ἀγαθά, πού μποροῦν νά τά ἀποκτήσουν μόνο ἄν πιστέψουν στόν Χριστό καί Τόν ἀκολουθήσουν, τραβώντας τόν μυστικό δρόμο τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς.
Μετανοεῖτε!
Τί φοβερή πού εἶναι ἡ τύφλωσή μας! Καί πόσο φανερά ἀποδεικνύεται, ἀπ᾿ αὐτή τήν τύφλωση, ἡ πτώση μας! Βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας νά πεθαίνουν. Γνωρίζουμε ὅτι κι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε θά πεθάνουμε, ἴσως μάλιστα καί πολύ σύντομα, γιατί κανένας ἄνθρωπος δέν ἔμεινε παντοτινά στή γῆ. Βλέπουμε, ἐπίσης, ὅτι γιά τούς πιό πολλούς καί πρίν ἀπό τόν θάνατο ἡ ἐπίγεια εὐημερία συχνά μεταβάλλεται σέ δυστυχία, ὅμοια κι αὐτή στήν πίκρα μέ τόν θάνατο. Καί παρά τήν τόσο καθαρή μαρτυρία τῆς ἴδιας τῆς πείρας μας, συνεχίζουμε νά κυνηγᾶμε μόνο τά πρόσκαιρα ἀγαθά, σάν νά ἦταν μόνιμα καί αἰώνια. Σ᾿ αὐτά ἔχουμε στρέψει ὅλη μας τήν προσοχή. Ξεχάσαμε τόν Θεό! Ξεχάσαμε τή μεγαλειώδη καί συνάμα φοβερή αἰωνιότητα!
Μετανοεῖτε!
Θά χάσουμε, ἀδελφοί, ὁπωσδήποτε θά χάσουμε ὅλα τά φθαρτά ἀγαθά μας. Οἱ πλούσιοι θά χάσουν τόν πλοῦτο τους, οἱ ἔνδοξοι θά χάσουν τή δόξα τους, οἱ νέοι θά χάσουν τά νιάτα τους, οἱ σοφοί θά χάσουν τή σοφία τους. Ἕνα μόνο αἰώνιο καί ἀληθινό ἀγαθό μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ξενητιᾶς μας: τή γνώση τοῦ Θεοῦ (Θεογνωσία), τήν καταλλαγή καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. Ἀλλά, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε τό κορυφαῖο αὐτό ἀγαθό, πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε τήν ἁμαρτωλή ζωή, πρέπει νά τή μισήσουμε.
Μετανοεῖτε!
Τί σημαίνει μετανοῶ; Μετανοῶ σημαίνει συνειδητοποιῶ τίς ἁμαρτίες μου, μεταμελοῦμαι γι᾿ αὐτές καί δέν τίς ἐπαναλαμβάνω, ὅπως ἔλεγε κάποιος μεγάλος ὅσιος3. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο πολλοί ἁμαρτωλοί ἔγιναν ἅγιοι, πολλοί ἄνομοι ἔγιναν δίκαιοι.
Μετανοεῖτε!
Πετάξτε ἀπό πάνω σας ὄχι μόνο τίς φανερές ἁμαρτίες –τόν φόνο, τήν κλοπή, τήν πορνεία, τόν ὅρκο, τό ψέμα– , ἀλλά καί τίς ψυχόλεθρες διασκεδάσεις καί τίς σωματικές ἀπολαύσεις καί τίς μάταιες ὀνειροπολήσεις καί τούς κακούς λογισμούς, ὅλα ὅσα ἀπαγορεύει τό ἰερό Εὐαγγέλιο. Καθαριστεῖτε ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς σας, λουστεῖτε μέ τά δάκρυα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας.
Ὅταν βρίσκεσαι σέ κατάσταση ἀκηδίας καί ψυχικῆς ἀτονίας, μή συλλογιστεῖς: “Ἔπεσα σέ βαριές ἁμαρτίες, ἀπέκτησα μέ τήν πολύχρονη ἁμαρτωλή ζωή κακές συνήθειες, πού μέ τόν καιρό, ἔγιναν σάν φυσικές ἰδιότητες τῆς ψυχῆς μου. Ἔτσι δέν εἶναι δυνατή πιά γιά μένα ἡ μετάνοια”4. Πρόκειται γιά σκοτεινές σκέψεις πού σπέρνει μέσα σου ὁ ἐχθρός, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεσαι. Αὐτός γνωρίζει τή δύναμη τῆς μετάνοιας. Φοβᾶται, λοιπόν, μήπως μέ τή μετάνοια ἀποτινάξεις τόν ζυγό του, γι᾿ αὐτό προσπαθεῖ νά σέ κρατήσει στήν ἁμαρτία, ἀποδίδοντας συκοφαντικά ἀδυναμία θεραπείας στόν παντοδύναμο Γιατρό, τόν Θεό. Αὐτός πού θέσπισε τή μετάνοια εἶναι Ἐκεῖνος πού σέ ἔπλασε ἀπό τό τίποτα. Ὁ Πλάστης σου, λοιπόν, ἀκόμα πιό εὔκολα μπορεῖ νά σέ ἀναπλάσει, μεταβάλλοντας τήν καρδιά σου ἀπό φιλάμαρτη σέ φιλάρετη, ἀπό φιλόσαρκη, φιλήδονη καί κακοπροαίρετη σέ καθαρή, πνευματική καί ἁγία.
Ἄς γνωρίσουμε, ἀδελφοί, τήν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος, ὁ ἀθῶος καί πανάγιος, ἐνανθρώπησε γιά νά ὑποστεῖ τή θανατική καταδίκη πού ἔπρεπε σ᾿ ἐμᾶς, τούς ἔνοχους, καί νά μᾶς λυτρώσει ἔτσι ἀπό τόν θάνατο. Τί Τόν ἔφερε σ᾿ ἐμᾶς ἐδῶ, στή γῆ τῆς ἐξορίας μας; Μήπως ἡ ἀρετή μας; Κάθε ἄλλο! Τόν ἔφερε ἡ οἰκτρή κατάσταση στήν ὁποία βρέθήκαμε λόγω τῆς ἁμαρτωλότητάς μας.
Ἄς ἔχουμε θάρρος, ἁμαρτωλοί μου ἀδελφοί. Γιά μᾶς ἀκριβῶς ὁ Κύριος πραγματοποίησε τό μεγάλο ἔργο τῆς ἀνανθρωπήσεώς Του. Μέ τήν ἀκατάληπτη εὐσπλαχνία Του ἔριξε τό βλέμμα Του στήν ἀσθένειά μας. Ἄς πάψουμε νά διστάζουμε! Ἄς πάψουμε νά καταθλιβόμαστε καί νά ταλαντευόμαστε! Γεμάτοι πίστη, ζῆλο καί εὐγνωμοσύνη, ἄς πλησιάσουμε στή μετάνοια καί μ᾿ αὐτήν ἄς συμφιλιωθοῦμε μέ τόν Θεό. «Καί ὁ ἁμαρτωλός», λέει ὁ Κύριος, «ἄν μετανοήσει γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες, πού ἔκανε, καί τηρήσει ὅλες τίς ἐντολές μου καί ἐφαρμόσει δικαιοσύνη καί εὐσπλαχνία, ὁπωσδήποτε θά ζήσει καί δέν θά πεθάνει. Ὅλα τά ἁμαρτήματα, πού εἶχε κάνει, θά ξεχαστοῦν· θά ζήσει πιά μέ τήν ἀρετή του»5. Τέτοιαν ὑπόσχεση δίνει ὁ Θεός στόν ἁμαρτωλό μέ τό στόμα τοῦ μεγάλου προφήτη Του.
Ἄς ἀνταποκριθοῦμε μέ τίς μικρές δυνάμεις μας στή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἄς ἀνταποκριθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατό νά ἀνταποκριθεῖ ἕνα πλάσμα, καί μάλιστα πλάσμα πεσμένο, στήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη του. Ἄς μετανοήσουμε! Καί ἄς μετανοήσουμε ὄχι μόνο μέ τά χείλη. Ἄς ἐκδηλώσουμε τή μετάνοιά μας ὄχι μόνο μέ λίγα φευγαλέα δάκρυα, ὄχι μόνο μέ τή σωματική συμμετοχή στήν ἐκκλησιαστική λατρεία καί τήν τυπική ἐκτέλεση κάποιων καλῶν πράξεων, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι. Μαζί μέ τά δάκρυα καί τήν ἐξωτερική εὐλάβεια, ἄς προσφέρουμε στόν Θεό καί τόν καλό καρπό τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας: Ἄς μεταβάλουμε τή ζωή μας, ἄς τήν κάνουμε, ἀπό ζωή ἁμαρτωλή, ζωή εὐαγγελική.
«Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;»6. Γιατί καταστρέφεστε, χριστιανοί μου, ἀπό τίς ἁμαρτίες σας μέ τόν αἰώνιο θάνατο; Γιατί γεμίζει ἀπό σᾶς, τούς χριστιανούς, ὁ ἅδης, σάν νά μήν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ παντοδύναμη μετάνοια; Αὐτό τό δῶρο, αὐτό τό δίχως ὅρια ἀγαθό δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς χριστιανούς, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους καί γιά κάθε ἁμάρτημά τους ἐνεργεῖ μέ τήν ἴδια δύναμη. Καθαρίζει κάθε ψυχικό ρύπο καί σώζει κάθε ἄνθρωπο πού ἐπικαλεῖται τήν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου ἔστω καί στίς τελευταῖες στιγμές του, λίγο πρίν ἀπό τόν σωματικό του θάνατο.
«Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;». Γι᾿ αὐτό χάνονται ὁριστικά οἱ χριστιανοί μέ τόν αἰώνιο θάνατο, ἐπειδή σ᾿ ὁλη τήν ἐπίγεια ζωή τους ἀθετοῦν τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσαν στό Βάπτισμά τους καί δουλεύουν στήν ἁμαρτία. Χάνονται, γιατί δέν δίνουν τήν παραμικρή προσοχή στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού τούς καλεῖ σέ μετάνοια. Μήτε λίγες στιγμές πρίν ἀπό τόν θάνατό τους δέν κατορθώνουν νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς μετάνοιας! Κι αὐτό γιατί εἴτε δέν ἀπέκτησαν καμιά γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ εἴτε τόν γνώρισαν σφαλερά, ἔτσι πού θά ἦταν καλύτερα νά μήν τόν εἶχαν γνωρίσει. «“Βεβαιώνω ἐγώ”, λέει ὁ Κύριος» –γιά νά ἐνισχύσει, θαρρεῖς, τήν πίστη τῶν ὀλιγόπιστων καί νά προκαλέσει τήν προσοχή τῶν ἀπρόσεκτων–, «“Βεβαιώνω ἐγώ”, λέει ὁ Κύριος, “ὅτι δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἀσεβοῦς, ἀλλά θέλω νά ἐπιστρέψει ἀπό τόν ἁμαρτωλό του δρόμο καί νά ζήσει. Ἐπιστρέψτε, ἐπιστρέψτε ἀπό τόν κακό σας δρόμο! Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;”»7.
Γνώριζε ὁ Θεός τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, γνώριζε ὅτι καί μετά τό Βάπτισμά τους θά ἔπεφταν σέ ἁμαρτίες. Γι᾿ αὐτό θέσπισε τό Μυστήριο τῆς Μετάνοιας ἤ Ἐξομολογήσεως στήν Ἐκκλησία Του· Μυστήριο μέ τό ὁποῖο οἱ χριστιανοί καθαρίζονται ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἡ μετάνοια, βέβαια, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν πίστη στόν Χριστό, ἀλλά καί νά προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μετά τό Βάπτισμα, πάλι, ἡ μετάνοια διορθώνει τόν ἁμαρτωλό πού ἔχει πίστη στόν Χριστό καί βαπτίστηκε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν πολλοί Ἰσραηλίτες ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἀπ᾿ ὅλη τήν Ἰουδαία πήγαιναν στόν Ἰωάννη, τόν κήρυκα τῆς μετάνοιας, γιά νά βαπτιστοῦν ἀπ᾿ αὐτόν στόν Ἰορδάνη, ἐξομολογοῦνταν πρῶτα τίς ἁμαρτίες τους8. Ὅπως σημειώνει ἕνας ἱερός συγγραφέας9 ὁ Τίμιος Πρόδρομος τούς ζητοῦσε νά ἐξομολογηθοῦν πρίν ἀπό τό βάπτισμα, ὄχι ἐπειδή ὁ ἴδιος χρειαζόταν τήν ἐξομολόγησή τους, μά ἐπειδή ἐπιζητοῦσε τή σωτηρία τους, ἐπειδή, μ᾿ ἄλλα λόγια, γιά τή σταθερότητα τῆς μετάνοιάς τους, ἦταν ἀναγκαῖο νά συνενώσουν τήν ὀμολογία τῶν παραπτωμάτων τους μέ τό αἴσθημα τῆς λύπης γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους. Τήν ψυχή πού συνηθίζει νά ἐξομολογεῖται, λέει ὁ ἴδιος ὅσιος, ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τή συγκρατεῖ σάν χαλινάρι καί δέν τήν ἀφήνει νά ἁμαρτήσει. Ἀντίθετα, τίς ἁμαρτίες πού δέν σκέφτεται κανείς νά τίς ἐξομολογηθεῖ, τίς διαπράττει ἄφοβα συνεχῶς σάν σέ σκοτάδι10.
Μέ τήν Ἐξομολόγηση διαλύεται ἡ φιλία μέ τίς ἁμαρτίες. Ἡ ἀπέχθεια πρός τίς ἁμαρτίες εἶναι τό γνώρισμα τῆς γνήσιας μετάνοιας τῆς ψυχῆς καί τῆς σταθερῆς ἀποφάσεώς της νά ζήσει ἐνάρετα.
Ἄν συνήθισες νά ἁμαρτάνεις, πρέπει νά ἐξομολογεῖσαι πολύ συχνά. Ἔτσι σύντομα θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί εὔκολα θ᾿ ἀκολουθήσεις τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὅλος χαρά.
Ὅποιος συχνά προδίδει τούς φίλους του, τούς κάνει ἐχθρούς του καί τούς διώχνει μακριά του. Ἔτσι καί ὅποιος συχνά ἐξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, τίς διώχνει μακριά του. Γιατί οἱ ἁμαρτίες, πού στηρίζονται στήν ὑπερηφάνεια τῆς πεσμένης φύσεώς μας καί ἐνισχύονται ἀπ᾿ αὐτήν, δέν ἀντέχουν τόν ἔλεγχο καί τόν διασυρμό.
