Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ.
1. Τό κήρυγμά μου σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά ἀναφέρεται στόν 12ο Ψαλμό. Ὁ ποιητής τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ ἀρχίζει μέ μία ἀπογοητευτική κραυγή: «Ἕως πότε, Κύριε;» (στίχ. 2). Πόσες φορές δέν ἔχουμε ἐκβάλει καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν κραυγή αὐτή, ἀλλά καί τήν ἔχουμε ἀκούσει ἀπό τούς ἄλλους; Ὁ ποιητής μας παραπονεῖται στόν Θεό ὅτι τόν λησμόνησε ἐντελῶς («ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;») καί ὅτι συνεχῶς ἀποστρέφει τό πρόσωπό Του ἀπ᾽ αὐτόν (στίχ. 2β).
Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας φαίνεται ὅτι βασανίζεται «ἡμέρας καί νυκτός» (στίχ. 3), χωρίς ὅμως νά μᾶς λέει τόν λόγο τῶν βασάνων του, τῶν «ὀδυνῶν» του. Μᾶς μιλάει ὅμως παρακάτω γιά «ἐχθρό» του, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τόν ἔχει καταβάλει, γι᾽ αὐτό καί παραπονεῖται λέγοντας: «Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾽ ἐμέ;» (στίχ. 3β). Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὅψιν τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλμοῦ, ὅτι αὐτός γράφτηκε ἀπό τόν Δαβίδ, τότε θά ποῦμε ὅτι ὁ ἐχθρός ἐδῶ εἶναι ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ξέρουμε (βλ. Α´ Βασ. 27,1 ἑξ.), ἐδίωκε πραγματικά τόν Δαβίδ καί τόν ἀνάγκαζε νά καταφεύγει πότε στόν Ἀγχούς, τόν βασιλέα τῆς Γέθ, πότε στό σπήλαιο Ὀδαλλάμ, πότε στήν Μασσηφάτ τῆς Μωάβ καί πότε στήν ἔρημο Μασαρέμ, στό ὄρος Ζίφ.
2. Στά κυνηγητά ἀπό τόν ἐχθρό του ὁ ποιητής μας καταφεύγει στόν Θεό καί ἀφοῦ τοῦ λέγει τόν πόνο του μέ τό «ἕως πότε, Κύριε;», τόν παρακαλεῖ τώρα νά ἐπιβλέψει τό πρόσωπόν Του πρός αὐτόν καί νά τοῦ φωτίσει τά μάτια του. «Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (στίχ. 4), λέγει. Παρακαλεῖ, δηλαδή, τόν Θεό ἀντί νά τοῦ ἀποστρέψει τό πρόσωπό Του, ὅπως παραπονέθηκε πρίν ἀπό λίγο, τώρα νά στρέψει τό πρόσωπό Του εὐνοϊκά σ᾽ αὐτόν καί νά τόν εὐσπλαχνισθεῖ. Αὐτό θά τόν ζωογονήσει ψυχικά καί σωματικά καί θά τόν ἀνορθώσει. Αὐτό σημαίνει τό «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου», πού εἶπε πρίν ἀπό λίγο στόν Θεό. Γιατί, ὅσοι εἶναι καταπεσμένοι ψυχικά καί σωματικά νοιώθουν ὅτι ἔχουν σκοτισμένους τούς ὀφθαλμούς τους. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, λέγει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, δέν τόν ὑπερασπιστεῖ καί δέν τόν βοηθήσει, τότε ὁ ἐχθρός του θά γίνει πιό θρασύς καί πιό ἐπιθετικός ἐναντίον του καί θά λέγει: «Ἴσχυσα πρός αὐτόν» (στίχ. 5)! Τόν κατενίκησα! Τότε καί ὅλοι οἱ σύμμαχοι καί φίλοι τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ποιητοῦ μας, πού τόν κατέθλιβαν καί αὐτοί, θά χαροῦν χαρά μεγάλη, γιατί θά τόν βλέπουν ἐντελῶς ἡττημένον («οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐάν σαλευθῶ», στίχ. 5).
3. Ὁ Ψαλμός τελειώνει μέ τήν γλυκειά ἐλπίδα, πού ἔχει ὁ ποιητής μας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά τόν βοηθήσει καί θά τόν σώσει: «Ἐγώ δέ ἐπί τῶ ἐλέει Σου ἤλπισα», λέγει (στίχ. 6). Καί αὐτό βεβαίως τοῦ δίνει μεγάλη χαρά, τοῦ δίνει ἀγαλλίαμα. Γι᾽ αὐτό καί ἀμέσως παρακάτω λέγει: «Ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐν τῷ σωτηρίῳ σου» (στίχ.6). Εὐγνώμων δέ ὁ ποιητής μας γιά τήν σωτηρία πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά Τόν ὑμνεῖ καί θά Τόν δοξάζει. «῎Ασω τῷ Κυρίῳ τῶ εὐεργετήσαντί με καί ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 6), λέγει.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
1. Ὁ 11ος ψαλμός, πού θά σᾶς ἑρμηνεύσω σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, εἶναι πολύ ὡραῖος στό περιεχόμενό του, ἀλλά εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία του, γι᾽ αὐτό παρακαλῶ νά προσέξετε ἰδιαίτερα. Δέν φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή ἡ ὑπόθεση τοῦ ψαλμοῦ, γιατί δέν καταλαβαίνουμε ποιός εἶναι αὐτός πού μιλάει καί γιατί.
Ὅμως, ἀπό τόν στίχ. 6, ὅπου μιλάει ὁ Θεός καί λέγει γιά τήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων («ἀπό τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καί ἀπό τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων»), καταλαβαίνουμε ὅτι στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ μας ὁμιλεῖ κάποιος ἀντιπρόσωπος τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁμιλεῖ καί λέγει ἐναντίον τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συμβαίνει καί σέ ἄλλες ἐποχές, καταπίεζαν τούς πτωχούς πολίτες καί τούς ἐκμεταλλεύονταν μέ τίς ἀδικίες πού ἔκαναν ἐναντίον τους. Καί οἱ πτωχοί καί καταπιεζόμενοι αὐτοί ταλαίπωροι ἄνθρωποι, κατέφυγαν στόν Θεό καί, διά κάποιου ἀντιπροσώπου τους, τοῦ εἶπαν, «σῶσόν με, Κύριε» (στίχ. 2). Ἄρα πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός μόνο μπορεῖ νά τούς δικαιώσει καί Αὐτός μόνο μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τήν ἠθική τάξη καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη.
2. Ὁμιλοῦντες γιά τούς ἄρχοντές τους οἱ πτωχοί, τούς ὁποίους ὀνομάζουν τιμητικά «υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (στίχ. 2), λέγουν γι᾽ αὐτούς πρῶτον, ὅτι «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» καί δεύτερον, λέγουν ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι» ἀπ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Συνήθως οἱ ἑρμηνευτές μέ μικρή διόρθωση στό Ἑβραϊκό κείμενο τό «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» τό κάνουν νά λέγει «ἐκλέλοιπε ἡ ἀγάπη». Ἔτσι οἱ ἄρχοντες, ὅπως παραπονοῦνται ἐδῶ οἱ πτωχοί γι᾽ αὐτούς, δέν ἔχουν ἀγάπη οὔτε ἀλήθεια. Μέ τήν λέξη «ἀλήθεια» θά νοήσουμε τήν εἰλικρίνεια, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν κοινωνική ἀλληλεγύη. Καί συνεχίζοντας ὁ ποιητής μας τόν λόγο περί τῶν ἀρχόντων λέγει ὅτι «μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρός τόν πλησίον αὐτοῦ» (στίχ. 3). Ὁ καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, δηλαδή, λέει «μάταια», ἀνυπόστατα, ψευδῆ πράγματα. Καί ὅταν οἱ ἄρχοντες εἶναι ψεῦτες, τότε στήν κοινωνία δέν ἐπικρατεῖ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ ἀλληλεγγύη. Τότε «οἱ πάντες τούς πάντας ἀπατοῦν καί οἱ πάντες τούς πάντας ὑποπτεύονται. Τοιαύτη κοινωνία δέν δύναται ἐπί μακρόν νά σταθῇ» (Βέλλας)! Πονηροί δέ ὄντες οἱ ἄρχοντες παρουσιάζουν τό ψέμα τους ἐξωτερικά μέ καλό τρόπο, ὥστε νά μήν γίνουν ἀντιληπτοί. Αὐτό θέλει νά πεῖ παρακάτω ὁ στίχος μας λέγοντας «χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ καί ἐν καρδίᾳ ἐλάλησαν» (στίχ. 3β). Μάλιστα στό Ἑβραϊκό κείμενο τό ἡμιστίχιο αὐτό ἀποδίδεται πιό ἐκφραστικά, γιατί λέγει: «Ὁμιλοῦν (οἱ ἄρχοντες) μέ ὡραῖα χείλη, ἀλλά μέ διπλῆ καρδιά». Καί ὁ Χρυσόστομος, σάν Χρυσόστομος πού εἶναι, σχολιάζει σύντομα: «Πολλή διπλότης αὐτῶν ἐν καρδίᾳ» (MPG 55,145). Διπρόσωποι καί δόλιοι ἄνθρωποι!
3. Αὐτοί οἱ ἄρχηστοι ἄρχοντες, ἀφοῦ μέ ἀπάτη καί δόλια μέσα καί μέ ἐκμετάλλευση ἀπέκτησαν δύναμη καί πλοῦτο, ἔγιναν ὑπερήφανοι καί ἀλαζόνες. Μέθυσαν! Καί στήν μέθη τῆς ἀλαζονείας τους στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας θέλει τήν ἐξολόθρευσή τους καί λέγει: «Ἐξολοθρεύσει Κύριος πάντα τά χείλη τά δόλια καί γλῶσσαν μεγαλορρήμονα» (στίχ. 4).
Αὐτήν δέ τήν κατά τοῦ Θεοῦ ἀλαζονεία τῶν ἀρχόντων θέλοντας νά στηλιτεύσει ὁ ποιητής μας μᾶς ἀναφέρει τά ἴδια τους τά λόγια· ἔλεγαν: «Μέ τήν γλῶσσα μας ἐγίναμε μεγάλοι καί δυνατοί («μεγαλυνοῦμεν»)· τά χείλη μας εἶναι μαζί μας, γιά νά μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Ποιός μπορεῖ νά γίνει κύριος, ἀνώτερος ἀπό μᾶς;» (στίχ. 5). Κανένας, οὔτε αὐτός ὁ Θεός!... Καί ὁ Χρυσόστομος λέγει ὡραῖα: «Μαινομένων καί παραφρόνων τά ρήματα» (MPG 55,146).
4. Τελειώνει ἐδῶ ὁ ποιητής μας τόν λόγο του κατά τῶν ἐκμεταλλευτῶν καί ἀδίκων ἀρχόντων καί περιμένουμε τώρα μέ ἀγωνία νά ἀκούσουμε τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή τῶν πενήτων. Ἡ ἀπάντηση, πού δίνεται ἀπό κάποιο ἱερέα ἤ προφήτη, ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρήγορη: Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδιάφορος στήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τόν στεναγμό τῶν πενήτων καί τώρα θά ἐνεργήσει ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 6).
Ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά φέρει τήν σωτηρία («θήσομαι ἐν σωτηρίᾳ») «στούς στενάζοντας» (στίχ. 6· ἔτσι πρέπει νά ἀναγνώσουμε στό Ἑβραϊκό κείμενο τήν ἀντίστοιχο φράση τοῦ «παρρησιάσομαι ἐν αὐτῷ» = ὁμιλῶ μέ παρρησία, μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη). Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ πραγματικά εἶναι παρήγορη σέ ὅλους ὅσους κατά καιρούς στενάζουν κάτω ἀπό τήν ὠμή βία καί ἀδικία τῶν ἀρχόντων.
5. Γεμάτοι χαρά καί παρηγορία οἱ πτωχοί καί ἀδικούμενοι πολίτες ἐγκωμιάζουν μέ χαρά τά παρήγορα λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά χαρακτηρίζουν ἁγνά, καθαρά, ὅπως ὁ ἄργυρος, πού περνάει ἀπό τήν φωτιά καί εἶναι ἑπτά φορές καθαρισμένος (στίχ. 7). Τίποτε τό ψεύτικο καί τό δόλιο δέν ἔχουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀντίθετα μέ τό ψέμα καί τήν δολιότητα τῶν ἀρχόντων, γιά τούς ὁποίους μίλησε ὁ ψαλμός μας. Βεβαιωμένοι τώρα στήν πίστη τους στά λόγια τοῦ Θεοῦ οἱ πτωχοί καί οἱ πένητες λέγουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός θά τούς φυλάξει καί θά τούς διατηρήσει σώους καί ἀβλαβεῖς ἀπό τήν γενεά τήν πονηρή, στήν ὁποία ζοῦν (στίχ. 8), ἔστω καί ἄν πολλοί ἀσεβεῖς τούς περικυκλώνουν, ἔστω καί ἄν ἐπικρατεῖ μεγάλη διαφθορά μεταξύ τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 9).
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Μιλώντας κάποτε μὲ ἕναν ἁγιορείτη λόγιο μοναχὸ ἔκανα λόγο, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὴν κρίση τῆς θεολογίας στὸν τόπο μας, λόγω τῆς ἐπίδρασης ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ δυτικὴ θεολογία, καθὼς καὶ τὴν ρωσικὴ θεολογία. Χωρὶς νὰ ἀρνῆται ὁ μοναχὸς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ἔκανε μία μικρὴ διόρθωση λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ μιλοῦμε τόσο γιὰ κρίση τῆς θεολογίας, ὅσο γιὰ κρίση τῶν θεολόγων. Βέβαια, δὲν εἶχα καμμιὰ πρόθεση νὰ διαφωνήσω, ἀφοῦ αὐτὸ στὴν οὐσία ἐννοοῦσα.
Πράγματι, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοοῦμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντική της ἔκφραση, ὅπως τὴν παρουσίασαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ὕστερα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκαν. Αὐτὴ ἡ θεολογία δὲν ὑφίσταται κρίση. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ “θεολόγοι” οἱ ὁποῖοι στοχάζονται πάνω στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ ἀναμειγνύουν τὴν θεολογία τῶν ἀπλανῶν θεολόγων μὲ τοὺς στοχασμοὺς τῶν φιλοσόφων καὶ φιλοσοφούντων, τότε ὑφίσταται πρόβλημα, ὑπάρχει κρίση. Ὁπότε ἡ κρίση ἀνήκει στοὺς θεολόγους.
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι στὸν τόπο μας, καὶ κυρίως μεταξὺ μερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ θεολογία ταυτίζεται μὲ τὴν βιβλιογραφία, τὶς ὑποσημειώσεις καὶ τὶς παραπομπές. Αὐτό, βέβαια, μπορεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἐπιστημονικὲς ἀκαδημαϊκὲς συνθῆκες, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὸ εἶναι θεολογία. Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ...
ἡ διαφορά. Ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία καὶ ἄλλο ἡ ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση τῆς θεολογίας τῶν θεολόγων.
Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δὴ καὶ σὲ διάφορες ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἕνας ζωγράφος ἢ γλύπτης ἢ ποιητὴς κάνει πρωτότυπο καὶ αὐθεντικὸ ἔργο, ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες, χαράζει μία νέα πορεία καὶ προοπτικὴ ποὺ καθορίζει μία συγκεκριμένη ἐποχή. Ἀργότερα ἔρχονται ἄλλοι ἐρευνητὲς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο ἔργο καὶ τὸν καλλιτέχνη νὰ τὸ ἐρευνήσουν, νὰ δοῦν τὶς προϋποθέσεις καὶ τὴν ἀφετηρία τοῦ ἔργου, νὰ ἀναλύσουν τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, τῆς τεχνοτροπίας κλπ. Ὁπωσδήποτε καὶ τὸ τελευταῖο ἔργο εἶναι οὐσιαστικό, ἀλλὰ δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ πρῶτο ποὺ εἶναι πρωτοποριακὸ καὶ αὐθεντικό. Γιὰ παράδειγμα, ἄλλο εἶναι ὁ ἁγιογράφος Θεοφάνης ὁ Κρὴς ἢ ὁ Πανσέληνος καὶ ἄλλο οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναλύσεις γύρω ἀπὸ αὐτούς. Ὅπως, ἐπίσης, ἄλλο εἶναι ὁ Ἐλύτης αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν καὶ ἄλλο ἐκεῖνος ποὺ ἀναλύει τὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη. Ὁ Ἐλύτης παίρνει βραβεῖο Νόμπελ καὶ ὄχι ὁ ἀναλυτῆς του. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπέδωσε τὴν ἐπωνυμία τοῦ θεολόγου σὲ τρεῖς μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως τὸν ἃγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, τὸν ἃγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἃγ. Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο. Ἀργότερα προσετέθη καὶ ἕνας τέταρτος ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στὰ ἔργα τῶν τεσσάρων αὐτῶν μορφῶν, ὅπως καὶ στὰ ἔργα ἄλλων ἁγίων Πατέρων, Μεγάλου Βασιλείου, ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὑπάρχει πλούσια, ζωντανὴ καὶ οὐσιαστικὴ θεολογία, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν παραπομπὲς καὶ ὑποσημειώσεις.
