Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios paisios 01

 

Σύγχυση μεγάλη ὑπάρχει. Μύλος γίνεται· εἶναι ζαλισμένοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ κόσμος εἶναι ὅπως οἱ μέλισσες. Ἂν χτυπήσεις τὴν κυψέλη, οἱ μέλισσες βγαίνουν ἔξω καὶ ἀρχίζουν «βούου...» καὶ γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὴν κυψέλη ἀναστατωμένες. Ὕστερα ἡ κατεύθυνσή τους θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ θὰ φυσήξει. Ἂν φυσήξει βοριάς, θὰ πᾶνε μέσα. Ἂν φυσήξει νοτιάς, θὰ φύγουν. Ἔτσι καὶ τὸν κόσμο τὸν φυσάει... «Ἐθνικὸς Βοριάς», «Ἐθνικὸς Νοτιάς», καὶ εἶναι ὁ καημένος ζαλισμένος. Ὅμως, ἂν καὶ γίνεται τέτοιο βράσιμο, νιώθω μέσα μου μία παρηγοριά, μία σιγουριά. Μπορεῖ νὰ ξεράθηκε ἡ ἐλιά, ἀλλὰ θὰ πετάξει νέα βλαστάρια.

Ὑπάρχει μιὰ μερίδα Χριστιανῶν, στοὺς ὁποίους ἀναπαύεται ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, καὶ ὁ Καλὸς Θεός μας ἀνέχεται, καὶ πάλι θὰ οἰκονομήση τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς μᾶς δίνουν ἐλπίδα. Μὴ φοβάσθε. Περάσαμε σὰν ἔθνος τόσες μπόρες καὶ δὲν χαθήκαμε, καὶ θὰ φοβηθοῦμε τὴν θύελλα ποῦ πάει νὰ ξεσπάση; Οὔτε τώρα θὰ χαθοῦμε. Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του κρυμμένη δύναμη γιὰ ὤρα ἀνάγκης. Θὰ εἶναι λίγα τὰ δύσκολα χρόνια. Μιὰ μπόρα θὰ εἶναι.

Δὲν σᾶς τὰ λέω αὐτά, γιὰ νὰ φοβηθῆτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρετε ποὺ βρισκόμαστε. Γιὰ μᾶς εἶναι μιὰ μεγάλη εὐκαιρία, εἶναι πανηγύρι οἱ δυσκολίες, τὸ μαρτύριο. Νὰ εἶστε μὲ τὸν Χριστό, νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του καὶ νὰ προσεύχεσθε, γιὰ νὰ ἔχετε θεῖες δυνάμεις καὶ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε τὶς δυσκολίες. Νὰ ἀφήσετε τὰ πάθη, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ θεία Χάρις. Αὐτὸ ποὺ θὰ βοηθήση πολὺ εἶναι νὰ μπῆ μέσα μας ἡ καλὴ ἀνησυχία: ποὺ βρισκόμαστε, τί θὰ συναντήσουμε, γιὰ νὰ λάβουμε τὰ μέτρα μας καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε. Ἡ ζωή μας νὰ εἶναι πιὸ μετρημένη. Νὰ ζοῦμε πιὸ πνευματικά. Νὰ εἴμαστε πιὸ ἀγαπημένοι. Νὰ βοηθοῦμε τοὺς πονεμένους, τοὺς φτωχοὺς μὲ ἀγάπη, μὲ πόνο, μὲ καλωσύνη. Νὰ προσευχώμαστε νὰ βγοῦν καλοὶ ἄνθρωποι.

Ὁ Θεὸς θὰ δώση τὴ λύση

Ὁ Καλὸς Θεὸς ὅλα θὰ τὰ οἰκονομήση μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀλλὰ χρειάζεται πολλὴ ὑπομονὴ καὶ προσοχή, γιατί πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ βιάζωνται οἱ ἄνθρωποι νὰ ξεμπλέξουν τὰ κουβάρια, τὰ μπλέκουν περισσότερο. Ὁ Θεὸς μὲ ὑπομονὴ τὰ ξεμπλέκει. Δὲν θὰ πάη πολὺ αὐτὴ ἡ κατάσταση. Θὰ πάρη σκούπα ὁ Θεός!

 

Πηγή: (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τ. Β' ἔκδ. Ἱ. Ἠσυχ. «Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2006, σσ. 18-19.), Ορθόδοξοι Πατέρες

mhtropoliths dryinoypolews kai konitshs sevastianos 02

 

Θά ἀρχίσω τήν ὁμιλία μου μέ μιά ὁμολογία. Ὁ Θεός μέ εὐλόγησε καί γνώρισα στήν ζωή μου μεγάλες ἐκκλησιαστικές, μοναχικές καί θεολογικές προσωπικότητες καί Τόν εὐγνωμονῶ σέ ὅλη μου τήν ζωή. Κάποιος μοῦ ἔγραψε ὅτι εἶχα τό προνόμιο νά γνωρίσω καί νά συνδεθῶ μέ τούς σημαντικότερους ἀνθρώπους πού καθόρισαν καί ἐπηρέασαν τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική κατάσταση στήν Πατρίδα μας, ἀλλά καί γενικότερα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν 20ό αἰώνα.

Γέροντάς μου, πού μέ χειροτόνησε καί ἔμενα μαζί του γιά δεκαπέντε χρόνια στό κτίριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἦταν ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρός Καλλίνικος. Καθηγητής μου στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Παναγιώτης Χρήστου, ἄριστος Πατρολόγος, πού μέ εἰσήγαγε, ἐκτός τῶν ἄλλων, στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συγχρόνως, συνδέθηκα θεολογικά καί πραγματικά μέ τόν μεγαλύτερο γιά μένα θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, ἐννοῶ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία εὐωδίαζε ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, εἰδικότερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀσκητική ζωή τῶν ἀσκητῶν τοῦ Γεροντικοῦ.

Στό Ἅγιον Ὄρος γνώρισα μεγάλους ἀσκητές μεταξύ τῶν ὁποίων τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, τόν π. Γαβριήλ Διονυσιάτη, τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν π. Ἐφραίμ Ἡγούμενο τότε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, τόν π. Σπυρίδωνα τόν Νεοσκητιώτη καί ἄλλους ἐμπειρικούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπίσης, γνώρισα τόν π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, παλαιό ἁγιορείτη καί μάλιστα ἐρημίτη στά φρικτά Καρούλια, ὁ ὁποῖος διέμενε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου  Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τήν ὁποία αὐτός ἵδρυσε, καί ὁ ὁποῖος μοῦ μετέδωσε στήν πράξη ὅλη τήν θεολογία τῆς θεοπτίας καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἐπίσης, εἶχα ἐπικοινωνία τηλεφωνική, ἀλλά καί μυστική μέ τόν ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη.

Ὅταν θά γινόμουν μοναχός καί ἐρωτήθηκα ποιό ὄνομα θά προτιμοῦσα νά λάβω, εὐθαρσῶς ἀνέφερα τό ὄνομα Σεβαστιανός. Αὐτός ἦταν τό πρότυπο τοῦ καλοῦ Κληρικοῦ καί Ποιμένος στήν ζωή μου. Ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος προτίμησε νά μοῦ δώση τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του Γέροντα.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν εὐλογημένων καί χαρισματικῶν ἀνθρώπων συγκαταλέγεται καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός, πού ἦταν ὁ Πνευματικός Πατέρας μου στά παιδικά, νεανικά καί φοιτητικά μου χρόνια, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ὁ Πνευματικός τῆς καρδιᾶς μου, τόν ὁποῖο εἶχα πρότυπο στήν ζωή μου καί τόν θαύμαζα γιά τήν γλυκύτητά του, τήν σοβαρότητά του, τήν ἱεροπρέπειά του καί τά πολλά χαρίσματά του μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός. Καί ὅταν θά γινόμουν μοναχός καί ἐρωτήθηκα ποιό ὄνομα θά προτιμοῦσα νά λάβω, εὐθαρσῶς ἀνέφερα τό ὄνομα Σεβαστιανός. Αὐτός ἦταν τό πρότυπο τοῦ καλοῦ Κληρικοῦ καί Ποιμένος στήν ζωή μου. Ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος προτίμησε νά μοῦ δώση τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του Γέροντα, Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Ἱεροθέου, τόν ὁποῖο σεβόταν πολύ.

Κλήθηκα, λοιπόν, νά ὁμιλήσω γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρό Σεβαστιανό, καί φυσικά δέν θά σᾶς παρουσιάσω τά βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀλλά θά ἀναλύσω πῶς ἐγώ τόν εἶδα στήν ζωή μου, ποιές εἶναι οἱ προσωπικές μου ἐνθυμήσεις γιά τήν μεγάλη, ἐκρηκτική, ἀλλά καί συγχρόνως ἡσυχαστική προσωπικότητά του. Θά ὁμιλήσω, λοιπόν, γιά τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου σέ τρεῖς φάσεις τῆς ζωῆς του, ἤτοι ὅταν ἦταν Ἱεροκήρυξ στά Ἰωάννινα, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί ὅταν ἦταν μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί συνδέθηκε μέ τόν Γέροντά μου Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Καλλίνικο.

 

1. Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων

Οἱ ἐνθυμήσεις πού ἔχουμε ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία, ἀρνητικές καί θετικές, παίζουν σημαντικό ρόλο στήν ζωή μας, γενικά στήν ὅλη μετέπητα ἐξέλιξή μας. Αὐτές καθορίζουν τόν τρόπο σκέψεώς μας, αὐτά τά βιώματα μᾶς ἐμπνέουν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μας. Τά πρότυπα τά ὁποῖα βρίσκονται μπροστά μας μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά καί μᾶς ἐμπνέουν.

Ἕνα τέτοιο πρόσωπο τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων εἶναι ὁ Σεβαστιανός. Τόν θυμᾶμαι ὅταν ἦλθε ὡς διάκονος στά Ἰωάννινα, τήν γένετειρά μου, τόν θυμᾶμαι ἔντονα κατά τήν  χειροτονία του σέ Πρεσβύτερο στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἰωαννίνων ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κυρό Δημήτριο, καί ἔκτοτε τόν ἔβλεπα στούς ἄμβωνες τῶν Ἱερῶν Ναῶν νά ὁμιλῆ, ἀλλά καί στίς ἐξομολογήσεις νά μᾶς συμβουλεύη διακριτικά καί κατάλληλα.

Ἦταν ὑψηλός στό ἀνάστημα, λεπτός στό σῶμα, ἱεροπρεπής καί σοβαρός στήν συμπεριφορά του, νουνεχής καί γλυκύτατος. Κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες, κυρίως κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐνέπνεε ὅλους τούς παρευρισκομένους, καί σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε πολύ τό παράστημά του, τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ θαυμάσια φωνή του, τό ἐκπληκτικό ψάλσιμό του, ἡ εὐπρέπειά του, ἡ πνευματικότητά του καί τό ρητορικό χάρισμά του. Ὁ Θεός συγκέντρωσε ἐπάνω του τά πιό ἐκπληκτικά χαρίσματα. Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὅταν τόν εἶδε γιά πρώτη φορά νά λειτουργῆ εἶπε: «Αὐτός μαγεύει τό ἐκκλησίασμα κατά τήν θεία Λειτουργία».

Δοξάζω τόν Θεό πού γνώρισα τόν μακαριστό Σεβαστιανό, τόν Πνευματικό Πατέρα τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων, τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου, ἀλλά καί τόν συμπαραστάτη μου σέ ὅλη τήν μετέπειτα ἱερατική μου διακονία. Καυχῶμαι ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν προσευχή του. 

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλη τήν θαυμάσια παρουσία του κατά τήν θεία Λειτουργία, δηλαδή τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε, τά εἶχε προσλάβει ἀπό τόν Προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας Ἀθηνῶν Ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη, τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Ἀργολίδος καί κατόπιν Μητροπολίτη Πειραιῶς, ἀφοῦ ὅταν ὁ π. Χρυσόστομος ὑπηρετοῦσε ὡς Ἐφημέριος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ Σεβαστιανός ὡς λαϊκός καί φοιτητής Θεολογίας ἦταν νεωκόρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Φαίνεται ὅτι ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ἱεροπρέπεια τοῦ π. Χρυσοστόμου, ἀλλά καί τήν ρητορία του.

Πέρα ἀπό τήν ὅλη ἱεροπρέπειά του εἶχε καί προσευχητικό νοῦ, ἐσωτερική κατάνυξη, ἔκφραση τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, καί κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν σοβαρός, νουνεχής, προσεκτικός, ἦταν μιά χερουβική προσευχητική ὕπαρξη, πού δέν ἀνεχόταν συζητήσεις καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές.

Μαζί μέ τήν ἱεροπρέπεια καί τήν κατανυκτικότητά του στήν θεία Λειτουργία ἦταν καί ἕνας ἐκπληκτικός Ἱεροκήρυκας, ἕνα πραγματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος, δυναμικός καί ἐκρηκτικός, ἀλλά συγχρόνως καί πνευματικός. Ἡ καθαρότητα τῆς φωνῆς του, ἡ ὀρθή ἄρθρωση τοῦ λόγου του, τό ρητορικό του χάρισμα, ὁ χειμαρρώδης λόγος του, τά ρητορικά σχήματα πού χρησιμοποιοῦσε, ἡ καλλιέπεια τῆς γλώσσης πού ἄλλοτε ἦταν ἡ ἁπλή καθαρεύουσα καί ἄλλοτε ὁ λόγιος ἐκκλησιαστικός λόγος, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, οἱ ἁρμονικές καί πολλές φορές δυνατές κινήσεις τῶν χεριῶν του, τά σπινθηροβόλα, ἔξυπνα καί φλογερά του μάτια, καί πολλά ἄλλα, τόν ἔκαναν νά ἀστράφτη πάνω στόν ἄμβωνα, ὡς ἕνας ἄγγελος πού ἀναγγέλλει τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς Προφήτης πού καλεῖ σέ μετάνοια, καί νά αἰχμαλωτίζη ὅλους τούς ἀκροατές του. Τό κήρυγμά του εἶχε πνευματικό περιεχόμενο καί ὅλα αὐτά καθήλωναν τό ἀκροατήριο.

Ἡ παρουσία του στούς Ναούς ἦταν ἀντικείμενο σχολιασμοῦ, ἀκόμη καί στά καφενεῖα. «Τό εἶπε ὁ Σεβαστιανός» ἔλεγαν. Ὅταν περπατοῦσε στόν δρόμο τόν πρόσεχαν ὅλοι μέ σεβασμό καί τιμή, καί οἱ ἄνθρωποι πού κάθονταν στά καφενεῖα σηκώνονταν καί τόν χαιρετοῦσαν.

Δέν μποροῦσε ἄλλος Ἱεροκήρυξ νά σταθῆ στά Ἰωάννινα. Ὅποιος τόν ἄκουγε λίγο ἤ πολύ δέν μποροῦσε ἔκτοτε νά ἱκανοποιηθῆ ἀπό ἄλλους Ἱεροκήρυκας. Αὐτό τό ἔβλεπα καί στήν ζωή μου. Κατά τά φοιτητικά μου χρόνια στήν Θεσσαλονίκη ἄκουγα διαφόρους Ἱεροκήρυκας, ἀλλά ἐγώ, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν π. Σεβαστιανό, δέν μποροῦσα νά ἱκανοποιηθῶ ἀπό κανέναν.     

Ἔβλεπα μέ κρυφή χαρά τούς δύο Πνευματικούς μου Πατέρας νά ἔχουν μιά θαυμαστή συνεργασία καί μιά στενή ἐπικοινωνία μεταξύ τους, γιά τήν ὁποία εἶχα συντελέσει κι ἐγώ.

Ὥς Πνευματικός Πατέρας ἐκδήλωνε ἄλλα γνωρίσματα ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε στόν ἄμβωνα κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἤτοι συνδύαζε τήν ἀρχοντική ἀγάπη μέ τό φιλότιμο, τήν τρυφερότητα μέ τήν ἀρρενωπότητα, τό ὀλιγόλογο μέ τήν εἰλικρίνεια, τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅλους μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός, τήν ἀριστοκρατικότητα μέ τήν ἁπλότητα. Ἦταν ἕνας Πνευματικός Πατέρας μέ σοβαρότητα γνώμης καί πληθωρική ἀρρενωπή ἀγάπη. Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τά ἐκδήλωνε στήν κατήχηση καί τήν ἐξομολόγηση, στούς περιπάτους πού τόν συνοδεύαμε καί στίς ἐκδρομές, στήν ἐξοχή καί τούς κλειστούς χώρους. Ἦταν πάντα χαρούμενος, γελαστός, μέ ἕναν λόγο ἕνας πνευματικός ἡγέτης.