Ὅποιος μέ τήν ἐλπίδα τῆς μετάνοιας ἁμαρτάνει ἑκούσια καί προμελετημένα, εἶναι δόλιος στίς σχέσεις του μέ τόν Θεό. Τόν ἄνθρωπο αὐτό τόν βρίσκει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος, κι ἔτσι δέν προλαβαίνει νά μετανοήσει, ὅπως εἶχε ὑπολογίσει, καί νά ζήσει ἐνάρετα11.
Μέ τήν ἑκούσια ἁμαρτωλότητα χάσαμε, ἀδελφοί, τήν ἁγία ἁγνότητα, τήν ἁγνότητα τήν ἀνέγγιχτη ὄχι μόνο ἀπό τήν ἔμπρακτη ἁμαρτία μά κι ἀπό τή γνώση τοῦ κακοῦ, τήν ἁγνότητα τή γεμάτη πνευματική λάμψη, μέ τήν ὁποία βγήκαμε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Χάσαμε, ὄμως καί τήν καθαρότητα μέ τήν ὁποία βγήκαμε ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ ἀναγεννητικοῦ Βαπτίσματος. Τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας, πού τό ἔκανε κατάλευκο ὁ Λυτρωτής, τό λερώσαμε στήν πορεία τῆς ζωῆς μας μέ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἕνα λουτρό μᾶς ἔμεινε γιά νά πλυθοῦμε καί νά καθαριστοῦμε ψυχικά, τό λουτρό τῆς μετάνοιας. Τί θά γίνει, ἄν ἀδιαφορήσουμε γι᾿ αὐτό; Ἀναπόφευκτα θά παρουσιαστοῦμε στόν Θεό μέ τίς ψυχές μας ρυπαρές ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι Ἐκεῖνος, ἀφοῦ θά τίς κοιτάξει αὐστηρά, θά τίς καταδικάσει στή φωτιά τῆς γέεννας.
«Λουστεῖτε (στό λουτρό τῆς μετάνοιας)», λέει ὁ Θεός στούς ἁμαρτωλούς, «καί γίνετε καθαροί, βγάλτε ἀπό τίς ψυχές σας τίς κακίες, γιά νά μήν τίς βλέπουν τά μάτια μου… Κι ἐλᾶτε νά κριθοῦμε…»12. Ποιά εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, πού ἀκατάπαυστα καλεῖ σέ μετάνοια τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του; Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίσει τά ἁμαρτήματά του καί ἀποφασίσει εἰλικρινά νά μετανοήσει, νά τί θά κάνει ὁ Θεός: «Ἄν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες ἀπό τίς ἁμαρτίες σας, ἐγώ θά τίς κάνω ἄσπρες σάν χιόνι· κι ἄν εἶναι κατακκόκινες, θά τίς κάνω ἄσπρες σάν τό μαλλί»13. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος περιφρονήσει τήν τελευταία τούτη κλήση του σέ μετάνοια ἀπό τόν πολυεύσπλαχνο Θεό, τότε, ὅπως ὁ Ἴδιος τόν προειδοποιεῖ, θά χαθεῖ τελειωτικά: «Ἄν, ὅμως δέν θελήσετε νά μέ ἀκούσετε, θά γίνετε τοῦ ξίφους τροφή»14.
«Ξεχνᾶς», λέει ὁ ἀπόστολος, «πώς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ θέλει νά σέ ὁδηγήσει στή μετάνοια;»15. Ὁ Θεός μακρόθυμα βλέπει τά ἁμαρτήματα πού ἔκανες μπροστά στά μάτια Του, τήν ἀλυσίδα τῶν ἁμαρτημάτων πού συνθέτουν ὅλη τή ζωή σου. Περιμένει τή μετάνοιά σου καί συνάμα σ᾿ ἀφήνει νά διαλέξεις ἐλεύθερα εἴτε τή σωτηρία σου εἴτε τήν ἀπώλειά σου. Κι ἐσύ δείχνεις τόση καταφρόνια στήν ἀγαθότητα καί τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ! Δέν διορθώνεσαι. Γίνεσαι ὅλο καί πιό ράθυμος, ὅλο καί πιό ἀδιάφορος ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν αἰώνιο προορισμό σου. Ἄλλο δέν κάνεις παρά νά πληθαίνεις τίς ἁμαρτίες σου, προσθέτοντας στίς παλιές καινούριες καί πιό βαριές. «Παραμένεις σκληρός καί ἀμετανόητος, καί συσσωρεύεις γιά τόν ἑαυτό σου τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν θά γίνει σ᾿ ὅλους φανερή ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Θεός θά πληρώσει τόν καθένα κατά τά ἔργα του. Θά δώσει αἰώνια ζωή σ᾿ ὅσους κάνουν ὑπομονετικά τό καλό καί ἀναζητοῦν ἔτσι τή δόξα, τήν τιμή καί τήν ἀφθαρσία κοντά στόν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ θυμός καί ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ περιμένουν ὅσους ἀντιστρατεύονται σ᾿ Αὐτόν, ἀντιστέκονται στήν ἀλήθεια καί ὑπηρετοῦν τήν ἀδικία. Θλίψη καί στενοχώρια περιμένουν κάθε ἄνθρωπο πού ὑπηρετεῖ τό κακό»16.
___________________
1 Μάρκ. 1:15 2 Ματθ. 4:17 3 Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ρκ΄ 4 Πρβλ. Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΙΑ΄,15 5 Ἰεζ. 18:21-22. 6 Ἰεζ. 18:31. 7 Ἰεζ. 33:11. 8 Βλ. Ματθ. 3:5-6. 9 Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὅ.π., Δ΄58. 10 Ὅ.Π., δ΄, 46. 11 Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Ξ΄, 4. 12 Ἡσ. 1:16, 18. 13 Ἡσ. 1:18. 14 Ἡσ.1:20. 15 Ρωμ. 2:4. 16 Ρωμ. 2:5-9.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ» Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ), Η άλλη όψη
Ὡστόσο, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, πρέπει νὰ προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ πετύχουν τὴν ἀναγκαία ἐπικοινωνία καὶ νὰ δώσουν νόηµα στὶς πράξεις τους. Νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐµπιστοσύνη µεταξύ τους, νὰ ἔχουν ὑποµονὴ καὶ νὰ εἶναι µετριοπαθεῖς. Ὁ καθένας νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ µπορεῖ. Νὰ ἀλληλοσυµπληρώνονται καὶ νὰ ἀλληλοστηρίζονται. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἔχουν καλύτερες σχέσεις, µιὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικός, ζεῖ ἀναγκαστικὰ µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ὅλους τοὺς ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος εἶναι χρήσιµος στοὺς ἄλλους.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή : «Μιμημαί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστοῦ». Το ἴδιο φωνάζει σήμερα καί καθένας ἀπό τούς ἁγίους Πάνατς σ’ἐμᾶς. Ἄν εἶστε Χριστιανοί, μιμηθῆτε μας! Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἑορτή ἁγίου, μίμησις ἁγίου». Ἄν ἑορτάζουμε τούς ἁγίους, πρέπει νά τούς μιμηθοῦμε. Σέ τί ὅμως νά τούς μιμηθοῦμε; Στά μαρτύρια; Στήν ἀσκητικότητα; Στά θαύματα; Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, σκουλήκια βρωμερά καί δέν μποροῦμε νά τούς φτάσουμε. Σέ τί, ὅμως, μποροῦμε νά τούς μοιάζουμε; Στήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἄν δέν ἔχεις ὁμολογία πίστεως, Χριστιανός δέν εἶσαι, μᾶς εἶπε ὁ Κυριος στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγώ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν καγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Τί θά πεῖ ὁμολογία πίστεως; Αὐτό, πού πιστεύεις, νά μήν τό κρατᾶς κρυφό μές τήν καρδιά σου, ἀλλά νά ἔχεις τό θάρρος νά τό λες, νά τό ἐκφράζεις μέ τή γλῶσσα σου. Ἔτσι ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες.
Τί πρέπει νά ὀμολογήσουμε ἐμεῖς οἱ σημερινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στή σύγχρονη ἐποχή, πού ζοῦμε;
Α) Πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀποκλειστικῶς καί μόνον αὐτή ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική και Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως˙ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας, καί ὅτι ἐκτός αὐτῆς, δηλ. στά σχίσματα, στίς αἱρέσεις καί στίς παραθρησκεῖες, δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Β) Πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί ὁ Μονοφυσιτισμός εἶναι αἱρετικές θρησκευτικές παρασυναγωγές, εἶναι αἱρέσεις και ὄχι «ἐκκλησίες» και ὅτι οἱ ἀρχηγοί τους εἶναι αἱρεσιάρχες.
Γ) Πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι παναίρεση καί οἱ οἰκουμενιστές παναιρετικοί. Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέρων καί καθηγητής τῆς Δογματικῆς ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς σημειώνει ὅτι «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὄλαι αἵ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις».
Δ) Πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι εἶναι ἀνεπίτρεπτη καί ἀπαράδεκτη ἡ συμμετοχή ἀρκετῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στόν παμπροτεσταντικό ὁμογενοποιητικό ὀργανισμό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν λεγομένων «Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Εἶναι καυτά τά ἐρωτήματα τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά τό ἐν λόγῳ θέμα : «Ἕως πότε θά ἐξευτελίζουμε δουλικῶς τήν Ἁγίαν μας Ὀρθόδοξον Ἀγιοπατερικήν Ἐκκλησίαν διά τῆς οἰκτρῶς καί φρικωδῶς ἀντι-ἁγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς μας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»; Ἤταν ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό το Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νά ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμα δέ καί Ἱεράρχαι, νά ἐπιζητοῦν τήν «ὀργανικήν» μετοχήν καί συμπερίληψιν εἰς τό λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν», τό ὁποῖον, κατ’ αὐτόν τόν τρόπον, γίνεται εἰς νέος ἐκκλησιαστικός «ὀργανισμός», μία «νέα Ἐκκλησία» ὑπεράνω τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας οἱ Ὀρθόδοξοι καί μή Ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν μόνο «μέλη» («ὀργανικῶς μεταξύ των συνδεδεμένα»!); Ἀλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία»!
Ε) καί τελευταῖον, πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι ἡ Διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν 10 ἀπό τίς 14 Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη τήν περασμένη ἑβδομάδα, δέν εἶναι οὔτε Πανορθόδοξη, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι μία σύναξη ἐπικίνδυνη καί προβληματική, ἐπειδή ἀπέκλεισε μεγάλη μερίδα Ἐπισκόπων καί κατέλυσε τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα˙ εἶναι μία σύναξη χωρίς τήν ἀντικειμενική ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, μέ θεολογικές ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις καί μέ ἀποκλειστικό ρόλο «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ» σέ θέματα πίστεως. Εἶναι μία σύναξη, πού στηρίχθηκε καί ἐφάρμοσε βατικάνεια, παπικά, μασονικά καί ἀμερικανικά πρότυπα καί μεθόδους. Μέσω τῆς Συνάξεως ταῆς Κρήτης ἐπιβλήθηκαν καί κατοχυρώθηκαν «ἀλάθητες» ἀποφάσεις, δημιουργήθηκε ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, καθιερώθηκε ἡ μεταπατερική αἵρεση, νομιμοποιήθηκε θεσμικά ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀναγνωρίστηκε ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις του Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Γιά τούς λόγους αὐτούς καί ἄλλους πολλούς ἡ ληστρική καί οἰκουμενιστική ψευδοσύναξη τῆς Κρήτης καί οἱ ἀποφάσεις της δέν μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί τήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική συνείδηση.
Ἀγαπητοί μου, ζοῦμε σέ ἐποχή ἀρνήσεως τῆς πίστεως. Ὁ Χριστός, ὅμως, ζητάει καί σήμερα νά τόν ὁμολογοῦμε. Ἄς γίνουμε, λοιπόν, κι ἐμεῖς μικροί ὁμολογητές. Κι ἄν ἀκόμη ὅλοι ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, καί μείνεις ἕνας καί μόνος σου, ἐσύ νά ὁμολογεῖς τό πανάχραντο ὄνομά Του. Τότε θά μοιάζεις μέ τούς ἁγίους Πάντας. Τό εἶπε καθαρά ὁ Χριστός. Μέ ὁμολογεῖς; Θά σέ ὁμολογήσω. Μέ ἀρνεῖσαι; Θά σέ ἀρνηθῶ. Γνώρισμα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι παντοῦ καί πάντοτε, μέ λόγια, μέ ἔργα καί μέ αἷμα, νά ὁμολογεῖ τόν Χριστό, τόν Ὁποῖο ὑμνοῦν ἅγγελοι καί ἀρχάγγελοι εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν!
Τελέσθηκε, το Σάββατο 4 Ιουνίου 2016, το διετές ι. Μνημόσυνο του μακαριστού π. Νικοδήμου Μπιλάλη, από τους Συλλόγους «ΠΑΝΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ» (Π.Ε.ΦΙ.Π.) και «Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης», στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής, οδ. Ακαδημίας, Αθήνα. Ο Γέροντας υπήρξε ο Ιδρυτής και η «ψυχή» των δύο Συλλόγων.
Μέσω του Περιοδικού της Π.Ε.ΦΙ.Π., «Ελληνορθόδοξη ΠΟΛΥΤΕΚΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ», ομιλιών, συνεντεύξεων, αλλά και προσωπικών του επαφών, επί 46 έτη ανέδειξε την ηρωική Πολύτεκνη Οικογένεια, την οποία προσφυώς χαρακτήριζε ως το μεγαλύτερο σύγχρονο ΘΕΜΑ-ΘΕΑΜΑ-ΘΑΥΜΑ. Παράλληλα ενημέρωνε ορθόδοξα και υπεύθυνα για το ιερό Μυστήριο του ορθοδόξου Γάμου και της τεκνογονίας. Ήταν σφοδρός πολέμιος των φονικών εκτρώσεων και της εφάμαρτης αντισύλληψης. Υπήρξε εκ των πρώτων δημογράφων και από πολύ νωρίς έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τον καταστροφικό δημογραφικό μας κατήφορο.
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι εκατοντάδες παιδιά διασώθηκαν από έκτρωση και έζησαν εξαιτίας των άρθρων και των συμβουλών του π. Νικοδήμου. Αλλά και χιλιάδες παιδιά γεννήθηκαν από ζευγάρια, που ενώ είχαν αποφασίσει να μη κάνουν άλλα παιδιά, διαβάζοντας το Περιοδικό άλλαξαν γνώμη και προχώρησαν στην απόκτηση ενός η και περισσοτέρων παιδιών.
