Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
22 Νοεμβρίου 2024

megas vasileios 04


Θέλω να μιλήσω για τον άγιο Bασίλειο, αλλά να μην πω τα συνηθισμένα που λένε όσοι γράφουνε γι’ αυτόν τον αληθινά Mέγαν άγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ’ η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η “θύραθεν” σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γράμματα, στη ρητορική και στάλλα εφήμερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησμονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσμική σοφία, που τη λέγει “μωρίαν παρά τω Θεώ”. Για τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι’ ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήμη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσημο από τον Xριστιανισμό. Γι’ αυτό, όλα τα μετράνε μ’ αυτά τα μέτρα. H αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο μυαλό, μ’ ένα σύντομον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιμούσε και εκτιμά η αμαρτωλή ανθρωπότητα κι’ όσα είναι ή περιττά για το χριστιανό, ή βλαβερά, κατά το Eυαγγέλιο. Mα δεν πάει να λέγη το Eυαγγέλιο! Aυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους. Tον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Xριστός, αυτοί, σώνει και καλά, με το ζόρι, τον ανακηρύξανε “μέγαν ρήτορα”, αυτόν που είπε λ.χ. “ου γαρ απέστειλέ με ο Xριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Xριστού”, και που γράφει στους Kολοσσαείς: “Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι’ αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι “κενή απάτη”, τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον “κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Θέλουνε να τον κάνουνε “εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα”, ώστε να έχη κι’ ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι’ όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους. Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος “εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών”, και “εν σαρκί όντες” και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν “Θεώ αρέσει”. Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο “παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν” δηλ. “ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία”, με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι’ αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: “Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…”. Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.

Δείχνω μεγάλη επιμονή σ’ αυτό το ζήτημα, γιατί αυτοί που θέλουνε να νοθέψουνε το κατακάθαρο νερό του Eυαγγελίου, “το ύδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον”, με τα βαλτόνερα της γνώσης και της αρχαίας φιλοσοφίας που πίνανε κείνον τον καιρό οι ταλαίπωροι άνθρωποι, “οι μη έχοντες ελπίδα”, χωρίς να ξεδιψάσουνε, αυτοί λοιπόν οι τυφλοί οδηγοί στραβώνουνε τον κόσμο, και γίνουνται αιτία με τις θεωρίες τους να πέφτουνε οι νέοι στην απιστία, γιατί ψυχές που θρέφονται με την “κενή απάτη”, πού θα καταντήσουνε παρά στην απιστία, ομολογημένη ή ανομολόγητη; Όλα αυτά προέρχονται από τον παραμορφωμένο Xριστιανισμό που μαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισμού και του ουμανισμού, κ’ ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Xριστιανισμό σ’ εμάς. Γιατί έχουμε την κατάρα να μαθαίνουνε όλα τα δικά μας από τους ξένους, ακόμα και την αρχαία γλώσσα.

Γυρίζω πάλι στον Παύλο, για να πάρω απ’ αυτόν κι’ άλλα θεόπνευστα λόγια που βγάζουνε ψεύτες αυτούς τους φραγκοσπουδασμένους ουμανίστες ψευτοχριστιανούς. Kαι παίρνω όλο λόγια του Παύλου, γιατί σ’ αυτόν τον άγιο φανερώνουνε την περισσότερη εκτίμησή τους, επειδή, με τα μέτρα που τον κρίνουνε, βρίσκουνε σ’ αυτόν περισσότερη εγκόσμια γνώση, κοινωνική δραστηριότητα, ρητορική δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογική cξύτητα, κι’ ένα σωρό άλλα τέτοια που τα εκτιμούνε πολύ, χωρίς να μπορούνε να δούνε οι θεότυφλοι πως ο Παύλος είναι ο μεγαλύτερος και σφοδρότερος εχθρός και κατακριτής της στραβής αντίληψης που έχουνε για τη χριστιανική θρησκεία.

Γράφει λοιπόν ο θεόγλωσσος Παύλος και ρωτά: “Πού σοφός; Πού γραμματεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; (δηλ. της κοσμικής σοφίας). Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;” Σαν να λέγη: “Ποιος από τους σοφούς του κόσμου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, με τη διαλεκτική τους, θα μπορέση να συζητήση, ή καν να καταλάβη αυτά που λέμε εμείς οι μωροί, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα μαστορικά γυρίσματα της διαλεκτικής, εμείς οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι’ όχι κατά βάθος εμείς, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα μας;”

Kαι παρακάτω γράφει: “Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων”. Ποιοι είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούμενοι, παρά οι φιλόσοφοι κ’ οι ρήτορες κ’ οι άλλοι λογής-λογής μαστόροι της κοσμικής λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να μην τους φθάνη το φως του Eυαγγελίου, που λέγει “αν το φως που έχουνε μέσα τους (οι τέτοιοι) είναι σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;”

Λοιπόν, κατά το πνεύμα “του αιώνος τούτου του καταργουμένου” εορτάζουνε και δοξάζουνε και τον άγιον Bασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα “καλλιεπών συγγραμμάτων”, “σοφόν ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας”.

Aλλά πόσο σύμφωνος είναι ο άγιος με κείνους που τον δοξάζουνε για την ελληνομάθειά του και για την εκτίμηση που είχε στην αρχαία σοφία, το φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από μια επιστολή που έγραψε στον Eυστάθιο επίσκοπο Σεβαστείας:

“Eγώ, γράφει, αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι’ αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της “παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας”, επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Eυαγγελίου κ’ είδα καλά πως ήτανε άχρηστη “η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων”, αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Kαι πριν απ’ όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Eυαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ’ αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής”.

Aλλά ποιος δίνει σημασία σ’ αυτά που λέγει ο Mέγας Bασίλειος; Hμείς κάναμε ένα δικό μας Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος. Eμείς, αντί ν’ ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει “εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εμένα”, τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήμονες κ.λπ. O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: “Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι’ αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν”.

O βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.

 

Πηγή: (από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000), “Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού”, Η άλλη όψη

genhsh toy xristoy 08

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα
Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως

(Εβρ. ια' 9-10, 32-40) 

Υπάρχουν κάποιες ψυχές που η ζωή τους αποτυπώνει χαρίσματα και αγώνες. Η Βιβλική όμως μορφή του Πατριάρχου Αβραάμ εκπροσωπεί σε όλο της το μεγαλείο την πίστη. Την ευλογία της Πίστεως στον Θεό με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται και ιδίως την αταλάντευτη πορεία προς την απόλυτη εφαρμογή του θείου θελήματος.

Προξενεί συγκίνηση και θαυμασμό το ηρωικό του κατόρθωμα. Πλούσιος αυτός όσο ελάχιστοι, παρέμεινε ελεύθερος και δεν υποδουλώθηκε στα υλικά αγαθά. Και μάλιστα η γη Χαναάν ήταν δική του, διότι του την χάρισε ο ίδιος ο Θεός, εν τούτοις “παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας” ως εις ξένην γην. Ενώ ζούσε στη γη, τον νου του τον είχε στραμμένο προς τον ουρανό, και τούτο διότι “εξεδέχετο την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός”.

Ομολογουμένως η πίστις του ανθρώπου αυτού ήταν κάτι το μοναδικό. Αυτή η ζωντανή του πίστις ήταν η αιτία που φέρεται πλέον ως παράδειγμα προς μίμησιν σε ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας και έως τα τέλη των αιώνων. Γι' αυτό και ο Απόστολος των Εθνών που εκήρυξε όσο κανένας άλλος την πίστη του Χριστού, θα τονίσει: “Πίστει παρώκησεν Αβραάμ εις την γην της Ευαγγελίας”! Όντως εάν απουσίαζε η ευλογία της πίστεως, ή εάν υπάρχει μεν αλλά είναι ατροφική και υποτονική, είναι φύσει αδύνατον ο άνθρωπος να μη παρασυρθεί από τα εγκόσμια και να μη μολυνθεί από τις ποικίλες ηδονές.

Γι' αυτό και είχε απόλυτο δίκαιο ένας σύγχρονος Όσιος, ο οποίος έλεγε: “Βλέπεις άνθρωπο να μένει εδραίος στον αγώνα τον Χριστιανικό και νέον να παραμένει αγνός στο σώμα και στην ψυχή; Εκεί υπάρχει ο όρος της πίστεως με την υψηλή κορυφή της προς τον Ιησούν αγάπης”. Έτσι λοιπόν με αφορμή την πίστη του Αβραάμ, όπως τόσο δυναμικά και θεόπνευστα μας παρουσιάζει το Αποστολικό μας Ανάγνωσμα, ας ατενίσουμε τις χαριτοσκεπείς κορυφές της αρετής αυτής, θαυμάζοντας ταυτοχρόνως τις πλαγιές, τις απότομες μεν αλλά θελκτικές, στις οποίες αναρριχώνται οι άγιοι της κάθε εποχής. Τα τέκνα της πίστεως που αυθεντικώς βιώνουν την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας ζωή. Και πρώτα απ' όλα θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πίστις που κατέχει η Ορθοδοξία μας και όχι μια οποιαδήποτε πίστις, φωτίζει τον νου και καθαρίζει την καρδίαν θερμαίνοντας ταυτόχρονα την όλην ύπαρξιν στην αγάπη του Ιησού διά της εφαρμογής των Ευαγγελικών εντολών.

Αλλοίμονο στον άνθρωπο, είτε είναι απλοϊκός, είτε φέρει κατά κόσμον γνώσεις και επιστημονικές περγαμηνές, που αδιαφορεί για το πού κατευθύνεται η νοερά ενέργεια της υπάρξεώς του. Εάν ο “φιλομάκελος νους” αφεθεί ασύδοτος, τότε ο άνθρωπος θα πέφτει από πλάνη σε πλάνη και τέλος μπορεί στην κυριολεξία να γίνει “έξω φρενών”, αφού μέσα του θα φιλοξενείται δαιμονική ενέργεια. Το δε χειρότερο όλων είναι να καταντήσει άθεος και άπιστος. Καταστάσεις δηλαδή που υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε κατωτέρα μορφή από εκείνες των δαιμόνων και αυτών των κτηνών, αφού, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, “νους αποστάς εκ του Θεού ή κτηνώδης ή δαιμονιώδης καθίσταται”.

Εάν λοιπόν θέλουμε να γνωρίσουμε τα του κόσμου στις σωστές τους διαστάσεις, εάν έχουμε επιθυμία να μάθουμε για την πέραν του τάφου ζωήν και εάν, πρωτίστως όλων, ενδιαφερόμαστε να δούμε τον ίδιο τον εαυτό μας, την ψυχή μας, να ανακαλύψουμε τον προορισμό μας, δεν έχουμε παρά να στραφούμε εξ' όλης ψυχής τε και καρδίας στην πέτρα της πίστεως, στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.

 Πώς αλήθεια θα εμπνευσθεί η δύναμις της απαρνήσεως των εγκοσμίων, και πώς η θέλησις θα σφυρηλατηθεί απούσης της πίστεως; Πώς η καρδιά θα αρνηθεί τον ένοχο πλουτισμό, την μάταιη δόξα, τις ανόητες επιδείξεις, τις γνωριμίες με τους μεγάλους του κόσμου και γενικώς πώς θα απαγκιστρωθεί από τις προσκολλήσεις του κόσμου και της αμαρτίας, όταν δεν καλλιεργείται συστηματικώς δια της προσευχής και των Ιερών μυστηρίων η σώζουσα πίστις; Αυτή η πίστις του Χριστού θα εμπνεύσει, αλλά και θα πραγματοποιήσει, τις ιερές αποφάσεις. Από αυτήν θα αντλήσει δύναμη η θέλησις και θα σπάσει τα δεσμά της δουλείας. Από αυτήν την αρετή της πίστεως ενισχυμένος ο Αβραάμ “παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως αλλοτρίαν” και έζησε ως ξένος και παρεπίδημος. Με την ευλογία αυτής της ζωντανής πίστεως οι Άγιοι κατορθώνουν τα μεγάλα έργα της ασκήσεως, της ομολογίας και τέλος αυτού τούτου του μαρτυρίου του αίματος.

Ναι, αυτή η Ορθόδοξος Χριστιανική πίστις που ως κόρην οφθαλμού κατέχουμε και την οποία με ιερό ενθουσιασμό μεταλαμπαδεύουμε, καθιστά τον άνθρωπο ουρανοπολίτη. Ο λόγος του Κυρίου που λέγει “όπου εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έστω και η καρδία υμών”, αποτυπώνει, κατά τον θαμαστότερο τρόπο, όχι μόνο τους ζοφερούς εγκλωβισμούς της αμαρτίας, αλλά και την Χριστιανική πραγματικότητα που βιώνουν οι πραγματικά πιστοί. 