Χαιρόμουν πού εἶχα ἕναν τέτοιο Πνευματικό Πατέρα, γιατί ξέφευγε ἀπό τόν στοχαστή καί τόν εὐσεβιστή Ἱεροκήρυκα, καί ἔβλεπα μπροστά μου ἕναν ἀληθινό ἄνθρωπο καί ἕναν ἰδανικό Κληρικό. Ἰδίως, ὅταν ἀργότερα ἔγινα φοιτητής, συζητοῦσα μαζί του πιό ἐλεύθερα καί εἰλικρινά, ἐκεῖνος ἄκουγε τίς ἀπόψεις μου καί μέ τήν ἰσχυρά ἐπιχειρηματολογία του, ὅταν ἔπρεπε, τίς ἀντέκρουε, καί ἄλλοτε τίς δεχόταν μέ πνεῦμα αὐτομεμψίας, γενικά μέ ἀντιμετώπιζε μέ εὐγενικό τρόπο.

Ὅταν ὡς μαθητής καί ἀργότερα ὡς φοιτητής μέ ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι ποιόν ἔχω Πνευματικό Πατέρα, ἐγώ ἔλεγα τό ὄνομά του μέ καμάρι καί θαυμασμό. Θυμᾶμαι ὅτι ἔκανα συγκρίσεις  μέ ἄλλους Πνευματικούς Πατέρες πού γνώρισα κατά τήν διάρκεια τῆς φοιτητικῆς μου ζωῆς καί ἔβλεπα τό μεγαλεῖο του, καί γι’ αὐτό δόξαζα τόν Θεό πού ἔφερε στήν ζωή μου τόν π. Σεβαστιανό.

Πρέπει νά ὑπογραμμίσω ὅτι τίς ἀπόψεις μου αὐτές γιά τόν π. Σεβαστιανό πού σχημάτισα κατά τήν παιδική, νεανική καί ἐφηβική μου ἡλικία δέν τίς ἄλλαξα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἀντικειμενικές καί ὄχι ἐξιδανικευμένες. Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός Ἱεροκήρυκας καί ἄνθρωπος.  

 

2. Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης

Ὅταν ἤμουν τριτοετής φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης πληροφορήθηκα μέ θαυμασμό καί ὑπερβολική χαρά τήν ἀνάδειξη τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατέρα σέ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκείνη ἡ περίοδος ἦταν ἐξεταστική καί γι’ αὐτό δέν μπόρεσα νά παρευρεθῶ στήν χειροτονία του πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, ἀλλά παρακολούθησα μέ ἔκδηλη χαρά ἕνα μέρος τῆς χειροτονίας του ἀπό τό ραδιόφωνο.

Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν τά σημερινά μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, ἀλλά μπόρεσα νά συγκεντρώσω ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ στίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά τήν ἐκλογή του καί τήν χειροτονία του, βρῆκα τίς φωτογραφίες ἀπό τήν χειροτονία του καί χαιρόμουν νά βλέπω τό ἱλαρό, ἀριστοκρατικό καί μεγαλοπρεπές πρόσωπό του.

Ἐνῶ ἦταν στά Ἰωάννινα, ἀφιερωμένος στό ποιμαντικό του ἔργο, πληροφορήθηκε γιά τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, χωρίς νά τό ἀναμένη καί αἰσθάνθηκε βαθύτατη θλίψη, ἦταν δέ ἀποφασισμένος νά μή δεχθῆ τήν ἐκλογή του. Παρακαλοῦσε γιά πολλή ὥρα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο μέ δάκρυα στά μάτια, γονατισμένος στά πόδια του νά ἀνακληθῆ αὐτή ἡ ἀπόφαση, ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία του νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του. Ἐπειδή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν δέχθηκε τήν παράκλησή του, ἔγινε ἡ χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο μέσα σέ βαθύτατη θλίψη του καί ὁ χειροτονητήριος λόγος του ἦταν λιτός, σύντομος, δωρικός καί κατ’ ἐξοχήν πατερικός, πού ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν εἶχε ποτέ στόν νοῦ του αὐτήν τήν ὥρα, δέν εἶχε σκεφθῆ ποτέ τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἤθελε αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική τιμή, ἀλλά τόν εἵλκυε περισσότερο ἡ θέση τοῦ Ἱεροκήρυκα.

Ἦταν ἄνθρωποι προσευχῆς, ταπεινώσεως, κενώσεως, ἀφιλοχρηματίας, πλήρους ἀκτημοσύνης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, αὐτομεμψίας, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς, ζήλου κατ’ ἐπίγνωση, ἀκόμη καί μέ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις.

Αὐτό τό περιστατικό εἶναι σπάνιο στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὄχι μόνον στά νεώτερα χρόνια, ἀλλά καί στά παλαιότερα, ὅσο σπάνιος ἦταν καί ὁ π. Σεβαστιανός, ὡς ἄνθρωπος καί Κληρικός. Ἡ πρακτική εἶναι νά γνωρίζη ὁ ὑποψήφιος γιά τήν ἐκλογή του καί νά δίνη ἀμέσως τό μικρό μήνυμα ἐνώπιον τῶν ἐκλεκτόρων Ἀρχιερέων καί νά τούς εὐχαριστῆ γιά τήν προτίμησή τους στό πρόσωπό του. Ὁ π. Σεβαστιανός ὄχι μόνον δέν ἔκανε αὐτό, ἀλλά προχώρησε καί πιό πέρα, δηλαδή δέν ἤθελε τήν ἐκλογή του, καί ἔκλαιγε γι’ αὐτήν, καί στήν συνέχεια μετά τήν χειροτονία του ἔπεσε σέ θλίψη. Αὐτή ἡ στάση του δέν ἔδειχνε ἔλλειψη σεβασμοῦ στήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἀλλά φανέρωνε ὅτι ἦταν κάτι ξαφνικό καί δέν τό εἶχε ποτέ στόν νοῦ του, δέν τό σκεπτόταν, καί δέν τό ἐπιθυμοῦσε.

Μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη τόν συνάντησα στά Ἰωάννινα, ὅταν ἦλθε γιά νά γίνη  ἡ ἐνθρόνισή του καί νά ἀρχίση τό ποιμαντικό του ἔργο στήν δύσκολη περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἦταν ὅτι ὁ ἀγαπητός  καί πεφιλημένος μας Ἱεροκήρυξ, ὁ π. Σεβαστιανός, μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη, ἔχασε τό παιδικό του πρόσωπο, τήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου του, τό ἑλκυστικό καί ἐκπληκτικό χαμόγελό του, τό χαρούμενο τοῦ χαρακτῆρος του καί φαινόταν πολύ λυπημένος. Δέν χάρηκε καθόλου τήν ἀνάδειξή του στόν ἀρχιερατικό βαθμό καί τό ἐκδήλωνε φανερά σέ ὅλους, χωρίς νά τό κάνη προσποιητά καί ὑποκριτικά.

Συμμετεῖχα στήν ἐνθρόνισή του στήν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τό Δελβινάκι, μέ ἔκδηλη χαρά, γιατί αἰσθανόμουν ὅτι αὐτός ὁ Κληρικός μέ τά ἐκπληκτικά προσόντα πού διέθετε ἦταν γεννημένος γιά νά γίνη Μητροπολίτης. Ὅταν ἀργότερα γνώρισα πολλούς Μητροπολίτες καί ἔκανα συγκρίσεις, κατέληξα στό συμπέρασμα ὅτι στόν π. Σεβαστιανό ἄξιζε μιά μεγάλη Μητρόπολη γιά νά ἐκδηλώση ὅλα τά πολυποίκιλα χαρίσματά του.

Μετά τήν ἀκολουθία τῆς ἐνθρονίσεώς του μέ παρακάλεσε νά μείνω μαζί του τίς πρῶτες ἡμέρες στήν Κόνιτσα καί νά τόν βοηθήσω στά πρῶτα βήματα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας. Μέχρι τότε τόν ἀγαποῦσα πολύ, ἀλλά τόν σεβόμουν ἀπεριόριστα, καί αἰσθανόμουν δέος ἀπέναντί του, τώρα ὅμως γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα παρέμεινα μαζί του στό Ἐπισκοπεῖο στήν Κόνιτσα, μαζί μέ μερικούς ἄλλους, συμμετέχοντας στήν πρωινή καί βραδυνή προσευχή, στό τραπέζι καί ἀκολουθώντας τόν Μητροπολίτη στίς πρῶτες περιοδεῖες του, κάνοντας χρέη ἱεροψάλτη.

Αὐτό γιά μένα ἦταν μιά ὀνειρώδης κατάσταση. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν καί κάθε φορά πού κατά τίς διακοπές ὡς φοιτητής πήγαινα στήν Κόνιτσα νά ἐξομολογηθῶ, νά συζητήσω μαζί του, νά εὑρεθῶ στό ἴδιο τράπεζι καί νά ἀκούσω τά σοφά του λόγια. Αἰσθανόμουν μεγάλη τιμή πού εἶχα Πνευματικό Πατέρα ἕναν τέτοιο λαμπρό Ἱεράρχη.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος πού θυσιαζόταν στήν ἐπισκοπική του διακονία. Ἵδρυσε Γηροκομεῖο, Οἰκοτροφεῖα, βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως τούς ἀνθρώπους, ἐξομολογοῦσε, περιόδευε καί στά πιό δυσπρόσιτα χωριά γιά νά λειτουργήση, νά ὁμιλήση, νά συζητήση μέ τούς ἀνθρώπους στίς πλατεῖες. Αὐτός χαιρόταν ὅλη αὐτήν τήν διακονία, ἀλλά ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι δέν τόν χωροῦσε αὐτός ὁ μικρός τόπος, ἔπρεπε νά ἦταν ἀλλοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ἕνας τέτοιος χαρισματοῦχος καί ἐκπληκτικός Ἐπίσκοπος νά λειτουργῆ σέ μικρές Ἐκκλησίες, μέ λίγο κόσμο, μέ ἀγράμματους Ἱερεῖς, μέ κακόφωνους ψάλτες, μέ δύσκολες συνθῆκες μεταβάσεως καί μεταφορᾶς. Ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτό καί ἐκεῖνος ὑποτασσόταν μέ χαρμολύπη.

 

3. Ἡ ἀδελφική φιλία τῶν δύο Πνευματικῶν μου Πατέρων

Ἀπήλαυσα τόν π. Σεβαστιανό κατά τήν νεανική μου ἡλικία, τόν  παρακολουθοῦσα ὡς Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης, ἀφοῦ πολλές φορές πήγαινα ἐκεῖ, ἀλλά δέν τόν χάρηκα ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας γιά νά δῶ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο συμπεριφερόταν κατά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας. Ἐκλέχθηκα Μητροπολίτης ἕξι μῆνες μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ἄν καί ὁ ἴδιος ἐνδιαφερόταν γιά μένα νά γίνω Μητροπολίτης.

Ὡστόσο, ὅμως, παρακολουθοῦσα τήν παρουσία του στήν Ἱερά Σύνοδο ἐμμέσως μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τοῦ μετέπειτα Γέροντά μου Μητροπολίτου Ἐδέσσης Καλλινίκου, μέ τόν ὁποῖο ἦταν στενά συνδεδεμένοι καί εἶχαν κοινές ἀπόψεις γιά τά φλέγοντα ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς ἐποχῆς τους.

Ἡ περάτωση τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν στό Ἀγρίνιο ἔγινε αἰτία νά γνωρίσω τόν τότε Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. π. Καλλίνικο καί μετέπειτα Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλπωπίας. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου ἀπό τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέ τήν εὐχή τοῦ π. Σεβαστιανοῦ, ἀποδέχθηκα τήν πρόσκληση τοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης νά πάω στήν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας, ἀντί στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ὁ π. Σεβαστιανός ἐξυμνοῦσε τόν Καλλίνικο, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης σχεδόν ἕνα μήνα μετά ἀπό αὐτόν, γιά τήν ἄσκησή του, τήν εὐφυΐα του, τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καί τήν ἔντονη πνευματικότητά του.

Κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐνέπνεε ὅλους τούς παρευρισκομένους, καί σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε πολύ τό παράστημά του, τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ θαυμάσια φωνή του, τό ἐκπληκτικό ψάλσιμό του, ἡ εὐπρέπειά του, ἡ πνευματικότητά του καί τό ρητορικό χάρισμά του.

Ἡ μετάβασή μου στήν  Ἔδεσσα ἔγινε ἀφορμή νά γνωρισθοῦν οἱ δύο Μητροπολίτες ἀκόμη περισσότερο, πράγμα πού μέ χαροποιοῦσε πολύ. Ἡ συνεργασία τους στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἡ διαρκής ἐπικοινωνία τους, τόσο στήν Ἔδεσσα ὅσο καί στήν Κόνιτσα μέ ἱκανοποιοῦσε πολύ. Ἔβλεπα μέ κρυφή χαρά τούς δύο Πνευματικούς μου Πατέρας νά ἔχουν μιά θαυμαστή συνεργασία καί μιά στενή ἐπικοινωνία μεταξύ τους, γιά τήν ὁποία εἶχα συντελέσει κι ἐγώ.

Κατά τήν χειροτονία μου σέ διάκονο ὁ π. Σεβαστιανός ἦλθε στήν Ἔδεσσα, ὁμίλησε θαυμάσια, ἔμενε στό Μητροπολιτικό Οἴκημα, μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν διακονήσω, μέ συμβούλευσε κατάλληλα. Ἡ διέλευσή του  ἀπό τήν  Ἔδεσσα κάθε φορά πού πήγαινε στό Ἅγιον Ὄρος ἦταν πηγή χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως. Ἡ μετάβασή μας -τοῦ Καλλινίκου καί ἐμοῦ- στήν Κόνιτσα γιά νά συμμετάσχουμε στήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν μιά θαυμάσια εὐκαιρία νά ἀναπτυχθῆ ἀκόμη περισσότερο ἡ φιλία τους. Κι ἐγώ χαιρόμουν, γιατί ἔγινα ἀφορμή νά συνδεθοῦν στενά οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι Ἱεράρχες.   

Ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος χαιρόταν γιατί εἶχε προσωπικό φίλο καί ἀδελφό τόν Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό. Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία πάντοτε μου διηγεῖτο περιστατικά πού ἔδειχναν τά χαρίσματα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι ὅταν μιλοῦσε ὁ Σεβαστιανός ὅλοι οἱ Ἱεράρχες σιωποῦσαν καί τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή. Ὁ λόγος του ἦταν νηφάλιος, εὐγενικός, γλυκύς, συγκροτημένος, διακριτικός. Ὁ Καλλίνικος καυχόταν γιά τόν ἀδελφικό του φίλο.

Ὡς χαρακτῆρες ἦταν διαφορετικοί, ἀλλά τούς συνέδεε περισσότερο ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ Καλλίνικος ἦταν λεπτοκαμωμένος, θύμιζε ἀσκητή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦταν λεπτός στά αἰσθήματά του, ταπεινός στήν συμπεριφορά του, διακριτικός στίς κινήσεις του, καί περισσότερο διπλωματικός στήν ἀντιμετώπιση διαφόρων γεγονότων. Ὁ Σεβαστιανός ἦταν μεγαλοπρεπής στήν συμπεριφορά του, εὐθύς στόν λόγο του, ἐξέφραζε μέ εἰλικρίνεια τίς ἀπόψεις του, μερικές φορές ἦταν λίγο δηκτικός, χωρίς νά εἶναι συγκρουσιακός. Παρά τήν διαφορετικότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους, ἐν τούτοις καί οἱ δύο ἀποτελοῦσαν μιά θαυμαστή ἑνότητα, καί εἶχαν μιά σημαντική ἀδελφική φιλία.