Ὅταν ἤμουν φοιτητής, συμμετεῖχα γιὰ ἕνα διάστημα σὲ μία ἐπιστημονικὴ ὁμάδα ποὺ ἔκανε τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δικό μου ἔργο ἦταν νὰ ἀνιχνεύσω τὰ χωρία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ νὰ τεθοῦν στὴν κριτικὴ ἔκδοση. Ἐπ' οὐδενὶ λόγω μπορῶ νὰ ἀσπαστῶ τὴν ἄποψη ὅτι, ἐπειδὴ ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν παρέπεμπε σὲ συγχρόνους του ἐπιστήμονας ἢ ἀκόμη σὲ πολλοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἔκανε δὲν σημείωνε τὴν παραπομπὴ στὸ συγκεκριμένο ἔργο τους, ὅτι εἶναι κατώτερος ἀπὸ μερικοὺς μεγάλους ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους οἱ ὁποῖοι ἔχουν μάθει νὰ δουλεύουν μόνον μὲ τὴν βιβλιογραφία, τὴν λογικὴ τεκμηρίωση καὶ τὴν σχολαστικὴ ἀνάλυση.
Σήμερα χρειαζόμαστε μία θεολογία ποὺ νὰ δίδη ἀπαντήσεις σὲ διάφορα ὑπαρξιακὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὅπως τὸν πόνο, τὸν θάνατο, τὶς τύψεις, τὸ νόημα τῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ στὰ τεράστια κοινωνικὰ προβλήματα, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία. Χρειαζόμαστε μία θεολογία “τρυφερότητας”, ἀμεσότητας, ποὺ θὰ πέφτη σὰν ἥσυχη ἁπαλὴ βροχὴ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ σκορπᾶ βάλσαμο καὶ παρηγοριά, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου. Χρειαζόμαστε μία θεολογία “ποιητική”, χωρὶς νὰ εἶναι ρομαντικὴ καὶ συναισθηματική, μία θεολογία “διαισθητική”, χωρὶς νὰ εἶναι σκληρὴ καὶ ἐρευνητική, μία θεολογία αὐθεντική, ποὺ γιὰ νὰ διατυπωθῆ καὶ νὰ ἐκφρασθῆ νὰ μὴ χρειάζεται ὑποσημειώσεις, ὅπως εἶπε ἕνας σύγχρονος στοχαστής.
Καὶ βέβαια, πρέπει νὰ καταγγέλλεται ἡ θεολογία ποὺ στηρίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὶς σημειώσεις, τὶς παραπομπὲς καὶ τὴν βιβλιογραφία, γιατί παραπλανᾶ τὸν λαὸ καὶ ἐξυπηρετεῖ μόνον τὰ συμφέροντα αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐκφράζει. Πρέπει νὰ καταγγέλλεται μία τέτοια ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν χῶρο της καὶ τὸν σκοπὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ, ὅταν προβάλλεται ὡς πρότυπο θεολογίας, περιθωριοποιώντας τὴν πρωτότυπη καὶ αὐθεντικὴ θεολογία τῶν θεουμένων.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ἀναφερόμενος σὲ περιπτώσεις φιλοσοφούντων θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, περίπου ὁμοίων μὲ μερικοὺς ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας, ἔλεγε ὅτι “τεχνολογούσι καὶ οὐ θεολογούσι”.
Εἶναι κρίμα ὅταν ταυτίζεται ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μὲ τὴν σχολαστικὴ μεθοδολογία, δηλαδὴ ὅταν συνδέεται ἡ θεολογία μὲ τὴν τεχνολογία, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν ἔχουν ἀνάγκη μεθόδου σπουδαστηριακῆς, ἀλλὰ ζωῆς ἀληθινῆς.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Η πρώτη αιτία είναι ότι συνηθίζουμε αυτό τον κόσμο και τη ζωή. Όσο μας φαίνεται καινούργιος και ασυνήθιστος αυτός ο κόσμος, η πίστη μας στον Θεό είναι δυνατή. Όμως τη μέρα εκείνη που ο κόσμος θα μας φανεί τελείως παλιός και τελείως συνηθισμένος, η πίστη μέσα μας σβήνει. Όσο περισσότερα βιώνουμε, τόσο περισσότερο συνηθίζουμε αυτό τον κόσμο. Και όσο περισσότερο συνηθίζουμε, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φοβερή και μεγαλειώδη εντύπωση που μας άφησε στην αρχή ο κόσμος. Όποιος μια φορά ανεβεί στις Άλπεις, παραμένει θαμπωμένος από το μοναδικό και απροσδόκητο θέαμα. Ενώ όποιος ζήσει δέκα χρόνια στις Άλπεις, το θέαμα απ’ αυτές όχι μόνο δεν τον θαμπώνει, αλλά του γίνεται βαρετό. Ο αστρονόμος που πρώτη φορά μαθαίνει για το μέγεθος και το πλήθος των άστρων, για την απόσταση μεταξύ τους και για την αλάνθαστη ροή τους, παραμένει μεθυσμένος από τη γοητεία. Όμως, όταν για μερικά χρόνια βλέπει πάντα το ίδιο θέαμα με τη βοήθεια των πιο εξελιγμένων μηχανών, θα του φανούν όλα συνηθισμένα, και από την πρωταρχική γοητεία που ένιωσε δεν θα παραμείνει ούτε σκιά. Πολύ καιρό βλέπουμε το θέατρο του κόσμου, και δε μπορεί η παράξενη και πλούσια παράσταση να μας παρέχει φρέσκο ενδιαφέρον έως το τέλος. Είναι πολύς ο καιρός που ζούμε, για να μην αρχίσουμε να χασμουριόμαστε από ανία. Ενώ από ανία χασμουριόντουσαν οι άνθρωποι και στην κορυφή των Άλπεων και στον κόλπο της Νεάπολης και κάτω από το έναστρο ουράνιο σκέπαστρο της Ινδίας. Όπου όμως κατοικήσει η πλήξη απ’ αυτό τον κόσμο, από εκεί η πίστη στον Θεό φεύγει. Και απ’ όπου η πίστη στον Θεό φεύγει, από εκεί φεύγει και η ψυχική ευθυμία και η ησυχία.
Οι συνηθισμένοι σ’ αυτό τον κόσμο μοιάζουν με αμαθείς στο βασιλικό τραπέζι. Με φόβο και δέος πλησιάζουν οι αμαθείς στο βασιλικό τραπέζι. Κανένας τους δεν αμφιβάλλει για την παρουσία του βασιλιά και για τη βασιλική αξιοπρέπεια του τραπεζιού. Κάθονται· ξεκινούν να τρώνε και να πίνουν όμως από το γλυκό φαγητό και πιοτό σκοτεινιάζουν, και χάνουν από τα μάτια τους και το βασιλιά και τη βασιλική αξιοπρέπεια του τραπεζιού. Αρχίζουν να αρπάζουν φαγητά και ποτά, να σπρώχνονται, να δέρνονται, να αναποδογυρίζουν, να φωνάζουν, να τσακώνονται για την ιδιοκτησία του τραπεζίου και την πρωτιά της θέσης και στο τέλος χασμουριούνται. Η φιλοξενία στο βασιλικό παλάτι τους γίνεται βαρετή. Και εκείνοι παραπονιούνται και απελπίζονται. Και κάνουν τη βασιλική τραπεζαρία υπνοδωμάτιο και το υπνοδωμάτιο στάβλο. Μέχρι που όλα να χάσουν στα μάτια τους το βασιλικό τους χαρακτήρα και η αμάθειά τους να αρχίσει να θριαμβεύει παντού, και στις σκέψεις και στα λόγια και στα έργα των φιλοξενούμενων. Και ο βασιλιάς-οικοδεσπότης στέκει και παρατηρεί και διατάζει το τραπέζι να το γεμίζουν ασταμάτητα. Η μεγάλη ψυχή αισθάνεται την παρουσία του βασιλιά και ντρέπεται για τη συμπεριφορά των αμαθών αδελφών της.
Η μεγάλη ψυχή αισθάνεται σ’ αυτό τον κόσμο πάντα όπως σε αγιότατο και φοβερότατο ναό. Όσο περισσότερο καιρό τέτοια ψυχή στέκει σ’ αυτό το ναό, τόσο ο ναός γι’ αυτήν δεν χάνει τίποτα, αλλά αυξάνεται στην εξαιρετικότητα και τη φοβερή μεγαλειότητά του.
Η δεύτερη αιτία για την αποδυνάμωση και τη νέκρωση της πίστης μέσα μας είναι η υπερφόρτωση του πνεύματος με πολλές μικρές γνώσεις, όπου ταυτόχρονα απουσιάζει η γνώση των γνώσεων. Η γνώση των γνώσεων είναι η γνώση περί Θεού. Οι υπόλοιπες πολλές και μικρές γνώσεις αναφέρονται στα έργα του Θεού, στον οίκο της φύσης και στα έπιπλά του. Η ποσότητα της γνώσης στην εποχή μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη. Στην εποχή μας τρέχουν για την ποσότητα της γνώσης. Την ποιότητα λίγοι την κοιτάζουν. Στο κεφάλι φτιάχνεται τεράστια αποθήκη γνώσεων της χημείας, της φυσικής, της αστρονομίας, της τεχνολογίας, της κοινωνιολογίας, της τεχνικής του χορού και του μαγειρέματος, του παιξίματος οργάνων και του φλερτ. Πολλά κεφάλια είναι ταυτόχρονα ολόκληρα χημικά εργαστήρια και ζωολογικά οικοδομήματα και μουσικά ρεπερτόρια. Πολλά μυαλά είναι πραγματικές εγκυκλοπαίδειες. Όμως, γι’ αυτό πάλι μέσα στα πολλά μυαλά δεν υπάρχει θέση για τον Θεό, για τη μεγάλη γνώση των γνώσεων.
Στις παλιές, απλές εποχές οι άνθρωποι δεν κατείχαν στο πνεύμα τους τόσες πολλές τεχνολογικές αλήθειες, σαν τους ανθρώπους της εποχής μας, αλλά η γνώση των γνώσεων πάντα ήταν ζωντανή και πάντα είχε φανερή θέση. Και στις νέες, σύνθετες εποχές, οι δυνατοί άνθρωποι δεν αφήνουν να τους υπερφορτώσουν πολλές μικρές γνώσεις και δεν αφήνουν τις μικρές γνώσεις να επισκιάσουν τη μεγάλη γνώση.
Σ’ αυτούς που κατανοούν, όλα τα γεγονότα είναι διαφανή, κι έτσι μέσα απ’ όλα τα γεγονότα βλέπουν το κύριο γεγονός στην οικουμένη. Οι οξύνοες μέσω του ενδύματος όλων των κτισμάτων βλέπουν την ουσία και την κύρια κίνηση των πραγμάτων. Ποτέ οι δυνατοί δεν υπήρξαν δυνατότεροι, ούτε οι κατανοούντες καλύτερα κατανοούντες, απ’ ότι στην εποχή μας. Αλλά γι’ αυτό ποτέ οι αδύνατοι δεν υπήρξαν αδυνατότεροι ούτε οι κοντόφθαλμοι ακόμα πιο κοντόφθαλμοι ούτε οι ρηχοί ρηχότεροι, παρά και πάλι στην εποχή μας. Στους δυνατούς, τους κατανοούντες και τους έξυπνους η πίστη στο Θεό συνέχεια υψώνεται πάνω απ’ όλες τις γνώσεις, όλα τα γεγονότα και όλες τις υποθέσεις, αιωρείται γύρω τους πάντα σαν φωτεινή ατμόσφαιρα γύρω από ένα ουράνιο σώμα. Απ’ αυτή την ατμόσφαιρα όλα τα γεγονότα λαμβάνουν ζωή και κίνηση. Χωρίς αυτή την ατμόσφαιρα όλα τα γεγονότα παγώνουν και σκεπάζονται με τη σκιά του θανάτου. Έχει το φεγγάρι ατμόσφαιρα; Δεν είναι τίποτε ακόμα σίγουρα γνωστό, όμως εάν δεν την έχει στα σίγουρα, τότε αυτό μοιάζει με γνώση χωρίς πίστη. Υπάρχουν πάνω του μέταλλα και ιχνοστοιχεία, και υψόμετρα και βαθύπεδα, όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αναπνέει. Γι’ αυτό και το φεγγάρι τραβιέται πίσω από ζωντανούς πλανήτες, που αναπνέουν και ζουν, σαν μια λαμπερή νεκρική σαρκοφάγος. Τέτοια είναι και η γνώση δίχως πίστη. Και εκείνη είναι μια νεκρική σαρκοφάγος μέσα μας. Και όσο είναι η γνώση μας μεγαλύτερη αλλά δίχως πίστη, τόσο μεγαλύτερος νεκρός κείτεται στην ψυχή μας: ντυμένος, στολισμένος, ευρύς, πλην όμως νεκρός. Κάτω απ’ αυτόν το νεκρό κείτεται καταπιεσμένη και πνιγμένη η πίστη. Μετά από μάταιη μάχη για να σηκωθεί και να τυλίξει τη μεταλλική σαρκοφάγο της γνώσης με την ατμοσφαιρική της φρεσκάδα και ζωηράδα, μετά απ’ όλες τις μάταιες ηρωικές προσπάθειες εκείνη κείτεται στη σκιά του θανάτου. Η τραγωδία της είναι πλήρης. Όμως, μέσα στην τραγωδία της είναι και η δική μας τραγωδία, της ευτυχίας μας, της ηρεμίας μας και της αισιοδοξίας μας.
Η τρίτη αιτία που πάσχει και καταστρέφεται η πίστη μέσα μας, είναι τα ανθρώπινα έργα. Τα έργα μας κονταίνουν το βλέμμα μας και εμείς σταματάμε μόνο σ’ αυτά και δεν κοιτάμε πιο πέρα. Βλέπουμε την επιστήμη μας, το έργο του μυαλού μας, και κοιτάζοντάς το τα μάτια μας τόσο υγραίνουν, ώστε γίνονται ανίκανα να δουν έναν ευρύτερο και φωτεινότερο ορίζοντα. Κοιτάμε τις μεγάλες πόλεις, έργο των χεριών μας, και τα έργα του Θεού γίνονται αόρατα για μας. Η κουλτούρα μας κατέχει τα μάτια περισσότερο από τη φύση, αφού τη φύση στις πόλεις σχεδόν δεν τη βλέπουμε. Ο άνθρωπος ως δημιουργός των πολιτισμικών δημιουργημάτων μας φαίνεται ως ο μόνος δημιουργός μέσα στο σύμπαν. Από τα ψηλά σπίτια μας δεν βλέπουμε το συμπαντικό σπίτι του Θεού. Από τη σκόνη των ανθρώπινων μυρμηγκοφωλιών μας δεν βλέπουμε τον ουρανό. Εμείς συχνά μέσα στην αδικία μας εκτιμούμε περισσότερο το έργο απ’ ό,τι τον εργολάβο. Κοιτάζουμε με θαυμασμό ένα μεσαιωνικό καθεδρικό ναό, και ταυτόχρονα βλέπουμε με περιφρόνηση τους ανθρώπους. Σαν να είναι ο καθεδρικός ναός άξιος μεγαλύτερου θαυμασμού απ’ ό,τι οι δημιουργοί του, οι άνθρωποι.
Εξίσου συχνά κοιτάζουμε με θαυμασμό τη φύση, αλλά το δημιουργό της ούτε που τον θυμόμαστε. Σαν να είναι η ύλη αξιότερη από το δημιουργό της! Ή κοιτάμε τον άνθρωπο μέσα στο ρόλο του σ’ αυτό τον κόσμο και τον θαυμάζουμε περισσότερο απ’ ό,τι Εκείνον που τον έβαλε σ’ αυτό το ρόλο. Απ’ αυτήν την πλάνη προέρχεται η φοβερή τραγωδία της πίστης στις ψυχές μας.
Η πίστη είναι πάντα μια αυστηρή παρατήρηση του δημιουργού πίσω από το δημιούργημα και του εργολάβου πίσω από το έργο. Η πίστη κρατά πάντα την απόλυτη αξία για κάτι ακριβότερο απ’ όλα εκείνα που τα μάτια μπορούν να δουν, τα αυτιά να ακούσουν και τα ανθρώπινα χέρια να φτιάξουν. Γι’ αυτό το λόγο η πίστη στέκει σε αντιπαλότητα μ’ όλες τις δυνάμεις αυτού του κόσμου, που θέλουν να προσθέσουν στο σχετικό την αξία του απολύτου. Η μέγιστη και η φοβερότατη τραγωδία της ζωής γεννιέται εκεί όπου, νικημένη η πίστη, πεθαίνει.
Ως τέταρτη αιτία της τραγωδίας της πίστης σε πολλούς, εγώ τονίζω τις πλάνες των εκπροσώπων της πίστης. Ο καθένας εκτιμά το σπόρο κατά τον καρπό. Εάν ο καρπός είναι πικρός, ποιος μπορεί να αγαπήσει το σπόρο; Ο καλύτερος καρπός της πίστης πρέπει να είναι εκείνοι οι οποίοι βάλανε τον εαυτό τους εξολοκλήρου στην υπηρεσία της πίστης.
Η πίστη είναι σπόρος, ο άνθρωπος αγρός. Όταν σπείρετε ίδια σπορά σε διαφορετικούς αγρούς, διαφορετικούς καρπούς θα φέρει.