Αυτό ακριβώς περιγράφει και ο Άγιος Ιουστίνος, ο απολογητής και μάρτυς, όταν μεταξύ των άλλων τονίζει προς τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Τίτο: “Όσο για μάς (=τους Χριστιανούς), πιστεύουμε ότι από κανέναν δεν είναι δυνατόν να πάθωμε κάτι κακό, εφ' όσον κανείς δεν ημπορεί να αποδείξει ότι είμεθα κακίας εργάτες ή πονηροί. Σεις να μας φονεύσετε μεν ημπορείτε, να μας βλάψετε όμως, ουδέποτε”. Και στην συνέχεια γράφει : “Ένθεν δε και άθεοι κεκλήμεθα”. Ναι· είμεθα άθεοι ως προς τα είδωλα. Και τούτο διότι σεβόμεθα και προσκυνούμε τον αληθέστατον Θεόν, τον πατέρα της δικαιοσύνης και της σωφροσύνης και των άλλων αρετών, τον “ανεπίμικτον” κακίας Θεόν, και τον Υιόν τον  ενανθρωπήσαντα, ο Οποίος μας εδίδαξε την Αλήθεια”! 

Και κλείνει ο απολογητής της Πίστεως εκθέτοντας την διδασκαλίαν του Χριστού, την Πίστη δηλαδή την Χριστιανική, αποδεικνύοντας ότι οι Χριστιανοί, όχι μόνο εχθροί της πολιτείας και ανήθικοι δεν είναι, αλλά τουναντίον είναι αγνοί, ευεργετικοί, ανεξίκακοι, πράοι, θεοσεβείς, νομοταγείς,  ἄνθρωποι και μέλη της κοινωνίας για το αγαθόν.

Αδελφοί μου, δεν απομένει παρά να αποδείξουμε, ως πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είμεθα, του λόγου το αληθές.

Αμήν.

Αρχ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

agios paisios 01

 

Σύγχυση μεγάλη ὑπάρχει. Μύλος γίνεται· εἶναι ζαλισμένοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ κόσμος εἶναι ὅπως οἱ μέλισσες. Ἂν χτυπήσεις τὴν κυψέλη, οἱ μέλισσες βγαίνουν ἔξω καὶ ἀρχίζουν «βούου...» καὶ γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὴν κυψέλη ἀναστατωμένες. Ὕστερα ἡ κατεύθυνσή τους θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ θὰ φυσήξει. Ἂν φυσήξει βοριάς, θὰ πᾶνε μέσα. Ἂν φυσήξει νοτιάς, θὰ φύγουν. Ἔτσι καὶ τὸν κόσμο τὸν φυσάει... «Ἐθνικὸς Βοριάς», «Ἐθνικὸς Νοτιάς», καὶ εἶναι ὁ καημένος ζαλισμένος. Ὅμως, ἂν καὶ γίνεται τέτοιο βράσιμο, νιώθω μέσα μου μία παρηγοριά, μία σιγουριά. Μπορεῖ νὰ ξεράθηκε ἡ ἐλιά, ἀλλὰ θὰ πετάξει νέα βλαστάρια.

Ὑπάρχει μιὰ μερίδα Χριστιανῶν, στοὺς ὁποίους ἀναπαύεται ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, καὶ ὁ Καλὸς Θεός μας ἀνέχεται, καὶ πάλι θὰ οἰκονομήση τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς μᾶς δίνουν ἐλπίδα. Μὴ φοβάσθε. Περάσαμε σὰν ἔθνος τόσες μπόρες καὶ δὲν χαθήκαμε, καὶ θὰ φοβηθοῦμε τὴν θύελλα ποῦ πάει νὰ ξεσπάση; Οὔτε τώρα θὰ χαθοῦμε. Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του κρυμμένη δύναμη γιὰ ὤρα ἀνάγκης. Θὰ εἶναι λίγα τὰ δύσκολα χρόνια. Μιὰ μπόρα θὰ εἶναι.

Δὲν σᾶς τὰ λέω αὐτά, γιὰ νὰ φοβηθῆτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρετε ποὺ βρισκόμαστε. Γιὰ μᾶς εἶναι μιὰ μεγάλη εὐκαιρία, εἶναι πανηγύρι οἱ δυσκολίες, τὸ μαρτύριο. Νὰ εἶστε μὲ τὸν Χριστό, νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του καὶ νὰ προσεύχεσθε, γιὰ νὰ ἔχετε θεῖες δυνάμεις καὶ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε τὶς δυσκολίες. Νὰ ἀφήσετε τὰ πάθη, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ θεία Χάρις. Αὐτὸ ποὺ θὰ βοηθήση πολὺ εἶναι νὰ μπῆ μέσα μας ἡ καλὴ ἀνησυχία: ποὺ βρισκόμαστε, τί θὰ συναντήσουμε, γιὰ νὰ λάβουμε τὰ μέτρα μας καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε. Ἡ ζωή μας νὰ εἶναι πιὸ μετρημένη. Νὰ ζοῦμε πιὸ πνευματικά. Νὰ εἴμαστε πιὸ ἀγαπημένοι. Νὰ βοηθοῦμε τοὺς πονεμένους, τοὺς φτωχοὺς μὲ ἀγάπη, μὲ πόνο, μὲ καλωσύνη. Νὰ προσευχώμαστε νὰ βγοῦν καλοὶ ἄνθρωποι.

Ὁ Θεὸς θὰ δώση τὴ λύση

Ὁ Καλὸς Θεὸς ὅλα θὰ τὰ οἰκονομήση μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀλλὰ χρειάζεται πολλὴ ὑπομονὴ καὶ προσοχή, γιατί πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ βιάζωνται οἱ ἄνθρωποι νὰ ξεμπλέξουν τὰ κουβάρια, τὰ μπλέκουν περισσότερο. Ὁ Θεὸς μὲ ὑπομονὴ τὰ ξεμπλέκει. Δὲν θὰ πάη πολὺ αὐτὴ ἡ κατάσταση. Θὰ πάρη σκούπα ὁ Θεός!

 

Πηγή: (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τ. Β' ἔκδ. Ἱ. Ἠσυχ. «Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2006, σσ. 18-19.), Ορθόδοξοι Πατέρες

mhtropoliths dryinoypolews kai konitshs sevastianos 02

 

Θά ἀρχίσω τήν ὁμιλία μου μέ μιά ὁμολογία. Ὁ Θεός μέ εὐλόγησε καί γνώρισα στήν ζωή μου μεγάλες ἐκκλησιαστικές, μοναχικές καί θεολογικές προσωπικότητες καί Τόν εὐγνωμονῶ σέ ὅλη μου τήν ζωή. Κάποιος μοῦ ἔγραψε ὅτι εἶχα τό προνόμιο νά γνωρίσω καί νά συνδεθῶ μέ τούς σημαντικότερους ἀνθρώπους πού καθόρισαν καί ἐπηρέασαν τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική κατάσταση στήν Πατρίδα μας, ἀλλά καί γενικότερα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν 20ό αἰώνα.

Γέροντάς μου, πού μέ χειροτόνησε καί ἔμενα μαζί του γιά δεκαπέντε χρόνια στό κτίριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἦταν ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρός Καλλίνικος. Καθηγητής μου στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Παναγιώτης Χρήστου, ἄριστος Πατρολόγος, πού μέ εἰσήγαγε, ἐκτός τῶν ἄλλων, στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συγχρόνως, συνδέθηκα θεολογικά καί πραγματικά μέ τόν μεγαλύτερο γιά μένα θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, ἐννοῶ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία εὐωδίαζε ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, εἰδικότερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀσκητική ζωή τῶν ἀσκητῶν τοῦ Γεροντικοῦ.

Στό Ἅγιον Ὄρος γνώρισα μεγάλους ἀσκητές μεταξύ τῶν ὁποίων τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, τόν π. Γαβριήλ Διονυσιάτη, τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν π. Ἐφραίμ Ἡγούμενο τότε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, τόν π. Σπυρίδωνα τόν Νεοσκητιώτη καί ἄλλους ἐμπειρικούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπίσης, γνώρισα τόν π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, παλαιό ἁγιορείτη καί μάλιστα ἐρημίτη στά φρικτά Καρούλια, ὁ ὁποῖος διέμενε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου  Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τήν ὁποία αὐτός ἵδρυσε, καί ὁ ὁποῖος μοῦ μετέδωσε στήν πράξη ὅλη τήν θεολογία τῆς θεοπτίας καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἐπίσης, εἶχα ἐπικοινωνία τηλεφωνική, ἀλλά καί μυστική μέ τόν ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη.

Ὅταν θά γινόμουν μοναχός καί ἐρωτήθηκα ποιό ὄνομα θά προτιμοῦσα νά λάβω, εὐθαρσῶς ἀνέφερα τό ὄνομα Σεβαστιανός. Αὐτός ἦταν τό πρότυπο τοῦ καλοῦ Κληρικοῦ καί Ποιμένος στήν ζωή μου. Ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος προτίμησε νά μοῦ δώση τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του Γέροντα.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν εὐλογημένων καί χαρισματικῶν ἀνθρώπων συγκαταλέγεται καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός, πού ἦταν ὁ Πνευματικός Πατέρας μου στά παιδικά, νεανικά καί φοιτητικά μου χρόνια, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ὁ Πνευματικός τῆς καρδιᾶς μου, τόν ὁποῖο εἶχα πρότυπο στήν ζωή μου καί τόν θαύμαζα γιά τήν γλυκύτητά του, τήν σοβαρότητά του, τήν ἱεροπρέπειά του καί τά πολλά χαρίσματά του μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός. Καί ὅταν θά γινόμουν μοναχός καί ἐρωτήθηκα ποιό ὄνομα θά προτιμοῦσα νά λάβω, εὐθαρσῶς ἀνέφερα τό ὄνομα Σεβαστιανός. Αὐτός ἦταν τό πρότυπο τοῦ καλοῦ Κληρικοῦ καί Ποιμένος στήν ζωή μου. Ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος προτίμησε νά μοῦ δώση τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του Γέροντα, Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Ἱεροθέου, τόν ὁποῖο σεβόταν πολύ.

Κλήθηκα, λοιπόν, νά ὁμιλήσω γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρό Σεβαστιανό, καί φυσικά δέν θά σᾶς παρουσιάσω τά βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀλλά θά ἀναλύσω πῶς ἐγώ τόν εἶδα στήν ζωή μου, ποιές εἶναι οἱ προσωπικές μου ἐνθυμήσεις γιά τήν μεγάλη, ἐκρηκτική, ἀλλά καί συγχρόνως ἡσυχαστική προσωπικότητά του. Θά ὁμιλήσω, λοιπόν, γιά τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου σέ τρεῖς φάσεις τῆς ζωῆς του, ἤτοι ὅταν ἦταν Ἱεροκήρυξ στά Ἰωάννινα, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί ὅταν ἦταν μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί συνδέθηκε μέ τόν Γέροντά μου Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Καλλίνικο.

 

1. Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων

Οἱ ἐνθυμήσεις πού ἔχουμε ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία, ἀρνητικές καί θετικές, παίζουν σημαντικό ρόλο στήν ζωή μας, γενικά στήν ὅλη μετέπητα ἐξέλιξή μας. Αὐτές καθορίζουν τόν τρόπο σκέψεώς μας, αὐτά τά βιώματα μᾶς ἐμπνέουν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μας. Τά πρότυπα τά ὁποῖα βρίσκονται μπροστά μας μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά καί μᾶς ἐμπνέουν.

Ἕνα τέτοιο πρόσωπο τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων εἶναι ὁ Σεβαστιανός. Τόν θυμᾶμαι ὅταν ἦλθε ὡς διάκονος στά Ἰωάννινα, τήν γένετειρά μου, τόν θυμᾶμαι ἔντονα κατά τήν  χειροτονία του σέ Πρεσβύτερο στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἰωαννίνων ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κυρό Δημήτριο, καί ἔκτοτε τόν ἔβλεπα στούς ἄμβωνες τῶν Ἱερῶν Ναῶν νά ὁμιλῆ, ἀλλά καί στίς ἐξομολογήσεις νά μᾶς συμβουλεύη διακριτικά καί κατάλληλα.

Ἦταν ὑψηλός στό ἀνάστημα, λεπτός στό σῶμα, ἱεροπρεπής καί σοβαρός στήν συμπεριφορά του, νουνεχής καί γλυκύτατος. Κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες, κυρίως κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐνέπνεε ὅλους τούς παρευρισκομένους, καί σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε πολύ τό παράστημά του, τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ θαυμάσια φωνή του, τό ἐκπληκτικό ψάλσιμό του, ἡ εὐπρέπειά του, ἡ πνευματικότητά του καί τό ρητορικό χάρισμά του. Ὁ Θεός συγκέντρωσε ἐπάνω του τά πιό ἐκπληκτικά χαρίσματα. Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὅταν τόν εἶδε γιά πρώτη φορά νά λειτουργῆ εἶπε: «Αὐτός μαγεύει τό ἐκκλησίασμα κατά τήν θεία Λειτουργία».