Ὥς Πνευματικός Πατέρας ἐκδήλωνε ἄλλα γνωρίσματα ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε στόν ἄμβωνα κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἤτοι συνδύαζε τήν ἀρχοντική ἀγάπη μέ τό φιλότιμο, τήν τρυφερότητα μέ τήν ἀρρενωπότητα, τό ὀλιγόλογο μέ τήν εἰλικρίνεια, τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅλους  μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός, τήν ἀριστοκρατικότητα μέ τήν ἁπλότητα.

Γέροντας μου ἀπό τότε πού ἔγινα Κληρικός ἦταν ὁ Καλλίνικος μέ τόν ὁποῖο ἔμενα στόν ἴδιο χῶρο καί μοῦ ἔδειχνε πληθωρική ἀγάπη συνδυασμένη μέ τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία. Ἀλλά καί ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ὁ Σεβαστιανός, μέ συμβούλευε διαρκῶς ἀπαντώντας σέ δικές μου ἐπιστολές. Μερικές φράσεις πού θά παραθέσω εἶναι ἐκφραστικότατες, πράγμα πού δείχνει τήν μεγαλωσύνη τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός:

«Εὐχάς ἐγκαρδίους, νά εὐαρεστήσῃς τῷ Κυρίῳ καί τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ, κηρύττων καί ἐργαζόμενος «μή ὡς ἀνθρωπάρεσκος, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ», διά νά ἔχῃς καί πολλούς τούς καρπούς καί ἐδῶ καί κυρίως, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (1971).
«Σοῦ εὔχομαι ὁλοψύχως νά καλλιεργῇς ἐν τῇ καρδίᾳ σου τήν προσευχήν, τήν νῆψιν καί τήν βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τήν ταπείνωσιν» (1978).
«Εὔχου ... νά χαρίζῃ ὁ Κύριος καί εἰς ἐμέ τήν ταπείνωσιν, ἥτις ἑλκύει πλουσίως τήν χάριν καί τήν εὐλογίαν τῆς Παναγίας Τριάδος» (1972).
«Εὔχου καί ὑπέρ ἐμοῦ, διότι τά χρόνια περνοῦν καί ἀκόμη εἶμαι ἀκατάρτιστος!» (1980).
«Ἐάν ὅμως μοῦ δίνης τήν ἄδειαν καί ἐπέτρεπεν τοῦτο καί ὁ ἅγιος Δεσπότης σου, ὡς παλαιός σου Πνευματικός θά ἔλεγα: ἀπόφευγε πρός τό παρόν δημοσιεύσεις· τώρα μελέτα Ἁγ. Γραφήν καί Πατέρας καί ἀργότερα ἔρχεται καί ἡ σειρά τῆς συγγραφῆς.
Ἔτσι φρονῶ· διότι «ὁ μισόκαλος», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος, μᾶς πολεμεῖ!
Ζητῶ καί πάλιν συγγνώμην· τόν λόγον ἔχει ὁ νῦν πατήρ σου, εἰς ὅν διαβιβάζεις τήν ἀγάπην μου» (1972).
«Ἀπό καρδίας εὔχομαι, ὅπως ὁ Ἀναστάς Κύριος χαρίζῃ σοι ὑγείαν πολλήν, ζῆλον πύρινον, καρδίαν «καιομένην», ἵνα πάντα ταῦτα τιθέμενα εἰς τήν διάθεσιν τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως, συντελοῦν εἰς τήν δόξαν τοῦ Παναγίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
Ἐνθυμεῖσαι ἰδικά μου πτωχά κηρύγματα, πτωχότατα μάλιστα, εἰς ταπείνωσιν καί ἁγιασμόν; «Τό ἔλεός Σου Κύριε...».
Εὔχου ὑπέρ ἐμοῦ καί ὑπέρ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων, ἵνα πολιτευθῶμεν κατ᾿ αὐτάς ἐν φόβῳ Θεοῦ! Τά δέοντα εἰς τόν ἅγ. Δεσπότην» (1973).
«Ἔτη πολλά, ὁσιακά, ταπεινά καί συνετά. "Μέμνησο δέ ὅτι θνητός εἶ"» (1989).

Κάποια στιγμή πέρασα ἀπό τήν συγκλονιστική περίοδο τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντά μου Μητροπολίτου Καλλινίκου καί ὁ Σεβαστιανός στάθηκε κοντά μου ὡς ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ἀλλά καί ὡς ἀδελφικός φίλος τοῦ Καλλινίκου καί μέ προστάτευε ἀπό τίς δοκιμασίες τίς ὁποῖες περνοῦσα. Λυπήθηκε πολύ πού ἔχασε τόν ἀδελφικό του φίλο καί μέ παρηγοροῦσε κατάλληλα.

Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια πέρασα καί ἀπό τήν δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας καί τῆς κοίμησης τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ μου Πατέρα, τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Τόν ἐπισκέφθηκα στό Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν ὅπου νοσηλευόταν καί στάθηκα κοντά του μέ ἀπόλυτο σεβασμό, ἀλλά καί μέ ἐν Κυρίῳ καύχηση πού τόν γνώρισα καί τόν εἶχα Πνευματικό μου Πατέρα κατά τά παιδικά, τά νεανικά καί τά φοιτητικά μου χρόνια.

Ἡ κοίμηση καί τῶν δύο Ἱεραρχῶν ἦταν ὁσιακή. Καί οἱ δύο ὑπερέβησαν τόν φόβο τοῦ θανάτου, εἶχαν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι πηγαίνουν στόν Θεό, τήν οὐράνια πατρίδα, διακρίνονταν ἀπό τήν αὐτομεμψία, τήν ἀληθινή ἀσκητική ζωή καί τόν οὐράνιο πόθο. Καί οἱ διαθῆκες τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἦταν ἁγιοπατερικές. Καί ἐγώ αἰσθανόμουν μεγάλο βάρος ἀπό αὐτήν τήν πνευματική κληρονομιά καί τόν μεγάλο θησαυρό πού μοῦ χάρισε ὁ Θεός.

 

4. Ὁ π. Σεβαστιανός ὡς Ὀρθόδοξος πατριώτης

Ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ὁ π. Σεβαστιανός προοδευτικά ἐξεδήλωνε αὐτό πού πάντοτε εἶχε μέσα του, τήν ἀγάπη του πρός τήν Πατρίδα.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἔντονα πατριώτης, ἀλλά καί ἀληθινός Χριστιανός. Ἄκουγε γιά τό δράμα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλήνων πού βρίσκονταν στήν Βόρειο Ἤπειρο καί πληγωνόταν ἡ καρδιά του. Δέν μποροῦσε νά ἀντέξη αὐτό τό μαρτύριο πού περνοῦσαν «οἱ ἀδελφοί μας», ὅπως ἔλεγε. Ἔχυσε αἷμα γιά τήν ὑπόθεση αὐτή. Περιόδευε ὅλη τήν Ἑλλάδα καί τόν κόσμο γιά νά μιλήση γιά τόν σεβασμό πρός τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν ἀδελφῶν μας Βορειοηπειρωτῶν, γιά τό ἄνοιγμα τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ἄσκηση μέ ἐλευθερία τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.

Ἄκουγα γιά τόν ἀγώνα του, τόν ἔβλεπα νά ὁμιλῆ σέ μεγάλες συγκεντρώσεις φοιτητῶν στήν Ἀθήνα καί σέ ἄλλες πόλεις, ὅπου ἐκδήλωνε τά μεγάλα ρητορικά χαρίσματά του, ὅπως παλαιά ἔκανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου Μακάριος, διάβαζα γιά τήν παρουσία του στόν Ὀργανισμό τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, στό Κογκρέσο τῆς Ἀμερικῆς, τήν Εὐρώπη, γιά νά ὑπερασπίζεται τίς ἐλευθερίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τόν θαύμαζα ἀκόμη περισσότερο. Ἔβλεπα τούς κινδύνους πού ἐνέδρευαν παντοῦ, ἀφοῦ ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν πολέμιος τοῦ καθεστῶτος Χότζα στήν Ἀλβανία, ἀλλά αἰσθανόμουν καί τήν ἀτρόμητη διάθεσή του καί νά μαρτυρήση ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη του αὐτή.

Πατριώτης εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Πατρίδα του στήν ὁποία γεννήθηκε, ἡ ὁποία στήν συνέχεια δηλώνει καί τήν γῆ τῶν Πατέρων, τῶν προγόνων του. Ἡ Πατρίδα γιά τόν μακαριστό Ἱεράρχη δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας γεωγραφικός χῶρος, ἀλλά ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ἔζησαν οἱ Πατέρες του, καί αὐτοί δέν εἶναι οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ἀλλά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καί οἱ ὅσιοι ἀσκητές.

Ἔτσι, πατριωτισμός γι’ αὐτόν ἦταν ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθοδοξία, τήν λεγόμενη Ρωμηοσύνη. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν θεολογία τοῦ πατριωτισμοῦ πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Σεβαστιανοῦ γιά τήν Βόρειο Ἤπειρο. Δέν ἄντεχε νά βλέπη τούς ἀδελφούς του Ὀρθοδόξους Ἕλληνες νά στενάζουν στήν σκλαβιά, νά μή μποροῦν νά ἐκκλησιαστοῦν, νά προσευχηθοῦν δημοσία, νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νά γιορτάζουν τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα καί ὅλες τίς μεγάλες ἑορτές.

Ὑπάρχει διάκριση μεταξύ πατριωτισμοῦ καί σωβινισμοῦ. Ὁ ὅρος σωβινισμός προῆλθε ἀπό τόν Σωβέν, τόν γάλλο ἥρωα τῆς γαλλικῆς θεατρικῆς σκηνῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1830, καί δηλώνει τήν ἀκραία μορφή πατριωτισμοῦ, καί τήν ὑποτίμηση κάθε ἄλλου ξένου στοιχείου πρός τήν Πατρίδα του. Ὁ γνήσιος, ὅμως, πατριωτισμός σημαίνει τήν πραγματική ἀγάπη στήν Πατρίδα, χωρίς φανατισμούς χωρίς ἀποκλεισμούς, χωρίς ἀπορρίψεις ἄλλων στοιχείων.

Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ γιά τήν Πατρίδα του κυριαρχοῦσε μέσα στήν καρδιά του.  Ἕνα βράδυ, στήν ἀρχή ἀκόμη τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, μέ ὁδήγησε ἔξω στό μπαλκόνι τῆς Μητροπόλεως, μοῦ ἔδειξε τά φῶτα τοῦ Λεσκοβικίου πού εἶναι στήν Ἀλβανία καί μοῦ εἶπε: «Ἐκεῖ βασανίζονται οἱ ἀδελφοί μας ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ καθεστῶτος Χότζα». Καί στενοχωριόταν βαθειά.

Ὁ Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί συνάντησε, μεταξύ τῶν ἄλλων μοναχῶν, καί τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν θαυμαστό ἡσυχαστή καί ἐρημίτη καί συζήτησε μαζί του τό θέμα αὐτό. Ἡ συζήτηση αὐτή εἶναι πολύ σημαντική καί θά ἔπρεπε κανείς νά τήν διαβάση προσεκτικά καί νά ἐντοπίση πολλά σημεῖα.

Κατ’ ἀρχάς βλέπει τήν καθαρότητα τῆς σκέψεως τοῦ Ἱεράρχου, τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀδελφούς του, ἀλλά καί τήν διάθεση τοῦ μαρτυρίου του. Ἔπειτα, βλέπει τήν διακριτικότητα τοῦ π. Ἐφραίμ, τόν σεβασμό του στόν Ἀρχιερέα, ἀλλά καί τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ συζήτηση εἶναι ὑπόδειγμα συναντήσεως Ἱεράρχου μέ ἐρημίτη καί δείχνει τήν προσωπικότητα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ.

Θά διαβάσω μερικά κομμάτια ἀπό τήν ἐκπληκτική αὐτή συζήτηση πού θυμίζει συζητήσεις ἁγίων Ἐπισκόπων μέ ἁγίους ἐρημίτες.

«π. Ἐ.: Τιμή μας σήμερα ἡ παρουσία σας. Μεγάλη χαρά μᾶς δίνετε. Σᾶς περιμέναμε. Ὁ Σεβαστιανός στό καλύβι μας... Πολύ σᾶς εὐχαριστοῦμε. Πολύ, σεβασμιώτατε.
...
π. Ἐ.: ... Ἐμεῖς σᾶς βλέπουμε σάν μάρτυρα. Εἶσθε μάρτυρας. Καί ἔχετε συνεχές μαρτύριο, σεβασμιώτατε.
...
Σεβ.: Τώρα, Γέροντα, νά σέ ρωτήσω. Συναντῶ ἀντιδράσεις. Καί ἀπό Χριστιανούς ἀκόμη. "Τό παρακάνει, λένε, "ὁ Σεβαστιανός. Συνέχεια γιά τή Βόρειο Ἤπειρο μιλάει. Ὑπάρχουν κι ἄλλα πνευματικά θέματα. Ἄς σταματήσουμε τώρα". Ἐσύ, τί λές; Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;
π. Ἐ.: Ὄχι, σεβασμιώτατε. Δέν ἔχουν δίκιο. Μήν ἀκοῦτε. Νά σταματήσουμε; Μά δέν σταμάτησαν τά μαρτύρια. Συνεχίζονται. Γι᾿ αὐτό κι ἐσεῖς συνέχεια νά μιλᾶτε καί νά ἀγωνίζεσθε. Κι ἐμεῖς συνέχεια θά προσευχόμαστε. Αὐτό εἶναι τό πνευματικό θέμα. Τά ἄλλα ξεγελοῦν.
Σεβ.: Θέλω, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς· βαθιά – βαθιά στήν καρδιά σου ἔτσι νιώθεις γιά μένα καί τόν ἀγώνα πού κάνω; Πῶς ἀκριβῶς αἰσθάνεσαι; Μή μοῦ τό κρύψεις. Πές τό μου.
π. Ἐ.: Πῶς αἰσθάνομαι γιά σᾶς! Αἰσθάνομαι... Νά κάνω τήν κίνηση; Ἔτσι μοῦ ᾿ρχεται... Εἶναι ὅμως κι ἄλλοι μπροστά. Νά μή μᾶς παρεξηγήσουν, σεβασμιώτατε... Καταλαβαίνετε πῶς αἰσθάνομαι! ... (Σηκώθηκε νά τόν ἐναγκαλισθῆ).
Σεβ.: Μέ ἀνακούφισες πολύ, Γέροντα. Θά συνεχίζω μ᾿ ὅση δύναμη ἔχω. Ἀφοῦ συμφωνεῖς κι ἐσύ.
...
Σεβ.: Δῶσ᾿ μου τήν εὐχή σου, Γέροντα. Τήν ἔχω ἀνάγκη.
π. Ἐ.: Τί νά τήν κάνεις τήν εὐχή; Τόσο τή θέλεις;
Σεβ.: Δῶσ᾿ τη μου. Νά φύγω γεμάτος.
π. Ἐ.: Ἀφοῦ ἐπιμένεις. Νά τήν ἔχεις (μέ ἔμφαση). Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ, σεβασμιώτατε. Κι ἐγώ νά ᾿χω τήν εὐχή σας».

Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός ἀγαποῦσε μιά ἄλλη Πατρίδα, τήν ἀληθινή γενέτειρά του, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί ἐπιθυμοῦσε τήν ἐπαναφορά του στόν Παράδεισο. Τό καλύτερο τραγούδι του ἦταν γιά τήν «λαμπροτέρα ἡλίου γῆ», πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἔψαλε μέ τήν γλυκύτατη καί δυνατή φωνή του.

«Λαμπροτέρα ἡλίου ἡ Γῆ,
ἥν σαφῶς διορῶμεν μακράν,
λευχειμώνων ἀγγέλων μονή,
κοσμουμένη μέ θείαν χαράν.

Ναί ἐκεῖ, ναί ἐκεῖ, θέλομεν ποτέ συναντηθῆ,
ὦ Πατρίς οὐρανία, τρισευδαίμων καί τρισποθητή».

Τά τελευταῖα χρόνια ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τούς συγχρόνους ἁγίους, καί αὐτούς πού ἁγιοκατατάχθηκαν τελευταῖα, ἀλλά καί ἄλλους πού ἀναμένουν τήν ἁγιοκατάταξή τους. Ὅμως, ὅλοι αὐτοί προέρχονται ἀπό τήν χορεία τῶν μοναχῶν καί τῶν ἱερομονάχων, κανείς ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ἐκτός τόν ἅγιο Νεκτάριο Αἰγίνης.