Κινούμενος από τη μεγάλη του αγάπη προς το ιερό πρόσωπο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ίδρυσε τον ομώνυμο Σύλλογο. Μέσω του Συλλόγου προώθησε και διέδωσε την ι. μνήμη του μεγάλου κολλυβά Αγίου. Εξέδωσε τον «Πρωτότυπο Βίο» του Αγίου Νικοδήμου, από ανέκδοτο χειρόγραφο του Αγίου Όρους, τον οποίο και πρόσφερε δωρεάν (πάνω από 100.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα). Ανήγειρε, με προσωπική του επιστασία, τον πρώτο ι. Ναό του Αγίου Νικοδήμου στις Καρυές του Αγίου Όρους, στον τόπο όπου είχε ταφεί ο Άγιος. Συμμετείχε ως ειδικός περί του Αγίου σε πολλά αγιονικοδημικά συνέδρια.
Στο διετές ι. Μνημόσυνό του συμμετείχαν αρκετοί Ιερείς, με προεξάρχοντα τον Α Ἀντιπρόεδρο της Π.Ε.ΦΙ.Π., Αρχιμ. π. Νεκτάριο Ζιόμπολα, ο οποίος στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο μακαριστό Γέροντα και το έργο του. Επιμνημόσυνο λόγο εκφώνησε και ο Πρόεδρος της Π.Ε.ΦΙ.Π. κ. Αντώνιος Αντωνίου. Παρέστησαν συγγενείς του Γέροντα, πολλοί Φίλοι των Πολυτέκνων και γνωστοί του, αλλά και αρκετοί Πολύτεκνοι.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
Σε μία εποχή πλούσια σε λόγο, πληροφόρηση, ενημέρωση, συζήτηση, διάλογο, επικοινωνία να μιλά κανείς περί σιωπής ακούγεται μάλλο αρκετά παράξενα. Σε καιρούς εκτροπής του λόγου σε ψεύδος, ύβρη, κολακεία, ειρωνεία, απάτη κι εμπαιγμό αξίζει νομίζουμε ν΄αναφερθεί κανείς και στην εγνωσμένη, επιλεγμένη, διακριτική, κερδοφόρα σιωπή. Η σιωπή είναι μία μορφή συμπεριφοράς.
Το να σιωπά κανείς δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι αδιάφορος, αδρανής, νωχελής κι απρόσεκτος. Η εσκεμμένη σιωπή, η προσεγμένη ολιγορία και η απόρριψη της φλυαρίας και του κουτσομπολιού αποτελεί προτίμηση της σιγής κι αποφυγή της κουραστικής πολυλογίας, από την οποία συνήθως προέρχονται διάφορα προβλήματα, όπως φιλονικίες, ψυχρότητες και θόρυβοι. Οι σιωπηλοί άνθρωποι μιλούν με τη σοβαρή σιωπή τους. Δεν μιλούν, όχι γιατί δεν γνωρίζουν να μιλήσουν, όχι από ακαταδεκτικότητα και κρυφή οίηση ότι δεν συμμετέχουν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις, αλλά από την ταπεινή αίσθηση ότι δεν έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Έτσι απλά σιωπούν. Όταν μάλιστα μιλούν, καταθέτουν λόγο μεστό περιεχομένου.
Οι σιωπηλοί άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι, αρεστοί, και προτιμητέοι. Η κοινωνία σήμερα αναζητά τολμηρούς συζητητές. Μερικοί μάλιστα θεωρούν τους σιωπώντες νοσηρούς, μειονεκτικούς, δειλούς, φοβισμένους και προβληματικούς. Θα μπορούσε βέβαια ορισμένοι να είναι έτσι, όπως και αρκετοί φλύαροι. Οι γνήσια πάντως σιωπηλοί άνθρωποι «ζουν το άρωμα μιας άλλης ζωής, που δεν μπορούν να εννοήσουν οι άλλοι που αγάπησαν τις έκδηλες μορφές συμπεριφοράς. Η σιωπή γεμίζει την ψυχή τους χαρά και τους ανοίγει ορίζοντες μιας έντονης πνευματικής δράσης, την οποία δύσκολα μπορεί να κατανοήσει και να αξιολογήσει το ανθρώπινο περιβάλλον τους» (Γεώργιος Κρασανάκης).
Από τα παραπάνω διαφαίνεται μια σιωπή με δύο μορφές. Η μία ως αδυναμία και η άλλη ως αρετή. Ας τις δούμε και τις δύο παρακαλώ προσεκτικά.
Είπαμε πως μπορούμε νάχουμε σιωπή από φόβο ή δειλία, που προέρχεται από νοσηρές ψυχικές καταστάσεις. Μια νοσηρή σιωπή είναι σκοτεινή, άχαρη, δόλια, κουραστική και φθοροποιός. Ταλαιπωρεί τον ίδιο τον άνθρωπο, που δεν είναι ισορροπημένος, ξεκάθαρος, τίμιος, ειλικρινής, εκφραστικός και ντόμπρος. Μερικές φορές μπορεί να προσποιείται κανείς τον σιωπηλό και ταπεινό, ενώ μέσα του επικρατεί μεγάλη σύγχυση, ταραχή, θόρυβος, στενοχώρια και οίηση. Η προσποίηση αυτή είναι φοβερή κι αξιοκατάκριτη υποκρισία. Ένας φαινομενικά σιωπηλός απατά. Διατηρεί σιωπή από κακή διάθεση για τον πλησίον. Ή υπάρχει από έλλειψη θάρρους ή βαθύ εσωτερικό κενό. Ο ταπεινά σιωπηλός δεν είναι ακοινώνητος, φυγόκοσμος κι αφιλάδελφος. Ούτε κλείνεται στο καβούκι του ναρκισσευόμενος, μονολογώντας με τον σοφό εαυτό του κι απαξιώνοντας τον αδελφό του.
Υπάρχει λοιπόν κακή και καλή σιωπή, όπως καλός και κακός λόγος. Η εσωτερική ποιότητα του ανθρώπου χρωματίζει κι αρωματίζει και τη σιωπή και τον λόγο του. Το ευαγγέλιο δεν μας θέλει πάντοτε σιωπώντες. Μας καλεί συχνά σε κήρυγμα, ιεραποστολή, ομολογία, νουθεσία και συμβουλή. Ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο : «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμί μετά σου». Άφοβα, του λέγει να κηρύττεις το ευαγγέλιο και να μη σιωπάς, γιατί είμαι μαζί σου. Τον λόγο του ενδυναμώνει η συνεχής παρουσία του Κυρίου.
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει πως ο Λόγος του Θεού προήλθε από τη σιγή. Μετά από μακρά σιγή στην έρημο μίλησε ο Χριστός. Τα μεγάλα μυστήρια τελεσιουργούνται στην ησυχία και τα καλύπτει η ιερή σιγή. Το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Υιού και του Λόγου του Θεού κατανοείται καλύτερα σιωπηλά. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει : «ράον σιωπή». Είναι προτιμότερη εδώ η σιωπή. Ας επικρατήσει σιγή. Η σιωπή τώρα είναι πιο εύκολη και ακίνδυνη. Γιατί «ου φέρει το μυστήριον έρευναν». Η σιωπή δηλώνει την ταπείνωση του νου, την όραση της καρδιάς, την ευχαριστία της ψυχής, που μένει άφωνη κι ακούει τις δοξολογίες των αγγέλων και των θεοΰφαντων ύμνων της ιεράς υμνολογίας μας.
Η ομολογία της πίστεως δεν είναι ένας στείρος τυπικός λόγος, αλλά προέρχεται από τη σιωπή της καθαρής καρδιάς. Έτσι η σιωπή γεννά τον καθαρό, ωραίο και μεστό λόγο. Ο νους συγκινείται στα υψηλά και δεν κινεί τη γλώσσα να εκφέρει λέξεις, όπου συγκρατημένη ακινητεί να εκφράσει νοήματα δύσκολα μυστηρίων Θεού.
«Ο δε Ιησούς εσιώπα». Δεν είναι μόνο ενώπιον του αρχιερέως Πιλάτου στο Πραιτώριο που σιωπά ο Χριστός. «Και ουδέν απεκρίνατο» προσθέτει ο ευαγγελιστής Μάρκος. Δεν δίνει καμιά απάντηση. Θεωρεί ότι δεν βγαίνει τίποτε με τα λόγια. Ότι θα μιλούσε και δεν θα τον άκουγαν. Ότι θα έπεφταν οι λόγοι του στο κενό. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντες, αλλά έβλεπε την ηθελημένη κώφευση των ανθρώπων, είχαν αυτιά και δεν τα χρησιμοποιούσαν. Ο Χριστός δεν χάιδευε ακοές. Δεν έλεγε αυτά που ήθελαν ν΄ακούσουν. Έτσι με νόημα σιωπά. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς». Δεν απαντούσε τίποτε στις πολλές ερωτήσεις. Σαν να έλεγε από τότε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έβλεπε ότι δεν έβγαινε τίποτε με τη συζήτηση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τονίζει την άφοβη σιωπή του Ιησού παρά τις απειλές της εξουσίας. Στο πρόσωπο του Χριστού επιβεβαιώνεται ο αρχαίος προφητικός λόγος. Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας λέγει: Δεν άνοιξε το στόμα του καθόλου κι έμεινε άφωνος μπροστά στους διώκτες του.
Όταν στην πρόκληση απαντά κανείς με τη σιωπή χαμηλώνει την ένταση, διακόπτει τη συνέχεια, ταπεινώνει την οργή, σβήνει τον θυμό και σιγάζει δύσκολες καταστάσεις. Σημασία όμως έχει και το ήθος και το ύφος και ο τρόπος αυτής της σιωπής. Αν είναι εγωιστικός φαίνεται. Αν είναι περιφρονητικός δεν μπορεί να κρυφτεί. Αν κανείς όμως ταπεινά σιωπά, για να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα, υποχωρεί, ανέχεται, αποσύρεται, ελαχιστοποιεί τα τρομερά δικαιώματά του, χάρη της ειρήνης, της ενότητος και της αγάπης, τότε κερδίζει ενώ φαίνεται ότι χάνει. ‘Οποιος είναι έξυπνος κάνει τον χαζό, λένε στο Άγιον Όρος. Η σεμνή στάση του σιωπώντος μπορεί να φιλοτιμήσει τον άλλο, να τον κάνει να ξανασκεφθεί τα πράγματα καλύτερα. Αν έχει κανείς τη δύναμη, που κύρια προέρχεται από τη ταπείνωση, να μη δώσει συνέχεια στην προκλητική προσβολή, την ειρωνεία και τον χλευασμό, και σιωπά, δεν σημαίνει ότι είναι δειλός κι ανόητος, αλλά έχει έναν ηρωισμό μεγαλύτερο από την τόλμη της αυθάδειας, του θράσους και της συνέχειας του καυγά και της γκρίνιας των πολλών αντιδράσεων. Ο άνθρωπος προκαλούμενος αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, να μιλήσει, να δικαιολογηθεί και να δημιουργήσει αμυντική ασφάλεια. Μεγαλύτερη δύναμη χρειάζεται κανείς να σιωπήσει παρά να μιλήσει. Η σιωπή όμως θέλει σοφή γνώση, αυτοκυριαρχία και κυρίως ταπείνωση.
Η σιωπή όπως ήδη είπαμε δεν είναι για όλους, για παντού και για πάντοτε. Οι άγιοι πατέρες καλλιέργησαν επισταμένα την εύλογη σιωπή και είχαν ένθεο λόγο. Είναι πολύ σπουδαίο και σημαντικό πράγμα οι άνθρωποι να γνωρίζουν καλά πότε να μιλήσουν, τι να πουν, σε ποιον θα το πουν, γιατί θα το πουν, πόσο θα πουν και πότε θα πρέπει να σιωπήσουν, ν΄αποσυρθούν, να κρυφτούν. Όπως ωραία ειπώθηκε «ο προφορικός λόγος περιορίζει τον ενδιάθετο λόγο που περιέχεται στη σιωπή. Ποτέ δεν μπορεί να τον περιλάβει και να τον εκφράσει απόλυτα. Γι ‘ αυτό η σιωπή είναι συχνά σε θέση να εκφράσει περισσότερα από όσα ο λόγος» (Γεώργιος Μαντζαρίδης). Αυτό συμβαίνει στη θεολογία, στην ιερά ησυχία.
Η πολυλογία, η φλυαρία, η κενολογία, η περιττολογία, η αργολογία, η φαιδρολογία δηλώνει κενοδοξία, αδιακρισία κι εσωτερική ανησυχία. Η ησυχία γεννά την ωραία σιωπή κι αυτή εξυφαίνει τον λόγο. Δεν πρόκειται για ανενεργό στάση, για παθητική πράξη, για οκνηρό έργο, για φυγόπονη απραξία, αλλά για επιλεγμένη εργασία αυτογνωσίας, αυτοπαρατήρησης, ενδοσκαφής και εντρυφήσεως στα θεία. Λέγει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Απόκτησε την εσωτερική σου γαλήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σου, χωρίς εσύ να το ξέρεις». Δεν χρειάζεται συνέχεια να μιλάμε. Ο κόσμος κουράστηκε από τα πολλά, τα παχειά, τ’ αδιαφανή, τα υποκριτικά, τα ξύλινα λόγια. Οι άλλοι δεν βρίσκονται πάντοτε πλάι μας για να μας ακούνε, αλλά και για να τους ακούμε. Λέγει ένας σοφός «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά και ένα στόμα- περισσότερο ν΄ακούμε και λιγότερο να μιλάμε». Εμείς κυκλοφορούμε σαν να έχουμε δέκα στόματα και κανένα αυτί. Μιλά ο άλλος και δεν τον ακούμε και σκεφτόμαστε τι θα πούμε εμείς. Έτσι, όπως λέγει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχουμε παράλληλους μονολόγους. Δεν διαλεγόμαστε και δεν επικοινωνούμε.
Ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος δεν κήρυττε ποτέ. Ήταν ειρηνικός, φωτεινός, χαρούμενος πάντοτε. Τον ρωτούσαν : «Πώς είσαι έτσι Γεώργιε;». «Είμαι χριστιανός» απαντούσε. Και γίνονταν κι εκείνοι χριστιανοί για να ομορφύνει η ζωή τους. Ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας έλεγε : «Μετάνιωσα που μίλησα, όχι γιατί σιώπησα». Η πολυλογία θα φέρει αμαρτία. Ο λόγος δεν είναι πάντοτε ουσιαστικός κρίκος των ανθρώπων. Η έλλειψη πνευματικότητος κάνει τον λόγο να διαχωρίζει κι όχι να ενώνει τους ανθρώπους. Δύο άνθρωποι που ταξιδεύουν μαζί δεν χρειάζεται συνέχεια να συνομιλούν. Επαναλαμβάνω: ο κόσμος σήμερα κουράστηκε πολύ από τα πολλά λόγια, κενού περιεχομένου, φθαρμένα, κακομεταχειρισμένα, παραποιημένα, δίχως ανταπόκριση βιώματος.