Δοξάζω τόν Θεό πού γνώρισα τόν μακαριστό Σεβαστιανό, τόν Πνευματικό Πατέρα τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων, τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου, ἀλλά καί τόν συμπαραστάτη μου σέ ὅλη τήν μετέπειτα ἱερατική μου διακονία. Καυχῶμαι ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν προσευχή του. 

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλη τήν θαυμάσια παρουσία του κατά τήν θεία Λειτουργία, δηλαδή τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε, τά εἶχε προσλάβει ἀπό τόν Προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας Ἀθηνῶν Ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη, τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Ἀργολίδος καί κατόπιν Μητροπολίτη Πειραιῶς, ἀφοῦ ὅταν ὁ π. Χρυσόστομος ὑπηρετοῦσε ὡς Ἐφημέριος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ Σεβαστιανός ὡς λαϊκός καί φοιτητής Θεολογίας ἦταν νεωκόρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Φαίνεται ὅτι ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ἱεροπρέπεια τοῦ π. Χρυσοστόμου, ἀλλά καί τήν ρητορία του.

Πέρα ἀπό τήν ὅλη ἱεροπρέπειά του εἶχε καί προσευχητικό νοῦ, ἐσωτερική κατάνυξη, ἔκφραση τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, καί κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν σοβαρός, νουνεχής, προσεκτικός, ἦταν μιά χερουβική προσευχητική ὕπαρξη, πού δέν ἀνεχόταν συζητήσεις καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές.

Μαζί μέ τήν ἱεροπρέπεια καί τήν κατανυκτικότητά του στήν θεία Λειτουργία ἦταν καί ἕνας ἐκπληκτικός Ἱεροκήρυκας, ἕνα πραγματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος, δυναμικός καί ἐκρηκτικός, ἀλλά συγχρόνως καί πνευματικός. Ἡ καθαρότητα τῆς φωνῆς του, ἡ ὀρθή ἄρθρωση τοῦ λόγου του, τό ρητορικό του χάρισμα, ὁ χειμαρρώδης λόγος του, τά ρητορικά σχήματα πού χρησιμοποιοῦσε, ἡ καλλιέπεια τῆς γλώσσης πού ἄλλοτε ἦταν ἡ ἁπλή καθαρεύουσα καί ἄλλοτε ὁ λόγιος ἐκκλησιαστικός λόγος, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, οἱ ἁρμονικές καί πολλές φορές δυνατές κινήσεις τῶν χεριῶν του, τά σπινθηροβόλα, ἔξυπνα καί φλογερά του μάτια, καί πολλά ἄλλα, τόν ἔκαναν νά ἀστράφτη πάνω στόν ἄμβωνα, ὡς ἕνας ἄγγελος πού ἀναγγέλλει τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς Προφήτης πού καλεῖ σέ μετάνοια, καί νά αἰχμαλωτίζη ὅλους τούς ἀκροατές του. Τό κήρυγμά του εἶχε πνευματικό περιεχόμενο καί ὅλα αὐτά καθήλωναν τό ἀκροατήριο.

Ἡ παρουσία του στούς Ναούς ἦταν ἀντικείμενο σχολιασμοῦ, ἀκόμη καί στά καφενεῖα. «Τό εἶπε ὁ Σεβαστιανός» ἔλεγαν. Ὅταν περπατοῦσε στόν δρόμο τόν πρόσεχαν ὅλοι μέ σεβασμό καί τιμή, καί οἱ ἄνθρωποι πού κάθονταν στά καφενεῖα σηκώνονταν καί τόν χαιρετοῦσαν.

Δέν μποροῦσε ἄλλος Ἱεροκήρυξ νά σταθῆ στά Ἰωάννινα. Ὅποιος τόν ἄκουγε λίγο ἤ πολύ δέν μποροῦσε ἔκτοτε νά ἱκανοποιηθῆ ἀπό ἄλλους Ἱεροκήρυκας. Αὐτό τό ἔβλεπα καί στήν ζωή μου. Κατά τά φοιτητικά μου χρόνια στήν Θεσσαλονίκη ἄκουγα διαφόρους Ἱεροκήρυκας, ἀλλά ἐγώ, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν π. Σεβαστιανό, δέν μποροῦσα νά ἱκανοποιηθῶ ἀπό κανέναν.     

Ἔβλεπα μέ κρυφή χαρά τούς δύο Πνευματικούς μου Πατέρας νά ἔχουν μιά θαυμαστή συνεργασία καί μιά στενή ἐπικοινωνία μεταξύ τους, γιά τήν ὁποία εἶχα συντελέσει κι ἐγώ.

Ὥς Πνευματικός Πατέρας ἐκδήλωνε ἄλλα γνωρίσματα ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε στόν ἄμβωνα κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἤτοι συνδύαζε τήν ἀρχοντική ἀγάπη μέ τό φιλότιμο, τήν τρυφερότητα μέ τήν ἀρρενωπότητα, τό ὀλιγόλογο μέ τήν εἰλικρίνεια, τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅλους μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός, τήν ἀριστοκρατικότητα μέ τήν ἁπλότητα. Ἦταν ἕνας Πνευματικός Πατέρας μέ σοβαρότητα γνώμης καί πληθωρική ἀρρενωπή ἀγάπη. Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τά ἐκδήλωνε στήν κατήχηση καί τήν ἐξομολόγηση, στούς περιπάτους πού τόν συνοδεύαμε καί στίς ἐκδρομές, στήν ἐξοχή καί τούς κλειστούς χώρους. Ἦταν πάντα χαρούμενος, γελαστός, μέ ἕναν λόγο ἕνας πνευματικός ἡγέτης.

Χαιρόμουν πού εἶχα ἕναν τέτοιο Πνευματικό Πατέρα, γιατί ξέφευγε ἀπό τόν στοχαστή καί τόν εὐσεβιστή Ἱεροκήρυκα, καί ἔβλεπα μπροστά μου ἕναν ἀληθινό ἄνθρωπο καί ἕναν ἰδανικό Κληρικό. Ἰδίως, ὅταν ἀργότερα ἔγινα φοιτητής, συζητοῦσα μαζί του πιό ἐλεύθερα καί εἰλικρινά, ἐκεῖνος ἄκουγε τίς ἀπόψεις μου καί μέ τήν ἰσχυρά ἐπιχειρηματολογία του, ὅταν ἔπρεπε, τίς ἀντέκρουε, καί ἄλλοτε τίς δεχόταν μέ πνεῦμα αὐτομεμψίας, γενικά μέ ἀντιμετώπιζε μέ εὐγενικό τρόπο.

Ὅταν ὡς μαθητής καί ἀργότερα ὡς φοιτητής μέ ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι ποιόν ἔχω Πνευματικό Πατέρα, ἐγώ ἔλεγα τό ὄνομά του μέ καμάρι καί θαυμασμό. Θυμᾶμαι ὅτι ἔκανα συγκρίσεις  μέ ἄλλους Πνευματικούς Πατέρες πού γνώρισα κατά τήν διάρκεια τῆς φοιτητικῆς μου ζωῆς καί ἔβλεπα τό μεγαλεῖο του, καί γι’ αὐτό δόξαζα τόν Θεό πού ἔφερε στήν ζωή μου τόν π. Σεβαστιανό.

Πρέπει νά ὑπογραμμίσω ὅτι τίς ἀπόψεις μου αὐτές γιά τόν π. Σεβαστιανό πού σχημάτισα κατά τήν παιδική, νεανική καί ἐφηβική μου ἡλικία δέν τίς ἄλλαξα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἀντικειμενικές καί ὄχι ἐξιδανικευμένες. Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός Ἱεροκήρυκας καί ἄνθρωπος.  

 

2. Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης

Ὅταν ἤμουν τριτοετής φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης πληροφορήθηκα μέ θαυμασμό καί ὑπερβολική χαρά τήν ἀνάδειξη τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατέρα σέ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκείνη ἡ περίοδος ἦταν ἐξεταστική καί γι’ αὐτό δέν μπόρεσα νά παρευρεθῶ στήν χειροτονία του πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, ἀλλά παρακολούθησα μέ ἔκδηλη χαρά ἕνα μέρος τῆς χειροτονίας του ἀπό τό ραδιόφωνο.

Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν τά σημερινά μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, ἀλλά μπόρεσα νά συγκεντρώσω ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ στίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά τήν ἐκλογή του καί τήν χειροτονία του, βρῆκα τίς φωτογραφίες ἀπό τήν χειροτονία του καί χαιρόμουν νά βλέπω τό ἱλαρό, ἀριστοκρατικό καί μεγαλοπρεπές πρόσωπό του.

Ἐνῶ ἦταν στά Ἰωάννινα, ἀφιερωμένος στό ποιμαντικό του ἔργο, πληροφορήθηκε γιά τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, χωρίς νά τό ἀναμένη καί αἰσθάνθηκε βαθύτατη θλίψη, ἦταν δέ ἀποφασισμένος νά μή δεχθῆ τήν ἐκλογή του. Παρακαλοῦσε γιά πολλή ὥρα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο μέ δάκρυα στά μάτια, γονατισμένος στά πόδια του νά ἀνακληθῆ αὐτή ἡ ἀπόφαση, ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία του νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του. Ἐπειδή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν δέχθηκε τήν παράκλησή του, ἔγινε ἡ χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο μέσα σέ βαθύτατη θλίψη του καί ὁ χειροτονητήριος λόγος του ἦταν λιτός, σύντομος, δωρικός καί κατ’ ἐξοχήν πατερικός, πού ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν εἶχε ποτέ στόν νοῦ του αὐτήν τήν ὥρα, δέν εἶχε σκεφθῆ ποτέ τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἤθελε αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική τιμή, ἀλλά τόν εἵλκυε περισσότερο ἡ θέση τοῦ Ἱεροκήρυκα.

Ἦταν ἄνθρωποι προσευχῆς, ταπεινώσεως, κενώσεως, ἀφιλοχρηματίας, πλήρους ἀκτημοσύνης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, αὐτομεμψίας, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς, ζήλου κατ’ ἐπίγνωση, ἀκόμη καί μέ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις.

Αὐτό τό περιστατικό εἶναι σπάνιο στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὄχι μόνον στά νεώτερα χρόνια, ἀλλά καί στά παλαιότερα, ὅσο σπάνιος ἦταν καί ὁ π. Σεβαστιανός, ὡς ἄνθρωπος καί Κληρικός. Ἡ πρακτική εἶναι νά γνωρίζη ὁ ὑποψήφιος γιά τήν ἐκλογή του καί νά δίνη ἀμέσως τό μικρό μήνυμα ἐνώπιον τῶν ἐκλεκτόρων Ἀρχιερέων καί νά τούς εὐχαριστῆ γιά τήν προτίμησή τους στό πρόσωπό του. Ὁ π. Σεβαστιανός ὄχι μόνον δέν ἔκανε αὐτό, ἀλλά προχώρησε καί πιό πέρα, δηλαδή δέν ἤθελε τήν ἐκλογή του, καί ἔκλαιγε γι’ αὐτήν, καί στήν συνέχεια μετά τήν χειροτονία του ἔπεσε σέ θλίψη. Αὐτή ἡ στάση του δέν ἔδειχνε ἔλλειψη σεβασμοῦ στήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἀλλά φανέρωνε ὅτι ἦταν κάτι ξαφνικό καί δέν τό εἶχε ποτέ στόν νοῦ του, δέν τό σκεπτόταν, καί δέν τό ἐπιθυμοῦσε.

Μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη τόν συνάντησα στά Ἰωάννινα, ὅταν ἦλθε γιά νά γίνη  ἡ ἐνθρόνισή του καί νά ἀρχίση τό ποιμαντικό του ἔργο στήν δύσκολη περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἦταν ὅτι ὁ ἀγαπητός  καί πεφιλημένος μας Ἱεροκήρυξ, ὁ π. Σεβαστιανός, μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη, ἔχασε τό παιδικό του πρόσωπο, τήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου του, τό ἑλκυστικό καί ἐκπληκτικό χαμόγελό του, τό χαρούμενο τοῦ χαρακτῆρος του καί φαινόταν πολύ λυπημένος. Δέν χάρηκε καθόλου τήν ἀνάδειξή του στόν ἀρχιερατικό βαθμό καί τό ἐκδήλωνε φανερά σέ ὅλους, χωρίς νά τό κάνη προσποιητά καί ὑποκριτικά.

Συμμετεῖχα στήν ἐνθρόνισή του στήν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τό Δελβινάκι, μέ ἔκδηλη χαρά, γιατί αἰσθανόμουν ὅτι αὐτός ὁ Κληρικός μέ τά ἐκπληκτικά προσόντα πού διέθετε ἦταν γεννημένος γιά νά γίνη Μητροπολίτης. Ὅταν ἀργότερα γνώρισα πολλούς Μητροπολίτες καί ἔκανα συγκρίσεις, κατέληξα στό συμπέρασμα ὅτι στόν π. Σεβαστιανό ἄξιζε μιά μεγάλη Μητρόπολη γιά νά ἐκδηλώση ὅλα τά πολυποίκιλα χαρίσματά του.