Αὐτό κατά κάποιο τρόπο λειτουργεῖ ὑπονομευτικά τοῦ Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί φρονήματος, γιατί μερικοί Χριστιανοί συνδέουν τήν ἁγιότητα μέ τήν ἄσκηση στά Μοναστήρια καί τά σπήλαια καί περιφρονοῦν τό ἐπισκοπικό χάρισμα, μέ τήν δοικητική καί ποιμαντική διακονία, ἀλλά καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Πολλοί θεωροῦν τούς Ἐπισκόπους ὡς διοικητές, πού ἀσχολοῦνται μέ τήν διπλωματία καί τό ἐκκλησιαστικό παρασκήνιο, καί κατά κάποιον τρόπο εἶναι ἀνυποψίαστοι στήν ἁγιότητα τῶν Ἐπισκόπων.

Παρακαλοῦσε γιά πολλή ὥρα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο μέ δάκρυα στά μάτια, γονατισμένος στά πόδια του νά ἀνακληθῆ αὐτή ἡ ἀπόφαση, ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία του νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του.

Ἐμένα μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νά γνωρίσω πολλούς Ἐπισκόπους, ἰδιαιτέρως αὐτούς τούς δύο πού ἀνέφερα σήμερα, τόν Καλλίνικο καί τόν Σεβαστιανό, πού ἦταν ἅγιοι, εἶχαν ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ἁγιότητος. Ἦταν ἄνθρωποι προσευχῆς, ταπεινώσεως, κενώσεως, ἀφιλοχρηματίας, πλήρους ἀκτημοσύνης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, αὐτομεμψίας, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς, ζήλου κατ’ ἐπίγνωση, ἀκόμη καί μέ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις.

Ἔτσι, ὁ μακαριστός Σεβαστιανός δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἀγωνιστής Ἱεράρχης, ἕνας καλός Κληρικός, ἀλλά ἕνας ἅγιος Ἐπίσκοπος, ἕνας λαμπρός Ἱεράρχης μέσα στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ἀγαπητοί μου,

Ποτέ δέν ἔφυγε ἀπό τόν νοῦ μου ἡ μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανοῦ. Ὅλα τά αἰσθήματά μου καί τίς ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν διαρκῆ ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί του τά ἔχω ἀποτυπώσει σέ ἕνα βιβλίο πού ἔγραψα μέ τίτλο «Παλαιόν ὄφλημα».

Ὡς ἐπισφράγισμα αὐτῆς τῆς σύντομης ὁμιλίας μου θά ἤθελα νά τονίσω ἰδιαιτέρως καί συμπερασματικῶς μερικές γενικές ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν πολυχρόνια συναναστροφή μου μέ αὐτόν τόν πανάξιο Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο γνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή του.

Ὁ Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός ἄνθρωπος καί κληρικός. Στολιζόταν ἀπό ὑπέροχα φυσικά καί ἐπίκτητα χαρίσματα. Τά φυσικά του προσόντα, ὅπως τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ εὐγλωττία του, ἡ ρητορική του δεινότητα, τό παρουσιαστικό του, ἡ εὐφυΐα του, ἡ εὐστροφία του, ἡ ὁλοκληρωμένη διατύπωση τοῦ λόγου του, τό χαρίεν τοῦ προσώπου του καί τοῦ λόγου του, τό πηγαῖο χιοῦμορ του, καί τό ἀγαπητικό πείραγμά του, ἦταν πλούσια ἐπάνω του καί τόν ἔκαναν ἐκπληκτικό καί ὡς ἄνθρωπο.

Ἦταν ἰδεώδης ὡς λειτουργός καί ὁμιλητής. Ἡ παρουσία του κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν ἐκπληκτική, προξενοῦσε ἐνθουσιασμό, ἐξέπεμπε μιά ἀντανάκλαση τοῦ Παραδείσου, ἦταν πραγματικά ἕνας ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς.

Ὁ Σεβαστιανός, παρά τήν ὁρμητικότητα τοῦ χαρακτῆρος του, καί τήν χειμαρρώδη ἔκφραση τοῦ λόγου του, ἦταν ἕνας ἡσυχαστής στήν καρδιά του. Πάντοτε ὅπου πήγαινε μετέφερε τόν «καλόγηρο» μέσα στήν καρδιά του, ζοῦσε ἁπλά καί ταπεινά, προσευχόταν καρδιακά, ἔστω κι ἄν δέν τό ἔλεγε, εἶχε βαθυτάτη αὐτομεμψία, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τῶν ἀσκητῶν.

Ἦταν πατριώτης, γιατί ἀγαποῦσε τήν Πατρίδα στήν ὁποία γεννήθηκε καί μεγάλωσε, κυρίως ἀγαποῦσε ὅλη τήν παράδοση πού κληρονόμησε ἀπό τούς προγόνους του καί τούς Πνευματικούς του Πατέρας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ὅσιος Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τήν συμμαρτυρία νά γίνη κληρικός, ἀλλά καί τούς μετέπειτα Πνευματικούς του Πατέρας, τῆς Ἀδελφότητος «Σωτήρ», καί πάνω ἀπό ὅλα ἀγαποῦσε ὁλοκάρδια τήν οὐράνια πατρίδα, τόν οὐρανό, πού τόν σκεπτόταν, γιά τόν ὁποῖο προετοιμαζόταν καί στόν ὁποῖο πορεύθηκε μέ ἀτρόμητο τρόπο καί ἀπίστευτη γενναιότητα.

Δοξάζω τόν Θεό πού γνώρισα τόν μακαριστό Σεβαστιανό, τόν Πνευματικό Πατέρα τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων, τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου, ἀλλά καί τόν συμπαραστάτη μου σέ ὅλη τήν μετέπειτα ἱερατική μου διακονία. Καυχῶμαι ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν προσευχή του.    

Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανός ἦταν ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικός καί ἐθνικός ἡγέτης, μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, ἀλλά καί μέ ἔντονο πνευματικό βάθος, ἦταν ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ἕνα πνευματικό ἀστέρι, ἕνας Κληρικός πού ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία, καί τήν Πατρίδα του, ἀλλά συγχρόνως ἦταν οὐρανοπολίτης καί νοσταλγοῦσε τήν οὐράνια πατρίδα. Αὐτός ἦταν ὁ μοναδικός Ἱεράρχης Σεβαστιανός. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.–

 

Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση

 

Σχετικό άρθρο: «Ενορία εν δράσει...2015»: Αφιέρωμα στο μακαριστό Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως και Κονίτσης Σεβαστιανό

topio agion oros 01


Οἱ ἱστορικές πηγές ἀναφέρονται στή λειτουργία Σκητῶν στό Ἅγιον Ὄρος ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ δέκατου τέταρτου αἰώνα. Στήν ἐξελικτική πορεία τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ὅμως, ἡ βαρύτητα τοῦ σκητιωτικοῦ τρόπου πραγματώσεως τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους ὑπῆρξε ἐξαιρετικά μειωμένη, σέ σχέση μέ ἐκείνη τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ἀντιστροφή τοῦ κλίματος, μέ τή δυναμική ἀναγέννηση τοῦ ἀθωνικοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ, παρουσιάστηκε κατά τόν δέκατο ἕβδομο καί κυρίως, κατά τόν δέκατο ὄγδοο αἰώνα.

Ἀρκετοί εἶναι οἱ παράγοντες, πού συνετέλεσαν στήν παραπάνω ἐξέλιξη καί στούς...
ὁποίους γίνεται ἀναφορά κατά τήν παρούσα εἰσήγηση. Στό πλαίσιο αὐτό ὑπογραμμίζεται ἡ ἀντίταξη τοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ στόν ἰδιόρρυθμο μοναστηριακό βίο, πού ἐπικρατοῦσε στόν Ἄθωνα κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο.

Ὡς γνωστόν, ἡ μετατροπή κατά τήν  Ὀθωμανοκρατία τοῦ συνόλου σχεδόν τῶν μονῶν ἀπό κοινόβιες σέ ἰδιόρρυθμες στάθηκε ὡς μία ἀναπόφευκτη προσαρμογή στίς ἐπιταγές τῶν καιρῶν ἐκείνων, καθώς, λόγω τῆς ὑπέρογκης φορολογίας, τά οἰκονομικά τῶν μονῶν βρέθηκαν σέ οἰκτρή κατάσταση. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ ὡς θεσμοῦ ἀντικατοπτρίζει, κατά ἕνα τρόπο, τήν ἀντίδραση ἐκείνων τῶν μοναχῶν, πού θεώρησαν τήν ἰδιορρυθμία ὡς μία παρεκτροπή καί ὡς ἔκπτωση ἀπό τήν γνήσια μοναχική ζωή καί οἱ ὁποῖοι, μέ τήν ἵδρυση τῶν σκητῶν, θέλησαν νά ἐπανεύρουν τήν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι ὅσοι ἔφθαναν στόν Ἄθωνα μέ μοναχικές ἀναζητήσεις προτιμοῦσαν νά μονάσουν, εἴτε στά διάσπαρτα σ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος κελλιά, εἴτε σέ ἡσυχαστήρια τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου, στό νότιο μέρος τῆς χερσονήσου. Ἀπό τά τέλη τοῦ δέκατου ἕβδομου, καί κυρίως κατά τόν δέκατο ὄγδοο αἰώνα, παρατηρεῖται μία τάση, ἐκεῖνοι οἱ νέοι κελλιῶτες πού ζοῦσαν πρίν στά μοναστήρια νά συγκεντρωθοῦν καί νά δημιουργήσουν Σκῆτες, ὅπου θά μποροῦσαν νά συνδυάσουν τόσο τά ἡσυχαστικά ὅσο καί τά κοινοβιακά ἰδεώδη.

Ἀναφορά γίνεται καί στήν ἐπίδραση στήν ἄνθηση τῶν Σκητῶν ἀπό τή νεοησυχαστική διδασκαλία τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων, ἀλλά καί σέ περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ἁγιότητα καί ἡ ὑψηλή πνευματικότητα ὁσιακῶν μορφῶν στάθηκαν πόλος ἕλξεως πολλῶν μοναχῶν, πού ἀπετέλεσαν τόν πυρῆνα γιά τήν δημιουργία Σκητῶν.

Σημαντική ἐπίσης μνεία γίνεται στίς πρόνοιες τῶν κυρίαρχων Μονῶν κατά τή σύσταση τῶν Σκητῶν πού ὑπάγονταν σ᾿ αὐτές, ὅπως αὐτό διαφαίνεται στά συστατήρια ἔγγραφα ἤ στούς ἐσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας τῶν Σκητῶν κείμενα, τά περισσότερα, ὑψηλῆς πνευματικότητας, πού ἄν μή τί ἄλλο, ἀντικατοπτρίζουν τό κύρος τῶν συντακτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν σημαντικές ἐκκλησιαστικές ἀθωνικές προσωπικότητες. Στή συνάφεια αὐτή ὑπογραμμίζεται καί ἡ μέριμνα τοῦ πνευματικοῦ κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν Σκητῶν, καθόσον μάλιστα ὑπῆρξαν Οἰκουμενικοί Πατριάρχες καί ἀνώτατοι κληρικοί, πού ἐφησύχασαν σ᾿ αὐτές.

Ἀναφορά ἐπίσης γίνεται στίς Σκῆτες ὡς τόπου πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν περισσότερων ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Νεομάρτυρες ἀλλά καί ὡς φυτώριου καλλιέργειας τῶν γραμμάτων καί  τῶν τεχνῶν.
 
Περίληψη τῆς εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα στό 10ο Διεθνές Συνέδριο «Τό Ἅγιον Ὄρος στόν 17ο και 18ο αἰώνα. Ἀπό τοὐς μεταβυζαντινούς καί νεώτερους χρόνους»
Σάββατο 10 Ὀκτωβρίου, Θεσσαλονίκη: Ἀμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης» τοῦ Μουσείου Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ.


Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

agios paisios 35

 

Έλεγε ο Όσιος Παΐσιος: «Εφημερίδα διάβασα μία φορά στην ζωή μου, για να μάθω πότε θα κληθώ στρατιώτης. Αν συμβεί ένα γεγονός, ή θα μαθευτεί και θα το μάθω κι εγώ ή θα το μάθω με την προσευχή». Και κάποια από τα συνταρακτικά γεγονότα που συνέβησαν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Όσιος όχι μόνον τα έμαθε με την προσευχή, αλλά και τα είχε δει με «την πνευματική τηλεόραση» πολλά χρόνια πριν συμβούν.

Την πτώση του κομμουνισμού στην Ρωσία και στα άλλα κομμουνιστικά κράτη την είχε προφητεύσει δέκα χρόνια νωρίτερα. Το 1979 είχε πει: «Ο κομμουνισμός θα πέσει. Η Σοβιετική Ένωση θα διαλυθεί και θα γίνει πολλά κρατίδια. Στην Αλβανία θα ανοίξουν οι Εκκλησίες, και σιγά-σιγά θα θριαμβεύσει η Ορθοδοξία». Από τότε πολλές φορές επανέλαβε τις προφητείες αυτές.

Το 1988 είπε σε μια παρεά:

― Στην Παλαιά Διαθήκη, για τις αμαρτίες του λαού, ο Θεός είχε αφήσει τρεις γενιές υπόδουλες στην Βαβυλώνα και μετά οικονόμησε και ελευθερώθηκαν. Κάθε γενιά αριθμεί είκοσι πέντε χρόνια. Τρία επί είκοσι πέντε πόσο κάνει;

― Εβδομήντα πέντε, του είπαν.

― Το 1917 έγινε η ρωσική επανάσταση, συν 75 πόσο κάνει; τους ρώτησε.

― 1992, απάντησαν.

Και αμέσως ο Όσιος άλλαξε θέμα. Πράγματι, έως το 1992 είχαν πέσει όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.

Τον Μάιο του 1989, στην Λέσχη Αξιωματικών της Ξάνθης, ο Όσιος είχε πει στον στρατιωτικό γιατρό, με τον οποίο συζήτησε:

― Από ψάρεμα ξέρεις; Ξέρεις τι θα γίνει, αν κάποιος πιάσει πολλά ψάρια αλλά τα δίχτυα είναι σάπια και η θάλασσα έχει φουρτούνα;

― Θα σπάσουν τα δίχτυα, και θα φύγουν τα ψάρια, απάντησε ο γιατρός.

― Και η Σοβιετική Ένωση, συνέχισε ο Όσιος, είναι σαν μία τράτα, η οποία έριξε τα δίχτυα της και μάζεψε πολλά ψάρια. Τα δίχτυα όμως είναι σάπια και τρίζουν· όπου νά ‘ναι θα σπάσουν! Όλοι αυτοί οι λαοί θα ελευθερωθούν. Τον «Τσαούση του αίσχους» τον ξέρεις; ρώτησε πάλι.

― Τον Τσαουσέσκου εννοείτε; είπε με απορία ο γιατρός.

― Ναι, αυτόν θα τον σκοτώσουν, είπε ο Όσιος, και θα τον δει όλος ο κόσμος. Σε έξι μήνες όλοι αυτοί οι λαοί θα ελευθερωθούν.

Και τον Ιούλιο του 1989, είπε σε προσκυνητές: «Ο Χριστός, όπως ξέρετε, ήταν μαραγκός. Στο χέρι Του κρατάει ένα μεγάλο κατσαβίδι· πότε βιδώνει, πότε ξεβιδώνει. Τώρα λοιπόν θα ξεβιδώσει την Ρωσία».

Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν ότι ο όσιος Γέροντας έβλεπε «τα μέλλοντα ως παρόντα» και «τα μακράν ως πλησίον γιγνόμενα». Τον Αύγουστο του 1989 συνέβησαν στην Σοβιετική Ένωση τα γεγονότα που οδήγησαν στην διάλυσή της. Ύστερα από τέσσερις μήνες, τον Δεκέμβριο, έγινε στην Ρουμανία η επανάσταση εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος. Την παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος (με το παλαιό εορτολόγιο), δύο μοναχοί πηγαίνοντας στο Κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος (Κερκυραίων), που πανηγύριζε, πέρασαν από την Παναγούδα. Είχε πέσει πολύ χιόνι, και το μονοπάτι ήταν απάτητο· κανένας δεν είχε επισκεφθεί προηγουμένως τον Γέροντα. Όταν βγήκε να τους ανοίξει, ήταν πολύ αναστατωμένος· το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και έπαιρνε βαθειές ανάσες. «Θα πάτε στον Άγιο Σπυρίδωνα; τους ρώτησε. Να πείτε εκεί στους Πατέρες να κάνουν πολλή προσευχή, γιατί στη Ρουμανία γίνεται μεγάλη σφαγή, έχουν εμφύλιο πόλεμο!». Στο Κελλί όπου πήγαν, κανένας δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. Τις επόμενες ημέρες μαθεύτηκαν τα σχετικά με τις σφαγές που είχαν γίνει εκείνο το βράδυ στην Ρουμανία. Στις 27 Δεκεμβρίου εκτελέσθηκε ο Τσαουσέσκου, και όλοι τον είδαν στην τηλεόραση.

Τον Οκτώβριο του 1989 το πνευματικό ραντάρ του Πατρός Παϊσίου «είχε πιάσει» και την καταστροφή μιας γέφυρας στην Αμερική. Ενώ συζητούσε με κάποιον επισκέπτη στην αυλή της Παναγούδας, άρχισε ξαφνικά να κάνει τον σταυρό του και να λέγει: «Παναγία μου! Σεισμός!». Χτυπούσε τα χέρια του στα γόνατα και έλεγε: «Πάει η γέφυρα! Θεέ μου, προστάτεψε τους ανθρώπους!». Ο επισκέπτης κοίταζε με απορία, ώσπου ο Γέροντας συνήλθε και συνέχισαν τη συζήτηση. Έφυγε παραξενεμένος, αλλά την επόμενη μέρα διάβασε στην εφημερίδα: «Μεγάλος σεισμός στο Σαν Φρανσίσκο. Έπεσε μία γέφυρα…».

Τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς (1990), άρχισε πολεμικός αναβρασμός στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Πατήρ Παΐσιος προσευχόταν θερμά, για να βρεθεί μία ειρηνική λύση, αλλά έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Σε κάποιους εκμυστηρεύτηκε: «Μην το πείτε σε κανέναν, αλλά, ενώ προσευχόμουν, αισθάνθηκα ότι θα γίνει ο πόλεμος· δεν πρόκειται να σταματήσει το κακό. Θα καίγεται και η θάλασσα από το πετρέλαιο στον πόλεμο αυτόν». Όπως και έγινε.

Με το πνευματικό του ραντάρ ο Όσιος παρακολουθούσε τις εξελίξεις του πολέμου. Τον Νοέμβριο, ενώ βρισκόταν στο Ησυχαστήριο, είπε μια μέρα: «Σήμερα οι Αμερικανοί θα χτυπούσαν στον Περσικό Κόλπο αλλά το ανέβαλαν. Να κάνετε προσευχή να είναι κάτι τοπικό, να μην επεκταθεί σε όλες τις αραβόφωνες χώρες». Και στα τέλη Δεκεμβρίου έγραψε: «Η πυρκαγιά του πολέμου προς το παρόν ελέγχεται. Να ευχώμεθα να μην ξεφύγη τον έλεγχο, γιατί τότε πού θα πάη, ο Κύριος οίδε».

Στις 17 Ιανουαρίου 1991, κατά τις δυόμισι η ώρα το πρωί, ενώ είχε τελειώσει την αγρυπνία του και ήταν έτοιμος να πλαγιάσει, ένιωσε κάτι φοβερό, που ήταν αδύνατον να το περιγράψει. Και αμέσως άκουσε βουητά από αεροπλάνα και βομβαρδισμό. Τον έπιασε ρίγος και βγήκε έξω στην αυλή, για να κάνει κομποσχοίνι. Έλεγε την ευχή με όλη του την δύναμη, και στιγμές-στιγμές περνούσαν από μπροστά του σκηνές από τον πόλεμο.

Το πρωί είπε σε έναν γνωστό του που τον επισκέφθηκε:

― Έμαθες τι έγινε το βράδυ στο Ιράκ;

― Όχι, Γέροντα, απάντησε εκείνος.

― Έγινε βομβαρδισμός, του είπε, και σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι. Να δεις πώς έκλαιγαν τα μικρά παιδιά, πώς χτυπιόντουσαν οι μανάδες· θρήνος έγινε μεγάλος.

― Και εσείς πώς τα ξέρετε αυτά; τον ρώτησε εκείνος.

― Τα έβλεπα όλα μπροστά μου σαν σε τηλεόραση.

Όσες ημέρες κράτησε η  πολεμική αυτή σύρραξη, ο Όσιος δεν διέκοψε σχεδόν καθόλου την προσευχή. Μια μέρα πήγαν στην Παναγούδα κάποιοι μοναχοί και τον ρωτούσαν αν ο πόλεμος θα έπαιρνε παγκόσμια έκταση. «Πηγαίνετε στα κελλιά σας και προσευχηθείτε, τους είπε κάπως αυστηρά, δεν βλέπετε τα αθώα παιδάκια πώς σκοτώνονται; Σε λίγο θα γίνει μεγάλο κακό!». Και πράγματι, μία εβδομάδα αργότερα, σε έναν νέο βομβαρδισμό σκοτώθηκαν πολλά μικρά παιδιά.

Την επόμενη φορά που ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, μίλησε στις Αδελφές και για τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο. «Οι μεν Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί, είπε, με τη δήθεν ελευθερία φθάνουν μέχρι τον σατανισμό. Ο άλλος, ο Σαντάμ, ήθελε να αναδειχθεί Μωχάμετ. Φύλαξε ο Θεός και δεν επεκτάθηκε το κακό. Πάντως είναι μια κατάσταση τρελλοκομείο. Όταν οι άνθρωποι δεν συμφιλιώνονται με τον Θεό, μπορεί να έρθει η ειρήνη; Όπως λέει και το Ευαγγέλιο: ‟Όταν θα μιλούν για ειρήνη, θα έρθουν αναταραχές”».

Μια Αδελφή σχολίασε:

― Γέροντα, τώρα με τον πόλεμο υπήρχε τέτοια τηλεοπτική επικοινωνία, που την ίδια στιγμή όλος ο κόσμος έβλεπε τα γεγονότα.

― Μόνον τον εαυτό τους δεν βλέπουν οι άνθρωποι, απάντησε ο Όσιος, όλον τον άλλον κόσμο τον βλέπουν. Τώρα ο κόσμος καταστρέφεται από το μυαλό του. Δεν είναι ότι τους καταστρέφει ο Θεός. Θέλει πολλή προσευχή. Χρειάζεται θεϊκή επέμβαση.

 

Πηγή: (Ιερόν Ησυχαστήριον "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος"- Εκ του νέου βιβλίου Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

xristougenna 01

 

Μέρος Α'

Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει τὸ σαρανταήμερο, ἡ χριστουγεννιάτικη νηστεία. Ἡ νηστεία αὐτὴ ἀνήκει στὶς ἐλαφρὲς νηστεῖες τοῦ ἐκκλη-σιαστικοῦ ἔτους, ἐφόσον ἐπιτρέπεται νὰ τρῶμε λαδερὰ φαγητὰ καὶ ψάρι (ὄχι βέβαια Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς) μέχρι καὶ τὶς 17 Δεκεμβρίου, γίνεται δηλαδὴ κατάλυσις ἰχθύος, ὅπως σημειώνουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν τρῶμε κατὰ τὴ νηστεία αὐτὴ κρέας, γάλα, τυρὶ καὶ αὐγά.

Στὶς 14 Νοεμβρίου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου καὶ παραμονὴ τῆς νηστείας (ἀποκριά), ἂν τύχει Τετάρτη ἢ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι καὶ ὄχι κρέας. Κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς νηστείας (15-21 Νοεμβρίου), κατὰ παράδοση ἄγραφη τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, νηστεύουμε καὶ ἀπὸ ψάρι, ἐπειδὴ παλαιόθεν οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν τὴν εὐλαβῆ συνήθεια νὰ κοινωνοῦν στὴν πλειονότητά τους κατὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (τῆς Παναγίας τῆς Πολυσπορίτισσας, ὅπως τὴν ξέρει ὁ λαός μας).

Ὁ κανόνας τῆς νηστείας δὲν εἶναι βέβαια ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διέπεται πάντα ἀπὸ φιλάνθρωπα κριτήρια. Οἱ ἅγιοι διδάσκουν νὰ νηστεύει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς δικές του δυνατότητες, τὴν ἡλικία δηλαδή, τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, τὴν ὅλη του ψυχοσωματικὴ ἀντοχὴ καὶ ἰδιοσυγκρασία. Ὁ καθένας πρέπει νὰ συμβουλεύεται ἀπαραιτήτως τὸν πνευματικό του καὶ νὰ ἔχει τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ εὐλογία του γιὰ τὸν κανόνα τῆς νηστείας ποὺ θὰ κάνει.

Ἡ πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστου-γέννων δὲν ἐξαντλεῖται φυσικὰ στὴ λιγοστὴ νηστεία. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀπέχει συνολικὰ ἀπὸ κάθε πάθος, κάθε κακία. Ταυτόχρονα φροντίζει νὰ ἐξομολογεῖται τακτικά, γιατὶ μόνο ἔτσι λαμ-βάνει «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ἐλαφρύνει τὴν ψυχή του. Τὸ ρηχὸ ἐπιχείρημα «δὲν ἔχω κάνει τίποτα», ἂς τὸ ἀφήσουμε γιὰ πωρωμένους ἐ-γωιστὲς καὶ ἀνεγκέφαλους ποὺ θεωροῦν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα. Ἐμεῖς ἂς ἀκούσουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει ὅτι καὶ μία μέρα νὰ εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἁμαρτήσει (Ἰώβ, 14, 4-5). Καὶ ὅτι ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ρέπει πρὸς τὰ πονηρὰ (Γεν. 8, 21). Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ὁ φόνος καὶ ἡ κλεψιά, ἀλλὰ κάθε βλέμμα, κάθε σκέψη, κάθε λόγος ποὺ ἐκκλίνει ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 28).

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου (ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι 24 Δεκεμβρίου) γίνεται καθημερινὰ Θεία Λειτουργία, τὸ λεγόμενο σαρανταλείτουργο. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀποκλειστικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς, τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ Θεία Λειτουργία ὅμως (ὅπως δείχνουν οἱ πολλές της δεήσεις καὶ κυρίως ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, δηλαδὴ ἡ προετοιμασία τῶν Τιμίων Δώρων ὅπου μνημονεύονται καὶ τὰ ὀνόματα) προσφέρεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, «ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου», ζώντων καὶ τεθνεώτων. Οὐδέποτε τελεῖται Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ μνημονευθούν καὶ οἱ ζῶντες καὶ νὰ ἐξαχθοῦν μερίδες καὶ γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ βάλουμε καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων στὸ σαρανταλείτουργο, παρὰ τὴ σχεδὸν ἑδραιωμένη ἀντίληψη ὅτι αὐτὸ γίνεται κυρίως ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων.

Ἄσχετα πρὸς αὐτό, ἡ ἀξία τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι τεράστια γιὰ ὅλους. Οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων ἰδιαίτερα βοηθοῦνται τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν τέλεσή της. Ἄλλωστε οἱ προσευχὲς (ἀτομικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς-τρισάγια, μνημόσυνα καὶ κυρίως ἡ Θεία Λειτουργία) μαζὶ μὲ τὶς ἐλεημοσύνες, εἶναι τὰ μοναδικά, ἀλλὰ καὶ σπουδαιότατα πράγματα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας. Εἶναι οἱ «ἀποσκευές» τους ποὺ φροντίζουμε ὁπωσδήποτε νὰ τὶς στείλουμε ξοπίσω τους, ἀφότου ἐκεῖνοι ἔχουν φύγει. Αλλιῶς θὰ μᾶς κατηγορήσουν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία πὼς τοὺς ἀμελήσαμε (ἅγ. Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).

(Σημ. γιὰ τοὺς ἐνορίτες μας. Στὴν ἐνορία μας διατηροῦμε ἀρχεῖο μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύουμε στὸ σαρανταλείτουργο, γραμμένα σὲ εἰδικὸ ἔντυπο μὲ δύο στῆλες, μία γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ μία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Πάνω στὸ ἔντυπο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγράφετε ὁπωσδήποτε τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειάς σας, γιὰ τὴν ἀλφαβητικὴ ταξινόμηση καὶ τὴν εὔκολη ἀνεύρεσή του. Μπορεῖτε νὰ ζητᾶτε ὁποιαδήποτε στιγμὴ τὸ ἔντυπο ποὺ ἔχετε συμπληρώσει, γιὰ νὰ σημειώνετε τυχὸν ἀλλαγὲς ἀπὸ γεννήσεις καὶ θανάτους ἢ γιὰ προσθῆκες ὀνομάτων γνωστῶν καὶ φίλων σας).

 

Μέρος Β'
Τὸ σαρανταήμερο (15 Νοεμβρίου – 25 Δεκεμβρίου), ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, συνδέεται μὲ τὸ σαρανταλείτουργο. Ἡ καθημερινὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας, μιᾶς συνολικῆς ἄσκησης κατὰ τῶν ἐγωκεντρικῶν μας ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, εἶναι μιὰ ἄριστη προετοιμασία γιὰ ἀληθινὴ βιωματικὴ προσέγγιση τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει τόση σημασία γιὰ μᾶς ἡ Θεία Λειτουργία;

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε μιὰ πρό(σ)κληση νὰ κοινωνήσουμε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Εἶναι εἴσοδος καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Ἐπαφὴ φευγαλέα καὶ προσωρινή, ἀλλὰ πάντως πραγματική, μὲ τὴν ἐκτὸς τοῦ δικοῦ μας χρόνου, τόπου καὶ τρόπου ὑπάρχουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ὁ καθένας καλεῖται νὰ τὸ κάνει ἐνεργὰ ὑπαρκτὸ μέσα του, νὰ ἀποτελέσει μέρος του, νὰ ὑπάρξει μέσα σ’ αὐτό. Ἕνα γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του, ὀμφάλιος λῶρος γιὰ νὰ τραφεῖ καὶ νὰ ζήσει.

Γιὰ νὰ ζήσει ὅμως κανεὶς χρειάζεται τροφή. Κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος τρώει. Δὲν τὸ συζητάει αὐτό. Εἶναι τὸ αὐτονόητο. Θεωρεῖ τρέλλα τὸ νὰ σταματήσει νὰ τρώει, νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ χωρὶς τροφή. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιὰ νὰ ζήσει χρειάζεται τροφή. Δὲν ζεῖ ἀπὸ μόνη της. Δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη. Δὲν ἔχει μέσα της τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ ζωῆς, τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρο ποιὰ εἶναι: Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς λόγια. Δὲν λέει νὰ ζήσουμε μὲ λόγια. Προσφέρει τροφή. Χαρίζει τὸν ἑαυτό του πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν.
 
Γι’ αὐτὸ καὶ ἦλθε στὴ γῆ. Γιὰ νὰ γίνει τροφὴ ποὺ θὰ μᾶς θρέψει καὶ θὰ μᾶς ἀθανατίσει. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπέβλεπε στὴν ἐξασφάλιση αὐτῆς τῆς τροφῆς. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ κάμει τὴ σάρκα του αὐτὴ τροφὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τὴν προσφέρει λοιπὸν ἄφθονη, σὰν τὴ μόνη τροφὴ ποὺ δίνει ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια. Σὰν τὸ μόνο φάρμακο ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον». Ἀληθινὴ τροφὴ εἶναι ἡ σάρκα μου, λέει. Ὅποιος τρώει ἀπὸ αὐτὴν «ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 53-58). Ὅλες οἱ ἄλλες τροφὲς δίνουν μικρὴ μόνο παράταση ζωῆς. Τὸ φάσμα δράσης τους εἶναι μικρό. Μακροπρόθεσμα πίσω τους ἐλλοχεύει ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι «ὁ ἐσθιόμενος καὶ μὴ δαπανώμενος, …ὁ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος» εἰς βρῶσιν, γιὰ νὰ ἁγιάζει ὅσους τὸν τρώγουν.

