Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα αναλύσουμε τον λόγο του Χριστού στο εδάφιο Ματθαίος 5:39. Τι σημαίνει άραγε αυτός ο λόγος; Πρέπει εμείς οι Χριστιανοί όταν μας χτυπούν στο ένα μάγουλο να στρέφουμε και το άλλο; Μας θέλει καρπαζοεισπράκτορες ο Χριστός; Και γιατί ο Ιησούς που είναι ο Διδάσκαλος μας («υμείς φωνείτέ με, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος, και καλώς λέγετε• ειμί γαρ» Ιωάννης 13:13), όταν τον χτύπησαν στο μάγουλο δεν έστρεψε και το άλλο; Είναι ασυνεπής Διδάσκαλος όπως τον κατηγορεί η αρνητική κριτική των αθέων; Τον χαρακτηρίζει ασυνέπια λόγων και έργων; Μήπως η Γραφή λέγει αντιφατικά και ασυνάρτητα πράγματα όπως οι εχθροί της την κατηγορούν και δεν πρέπει να την θεωρούμε έγκυρη; Ο Απ. Πέτρος στο εδάφιο Α Πέτρου 2:21 δεν λέγει ότι ο Χριστός «έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» ;;; Δηλαδή μας άφησε ο Χριστός ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ για να ακολουθήσουμε. Και στην περίπτωση του ραπίσματος τι έκανε ο ίδιος ο Χριστός; Το παράδειγμά του στην περίπτωση αυτή είναι αντίθετο από την Διδασκαλία του;
Πηγή: Σαλταούρας Χρήστος
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ δὲν συµβαδίζει µὲ τὴν ἀπόκτηση περιουσίας. Ὁ πλοῦτος ἐµποδίζει τὴν ταπείνωση, ἐνῶ ἀποτελεῖ τὸ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια.
Ὁ πλούσιος ἔχει ἕνα ἀέρα ὑπεροχῆς. Νοµίζει ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὑποδεέστεροι καὶ ἀδύναµοι, ἐνῶ αὐτὸς µὲ τὸν πλοῦτο µπορεῖ νὰ πραγµατοποιήσει ὅ,τι θέ- λει καὶ νὰ ἱκανοποιήσει ὅλες τὶς ἐπιθυµίες του.
Ὁ πλοῦτος δὲν βοηθάει στὴν πνευµατικὴ πρόοδο οὔτε καὶ ἐξασφαλίζει τὴν πραγµατικὴ εὐτυχία. Καθηµερινὰ βλέπουµε στὴν κοινωνία πλούσιους ἀνθρώπους νὰ εἶναι δυστυχισµένοι καὶ φτωχοὺς νὰ εἶναι ἀµέριµνοι, ἥσυχοι καὶ χαρούµενοι. Οἱ πρῶτοι καταπονοῦνται µὲ τὸν πλοῦτο καὶ οἱ δεύτεροι χαίρονται τὴ ζωὴ µὲ τὴν ὀλιγάρκεια.
Τὸ µαρτύριο τοῦ πλουσίου τὸ βλέπουµε στὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο αὐξανόταν ἡ σοδειὰ τῶν ἀγρῶν του τόσο ἀνησυχοῦσε, γιατὶ εἶχε τὴν ἔγνοια νὰ τὴν ἀποθηκεύσει, νὰ µὴ τὴ χάσει, νὰ µὴ τὴν ἁρπάξουν κακοὶ ἄνθρωποι. Τελικὰ πέθανε χωρὶς νὰ προλάβει νὰ ἀπολαύσει τὸν πλοῦτο του.
Ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος, ὅταν τὸν ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς πῶς ἔρχεται στὴν ψυχὴ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, εἶπε: «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτηµοσύνη, ἔρχεται µέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ». ∆ηλαδὴ ἡ ἀκτηµοσύνη καὶ ἡ αὐτάρκεια ὁδηγοῦν στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ διαφύλαξη τοῦ πλούτου ἐµποδίζει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός, ἀναφερόµενος στοὺς πλούσιους καὶ τὴν αἰώνια ζωή, εἶχε πεῖ στοὺς µαθητές του τοῦτο τὸ συγκλονιστικὸ λόγο: «Ἀµὴν λέγω ὑµῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγων ὑµῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάµηλον διὰ τρυπήµατος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. ιθ´ 23-24). Μόνο ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου καὶ ἡ διανοµή του στοὺς φτωχοὺς καθιστᾶ εὔκολη τὴν εἴσοδο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι στοχαστοῦν πάνω στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστέψουν στὴν ὀρθότητά του, θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἑκούσια αἰχµαλωσία στὸν πλοῦτο καὶ θὰ βιώσουν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ µέσα στὴν ψυχή τους.
Ἡ ἀµµᾶς Εὐγενία ἔλεγε: «Μᾶς συµφέρει νὰ ζοῦµε σὰν ζητιάνοι, ἀρκεῖ µόνο νὰ εἴµαστε µαζὶ µὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατὶ ὅποιος εἶναι µαζὶ µὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πλούσιος καὶ ὅταν ἀκόµα ὑλικὰ εἶναι φτωχός». Καὶ συµπλήρωνε: «Αὐτὸς ποὺ προτιµᾶ τὰ γήινα ἀπὸ τὰ πνευµατικά, θὰ χάσει καὶ τὰ δύο• ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυµεῖ τὰ οὐράνια, θὰ βρεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ἐπίγεια ἀγαθά». Εὔκολα συµπεραίνει κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσχολεῖται µὲ τὰ πνευµατικὰ ἔχει διπλῆ ὠφέλεια, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσχολεῖται µὲ τὰ γήινα ἔχει διπλῆ ἀπώλεια. Ὁ πρῶτος εἶναι κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ θὰ βρεθεῖ στὴ µακαριότητα τοῦ παραδείσου, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι µακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ δὲν θὰ σωθεῖ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ αὐτάρκεια σώζει καὶ ἡ ἀφθονία καταστρέφει.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 5/2/2016), Θρησκευτικά
Αν χτυπήσει την πόρτα σου κάποιος που πασχίζει να αντιμετωπίσει την ανάγκη του, μη ζυγίσεις τα πράγματα με ανώμαλο τρόπο. Μην πεις, δηλαδή, Αυτός είναι φίλος, είναι ομόφυλος, με έχει ευεργετήσει παλιότερα, ενώ ο άλλος είναι ξένος, αλλόφυλος, άγνωστος. Αν κρίνεις άνισα, ούτε συ θα ελεηθείς. Μία είναι η ανθρώπινη φύση, και ο ένας και ο άλλος είναι άνθρωπος. Κοινή είναι και στους δύο η ανάγκη, κοινή η φτώχεια. Πρόσφερε και στον αδελφό και στον ξένο, στον μεν αδελφό σου να μη γυρίσεις την πλάτη, τον δε ξένο κάν’ τον αδελφό σου. Ο Θεός θέλει να στηρίζεις τους αναγκεμένους, κι όχι να κάνεις διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Δε θέλει να δίνεις στον ομόφυλο και να αποδιώχνεις τον ξένο. Όλοι είναι ομόφυλοι, όλοι είναι αδέλφια, όλοι είναι παιδιά ενός πατέρα. Υπάρχει κόσμος που τον ξερίζωσε κάποια συμφορά και δεν του έχει απομείνει τίποτα, παρά μόνο η ψυχή και το σώμα του. Εμείς όμως, όσοι έχουμε γλιτώσει άγευστοι συμφορών, ας μοιραστούμε με εκείνους την ευημερία μας. Ας αγκαλιάσουμε τους αδελφούς μας που μόλις μετά βίας έχουν διασωθεί.
Πηγή: Μεγάλου Βασιλείου, Περί ελεημοσύνης, Λόγος δ', εκλεχθείς δια Συμεών (Μεταφραστού)
Ο ΚΑΤΑ Θεὸν ἀγωνιζόµενος χριστιανὸς συχνὰ ἀντιµετωπίζει τὰ σύννεφα τῆς ραθυµίας, τὰ ὁποῖα τοῦ κόβουν τὴν ὁρατότητα καὶ βρίσκεται µπροστὰ σὲ ἀδιέξοδα. Τότε αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκούσει ἀπὸ κάποιον ἀδελφό του ἕνα καθοδηγητικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος ἐνδεχοµένως δὲν τοῦ εἶναι ἄγνωστος, ἀλλὰ ἐκεῖνες τὶς ὧρες τοῦ διαφεύγει.
Αὐτὸ συνέβη κάποτε καὶ στὸν ἀββᾶ Παµβώ, ὁ ὁποῖος ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, τί πρέπει νὰ κάνει, κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Μὴ ἔσο πεποιθὼς τῇ δικαιοσύνῃ σου µηδὲ µεταµελοῦ ἐπὶ πράγµατι παρελθόντι καὶ ἐγκρατὴς γενοῦ γλώσσης καὶ κοιλίας». Πραγµατικὰ σοφὴ ἡ συµβουλὴ τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Τοῦ εἶπε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἐµπιστοσύνη στὴν ἀρετή του, γιατὶ τίποτα δὲν εἶναι σταθερὸ καὶ ἀµετάβλητο. Ὑπάρχει πάντα ὁ πνευµατικὸς κίνδυνος ἡ ἀρετὴ νὰ µειωθεῖ ἢ καὶ νὰ χαθεῖ, ὅταν πάνω σ᾽ αὐτὴ ἀρχίσει νὰ χτίζει µὲ τὴ φαντασία του τὴν προσωπική του ἐνάρετη εἰκόνα καὶ νὰ τὴν προβάλλει µὲ πολλοὺς εὐθεῖς καὶ πλάγιους τρόπους. Ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέφει µὲ τὸ νοῦ στὸ παρελθὸν καὶ νὰ σκέφτεται ἐπίµονα τὶς ἁµαρτίες του ἀλλὰ καὶ τὶς παραλείψεις του, γιατὶ σὲ τίποτα δὲν θὰ τὸν ὠφελήσει αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἐνασχόληση. Τὸ παρελθὸν ἔχει περάσει καὶ µὲ τὴ µετάνοια δὲν ὑπάρχει, παρὰ µόνο ὡς ἀνάµνηση. Τὸ ἐνδιαφέρον πρέπει νὰ στρέφεται στὸν πνευµατικὸ ἀγώνα τοῦ σήµερα, στὴν ἄσκηση τῆς ἐγκράτειας καὶ στὴν κυριαρχία τῶν αἰσθήσεων.
Πολλοὶ µονίµως σκέφτονται τὸ µέλλον, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνουν πολλὰ σχέδια. Προγραµµατίζουν ἔργα, ποὺ θὰ ἱκανοποιήσουν τὶς προσωπικές τους φιλοδοξίες. Νοµίζουν ὅτι τὰ χωρὶς προοπτικὴ σχέδιά τους θὰ τοὺς φανοῦν χρήσιµα στὴ ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή τους µπορεῖ νὰ ἔχει καὶ αἰφνίδιο τέλος. Ταλαιπωροῦνται µὲ πλῆθος µεριµνῶν γιὰ οἰκοδοµὲς καὶ ζοῦν µὲ ἄγχος γιὰ µελλοντικὲς ὑποθέσεις. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χάνουν τὸ παρόν, ἀφοῦ δὲν προλαβαίνουν νὰ τὸ ἀξιοποιήσουν πνευµατικά. Αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στοὺς κληρικοὺς καὶ µοναχούς. Ἀναπτύσσουν πρωτοφανῆ δραστηριότητα γιὰ ἔργα ποὺ θὰ χρησιµοποιηθοῦν στὸ µέλλον, χωρὶς νὰ τοὺς διαβεβαιώνει κανεὶς ὅτι θὰ συµβεῖ κάτι τέτοιο. Κοπιάζουν µαταίως γιὰ τὸ µέλλον καὶ ραθυµοῦν ἀδικαιολογήτως γιὰ τὸ παρόν, ξεχνώντας ὅτι ἡ σωτηρία δὲν θὰ προκύψει ἀπὸ τὰ ἔργα γιὰ τὸ µέλλον, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πνευµατικὸ ἀγώνα τοῦ παρόντος.
Οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ κοιτάζουν τὸ σήµερα ποὺ εἶναι στὰ χέρια τους καὶ ὄχι τὸ αὔριο, ποὺ εἶναι ἄδηλο καὶ τὸ ρυθµίζει µόνο ὁ Θεός. Νὰ ἔχουν ἐγρήγορση καὶ διάκριση καὶ νὰ ἀποφεύγουν τὶς πολλὲς βιοτικὲς µέριµνες, ποὺ περιορίζουν τὸν πνευµατικὸ ἀγώνα καὶ κάποτε τὸν µαταιώνουν. Αὐτὸ φυσικὰ εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ ἀπευκταῖο.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 12/02/2016), Θρησκευτικά
Εἶναι διάχυτο ἕνα παράξενο πνεῦμα,τὸν τελευταῖο καιρό, στοὺς κύκλουςμας. Ἄνθρωποι διάφοροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἰδικοὶ καὶ ἄσχετοι, προσπαθοῦν νὰ μᾶς περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι τὰ πράγματα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Πολιτεία, ἄλλαξαν. Καὶ νομίζοντας ὅτι ἐμεῖς δὲν τὸ ἔχουμε πολυκαταλάβει αὐτό,προσπαθοῦν νὰ μᾶς τὸ περάσουν. Καὶ ἀκοῦμε σὲ διάφορους τόνους, σ’ ὅλους τοὺς ἤχους καὶ μὲ διάφορα ὑφάκια νὰ μᾶς τὸ λένε αὐτό, ἀπαξιώνοντάς μας καὶ λίγο,θέλοντας νὰ περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι ζοῦμε στὸν κόσμο μας, ὅτι δὲν παίρνουμε χαμπάρι τί γίνεται γύρω μας, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσαρμοσθοῦμε στὰ νέα δεδομένα κι ὅτι ἑπομένως ἀνάξια κρατᾶμε αὐτὲς τὶς θέσεις κι αὐτὰ τὰ πόστα, τὰ ὁποῖα θἄπρεπε νὰ κατέχουν ἄνθρωποι σὰν κι αὐτούς, ἀτσίδες ποὺ πετοῦν σπίθεςκαὶ ποὺ χωρὶς νὰ λιμνάζουν καλπάζουνπρὸς τὰ ἐμπρός. Κι ἑπομένως, μ’ αὐτὴντὴ βραδύτητα στὴν ἀντίληψι ποὺ μᾶς καταλογίζουν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, μᾶς θεωροῦν παρωχημένης ἐποχῆς ἀνθρώπους,ἐκπροσωποῦντας τὴν συντήρησι καὶ τὴνἀνάσχεσι τῆς προόδου.Κι ἐμεῖς οἱ «βραδύνοες» τρῶμε κατὰ πρόσωπο τὴν ταμπέλα τοῦ συντηρητικοῦ καὶ δὲν μιλᾶμε. Δὲν δικαιούμαστε νὰ μιλᾶμε, γιατὶ βλέπεις, μιλᾶνεαὐτοὶ ποὺ τὰ κατάλαβαν ὅλα καὶ μποροῦν καὶ ἐγκλιματίζονται εὔκολα στὰ νέα δεδομένα,αὐτοὶ ποὺ ζοῦν τὴν ἐποχὴ τους,ποὺ μποροῦν καὶ τολμοῦν πολλά,ποὺ δὲν ἀναζητοῦν χαμένους θησαυρούς, ἀλλὰ προσγειωμένοι στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν μποροῦν νὰ ἐφεύρουν λύσεις γιὰ ὅ,τι πρόβλημα ἀνακύπτει καὶ τὰ καταφέρνουν θαυμάσια. Κι ἐνῷ ἔχουν τὴνφούρια νὰ τρέξουνπρὸς τὰ ἐμπρός,μπροστὰ στὰἔκπληκτα γι’ αὐτοὺς μάτια μας, ἀσχολοῦνται κάπου-κάπου καὶ μὲ μᾶς γιὰ νὰμᾶς ἀφυπνίσουν. Νὰ ξυπνήσουμε ἐπὶτέλους. Νὰ καταλάβουμε ὅτι ἄλλαξαν τὰπράγματα. Πᾶμε μπρός, δὲν πᾶμε πίσω.Κι ἐμεῖς, κουνῶντας συγκαταβατικὰ τὸκεφάλι, κάνουμε τὸν κουτὸ καὶ ἀκοῦμε,ἀκοῦμε, καὶ ὅσο ἀκοῦμε παίρνουν διαστάσεις. Γιατὶ σοῦ λέει, βλέπεις πῶς τὸν ἐκπλήσσω; Σιγὰ-σιγὰ θὰ τὸν κάνω νὰ καταλάβῃ. Κι ἔρχομαι τώρα καὶ τοῦ λέω:Τί νὰ καταλάβω, ἀδελφὲ μου; Τὶ κατάλαβες ἐσύ, κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω;Μᾶλλον πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἐσὺ ἀνεύθυνα, χαλαρὰ κι ἐπικίνδυνα εἶπες τὸ μεγάλο ναί. Ναί, «ἐλᾶτε καταστρέψτε μας κι ἐμεῖς θὰ ζοῦμε στὰ ἐρείπια». Θὰ μάθουμε νέες τεχνικὲς νὰ διορθώνουμε τὰ ἐρείπια. «Ἐλᾶτε, χαλάστε». «Τὸ ξέρουμε θὰ χαλάσετε. Ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν ἔξυπνοι θὰ ἐξεύρουμε πρακτικὲς καινούργιες νὰ σαρώνουμε τὰ χαλάσματα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, τοὐλάχιστον ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνείδησί μας γιατὶ ἐμεῖς δὲν χαλᾶμε. Ἐσεῖς χαλᾶτε. Ἐμεῖς δὲν καταστρέφουμε. Ἐσεῖς καταστρέφετε». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ καταστρέφουν,
φίλε μου, δὲν εἶναι οἱ θεματοφύλακες αὐτῶν ποὺ καταστρέφουν. Ἡ ἐξυπνάδα σου δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται στὸ γεγονὸς νὰ καταλάβῃς τὴν καταστροφή.
Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι νὰ λὲς ὄχι στὴν καταστροφή. Τώρα, ποιό εἶναι πιὸ βολικὸ βρές το ἐσύ. Γιατὶ ἂν ἔτσι τὰ μετρᾶς,ἐγὼ θέλω νἆμαι συντηρητικός. Ὅπως τὸν ἐννοεῖς ἐσὺ ὅμως «ὁ ἔξυπνος» τὸνσυντηρητισμό. Θέλω νὰ μὲ λὲς ἐσὺ συντηρητικό, γιατὶ ἔτσι φανατίζομαι στὸν συντηρητισμὸ μου καὶ τὸν ὑπερασπίζομαι. Ἂν εἶναι συντηρητικὸ νὰ θέλω νὰ διδάσκωνται οἱ νέοι βλαστοὶ τοῦ ἔθνους μας τὴν πίστι τῶν πατέρων τους, ναί,θέλω νὰ εἶμαι καὶ εἶμαι συντηρητικός.Ἂν εἶναι συντηρητισμὸς νὰ θέλω ἱερεῖς στὶς ἐνορίες καὶ θεολόγους στοὺς ἄμβωνες, ναί, εἶμαι συντηρητικὸς καὶ τὸ καυχιέμαι. Ἂν εἶμαι συντηρητικὸς γιατὶ θέλω νὰ μὴν καταργηθοῦν αὐτὰ ποὺ κερδιθήκανε μὲ ἀγῶνες καὶ αἵματα,ναί, θέλω ὣς καὶ τὸ αἷμα μου νὰ δώσω καὶ ζητῶ τὴ θεία βοήθεια γι’ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ καταλυθῆ τίποτε ἀπὸ ὅσα εἴχαμε!Ἀλλὰ ἀντίθετα, σήμερα ποὺ ἡ πρόοδος καλπάζει πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ τὰ διάφορα τεχνικὰ μέσα εἶναι στὴ διάθεσί μας, ναί, θέλω ὅλα νὰ τὰ χρησιμοποιήσω γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Δὲν θέλω νὰ ἀπαξιωθοῦν τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Δὲν θέλω νὰ καταργηθοῦν οἱ Θεολογικὲς Σχολές, δὲν θέλω,δὲν θέλω. Ἀλλὰ βέβαια ἐσὺ θὰ πῇς, ὅτι«κι ἐγὼ τὰ θέλω αὐτά, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τἄχω, γιατὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν».«Κι ἐγὼ» θὰ πῇς, «δὲν κυνηγάω χίμαι-ρες, προσγειώνομαι». Ἀλλὰ ἐμένα ὅμως, ἀδελφὲ μου, γιατὶ μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὰ ἤθελες ὅλα αὐτὰ ὅπως τὰ εἴχαμε, καὶβρίσκεις εὐκαιρία νὰ τ’ ἀλλάξῃς; Καὶ ἄντε, ὅσον ἀφορᾶ τὰ δικὰ σου, κάνε ὅ,τι θέλῃς· ἄλλαξέ τα καὶ χαῖρε μέσα στοὺς νεωτερισμούς σου καὶ τὶς ἐκκοσμικεύσειςσου. Ἐμένα γιατὶ θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ ἐντάξῃς στὴν ὁμάδα σου καὶ στοὺς ὁμοίους σου; Ἢ μήπως στὴν οὐσία δὲνμὲ θέλεις καθόλου, ἀλλὰ προτιμᾶς νὰ μὲ βλέπῃ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ μὲ οἰκτείρῃς δὲν μᾶς λὲς καλύτερα, ἀδελφὲ μου, ἀφοῦἐμεῖς δὲν καταλάβαμε, ἐσὺ τὶ κατάλαβες;Γιατὶ ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι οἰκειοποιήθηκες τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ὑπερασπίζεσαι. Δὲν σὲ εἶδα νἄρθῃς νὰ κλάψουμε μαζὶ καὶ νὰ θρηνήσουμε γιὰ ὅ,τι χάνεται. Ἔ, λοιπὸν δὲν συμφωνοῦμε. Κι ἐγὼ μὲν μένω «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθην»(Β΄ Τιμ. γ.14), σὺ δὲ μακάρι νὰ βρῇςσὰν καλὸ παλληκάρι ἄλλο μονοπάτι νὰ φθάσῃς ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ φθάσω.Ξέρεις ὅμως, ἕνα παληὸ νομικὸ θέσφατο ἔλεγε: «τοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῷτοῖς δ’ ὄψοις προσφάτοις». Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς νόμους νὰ χρησιμοποιῇς παληοὺς νόμους καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς. Ἀλλὰ τροφὲςνὰ τρῶς φρέσκες. Κι ὁ πιὸ παληὸς Νόμος, ὅπως ξέρεις, εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Νόμος Αὐτοῦ ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. ιγ.8).Αὐτὸς ποὺ εἶναι «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν»,(Δαν. ζ. 9) ἀλλά ποὺ εἶναι πιὸ σύγχρονος ἀπ’ τὸν πιὸ σύγχρονο, ἀφοῦ μὲ τὴ θεία Πρόνοιὰ Του καλύπτει τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν κρατῇ πάντα.Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ζωῆς ὅλων μας. Καὶ μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε στὰ παιδικὰ μας χρόνια τὶς καλὲς μας γιαγιάδες ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι ἁπλᾶ καὶ προσλαμβάναμε ὅλα τὰ στοιχεῖα της καὶ τὰ βιώναμε. Ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε τοὺς καλούς μας δασκάλους ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι πρῶτα καὶ τὴν φιλοπατρία μετά. Εἶναι καλύτερα τὰ παληά, τὰ καθιερωμένα, καὶ μακάρι μ’ αὐτὰ νὰ ζήσουμε καὶ νἄχουμε τὴν παρρησία καὶ τὴ δύναμι νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦμε καὶ νὰ μὴν τὰ προδώσουμε.Κι ἂς μᾶς λένε μωροὺς «οἱ φρόνιμοι». Ἐμεῖς μακάρι νἄμαστε «μω-ροὶ διὰ Χριστὸν». (Α΄ Κορ. δ.10).