Η πίστη είναι σπόρος, ο ιερέας είναι άνθρωπος. Πώς ο ίδιος σπόρος στη διαφορετική γη θα δώσει ίδιους καρπούς; Πράγματι, ο καθένας περιμένει ο ιερέας μιας πίστης να είναι ο καλύτερος καρπός αυτής της πίστης, και κατά τον καρπό εκτιμά και τον σπόρο. Όμως, όλος ο κόσμος μπορεί να ξεγελαστεί σε μια τέτοια εκτίμηση. Αφού υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ιερέας είναι ο χειρότερος καρπός εκείνης της πίστης την οποία υπηρετεί. Από τον ίδιο σπόρο φυτρώνει σ’ έναν αγρό το λουλούδι, ενώ στον άλλο ζιζάνιο. Πρέπει να εκτιμάται ο σπόρος κατά τον καλύτερο και όχι κατά το χειρότερο καρπό που μπορεί να δώσει. Όταν ο καλύτερος σπόρος πέσει στα αγκάθια, τα αγκάθια τον πνίγουν. Μόνο ο καλός σπόρος στην καλή γη αποδίδει, κατά τα λόγια του Σωτήρα, εκατονταπλάσιο καρπό και καλό καρπό. Η χριστιανική πίστη, σπαρμένη στον καλό αγρό, δίνει τους καλύτερους καρπούς τους οποίους μπορεί η πίστη να δώσει. Όμως, η χριστιανική πίστη σπάρθηκε και στα αγκάθια και στις πέτρες, στα ζιζάνια και στο δρόμο, όπου δεν φυτρώνει ή εάν φυτρώνει δεν μεγαλώνει ή εάν μεγαλώνει δεν φέρνει καρπό ή φέρνει πικρό καρπό. Έδωσε ανθρώπους μεγάλους κατά το χαρακτήρα, Τιτάνες στην αρετή και στο νου, όμως βρίσκεται και σαν μπόλιασμα που δεν έπιασε στα πολλά στυφά και αγκαθωτά δέντρα. Είναι το πεταμένο μαργαριτάρι μπροστά στους ανθρώπους και στα γουρούνια. Οι άνθρωποι μάζεψαν το μαργαριτάρι και το φύλαξαν μ’ όλη τη λάμψη του. Τα γουρούνια ανακάτεψαν το μαργαριτάρι με το καλαμπόκι, το καλαμπόκι το έφαγαν, ενώ το μαργαριτάρι το ποδοπάτησαν μέσα στη λάσπη και με τη μουσούδα το έριξαν μακριά τους σαν πράγμα που δεν τρώγεται. Είναι άφρονες εκείνοι που ποδοπατούν το μαργαριτάρι μέσα στη λάσπη, όμως είναι ακόμα πιο άφρονες εκείνοι που βλέπουν το μαργαριτάρι μπροστά στα γουρούνια, λερωμένο στη λάσπη, και νομίζουν ότι αυτό είναι άμμος και όχι μαργαριτάρι. Κάθε επάγγελμα έχει τους Ιούδες του. Κάθε δουλειά έχει αυτούς που την ντροπιάζουν.
Όμως, πολλοί δεν συλλογίζονται έτσι. Πολλοί βλέπουν έναν άθεο ιερέα και η πίστη μέσα τους νεκρώνεται. Πολλοί βλέπουν έναν κυνικό εξομολόγο και η πίστη μέσα τους αιωρείται σαν φλόγα του κεριού μπροστά στον άνεμο. Πολλοί ακούν για την άθεη συμπεριφορά υψηλών χριστιανικών εκπροσώπων και η αιωρούμενη φλόγα της πίστης στην ψυχή τους νεκρώνεται. Και όταν στη μάχη με τον κρύο άνεμο σβήσει αυτή η φλόγα, η τραγωδία της πίστης είναι πλήρης.
Την πέμπτη αιτία συνιστούν η ψευδοεπιστήμη και η ψευδοθεολογία. Η ψευδοεπιστήμη δημαγωγεί εναντίον της πίστης, και η ψευδοθεολογία δημαγωγεί εναντίον της επιστήμης. Η ψευδοεπιστήμη παίρνει τις χείριστες και πρωτογενείς μορφές της πίστης, αυτές τονίζει σαν πίστη γενικώς, αυτές κριτικάρει και αυτές αρνείται. Η ψευδοθεολογία πάλι έχει μάτια μόνο για καταχρήσεις των επιστημονικών εφευρέσεων και ανακαλύψεων, γενικεύει αυτές τις καταχρήσεις και αρνείται την επιστήμη. Τον τελευταίο αιώνα εξελίχθηκαν σημαντικά οι φυσικές και οι τεχνολογικές επιστήμες. Οι σοβαροί άνθρωποι αυτό το χρησιμοποίησαν για εμβάθυνση, ενώ οι γραφικοί για να κάνουν πιο ρηχή τη ζωή. Λόγω αυτού του πλουτισμού της επιστήμης οι σοβαροί έγιναν σοβαρότεροι, ενώ οι γραφικοί γραφικότεροι. Οι σοβαροί δεν βλέπουν την αλήθεια διπλή, μια στην επιστήμη, μια δεύτερη στην πίστη, αλλά αισθάνονται αρμονία μεταξύ του ενός και του άλλου. Οι γραφικοί απολαμβάνουν τις περιττές φιλονικίες, και τονίζοντας πάντα την αυθάδεια μπροστά στη λογική σκέψη, δημιουργούν αξία για τον εαυτό τους από το ότι με την επιστήμη αντιλέγουν στην πίστη ή, αντίθετα, με την πίστη αντιλέγουν στην επιστήμη.
Η υγιής πίστη δεν αντιλέγει ποτέ προς την πραγματική επιστήμη ούτε η πραγματική επιστήμη αρνείται την υγιή πίστη. Μόνο οι αρρωστημένες μορφές και του ενός και του άλλου είναι υπερβολικές και ακραίες. Η πίστη μου στον Θεό δεν με εμποδίζει στο να αναγνωρίσω και να υιοθετήσω όλη την πραγματική επιστήμη από το άλφα έως το ωμέγα. Η επιστήμη μου όμως λαμβάνει σε διαύγεια και πληρότητα και ορμή, εάν τη φωτίσω και τη ζεστάνω με υγιή πίστη. Να ξέρετε ότι όταν ένας επιστήμονας ξεσηκώνεται εναντίον της πίστης εν ονόματι της επιστήμης, αυτός ξεσηκώνεται εναντίον της χείριστης μορφής της πίστης εν ονόματι της κάλλιστης επιστήμης. Και όταν ένας θεολόγος ξεσηκώνεται εναντίον της επιστήμης εν ονόματι της πίστης, αυτός ξεσηκώνεται ενάντια στη μέγιστη κατάχρηση και μέγιστη επιζήμια μορφή της επιστήμης εν ονόματι της κάλλιστης πίστης. Η καλύτερη επιστήμη όμως στέκει στην τέλεια αρμονία με την καλύτερη πίστη. Ενώ οι κάλλιστοι ποτέ δεν φιλονικούν, οι κάλλιστοι καταλαβαίνονται και αγαπιούνται. Οι μικροί φιλονικούν και τρώγονται, και ηδονίζονται με τη φιλονικία και τις τριβές. Όμως, η φιλονικία και οι τριβές της ψεοδοπίστης και της ψευδοεπιστήμης ταλαντεύουν πολλές άπλες ψυχές στην πίστη. Και όταν ταλαντευτεί, η πίστη τους αγωνίζεται για επιβίωση. Και συχνά ο αγώνας τελειώνει με ήττα της πίστης. Η ήττα της πίστης σημειώνει το θρίαμβο του σκότους και της κακίας μέσα στους ανθρώπους.
Η έκτη αιτία λόγω της οποίας η πίστη μέσα στους ανθρώπους υπομένει ήττα, είναι η κοινωνική αδικία. Ένας άνθρωπος κοιτάζει τον ουράνιο θόλο στολισμένο με πύρινα φώτα και η πίστη του λάμπει και τον ζεσταίνει σαν φλόγα. Όταν όμως κοιτάζει και την αδικία, που κάνει ένας άνθρωπος στον άλλον, η πίστη του μουδιάζει σαν φλόγα κάτω από τη νεροποντή. Κάποια κόμματα των εργατών στον κόσμο, διαμαρτυρόμενα εναντίον της άδικης μοιρασιάς του πλούτου στη γη, βρίσκουν αναγκαίο να διαμαρτύρονται και εναντίον της πίστης. Τούτη η διαμαρτυρία των εργατών ενάντια στην πίστη μέχρι ενός σημείου είναι και δικαιολογημένη. Είναι δικαιολογημένη τόσο όσο αναφέρεται σε διαστρεβλωμένες μορφές της πίστης, που έβαλαν τον εαυτό τους στην ταπεινή υπηρεσία του καπιταλισμού και oι οποίες στηρίζουν μια οφθαλμοφανή οικονομική αδικία, κάτω από την οποία αναστενάζουν και πεθαίνουν χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως, αυτή η διαμαρτυρία όχι μόνο είναι αδικαιολόγητη αλλά και ανόητη όταν αναφέρεται στην πίστη γενικώς. Είναι αδικαιολόγητη, επειδή είναι άδικη, και ανόητη, επειδή μ’ αυτήν από τον καλύτερο φίλο δημιουργείται εχθρός. Ο καλύτερος φίλος των φτωχών και των καταπιεσμένων σ’ αυτό τον κόσμο είναι η πίστη. Εάν οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι σ’ αυτό τον κόσμο θέλουν να κάνουν έναν επιτυχημένο αγώνα εναντίον των καταπιεστών τους, πρέπει να τον κάνουν στο όνομα του Θεού και της δικαιοσύνης του Θεού. Ένα πράγμα είναι μεγάλο και μεγαλειώδες, όταν ο Θεός είναι η βάση του. Να επικαλούνται την αδελφοσύνη και την ανθρωπιά, χωρίς να πιστεύουν στο Θεό, μπορούν μόνο εκείνοι, που είναι πλανημένοι ή εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ του μυαλού και της γλώσσας. Να μην πιστεύεις στη δικαιοσύνη του σύμπαντος και να ζητάς τη γήινη δικαιοσύνη είναι το ίδιο με το να μην πιστεύεις, ότι ο ήλιος μπορεί να φωτίσει τη γη και να ζητάς να τη φωτίσει μια απλή πέτρα.
Η κοινωνική αδικία μας στενοχωρεί όλους και μας πονά και μας ρίχνει σε σκοτεινές σκέψεις και κατατρώγει την αισιοδοξία μας και θολώνει το βλέμμα μας προς τον ουρανό. Και μόνο η σκέψη της κοινωνικής αδικίας, κάτω από την οποία μια ανθρώπινη ζωή υποφέρει, μπορεί να έχει την ενέργεια του ανέμου της ερήμου, που όλα μπροστά του τα μαραζώνει. Μπροστά από τούτο τον άνεμο της ερήμου μαραζώνεται και η πίστη μας. Όπως το πράσινο χόρτο που κάτω από το δρεπάνι την ώρα του θερισμού ξεραίνεται και μαυρίζει, έτσι και η πίστη μας μπροστά από το γεγονός της κοινωνικής αδικίας απλώνεται στο νεκροκρέβατο και πεθαίνει.
Γιατί εκείνος που δουλεύει να πεθάνει από την πείνα; Γιατί η ζωή πολλών να είναι ένα παρατεταμένο μαρτύριο, ενώ η ζωή μερικών μια παρατεταμένη γιορτή; Γιατί να υποφέρει ο δίκαιος; Γιατί ο σοφός να είναι παραγκωνισμένος και ταπεινωμένος μπροστά στον ανόητο; Γιατί αυτός που κάνει το αγαθό να βιώνει αχαριστία; Γιατί ο ταπεινός να ζει πάντα στη σκιά του υπερήφανου; Γιατί η ασωτία να έχει τόσο μεγάλες και λαμπερές κατοικίες, ενώ η αρετή να δυσκολεύεται πάντα μέσα στα εργαστήρια των μαραγκών της Ναζαρέτ και στα στενά κελιά; Γιατί τον ήρωα να τον σπρώχνουν με τους αγκώνες τους οι φοβητσιάρηδες πίσω, αφού η θέση του είναι μπροστά; Γιατί όλα αυτά, εάν υπάρχει ο δίκαιος Θεός;
Κάτω από το βάρος τούτων των ερωτήσεων το ψυχικό θάρρος πολλών ξεπέφτει, και όπου δεν υπάρχει θάρρος, δεν υπάρχει ούτε η πίστη. Όταν ξεπέφτει το θάρρος, ξεπέφτει και η πίστη, όταν το θάρρος πεθάνει, πεθαίνει και η πίστη. Το θάρρος και η πίστη πάντα θάβονται στον ίδιο τάφο.
Η έβδομη αιτία της νέκρωσης της πίστης μέσα μας είναι η ευτυχία. Μόνο μεγάλες και δυνατές ψυχές στέκουν και στην ευτυχία με πρόσωπο στραμμένο προς το Θεό. Στις αδαείς ψυχές η ευτυχία είναι η ύψιστη θεότητα την οποία εκείνες προσκυνούν. Μόνο οι αδαείς ψυχές στην ευτυχία είναι άθεες. Αλλά στη δυστυχία κανείς δεν είναι πιο ευσεβής απ’ αυτές. Όμως, και κάποια καλύτερη ψυχή ξεχνιέται στην ευτυχία. Κάποιοι καλοί άνθρωποι τόσο αλλάζουν στην ευτυχία, ώστε οι φίλοι τους δεν μπορούν να τους αναγνωρίσουν. Ένας χαρούμενος άνθρωπος κερδίζει στο λαχείο πολλά χρήματα και γίνεται ξαφνικά θλιμμένος και εκκεντρικός. Μια φτωχή κοπέλα παντρεύεται έναν αριστοκράτη και γίνεται υπερήφανη και περιφρονεί τις παλιές φίλες της. Ένας αγαπητός φίλος παίρνει θέση στην εξουσία και τρελαίνεται. Έναν καλλιτέχνη η δόξα τον κάνει τσαρλατάνο. Εκείνο που με τη θνητή γλώσσα ονομάζεται ευτυχία, συχνά γίνεται η μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων. Η γήινη ευτυχία σε πολλούς παίρνει τα μυαλά και σκληραίνει την καρδιά. Άραγε μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία απ’ αυτή την «ευτυχία»; Πρέπει να έχουμε θάρρος στην ευτυχία, όπως και στη δυστυχία. Χρειάζεται θάρρος για να μην παραδοθείς ούτε στην ευτυχία ούτε στη δυστυχία. Σ’ όποιον η ευτυχία γίνει είδωλο, γι αυτόν ο Θεός σταματά να είναι Θεός. Όποιος λιβανίζει την ευτυχία τη δική του -αδιαφορώντας για την ευτυχία των άλλων- με θυμίαμα και λιβάνι, αυτός δεν προσφέρει θυσία στο Θεό. Όποιος νομίζει ότι τα άκρα του κόσμου βρίσκονται στον ορίζοντα της ευτυχίας του, τούτος αγκαλιάζει με τα χέρια του μία ψευδαίσθηση από καπνό. Όποιος μπορεί να γιορτάζει την ευτυχία του εκτός Θεού και χωρίς Θεό, αυτός βιώνει τη σιωπή πριν από την καταστροφή και γελά με γέλιο που θα παγώσει. Διότι όσο η ευτυχία κατοικεί σ’ ένα σπίτι, τόσο η δυστυχία στέκει μπροστά στην πόρτα και περιμένει τη σειρά της. Δεν υπάρχει σπίτι στον κόσμο στο οποίο η δυστυχία δεν θα εισχωρήσει και δεν θα δείξει το αποκαλυμμένο της πρόσωπο.