Μετά τήν ἀκολουθία τῆς ἐνθρονίσεώς του μέ παρακάλεσε νά μείνω μαζί του τίς πρῶτες ἡμέρες στήν Κόνιτσα καί νά τόν βοηθήσω στά πρῶτα βήματα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας. Μέχρι τότε τόν ἀγαποῦσα πολύ, ἀλλά τόν σεβόμουν ἀπεριόριστα, καί αἰσθανόμουν δέος ἀπέναντί του, τώρα ὅμως γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα παρέμεινα μαζί του στό Ἐπισκοπεῖο στήν Κόνιτσα, μαζί μέ μερικούς ἄλλους, συμμετέχοντας στήν πρωινή καί βραδυνή προσευχή, στό τραπέζι καί ἀκολουθώντας τόν Μητροπολίτη στίς πρῶτες περιοδεῖες του, κάνοντας χρέη ἱεροψάλτη.

Αὐτό γιά μένα ἦταν μιά ὀνειρώδης κατάσταση. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν καί κάθε φορά πού κατά τίς διακοπές ὡς φοιτητής πήγαινα στήν Κόνιτσα νά ἐξομολογηθῶ, νά συζητήσω μαζί του, νά εὑρεθῶ στό ἴδιο τράπεζι καί νά ἀκούσω τά σοφά του λόγια. Αἰσθανόμουν μεγάλη τιμή πού εἶχα Πνευματικό Πατέρα ἕναν τέτοιο λαμπρό Ἱεράρχη.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος πού θυσιαζόταν στήν ἐπισκοπική του διακονία. Ἵδρυσε Γηροκομεῖο, Οἰκοτροφεῖα, βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως τούς ἀνθρώπους, ἐξομολογοῦσε, περιόδευε καί στά πιό δυσπρόσιτα χωριά γιά νά λειτουργήση, νά ὁμιλήση, νά συζητήση μέ τούς ἀνθρώπους στίς πλατεῖες. Αὐτός χαιρόταν ὅλη αὐτήν τήν διακονία, ἀλλά ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι δέν τόν χωροῦσε αὐτός ὁ μικρός τόπος, ἔπρεπε νά ἦταν ἀλλοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ἕνας τέτοιος χαρισματοῦχος καί ἐκπληκτικός Ἐπίσκοπος νά λειτουργῆ σέ μικρές Ἐκκλησίες, μέ λίγο κόσμο, μέ ἀγράμματους Ἱερεῖς, μέ κακόφωνους ψάλτες, μέ δύσκολες συνθῆκες μεταβάσεως καί μεταφορᾶς. Ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτό καί ἐκεῖνος ὑποτασσόταν μέ χαρμολύπη.

 

3. Ἡ ἀδελφική φιλία τῶν δύο Πνευματικῶν μου Πατέρων

Ἀπήλαυσα τόν π. Σεβαστιανό κατά τήν νεανική μου ἡλικία, τόν  παρακολουθοῦσα ὡς Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης, ἀφοῦ πολλές φορές πήγαινα ἐκεῖ, ἀλλά δέν τόν χάρηκα ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας γιά νά δῶ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο συμπεριφερόταν κατά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας. Ἐκλέχθηκα Μητροπολίτης ἕξι μῆνες μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ἄν καί ὁ ἴδιος ἐνδιαφερόταν γιά μένα νά γίνω Μητροπολίτης.

Ὡστόσο, ὅμως, παρακολουθοῦσα τήν παρουσία του στήν Ἱερά Σύνοδο ἐμμέσως μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τοῦ μετέπειτα Γέροντά μου Μητροπολίτου Ἐδέσσης Καλλινίκου, μέ τόν ὁποῖο ἦταν στενά συνδεδεμένοι καί εἶχαν κοινές ἀπόψεις γιά τά φλέγοντα ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς ἐποχῆς τους.

Ἡ περάτωση τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν στό Ἀγρίνιο ἔγινε αἰτία νά γνωρίσω τόν τότε Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. π. Καλλίνικο καί μετέπειτα Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλπωπίας. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου ἀπό τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέ τήν εὐχή τοῦ π. Σεβαστιανοῦ, ἀποδέχθηκα τήν πρόσκληση τοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης νά πάω στήν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας, ἀντί στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ὁ π. Σεβαστιανός ἐξυμνοῦσε τόν Καλλίνικο, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης σχεδόν ἕνα μήνα μετά ἀπό αὐτόν, γιά τήν ἄσκησή του, τήν εὐφυΐα του, τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καί τήν ἔντονη πνευματικότητά του.

Κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐνέπνεε ὅλους τούς παρευρισκομένους, καί σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε πολύ τό παράστημά του, τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ θαυμάσια φωνή του, τό ἐκπληκτικό ψάλσιμό του, ἡ εὐπρέπειά του, ἡ πνευματικότητά του καί τό ρητορικό χάρισμά του.

Ἡ μετάβασή μου στήν  Ἔδεσσα ἔγινε ἀφορμή νά γνωρισθοῦν οἱ δύο Μητροπολίτες ἀκόμη περισσότερο, πράγμα πού μέ χαροποιοῦσε πολύ. Ἡ συνεργασία τους στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἡ διαρκής ἐπικοινωνία τους, τόσο στήν Ἔδεσσα ὅσο καί στήν Κόνιτσα μέ ἱκανοποιοῦσε πολύ. Ἔβλεπα μέ κρυφή χαρά τούς δύο Πνευματικούς μου Πατέρας νά ἔχουν μιά θαυμαστή συνεργασία καί μιά στενή ἐπικοινωνία μεταξύ τους, γιά τήν ὁποία εἶχα συντελέσει κι ἐγώ.

Κατά τήν χειροτονία μου σέ διάκονο ὁ π. Σεβαστιανός ἦλθε στήν Ἔδεσσα, ὁμίλησε θαυμάσια, ἔμενε στό Μητροπολιτικό Οἴκημα, μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν διακονήσω, μέ συμβούλευσε κατάλληλα. Ἡ διέλευσή του  ἀπό τήν  Ἔδεσσα κάθε φορά πού πήγαινε στό Ἅγιον Ὄρος ἦταν πηγή χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως. Ἡ μετάβασή μας -τοῦ Καλλινίκου καί ἐμοῦ- στήν Κόνιτσα γιά νά συμμετάσχουμε στήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν μιά θαυμάσια εὐκαιρία νά ἀναπτυχθῆ ἀκόμη περισσότερο ἡ φιλία τους. Κι ἐγώ χαιρόμουν, γιατί ἔγινα ἀφορμή νά συνδεθοῦν στενά οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι Ἱεράρχες.   

Ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος χαιρόταν γιατί εἶχε προσωπικό φίλο καί ἀδελφό τόν Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό. Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία πάντοτε μου διηγεῖτο περιστατικά πού ἔδειχναν τά χαρίσματα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι ὅταν μιλοῦσε ὁ Σεβαστιανός ὅλοι οἱ Ἱεράρχες σιωποῦσαν καί τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή. Ὁ λόγος του ἦταν νηφάλιος, εὐγενικός, γλυκύς, συγκροτημένος, διακριτικός. Ὁ Καλλίνικος καυχόταν γιά τόν ἀδελφικό του φίλο.

Ὡς χαρακτῆρες ἦταν διαφορετικοί, ἀλλά τούς συνέδεε περισσότερο ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ Καλλίνικος ἦταν λεπτοκαμωμένος, θύμιζε ἀσκητή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦταν λεπτός στά αἰσθήματά του, ταπεινός στήν συμπεριφορά του, διακριτικός στίς κινήσεις του, καί περισσότερο διπλωματικός στήν ἀντιμετώπιση διαφόρων γεγονότων. Ὁ Σεβαστιανός ἦταν μεγαλοπρεπής στήν συμπεριφορά του, εὐθύς στόν λόγο του, ἐξέφραζε μέ εἰλικρίνεια τίς ἀπόψεις του, μερικές φορές ἦταν λίγο δηκτικός, χωρίς νά εἶναι συγκρουσιακός. Παρά τήν διαφορετικότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους, ἐν τούτοις καί οἱ δύο ἀποτελοῦσαν μιά θαυμαστή ἑνότητα, καί εἶχαν μιά σημαντική ἀδελφική φιλία.

Ὥς Πνευματικός Πατέρας ἐκδήλωνε ἄλλα γνωρίσματα ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε στόν ἄμβωνα κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἤτοι συνδύαζε τήν ἀρχοντική ἀγάπη μέ τό φιλότιμο, τήν τρυφερότητα μέ τήν ἀρρενωπότητα, τό ὀλιγόλογο μέ τήν εἰλικρίνεια, τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅλους  μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός, τήν ἀριστοκρατικότητα μέ τήν ἁπλότητα.

Γέροντας μου ἀπό τότε πού ἔγινα Κληρικός ἦταν ὁ Καλλίνικος μέ τόν ὁποῖο ἔμενα στόν ἴδιο χῶρο καί μοῦ ἔδειχνε πληθωρική ἀγάπη συνδυασμένη μέ τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία. Ἀλλά καί ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ὁ Σεβαστιανός, μέ συμβούλευε διαρκῶς ἀπαντώντας σέ δικές μου ἐπιστολές. Μερικές φράσεις πού θά παραθέσω εἶναι ἐκφραστικότατες, πράγμα πού δείχνει τήν μεγαλωσύνη τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός:

«Εὐχάς ἐγκαρδίους, νά εὐαρεστήσῃς τῷ Κυρίῳ καί τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ, κηρύττων καί ἐργαζόμενος «μή ὡς ἀνθρωπάρεσκος, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ», διά νά ἔχῃς καί πολλούς τούς καρπούς καί ἐδῶ καί κυρίως, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (1971).
«Σοῦ εὔχομαι ὁλοψύχως νά καλλιεργῇς ἐν τῇ καρδίᾳ σου τήν προσευχήν, τήν νῆψιν καί τήν βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τήν ταπείνωσιν» (1978).
«Εὔχου ... νά χαρίζῃ ὁ Κύριος καί εἰς ἐμέ τήν ταπείνωσιν, ἥτις ἑλκύει πλουσίως τήν χάριν καί τήν εὐλογίαν τῆς Παναγίας Τριάδος» (1972).
«Εὔχου καί ὑπέρ ἐμοῦ, διότι τά χρόνια περνοῦν καί ἀκόμη εἶμαι ἀκατάρτιστος!» (1980).
«Ἐάν ὅμως μοῦ δίνης τήν ἄδειαν καί ἐπέτρεπεν τοῦτο καί ὁ ἅγιος Δεσπότης σου, ὡς παλαιός σου Πνευματικός θά ἔλεγα: ἀπόφευγε πρός τό παρόν δημοσιεύσεις· τώρα μελέτα Ἁγ. Γραφήν καί Πατέρας καί ἀργότερα ἔρχεται καί ἡ σειρά τῆς συγγραφῆς.
Ἔτσι φρονῶ· διότι «ὁ μισόκαλος», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος, μᾶς πολεμεῖ!
Ζητῶ καί πάλιν συγγνώμην· τόν λόγον ἔχει ὁ νῦν πατήρ σου, εἰς ὅν διαβιβάζεις τήν ἀγάπην μου» (1972).
«Ἀπό καρδίας εὔχομαι, ὅπως ὁ Ἀναστάς Κύριος χαρίζῃ σοι ὑγείαν πολλήν, ζῆλον πύρινον, καρδίαν «καιομένην», ἵνα πάντα ταῦτα τιθέμενα εἰς τήν διάθεσιν τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως, συντελοῦν εἰς τήν δόξαν τοῦ Παναγίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
Ἐνθυμεῖσαι ἰδικά μου πτωχά κηρύγματα, πτωχότατα μάλιστα, εἰς ταπείνωσιν καί ἁγιασμόν; «Τό ἔλεός Σου Κύριε...».
Εὔχου ὑπέρ ἐμοῦ καί ὑπέρ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων, ἵνα πολιτευθῶμεν κατ᾿ αὐτάς ἐν φόβῳ Θεοῦ! Τά δέοντα εἰς τόν ἅγ. Δεσπότην» (1973).
«Ἔτη πολλά, ὁσιακά, ταπεινά καί συνετά. "Μέμνησο δέ ὅτι θνητός εἶ"» (1989).

Κάποια στιγμή πέρασα ἀπό τήν συγκλονιστική περίοδο τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντά μου Μητροπολίτου Καλλινίκου καί ὁ Σεβαστιανός στάθηκε κοντά μου ὡς ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ἀλλά καί ὡς ἀδελφικός φίλος τοῦ Καλλινίκου καί μέ προστάτευε ἀπό τίς δοκιμασίες τίς ὁποῖες περνοῦσα. Λυπήθηκε πολύ πού ἔχασε τόν ἀδελφικό του φίλο καί μέ παρηγοροῦσε κατάλληλα.

Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια πέρασα καί ἀπό τήν δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας καί τῆς κοίμησης τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ μου Πατέρα, τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Τόν ἐπισκέφθηκα στό Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν ὅπου νοσηλευόταν καί στάθηκα κοντά του μέ ἀπόλυτο σεβασμό, ἀλλά καί μέ ἐν Κυρίῳ καύχηση πού τόν γνώρισα καί τόν εἶχα Πνευματικό μου Πατέρα κατά τά παιδικά, τά νεανικά καί τά φοιτητικά μου χρόνια.

Ἡ κοίμηση καί τῶν δύο Ἱεραρχῶν ἦταν ὁσιακή. Καί οἱ δύο ὑπερέβησαν τόν φόβο τοῦ θανάτου, εἶχαν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι πηγαίνουν στόν Θεό, τήν οὐράνια πατρίδα, διακρίνονταν ἀπό τήν αὐτομεμψία, τήν ἀληθινή ἀσκητική ζωή καί τόν οὐράνιο πόθο. Καί οἱ διαθῆκες τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἦταν ἁγιοπατερικές. Καί ἐγώ αἰσθανόμουν μεγάλο βάρος ἀπό αὐτήν τήν πνευματική κληρονομιά καί τόν μεγάλο θησαυρό πού μοῦ χάρισε ὁ Θεός.

 

4. Ὁ π. Σεβαστιανός ὡς Ὀρθόδοξος πατριώτης

Ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ὁ π. Σεβαστιανός προοδευτικά ἐξεδήλωνε αὐτό πού πάντοτε εἶχε μέσα του, τήν ἀγάπη του πρός τήν Πατρίδα.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἔντονα πατριώτης, ἀλλά καί ἀληθινός Χριστιανός. Ἄκουγε γιά τό δράμα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλήνων πού βρίσκονταν στήν Βόρειο Ἤπειρο καί πληγωνόταν ἡ καρδιά του. Δέν μποροῦσε νά ἀντέξη αὐτό τό μαρτύριο πού περνοῦσαν «οἱ ἀδελφοί μας», ὅπως ἔλεγε. Ἔχυσε αἷμα γιά τήν ὑπόθεση αὐτή. Περιόδευε ὅλη τήν Ἑλλάδα καί τόν κόσμο γιά νά μιλήση γιά τόν σεβασμό πρός τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν ἀδελφῶν μας Βορειοηπειρωτῶν, γιά τό ἄνοιγμα τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ἄσκηση μέ ἐλευθερία τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.

Ἄκουγα γιά τόν ἀγώνα του, τόν ἔβλεπα νά ὁμιλῆ σέ μεγάλες συγκεντρώσεις φοιτητῶν στήν Ἀθήνα καί σέ ἄλλες πόλεις, ὅπου ἐκδήλωνε τά μεγάλα ρητορικά χαρίσματά του, ὅπως παλαιά ἔκανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου Μακάριος, διάβαζα γιά τήν παρουσία του στόν Ὀργανισμό τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, στό Κογκρέσο τῆς Ἀμερικῆς, τήν Εὐρώπη, γιά νά ὑπερασπίζεται τίς ἐλευθερίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τόν θαύμαζα ἀκόμη περισσότερο. Ἔβλεπα τούς κινδύνους πού ἐνέδρευαν παντοῦ, ἀφοῦ ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν πολέμιος τοῦ καθεστῶτος Χότζα στήν Ἀλβανία, ἀλλά αἰσθανόμουν καί τήν ἀτρόμητη διάθεσή του καί νά μαρτυρήση ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη του αὐτή.

Πατριώτης εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Πατρίδα του στήν ὁποία γεννήθηκε, ἡ ὁποία στήν συνέχεια δηλώνει καί τήν γῆ τῶν Πατέρων, τῶν προγόνων του. Ἡ Πατρίδα γιά τόν μακαριστό Ἱεράρχη δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας γεωγραφικός χῶρος, ἀλλά ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ἔζησαν οἱ Πατέρες του, καί αὐτοί δέν εἶναι οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ἀλλά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καί οἱ ὅσιοι ἀσκητές.

Ἔτσι, πατριωτισμός γι’ αὐτόν ἦταν ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθοδοξία, τήν λεγόμενη Ρωμηοσύνη. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν θεολογία τοῦ πατριωτισμοῦ πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Σεβαστιανοῦ γιά τήν Βόρειο Ἤπειρο. Δέν ἄντεχε νά βλέπη τούς ἀδελφούς του Ὀρθοδόξους Ἕλληνες νά στενάζουν στήν σκλαβιά, νά μή μποροῦν νά ἐκκλησιαστοῦν, νά προσευχηθοῦν δημοσία, νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νά γιορτάζουν τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα καί ὅλες τίς μεγάλες ἑορτές.

Ὑπάρχει διάκριση μεταξύ πατριωτισμοῦ καί σωβινισμοῦ. Ὁ ὅρος σωβινισμός προῆλθε ἀπό τόν Σωβέν, τόν γάλλο ἥρωα τῆς γαλλικῆς θεατρικῆς σκηνῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1830, καί δηλώνει τήν ἀκραία μορφή πατριωτισμοῦ, καί τήν ὑποτίμηση κάθε ἄλλου ξένου στοιχείου πρός τήν Πατρίδα του. Ὁ γνήσιος, ὅμως, πατριωτισμός σημαίνει τήν πραγματική ἀγάπη στήν Πατρίδα, χωρίς φανατισμούς χωρίς ἀποκλεισμούς, χωρίς ἀπορρίψεις ἄλλων στοιχείων.

Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ γιά τήν Πατρίδα του κυριαρχοῦσε μέσα στήν καρδιά του.  Ἕνα βράδυ, στήν ἀρχή ἀκόμη τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, μέ ὁδήγησε ἔξω στό μπαλκόνι τῆς Μητροπόλεως, μοῦ ἔδειξε τά φῶτα τοῦ Λεσκοβικίου πού εἶναι στήν Ἀλβανία καί μοῦ εἶπε: «Ἐκεῖ βασανίζονται οἱ ἀδελφοί μας ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ καθεστῶτος Χότζα». Καί στενοχωριόταν βαθειά.

Ὁ Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί συνάντησε, μεταξύ τῶν ἄλλων μοναχῶν, καί τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν θαυμαστό ἡσυχαστή καί ἐρημίτη καί συζήτησε μαζί του τό θέμα αὐτό. Ἡ συζήτηση αὐτή εἶναι πολύ σημαντική καί θά ἔπρεπε κανείς νά τήν διαβάση προσεκτικά καί νά ἐντοπίση πολλά σημεῖα.

Κατ’ ἀρχάς βλέπει τήν καθαρότητα τῆς σκέψεως τοῦ Ἱεράρχου, τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀδελφούς του, ἀλλά καί τήν διάθεση τοῦ μαρτυρίου του. Ἔπειτα, βλέπει τήν διακριτικότητα τοῦ π. Ἐφραίμ, τόν σεβασμό του στόν Ἀρχιερέα, ἀλλά καί τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ συζήτηση εἶναι ὑπόδειγμα συναντήσεως Ἱεράρχου μέ ἐρημίτη καί δείχνει τήν προσωπικότητα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ.

Θά διαβάσω μερικά κομμάτια ἀπό τήν ἐκπληκτική αὐτή συζήτηση πού θυμίζει συζητήσεις ἁγίων Ἐπισκόπων μέ ἁγίους ἐρημίτες.

«π. Ἐ.: Τιμή μας σήμερα ἡ παρουσία σας. Μεγάλη χαρά μᾶς δίνετε. Σᾶς περιμέναμε. Ὁ Σεβαστιανός στό καλύβι μας... Πολύ σᾶς εὐχαριστοῦμε. Πολύ, σεβασμιώτατε.
...
π. Ἐ.: ... Ἐμεῖς σᾶς βλέπουμε σάν μάρτυρα. Εἶσθε μάρτυρας. Καί ἔχετε συνεχές μαρτύριο, σεβασμιώτατε.
...
Σεβ.: Τώρα, Γέροντα, νά σέ ρωτήσω. Συναντῶ ἀντιδράσεις. Καί ἀπό Χριστιανούς ἀκόμη. "Τό παρακάνει, λένε, "ὁ Σεβαστιανός. Συνέχεια γιά τή Βόρειο Ἤπειρο μιλάει. Ὑπάρχουν κι ἄλλα πνευματικά θέματα. Ἄς σταματήσουμε τώρα". Ἐσύ, τί λές; Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;
π. Ἐ.: Ὄχι, σεβασμιώτατε. Δέν ἔχουν δίκιο. Μήν ἀκοῦτε. Νά σταματήσουμε; Μά δέν σταμάτησαν τά μαρτύρια. Συνεχίζονται. Γι᾿ αὐτό κι ἐσεῖς συνέχεια νά μιλᾶτε καί νά ἀγωνίζεσθε. Κι ἐμεῖς συνέχεια θά προσευχόμαστε. Αὐτό εἶναι τό πνευματικό θέμα. Τά ἄλλα ξεγελοῦν.
Σεβ.: Θέλω, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς· βαθιά – βαθιά στήν καρδιά σου ἔτσι νιώθεις γιά μένα καί τόν ἀγώνα πού κάνω; Πῶς ἀκριβῶς αἰσθάνεσαι; Μή μοῦ τό κρύψεις. Πές τό μου.
π. Ἐ.: Πῶς αἰσθάνομαι γιά σᾶς! Αἰσθάνομαι... Νά κάνω τήν κίνηση; Ἔτσι μοῦ ᾿ρχεται... Εἶναι ὅμως κι ἄλλοι μπροστά. Νά μή μᾶς παρεξηγήσουν, σεβασμιώτατε... Καταλαβαίνετε πῶς αἰσθάνομαι! ... (Σηκώθηκε νά τόν ἐναγκαλισθῆ).
Σεβ.: Μέ ἀνακούφισες πολύ, Γέροντα. Θά συνεχίζω μ᾿ ὅση δύναμη ἔχω. Ἀφοῦ συμφωνεῖς κι ἐσύ.
...
Σεβ.: Δῶσ᾿ μου τήν εὐχή σου, Γέροντα. Τήν ἔχω ἀνάγκη.
π. Ἐ.: Τί νά τήν κάνεις τήν εὐχή; Τόσο τή θέλεις;
Σεβ.: Δῶσ᾿ τη μου. Νά φύγω γεμάτος.
π. Ἐ.: Ἀφοῦ ἐπιμένεις. Νά τήν ἔχεις (μέ ἔμφαση). Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ, σεβασμιώτατε. Κι ἐγώ νά ᾿χω τήν εὐχή σας».

Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός ἀγαποῦσε μιά ἄλλη Πατρίδα, τήν ἀληθινή γενέτειρά του, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί ἐπιθυμοῦσε τήν ἐπαναφορά του στόν Παράδεισο. Τό καλύτερο τραγούδι του ἦταν γιά τήν «λαμπροτέρα ἡλίου γῆ», πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἔψαλε μέ τήν γλυκύτατη καί δυνατή φωνή του.

«Λαμπροτέρα ἡλίου ἡ Γῆ,
ἥν σαφῶς διορῶμεν μακράν,
λευχειμώνων ἀγγέλων μονή,
κοσμουμένη μέ θείαν χαράν.

Ναί ἐκεῖ, ναί ἐκεῖ, θέλομεν ποτέ συναντηθῆ,
ὦ Πατρίς οὐρανία, τρισευδαίμων καί τρισποθητή».

Τά τελευταῖα χρόνια ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τούς συγχρόνους ἁγίους, καί αὐτούς πού ἁγιοκατατάχθηκαν τελευταῖα, ἀλλά καί ἄλλους πού ἀναμένουν τήν ἁγιοκατάταξή τους. Ὅμως, ὅλοι αὐτοί προέρχονται ἀπό τήν χορεία τῶν μοναχῶν καί τῶν ἱερομονάχων, κανείς ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ἐκτός τόν ἅγιο Νεκτάριο Αἰγίνης.

Αὐτό κατά κάποιο τρόπο λειτουργεῖ ὑπονομευτικά τοῦ Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί φρονήματος, γιατί μερικοί Χριστιανοί συνδέουν τήν ἁγιότητα μέ τήν ἄσκηση στά Μοναστήρια καί τά σπήλαια καί περιφρονοῦν τό ἐπισκοπικό χάρισμα, μέ τήν δοικητική καί ποιμαντική διακονία, ἀλλά καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Πολλοί θεωροῦν τούς Ἐπισκόπους ὡς διοικητές, πού ἀσχολοῦνται μέ τήν διπλωματία καί τό ἐκκλησιαστικό παρασκήνιο, καί κατά κάποιον τρόπο εἶναι ἀνυποψίαστοι στήν ἁγιότητα τῶν Ἐπισκόπων.

Παρακαλοῦσε γιά πολλή ὥρα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο μέ δάκρυα στά μάτια, γονατισμένος στά πόδια του νά ἀνακληθῆ αὐτή ἡ ἀπόφαση, ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία του νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του.