Ένα πρόσωπο σιωπηλό, σημαντικό, ιερό, ωραίο είναι της Παναγίας. ‘Ολος ο βίος της είναι μια απέραντη σιωπή. Ελάχιστοι λόγοι της Θεοτόκου διεσώθηκαν. Πρόκειται για τη σεμνή, καθαρή, ταπεινή και σιωπηλή κόρη της Ναζαρέτ. Η Παναγία μας είναι βίωση της σιγής, η προσωποποίηση της σιωπής, η ερωτευμένη της ησυχίας. «Όσον εμβαθύνομεν εις το Μυστήριον της Παναγίας, τόσον καθαρώτερον και θεωρούμεν και ακούμεν τον λόγον της σιγής. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και ανακαλύπτομεν το θείον εις την σιγήν, την σχέσιν Της προς την δημιουργίαν, προς ότι βαθύ και μεγάλο υπάρχει εις την ζωήν μας» (Μητροπ. Χαλκηδόνος Μελίτων). Δεν ήξερε να μιλήσει η Παναγία; Δεν μπορούσε κάτι να πει; Δεν είχε λόγο; Ηθελημένα σιωπούσε από ταπείνωση. Άφηνε να μιλά ο Υιός Της. Ήταν συνεχώς στη σκιά του. Το βροντερό κήρυγμα της Θεοτόκου είναι η συνεχόμενη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της ελέγχει αυστηρά κάθε γυναικεία φλυαρία.
Καλείται να μαθητεύσει ο πιστός στον διδακτικό και σοφό λόγο της σιωπής. Η εγνωσμένη παραίτηση από τον λόγο δηλώνει εμπειρία. Σωπαίνει κανείς στη μεγάλη χαρά. Δεν βρίσκει ικανά λόγια να την εκφράσει. Σωπαίνει και στον βαθύ πόνο. Χάνει τα λόγια του. Τα κάνει καυτό δάκρυ. Τι να πει κανείς στη μητέρα που θάβει το μικρό της παιδί. Ειλικρινά θυμώνω όταν ακούω κοινότοπα λόγια, υψηλά, υπερβατικά, απάνθρωπα ενίοτε, σκληρά για την πονεμένη μάνα. Καλύτερα να μην πούμε τίποτε. Καλύτερα να προσευχηθούμε. Είπαμε δεν χρειάζεται πάντοτε να μιλάμε, να θέλουμε να παρηγορήσουμε τους άλλους μ’ έναν τόσο απόμακρο τρόπο.
Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής. Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα. Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου. Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας. Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.
Κουρασθήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεώς μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.
Η σιωπή φαίνεται από τα παραπάνω λεχθέντα νάχει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες; Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέγει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει : Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα· στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει. Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς. Είναι χαρά ν’ ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).
Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα: «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.
Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα. O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε: «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα. Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα. Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ, ο αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο. Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».
Η ήσυχη, ασκητική και σοφή έρημος διδάσκει, αδελφοί μου αγαπητοί, πολλά τον ανήσυχο κόσμο από αγάπη και με πόνο. Ο κόσμος κατασκευάζει καθημερινά ένα λόγο αυθάδη, εγωπαθή, άσοφο και αντίθεο. ‘Εχει στοιχεία δαιμονιώδη, αφού δημιουργεί αυτονόμηση, ισχυρή αυτοπεποίθηση, εξουσιαστική κυριαρχία και φιλόδοξη αυτάρκεια, τα οποία θεωρεί ευφυή τεχνάσματα του νου, ενώ πρόκειται για παραδοξολογήματα. Θεωρεί τη γλώσσα του όπλο κατατροπώσεως των άλλων, των εχθρών και όχι αδελφών. Κι ενώ δι’ αυτού του τρόπου οδηγείται σε φοβερά αδιέξοδα, δεν ταπεινώνεται και δεν μετανοεί παραδεχόμενος την ήττα του κι αποφασίζοντας μια πιο ανεκτική και επιεική στάση προς τον πλησίον του. Είναι μεγάλη ασοφία να νομίζεις πως είσαι σοφός με το να κάνεις και να λες ότι θέλεις παντού και πάντοτε. Η υπεροψία της λογομανίας αποτελεί αταπείνωτη επιβολή επί πάντων και τελικά μωρία.
Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους. Κατά τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Τα έργα εικονίζουν την αρετή και τα λόγια θα πρέπει να είναι η σκιά της εικόνας των έργων. Οι Γέροντες παρακαλούσαν τους άλλους να εύχονται υπέρ αυτών, μην κατακριθούν λέγοντας κάτι που πριν δεν ποιούσαν. Κατά τον αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει. Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει: «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».
Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας. Ο αββάς Αμμωνάς αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση. Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας Γέροντας κι όχι με τα λόγια σου. Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα. Ο άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει: «Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».
Οι ασκητές δεν έκλειναν τη θύρα του κελλιού τους αλλά του στόματός τους – και για να φάνε και για να μιλήσουν. Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε για τη σιωπηλή προσευχή του, όπως και η αιμορροούσα. Λίγα κανείς να λέει και πολλά να κατανοεί, λέγει πάλι ο άγιος Νείλος ο Ασκητής. Μ’ ένα ποτήρι νερό, μ΄ένα δίλεπτο, μ’ ένα «Κύριε ελέησον» μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να λέει κανείς συνεχώς πολλά. Έχει να διδάξει πολλά η αγιασμένη σιωπή των μοναχών στον φλύαρο κόσμο. Ο κόσμος δεν κατανοεί τον μοναχισμό. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτε. Δεν πειράζει. Οι μοναχοί μόνο να προσεύχονται. Αυτό φθάνει. Ο κόσμος θα σωθεί κατά το μέγα έλεος του Θεού.
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία : «Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. Καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».
Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».
Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν. Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό.
Δικαιολογημένα θ’ απορήσετε και θα μου πείτε: «Μα πάτερ μου, πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς μέσα στον κόσμο αυτό, είναι ποτέ δυνατόν να ησυχάσουμε και να σωπάσουμε;». Η απάντηση είναι καταφατική. Ναι μπορείτε, αν θέλετε, αν κατά βάθος το επιθυμείτε. Μπορεί κανείς να περιορίσει την κοινωνικότητα, τη δραστηριότητα, την ενημέρωση, την πληροφόρηση, τις μέριμνες, τις λεπτομέρειες, τους σχολαστικισμούς. Ν΄αυξήσει τη μελέτη, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την περισυλλογή και την αυτοεξέταση. Η ζωή των μοναχών δεν είναι ως εξωγήινων, και το ησυχαστικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας δεν είναι διόλου προς περιφρόνηση. Στη μακραίωνη παράδοση μας, Ορθοδοξία και ησυχασμός ταυτίζονται. Είναι άρνηση του εαυτού της όταν η Ορθοδοξία αστοχεί από την πλούσια ησυχαστική της παράδοση υιοθετώντας νέους τρόπους ζωής προφασιζόμενη σύγχρονες ανάγκες. Είναι λυπηρό ακόμη κι άνθρωποι της Εκκλησίας να λένε σήμερα πως ο ησυχασμός ήταν για κάποτε κι όχι για τώρα.
Η Εκκλησία αξίζει και πρέπει ν΄αξιοποιήσει περισσότερο τον λατρευτικό της πλούτο. Κυρίως η θεία Λειτουργία είναι αστείρευτη πηγή δυνάμεως, ειρήνης, χάριτος και ζωής. Στους κόλπους της Εκκλησίας υπάρχει η αληθινή ησυχία, σιγή και ανάπαυση. Όπως ωραία ειπώθηκε: «Όταν περνά η μέρα κι οι καμπάνες του ενοριακού ναού δεν καλέσανε τους πιστούς σε λατρευτική σύναξη, σημαίνει πως η Εκκλησία εκείνη τη μέρα δεν πραγμάτωσε τον προορισμό της, που δεν είναι άλλος από το ν΄αναπαύσει τα κουρασμένα και ταλαιπωρημένα από την αμαρτία παιδιά της» (πρεσβύτερος Σπυρίδων Σταυρής).
Στον ναό ανεφοδιάζεται ο πιστός πνευματικά, δίχως μερικές φορές να το εννοεί, και τρέφεται εν Αγίω Πνεύματι, ενισχυόμενος στον καθημερινό δύσκολο αγώνα του στον δρόμο, την εργασία και το σπίτι του. Πρέπει να φτιάξει ο χριστιανός ένα κελλάκι στο σπίτι του, για να ξαποστάζει, να ξελαχανιάζει, να ησυχάζει, να προσεύχεται. Είναι μεγάλη η ανάγκη να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι πρέπει να βρίσκει καθημερινά έστω λίγη ώρα ησυχίας. Την οποία αυτή ώρα προσευχόμενος ο άνθρωπος εξευγενίζεται, ενδυναμώνεται, ωραιοποιείται, η καρδιά του θερμαίνεται για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν ανησυχεί, δεν θέλει να θυμώνει, να θορυβεί, ν’ αντιμάχεται, να μπλέκεται σε περιπέτειες πικρών λόγων. «Σχολάσατε και γνώται ότι εγώ ειμί ο Θεός», λέγει η Αγία Γραφή. Η σχέση με τον Χριστό διέρχεται από μια γνώση κάποιας «σχολής» και «απραξίας», αλλά και άρσης προσωπικού σταυρού προς συμφιλίωση, υπομονή, ανεκτικότητα και καρτερία.
Η σιωπή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι μια μορφή ασκήσεως, όπως η νηστεία και η εγκράτεια. Τα τροπάρια της Μ. Σαρακοστής μιλούν συχνά και για εγκράτεια γλώσσης και για ιδιαίτερη προσοχή των εξερχόμενων από το στόμα λόγων, που υποδηλώνει αυτοσυγκέντρωση και αυτοσυγκράτηση. Η σιωπή θέλει αγώνα για να κατακτηθεί, αλλά οπωσδήποτε και τη θεία χάρη για να διατηρηθεί. Η σιωπή έχει ανάγκη τον τόπο τον κατάλληλο αλλά κυρίως τον τρόπο. Η τέλεια σιωπή είναι όχι μόνο ν’ αγωνίζεσαι, να μην περιεργάζεσαι, να μην επιθυμείς τα φθαρτά. Έχει σχέση λοιπόν αυτή η σιωπή με την απάθεια. Πηγάζει από τον πλούτο της ειρήνης της καρδιάς. Ο ασκητής μένει σιωπηλός κι ακτήμων, εμπιστεύεται πλήρως τον Θεό και πλούτος του αναφαίρετος είναι η μεγάλη του αγάπη για τον Θεό. Η σιωπή από μόνη της δεν σημαίνει τίποτε. Έχει σχέση, σύνδεσμο κι ενότητα με τις άλλες αρετές.
Το Άγιον Όρος μιλά με τη σιωπή του, αυτή είναι η ωραία μυστική διδαχή του. Μιλά με την ηρεμία και πραότητα των μοναχών, με τη γαλήνη της φύσης, με τη χάρη των ιερών ακολουθιών. Οι μυστικές φωνές της προσευχής φθάνουν ως ηχηρά μηνύματα εκζητήσεως θείου ελέους στον θρόνο του Παντάνακτος. Η αέναη προσευχή αντιγράφει την αΐδιο δοξολογία των αγίων αγγέλων. Οι αγρυπνίες στο Άγιον Όρος τελούνται στη σιγή της νύκτας, στην ησυχία του μεσονυκτίου. Γράφει ένας Γέροντας: «Χωρίς τελείαν ησυχίαν είναι αδύνατον να ανέλθη κανείς «εις φιλοσοφίας κορυφήν» και να ευαρεστήση τον Θεόν. Διότι η ησυχία γεννά την άσκησιν και κατά διαδοχικά στάδια τον κλαυθμόν, τον φόβον του Θεού, την ταπείνωσιν, την προόρασιν, την αγάπην· η δε αγάπη καθιστά την ψυχήν άνοσον και αγαθήν» (μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης).
Η σιωπή των μοναχών σημαίνει τη νοσταλγία της ψυχής τους για την ουράνια πατρίδα τους. Η σιωπή του Αγίου Όρους έχει σχέση με τη ζώσα ησυχαστική παράδοσή του, με τον γνήσιο ασκητικό δρόμο, τον ιδιότυπο τρόπο ζωής, που φωτίζεται και λαμπρύνεται από το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Αντιλαμβάνεσθε πολύ καλά πόσο αυτά τα λόγια μου με ελέγχουν. Ένας μοναχός να μιλά στον κόσμο περί σιωπής και να μη κάθεται σιωπών στο κελλί του να κλαίει τις αμαρτίες του…
Συγχωρέστε μου το οξύμωρο, αντιφατικό και ανόητο της αγάπης μου κι ακούστε την ταπεινή μου φωνή. Η εκκοσμίκευση και η σύγχυση της γενεάς μας δεινοπαθεί από τη φλυαρία. Ο λόγος αποσυνδέει τους ανθρώπους. Η σιωπή πρέπει να το ομολογήσουμε είναι δυσκολοκατόρθωτη. Τι να κάνουμε; Να συνεχίσουμε να κάνουμε ότι κάνουμε κι «ότι βρέξει ας κατεβάσει»; Ασφαλώς όχι. Δοκιμάσαμε την οδό των αντεγκλήσεων, των αντιλόγων, των εκδικήσεων, των ψυχροτήτων κι οδηγηθήκαμε σε αδιέξοδα και σε απογοητεύσεις. Τι να κάνουμεν λοιπόν; Ας εμπιστευθούμε τη χάρη του Θεού. Ας παραδεχθούμε ειλικρινά την αδυναμία μας, την ήττα από τα πολλά και ωραία ίσως λόγια μας. Ξέρετε, η θεία χάρη είναι περισσότερο υπόθεση γνήσιου ταπεινού φρονήματος παρά σκληρού μακρού αγώνα, μελέτης και συζητήσεων.