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ὁ θεοδόχος Συμεών, ὁ πολιός, βιβλικὸς καὶ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ κρατήσει στὰ γεροντικά του χέρια τὸν Θεάνθρωπο Λυτρωτὴ μας Χριστό, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, προεφήτευσε γιὰ τὸ Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου, σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅτι «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λούκ.2,34). Δηλαδὴ τὸ θεανδρικὸ Του Πρόσωπο θὰ γίνει αἰτία πνευματικῆς πτώσεως καὶ ἀναστάσεως πολλῶν μεταξὺ τῶν ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ καὶ ἀντικείμενο διαφωνίας καὶ διαμάχης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τὴν ἴδια αὐτὴ ἀλήθεια ἐκφράζουν καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν Α΄ Καθολική του ἐπιστολή, (2,7), καθὼς καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, (9,33), ὅπου χαρακτηρίζουν τὸ πανάγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ὡς «λίθο προσκόμματος καὶ πέτρα σκανδάλου». Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος - Χριστός, ποὺ βαστάζει ὅλο τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ὁ «λίθος» πάνω στὸν ὁποῖο σκοντάφτουν οἱ ἄπιστοι καὶ γκρεμίζονται στὴν ἀπώλεια. Καὶ τοῦτο διότι ἡ πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση δὲν μπορεῖ, μὲ τὶς δικές της μόνο δυνάμεις νὰ εἰσχωρήσει στὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ ἱστορία εἶναι ὁ ἀψευδὴς μάρτυρας. Κανένα ἄλλο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης...
ἱστορίας δὲν ἀγαπήθηκε μὲ τόσο ἀπόλυτο καὶ ὁλοκληρωτικὸ τρόπο, ὅσο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν πολεμήθηκε καὶ δὲν μισήθηκε μὲ τόση λύσσα καὶ μὲ τόση μανία, ὅπως αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν γράφηκαν τόσα πολλὰ καὶ ἀντιφατικὰ μεταξύ τους, ὅσα γιὰ Κεῖνον!
Ἀφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν σχόλιό μας πήραμε ἀπὸ μία βιβλιοκρισία τῆς ἐφημερίδος «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» (φ.23-1-2106), τοῦ κ. Γ. Βαϊλάκη, μὲ τίτλο: «Ἰησοῦς: Φιλειρηνικὸς δάσκαλος ἢ πολιτικὰ συνειδητὸς ἐπαναστάτης;». Πρόκειται γιὰ βιβλιοκριτικὴ στὸ βιβλίο κάποιου ξένου συγγραφέα ὀνόματι Ρέζα Ἀσλᾶν, μὲ τίτλο: «Ὁ Ζηλωτής, ὁ βίος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», τὸ ὁποῖο μεταφράστηκε στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν κ. Ἄννα Παπασταύρου καὶ κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Πατάκη». Σύμφωνα μὲ τὸν σχολιαστή: τὸ «πολύκροτο» αὐτὸ βιβλίο εἶναι «μία καινούργια θεώρηση» γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτει τὴν δῆθεν μοναδικὴ ἰδιότητά του, ὡς ἐπαναστάτου!
Κατὰ τὸν ἀρθρογράφο: «Δύο χιλιάδες χρόνια πρίν, ἕνας περιπλανώμενος Ἰουδαῖος, ἱεροκήρυκας καὶ θαυματοποιός, διέσχισε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴ Γαλιλαία, προσελκύοντας ὀπαδούς, γιὰ νὰ ἱδρύσει αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ὀνόμαζε «βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα ποὺ προκάλεσε ἦταν τόσο ἀπειλητικὸ γιὰ τὴν καθεστηκυία τάξη, ὥστε συνελήφθη, βασανίστηκε καὶ ἐκτελέστηκε ὡς κοινὸς ἐγκληματίας. Λίγες δεκαετίες μετὰ τὸν ταπεινωτικὸ θάνατό του, οἱ ἀκόλουθοί του ἔμελλε νὰ τὸν ὀνομάσουν Θεό»!
Ἡ ἄγνοια, ἡ διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας, ἡ παραποίηση τῆς ἱστορίας, καὶ ἡ ἀπαξίωση στὸ πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας συναντῶνται καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται στὶς παρὰ πάνω γραμμές, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ὑβριστικὸ καὶ ἐξοργιστικὸ σύνολο. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπαναστάτη Χριστοῦ τοῦ ὁποίου τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα εἶχε ἕνα ἄδοξο καὶ οἰκτρὸ τέλος, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ τὰ βιβλικὰ κείμενα. Ἀντίθετα, ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδουν τόσο τὰ βιβλικὰ κείμενα, ὅσο καὶ ἐξωβιβλικὲς πηγές, (Σουητώνιος, Ἰώσηπος κ.α.), γιὰ τὸ πανάγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἀληθινὰ θεοπρεπῆς καὶ μεγαλειώδης.
Εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς μοναδικοῦ προσώπου στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2,22). Τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν κατάπληξη ὅλων, ἀκόμη καὶ τῶν ἐχθρῶν του: «ἢν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὒχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Μάτθ.7,29). Εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς μοναδικοῦ Νομοθέτου μὲ αὐθεντία καὶ κύρος ἀνυπέρβλητο, ποὺ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις… ἐγὼ δὲ λέγω ὑμὶν» (Μάτθ.5,21-22). Εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς προσώπου, τὸν ὁποῖον ὅταν ὁ ὄχλος θέλησε νὰ ἀνακηρύξει βασιλέα,
Αὐτὸς ἀρνήθηκε: «Ἰησοῦς οὒν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἴνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὅρος αὐτὸς μόνος» (Ἰω.6,15). Εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς προσώπου, ὁ ὁποῖος «ἐν ἐξουσία καὶ δυνάμει ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ ἐξέρχονται» (Λούκ.4,36). Εἰς τὸν ὁποῖον «ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. 28,18). Ὁ ὁποῖος θαυματουργεῖ ὄχι σὰν ἕνας φακίρης, ποὺ παίζει τὸν καραγκιόζη καὶ προσπαθεῖ μὲ μαγικὲς τέχνες νὰ ἐξαπατᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἐκμεταλλεύεται, ἀλλ’ ὡς Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα καὶ στὸν ὁποῖον ὑπακούουν τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ θάνατος: «διεγερθεῖς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμω καὶ εἶπε τῇ θαλάσση· Σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (Μάρκ.4,39), «νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι» (Λούκ.7,14), «Λάζαρε δεῦρο ἔξω» (Ἰω.11,43)., κ.λ.π.
Περιέργως ὁ ἀρθρογράφος δὲν λέγει τίποτε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ σταματᾶ στὸν θάνατό του, τὸν ὁποῖο μάλιστα ὀνομάζει «ταπεινωτικό». Προφανῶς βρίσκεται σὲ ἀμηχανία καὶ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει πὼς νὰ παρακάμψει τὴν ἀνάσταση, ποὺ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν τεκμήριο τῆς Θεότητός του, τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ πίστη μας, ἁπλῶς τὴν ἀποσιωπᾶ. Ἐπίσης δὲν λέει τίποτε γιὰ τὴν ἔνδοξη ἀνάληψή του, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἄλλο μεγάλο τεκμήριο τῆς Θεότητός του. Ἁπλῶς περιορίζεται νὰ δηλώσει ὅτι «Λίγες δεκαετίες μετὰ τὸν ταπεινωτικὸ θάνατό του, οἱ ἀκόλουθοί του ἔμελλε νὰ τὸν ὀνομάσουν Θεό»! Διερωτώμεθα νὰ ἄνοιξε ποτὲ ὁ ἀρθρογράφος τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἂν διάβασε ποτὲ τὰ βιβλικὰ κείμενα. Διότι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἤδη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὴν πρώτη του ὁμιλία πρὸς τὸν λαό, ἀνεκήρυξε τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου: «Ἀσφαλῶς οὒν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὂν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε» (Πράξ. 2,36).
Συνεχίζοντας ὁ σχολιογράφος ἀναφέρει πὼς «Ὁ Ρέζα Ἀσλᾶν ὑπογράφει μία προκλητική, συναρπαστικὴ καὶ ἀπόλυτα ἐμπεριστατωμένη βιογραφία ποὺ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση παλιὲς καὶ βαθιὰ ριζωμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ γνωρίζουμε ὡς Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. Συγκρίνοντας καὶ φωτίζοντας τὸν Ἰησοῦ τῶν Εὐαγγελίων μὲ τὶς ἱστορικὲς πηγές, ὁ Ἀσλᾶν σκιαγραφεῖ τὸ πορτρέτο ἑνὸς ἄνδρα γεμάτου πίστη καὶ πάθος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο σπαράσσεται ἀπὸ ἀντιθέσεις: ἕνας ἄνδρας φιλειρηνικὸς ὁ ὁποῖος παρακινοῦσε τοὺς ὀπαδούς του νὰ ὁπλιστοῦν μὲ σπαθιά. Ἕνας ἐξορκιστὴς ὁ ὁποῖος θεράπευε διὰ τῆς πίστης καὶ προέτρεπε τοὺς μαθητές του νὰ κρατοῦν μυστικὴ τὴν ταυτότητά του, καὶ τέλος ὁ ἀνατρεπτικὸς «Βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων», τοῦ ὁποίου ἡ ὑπόσχεση νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ Ρώμη δὲν ὑλοποιήθηκε στὴ διάρκεια τῆς σύντομης ζωῆς του»!
Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ὁ ἀρθρογράφος, παρουσιάζοντας τὴν βιογραφία τοῦ Ἀσλᾶν ὡς «ἀπόλυτα ἐμπεριστατωμένη», μὲ τεκμήρια καὶ ἀποδείξεις ποὺ ἀνακάλυψε στὶς «ἱστορικὲς πηγές» του, ἔρχεται νὰ κλονίσει τὴν ἱστορικὴ ἀξιοπιστία τῶν εὐαγγελίων καὶ νὰ θέσει ἔτσι σὲ «ἀμφισβήτηση παλιὲς καὶ βαθιὰ ριζωμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ γνωρίζουμε ὡς Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο», ἀντιλήψεις ποὺ βασίζονται στὰ εὐαγγελικὰ κείμενα. Δηλαδὴ ἐπὶ 2000 χρόνια ἡ ἀνθρωπότης ἐπλανάτο καὶ εἶχε σχηματίσει μία ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μὲ βάση τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἦρθε σήμερα ὁ Ἀσλᾶν νὰ λυτρώσει τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ πλάνη, ποὺ τὴν μάστιζε τόσους αἰῶνες ἀπὸ τὴν φρικτὴ αὐτὴ παραποίηση τῆς ἱστορίας! Τo γεγονὸς ὅτι τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα πέρασαν ἀπὸ ἀμέτρητα κόσκινα ἱστορικῶν, ἀρχαιολόγων, κριτικῶν τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἄλλων ἐρευνητῶν, δὲν μετράει γιὰ τὸν Ἀσλᾶν. Τo γεγονὸς ὅτι κανεὶς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις εἶναι ἱστορικὰ ἀναξιόπιστες, δὲν τὸν προβληματίζει, νὰ βάλει ἕνα ἐρωτηματικὸ μήπως πέφτει ἔξω στὰ συμπεράσματά του.
Ἂς γνωρίζει ὅμως ὁ κ. Ἀσλᾶν καὶ οἱ ὁμόφρονές του ὅτι ἡ δῆθεν «ἐμπεριστατωμένη βιογραφία» του γιὰ τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι δική του «ἔμπνευση», ἀλλὰ παμπάλαια προσπάθεια τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν δοῦν ἀπογυμνωμένο ἀπὸ τὴν Θεότητά Του! Δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ ὡς μία «ξεχωριστὴ» προσωπικότητα τῆς ἱστορίας. Τὸ πρόβλημά τους εἶναι ἡ Θεότητά Του! Γι’ αὐτὴν ὁ ἀρχιερέας δικαστὴς του «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του» (Μάρκ. 14,63), ὅταν ὁ Χριστὸς ὁμολόγησε τὴν ἰδιότητά Του ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξέδωσε τὴν ἀπόφαση τῆς θανάτωσής Του! Τὸ ἀξιοπερίεργο εἶναι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀρνητὲς τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, ἀντλοῦν τὶς ἰδεοληψίες τους ἀπὸ τὸ «στρατόπεδο» τῆς «καθεστηκυίας τάξης», ἡ ὁποία καὶ Τὸν θανάτωσε! Ἡ ἄθλια τότε «καθεστηκυία τάξη» εἶναι περισσότερο ἀξιόπιστη γιὰ τοὺς διαχρονικοὺς ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τοὺς πιστούς Του, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τοὺς σ’ Αὐτόν, ὡς Θεό!