Ἐμένα μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νά γνωρίσω πολλούς Ἐπισκόπους, ἰδιαιτέρως αὐτούς τούς δύο πού ἀνέφερα σήμερα, τόν Καλλίνικο καί τόν Σεβαστιανό, πού ἦταν ἅγιοι, εἶχαν ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ἁγιότητος. Ἦταν ἄνθρωποι προσευχῆς, ταπεινώσεως, κενώσεως, ἀφιλοχρηματίας, πλήρους ἀκτημοσύνης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, αὐτομεμψίας, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς, ζήλου κατ’ ἐπίγνωση, ἀκόμη καί μέ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις.

Ἔτσι, ὁ μακαριστός Σεβαστιανός δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἀγωνιστής Ἱεράρχης, ἕνας καλός Κληρικός, ἀλλά ἕνας ἅγιος Ἐπίσκοπος, ἕνας λαμπρός Ἱεράρχης μέσα στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ἀγαπητοί μου,

Ποτέ δέν ἔφυγε ἀπό τόν νοῦ μου ἡ μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανοῦ. Ὅλα τά αἰσθήματά μου καί τίς ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν διαρκῆ ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί του τά ἔχω ἀποτυπώσει σέ ἕνα βιβλίο πού ἔγραψα μέ τίτλο «Παλαιόν ὄφλημα».

Ὡς ἐπισφράγισμα αὐτῆς τῆς σύντομης ὁμιλίας μου θά ἤθελα νά τονίσω ἰδιαιτέρως καί συμπερασματικῶς μερικές γενικές ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν πολυχρόνια συναναστροφή μου μέ αὐτόν τόν πανάξιο Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο γνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή του.

Ὁ Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός ἄνθρωπος καί κληρικός. Στολιζόταν ἀπό ὑπέροχα φυσικά καί ἐπίκτητα χαρίσματα. Τά φυσικά του προσόντα, ὅπως τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ εὐγλωττία του, ἡ ρητορική του δεινότητα, τό παρουσιαστικό του, ἡ εὐφυΐα του, ἡ εὐστροφία του, ἡ ὁλοκληρωμένη διατύπωση τοῦ λόγου του, τό χαρίεν τοῦ προσώπου του καί τοῦ λόγου του, τό πηγαῖο χιοῦμορ του, καί τό ἀγαπητικό πείραγμά του, ἦταν πλούσια ἐπάνω του καί τόν ἔκαναν ἐκπληκτικό καί ὡς ἄνθρωπο.

Ἦταν ἰδεώδης ὡς λειτουργός καί ὁμιλητής. Ἡ παρουσία του κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν ἐκπληκτική, προξενοῦσε ἐνθουσιασμό, ἐξέπεμπε μιά ἀντανάκλαση τοῦ Παραδείσου, ἦταν πραγματικά ἕνας ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς.

Ὁ Σεβαστιανός, παρά τήν ὁρμητικότητα τοῦ χαρακτῆρος του, καί τήν χειμαρρώδη ἔκφραση τοῦ λόγου του, ἦταν ἕνας ἡσυχαστής στήν καρδιά του. Πάντοτε ὅπου πήγαινε μετέφερε τόν «καλόγηρο» μέσα στήν καρδιά του, ζοῦσε ἁπλά καί ταπεινά, προσευχόταν καρδιακά, ἔστω κι ἄν δέν τό ἔλεγε, εἶχε βαθυτάτη αὐτομεμψία, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τῶν ἀσκητῶν.

Ἦταν πατριώτης, γιατί ἀγαποῦσε τήν Πατρίδα στήν ὁποία γεννήθηκε καί μεγάλωσε, κυρίως ἀγαποῦσε ὅλη τήν παράδοση πού κληρονόμησε ἀπό τούς προγόνους του καί τούς Πνευματικούς του Πατέρας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ὅσιος Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τήν συμμαρτυρία νά γίνη κληρικός, ἀλλά καί τούς μετέπειτα Πνευματικούς του Πατέρας, τῆς Ἀδελφότητος «Σωτήρ», καί πάνω ἀπό ὅλα ἀγαποῦσε ὁλοκάρδια τήν οὐράνια πατρίδα, τόν οὐρανό, πού τόν σκεπτόταν, γιά τόν ὁποῖο προετοιμαζόταν καί στόν ὁποῖο πορεύθηκε μέ ἀτρόμητο τρόπο καί ἀπίστευτη γενναιότητα.

Δοξάζω τόν Θεό πού γνώρισα τόν μακαριστό Σεβαστιανό, τόν Πνευματικό Πατέρα τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων, τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου, ἀλλά καί τόν συμπαραστάτη μου σέ ὅλη τήν μετέπειτα ἱερατική μου διακονία. Καυχῶμαι ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν προσευχή του.    

Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανός ἦταν ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικός καί ἐθνικός ἡγέτης, μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, ἀλλά καί μέ ἔντονο πνευματικό βάθος, ἦταν ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ἕνα πνευματικό ἀστέρι, ἕνας Κληρικός πού ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία, καί τήν Πατρίδα του, ἀλλά συγχρόνως ἦταν οὐρανοπολίτης καί νοσταλγοῦσε τήν οὐράνια πατρίδα. Αὐτός ἦταν ὁ μοναδικός Ἱεράρχης Σεβαστιανός. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.–

 

Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση

 

Σχετικό άρθρο: «Ενορία εν δράσει...2015»: Αφιέρωμα στο μακαριστό Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως και Κονίτσης Σεβαστιανό

topio agion oros 01


Οἱ ἱστορικές πηγές ἀναφέρονται στή λειτουργία Σκητῶν στό Ἅγιον Ὄρος ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ δέκατου τέταρτου αἰώνα. Στήν ἐξελικτική πορεία τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ὅμως, ἡ βαρύτητα τοῦ σκητιωτικοῦ τρόπου πραγματώσεως τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους ὑπῆρξε ἐξαιρετικά μειωμένη, σέ σχέση μέ ἐκείνη τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ἀντιστροφή τοῦ κλίματος, μέ τή δυναμική ἀναγέννηση τοῦ ἀθωνικοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ, παρουσιάστηκε κατά τόν δέκατο ἕβδομο καί κυρίως, κατά τόν δέκατο ὄγδοο αἰώνα.

Ἀρκετοί εἶναι οἱ παράγοντες, πού συνετέλεσαν στήν παραπάνω ἐξέλιξη καί στούς...
ὁποίους γίνεται ἀναφορά κατά τήν παρούσα εἰσήγηση. Στό πλαίσιο αὐτό ὑπογραμμίζεται ἡ ἀντίταξη τοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ στόν ἰδιόρρυθμο μοναστηριακό βίο, πού ἐπικρατοῦσε στόν Ἄθωνα κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο.

Ὡς γνωστόν, ἡ μετατροπή κατά τήν  Ὀθωμανοκρατία τοῦ συνόλου σχεδόν τῶν μονῶν ἀπό κοινόβιες σέ ἰδιόρρυθμες στάθηκε ὡς μία ἀναπόφευκτη προσαρμογή στίς ἐπιταγές τῶν καιρῶν ἐκείνων, καθώς, λόγω τῆς ὑπέρογκης φορολογίας, τά οἰκονομικά τῶν μονῶν βρέθηκαν σέ οἰκτρή κατάσταση. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ ὡς θεσμοῦ ἀντικατοπτρίζει, κατά ἕνα τρόπο, τήν ἀντίδραση ἐκείνων τῶν μοναχῶν, πού θεώρησαν τήν ἰδιορρυθμία ὡς μία παρεκτροπή καί ὡς ἔκπτωση ἀπό τήν γνήσια μοναχική ζωή καί οἱ ὁποῖοι, μέ τήν ἵδρυση τῶν σκητῶν, θέλησαν νά ἐπανεύρουν τήν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι ὅσοι ἔφθαναν στόν Ἄθωνα μέ μοναχικές ἀναζητήσεις προτιμοῦσαν νά μονάσουν, εἴτε στά διάσπαρτα σ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος κελλιά, εἴτε σέ ἡσυχαστήρια τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου, στό νότιο μέρος τῆς χερσονήσου. Ἀπό τά τέλη τοῦ δέκατου ἕβδομου, καί κυρίως κατά τόν δέκατο ὄγδοο αἰώνα, παρατηρεῖται μία τάση, ἐκεῖνοι οἱ νέοι κελλιῶτες πού ζοῦσαν πρίν στά μοναστήρια νά συγκεντρωθοῦν καί νά δημιουργήσουν Σκῆτες, ὅπου θά μποροῦσαν νά συνδυάσουν τόσο τά ἡσυχαστικά ὅσο καί τά κοινοβιακά ἰδεώδη.

Ἀναφορά γίνεται καί στήν ἐπίδραση στήν ἄνθηση τῶν Σκητῶν ἀπό τή νεοησυχαστική διδασκαλία τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων, ἀλλά καί σέ περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ἁγιότητα καί ἡ ὑψηλή πνευματικότητα ὁσιακῶν μορφῶν στάθηκαν πόλος ἕλξεως πολλῶν μοναχῶν, πού ἀπετέλεσαν τόν πυρῆνα γιά τήν δημιουργία Σκητῶν.

Σημαντική ἐπίσης μνεία γίνεται στίς πρόνοιες τῶν κυρίαρχων Μονῶν κατά τή σύσταση τῶν Σκητῶν πού ὑπάγονταν σ᾿ αὐτές, ὅπως αὐτό διαφαίνεται στά συστατήρια ἔγγραφα ἤ στούς ἐσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας τῶν Σκητῶν κείμενα, τά περισσότερα, ὑψηλῆς πνευματικότητας, πού ἄν μή τί ἄλλο, ἀντικατοπτρίζουν τό κύρος τῶν συντακτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν σημαντικές ἐκκλησιαστικές ἀθωνικές προσωπικότητες. Στή συνάφεια αὐτή ὑπογραμμίζεται καί ἡ μέριμνα τοῦ πνευματικοῦ κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν Σκητῶν, καθόσον μάλιστα ὑπῆρξαν Οἰκουμενικοί Πατριάρχες καί ἀνώτατοι κληρικοί, πού ἐφησύχασαν σ᾿ αὐτές.

Ἀναφορά ἐπίσης γίνεται στίς Σκῆτες ὡς τόπου πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν περισσότερων ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Νεομάρτυρες ἀλλά καί ὡς φυτώριου καλλιέργειας τῶν γραμμάτων καί  τῶν τεχνῶν.
 
Περίληψη τῆς εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα στό 10ο Διεθνές Συνέδριο «Τό Ἅγιον Ὄρος στόν 17ο και 18ο αἰώνα. Ἀπό τοὐς μεταβυζαντινούς καί νεώτερους χρόνους»
Σάββατο 10 Ὀκτωβρίου, Θεσσαλονίκη: Ἀμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης» τοῦ Μουσείου Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ.


Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

agios paisios 35

 

Έλεγε ο Όσιος Παΐσιος: «Εφημερίδα διάβασα μία φορά στην ζωή μου, για να μάθω πότε θα κληθώ στρατιώτης. Αν συμβεί ένα γεγονός, ή θα μαθευτεί και θα το μάθω κι εγώ ή θα το μάθω με την προσευχή». Και κάποια από τα συνταρακτικά γεγονότα που συνέβησαν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Όσιος όχι μόνον τα έμαθε με την προσευχή, αλλά και τα είχε δει με «την πνευματική τηλεόραση» πολλά χρόνια πριν συμβούν.

Την πτώση του κομμουνισμού στην Ρωσία και στα άλλα κομμουνιστικά κράτη την είχε προφητεύσει δέκα χρόνια νωρίτερα. Το 1979 είχε πει: «Ο κομμουνισμός θα πέσει. Η Σοβιετική Ένωση θα διαλυθεί και θα γίνει πολλά κρατίδια. Στην Αλβανία θα ανοίξουν οι Εκκλησίες, και σιγά-σιγά θα θριαμβεύσει η Ορθοδοξία». Από τότε πολλές φορές επανέλαβε τις προφητείες αυτές.

Το 1988 είπε σε μια παρεά:

― Στην Παλαιά Διαθήκη, για τις αμαρτίες του λαού, ο Θεός είχε αφήσει τρεις γενιές υπόδουλες στην Βαβυλώνα και μετά οικονόμησε και ελευθερώθηκαν. Κάθε γενιά αριθμεί είκοσι πέντε χρόνια. Τρία επί είκοσι πέντε πόσο κάνει;

― Εβδομήντα πέντε, του είπαν.

― Το 1917 έγινε η ρωσική επανάσταση, συν 75 πόσο κάνει; τους ρώτησε.

― 1992, απάντησαν.

Και αμέσως ο Όσιος άλλαξε θέμα. Πράγματι, έως το 1992 είχαν πέσει όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.

Τον Μάιο του 1989, στην Λέσχη Αξιωματικών της Ξάνθης, ο Όσιος είχε πει στον στρατιωτικό γιατρό, με τον οποίο συζήτησε:

― Από ψάρεμα ξέρεις; Ξέρεις τι θα γίνει, αν κάποιος πιάσει πολλά ψάρια αλλά τα δίχτυα είναι σάπια και η θάλασσα έχει φουρτούνα;

― Θα σπάσουν τα δίχτυα, και θα φύγουν τα ψάρια, απάντησε ο γιατρός.