Κάποιος ἀναχωρητὴς δὲν ἤθελε νὰ παραδεχθεῖ πὼς ὁ ἅγιος Ἄρτος ποὺ μεταλαμβάνουμε εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ γέροντες τῆς Σκήτης, ὅταν τὸ ἔμαθαν, τὸν κατήχησαν μὲ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε στὴν πλάνη του. Οἱ πατέρες τὸν ἄφησαν, ἀλλὰ προσευχήθηκαν νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταλάβει τὴν ἀλήθεια.

Μιὰ Κυριακὴ ὁ ἀναχωρητὴς συμμετεῖχε στὴ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας πῆρε στὰ χέρια του τὸ πρόσφορο γιὰ νὰ προσκομίσει, ὁ πλανεμένος μοναχὸς εἶδε κατάπληκτος ἕνα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἄρχισε ὁ ἱερέας νὰ διαμελίζει τὸν Ἄρτο, φάνηκε ἅγιος ἄγγελος ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο κρατώντας στὸ χέρι του ἕνα μαχαίρι. Συγχρόνως μὲ τὸν ἱερέα διαμέλισε κι Αὐτὸς τὸ θεῖο Βρέφος κι ἔχυσε τὸ Αἷμα του στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ ἀναχωρητὴς ταράχθηκε.

Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν πῆγε νὰ κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιὸ φοβερό. Εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη στὸ αἷμα. Κλαίγοντας τότε ὁμολόγησε τὴν πλάνη του καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σκεπάσει μὲ τὴ χάρη του τὰ θεῖα Μυστήρια γιὰ νὰ τολμήσει νὰ κοινωνήσει. Πραγματικὰ μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο εἶδε πάλι ψωμὶ καὶ κρασί, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετάλαβε εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ (Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία [ἔκδ. Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ἀττικῆς]).

Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπὸν εἶναι πρωτίστως τραπέζι. Φαγητό. Τροφοδοσία. Ὁ Χριστὸς μιλάει συχνὰ γιὰ δεῖπνο. Μᾶς καλεῖ νὰ δειπνήσουμε μαζί του. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παραβάλλεται μὲ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τράπεζα πνευματική. Ὁ Θεὸς σφάζει «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», θυσιάζει τὸν μονογενῆ του Υἱὸ καὶ παραθέτει τράπεζα. «Λάβετε, φάγετε…, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «βρωτός», προσφέρεται δηλαδὴ νὰ φαγωθεῖ, ὀνομάζεται καὶ πασχάλιος ἀμνός, ἀρνὶ τοῦ Πάσχα. «Ὡς βρωτὸς δέ, ἀμνὸς προσηγόρευται» (Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδὴ δ΄). Ἂν δὲν τρῶμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραπέζι, ἂν δὲν μᾶς τρέφει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχουμε «ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Δὲν μεγαλώνουμε, δὲν ἔχουμε πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἐπέρχεται ἡ καχεξία καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τὸν Θεὸ ἔχουμε πεθάνει. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀνομάζει νεκροὺς (πρβλ. τὸ «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» [Ματθ. 8, 22]), ἀκόμα κι ἂν προσωρινὰ παρατείνεται ἡ βιολογική μας ζωή.

Ἡ Θεία Λειτουργία, ὄχι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες (ἑσπερινός, ὄρθρος, παράκληση κ.λ.π.), ἀλλὰ εἰδικὰ καὶ μόνο ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τροφή. Δὲν ἔχει ὑποκατάστατο. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ προσέχουμε συνήθως. Δὲν πᾶμε ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἀόριστη εὐλογία, γιὰ τὸ καλό. Σ’ αὐτὴν πᾶμε γιὰ νὰ φᾶμε. Γιὰ νὰ ζήσουμε τώρα καὶ πάντοτε. Αἰώνια. Χωρὶς αὐτὴν τὴν τροφή, εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ θάνατο. Εἶναι αὐτονόητο τὸ νὰ τρῶμε καθημερινά; Ἄλλο τόσο αὐτονόητο πρέπει νὰ μᾶς γίνει, ὅτι εἶναι θέμα ζωῆς καὶ θανάτου νὰ καθόμαστε στὸ τραπέζι ποὺ μᾶς στρώνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τρῶμε τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς παραθέτει. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του.

Τί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τρέφεται; Δὲν θέλει σκέψη. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ ὅταν ἀπέχει ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Τὴν κατάρρευση τοῦ σώματος τὴ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας, τὴ μετρᾶμε μὲ τὰ τεχνικὰ μέσα ποὺ διαθέτουμε. Γιατί δὲν σκεπτόμαστε ὅτι τὴν ἴδια κατάρρευση ὑφίσταται καὶ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν τρέφεται; Ἐπειδὴ δὲν τὴ βλέπουμε; Δὲν μᾶς ἔδωσε μάτια πνευματικὰ ὁ Θεός; Μήπως τελικὰ εἴμαστε τυφλοί, ἂν καὶ καμαρώνουμε γιὰ τὴν ἐξυπνάδα μας; Μήπως γιὰ μᾶς λέει ὁ Θεός, «βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσ. 6, 9);

Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς προσφέρει, ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ ἄρτου, τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ εἰς βρῶσιν. «Ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 58). Ἀλλιῶς ὁ θάνατος θὰ θριαμβεύσει πάνω μας, ἔστω κι ἂν ὁ Χριστὸς τὸν νίκησε καὶ ἀναστήθηκε. Χωρὶς τὴ βρώση τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου δὲν θὰ σημαίνει τίποτε γιὰ μᾶς. Καμμιὰ ἀνάσταση δὲν θὰ ξημερώσει γιὰ μᾶς, καμμιὰ ζωὴ δὲν θὰ μᾶς δοθεῖ.

Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὸ φετεινὸ σαρανταλείτουργο νὰ συχνάζουμε ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου «ἡ τράπεζα γέμει, …ὁ μόσχος πολὺς» καὶ εἶναι σκέτη ἀνοησία νὰ φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος νηστικός. Τὸ μόνο ποὺ χρήζει προσοχῆς ἐκ μέρους μας εἶναι, στὸ γαμήλιο αυτὸ δεῖπνο νὰ εἴμαστε μὲ ἔνδυμα γάμου. Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς καλεῖ, μᾶς παρέχει (μὲ τὸ βάπτισμα, τὴν ἐξομολόγηση και τὰ λοιπὰ μυστήρια) καὶ τὸ ἀνάλογο ἔνδυμα. Ἂν παρευρεθοῦμε χωρὶς αὐτό, θὰ εἶναι καθαρὰ ἀπὸ δική μας ἀμέλεια. Καὶ δικαίως θὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος, «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», μᾶς προτρέπει νὰ εἰσέλθουμε «εἰς τὴν χαράν του», νὰ τὸν γευθοῦμε, νὰ γνωρίσουμε ἐξ ἰδίας πείρας πόσο γλυκὺς εἶναι ὅταν βιβρώσκεται. Ἀξιώθηκαν κάποτε ἄνθρωποι νὰ φάγουν «ἄρτον ἀγγέλων» (Ψαλμ. 77, 25). Δὲν μᾶς τιμᾶ ἀσυγκρίτως περισσότερο τὸ γεγονός, ὅτι «ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, ἔρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς»; Μὲ ποιὰ δικαιολογία θὰ ἀπορίψουμε τέτοια τιμή;

Μιὰ ἐνσυνείδητη καθημερινὴ βίωση ἐπὶ σαράντα μέρες τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὺτοῦ γεγονότος δὲν θὰ μᾶς πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνεκφράστου μυστηρίου τῶν Χριστουγέννων;

ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ – ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

 

Πηγή: Αβέρωφ (Μέρος Α', Μέρος Β')

agios iwannhs o theologos 01

 

«ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε;  τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί;  λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι , τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι. ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;» Ιωάννης 22: 20- 23.
 
Ο Απόστολος Πέτρος ερωτά τον Ιησού Χριστό  για τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη «Κύριε, οὗτος δὲ τί;»-  Κύριε τι θα γίνει με τον Ιωάννη ; Και ο Ιησούς απαντά : «ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι». Αυτός ο λόγος του Χριστού παρεξηγήθηκε από ορισμένους Χριστιανούς. Ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει την παρεξήγηση αυτή εκ μέρους μερίδας Χριστιανών – « ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει».

 

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για να ανατρέψει αυτή την παρεξήγηση και για να αποτρέψει τον σκανδαλισμό των πιστών όταν θα πέθαινε διευκρίνισε ότι «οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;»
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο όπου τάφηκε. Αν δεν είχε πεθάνει γιατί να ταφεί; Το ότι μετέστη το σώμα του κατόπιν δεν σημαίνει ότι δεν πέθανε. Και η Θεοτόκος  μετέστη αφού πρώτα πέθανε.
Αν και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έδωσε εξηγήσεις για να αποφευχθεί η παρεξήγηση των λόγων του Ιησού, εξακολούθησαν διάφοροι να παρεξηγούν τους λόγους του Κυρίου. Και σήμερα ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που παρεξηγούν τον λόγο αυτόν του Κυρίου. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος δεν έχει πεθάνει ! Μάλιστα ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε είναι και οι αιρετικοί Μορμόνοι.
Η θεωρία στην οποία πιστεύουν μερικοί  Χριστιανοί (όχι αιρετικοί) είναι η εξής :
Ο Ιωάννης δεν πέθανε αλλά ζει και θα εμφανιστεί την περίοδο του Αντιχρίστου μαζί με τον Προφήτη Ηλία ίσως και μαζί με τον Δίκαιο Ενώχ. Ο Ιωάννης σύμφωνα με αυτήν την θεωρία θα εκτελεστεί από τον Αντίχριστο όπως ο Προφήτης Ηλίας, όπως  ίσως  και ο Προφήτης Ενώχ.
Η παραπάνω άποψη είναι λάθος και δεν στηρίζεται στην Αγία Γραφή. Ιδού οι λόγοι :
1) Ο ίδιος ο Ιωάννης λέγει ότι «οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει ».
2) Τον παραπάνω λόγο τον κατέγραψε ο Ιωάννης για να ανασκευάσει την πεπλανημένη άποψη ορισμένων ότι δεν πεθαίνει – «ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει».
3) Ο Ιησούς μίλησε ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ – «ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι». Εάν δηλαδή υποθέσουμε, λέγει ο Κύριος, ότι εγώ επιθυμώ ο Ιωάννης να μην πεθάνει μέχρι την Δευτέρα έλευσή μου, τι σε ενδιαφέρει ;
4) Η φράση «ἕως ἔρχομαι » σημαίνει έως την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Αν λοιπόν ο Ιωάννης δεν πεθαίνει μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού, ΠΩΣ μερικοί λέγουν και γράφουν ότι θα τον εκτελέσει ο Αντίχριστος ο οποίος θα εμφανιστεί και θα δράσει ΠΡΙΝ την Δευτέρα Παρουσία ; Αν  ο Ιωάννης δεν πεθαίνει μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού ΓΙΑΤΙ και ΠΩΣ θα πεθάνει μετά;Η φράση «ἕως ἔρχομαι» είναι σαφής, σαφέστατη και δεν σημαίνει «έως λίγο πριν έρθω» όπως το ερμηνεύουν μερικοί !!! Πάνω στην φράση αυτή συντρίβεται η θεωρία ότι πριν την Δευτέρα Παρουσία θα εκτελεστεί από τον Αντίχριστο ο δήθεν ακόμη μη αποθανών Ευαγγελιστής !
5) «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν , μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» Εβραίους 9:27. Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν σωματικώς (εκτός από αυτούς που θα τους βρεί η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου ζώντες- «οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα»Α Θεσσαλονικείς 4: 17). Και οι Προφήτες Ηλίας και Ενώχ θα πεθάνουν πριν την Δευτέρα Παρουσία του Ιησού. Θα τους εκτελέσει ο Αντίχριστος. Όταν γίνει η Δευτέρα Παρουσία δεν πεθαίνει κανείς Άγιος πλέον.
6) Η Αγία Γραφή αναφέρει σαφώς ότι ΔΥΟ προφήτες θα εκτελέσει ο Αντίχριστος και όχι τρείς.  Ρητώς η Γραφή λέγει ότι οι Ηλίας και Ενώχ δεν πέθαναν. Αυτοί λοιπόν θα είναι οι δύο Προφήτες που θα δράσουν στην εποχή του Αντιχρίστου. Ούτε τρεις προφήτες αναφέρει η Γραφή ούτε ότι ο Ιωάννης δεν πεθαίνει.
 
 
Ο ΕΝΩΧ
 
«καὶ εὐηρέστησεν ᾿Ενὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός » Γένεση 5:24.
 
«Πίστει ᾿Ενὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός · πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ» Εβραίους 11:5.
 
 
Ο ΗΛΙΑΣ
 
« καὶ ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καὶ ἐλάλουν· καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ διέστειλαν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, καὶ ἀνελήφθη ᾿Ηλιοὺ ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν οὐρανόν .  καὶ ῾Ελισαιὲ ἑώρα καὶ ἐβόα· πάτερ, πάτερ, ἅρμα ᾿Ισραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ· καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν ἔτι» Δ Βασιλειών 2:11-12.
«᾿Ηλίας ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν» Α Μακκαβαίων 2:58.
 
«ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστελῶ ὑμῖν ᾿Ηλίαν τὸν Θεσβίτην, πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ » Μαλαχίας 4:4.
 
Ο Ηλίας ο Θεσβίτης είναι ο Πρόδρομος της Δευτέρας Παρουσίας του Ιησού Χριστού.
 
«ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Ηλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα » Ματθαίος 17:11.
 
Ο Χριστός λέγει ότι ο Ηλίας ΕΡΧΕΤΑΙ και ότι ΘΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ (στο μέλλον) τα πάντα. Άρα είναι Πρόδρομος της Δευτέρας παρουσίας του Χριστού και όχι της Πρώτης. Ο Πρόδρομος της Πρώτης Παρουσίας του Χριστού είναι ένας άλλος «Ηλίας» ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τον οποίο «οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν» Ματθαίος 17:12.
 
«᾿Ηλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ; » Μάρκος 9:12
 
Ο Χριστός λέγει ότι ο Ηλίας προηγείται της Παρουσίας του Υιού του ανθρώπου  και «αποκαθιστά  πάντα». Ερωτά όμως με έμφαση : «πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ;» Γιατί δηλαδή αφού ο Ηλίας έρχεται πρώτα από τον Υιό του ανθρώπου και «ἀποκαθιστᾷ πάντα», ο Υιός του ανθρώπου σύμφωνα με την Γραφή πρέπει να «πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ;» Μετά την αποκατάσταση των πάντων τι χρειάζεται η θυσία του Χριστού;;; Ασφαλώς δεν χρειάζεται !
 
Άρα ο Ηλίας έρχεται πριν την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και αποκαθιστά πάντα και κατόπιν έρχεται ο Χριστός, όχι για να θυσιαστεί αλλά για να Κρίνει τον Κόσμο. Δεν ήλθε ο Ηλίας πριν την Πρώτη Παρουσία κατά την οποία θυσιάστηκε ο Χριστός. Αν ερχόνταν πριν την Πρώτη Παρουσία και αποκαθιστούσε τα πάντα δεν θα υπήρχε ανάγκη πλέον της θυσίας του Χριστού. Με το ερώτημα αυτό δηλαδή ο Ιησούς αποκαλύπτει ότι ο Ηλίας είναι Πρόδρομος της Δευτέρας παρουσίας του Χριστού και όχι της Πρώτης. Ο Πρόδρομος της Πρώτης Παρουσίας του Χριστού είναι ένας άλλος «Ηλίας» ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όπως είπαμε. Η προφητεία του Μαλαχίου δηλαδή περί ελεύσεως του Ηλία πριν τον Κύριο αφορά την ΔΕΥΤΕΡΗ Παρουσία του Κυρίου όχι την Πρώτη.
 
Μάλιστα ο Μαλαχίας γράφει : « καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστελῶ ὑμῖν ᾿Ηλίαν τὸν Θεσβίτην, πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ, ὃς ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρὸς πρὸς υἱὸν » Μαλαχίας 4:4-5.
 