Ο αποπροσανατολισμός των ημερών μας δημιουργεί συνθήκες αναταραχής. Οι άνθρωποι θεωρούν φυσική τη γκρίνια, ευφυή τον καυγά, δικαίωμα την κατατρόπωση του άλλου, ελευθερία την ασυδοσία, την ελευθεροστομία. Θεωρούν ότι με τα λόγια τους θα επηρεάσουν, θα πείσουν, θα μετατρέψουν τους άλλους. Κι αφού είδαν κι αποείδαν τις συνεχείς αποτυχίες των λόγων τους εντούτοις ακόμη επιμένουν σε αυτούς. Αφού ούτε με το μαλακό ούτε με το σκληρό, ούτε με το γλυκό ούτε με το πικρό τίποτε δεν έγινε, γιατί τόση επιμονή; Ας μετατραπούν οι συμβουλές, οι νουθεσίες, οι διδαχές σε ταπεινή δέηση, σε ομολόγηση της ανημπόριας μας στον Παντοδύναμο Θεό. Να παρέμβει, να επέμβει Εκείνος καλύτερα από μας στις δυσκολιές των παιδιών, στις ασυνεννοησίες των συζύγων, τις λαθεμένες διαπροσωπικές σχέσεις των φίλων, στις ζηλοφθονίες των συνεργατών και συναδέλφων.
Η προσευχή παρουσιάζεται ως λόγος, ως διατύπωση επιθυμιών και λεκτικό σχήμα. Κατά βάθος όμως αποτελεί βίωμα μυστικό, δύσκολο-έκφραστη αίσθηση και αλάλητο στεναγμό της καρδιάς. Οι ωραιότερες προσευχές είπαν είναι οι σιωπηλές. Ο πιστός τελικά δεν ρωτά, δεν μιλά, μόνο ακούει. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται αλλά αποκαλύπτεται. Τότε σιγά πάσα σάρκα βροτεία. Βιώνει την αγάπη του Θεού και βοά ασταμάτητα με τους υπέροχους και αλάλητους στεναγμούς της καθαρής και πυρπολημένης από αγάπη καρδιάς.
Μιλώ περί σιωπής και λέγω πολλά. Συγχωρέστε με. Μίλησα από αγάπη. Τελειώνοντας, θάλεγα ας πιάσουμε καλύτερα μεγαλύτερη κουβέντα με τον Θεό. Τότε δεν θάχουμε μοναξιά ποτέ. Μέσα στην προσευχή θα φωτισθούν τ΄απαραίτητα λόγια μας και θα περικοπούν τα περιττά κι αχρείαστα. Θα εμπνευσθούμε μόνο για τα πρέποντα. Μέχρι να φθάσουμε στη αγία και μακαρία σιωπή, στη χαρούμενη και ταπεινή φυλάκιση της γλώσσας και την απελευθέρωσή της μόνο προς αίνο Θεού κι ενίσχυση και παρηγοριά και συνάντηση αδελφών αγαπητών, τέκνων Θεού, εκλεκτών φιλαδέλφων, πάλι ας σιωπούμε σεμνά, σιγαλά, ελπιδοφόρα. Ευχαριστώ θερμά για την ευγενική σιωπή σας και δεομένη Παναγία να πρεσβεύει για όλους μας.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Η εύλαλη σιωπή» του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, εκδ. “Εν Πλω”), Η άλλη όψη
«Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί ο Κύριος». Θα αφουγκρασθώ τι θα μου πη ο Κύριος στα βάθη της καρδίας μου. Αυτό λέει ο ιερός ψαλμωδός. Και όντως άκουγε τον ψίθυρο του Θεού η αγαπημένη του εκείνη καρδιά. Και ό,τι άκουγε μας το έλεγε ο προφήτης. Και επειδή ήταν λόγος του Θεού, έμεινε στους αιώνες διαχρονικά μέχρι σήμερα. Και μας στηρίζει.
Η δική μου όμως καρδιά δεν είναι τέτοια, Κύριέ μου Ιησού, ώστε να λαλής σε αυτήν και αυτή να ακούη τα θεία Σου λόγια, όπως ο ιερός Σου προφήτης. Όμως μίλησες, όταν βρισκόσουν στη γη.
Και τότε είπες ό,τι πιο σημαντικό για όλους και για μένα. Με βάση λοιπόν από ό,τι είπες και διαχρονικά μένει μέχρι σήμερα αναλλοίωτο, προσπαθώ να κάνω μια σύνθεση αυτών, που θα μου έλεγες ακριβώς σήμερα, γιατί δεν έπαψες να είσαι παρών πάντα στην Εκκλησία Σου και ιδιαίτερα πάντα παρών «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά Σου». Και είναι το ίδιο σαν και τότε. Γιατί ξέρω, Κύριε, ότι Εσύ δεν φλυαρείς και δεν μου λες περιττά πράγματα ή δεν λες και ξαναλές, ό,τι ήδη μου είπες μέσω του ιερού Σου Ευαγγελίου και των θείων Αποστόλων Σου. Ό,τι λες, το λες μια για πάντα. Και έχει αξία για όλους και για όλα. Πάντοτε. Και σήμερα ετούτη τη στιγμή. Και επομένως θα μου είναι επίκαιρο. Γι’ αυτό και τολμώ τη σύνθεση αυτών, που θα μου έλεγες και σήμερα. «Τείνω λοιπόν το ους μου», τεντώνω το αυτί της καρδίας μου, και ακούω τι θα είχες να μου πης με όλο μου το σεβασμό και όλη την αγάπη της καρδιάς μου και όλη μου την αφοσίωση, που Σου αξίζει. Να, τι ακούω να μου λες:
«Ψυχή, που λαχταράς να ακούσης το λόγο μου, δεν είναι ανάγκη να ξέρης πολλά ούτε να κάνης κάποιες ειδικές σπουδές ή να πας σε κάποια σεμινάρια, για να ευαρεστήσης ενώπιον μου. Αρκεί να με αγαπάς πολύ και να είσαι έτοιμη να κάνης το θέλημά μου, γιατί αυτό είναι για σένα σωτήριο. Δεν σου το έχω ήδη δηλώσει: «Ο τηρών τας εντολάς μου, εκείνος εστίν ο αγαπών με»;
– Ναι, Κύριέ μου Ιησού. Έτσι είναι. Κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω, όσο κι αν πέφτω. Όμως φροντίζω να σηκώνωμαι με τη χάρη Σου. Λοιπόν Σε ακούω, Κύριε. «Μίλα μου, ψυχή αγαπημένη, που λες πως με αγαπάς, όπως θα μιλούσες στη γλυκεία μανούλα Σου, όταν σε είχε στη θερμή της αγκαλιά, ή στα γόνατα του αγαπημένου σου πατέρα και ένιωθες τους χτύπους της καρδιάς τους της γεμάτης αγάπη για σένα». Και σε ρωτώ: Δεν έχεις κάποιες παραγγελίες να μου κάνης; Πες μου τα ονόματα των γονιών σου, των συγγενών σου, των φιλικών σου προσώπων, των προσώπων, που έτσι ή αλλιώς βρίσκονται στο περιβάλλον σου, στη δουλειά σου, στις κοινωνικές σου σχέσεις. Και μετά τα ονόματα ανάφερέ μου τι θέλεις να κάνω για το καθένα. Δεν έκανε το ίδιο ο Ιάειρος; «Το θυγάτριόν μου, είπε, εσχάτως έχει, (παρακαλώ σε) ίνα ελθών επιθής αυτή τας χείρας σου, όπως σωθή και ζήσεται» (Μάρ. ε’ 22). Δεν έκανε το ίδιο ένας πονεμένος πατέρας για τον δαιμονισμένο γιο του; Δεν μου ανέφερε δακρυσμένη η Χαναναία μάνα για την κόρη της; Δεν έκραξαν σε μένα οι δυο τυφλοί ζητώντας να τους χαρίσω το φως τους; Το ίδιο και τόσοι άλλοι, τόσοι άλλοι; Πες μου λοιπόν τι θέλεις γι’ αυτούς και ζήτα το με θέρμη πολλή και πίστη ταπεινά και επίμονα. Αγαπώ πολύ τις ευγενικές καρδιές, που λησμονούν τον εαυτό τους χάριν των άλλων.
Μίλα μου για τους φτωχούς, που θέλεις να ελαφρύνης την κατάστασή τους· για τους αδικημένους, που καταπιέζονται· για τους συκοφαντημένους, που δεν μπορούν να αποδείξουν την αθωότητά τους· για τους αρρώστους, που υποφέρουν· για τους κακούς, που θα ήθελες να μεταστραφούν στο καλό· για τους μοναχικούς, που μαραζώνουν στη μοναξιά τους· για τους απογοητευμένους από τη ζωή· για τους βυθισμένους στο βούρκο της αμαρτίας και περικλεισμένους στη φυλακή των παθών τους· για τους ποικίλως ψυχικά αρρώστους· για τα πρόσωπα, που κάποτε σε αγαπούσαν, αλλά τώρα απομακρύνθηκαν από σένα, αλλά τόσο πολύ θα ήθελες να ξανάρθουν πάλι κοντά σου· για όλους, για όλους και όλα, που νιώθεις την ανάγκη να πης θερμόν έναν λόγο, ένα αίτημα ιερό, μια ικεσία ολοκάρδια. Μην ξεχνάς πως έχω υποσχεθή να ακούω κάθε προσευχή, που αναδύεται από τα βάθη της καρδιάς και που με τα φτερά της αγάπης με ταχύτητα αφάνταστα πιο μεγάλη από το φως διασχίζει τα άπειρα ύψη και φτάνει μπρος στον ουράνιο θρόνο μου ως ευάρεστη και ιερή προσφορά. Αυτού του είδους τις προσευχές δεν περιμένω πάντα ανυπόμονα; Δεν έχεις να μου ζήτησης κάποιες χάρες; Γράψε, αν έτσι το θέλης, έναν κατάλογο, όσο μακρύς κι αν είναι, όλων όσα λαχταράς, όλων των αναγκών σου και ανάφερέ τες στην αγάπη μου. Όχι πως δεν τα ξέρω όλα. Τα ξέρω όλα προτού καν να τα έχης συνειδητοποιήσει. Όμως θέλω να τα ακούσω με τη δική σου φωνή. Θέλω να μου πης ελεύθερα και αγαπητικά ό,τι και όπως το νιώθεις, ό,τι και όπως και όσο το λαχταράς.
Και πες μου, ψυχή αγαπημένη, με όλη την απλότητα, ότι είσαι δούλη των αισθήσεων σου, σκλάβα των παθών σου, δέσμια της υπερηφανείας σου, πληγωμένη από την ευθιξία σου, εγωιστική όσο δεν το φαντάζεσαι, χαλαρή χωρίς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρίς λόγο, φίλαυτη χωρίς όρια, αδιάφορη και αμελής, δυσκίνητη σαν παράλυτη, δεμένη πολύ με τον κόσμο, ολιγόπιστη στις δοκιμασίες σου, πάμφτωχη σε αρετές, με ασήμαντη πνευματική πρόοδο και ό,τι άλλο. Και ζήτα μου να έρθω να σε βοηθήσω στις προσπάθειες, που καταβάλλεις, στις πτώσεις σου, στις αγωνίες σου, στις απογοητεύσεις σου. Φτωχό μου παιδί, μην κοκκινίζεις από ντροπή! Ξέρω την κατάστασή σου πιο καλά από σένα, αλλά πρέπει εσύ να εκθέσης τον εαυτό σου. Διστάζεις; Μα γιατί; Λησμονείς πως πολλοί άγιοί μου, που τώρα ζουν ένδοξοι στον ουρανό μαζί μου, είχαν τα ίδια ή και χειρότερα πάθη και ίδιες και σημαντικώτερες πτώσεις και αμαρτίες;
Μη ξεχνάς κάποια Μαρία Αιγυπτία, κάποια Ταϊσία, κάποια Πελαγία, κάποιους Ζακχαίους και άσωτους, κάποιους μεγάλους αμαρτωλούς… Όλοι αυτοί σιγά σιγά διορθώθηκαν, αγιάσθηκαν, σώθηκαν, δοξάσθηκαν. Μη διστάσης ακόμη να μου ζήτησης ό,τι καλό και για το σώμα σου, το μυαλό σου, ολόκληρο το είναι σου, δηλαδή υγεία, ευεξία, σωστή λειτουργία του λογικού σου, εσωτερική ισορροπία, αισιοδοξία, δυναμισμό, επιτυχία στις τίμιες προσπάθειές σου και ό,τι άλλο νιώθεις ως πιεστική ανάγκη. Μπορώ όλα να σου τα δώσω, αρκεί όλα, ή κάποια από αυτά, να είναι όντως απαραίτητα για τον αγιασμό και τη σωτηρία σου. Πρόσεξε όμως: τα μέτρα μου δεν είναι γήινα, αλλά ουράνια. Μετρώ με μέτρο τη μακαριότητα του ουρανού, με έκταση την αιωνιότητα… Τι θέλεις όμως για σήμερα; Πες μου το. Και αν σε συμφέρη αληθινά, θα το έχης. Και ξέρεις πόσο θέλω το καλό σου! Δεν έχεις κάποια σχέδια και προοπτικές; Ανάφερε μου τα όλα. Αφορούν το τώρα, το μέλλον σου, τη δουλειά σου, την τακτοποίησή σου στη ζωή, θέλεις να προσφέρης κάποια χαρά στους γονείς σου, στα μέλη της οικογένειάς σου, σε ψυχές, που συνδέονται μαζί σου, σε κάποιους, που δοκιμάζονται πολύ; Σε ό,τι τέλος πάντων; Κάνε το χωρίς δισταγμό. Ως προς εμένα δε, ψυχή μου αγαπημένη, δεν έχεις κάποιο ενδιαφέρον ιδιαίτερο για την μαζί μου σχέση τους; Δεν θέλεις να κάνης κάτι πολύ καλό για τα φιλικά σου πρόσωπα, για όσους αγαπάς πολύ, αλλά με έχουν ξεχάσει; Πες μου ποια είναι τα ενδιαφέροντά σου και τα κίνητρα, που σε ωθούν, και ποια μέσα θα ήθελες να χρησιμοποιήσης για το καλό τους… Κατάθεσέ μου τις αποτυχίες σου και ζήτα μου να σου υποδείξω τις αιτίες τους. Τι σε ενδιαφέρει για το έργο σου; Είμαι, παιδί μου, Κύριος των καρδιών και μπορώ να τις οδηγήσω, όπου θέλεις, σύμφωνα βέβαια πάντα με τις αρχές, που κατέγραψα με το αίμα μου πάνω στον σταυρό. Και θα τους φέρω σιγά σιγά κοντά σου, συνοδοιπόρους σου, αρκεί να μην προβάλλουν πεισματικά εμπόδια, γιατί ποτέ δεν καταπατώ το δώρο της ελευθερίας, που τους χάρισα. Δεν έχεις στενοχώριες; Ω παιδί μου αγαπημένο, πες μου τις στενοχώριες σου με κάθε λεπτομέρεια. Τι σε κάνει να κουράζεσαι, να απογοητεύεσαι, να δυσκολεύεσαι, να στενοχωριέσαι; Τι ή ποιος τσαλακώνει την καρδιά σου; Ποιος έχει συντρίψει τη φιλαυτία σου; Ποιος σε υποτίμησε ή σε περιφρόνησε; Πες μου τα όλα, όλα χωρίς δισταγμό. Θα σε ανακουφίση αυτό. Και τελειώνοντας την αναφορά σου αυτήν πρόσθεσέ μου, ότι συγχωρείς όλα και όλους, ότι τα λησμονείς όλα, ότι δεν θα επιτρέψης να σου διώξουν αυτά την ειρήνη σου και δεν θα μειώσουν την αγάπη, που όλα τα συγχωρεί. Και εγώ θα σε ευλογώ. Μήπως σε φοβίζουν κάποια κουραστικά ζητήματα; Υπάρχουν στην ψυχή, είναι αλήθεια, κάποιοι ακαθόριστοι φόβοι, που ενώ είναι αδικαιολόγητοι, όμως σε κάνουν να τρομάζεις; Εμπιστέψου τον εαυτό σου πλήρως σε μένα και την πρόνοιά μου για σένα. Βρίσκομαι παντού, ιδιαίτερα όμως πολύ κοντά σου, μέσα σου. Τα βλέπω όλα, όσα σε αφορούν. Τα ξέρω όλα. Και μπορώ τα πάντα ως παντοδύναμος. Μη φοβάσαι επομένως. Δεν θα σε αφήσω. Μήπως υπάρχουν γύρω σου καρδιές, που σου φαίνονται λιγώτερο καλές από άλλοτε και που η αδιαφορία τους ή το ότι ίσως σε λησμόνησαν τις έκαναν να απομακρυνθούν από κοντά σου, αν και εσύ δεν έκανες τίποτε γι’ αυτή τους την απομάκρυνση; Παρακάλεσέ με θερμά και από τα βάθη της ψυχής σου και εγώ θα τις ξαναφέρω κοντά σου, αρκεί να σου είναι χρήσιμες και αναγκαία η παρουσία τους για τον αγιασμό σου. Αλλιώς λησμόνησε τες καλύτερα κι εσύ, όσο κι αν αυτό σου κοστίζει. Τέλος. Δεν έχεις κάποιες χαρές να μου ανακοινώσης; Γιατί, αλήθεια, να μη με κάνης μέτοχον κάθε χαράς σου; Πες μου π.χ. ποιος από χτες ή προχτές ή τέλος πάντων τελευταία ήρθε να σε παρηγορήση, να σε ενθαρρύνη, να σε βοηθήση σε κάποια δυσκολία σου, να σου χαρίση ένα χαμόγελο, προκαλώντας έτσι και ένα δικό σου; ποιος και πώς σε έκανε να χαρής; Μπορεί να είναι κάποια επίσκεψη απρόσμενη, κάποιο γράμμα ενθαρρυντικό, μια αγγελία που σε έκανε ευτυχισμένη, ένας φόβος, που ξαφνικά εξαφανίσθηκε, μια επιτυχία, που αμφέβαλλες, ότι θα πραγματοποιηθή, ένα δείγμα αγάπης δυνατό, ένα ενθύμιο ή δώρο ακριβό αγάπης και φιλίας, μια δοκιμασία, που σε δυνάμωσε τελικά. Όλα αυτά και τόσα άλλα καλά, εγώ τα φρόντισα και τα φροντίζω για σένα, ψυχή αγαπημένη. Πώς λοιπόν να μη μου δείξης τη χαρά σου, την ευγνωμοσύνη σου και να μη μου επαναλαμβάνης ασταμάτητα τις «εκ βαθέων» ευχαριστίες σου;
Μην ξεχνάς, ψυχή αγαπημένη, ότι η ευγνωμοσύνη τραβάει την ευεργεσία κοντά της. Μη λησμονείς, ότι η ευγνωμοσύνη συγκινεί τον ευεργέτη.