― Και η Σοβιετική Ένωση, συνέχισε ο Όσιος, είναι σαν μία τράτα, η οποία έριξε τα δίχτυα της και μάζεψε πολλά ψάρια. Τα δίχτυα όμως είναι σάπια και τρίζουν· όπου νά ‘ναι θα σπάσουν! Όλοι αυτοί οι λαοί θα ελευθερωθούν. Τον «Τσαούση του αίσχους» τον ξέρεις; ρώτησε πάλι.

― Τον Τσαουσέσκου εννοείτε; είπε με απορία ο γιατρός.

― Ναι, αυτόν θα τον σκοτώσουν, είπε ο Όσιος, και θα τον δει όλος ο κόσμος. Σε έξι μήνες όλοι αυτοί οι λαοί θα ελευθερωθούν.

Και τον Ιούλιο του 1989, είπε σε προσκυνητές: «Ο Χριστός, όπως ξέρετε, ήταν μαραγκός. Στο χέρι Του κρατάει ένα μεγάλο κατσαβίδι· πότε βιδώνει, πότε ξεβιδώνει. Τώρα λοιπόν θα ξεβιδώσει την Ρωσία».

Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν ότι ο όσιος Γέροντας έβλεπε «τα μέλλοντα ως παρόντα» και «τα μακράν ως πλησίον γιγνόμενα». Τον Αύγουστο του 1989 συνέβησαν στην Σοβιετική Ένωση τα γεγονότα που οδήγησαν στην διάλυσή της. Ύστερα από τέσσερις μήνες, τον Δεκέμβριο, έγινε στην Ρουμανία η επανάσταση εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος. Την παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος (με το παλαιό εορτολόγιο), δύο μοναχοί πηγαίνοντας στο Κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος (Κερκυραίων), που πανηγύριζε, πέρασαν από την Παναγούδα. Είχε πέσει πολύ χιόνι, και το μονοπάτι ήταν απάτητο· κανένας δεν είχε επισκεφθεί προηγουμένως τον Γέροντα. Όταν βγήκε να τους ανοίξει, ήταν πολύ αναστατωμένος· το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και έπαιρνε βαθειές ανάσες. «Θα πάτε στον Άγιο Σπυρίδωνα; τους ρώτησε. Να πείτε εκεί στους Πατέρες να κάνουν πολλή προσευχή, γιατί στη Ρουμανία γίνεται μεγάλη σφαγή, έχουν εμφύλιο πόλεμο!». Στο Κελλί όπου πήγαν, κανένας δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. Τις επόμενες ημέρες μαθεύτηκαν τα σχετικά με τις σφαγές που είχαν γίνει εκείνο το βράδυ στην Ρουμανία. Στις 27 Δεκεμβρίου εκτελέσθηκε ο Τσαουσέσκου, και όλοι τον είδαν στην τηλεόραση.

Τον Οκτώβριο του 1989 το πνευματικό ραντάρ του Πατρός Παϊσίου «είχε πιάσει» και την καταστροφή μιας γέφυρας στην Αμερική. Ενώ συζητούσε με κάποιον επισκέπτη στην αυλή της Παναγούδας, άρχισε ξαφνικά να κάνει τον σταυρό του και να λέγει: «Παναγία μου! Σεισμός!». Χτυπούσε τα χέρια του στα γόνατα και έλεγε: «Πάει η γέφυρα! Θεέ μου, προστάτεψε τους ανθρώπους!». Ο επισκέπτης κοίταζε με απορία, ώσπου ο Γέροντας συνήλθε και συνέχισαν τη συζήτηση. Έφυγε παραξενεμένος, αλλά την επόμενη μέρα διάβασε στην εφημερίδα: «Μεγάλος σεισμός στο Σαν Φρανσίσκο. Έπεσε μία γέφυρα…».

Τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς (1990), άρχισε πολεμικός αναβρασμός στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Πατήρ Παΐσιος προσευχόταν θερμά, για να βρεθεί μία ειρηνική λύση, αλλά έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Σε κάποιους εκμυστηρεύτηκε: «Μην το πείτε σε κανέναν, αλλά, ενώ προσευχόμουν, αισθάνθηκα ότι θα γίνει ο πόλεμος· δεν πρόκειται να σταματήσει το κακό. Θα καίγεται και η θάλασσα από το πετρέλαιο στον πόλεμο αυτόν». Όπως και έγινε.

Με το πνευματικό του ραντάρ ο Όσιος παρακολουθούσε τις εξελίξεις του πολέμου. Τον Νοέμβριο, ενώ βρισκόταν στο Ησυχαστήριο, είπε μια μέρα: «Σήμερα οι Αμερικανοί θα χτυπούσαν στον Περσικό Κόλπο αλλά το ανέβαλαν. Να κάνετε προσευχή να είναι κάτι τοπικό, να μην επεκταθεί σε όλες τις αραβόφωνες χώρες». Και στα τέλη Δεκεμβρίου έγραψε: «Η πυρκαγιά του πολέμου προς το παρόν ελέγχεται. Να ευχώμεθα να μην ξεφύγη τον έλεγχο, γιατί τότε πού θα πάη, ο Κύριος οίδε».

Στις 17 Ιανουαρίου 1991, κατά τις δυόμισι η ώρα το πρωί, ενώ είχε τελειώσει την αγρυπνία του και ήταν έτοιμος να πλαγιάσει, ένιωσε κάτι φοβερό, που ήταν αδύνατον να το περιγράψει. Και αμέσως άκουσε βουητά από αεροπλάνα και βομβαρδισμό. Τον έπιασε ρίγος και βγήκε έξω στην αυλή, για να κάνει κομποσχοίνι. Έλεγε την ευχή με όλη του την δύναμη, και στιγμές-στιγμές περνούσαν από μπροστά του σκηνές από τον πόλεμο.

Το πρωί είπε σε έναν γνωστό του που τον επισκέφθηκε:

― Έμαθες τι έγινε το βράδυ στο Ιράκ;

― Όχι, Γέροντα, απάντησε εκείνος.

― Έγινε βομβαρδισμός, του είπε, και σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι. Να δεις πώς έκλαιγαν τα μικρά παιδιά, πώς χτυπιόντουσαν οι μανάδες· θρήνος έγινε μεγάλος.

― Και εσείς πώς τα ξέρετε αυτά; τον ρώτησε εκείνος.

― Τα έβλεπα όλα μπροστά μου σαν σε τηλεόραση.

Όσες ημέρες κράτησε η  πολεμική αυτή σύρραξη, ο Όσιος δεν διέκοψε σχεδόν καθόλου την προσευχή. Μια μέρα πήγαν στην Παναγούδα κάποιοι μοναχοί και τον ρωτούσαν αν ο πόλεμος θα έπαιρνε παγκόσμια έκταση. «Πηγαίνετε στα κελλιά σας και προσευχηθείτε, τους είπε κάπως αυστηρά, δεν βλέπετε τα αθώα παιδάκια πώς σκοτώνονται; Σε λίγο θα γίνει μεγάλο κακό!». Και πράγματι, μία εβδομάδα αργότερα, σε έναν νέο βομβαρδισμό σκοτώθηκαν πολλά μικρά παιδιά.

Την επόμενη φορά που ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, μίλησε στις Αδελφές και για τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο. «Οι μεν Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί, είπε, με τη δήθεν ελευθερία φθάνουν μέχρι τον σατανισμό. Ο άλλος, ο Σαντάμ, ήθελε να αναδειχθεί Μωχάμετ. Φύλαξε ο Θεός και δεν επεκτάθηκε το κακό. Πάντως είναι μια κατάσταση τρελλοκομείο. Όταν οι άνθρωποι δεν συμφιλιώνονται με τον Θεό, μπορεί να έρθει η ειρήνη; Όπως λέει και το Ευαγγέλιο: ‟Όταν θα μιλούν για ειρήνη, θα έρθουν αναταραχές”».

Μια Αδελφή σχολίασε:

― Γέροντα, τώρα με τον πόλεμο υπήρχε τέτοια τηλεοπτική επικοινωνία, που την ίδια στιγμή όλος ο κόσμος έβλεπε τα γεγονότα.

― Μόνον τον εαυτό τους δεν βλέπουν οι άνθρωποι, απάντησε ο Όσιος, όλον τον άλλον κόσμο τον βλέπουν. Τώρα ο κόσμος καταστρέφεται από το μυαλό του. Δεν είναι ότι τους καταστρέφει ο Θεός. Θέλει πολλή προσευχή. Χρειάζεται θεϊκή επέμβαση.

 

Πηγή: (Ιερόν Ησυχαστήριον "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος"- Εκ του νέου βιβλίου Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

xristougenna 01

 

Μέρος Α'

Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει τὸ σαρανταήμερο, ἡ χριστουγεννιάτικη νηστεία. Ἡ νηστεία αὐτὴ ἀνήκει στὶς ἐλαφρὲς νηστεῖες τοῦ ἐκκλη-σιαστικοῦ ἔτους, ἐφόσον ἐπιτρέπεται νὰ τρῶμε λαδερὰ φαγητὰ καὶ ψάρι (ὄχι βέβαια Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς) μέχρι καὶ τὶς 17 Δεκεμβρίου, γίνεται δηλαδὴ κατάλυσις ἰχθύος, ὅπως σημειώνουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν τρῶμε κατὰ τὴ νηστεία αὐτὴ κρέας, γάλα, τυρὶ καὶ αὐγά.

Στὶς 14 Νοεμβρίου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου καὶ παραμονὴ τῆς νηστείας (ἀποκριά), ἂν τύχει Τετάρτη ἢ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι καὶ ὄχι κρέας. Κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς νηστείας (15-21 Νοεμβρίου), κατὰ παράδοση ἄγραφη τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, νηστεύουμε καὶ ἀπὸ ψάρι, ἐπειδὴ παλαιόθεν οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν τὴν εὐλαβῆ συνήθεια νὰ κοινωνοῦν στὴν πλειονότητά τους κατὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (τῆς Παναγίας τῆς Πολυσπορίτισσας, ὅπως τὴν ξέρει ὁ λαός μας).

Ὁ κανόνας τῆς νηστείας δὲν εἶναι βέβαια ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διέπεται πάντα ἀπὸ φιλάνθρωπα κριτήρια. Οἱ ἅγιοι διδάσκουν νὰ νηστεύει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς δικές του δυνατότητες, τὴν ἡλικία δηλαδή, τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, τὴν ὅλη του ψυχοσωματικὴ ἀντοχὴ καὶ ἰδιοσυγκρασία. Ὁ καθένας πρέπει νὰ συμβουλεύεται ἀπαραιτήτως τὸν πνευματικό του καὶ νὰ ἔχει τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ εὐλογία του γιὰ τὸν κανόνα τῆς νηστείας ποὺ θὰ κάνει.

Ἡ πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστου-γέννων δὲν ἐξαντλεῖται φυσικὰ στὴ λιγοστὴ νηστεία. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀπέχει συνολικὰ ἀπὸ κάθε πάθος, κάθε κακία. Ταυτόχρονα φροντίζει νὰ ἐξομολογεῖται τακτικά, γιατὶ μόνο ἔτσι λαμ-βάνει «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ἐλαφρύνει τὴν ψυχή του. Τὸ ρηχὸ ἐπιχείρημα «δὲν ἔχω κάνει τίποτα», ἂς τὸ ἀφήσουμε γιὰ πωρωμένους ἐ-γωιστὲς καὶ ἀνεγκέφαλους ποὺ θεωροῦν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα. Ἐμεῖς ἂς ἀκούσουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει ὅτι καὶ μία μέρα νὰ εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἁμαρτήσει (Ἰώβ, 14, 4-5). Καὶ ὅτι ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ρέπει πρὸς τὰ πονηρὰ (Γεν. 8, 21). Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ὁ φόνος καὶ ἡ κλεψιά, ἀλλὰ κάθε βλέμμα, κάθε σκέψη, κάθε λόγος ποὺ ἐκκλίνει ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 28).

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου (ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι 24 Δεκεμβρίου) γίνεται καθημερινὰ Θεία Λειτουργία, τὸ λεγόμενο σαρανταλείτουργο. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀποκλειστικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς, τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ Θεία Λειτουργία ὅμως (ὅπως δείχνουν οἱ πολλές της δεήσεις καὶ κυρίως ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, δηλαδὴ ἡ προετοιμασία τῶν Τιμίων Δώρων ὅπου μνημονεύονται καὶ τὰ ὀνόματα) προσφέρεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, «ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου», ζώντων καὶ τεθνεώτων. Οὐδέποτε τελεῖται Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ μνημονευθούν καὶ οἱ ζῶντες καὶ νὰ ἐξαχθοῦν μερίδες καὶ γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ βάλουμε καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων στὸ σαρανταλείτουργο, παρὰ τὴ σχεδὸν ἑδραιωμένη ἀντίληψη ὅτι αὐτὸ γίνεται κυρίως ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων.