Αυτές οι επτά αιτίες είναι ικανές, μόνες ή μαζί, να προκαλέσουν την τραγωδία της πίστης. Όταν επτά θάμνοι από αγκάθια φυτρώσουν γύρω από ένα ευγενικό κρίνο και πλέξουν τα κλαριά τους πάνω απ’ αυτό, έτσι ώστε να του κρύψουν τον ήλιο και να του δηλητηριάσουν τον αέρα, τότε ο ευγενικός κρίνος σαπίζει στην υγρασία και πνίγεται στο σκοτάδι. Και ο Θεός από τον ουρανό βλέπει πως πολλοί όμορφοι κρίνοι σαπίζουν και πνίγονται στη γη. Και ο Θεός από ψηλά βλέπει, πως πολλές ψυχές μετατρέπονται σε αγκάθια χωρίς κρίνους. Ο Θεός, πράγματι, και τα αγκάθια χρησιμοποιεί για καλό, όμως αλίμονο σ’ εκείνον που είναι από αγκάθια. Αλίμονο, πρώτα σ’ αυτόν, και αλίμονο, τότε σ’ εκείνους γύρω του. Η ζωή δίχως πίστη είναι η πιο σκοτεινή απ’ όλες τις τραγωδίες. Μπροστά σ’ αυτή την τραγωδία η τραγωδία του Γολγοθά είναι φωτεινή. Εκείνος που με ζωντανή πίστη στην ψυχή υποφέρει και καταστρέφεται, ακόμα και πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου του, μοιάζει με ναυτικό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα , που μέσα από τα πάθη και το σκοτάδι βλέπει βορινό αστέρι, οπότε δεν χάνει τον προσανατολισμό του. Εκείνος που δίχως πίστη υποφέρει και καταστρέφεται μοιάζει με ναυτικό σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, που δεν βλέπει ούτε μια ακτίνα φωτός στο σκοτάδι, ούτε στον εαυτό του, ούτε γύρω του· καταπονεί τα μάτια του για να δει, όμως, όσο περισσότερο τα καταπονεί, τόσο του φαίνεται το σκοτάδι όλο και πιο πυκνό και μαύρο· κουράζει το λαιμό του για να φωνάξει. Όμως ούτε ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ακούσει τη φωνή του από το φοβερό θόρυβο γύρω του. Η απελπισία του άπιστου είναι το πιο φρικτό γεγονός σ’ όλους τους καιρούς. Αυτή η απελπισία κρύβεται με κυνισμό, ώστε δεν είναι ορατή για κάθε μάτι. Εάν όλοι οι υγιείς άπιστοι ήξεραν τις ομολογίες όλων των απίστων που ξεψυχούν, στο νεκροκρέβατο θα είχαν βιαστεί όλοι να ξεριζώσουν τα ζιζάνια και τα αγκάθια από την ψυχή τους και να αφήσουν τον πεσμένο κρίνο να σηκωθεί και να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει χαρά στην ψυχή τους και να της δώσει χρώμα και ευωδία. Χωρίς τη χαρά, οι άπιστες ψυχές είναι και άχρωμες και δίχως ευωδιά. Οι κρυσταλλωμένες πέτρες είναι πιο αγαπητές στο βλέμμα από τις ψυχές αυτές. Και κάθε πέτρα είναι πιο άξια συλλυπητηρίων από τέτοιες ψυχές. Τι είδους μεγάλα σχέδια ονειρεύεται ο άπιστος; Είναι ψεύτικα τα σχέδια του· αυτός πρέπει καμιά φορά μες στη νύχτα να ομολογήσει στον εαυτό του ότι τα σχέδια του είναι ψέμα. Μπροστά στους άλλους ανθρώπους ίσως και να βάζει μάσκα γι’ αυτό το ψέμα, όμως μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του όχι. Όλα τα μεγάλα σχέδια, είτε προσωπικά ή εθνικά ή πανανθρώπινα, εάν δεν βασίζονται στο γρανιτένιο θεμέλιο της πίστης, βασίζονται σε θεμέλιο από κερί. Ζεσταίνει ο ήλιος, το κερί λιώνει και ο μεγάλος πύργος καταρρέει στη γη.
Δώσε μας, Θεέ, λογικό, ώστε ό,τι χτίζουμε πάνω στη πίστη, σε Σένα να το χτίζουμε. Αφού η πίστη σε Σένα, είναι θάρρος για χτίσιμο και φως στο ταξίδι. Δώσε μας το φως Σου στο ταξίδι μας σ’ αυτό τον κόσμο. Κάθε άλλο φως εκτός από Σένα μπερδεύει τις σκέψεις μας και παγώνει τις καρδιές μας. Πηγή ζεστού και ζωοδόχου φωτός, μην εγκαταλείψεις εμάς, τους κουρασμένους και διψασμένους ταξιδιώτες. Εσύ που ανασταίνεις τα νεκρά σώματα και τις νεκρές ψυχές, ρίξε ένα βλέμμα και στο δικό μας νεκροταφείο. Ας καούν από το βλέμμα Σου όλα τα θανατηφόρα και σκοταδοφόρα ζιζάνια μέσα μας και ας αναστηθεί η ζωοφόρος πίστη σε Σένα. Ώστε να είμαστε και μείς άξιοι εργάτες στο μεγάλο εργαστήριο Σου, άξιοι καλεσμένοι στο μεγάλο τραπέζι Σου σ’ αυτόν τον κόσμο, άξιοι του ονόματός Σου, Δημιουργέ μας, υπερήφανοι για την πατρότητά Σου, Πατέρα μας. Αμήν.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αργά βαδίζει ο Χριστός», Εκδόσεις «Εν Πλω»), Η άλλη όψη
Πόσοι άραγε από τους ανθρώπους σκέπτονται σοβαρά τον λόγο της υπάρξεως και παρουσίας μας στην ζωή και πόσοι από όσους ισχυρίζονται ότι δέχονται την Χριστιανική Πίστη έχουν συνειδητοποιήσει ότι η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής προϋποθέτει την νέκρωση κάθε μορφής κακού που φύεται μέσα στον ψυχικό μας κόσμο;
Με άλλα λόγια έχουμε ενστερνιστεί ότι η μεταμόρφωσις της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου, που εκδηλώνεται ως αγία συμπεριφορά, είναι ένας καθημερινός σταυρός που πρέπει να λιτανεύουμε από τα μικρότερα έως και τα μεγαλύτερα; Αυτό ακριβώς κηρύσσει ο Απ. Παύλος όταν γράφει “Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”. Και ναι μεν η στάση αυτή ζωής, που βιώνεται με την ελεύθερη επιλογή και αποδοχή του ανθρώπου, δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι όμως δυνατή δια της Χάριτος, όπως βλέπουμε στο Αποστολικό κήρυγμα, αλλά και στη ζωή των Αγίων.
Αλλά, γιατί μας φαίνεται δύσκολη η ζωή του Χριστιανού; Μας φαίνεται δύσκολη, διότι ο κατώτερος εαυτός μας, δηλαδή τα πάθη μας και οι αδυναμίες μας, γίνονται ο κύριος και ο εξουσιαστής της θελήσεώς μας, με τη δική μας πάντοτε προαίρεση και επιλογή. Εσωτερικός λοιπόν και αδυσώπητος είναι ο πόλεμος που δεχόμεθα σε πολλές των περιπτώσεων και ως την τελευταία μας πνοή.
Αλλά, μήπως συμβαίνει ο πιστός να βρίσκει κάποια συνδρομή από το περιβάλλον του στον Ιερό του αγώνα; Μήπως ο κόσμος τείνει χείρα βοηθείας σε αυτόν που θηριομαχεί με τον ίδιο του τον εαυτό;
Μα ο κόσμος “κείται εν τω πονηρώ” και εις σύνολον, αντί να βοηθήσει, δημιουργεί πειρασμούς και καταβαραθρώνει την ψυχή, τόσο με τους προκλητικούς πειρασμούς, όσο και με τα ποικίλα σκάνδαλα που τροφοδοτούν το υπάρχον κακό της ψυχής. Έτσι, ο πιστός που θέλει να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού αισθάνεται συχνά περικυκλωμένος από τούς πειρασμούς του κόσμου και εγκλωβισμένος στην ίδια του την αδυναμία ώστε να επαναλαμβάνει το υπαρξιακό και δραματικό ερώτημα του Θείου Παύλου: “Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;”.
Αλλ΄ εάν σταματήσουμε εδώ, ήδη την νίκη την έκλεψε ο εχθρός, αφού θέλει να παρουσιάζει ότι τα πάντα δήθεν συμμαχούν και εργάζονται για το ζοφερόν βασίλειον του Άδου. Όχι, ευλογημένοι αδελφοί. Χίλιες και άπειρες φορές όχι. Και τούτο διότι υπάρχει μέσον παντοδύναμον, διά του οποίου το αδύνατον γίνεται δυνατόν και οι παγίδες θραύονται ως ο ιστός της αράχνης, αρκεί ο πιστός να το θελήσει και με ζήλο να αποδυθεί τον ιερό αγώνα της μετανοίας για να ενδυθεί την στολή της Χάριτος.
Ο ίδιος ο Απόστολος με την θυελλώδη και αυτεξούσια αγάπη του προς τον Ιησού, που έτρεφε σε όλη του τη ζωή, μας δείχνει τον ελπιδοφόρο και σωτήριο δρόμο: “Ευχαριστώ τω Θεώ δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών”.
Και μόνο η φράσις αυτή φώτισε τα σκότη και ευωδίασε την ατμόσφαιρα, αφού ο νικητής του Θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας ευρίσκεται περισσότερο απ' όσο μπορούμε να φανταστούμε κοντά μας, ώστε αφού Του πούμε το Ναι, να μας χαρίσει, μετά από τον δικό μας απαραίτητο αιματηρό αγώνα, τη νίκη. Διότι, επιτέλους, γιατί ήλθε ο Χριστός στον κόσμο; Γιατί έδωσε το Αίμα Του πάνω στον Σταυρό; Γιατί απέθανε ο Υιός του Θεού; Μα ακριβώς για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Να τον ελευθερώσει από τις παγίδες του εχθρού και να του χαρίσει την ζωήν την αθάνατον. Και επειδή ο διάβολος γνωρίζει την δυνατότητα αυτή του ανθρώπου, την οποία του δίδει ο Χριστός δια της πίστεως εις Αυτόν και δια της συμμετοχής του στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προσπαθεί με παντοίους τρόπους να περάσει τον φόβο της δήθεν παντοδυναμίας του και μέσω του προπετάσματος του καπνού των ηδονών να καλύψει το θανάσιμο τραύμα που έλαβε δια του Τιμίου Σταυρού.
Ναι. Η δύναμις του Χριστού μας, του Κυρίου και Θεού μας, είναι ακατανίκητη. Ενώπιον της Θεϊκής αυτής δυνάμεως το σαρκικό φρόνημα νεκρώνεται και ο εκπεσών άγγελος εξαφανίζεται. Όσοι δε έζησαν την ζωή της Χάριτος και πολέμησαν σε όλες του τις εκφάνσεις το κακό σε σημείο απίστευτο, δηλαδή οι Άγιοι, μας διακηρύσσουν με τον αγιασμένο τους λόγο ότι όχι μόνο δεν είναι ακατόρθωτη η πνευματική ζωή, αλλά ότι, εάν θέλει το τέκνον της Εκκλησίας, δύναται να πορευθεί “εκ δυνάμεως εις δύναμιν” και να φθάσει σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη του αγιασμού, δηλ. του φωτισμού και της θεώσεως.
Και φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε και τα πλούσια πνευματικά μέσα με τα οποία τονώνεται πνευματικώς ο αγωνιζόμενος, ώστε πάντοτε να παρουσιάζεται με νέες δυνάμεις για τον αγώνα κατά των παθών του και του κακού. Τα άχραντα Μυστήρια δηλαδή, που τελούνται μόνο στον χώρο της Εκκλησίας μας, στις λατρευτικές γενικώτερα συνάξεις, και τον αυθεντικό Εκκλησιαστικό τρόπο ζωής, μακριά από τις αλλοιώσεις και τους νεοεποχήτικους νεωτερισμούς, που ως μανιτάρια του διαβόλου φυτρώνουν ακόμα και στα ενδότερα προσβάλλοντας και αυτές τις πλέον υψηλές κορυφές.
Είναι εκείνο που τονίζουν όλοι οι άγιοι, όταν αναφέρονται στην θέληση του Χριστιανού. Ότι “για τον πιστό δεν υπάρχει το δεν μπορώ, αλλά το δεν θέλω”. Θέλω = και μπορώ μόνο εν Χριστώ Ιησού και μόνο δια της Χάριτός Του.
Ας κλείσει όμως το θέμα περί της αγωνιστικής ζωής του πιστού ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, που έζησε και κατά μοναδικό τρόπο εκήρυξε τον αγώνα και την χαράν του Πνεύματος, την αγιαστική.
“Η μεγαλυτέρα καθημερινή μου δυστυχία είναι οι αμαρτίες μου, οι οποίες πληγώνουν και κατατρώγουν την καρδίαν μου. Εναντίον όμως αυτής της δυστυχίας υπάρχει ο καθημερινός μέγιστος ελευθερωτής και Σωτήρ, ο Ιησούς Χριστός. Πτωχοί αμαρτωλοί! Μάθετε και γνωρίσετε τον Σωτήρα τούτον, καθώς και εγώ τον γνωρίζω, από την Χάριν και τα δωρήματά Του”! Και καταλήγει: “Η ψυχή μου είναι στον Θεό, όπως το ψάρι μέσα στο νερό ή το πουλάκι στον αέρα. Ο Θεός την περιβάλλει από παντού, διαρκώς. Ζη εν Αυτώ, κινείται εν Αυτώ, αναπαύεται εν Αυτώ, βρίσκει ελευθερία εν Αυτώ”!
Εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε κάτι άλλο, παρά την ολοκάρδια ευχή.: Καλόν αγώνα εν Χριστώ Ιησού, που προοιωνίζει την ευλογημένη νίκη. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 10 Ὀκτωβρίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
1. Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 10ο ψαλμό τοῦ Ψαλτηρίου καί παρακαλῶ νά προσέξετε τήν ἑρμηνεία του. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ καταδιώκεται ἀπό ἐχθρούς, ἀλλά ἔχει δυνατή πίστη καί πεποίθηση στό Θεό καί ἀπό τήν ἀρχή λέγει: «Ἐπί τῷ Κυρίῳ πέποιθα» (στίχ. 1)!
Οἱ φίλοι ὅμως τοῦ ποιητοῦ μας τόν συμβουλεύουν, γιά νά ἀποφύγει τήν καταδίωξη τῶν ἐχθρῶν του, νά φύγει, νά πάει νά κρυφτεῖ στά βουνά, σάν πουλάκι («μεταναστεύου εἰς τά ὄρη ὡς στρουθίον», στίχ. 1). Γιατί οἱ ἐχθροί του, τοῦ λέγουν, εἶναι δυνατότεροι ἀπ᾽ αὐτόν. Εἶναι ὁπλισμένοι ἐναντίον του («ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν», στίχ. 2). Ἤδη τοῦ τά γκρέμισαν ὅλα, ὅλα ὅσα ἔκανε, καί τώρα τί ἄλλο μπορεῖ νά κάνει αὐτός, ἀπό τό νά φύγει («ὅτι ἅ σύ κατηρτίσω καθεῖλον, ὁ δέ δίκαιος τί ἐποίησε;», στίχ. 3);
2. Σ᾽ αὐτά τά μικρόψυχα λόγια τῶν φίλων του ὁ ποιητής ἀπαντᾶ ὅτι ἔχει πίστη στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μόνο ψηλά καί μακρυά, πάνω στόν οὐρανό («Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ», στίχ. 4), ἀλλά εἶναι καί πολύ κοντά μας: Κατοικεῖ στόν ἅγιο Ναό του· «Κύριος ἐν τῷ ναῷ τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ» (στίχ. 4)! Ἑπομένως θά καταφύγει στόν Ναό, θά προσευχηθεῖ καί θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Πιστεύει δέ ἀπόλυτα ὁ ποιητής μας στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ἐπιβλέπει μέ εὐμένεια στόν «πένητα», στόν καταδιωκόμενο δηλαδή, καί στόν ταπεινό ἄνθρωπο («οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ εἰς τόν πένητα ἀποβλέπουσι», στίχ. 4). Καί τέτοιος εἶναι ὁ ποιητής μας. Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος καί θά ἀποδώσει δικαιοσύνη μεταξύ τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας καί τῶν ἀσεβῶν καταδιωκτῶν του («Κύριος ἐξετάζει τόν δίκαιον καί τόν ἀσεβῆ», στίχ. 5· «ὅτι δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητα εἶδε τό πρόσωπον αὐτοῦ», στίχ. 7). Ὁπωσδήποτε θά τιμωρηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ Θεός θά ἐκσπάσει κρίση ἐναντίον τους. Καί ἡ κρίση αὐτή, γιά νά φανεῖ ὅτι θά εἶναι δυνατή, παριστάνεται ὅτι θά συνοδεύεται ἀπό φοβερά σημεῖα. Θά εἶναι σάν νά ἐκρήγνυται ἡφαίστειο: «Ἐπιβρέξει ἐπί ἁμαρτωλούς ἄνθρακας (ἀντί “παγίδας”, πού ἔχει λανθασμένως τό κείμενο), πῦρ καί θεῖον καί πνεῦμα καταιγίδος» (στίχ. 6). «Πνεῦμα καταιγίδος», πού λέγει ἐδῶ τό χωρίο μας, εἶναι ὁ ἄνεμος πού ἔρχεται μετά τήν ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου, ὁ ὁποῖος ὅλα τά μαραίνει καί τά καταστρέφει.
3. Τό μήνυμα καί τό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, εἶναι, ὅταν μᾶς συμβαίνει μία κρίση, μιά συκοφαντία καί καταδίωξη ἐχθρῶν, ἤ κάποιο ἄλλο κακό, νά μήν τά «χάνουμε», πού λέμε· νά μήν λιποψυχοῦμε, ἀλλά, μέ σταθερή πίστη, νά καταφεύγουμε στόν Θεό μας καί νά ζητοῦμε ἀπ᾽ Αὐτόν τήν βοήθειά Του καί τήν δικαιωσή μας.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Ο Ιωάννης είναι ο μόνος Ευαγγελιστής, ο οποίος περιλαμβάνει το περιστατικό της συναντήσεως του Ιησού με τους Έλληνες αμέσως μετά τη θριαμβευτική του είσοδο στην Ιερουσαλήμ : ῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν, λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν.
Ἔρχεται Φίλιππος, καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να τονισθεί είναι ότι, αντίθετα με την άποψη μερικών ερευνητών, ο Ελληνισμός συνδέεται στενά με την όλη προοπτική του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Υπάρχει πρώτα σ’ αυτό μια χαρακτηριστική έμφαση στον οικουμενικό χαρακτήρα και στην αποστολή του Ιησού Χριστού, μια διεύρυνση του ορίζοντος της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο Χριστός, τονίζεται, ήλθε στον κόσμο για να φωτίση «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» ∙ είναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ο οποίος θα ελκύση «πάντας» κοντά του, ώστε να «σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ». Η προφητεία του αρχιερέως ότι ο Ιησούς «ἔμελλεν ἀποθνήσκειν … οὐχ ὑπέρ τοῦ ἔθνους μόνον (δηλαδή των Ιουδαίων), ἀλλ ‘ ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διασκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν», σε συνδυασμό με τη φράση του Ιησού «καί ἄλλα πρόβατα ἔχω , ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης» μαρτυρεί συνειδητή προσπάθεια του Ιωάννη να διευρύνη τον ορίζοντα του Χριστιανισμού ώστε να περιλάβη και τους λεγόμενους εθνικούς.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι ομοεθνείς του Εβραίοι εναντιώθηκαν στον Ιησού, εκείνος απευθύνεται στους Έλληνες. Αυτό που πρέπει επίσης να αξιολογηθεί είναι ότι οι Έλληνες ζητούν τη μεσολάβηση του Φιλίππου και του Ανδρέα που έχουν ελληνικά ονόματα.