Συνεχίζοντας ὁ σχολιογράφος τονίζει πώς: «Ὁ Ἀσλᾶν διερευνᾶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ πρωτοχριστιανικὴ ἐκκλησία προτίμησε νὰ διαδώσει μία εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ ὡς ἑνὸς φιλειρηνικοῦ πνευματικοῦ δασκάλου καὶ ὄχι ὡς ἑνὸς πολιτικὰ συνειδητοῦ ἐπαναστάτη». Μὲ ἄλλα λόγια, χαρακτηρίζει ὡς πλαστογράφους καὶ ἀπατεῶνες τοὺς πρώτους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν συγγραφέα, διέδωσαν μία ψεύτικη εἰκόνα γιὰ τὸ Χριστό! Θέλει νὰ ἀγνοεῖ ὅτι oι Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν συγγραφέα, «κατασκεύασαν τὴν ψεύτικη εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ», καταθέτουν τὴ προσωπική τους ἐμπειρία περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι μία φῆμες, καὶ εἰδήσεις ἀπὸ τρίτα πρόσωπα: «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἠμῶν, ὃ ἐθεσάμεθα καὶ αἳ χεῖρες ἠμῶν ἐψηλάφησαν» (Α Ἰωάν.1,1). Δὲν τὸν προβληματίζει τὸ γεγονὸς ὅτι γι’ αὐτὴ τὴν «ψεύτικη εἰκόνα» οἱ «ἀπατεῶνες» ἐκεῖνοι ἔδωσαν τὴ ζωή τους. Γνωρίζει πολλοὺς στὴν ἱστορία νὰ ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ ἕναν κατασκευασμένο ἀπὸ αὐτοὺς ψέμα; Δὲν εἶναι αὐτὴ μία «καραμπινάτη» ἀντίφαση στοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ συγγραφέα;
Περαίνοντας τὸ σχόλιό μας αὐτό, διαβάζοντας τὰ παλιὰ καὶ τὰ σύγχρονα ἀντιχριστιανικὰ λιβελογραφήματα, διαπιστώνουμε τὴν τραγικότητα, τόσο τῶν συγγραφέων τους, ὅσο καὶ τῶν ἀναγνωστῶν τους. Ἐνῶ βλέπουν τὸ ἄσκοπο καὶ τὸ ἀτελέσφορο τῶν τιτάνιων προσπαθειῶν τους νὰ σπιλώσουν τὸ Πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ μας Χριστοῦ καὶ νὰ γκρεμίσουν τὴν Ἐκκλησία Του, πασχίζουν καὶ ἀναλώνονται σὲ αὐτὸν τὸν σισύφειο ἀγώνα, χωρὶς ἀποτέλεσμα! Ἀσφαλῶς καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Ρέζα Ἀσλᾶν, εἶναι μία θλιβερὴ πτυχὴ τῆς δικῆς του σισύφειας τραγωδίας, χωρὶς ἀποτέλεσμα! Διότι ἂν νομίζει ὅτι μὲ αὐτὸ θὰ γκρεμίσει τὴν Ἐκκλησία, εἶναι τουλάχιστον ἀφελής!
Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας,ἐποχὴ ἐντόνων ζυμώσεων καὶἀνατροπῶν, ὡς πρὸς τὶς πολιτικὲς καταστάσεις καὶ τὰ φυλετικὰ ζητήματα παγκοσμίως, ὑπῆρξε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Γένος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία «τῆς καθ’ἡμᾶς Ἀνατολῆς» ἡ μεγάλη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη δοκιμασία,ὡς πρὸς τὴ συνέχεια καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ πρώτου καὶ ὡς πρὸς τὶς ἐνίοτε καταλυτικὲς καὶ νεκρωτικὲς τυποποιήσεις στὸν χῶρο τῆς δευτέρας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὰ θέματα τῆς λατρείας γενικὰ καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ πληρώματός της εἰδικότερα.
Ὁ κοινωνικός, πνευματικὸς καὶ ἠθικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σχοινοβατεῖ ἀνάμεσα στὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο, ἀνάμεσα στὴ διαφύλαξη τῆς παράδοσης καὶ τὴν ἀνατρεπτικὴ νεοτερικότητα, ἐνῷ οἱ αἰῶνες τῆς δουλείας ἐμετρῶντο μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀγωνιώδους πορείας διατηρήσεως τῶν πνευματικῶν ζωπύρων τοῦ Γένους.Παράλληλα μὲ μιὰ ἔντεχνα ἐξιδανικευόμενη κίνηση ἐπιστροφῆς, μέσῳ τῆς θεωρίας τῆς «μετακένωσης», τοῦ ἑλληνι-κοῦ πολιτισμοῦ στὴν κοιτίδα του, μετὰ ἀπὸ τὴ δυτική του μετανάστευση, ἐπιχειρήθηκε δυστυχῶς ἡ ἄκριτη εἰσροὴ καὶ ἀποδοχὴ τῶν δυτικῶν προτύπων, ἰδεῶν καὶ θεωριῶν τοῦ λεγομένου «δυτικοῦ διαφωτισμοῦ» στὴ χειμαζόμενη ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὡς θρυλλούμενος «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός»7. Ἡ κίνηση αὐτή, ἀλλοτριωμένη ἀπὸ ὑφέρπουσα ἀρχαιολατρία, ἀναζητεῖ δυτικοὺς φωτιστές, ποὺ θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ ὡς κληρονόμοι τῆς βαρύτιμης προίκας τῶν προγόνων μας. Τὴ θεανθρωποκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης πρόβαλαν, ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θέασης τοῦ κόσμου, στὴν καιριότερη χρονικὴ στιγμὴ τῶν ζυμώσεων, τὸν ιη΄ αἰῶνα, οἱ φιλοκαλικοί, νηπτικοὶ καὶ νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες πατέρες. Στὴ θέση ὅτι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἡ νοησιαρχία εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου,ἀλλὰ καὶ στὸν ἀφηρημένο στοχαστικὸ-φιλοσοφικὸ σχολαστικισμό, ἀντέταξαν τὰ ἐμπειρικὰ-ἀσκητικὰ γνωσιολογικὰ κριτήρια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ πλαίσιο κυρίως τῆς κολλυβαδικῆς ἔριδας, ὅπως εἶχε γίνει καὶ παλαιότερα στὶς ἀντιθέσεις περὶ τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ-ἀντιησυχασμοῦ.
Ἡ σύγκρουση τοῦ παραδοσιακοῦ μὲ τὸ εἰσαγόμενο ἀλλότριο νεωτερικὸ ἦταν ἀναπόφευκτη. Ἡ μία μερίδα, μπολιασμένη μὲ στοιχεῖα ἀναιρετικὰ τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους, κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἁπλῆ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία μέχρι τὶς ἀπροκάλυπτες ἀθεϊστικὲς τάσεις. Ὅσοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μὲ τὴν πατερικὴ καὶ ῥιζωμένοι στὴ ρωμαίϊκη παράδοση ἀποτίμησαν ψυχραιμότερα καὶ νηφαλιότερα τὶς νέες εὐρωπαϊκὲς προοδευτικὲς ζυμώσεις καὶ μὲ κόπους πολλοὺς συγγραφικοὺς καὶ ἐκδοτικούς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔπραξαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, δημιούργησαν ἕναν ὀρθόδοξο, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ ἑλληνότροπο διαφωτισμό.Ἔτσι, ὡς ἀπάντηση συγκροτημένη στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸ β΄μισὸ τοῦ ιη΄ αἰῶνα, ἐκδηλώθηκε τὸ μεταμορφωτικό, ἡσυχαστικὸ καὶ φιλοκαλικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργῶς διακόνησαν, μὲ ἔργο καὶ
λόγο, μὲ γραφίδα καὶ βίο, μὲ συγγραφὲς καὶ ἐκδόσεις, μὲ μεταφραστικὸ πλουτισμὸ καὶ πρωτότυπη θεολογικολειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παραγωγή, μὲ συναξαριστικὲς συλλογὲς καὶ νεομαρτυρικὲς προαλείψεις,μὲ ἄσκηση καὶ μαρτύριο συνειδήσεως, μὲ ἔνσταση ὑπὲρ τῆς παραδόσεως (καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνόθευτη πίστη, καὶ ὡς πρὸς τὸ ἀπαραχάρακτο ἦθος, καὶ ὡς πρὸς τὶς καταλυτικὲς τῆς θείας λατρείας τυποποιήσεις καὶ ἀνατροπές), τὸν ἀληθῆ ἁγιοπατερικὸ καὶ ῥωμαίικο διαφωτισμὸ τοῦ Γένους.Οἱ πρωτοστάτες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος, Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Χριστόφορος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ., ἐκ τῆς εὐρυτέρας χορείας τῶν Κολλυβάδων, ἀντέταξαν στὰ δυτικὰ «φῶτα» τοῦ Διαφωτισμοῦ τὸ φῶς τῆς βιούμενης στὴ ζωντανὴ λατρεία ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς παραδόσεως, στὸν δρόμο τῆς ἀλαζονικῆς καὶ νοησιαρχικῆς πολυγνωσίας τὸν ἁγιοπατερικὸ δρόμο τῆς καθαιρόμενης, φωτιζόμενης καὶ θεούμενης χαρισματικὰ ὕπαρξης, στὰ πρόσωπα τῶν σοφῶν κατὰ κόσμον καὶ σπουδαγμένων ἀνθρώπων τοὺς θεουμένους ἁγίους καὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων διὰ ποικίλων μέσων κατεστάθησαν πνευματικοὶ πρὸς τὸ μαρτύριο ἀλεῖπτες.Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν φιλοκαλικῶν ἦταν ὑπὲρ τῆς παραδόσεως μὲ ἐπίγνωση καὶ βίωμα. Τὸ κίνημά τους, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικό, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στὴ σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καὶ τοὺς ἀκατάλυτους λειτουργικοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὰ βιώθηκαν καὶ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ διδαχή, τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καὶ μελετητὲς καὶ πάντως ὄχι εὐκαιριακοὶ ἐπιφανειακὰ ἐνασχολούμενοι ἐρασιτέχνες.Ὡς οἱ πιὸ λόγιοι καὶ μορφωμένοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἐκφραστὲς τῆς ἀνόθευτης λειτουργικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν καινοτομοῦν ἀντορθοδόξως, ἀλλὰ προβάλλουν θεόσοφα τὸν ἐμπειρικὸ δρόμο τῆς βιούμενης Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς πιὸ καθαρὲς πηγές της, τοὺς βίους τῶν θεουμένων, τὰ συγγράμματα τῶν ἐξεχόντων θεολόγων πατέρων, τὶς ἑρμηνεῖες τῶν μυσταγωγῶν τῆς λατρείας, τὶς προαιώνιες προβλέψεις τῶν Τυπικῶν καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τὸν ταπεινὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ μυστήριο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἄκρα τιμὴ πρὸς τὴν κανονικὴ παράδοση. Μία πορεία ὄχι καινοφανής, πείσμων, ἐριστική, στασιαστική, ἀντιδραστικὴ καὶ ἰδιογνωμική, ἀλλὰ ἕνας δρόμος ἁγιοπατερικός, ἡσυχαστικός, φιλοκαλικός, μυσταγωγικός,ἱεροκανονικὸς καὶ λειτουργικός, ὁ ὁποῖος καταλήγει μὲ ἀδιάρρηκτη συνέχεια σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐκφράζεται ἀπλανῶς καὶ πολυτρόπως ἀπὸ αὐτούς.