Μη σου ξεφεύγει πως η ευγνωμοσύνη εξευγενίζει και ομορφαίνει αφάνταστα την ψυχή, την κάνει ιδιαίτερα χαριτωμένη και πάρα πολύ άξια περισσότερων χαρίτων και ελέους!».
Αυτά δεν θα μου έλεγες σήμερα, Ιησού γλυκύτατε; Τα άκουσα με αφάνταστη χαρά. Για όλα αυτά Σε ευχαριστώ και θα Σε ευχαριστώ πάντα «εκ ψυχής», Κύριε μου, Κύριε της αγάπης και του ελέους. Και θα συμμορφωθώ με όλες τις υποδείξεις Σου. Είναι τόσο όμορφες και πηγή ευλογιών Σου για μένα! Αμήν!
Πηγή: (ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ “Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες”, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”), Η άλλη όψη
Δεν δύναμαι, ούτε να ακούω ούτε να αναγινώσκω με υπομονήν τους ταλανισμούς του ημετέρου γένους, με το να πάσχη αμάθειαν της έξω φιλοσοφίας. Όλοι σχεδόν, όσοι εις τας ακαδημίας της Ευρώπης υπάγουσι και εκεί βλέπουσι τόσα πλήθη φιλοσόφων, άλλοι δια ζώσης φωνής και άλλοι εν τοις προλεγομένοις των βιβλίων, οπού εκδίδουσι εις το κοινόν φως, τόσους ταλανισμούς και τόσας θρηνολογίας κάνουσι του γένους μας δια την στέρησιν της έξω σοφίας, ώστε οπού και τυφλόν και σκοτεινόν και ελεεινόν και μυρίων δακρύων άξιον το ονομάζουσι, τόσος φαίνεται να είναι ο ζήλος των. Αλλά τάχα ο ζήλος αυτών ούτος, είναι ένας ζήλος επαινετός ή όχι;
Αδόκιμος κρίνεται ο ζήλος ούτος. Διατί; Επειδή του λείπει η επίγνωσις. Ήγουν διατί δεν αισθάνονται, ούτε διακρίνουσι τί θέλει να ειπή γη, και τί θέλει να ειπή ουρανός· τί θέλει να ειπή σώμα και τί θέλει να ειπή ψυχή· τί θέλει να ειπή κόσμος, και τί θέλει να ειπή Εκκλησία· τί θέλει να ειπή φιλοσοφία, και τί θέλει να ειπή Αγία Γραφή.
Ηξεύρω βέβαια πως ο λόγος ούτος ούτος θέλει φανή απαράδεκτος, και πολλούς έχει να λυπήση από εκείνους οπού μάλιστα και σεμνύνονται εις αυτήν (την φιλοσοφίαν) παρά εις την λογικήν τους ψυχήν. Όμως εγώ βάνοντας σκοπόν να ωφελήσω κοινώς, καθ’ όσον δυνηθώ, τους απλούς αδελφούς μου, δεν ψηφώ των ολίγων την ματαίαν λύπην και οργήν. Το παρόν μου εγχειρίδιον λοιπόν θέλει εξετάσει πρώτον, τί πράγμα είναι τούτη η φιλοσοφία, εις την οποίαν ούτως ακράτως οι ημέτεροι φέρονται και την οποίαν τόσον πολλά εκθειάζουσι και υπερυψώνουσι.
Μέγα τίποτας και εξαίσιον χάρισμα παρά Θεού εδόθη εις τον άνθρωπον ο νους. Τέχνας επινοεί, επιστήμας ευρίσκει διαφόρους […] Και επειδή όλα αυτά οπού εξετάζει ο νους είναι ποιήματα Θεού, διά τούτο η φιλοσοφία, οπού είναι γνώσις τούτων απάντων, ονομάζεται από τους παλαιούς γνώσις θείων πραγμάτων. Και η γνώσις αύτη λέγεται το θεωρητικόν μέρος της φιλοσοφίας. Διατί ονομάζεται πρακτικόν το άλλο μέρος, εκείνο οπού καταγίνεται εις την εξέτασιν των ανθρωπίνων πράξεων. Ανθρώπινα δε πράγματα λέγουσι τας αρετάς και τας κακίας. Τούτο είναι το μέρος εκείνο, οπού δείχνει εις τον άνθρωπον ποία είναι εκείνα οπού πρέπει να κάνη ως λογικός οπού είναι […]
Η λογική ταύτη παιδεία δεν είναι διά τον ουρανόν, είναι διά την γην, διά τας πόλεις, διά τα βασίλεια, αυτή είναι ένα από τα οργανικά αγαθά, καθώς είναι δηλαδή τα χρήματα, τα κάλλη, η ρώμη του σώματος, τα αξιώματα και τα τοιαύτα, με ταύτην την διαφοράν, ότι αυτή είναι το πρώτον και τιμιώτατον των οργανικών καλών. Διατί όλα τα αλλά είναι και λέγονται υλικά και σωματικά, η δε μάθηση είναι λογική, δηλαδή της λογικής ψυχής γέννημα και καρπός εξαίρετος. Πλην και αυτή δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν, γίνεται ή καλή ή κακή. Λοιπόν η κατάχρηση της έξω σοφίας δίδει εις αυτήν το όνομα να λέγεται κακή. Δεν είναι όμως η κατάχρηση αυτή απλή και μονοειδής, αλλά πολλών λογιών. Πρώτη κατάχρηση ευρίσκεται εκείνη, οπού πολλοί την κρατούν εις μίαν υπόληψιν υπερτάτην, φρονούντες και λέγοντες πως αυτή μόνη, ήγουν η φιλοσοφία, είναι φως. Και όσοι την έχουν, εκείνοι μόνοι ιλλουμινάτοι και είναι και λέγονται, ήγουν φωτισμένοι. Οι δε άλλοι είναι σκοτεινοί και τυφλοί. Τέτοια ήτον η δόξα του παράφρονος Βαρλαάμ του Καλαβρού, και τέτοια είναι η των Γάλλων και των ομοίων τους. Δευτέρα κατάχρηση είναι εκείνη, οπού μερικοί καταγηράσκουσι και φθείρονται επάνω εις πράγματα πάντη άχρηστα, διά να επαινούνται πως είναι πνεύματα υψηλά και περίεργα. Τρίτη κατάχρηση είναι, οπού πολλοί ιερωμένοι, αφήνοντες την τάξιν τους και την ευσχημοσύνην του επαγγέλματός των, υπάγουν και κυλίονται εις τους βορβωρώδεις τόπους των αθεωτάτων γενών της Ευρώπης, διά να παραλάβουν μαθήματα πάντη ανοίκεια και αλλότρια του ιδίου των επαγγέλματος. Τετάρτη και τελευταία και χειρίστη απασών κατάχρηση είναι εκείνη, οπού τολμά να κρίνη και να ανακρίνη τας θείας γραφάς, και να μεταχειρίζεται την αντίθεον γλώσσαν της εναντίον εις την θείαν πρόνοιαν.
Ούτω γίνεται και κακή και ολεθρία και ψυχοβλαβεστάτη, και μίσους αξία και αποφυγής η έξω μάθηση. Λοιπόν δια να βάλλωμεν όρια εις εκείνους οπού θέλουν και καταδέχονται να μας ακούσουν, λέγομεν και συμβουλεύομεν να παύσουν και να λείψουν από μιας από την Ευρώπην, αν θέλουν να είναι και να μένουν Χριστιανοί…
Άξιον είναι να απορήση τινάς διά τον μυθολογικόν πίνακα του Κέβητος, ότι εκείνος ονομάζει εκεί ψευδοπαιδείαν όλα ομού τα είδη της φιλοσοφίας, και δεν είναι κανένας χριστιανός δεισιδαίμων εκείνος οπού τους δίδει αυτήν την επωνυμίαν. Είναι έλλην παλαιός, μάλιστα και από την καρδίαν της Ελλάδος, ήτοι από τας Θήβας της Βοιωτίας. Ιδού επί λέξεως, ούτοι δε, φησί, οι άνθρωποι οι έσω των περιβόλων ανακάμπτοντες τίνες εισίν; οι τας ψευδοπαιδείας, έφη, ερασταί ηπατημένοι, οιόμενοι μετά της αληθινής παιδείας συνομιλείν. Τίνες ουν καλούνται ούτοι; Οι μεν ποιηταί, έφη, οι δε ρήτορες, οι δε διαλεκτικοί, οι δε μουσικοί, οι δε αριθμητικοί, οι δε γεωμέτραι, οι δε αστρονόμοι, οι δε ηδονικοί, οι δε περιπατητικοί, οι δε κριτικοί και όσοι άλλοι τούτοι εισί παραπλήσιοι.