Στην συγκεκριμένη αναφορά ο Ιωάννης δεν μεταφέρει τι διημείφθη μεταξύ του Ιησού και των Ελλήνων αλλά μόνο την αντίδραση και το σχόλιο του Ιησού, όταν του ανακοινώνεται ότι θέλουν να τον συναντήσουν οι Έλληνες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χριστός σε κανένα άλλο σημείο δεν λέει, με την ευκαιρία της συνάντησης του με κάποιους ανθρώπους, ότι ήλθε η ώρα για να δοξασθεί, παρά μόνο όταν ζητούν να τον γνωρίσουν οι Έλληνες.
«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.»
Δηλαδή ο Ιησούς σχολιάζοντας το αίτημα των Ελλήνων να Τον ιδούν, προέβλεψε όχι μόνο τη ευρύτατη διάδοση του κηρύγματός τους αλλά και την προυπόθεση για τη σωτηρία τους.
«Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ Πατήρ. Ο Ιησούς ξεκαθαρίζει ότι όσοι τον ακολουθούν, ανεξάρτητα της εθνικότητας τους, θα τιμηθούν από το Πατέρα Θεό».
Στο Ευαγγέλιο του ο Ιωάννης μιλά με επαινετικά λόγια για τους Έλληνες. Για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του έζησε όχι μόνο στην έρημη Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη αλλά και στην ελληνικότατη Έφεσο την πατρίδα του Ηράκλειτου και εκεί ήρθε σε επαφή με το ελληνικό πνεύμα,
Έπειτα υπάρχουν σαφείς αναφορές του Ευαγγελίου στους Έλληνες. Στο στίχο 7, 35 οι Ιουδαίοι εμφανίζονται να προλέγουν ασυνείδητα ότι ο Χριστός θα κηρυχθή στους Έλληνες: «ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρίσκομεν αὐτόν ; μή εἰς τήν διασποράν τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι καί διδάσκειν τούς Ἕλληνας ;».
Και κάτι περισσότερο: ο Ιωάννης εμφανίζει τη δημόσια δράση του Ιησού στην ολοκλήρωσή της τη στιγμή ακριβώς που Έλληνες ζητούν να τον δουν (12, 20). Την επαφή με τους Έλληνες θεωρεί ο Ιησούς ως την «ώρα», δηλαδή τον προκαθορισμένο από το σχέδιο του Θεού «καιρό», που θα «δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» με την επάνοδό του στη δόξα του Θεού δια μέσου του σταυρού και της αναστάσεως. Η φράση αυτή του τετάρτου ευαγγελίου υπενθυμίζει όσα ισχύουν και για τον Παύλο: η προσχώρηση των Ελλήνων στον Χριστιανισμό ήταν το πιο εντυπωσιακό ιστορικό γεγονός του αρχικού Χριστιανισμού στα μάτια των ιδίων των πρώτων αποστόλων.
Το ευαγγέλιο του Ιωάννου, γραμμένο σε μια εποχή που η Εκκλησία αποτελούνταν βασικά από Έλληνες, εκφράζει και αυτό τη συνείδηση, πως η ιστορική πορεία του Χριστιανισμού ήταν δεμένη πια με τον Ελληνισμό.
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
Εἰσήγηση τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας,
Ἐπιτρέψατέ μου ἐν πρώτοις νά εὐχαριστήσω ὀφειλετικῶς τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τά σεπτά μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 157ης περιόδου διότι ἀπέβλεψαν μέ εὐμένεια στό ταπεινό μου πρόσωπο καί ἀποφάσισαν νά μέ συμπεριλάβουν μεταξύ τῶν εἰσηγητῶν τῆς παρούσης τακτικῆς συνελεύσεως τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας μας, παρότι τό ἱερό Σῶμα ἐμπερικλείει στούς κόλπους του σεβασμίους Ἱεράρχες πού διαθέτουν εὐρεία κατάρτιση καί πολυχρόνια πείρα, ἄρα κατά πολύ καταλληλοτέρους ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου γιά νά εἰσηγοῦντο τό συγκεκριμένο θέμα ἐνώπιόν Σας. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπιθυμῶ νά Σᾶς παρακαλέσω μέ μακροθυμία καί ἐπιείκεια νά ἀκούσετε καί νά κρίνετε τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεώς μου.
Ὁμολογῶ ὅτι πολύ μέ βασάνισε ἡ συγκεκριμένη διατύπωση τοῦ θέματος —Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σήμερα.
Ἐκκλησία καί ἑνότητα εἶναι δυό ἔννοιες, δυό πραγματικότητες καλύτερα, ἀξεχώριστες, σχεδόν ταυτόσημες. Ὑπενθυμίζω τόν χαρακτηριστικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου : «Τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλά ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα» (Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλ. 1,1, PG 61,13. Πρβλ. Εἰς Γαλάτας ὁμιλ. 3, PG 61,646 : «Τό γάρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα συμφωνίας ὄνομα καί ὁμονοίας ἐστίν»). Ἑπομένως ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ δομικό στοιχεῖο, στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί κάθε ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
«Ὁ ἑλληνικός λαός», πού ἀναφέρει ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως, δέν εἶναι ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας; Τά μέλη της καί ἐν ταυτῷ τό ποίμνιό της;
«Ἡ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ» δέν εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο συναπαρτίζει ὁ λαός μέ τόν ἱερό κλῆρο;
Ἀλλά καί ἡ φράση «ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» πῶς θά ἔδει νά νοηθεῖ; Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας ὡς καθολικοῦ σώματος ἤ ἡ συμβολή τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Τέλος, ὁ χρονικός προσδιορισμός «σήμερα». Γιατί σήμερα; Ἡ ἑνότητα ὡς ἰδανικό καί ὡς κατάσταση ὑπάρξεως διαφοροποιεῖται ποιοτικά ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή; Ἤ μήπως τό «σήμερα» τοῦ λαοῦ μας, τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀπαιτεῖ γιά συγκεκριμένους λόγους ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία νά συμβάλει ἰδιαιτέρως καί νά ὑπηρετήσει κατά προτεραιότητα τήν ἑνότητα «τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»;
Συμμερίζομαι τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν περιλαμβάνει στούς κόλπους της ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό λαό. Ὅτι δέν μποροῦμε ὡς Ἐκκλησία καί ὡς Ἱεραρχία νά ἀπευθυνόμαστε πρός τόν ἑλληνικό λαό θεωρώντας τον ἐν τῷ συνόλῳ του μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ποίμνιό μας. Κατά πρῶτο λόγο διότι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό πλευρᾶς δικαιοδοσίας δέν συμπίπτουν μέ τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Κατά δεύτερο λόγο διότι ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός μᾶς ἀνήκει ὡς ἐκκλησιαστικό ποίμνιο δέν ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη δεχτοῦμε ὅτι ἴσχυε κάποτε κάτι τέτοιο, σήμερα, στήν ἐποχή μας, ἔπαυσε πλέον νά ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων ἔχει λάβει τό χριστιανικό βάπτισμα, τοῦτο δέν ἀποδεικνύει ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ βαπτισμένοι συμπατριῶτες μας αἰσθάνονται, σκέπτονται καί λειτουργοῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ ἀφετηρία αὐτή τήν παραδοχή θεώρησα ἀναγκαῖο νά προσεγγίσω τό θέμα σέ δύο ἐπίπεδα : Τό πρῶτο, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σήμερα. Ὑπάρχει; Πῶς λειτουργεῖ; Ἀπειλεῖται ἤ τραυματίζεται καί ἀπό ποιές αἰτίες;
Τό δεύτερο· ἡ παρουσία, ὁ λόγος καί ἡ μαρτυρία ζωῆς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας πῶς θά μποροῦσε νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα, ἔστω κι ἄν πολλοί νεοέλληνες, ὅπως εἴπαμε, δέν ἀποτελοῦν μέλη της ἤ, παρόλο πού εἶναι βαπτισμένοι, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πίστη καί τή ζωή της.
Α΄.
1. Ἡ ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος.
Ἡ ἑνότητα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέσω τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καί τῆς σύμπνοιας τῶν ἐπισκόπων πού συγκροτοῦν τή σύνοδο τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τούς ἐγγυητές καί τούς φύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Αὐτό ὅμως ἐπιτυγχάνεται ἄν οἱ ἴδιοι ἐμφοροῦνται ἀπό τό πνεῦμα ἑνότητας· ἄν ἔχουν τό αὐτό ἐν Χριστῷ φρόνημα —«τό ἕν φρονοῦντες» κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Φιλ. 2,2). Ἄν καλλιεργοῦν καί ἐκφράζουν στίς συνοδικές διασκέψεις καί συζητήσεις, στήν ἐκφορά γνώμης, στή διατύπωση κρίσεων, στήν κατάθεση ἄποψης τό πνεῦμα ἑνότητας, σύμπνοιας καί καταλλαγῆς πού ἐκπορεύονται ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς μιᾶς πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποσκοποῦν ἐν τέλει στήν οἰκοδομή της.
Ἀσφαλῶς ἑνότητα δέν σημαίνει ἀφωνία καί σιωπή. Οὔτε σκόπιμη ἀποδοχή καί ὑστερόβουλη συμφωνία μέ τή γνώμη τοῦ Πρώτου ἤ ἄλλων ἀδελφῶν συνεπισκόπων. Ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη σημαίνει ποιότητα ἤθους καί λόγου ἐκκλησιαστικοῦ, στοιχεῖα τά ὁποῖα θά ἔδει νά διακρίνουν τή συμπεριφορά καί τόν λόγο ἡμῶν τῶν Ἱεραρχῶν. Ἀντιθέτως, συγκρούσεις, ὀξεῖες ἀντιπαραθέσεις, βαρεῖς χαρακτηρισμοί πλήττουν τήν μεταξύ μας ἑνότητα καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη ὁλόκληρης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας.
2. Ἡ ἁρμονική συνύπαρξη καί οὐσιαστική συνεργασία ἐπισκοπάτου καί πρεσβυτερίου.
Ἡ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πνευματική προκοπή τῶν μελῶν της προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῶν κατά τόπους ἐπισκόπων μέ τά Πρεσβυτέριά τους καί τήν ἀγαστή ἐν Χριστῷ συνεργασία τους. Ὅσο ὄμορφη εἶναι ἡ γνωστή εἰκόνα-παρομοίωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου γιά τήν ἑνότητα καί συνύπαρξη Ἐπισκόπου καί Πρεσβυτερίου (Ἐφεσ. 4, ΒΕΠΕΣ 2,265) τόσο, ὅπως τά πράγματα δείχνουν, δύσκολη εἶναι ἡ πραγμάτωσή της. Δυστυχῶς, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους —γνωστούς σέ ὅλους μας— ἡ διάκριση μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων στή διαδρομή τῶν αἰώνων ἔγινε χάσμα. Τό φαινόμενο «δεσποτισμός» ἔβλαψε τήν ἀναγκαία ἑνότητα καί ὅπου ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει συνεχίζει νά προκαλεῖ ζημιά.
Οἱ καιροί μας καί οἱ σύγχρονες ἰδέες ἐπιβάλλουν σ᾽ ἐμᾶς τούς ἐπισκόπους κυρίως νά ἀποκαταστήσουμε τήν ἑνότητα καί τήν ἁρμονική συνεργασία μας μέ τούς «συμπρεσβυτέρους» (Α΄ Πέτρ. 5,1) καί συλλειτουργούς μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο θά προοδεύει καί θά καρποφορεῖ τό ποιμαντικό μας ἔργο, ἀλλά καί θά προλάβουμε ἀντίθετα φαινόμενα—φατριασμούς, ἀπείθειες καί θρασεῖες συμπεριφορές πρεσβυτέρων—, τά ὁποῖα ἄρχισαν ἤδη νά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί ὁσημέραι θά πολλαπλασιάζονται.
3. Ἡ ἐνεργοποίηση τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στήν καθόλου ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται μόνο στήν ἑνότητα καί σύμπνοια τῶν ἐπισκόπων μεταξύ τους ἤ στήν ἑνότητα καί ἁρμονική συνεργασία τους μέ τά Πρεσβυτέριά τους. Ἑδράζεται καί διασφαλίζεται καί μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Τούς προσφωνοῦμε στίς ὁμιλίες ἤ στίς ἐγκυκλίους μας «ἀδελφούς» καί «πνευματικά τέκνα» μας. Διερωτῶμαι πολλές φορές πρώτιστα γιά τόν ἑαυτό μου : Ἄραγε ἡ προσφώνησή μας αὐτή ἔχει οὐσιαστικό ἀντίκρισμα ἤ ἀποτελεῖ μιά τυπική ἔκφραση πού δέν ἀγγίζει κανένα; Οὔτε ἐμᾶς πού τήν ἐκφέρουμε οὔτε καί τούς χριστιανούς μας πρός τούς ὁποίους τήν ἀπευθύνουμε;
Καί ὅμως! Οἱ λαϊκοί εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βαπτισμένοι στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, χρισμένοι μέ τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κληρονόμοι τῆς θείας Βασιλείας! Πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι προικισμένοι μέ ἕνα πλῆθος χαρισμάτων καί ἱκανοτήτων καί διαπρέπουν στόν ἐπιστημονικό ἤ ἐπαγγελματικό τους βίο. Ἑπομένως πολύτιμοι καί γιά τό ἔργο τῆς κοινῆς μητέρας ὅλων μας, τῆς Ἐκκλησίας, ἐάν ἐμεῖς οἱ ποιμένες θελήσουμε νά τούς ἀναζητήσουμε, νά τούς ἐμπιστευθοῦμε καί νά τούς ἐνεργοποιήσουμε γιά νά προσφέρουν στούς διαφόρους τομεῖς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας.
Ζωντανή Ἐκκλησία μέ ἑνοποιό παρουσία, δυναμική μαρτυρία καί«καλά ἔργα» κατά τήν Παύλεια ἔκφραση (Τίτ. 3,8,14), χωρίς τήν ἐνεργό συμμετοχή καί πολύτιμη σύμπραξη καί τῶν λαϊκῶν μελῶν της, δέν εἶναι δυνατόν σήμερα νά ὑπάρξουν. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινό μέλημα —ἀληθινό ἄθλημα— ὅλων μας, ἱερωμένων καί λαϊκῶν.
4. Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἡ ἑνότητα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας προϋποθέτει ἑνότητα περί τήν πίστη καί ὁμοήθεια περί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, δέν ἐμφορούμαστε ἀπό τή μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας· ἄν δέν συμμεριζόμαστε καί δέν ἀγωνιζόμαστε νά βιώσουμε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί νά ἐνσαρκώσουμε τό εὐαγγελικό ἦθος, τότε ἀδυνατοῦμε νά οἰκοδομήσουμε καί νά διαφυλάξουμε καί τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Μόνο ἡ ταπεινή μαθητεία ὅλων μας στίς καθάριες πηγές τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καί τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως τήν βίωσαν καί τήν ἀκτινοβόλησαν οἱ Ἅγιοι καί θεωμένοι ἀδελφοί μας, ἐξασφαλίζουν καί διαφυλάσσουν καί τήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, πεποιθήσεις καί συμπεριφορές τοῦ τύπου «ἐγώ πιστεύω», «ἐγώ δέχομαι», «ἐγώ ἀκολουθῶ», γιά νά περιορισθῶ μόνο σ᾽ αὐτές, ἀποτελοῦν αἰτίες πού διασποῦν τήν ἑνότητα, εἰσάγουν τό χωριστικό πνεῦμα καί δημιουργοῦν κάστες.
Ὡς ἐκ τούτου γιά τήν οἰκοδόμηση καί τή διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ συστηματικός ἀγώνας ἐπανευαγγελισμοῦ καί τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ μας. Διδαχή, κήρυγμα, κατήχηση, ὁ λόγος ἐν γένει τῆς Ἐκκλησίας, προφορικός καί γραπτός, ἀνακαινισμένος καί σύγχρονος, θεολογικά ἔγκυρος καί ταυτόχρονα προσιτός στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, θά πρέπει νά λειτουργήσουν μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἐμπνέουν καί νά ἐμπεδώνουν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα.