Ἀνάμεσα στὰ ἄκρα τῆς πλάνης ἑνὸς «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἄκρατου καὶ τυποποιητικοῦ συντηρητισμοῦ καὶ ἑνὸς ἄκριτου καὶ καταλυτικοῦ στὴν ἐλευθεριότητά του μοντερνισμοῦ, ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο νοθεύουν καὶ παραχαράσσουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ βίωση, οἱ Κολλυβάδες ἰσορροποῦν θεοφώτιστα καὶ παρακινοῦν ἐκκλησιαστικοὺςταγούς, μοναχοὺς καὶ χριστιανοὺς στὴνἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ βίου ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ τὰ ζώπυρα τῆς ἀπλανοῦς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ θετικότατες μέχρι καὶ σήμερα, καὶ ἴσως ἀκόμη περισσότερο στὶς ἡμέρες μας, ἐπιρροὲςστὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ δὲν παγιδεύτηκαν σὲ κάποια ἐγωιστικὴ ἀντίληψη ἀποκλειστικῆς ἐνασχόλησηςμὲ τὸν μοναχικὸ ἁγιορειτικὸ μικρόκοσμο,ἀλλὰ διὰ τῶν συγγραφῶν καὶ τῆς πνευματικῆς ἀγωνίας πρὸς βοήθεια τῶν ἀδελφῶν ἐκτάθηκαν στὸν μεγαλόκοσμο τῆς ἐποχῆς τους εὐεργετικὰ καὶ ἀναγεννητικά.Οἱ Κολλυβάδες ὑπῆρξαν λαμπροὶ διδάσκαλοι καὶ σχολάρχες, στὸ Ἅγιον Ὄρος,στὴ Χίο, στὴ Θεσσαλονίκη, παιδαγωγοὶ τοῦ Γένους καὶ ἀλεῖπτες μαρτύρωννέων τῆς Ἐκκλησίας, μοναστικοὶ ἡγέτεςκαὶ φωτιστὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, τὸνὁποῖο κατεπλούτισαν μὲ τὴν ἁγιασμένηπαρουσία τους ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς διασπορᾶς τους, δόκιμοι συγγραφεῖς, μεταφραστὲς καὶ ἐκλαϊκευτὲς ὀγκωδῶν πνευματικῶν ἔργων, γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶνχριστιανῶν, κριτικοὶ ἐπιμελητὲς τῶν ἁγιολογικῶν καὶ τῶν κανονικῶν κειμένων, μὲ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁπλούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς φιλολόγους ἀναγνῶστες, ρεαλιστὲς στὰ γλωσσικὰ ζητήματα, ἔχοντες ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης τῶν ἑρμηνειῶν καὶ τῶν ἁπλουστεύσεων, ἀλλὰ καὶ ὑπομνηματιστὲς λειτουργικῶν κειμένων πρὸς πληρέστερη κατανόηση καὶ θεολογικὴ ἀνάδειξή τους. Δὲν ἐδίστασαν πρὸ οὐδενὸς κόπου καὶ οὐδεμιᾶς θυσίας πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἀνθήσεως τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ δούλου Γένους καὶ τῆς γενικότερης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πνευματική, παιδείας του.Γυρίζοντας νοερὰ στὸν 18ο αἰώνα καὶ παρακολουθῶντας τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό τους, θὰ τοὺς ἀνταμώσουμε διωγμένους σὲ ὅλο τὸν ἑλλαδικό, ἰδιαίτερα ὅμως στὸν νησιωτικὸ χῶρο. Ἡ Ὕδρα, ἡ Πάρος,ἡ Ἰκαρία καὶ ἡ Χίος θὰ πλουτισθοῦν ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη παρουσία τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή τους, ἀπὸ τὸν πνευματικὸ στηριγμὸ καὶ τὴν πρακτικὴ φιλανθρωπία τους. Ὑπὲρ πάσας τὰς νήσους, ὅμως, ἡ Σκίαθος θὰ γίνει λιμὴν γαληνὸς τῶν διωκομένων πατέρων καὶ ἡ ἐν αὐτῇ ἱδρυθεῖσα κατὰ τὸ 1794 μονὴ Εὐαγγελισμοῦ «ὁλκὰς» πνευματικὴ «τῶν θελόντων σωθῆναι», ἀλλὰ καὶ περίπυστο κέντρο μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἀναγεννήσεως. Ὁ ἴδιος τόπος κατέστη ἀναβρυτικὸς ταμιευτήρας καὶ μυστικὸς θησαυροφύλακας τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς, φιλοκαλικῆς καὶ λειτουργικῆς παραδόσεως. Ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Χῖος, ὁ αὐτοεξόριστος ἁγιορείτης Κολλυβᾶς, ὁ «φυλάξας διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων»τοῦ Κυρίου «ὁδοὺς σκληρὰς» (βλ. Ψαλμ.ιϚ´ 4), κατέστη ὁ μείζων ἡγιασμένος κοινοβιάρχης τῆς διασπαρείσης χορείας τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ συνέδεσε γιὰ πάντα τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὴν περικαλλῆ καὶ δασοστεφὴ Σκίαθο καί,ὡς ἐκ τούτου, μὲ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς ἁγιοτόκου Μαγνησίας.Ἀγωνία πνευματικὴ τῶν Κολλυβάδων δὲν ἦταν οἱ νεωτεριστικὲς μεταρρυθμίσεις,ἀλλὰ οἱ ἐκ τῆς παραδόσεως ἀρυόμενες μὲ εὐλάβεια, γνώση καὶ ἐπιστημοσύνη ἀλλαγές, ποὺ θὰ συντελοῦσαν στὴν ἀνατροπὴ τῶν τυποποιήσεων, στὴν οὐσίωση τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος, στὴν ἐπιστροφὴ στὸ γνήσιο πρωτοχριστιανικὸ καὶ πατερικὸ πνεῦμα, στὴν ἐνεπίγνωστη μετοχὴ στὸ θεοποιὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, κατὰ τὴν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ τὰ προστάγματα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μυσταγωγῶν. Ἔτσι ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἔνστασή τους, γιὰ τὸ ζήτημα τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων στὸ καταπαύσιμο Σάββατο καὶ ὄχι στὴν ἀναστάσιμη Κυριακή, καθὼς καὶ τὸ αἴτημά τους γιὰ τὴ συνεχῆ μετάληψη, δὲν προερχόταν ἀπὸ ἰδιόρρυθμη ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἔμπονη ἐνσυνείδητη ἀγωνία γιὰ τὴ διαφύλαξη ἀκαινοτομήτου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.Ἀναγέννηση ἐκ τῶν ζωπύρων τῆς παραδόσεως, ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὴ λογικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σύνθεση δόγματος καὶ λειτουργικοῦ ἤθους, εὐσχήμων ὑπακοὴ στοὺς κανόνες καὶ τὰ Τυπικὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς μοναχικῆς παραδόσεως, εὐχαριστιακὴ ζωὴ καὶ ἀναστάσιμη βίωση κατὰ τὴ δεσποτικὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἐνεπίγνωστος ἁγιασμὸς διὰ τῶν μυστηρίων, ὑπαρξιακὸς ἐκκλησιασμὸς τῶν πιστῶν,εὐλαβικὴ πρόσψαυση τοῦ μυστηρίου τῆς εὐσεβείας ἦταν τὰ καίρια αἰτήματα τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος. Οἱ ἀλλοτριωτικὲς ἰδιαιτερότητες στὸν χῶρο τῆς θείας λατρείας δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς φιλάνθρωπα οἰκονομούμενες διευθετήσεις, ἀλλὰ ἀπορρίφθηκαν ὡς ἀνατρεπτικὲς καινοτομίες τῆς ἐπὶ οὐσιωδῶν ὑποθέσεων ἀκριβείας τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως.Πράγματι ἡ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν μακρὰ περίοδος «πτωχείας καὶ λειτουργικῆς συντηρήσεως». Ὁ ιη΄ αἰῶνας ἰδιαίτερα ἦταν δεῖγμα λειτουργικῆς παρακμῆς, ἐπιφάνειας, ὑποβαθμισμένης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καταλυτικῆς τυπολατρίας καὶ ἀνατρεπτικῶν ἐκτροπῶν.Ἐπὶ τέσσερις ἑκατονταετίες ἡ δουλεία ἐπιτελοῦσε ἔργο διαβρωτικό, ὅσον ἀφορᾶ στὴν κατάσταση, τὴν πορεία καὶ τὴν πρόοδο τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ἔργο ἀλλοτριωτικό,ὅσον ἀφορᾶ γενικότερα στὴ θεία λατρεία καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ ἁγιοπαράδοτο εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀγαθὴ ἡ συγκυρία τῆς παρουσίας τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων κατ’ αὐτὴ τὴν περίοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σὲ μία σταδιακὴ ὑπερίσχυση τονισμοῦ τῆς ἀσκήσεως,σὲ βάρος τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως, ἡ ὁποία ὡς συνήθεια κυριαρχοῦσε στὴ μοναχικὴ τουλάχιστον εὐσέβεια μέχρι τὴν ἐκπνοὴ τῆς αὐτοκρατορίας, οἱ Κολλυβάδες προμάχησαν ὑπὲρ τῆς εὐχαριστιακῆς αὐτῆς παραδόσεως καὶ ἀμφισβήτησαν τὸ φαινόμενο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὰ μυστήρια ἢ τῆς ἀραιῆς μετοχῆς σὲ αὐτά, ἡ ὁποία στὴ σκέψη τῶν ὑποστηρικτῶν της ἔλαβε μάλιστα καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ παραδοσιακοῦ. Τόνισαν τὴ σπουδαιότητα τῆς συχνῆς προσελεύσεως στὸ μυστήριο γιὰ τὴν τελείωση τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς. Μάλιστα κατηγορήθηκαν γιὰ προσκόλληση σὲ ἀνούσια καὶ μικρά. Ἄδικα βέβαια, γιατὶ ὁ κύριος σκοπός τους ἦταν ἡ ἀνάδειξη τῆς ὡραιότητας τῆς λειτουργικῆς ἀκριβείας στὴ διαχρονία της καὶ ἡ ἔντονη βιωματικὴ μετοχὴ τῶν χριστιανῶν στὴ λατρεία. Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ πράξη τῶν συγχρόνων τους, ποὺ ὡς πρὸς τὴν ἀραιὴ μετάληψη μὲν εἶχε ρίζες τουλάχιστον τριῶν αἰώνων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιπαραδοσιακὴ δὲ μεταφορὰ τῶν μνημοσύνων ἀπὸ τὸ πενθικὸ Σάββατο στὴν ἀναστάσιμη Κυριακὴ λίγες δεκαετίες, τοὺς παρώθησε στὴ γνωστὴ ἀναγεννητικὴ λειτουργική τους παρέμβαση, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἀμφισβητοῦσε τὶς τυποποιήσεις καὶ τὶς ἀνατροπές, θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν περιρρέουσα τῆς ἐποχῆς ἀντίληψη ὡς «προδοσία»τῆς παραδόσεως. Τελικὰ ἀπειλήθηκαν καὶ μὲ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη, γιατὶ εἶχαν τὴν τόλμη νὰ ἀντισταθοῦν στὴν ἀνούσια καὶ ἀπνευμάτιστη προσκόλληση τῶν ἀντιπάλων τους στοὺς ἀντιπαραδοσιακοὺς τύπους.Οἱ Κολλυβάδες, ἀναδιφῶντας τὴν πατερικὴ καὶ ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐχάρισαν στὴν ἐποχή τους καὶ τὸ Γένος φιλοκαλικὴ διέξοδο. Ἀσυμβίβαστοι πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ τῆς ἐπιφάνειας,πρὸς τὴν κωδικοποιημένη προσέλευση στὴν κοινωνία τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο, ἢ μόνο τὸ Πάσχα, καὶ πρὸς τὴν κατάλυση τοῦ ἀναστασίμου καὶ δεσποτικοῦ χαρακτῆρα τῆς Κυριακῆς, μὲ τὴν ἀποδοχὴ νεκρικῶν κατ’ αὐτὴν μνημῶν, ἐπέστρεψαν στὸ βάθος καὶ τὸν πυρήνα τῆς ἱερῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων πατέρων καὶ δημιούργησαν τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀνάσταση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Πρότειναν στοὺς πιστούς, ἀντὶ τῶν ποικίλων διαφωτισμῶν,ἕνα γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα πρότυπο, τὸν ὁμολογητὴ καὶ μαρτυρικὸ ἄνθρωπο τῆς θυσιαστικῆς πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ τὸν τύπο «τοῦ λειτουργημένου – τοῦ εὐχαριστιακοῦ χριστιανοῦ».
Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν προσφορὰ βέβαια ἡ σύγχρονή τους εἰρωνικὴ ἀφιλαδελφία τοὺς ὀνόμασε «Κολλυβάδες», χαρακτηρισμὸς ὁ ὁποῖος στὴν ἀρχὴ ἦταν κατηγορία καὶ λοιδορία, στὴ συνέχεια ὅμως στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ἐσήμαινε καὶ σημαίνει τὸν ἅγιο ἀγωνιστὴ καὶ πρόμαχο τῆς ἀληθοῦς και ἀκαινοτομήτου ὀρθοδόξου παραδόσεως, τὸν «στοιχοῦντα τῷ κανόνι τῆς παραδεδομένης ἡμῖν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλίας καὶ νομοθεσίας»25 καὶ στερρῶς «ἐχόμενον τῆς Ὀρθοδοξίας»26.Οἱ Φιλοκαλικοὶ πρόβαλαν μὲ ὀξύνοια πνευματικὴ καὶ μὲ βίωμα γνήσιο τὸν ζωντανὸ πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ἔναντι τῆς νοησιαρχίας τῶν διαφωτιστῶν.Συνέπλεξαν τὴν ἀσκητικὴ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ θεολογία, ὑπερβαίνοντας τὸν κίνδυνο ὁ ἀδιάκριτος καὶ μονομερὴς ὑπερτονισμὸς τῆς ἀσκήσεως νὰ δρᾶ ἀρνητικὰ πρὸς τὴ ζωντανὴ λατρεία καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ μετοχή. Τὸ κίνημά τους, ὡς κίνημα σύνθεσης θεολογίας, μυσταγωγίας καὶ λατρείας, κίνημα κατ’ ἐξοχὴν ἀναμορφωτικό, ἀναγεννητικό, ἡσυχαστικό, φιλοκαλικὸ καὶ λειτουργικό, ὑπῆρξε γιὰ τοὺς δεινοὺς ἐκείνους καιρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σήμερα μία ἐκ τῶν μεγίστων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Γένος, τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἴδιοι ὡς θεοφώτιστα πρόσωπα, πορευόμενα στὸν μαρτυρικὸ δρόμο τῆς ἁγιωσύνης καὶ ἐμφορούμενα ἀπὸ τὸ ἀνακαθαρμένο καὶ γνήσιο ὀρθόδοξο ἦθος τῆς ἀνοθεύτου παραδόσεως, ἔγιναν διδάσκαλοι καὶ ἀνακαινιστὲς τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ μυσταγωγοὶ τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος τοῦ λαοῦ. Ἡ λειτουργική τους παραγωγὴ εἶναι ποικίλη καὶ πλούσια. Μελετοῦν, ἐρευνοῦν, ἑρμηνεύουν, ὑπομνηματίζουν τὴ λατρεία, εὐχαριστιολογοῦν καὶ ἀναστασιμολογοῦν παρεμβαίνοντας στὰ δύσκολα καὶ ἀκανθώδη ζητήματα ποὺ ἀνακύπτουν στοὺς χρόνους τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ συχνότητα συμμετοχῆς στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ οἱ ἀναστάσιμες προνομίες τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ συστηματικὰ παρουσιάζονται πλέον ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐρευνητὲς ἀναδεικνύουν τὴ λειτουργική τους θεολογία καὶ καταρρίπτουν παγιωμένους μύθους καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς πλάνες. Ἡ ἔνστασή τους εἶναι ὑπὲρ τῆς ἀνοθεύτου παραδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαντοῦν ἐπιστημόνως στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ἡ λατρεία, πῶς πρέπει νὰ τελεῖται μὲ τάξη καὶ εὐσχημοσύνη, πῶς μετέχει ὁ ἄνθρωπος βιωματικὰ καὶ ἐνεργὰ στὴν ἀναγεννητικὴ καὶ ἀνακαινιστική της δύναμη.
Ἡ ἐπίδραση τῶν Κολλυβάδων στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία καὶ σκέψη εἶναι καίρια καὶ εὐεργετική, ἀφοῦ πλέον οἱ μελετητὲς στὴν πλειονότητά τους θεολογοῦν περὶ τῆς λατρείας ὀρθοδόξως καὶ ἐνίστανται παραδοσιακῶς ἐνώπιον τῶν συγχρόνων κινδύνων καὶ προκλήσεων. Πίστη καὶ θεία λατρεία ἀντιδίδουν τὸ περιεχόμενό τους, ἀφοῦ ἡ χαρισματικὴ θεολογία ζωογονεῖ καὶ προστατεύει τὴν εὐάρεστη στὸν Θεὸ λατρεία, ἀλλὰ καὶ ἡ γνήσια λειτουργικὴ βίωση καὶ μυστηριακὴ μυσταγωγία προσπηγάζει στὴν Ἐκκλησία τὴν ἀληθῆ της θεολογία.Ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς συζυγίας δημιουργεῖ παρατροπὲς καὶ νοθεύσεις ἐπικίνδυνες.Ἡ ρευστότητα στὸν εὐρύτερο χῶρο τῶν ἰδεῶν κατὰ τὴν ὑστέρα Τουρκοκρατία, ἀλλὰ καὶ οἱ ἔντονες ζυμώσεις στὰ θεολογικὰ γράμματα καὶ τὶς λειτουργικὲς ἐνασχολήσεις, φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἕνα ὁλόκληρο πλῆθος προβληματισμῶν.Οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες ἦταν εὐεργετικὰ παρόντες καὶ σὲ αὐτούς. Τὸ πνευματικό τους κίνημα ἔστρεψε ὅλη τὴν προσοχή, τὴν ἐπιμέλεια, τὴν ἔρευνα καὶ τὶς ἐνασχολήσεις του στὴν προσπάθεια νὰ ἐξέλθη τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ μοναχικὸς κόσμος ἀπὸ τὸν ζοφερὸ εὐχαριστιακὸ φορμαλισμό, ἐπανερχόμενο στὸ κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ μυστηριακὴ βίωση τῶν ἑνοποιητικῶν καὶ ἁγιαστικῶν εὐχαριστιακῶν συνάξεων. Σήμερα μάλιστα εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφανὴς ἡ ἀνάγκη ἀναθέρμανσης τῆς λειτουργικῆς τους διδασκαλίας, καθὼς ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ μείωση τῆς εὐλάβειας, ἡ σταδιακὴ παραίτηση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ὁλόθυμη ὑπακοὴ στοὺς ἱεροὺς κανόνες, ἡ ἐπικράτηση ἑνὸς νέου ἀκηδιαστικοῦ φρονήματος,ὡς πρὸς τὰ λειτουργικὰ βιώματα καὶ τὰ πνευματικὰ ἀθλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας, δημιουργοῦν παρόμοιους μὲ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων κινδύνους καὶ προβληματισμούς, ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς νεκρωτικῆς τυποποίησης τῆς ζωογόνου παραδόσεως ἢ μιᾶς τελείας ἀποστροφῆς πρὸς αὐτήν. Ἡ ἀμέλεια, ἡ κοσμικότητα, ἡ προφασιολογικὴ ψευδὴς εὐλάβεια, ἡ ἀποχὴ καὶ ἀδια-φορία δραστικὰ μποροῦν νὰ παραχαράξουν ἐκ νέου τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος κλήρου καὶ λαοῦ, μὲ ἀποτελέσματα ἀπρόβλεπτα.Ἡ χορεία τῶν Φιλοκαλικῶν ἀντιμετωπίζει κατηγορίες καὶ ποικίλες περιφερόμενες ἀντιευχαριστιακὲς ἐνστάσεις ἤ, γιὰ τὸ ζήτημα τῶν μνημοσύνων, ἀκόμη καὶ πατριαρχικὲς καταδίκες.Τὶς δυσκολίες αὐτὲς ἀντιμετωπίζει μὲ σύνεση καὶ σοφία, μὲ διαλεκτικὴ δεινότητα, μὲ τιμὴ πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, μὲ εἰρηνοποιὸ διάθεση.
Ἡ κατοχὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καὶ ἡ βαθειὰ γνώση τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως, ὑπὲρ τῆς ὁποίας κυριολεκτικὰ ἀναλώθηκαν, τοὺς ἔτρεψε στὴ φιλάνθρωπη καὶ ἀγαπητικὴ πρὸς τὸ Γένος καὶ τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν διδαχὴ καὶ συγγραφή, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν προσωπικὴ ἐπιλογή, ἀντὶ τῆς ταπεινόσχημης σιωπῆς, τοῦ δρόμου τῆς θυσιαστικῆς πορείαςτῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, μέσα στὸ κλίμα τῆς αὐτοπροαίρετης μετοχῆς στὴν περιπέτεια τοῦ Εὐαγγελίου.
1. Βλ. ἐνδεικτικὰ Δ. Ζακυθηνοῦ, Ἡ Τουρκοκρατία.Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθῆναι 1957. Γ. Μεταλληνοῦ (Πρωτοπρ.), Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία [σειρὰ «αἶπος», 3], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21989. Π.Ν. Παπαρούνη, Τουρκοκρατία, ἐκδ. Γρηγόρη χ.τ.χ.
2. Βλ. ἐνδεικτικὰ Θ. Γιάγ κου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα», Ἅγιον Ὄρος καὶ Θράκη [ΠαράρτημαΘρακικῆς Ἐπετηρίδας, 5], ἔκδ. Μορφωτικὸς Ὅμιλος
Κομοτηνῆς – Κέντρο Θρακικῶν Μελετῶν, Κομοτηνὴ 2001, σσ. 83-84.
3. Βλ. Χ. Τζῶγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ιη΄ αἰῶνα, ΕΕΘΣΘ [Παράρτημα ἀρ.3], Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 7-8 καὶ 10-11. Μ. Γεδεῶν,«Ἐκκλησία καὶ Ἐπιστήμη κατὰ τὸν ιη΄ αἰῶνα»,Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια 8 (1887-1888), σ. 283.
4. Βλ. Α. Καραθανάση, Καππαδοκίας τύχαι. Διάλεξη κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ Α.Π.Θ.,Θεσσαλονίκη 2000, σ. 64. Περισσότερες ἀναλύσεις βλ. στὶς ἐξιδιασμένες μελέτες τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ,«Ἡ πορεία τοῦ Γένους κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Φορεῖς, Ἰδεολογία, Θεσμοί)», Ξενία Ἰακώβῳ Ἀρχιεπισκόπῳ Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς. Ἐπὶ τῇ ετηρίδι τῆς Ἀρχιεπισκοπείας αὐτοῦ, ἐποπτεία καὶ ἐπιμέλεια Ἀ. Ἀγγελοπούλου καὶ Ἀ. Καραθανάση, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 556-572. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ τρίσημη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ἑλληνισμός, ἐκδ. Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη 1991.
5. Bλ. Al. Papaderos, Metakenosis. Griechenlands
Kulturelle Herausforderung durch die Aufklärung in der Sicht des Korais und des Oikonomos, Meisenheim am Glan 21970. Βλ. καὶ ἔκδοση στὰ ἑλληνικὰ Μετακένωσις. Ἑλλάδα-Ὀρθοδοξία Διαφωτισμὸς κατὰ τὸν Κοραὴ καὶ τὸν Οἰκονόμο (μτφρ. Ἐμ.Γεωργουδάκης), ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2010.
6. Βλ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 21989, σ. 260.
7. Κ. Θ. Δημαρᾶ, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, ἐκδ. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 41985. Π. Κονδύλη, Ὁ Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός. Οἱ φιλοσοφικὲς ἰδέες, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα 198
8. Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός. Οἱ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἰδέες, ἔκδ. ΜΙΕΤ,Ἀθήνα 1996. Ἀναφορὰ στὸν δυτικὸ Διαφωτισμὸ βλ. Κ.Ἀκριβοπούλου, Τὸ κολλυβαδικὸ κίνημα. Ἡ τελευταία Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννηση, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001, σσ. 19-2
9. Βλ. καὶ Ἀ. Ἀγγέ λου, «Πρὸς τὴν ἀκμὴν τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ», Μικρασιατικὰ Χρονικὰ 7 (1957), σ. 1ἑξ.8. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ὅπ.π., σ. 13.9. Ὅπ.π., σσ. 15-16.