Σύμφωνα με τον Μαλαχία ο Ηλίας ο Θεσβίτης θα αποκαταστήσει την καρδία του πατρός προς τον υιόν και όχι το αντίστροφο, (δηλαδή την καρδιά του υιού προς τον πατέρα)! Γιατί αυτό ; Ο Χριστιανισμός είναι τέκνο του Ιουδαϊσμού. Ο Ιουδαϊσμός όμως παρεκτράπη όχι ο Χριστιανισμός ! Γιαυτό ο οι Ιουδαίοι θα στραφούν προς τον Χριστιανισμό και όχι το αντίθετο.
« Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ,  καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται » Ρωμαίους 11: 25-26.
 
 
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΡΟΦΗΤΕΣ
 
«καὶ δώσω τοῖς δυσὶ μάρτυσί μου , καὶ προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι.  καὶ εἴ τις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, πῦρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ κατεσθίει τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν· καὶ εἴ τις θέλει αὐτοὺς ἀδικῆσαι, οὕτω δεῖ αὐτὸν ἀποκτανθῆναι. οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν τὸν οὐρανὸν κλεῖσαι, ἵνα μὴ ὑετὸς βρέχῃ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν, καὶ ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτὰ εἰς αἷμα καὶ πατάξαι τὴν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐὰν θελήσωσι. καὶ ὅταν τελέσωσι τὴν μαρτυρίαν αὐτῶν, τὸ θηρίον τὸ ἀναβαῖνον ἐκ τῆς ἀβύσσου ποιήσει μετ᾿ αὐτῶν πόλεμον καὶ νικήσει αὐτοὺς καὶ ἀποκτενεῖ αὐτούς.  καὶ τὸ πτῶμα αὐτῶν ἐπὶ τῆς πλατείας τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἥτις καλεῖται πνευματικῶς Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριος αὐτῶν ἐσταυρώθη.  καὶ βλέπουσιν ἐκ τῶν λαῶν καὶ φυλῶν καὶ γλωσσῶν καὶ ἐθνῶν τὸ πτῶμα αὐτῶν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἥμισυ, καὶ τὰ πτώματα αὐτῶν οὐκ ἀφήσουσι τεθῆναι εἰς μνῆμα» Ιωάννης 11: 3-9.
 
Δύο προφήτες λοιπόν θα εκτελέσει ο Αντίχριστος, όχι τρεις. Ο ένας θα είναι ο Ηλίας ο άλλος ο Ενώχ. Αν στην θέση του Ενώχ βάλουμε τον Ιωάννη,  ο Ενώχ πότε θα πεθάνει ; Πού λέγει η Γραφή ότι ο Ιωάννης θα παραμείνει ζωντανός μέχρι την εποχή του Αντιχρίστου ; Και αν εκτελεστεί ο Ιωάννης από τον Αντίχριστο όπως υποθέτουν ορισμένοι, πως ερμηνεύεται η φράση του Ιησού  «ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι » ;
 
7) Σύμφωνα με τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος Θ’, σελ. 622-623 : «Αφού λοιπόν ημείς εσκάψαμεν, προσηύξατο ο Ιωάννης· και μετά την ευχήν εισήλθεν εις τον τάφον τον οποίον εσκάψαμεν , και εκείθεν είπε προς με· “Τέκνον Πρόχορε, να υπάγης εις τα Ιεροσόλυμα· διότι εκεί πρέπει να τελειώσης τον βίον”· διδάξας δε ημάς και ασπασάμενος, είπε· “Σύρατε το χώμα της μητρός μου γης και σκεπάσατέ με”· ημείς δε ασπασάμενοι αυτόν, και σύραντες χώμα εσκεπάσαμεν μέχρι των γονάτων. Πάλιν εκείνος ασπασάμενος ημάς, είπε· “Σύραντες χώμα σκεπάσατέ με έως του τραχήλου”· και ασπασάμενοι αυτόν εποιήσαμεν ούτω· είτα δε πάλιν είπε προς ημάς· “Φέρετε λεπτόν πανίον και σκεπάσατε δι  αὐτοῦ το πρόσωπόν μου, και ασπάσασθέ με δια τελευταίαν φοράν· διότι δεν θα με ίδητε πλέον εις την ζωήν ταύτην”. Και ποιήσαντες ούτως, ησπασάμεθα αυτόν πάλιν κλαίοντες· αυτός δε δους εις ημάς την ειρήνην απέλυσεν ημάς. Και ούτω κλαίοντες πικρώς εσκεπάσαμεν όλον το σώμά του. Τότε και ο ήλιος ανέτειλε, και αυτός παρέδωκε το πνεύμά του».
 
8) Κάθε 8 Μαϊου εορτάζεται η «Σύναξις Της Αγίας Κόνεως Της Εκπορευομένης Εκ Του Τάφου Του Ιωαννου Του Θεολόγου»:
«Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο».
 

Το θέμα του θανάτου του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου δεν είναι σωτηριακό θέμα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν εκφράσει διάφορες απόψεις όχι πάντα σύμφωνες μεταξύ τους.

 

Πηγή: Ακτίνες

agios porfyrios 21

 

His family

Elder Porphyrios was born on the 7th of February 1906, in the village of St. John Karystia, near Aliveri, in the province of Evia. His parents were poor but pious farmers. His father’s name was Leonidas Bairaktaris and his mother’s was Eleni, the daughter of Antonios Lambrou.

At baptism he was given the name Evangel’s. He was the fourth of five children, and the third child of the four that survived. His oldest sister, Vassiliki, passed away when she was a year old. Today, only his youngest sister, who is a nun, is still alive.

His father had a monastic calling but obviously did not become a monk. He was, however, the village cantor, and St. Nectarios called upon his services during his journeys through the area, but poverty forced him to emigrate to America to work on the construction of the Panama canal.

 

His childhood years

The Elder attended the school in his village for only two years. The teacher was sick most of the time and the children didn’t learn much. Seeing the way things were, Evangelos left school, worked on the family farm and tended the few animals that they owned. He started working from the age of eight. Even though he was still very young, in order to make more money, he went to work in a coal mine. He later worked in a grocer’s store in Halkhida and in Piraeus.

His father had taught him the Supplicatory Canon (Para­klisis) to the Mother of God (Panagia); and whatever else of our faith he could. As a child he developed quickly. He himself told us that he was eight years old when he first started shaving. He looked much older than he actually was. From his childhood he was very serious, industrious and diligent.

 

Monastic calling

While he was looking after the sheep, and even when working in the grocer’s store, he slowly read the life story of St. John the Hut-dweller. He wanted to follow the example of the saint. So he set off for Mt. Athos many times, but for various reasons he never made it and returned home. Finally, when he was about fourteen or fifteen years of age, he again left for Mt. Athos. This time he was determined to make it and this time he did.

The Lord, who watches over the destinies of us all. brought about things in such a way that Evangelos met his future spiritual father, the hieromonk Panteleimon, while he was on the boat between Thessaloniki and the Holy Mountain Father Panteleimon immediately took the young boy under his wing. Evangelos was not yet an adult, and so should not have been allowed on the Holy Mountain. Fr. Panteleimon said he was his nephew and his entrance was assured.

 

The monastic life

His elder, Fr. Panteleimon, took him to Kavsokalyvia to the Hut of St. George. Fr. Panteleimon lived there with his half- brother Fr. Ioannikios. The well-known monk, the blessed Hatzigeorgios had once lived there too.

In this way, Elder Porphyrios acquired two spiritual fathers at the same time. He gladly gave absolute obedience to both of them. He embraced the monastic life with great zeal. His only complaint was that his elders didn’t demand enough of him. He told us very little about his ascetic struggles and we have few details. From what he very rarely said to his spiritual children about it, we can conclude that he happily and continuously struggled hard. He would walk barefoot among the rocky and snowy paths of the Holy Mountain. He slept very little, and then with only one blanket nd on the floor of the hut, even keeping the window open when it was snowing. During the night he would make many prostrations, stripping himself to the waist so that sleep would not overcome him. He worked; wood-carving or outside cutting down trees, gathering snails or carrying sacks of earth on his back for long distances, so that a garden could be created on the rocky terrain near the Hut of St. George.

He also immersed himself in the prayers, services and hymns of the Church, learning them by heart while working with his hands. Eventually from the continual repetition of the Gospel and from learning it by heart the same way, he was unable to have thoughts that were not good or that were idle. He characterized himself, in those years, as being “forever on the move.”

However, the distinguishing mark of his ascetic struggle was not the physical effort he made, but rather, his total obedience to his elder. He was completely dependent upon him. His will disappeared into his elder’s will. He had total love, faith and devotion for his elder. He identified himself completely with him, making his elder’s conduct in life his own conduct. It is here that we find the essence of it all. It is here, in his obedience that we discover the secret, the key to his life.

This uneducated boy from the second grade, using the Holy Scriptures as his dictionary, was able to educate himself. By reading about his beloved Christ he managed in only a few years to learn as much as, if not more than, we ever did with all our comforts. We had schools and universities, teachers and books, but we did not have the fiery enthusiasm of this young novice.

We do not know exactly when but certainly not long after reaching the Holy Mountain, he was tonsured as a monk and given the name Nikitas.

 

The visitation of divine grace

We should not find it strange that divine grace should rest upon this young monk who was filled with fire for Christ and gave everything for His love. He never once considered all his labors and struggles.

It was still dawn, and the main church of Kavsokalyvia was locked. Nikitas, however, was standing in the corner of the church entrance waiting for the bells to ring and the doors to be opened.

He was followed by the old monk Dimas, a former Russian officer, over ninety years old, an ascetic and a secret saint. Fr. Dimas looked around and made sure that nobody was there. He didn’t notice young Nikitas waiting in the entrance. He started making full prostrations and praying before the closed church doors.

Divine grace spilled over from holy Fr. Dimas and cascaded down upon the young monk Nikitas who was then ready to receive it. His feelings were indescribable. On his way back to the hut, after receiving Holy Communion in the Divine Liturgy that morning, his feelings were so intense that he stopped, stretched out his hands and shouted loudly “Glory to You, Ο God! Glory to You, Ο God! Glory to You, Ο God!”

 

The change wrought by the Holy Spirit

Following the visitation of the Holy Spirit, a fundamental change took place in the psychosomatic makeup of young Monk Nikitas. It was the change that comes directly from the right hand of God. He acquired supernatural gifts and was vested with power from on high.

The first sign of these gifts was when his elders were returning from a far-away journey, he was able to “see” them at a great distance. He “saw” them there, where they were, even though they were not within human sight. He confessed this to Fr. Panteleimon who advised him to be very cautious about his gift and to tell no-one. Advice which he followed very carefully until he was told to do otherwise.

More followed. His sensitivity to things around him became very acute and his human capacities developed to their fullest. He listened to and recognized bird and animal voices to the extent that he knew not just where they came from, but what they were saying. His sense of smell was developed to such a degree that he could recognize fragrances at a great distance. He knew the different types of aroma and their makeup. After humble prayer he was able to “see” the depths of the earth and the far reaches of space. He could see through water and through rock formations. He could see petroleum deposits, radioactivity, ancient and buried monuments, hidden graves, crevices in the depths of the earth, subterranean springs, lost icons, scenes of events that had taken place centuries before, prayers that had been lifted up in the past, good and evil spirits, the human soul itself, just about everything. He tasted the quality of water in the depths of the earth. He would question the rocks and they would tell him about the spiritual struggles of ascetics who went before him. He looked at people and was able to heal. He touched people and he made them well. He prayed and his prayer became reality. However, he never knowingly tried to use these gifts from God to benefit himself. He never asked for his own ailments to be healed. He never tried to get personal gain from the knowledge extended to him by divine grace.

Everytime he used his gift of discernment, (diakrisis) the hidden thoughts of the human mind were revealed to him. He was able, through the grace of God, to see the past, the present and the future all at the same time. He confirmed that God is all-knowing and all-powerful. He was able to observe and touch all creation, from the edges of the Universe to the depth of the human soul and history. St. Paul’s phrase One and the same Spirit works all these things, distributing to each one individually as He wills” (1. Cor. 12:11) certainly held true for Elder Porphyrios. Naturally, he was a human being, and received divine grace, which comes from God. This God who for reasons of His own sometimes did not reveal everything. Life lived in grace is an unknown mystery for us. Any more talk on the matter would be a rude invasion into matters we don’t understand. The Elder always pointed this out to all those who attributed his abilities to something other than grace. He underlined this fact, again and again, saying “It’s not something that’s learnt. It’s not a skill. It is GRACE.”

 

Return to the world

Even after being overshadowed by divine grace, this young disciple of the Lord continued in his ascetic struggles as before, with humility, godly zeal and unprecedented love of learning. The Lord now wanted to make him a teacher and shepherd of His rational sheep. He tried him out, measured him up, and found him adequate.

Monk Nikitas never but never thought of leaving the Holy Mountain and returning to the world. His divine all- consuming love for our Savior drove him to wish and to dream of finding himself in the open desert and, except for his sweet Jesus, completely alone.

However, severe pleurisy, finding him worn down from his superhuman ascetic struggles, caught hold of him while he was gathering snails on the rocky cliffs. This forced his elders to order him to take up residence in a monastery in the world, so that he could become well again. He obeyed and returned to the world, but as soon as he recovered he went back to the place of his repentance. He again fell ill; this time his elders, with a great deal of sadness, sent him back into the world for good.

Thus, at nineteen years of age, we find him living as a monk at the Monastery Lefkon of St. Charalambos, close to his birthplace. Nevertheless he continued with the regime he had learnt on the Holy Mountain, his psalms and the like. He was, however, forced to scale down his fasting until his health got better.

 

Ordination to the Priesthood

It was in this monastery that he met the Archbishop of Sinai, Porphyrios III, a visiting guest there. From his conversation with Nikitas, he noticed the virtue and the divine gifts that he possessed. He was so impressed that on the 26th of July 1927, the feast of St. Paraskevi, he ordained him a deacon. The very next day, the feast of St. Panteleimon, he promoted him to the priesthood, as a member of the Sinaite Monastery. He was given the name Porphyrios. The ordination took place in the Chapel of the Holy Metropolis of Karystia, in the Diocese of Kymi. The Metropolitan of Karystia, Panteleimon Phostinis also took part in the service. Elder Porphyrios was only twenty-one years old.

 

The Spiritual Father

After this the resident Metropolitan of Karystia, Panteleimon appointed him with an official letter of warrant to be a father confessor. He carried out this new “talent” that was given him with humanity and hard work. He studied the “Confessor’s Handbook.” However, when he tried to follow to the letter what it said regarding penance, he was troubled. He realized that he had to handle each of the faithful individually. He found the answer in the writings of St. Basil, who advised, “We write all these things so that you can taste the fruits of repentance. We do not consider the time it takes, but we take note of the manner of repentance.” (Ep. 217 no. 84) He took this advice to heart and put it into practice. Even in his ripe old age he reminded young father confessors of this advice.

Having matured in this way the young hieromonk Porphyrios, by God’s grace, applied himself successfully, to the work of spiritual father in Evia until 1940. He would receive large numbers of the faithful for confession, every day. On many occasions he would hear confession for hours without a break. His reputation as a spiritual father, knower of souls, and sure guide, quickly spread throughout the neighboring area. This meant that many people flocked to his confessional at the Holy Monastery of Lefkon, close to Avlonarion, Evia.

Sometimes whole days and nights would pass by with no letup and no rest, as he fulfilled this godly work, this sacrament. He would help those who came to him with his gift of discernment, guiding them to self-knowledge, truthful confession and the life in Christ. With this same gift he uncovered snares of the devil, saving souls from his evil traps and devices.

 

Archimandrite

In 1938 he was awarded the office of Archimandrite from the Metropolitan of Karystia, “in honor of the service that you have given to the Church as a Spiritual Father until now, and for the virtuous hopes our Holy Church cherishes for you” (protocol no. 92/10-2-1938) as written by the Metropolitan. The hopes of whom, by the grace of God, were realized.

Priest, for a short time to the parish of Tsakayi, Evia and to the Monastery of St. Nicholas of Ano Vathia

He was assigned by the resident Metropolitan as a priest to the village of Tsakayi, Evia. Some of the older villagers, to this day, cherish fond memories of his presence there. He had left the Holy Monastery of St. Charalambos because it had been turned into a convent. So, around 1938 we find him living in the ruined and abandoned Holy Monastery of St. Nicholas, Ano Vathia, Evia, in the jurisdiction of the Metropolitan of Halkhida.