5. Ἡ ὑπέρβαση τῶν χωριστικῶν τάσεων.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν διακρινόταν καί διακρίνεται καί σήμερα γιά τό φιλελεύθερο πνεῦμα καί τήν εὐκαμψία στίς ἐκκλησιαστικές δομές της. Πιστεύοντας στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τῶν προσώπων-μελῶν της ποτέ δέν ἐπεδίωξε νά εἰσαγάγει στή ζωή τους σιδηρά πειθαρχία, ἀπόλυτη λειτουργική ὁμοιομορφία, μονοτροπία στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὀφείλουμε ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι ὅπως καί παλαιότερα ἔτσι καί σήμερα —καί μάλιστα πολύ περισσότερο χάρις στά σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας καί κοινωνικῆς δικτύωσης— χωριστικές τάσεις, ὁμαδοποιήσεις, παρεκκλησιαστικές δραστηριότητες, καταλυτική καί ἀνελέητη κριτική ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων τραυματίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑποσκάπτουν τό κύρος τῶν ποιμένων πού δέν υἱοθετοῦν τίς ἀπόψεις καί δέν ἐπιδοκιμάζουν τίς ἐπιλογές τους. Προκαλοῦν σύγχυση στούς πολλούς καί ἀκατατοπίστους, κλονίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τούς ποιμένες τους.
Ἀσφαλῶς δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε ἀστυνομικές μεθόδους ἐλέγχου, οἱ ὁποῖες ἄλλωστε ὄχι μόνο δέν ἀποδίδουν, ἀλλά συχνά ὀξύνουν ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ὡστόσο, ὀφείλουμε νά ἐπαγρυπνοῦμε καί νά διαφωτίζουμε. Καί, φυσικά, σέ καμιά περίπτωση δέν εἶναι νοητό ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι, οἱ θεματοφύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, νά ἐπιδοκιμάζουμε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ καί νά συντασσόμαστε μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους κινήσεις καί δραστηριότητες. Ἡ μονοπώληση τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ αὐτοανακήρυξη σέ γκουροῦ-γέροντες, ἡ δημιουργία ὁμάδων ὀπαδῶν —γιά νά μήν πῶ καί ὁμάδων κρούσεως!— πλήττουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ καρποί ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων μακροχρόνια θά εἶναι πολύ πικροί.
6. Ὁ ἐμπρηστικός δημοσιογραφικός λόγος ἐπί ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Οἱ χωριστικές τάσεις στίς ὁποῖες ἀναφέρθηκα στήν προηγούμενη παράγραφο ἐκφράζονται καί διαχέονται μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα μέ λόγο δημοσιογραφικό —ἔντυπο ἤ ἠλεκτρονικό— ἐμπρηστικοῦ χαρακτήρα. Ἐν ὀνόματι τῆς προάσπισης τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, πλεῖστοι ὅσοι αὐτοανακηρύσσονται σέ τιμητές Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἱεραρχῶν, Συνόδων ὁλοκλήρων, πιστεύοντας ἀφελῶς ὅτι σ᾽ αὐτούς ἀνέθεσε ὁ Θεός ὅ,τι τόν 4ο αἰώνα ἔπραξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἤ τόν 15ο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου.
Μέ φλάμπουρο τόν γνωστό λόγο τῆς Ἀπαντήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848 πρός τόν Πάπα Πίο Θ’ («Ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον» Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τ.ΙΙ2, Graz 1968, σ.1000), ξιφουλκοῦν κατά πάντων. Ὄντας πρόβατα πού ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν καί νά ὑπακούουν (Ἰω. 10,4· Ἑβρ. 13,17. Πρβλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας Φιλαδ. 2,1, ΒΕΠΕΣ 2,277. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός Ι,6, ΒΕΠΕΣ 7,97), ἐξεγείρονται κατά τῶν ποιμένων τους. Κατακρίνουν, καταδικάζουν, ἀφορίζουν, καθαιροῦν μέ τήν πεπλανημένη ἀντίληψη ὅτι ὄχι μόνο δικαιοῦνται νά τό κάνουν, ἀλλά καί μέ αἴσθημα ἱκανοποίησης ὅτι ἐκπληρώνουν καί τό καθῆκον τους!
Εἶναι φανερό ὅτι ἕνας τέτοιος λόγος ἀπό τή γραφίδα ὁποιουδήποτε κι ἄν προέρχεται, δέν ὑπηρετεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν πλήττει καίρια. Καί ἐπιπλέον, κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ποιμνίου καί κυρίως τῶν ἀστηρίκτων πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες του.
Β΄.
Μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά μήν ταυτίζονται μέ τά ἐδαφικά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας. Μπορεῖ ὅλοι οἱ νεοέλληνες νά μήν ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μας. Μπορεῖ πολλοί συμπατριῶτες μας παρά τό βάπτισμα πού ἔλαβαν καί ὁρισμένοι ἀπ᾽ αὐτούς καί μιά πρώτη χριστιανική ἀγωγή, νά ἔχουν οὐσιαστικά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί νά στρέφονται ἐναντίον της· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν τούτοις μέ τήν ἱστορία της, τή συμβολή της στή διάσωση τοῦ ἔθνους κατά τή μακρά δουλεία του ὑπό τόν τουρκικό ζυγό, τήν ἐνεργό συμμετοχή της στήν ἐθνική παλιγγενεσία, τήν παραμυθητική καί στηρικτική παρουσία της καί μετά τήν ἀπελευθέρωση σέ ὅλες τίς ἐθνικές μας δοκιμασίες, τό πλούσιο φιλανθρωπικό ἔργο πού ἀσκεῖ, κατέχει σημαίνουσα θέση μέσα στή νεοελληνική κοινωνία. Τό κύρος της παρά καί τά κατά καιρούς λάθη —μικρά καί μεγάλα— ποιμένων καί λαϊκῶν μελῶν της, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὑψηλό. Καί ὁ λόγος της νά ἔχει ἀπήχηση ὄχι μόνο μεταξύ τῶν μελῶν της ἀλλά καί «πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5· Α’ Θεσσ. 4,12).
Ἡ θέση καί ἡ παρουσία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μας στή σημερινή νεοελληνική κοινωνία προσδιορίζει καί τή διπλή ἀποστολή καί εὐθύνη πού ἔχει. Ἡ πρώτη, νά μεταδίδει τό μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας πρός ὅλους· νά ἑλκύει τούς πάντες εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν (πρβλ. Ἰω. 12,32). Ἡ δεύτερη, μέ τήν παρουσία της, τήν πνευματικότητα καί τά χαρίσματα τῶν μελῶν της —ἱερωμένων, μοναχῶν καί λαϊκῶν—, τόν λόγο της, τήν ποικίλη δράση της νά ἀναδεικνύεται καθημερινά στόν ὑπ᾽ ἀριθμόν ἕνα παράγοντα ἑνότητας ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἐπιτρέψατέ μου στή συνέχεια νά ἐπισημάνω ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς παρουσίας της, τά ὁποῖα καλλιεργώντας καί αὐξάνοντάς τα, συμβάλλουν στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα.
1. Ὁ ἤπιος καί κατευναστικός λόγος της. Εἶναι γνωστά σέ ὅλους μας τά πάθη καί οἱ φυλετικές ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ μας. Ἐκρηκτικό μεσογειακό ταμπεραμέντο. Παρορμητική συμπεριφορά. Ὀξύτατα πολιτικά πάθη.
Ποικίλοι φανατισμοί. Ἔντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, πρόσκαιροι καί ἄμετροι ἐνθουσιασμοί ἀφενός καί ταχεῖες ἀπογοητεύσεις καί πτώση τοῦ ἠθικοῦ ἀφετέρου.
Ὡς ἐκ τούτου ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λόγος ἡμῶν τῶν ποιμένων θά ἔδει νά εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο «ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολ. 4,6). Ἤπιος, γλυκύς, σεμνός, κατευναστικός.
Ἐάν, ὅπως συνιστᾶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, ὀφείλουμε «νά περιπατοῦμε ἐν σοφίᾳ πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5), μέ σοφία καί σύνεση ὀφείλουμε καί νά ὁμιλοῦμε. Οἱ πολλοί δέν γνωρίζουν τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε τή διδασκαλία καί τήν ὁρολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οὔτε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων μας ἤ τά ὅσα διαλαμβάνουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή καί τέχνη στό πῶς θά διατυπώνουμε τίς ἐκκλησιατικές μας θέσεις.
Καί φυσικά προσέχουμε νά μήν προκαλοῦμε συγκρούσεις. Νά ἐξάπτουμε οἱασδήποτε μορφῆς πάθη καί φανατισμούς. Ὁ λόγος μας θά ἔδει νά εἶναι ἑνωτικός, νά καταπραΰνει τά πάθη, νά ἐκπέμπει τήν ἀγάπη, τήν καταλλαγή καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.
2. Τόν ἑνοποιό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν ποιμένων της ὑπηρετοῦμε, ὅταν μέ τή στάση καί μέ τόν λόγο μας ἐξαίρουμε τά ὅσα μᾶς ἑνώνουν καί ὄχι τά ὅσα μᾶς διαφοροποιοῦν ἤ μᾶς χωρίζουν. Δυστυχῶς, ἐκκλησιαστικοί καί μή —οἱ τά πρῶτα φέροντες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι ἀλλά καί ἁπλοί ἄνθρωποι— συχνά παραβλέπουμε τά θεμελιώδη πού μᾶς ἑνώνουν, πού ἀσπάζονται λίγο-πολύ ὅλοι, ὑπερτονίζουμε τά δευτερεύοντα ἤ τριτεύοντα καί ἀντιπαρατιθέμεθα —πολλές φορές μάλιστα παθιασμένα— γιά ζητήματα πού συμβαίνει νά ἔχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις. Τό φαινόμενο εἶναι ἄκρως βλαπτικό σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ζωῆς. Ἡ ζημιά δέ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη γιά τήν Ἐκκλησία, διότι ἔτσι ἐξάπτεται καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός, ὁ ὁποῖος εἰσάγει τό μικρόβιο τῆς διαιρέσεως, τραυματίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκυρώνει τόν ρόλο της ὡς πρωταρχικοῦ παράγοντος ἑνότητος ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ.
Δυστυχῶς, ἐλάχιστη ἀπήχηση ἔχει στούς πολλούς —ἀκόμη καί σέ μᾶς τούς ἐκκλησιαστικούς— ἡ προειδοποίηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου :«Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5,15).
3. Ἡ Ἐκκλησία μας μπορεῖ καί ὄχι μόνο μπορεῖ ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας παραμένοντας —ἐμεῖς οἱ ποιμένες της κατά πρῶτο λόγο— μακριά ἀπό τίς πολιτικές-κομματικές ἀντιπαραθέσεις καί συγκρούσεις.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινή μητέρα ὅλων. Κηρύσσει τήν ἀγάπη, τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, τήν ἀλληλοπεριχώρηση καί τίς εἰρηνικές σχέσεις μεταξύ μας. Δέν ζητεῖ νά δεῖ κομματικές ταυτότητες σέ ὅποιους δρασκελίζουν τό κατώφλι της ἤ προσέρχονται γιά νά ζητήσουν τή βοήθειά της. Δέν συντάσσεται μέ τό Α κόμμα καί δέν ἀντιπαρατίθεται μέ τό Β. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χωράει τούς πάντες. Ἀρκεῖ νά τό θέλουν καί ἐλεύθερα νά τό ἐπιζητοῦν.
Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποί της δέν εἴμαστε ἀ-πολιτικά ὄντα. Εἴμαστε πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας μέ πλήρη δικαιώματα. Ἀγωνιοῦμε καί νοιαζόμαστε γιά τό μέλλον τοῦ τόπου μας καί γιά τίς νέες γενιές πού θά μᾶς διαδεχθοῦν. Ὅμως χρειάζεται πολλή προσοχή στόν δημόσιο λόγο καί στόν σχολιασμό-κριτική τῶν πολιτικῶν μας πραγμάτων καί τῶν κοινωνικῶν φαινομένων. Ἡ ἰδιότητά μας ὡς Ἱεραρχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων βαραίνει. Ὁ λόγος μας πολύ εὔκολα παρεξηγεῖται.
Καί οἱ ὅποιες παρεμβάσεις μας συχνά προκαλοῦν ἀναταραχή καί κάποιοι βρίσκουν τήν εὐκαιρία νά στρέψουν τά βέλη τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι —ἀθέλητα προφανῶς— δέν συμβάλλουμε στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ, ἀλλά γινόμαστε ἀφορμή δημοσίων ἀντιπαραθέσεων καί διχογνωμιῶν.
Δέν θά πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνοῦμε ὅτι δέν βρισκόμαστε στόν 4ο αἰώνα· στήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου γενικότερα. Οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες δέν εἶναι (καί δέν θέλουν νά εἶναι) «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ «χριστοί Κυρίου». Ἡ πολιτική πραγματικότητα του σήμερα, οἱ διεθνεῖς σχέσεις, ἡ συμμετοχή τῆς χώρας σέ διεθνεῖς καί διευρωπαϊκούς θεσμούς ὑπαγορεύουν νομικές ρυθμίσεις πού δέν ἀπορρέουν, δυστυχῶς, ἀπό τήν εὐαγγελική διδασκαλία καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐν τέλει, ἑκόντες ἄκοντες εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά δεχθοῦμε ὅτι ἡ Πολιτεία ρυθμίζει τά ἀφορῶντα σέ ὅλους τούς πολίτες της καί ἡ Ἐκκλησία κανονίζει αὐτά πού ἀναφέρονται στή ζωή τῶν μελῶν της. Τό Εὐαγγέλιο δέν ἐπιβάλλεται μέ τήν κρατική βία. Καί ἡ μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀξία ὅταν εἶναι ἀπόφαση καί ἔκφραση προσωπικῆς καί ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
4. Διάκριση καί προσοχή ἀπαιτεῖται καί στήν ἀνάμιξή μας στά λεγόμενα ἐθνικά ζητήματα. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι —καί δέν μπορεῖ στήν ἐποχή μας νά εἶναι— ἐθναρχούσα Ἐκκλησία. Καί ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἐθνοφυλετισμός εἶναι παντελῶς ἀσύμβατος καί ξένος πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἄλλες ἐποχές καί συνθῆκες εὐνοοῦσαν ἤ καί ἐπέβαλλαν ἀκόμη ἐνεργό παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της σέ ἐθνικά ζητήματα χωρίς νά διασαλεύεται ἡ ἑνότητα τοῦ λαοῦ. Φρονῶ ὅμως ὅτι σήμερα οἱ συνθῆκες καί τό κλίμα γενικότερα ἔχουν ἀλλάξει. Κατά τό πλεῖστον παρεμβάσεις μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους παρεξηγοῦνται, διχάζουν τούς ἀνθρώπους καί δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στρέφονται κατά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία μας ταυτίστηκε, στρατεύθηκε καί συμπορεύθηκε ἀκρίτως μέ τά ρευστά καί ὄχι σπάνια φθαρμένα σχήματα τοῦ κόσμου τούτου ἐξῆλθε ζημιωμένη.
Εἶναι ἄλλο πράγμα ὁ ἁγνός καί ἄδολος πατριωτισμός, ἡ φιλοπατρία. Ὁ διαχωρισμός ὅμως ἀπό τόν ἐθνικισμό καί ἀκόμη χειρότερα ἀπό τήν ἐθνοκαπηλεία εἶναι πολύ δύσκολη ὑπόθεση. Καί γιά τόν λόγο αὐτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ἐπιπλέον, εἶναι φανερό —καί τό διαπιστώνουμε καί στίς μέρες μας— ὅτι ὑπάρχουν δυνάμεις πολιτικές καί ἄλλες πού ἐπιδιώκουν νά ἐμπλέξουν τήν Ἐκκλησία καί τούς ἐπισκόπους της στίς κομματικές τους σκοπιμότητες, ἐκμεταλλευόμενοι τήν εὐαισθησία μας γιά τά ἐθνικά ζητήματα. Παρασυρόμενοι ὅμως ἀπό τά συνθήματα καί τή ρητορική τους, βρισκόμαστε ἀθέλητα ἀντιμέτωποι μέ τούς πολιτικούς ἀντιπάλους τους. Ἔτσι, ἀντί γιά τόν ἑνοποιό ρόλο πού ἔχουμε χρέος νά διαδραματίζουμε, ἐγκαλούμαστε ὅτι ἀσχολούμαστε μέ ζητήματα πού δέν γνωρίζουμε καλῶς καί εἶναι ξένα πρός τήν ἀποστολή μας καί ὅτι φανατίζουμε καί διαιροῦμε τόν λαό. Ἐπιπλέον, κάποιοι —ἡμέτεροι καί ξένοι— παίρνουν ἀφορμή γιά νά κατηγορήσουν τήν Ἐκκλησία μας γιά ἐπαρχιωτισμό· ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐλάχιστα μᾶς ἀγγίζει, καθώς παραμένουμε περιχαρακωμένοι καί ἀπορροφημένοι ἀπό τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐθνικῆς Ἐκκλησίας καί μόνο.
5. Ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ἀποστολική ἐποχή ἡ Ἐκκλησία θεώρησε ὅτι μέσα στήν ἀποστολή της στόν κόσμο εἶναι καί ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, τά «καλά» καί «ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις» ἔργα κατά τόν Παύλειο ὁρισμό (Τίτ. 3,8), ἀσκούμενα ὄχι μόνο μεμονωμένα ἀπό τούς «πεπιστευκότας τῷ Θεῷ», ἀλλά συστηματικά καί ὀργανωμένα καί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες μέ κέντρο τίς τοπικές τους Ἐκκλησίες. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἐξέφραζε ἐμπράκτως τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου (Ματθ. 25,40) καί ἀναλάμβανε πρωτοποριακά ἡ ἴδια ἕνα εὐρύ κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Ἡ ἄσκηση τοῦ ἔργου αὐτοῦ συνεχίζεται καί σήμερα. Καί ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία μας ἔχει νά ἐπιδείξει ἕνα ἀξιοζήλευτο φιλανθρωπικό ἔργο, τό ὁποῖο ἐκτείνεται σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἀναφερόμαστε ἐδῶ σ᾽ αὐτό γιά νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό ἔργο τοῦτο, πέρα ἀπό τή θεμελιώδη ἐπιδίωξή του, τήν ποικίλη, δηλαδή, βοήθεια πρός τούς συνανθρώπους μας πού ὑποφέρουν, συμβάλλει καί στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας καί στήν αὔξηση τοῦ πνευματικοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της. Κατ᾽ ἐξοχήν δέ, ὅταν καί ἡ προσωπική ζωή καί παρουσία τῶν κληρικῶν πού πρωτοστατοῦν στά καλά ἔργα καί πρώτιστα ἡμῶν τῶν ἐπισκόπων διακρίνεται ἀπό τήν ὀλιγάρκεια, τή σεμνότητα καί τήν εὐαγγελική ἁπλότητα.
Ἀξιέπαινο, λοιπόν, τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖο ἐνισχύθηκε καί κατέστη πολύ πιό ἀποτελεσματικό, ἀλλά καί προβλήθηκε κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἔπληξε τήν πατρίδα μας.
Ὅμως θά ἔδει ὅλοι μας νά ἀναστοχαστοῦμε θεολογικότερα ἐν σχέσει μέ τίς δραστηριότητες πού ἀναπτύσσουμε στόν φιλανθρωπικό τομέα.
Μήπως αὐτές οἱ φιλανθρωπικές δραστηριότητες ἀπορροφοῦν ἐμᾶς τούς ποιμένες ὑπέρμετρα μέ ἀποτέλεσμα νά παραμελοῦμε τό κύριο ἔργο μας, πού εἶναι ἡ λατρεία, ἡ διδαχή, ἡ κατήχηση, μέ ἕνα λόγο τό ποιμαντικό καί πνευματικό μας ἔργο; Μήπως θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ὁ λόγος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρός τούς χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων : «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πράξ. 6,2);
Ἀκόμη ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε μήπως καί οἱ ἄνθρωποι διαμορφώνουν μία στρεβλή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Παραθεωροῦν πλήρως τήν κύρια ἀποστολή της, τήν ἐσχατολογική προοπτική τῆς παρουσίας της στόν κόσμο, καί τελικά τήν βλέπουν σάν ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο καί τίποτε περισσότερο.
* * *
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων μου ἐκ προοιμίου παρεκάλεσα νά ἔχω τήν ἐπιείκειά Σας. Τό ἴδιο παρακαλῶ καί τώρα, καθώς τελείωσα τήν παράθεση τῶν ἀπόψεών μου ἐπί τοῦ θέματος πού μοῦ ἀνατέθηκε νά εἰσηγηθῶ ἐνώπιόν Σας.
Τά ὅσα Σᾶς ἐξέθεσα μέ ἁπλότητα καί συντομία συνιστοῦν τόν προσωπικό μου προβληματισμό, ὀρθό ἴσως σέ κάποια σημεῖα, ἐσφαλμένο ἐνδεχομένως σέ ἄλλα.
Ἡ συζήτηση πού θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική Σας πολύτιμη συνεισφορά θά ὁδηγήσει ἀσφαλῶς τό ἱερό Σῶμα μας σέ ὀρθότερες διαπιστώσεις, χρήσιμα συμπεράσματα καί τίς ἀναγκαῖες ἀποφάσεις.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Πηγή: Ακτίνες
Μετά φόβου Θεοῦ ἀλλά καί μέ θερμή παράκληση πρός τόν Θεό νά μέ φωτίσει νά ἐκφράσω σωστά τό πιό σημαντικό βίωμά μου· τή μεταστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ παπποῦς μου, Ἰταλός στήν καταγωγή, ἀπό τήν Σικελία καί ἀρχιτέκτονας στό ἐπάγγελμα βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ὁ Σουλτάνος τόν ἔστειλε στή Θεσσαλονίκη γιά νά κτίσει δημόσια κτήρια. Στή Θεσσαλονίκη, ἡ ὁποία ἀνῆκε τότε στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἔζησε ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἕνα ἀπό τά ὀκτώ παιδιά του ἦταν ὁ πατέρας μου. Κι ἐγώ γεννήθηκα στή Θεσσαλονίκη, ὅπου σπούδασα καί δημιούργησα οἰκογένεια. Ἀπό παιδί προσπαθοῦσα νά ἀνταποκρίνομαι στά θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτοῦσα στό γαλλικό σχολεῖο Δελασάλ, ἡ κατήχηση ἦταν ἀπαραίτητη, διότι τήν ἐπιμέλεια τοῦ σχολείου τήν εἶχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ἡμέρα κατέφθασε ἕνας καθολικός ἱερέας καί ἔκανε συζήτηση μέ ἔφηβους καθολικούς. Κάλεσαν κι ἐμένα. Κατά τή συζήτηση μέ ρώτησε ἄν θέλω νά γίνω ἱερέας. Ἀπάντησα ἀρνητικά. Παρόλο πού μέ συγκίνησε ἡ πρόταση, ἀρνήθηκα.
Σπούδασα ἰατρική στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καί νυμφεύτηκα Ἑλληνίδα ὀρθόδοξη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν εἴχαμε προστριβές ἐξαιτίας τῆς διαφορετικότητάς μας στό δόγμα.
Μετά τόν γάμο βρεθήκαμε στήν Ἑλβετία, ὅπου ἄνοιξα ἱατρεῖο. Ἐκεῖ ἀποκτήσαμε δύο κόρες οἱ ὁποῖες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στήν Ἑλβετία ἕνδεκα χρόνια.
Ἀποτέλεσμα τῆς διαμονῆς μας στήν Ἑλβετία ἦταν νά χαλαρώσουμε κάπως στά θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός ὅμως μᾶς λυπήθηκε, μᾶς κάλεσε κοντά Του, καί μᾶς ὑπενθύμισε ὅτι δίχως ἀγώνα θά μείνουμε ἐκτός νυμφῶνος. Ἀλλά πῶς μᾶς κάλεσε, ἄς μέ φωτίσει ὁ Πανάγαθος, νά σᾶς τό μεταφέρω σωστά στή συνέχεια.
Ἔπειτα ἀπό ἕνδεκα χρόνια ξενιτειᾶς ἐπιστρέψαμε στήν πατρίδα. Κατοικία καί ἰατρεῖο στή Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού ὅλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἀποφασίσαμε νά ἐγκατασταθοῦμε στά Ν. Μουδανιά Χαλκιδικῆς. Αὐτό ἔγινε, διότι μᾶς συνέβη κάτι ἐντελῶς ξαφνικό καί ἀνεξήγητο. Καί σήμερα ἀκόμη ἀποροῦμε. Προσωπικά ὅμως ἀναρωτιέμαι, ἄν δέν γινόταν ὅλα αὐτά, πῶς θά γνώριζα τήν Ὀρθοδοξία. Τό σχέδιο ὅμως τοῦ Θεοῦ προχωροῦσε καί μᾶς ἔδειχνε τόν δρόμο πού ἔπρεπε ν᾿ ἀκολουθήσουμε.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἡ παρουσία τῆς Παναγίας ἄρχισε νά γίνεται πιό αἰσθητή στό σπίτι μας μέ τό ἑξῆς περιστατικό: Ὁ Θεός πῆρε τή γιαγιά τῆς συζύγου μου καί στό σπίτι μας ἦλθε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας. Τήν εἰκόνα ὁ παππούς της τή βρῆκε μέ θαῦμα, θαμμένη στή γῆ. Ἡ σύζυγος μεγάλωσε μέ τήν παρουσία αὐτῆς τῆς εἰκόνας καί ἔζησε κάποια θαύματά της καί ἐν συνεχείᾳ αἰσθανθήκαμε καί οἰκογενειακῶς τή χάρη Της. Ἡ Παναγία Ὁδηγήτρια μέ τή χάρη Της καί τήν πρεσβεία Της μέ βοήθησε νά βάλω τέλος στήν ἀναζήτησή μου, ἄν δηλαδή θά παραμείνω καθολικός ἤ θά μεταστραφῶ στήν Ὀρθοδοξία. Πῶς ἔγινε αὐτό, θά τό δοῦμε πιό κάτω.
Οἱ κόρες μου φοιτοῦσαν στά μέσα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Γιά ἐκκλησιασμό τίς πήγαινα, ὅσο ἦταν δυνατόν, στήν καθολική ἐκκλησία στή Θεσσαλονίκη. Γιά δέ τήν ἐξομολόγηση ἐρχόταν καθολικός ἱερέας γιά τούς καθολικούς τῆς γύρω περιοχῆς καί ἡ ἐξομολόγηση γινόταν στό ἰατρεῖο.
Ἐπειδή μέ τή σύζυγο ἀπό παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολεῖο, ἀποφασίσαμε νά στείλουμε καί τίς κόρες μας. Δέχτηκα νά πᾶνε στά Μουδανιά, ἐάν τίς δέχονταν ὡς καθολικές πού ἦταν. Δέν εἶχε ὅμως τότε γιά παιδιά. Μία κυρία ὅμως εἶπε στή σύζυγο: «Ἄν θέλετε νά ἀκούσετε λόγο Θεοῦ, κάθε Σάββατο στό Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου στή Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ἦταν καλοκαίρι καί πήγαμε οἰκογενειακῶς. Ὅλα πρωτόγνωρα γιά μᾶς. Πολύς κόσμος στό προαύλιο, ὅπου θά γινόταν ἡ ὁμιλία, Μέ πολλή προσοχή, ἴσως καί μέ περιέργεια παρακολουθήσαμε τήν ὁμιλία. Πιστεύουμε ὅτι ὅσα ἀκούσαμε ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἦταν τυχαῖα, ἀλλά θέλημα Θεοῦ. Πιστέψαμε ὅτι αὐτή ἡ ὁμιλία ἔγινε εἰδικά γιά μᾶς. Ὁ Θεός μᾶς καθοδήγησε σ᾿ αὐτή τήν ὁμιλία γιά νά προβληματιστῶ καί ν᾿ ἀρχίσω τήν ἀναζήτηση καί μάλιστα μέ ἔντονο ἐνδιαφέρον.
Ὁ σεβαστός Γέροντας ἀναφέρθηκε στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν ἱστορία του. Ἦταν συγκλονιστικό γιά μένα καί τή σύζυγό μου. Οἱ κόρες δέν πολυκαταλάβαιναν λόγῳ τῆς ἡλικίας τους. Τό συγκλονιστικό ἦταν ἡ περιγραφή τῆς εἰσβολῆς τῶν Λατίνων Καθολικῶν στό Ἅγιον Ὄρος ἐπί Βέκκου (Πατριάρχου) καί τῆς ἄσχημης συμπεριφορᾶς τους ἀπέναντι στά Μοναστήρια καί τούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν νά συνλειτουργήσουν μαζί τους. Μέ κατέπληξε ὁ Γέροντας, γιατί μιλοῦσε μέ ἠρεμία καί μέ πόνο ψυχῆς. Ἐπίσης ἀναφέρθηκε καί σέ κάποιες διαφορές μας πού δέν ἐπιτρέπουν τή συλλειτουργία καί τήν συμπροσευχή, διαφορές πού ἐπῆλθαν μετά τό Σχίσμα, ἀφοῦ οἱ Καθολικοί κατήργησαν ἤ ἀλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἐδῶ κάνω μία ἐπισήμανση σχετικά μέ τήν καθολικισμό. Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί καί ἐμεῖς οἱ καθολικοί νηστεύαμε. Ἀλλά κάποια στιγμή, δέν ἐνθυμοῦμαι χρονολογία, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα ἡ νηστεία καταργήθηκε. Ἐπίσης, ὅταν θέλαμε νά κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στή Θεία Λειτουργία νηστικοί. Ἀλλά καί αὐτό καταργήθηκε. Ἐπανέρχομαι ὅμως στήν ὁμιλία. Ἡ σύζυγός μου, ὅπως μοῦ ἐξήγησε μετά, τά ἀντιμετώπισε ὅλα ὡς ἑξῆς: Ὅταν ἄκουσε τά τῶν καθολικῶν σκέφτηκε ἐμένα καί μέ κοίταξε γιά νά δεῖ τήν ἀντίδρασή μου . Μέ εἶδε νά ἀκούω μέ ἐνδιαφέρον. Ἔκανε ὅμως τόν λογισμό ὅτι δέν θά τούς πήγαινα ξανά ἐκεῖ. Μόλις μπήκαμε στό αὐτοκίνητο γιά τήν ἐπιστροφή περίμενε νά ἀκούσει τήν ἀντίδρασή μου. Ἐγώ ὅμως τῆς εἶπα πώς ὅτι ἔχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει νά συζητήσω μέ κάποιον εἰδικό καί νά μοῦ πεῖ ἀκόμη τί πρέπει νά διαβάσω γιά νά πληροφορηθῶ τά πάντα. Καί αὐτό ἔπραξα. Συζήτησα μέ Γέροντες καί προμηθεύτηκα τά σχετικά βιβλία. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπισκεφτήκαμε ὀρθόδοξα μοναστήρια.
Ὅταν μάθαινα κάποια ἀλήθεια σχετική μέ τίς διαφορές μας, ἡ ὁποία δέν ἄφηνε περιθώριο ἀμφισβήτησης ,αἰσθανόμουν λύπη, ἀλλά καί ἱκανοποίηση. Ἡ χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς τή δίδαξε καί ὅπως οἱ Πατέρες μᾶς τήν παρέδωσαν.
Ἀλλά ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε καί μία τελευταία εὐκαιρία νά βιώσω κι ἄλλες καταστάσεις σχετικές μέ τό θέμα γιά νά βγάλω καί μόνος μου συμπεράσματα, ἀλλά καί νά ἀντιδράσω δικαιολογημένα.
Ἡ ἑπόμενη κίνησή μας ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐγκατασταθήκαμε στή Γαλλία μετά ἀπό τά τέσσερα χρόνια πού ἤμασταν στά Μουδανιά. Θά ἐκφραστῶ κάπως ἐπιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις εἶναι προσωπικές.
Στή Γαλλία παραμονές μεγάλης ἑορτῆς πῆγα μέ τίς κόρες γιά ἐξομολόγηση στήν καθολική ἐκκλησία. Ἀντικρίσαμε ἀρκετά ἄτομα στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἱερέα μπροστά τους. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα ὅτι θέλουμε νά ἐξομολογηθοῦμε. Μᾶς ὑπέδειξε νά καθήσουμε κοντά στούς ἄλλους. Μά τοῦ εἶπα, ἐάν ὅλοι αὐτοί εἶναι γιά ἐξομολόγηση θά ἀργήσουμε πολύ. Ὄχι μοῦ λέει. Θά τελειώσουμε ἀμέσως καί μᾶς ἐξήγησε. Θά καθήσετε καί ὅλοι σας θά λέτε τίς ἁμαρτίες σας ἀπό μέσα σας κι ἐγώ θά διαβάσω τήν συγχωρητική εὐχή. Ἔμεινα ἄφωνος. Ἐγώ στήν Ἑλλάδα ἤξερα ἄλλα. Κάθε ἕνας μόνος του μέ τόν ἱερέα. Δηλαδή ἀναρωτήθηκα σέ κάθε χώρα ἔχουν τό δικαίωμα νά κάνουν ὅποιες ἀλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα ἀπό περιέργεια καί μοῦ εἶπαν ὅτι σέ ἄλλη ἐκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Γιά τή Θεία Κοινωνία πήγαμε στήν Ἑλβετία, στήν πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ἦταν πολύ κοντά στά σύνορα μέ τή Γαλλία καί μέ τήν εὐκαιρία θά βλέπαμε καί γνωστούς. Εἶχε ἀρκετό κόσμο, διότι ἦταν μεγάλη ἑορτή. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο κατά τή στιγμή τῆς Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεῖς σειρές. Γρήγορα ὅμως ἔνιωσα μεγάλη ἀπογοήτευση. Ὁ ἱερέας κοινωνοῦσε στή μεσαία σειρά, στήν ἀριστερή σειρά τούς πιστούς κοινωνοῦσε ἕνας λαϊκός, καί στή δεξιά σειρά κοινωνοῦσε τούς πιστούς μία λαϊκή. Ἐπιδίωξα νά κοινωνήσουμε ἀπό τόν ἱερέα, ἀλλά ἡ ψυχολογική μου κατάσταση δέν ἦταν ἐντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ὅτι ὁ λαϊκός πού κοινωνοῦσε τούς πιστούς ἦταν συνάδελφος ἰατρός ἀπό παλιά. Γνωριζόμασταν καί οἰκογενειακῶς. Ἐάν ἤμουνα στή δική του σειρά, θά μέ κοινωνοῦσε ὁ συνάδελφος καί φίλος μου.
Μεγάλη ἀπογοήτευση καί μεγάλος προβληματισμός, ἀλλά ἕως ἐκείνην τή στιγμή δέν εἶχα λάβει κάποια ἀπόφαση. Τήν ἀπογοήτευση αὐτή ἀκολούθησε ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἐργασία. Προέκυψε μεγάλη οἰκονομική καταστροφή. Ἔφτασα σέ σημεῖο νά βλέπω ὡς μόνη λύση νά πουλήσω τό σπίτι στήν Ἑλλάδα καί νά μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Ἡ ἐλπίδα νά ἀποφύγω αὐτή τήν ὀδυνηρή λύση ἦταν ἕνα κτῆμα πού εἶχα, ἀλλά δυστυχῶς δέν γινόταν τίποτε ἐφόσον καί οἱ κτηματομεσίτες τό ἀπέκλεισαν ὅτι θά γίνει κάτι, ἐφόσον δέν ὑπῆρχε ζήτηση. Κάθε ἡμέρα πού περνοῦσε ἦταν εἰς βάρος μας.