Τώρα να ονομάση ψευδοπαιδείαν την ποιητικήν και την ρητορικήν και την διαλεκτικήν και αλλά τοιαύτα είδη μαθήσεως, και η ύλη το δέχεται και το είδος το συγχωρεί. Αλλά να λέγη ψευδοπαιδείαν την γεωμετρίαν και τα σύστοιχα αυτή μαθήματα, τούτο βέβαια είναι παράξενον και μεγάλης απορίας άξιον. Αλλά δεν ονομάζει ο Κέβης ούτε την γεωμετρίαν ούτε καμμίαν άλλην επιστήμην ψευδοπαιδείαν, ότι τάχα σφάλλει και δεν ορθοποδεί εις τας αποδείξεις της, όχι λέγω κατά τούτο. Αλλ’ επειδή παιδεία θέλει να ειπή αγωγή ωφέλιμος της ψυχής, επιμόνως πολλάκις των από κακίας κυλίδων αυτήν εκκαθαίρουσα. Και πάλιν παιδεία, ηθών κατόρθωσα επί το κρείττον φέρουσα. Και απλώς ειπείν, παιδεία εστίν η αρετή. Επειδή, λέγω, τούτο θέλει να ειπή παιδεία, και έπειτα καμμία από αυτάς,
έξω από την εδικήν τους παρουσίαν ήτοι έξω από την εδικήν τους γνώσιν, καμμίαν βελτίωσιν δεν κάνουσι της ψυχής, ούτε του θυμού, ούτε της επιθυμίας, αλλά και είναι και γνωρίζονται οι περισσότεροι από αυτούς εμπαθέστατοι, φαυλοβιότατοι, ανδράποδα των ηδονών, δούλοι των ιδίων τους παθών, και μηδέν κατά τα ήθη διαφέροντες των πάντη απαίδευτων και αμαθών, διά ταύτα ονομάζει ο Κέβης, αλλά και προ του Κέβητος ο Σωκράτης, ψευδοπαιδείαν την λογικήν, ήτοι την διά λόγων περαινομένην και ποριζομένην φιλοσοφίαν. Αληθινήν παιδείαν καλούνε την των αλόγων παθών κάθαρσιν και των αρετών πασών κατόρθωσιν, ήγουν την ανδρείαν, την δικαιοσύνην, την σωφροσύνην, την επιείκειαν, την πραότητα, την συμπάθειαν και τας λοιπάς εννοίας. Αι οποίαι με έναν λόγον, ηθική φιλοσοφία ονομάζονται και εις την μητέρα, ήτοι εις την ευδαιμονίαν, αυταί φέρουσι τον άνθρωπον. Και τοιούτοι φιλόσοφοι ήσαν και ωνομάζοντο οι αναχωρηταί και ασκηταί λεγόμενοι. Λοιπόν όταν και οι έλληνες ακόμη ονομάζουσι ψευδοπαιδείαν την γεωμετρίαν και τας άλλας λογικάς επιστήμας, ωσάν οπού καμμίαν ηθικήν ωφέλειαν δεν προξενούν εις την ψυχήν, μάλιστα και την γεμίζουν από φαντασίαν και δαιμονικήν υψηλοφροσύνην […]
Με εσάς αδελφοί ομιλώ οπού έτι εδώ ευρίσκεσθε, και όλον ένα διανοείσθε και βουλεύεσθε, να κινήσητε ή να μη κινήσητε. Δεν ομιλώ με εκείνους οπού ήδη απήλθον. Ότι είναι περιττός διά εκείνους κάθε λόγος, όχι μόνον διατί απήλθον, αλλ’ ότι και καλώς έπραξαν κομπάζουσι, και επήγαν και ήνοιξαν τα ομμάτιά τους.
Φεύγετε όσον δύνασθε την Εύρώπην. Και ακόμη και εκείνοι οπού έρχονται από την Ευρώπην. Ότι οι λόγοι τους ρέουσι από τα χείλη τους γλυκύτεροι από το μέλι. Μα αλοίμονον, αυτοί απαραλλάκτως είναι εκείνοι διά τους οποίους ο προφήτης λέγει τάδε: ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία.
Εγώ κατά αλήθειαν φρίττω και αμηχανώ, όταν από το ένα μέρος στοχάζομαι την σημερινήν κατάστασιν της Ευρώπης, και από το άλλο μέρος βλέπω τούτους τους ημετέρους, οπού έτσι ακράτως φέρονται εις την απόλαυσιν των δήθεν καλών αυτής. Οι μεν γαρ εμπορίας χάριν, οι δε φιλοσοφίας, εκεί τρέχουσι. Φρίττω λέγω και απορώ. Διατί ένα καιρόν ημείς οι ανατολικοί είχαμεν φόβον διά εκείνους οπού επήγαιναν εις την Ευρώπην, μη τύχη και πάθουν ένα από τα δύο, ή την σωφροσύνην να χάσουν, ή να πέσουν εις λατινισμόν. Την σήμερον αυτά και τα δύο λογίζονται παραμικρά και σχεδόν το ουδέν ως προς το έσχατον και ακρότατον των κακών, την αθεΐαν. Οι γάλλοι την επαρρησίασαν, αποβάλλοντες κοινώς τον Χριστιανισμόν, από τον οποίον και προ τούτου χριστιανοί ονομαζόμενοι, δεν είχαν καμμίαν ωφέλειαν. Τα άλλα μέρη της Ευρώπης ακόμα γελούν τον εαυτό τους τάχα πως είναι χριστιανοί, ουδέ μόρφωσιν καν έχοντες, ει μη μόνους τους ναούς και πολλάς και μεγάλας καμπάνας και τας πυκνάς λιτανείας και τα ποικίλα και διάφορα σχήματα και τα βδελυκτά και θεοστυγή τάγματα και τα λεγόμενα μοναστήρια. Τα δε αλλά πάντα γάλλοι αυτόχρημα. Αυτοί οι ίδιοι οι φιλόσοφοι εις τους οποίους τρέχουσι ούτοι διά να λάβωσι το μέγα φως, ότι είναι φιλόσοφοι και το κομπάζουσι, χριστιανοί δε και να τους υπολαμβάνουν πως είναι αισχύνονται και το αναγουλιάζουσι.
Λοιπόν αυτοί οπού τόσον ακρατώς εκείσε τρέχουσι, τάχα δεν μανθάνουσι από άλλους πως η Ευρώπη είναι το χάος της απωλείας; Οι περισσότεροι όμως και ακούουσι και μανθάνουσι, αλλά δεν ψηφούσι τίποτας την τοιαύτην βροντήν. Μα διατί; Διατί πιστεύουσι εις τους λογισμούς των, ότι αυτοί δεν έχουν να πάθουν τίποτες. Έπειτα αφού υπάγουν και πάθουν, μάλιστα και καυχώνται εις την ελεεινήν τους διαστροφήν. Λέγοντες πώς επήγαν και απέβαλον τας δεισιδαιμονίας, δεισιδαιμονίας ονομάζοντες οι κακοδαίμονες τας νενομισμένας νηστείας, τας προσευχάς τας ευλαβείας, σημεία και χρέη αχώριστα των ευσεβούντων Χριστιανών.
Πηγή: (Επιμέλεια κειμένου: Παναγιώτης Νέλλας, Περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 5, Χειμώνας 1983), Η άλλη όψη
Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ πολλοὺς τρόπους, πολλὰ μέσα, πολλὰ ὅπλα γιὰ νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἰσχυρότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ὅπλα του εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ἀπελπισία εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ λύπη, ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπόγνωση.
Ἴσως νὰ ρωτήσει κανείς: Καλὸ πράγμα δὲν εἶναι τὸ νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε; Καλὸ πράγμα εἶναι, διότι ἡ ἁμαρτία γεννᾶ λύπη καὶ ἡ λύπη μετάνοια. «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄ 10). Ἡ λύπη ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μετάνοια, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Ἀλλὰ στὴ μετάνοια ὁδηγεῖ μόνο ἡ κατὰ Θεὸν λύπη. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δὲν εἶναι λύπη κατὰ Θεόν, ἀλλὰ ἀκραία ἐκδήλωση τοῦ πληγωμένου ἐγωισμοῦ μας. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δίνει πλεονεκτήματα στὸ σατανᾶ. Γίνεται στὰ χέρια του ἰσχυρότατο ὅπλο γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίζει νὰ μετανοήσουμε. Ἡ «ὑπερβολὴ λύπης» δὲν ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ἀλλὰ στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση.
Ὁ Θεὸς θέλει τὴ σωτηρία μας καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὁ διάβολος δὲν θέλει τὴ σωτηρία μας καὶ κάνει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα γιὰ νὰ μᾶς κολάσει. Ὅταν πρόκειται νὰ διαπράξουμε τὴν ἁμαρτία, μᾶς ψιθυρίζει: Δὲν εἶναι τίποτε αὐτό. Κάνετε ἐλεύθερα ὅ,τι θέλετε. Ὅλα ἐπιτρέπονται. Ὅταν ὅμως διαπράξουμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλάζει τακτικὴ καὶ μᾶς ψιθυρίζει: Εἶναι πάρα πολὺ βαρὺ τὸ ἁμάρτημα ποὺ ἔκανες. Δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα ἐλπίδα σωτηρίας.
Οἱ πιὸ πολλοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουν τὴν πανουργία τοῦ σατανᾶ καὶ προφυλάσσονται. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ λύπη μεγάλη, ἡ ὁποία τοὺς ρίχνει στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη, ὅταν μᾶς πλήξει σφοδρῶς, κατορθώνει νὰ ἐξαφανίζει ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Εἴωθε γὰρ ἡ τῆς λύπης ὑπερβολή, ὅταν ἡμῖν ἐπισκήψῃ σφοδρότερον, ἅπασαν περιτρώγειν τῆς ψυχῆς τὴν ἰσχύν» («Περὶ κατανύξεως Λόγος Β΄», PG 47, 417). Συνηθίζει ἡ ὑπερβολικὴ λύπη νὰ ἀδυνατίζει πολὺ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς.
Ὥστε λοιπὸν ἡ ἀπελπισία εἶναι κατʼ ἐξοχὴν ἔργο δαιμονικό. Εἶναι τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο τοῦ διαβόλου. «Οὐδὲν οὕτως ἰσχυρὸν ὅπλον τῷ διαβόλῳ, ὡς ἀπόγνωσις· διὰ τοῦτο οὐχ οὕτως αὐτὸν εὐφραίνομεν ἁμαρτάνοντες, ὡς ἀπογινώσκοντες». Δὲν ἔχει κανένα δυνατότερο ὅπλο ὁ διάβολος ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Γιʼ αὐτὸ δὲν χαίρεται τόσο πολὺ ὅταν ἁμαρτάνουμε, ὅσο ὅταν ἀπελπιζόμαστε, σημειώνει πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν πρῶτο λόγο του «Περὶ μετανοίας» (PG 49, 280).
Πόσο πλάνος εἶναι ὁ διάβολος, ποὺ πλανᾶ τὴν οἰκουμένη! Τί ἀσύστολο ψέμα χρησιμοποιεῖ, ὅταν μᾶς ψιθυρίζει ὅτι «δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς ἐλπίδα σωτηρίας». Ἐλπίδα σωτηρίας ὑπάρχει γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Διότι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἔχυσε τὸ τίμιο Αἷμα Του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». «Οὐ τοσοῦτον ἡμεῖς ἐξημάρτομεν, ὅσον ἐκεῖνος δικαίως ἐπράξατο», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν τρίτη Κατήχησή του. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ὑπέμεινε πολὺ περισσότερα παθήματα ἀπʼ ὅσα ἔπρεπε, γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς ποὺ ἁμαρτήσαμε. «Πλείω ὧν ὀφείλομεν ὁ Χριστὸς ἀπέτισε· τοσούτῳ δὲ πλείω ὅσῳ ἄμετρον πέλαγος πρὸς μικρὰν ὕδατος σταγόνα παραβαλλόμενον», γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴ 10η ὁμιλία του στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Περισσότερα ἀπʼ ὅσα χρωστούσαμε πλήρωσε ὁ Χριστός. Καὶ τόσο περισσότερα, ὅσο εἶναι ἂν συγκριθεῖ μιὰ σταγόνα νεροῦ μὲ τὸ ἀπέραντο πέλαγος. Τί εἶναι μία σταγόνα νεροῦ μπροστὰ στὰ ὕδατα τοῦ ὠκεανοῦ; Τὸ παράδειγμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ εἶναι ὡραιότατο, ἀλλὰ καὶ πάλι ὑπολείπεται τῆς πραγματικότητας. Διότι ὁ ὠκεανὸς ἔχει ὅρια, ἐνῶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία Του γίνεται «ἱλασμὸς περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου» (Α΄ Ἰω. β΄ 2). Θυσιάστηκε, ὥστε μὲ τὸ Αἷμα Του νὰ συγχωρηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ ἁμαρτίες μας· καὶ ὄχι μόνο οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ὑπάρχει λοιπὸν ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια τονίζει: Ἁρπάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀπογνώσεως καὶ τοὺς ρίχνει στὴν ἀνοικτὴ ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μᾶς θυμίζει ὅτι ὑπάρχει «φιλάνθρωπος Πατέρας καὶ Θεός», ὁ Ὁποῖος περιμένει τὴν «καλλίστην ἐπιστροφήν» μας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινῶς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι ὁ Οὐράνιος Πατέρας θὰ διανοίγει «ἀγκάλας πατρικάς», θὰ μᾶς ἀποκαθιστᾶ πλήρως στὴ θέση τοῦ υἱοῦ καὶ θὰ μᾶς χαρίζει πάλιν «τῆς οἰκείας δόξης τὰ γνωρίσματα». Γιὰ νὰ ζοῦμε στὸν κόσμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀποστασίας ὡς πριγκιπόπουλα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνοντας τοὺς ἀγλαοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ο Ύψιστος φανερώνει Εαυτόν πρώτα ως Πατήρ και κατόπιν ως Παντοκράτωρ και Ποιητής. Αυτό είναι εύλογο. Η πατρότητά Του αναφέρεται στον συναιώνιο Υιό Του, ενώ η παντοκρατορία Του και η ποιητική δύναμη στον κτιστό κόσμο, ορατό και αόρατο.
Πρώτα λοιπόν Πατήρ, κατόπιν Παντοκράτωρ και Ποιητής. Κανείς ποτέ στην αιωνιότητα δεν μπόρεσε να ονομάσει τον Θεό Πατέρα, εκτός από τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή. Μήπως στον χρόνο; Ούτε και στον χρόνο, στους αιώνες των αιώνων· κανείς. Ακούστε την προϊστορία του ανθρώπινου γένους και βάλτε την στην καρδιά σας και θα δώσει φως στη διάνοια και χαρά στην ψυχή σας. Αφού κτίστηκε ο κόσμος και ο Αδάμ αποβλήθηκε από τον Παράδεισο εξαιτίας του θανάσιμου παραπτώματος, της απαίσιας αμαρτίας της ανυπακοής προς τον Δημιουργό του και μέχρι την κάθοδο του Υιού του Θεού στον κόσμο, κανένας από τους θνητούς δεν τόλμησε να αποκαλέσει τον Θεό πατέρα του. Ακόμη και οι πιο εξέχοντες από τους εκλεκτούς Του τον ονόμαζαν με τα μεγαλύτερα ονόματα, όπως: Παντοκράτορα, Κριτή, Ύψιστο, Βασιλέα, Κύριο των Δυνάμεων, μα όχι με το όνομα Πατήρ, με το γλυκό αυτό όνομα.
Οι άριστοι του ανθρώπινου γένους μπορούσαν να αισθάνονται ως πλάσματα ενός παντοδύναμου Πλάστη, σαν σκεύη ενός θείου Κεραμέως, μα ποτέ ως παιδιά ενός ουράνιου Πατέρα. Αυτό το δικαίωμα δόθηκε στους ανθρώπους μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού και δεν έχει δοθεί σε όλους, μα σε όσους Τον προσέλαβαν: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. 1:12). Αυτό σημαίνει ότι έχουν υιοθετηθεί και μπορούν να αποκαλούν τον Θεό: «Αββά ο πατήρ» (Γαλ. 4:5-6, Ρωμ. 8:14-16).