10. Ὅπ.π., σσ. 31, 32, 33. Βλ. καὶ Εἰρηναίου Δεληδήμου (Ἀρχιμ.), Εἰσαγωγὴ στὴν ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου
ἀπὸ τὶς ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982, σ.γ΄-ε΄, ὅπου σχετικὴ καίρια ἀναφορά.
11. Βλ. Γ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ.π., σ. 152.Βλ. καὶ σ. 158, ὅπου δίδονται παραδείγματα παρόμοιων ἀθεϊστικῶν, ἀντικληρικῶν καὶ πολεμικῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας συγγραμμάτων, ὅπως π.χ. Ὁ Ἀνώνυμος τοῦ 1789 ἐναντίον τῶν μυστηρίων, Ὁ ρωσαγγλογάλλος (±1805), ἡ Ἑλληνικὴ Νομαρχία (1806), οἱ Στοχασμοὶ τοῦ Κρίτωνος (1819) καὶ τὰ καθαρὰ ἀντιχριστιανικὰ δημοσιεύματα τοῦ Χριστόδουλου Παμπέκη. Ὡς πρὸς τὸν ἀντικληρικαλισμὸ τῶν διαφωτιστῶν, ἀπαντητικὴ παρέμβαση ἔχουμε στὸ ἔργο τοῦ Π. Γεωργαντζῆ , Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ εἰκοσιένα (ἀντίδραση ἢ προσφορά;), Ξάνθη 1985, μὲ σημαντικὲς καὶ ἀξιοπρόσεκτες ἱστορικὲς καταγραφές.
12. Γ. Μεταλληνοῦ, ὅπ.π., σ. 151.
13. Ὅπ.π., σ. 153.
14. Βλ. Γιώργη Θ. Πρίντζιπα, Λογάδες τοῦ Γένους [Σειρά: Ἑλληνικὴ Παιδεία καὶ Παράδοση, ἀριθ. 4], ἐκδ.Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1985, σ. 130, 139-140.
15. Bλ. Con. Papoulidis, «Conservatisme et modernisme dans l’Église Orthodoxe ou XVIIIème etXIXème ss.», στὸ Καιρός. Τόμος τιμητικὸς στὸν ὁμότιμο καθηγητὴ Δαμιανὸ Ἀθ. Δόϊκο. ΕΕΘΣΘ. Τμῆμα Θεολογίας – Νέα Σειρά, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1995,σσ. 641-646. Καὶ Γ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ δυναμικὴ τοῦ διαφωτισμοῦ στὴ δράση τῶν Κολλυβάδων», ἐφημερ.Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (1-16.9.1995), σ. 13.
16. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Πνευματικὰ κινήματα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία καὶ ἐπιπτώσεις τους στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία»,Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας. Θεολογικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιτίου, τ. Ϛ΄, Λάρνακα 1994,σσ. 139-148. Σπ. Μακρῆ, «Κολλυβάδες». ΘΗΕ, τ. 7, στ.742-745. Τ. Γριτσοπούλου, «Νικόδημος Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος καὶ τὸ Κίνημα τῶν Κολλυβάδων», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τ. ΙϚ΄ (1996-2000),σ.46-77. Βλ. καὶ Ἀθανασίου Γκίκα (Πρωτοπρ.), Προϋποθέσεις καὶ συχνότητα προσελεύσεως στὴ Θ. Μετάληψη. Ποιμαντικὴ προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 1994,σ. 27.
17. Βλ. Γιώργη Πρίντζιπα, ὅπ.π., σ. 141-144.
18. Βλ. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Ζ΄,Θεσσαλονίκη 1986, σ. 19.
19. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Η΄, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 82.
20. Βλ. Θ. Γιάγ κου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα»,ὅπ.π., σ. 84.
21. Θ. Γιάγ κου, Κανόνες καὶ Λατρεία [Σειρά: Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 1], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη2 2006, σ. 345.
22. Ὅπ.π., σ. 347. Βλ. Τοῦ Ἴδιου, Ὁ Νομοκάνων Θεοκλήτου Καρατζᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτη. Ἡ ἐπίτομη μορφή, ἐκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 26.
23. Βλ. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα (= ΛΘ),τ. Η΄, σ. 82. Τοῦ Ἰδίου, ΛΘ, τ. Ζ΄, σσ. 12 καὶ 42-43. Τοῦ Ἰδίου, Λειτουργικὴ Α΄. Εἰσαγωγὴ στὴ θεία λατρεία,Θεσσαλονίκη 1993, σ. 33.
24. Ἰ. Μ. Φουντούλη, ΛΘ, τ. Η΄, σ. 83.25. Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἔργα 1. Μεγάλη Κατήχησις, ΟΗ΄ (ἐπιμελείᾳ Νικοδήμ ου Σκρέττα), ἐκδ.«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 296.26. Συμεῶν Θεσσαλονίκης, Διάλογος, κεφ. ΠΗ΄. PG155, 268C.27. Βλ. τὰ ἀκροτελεύτια εἰρηνοποιὰ συμπερασματικὰ κείμενα τοῦ Νικοδήμ ου Ἁγιορείτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, Ἐν Βόλῳ 1971, σ. 117 καὶ Τοῦ Ἰδίου, Ὁμολογία πίστεως, ἤτοι ἀπολογία δικαιοτάτη, Ἐν Βενετίᾳ 1819, σσ. 32-33, 45, 46-48, 56, 91-92, 94.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τὶ μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε γιὰ τὸ θάρρος τοῦ Χριστιανοῦ νὰ ὁμολογεῖ σήμερα τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸ κάνει;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ζοῦμε σὲ κοινωνίες ἐκκοσμικευμένες, ὅπου Θεὸς εἶναι τὸ χρῆμα. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι λίγο-πολὺ ζωντανὴ σὲ ὅλα τὰ παραδοσιακὰ Ὀρθόδοξα Κράτη, καὶ ἔτσι ὁ πολίτης τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φορέας μιᾶς ζωντανῆς παραδόσεως, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τῆς χώρας του. Μάλιστα, πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ Δύση βλέπουν μὲ νοσταλγία καὶ ἀγωνία πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ζητοῦν τὴν μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων. Τὸ ἐρώτημα «πῶς πρέπει νὰ ὁμολογεῖ ὁ πιστὸς τὴν Ὀρθοδοξία» δὲν εἶναι ἁπλό. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς συνθῆκες καὶ τὰ προσωπικὰ χαρίσματα τοῦ καθενός. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ὁμολογοῦμε μὲ τὴ ζωή μας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, δηλαδὴ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς στὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἡ παρουσία μας νὰ ἀποπνέει τὴν χάρι τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Χριστοῦ.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πῶς μπορεῖ νὰ μετριάζεται ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο ἡ ἀρνητικὴ ἐπίδραση τῆς Δύσεως στὴ ζωὴ τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ τῆς Ἀνατολῆς; Πῶς μποροῦμε...
εμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ βοηθήσουμε τὴν Δύση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δὲν ὑπάρχει τώρα πιὰ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἐφόσον ὁ καπιταλισμὸς καὶ ὁ καταναλωτισμὸς ἔχουν γίνει οἱ βασικὲς ἀξίες τοῦ βίου. Πῶς μπορεῖ νὰ προστατευθεῖ τὸ φρόνημα τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὄνειρο τῆς εὐμάρειας, ποὺ καταστρέφει ζωὲς καὶ συνειδήσεις; Τὸ μυστικὸ γιὰ τὸν κάθε πιστὸ εἶναι πρῶτον, νὰ διατηρήσει τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα, δηλαδή νὰ ἔχει πάντα στὸν νοῦ του τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», καὶ δεύτερον, νὰ μὴ λησμονεῖ ὅτι ὁ βίος αὐτὸς εἶναι περίοδος ἑτοιμασίας γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ μὴ ταυτίζει τὴν ὁδὸ μὲ τὸν προορισμό. Μοναδικὸς σκοπὸς καὶ ἀληθινὴ ἀξία τοῦ βίου εἶναι νὰ ἀποτυπώσουμε μέσα μας τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ζοῦμε τώρα καὶ στὴν αἰωνιότητα μέσα στὸ φῶς Του. Ὅλοι οἱ ἐπὶ μέρους στόχοι πρέπει νὰ ἐκτιμῶνται ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο συμβάλλουν στὸν πρωταρχικὸ στόχο.
Στὸ ἐρώτημα «πῶς μποροῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ βοηθήσουμε τὴν Δύση», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: «μὲ τὸ νὰ εἴμαστε πραγματικὰ Ὀρθόδοξοι. Νὰ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ νὰ βιώνουμε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος –τὴν ἀγάπη– ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε τὴν μεγάλη σημασία τοῦ μοναχισμοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθόδοξου ἤθους. Τὰ μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦν σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἶναι ὀάσεις χαρισματικοῦ βίου. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐκκλησίες ποὺ δὲν διατηροῦν ὀργανωμένα μοναστήρια πάσχουν περισσότερο ἀπὸ ἐκκοσμίκευση καὶ ἀπὸ θεολογικὴ σύγχυση. Μακάρι νὰ μπορέσουν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτὸ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, καὶ νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπάνδρωση καὶ ἀνάπτυξη τῶν μονῶν, χωρὶς νὰ θεωροῦν τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς ὑπαλλήλους τους.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σήμερα ὁ ζῆλος γιὰ την προσευχὴ ἐλλαττώθηκε περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε. Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε πιὸ προσευχόμενοι; Ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὁ ζῆλος γιὰ τὴν προσευχὴ ἐλαττώθηκε, γιατὶ ἐλαττώθηκε ἡ πίστη. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θέλει νὰ ἀποκτᾶ ἄμεσα καὶ χωρὶς κόπο αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ. Ὅταν βλέπει ὅτι αὐτὸ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις του, καταφεύγει σὲ ἄλλα μέσα, ὅπως εἶναι ἡ μαγεία. Οἱ πιστοὶ ἐπηρεαζόμεθα ἀπὸ τοῦτο τὸ πνεῦμα. Θέλουμε ἄμεσα ἀποτελέσματα, καὶ συνήθως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ δικό μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὑπάρχει ἔλλειμμα πίστεως, ἐλπίδας καὶ ἀγάπης. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἀκόμη κι ἂν δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθοῦμε, πρέπει νὰ ὁρίζουμε ἕνα μικρὸ διάστημα καθημερινά, καὶ τὰ λεπτὰ αὐτὰ νὰ στεκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ πρόγραμμα αὐτό. Ἔτσι, σιγὰ σιγὰ ἡ προσευχὴ καλλιεργεῖται, καὶ ὁ Θεὸς κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του στὴν καρδιά μας, καὶ ἡ προσευχὴ γίνεται ἡ φυσικὴ κατάσταση τῆς ὑπάρξεώς μας. Μιὰ σύντομη, περιεκτικὴ καὶ δοκιμασμένη προσευχὴ εἶναι ἡ λεγόμενη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαγγελθεῖ σὲ κάθε χῶρο, χρόνο καὶ περίσταση, καὶ εἰρηνεύει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ θείου ὀνόματος.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ψάχνουμε γιὰ ἀποτελέσματα, γιατὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ φέρει ἄγχος, ἀγωνία ἢ καὶ πλάνη. Πρέπει μόνο νὰ στεκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ -αὐτὸ ἔχει τὴν μεγαλύτερη ἀξία, ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό- καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ὅτι εἶναι συμφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι μυστήριο. Καὶ ὡς μυστήριο εἶναι ἀκατάληπτος. Ὅποια περιγραφή, ἀνάλυση καὶ σχολιασμός, ἐγγίζουν περισσότερο τὶς ἐξωτερικὲς πτυχές του καὶ ὄχι τὴν κρυμμένη οὐσία του.