Ἄσχετα πρὸς αὐτό, ἡ ἀξία τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι τεράστια γιὰ ὅλους. Οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων ἰδιαίτερα βοηθοῦνται τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν τέλεσή της. Ἄλλωστε οἱ προσευχὲς (ἀτομικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς-τρισάγια, μνημόσυνα καὶ κυρίως ἡ Θεία Λειτουργία) μαζὶ μὲ τὶς ἐλεημοσύνες, εἶναι τὰ μοναδικά, ἀλλὰ καὶ σπουδαιότατα πράγματα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας. Εἶναι οἱ «ἀποσκευές» τους ποὺ φροντίζουμε ὁπωσδήποτε νὰ τὶς στείλουμε ξοπίσω τους, ἀφότου ἐκεῖνοι ἔχουν φύγει. Αλλιῶς θὰ μᾶς κατηγορήσουν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία πὼς τοὺς ἀμελήσαμε (ἅγ. Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).

(Σημ. γιὰ τοὺς ἐνορίτες μας. Στὴν ἐνορία μας διατηροῦμε ἀρχεῖο μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύουμε στὸ σαρανταλείτουργο, γραμμένα σὲ εἰδικὸ ἔντυπο μὲ δύο στῆλες, μία γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ μία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Πάνω στὸ ἔντυπο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγράφετε ὁπωσδήποτε τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειάς σας, γιὰ τὴν ἀλφαβητικὴ ταξινόμηση καὶ τὴν εὔκολη ἀνεύρεσή του. Μπορεῖτε νὰ ζητᾶτε ὁποιαδήποτε στιγμὴ τὸ ἔντυπο ποὺ ἔχετε συμπληρώσει, γιὰ νὰ σημειώνετε τυχὸν ἀλλαγὲς ἀπὸ γεννήσεις καὶ θανάτους ἢ γιὰ προσθῆκες ὀνομάτων γνωστῶν καὶ φίλων σας).

 

Μέρος Β'
Τὸ σαρανταήμερο (15 Νοεμβρίου – 25 Δεκεμβρίου), ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, συνδέεται μὲ τὸ σαρανταλείτουργο. Ἡ καθημερινὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας, μιᾶς συνολικῆς ἄσκησης κατὰ τῶν ἐγωκεντρικῶν μας ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, εἶναι μιὰ ἄριστη προετοιμασία γιὰ ἀληθινὴ βιωματικὴ προσέγγιση τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει τόση σημασία γιὰ μᾶς ἡ Θεία Λειτουργία;

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε μιὰ πρό(σ)κληση νὰ κοινωνήσουμε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Εἶναι εἴσοδος καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Ἐπαφὴ φευγαλέα καὶ προσωρινή, ἀλλὰ πάντως πραγματική, μὲ τὴν ἐκτὸς τοῦ δικοῦ μας χρόνου, τόπου καὶ τρόπου ὑπάρχουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ὁ καθένας καλεῖται νὰ τὸ κάνει ἐνεργὰ ὑπαρκτὸ μέσα του, νὰ ἀποτελέσει μέρος του, νὰ ὑπάρξει μέσα σ’ αὐτό. Ἕνα γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του, ὀμφάλιος λῶρος γιὰ νὰ τραφεῖ καὶ νὰ ζήσει.

Γιὰ νὰ ζήσει ὅμως κανεὶς χρειάζεται τροφή. Κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος τρώει. Δὲν τὸ συζητάει αὐτό. Εἶναι τὸ αὐτονόητο. Θεωρεῖ τρέλλα τὸ νὰ σταματήσει νὰ τρώει, νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ χωρὶς τροφή. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιὰ νὰ ζήσει χρειάζεται τροφή. Δὲν ζεῖ ἀπὸ μόνη της. Δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη. Δὲν ἔχει μέσα της τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ ζωῆς, τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρο ποιὰ εἶναι: Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς λόγια. Δὲν λέει νὰ ζήσουμε μὲ λόγια. Προσφέρει τροφή. Χαρίζει τὸν ἑαυτό του πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν.
 
Γι’ αὐτὸ καὶ ἦλθε στὴ γῆ. Γιὰ νὰ γίνει τροφὴ ποὺ θὰ μᾶς θρέψει καὶ θὰ μᾶς ἀθανατίσει. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπέβλεπε στὴν ἐξασφάλιση αὐτῆς τῆς τροφῆς. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ κάμει τὴ σάρκα του αὐτὴ τροφὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τὴν προσφέρει λοιπὸν ἄφθονη, σὰν τὴ μόνη τροφὴ ποὺ δίνει ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια. Σὰν τὸ μόνο φάρμακο ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον». Ἀληθινὴ τροφὴ εἶναι ἡ σάρκα μου, λέει. Ὅποιος τρώει ἀπὸ αὐτὴν «ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 53-58). Ὅλες οἱ ἄλλες τροφὲς δίνουν μικρὴ μόνο παράταση ζωῆς. Τὸ φάσμα δράσης τους εἶναι μικρό. Μακροπρόθεσμα πίσω τους ἐλλοχεύει ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι «ὁ ἐσθιόμενος καὶ μὴ δαπανώμενος, …ὁ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος» εἰς βρῶσιν, γιὰ νὰ ἁγιάζει ὅσους τὸν τρώγουν.

Κάποιος ἀναχωρητὴς δὲν ἤθελε νὰ παραδεχθεῖ πὼς ὁ ἅγιος Ἄρτος ποὺ μεταλαμβάνουμε εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ γέροντες τῆς Σκήτης, ὅταν τὸ ἔμαθαν, τὸν κατήχησαν μὲ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε στὴν πλάνη του. Οἱ πατέρες τὸν ἄφησαν, ἀλλὰ προσευχήθηκαν νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταλάβει τὴν ἀλήθεια.

Μιὰ Κυριακὴ ὁ ἀναχωρητὴς συμμετεῖχε στὴ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας πῆρε στὰ χέρια του τὸ πρόσφορο γιὰ νὰ προσκομίσει, ὁ πλανεμένος μοναχὸς εἶδε κατάπληκτος ἕνα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἄρχισε ὁ ἱερέας νὰ διαμελίζει τὸν Ἄρτο, φάνηκε ἅγιος ἄγγελος ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο κρατώντας στὸ χέρι του ἕνα μαχαίρι. Συγχρόνως μὲ τὸν ἱερέα διαμέλισε κι Αὐτὸς τὸ θεῖο Βρέφος κι ἔχυσε τὸ Αἷμα του στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ ἀναχωρητὴς ταράχθηκε.

Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν πῆγε νὰ κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιὸ φοβερό. Εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη στὸ αἷμα. Κλαίγοντας τότε ὁμολόγησε τὴν πλάνη του καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σκεπάσει μὲ τὴ χάρη του τὰ θεῖα Μυστήρια γιὰ νὰ τολμήσει νὰ κοινωνήσει. Πραγματικὰ μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο εἶδε πάλι ψωμὶ καὶ κρασί, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετάλαβε εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ (Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία [ἔκδ. Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ἀττικῆς]).

Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπὸν εἶναι πρωτίστως τραπέζι. Φαγητό. Τροφοδοσία. Ὁ Χριστὸς μιλάει συχνὰ γιὰ δεῖπνο. Μᾶς καλεῖ νὰ δειπνήσουμε μαζί του. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παραβάλλεται μὲ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τράπεζα πνευματική. Ὁ Θεὸς σφάζει «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», θυσιάζει τὸν μονογενῆ του Υἱὸ καὶ παραθέτει τράπεζα. «Λάβετε, φάγετε…, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «βρωτός», προσφέρεται δηλαδὴ νὰ φαγωθεῖ, ὀνομάζεται καὶ πασχάλιος ἀμνός, ἀρνὶ τοῦ Πάσχα. «Ὡς βρωτὸς δέ, ἀμνὸς προσηγόρευται» (Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδὴ δ΄). Ἂν δὲν τρῶμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραπέζι, ἂν δὲν μᾶς τρέφει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχουμε «ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Δὲν μεγαλώνουμε, δὲν ἔχουμε πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἐπέρχεται ἡ καχεξία καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τὸν Θεὸ ἔχουμε πεθάνει. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀνομάζει νεκροὺς (πρβλ. τὸ «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» [Ματθ. 8, 22]), ἀκόμα κι ἂν προσωρινὰ παρατείνεται ἡ βιολογική μας ζωή.

Ἡ Θεία Λειτουργία, ὄχι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες (ἑσπερινός, ὄρθρος, παράκληση κ.λ.π.), ἀλλὰ εἰδικὰ καὶ μόνο ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τροφή. Δὲν ἔχει ὑποκατάστατο. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ προσέχουμε συνήθως. Δὲν πᾶμε ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἀόριστη εὐλογία, γιὰ τὸ καλό. Σ’ αὐτὴν πᾶμε γιὰ νὰ φᾶμε. Γιὰ νὰ ζήσουμε τώρα καὶ πάντοτε. Αἰώνια. Χωρὶς αὐτὴν τὴν τροφή, εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ θάνατο. Εἶναι αὐτονόητο τὸ νὰ τρῶμε καθημερινά; Ἄλλο τόσο αὐτονόητο πρέπει νὰ μᾶς γίνει, ὅτι εἶναι θέμα ζωῆς καὶ θανάτου νὰ καθόμαστε στὸ τραπέζι ποὺ μᾶς στρώνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τρῶμε τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς παραθέτει. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του.

Τί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τρέφεται; Δὲν θέλει σκέψη. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ ὅταν ἀπέχει ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Τὴν κατάρρευση τοῦ σώματος τὴ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας, τὴ μετρᾶμε μὲ τὰ τεχνικὰ μέσα ποὺ διαθέτουμε. Γιατί δὲν σκεπτόμαστε ὅτι τὴν ἴδια κατάρρευση ὑφίσταται καὶ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν τρέφεται; Ἐπειδὴ δὲν τὴ βλέπουμε; Δὲν μᾶς ἔδωσε μάτια πνευματικὰ ὁ Θεός; Μήπως τελικὰ εἴμαστε τυφλοί, ἂν καὶ καμαρώνουμε γιὰ τὴν ἐξυπνάδα μας; Μήπως γιὰ μᾶς λέει ὁ Θεός, «βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσ. 6, 9);

Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς προσφέρει, ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ ἄρτου, τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ εἰς βρῶσιν. «Ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 58). Ἀλλιῶς ὁ θάνατος θὰ θριαμβεύσει πάνω μας, ἔστω κι ἂν ὁ Χριστὸς τὸν νίκησε καὶ ἀναστήθηκε. Χωρὶς τὴ βρώση τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου δὲν θὰ σημαίνει τίποτε γιὰ μᾶς. Καμμιὰ ἀνάσταση δὲν θὰ ξημερώσει γιὰ μᾶς, καμμιὰ ζωὴ δὲν θὰ μᾶς δοθεῖ.

Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὸ φετεινὸ σαρανταλείτουργο νὰ συχνάζουμε ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου «ἡ τράπεζα γέμει, …ὁ μόσχος πολὺς» καὶ εἶναι σκέτη ἀνοησία νὰ φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος νηστικός. Τὸ μόνο ποὺ χρήζει προσοχῆς ἐκ μέρους μας εἶναι, στὸ γαμήλιο αυτὸ δεῖπνο νὰ εἴμαστε μὲ ἔνδυμα γάμου. Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς καλεῖ, μᾶς παρέχει (μὲ τὸ βάπτισμα, τὴν ἐξομολόγηση και τὰ λοιπὰ μυστήρια) καὶ τὸ ἀνάλογο ἔνδυμα. Ἂν παρευρεθοῦμε χωρὶς αὐτό, θὰ εἶναι καθαρὰ ἀπὸ δική μας ἀμέλεια. Καὶ δικαίως θὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος, «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», μᾶς προτρέπει νὰ εἰσέλθουμε «εἰς τὴν χαράν του», νὰ τὸν γευθοῦμε, νὰ γνωρίσουμε ἐξ ἰδίας πείρας πόσο γλυκὺς εἶναι ὅταν βιβρώσκεται. Ἀξιώθηκαν κάποτε ἄνθρωποι νὰ φάγουν «ἄρτον ἀγγέλων» (Ψαλμ. 77, 25). Δὲν μᾶς τιμᾶ ἀσυγκρίτως περισσότερο τὸ γεγονός, ὅτι «ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, ἔρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς»; Μὲ ποιὰ δικαιολογία θὰ ἀπορίψουμε τέτοια τιμή;

Μιὰ ἐνσυνείδητη καθημερινὴ βίωση ἐπὶ σαράντα μέρες τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὺτοῦ γεγονότος δὲν θὰ μᾶς πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνεκφράστου μυστηρίου τῶν Χριστουγέννων;

ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ – ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

 

Πηγή: Αβέρωφ (Μέρος Α', Μέρος Β')

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...