Την υιοθεσία αυτή –δώρο του θείου ελέους– φανέρωσε και πρόσφερε στους ανθρώπους ο ίδιος ο Χριστός στην απαρχή της διακονίας Του στον κόσμο. Φανέρωσε στους ανθρώπους ότι μπορούσαν από εκείνη τη στιγμή να αποκαλούν τον Θεό Πατέρα τους λέγοντας: «ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 6:9). Από τότε μέχρι σήμερα, πολλά εκατομμύρια νέοι και γέροι στη γη βοούν από μέρα σε μέρα: Πάτερ ημών.
Τα πονηρά πνεύματα δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούν τον Θεό πατέρα τους. Το ίδιο και στους αμετανόητους αμαρτωλούς, δεν επιτρέπεται να εκφέρουν τη γλυκιά αυτή λέξη: Πάτερ! Οι τριακόσιοι δεκαοκτώ άγιοι Πατέρες της Νικαίας, οι οποίοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως, πρώτα ονόμασαν τον Θεό Πατέρα και κατόπιν Παντοκράτορα και Ποιητή, ενεργώντας έτσι φωτιζόμενοι από το Πνεύμα το άγιο του Θεού. Το έπραξαν αυτό πρώτον, επειδή ο Ύψιστος είναι ο Πατήρ του Κυρίου και Χριστού προαιώνια και προ καταβολής κόσμου και δεύτερον, επειδή ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ως πρώτο δώρο προς τους ανθρώπους που Τον ακολουθούν έφερε την υιοθεσία, το δικαίωμα δηλαδή να μπορούν τον Πατέρα Του να τον αποκαλούν και δικό τους Πατέρα: Πάτερ ημών.
* * *
Οι άγιοι Πατέρες της Νικαίας, φωτιζόμενοι από το Πνεύμα το άγιο του Θεού, ονόμασαν τον Πανύψιστο πρώτα Παντοκράτορα και κατόπιν Ποιητή. Δεν θα ήταν πιο φυσικό, θα αναρωτηθείτε, πρώτα να κατασκευαστεί κάτι και ύστερα να κρατείται; Να ονομάζαμε τον Πανύψιστο πρώτα Ποιητή και κατόπιν Παντοκράτορα; Φαινομενικά είναι έτσι, μα εσείς μη κρίνετε κατ’ όψιν, όταν διαλογίζεσθε περί της Αληθείας. Γιατί ο Θεός είναι πραγματικά κατά πρώτον Παντοκράτωρ. Πριν ακόμα οικοδομήσει τον ουρανό και τη γη, κρατούσε εντός Του και το σχέδιο της δημιουργίας, από τα κεφαλαιώδη μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, με όλες τις δυνάμεις, τους νόμους και τις διατάξεις. Πώς αλλιώς θα μπορούσε η δημιουργία να είναι δυνατή και εφικτή, δίχως αυτή τη λογική παντοκρατορία;
Αφού λοιπόν ο μεγαλόπρεπος Κτίστης κατασκεύασε αμφοτέρους τους κόσμους, τον ορατό και τον αόρατο, συνέχισε να είναι ο Παντοκράτωρ και να περικρατεί εξ ολοκλήρου μέσα στην απόλυτη δύναμή Του όλες τις δυνάμεις των δύο κόσμων, όλους τους νόμους και την τάξη: «ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών» (Μτ. 10:29). Και πάλι, «θριξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται» (Λκ. 21:18) δίχως τη θέληση του Παντοκράτορος Θεού.
Με το ισχυρό Του χέρι κρατεί ο Θεός ακόμα και δυνάμεις, οι οποίες τον αρνούνται και τον μάχονται. Εκείνος, κατά την απερίγραπτη σοφία και δύναμή Του, όλες τις ενέργειές τους ενάντια στους νόμους Του και κατά των πιστών Του, τις ανατρέπει και τις χρησιμοποιεί προς το αγαθό. Και όλα τα φέρνει σε αρμονία με τα σχέδιά Του. Ούτε ένα δάκρυ δικαίου, ακόμη κι αν πέσει στον ωκεανό, δεν μένει λησμονημένο. Κανένας λόγος κακός ή καλός, ειπωμένος σε τούτο τον κόσμο, δεν μένει δίχως απάντηση, φανερή ή μυστική, από τον Θεό.
Πατήρ, Παντοκράτωρ, Ποιητής. Αυτός είναι ο Θεός μας, ο Μόνος, Ζων και Αληθινός. Ως Ποιητής, ο Θεός έπλασε τον ουρανό και τη γη και όλα τα ορατά και αόρατα πράγματα: «ο δε Θεός ημών, εν τω ουρανώ και εν τη γη πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησε» (Ψαλ. 113:11). Με τον ουρανό οι θείοι ερμηνευτές εννοούσαν ανέκαθεν το βασίλειο των Αγγέλων και όλων των άλλων ισχυρών ουρανίων δυνάμεων, ορατών για τον Θεό, αλλά αόρατων για μας. Με τη γη εννοούσαν όλα τα πράγματα επάνω στη γη, μέσα στη γη, περί την γη και εκ της γης, τα προσιτά στην κατάληψη των αισθήσεών μας.
Όλα τα ορατά και αόρατα δημιουργήματα έγιναν από τον Θεό. Δεν υπάρχει κανένας άλλος Ποιητής, μήτε στον ουρανό μήτε και στη γη, εκτός από τον Πανύψιστο. Ούτε και υπάρχει τίποτε το κτιστό, από το μεγαλύτερο μέχρι το πιο ελάχιστο, που έχει φτιαχτεί από κάποιον άλλον εκτός του Πανυψίστου. Εκείνος είναι στην κυριολεξία και στο απόλυτο ο μόνος Ποιητής, Ποιητής κατ’ ουσίαν και κυριολεξία, είναι εκείνος που έφτιαξε και το υλικό και την κατασκευή, τα πράγματα και το σχήμα των πραγμάτων. Είναι Εκείνος που έβαλε μέσα σε όλα κάποια μυστική δύναμη ύπαρξης, αμοιβαιότητας, έλξης και άπωσης, κίνησης και ζωής.
Γι’ αυτό, όταν ακούσετε πως ο Δημιουργός έφτιαξε όλα όσα έχουν κτιστεί, πρέπει να το εννοήσετε σαν να έχει φτιάξει όχι μονάχα τις μορφές των πραγμάτων από έτοιμη ύλη, αλλά και αυτή την ίδια την ύλη τους. Σε τούτο φανερώθηκε η πληρότητα της δημιουργικής δύναμης του Θεού, στο ότι Εκείνος έπλασε και το ένα και το άλλο. Οι βάσεις και η εξέλιξη σύνολης της ουσίας του σύμπαντος αποτελούν επινόηση και κτίσμα του μεγάλου Κτίστου Θεού.
Μπορεί άραγε ολόκληρη η διάνοια του ανθρώπου να συλλάβει όλη τη μεγαλοπρέπεια και το εξαίσιο αυτής της ουσίας; Ή μήπως μπορούν όλα τα ανθρώπινα μάτια μαζί να την περικλείσουν; Ή πάλι, όλες οι ακοές μαζί να την αφουγκραστούν, ή όλες οι γλώσσες να την εκφράσουν; Μορφές και χρώματα, αριθμοί και μεγέθη, μουσική και τραγούδι, χαρά και πόνος, κόσμοι υδάτινοι και κόσμοι χοϊκοί, κόσμοι εναέριοι και πύρινα άρματα των αστέρων, όλα αυτά δεν μας ωθούν περισσότερο σε μια προσευχητική σιωπή, παρά σε λόγους;
Μα να γνωρίζετε πως όλο αυτό το θαύμα και η μεγαλοπρέπεια του ορατού σύμπαντος μόλις που μπορεί να παρομοιαστεί με τη στολισμένη φρουρά που στέκει μπροστά στην πύλη των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μπροστά στη θύρα του αόρατου κόσμου, της πνευματικής βασιλείας, της αγγελικής. Πίσω από εκείνη την θύρα βρίσκεται το κατ’ εξοχήν θαυμαστό, το θαύμα των θαυμάτων, η υπεράνω πάσης προσδοκίας μεγαλοπρέπεια. Εκεί, όπου ως ήλιος λάμπει ο ίδιος ο Πανύψιστος Βασιλέας (Αποκ. 22:5). Εκεί, πλέον, δεν βοηθά μήτε σκέψη μήτε όραση, μήτε ακοή και γλώσσα. Ο μέγας Απόστολος «ηρπάγη εν πνεύματι εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12:3-4). Έτσι, στους ουρανούς, στο πνευματικό βασίλειο του Βασιλέως Ποιητού, τα πάντα υπερβαίνουν την τωρινή μας αντιληπτική και εκφραστική δύναμη.
Τούτος ο ορατός κόσμος, σε σχέση με εκείνον τον αόρατο, είναι σαν την σκιά προς την αλήθεια, σαν το σύμβολο προς το πνεύμα, σαν το γράμμα προς το νόημα, σαν μια επιστολή που περιγράφει την μακρινή πατρίδα των εξορίστων. Μα και τους δύο κόσμους τούς έχει πλάσει ο ίδιος Κτίστης. Μόνος Αυτός συντηρεί τους δύο κόσμους με το ακούραστο και πανίσχυρο χέρι Του – ο μόνος Δημιουργός. Μόνος Αυτός τους οδηγεί μέσα από μυστικά μονοπάτια προς τους μυστηριώδεις σκοπούς, τους οποίους ο ίδιος έχει προκαθορίσει – Εκείνος, ο αγαθός Πατήρ του Κυρίου και Χριστού και όλων των εκλεκτών του τέκνων.
Πηγή: (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», τ. 29, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 187, από το άρθρο: Η πίστη των «μορφωμένων» ανθρώπων), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, καὶ δίνει τὴ λαμπρότητά Του σ΄ ἐκείνους πού καθαρίζουν τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους κι’ ἑνώνονται μὲ τὸ «Θεῖον πῦρ».
Θαῦμα παράδοξο! Ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καὶ σωματικά. Ἄνθρωπος καὶ Θεὸς νὰ γίνονται ἕνα, ὅπως ἕνα εἶναι καὶ τὸ ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν ψυχή. Μὲ τὴν ἕνωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν Θεός», ὅπως λέει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ: «Ἐγώ εἶπα, θεοὶ ἐστε καὶ υἱοί Ὑψίστου πάντες».
Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν».
Πῶς ὅμως μένουμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ κι’ Αὐτός σέ μᾶς;
Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Ἴδιος, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, προσευχήθηκε στὸν Πατέρα: «Σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοί ἐν ἡμῖν ὦσιν…κἀγώ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν…».
Ἀλλά καί στούς μαθητές Του μέ σαφήνεια εἶπε: «Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί … ἐγώ ἐν τῷ πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν».
Ἐναργέστατα εἶναι τὰ θεϊκὰ κι’ ἀλάθητα λόγια τοῦ Κυρίου.
Ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Υἱό Του, ἔτσι κι’ ἐμεῖς εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας μένει «κατὰ φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ», ἔτσι καὶ ὅσοι πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν «διὰ Πνεύματος Ἁγίου», μένουν «κατὰ χάριν ἐν τῷ Θεῷ» καὶ ὁ Θεὸς μένει σ’ αὐτούς ὡς «κατὰ χάριν υἱούς» Του.
Τί θαυμαστή, θεανθρώπινη ἕνωση!
Ἡ ἕνωση ὅμως Πατέρα καὶ Υἱοῦ δὲν εἶναι παρὰ ἕνωση ἄπειρης καὶ ἄφατης ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγαπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα φανερώνεται μὲ τὴν «ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσῃ» ἄρνηση τοῦ θελήματός Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ πατρός.
Αὐτό ἀκριβῶς χαρακτηρίζει πρωταρχικὰ τὴν Θεία Ἕνωση.
Αὐτό ὅμως πρέπει νὰ χαρακτηρίζει καὶ τὴ δική μας ἀγαπητική ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ εἶναι γνήσια: ἡ ταπεινή ἐκπλήρωση τοῦ ἁγίου θελήματός Του, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Τό εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τά ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε… Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με… Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν».
Ὁ Θεός ἔρχεται καί «ποιεῖ μονήν παρ’ ἡμῖν», -μέ ἄλλα λόγια: ἑνώνεται μαζί μας- μόνον ἄν Τόν ἀγαπᾶμε ἔμπρακτα, τηρώντας τό νόμο Του. Τότε ζοῦμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος Του: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Τότε προγευόμαστε τή μυστική καί ἀπερίγραπτη γλυκύτητα τῆς βασιλείας Του, τήν ἄρρητη ἀπό τό φθαρτό σῶμα. Γιατί, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι ‘Κύριε, Κύριε’ εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, δείξαμε τόν ἕνα τρόπο ἑνώσεώς μας μέ τόν Θεό: τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλος, παράλληλος, πού συμπληρώνει καί ἐνισχύει τόν πρῶτο. Αὐτός εἶναι ἡ συχνή συμμετοχή μας στό μυστικό δεῖπνο Του, ἡ μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων Του.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός πάλι εἶπε: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ… Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσει εἰς τόν αἰώνα… Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, κἀγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα».
Γιά νά εἴμαστε λοιπόν ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ζωή αἰώνια, πρέπει νά κοινωνοῦμε συχνά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Ἐκείνου, πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς ζωῆς. Ἀλλιῶς, ὄχι μόνον εἴμαστε χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλά καί νεκροί: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».
Ἄς προσέξουμε ὅμως, νά μήν κοινωνοῦμε χωρίς βαθειά μετάνοια, συντριβή καρδιᾶς, καθαρή ζωή καί πνευματική προετοιμασία, γιατί τότε ἡ Θεία Κοινωνία ὄχι μόνο δέν συντελεῖ στήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, ἀλλά, ἀντίθετα, μᾶς καταδικάζει καί μᾶς κατακαίει. «Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει». Γι’ αὐτό «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω».
Ἂς φυλάξουμε λοιπὸν μὲ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια τὶς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἄς προσερχόμαστε μέ συναίσθηση καί ἀκατάκριτη συνείδηση στά πανάγια μυστήριά Του, γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του· γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία Του· γιά νά μήν ὑποστοῦμε στήν παρούσα ζωή ὅ,τι λέει ὁ Τίμιος Πρόδρομος: «Ὁ ἀπειθών τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν». Γιά νά μήν ἀκούσουμε στήν ἄλλη ζωή τόν φοβερό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ… Οὐκ οἷδα ὑμᾶς!…». Γιά νά δεχθοῦμε, τέλος, τήν πανευφρόσυνη πρόσκληση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου».
Πηγή: (“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ), Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...