Ὁ μοναχισμὸς παραμένει στὸν πυρῆνα του ὁ ἴδιος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος. Συγκλονισμένος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ, «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἔξεις θησαυρῷ ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 19,21), ὁ ἄνθρωπος ἀποτάσσεται τὴν ὀργανωμένη κοινωνία γιὰ νὰ μεταφυτευθεῖ σὲ ἕναν ἄλλον κόσμο, ὅπου οἱ συνθῆκες βοηθοῦν στὴν ἐπιδίωξη τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητας.
Ὄχι μόνο ὁ μοναχισμὸς ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος παραμένει ὁ ἴδιος. Ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου: πάθη, χαρές, ἀγωνίες, καημοί, πόθοι, μάχη τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Καθὼς λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ φαινόμενος αὐτὸς κόσμος καὶ οἱ παροχές του, ὅσο περισσότερο φαίνεται ὅτι θάλπουν τὸ σῶμα, τόσο τὰ πάθη παροξύνουν καὶ αὐξάνουν τὴν κάκωσή τῆς ψυχῆς. Ἡ μοναστικὴ φιλοσοφία ἀποτελεῖ ἀντίβαρο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος, ἂν καὶ βέβαια ὄχι πάντα δεκτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο...
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στὸν κόσμο δὲν ἔχει τόσο νὰ κάνει μὲ κάποια δραστηριότητα κοινωνική. Συχνὰ ἡ ἀπραξία τοῦ μοναχοῦ κρύβει τὴν πιὸ δημιουργικὴ καὶ ἐπίπονη δράση, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὴν ἁγιότητα, τὴν ἕλκυση τῆς θείας χάριτος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ μοναχὸς ἀποτάσσεται τὸν κόσμο. Ἐν τούτοις εἶναι φίλος τῆς ζωῆς, τῆς φύσης, τῆς κοινωνίας. Καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀποταγῆς καλλιεργεῖ καὶ τελειοποιεῖ αὐτὴ τὴ στάση ζωῆς: τὴν πραγματικὴ φιλία μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση.
Ἡ παρουσία καὶ ὁ λόγος τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἀναστάσιμα. Ἕνας μοναχός, στρατιώτης καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ μέσα στὸ φόβο, τὴν ἀπειλή, τὴν ἄμυνα, τὴν ἄρνηση, τὴ σκληρότητα. Ἡ ζωή του καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν μυρίζουν ἀποσύνθεση, ἀλλὰ εὐωδιάζουν ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶναι μιὰ θλιβερὴ καὶ σκοτεινὴ ὑπόθεση, οὔτε μιὰ συμπλεγματικὴ κατάσταση. Εἶναι ἕνα ἀστείρευτο ἀπόθεμα χαρᾶς καὶ ἐλπίδας, ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλους.
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στὸν κόσμο δὲν εἶναι ἐντυπωσιακή. Δὲν κολακεύει, ἀλλὰ οὔτε παροξύνει. Ἐκφράζει μιὰν ἀντίθεση στὶς φθηνὲς ἀξίες τοῦ κόσμου, γι’ αὐτὸ καὶ κάποτε εἶναι προκλητική, χωρὶς τοῦτο νὰ εἶναι σκοπὸς τοῦ μοναχοῦ. Πράγματι, ἡ μοναχικὴ ζωὴ καὶ φιλοσοφία ἀπὸ τὴ φύση της παραμερίζει καὶ ἀμφισβητεῖ τὰ κριτήρια τῆς κοσμικῆς δράσεως, εὐπρέπειας καὶ ἐπιτυχίας. Ποιός εἶναι ὁ ἐπιτυχημένος, ποιός ὁ εὐπρεπής, ποιός ὁ δημιουργικὸς ἄνθρωπος; Μοναχισμὸς καὶ κόσμος δίνουν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι κριτικὴ τῶν ἀξιῶν κάθε κοινωνίας, καὶ ὑπομνηστικὴ τῶν πρωταρχικῶν ἀληθειῶν. Ἐλέγχει ἀκόμη καὶ τὸν συμβατικὸ Χριστιανισμὸ τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχὸς ἀνιχνεύει τὰ βάθη τῆς καρδίας καὶ ἀποκαλύπτει τὰ κρύφια πάθη. Ἔτσι ἐπισημαίνει τὴν ὁδὸ τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπεινώσεως, ποὺ ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας. Ὁ μοναχὸς βεβαίως δὲν εἶναι κριτής. Κάθε ἄλλο. Ἀντὶ νὰ κρίνει, γίνεται ὁ ἴδιος κατάδικος γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχισμὸς ὅμως, ὡς ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο, κρίνει τὶς ἀξίες τοῦ κόσμου.
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἕνα μήνυμα ἀγάπης καὶ ἀληθινῆς κοινωνικότητας. Ἡ ἀγάπη προηγεῖται κάθε μορφῆς ὀργανώσεως ἢ τάξεως καὶ κάθε ἀπαιτήσεως παραγωγικότητας. Τὰ τελευταῖα ὀφείλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν πρώτη. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος γράφει: «Τὸ δῶσε καὶ τὸ πάρε ἦταν ἀγάπη γιὰ μένα. Ἐπειδὴ σκεφτόμουν ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου ἦταν ἔργο καρποφορίας». Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ μᾶς πλησιάζει, εἶναι ὁ στόχος τοῦ μοναστικοῦ βίου.
Ἡ ἀγάπη ὑπαγόρευσε τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου Κοινοβίου, τὴν κοινὴ συμμετοχὴ σὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ἀκόμη περισσότερο, τὴν ἀκτημοσύνη. Καταλαβαίνουμε γιατὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποκαλεῖ τὸ μοναστικὸ κοινόβιο τέλεια κοινωνία. Λέει χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ὀνομάζω τελειότατη κοινωνία βίου ἐκείνη ὅπου ἰδιοκτῆτες δὲν ὑπάρχουν, ἡ διχογνωμία ἐξορίσθηκε, ἡ ταραχὴ καὶ φιλονεικία ἔχει ἀπομακρυνθεῖ καὶ ὅλα εἶναι κοινά: ψυχὲς καὶ σώματα, καὶ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα τρέφονται καὶ ὑπηρετοῦνται, κοινὸς ὁ Θεός, κοινὸ τὸ ἐμπόρευμα τῆς εὐσέβειας, κοινὴ ἡ σωτηρία, κοινὰ τὰ ἀγωνίσματα, κοινοὶ οἱ κόποι, κοινοὶ οἱ στέφανοι˙ ὅπου οἱ πολλοὶ εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἕνας δὲν εἶναι μόνος, ἀλλὰ μέσα σὲ πολλούς.» Δύσκολος στόχος, ἐφικτὸς ὅμως…
Ὁ μοναχισμὸς ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη μυστήριο τοῦ ὀγδόου αἰῶνος. Δηλαδὴ μυστήριο τοῦ ἐρχομένου κόσμου. Ἐνθυμούμενος συνεχῶς τὸν ἀτελεύτητο ἐκεῖνον αἰῶνα ὁ μοναχὸς καλλιεργεῖ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Φυσικὰ γι’ αὐτὸν τὸ «τετέλεσται» εἶναι τελείωση τῆς ὑπάρξεως, μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ἡ μοναχικὴ φιλοσοφία καὶ ἐμπειρία διδάσκει ὅτι τὸ νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Ὅσες λοιπὸν πράξεις, ὅσες σκέψεις, ὅσα πράγματα μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή, ὅσα δηλαδὴ χωρᾶνε στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ εἶναι ἀγαθά.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπιμένει, «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6,33). Ὄχι γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε μέσα στὸ ἀνέσπερο φῶς. Ἡ ἀξία κάθε πράγματος βρίσκεται στὴ σταθερότητά του. Ἡ ἀγάπη, γιὰ παράδειγμα, κρίνεται ἀπὸ τὴν μονιμότητά της. Ἐὰν κάποια στιγμὴ πάψει νὰ ὑπάρχει, σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν ἦταν ἀληθινή. Τὸ μήνυμα τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ὅτι τίποτε δὲν ἀξίζει, καμιὰ χαρά, καμιὰ εὐτυχία, καμιὰ ἐπιτυχία ἢ κατάκτηση, ἐὰν ἐξαντλοῦνται στὸν ἑαυτό τους.
Στὴ ζωὴ ὅμως ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὰ πάντα φέρουν μιὰν ἀναλλοίωτη ἀξία. Κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ἔργο ἀποκτοῦν γιὰ τὸν μοναχὸ μιὰ τεράστια σημασία καὶ ἐπισημότητα: τὸ νὰ στολίζει μὲ λουλούδια τὴν εἰκόνα τοῦ ἑορταζομένου ἁγίου, τὸ νὰ συμμετέχει στὸ κέρασμα τῆς Κυριακῆς, τὸ νὰ σκουπίζει τὴν αὐλή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὄχι μόνο δὲν περιφρονεῖ τίποτε, ἀλλὰ καὶ αἰσθάνεται γιὰ ὅλα ὑπεύθυνος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ στιχομυθία πού ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό. Ρωτήθηκε κάποιος μοναχός: Τί ποιεῖς ἐνταῦθα ὦ Μοναχέ; Καί ἀπήντησε: Τὸν τόπον φυλάσσω. Φυλάσσει τὸν τόπο μὲ τὴν ἐργασία τῶν χειρῶν του, μὲ τὴν ἀγάπη του, μὲ τὴ λατρεία καὶ τὴν ἀναφορά του στὸν Χριστό.
Ἔτσι ὁ μοναχὸς ἐπιδιώκει τὴν ἀληθινὴ παγκοσμιότητα. Τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας, ὅπως καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς διασπάσεως, πραγματοποιοῦνται στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, πρὶν ἐκδηλωθοῦν στὴν κοινωνία. Ὁ μοναχὸς λοιπὸν στρέφεται πρὸς τὸ δικό του ἐσωτερικὸ τοπίο, πολεμᾶ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωκεντρισμό του, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ πάθη, κτήματα καὶ θελήματα, συνειδητοποιεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕνας, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, κι ἐκεῖ, στὴν καρδιά του, συνάγει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καθὼς λέγει ὁ ὅσιος Πορφύριος, ὁ ἀσκητὴς ἐπιδιώκει «νὰ γίνει ἕνα μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ εἶναι ἕνα».
Ἔχοντας σταυρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ὁ μοναχὸς γίνεται ὄργανο στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ἀπερίσπαστη ἀκρόαση καὶ ζωντανὸ βιβλίο. Μὰ ὅταν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ σιωπὴ δίνει τὴ θέση της στὸν λόγο καὶ ἡ ἀποταγὴ ὁδηγεῖ στὴν παρέμβαση. Σὲ ὅποια περίπτωση, ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν κουρά του ἀποδέχεται τὴν ἀποστολικὴ ἰδιότητα. Καθὼς ἡ ἴδια ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μοναχικοῦ Σχήματος διδάσκει,
Οἱ θέλοντες ἔρχεσθαι, φησίν, ὀπίσω μου,
προθύμως ἀρνήσασθε τὰς κοσμικὰς ἀφορμάς,
γονεῖς τοὺς γεννήσαντας, … χρήματα καὶ οἰκίας,
καὶ δέξασθε ἀξίωμα τῶν Ἀποστόλων μου.
Ἡ κλήση τῆς ἀφιερώσεως εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ κλήση καθολική: νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος ὅλο τὸ εἶναι του στὸν Θεό, καὶ νὰ λάβει ὁλόκληρη τὴν ἐπουράνια ἀγάπη τοῦ Πνεύματος. Ἐφ’ ὅσον πάντως «οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον», ὁ μοναστικὸς βίος λειτουργεῖ ταυτόχρονα ὡς ὑπόμνηση πρὸς κάθε πιστὸ ἐκείνου τοῦ κατηγορηματικοῦ μηνύματος ποὺ διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης: «Δὲν εἶσαι ἀπὸ τὸν κόσμο, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο». Καὶ «ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἴμεθα κι ἐμεῖς στὸν κόσμο τοῦτο» (Ἰω. 17,14-16. Α Ἰω., 4,17).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...