 

In the desert of the city

When the turmoil of the Second World War approached Greece, the Lord enlisted His obedient servant, Porphyrios, assigning him to a new post, closer to his embattled people. On the 12th of October 1940 he was given the duty of temporary priest to the Chapel of St. Gerasimos in the Athens Polyclinic, which can be found on the corner of Socrates and Pireaus Street, close to Omonia Square. He himself requested the position out of the compassionate love had for his fellows who were suffering. He wanted to be them during the most difficult times in their lives, when illness, pain and the shadow of death showed the hopelessness of all other hope except for hope in Christ.

There were other applicants with excellent credentials who were also interested in the post, but the Lord enlightened the director of the Polyclinic. Humble and charming, Porphyrios, who was uneducated according to the standards of the world but wise according to God, was chosen. The person who made this choice later expressed his amazement and joy in finding a true priest saying, “I found a perfect father, just like Christ wants.”

He served the Polyclinic as its employed chaplain, for thirty whole years and then in order to be of service to his spiritual children who sought him there, voluntarily, for a further three years.

Here as well as the role of chaplain, which he carried out with complete love and devotion, celebrating the services with wonderful devotion; confessing, admonishing, healing souls and many times bodily ailments too, he also acted as spiritual father to as many of those that came to him.

“Yes, you yourselves know that these hands were provided for my necessities and for those who were with me.” (Acts 20:34)

Elder Porphyrios, with his lack of academic qualifications, agreed to be chaplain of the Polyclinic for a salary of next to nothing. It was not enough to support himself, his parents and the few other close relatives who relied on him. He had to work for a living. He organized in succession, a poultry farm and then a weaving-shop. In his zeal for services to be celebrated in the most uplifting manner, he applied himself to the composition of aromatic substances which could then be used in the preparation of the incense used in divine worship. In fact in the 1970’s he made an original discovery. He combined charcoal with aromatic essences, now censing the church with his own slow-burning charcoal that gave off a sweet fragrance of spirituality. He never, it seems, revealed the details of this discovery.

From 1955 he leased the small monastery of St. Nicholas, Kallisia, which belongs to the Holy Monastery of Pendeli. He systematically cultivated the land around it. putting in a lot of hard work. It was here that he wanted to establish the convent, which he eventually built elsewhere. He improved the wells, built an irrigation system, planted trees, and tilled the soil with a digging machine that he worked himself. All this together with duty, twenty-four hours a day, as chaplain and confessor.

He valued work highly and would allow himself no rest. He learnt from experience the words of abba Isaac the Syrian, “God and his angels find joy in necessity; the devil and his workers find joy in idleness.”

 

Departure from the Polyclinic

On the 16th March 1970, having completed thirty-five years of service as a priest, he received a small pension from the Hellenic Clerical Insurance Fund and left his duties at the Polyclinic. In essence, however, he remained until his replacement arrived. Even after that he continued to visit the Polyclinic to meet his great number of spiritual children. Finally, around 1973, he minimized his visits to the Polyclinic and instead received his spiritual children at St. Nicholas’ in Kallisia, Pendeli, where he celebrated the liturgy and heard confession.

 

My strength is made perfect in weakness

Elder Porphyrios. in addition to the illness that forced him to leave Mt. Athos, and that kept his left side especially sensitive, suffered with many other ailments, at various times.

Towards the end of his service at the Polyclinic he became ill with kidney trouble. However, he was operated on only when his sickness was in its advanced stages. This was because he worked tirelessly despite his illness. He had become used to being obedient “unto death.” He was obedient even to the director of the Polyclinic, who told him to put off the operation, so that he could celebrate the services for Holy Week. This delay resulted in him slipping into a coma. The doctors told his relatives to prepare for his funeral. However, by divine will, and despite all medical expectations, the Elder returned to earthly life to continue his service to the members of the Church.

Some time before that, he had fractured his leg. Related to which is a miraculous instance of St Gerasimos’ (whose Polyclinic chapel he served) concern for him.

In addition to this his hernia, from which he suffered until his death, worsened, because of the heavy loads he used to carry to his home, in Turkovounia, where he lived for many years.

On the 20th August 1978, while at St. Nicholas, Kallisia, he had a heart attack (myocardial infarction). He was rushed to the “Hygeia” hospital, where he remained for twenty days. When he left the infirmary, he continued his convalescence in Athens, in the homes of some of his spiritual children. This was for three reasons. Firstly, he couldn’t go to St. Nicholas, Kallisia, as there was no road, and he would have to walk a long way on foot. Furthermore, his house in Turkovounia did not even have the most basic comforts. Finally, he had to be near to doctors.

Later, when he had settled into a temporary shelter in Milessi, the site of the convent he founded, he had an operation on his left eye. The doctor made a mistake, destroying the sight in that eye. After a few years the Elder became completely blind. During the operation, without Elder Porphyrios’ permission, the doctor gave him a strong dose of cortisone. The Elder was particularly sensitive to medication, and especially to cortisone. The result of this injection was continuous stomach-haemorraghing which lasted for three months or so. Because of his constantly bleeding stomach he couldn’t eat regular food. He sustained himself with a few spoonfuls of milk and water each day. This resulted in him becoming so physically exhausted that he reached the point where he could not even sit up straight. He received twelve blood transfusions, all of them in his accommodation at Milessi. In the end, although he was again at Death’s door, by the grace of God he survived.

From that time on, his physical health was terribly compromised. However, he continued, his ministry as a spiritual father as much as he could, all the time confessing for shorter periods and often suffering from various other health problems and in the most frightful pain. Indeed, he steadily lost his sight until in 1987 he became completely blind.

He steadily decreased the words of advice he gave to people, and increased the prayers he said to God for them. He silently prayed with great love and humility for all those who sought his prayer and help from God. With spiritual joy he saw divine grace acting upon them. Thus, Elder Porphyrios became a clear example of St. Paul the Apostle words, “My strength is made perfect in weakness.”

 

He builds a new convent

It was a long held desire of the Elder’s to found a holy convent of his own, to build a monastic foundation in which certain devout women, who were spiritual daughters of his, could live. He had vowed to God that he would not abandon these women when he left the world because they had been faithful helpers of his for many years. As time went on it would be possible for other women who wanted to devote themselves to the Lord to settle down there.

His first thought was to build the Convent at the place in Kallisia, Pendeli, which he had leased in 1955 from the Holy Monastery of Pendeli. He tried to persuade the owners many times either to donate or sell him the land required. It was to no avail. It now seemed that the Lord, the wise regulator and provider of all, destined another place for this particular undertaking. So the Elder turned his sights to another area in his search for real estate.

In the meantime, however, with the co-operation of his spiritual children, he put together the legal charter for the foundation of the Convent and submitted it to the proper church authorities. Since he had not yet chosen the specific lace where his convent would be built, he identified Turkovounia in Athens as the place where it would be founded. Here he had a humble little stone house, which, without even the basic comforts, had been his impoverished abode since 1948.

Elder Porphyrios did not do anything without the blessing of the Church. Thus, in this instance, he sought and received the canonical approval both, of His Eminence, the Archbishop of Athens and of the Holy Synod. Although the relevant procedures had started in 1978, it was only in 1981, after overcoming much procedural bureaucracy and other difficulties, that he was privileged enough to see the “Holy Convent of the Transfiguration of the Savior” recognized by a Presidential decree and published in the governmental gazette.

The search for a suitable site to establish the Convent had been started by the Elder long before his heart attack, when he was more than certain that it wouldn’t be at Kallisia. With extreme care and great zeal, he searched tirelessly for a site, which would have the most advantages. When his strength had moderately recovered after his heart attack and when he felt he could, he continued the intense search for the place he wanted. He spared no effort. He traveled around the whole of Attica, Evia and Viotia in the cars of various spiritual children of his. He looked into the possibility of building his convent on Crete or some other island. He worked unbelievably hard. He inquired about hundreds of properties, and visited most of them. He consulted many people. He traveled for thousands of kilometers. He made countless calculations. He weighed up all the factors; and, finally he selected and purchased some property on the site of Hagia Sotira, Milessi by Malakasa, Attica, near Oropos.

Early in 1979 he took up residence on this property at Milessi, which had been bought for the construction of a convent. For more than a year, at the start, he lived in a mobile home under very difficult conditions, especially in winter. Afterwards he settled into a small and shabby house, in which he suffered all the hardship of three-months of continuous stomach-haemorraghing and where he also received numerous blood transfusions. The blood was donated with much love by his spiritual children.

The construction work, which the Elder followed closely, also began in 1980. He paid for the work from savings that he, his friends and his relatives had made over the years with this aim in mind. He was also helped by various spiritual children.

 

The building of the Church of the Transfiguration

His great love for his fellow man was centered upon guiding them to the joy of transfiguration according to Christ. Together with St. Paul the Apostle, he implored us, his brothers and sisters, through God’s compassion “Do not be conformed to this world, but be transformed by the renewing of your mind, that you may prove what is the good and acceptable and perfect will of God.” (Rom. 12:2). He wanted to guide us to the state in which he lived, according to which, “We all with unveiled face, beholding as in a mirror the glory of the Lord, are being transformed into the same image from glory to glory, just as by the Spirit of the Lord.” (2 Cor.3:18)

This is why he also called his Convent the “Transfiguration” and why he wanted the church to be dedicated to the Transfiguration. Finally, through his prayers, he influenced his fellow workers in this venture and succeeded in his aim. After much consultation and hard work on the part of the Elder, a simple, pleasing and perfect design was arrived at.

In the meantime, through the canonical intervention of His Eminence, the Archbishop of Athens, (as the Convent falls within the Athenian Archdiocese) the local Metropolitan, gave permission for the church to be built within his jurisdiction at the Convent’s annexe, at Milessi.

The laying of the foundations took place at midnight between the 25th and the 26th February, 1990 during an all night vigil in honor of St. Porphyrios, Bishop of Gaza, the Wonderworker. Elder Porphyrios, sick and unable to climb the eleven meters down to the ground where the cornerstone was to be laid, with great emotion, offered his cross for the cornerstone. From his bed he prayed, using these words: “O Cross of Christ, make firm this house. Ο Cross of Christ, save us by Your strength. Remember, Ο Lord, Your humble servant Porphyrios and his companions…” Having prayed for all those who worked with him, he directed that their names to be placed in a special position in the church, for their eternal commemoration.

The work of building the Church (out of re-enforced concrete) began immediately. Accompanied by the Elder’s prayers, it progressed without interruption. He was able to see with his spiritual eyes – for he had lost his natural sight many years before -, the church reaching the final stages of that phase of its construction. That is to say, at the base of the central dome. It actually reached this point on the day of the Elder’s final departure.

 

He prepares his return to the Holy Mountain

Elder Porphyrios had never emotionally left Mt. Athos. There was no other subject that interested him more than the Holy Mountain, and especially Kavsokalyvia. For many years he had a hut there, in the name of a disciple of his who he visited on occasion. When he heard in 1984 that the last resident of St. George’s hut had left for good and taken up residence in another monastery, he hastened to the Holy Great Lavra of St. Athanasios, to whom it belonged and asked that it be given to him. It was at St. George’s that he had first taken his monastic vows. He had always wanted to return, to keep the vow made at his tonsure some sixty years earlier, to remain in his monastery until his last breath. He was now getting ready for his final journey.

The hut was given to him according to the customs of Mt. Athos, with the monastery’s sealed pledge, dated 21st September 1984. Elder Porphyrios settled different disciples of his there in succession. In the summer of 1991 there were five. This is the number, that he had mentioned to a spiritual child of his some three years before as the total that indicated the year of his death.

 

Return to his Repentance

During the last two years of his earthly life he would frequently talk about his preparation for his defense before the dread judgment seat of God. He gave strict orders that if he should die here, his body should be transported without fanfare and buried at Kavsokalyvia. In the end, he decided to go there whilst he was still alive. He spoke about a certain story in the Sayings of the Fathers:

A certain elder, who had prepared his grave when he felt his end was near, said to his disciple, “My son, the rocks are slippery and steep and you will endanger your life if you alone take me to my grave. Come, let us go now that I am alive.” And surely his disciple took him by the hand and the elder lay down in the grave and gave up his soul in peace.

On the eve of the Feast of the Holy Trinity, 1991, having gone to Athens to confess to his very old and sickly spiritual father, he received absolution and left for his hut on Mt. Athos. He settled in and waited for the end, prepared to give a good defense before God.

Then, when they had dug a deep grave for him, according to his instructions, he dictated a farewell letter of advice and forgiveness to all his spiritual children, through a spiritual child of his. This letter, dated June 4 (Old Calendar) and June 17 (New Calendar), was found amongst the monastic clothes that were laid out for his funeral on the day of his death. It is published in full on pages 61-62 of this book and is just one more proof of his boundless humility.

 

“Through my coming to you again”

Elder Porphyrios left Attica for Mt. Athos with the hidden intention of never returning here again. He had spoken to enough of his spiritual children in such a way that they knew they were seeing him for the last time. To others he just hinted. It was only after his death that they realized what he meant. Naturally, to those who would not be able to stand the news of his departure, he told them that he would be coming back. He said so many things about his death, either clearly or in a cryptic way, so much so, that only the certainty of those around him that he would survive like all the other times (a hope born of desire), can possibly explain the suddenness of the announcement of his death.

Maybe he himself hesitated like St. Paul the Apostle, who wrote to the Phillipians, “For I am hard pressed between the two, having a desire to part and be with Christ, which is far better. Nevertheless, to remain in the flesh is more needful for you.” (Phil. 1:23-24) Maybe…

His spiritual children in Athens were constantly calling upon him and he was twice forced to return to the Convent against his will. Here, he gave consolation to all those who needed it. On each occasion he stayed only for a few days, “that our rejoicing for him would be more abundant in Jesus Christ by his coming to us.” (Paraphrasing the words of the Apostle, Phil. 1:26) He would then hurry back to Mt. Athos as quickly as possible. He ardently desired to die there and to be quietly buried in the midst of prayer and repentance.

Towards the end of his physical life he became uneasy over the possibility of his spiritual children’s love affecting his wish to die alone. He was used to being obedient and submitting to others. Therefore he told one of his monks. “If I tell you to take me back to Athens, prevent me, it will be from temptation.” Indeed, many friends of his had made different plans to bring him back to Athens, since winter was approaching and his health was getting worse.

 

He sleeps in the Lord

God, who is All-good, and who fulfills the desires of those who feared him, fulfilled Elder Porphyrios’ wish. He made him worthy of having a blessed end in extreme humbleness and obscurity. He was surrounded only by his disciples on Mt. Athos who prayed with him. On the last night of his earthly life he went to confession and prayed noetically. His disciples read the Fiftieth and other psalms and the service for the dying. They said the short prayer, “Lord Jesus Christ, have mercy upon me,” until they had completed the rule of a great schema monk.

With great love his disciples offered him what he needed, a little bodily and lot of spiritual comfort. For a long time they could hear his holy lips whispering the last words that came from his venerable mouth. These were the same words Christ prayed on the eve of his crucifixion “that we may be one.”

After this they heard him repeat only one word. The word that is found at the end of the New Testament, at the conclusion of the Divine Apocalypse (Revelation) of St. John. “Come” (“Yes, come, Lord Jesus”).

The Lord, his sweet Jesus came. The saintly soul of Elder Porphyrios left his body at 4:31 on the morning of the 2nd of December, 1991 and journeyed towards heaven.

His venerable body, dressed in the monastic manner, was placed in the main church of Kavsokalyvia. According to custom, the fathers there read the Gospel all day, and during the night they held an all-night vigil. Everything was done in agreement with the detailed verbal instructions of Elder Porphyrios. They had been written down to avoid any mistake.

At dawn, on the 3rd of December 1991, the earth covered the venerable remains of the holy Elder in the presence of the few monks of the holy skete of Kavsokalyvia. It was only then, in accordance with his wishes, that his repose was announced.

It was that time of day when the sky becomes rose- colored, reflecting the brightness of the new day that is approaching. A symbol for many souls of the Elder’s transition from death to light and life.

 

Canonisation

On 27 November 2013 the Holy and Sacred Synod of the Ecumenical Patriarchate approved the proposal of the Canonical Committee to enter the hieromonk Porphyrios Kafsokalyvitis in the registry of the Saints of the Orthodox Church, establishing 2 December as his feast day.

 

From the book “Elder Porphyrios. Testimonies and Experiences“, by Klitos Ioannidis

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...