Ἀλλά εὐτυχῶς καί τόν Θεό δέν τόν ξέχασα. Ζήτησα τή βοήθειά Του μέ μεσίτρια τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα ἐκ μέσης καρδίας μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας καί συγχρόνως ἔκανα ἕνα τάμα. Τό θαῦμα ἔγινε καί τό τάμα ἐκπληρώθηκε, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Τό πρόβλημά μας τό γνώριζε ἕνας φίλος μας στήν Ἑλλάδα, στήν περιοχή Ν. Μουδανιῶν. Τόν εἶχα παρακαλέσει ἐάν ἐνδιαφερθεῖ κάποιος γιά τό κτῆμα νά μᾶς τηλεφωνήσει.
Εἶχαν περάσει μόλις λίγες ἡμέρες ἀπό τό τάμα πού ἔκανα, χτύπησε τό τηλέφωνο τό ὁποῖο σήκωσε ἡ σύζυγος· ἦταν ὁ φίλος μας πού ἀνέφερα πιό πάνω. Μετά τόν χαιρετισμό κατ᾿ εὐθεῖαν τῆς εἶπε: Ἄκουσε, ἔγινε ἕνα θαῦμα καί τῆς ἐξήγησε ἀμέσως. Ἐνῶ εἶμαι πολύ συνεπής στό ὡράριο τῆς ἐργασίας μου, δέν ξέρω πῶς μοῦ ἦλθε προχθές καί ἐγκατέλειψα τήν ἐργασία σχεδόν μισή ὥρα πιό νωρίς. Κάποιος ὅμως μέ ἀναζήτησε τήν τελευταία στιγμή καί, ἐπειδή ἦταν σχετικά ἐπεῖγον, μέ ἀναζήτησε καί στό σπίτι. Ἐνῷ συζητούσαμε τήν ὑπόθεσή του, αὐτός κάθε τόσο ἔλεγε: Τί ὡραία πού εἶστε ἐδῶ στήν ἐξοχή καί ἡ γυναίκα μου ἐπιθυμεῖ ἕνα σπίτι στήν ἐξοχή. Τότε τοῦ εἶπα γιά τό κτῆμα σας. Ἔδειξε ἐνθουσιασμό καί ἐπιθυμία νά τό δεῖ ἐκείνη τή στιγμή. Τόν πῆγα, τό εἶδε, τοῦ ἄρεσε καί μετά ἀπό συγκατάθεση τῆς γυναίκας του εἶπε ἐντάξει. Ὅλα ἐξελίχθηκαν καί ὅλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ᾿ αὐτό τό κτῆμα εἴκοσι χρόνια ἕως τώρα δέν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Ὅταν ἐπιστρέψαμε γιά δεύτερη φορά στήν πατρίδα οἱ φίλοι μας καί οἱ πελάτες μου μᾶς δέχτηκαν μέ χαρά καί ὅλα πῆγαν πολύ καλά.
Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία ἐπισκεφτήκαμε τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου· ἤμουνα μόνος μέ τή σύζυγο. Στήν ἐπιστροφή, ἐνῷ ὁδηγοῦσα, τῆς εἶπα ὅτι ἀποφάσισα νά βαπτιστῶ Ὀρθόδοξος. Τῆς ἐξήγησα ὅτι ἔταξα στήν Παναγία ὅτι μόλις ὅλα τακτοποιηθοῦν θά βαπτιστῶ. Οἱ κόρες μου δέχτηκαν ἐπίσης νά βαπτιστοῦν. Ἦταν ἤδη ἔφηβες καί εἶχαν ἐμπεδώσει πολλά γιά τήν Ὀρθοδοξία παρακολουθώντας τούς προβληματισμούς μου ἀλλά καί τίς διαπιστώσεις μου.
Γιά λίγους μῆνες κατηχηθήκαμε καί μετά ἔγινε ἡ βάπτισή μας στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἀρσενίου στό Βατοπέδι Χαλκιδικῆς. Ἡ βάπτισή μας ἔγινε ἀπό τούς σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο καί π. Θεόκλητο, πού τόσο μᾶς βοήθησαν καί μᾶς βοηθοῦνε στήν πορεία μας. Ἀνάδοχος, γνωστή καί φίλη τῆς οἰκογενείας ἀπό τήν ὁποία καί τόν σύζυγό της ἀκούγαμε συχνά λόγια ὠφέλιμα γιά τήν περίπτωσή μας.
Κατά τή διάρκεια τοῦ μυστηρίου ζήσαμε καί οἱ τρεῖς μας ἀξέχαστες στιγμές καί συναισθήματα. Δέν εἶναι εὔκολο νά εἰπωθοῦν δημοσίως. Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ μόνο εἶναι, ὅτι ὅλα μαρτυροῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Δοξάζω τόν Θεό πού ἀκόμη μοῦ ὑπέδειξε τόν δρόμο τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ, μέ τήν βάπτισή μου, ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός μέ ἀπάλλαξε ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες τοῦ παρελθόντος. Βέβαια εἶχε προηγηθεῖ τῆς βαπτίσεως καί ἡ ἐξομολόγηση. Ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι μπορῶ νά γίνω ἱερέας καί μοῦ ἔγινε ἡ πρόταση, εἶπα τό ναί μέ χαρά, ἀλλά καί μέ φόβο κατά πόσο θά φανῶ ἀντάξιος στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμουν νέος, εἶπα τό ὄχι στήν ἴδια πρόταση τῶν καθολικῶν. Δέν θά πάψω νά εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μέ φώτισε τότε ν᾿ ἀρνηθῶ, ἀλλά δέν θά πάψω κυρίως νά τόν εὐχαριστῶ πού μοῦ ἀποκάλυψε ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια.
Μέ ἀγάπη Χριστοῦ κι εὐχαριστίες πρός ὅλους
π. Κωνσταντῖνος
Πηγή: (ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’, Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010), Ενωμένη Ρωμηοσύνη
«ΔΟΣ ΜΟΙ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΞΕΝΟΝ»: ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΤΡΑΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΣΕ ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΕ ΠΙΚΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
«Και θέλω να σας πω ότι σ’ αυτή τη γη που είμαστε και ζούμε ήρθαμε για να είμαστε χρήσιμοι». (παπα Στρατής)
Πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ο γνωστός σε όλους μας παπα Στρατής. Ο παπα Στρατής ήταν ιερέας στον Άγιο Γεώργιο Καλλονής Λέσβου και έχασε τη μάχη από τον καρκίνο σε ηλικία 57 ετών. Ήταν τόσο μεγάλη η προσφορά του, που απασχόλησε την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, χαρακτηρίζοντας τον «ο καλός Σαμαρείτης» και τους New York Times που έκαναν ανάλυση τη δράση του.
Ο άνθρωπος παπα Στρατής αφιέρωσε από το 2007 το χρόνο του στη σωτηρία των προσφύγων (βοήθησε περίπου 10.000 ανθρώπους) και μεταναστών, αλλά και στην οικονομική ανακούφιση των κατοίκων της Λέσβου που ως γνωστόν αυτή την εποχή βίωναν και βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο ίδιος αφοσιώθηκε μαζί με τους κατοίκους της Λέσβου στην σωτηρία των προσφύγων από τα κύματα της θάλασσας, τους περιέθαλπαν, τους έδιναν φαγητό, ρούχα φροντίζοντας για το μέρος διαμονής και παρείχαν ψυχολογική στήριξη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι έπασχε από χρόνια αναπνευστική ασθένεια και ο ίδιος ήταν μόνιμα συνδεδεμένος με σωληνάκι που του χορηγούσε οξυγόνο κατευθείαν στους πνεύμονες.
Λέει λοιπόν ο ίδιος για την «ΑΓΚΑΛΙΑ» που συστήθηκε ως Μ.Κ.Ο. τα εξής: «Η ‘’ΑΓΚΑΛΙΑ’’ ξεκίνησε να περιθάλπει ανθρώπους που έρχονται από τα απέναντι παράλια από το 2007 ανεπίσημα και επίσημα από το 2009». Και αναφερόμενος στην έμπνευση του τίτλου «ΑΓΚΑΛΙΑ», σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οραματιστήκαμε την ‘’ΑΓΚΑΛΙΑ’’ από τον Σταυρό του Χριστού, τον Εσταυρωμένου που έχει ανοιχτά τα χέρια και αγκαλιάζει τον κόσμο όλο».
Ο παπα Στρατής ως άνθρωπος του Θεού, έδρασε έχοντας στο νου του τους λόγους του Θεανθρώπου «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι». Δεν είχε διακρίσεις στη διακονία των ανθρώπων, εφαρμόζοντας πιστά όσα αναφέρει ο Χριστός στην ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως. Με αφοσίωση και χαρά έγινε δέκτης των θείων λόγων της περικοπής, σύμφωνα με τους οποίους ο Χριστός δίδαξε: «πείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με». Και φυσικά όλα αυτά είναι σμιλευμένα στη βάση της θεανθρωποκεντρικής διδασκαλίας, την αγάπη, αφού σύμφωνα με την ιωάννειο ρήση «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί».
Όπως ο Χριστός κήρυξε σε όλους τους ανθρώπους, θεράπευσε κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία και την κοινωνική – οικονομική τάξη, μίλησε με την πόρνη, τον ληστή, τον τελώνη, τον άλλον, τον ξένο, έτσι και ο παπα Στρατής «λεντίω ζωννυμένος», χωρίς να υπολογίζει καθόλου τη διαφορετικότητα του άλλου, έσκυψε με αυταπάρνηση και αγάπη πάνω στον ανθρώπινο πόνο. Γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος έχει δηλώσει: «Εμείς δεν βλέπουμε ούτε φυλή, ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία, ούτε τίποτα, βλέπουμε μπροστά μας ανθρώπους. Εξάλλου και ο Θεός τους ανθρώπους έπλασε, όλοι έχουμε την ίδια πείνα, όλοι αγαπάμε, όλοι ερωτευόμαστε.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε μία σημαντική επισήμανση. Ναι μεν στο ζήτημα που διαπραγματευόμαστε, η ανθρωπιά είναι το κύριο συστατικό του, όμως ποια ανθρωπιά; Υπάρχει ο άνθρωπος του Διαφωτισμού, ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε και ο άνθρωπος του Αποστόλου Παύλου. Εκ πρώτης όψεως και οι τρεις διδασκαλίες έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο, αλλά με μία καίρια και ανατρεπτική διαφορά ανάμεσα στον δυτικό ανθρωπισμό και στον ανθρωπισμό της ορθόδοξης Ανατολής.
Ο άνθρωπος του Διαφωτισμού είναι ένας άνθρωπος που ναι μεν αποκτά δικαιώματα, και τις αρχές της ισονομία και ισοπολιτείας, εντούτοις ο άνθρωπος αυτός δεν αναγνωρίζει τις αρετές αυτές ως προερχόμενες από το θείο θέλημα, αδιαφορώντας για τον Θεό. Ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε είναι ένα δημιούργημα που μπροστά στην αδύναμη φύση του ανθρώπου, επιχειρεί να θεώσει τον άνθρωπο (εξ ου και η «μεταξίωση των αξιών» για την οποία έκανε λόγο ο Νίτσε), χωρίς όμως να βιώσει τον Θεό σ’ αυτή τη θέωση (δηλ. κατά το «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» του Μ. Αθανασίου). Ο άνθρωπος του Διαφωτισμού, αλλά και αυτός του Νίτσε δεν βλέπουν τον άνθρωπο στον Χριστό, τον Θεό στον άνθρωπο, όπως η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής.
Ο άνθρωπος του Αποστόλου Παύλου, είναι ένα δημιούργημα του Θεού που η ανθρώπινη του φύση αμαυρώθηκε, αλλά δεν χάθηκε, προσπαθώντας ο άνθρωπος με τη θεία χάρη να γίνει κοινωνός των του Χριστού μυστηρίων. Και το σημαντικότερο. Ο άνθρωπος του θείου Παύλου, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο ίδιος, απέναντι στον Τριαδικό Θεό, κι ας είναι ένας διαφορετικός από εμάς, αυτός άλλος, ο ξένος. Αυτός ο ξένος δεν είναι ένας εχθρός, ούτε ένας αλλόθρησκος που πρέπει να εξαφανιστεί για τον Απόστολο των Εθνών. Αυτός ο ξένος είναι μία άριστη και άγια ευκαιρία για να υπάρξουμε μαζί συνοδοιπόροι και σύντροφοι στο δρόμο της ζωής που έχει ως δημιουργό της και Πατέρα όλων τον Θεό. Αυτή η «μετανάστευση της αγάπης» όπως αναφέρει και ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής κ. Χ. Σταμούλης σε βιβλίο του, είναι η αγάπη του Θεού προς όλους τους ανθρώπους όλης της γης.
Έτσι λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος κάνοντας λόγο για την απουσία διάκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους, γράφει στην προς Γαλάτας Επιστολή τα εξής «αναρχικά»: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι». Συνδέοντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου με εκείνους του παπα Στρατή, ο τελευταίος μας λέει πως «για εμάς είναι άνθρωποι που έχουν ανάγκη και όταν θα δεις έναν άνθρωπο που ξεβράζει η θάλασσα ένα πρωί στην παραλία της Λέσβου και ένα παιδί και μια μάνα να κλαίει, δεν θα ανοίξεις ποτέ το στόμα σου να ρωτήσεις άμα είναι χριστιανοί και να τους ταΐσεις … κάποια θρησκεία είχαν, κάποιον Θεό πίστευαν, κάποια ελπίδα είχαν για την άλλη ζωή».
Ο παπα Στρατής είδε στον άλλον αυτό που αναφέρεται στον τίτλο του άρθρου. Είδε τον «ξένον». Κι εδώ έχουμε μία οντολογική αναφορά του εαυτού μου στον άλλον. Δεν δίνω απλά κάτι στον ξένο, τον οικειώνομαι και τον προσλαμβάνω, στις δικές μου διαφορετικές αντιλήψεις και γενικά ιδιοσυγκρασία. Η φράση «δος μοι τούτον τον ξένον» που προέρχεται από αυτό το υπέροχο ποιητικό δοξαστικό του Μ. Σαββάτου, είναι τελείως διαφορετική από τη φράση «δος τω ξένω». Ο παπα Στρατής αυτό έπραξε με πίστη και δόσιμο ολοκληρωτικό. Έδωσε τον εαυτόν του, όπως και οι κάτοικοι – εθελοντές του όμορφου νησιού της Μυτιλήνης, στους πρόσφυγες της Συρίας και τους μετανάστες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη χώρα τους, τους δικούς τους, τα σπίτια τους, το χώμα τους, χωρίς τη δική τους θέληση, αλλά «ως κυνηγημένοι από σφαίρες από τον πόλεμο», σύμφωνα με τον άνθρωπο του Θεού παπα Στρατή.
Αυτή η θυσιαστική προσφορά του παπα Στρατή είναι ένα εγχείρημα που ξεκίνησε από έναν άνθρωπο. Τον άνθρωπο ιερέα και διάκονο του Υψίστου, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε από μόνος του να την πραγματώσει. Η φιλανθρωπία είναι ίδιον γνώρισμα του ορθόδοξου ανθρωπισμού και είναι ξένη προς κάθε είδους αποκλεισμού, διαχωρισμού και μακριά από αφοριστικές και καθεστηκυίες αντιλήψεις, εγκολπώνει τον όλο άνθρωπο στην αρχοντική της φύση. Δεν αφορά έναν άνθρωπο, αλλά όλους τους ανθρώπους, όλες τις κοινωνίες. Η ενεργοποίηση των ανθρώπων μέσα από το αισθητήριο της διακονίας προς τον άλλον, αφορά κάθε φυλή και κάθε έθνος. Είναι δε τελείως ξένη προς κάθε εθνικό, φυλετικό και θρησκευτικό διαχωρισμό και δεν συμβαδίζει ως ύψιστο λειτούργημα προς τον συνάνθρωπο, με εθνικιστικούς παροξυσμούς και μισαλλοδοξίες.
«Η Ελλάδα δεν χάθηκε από τους ξένους, αλλά από τους Έλληνες. Το λέω και το φωνάζω. Χάσαμε τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις μας. Κάναμε σπίτια πολυτελή, αλλά πήγαμε μακριά τις αγκαλιές μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο απέναντι μας είναι άνθρωπος. Είναι πλάσμα Θεού, έχει πλαστεί από τον ίδιο τον Θεό. Για να αγαπήσουμε τον Θεό, πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τους ανθρώπους. Δεν με ενδιαφέρει εμένα η θρησκεία. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Να είναι άνθρωπος που αγαπάει τον κόσμο.» (παπα Στρατής).
Πηνελόπη Σάρρου – Πτυχιούχος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Φοιτήτρια Παιδαγωγικού Δημοτικής Εκπαίδευσης Α.Π.Θ.
Ηρακλής Φίλιος – Πτυχιούχος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας, Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Πηγή: Πεμπτουσία
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...